
9 minute read
ΚΑΘΙΣΤΕ ΝΑ ΣΑ ΠΩ ΔΥΟ ΛΟΓΑΚΙΑ
Τοῦ π. Ἰωάννη Ἀλεβιζόπουλου
Advertisement
Λόγος ἐπικήδειος ποὺ ἐκφωνήθηκε στὶς 2/8/2018, κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ π. Γαβριήλ, βασισμένος στὶς ἀφηγήσεις του.
ΚΑΘΟΤΑΝ σὲ μιὰ ξύλινη καρέκλα στὸ κέντρο τῆς πολυτάραχης Ἀθήνας γιὰ ὧρες, γιὰ μέρες, γιὰ χρόνια, νὰ περιμένει. Καὶ σὰν διάβαινε κάποια ψυχούλα τὸ κατώφλι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα, σκιρτοῦσε τὸ βαρὺ καὶ κουρασμένο του σῶμα, σὰν νὰ ’ρθε ἐπιτέλους τὸ μονάκριβο καὶ χαμένο ἀπὸ πολὺ καιρὸ παιδὶ του. Ὅποιος κι ἄν πέρναγε ἀπ’ τὸ μαντράκι του, ἔνιωθε, πὼς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ἔστελνε καὶ εὐθὺς τὸν ἔκανε σπλάγχνο του. Τὰ λόγια ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν δὲν εἶναι λόγια συνηθισμένα καὶ τυπικὰ, παρὰ εἶναι μιὰ ἀγκαλιὰ ἀπὸ λόγια καὶ ἀναμνήσεις ποὺ μ’ αὐτὰ ὁ π. Γαβριήλ, καιρὸ τώρα, τάιζε τὶς ψυχοῦλες μας.
«Καθίστε λίγο νὰ σᾶς πῶ δυὸ λογάκια.
Οἱ γονεῖς μου κατάγονταν ἀπ’ τὰ Βουρλὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὁ μπαμπὰς στὰ δέκα καὶ ἡ μαμὰ ὀχτὼ ἐτῶν, σὰν ἦρθαν στὴν Ἀθήνα μὲ τοὺς πρόσφυγες γονεῖς τους, ἔμειναν ὑπαίθρια καὶ στὴ συνέχεια τοὺς φτιάξανε ξύλινες παράγκες, προσφυγικὸ συνοικισμὸ στὸ Πολύγωνο, δίπλα στὴν παλιὰ σχολὴ Εὐελπίδων. Ὁ μπαμπὰς μαθαίνει τὴν τέχνη τοῦ τσαγκάρη, δουλεύει σκληρὰ. Εἴκοσι ἑνὸς ἐτῶν, ἀγοράζει μὲ τοὺς κόπους του ἕνα οἰκοπεδάκι καὶ χτίζει σιγὰ σιγά τὸ σπιτάκι μας στὸ Πολύγωνο.
Γεννιέμαι τὸ ’44, μετὰ ἀπ’ τὴν Καλλιόπη μας καὶ τὴ Δεσποινούλα μας. Λίγο μετὰ ἔρχεται καὶ τὸ Ἐλισαβάκι μας. Τὰ δικὰ μας παραμύθια εἶναι οἱ διηγήσεις τῆς μαμᾶς γύρω ἀπ’ τὶς περιπλανήσεις τῶν συγγενῶν μας, νὰ φτάσουν ἀπ’ τὰ Βουρλὰ στὴ Σμύρνη, περπατώντας τὶς νύχτες γιὰ νὰ γλυτώσουν τὴ σφαγή. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τὴν οἰκογένειά μας ἐσφαγιάσθησαν. Καὶ βλέπω τὴ μαμὰ κάθε ποὺ ἀνάβει τὸ καντήλι, νὰ κλαῖνε τὰ ματάκια της γιὰ τὶς ψυχοῦλες ποὺ φύγανε.
Ἕξι μηνῶν παιδάκι εἶμαι καὶ στὸν ἐμφύλιο, στὰ Δεκεμβριανὰ τὸ ’45, μιὰ ὀβίδα πέφτει καὶ γκρεμίζει τὸ μισὸ σπίτι μας. Στὰ τριάντα ὀχτὼ του χρόνια πιάνει τὸν πατέρα μου καρκίνος. Ἐγὼ τότε στὰ τέσσερά μου, ἀντικρύζω τὰ χείλη του νὰ σφίγγονται, τὰ δάχτυλα νὰ σχηματίζουν γροθιά. «Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα νὰ φύγει ἡ ψυχὴ μου, Ἑλένη μου, ἔλεγε, δὲν θὰ τὴν ἀφήσω. Πῶς θὰ μεγαλώσεις τέσσερα παιδιὰ μικρὰ, ὀρφανά, χωρὶς σύνταξη, σ’ ἕνα σπίτι ποὺ τρέχουν τὰ νερά;» Ὁλόκληρη ἡ γειτονιὰ κινητοποιεῖται, βοηθοῦν τὴ μαμὰ νὰ στήσει ἕνα ξύλινο περιπτεράκι, μὰ λίγες μέρες πρὶν πεθάνει ὁ μπαμπάς, στὰ σαράντα δύο του, ἕξι χρονῶν ἤμουν τότε, ἐνῶ αὐτὸς χαροπαλεύει, μᾶς στέλνουν τὴν ἀστυνομία καὶ δέκα μέρες μετὰ τὴν κοίμησή του ἔρχονται νὰ τὸ γκρεμίσουν. Μᾶς παίρνει τὸτε ἡ μαμὰ καὶ κλεινόμαστε μέσα. Κάνουν τὸ περίπτερο κομμάτια. Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ πεσμένα κάτω στὴ βάση, ἐκείνη γονατιστὴ νὰ κλαίει καὶ νὰ προσεύχεται.
«Γιόκα μου, ποῦ ἤρθαμε ἐδῶ, ποῦ βρεθήκαμε ἐδῶ πέρα;»
Καὶ ξεκινᾶ ἡ μητέρα μου τὴ ζωὴ ποὺ ξημέρωσε, νὰ ξενοπλένει, μὲ πολλὲς στερήσεις, χωρὶς σύνταξη, γαντζωμένη ὅμως στὸ Χριστό. Βλέπω τὶς ἀδελφοῦλες μου, τὶς μεγαλύτερες, νὰ ἐργάζονται καὶ γιὰ νὰ δείξω στὴ μαμὰ ὅτι ἐγὼ εἶμαι «μπαμπὰς» ἐδῶ πέρα, ἀπὸ ἕξι ἐτῶν, σὰν τελειώνει τὸ σχολεῖο, ἀρχίζω τὴ δουλειά. Δὲν ξέρω τὶ θὰ πεῖ ἐξοχικὸ καὶ διακοπές. Μὲ λαχτάρα ἱδρώνω κάνοντας πολύ, πολύ, πολὺ σκληρὲς δουλειές. Ὅλοι οἱ Μικρασιάτες ζοῦν ταπεινὰ καὶ εὐλογημένα, μὲς στὴ χαρὰ καὶ τὸ τραγούδι. Στὸ σπίτι μας περνᾶ ὅλη ἡ γειτονιά. Γνωρίζω ἔτσι τὴ φτώχεια, τὶς γιαγιάδες, τοὺς παπποῦδες, τοὺς πρόσφυγες ποὺ μεγαλώνω κοντὰ τους. Δίπλα τους μαθαίνω νὰ χαμογελῶ. Ὅλοι αὐτοὶ μὲ διδάσκουν τὴ λιτὴ, τὴν ταπεινὴ ζωή. Ἡ μαμὰ σ’ὅλους ἀνοίγει τὴν πόρτα, ὅλους τοὺς ἀκούει κι ἐγὼ παρακολουθῶ, κατανοῶ, τί σημαίνει φτώχεια, τί σημαίνει πόνος, κούραση, μοναξιὰ στὸν ἄνθρωπο. Γιὰ ’μένα αὐτὸ τὸ κλάμα τῶν γιαγιάδων, ὁ πόνος τῶν γιαγιάδων ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἁπλοϊκὰ τραγουδάκια ποὺ μαθαίνω στὸ κατηχητικὸ σχολειὸ καὶ ποὺ τὰ ’χω σὰν εὐαγγέλιο, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μοῦ λέγουν στὴν καρδιὰ μου: «βρὲ παιδὶ μου τὶ γλυκύτερο ἔχεις νὰ κάνεις, τὶ πιὸ ὡραῖο ἔχεις νὰ προσφέρεις σ’αὐτοὺς τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους ἀπ’ τὸ νὰ γίνεις ἱερέας»; Στέκομαι λοιπὸν σὲ μιὰ ἁπλὴ τσίγκινη εἰκόνα καὶ τῆς κρεμῶ τὸν πόθο μου... «Παναγιὰ μου, θέλω νὰ σοῦ ὑποσχεθῶ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, θέλω νὰ ἀφιερωθῶ σὲ ’σένα, ἐσένα νὰ ὑπηρετῶ»…
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1967, νεαρὸς φοιτητὴς τῆς Ριζα ρείου ἤμουν καὶ μοῦ ζητεῖται ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Σταυριανόπουλο, ἕναν ἱερέα τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ, ποὺ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἤμουν στὰ χέρια του, νὰ κάνω κατηχητικὸ στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα στὴν πλατεία Ἀμερικῆς, τὸ ἁγιογραφημένο ἀπ’ τὸν Φώτη Κόντογλου. Ὅταν πρωτοέρχομαι, λοιπὸν, στὸν τόπο αὐτὸ ποὺ μαρτύρησε ἡ Ἁγία μας Φιλοθέη, μοῦ δημιουργεῖ τόση κατάνυξη τὸ ἐκκλησάκι, τόσο σεβασμό, ποὺ συγκλονισμένος μπαίνοντας στὸ ἱερὸ νὰ προσκυνήσω, γονατίζω στὸν ἐσταυρωμένο δίπλα καὶ λέγω: «Χριστὲ μου, ἀξίωσέ μὲ νὰ ’ρθω νὰ σὲ ὑπηρετήσω σ’ αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι σὰν ἱερέας καὶ ἐδῶ σ’ αὐτὸ τὸ ἐκκλησάκι, Ἅγιέ μου Ἀνδρέα καὶ Ἁγία μου Φιλοθέη, νὰ κλείσω τὰ μάτια μου».
Κυλᾶ ἔτσι ἡ ζωὴ κι ἔρχεται ἡ ὥρα πράγματι καὶ παραλαμβάνω τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ἁγίου Ἀντρέα ἀπὸ τὸν ἅγιο αὐτὸν ἱερέα. Ἀφήνω νὰ βγεῖ ὁ πραγματικὸς μου ἑαυτὸς, ἀρχίζω νὰ δίνω κάτι ποὺ νιώθω ὅτι ἔχει ὑγεία καὶ οἱ ἄνθρωποι μὲ ἀγκαλιάζουν, γιατὶ μὲ διακρίνει τὸ μικρασιατικὸ ὕφος, τὸ τρυφερὸ ἦθος. Ἡ Μικρὰ Ἀσία εἶχε τρυφερότητα, εἶχε γλύκα, εἶχε καλοσύνη, εἶχε χάδι. Γιὰ νὰ μαζευτοῦν τὰ νέα παιδιὰ μόνο ὁ Θεὸς ξέρει πόσο προσευχήθηκα, πόσα ξενύχτια καὶ πόσα δάκρυα ἔχυσα. Συνειδητοποιῶ πὼς μὲ τὰ νέα παιδιὰ θὰ ἑνωθοῦμε περισσότερο μόνο ἐὰν δουλέψουμε ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ ἀναζητοῦμε ἕνα οἰκοπεδάκι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, νὰ φιλοξενοῦνται ἐκεῖ τὰ παιδιὰ, νὰ σκάψουν ἕνα κομμάτι γῆ, νὰ γνωρίσουν τὸ Χριστό.
Μαθαίνουμε γιὰ μιὰ ἔκταση στὸ Μήλεσι Ὠρωποῦ. Πάω, νέος κληρικός, νὰ συμμετάσχω κι ἐγὼ τὸ 1982 στὴ δημοπρασία καὶ τὶ νὰ δῶ· ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐνδιαφέρονται εἶναι ὁ π. Πορφύριος καὶ πνευματικά του παιδιά, καθηγηταί, ὁπότε ἐγὼ ἀρχίζω νὰ μαζεύομαι στὴν ἄκρη. Μὲ βλέπει ὅμως ἐκεῖνος καὶ μὲ φωνάζει:
-Γιὰ ἔλα ἐδῶ, π. Γαβριήλ. Τί τὸ θέλεις τὸ οἰκόπεδο; μοῦ λέει.
-Εε…, π. Πορφύριε, κέντρο νεότητος, μοναστήρι, δὲν ξέρω.
-Καὶ θέλεις πολὺ νὰ τὸ πάρεις;
-Εε…, π. Πορφύριε, θὰ εὐχόμουν νὰ τὸ πάρω.
Μὲ κοιτᾶ, μὲ εὐλογεῖ καὶ μοῦ λέει: «Θὰ τὸ πάρεις!». Γυρνᾶ στὰ πνευματικὰ του παιδιὰ καὶ τοὺς λέει: «Θὰ τ’ ἀφήσουμε νὰ τὸ πάρει ὁ π. Γαβριήλ, νὰ γίνει μοναστήρι».
Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ εὐλογημένο αὐτὸ γυναικεῖο ἡσυχαστήριο μὲ γερόντισσα τὴ μοναχὴ Φιλοθέη, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἔργο τῆς ζωῆς μου καὶ ποὺ ὁ Κύριος γνωρίζει, τὸν καταλυτικὸ ρόλο ποὺ θὰ διαδραματίσει στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται. Καὶ συχνὰ λέω στὶς καλογριοῦλες μας: «Σᾶς ἀγαπῶ ὅπως τὶς ἀδελφὲς μου καὶ σᾶς σέβομαι ὅπως τοὺς Ἁγίους.»
Τὸ μετόχι τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῶν Βρυούλων σὰ σιρμαγιὰ, ὅταν ξεκίνησε, εἶχε δύο πράγματα: Πρῶτα ἦταν οἱ πρεσβεῖες ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τοῦ θείου τοῦ μπαμπᾶ μου, τοῦ Κοδράτου, ἡγουμένου τῆς μονῆς Καρα κάλλου, ποὺ σὰν Βουρλιώτης ποὺ ἤτανε, δὲν ἄντεχε νὰ νιώθει ὅτι ἡ Παναγία ἡ Βουρλιώτισσα δὲν εἶχε πιὰ σπίτι. Οἱ Τοῦρκοι οὔτε τὰ θεμέλια δὲν ἄφησαν, νὰ μὴ μαρτυρήσουν. Καὶ ὕστερα ἦταν ἕνα πολύ, πολύ, πολύ, φθαρμένο βιβλιαράκι ποὺ ὀνομαζόταν «οἰκογενειακὸ βιβλιάριο τοῦ πρόσφυγος», στὸ ὄνομα τῆς γιαγιᾶς μου τῆς Καλλιοπῶς, τῆς μητέρας τοῦ πατέρα μου. Γυμνοὶ ὅταν ἦρθαν τὸ ’22, ἡ πανελλήνιος ἐπιτροπὴ προσφύγων τοὺς παραχώρησε δύο κουβέρτες καὶ ἀργότερα μιάμιση πλάκα σαπούνι. Καὶ λέγω ἀκριβότερη σιρμαγιὰ κι ἀκριβότερη περιουσία ἀπ’ αὐτὰ τὰ δυὸ δὲ θὰ μποροῦσα νὰ ἀποκτήσω στὴ ζωὴ μου.
Τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα τὸν παρέλαβα ἕνα ξωκκλήσι, ποὺ ἄνοιγε ποὺ καὶ πού, καὶ ἔγινε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ προσκύνημα. Ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἁγιασμένο τόπο ξεπετάχτηκαν ὅλα. Ὅμως, ἐν Χριστῷ τὸ λέγω, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια δουλεύοντας ἀπὸ παιδάκι καὶ μετὰ ἀπὸ σαράντα ἐννέα χρόνια ἱερωσύνης δὲν ἔχω ἀπολύτως καμία, καμία, καμία περιουσία καὶ εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ γι’ αὐτὸ, γιατὶ εἶχα μάθει ἀπὸ τὴν μητέρα μου τὴν Μικρασιάτισσα πὼς ὁ ἄγαμος κληρικὸς ποὺ ἐργάζεται, ὅ,τι ἀποκτᾶ, ἀνήκει στὴν ἐκκλησία. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἐργαλεῖα γιὰ τὰ παιδιὰ μου, γιὰ νὰ ἐργασθοῦν μεθαύριο. Νὰ τὰ πονέσουν, νὰ τὰ ἀξιοποιή σουν, γιὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο φτιάχτηκαν, νὰ παρηγοριοῦνται καὶ νὰ σώζονται ψυχοῦλες. Τὸν Ἅγιο Ἀνδρέα ὑπηρέτησα δεκαεπτὰ χρόνια ὁλομόναχος μὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε στὴν συνέχεια νὰ ριζώσουν κοντὰ μου καὶ νὰ μὲ διακονήσουν καλύτερα κι ἀπὸ σαρκικὸ τους πατέρα, ὁ π. Ἰγνάτιος κι ὁ π. Σταῦρος, ὁ π. Ἀλέξανδρος, ὁ π. Παναγιώτης καὶ ὁ διάκος μας, ὁ π. Ἰουστίνος, ὅλοι ἅγιοι, γιὰ νὰ τοὺς ἐμπιστευτεῖτε, πνευματικοί. Καὶ σὰν ἐγὼ πεθάνω σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴ παύσετε νὰ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀναπαύσεως «Γαβριήλ Ἱερομονάχου καὶ τῶν γονέων του, Βασιλείου καὶ Ἑλένης».
Θέλω νὰ εὐχαριστήσω ὅλους ἐσᾶς, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια μὲ συντροφεύσατε στά νιάτα μου, μὲ συντροφεύσατε καὶ στὰ γηρατειὰ μου. Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα κόσκινο κι αὐτὸ ποὺ μένει μὲς στὴν ψυχὴ εἶναι τὰ ὄμορφα. Θυμᾶμαι τὰ ὄμορφα ποὺ ἔζησα κοντὰ σας, γι αὐτὸ, ὅταν μὲ πάρει ὁ Χριστός, ἀπὸ ’κεῖ ποὺ θὰ εἶμαι, θὰ προσεύχομαι γιὰ σᾶς.
Ἀνάξιος εἶμαι, ἀλλὰ τὸ ρασάκι ποὺ μοῦ ’δωσε ἡ ἐκκλησία προσπάθησα, ὅσο μποροῦσα, νὰ μὴν τὸ μολύνω. Καὶ νὰ ξέρετε ὅτι κι ὅταν ἐγὼ φύγω, τὰ Πατήσια, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, τὰ Τουρκοβούνια, ποὺ γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα, τὰ Ἐξάρχεια, ὁ ἅγιος Βασίλειος, ποὺ ἔζησα σὰ διάκονος πέντε χρόνια, ἡ Ραφήνα, ποὺ σὰν παιδάκι πηγαίναμε ἐκεῖ μὲ τὶς ἀδελφὲς μου, ὁ Ὠρωπὸς ποὺ ἀγάπησα, τὸ μοναστηράκι μας, ποὺ θὰ ἀναπαύσει τὸ σῶμα μου, αὐτὰ θὰ εἶναι κομμάτια τῆς προσευχῆς μου καὶ τῆς ἔγνοιας μου στὸν οὐρανὸ ποὺ δὲ θὰ τ’ ἀφήσω καθόλου ἀπ’ τὸ μυαλὸ μου. Μὲ τὴν μικρασιατική, τὴν ἀρχοντικὴ ἀγάπη νὰ χορτάσετε κι ἐσεῖς τὸν κόσμο. Τὸ «δόξα σοι, ὁ Θεὸς» καὶ τὸ «εὐχαριστῶ» νὰ μὴ λείπει ἀπ’ τὰ χείλη καὶ τὴν καρδιὰ σας. Αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα κρατῆστε τα ὑποθήκη… μὴν πεθάνω καὶ τὰ ξεχάσετε.»
Ἀλήθεια, τὸν κάθε ἄνθρωπο ὁ παππούλης μας πόσο ξεχωριστὰ τὸν εἶχε στὴν καρδιὰ του. Μιὰ ἐλεήμων καρδία πίσω ἀπ’ τὸ κλειστὸ κουρτινάκι. Κανένα δὲν ἄφησε νὰ φύγει ἀπαρηγόρητος ἀπ’ τὸ πετραχηλάκι του. Πόσες καὶ πόσες ψυχοῦλες κι ἄν πέρασαν ἀπὸ κάτω του. Ἱερεῖς, ἱερασπόστολοι, μοναχοί, ἰατροί, δικαστάδες, μεροκαματιάρηδες, ἄνεργοι, τοξικομανεῖς, φονιάδες, πόρνες, ὁμοφυλόφιλοι, ἄρρωστοι, ζευγαράκια, φοιτητές, παιδιά, μωρά. Ὅλους ἐμᾶς, τὰ μονάκριβά του παιδιά, μᾶς ἀγάπησε, μᾶς σεβάστηκε, μᾶς ἐλέησε, μᾶς ἔντυσε μὲ τὸν καλὸ τὸ λόγο, μᾶς ἐμπιστεύτηκε, ἔχυσε γιὰ μᾶς δάκρυα, ξενύχτισε. Κράτησε ἰσορροπίες.
Καὶ νά, τὴν μετέωρη αὐτὴ στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ, μαζευτήκαμε σὰν τὰ πουλάκια τὸ σούρουπο στὴν γαζία τῆς μικρασιάτικης προσφυγικῆς γειτονιᾶς Σας, ποὺ εἶστε Ἐσεῖς, παππούλη, Σεῖς ποὺ μᾶς θέσατε σφραγίδα στὴν στοργικὴ καρδιὰ σας, μὲ ἀγάπη αἰώνια μᾶς ἀγαπήσατε, μᾶς ἀνοίξατε τὰ φτερὰ καὶ μᾶς ἐμπνεύσατε, νὰ ἀφεθοῦμε στὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς… τὸν Χριστό.
«… Κι ἐρχόταν ἡ θεία μου ἡ Στέλλα πολλὲς φορὲς τὰ μεσημέρια σπίτι μας, ποὺ ὀχτὼ χρονῶν σὰν ἦταν, μπρο στὰ στοὺς γονεῖς της στὰ Βουρλὰ τῆς Σμύρνης, τὴν ἐβίασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀμέσως μετὰ σφάξαν τὸν πατέρα της. Ἐρχόταν λοιπὸν ἡ θεία Στέλλα, ποὺ ’τανε μοδίστρα, μὲ τὴ λάμπα πετρελαίου δούλευε, ἐρχόταν κουρασμένη, νὰ πιεῖ καφεδάκι μὲ τὴ μαμὰ κι ἐγὼ παιδάκι τὴν ἄκουγα καὶ τὴν ἔβλεπα στὰ μάτια κι ἔβλεπα τὸ στόμα της. Μοῦ ’λεγε λοιπὸν ἡ θεία Στέλλα: «Γιῶργο μου, Γιῶργο μου, -ἦταν τὸ κοσμικὸ μου ὄνομα- τὶ θὰ δοῦν τὰ μάτια μας στὸν παράδεισο!» Κι ἄρχιζε νὰ μοῦ περιγράφει πῶς θὰ εἶναι ὁ παράδεισος, νὰ μιλᾶ γιὰ τὸ Χριστὸ γλυκὰ καὶ ’γὼ παιδάκι ἄνοιγα τὸ στόμα μου, κι ὅλα αὐτὰ τὰ λογάκια της δὲν τὰ χόρταινα, κι αὐτὰ τὰ φύλαγα μέσα στὴν καρδιὰ μου κι ἔλεγα:
«Χριστὲ μου, βοήθησέ μὲ νὰ γίνω ἕνας ἱερέας, νὰ προετοιμάζω τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν παράδεισο, ἀλλά ἀξίωσε καὶ ’μένα στὰ γεράματα, ὅταν φύγω, νὰ μπῶ κι ἐγὼ στὸν παράδεισο, μὴ μείνω ἀπ’ ἔξω».
π. Ἰωάννης Ἀλεβιζόπουλος