Τὸ ΚΟΙΝΟΝ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν | 04 | ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018

Page 12

π. ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΘΙΣΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΔΥΟ ΛΟΓΑΚΙΑ γιὰ τὸν πατέρα Γαβριὴλ

ΚΑΘΟΤΑΝ σὲ μιὰ ξύλινη καρέκλα στὸ κέντρο τῆς πολυτάραχης Ἀθήνας γιὰ ὧρες, γιὰ μέρες, γιὰ χρόνια, νὰ περιμένει. Καὶ σὰν διάβαινε κάποια ψυχούλα τὸ κατώφλι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, σκιρτοῦσε τὸ βαρὺ καὶ κουρασμένο του σῶμα, σὰν νὰ ’ρθε ἐπιτέλους τὸ μονάκριβο καὶ χαμένο ἀπὸ πολὺ καιρὸ παιδὶ του. Ὅποιος κι ἄν πέρναγε ἀπ’ τὸ μαντράκι του, ἔνιωθε, πὼς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ἔστελνε καὶ εὐθὺς τὸν ἔκανε σπλάγχνο του. Τὰ λόγια ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν δὲν εἶναι λόγια συνηθισμένα καὶ τυπικὰ, παρὰ εἶναι μιὰ ἀγκαλιὰ ἀπὸ λόγια καὶ ἀναμνήσεις ποὺ μ’ αὐτὰ ὁ π. Γαβριήλ, καιρὸ τώρα, τάιζε τὶς ψυχοῦλες μας. «Καθίστε λίγο νὰ σᾶς πῶ δυὸ λογάκια. Οἱ γονεῖς μου κατάγονταν ἀπ’ τὰ Βουρλὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ μπαμπὰς στὰ δέκα καὶ ἡ μαμὰ ὀχτὼ ἐτῶν, σὰν ἦρθαν στὴν Ἀθήνα μὲ τοὺς πρόσφυγες γονεῖς τους, ἔμειναν ὑπαίθρια καὶ στὴ συνέχεια τοὺς φτιάξανε ξύλινες παράγκες, προσφυγικὸ συνοικισμὸ στὸ Πολύγωνο, δίπλα στὴν παλιὰ σχολὴ Εὐελπίδων. Ὁ μπαμπὰς μαθαίνει τὴν τέχνη τοῦ τσαγκάρη, δουλεύει σκληρὰ. Εἴκοσι ἑνὸς ἐτῶν, ἀγοράζει μὲ τοὺς κόπους του ἕνα οἰκοπεδάκι καὶ χτίζει σιγὰ σιγά τὸ σπιτάκι μας στὸ Πολύγωνο. Γεννιέμαι τὸ ’44, μετὰ ἀπ’ τὴν Καλλιόπη μας καὶ τὴ Δεσποινούλα μας. Λίγο μετὰ ἔρχεται καὶ τὸ Ἐλισαβάκι μας. Τὰ δικὰ μας παραμύθια εἶναι οἱ διηγήσεις τῆς μαμᾶς γύρω ἀπ’ τὶς περιπλανήσεις τῶν συγγενῶν μας, νὰ φτάσουν ἀπ’ τὰ Βουρλὰ στὴ Σμύρνη, περπατώντας τὶς νύχτες γιὰ νὰ γλυτώσουν τὴ σφαγή. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας ἐσφαγιάσθησαν. Καὶ βλέπω τὴ μαμὰ κάθε ποὺ ἀνάβει τὸ καντήλι, νὰ κλαῖνε τὰ ματάκια της γιὰ τὶς ψυχοῦλες ποὺ φύγανε. Ἕξι μηνῶν παιδάκι εἶμαι καὶ στὸν ἐμφύλιο, στὰ Δεκεμβριανὰ τὸ ’45, μιὰ ὀβίδα πέφτει καὶ γκρεμίζει τὸ μισὸ σπίτι μας. Στὰ τριάντα ὀχτὼ του χρόνια πιάνει τὸν πατέρα μου καρκίνος. Ἐγὼ τότε στὰ τέσσερά μου, ἀντικρύζω τὰ χείλη του νὰ σφίγγονται, τὰ δάχτυλα νὰ σχηματίζουν γροθιά. «Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ φύγει ἡ ψυχὴ μου, Ἑλένη μου, ἔλεγε, δὲν θὰ τὴν ἀφήσω.Πῶς θὰ μεγαλώσεις τέσσερα παιδιὰ μικρὰ, ὀρφανά, χωρὶς σύνταξη, σ’ ἕνα σπίτι ποὺ τρέχουν τὰ νερά;» Ὁλόκληρη ἡ γειτονιὰ κινητοποιεῖται, βοηθοῦν τὴ μαμὰ νὰ στήσει ἕνα ξύλινο περιπτεράκι, μὰ λίγες μέ12

ρες πρὶν πεθάνει ὁ μπαμπάς, στὰ σαράντα δύο του, ἕξι χρονῶν ἤμουν τότε, ἐνῶ αὐτὸς χαροπαλεύει, μᾶς στέλνουν τὴν ἀστυνομία καὶ δέκα μέρες μετὰ τὴν κοίμησή του ἔρχονται νὰ τὸ γκρεμίσουν. Μᾶς παίρνει τὸτε ἡ μαμὰ καὶ κλεινόμαστε μέσα.Κάνουν τὸ περίπτερο κομμάτια. Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ πεσμένα κάτω στὴ βάση, ἐκείνη γονατιστὴ νὰ κλαίει καὶ νὰ προσεύχεται. «Γιόκα μου, ποῦ ἤρθαμε ἐδῶ, ποῦ βρεθήκαμε ἐδῶ πέρα;» Καὶ ξεκινᾶ ἡ μητέρα μου τὴ ζωὴ ποὺ ξημέρωσε, νὰ ξενοπλένει, μὲ πολλὲς στερήσεις, χωρὶς σύνταξη, γαντζωμένη ὅμως στὸ Χριστό. Βλέπω τὶς ἀδελφοῦλες μου, τὶς μεγαλύτερες, νὰ ἐργάζονται καὶ γιὰ νὰ δείξω στὴ μαμὰ ὅτι ἐγὼ εἶμαι «μπαμπὰς» ἐδῶ πέρα, ἀπὸ ἕξι ἐτῶν, σὰν τελειώνει τὸ σχολεῖο, ἀρχίζω τὴ δουλειά. Δὲν ξέρω τὶ θὰ πεῖ ἐξοχικὸ καὶ διακοπές. Μὲ λαχτάρα ἱδρώνω κάνοντας πολύ, πολύ, πολὺ σκληρὲς δουλειές. Ὅλοι οἱ Μικρασιάτες ζοῦν ταπεινὰ καὶ εὐλογημένα, μὲς στὴ χαρὰ καὶ τὸ τραγούδι. Στὸ σπίτι μας περνᾶ ὅλη ἡ γειτονιά. Γνωρίζω ἔτσι τὴ φτώχεια, τὶς γιαγιάδες, τοὺς παπποῦδες, τοὺς πρόσφυγες ποὺ μεγαλώνω κοντὰ τους. Δίπλα τους μαθαίνω νὰ χαμογελῶ. Ὅλοι αὐτοὶ μὲ διδάσκουν τὴ λιτὴ, τὴν ταπεινὴ ζωή. Ἡ μαμὰ σ’ὅλους ἀνοίγει τὴν πόρτα, ὅλους τοὺς ἀκούει κι ἐγὼ παρακολουθῶ, κατανοῶ, τί σημαίνει φτώχεια, τί σημαίνει πόνος, κούραση, μοναξιὰ στὸν ἄνθρωπο. Γιὰ ’μένα αὐτὸ τὸ κλάμα τῶν γιαγιάδων, ὁ πόνος τῶν γιαγιάδων ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἁπλοϊκὰ τραγουδάκια ποὺ μαθαίνω στὸ κατηχητικὸ σχολειὸ καὶ ποὺ τὰ ’χω σὰν εὐαγγέλιο, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μοῦ λέγουν στὴν καρδιὰ μου: «βρὲ παιδὶ μου τὶ γλυκύτερο ἔχεις νὰ κάνεις, τὶ πιὸ ὡραῖο ἔχεις νὰ προσφέρεις σ’αὐτοὺς τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους ἀπ’ τὸ νὰ γίνεις ἱερέας»; Στέκομαι λοιπὸν σὲ μιὰ ἁπλὴ τσίγκινη εἰκόνα καὶ τῆς κρεμῶ τὸν πόθο μου... «Παναγιὰ μου, θέλω νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, θέλω νὰ ἀφιερωθῶ σὲ ’σένα, ἐσένα νὰ ὑπηρετῶ»… Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1967, νεαρὸς φοιτητὴς τῆς Ριζαρείου ἤμουν καὶ μοῦ ζητεῖται ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Σταυριανόπουλο, ἕναν ἱερέα τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ, ποὺ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἤμουν στὰ χέρια του, νὰ κάνω κατηχητικὸ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα στὴν πλατεία Ἀμερικῆς, τὸ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.
Τὸ ΚΟΙΝΟΝ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν | 04 | ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018 by Ektipotiki-Axion - Issuu