Τὸ ΚΟΙΝΟΝ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν | 13 | ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Page 1

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΠΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, π. ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΛΛΙΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΪΣΤΡΑΛΗΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΙΣΤΡΙΩΤΗΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΞΥΔΙΑΣ, ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΡΩΣΣΗΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ *θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν, Ἡρόδοτος ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΤΕΥΧΟΣ 13 ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ τῶν ὡραίων τεχνῶν θεωρητικὸ περιοδικό* ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ …ΚΑΙ ΖΩΗΝ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΑΙΩΝΟΣ… π. ΑΝΑΝΙΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΩΚΑΣ, ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ

τῶν ὡραίων τεχνῶν θεωρητικὸ περιοδικό ΤΕΥΧΟΣ 12, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021, ΤΙΜΗ 3€

Ἐκδίδεται τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο.

Ἐκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ љ ΤO ΚΟΙΝOΝ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΤΕΧΝΩΝ.

Ὑπεύθυνος ἔκδοσης: Δημήτρης Πισίνας

Διευθυντής συντάξεως: Ἄγγελος Καλογερόπουλος Ἁγίου Γεωργίου 26Β 19005 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ

EΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ἐκδόσεις Μαΐστρος

Ἱπποκράτους 146, 11472 Νεάπολη, Ἀθήνα, τηλ. 210 810 42 62 – Φαξ 210 810 261 Ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο: contact@maistros.info tokoinon@yahoo.com www.maistros.info Τυπώνεται στὴν ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΞΙΩΝ, Ἐλευθερία Μπαλκογιαννάκια Γαδίλων 9-11, Ριζούπολη, 11142 Ἀθήνα Τιμὴ τεύχους: 3 € Συνδρομὴ γιὰ τρία τεύχη: 15€. (9€ τὰ τεύχη + 6€ ταχ. τέλη) Συνδρομές-Ἐμβάσματα: Τράπεζα Πειραιῶς ΙBAN: GR62 0172 0720 0050 7203 9757 094 (δικαιοῦχος: Δημήτρης Πισίνας)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

σ. 3 ΠΑΙΔΙΟΝ ΝΕΟΝ ἀπὸ τὸ Μηναῖον *σ.4 ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (ποίημα) τοῦ Ἰωάννη Σεβαστιανοῦ Ρώσση *σ.5 ΑΘΗΝΑ Σ’ ΑΚΟΥΩ τοῦ Ἀλέξανδρου Μιστριώτη *σ.7 ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ π. Δημήτρη Μαϊστράλη *σ.8 ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤHΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ IΣΤΟΡΙΑ τῆς Εὐρυδίκης Παπάζογλου *σ.10 ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) τοῦ Βασίλη Ξυδιᾶ *σ.12 ΑΝΤΙΡΩΜΑΪΣΜΟΣ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ Κ.Σ. ΣΟΚΟΛΗ τοῦ Εὐάγγελου Σταυρόπουλου *σ.14 [ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ] τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου *σ.15 [Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ] μετάφραση Ἄ. Καλογερόπουλος *σ.16 ΜΝΗΜΗ ΠΑΤΡΟΣ ΑΝΑΝΙΑ τοῦ Δημήτρη Νόλλα *σ.17 ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΜΟΥ ΘΑΜΜΕΝΗ (ποίημα) τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου *σ.17 ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ τοῦ π. Δημήτρη Μαϊστράλη *σ.18 ΜΝΗΜΗ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ τοῦ Χρήστου Μποκόρου *σ.20 ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΩΚΑΣ: «Η ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΟ» (συνέντευξη) τοῦ π. Γενναδίου Δεμερτζῆ *σ.24 ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ τοῦ Ἀλέξανδρου Κοσματόπουλου (ἀποσπάσματα) *σ.25 Ο ΣΠΟΡΟΣ τοῦ Γιώργου Γιαννακόπουλου *σ.26 ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΥΓΗΣ τοῦ Γιάννη Πατσώνη *σ.28 ΠΟΛΥ ΠΙΑΤΟ τῆς Εὐαγγελίας Παπαθανασίου *σ.30 ΜΙΚΡΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ τοῦ Χρήστου Ἀναγνωστόπουλου *σ.31 ΣΤΙΧΟΙ τοῦ Παναγιώτη Κόλλια *σ.32 ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (σελίδες ἡμερολογίου) τοῦ Γιάννη Πατίλη *σ.33 ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ *σ.34 ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (1927-2021) τοῦ Σπύρου Γεωργίου *σ.36 Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ τοῦ Θανάση Γαλανάκη *σ.38 ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ ἀποσπάσματα κριτικῶν κειμένων Τ. Ἀναστασίου καὶ Ἀ. Μπελεζίνη *σ.40 Η ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΩΣ ΘΑΥΜΑ τοῦ Νίκου Φωκᾶ

ζωγραφιὲς τοῦ τεύχους εἶναι τοῦ Ἀνδρέα Φωκᾶ

Oἱ
ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ

Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, στὴν ἄχραντη μήτρα της. Κι ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν σύλληψη, ἔβγαλε διαταγὴ ὁ Καίσαρας Αὔγουστος νὰ ἀπογραφεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη· καὶ ἀπεστάλη ὁ Κυρήνιος στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ στὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ κάνει τὴν ἀπογραφή. Ἀνέβηκε δὲ καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὁ φύλαξ τῆς Θεοτόκου, μαζί της νὰ ἀπογραφοῦν στὴν Βηθλεέμ· κι ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ γεννήσει ἡ Θεοτόκος, καθὼς δὲν εὕρισκε οἴκημα, γιατὶ εἶχε μαζευτεῖ πολὺς λαός, μπῆκε σὲ ἕνα φτωχικὸ σπήλαιο· κι ἐκεῖ γέννησε ἀφθόρως τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὸν ἐσπαργάνωσε σὰν βρέφος καὶ τὸν ξάπλωσε στὴν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων κι ἔβαλε ἐκεῖ τὸν Κτίστη τῶν ὅλων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μᾶς γλιτώσει ὅλους ἀπὸ τὴν ἀλογία. ❖ Τὴν 1η τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατέρα μας Ρωμανοῦ, τοῦ ποιητῆ τῶν Κοντακίων: Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία, ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν, κι ἔγινε διάκονος τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας στὴν Βηρυτό. Κι ἔπειτα ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὰ χρόνια τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Βασιλιᾶ, κι ἔμενε στὸν ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στὴν Κύρο, ζώντας μὲ εὐλάβεια, καὶ διανυκτερεύοντας στὴν παννυχίδα

ἀνέβηκε στὸν

νὰ ψάλλει:

τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι᾿ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Παρθένος

Ἡ Παναγία σήμερα στὸν κόσμο φέρνει ὡς ἄνθρωπο τὸν Ἄκτιστο Θεό, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιο στὸν Ἀπροσπέλαστο παρέχει· Ἄγγελοι μὲ τοὺς βοσκοὺς δοξολογοῦνε Καὶ μάγοι ἔρχονται στὸ δρόμο μὲ τ’ ἀστέρι· Ἀφοῦ πρὸς χάρι μᾶς γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός. (μετάφραση τοῦ Κοντακίου: π. Ἀνανίας Κουστένης)

~3~ ΠΑΙΔΙΟΝ ΝΕΟΝ Ἀπὸ τὸ Μηναῖον ❖ Τὴν 25η τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου, ἡ κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἀφοῦ εἶδε ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ὅτι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τυραννιέται ἀπὸ τὸν διάβολο, τὸ σπλαγχνίστηκε· κι ἔστειλε τὸν Ἀρχάγγελό
τῶν Βλαχερνῶν. Ἔκανε ἐκεῖ
παννυχίδα
πάλι ἐπέστρεφε στὴν Κύρο,
ἔλαβε καὶ τὸ χάρισμα νὰ συντάσσει κοντάκια, καθὼς τοῦ φανερώθηκε ἡ Θεοτόκος σὲ ὄνειρο καὶ τοὔδωσε ἕναν τόμο χαρτὶ καὶ τὸν πρόσταξε νὰ τὸ φάει. Καὶ τοῦ φάνηκε ὅτι ἄνοιξε τὸ στόμα καὶ κατάπιε τὸ χαρτί. Ἦταν δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων·
του Γαβριὴλ κι εἶπε στὴν Θεοτόκο τὸ Χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· κι ἀμέσως συνελήφθη ὁ
τὴν
καὶ
ὅπου
κι ἀμέσως ξύπνησε,
ἄμβωνα κι ἄρχισε
σήμερον,

Ζέσταιναν τὸ βρέφος μὲ τὰ χνῶτα τους. Ἡ ἀγελάδα, τὸ πρόβατο, τὸ γαϊδουράκι- ὅλα ἐκεῖ: γαλήνια φυσερὰ νὰ συμπαίνουν τὴ μικρὴ ζωὴ σὰν φλόγα. Κι ἡ Μαρία χαμογελοῦσε, κοιτάζοντας τὸ βρέφος πού κοιμόταν στὴν ἀγκαλιά της τυλιγμένο μὲ προβιές. (Ἔλαμπε σὲ μιὰν ἄκρη ὁ χρυσὸς καὶ σκόρπιζε τὸ ἄρωμά του τὸ λιβάνι).

Ἔξω εἶχε κοπάσει ἡ βροχή. Τὸ χωριὸ ξυπνοῦσε σιγά-σιγά.

Στὸν μικρὸ καφενὲ ἄχνιζαν κιόλας οἱ πρῶτοι καφέδες. Ὁ Ἰωσὴφ ἄνοιξε τὸ πορτόνι καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παχνί. Τράβηξε γιὰ τὸ πηγάδι, νὰ φέρει νερό. Κι ὡς ἀνέβαζε τόν σίγλο, εἶδε ψηλὰ τὸ οὐράνιο τόξο νὰ ξεδιπλώνει γαληνὸ τὰ χρώματά του. Σύννεφα ταξίδευαν στὸν πρωϊνὸ οὐρανό, βιάζονταν νὰ φύγουν, νὰ κάμουν χῶρο στὸν ἥλιο ποὺ ἀνέβαινε ζεστός. Κοκόρια λαλοῦσαν κάπου μακριά Σμάρια τὰ πουλιὰ κατέβαιναν νὰ ξεδιψάσουν στοὺς νερόλακκους. Τὸν συνεπῆρε τοῦτος ὁ ρυθμὸς ποὺ ἀνάπαυε, ἡ γαλήνη τοῦ ἀπόβροχου. «Τί ὄμορφα», σκέφτηκε, «ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεχνᾶ τὸν κυνηγό, ξεντύνεται τὴ ματωμένη του μπροστέλλα! Ἀκόμη κι ὁ Ἡρώδης μοιάζει μὲ ὄνειρο, ὄνειρο κακὸ ποὺ μᾶς ξεγέλασε,

~4~ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΡΩΣΣΗΣ ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
γιατὶ πιστέψαμε, τὸ πήραμε γι’ ἀληθινό». Καί χαμογέλασε ὁ Ἰωσὴφ σάν εἶδε στὸ φιλιατρὸ τοῦ πηγαδιοῦ τὸν ἄγγελο Κι ἐννόησε ποὺ μόνον αὐτὸς μποροῦσε τώρα νὰ τὸν δεῖ. Ἰωάννης Σεβαστιανὸς Ρώσσης

8.

Ἀθήνα σ’ ἀκούω σ’ ἀεροπλάνα, τραῖνα καὶ καράβια. Στὴ γῆ, στὸ νερό, στὸν ἀέρα σκαρφαλώνοντας κοιτάζω πίσω. Ὁ ἕνας κάνει τὸν ἄλλο αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλλὰ πάλι ὄχι γιατὶ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ δὲν γίνεται καὶ ὅταν ἀπομακρύνομαι αἰσθάνομαι χαμένος ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ θέλω εἶναι νὰ χαθῶ. Ἀθήνα σ’ ἀκούω. Σὲ ξένους τόπους, σὲ γλῶσσες ἄγνωστες. Ὅπου κι ἂν βρεθῶ. Παίρνω τὸ τράμ, τὸ μετρό, διασχίζω μιὰ πλατεία. Ψιθυρίζεις πόσο κρυφὴ εἶναι ἡ βία. Πὼς εὔκολα ἀφανίζεται ἡ κακία, μὲ τὴν καθαριότητα, τὸ χρῶμα, τὸ χρῆμα, τὴν τεχνολογία. Καὶ ἄρρωστη μοιάζει ἡ ὑγεία καὶ ἡ ὀμορφιὰ ὅταν προσθέτει πόνο στὸν πόνο, ἰσχὺ στὴν ἰσχύ, πίκρα καὶ θυμὸ σ’ ὅσους δὲν ἔχουν ψέματα νὰ τοὺς κρατᾶνε ὄρθιους, οὔτε ἀλήθειες. Ὅσους πίστεψαν πὼς εἶναι ἀσήμαντοι κι αὐτὸ τοὺς ἐξοντώνει. Δὲν ἔχουμε πουθενὰ νὰ κρυφτοῦμε, σίγουρα ὄχι στὰ ταξίδια. Οὔτε στὴ φύση, οὔτε στὸ μέλλον. Κάθε κατηγορία εἶναι κατηγορία. (Γίνεται νὰ σταματήσουν ὅλα μιὰ στιγμή;)

Ἀθήνα σ’ ἀκούω, θὰ παλέψω χωρίς ἔγνοια γι’ ἀποτέλεσμα, μὲ μάτια ἀνοικτὰ νὰ πέφτω στὸ σκοτάδι, νὰ βλέπω πὼς δὲ βλέπω, νὰ θυμᾶμαι γιὰ ποῦ ξεκίνησα, τὰ ὀνόματα τῶν παιδικῶν μου φίλων καὶ τὸ σβήσιμο τοῦ ὀνόματός μου ἀπὸ τὶς πέτρες, τὰ χαρτιά, τοὺς μαγνητικοὺς δίσκους, ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἔχω ἤδη ἀφανιστεῖ. Τὸ δικό μου τέλος ν’ ἀναλάβω ἀλλὰ πῶς ν’ ἀντέξω αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ; Ἕνα πιτσούνι ἀργοπεθαίνει σ’ ἔνα πεζοδρόμιο τοῦ Μιλάνου. Μιὰ ἐλιὰ φυτοζωεῖ σ’ ἕνα διαμέρισμα τοῦ Παρισιοῦ. Ζεστὸ φῶς γέμισαν ξάφνου οἱ δρόμοι τοῦ Λονδίνου. Νυχτώνει στὸ Κισινάου, σὲ μιὰ πλατεία ἄστεγοι φτιάχνουν τὸ ἀποψινὸ κρεβάτι μὲ χαρτόνια. Σ’ ἕνα σοῦπερ μάρκετ, στὸ Βερολίνο, ἕνας γέρος περιφέρεται γιὰ νὰ μὴ μείνει μόνος. Μεγάλα κοράκια βόσκουν στὰ ἔρημα πάρκα τοῦ Βελιγραδίου, παγωμένος ἄνεμος τρέμει στὴν χαίτη τους. Τὰ παλιὰ ἐργοστάσια στὸ Μὸς χαθῆκαν, πολυκατοικίες χτιστῆκαν στὴ θέση τους. Κι ὅπως ὅλα γκρεμίζονται καὶ ζῶ μιὰν ἁρπαγή, τὰ μάτια μου τυφλώνονται καὶ ἔχω ταραχτεῖ, σ’ ἀκούω καὶ δὲν ἀντιδρῶ, μόνο ὁμολογῶ, μὲ τρόπο ἥσυχο, ἀργό, πὼς εἶμαι ἕνα τίποτα

Φιὸρντ καὶ τ’ ἀπογευματινὰ σύννεφα, πίσω ἀπὸ τὶς κοιλάδες μὲ τὸ φαγόπυρο τῆς Πολωνίας, πέρα στὸ Δούναβη, τέσσερις πρωτεύουσες, Βιέννη, Μπρατισλάβα, Βουδαπέστη, Βελιγράδι. Πίσω ἀπὸ τὶς Σιδηρὲς Πύλες, τὸν ἀνθισμένο κάμπο τῆς Ἠμαθίας καὶ τὰ καφενεῖα τῆς Λαμίας. Ἀκίνητοι, σ’ ἀκούγανε καὶ οἱ ἄλλοι. (Κάποιος εἶπε δυὸ λέξεις κι ἄρχισε νὰ βρέχει).

~5~ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΙΣΤΡΙΩΤΗΣ ΑΘΗΝΑ Σ’ ΑΚΟΥΩ
σταματημένοι ἀπ’ τὴν θέα, σ’ ἕναν ὑψωμένο βράχο,
ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ σώπασαν μετὰ ἀπὸ μέρες.
ζωντανὸ καὶ χρειάζομαι ἕναν τόπο γιὰ ν’ ἀγαπῶ, ἕνα πρόσωπο, ζῶο, πράγμα, κάτι τέλος πάντων ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ξεχάσω σύντομα, ἡ ἀγάπη δε χάνεται. Ἀθήνα σ’ ἀκούω στὸ Fredrikstad, στὸ δάσος τῆς Νορβηγίας, μὲ φίλους παρέα,
κυκλωμένοι
Σὲ μάντευα στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, πίσω ἀπὸ τοὺς πράσινους γίγαντες, πίσω ἀπὸ τὸ ἀρχιπέλαγος τοῦ Ὄσλο

Ἀθήνα σ’ ἀκούω στὸ Hull, στὸ λιμάνι, ἀπόγευμα, ἕνα μόνο σύννεφο ἀχνό, ξύλινες προβλῆτες, ἀνατριχιάζει τὸ νερό. Στὴν ἡσυχία ἀκοῦς στὸ βάθος τὸ δουλεμπόριο στὴν Ἀγγλία, ἔμποροι ἐμπορεύματα πλῆθος πολύ, τρίγωνο τοῦ Ἀτλαντικοῦ, ρούμι ζάχαρη μαλλί, καὶ σκλάβοι, ἀπλήρωτη ἐργασία γιὰ τὴν αὐτοκρατορία, κάτω ἀπὸ τὰ ἐπιβλητικὰ μνημεῖα, σὲ κάθε μέγαρο καὶ κάθε πλατεία, τρόμος ποτάμια αἷμα καὶ ἀπελπισία. Βαδίζω ὥρα καὶ σηκώνω τὰ μάτια κι ἔχω ἀπέναντι κάτι γέφυρες, κάτι χαμηλὰ κτήρια, κάτι βάρκες, κάτι γλάρους, κάτι ποδηλάτες καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ ἀπογεύματος ποὺ ἁπλώνει στὸν αἰώνιο ὁρίζοντα. Καμμία ἡσυχία δὲ θὰ σκεπάσει αὐτὸν τὸν τρόμο καὶ κανένας τρόμος δὲ θὰ σκεπάσει αὐτὴ τὴν ἡσυχία. Ἀθήνα σ’ ἀκούω. Σκληρὴ μητέρα σ’ εὐχαριστῶ, δὲ μ’ ἀφήνεις νὰ ξεχαστῶ. Τὸν εἶδα ἀπὸ κοντά, περπατᾶ ρυθμικά, σ’ ἔνα προάστιο στὸ Παρίσι. Σέρνει κάθε βῆμα κάτω ἀπὸ μιὰ ἁπαλὴ βροχή. Εἶναι μεσημέρι. Τὰ ροῦχα του λιγδιασμένα, βαριά, σὰ βρεγμένα χαρτιὰ κολλητά. Τὰ παπούτσια του ἔχουν διαλυθεῖ, λάσπη καὶ βρῶμα ἔχει ξεραθεῖ στὰ μαῦρα δάκτυλα ποὺ ἔχουν βγεῖ ἔξω. Δὲν ἀντέχεται ἡ μυρωδιά. Κοιτᾶ στὸν ὁρίζοντα μακριά. Δὲ βλέπει κανέναν, προχωρᾶ. Εἶναι τεράστιος, ὄμορφος, ἀκίνητος. Δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Ὁ κόσμος ὅλος, Ἀθήνα, ἔχει γκρεμιστεῖ. Πηγαίνουμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε.

9. Περπατῶ στὴν πόλη μου μὲ μιὰν αἴσθηση ἀξιώματος. Δὲν πιστεύω στὴν ἐπικράτηση, βλέπω πὼς ἡ ἐξαφάνιση, ἡ ἀναχώρηση, τὸ σβήσιμο κάθε ἴχνους ἀπὸ κάθε μνήμη καὶ κάθε τοῖχο δὲν σημαίνει τίποτα γιὰ τὴν ἀξία των πραγμάτων οὔτε κἂν γιὰ τὴν διάρκειά τους. Περπατῶ στὴν πόλη μου μὲ τὴν αἴσθηση πὼς δὲν τὴν βλέπω, ὅπως ἄλλοι, κι ἐγώ, στεφανωμένος τὸ φῶς της, σὲ παλίρροιες μνήμης κομματιασμένης σὰ φρυγανιά, σὰ γυαλιὰ σπασμένα, ποὺ τρίζουν ὅταν τὰ πατᾶς κι ἀστράφτουν ὅταν τὰ φωτίζεις. Περπατῶ στὴν πλούσια πόλη μου καὶ ἔχω τόσα καὶ τόσα νὰ μοιραστῶ ἀπὸ τὴν ἱστορία της καὶ

~6~
κατηγοροῦν γιὰ τὴν βρώμα της. Περπατῶ στὴν πόλη μου κι ἔχω στὸ νοῦ μου μιὰν εἰκόνα θολή, ποὺ μᾶς ἔχει ὅλους μαζί, ποὺ ζητῶ καὶ μὲ τρομάζει ἐνῶ κρύβομαι ὅσο μπορῶ καὶ θέλω νὰ ὀργανώνω γιορτὲς καὶ μετὰ νὰ φεύγω καὶ νὰ τὶς ἀκούω ἐνῶ ἀπομακρύνομαι, νοσταλγώντας, στὴν ἡσυχία, στὴν σφοδρότητα τοῦ ἥλιου ποὺ ἀκινητοποιεῖ τὰ πάντα. Περπατῶ στὴν πόλη μου τιμώντας τοὺς ποιητές της, τιμώντας τὴν ἀτιμία τους τὴν ἀπαραίτητη, σὰν παράθυρο στὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, σημάδι τῆς πληγῆς τοῦ χρόνου καὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀκόρεστης ἐπιθυμίας γιὰ τὸν ἔρωτα. Τιμῶ τοὺς ποιητές της, τοὺς ἀσήμαντους ἀνθρώπους. Δὲ ζητῶ γι’ αὐτοὺς δόξα καὶ περπατῶ σὰν νὰ πάω νὰ τοὺς βρῶ, αὐτοὺς ποὺ κάνουν τὴν ἀκινησία πράξη, καὶ τὸ σκοτάδι φῶς καὶ τὰ ἄδεια δωμάτια μεταφορὲς πανανθρώπινες, ποὺ πυκνώνουν μὲ τὸ βλέμμα τους τὸν κόσμο καὶ τὴν ὕλη τῶν πραγμάτων. Περπατῶ στὴν πόλη μου, σᾶς λέω, ἐπειδὴ δὲν μπορῶ νὰ κρατηθῶ. Ἀλέξανδρος Μιστριώτης
συνάμα δὲ μὲ νοιάζει. Καὶ γελάω μὲ τὴν καταφρόνια ποὺ τὴν κυκλώνει, μὲ τὴν δυσωδία ὅσων τὴν

ΔΥΟ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΕ ΜΑΥΡΟ ΦΟΝΤΟ

Τὴν κρατοῦσε ἀπ’ τὸ χεράκι. Ἔτρεχε νὰ τὴν φυγαδεύσει. Ἦταν κατάμαυροι οἱ καιροί. Ποιός ζοῦσε καὶ ποιός πέθαινε σὰν τὸ σκυλὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴ λαίλαπα τῆς ἀδελφοκτονίας!

Καθὼς πηγαίνανε γύρισε ξάφνου καὶ τοῦ ἀπάγγειλε ἡ μικρὴ στίχους παράδοξους ἀπὸ τὸ δάσος μὲ τὶς σημύδες-ἐλπίδες. Παράδοξα πουλιά, κελαηδισμοὶ καρδιᾶς, βγῆκαν πετώντας ἀναπάντεχα

μέσα ἀπ’ τὰ κατακίτρινα φῦλλα τοῦ αἰωνόβιου τῆς Ποίησης βιβλίου.

Κοιτάζοντας τριγύρω τους «τὸ αἷμα δὲν ἔχει ταυτότητα» τῆς ψιθύρισε στ’ αὐτί. Ἦταν κατάμαυροι οἱ καιροί. Κάποτε φτάνοντας σὲ ἀνθρώπους καρδιᾶς τὴν παρέδωσε νὰ τὴν μεγαλώσουν καὶ πῆγε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔψαχναν γιὰ νὰ τὸν

π.
ΔΥΟ
~7~
σκοτώσουν.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΪΣΤΡΑΛΗΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Στὰ κιτρινισμένα χειρόγραφα τῶν παππούδων τοῦ μαρτυρίου εὐωδιάζει ἡ χαρὰ τοῦ Παράδεισου. Ὅ,τι κατακτήθηκε ἤτανε μιὰ ἤττα μὲ τὴν ἀναστάσιμη λαβωματιά πάνω της παράσημο. Τὸ παρελθὸν μὲ τ’ ἀτίμητα ράκη του καλπάζει πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ καλεῖ μὲ στίγματα αἵματος τὰ ἐγγόνια του. π. Δημήτρης Μαϊστράλης

IΣΤΟΡΙΑ Γιὰ τὴν χριστιανικὴ θεολογία ὁ Θεὸς δὲν ἀποτελεῖ μία ἀφηρημένη ὑπερβατικότητα ἢ μία μεταφυσικὴ αἰωνιότητα, ἡ ὁποία «ὑπάρχει» κατὰ ἕναν ἰδιότυπο τρόπο ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὰ τεκταινόμενα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συνιστᾶ τὸ σωτηριολογικό ἐκεῖνο γεγονὸς τῆς ἀνακεφαλαίωσης τῶν πάντων, ὅπου ἡ ἱστορία, καὶ κατὰ συνέπεια ἡ πολιτικὴ ὡς ἡ θεμελιώδης ἔκφρασή της, δὲν ὁρίζεται ἁπλῶς ὡς τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπινων πράξεων καὶ τῶν κοινωνικῶν συνεπαγωγῶν τους, ἀλλὰ ὁρίζεται ὡς τὸ πεδίο συνάντησης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, πρὸς ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξύ τους. Κατὰ συνέπεια ἡ ἀντίληψη περὶ τοῦ νοήματος τῆς ἱστορίας ἐξικνεῖται καὶ καταλήγει στὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς συνάντησης ποὺ συντελεῖται σὲ ἕνα πλαίσιο σχέσης ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης. Ἡ ἱστορία νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἀνταπόκριση –συνέργεια– τοῦ ἀνθρώπου πρὸς αὐτές, μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς ἕνα κεντρικὸ σημεῖο-ἱστορικὸ γεγονός, τὴν προσωπικὴ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἰησοῦ-Χριστοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὴ σημασία τῆς παραπάνω ἀλήθειας γιὰ τοὺς πιστούς, ἐπισημαίνουμε ὅτι ὁ εὐχαριστιακὸς τρόπος ὕπαρξης τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας συνιστᾶ τὴν ἐγκόσμια βίωση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, δηλαδὴ τὴν κατάφαση καὶ ἀποδοχὴ μιᾶς γνήσιας σχέσης μὲ τὸν παρόντα κόσμο, τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ τὴ διαμόρφωση ἑνὸς πολιτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ ποὺ διαπερνᾶ τὴν ὕπαρξή μας καὶ ἐδράζεται στὸ συγκλονιστικότερο ἱστορικὸ συγκείμενο: τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατ’ ἐξοχὴν θεολογικὴ διάσταση τῶν προαναφερθέντων ἀποκλείει τὸν «εὐχαριστιακὸ μονισμὸ» ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συλλογικὴ αὐτοσυνειδησία, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τὸ μόνο «σημεῖο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ πρακτική, τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη. Ἡ θεολογία περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐπ’ οὐδενὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς ἀπόσυρση στὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, ὡς μυστικισμός, ὡς ἀγώνας ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα

~8~ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ
Χριστιανὸς σὰν μονήρης καὶ ἀπομονωμένη ὕπαρξη, ἕνας Χριστιανός ἴσον κανένας», ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ π. Γ. Φλορόφσκυ, κατὰ τὸν ὁποῖο, τὸ ὅλο πλαίσιο τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι κοινωνικό, τὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ὕπαρξης εἶναι κοινωνικὸ καὶ ὀργανικὸ καὶ ὡς ἐκ τούτου ὅλα τὰ χριστιανικὰ μυστήρια εἶναι κοινωνικά, δηλαδὴ μυστήρια ἐνσωματώσεως. Ἑπομένως, ἡ σύνδεση ἱστορίας καὶ ἐσχάτων ποὺ συντελεῖται στὸν ἐπανανοηματοδοτούμενο ἀπὸ τὸν Χριστό κόσμο καὶ ἡ ἀποτύπωσή της στὴ Θεία Εὐχαριστία προσθέτει μία ἀκόμη διάσταση στὰ κριτήρια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος: ἐκείνη τῆς προφητικῆς πράξης τῆς ἀλληλεγγύης, μέσῳ τῆς ὁποίας καταδεικνύεται στὸν κόσμο τὸ περιεχόμενο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς μαρτυρία τοῦ προσδοκώμενου ἐπικείμενου κόσμου. Ἡ ἔμπρακτη, δηλαδή, πολιτική στάση τῶν Χριστιανῶν ὀφείλει νὰ ἀποτελεῖ στὸ συμβατικὸ παρὸν μαρτυρία τοῦ ὁράματος τῆς θανάτωσης κάθε θανάτου, κάθε δύναμης ποὺ ἀντιστρατεύεται τὸν
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤHΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ
πάθη μας καὶ ὡς προσπάθεια προσωπικῆς κάθαρσης: «Κανένας Χριστιανός δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὰ

τρόπο ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας, τοῦ προτύπου τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας, τὴν ἀγάπη. Ὁ νέος προσανατολισμὸς τοῦ πιστοῦ, ὡς θεανθρωποκεντρικός, θέτει ὡς ἀξιολογικὸ κριτήριο τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ θεμελιώνει τὸν ὀρθόδοξο ἀνθρωπισμό. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο διαμορφώνονται οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις, κατὰ τρόπο διάφορο τῶν κοσμικῶν σχέσεων καὶ οἱ κοινωνικὲς πρακτικές, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία καὶ συναδέλφωση τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποτυπώνονται στοὺς ὅρους «ἀδελφός», «συνδοῦλος» καὶ «πλησίον». Ὁ «ἀδελφός» (α + δελφύς = μήτρα) εἶναι ὁ ὁμομήτριος μὲ τὴ βιολογική σημασία τοῦ ὅρου. Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἐν Χριστῷ υἱοθεσία τῶν πιστῶν δημιουργεῖ τὴ νέα πραγματικότητα τῆς πνευματικῆς ἀδελφοσύνης. Οἱ πιστοὶ εἶναι μεταξύ τους ἀδελφοί, ὄχι ἐπειδὴ συντρέχουν λόγοι βιολογικοί, ἠθικοί, συναισθηματικοί, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουν ἀναγεννηθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ μήτρα, τὴν Ἐκκλησία, στὴν ἁγία κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος. Ὁ ὅρος «συνδοῦλος» ἐμβαθύνει καὶ διευρύνει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἔννοια τοῦ κοινωνεῖν. Εἰσάγει στὴν κοινωνικὴ παρουσία καὶ τὴ συνύπαρξη τὴν κατάργηση τῆς αὐτοπροβολῆς, τῆς ὑπεροψίας, τῆς ὑποτίμησης τῶν ἄλλων, τὴν κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἐγκαθιστᾶ ὡς τρόπο τοῦ ὑπάρχειν καὶ κοινωνεῖν τὴν ἀνεξικακία, τὴν ἀμέριστη κατανόηση καὶ τὴ συγχωρητικότητα. Ὁ ὅρος «πλησίον» νοηματοδοτεῖ τὴν προσωπική, ὑπεύθυνη καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ κοινωνικὲς συμβάσεις σχέση μὲ τὸν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπο. Ὁ συνάνθρωπος εἶναι μιὰ ἀκόμη «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ ποὺ πορεύεται πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό. Συνεπῶς, ἡ κατὰ Χριστὸν ζωὴ τῶν πιστῶν προϋποθέτει τὴν ἀγωνιστικὴ προσπάθεια ὑπέρβασης τοῦ ἀτομισμοῦ, συνιστᾶ μιὰ ἡρωικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸ ἐγωιστικὸ περίβλημα, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ θερμὴ ἀδελφικὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Πρακτική – πολιτικὴ ἔκφανση ἀποτελεῖ ἡ ἄμβλυνση τῶν διακρίσεων καὶ ὁ ἐξοβελισμός ἀπὸ τὴν κοινωνία κάθε μορφῆς ἀποκλεισμοῦ. Οἱ προαναφερθεῖσες κατηγορίες τοῦ «ἀδελφοῦ», τοῦ «συνδούλου» καὶ τοῦ «πλησίον» δὲν παραμένουν ἐνεργὲς μόνο μέσα στὸ πλαίσιο τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν, ὡς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ἀλλὰ ἐμπεριέχουν μιὰ δυναμικὴ ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸ φάσμα τῶν κοινωνικο-πολιτικῶν δραστηριοτήτων: οἱ οἰκονομικὲς σχέσεις ἀποβάλλουν τὸ στοιχεῖο τῆς ἰδιοτέλειας, τοῦ συμφέροντος καὶ τοῦ κέρδους, ἀφοῦ προκρίνεται ἡ ἀνιδιοτελὴς θέαση τοῦ συνανθρώπου, ἡ ἐπιστήμη, ὡς διαρκὴς ψηλάφηση τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ φύση, ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὸν πλουτισμὸ καὶ τὸ κέρδος καὶ μεταβάλλεται

~9~
σὲ διακονία καὶ ἡ πολιτική, ὡς προσπάθεια ὀργάνωσης τῆς κοινῆς ζωῆς, ὁδηγεῖ τὴν κοσμικὴ κοινωνία στὴν κατὰ Χριστὸν ἀνάπτυξη τῶν χαρισμάτων τῶν μελῶν της. Εὐρυδίκη Παπάζογλου

ΞΥΔΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) Ρήγας, Πατροκοσμᾶς, δύο στρατηγικὲς γιὰ τὸν ἑλληνισμό Στὸ προηγούμενο τεῦχος (Τὸ Κοινόν, τχ. 12, σελ. 16-17) εἴδαμε ὅτι τόσο ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς ὅσο καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, παρὰ τὶς διαφορές τους, ἀντιλαμβάνονταν καὶ οἱ δύο τὸν Ἑλληνισμὸ σὰν ἠθικὸ καὶ μορφωτικὸ μέγεθος, ἰκανὸ νὰ συνενώσει διαφορετικοὺς λαούς, καὶ ὄχι σὰν χαρακτηριστικὸ μιᾶς ἰδιαίτερης ἐθνικῆς ἢ φυλετικῆς ταυτότητας. Θὰ δοῦμε

Δημοκρατίας», τοῦ ἑνιαίου δημοκρατικοῦ κράτους ποὺ ὁραματιζόταν γιὰ τὸ «ἑλληνικὸν γένος», γιὰ ὅλους δηλαδὴ τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ θὰ ἀναβαπτίζονταν στὸ ἑλληνικὸ δημοκρατικὸ ἦθος. Ἡ ὀνομασία «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία» εἶχε νὰ κάνει μὲ τὰ ποιοτικὰ πολιτειακὰ χαρακτηριστικά της, ποὺ ἐξέφραζαν τὰ ριζοσπαστικὰ ρεπουμπλικανικὰ ἰδεώδη, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ ἀντιλαμβανόταν: μιὰ ἰδιότυπη σύνθεση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ τὴ μεταβυζαντινὴ καὶ τὴ μετέπειτα γηγενὴ δημοτικὴ κληρονομιά. Μιὰ σύνθεση ποὺ τὴν πραγματοποίησε μὲ τρόπο φυσικό, μὲ βάση τὸ δικό του ἱστορικὸ βίωμα καὶ τὴ δική του ἰδιαίτερη κατανόηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων. Αὐτὸ ἦταν ἡ «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία» του. Ἕνα ἑνιαῖο πολιτειακὸ μόρφωμα ποὺ θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὴν τυραννικὴ μοναρχία τοῦ Σουλτάνου σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ σκοπὸ τὴν πολιτικὴ ἐλευθερία ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ὑπηκόων της, ἀκόμα καὶ τῶν Τούρκων. Δὲν εἶχε καμία σχέση με τὸ δικὸ μας νεοελληνικὸ ἔθνος-κράτος, οὔτε μὲ καμία «Βαλκανικὴ Ὁμοσπονδία», ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε παρασυρμένοι ἀπὸ τὶς μετέπειτα ἐξελίξεις.1 Ἀνάλογη, καὶ μᾶλλον μεγαλύτερη, εἶναι ἡ δυσκολία μας νὰ συλλάβουμε τί ἀκριβῶς ἐκπροσωποῦσε καὶ γιατί ἀγωνιζόταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὅταν παρότρυνε

~10~ ΒΑΣΙΛΗΣ
τώρα πὼς δὲν ἐξέφραζαν δύο θεωρητικὲς ἁπλῶς ἀπόψεις, ἀλλὰ δύο πολιτικὰ καὶ πολιτισμικὰ σχέδια· δύο παράλληλες στρατηγικὲς γιὰ τὴν ἐπανασύνδεση ὅλου τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῶν Βαλκανίων καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μὲ τὴν ἱστορία καὶ τὴν πνευματική του ὑπόσταση. *** Εἴδαμε πὼς γιὰ τὸν Ρήγα Ἑλληνισμὸς σήμαινε ἕνα ὁρισμένο πολιτειακὸ ἦθος,
τῆς ἐλευ
καὶ τοῦ δικαίου. Ἦταν ἡ
τῆς «Ἑλληνικῆς
τοὺς χριστιανοὺς να διδάσκουν στὰ παιδιά τους τὰ ἑλληνικὰ – τὴ «γλῶσσα τῆς ἑκκλησίας» ὅπως ἔλεγε – τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἀπέρριπτε ρητὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ἐθνικῆς ἢ φυλετικῆς ἑλληνικότητας. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀντιμετωπίζουμε σὰν μιὰ ἰδιότυπη περίπτωση: ἄλλοι σὰν ἐμπνευσμένο χριστιανὸ ἱεροκήρυκα καὶ ἄλλοι σὰν ἐκφραστὴ τοῦ λεγόμενου νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ. Ὅσο ὅμως καὶ ἂν εἶναι τὸ μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου, δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε ὅλες τὶς διαστάσεις τῆς δράσης του ἂν δὲν τὴν τοποθετήσουμε στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερης τότε ἀγωνίας τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας νὰ ἀπαντήσει στὴν πολλαπλὴ ἱστορικὴ πρόκληση ποὺ ἀντιμετώπιζε. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὄφειλε νὰ πάρει θέση ἀπέναντι στὸ πολιτικὸ ζήτημα: εἴτε νὰ ἐκφράσει εἴτε νὰ κατασιγάσει τοὺς πόθους καὶ τὶς ἀνησυχίες τῶν ὑπόδουλων Χριστιανῶν της αὐτοκρατορίας. Ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη αἰσθανόταν τὴν πίεση τῶν ἰδεῶν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ποὺ πέραν ὅλων τῶν ἄλλων ὑποδαύλιζαν καὶ ἀνατροφοδοτοῦσαν τοὺς ὑπαρκτοὺς ἐθνοφυλετικοὺς διαχωρισμοὺς καὶ τὶς χωριστικὲς τάσεις ἀνάμεσα στοὺς ὀρθοδόξους λαούς. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν μιὰ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ διπλὸ πρόβλημα. Σὲ μιὰ ἐποχὴ αὐξανόμενης ἐκκοσμίκευσης, ποὺ τὰ ἐθνικὰ καὶ ἄλλα πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ
συνώνυμο
θερίας
πνευματικὴ βάση

ὑπονόμευαν τὴν κοινὴ θρησκευτικὴ ταυτότητα, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν στὴν περιοχὴ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἕνα κρίσιμο κοσμικὸ πολιτισμικὸ μέγεθος ἐπὶ τοῦ ὁποίου μποροῦσε νὰ ἐπαναθεμελιωθεῖ ἡ συλλογικὴ συνοχή, ὄντας ταυτόχρονα σὲ πλήρη ἁρμονία μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση.2 Χωρὶς βέβαια νὰ τὸ διακηρύσσει, δίνοντας ἔμφαση στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς φιλοδοξοῦσε νὰ νικήσει τὸν ἀντίπαλο (τὴν ἐκκοσμίκευση) παίζοντας στὸ γήπεδό του. Παράλληλα συμπλήρωνε αὐτὴν τὴν τακτικὴ μὲ μιὰ προσπάθεια ἐμποτισμοῦ τῆς κοσμικῆς καθημερινότητας τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιμονή του νὰ μὴ γίνονται οἱ λαϊκὲς ἀγορὲς τὶς Κυριακές, ἀλλὰ τὸ Σάββατο (γεγονὸς ποὺ προκάλεσε καὶ τὴ μὴνι τῶν Ἐβραίων). Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πὼς πρόκειται γιὰ μιὰ προσαρμοσμένη παραλλαγὴ τῆς «ἔριδας τῶν κολλύβων», τῆς διαμάχης ποὺ εἶχε ξεσπάσει ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ τὸ πότε πρέπει να τελοῦνται τὰ μνημόσυνα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν τὴν προσωπικὴ καὶ μόνο ἱστορία

στὶς περιοδεῖες του μαζὶ μὲ χιλιάδες λαοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ κάθε μορφωτικοῦ ἐπιπέδου. Ἐπρόκειτο μὲ λίγα λόγια γιὰ ἕνα πραγματικὸ κίνημα. Ἐπίσης, ὅπως εὐφυῶς ἐπισημαίνει ὁ π. Γ. Μεταληνός,3 ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἀνέπτυξε τὴ δράση του ἀπὸ δική του καὶ μόνο πρωτοβουλία, ἀλλὰ μὲ ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Σεραφεὶμ Β΄, ἡ περίπτωση τοῦ ὁποίου θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον κεφάλαιο στὴν ἱστορία μας.4 *** Τὶ ἀπέγιναν οἱ στρατηγικὲς αὐτές: ἡ «προοδευτικὴ» τοῦ ἐπαναστάτη Ρήγα καὶ ἡ «συντηρητικὴ» τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ; Προφανῶς δὲν ἦταν αὐτὲς ποὺ καθόρισαν τὴν πορεία τῶν πραγμάτων. Καὶ σήμερα τὶς γνωρίζουμε – ὅσο τὶς γνωρίζουμε – παραχαραγμένες καὶ ἀλλοιωμένες, ἔτσι ὥστε τελικὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀφομοιωθοῦν στὴ νεοελληνικὴ ἐθνοκρατικὴ ἰδεολογία. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐπιβιώνουν εἴτε λαθραία, εἴτε σὰν ἀναλαμπὲς στὶς διάφορες πολιτικὲς προτάσεις διαβαλκανικῆς συνύπαρξης ποὺ ἐμφανίζονται κατὰ καιροὺς στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου καὶ στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἐπιβιώνουν ἐπίσης στὴν κληρονομιὰ τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων ποὺ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἐπεσήμαναν τὴν ἰδιαίτερη σημασία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ὡς κοινῆς κληρονομιᾶς στὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, (ὅπως π.χ. ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἢ ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ οἱ μαθητές του). Εἶναι ἁπλῶς τὰ σπαράγματα μιᾶς ἱστορικὰ

τοῦ Ρήγα ἔχω κάποιες ἀναφορὲς σὲ ἕνα παλιότερο ἄρθρο μου: «Ἀπὸ τὴν κοινότητα ποὺ χάθηκε σ’ αὐτὴν ποὺ μέλλει νὰ κερδηθεῖ», Σύναξη, τ. 55, 1995, σελ. 41-19. 2 Βλ. καὶ Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Ἡ Γαλλικὴ ἐπανάσταση καὶ ἡ Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη, ἐκδ. Διάττων, 1990, σελ. 68-69. Καὶ τοῦ ἰδίου, Τὸ ὅραμα τῆς ἐλευθερίας στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ἐκδ. Πορεία, σελ. 17, 22 καὶ 41. 3 π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1988, σελ. 161. 4 Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφεὶμ Β΄ ἦταν φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη, ποὺ ὅπως

όδου τοὺς χαρακτηρίζουν «ρωσόφιλους». Ἔχω ὅμως τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀναχρονιστικὴ ἁπλούστευση μιᾶς πιὸ σύνθετης πραγματικότητας.

~11~ 1 Γιὰ τὸ πολιτικὸ σχέδιο τοῦ Ρήγα βλ. περισσότερα στὴ μελέτη τοῦ Δημ. Καραμπερόπουλου, Ρήγας Βελεστινλῆς καὶ τὸ στρατηγικὸ σχέδιο τῆς ἐπανάστασής του, ἐκδ. Ἐπιστημονικὴ Ἐταιρεία Μελέτης Φερῶν-Βελεστίνου-Ρήγα, 2017, ἰδιαίτερα στὶς σελ. 214-218. Ἐπιπλέον, γιὰ τὶς πολιτικὲς ἀντιλήψεις
εἴδαμε στὸ προηγούμενο τεῦχος, ὑπῆρξε δάσκαλος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Καὶ ἔχει πολὺ ἐνδιαφέρον ὅτι τόσο ὁ Σεραφεὶμ Β΄ ὅσο καὶ ὁ Βούλγαρης, ὑποστήριξαν τὶς ἐξεγέρσεις ποὺ συνέβησαν στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ ἱστορικοὶ τῆς περι
τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἀφοῦ ὁ ἅγιος περιστοιχιζόταν ἀπὸ ἕνα πολυάριθμο ἐπιτελεῖο ἱερέων ποὺ τὸν συνόδευαν
τὸ νῆμα ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸ ἄφησαν ὁ Ρήγας καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Θὰ τὸ συζητήσουμε στὸ ἑπόμενο
τελειωμένης ὑπόθεσης ἢ ὑπάρχει τρόπος νὰ ξαναπιάσουμε
τεῦχος. Βασίλης Ξυδιᾶς

ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ Κ. Σ. ΣΟΚΟΛΗ Οἱ «μεγάλες» ἱστορικὲς ἐμπειρίες ἀπουσιάζουν ὡς καθαυτὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν νέα ἑλληνικὴ σκέψη –κιόλας ἀπὸ τὰ σπάργανα. Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν οὐσιαστικὸ ἱστορικὸ προβληματισμό. Αὐτὸ δὲν σχετίζεται μὲ κάποιου εἴδους ἀργοπορία, μήτε μὲ τὴν ὑποχώρηση ἀπέναντι στὴν ἐπέλαση τῆς προόδου. Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι στατική. Ἐὰν δεχθοῦμε τὴν στατικότητα ὡς ἱστορικὴ θέση, τοῦτο θὰ γίνει γιὰ λόγους αὐτοσυνειδησιακούς, στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς κλειστοῦ αὐτοκαθορισμοῦ. Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διαμορφώνει αὐτὴ τὴν στατικὴ αὐτοσυνείδηση; Ἕνας βαθὺς ἱστορικὸς ὁρίζοντας, ἕνα ἱστορικὸ

τους μοιάζει ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴν συλλογικὴ μνήμη, ὥστε ὅταν ἡ ἱστορία ἀφομοιώνεται ὡς πεπρωμένο ἀδυνατεῖ νὰ συνυπάρξει μὲ τὴν βαθύτητα τῆς βιωμένης ἱστορίας, συγκροτώντας ἔτσι ἕναν φαντασιακὸ χάρτη. Τὸ πλέον ἔντονο ταυτοτικὸ παράδειγμα, ποὺ προσπάθησα νὰ προσεγγίσω στὴν περίπτωση τοῦ Ζαμπέλιου, ἀφορᾶ στὴν διαλεκτικὴ ρωμαϊκότητας καὶ ἑλληνικότητας καὶ στὴν πρώιμη ἀνάγκη ρητῆς ἀποδεσμεύσεως τῆς δεύτερης ἀπὸ τὴν πρώτη. Αὐτὴ ἡ διάκριση, ἡ ὁποία στὶς μέρες μας μοιάζει (;) ἀνιστορικὴ στὴν σκέψη τῆς πλειοψηφίας τῶν πρώτων μετεπαναστατικῶν στοχαστῶν, τῶν ἡγετῶν, ἀλλὰ καὶ μερίδας τῆς κοινωνίας ἦταν σχεδὸν αὐτονόητα δεδομένη. Θὰ ἤθελα σχετικὰ νὰ παραθέσω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Α΄ τόμο τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Κανέλλου Δεληγιάννη (ἐκδ. Πελεκάνος, Ἀθήνα 2005, σελ. 224) θεωρώντας το ἐνδεικτικὸ αὐτοῦ τοῦ πνεύματος: Ἡ Ἐπανάστασίς μας αὕτη ἐκινήθη παρθένος, ἁγνὴ καὶ ἄνευ σκοποῦ καὶ ἰδιοτελείας παρὰ μόνον τὸν σκοπὸν νὰ ἀποκτήσωμεν τὸν ἐθνισμόν μας, ὁ ὁποῖος ἦτον ἐνταφιασμένος ἀπὸ τὴν ἐποχήν, καθ’ ἣν ὁ τελευταῖος στρατηγὸς τῆς Ἑλλάδος, ὁ μέγας ἐκεῖνος ἀνήρ, ὁ φύλαξ τῶν ἐλευθεριῶν αὐτῆς, ὁ Πελοποννήσιος Φιλοποίμην ἐξέλειψε, καὶ ἀφ’ ἧς ἐποχῆς κατέστρεψε ὁ Ρωμαῖος ὕπατος Μούμιος τὴν Κόρινθον καὶ ἀποκατέστησε ὅλην τὴν Ἑλλάδα ρωμαϊκὴν

~12~ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΙΡΩΜΑΪΣΜΟΣ:
πεπρωμένο ὡσὰν ὅλα νὰ διατρέχονται ἀπὸ ἕναν ἀπρόσιτο ἐνδιάθετο λόγο ποὺ ἐξηγεῖ τὰ φαινόμενα τοῦ κόσμου μόνον μέσα στὸν πυρήνα τῆς ἐκπληρώσεως αὐτοῦ τοῦ λόγου – τοῦ Πνεύματος τῆς ἱστορίας. Αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι μία ἑρμηνευτικὴ θέση· εἶναι στάση ποὺ διαμορφώνεται ὡς προκαθορισμός. Γιὰ αὐτὸ καὶ τὰ ἱστορικὰ ἐπεισόδια –τὰ μακράν καὶ τὰ ἐγγύς– δὲν μποροῦν νὰ λειτουργήσουν ὡς συγκαιρινοί μας ἄξονες μνήμης. Ἡ ἀφήγησή
ἐπαρχίαν. Ἔκτοτε ἔσβησε τὸ ὄνομα Ἕλλην καὶ ἐξηλείφθη ἀπὸ τοὺς καταλόγους ὅλων τῶν ἐθνῶν τοῦ κόσμου, ὥστε καὶ ἀφοῦ ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ διάδοχοι αὐτοῦ μέχρι τοῦ τελευταίου Κωνσταντίνου Παλαιολόγου μᾶς ὠνόμαζον ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου Γραικοὺς ἢ Ρωμαίους, καθ’ ὅτι καὶ οἱ αὐτοκράτορες χριστιανοὶ ὠνομάζοντο αὐτοκράτορες Ρωμαίων καὶ οὐδέποτε Ἑλλήνων. Ὡς καὶ αὐτοὶ οἱ κατακτηταὶ καὶ τύραννοί μας Τοῦρκοι μᾶς ὠνόμαζον Ρωμαίους. Καὶ μία φούκτα ἀνδρῶν Πελοποννησίων ἀνέστησαν αὐτὸ τὸ ὄνομα Ἕλλην, τὸ πρὸ εἰκοσιπέντε αἰώνων ἀποθανὸν καὶ ἀλησμονηθὲν ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου, καὶ ἤδη τῇ θείᾳ βουλήσει ὀνομάζεται παρὰ πάντων τῶν κρατούντων τὴν τύχην ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος! Ἕλληνες! Σὲ αὐτὴν τὴν ρυθμολογία κινεῖται καὶ ὁ Κ. Σ. Σοκόλης στὴν ἐξαιρετικῆς σημασίας μονογραφία του Αὐτοκρατορία (Ἄγκυρα, Ἀθήνα, χ.χ.). Ἡ «νέα δύναμις», «ὁ νέος κόσμος» ἱδρύεται τὴν ἀμέσως ἑπόμενη τῆς Ἁλώσεως τοῦ 1453, ὁ ἑλλη-
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ

νισμὸς ἐνσαρκώνεται καὶ τὸ ὄνομα Ρωμαῖος ἐκπίπτει (σελ. 3,6). Στὴν σκέψη τοῦ Σοκόλη ἡ καταστροφὴ συνεπάγεται τὴν γέννηση μίας νέας ζωῆς καθότι τὸ Πνεῦμα τῆς ἱστορίας θὰ πρέπει νὰ ἑρμηνεύει ὄχι ἀκριβῶς τὴν «παρακμή» ἀλλὰ τὸν μυστικό της λόγο: Δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ Πνεύματος. Ἡ Αὐτοκρατορία ἡ ἴδια δὲν ὄφειλε τὴν συνέχειά της στὴν Ρώμη, ἀλλὰ στὴν ἀλεξανδρινὴ Κοσμόπολη. Ἡ σχέση της μὲ τὴν Ρώμη ἦταν μονάχα σχηματική, καθότι ἡ διάκριση κάθετα ποιοτική: ὁ Μέγας Αλέξανδρος ἐκπολίτιζε, ἐνῶ ἡ Ρώμη κατακτοῦσε (σς 10-11) Ὁ Σοκόλης συλλαμβάνει μία σημαντικὴ παράμετρο: Ἀπὸ τὴν Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἕως τὸ Τρίτο Ράιχ καὶ τὴν σημερινὴ ριζοσπαστικὴ παγκοσμιοποίηση, ἡ ἀνάγκη ἰδιοποιήσεως καὶ κληρονομιᾶς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πεπρωμένου συνδεόταν μὲ τὴν αὐταρχικότερη μορφὴ ἰσχύος τοῦ Imperium. Ἔγραφε: «Ὁ Ρωμαϊσμὸς εἶνε ἡ ἀπολυταρχία, τῦπος τῆς ὁποίας ὑπῆρξαν ἄνευ ἄλλου

δεσμοῦ

(…)

συγχωνεύσεως

μορφὴν

κυριαρχίας, διηνεκὴς ἀγὼν ὑπὲρ ἐπικρατήσεως τῆς Δυτικῆς θρησκείας (ἐννοεῖ τὸν Καθολικισμό), ἐνεχούσης ἐν αὐτῇ τοῦ Ρωμαϊσμοῦ τὰ στοιχεῖα, δῆλα δὴ τὸ ἔχειν δούλους ὑπὸ κυρίαρχον φυλήν (…). Πνεῦμα ὅπερ ἐδέσποσε κυριαρχίας ὁλοκλήρου Ρωμαϊκῆς καὶ ἔλαβεν αὐτὰ τὰ ἡνία κραταιοῦ κράτους, δὲν ἐφοβεῖτο οὐδεμίαν ὁθενδήποτε ἐπιρροήν» (σς 112, 116). Οἱ ἰδέες ποὺ ἐνθάρρυναν αὐτὲς τὶς διατυπώσεις ἦταν ἀφηρημένες ἢ ἀνιστορικές, ἔστω καὶ ἂν ἀντιλαμβανόταν τὴν βαθύτατη λειτουργία τῆς ρωμαϊκῆς ἰσχύος καὶ κυρίως τὶς ἐντυπώσεις της στὸ συλλογικὸ φαντασιακό. Ἡ ἔντασή του ἦταν τέτοια ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ διακρίνει ὁποιονδήποτε ἄλλον ἑνωτικὸ δεσμὸ μεταξὺ τῶν ὑπηκόων καὶ τῶν κρατικῶν δομῶν ἐκτὸς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Σὲ κάποια του ἀποστροφὴ σημείωνε: «Ὁ Οὐπράβδα ὁ μετονομασθεὶς Ἰουστινιανὸς ἦτο Σλαῦος, ὁ Λέων ἦτο Ἀρμένιος, σειρὰ ὁλόκληρος Ἰσαύρων, ὁ Βασίλειος ἦτο Μακεδών, ὁ Ἡράκλειος Ἕλλην, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς Πέρσης» (σελ. 8). Αὐτονόητα ἀπουσιάζει ἡ ρωμαϊκὴ πολιτειακὴ ταυτότητα, συνεπῶς καὶ δὲν ἀποδέχεται μία τέτοιου τύπου πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ συνείδηση. Θὰ μποροῦσαν ὡς ἐκ τούτου νὰ ἐπιβιώσουν οἱ ρωμαϊκοὶ θεσμοὶ ὡς μέσον διατάξεως μιᾶς τέτοιας οἰκουμενικῆς κοινωνίας ποὺ συγκροτοῦσε τὴν Αὐτοκρατορία; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητικὴ κι ἔτσι ὁ Σοκόλης ὑποπίπτει σὲ ἐκεῖνο ποὺ προσπαθοῦσε μὲ τιμιότητα νὰ ἀντιμετωπίσει: Ἀρνούμενος τὴν ρωμαϊκότητα ὡς θεμελιῶδες αὐτοκρατορικὸ συστατικὸ ἐνίσχυε τὸν ἐθνικισμό. Ἀφαιροῦσε ἀπὸ τὸ σχῆμα τὸν πραγματικὸ οἰκουμενικό

~13~
του χαρακτήρα καθότι ἡ Αὐτοκρατορία χρειαζόταν ζωτικὸ χῶρο ἀναπτύξεως καὶ αὐστηρὲς θεσμικὲς λειτουργίες. Μὲ ἀνάλογο μυστικιστικὸ τρόπο ποὺ ὁ ἑλληνισμὸς τοῦ Ζαμπέλιου διαπερνοῦσε τοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, τὸ Πνεῦμα τῆς ἱστορίας ταυτιζόταν μὲ τὴν ἑλληνικὴ Αὐτοκρατορία τοῦ Πνεύματος τοῦ Σοκόλη. Τὴν ὅριζε ὡς ἑξῆς: Ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν κράτος ἀνατολικό, διεπόμενο αὐστηρὰ ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα˙ συγκροτοῦσε πολιτεία σοσιαλιστική, καθότι σοσιαλιστικὸς ὑπῆρχε ὁ χαρακτήρας τῆς θρησκείας –ἡ ὁποία θρησκεία– ἦταν τὸ ἀπόλυτο κέντρο ὅλων τῶν πολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν λειτουργιῶν της (σελ. 123). Αὐτονόητα, σε ἀντίθεση μὲ τὴν βαρβαρότητα
θεοκρατικό,
στὸ ἐπίκεντρό του ἔθετε
ἐξηγεῖ τὸν «θρησκευτικὸ σοσιαλισμὸ»: «Ἐν Ἀνατολῇ οὐδεὶς ἐτέθη ὑπεράνω τῶν Συνόδων, ἔνθα ὁ λαὸς ἀπεφάσιζε, διότι ὑπῆρχον οἱ γνωρίζοντες νὰ σέβωνται τὰς λαϊκὰς ἐλευθερίας καὶ τὴν δημοσίαν γνώμην» (σελ. 111). Εὐάγγελος Σταυρόπουλος
ἑνωτικοῦ
τὰ παλαιὰ κράτη.
Ἰδέαι
τῶν λαῶν ὑπὸ τὴν
τῆς
ποὺ σήμαινε ὁ Ρωμαϊσμός, «ὁ Ανατολισμὸς τῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ἡ αδελφότης, ἡ ἀρχὴ τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ, ἡ ἰσότης, ἡ ἐλευθερία» (σελ. 112). Ὅλες αὐτὲς οἱ θεσμικὲς προβολὲς προέκυπταν βεβαίως ἀπὸ ἕνα πολίτευμα σαφῶς
τὸ ὁποῖο
τὸ συνοδικὸ σύστημα. Ὁ Σοκόλης φαίνεται πὼς ἔτσι

Ὁ Ἀναστάσης συνεχίζει: Μιὰ νέα οὐτοπία μὲ συνεπαίρνει τώρα. Τί χρειάζονται αὐτὲς οἱ μυρμηγκιὲς τῶν ἀνθρώπων; Ἀξίζουμε ὅλοι ἐμεῖς τὴν αἰωνιότητα; Νὰ μείνουν λίγοι ἄνθρωποι. Ἂς μὴν εἶμαι ἐγὼ ἀνάμεσά τους. Οὔτε κι ἐσύ. Ἐμεῖς εἴμαστε τοξικοί. Ἔχουμε τὸ μικρόβιο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἂς ἔρθει ἕνα καινούργιο ἀνθρώπινο γένος. Μὲ λιγοστοὺς ἀνθρώπους. Νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὸν πλανήτη μὲ τὰ σκουπίδια τους, τὰ πάθη τους, τὶς οἰμωγές τους. Κι αὐτοὶ νὰ μὴ χρειάζονται οὔτε τὴν ἐπιθυμία, οὔτε τὴν ἡδονή, οὔτε τὴν ὀδύνη. Ἡ τεχνολογία θὰ προλαβαίνει τὴν κάθε τους ἐπιθυμία. Θὰ χορταίνουν μ’ ἕνα χάπι ποὺ δὲν θὰ φέρνει βαρυστομαχιά, θὰ εἶναι ἄφυλοι καὶ θὰ ἀναπαράγονται -ὅσο πρέπει- μὲ τὴν τεχνολογία, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται κἂν τὸ ἐρωτικὸ πάθος, τὸ ἀνθρωποκτόνο. Καὶ δὲν θἄχουν ὑπαρξιακὰ προβλήματα γιατὶ κι ὁ θάνατος θὰ ἔχει νικηθεῖ ἀφοῦ ὄλα τὰ φθαρτά μας μέλη θὰ ἀντικαθίστα-

Ὁ Διονύσιος Παλαμᾶς λέει: Θέλω τὸν πρίγκηπα Κροπότκιν, τὸν Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, τὸν Ἄρη Βελουχιώτη, τοὺς παπάδες τοῦ ἱσπανικοῦ ἐμφυλίου, τὸν Καμίλο Τόρρες καὶ τὸν Ἐρνέστο Τσὲ Γκεβάρα. Αὐτούς· νὰ δοῦν πῶς, ὅταν σβήνει ἡ φλόγα τους, παγώνει ἡ οὐτοπία καὶ στοιχειώνει. Μὰ πιὸ πολὺ μοῦ λείπει ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι, ὁ Νικόλαος Μπερντιάγεφ κι ὁ Γιῶργος Σαραντάρης· καὶ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλους οἱ ψαράδες τῆς Τιβεριάδας ποὺ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. Κι ἡ θέρμη τῶν ἁγίων τῶν διαλαμψάντων στὰ ὄρη, στὰ βουνά, στὴν ἔρημο, στὶς πόλεις, στὰ χωριά, στὰ σπήλαια καὶ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, ποὔγιναν πάλι λάσπη γιὰ ν’ ἀφεθοῦν ξανὰ στὸν πλάστη. Αὐτούς· νὰ μᾶς ζεστάνουν πάλι τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καὶ ποὺ δὲν εἶναι οὐτοπία, γιατὶ ἔχει τόπο. Σὲ ἄλλη διάσταση, ἀλλὰ ἔχει τόπο. Ἔγινε ὁ Θεὸς παθὸς κι ἔγινα κι ἐγὼ μαθός. Ὁ Χριστὸς δὲν θέλησε τὴν ἐξουσία τοῦ κόσμου. Ἄνοιξε μέσα μας τὸν ἄλλο κόσμο. Κι ἔτσι ὁ θάνατος ἔγινε τὸ φοβερὸ κριτήριο καὶ τούτης τῆς ζωῆς. Ἂν ὁ θάνατος δὲν ἔχει νόημα, γίνεται ὁ βίος μας ἀβίωτος. Μόνο ἂν ἔχει νόημα ὁ θάνατος μποροῦμε νὰ χαροῦμε τὴ ζωή. Γιατὶ μόνο μπροστὰ στὸν θάνατο εἴμαστε ἴσοι. Οὔτε ὀμορφιά, οὔτε ἰσχύς, οὔτε πλοῦτος. Ἕνα καὶ μοναδικὸ κριτήριο μᾶς χωρίζει: πόσο χῶρο ἀφήσαμε μέσα μας γιὰ νὰ πιάσει τόπο ἡ ἀγάπη. Μπορεῖ ὁ κόσμος μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου νὰ μὴν ἀλλάξει ποτέ. Ἀλλὰ θἄχει συντελεστεῖ ἐντὸς ἡμῶν ἡ ἀλλοίωσις ἡ καλή. Κι ὁ κόσμος θὰ μεταμορφώνεται

~14~ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΦΟΒΕΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ]*
[ΤΟ
ὑπολογιστὴ
Διαφέρει πολὺ ἀπ’ τὸν δικό
Αἰωνιότητα,
Τί ἄλλο
νται μὲ ἀνταλλακτικά· κι ἂν κι αὐτὰ φθαροῦν θὰ μένει ὁ ἐγκέφαλός μας συνδεδεμένος μ’ ἔναν
προκειμένου νὰ διασφαλίσουμε τὴν αἰωνιότητα τοῦ νοῦ.
σου παράδεισο;
ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀταραξία.
θέλεις;
* Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ποιητικὴ σύνθεση Κήρυξις Ἀφανείας
σὲ μιὰ ἄλλη διάσταση διαρκῶς, καθὼς ἀλλὰζει ὁ τρόπος ποὺ τὸν βλέπει κάθε ἐγώ.

[Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ]

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Παῦλος ὁ ὑποτακτικός, αὐτὸς κατὰ κόσμον οὔτε ἦταν κανὰς σπουδαῖος, οὔτε πάλι καὶ φτωχός, ἀλλὰ οἱ γονεῖς του ζοῦσαν μὲ αὐτάρκεια κι αὐτὸς μάθαινε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία ἔκρινε συμφέρον νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ μπεῖ σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς πόλης ὅπου ζοῦσε. Κι ἀφοῦ ἐνδύθηκε τὸ ἅγιο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἀγωνιζότανε νὰ κατακτήσει ὅλες τὶς ἀρετές. Καὶ τόσο πολὺ ξεπέρασε τοὺς πάντες σὲ κεῖνο τὸ μοναστήρι, καθὼς γινόταν δοχεῖο ἀρετῶν, […] ποὺ κάποιοι ἀδελφοὶ τὸν λογάριαζαν ὡς ἕνα τῶν θεοφόρων πατέρων καὶ τὸν τιμοῦσαν, ἐνῶ ἄλλοι ἀπιστοῦσαν ἐντελῶς. Κι ἐκεῖνος ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του χῶμα καὶ στάχτη καὶ βρωμιάρη σκύλο. Ἔτσι ἔλεγε αὐτὸς καὶ κάποτε τὸν ἔστειλαν σὲ ἕνα διακόνημα γιὰ κάποιο χρόνο. Τότε ὁ ἡγούμενος συγκέντρωσε τοὺς πιὸ εὐλαβεῖς ἀδελφούς, κι ἔκαναν τὴν εὐχή, μὲ μεγάλη σκληραγωγία, γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες, σχετικὰ μὲ τὸν ἀδελφὸ Παῦλο, λέγοντας τὰ ἑξῆς: Κύριε, ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ δοῦμε, δεῖξε μας τὸν ἀδελφό μας Παῦλο, σὲ ποιά μέτρα ἄραγε ἔφτασε καὶ ποῦ κατετάγη; Κι ὁ Κύριος κάνοντας τὸ θέλημα ὅσων τὸν φοβοῦνται οἰκονόμησε ὥστε μιὰ νύχτα ποὺ κοιμήθηκαν οἱ ἀδελφοὶ μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἁρπαγοῦν σὲ Παράδεισο ποικίλο καὶ πάντερπνο· καὶ γέμισαν τέτοια εὐωδία καὶ τέρψη ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ χωρέσει σὲ λόγια. Κι ἐνῶ εἴχανε μείνει ἔκπληκτοι αὐτοὶ μὲ τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα, τοὺς φάνηκε ὅτι ἐμφανίστηκε μπροστά τους καὶ ὁ μοναχὸς Παῦλος κι ὅτι προσέπεσε στὰ πόδια τους καὶ τοὺς ἀσπαζότανε ὅλους. Κι ὅπως ρωτοῦσαν θέλοντας νὰ μάθουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ βλέπουν, ἄκουσαν τὸν Παῦλο νὰ τοὺς λέει μὲ πολλὴ ταπείνωση. Ὁ Παράδεισος αὐτὸς εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί, κι ἔγινε γιὰ μᾶς· κι ἐπειδὴ γιὰ χάρη μου, μὲ τὶς προσευχές σας στὸν Θεό, θελήσατε νὰ φτάσετε ὣς ἐδῶ, ἔτσι εἶμαι κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐδῶ. Λοιπὸν χωρὶς φόβο πάρτε ὁ καθένας ἀπὸ ἐδῶ ὅ,τι σᾶς φαίνεται ὅτι ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα καὶ σᾶς εἶναι πιὸ ἐπιθυμητό, καὶ πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ· καὶ στεῖλτε ἄλλον γιὰ τὸ διακόνημα ποὺ μοῦ ἀναθέσατε· ἐμένα πιὰ δὲν θὰ μὲ ξαναδεῖτε. Αὐτοὶ λοιπὸν ἀσπάστηκαν τὸν Παῦλο καὶ πήρανε ἄλλος ἔνα ἄνθος, ἄλλος ἕνα κλαδί, ἄλλος ὡραιότατα φύλλα, ἄλλοι βοτάνια καὶ φύγανε. Καὶ τινάχτηκαν ὅλοι μαζὶ ἀπὸ τὸν ὕπνο κι ἀφοῦ μαζεύτηκαν σὲ ἕνα σημεῖο διηγοῦντο εὐφραινόμενοι καὶ δοξάζοντας τὸν Θεό. Κι ὁ καθένας ἔδειχνε στὸν ἄλλο ὅ,τι πῆρε ἀπὸ κεῖ, κι ἔλεγε ὁ καθένας ὅτι ἔλαβε τὸ τάδε ἀλλὰ δὲν ἔδειχνε τίποτα·

~15~
ἂν καὶ καμμία μυρωδιὰ δὲν εὐωδίαζε πιὰ καθόλου πουθενά. (Μηναῖον Ζ’ Δεκεμβρίου, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Παύλου Μοναχοῦ τοῦ ὑποτακτικοῦ) Μετάφραση Ἄγγελος Καλογερόπουλος ⩷
κι ἄλλος διαβεβαίωνε ὅτι ἀκόμα εἶχε στὰ ρουθούνια του τὴν εὐωδία, ποὺ μὲ τὰ χέρια του ἅδραξε ἀπὸ ἐκεῖ,

ἡμερῶν ἀρχαίων Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γνώριζαν τὸν παπα-Ἀνανία ἀπ’ τὰ νεανικά του χρόνια κι ἄλλοι ποὺ τὸν πλησίασαν λίγο καιρὸ πρὶν τὴν κοίμησή του. Ἀνήκω στοὺς τελευταίους, στοὺς καθυστερημένους. Φίλος καρδιακὸς μὲ ὁδήγησε πρὶν λίγα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστοῦμε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Ἰσαύρων καὶ Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου –μοῦ ἐπεσήμανε– θὰ συμμετείχαμε σὲ μιὰ λειτουργία «χὰρντ ρόκ». Κι ἔτσι στὶς 04:00 τὰ ξημερώματα βρεθήκαμε στὸ

2ου ὀρόφου μιᾶς πολυκατοικίας, ἡ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ὁποίου μὲ ἔστειλε κατ’ εὐθείαν σὲ καθολικὸ ἁγιορείτικης μονῆς. Καὶ πράγματι, ὁ παπα-Ἀνανίας εἶχε ἕναν τρόπο κι ἕνα λόγο ποὺ ἦταν ἱκανὸς νὰ σοῦ μεταδώσουν ἠλεκτρισμὸ ποὺ μποροῦσε νὰ σὲ ἐξακτινώσει σὲ δώματα πρωτόγνωρα. Στηριζόμενος στοὺς παραστάτες τῆς Ὡραίας Πύλης, τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ φορτωμένος ὅλες τὶς ἀρρώστιες στὸ ἐξαϋλωμένο του κορμί, καταβεβλημένος κατάφερνε νὰ μεταλαμπαδεύει στὸ πλήρωμα δύναμη ζωῆς. Εἴτε ἐκεῖ, στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀντρέα στὰ Πετράλωνα, εἴτε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, εἴτε ἀπ’ τὸ ραδιόφωνο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ χάρι καὶ θάρρος συνέδεε τὰ πιὸ ἑτερόκλητα πράγματα, ὅπως τὶς τελευταῖες κατακτήσεις τῆς πυρηνικῆς Φυσικῆς μὲ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους μὲ τὴν σύγχρονη ποίηση καὶ τὴ λαϊκὴ σοφία. Ἦταν ὁ τρόπος τοῦ νὰ πλέκει ἕνα ζείδωρο πνευματικὸ πέπλο ποὺ σκέπαζε ὅλους ὅσους προσέρχονταν νὰ πάρουν δύναμη καὶ εὐλογία. Εὐλογημένοι ὅσοι διασταυρώθηκαν στὴ ζωή τους μ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μὲ τρόπο ἀπερινόητο προσπάθησε νὰ ἀπομακρύνει τὶς σκιὲς ἀπὸ τὰ πρόσωπα καὶ τοὺς

~16~
λεκέδες ἀπὸ τὶς ταραγμένες ψυχές τους. Ὁ Γέροντας μέχρι τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς του δὲν ἔπαυε νὰ τραβάει κοντά του ἀνήσυχους κάθε ἡλικίας, διψασμένους γιὰ τὸ μετά. Δημήτρης Νόλλας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ ΜΝΗΜΗ ΠΑΤΡΟΣ ΑΝΑΝΙΑ ἐμνήσθην
παρεκκλήσι τοῦ

Κάτι βράδυα

καὶ τῆς βροχῆς

τὴν πέτρα μου στὴν ἄσφαλτο θαμμένη

φωνῆς μου τῆς κλειστῆς καὶ τῆς φτωχῆς

καντήλι, λίγο λάδι περιμένει.

Κάτι νύχτες μὲ σκοτάδι μελανιοῦ μὲ τὰ βρῦα τῆς ἀπόγνωσης στὸ σῶμα ἔρχεται μὲ βέλασμα ξεκομμένου ἀρνιοῦ στῆς ψυχῆς μου τοὺς γκρεμνοὺς χαμένο ἀκόμα, * τὸ παιδὶ ριγμένο στὸ σφαγεῖο τοῦ δρόμου. Μὰ σὲ νοιώθω καθισμένο στὸ κελλὶ μὲ τὰ γένηα χιονισμένα καὶ σὲ φῶς πολὺ * νὰ βαστᾶς τὴν πέτρα τὴν δική μου ἐπ’ ὤμου. Καὶ ἡ ματιά σου πεταρίζει γάργαρο φιλί. Σβήνουν πίσσες καὶ καπνοὶ στὴν φεγγοβολή. Δημήτρης Κοσμόπουλος d π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΪΣΤΡΑΛΗΣ ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ

~17~ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
Ἀνάψαμε τὰ κεριά μας στὸ νάρθηκα καὶ σταθήκαμε ἀμήχανοι. Μᾶς ξενάγησε γιὰ λίγο σκυφτός, σχεδὸν σιωπηλός, τὸ πιὸ πολὺ δείχνοντας κι ὕστερα μόνος του προχώρησε στὰ ἐνδότερα ἐκεῖνος. Ὅπως ἔμπαινε, αἴφνης ἕνα κατάλευκο φῶς πανταχόθεν τὸν κυρίως χῶρο τοῦ κατάμεστου ναοῦ ἀγλάϊσε, ποὺ ἄλλαζε διαστάσεις διαρκῶς καὶ πλάταινε ὣς τὸν πέρα αἰώνα. Δὲν ὑπήρχανε πιὰ στασίδια, ἀλλὰ κερκίδες ἑνὸς σταδίου ἀπέραντου! Νοιώθαμε πὼς ὅσοι νήστεψαν γιὰ τὴν ἀγάπη, ὅσοι ἔκλαψαν ταπεινά, ὅσοι μάτωσαν ἀφόρητα, τώρα ὅλοι μ’ ἐνθουσιασμὸ βρίσκονταν ἐκεῖ, μὲ ἀστραφτερὰ ἐνδύματα. Οἱ βιωμένοι ὕμνοι τους ποὺ ἀνέπεμπαν, σὰν ζητωκραυγὲς ἀκούγονταν πρὸς τὸν Ὕψιστο καὶ μὲ τὸ ἄπλετο φῶς τριγύρω γίνονταν ἕνα!
ἐξακολουθούσαμε ἔκθαμβοι νὰ κοιτάζουμε τὰ τελούμενα ἀπ’ τὸν στενό, μισοσκότεινο νάρθηκα. Χωρὶς κανεὶς νὰ μᾶς τὸ πεῖ, ξέραμε πὼς ἡ εἴσοδος ἦταν γιὰ μᾶς ἀπροσπέλαστη. Ἤμασταν οἱ αἰωνίως κατηχούμενοι, μὰ δίχως πιὰ τὶς ψευδαισθήσεις μας… π. Δημήτρης Μαϊστράλης
ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΜΟΥ ΘΑΜΜΕΝΗ Γέροντας Ἀνανίας
τοῦ καπνοῦ
μὲ
τῆς
τὸ
*
ἀφήγηση ὀνείρου εἰς μνήμην τοῦ Πατρὸς Ἀνανία Ὅλα ξεκίνησαν σὰν ἕνα ἁπλὸ προσκύνημα.
Ἐμεῖς

Τέλειωνε ἡ δεκαετία τοῦ ’80, τέλειωνα κι ἐγὼ τὴν Ἀνώτατη Σχολὴ τῶν Καλῶν Τεχνῶν. Ὁ μοντερνισμὸς ἀκάθεκτος, μᾶς ἔσπρωχνε μπροστά: νὰ μοιάσουμε στοὺς ἄλλους, νὰ γίνουμε ἐφάμιλλοι τῶν Εὐρωπαϊκῶν, νὰ μιλήσουμε τὸ διεθνὲς λεξιλόγιο, νὰ πάψουμε πιὰ τὴν ἐσωστρέφεια, ν’ ἀνοιχτοῦμε… ἀπαιτητικὸ τὸ κλίμα ἀλλὰ ξεστράτιζα, μαθήτευα ἀκόμη στὸ πραγματικό, πάσχιζα ν’ ἀποδώσω μιὰ εὐκρινὴ μορφὴ κι ἀναρωτιόμουν τί ‘ναι αὐτὸ ποὺ παριστᾶ ἡ ζωγραφική. Ἀντὶ νὰ ψάξω τὶς νέες τεχνολογίες ἀλήτευα στὸ παρελθόν, χασομεροῦσα σὲ περιφρονημένες τεχνικὲς κι ἀρχαίους τρόπους. Ἦταν καὶ λίγοι ἀκόμη, συντροφιὰ ρευστή, ἐναλλασσόμενη, ἄλλοι φεῦγαν, ἄλλοι ἔρχονταν, ἀμήχανοι, παθιασμένοι, περαστικοί, μόνη μας βεβαιότητα μιὰ ἀόριστη ἀγάπη στὴ χειρωναξία τῆς εἰκόνας. Ἅπλα τοῦ χρόνου, ἔξω ἀκόμη ἀπ’ τὴν ἀγορά, ἀδαεῖς ἀπὸ συμφέροντα, σαλόνια καὶ κυρίαρχες τάσεις, ἀφελεῖς καὶ λίγο ἀθῶοι, βλέπαμε τὸν συρμό, κοιτούσαμε κι ἀλλοῦ. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ πρωτάκουσα καὶ τ’ ὄνομά του, ἀνάμεσα σὲ ἄλλους παραστατικοὺς τῆς φθίνουσας Ἀθηναϊκῆς σχολῆς. Ἄγνωστους στὸ εὐρύτερο κοινό, σεμνοὺς καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀφανεῖς, παρωχημένους κατὰ τὴν τρέχουσα ἀντίληψη τῶν παρατρεχάμενων στοὺς κύκλους τῆς τέχνης. Περιφρονημένοι κι ἀπαξιωμένοι κάποιοι εἶχαν ἤδη ἀποτραβηχτεῖ ἐκτὸς τοῦ ἀναβράζοντος κέντρου. Κρυμμένοι, εἶχαν ἀποδεχτεῖ τὸ περιθώριο τῶν τεκταινομένων, ἀναχωρητές, ἐπιμέναν στὸ λίγο. Ἢ μήπως ἦταν πολύ; Λέγαν γιὰ τὸν Φωκὰ πὼς ἤτανε χριστιανός, ἐγκόσμιος καλόγερος, τὰ εἶχε, λέγαν, παρατήσει κι ἔκανε εἰκόνες πιὰ βυζαντινές, ἀπομονωμένος στὴν Αἴγινα. Δὲν τὸν εἶδα ποτέ μου. Κάποια ἔργα του μόνο εἶχα δεῖ. Καθαρό, στέρεο σχέδιο, γήινα χρώματα, φίνα, μιὰ αἴσθηση ἀκρίβειας δίχως πρωτοτυπίες καὶ κόλπα, ἔμοιαζε ἀχειροποίητη ἡ χειρωναξία του κι εἶχε ἕνα φῶς ὑποβλητικὸ ἡ ζωγραφική του. Ἀκτινοβολεῖ μέσα φῶς αὐτὴ ἡ σεμνόχρωμη κλίμακα καὶ λάμπει μιὰ ἁπλότητα φορτωμένη ἀπὸ λεπτομέρειες μιᾶς ἥσυχης καθημερινότητας, λίγο παλαιϊκή, λίγο λαϊκή, ἀλλὰ περήφανη καὶ ἀρχοντικὰ ἀποδοσμένη ἐν δόξῃ καὶ σιωπῇ. Μιὰ αἴσθηση ταπεινοῦ μεγαλείου μοῦ ἀπόμεινε. Τὸ 1992 τὸ Πνευματικὸ Καλλιτεχνικὸ Κέντρο Ὥρα ἔκλεινε, ὁ Δῆμος Ἀθηναίων ζητοῦσε τὸ κτίριο γιὰ ἰδιοχρησία, θὰ ἔκανε ἐκεῖ δημοτικὴ αἴθουσα ἐκθέσεων, ποτὲ

καὶ τὸν Ἀνδρέα Φωκά. Ἡ Νίτσα κρατοῦσε στὴ μνήμη της ὀνόματα, διευθύνσεις, τηλέφωνα. Τοῦ τηλεφώνησα ἀπόγευμα, ἀπάντησε. Ἄρχισα νὰ τοῦ μιλῶ γιὰ τὴν ἔκθεση, μὲ ἔκοψε: -Παιδί μου, ἐγὼ εἶμαι ἀλλοῦ τώρα πιά, δὲν ἐκθέτω, πᾶνε χρόνια πολλά, ἔχω φύγει. Ἐπέμενα, τοῦ ἐξήγησα τὴν κατάσταση. - …θὰ εἶναι μεγάλη τιμὴ τὸ ὄνομά σας, τελευταία ἔκθεση στὸν χῶρο ποὺ ἐκθέτατε. -Πάει κι ὁ Ἀσαντούρ, πάει κι ἡ Ὥρα μαζί του, μοῦ εἶπε. Τί μπορῶ νὰ κάνω; -Ἕνα ἔργο σας, ὅ,τι θέλετε, νὰ ἐκτεθεῖ γιὰ τὴν τιμὴ τῆς Ὥρας καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων της, τοῦ ζήτησα.

~18~
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ ΜΝΗΜΗ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ
δὲν πρόκοψε. Ὀργανώσαμε μαζὶ μὲ τὸν Χρόνη Μπότσογλου μιὰ τελευταία ἔκθεση. «Τιμῆς ἕνεκεν» στὸν Ἀσαντοὺρ Μπαχαριὰν ποὺ εἶχε φύγει. Στὰ καρφιὰ τῶν τοίχων ἀπέναντι ἀπ’ τὸ βλέμμα τοῦ θεατῆ κρεμασμένα μὲ κόκκινη κλωστὴ καρτελάκια μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἑκατοντάδων ἐκθετῶν ποὺ εἶχαν φιλοξενηθεῖ τὰ 25 χρόνια λειτουργίας καὶ χαμηλὰ στὸ πάτωμα ἀκουμπισμένα ἔργα κάποιων ἀπ’ αὐτούς. Εἶχα ἀναλάβει νὰ εἰδοποιήσω μεταξὺ ἄλλων

-Δὲν ζωγραφίζω παιδί μου, ἄλλα κάνω τώρα ἐγώ, εἶμαι μακριά… τί νὰ πῶ; Ἀλλά… μιᾶς καὶ μπαίνετε σὲ τέτοιον κόπο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ θὰ κοιτάξω κάτι νὰ βρῶ ἀπὸ παλιότερα. Ἂν βρῶ κάτι θὰ σᾶς τὸ στείλω! Κάτι θὰ βρῶ!

Ἔνιωθα ὅτι τὸ πάλευε στὸ μυαλό του.

-Μπορῶ νά ‘ρθω νὰ τὸ πάρω ἐγώ, μὴ σᾶς βάλω σὲ κόπο, βιάστηκα νὰ τοῦ πῶ μπὰς καὶ πήγαινα στὴν Αἴγινα ὁ ἴδιος νὰ τὸν γνωρίσω, νὰ δῶ. Ἀρνήθηκε. Εἶχε μιὰ γλυκύτητα ἀπόμακρη ἡ φωνή του καὶ μιὰ δοτικότητα παρ’ ὅλη τὴν ἄρνηση καὶ τὸν διασταγμό. -Ὄχι, ὄχι. Θὰ τὸ στείλω στὴν Ὥρα ἐγώ. Μὴν ἀνησυχεῖτε. Θὰ βρῶ τρόπο. Καλὸ βράδυ, παιδί μου! Μὲ τὸ καλὸ νὰ γίνουν ὅλα, μὲ τὸ καλό! Ἔτσι κι ἕγιναν ὅλα! Ἦρθε τὸ ἔργο, ὡραῖο, μᾶς τίμησε, τὸ θυμᾶμαι

~19~
στὸ πρῶτο δωμάτιο δίπλα στοῦ Γιώργη Μανουσάκη καὶ τοῦ Ἀνδρέα Βουρλούμη, πουλήθηκε ἀπ’ τὴν ἀρχή, ἐξεπλήρωσε τὸν σκοπό του. Ὅσο κι ἂν ξιπάστηκα ἀργότερα μὲ τὴν ἔπαρση καὶ τὶς φιλοδοξίες τῶν καιρῶν, κρατάω ἀκόμα στὸν νοῦ μου τὴν εὔνοια αὐτῆς τῆς συνομιλίας καὶ ἕνα φῶς μυστικὸ κρυμμένο στὴ φωνὴ καὶ στὰ ἔργα του. Δύσκολο φῶς ἡ ἁπλότητα, θέλει ἀπάρνηση, πίστη, ὑπομονὴ καὶ προσήλωση … μεγάλο κατόρθωμα! Καστέλλα, 2.10.21 Χρῆστος Μποκόρος

εἶναι νὰ πάρω μιὰ εἰκόνα καὶ νὰ τοὺς τὴ δείξω καὶ νὰ τοὺς πῶ νά, αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα. Καὶ θὰ διάλεγα μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας κυρίως, καὶ θὰ ἔλεγα ὅτι, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Χριστὸς εἶπε αὐτὰ καὶ αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε καμιὰ ἀντίληψη γιὰ τὸ πῶς ἦταν ὁ Χριστός. Λοιπὸν νά, αὐτὴ ἡ εἰκόνα δείχνει πῶς ἦταν ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ εἶναι πολὺ καλὴ εἰκόνα, ὄχι καμιὰ δευτερεύουσα εἰκόνα. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν Παναγία. Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔρχεται στὸ μυαλό, λόγῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση. Τί θὰ πεῖ τὸν ἔκανε κατ’ εἰκόνα; Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ἔτσι εἶστε κι ἐσεῖς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔλεγα στοὺς μαθητές, κοιτάξτε νὰ μοιάσετε καὶ στὸν Θεό. Κάτι τέτοιο θὰ ἔλεγα. ❖ Παίζει ρόλο ἡ εἰκόνα σήμερα στὴ ζωή μας; Ποιά εἶναι ἡ σημασία τῆς εἰκόνας γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ; Πῶς ἀκοῦς, ἂς ποῦμε, ἕνα τροπάριο στὴν ἐκκλησία καὶ σὲ φέρνει κοντά στὸν Θεό, τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ εἰκόνα καὶ ἡ εἰκόνα τὸ κάνει ἀκόμα πιὸ πολύ. Σὲ φέρνει κοντὰ στὸν Χριστό, ἢ σοῦ δείχνει τὸν δρόμο. Γι’ αὐτὸ πρέπει ἡ εἰκόνα νὰ εἶναι εἰκόνα, νὰ μὴν εἶναι καρικατούρα. Ὅταν δεῖς τὸ βλέμμα τῆς Παναγίας σὲ μιὰ εἰκόνα καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ ἁγνότητα, καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ ἀγαθότητα, μόνο μὲ τὸ βλέμμα καὶ δὲν τὸ ἑρμηνεύεις λογικά. Αὐτὸ ὑποβάλλεται καὶ δὲν ἐξηγεῖται λογικά. Ὑποβάλλεται. Καὶ ἡ μεγάλη ἀξία τῶν εἰκόνων εἶναι ὅτι μιλᾶνε διὰ τῆς ὑποβολῆς καὶ ὄχι διὰ τῆς λογικῆς. Γι’ αὐτὸ ἔχει σημασία ἡ εἰκόνα. Ἔχει σημασία δηλαδὴ νὰ εἶναι εἰκόνα. Βλέπεις, αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα δὲν εἶναι εἰκόνες. Λέγονται εἰκόνες, ἀλλὰ εἰκόνες δὲν εἶναι, γιατὶ δὲν σοῦ μεταδίδουν αὐτὸ τὸ πράγμα. ❖ Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει μιὰ εἰκόνα καλὴ ἢ κακή; Κατ’ ἀρχὴν τὸ κεφάλαιο ζωγραφικὴ δὲν ἐξηγεῖται μὲ λόγια. Οὔτε κἂν ἡ κοσμικὴ ζωγραφικὴ δὲν ἐξηγεῖται μὲ λόγια. Ἂν μποροῦσε νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ λόγια δὲν

~20~ ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΩΚΑΣ «Η ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ» Ἀποσπάσματα ἀπὸ συνέντευξη στὸν π. ΓΕΝΝΑΔΙΟ ΔΕΜΕΡΤΖΗ* ❖ Ἂν ἐρχόσουν μιὰ μέρα μαζί μου στὸ σχολεῖο καὶ σὲ ρωτοῦσαν τὰ παιδιὰ τί εἶναι ἡ εἰκόνα, τί θὰ τοὺς ἔλεγες; Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ ἔκανα
σ’ τὸ πῶ. Ἂν ἐξηγεῖται… […] ❖ Γιὰ σένα τί σημαίνει ζωγραφική; Ἡ ζωγραφικὴ γιὰ μένα εἶναι, πῶς νὰ τὸ πῶ, τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ζωῆς μου, τί ἄλλο νὰ σοῦ πῶ; Ἀπὸ μιὰ μεριὰ εἶναι ἡ ἴδια μου ἡ ζωή. Ἂν φανταστῶ ὅτι κάποιος ἔχει τὴ δύναμη νὰ μοῦ ἀπαγορεύσει νὰ ζωγραφίσω, πραγματικὰ δὲν θὰ ἤξερα τί νὰ κάνω. Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι θὰ ἐρχόμουν σὲ ἀπόγνωση. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ μπορῶ νὰ πῶ. Ἐπίσης νὰ πῶ ὅτι τὴν ὥρα ποὺ ζωγραφίζω δὲν ἔχω πλήρη συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ μου. Δὲν ξέρω νὰ σοῦ πῶ. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶναι σὰ νὰ ὑπεισέρχονται -δὲν θέλω νὰ ὑπονοηθεῖ ὅτι * Δημοσιεύουμε ἐδῶ ἀποσπάσματα ἀπὸ συνέντευξη ποὺ πῆρε ὁ π. Γεννάδιος Δεμερτζῆς ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα Φωκὰ στὸ σπίτι τοῦ ζωγράφου στὴν Αἴγινα τὸ 2019. Μὲ ἐπιμέλεια τοῦ π. Γενναδίου Δεμερτζῆ κυκλοφορεῖ καὶ τὸ βιβλίο: Ἀνδρέα Φωκᾶ, Ἡ χαμένη ἑνότητα τῶν πραγμάτων, Ἁρμός, 2001
θὰ ὑπῆρχε. Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο αὐτοεξηγεῖται, πῶς νὰ

ἐπεμβαίνει ὁ Θεὸς στὴ δημιουργία- ἀλλὰ πάντως ἐπεμβαίνουν ἐξωγενῆ στοιχεῖα. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ζωγραφίζω ἕνα μάτι, αὐτὸ τὸ μάτι θὰ δώσει κάτι ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου. Πρὶν τὸ κάνω οὔτε ποὺ ξέρω πῶς θὰ τὸ κάνω. Ὑπάρχει ἕνα στάδιο ἄγνοιας -σὲ μένα τουλάχιστον- καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄγνοια γίνεται κάτι. Κι ὅταν εἶναι σωστό, λέω, ἄ! ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὅμως δὲν εἶναι σωστό, ἐπιμένω καὶ τὸ ξανακάνω, καὶ τὸ ξανακάνω, ὥστε κάποια στιγμὴ νὰ πῶ, αὐτὸ εἶναι σωστό. […] ❖ Πᾶμε πίσω στὴν κουβέντα γιὰ τὶς εἰκόνες, γιὰ τὴν Κρητικὴ Σχολή, γιὰ τὴν Μακεδονική, πές μου λίγο, ξεχώρισέ τα. Τί νὰ σοῦ πῶ, εἶναι γνωστὰ αὐτά, ἄλλη ἀντίληψη τοῦ φωτός, τί ἄλλο νὰ σοῦ πῶ; Ἡ Κρητικὴ Σχολὴ μεταχειρίζεται πολὺ τὴν τονικὴ ἀξία, δηλαδὴ τὸ μαῦρο-ἄσπρο. Τὸ σκοῦρο καὶ τὸ ἀνοιχτό. Τὸ κιαροσκοῦρο ποὺ ἔλεγαν οἱ Ἰταλοί. Ἡ Μακεδονικὴ σχολὴ πολὺ λιγότερο καὶ πολὺ περισσότερο τὶς χρωματικὲς διαφορές. Παραδείγματος χάριν, ὅταν κάνει μιὰ σκιὰ πράσινη ἕνας Μακεδόνας ζωγράφος, ὁ Πανσέληνος, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Ἀστραπᾶς, ἢ ὁ ὁποιοσδήποτε τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς, αὐτὸ τὸ πράσινο καὶ αὐτὸ τὸ ρόζ, ἢ ἡ ὤχρα ποὺ θὰ βάλει δίπλα στὸ φῶς, ἐὰν τὸ πράσινο εἶναι ἡ σκιά, ἐὰν τὸ τραβήξεις σὲ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία θὰ ἔχει ἐλάχιστη διαφορά. Δὲν θὰ ὑπάρχει τὸ χρῶμα. Ἐνῶ ἐὰν δοῦμε τὸ ἀντίστοιχο στὴν Κρητικὴ σχολὴ θὰ ὑπάρχει πολὺ ἔντονη διαφορά. Αὐτὸ λέγεται τόνος. Ὑπάρχει ὁ τόνος καὶ ὑπάρχει ἡ τονικὴ καὶ ἡ χρωματικὴ διαφορά. Ἡ τονικὴ διαφορὰ εἶναι τὸ σκοῦρο ἀνοιχτό. Ἡ Κρητικὴ σχολὴ ἡ ὁποία εἶναι στὴ νότιο Ἑλλάδα ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀντίθεση φωτὸς-σκιᾶς, ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἔντονη ἀντίθεση φωτὸς-σκιᾶς. Ἡ Μακεδονικὴ ποὺ τὸ φῶς εἶναι πιὸ ἥπιο, πιὸ ἁπαλό, ἔχει χρωματικὴ διαφορά. Ἐγὼ θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν στὸ Παρίσι, ποὺ καμιὰ φορὰ ἔπαιρνα μαζί μου γιὰ κάποιον λόγο ἕναν πίνακα ποὺ εἶχα φτιάξει στὴν Ἀθήνα καὶ ὅταν τὸν κοιτοῦσα

~21~
στὸ Παρίσι μοῦ φαινόταν
Ὅταν
καὶ τὸ ἔφερνα ἐδῶ
Ἑλλάδα
τὸ κοιτοῦσα ἐδῶ, τὰ χρώματα μοῦ φαινόταν ὅτι φωνάζανε, ὅτι ἦταν πολὺ ἔντονα. Βλέπεις ὅτι τὸ φυσικὸ φῶς παίζει κι αὐτὸ μεγάλο ρόλο, διότι ὑλικὸ πράγμα εἶναι ἡ ζωγραφική, ἄλλο ὅτι μεταφέρει ἄλλα μηνύματα, ἀλλὰ εἶναι ὑλικὸ πράγμα καὶ πληρώνεται ἀπὸ τὶς ὑλικὲς διαφορές. ❖ Γιατὶ εἶπες νωρίτερα ὅτι γιὰ νὰ κάνεις εἰκόνα πρέπει νὰ ξέρεις ζωγραφική; Ὁ κάθε ζωγράφος θὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς σοῦ ἔχει δώσει αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερη εὐαισθησία ποὺ μπορεῖς νὰ καταλαβαίνεις… Τί εἶναι ἀναλογία; Ποιός θὰ σοῦ τὸ διδάξει αὐτὸ τὸ πράγμα; Μπορεῖ νὰ σοῦ ποῦν ἕνα σωρὸ πράγματα, ἀλλὰ ἂν δὲν ἔχεις γεννηθεῖ μὲ αὐτὸ τὸ προνόμιο νὰ καταλαβαίνεις τί εἶναι ἡ ἀναλογία, ὅτι καὶ νὰ σοῦ ποῦν δὲν θὰ μάθεις, δὲν μπορεῖς νὰ τὸ μάθεις. ❖ Δὲν διδάσκεται; Ὣς ἕνα πολὺ μεγάλο βαθμὸ δὲν διδάσκεται. Μπορεῖ κάτι λίγο νὰ σοῦ μάθουν, ὅπως καὶ τὸ χρῶμα. Τί θὰ
ἄχρωμος.
ἔφτιαχνα κάτι στὸ Παρίσι
στὴν
καὶ

ἁρμονία χρωματική; Πρέπει νὰ σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς ἀρχικὰ αὐτὸ ποὺ λέμε ταλέντο. Κάποιο ταλέντο, μικρὸ ἢ μεγάλο, δὲν ἔχει σημασία, ἀλλὰ κάτι νὰ σοῦ δώσει. Καὶ ἂν σ’ τὸ ἔχει δώσει αὐτό, τότε καταπιάνεσαι καὶ μὲ τὴν κοσμικὴ ζωγραφική, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εἰκονογραφία. Δυστυχῶς, αὐτὸ ἔχει ἀγνοηθεῖ καὶ βλέπεις οὐσιαστικὰ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τὴν εἰκονογραφία, ἀγνοοῦν αὐτὸ τὸ φυσικὸ ταλέντο. Καὶ πρῶτος καὶ καλύτερος ποὺ φταίει γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ Κόντογλου. Ἂν καὶ ὁ Κόντογλου ὁ ἴδιος εἶχε πολὺ ταλέντο. Ἦταν πολὺ ταλαντοῦχος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα δίδασκε ἦταν σὰ νὰ σοῦ ἔλεγε ὅτι φτάνει νὰ μάθεις μία φόρμουλα, μία ρετσέτα, ὅπως μαθαίνεις νὰ φτιάχνεις ἕνα φαΐ, καὶ φτιάχνεις μιὰ εἰκόνα. ❖ Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Γιατὶ ἔτσι νόμιζε. Ἦταν στενοκέφαλος ὁ Κόντογλου. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι σωστά, διότι τὰ παίρνει ἀπὸ Πατέρες, ἀλλὰ ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν ἕναν φανατισμὸ ποὺ λές, μὰ αὐτὸ

βυζαντινὴ ἁγιογραφία στὸ Παρίσι. Αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ σ’ τὰ διδάξει ὅλα.

αὐτό; Τώρα μὲ κάνεις νὰ βγάζω λόγους… Κοίταξε νὰ δεῖς, στὸ Παρίσι, ὅταν ἦταν ὁ Κόντογλου, ὑπῆρχε μιὰ γενικότερη τάση στοὺς διανοούμενους γιὰ μιὰ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες. Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν γοτθικὲς ρίζες, ἦταν μιὰ ἐπιστροφὴ στὴ γοτθικὴ ἀρχιτεκτονική, κ.ο.κ Μέσα σ’αὐτὴ τὴ γενικὴ τάση ὁ Κόντογλου ἄρχισε νὰ διερωτᾶται, γιὰ βάστα, ποιές εἶναι οἱ ρίζες οἱ δικές μου; Εἶχε δὲ καὶ ἕναν θεῖο ὁ ὁποῖος ἦταν μικρασιάτης ἱερομόναχος καὶ αὐτὸς τοῦ ἄφηνε μνῆμες καὶ βάσει αὐτοῦ καὶ βάσει τοῦ γενικότερου κλίματος στὸ Παρίσι ἄρχισε νὰ ψάχνει τὰ βυζαντινὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ, μετὰ ποὺ γύρισε στὴν Ἑλλάδα, γυρνοῦσε στὰ μοναστήρια, στοὺς ναούς, ἀντέγραφε πολὺ τὶς βυζαντινὲς εἰκόνες κλπ. Δὲν ἦταν μόνο τὰ βυζαντινά, ἦταν καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ ἔκανε ἕνα συνδυασμὸ τῶν δύο, θαύμαζε, καὶ πολὺ μάλιστα, τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. ❖ Πῆγε καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος; Στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶχε πάει πολλὲς φορές. Μάλιστα εἶχε πάει καὶ μὲ τὸν Τσαρούχη μιὰ φορά. Τί ἄλλο μὲ ρώτησες; ❖ Σὲ ρώτησα, ποιά ἦταν ἡ συμβολὴ τοῦ Κόντογλου στὸ νὰ γυρίσουν

~22~
πεῖ
ἔκανε καὶ μὲ τὶς διδαχές του -ἔτσι ἀρτηριοσκληρωτικὸς ὅπως ἦταν- ἐπηρέασε ὅλους αὐτοὺς τοὺς θρησκευάμενους ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τότε καὶ οἱ μοναχοὶ στὸ Ἄγιο Ὄρος ἄρχισαν νὰ προσπαθοῦν νὰ ζωγραφίζουν βυζαντινά. Ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα. ❖ Μετὰ τὸν Κόντογλου ἔγινε αὐτό; Μετὰ τὸν Κόντογλου, ναί. Κυρίως, τουλάχιστον ἀπ’ ὅσο ξέρω, μετὰ τὸν Κόντογλου. Καὶ πρῶτος καὶ καλύτερος ἦταν ὁ Τσαρούχης. Ὅταν ἔβλεπες ἔργα τοῦ Τσαρούχη, ὅταν ἦταν μαθητὴς τοῦ Κόντογλου, δὲν μποροῦσες νὰ διακρίνεις ὅτι ἦταν τοῦ Τσαρούχη. ❖ Καταλαβαίνω τί μοῦ λές. Ποῦ ὀφείλεται αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη σου, ποὺ δὲν ὑπάρχει σήμερα ἐξέλιξη; Τί νὰ σοῦ πῶ, δὲν ξέρω γιατί. Νομίζω ὅτι ὅλη ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἔχει ξεπέσει, δὲν εἶναι μόνο οἱ εἰκόνες. Οἱ εἰκόνες εἶναι ἁπλούστατα μιὰ ἐκδήλωση, διότι ἄκου νὰ δεῖς, ἡ ζωγραφικὴ πάντα ἦταν ἕνας καθρέφτης τῆς ἐποχῆς της. Ὄχι, μόνο ἡ βυζαντινὴ ἀλλὰ καὶ ἡ εὐρωπαϊκή. Ἡ εὐρωπαϊκὴ ζωγραφικὴ ὅπως ἐξελίσ-
εἶναι Ὀρθοδοξία; Εἶναι μιὰ στενομυαλιὰ φοβερή. ❖ Ὅμως καταλάβαινε τὸ λάθος τῆς δυτικῆς εἰκονογραφίας…
Κόντογλου ἔμαθε τὴ
❖ Τί σημαίνει
ἀπὸ τὴν δυτικὴ ζωγραφικὴ στὴ βυζαντινή.
Κόντογλου μὲ αὐτὰ ποὺ

σεται εἶναι κάθε φορὰ μιὰ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Π.χ., ὅταν σὲ μιὰ εὐρωπαϊκὴ ζωγραφικὴ βλέπεις αὐτὰ τὰ ὡραῖα γυμνὰ κλπ, βλέπεις ὅτι εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν βασιλέων τῆς Γαλλίας. Ὅταν βλέπεις τοὺς ἰμπρεσιονιστές, βλέπεις ὅτι εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς ἀστικῆς τάξεως, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνεβαίνει ἡ ἀστικὴ τάξη μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Καὶ ἡ βυζαντινὴ ζωγραφική, δὲν μιλάω γιὰ σήμερα, μιλάω γιὰ τὴν παλιά, εἶναι μιὰ ἐκδήλωση τῆς πίστης τῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὅταν βλέπεις τὸν Πανσέληνο, βλέπεις τὴν ἐπίδραση τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συνδέονται αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν εἶναι τὸ ἕνα ἄσχετο μὲ τὸ ἄλλο. Μετὰ ὅταν βλέπεις ἔργα τῆς Κρητικῆς Σχολῆς, βλέπεις ὅλους αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατέβει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη φέρνοντας τὴν πίστη μαζί τους. Καὶ εἶχαν ἀναπτύξει ἕναν κλάδο τῆς Παλαιολογείου ἐποχῆς, γιατὶ ἡ Παλαιολόγειος ἐποχὴ ἔχει δυὸ κλάδους. Ἕνας ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπόγονος τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς καὶ ἕνας ποὺ εἶναι πρόδρομος τῆς Κρητικῆς Σχολῆς. Τώρα, τί νὰ πεῖς γιὰ τὴν σημερινὴ ἐποχή; Δὲν ξέρω… Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ σημερινὴ ἐποχὴ δὲν βγάζει ἁγίους. Ἔχει βγάλει Ἁγίους. Μακάρι νὰ ἦταν, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Βλέπεις τὸ χάλι τῆς Ἑλλάδος. Πάρε ὅλους αὐτοὺς τοὺς λαϊκοὺς ποὺ τοὺς βλέπεις καθημερινὰ στὴν ἐκκλησία, ποὺ τοὺς ἐξομολογεῖς κλπ, τί ἐπίπεδο ἔχουν, ποιό εἶναι τὸ ἐπίπεδό τους; Δὲν θέλω νὰ μοῦ μιλήσεις γιὰ πρόσωπα, μίλησε γενικά. Τὸ ἐπίπεδό τους δὲν εἶναι χαμηλό; Ὄχι, πές μου… […] Ἕνα πράγμα, νομίζω, ὅτι εἶναι σχεδὸν βέβαιο. Ὅτι τὸ καλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι οἱ Ἅγιοι. Καὶ τὸ καλύτερο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος εἶναι νὰ πλησιάσει τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο. Τώρα, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δὲν ξέρω –καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο φοβᾶμαι ὅτι ὑπάρχει μεγάλη παρεξήγηση- εἶναι πῶς σταθμίζεται τὸ ἔργο ἑνὸς καλλιτέχνη σὲ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα. Μόνο ὁ Μπερντιάγεφ τόλμησε καὶ κάτι εἶπε γι’ αὐτό. Δηλαδή, εἶπε ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν ἁγιότητα, ὑπάρχει καὶ ἡ δημιουργία. Καὶ ἡ δημιουργία εἶναι μιὰ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔδωσε ἔτσι ἕνα πεδίο τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε. Δὲν ὑπάρχει στοὺς παλιοὺς πατέρες καὶ δὲν ὑπῆρχε μέχρι τὸν 20ο αἰώνα. Ὁ Μπερντιάγεφ ἄνοιξε αὐτὴ τὴν πόρτα καὶ ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴν δημιουργικότητα, ὅτι εἶναι, πῶς νὰ σοῦ πῶ, εἶναι μιὰ ἰδιότητα καὶ μίμηση θεϊκή. Τώρα, πόσο ἀλήθεια εἶναι δὲν ξέρω. Ἀλλὰ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἕνας πιστός, τέλος πάντων, λέει αὐτὸ τὸ πράγμα. Δὲν ξέρω… καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση πῶς ἀπὸ τοὺς παλιοὺς εἰκονογράφους κανένας δὲν εἶναι ἅγιος, ἀπὸ ὅσους ξέρουμε τουλάχιστον. Οὔτε ὁ Πανσέληνος, οὔτε ὁ Θεοφάνης, οὔτε κανένας ἄλλος.

~23~

τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸ ἔργο του. Στὴν εἰκόνα τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης νεομάρτυρος Ἀλεξάνδρου τοῦ δερβίση, ποὺ ἱστόρησε μὲ τὴν τεχνικὴ τῆς ἐγκαυστικῆς καὶ μοῦ τὴν χάρισε μιὰ χρονιὰ ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου στὶς 26 Μαΐου, δὲν ἤθελε νὰ βάλει τὸ ὄνομά του κάτω ἀπὸ τὸ ἔργο, ὅπως δὲν ἤθελε νὰ τὸ βάλει καὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες ποὺ ἱστοροῦ-

~24~ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ (1928-2021) d Ὅταν τοῦ προτάθηκε νὰ ἱστορήσει τὶς εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴν ὁδὸ Αἰόλου, ἀντικαθιστώντας τὶς ρωσικῆς τεχνοτροπίας μὲ «δυτικίζουσες» ἀποχρώσεις εἰκόνες μὲ «βυζαντινές», ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸ ἔργο, μὲ τὴν σκέψη πὼς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀλλάξει αὐτὸς εἰκόνες ποὺ εἶχαν προσκυνήσει καὶ ἀσπαστεῖ χιλιάδες χιλιάδων ἄνθρωποι. Πὼς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκμηδενίσει διαμιᾶς τὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς ἀναρίθμητων ἀνθρώπων. […] Ἀλλὰ εἰδικὰ στὸ Βυζάντιο καὶ εἰδικότερα στὸν Πανσέληνο,
κανεὶς ὅτι ἡ ζωγραφικὴ αὐτὴ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἀχειροποίητη». «Ἀχειροποίητες» εἶχε χαρακτηρίσει
και σκηνογράφος Νίκος Στεφάνου, σὲ μιὰ
σε.
«ὑπερταπεινοφροσύνης»,
βάλει τὰ ἀρχικά του στὸ πίσω μέρος τῆς εἰκόνας. […] Ὁ Ἀνδρέας Φωκᾶς πίστευε πὼς ἡ βυζαντινὴ τέχνη ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐκφραστεῖ μέσῳ τῆς ζωγραφικῆς, τοῦτο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἐὰν δὲν ὑπεισέλθει στὸν κόσμο τῆς λατρείας. Τότε μόνον ἠ ζωγραφικὴ γίνεται ἡ τέχνη τῆς σιωπῆς, ὅπου δὲν κυριαρχοῦν οἱ ἐκφάνσεις τοῦ ἀτομικοῦ ταλάντου ἀλλὰ ὁ ἄφραστος και πολύρρυτος αἶνος. Ἀλεξανδρος Κοσματόπουλος, «Ἕνα στεφάνι γιὰ τὸν Ἀνδρεα Φωκᾶ», πηγή:
τὸ ἐπίτευγμα εἶναι σὲ βαθμὸ ἐξαιρετικὰ ὑψηλό, τόσο ὥστε ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ μὴ δυσκολεύεται νὰ πεῖ
τὶς εὶκόνες τοῦ Ἀνδρέα Φωκᾶ ὁ ζωγράφος
συζήτησή μας γύρω ἀπὸ
Ὅμως γιὰ νὰ μὴν περιπέσει σὲ ἔπαρση μέσῳ μιᾶς
δέχτηκε νὰ
https://antifono.gr/27104-2/

Τρέκλιζε. Προχωροῦσε ἀνάμεσα στὰ πτώματα χιλιάδων ἐτῶν. Εἶχε ὑπάρξει γεωργός, ἰχνηλάτης, δολοφόνος καὶ σωτήρας, νομὰς καὶ ριζωμένος. Στὰ μάτια του καθρεπτίζονταν τὰ κουφάρια τῶν καιρῶν, μὲ κάθε βῆμα. Ἡ ἀνάσα του ἀντηχοῦσε τὰ πάθη τοῦ ἔρωτα καὶ ἡ ψυχή του ἀκουγόταν νὰ ἀλυχτᾶ μέσα ἀπὸ τὰ στήθη του, ἀπὸ τὰ βάθη κράζοντας τὶς μουσικὲς τῆς ἐμπειρίας καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Δὲν τὰ χωροῦσε ὅλα αὐτά, δὲν τ’ ἄντεχε. Γεννημένος στὸν Παράδεισο, στὴ θαλπωρὴ τῆς συνύπαρξης καὶ τῆς ἀδιαμφισβήτητης ἀγάπης, δὲν εἶχε φανταστεῖ πόσο μικρὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ καρδιά. Στὸ χτύπο της, κάθε στιγμὴ ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους μέσα ἀπὸ μικρές, ματωμένες ὀπὲς τὰ ρόδα καὶ τὰ ἀγκάθια, γεννήματα τοῦ ἀμετανόητου χωρισμοῦ: ἡ ἀνείπωτη συγγνώμη, ἡ γύμνια, ἡ ντροπή, ἡ μοναξιά, ἡ ἀνάμνηση, ὁ νόστος καὶ τὸ ἄλγος του. Τρέκλιζε. Τὰ χέρια του ἔτριβαν ἐπίμονα τὸν κρόταφό του, ἐκεῖ ποὺ πρωτοσφηνώθηκε ὁ λογισμὸς τῆς ἄρνησης. Ἐκεῖ ποὺ χτυπήθηκε ἡ ἀγάπη μὲ μέσα ὕπουλα, καὶ ποτίστηκε τὸ παράσιτο τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ τῆς Πτώσης, ἡ ἐλπίδα τῆς Συγχώρεσης. Δὲν τὰ χωροῦσε ὅλα αὐτά. Ἡ αἴσθηση δὲ χωροῦσε τὸν πόνο καὶ τὴ χαρά, ὁ ἔρωτας δὲ χωροῦσε τὴν ἀπουσία καὶ τὴν παρουσία, τὸ μυαλὸ δὲ χωροῦσε τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἐλπίδα, ἡ ζωὴ δὲ χωροῦσε τὴ θνητότητα καὶ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ψυχὴ πάσχιζε μὲς στὴν καρδιὰ νὰ τὰ χωρέσει. Τρέκλιζε, ἀλλὰ προχωροῦσε. Κάθε βῆμα του τὸν ἔφερνε μπροστὰ στὸ παράλογο τόλμημα, σὲ μία κίνηση ἐπαιτείας καὶ ταπείνωσης. Προχωροῦσε, ἀφήνοντας πίσω του τὰ ἀχνάρια χιλιάδων ζωῶν, μόνο γιὰ νὰ πατήσει ἐπάνω στὰ ἑπόμενα, ποὺ ἀλύπητα θὰ φέρναν νέες ἐμπειρίες, νέες χαρὲς καὶ νέες λύπες, ποὺ θὰ ζητοῦσαν λίγο ἀκόμη χῶρο μέσα του. Λίγο ἀκόμη χῶρο ποὺ δὲν εἶχε. Δὲν τὰ χωροῦσε ὅλα αὐτά. Στὸ τελευταῖο του βῆμα, στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα, ἐκεῖ στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Κήπου, τὴν πόρτα ποὺ τοῦ θύμιζε τὴ διαύγεια τῆς καθαρῆς ψυχῆς, τὴ ζωὴ γεμάτη μοιρασιὰ καὶ ἀλληλοπεριχώρηση, τὴ ζωὴ ποὺ χάθηκε. Ἐκεῖ στεκόταν ἕνα πλῆθος χερουβείμ, καὶ ἕνα πύρινο ξίφος ποὺ τοῦ ἔφραζε τὸ δρόμο. Σὲ μία ἀπέλπιδα στιγμή, μὲ ἁπλωμένο τὸ χέρι ποὺ χιλιάδες χρόνια μετὰ θὰ καρφωνόταν στὸ σταυρό, ὁ Ἄνθρωπος ζήτησε μία ἀνάπαυλα ἀπὸ τὸν ἀμείλικτο ἀγώνα τῆς καρδιᾶς του νὰ χωρέσει τὸ Πᾶν. Κι ἐκεῖ στὶς παρυφὲς τοῦ Παραδείσου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δώρισε στὸν ἄνθρωπο ἕναν ἀκόμη δρόμο γιὰ νὰ ἀντέχει ἡ καρδιὰ τὰ βάρη της. Ἐκεῖ στὶς παρυφὲς τοῦ Παραδείσου, φύτεψε ὁ Θεός στὸν Ἄνθρωπο ἕναν ἀκόμη σπόρο καὶ τοῦ τὸ εἶπε καθαρά: «Αὐτὸν νὰ τὸν κλαδεύεις μὲ τοὺς πόνους,

~25~ ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΠΟΡΟΣ
τον μὲ τὸν πλησίον νὰ σᾶς ἑνώνει. Καὶ ἂν εἶσαι μόνος, πάλι νὰ μὴ φοβηθεῖς. Θὰ γίνει δάκρυα νὰ ποτίσει τὴ γῆ σου. Μὰ μέχρι νὰ ξαναγεννοῦμε ἕνα, θά ‘ναι γιὰ σένα πάντα μυστικὴ ἡ ρίζα του, καὶ ἡ ἀγάπη σου γιὰ τοῦτον ἀκόρεστη γιατὶ θὰ σοῦ θυμίζει Ἐμένα. Μιὰ τελευταία χάρη θὰ σοῦ κάνω. Νὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα ποὺ θές». Καὶ εἶπε ὁ Ἄνθρωπος σηκώνοντας τὰ μάτια: «Ἐδῶ ἐνώπιόν σου, τὸ σπόρο αὐτὸν τόνε βαφτίζω Τέχνη». Γιῶργος Γιαννακόπουλος
νὰ τὸν ποτίζεις μὲ τὶς ἄφατες χαρές, κι ὅταν πληθύνει καὶ γεμίσει τὰ μέσα σου, μὴ φοβηθεῖς. Μοιράσου

Ἡ προθήκη τοῦ μαγαζιοῦ ἦταν κάλεσμα γι’ αὐτόν: χάρτες, πυξίδες, κυάλια, γκραβοῦρες μὲ ἐκεῖνα τὰ ἰστιοφόρα, μὲ τὶς πανύψηλες καμινάδες. Καθὼς πέρναγε τὴν εἴσοδο, ἀκούστηκε τὸ καμπανάκι. Ὁ ὑπεύθυνος ἔδειχνε σὲ μιὰ ἡλιοκαμένη μὲ ξέχειλο στῆθος, εὑρήματα τοῦ βυθοῦ, ὅπως βεβαίωνε, ἀμφορεῖς μὲ κρασὶ αἰώνων, ποὺ βρέθηκε ἀνέπαφο σὲ τριήρεις. Μόλις τὸν εἶδε, φώναξε, ἔλα ἀμέσως κάτω, καὶ ἀπὸ τὸ πατάρι ἔσκυψε ἕνα κορίτσι, καμιὰ δωδεκαριὰ χρονῶ, ποὺ κατέβηκε βιαστικά, ἕτοιμη νὰ τοῦ δώσει διαφημιστικὰ φυλλάδια, μαζὶ μὲ τὸ ἔντυπο προ-επιβίβασης, ὅπως ἔκανε, ἀπὸ κεκτημένη ταχύτητα, μὲ ὅλους τοὺς ξένους: μήπως προσφάτως παρουσιάσατε ξαφνικὰ πυρετό; ἀνοσμία; δυσγευσία; Ὄχι, ἐξήγησε αὐτός, δὲν τὸν ἐνδιέφεραν οἱ περιηγήσεις στοὺς Παξούς, οὔτε τὰ γαλαζοπράσινα νερὰ τῶν θαλασσινῶν σπηλιῶν, μήτε θὰ περπάταγε τὴν λωρίδα μὲ τὴν ρόδινη ἄμμο στὴν Μπέλλα Βράκα, μόνο γύρευε πληροφορίες γιὰ τὴν ναυμαχία στὰ Σύβοτα, μιὰ ποὺ πέρναγε ἀπὸ τὴν Θεσπρωτία. Οἱ ἱστορίες στὸν κάτω ὄροφο, εἶπε βαριεστημένα τὸ ἀφεντικό, κι ἔκανε νεῦμα στὸ κορίτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει, μὰ ἐκεῖνο, μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ βαρεμάρα τῶν ἐφήβων, ποὺ τόνιζαν καὶ τὰ σπιθουράκια στὰ δροσερά της μάγουλα, ἀρκέστηκε νὰ ἀνοίξει μιὰ πόρτα, πατώντας τὸν διακόπτη τοῦ ἠλεκτρικοῦ. Φῶς πλημμύρισε τὸν χῶρο κάτω, καὶ ἀναθάρρησε, καθὼς εἶδε ράφια φορτωμένα μὲ βιβλία. Κατέβηκε τὰ στιφογυριστὰ σκαλιά, διψασμένος γιὰ νἄβρει ὅλο καὶ περισσότερες λεπτομέρειες κι ἄρχισε νὰ ψάχνει τὶς ράχες τῶν βιβλίων. Ἐντύπωση τοῦ ἔκανε ἡ εὐταξία: βέλη σὲ ὁδηγοῦσαν σὲ ἱστορικὲς περιόδους, χαρτογραφήματα, ὥσπου στάθηκε στὴν ποθητὴ ἔνδειξη: πρὸ τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Σὲ πλαίσιο μὲ καλλιγραφημένα γράμματα, ποὺ τὰ εἶχε ὡραιοποιήσει ὁ χρόνος, διάβασε: Ἐστρατοπεδεύσαντο ἐν μιᾷ τῶν νήσων αἵ καλοῦνται Σύβοτα. Ἔστι δὲ Σύβοτα τῆς Θεσπρωτίας λιμὴν ἐρῆμος (σσ. ὁ τόνος στὸ ἦτα). Τροπαῖον (σσ. ὁ τόνος στὸ ἄλφα γιώτα), ἔνθα καὶ ἔστησαν ἐν τοῖς ἐν τῇ ἡπείρῳ Συβότοις […] ( 433 π. Χ., Θουκυδίδης). «Τροπαῖον», διάβασε, ἦταν σύμβολο νίκης μὲ λάφυρα ἐχθρῶν, ποὺ τὰ ἔβαζαν πάνω σὲ δέντρα, ἢ ξύλινους στύλους, σχηματίζοντας μνημεῖο «τροπῆς εἰς φυγήν». Ἀντιμαχόμενοι στόλοι: Ἀθήνα καὶ Κέρκυρα (120 τριήρεις), Κόρινθος καὶ σύμμαχοι (150 τριήρεις). «Ἡ μὲν οὖν ναυμαχία ... ἐτελεύτα εἰς δύσιν

μὰ κι ἐκεῖνο, σὰ νά ‘θελε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὰ κεκρυμμένα, φανέρωσε στὰ ἔκθαμβα μάτια του, μιὰ σειρὰ μὲ κυλίνδρους, ποὺ ξεδιπλώνοντάς τους δὲν προλάβαινε νὰ φωτογραφίζει μὲ τὸ κινητό του θησαυρούς, ποὺ τοὺς ἀνέσυρε ἡ σαγήνη τοῦ ὡσεὶ παρόντος, παρελθόντος χρόνου - ὅταν ξαφνικά, στὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ εἶδε τὴν ἀπειλητικὴ προειδοποίηση:

~26~ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΣΩΝΗΣ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΥΓΗΣ
ἡλίου» - κι ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς ἀφορμὲς γιὰ τὸ ξέσπασμα τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου.
ναυμαχία, καὶ οἱ Κορίνθιοι καὶ οἱ Κερκυραῖοι ἔστησαν τρόπαια, πιστεύοντας πὼς ὁ καθένας τους ἦταν ὁ νικητής - ἂν καὶ ἡ Κόρινθος ὑποχώρησε, ἀφοῦ συνέλεξε τοὺς νεκρούς της. Ναί, ἐδῶ, στὰ κύματα αὐτά, στὴν εὐλίμενο Θεσπρωτία. Μὲ τὶς τριήρεις, ἄλλες βουλιαγμένες, ἄλλες νὰ φυλᾶνε στὰ ἀμπάρια τους μέσα σὲ ἀμφορεῖς, τὸν οἶνο ἀμετάβλητο. Ζαλισμένος κάπως, πλέοντας σὲ ὠκεανὸ ἀγαπημένο (καθὼς κάθε γραφτό, ἤτανε γι’ αὐτὸν καταφυγὴ καὶ βακτηρία ποὺ τὸν
ἔρριξε κάτω ἕνα βιβλιότουβλο,
αὐτὰ τὰ βάσανα,
τῶν ὀλιγοσέλιδων,
Μετὰ τὴν
στήριζε)
ὅπως περιγελᾶν
οἱ λάτρεις

«Μηδενικὴ ἰσχύς. Ἡ μπαταρία σας εἶναι ἄδεια. Τὸ τηλέφωνό σας θὰ ἀπενεργοποιηθεῖ σὲ 30 δευτερόλεπτα».

Καί, δίχως φορτιστὴ μαζί του, ἦταν τώρα διπλὰ μόνος.

Τὸν παρηγόρησαν ὅμως κάτι λεξικὰ ποὺ τὸν περιστοίχιζαν. «...ποιό λεξικὸ νὰ διαλέξω ἐπίτομα, πολύτομα/ μὲ φιοριτοῦρες χρυσὲς κι ἀργυρές …»* Καὶ σὲ ἄλλο ράφι ἄτλαντες στὴ σειρά: Φυτολογίας τοῦ Ταρσέως Διοσκουρίδη, Κοσμογραφίας, μὲ σχέδια τοῦ Ντα-Βίντσι, Ἀνατομικῆς τοῦ Σομπόττα –τὸν καθήλωσαν οἱ πλαστικὲς παραστάσεις: κεφαλή, λαιμός, ἄνω ἄκρο, κορμός, σπλάχνα, κάτω ἄκρο... Μετά, ἀγγίζοντας τὶς μικρογραφίες σὲ ἕνα εἰλητάριο μὲ τοὺς Πραξαποστόλους, εἶχε τόσο μαγευτεῖ ἀπὸ τὴν δρόσο τοῦ πνεύματος, ὅταν μὲ ἕνα κοφτὸ ἦχο, εἶδε νὰ κλείνει, ὅπως γδαρμένη λαμαρίνα σὲ μάντρα, ἡ πόρτα στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, ποὺ μ’ ἕνα τελειωτικὸ συριγμό, σφηνώθηκε στὸ κούφωμα. Ἀνέβηκε τρέχοντας, μὰ ὅλα κλειστά, οὔτε μιὰ χαραμάδα, ἄρχισε νὰ βαρᾶ μὲ τὰ χέρια, μὲ κλωτσιές, εἶναι μέσα κανείς; Εἶναι κανεὶς μέσα; Μὰ σὰ νὰ τσουλούσανε ἔπιπλα γιὰ νὰ τὸν ἀμπαρώσουν ἀκόμα καλύτερα πίσω ἀπὸ τὴν ἀδιαπέραστη ἐκείνη φραγή. Κατέβηκε κάτω, καὶ βάλθηκε νὰ βηματίζει στὴν περίμετρο τοῦ χώρου, μὴν καὶ ἔβρει κάποια διέξοδο, μόνο ἕνα φεγγίτη πρόσεξε, μὲ κάγκελα στὸ τζαμάκι του, σὰ βέλη μπηγμένα στὸ στενὸ παραπέτο. Στὸ βάθος ξέκρινε κάτι σὰν ἀποθηκούλα, πῆγε μὲ τρόμο, μὰ καὶ μὲ λαχτάρα, ποὺ τοῦ ἔδινε μιὰ ἀόριστη ἐλπίδα, καὶ τραβώντας ἕνα κουρτινάκι, εἶδε μιὰ λεκάνη χωρὶς νιπτήρα. Ἀπὸ τὸ καζανάκι -ἐκεῖνα μὲ τὴν ἀλυσίδα ποὺ κρέμεται- ἔτρεχε ἕνα φαιοκίτρινο ρυάκι στὸ μάρμαρο τῆς λεκάνης. Ἡ δίψα του ποὺ τὸν κυρίευε δὲν ἦταν, τό ‘νιωθε, μόνο ἀπὸ νερό, ἤτανε δίψα ἀέρος. Καὶ θυμήθηκε ποὺ εἶχε κάποτε διαβάσει, πὼς ἄπληστοι πλοιοκτῆτες, ὅταν σκηνοθετούσανε ναυάγια, βουλιάζοντας κάθε τόσο κι ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸν στόλο τους, γιὰ νὰ παίρνουν ὅσο πιὸ πολλὰ ἀσφάλιστρα, κλείδωναν μέσα σὲ μιὰ καμπίνα ἕναν ἄπραγο ναύτη –γιατὶ χωρὶς θανατικό, δὲν ἀναγνωρίζανε οἱ ἑταιρεῖες τὶς διεκδικήσεις λόγῳ πνιγμοῦ. Τόλμησε κι ἔβαλε τὸ δάχτυλό του στὸ ἄχρωμο πιὰ ρυάκι τῆς λεκάνης, ἔβρεξε τὰ φρυγμένα του χείλη, καὶ ἀποκαμωμένος, ἔρριξε τὸ βλέμμα του στὸ δάπεδο: ἀπὸ μιὰ ρωγμὴ στὸ τσιμέντο, εἶδε νὰ προβάλλει μιὰ ὑποψία καρβουνιασμένων φύλλων, κι ἀνάμεσά τους ... – πῶς δὲν τό ‘χε δεῖ; Ἐσεῖς ποὺ διαβάζετε αὐτὲς τὶς ἀράδες, τί λέτε νὰ εἶδε; Ἄτλαντες; Σχέδια καὶ ἄξονες προσανατολισμοῦ; Μὰ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τόμους, λέξεις κι εἰκόνες δὲν σώζουν, ἀφοῦ ὅσο καὶ νὰ βυθίζεσαι στὶς σελίδες τους, τὰ μυστικὰ τῆς σιωπῆς δὲν τὰ ἐννοεῖς. Ὅσο πιὸ πολλὰ σοῦ λένε, μοιάζουν μ’ ἐκεῖνες τὶς νόθες κι ἀσύντακτες πλευρές, ποὺ δὲν συνδέονται ὅπως οἱ ἑφτὰ οἱ πρῶτες καὶ οἱ γνήσιες πλευρὲς μὲ τὸ πλατὺ τὸ στέρνο - αὐτὸ, ποὺ ὅπως διάβαζε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸν Σομπόττα, «ὁμοιάζει μὲ ρωμαϊκὸν ξίφος καὶ κρύπτει τὴν καρδίαν». Ἴσως ἔνας μονάχα ἄτλαντας, ὅπως ὀνομάζεται ὁ πρῶτος σπόνδυλος τοῦ αὐχένα, ποὺ τὴν σπονδυλική μας στήλη διακρατεῖ μὲ τοῦ κρανίου τὴν βάση, ἴσως αὐτὸς νὰ βοηθοῦσε γιὰ νὰ δεῖ

~27~
τὴν «τροπὴν εἰς φυγήν». Μ’ αὐτὸν τὸν σπόνδυλο, ποὺ λέγεται καὶ ἐπιστροφεύς, εἶχε σηκώσει ψηλὰ τὸ κεφάλι καὶ εἶχε δεῖ, πρoτοῦ περάσει μέσα στὴν θολωτή αὐτὴν σπηλιά, στὴν ταμπέλα τοῦ μαγαζιοῦ τὴν ἐπιγραφή, δίπλα ἀπὸ μιὰ ζωγραφισμένη ἀπόχη: «Είδη ναυσιπλοΐας- Ἡ σωστικὴ λέμβος» Γιάννης Πατσώνης *Ο στίχοι τοῦ Ἀντ. Παπαβασιλείου.

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Ἂν ἤξερες καλὰ σὰν ἀνεβαίνεις

τὴν πίκρα ποὺ θὰ νοιώσεις ὅταν κατεβεῖς ἂν ἤξερες καλὰ γιὰ ποῦ πηγαίνεις

καὶ τί μπροστὰ στὴν διάβα σου θὰ βρεῖς.

Τὸν κόσμο πὼς θὰ ἔβλεπες ν’ ἀλλάζει

καὶ τὴν χαρὰ μαζὶ μὲ λύπη νὰ γευτεῖς

τὴν τύχη ὅπως ἔρχεται νὰ φεύγει

κι ἐσὺ χωρὶς ἐπιλογὴ ν’ ἀκολουθεῖς.

Τὰ γεγονότα νά ‘ρχονται, νὰ φεύγουν

καὶ νὰ μπερδεύεις τὸ παρὸν μὲ παρελθὸν

μὲς στὴν ζωὴ χίλιους ἀγῶνες νὰ παλεύεις

καὶ νά ’σαι ἐκεῖ πάντα παρὼν ποτὲ ἀπών.

Καὶ ν’ ἀτενίζεις μὲ πεποίθηση τὸ μέλλον

ὅπως καὶ νά ’ναι νὰ γροικᾶς τὸ ποθητὸν ὅσο κρατήσει ὣς ποῦ φθάσει τὸ εὐκταῖον

μὲ γοητεία, μὲ μαγεία ὅ,τι εἶν’ γραφτόν.

Ἡ διαδρομὴ φθάνει στὸ τέλος ὅπως ἀρχίζει κι ἐσὺ τὸν χρόνο τόνε χάνεις, εἶσαι ἀπὼν σὲ ἄλλη ἀρχὴ τώρα περνᾶς καὶ φτερουγίζεις σὲ ἕνα μέλλον ποὺ εἶναι ὅμως καὶ παρόν.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ Μ’ ἀρέσει ὁ κόσμος ὅπως εἶναι καὶ νὰ περνάω ὅπως μπορῶ. Ἡ πολυκατοικία καὶ ἡ μεγάλη πόλη ἡ ρύπανση καὶ τὸ μετρό. Μ’ ἀρέσει ὁ κόσμος κι ἡ κυκλοφορία οἱ φωνές, τὰ κλάξον καὶ οἱ μηχανὲς μὲ βουητὸ νὰ διασχίζουνε τοὺς δρόμους καὶ νὰ κρατᾶνε τὶς ἰδέες ζωντανές. Τετράγωνα ὁλόκληρα γύρω κλεισμένα καὶ μέσα κουρνιασμένοι οἱ ἀστοὶ μπροστὰ στὴν τηλεόραση ἁπλωμένοι νὰ βγαίνουν μὲ τὴ φαντασία στὴ ζωή. Τὸ βράδυ μιὰ βόλτα μὲς στὸ δρόμο νὰ τρέχουν ξεχαρβαλωμένα τὰ ὀτὸ στὶς ντισκοτέκ, νὰ ξημερώνονται οἱ νέοι καὶ στὴ δουλειά νὰ εἶναι πάλι στὶς ὀκτώ. Ν’ ἀλλάξει ἡ ζωὴ σὲ κάθε χρόνο. Τὸ νέο πιὰ νὰ γίνεται παλιὸ κι ὅλοι μαζὶ νὰ τρέχουνε στὸ μέλλον. Τὸ μέλλον ὅποιο μέλλον εἶναι αὐτὸ. Παναγιώτης Κόλλιας

~28~
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΛΛΙΑΣ ΣΤΙΧΟΙ

15/10/2014

Πολὺ πιάτο ἡ Ἀμερική, ἔλεγε ὁ παππούς μου. Ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ πῶ: πολὺ πιάτο καὶ ἡ Γερμανία. Δὲν τὰ πλένω ἐγὼ ὅπως ὁ παπποὺς τότε, στὸ Ἀμέρικα. Τὰ πλένει τὸ πλυντήριο πιάτων. Ἐγὼ τὰ ξεπλένω νὰ μὴν ἔχουν ἀποφάγια καὶ τὰ βάζω μέσα. Κι ἂν πέσει πολλὴ δουλειά, ὅπως χθὲς βράδυ, πλένω καὶ ἐγὼ καὶ τὸ πλυντήριο. Καλὴ εἶσαι, θὰ σὲ κρατήσω, μοῦ εἶπε τὸ ἀφεντικό, ἕνας Λαζογερμανὸς τρίτης γενιᾶς μὲ τρία ἑστιατόρια στὴν πόλη, κι ἕνα καφενεῖο- μπάρ- χαρτοπαιχτικὴ λέσχη. Μούρη ὁ ἀφεντικός. Μὲ κοίταξε μὲ ἕνα βλέμμα… Δὲν τοὺς ξέρω ‘γώ; Τρία καλοκαίρια σὲ κοσμικὰ μπὶτς μπὰρ ποὺ τὰ βράδια μεταμορφώνονταν σὲ ὅ,τι ἤθελες. Δὲ βαριέσαι. Δουλειὰ νὰ ὑπάρχει. Κι ἐκείνη ἡ μάνα μου μέρες ἔχει νὰ μὲ πάρει. Μᾶς παράτησες, μοῦ εἶπε. Ἐγὼ σᾶς παράτησα, ρὲ μάνα; Ἐμένα μὲ ἔχει παρατήσει τὸ σύμπαν! Ἄει στὰ κομμάτια, τί τὰ θυμᾶμαι; Πάω νὰ βρῶ τὸν Λάκη. 17/10/2014 Δὲ σήκωνε πολλὲς κουβέντες ἀπόψε ὁ Λάκης. Θὰ ἔχασε πάλι χθὲς βράδυ στὰ χαρτιά. Ρὲ βλαμμένο, τί πᾶς καὶ κάνεις, ἀφοῦ δὲ σοῦ κάθεται, τί τὸ ζορίζεις; ἤθελα νὰ τοῦ πῶ. Ἀλλὰ δὲν εἶπα κουβέντα. 25/10/2014 Ἄντε, τέλος καὶ γιὰ ἀπόψε. Gute Νacht! Πᾶμε τώρα νὰ ἰσιώσουμε τὸ ταλαίπωρο τὸ κορμάκι μας, κουκουλωμένο στὶς παλιοφόρμες. Αὐτὸ τὸ κορμάκι ποὺ τὸ ἔβλεπαν μὲ μπικίνι κάτι λιγούρηδες σὰν τὸ ἀφεντικὸ καὶ τοὺς ἔτρεχαν τὰ σάλια. Τώρα τέρμα ὅλα αὐτά. Μπορεῖ νὰ πήζω ὅλη μέρα στὸ πιάτο, ἀλλὰ δὲν ἔχω τὰ ζόρια τῆς Ρούλας. Πάει αὐτή. Βούτηξε στὰ βαθιά. Θὰ ξαναβγεῖ ἄραγε; Μωρέ, πιάτο καὶ πάλι πιάτο! Ἄχ, βρὲ Ρουλάκι. Ἤθελες μεγαλεῖα, μερσεντὲς καὶ κότερα. Ἔτσι παίρνεις τὴν εἴσοδο γιὰ τὰ κότερα, Ρούλα; 30/10/2014 Ψιλοβρέχει πάλι. Ἔχουν πέσει καὶ τὰ φύλλα, ὄμορφο φθινόπωρο ἔχει ἐδῶ. Μ’ ἀρέσει αὐτὴ ἡ μελαγχολία του. Καὶ ὁ ἦχος ποὺ κάνουν τὰ φύλλα ὅταν περπατᾶς πάνω τους. Ρέ, μπὰς

κι ἐγώ, ἀπὸ βαρεμάρα ὄχι τίποτα ἄλλο, πιάσαμε κουβέντα. Ἑλληνίδα, τοῦ λέω. Τουρκία, μοῦ λέει. Μισὰ ἀγγλικά, μισὰ γερμανικά, λίγα τουρκικὰ ἀνακατεμένα μὲ ἑλληνικά, φάση εἶχε. Μετὰ τὸ πῆρε σχοινὶ κορδόνι ὁ τύπος. Κάθε βράδυ ἐδῶ. 5/11/2014 Ἀπόψε εἶχε παρέα. Ἕνα τσοῦρμο μαυριδεροὶ ὅλων τῶν ἀποχρώσεων. Μὲ πλησίασε. «Γκουτενάχτ», τοῦ λέω καὶ κάνω νὰ μπῶ. Ἔκανε τὸν μουτρωμένο. Μὲ ἔπιασε ἀπ’ τὸ μπράτσο. Τραβιέμαι καὶ βάζω τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα. «Κάτσε λίγο, ὄμορφη ἑλληνίδα, νὰ μιλήσουμε» λέει. «Ἄσε», τοῦ λέω, «νυστάζω». Μᾶς πλησιάζει ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα. Ἀρχίζει κι αὐτὸς τὰ «φρόιλαιν, γκρίκ, μπιούτιφουλ». Κάνω νὰ μπῶ καὶ μὲ ἁρπάζουν δυὸ χέρια. « Ἔ, τί κάνετε ρὲ σεῖς; Οὒστ ἀπὸ δῶ! Ἀφῆστε με! Ἀφῆστε με σᾶς λέω! Βοήθεια! Χίλφε! Χίλφε!»

~29~ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΠΟΛΥ ΠΙΑΤΟ
καὶ δὲν τὸ ξέρω;
Ὄχι,
Κάθε βράδυ ἐδῶ,
ἀπὸ
μου. Τὶς πρῶτες φορὲς δὲν μιλοῦσε, μόνο μὲ κοίταζε. Μετὰ ἄρχισαν τὰ «φροϊλάιν». Ἕνα βράδυ ἔκατσα
καὶ ἔχω στόφα γιὰ ποιήτρια
1/11/2014
ρὲ φίλε!
ἔξω
τὴν πολυκατοικία

Χθὲς τὸ βράδυ στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα κοντὰ στὴν πλατεία Μπόρζικπλατς τοῦ Ντόρτμουντ, τέσσερις νεαροί, δύο ἀπὸ τὸ Πακιστάν, ἕνας Ἀφγανὸς καὶ ἕνας Σύριος, ἐπιτέθηκαν σὲ μία εἰκοσιπεντάχρονη νεαρὴ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ εἰκοσιπεντάχρονη ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴ δουλειά της σὲ γειτονικὸ ἑστιατόριο ὅταν δέχτηκε ἐπίθεση. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀστυνομία ἡ νεαρὴ κατόρθωσε νὰ διαφύγει χάρη στὴν ἐμπλοκὴ τοῦ πέμπτου τῆς παρέας, ἑνὸς εἰκοσιεπτάχρονου ἀπὸ τὴν Τουρκία. Ἡ νέα γυναίκα ποὺ βρίσκεται σὲ κατάσταση σόκ, νοσηλεύεται μὲ ἐκδορὲς καὶ μώλωπες. Οἱ τέσσερις νεαροὶ συνελήφθησαν καὶ κρατοῦνται. Ὁ νεαρὸς Τοῦρκος νοσηλεύεται σὲ κρίσιμη κατάσταση μετὰ ἀπὸ δύο μαχαιριὲς ποὺ δέχτηκε στὴν προσπάθειά του νὰ ἐλευθερώσει τὴν κοπέλα.

Dortmunder Allgemeine Zeitung 10/12/2014 Τὸ κράτησα τὸ ἀπόκομμα… Ἔμεινα μιὰ βδομάδα μέσα. Μετὰ μὲ ἔστειλαν σὲ ψυχολόγο. Κοινωνικὸ κράτος, ρὲ φίλε, αὐτὰ εἶναι. Δέκα συνεδρίες. Καὶ ἄδεια ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἕνα μήνα. Ἐξηγήθηκε σπαθὶ ὁ ἀφεντικός, κάτσε νὰ συνέλθεις, μοῦ λέει, δὲν χάνονται τὰ πιάτα. Στρώθηκα κι ἐγὼ καὶ διάβαζα Γερμανικά. 25/1/2015 Κάθε πρωὶ πήγαινα καὶ ἔβλεπα καὶ τὸν Χασάν. Ἔμεινε καιρὸ μέσα, ἀλλὰ τὸν συνεφέρανε. Μετὰ πήγαινα καὶ τὸν ἔβλεπα στὸ σπίτι του, τοῦ μαγείρευα, τὸν φρόντιζα, εἶχα εὐθύνη, γιὰ μένα βρέθηκε μαχαιρωμένος. Ὅταν ἄρχισε νὰ περπατάει μὲ πλησίασε κι ἀλλιῶς. Εἶναι καλὸ παιδί. Γίναμε ζευγάρι. 13/5/2015 Κι αὐτὴ ἡ ἄνοιξη δὲν λέει νὰ ἔρθει. Κρῦο καὶ βροχὲς κάθε μέρα… 2/6/2015 Ὁ μόνος ποὺ κατάλαβε κάτι ἦταν ὁ ἀφεντικός. Κόβει τὸ μάτι του. Τελευταία καρφώνει τὸ βλέμμα του πάνω μου καὶ ἂν βρεθοῦμε οἱ δυό μας μὲ ρωτάει: «εἶσαι καλά;». Τί τὰ θες; Και τί νὰ τοῦ πῶ; 30/6/2015

«Σχόλασες», μοῦ λέει προχθές. «Τί; Ὄχι, ἔχω ἀκόμα, δὲν βλέπεις τί γίνεται;»

«Ἔφυγες» μοῦ λέει. Πάει φέρνει τὸ μπουφάν μου καὶ μοῦ δίνει στὰ χέρια ἕνα μάτσο λεφτὰ καὶ ἕνα πάκο χαρτιά.

«Τί εἶναι αὐτά;» τοῦ λέω. Μὲ παίρνει παράμερα.

«Ἄκου, μικρή, ἐμένα δὲ μὲ ξεγελᾶς. Τά ‘φτιαξες μὲ τὸν Χασὰν γιατὶ σὲ γλίτωσε. Δὲ λέω, μπράβο του καὶ πάλι μπράβο του. Ἄξιος νὰ φοράει παντελόνια, ὄχι σὰν τὰ ρεμάλια ποὺ σοῦ ἐπιτέθηκαν. Ἀλλὰ ἔχει φύγει τὸ γέλιο ἀπὸ τὰ χείλη σου, κοριτσάκι μου. Δὲ σοῦ φέρεται καλά, αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο σίγουρο. Τί σοῦ κάνει; Σὲ ζορίζει; Ζηλεύει; Σὲ χτυπάει, τὸ τσογλάνι;» εἶχε φουντώσει.

~30~

σὲ Σχολὴ Νηπιαγωγῶν. Μὴ γελᾶς. Εἶναι ἐπιδοτούμενη ἐπιμόρφωση, ὑπάρχει ἔλλειψη. Μὴν τὸ σκεφτεῖς καθόλου. Αὔριο πᾶς στὴ γραμματεία τῆς Σχολῆς. Κατάλαβες τί σοῦ λέω;». «Νένα, ἀπολύεσαι!» φώναξε καὶ
«Νένα, ἄκου, σήκω φύγε! Ἀξίζεις πολὺ περισσότερα ἀπὸ ἕναν ὁποιοδήποτε Χασάν, Φρὶτς ἢ Λάκη. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπόλυσή σου, ἡ πληρωμὴ καὶ ἡ ἀποζημίωση. Ἀνάμεσα θὰ βρεῖς μιὰ αἴτηση γιὰ ἐγγραφὴ
μοῦ γύρισε τὴν πλάτη. 3/9/2019 Κάθομαι στὴν αὐλὴ τοῦ νηπιαγωγείου βλέποντας τὰ πιτσιρίκια νὰ παίζουν. Πίστευα ὅτι ἡ νύχτα ποὺ μὲ σημάδεψε ἦταν ἡ νύχτα τῆς ἐπίθεσης. Τώρα ξέρω, ἦταν ἡ νύχτα τῆς ἀπόλυσης. Εὐαγγελία Παπαθανασίου

Τὰ ποιήματα ἔχουν τὸ καθένα τὸ δικό του ὕφος. Ὅλα ὅμως μαζὶ ἔχουν τὸ ὕφος τοῦ ποιητῆ τους. * Ἄλλο εἶναι ἡ ποιητικὴ διάθεση κι ἄλλο ἡ ἔμπνευση, ὅπως τὴ λένε. Ἡ ποιητικὴ διάθεση ἔρχεται πρώτη, συνήθως ὅταν ἔχεις μόλις γνωρίσει κάτι καινούργιο, ποὺ σοῦ ἄρεσε, ἕνα νέο κόσμο, ἕνα πρόσωπο, ἕνα τοπίο, μιὰ ἐμπειρία, ὅπως ὁ ἐρωτευμένος ἔνα καινούργιο πρόσωπο που θ’ ἀγαπήσει. Ἡ ἔμπνευση ἔρχεται μετὰ ἔχοντας πιὰ νὰ πεῖ κάτι. * Ἡ ποίηση δὲν διδάσκεται. Οἱ ποιητὲς διδάσκονται. * Ἡ μορφὴ εἶναι ἡ γέννηση τοῦ ποιήματος. Τὸ περιεχόμενο εἶναι ἡ ἀνατροφή του.

~31~ ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ
ΜΙΚΡΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
* Τὸ ποίημα εἶναι σὰ μιὰ κοινωνία. Ὁ ὀρθὸς στίχος μέσα του εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Ὁ ὑπερβάλλων εἶναι ἡ ἀγάπη. Χρῆστος Ἀναγνωστόπουλος

ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (Σελίδες ἡμερολογίου) Τετάρτη, 27 Ἰανουαρίου 1988 ΚΑΘΟΜΟΥΝΑ στὸ «Πάρκο Ἐλευθερίας» κι ἔπινα οὖζα. Στεναχωρεμένος. Εἶχα ραντεβοὺ μὲ Νίκο Φωκὰ καὶ Μόσχο. Τὸν Μιχάλη Μόσχο θὰ τὸν ἔβλεπα γιὰ πρώτη φορά. Ἦταν περίπου ὅπως τὸν φανταζόμουνα. Μᾶλλον παχύς. Τὸ καλὸ παιδί. Κουβεντιάσαμε γιὰ τὸν Λάρκιν, καὶ κυρίως τὴ δουλειὰ ποὺ θὰ μοῦ ἑτοιμάσει ὁ Μόσχος. Μιὰ μετάφραση, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ ρωσομαθοῦς Λαιμοῦ, σειρᾶς ποιημάτων τοῦ Ἰωσὴφ Μπρόντσκι. Θὰ προηγηθεῖ μιὰ μικρὴ εἰσαγωγή, καὶ μετὰ τὰ ποιήματα (μᾶλλον) μιὰ ἐπιλογὴ ἀπὸ σκέψεις του καὶ ἀπόψεις γιὰ διάφορα θέματα... Ἄν, ἐντωμεταξύ, δεῖ ὁ Μόσχος τὸν Μπρόντσκι, θὰ τοῦ ζητήσει καὶ μιὰ συνέντευξη γιὰ τὸ «Πλανόδιον». Συζητήσαμε γιὰ τὴν σκοπιμότητα καὶ τὸ εἶδος τέτοιων παρουσιάσεων. Τὸν Φωκὰ τὸν ἐνοχλεῖ πάντα τὸ πρωτοσέλιδο, κι εἶναι χαρακτηριστικό, ὅταν ὁ Μόσχος πρότεινε νὰ βάλουμε φωτογραφία τοῦ Μπρόντσκι, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Σέλλεϋ, εἶπε «ὄχι, καλύτερα ὄχι φωτογραφίες», κι ἀναφέρθηκε στὸ «Δέντρο» καὶ τὴ «Λέξη» ποὺ γεμίζουν τὶς [2182] σελίδες τους φωτογραφίες. Μοῦ εἶπε πὼς εἶχε πιὸ πρίν, συναντήσει καὶ τὸν Φωστιέρη, ἀλλὰ δὲν μιλᾶνε. Τὸν ρώτησα γιατί. Μοῦ ‘πε πὼς δὲν εἶναι γιατὶ τάχα τὸ κείμενό του μπῆκε τρίτο, ἀλλὰ γιατὶ τὸν ξεγέλασαν σ’ ἕνα ἀφιέρωμα πού ‘χαν ἀποφασίσει ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὸν Ἄθω Δημουλᾶ. Στόχος τοῦ Φωκᾶ ἦταν νὰ βγεῖ τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ ὅσο ζοῦσε ὁ Ἄθως, νὰ πάρει κάποια χαρά... Ἀντ’ αὐτοῦ ἡ «Λέξη» ἔβγαλε ἀφιέρωμα στὸν Καραγάτση (ἐκτίμησαν, φαίνεται —εἶπε ὁ Φωκᾶς— πὼς ἕνα ἀφιέρωμα στὸν Δημουλᾶ «δὲν θὰ τραβοῦσε») καὶ τὸ κείμενό του γιὰ τὸν Ἄθω μπῆκε μὲ τὴν συνηθισμένη ὕλη... Κάπως ἦρθε ἡ κουβέντα στὴν Ἀχμάτοβα. Ὁ Νίκος εἶπε πὼς παρακολούθησε, ὅταν ἦταν στὴν Ἀγγλία, μιὰ διάλεξή της στὴν Ὀξφόρδη. «Μιὰ μεγαλειώδης πλύστρα», τέτοια ἐντύπωση τοῦ ἔκανε. Μᾶς εἶπε πῶς γνώρισε καὶ τὸν Ἔλιοτ. Εἶχε πάρει ὁ Σεφέρης τὸ Νόμπελ καὶ κρίνανε καλὸ νὰ τοῦ πάρουνε μιὰ συνέντευξη – παρὰ ποὺ ξέρανε, βέβαια, πὼς ὁ Ἔλιοτ πολὺ δύσκολα ἔδινε συνεντεύξεις. Ξεκίνησαν λοιπὸν φορτωμένοι ἕνα τεράστιο (ἕνεκα ἐποχῆς) μαγνητόφωνο κι ἔφτασαν ἀπροειδοποίητοι —ἑλληνικῷ τῷ τρόπῳ, ὅπως τὸ χαρακτήρισε— στὴν Ράσσελ σκουέαρ, ὅπου ἔμενε ὁ Ἔλιοτ. Ἡ γραμματέας του τοὺς εἶπε πὼς ὁ Ἔλιοτ δὲν ἔδινε συνεντεύξεις, ἀλλὰ αὐτοὶ ἐπιμείνανε λέγοντας καὶ περὶ τίνος πρόκειται. Ἔτσι δέχτηκε, βρῆκε μάλιστα καὶ τὶς ἐρωτήσεις «καταπληκτικὲς»

~32~ ΓΙΑΝΝΗΣ
—τὶς ζήτησε μάλιστα γραπτές— γιατὶ θὰ τοῦ δίνανε τὴν εὐκαιρία νὰ πεῖ [2183] διάφορα πράγματα κλπ. Στὴ συνέντευξη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ συζήτηση ποὺ ἔγινε μετά, τὸν ἔθαψε —ὅπως ἄφησε νὰ ἐννοηθεῖ ὁ Φωκᾶς— μὲ τὸν τρόπο του. Στὸ ἐρώτημά του ἂν ὁ Σεφέρης ἦταν «μεγάλος ποιητής», ἀπάντησε (καὶ σοφά) πὼς κανένας ζῶν ποιητὴς δὲν εἶναι μεγάλος, μόνο νεκροὶ ποιητὲς θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν μεγάλοι, ἀφοῦ ἀποφανθεῖ γι’ αὐτοὺς ἡ ἱστορία κλπ. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἐκτίμησής του γι’ αὐτὸν τὸ συνέδεσε μὲ τὴ μετάφρασή του τῆς «Ἔρημης Χώρας», ἐνῶ στὴ σχετικὴ μὲ τὴ γνωριμία τους κουβέντα ἀναφέρθηκε στὰ ἐπανειλημμένα τηλεφωνήματα τῆς κ. Σεφέρη, ὅταν εἶχαν ἔρθει στὸ Λονδίνο. Γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἔλιοτ, ὅπως τὸν εἶδε στὸ μικρό, δύο ἐπὶ δύο, καμαράκι τῶν ἐκδόσεων Faber and Faber, ὁ Φωκᾶς εἶπε: «Γέρος πιά, σὰν κοράκι ἔμοιαζε. Ἕνα μαῦρο γυαλιστερὸ κοράκι.» [...] Γιάννης Πατίλης *Οἱ ἀριθμοὶ στὶς ἀγκῦλες παραπέμπουν στὶς σελίδες τοῦ χειρογράφου
ΠΑΤΙΛΗΣ

Ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιάννη Πατίλη ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ 8 Μαΐου ‘96 Φίλε Γιάννη, Πρὶν ἀπὸ λίγο ταχυδρόμησα τὸ κείμενο-παρουσίαση τῆς Ντίνας Μαρίνη. Δὲν ξέρω πιὰ τί κάνεις μὲ τὸ περιοδικό. Ἔχω κάποιες ἀόριστες πρὸς τὸ παρὸν ἀνησυχίες. Σχετικὰ μὲ τὴν τιμητική σας πρόταση νὰ μὲ καλέσετε στὸ «Φεστιβὰλ» τοῦ Πόρου καὶ μάλιστα νὰ μοῦ τὸ ἀφιερώσετε, ὅπως μοῦ εἶπε τηλεφωνικὰ ὁ Γιάννης Ζουγανέλης, ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσω εἰλικρινά, ἔχω νὰ σᾶς πῶ τὰ ἑξῆς: Δὲν συμφωνῶ καθόλου μ’ αὐτὴν τὴν πολιτιστικὴ ἰσοπέδωση Ἀθήνας καὶ ἐπαρχίας, Ἀθηναίων συγγραφέων καὶ Ποριωτῶν ψαράδων καὶ ἀγροτῶν – βάλε καὶ μερικῶν τουριστῶν. Οἱ Ποριῶτες, οἱ Ἑρμιονίτες, οἱ Ἐλαφονησιῶτες διατηροῦν ἀκόμη κάποια ψήγματα ντόπιας παράδοσης καὶ πολιτιστικῆς αὐτενέργειας, στὸ πεῖσμα μπορῶ νὰ πῶ τῆς Ἀθήνας. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρχονται οἱ Ἀθηναῖοι ὡς «ἀνώτεροι» μὲ τὰ βαρέα ὅπλα τῆς «μοναξιᾶς» τους καὶ τῆς «ἀλλοτρίωσής» τους (τὶς περισσότερες φορὲς ψεύτικα καὶ τὰ δύο) γιὰ νὰ γίνουν ἔνδοξοι στὸν Πόρο, τὴν Ἑρμιόνη ἢ τὴν Ἐλαφόνησο. Φτάνει πιὰ αὐτὴ ἡ ἐπιδημία τῶν φεστιβὰλ ποὺ ἁπλῶς ἐπισπεύδουν τὴν ἀλλοτρίωση τῶν ντόπιων καὶ διασαλεύουν ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὶς σχέσεις τους μὲ τὸν τόπο τους. Ἐγὼ τουλάχιστον δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ συνεισφέρω στὴν ἀλλοτρίωση αὐτή, οὔτε καὶ νὰ συμπράξω στὴν ἀλληλοκοροϊδία ντόπιων καὶ πρωτευουσιάνων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν ὑπῆρξα τόσο κατηγορηματικὰ ἀρνητικὸς στὸ τηλεφώνημα τοῦ Γιάννη Ζουγανέλη. Ἁπλῶς ἐπιφυλάχτηκα. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀφ’ ἑνὸς αἰφνιδιάστηκα, ἀφ’ ἑτέρου στὸ ὅτι ἐνῶ μιλούσαμε ἔπαιρνε μορφὴ στὸ μυαλό μου μιὰ ἰδέα· ἀντὶ νὰ διαβάσω ποίηση νὰ ἔλεγα δυὸ λόγια γιὰ τὴν γλώσσα, ἁπλὰ καὶ καθόλου κουλτουριάρικα, σὰν Κεφαλλονίτης σὲ Κεφαλλονίτες. Ἀλλὰ ἤδη αὐτὸ μοῦ φαίνεται κουραστικὸ καὶ μάταιο. Εὐχαρίστησε πάντως ἐκ μέρους μου τὸν Γιάννη Ζουγανέλη καὶ, ἂν νομίζεις, διάβασέ του αὐτὸ τὸ γράμμα. Φεύγουμε στὰ τέλη τοῦ μηνός. Ἂν δὲν σᾶς δοῦμε ὣς τότε, ἐλπίζω νὰ σᾶς δοῦμε στὰ Φωκᾶτα. Χαιρετισμοὺς καὶ στοὺς δυὸ καὶ φιλιά Νῖκος

~33~

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (1927-2021) Τὸν ποιητὴ Νίκο Φωκά, τὸν σπουδαιότερο Ἕλληνα ποιητὴ ἐν ζωῇ, ἕως καὶ τὸν φετινὸ Ἰούλιο, τὸν γνώρισα στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1980. Νεαρὸς τότε ἐργαζόμουν κάποιες ὧρες τὰ πρωινὰ στὴ διακίνηση τῶν βιβλίων τοῦ «Δόμου». Ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος, δημιουργία τοῦ Δημήτρη Μαυρόπουλου, ἐπὶ τῆς Μαυρομιχάλη, εἶχε ἤδη βάλει μπροστὰ τὴν ἔκδοση τῶν Ἁπάντων τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ Λορεντζάτος, ὁ Τριανταφυλλόπουλος, ὁ Φωκᾶς, ἦταν ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ περνοῦσαν τακτικὰ ἀπὸ τὸ γραφειάκι τοῦ ἐκδότη. Θυμᾶμαι τὸν τελευταῖο –ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔκανε κάποια ἐκπομπὴ στὸ ραδιόφωνο– νὰ κάθεται ἕνα μεσημέρι ἐπὶ ὧρες συζητώντας μαζί του γιὰ κάποιο κείμενο. Ψιλολογοῦσαν τὰ πάντα. Ὁ Μαυρόπουλος πρότεινε μία λέξη στὸν Φωκὰ κι αὐτός, σὰν νὰ ἦταν μαθητούδι, ἔψαχνε νὰ βρεῖ μιὰν ἀντίστοιχη, καλύτερη, ἐπιμένοντας ἐπὶ ὥρα νὰ σκαλίζει τὴ μνήμη του. Κι ἀφοῦ τὴν ἔβρισκε, νὰ τὴν δοκιμάζει στὸ κείμενο, ἀμφιβάλλοντας γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητά της, νὰ τὴν θέτει πρὸς δοκιμὴ στὸν συνομιλητή, νὰ τὴν ὑποστηρίζει ὡς ἱκανὴ νὰ σταθεῖ, νὰ τὴν ἐγκαταλείπει τελικά… Αὐτὴ ἡ, ἂς ποῦμε, δυσκολία χειρισμοῦ τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου, μοῦ εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση. Τὰ μέχρι τότε ἐκδοθέντα βιβλία τοῦ Φωκᾶ ὁ Μαυρόπουλος τὰ εἶχε πάνω στὸ γραφεῖο τοῦ διαδρόμου, ἔτσι ὥστε νὰ τὰ ξεφυλλίζει ὁ καθένας. Θυμᾶμαι περισσότερο τὸ Συλλυπητήρια σὲ μιὰ μέλισσα, βιβλίο ποὺ διάβαζα περιστασιακά, ἀνάμεσα στὰ διαλείμματα τῆς δουλειᾶς. Ὁ Μαυρόπουλος πρόσεξε φαίνεται τὴν ἐμμονή μου μ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ μοῦ τὸ χάρισε. Μιὰ ἀντίστοιχη χειρονομία θυμᾶμαι καὶ ἀπὸ τὸν Φίλιππο Βλάχο, ὅταν ἐπισκεπτόμενος τὶς ἐκδόσεις «Κείμενα», λίγα μέτρα πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν «Δόμο», μεταφέροντας, δὲν θυμᾶμαι τί, ἀπὸ τὸν ἕναν οἶκο στὸν ἄλλο, μοῦ ἔδωσε, ἐπειδὴ τοῦ εἶπα ὅτι διαβάζω ποίηση, τὰ Μαῦρα λιθάρια τοῦ Γκανᾶ. Δύο ἄνθρωποι σταθμοὶ στὰ ἐκδοτικὰ πράγματα τῆς χώρας, ποὺ δούλευαν σὲ ἀπόσταση λίγων μέτρων, στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Ἔκτοτε, καὶ μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου Ὁ μῦθος τῆς καθέτου, ποὺ μὲ ἐντυπωσίασε, ὁ Φωκᾶς ἦταν ὁ ποιητὴς ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἐκείνης τῆς γενιᾶς, ἂν ἐξαιρέσω τὸν Καροῦζο καὶ τὸν Παυλόπουλο, μὲ ἔκανε

~34~ ΣΠΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
νὰ περιμένω μὲ ἰδιαίτερη προσμονὴ νέο βιβλίο του. Τὰ ποιήματα τοῦ Φωκᾶ, ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ’50 καὶ μετά, εἶναι γραμμένα ὅλα μὲ τὸν τρόπο τοῦ παραδοσιακοῦ στροφικοῦ ποιήματος. Ὁ Ἄρης Μπερλὴς ἔχει δείξει ὅτι τὰ ποιήματά του ἀνταποκρίνονται στὶς προδιαγραφὲς τῆς ρομαντικῆς λυρικῆς ὠδῆς. Τὸ κάθε του ποίημα ἀποτελεῖ μιὰ πλήρως χαρτογραφημένη περιοχή, χωρὶς καθόλου χάσματα, ἔτσι ὥστε ὁ ἀναγνώστης διασχίζοντάς τὴν νὰ φθάσει ἀσφαλὴς μέχρι τὸ τέλος, ὅπου τὸν περιμένει ὁ αἰφνιδιασμὸς τοῦ κλεισίματος τῶν στίχων. Ὁ Φωκᾶς ἦταν ὑπὲρ μιᾶς ποίησης κατανοητῆς, καθόλου σκοτεινῆς, ποὺ παρέχει αἰσθητικὴ ἀπόλαυση καὶ νόημα καθαρό, χωρὶς ἀμφισημίες. Τὸν φαντάζομαι ὡς ἕναν πεζοπόρο μὲ μεγάλο διασκελισμό, ὁ ὁποῖος ἀνοίγει περάσματα ὁρατὰ σὲ διάφορες περιοχὲς τοῦ πραγματικοῦ, ἀναδεικνύοντας κάθε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν πορεία λεπτομέρεια. Δύο ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ τὸν ἐνοχλοῦσαν ἰδιαίτερα: ἡ συμπλεγματικὴ συμπεριφορὰ τῶν νεοελλήνων ἀπέναντι σὲ ὅ,τι προέρχεται ἀπὸ τὴ Δύση καὶ ἡ ἀμετάκλητη καταστροφὴ τῆς κοινότητας. Κι ἂν ἡ σημερινή μας παρακμὴ ἔχει σχέση καὶ μὲ τὰ δύο, ἡ θρησκευτικότητα τοῦ Φωκᾶ ἀνιχνεύεται στὴ σχέση

του μὲ τὸ δεύτερο. Εἶχε πλήρη συναίσθηση τοῦ κενοῦ ποὺ ἄφηνε τὸ ἀργόσυρτο σβήσιμο μιᾶς μακραίωνης παράδοσης. Γι’ αὐτὸν σήμαινε κυρίως τὴν ματαίωση κάθε προσπάθειάς του νὰ ἐπανασυνδεθεῖ μὲ τὸ θεῖο. Τὸν θεὸ τὸν ἔβρισκε ἐκεῖ ὅπου σπινθήριζε ἡ ὑπόνοια μιᾶς πιθανότητας νὰ ὑπάρχει, κι αὐτὸ συνέβαινε ὅταν ἡ κοινότητα φαινόταν ὅτι ἦταν ἀκόμη ἱκανὴ νὰ διαμορφώσει τὴν καθημερινότητα μὲ μεταφυσικὴ πρόθεση. Ἀλλὰ καὶ τότε ἀκόμη καταλάβαινε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν θεὸ θνησιγενή, πραγματικὸ μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἀπέναντι στὴν ζωντανὴ δική τους πίστη ἦταν ἀναγκασμένος νὰ τοποθετεῖ τὴν δική του τραγικὴ γνώση. Ἕνας φίλος μοῦ μετέφερε κάποτε τὰ λόγια του, ὅταν τοῦ ἐπισημάνθηκε ἡ περιορισμένη, σὲ σχέση μὲ ἄλλους ποιητὲς τῆς γενιᾶς του, ἀπήχηση τοῦ ἔργου του. Ἡ καλὴ ποίηση, εἶχε πεῖ, εἶναι σὰν τὴν ὑγρασία. Ὅσο κι ἂν οἱ σύγχρονοί της θελήσουν νὰ τὴν ἀγνοήσουν, αὐτή, κάποια στιγμή, θὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της, ὑπερνικώντας κάθε ἐμπόδιο. Σπῦρος Γεωργίου

~35~

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ ΜΕΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Στὸν ὕπνο μου ἔβλεπα πὼς τάχα ζοῦσα

Σὲ μιὰ ἐποχὴ μετὰ ἀπὸ τὴν παρούσα.

Βρισκόμουν λέει στὰ ἴδια τοῦτα μέρη

Κι ἦταν Ἰούλιος, μέρα μεσημέρι.

Ἡ θάλασσα λαμπύριζε ὅπως πρῶτα

Μὲ χίλια-μύρια ὑγρὰ σπασμένα φῶτα

Καὶ γύρω πεῦκο, ἐλιὰ καὶ κυπαρίσσι

Μὰ κηποποιημένα σὰν στὴ Δύση…

Ἔβλεπα πρόσωπα (γνωστά μου μήπως;)

Ὁ μεσογειακὸς οἰκεῖος τύπος

Σ’ ἑλληνικὴ παραλλαγή ‒ ἀλλ’ ὅταν

Ἔστηνα αὐτὶ ν’ ἀφουγκραστῶ ἀκουγόταν

Σπασμένη μιὰ ἄλλη γλώσσα, ὄχι ἡ δική μας· Τὸ τίμημα τοῦ χρόνου βέβαια. Κρίμας! Μὰ μοιάζαν εὐτυχῆ· τί νὰ ξαφνιάσω Μ’ ἑλληνικὰ τ’ αὐτί τους! ‒ πάω πάσο. Θάλασσα, πεῦκο, ἐλιά, θέλγουν κι ἀγγέλους· Ζεῖς καὶ χωρὶς ἑλληνικὰ ἐπιτέλους… 1994

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ Ὁ Νίκος Φωκᾶς ὑπῆρξε σὲ κάθε ἐξακτίνωση τοῦ ἔργου του ἕνας συγγραφέας τοῦ δημόσιου χώρου. Συνέθεσε ἕνα ποιητικὸ σῶμα ταγμένο στὴν «κοινὴ ὠφέλεια», θέτοντας ἐπὶ τάπητος ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸν καθένα καὶ στὴν καθεμία ξεχωριστά, ἀλλὰ καὶ στὴν ὁλότητα τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Μὲ τὴν κορύφωση τῆς Παρτούζας, ὡστόσο, ὁ Φωκᾶς μίλησε ἀνοιχτὰ καί γιὰ τὸ μέλλον τοῦ ἑλληνισμοῦ, καταφέρνοντας νὰ ἀποφύγει τὸν ὕφαλο ἑνὸς ἀνερμάτιστου πατριδοκάπηλου ἐθνικισμοῦ ‒ τουναντίον, τὸ βλέμμα του ἀνοικτὸ καὶ συμπεριληπτικό, ἔκανε στίχους ὅ,τι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐννοήσει ὡς κακοδαιμονία τῆς Δύσης, στὴν ὁποία —φεῦ!— ἀνῆκε πλέον κι’ ἡ Ἑλλάδα ἀπεμπολῶντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν καθιστοῦσαν ἐνδιαφέρουσα ὡς περίπτωση· πρωτίστως δὲ τὸ ὠσμωτικό της χαρακτηριστικὸ ποὺ εὐνόησε ὅλα ὅσα μποροῦμε συμβατικὰ νὰ ὀνομάσουμε ὡς «ἑλληνικὸ πολιτισμό». Παράλληλα, ὁ Φωκᾶς ἀπέφυγε τὴ διολίσθηση σὲ μιὰν ἀνώφελη περιγραφὴ τῆς περιρρέουσας κατάστασης ‒ ἕνα ἐν πολλοῖς μεταπολιτευτικὸ χούϊ τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ποίησης, ὅπου ὁ συγγραφέας ἔχει πάψει πλέον νὰ εἶναι φορέας

~36~
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
μίας πρότασης, ἀκόμα κι ἂν ἡ τελευταία δὲν συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα συνεκτικὸ πλάνο λύσης. Ἀπεναντίας, στάθηκε οὐκ ὀλίγες φορὲς κομιστὴς μιᾶς νέας στάσης, στηλιτεύοντας τὶς κακοδαιμονίες τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ δυτικοῦ κόσμου μὲ μιὰ σάτιρα ἄξια τοῦ ὀνόματος. Ἡ ποιητικὴ ἀποστασιοποίηση ποὺ δίνει τὴν ἀπαιτούμενη νηφαλιότητα προκειμένου νὰ θιγοῦν ὅλα

αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν γύρω καὶ μέσα στὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, διαδέχεται τὴν ἀπροϋπόθετη προσωπικὴ ἐμπλοκὴ τοῦ πάσχοντος συγγραφέα (ὡς πολίτη τούτη τὴ φορά), ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸν χαρακτήρα τῆς γνήσιας σάτιρας ποὺ πάντοτε ἐμπεριέχει τὴν ἐλεγεία ‒ τὸ μεταγεγραμμένο σὲ λέξεις πένθος γιὰ κάτι ποὺ χάθηκε. Ὁ Φωκᾶς ἔθεσε στὸ κέντρο τῆς προβληματικῆς του τὴ γλώσσα καὶ τὴ σταδιακὴ ἔκπτωσή της σὲ μιὰν ὑπόθεση ἐπουσιώδη. Στὰ 1994, λοιπόν, καὶ τὴ συλλογὴ Κοχυβαδάκια (ὕψιλον/βιβλία, 1995· μὲ ἐμφατικὸ ὑπότιτλο «Δεκαπέντε γλωσσοκεντρικὰ ποιήματα»), κατονομάζει ὄχι μόνο τὴν ἐπερχόμενη γλωσσικὴ ἀπίσχνανση («Σπασμένη μιὰ ἄλλη γλώσσα, ὄχι ἡ δική μας· / Τὸ τίμημα τοῦ χρόνου βέβαια. Κρίμας!»), ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε ἐκτενῆ δοκίμια καταδεικνύοντας τὴν εἰσβολὴ ξένων τύπων, φυσιολογικὴ λόγῳ τοῦ «τιμήμα[τος] τοῦ χρόνου», ἀφύσικη λόγω τῆς μαζικότητάς της, ἀλλὰ —κυρίως— αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει στὸ ποίημα ὡς «κηποποίηση» («Καὶ γύρω πεῦκο ἐλιὰ καὶ κυπαρίσσι / Μὰ κηποποιημένα σὰν στὴ Δύση…»). Κάνοντας ντρίμπλες πάνω ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐμφανίσεις τῆς ὀρθοπολιτικῆς μπανανόφλουδας, καθρεφτίζει στοὺς στίχους της τὴν «κηποποιημένη» «διάταξη» ποὺ ἔρχεται ἀπὸ δυσμάς, ὅπου στὸ ὡραῖο ἀποτέλεσμα μιᾶς δενδροστοιχίας λανθάνει μιὰ λογικὴ ποὺ ἀντίκειται στὴν ἱστορικὴ ἀνομοιογένεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ποὺ ἀδυνατεῖ διαχρονικὰ νὰ χωρέσει κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο μιᾶς ἀλφαδιασμένης ἀλέας. Κι’ ἐν προκειμένῳ ἡ διατύπωση αὐτὴ τοῦ Φωκᾶ δὲν πρόσκειται σὲ μιὰν ἀνερμάτιστη «ἀναρχικὴ» λογική, ὅπου θρηνεῖται στὸν βωμὸ τῆς τυποποίησης ἡ αὐτονομία τῶν δέντρων, μὰ ἡ ὀργὴ γιὰ τὴν αὐθαίρετη στοίχιση τοῦ «τοπίου» σὲ μιὰν «ὁδηγία» ἀπώλειας αὐτοῦ ποὺ ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μπόλικα χρόνια πρὶν ὀνόμαζε «ἑλληνικὴ γραμμή» ‒ μ’ ὅ,τι ὅλ’ αὐτὰ συνεπάγονται. Κι ἂν παραπάνω εἴπαμε ὅτι ὁ Φωκᾶς ἀνήκει στοὺς συγγραφεῖς ποὺ κομίζουν μιὰ πρόταση (μιὰ ξεκάθαρη ἔκκληση ἀντίστασης στὴ μονομορφοποιητικὴ λογική), σίγουρα δὲν κομίζει μιὰ λύση ὑπὸ τὴν ἔννοια ἑνὸς στρατηγικοῦ πλάνου, παρὰ μόνο θέτοντας ἕνα παράδειγμα ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὴ θλιβερὴ συνειδητοποίηση ὅτι «Ζεῖς καὶ χωρὶς ἑλληνικὰ ἐπιτέλους…» Κι’ αύτὸ γιατὶ σαφέστατα, ζεῖ κανεὶς καὶ χωρὶς τὴ γλώσσα του, καθὼς ἡ τελευταία δὲν συνιστᾶ βιολογικὴ ἀνάγκη σὰν τὸ νερὸ ἢ τὴν τροφή. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως, ὁ στίχος αὐτὸς ἐπιρρωνύει τὴ σατιρικὴ (δηλ. ἐλεγειακὴ) ἔκκληση τοῦ συγγραφέα ποὺ γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» ‒ κι’ ἂν ἡ διαρκὴς ταυτοτικὴ ἀπώλεια δὲν ἀποτελεῖ ζήτημα βιολογικῆς ἐπιβίωσης, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ γιὰ τὸ μέλλον· ἂν δέ, μπορεῖ νὰ τὸ προβλέψει ὡς ἄλλη Κασσάνδρα, δυστυχῶς, οἱ δύστηνες προφητεῖες της βγῆκαν ὅλες ἀληθινές. Θανάσης Γαλανάκης

~37~

στοχεύοντας –καὶ κατορθώνοντας τὶς περισσότερες φορές– νὰ τὴ μεταδώσει στὸν ἀναγνώστη. Ἀπὸ τὴ μιά, λοιπόν, ἀποτυπώνει στὰ ποιήματά του σημαντικὰ προσωπικὰ βιώματά του ἤ, σπανιότερα, μιὰ ἀπόφανση γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση μὲ ἀφορμὴ συγκεκριμένο γεγονός. Μάλιστα ἀρνεῖται νὰ βασιστεῖ στὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία μυθολογικῶν ἀναφορῶν ἢ λογοτεχνικῶν παραθεμάτων, ἀποφεύγει δηλαδὴ τὸν φιλολογισμό. […] Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν λησμονεῖ τὴν ἐπικοινωνιακὴ διάσταση τῆς ποιήσεως, δὲν χάνει ἀπὸ τὸ βλέμμα του τὸν ἀναγνώστη, καὶ γι’ αὐτὸ καταβάλλει προσπάθειες ὥστε στὰ ποιήματά του νὰ παρουσιάζονται ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν κατανόηση συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ βιώματος. Αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι κάθε ποίημά του ἀποτελεῖ ἕνα ὀργανικὸ ὅλον· μὲ ἄλλα λόγια ὅτι κάθε στίχος ὑποτάσσεται στὸ σύνολο. Στὴ γνήσια ποίηση σημασία ἔχει ἡ ποιητικὴ ἰδέα, ὄχι οἱ ἐπιμέρους ποιητικὲς εἰκόνες, τὰ λογοπαίγνια ἢ ἡ αἰσθησιακὴ ἔκφραση […] Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀξίας τοῦ Φωκᾶ εἶναι ἡ μορφὴ τῆς ὥριμης ποίησής του. Βασικὸ καὶ ὀφθαλμοφανὲς χαρακτηριστικό της ἀποτελεῖ ἡ ἔλλογη διάταξή της. Θὰ λέγαμε ὅτι μὲ τὸν Φωκὰ ἔχουμε πανηγυρικὴ ἐπιστροφὴ τῆς ἔλλογης συγκινησιακῆς ἀλληλουχίας στὴ νεοελληνικὴ ποίηση. Βέβαια, ὅπως ἔχει παρατηρήσει ὁ Νάσος Βαγενάς, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μοντερνιστικοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα δὲν σταμάτησαν νὰ γράφονται ἔλλογα ποιήματα. Αὐτά, κατὰ τὴ γνώμη του, πρέπει νὰ ἐντάσσονται

~38~ Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ Δύο ἀποσπάσματα κριτικῆς Γιατί δικαιούμαστε νὰ τὸν θεωροῦμε καλὸ ποιητή; […] Κατ’ ἀρχάς, διότι ἀπὸ τὸ ἔργο του ἀναδίδεται γνήσια συγκίνηση· ὁ Φωκᾶς δὲν γράφει γιὰ νὰ γράψει οὔτε γιὰ νὰ ἐπιδείξει
ἢ ὁτιδήποτε
τῆς «σύγχρονης
μοντέρνα
χρησιμοποιοῦν σὲ μικρότερο ἢ μεγαλύτερο βαθμὸ τὴ σκοτεινότητα, τὸ ἄλογο στοιχεῖο. Ὅμως στὸν Φωκὰ ὑπάρχει μιὰ διαφοροποίηση: ὁ ἐξοβελισμὸς τοῦ ἄλογου στοιχείου εἶναι προγραμματικὸς καὶ ἡ στάση τοῦ ποιητῆ ἐπιθετικὰ καὶ ἐπιδεικτικὰ ἀντιμοντερνιστική. […] Ἡ εἰκονιστικὴ διαύγεια τῆς ποίησής του ἀναδεικνύεται κυρίως κατὰ τὴ μεταγενέστερη φάση της. Ἂς δοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν παρακάτω χαρακτηριστικὴ εἰκόνα, ἐντυπωσιακὴ ἀλλὰ ὄχι τόσο ὥστε νὰ παρεισδύει στὴν ὁμαλὴ ἐξέλιξη τοῦ ποιήματος: Ὁ ἥλιος στατικὸς σὰν δίχως κατεύθυνση Ἀκίνητος πάνω στὰ πιάτα Ἴδιος μὲ τὸ μακρόθυμο λιοντάρι τῆς ἐρήμου Ἐπέτρεπε στὴ χαμηλὴ καὶ φλύαρη Ζωὴ νὰ ὑπάρχει. (ἀπὸ τὸ ποίημα «Διακόσμηση με μπαλόνια»)
εὐστροφία, γνώσεις
ἄλλο. Ἐκκινεῖ πάντοτε ἀπὸ συγκεκριμένη συγκινησιακὴ ἐμπειρία,
στὴν κατηγορία
ποίησης», ἐνῶ καθαυτὸ
εἶναι ὅσα ποιήματα

Δὲν ἀπουσιάζουν καὶ εἰκόνες-εὑρήματα, πράγμα ὄχι παράδοξο, καθόσον δὲν ὑπάρχει στὸν Φωκά, ὅπως π.χ. στὸν Καβάφη, ἀκραία ἁπλότητα: Καθὼς τὸ κῦμα ρίχνεται καταπάνω μου μεταφέροντας –ἴδια σκουπίδια–ἐκτυφλωτικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ φῶς (ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἡ ξηρὰ καὶ ἡ θάλασσα») […] Πρέπει νὰ συμπληρώσουμε ὅτι ὁ Φωκᾶς ἀφήνει ἔξω ἀπὸ τὴν ποίησή του ὄχι μόνο τὴν ἄλογη ἀλλὰ ακόμη καὶ τὴ συμβολιστικὴ εἰκόνα, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ μὲ τὸ ἀσαφὲς περίγραμμά της καὶ μὲ ὄχημα ἕναν ἔντονα μουσικὸ στίχο καὶ μιὰ συντακτικὰ χαλαρὴ περίοδο φιλοδοξεῖ νὰ ὑποδηλώσει ἀόριστες ψυχικὲς καταστάσεις. Ἐντούτοις, οἱ προϋποθέσεις τῆς ποίησής του βρίσκονται στὸν συμβολισμό, ὅπως φανερώνουν ποιήματα σὰν τὸ «Μαγνητοφωνημένο κουαρτέτο» (ὅπου τὸ ἐνοχλητικὸ γάβγισμα συμβολίζει τὸν θάνατο) ἢ ἡ «Καθολικὴ καύση» (ποὺ ἐξεικονίζει συμβολικὰ τὴν παρακμὴ τῆς ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς ἰδεολογίας) ἢ τὸ τελευταῖο του ποίημα «Παιδικὴ χαρά», στὸ ὁποῖο μὲ ἀνατρεπτικὸ τρόπο ὁ τυπικὸς αὐτὸς χῶρος τῶν παιδικῶν χρόνων γίνεται σύμβολο τοῦ τέλους τῆς ζωῆς. […] Τάσος Ἀναστασίου, (εἰσαγωγή-ἀνθολόγηση), Ὕπαρξη ἐντατικὴ ἀλλὰ ὄχι θορυβώδης: Ὁ ποιητὴς Νίκος Φωκᾶς,Ἵδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2018, σς 14-15, 17, 21-22.

d Ἂν ἡ ποίηση δὲν λειτουργεῖ ὡς ἄρση τοῦ συστήματος, ἐξυπακούεται ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ριζικὴ ἄρνηση τῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ κόσμου ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ὑφῆς μὲ ὁριακή της κατάληξη τὴ μοναστικὴ ἄσκηση καὶ θεωρία. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ κινεῖται, ὄχι χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ ἐκτεθεῖ σὲ ἀλλότρια κριτήρια, τὸ ποίημα «Ἡ κάθε μέρα ὡς θαῦμα», αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ καθοδήγησε τὴν κριτική μας ἀνάγνωση. Τὸ ποίημα στηρίζεται σὲ μιὰ συγκεφαλαιωτικὴ ἐξαίρεση: ἂν τὸ θαῦμα τῶν καιρῶν, δηλαδὴ ἡ παραδοξότητα τοῦ μὴ θαύματος, νοεῖται γενικὰ γιὰ τοὺς «περιλειπόμενους» (τοὺς ζῶντες), ὡς πρὸς τοὺς νεκροὺς ἰσχύει μέσα στὴν ἐκκλησία, ὄχι ἀπ’ ἔξω. Μὲ τὸ ἐκκλησιολογικὸ αὐτὸ μέτρο ἡ ποίηση τοῦ Φωκᾶ, καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν συγκαταβαίνει στὴν ποίηση τοῦ «ἀλλοῦ», εἶναι ἀτομική, ὄχι προσωπική, ὄχι μεθεκτικὴ σὲ μιὰ εὐχαριστιακὴ σύναξη· γράφεται καὶ διαβάζεται, δὲν ψάλλεται· ὑποσημαίνει τὸ κενό, δὲν

~39~
[…]
κατατείνει πρὸς τὸ πλήρωμα· περιορίζεται γιὰ ἀτομικὴ ἢ τὸ πο
δημόσια χρήση, δὲν ἐντάσσεται στὸ χῶρο τῆς λατρείας ἢ τῆς σωτηρίας. Ἡ βεβαιότητα πὼς ὑπάρχει σήμερα ἕνας χῶρος συνάξεως καὶ εὐχαριστίας, ἡ ἐκκλησία, μὲ «τὴν πύλη της ἀνοιχτὴ» δηλώνεται γιὰ πρώτη φορὰ τόσο ρητὰ στὴν ποίηση τοῦ Φωκᾶ. Ἐκεῖνο ποὺ ὣς τώρα ὁ ποιητὴς ὑποτύπωνε ὡς ἔλλειψη καὶ κενό, προβάλλεται τώρα ὡς παρουσία καὶ ὅρος σωτηρίας. Ἀπέναντι στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ λειτουργία τῆς ποίησης δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ὑπόθεση «γραφείου», ἕνα ἀμέθεκτο, ἀκοινώνητο, ἀτομικὸ ἐνέργημα γραφῆς: ☞ Ἀνδρέας Μπελεζίνης, Νίκος Φωκᾶς: ἕνας ἀναφορικὸς ποιητής, Ἑστία, 2009, σς 76-77
λὺ-πολὺ

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ (1927-2021)

Η ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΩΣ ΘΑΥΜΑ

Σίγουρα τὸ μὴ θαῦμα εἶναι τὸ θαῦμα·

Μὰ ἂν κοιτάξω τὸν κόσμο κυκλικὰ

Σὰν μέσα ἀπὸ καμπίνα, πιστοποιῶ πὼς μὲ βάθος Τόσο στ’ ἀλήθεια ἀσύλληπτο πρὸς κάθε κατεύθυνση

Ἑπόμενο εἶναι νὰ μὴν ἔχει Ἱκανοποιητικὴ γραμμὴ γιὰ ὁρίζοντα.

Περιλαμβάνει ὅ,τι χρειάζομαι: νόμους, ἐκτάσεις, Χρώματα, φωνές – γιὰ νὰ συγκινιέμαι πιὸ πολὺ

Κι ἀπ’ τοὺς παλιοὺς ρομαντικούς –

Καὶ νόμους τῶν νόμων, ὅμως χωρὶς

Κι ἐδῶ ἕνα ὅριο πειστικό· περιλαμβάνει

Καὶ μιὰ ἐκκλησιά, συμβατικό του κέντρο.

Τὸ ξέρω λείπουν πιὰ ἀπ’ αὐτὸν ὁ τάδε κι ὁ τάδε

Καὶ μοιάζουν ψεύτικες οἱ ἐποχὲς

Μὲ τὸν ρηχό της φωτισμὸ καθεμία

Σὰν σκηνογραφίες στὸ κενό

Ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὶς σχισμὲς ἂν βάλουμε τὸ μάτι Καὶ μηδενίζει κάθε νέα παράσταση.

Ὡστόσο ὁ κόσμος προχωρεῖ χωρὶς μεγάλες ἀλλαγὲς Παρ’ὅλους τοὺς νεκροὺς παριλαμβάνει Ὅ,τι χρειάζονται οἱ ἐπιζῶντες. Σίγουρα τὸ μὴ θαῦμα εἶναι τὸ θαῦμα σίγουρα

ΙSSN: 2623-307X
ὅμως Ἂν τὸ θαῦμα ἰσχύει καὶ γιὰ νεκροὺς Ἰσχύει μὲς στὴν ἐκκλησιά, ὄχι ἀπ’ἔξω. Ὢ ἡ ἐκκλησιὰ τόσο κοντὰ κι ἐγὼ νὰ κάθομαι σπίτι, Ἡ πύλη της ἀνοιχτὴ κι ἐγὼ νὰ μὴν μπορῶ νὰ μπῶ, Νὰ χτυποῦν οἱ καμπάνες Κι ἐγὼ νὰ τὶς ἀκούω ἀπ’ τὸ γραφεῖο μου, Νὰ ψάλλονται τ’ ἀναστάσιμα Κι ἐγὼ νὰ γράφω τὴν δική μου ποίηση! 1984 (ἀπὸ τὴ συλλογὴ Προβολέας στὰ μάτια)

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.