
11, ΜΑΡΤΙΟΣ 2021, ΤΙΜΗ 3€ Ἐκδίδεται τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο. Ἐκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ љ ΤO ΚΟΙΝOΝ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. Ὑπεύθυνος ἔκδοσης: Δημήτρης Πισίνας Διευθυντής συντάξεως: Ἄγγελος Καλογερόπουλος
Ἁγίου Γεωργίου 26Β 19005 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ EΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ἐκδόσεις Μαΐστρος Ἱπποκράτους 146, 11472 Νεάπολη Ἀθήνα, τηλ. 210 810 42 62 –Φαξ 210 810 261 Ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο: contact&maistros.info tokoinon@yahoo.com www.maistros.info Τυπώνεται στὴν ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΞΙΩΝ, Ἐλευθερία Μπαλκογιαννάκια Γαδίλων 9-11 Ριζούπολη 11142 Ἀθήνα Τιμὴ τεύχους: 3 € Συνδρομὴ γιὰ τρία τεύχη: 15€. (9€ τὰ τεύχη+6€ ταχ. Τέλη) Συνδρομές-Ἐμβάσματα: Τράπεζα Πειραιῶς ΙBAN: GR62 0172 0720 0050 7203 9757 094 (δικαιοῦχος: Δημήτρης Πισίνας)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
σ. 3 ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου * σ. 5
POST(MORTEM)MODERNHELLAS2021 τοῦ Γιάννη Πατίλη * σ. 7 Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΚ ΣΑΜΑΡΙΝΗΣ τοῦ Κ. Καρανάτση * σ. 11 ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟ τοῦ Ἰωάννη Σεβαστιανοῦ Ρώσση * σ. 12 ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΚΟΙΝΟ ΧΤΗΜΑ» ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ τοῦ Σωτήρη Γουνελᾶ * σ. 14 ΤΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ τῆς Εὐαγγελίας Παπαθανασίου * σ. 16 ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄) τοῦ Βασίλη Ξυδιᾶ * σ. 18 ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ τοῦ Εὐάγγελου Σταυρόπουλου * σ. 20 ΔΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΜΗΝ ΤΟΥ τοῦ Θοδωρῆ Σαμαρᾶ * σ. 21 Η ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ τοῦ Κὰρλ Μάρξ * σ. 22 Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ τοῦ Κ. Σ. Σοκόλη * σ. 24 ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ τοῦ Ἴωνος Δραγούμη * σ. 26 ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 τοῦ Θανάση Γαλανάκη * σ. 29 ΟΙ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ τοῦ Ἄγγελου Μαντᾶ * σ. 30 ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ π. Δημήτρη Μαϊστράλη * σ. 31 ΗΡΩΟΝ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ τῆς Εὐρυδίκης Παπάζογλου * σ. 33 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΟΡΔΩΝ, ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝΑΣ τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου ( μετάφραση) * σ. 34 ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ Λ. ΑΡΣ τοῦ Γιάννη Καρρᾶ * σ. 37 ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ τοῦ Κ. Μπλάθρα * σ. 38 Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ
φεύγανε γιὰ τὸ Μέτωπο μὲ τὸ γνωστὸ τετράστιχο: Αὐτὸ τὸν λόγο θὰ σᾶς πῶ* δὲν ἔχω ἄλλον κανένα* μεθύστε μὲ τ’ ἀθάνατο* κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα. Ὅμως τὸ κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅπως καὶ κάθε κρασί, εἶναι προϊὸν ζύμωσης. Τὸ σταφύλι, ὁ μοῦστος, μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ζύμωσης καταλήγουν στὸ μεθυστικὸ ποτό. Δηλαδή, μὲ τὴν μεταμόρφωση τοῦ πρωτογενοῦς ὑλικοῦ. Ἑπομένως, ἡ ἐπιμονὴ μιᾶς ὁρισμένης ὁμάδας ἱστορικῶν νὰ «ἀπομυθοποιήσουν» τὴν ἱστορία μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ χρήσιμη καὶ ἐνδιαφέρουσα γιὰ τὴν ἐπιστήμη τους, ἀλλὰ πολὺ λίγο –καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων– μπορεῖ νὰ ἀφορᾶ τὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὸ παρελθόν. Ἀπὸ τὴν ἱστορία, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν παράδοση, ἀντλοῦμε τοὺς ζωτικοὺς ἐκείνους χυμοὺς ποὺ εἶναι ἀπαραίτητοι γιὰ μᾶς σήμερα. Ποὺ μποροῦν νὰ ἐμπνεύσουν καὶ νὰ γονιμοποιήσουν τὴν ἀνάγκη μιᾶς γενιᾶς νὰ ζήσει καὶ νὰ δημιουργήσει. Ἄρα τὸ κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα ποὺ μᾶς μεθᾶ εἶναι ὁ μῦθος τοῦ Εἰκοσιένα ἔτσι ὅπως προκύπτει ὄχι ἀπὸ μία προκρούστεια διαστρέβλωση, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἑρμηνείας ἐκείνης ποὺ ἀνοίγει μιὰ νέα προοπτική. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ὁ ἐθνοπατριωτικὸς «μῦθος» τοῦ Εἰκοσιένα κατέστη πολλαπλῶς χρήσιμος γιὰ νὰ μπορέσει τὸ ἐθνικὸ κράτος τῶν Ἑλλήνων νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ αὐξηθεῖ, ἀλλὰ μοιραία προκάλεσε καὶ στρεβλώσεις ποὺ μποροῦν νὰ ἐξηγηθοῦν ἐπαρκῶς ἀπὸ τὸν ψυχολογικὸ μηχανισμὸ τῆς ὑπεραναπλήρωσης. Ἡ ἀριστερὴ κριτικὴ ποὺ δέχτηκε ὁ «μῦθος» αὐτὸς στηρίχτηκε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὴν προσπάθεια ἐφαρμογῆς ἰδεολογικῶν ἀποφάνσεων ἐπὶ τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν συνέβαλε πολλὲς φορὲς στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Ἡ προσπάθεια τῶν τελευταίων δεκαετιῶν νὰ κατεδαφιστοῦν οἱ ἱστορικοὶ μῦθοι, νὰ «σκουπίσουμε τὴν ἱστορία ἀπὸ τὰ αἵματα»(!), νὰ περιγράψουμε πῶς γεννήθηκε













Ἑπομένως, ἡ ἐπετειακή μας προσέγγιση ὀφείλει νὰ ἀναδείξει τὸν οἰκουμενικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐπανάστασης ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ ἐν τέλει συρρικνώθηκε στὴν δημιουργία ἑνὸς προστατευόμενου κρατιδίου. Ὁ οἰκουμενικὸς αὐτὸς χαρακτήρας ἔγκειται: - Στὴν δυναμικὴ ἐξάπλωση τοῦ ἐλληνισμοῦ μέσα στὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων
- Στὴν πνευματικὴ παραγωγὴ καὶ στὴν ἔξαρση τῆς παιδείας ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν σύνθεση τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ (ἕνα ἀκόμη παράδειγμα δημιουργικῆς σύνθεσης μέσα ἀπὸ μιὰ διχαστικὴ ρήξη) - Στὸ οἰκουμενικὸ ὅραμα τοῦ Ρήγα Φερραίου γιὰ μιὰ Βαλκανικὴ Κοινοπολιτεία
θἆναι». Ἀλλὰ ἡ Κωνσταντινούπολη δὲν ἐπιτρέπεται νὰ συρρικνώνεται σὲ ἕνα ἐθνικὸ κέντρο. Εἶναι μιὰ οἰκουμενικὴ βασιλεύουσα. Καὶ τὴν οἰκουμενικότητα αὐτὴ τὴν διατήρησε ὄχι ὡς ἐθνικὸ κέντρο (ποὺ δὲν ὐπῆρξε ποτέ) ἀλλὰ ὡς κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία δυστυχῶς κατάντησε πιὰ μιὰ ἐθνικὴ ὑπόθεση καὶ ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία χωρισμένη σὲ ἐθνικὲς Ἐκκλησίες. Αὐτὸ κι ἂν εἶναι πτώση… Σ’ ἕνα περιβάλλον ὅπου οἱ συγκρούσεις κορυφώνονται, σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, ὅπου ἡ λογικὴ τοῦ διχασμοῦ σὲ καλεῖ νὰ πάρεις θέση (ἢ μὲ τὴν Σκύλλα μιᾶς συστημικῆς παγκοσμιοποίησης ἢ μὲ τὴν Χάρυβδη ἑνὸς ἀκροδεξιοῦ ἐθνικισμοῦ) προσεγγίζοντας τὴν ἐπανάσταση τοῦ 21, ἐπιμένουμε νὰ ἀναδείξουμε τὸν δρόμο μιᾶς ὑπέρβασης ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν κοινοβιακή της παράδοση καὶ ἀπὸ τὸ ἑνωτικὸ ἐπαναστατικὸ προσκλητήριο τοῦ Ρήγα ποὺ καλεῖ ὅλους τοὺς βαλκανικοὺς λαοὺς σὲ μιὰ ἰσότιμη καὶ δημοκρατικὴ συνύπαρξη… Οὐτοπικό; Βεβαίως, ἀλλὰ φανταστεῖτε τὸ τέλμα στὸ ὁποῖο θὰ πνιγεῖ ἡ ζωή μας, ἂν πάψουν οἱ εὐγενεῖς οὐτοπίες νὰ ἐμπνέουν τοὺς ρεαλιστικούς μας στόχους.
κάθε δεκαπέντε κατεβαίνει
Χτὲς εἶδε στὸν
της τὸν
|| Τὴν κρατοῦσε τρυφερά ‘πὸ τὸ χέρι || Ἕνα ἥσυχο ρεῦμα ζεστὸ τὸ κορμί της γεμίζει || Ὅπως τὸ κράτημα ‘πὸ τὸ χέρι τοῦ πατέρα της ὅταν ἦταν παιδί || Τί βλέπει στὸ θεό σου αὐτὸ τὸ κορίτσι || Φτάνει ὅμως μιὰ πινακίδα στὸ δρόμο Πρὸς Κορώνης Μονὴ Ἱερὰ γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη; || Γιὰ ἕναν ἅγιο ποὺ ἄκουγε πρώτη φορά; || Τὸν εἶχε, ὅμως; || Ἢ μήπως τὸν ἤξερε, δίχως; || Αὐτὸς τὸ μόνο ποὺ θυμόταν ἦταν οἱ διαβεβαιώσεις τοῦ «μαρξιστῆ» ἱστορικοῦ || οἱ Νεομάρτυρες, συχνὸ φαινόμενο ἐποχῆς ποὺ δέχονται θάνατο μαρτυρικὸ γιὰ τὴ χριστιανική τους τὴν πίστη || εἶναι συγχρόνως κι οἱ πρῶτοι οἱ ἥρωες οἱ ἐθνικοὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ μας τοῦ Νέου || δέχου θεάνθρωπε Λόγε οὓς προσάγει σου γένος αἰχμάλωτον || Ἂν εἶχε ὅμως διαβάσει τὸ «Πόθος Μαρτυρίου» στὰ Ἱστορικά τεῦχος εἴκοσι τρία θὰ τά ‘λεγε; δὲν θὰ τά ‘λεγε... || ὁ πρίν-πρίν Ἕλληνας, ὁ πρίν ὥριμος Γάλλος, ὁ νῦν «Ἕλληνας» || ὁ-ἐντὸς-εἰσαγωγικῶν || ὁ ἰδεολογηματίας αὐτός || ὁ περιττὸς νοσταλγός... || Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συχνουρία κάτι πρέπει νὰ γίνει διαφεύγουν σταγόνες κατὰ τὸ σχῆμα λιτότητος || τὴν ἄτιμη τὴν διακεκομμένη τὴν οὔρηση || τὴν δυσούρηση || Ποῦ κατάντησε (ὁ πρὶν ὠμογέρων) || Τώρα πληρώνει τὴ μανία του μὲ τὴν ἀ-συνέχεια || τὸ σπασμένο || τὸ τάχα ἀνθεκτικό || τὰ ἀφηγήματα
μὲ τὰ κόλλυβα στὸ κεφάλι || καὶ τὰ πῆγε ἀτός του ἀπὸ τὸ σπίτι στὴν ἐκκλησιά || σημεῖον τῆς ἀγάπης του || λέει ὁ ἐπαχτίτης ὁ Βλάχος || καὶ τὸ ἄλλο τὸ μετὰ μὲ τὴν ἀστεφάνωτη τὴν καλόγρια καὶ τὸν πῆδο στὰ 63 ποὺ τοῦ χάρισε τὸν Πάνο τὸν Δεύτερο || τὸν ἁγνὸ πατριώτη || τέτοιες ἀλήθειες || φρέσκες τοῦ 1879 ἀναλλοίωτες || Ὅθεν || πρὸς τῇ διοικήσει, κινδυνεύει καὶ τὸ πολίτευμα || οἱ δὲ πολῖται γένονται σοσιαλισταὶ νέου εἴδους || ἀξιοῦντες δικαίωμα πρὸς ἐργασίαν οὐχί || ἀλλὰ πρὸς θέσεις δημοσίας || πρὸς μισθούς || καὶ πρὸς ἁρπαγάς || Καὶ τούτου ἕνεκα || ἡ πολιτεία μετεβλήθη εἰς χρηματιστήριον εὐρύ || ὡς ἐπὶ τῶν λαυρεωτικῶν ἡ ὁδὸς τοῦ Αἰόλου || Πασίγνωστα πράγματα κύριε Σημίτη || κυρὰ Ναταλία τὸ γένος Δραγούμη || Ἀλλὰ τώρα ἡ Μεγάλη Μέρα ξημέρωνε || Ἅη-Σεραφείμη, βοήθα μας, φωνάξανε ὅλα τὰ κόλια μαζί || Στὴν ἐξέδρα πιάσανε θέση ὅπως πάντα ὁ Πούτιν ὁ Κάρολος || κι ὁ Μακρόν ὁ μακρὰν Μικρομέγαλλος || Οἱ Προστάτιδες ὅλες προστάτη μου || Θά ‘ναι κι ἡ Γιάννα ἐκεῖ μὲ Κυριάκο, μὲ Βερέμη τὸν ἄνετο || καὶ τὰ Ραφὰλ ἀπὸ πάνω ἀρχάγγελοι ν’ ἁπλώνουν φτεροῦγες || Μπροστὰ θὰ κυλάει τῶν σιδερένιων ἁρμάτων

στὴ ζωὴ
ἐκ Σαμαρίνης.1 Στὴν ἑλληνικὴ γραμματολογία ὁ Πουκεβίλ, πρόξενος τῆς Γαλλίας στὰ τουρκοκρατούμενα Γιάννενα (1806-1815), εἶναι ἀρκετὰ γνωστός. Tὰ ἔργα του Voyage dans la Grèce (Ταξίδι στὴν Ελλάδα) καὶ Régénération de la Grèce (Ἀναγέννηση τῆς Ἑλλάδας) συνέβαλαν στὴ διαμόρφωση τῆς νεότερης ἑλληνικῆς ἱστορίας. Ὡστόσο σύγχρονοι τοῦ Πουκεβίλ ἀλλὰ καὶ μεταγενέστεροι μελετητὲς κάνουν λόγο γιὰ μεροληψία καὶ ἀνακρίβειες κάθε εἴδους ἐνῶ ἄλλοι δράττονται τοῦ ὑλικοῦ του γιὰ νὰ ὑφάνουν ταξίδια καὶ νὰ ἀναγεννήσουν Δὸν Κιχῶτες. Ὅπως καὶ νὰ ‘χει ὅμως τὸ θέμα τῆς πιστότητας, ἡ γραφὴ τοῦ Πουκεβίλ ἀνήκει στὶς πρόδρομες τῆς ἱστορικῆς λογοτεχνίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ τὸν Ἅγιο Δημήτριο ἐκ Σαμαρίνης δὲν ὑπάρχουν πολλὰ στοιχεῖα. Πέραν τῆς μνήμης, ἐπικίνδυνα διογκωμένης στὴ διάρκεια τοῦ χρόνου, ὑπάρχει ἡ μαρτυρία τοῦ Φ. Πουκεβίλ στὸν Α΄ τόμο τῆς Régénération2, αὐτὴ τοῦ Ἀ. Βαλαωρίτη στὰ Μνημόσυνα, τὸ κατατοπιστικὸ λῆμμα τοῦ Ἱ. Περαντώνη στὸ Λεξικὸ τῶν Νεομαρτύρων καὶ ὁ Βίος καὶ Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου «ποιηθεῖσα ὑπὸ Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου»3. Ἀπὸ τὴ σταχυολόγηση τῶν παραπάνω στοιχείων προκύπτουν τὰ ἑξῆς: ὁ Δημήτριος, σύμφωνα μὲ τὸν Πουκεβίλ, θὰ πρέπει νὰ γεννήθηκε γύρω στὰ 1760 στὴ Σαμαρίνα. Παιδί, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, μαθήτευσε κοντὰ στὸν πατρο-Κοσμὰ τὸν Αἰτωλό. Δεκαπενταετής, λέγεται, ἐκάρη μοναχὸς στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς. Συχνὰ ὅμως ἔβγαινε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ διέτρεχε τὰ γύρω χωριὰ κηρύττοντας τὸν παρηγορητικὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Δημήτριος, σύμφωνα μὲ τὸν Βαλαωρίτη, γνώριζε τὸν παπα-Θύμιο Βλαχάβα καὶ ἐνστερνίστηκε
Ἑλλάδος, 1984. 4 Ὁ Εὐθύμιος Βλαχάβας (1760-1809) καταρχὰς χειροτονήθηκε ἱερέας (ἀπ’ ὅπου καὶ τὸ παπα-Θύμιος μὲ τὸ ὁποῖο ἔμεινε γνωστὸς στὴν ἱστορία) ἀλλὰ γρήγορα διαδέχθηκε τὸν πατέρα του Ἀθανάσιο στὸ ἁρματολίκι τῶν
στόλος ἐπέφερε ἀλλεπάλληλες νίκες κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν στὰ νερὰ τοῦ Βορείου Αἰγαίου ἀναπτερώνοντας τὸ ἠθικὸ τῶν ὑπόδουλων. Οἱ νίκες στὴ θάλασσα ἔγιναν ἑστίες στὴ στεριὰ ποὺ ἄναψαν στὸν Ὄλυμπο καὶ, σχηματίζοντας γραμμή φωτιᾶς, ἔσβηναν στὴν Φιλιππούπολη. Ἡ Ὑψηλὴ Πύλη συνέδεσε τὸ ξεσπάθωμα τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν μὲ τὴν παρουσία τῆς ὁμόθρησκης αὐτοκρατορίας στὴν περιοχὴ καὶ ἐξέδωσε φιρμάνια γιὰ τὴν καταστολή του. Στὸ προεπαναστατικὸ αὐτὸ κλίμα ἐγγράφεται καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου ἐκ Σαμαρίνης ὅπως ἐκτίθεται στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἀκολουθεῖ. «Διήγηση τῶν βασανιστηρίων καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ Δημητρίου, μοναχοῦ στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴ Σαμαρίνα, χωριὸ τῆς Πίνδου στὴν περιοχὴ τῆς Κόνιτσας, ἐπισκοπὴ Γρεβενῶν, ἐπαρχία τῆς Μακεδονίας. Ὁ παπα-Δημήτριος πνευματικὸς στὸ φτωχὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος5 στὴ Σαμαρίνα, ψηλὰ στὴν Πίνδο, ἦταν γνωστὸς γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ ἁγιότητα τῆς ζωῆς του. Ἀκολουθοῦσε τοὺς Βλάχους στὰ χειμαδιά, ποὺ ἀνάμεσά τους γεννήθηκε, κι ὅταν ἐπέστρεφαν στὶς κορυφὲς τοῦ πολυτραγουδισμένου βουνοῦ τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς στήριζε μὲ τὸ παράδειγμά του στὸ μονοπάτι τῆς πίστης. Δὲν ἄκουγες ἀπὸ τὸ στόμα του τίποτε ἄλλο παρὰ λόγια ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Τὸν χειμώνα, ὅταν τὰ χιόνια ὑποχρέωναν τοὺς Βλάχους νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ βουνὰ καὶ νὰ ἀναζητήσουν καταφύγιο στὶς κοιλάδες, τοὺς ἀκολουθοῦσε μέχρι τὰ σύνορα τῆς Θεσσαλίας. Μετὰ ἔπαιρνε τὸ ρεῦμα τοῦ Ἀώου καὶ γύριζε στὴν περιοχὴ τῆς Κόνιτσας. Τὸ διαβατήριό του ἦταν μιὰ εἰκόνα τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων ποὺ ἔφερε στὸ στῆθος του καὶ περιδιάβαινε ὅλα τὰ χωριά, ἐκλιπαρώντας τὸ ἔλεος τῶν δυνατῶν πρὸς τοὺς ἀδυνάτους. Τὰ πενήντα ἔτη ποὺ κουβαλοῦσε εἶχαν χαράξει στὸ μέτωπο τοῦ Δημητρίου βαθιὲς ρυτίδες, σημάδια μιᾶς θυελλώδους ζωῆς, ἀλλὰ πίσω ἀπ’ αὐτὲς ξεχώριζε διάφανη ἡ γαλήνη τῆς ἀρετῆς. Ὁ Δημήτριος θὰ εἶχε περάσει τὴ ζωή του ἀφανής, γνωστὸς μόνο γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες του ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν ἐπιφύλασσε γιὰ τὸν ὑπηρέτη Του σχέδια δόξας καὶ μεγαλείου· τοῦ προόριζε τὴν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου ὁ Δημήτριος εἶδε θεῖο ὅραμα εἴτε γιατὶ μερικὲς φορὲς ἀρέσει στὸν Θεὸ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς εὐσεβεῖς, εἴτε γιατὶ εἶχε ψηλώσει ὁ νοῦς τοῦ Δημητρίου στὴ θέα τῶν δεινῶν τῆς πατρίδας του. Εἶδε τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ μέσα σ’ ὅλη τὴν Δόξα Του, πρᾶο ὅπως ὁ καλὸς ποιμένας καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸ στόμα Του ὅτι ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία θὰ κατέρρεε σὲ λίγο καιρὸ ἐνῶ ἡ βασιλεία τοῦ Εὐαγγελίου θὰ ἐξαπλωνόταν στὰ ἐρείπιά της ἀπὸ τὸ σπαθὶ ἑνὸς νέου ἄστρου ποὺ θὰ ἀνέτελλε στὴ Δύση. Τὸ ἴδιο ὅραμα εἶδε κι ἄλλες νύκτες βεβαιώνοντας τὸν κοινοβιάτη γιὰ τὴν ἐπερχόμενη κατάρρευση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Δημήτριος βέβαιος ὅτι θὰ ἔπαυε ἡ ἀσεβὴς λατρεία τοῦ Μωάμεθ διηγήθηκε τὸ ὅραμα στὸν ὑπηρέτη του ποὺ ἦταν ὁ μοναδικὸς φίλος του καὶ
ζητᾶτε. Δέχθηκε ἥσυχα τὶς βαριὲς ἁλυσίδες ποὺ τοῦ πέρασαν οἱ Ἀλβανοί ἐνῶ ἄρχισαν νὰ τὸν βασανίζουν σὲ ὅλη τὴ διαδρομή τῶν ἑκατὸ εἴκοσι χιλιομέτρων ἕως τὰ Γιάννενα. Ὅταν ἔφθασαν στὰ Γιάννενα ὁδήγησαν τὸν Δημήτριο ἐνώπιον τοῦ Ἀλῆ πασᾶ (ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε στερήσει τὸ ἀγαθὸ τοῦ ὕπνου)· ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε ἄφοβα τὸ ἄγριο καὶ δίχως οἶκτο βλέμμα τοῦ κριτῆ του. Ἀπὸ ποιόν ἐπίσκοπο, ρώτησε ὁ βεζίρης, ἔμαθες ὅτι ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία θὰ καταστραφεῖ; (μὲ αὐτή τὴν πονηρὴ ἐρώτηση ἡ τίγρη ἔψαχνε ἕνα διάσημο θύμα).
- Κανένας ἐπίσκοπος δὲν μοῦ ἀποκάλυψε τέτοιο μυστικό· ὁ Θεὸς καταδέχτηκε νὰ μοῦ φανερωθεῖ καὶ μοῦ εἶπε ὅτι οἱ Τοῦρκοι θὰ πέσουν στὴν ἐξουσία τῶν σκλάβων τους.
- Κάποιος σ’τὸ εἶπε αὐτό. Εἶναι οἱ Γάλλοι, οἱ Ρῶσοι, οἱ στρατηγοί τους, οἱ πρόξενοι τους ποὺ διαδίδουν τέτοιες κουβέντες. Τὸ γνωρίζω κι ἔχω ἀποδείξεις. - Σοῦ ξαναλέω ὅτι μοῦ φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, οἱ ἄνθρωποι δὲν γνωρίζουν τέτοια πράγματα, δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ τὰ προβλέψουν. Ρίξε μου καυτὸ λάδι στὸ κεφάλι, βρὲς μαρτύρια τὰ ἴδια θὰ σοῦ πῶ καὶ θὰ ‘δεῖς ἐὰν φοβᾶμαι· εἶμαι ἀτρόμητος
Τί πλούσια
γεμίσω
σοῦ
μοῦ φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σὲ τρεῖς μῆνες δὲν θὰ ὑπάρχεις πιά.
θησαυροί
εἶναι ἀρκετοὶ γιὰ
Θεός μοῦ τὸ
καὶ περιμένω τὸ ἀθάνατο στεφάνι· σὲ τρεῖς μῆνες δὲν θὰ ὑπάρχεις πιά. Ὁ Δημήτριος ἄντεξε στὴν πολύωρη ἐξέταση τοῦ Αλῆ ποὺ ἄλλοτε δοκίμαζε νὰ τὸν λυγίσει μὲ ἀπειλὲς καὶ ἄλλοτε νὰ τὸν δωροδοκήσει. Ὁ βεζίρης κουρασμένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν προσπάθεια καὶ μὴ μπορώντας νὰ ἐκμαιεύσει λέξη ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μάρτυρα παρέδωσε τὸ θύμα στὰ πιὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Ὁ Δημήτριος παραδόθηκε στὰ χέρια τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς φρουρᾶς τοῦ Αλῆ, τέρας ἀγριότητας, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ταχίρ Μπελούκμπαση. Αὐτὸς ἄρχισε νὰ χώνει ἀκονισμένα καλάμια κάτω ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ μάρτυρα ποὺ ἀπαντοῦσε μὲ τοῦτα τὰ λόγια: Σᾶς εὐχαριστῶ, αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε. Σὲ τρεῖς μῆνες ἡ αὐτοκρατορία τῶν ἀπίστων δὲν θὰ ὑπάρχει πιά. Ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ὧρες οἱ δήμιοι τράβηξαν τὰ καλάμια καὶ καυτηρίασαν τὶς πληγὲς μὲ ἕνα πυρωμένο σίδερο. Ἐπανέλαβαν τὸ μαρτύριο γιὰ δυὸ ἡμέρες ἀκόμη ἀλλὰ δὲν ἐκμαίευσαν ὁμολογία ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ μάρτυρα. Μετὰ κρέμασαν τὸν πνευματικὸ ἀπὸ τὰ πόδια καὶ ἄναψαν φωτιὰ μὲ ρητινοφόρα ξύλα κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Ὁ δυνατὸς πόνος δὲν τὸν λύγισε ἐνῶ ἐπαναλάμβανε: Κύριε ἐλέησόν με, καὶ ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τῶν δημίων μὲ ὕμνους: εὐλόγησε ψυχή μου τὸν Κύριο, τὸ ὄνομά Του εὐλογημένο καὶ δοξασμένο εἰς τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Τὸν ἄφησαν μιά, δυὸ μέρες νὰ ξεκουραστεῖ ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ξυπνήσει ὁ πόνος καὶ τὴν ἕκτη μέρα συνέχισαν τὰ μαρτύρια. Γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ φτωχοῦ Δημητρίου τύλιξαν μιὰ ἁλυσίδα
τῶν Ἀλβανῶν κι ἐκεῖνοι, ποὺ κατάλαβαν ὅτι τὸ θύμα θὰ τοὺς γλυτώσει, σταμάτησαν γιὰ λίγο τὰ βασανιστήρια. Ὁδήγησαν τὸν μάρτυρα σὲ ἕνα δωμάτιο κρύο καὶ σκοτεινὸ ὥστε νὰ ἐπανέλθει στὶς αἰσθήσεις του καὶ τοὺς πόνους. Σήκωναν τὸν Δημήτριο στὰ πόδια καὶ ὑποβαστάζοντάς τον προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κρατήσουν στὴ ζωὴ γιὰ νὰ μακρύνουν τὸν πόνο.
Τελικὰ τὴ δέκατη μέρα ὁ Δημήτριος καταδικάστηκε σὲ ἀνασκολοπισμό. Ἑτοιμάστηκαν τὰ ὄργανα τοῦ θανάτου, τὸν ξάπλωσαν…6, ἄρχισαν νὰ τοῦ σχίζουν τὰ σπλάχνα ἐνῶ αὐτὸς δόξαζε τὸν Κύριο: Δόξα σοι Κύριε, ἡ μεγάλη μέρα πλησιάζει, ὁ γίγαντας τῆς Δύσης προχωράει, οἱ γύπες φάνηκαν στὴν ἀνατολή, ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ στερεώνεται στὴν οἰκουμένη, εὐλόγησον ψυχή μου τὸν Κύριο. Ὅταν ὁ βεζίρης πληροφορήθηκε ὅτι τὸ μαρτύριο τοῦ ἀνασκολοπισμοῦ ἦταν σὲ ἐξέλιξη ἔστειλε ἕναν ἀπὸ τοὺς φρουρούς του στοὺς δημίους μὲ τὴ διαταγὴ νὰ σταματήσουν τὸ μαρτύριο πρὶν τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Ἔβγαλαν τὸν πάσσαλο καὶ ἅλειψαν τὶς πληγές του μὲ καυτὸ λάδι γιὰ νὰ σταματήσουν τὸ αἷμα … Κι ἦλθε ἡ τελευταία διαταγή: νὰ τὸν χτίσουν κι ἔτσι νὰ τελειώσει τὶς ἡμέρες του. Ἐργάτες κουβάλησαν πέτρες καὶ ἔχτισαν τὸν μάρτυρα ἕως τὸ κεφάλι. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ βασανιστήρια τὸν εἶχαν ἀφήσει κωφὸ καὶ τυφλό: τὰ λόγια τῶν ἀπίστων δὲν φθάνουν
ἐξαντλήθηκε τόσο ποὺ δὲν ἄκουγαν τὰ λόγια του. Τελικὰ τὴ νύχτα τῆς δέκατης πέμπτης πρὸς τὴ δέκατη ἕκτη Ἰουλίου ὁ φτωχὸς Δημήτριος κοιμήθηκε «ἐν Κυρίῳ». Τὸ λείψανό του θὰ ἔμενε στὸ τεῖχος τοῦ κάστρου μέχρι νὰ λειώσει. Τὸ μαρτύριο τοῦ Δημητρίου ἐκ Σαμαρίνης κράτησε εἴκοσι ἕξι μέρες· τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ θυμοῦνται οἱ Χριστιανοὶ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ κουράγιο του. Οἱ Τοῦρκοι, τρομοκρατημένοι, κατηγόρησαν τὸν βεζίρη γιατὶ φέρθηκε ἀπάνθρωπα ἀπέναντι σὲ κάποιον ποὺ οἱ νόμοι τους πρόβλεπαν νὰ προστατεύεται καὶ νὰ ὑπερασπίζεται ὡς ἐμπνευσμένος7. Ἐγώ, κάτοικος τῆς ἀφιλόξενης γῆς, διέσωσα καὶ συνέταξα αὐτήν τὴ διήγηση ἐν μέσῳ τῶν στεναγμῶν καὶ τοῦ θρήνου ἑνὸς λαοῦ». Ἡ ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τοῦ Πουκεβίλ μὲ τὶς ἡμέρες καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Δημητρίου ἐκ Σαμαρίνης ἐπιδέχεται πολλαπλῶν ἀναγνώσεων, οἱ ὁποῖες ὑπερκερνοῦν τὰ ζητήματα τῆς ἀντικειμενικότητας τοῦ συντάκτη καὶ τῆς ἀπόδοσης τοῦ ἐπεισοδίου. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναγνώσεις ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν πρόσληψη τοῦ Δημητρίου γιὰ τὴν Ἐπανάσταση καὶ τὸν Ἀγώνα τῆς Ἐλευθερίας. Πῶς ἀντιλαμβανόταν τὸν Ἁγώνα καὶ πῶς τὴν Ἐλευθερία; Οἱ ἀποκρίσεις τοῦ Δημητρίου στὰ ἐρωτήματα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ ἀλλὰ καὶ στὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη σκιαγραφοῦν τὴν ἀντίληψή του: ἡ Ἐλευθερία ταυτιζόταν μὲ τὴν Πίστη καὶ ὁ Ἀγώνας εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς «Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στὴν οἰκουμένη». Σὲ αὐτόν τὸν Ἀγώνα ἔρχονταν ἀρωγοὶ «γίγαντες» ἐκ Δυσμῶν καὶ «γύπες» ἐξ Ἀνατολῶν. Ὁ σκοπὸς τῆς ἐξέγερσης γιὰ τὸν Δημήτριο δὲν ἦταν ἡ πτώση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀλλὰ ἡ πτώση καὶ καταστροφὴ τῆς «αὐτοκρατορίας τῶν ἀπίστων». Δεδομένου, ὅμως, ὅτι ἡ Πίστη καθρέπτιζε καὶ καθρεπτίζει τὴν κουλτούρα, ἡ πρόσληψη
Τοῦτες τίς μέρες σὰν νὰ μὲ πάει πίσω, ἀπάνου σὲ πριάρι λιγνοκάμωτο τὸ ρέμα τοῦ καιροῦ ἐκεῖ στὴ λιμνοθάλασσα στὸ Βασιλάδι καὶ τὴν Κλείσοβα, στὸ ἔνδοξο ἁλωνάκι.
Πάλι πολεμᾶμε δυὸ ἐχθρούς: Μέσα στὰ τείχη τὸν λοιμό. Κι ἔξω τ’ ἀγαρηνὸ φουσάτο -βαζιβουζούκους, τζανταρμάδες.
Καὶ πάντα ἕνας ἀπέναντι σὲ χίλιους. (Βάστα, καημένο Μεσολόγγι! Βάστα!)

Καὶ σεῖς γκρεμόφιλα πουλιά, ἀγρίμια τῶν βουνῶν, ἀπ’ τόν ἀέρα τοῦ Ζυγοῦ τὴ γλαύκα τῆς Ἀθήνας χαιρετῆστε.
Καὶ κάθουμαι κλεισμένος μὲς στὸ σπίτι μαζί σου τραγουδώντας, Ποιητή, καημοὺς τῆς Λιμνοθάλασσας. Καὶ παίζει βιολιτζὴς ὁ Μπαταριάς. 21.3.2020 Ἰωάννης Σεβαστιανὸς Ρώσσης
ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΚΟΙΝΟ ΧΤΗΜΑ» ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ Θὰ μποροῦσε νὰ εἰπωθεῖ ὅτι τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς στὴν ἀπαρχή της δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐθνική μας Ἐπανάσταση. Καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς ποιητές μας, ὁ Σολωμός, οἰκοδόμησε τὴν ποίησή του μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ τόσο σπουδαῖο νόημα τῆς ἐλευθερίας. Στὴ σημερινὴ ἐποχή, ἐποχὴ ἀμφισβητήσεων, «ἀμαθίας», μηδενισμοῦ, ναρκισισμοῦ καὶ ἄφθονης φλυαρίας πρέπει νὰ κόψεις δρόμο μέσα ἀπὸ δάση, βουνά, πόλεις, ξέφωτα, νερὰ γιὰ νὰ πιάσεις ἀληθινὲς αἰσθήσεις, αἰσθήσεις ζωῆς ποὺ δένουν τὴν ἐπανάσταση, τοὺς ἥρωές της καὶ τὴ χώρα αὐτή; Τὴ χώρα τὴν σημερινὴ ποὺ δὲν μοιάζει νὰ ἀνασαίνει καλά, μᾶλλον ἀσθμαίνει, ὑποκρίνεται καὶ πάσχει. Στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου πολλὰ πράγματα μπερδεύτηκαν, λησμονήθηκαν, παραμορφώθηκαν. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα στὰ μάτια τῶν εὐρωπαίων ἀνακατεύτηκε μὲ τὴν νέα Ἑλλάδα, ἡ Ρωμανία (Βυζάντιο) ἐξωθήθηκε πίσω στὸ παρελθόν, ὅταν δὲν ἐξορίστηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, μιὰ ὁλόκληρη πνευματικὴ παράδοση -δέκα αἰῶνες πολιτισμοῦ- ἀπογυμνώθηκε καὶ κλείστηκε στοὺς ναούς. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ὑποχρεώθηκε νὰ ἐξευρωπαϊστεῖ, μᾶλλον κακὴν κακῶς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκύψει ἡ κατάσταση τῶν τελευταίων χρόνων. Ὄλο αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸν κορωνοϊὸ μᾶς κάνει κάτι σὰν ἡμικαταστροφή. Ὡστόσο, ἑτοιμαζόμαστε νὰ γιορτάσουμε τὴν ἐπέτειο τῆς ἐλληνικῆς Ἐπανάστασης. Εἴμαστε πολὺ μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν καὶ ἀπὸ τὰ ἰδανικά της. Κι ὄσοι ὑπογραμμίζουν τὴ σχέση της καὶ τοὺς ἐπηρεασμούς της ἀπὸ τὴν ἀμερικανικὴ καὶ τὴν γαλλικὴ λησμονοῦν ὅτι εἶναι ἡ μόνη –αὐτὴ ἡ ἑλληνική– ποὺ ἔγινε ὄχι μονάχα γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ ἀλλὰ καὶ γιὰ «τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν τὴν ἁγίαν». Φλάμπουρο καὶ σημαία της ἡ προσήλωση σὲ μιὰ πνευματικὴ παράδοση δισχιλιετή, πάνω στὴν ὁποία στηρίχτηκαν οἱ ἥρωες-ἀγωνιστὲς γιὰ νὰ ξεσηκωθοῦν. Γράφοντας γιὰ τὸ σῶμα ὁ Πεντζίκης λέει ὅτι γιὰ νὰ πνευματωθεῖ «πρέπει τελείως νὰ ξεχνιέται μέσα σὲ μιὰ νοσταλγία ὑψηλή» (…) Μιλᾶ γιὰ τὸ νόστο τοῦ Παραδείσου, ἕνα πέταγμα τῆς ψυχῆς, μιὰ μεταμόρφωση τοῦ σώματος ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ σῶμα στὸν οὑμανιστικὸ ὀρθολογισμό. Στὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, γράφει, ἡ Ἐκκλησία συρρικνώνεται: «Ὁ ἀρχιερέας ἀνάλαβε καὶ τὸν
καθημερινῆς ὑπέρβασης στὸν ἀντίποδα κάθε εἴδους μηχανοκρατικῆς, αἰτιοκρατικῆς, ντετερμινιστικῆς καὶ οὑμανιστικῆς ἀντίληψης τῆς ζωῆς ποὺ καλλιεργήθηκε προπαντὸς ἀπὸ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ μετά. Ὅταν μιλοῦμε γιὰ εὐρωπαϊκὸ Διαφωτισμὸ πρέπει νὰ συνδέουμε ἄμεσα τὴν εὐρωπαϊκὴ αὐτὴ «κίνηση» μὲ τὶς πνευματικὲς ζυμώσεις καὶ τὰ ρεύματα στὴ Δύση: Καθολικισμὸς καὶ Προτεσταντισμὸς δημιούργησαν τέτοια θρησκευτικὴ πίεση ποὺ χρειάστηκε μιὰ ἐκ τῶν ἔσω ἀντίδραση ἔστω διανοητικῆς καὶ λογοκρατικῆς τάξης. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση στὴ διασταύρωσή της μὲ ὅ, τι προερχόταν ἀπὸ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ πολιτισμὸ ἀφομοίωνε μὲ ἄλλους τρόπους τὰ «εὐρωπαϊκὰ φῶτα». Ὁπωσδήποτε ἰσχύουν αυτὰ ποὺ λέει τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα: «Σε ὅλη τὴν μακρὰ περίοδο τῶν ἔξι αἰώνων κατοχῆς, μετὰ τὸ 1204, ἡ ὀρθοδοξία ἀποτελεῖ τὸν κατ’ ἐξοχὴν φορέα διατήρησης καὶ διαμόρφωσης τῆς νεοελληνικῆς ἐθνικῆς συνείδησης, καθὼς καὶ τῶν ἐκπαιδευτικῶν μηχανισμῶν, ἀκριβῶς διότι ἡ ἑλληνικὴ ἰδιοπροσωπία, κατέναντι τῶν Λατίνων καὶ κυρίως τῶν Τούρκων, ἀναδεικνύεται, πρωταρχικῶς, ὡς θρησκευτική.[…] ὁ ἑλληνισμὸς ἐπιβίωσε διὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.» (Γιῶργος Καραμπελιάς,1204-1922 Ἡ διαμόρφωση τοῦ νεώτερου ἑλληνισμοῦ, τ. β΄, 1821, Ἡ Παλιγγενεσία, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, 2015, σ.312). Ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ἕνας Ἕλληνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἐπίγνωση τῶν διαστάσεων τῆς πνευματικῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ δὲν τὸν ἀπασχολοῦσαν οἱ «ἀποδομήσεις» καὶ οἱ ἀμφισβητήσεις τῶν θεμελιακῶν ἀληθειῶν τοῦ Γένους -παρὰ τὴν μοντέρνα καὶ ἐξευρωπαϊσμένη ποιητική του- ὅταν ἀναφέρεται στὸν Μακρυγιάννη μιλάει ἔτσι: «ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του∙ εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μιᾶς φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία∙ κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα - εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές α΄ τ. σ. 237). Αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν τὴν Ἐπανάσταση μετεῖχαν «στὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους». Πῆγαν νὰ χτίσουν πατρίδα ἀλλά, ὅπως γράφει ὁ Μακρυγιάννης, ἡ πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, καὶ ὅλο σ’ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μᾶς ἧβρε ὅλους θερία, θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς καὶ μᾶς τοὺς στρατιωτικούς». Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα πῶς πορευόμαστε; Πλήθυναν τα θηρία, ἐξευγενίστηκαν ἢ πολλαπλασιάστηκαν; Μετέχουμε «στὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους» ἢ δὲν ἔχουμε ἰδέα οὔτε γιὰ παράδοση οὔτε γιὰ Γένος; Καὶ ποῦ τραβᾶμε ἔτσι; Κοντεύουμε νὰ μοιάσουμε μὲ τοὺς πρωτόπλαστους ὅταν κατάλαβαν πὼς ἦταν γυμνοί. Ἡ γύμνωση αὐτὴ δὲν ἦταν σωματικῆς
Τὰ κατάφερε. Ἄ, ρὲ μπαγάσα, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε στὸν ἑαυτό του, ἄμα βάλεις κάτι στὸ ξερό σου! Περπατοῦσε στὸ σκοτάδι, τὸ κρῦο τσουχτερό, φυσοῦσε ἀπὸ τὴ θάλασσα ξερὸς βοριάς. Ἀνέβασε τὸ φερμουὰρ τοῦ μπουφάν, ἔνιωθε κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη νὰ παγώνει τώρα ποὺ ἔλειπε τὸ κασελάκι. Γνήσιο ξύλο μὲ ἐπένδυση ἀπὸ σκοροφαγωμένο βυσσινὶ βελοῦδο. Ἄει στὰ κομμάτια, ποὺ θὰ καθόταν νὰ σκάσει γιὰ τὶς παλιατζοῦρες! Καὶ ἂν τὸ ἔπαιρνε εἴδηση ἡ γιαγιὰ Μήτραινα, ἤξερε πῶς θὰ τὰ μπαλώσει: Γριὰ εἶσαι, δὲν θυμᾶσαι, μπορεῖ νὰ τὸ ξέχασες στὸ χωριό, θὰ τῆς ἔλεγε, αὐτὴ θὰ σταυροκοπιόταν καμιὰ ὥρα καὶ μετὰ θὰ τὸ ξεχνοῦσε. Μιὰ ὥρα μετὰ εἶχε φτάσει στὸ σπίτι, ποδαράτος. Ποῦ λεφτὰ γιὰ ταξί. Τὸν πῆρε ὁ ὕπνος ἀμέσως. Ἕνα κλαρίνο ἀκουγόταν ἀπὸ μακριὰ κι ὁ μπάρμπα-Γιάννης βγῆκε ἀπὸ τὴν γκραβούρα καὶ σήκωσε καμαρωτός- καμαρωτὸς τὸ ποδάρι μὲ τὸ βλέμμα καρφωμένο στὸν Ἀνέστη. Ἔνιωσε ἕνα σκούντημα ἐνῶ ἀκόμα ὁ μπάρμπα-Γιάννης ἔσερνε τὸν χορό. Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ εἶδε ἀπὸ πάνω του τὴ γιαγιὰ Μήτραινα. «Σήκω παλικάρι μ’! Ἔχ’ς νὰ πᾶς γιὰ κείνη τὴ δ’λειά! Σ’ ἔψησα καφέ, σήκω!» τοῦ εἶπε καὶ γύρισε στὴν κουζίνα. Ἔφτασε καθυστερημένος στὸ ραντεβοῦ, ἴσιωσε τὸ μαλλὶ βιαστικά καὶ μπῆκε στὸ μαγαζί. Μεγάλο, πολλά τραπέζια, ὡραῖος διάκοσμος. «Εἶσαι τὸ παιδί γιὰ τὴν ἀποθήκη;» τοῦ φώναξε ἕνας ψηλὸς πίσω ἀπὸ τὸ μπάρ. «Ὄχι, γιὰ μπάρμαν ἦρθα». «Ἄ, λυπᾶμαι, φίλε, γιὰ τὸ μπὰρ κλείσαμε. Ἀλλὰ θέλουμε ἀκόμα χέρια γιὰ τὴν ἀποθήκη». Ἀγόγγυστα δούλευε ὁ Ἀνέστης μέρα–νύχτα. Καὶ κάθε βράδυ ἐκεῖ, ἀγόγγυστος κι ὁ μπάρμπα–Γιάννης, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν γκραβούρα πάνω ἀπὸ τὸ χρόνια σβηστὸ τζάκι τοῦ σπιτιοῦ στὸ χωριὸ καὶ δῶσ’ του νὰ ρίχνει τὸ ἕνα ποδάρι μετὰ τὸ ἄλλο σ’ ἕναν τσάμικο δίχως τελειωμό. Κάθε βράδυ τὰ ἴδια, ἀπὸ τότε ποὺ ἔσπρωξε τὸ κασελάκι σὲ κείνους τοὺς περίεργους τύπους καὶ ἔκανε γερὴ μπάζα. Γιὰ τὸ μαγαζάκι δίπλα στὸ γήπεδο. Θὰ ἔβλεπαν τότε οἱ δικοί του ὅτι εἶχε καταφέρει κι αὐτὸς κάτι. Μέχρι ποὺ ἦρθε ἡ Ἀγγελικὴ
«Ἱστορικὰ κειμήλια» συλλάβισε ὁ Ἀνέστης στὸ ἐξώφυλλο. «Ὁλόκληρο βιβλίο γιὰ τὶς παλιατζοῦρες;» «Αὐτὲς οἱ παλιατζοῦρες εἶναι ἡ ἱστορία μας, Ἀνέστη. Ἀπὸ αὐτὲς παίρνουμε πληροφορίες καὶ μαθαίνουμε γιὰ τὴ ζωὴ τῶν προηγούμενων γενεῶν» ἀπάντησε ἡ Ἀγγελικὴ καὶ ἔκλεισε τὸ βιβλίο. «Καὶ νὰ φανταστεῖς, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ τὶς πουλᾶνε χωρὶς νὰ τὸ πολυσκεφτοῦν! Ἀπίστευτο ἔ; Εἶναι σὰν νὰ πουλᾶνε τὴν ἱστορία τῆς οἰκογένειάς τους καὶ συνάμα καὶ τὴν ἱστορία ὅλων μας». Ὁ Ἀνέστης ἔνιωσε τὶς τρίχες του νὰ ὀρθώνονται. Τελείωσε τὴ βάρδια του ἀμίλητος καὶ κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε τὴν Ἀγγελικὴ χαμήλωνε τὰ μάτια. Τρεῖς μέρες μετὰ ξεπόρτισε κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἡ γιαγιά Μήτραινα ροχάλιζε ἀπὸ νωρίς. Τὸν πάγωσε ὁ βοριὰς κι ἡ ἐρημιά, ἀλλὰ ἦταν ἀποφασισμένος. Πλησίασε τὴ σκοτεινὴ εἴσοδο, χτύπησε συνθηματικά, περίμενε. Ὁ γνωστὸς μουσάτος μισάνοιξε τὴν πόρτα. Μπῆκε μέσα. Ἀπ’ ἔξω μάλωναν δυὸ γάτες πλάι στὸν σκουπιδοτενεκὲ καὶ δυὸ σκυλιὰ πλησίασαν γαυγίζοντας. Ἀπὸ μέσα ἀκούστηκαν ἄγριες φωνές, χτυπήματα στὸ τραπέζι καὶ ἔπειτα βουβὰ βογκητά. Ὕστερα ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ ὁ Ἀνέστης βρέθηκε μὲ τὰ μοῦτρα στὶς λάσπες. Στὸ μαγαζὶ δὲν ξαναπῆγε. Ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ τῆς πεῖ, νά, κοίτα, ἔκανα ἕνα λάθος, ἀλλὰ τὸ διόρθωσα! Τὸ πῆρα πίσω τὸ κασελάκι μὲ τὴν πιστόλα τοῦ μπάρμπα–Γιάννη, αὐτὴ τὴν πιστόλα, ποὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια τοῦ ξεσηκωμοῦ, ξέκανε μιὰ ντουζίνα Τούρκους ὅταν ὅρμησαν στὸ χωριό ἁρπάζοντας τὰ κορίτσια. Εὐαγγελία Παπαθανασίου

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄) Εἴτε μὲ τὴ ντροπὴ τοῦ γυμνοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν παρακοή, εἴτε μὲ τὴν ἀπελπισία τοῦ Ὀδυσσέα ποὺ τὸν ξέβρασαν τὰ κύματα στὴ χώρα τῶν Φαιάκων, εἴτε μὲ τὴν αὐτοεγκατάλειψη τοῦ Ἰησοῦ πάνω στὸν σταυρό· δὲν ξέρω πῶς ἀκριβῶς. Πάντως κάπως ἔτσι· γυμνοί, ἀδύναμοι, χωρὶς κράτος (ξέρουμε πὼς στὰ ἑλληνικὰ ἡ δύναμη λέγεται κράτος). Ἂν ὑπάρχει τρόπος νὰ σταθοῦμε οἱ Ἕλληνες σήμερα ὄρθιοι ἀπέναντι στοὺς Ὑψηλάντηδες, τὴν Μπουμπουλίνα, τὸν Κολοκοτρώνη, εἶναι αὐτός. Σὰν τὸν Ἀδὰμ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· σὰν τὸν Ὀδυσσέα μπροστὰ στὴ Ναυσικά· σὰν τὸν Χριστὸ στὸν Πιλάτο· ἢ σὰν ὅλα αὐτὰ μαζί. Ἂν μὴ τὶ ἄλλο θὰ εἶναι ἕνα σημεῖο ἐπαφῆς μας μὲ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ὄχι ὑπερήφανοι δῆθεν, βυθισμένοι στὸ ψέμα, νὰ παριστάνουμε πὼς κάτι ἔχουμε νὰ γιορτάσουμε στὰ διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821. Τὸ ξέραμε ἄλλωστε ἐξ ἀρχῆς. Πὼς τὸ σημερινὸ ἑλληνικὸ κράτος, αὐτὸ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὰ πρωτόκολλα τοῦ Λονδίνου (1830-1832), ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡ διάψευση τῆς ἐπανάστασης. Περιορισμένο σὲ μιὰ μικρὴ μόνο γωνιὰ τῆς ἐπικράτειας ποὺ ὁραματίστηκαν ἀπελευθερωμένη ὁ Ρήγας καὶ οἱ Φιλικοί. Χωρὶς δημοκρατία, χωρὶς ἐθνικὴ κυριαρχία. Χρεωμένο οἰκονομικά, ἐξαρτημένο ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ ἰδεολογικὰ και ἠθικά. Μὲ μιὰ ἡγέτιδα τάξη ποὺ μέσα ἀπὸ τὶς ἐπάλληλες μεταλλάξεις της ἔχει μάθει νὰ ἐπιβιώνει, διακόσια χρόνια τώρα, μεταξύ σφετερισμοῦ καὶ προδοσίας. Καὶ μὲ ἕναν λαὸ συστηματικὰ παιδαγωγούμενο στὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ἐπιβίωση. Οὔτε ἐλευθερία, οὔτε θάνατος. Μπορεῖ λοιπὸν νὰ ἔχουν δίκιο ὅσοι προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι αὐτὸ ποὺ συνέβη τὸ 1821 δὲν πρέπει νὰ τὸ λέμε ἐπανάσταση, ἀλλὰ «πόλεμο τῆς ἀνεξαρτησίας». Διότι διαισθάνονται ὅτι ἡ λέξη «ἐπανάσταση», ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ «ἐξέγερση», δὲν εἶναι ἁπλὰ συμβατικὰ ὀνόματα. Ὅτι συνδέουν στὴ συλλογικὴ συνείδηση – στὴ γλώσσα καὶ στὸ αἴσθημα – τῶν Ἑλλήνων τὸ πολιτικὸ γεγονὸς (τὴν ἀποτίναξη τοῦ τυραννικοῦ ζυγοῦ) μὲ μιὰ ὑπαρξιακὴ μεταφυσική (μὲ τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση ἢ τὴν ἔγερση ἐκ νεκρῶν). Εἶναι αὐτὸ τὸ ἑνιαῖο βίωμα τῆς «ὄρθιας στάσης», ποὺ σὰν βαθύτερο ὑπαρξιακὸ αἴτημα σημάδεψε ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα τὸν Ἑλληνισμό· ὁδήγησε στὴ σύσταση τῶν ἀρχαίων πόλεων, πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν τραγωδία καὶ τὴ φιλοσοφία, καὶ βρῆκε τὴν ἀπάντησή του – σὲ μιὰ ἄλλη, ὡριμότερη μορφὴ – στὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία καὶ στὴν ἑλληνο-λατινο-ιουδαϊκὴ πολιτισμικὴ
κρατιδίου, ὡς ἀποκλειστικοῦ πλέον πολιτικοῦ καὶ πνευματικοῦ κέντρου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, διαχωρισμένου ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς τοῦ Γένους τῶν Ρωμιῶν, ἀποστερημένου ἀπ’ ὅλα τὰ περιφερειακὰ ἐδάφη τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μεσογείου, ποὺ ἔχουμε μάθει πλέον νὰ τα λέμε ἀποικίες, βίαια ἀποκομμένου ἀπὸ τὸ ὣς τότε πολιτικὸ καὶ πνευματικό του κέντρο, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Πόλη. Καὶ μὲ ἕνα ξεκάθαρο ἐθνικὸ στόχο. Νὰ γίνουμε ἔθνος/κράτος Εὐρωπαϊκό. Ὅπως λέει ὁ Ἀλέξανδρος Μιστριώτης, ἡ Ἑλλάδα τοῦ 19ου αἰῶνα ἦταν ἕνα εὐρωπαϊκὸ πρότζεκτ, ἀπολύτως ταυτισμένο μὲ τὶς ἰδεολογικὲς ἀνάγκες καὶ τὰ πολιτικὰ σχέδια τῶν ἡγεμονικῶν ἐθνῶν τῆς Εὐρώπης. Καὶ τέτοιο παραμένει μέχρι σήμερα, παρ’ ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιστάσεις, συνειδητὲς ἢ ἀνεπίγνωστες, καὶ παρ’ ὅλες τὶς ἀποτυχίες. Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἐξαναγκαστικὸς συμβιβασμὸς μὲ τὰ τετελεσμένα τοῦ 1830-32, οὔτε ἡ κατὰ συνθήκη ἀποδοχὴ τῆς κηδεμονίας τῶν μεγάλων δυνάμεων. Ἦταν ἡ βαθειά, ψυχικὰ ἐσωτερικευμένη υἱοθέτηση τοῦ βλέμματος τῶν Εὐρωπαίων σχετικὰ μὲ τὸ τί ἐστὶ Ἕλλην καὶ Ἑλλάς. Τὸ ἔχει πεῖ πάρα πολὺ ὡραῖα ἡ Ἕλλη Σκοπετέα: «ὁ Ἕλληνας ἔχει ἕνα ξεχωριστὸ πρόσωπο ποὺ προορίζεται γιὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ μάτια» (Τὸ “Πρότυπο Βασίλειο” καὶ ἡ Μεγάλη Ἰδέα, Πολύτυπο, 1988, σελ. 163). Εἶναι γεγονὸς ὅτι τὸ νὰ γίνουμε «κράτος εὐρωπαϊκὸ» ἦταν ἐξ ἀρχῆς στοὺς στόχους τῆς ἐπανάστασης. Ὑπῆρξε ὅμως στὴν πορεία τῶν γεγονότων ἕνα ἀνεπαίσθητο γλίστρημα. Ἡ ἰδέα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κράτους ὅταν ἦταν ἀκόμα ζωντανὴ ἡ ἐπανάσταση ἐμπνέονταν ἀπὸ ἕναν ἰδιότυπο ρεπουμπλικανισμό, ποὺ τὸν βρίσκουμε σὲ ὅλη τὴν προεπαναστατικὴ θεωρητικὴ ἐπεξεργασία (ἀπὸ τὸ Σύνταγμα τοῦ Ρήγα καὶ τὴν Ἑλληνικὴ Νομαρχία τοῦ Ἀνωνύμου, μέχρι τὸ Περὶ Πολιτειῶν δίτομο ἔργο τοῦ Ἰ. Κοκκώνη), καὶ ὁ ὁποῖος βασίζεται στὴ σύνθεση τῶν νέων δημοκρατικῶν θεσμῶν μὲ τὰ γηγενῆ θέσμια. Σὲ λίγα χρόνια ἡ ἰδέα αὐτὴ ταυτίστηκε μὲ ἕναν ὁλοκληρωτικὸ ἐξευρωπαϊσμό, βασισμένο στὴν ἀπόλυτη μίμηση τῶν εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν. Τὸ γλίστρημα αὐτὸ τὸ περιγράφει μὲ ἐξαιρετικὴ ἐνάργεια ὁ Βαυαρὸς φιλέλληνας Φρειδερίκος Τίρς, ὁ ὁποῖος, κάνοντας ἕναν πρῶτο ἀπολογισμὸ τῶν πεπραγμένων τοῦ Καποδίστρια (Ἡ Ἑλλάδα τοῦ Καποδίστρια, τ. Α΄ καὶ Β΄, 1833, νέα ἔκδ.: Τολίδη, 1972), συμπεραίνει πὼς: «Ἡ Ἑλλάδα εἶναι μιὰ χώρα ποὺ ἔχει, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη, τὴν ἰδιοφυΐα της καὶ τὸ δικό της χαρακτήρα καὶ δὲν μοιάζει μὲ κανένα τμῆμα τῆς Εὐρώπης, εἴτε στὰ ἤθη της εἴτε στοὺς θεσμούς της». Ἂν ἡ ἀναγέννησή της γίνει, ὅπως φαίνεται νὰ πιστεύουν πολλοί, «μὲ τὴν εἰσαγωγὴ νόμων καὶ θεσμῶν ποὺ ἀνήκουν σὲ ἕναν πολιτισμὸ ξένο πρὸς τὸ ἔδαφός της», τότε θὰ καταντήσει «μιὰ ἐπαρχία στὰ καλούπια τὰ εὐρωπαϊκά», σὰν «ἀλλόκοτο ἀντίγραφο», και «ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ὄμορφο καὶ τὸ πιὸ πρωτότυπο σ’ αὐτὸν τὸν λαό, θὰ χανότανε ἀνεπιστρεπτί». Καὶ γι’ αὐτὸ, «χωρὶς κανεὶς νὰ καταστρέψει ὅ,τι εἶναι γηγενὲς καὶ ἀληθινό»,
ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Νόμος κύριος ἐγένετο, βασιλεὺς ἀνθρώπων, ἀλλ΄οὐκ ἄνθρωποι τύραννοι νόμων. Στὶς 15 Νοεμβρίου τοῦ 1821, στὰ Σάλωνα τῆς Φωκίδας, συγκροτήθηκε ἡ Συνέλευση τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος. Οἱ πληρεξούσιοι εἶχαν ἤδη κληθεῖ ἀπὸ τὸν Αὔγουστο˙ μόλις πέντε μῆνες μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐθνικῆς Ἐπαναστάσεως. Τὸν προοιμιακὸ λόγο ἀπηύθυνε ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Νεοφύτου στὰ ἐθνικὰ πράγματα ἦταν ἐμπεδωμένη ἀπὸ χρόνια: Ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλή–Πασά, ὑποχρεώθηκε φορολογικά, ἀναχαίτιζε διαρκῶς τὴν διωκτικὴ μανία τῶν Ὀθωμανῶν, ἔπεισε τὸν Βελή–Πασὰ νὰ χρηματοδοτήσει τὴν ἵδρυση ἑλληνικοῦ σχολείου στὴν Ἀταλάντη. Ὁ Νεόφυτος καὶ ὁ Σαλώνων Ἡσαΐας, στὶς 27 Μαρτίου τοῦ 1821, εὐλόγησαν τὰ ὅπλα τῶν ρουμελιωτῶν ἀγωνιστῶν, παρουσίᾳ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου στὸ μοναστήρι τοῦ ὁσίου Λουκᾶ στὴν Λιβαδειά. Μόλις τέσσερις μέρες μετὰ, τὴν 31η Μαρτίου, ὁ Νεόφυτος προΐσταται τῆς ἐξεγέρσεως στὴν Ἀταλάντη: Ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτούς ποὺ διαπραγματεύτηκαν μὲ τοὺς Τούρκους ἀξιωματικοὺς τοὺς ὅρους τῆς παραδόσεώς τους στὸ ἐπαναστατικὸ ἑλληνικὸ σῶμα. Στὸ προοίμιο τῆς Νομικῆς Διατάξεως τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος, ὁ Νεόφυτος ὑπογράμμιζε τὴν ἀνάγκη θεσμοθετήσεως μίας κεντρικῆς Διοίκησης. Ὅμως ἀπουσίαζαν οἱ ἱδρυμένοι θεσμοὶ στὴν οὐσιαστικὴ καὶ ἐκτελεστική τους διάσταση. Ἡ Συνέλευση μοιάζει πὼς σχεδὸν αὐτοματικά παρέκαμψε τὸ κενὸ τῶν ἱδρυμένων θεσμῶν στρεφόμενη στὴν παράδοση τῶν ἱδρυτικῶν θεσμῶν: Ὁ μόνος ὁρίζοντας ἰδιοπροσωπίας ποὺ μποροῦσε νὰ ἀτενίσει ἦταν αὐτὸς τῆς παραδόσεως τοῦ βυζαντινό–ρωμαϊκοῦ Δικαίου. Τοῦτο ἐκφράστηκε ὡς ἑξῆς στὸ Πρῶτο Κεφάλαιο τοῦ Τρίτου Τμήματος τῆς Διατάξεως: «β΄. Οἱ Κοινωνικοὶ Νόμοι (ἐννοεῖ τὸ Ἀστικὸ Δίκαιο) τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδος μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδα. – γ΄. Ὁ Ἄρειος Πάγος νὰ φροντίσῃ νὰ μεταφέρῃ εἰς τὴν σημερινὴν ἑλληνικὴν γλώσσαν τοῦτο τὸ μέρος τῶν Βασιλικῶν, προσδιορίζων τὰς ἀντιφάσεις κατὰ τὸ κοινῶς συμφερώτερον. (…)». Σχεδόν δύο μῆνες μετὰ, στὶς 27 Δεκεμβρίου 1821, θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀνάλογη διατύπωση τοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Πελοποννησιακῆς Γερουσίας ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Δημητρίου Υψηλάντη. Ἡ 31η§ τοῦ
Εἶναι, πιστεύω, περιττὸ νὰ σημειώσω τὶς ἀντιδράσεις ἀπέναντι σὲ αὐτὲς τὶς πρώιμες προβλέψεις τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων. Πρωτοστάτησε ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς στὸ ἔργο του Σημειώσεις εἰς τὸ Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος, μία σειρὰ λογίων καὶ πολιτικῶν ποὺ ἔσπευδαν νὰ ἀποκαλέσουν τὶς βυζαντινὲς νομικὲς συλλογὲς «χαμερπεῖς, ἀνάξιες, ἀνελεύθερες» καὶ ἄλλα παρόμοια. Ὁ Κοραῆς σημείωνε κιόλας πὼς τὸ Βυζαντινὸ Δίκαιο ἦταν τόσο ἀνάξιο λόγου ὥστε ἀκόμη καὶ αὐτοὶ οἱ Ὀθωμανοὶ τὸ ἀπέρριπταν. Ἡ συνήθης ἀντιπαράθεση θέσεων καὶ ἡ περιστροφὴ στὸν ἄξονα τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ δὲν μοῦ μοιάζει πὼς στὴν περίπτωσή μας θὰ ἦταν γόνιμη. Οἱ Ἐθνοσυνελεύσεις καὶ οἱ πρώιμες Νομικὲς Διατάξεις εἶχαν ἕναν σαφὴ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ ποὺ ὑπερέβαινε τοὺς ἰδεολόγους: τὴν διοργάνωση κεντρικῆς διοικήσεως καὶ τὴν σύσταση κώδικα ἐφαρμοστέου Ἀστικοῦ Δικαίου. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ἡ προσφυγὴ στὴν λύση τοῦ Βυζαντινοῦ Δικαίου ἀποδόθηκε σὲ λόγους ἱστορικοὺς μὲ ἀνιστορικὲς προσλήψεις, ποὺ κατέληγαν στὴν οὐτοπία
ἔθνη, ὡσὰν τὸ βυζαντινὸ σκότος νὰ σκίαζε τὸ πρωϊὸ φῶς τῆς ἐθνεγερσίας. Τὰ πράγματα δὲν εἶχαν ἔτσι· τὰ πρώιμα ἑλληνικὰ συνταγματικὰ κείμενα προσέφευγαν στὸ Βυζαντινὸ Δίκαιο ὑπὸ ὅρους: α. Προεῖχε ἡ σύνταξη νέων Κωδίκων, β. Κάλυπτε ἕνα φυσικὸ κενό, καθότι τὸ πολίτευμα προσωρινὸ – προσωρινὸς καὶ ὁ νόμος, γ. Ἔπρεπε νὰ ἀναθεωρηθεῖ καὶ νὰ διατηρηθοῦν μόνο ἐκεῖνες οἱ διατάξεις ποὺ ὠφελοῦσαν τὸ ἔθνος καὶ τοὺς πολίτες, δ. Νὰ μεταφραστεῖ σὲ γλώσσα κατανοητή, ε. Νὰ συμπληρωθεῖ ἢ νὰ ἀντικατασταθεῖ ὅπου οἱ νόμοι τῆς νέας Ἑλλάδας διέφεραν ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς πηγές, στ. Νὰ ὑποβληθεῖ σὲ ἔλεγχο καὶ ἔγκριση πρὶν τὴν δημοσίευσή του. Κατὰ τὴν Νομικὴ Διάταξη τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος ἡ πλέον πρόσφορος βυζαντινὴ συλλογὴ ἦταν τὰ Βασιλικά. Δικαιολογημένη ἐπιλογὴ αὐτή, καθότι τὸ ἐξελληνισμένο ρωμαϊκὸ κείμενο τῆς ἰουστινιάνειας κωδικοποίησης ἦταν τὸ τελειότερο καὶ ὡς ἑνότητα, ἀλλὰ καὶ ἰδιοσυγκρασιακά. Ἐάν ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὴν ἀκραία ἀνέφικτη πρόθεση νὰ συγκεντρωθοῦν τὰ Βασιλικά, νὰ μεταφραστοῦν κι ὕστερα νὰ ἀνακαθαρθοῦν, οἱ πληρεξούσιοι ἔθεταν τοὺς ἑαυτοὺς τους ἐνώπιον ἑνὸς δαιδαλώδους νομικοῦ, φιλολογικοῦ, ἱστορικοῦ καὶ ἐπιστημολογικοῦ ἔργου. Τουλάχιστον ἡ ἀποφασιστικότητά τους συμφωνεῖ μὲ τὴν ἀντίστοιχη τῶν Ρωμαίων ἀντικηνσόρων. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ προέχει εἶναι πὼς ὁ προσανατολισμὸς στὸν ὁρίζοντα τοῦ Βυζαντινοῦ Δικαίου δηλώνει ρητὰ τὴν ἀντίληψη τῆς ὀργανικῆς ἑνότητας μὲ τὴν Ἱστορία τοῦ Δικαίου καὶ τῶν Θεσμῶν τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὴν πρόθεση τῆς πιστῆς συνέχειάς τους. Ἐτούτη ἡ αὐτονόητη καὶ ὁμόθυμη
ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ΔΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΜΗΝ ΤΟΥ
Ὅταν θέλω γίνομαι ἄγγελος. Καὶ ὅταν θέλω γίνομαι διάβολος. Ἀπὸ τώρα ἔχω σκοπὸ να γίνω ἄγγελος.* Ι
Ἀγέρωχος ὁ Καραΐσκος
ὁ μαῦρος ἴσκιος, ὁ Γεώργιος καλογριᾶς γιὸς εἴτε ἀφέντρας
ἀγέρωχος ὁ γενναιότατος στρατηγὸς
πλουμίζει μὲ πουκάμισα
θεῖες εἰκόνες σου
διὰ τὴν θέρμην του
Ρωμηοσύνη ἐδῶ κι ἐκεῖ·
Παντάνασσα Μπρουσοῦ τῷ 1824 κι Ἅη-Δημήτρης τῆς Κούλουρης τῷ ἔτει τῷ αὐτῷ
ὅπου καὶ ἐτάφη δὰ μετὰ ἀπὸ τρία μόλις χρόνια
Ἐδῶ ὅμως στὸν Μπρουσὸ οἱ πύργοι τοῦ ὁπλαρχηγοῦ σκέπουν ἄνωθεν εἴτε φυλάσσουν τὸ ἐντὸς τοῦ γκρεμνοῦ κάτωθεν μαναστήρι –καὶ πιὸ ἐμφατικὰ κατὰ Χρηστοβασίλην** τὸν Ἠπειρώτη μελουργό· μανναστήρι Τὸν φαντάζομαι νὰ στέκει
Ἡ Κωνσταντινοὐπολη εἶναι ἡ αἰώνια πόλη - ἡ Ρώμη τῆς Ἀνατολῆς. Στὴν ἐποχὴ τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων αὐτοκρατόρων ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς ἀναμίχθηκε ἐδῶ μὲ τὸν ἀνατολικὸ σὲ τέτοια ἔκταση, ἐνῶ στὴν ἐποχὴ τῶν Τούρκων ἡ ἀνατολικὴ βαρβαρότητα ἀναμίχθηκε μὲ τὸν δυτικὸ πολτισμὸ τόσο ἔντονα, ὥστε αὐτὸ τὸ κέντρο μιᾶς θεοκρατικῆς αὐτοκρατορίας ἔγινε πραγματικὸς φραγμὸς ἀπέναντι στὴν εὐρωπαϊκὴ πρόοδο. Ὅταν οἱ Ἕλληνες αὐτοκράτορες ἐκτοπίστηκαν ἀπὸ τοὺς Σουλτάνους τοῦ Ἰκονίου, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαίας βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἐπιβίωσε αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς
ἐπιθετικότερη ἰσχὺ ἀπ’ ὅ,τι στὴν ἐποχὴ τοῦ σουλτάνου. Γιὰ τὸν βυζαντινὸ πολιτισμὸ ὁ τσάρος θὰ ἦταν ὅ,τι ἦσαν ἐπὶ αἰῶνες οἱ Ρῶσσοι τυχοδιῶκτες γιὰ τοὺς βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες – τὸ corps de garde (φρουρὰ) ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες τους. Ὁ ἀγώνας δυτικῆς Εὐρώπης καὶ Ρωσσίας γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς Κωνσταντινούπολης περικλείει τὸ ἐρώτημα, ἂν ὁ βυζαντινισμὸς θὰ ὑποκύψει μπροστὰ στὸν δυτικὸ πολιτισμὸ ἢ ἂν ὁ ἀνταγωνισμός τους θὰ ἀναβιώσει μὲ μορφὴ περισσότερο τρομερὴ καὶ κατακτητικὴ παρὰ ποτέ. Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ χρυσὴ γέφυρα ἀνάμεσα σ’ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, κι ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὸν κύκλο του γύρω ἀπ’ τὸν κόσμο δίχως νὰ περάσει ἀπὸ τούτη τὴ γέφυρα· καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν περάσει δίχως ἀγώνα μὲ τὴν Ρωσσία. Ὁ σουλτάνος κρατᾶ τὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς φύλαξη γιὰ λογαριασμὸ τῆς Ἐπανάστασης, ἐνῶ οἱ σημερινοὶ ὀνομαστικοὶ ἄρχοντες τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, ποὺ κι οἱ ἴδιοι βρίσκουν τὸν ἔσχατο προμαχώνα τῆς δικῆς τους «τάξης πραγμάτων» στὶς ὄχθες τοῦ Νέβα, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ κρατήσουν τὸ ζήτημα ἀνοιχτὸ ὥσπου ἡ Ρωσσία ν’ ἀντιμετωπίσει τὸν πραγματικό της ἀντίπαλο, τὴν Ἐπανάσταση. Ἡ Ἐπανάσταση ποὺ θὰ γκρεμίσει τὴν Ρώμη τῆς Δύσης θὰ δαμάσει ἐπίσης τὴν δαιμονικὴ ἐπήρεια τῆς Ρώμης τῆς Ἀνατολῆς. Κὰρλ Μάρξ Τὸ ρωσσικὸ ζήτημα, ἀρ. 24, σ.163-164, 1853 (Κ. Μάρξ-Φρ. Ἔνγκελς, Ἡ Ἑλλάδα, ἡ Τουρκία καὶ τὸ Ἀνατολικὸ Ζήτημα, εἰσαγωγὴ-μετάφραση-ὑπομνηματισμὸς Παναγιώτης Κονδύλης, «Γνώση», Ἀθήνα 1985)
Ἔννοια ἐπανάστασεως 1821 Αὕτη ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ρήγα ἀνὰ τὴν Χερσόνησον, καταδεικνύει ἔτι ἐναργέστερον τὰς διαθέσεις τῶν διαφόρων αὐτῆς λαῶν. Ὁ Ρήγας δὲν ἐπετείνετο μόνον πρὸς τοὺς Ἕλληνας. Ὁ λόγος του ἦτο γενικός, πρὸς πάντας τοὺς πάλαι ὑπὸ τὴν Αὐτοκρατορίαν ἀδελφοὺς λαούς. Ἂν μετεχειρίζετο τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν εἰς τὴν διατύπωσιν τῶν μεγάλων, ὅσον καὶ εὐρυτάτων αὐτοῦ ἰδεῶν, τοῦτο ἔπραττε ἀκριβῶς διότι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἦτο ἡ τῆς Αὐτοκρατορίας ἐπίσημος. Πάντες οἱ λαοὶ αὐτοὶ ὡμίλουν. Αὕτη ἦτο τὸ ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάσης πνευματικῆς κινήσεως. Δὲν ἐνεφορεῖτο ἀπὸ τὰς ἰδέας τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνικοτήτων, αἵτινες κατέστρεψαν τὰς βάσεις τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ ἡμῶν οἰκοδομήματος καὶ παρέλυσαν πάντα αὐτοῦ δεσμὸν συνεκτικόν. Ὠμίλει ὡς ὑπήκοος τῆς Αὐτοκρατορίας πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ συνυπηκόους ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἢ γλώσσης. Ἡ Μεγάλη Ἰδέα Ρήγα τοῦ Φεραίου, ἥτις τοσαύτην πρόθυμον εὗρε ἠχώ, ἀναπαρίστα τὴν ψυχικὴν διάθεσιν τῶν τὴν Ἀνατολὴν κατοικούντων λαῶν καὶ εἰς τοῦτο ἀκριβῶς συνίστατο ἡ μεγάλη αὐτῆς ἐπιτυχία. […] Πρὸς τὸ Γένος ὁλόκληρον ἀπευθύνεται ὁ Ρήγας καὶ εὑρίσκει ὅλους τοὺς ἀποτελοῦντας αὐτὸ λαοὺς προθύμους, εἰς τὴν κατὰ τοῦ Μωαμεθανισμοῦ ἐξέγερσιν. Καὶ ἡ προκήρυξις τοῦ Ὑψηλάντου ἀπὸ τὸ στρατόπεδον Ἰασίου τῇ 24ῃ Φεβρουαρίου τοῦ 1821, Ἕλληνας ἀποκαλεῖ συλλήβδην ὅλους τους λαούς τῆς Ἀνατολῆς. […] σς 23-25 * Τὸ Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἑπιδαύρου, 1ης Ἰανουαρίου 1822, ἐν ἄρθρῳ 98ῳ, ἀμαφέρει ὅτι «ἄχρι τῆς κοινοποιήσεως, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικασίαι βάσιν ἔχουσιν τοὺς νόμους τῶν ἀειμνήστων ἡμῶν Χριστιανῶν Αὐτοκρατόρων». […] Αὕτη ἦτο ἡ ἔννοια τῆς ἐπαναστάσεως· ἐξέγερσις τοῦ χριστιανισμοῦ κατὰ τοῦ κατακτητοῦ, πρὸς ἀναστήλωσιν τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ ἐσήμαινε καὶ σημαίνει τοῦ λαοῦ ἡ εὐχὴ καὶ στὴν Πόλι, ἢ στὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Οὐδεὶς ἐσκέφθη ποτὲ Ἑλλαδα ὡς ἐξῆλθε ἐκ τῆς ἐπαναστάσεως, ὡς οὐδεὶς εἶνε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κατόπιν τῶν νικηφόρων πολέμων Ἑλλάδα· πάντες ἀπέβλεπον εἰς τὴν Αὐτοκρατορίαν, μὲ βάσιν τὴν ἀδελφότητα τῶν διαφόρων
γὸν ὁλοκλήρου τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων, προκειμένου περὶ ἐπαναστάσεως ἐπαρχιῶν τινῶν τῆς ἡγεμονίας του. Τὸν κίνδυνον ἡ Τουρκία διεῖδεν ἀσφαλῶς, καθὼς καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ διπλωματία, ἡ ἔχουσα συμφέροντα ὡς τοὐλάχιστον ἰσχυρίζεται, εἰς τὴν Ἀνατολήν. Οἱ δύο ἀπαγχονισμοὶ τοῦ Ρήγα καὶ τοῦ Γρηγορίου Ε΄, ἐναργῶς ἀποδεικνύουσιν, ὅτι ὄχι μόνον οἱ ἐξεγερθέντες ἠννόουν τῆς Αὐτοκρατορίας παλινόρθωσιν ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ κατακτηταὶ καὶ οἱ ὁμόφρονες αὐτῶν καὶ ὑπερασπισταί των, τοιοῦτον χαρακτηρισμὸν ἔδωκαν εἰς τὴν ἐπανάστασιν τοῦ 1821. Φαινόμενον ἐν τούτοις ἐξ ἐκείνων, ἅτινα πάντοτε ἀναφαίνονται εἰς τὰς ἐξεγέρσεις τῶν λαῶν, παρουσιάζοντα τὸ ἀπρόοπτον, ὅπερ οὐδεὶς ἀναμένει, ἐνεφανίσθη διαρκοῦντος τοῦ μακροῦ τούτου ἀγῶνος, καὶ βλέπομεν τὴν γιγαντομαχίαν, τὴν κηρυχθεῖσαν ἐν ὀνόματι τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων, μετατρεπομένη εἰς πόλεμον μιᾶς αὐτοῦ μερίδος, τῆς φυλῆς τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τοῦ κατακτητοῦ. Μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι Ἀλβανοὶ ἔμειναν πιστοὶ μέχρι τέλους τῆς Ἐπαναστάσεως. Πῶς κατωρθώθη
πῶς
εὐρυτάτης
αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀπρόοπτον, ὅπερ μᾶς ἐπεφύλαξεν ἡ ἐξέλιξις τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. (σ. 27-28) * Ἡ Αὐτοκρατορία ἀποτελοῦσα κράτος ἀνατολικόν, πλὴν διεπόμενον παρὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος ὑπῆρξε κυρίως πολιτεία σοσιαλιστική, διότι τοιαύτη ἦτο ἡ θρησκεία, ἥτις ἀποτελεῖ τὸ κέντρον πάσης αὐτῆς κινήσεως. (σελ. 123) * Οὐδὲν τὸ εὐκολώτερον πρὸς ἐπίτευξιν τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Τίποτε ἕτερον, χρειάζεται ἡ κοινὴ πάντων τῶν λαῶν συνεννόησις, ἀνανέωσις τῶν περὶ ἀδελφότητος ἰδεῶν, ἔστω καὶ ἀσχέτως πλέον τῆς πίστεως, ἀπομάκρυνσις ἡμῶν ἀπὸ τῆς ξένης ἡμῖν περὶ πατρίδος ἰδέας καὶ ἡ Αὐτοκρατορία ἀνορθοῦται περίδοξος ἀναλαμβάνουσα ἅπασαν τὴν αἴγλην, ἣν αἱ εὐρεῖαι ἰδέαι, μὲ τὰς ὁποίας ἔζησε τὸν μακρὸν αὐτῆς βίον, διεσκόρπισαν λαμπρύνασαι αὐτὴν καὶ γενόμεναι ἀφορμὴ τοῦ νὰ ἐμφανίζονται σήμερον ἔτι εὐρύτεραι, ὧν ἡ ἐφαρμογὴ ἐν τῇ πράξει θέλει παρουσιάσῃ νέαν τοῦ πολιτισμοῦ περίοδον, πρὸς τὸ καλὸν τῶν λαῶν καὶ τῶν ἀτόμων. Ἡ Αὐτοκρατορία εἶχε βάσιν τὴν πίστιν. Ἡμεῖς θὰ ἔχωμεν ἐπὶ πλέον τὴν ἀδελφότητα. Ἂς ἀρχίσωμεν πρῶτοι τὸ ἔργον. Ἂς ἐμφυσήσωμεν διὰ τῆς δημοτικῆς ἐκπαιδεύσεως, τοῦ ἄμβωνος, τοῦ στρατοῦ, τὴν Αὐτοκρατορικὴν ἰδέαν εἰς πάντας. Τὸ ἔργον δὲν εἶναι δύσκολον, διότι ἐμφύτως ὁ λαὸς αὐτὰς τὰς ἰδεάς ἔχει. Ἀσφαλῶς θὰ μᾶς ἀκολουθήσωσι εἰς τὸ ἔργον οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἀνατολῆς, δεδομένου ὅτι κοινὸν ἔχομεν τὸν τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι, κοινὰς τὰς ἰδέας, τὰς παραδόσεις, τὸν βίον. Ἡ πίστις συνεκράτησε τὴν Αὐτοκρατορίαν. Ἡ πατρὶς τὴν διέλυσεν. Ἡ ἀδελφότης ἂς τὴν παλινορθώσῃ. Ἂς δώσουμε πρὸς τοῦτο ὅλοι τὰς χεῖρας. Ἡ Ἀμερικὴ διὰ τοὺς Ἀμερικάνους. Ἡ Ἀνατολὴ διὰ τοὺς Ἀνατολίτας. Ἂν καθιερώσωμεν τοῦτο ὡς δόγμα καὶ ἡ Αὐτοκρατορία ἐπαναζῇ λαμπροτέρα ἢ ὑπὲρ
φυλετικὸν
ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΗ Ἡ Ἐπανάστασις τοῦ 1821 ἔγινε ἐν ὀνόματι τῆς Αὐτοκρατορίας (ἡ Μεγάλη Ἰδέα τοῦ Ρήγα, ἡ προκήρυξις τοῦ Ὑψηλάντη) καὶ ὄχι ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς τῶν ἐθνικοτήτων, ἥτις ἐπικρατήσασα κατόπιν, κατέστρεψε τὰς βάσεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ οἰκοδομήματος καὶ παρέλυσε τὸν μόνον συνεκτικὸν τῆς Αὐτοκρατορίας δεσμόν. Ἡ Ἐπανάστασις τοῦ 1821, δὲν εἶναι ἡ Ἐπανάστασις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ἤτοι τοῦ Γένους τῶν Ρωμαίων, οὐδαμῶς δὲ τῶν ἀποκλειστικῶς καὶ κυρίως Ἑλλήνων, κατὰ τοῦ Μουσουλμάνου κατακτητοῦ, πρὸς παλινόρθωσιν τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ ἀναστήλωσιν τοῦ Σταυροῦ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ αὐτοκρατορικὴ ἱστορία ἦτο τοῖς πᾶσι κοινὴ καὶ γνωστή, καθ’ὅ ἀποτελοῦσα τὸ σύγχρονον, ἐκπροσωποῦσα τὸ παρόν, καὶ ἀξιοῦσα μόνον νὰ συνεχισθῇ. Οὐδεὶς ἐσκέφθη ποτὲ Ἑλλάδα, οἵα ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐπανάστασιν, καὶ τὴν ἐπανάστασιν ὡς ἁπλοῦν φυλετικὸν ἀγῶνα, μὲ τοὺς ὀρθοδόξους Ἀλβανούς, τὸ πολὺ ὡς συμμάχους. [ …] Ἰδέα πατρίδος οἵαν τὴν ἐννοεῖ σήμερον ὁ κόσμος, ἢ μᾶλλον αἱ διοικοῦσαι τάξεις, οὐδέποτε ὑπῆρξεν ἄλλοτε εἰς τὴν Ἑλλάδα. Γνωρίζει μόνον τὴν μικρὰν πατρίδα, τὸ χωριό του, τοὺς βωμοὺς καὶ τὰς ἑστίας του, εἶναι τοπικιστὴς ὁ Ἕλλην, φύσις ζωηρὰ προσέχουσα μόνον εἰς ἄκρως στενὰς καὶ ἄκρως εὐρείας ἰδέας, τῆς ἑστίας καὶ τῆς θρησκείας. […] Ἡ Αὐτοκρατορία εἶχε βάσιν τὴν πίστιν. Ἡμεῖς θὰ ἔχωμεν τὴν ἀδελφότητα. Ἂς ἐμφυσήσωμεν διὰ τῆς δημοτικῆς ἐκπαιδεύσεως τοῦ ἄμβωνος τοῦ στρατοῦ, τὴν αὐτοκρατορικὴν ἰδέαν. Τὸ ἔργον δὲν εἶναι δύσκολον διότι ἐμφύτως ὁ λαὸς αὐτὴν τὴν ἰδέαν ἔχει. Θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν εἰς τὸ ἔργον οἱ ἀδελφοὶ τῆς Ἀνατολῆς, δεδομένου ὅτι κοινὸν ἔχομεν τὸν τρόπον τοῦ σκέπτεσθαι, κοινὰς τὰς παραδόσεις, τὸν βίον. Ἡ πίστις συνεκράτησε τὴν Αὐτοκρατορίαν. Ἡ πατρὶς τὴν διέλυσε. Ἡ ἀδελφότης ἂς τὴν παλινορθώσῃ. Ἡ Ἀνατολὴ διὰ τοὺς Ἀνατολίτας. Αὐτὸ εἶναι ἐν περιλήψει, τὸ περιεχόμενον βιβλίου ὑπὸ τὸν τίτλον «Αὐτοκρατορία» τοῦ βουλευτοῦ Κερκύρας κ. Σοκόλη. […] Διὰ τῆς, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν Ἑλλήνων, ἀποκτήσεως φυλετικῆς συνειδήσεως ὑφ’ ὅλων τῶν ἀνατολικῶν λαῶν, συμπεριλαμβανομένων καὶ αὐτῶν τῶν Τούρκων καὶ τῶν Ἀράβων, ἰσοπεδώθησαν ὅλοι, ἐπῆλθε ὁ καιρὸς ὅπως
κράτους. Μετὰ τοῦτον, οἱ Ρωμαῖοι κατακτήσαντες δι’ ἴδιον λογαριασμὸν καὶ τὴν Ἀνατολήν, μᾶς τὴν ἐκληροδότησαν, ὡς ἑτοίμην ἀνατολικὴν αὐτοκρατορίαν, ἣν συνετηρήσαμεν. Κατακτητικὸς λαὸς ἡμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν εἴμεθα, ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ὑπῆρξεν εἷς καὶ μοναδικός, ἐξαίρεσις ἀτομική. Νὰ κατακτήσωμεν τὴν Ἀνατολὴν δὲν θὰ δυνηθῶμεν πιθανώτατα, οὔτε θὰ τὸ θελήσωμεν. Ἀπομένει νὰ ἐπιδιώξωμεν τὴν ἕνωσιν διὰ τῆς ὁμοσπονδίας τῶν κρατῶν τῆς γύρω Ἀνατολῆς. Ἡ μελέτη τοῦ κ. Σοκόλη, ἐνῶ ἀδίκως ἐπιτίθεται κατὰ τῆς φυσικῆς, ἀναποδράστου καὶ προσκαίρου ἀμύνης ἣν ἀντέταξεν ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς εἰς τὰς διαφόρους φυλετικὰς προπαγάνδας μετὰ τὴν ἀφύπνισιν τοῦ ἐθνικοῦ αἰσθήματος ἐν Ἀνατολῇ, δὲν μνημονεύει τὴν τροπὴν ἣν ἔλαβεν ἡ δρᾶσις τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν Τουρκίᾳ μετὰ τὴν μεταπολίτευσιν τοῦ 1908, τροπὴν ἥτις εἶναι πλέον τεκμήριον τῶν ὅσων εὐγλώττως ὑποστηρίζει. Ὅτι δηλαδὴ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Ἕλληνος ὑπάρχει πάντοτε λανθάνουσα ἡ
τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν Ἑλλήνων καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνεπήχθη τὸ ἐν τῇ Ὀθωμανικῇ βουλῇ κόμμα τῶν ἐθνικοτήτων, μὲ κοινὸν πρόγραμμα τὴν ἐπιδίωξιν ἰσοπολιτείας τῶν λαῶν τῆς αὐτοκρατορίας, τὴν κατάργησιν κυριάρχου φυλῆς καὶ κυριαρχουμένων, τὴν παραδοχὴν πάντων, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καὶ θρησκεύματος, εἰς τὰς δημοσίας λειτουργίας, τὸν σεβασμὸν τῆς γλώσσης καὶ ἐθνικῆς αὐτονομίας πάσης φυλῆς ἄνευ ὅμως τοπικῶν ἢ γεωγραφικῶν αὐτονομιῶν. Τὸ πρόγραμμα τοῦτο ἰσοδυνάμει πρὸς πλήρη παλινόρθωσιν τῆς παλαιᾶς Αὐτοκρατορίας παρ’ ὅλας τὰς εἰσδυσάσας νέας ἰδέας. Καὶ εἰργάζοντο, ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τῶν Ἑλλήνων τῆς Αὐτοκρατορίας, Σέρβοι καὶ Βούλγαροι καὶ Βλάχοι καὶ Ἀρμένιοι καὶ Ἀλβανοί, καὶ φιλελεύθεροι Τοῦρκοι καὶ Ἄραβες καὶ Κιρκάσιοι, τείνοντες ὅλοι εἰς τὸν τεθέντα κοινὸν σκοπὸν ὃν αὐτομάτως πάντες κατενόησαν, ἄνευ πολλῶν ἐπεξηγήσεων καὶ χρονοτριβῶν. Ἀλλὰ τὴν βάσιν καὶ τὴν ἀληθῆ ἔννοιαν τῆς συνεργασίας ταύτης παρεξηγήσας ὁ Ἕλλην πολιτικὸς κ. Βενιζέλος κατὰ τὸ 1912, παραπλανηθεὶς ὑπὸ τῶν πολιτικῶν τῆς Σόφιας, ἐχρησιμοποίησε διὰ νὰ συμπήξῃ μετὰ τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους συμμαχίαν μὲ σκοπὸν διαλύσεως τῆς Τουρκίας. Ἡ συνεργασία τῶν ἐθνοτήτων ἐν τῇ Τουρκίᾳ ὑπῆρξεν ἡ ἀφετηρία καὶ ἡ βάσις τῆς συμμαχίας τῶν βαλκανικῶν κρατῶν, ἥτις ἠδύνατο κάλλιστα νὰ ὑπάρχῃ, χωρὶς ὅμως νὰ ἀκολουθῇ τὴν βουλγαρικὴν καὶ σερβικὴν ἀντίληψιν περὶ γεωγραφικῶν αὐτονομιῶν καὶ κατακτήσεων οὔτε νὰ θέτει ὡς σκοπὸν τὴν ἄμεσον διάλυσιν τῆς ὑφισταμένης Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ νὰ κατατείνῃ
Βυζάντιο, Νεώτεροι χρόνοι)
ὁ ὁποῖος τὴ συστηματοποίησε καταγράφοντάς την στὸ ἔργο του Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Βέβαια, ἡ παρουσία της ―τροφοδοτημένη ἀπὸ τὶς φαλλμεραϋερικὲς θεωρίες―, ποικίλε ἕνεκα τῆς ἑτερογενοῦς φύσεως τῶν κομιστῶν της. Τουτέστιν, στὸν 19ο αἰ., τὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης, ἀλλὰ καὶ μετεπαναστατικά, ἀρκετοὶ Ἕλληνες λόγιοι διαμόρφωσαν θεωρίες ποὺ ἔλαβαν σὺν τῷ χρόνῳ χαρακτήρα ἰδεολογίας, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἁπλὸ λαὸ πού, ἂν
δὲν
περιγεγραμμένο ἱστορικὸ δόγμα προκειμένου νὰ ἀσπασθῇ μιὰν ἐκπεφρασμένη πλέον καὶ ἰδιοσύστατη ἐθνικὴ ἰδεολογία.1 Ἔτσι, στὴ σχετικὴ μὲ τὴν Ἐπανάσταση ποίηση τοῦ 19ου αἰ., ἡ ὁποία λειτουργεῖ ὡς χαρακτηριστικὸς ἐνδείκτης τῆς ἐποχῆς, βλέπουμε πολὺ συχνὰ μιὰν ἀμηχανία ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μιὰ μᾶλλον ἐπιφυλακτικὴ σχέση μὲ τὸ Βυζάντιο, ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς ἔλλειψης ἑνὸς κατευθυντηρίου δόγματος. Ὡς «Βυζάντιον» λογίζεται ἡ κυριευμένη ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Κωνσταντινούπολη, ἐνῷ οἱ νύξεις στὴ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία εἶναι σποραδικὲς ἕως ἀνύπαρκτες. Ὅποτε ὑπάρχουν, χάνονται μέσα στὴν ἀμφισημία μεταξὺ τοῦ (εὐρέως) “βυζαντινοῦ” καὶ τοῦ (hic et nunc) “κωνσταντινουπολίτικου”: «Ἤσουν ἐκεῖ, ὦ βλάστημα, γονέων Βυζαντίων» γράφει ὁ Ραγκαβῆς ξεκινῶντας τὸ ποίημα «Εἰς Δημήτριον Σοῦτσον μετὰ τοῦ Ἱεροῦ Λόχου.»,2 ἐνῷ ὁ Περικλῆς Καλαθάκης ἀναφέρεται σὲ ἕνα ξεκάθαρα ταυτισμένο μὲ τὴν Κων/πολη Βυζάντιο στὸ ποίημά του «Ὁ ἥρως Κανάρης»: «Στόλος ἀπῆρεν ἐκ Βυζαντίου / Τὴν τοῦ Αἰγαίου πλέων ὁδόν, [...]».3 Οἱ καθαρὰ “βυζαντινὲς” ἀναφορές (ἂν θὰ μποροῦσαν νὰ ὀνομαστοῦν ἔτσι) στὴν ποίηση τοῦ 19ου αἰ. βρίσκονται κυρίως στοὺς θρήνους γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ Γρηγορίου Ε΄, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνας ἐκ τῶν τελευταίων φορέων τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκρατορικοῦ κλέους. Ποιήματα τοῦ Ἰουλίου Τυπάλδου («ᾨδὴ στὸν πατριάρχην Γρηγόριον»),4 τοῦ Ἀριστοτέλη Βαλαωρίτη («Ὁ ἀνδριὰς τοῦ ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως»),5 τοῦ Ἀλέξανδρου Κατακουζηνοῦ
τῆς “Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους” μὲ τὴ “Μεγάλη Ἱστορία τῆς Ἑλλάδας” τοῦ Γιάννη Κορδάτου», Περὶ Ἱστορίας 1 (1996), 27-49. 2 Ἀλ. Ρίζος-Ραγκαβῆς, «Εἰς Δημήτριον Σοῦτσον μετὰ τοῦ Ἱεροῦ Λόχου»: Πανελλήνιος Ἀνθολογία ἤτοι Ἀπάνθισμα τῶν ἐκλεκτοτέρων ἑλληνικῶν ποιημάτων, (ἐπιμ.: Δ. Κ. Κοκκινάκης), Ἀθήνα, Τυπ. Α. Ζ. Διαλησμᾶς, 1899, 323.
3 Π. Καλαθάκης, Ὁ ἥρως Κανάρης. Ποίημα ἐπικόν, Ἀθήνα, Τυπ. Βλαστοῦ Βαρβαρρήγου, 21885, 9. 4 Βλ.: Ἰ. Τυπάλδος, Ποιήματα. Μετὰ βιογραφίας τοῦ ποιητοῦ ὑπὸ Μαρίνου Σιγούρου, Ἀθήνα, Φέξης, 1916, 61-63. 5 Βλ.: Ἀρ. Βαλαωρίτης, Ὁ ἀνδριὰς τοῦ ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (1872): Β. Ποιήματα καὶ Πεζά, (ἐπιλ.-φιλολ. ἐπιμ.: Γ. Π. Σαββίδης· Ἑλένη Τσαντσάνογλου), Ἀθηνα, Ἴκαρος, 1982, 186-191.
6 Βλ.: Ἀλ. Κατακουζηνός, Ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος, Ἀθήνα, Τυπ. Χ. Ν. Φιλαδελφέως, 1871.
7 Βλ.: Π. Καλαθάκης, ὅ.π., 53-56.
τριάρχη»),8 μαζὶ μὲ πλῆθος ἄλλων ποιημάτων καὶ δημοτικῶν ᾄσμάτων, ἀναφέρονται στὸν Γρηγόριο Ε΄ τοποθετῶντας τον στὸ μεταίχμιο μεταξὺ τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ τοῦ ἐλέῳ Θεοῦ μάρτυρα, θυμίζοντας τὸν βυζαντινὸ πιστῷ ἐν Χριστῷ βασιλέα. Ἡ ἄλλη ὄψη τῆς βυζαντινῆς παρουσίας στὰ ποιήματα τῆς περιόδου σχετίζεται μὲ τὶς θεωρίες τοῦ Φαλλμεράϋερ· εὐλόγως, λοιπόν, ὁποιαδήποτε ἀντίδραση πρὸς αὐτὲς δικαιώνει τὴ θέση τοῦ Βυζαντίου στὸν 19ο αἰ. καὶ δὴ στὴν περίοδο τῆς Ἐπανάστασης ὡς συνδετικοῦ κρίκου τῆς ἀρχαιότητας μὲ τὴ νεωτερικότητα. Λ.χ., στὸ ποίημα τοῦ Θεόδωρου Ὀρφανίδη «Ὁ πρωτομάρτυς Ρήγας καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις.»: «[...] Ὦ νόες Φαλμεραϊκοὶ ἀναδεικνύντες μόνον / Τῆς χαμερποῦς καρδίας σας τὸ μίσος καὶ τὸν φθόνον / [...] / Ὁ Καραΐσκος, κι’ ἀριθμὸς Ἡρώων τόσων ἄλλων / Εἶναι νωθρὰ γεννήματα τῶν Σλάβων
οἱ ποιητὲς γράφουν ποιήματα ἀναφερόμενοι στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21, ἤγουν στὴν ἱδρυτικὴ πράξη εἰσαγωγῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ στὴ νεωτερικὴ ἐποχή (ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπισφαλὲς νὰ λεχθῇ), δίχως νὰ βγάζουν ἀπὸ τὸ κάδρο τὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς νὰ τὸ προϋποθέτουν ὡς conditio sine qua non. Ἄνθρωποι ἑτερόκλιτοι καὶ μὲ διαφορετικὲς ποιητικὲς καὶ διασκεπτικὲς ἀφετηρίες συμμερίζονται τὴν παραπάνω θέση καὶ τὴ φανερώνουν πλέον στὰ ποιητικὰ γραπτά τους. Λ.χ., ὁ Κώστας Καραχάλιος στὸ ποίημά του «Ἡ προδοσία» ἀναφέρεται στὴν παρακμὴ τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ φέρνοντας στὸ προσκήνιο τὴν προδοσία πρὸς τοὺς ἥρωες τοῦ 1821, κατηγορῶντας μεταξὺ ἄλλων τοὺς «Ἄνεργο[υς] πρίγκιπες / στὸ σαρακοφαγωμένο θρόνο τοῦ Βυζαντίου»,10 ἐνῷ ὁ Καροῦζος ἀναλογιζόμενος τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ στὸ ποίημά του «Τέλεση λειτουργίας» καταλήγει ὅτι «μ’ ὄλα τοῦτα βγῆκαν οἱ Παπαφλέσσηδες κ’ οἱ Κολοκοτρωναῖοι.»11 Ὁ Νίκος Φωκᾶς στὴν Παρτούζα καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ ποίημα «Διάλεξη γιὰ τὴν Ἑλλάδα», σχολιάζοντας τὴν πνευματικὴ ἀβελτηρία τοῦ τόπου δὲν φέρνει ὡς παράδειγμα ἴασης τὴ μίμηση τοῦ ἀρχαίου κλέους ἀλλὰ τὴ βυζαντινὴ κοσμοθεώρηση. Ἔτσι ἡ Ἑλλάδα: «Δὲν ἔχει τί ἀντιπρόταση στὸν κόσμο μας νὰ κάνει· / Δὲν ἔχει μήνυμα καθώς, ἂς ποῦμε, τὸ Βυζάντιο, / Δική του ἐκδοχὴ τοῦ κόσμου καὶ τ’ Ἀνθρώπου
τοῦ γένους. Μπόρες – Μαῦρα χρόνια – Γλυκοχαράματα (1908-1919), Ἀθήνα, Λαϊκή, 1919, 63. 9 Θ. Γ. Ὀρφανίδης, Σμυρναῖος, Ὁ πρωτομάρτυς Ρήγας καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις. Ποίημα διὰ τὴν 25 Μαρτίου ἡμέραν ἐπέτειον αὐτῆς, Ἀθήνα, Τυπ. Π. Κ. Παντελῆ, 1842, 13. 10 Κ. Καραχάλιος, Ρωγμὲς στὴ νύχτα, Ἀθήνα, Θουκυδίδης, 1986, 24. 11 Ν. Καροῦζος, Τὰ Ποιήματα, τ. Β΄, (1979-1991), Ἀθήνα, Ἴκαρος, 1994, 202.
ξεκωλιάρα καὶ λωλὴ ἀναγνωρίζει τώρα / Πνευματικοὺς προγόνους της κι αὐτὴ τοὺς σταυροφόρους».12 Τέλος, ὁ Τάκης Σιδέρης ποὺ στὸ πεζὸ ποίημά του «Ἡ Ἑλλάδα ζωγράφος» θέτει τὴν Ἑλλάδα νὰ «[ἔ]χει ἀπεικονίσει λοιπὸν τὸν πατέρα της τὸ Βυζάντιο, τὴ γιαγιά της τὴν Ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα καὶ τὴ μητέρα της ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν Νεοελληνική μας Ἱστορία. Τὴν ἀδελφὴ τῆς μητέρας της ἐπίσης Ἐθνικὴ Παλιγγενεσία τοῦ ’21, ἀξιαγάπητη θεία [...]».13 Ἀσφαλῶς, ἀπὸ τὴ σχετικὴ μὲ τὸ 1821 ποίηση δὲν λείπουν καὶ τὰ φιλελληνικὰ ἔργα, στὰ ὁποῖα συναντοῦμε ἐκ νέου μιὰν ἀμφιρρέπουσα στάση ὅπου τὸ Βυζάντιο εἴτε ἔχει ἀμφίσημο νόημα (βλ. τὸ ποίημα «Προφητεία» τοῦ Ρωσσογερμανοῦ Βίλχελμ Κιούχελμπέκκερ: «Σκοτείνιασε ἡ γῆ τοῦ Βυζαντίου / Μιὰ θύελλα σαρώνει τὴν Ἑλλάδα»),14 εἴτε σημαίνοντα ρόλο, ὅπως στὸ ποίημα «Ὁ ἑλληνικὸς ὕμνος» τοῦ Φρεντερὶκ Μιστράλ: «“Νίκη στῶν ἡμιθέων τ’ ἀγγόνια!” Ἀπὸ τὴν Ἴδη / ὣς στῆς Νικαίας τἀκρογιάλια [...]»15 ἢ στὸ Ἑλλὰς τοῦ Σέλλεϋ ὅπου γίνεται ἀναφορὰ στὸν Γρηγόριο Ε΄.16 Καθίσταται, λοιπόν, φανερὸ
κέντρου

μένει ἡ ποίηση ὡς αἰώνια ὑπενθύμιση. Θανάσης Γαλανάκης 12 Ν. Φωκᾶς, «Διάλεξη γιὰ τὴν Ἑλλάδα»: Παρτούζα ἢ Ἕνα κλείσιμο ματιοῦ: Ἔμμετρο άφηγηματικὸ ποίημα, Ἀθήνα, Ἑστία, 1991, 100· 103. 13 Τ. Σιδέρης, Ἀρχεῖον νυκτόβιων κήπων, Ἀθήνα, Ἐριφύλη, 1999, 82.
14 Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 στὸν καθρέφτη τῆς ρωσικῆς ποίησης, (ἐπιλ.-εἰσαγ.-ἐπιμ.: Σ. Ἰλίνσκαγια), Ἀθήνα, Ἑστία, 2001, 41-44.
15 Ἡ Ἑλλάδα στὴν Ξένη Ποίηση, (ἐκλ.-ἐπιμ.: Γ.Ζ. Χριστοδουλίδης), Ἀθήνα, Παρασκήνιο, 2005, 111-112.
16 Βλ.: P. B. Shelley, Ἑλλάς. Λυρικὸ δράμα, (εἰσ.-μτφρ.: Α. Μ. Στρατηγόπουλος), Ἀθήνα, Μπάϋρον, 21972 [1η ἔκδ.: 1932], 28.
ΓΟΡΔΩΝΟΣ ΚΑI ΤΟY ΦΙΝΛΕΫ Ὁ Παπαδιαμάντης, γνωστὸ τοῖς πᾶσι πλέον, βιοπορίστηκε κυρίως ὡς μεταφραστής. Μετέφραζε, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, τὰ πάντα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, μετέφρασε καὶ τρία σημαντικὰ ἱστορικὰ ἔργα. Πρόκειται γιά: α. τὸ ἔργο τοῦ Νικολάου Σπηλιάδου Ἀναίρεσις τοῦ βιβλίου: «Περὶ τῆς ἐνεστώσης καταστάσεως τῆς Ἑλλάδος καὶ τῶν ἀπαιτουμένων πρὸς ἀποκατάστασιν αὐτῆς, ὑπὸ Εἰρηναίου Θειρσίου», γραμμένο στὰ γαλλικά, β. τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ Thomas Gordon καὶ γ. τὸ ὁμότιτλο ἔργο τοῦ George Finlay. Ὁ Σκῶτος τὴν καταγωγὴ Thomas Gordon (1788–1841) ὑπῆρξε διακεκριμένος φιλέλληνας, μὲ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου σπουδές, ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος στὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἔγραψε τὴν ἱστορία της, τὴν ὁποία ἐξέδωσε τὸ 1842, μὲ τίτλο History of the Greek Revolution. Ὁ ἐπίσης Σκῶτος George Finlay (1799–1875), μὲ ἐξ ἴσου καλὲς σπουδὲς καὶ μὲ πολλὰ πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα, κυρίως στὸ χῶρο τῆς ἱστοριογραφίας, εἶχε καὶ αὐτὸς συμμετοχὴ στὸν ἀγῶνα τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, μολονότι σὲ δευτερεύοντες ρόλους. Ἡ ἱστοριοδιφική του δραστηριότητα ἐπικεντρώνεται στὴν Ἑλλάδα, τῆς ὁποίας συνέγραψε τὴν ἱστορία ἀπὸ τὸ 146 π.Χ. (ὑποταγὴ στοὺς Ρωμαίους) μέχρι τὶς μέρες του. Οἱ δύο τελευταῖοι τόμοι τῆς ἑπτάτομης αὐτῆς Ἱστορίας συνιστοῦν τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Στὰ 1903 ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἔχει καθιερωθεῖ ὡς μεταφραστής, μολονότι τὰ ἔσοδά του ἀπὸ τὴ μεταφραστικὴ ἐργασία δὲν εἶναι ἱκανὰ νὰ βελτιώσουν τὴν μονίμως ἐλλειματικὴ οἰκονομική του κατάσταση. Ὁ Γιάννης Βλαχογιάννης, μὲ τὸ γνωστὸ πάθος του γιὰ τὴν κειμενικὴ τεκμηρίωση τῆς Ἱστορίας μας, προτρέπει καὶ ὑποστηρίζει τὸν φίλο του Παπαδιαμάντη, ὥστε νὰ μεταφράσει τὰ δύο αὐτὰ σημαντικὰ ἔργα. Βρίσκονται καὶ οἱ δύο σὲ «τρομερώτατες φτώχειες», ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Βλαχογιάννης, καὶ ἐλπίζουν νὰ ἀνασάνουν οἰκονομικὰ ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῶν δύο μεταφράσεων. Οἱ μεταφράσεις ὁλοκληρώθηκαν τὸ 1908. Μὲ πολλὲς δυσκολίες. Τὸ μεταφραστικὸ «μεροκάματο» τοῦ Σκιαθίτη σκληρό. Γράφει στὸν Βλαχογιάννη: «Ὁ λιχανὸς τῆς δεξιᾶς μου ἔχει δαρμοὺς καὶ πόνους, καὶ τὰ δύο ἄλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν τοῦ δέρματος. Ἡ μέση μοῦ πονεῖ». Ὅσο γιὰ τὴν ἀμοιβή, νά τί παραγγέλνει ἀπὸ τὴ Σκιάθο στὸν ἐν Ἀθήναις φίλο του: «Κατόρθωσε νὰ στείλῃς ὀλίγα λεπτὰ ἐν τῷ μεταξύ. – Τώρα, νὰ μοῦ στείλῃς ταχυδρομικῶς μισὴν ὀκὰ
ΕΝ ΑΦΑΤῼ ΘΛΙΨΕΙ Ἄχ, ποδοπατημένη Ἑλλάδα, ποδοπατημένη ζωή μου, τοῦ σπιτιοῦ μου μαράζι! Καὶ ἡ «ΔΟΞΑ» εἶναι πιὰ καφενεῖο, Ποὺ ἔξω ἀπ’ τὰ τζάμια του ὅλο βρέχει… Ἄχ, πόνε σώγαμπρε, φουστανελὰ αἱματοκυλισμένε!
ἀλλοτινά μου στίγματα ποὺ ὅσο κι ἂν τά ‘κρυψα τὰ ξαναντικρύζω στῶν παιδιῶν μου τὸ πρόσωπο.
Τὴν ἐλπίδα ἀκουμπῶ στὸ «Κύριε ἐλέησον», πεισματικὰ ἀρνούμενος τὴν ὑποτέλεια κι ἐνῶ σκοτεινιάζει γιὰ μένα μές στὸ καταμεσήμερο, οἱ δικοί μου μὲ βλέπουν μ’ ἕνα φανάρι νὰ ψάχνω…
Τ’ ΑΠΟΚΑΪΔΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΤΟΥ Ἔσκαβε ὅλη νύχτα μὲ τὰ χέρια… Τὰ νύχια του κατάμαυρα. Ἔψαχνε πυρετωδῶς νὰ βρεῖ τὰ κόκκαλα τοῦ πεθαμένου πρὸ πολλοῦ σώματος τῆς μνήμης του. Ἡ μυρωδιὰ τοῦ χώματος δὲν τοῦ θύμιζε τίποτα…
Ὁ μάταιος ἀγώνας του ἔφερε κάποτε τὸ ξημέρωμα. Καὶ τότε ἀπορημένος εἶδε στάχτες νὰ αἰωροῦνται στὴν ἀτμόσφαιρα. Τὸν πρῶτο πρωινὸ περαστικὸ ποὺ ρώτησε αὐτὸς τοῦ εἶπε πὼς βρίσκεται σὲ χώρα ποὺ ἔχει ἐπικρατήσει πρὸ πολλοῦ -πῶς δὲν τὸ γνώριζε;- ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐνθυμήσεων. Τὸ μέτρο ἔλαβαν οἱ ἰθύνοντες, μὴν τυχὸν βροῦν τρόπο οἱ μνῆμες κι ἀναστηθοῦν π. Δημήτρης Μαϊστράλης
ΗΡΩΟΝ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ: Ἀπὸ τὸν Φιλελληνισμὸ στὸ ἐθνικὸ δίδαγμα. Ἀπὸ τοὺς πρώτους κιόλας μῆνες τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης ἡ γερμανόφωνη κοινὴ γνώμη τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τῶν Ἑλλήνων. Οἱ φιλελληνικὲς δράσεις πολλές: πάμπολλα κομιτάτα μὲ ὀργανωμένο καὶ συστηματικὸ τρόπο ὀργανώνουν τὴν ἀποστολὴ ἐθελοντῶν γιὰ νὰ πολεμήσουν στὸ πλευρὸ τῶν Ἑλλήνων, συγκεντρώνουν χρήματα γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀγώνα, εὐαισθητοποιοῦν τὴν κοινὴ γνώμη μὲ παρεμβάσεις ἀπὸ τὸν τύπο μέχρι τὰ ἀπογευματινὰ «τσάγια» τῶν γυναικῶν. Ὅσοι ἔχουν πρόσβαση σὲ θεσμικὰ ὄργανα ἐκφωνοῦν πύρινους λόγους ὑπέρ τῶν Ἑλλήνων. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ὁμιλία τοῦ βαρώνου von Gagern στὴν Ταξικὴ Δίαιτα τοῦ πριγκηπάτου τῆς Ἔσσης-Ντάρμσταντ, ὁ ὁποῖος μεταξὺ ἄλλων λέει τὰ ἑξῆς: «Ἕνα θανάσιμο ἁμάρτημα θὰ βαραίνη τὸ Γερμανικὸ Ἔθνος ἂν δὲν ἐγείρεται πουθενὰ οὔτε βοήθεια οὔτε φωνὴ πρὸς χάριν τῶν Ἑλλήνων. Αὐτοὶ μπορεῖ νὰ ἔχουν ἀρχίσει τὸν ἀγώνα τους ἀσύνετα, τὴν ἀκατάλληλη στιγμή, μὲ ἀνεπαρκῆ μέσα. Ἐγκληματίες ὅμως δὲν πρέπει νὰ χαρακτηριστοῦν γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο. Δὲν ἦσαν ὑπήκοοι, στὴν ἔννοια τοῦ δικαίου τῶν Ἐθνῶν καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀλλὰ σκλάβοι. Αὐτὸ μαρτυροῦν οἱ ἀρχιερεῖς των, ποὺ χωρὶς ἐνοχὴ καὶ χωρὶς νὰ ἀπολογηθοῦν, ὑπέστησαν δεινὸν θάνατο στὶς πύλες τῶν ναῶν τους. Ἐγώ, ὡς ὑπήκοος ἑνὸς πρίγκηπα ὁ ὁποῖος ἔγινε μέλος τῆς Ἱερᾶς Συμμαχίας, καὶ ὡς ἐκπρόσωπος τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν ἑνὸς γερμανικοῦ λαοῦ, ἐκφράζω ἐδῶ τὴν προσδοκία καὶ ἐλπίδα ὅτι οἱ Ἕλληνες θὰ βγοῦν νικητὲς ἀπὸ τὸν ἀγώνα τους». Μετὰ τὴν ἵδρυση τοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους ὁ πλέον φιλέλληνας βασιλιὰς τῆς Εὐρώπης, Λουδοβίκος τῆς Βαυαρίας καὶ πατέρας τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδας Ὄθωνα, ὑπὸ τὸν οἶστρο ἑνὸς διαρκοῦντος φιλελληνισμοῦ, ἀποφάσισε νὰ κοσμήσει τὶς στοὲς τῆς αὐλῆς τῆς βασιλικῆς του κατοικίας στὸ Μόναχο μὲ ἱστορικὲς καὶ τοπογραφικὲς τοιχογραφίες, στὶς ὁποῖες θὰ ἀπεικονίζοντο ἥρωες καὶ σκηνὲς τῆς ἐπανάστασης τῶν Ἑλλήνων. Τὸ 1827 ἀνέθεσε τὸ ἔργο αὐτὸ στὸν Πίτερ φὸν Ἔς, καθηγητὴ στὴν Ἀκαδημία τῶν Καλῶν Τεχνῶν στὸ Ντύσσελντορφ, καὶ ἐκεῖνος συνόδευσε τὸν Ὄθωνα στὴν Ἑλλάδα καὶ παρέμεινε ἐννιὰ μῆνες γιὰ νὰ γνωρίσει τοὺς τόπους ὅπου διαδραματίσθηκαν τὰ ἡρωικὰ γεγονότα τοῦ 1821, ἀλλὰ καὶ τοὺς πρωταγωνιστές τους. Ὁ Ἒς πράγματι ἑτοίμασε 40 σχέδια ἐκ τῶν ὁποίων τὰ 24 ἀπεικονίζουν σημαντικὰ πρόσωπα τοῦ ἀγώνα (Ρήγας Φεραῖος, Μπουμπουλίνα, Ἀλέξανδρος
στὴν ὁποία περιλαμβάνονταν «40 τετραχρωμίαι, κατ΄ἀντιγραφήν τῶν ἐν Μονάχῳ εἰκόνων τοῦ ΦΟΝ ΕΣ μετ’ ἐπεξηγηματικοῦ κειμένου», ὅπως ἀναγράφεται στὴν πρώτη σελίδα τῆς ἔκδοσης. Στὸν πρόλογο τῆς ἔκδοσης αὐτῆς ὁ Σπῦρος Λάμπρου, κατὰ ἕναν μοναδικὸ γλωσσικὰ τρόπο, ποιητικὸ καὶ παραστατικὸ ἐξαίρει τὸ ἔργο τοῦ Ἒς καὶ ἐπισημαίνει τὴν τεράστια σημασία τῆς ἀξιοποίησής του γιὰ τὴν ενίσχυση τῆς ἐθνικῆς συνείδησης καὶ τῆς φιλοπατρίας τῶν Ἑλλήνων. Ὁ πρόλογος ὁλοκληρώνεται ὡς ἑξῆς: «Ἡ αὐτοψία τῶν τόπων, ἐν οἷς διεδραματίσθησαν τὰ ἡρωικὰ γεγονότα τοῦ 1821, ἡ θέα τῶν προσφάτων ἀκόμη ἐρειπίων καὶ τροπαίων, ἡ προσωπικὴ γνωριμία πολλῶν ἐκ τῶν ἡρώων, φερόντων ἔτι ἐπὶ τῆς ἡλιοκαοῦς ὄψεως τὰ ἴχνη τῆς ὑπερανθρώπου πάλης ὑπὲρ ἀπελευθερώσεως τῆς πατρίδος καὶ ἐνδεδυμένων τὴν ὑπὸ τῶν
κλέα, ἀλλ’ οἵτινες εἶνε διὰ τοὺς πολλοὺς συνήθως ἁπλὰ μόνον ἔνδοξα ὀνόματα, θὰ λάβωσι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Ἕλληνος σάρκα καὶ ὁστᾶ, ὅλαι ἐκεῖναι αἱ σκηναὶ τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τῆς δόξης θὰ ἐμφανισθῶσι μετὰ νέας ζωῆς. Τὰ μέλη τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας σὺν τῇ ἐκ τῶν εἰκόνων τούτων καλλιτεχνικῇ ἀπολαύσει θὰ συγκινῶνται, οἱ μαθηταὶ σχολείων θὰ φρονηματίζονται καὶ τὰ πλήθη, βλέποντα ἐκτεθειμένας τὰς ὡραίας εἰκόνας ἁπανταχοῦ γῆς εἰς τὰς προθήκας τῶν ἑλληνικῶν καταστημάτων κατὰ τὰς ἐθνικὰς ἑορτάς, θὰ ὑψώνωνται ὑπερήφανα μέχρι τῶν μεγάλων ἡμερῶν, καθ’ ἅς ἐδημιουργήθη ἡ ἐλευθερία καὶ θὰ ἀναβαπτίζωνται εἰς τὸ ἅγιον βάπτισμα φιλοπατρίας καὶ ἐκπληρώσεως τοῦ καθήκοντος αὐτῶν πρὸς τὴν μητέρα Ἑλλάδα». Εὐρυδίκη Παπάζογλου

CHILDE HAROLD’S PILGRIMAGE THE CANTO TWO
X.
Here let me sit upon this massy stone, The marble column’s yet unshaken base; Here, son of Saturn! was thy fav’rite throne: Mightiest of any such! Hence let me trace The latent grandeur of thy dwelling-place. It may not be: nor ev’n can Fancy’s eye Restore what Time hath labour’d to deface. Yet these proud pillars claim no passing sigh; Unmoved the Moslem sits, the light Greek carols by.
XI.
But who, of all the plunders of yon fane On high, where Pallas linger’d, loth to flee The latest relic of her ancient reign; The last, the worst, dull spoiler, who was he? Blush, Caledonia! such thy son could be!
England! I joy no child he was of thine: Thy free-born men should spare what once was free;
Yet they could violate each saddening shrine, And bear these altars o’er the long-reluctant brine.
Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΤΣΑΪΛΝΤ ΧΑΡΟΛΝΤ ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ Χ. Ἐδῶ στὴν πέτρα τὴν σκληρή, ἀφῆστε νὰ καθίσω νὰ ἀκουμπῶ στὴν στέρεη, μαρμάρινη κολώνα. Ἐδῶ, ποὺ ὁ θρόνος σου ἔστεκε, θεμελιωμένος, ἴσιος Τοῦ Κρόνου, ὦ γιὲ Ὀλύμπιε, γυρεύοντας στὸ χῶμα ἀπὸ τὴν δόξα τὴν κρυφή, κάτι γιὰ νὰ κρατήσω. Μ’ ἀδύνατο: Οὔτε κι αὐτὸ τῆς φαντασίας τὸ βλέμμα νὰ ἀναστήσει δὲν μπορεῖ ὅ, τι ἔθαψε ξοπίσω ὁ χρόνος πανδαμάτορας, στὸ ἀνήλεό του ρέμμα. Ἀγέρωχες κολῶνες, νά! Περαστικοῦ τὸν στεναγμὸ ποτέ τους δἐν ζητιάνεψαν. Μήτε καὶ τὸν λυγμό. Ἀπάνω τους ὁ Μουχαμέτης, κάθεται, ξανασαίνει ἀναίσθητος,- κι ὁ Ἕλληνας, μὲ μούρμουρο διαβαίνει. ΧΙ.
Μὰ ποιός, ἀπ’ ὅσους τὸν Ναό, σκυλεύσανε τὸν ἄνω ὅπου ἡ Παλλάδα ἡ σεμνὴ ὡς χθὲς ἐκατοικοῦσε στὸν πόνο καταμόναχη, στὰ λείψανά της πάνω, Ποιός, ὕστερος, τὸν κούρσεψε καὶ ἀπὸ ποῦ κρατοῦσε; Ὁ φαῦλος ἅρπαγας στερνός, γραφτὸ εἴτανε νὰ ἰδεῖ Τὸ φῶς σ’ ἐσὲ Καληδονία! Ντράπου γιατὶ περνοῦσε Δικό σου σπλάγχνο. Κι ἔλεγε δικό σου εἶναι παιδί. Ἄγγλία! Τρισμακάριστη, τέτοια γονὴ δὲν εἶχες Μόνο ὅποιος βγαίνει ἀπὸ σκλαβιὰ τὰ ἐλεύθερα τ’ ἀγγίζει. Μὰ βιάσανε λαμπρὰ ἱερά, τοὺς μόλυναν τὶς τύχες σὲ βέβηλο γιαλό, κρυφό, ποὺ ἀνόσια ἅρμη στραγγίζει. Δημήτρης Κοσμόπουλος
(ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μετὰ τὴν ἐπίθεση τῶν Ναζὶ στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση τὸ 1941) ὁ νέος Γριγκόρι Ἄρς ἄφησε τὸ λύκειο γιὰ νὰ ἐνταχθεῖ στὴ Στρατιωτικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀρχάγγελσκ. Στρατολογήθηκε σὲ ἡλικία μόλις δεκαεπτὰ χρονῶν καὶ ὑπηρέτησε ὡς πεζός, πολεμώντας στὴν κρίσιμη μάχη τοῦ Κοὺρσκ τὸ 1943, ὅπου τραυματίστηκε γιὰ πρώτη φορά. Μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀνάρρωση, προχώρησε μὲ τὰ σοβιετικὰ στρατεύματα στὴ Λευκορωσία καὶ στὴ βόρεια Οὐκρανία, λαμβάνοντας μέρος στὴν ἀπελευθέρωση τῶν πόλεων Καλινκόβιτσι καὶ Πρίπιατ. Ἐκεῖ τραυματίστηκε γιὰ δεύτερη φορά, πλέον σοβαρά, μὲ σφαῖρες στὸ γόνατό του καὶ χειρουργήθηκε πάνω στὸ πεδίο τῆς μάχης. Ἂν καὶ ἔκτοτε περπατοῦσε κουτσαίνοντας, αὐτός ὁ τραυματισμὸς ἴσως νὰ τοῦ ἔσωσε τὴ ζωή. Μετὰ τὸ τέλος τῶν ἐχθροπραξιῶν ὁ Γκριγκόρι Ἄρς ἐπέστρεψε στὸ λύκειο μὲ τὴ σκέψη νὰ γίνει μαθηματικός, ἐγγράφηκε ὅμως στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λένινγκραντ γιὰ νὰ σπουδάσει ἱστορία, συγχρόνως μαθαίνοντας τὰ Ἀλβανικὰ καὶ στὴ συνέχεια μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἄλλες γλῶσσες. Τὸ 1959 ὑποστήριξε τὴν πρώτη διδακτορική του διατριβὴ μὲ τίτλο «Μερικὰ ἐρωτήματα γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Νότιας Ἀλβανίας στὰ τέλη τοῦ 18ου - ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα». Στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 ἀποφάσισε νὰ μάθει τὰ ἑλληνικὰ ἐπειδὴ ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση δὲν διέθετε ἀρκετοὺς εἰδικοὺς στὴν ἱστορία
αὐτοκρατορίας. Ἡ ρωσικὴ γραφειοκρατία παρεῖχε ἐπίσης πολλὲς πληροφορίες γιὰ Ἕλληνες καὶ ἄλλους Βαλκάνιους ποὺ μετανάστευσαν στὴ Ρωσικὴ Αὐτοκρατορία, τόσο γιὰ πολιτικοὺς λόγους ὅσο καὶ γιὰ ἀναζήτηση εὐκαιριῶν γιὰ ὑπηρεσία καὶ ἐμπλουτισμό. Ἐλλείψει ἰσοδύναμων ἀρχείων τοῦ ἀλβανικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους γιὰ τὴν περίοδο πρὶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση ἀνεξάρτητων κρατῶν, τὰ ρωσικὰ ἀρχεῖα παραμένουν ἀπαραίτητα γιὰ ὁποιαδήποτε ἀνοικοδόμηση τοῦ ἀλβανικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς. Ὁ Γκριγκόρι Ἂρς ἦταν ὁ πρῶτος σοβιετικὸς ἱστορικὸς ποὺ ἐρεύνησε ἐπιμελῶς τὸ πλούσιο ἀρχειακὸ ὑλικὸ γιὰ τοὺς βαλκανικοὺς λαοὺς ποὺ βρισκόταν στὴ Μόσχα, τὸ Λένινγκραντ, τὴν Ὀδησσό, τὸ Κισινάου καὶ ἀλλοῦ. Ἰδιαίτερα ἐπιτυχὴς ἦταν στὴ συνέχεια ἡ συνεργασία του μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Ἐρευνῶν τοῦ Ἐθνικοῦ Ἱδρύματος Ἐρευνῶν ποὺ ὁδήγησε στὴν ἔκδοση στὰ ἑλληνικὰ ἱστορικῶν τεκμηρίων ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, σταχυολογημένων ἀπὸ τὰ κοιτάσματα τῶν ρωσικῶν ἀρχείων. Ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ τοῦ ἔργου τοῦ Γκριγκόρι Ἂρς ξεχωρίζουν. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ ἔδωσε ἔμφαση στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ρωσικὴ ὑπῆρξε πολυεθνικὴ αὐτοκρατορία. Τὸ ἔργο του χρησίμευσε γιὰ νὰ τονίσει τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους οἱ μειονοτικοὶ λαοὶ τῆς Αὐτοκρατορίας συνέβαλαν στὴ δύναμη καὶ τὸ κῦρος της. Ὁ Γριγκόρι Ἂρς γνώριζε ἐπίσης καλὰ τὶς βαλκανικὲς διαστάσεις καὶ τὰ βαλκανικὰ προηγούμενα τῆς ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ὅπως εἶχε ἀποδείξει ὁ Νικολάι Τόντοροβ γιὰ τὴν περίπτωση τῶν Βουλγάρων, πολλοὶ Βαλκάνιοι συμμετεῖχαν στὴν Ἐπανάσταση εἴτε ἔμμεσα, εἴτε ὡς μαχητές. Ὡς σοβιετικὸς ἱστορικός, ἐνδιαφερόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὶς σχέσεις μεταξὺ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ ἄλλων μυστικῶν-ριζοσπαστικῶν ὀργανώσεων στὴν Εὐρώπη καὶ στὴ Ρωσία, ἰδίως γιὰ τὸ κίνημα τῶν Δεκεμβριστῶν τὸ ὁποῖο, λίγα χρόνια μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης, ἀπέτυχε στὶς προσπάθειές του νὰ μετατρέψει τὸ ρωσικὸ κράτος σὲ συνταγματικὴ μοναρχία. Βασικὰ στελέχη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καὶ τῶν Δεκεμβριστῶν βρίσκονταν σὲ στενὴ ἐπαφὴ καὶ, ὅπως ἔχει δείξει ὁ Γκριγκόρι Ἂρς, οἱ μελλοντικοί Δεκεμβριστὲς συνέβαλαν ποικιλοτρόπως στὴν τελικὰ ἀνεπιτυχὴ ἐκστρατεία τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη στὰ ἐδάφη τῆς Ρουμανίας. Ἐπιπλέον, καὶ πολύ πρὶν κάτι τέτοιο γίνει ἀποδεκτὸ στὴν σοβιετικὴ ἱστοριογραφία, ὁ Γκριγκόρι Ἂρς πειραματίστηκε μὲ τὴν ἱστορικὴ βιβλιογραφία, ἰδίως στὰ ἔργα του γιὰ τὸν Ἰωάννη Καποδίστρια καὶ στὴ
σε κεντρικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὴ σκέψη του. Μάλιστα ὁ κοσμικὸς χαρακτήρας τοῦ Διαφωτισμοῦ (ὅπως τὸν κατανοοῦσε ὁ ἴδιος) περιόριζε τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὶς θρησκευτικὲς πτυχὲς τῆς Ἐπανάστασης. Ἡ ἔμφασή του στὸν Διαφωτισμὸ ἐξηγεῖ ἐπίσης μέρος τῆς παράβλεψης συντηρητικῶν στοιχείων ποὺ συνέδεαν Ἑλλάδα καὶ Ρωσία. Ὁ Διαφωτισμὸς παρέμεινε στὸ ἐπίκεντρο τοῦ ἔργου καὶ τῶν στόχων τοῦ σοβιετικοῦ αὐτοῦ ἱστορικοῦ. Ἂν καὶ ἐπρόκειτο νὰ λάβει πολλὲς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένου ἑνὸς ἐπίτιμου διδακτορικοῦ ἀπὸ τὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, δὲν ἔχω δεῖ τὸν Γριγκόρι Ἂρς ποτὲ τόσο ἱκανοποιημένο ὅσο ὅταν τοῦ δόθηκε τὸ ἑλληνικὸ βιβλίο Γενικῆς Ἱστορίας τῆς Β΄ Λυκείου, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε συζήτηση καὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ ἔργο του μὲ ἀποδέκτες ἕνα εὐρύτερο σχολικὸ κοινό. Τέλος, ὁ Γκριγκόρι Ἂρς εἶχε μιὰ παιδικὴ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ, ποὺ ἐκφραζόταν καλύτερα στὶς συναναστροφές του μὲ φίλους στὴν κλασικὴ σοβιετικὴ κουζίνα, ὅπως στὸ μοσχοβίτικο διαμέρισμα τοῦ ἱστορικοῦ καὶ δημοσιογράφου Γιάννη Νικολόπουλου. Ὅταν ὁ Γκριγκόρι Ἂρς χαλάρωνε, τραγουδοῦσε τὰ ἀγαπημένα του τραγούδια, ὅπως τὸ «Σὲ ἀνώνυμο ὕψος, κοντὰ σὲ ἕνα ἄγνωστο χωριὸ» μὲ τόσες ἀναφορὲς στοὺς χαμένους φίλους μὲ τοὺς ὁποίους εἶχε πολεμήσει. Ὑπῆρξε καὶ δεινὸς χορευτής τοῦ βάλς. Ὁ Γκριγκόρι Ἂρς πέθανε τὸ 2017, σὲ ἡλικία ἐνενήντα δύο χρονῶν ἀφήνοντας πίσω τὴν γυναίκα του Γκαλίνα Πετρόβνα, τρία ἡλικιωμένα πλέον παιδιὰ καὶ ἔναν ὁλόκληρο κόσμο στὰ γραπτά του: τὸν κόσμο τῶν τελευταίων χρόνων τοῦ 18ου αἰώνα καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου καὶ τῆς ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τὸν ὁποῖον ἔκανε τόσα πολλὰ γιὰ νὰ ἀνακατασκευάσει μέσῳ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων ἔργων του. Τὰ περισσότερα ἔργα του ἔχουν μεταφραστεῖ καὶ ἐκδοθεῖ στὰ ἑλληνικά (ἐκδόσεις Παπασωτηρίου, Gutenberg κἄ.) χάρη στὶς προσπάθειες τοῦ Πάνου Στάμου, Γενικοῦ Γραμματέα τοῦ ΚΕΡΙΕ, τοῦ Κέντρου Ἑλληνο-Ρωσικῶν Ἱστορικῶν Ἐρευνῶν. Γιάννης Καρράς

ΚΑΙΡὸ ΤῶΝ
Ἀναμφίβολα, τὸ πιὸ γνωστὸ καρὲ τῆς ταινίας τοῦ Λάκη Παπαστάθη Τὸν καιρὸ τῶν Ἑλλήνων εἶναι τὸ πορτραῖτο τοῦ Ἀλέξη Δαμιανοῦ μὲ τὸ φεσάκι του στραβὸ καὶ τὸ μελαγχολικό του βλέμμα νὰ σὲ κοιτάζει ἴσια. Μιὰ Ἑλλάδα ποὺ ἔφυγε; Μιὰ Ἐπανάσταση –μὲ κεφαλαῖο πάντα «Ε»– ποὺ δὲν ὁλοκληρώθηκε; Λαὸς ποὺ ὁ διχασμὸς ἔμελλε νὰ γίνει ἡ σημερινή του –φεῦ, ἐξακολουθητική– μοίρα; Μπορεῖς νὰ συνάψεις ἐδῶ κι ἄλλες πολλὲς διερωτήσεις, ρητορικὲς ἢ μή, στὴν κατάφαση στὸ καμίνι τῆς Ἱστορίας ποὺ ἐκφράζει αὐτὸ τὸ πορτραῖτο. Προσέξτε, ἔπειτα –μακάρι νὰ βλέπατε τὴν ταινία– τὴν ἡμερομηνία: 1981. Ναί. Ἡ Ἑλλάδα πρὶν τὴ δεκαετία τοῦ 1980 ἦταν μιὰ ἄλλη χώρα. Ὅπως κι ἐκείνη πρὶν τὰ 1900, χρονιὰ ποὺ ξετυλίγεται ὁ μῦθος τοῦ ἔργου. Μιὰ γραμμή, ὅμως, σὰ νὰ ἑνώνει τὰ χρόνια, τουλάχιστον ἀπὸ τὸ Εἰκοσιένα κι ἐδῶ: Οἱ Ἕλληνες ψάχνουμε ἀκόμα πρόσωπο νὰ βγοῦμε στὸν κόσμο, μιᾶς κι ἀπορρήξαμε ἐκεῖνο ποὔχαμε ἀπ᾽ τὴν Τουρκοκρατία, ποὺ τὸ βαστοῦσαν οἱ γενιὲς ἀπ᾽ τὰ χρόνια ἀκόμα τῶν μεγάλων, πανύψηλων Ἑλλήνων, ὅπως τοὺς φαντάζονται οἱ ληστὲς στὴν ταινία, τοῦ Ἀλέξανδρου, τοῦ Κωνσταντίνου παναπεῖ, τοῦ Κομνηνοῦ, τοῦ Διγενῆ, τοῦ Παλαιολόγου. Σεμνὰ πρόσωπα ποὺ μοιάζανε –ἂς μὴν τὸ λόγιαζαν οἱ παληοί– τοῦ Καπετάνιου στὴν ταινία τοῦ Παπαστάθη. Ἡ ἀρχαιότητα στὸν τόπο μας ὁλοένα ξεψυχάει, ἴσα νὰ φυσᾶ πνοὴ σὲ μερικοὺς ποὺ δὲν φοβοῦνται πόνους καὶ θάνατο. Νὰ ἕνα μυστικὸ ποὺ κανεὶς δὲν τὸ βρίσκει στὰ βιβλία, ποὺ τὰ ξεσκολίζουνε αἰῶνες τώρα λογιώτατοι ἀλλοδαπῆς κι ἡμεδαπῆς. Οἱ ποιητὲς ἀνάμεσά τους μόνο πιάνουν ἐδῶ κι ἐκεῖ κάτι στὰ βραχέα, σῆμα ποὺ τὴ μιὰ καμπανίζει καὶ τὴν ἄλλη χάνεται. «Οἱ ποιητὲς ξέρουν ἀπὸ Ἱστορία». Ἔτσι κι ἡ ταινία. Πῶς ἀλλιῶς; Ὁ Παπαστάθης πίσω ἀπὸ τὴν κάμερα, ψάχνει κάτι παμπάλαιες ταινίες προπολεμικές, μὲ τὸν Ἀχιλλέα Μαδρᾶ νὰ κάνει τὸν καλόγερο στὴν Μαρία Πενταγιώτισσα, τοῦ 1929, τότε ποὺ τὸ σινεμὰ ἦταν ἕνα ὄνειρο, μὲ φουστανελλάδες νὰ περνοῦν μπρὸς στὴν Καπνικαρέα φουριόζοι γιὰ νὰ πολεμήσουνε τὸν Τοῦρκο. Παίρνει ἀπ᾽ ἐκεῖ ἀμπάριζα καὶ βγαίνει μὲς σὲ κουστουμαρισμένους κυρίους καὶ παρφουμαρισμένες κυρίες ποὺ τραγουδοῦν στὸ πιάνο τραγούδια γιὰ τοὺς Κλέφτες. Οἱ ἀληθινοὶ ὅμως κλέφτες εἶναι ἀπ᾽ ἔξω. Θ᾽ ἁρπάξουν τὸν ἀφέντη καὶ θὰ τὸν σύρουν στὰ βουνὰ ζητῶντας λύτρα. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀρχαῖοι τους νόμοι. Κι ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν κάμερα ὁ Δαμιανὸς σιγοψέλνει τροπάρια καὶ ὕμνους. «Οἱ ληστὲς εἶναι θεοσεβούμενοι», ὅπως ὅλοι οἱ Ἀρχαῖοι. Κι αἴφνης ἡ ταινία γεμίζει ἀπόκρημνα βουνὰ καὶ σπήλαια, νύχτα
βαρύς
πέτρινη σκάλα. Μετροῦσα καὶ μετροῦσα, ποτὲ δὲν κατόρθωσα νὰ καταλήξω πόσα ἦταν τὰ σκαλιά· κι αὐτὸς ὅλο ἀνέβαινε, ἔλεγα τώρα θ’ ἁρπαχτεῖ ἀπ΄ τὸ σύννεφο καὶ θὰ πετάξει. Ἔβρεχε. Δὲν ἄντεχα νὰ σκέφτομαι πῶς ἔνιωθε καὶ κυρίως τί συλλογιζόταν. Tὸν πρῶτο καιρὸ τὸ ‘σκαγα ἀπ’ τὴ μάνα μου, πήγαινα καὶ κούρνιαζα στὰ βράχια τοῦ κάστρου. Ἡ σιωπὴ τῆς πέτρας ἀβάσταχτη. Πλήγιαζα τὰ μάτια μου νὰ τὴν τρυπήσω, νὰ τὸν δῶ. Ὕστερα, γιὰ ὧρες βούλιαζα στὴν θέα τῆς θάλασσας κάτω, ὅταν ἐπέστρεφε ὁ νοῦς μου στὴν πέτρα μούδιαζα ἀπό ντροπή. Πέρασαν χρόνια, μαράθηκα νὰ περιμένω, ὥσπου ἔμαθα πὼς πῆρε χάρη κι ἄλλαξε λημέρι. Εἶπα, τὸν ἔχασα ὁριστικά. Ἀκούγονταν πολλά, τὸ ΄σκασα ἀπ’ τὸ Ἀνάπλι, ὁ Μαυροκορδάτος θέριζε κι ἐκεῖνο τὸ χαζοπούλι τὸ ‘παιζε βασιλιάς. Τριγύρναγα στὰ χωριά, ἤθελα νὰ χαθῶ καὶ χάθηκα, τρίφτηκα μὲ τὸ χῶμα, ζυμάρι, λάσπη ἔγινα ἕνα μὲ τὸν ξεχασμένο χρόνο. Ἄνεμος. Κύλησε χρόνος καὶ καιρός. Ἄλλαξα σχῆμα. Σιγυρίστηκα. Κάποτε τρύπωσα στὴν πρωτεύουσα κι ἄρχισα νὰ τριγυρνῶ, ὥσπου ἕνα βράδυ ἀναπάντεχα τὸν ἀπάντησα σὲ μιὰ διαδήλωση. Στιβαρός, ἀπαράλλαχτος, καὶ μὲ τὰ ἴδια ἀκόμα ροῦχα, μ’ ἕνα ἁπλὸ σκουφάκι δίχως περικεφαλαία. Ξαφνιάστηκα, τί γύρευε στὴν πόλη; Ἔτρεξα πρὸς τὸ μέρος του μὰ δὲν τὸν πρόφτασα, τὸν ρούφηξε ὁ δρόμος, ἀερικό. Ἔχασα τὸν λιγοστό μου ὕπνο. Ἄρχισα νὰ ὀργώνω τὴν Ἀθήνα κι ὅταν ἐπιτέλους τὸν ξανάδα ἀποφάσισα νὰ τὸν παρακολουθῶ. Οἱ διαδρομές του παράξενες καὶ μόνο νυχτερινὲς κατέληγαν ὅλες στὸ ἴδιο μέρος. Ἐχθὲς πάλι ξεπέζεψε ἀργά, προσεκτικά, πρώτη φορὰ πρόσεξα τὸ βαρύ μπρούτζινο ἄλογο μὲ τὸ ΄να πόδι σηκωμένο, παραξενεύτηκα, γιατί εἶχα ἀκούσει, πὼς μετὰ ἀπό γλέντι ἔπαθε κι ὄχι στὴ μάχη. Ἂς ὄψονται οἱ ἀστικοί μας μῦθοι. Πάντως, ἦταν ἀκόμα πολύ γρήγορος, λαχάνιαζα γιὰ νὰ τὸν φτάσω. Κατηφόρισε τὴν Μητροπόλεως, ἔπειτα ἔστριψε σὲ φιδωτὰ στενά, ἀπέφευγε τὰ φῶτα, μπερδευόταν μὲ τὶς σκιές, ἔφτασε στὸ Μοναστηράκι, προσπέρασε τὴν Ρωμαϊκὴ Ἀγορά, ἀνηφόρισε πενήντα μέτρα καὶ τρύπωσε στὸ ἐκκλησιδάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου· ἔβγαλε κατανυκτικὰ τὸ σκουφάκι, ἔπιασε τὸ ἀριστερὸ στασίδι, ἔσκυψε τὸ κεφάλι κι ἄρχισε νὰ συντονίζει τὸ τεριρέμ του μὲ τὴν ἄχνα τῆς φωνῆς ἀπό τὸ δεξί. Ἡρὼ Νικοπούλου
«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο. Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα, μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία. Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα, ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα, βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα! Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο καὶ σὄγλυφα καὶ σὄπλενα τὰ πόδια δουλωμένο, περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καὶ φώναζες τοῦ κόσμου νὰ δεῖ τὴν καταφρόνεση, ποὺ πάθαινε ὁ ἀφρός μου. Κι ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφά, ἐκεῖ ποὺ σ᾿ ἐφιλοῦσα μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα καὶ τὴν πληγὴ ποὺ σ᾿ ἄνοιγα, τὸ λάκκο πού ῾θε κάμω μὲ φύκη τὸν ἐπλάκωνα, τὸν ἔκρυβα στὴν ἄμμο.
Σκύψε νὰ ἰδῆς τὴ ρίζα σου στῆς θάλασσας τὰ βύθη, τὰ θέμελά σου τά ῾φαγα, σ᾿ ἔκαμα κουφολίθι. Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ! Τοῦ δούλου τὸ ποδάρι θὰ σὲ πατήση στὸ λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»
Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιὰ κρυμμένος, ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος. Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες, τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες. Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν καὶ στὸν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν, καθὼς ἀνεμοδέρνουνε καὶ φτεροθορυβοῦνε τὴ δυσωδία τοῦ νεκροῦ τὰ ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.
Τὸ μούγκρισμα τοῦ κύματος, τὴν ἄσπλαγχνη φοβέρα, χίλιες φορὲς τὴν ἄκουσεν ὁ βράχος στὸν ἀθέρα ν᾿ ἀντιβοᾶ τρομαχτικὰ χωρὶς κὰν νὰ ξυπνήσει, καὶ σήμερα ἀνατρίχιασε, λὲς θὰ λιγοψυχήσει. «Κῦμα, τὶ θέλεις ἀπὸ μὲ καὶ τὶ μὲ φοβερίζεις; Ποιὸς εἶσαι σὺ κι ἐτόλμησες, ἀντὶ νὰ μὲ δροσίζεις, ἀντὶ μὲ τὸ τραγούδι σου τὸν ὕπνο μου νὰ εὐφραίνεις, καὶ μὲ τὰ κρύα σου νερὰ τὴ φτέρνα μου νὰ πλένεις, ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾿ ἀφροὺς στεφανωμένο; Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δὲν πεθαίνω!» «Βράχε, μὲ λένε Ἐκδίκηση. Μ᾿ ἐπότισεν ὁ χρόνος χολὴ καὶ καταφρόνεση. Μ᾿ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος. Ἤμουνα δάκρυ μιὰ φορὰ καὶ τώρα κοίταξέ με, ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με. Ἐδῶ μέσα στὰ σπλάγχνα μου, βλέπεις, δὲν ἔχω φύκη, σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιὰ καὶ καταδίκη, ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια... Μ᾿ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μὲ φόρτωσες κουφάρια... Σὲ ξένους μ᾿ ἔριξες γιαλούς... Τὸ ψυχομάχημά μου τὸ περιγέλασαν πολλοὶ καὶ τὰ πατήματά μου τὰ φαρμακέψανε κρυφὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Μέριασε βράχε, νὰ διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη, καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου, γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!» Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τὸ κῦμα στὴν ὁρμή του ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τὸ κούφιο τὸ κορμί του. Χάνεται μὲς τὴν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει σὰ νἆταν ἀπὸ χιόνι. Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιὰ λίγο ἀγριεμένη ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δὲν ἀπομένει στὸν τόπο ποὖταν τὸ στοιχειό, κανεὶς παρὰ τὸ κῦμα, ποὺ παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης
O ΒΡΑΧΟΣ ΚΑI ΤO ΚΥΜΑ Ποίημα ἀπὸ τὰ διασημότερα ὄχι μόνο τοῦ δημιουργοῦ του, ἀλλὰ τῆς νεοελληνικῆς ποίησης γενικά, ὁ «Βράχος καὶ τὸ κύμα» ἔχει χαρακτήρα ἀφηγηματικό. Ὄχι ὅμως κατ’ ἀνάγκην καὶ πατριωτικό. Παρ’ ὅτι ἡ πρόθεση τοῦ Βαλαωρίτη εἶναι νὰ διεκτραγωδήσει τὰ ἐθνικὰ πάθη, μόλις μιὰ λέξη στὸν ἀκροτελεύτιο στίχο, καὶ αὐτὴ ἐμμέσως, τὸ ἐπίθετο «γαλανόλευκο», ὑποδηλώνει τὴν ταύτιση τοῦ κύματος μὲ τὴν Ἑλλάδα. Κατὰ τὰ λοιπά, ἡ ἀλληγορία τῆς παραλογῆς βρίσκει ἐφαρμογὴ σὲ κάθε ἀνάλογη κατάσταση: ἡ ἀδικία καὶ ἡ καταπίεση τρέφουν τὸ μένος καὶ τὴν ἐκδίκηση. Ἀφετηρία τοῦ Βαλαωρίτη εἶναι ὁ Σολωμός, ὁ περίφημος στίχος «ἡ δύναμή σου πέλαγο
Ἐρωτόκριτου: «στάλα τὴ στάλα τὸ νερὸ τὸ μάρμαρο τρυπᾶ τὸ», καὶ ἀκόμη πιὸ σαφὴς ἡ ἐπιρροὴ ποὺ ἄσκησε, στὸν φανερότερο ἐπιφανή του ἐπίγονο τοῦ 19ου αἰώνα, τὸν Βασίλη Μιχαηλίδη καὶ τοὺς πιὸ γνωστοὺς ἴσως στίχους του: Τὸ ’νιν ἀντάν νὰ τρώ’ τὴν γῆν, τρώει τὴν γῆν θαρκέται, μὰ πάντα κεῖνον τρώεται καὶ κεῖνον καταλυέται. Ὁ βράχος ποὺ τρώγεται ἀπὸ τὸ κύμα, ἐδῶ εἶναι τὸ ὑνὶ τοῦ ἀρότρου ποὺ φθείρεται ἀνεπανόρθωτα πάνω στὸ χῶμα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι τὴν ἐξουσιάζει. Καὶ στὸν Βαλαωρίτη καὶ στὸν Μιχαηλίδη, καὶ σ’ αὐτὸ ὑπερέχουν νομίζω τῆς σύλληψης τοῦ Σολωμοῦ, τὰ φαινόμενα ἀπατοῦν. Ἡ θεαματικὴ βία μόνο ἐκ πρώτης ὄψεως ἐπικρατεῖ, ὁ ἀγώνας κρίνεται στὴ διάρκεια, στὴ μακρά του προοπτική. Ὑπερισχύει ἐκεῖνος ποὺ ξέρει νὰ ἀντιστέκεται ὑπομένοντας καὶ ἀποδεικνύεται ἄξιος νὰ ἀντέξει. Ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ρομαντικῆς εἰκονοπλασίας τοῦ Βαλαωρίτη: Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στὴν καταχνιὰ κρυμμένος, ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρὸς σαβανωμένος. Τοῦ φώτιζαν τὸ μέτωπο, σχισμένο ἀπὸ ρυτίδες, τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ’ταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες. Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν,
Ἐδῶ, μέσα στὰ σπλάχνα μου, βλέπεις δὲν ἔχω φύκη, σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἑρμιὰ καὶ καταδίκη. Ξύπνησε τώρα, σὲ ζητοῦν τοῦ Ἄδη μου τ’ ἀχνάρια…»
Ἡ εἰκόνα τῶν ἀδικοθανατισμένων ποὺ ξυπνοῦν ἀπὸ τὸν Ἄδη καὶ ζητοῦν τὸ αἷμα τους πίσω εἶναι κι αὐτὴ σολωμική, ἀπὸ τὸν Ὕμνο εἰς τὴν Ἐλευθερίαν. Ὅλη μαύρη μυρμηγκιάζει ἡ ἐντάφια συντροφιά, σὰν τὸ ροῦχο ὁποὺ σκεπάζει τὰ κρεβάτια τὰ στερνά. Tόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ, ὅσοι εἶν’ ἄδικα σφαγμένοι ἀπὸ τούρκικην ὀργή. Ὅπως καὶ στὸν Σολωμὸ τοῦ Ὕμνου, προφανὴς εἶναι ἡ ἔγνοια τοῦ Βαλαωρίτη νὰ γράψει ἕνα ποίημα δημόσιο, ἕνα ποίημα συνεγερτικό, κατάλληλο γιὰ ἀπομνημόνευση καὶ ἀπαγγελία. Ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος: «Ἄλλο νὰ γράφη τίς ποίησιν, ἥτις εἶναι προωρισμένη νὰ ἀναγνωσθῆ, καὶ ἄλλο νὰ γράφῃ ποίησιν, ἥτις πρέπει νὰ ἀπαγγελθῆ. Τότε εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχῃς πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν τὰς φυσικὰς σου δυνάμεις, δεύτερον νὰ διατυπώνεις εἰκόνας, αἱ ὁποῖαι ἀστραπηδὸν νὰ κλονίζουν τοὺς ἀκροατάς». Σήμερα ἐποχὴ ἰδιώτευσης, αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ ἔργα θεωροῦνται βέβαια «ἀντιποιητικά». Ὅμως μὲ κριτήριο τὴν πρόθεση τοῦ δημιουργοῦ του, ἀλλὰ καὶ τὴ δημοτικότητα τοῦ συγκεκριμένου ποιήματος γιὰ ἕναν αἰώνα καὶ περισσότερο, ὁ «Βράχος καὶ τὸ Κύμα» εἶναι ἕνα ἔργο ὑποδειγματικό, πρότυπο τοῦ εἴδους του. Ἕνα ἀριστούργημα τοῦ ἑλληνικοῦ 19ου αἰώνα. Θὰ κλείσω μὲ μιὰ σκέψη τοῦ Δημήτρη Νικολαρεΐζη γιὰ τὸν Βαλαωρίτη. Προέρχεται ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ κριτικοῦ στὸν Γιώργο Σεφέρη τῆς 27ης Νοεμβρίου 1936 καὶ σήμερα, γιὰ ὅσους ἀπὸ ἐμᾶς προσπαθοῦν νὰ μὴ χάσουν
ἔφερναν τροφὴ στὸν προφήτη, στὸ 17ο κεφάλαιο Α’ Βασιλειῶν οἱ κόρακες καὶ στὸ 19ο κεφάλαιο τοῦ ἴδιου βιβλίου δύο φορὲς ἄγγελοι τοῦ προσφέρουν τροφή. Οἱ εἰκόνες αὐτὲς ἔγιναν ἀρχέτυπο γιὰ τοὺς κλέφτες καὶ ἁρματολούς, ποὺ ζοῦσαν σὲ βουνὰ καὶ κορυφὲς ποὺ ὑπῆρχαν ξωκκλήσια τοῦ προφήτη Ἠλία. Πολλὰ κλέφτικα καὶ παραδοσιακὰ τραγούδια ἔχουν συχνὲς ἀναφορὲς στὸν προφήτη Ἠλία, ποὺ εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ ἐμφανιστεῖ πάλι στὰ ἔσχατα σύμφωνα μὲ τὴν Ἀποκάλυψη. Τὸν 18ο αἰώνα πολλοὶ ἁρματολοί ἔγιναν κλέφτες μετὰ ἀπὸ τὸν αὐταρχισμὸ τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τὸν ἐξισλαμισμὸ τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀλβανίας. Μιὰ τέτοια περίπτωση εἶναι ὁ Χρῆστος Μηλιώνης, ποὺ στὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα, ἀπελευθέρωσε ἀπ’ τὸ χαρέμι τοῦ ἀγᾶ τῆς Ἄρτας τὴν ἀρραβωνιαστικιά του Ντάσκα. Αὐτὰ περιγράφονται καὶ στὸ μυθιστόρημα τοῦ Παπαδιαμάντη Χρῆστος Μηλιώνης. Στὴν συνέχεια ὁ ἀγὰς χρηματίζει κάποιους γιὰ νὰ σκοτώσουν τὸν κλέφτη Μηλιώνη γιὰ τὸν ὁποῖο γράφεται τὸ γνωστό τραγούδι «Τρία πουλάκια». ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ Τρία πουλάκια κάθονται στὴ ράχη στὸ λημέpι. Τὸ ‘να τηράει τὸν Ἁρμυρό, τ’ ἄλλο κατὰ τὸ Βάλτο, τὸ τρίτο τὸ καλύτερο μοιρολογάει καὶ λέει: «Κύριέ μου, τι νὰ γίνηκεν ὁ Χρῆστος ὁ Mηλιώνης; Οὐδὲ στὸ Βάλτο φάνηκεν, ουδέ στὴν Κρύα Bpύση. Μᾶς εἶπαν πέρα πέρασε κι ἐπῆγε πρὸς τὴν Ἄρτα, κι ἐπῆρε σκλάβο τὸν κατὴ μαζὶ μὲ δυὸ ἀγάδες». Κι ὁ μoυσελίμης τ’ ἄκουσε, βαριὰ τοῦ κακοφάνη. Τὸν Mαυρoμάτην ἔκραξε καὶ τὸ Μουχτὰρ Κλεισούρα: «Ἐσεῖς, ἂν θέλετε ψωμί, ἂν θέλετε πρωτάτα, τὸν Χρῆστο νὰ σκοτώσετε, τὸν καπετάν Mηλιώνη. Τοῦτο προστάζει ὁ βασιλιάς, καὶ μὄστειλε φερμάνι». Οἱ περισσότεροι ἐρευνητὲς προσπαθοῦν νὰ ἐντοπίσουν τὸν συμβολισμὸ μὲ τὰ τρία πουλιὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ μυθολογία.

Δίκαιοι ἐν χειρὶ Θεοῦ καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος (Σοφία Σολομῶντος, 10,9) Ὑπάρχει ἕνα μοτίβο στὰ κλέφτικα τραγούδια, ὅπου ὁ κλέφτης νεκρὸς ἤδη μιλάει μὲ τὴν κοινότητα. Ἡ κοινότητα φαίνεται νὰ τὸν ἀποδοκιμάζει: ἂν περίμενες λίγο ἀκόμα, τοῦ λέει, θὰ χαιρόσουν μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα παλληκάρια κι αὐτὸς σὰν σαλὸς ἀπαντάει, ὅτι σὲ λίγο ποὺ θὰ γίνει καλὰ τὸ χέρι μου θὰ ξαναπάρω τὸ σπαθί μου... Ὑπάρχει μιὰ θεωρία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἂν οἱ Ἕλληνες δὲν ξεσηκώνονταν, σύντομα θὰ ἐρχόταν μιὰ ἀναίμακτη ἐλευθερία. Νὰ ὑπονοεῖ αὐτὸ ἄραγε ἡ κοινότητα; Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀνιστορικὸ σχῆμα. Ὁ Ἀγαθάγγελος διαψεύστηκε παντελῶς. Κανεὶς ξένος δὲν θὰ βοηθοῦσε τοὺς Ἕλληνες ἂν δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα τους μετὰ τὶς ἐκστρατεῖες τοῦ Ναπολέοντα καὶ τὸ ἀντιεπαναστατικὸ κλίμα στὶς αὐλὲς τῆς Εὐρώπης καὶ τὴν Ἱερὴ Συμμαχία.
μιὰ κοινότητα βολεμένη καὶ ὑπνώτουσα. Ἀλλὰ εἶναι ἡ χεὶρ Κυρίου ποὺ διὰ τῶν μαρτύρων του θὰ ὁδηγήσει πάλι τὸν λαό Του στὴν ἐλευθερία! Του Δήμου Σήμερα, Δῆμο μ’, Πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι. τὰ παλικάρια χαίρονται καὶ ρίχνουν στὸ σημάδι, κι ἐσύ, Δῆμο μ’, στὰ Γιάννινα, στὴν πόρτα τοῦ βιζίρη, στὸν ἅλυσο, στὸ κούτσουρο, στὸ ἔρημο τουμρούκι. Καὶ ὅλος ὁ κόσμος τὄλεγαν, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι. «Δῆμο μου, κάτσε φρόνιμα, νά’ χῃς τ’ ἁρματολίκι.» – «Καὶ τί κακὸ σᾶς ἔκαμα καὶ κλαίετε ἀπὸ μένα; Νὰ δώκῃ ὁ Θεὸς κι ἡ Παναγιά, καὶ ἀφέντης Ἅγι-Γιώργης, νὰ γιάνῃ τὸ χεράκι μου, νὰ ζώσω τὸ σπαθί μου
ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ
Τοῦ Κίτσου ἡ μάνα κάθουνταν στὴν ἄκρη στὸ ποτάμι, μὲ τὸ ποτάμι μάλωνε καὶ τὸ πετροβολοῦσε. –Ποτάμι γιὰ λιγόστεψε, ποτάμι γύρνα πίσω γιὰ νὰ περάσω ἀντίπερα, πέρα στὰ κλεφτοχώρια πὄχουν οἱ κλέφτες σύναξη κι οὕλ’ οἱ καπεταναῖοι. Τὸν Κίτσο τόνε πιάσανε καὶ πᾶν’ νὰ τὸν κρεμάσουν, χίλιοι τὸν πᾶν΄ ἀπὸ μπροστὰ καὶ δυὸ χιλιάδες πίσω κι ὁλοξοπίσω πάγαινε ἡ δόλια του ἡ μανούλα. Μοιρολογοῦσε κι ἔλεγε, μοιρολογᾶ καὶ λέει, – Κίτσο, ποῦ εἶναι τ’ ἅρματα, τὰ ἔρημα τσαπράζια; τὶς πέντε ἀράδες τὰ κουμπιὰ τὰ φλωροκαπνισμένα. – Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη δὲν κλαῖς τὰ μαῦρα νιάτα μου καὶ τὴν παλικαριά μου, μόν’ κλαῖς τἄρημα τ’ ἅρματα, τὰ ἔρημα τσαπράζια.
