

τῶν ὡραίων τεχνῶν θεωρητικὸ περιοδικό ΤΕΥΧΟΣ 10, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020, ΤΙΜΗ 3€
Ἐκδίδεται τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο. Ἐκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ љ ΤO ΚΟΙΝOΝ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΤΕΧΝΩΝ.
Ὑπεύθυνος ἔκδοσης: Δημήτρης Πισίνας Διευθυντής συντάξεως: Ἄγγελος Καλογερόπουλος Ἁγίου Γεωργίου 26Β 19005 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ
EΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ἐκδόσεις Μαΐστρος Ἱπποκράτους 146, 11472 Νεάπολη, Ἀθήνα τηλ. 210 810 42 62 – Φὰξ 210 810 261 Ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο: contact@maistros.info, tokoinon@yahoo.com www.maistros.info
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
* σ.3 ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ τοῦ Ἄγγελου Καλογερόπουλου * σ.5 ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Θοδωρῆ Ἀρσένη * σ.6 ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ τοῦ Βασίλη Ξυδιᾶ * σ.8 ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΥΛΗΣ τοῦ Βασίλη Κωνσταντούδη * σ.10 ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ τοῦ π. Γεωργίου Λέκκα * σ.12 ΑΤΙΤΛΟ (ποίημα) τοῦ Κωνσταντίνου Μπίλλια * σ.13 ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ τοῦ Γιάννη Πατσώνη * σ.15 ΜΟΙΡΩ, ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ τοῦ Θανάση Τσακνάκη (ἀπόδοση) * σ.16 ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΜΙΜΗΣΗ ΩΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΕΙΝ τοῦ Εὐάγγελου Σταυρόπουλου * σ.18 ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ, ΠΕΡΙ ΚΤΙΣΜΑΤΩΝ (ἀποσπάσματα) * σ.19 ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, ΕΙΣ ΕΚΑΣΤΟΝ ΣΕΙΣΜΟΝ ΚΑΙ ΕΜΠΡΗΣΜΟΝ, οἶκος κγ΄ * σ.20 ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΡΗΝΤ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ, μετάφραση Γιῶργος Καλογερόπουλος * σ.22 ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ τοῦ Σωτήρη Γουνελᾶ καὶ τοῦ π. Δημητρίου Μαϊστράλη * σ.24 ΑΣΧΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΥΣΧΗΜΟΣΥΝΗ τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου * σ.25 ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τῆς Εὐσταθίας Δήμου * σ.26 Η ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ τοῦ Θανάση Γαλανάκη * σ.29 ΜΙΚΡΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ τοῦ Χρήστου
ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ Ἐπ’ ἐσχάτων ζοῦμε κοσμοϊστορικὰ γεγονότα ἔχοντας ὅμως ἐλάχιστες δυνατότητες νὰ ἐνημερωθοῦμε πλήρως καὶ νὰ συμμετέχουμε δραστήρια, παρὰ τὶς καθημερινές μας παρεμβάσεις διὰ τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης. Μιὰ μεγάλη μερίδα τῆς κοινῆς γνώμης ἐκφράζει τὴν δυσπιστία της καταφεύγοντας στὴν συνωμοσιολογία. Ἡ ἄλλη ἐξίσου μεγάλη μερίδα θεωρεῖ συνετὴ καὶ ὀρθολογικὴ τὴν συμμόρφωση καὶ τὴν ἀφοσίωση στὸν ἀόρατο Μεγάλο Ἀδελφὸ μέσῳ τῆς ἐπιδείξεως ὑψηλοῦ βαθμοῦ συνειδήσεως ἀτομικῆς εὐθύνης. Ὑπάρχει βεβαίως
κι ἀπὸ τὴν διχαστικὴ λογικὴ ἑνὸς «εἴτε-εἴτε». Ἐξ ἄλλου, οἱ μεγάλες ἱστορικὲς πραγματώσεις ἐνῶ ἐκδηλώθηκαν ὡς ριζοσπαστικὸς διχασμός, μεγαλούργησαν μὲ μιὰ μεγάλη σύνθεση τῶν συμπτώσεων τῶν ἀντιπάλων. Πρὸς τὴν κατεύθυνση ἑπομένως μιᾶς τέτοιας ἀμφισβητήσεως καὶ μὲ τὴν προοπτικὴ μιᾶς τέτοιας συνθέσεως θὰ πρέπει νὰ ὁραματιζόμαστε τὴν περίφημη «μετα-covid» ἐποχή, ἂν θέλουμε νὰ ἀποτρέψουμε τὸ ζοφερὸ ἐνδεχόμενο ἡ πρόφαση τῆς προστασίας τῆς δημόσιας ὑγείας νὰ ἑδραιώσει ἕναν πρωτοφανὴ κυβερνο-φασισμὸ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. Κι ἐδῶ εἶναι σημαντικὸς ὁ ρόλος ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ λόγου ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὡς μιὰ δημόσια ὑπηρεσία ποὺ θεραπεύει τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ (ἕνα ΝΠΔΔ), ἀλλὰ ὡς ζωντανὸ Σῶμα ποὺ θεραπεύει τὴν ἀνάγκη τοῦ «ἐλάχιστου ἀδελφοῦ» μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸν ἑαυτό της ὡς κοινότητα ἀδελφῶν συναγμένων γύρω ἀπὸ τὴν κοινὴ τράπεζα, «ὅπου ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά». Ἡ πρόσφατη μετατροπὴ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς σὲ τζαμὶ (τῆς Μονῆς τῆς Χώρας, ἐπίσης, καὶ ἄλλων χριστιανικῶν ναῶν) αὐτοῦ τοῦ παγκοσμίου συμβόλου ἑνὸς ἑνωμένου χριστιανικοῦ κόσμου στὰ πλαίσια τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, παρὰ τὶς χλιαρὲς ἀντιδράσεις τοῦ νῦν διασπασμένου χριστιανικοῦ κόσμου, φέρνει πάλι στὸ προσκήνιο τῆς ἱστορίας τὴν ζωτικὴ παράδοση ποὺ ἐκδηλώθηκε ὡς θεωρία, ὡς τέχνη ἀλλὰ καὶ ὡς
πεπαλαιωμένου μηνύματος προκειμένου τὸ μήνυμα νὰ ξαναγίνει ἑλκυστικὸ καὶ ἡ ἐξουσία ἑδραία, τότε ἀκόμα καὶ ἂν κερδίσει τὸ παιχνίδι, τὸ πνευματικὸ ὄφελος θὰ εἶναι μηδαμινό. Ὁ μῦθος ποὺ θέλει τὴν Ἁγια-Σοφιὰ νὰ πέφτει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας «κρύπτει νοῦν ἀληθείας», ὥστε ὅταν ἐμμένουμε στὶς ἴδιες ἁμαρτίες, στὸ ἀκέραιο, εἶναι μάταιο νὰ ἐμμένουμε καὶ στὸν μῦθο τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιᾶ… Πόσῳ μᾶλλον ποὺ ἡ Ἁγία Σοφία καὶ ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μιὰ ἐθνικὴ ὑπόθεση, ἐνῶ θὰ πρέπει ἐπὶ τέλους νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι οἱ ἐθνικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησίες εἶναι ἕνα σχίσμα –κατὰ κάποιον τρόπο– χειρότερο κι ἀπ’ τὸ ἱστορικὸ Σχίσμα. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ συγκυρία ἐκδηλώθηκε –ἀπὸ καιρὸ ἀναμενόμενη– καὶ ἡ τουρκικὴ ἐπιθετικότητα. Ἀπέναντι σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ ἐπιβουλὴ εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τονωθεῖ τὸ πατριωτικὸ φρόνημα, καὶ νὰ τεθεῖ ὁριστικὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ παλιὸ «χρονοντούλαπο τῆς ἱστορίας» ἡ ἀδιέξοδη πολιτικὴ τοῦ «κατευνασμοῦ» ποὺ
μας: νὰ ἀποσύρει τὸν τουρκικὸ στρατὸ ἀπὸ τὴν Κύπρο, νὰ ἀποκαταστήσει σύμφωνα μὲ τὴν Συνθήκη τῆς Λωζάννης τὶς κοινότητες τῶν Ρωμιῶν τῆς Πόλης, τῆς Ἴμβρου καὶ τῆς Τενέδου, νὰ ἐπαναλειτουργήσει ἡ Θεολογικὴ σχολὴ τῆς Χάλκης. Νὰ πάψει, ἐν τέλει, νὰ ἀπειλεῖ καὶ νὰ ἀμφισβητεῖ τὸ ἐθνικό μας ἔδαφος.1 Δὲν πρέπει ἑπομένως νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι ὁ στρατηγικός μας στόχος δὲν πρέπει νὰ εἶναι ἁπλῶς ἠ σωτηρία τῆς μικρῆς Ἑλλάδας (καθόλου ἀσήμαντος στόχος, φυσικά), ἀλλὰ ἡ ἀποκατάσταση τῆς πάλαι ποτὲ ἑνότητας τοῦ χώρου τῆς mare nostrum, ὅπου, νοερῶς, ὁ Ἰουστινιανὸς συναντάει τὸν Καρλομάγνο σὲ μιὰ νέα πραγματικότητα ποὺ θὰ πραγματοποιήσει τὴ μεγάλη σύνθεση. Σύνθεση ὅπου ἡ Δύση θὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὶς βυζαντινές της ρίζες κι ἡ καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολὴ θὰ δεῖ μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη ποὺ ἐπιβάλλεται τὴν δυτικὴ ἀνανέωση, ἐνῶ στὸ βάθος θὰ ἀκούγεται τὸ νάϊ τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου καθὼς ἀπὸ τὴν λειτουργία τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς θὰ πηγαίνει στὸν τεκκὲ τῶν δερβίσηδων. Ἂν δὲν συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε φορεῖς μιᾶς τέτοιας οἰκουμενικῆς συνθέσεως ὥστε νὰ συνυπάρξουμε ἰσότιμα καὶ εἰρηνικὰ μὲ τοὺς ὅμορους λαούς, τότε δὲν εἶναι βέβαιο ὅτι ἔχουμε λόγο ὑπάρξεως.
ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ
Φυτέψαμε βαθιά μὲς στὴν καρδιά μας
τὸν σπόρο ἑνὸς θυμοῦ καὶ μίας λύπης. Ποτίσαμε τὸ χῶμα αὐτὸ τῆς γρίπης, ποὺ κόλλησε ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας.
Ἐνῶ βρισκόμασταν στὴν ἄγνοιά μας περάσανε τὰ χρόνια· κι ὅσο λείπεις, ὅ,τι ἔσπειρες πιστεύεις τύποις πὼς φύτρωσε χωρὶς τὸ πότισμά μας.
Καὶ μιὰν αὐγὴ τὸ ξεχασμένο μίσος, ποὺ ἔβγαλε ὡς καὶ στὰ παιδιὰ κλωνάρια σὲ κάνει ν’ ἀπορεῖς, νὰ λὲς πὼς ἴσως ἡ ἀνθρωπιά μας θάβεται μὲ φτυάρια. Ξεχάσαμε πὼς ὅ,τι μᾶς φοβίζει εἶν’ ὁ σπόρος ποὺ τώρα πιὰ ἀνθίζει.
ΦΟΥΡΝΟΣ ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΩΝ Στὴ μητέρα μου
Φορὲς φορές, καθὼς γυρνῶ ἀπ’ ἔξω καὶ μπαίνω μὲς στὸ σπίτι, θὰ μυρίσω ὑπόνοια φαγητοῦ, ἐνῶ θὰ ἀντικρίσω τὴν ἀπουσία σου, ποὺ θὰ προσέξω.
Ἐγὼ παρ’ ὄλα αὐτὰ δὲ θὰ διαλέξω ἐκεῖνο ποὺ μαγείρεψες καὶ πίσω ἀπὸ τὶς μυρωδιὲς μπορῶ νὰ ζήσω λιγάκι ἀπὸ τὸ χθές· κι ὅσο ἀντέξω. Τὸ χθεσινὸ τὸ φαγητὸ ζεσταίνω κι ἀπὸ τὰ περισσεύματα θὰ ἔχω νὰ ἀπολαύσω ὅ,τι κρυωμένο στὸ πιάτο μένει, ἂν καὶ διατρέχω τὸν κίνδυνο νὰ ἐθιστῶ σὲ κάτι ποὺ μὲ χορταίνει, μὰ εἶναι ἀπάτη. Θοδωρὴς Ἀρσένης
ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑ: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΚΡΙΣΗ Ἡ ἐκκλησία βρίσκεται στὸ μέσον μιᾶς διπλῆς κρίσης: (α) Τοῦ κορωνοϊοῦ –ποὺ κλῆρο καὶ λαό, ἱεράρχες καὶ ἁπλοὺς πιστούς, μᾶς βρῆκε καὶ μᾶς ἄφησε «ἀδιάβαστους». (β) Τοῦ διορθοδόξου σχίσματος –ποὺ στὴν ἀρχὴ φάνηκε σὰν ἕνα ἀκόμα ἐπεισόδιο τῆς ὑποβόσκουσας μακρᾶς ἑλληνορωσικῆς διένεξης, ἀλλὰ πλέον διχάζει τὸ σύνολο τοῦ ὀρθοδόξου κόσμου μὲ τρόπο πολὺ πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ μόνιμο ἀπ’ ὅ,τι θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διανοηθεῖ. Φαίνονται σὰν δύο ἄσχετα μεταξύ τους πράγματα, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Καὶ τὰ δύο μαζὶ συνοψίζουν τὶς δύο ὄψεις τῆς σχιζοειδοῦς –μὴ χριστιανικῆς, μὴ ἐκκλησιαστικῆς– σχέσης ποὺ ἔχει στὶς μέρες μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (οἱ πιστοί, οἱ θεολόγοι, οἱ ἰεράρχες, οἱ τελετουργίες, οἱ θεσμοὶ) τόσο μὲ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο ζεῖ, ὅσο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό της. Ἐξαγγέλεται τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ἴδια ἀδυνατεῖ νὰ τὸν αἰσθανθεῖ πραγματικὰ καὶ νὰ τὸν βιώσει συνειδητά. Ἦρθε ὁ κορωνοϊός, σὰν σύγχρονη μάστιγα τοῦ Θεοῦ, νὰ περιγελάσει τὴ μεγαλόσχημη ἱεροπρέπεια κάτω ἀπὸ τὴν
μας. Aὐτὴ ἡ
ὕπαρξη ἔφερε μὲ ἀδιαμφισβήτητο τρόπο στὸ φῶς αὐτὸ ποὺ οἱ περισσότεροι κλείναμε τὰ μάτια για νὰ μὴν τὸ δοῦμε: Πὼς ἐμεῖς –οἱ κληρονόμοι καὶ φύλακες, ὑποτίθεται, τοῦ ἀληθοῦς δόγματος– δὲν ἔχουμε τελικὰ κοινὴ αἴσθηση καὶ κοινὴ ἀντίληψη τοῦ κεντρικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου· σὲ τὶ συνίσταται ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλησαν πολλοὶ νὰ ὑπερασπιστοῦν, ἀλλὰ τὸ ἔκαναν μὲ μιὰ ἀφελὴ ἁγιοβασιλιάτικη ἢ μαγικὴ ἀντίληψη τοῦ ἱεροῦ, ὡς δῆθεν φυλαχτοῦ ἀπὸ κάθε φυσικὸ κακὸ καὶ κάθε ἀσθένεια. Ἄλλοι φροντίσαμε νὰ ξεφορτωθοῦμε ἐντελῶς κάθε αἴσθηση ἱερότητας καὶ συστοιχηθήκαμε μὲ τὶς ἀγωνίες καὶ τὰ ἄγχη τοῦ αἰῶνος τούτου, ὑποβιβάζοντας τὸ θυσιαστικὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης σὲ ἠθικοπλαστικὲς κοινοτυπίες τοῦ τύπου «κρατᾶμε ἀποστάσεις … ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον». Καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ δείξαμε ὅτι μᾶς λείπει μιὰ βιωματικὰ ἰσχυρή, ρεαλιστικὴ καὶ ὄχι φαντασιακή, αἴσθηση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἱεροφάνειας καὶ τοῦ θαύματος. Ὅτι μᾶς λείπει μιὰ ἐναλλακτικὴ πνευματικὴ ἀξιολόγηση τῆς ὑγείας καὶ τῆς ἀσθένειας, τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ πόνου, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία δέν ἔκανε οὔτε τὸ στοιχειῶδες: νὰ πάρει, ὡς ὄφειλε, ἐξ ἀρχῆς καὶ μὲ δική της εὐθύνη λελογισμένα
Ἀσφαλῶς
τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι καινούργιο, καὶ ἔχει μὲ πολλοὺς τρόπους ἐπαναληφθεῖ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἤδη χρόνους. Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ ἐκκλησιαστικὲς δομὲς ἔχουν ἐμπλακεῖ σὲ εὐρύτερα παιχνίδια ἐξουσίας, σὲ συγκρούσεις, συναλλαγές, προδοσίες κλπ, μπαίνοντας στὴν ὑπηρεσία τελείως κοσμικῶν στόχων, ποὺ γιὰ προφανεῖς λόγους ἐνδύονται μὲ εὐσεβεῖς, ὑποτίθεται, σκοπούς. Δυστυχῶς αὐτὸ συμβαίνει καὶ σήμερα στὴ διαμάχη γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ αὐτοκέφαλο ποὺ προκάλεσε τὸ σχίσμα. Ἐκκλησιολογικὰ ἐπιχειρήματα, εἴτε ἱστορικῆς εἴτε θεολογικῆς φύσεως, διατυπώνονται προσχηματικά, καὶ χρησιμοποιοῦνται ἐργαλειακὰ γιὰ νὰ δικαιολογήσουν ἐπιλογὲς ἄλλου εἴδους. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐργαλειακὴ χρήση τῆς θεολογίας, τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων, τῶν συνόδων κλπ, εἶναι αὐτὴ
πνευματικὸ
στὸ
ἀκροβατοῦν καὶ οἱ δύο πρωταγωνιστὲς τῆς σύγκρουσης: καὶ ἡ Μόσχα καὶ τὸ Φανάρι. Ἡ πρόσφατη κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δείχνει ὅτι ἡ διένεξη γιὰ τὸ Οὐκρανικὸ δὲν περιορίζεται στὴν παραδοσιακὴ σύγκρουση Μόσχας-Φαναρίου, οὔτε ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὑποτιθέμενη ἀντιπαράθεση τῆς ρωσικῆς μὲ τὴν ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία. Ἀγγίζει βαθύτερα ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑπόστασης. Ἀπόδειξη εἶναι ἡ πρόσφατη κρίση στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτό, ἡ στάση ἐκκλησιαστικῶν προσωπικοτήτων ἀδιαμφισβήτητης ἀκεραιότητας, ὅπως ὁ Ἀλβανίας Ἀναστάσιος ἢ ὁ Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ. Ὁ τελευταῖος τὸ εἶχε πει μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ καὶ ἀφοπλιστικὸ τρόπο σὲ μιὰ συνέντευξή του στὸ οὐκρανικὸ τηλεοπτικὸ κανάλι Inter TV στὰ τέλη Μαρτίου 2019: «Ἀνησυχῶ γιὰ τὴ χρήση βίας καὶ εἶμαι βαθιὰ πεπεισμένος ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε μιὰ λύση μέσω τῆς βίας καὶ τῆς καταπίεσης».* Εἰδικὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες ὀρθοδόξους χριστιανοὺς εἶναι φοβερὸ τὸ σκάνδαλο, νὰ βλέπουμε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ἀδιαμφισβήτητο συμβολικὸ κέντρο τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἐμπλέκεται σὲ βρώμικα παιχνίδια γεωπολιτικῆς. Λένε πολλοὶ ὅτι ἡ συμπόρευση μὲ τὶς ΗΠΑ εἶναι γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο ὑποχρεωτικὴ ἐπιλογὴ ἐπιβίωσης. Λένε ἄλλοι ὅτι τὸ Πατριαρχεῖο στηρίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν ἐθνικὴ καὶ πνευματικὴ αὐτοδιάθεση τῶν Οὐκρανῶν. Μὰ ἂν ἦταν νὰ κάνει τὸ δεύτερο, ὄφειλε νὰ τὸ κάνει ὂχι μὲ ὅρους ἰσχύος, ἀλλὰ μὲ ὅρους πνευματικοὺς καὶ ἐκκλησιολογικὰ ἔγκυρους: (α) παίρνοντας τὶς μέγιστες δυνατὲς ἀποστάσεις ἀπὸ τὰ σχέδια καὶ τὶς στρατηγικὲς τῶν ΗΠΑ καὶ κάθε ἄλλου ἀπὸ τοὺς στρατηγικοὺς παῖκτες στὴν περιοχή, καὶ (β) ἐξασφαλίζοντας τὴ μέγιστη δυνατὴ ἐκκλησιαστικὴ συναίνεση – ἂν ὂχι τῆς Ρωσίας, ὁπωσδήποτε τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἂν πάλι ἡ συμπόρευση μὲ τοὺς Ἀμερικανοὺς καὶ ἡ ἐμπλοκὴ στὰ
news/61173-mitr-kallist-ob-ukrainskom-voprose-nelyzya-nahodity-reshenija-cherez-nasilije
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΣ ΥΛΗΣ
Ζοῦμε «βουτηγμένοι» στὴν ὕλη. Τὰ πάντα γύρω μας, μέσα μας εἶναι ὕλη: Τὰ μακρινὰ ἀστέρια ποὺ ἀχνοφεγγίζουν στὸ βάθος τῆς νύχτας, ἡ ἀπέραντη θάλασσα ποὺ μᾶς ταξιδεύει, τὸ χῶμα ποὺ πατᾶμε, οἱ ὀθόνες ποὺ ξεχνιόμαστε, τὸ ψωμὶ ποὺ τρῶμε, ὁ ἀέρας ποὺ μᾶς δροσίζει, τὰ νερὰ ποὺ κελαρύζουν στὴ σιωπὴ τοῦ δάσους, τὰ πουλιὰ ποὺ πετοῦν στὸ γαλάζιο φόντο τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, τὰ χέρια μας καὶ τὰ δάχτυλά μας, τὸ σῶμα μας, τὸ αἷμα ποὺ κυλάει μέσα μας, τὰ μάτια μας, τὸ κάθε κύτταρό μας, ὅλα εἶναι ὕλη. Τί τὸ πιὸ αὐτονόητο, τί τὸ πιὸ κοντινό. Τόσο αὐτονόητο καὶ κοντινὸ ποὺ ξεχνιόμαστε νὰ ρωτήσουμε: μὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ὕλη; Σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας, δίπλα μας, μέσα μας, ἔξω μας, ὅ,τι πιάνουμε, ὅ,τι βλέπουμε, ὅ,τι μυρίζουμε, ὕλη, ὕλη, ὕλη. Μία λέξη καὶ μετὰ τόσο διαφορετικὰ πράγματα, χρώματα, αἰσθήσεις. Ἄλλοτε ἀέρας, ἄλλοτε νερό, ἄλλοτε στέρεη γῆ καὶ κρυστάλλινες χιονονιφάδες ποὺ τὴ λευκαίνουν σιωπηλά. Δὲ γίνεται, κάποτε πρέπει νὰ ρωτήσουμε: Τί τὰ ἑνώνει ὄλα αὐτά; Τί ὑπάρχει στὸ βάθος τῆς ὕλης; Ποιό τὸ μυστικὸ νῆμα της ποὺ κεντάει ὅλο τὸν κόσμο μας; Τὸ αἴνιγμα τῆς ὕλης. Ξέρουμε κάτι γιὰ αὐτό; Μποροῦμε νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ κάπου; Ἂς ταξιδέψουμε στὰ μαθητικά μας χρόνια καὶ ἂς θυμηθοῦμε τὰ πρῶτα μυστικὰ γιὰ τὴν ὕλη ποὺ οἱ δάσκαλοί μας μοιράστηκαν μαζί μας στὶς τελευταῖες τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καὶ τὶς πρῶτες τοῦ Γυμνασίου. Πρῶτο καὶ μεγάλο μυστικὸ ἡ ἀτομικὴ καὶ μοριακὴ σύσταση τῆς ὕλης μας. Κατὰ τὸν μεγάλο δάσκαλο τῆς Φυσικῆς, Ρίτσαρντ Φάινμαν, ἡ πιὸ πολύτιμη γνώση τῆς σύγχρονης Φυσικῆς καὶ ἐπιστήμης, αὐτὴ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μεταφερθεῖ στὶς ἑπόμενες γενιὲς ἂν ὅλα καταστρεφόντουσαν καὶ ξεχνιόντουσαν. Ὅλα τὰ ὑλικὰ πράγματα ὅσο διαφορετικὰ καὶ ἂν φαίνονται ἔχουν κάτι κοινό: ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἄτομα καὶ μόρια, ἀποτελοῦν διατάξεις τους, πλέγματά τους, στὸ χῶρο καὶ χρόνο. Καὶ τὰ ἄτομα καὶ μόρια ἔχουν συγκεκριμένη δομὴ ποὺ μὲ συστηματικότητα καὶ συνέπεια ἡ σύγχρονη Φυσικὴ ἔχει ἀποκωδικοποιήσει. Ὁ περιοδικὸς πίνακας εἶναι ἡ βαθύτερη χαρτογράφηση τοῦ κόσμου μας, τὸ ἀλφάβητο μὲ τὸ ὁποῖο γράφεται τὸ μεγάλο βιβλίο τῆς ὕλης καὶ τοῦ κόσμου μας. Καὶ μετὰ ἡ ἐρώτηση γιὰ τὸ τί
Στὰ ἀέρια, τὰ ἄτομα ἢ μόρια δὲν ἔχουν μία συγκεκριμένη διάταξη ἀλλὰ κινοῦνται ἐλεύθερα διατρέχοντας μεγάλες ἀποστάσεις μέχρι νὰ συναντηθεῖ τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ νὰ ἀλλάξουν τὴν πορεία τους. Οἱ μεταξύ τους δυνάμεις εἶναι ἀσθενεῖς καὶ δὲν μποροῦν νὰ συγκρατήσουν τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο. Σχεδὸν ὅλο τὸν καιρὸ ταξιδεύουν ἀνεξάρτητα μὲ σταθερὴ ταχύτητα διαγράφοντας τὸν χῶρο σὲ ὄμορφες εὐκλείδειες εὐθεῖες τροχιὲς ποὺ λυγίζουν στὶς συγκρούσεις τους μὲ τὰ τοιχώματα ἢ μεταξύ τους. Στὰ ὑγρὰ τὰ μόρια ἀρχίζουν νὰ αἰσθάνονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο ἰσχυρότερα καὶ νὰ γεμίζουν τὸν χῶρο μὲ μεγαλύτερη πυκνότητα συγκροτώντας ἕνα σῶμα μὲ συνέχεια ἀλλὰ καὶ ρευστότητα. Οἱ ἑλκτικὲς δυνάμεις ποὺ ἀναπτύσσονται μεταξὺ τῶν μορίων εἶναι τώρα ἰσχυρότερες καὶ τὰ μόρια καθὼς συναντοῦν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο συγκρατιοῦνται ἔστω καὶ παροδικὰ σὲ δεσμοὺς σὲ ἕνα χορὸ πιὸ κυματιστό, πιο ρευστό, μὲ καμπύλες τροχιὲς καὶ μιὰ ἰξώδη γλυκύτητα. Στὰ στερεὰ τὰ ἄτομα διατάσσονται σὲ συγκεκριμένους σχηματισμοὺς λιγότερο ἢ περισσότερο ὀργανωμένους συνδεδεμένα μὲ ἰσχυρὲς δυνάμεις. Σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις ὅμως οἱ κινήσεις τους εἶναι περιορισμένες γύρω ἀπὸ συγκεκριμένες θέσεις. Ταλαντώνονται, δὲν ἐξερευνοῦν τὸν χῶρο. Δὲν ταξιδεύουν, ἀλλὰ οὔτε καὶ παραμένουν ἀκίνητα. Κεντοῦν τὸ λίγο τοῦ χώρου ποὺ τοὺς ἔχει δοθεῖ μὲ ἐπαναλαμβανόμενες, ἢ σχεδὸν ἐπαναλαμβανόμενες, κινήσεις γύρω ἀπὸ τὶς στέρεες θέσεις τους μὲ ἔνταση καὶ νεῦρο. Ἀέρια, ὑγρά, στερεὰ καὶ τὰ χίλια πρόσωπα τῆς ὕλης τοῦ κόσμου, τῆς ὕλης μας. Τῆς βάσης τοῦ κόσμου μας. Ποὺ τὴν πιάνουμε, τὴν αἰσθανόμαστε, εἶναι ὅ,τι πιὸ βέβαιο, πιὸ σίγουρο, ἔχουμε. Ἢ ἔτσι νομίζουμε. Γιατί ἐκεῖ στὸ βάθος της, σὲ κάθε κομματάκι της τὰ ἄτομα καὶ τὰ μόρια βρίσκονται σὲ μιὰ ἀδιάκοπη κίνηση, σὲ ἕνα ἀέναο χορὸ μὲ παράξενη χορογραφία ποὺ ἡ σύγχρονη Φυσικὴ τὰ τελευταῖα χρόνια μᾶς χαρίζει τὴν καταγραφὴ τοῦ μαθηματικοῦ ἴχνους της. Ζοῦμε σὲ ἕνα χορευτικὸ σύμπαν. Ἀπὸ τὰ ἄτομα καὶ μόρια στὰ σπλάχνα τῆς ὕλης, στὰ κύτταρα τοῦ σώματός μας καὶ τοὺς ὀργανισμοὺς στὴ γῆ, μέχρι τοὺς πλανῆτες, τὸ ἠλιακό μας σύστημα, τὸν γαλαξία μας, ὅλους τοὺς γαλαξίες, τὸ σύμπαν μας. Τὰ πάντα ἐν κινήσει, σὲ χορό. Ἀλλὰ πρὸς τὰ ποῦ, σὲ ποιό ρυθμὸ καὶ γιατί; Βασίλης Κωνσταντούδης
γιὰ διάνοιξη πρὸς τὸν ἄλλο.
σημαίνει πὼς προτιμῶ, ἐνσυνείδητα ἢ μή, νὰ ἀνοιχθῶ πρὸς τὸν ἄλλο ἀκόμα καὶ μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διαψευσθῶ, γιατί μοῦ εἶναι προτιμότερο νὰ ἀνοίξω καὶ νὰ διαψευσθῶ παρὰ νὰ μείνω κλεισμένος μέσα μου καὶ νὰ πεθάνω ἀπὸ ἀσφυξία. Ἡ πίστη προϋποθέτει, δηλαδή, ὑπαρξιακὸ αἴτημα σχέσης μὲ ἄλλον καὶ ἐπιδίωξη σχέσης σημαίνει ἐπιδίωξη ζωῆς, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἄρνηση τῆς πίστης ὡς ἄρνηση τῆς ζωῆς ἰσοδυναμεῖ μὲ θάνατο. Στην πραγματικότητα, ἡ ἐπιτυχία τῆς σχέσεως πίστεως ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸ αὐτοπαράδοσης τῶν μερῶν. Ὅσο περισσότερο τὰ μέρη ἀφήνονται νὰ διαπερασθοῦν ἀπὸ τὸν ἄλλον τόσο περισσότερο ἀνακαλύπτουν τὸν ἑαυτό τους ὡς κατεξοχὴν ζωντανό, ἐνυποστασιάζοντας κατὰ κάποιον τρόπο ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, χωρὶς κανένας νὰ χάνει τὸν ἑαυτό του, ἀντιθέτως ἀναλαμβάνοντας καθένας τὸν ἑαυτό του καινούργιο μέσῳ τοῦ ἀγαπημένου ἄλλου. Ἡ πίστη μοιάζει ἔτσι νὰ ἑδράζεται στὴ δυνατότητα τῶν ἐρωτευμένων νὰ ἐπικοινωνοῦν κρατώντας ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου χωρὶς νὰ μιλοῦν, στὴ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ συναρπάζεται ἀπὸ τὴ γλώσσα τῶν δέντρων στὸ δάσος ἢ αὐτὴ τοῦ τρεχούμενου νεροῦ, στὴ δυνατότητα τῶν Ἁγίων νὰ ἀκοῦνε μέσα τους τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιὰ βαθύτερη δομὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει τὴ σχέση ὅλων μὲ ὅλα καὶ εἶναι προφανῶς αὐτὴ ποὺ ὀφείλουμε νὰ ἀναδείξουμε πνευματικὰ καὶ φιλοσοφικὰ προκειμένου νὰ διαμορφώσουμε κριτήρια ἀνθρώπινης αὐτοσυνειδησίας ἔναντι τῶν αὐτόνομων καὶ μὲ
πίστη
Τείνω νὰ καταλάβω τὴν ἀλήθεια ὡς ἀνάδυση ὅσο τὸ δυνατόν περισσοτέρων σὲ κοινὸ τόπο καὶ τρόπο συνυπάρξεως, ὡς ἀνάδυση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τοῦ καθενός μας νοουμένου ὡς ἐπιμέρους στὴ χαρὰ τῆς γιορτῆς τῆς συνύπαρξης. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, ἡ ἀλήθεια προϋποθέτει τὴν πίστη. Ἂν ἡ πίστη εἶναι ἡ διαδρομὴ τῆς διάνοιξής μας πρὸς τοὺς ἄλλους, ἀλήθεια εἶναι ἡ χαρὰ τῆς ἀντάμωσης μαζί τους ὡς πολύτιμα κομμάτια τοῦ ἑαυτοῦ μας. Τελικὰ ὁ ἄνθρωπος μᾶλλον ἀληθεύει, ὅταν βιώνει τὴν ἔλλειψη τοῦ ὅποιου ἄλλου ὡς δικιά του ὀρφάνια. Πίστη καὶ πίστη Ὑπάρχει καλὴ καὶ κακὴ πίστη. Καλὴ πίστη εἶναι αὐτὴ ποὺ προϋποθέτει τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς μας στὸν ὅποιον ἄλλο, ἀκόμα καὶ τὸν ἐχθρό μας. Κακὴ πίστη εἶναι αὐτὴ ποὺ προϋποθέτει τὸ κλείσιμο τῆς καρδιᾶς μας σὲ ὅ,τι δὲν μᾶς μοιάζει. Ἡ καλὴ πίστη εἶναι ἡ πίστη τῶν Ἁγίων, ἡ κακὴ πίστη γεννᾶ προσκόλληση σὲ ἰδεολογίες καὶ φονταμενταλισμοὺς ποὺ χωρίζουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ δικοὺς καὶ ξένους. Καλὴ καὶ κακὴ πίστη θέτουν τὸν νοῦ στὴν ὑπηρεσία τῆς καρδιᾶς μας, μόνο ποὺ στὴν περίπτωση τῆς καλῆς πίστης ὁ νοῦς τίθεται στὴν ὑπηρεσία μιᾶς καρδιᾶς ποὺ καίγεται νὰ ἀγαπήσει τοὺς πάντες, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῆς κακῆς πίστης ὁ νοῦς τίθεται στὴν ὑπηρεσία μιᾶς καρδιᾶς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐξαφανίσει ἀπὸ προσώπου γῆς ὅποιον ἀναγνωρίζει ὡς ξένο. Πίστη καὶ θαῦμα Ἡ καλῶς ἐννοούμενη πίστη εἶναι διαδρομὴ πρὸς συνάντηση ἄλλου, εἶναι καρδιακὸ ἄνοιγμα γιὰ τὸ καλωσόρισμα τοῦ ξένου, εἶναι δημιουργία χώρου γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ ἄλλου σὰν νὰ τὸν περιμέναμε ἀπὸ πάντα γιὰ νὰ γίνουμε μαζί του ὁλόκληροι ἄνθρωποι καὶ μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ ἑκατέρωθεν πίστη εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὸ θαῦμα τῆς συνάντησης ποὺ ἔχει ἀπὸ μόνο του τὸ χαρακτήρα γιορτῆς. Καὶ ἀπὸ χριστιανικῆς ἀπόψεως νὰ τὸ δεῖ κανείς, τὸ θαῦμα δὲν εἶναι μιὰ ἐξαιρετικὰ ἀπρόσμενη θεραπεία ἢ ἀκόμα-ἀκόμα μιὰ νεκρανάσταση. Θαῦμα εἶναι ὁ ὑπαρξιακὸς συντονισμὸς τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν Σωτήρα Χριστὸ ποὺ κάνει τὰ πάντα δυνατά.
νὰ χορέψουν· ὁ οὐρανὸς ἔπαψε τὸ κλάμα καὶ τοὺς χαμογέλασε
Μαζὶ ποτὲ δὲν χορέψαμε οὔτε κἂν σὲ τοῦτα τὰ θερινὰ λιβάδια, μονάχα εἴδαμε καὶ μαζέψαμε τὸ φῶς τάχα ποὺ σχίζει τὰ σκοτάδια
Ἐσὺ ἀγαπᾶς –πιθανὸν ἀκόμα– τὶς μαργαρίτες, ἐγὼ ποτὲ δὲν τὸ κατάλαβα
Γιὰ τὰ καπρίτσια μάρανται μὲ λεξιλόγιο μονότονο καὶ καταπιεστικὸ
Μισομαδημένες ἀξιώνουν νὰ μᾶς ὁρίσουν.
Μήπως τοῦτο εἶναι ποὺ θέλουμε καὶ ἀφήνουμε τὸ βαρύ του ὁ καθεὶς νὰ τὸ βαστᾶ ὁ μίσχος; Εἶναι ποὺ δὲν χορεύουμε, μὰ μοναχὰ θωροῦμε.
Εὔχομαι κάποτε νὰ μᾶς δεχτεῖ κι αὐτὸς ὁ ἴσκιος, κεῖ ποὺ ταπεινὸς ὁ ἀμάραντος φυτρώνει
νὰ δοῦμε πῶς εἶναι νὰ μὴν κόβεσαι, μαδιέσαι καὶ πετιέσαι κι ὁ ἀμάραντος χορὸς νὰ σὲ ὑψώνει. Ἀκόμα στοὺς ἐπιτάφιους καὶ στὶς πυρὲς τὶς νεκρικὲς ποὺ κάποιος θὰ μᾶς στεφανώνει Τί μαργαρίτες, τί ἀμάραντοι Σὲ κεῖνον τὸν πρῶτο μας χορό, δὲ θά ‘σαι μόνη. Κωνσταντῖνος Μπίλιας
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ Φωνὴ αὔρας λεπτῆς
Στὸν Θανάση Νιάρχο γιὰ τὸ βιβλίο Ἅγιον Ὄρος, ἡ ἄσβεστη φλόγα, Καστανιώτης, 2018
Ἀπ’ τὶς τρεῖς, πρὶν χτυπήσει τὸ ξυπνητήρι, πετάχτηκε. Πῆγε στὴν πιλοτή, κάθισε στὸ τιμόνι. Σὲ λιγότερο ἀπὸ δυὸ ὧρες, θά ’φτανε. Δὲν πῆρε τὴν καθιερωμένη διαδρομὴ ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ ὁδό· Ρεντίνα, Σταυρός, Ὀλυμπιάδα, Στρατώνι. Προτίμησε ἀπὸ Θέρμη νὰ βγεῖ Πολύγυρο, μετὰ Γομάτι καὶ νὰ ἡ Ἱερισσός, ὅπου, παρ’ ὅλη τὴ σκοτίδα, διάβασε σ’ ἕνα πανὸ «Σκουριές: Κρανίου τόπος. Ὄχι στὸ χρυσάφι τοῦ θανάτου». Τοποθεσία μὲ τὴν σκορίαν τοῦ σκότους ἐγκατασπαρμένην. Χάραζε, ὅταν μετὰ τὰ Νέα Ρόδα, φάνηκε στὸ βάθος ὁ Πύργος τῆς Οὐρανούπολης. Πλησίασε καὶ διάβασε σὲ μιὰ πινακίδα στὴν εἴσοδο: «Ἐδῶ, ποὺ ἦταν τὸ μετόχι Προσφόρι τοῦ Βατοπεδίου, ἔμεναν ἀρχικά, μετὰ τὸν διωγμὸ τοῦ 1922 ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Προποντίδας πρόσφυγες στὸ Χαλκαδιὸ καὶ στὸ Κολληγάδικο. Ἀργότερα, ἐδῶ ἐγκαταστάθηκαν καὶ ὁ Σίδνεϋ Λὸτς μὲ τὴ γυναίκα του Τζόυς ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς μέλη ἀνθρωπιστικῶν ὀργανώσεων καὶ βοήθησαν πολὺ τὰ προσφυγόπουλα στὰ γράμματα καὶ στὴν ἐκμάθηση τῶν χειρωνακτικῶν ἐργασιῶν, ὅπως ταπητουργία καὶ ὑφαντουργία». Κι ἦταν μόνο ἔξι παρά. Τὸ γραφεῖο προσκυνητῶν ἄνοιγε στὶς ἑφτά. Πάρκαρε στὸ ἀπέναντι γκαράζ, κάτω ἀπὸ μιὰ δίκορμη ἐλιά, θ’ ἄναβαν οἱ λαμαρίνες τόσες μέρες ποὺ θὰ ἔλειπε στὸ Ἁγιονόρος – αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ πήγαινε ὣς τὰ Καυσοκαλύβια· ἐκεῖ ποὺ ὁ ὅσιος Μάξιμος, ὑποκρινόμενος τὸν μωρό, ἔκαιγε τὶς ἀχυροκαλύβες του, ὅπου κατὰ καιροὺς ἔμενε καὶ περιπλανιόταν ὡς διὰ Χριστὸν σαλός. Ὅταν ἄνοιξε τὸ γραφεῖο, πῆρε τὸ διαμονητήριό του καὶ κατηφόρισε πρὸς τὸ λιμανάκι, ὅπου κάτι ἐρασιτέχνες ψαράδες μὲ φωνὲς ἔμπαιναν στὰ φουσκωτά τους, γιὰ τ’ ἀπέναντι ξερονήσια, ποὺ οἱ ντόπιοι τὰ λένε Γαϊδουρονήσια, μὰ στὶς ἐπιγραφὲς τῶν τουριστικῶν πρακτορείων ὀνομάζονται Δρένια. Ἐκεῖ, εὐτυχῶς, «δὲν εἶχαν χαλάσει ἀκόμα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ» – γυμνὰ ἀπὸ ἀξιοποιήσεις. Ἔφερε μιὰ βόλτα στὸ χωριό, μέχρι ποὺ στὶς δέκα παρὰ τέταρτο ξεκίνησε τὸ φεριμπὸτ «Ἄξιον Ἐστὶ» γιὰ Δάφνη. Μετὰ κάνα-δυὸ ὧρες θὰ ’φταναν. Ἀνέβηκε στὸ κατάστρωμα. Εἶχε
σμὸς τῆς γῆς, θὰ σειστοῦν τὰ θεμέλιά της. Ἡ πρόσκαιρη σκηνὴ τοῦ παρόντος κόσμου θὰ καταπέσει, ἐπειδὴ
γιὰ νὰ μαζέψουν καὶ τὰ τελευταῖα ἀπομεινάρια ἀπ’ τὰ πεσμένα καταγῆς τσαμπιὰ – τίποτα δὲν θὰ μείνει ἀπ’ αὐτούς. Τὸ τεῖχος ὅπου συγκεντρώνεται ἡ δύναμη τοῦ κόσμου τους θὰ πέσει, καὶ «φθορὰ φθαρήσεται ἡ γῆ». Κι ὅλοι θὰ εἶναι τότε ἴσοι ἔναντι τῶν πληγῶν: ὁ λαϊκός, ὅπως ὁ ἱερέας, ὁ δοῦλος ὅπως ὁ ἀφέντης, αὐτὸς ποὺ ἀγοράζει σὰν κι αὐτὸν ποὺ πουλάει, ὁ δανειστὴς σὰν τὸν δανειζόμενο, κι ἐκεῖνος ποὺ ὀφείλει σὰν κι αὐτὸν στὸν ὁποῖον χρωστᾶ». Κι αὐτὰ προβλέπει ὁ προφήτης αὐτός, ποὺ στὸ τέλος τὸν πριόνιζαν μὲ ξύλινο πριόνι καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ ὡς «σκέπη διψώντων καὶ πνεῦμα ἀνθρώπων ἀδικουμένων». Γιατὶ Ἐσύ, Κύριε, εἶσαι σκέπη ποὺ δροσίζεις ὅσους διψᾶνε καὶ πνοὴ γιὰ ὅσους ἀδικοῦνται μὲς στὸν φτωχὸ λαό. «Ἡ δρόσος ἀπὸ σένα εἶναι γιατρικό». Περνούσανε τοὺς ἀρσανάδες Ζωγράφου, Κωνσταμονίτου, Δοχειαρίου, Ξενοφῶντος, Ἁγίου Παντελεήμονος (Ρωσικὸ) μὲ τοὺς χαλκοπράσινους τρούλους ποὺ ἄστραφταν. Θυμόταν, ἔτσι ποὺ φυσοῦσε τὸ ἀεράκι, πῶς ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς στὸν προφήτη Ἠλία στὴ σπηλιὰ ποὺ κούρνιαζε σὰν ἀγριοπούλι στὸ ὄρος Χωρήβ: ὄχι μὲ θύελλα ἰσχυρὴ ποὺ κομματιάζει τὶς πέτρες (οὐκ ἦν ἐν τῷ πνεύματι Κύριος), οὔτε μὲ σεισμὸ (οὐκ ἦν ἐν τῷ συσσεισμῷ), οὔτε μὲ τὴ φωτιὰ (οὐκ ἦν ἐν τῷ πυρί), ἀλλὰ φάνηκε μ’ ἕνα ἁπαλὸ ψιθυρισμὸ αὔρας δροσερῆς, σιγηλῆς. Φωνὴ αὔρας λεπτῆς. Κἀκεῖ Κύριος. Κάτι παιδιὰ γελώντας, ἔγερναν πάνω ἀπὸ τὰ ἀσπροβαμμένα κάγκελα κι ἔριχναν ψίχουλα στοὺς γλάρους ποὺ φτεροκοποῦσαν, βουτώντας στὰ βαθυκύανα κύματα. Ἀπ’ τὸ κεφαλάκι τοῦ πιὸ μικροῦ, ξέφυγε τὸ χρωματιστό του καπέλο κι ἐκεῖνο ἔριχνε τώρα, μεγαλύτερα κομμάτια ἀπ’ τὸ ψωμί του, κι ἀνέμιζαν τὰ μαλλάκια του, τὰ πυρόξανθα, τρίλλιες μουσικές. Μπαίνει γιὰ λίγο μὲς στὸ θάλαμο τῶν ἐπιβατῶν. Μπόχα ἀπ’ τὴν κλεισούρα· μερικοὶ κοιμοῦνται ξαπλωμένοι στοὺς πάγκους· γιὰ προσκεφάλι τους, πανωφόρια διπλωμένα. Δίπλα στὸ κυλικεῖο, ἕνα φθαρμένο στιχάκι: «Τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς νὰ μετρήσεις/δὲν σοῦ φτάνουν ὅσα χρόνια κι ἂν ζήσεις». Βγαίνει καὶ πάλι ἔξω, διακρίνεται στὴν βαθυπράσινη πλαγιὰ ἡ Ξηροποτάμου. «Μέχρις ὅτου μᾶς βοηθήσεις, Κύριε, εἴμαστε σὰν τοὺς πολιορκημένους», ἔλεγες Ἠσαΐα κι ἐσὺ Ἠλία, ποὺ παραπονιόσουνα πὼς ἔμεινες μονώτατος, σκεπάζοντας μὲ τὴ μηλωτὴ τὸ πρόσωπό σου, ἄκουσες τὴ φωνή Του νὰ σὲ παρηγορεῖ ποὺ ὁλομόναχος δὲν εἶσαι· εἶναι κι ἄλλοι ἑφτὰ χιλιάδες, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὸ εἴδωλο τοῦ Βαάλ. Οἱ Ἅγιοι εἶναι ζῶντες. Ὅταν ἔβγαλαν ἀπ’ τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁϊ Νικόλα, ἕνα στρεῖδι, κολλημένο πάνω της, ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα – Ἅγιος Νικόλαος ὁ Στρειδᾶς στὴ Σταυρονικήτα. Κι ὅταν ἕνας ὀργισμένος διάκονος, χτύπησε μὲ μαχαίρι τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ Βατοπέδι, τὸ αἷμα τὸν περιέλουσε καὶ χλώμιασε
ΜΟΙΡΩ

ἀπόδοση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΝΑΚΗΣ
ἀπ΄τὸ Βυζάντιο τὴ μικρὴ πόλη ποὺ θὰ γινόταν –μετὰ ἀπὸ αἰῶνες– ἡ Κωνσταντινούπολη (3ος αἰ. π.Χ.)
Ζεύς δ᾽ἂρ᾽ἐνὶ Κρήτῃ τρέφετο μέγας, οὐδ᾽ἂρα τὶς νιν ἠείδει μακάρων: ὃ δ᾽ἀέξετο πᾶσι μέλεσσι.
Στὴν Κρήτη μέγας νὰ γενεῖ ὁ Δίας ἀναθρεφόταν
δίχως κανεὶς ἀπ΄ τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου νὰ τὸ ξέρει
κι ὅλο ἀντρειωνόταν, τράνευε, τὰ μέλη του θεριεύαν
Τὸν μὲν ἂρα τρήρωνες ὑπὸ ζαθέῳ τράφον ἂντρῳ ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ᾽ Ὠκεανοῖο ῥοάων:
νέκταρ δ᾽ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇ φορέεσκε ποτὸν Διὶ μητιόεντι.
Τὰ περιστέρια κουβαλοῦν στὸ ἄντρο τὴν ἀμβροσία ἀπ’ τὴ ροὴ τοῦ Ὠκεανοῦ μακρυά, νὰ τὸν ταΐζουν
καὶ φέρνει ὁ τρανὸς ἀητὸς μέσα στὸ ράμφος νέκταρ ἀπὸ τοῦ βράχου τὴ σχισμὴ νὰ πίνει ὁ σοφηγέτης
Θανάσης Τσακνάκης
ΜΙΜΗΣΗ
ΣΚΟΠΟΣ
ἀντικειμενικότητα τῶν βυζαντινῶν ἱστορικῶν ἀναγόμενη σὲ ζήτημα μορφῆς ἀποκτᾶ ὀντολογικὸ χαρακτήρα καὶ αἰσθητικὴ ἐκδήλωση. Στὴν οὐσία ἀποτελεῖ σφραγίδα καὶ ἰσότυπο τοῦ ἀληθοῦς. Ἂν ἡ ἱστορικὴ μορφὴ δὲν ἀποδίδει τὸ ἀληθὲς τότε δὲν εἶναι ἱστορία, ἀλλὰ ψεῦδος. Τὸ ἀληθὲς γιὰ νὰ ἀποδοθεῖ ἱστορικὰ θὰ πρέπει νὰ συνηγοροῦν στὴν ἑτοιμότητα τοῦ ἱστορικοῦ ἡ ὀντολογία, ἡ αἰσθητική, ἡ ἠθική. Χαρακτηριστικά, ὁ κωδικογράφος τῆς Ἐπιτομῆς Ἱστοριῶν τοῦ Ζωναρᾶ [Codex Parisiensis Regii 1715(a)] διακρίνει τὸν ἱστορικὸ ὡς ζωγράφο, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὴν τελειότερη
τοῦ ἐν κόσμῳ βίου». Ἡ ἐπιδίωξη τῆς Ἱστορίας νὰ καταστεῖ ἡγεμόνας τῶν ἀνθρώπινων πράξεων ἔχει ἀναλογικὴ σχέση πρὸς τὴν παραστατικὴ τέχνη, καθὼς τὶς συνδέει ἡ δυνατότητά τους νὰ ἀναπαράγουν στὸ ὑλικό τους καὶ στὴν μορφή τους εἰκόνες τῶν ἀρχετύπων, ὥστε οἱ εἰκόνες αὐτὲς νὰ τρέπουν τοὺς θεασαμένους πρὸς μίμηση τῶν ὁρωμένων. Ἔγραφε: «Διὸ καὶ προσήκει τὸ χρήσιμον κατειδότας τῆς ἱστορίας ἐπισπουδάζειν αὐτῇ καὶ τῶν πράξεων ἡγεμόνα ποιεῖσθαι τῶν ἡμετέρων, ὁμοίοις συμβάλλοντας ὅμοια τοῖς προγεγονόσιν ἔργα, καὶ ὥσπερ οἱ τὰς μορφὰς καὶ τὰ χρώματα μετιόντες πρὸς τὰ ἀρχέτυπα τῶν πραγμάτων ὁρῶντας ἐπὶ τὰς ἐμφερεῖς ἐργασίας τε καὶ μεταχειρίσεις ὁρμᾶν». Ἡ ὁρμὴ πρὸς τὰ ἀρχέτυπα, ἡ ροπὴ πρὸς τὸ ἀληθὲς προϋποθέτει τὴν μίμησή τους, τὴν συνειδητὴ προσπάθεια ὁμοιώσεως μὲ αὐτὰ (αἱρεῖσθαι φιλεῖν καὶ διὰ μιμήσεως κατορθοῦν σπουδάζειν τὰ ἐπαινούμενα). Ὁ μηχανισμὸς τῆς μιμήσεως σήμαινε ὄχι μόνο τὴν προσαρμογή, ἀλλὰ καὶ τὴν κυριολεκτικὴ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου ὡς ἱκανότητα (εὐμίμητον) ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα συγκυρία. Ἡ ρευστότητα αὐτὴ καίτοι παρέπεμπε σὲ ἕνα εἶδος κατοπτρικῆς συγχύσεως, ὑπηρετοῦσε ἰδεωδῶς τὴν ἀνάγκη πολλαπλασιασμοῦ τῶν εἰκόνων τοῦ ἑαυτοῦ στὴν λογοτεχνία, τὴν ἱστορία, τὴν τέχνη. Ἀναλόγως καὶ ὁ πολλαπλασιασμὸς τῆς εἰκόνας τοῦ ἱστορικοῦ ὑποκειμένου δὲν συνιστοῦσε αὐτοματικὴ διαδικασία ἀλλὰ μετερχόταν ἀπὸ διάφορα ἐπίπεδα. Ἡ ἀναδόμηση αὐτῶν τῶν εἰκονιστικῶν ἐπιπέδων σήμαινε τὸν συγχρονισμό τους, ἑπομένως τὴν ἐπιμήκυνση τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου στὶς πηγὲς τοῦ ἀρχέγονου, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς προσλαμβανόταν ἁπλὰ ὡς μία
ἀρχιτεκτονικὲς αὐτὲς δομὲς προσλάμβαναν τὶς εἰκόνες ὡς μεταφορές-τροπές, οἱ ὁποῖες στὰ ἑρμηνευτικὰ πεδία τῶν Βυζαντινῶν δὲν συνέθεταν ἀντιστοιχίες ἢ συγκρίσεις, ἀλλὰ κατὰ κύριο λόγο ταυτίσεις. Ἡ καταγραφὴ καὶ ἡ ἀνάκληση τῶν εἰκόνων αὐτῶν αὐτόματα σήμαινε τὴν ἀνάδυση τοῦ ἐνύπαρκτου νοήματός τους. Οἱ μορφὲς αὐτὲς διέπονταν ἀπὸ στατικότητα, ποὺ συνετίθετο ἀπὸ μιὰ ἐκρηκτικὴ μυστικὴ ἐσωτερικὴ κινητικότητα. Τέτοιου μεγέθους στατικός, γιὰ παράδειγμα, ἦταν ὁ αὐτοκρατορικὸς θεσμός, καθώς ἐπεδίωκε νὰ συνοψίσει διαδραστικὰ τὴν ἱστορικὴ καὶ μεταφυσικὴ διάσταση τῆς ρωμαϊκῆς ordo seculorum, (κοσμικῆς τάξης), στὴν οὐσία δηλαδή, τοὺς ἀμετάβλητους καὶ ἀνεξάντλητους θεσμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας. Τί σήμαινε ὅμως γιὰ τὴν Ἱστορία αὐτὴ ἡ στατικότητα; Στατικότητα δὲν σημαίνει πὼς οἱ ὅροι τοῦ κόσμου ἢ τῆς φύσεως παραμένουν ἀμετάβλητοι ἢ κατανοοῦνται ὡς τέτοιοι. Στατικότητα σημαίνει πὼς οἱ ἀρχὲς ποὺ ὁδηγοῦν στὶς ἀλλαγές, ποὺ ἐπηρεάζουν τὴν ὡρίμαση καὶ τὴν ἐμπέδωσή τους παραμένουν ἀμετάβλητες καὶ ἀνεπηρέαστες ἀπὸ τὸ κοσμικό – δηλαδὴ εἶναι ἀνεπίδεκτες ὁποιουδήποτε τύπου ἐκκοσμίκευσης. Ἢ μεταβάλλονται μὲ ἕναν τρόπο, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ οὐσιακός τους πυρήνας παραμένει ἀναλλοίωτος, τὸν ὁποῖο τρόπο μόνο ἐκεῖνες γνωρίζουν, ὁρίζουν καὶ ἐκδηλώνουν κατὰ ἰδία βούληση καὶ χωρὶς ἀναγκαστικότητα. Αὐτή τους ἡ δυνατότητα ἀποδέσμευσης ὀφείλεται στὴν ὑπέρ-ἱστορικότητά τους – προσοχή: ὄχι στὴν ἔξω–ἱστορικότητά τους. Ἱστορικὰ ἑρμηνεύονται καὶ ἐκδηλώνονται ἀποδίδοντας ἕνα κοσμικὸ ἰδεατό, ποὺ ἐκφράζει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀπολύτου στὸν κόσμο στὸν βαθμὸ τῆς ἀναλογίας ζωγραφούμενου καὶ ἀρχετύπου, ὅπως προηγουμένως τὴν συναντήσαμε στὴν ἔκφραση τῆς Ἐπιτομῆς Ἱστοριῶν τοῦ Ζωναρᾶ ἢ τὴν ἀντικρύζουμε στὰ ψηφιδωτὰ τοῦ Ἁγίου Βιταλίου τῆς Ραβέννας ἢ τῆς Μονῆς τῆς Χώρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἢ τῆς Μονῆς Δαφνίου. Οἱ δομικοὶ ἄξονες τῆς μεταφορᾶς ὁδηγοῦν τὴν εἰκόνα σὲ ἕνα ἑπόμενο ἑρμηνευτικό-ὀπτικὸ ἐπίπεδο διευρύνοντας καὶ βαθαίνοντας τὴν οὐσία μέσα ἀπὸ τὴν μορφή. Κατὰ τὴν διαδικασία αὐτή, ὁ αὐτοκρατορικὸς θεσμὸς –γιὰ παράδειγμα– ὡς εἰκόνα συνάμα καὶ μεταφορά, χωρὶς νὰ ἀπωλέσει τὴν πολιτική του διάσταση μαζὶ μὲ τὶς ἠθικὲς καὶ ἀξιολογικές της προεκτάσεις, ἀνέρχεται βαθμίδα ὅπου κυριαρχεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ βασιλέως ὡς συμβόλου τῶν Ἐσχάτων. Ὁ Μπὲκ (Beck) ὑποστήριξε πὼς κατὰ τὴν μετάβαση σὲ ἕνα ἑπόμενο στάδιο ἡ τρέχουσα σημασία τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θεσμοῦ ἐξαλειφόταν ὑπὲρ μιᾶς μεταφυσικῆς ἐπαγωγικῆς ἀνάγνωσης τῆς εἰκόνας του. Θεωρῶ ὅμως πὼς ὁ Μπὲκ δὲν ἔχει καὶ τόσο δίκιο: Ἡ ἄποψή του προϋπέθετε ἕναν ἰδεαλιστικὰ πνευματοποιημένο θεσμό, στερούμενο πολιτικῆς βούλησης καὶ δυνατότητας δράσης. Ὑπὸ τὴν ὀπτικὴ αὐτὴ ὅμως ἡ διακυβέρνηση τοῦ
φτιαχτεῖ μὲ τέτοια κομψότητα ὡς πρὸς τὸν ὄγκο καὶ τὴν ἁρμονία τοῦ μέτρου καὶ δὲν ἔχει τίποτα ὑπερβολικὸ οὔτε καὶ τίποτα τοῦ λείπει, καθὼς εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαία ἀπὸ κάθε συνηθισμένο κτίριο καὶ πολὺ πιὸ καλοφτιαγμένη ἀπὸ ὅσα εἶναι τεράστια καὶ ἁπλώνονται ὑπερβολικὰ στὸ φῶς καὶ τὶς μαρμαρυγὲς τοῦ ἥλιου. Θὰ ἔλεγες μάλιστα ὅτι δὲν φωτίζεται ὁ χῶρος ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀλλὰ ἡ αἴγλη φύεται ἐντός της, τέτοια περίσσεια φωτὸς περιχύνεται σ’ αὐτὸ τὸ ἱερό. 34 δοκεῖ γάρ πη οὐκ ἐν βεβαίῳ ἐπῃωρῆσθαι, ἀλλ’ ἐπικινδύνως τοῖς ἐνθάδε οὖσι μετεωρίζεσθαι. καίτοι διαφέροντως ἐν τῷ βεβαίῳ τῆς ἀσφαλείας ἐστήρικται. […] Μοιάζει κάπως σὰ νὰ αἰωρεῖται χωρὶς σταθερὴ βάση, ἀλλὰ ὅτι ὅσοι βρίσκονται ἐδῶ μέσα ἐπικίνδυνα μετεωρίζονται, παρ’ ὅλο βεβαίως ποὺ εἶναι στερεωμένη μὲ ἐξαιρετικὴ ἀσφάλεια. 41 ὕπερθεν δὲ αὐτῶν κυκλοτερὴς οἰκοδομία ἐν στρογγύλῳ ἐπῆρται· ὅθεν ἀεὶ διαγελᾷ πρῶτον ἡ ἡμέρα. 42 ὑπεραίρει γάρ, οἶμαι, τὴν γῆν ξύμπασαν, καὶ διαλείπει τὸ οἰκοδόμημα κατὰ βραχύ, ἐξεπίτηδες παρειμένον τοσοῦτον, ὅσον τοὺς χώρους, οὗ δὴ τὸ διῃρημένον τῆς οἰκοδομίας συμβαίνει εἶναι, 43 φέγγους διαρκῶς ἀγωγοὺς εἶναι. Στὴν κορυφὴ κάθε καμάρας στηρίζεται
Καὶ πάνω σ’ αὐτὸ τὸ κυκλικὸ ἄνοιγμα ἕνας σφαιροειδὴς θόλος τὸ καθιστᾶ ἰδιαιτέρως ὄμορφο. 46 δοκεῖ δὲ οὐκ ἐπὶ στερρᾶς τῆς οἰκοδομίας ἑστάναι, ἀλλὰ τῇ σφαίρᾳ τῇ χρύσῃ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ ἐξημμένη καλύπτειν τὸν χῶρον. Δίνει δὲ τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν στηρίζεται σὲ στέρεο κτίσμα, ἀλλὰ ὅτι μὲ μιὰ σφαίρα χρυσὴ ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καλύπτει τὸν χῶρο. 55 Χρυσῷ μὲν ἀκιβδήλῳ καταλήλειπται ἡ ὀροφὴ πᾶσα, κεραννῦσα τὸν κόμπον 23 τῷ κάλλει, νικᾷ μέντοι ἡ ἐκ τῶν λίθων αὐγὴ ἀνταστράπτουσα τῷ χρυσῷ. Μὲ καθαρὸ χρυσάφι ἔχει περιχυθεῖ ὅλη ἡ ὀροφή, ποὺ προσθέτει τὸν ἔπαινο στὸ κάλλος, ἐπικρατεῖ ὅμως
ἡ λάμψη τῶν λίθων καθὼς ἀστράφτει σὰ νὰ ἀνταγωνίζεται τὸν χρυσό. 66 Τὰ μὲν οὖν τῆς Κωνσταντινουπόλεως
τέτοιες «θεμελιώδεις ἔννοιες» στὴν ἱστορία τῆς τέχνης ὑπῆρξε αὐτὴ τοῦ Χάινριχ Βέλφιν τοῦ ὁποίου τὰ βασικὰ ἔργα εἶναι πλέον διαθέσιμα στὰ ἀγγλικά. Ὁ καθηγητὴς Μιχελῆς, ἐνῶ ἀποτίει τὸ σεβασμό του σὲ αὐτὸν τὸν σπουδαῖο πρωτοπόρο, δείχνει τὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς μεθόδου, ποὺ σταμάτησε νωρὶς στὴν ψυχολογικὴ διαδικασία ἡ ὁποία περιλαμβάνεται στὴν ἰδέα καὶ παρουσίαση τοῦ ἴδιου τοῦ ἔργου τῆς τέχνης. Αὐτὲς οἱ «κατηγορίες ἀντίληψης» εἶναι συγκεκριμένες γιὰ κάθε περίοδο καὶ δὲν ἐκτείνονται πέραν τῆς μορφολογίας τῆς τέχνης. Κατὰ τὴν ὀπτικὴ τοῦ καθηγητῆ Μιχελῆ, πρέπει νὰ κοιτάξουμε πέρα ἀπὸ τὴ μορφὴ στὸ συναίσθημα ποὺ ἐνσαρκώνεται, καὶ αὐτὸ τὸ συναίσθημα εἶναι μιὰ δυναμικὴ ἰσχὺς ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀναγνωριστεῖ καὶ συσχετιστεῖ μὲ τὴν βασικὴ ἔννοια τῆς ἐποχῆς ὴ τοῦ πολιτισμοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκει. Ο Μιχελῆς ἐντοπίζει δύο τέτοιες βασικὲς ἔννοιες, τῶν ὁποίων ἡ ἐναλλαγὴ καὶ ἡ διαλεκτικὴ ἀλληλεπίδραση μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τῆς τέχνης. Στὴν ἀρχὴ μὲ ἔκπληξη, καὶ ἔπειτα μὲ ἀνακούφιση, ἀνακαλύπτουμε πὼς δὲν χρειάζεται καινούργια φρασεολογία γιὰ νὰ τὶς περιγράψουμε· εἶναι καθορισμένες ἀπὸ τοὺς κλασικοὺς ὅρους «ὑψηλὸ» καὶ «ὡραῖο». Τὸ ὡραῖο τὸ εἴχαμε πάντα μαζί μας, μὰ μιὰ ἐπιστημονικὴ ἐποχὴ τείνει νὰ πετάξει τὴ λέξη τὴν ὁποία πρώτα χρησιμοποίησε ὁ Λογγίνος, καὶ τὴν ὁποία ὁ Μπὲρκ καὶ ὁ Κὰντ (γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω κι ἄλλους) βρῆκαν ἀπαραίτητη. Ὁ Μιχελῆς ἔξυπνα καὶ πειστικὰ ἐπαναφέρει τὸ ὑψηλὸ
λὰ γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῆς αἰσθητικῆς προσέγγισης στὴν ἱστορία τῆς τέχνης τὸ ὅτι ὁ Μιχελῆς τώρα γιὰ πρώτη φορὰ εἰσαγάγει τάξη καὶ διαύγεια σὲ αὐτὸ τὸ γνωστικὸ χάος, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀναγνώστης ποὺ δὲν θὰ βγεῖ ἀπ΄ τὴν ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ὄχι μόνο μὲ μιὰ βαθύτερη κατανόηση τῆς ἱστορικῆς διαμόρφωσης καὶ τῆς θρησκευτικῆς σημασίας τῆς Βυζαντινῆς τέχνης, ἀλλὰ ἐπίσης μὲ τὴν ἴδια κατανόηση τῶν περιόδων καὶ πολιτισμῶν μὲ τὰ ὁποῖα τὸ Βυζάντιο σχετίζεται ἰδιαίτερα – τὸν κλασικό, τὸν ἀνατολικὸ καὶ τὸν γοτθικό. Τὸ Βυζάντιο ἦταν τὸ σημεῖο συνάντησης Δύσης καὶ Ἀνατολῆς, τὸ χωνευτήριο ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἀναδυόταν τὸ σύνολο τῆς σύγχρονης τέχνης. Μιὰ κατανόηση αὐτῆς τῆς ἀνώτερης σημασίας περιόδου εἶναι συνεπῶς θεμελιώδης γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἱστορίας τῆς τέχνης ἐν γένει· καὶ ἐδῶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔχουμε μιὰ δουλειὰ ποὺ ἐνσωματώνει μιὰ ἀκριβὴ γνώση
τῆς σημασίας τους. Ἰανουάριος 1955 Χέρμπερτ Ρήντ Μετάφραση
(P.A. Michelis, An Aesthetic Approach to Byzantine Art, foreword Herbert Read, B.T. Batsford ltd, Λονδίνο 1955, σς vii-viii) σχέδιο τοῦ Π.Α. Μιχελῆ (Ἁγία Σοφία, Ἵδρυμα Π. & Ε. Μιχελῆ, Ἀθήνα 1983, σ. 15)

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ μετάφραση Δημήτρης Μπαλτᾶς Στίς παροῦσες διαλέξεις Σᾶς ζητῶ ἡ πρόθεσή σας νὰ εἶναι καθαρὰ ἐπιστημονική. Ὅπως ἡ ἐπιστήμη στὸ σύνολό της, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς Τέχνης ἐπιδεικνύει ἐσωτερικὸ ἐνδιαφέρον, καὶ αὐτὴ χωρὶς καμία ἐξωτερικὴ σκοπιμότητα. Ἀρκετά, ἐν μέρει ὅμως ἀσήμαντα θέματα, ἐρεθίζουν τὴν γενικότερη φιλομάθεια καὶ στρέφουν τὸ ἐπιστημονικὸ πνεῦμα σὲ αὐτή· παραξένο, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν ἡ Τέχνη δὲν εἶναι σὲ θέση, αὐτὸ εἶναι ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὰ πιὸ σημαντικὰ θέματα τοῦ θαυμασμοῦ μας.
τὴν πραγματικότητα, γιατὶ ἡ Τέχνη δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα κλειστό, ὀργανικὸ καὶ ὡς ἕνα ἐντελῶς ἀπαραίτητο, σὲ ὅλα του τὰ μέρη, σύνολο ὅπως εἶναι ἡ Φύση. Αἰσθανόμαστε συνεχῶς ἀναγκασμένοι νὰ ἀναζητοῦμε τὴν βαθιὰ οὐσία τῆς Φύσεως καὶ νὰ ἐξακριβώνουμε κάθε σημαντικὴ πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν τόσα πολλὰ παραδείγματα μὲ παντοτινὴ ὁμοιομορφία καὶ νομιμότητα. Πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ νὰ διεισδύσουμε στὴν φύση τῆς Τέχνης, στὴν ὁποία δημιουργεῖται ἡ ἀπόλυτη ἑνότητα καὶ νομιμότητα ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε τὸ θαῦμα τοῦ δικοῦ μας πνεύματος πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὴν Φύση. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ ἐντοπίσουμε τὴν δημιουργία, τὴν ἐσωτερικὴ δομή, τὶς σχέσεις καὶ τὶς ἐπιδράσεις ἑνὸς φυτοῦ ἢ ἑνὸς ὀργανισμοῦ στὸν μέγιστο δυνατὸ βαθμό. Πολὺ περισσότερο θὰ μπορούσαμε νὰ γοητευτοῦμε ἐντοπίζοντας τὶς ἴδιες ἐπιδράσεις καὶ σχέσεις στὸ πολὺ καλύτερα ὀργανωμένο καὶ πολύπλοκο φυτό, τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται ἔργο τέχνης. Σχετικὰ μὲ τὴν Τέχνη, στοὺς περισσότερους συμβαίνει ὅ,τι συνέβη μὲ τὴν πρόζα στὸν κύριο Ζουρντὲν τοῦ Μολιέρου, ὁ ὁποῖος ἐξεπλάγη, γιατὶ ὁλόκληρη τὴν ζωή του ἔγραφε πρόζα χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει. Ἐλάχιστοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἤδη ἡ γλῶσσα, στὴν ὁποία ἐκφράζονται, εἶναι τὸ τελειότερο ἔργο τέχνης. Πόσοι ἔχουν παρακολουθήσει μία παράσταση χωρὶς ἔστω καὶ μία φορὰ νὰ ἀναρωτηθοῦν ποιές συνθῆκες ἀπαιτοῦνται γιὰ μιὰ μοναδικὴ θεατρικὴ παράσταση, σὲ
Γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἔχει μία ἀνελεύθερη καὶ ταυτόχρονα παθιασμένη καὶ ἐνεργὴ καὶ συνετὴ θεώρηση τῆς Τέχνης, ὅλες οἱ ἐπιδράσεις τῆς Τέχνης εἶναι ἁπλῶς φυσικές. Αὐτὸς ὁ ἴδιος συμπεριφέρεται μὲ φυσικότητα καὶ δὲν ἔχει ποτὲ βιώσει καὶ γνωρίσει τὴν Τέχνη ὡς ἀληθινὴ Τέχνη. Αὐτὸ ποὺ τὸν συγκινεῖ εἶναι ἴσως τὰ μεμονωμένα ὄμορφα σημεῖα, ἀλλὰ στὸ ἔργο τέχνης δὲν ὑπάρχει μεμονωμένη ὀμορφιά, ἁπλῶς τὸ σύνολο, τὸ ὅλον εἶναι ὡραῖο. Ὅποιος δὲν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια τοῦ ὅλου εἶναι τελείως ἀνίκανος νὰ κρίνει ἕνα ἔργο τέχνης. Παρὰ τὴν ἀδιαφορία, βλέπουμε ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους μορφωμένους, δὲν εἶναι πρόθυμοι γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ νὰ κρίνουν τὰ θέματα τῆς Τέχνης, νὰ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τοὺς γνῶστες καὶ εὔκολα καταλήγουν στὸ συμπέρασμα ὅτι κάποιος δὲν ἔχει καθόλου γοῦστο. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατανοοῦν τὶς δυσκολίες κατὰ τὴν κρίση τους, δὲν θεωροῦν ἀναγκαῖο στὴν καθοριστικὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει σ’ αὐτοὺς ἕνα ἔργο τέχνης καὶ στὴν μοναδικότητα τῆς θεωρήσεως τοῦ ἔργου, στὴν ὁποία ἔχουν ἴσως προχωρήσει, νὰ ἀνακαλέσουν τὴν κρίση τους σὰν νὰ εἶχαν κάνει λάθος. Ἄλλοι, λιγότερο σεμνοί, γελοιοποιοῦνται ἀπὸ τὴν κρίση τους ἤ καταντοῦν κουραστικοί γιὰ τοὺς γνῶστες. Εἶναι μέρος ὅμως τῆς συνολικῆς κοινωνικῆς μορφώσεως –καμμιᾶς ἄλλης κοινωνικῆς μορφώσεως ἀπὸ αὐτὴ τῆς Τέχνης– νὰ γνωρίζει κανείς πράγματα σχετικὰ μὲ τὴν Τέχνη, νὰ κατανοεῖ τὴν ἰδέα ἤ τὸ ὅλον καθὼς καὶ τὶς πολύπλευρες σχέσεις τῶν μερῶν μεταξὺ τους καὶ μὲ τὸ ὅλον καὶ ἀντιστρόφως. Ὅμως, αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ μὲ κανέναν ἄλλο τρόπο παρὰ μόνο μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ εἰδικὰ μὲ τὴν Φιλοσοφία. Ὅσο πιὸ δυνατὴ κατασκευαστεῖ ἡ ἰδέα τῆς Τέχνης καὶ τοῦ Ἔργου Τέχνης, τόσο περισσότερο θὰ ἐλεγχθεῖ ὄχι μόνον ἡ χαλαρότητα τῆς κρίσεως, ἀλλὰ καὶ κάθε εὔκολη προσπάθεια (ἐνν. κατανοήσεως) τῆς Τέχνης ἤ τῆς Ποιήσεως, πρᾶγμα ποὺ εἶναι συνηθισμένο χωρὶς νὰ χρησιμοποιοῦνται ἄλλες ἰδέες. Σχετικὰ μὲ τὸ πόσο ἀναγκαία εἶναι μία αὐστηρὰ ἐπιστημονικὴ θεώρηση τῆς Τέχνης γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς ἐπιστημονικῆς θεωρήσεως τοῦ ἔργου τέχνης καθὼς καὶ γιὰ τὴν διαμόρφωση τῆς κρίσεως γι’ αὐτό, θὰ ἤθελα νὰ σημειώσω τὰ ἑξῆς. Πολύ συχνά, ἀλλὰ ἰδιαίτερα σήμερα, μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε πὼς οἱ ἴδιοι οἱ καλλιτέχνες μεταξὺ τους δὲν διαφοροποιοῦνται ἁπλῶς σὲ σχέση μὲ τὴν κρίση τους ἀλλὰ ἔρχονται ἀκόμα καὶ σὲ ἀντιπαράθεση. Αὐτὸ τὸ φαινόμενο μπορεῖ εὔκολα νὰ ἐξηγηθεῖ. Τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνθίσεως τῆς Τέχνης ἐπικρατεῖ ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ κυρίαρχου πνεύματος, ἡ εὐχαρίστηση καὶ ταυτόχρονα ἡ «ἄνοιξη» τῆς ἐποχῆς, ἡ ὁποία, λιγότερο ἤ περισσότερο, ἐπιβάλλει
τῆς Τέχνης, κηρύττουν τὸ ἰδεατό, τὴν ἀπομίμηση αὐτοῦ ποὺ ἔχει ἤδη δημιουργηθεῖ. Κανεὶς ὅμως δὲν ἐπιστρέφει στὶς πραγματικὲς πηγὲς τῆς Τέχνης στὶς ὁποῖες ἡ μορφὴ καὶ τὸ ὑλικὸ δὲν διαχωρίζονται. Λίγο-πολὺ αὐτὴ εἶναι ἡ σημερινὴ κατάσταση τῆς Τέχνης καὶ τῆς θεωρήσεώς της. Τέτοια ποικιλία ἐπικρατεῖ στὴν Τέχνη, τέτοια ποικιλία καὶ ἀποχρώσεις ἔχουν τὰ διαφορετικὰ ἱστορικὰ σημεῖα τῆς θεωρήσεώς της. Κανείς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντιπαράθεση δὲν καταλαβαίνει τὸν ἄλλο. Ἄλλοι κρίνουν σύμφωνα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς ἀλήθειας, ἄλλοι σύμφωνα μὲ τὴν ὀμορφιά, χωρὶς ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ γνωρίζει τί πράγματι εἶναι ἀλήθεια καὶ τί ὀμορφιά. Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐν τέλει πρακτικοὺς καλλιτέχνες μιᾶς τέτοιας ἐποχῆς δὲν μποροῦμε, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν φύση τῆς Τέχνης, γιατὶ αὐτοὶ κατὰ κανόνα ὑστεροῦν στὴν ἰδέα τῆς Τέχνης καὶ τῆς Ὀμορφιᾶς. Καὶ ἐξ
γιὰ τὴν

σὲ
πηγὲς γιὰ τὴν δημιουργία τῆς Τέχνης. Μόνον μέσῳ τῆς Φιλοσοφίας μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε νὰ ἀποκτήσουμε μία πραγματικὴ ἐπιστήμη τῆς Τέχνης, ὄχι γιατὶ ἡ Φιλοσοφία θὰ μποροῦσε νὰ δώσει τὸ νόημα τῆς Τέχνης, τὸ ὁποῖο μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει, ὄχι γιατὶ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει τὴν θέωρηση τὴν ὁποία ἡ Φύση ἔχει ἀποτύχει νὰ δώσει, ἀλλὰ γιατὶ καταγράφει σὲ ἰδέες, μ’ ἕναν τρόπο ποὺ δὲν μεταβάλλεται, κάνοντας συγκεκριμένο ποιὸ εἶναι τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς Τέχνης καὶ μὲ ποιόν τρόπο ἡ πραγματικὴ θεώρηση τῆς Τέχνης γίνεται συγκεκριμένη. (Σημείωση τοῦ μεταφραστῆ: Tὸ παρὸν κείμενο μεταφράζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἑλληνική. Βασίστηκα στὴν ἔκδοση: F.W.J. Schelling, Philosophie de l’ art, trad. C. Sulzer, A. Pernet, Editions J. Millon, Grenoble 1999, σσ. 49-62)
βαθμὸ
ΔΥΟ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
Η «ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑΣ Εἶναι πολλοὶ οἱ λόγοι ποὺ θὰ παρακινοῦσαν κάποιον νὰ γράψει πάνω στὰ θέματα ποὺ θίγει μὲ τὶς ἀπαντήσεις του ὁ Μισὲλ Οὐελμπὲκ στὸ τεῦχος 8 τοῦ περιοδικοῦ (Δὲς τὸ κείμενο μὲ τίτλο Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, «Τὸ κακὸ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ παλιά». Ἀποσπάσματα μιᾶς συζήτησης γιὰ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, σ. 20-22). Μάλιστα, παρακινεῖται πιὸ εὔκολα καθὼς βλέπει τὸ κείμενο τοῦ συγγραφέα νὰ γέρνει πρὸς τὴν μεριὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τοῦ Καθολικισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ἕνας συγγραφέας σὰν τὸν Οὐελμπὲκ κριτικάρει ἔτσι δημόσια
καθίζησης καὶ ἔχει περιθωριοποιηθεῖ, παρὰ κάποιες ἀντίθετες διακηρύξεις. Ξεχωρίζει ἡ διατύπωσή του: «Μοῦ φαίνεται πὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης διέπραξε διάφορα λάθη στὴν ἀρχὴ τοῦ δωδέκατου αἰώνα: διαχωρίστηκε ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς Εκκλησίες∙ προσπάθησε νὰ συμφιλιώσει τὴ λογικὴ μὲ τὴν πίστη∙ ἐπιχείρησε νὰ παρέμβει σὲ ζητήματα προσωρινῆς ἰσχύος∙ καὶ ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴν Ἔσχατη Κρίση καὶ, συνεπῶς σὲ ζητήματα ἠθικῆς. Αὐτὰ τὰ λάθη κατέστησαν δυνατὲς τὶς πολιτισμικὲς καταστροφὲς οἱ ὁποῖες ἦταν ἡ Ἑλληνο-Λατινικὴ Ἀναγέννηση καὶ, πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ Προτεσταντισμὸς - ποὺ μέσα ἀπὸ τὴ σχετικὴ δράση τους, ἀναγκαστικὰ ὁδήγησε στὸν Διαφωτισμό, καὶ ἄρα στὴν κατάρρευση τοῦ ὅλου πράγματος. Ἄρα τὸ κακὸ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ παλιά» (σ. 21). Ὅλα αὐτὰ εἶναι μεγάλα ζητήματα γιὰ τοὺς περισσότερους ἄγνωστα, ἂν ὄχι ἀδιάφορα καὶ θέλουν εἰδικὴ ἱκανότητα καὶ εὐαισθησία γιὰ νὰ συμπυκνωθοῦν σὲ μιὰ παράγραφο. Τὸ σημαντικότερο ἐδῶ εἶναι ἡ φράση «προσπάθησε νὰ συμφιλιώσει τὴ λογικὴ μὲ τὴν πίστη». Ἐὰν ἀναχθοῦμε γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ στοὺς Σχολαστικοὺς (12ος αἰ.) θὰ λέγαμε ὅτι ἔτσι καὶ μάλιστα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἀριστοτέλη, εἰσέρχεται ἡ φιλοσοφία στὴν θεολογία καὶ καταργεῖται ἡ περίφημη ρήση τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «ἁλιευτικῶς καὶ οὐχὶ ἀριστοτελικῶς» γιὰ τὴν Θεολογία. Εἶναι σὰν ὁ Ἀκινάτης νὰ ἀντιστρέφει αὐτὴ τὴν ρήση. Ἐκεῖ ποὺ τὸ ζήτημα «κολλάει» μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Οὐελμπέκ εἶναι τὰ σχετικὰ μὲ τὸ «σέξ», ὅπως λέει. Ὁ τρόπος ποὺ ἀναφέρεται στὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ νὰ καταγγείλει τὸν σταδιακὸ πουριτανισμὸ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν εἶναι ἰδιαζόντως παράξενος. Καὶ ἐνῶ σωστὰ ἀναφέρει τὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου λέγοντας πὼς σ’ αὐτὸ «τὰ πράγματα πᾶνε ξεκάθαρα λάθος», ἀναφέροντας τὸν Παῦλο, παραπέμπει στὴ ρήση «εἶναι καλύτερα νὰ παντρευτεῖς παρὰ νὰ καεῖς»
(Ἐφ.5,32), καθὼς
«τὸ σῶμα σας εἶναι ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι μέσα σας» (Α΄ Κορ. 6,19). Ὁπότε, αὐτὰ τὰ σωματικὰ μὲ τὰ ὁποῖα τρελαίνεται ὅλος ὁ κόσμος σήμερα, περιλαμβανομένων καὶ πλείστων ὀρθοδόξων, πᾶνε περίπατο. Εἶναι καταπληκτικὸ πῶς φτάσαμε σὲ κάτι σὰν αὐτονόμηση τοῦ σώματος,
λὲς καὶ τὸ σῶμα στὸν ἄνθρωπο εἶναι χωρὶς ψυχὴ καὶ χωρὶς πνεῦμα. Μὰ τότε δὲν θὰ πρόκειται γιὰ ἄνθρωπο ἀλλὰ γιὰ ἕνα σωματοκεντρικὸ πλάσμα. Οὔτε νομίζω χρειάζεται -ὅπως κάνει ὁ ἴδιος μέσῳ Κλεμάν- νὰ καταφύγουμε στὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα γιὰ νὰ βεβαιωθοῦμε ὅτι «ἐὰν ἕνας ἄντρας καὶ μιὰ γυναίκα ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον πραγματικά, δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ μπῶ στὸ κρεβάτι τους. Ὅλα ὅσα κάνουν εἶναι ἅγια» (σ. 22). Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι τί κάνουμε στὸ κρεβάτι. Δυστυχῶς, εἶναι τί κάνουμε ἐκτὸς κρεβατιοῦ καὶ πολὺ φοβᾶμαι ὅτι αὐτὰ ποὺ κάνουμε εἶναι χειρότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα! Δὲν μπορῶ βέβαια νὰ μὴν παραδεχτῶ ὅτι ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μᾶς ἀρέσουν πολὺ ὅσα γράφει γιὰ τὸν Καθολικισμὸ καὶ μάλιστα οἱ προτροπές του καὶ οἱ προτάσεις του, λόγου χάρη «Ἡ Ἄμωμη σύλληψη καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ παπικὸ ἀλάθητο προσβάλλουν τὴ λογικὴ πολὺ ἄμεσα». Ἂν καὶ θὰ παρατηροῦσα ὅτι δὲν προσβάλλουν μονάχα τὴ λογική, προσβάλλουν τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς Παναγίας ἡ ὁποία εἶναι θνητὸς ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο: ὅτι ὄντας τέτοια –μὲ τὴν ἰδιαιτερότητά της βέβαια– ἐπιλέγεται γιὰ νὰ γίνει Θεο-τόκος. Γιὰ νὰ μὴν μακρηγορῶ περισσότερο, στέκω στὴν τελευταία φράση του: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὸ ὄν: αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια κατὰ καιρούς. Μὰ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα πλάσμα ἀπὸ σάρκα καὶ συναισθήματα. Θὰ ἦταν καλὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνᾶμε αὐτό» (σ.22). Και βέβαια κάνει καλὰ νὰ ὑποστηρίζει τὴ σημασία τῆς σάρκας καὶ τῶν συναισθημάτων, ἀφοῦ μὲ τὸν ρασιοναλισμὸ κοντεύει ἡ ὑφήλιος νὰ μετατραπεῖ σὲ στεγνὴ ἔρημο ψυχῆς, ὅμως ὅλη ἡ Πρόταση τῆς Χριστιανοσύνης εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου: εἶναι νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος κατὰ χάριν θε-άνθρωπος, καὶ ὄχι μονάχα «σάρκα καὶ συναισθήματα». Ἡ Ἀγάπη στὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι ἁπλὸ συναίσθημα. Πίσω ἀπὸ ὅλα ὑπάρχει ὑπέρβαση. Σωτήρης Γουνελᾶς * Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα νὰ φωτίζει καὶ νὰ ἐμπνέει, νὰ πράττουμε πάντα κατὰ Θεόν! Mὲ ξένισαν τὰ ὅσα εἶπε γιὰ τὸν Πάπα ὁ Γέροντας Πορφύριος. Δὲν τὰ ἀμφισβητῶ. Ἄλλωστε, πῶς νὰ ἀμφισβητήσεις ἕναν ἅγιο; Ὅμως, ἡ προσωπική μου γνώμη εἶναι πὼς «θὰ φᾶμε πολὺ ψωμί» ἀκόμα μέχρι νὰ ἔρθει ἡ εὐλογημένη στιγμὴ γιὰ νὰ μετανοήσει ὁ Πάπας!!... Πρέπει νὰ ἔρθουν ὅλα «τὰ πάνω κάτω»! Κι αὐτὸ θὰ γίνει μόνο ὅταν τὸ θελήσει ὁ Θεός. Λοιπόν, ἀνέκαθεν σκεπτόμουν πὼς ἐνῶ, ἀπὸ τὴν μιά, ἔχουμε πρόβλημα μὲ τὸν Πάπα ὡς θεσμό, ἀπὸ τὴν ἄλλη, πολὺ ὀλίγα γνωρίζουμε γιὰ τοὺς ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς πιστούς, ὅπως καὶ αὐτοὶ γιὰ μᾶς, τοὺς ὀρθοδόξους... Νομίζω ὅτι αὐτὸ συμβαίνει, διότι οἱ κατὰ καιροὺς διάλογοι διεξάγονται μεταξὺ εἰδημόνων, ἐπισκόπων καὶ θεολόγων, ἐνῶ ὁ πολὺς κόσμος μένει ἀμέτοχος. Οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα αὐτῶν τῶν διαλόγων δὲν ἔχουμε δεῖ μέχρι σήμερα –«κουβέντα νὰ γίνεται», ποὺ λένε–, ἴσως ἀκριβῶς γιατὶ σ’ αὐτοὺς μετέχουν μόνον οἱ «σπουδαγμένοι»,
πάλαι
δημοσιεύτηκε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση τῆς Μητρόπολεως Ναυπάκτου (τχ. Αὐγούστου 2020) καὶ ὑπογράφεται ἀπὸ ἕναν στοχαστικὸ πρωτοπρεσβύτερο. Θὰ παραθέσω στὸ τέλος τὴν κατακλείδα του. Εἶχα διαβάσει τὸ ποίημα τοῦ Χριστιανόπουλου γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Βερίτη στὶς Ἀκτῖνες τῆς ἀκμῆς. Ὅταν, λοιπόν, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1953, ὕστερα ἀπὸ τοὺς σεισμοὺς στὸ Ἰόνιο, ἡ Χ.Φ.Ε. κατασκήνωσε στὸν Κάτω Δομοκὸ ἢ Θαυμακό, γιὰ νὰ συνδράμει τοὺς ἐκεῖ σεισμόπληκτους, γνωρίστηκα μ’ ἕναν θεσσαλονικιὸ καὶ κάποτε ὁ λόγος ἦρθε στὸν Ντίνο. Ἀργότερα μοῦ ταχυδρόμησε τὶς δύο πρῶτες συλλογὲς τοῦ Χριστιανόπουλου, τὴν Ἐποχὴ τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων καὶ τὰ Ξένα γόνατα –ἡ δεύτερη μὲ σκανδάλισε ἀκριβῶς ὅσο ἤθελε ὁ ποιητής. Ὅπως καὶ νὰ ‘ναι, ἀπὸ τὸ 1958 ὣς τὸ 1965 παρακολουθοῦσα διακριτικὰ τὴν Διαγώνιο χωρὶς νὰ ἐνοχλοῦμαι πολὺ. Ὡστόσο, μὲ ἀγρίεψε ἕνα διήγημα μιᾶς συλλογῆς τοῦ Χριστιανόπουλου, ὅπου γινόταν λόγος γιὰ μιὰ ἀνδρικὴ οἰκογένεια –ὁ Ντίνος εἶχε προλειάνει, ὅσον ἡ δύναμις, τὸν δρόμο τῆς Εὐρώπης– καὶ στὶς 24 Μαρτίου 1964 δημοσιεύτηκε στὴν Καθημερινὴ ἡ ἐπιφυλλίδα μου «Ἐρωτικὴ ὑπαλλαγὴ ἢ ἡ κατιούσα τῆς αἰδημοσύνης». Ἔτσι γράφτηκα στὰ μαῦρα κατάστιχά του. Ὅταν ἀργότερα κάτι τοῦ ζήτησα, δὲν θυμοῦμαι τί, μὲ μιὰ καρτούλα καὶ δυὸ ἀράδες μοῦ ἔκοψε τὸν βήχα. Πέρασαν πολλὰ χρόνια, δὲν ἀναζήτησα τὶς νεώτερες ποιητικὲς συλλογές του, ὅμως τὸ μάτι μου κάπου εἶχε πάρει ἕνα βραχὺ κείμενο μὲ τὸν τίτλο «Βλαχογιάννης», ὅπου δὲν πρωταγωνιστοῦσε ὁ Ρουμελιώτης, ἀλλὰ ὁ Σκιαθίτης. Κόλπα τοῦ Χριστιανόπουλου αὐτά. Ἑτοίμαζα τότε ἕνα τομίδιο μὲ σύντομα κείμενα διαφόρων συγγραφέων γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη. Πρέπει νωρίτερα νὰ τοῦ εἶχα στείλει μιὰν ἄλλη συναγωγὴ κειμένων γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο. Τοῦ ζήτησα τὴν ἄδεια νὰ περιλάβω τὸν «Βλαχογιάννη» στὸ ἀνθολόγιο ποὺ ἑτοίμαζα. Τὴν ἔδωσε καὶ μὲ τὸ δικό του κείμενο κατακλείεται τὸ ἀπάνθισμα Χρυσὸς καὶ
TΟ ΜΑΔΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ
Ἡ ὄψη σου δὲν εἶναι ἀπὸ ἥλιο.
Δὲν ἔχει οὐρανό. Θὰ ξαποστείλω
τὸ φῶς. Ὁρατὸ
νὰ σὲ κερδίσω στὸ σκοτάδι. Σὰ μαργαρίτα τὸ βράδυ
θὰ μαδήσω. Κοίτα -
πέταλα τ’ ἄστρα, σβήνουν. «Μ’ ἀγαπᾶς;»
Σὲ προδίνουν. Δὲ μ’ ἀγαπᾶς.
Κίτρινη, στὸ κέντρο, θ’ ἀπομείνει ἡ χνουδωτὴ σελήνη.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Μορφὴ ποὺ σὲ θυμίζει. Ἔφυγες παίρνοντας μαζὶ ὅλες τὶς μνῆμες, σ’ ἕνα μαβὶ σούρουπο ποὺ θὰ λυγίζει
πάντα σὲ νύχτα. Σῶμα ντυμένο τὸν καιρό, σῶμα ἀπὸ στάσιμο νερὸ καὶ κουρασμένο χῶμα
εἶσαι ὁ ἀπόηχος τῆς νίκης. Πιὸ ξέθωρος κάθε φορά. Σχεδὸν ἀνύπαρκτος τὴν ὥρα τοῦ λυγμοῦ. Σ’ ἐκείνη τὴ μορφή, τελικά, διασώζεις ὅσα δὲν βλέπω διὰ ζώσης. Εὐσταθία Δήμου
ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ (Σχόλιο μὲ ἀφορμὴ τὸ Ὁ δρόμος γιὰ τὸ Ἔαρ τοῦ Γιάννη Καρπούζη) Ὁμολογουμένως, δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι οἱ συγγραφεῖς ποὺ τροφοδότησαν τὸ ἀναγνωστικὸ φαντασιακὸ ὄχι μόνο μὲ τὸ ἔργο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν βίο τους. Μάλιστα, γιὰ κακή τους τύχη, ἡ κερδισμένη αὐτὴ φήμη πολλὲς φορὲς φάνηκε νὰ ὑπερκερνᾷ τὴ συγγραφική τους ἀξία στὰ μάτια τῶν θαυμαστῶν τους, ὁδηγῶντας σὲ ἐπικίνδυνες ἀξιολογικὲς ἀτραπούς. Ὁ νεωτερικὸς ἄνθρωπος, ὅπως φαίνεται, θέλγεται ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς συγγραφικὲς περιπτώσεις, οἱ ὁποῖες συνοδεύονται ἀπὸ τὴν ἀχλὺ τοῦ μύθου – μάλιστα δέ, τοῦ κατὰ τὸ δυνατὸν σκοτεινότερου. Τουτέστιν, αὐτοκτονίες, κακὰ παιδικὰ χρόνια, ἐρωτικὲς ἀποκλίσεις, αἱρετικὲς συμπεριφορές, καταχρήσεις καὶ ἄλλα παρόμοια γίνονται πολλὲς φορὲς οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις μυθοποίησης, ἀφήνοντας καμιὰ φορὰ τὸ κυρίως ἔργο κατὰ μέρος, ἀπομονώνοντας τὰ κομμάτια ἐκεῖνα ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν παραδεδεγμένη εἰκόνα καὶ ἀγνοῶντας ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πού –ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο– συνιστοῦν τὴν πολυπρισματικὴ ἐργοφυσιογνωμία ἑνὸς συγγραφέα. Ἐὰν δέ, οἱ περιπτώσεις αὐτὲς συνοδεύονται κι’ ἀπὸ ἕνα τουλάχιστον ἀξιοπρεπὲς ἔργο, τότε ἡ συνταγὴ τῆς ἐπιβίωσης εἶναι ἐν πολλοῖς ἐπιτυχημένη. Ἀσφαλῶς, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας τῆς πρόσληψης, μιᾶς καὶ τὸ κοινὸ αὐτὸ ποὺ θέλγεται κατὰ βάση ἀπὸ συγγραφεῖς ὅπως οἱ Βιγιόν, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Μπουκόφκι, Γκίνσμπεργκ καὶ στὰ καθ’ ἡμᾶς οἱ Καβάφης, Καρυωτάκης, Καροῦζος, Κατσαρὸς ἢ Παπαγιώργης, συνήθως προβαίνει σὲ προβολὲς τῶν ἀπώτερων ἐπιθυμιῶν του, τὶς ὁποῖες τὶς βλέπει νὰ πραγματοποιοῦνται μέσα ἀπὸ τὸ ἐργοβιογραφικὸ ἀποτύπωμα τοῦ ἑκάστοτε συγγραφέα – μ’ ἄλλα λόγια, εἶναι ἕνα «εἰδικὸ» κοινό, «ξεχωριστὸ» καὶ «ἀπαιτητικὸ» στὰ γοῦστα του ποὺ θέλγεται ἀπὸ τὸ «περιθωριακὸ» στοιχεῖο, λογίζοντάς τὸ ὡς δεῖγμα λογοτεχνικῆς καὶ συγγραφικῆς ἀκμῆς, παρὰ τὴν ἐγγενῆ ἀντίφαση ποὺ ἡ προφάνειά της καθιστᾷ περιττὴ τὴν περαιτέρω ἐπισήμανσή της. Ἔτσι, μέσα σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ κλίμα πρόσληψης καὶ δεξίωσης,
ἔργο τοῦ Νίκου Καρούζου, ἀπὸ τὴ γέννηση ἕως τὸν θάνατό του. Τὸ κορφολόγημα τῶν σημαντικότερων στιγμῶν τῆς ζωῆς τοῦ συγγραφέα γίνεται προσεκτικά, μὲ χαρακτηριστικὴ φειδὼ καὶ σαφῆ πρόθεση, ἡ ὁποία περιορίζεται στὴν ἐναργῆ ἀναπαράσταση τῆς φυσιογνωμίας του, τόσο στὴν ἀνθρώπινη ὅσο καὶ στὴ συγγραφική του διάσταση, προσπαθῶντας νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὴ διαπίστωση ὅτι ἡ μία τροφοδότησε τὴν ἄλλη σὲ μιὰν ἐντατικὴ διαδικασία διαρκοῦς ἀλληλοπεριχώρησης. Τὰ ὑπόλοιπα ἐπὶ τῆς ὀθόνης ὅταν τὸ ἐπιτρέψουν οἱ συνθῆκες. Τὸ ζήτημα ἐν προκειμένῳ βρίσκεται ἀλλοῦ. Προσπάθειες ὅπως αὐτὴ τοῦ παραπάνω ἀναφερόμενου ντοκυμανταὶρ δείχνουν ὅτι ἀπαιτεῖ πολλὴ προσπάθεια γιὰ ν’ ἀπεμπλακῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν κοινὴ γνώμη ποὺ διαμορφώνεται ἀπὸ τὴν ἥσσονα προσπάθεια τοῦ μέσου ὅρου. Ὁ μέθυσος
μετέτρεψε τὸ καθαυτὸ
τὴν ὁποία
στὴν
της σ’ ἕνα πολιτιστικὸ καὶ ἐν γένει πολιτισμικὸ ἁλώνι, ὅπου καθετὶ μεταφράζεται μέσα ἀπὸ τὸ ὑπόρρητο δόγμα ἑνὸς κίβδηλου «ἤμουν κι’ ἐγὼ ἐκεῖ». Ἔτσι, ὅταν ὁ Καροῦζος ἀρθρώνει ἕνα πολυεπίπεδο ἔργο, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ ἐξαντλητικὴ προσπάθεια προκειμένου νὰ γίνῃ κατανοητὸ καὶ ἑρμηνεύσιμο (ὅσο τοῦ ἐπιτρέπεται), ἡ ἥσσων προσπάθεια ἐπιλέγει νὰ λατρέψῃ κυριολεκτικὰ τὴν ἀποκλίνουσα συμπεριφορά του –καὶ μόνο–, παρὰ νὰ ἐντρυφύσῃ στὴν ἀποκλίνουσα ποιητική του ταυτότητα, καθὼς τὸ δεύτερο εἶναι ἐπικίνδυνο, χρονοβόρο, ἀλλὰ καὶ κοστοβόρο γιὰ τοὺς χρηματιστὲς τῆς ἐξαργύρωσης τῆς λοξῆς φήμης τοῦ δημιουργοῦ. Ἡ μορφὴ ἑνὸς «καταραμένου» Καρούζου πυροδοτεῖ τὸ δημοσιογραφικὸ ἀναγνωστικὸ φαντασιακὸ ποὺ ἀναζητᾷ χολλυγουντιανὲς ἱστορίες πτώσης καὶ μυθοποίησης. Μία ἐνδεχομένως φιλοσοφικὴ ἢ στενὰ μεταφυσικὴ ἢ ἀκόμα πιὸ στενὴ θρησκειολογικὴ προσέγγιση ἐγκυμονεῖ κινδύνους παρεξήγησης τοῦ ἐπαναστατημένου, ποὺ μένει στὸ ἐπιφαινόμενο τοῦ ποιητῆ-ρὸκ στάρ, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νὰ εἶναι ἀπόκληρος, πένης, πλάνης, ἄθεος ἢ ἄθρησκος, χειριστικὸς καὶ δέσμιος τῶν παθῶν του. Κι’ αὐτὴ εἶναι
ὁ ὁποῖος κυριευμένος ἀπὸ τὸν πολυδιασπαστικὸ ἐκλεκτικισμὸ τῆς ἐποχῆς, μόνον ἐπιδερμικὰ δεξιώνεται ὅλους τοὺς συνομιλητὲς τοῦ Καρούζου – κι’ αὐτὸ ἐπειδὴ ἡ ἀνοικονόμητη σκέψη του θεωρεῖ ὅτι κάπως ἔτσι φωτίζεται κι ὁ ἴδιος. Πηγαῖα ἑτερόφωτος δέχεται τὴ σκοτεινὴ λάμψη ἑνὸς αὐτόφωτου Καρούζου, τὴν ὁποία μεταπωλεῖ μὲ σημαία εὐκαιρίας. Προσπάθειες ὅπως αὐτὴ τοῦ Γιάννη Καρπούζη, τοῦ Ἀντρέα Βακαλιοῦ καὶ τοῦ Ἠλία Λιατσόπουλου, καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλων τῶν συνεργατῶν τους, πρέπει νὰ στηρίζονται καὶ νὰ ὑποστηρίζονται. Ἀπαντῶντας σὲ ἕτερες –μόνο κατὰ τὰ φαινόμενα– «λοξὲς»

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ Τὰ σύντομα κείμενα ποὺ σκοπεύω νὰ παρουσιάσω κατὰ καιροὺς στὸ περιοδικό, μὲ τὸν προσωρινὸ τίτλο «Μικρὰ σχεδιάσματα γιὰ τὴν Ποίηση», εἶναι κείμενα ποὺ σχετίζονται περισσότερο μὲ τὴ λιγοστὴ ποίηση ποὺ καταλαβαίνω ἐγώ. Καὶ εἶναι δικές μου ἐμπειρίες. Δὲν ἔχουν κανένα παιδαγωγικὸ χαρακτήρα οὔτε βέβαια θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν μαθήματα γιὰ ὑποψήφιους ποιητές. Ἂν ἔχουν κάποια σημασία γιὰ μερικοὺς ἄλλους, αὐτοὶ εἶναι μᾶλλον οἱ λιγοστοὶ γενικότερα ἀναγνῶστες τῆς Ποίησης. Εἶναι σὰν μιὰ «ἐπίσκεψή» τους μέσα στὸ περιβάλλον ποὺ γεννιέται καὶ ἀνατρέφεται ἡ ποίηση, γιὰ νὰ δοῦν (πολλὲς φορὲς καὶ χωρὶς νὰ κατανοήσουν) κάποια μυστικὰ αὐτῆς τῆς τέχνης, ὄχι τόσο γιὰ νὰ θαυμάσουν τὴ δουλειὰ τοῦ ποιητῆ καὶ τὸν ἱδρώτα της ὅσο γιὰ
κόσμο ἢ μᾶλλον νὰ ἀνακαλύψει αὐτὸν τὸν κόσμο, ὅπου ὅλα τὰ πλάσματα συμμετέχουν, καὶ τὰ ἔμψυχα ἀλλὰ καὶ τὰ ἄψυχα, προσπαθεῖ κυρίως νὰ βρεῖ πῶς αὐτὰ σχετίζονται μεταξύ τους. Ὅταν λοιπὸν γράφω, ξέρω πὼς προσπαθῶ νὰ ἀνακαλύψω τὴ σχέση τῶν πραγμάτων ὄχι μόνο στὸν ὑπαρκτό, φυσικὸ κόσμο ἀλλὰ καὶ μέσα στὸν δικό μου κόσμο, στὸν κόσμο ὅπως ἐγὼ τὸν φαντάζομαι. Τολμάω λοιπὸν στίχους μὲ τὴν δική μου ἐκδοχή, ὅπως π.χ «...ἕνας κυρτὸς μῦθος συντηρεῖ τὰ πέλαγα...» ἢ «...οἱ χίλιες καμπάνες ποὺ βαστᾶνε τὴ θάλασσα...» καὶ ἄλλους τέτοιους. Οἱ λέξεις καὶ οἱ ἐμπειρίες τους
Ὅλες οἱ λέξεις ἔχουν «ἐμπειρίες», γι’ αὐτὸ ἀναβαπτίζω τὶς λέξεις μέσα στὶς «ἐμπειρίες» τους, ὥστε νὰ πάρουν καινούργιο νόημα. Π.χ, γράφω ὄχι ἁπλὰ «τὸ λιβάδι», ἀλλὰ «τὸ λιβάδι ποὺ πρίγκηπες πέρασαν λυπημένοι» καὶ τόσα ἄλλα «λιβάδια» ποὺ μπορῶ νὰ φανταστῶ. Οἱ λέξεις καὶ ἡ συγγένειά
Κωστάκη, ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς τὰ ρολογάκια θὰ ρυθμίζουν τὴ ζωή σου. Κομμένη ἡ ἀναρχία τῶν σοκολατούχων καὶ τῶν παραμυθιῶν. Ἀπὸ ἐδῶ κι ἐμπρὸς χιλιάδες ρολογάκια σιωπηλὰ κι ἀπάνθρωπα χιλιάδες ρολογάκια ποὺ ἠχοῦν δαιμονισμένα. ΤΑΣΟΣ ΚΑΠΕΡΝΑΡΟΣ «Πάντοτε μοῦ κακοφαίνεται λιγάκι μὲ τὰ βιβλία ποὺ καταλήγουμε ἀμέσως σὲ μεγαλόσχημες κουβέντες. Ἔρωτας γιὰ τὰ βιβλία. Μίσος γιὰ τὰ βιβλία. Μανία τῆς ἀνάγνωσης... Μὰ τὴν πίστη μου, ὅταν σκέφτομαι τὰ βιβλία, φαντάζομαι ἕνα ἀγόρι καθισμένο στὸ βάθος τοῦ κήπου, μὲ ἕνα βιβλίο στὰ γόνατα. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι ἐκεῖ. Τὸ φωνάζουν (ποιός ἄλλος;) ἡ οἰκογένεια, ὁ θεῖος ποὺ μόλις ἔφτασε, ἡ θεία ποὺ θὰ φύγει: «Ἔλα νὰ πεῖς ἀντίο!» «Ἔλα νὰ πεῖς καλημέρα!» Νὰ πάει, νὰ μὴν πάει; Τὸ βιβλίο ἢ ἡ οἰκογένεια; Οἱ λέξεις ἢ τὸ σόι; Ἡ ἐπιλογὴ τῆς διαστροφῆς ἢ ἐκείνη τῆς ἀρετῆς; Ὁ θεῖος εἶναι ἐδῶ, ἡ οἰκογένεια μαζεμένη γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι, μιλοῦν γιὰ τὸν καιρὸ καὶ τὸ μικρὸ ἀγόρι ποὺ βρίσκεται στὸ βάθος τοῦ κήπου προσποιεῖται πὼς ἀκούει. Ἀλλὰ ἔχει τὴν ἠρεμία του, τὶς δικές του ἔγνοιες, τὴν ἀόρατη πορεία τοῦ Μιχαὴλ Στρογκὸφ μέσα ἀπὸ τὴ στέπα, κι ὅλα αὐτὰ ἀνάμεσα στὴ φασαρία ἀπὸ τὶς καράφες, τὶς πετσέτες, τὶς φωνές, τὰ γέλια. Τί εἶναι ἡ ἀνάγνωση; Ἕνας τόπος μὴ τόπος, ἕνας χρόνος ποὺ δὲ μετριέται μὲ τὸ χρόνο, μιὰ γλώσσα ποὺ δὲν εἶναι μιλιά. Αὐτὸς ὁ τόπος, αὐτὸς ὁ χρόνος, αὐτὴ ἡ γλώσσα μποροῦν νὰ γίνουν ἀντικείμενο πόθου, ἀφήνουν νὰ προαισθανθεῖ κανεὶς μιὰ εἰδικὴ μορφὴ γνώσης, ἴσως καὶ ἀποκάλυψης».3 Ἡ ἀνάγνωση, αὐτὴ ἡ «εἰδικὴ μορφὴ γνώσης», δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ παρέχει στὸν ἄνθρωπο ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματά του, πληρέστερη κατανόηση τοῦ κόσμου ποὺ τὸν περιβάλλει, χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση. Τὴν παρήγορη ἀκόμα πληροφόρηση πὼς ὅσα σκέφτεται καὶ νιώθει, συνήθως δὲν ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ σκέφτονται καὶ νιώθουν οἱ
ἀπὸ βιβλία, παράγραφοι σὲ φύλλα ἐργασίας μὲ ἐρωτήσεις κατανόησης, πολλαπλῶν ἐπιλογῶν, σωστοῦ-λάθους. Ἔγινε βιβλίο ποὺ γράφτηκε στὸ πόδι γιὰ 3 Μισέλ Κρεπύ, ἐπίμετρο στὸ George Steiner, Ἡ σιωπὴ τῶν βιβλίων, μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, Ἀθήνα, Ὁλκός, 2008, σελ. 63.
νὰ ἐξυπηρετήσει ἐργαλειακὰ κάποιο διδακτικὸ στόχο, τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα μιᾶς κοινότοπης ἀναφορᾶς στὴ μεσογειακὴ διατροφὴ ἢ τὸν σχολικὸ ἐκφοβισμό. Ἔγινε ἔκθεση βιβλίου καὶ ἐπίσκεψη συγγραφέα στὸ σχολεῖο. Δὲν ἔγινε, δυστυχῶς, πραγματικὸ βιβλίο καὶ χρόνος γιὰ τὴν ἀνάγνωσή του. Γνωρίζουμε πὼς ἡ σχέση τοῦ παιδιοῦ μὲ τὴν ἀνάγνωση διαμορφώνεται θετικὰ ὅταν τὸ παιδί συναντήσει τὰ βιβλία ποὺ θὰ τὸ συγκινήσουν βαθιά. Ἀπομένει νὰ σκεφτοῦμε ἂν ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσεγγίζεται τὸ βιβλίο στὸ σχολεῖο διευκολύνει τὴ συνάντηση αὐτή. Δὲν πρέπει νὰ ἀποροῦμε ὅταν τὰ παιδιὰ δυσφοροῦν στὶς ἐνάρετες προτροπὲς φιλαγνωσίας ποὺ τοὺς ἀπευθύνουμε. Ἡ «σχολειοποίηση» τῆς ἀνάγνωσης μέσῳ τῆς ἀνάθεσης ἐργασιῶν στοὺς μαθητὲς ματαιώνει τὴν προσδοκία τῆς ἀπόλαυσης τοῦ βιβλίου, τὸ καθιστᾶ στὴν κρίση τοῦ παιδιοῦ μπελὰ κι ἀνοησία.
Μόνο μὲ τὴν καρδιὰ βλέπεις καλά. Τὴν οὐσία δὲν τὴ βλέπουν τὰ μάτια.
ἐμπλουτίσουν τὰ ἀναγνωστικά τους ἐρεθίσματα
ρυθμό.
βιβλία ἕναν ὁλόκληρο κόσμο ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ μεταμορφώνει ἀπροσδόκητα, κι ὄχι ἕνα δρόμο γιὰ νὰ παρουσιάσει ἕνα θέμα στὰ παιδιά, π.χ. τὴ φιλία, τὴν εἰρήνη, τὴν καταστροφὴ τοῦ περιβάλλοντος κλπ».4 Σᾶς προσκαλῶ σὲ μία νοερὴ ἐπίσκεψη στὴν τάξη μας. Τὸ ρολόι στὸν τοῖχο δείχνει 8 καὶ 20΄. Τὰ παιδιὰ μόλις ἄφησαν στὴν κρεμάστρα ζακέτες καὶ μπουφὰν καὶ τώρα παίρνουν ἀπὸ τὰ ράφια τῆς βιβλιοθήκης τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν διαλέξει. Κάθονται στὴ θέση τους κι ἀνοίγουν τὸ βιβλίο τους στὴ σελίδα ποὺ τὸ ἄφησαν χθές. Τὸ ἴδιο κάνω κι ἐγὼ. Οἱ κουβέντες καὶ οἱ ψίθυροι σβήνουν σιγὰ σιγά. Τὸ φῶς τῆς μέρας χαϊδεύει τὰ μαλλιά τους. Ὅσο βυθίζονται στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου τους τόσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὶς ρωγμώδεις τελετουργίες μιᾶς συνηθισμένης μέρας στὸ σχολεῖο. Τώρα θὰ βροῦν τὶς ἱστορίες τους, θὰ ταξιδέψουν σὲ τόπους κι ἐποχές, θὰ συναντήσουν τοὺς ἥρωές τους, τὸν ἑαυτό τους τὸν ἴδιο. Ἡ σιωπὴ ποὺ ἁπλώνεται στὴν τάξη εἶναι εὔλαλη γιατὶ δὲν εἶναι ἐπιβεβλημένη. Κάτω ἀπὸ τὸ πέπλο της βλασταίνει ἡ ἐπιθυμία γιὰ γνώση καὶ κατανόηση. Χάρτες ἀπροσδόκητων διαδρομῶν σχεδιάζονται ἐντός τους. Μιὰ ἐπικράτεια ἀνάγνωσης
παιδιά, τὰ καλεῖ νὰ γίνουν
τὶς παρυφές της.
ἀπὸ τὰ παιδιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὴ σελίδα ποὺ διαβάζουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν τὸ βιβλίο στὸ ράφι του, πολλὰ συνεχίζουν σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτα ἀπ’ ὅ,τι εἶπα. Κι ὅταν τοὺς τὸ ζητήσω ξανά, θὰ τὸ κάνουν ἀπρόθυμα, ἀφοῦ προηγουμένως γκρινιάξουν ζητώντας νὰ τὰ ἀφήσω νὰ διαβάσουν λίγο ἀκόμα. Ὁ Γιάννης ἔκλεισε χθὲς τὸ βιβλίο του λέγοντας μου: «Κύριε, ἦταν τὸ δέκατο ποὺ διάβασα ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τῆς χρονιᾶς» κι ἀμέσως τρία, τέσσερα ἀκόμα παιδιὰ ἀκούστηκαν νὰ λένε πὼς κι αὐτὰ τόσα ἔχουν διαβάσει ἢ καὶ περισσότερα. Σήμερα τὸ πρωί, ὁ Ἠλίας διάβασε σελίδες ἀπὸ τὸ «Αἴνιγμα τῆς σφίγγας». Ὁ Στέλιος τὸν «Γύρο τοῦ κόσμου σὲ 80 ἡμέρες», ὁ Νικόλας «Μιχαήλ Στρογκώφ», ἡ Διονυσία τὸν «Θησαυρὸ τῆς Βαγίας», ἡ Βάλια τὸν «Μυστικὸ κῆπο», ἡ Στέλλα τὴν «Χώρα τῶν λουλουδιῶν», ὁ Λευτέρης «Σπασίκλα Νο12», ὁ Γιάννης «Τὸ μυστικὸ τοῦ δούλου», ὁ Ἑρμῆς «Σπασίκλα Νο1», ὁ Φώτης τὸν «Νικόστρατο», ἡ Βασιλικὴ «Πιτζάμα πάρτι», ὁ Διονύσης τὸν «Καπετάν Βράκα», ἡ Ἰονέλα «Χάρι Πότερ», ἡ Στέλλα «Ροβινσώνα Κροῦσο», ἡ Δήμητρα τὴν «Ξενέρωτη Νο9» καὶ ὁ δάσκαλός τους τὸ «Σμιλεύοντας τὸν χρόνο» τοῦ Ταρκόφσκι. Στὴν τάξη μας κανέναν δὲν ἐνδιαφέρει τί διαβάζει ὁ ἄλλος. Μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ ἐξασφαλίσουμε πὼς οἱ μαθητές μας ἔχουν τὴ δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς τοῦ βιβλίου ποὺ θὰ διαβάσουν. Μόνο
τον προσεκτικὰ ἀπὸ τὴν ἄκρη του στὸ ζεστὸ νερό, εἰκόνα ποὺ κινηματογραφικὰ μᾶς τὴν ἔχει δώσει ὁ Κισλόφσκι σ’ αὐτὲς τὶς ἐπαναλαμβανόμενες –δίχως νόημα φαινομενικὰ– κινήσεις τῶν ἡρώων του, ποὺ ὅμως παγιδεύουν τὸ στιγμιαῖο τῆς ἀπόλυτα ἐσώτερης καταβύθισης εἰς ἑαυτόν. Εἰκόνα ποὺ πολλὰ χρόνια πρὶν μᾶς τὴ δίνει καὶ ἐδῶ ὁ Δ. Π. Παπαδίτσας. Ἡ μνήμη τῆς γυναίκας, ἡ μνήμη τῶν εὐτυχισμένων στιγμῶν, τῶν μακρινῶν φίλων, γίνονται ὁ κῦβος τῆς ζάχαρης στὸ νερό. Μεταπίπτουν σὲ γλυκειὰ ἀνάμνηση, διατηροῦνται ἀλλάζοντας μορφή, ὅπως καὶ τὸ ἄυλο ποὺ συνίσταται στὸ ποτὲ πιὰ ἢ στὸ εἶναι ἀργὰ πιά. Ἡ στιγμὴ μαζί σου πέρασε ἀνεπιστρεπτὶ κι ἐγὼ μόνος θὰ ἀκούω τὰ τιτιβίσματα τῶν πουλιῶν, μόνος μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου, μόνος ἐχθρὸς καὶ φίλος τοῦ ἑαυτοῦ μου, ὅταν σὲ θυμᾶμαι καὶ σχεδὸν ξαναζῶ τὶς μνῆμες μου, ὅταν σὲ θυμᾶμαι καὶ πονῶ. Ἡ ἀναγκαία γιὰ τὴν ὕπαρξη στιγμὴ ὅπου προσθέτει χαρὰ ἢ λύπη κατὰ τὴν ἀναπόλησή της. Ὅταν θυμᾶμαι τὴν πιὸ χαρούμενη μέρα μου νὰ ὁρίζεται μὲ τὴ γραμμὴ τῶν ὤμων σου καὶ τὰ μάτια σου ποὺ δὲ μ΄ ἄφηναν στιγμὴ νὰ ἡσυχάσω. Τὰ μάτια σου ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴ βροχή, τὰ ἀμπέλια, ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν ἐσύ, μεταπίπτει ἀπὸ ὑλικὰ ὑπαρκτὸ σὲ εὔθραυστο, ἄυλο, δίχως βάρος. Ἡ ἀπουσία σου ἀόρατη
κίνδυνο Σημαίνει ἀναγωγὴ τῆς λύπης στὴ μονάδα
Ἔτσι λοιπὸν ξανὰ σὲ θυμήθηκα Ταίριαξα τὴ γραμμὴ τοῦ ὤμου σου μὲ τὴν πιὸ χαρούμενη
μέρα μου Τὰ μάτια σου δὲν μ’ ἄφηναν νὰ ἡσυχάσω Και ἀπὸ ποῦ δε μοῦ ἔρχονταν Ἀπ’ τὴ βροχὴ Ἀπ’ τ’ ἀμπέλια Ἀπὸ τὰ κουρασμένα χέρια τῆς χωριάτισσας Κι ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο
Σὲ θυμόμουν καὶ σὲ εἶχα στὴ μνήμη μου Ὅπως ἕνα κομμάτι ζάχαρη στὸ νερό.
στοὺς
ποὺ
τοῦ
εὐρύτερη μελέτη.
ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
ΠΑΤΙΛΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟ ΝΙΚΟΥ Β. ΛΑΔΑ (1953-1979) Ἂς μπορέσω νὰ θυμηθῶ τὰ μάτια σου πρὶν φύγω (Ν.Β. Λαδάς,17.2.72) «Αὐτὸς» ὁ κόσμος καὶ ὁ «ἄλλος». Ὁ κόσμος τῆς «ἐπιδημίας» καὶ ὁ κόσμος τῆς «ἀναχώρησης». Καμμιὰ ἀγωγή, καὶ ἡ πλέον λογικὰ θετικιστική, δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ἑνοποιήσει αὐτοὺς τοὺς κόσμους, τῶν ὁποίων ἡ ὕπαρξη ἢ ἡ ἀνυπαρξία φαίνεται νὰ εἶναι τελείως δευτερεῦον ζήτημα. Τὰ τρία πρόσωπα τῆς γλώσσας ὅσο καὶ ἡ ἀέναη μεταφορικότητα ὅλων τῶν τοπικῶν προσδιορισμῶν καὶ ἐπιρρημάτων θὰ καθιστοῦν δυνατὰ πάντοτε ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ταξίδια. Κι αὐτὸ χωρὶς νὰ σημαίνει, ὑποχρεωτικά, πὼς εἴμαστε τελεσίδικα καταδικασμένοι στὴν γλώσσα. «Ὑπάρχει» –ἐξίσου– καὶ τὸ ἀνέκφραστο ἀδείᾳ τοῦ ὁποίου καὶ παρεπιδημοῦν οἱ ἐκφράσεις. Ἡ ἱδρυτικὴ πράξη τοῦ ἀνθρώπου, λοιπόν, δὲν βρίσκεται τόσο στὶς οὐτοπίες τῶν μύθων, ὅσο στὶς ἀτέλειωτες ἀλλοτοπίες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, μέσα στὶς ὁποῖες ἐντάσσονται καὶ αὐτοί. Τί συντηρεῖ, λοιπόν, σήμερα τὶς ἀλλοτοπίες αὐτές; Περισσότερο κι ἀπὸ τὴν ἔγχρωμη τηλεόραση: ἡ ποίηση –στὴν πιὸ πλατειά της ἔννοια–, ὁ ἔρωτας καὶ ὁ θάνατος φαίνεται, ἀκόμη καὶ σήμερα, νὰ εἶναι οἱ καλύτεροι ὑπερασπιστές τους: Γιατί ὁ πόνος μας εἶναι καθάριος κάθε δειλινὸ

Ὁ ἔρωτας, σὲ μιὰ τέτοια ποίηση, δὲν ἔχει ἄγγελο προστάτη: οἱ ἄγγελοι δὲν χάρηκαν τὸν ἔρωτα, γι’ αὐτὸ τραγουδοῦν ξεφρενιασμένοι. Στὰ ὅπλα!
Κι οἱ ἐρωτευμένοι κάθονται: Μόνοι εὐτυχισμένοι, δύο κόκκοι ἄμμου Στὴν ὄχθη τοῦ παντοκράτορα θάνατου
([Ἐν πορείᾳ], 20.2.72)
(Ἦταν ἕνας λόφος γεμάτος πεῦκα…, 22.8.72) Μπορεῖ νὰ διαλέξει κανεὶς τὸν θάνατό του; Γιὰ ὅσους πιστεύουν σὲ θεὸ τέτοιο ἐρώτημα δὲν τίθεται παρὰ μόνον ὡς ἑωσφορισμός. Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ ὅσους –ἀρνούμενοι– δὲν πιστεύουν. Γιὰ ὅσους –δίχως ἐνοχὴ (καὶ ἄρα ὕβριν)- πιστεύουν στὸν ἄνθρωπο καὶ στίς, πάντως, ὄχι ἀπεριόριστες δυνατότητές του κάτι τέτοιο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μιὰ κορυφαία στιγμὴ τῆς ἀντιφατικῆς καταστάσεως τῆς ὕπαρξής του. Στὶς 24 Δεκέμβρη ’75, παραμονὴ τῆς γεννήσεως «ἐν ἀνθρώπῳ» ἑνος θεοῦ ποὺ θὰ καταργοῦσε τὸν θάνατο, ὁ Νίκος Λαδάς ἔγραφε: Νύχτα, δός μου τὴ δύναμη Νὰ διαλέξω τὸν δικό μου θάνατο (Νύχτα…, 24.12.75) Δὲν ξέρουμε ἂν μποροῦμε νὰ διαλέξουμε τὸν θάνατό μας, γιατὶ μ’ ὅλες τὶς προόδους τῆς «ἐπιστήμης» μας καὶ δὴ τῆς γλωσσολογικῆς –στὶς παραμονὲς μιᾶς μεγάλης ἀποσύνθεσης (ἢ ἀνασύνθεσης;) τοῦ καρτεσιανοῦ ὑποκειμένου– δὲν ξέρουμε τί εἶναι αὐτό, ἢ ποιός εἶναι αὐτός, ποὺ («μέσα» ἀπὸ «μᾶς») «διαλέγει». Πρὸς παρηγορίαν ἂς μείνουμε στὴν φωνὴ τῆς ποίησης, σ’ αὐτὴν τὴν «πλώρη» ποὺ –ὅπως γράφει ὁ ποιητής μας στὶς τρεῖς τοῦ ἴδιου πεισιθάνατου μήνα– «σκίζει τὰ πέλαγα τῶν ἤχων», ἀνοίγοντας «δρόμο στὴ φωνὴ» ποὺ: σμίγει ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους. Γιάννης Πατίλης [Νίκου Β. Λαδᾶ, [Ἀστροβατεῖ], πρόλογος, ἐπιλογή,ἐπιμέλεια Γιάννη Πατίλη, Πλέθρον, Ἀθήνα 1986, σς 12-14] d Ὁ ΝΙΚΟΣ Β. ΛΑΔΑΣ γεννήθηκε στὸ Κιάτο Κορινθίας τὸ 1953 καὶ ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὶς Ἀχαρνὲς τῆς Ἀττικῆς τὸ 1956. Τὸ 1974 ἐξεδωσε τὴν μοναδικὴ ὅσο ζοῦσε ποιητική του συλλογὴ, Πανοπλία σὲ τιμὴ εὐκαιρίας (β΄ ἔκδοση: 1982). Ἔφυγε μὲ τὴν θέλησή του ἀπὸ τὴν ζωὴ στὶς 10.7.1979. Μετὰ τὸν θάνατό του κυκλοφόρησαν, οἱ συλλογές: Προσφορές (1980· β’ ἔκδ:1982), Χάι Κάι (Μαυρίδης, Ἀθήνα 1983), Ἀστροβατεῖ (ἐπιλογὴ ποιημάτων καὶ ἀποσπασμάτων μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Γιάννη Πατίλη), Πλέθρον 1986, Ἡμερολογιακὲς σημειώσεις ἀπὸ τὰ φοιτητικὰ χρόνια 19731975, ἐπιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, Νεφέλη 1989 καί, τέλος, ὁ συγκεντρωτικὸς τόμος: Νίκος Λαδάς Ἅπαντα ποιητικά. Καστανιώτης, Ἀθήνα 1993.

