
τῶν ὡραίων τεχνῶν θεωρητικὸ περιοδικό ΤΕΥΧΟΣ 12, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2021, ΤΙΜΗ 3€
Ἐκδίδεται τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο.
Ἐκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ љ ΤO ΚΟΙΝOΝ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΤΕΧΝΩΝ.
Ὑπεύθυνος ἔκδοσης: Δημήτρης Πισίνας
Διευθυντής συντάξεως: Ἄγγελος Καλογερόπουλος Ἁγίου Γεωργίου 26Β 19005 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ
EΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ἐκδόσεις Μαΐστρος
Ἱπποκράτους 146, 11472 Νεάπολη, Ἀθήνα, τηλ. 210 810 42 62 – Φαξ 210 810 261 Ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο: contact@maistros.info tokoinon@yahoo.com www.maistros.info Τυπώνεται στὴν ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΞΙΩΝ, Ἐλευθερία Μπαλκογιαννάκια Γαδίλων 9-11, Ριζούπολη, 11142 Ἀθήνα Τιμὴ τεύχους: 3 € Συνδρομὴ γιὰ τρία τεύχη: 15€. (9€ τὰ τεύχη + 6€ ταχ. τέλη) Συνδρομές-Ἐμβάσματα: Τράπεζα Πειραιῶς ΙBAN: GR62 0172 0720 0050 7203 9757 094 (δικαιοῦχος: Δημήτρης Πισίνας)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
σ. 3 ΠΑΙΔΙΟΝ ΝΕΟΝ ἀπὸ τὸ Μηναῖον *σ.4 ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (ποίημα) τοῦ Ἰωάννη Σεβαστιανοῦ Ρώσση *σ.5 ΑΘΗΝΑ Σ’ ΑΚΟΥΩ τοῦ Ἀλέξανδρου Μιστριώτη *σ.7 ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ π. Δημήτρη Μαϊστράλη *σ.8 ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤHΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ IΣΤΟΡΙΑ τῆς Εὐρυδίκης Παπάζογλου *σ.10 ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) τοῦ Βασίλη Ξυδιᾶ *σ.12 ΑΝΤΙΡΩΜΑΪΣΜΟΣ: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ Κ.Σ. ΣΟΚΟΛΗ τοῦ Εὐάγγελου Σταυρόπουλου *σ.14 [ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ] τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου *σ.15 [Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ] μετάφραση Ἄ. Καλογερόπουλος *σ.16 ΜΝΗΜΗ ΠΑΤΡΟΣ ΑΝΑΝΙΑ τοῦ Δημήτρη Νόλλα *σ.17 ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ ΜΟΥ ΘΑΜΜΕΝΗ (ποίημα) τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου *σ.17 ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ τοῦ π. Δημήτρη Μαϊστράλη *σ.18 ΜΝΗΜΗ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ τοῦ Χρήστου Μποκόρου *σ.20 ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΩΚΑΣ: «Η ΕΙΚΟΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΟ» (συνέντευξη) τοῦ π. Γενναδίου Δεμερτζῆ *σ.24 ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΚΑ τοῦ Ἀλέξανδρου Κοσματόπουλου (ἀποσπάσματα) *σ.25 Ο ΣΠΟΡΟΣ τοῦ Γιώργου Γιαννακόπουλου *σ.26 ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΦΥΓΗΣ τοῦ Γιάννη Πατσώνη *σ.28 ΠΟΛΥ ΠΙΑΤΟ τῆς Εὐαγγελίας Παπαθανασίου *σ.30 ΜΙΚΡΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ τοῦ Χρήστου Ἀναγνωστόπουλου *σ.31 ΣΤΙΧΟΙ τοῦ Παναγιώτη Κόλλια *σ.32 ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (σελίδες ἡμερολογίου) τοῦ Γιάννη Πατίλη *σ.33 ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ *σ.34 ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (1927-2021) τοῦ Σπύρου Γεωργίου *σ.36 Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ τοῦ Θανάση Γαλανάκη *σ.38 ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ ἀποσπάσματα κριτικῶν κειμένων Τ. Ἀναστασίου καὶ Ἀ. Μπελεζίνη *σ.40 Η ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΩΣ ΘΑΥΜΑ τοῦ Νίκου Φωκᾶ
ζωγραφιὲς τοῦ τεύχους εἶναι τοῦ Ἀνδρέα Φωκᾶ
Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, στὴν ἄχραντη μήτρα της. Κι ἀφοῦ πέρασαν οἱ ἐννέα μῆνες ἀπὸ τὴν σύλληψη, ἔβγαλε διαταγὴ ὁ Καίσαρας Αὔγουστος νὰ ἀπογραφεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη· καὶ ἀπεστάλη ὁ Κυρήνιος στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ στὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ κάνει τὴν ἀπογραφή. Ἀνέβηκε δὲ καὶ ὁ Ἰωσήφ, ὁ φύλαξ τῆς Θεοτόκου, μαζί της νὰ ἀπογραφοῦν στὴν Βηθλεέμ· κι ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ γεννήσει ἡ Θεοτόκος, καθὼς δὲν εὕρισκε οἴκημα, γιατὶ εἶχε μαζευτεῖ πολὺς λαός, μπῆκε σὲ ἕνα φτωχικὸ σπήλαιο· κι ἐκεῖ γέννησε ἀφθόρως τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, καὶ τὸν ἐσπαργάνωσε σὰν βρέφος καὶ τὸν ξάπλωσε στὴν φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων κι ἔβαλε ἐκεῖ τὸν Κτίστη τῶν ὅλων ποὺ ἐπρόκειτο νὰ μᾶς γλιτώσει ὅλους ἀπὸ τὴν ἀλογία. ❖ Τὴν 1η τοῦ μηνὸς Ὀκτωβρίου, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατέρα μας Ρωμανοῦ, τοῦ ποιητῆ τῶν Κοντακίων: Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία, ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν, κι ἔγινε διάκονος τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας στὴν Βηρυτό. Κι ἔπειτα ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὰ χρόνια τοῦ Ἀναστασίου τοῦ Βασιλιᾶ, κι ἔμενε στὸν ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στὴν Κύρο, ζώντας μὲ εὐλάβεια, καὶ διανυκτερεύοντας στὴν παννυχίδα
ἀνέβηκε στὸν
νὰ ψάλλει:
τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι᾿ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.
Παρθένος
Ἡ Παναγία σήμερα στὸν κόσμο φέρνει ὡς ἄνθρωπο τὸν Ἄκτιστο Θεό, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιο στὸν Ἀπροσπέλαστο παρέχει· Ἄγγελοι μὲ τοὺς βοσκοὺς δοξολογοῦνε Καὶ μάγοι ἔρχονται στὸ δρόμο μὲ τ’ ἀστέρι· Ἀφοῦ πρὸς χάρι μᾶς γεννήθηκε Νέο Παιδί, ὁ Ἄχρονος Θεός. (μετάφραση τοῦ Κοντακίου: π. Ἀνανίας Κουστένης)






Ζέσταιναν τὸ βρέφος μὲ τὰ χνῶτα τους. Ἡ ἀγελάδα, τὸ πρόβατο, τὸ γαϊδουράκι- ὅλα ἐκεῖ: γαλήνια φυσερὰ νὰ συμπαίνουν τὴ μικρὴ ζωὴ σὰν φλόγα. Κι ἡ Μαρία χαμογελοῦσε, κοιτάζοντας τὸ βρέφος πού κοιμόταν στὴν ἀγκαλιά της τυλιγμένο μὲ προβιές. (Ἔλαμπε σὲ μιὰν ἄκρη ὁ χρυσὸς καὶ σκόρπιζε τὸ ἄρωμά του τὸ λιβάνι).
Ἔξω εἶχε κοπάσει ἡ βροχή. Τὸ χωριὸ ξυπνοῦσε σιγά-σιγά.
Στὸν μικρὸ καφενὲ ἄχνιζαν κιόλας οἱ πρῶτοι καφέδες. Ὁ Ἰωσὴφ ἄνοιξε τὸ πορτόνι καὶ βγῆκε ἀπ’ τὸ παχνί. Τράβηξε γιὰ τὸ πηγάδι, νὰ φέρει νερό. Κι ὡς ἀνέβαζε τόν σίγλο, εἶδε ψηλὰ τὸ οὐράνιο τόξο νὰ ξεδιπλώνει γαληνὸ τὰ χρώματά του. Σύννεφα ταξίδευαν στὸν πρωϊνὸ οὐρανό, βιάζονταν νὰ φύγουν, νὰ κάμουν χῶρο στὸν ἥλιο ποὺ ἀνέβαινε ζεστός. Κοκόρια λαλοῦσαν κάπου μακριά Σμάρια τὰ πουλιὰ κατέβαιναν νὰ ξεδιψάσουν στοὺς νερόλακκους. Τὸν συνεπῆρε τοῦτος ὁ ρυθμὸς ποὺ ἀνάπαυε, ἡ γαλήνη τοῦ ἀπόβροχου. «Τί ὄμορφα», σκέφτηκε, «ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεχνᾶ τὸν κυνηγό, ξεντύνεται τὴ ματωμένη του μπροστέλλα! Ἀκόμη κι ὁ Ἡρώδης μοιάζει μὲ ὄνειρο, ὄνειρο κακὸ ποὺ μᾶς ξεγέλασε,
8.
Ἀθήνα σ’ ἀκούω σ’ ἀεροπλάνα, τραῖνα καὶ καράβια. Στὴ γῆ, στὸ νερό, στὸν ἀέρα σκαρφαλώνοντας κοιτάζω πίσω. Ὁ ἕνας κάνει τὸν ἄλλο αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀλλὰ πάλι ὄχι γιατὶ εἴμαστε αὐτὸ ποὺ δὲν γίνεται καὶ ὅταν ἀπομακρύνομαι αἰσθάνομαι χαμένος ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ θέλω εἶναι νὰ χαθῶ. Ἀθήνα σ’ ἀκούω. Σὲ ξένους τόπους, σὲ γλῶσσες ἄγνωστες. Ὅπου κι ἂν βρεθῶ. Παίρνω τὸ τράμ, τὸ μετρό, διασχίζω μιὰ πλατεία. Ψιθυρίζεις πόσο κρυφὴ εἶναι ἡ βία. Πὼς εὔκολα ἀφανίζεται ἡ κακία, μὲ τὴν καθαριότητα, τὸ χρῶμα, τὸ χρῆμα, τὴν τεχνολογία. Καὶ ἄρρωστη μοιάζει ἡ ὑγεία καὶ ἡ ὀμορφιὰ ὅταν προσθέτει πόνο στὸν πόνο, ἰσχὺ στὴν ἰσχύ, πίκρα καὶ θυμὸ σ’ ὅσους δὲν ἔχουν ψέματα νὰ τοὺς κρατᾶνε ὄρθιους, οὔτε ἀλήθειες. Ὅσους πίστεψαν πὼς εἶναι ἀσήμαντοι κι αὐτὸ τοὺς ἐξοντώνει. Δὲν ἔχουμε πουθενὰ νὰ κρυφτοῦμε, σίγουρα ὄχι στὰ ταξίδια. Οὔτε στὴ φύση, οὔτε στὸ μέλλον. Κάθε κατηγορία εἶναι κατηγορία. (Γίνεται νὰ σταματήσουν ὅλα μιὰ στιγμή;)
Ἀθήνα σ’ ἀκούω, θὰ παλέψω χωρίς ἔγνοια γι’ ἀποτέλεσμα, μὲ μάτια ἀνοικτὰ νὰ πέφτω στὸ σκοτάδι, νὰ βλέπω πὼς δὲ βλέπω, νὰ θυμᾶμαι γιὰ ποῦ ξεκίνησα, τὰ ὀνόματα τῶν παιδικῶν μου φίλων καὶ τὸ σβήσιμο τοῦ ὀνόματός μου ἀπὸ τὶς πέτρες, τὰ χαρτιά, τοὺς μαγνητικοὺς δίσκους, ἀπὸ τὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων ἔχω ἤδη ἀφανιστεῖ. Τὸ δικό μου τέλος ν’ ἀναλάβω ἀλλὰ πῶς ν’ ἀντέξω αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ; Ἕνα πιτσούνι ἀργοπεθαίνει σ’ ἔνα πεζοδρόμιο τοῦ Μιλάνου. Μιὰ ἐλιὰ φυτοζωεῖ σ’ ἕνα διαμέρισμα τοῦ Παρισιοῦ. Ζεστὸ φῶς γέμισαν ξάφνου οἱ δρόμοι τοῦ Λονδίνου. Νυχτώνει στὸ Κισινάου, σὲ μιὰ πλατεία ἄστεγοι φτιάχνουν τὸ ἀποψινὸ κρεβάτι μὲ χαρτόνια. Σ’ ἕνα σοῦπερ μάρκετ, στὸ Βερολίνο, ἕνας γέρος περιφέρεται γιὰ νὰ μὴ μείνει μόνος. Μεγάλα κοράκια βόσκουν στὰ ἔρημα πάρκα τοῦ Βελιγραδίου, παγωμένος ἄνεμος τρέμει στὴν χαίτη τους. Τὰ παλιὰ ἐργοστάσια στὸ Μὸς χαθῆκαν, πολυκατοικίες χτιστῆκαν στὴ θέση τους. Κι ὅπως ὅλα γκρεμίζονται καὶ ζῶ μιὰν ἁρπαγή, τὰ μάτια μου τυφλώνονται καὶ ἔχω ταραχτεῖ, σ’ ἀκούω καὶ δὲν ἀντιδρῶ, μόνο ὁμολογῶ, μὲ τρόπο ἥσυχο, ἀργό, πὼς εἶμαι ἕνα τίποτα
Φιὸρντ καὶ τ’ ἀπογευματινὰ σύννεφα, πίσω ἀπὸ τὶς κοιλάδες μὲ τὸ φαγόπυρο τῆς Πολωνίας, πέρα στὸ Δούναβη, τέσσερις πρωτεύουσες, Βιέννη, Μπρατισλάβα, Βουδαπέστη, Βελιγράδι. Πίσω ἀπὸ τὶς Σιδηρὲς Πύλες, τὸν ἀνθισμένο κάμπο τῆς Ἠμαθίας καὶ τὰ καφενεῖα τῆς Λαμίας. Ἀκίνητοι, σ’ ἀκούγανε καὶ οἱ ἄλλοι. (Κάποιος εἶπε δυὸ λέξεις κι ἄρχισε νὰ βρέχει).
Ἀθήνα σ’ ἀκούω στὸ Hull, στὸ λιμάνι, ἀπόγευμα, ἕνα μόνο σύννεφο ἀχνό, ξύλινες προβλῆτες, ἀνατριχιάζει τὸ νερό. Στὴν ἡσυχία ἀκοῦς στὸ βάθος τὸ δουλεμπόριο στὴν Ἀγγλία, ἔμποροι ἐμπορεύματα πλῆθος πολύ, τρίγωνο τοῦ Ἀτλαντικοῦ, ρούμι ζάχαρη μαλλί, καὶ σκλάβοι, ἀπλήρωτη ἐργασία γιὰ τὴν αὐτοκρατορία, κάτω ἀπὸ τὰ ἐπιβλητικὰ μνημεῖα, σὲ κάθε μέγαρο καὶ κάθε πλατεία, τρόμος ποτάμια αἷμα καὶ ἀπελπισία. Βαδίζω ὥρα καὶ σηκώνω τὰ μάτια κι ἔχω ἀπέναντι κάτι γέφυρες, κάτι χαμηλὰ κτήρια, κάτι βάρκες, κάτι γλάρους, κάτι ποδηλάτες καὶ τὴν ἡσυχία τοῦ ἀπογεύματος ποὺ ἁπλώνει στὸν αἰώνιο ὁρίζοντα. Καμμία ἡσυχία δὲ θὰ σκεπάσει αὐτὸν τὸν τρόμο καὶ κανένας τρόμος δὲ θὰ σκεπάσει αὐτὴ τὴν ἡσυχία. Ἀθήνα σ’ ἀκούω. Σκληρὴ μητέρα σ’ εὐχαριστῶ, δὲ μ’ ἀφήνεις νὰ ξεχαστῶ. Τὸν εἶδα ἀπὸ κοντά, περπατᾶ ρυθμικά, σ’ ἔνα προάστιο στὸ Παρίσι. Σέρνει κάθε βῆμα κάτω ἀπὸ μιὰ ἁπαλὴ βροχή. Εἶναι μεσημέρι. Τὰ ροῦχα του λιγδιασμένα, βαριά, σὰ βρεγμένα χαρτιὰ κολλητά. Τὰ παπούτσια του ἔχουν διαλυθεῖ, λάσπη καὶ βρῶμα ἔχει ξεραθεῖ στὰ μαῦρα δάκτυλα ποὺ ἔχουν βγεῖ ἔξω. Δὲν ἀντέχεται ἡ μυρωδιά. Κοιτᾶ στὸν ὁρίζοντα μακριά. Δὲ βλέπει κανέναν, προχωρᾶ. Εἶναι τεράστιος, ὄμορφος, ἀκίνητος. Δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Ὁ κόσμος ὅλος, Ἀθήνα, ἔχει γκρεμιστεῖ. Πηγαίνουμε ἐκεῖ ποὺ εἴμαστε.
9. Περπατῶ στὴν πόλη μου μὲ μιὰν αἴσθηση ἀξιώματος. Δὲν πιστεύω στὴν ἐπικράτηση, βλέπω πὼς ἡ ἐξαφάνιση, ἡ ἀναχώρηση, τὸ σβήσιμο κάθε ἴχνους ἀπὸ κάθε μνήμη καὶ κάθε τοῖχο δὲν σημαίνει τίποτα γιὰ τὴν ἀξία των πραγμάτων οὔτε κἂν γιὰ τὴν διάρκειά τους. Περπατῶ στὴν πόλη μου μὲ τὴν αἴσθηση πὼς δὲν τὴν βλέπω, ὅπως ἄλλοι, κι ἐγώ, στεφανωμένος τὸ φῶς της, σὲ παλίρροιες μνήμης κομματιασμένης σὰ φρυγανιά, σὰ γυαλιὰ σπασμένα, ποὺ τρίζουν ὅταν τὰ πατᾶς κι ἀστράφτουν ὅταν τὰ φωτίζεις. Περπατῶ στὴν πλούσια πόλη μου καὶ ἔχω τόσα καὶ τόσα νὰ μοιραστῶ ἀπὸ τὴν ἱστορία της καὶ
ΔΥΟ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΕ ΜΑΥΡΟ ΦΟΝΤΟ
Τὴν κρατοῦσε ἀπ’ τὸ χεράκι. Ἔτρεχε νὰ τὴν φυγαδεύσει. Ἦταν κατάμαυροι οἱ καιροί. Ποιός ζοῦσε καὶ ποιός πέθαινε σὰν τὸ σκυλὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴ λαίλαπα τῆς ἀδελφοκτονίας!
Καθὼς πηγαίνανε γύρισε ξάφνου καὶ τοῦ ἀπάγγειλε ἡ μικρὴ στίχους παράδοξους ἀπὸ τὸ δάσος μὲ τὶς σημύδες-ἐλπίδες. Παράδοξα πουλιά, κελαηδισμοὶ καρδιᾶς, βγῆκαν πετώντας ἀναπάντεχα

μέσα ἀπ’ τὰ κατακίτρινα φῦλλα τοῦ αἰωνόβιου τῆς Ποίησης βιβλίου.
Κοιτάζοντας τριγύρω τους «τὸ αἷμα δὲν ἔχει ταυτότητα» τῆς ψιθύρισε στ’ αὐτί. Ἦταν κατάμαυροι οἱ καιροί. Κάποτε φτάνοντας σὲ ἀνθρώπους καρδιᾶς τὴν παρέδωσε νὰ τὴν μεγαλώσουν καὶ πῆγε σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔψαχναν γιὰ νὰ τὸν
IΣΤΟΡΙΑ Γιὰ τὴν χριστιανικὴ θεολογία ὁ Θεὸς δὲν ἀποτελεῖ μία ἀφηρημένη ὑπερβατικότητα ἢ μία μεταφυσικὴ αἰωνιότητα, ἡ ὁποία «ὑπάρχει» κατὰ ἕναν ἰδιότυπο τρόπο ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τὰ τεκταινόμενα στὸν κόσμο, ἀλλὰ συνιστᾶ τὸ σωτηριολογικό ἐκεῖνο γεγονὸς τῆς ἀνακεφαλαίωσης τῶν πάντων, ὅπου ἡ ἱστορία, καὶ κατὰ συνέπεια ἡ πολιτικὴ ὡς ἡ θεμελιώδης ἔκφρασή της, δὲν ὁρίζεται ἁπλῶς ὡς τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπινων πράξεων καὶ τῶν κοινωνικῶν συνεπαγωγῶν τους, ἀλλὰ ὁρίζεται ὡς τὸ πεδίο συνάντησης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, πρὸς ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξύ τους. Κατὰ συνέπεια ἡ ἀντίληψη περὶ τοῦ νοήματος τῆς ἱστορίας ἐξικνεῖται καὶ καταλήγει στὴν προοπτικὴ αὐτῆς τῆς συνάντησης ποὺ συντελεῖται σὲ ἕνα πλαίσιο σχέσης ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης. Ἡ ἱστορία νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὶς σωτηριώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἀνταπόκριση –συνέργεια– τοῦ ἀνθρώπου πρὸς αὐτές, μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς ἕνα κεντρικὸ σημεῖο-ἱστορικὸ γεγονός, τὴν προσωπικὴ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα, τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἰησοῦ-Χριστοῦ. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὴ σημασία τῆς παραπάνω ἀλήθειας γιὰ τοὺς πιστούς, ἐπισημαίνουμε ὅτι ὁ εὐχαριστιακὸς τρόπος ὕπαρξης τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας συνιστᾶ τὴν ἐγκόσμια βίωση τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, δηλαδὴ τὴν κατάφαση καὶ ἀποδοχὴ μιᾶς γνήσιας σχέσης μὲ τὸν παρόντα κόσμο, τὴν ἱστορία καὶ τὸν πολιτισμὸ ἀλλὰ καὶ τὴ διαμόρφωση ἑνὸς πολιτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ ποὺ διαπερνᾶ τὴν ὕπαρξή μας καὶ ἐδράζεται στὸ συγκλονιστικότερο ἱστορικὸ συγκείμενο: τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ κατ’ ἐξοχὴν θεολογικὴ διάσταση τῶν προαναφερθέντων ἀποκλείει τὸν «εὐχαριστιακὸ μονισμὸ» ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη συλλογικὴ αὐτοσυνειδησία, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τὸ μόνο «σημεῖο» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ πρακτική, τὴν ἔμπρακτη ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη. Ἡ θεολογία περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐπ’ οὐδενὶ δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ ὡς ἀπόσυρση στὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, ὡς μυστικισμός, ὡς ἀγώνας ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα
τρόπο ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας, τοῦ προτύπου τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας, τὴν ἀγάπη. Ὁ νέος προσανατολισμὸς τοῦ πιστοῦ, ὡς θεανθρωποκεντρικός, θέτει ὡς ἀξιολογικὸ κριτήριο τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ θεμελιώνει τὸν ὀρθόδοξο ἀνθρωπισμό. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο διαμορφώνονται οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις, κατὰ τρόπο διάφορο τῶν κοσμικῶν σχέσεων καὶ οἱ κοινωνικὲς πρακτικές, οἱ ὁποῖες ἐκφράζουν τὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία καὶ συναδέλφωση τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀποτυπώνονται στοὺς ὅρους «ἀδελφός», «συνδοῦλος» καὶ «πλησίον». Ὁ «ἀδελφός» (α + δελφύς = μήτρα) εἶναι ὁ ὁμομήτριος μὲ τὴ βιολογική σημασία τοῦ ὅρου. Στὴν Ἐκκλησία ἡ ἐν Χριστῷ υἱοθεσία τῶν πιστῶν δημιουργεῖ τὴ νέα πραγματικότητα τῆς πνευματικῆς ἀδελφοσύνης. Οἱ πιστοὶ εἶναι μεταξύ τους ἀδελφοί, ὄχι ἐπειδὴ συντρέχουν λόγοι βιολογικοί, ἠθικοί, συναισθηματικοί, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχουν ἀναγεννηθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ μήτρα, τὴν Ἐκκλησία, στὴν ἁγία κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος. Ὁ ὅρος «συνδοῦλος» ἐμβαθύνει καὶ διευρύνει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἔννοια τοῦ κοινωνεῖν. Εἰσάγει στὴν κοινωνικὴ παρουσία καὶ τὴ συνύπαρξη τὴν κατάργηση τῆς αὐτοπροβολῆς, τῆς ὑπεροψίας, τῆς ὑποτίμησης τῶν ἄλλων, τὴν κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ καὶ ἐγκαθιστᾶ ὡς τρόπο τοῦ ὑπάρχειν καὶ κοινωνεῖν τὴν ἀνεξικακία, τὴν ἀμέριστη κατανόηση καὶ τὴ συγχωρητικότητα. Ὁ ὅρος «πλησίον» νοηματοδοτεῖ τὴν προσωπική, ὑπεύθυνη καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ κοινωνικὲς συμβάσεις σχέση μὲ τὸν ὁποιοδήποτε συνάνθρωπο. Ὁ συνάνθρωπος εἶναι μιὰ ἀκόμη «εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ ποὺ πορεύεται πρὸς τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον σημαίνει ἀγάπη πρὸς τὸ ἀρχέτυπο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό. Συνεπῶς, ἡ κατὰ Χριστὸν ζωὴ τῶν πιστῶν προϋποθέτει τὴν ἀγωνιστικὴ προσπάθεια ὑπέρβασης τοῦ ἀτομισμοῦ, συνιστᾶ μιὰ ἡρωικὴ ἔξοδο ἀπὸ τὸ ἐγωιστικὸ περίβλημα, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ θερμὴ ἀδελφικὴ κοινωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Πρακτική – πολιτικὴ ἔκφανση ἀποτελεῖ ἡ ἄμβλυνση τῶν διακρίσεων καὶ ὁ ἐξοβελισμός ἀπὸ τὴν κοινωνία κάθε μορφῆς ἀποκλεισμοῦ. Οἱ προαναφερθεῖσες κατηγορίες τοῦ «ἀδελφοῦ», τοῦ «συνδούλου» καὶ τοῦ «πλησίον» δὲν παραμένουν ἐνεργὲς μόνο μέσα στὸ πλαίσιο τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν, ὡς διαπροσωπικὲς σχέσεις, ἀλλὰ ἐμπεριέχουν μιὰ δυναμικὴ ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρο τὸ φάσμα τῶν κοινωνικο-πολιτικῶν δραστηριοτήτων: οἱ οἰκονομικὲς σχέσεις ἀποβάλλουν τὸ στοιχεῖο τῆς ἰδιοτέλειας, τοῦ συμφέροντος καὶ τοῦ κέρδους, ἀφοῦ προκρίνεται ἡ ἀνιδιοτελὴς θέαση τοῦ συνανθρώπου, ἡ ἐπιστήμη, ὡς διαρκὴς ψηλάφηση τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ φύση, ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὸν πλουτισμὸ καὶ τὸ κέρδος καὶ μεταβάλλεται

ΞΥΔΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄) Ρήγας, Πατροκοσμᾶς, δύο στρατηγικὲς γιὰ τὸν ἑλληνισμό Στὸ προηγούμενο τεῦχος (Τὸ Κοινόν, τχ. 12, σελ. 16-17) εἴδαμε ὅτι τόσο ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς ὅσο καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, παρὰ τὶς διαφορές τους, ἀντιλαμβάνονταν καὶ οἱ δύο τὸν Ἑλληνισμὸ σὰν ἠθικὸ καὶ μορφωτικὸ μέγεθος, ἰκανὸ νὰ συνενώσει διαφορετικοὺς λαούς, καὶ ὄχι σὰν χαρακτηριστικὸ μιᾶς ἰδιαίτερης ἐθνικῆς ἢ φυλετικῆς ταυτότητας. Θὰ δοῦμε
Δημοκρατίας», τοῦ ἑνιαίου δημοκρατικοῦ κράτους ποὺ ὁραματιζόταν γιὰ τὸ «ἑλληνικὸν γένος», γιὰ ὅλους δηλαδὴ τοὺς ὑπόδουλους λαοὺς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ θὰ ἀναβαπτίζονταν στὸ ἑλληνικὸ δημοκρατικὸ ἦθος. Ἡ ὀνομασία «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία» εἶχε νὰ κάνει μὲ τὰ ποιοτικὰ πολιτειακὰ χαρακτηριστικά της, ποὺ ἐξέφραζαν τὰ ριζοσπαστικὰ ρεπουμπλικανικὰ ἰδεώδη, ὅπως ὁ ἴδιος τὰ ἀντιλαμβανόταν: μιὰ ἰδιότυπη σύνθεση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ τὴ μεταβυζαντινὴ καὶ τὴ μετέπειτα γηγενὴ δημοτικὴ κληρονομιά. Μιὰ σύνθεση ποὺ τὴν πραγματοποίησε μὲ τρόπο φυσικό, μὲ βάση τὸ δικό του ἱστορικὸ βίωμα καὶ τὴ δική του ἰδιαίτερη κατανόηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων. Αὐτὸ ἦταν ἡ «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία» του. Ἕνα ἑνιαῖο πολιτειακὸ μόρφωμα ποὺ θὰ ἀντικαθιστοῦσε τὴν τυραννικὴ μοναρχία τοῦ Σουλτάνου σὲ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ σκοπὸ τὴν πολιτικὴ ἐλευθερία ὅλων ἀνεξαίρετα τῶν ὑπηκόων της, ἀκόμα καὶ τῶν Τούρκων. Δὲν εἶχε καμία σχέση με τὸ δικὸ μας νεοελληνικὸ ἔθνος-κράτος, οὔτε μὲ καμία «Βαλκανικὴ Ὁμοσπονδία», ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε παρασυρμένοι ἀπὸ τὶς μετέπειτα ἐξελίξεις.1 Ἀνάλογη, καὶ μᾶλλον μεγαλύτερη, εἶναι ἡ δυσκολία μας νὰ συλλάβουμε τί ἀκριβῶς ἐκπροσωποῦσε καὶ γιατί ἀγωνιζόταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ὅταν παρότρυνε
ὑπονόμευαν τὴν κοινὴ θρησκευτικὴ ταυτότητα, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἦταν στὴν περιοχὴ τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἕνα κρίσιμο κοσμικὸ πολιτισμικὸ μέγεθος ἐπὶ τοῦ ὁποίου μποροῦσε νὰ ἐπαναθεμελιωθεῖ ἡ συλλογικὴ συνοχή, ὄντας ταυτόχρονα σὲ πλήρη ἁρμονία μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση.2 Χωρὶς βέβαια νὰ τὸ διακηρύσσει, δίνοντας ἔμφαση στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς φιλοδοξοῦσε νὰ νικήσει τὸν ἀντίπαλο (τὴν ἐκκοσμίκευση) παίζοντας στὸ γήπεδό του. Παράλληλα συμπλήρωνε αὐτὴν τὴν τακτικὴ μὲ μιὰ προσπάθεια ἐμποτισμοῦ τῆς κοσμικῆς καθημερινότητας τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἦθος. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιμονή του νὰ μὴ γίνονται οἱ λαϊκὲς ἀγορὲς τὶς Κυριακές, ἀλλὰ τὸ Σάββατο (γεγονὸς ποὺ προκάλεσε καὶ τὴ μὴνι τῶν Ἐβραίων). Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πὼς πρόκειται γιὰ μιὰ προσαρμοσμένη παραλλαγὴ τῆς «ἔριδας τῶν κολλύβων», τῆς διαμάχης ποὺ εἶχε ξεσπάσει ἐκεῖνα τὰ χρόνια στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ τὸ πότε πρέπει να τελοῦνται τὰ μνημόσυνα. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀφοροῦν τὴν προσωπικὴ καὶ μόνο ἱστορία
στὶς περιοδεῖες του μαζὶ μὲ χιλιάδες λαοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις καὶ κάθε μορφωτικοῦ ἐπιπέδου. Ἐπρόκειτο μὲ λίγα λόγια γιὰ ἕνα πραγματικὸ κίνημα. Ἐπίσης, ὅπως εὐφυῶς ἐπισημαίνει ὁ π. Γ. Μεταληνός,3 ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δὲν ἀνέπτυξε τὴ δράση του ἀπὸ δική του καὶ μόνο πρωτοβουλία, ἀλλὰ μὲ ἄδεια καὶ εὐλογία τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Σεραφεὶμ Β΄, ἡ περίπτωση τοῦ ὁποίου θὰ ἦταν ἀπὸ μόνη της ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον κεφάλαιο στὴν ἱστορία μας.4 *** Τὶ ἀπέγιναν οἱ στρατηγικὲς αὐτές: ἡ «προοδευτικὴ» τοῦ ἐπαναστάτη Ρήγα καὶ ἡ «συντηρητικὴ» τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ; Προφανῶς δὲν ἦταν αὐτὲς ποὺ καθόρισαν τὴν πορεία τῶν πραγμάτων. Καὶ σήμερα τὶς γνωρίζουμε – ὅσο τὶς γνωρίζουμε – παραχαραγμένες καὶ ἀλλοιωμένες, ἔτσι ὥστε τελικὰ νὰ μποροῦν νὰ ἀφομοιωθοῦν στὴ νεοελληνικὴ ἐθνοκρατικὴ ἰδεολογία. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐπιβιώνουν εἴτε λαθραία, εἴτε σὰν ἀναλαμπὲς στὶς διάφορες πολιτικὲς προτάσεις διαβαλκανικῆς συνύπαρξης ποὺ ἐμφανίζονται κατὰ καιροὺς στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου καὶ στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 20οῦ αἰώνα. Ἐπιβιώνουν ἐπίσης στὴν κληρονομιὰ τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων ποὺ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἐπεσήμαναν τὴν ἰδιαίτερη σημασία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ὡς κοινῆς κληρονομιᾶς στὸ δόγμα καὶ τὴ λατρεία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, (ὅπως π.χ. ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἢ ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ οἱ μαθητές του). Εἶναι ἁπλῶς τὰ σπαράγματα μιᾶς ἱστορικὰ
τοῦ Ρήγα ἔχω κάποιες ἀναφορὲς σὲ ἕνα παλιότερο ἄρθρο μου: «Ἀπὸ τὴν κοινότητα ποὺ χάθηκε σ’ αὐτὴν ποὺ μέλλει νὰ κερδηθεῖ», Σύναξη, τ. 55, 1995, σελ. 41-19. 2 Βλ. καὶ Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Ἡ Γαλλικὴ ἐπανάσταση καὶ ἡ Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη, ἐκδ. Διάττων, 1990, σελ. 68-69. Καὶ τοῦ ἰδίου, Τὸ ὅραμα τῆς ἐλευθερίας στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ἐκδ. Πορεία, σελ. 17, 22 καὶ 41. 3 π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1988, σελ. 161. 4 Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφεὶμ Β΄ ἦταν φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη, ποὺ ὅπως
όδου τοὺς χαρακτηρίζουν «ρωσόφιλους». Ἔχω ὅμως τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀναχρονιστικὴ ἁπλούστευση μιᾶς πιὸ σύνθετης πραγματικότητας.
ΣΤΗΝ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ Κ. Σ. ΣΟΚΟΛΗ Οἱ «μεγάλες» ἱστορικὲς ἐμπειρίες ἀπουσιάζουν ὡς καθαυτὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν νέα ἑλληνικὴ σκέψη –κιόλας ἀπὸ τὰ σπάργανα. Ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὸν οὐσιαστικὸ ἱστορικὸ προβληματισμό. Αὐτὸ δὲν σχετίζεται μὲ κάποιου εἴδους ἀργοπορία, μήτε μὲ τὴν ὑποχώρηση ἀπέναντι στὴν ἐπέλαση τῆς προόδου. Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι στατική. Ἐὰν δεχθοῦμε τὴν στατικότητα ὡς ἱστορικὴ θέση, τοῦτο θὰ γίνει γιὰ λόγους αὐτοσυνειδησιακούς, στὸ ἐπίπεδο ἑνὸς κλειστοῦ αὐτοκαθορισμοῦ. Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διαμορφώνει αὐτὴ τὴν στατικὴ αὐτοσυνείδηση; Ἕνας βαθὺς ἱστορικὸς ὁρίζοντας, ἕνα ἱστορικὸ
τους μοιάζει ἀποσπασμένη ἀπὸ τὴν συλλογικὴ μνήμη, ὥστε ὅταν ἡ ἱστορία ἀφομοιώνεται ὡς πεπρωμένο ἀδυνατεῖ νὰ συνυπάρξει μὲ τὴν βαθύτητα τῆς βιωμένης ἱστορίας, συγκροτώντας ἔτσι ἕναν φαντασιακὸ χάρτη. Τὸ πλέον ἔντονο ταυτοτικὸ παράδειγμα, ποὺ προσπάθησα νὰ προσεγγίσω στὴν περίπτωση τοῦ Ζαμπέλιου, ἀφορᾶ στὴν διαλεκτικὴ ρωμαϊκότητας καὶ ἑλληνικότητας καὶ στὴν πρώιμη ἀνάγκη ρητῆς ἀποδεσμεύσεως τῆς δεύτερης ἀπὸ τὴν πρώτη. Αὐτὴ ἡ διάκριση, ἡ ὁποία στὶς μέρες μας μοιάζει (;) ἀνιστορικὴ στὴν σκέψη τῆς πλειοψηφίας τῶν πρώτων μετεπαναστατικῶν στοχαστῶν, τῶν ἡγετῶν, ἀλλὰ καὶ μερίδας τῆς κοινωνίας ἦταν σχεδὸν αὐτονόητα δεδομένη. Θὰ ἤθελα σχετικὰ νὰ παραθέσω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Α΄ τόμο τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Κανέλλου Δεληγιάννη (ἐκδ. Πελεκάνος, Ἀθήνα 2005, σελ. 224) θεωρώντας το ἐνδεικτικὸ αὐτοῦ τοῦ πνεύματος: Ἡ Ἐπανάστασίς μας αὕτη ἐκινήθη παρθένος, ἁγνὴ καὶ ἄνευ σκοποῦ καὶ ἰδιοτελείας παρὰ μόνον τὸν σκοπὸν νὰ ἀποκτήσωμεν τὸν ἐθνισμόν μας, ὁ ὁποῖος ἦτον ἐνταφιασμένος ἀπὸ τὴν ἐποχήν, καθ’ ἣν ὁ τελευταῖος στρατηγὸς τῆς Ἑλλάδος, ὁ μέγας ἐκεῖνος ἀνήρ, ὁ φύλαξ τῶν ἐλευθεριῶν αὐτῆς, ὁ Πελοποννήσιος Φιλοποίμην ἐξέλειψε, καὶ ἀφ’ ἧς ἐποχῆς κατέστρεψε ὁ Ρωμαῖος ὕπατος Μούμιος τὴν Κόρινθον καὶ ἀποκατέστησε ὅλην τὴν Ἑλλάδα ρωμαϊκὴν
νισμὸς ἐνσαρκώνεται καὶ τὸ ὄνομα Ρωμαῖος ἐκπίπτει (σελ. 3,6). Στὴν σκέψη τοῦ Σοκόλη ἡ καταστροφὴ συνεπάγεται τὴν γέννηση μίας νέας ζωῆς καθότι τὸ Πνεῦμα τῆς ἱστορίας θὰ πρέπει νὰ ἑρμηνεύει ὄχι ἀκριβῶς τὴν «παρακμή» ἀλλὰ τὸν μυστικό της λόγο: Δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἑλληνικοῦ Πνεύματος. Ἡ Αὐτοκρατορία ἡ ἴδια δὲν ὄφειλε τὴν συνέχειά της στὴν Ρώμη, ἀλλὰ στὴν ἀλεξανδρινὴ Κοσμόπολη. Ἡ σχέση της μὲ τὴν Ρώμη ἦταν μονάχα σχηματική, καθότι ἡ διάκριση κάθετα ποιοτική: ὁ Μέγας Αλέξανδρος ἐκπολίτιζε, ἐνῶ ἡ Ρώμη κατακτοῦσε (σς 10-11) Ὁ Σοκόλης συλλαμβάνει μία σημαντικὴ παράμετρο: Ἀπὸ τὴν Ἁγία Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἕως τὸ Τρίτο Ράιχ καὶ τὴν σημερινὴ ριζοσπαστικὴ παγκοσμιοποίηση, ἡ ἀνάγκη ἰδιοποιήσεως καὶ κληρονομιᾶς τοῦ αὐτοκρατορικοῦ πεπρωμένου συνδεόταν μὲ τὴν αὐταρχικότερη μορφὴ ἰσχύος τοῦ Imperium. Ἔγραφε: «Ὁ Ρωμαϊσμὸς εἶνε ἡ ἀπολυταρχία, τῦπος τῆς ὁποίας ὑπῆρξαν ἄνευ ἄλλου
δεσμοῦ
(…)
συγχωνεύσεως
μορφὴν
κυριαρχίας, διηνεκὴς ἀγὼν ὑπὲρ ἐπικρατήσεως τῆς Δυτικῆς θρησκείας (ἐννοεῖ τὸν Καθολικισμό), ἐνεχούσης ἐν αὐτῇ τοῦ Ρωμαϊσμοῦ τὰ στοιχεῖα, δῆλα δὴ τὸ ἔχειν δούλους ὑπὸ κυρίαρχον φυλήν (…). Πνεῦμα ὅπερ ἐδέσποσε κυριαρχίας ὁλοκλήρου Ρωμαϊκῆς καὶ ἔλαβεν αὐτὰ τὰ ἡνία κραταιοῦ κράτους, δὲν ἐφοβεῖτο οὐδεμίαν ὁθενδήποτε ἐπιρροήν» (σς 112, 116). Οἱ ἰδέες ποὺ ἐνθάρρυναν αὐτὲς τὶς διατυπώσεις ἦταν ἀφηρημένες ἢ ἀνιστορικές, ἔστω καὶ ἂν ἀντιλαμβανόταν τὴν βαθύτατη λειτουργία τῆς ρωμαϊκῆς ἰσχύος καὶ κυρίως τὶς ἐντυπώσεις της στὸ συλλογικὸ φαντασιακό. Ἡ ἔντασή του ἦταν τέτοια ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ διακρίνει ὁποιονδήποτε ἄλλον ἑνωτικὸ δεσμὸ μεταξὺ τῶν ὑπηκόων καὶ τῶν κρατικῶν δομῶν ἐκτὸς τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Σὲ κάποια του ἀποστροφὴ σημείωνε: «Ὁ Οὐπράβδα ὁ μετονομασθεὶς Ἰουστινιανὸς ἦτο Σλαῦος, ὁ Λέων ἦτο Ἀρμένιος, σειρὰ ὁλόκληρος Ἰσαύρων, ὁ Βασίλειος ἦτο Μακεδών, ὁ Ἡράκλειος Ἕλλην, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς Πέρσης» (σελ. 8). Αὐτονόητα ἀπουσιάζει ἡ ρωμαϊκὴ πολιτειακὴ ταυτότητα, συνεπῶς καὶ δὲν ἀποδέχεται μία τέτοιου τύπου πολιτικὴ καὶ πολιτισμικὴ συνείδηση. Θὰ μποροῦσαν ὡς ἐκ τούτου νὰ ἐπιβιώσουν οἱ ρωμαϊκοὶ θεσμοὶ ὡς μέσον διατάξεως μιᾶς τέτοιας οἰκουμενικῆς κοινωνίας ποὺ συγκροτοῦσε τὴν Αὐτοκρατορία; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀρνητικὴ κι ἔτσι ὁ Σοκόλης ὑποπίπτει σὲ ἐκεῖνο ποὺ προσπαθοῦσε μὲ τιμιότητα νὰ ἀντιμετωπίσει: Ἀρνούμενος τὴν ρωμαϊκότητα ὡς θεμελιῶδες αὐτοκρατορικὸ συστατικὸ ἐνίσχυε τὸν ἐθνικισμό. Ἀφαιροῦσε ἀπὸ τὸ σχῆμα τὸν πραγματικὸ οἰκουμενικό
Ὁ Ἀναστάσης συνεχίζει: Μιὰ νέα οὐτοπία μὲ συνεπαίρνει τώρα. Τί χρειάζονται αὐτὲς οἱ μυρμηγκιὲς τῶν ἀνθρώπων; Ἀξίζουμε ὅλοι ἐμεῖς τὴν αἰωνιότητα; Νὰ μείνουν λίγοι ἄνθρωποι. Ἂς μὴν εἶμαι ἐγὼ ἀνάμεσά τους. Οὔτε κι ἐσύ. Ἐμεῖς εἴμαστε τοξικοί. Ἔχουμε τὸ μικρόβιο τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ἂς ἔρθει ἕνα καινούργιο ἀνθρώπινο γένος. Μὲ λιγοστοὺς ἀνθρώπους. Νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν τὸν πλανήτη μὲ τὰ σκουπίδια τους, τὰ πάθη τους, τὶς οἰμωγές τους. Κι αὐτοὶ νὰ μὴ χρειάζονται οὔτε τὴν ἐπιθυμία, οὔτε τὴν ἡδονή, οὔτε τὴν ὀδύνη. Ἡ τεχνολογία θὰ προλαβαίνει τὴν κάθε τους ἐπιθυμία. Θὰ χορταίνουν μ’ ἕνα χάπι ποὺ δὲν θὰ φέρνει βαρυστομαχιά, θὰ εἶναι ἄφυλοι καὶ θὰ ἀναπαράγονται -ὅσο πρέπει- μὲ τὴν τεχνολογία, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται κἂν τὸ ἐρωτικὸ πάθος, τὸ ἀνθρωποκτόνο. Καὶ δὲν θἄχουν ὑπαρξιακὰ προβλήματα γιατὶ κι ὁ θάνατος θὰ ἔχει νικηθεῖ ἀφοῦ ὄλα τὰ φθαρτά μας μέλη θὰ ἀντικαθίστα-
Ὁ Διονύσιος Παλαμᾶς λέει: Θέλω τὸν πρίγκηπα Κροπότκιν, τὸν Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι, τὸν Ἄρη Βελουχιώτη, τοὺς παπάδες τοῦ ἱσπανικοῦ ἐμφυλίου, τὸν Καμίλο Τόρρες καὶ τὸν Ἐρνέστο Τσὲ Γκεβάρα. Αὐτούς· νὰ δοῦν πῶς, ὅταν σβήνει ἡ φλόγα τους, παγώνει ἡ οὐτοπία καὶ στοιχειώνει. Μὰ πιὸ πολὺ μοῦ λείπει ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκι, ὁ Νικόλαος Μπερντιάγεφ κι ὁ Γιῶργος Σαραντάρης· καὶ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅλους οἱ ψαράδες τῆς Τιβεριάδας ποὺ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. Κι ἡ θέρμη τῶν ἁγίων τῶν διαλαμψάντων στὰ ὄρη, στὰ βουνά, στὴν ἔρημο, στὶς πόλεις, στὰ χωριά, στὰ σπήλαια καὶ στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, ποὔγιναν πάλι λάσπη γιὰ ν’ ἀφεθοῦν ξανὰ στὸν πλάστη. Αὐτούς· νὰ μᾶς ζεστάνουν πάλι τὴν ἀγάπη ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καὶ ποὺ δὲν εἶναι οὐτοπία, γιατὶ ἔχει τόπο. Σὲ ἄλλη διάσταση, ἀλλὰ ἔχει τόπο. Ἔγινε ὁ Θεὸς παθὸς κι ἔγινα κι ἐγὼ μαθός. Ὁ Χριστὸς δὲν θέλησε τὴν ἐξουσία τοῦ κόσμου. Ἄνοιξε μέσα μας τὸν ἄλλο κόσμο. Κι ἔτσι ὁ θάνατος ἔγινε τὸ φοβερὸ κριτήριο καὶ τούτης τῆς ζωῆς. Ἂν ὁ θάνατος δὲν ἔχει νόημα, γίνεται ὁ βίος μας ἀβίωτος. Μόνο ἂν ἔχει νόημα ὁ θάνατος μποροῦμε νὰ χαροῦμε τὴ ζωή. Γιατὶ μόνο μπροστὰ στὸν θάνατο εἴμαστε ἴσοι. Οὔτε ὀμορφιά, οὔτε ἰσχύς, οὔτε πλοῦτος. Ἕνα καὶ μοναδικὸ κριτήριο μᾶς χωρίζει: πόσο χῶρο ἀφήσαμε μέσα μας γιὰ νὰ πιάσει τόπο ἡ ἀγάπη. Μπορεῖ ὁ κόσμος μέχρι τῆς συντελείας τοῦ κόσμου νὰ μὴν ἀλλάξει ποτέ. Ἀλλὰ θἄχει συντελεστεῖ ἐντὸς ἡμῶν ἡ ἀλλοίωσις ἡ καλή. Κι ὁ κόσμος θὰ μεταμορφώνεται

[Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ]
Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Παῦλος ὁ ὑποτακτικός, αὐτὸς κατὰ κόσμον οὔτε ἦταν κανὰς σπουδαῖος, οὔτε πάλι καὶ φτωχός, ἀλλὰ οἱ γονεῖς του ζοῦσαν μὲ αὐτάρκεια κι αὐτὸς μάθαινε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία ἔκρινε συμφέρον νὰ ἐγκαταλείψει τὸν κόσμο καὶ νὰ μπεῖ σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς πόλης ὅπου ζοῦσε. Κι ἀφοῦ ἐνδύθηκε τὸ ἅγιο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἀγωνιζότανε νὰ κατακτήσει ὅλες τὶς ἀρετές. Καὶ τόσο πολὺ ξεπέρασε τοὺς πάντες σὲ κεῖνο τὸ μοναστήρι, καθὼς γινόταν δοχεῖο ἀρετῶν, […] ποὺ κάποιοι ἀδελφοὶ τὸν λογάριαζαν ὡς ἕνα τῶν θεοφόρων πατέρων καὶ τὸν τιμοῦσαν, ἐνῶ ἄλλοι ἀπιστοῦσαν ἐντελῶς. Κι ἐκεῖνος ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του χῶμα καὶ στάχτη καὶ βρωμιάρη σκύλο. Ἔτσι ἔλεγε αὐτὸς καὶ κάποτε τὸν ἔστειλαν σὲ ἕνα διακόνημα γιὰ κάποιο χρόνο. Τότε ὁ ἡγούμενος συγκέντρωσε τοὺς πιὸ εὐλαβεῖς ἀδελφούς, κι ἔκαναν τὴν εὐχή, μὲ μεγάλη σκληραγωγία, γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες, σχετικὰ μὲ τὸν ἀδελφὸ Παῦλο, λέγοντας τὰ ἑξῆς: Κύριε, ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ δοῦμε, δεῖξε μας τὸν ἀδελφό μας Παῦλο, σὲ ποιά μέτρα ἄραγε ἔφτασε καὶ ποῦ κατετάγη; Κι ὁ Κύριος κάνοντας τὸ θέλημα ὅσων τὸν φοβοῦνται οἰκονόμησε ὥστε μιὰ νύχτα ποὺ κοιμήθηκαν οἱ ἀδελφοὶ μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἁρπαγοῦν σὲ Παράδεισο ποικίλο καὶ πάντερπνο· καὶ γέμισαν τέτοια εὐωδία καὶ τέρψη ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ χωρέσει σὲ λόγια. Κι ἐνῶ εἴχανε μείνει ἔκπληκτοι αὐτοὶ μὲ τὸ παράδοξο αὐτὸ θέαμα, τοὺς φάνηκε ὅτι ἐμφανίστηκε μπροστά τους καὶ ὁ μοναχὸς Παῦλος κι ὅτι προσέπεσε στὰ πόδια τους καὶ τοὺς ἀσπαζότανε ὅλους. Κι ὅπως ρωτοῦσαν θέλοντας νὰ μάθουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ βλέπουν, ἄκουσαν τὸν Παῦλο νὰ τοὺς λέει μὲ πολλὴ ταπείνωση. Ὁ Παράδεισος αὐτὸς εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί, κι ἔγινε γιὰ μᾶς· κι ἐπειδὴ γιὰ χάρη μου, μὲ τὶς προσευχές σας στὸν Θεό, θελήσατε νὰ φτάσετε ὣς ἐδῶ, ἔτσι εἶμαι κι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἐδῶ. Λοιπὸν χωρὶς φόβο πάρτε ὁ καθένας ἀπὸ ἐδῶ ὅ,τι σᾶς φαίνεται ὅτι ξεχωρίζει ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα καὶ σᾶς εἶναι πιὸ ἐπιθυμητό, καὶ πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ· καὶ στεῖλτε ἄλλον γιὰ τὸ διακόνημα ποὺ μοῦ ἀναθέσατε· ἐμένα πιὰ δὲν θὰ μὲ ξαναδεῖτε. Αὐτοὶ λοιπὸν ἀσπάστηκαν τὸν Παῦλο καὶ πήρανε ἄλλος ἔνα ἄνθος, ἄλλος ἕνα κλαδί, ἄλλος ὡραιότατα φύλλα, ἄλλοι βοτάνια καὶ φύγανε. Καὶ τινάχτηκαν ὅλοι μαζὶ ἀπὸ τὸν ὕπνο κι ἀφοῦ μαζεύτηκαν σὲ ἕνα σημεῖο διηγοῦντο εὐφραινόμενοι καὶ δοξάζοντας τὸν Θεό. Κι ὁ καθένας ἔδειχνε στὸν ἄλλο ὅ,τι πῆρε ἀπὸ κεῖ, κι ἔλεγε ὁ καθένας ὅτι ἔλαβε τὸ τάδε ἀλλὰ δὲν ἔδειχνε τίποτα·
ἡμερῶν ἀρχαίων Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γνώριζαν τὸν παπα-Ἀνανία ἀπ’ τὰ νεανικά του χρόνια κι ἄλλοι ποὺ τὸν πλησίασαν λίγο καιρὸ πρὶν τὴν κοίμησή του. Ἀνήκω στοὺς τελευταίους, στοὺς καθυστερημένους. Φίλος καρδιακὸς μὲ ὁδήγησε πρὶν λίγα χρόνια νὰ ἐκκλησιαστοῦμε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Ἰσαύρων καὶ Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου –μοῦ ἐπεσήμανε– θὰ συμμετείχαμε σὲ μιὰ λειτουργία «χὰρντ ρόκ». Κι ἔτσι στὶς 04:00 τὰ ξημερώματα βρεθήκαμε στὸ
2ου ὀρόφου μιᾶς πολυκατοικίας, ἡ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ ὁποίου μὲ ἔστειλε κατ’ εὐθείαν σὲ καθολικὸ ἁγιορείτικης μονῆς. Καὶ πράγματι, ὁ παπα-Ἀνανίας εἶχε ἕναν τρόπο κι ἕνα λόγο ποὺ ἦταν ἱκανὸς νὰ σοῦ μεταδώσουν ἠλεκτρισμὸ ποὺ μποροῦσε νὰ σὲ ἐξακτινώσει σὲ δώματα πρωτόγνωρα. Στηριζόμενος στοὺς παραστάτες τῆς Ὡραίας Πύλης, τὸν τελευταῖο καιρὸ καὶ φορτωμένος ὅλες τὶς ἀρρώστιες στὸ ἐξαϋλωμένο του κορμί, καταβεβλημένος κατάφερνε νὰ μεταλαμπαδεύει στὸ πλήρωμα δύναμη ζωῆς. Εἴτε ἐκεῖ, στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἀντρέα στὰ Πετράλωνα, εἴτε στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, εἴτε ἀπ’ τὸ ραδιόφωνο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ χάρι καὶ θάρρος συνέδεε τὰ πιὸ ἑτερόκλητα πράγματα, ὅπως τὶς τελευταῖες κατακτήσεις τῆς πυρηνικῆς Φυσικῆς μὲ τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους μὲ τὴν σύγχρονη ποίηση καὶ τὴ λαϊκὴ σοφία. Ἦταν ὁ τρόπος τοῦ νὰ πλέκει ἕνα ζείδωρο πνευματικὸ πέπλο ποὺ σκέπαζε ὅλους ὅσους προσέρχονταν νὰ πάρουν δύναμη καὶ εὐλογία. Εὐλογημένοι ὅσοι διασταυρώθηκαν στὴ ζωή τους μ’ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος μὲ τρόπο ἀπερινόητο προσπάθησε νὰ ἀπομακρύνει τὶς σκιὲς ἀπὸ τὰ πρόσωπα καὶ τοὺς

Κάτι βράδυα
καὶ τῆς βροχῆς

τὴν πέτρα μου στὴν ἄσφαλτο θαμμένη
φωνῆς μου τῆς κλειστῆς καὶ τῆς φτωχῆς
καντήλι, λίγο λάδι περιμένει.
Κάτι νύχτες μὲ σκοτάδι μελανιοῦ μὲ τὰ βρῦα τῆς ἀπόγνωσης στὸ σῶμα ἔρχεται μὲ βέλασμα ξεκομμένου ἀρνιοῦ στῆς ψυχῆς μου τοὺς γκρεμνοὺς χαμένο ἀκόμα, * τὸ παιδὶ ριγμένο στὸ σφαγεῖο τοῦ δρόμου. Μὰ σὲ νοιώθω καθισμένο στὸ κελλὶ μὲ τὰ γένηα χιονισμένα καὶ σὲ φῶς πολὺ * νὰ βαστᾶς τὴν πέτρα τὴν δική μου ἐπ’ ὤμου. Καὶ ἡ ματιά σου πεταρίζει γάργαρο φιλί. Σβήνουν πίσσες καὶ καπνοὶ στὴν φεγγοβολή. Δημήτρης Κοσμόπουλος d π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΪΣΤΡΑΛΗΣ ΟΙ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΟΙ
Τέλειωνε ἡ δεκαετία τοῦ ’80, τέλειωνα κι ἐγὼ τὴν Ἀνώτατη Σχολὴ τῶν Καλῶν Τεχνῶν. Ὁ μοντερνισμὸς ἀκάθεκτος, μᾶς ἔσπρωχνε μπροστά: νὰ μοιάσουμε στοὺς ἄλλους, νὰ γίνουμε ἐφάμιλλοι τῶν Εὐρωπαϊκῶν, νὰ μιλήσουμε τὸ διεθνὲς λεξιλόγιο, νὰ πάψουμε πιὰ τὴν ἐσωστρέφεια, ν’ ἀνοιχτοῦμε… ἀπαιτητικὸ τὸ κλίμα ἀλλὰ ξεστράτιζα, μαθήτευα ἀκόμη στὸ πραγματικό, πάσχιζα ν’ ἀποδώσω μιὰ εὐκρινὴ μορφὴ κι ἀναρωτιόμουν τί ‘ναι αὐτὸ ποὺ παριστᾶ ἡ ζωγραφική. Ἀντὶ νὰ ψάξω τὶς νέες τεχνολογίες ἀλήτευα στὸ παρελθόν, χασομεροῦσα σὲ περιφρονημένες τεχνικὲς κι ἀρχαίους τρόπους. Ἦταν καὶ λίγοι ἀκόμη, συντροφιὰ ρευστή, ἐναλλασσόμενη, ἄλλοι φεῦγαν, ἄλλοι ἔρχονταν, ἀμήχανοι, παθιασμένοι, περαστικοί, μόνη μας βεβαιότητα μιὰ ἀόριστη ἀγάπη στὴ χειρωναξία τῆς εἰκόνας. Ἅπλα τοῦ χρόνου, ἔξω ἀκόμη ἀπ’ τὴν ἀγορά, ἀδαεῖς ἀπὸ συμφέροντα, σαλόνια καὶ κυρίαρχες τάσεις, ἀφελεῖς καὶ λίγο ἀθῶοι, βλέπαμε τὸν συρμό, κοιτούσαμε κι ἀλλοῦ. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ πρωτάκουσα καὶ τ’ ὄνομά του, ἀνάμεσα σὲ ἄλλους παραστατικοὺς τῆς φθίνουσας Ἀθηναϊκῆς σχολῆς. Ἄγνωστους στὸ εὐρύτερο κοινό, σεμνοὺς καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀφανεῖς, παρωχημένους κατὰ τὴν τρέχουσα ἀντίληψη τῶν παρατρεχάμενων στοὺς κύκλους τῆς τέχνης. Περιφρονημένοι κι ἀπαξιωμένοι κάποιοι εἶχαν ἤδη ἀποτραβηχτεῖ ἐκτὸς τοῦ ἀναβράζοντος κέντρου. Κρυμμένοι, εἶχαν ἀποδεχτεῖ τὸ περιθώριο τῶν τεκταινομένων, ἀναχωρητές, ἐπιμέναν στὸ λίγο. Ἢ μήπως ἦταν πολύ; Λέγαν γιὰ τὸν Φωκὰ πὼς ἤτανε χριστιανός, ἐγκόσμιος καλόγερος, τὰ εἶχε, λέγαν, παρατήσει κι ἔκανε εἰκόνες πιὰ βυζαντινές, ἀπομονωμένος στὴν Αἴγινα. Δὲν τὸν εἶδα ποτέ μου. Κάποια ἔργα του μόνο εἶχα δεῖ. Καθαρό, στέρεο σχέδιο, γήινα χρώματα, φίνα, μιὰ αἴσθηση ἀκρίβειας δίχως πρωτοτυπίες καὶ κόλπα, ἔμοιαζε ἀχειροποίητη ἡ χειρωναξία του κι εἶχε ἕνα φῶς ὑποβλητικὸ ἡ ζωγραφική του. Ἀκτινοβολεῖ μέσα φῶς αὐτὴ ἡ σεμνόχρωμη κλίμακα καὶ λάμπει μιὰ ἁπλότητα φορτωμένη ἀπὸ λεπτομέρειες μιᾶς ἥσυχης καθημερινότητας, λίγο παλαιϊκή, λίγο λαϊκή, ἀλλὰ περήφανη καὶ ἀρχοντικὰ ἀποδοσμένη ἐν δόξῃ καὶ σιωπῇ. Μιὰ αἴσθηση ταπεινοῦ μεγαλείου μοῦ ἀπόμεινε. Τὸ 1992 τὸ Πνευματικὸ Καλλιτεχνικὸ Κέντρο Ὥρα ἔκλεινε, ὁ Δῆμος Ἀθηναίων ζητοῦσε τὸ κτίριο γιὰ ἰδιοχρησία, θὰ ἔκανε ἐκεῖ δημοτικὴ αἴθουσα ἐκθέσεων, ποτὲ
καὶ τὸν Ἀνδρέα Φωκά. Ἡ Νίτσα κρατοῦσε στὴ μνήμη της ὀνόματα, διευθύνσεις, τηλέφωνα. Τοῦ τηλεφώνησα ἀπόγευμα, ἀπάντησε. Ἄρχισα νὰ τοῦ μιλῶ γιὰ τὴν ἔκθεση, μὲ ἔκοψε: -Παιδί μου, ἐγὼ εἶμαι ἀλλοῦ τώρα πιά, δὲν ἐκθέτω, πᾶνε χρόνια πολλά, ἔχω φύγει. Ἐπέμενα, τοῦ ἐξήγησα τὴν κατάσταση. - …θὰ εἶναι μεγάλη τιμὴ τὸ ὄνομά σας, τελευταία ἔκθεση στὸν χῶρο ποὺ ἐκθέτατε. -Πάει κι ὁ Ἀσαντούρ, πάει κι ἡ Ὥρα μαζί του, μοῦ εἶπε. Τί μπορῶ νὰ κάνω; -Ἕνα ἔργο σας, ὅ,τι θέλετε, νὰ ἐκτεθεῖ γιὰ τὴν τιμὴ τῆς Ὥρας καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων της, τοῦ ζήτησα.
-Δὲν ζωγραφίζω παιδί μου, ἄλλα κάνω τώρα ἐγώ, εἶμαι μακριά… τί νὰ πῶ; Ἀλλά… μιᾶς καὶ μπαίνετε σὲ τέτοιον κόπο γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ θὰ κοιτάξω κάτι νὰ βρῶ ἀπὸ παλιότερα. Ἂν βρῶ κάτι θὰ σᾶς τὸ στείλω! Κάτι θὰ βρῶ!
Ἔνιωθα ὅτι τὸ πάλευε στὸ μυαλό του.
-Μπορῶ νά ‘ρθω νὰ τὸ πάρω ἐγώ, μὴ σᾶς βάλω σὲ κόπο, βιάστηκα νὰ τοῦ πῶ μπὰς καὶ πήγαινα στὴν Αἴγινα ὁ ἴδιος νὰ τὸν γνωρίσω, νὰ δῶ. Ἀρνήθηκε. Εἶχε μιὰ γλυκύτητα ἀπόμακρη ἡ φωνή του καὶ μιὰ δοτικότητα παρ’ ὅλη τὴν ἄρνηση καὶ τὸν διασταγμό. -Ὄχι, ὄχι. Θὰ τὸ στείλω στὴν Ὥρα ἐγώ. Μὴν ἀνησυχεῖτε. Θὰ βρῶ τρόπο. Καλὸ βράδυ, παιδί μου! Μὲ τὸ καλὸ νὰ γίνουν ὅλα, μὲ τὸ καλό! Ἔτσι κι ἕγιναν ὅλα! Ἦρθε τὸ ἔργο, ὡραῖο, μᾶς τίμησε, τὸ θυμᾶμαι

εἶναι νὰ πάρω μιὰ εἰκόνα καὶ νὰ τοὺς τὴ δείξω καὶ νὰ τοὺς πῶ νά, αὐτὴ εἶναι ἡ εἰκόνα. Καὶ θὰ διάλεγα μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἢ τῆς Παναγίας κυρίως, καὶ θὰ ἔλεγα ὅτι, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Χριστὸς εἶπε αὐτὰ καὶ αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε καμιὰ ἀντίληψη γιὰ τὸ πῶς ἦταν ὁ Χριστός. Λοιπὸν νά, αὐτὴ ἡ εἰκόνα δείχνει πῶς ἦταν ὁ Χριστός. Πρέπει νὰ εἶναι πολὺ καλὴ εἰκόνα, ὄχι καμιὰ δευτερεύουσα εἰκόνα. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν Παναγία. Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔρχεται στὸ μυαλό, λόγῳ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση. Τί θὰ πεῖ τὸν ἔκανε κατ’ εἰκόνα; Ἡ εἰκόνα εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο. Ἔτσι εἶστε κι ἐσεῖς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, θὰ ἔλεγα στοὺς μαθητές, κοιτάξτε νὰ μοιάσετε καὶ στὸν Θεό. Κάτι τέτοιο θὰ ἔλεγα. ❖ Παίζει ρόλο ἡ εἰκόνα σήμερα στὴ ζωή μας; Ποιά εἶναι ἡ σημασία τῆς εἰκόνας γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ; Πῶς ἀκοῦς, ἂς ποῦμε, ἕνα τροπάριο στὴν ἐκκλησία καὶ σὲ φέρνει κοντά στὸν Θεό, τὸ ἴδιο κάνει καὶ ἡ εἰκόνα καὶ ἡ εἰκόνα τὸ κάνει ἀκόμα πιὸ πολύ. Σὲ φέρνει κοντὰ στὸν Χριστό, ἢ σοῦ δείχνει τὸν δρόμο. Γι’ αὐτὸ πρέπει ἡ εἰκόνα νὰ εἶναι εἰκόνα, νὰ μὴν εἶναι καρικατούρα. Ὅταν δεῖς τὸ βλέμμα τῆς Παναγίας σὲ μιὰ εἰκόνα καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ ἁγνότητα, καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ ἀγαθότητα, μόνο μὲ τὸ βλέμμα καὶ δὲν τὸ ἑρμηνεύεις λογικά. Αὐτὸ ὑποβάλλεται καὶ δὲν ἐξηγεῖται λογικά. Ὑποβάλλεται. Καὶ ἡ μεγάλη ἀξία τῶν εἰκόνων εἶναι ὅτι μιλᾶνε διὰ τῆς ὑποβολῆς καὶ ὄχι διὰ τῆς λογικῆς. Γι’ αὐτὸ ἔχει σημασία ἡ εἰκόνα. Ἔχει σημασία δηλαδὴ νὰ εἶναι εἰκόνα. Βλέπεις, αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα δὲν εἶναι εἰκόνες. Λέγονται εἰκόνες, ἀλλὰ εἰκόνες δὲν εἶναι, γιατὶ δὲν σοῦ μεταδίδουν αὐτὸ τὸ πράγμα. ❖ Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει μιὰ εἰκόνα καλὴ ἢ κακή; Κατ’ ἀρχὴν τὸ κεφάλαιο ζωγραφικὴ δὲν ἐξηγεῖται μὲ λόγια. Οὔτε κἂν ἡ κοσμικὴ ζωγραφικὴ δὲν ἐξηγεῖται μὲ λόγια. Ἂν μποροῦσε νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ λόγια δὲν
ἐπεμβαίνει ὁ Θεὸς στὴ δημιουργία- ἀλλὰ πάντως ἐπεμβαίνουν ἐξωγενῆ στοιχεῖα. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ζωγραφίζω ἕνα μάτι, αὐτὸ τὸ μάτι θὰ δώσει κάτι ἀπὸ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου. Πρὶν τὸ κάνω οὔτε ποὺ ξέρω πῶς θὰ τὸ κάνω. Ὑπάρχει ἕνα στάδιο ἄγνοιας -σὲ μένα τουλάχιστον- καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄγνοια γίνεται κάτι. Κι ὅταν εἶναι σωστό, λέω, ἄ! ἔτσι εἶναι. Ὅταν ὅμως δὲν εἶναι σωστό, ἐπιμένω καὶ τὸ ξανακάνω, καὶ τὸ ξανακάνω, ὥστε κάποια στιγμὴ νὰ πῶ, αὐτὸ εἶναι σωστό. […] ❖ Πᾶμε πίσω στὴν κουβέντα γιὰ τὶς εἰκόνες, γιὰ τὴν Κρητικὴ Σχολή, γιὰ τὴν Μακεδονική, πές μου λίγο, ξεχώρισέ τα. Τί νὰ σοῦ πῶ, εἶναι γνωστὰ αὐτά, ἄλλη ἀντίληψη τοῦ φωτός, τί ἄλλο νὰ σοῦ πῶ; Ἡ Κρητικὴ Σχολὴ μεταχειρίζεται πολὺ τὴν τονικὴ ἀξία, δηλαδὴ τὸ μαῦρο-ἄσπρο. Τὸ σκοῦρο καὶ τὸ ἀνοιχτό. Τὸ κιαροσκοῦρο ποὺ ἔλεγαν οἱ Ἰταλοί. Ἡ Μακεδονικὴ σχολὴ πολὺ λιγότερο καὶ πολὺ περισσότερο τὶς χρωματικὲς διαφορές. Παραδείγματος χάριν, ὅταν κάνει μιὰ σκιὰ πράσινη ἕνας Μακεδόνας ζωγράφος, ὁ Πανσέληνος, ἂς ποῦμε, ἢ ὁ Ἀστραπᾶς, ἢ ὁ ὁποιοσδήποτε τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς, αὐτὸ τὸ πράσινο καὶ αὐτὸ τὸ ρόζ, ἢ ἡ ὤχρα ποὺ θὰ βάλει δίπλα στὸ φῶς, ἐὰν τὸ πράσινο εἶναι ἡ σκιά, ἐὰν τὸ τραβήξεις σὲ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία θὰ ἔχει ἐλάχιστη διαφορά. Δὲν θὰ ὑπάρχει τὸ χρῶμα. Ἐνῶ ἐὰν δοῦμε τὸ ἀντίστοιχο στὴν Κρητικὴ σχολὴ θὰ ὑπάρχει πολὺ ἔντονη διαφορά. Αὐτὸ λέγεται τόνος. Ὑπάρχει ὁ τόνος καὶ ὑπάρχει ἡ τονικὴ καὶ ἡ χρωματικὴ διαφορά. Ἡ τονικὴ διαφορὰ εἶναι τὸ σκοῦρο ἀνοιχτό. Ἡ Κρητικὴ σχολὴ ἡ ὁποία εἶναι στὴ νότιο Ἑλλάδα ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀντίθεση φωτὸς-σκιᾶς, ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἔντονη ἀντίθεση φωτὸς-σκιᾶς. Ἡ Μακεδονικὴ ποὺ τὸ φῶς εἶναι πιὸ ἥπιο, πιὸ ἁπαλό, ἔχει χρωματικὴ διαφορά. Ἐγὼ θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν στὸ Παρίσι, ποὺ καμιὰ φορὰ ἔπαιρνα μαζί μου γιὰ κάποιον λόγο ἕναν πίνακα ποὺ εἶχα φτιάξει στὴν Ἀθήνα καὶ ὅταν τὸν κοιτοῦσα

ἁρμονία χρωματική; Πρέπει νὰ σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς ἀρχικὰ αὐτὸ ποὺ λέμε ταλέντο. Κάποιο ταλέντο, μικρὸ ἢ μεγάλο, δὲν ἔχει σημασία, ἀλλὰ κάτι νὰ σοῦ δώσει. Καὶ ἂν σ’ τὸ ἔχει δώσει αὐτό, τότε καταπιάνεσαι καὶ μὲ τὴν κοσμικὴ ζωγραφική, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν εἰκονογραφία. Δυστυχῶς, αὐτὸ ἔχει ἀγνοηθεῖ καὶ βλέπεις οὐσιαστικὰ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τὴν εἰκονογραφία, ἀγνοοῦν αὐτὸ τὸ φυσικὸ ταλέντο. Καὶ πρῶτος καὶ καλύτερος ποὺ φταίει γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ Κόντογλου. Ἂν καὶ ὁ Κόντογλου ὁ ἴδιος εἶχε πολὺ ταλέντο. Ἦταν πολὺ ταλαντοῦχος ἄνθρωπος, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα δίδασκε ἦταν σὰ νὰ σοῦ ἔλεγε ὅτι φτάνει νὰ μάθεις μία φόρμουλα, μία ρετσέτα, ὅπως μαθαίνεις νὰ φτιάχνεις ἕνα φαΐ, καὶ φτιάχνεις μιὰ εἰκόνα. ❖ Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Γιατὶ ἔτσι νόμιζε. Ἦταν στενοκέφαλος ὁ Κόντογλου. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέει γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι σωστά, διότι τὰ παίρνει ἀπὸ Πατέρες, ἀλλὰ ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν ἕναν φανατισμὸ ποὺ λές, μὰ αὐτὸ
βυζαντινὴ ἁγιογραφία στὸ Παρίσι. Αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ σ’ τὰ διδάξει ὅλα.
αὐτό; Τώρα μὲ κάνεις νὰ βγάζω λόγους… Κοίταξε νὰ δεῖς, στὸ Παρίσι, ὅταν ἦταν ὁ Κόντογλου, ὑπῆρχε μιὰ γενικότερη τάση στοὺς διανοούμενους γιὰ μιὰ ἐπιστροφὴ στὶς ρίζες. Αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν γοτθικὲς ρίζες, ἦταν μιὰ ἐπιστροφὴ στὴ γοτθικὴ ἀρχιτεκτονική, κ.ο.κ Μέσα σ’αὐτὴ τὴ γενικὴ τάση ὁ Κόντογλου ἄρχισε νὰ διερωτᾶται, γιὰ βάστα, ποιές εἶναι οἱ ρίζες οἱ δικές μου; Εἶχε δὲ καὶ ἕναν θεῖο ὁ ὁποῖος ἦταν μικρασιάτης ἱερομόναχος καὶ αὐτὸς τοῦ ἄφηνε μνῆμες καὶ βάσει αὐτοῦ καὶ βάσει τοῦ γενικότερου κλίματος στὸ Παρίσι ἄρχισε νὰ ψάχνει τὰ βυζαντινὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ, μετὰ ποὺ γύρισε στὴν Ἑλλάδα, γυρνοῦσε στὰ μοναστήρια, στοὺς ναούς, ἀντέγραφε πολὺ τὶς βυζαντινὲς εἰκόνες κλπ. Δὲν ἦταν μόνο τὰ βυζαντινά, ἦταν καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ ἔκανε ἕνα συνδυασμὸ τῶν δύο, θαύμαζε, καὶ πολὺ μάλιστα, τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες. ❖ Πῆγε καὶ στὸ Ἅγιο Ὄρος; Στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶχε πάει πολλὲς φορές. Μάλιστα εἶχε πάει καὶ μὲ τὸν Τσαρούχη μιὰ φορά. Τί ἄλλο μὲ ρώτησες; ❖ Σὲ ρώτησα, ποιά ἦταν ἡ συμβολὴ τοῦ Κόντογλου στὸ νὰ γυρίσουν
σεται εἶναι κάθε φορὰ μιὰ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Π.χ., ὅταν σὲ μιὰ εὐρωπαϊκὴ ζωγραφικὴ βλέπεις αὐτὰ τὰ ὡραῖα γυμνὰ κλπ, βλέπεις ὅτι εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν βασιλέων τῆς Γαλλίας. Ὅταν βλέπεις τοὺς ἰμπρεσιονιστές, βλέπεις ὅτι εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς ἀστικῆς τάξεως, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνεβαίνει ἡ ἀστικὴ τάξη μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση. Καὶ ἡ βυζαντινὴ ζωγραφική, δὲν μιλάω γιὰ σήμερα, μιλάω γιὰ τὴν παλιά, εἶναι μιὰ ἐκδήλωση τῆς πίστης τῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὅταν βλέπεις τὸν Πανσέληνο, βλέπεις τὴν ἐπίδραση τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Συνδέονται αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν εἶναι τὸ ἕνα ἄσχετο μὲ τὸ ἄλλο. Μετὰ ὅταν βλέπεις ἔργα τῆς Κρητικῆς Σχολῆς, βλέπεις ὅλους αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατέβει ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη φέρνοντας τὴν πίστη μαζί τους. Καὶ εἶχαν ἀναπτύξει ἕναν κλάδο τῆς Παλαιολογείου ἐποχῆς, γιατὶ ἡ Παλαιολόγειος ἐποχὴ ἔχει δυὸ κλάδους. Ἕνας ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπόγονος τῆς Μακεδονικῆς Σχολῆς καὶ ἕνας ποὺ εἶναι πρόδρομος τῆς Κρητικῆς Σχολῆς. Τώρα, τί νὰ πεῖς γιὰ τὴν σημερινὴ ἐποχή; Δὲν ξέρω… Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ σημερινὴ ἐποχὴ δὲν βγάζει ἁγίους. Ἔχει βγάλει Ἁγίους. Μακάρι νὰ ἦταν, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Βλέπεις τὸ χάλι τῆς Ἑλλάδος. Πάρε ὅλους αὐτοὺς τοὺς λαϊκοὺς ποὺ τοὺς βλέπεις καθημερινὰ στὴν ἐκκλησία, ποὺ τοὺς ἐξομολογεῖς κλπ, τί ἐπίπεδο ἔχουν, ποιό εἶναι τὸ ἐπίπεδό τους; Δὲν θέλω νὰ μοῦ μιλήσεις γιὰ πρόσωπα, μίλησε γενικά. Τὸ ἐπίπεδό τους δὲν εἶναι χαμηλό; Ὄχι, πές μου… […] Ἕνα πράγμα, νομίζω, ὅτι εἶναι σχεδὸν βέβαιο. Ὅτι τὸ καλύτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι οἱ Ἅγιοι. Καὶ τὸ καλύτερο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος εἶναι νὰ πλησιάσει τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο. Τώρα, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο δὲν ξέρω –καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο φοβᾶμαι ὅτι ὑπάρχει μεγάλη παρεξήγηση- εἶναι πῶς σταθμίζεται τὸ ἔργο ἑνὸς καλλιτέχνη σὲ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα. Μόνο ὁ Μπερντιάγεφ τόλμησε καὶ κάτι εἶπε γι’ αὐτό. Δηλαδή, εἶπε ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν ἁγιότητα, ὑπάρχει καὶ ἡ δημιουργία. Καὶ ἡ δημιουργία εἶναι μιὰ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔδωσε ἔτσι ἕνα πεδίο τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε. Δὲν ὑπάρχει στοὺς παλιοὺς πατέρες καὶ δὲν ὑπῆρχε μέχρι τὸν 20ο αἰώνα. Ὁ Μπερντιάγεφ ἄνοιξε αὐτὴ τὴν πόρτα καὶ ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴν δημιουργικότητα, ὅτι εἶναι, πῶς νὰ σοῦ πῶ, εἶναι μιὰ ἰδιότητα καὶ μίμηση θεϊκή. Τώρα, πόσο ἀλήθεια εἶναι δὲν ξέρω. Ἀλλὰ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἕνας πιστός, τέλος πάντων, λέει αὐτὸ τὸ πράγμα. Δὲν ξέρω… καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωση πῶς ἀπὸ τοὺς παλιοὺς εἰκονογράφους κανένας δὲν εἶναι ἅγιος, ἀπὸ ὅσους ξέρουμε τουλάχιστον. Οὔτε ὁ Πανσέληνος, οὔτε ὁ Θεοφάνης, οὔτε κανένας ἄλλος.

τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸ ἔργο του. Στὴν εἰκόνα τοῦ ἐκ Θεσσαλονίκης νεομάρτυρος Ἀλεξάνδρου τοῦ δερβίση, ποὺ ἱστόρησε μὲ τὴν τεχνικὴ τῆς ἐγκαυστικῆς καὶ μοῦ τὴν χάρισε μιὰ χρονιὰ ἀνήμερα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου στὶς 26 Μαΐου, δὲν ἤθελε νὰ βάλει τὸ ὄνομά του κάτω ἀπὸ τὸ ἔργο, ὅπως δὲν ἤθελε νὰ τὸ βάλει καὶ σὲ ὅλες τὶς εἰκόνες ποὺ ἱστοροῦ-


Τρέκλιζε. Προχωροῦσε ἀνάμεσα στὰ πτώματα χιλιάδων ἐτῶν. Εἶχε ὑπάρξει γεωργός, ἰχνηλάτης, δολοφόνος καὶ σωτήρας, νομὰς καὶ ριζωμένος. Στὰ μάτια του καθρεπτίζονταν τὰ κουφάρια τῶν καιρῶν, μὲ κάθε βῆμα. Ἡ ἀνάσα του ἀντηχοῦσε τὰ πάθη τοῦ ἔρωτα καὶ ἡ ψυχή του ἀκουγόταν νὰ ἀλυχτᾶ μέσα ἀπὸ τὰ στήθη του, ἀπὸ τὰ βάθη κράζοντας τὶς μουσικὲς τῆς ἐμπειρίας καὶ τὸ φόβο τοῦ θανάτου. Δὲν τὰ χωροῦσε ὅλα αὐτά, δὲν τ’ ἄντεχε. Γεννημένος στὸν Παράδεισο, στὴ θαλπωρὴ τῆς συνύπαρξης καὶ τῆς ἀδιαμφισβήτητης ἀγάπης, δὲν εἶχε φανταστεῖ πόσο μικρὴ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ καρδιά. Στὸ χτύπο της, κάθε στιγμὴ ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους μέσα ἀπὸ μικρές, ματωμένες ὀπὲς τὰ ρόδα καὶ τὰ ἀγκάθια, γεννήματα τοῦ ἀμετανόητου χωρισμοῦ: ἡ ἀνείπωτη συγγνώμη, ἡ γύμνια, ἡ ντροπή, ἡ μοναξιά, ἡ ἀνάμνηση, ὁ νόστος καὶ τὸ ἄλγος του. Τρέκλιζε. Τὰ χέρια του ἔτριβαν ἐπίμονα τὸν κρόταφό του, ἐκεῖ ποὺ πρωτοσφηνώθηκε ὁ λογισμὸς τῆς ἄρνησης. Ἐκεῖ ποὺ χτυπήθηκε ἡ ἀγάπη μὲ μέσα ὕπουλα, καὶ ποτίστηκε τὸ παράσιτο τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκε, τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ τῆς Πτώσης, ἡ ἐλπίδα τῆς Συγχώρεσης. Δὲν τὰ χωροῦσε ὅλα αὐτά. Ἡ αἴσθηση δὲ χωροῦσε τὸν πόνο καὶ τὴ χαρά, ὁ ἔρωτας δὲ χωροῦσε τὴν ἀπουσία καὶ τὴν παρουσία, τὸ μυαλὸ δὲ χωροῦσε τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἐλπίδα, ἡ ζωὴ δὲ χωροῦσε τὴ θνητότητα καὶ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ψυχὴ πάσχιζε μὲς στὴν καρδιὰ νὰ τὰ χωρέσει. Τρέκλιζε, ἀλλὰ προχωροῦσε. Κάθε βῆμα του τὸν ἔφερνε μπροστὰ στὸ παράλογο τόλμημα, σὲ μία κίνηση ἐπαιτείας καὶ ταπείνωσης. Προχωροῦσε, ἀφήνοντας πίσω του τὰ ἀχνάρια χιλιάδων ζωῶν, μόνο γιὰ νὰ πατήσει ἐπάνω στὰ ἑπόμενα, ποὺ ἀλύπητα θὰ φέρναν νέες ἐμπειρίες, νέες χαρὲς καὶ νέες λύπες, ποὺ θὰ ζητοῦσαν λίγο ἀκόμη χῶρο μέσα του. Λίγο ἀκόμη χῶρο ποὺ δὲν εἶχε. Δὲν τὰ χωροῦσε ὅλα αὐτά. Στὸ τελευταῖο του βῆμα, στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα, ἐκεῖ στὰ ἀνατολικὰ τοῦ Κήπου, τὴν πόρτα ποὺ τοῦ θύμιζε τὴ διαύγεια τῆς καθαρῆς ψυχῆς, τὴ ζωὴ γεμάτη μοιρασιὰ καὶ ἀλληλοπεριχώρηση, τὴ ζωὴ ποὺ χάθηκε. Ἐκεῖ στεκόταν ἕνα πλῆθος χερουβείμ, καὶ ἕνα πύρινο ξίφος ποὺ τοῦ ἔφραζε τὸ δρόμο. Σὲ μία ἀπέλπιδα στιγμή, μὲ ἁπλωμένο τὸ χέρι ποὺ χιλιάδες χρόνια μετὰ θὰ καρφωνόταν στὸ σταυρό, ὁ Ἄνθρωπος ζήτησε μία ἀνάπαυλα ἀπὸ τὸν ἀμείλικτο ἀγώνα τῆς καρδιᾶς του νὰ χωρέσει τὸ Πᾶν. Κι ἐκεῖ στὶς παρυφὲς τοῦ Παραδείσου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δώρισε στὸν ἄνθρωπο ἕναν ἀκόμη δρόμο γιὰ νὰ ἀντέχει ἡ καρδιὰ τὰ βάρη της. Ἐκεῖ στὶς παρυφὲς τοῦ Παραδείσου, φύτεψε ὁ Θεός στὸν Ἄνθρωπο ἕναν ἀκόμη σπόρο καὶ τοῦ τὸ εἶπε καθαρά: «Αὐτὸν νὰ τὸν κλαδεύεις μὲ τοὺς πόνους,
Ἡ προθήκη τοῦ μαγαζιοῦ ἦταν κάλεσμα γι’ αὐτόν: χάρτες, πυξίδες, κυάλια, γκραβοῦρες μὲ ἐκεῖνα τὰ ἰστιοφόρα, μὲ τὶς πανύψηλες καμινάδες. Καθὼς πέρναγε τὴν εἴσοδο, ἀκούστηκε τὸ καμπανάκι. Ὁ ὑπεύθυνος ἔδειχνε σὲ μιὰ ἡλιοκαμένη μὲ ξέχειλο στῆθος, εὑρήματα τοῦ βυθοῦ, ὅπως βεβαίωνε, ἀμφορεῖς μὲ κρασὶ αἰώνων, ποὺ βρέθηκε ἀνέπαφο σὲ τριήρεις. Μόλις τὸν εἶδε, φώναξε, ἔλα ἀμέσως κάτω, καὶ ἀπὸ τὸ πατάρι ἔσκυψε ἕνα κορίτσι, καμιὰ δωδεκαριὰ χρονῶ, ποὺ κατέβηκε βιαστικά, ἕτοιμη νὰ τοῦ δώσει διαφημιστικὰ φυλλάδια, μαζὶ μὲ τὸ ἔντυπο προ-επιβίβασης, ὅπως ἔκανε, ἀπὸ κεκτημένη ταχύτητα, μὲ ὅλους τοὺς ξένους: μήπως προσφάτως παρουσιάσατε ξαφνικὰ πυρετό; ἀνοσμία; δυσγευσία; Ὄχι, ἐξήγησε αὐτός, δὲν τὸν ἐνδιέφεραν οἱ περιηγήσεις στοὺς Παξούς, οὔτε τὰ γαλαζοπράσινα νερὰ τῶν θαλασσινῶν σπηλιῶν, μήτε θὰ περπάταγε τὴν λωρίδα μὲ τὴν ρόδινη ἄμμο στὴν Μπέλλα Βράκα, μόνο γύρευε πληροφορίες γιὰ τὴν ναυμαχία στὰ Σύβοτα, μιὰ ποὺ πέρναγε ἀπὸ τὴν Θεσπρωτία. Οἱ ἱστορίες στὸν κάτω ὄροφο, εἶπε βαριεστημένα τὸ ἀφεντικό, κι ἔκανε νεῦμα στὸ κορίτσι νὰ τὸν ὁδηγήσει, μὰ ἐκεῖνο, μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ βαρεμάρα τῶν ἐφήβων, ποὺ τόνιζαν καὶ τὰ σπιθουράκια στὰ δροσερά της μάγουλα, ἀρκέστηκε νὰ ἀνοίξει μιὰ πόρτα, πατώντας τὸν διακόπτη τοῦ ἠλεκτρικοῦ. Φῶς πλημμύρισε τὸν χῶρο κάτω, καὶ ἀναθάρρησε, καθὼς εἶδε ράφια φορτωμένα μὲ βιβλία. Κατέβηκε τὰ στιφογυριστὰ σκαλιά, διψασμένος γιὰ νἄβρει ὅλο καὶ περισσότερες λεπτομέρειες κι ἄρχισε νὰ ψάχνει τὶς ράχες τῶν βιβλίων. Ἐντύπωση τοῦ ἔκανε ἡ εὐταξία: βέλη σὲ ὁδηγοῦσαν σὲ ἱστορικὲς περιόδους, χαρτογραφήματα, ὥσπου στάθηκε στὴν ποθητὴ ἔνδειξη: πρὸ τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Σὲ πλαίσιο μὲ καλλιγραφημένα γράμματα, ποὺ τὰ εἶχε ὡραιοποιήσει ὁ χρόνος, διάβασε: Ἐστρατοπεδεύσαντο ἐν μιᾷ τῶν νήσων αἵ καλοῦνται Σύβοτα. Ἔστι δὲ Σύβοτα τῆς Θεσπρωτίας λιμὴν ἐρῆμος (σσ. ὁ τόνος στὸ ἦτα). Τροπαῖον (σσ. ὁ τόνος στὸ ἄλφα γιώτα), ἔνθα καὶ ἔστησαν ἐν τοῖς ἐν τῇ ἡπείρῳ Συβότοις […] ( 433 π. Χ., Θουκυδίδης). «Τροπαῖον», διάβασε, ἦταν σύμβολο νίκης μὲ λάφυρα ἐχθρῶν, ποὺ τὰ ἔβαζαν πάνω σὲ δέντρα, ἢ ξύλινους στύλους, σχηματίζοντας μνημεῖο «τροπῆς εἰς φυγήν». Ἀντιμαχόμενοι στόλοι: Ἀθήνα καὶ Κέρκυρα (120 τριήρεις), Κόρινθος καὶ σύμμαχοι (150 τριήρεις). «Ἡ μὲν οὖν ναυμαχία ... ἐτελεύτα εἰς δύσιν
μὰ κι ἐκεῖνο, σὰ νά ‘θελε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὰ κεκρυμμένα, φανέρωσε στὰ ἔκθαμβα μάτια του, μιὰ σειρὰ μὲ κυλίνδρους, ποὺ ξεδιπλώνοντάς τους δὲν προλάβαινε νὰ φωτογραφίζει μὲ τὸ κινητό του θησαυρούς, ποὺ τοὺς ἀνέσυρε ἡ σαγήνη τοῦ ὡσεὶ παρόντος, παρελθόντος χρόνου - ὅταν ξαφνικά, στὴν ὀθόνη τοῦ κινητοῦ εἶδε τὴν ἀπειλητικὴ προειδοποίηση:
«Μηδενικὴ ἰσχύς. Ἡ μπαταρία σας εἶναι ἄδεια. Τὸ τηλέφωνό σας θὰ ἀπενεργοποιηθεῖ σὲ 30 δευτερόλεπτα».
Καί, δίχως φορτιστὴ μαζί του, ἦταν τώρα διπλὰ μόνος.
Τὸν παρηγόρησαν ὅμως κάτι λεξικὰ ποὺ τὸν περιστοίχιζαν. «...ποιό λεξικὸ νὰ διαλέξω ἐπίτομα, πολύτομα/ μὲ φιοριτοῦρες χρυσὲς κι ἀργυρές …»* Καὶ σὲ ἄλλο ράφι ἄτλαντες στὴ σειρά: Φυτολογίας τοῦ Ταρσέως Διοσκουρίδη, Κοσμογραφίας, μὲ σχέδια τοῦ Ντα-Βίντσι, Ἀνατομικῆς τοῦ Σομπόττα –τὸν καθήλωσαν οἱ πλαστικὲς παραστάσεις: κεφαλή, λαιμός, ἄνω ἄκρο, κορμός, σπλάχνα, κάτω ἄκρο... Μετά, ἀγγίζοντας τὶς μικρογραφίες σὲ ἕνα εἰλητάριο μὲ τοὺς Πραξαποστόλους, εἶχε τόσο μαγευτεῖ ἀπὸ τὴν δρόσο τοῦ πνεύματος, ὅταν μὲ ἕνα κοφτὸ ἦχο, εἶδε νὰ κλείνει, ὅπως γδαρμένη λαμαρίνα σὲ μάντρα, ἡ πόρτα στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, ποὺ μ’ ἕνα τελειωτικὸ συριγμό, σφηνώθηκε στὸ κούφωμα. Ἀνέβηκε τρέχοντας, μὰ ὅλα κλειστά, οὔτε μιὰ χαραμάδα, ἄρχισε νὰ βαρᾶ μὲ τὰ χέρια, μὲ κλωτσιές, εἶναι μέσα κανείς; Εἶναι κανεὶς μέσα; Μὰ σὰ νὰ τσουλούσανε ἔπιπλα γιὰ νὰ τὸν ἀμπαρώσουν ἀκόμα καλύτερα πίσω ἀπὸ τὴν ἀδιαπέραστη ἐκείνη φραγή. Κατέβηκε κάτω, καὶ βάλθηκε νὰ βηματίζει στὴν περίμετρο τοῦ χώρου, μὴν καὶ ἔβρει κάποια διέξοδο, μόνο ἕνα φεγγίτη πρόσεξε, μὲ κάγκελα στὸ τζαμάκι του, σὰ βέλη μπηγμένα στὸ στενὸ παραπέτο. Στὸ βάθος ξέκρινε κάτι σὰν ἀποθηκούλα, πῆγε μὲ τρόμο, μὰ καὶ μὲ λαχτάρα, ποὺ τοῦ ἔδινε μιὰ ἀόριστη ἐλπίδα, καὶ τραβώντας ἕνα κουρτινάκι, εἶδε μιὰ λεκάνη χωρὶς νιπτήρα. Ἀπὸ τὸ καζανάκι -ἐκεῖνα μὲ τὴν ἀλυσίδα ποὺ κρέμεται- ἔτρεχε ἕνα φαιοκίτρινο ρυάκι στὸ μάρμαρο τῆς λεκάνης. Ἡ δίψα του ποὺ τὸν κυρίευε δὲν ἦταν, τό ‘νιωθε, μόνο ἀπὸ νερό, ἤτανε δίψα ἀέρος. Καὶ θυμήθηκε ποὺ εἶχε κάποτε διαβάσει, πὼς ἄπληστοι πλοιοκτῆτες, ὅταν σκηνοθετούσανε ναυάγια, βουλιάζοντας κάθε τόσο κι ἕνα πλοῖο ἀπὸ τὸν στόλο τους, γιὰ νὰ παίρνουν ὅσο πιὸ πολλὰ ἀσφάλιστρα, κλείδωναν μέσα σὲ μιὰ καμπίνα ἕναν ἄπραγο ναύτη –γιατὶ χωρὶς θανατικό, δὲν ἀναγνωρίζανε οἱ ἑταιρεῖες τὶς διεκδικήσεις λόγῳ πνιγμοῦ. Τόλμησε κι ἔβαλε τὸ δάχτυλό του στὸ ἄχρωμο πιὰ ρυάκι τῆς λεκάνης, ἔβρεξε τὰ φρυγμένα του χείλη, καὶ ἀποκαμωμένος, ἔρριξε τὸ βλέμμα του στὸ δάπεδο: ἀπὸ μιὰ ρωγμὴ στὸ τσιμέντο, εἶδε νὰ προβάλλει μιὰ ὑποψία καρβουνιασμένων φύλλων, κι ἀνάμεσά τους ... – πῶς δὲν τό ‘χε δεῖ; Ἐσεῖς ποὺ διαβάζετε αὐτὲς τὶς ἀράδες, τί λέτε νὰ εἶδε; Ἄτλαντες; Σχέδια καὶ ἄξονες προσανατολισμοῦ; Μὰ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τόμους, λέξεις κι εἰκόνες δὲν σώζουν, ἀφοῦ ὅσο καὶ νὰ βυθίζεσαι στὶς σελίδες τους, τὰ μυστικὰ τῆς σιωπῆς δὲν τὰ ἐννοεῖς. Ὅσο πιὸ πολλὰ σοῦ λένε, μοιάζουν μ’ ἐκεῖνες τὶς νόθες κι ἀσύντακτες πλευρές, ποὺ δὲν συνδέονται ὅπως οἱ ἑφτὰ οἱ πρῶτες καὶ οἱ γνήσιες πλευρὲς μὲ τὸ πλατὺ τὸ στέρνο - αὐτὸ, ποὺ ὅπως διάβαζε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸν Σομπόττα, «ὁμοιάζει μὲ ρωμαϊκὸν ξίφος καὶ κρύπτει τὴν καρδίαν». Ἴσως ἔνας μονάχα ἄτλαντας, ὅπως ὀνομάζεται ὁ πρῶτος σπόνδυλος τοῦ αὐχένα, ποὺ τὴν σπονδυλική μας στήλη διακρατεῖ μὲ τοῦ κρανίου τὴν βάση, ἴσως αὐτὸς νὰ βοηθοῦσε γιὰ νὰ δεῖ
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Ἂν ἤξερες καλὰ σὰν ἀνεβαίνεις
τὴν πίκρα ποὺ θὰ νοιώσεις ὅταν κατεβεῖς ἂν ἤξερες καλὰ γιὰ ποῦ πηγαίνεις
καὶ τί μπροστὰ στὴν διάβα σου θὰ βρεῖς.
Τὸν κόσμο πὼς θὰ ἔβλεπες ν’ ἀλλάζει
καὶ τὴν χαρὰ μαζὶ μὲ λύπη νὰ γευτεῖς
τὴν τύχη ὅπως ἔρχεται νὰ φεύγει
κι ἐσὺ χωρὶς ἐπιλογὴ ν’ ἀκολουθεῖς.
Τὰ γεγονότα νά ‘ρχονται, νὰ φεύγουν
καὶ νὰ μπερδεύεις τὸ παρὸν μὲ παρελθὸν
μὲς στὴν ζωὴ χίλιους ἀγῶνες νὰ παλεύεις
καὶ νά ’σαι ἐκεῖ πάντα παρὼν ποτὲ ἀπών.
Καὶ ν’ ἀτενίζεις μὲ πεποίθηση τὸ μέλλον
ὅπως καὶ νά ’ναι νὰ γροικᾶς τὸ ποθητὸν ὅσο κρατήσει ὣς ποῦ φθάσει τὸ εὐκταῖον
μὲ γοητεία, μὲ μαγεία ὅ,τι εἶν’ γραφτόν.
Ἡ διαδρομὴ φθάνει στὸ τέλος ὅπως ἀρχίζει κι ἐσὺ τὸν χρόνο τόνε χάνεις, εἶσαι ἀπὼν σὲ ἄλλη ἀρχὴ τώρα περνᾶς καὶ φτερουγίζεις σὲ ἕνα μέλλον ποὺ εἶναι ὅμως καὶ παρόν.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ Μ’ ἀρέσει ὁ κόσμος ὅπως εἶναι καὶ νὰ περνάω ὅπως μπορῶ. Ἡ πολυκατοικία καὶ ἡ μεγάλη πόλη ἡ ρύπανση καὶ τὸ μετρό. Μ’ ἀρέσει ὁ κόσμος κι ἡ κυκλοφορία οἱ φωνές, τὰ κλάξον καὶ οἱ μηχανὲς μὲ βουητὸ νὰ διασχίζουνε τοὺς δρόμους καὶ νὰ κρατᾶνε τὶς ἰδέες ζωντανές. Τετράγωνα ὁλόκληρα γύρω κλεισμένα καὶ μέσα κουρνιασμένοι οἱ ἀστοὶ μπροστὰ στὴν τηλεόραση ἁπλωμένοι νὰ βγαίνουν μὲ τὴ φαντασία στὴ ζωή. Τὸ βράδυ μιὰ βόλτα μὲς στὸ δρόμο νὰ τρέχουν ξεχαρβαλωμένα τὰ ὀτὸ στὶς ντισκοτέκ, νὰ ξημερώνονται οἱ νέοι καὶ στὴ δουλειά νὰ εἶναι πάλι στὶς ὀκτώ. Ν’ ἀλλάξει ἡ ζωὴ σὲ κάθε χρόνο. Τὸ νέο πιὰ νὰ γίνεται παλιὸ κι ὅλοι μαζὶ νὰ τρέχουνε στὸ μέλλον. Τὸ μέλλον ὅποιο μέλλον εἶναι αὐτὸ. Παναγιώτης Κόλλιας
15/10/2014
Πολὺ πιάτο ἡ Ἀμερική, ἔλεγε ὁ παππούς μου. Ἐγὼ ἕνα ἔχω νὰ πῶ: πολὺ πιάτο καὶ ἡ Γερμανία. Δὲν τὰ πλένω ἐγὼ ὅπως ὁ παπποὺς τότε, στὸ Ἀμέρικα. Τὰ πλένει τὸ πλυντήριο πιάτων. Ἐγὼ τὰ ξεπλένω νὰ μὴν ἔχουν ἀποφάγια καὶ τὰ βάζω μέσα. Κι ἂν πέσει πολλὴ δουλειά, ὅπως χθὲς βράδυ, πλένω καὶ ἐγὼ καὶ τὸ πλυντήριο. Καλὴ εἶσαι, θὰ σὲ κρατήσω, μοῦ εἶπε τὸ ἀφεντικό, ἕνας Λαζογερμανὸς τρίτης γενιᾶς μὲ τρία ἑστιατόρια στὴν πόλη, κι ἕνα καφενεῖο- μπάρ- χαρτοπαιχτικὴ λέσχη. Μούρη ὁ ἀφεντικός. Μὲ κοίταξε μὲ ἕνα βλέμμα… Δὲν τοὺς ξέρω ‘γώ; Τρία καλοκαίρια σὲ κοσμικὰ μπὶτς μπὰρ ποὺ τὰ βράδια μεταμορφώνονταν σὲ ὅ,τι ἤθελες. Δὲ βαριέσαι. Δουλειὰ νὰ ὑπάρχει. Κι ἐκείνη ἡ μάνα μου μέρες ἔχει νὰ μὲ πάρει. Μᾶς παράτησες, μοῦ εἶπε. Ἐγὼ σᾶς παράτησα, ρὲ μάνα; Ἐμένα μὲ ἔχει παρατήσει τὸ σύμπαν! Ἄει στὰ κομμάτια, τί τὰ θυμᾶμαι; Πάω νὰ βρῶ τὸν Λάκη. 17/10/2014 Δὲ σήκωνε πολλὲς κουβέντες ἀπόψε ὁ Λάκης. Θὰ ἔχασε πάλι χθὲς βράδυ στὰ χαρτιά. Ρὲ βλαμμένο, τί πᾶς καὶ κάνεις, ἀφοῦ δὲ σοῦ κάθεται, τί τὸ ζορίζεις; ἤθελα νὰ τοῦ πῶ. Ἀλλὰ δὲν εἶπα κουβέντα. 25/10/2014 Ἄντε, τέλος καὶ γιὰ ἀπόψε. Gute Νacht! Πᾶμε τώρα νὰ ἰσιώσουμε τὸ ταλαίπωρο τὸ κορμάκι μας, κουκουλωμένο στὶς παλιοφόρμες. Αὐτὸ τὸ κορμάκι ποὺ τὸ ἔβλεπαν μὲ μπικίνι κάτι λιγούρηδες σὰν τὸ ἀφεντικὸ καὶ τοὺς ἔτρεχαν τὰ σάλια. Τώρα τέρμα ὅλα αὐτά. Μπορεῖ νὰ πήζω ὅλη μέρα στὸ πιάτο, ἀλλὰ δὲν ἔχω τὰ ζόρια τῆς Ρούλας. Πάει αὐτή. Βούτηξε στὰ βαθιά. Θὰ ξαναβγεῖ ἄραγε; Μωρέ, πιάτο καὶ πάλι πιάτο! Ἄχ, βρὲ Ρουλάκι. Ἤθελες μεγαλεῖα, μερσεντὲς καὶ κότερα. Ἔτσι παίρνεις τὴν εἴσοδο γιὰ τὰ κότερα, Ρούλα; 30/10/2014 Ψιλοβρέχει πάλι. Ἔχουν πέσει καὶ τὰ φύλλα, ὄμορφο φθινόπωρο ἔχει ἐδῶ. Μ’ ἀρέσει αὐτὴ ἡ μελαγχολία του. Καὶ ὁ ἦχος ποὺ κάνουν τὰ φύλλα ὅταν περπατᾶς πάνω τους. Ρέ, μπὰς
κι ἐγώ, ἀπὸ βαρεμάρα ὄχι τίποτα ἄλλο, πιάσαμε κουβέντα. Ἑλληνίδα, τοῦ λέω. Τουρκία, μοῦ λέει. Μισὰ ἀγγλικά, μισὰ γερμανικά, λίγα τουρκικὰ ἀνακατεμένα μὲ ἑλληνικά, φάση εἶχε. Μετὰ τὸ πῆρε σχοινὶ κορδόνι ὁ τύπος. Κάθε βράδυ ἐδῶ. 5/11/2014 Ἀπόψε εἶχε παρέα. Ἕνα τσοῦρμο μαυριδεροὶ ὅλων τῶν ἀποχρώσεων. Μὲ πλησίασε. «Γκουτενάχτ», τοῦ λέω καὶ κάνω νὰ μπῶ. Ἔκανε τὸν μουτρωμένο. Μὲ ἔπιασε ἀπ’ τὸ μπράτσο. Τραβιέμαι καὶ βάζω τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα. «Κάτσε λίγο, ὄμορφη ἑλληνίδα, νὰ μιλήσουμε» λέει. «Ἄσε», τοῦ λέω, «νυστάζω». Μᾶς πλησιάζει ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα. Ἀρχίζει κι αὐτὸς τὰ «φρόιλαιν, γκρίκ, μπιούτιφουλ». Κάνω νὰ μπῶ καὶ μὲ ἁρπάζουν δυὸ χέρια. « Ἔ, τί κάνετε ρὲ σεῖς; Οὒστ ἀπὸ δῶ! Ἀφῆστε με! Ἀφῆστε με σᾶς λέω! Βοήθεια! Χίλφε! Χίλφε!»
Χθὲς τὸ βράδυ στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα κοντὰ στὴν πλατεία Μπόρζικπλατς τοῦ Ντόρτμουντ, τέσσερις νεαροί, δύο ἀπὸ τὸ Πακιστάν, ἕνας Ἀφγανὸς καὶ ἕνας Σύριος, ἐπιτέθηκαν σὲ μία εἰκοσιπεντάχρονη νεαρὴ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ εἰκοσιπεντάχρονη ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴ δουλειά της σὲ γειτονικὸ ἑστιατόριο ὅταν δέχτηκε ἐπίθεση. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀστυνομία ἡ νεαρὴ κατόρθωσε νὰ διαφύγει χάρη στὴν ἐμπλοκὴ τοῦ πέμπτου τῆς παρέας, ἑνὸς εἰκοσιεπτάχρονου ἀπὸ τὴν Τουρκία. Ἡ νέα γυναίκα ποὺ βρίσκεται σὲ κατάσταση σόκ, νοσηλεύεται μὲ ἐκδορὲς καὶ μώλωπες. Οἱ τέσσερις νεαροὶ συνελήφθησαν καὶ κρατοῦνται. Ὁ νεαρὸς Τοῦρκος νοσηλεύεται σὲ κρίσιμη κατάσταση μετὰ ἀπὸ δύο μαχαιριὲς ποὺ δέχτηκε στὴν προσπάθειά του νὰ ἐλευθερώσει τὴν κοπέλα.
Dortmunder Allgemeine Zeitung 10/12/2014 Τὸ κράτησα τὸ ἀπόκομμα… Ἔμεινα μιὰ βδομάδα μέσα. Μετὰ μὲ ἔστειλαν σὲ ψυχολόγο. Κοινωνικὸ κράτος, ρὲ φίλε, αὐτὰ εἶναι. Δέκα συνεδρίες. Καὶ ἄδεια ἀπὸ τὴ δουλειὰ ἕνα μήνα. Ἐξηγήθηκε σπαθὶ ὁ ἀφεντικός, κάτσε νὰ συνέλθεις, μοῦ λέει, δὲν χάνονται τὰ πιάτα. Στρώθηκα κι ἐγὼ καὶ διάβαζα Γερμανικά. 25/1/2015 Κάθε πρωὶ πήγαινα καὶ ἔβλεπα καὶ τὸν Χασάν. Ἔμεινε καιρὸ μέσα, ἀλλὰ τὸν συνεφέρανε. Μετὰ πήγαινα καὶ τὸν ἔβλεπα στὸ σπίτι του, τοῦ μαγείρευα, τὸν φρόντιζα, εἶχα εὐθύνη, γιὰ μένα βρέθηκε μαχαιρωμένος. Ὅταν ἄρχισε νὰ περπατάει μὲ πλησίασε κι ἀλλιῶς. Εἶναι καλὸ παιδί. Γίναμε ζευγάρι. 13/5/2015 Κι αὐτὴ ἡ ἄνοιξη δὲν λέει νὰ ἔρθει. Κρῦο καὶ βροχὲς κάθε μέρα… 2/6/2015 Ὁ μόνος ποὺ κατάλαβε κάτι ἦταν ὁ ἀφεντικός. Κόβει τὸ μάτι του. Τελευταία καρφώνει τὸ βλέμμα του πάνω μου καὶ ἂν βρεθοῦμε οἱ δυό μας μὲ ρωτάει: «εἶσαι καλά;». Τί τὰ θες; Και τί νὰ τοῦ πῶ; 30/6/2015
«Σχόλασες», μοῦ λέει προχθές. «Τί; Ὄχι, ἔχω ἀκόμα, δὲν βλέπεις τί γίνεται;»
«Ἔφυγες» μοῦ λέει. Πάει φέρνει τὸ μπουφάν μου καὶ μοῦ δίνει στὰ χέρια ἕνα μάτσο λεφτὰ καὶ ἕνα πάκο χαρτιά.
«Τί εἶναι αὐτά;» τοῦ λέω. Μὲ παίρνει παράμερα.
«Ἄκου, μικρή, ἐμένα δὲ μὲ ξεγελᾶς. Τά ‘φτιαξες μὲ τὸν Χασὰν γιατὶ σὲ γλίτωσε. Δὲ λέω, μπράβο του καὶ πάλι μπράβο του. Ἄξιος νὰ φοράει παντελόνια, ὄχι σὰν τὰ ρεμάλια ποὺ σοῦ ἐπιτέθηκαν. Ἀλλὰ ἔχει φύγει τὸ γέλιο ἀπὸ τὰ χείλη σου, κοριτσάκι μου. Δὲ σοῦ φέρεται καλά, αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο σίγουρο. Τί σοῦ κάνει; Σὲ ζορίζει; Ζηλεύει; Σὲ χτυπάει, τὸ τσογλάνι;» εἶχε φουντώσει.
~30~
Τὰ ποιήματα ἔχουν τὸ καθένα τὸ δικό του ὕφος. Ὅλα ὅμως μαζὶ ἔχουν τὸ ὕφος τοῦ ποιητῆ τους. * Ἄλλο εἶναι ἡ ποιητικὴ διάθεση κι ἄλλο ἡ ἔμπνευση, ὅπως τὴ λένε. Ἡ ποιητικὴ διάθεση ἔρχεται πρώτη, συνήθως ὅταν ἔχεις μόλις γνωρίσει κάτι καινούργιο, ποὺ σοῦ ἄρεσε, ἕνα νέο κόσμο, ἕνα πρόσωπο, ἕνα τοπίο, μιὰ ἐμπειρία, ὅπως ὁ ἐρωτευμένος ἔνα καινούργιο πρόσωπο που θ’ ἀγαπήσει. Ἡ ἔμπνευση ἔρχεται μετὰ ἔχοντας πιὰ νὰ πεῖ κάτι. * Ἡ ποίηση δὲν διδάσκεται. Οἱ ποιητὲς διδάσκονται. * Ἡ μορφὴ εἶναι ἡ γέννηση τοῦ ποιήματος. Τὸ περιεχόμενο εἶναι ἡ ἀνατροφή του.

ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (Σελίδες ἡμερολογίου) Τετάρτη, 27 Ἰανουαρίου 1988 ΚΑΘΟΜΟΥΝΑ στὸ «Πάρκο Ἐλευθερίας» κι ἔπινα οὖζα. Στεναχωρεμένος. Εἶχα ραντεβοὺ μὲ Νίκο Φωκὰ καὶ Μόσχο. Τὸν Μιχάλη Μόσχο θὰ τὸν ἔβλεπα γιὰ πρώτη φορά. Ἦταν περίπου ὅπως τὸν φανταζόμουνα. Μᾶλλον παχύς. Τὸ καλὸ παιδί. Κουβεντιάσαμε γιὰ τὸν Λάρκιν, καὶ κυρίως τὴ δουλειὰ ποὺ θὰ μοῦ ἑτοιμάσει ὁ Μόσχος. Μιὰ μετάφραση, ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ ρωσομαθοῦς Λαιμοῦ, σειρᾶς ποιημάτων τοῦ Ἰωσὴφ Μπρόντσκι. Θὰ προηγηθεῖ μιὰ μικρὴ εἰσαγωγή, καὶ μετὰ τὰ ποιήματα (μᾶλλον) μιὰ ἐπιλογὴ ἀπὸ σκέψεις του καὶ ἀπόψεις γιὰ διάφορα θέματα... Ἄν, ἐντωμεταξύ, δεῖ ὁ Μόσχος τὸν Μπρόντσκι, θὰ τοῦ ζητήσει καὶ μιὰ συνέντευξη γιὰ τὸ «Πλανόδιον». Συζητήσαμε γιὰ τὴν σκοπιμότητα καὶ τὸ εἶδος τέτοιων παρουσιάσεων. Τὸν Φωκὰ τὸν ἐνοχλεῖ πάντα τὸ πρωτοσέλιδο, κι εἶναι χαρακτηριστικό, ὅταν ὁ Μόσχος πρότεινε νὰ βάλουμε φωτογραφία τοῦ Μπρόντσκι, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Σέλλεϋ, εἶπε «ὄχι, καλύτερα ὄχι φωτογραφίες», κι ἀναφέρθηκε στὸ «Δέντρο» καὶ τὴ «Λέξη» ποὺ γεμίζουν τὶς [2182] σελίδες τους φωτογραφίες. Μοῦ εἶπε πὼς εἶχε πιὸ πρίν, συναντήσει καὶ τὸν Φωστιέρη, ἀλλὰ δὲν μιλᾶνε. Τὸν ρώτησα γιατί. Μοῦ ‘πε πὼς δὲν εἶναι γιατὶ τάχα τὸ κείμενό του μπῆκε τρίτο, ἀλλὰ γιατὶ τὸν ξεγέλασαν σ’ ἕνα ἀφιέρωμα πού ‘χαν ἀποφασίσει ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὸν Ἄθω Δημουλᾶ. Στόχος τοῦ Φωκᾶ ἦταν νὰ βγεῖ τὸ ἀφιέρωμα αὐτὸ ὅσο ζοῦσε ὁ Ἄθως, νὰ πάρει κάποια χαρά... Ἀντ’ αὐτοῦ ἡ «Λέξη» ἔβγαλε ἀφιέρωμα στὸν Καραγάτση (ἐκτίμησαν, φαίνεται —εἶπε ὁ Φωκᾶς— πὼς ἕνα ἀφιέρωμα στὸν Δημουλᾶ «δὲν θὰ τραβοῦσε») καὶ τὸ κείμενό του γιὰ τὸν Ἄθω μπῆκε μὲ τὴν συνηθισμένη ὕλη... Κάπως ἦρθε ἡ κουβέντα στὴν Ἀχμάτοβα. Ὁ Νίκος εἶπε πὼς παρακολούθησε, ὅταν ἦταν στὴν Ἀγγλία, μιὰ διάλεξή της στὴν Ὀξφόρδη. «Μιὰ μεγαλειώδης πλύστρα», τέτοια ἐντύπωση τοῦ ἔκανε. Μᾶς εἶπε πῶς γνώρισε καὶ τὸν Ἔλιοτ. Εἶχε πάρει ὁ Σεφέρης τὸ Νόμπελ καὶ κρίνανε καλὸ νὰ τοῦ πάρουνε μιὰ συνέντευξη – παρὰ ποὺ ξέρανε, βέβαια, πὼς ὁ Ἔλιοτ πολὺ δύσκολα ἔδινε συνεντεύξεις. Ξεκίνησαν λοιπὸν φορτωμένοι ἕνα τεράστιο (ἕνεκα ἐποχῆς) μαγνητόφωνο κι ἔφτασαν ἀπροειδοποίητοι —ἑλληνικῷ τῷ τρόπῳ, ὅπως τὸ χαρακτήρισε— στὴν Ράσσελ σκουέαρ, ὅπου ἔμενε ὁ Ἔλιοτ. Ἡ γραμματέας του τοὺς εἶπε πὼς ὁ Ἔλιοτ δὲν ἔδινε συνεντεύξεις, ἀλλὰ αὐτοὶ ἐπιμείνανε λέγοντας καὶ περὶ τίνος πρόκειται. Ἔτσι δέχτηκε, βρῆκε μάλιστα καὶ τὶς ἐρωτήσεις «καταπληκτικὲς»
Ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ Γιάννη Πατίλη ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ 8 Μαΐου ‘96 Φίλε Γιάννη, Πρὶν ἀπὸ λίγο ταχυδρόμησα τὸ κείμενο-παρουσίαση τῆς Ντίνας Μαρίνη. Δὲν ξέρω πιὰ τί κάνεις μὲ τὸ περιοδικό. Ἔχω κάποιες ἀόριστες πρὸς τὸ παρὸν ἀνησυχίες. Σχετικὰ μὲ τὴν τιμητική σας πρόταση νὰ μὲ καλέσετε στὸ «Φεστιβὰλ» τοῦ Πόρου καὶ μάλιστα νὰ μοῦ τὸ ἀφιερώσετε, ὅπως μοῦ εἶπε τηλεφωνικὰ ὁ Γιάννης Ζουγανέλης, ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσω εἰλικρινά, ἔχω νὰ σᾶς πῶ τὰ ἑξῆς: Δὲν συμφωνῶ καθόλου μ’ αὐτὴν τὴν πολιτιστικὴ ἰσοπέδωση Ἀθήνας καὶ ἐπαρχίας, Ἀθηναίων συγγραφέων καὶ Ποριωτῶν ψαράδων καὶ ἀγροτῶν – βάλε καὶ μερικῶν τουριστῶν. Οἱ Ποριῶτες, οἱ Ἑρμιονίτες, οἱ Ἐλαφονησιῶτες διατηροῦν ἀκόμη κάποια ψήγματα ντόπιας παράδοσης καὶ πολιτιστικῆς αὐτενέργειας, στὸ πεῖσμα μπορῶ νὰ πῶ τῆς Ἀθήνας. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔρχονται οἱ Ἀθηναῖοι ὡς «ἀνώτεροι» μὲ τὰ βαρέα ὅπλα τῆς «μοναξιᾶς» τους καὶ τῆς «ἀλλοτρίωσής» τους (τὶς περισσότερες φορὲς ψεύτικα καὶ τὰ δύο) γιὰ νὰ γίνουν ἔνδοξοι στὸν Πόρο, τὴν Ἑρμιόνη ἢ τὴν Ἐλαφόνησο. Φτάνει πιὰ αὐτὴ ἡ ἐπιδημία τῶν φεστιβὰλ ποὺ ἁπλῶς ἐπισπεύδουν τὴν ἀλλοτρίωση τῶν ντόπιων καὶ διασαλεύουν ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὶς σχέσεις τους μὲ τὸν τόπο τους. Ἐγὼ τουλάχιστον δὲν εἶμαι διατεθειμένος νὰ συνεισφέρω στὴν ἀλλοτρίωση αὐτή, οὔτε καὶ νὰ συμπράξω στὴν ἀλληλοκοροϊδία ντόπιων καὶ πρωτευουσιάνων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι δὲν ὑπῆρξα τόσο κατηγορηματικὰ ἀρνητικὸς στὸ τηλεφώνημα τοῦ Γιάννη Ζουγανέλη. Ἁπλῶς ἐπιφυλάχτηκα. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀφ’ ἑνὸς αἰφνιδιάστηκα, ἀφ’ ἑτέρου στὸ ὅτι ἐνῶ μιλούσαμε ἔπαιρνε μορφὴ στὸ μυαλό μου μιὰ ἰδέα· ἀντὶ νὰ διαβάσω ποίηση νὰ ἔλεγα δυὸ λόγια γιὰ τὴν γλώσσα, ἁπλὰ καὶ καθόλου κουλτουριάρικα, σὰν Κεφαλλονίτης σὲ Κεφαλλονίτες. Ἀλλὰ ἤδη αὐτὸ μοῦ φαίνεται κουραστικὸ καὶ μάταιο. Εὐχαρίστησε πάντως ἐκ μέρους μου τὸν Γιάννη Ζουγανέλη καὶ, ἂν νομίζεις, διάβασέ του αὐτὸ τὸ γράμμα. Φεύγουμε στὰ τέλη τοῦ μηνός. Ἂν δὲν σᾶς δοῦμε ὣς τότε, ἐλπίζω νὰ σᾶς δοῦμε στὰ Φωκᾶτα. Χαιρετισμοὺς καὶ στοὺς δυὸ καὶ φιλιά Νῖκος


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΦΩΚΑ (1927-2021) Τὸν ποιητὴ Νίκο Φωκά, τὸν σπουδαιότερο Ἕλληνα ποιητὴ ἐν ζωῇ, ἕως καὶ τὸν φετινὸ Ἰούλιο, τὸν γνώρισα στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1980. Νεαρὸς τότε ἐργαζόμουν κάποιες ὧρες τὰ πρωινὰ στὴ διακίνηση τῶν βιβλίων τοῦ «Δόμου». Ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος, δημιουργία τοῦ Δημήτρη Μαυρόπουλου, ἐπὶ τῆς Μαυρομιχάλη, εἶχε ἤδη βάλει μπροστὰ τὴν ἔκδοση τῶν Ἁπάντων τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὁ Λορεντζάτος, ὁ Τριανταφυλλόπουλος, ὁ Φωκᾶς, ἦταν ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ποὺ περνοῦσαν τακτικὰ ἀπὸ τὸ γραφειάκι τοῦ ἐκδότη. Θυμᾶμαι τὸν τελευταῖο –ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔκανε κάποια ἐκπομπὴ στὸ ραδιόφωνο– νὰ κάθεται ἕνα μεσημέρι ἐπὶ ὧρες συζητώντας μαζί του γιὰ κάποιο κείμενο. Ψιλολογοῦσαν τὰ πάντα. Ὁ Μαυρόπουλος πρότεινε μία λέξη στὸν Φωκὰ κι αὐτός, σὰν νὰ ἦταν μαθητούδι, ἔψαχνε νὰ βρεῖ μιὰν ἀντίστοιχη, καλύτερη, ἐπιμένοντας ἐπὶ ὥρα νὰ σκαλίζει τὴ μνήμη του. Κι ἀφοῦ τὴν ἔβρισκε, νὰ τὴν δοκιμάζει στὸ κείμενο, ἀμφιβάλλοντας γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότητά της, νὰ τὴν θέτει πρὸς δοκιμὴ στὸν συνομιλητή, νὰ τὴν ὑποστηρίζει ὡς ἱκανὴ νὰ σταθεῖ, νὰ τὴν ἐγκαταλείπει τελικά… Αὐτὴ ἡ, ἂς ποῦμε, δυσκολία χειρισμοῦ τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου, μοῦ εἶχε κάνει μεγάλη ἐντύπωση. Τὰ μέχρι τότε ἐκδοθέντα βιβλία τοῦ Φωκᾶ ὁ Μαυρόπουλος τὰ εἶχε πάνω στὸ γραφεῖο τοῦ διαδρόμου, ἔτσι ὥστε νὰ τὰ ξεφυλλίζει ὁ καθένας. Θυμᾶμαι περισσότερο τὸ Συλλυπητήρια σὲ μιὰ μέλισσα, βιβλίο ποὺ διάβαζα περιστασιακά, ἀνάμεσα στὰ διαλείμματα τῆς δουλειᾶς. Ὁ Μαυρόπουλος πρόσεξε φαίνεται τὴν ἐμμονή μου μ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ μοῦ τὸ χάρισε. Μιὰ ἀντίστοιχη χειρονομία θυμᾶμαι καὶ ἀπὸ τὸν Φίλιππο Βλάχο, ὅταν ἐπισκεπτόμενος τὶς ἐκδόσεις «Κείμενα», λίγα μέτρα πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν «Δόμο», μεταφέροντας, δὲν θυμᾶμαι τί, ἀπὸ τὸν ἕναν οἶκο στὸν ἄλλο, μοῦ ἔδωσε, ἐπειδὴ τοῦ εἶπα ὅτι διαβάζω ποίηση, τὰ Μαῦρα λιθάρια τοῦ Γκανᾶ. Δύο ἄνθρωποι σταθμοὶ στὰ ἐκδοτικὰ πράγματα τῆς χώρας, ποὺ δούλευαν σὲ ἀπόσταση λίγων μέτρων, στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Ἔκτοτε, καὶ μετὰ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου Ὁ μῦθος τῆς καθέτου, ποὺ μὲ ἐντυπωσίασε, ὁ Φωκᾶς ἦταν ὁ ποιητὴς ποὺ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἐκείνης τῆς γενιᾶς, ἂν ἐξαιρέσω τὸν Καροῦζο καὶ τὸν Παυλόπουλο, μὲ ἔκανε
του μὲ τὸ δεύτερο. Εἶχε πλήρη συναίσθηση τοῦ κενοῦ ποὺ ἄφηνε τὸ ἀργόσυρτο σβήσιμο μιᾶς μακραίωνης παράδοσης. Γι’ αὐτὸν σήμαινε κυρίως τὴν ματαίωση κάθε προσπάθειάς του νὰ ἐπανασυνδεθεῖ μὲ τὸ θεῖο. Τὸν θεὸ τὸν ἔβρισκε ἐκεῖ ὅπου σπινθήριζε ἡ ὑπόνοια μιᾶς πιθανότητας νὰ ὑπάρχει, κι αὐτὸ συνέβαινε ὅταν ἡ κοινότητα φαινόταν ὅτι ἦταν ἀκόμη ἱκανὴ νὰ διαμορφώσει τὴν καθημερινότητα μὲ μεταφυσικὴ πρόθεση. Ἀλλὰ καὶ τότε ἀκόμη καταλάβαινε ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν θεὸ θνησιγενή, πραγματικὸ μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἀπέναντι στὴν ζωντανὴ δική τους πίστη ἦταν ἀναγκασμένος νὰ τοποθετεῖ τὴν δική του τραγικὴ γνώση. Ἕνας φίλος μοῦ μετέφερε κάποτε τὰ λόγια του, ὅταν τοῦ ἐπισημάνθηκε ἡ περιορισμένη, σὲ σχέση μὲ ἄλλους ποιητὲς τῆς γενιᾶς του, ἀπήχηση τοῦ ἔργου του. Ἡ καλὴ ποίηση, εἶχε πεῖ, εἶναι σὰν τὴν ὑγρασία. Ὅσο κι ἂν οἱ σύγχρονοί της θελήσουν νὰ τὴν ἀγνοήσουν, αὐτή, κάποια στιγμή, θὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της, ὑπερνικώντας κάθε ἐμπόδιο. Σπῦρος Γεωργίου

ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ ΜΕΡΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Στὸν ὕπνο μου ἔβλεπα πὼς τάχα ζοῦσα
Σὲ μιὰ ἐποχὴ μετὰ ἀπὸ τὴν παρούσα.
Βρισκόμουν λέει στὰ ἴδια τοῦτα μέρη
Κι ἦταν Ἰούλιος, μέρα μεσημέρι.
Ἡ θάλασσα λαμπύριζε ὅπως πρῶτα
Μὲ χίλια-μύρια ὑγρὰ σπασμένα φῶτα

Καὶ γύρω πεῦκο, ἐλιὰ καὶ κυπαρίσσι
Μὰ κηποποιημένα σὰν στὴ Δύση…
Ἔβλεπα πρόσωπα (γνωστά μου μήπως;)
Ὁ μεσογειακὸς οἰκεῖος τύπος
Σ’ ἑλληνικὴ παραλλαγή ‒ ἀλλ’ ὅταν
Ἔστηνα αὐτὶ ν’ ἀφουγκραστῶ ἀκουγόταν
Σπασμένη μιὰ ἄλλη γλώσσα, ὄχι ἡ δική μας· Τὸ τίμημα τοῦ χρόνου βέβαια. Κρίμας! Μὰ μοιάζαν εὐτυχῆ· τί νὰ ξαφνιάσω Μ’ ἑλληνικὰ τ’ αὐτί τους! ‒ πάω πάσο. Θάλασσα, πεῦκο, ἐλιά, θέλγουν κι ἀγγέλους· Ζεῖς καὶ χωρὶς ἑλληνικὰ ἐπιτέλους… 1994
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ Η ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΚΙΟ Ὁ Νίκος Φωκᾶς ὑπῆρξε σὲ κάθε ἐξακτίνωση τοῦ ἔργου του ἕνας συγγραφέας τοῦ δημόσιου χώρου. Συνέθεσε ἕνα ποιητικὸ σῶμα ταγμένο στὴν «κοινὴ ὠφέλεια», θέτοντας ἐπὶ τάπητος ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὸν καθένα καὶ στὴν καθεμία ξεχωριστά, ἀλλὰ καὶ στὴν ὁλότητα τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου. Μὲ τὴν κορύφωση τῆς Παρτούζας, ὡστόσο, ὁ Φωκᾶς μίλησε ἀνοιχτὰ καί γιὰ τὸ μέλλον τοῦ ἑλληνισμοῦ, καταφέρνοντας νὰ ἀποφύγει τὸν ὕφαλο ἑνὸς ἀνερμάτιστου πατριδοκάπηλου ἐθνικισμοῦ ‒ τουναντίον, τὸ βλέμμα του ἀνοικτὸ καὶ συμπεριληπτικό, ἔκανε στίχους ὅ,τι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐννοήσει ὡς κακοδαιμονία τῆς Δύσης, στὴν ὁποία —φεῦ!— ἀνῆκε πλέον κι’ ἡ Ἑλλάδα ἀπεμπολῶντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν καθιστοῦσαν ἐνδιαφέρουσα ὡς περίπτωση· πρωτίστως δὲ τὸ ὠσμωτικό της χαρακτηριστικὸ ποὺ εὐνόησε ὅλα ὅσα μποροῦμε συμβατικὰ νὰ ὀνομάσουμε ὡς «ἑλληνικὸ πολιτισμό». Παράλληλα, ὁ Φωκᾶς ἀπέφυγε τὴ διολίσθηση σὲ μιὰν ἀνώφελη περιγραφὴ τῆς περιρρέουσας κατάστασης ‒ ἕνα ἐν πολλοῖς μεταπολιτευτικὸ χούϊ τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ποίησης, ὅπου ὁ συγγραφέας ἔχει πάψει πλέον νὰ εἶναι φορέας
αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν γύρω καὶ μέσα στὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο, διαδέχεται τὴν ἀπροϋπόθετη προσωπικὴ ἐμπλοκὴ τοῦ πάσχοντος συγγραφέα (ὡς πολίτη τούτη τὴ φορά), ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι τὸν χαρακτήρα τῆς γνήσιας σάτιρας ποὺ πάντοτε ἐμπεριέχει τὴν ἐλεγεία ‒ τὸ μεταγεγραμμένο σὲ λέξεις πένθος γιὰ κάτι ποὺ χάθηκε. Ὁ Φωκᾶς ἔθεσε στὸ κέντρο τῆς προβληματικῆς του τὴ γλώσσα καὶ τὴ σταδιακὴ ἔκπτωσή της σὲ μιὰν ὑπόθεση ἐπουσιώδη. Στὰ 1994, λοιπόν, καὶ τὴ συλλογὴ Κοχυβαδάκια (ὕψιλον/βιβλία, 1995· μὲ ἐμφατικὸ ὑπότιτλο «Δεκαπέντε γλωσσοκεντρικὰ ποιήματα»), κατονομάζει ὄχι μόνο τὴν ἐπερχόμενη γλωσσικὴ ἀπίσχνανση («Σπασμένη μιὰ ἄλλη γλώσσα, ὄχι ἡ δική μας· / Τὸ τίμημα τοῦ χρόνου βέβαια. Κρίμας!»), ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀφιέρωσε ἐκτενῆ δοκίμια καταδεικνύοντας τὴν εἰσβολὴ ξένων τύπων, φυσιολογικὴ λόγῳ τοῦ «τιμήμα[τος] τοῦ χρόνου», ἀφύσικη λόγω τῆς μαζικότητάς της, ἀλλὰ —κυρίως— αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει στὸ ποίημα ὡς «κηποποίηση» («Καὶ γύρω πεῦκο ἐλιὰ καὶ κυπαρίσσι / Μὰ κηποποιημένα σὰν στὴ Δύση…»). Κάνοντας ντρίμπλες πάνω ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐμφανίσεις τῆς ὀρθοπολιτικῆς μπανανόφλουδας, καθρεφτίζει στοὺς στίχους της τὴν «κηποποιημένη» «διάταξη» ποὺ ἔρχεται ἀπὸ δυσμάς, ὅπου στὸ ὡραῖο ἀποτέλεσμα μιᾶς δενδροστοιχίας λανθάνει μιὰ λογικὴ ποὺ ἀντίκειται στὴν ἱστορικὴ ἀνομοιογένεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ποὺ ἀδυνατεῖ διαχρονικὰ νὰ χωρέσει κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο μιᾶς ἀλφαδιασμένης ἀλέας. Κι’ ἐν προκειμένῳ ἡ διατύπωση αὐτὴ τοῦ Φωκᾶ δὲν πρόσκειται σὲ μιὰν ἀνερμάτιστη «ἀναρχικὴ» λογική, ὅπου θρηνεῖται στὸν βωμὸ τῆς τυποποίησης ἡ αὐτονομία τῶν δέντρων, μὰ ἡ ὀργὴ γιὰ τὴν αὐθαίρετη στοίχιση τοῦ «τοπίου» σὲ μιὰν «ὁδηγία» ἀπώλειας αὐτοῦ ποὺ ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μπόλικα χρόνια πρὶν ὀνόμαζε «ἑλληνικὴ γραμμή» ‒ μ’ ὅ,τι ὅλ’ αὐτὰ συνεπάγονται. Κι ἂν παραπάνω εἴπαμε ὅτι ὁ Φωκᾶς ἀνήκει στοὺς συγγραφεῖς ποὺ κομίζουν μιὰ πρόταση (μιὰ ξεκάθαρη ἔκκληση ἀντίστασης στὴ μονομορφοποιητικὴ λογική), σίγουρα δὲν κομίζει μιὰ λύση ὑπὸ τὴν ἔννοια ἑνὸς στρατηγικοῦ πλάνου, παρὰ μόνο θέτοντας ἕνα παράδειγμα ὡς πνευματικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὴ θλιβερὴ συνειδητοποίηση ὅτι «Ζεῖς καὶ χωρὶς ἑλληνικὰ ἐπιτέλους…» Κι’ αύτὸ γιατὶ σαφέστατα, ζεῖ κανεὶς καὶ χωρὶς τὴ γλώσσα του, καθὼς ἡ τελευταία δὲν συνιστᾶ βιολογικὴ ἀνάγκη σὰν τὸ νερὸ ἢ τὴν τροφή. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως, ὁ στίχος αὐτὸς ἐπιρρωνύει τὴ σατιρικὴ (δηλ. ἐλεγειακὴ) ἔκκληση τοῦ συγγραφέα ποὺ γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» ‒ κι’ ἂν ἡ διαρκὴς ταυτοτικὴ ἀπώλεια δὲν ἀποτελεῖ ζήτημα βιολογικῆς ἐπιβίωσης, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐγγυηθεῖ γιὰ τὸ μέλλον· ἂν δέ, μπορεῖ νὰ τὸ προβλέψει ὡς ἄλλη Κασσάνδρα, δυστυχῶς, οἱ δύστηνες προφητεῖες της βγῆκαν ὅλες ἀληθινές. Θανάσης Γαλανάκης

στοχεύοντας –καὶ κατορθώνοντας τὶς περισσότερες φορές– νὰ τὴ μεταδώσει στὸν ἀναγνώστη. Ἀπὸ τὴ μιά, λοιπόν, ἀποτυπώνει στὰ ποιήματά του σημαντικὰ προσωπικὰ βιώματά του ἤ, σπανιότερα, μιὰ ἀπόφανση γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση μὲ ἀφορμὴ συγκεκριμένο γεγονός. Μάλιστα ἀρνεῖται νὰ βασιστεῖ στὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία μυθολογικῶν ἀναφορῶν ἢ λογοτεχνικῶν παραθεμάτων, ἀποφεύγει δηλαδὴ τὸν φιλολογισμό. […] Ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν λησμονεῖ τὴν ἐπικοινωνιακὴ διάσταση τῆς ποιήσεως, δὲν χάνει ἀπὸ τὸ βλέμμα του τὸν ἀναγνώστη, καὶ γι’ αὐτὸ καταβάλλει προσπάθειες ὥστε στὰ ποιήματά του νὰ παρουσιάζονται ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν κατανόηση συστατικὰ στοιχεῖα τοῦ βιώματος. Αὐτὸ συνεπάγεται ὅτι κάθε ποίημά του ἀποτελεῖ ἕνα ὀργανικὸ ὅλον· μὲ ἄλλα λόγια ὅτι κάθε στίχος ὑποτάσσεται στὸ σύνολο. Στὴ γνήσια ποίηση σημασία ἔχει ἡ ποιητικὴ ἰδέα, ὄχι οἱ ἐπιμέρους ποιητικὲς εἰκόνες, τὰ λογοπαίγνια ἢ ἡ αἰσθησιακὴ ἔκφραση […] Τὸ δεύτερο στοιχεῖο ποὺ συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἀξίας τοῦ Φωκᾶ εἶναι ἡ μορφὴ τῆς ὥριμης ποίησής του. Βασικὸ καὶ ὀφθαλμοφανὲς χαρακτηριστικό της ἀποτελεῖ ἡ ἔλλογη διάταξή της. Θὰ λέγαμε ὅτι μὲ τὸν Φωκὰ ἔχουμε πανηγυρικὴ ἐπιστροφὴ τῆς ἔλλογης συγκινησιακῆς ἀλληλουχίας στὴ νεοελληνικὴ ποίηση. Βέβαια, ὅπως ἔχει παρατηρήσει ὁ Νάσος Βαγενάς, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μοντερνιστικοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα δὲν σταμάτησαν νὰ γράφονται ἔλλογα ποιήματα. Αὐτά, κατὰ τὴ γνώμη του, πρέπει νὰ ἐντάσσονται

Δὲν ἀπουσιάζουν καὶ εἰκόνες-εὑρήματα, πράγμα ὄχι παράδοξο, καθόσον δὲν ὑπάρχει στὸν Φωκά, ὅπως π.χ. στὸν Καβάφη, ἀκραία ἁπλότητα: Καθὼς τὸ κῦμα ρίχνεται καταπάνω μου μεταφέροντας –ἴδια σκουπίδια–ἐκτυφλωτικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ φῶς (ἀπὸ τὸ ποίημα «Ἡ ξηρὰ καὶ ἡ θάλασσα») […] Πρέπει νὰ συμπληρώσουμε ὅτι ὁ Φωκᾶς ἀφήνει ἔξω ἀπὸ τὴν ποίησή του ὄχι μόνο τὴν ἄλογη ἀλλὰ ακόμη καὶ τὴ συμβολιστικὴ εἰκόνα, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ μὲ τὸ ἀσαφὲς περίγραμμά της καὶ μὲ ὄχημα ἕναν ἔντονα μουσικὸ στίχο καὶ μιὰ συντακτικὰ χαλαρὴ περίοδο φιλοδοξεῖ νὰ ὑποδηλώσει ἀόριστες ψυχικὲς καταστάσεις. Ἐντούτοις, οἱ προϋποθέσεις τῆς ποίησής του βρίσκονται στὸν συμβολισμό, ὅπως φανερώνουν ποιήματα σὰν τὸ «Μαγνητοφωνημένο κουαρτέτο» (ὅπου τὸ ἐνοχλητικὸ γάβγισμα συμβολίζει τὸν θάνατο) ἢ ἡ «Καθολικὴ καύση» (ποὺ ἐξεικονίζει συμβολικὰ τὴν παρακμὴ τῆς ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς ἰδεολογίας) ἢ τὸ τελευταῖο του ποίημα «Παιδικὴ χαρά», στὸ ὁποῖο μὲ ἀνατρεπτικὸ τρόπο ὁ τυπικὸς αὐτὸς χῶρος τῶν παιδικῶν χρόνων γίνεται σύμβολο τοῦ τέλους τῆς ζωῆς. […] Τάσος Ἀναστασίου, (εἰσαγωγή-ἀνθολόγηση), Ὕπαρξη ἐντατικὴ ἀλλὰ ὄχι θορυβώδης: Ὁ ποιητὴς Νίκος Φωκᾶς,Ἵδρυμα Τάκης Σινόπουλος, Ἐκδόσεις Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2018, σς 14-15, 17, 21-22.
d Ἂν ἡ ποίηση δὲν λειτουργεῖ ὡς ἄρση τοῦ συστήματος, ἐξυπακούεται ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ριζικὴ ἄρνηση τῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ κόσμου ποὺ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ὑφῆς μὲ ὁριακή της κατάληξη τὴ μοναστικὴ ἄσκηση καὶ θεωρία. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ κινεῖται, ὄχι χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ ἐκτεθεῖ σὲ ἀλλότρια κριτήρια, τὸ ποίημα «Ἡ κάθε μέρα ὡς θαῦμα», αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ καθοδήγησε τὴν κριτική μας ἀνάγνωση. Τὸ ποίημα στηρίζεται σὲ μιὰ συγκεφαλαιωτικὴ ἐξαίρεση: ἂν τὸ θαῦμα τῶν καιρῶν, δηλαδὴ ἡ παραδοξότητα τοῦ μὴ θαύματος, νοεῖται γενικὰ γιὰ τοὺς «περιλειπόμενους» (τοὺς ζῶντες), ὡς πρὸς τοὺς νεκροὺς ἰσχύει μέσα στὴν ἐκκλησία, ὄχι ἀπ’ ἔξω. Μὲ τὸ ἐκκλησιολογικὸ αὐτὸ μέτρο ἡ ποίηση τοῦ Φωκᾶ, καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν συγκαταβαίνει στὴν ποίηση τοῦ «ἀλλοῦ», εἶναι ἀτομική, ὄχι προσωπική, ὄχι μεθεκτικὴ σὲ μιὰ εὐχαριστιακὴ σύναξη· γράφεται καὶ διαβάζεται, δὲν ψάλλεται· ὑποσημαίνει τὸ κενό, δὲν
ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ (1927-2021)

Η ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΩΣ ΘΑΥΜΑ
Σίγουρα τὸ μὴ θαῦμα εἶναι τὸ θαῦμα·
Μὰ ἂν κοιτάξω τὸν κόσμο κυκλικὰ
Σὰν μέσα ἀπὸ καμπίνα, πιστοποιῶ πὼς μὲ βάθος Τόσο στ’ ἀλήθεια ἀσύλληπτο πρὸς κάθε κατεύθυνση
Ἑπόμενο εἶναι νὰ μὴν ἔχει Ἱκανοποιητικὴ γραμμὴ γιὰ ὁρίζοντα.
Περιλαμβάνει ὅ,τι χρειάζομαι: νόμους, ἐκτάσεις, Χρώματα, φωνές – γιὰ νὰ συγκινιέμαι πιὸ πολὺ
Κι ἀπ’ τοὺς παλιοὺς ρομαντικούς –
Καὶ νόμους τῶν νόμων, ὅμως χωρὶς
Κι ἐδῶ ἕνα ὅριο πειστικό· περιλαμβάνει
Καὶ μιὰ ἐκκλησιά, συμβατικό του κέντρο.
Τὸ ξέρω λείπουν πιὰ ἀπ’ αὐτὸν ὁ τάδε κι ὁ τάδε
Καὶ μοιάζουν ψεύτικες οἱ ἐποχὲς
Μὲ τὸν ρηχό της φωτισμὸ καθεμία
Σὰν σκηνογραφίες στὸ κενό
Ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὶς σχισμὲς ἂν βάλουμε τὸ μάτι Καὶ μηδενίζει κάθε νέα παράσταση.
Ὡστόσο ὁ κόσμος προχωρεῖ χωρὶς μεγάλες ἀλλαγὲς Παρ’ὅλους τοὺς νεκροὺς παριλαμβάνει Ὅ,τι χρειάζονται οἱ ἐπιζῶντες. Σίγουρα τὸ μὴ θαῦμα εἶναι τὸ θαῦμα σίγουρα