Τὸ ΚΟΙΝΟΝ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν | 12 | ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021

Page 1

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΠΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΓΚΡΙΛΛΑΣ, ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ, ΛΑΟΝΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΟΚΑΒΑΔΗΣ, ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, BAΣΙΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΔΗΣ, π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΚΚΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ, π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΪΣΤΡΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΞΥΔΙΑΣ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ, ΣΑΝΤΖΑΡ ΝΟΥΡΑΪ, ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΜΟΥΛΗΣ *θεωρίης εἵνεκεν ἐκδημεῖν, Ἡρόδοτος ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΤΕΥΧΟΣ 12 ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ τῶν ὡραίων τεχνῶν θεωρητικὸ περιοδικό* ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΕΥΧΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΑΤΣΑΡΕΛΗ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Ο Κ.Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟ 1821: Ὁ «χρόνιος ἄρρωστος» καὶ ἡ «πρόστυχη νοθεία»

τῶν ὡραίων τεχνῶν θεωρητικὸ περιοδικό ΤΕΥΧΟΣ 12, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2021, ΤΙΜΗ 3€ Ἐκδίδεται τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο. Ἐκδότης: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ љ ΤO ΚΟΙΝOΝ ΤΩΝ ΩΡΑΙΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. Ὑπεύθυνος ἔκδοσης: Δημήτρης Πισίνας Διευθυντής συντάξεως: Ἄγγελος Καλογερόπουλος

Ἁγίου Γεωργίου 26Β 19005 ΝΕΑ ΜΑΚΡΗ

EΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Ἐκδόσεις Μαΐστρος Ἱπποκράτους 146, 11472 Νεάπολη Ἀθήνα, τηλ. 210 810 42 62 –Φαξ 210 810 261 Ἠλεκτρονικὸ ταχυδρομεῖο: contact@maistros.info tokoinon@yahoo.com www.maistros.info Τυπώνεται στὴν ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ ΑΞΙΩΝ, Ἐλευθερία Μπαλκογιαννάκια

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

σ. 3 ΠΕΡΙ ΟΡΑΣΕΩΣ τοῦ Σπύρου Γεωργίου

* σ. 4 ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΠΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΣΠΑΕΙ τοῦ Βασίλη Κωνσταντούδη * σ. 6 ΜΟΝΟΣΤΙΧΑ (;) ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ (;) τοῦ Στάθη Κομνηνοῦ * σ. 8 [ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΑ] (ἀπόσπασμα) τοῦ Γεράσιμου Δενδρινοῦ * σ. 10 ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Ἐλισσαίου Γκρίλλα * σ. 11 ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ... ΤΟΥ ΛΥΧΝΑΡΙΟΥ τοῦ Θοδωρῆ Σαμαρᾶ * σ. 14 Η ΠΕΛΩΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΑΜΠΕΛΙΟΥ τοῦ Εὐάγγελου Σταυρόπουλου * σ. 16 ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄) ΡΗΓΑΣ, ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ τοῦ Βασίλη Ξυδιᾶ * σ. 18 Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΔΕΝ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΠΟΤΕ… τῆς Νουράϊ Σαντζάρ * σ. 20 ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΟΝΙΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ» ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ; * σ. 21 ΤΟ ΒΑΘΥ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ (ποίημα) τῆς Τασούλας Καραγεωργίου

* σ. 24 Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ’21 τοῦ Δημήτρη Κοσμόπουλου * σ. 26 [ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΥΧΗ ΝΟΘΕΙΑ] τοῦ Κ.Δ. Καραβίδα * σ. 27 ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ π. Δημήτρη Μαϊστράλη * σ. 28 ΤΟ ΔΕΣΠΟΙΝΙΩ τῆς Εὐαγγελίας Παπαθανασίου * σ. 30 ΠΡΟΣΕΧΕ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ 1821 τοῦ Δημήτρη Μαγριπλῆ * σ. 31 «ΝΥΝ ΑΠΟΛΥ…Σ» τοῦ Λαόνικου Διονυσίου * σ. 32 ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Χρίστου Τσιαμούλη * σ. 33 Η ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ ΜΙΑΣ ΜΟΝΟΦΩΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ μιὰ συζήτηση τοῦ Ἀλέξανδρου Καψοκαβάδη μὲ τὸν Ἄγγελο Καλογερόπουλο * σ. 35 ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ τοῦ Κωνσταντί

νου Ιωαννίδη * σ. 36 ΜΙΚΡΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ τοῦ Χρήστου Ἀναγνωστόπουλου * σ. 37 Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑ
ΡΗΣ ΩΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΙ
ΗΤΗΣ τοῦ π. Γεωργίου Λέκκα * σ. 39 ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ἐπιλογὴ σχολίων τοῦ Κωνσταντίνου Καβάφη * σ. 40 ΟΙ ΛΑΛΙΩΤΙΣΣΑΙΣ Τὰ εἰκαστικὰ τοῦ τεύχους εἶναι τοῦ Στάθη Κατσαρέλη www.stathiskatsarelis.com ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ
-
-
Γαδίλων 9-11 Ριζούπολη 11142 Ἀθήνα Τιμὴ τεύχους: 3 € Συνδρομὴ γιὰ τρία τεύχη: 15€. (9€ τὰ τεύχη + 6€ ταχ. τέλη) Συνδρομές-Ἐμβάσματα: Τράπεζα Πειραιῶς ΙBAN:
0720 0050 7203 9757 094
Δημήτρης Πισίνας)
GR62 0172
(δικαιοῦχος:

ΠΕΡΙ ΟΡΑΣΕΩΣ (μικρὴ δοκιμὴ) ἔξω Ὅταν εἶσαι αὐτὸς ποὺ δὲν ξέρεις, κοιτᾶς ἀπὸ ἕνα παράθυρο ἔξω. Ὅταν εἶσαι αὐτὸς ποὺ νομίζεις ὅτι εἶσαι μόνο, δὲν κοιτᾶς πουθενά, ἂν καὶ βλέπεις γύρω σου. Ὁτιδήποτε μᾶς ξαφνιάζει ἔξω, εἶναι ἡ εἰκόνα ποὺ μᾶς ἐπιστρέφει ἡ λαχτάρα νὰ δοῦμε πράγματι κάτι. Τὸ ἀόρατο καραδοκεῖ πίσω ἀπ’ τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν δοῦμε. Καὶ γίνεται ὁρατὸ ὅταν ἀποφασίσουμε νὰ τὸ ζήσουμε βλέποντάς το. Ἐσωτερικὴ ζωὴ δὲν ὑπάρχει, ἂς τὴν ὀνομάσουμε ὡστόσο ἀτολμία – ἀτολμία νὰ βγοῦμε καὶ νὰ δοῦμε. Βγαίνοντας ὅμως ἐπιτέλους τὸ ἀπέναντι δέντρο γίνεται ξάφνου ἡ δική μας ζωὴ ποὺ κουνάει κλαριὰ καὶ φῦλλα. κάτω Ξάπλωσε στὸ χῶμα, ἀπὸ ἐκεῖ γίνεται καλύτερα ἀντιληπτὸ τὸ ὕψος τῶν δέντρων, δηλαδὴ τὸ χαρακτηριστικὸ ἐκεῖνο ποὺ προξενεῖ τὸν θαυμασμὸ γιὰ τὸ εἶδος τους, ὅπως καὶ πολλῶν ἄλλων ὄντων ποὺ στηρίζονται στὴ γῆ. Τὰ τζάμια λασπωμένα, μειώνουν τὴν ὁρατότητα πρὸς τὰ ἔξω. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ χαμένη προοπτικὴ τοῦ τοπίου. Τώρα προέχει ἡ προάσπιση τοῦ ἐδάφους, πάνω στὸ ὁποῖο ἔχει κτίσει.

Σκύβοντας δὲς λίγα τετραγωνικὰ μέτρα κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου. Φτάνουν τόσα γιὰ νὰ ἔχεις μιὰ ἰσχυρὴ ἀντίληψη γιὰ σένα καὶ τὸν ἄπειρο κόσμο.

Ὑπόταξε ἕνα σημεῖο. Πάτησε γιὰ νὰ δεῖς.

Σπῦρος Γεωργίου

~3~
ΣΠΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

δαπέδου. Τὸ παρατηρῶ. Στὴν ἀρχή, ἀργὰ σὰ νὰ θυμᾶται τὴν πρὶν σταθερότητά του. Μετὰ πιὸ γρήγορα, σὰ νὰ βιάζεται νὰ φτάσει στὸν προορισμό του. Ἐλεύθερη πτώση τὸ λέγαμε στὴ γυμνασιακὴ φυσική μας. Ἐλεύθερη ἀπὸ τί; Ἄργησα νὰ τὸ συνειδητοποιήσω: Ἀπὸ κάθε φανερὸ αἴτιο. Ὅ,τι καὶ νὰ ἀφήσεις πάνω ἀπὸ τὴ γῆ στὸ τέλος θὰ κινηθεῖ πρὸς αὐτήν. Θὰ πέσει χωρὶς νὰ τὸ σπρώξει κανένας. Δὲν ὑπάρχει φανερὸ αἴτιο ἀλλὰ ποιό εἶναι τὸ κρυφό; Θυμᾶμαι τὸν μεγάλο δάσκαλο τῆς Φυσικῆς Ἀνδρέα Κασσέτα ποὺ ἔλεγε ὅτι στὴν ἐλεύθερη πτώση μπορεῖς νὰ παρακολουθήσεις τὰ τρία βασικὰ στάδια ἐξέλιξης τῆς κατανόησης τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Στὸ μακροβιότερο καὶ ἀρχαιότερο, τοῦ Ἀριστοτέλη, τὸ ποτήρι πέφτει γιατὶ θέλει νὰ πάει πρὸς τὸ κέντρο τοῦ κόσμου ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ κέντρο τῆς σφαιρικῆς γῆς. Μιὰ παράξενη νοσταλγία τῆς ἑνότητας τοῦ κέντρου τοῦ κόσμου σὲ κάθε ἀσήμαντο πράγμα ποὺ πέφτει. Μετὰ ἔρχεται ἡ Νευτώνεια ἀνατροπή. Δὲν εἶναι τὸ κέντρο τῆς γῆς ποὺ τραβάει ὅλα τὰ πράγματα καὶ τὰ κάνει νὰ πέφτουν. Ἀλλὰ ἡ παγκόσμια ἕλξη. Ἕνα ἀκόμη περίεργο ζευγάρι λέξεων. Παγκόσμια ἕλξη. Ὅλα τὰ πράγματα στὴ γῆ καὶ ὄχι μόνο, ὅλα τὰ πράγματα τοῦ σύμπαντος λόγῳ μόνο καὶ μόνο τῆς μάζας τους (δηλαδὴ τῆς ὑλικότητάς τους) εἶναι δεμένα μὲ τὸ ἀόρατο νῆμα τῆς παγκόσμιας ἕλξης. Ἡ ὕλη ὡς πηγὴ ἕλξης. Τὸ κρυφὸ αἴτιο γιὰ τὴν πτώση τοῦ ποτηριοῦ ἀπὸ τὰ χέρια μου στὴ μισοφωτισμένη κουζίνα καθὼς τὸ ἕλκει ἡ βαρύτερη γῆ. Ἀλλὰ καὶ τῆς περιφορᾶς τῆς Σελήνης γύρω ἀπὸ τὴ Γῆ καὶ τῆς Γῆς καὶ τῶν ἄλλων πλανητῶν γύρω ἀπὸ τὸν Ἥλιο καὶ τῆς κίνησης τῶν ἀστεριῶν στοὺς γαλαξίες. Ἡ χορογράφος τοῦ σύμπαντος. Καὶ τελευταῖο τὸ πέρασμα στὴν Ἀϊνστάνεια προσέγγιση. Ἐδῶ, πέρα ἀπὸ τὴν ὑλικότητα καὶ τὴ μάζα, μπαίνει στὸ παιχνίδι καὶ ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος. Τὸ ποτήρι ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου πέφτει γιατὶ

~4~ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΥΔΗΣ Τὸ ΠΟΤΗΡΙ ΠΟὺ ΠΕΦΤΕΙ
(ἢ
Κινοῦμαι προσεκτικὰ παρατηρώντας τὰ δειλὰ χρώματα ποὺ χαρίζει στὰ πράγματα τοῦ σπιτιοῦ τὸ πρωϊνὸ φῶς καθὼς τὰ βγάζει ἀπὸ τὴν ὁμοιομορφία τοῦ σκοταδιοῦ. Παίρνω τὸ ποτήρι ἀπὸ τὴν πιατοθήκη ἀλλὰ μιὰ ἀπρόσεκτη κίνηση στὴ μισοφωτισμένη κουζίνα καὶ τὸ
ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ πέφτει πρὸς τὸ
κὸ τοῦ
ὑφίσταται τὴν καμπύλωση τοῦ χωροχρόνου ποὺ προκαλεῖ ἡ πολὺ μεγαλύτερη μάζα τῆς Γῆς. Ἔστω καὶ ἀπειροστὰ κάτι συμβαίνει ἐκεῖ μπροστά μου στὸν ἴδιο τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο ποὺ ἐκδηλώνεται σὰν τὸ ἀόρατο χέρι, ποὺ μόλις φεύγει τὸ ποτήρι ἀπὸ τὸ χέρι μου, τὸ τραβάει πρὸς τὰ κάτω. Ὁ χωροχρόνος δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ σκηνικὸ ποὺ διαδραματίζονται οἱ κινήσεις τῶν σωμάτων. Ἀλλὰ ἀλλάζει καὶ συνδιαμορφώνεται μὲ αὐτές. Σὰν σὲ μία περίεργα στημένη θεατρικὴ παράσταση ποὺ τὸ σκηνικό της ἀλλάζει μὲ τὶς κινήσεις τῶν ἠθοποιῶν καὶ τὶς ἐπηρεάζει ταυτόχρονα. Ὅμως ἡ πτώση διαρκεῖ λιγότερο ἀπὸ μισό δευτερόλεπτο. Καὶ φυσικὰ τόση ὥρα ποὺ ἔχω καθίσει στὴν καρέκλα τοῦ τραπεζιοῦ τῆς κουζίνας καὶ σκέφτομαι τὰ παραπάνω, τὸ ποτήρι δὲν ὑπάρχει πιὰ ὅπως ὑπῆρχε ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὸ χέρι μου. Τὴν πτώση τὴν ἀκολούθησε ἡ μαγικὴ στιγμὴ τῆς σύγκρουσης μὲ τὸ σκληρὸ δάπεδο τῆς κουζίνας. Ἕνας κρότος καὶ μετὰ ἡ συντριβή. Σὲ πολὺ λιγότερο καὶ ἀπὸ μισὸ δευτερόλεπτο, τὸ ποτήρι χάνει τὸ σχῆμα του, δὲν εἶναι πιὰ ποτήρι, ἀλλὰ ἕνα πλῆθος ἀπὸ θραύ-
ΚΑὶ ΣΠΑΕΙ
λιγότερο ἀπὸ μισὸ δευτερόλεπτο) Μέσα Ἰουνίου. Πρώιμος καύσωνας. Δύσκολος ὕπνος τὸ βράδυ μὲ ἱδρώτα καὶ συχνὰ ξυπνήματα. Μὲ τὸ πρῶτο φῶς σηκώνομαι νὰ πάω στὴν κουζίνα γιὰ ἕνα ποτήρι νερό.
ποτήρι φεύγει
μωσαϊ-

σματα γυαλιοῦ σκορπισμένα μπροστὰ στὰ πόδια μου. Σκύβω καὶ τὰ βλέπω μὲ προσοχή. Μικρὰ καὶ μεγαλύτερα, ἀλλὰ καὶ ἀκόμη μικρότερα ποὺ μόλις διακρίνονται, ἄλλα τριγωνικὰ ἢ πολυγωνικὰ μὲ αἰχμηρὲς γωνίες, μερικὰ πολὺ μυτερὰ καὶ ἄλλα μὲ πιὸ καμπυλωτὲς ἄκρες. Μερικὰ πολὺ κοντὰ στὸ σημεῖο τῆς σύγκρουσης, ἄλλα μακρύτερα καὶ μερικὰ (τὰ μικρότερα;) ἀκόμη πιὸ μακριὰ ὣς καὶ κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Θαυμάζω τὴ μεγάλη ποικιλία στὸ μέγεθος, τὸ σχῆμα τους, τὶς θέσεις τους. Αἰσθάνομαι τοὺς περιορισμοὺς τῆς παραπάνω περιγραφῆς. Αὐτὸ ποὺ βλέπω καὶ ὑπάρχει στὰ σκορπισμένα θραύσματα εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν περιγραφή τους μὲ λέξεις. Ὅσο καὶ νὰ προσπαθήσω πάντα κάτι θὰ μένει ἔξω. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀκριβέστερη γλώσσα τῶν μαθηματικῶν τὴν τόση πετυχημένη στὴν περιγραφὴ τῆς πτώσης καὶ τῆς κίνησης τῶν σωμάτων, τὰ πράγματα δὲν εἶναι καλύτερα. Μὰ τί ἔχει συμβεῖ; Μία στιγμή, μιὰ ἀπειροστὴ στιγμὴ καὶ τὸ ποτήρι μετατρέπεται μὲ τὴ συντριβή του σὲ ἕνα πολύπλοκο σύμπλεγμα θραυσμάτων πού, καθὼς τὰ ξαναβλέπω τώρα, σκεπάζουν σὰν ἕνα ἀνάγλυφο

κίνηση καὶ τὸ ἴδιο ποτήρι πέσει ἀπὸ τὸ χέρι μου κάποιο ἄλλο πρωϊνό, αὐτὸ τὸ τρισδιάστατο χαλὶ τῶν θραυσμάτων θὰ εἶναι διαφορετικό. Κάθε φορὰ θὰ γεννιέται κάτι καινούργιο. Νέα σχήματα, νέα μεγέθη, διαφορετικὲς θέσεις στὸ δάπεδο. Ἡ πτώση, ἡ συνάντηση, ἡ συντριβή, ἡ γέννηση, τὸ καινοφανὲς καὶ ἀπρόβλεπτο ποὺ συχνὰ λέμε τυχαῖο. Σηκώνομαι νὰ μαζέψω τὰ θραύσματα. Τὸ κάνω ἀργὰ καὶ μὲ προσοχή. Στὴ συνέχεια, ἀντὶ νὰ ἀνοίξω τὸν κάδο ἀπορριμμάτων, βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ τὰ μεταφέρει στὸ μπαλκόνι καὶ νὰ τὰ τοποθετεῖ προσεκτικὰ στὸ τραπέζι. Ὡς πολύτιμο ἔκθεμα τῆς ζωῆς τοῦ σπιτιοῦ αὐτὸ τὸ πρωινό. Ὁ ἥλιος ἔχει τώρα σηκωθεῖ καὶ φωτίζει τὶς γύρω πολυκατοικίες. Οἱ ἀκτῖνες του πέφτουν πάνω στὰ θραύσματα τοῦ ποτηριοῦ μὲ τὰ ἀκανόνιστα σχήματα, ἀνακλῶνται καὶ διαθλῶνται. Μιὰ πανδαισία ἁπαλῶν χρωμάτων μοῦ χαμογελάει στὶς ἐπιφάνειες τοῦ τραπεζιοῦ

~5~
χαλὶ τὸ
δάπεδο τῆς μισοφωτισμένης κουζίνας.
ἂν ἐπαναλάβω ἀκριβῶς
ἴδια
καὶ τοῦ τοίχου τοῦ μπαλκονιοῦ.
Ἕνα νέο ποιητικὸ βιβλίο κυκλοφόρησε! π. Γεώργιος Λέκκας, Προσεχῶς Ἀναγέννηση, ἔκδοση τοῦ Κοινοῦ τῶν Ὡραίων Τεχνῶν, σὲ συνεργασία μὲ τὶς ἐκδόσεις Μαΐστρος. Πάντα μὲ τὴν ἰδιαίτερη φροντίδα καὶ τὴν ὑψηλὴ αἰσθητικὴ τῆς Ἐκτυπωτικῆς Ἀξιῶν.
μονότονο
Ξέρω ὅτι
τὴν
ἀπρόσεκτη
Βασίλης Κωνσταντούδης

Τὰ πράγματα νὰ συναντοῦν τοὺς γλάρους τους

* Κρύψου Κύριε ἀδιάκοπα γιὰ ν’ ἀγαπῶ

* Θαυμαστὸ Κύριε πόσο Γολγοθὰ «παραχωρείς» γιὰ νὰ ὑπάρξουμε ὡς δόξα Σοι!...

* Μοῦ τὸ ψιθύριζες συχνά: εἴμαστε στὴν ἴδια γραμμὴ ἄγνωστοι

* Ἀναγνωρίζονται τὰ ραγίσματα;

* Ἀγκυρώνει φαεινὰ τὸ τσακισμένο καράβι τούτη ἡ ἀγάπη

* Πίπτουν εὐτυχῶς οἱ μικροί μας κόσμοι

* Στὸ κενὸ ὡς κενὸς (κι ὁλοκαίνουργιος;…)

* Πάνω στὸ σῶμα σου ἔνιωσα τὴν ἀλήθεια ὡς ράβδο ποὺ μὲ ταυτοποιοῦσε

* Μάρτιν ὑπάρχει κι ἄλλη μοίρα: ἀντὶ νὰ οἰκεῖς νὰ κουβαλᾶς, φερέοικος…

* Ἀφάγωτη ἀγάπη δὲν ὑπάρχει. Ἐδώδιμη θάλλει

* Στάζουν σὰν σάρκινες σταγόνες, σάρκινη βροχὴ στὰ χέρια μου οἱ «ἰδέες» * Ὅλο πάνω καὶ κάτω, κάτω καὶ πάνω, πάνω καὶ κάτω: Ὕπαρξις! * Συνήθειο τό ’χεις Κύριε: τραβᾶς καὶ τὴ ρίζα τῆς ρίζας…

Πληγοφόρος συνέχιζε μέσα στὸ θάμβος

Ὤ! βοήθησέ μὲ νὰ διανύσω αὐτὴ τὴν εὐλογία

~6~ ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ ΜΟΝΟΣΤΙΧΑ (;) ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ (;) (προδημοσίευση) * Τί ἀσταθὴς καὶ δύσχρηστη αὺτὴ ἡ ἀφανὴς φτερούγα! * Ἀγκαζὲ μὲ τὸ ἀπροσχεδίαστο * Πιστὸς στὴν ἀργοπορία Σου * Ψάρια ἰδεῶν γλιστροῦσαν καὶ καταπίνονταν στὰ ὑγρὰ τοῦ λωτοῦ
*
*
*
*
διαμερίσματα
Μονολογοῦσα μὲ πεῖσμα κάθε μέρα: Πρόσεχε! ἡ δόξα δὲν σ’ ἀφήνει νὰ λείπεις…
Ἔχει καὶ τὸ Ἄβολον πεδίο του τὸ Φῶς
Χάχαχα μὰ σαφῶς, ὅτι θὰ ἐκτελεστεῖς ἀπὸ τὸ Ἄγραφον εἶναι βέβαιο
πεισθεῖ: ἀξιώθηκε νὰ χάσει ὁλότελα τὴν αἴσθηση τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ Κυρίου πάνω του! * Ἐκ τῶν προτέρων
*
(Ρίζα-Πηγή) * Γιὰ δές! ὑπάρχει ἀκόμη θάλασσα; (α’ παραλλαγή;…) * Γιὰ δές! ὑπάρχει ἀκόμη θάλασσα! (β’ παραλλαγή;…) * Γιὰ δές! ὑπάρχει ἀκόμη θάλασσα;…) * Κοίτα νὰ δεῖς, ὑπάρχει θάλασσα ἀκόμη… (δ’ παραλλαγή;…) * Κοίτα νὰ δεῖς, ὑπάρχει ἀκόμη ἡ θάλασσα…
*
*
* Εἶχα πιὰ
ἡττημένοι ἀναπλαστικά
Μᾶς ἔλεγε πὼς ὅταν ἦταν 50, 60, 80 ἐτῶν περίμενε ἀκόμη μ’ ἀγωνία νὰ γεννηθεῖ

Ταξιδολόγιον

* [(Σαχλή)] Βία Ὀμφάλης σὲ περίγραμμα Ἰὼβ (κοσμικὴ σταθερὰ τὸ κωμικόν γὰρ) * Τὴν ἀνάσα θάλασσας ἀνασαίνει τὸ σκαρί * Ἱερόσυλες οἱ βιώσιμες πόλεις * Πηγμένος μεσοπέλαγα * Με τῆς λήθης τὰ λυτὰ λουριά

* Ἐθισμός (μου;): Ψάχνοντας μέσα κι ἀνάμεσα στὶς λέξεις βρίσκω σάρκες πραγμάτων * Μέσα στὸ αἰώνιο ὁ ἄνθρωπος. Διαβάτης. Καμπυλώνεται. * Καλύβες τὰ ἔργα τῶν χειρῶν ἡμῶν. Στεφάνι τους τὸ πῦρ.* Στάθης Κομνηνός

~7~
αὐτὴ τὴ λιτότατη ποιητικὴ φόρμα τῆς μονοστιχίας ὡς μιὰν «ἀντιπρόταση», τρόπον τινά, στὴν πεφιλημένη μου ποιητικὴ φόρμα τῶν χαϊκού. Ἐπιδίωξα νὰ δοθεῖ κάτι ἀκόμη πιο λιτό (…) ἀπὸ ὅ,τι μᾶς δίνει ἡ ἰαπωνικὴ αὐτὴ ποιητικὴ παράδοση. Τὸ λιτὸ αὐτὸ ἔφτασε κάποτε νὰ δομεῖται μὲ μία ἢ δύο λέξεις καὶ νὰ ἀπαρτίζει στίχο, ὡστόσο δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ ποὺ τὸ καθιστᾶ ἀπολύτως λιτὸ ἔναντι τοῦ ἰαπωνικοῦ παραδείγματος, ὅμως δὲν θὰ ἐπεκταθῶ ἐδῶ ἐπ’ αὐτοῦ. Θεωρῶ πὼς ἐκεῖ ποὺ μία ἕως τρεῖς λέξεις ἀπαρτίζουν ἕναν στίχο
* Μικρή ἄρση τοῦ παραπετάσματος: πλάθοντας τὰ μονόστιχα ἐπιδίωξα νὰ χρησιμοποιήσω
ἔχει κατορθωθεῖ, πιθανόν, τὸ ἀπολύτως ΛΙΤΟ. Ὄχι μόνο λεκτικὰ ἀλλὰ κυρίως εἰκονολογικὰ καὶ συνδεσμολογικά. Αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἄκρα στιχικὴ αὐτὴ λιτότητα δὲν ἔχει ἐν ἑαυτῷ (ἂν εὔστοχος ὁ ποιητής...) πλούσιες προεκτάσεις ποὺ δυναμιτίζουν ἔσωθεν τὴ λιτότητα βγάζοντας σὲ ἀπηρτισμένο καὶ πλῆρες ποίημα ἐκτάσεως. Σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λυρισμό ποὺ ἐκχύνεται σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ποιητικές μου συλλογὲς ἐπιλέχθηκε ἐπί σκοποῦ ὡς κύριο (ἀλλὰ ὄχι ἀπόλυτο…) ὄχημα αὐτῆς τῆς ποιητικῆς λιτότητας ἡ πεζολογικὴ ἐκφραστικὴ τοῦ στίχου-ποιήματος.

δὲν θὰ τὴ διαλαλήσεις μὲ ντουντούκα – «κάθε σπίτι τὴν πόρτα τὴν ἔχει γιὰ στόμα», ἔλεγε ἡ γιαγιά μου, ἡ Γιασεμώ – καί, τὸ σπουδαιότερο, ἐσὺ δὲν μένεις στὴ γειτονιά, γιατί νὰ σ’ ἀδικήσω; »Λοιπόν, ἐγώ, πρὶν πιάσω δουλειὰ στὸ νυχτικάδικο «Τὸ ἁπαλὸ βαμβάκι», τοῦ Μητσοβολέα, στὴν ὁδὸ Καλιαγκάκη, ἂν ξέρεις, στὸ Κερατσίνι –τώρα ὁ δρόμος ἔχει ἄλλο ὄνομα, πιὸ μοντέρνο, ὁδὸς Μυκάλης λέγεται– ἐργάστηκα γιὰ κάποιους μῆνες στὸ τύλιγμα – δεξιά-ἀριστερὰ ἡ τσίχλα φιογκάκι, ὅπως κάνουν στὶς καραμέλες. Ἐκεῖ μέσα ὅμως, ἀπὸ τὰ κλειστὰ παράθυρα καὶ τὶς μυρωδιές, ἡ ζέστη δὲν ὑποφερότανε. Ὅταν πλάκωσε τὸ καλοκαίρι μὲ τὸν ἱδρώτα νὰ στάζει ἴσαμε τὸ πάτωμα χωρὶς ἀνεμιστήρα, σὺν τὸν θόρυβο ἀπὸ τὶς μηχανές, παράγινε τὸ κακό. Κάθε φορὰ λοιπὸν ποὺ ἐπέστρεφα σπίτι, τὸ κεφάλι μου βούιζε κι ἄρχιζα τοὺς βήχους. Ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε ἡ συχωρεμένη μητέρα «Δὲν θὰ πεθάνει τὸ παιδί μου ἐμένα γιὰ τὶς τσιχλόφουσκες αὐτηνῶν τῶν λοβιτουρατζήδων!», παραπονέθηκε ἕνα βράδυ στὸν πατέρα ἐνῶ τρώγαμε. «Χημικὰ εἶναι αὐτά, ὑγρὸ νάιλον. Τὰ εἰσπνέεις καὶ δηλητηριάζεσαι… Τὸ βρήκαμε τώρα, τσιχλόφουσκες!... Ζήτησε καὶ ἡ ἀνανίδα* νὰ τὴ σπείρουν!... Τὸ ξέρεις πὼς ἡ κόρη τῆς Μαριέττας κόντεψε νὰ πνιγεῖ ἀπὸ μιὰ τσίχλα, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ μάσημα αὐξήθηκε αὐτὸς ὁ σατανὰς μέσα στὸ στόμα της; Αὐτουνοὺς πρέπει νὰ τοὺς βάλουν λουκέτο καὶ νὰ τοὺς σύρουν στὰ δικαστήρια!» «Μην κόβεις τὸ παιδὶ ἀπ’ τὴ δουλειά, Ἀνδρονίκη…» τῆς εἶπε γιὰ μένα σοβαρὰ αὐτός. «Μὲ τὰ μικροέξοδά μου κοίτα τί θὰ γίνει… Μὲ φαντάζεσαι ἐμένα ρέστο, νὰ μὴν μπορῶ νὰ πάρω τσιγάρα ἢ γιὰ τὸ καρτοῦτσο* μου, βρὲ ἀδερφέ, στὸ καφενεῖο;» «Δὲν μοῦ λές;» τοῦ ἀντιγύρισε ἐκείνη, «φαίνομαι ἀπ’ ἐκεῖνες ποὺ τοὺς ρίχνουν κέρματα καὶ χορεύουν; Τὴ σύνταξη γιατί τὴν ἔχεις; Γιά…» καὶ ἡ ἀντίδρασή της τὸν ἔκανε νὰ πάρει μιὰ καρέκλα καὶ νὰ κάτσει ἔξω στὴν αὐλὴ χωρὶς νὰ

~8~ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ [ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΑ] ἀπόσπασμα Συχνά τὰ βράδια, μιὰ μεγάλη γυναίκα, ἡ γυναίκα τῆς φυλῆς, μιλάει μέσα μου Α. ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΒΑΜΒΑΚΑ «…Γεννήθηκα τὸ 1931 –τὴν ταυτότητα τὴν ἔχω διαθέσιμη ἂν θέλεις νὰ τὸ διασταυρώσεις – ἔχει γοῦστο νὰ τὴν ἔχασα καὶ μὲ βλέπω νὰ τὸ κόβω τρεχαλητὸ ὣς τὶς ἀστυνομίες… Σοῦ λέω τὴν ἡλικία μου γιατὶ εἶσαι ἄντρας καὶ
ἀνάψει τὸ φῶς. »Μετά, δούλεψα γιὰ μερικοὺς μῆνες στὸ νυχτικάδικο, «Τὸ χάδι τοῦ ὕπνου», ποὺ τὸ εἶχε ὁ
δης Λιμπέρης, στὴ συσκευασία. Ὁ Λιμπέρης ὅμως ἤθελε κοπέλες μοντελάτες, δὲν ἤθελε ἑφταμηνίτικες μισοριξιὲς σὰν ἐμένα. (Μὲ πῆρε γιατί ἤμουν γρήγορη). Μοντελάτες τώρα!… Τὶς εἴδαμε κι αὐτὲς πῶς καταντήσανε... Μερικὲς μάλιστα, ἐπειδὴ τοὺς ἄρεσε πολὺ τὸ κουφέτο καὶ ψηλὰ ἡ φούστα, ξέμειναν στὸ ράφι, κι ἔναν καιρὸ ἀπὸ τοὺς νευρολόγοι καὶ τὰ πολλὰ χάπια – περάσανε καὶ ἀπὸ τὰ Δαφνιὰ καὶ τὰ Δρομοκαΐτεια. Γιατί, ποιός, σὲ παρακαλώ, παίρνει γυναίκα ἀπὸ δεύτερο ἢ τρίτο χέρι; Ἄσε ποὺ εἶχαν βγάλει καὶ ὄνομα οἱ λάουρες, ἀφοῦ ὅλο καὶ κάποιο δίχτυ ἁπλώνανε γιὰ νὰ διαλύσουνε οἰκογένειες τῆς εὐπρέπειας… * Ἀγκάθι ποὺ τρῶνε τὰ βόδια. * Ποσότητα κρασιοῦ ¼ του λίτρου (ἢ τοῦ κιλοῦ).
Μιλτιά

»Μία ἀπὸ αὐτές, ποὺ λές, τὴ Ζαφειρούλα ἀπ’ τὸ Αἰτωλικό, τὴν εἶχα χαμένη γιὰ κάνα χρόνο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νυχτικάδικο τοῦ Λιμπέρη, δὲν δούλεψε ποτὲ ξανά. Εἶχε ἀπὸ κοντὰ κάτι συγγένισσές της μὲ κτήματα στὴν ἐπαρχία καὶ τοὺς ἔκανε ἐξυπηρετήσεις στὸ Ὑπουργεῖο Γεωργίας (ἐκεῖ δούλευε μιὰ ἀνιψιά της), γιὰ νὰ τὴ βγάζει μιὰ ζωὴ ταράτσα καὶ τὸν καφέ της ἀπλήρωτο... Τὴν εἶχα χάσει, ποὺ λές, τὴν ταχταπίδω* τῆς περιοχῆς – πέρασα κι ἀπὸ τὸ σπίτι της, θυμᾶμαι, γιὰ νὰ τὰ βρῶ ὅλα κλειστὰ καὶ θεοσκότεινα. «Ἄ, θανατικὸ μοῦ μυρίζει ἡ ὅλη ἱστορία…», εἶπα, «τὸ ἀναμενόμενο τῆς ζωῆς...» Ἔψαξα γιὰ χαρτὶ τῆς κηδείας, ἀκόμα καὶ μισοσχισμένο στὴν ἐξώπορτα, μέχρι καὶ τὶς κολῶνες κοίταξα, ἀλλὰ τίποτα… «Μωρέ, ξέρω ἐγὼ τί θὰ κάνω» σκέφτηκα, «μόνο μὴν τὸ βάλω στὸ μυαλό μου…» »Πῆρα τηλέφωνο στὸ νεκροταφεῖο. Ἔδωσα τὸ ὄνομα σ’ ἕναν κύριο, ἀλλὰ μοῦ εἶπε πὼς δὲν ἐπιτρέπεται, καὶ μοῦ ἀράδιασε κάτι ἀκαταλαβίστικα τοῦ νόμου… «Ὥστε, δὲν ἐπιτρέπεται, ἔ;», σκέφτηκα. «Πολύ καλά…» Ντύνομαι λοιπὸν τοῦ κουτιοῦ – ἔβαλα ἕνα μπὲζ ταγιέρ, ἔβαψα ἐλαφρὰ τὰ χείλη, φόρεσα ἕνα μικρὸ φουλάρι γιὰ νὰ σκεπάσω τὶς ρυτίδες τοῦ λαιμοῦ ποὺ κρέμονται σὰν πατημένα σκαλιά, ἔβαλα τὴν ἀσημένια καρφίτσα τοῦ γάμου μου (τὸ κλαδὶ βελανιδιᾶς μὲ τὶς διαμαντόπετρες), τὸ ψάθινο καπελάκι, καὶ κοιτάχτηκα καλὰ στὸν καθρέφτη. Τὴν τελευταία φορὰ ἡ κομμώτρια ἡ Ναταλί, κουβέντα στὴν κουβέντα, μοῦ πῆρε πολὺ τὰ μαλλιά, κι ἔμοιαζα σὰν τὸν χλιμίντζουρα* ποὺ τοῦ ἔκοψαν τὴ φόρα. Εὐτυχῶς ποὺ πρόλαβαν καὶ μεγάλωσαν κάπως. Ἔβαλα τὰ μαῦρα μου γυαλιά, καὶ ἡ Ρουμπίνη ἦταν ἕτοιμη νὰ ἀνεβεῖ στὸ λεωφορεῖο. Ὅλοι μὲ κοιτάζανε, θυμᾶμαι, σὰν μπῆκα –ἅμα σὲ κοιτᾶνε στὸ λεωφορεῖο καὶ στὴν πλατεία, θὰ πεῖ πὼς ἀξίζεις– κι ἔτσι ἐμφανίστηκα στὸ γραφεῖο τοῦ νεκροταφείου, ἀφοῦ ἔκανα δυὸ βόλτες γιὰ νὰ ἀποφύγω μιὰ κηδεία ἑνὸς παληκαριοῦ καὶ τὸ κλάμα τῶν συγγενῶν ἦταν μπόρα σκέτη. Δικαιολογημένο, βέβαια, ὄχι σὰν τὴν κηδεία τοῦ ἐξαδέλφου μου, τοῦ Κλήμη, ποὺ οἱ κόρες του φώναζαν σὲ νεκρὸ ἐνενήντα πέντε χρονῶν ποὺ ἑτοιμαζότανε νὰ θαφτεῖ στὸ χῶμα «ἀγόρι μου!» καὶ «ἀγόρι μου!»… Ὅταν μὲ ἀντίκρισε, ποὺ λές, ξαφνικὰ μπροστά του ἕνας τρίμετρος καράφλας, σὰν νὰ σάστισε κομμάτι – ἦταν μᾶλλον αὐτὸς ποὺ σήκωσε πρὶν τὸ τηλέφωνο, καὶ ὑποψία μ’ ἔπιασε ἐπειδὴ κοιτοῦσε ἐπίμονα καὶ τὴν ψεύτικη καρφίτσα μου. Ἄρχισε νὰ ψάχνει στὸ κομπιοῦτερ γιὰ τὸ ὄνομα Ζαφειρούλα Κόντη. «Τὴν ἀδερφὴ τῆς γιαγιᾶς μου ψάχνετε;» πετάχτηκε ἕνας νεαρὸς μὲ χοντροὺς φακοὺς στὰ γυαλιὰ ἀπ’ τὸ διπλανὸ γραφεῖο καὶ χαμογέλασε. «Ὄχι, μαντάμ, δὲν ἔπαθε τίποτε. Ζεῖ καὶ βασιλεύει!... Ἐδῶ κι ἑνάμιση χρόνο ἔχει πάει σὲ μιά της ἐξαδέλφη, στὴν Ὑπάτη, γιὰ νὰ κάνει ἱαματικὰ μπάνια γιὰ τ’ ἀρθριτικά της καὶ γιὰ νὰ τῆς κάνει καὶ παρέα ἐπειδὴ ἔχασε τὸν ἄντρα της… Κάθε τέλος τοῦ μήνα

~9~
ἔρχεται ἐδῶ, ὅταν εἶναι νὰ πληρωθεῖ ἡ σύνταξή της…» Τὰ μοῦτρα μου πέσανε – προβοσκίδα ποὺ ἀγγίζει
νὰ μὲ φωνάζει
*
ζεῖ παρασιτικὰ χωρὶς νὰ ἐπιτελεῖ κάποιον οὐσιαστικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀρέσκεται νὰ βαυκαλίζεται γιὰ τὴν σημαντικότητά της. * Ὁ ἄντρας, ποὺ τοῦ ἀρέσει νὰ ἐπιδεικνύεται χωρὶς κάποιο πραγματικὸ ἀντίκρισμα.
τὰ πλακάκια. Τὰ μάζεψα, ποὺ λές, κι ὅπου φύγει-φύγει. Μήτε ποὺ στράφηκα στὴν πόρτα ὅταν ἄκουσα
τὸ παιδὶ μὲ τὸ ὄνομά μου. (Ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀδημοσίευτο ἀφήγημα) Γεράσιμος Δενδρινός
Ἡ γυναίκα ποὺ

ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΓΚΡΙΛΛΑΣ ΕΛΕΓΕΙΟ Σὲ ἄδειο δρόμο ἀντήχηση βημάτων μοναχικοῦ διαβάτη σὲ ἄδειο οὐρανὸ ἴχνη φτερούγας ποὺ χάνεται στὴ δύση καθὼς ἡ πόλη γέρνει στὴ σιωπὴ σκεπάζοντας μὲ δάκρυα καὶ χῶμα αὐτοὺς ποὺ φεύγουν σφυρηλατώντας μὲ τοὺς δεσμοὺς τῆς πανδημίας τοὺς κατοίκους της δεσμῶτες σὲ στοιβαγμένα ὑπερῶα λογαριάζοντας τὶς μέρες μὲ πέταλα ποὺ πέφτουν γύρω ἀπὸ τὰ βάζα τῆς ἀγρύπνιας τους οἱ ψίθυροι τοῦ πάθους ἐναλλάσονται μὲ ὕβρεις χειρονομίες ἀγάπης μὲ χτυπήματα καὶ οἱ ψυχὲς ἀπὸ σβησμένες καμινάδες ἀναθρώσκουν δοξαστικὰ νὰ συνταχθοῦν στὸ ἡλιοβασίλεμα!

~10~
ταβάνι μὲ ἀπάθεια Ζωὴ κλεισμένη δευτερόλεπτα κυλοῦν σὲ ἄδεια κοίτη Ζωὴ κλεισμένη παραδομένο σῶμα τυλίγει αὔρα ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ἆσμα δειλινοῦ ξεχασμένος τζίτζικας ἀπελπισμένος Ἐλισαῖος Γκρίλλας
ΜΙΚΡΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ Ζωὴ κλεισμένη μὲ χάπια καὶ εἰδήσεις στὸ ντιβάνι του Ζωὴ κλεισμένη κοιτάζει τὸ

ΤΟΥ Ι ΓΛΕΖȣ ΧΑΙΡΕ1 Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μιλήσεις γιὰ πράγματα ποὺ ἔχουν ἑδραιωθεῖ στὴν κοινὴ συνείδηση ὡς μῦθοι. Θυμᾶμαι, ἄλλοτε, στὰ 1997 εἶχα ἐπισκεφτεῖ τὸ Μουσεῖο Ἑλληνικῆς Ἱστορίας μὲ τὰ κέρινα ὁμοιώματα τοῦ Παύλου Βρέλλη2, πάνω σὲ ὕψωμα πρὸς τὸ Μπιζάνι, δεξιὰ ὅπως ἀνεβαίναμε γιὰ Γιάννενα. Μάρτης καιρὸς καὶ τὴν προσοχή μου τράβηξαν ἀπὸ τὴν εἴσοδο ἀκόμη, κάτω στὴν αὐλόπορτα, σειρὲς οἱ ἀνθισμένες ἴριδες σὲ μπλὲ καὶ κίτρινους χρωματισμούς, σκηνικὸ τὸ ὁποῖο μὲ συνεπῆρε! Τέτοια, λοιπόν, ὑποδοχὴ ἐπιφυλάσσει στοὺς ἐπισκέπτες του, ἀναλογίστηκα! Ἐδῶ κατοικεῖ ἄνθρωπος πλήρης πνεύματος, ἀναφώνησα στὴν παρέα, ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος τίποτε δὲν ἀφήνει νὰ πάει χαμένο. Εὐφροσύνη μᾶς χάριζε μὲ τὰ ἁπλά του ὑπάρχοντα. Ἀνεβαίνοντας, μὲ τὰ πόδια, τὸ βλέμμα μου ἔπεσε στὸ χαρτόνι ποὺ κάλυπτε τὸ ἕνα τζαμιλίκι ἀπὸ τὰ πολλὰ παράθυρα τοῦ παλαιοῦ ἠπειρώτικου ἀρχοντικοῦ. Θυμήθηκα τὸ σπίτι κάτω στὸ χωριό. Ὁ παπποὺς ἔβαζε χαρτόνια στὴ θέση σπασμένων τζαμιῶν. ‘Ἔνιωθα πὼς ἐδῶ παίζεται κατιτὶς σπουδαιότερο ἀπὸ τὸν μῦθο ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ γιὰ τὸ πρόσωπό του μεταξὺ τῶν ἀλλοτινῶν μαθητῶν του στὰ γυμνάσια κάτω τῆς πόλης. Μετὰ τὴν ἐπίσκεψη στὰ κέρινα ἐκθέματα (καμία σχέση μὲ τὴν προχειροδουλειὰ τῶν ἀδελφῶν του κάτω στὴν πόλη) τὸν συναντήσαμε. Σφίγγοντάς του τὸ χέρι, ἄρχισε νὰ μᾶς ἑρμηνεύει αὐτὰ ποὺ βλέπαμε γύρω μας καὶ τὶς ἰδιοτροπίες του. Ἁρμονίη ἀφανὴς φανερᾶς κρείττων. Ἔτσι δήλωσε γιὰ τὸ χαρτόνι στὸ τζαμιλίκι. Δὲν τὸ ἔβαλε ἐπειδὴ εἶχε σπάσει τὸ τζάμι, ἀλλὰ γιατὶ σὲ κάθε παλιὸ σπίτι θὰ δεῖς κι ἕνα χαρτόνι νὰ καλύπτει κάποιο παράθυρο. Θυμήθηκα τὸν παππού μου. Ξεκουράζει καὶ τὸ μάτι, εἶπε καθὼς ἀνέλυσε τὴν ἀναλογία μὲ βάση τὴν ὁποία τοποθέτησε στὸ συγκεκριμένο παράθυρο τὸ χαρτόνι καὶ μόνο σ’ αὐτό. Ὅσον ἀφορᾶ τὸν λεγόμενο μῦθο τοῦ κρυφοῦ σχολειοῦ, βρίσκω εὐκαιριακὸν κάθε σχετικὸν σχολιασμό. Τόση, λοιπόν, διαύγεια στὴν πεπαιδευμένη σκέψη μας! Τόσο δυσκολευόμαστε νὰ συνειδητοποιήσουμε, νὰ ἐμπεδώσουμε καὶ νὰ χωνέψουμε τὸ αὐτονόητο; πὼς ὅποιος ἀνέβαινε στὸ ψαλτήρι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἐκ τῶν πραγμάτων μάθαινε τὰ ἑλληνικά, τὴν γλώσσα

~11~ ΘΟΔΩΡΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ
ποὺ κυρίως ἡ λατρευτική μας παράδοση κατάφερε νὰ διασώσει μέσα στοὺς αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας; Καὶ δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ ἦταν νύχτα. Καὶ στὸ φῶς τῆς ἡμέρας ἀκόμη, ὅποιος εἰσχωροῦσε στὸ ναὸ (καὶ τὸ διάβαιναν ὅλοι τότε αὐτὸ τὸ κατώφλι), τὰ αὐτιά του πλέον ἄκουγαν τὴν ἑλληνικὴ λαλιά. Αὐτὴν καὶ ψιθύριζε προσευχόμενος. Τόσο δύσκολο εἶναι νὰ συνειδητοποιήσουμε πώς, ὁ Μωριὰς φερ’ εἰπεῖν, ἀρβανίτικα μιλοῦσε στὸν καθ’ ἡμέραν βίο του μέχρι καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἀκόμη, ἀλλὰ, 1 Ἐπιγραφὴ χαραγμένη σὲ στήλη ἐντὸς τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας. 2 Τὸ 1975, σὰν πείραμα μιᾶς κατάστασης ποὺ θὰ βοηθᾶ τὸν «διδάσκοντα» νὰ παρουσιάσει μὲ μοναδικὸ τρόπο τὸ ἱστορικὸ θέμα ποὺ ἐπιθυμεῖ, διάλεξε νὰ ἐκθέσει τὸ πρῶτο θέμα ποὺ δημιούργησε, τὸ «Κρυφὸ Σχολειό», (βλ.
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΟ ΦΩΣ... ΤΟΥ ΛΥΧΝΑΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
https://www.vrellis.gr/pavlos-vrellis/)

τὰ ρωμέηκα (ἐλληνικὰ) μιλοῦσε στὸν λειτουργικό-πανηγυρικό του βίο μέσα στὴν ἐκκλησιά του; Τὸ κρυφὸ σχολειὸ δὲν εἶναι μῦθος ἀλλὰ πραγματικότητα βιωματικῆς συνέχειας (καὶ διδασκαλίας) τῆς γλώσσας. Τώρα, στὸν βαθμὸ ποὺ κάποιοι τυλίξανε τὴν πραγματικότητα αὐτὴ στὴν ἀχλὺ ἑνὸς «μύθου»... Πίσω ἀπὸ τὸ ἀρχοντικό, ὁ ὑπέροχος Βρέλλης, ἔπιασε καὶ κάλυψε τὴν φαγωμένη ἀπὸ τὶς μπουλντόζες (-ἀφοῦ ἕνα μέρος γῆς ἰσοπεδώθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ οἰκοδομήσιμος χῶρος-) πλαγιά μὲ...τὸ πενάκι. Λεπτοδουλειά! Τὴν ἔντυσε ἔτσι ὤστε νὰ δείχνει βράχος π’ ἀπ’ ἀνάμεσα ἐκβράζει σίδηρο, μετάλλευμα καὶ ὑγρασία. Γιὰ νὰ δείχνει ἀληθινὸ πέρα γιὰ πέρα καὶ νὰ κρύψει τὴν ἐπέμβαση στὸ φυσικὸ τοπίο τῆς πλαγιᾶς. Πάντα, βάσει ἀναλογιῶν. Μὲ ἁρμονία. Γιὰ τέτοια ἔργα εἶναι ἄξιος ἐκεῖνος ποὺ μετέχει τῆς σπουδῆς στὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ: ἁρμονίη ἀφανὴς -μαθαίνει σὰν νά ‘ναι ἡ ἀνάσα του- φανερᾶς κρείττων...

μερικὰ «τετράδια ψυχαγωγημένα» 3 Στὴν Μονὴ Προυσοῦ τώρα, στὶς ἐσχατιὲς ἐκεῖνες τῆς Χελιδόνας, ἀντίκρυ τῆς Καλλιακούδας, ὑφίσταται ἡ τρίπατη Σχολὴ τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων τῆς ἐπὶ Τουρκοκρατίας Ρούμελης. Στὴν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς σώζονται: «155 θεολογικὰ βιβλία, 50 φιλολογικά, 50 ἱστορικά, 7 γεωγραφικά, 18 νομικά, 3 μαθηματικά καὶ 5 φυσικά»4. Μεταξὺ αὐτῶν χειρόγραφο Μαθηματάριο τοῦ 18ου αἰώνα (ἀρ. κατ. 28), περιέχει Λόγους Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μὲ σχόλια, κατάλληλο γιὰ «σχολικὴ» χρήση, ὡς ἐξῆς: ἡ πλατύτερη ἑρμηνεία/παράφραση/ἐξήγηση ἀναπτύσσεται σὲ συνεχῆ ροὴ σὲ δύο πυκνὲς ἀκραῖες στῆλες στὰ περιθώρια δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῶν σελίδων τοῦ κώδικα. Στὸ μέσον, σὲ εὐρύχωρη παράταξη φέρει σὲ ἀραιὲς ἀράδες μὲ σταράτα στοιχεῖα τὸ ἀρχαῖο κείμενο τοῦ Λόγου καὶ μὲ κόκκινο ἴσως μελάνι σχόλια «ψυχαγωγικῆς ἑρμηνείας» (διάστιχα ἢ καταλογάδην) ἢ «ἐπισημάνσεις γραμματικοῦ χαρακτήρα», τὶς λεγόμενες «ἐξηγήσεις», ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ καταχωρεῖ καὶ τὴν δική του προσπάθεια μελέτης ὁ μαθητὴς στὸ διάκενο μεταξύ τῶν ἀράδων τοῦ κειμένου5. Τὴν χρήση του μοῦ

3 Βλ. ἐπιστολὴ διδασκάλου πρὸς τὸν λόγιο Χρύσανθο Νοταρά, ἐν Ἀγγελικῇ Σκαρβέλῃ-Νικολοπούλου, Τὰ Μαθηματάρια τῶν Ἑλληνικῶν Σχολείων τῆς Τουρκοκρατίας. Διδασκόμενα κείμενα, Σχολικὰ προγράμματα, Διδακτικὲς μέθοδοι, Συμβολή στην ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς παιδείας (διδακτορικὴ διατριβή ΑΠΘ 1989, σ. 287 - https:// thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1472). 4 Ἀθανάσιος Παλιούρας, Τὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας στὸν Προυσό, ἐκδ. Τζαφέρη, Ἀθήνα 1997, καὶ φωτ. 164).Πρβλ. ἀρχιμ. Δοσιθέου Προυσιώτου, Κύριλλος ὁ Καστανοφύλλης (Βίος, δρᾶσις καὶ ἀνέκδοτος ἀλληλογραφία). Συμβολή εἰς τὴν Ἱστορίαν τῆς Εὐρυτανίας [1965] (ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2016, σ.

Γραμματικῆς καὶ

καὶ διέσωσε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση», 173: «ἀντιπροσωπεύουν σὲ πλάτος καὶ βάθος τὴν σχολικὴ πράξη», 285: «Τὰ χειρόγραφα εἶναι μεσαίου σχήματος, τὸ κλασικὸ κείμενο γράφεται στὸ κέντρο τῆς σελίδας, ἐνῶ μεταξὺ τῶν στίχων οἱ γραφεῖς ἀφήνουν μεγάλο διάστημα γιὰ

~12~
τοῦ Πυρσοῦ τῆς
τὰ
τῆς Ἑλλάδος»,
ἴδιος σὲ Ἐπιστολάριό του,
«αωιστ΄ Δεκεμβρίου κ΄»). 5 Σκαρβέλη-Νικολοπούλου
τὸν ἠθικοπλαστικό τους
διδασκαλίας
39: «ἐκ τῆς Θεομητορικῆς Ἰερᾶς Μονῆς
κειμένης κατὰ
ὅρια
ὑπογράφει ὁ
ἐν ἔτει
(ὅ.π., σσ. εἰσαγωγ., 1, 44, 99-107, 284-313, 684). Ἐνδεικτικὰ σσ. 169-170: «ἦταν τὸ μέσον μὲ τὸ ὁποῖο ἐμπεδώνετο ἡ καθαυτὸ γλωσσικὴ διδασκαλία, ἡ Γραμματικὴ καὶ τὸ Συντακτικό. Ἐπιτελοῦσαν ὅμως καὶ
προορισμό [...]», 171: «ὁ συνδυασμὸς
κειμένων,
Συντακτικοῦ ἐσυντήρησε
*** καὶ

ἐξήγησε ὁ εἰδικὸς στὴν χειρόγραφη παράδοση τῶν λόγων τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχή, καθηγητὴς τοῦ ΑΠΘ, Χρῆστος Σιμελίδης6, ὁ ὁποῖος καὶ ἐξεπλάγη ὅταν τοῦ ἀνέφερα πὼς τέτοιο Μαθηματάριο ἦταν ἀκόμη ἐν χρήσει τὸν 18ο αἰώνα στὴν Σχολὴ τῆς Μονῆς Προυσοῦ, ἀφοῦ στὴν βυζαντινὴ χιλιετία ἀποτελοῦσε τύποις ἀναγνωσματάριο τῶν κατὰ τόπους μαθητῶν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀντιλαμβανόμαστε πόσο χρήσιμο θὰ ἦταν ἕνα τέτοιο καλογραμμένο καὶ καλοερμηνευμένο Μαθηματάριο στὰ χέρια ἐκείνου τοῦ προσεκτικοῦ μαθητῆ ποὺ κλήθηκε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ κατοπινὸ ἀλληλοδιδακτικὸ ἐν Ἑλλάδι σχολεῖο. 25.01.2021 Θοδωρὴς Σαμαρᾶς

νὰ γραφοῦν τὰ γλωσσήματα. Τὰ σχόλια γράφονται στὰ περιθώρια. Γλωσσήματα καὶ σχόλια γράφονται μὲ μελάνη διαφορετικοῦ χρώματος», 285: «Ἡ ψυχαγωγικὴ μέθοδος [...] συνίσταται στὴν ἀπόδοση τῶν λέξεων τοῦ πρωτοτύπου κειμένου μὲ δύο ἢ περισσότερα συνώνυμα, τὰ ὁποῖα γράφονται μεταξὺ τῶν στίχων τοῦ κειμένου «κιονιδόν» ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἑρμηνευόμενη λέξη», 290: «Ἐκτὸς τῆς ψυχαγωγικῆς χρησιμοποιήθηκε καὶ ἡ μονολεκτικὴ μέθοδος γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν κειμένων. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ μαθητής, κατὰ τὴν ἀντιγραφὴ τοῦ κειμένου, ἀφήνει μεγάλα διαστήματα μεταξύ τῶν γραμμῶν, ὥστε νὰ ὑπάρχει χῶρος γιὰ τὴ μονολεκτικὴ ἑρμηνεία, δηλαδὴ τὴν ἀπόδοση των λέξεων τοῦ πρωτοτύπου κειμένου μὲ μία ἀντίστοιχη λέξη τῆς νέας ἐλληνικῆς, δημωδέστερη ἢ λογιότερη», 286: «ἡ γραφὴ τῶν ψυχαγωγιῶν ἢ τῆς μονολεκτικῆς ἐξηγήσεως ἦταν ἕνα δεύτερο στάδιο, μιὰ ἐργασία ἀπαραίτητη γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ «μάθησις» τοῦ κειμένου, τὸ ὁποῖο εἶχε γραφῆ ἐκ τῶν προτέρων». –Γιὰ παραγγελίες χαρτιοῦ ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους γιὰ τὶς ἀνάγκες καὶ τῶν σχολείων, βλ. 307 σημ. 3 : «χαρτὶ διά γράψιμο νὰ εἶναι ὅλον κορεμένον εἰς τὰς ἄκρας του», 311 σημ. 5: «Τὸ χαρτὶ «διά γράψιμο» πωλεῖται σὲ κόλλες καὶ οἱ μαθητὲς σὲ κόλλες τὸ ὑπολογίζουν. [...] Συνολικὰ ὁ μαθητὴς Γεώργιος Σίφνος (;) ἔγραψε 48 κόλλες «πρὸς ἕνδεκα παράδες». Τὸ δέσιμό του ἐστοίχισε 100 παράδες», 312 σημ. 1 : «Ὁ Γρηγόριος Κανάς, Πάτμιος, εἶναι ὁ γραφέας πολλῶν μαθηματαρίων. [...] Ἡ γραφή του μαρτυρεῖ ἄνθρωπο πολὺ ἐξασκημένο στὸ γράψιμο. Φαίνεται ὅτι ἔγραψε μαθηματάρια μὲ ἀμοιβὴ γιὰ χάρη μαθητῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀποφύγουν τοὺς κόπους τῆς ἀντιγραφῆς». -Τέλος, σσ. 331-338: ἡ κριτικὴ τοῦ Ἰώσηππου Μοισιόδακα, τοῦ Κοραῆ (ἀρνητικὴ μὲν ἀλλὰ καὶ ἀπροσδόκητα θετική (σ. 337)) καὶ τοῦ Κούμα στὴν «ἐξήγησιν» τῆς ψυχαγωγικῆς μεθόδου. -Βλ. καὶ Ἑλένη Τζώρτζη, Ἡ ἑλληνικὴ γραμματεία στὴ βασικὴ παιδεία τοῦ γένους κατὰ τὴν ὕστερη τουρκοκρατία (1750-1821) (https:// thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/26985, διδ.διατριβή Πανεπιστ. Ἰωαννίνων 2012, σ. 530), ἐνῶ περιγραφὴ μαθηματαρίων, στὸ ἴδιο, σσ. 227 κ.εξ.). 6 Στὶς παραδόσεις του πρὸ ἐτῶν στὸν Ἄρτο Ζωῆς καὶ στὴν κατοπινὴ μεταξύ μας ἀλληλογραφία.

~13~

ἱστορικῆς περὶ Μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ». Ὡστόσο, ἡ μελέτη αὐτὴ καταλάμβανε περισσότερα ἀπὸ τὰ τρία τέταρτα τῆς ἐκδόσεως παραχωρώντας ἕνα μικρὸ μονάχα μέρος στὸ ἀνθολόγιο τῶν δημοτικῶν ἑλληνικῶν τραγουδιῶν. Στὴν

τοῦ ὁποίου καιροφυλακτεῖ ἕνας ἀκραῖος κίνδυνος: Ἡ σύνδεσή του μὲ τὸν μεσσιανισμὸ ἐπιβάλλει ἕνα εἶδος ἀντιληπτικῆς πρακτικότητας ποὺ πρέπει πάραυτα νὰ ἀποτελέσει ὄχι μονάχα τὴν οὐσία τοῦ ἐθνικοῦ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ κυρίως νὰ τὴν ἐξωτερικεύσει, νὰ τὴν ἐκφράσει στὴν ἀκραία μορφή της: «Τὴν ἱστορίαν, ὡς οὐράνιον μάννα, ὡς ἄρτον ἐπιούσιον γευόμενοι οἱ κλητοὶ λαοί, σώζονται καὶ εὐποροῦσιν». Ἡ εὐπορία αὐτὴ δὲν εἶναι ἔννοια ἀφηρημένη ἀλλὰ μεταφράζεται σὲ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Ζαμπέλιος ἀποκαλεῖ «ἐγγύηση ἀδιακόπου προόδου»· προόδου ποὺ ζητεῖ «πράξεις, θετικότητα, γινόμενα, γεγονότα». Αὐτή του ἡ ὀπτικὴ ἦταν ποὺ τὸν ἔφερε σὲ σύγκρουση μὲ τὸ σχῆμα ἀκμή, παρακμή, πτώση τοῦ Γίββωνα καὶ ὄχι ἡ εἰλικρίνειά του ἀπέναντι στὶς ἐποχὲς τῆς ἱστορίας, οὔτε ἡ ἀντίθεσή του στὴν πρακτικὴ τῶν περιοδολογήσεων. Μάλιστα, θὰ παραδεχτεῖ τὴν περιοδολόγηση μετασκευάζοντάς την μυστικιστικὰ σὲ ἕνα σχῆμα ποὺ στὴν βάση του θυμίζει ἔντονα τὸν Ἰωακεὶμ τῆς Φιόρης: Ἡ πρώτη ἑλληνικὴ περίοδος –ἡ ἀρχαία–προαναγγέλλει τὴν δόξα τῆς νεότερης, τὸ μεσσιανικὸ πεπρωμένο τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ. Ἡ μέση περίοδος «ἐμπεριέχει (…) τὸν κρύφιον λόγον τὸν συνδυάζοντα τὴν ἀρχαίαν μετὰ τῆς ἐνεστώσης κοινωνίας». Αὐτὸς ὁ «κρύφιος λόγος» εἶναι συνάμα καὶ νόμος «τῆς ἐθνικῆς ἐνδελέχειας καὶ ἀναπτύξεως» τοῦ ἑλληνισμοῦ. Εἶναι τόσο μυστικὸς ὥστε ἀκόμη καὶ «ὁ ἀληθὴς καὶ ἀκριβὴς λόγος τῆς πτώσεως τοῦ Βυζαντινοῦ θρόνου» ὑπῆρξε ἄγνωστος καὶ γιὰ τοὺς συγκαιρινοὺς μὰ καὶ γιὰ τοὺς κατοπινούς. Τὸν

~14~ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Η ΠΕΛΩΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΖΑΜΠΕΛΙΟΥ Στὰ
«εἰσαγωγὴ» αὐτὴ ἐκτίθενται οἱ βασικὲς ἀρχὲς τῆς ἱστοριονομικῆς του θεωρίας μὲ τρόπο συστηματικότερο καὶ
Γιὰ νὰ εἶμαι ὅμως εἰλικρινὴς ὁ μυστικισμός του ὑπῆρξε ἕνα ἄτσαλο καὶ χαοτικὸ ἔκθεμα, στοὺς κόλπους
τῆς νέας Ἑλλάδος. Ἡ συνέχεια τῆς σκέψης τοῦ Ζαμπέλιου εἶναι χαοτική, καθότι τὸ ἴδιο τὸ νόημά της προκύπτει ὡς τὸ σύνολο ἐξωϊστορικῶν συναρτήσεων. Ἡ ἴδια ἡ ἱστορία προκύπτει ὡς μία λήψη ζητουμένου ταυτοτικὰ συνδεδεμένη μὲ τὸ μεσσιανικὸ πεπρωμένο τῆς Ἑλλάδας: «Ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ εἰσέλθῃ ἐν τῷ κόσμῳ δι’ Ἑλληνικῆς ὁδοῦ». Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἐνθουσιώδεις διατυπώσεις δὲν ἦταν τόσο ἀθῶες. Γιὰ παράδειγμα, δὲν διστάζει νὰ παραθέσει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ κάποια ἀπόκρυφη εὐαγγελικὴ πηγή –ποὺ ὅσο κι ἂν ἀναζήτησα δὲν κατάφερα νὰ ἐντοπίσω– σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο, ὅταν ὁ Χριστὸς εἰσερχόταν θριαμβικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα πρὶν τὸ Πάθος, μέσα στὸ πλῆθος ὑπῆρχε κάποιος Ἕλληνας στρατιώτης «ὅστις, κατὰ συγκυρίαν ἐν μέσῳ τῶν ἀδόντων τὸ Ὡσαννὰ ἑβραιοπαίδων παρευρισκόμενος, ἀπεκδυθεὶς τὸν ἑαυτοῦ χιτώνα καὶ στρώσας ἐν τῇ γῇ, ὅθεν ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς νὰ διαπορευθῇ, ἐφώναξεν ὑψηλοτέρᾳ τῇ φωνῇ «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου». Κατὰ τὴν ἀνάγνωση ἀποσπασμάτων ὅπως τὸ παραπάνω πρέπει νὰ ἀναχαιτίσουμε πάραυτα τὴν πρόθεση μιᾶς ἁπλοϊκῆς κατανοήσεως: Ἡ ἁπλοϊκότητα δὲν σημαίνει ἐπιφανειακότητα, ἀλλὰ συμφωνεῖ
1852
Ζαμπέλιος ἐξέδωσε ἕνα ὀγκῶδες ἔργο μὲ τὸν τίτλο «Ἄσματα Δημοτικὰ τῆς Ἑλλάδος». Τὸν ἀκολουθοῦσε ἡ ἐμφαντικὴ ὑποσημείωση: «Ἐκδοθέντα μετὰ μελέτης
ἀναλυτικό. Ἡ ἀφήγηση ὅμως τῆς ἱστορικῆς περιπέτειας τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀκολουθεῖ μία βαθιὰ μυστικιστικὴ σκοπιμότητα ἡ ὁποία καθιστᾶ τὴν ἑρμηνευτικὴ αὐτοσκοπὸ καὶ ὑποβολέα μιᾶς παραπλανητικῆς πραγματικότητας.
ἐντοπίζει νὰ κεῖται «κεκρυμένος καὶ ἀδιερμήνευτος ἐν προσδοκίᾳ τῶν ἀνακαλυπτηρίων του» στους κόλπους

οὐσιωδῶς μὲ τὴν πρόθεση τοῦ Ζαμπέλιου νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν «λαϊκό» τύπο ἀνθρώπου, ἐκεῖνον ποὺ ὡς ἱστορικὸς ἔπρεπε νὰ διαμορφώσει προκειμένου νὰ ἀναδείξει ἀνατρεπτικὰ τὸ «ἑλληνικὸ» ὡς κατεξοχὴν μεσσιανικό. Ἄλλωστε τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τῆς «λαϊκότητας» ἢ μᾶλλον ἡ ὁρμὴ τῆς ἀκατέργαστης λαϊκῆς ἰσχύος τὸν ἔχει ἤδη ἐντυπωσιάσει ὅταν κατέγραφε τὴν ἐξέλιξη τῆς Α΄ Σταυροφορίας. Σημείωνε: «Ἡ φωνὴ τοῦ Ἐρημίτου Πέτρου, ἡ κρατερὰ αὐτὴ φωνή, ἀνακυλᾶ σφοδρῶς πάντα τὰ ἐν ἀργίᾳ καὶ ἀδρανίᾳ διάγοντα κοινωνικὰ στοιχεῖα τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Ἡ κίνησις, ἡ ζωή, ἡ ἐνέργεια, ἡ δραστηριότης διέρχονται ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ τὴν πρώην ἀπάθειαν, καὶ τὴν ἀναλγησείαν (sic)». Ὁμοίως: Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοήσουμε τὴν ἐπανάληψη εἰκόνων καὶ σημείων ποὺ παραπέμπουν στὴν κινητικὴ ἐνέργεια τῆς ἱστορίας. Ὅλες τους συνδέονται μὲ τὴν ἰδέα μιᾶς προόδου ποὺ ὑφίσταται ὡς ὁ κιρκαδιανὸς ρυθμὸς τῆς ἱστορίας, ἀντιτιθέμενος στὴν ἀργία, τὴν ἀδράνεια, τὴν ἀπάθεια· δυνάμεις καὶ ποιότητες ποὺ προκύπτουν ὡς μορφὲς τοῦ «κακοῦ» ἢ μᾶλλον ὡς ἀντιθέσεις στὴν σφοδρὴ κινητικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου. Ἡ σύνδεση τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ στὴν πρακτική της ἀπόδοση ἀκολούθησε αὐτὴ τὴν λογική: ὁ Χριστιανισμὸς «δὲν εὐχαριστεῖται εἰς μερικὰς τινὰς ἐπαναστάσεις· ἀπαιτεῖ τὴν ἐθνεγερσίαν τῶν ὅλων κοινωνιῶν. Κτυποῦν τὴν δουλείαν κατά πρόσωπον, μοχλεύει τὴν βάσιν τῆς κοινωνίας· ἐμφιλοχωροῦν δὲ εἰς τὰ μύχια τῆς κοινωνίας αἰσθήματα, ἀναμορφοῖ τὰ ἤθη καὶ παρασκευάζει μεγίστας πολιτικὰς μεταβολάς». Πρὸς τί ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸν Ζαμπέλιο; Γιὰ τὴν διατύπωση καὶ κατάδειξη τῆς μίας καὶ μόνης ἀλήθειας τῆς ἱστορίας, τελικὰ τοῦ ἴδιου της τοῦ σκοποῦ: «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΘΝΟΣ ΩΘΕΙΤΑΙ ΚΑΙ ΡΕΠΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΣΟΝΟΜΙΑΝ». Κι ἐδῶ μὲ τὴν ἴδια ἔνταση ἐνεργοῦν οἱ κινητικὲς δυνάμεις: «Ὠθεῖται–ρέπει». Και ἡ ἰσονομία τέτοια δύναμη εἶναι ποὺ ἐκδηλοῦται σπερματικὰ στὸν Χριστιανισμὸ ὡς προσάναμμα τῆς ἑλληνικῆς δόξας: «Ἡ ἰσονομία, ἀκριβῶς, εἶναι ἡ ἔνστικτος ροπὴ πρὸς τὴν παῦσιν πάσης κοινωνικῆς ἀνισότητος. Κλίσις συνάμα καὶ κλῆσις, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην ἱερὰ καὶ θεοκίνητος, ἡ δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ἀφ’ Ἑλλάδος ἀρχομένη ἐφ’ ὅλης σχεδὸν ἐπεκτείνεται τῆς ἐπιγείου σφαίρας». Αὐτονόητα τὰ θεῖα χαρακτηριστικὰ τῶν ἑλληνικῶν ποιοτήτων δὲν ἐξαντλοῦνται οὐσιακὰ καὶ ἐνεργητικά, ἀλλὰ λειτουργοῦν ὡς ἕνας μαγνητικὸς πόλος ποὺ ἕλκει καὶ ἀφομοιώνει τοὺς μακρὰν καὶ τοὺς ἐγγὺς μεταλλάσσοντάς τους σὲ ἐκεῖνο ποὺ αὐτὸς εἶναι: «Πάντα τὰ συνεργαζόμενα ἔθνη συμμετέχουσιν αὐτῆς (τῆς ἰσονομίας), παρ’ ἡμῖν ὅμως τὸ θεῖον τοῦτο αἴσθημα εἶναι πλῆρες, ἀκέραιον, ἀδιάφθορον, παντοδύναμον, ἀκατάβλητον· ἀρχὴ καὶ τέλος τῆς ἱστορικῆς ἐνέργειάς μας· κέντρον τῆς ζωϊκῆς καὶ διανοητικῆς κινήσεώς μας· ἰσχὺς τοσοῦτον δραστηρία, ὥστε ἰδιοποιεῖται τὴν οὐσίαν, καὶ ἀφομοιοῦται τῇ φύσει οἱασδήποτε

~15~
φυλῆς, τεθειμένης εἰς ἄμεσον συγκοινωνίαν καὶ συνεπαφὴν μεθ’ ἡμῶν». Εῖναι βέβαιο πὼς μποροῦμε νὰ ἐγκαινιάσουμε ἕνα διάλογο σχετικὸ μὲ τὶς φιλοσοφικὲς καὶ τὶς ἰδεολογικὲς ἐπιρροὲς τοῦ Ζαμπέλιου. Ὅπως κι ἂν ἔχει ὅμως, τὸ στοιχεῖο τοῦ «δημώδους» ποὺ κατ΄ ἐκεῖνον λειτουργεῖ ὡς προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ βαθέος μεσσιανικοῦ πεπρωμένου τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ δὲν ἀπαιτεῖ τίποτα περισσότερο –γιὰ νὰ ἐπαναλάβω τὸν Siegfried Kracauer– ἀπὸ τὴν παρουσία τῆς μάζας ὡς διάκοσμο. Κι αὐτὴ ἡ σκοπιμότητά του, ποὺ ἀκόμη κι ἂν δὲν ὑπῆρξε συνειδητὴ διαμορφώθηκε ὡς τέτοια, ἔμελλε νὰ στοιχειώσει καὶ στοιχειώνει ἀκόμη καὶ σήμερα, τὴν σκέψη μίας μερίδας τῆς ἑλληνικῆς διανόησης. Τοῦτο προκύπτει τόσο ἔντονα κατὰ τὴν μελέτη τοῦ «νεοελληνικοῦ ζητήματος», ὥστε ἡ ἰδέα τοῦ καταγωγικοῦ χρέους τῆς προόδου νὰ συντρίβεται σὲ μία ἐνοχικὴ ὀμφαλοσκόπηση, ὅταν ἡ ἴδια ἡ πρόοδος δὲν μπορεῖ ἐπ᾽οὐδενὶ νὰ ἀποδεσμευτεῖ καὶ νὰ ἰδωθεῖ ἐκτὸς τῶν φαντασιακῶν ἑρμηνευτικῶν σχημάτων. Κάπως ἔτσι τὸ Βυζάντιο βλέπεται ὡς φοβερὸ φάσμα, ὡς σκιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ· κάπως ἔτσι ἡ μάζα ἐκπαιδεύεται ὡς διάκοσμος. Εὐάγγελος Σταυρόπουλος

πὼς τὸ πιὸ σημαντικό, τὸ βαθύτερο τραῦμα ποὺ ἄφησε στὸν σύγχρονο Ἑλληνισμὸ ἡ ταύτισή του μὲ αὐτὸ τὸ κράτος δὲν ἦταν τόσο «ὁ ἐξαναγκαστικὸς συμβιβασμὸς μὲ τὰ τετελεσμένα τοῦ 1830-32, οὔτε ἡ κατὰ συνθήκη ἀποδοχὴ τῆς κηδεμονίας τῶν μεγάλων δυνάμεων», ὅσο «ἡ βαθειά, ψυχικὰ ἐσωτερικευμένη υἱοθέτηση τοῦ βλέμματος τῶν Εὐρωπαίων σχετικὰ μὲ τὸ τί ἐστὶ Ἕλλην καὶ Ἑλλάς». Ἡ συλλογική μας ταυτότητα ὡς συγχρόνων Ἑλλήνων διαμορφώθηκε

τότε κυρίαρχα

τους. Καὶ ἂν γιὰ τὰ συλλογικὰ μορφώματα τοῦ κεντροευρωπαϊκοῦ χώρου τὸ φαντασιακὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Διαφωτισμοῦ λειτούργησε ἐνδεχομένως θετικά, καταφέρνοντας νὰ ἑνοποιήσει ἀσύντακες καὶ πολλὲς φορὲς ἀντίπαλες ἐθνοφυλετικὲς ὁμάδες, στὴν περίπτωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ ἀντίληψη αὐτὴ εἶχε τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. Λειτούργησε χωριστικά, γιὰ νὰ διακόψει μιὰ μακρὰ ἱστορικὴ διαδικασία πολιτισμικῆς ἑνοποίησης στὸν χῶρο τῆς νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἐγγὺς Ἀνατολῆς, ἕνα ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα – γεγονὸς ποὺ στὸν 18ο καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἦταν σὲ ἰδιαίτερη ἔνταση. Ἴσως στὸ σημεῖο αὐτὸ τὸ μυαλὸ κάποιων νὰ πάει στὴ γνωστὴ διαφορὰ «ἔθνους» καὶ «γένους». Ὅμως φοβᾶμαι πὼς οὔτε αὐτὴ ἡ ἐννοιολογικὴ διάκριση βοηθᾶ, καθὼς καὶ οἱ δύο της ὅροι –καὶ τὸ ἔθνος καὶ τὸ γένος– γίνονται κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἀντιληπτοὶ στὸ πλαίσιο τῆς ἐπικρατοῦσας πλέον ἀντίληψης περὶ συλλογικοῦ ὑποκειμένου καὶ συλλογικῆς ταυτότητας ποὺ ἀνέφερα παραπάνω. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν θὰ πρότεινα νὰ δοῦμε πῶς ἀντιλαμβάνονταν τὰ πράγματα αὐτὰ δυὸ πολὺ διαφορετικοὶ ἄνθρωποι, ὁ Ρήγας Βελεστινλῆς καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰώνα· στὰ χρόνια δηλαδὴ ποὺ διαμορφώνονταν οἱ ἰδέες ποὺ συνέγειραν τοὺς ἐξεγερμένους τοῦ 1821. Ὁ Ρήγας, ὁ πρῶτος καὶ ὁ σημαντικότερος μᾶλλον ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, ὁραματιζόταν, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, μιὰ «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία». Ποὺ σύμφωνα ὅμως μὲ τοὺς γνωστοὺς ἐπίσης στίχους τοῦ Θούριου, θὰ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ Βουλγάρους, Ἀρβανίτες, Σέρβους, Ἀρμένιους και Ρωμιούς,

~16~ ΒΑΣΙΛΗΣ ΞΥΔΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΟΡΘΙΟΣ, ΓΥΜΝΟΣ
Β΄) ΡΗΓΑΣ,
Ἔλεγα στὸ προηγούμενο τεῦχος τοῦ Κοινοῦ
ὅτι τὸ ἑλληνικὸ
ξε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἡ διάψευση τῆς ἐπανάστασης»,
στὴ βάση τῆς νεωτερικῆς ἀντίληψης περὶ ἔθνους ὡς
συλλογικοῦ
ἀράπηδες καὶ ἄσπρους. Καὶ ἔβλεπε ὅλους αὐτοὺς μαζὶ νὰ αἰσθάνονται πὼς μοιράζονται μιὰ κοινὴ πατρίδα («γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι νἄχωμεν μιὰ καρδιά»). Πῶς γίνεται αὐτό; Πῶς συμβιβάζεται ὁ ἐθνικὸς προσδιορισμὸς τοῦ κράτους μὲ τὸν διεθνικὸ προσδιορισμὸ τῆς κοινωνίας του; Ὁρισμένοι σκέφτηκαν νὰ ἐπιλύσουν τὴν ἀντίφαση λέγοντας ὅτι ἡ πληθυσμιακὴ πλειονότητα στὸν χῶρο αὐτὸν ἦταν Ἕλληνες. Ἑπομένως ἡ πλειονότητα θὰ ὅριζε τὸν ἐθνικὸ χαρακτήρα τοῦ κράτους καὶ οἱ ὑπόλοιποι θὰ ἦταν προνομιοῦχες μειονότητες, μὲ πλήρη, ἐννοεῖται, πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ δικαιώματα. Ὅμως δὲν πρόκειται περὶ αὐτοῦ. Διότι ὁ Ρήγας δὲν εἶχε στὸν νοῦ του τὸν Ἑλληνισμὸ σὰν πληθυσμιακό, ἀλλὰ σὰν πνευματικὸ μέγεθος. Μέγεθος ποὺ ἐκ τῆς φύσεώς του μποροῦσε νὰ λειτουργήσει ἑνοποιητικὰ γιὰ ὅλες τὶς ἐθνότητες τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ποὺ σχεδίαζε. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ὅταν θέλει νὰ ἀναφερθεῖ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐμεῖς σήμερα θὰ ἀποκαλούσαμε Ἕλληνες μὲ τὴ σύγχρονη ἐθνικὴ σημασία, αὐτοὺς
(ΜΕΡΟΣ
ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ
(τχ. 11, σελ. 16-17)
κράτος «ὑπῆρ
καὶ
περιφραγμένου, ἀμιγοῦς καὶ αὐτάρκους
ὑποκειμένου. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ ἀντιλαμβάνονταν τὰ
εὐρωπαϊκὰ ἔθνη τὸν ἑαυτό

τοὺς ἀποκαλεῖ Ρωμιούς. Καὶ φυλάει τοὺς ὅρους «Ἕλληνας» καὶ «ἑλληνικὸς» γιὰ ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ ὑπερβεῖ τὶς ἐπιμέρους ἐθνικὲς ὁμάδες τῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ λειτουργήσει σὰν διαμορφωτικὴ δύναμη μιᾶς ἑνιαίας πατρίδας ἐλευθέρων πολιτῶν ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ φυλὴ καὶ τὴ θρησκεία καθενός. Ἀνάλογη κατανόηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς μορφωτικοῦ (διαμορφωτικοῦ) πολιτισμικοῦ μεγέθους θὰ βροῦμε στὸν Πατροκοσμᾶ. Ὁ ἅγιος, χωρὶς νὰ ἐμφορεῖται ἀπὸ κάποιο ἐξεγερτικὸ ὅραμα, γυρνοῦσε ἐπὶ δύο δεκαετίες (1760-1779) τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ἰδίως τὰ βλαχοχώρια καὶ τὰ ἀρβανιτοχώρια τῆς Θεσσαλίας καὶ τὴς Ἠπείρου, παρακινώντας τοὺς ἀκροατές του νὰ ἱδρύουν σχολεῖα ἑλληνικὰ καὶ νὰ μαθαίνουν στὰ παιδιά τους τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα – τὴ γλῶσσα τῆς ἐκκλησίας, ὅπως ἔλεγε. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτά, τὴν ἴδια ὥρα τοὺς ἀπέτρεπε ἀπὸ κάθε ἄλλη ἔννοια ἑλληνικότητας ἢ ἐθνικοῦ πατριωτισμοῦ. «Δὲν εἴστενε Ἕλληνες», τοὺς ἔλεγε. Καὶ ταύτιζε τὴν ἔννοια τοῦ Ἕλληνα μὲ τοὺς ἀσεβεῖς, τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἄθεους. Ἄλλο παράδοξο καὶ τοῦτο! Πῶς γίνεται νὰ εἶσαι ἀπὸ τὴ μιὰ μαχητικὸς ὑπερασπιστὴς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀρνητὴς τῆς ἑλληνικότητας ὡς ταυτοτικοῦ χαρακτηριστικοῦ; Ὁ Ἰω. Μενοῦνος, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους μελετητὲς τοῦ Πατροκοσμᾶ, ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα λέγοντας πὼς ὁ ἅγιος χρησιμοποιοῦσε τὴν ὀνομασία Ἕλληνας με τὴν ἔννοια τοῦ εἰδωλολάτρη, τοῦ ὁπαδοῦ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς θρησκείας (βλ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, σελ. 86). Ὅμως κατὰ τὴ γνώμη μου ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δὲν εἶναι σωστή. Εἶναι μιὰ εὔκολη διαφυγὴ ἀπὸ τὸ πρόβλημα. Ὁ Μενοῦνος ἔχει ἀσφαλῶς δίκιο ὅτι αὐτὴ ἦταν γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ἡ ἐκκλησιαστικὴ χρήση τοῦ ὀνόματος Ἕλλην. Ξέρουμε ὅμως ἐπίσης πὼς ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὑπῆρξε στὰ νιάτα του μαθητὴς δασκάλων ποὺ ἦταν ἀπολύτως ἐνήμεροι γιὰ τὴν κίνηση τῶν ἰδεῶν στὴν Εὐρώπη. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ (μετέφρασε στὰ ἑλληνικὰ τὸν Βολταῖρο, τὸν Λόκ, καὶ πάμπολλους ἄλλους δυτικοὺς στοχαστές, ἀρχαιότερους καὶ νεώτερους). Ὅσο λοιπὸν καὶ ἂν μποροῦμε εὔλογα νὰ ὑποθέσουμε πὼς ὁ ἅγιος εἶχε κατὰ νοῦ τὴ θρησκευτικὴ σημασία τοῦ Ἕλληνα ὡς εἰδωλολάτρη, ἄλλο τόσο εἶναι προφανὲς ὅτι εἶχε ὑπ’ ὄψη του καὶ τὴ σύγχρονή του ἰδέα τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας ὡς ἐγκοσμιοκρατικοῦ καὶ ἀντιεκκλησιαστικοῦ ἰδεώδους στὸ πλαίσιο τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἔτσι λοιπὸν ὅταν ὁ Πατροκοσμᾶς κάνει λόγο γιὰ «ἀσεβεῖς», «αἱρετικοὺς» καὶ «ἄθεους» ἡ κατηγορία δὲν ἀφορᾶ τόσο τοὺς ἀρχαίους εἰδωλολάτρες ὅσο τοὺς συγχρόνους του διαφωτιστές. Ἡ ὁρολογία ἄλλωστε δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ δική του. Μὲ τὴν ἴδια ἀκριβῶς γλῶσσα κατήγγειλλε ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν Βολταῖρο ὡς ὄργανο «παντελοῦς ἀσέβειας καὶ ἀθεΐας» (βλ. Κ. Θ. Δημαρᾶ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σελ. 156, καὶ π. Γ. Μεταληνοῦ, Ἑλληνισμὸς μετέωρος, σελ. 40). Εἶναι ἑπομένως φανερὸ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀρνεῖται ὁ Πατροκοσμᾶς, λέγοντας «δὲν εἴστενε Ἕλληνες»,

~17~
εἶναι ἡ δικὴ μας ἡ σημερινὴ ἀντίληψη περὶ ἑλληνικότητας ὡς ἐθνικοῦ χαρακτηριστικοῦ. Στὸν ἀντίποδα αὐτοῦ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς διαδίδει τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὄχι σὰν γλῶσσα μιᾶς ἰδιαίτερης ἐθνότητας, ἀλλὰ σὰν τὴ γλῶσσα τῆς ἐκκλησίας. Θὰ συνεχίσουμε στὸ ἑπόμενο τεῦχος τοῦ Κοινοῦ γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ὁ Πατροκοσμᾶς κινεῖται στὸ πλαίσιο μιᾶς ἀντίληψης –καὶ μιᾶς στρατηγικῆς, θὰ μπορούσαμε ἴσως νὰ ποῦμε– ποὺ ἔχει γενικότερα ἐρείσματα. Καὶ θὰ δοῦμε ἐπίσης μὲ ποιούς ἄλλους τρόπους ἐκδηλώθηκε ἡ ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Πατροκοσμᾶ καὶ τοῦ Ρήγα. Βασίλης Ξυδιᾶς

φέρνει ποτὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς κατάκτησης. Ἡ κατάκτηση τῆς Ἰστανμπούλ (στμ: τῆς Κωνσταντινούπολης) δὲν θὰ ὁλοκληρωθεῖ ποτέ. Μπορεῖ νὰ ἀλλαχτοῦν τὰ ὀνόματα τῶν δρόμων, νὰ προχωρήσει ἡ ἀνοικοδόμηση. Μπορεῖ νὰ σβήσουν τὰ σημάδια τῶν παλιῶν κατοίκων τῆς Πόλης, τὰ σύμβολα ν’ ἀλλάξουν ἀπὸ χριστιανικὰ σὲ μουσουλμανικά, ἡ Ἁγιὰ Σοφιὰ νὰ μετατραπεῖ σὲ τζαμί, ἡ δημοκρατία νὰ γίνει ἄνω–κάτω ἀλλὰ καὶ πάλι θὰ ἐπιβιώσει τὸ παλιὸ πνεῦμα τῆς Πόλης. Στὴν τουρκικὴ μουσικὴ θὰ ἀναγνωρίσει κανεὶς τοὺς βυζαντινοὺς ἤχους, ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τοῦ μετρὸ θὰ ἀνασυρθοῦν παλιὰ εὑρήματα ποὺ οἱ κατακτητὲς θὰ τὰ παρουσιάσουν σὰν κομμάτι τῆς δικῆς τους κουλτούρας. Κάποια ἔθιμα ἄγνωστης προέλευσης ὑπογραμμίζουν τὸ παρελθόν, τοὺς χρόνους ποὺ προηγήθηκαν τῆς κατάκτησης. Ὑπάρχει πάντοτε ἕνα ἀδούλωτο κομμάτι τῆς πόλης ποὺ σοῦ κλείνει καὶ σήμερα τὸ μάτι. Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ κατακτητὴς δὲν μπορεῖ νὰ σβήσει ὁλοκληρωτικὰ τὸ παρελθόν, κάθε χρόνο στὶς 29 Μαΐου ἐπαναλαμβάνεται σὰν γιορτὴ ἡ κατάκτηση τῆς βυζαντινῆς Πόλης καὶ ἡ πτώση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Δὲν ἡσυχάζει ὁ κατακτητὴς ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος. Πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνει τὴν κατάκτηση ἀπαραιτήτως καθημερινὰ γιατὶ ἔχει καταλάβει πὼς ἡ νίκη τοῦ παρελθόντος δὲν ἐγγυᾶται για τὸ μέλλον. Τὸ μήνυμα εἶναι πὼς οἱ σιωπηλὲς καὶ ἀπειλητικὲς ἀναμνήσεις μ’ ὀρθάνοιχτα μάτια κοιτάζουν κι ὅσο ἡ πόλη εἶναι ἀρένα ταξικοῦ πολέμου πρέπει ὁ κατακτητής-fatih νὰ εἶναι σὲ ἐπαγρύπνηση ἐπανακατάκτησης. Μπορεῖ νὰ ἔχουν περάσει ἑκατοντάδες χρόνια, ἀλλὰ τὸ ξεκαθάρισμα λογαριασμῶν δὲν ἔχει τελειώσει. Οἰ ἐτήσιες γιορταστικὲς ἐκδηλώσεις τῆς 29ης Μαΐου φέρνουν διαρκῶς στὴν ἐπιφάνεια ἕνα Βυζάντιο ἀνυπόταχτο καὶ ἡ ἐπανάληψή τους δὲν προσδιορίζει μιὰ νίκη παρὰ μόνο τὴν συνεχὴ ταξικὴ ἀντίσταση τῆς πόλης.Τὸ θέμα ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὅταν μιλάει ὁ Ἐρντογὰν στὸ Γενὶ Καπὶ* ἀκοῦτε πολλὰ λόγια του, πολλὲς ἀναφορές του σὲ «ἐκείνους», δηλαδὴ τὴν τεράστια ποικιλία τῶν «ἐχθρῶν», ἀλλὰ στὴν οὐσία κάνει κάλεσμα ἐφεδρειῶν. Πάντως οἱ

~18~ ΝΟΥΡΑΪ ΣΑΝΤΖΑΡ Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΔΕΝ ΘΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΠΟΤΕ… Ἡ ἅλωση μιᾶς πόλης δὲν εἶναι ἁπλὴ ὑπόθεση ἀλλαγῆς
τὸ πνεῦμα
κατάκτησης. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἐργατικὴ τάξη ποὺ ζεῖ στὴν κόψη τοῦ μαχαιριοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο οἱ τελετὲς τῆς κατάκτησης καὶ τὸ κάλεσμα τῶν ἐφεδρειῶν πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται. Ὅσοι μάλιστα ζοῦν στὴν Πόλη καὶ δὲν συγκλίνουν μὲ τὸν τελετάρχη «πορθητὴ» Ἐρντογὰν θεωροῦνται ἀπὸ τὸν ἴδιο «βυζαντινοὶ ἐχθροὶ του». Ὅμως στὸ στῆθος τῆς πόλης εἶναι καρφωμένο ἕνα μαχαίρι, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ἀντίσταση τῆς ἐργατικῆς τάξης, φανερώνοντας τὸ φάντασμα τοῦ Βυζαντίου. * στμ: Γενὶ Καπὶ εἶναι ἡ μεγάλη πόρτα τοῦ λιμανιοῦ στὴν εἴσοδο τοῦ Βοσπόρου. Σ` αὐτὴ τὴν περιοχὴ σήμερα γίνονται οἱ πολιτικὲς συγκεντρώσεις.
χεριῶν. Μπορεῖ νὰ κατακτηθεῖ ὁ χῶρος, ἀλλὰ παραμένει
ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐλευθερία τῆς πόλης, καὶ αὐτὸ δὲν
«ἀπόγονοι» τῶν παλαιῶν ἡγεμόνων, ἀκόμα κι αὐτοὶ ἔχουν ἀμφιβολίες γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς

Κάθε Πρωτομαγιά, ἀκόμα κι ἂν σταματήσουν τὴν πορεία μας στὴν γέφυρα τοῦ Βοσπόρου, ἐμεῖς οἱ ἐργάτες προχωρᾶμε. Πρὶν τρία χρόνια στὸ Γκεζὶ* χαλάσαμε τὰ σχέδιά τους. Αὐτοὶ ποὺ βγῆκαν στοὺς δρόμους γιὰ νὰ μὴν γκρεμιστεῖ ὁ κινηματογράφος Ἐμέκ*, γιὰ νὰ μὴν γκρεμιστεῖ τὸ Πολιτιστικὸ Κέντρο Ἀτατούρκ, αὐτοὶ ποὺ ἀπεργοῦν, ποὺ θέλουν δικαιοσύνη, ἰσότητα, δικαιώματα, κι ἀκόμα οἱ περιβαλλοντιστές, οἱ ἀκτιβιστές, ὅλοι αὐτοὶ ἀποτελοῦν πρόβλημα γιὰ τὴν κυβέρνηση κι ὁ Ερντογὰν τοὺς ἀποκαλεῖ Βυζαντινούς ἢ Σατανάδες. Ἀπέναντι σ’ αὐτὴ τὴν πάλη ἡ κυβέρνηση ἔχει τὴν ἀνάγκη νὰ ὑπενθυμίζει διαρκῶς τὴν κατάκτηση. Ὁ Ἐρντογὰν ἔστησε στὸν ψηλότερο λόφο τῆς Πόλης τζαμί, τὸ Σελατὶν τζαμί. Μ᾽αὐτὸν τὸν τρόπο ἔβαλε τὴν σφραγίδα του στὴν Πόλη. Ὁ ἴδιος μπορεῖ νὰ ὀνειρεύεται ὅτι θὰ κάνει τὸ πάρκο Γκεζὶ στὴν πλατεία Ταξίμ στρατόπεδο πυροβολικοῦ, ὅπως ἦταν στὰ χρόνια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὰ σχέδιά του, ἀλλὰ ἡ φτώχεια, ἡ ἐκμετάλλευση καὶ ἡ ἀνισότητα, ποὺ κάθε μέρα αὐξάνεται, τινάζει τὰ ὄνειρά του στὸν ἀέρα. Γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὶς ἀσύστολες ἐπιθυμίες του πρέπει νὰ βγεῖ νικητὴς στὸν ταξικὸ πόλεμο. Τὸ σημερινὸ Βυζάντιο δὲν εἶναι τόσο εὔκολο ὅσο ἐκεῖνο τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τὴν ἐποχὴ τῆς κατάρρευσής της. Τὰ ἀνεξίτηλα σημάδια τοῦ παρελθόντος καὶ ὁ σημερινὸς ταξικὸς πόλεμος τοποθετοῦν τὴν Πόλη μεταξὺ Κόλασης καὶ Παραδείσου*. Αὐτὴ εἶναι ἡ σχιζοφρένεια τῆς σημερινῆς ἡγεμονικῆς τάξης τῆς Τουρκίας. Ὅταν ἀκούγονται τὰ βήματα τῶν ἐργατῶν στοὺς δρόμους τότε θὰ σβήσει ἡ σχιζοφρένεια καὶ θὰ βγεῖ τὸ μαχαίρι ἀπὸ τὸ στῆθος τῆς Πόλης. Τὴν Πόλη τὴν κατακτοῦν οἱ κάτοικοί της καὶ ὄχι οἱ κατακτητές. Μετάφραση: Α. Μ Ἐπιμέλεια ἑλληνικοῦ κειμένου: Ξάνθος Μαϊντάς Πηγή: https://www.evrensel.net/yazi/76752/istanbul-fethedilemez

* στμ: ἀναφορὰ στὰ γεγονότα τοῦ πάρκου Γκεζὶ στὴν πλατεία Ταξίμ

* στμ: κινηματογράφος τῶν ἐργατῶν ποὺ τὸ ὄνομά του σημαίνει τὸν ἐργατικὸ κάματο * στμ: ἐδῶ ἡ δημοσιογράφος χρησιμοποιεῖ τὴν ἔκφραση araf ποὺ

~19~
στὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία εἶναι τὸ ἀντίστοιχο του καθαρτηρίου Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’80, στὸ 3ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Ἐρουρέμ, ποὺ ἐκδίδαμε μιὰ παρέα νεαρῶν «ἰδεολόγων ἐν ἀποστρατείᾳ», εἴχαμε ἐνθουσιαστεῖ μὲ τὸ κείμενο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις» καὶ τὸ ἀναδημοσιεύσαμε γιὰ νὰ τὸ μοιραστοῦμε μὲ τοὺς φίλους μας. Καὶ παρ’ ὅλο ποὺ τρέφαμε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα μας καὶ ἀνακαλύπταμε κάτω ἀπὸ τὰ ξενόφερτα ψιμύθια τὴν ταυτότητά μας, μᾶς ἄνοιγαν νέους ὁρίζοντες αὐτὲς οἱ «φιλότουρκες» ἀναφορὲς τοῦ Παπαδιαμάντη: ἀγάπα τὸν ἐχθρό σου, ἂν θέλεις νὰ ἀγαπήσεις πιὸ βαθιὰ τὸν ἑαυτό σου. Φέτος ὁ ἑορτασμὸς τῶν 200 χρόνων ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821 συμπίπτει μὲ τὸ Ἔτος Παπαδιαμάντη. Ἔτσι ξεκινώντας ἀπὸ τὸ «Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις» ἐπιλέγουμε κάποια χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τοῦ μεγάλου μας συγγραφέα ἐπαναλαμβάνοντας τὸ ἐρώτημα ποὺ ὁ ἴδιος θέτει στὸν ἐπίλογο τοῦ διηγήματος «Ὁ ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ» ( Ἅπαντα, τόμος Γ΄, σς 139-148) : ☞

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΟΝΙΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ» ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ; Καὶ τὸν Ἄρρωστον, τὸν χρόνιον, τὸν 444 ἐτῶν ἀσθενῆ, ποῖος θὰ τὸν ἀβασκάνῃ;

Συνέπεσε μίαν ἑσπέραν, ὥρᾳ καθ᾿ ἣν ἤναπτον τοὺς φανούς, νὰ διέλθω Τζαμίου, παρὰ τὰς ποινικὰς φυλακάς. Ἐκεῖ, ἔξω εἰς τὸν πρόδομον, ἄνωθεν τῆς πλατείας μαρμαρίνης κλίμακος, εἶδον μορφὴν γυναικὸς μὲ μακροὺς λευκοὺς πέπλους, νὰ ἵσταται ἀκίνητος ἔξωθεν τῆς θύρας, ἐπὶ τοῦ προδόμου. Εἶπα: «Ἰδοὺ βγαίνουν ἀκόμη φαντάσματα!» Καὶ ᾐσθάνθην κρυφὴν χαράν. Δὲν ἠρώτησα ἂν εἶχον προορίσει τὸ Τζαμίον ὡς κατάλυμα διὰ γυναικόπαιδα, πρόσφυγας ἀτυχεῖς, ἀποδιωγμένους ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴν ἀνεμοζάλην, θύματα τοῦ μίσους καὶ τοῦ φανατισμοῦ. Ὅταν ἀπεμακρύνθην μόνον ἐπαρουσιάσθη ἡ ἐξήγησις, ἡ εἰκασία αὕτη, εἰς τὸ πνεῦμά μου. Ὑπῆρχον ἀνέκαθεν, ἐκτὸς τοῦ Τζαμίου τούτου, δύο ἄλλα, ἴσως μικρότερα. Τὸ ἓν εἶχε χρησιμεύσει ὡς φυλακή, ἂν καλῶς ἐνθυμοῦμαι, τὸ ἄλλο ὡς στρατιωτικὸς φοῦρνος. Ἐκεῖνο, περὶ οὗ ἐν ἀρχῇ ὁ λόγος, ἐχρησίμευεν ὡς στρατὼν τῶν ἀνδρῶν τῆς μουσικῆς. Τὸν χορὸν τῶν ὀρχουμένων δερβισῶν διεδέχθη χορὸς μουσικῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἐτύχαινε νὰ περάσῃς κάπου ἐκεῖ σιμά, κατ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους, ἤκουες τὸν εὐάρεστον καὶ παράξενον ἦχον τῶν χορδιζομένων ὀργάνων καὶ τῶν συλλαβιζομένων ἢ παραλλαγιζομένων μελῳδιῶν. Καὶ διετίθεσο τότε εὐθύμως, καὶ ἐνόεις τί θὰ πῇ νὰ εἶναί τις δερβίσης. […] Τώρα δὲν ἠξεύρω πλέον εἰς τί χρησιμεύει τὸ Τζαμίον. Ποτὲ δὲν ζητῶ πληροφορίας. Ἄλλως, οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας εἶναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ὥστε διὰ νὰ ἐρωτήσῃς κανένα τίποτε, πρέπει νὰ τοῦ πληρώσῃς τὰ χασομέρια του. Ὅλα ταῦτα ἴχνη τῆς Τουρκοκρατίας. Ἤκουσα ὅτι οἱ Τοῦρκοι τῶν Ἀθηνῶν ἦσαν πολὺ καλοὶ καὶ φρόνιμοι ἄνθρωποι. Ὡμίλουν ἑλληνιστί. Ἐπονοῦσαν τὸν τόπον. Ὅσοι ἐπέζησαν μετὰ τὴν Ἀνεξαρτησίαν, καὶ ἠναγκάσθησαν ἀπὸ τὰς προλήψεις τῆς φυλῆς των νὰ φύγουν, ἔχυσαν πύρινα δάκρυα. Ἐπώλησαν πλεῖστα κτήματα ἀντὶ ἑκατοντάδων τινῶν γροσίων. Ἄλλοι τὰ ἄφησαν ἔρημα, διὰ νὰ τὰ καταλάβουν οἱ ἡμέτεροι Ἀθηναῖοι. «Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις» (τ. Ε΄, σς 269-270)

~20~

ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟ ΒΑΘΥ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΑΣ

Στὴν ὁδὸ Λεπενιώτου, συνοικία Ψυρρῆ τῆς Ἀθήνας, σὰ φάσμα πλανιέται, πραεῖα κι ἀνέστιος, ἡ ψυχὴ τοῦ δερβίση ποὺ ξέπεσε. Ἔτσι θέλει ἡ διήγηση: νὰ σπλαχνίζεται ὁ λεοντόκαρδος ἥρωας τοῦ Μεγάλου Ἀγώνα τὸν φτωχὸ, τὸν φερέοικο πλάνητα —μὲ τὸ σαρίκι του καὶ μὲ τὸ νάϊ. Καὶ τὸ νάϊ τὸ γλυκύ, πληγωμένου πουλιοῦ τὸ μινύρισμα, στὸν ναὸ ν’ ἀντηχεῖ τοῦ Θησείου, τῶν κιόνων σὰ ρίγος νὰ ἐγείρει τὴ μνήμη, σὰν παλιὸ νὰ σκεπάζει βαυκάλημα τῶν συρμῶν τὸν τριγμὸ στὶς γραμμές, τὸν παράτονο ἦχο τοῦ δρόμου. (Τὴ χρονιὰ ποὺ τὸ ἔθνος γιορτάζει, ὁ δικός μας Ἀλέξανδρος μᾶς καλεῖ νὰ κοιτάξουμε πάλι τὴν ἡδύπικρη θλίψη στὸ βαθὺ πρόσωπό μας). 2/7/2021 Τασούλα Καραγεωργίου Ὁ ἴδιος ὁ Λεπενιώτης ὁ λεοντόκαρδος, ὅσον καὶ ἂν ἔτρεφε φιλέκδικον πάθος διὰ

ἴδῃ τὸν ἄμοιρον Δερβίσην, διωγμένον, ἐξωρισμένον, ἀνέστιον, ριγοῦντα ἀνὰ τὴν στενωπόν, ἕρποντα ἀναμέσον δύο σειρῶν παλαιῶν οἰκίσκων, θὰ τὸν ἐσπλαγχνίζετο. («Ὁ ξεπεσμένος Δερβίσης», 1896, τ. Γ΄, σ. 116)

v

Ο Κώστας Λεπενιώτης, (1777(;)–1812(;)) ἦταν ὀνομαστὸς κλέφτης σαρακατσάνικης καταγωγῆς, ὁ ὁποῖος ἔδρασε τὰ προεπαναστατικὰ χρόνια, καὶ εἶχε τὴ φήμη τοῦ «πελώριου». Ἦταν μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Κατσαντώνη μὲ τὸν ὁποῖο καὶ ἔδρασαν ἀπὸ κοινοῦ ὥς τὸν θάνατό του. Κατὰ μία ἐκδοχὴ εἶχε γεννηθεῖ στὸ χωριὸ Λεπενού ἀπὸ ὅπου πῆρε καὶ τὸ ἐπίθετό του.

~21~ ΤΑΣΟΥΛΑ
τὸν φόνον τοῦ μεγάλου ἥρωος, τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀνίσως τὸ πνεῦμά του περιεφοίτα ἐκεῖ,
ἠδύνατο νὰ
καὶ

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΟΝΙΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ» ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ;

Δὲν εἶναι πολλὲς οἱ σελίδες ποὺ ἀφιερώνει ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21 ἢ στὴν ἐποχὴ

τῆς Τουρκοκρατίας. Ὁ «Χρῆστος Μηλιόνης», ὅμως, εἶναι ἕνα διήγημα ποὺ ἀναφέρεται στὸν σπουδαῖο κλέφτη. Ἰδοὺ πῶς τὸν παρουσιάζει: Περὶ τὰ μέσα τοῦ ΙΗ´ αἰῶνος κατεῖχεν ὁ Χρῆστος

Ἀλλ᾽ οἱ κρατοῦντες ἦσαν πρόθυμοι πάντοτε νὰ κολακεύωσι τοὺς μέγα δυναμένους ἐκ τῶν ἡμετέρων πολεμιστῶν τῆς ζοφερᾶς ἐκείνης ἐποχῆς, καὶ τὴν μοῖραν ταύτην δὲν διέφυγε καὶ ὁ Χρῆστος Μηλιόνης. Ἐν ἔτει 1747 εἶχεν ἐπέλθει ἀπραξία τῶν πολεμικῶν ἔργων καθ᾽ ὅλην τὴν Ἀκαρνανίαν. Τότε καὶ ὁ Χρῆστος ἠναγκάσθη ν᾽ ἀρκεσθῇ εἰς τὰς προτάσεις τῶν Τούρκων, καὶ δεχθεὶς τὸ ἀρματολίκι τῆς Ἀκαρνανίας, ἔμεινεν ἡσυχάζων ἐπί τινα χρόνον.

(Ἅπαντα,τ. Β΄, σ. 41)

Μηλιόνης τὰ ἀρματολίκια τῆς Ἀκαρνανίας, τοῦ Βάλτου καὶ Ξηρομέρου, εἷς τῶν ἀντιπροσώπων τῆς σφαδαζούσης ἑλληνικῆς ἐλευθερίας, τῶν περιφανέστερον παραστησάντων εἰς τὸν ἐκπεπληγμένον εὐρωπαϊκὸν κόσμον τὰ δίκαια τοῦ ἀδικουμένου ἔθνους· οὐδέποτε εἶχε συνθηκολογήσει μὲ τοὺς Τούρκους. Τοῦτο ἐκφράζει τρανότερον πάσης ἱστορικῆς μαρτυρίας ὁ στίχος τοῦ δημοτικοῦ ᾄσματος: Ὅσο εἶν᾽ ὁ Χρῆστος ζωντανός, Τοῦρκο δὲν προσκυνάει. Κανεὶς ἀληθὴς Ρωμιός, ἔλεγε, δὲν ἠδύνατο νὰ τὸν κατακρίνῃ διὰ τοῦτο. Ἴσως θὰ ἐδικαιοῦντο οἱ Ρωμιοὶ νὰ τὸν κατακρίνωσιν, ἂν αὐτοὶ ἔδιδον τὸ παράδειγμα τῆς φιλοπατρίας καὶ τῆς ἑνώσεως, ἀλλ᾽ οἱ Ρωμιοὶ ἔδωκαν καὶ τότε καὶ πάντοτε τὸ παράδειγμα τῆς διαιρέσεως καὶ τῆς ἰδιοτελείας. (ὅ.π. σ . 53)

Ὅμως κι ἐδῶ ἔχουμε μιὰ αἰφνιδιαστικὴ ἀνατροπή: ὁ προδότης Καμπόσος ἀντιμετωπίζεται μὲ φιλανθρωπία καὶ συμπάθεια καὶ ἀποτρέπει τὸν ἀναγνώστη ἀπὸ τὴν εὔκολη κατάκριση: Καὶ αὐτὸς «ὁ Γιώργης τ᾽ Παναϊώτ’», κατάλαβες, δὲν ἦτον κανεὶς τυχαῖος, ἐξήσκει ἰσχὺν καὶ γοητείαν ἐπὶ τὸ πλῆθος τῶν αἰγοβοσκῶν καὶ τῶν ποιμένων. Καὶ ἰδού, εἰσῆλθεν ἤδη εἰς τὸ παρεκκλήσιον. Ἦτο ὑψηλός, εὔσωμος, ὡραῖος ἀνήρ, μὲ εὔγραμμον τὸ πρόσωπον καὶ μὲ κανονικοὺς χαρακτῆρας. Ἦτο ὡς ἑξῆντα ἐτῶν, ἀλλὰ μόλις ἤρχιζαν, εἰς τὴν πλουσίαν μέλαιναν κόμην του, τρίχες τινὲς νὰ λευκάζωσιν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Εἶχε φθάσει τὴν πρώτην ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐξέγερσιν, τὴν τοῦ 1808. Εἶχεν

Ἀλλὰ τὸ ἔνδοξο, ἡρωικὸ καὶ ἐπαναστατικὸ παρελθὸν ἔρχεται πάλι στὸ προσκήνιο, καθὼς ἀναφέρεται στὸν «ἡρωικὸ θάνατο τοῦ Νικοτσάρα» («Στὴν Ἁγι-Ἀναστασά», τ. B΄, σ. 356):

ὁμιλήσει μὲ τὸν Σταθᾶν, εἶχε προσφέρει μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας κοκορέτσι εἰς τὸν Βλαχάβαν, εἶχε στρατευθῆ ὑπὸ τὸν Νικοτσάραν. Καὶ ὅλον τὸ ἦθός

τοῦ Νικοτσάρα

~22~
εἰσήρχετο εἰς τὸν ναΐσκον ἐφαίνετο ὅτι ἦτο εἰς νεύματα καὶ χειρονομίας μετάφρασις ἢ μιμικὴ πα
ράστασις τοῦ παλαιοῦ διστίχου: Στὸ Σκιάθο καὶ στὸ Σκόπελο ποτὲ κατὴς δὲν κρένει,
εἶν᾽ λημέρι τοῦ Σταθᾶ,
του, ἡ ὄψις του, οἱ τρόποι του, αἱ κινήσεις του, καὶ τώρα ἀκόμη μετὰ σαράντα ἔτη, καθ᾽ ἣν στιγμὴν
-
γιατὶ
βίγλα

Ὡστόσο, ἡ τελική του ἀποτίμηση γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπανάστασης διατυπώνεται μὲ τὸν πιὸ ἐναργὴ τρόπο:

Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. («Βαρδιάνος στὰ Σπόρκα», τ. Β΄, σ. 571)

θέλετε νὰ σᾶς τὸν κάμω ἐγὼ νὰ ☞

~23~ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΟΝΙΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΣ» ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ; Ἴσως φωτίσει τὸ ἐρώτημα ποὺ θέτει ὁ Παπαδιαμάντης μιὰ ἁπλὴ ἀφαίρεση: 1896-444=1452. Ὁ «Ἀβασκαμὸς τοῦ Ἀγᾶ» δημοσιεύεται τὸ 1896 καὶ στὸν ἐπίλογό του ὁ Παπαδιαμάντης ἀναρωτιέται γιὰ τὸν ἐπὶ 444 ἔτη χρόνιον
τὰ ξεπλύνῃ* σ᾽ ἕνα
[…] Ἡ Σειραϊνὼ ἡ †Μάντισσα† εἶχε προείπει ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ σαραντίσῃ. Πράγματι ὁ Ἀγὰς ἀπέθανε τὴν τριακοστὴν ἐνάτην ἡμέραν ἀπὸ τῆς μαντείας, καὶ ἀπέθανεν
ἄρρωστον: μήπως ὁ μεγάλος Ἄρρωστος εἶναι τὸ γένος μας πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος δὲν ἔγραφε στὴν «Γυφτοπούλα» ὅτι ἡ Πόλη ἔπεσε διότι «Οἱ Ἕλληνες πταίουν»; […] Ὅμοιον μὲ νεκρικὸν κρανίον ἀρτίως ἐκταφέντος σκελετοῦ, μὲ τὰς κόγχας κενὰς ὀφθαλμῶν, μὲ τὴν μύτην φαγωμένην, φοβερὸν θέαμα, σκέλεθρον γυμνὸν καὶ παγωμένον φαντάζει ἀπὸ μακρὰν τὸ μικρὸν τζαμίον τοῦ ἐρημωμένου χωρίου. […] Ὁ τελευταῖος Ἀγάς, ὅστις ἦλθεν ὀλίγα ἔτη πρὸ τῆς Ἐπαναστάσεως, εἶχε μαζί του τὸ χαρέμι του, συγκείμενον ἀπὸ μίαν σύζυγον καὶ ἀπὸ μίαν σκλάβαν. Μετ᾽ αὐτόν, περὶ τοὺς χρόνους τῆς ἐθνικῆς ἐγέρσεως, ἦλθε μόνον εἷς Τσαούσης, καὶ πλέον οὐ. Οὗτος λοιπόν, ὁ προτελευταῖος ἐλθὼν Ὀθωμανός, ὡρμᾶτο ἐκ Θεσσαλίας. Ἦτο ἥμερος, πρᾷος ἄνθρωπος. Ὁμίλει ἑλληνικά. Ἔπαιρνε δῶρα, ὅσα τοῦ ἔδιδον, καὶ συχνὰ ἐζήτει καὶ περισσότερα ἀπὸ τοὺς κατοίκους. Εἶχεν ἦθος σοβαρόν, προστατευτικόν, καὶ ψυχρῶς φιλόφρον. Ἐφαίνετο ὅμοιος μὲ γοητευμένον ἑρπετόν, τοῦ ὁποίου εἶχαν βγάλει τοὺς ὀδόντας. Ἐζοῦσεν εἰρηνικῶς μὲ τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς καὶ τὸ χαρέμι του. […] ―Ὅσο χαμόγελο, τόση κακία. ―Ὅσο καὶ νὰ πῇς, Τοῦρκος εἶναι. ― Σκυλί. […] ― Θέλετε, ἔκραξεν ἔξαφνα ἡ θεια-Σειραϊνὼ ἡ †Παντούσα†,
μῆνα;
ἀπὸ τὴν μαντείαν, ἀπὸ τὴν ὑποβολήν, ἀπὸ τὸν ἀβασκαμὸν ἐκείνης τῆς γυναικός. Ἀπέθανε, διότι ἦτον ἄρρωστος. Καὶ τὸν Ἄρρωστον, τὸν χρόνιον, τὸν 444 ἐτῶν ἀσθενῆ, ποῖος θὰ τὸν ἀβασκάνῃ;

Ὅταν γεννιέται ὁ Παπαδιαμάντης, (1851), ἀπὸ τὸ ’21 ἔχουν περάσει τρεῖς δεκαετίες. Ὅταν πρωτοδημοσιεύει, (1879), ἡ κρατικὴ Ἑλλὰς μετρᾶ σχεδὸν ἑξήντα χρόνια ἐλεύθερου βίου, μὲ τὰ σύνορά της μέχρι τὸν Σπερχειό. Γιὰ τὸν τόπο ὅπου μεγάλωσε ὁ Παπαδιαμάντης, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν μέχρι τότε ἐλευθερωμένη Ἑλλάδα, μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Καποδίστρια, ἡ κεντρικὴ πολιτικὴ ἐξουσία τοῦ νεόδμητου κράτους ἀποδεικνύεται ἀνάλγητη καὶ τελείως ξένη. Ὁ ἴδιος, ἐσωτερικὸς μετανάστης τὴν μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἑξηντάχρονου

εἰρωνικῶς ἀμέτοχος ἀπέναντι στὸν κούφιο θόρυβο τῶν ἐθνικῶν καὶ θρησκευτικῶν διδάχων, ὅπως αὐτὸς ἐκφράζεται ἀπὸ συλλόγους, σωματεῖα καὶ ἑταιρεῖες: «…Ἀνάμεσα εἰς τὰ τόσα νεοπλάσματα τῶν ποικιλωνύμων συλλόγων, κοντὰ εἰς τὰς διαφόρους Ἀναστάσεις, Ἀναμορφώσεις, Ἀναγεννήσεις, Ἀναζυμώσεις καὶ Ἀναπλάσεις, τὰς ἐπαγγελλομένας τὴν διόρθωσιν –ἐπειδὴ μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνᾷ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ– ἐδοκίμασε καὶ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος, ὁ Θεόδωρος Χρυσοβουλλίδης, νὰ συστήσῃ καὶ αὐτὸς ἕνα σύλλογον…» τονίζει στὸν «Διδάχο». Ὁ Παπαδιαμάντης ἐξ ἀρχῆς βρίσκεται ἀντίθετος ἀπέναντι στὰ ρητορεύματα τοῦ πλήθους τῶν διδάχων. Πλήρως ἐνημερωμένος γιὰ τὰ τεκταινόμενα στὴν τέχνη καὶ τὴν πολιτικὴ ζωὴ τῆς Εὐρώπης ἀλλὰ καὶ τῶν ὅμορων ὑπόδουλων ἢ ἄρτι ἀπελευθερωμένων λαῶν, γνωρίζει καλὰ πὼς ἡ νεώτερη Ἑλλάδα, εἶναι ἕνα κράτος στηριγμένο σὲ πήλινα καὶ κίβδηλα θεμέλια. Βλέπει ὅτι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀγωνίστηκαν οἱ Ἕλληνες μὲ τὸν σηκωμὸ ἀπωθοῦνται μετὰ βδελυγμίας στὶς φυλακὲς καὶ στὰ τάρταρα. Γι’ αὐτό δέχεται νὰ μεταφράσει τὸν Gordon καὶ τὸν Finley. Διότι στὰ ἔργα τῶν δύο ἱστορικῶν

~24~ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΚΑΙ ΤΟ ’21
τὶς φωνασκίες ποὺ κυριαρχοῦσαν στὴν τότε ἐλεύθερη χώρα καὶ στὴν θορυβώδη πρωτεύουσά της «…τὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν…» ὅπως γράφει χαρακτηριστικὰ ὅπου «… ἔσυρε τὸν Σταυρόν του…». Μ’ ἄλλα λόγια ὁ Παπαδιαμάντης παρακολουθεῖ μὲ ἄγρυπνη ἐγρήγορση τὶς ἐξελίξεις στὸν τόπο, ἀλλὰ ἀναφανδὸν στέκει
γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἀναδεικνύεται ἡ κυρίαρχη ἀντίθεση μεταξὺ τῶν ἀγωνιστῶν καὶ τῶν μεταπρατῶν πολιτικῶν. Ἡ κυρίαρχη ἀντίθεση ἡ ὁποία διατρέχει καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ σήμερα, -φεῦ! ὡς διήκουσα σταθερά-τὸν νεοελληνικό βίο: Ἡ σύγκρουση μεταξὺ τοῦ εἰσαγόμενου μιμητισμοῦ καὶ τῆς συλλογικῆς ἑτερότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ὑπὲρ τῆς ἰσότιμης πρόσληψης καὶ ἀνασύνθεσης. Καὶ ἀντιτίθεται στὴν ἔκπτωση τῶν κοινοβουλευτικῶν θεσμῶν σὲ κομματοκρατία καὶ στὶς κούφιες πομφόλυγες τῶν πολιτικῶν ἡγητόρων. Τὸ χάσμα μεταξὺ ἀγωνιστῶν καὶ ἐξαρτημένων πολιτικῶν στὴν διάρκεια τοῦ Ἀγώνα, ὁ Παπαδιαμάντης βλέπει νὰ γίνεται χαῶδες βάραθρο μεταξὺ κομματοκρατῶν καὶ κοινωνίας στὸ ἐλεύθερο κράτος: Ἄ! αἱ ἐκλογαί,
ἑβδομήκοντα
ὅπως μὴ ἀποδειχθῇ ψευδὲς τὸ δημῶδες λόγιον: «Ἄλλαξε ὁ Μανωλιὸς κ’ ἔβαλε τὰ ροῦχ’ ἀλλοιῶς». Γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ ἐθνορητορεία καὶ ἄλλο τὸ ἐθνικὸ φρόνημα,
δρόμου του, ἐπιλέγει ὡς τρόπο βίου τὸν νηπτικὸ ἀναχωρητισμό. Δηλαδή, τὴν ἐν ἐγρηγόρσει ἀποχὴ ἀπὸ
αὐτὴ εἶναι
μόνη ἐπὶ
ἔτη ἀσχολία μας, ἀφότου ἠλευθερώθημεν, ἀφ’ ὅτου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τοὺς ὁποίους διὰ τῶν ἐκλογῶν φανταζόμεθα ὅτι ἀντικαθιστῶμεν τάχα συχνότερον,

ὁ καημὸς γιὰ τὴν Πατρίδα. Ἄλλο πράγμα τὰ ἀλαλάζοντα κύμβαλα τοῦ θρησκευτικοῦ κηρύγματος καὶ ἄλλο τελείως πράγμα ἡ μυστικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας ὡς σώματος Χριστοῦ. Τὰ κατορθώματα τοῦ Νικοτσάρα καὶ τοῦ Ζαχαριᾶ στὴν «Ἁγι-Ἀναστασά», γιὰ τὰ οποῖα περηφανεύεται ὁ λαός, δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ἐξαμβλωματικὴ ἐθνοκρατικὴ μικρόνοια καὶ τὸν «μιτροφοροῦντα» ἀκκισμὸ τῶν «ἐκκλησιαστικῶν» ἡγητορίσκων ποὺ μόνον σὲ καταστροφὲς ὁδηγοῦν: «Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεοκοπίας. Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς

συμφωνεῖ μὲ τὸν Λόρδο Βύρωνα: Ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος! Αἱ λέξεις αὖται δὲν εἶναι ἱστορικὸν σύμβολον, παραστατικὸν τῆς τύχης τοῦ πολυπαθοῦς Ἑλληνισμοῦ; («Μπάυρων» τ. Ε΄, σ. 260) Πράγματι, ὁ ἐχθρὸς ἦταν καὶ εἶναι ἄρρωστος βαριά. Μὰ ὁ ἐχθρὸς πρέπει νὰ παραμένει πάντα σεβαστός, ὅπως διαβάζουμε στὸ ἀμφισβητούμενο «Ἡρωϊκὸς ἀντιπαλος», (τ. Ε΄, σ. 273, 1897): … πᾶς ἔπαινος διὰ τὴν ἀνδρείαν τοῦ ἀντιπάλου εἶναι τὸ λαμπρότερον καὶ ἀσφαλέστερον πιστοποιητικὸν περὶ τῆς ἀνδρείας τοῦ νικητοῦ του. Σημασία ἔχει νὰ βροῦμε τί βρίσκεται «ἐντὸς ἡμῶν». Νὰ ἐντοπίσουμε τὴν δική μας ἀσθένεια. Ὁ Παπαδιαμάντης, ἑπομένως, στρέφει τὸ βλέμμα μας ὄχι σὲ

ἐπιφάνεια ἕναν γηγενῆ θεσμό, αὐτὸν τῶν κοινοτήτων, ἀντὶ νὰ λειτουργεῖ ὡς μεταπράτης ἰδεῶν- νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὸν καταπλακωμένο μας ἑαυτό. Πάντως, ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Καραβίδας: «σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς λογοκλόπους καὶ ρηχοὺς ἀρχηγοὺς καὶ νομοθέτες τῆς χώρας μας δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ βρῇ τὴν Ἑλλάδα». Τὸ Κοινὸν

ἀπὸ
~25~
κάθε τόσο θεριὰ καὶ δαίμονες ποὺ μᾶς πολεμοῦν, ὅταν δὲν στέκουμε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα («κεχηνότες» ποὺ θἄλεγε καὶ ὁ ἴδιος) θαυμάζοντας, μιμούμενοι καὶ ἀντιγράφοντας συμπλεγματικῶς, τὴν πρόοδο ἄλλων λαῶν. Ἂς ἀναζητήσουμε λοιπὸν τὸν ἄρρωστο ποὺ κουβαλοῦμε χρόνια τώρα μέσα μας κι ἂς ἀναρωτηθοῦμε ποιὰ εἶναι «ἡ τραγικὴ παρεξήγησις καὶ ἡ πρόστυχη νοθεία», γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ μεταγενέστερος τοῦ Παπαδιαμάντη, Κ.Δ. Καραβίδας, καθὼς κι αὐτὸς προσπάθησε μέσῳ τοῦ «κοινοτισμοῦ» -μελετώντας,
στὴν
Ἑλλάδος….». Διακόσια χρόνια
τὸ 1821 καὶ ἑκατόν δέκα ἀπὸ τὴν κοίμησή του, θὰ τὸν ἀκούσουμε; Δημήτρης Κοσμόπουλος
Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν ἀποσιωπᾶ τὴν τουρκικὴ τυραννία· δὲν ἀγνοεῖ τοὺς ἀντιπάλους·
ἕναν ἀπέναντι ἐχθρό, ἀλλὰ στὸν καταπλακωμένο μας ἑαυτό, αὐτὸν ποὺ ἀρνούμαστε νὰ κοιτάξουμε ἐπινοώντας
δηλαδή, καὶ ἀνασύροντας

ἢ ἀπὸ τὴν δύσι ἀλλ’ἐπὶ τῇ βάσει τῆς καθημερινῆς δουλιᾶς μὲ τὴν ὁποίαν ὁ καθένας ἐζοῦσε· ἐπετεύχθη

μιὰ

ὡς φυσικὸ τοῦ τόπου μας προϊόν, τὸν θαυμαστὸ δημοτικὸ κύκλο καὶ τὶς μεγάλες μορφὲς τῶν ἀνδρῶν ποὺ σὲ κάθε κλάδο ἐπρωτοστάτησαν στὰ ἔργα τῆς προκοπῆς καὶ στὸν ἀγῶνα τῆς ἐλευθερίας, ἔτσι ὥστε κάθε κλάδος ἐπέτυχε τὸν φυσικὸ ἀρχηγό του καὶ ἡ κάθε προσπάθεια ἔφθασε εἰς τὴν μεγίστην αὐτῆς ἔντασιν καὶ ἀπέδωσε καρπὸν πραγματικὸν καὶ ἀδιαφιλονίκητον. Ἔχομε κατὰ ταῦτα μπρός μας μιὰ μοναδικὴ στὴ νεώτερη ἱστορία μας ἐποχὴ ἡ ὁποία μᾶς παρουσιάζει σὲ μορφὴ δραστικὴ καὶ θετικὴ τοὺς πιὸ γνήσιους, τοὺς πιὸ ἀντιπροσωπευτικοὺς ἀνθρώπινους χαρακτῆρες τοῦ τόπου μας διὰ νὰ τοὺς μελετήσωμε καὶ νὰ τοὺς ἐμβαθύνωμε· πάνω στὶς δουλεμένες ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἔντονη δράσι φυσιογνωμίες τῶν ἡρώων μας τῆς κλεφτουριᾶς καὶ τοῦ 1821 ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ξαναδῇ ἐν μικρογραφίᾳ καὶ νὰ σπουδάσῃ ὅλη τὴ μορφολογία τῆς Ἑλλάδος, τὰ βουνά της καὶ τὶς θάλασσές της, τὰ μικρὰ πολυάνθρωπα χωριά της καὶ τοὺς γυμνοὺς βράχους της, μπορεῖ ν’ ἀναπνεύσῃ τὴν εὐωδιὰ τῶν δασῶν της καὶ τῶν ἀμπελιῶν της, μπορεῖ νὰ παρακολουθήσῃ τὴν περίπλοκη κατάτμηση τῶν λοφοσειρῶν της καὶ τὴν ἀλληλοδιείσδυσι τῶν ποικίλων χρωμάτων της, μπορεῖ νὰ θαυμάσῃ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ φωτός της, μπορεῖ νὰ ἐμβαθύνῃ στὸν ζωϊκὸ δυναμισμὸ τῆς χώρας μας καὶ μπορεῖ νὰ κατανοήσῃ τὸν ἀκέριο καὶ πολυσύνθετο ἄνθρωπο στὰ πιὸ τέλεια πρότυπα ἀπὸ ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ βρῇ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο μέρος τῆς γῆς· καὶ μπορεῖ ἔπειτα νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ τὸ ἀντίθετο processus, ἂν δηλαδὴ σταθῇ καὶ βαθιὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ περικυττάξῃ τὴ γῆ καὶ τὴ

~26~ Κ.Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ [Η ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΙΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΥΧΗ ΝΟΘΕΙΑ] Ἀλλ’
ἀπὸ
(ὅπως καὶ τῆς ὅλης ὁμάδος
ἐτελεσιουργήθη ὄχι ἐπὶ τῇ
τὴν ἀρχαιότητα
φυσικὸ θέαμά του τοὺς ἀνθρώπινους ἥρωες τῆς χώρας του καὶ νὰ τοὺς ἰδῇ νὰ σηκώνονται καὶ ὁλοζώντανοι νὰ προβαίνουν ἀνάμεσα ἀπὸ τ’ ἀμπέλια μας κι ἀπὸ τὶς ἐλιές μας, ἀπὸ τὰ βουνά μας καὶ τ’ ἀκρογιάλια μας καὶ ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ πυκνοκατοίκητα, τὰ σύνθετα καὶ γερὰ πολωμένα χωριά μας. Ἀμοιβαίως ἀπὸ τὴ ρεβὴ ματιὰ τοῦ Κολοκοτρώνη θὰ ἰδῇ τὸν πυκνὸν καὶ ἀκέριον ἄνδρα καὶ ὁλόκληρη τὴν πολυσύνθετη ἐπικὴ Πελοπόννησο· κι ἀπὸ τὸ ὑβρεολόγιο κι ἀπὸ τὸ τολμηρὸ καὶ ὀξύτατο ὕφος τοῦ Καραϊσκάκη θὰ ἐννοήσῃ ὁλόκληρη τὴν λυρικὴ Ρούμελη. Εἶναι εὐνόητο ὅτι σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς λογοκλόπους καὶ ρηχοὺς ἀρχηγοὺς καὶ νομοθέτες τῆς χώρας μας δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ βρῇ τὴν Ἑλλάδα καὶ ποτὲ πάλι δὲν θὰ δῇ νὰ προβαίνουν μέσα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τέτοιοι ἀφύσικοι ἄνθρωποι· καὶ εὔκολα τότε θὰ καταλάβῃ ὅτι μεταξὺ τῆς χώρας μας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας τοῦ σημερινοῦ ἔχει μεσολαβήσει κάποια τραγικὴ παρεξήγησις καὶ κάποια νοθεία κυριολεκτικὰ πρόστυχη. Ἀπὸ τὸ βιβλίο Κ. Δ. Καραβίδα, Σοσιαλισμὸς καὶ Κοινοτισμός, δοκίμιο περὶ τῶν γεωοικονομικῶν καὶ κοινωνικῶν βάσεων τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἑλληνκῶν χωρῶν, Ἐκδίδοται ὡς συμβολὴ εἰς τὸν ἑορτασμὸ τῶν ἑκατὸ χρόνων ἐλευθερίας, τύποις ἐκδοτικοῦ οἵκου «Ο
ἔχω νὰ ἀναφέρω ξανὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο τοῦ 1821, εἰς τὴν ὁποίαν μπορεῖ νὰ δῇ κανεὶς τὴν φυσικὴ ἄνθισι τῆς ἑλληνικῆς γεωοικονομικῆς γηγενείας ὄχι μόνο στοὺς οἰκονομικοὺς καὶ κοινωνικοὺς σχηματισμοὺς ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ πρόσωπο τοῦ καθενὸς ἐκ τῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης· ἐπὶ μακρὸν χρόνον τότε ὁ λαὸς ἔζησε μὲ τέλεια προσαρμογὴ στὶς ντόπιες πηγὲς τοῦ πλούτου, ἀπὸ τὴ γῆ του κι
τὴ θάλασσά του· ἔτσι ἡ ψυχικὴ καὶ ἠθική, ἡ πνευματικὴ καὶ ἡ κοινωνικὴ διαμόρφωσις τοῦ καθενὸς
τοῦ λαοῦ)
βάσει διαβασμάτων άπὸ
ἔτσι μιὰ ἀπόλυτη λυγηρότητα,
ριχικὴ ἐκκαθάρισις καὶ διαλογὴ κάθε περιττοῦ φόρτου κι εἴχαμε,
θάλασσα τῆς Ἑλλάδος, θὰ μπορέσῃ χωρὶς καμιὰν ἐπέμβασι ἄλλη τῆς μνήμης του, νὰ ξαναπλάσῃ μέσ’ ἀπ’ τὸ
ΚΟΡΑΗΣ», σελ Ἀθῆναι 1930, σς 27-29.

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΜΑΡΜΑΡΑ

ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

α.

Κάθεται στὴ σημαία

γκρίζο ἀμίλητο πουλί. Ἐποπτεύει τὴν ἡσυχία. Ἁπλωμένο γαλάζιο φόντο Δίχως νέφους παρεμβολή.

Ἀπ’ τῆς σημαίας τὸν κοντό αἰώνων μάρμαρα κατηφορίζουν μέσα στοῦ ἥλιου τὴν ἀχλύ. β. Ἄχ, Θοδωρὴ Κολοκοτρώνη, πουλὶ τοῦ Γένους μας, ποὺ μιὰ φορὰ κελάηδησες γι’ αὐτὰ τὰ μάρμαρα μὲ τὸ γλυκόλαλο τὸ καρυοφύλλι σου, αἰωνία ἡ μνήμη σου!

Τὴν ἔλλειψη κάθε ζωῆς θρηνώντας ἀντικρύζω στὸ σῶμα σου, Μάνα, ποὺ μονάχα ἐσὺ ἀγαποῦσες στὴν σιωπή. Σὲ γνωρίζω! Σὲ γνωρίζω! Βλέπω τὴν ὄψη σου νὰ ἐποπτεύει τῶν τεσσάρων ἀνέμων τὴν πνοὴ στὰ πρόσωπά μας ποὺ σὺ φανέρωσες. Πίσω ἀπ’ τὸ βῆμα σου βλέπω νὰ σαγηνεύεις ὅλη τὴ γῆ. Κι ἀκόμα κάτι ποὺ μᾶς ματώνει σὰν τοῦ Ἀχιλλέα καὶ τοῦ Ἀνδρούτσου τὸ σπαθί. Τραῦμα-στολίδι Αἰώνιος καημὸς τοῦ Ἀγνώστου ποὺ μᾶς γνώρισες. Λυγμός. Μὰ τώρα ποῦ νὰ βροῦμε νὰ σὲ κηδέψουμε λαμπρά, λαμπρὰ νὰ σ’ ἀποχαιρετήσουμε; Παρῆλθεν ἡ αἴγλη. Ἀπομένεις γυμνή… Πάρ’ ἕνα δάκρυ καὶ σκεπάσου, Μάνα Ἑλλάδα, Μὴ μᾶς κρυώσει ἡ σιωπή. π. Δημήτρης Μαϊστράλης Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως

~27~ π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΜΑΪΣΤΡΑΛΗΣ
εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν
ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ
καὶ τὴν
αὐτὴ
ὁμόνοια
χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία
Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ὁμιλία στὴν Πνύκα

«Σώπαινε, κόρη μ’ , σώπαινε!»

«Δὲν μπορῶ, μάνα! Δὲν μπορῶ!»

«Σώπαινε! Μπορεῖς! Μὴ σ’ ἀκούσει ὁ Λευτέρης, κόρη μ’!»

«Θὰ τὸ πάρω τὸ βοτάνι σοῦ λέω! Θὰ τὸ πάρω!»

«Παλάβωσες; Μὴν πα’ καὶ κάν’ ς καμιὰ τρέλα!»

«Μάνα, δὲν μπορῶ! Ἀκοῦς;» Καὶ μ’ αὐτὲς τὶς κουβέντες ἔπεσε τὸ Δεσποινιώ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας κι ἔκλαιγε μὲ λυγμούς. Ἡ Γιώργαινα τὰ εἶχε ὁλότελα χαμένα. Τὴ χάιδευε, τὴν κανάκευε, τῆς ἔλεγε ὅσα λόγια παρηγοριᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ μιὰ μάνα. Ὅμως καμιὰ κουβέντα δὲν μποροῦσε νὰ μαλακώσει τὸν πόνο ποὺ εἶχε τὸ κορίτσι. Ἡ πόρτα ἄνοιξε, μάνα καὶ κόρη ἀνασηκώθηκαν καὶ ἴσιασαν βιαστικὰ τὰ μαντήλια καὶ τὸ Δεσποινιὼ σφούγγισε τὰ μάτια γρήγορα. «Ἦρθες Λευτέρη;» «Τί πάθατε ἐσεῖς οἱ δυό;» «Τίποτα Λευτέρη, νὰ τὸ κεφάλι μ’ ἔπιασε καὶ ἡ μάνα μ’ ἔτριψε» βιάστηκε νὰ ἐξηγήσει τὸ Δεσποινιὼ χωρὶς νὰ τὸν κοιτάξει. «Ἡ μάνα ζύμωσε, κάτσε νὰ φᾶς μιὰ μπουκιά». Ξεδίπλωσε τὴν πετσέτα στὸ τραπέζι κι ἡ Γιώργαινα σηκώθηκε νὰ τοῦ βάλει νερὸ δροσερὸ ἀπὸ τὸ λαγήνι. «Εἶσαι καλὰ παλικάρι μ’; Δὲ λαβώθηκες πουθενὰ καὶ μᾶς τὸ κρύβ’ς, ἔ;» «Ὄχι, κυρὰ Γιώργαινα, καλὰ εἶμαι. Δὲν ξέρω πόσο θ’ ἀντέξουμ’ ἀκόμα», ξεκίνησε νὰ λέει ὁ Λευτέρης μασουλώντας τὸ ψωμί. «Τὰ παιδιά βαστᾶν’ γερά, ἀλλὰ οἱ Τοῦρκοι ὅλο πληθαίνουν, ἐμεῖς παίρνουμε κεφάλια κι αὐτοὶ ὅλο καὶ πιὸ πολλοὶ γίνονται. Ἂν δὲν ἔρθουν σύντομα ἀπ’ τὸ κάτω λημέρι ὁ Μῆτρος μὲ τὰ παλληκάρια του, δὲν ξέρω πόσο θὰ μπορέσουμε νὰ βαστάξουμε τὸ πέρασμα». Γύρισε καὶ τὶς κοίταξε. «Νὰ μὴν βγαίνετ’ ἔξω! Ἀκοῦτε;» ἅπλωσε τὸ χέρι τὸ τραχὺ καὶ χάιδεψε τὸ ὄμορφο πρόσωπο τῆς Δεσποινιῶς. «Νὰ μὴν ξανανεβεῖς στὴ ράχη. Δὲν θέλω νὰ φέρνεις τὸ φαῒ ἐσύ. Θὰ στέλνω ἐγὼ τὸν Βαγὴ

~28~ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΤΟ ΔΕΣΠΟΙΝΙΩ
σὰν τελέψουν τὰ φαγιά μας. Μ’ ἄκουσες πέρδικά μ’ ;» τῆς εἶπε τρυφερά, κοιτάζοντας τὰ ὁλόμαυρα μάτια της. «Δὲν θέλω νὰ σὲ βρεῖ κανένα κακό». Τὰ μάτια της ἦταν κόκκινα καὶ θολὰ ἀπὸ τὸ κλάμα, τὸν κοίταζε ὅλη τὴν ὥρα καὶ ἤθελε νὰ σταματήσει ὁ χρόνος μέσα σ’ ἐκεῖνα τὰ γαλάζια τὰ μάτια. Λεβέντης, παλληκάρι ἀπὸ τὰ λίγα κι ὀμορφονιός. Μὰ σὰν ἔπεσαν τὰ μάτια του πάνω της, ἄλλον καημὸ δὲν εἶχε παρὰ πότε θὰ τὴν πάρει. «Φάε καὶ τυρί,
γιέ μ’!». Τῆς Γιώργαινας καμιὰ ματιὰ δὲν τῆς ξέφευγε. Δὲν πρόλαβαν νὰ τὰ παντρέψουν, γλήγορα γινῆκαν οἱ ἀρραβῶνες κι ἐκεῖνος ἔτρεξε στὴ ράχη. Τὴ λαχτάρα τους τὴν ὀσμιζόταν ἀπὸ μακριὰ ἡ Γιώργαινα. Ἄραγε προκάμαν τίποτις; Σ’χώρα με, Παναγιά μ’! Σὰν ἔφυγε ὁ Λευτέρης μὲ κάνα δυὸ χοντρὰ ὑφαντὰ παραμάσχαλα, κάνει κρῦο τὶς νύχτες στὴ ράχη, ἡ Γιώργαινα ἔσφιξε τὴν ψυχή της, ἔπρεπε νὰ μάθει. «Προκάματε;» τὴ ρώτησε.

«Τί λές, μάνα;»

«Προκάματε, λέω, μὲ τὸν Λευτέρη, προκάματε τίποτις;»

«Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ μὲ ρωτᾶς, μάνα; Ντροπῆς πράγματα!»

«Ἄσε τὶς ντροπὲς καὶ πέ! Προκάματε;»

Τὸ Δεσποινιὼ ἔσκυψε τὸ κεφάλι.

«Μιὰ φορὰ μόνο, στ’ ὁρκίζομαι μάνα! Μιὰ φορά! Ἔφυγε γιὰ τὴ ράχη, δὲν ἤξερα ἂν θὰ τὸν ξαναδῶ….» ξέσπασε τὸ Δεσποινιώ.

«Τότε ξέρεις τί πρέπει νὰ πεῖς» εἶπε ἡ Γιώργαινα καὶ σηκώθηκε.

«Ὄχι, μάνα, δὲν κάνει! Ὄχι!»

«Πάω νὰ δέσω τὴν κατσίκα», ἀπάντησε ἡ Γιώργαινα καὶ βγῆκε χωρίς νὰ γυρίσει. Τὸ Δεσποινιὼ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς.

Δὲν κατάλαβαν ἀπὸ ποῦ ἔρχονταν τὰ ποδοβολητά, ξαφνικὰ τουφεκιές ἔπεφταν, ἡ φωνὴ τῆς Λένως ἀπ’ τὸ ἀμπέλι ἀκούστηκε τσιριχτή. «Ἀμπαρωθεῖτε!», ἔσκουξε ἡ Λάμπραινα κι ἔτρεξαν ὅλες νὰ μανταλωθοῦν. Τὸ βόλι τὴ βρῆκε στὴν πλάτη τὴν ὥρα ποὺ πῆγε νὰ μπεῖ σπίτι. Ἔπεσε πάνω στὴν πόρτα καὶ σωριάστηκε. Τὸ Δεσποινιὼ τὴν τράβηξε μέσα καὶ σφάλισε τὴν πόρτα. Μετὰ ἀπὸ λίγο οἱ τουφεκιὲς ἀπομακρύνθηκαν. Ἡ Λένω ἀπὸ τὸ ἀμπέλι δὲν ἀκουγόταν πιά. Ξεθάρρεψε τότες τὸ Δεσποινιὼ κι ἔβαλε μιὰ φωνή. «Ἡ μάνα μ’! Ἡ μάνα μ’ λαβώθηκε!» Πρώτη ἔφτασε ἡ Λάμπραινα. Τὴν κουβάλησαν στὸ κρεβάτι, τὴν τύλιξαν μὲ ἕνα χράμι, ἔτρεμε σὰν τὸ ψάρι. Τὸ βόλι ἦταν βαθιά, τὸ αἷμα ἔτρεχε ποτάμι, ἡ Λάμπραινα παρὰ τὴν τέχνη της, δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα. Ἡ Γιώργαινα τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. «Θέλω…» βαριὰ ἀκουγόταν ἡ ἀνάσα της, «θέλω νὰ μοῦ ὁρκιστεῖς, Λάμπραινα!» Ἡ Λάμπραινα ἔσκυψε κοντά της. «Μὴ μιλᾶς τώρα» τῆς εἶπε. «Ὁρκίσου, Λάμπραινα….», βαριά ἀνάσα, «ὁρκίσου!....» «Γιώργαινα, τί λές; Τί νὰ σοῦ ὁρκιστῶ; Γιώργαινα, μ’ ἀκοῦς; » τῆς ψιθύρισε. «Ὅταν ξεγεννήσεις τὸ Δεσποινιώ…» σταματοῦσε κάθε τόσο κι ἔπαιρνε βαριὲς ἀνάσες, «ὅταν ξεγεννήσεις…. τὸ Δεσποινιὼ καὶ βγεῖ…. ροῦσο τὸ μωρό…. νὰ πεῖς τ’ Λευτέρη ὅτι ἔμοιασ’…. τοῦ μπάρμπα μ’ τοῦ Θύμιου, ποὺ ’ταν κι αὐτὸς ροῦσος… ἀκοῦς;… Λάμπραινα!... Ὁρκίσου!.... Μὴν καταλάβει ὁ Λευτέρης…. τσιμουδιά, Λάμπραινα! Ὁρκίσου…» εἶπε κι ἔσβησε.

~29~
μὲ σπαραγμό. Ὅλοι τὴν ἔκλαψαν πικρὰ τὴ Γιώργαινα. Κι ἡ Λάμπραινα σφούγγιζε βουβὰ τὰ δάκρυα. Γιὰ ὅλα τὰ κορίτσια ποὺ εἶχαν τῆς Δεσποινιώς τὸ ριζικό τὸ μαῦρο…. Νὰ βρεθεῖ ὁ ἐχθρὸς στὸ διάβα τους… Νὰ μαγαρίσει τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή τους. Εὐαγγελία Παπαθανασίου
Τὸ Δεσποινιὼ ἔπεσε πάνω της κλαίγοντας

Σφουγγαρίζαμε ἀμίλητοι. Ἡ ὥρα ἦταν περασμένη καὶ ἡ δουλειὰ ἔμοιαζε ἀτελείωτη. Ὁλόκληρο κατάστημα, ἀπὸ τὰ ταμεῖα μέχρι τοὺς ἐξωτερικούς χώρους ἔπρεπε νὰ παραδοθοῦν τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ πεντακάθαρα. Γιὰ λόγους οἰκονομίας ἡ διεύθυνση ἐνέκρινε τὴν περικοπὴ μισθῶν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ταπεινωτικὸ γιὰ τὸν ὑπεύθυνο βάρδιας τοῦ ταχυφαγείου. Γιὰ μένα ἦταν ἄλλη μιὰ μέρα ρουτίνας. Δὲν εἶχα ἀπαιτήσεις γιὰ κάτι καλύτερο. Ἁπλὰ μετανάστης στὴν γηραιὰ Ἀλβιόνα. Ξεκίνησα ἀπὸ τὶς γοῦρνες μὲ τὶς λαμαρίνες, προάχθηκα σὲ ὑπεύθυνο ἀποθήκης καὶ ὡς ἐπιβράβευση γιὰ τὴν ἄριστη τακτοποίηση τῶν ἀποθεμάτων τοῦ καταστήματος, τοποθετήθηκα ὡς βοηθὸς ψήστη καὶ μετὰ τὶς ὀκτὼ τὸ βράδυ κεντρικὸς μαέστρος στὴν ψησταριὰ μέχρι τὸ τέλος τῆς βάρδιας. Ἀποδεδειγμένα σκληρὸς ἐργάτης, μὲ ἔπαινο ὡς ὁ καλύτερος γιὰ τὸν μήνα Μάρτιο, περίμενα πῶς καὶ πῶς τὴν ἐντολὴ νὰ πετάξω τὰ σκουπίδια. Αὐτὸ σήμαινε τέλος. Ἀκουγόταν ἐκεῖνο τὸ ὄμορφο ντούπ, ἀπὸ τὸ κλείσιμο τοῦ κάδου καὶ ὕστερα μιὰ ἀτελείωτη σιγή. Ἔβγαζα τὴν ποδιὰ καὶ ἄναβα τσιγάρο, δίπλα στὶς γραμμές. Ἡ πόλη κοιμόταν κι ἐγὼ ἄκουγα τὰ ἀηδόνια ποὺ λαλοῦσαν στὴ νύχτα. «Nightingales» εἶπε ἡ φωνὴ καὶ κάτι οἰκεῖο μοῦ θύμισε. Γύρισα καὶ τὸν κοίταξα μὲ ἔκπληξη. «Τὰ ἀκοῦς;» «Τὰ ἀκούω καὶ θυμᾶμαι τὸ πατρικό μου», εἶπε καὶ στάθηκε δίπλα μου. Σὲ λίγο παγώσαμε. Τὸ κρῦο στὰ μέρη τοῦ βορρᾶ ἦταν διαπεραστικὸ καὶ ἀφιλόξενο. Κλείσαμε τὸ μαγαζὶ καὶ περπατήσαμε μαζὶ στὴν μεγάλη λεωφόρο. «Κερνάω τσάι», μοῦ πρότεινε. Δέχθηκα. Βρεθήκαμε στὴ σοφίτα ποὺ ἔμενε. Ἦταν ζεστὰ καὶ φιλόξενα. Μίλαγε ἀτελείωτα. Ἔμαθα ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς δουλειᾶς. Κάποτε ξαναγύρισε στὰ ἀηδόνια καὶ στὰ ρέματα καὶ ἐκεῖ νόμιζα ὅτι περιέγραφε τὸ δικό μου χωριό, ἢ τουλάχιστον αὐτὸ εἶδα στὸν ὕπνο μου. Τὸ ἄλλο πρωὶ ξύπνησα ξεκούραστος. Δίπλωσα τὴν κουβέρτα καὶ ἑτοιμάστηκα νὰ φύγω. Τὸν βρῆκα στὴν κουζίνα νὰ ἑτοιμάζει πρωινό. Ἐπέμενε. Φάγαμε καὶ παίξαμε τάβλι. Θὰ ἔλεγα ἦταν ἀποκάλυψη. Ἔχασε βέβαια μὰ τὸ σπουδαῖο ἦταν πὼς οἱ Τοῦρκοι παίζουν σὰν καὶ μᾶς. Μίλαγε στὸ ζάρι, φώναζε, μέχρι ποὺ πέταξε τὸ

~30~ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ
ΠΡΟΣΕΧΕ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ 1821
τάβλι ἀπὸ τὸ παράθυρο. Εὐτυχῶς δὲν πέρναγε ἄνθρωπος ἀπὸ κάτω. Ὡραῖος τύπος ὁμολόγησα καὶ συνεχίζω νὰ τὸ πιστεύω ἀκράδαντα. Τὸ Πάσχα ἦρθε καὶ μοῦ εὐχήθηκε. Τὸν εὐχαρίστησα γιὰ τὸ κρασὶ μὰ περισσότερο γιὰ τὴν ὑποστήριξή του γιὰ τὴν ἄδεια ποὺ εἶχα ζητήσει. Ὁ ξανθὸς διευθυντὴς δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει πρὸς τί τὸ αἴτημά μου. Τὸ Πάσχα εἶχε γίνει στὴν Ἀγγλία καὶ ἐπιπλέον δὲν εἶχε ξεκαθαρίσει τί σημαίνει ὀρθόδοξος. «Kάτι ἀνάμεσα σὲ χριστιανὸ καὶ μουσουλμάνο» τοῦ εἶπε ὁ κολλητός μου, ποὺ ἦταν τὸ δεξί χέρι
νὰ γλείφει καὶ τὰ δάχτυλά του. Παραδέχτηκε πὼς ξέραμε νὰ ψήνουμε καλὰ καὶ ἀκολούθησε εὔκολα τὰ βήματα τοῦ κλαρίνου. Ἦταν μιὰ λαμπρὴ μέρα. Κάποιοι φίλοι εἶχαν φέρει καὶ
του. Ἀφοῦ τὸν διαβεβαίωσε ὅτι δὲν ἔλεγα ψέματα, ὁ «chief» συναίνεσε γιὰ τὸ «of» τῆς Κυριακῆς. Τὸ ἀντίτιμο ἦταν

μπουζουκάκια καὶ τραγουδήσαμε ὅλοι μαζί. Μὲ ἐξέπληξε, ἤξερε τοὺς ρυθμοὺς ἀκόμη καὶ τὰ λόγια, ἀλλὰ στὴ γλώσσα του. Συνεχίσαμε νὰ δουλεύουμε μαζί. Αὐτὸς μπροστά καὶ ἐγὼ μετακινούμενος ἄλλοτε ψήστης καὶ ἄλλοτε λαντζιέρης γιὰ νὰ βγεῖ ἡ δουλειὰ καλύτερα. Ἐκείνη τὴ μέρα εἶχα τὰ χέρια μου ὧρες μέσα στὴ γούρνα. Οὔτε ἀποθήκη, οὔτε ψησταριά, μόνο κρῦο καὶ καυτὸ νερὸ ἐναλλάξ. Ἦταν μαρτύριο. Κάπου–κάπου πέρναγε καὶ μὲ ρώταγε πῶς πάει. Τὸν κοίταγα ἀμίλητος καὶ περίμενα νὰ ἀποδώσει δικαιοσύνη. Ὁ συνάδελφος ἀπὸ τὴν Νιγηρία, ὅλο χαμόγελα καὶ ὑποσχέσεις γιὰ γκόμενες, ἦταν ἀκλόνητος στὸ πόστο του. Ἐμένα δὲν μὲ σκεφτόταν κανείς. Δὲν ἄντεξα. «Tί θὰ γίνει ἀπόψε; Ρὲ φίλε…» «Ἐγὼ διοικῶ καὶ σὺ ζωγραφίζεις. Ἔτσι δὲν χτίσαμε μαζί αὐτοκρατορία;» Μοῦ ανέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι. «Πρόσεχε μὴν γίνει 1821» του εἶπα χαμογελώντας πικρόχολα. «Ἐσὺ πρόσεχε μὴν γίνει 1974» μοῦ ἀπάντησε καὶ ἔδειξε μιὰ ἀφίσα τοῦ Κυπριακοῦ ὀργανισμοῦ τουρισμοῦ, ποὺ κοσμοῦσε μὲ χάρη τὸν τοῖχο. Σκέφτηκα νὰ τοῦ πετάξω τὴν λαμαρίνα κατακούτελα μὰ εἶχα ἀνάγκη τὴ δουλειά. Κρύωσα. Ἴσως ἔφταιγε τὸ νερὸ ποὺ εἶχα βυθίσει τὰ χέρια μου. Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἄκουγα τὰ ἀηδόνια στὸ ρέμα μόνος μου ἂν καὶ ὁ Τοῦρκος πάντοτε προτοῦ κλείσει τὴν πίσω πόρτα, ἀμίλητος ἀγνάντευε στὸ σκοτάδι νὰ διακρίνει τὶς σκιὲς ποὺ λαλοῦσαν στὰ ἀστέρια του βορρᾶ – στὴν ἐρημία μας. Δημήτρης Μαγριπλῆς ΛΑΟΝΙΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ «ΝΥΝ ΑΠΟΛΥ…Σ» Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (2. 25-30) στὸν δίκαιο Συμεὼν τῆς Ἱερουσαλὴμ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι δὲν πρόκειται νὰ πεθάνει προτοῦ ἰδεῖ τὸν «Χριστὸν Κυρίου». Ὅταν λοιπὸν δέχτηκε στὴν ἀγκαλιά του τὸ Νέον Παιδίον, εὐλόγησε τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύ…ς τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα Σου

~31~
μου τὸ σωτήριόν Σου…» Ἂν τὸ εὐαγγελικὸ ἀπόσπασμα ποὺ παρέθεσα ὑπογορευόταν σὲ δέκα πραγματικὰ ἐγγράμματους καὶ ἐκκλησιασμένους Ἕλληνες, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ μισοὶ θὰ ἔγραφαν «ἀπολύοις». Δὲν εἰκοτολογῶ, ἄλλωστε κι ἐλόγου μου ἑξῆντα χρόνια νωρίτερα εὐκτικῶς θὰ ἀνορθογραφοῦσα. Ἡ ὁριστικὴ ἔγκλιση θὰ μοῦ φαινόταν παράλογη. Συνεπῶς, δὲν θὰ ἔγραφα τὸ σημείωμα τοῦτο, ἂν πρόσφατα δὲν τύχαινε νὰ προσκόψω τὸν πόδα μου στὴν κατ’ εὐκτικὴν ἐκφορὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ χωρίου σὲ γραπτὰ δύο συγγραφέων ποὺ γνωρίζουν ἀνάγνωση καὶ Γραφή. Τὸ ἴδιο σφάλμα εἶχα ἐπισημάνει ἐδῶ καὶ πενῆντα περίπου χρόνια σὲ Γραμματικὴ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Ὡστόσο, errare humanum est καὶ στὸ κάτω-κάτω ἡ εὐκτικὴ ἐν προκειμένῳ δὲν ὁδηγεῖ σὲ
Ἄλλωστε
ὀρθογραφικά μας πταίσματα, παρεκτὸς ἂν ὑπήρξαμε σχολικοὶ φιλόλογοι ποὺ ἐμπαθῶς ἀποστραφήκαμε τὸν γραμματικὸ καὶ συντακτικὸ Ἀχιλλέα Τζάρτζανο. Λαόνικος Διονυσίου
ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί
αἵρεση.
ὅταν παρασταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου, δὲν θὰ κριθοῦμε γιὰ τὰ

Νιώθεις κάποτε μέσα σου σκηνὲς σὰν ἀπὸ ἄλλη ζωή, ἀλλόκοτα βράδια ποὺ μεθᾶς τὸ φεγγάρι στὰ σκαλιὰ τῆς αὐλῆς καθισμένος, ἀλλοιώτικες ὧρες ποὺ τὰ πόδια μαζεύουν ἁρμύρα σὲ θάλασσας μαγευτικὴ ἁπλωσιά, ἢ ἀπὸ βίλες παλιὲς σὰν περνᾶς κι ἀκοῦς τὸ πιάνο παλιὰ μεγαλεῖα νὰ φυλάει πεισματικά, ἕνα ἐξαντλητικὸ γαλάζιο νὰ φωτίζει ἀνάμεσα σὲ ἐλάχιστα διαστήματα κενοῦ τὰ δεξιοτεχνικὰ χέρια, τὰ ἀσκητικὰ

τοῦ νεκροῦ πιανιστῆ ποὺ μόλις φαίνονται πίσω ἀπὸ τὸ μισόκλειστο παράθυρο τὸ ξεχασμένο μέσα στοὺς κισσοὺς ποὺ χρόνια σκαρφαλώνοντας τοὺς τοίχους ἔφτασαν πιὰ τὴ σοφίτα καὶ τὸν περιστερώνα (σκηνὲς σὰν ἀπὸ ἄλλη ζωὴ) καὶ ἡ σειρήνα ἔξαλλη ξανὰ νὰ οὐρλιάζει στὴ νύχτα κι αὐτὴ νὰ ἀπαντάει σιωπή, ἡ σειρήνα τοῦ ἀσθενοφόρου ποὺ καιρὸ περιμένει ἐκεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ψηλὰ κάγκελα τῆς πόρτας νὰ παραλάβει καὶ τὸν τελευταῖο νεκρό

ΣΠΟΡΟΣ ΣΙΝΑΠΕΩΣ Καὶ νὰ ποὺ τώρα ἡ ἀλήθεια μέσα μου ἄλλαξε ροὴ καὶ τὰ σκυφτὰ τὰ πρόσωπα τῆς φαντασίας μου ἔβαλαν ὄνομα καὶ φορεσιὰ καινούργια. Τώρα ἱστορίες ποὺ πάγωσαν καὶ πέτρωσαν σέ δάσος παλαιολιθικὸ μοιάζουν τὰ παλιὰ ὁράματά μου ὅπως καὶ τοῦτες οἱ ἱστορίες οἱ τωρινὲς ἔτσι θὰ μοιάσουν κάποια ὥρα γιὰ νὰ περάσουν

~32~
καὶ
τέλος νὰ φανερωθεῖ ὁ σπόρος ὁ ἀρχαῖος ποὺ ξεχάστηκε καὶ χρόνια τώρα μέσα μου σαλεύει τό Ἅγιο Φῶς ποὺ ξεχειλίζει ἀθανασία τὸ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΜΟΥΛΗΣ ΤΡΙΑ
Ο
καὶ νὰ διαβοῦν
νικητὴς στὸ
μόνο φῶς ἀληθινό, τὸ πρόσωπό Σου.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΝΕΚΡΟΣ
ἱστορικὴ στιγμή) Συμφωνήσανε. Ὁ οὐρανὸς διορθώνει τὰ χρώματά του οἱ ἀρχαῖες κολῶνες ἰσιώνουν τὸ κορμὶ τεντώνουν τὰ κύματα τὴ ράχη τους. Κι ὁ ἄνεμος Ζέφυρος κρατάει μὲ δέος τὴν ἀνάσα του μὴν τυχὸν καὶ φοβηθεῖ ὁ Κοῦρος μὲ τὰ μαρμάρινα φτερὰ ποὺ περιμένει νύχτα στὸ ἀκρογιάλι ὥρα νὰ φανεῖ δίχως τὸ χρυσὸ φωτοστέφανό του ὁ ἀρχάγγελος ὁ Μιχαὴλ ὁ ἀγαπημένος Χρῖστος Τσιαμούλης, Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη συλλογὴ, Τὰ ἀνείπωτα (ποιήματα
ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (Μιὰ
1979-1984)

μουσικῆς -τῆς μουσικῆς

καλύτερα- σημαδεύτηκε ἀπὸ μιὰ σύγκρουση: τὴν σύγκρουση τῆς μονοφωνίας/ὁμοφωνίας μὲ τὴν πολυφωνία. Πιὸ συγκεκριμένα: ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ «ἐνδυθεῖ» ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ παραδοσιακή μας μουσικὴ μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ τετραφωνία. Κι ἀπὸ τὴν πεισματώδη προσπάθεια ὑπερασπίσεως τῆς «πατρώας» μουσικῆς, θύραθεν καὶ ἐκκλησιαστικῆς. Εἶχα διατυπώσει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἀπόπειρα αὐτῆς τῆς εἰσαγωγῆς δὲν ἐπεκράτησε γιὰ πολλοὺς λόγους, ἀλλὰ κυρίως διότι -καθὼς ἐκινεῖτο στὸ πλαίσιο ἑνὸς συμπλεγματικοῦ μιμητισμοῦ- δὲν δημιούργησε σπουδαῖα ἔργα. Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ προσπάθεια ὑπερασπίσεως τῆς παραδοσιακῆς μουσικῆς διέσωσε μιὰ σπουδαία γηγενῆ μουσικὴ παράδοση. Ἡ ἐντριβὴς γνώση της τώρα πιά, ἀνοίγει νέους δρόμους στοὺς σημερινοὺς μουσικοὺς γιὰ νὰ δημιουργήσουν ὄχι πλέον μὲ τὸ σύνθημα μιᾶς «ἐπιστροφῆς» στὸ παρελθὸν ἢ στὶς ρίζες, ἀλλὰ μιᾶς ἐφόδου πρὸς τὸ μέλλον. Συνομιλοῦμε ἐδῶ μὲ ἕναν ἐξαίρετο μουσικό, τὸν Ἀλέξανδρο Καψοκαβάδη, μὲ ἀφορμὴ συνθέσεις του πάνω στὸ ποιητικὸ κείμενο παραδοσιακῶν μοιρολογιῶν, ὅπου εἰσηγεῖται μιὰ πολυφωνία ποὺ ἐνῶ εἶναι καινοφανής, μοιάζει νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸ βαθύ μας παρελθόν:

v Ἡ δική σου (ἐξαιρετικὴ κατὰ τὴ γνώμη μου) προσπάθεια πῶς θὰ χαρακτηριζόταν; Μιὰ συνομιλία ἀνατολῆς καὶ δύσης; Ἡ ἀνάγκη μιᾶς «δικῆς μας» πολυφωνίας; Προσωπικά, ἀνατράφηκα σὲ ἕνα περιβάλλον ὅπου ἡ τετραφωνία ἦταν μέρος τῆς καθημερινότητας. Ὁ πατέρας μου «βαστάει» ἀπὸ οἰκογένεια μουσικῶν ἀπὸ τὴν μεριὰ τοῦ δικοῦ του, ὁ ὁποῖος γεννἠθηκε στὸ Γαστούρι τῆς Κέρκυρας καὶ ὑπηρέτησε ὅλη του σχεδὸν τὴ ζωὴ στὴ Μουσικὴ τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας. Ἡ παρουσία τοῦ τραγουδιοῦ ὑπῆρξε ἔντονη στὸ σπίτι μου, μὲ τὸ primo & secondo νὰ κυριαρχεῖ, ἐνῷ, ἀπὸ παιδάκι, θυμᾶμαι νὰ ἀκούω τοὺς συγγενεῖς μου νὰ τραγουδοῦν ἀρέκιες· κυρίως ὅταν ἐπισκεπτόμασταν τὸν παπποῦ, στὴν Ἀθήνα, ἢ στὸ χωριό. Ἀξέχαστες θὰ μοῦ μείνουν

~33~ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΨΟΚΑΒΑΔΗΣ Η ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ ΜΙΑΣ ΜΟΝΟΦΩΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μιὰ
μὲ
Τὸ
συζήτηση
τὸν Ἄγγελο Καλογερόπουλο
ξεκίνημα τῆς νεοελληνικῆς
τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους
οἱ στιγμὲς ὅπου –προεξαρχούσης τῆς πολυαγαπημένης μου θείας, Κλειῶς Δενάρδου– ὁ πατέρας, ὁ παπποὺς καὶ ὁ θεῖος μου ὁ Πάνος, ὁ «ἀρχιμουσικός», συνέπιπταν σὲ οἰκογενειακὰ τραπέζια… Ὅλα αὐτὰ σ’ τὰ λέω γιὰ νὰ διευκρινίσω πὼς θὰ μποροῦσα νὰ θεωρηθῶ «δυτικοτραφὴς» ἀπὸ κούνια. Μὲ τὴν μονοφωνική, τροπική –ἑλληνική καὶ ὄχι μόνο– μουσικὴ ἦρθα σὲ ἐπαφὴ στὸ Μουσικό Γυμνἀσιο, ὅπου καὶ μαθαίναμε βυζαντινή. Ἡ ἀλήθεια, ὡστόσο, εἶναι ὅτι ἐκεῖ γνώρισα τὸν Χρῖστο Τσιαμούλη ποὺ φρόντισε νὰ μοῦ μεταδώσει τὸ μικρόβιο τοῦ πάθους γιὰ τὰ λαϊκὰ ὄργανα τῆς Μεσογείου… Ἀπὸ τὸν Τσιαμούλη καὶ μετά ἀφιερώθηκα στὰ ὄργανα. Ἔκανα μάθημα, ἐπίσης, μὲ τὸν Νίκο Γράψα, τὸν Ρὸς Ντέιλι, τὸν Περικλῆ Παπαπετρόπουλο, τὸν Χαΐγκ Γιαγκτζιάν… Ποτὲ σχεδὸν δὲν
Δὲν μπορῶ, ὡστόσο, νὰ μὴν παραδεχτῶ πὼς εἶχα μιὰ εὐκολία στὰ φωνητικά καθόλη τὴ διάρκεια τῆς μουσικῆς μου πορείας. Ὅταν, τὸ 2002, ἄκουσα τὸ ἄλμπουμ μὲ τίτλο Le
συμμετεῖχα σὲ χορῳδία, ἐξαιρώντας φυσικὰ αὐτὴν τοῦ σχολείου, ἡ παρουσία ὅλων μας στὴν ὁποία ἦταν ὑποχρεωτική.
Mystère des Voix Bulgares (Disques Cellier, 1975),

μαγεύτηκα τόσο ποὺ ξεκίνησα νὰ ψάχνω CD φωνητικῶν συνόλων ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Τὰ χορωδιακὰ κομμάτια ποὺ ἔχω ὣς σήμερα ἠχογραφήσει εἶναι καθαρὰ πειραματικοῦ χαρακτῆρα καὶ προσπαθοῦν νὰ συνδυάσουν τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα (μελῳδικά, ἁρμονικὰ καὶ ρυθμικὰ) τὰ ὁποῖα μὲ δονοῦν κάθε φορὰ ποὺ ἀκούω τὶς βουλγαρικὲς γυναικεῖες χορωδίες εἴτε τὰ διάφορα ἀνδρικὰ φωνητικὰ ἀνσὰμπλ ἀπὸ τὴ Γεωργία, τὴν Κορσική, τὴ Ρωσία καὶ ἀλλοῦ… Σὲ καμία περίπτωση δὲν ἐπιδιώκω νὰ δημιουργήσω ἕνα «δικό μας» ὕφος. Αὐτὸ ποὺ μὲ ἐνδιαφέρει εἶναι πρωτίστως ἡ προσωπικὴ τέρψη. Ἂν καὶ φυσικὸ εἶναι οἱ

δηλαδή, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ τὸ ὀργανώσει

στὸ κατάλληλο σημεῖο τοῦ μουσικοῦ κειμένου. Ὁ ἴδιος δὲν τὸ ἔχω χρησιμοποιήσει πολύ, μέχρι τώρα. Για τὴν ἀκρίβεια, μόνο σὲ ἔνα κομμάτι μου, βυζαντινότροπο, ποὺ ἑρμηνεύει ὁ καλός μου φίλος, Μάνος Σύριος, καὶ θὰ δημοσιοποιηθεῖ σύντομα. v Γιατί τὸ μοιρολόϊ; Παίζει κάποιο ρόλο ὁ ποιητικὸς λόγος; Τὰ ἀνώνυμα τραγούδια συνδυάζουν ἀμεσότητα, διαχρονικότητα, ἁπλότητα καὶ καλαισθησία στὸν ἀπόλυτο βαθμό. Δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι δὲν ἀγαπῶ τὴν ἐπώνυμη ποίηση (κάθε ἄλλο), ὅμως ἡ λεγόμενη «δημοτικὴ» ἀποτελεῖ –στὴ δική μου προσπάθεια– καταλληλότερη βάση δημιουργίας καὶ, φυσικά, πηγὴ ἔμπνευσης. Βλέπεις, τὰ στιχάκια αὐτὰ γράφτηκαν ἐξ ἀρχῆς γιὰ νὰ τραγουδηθοῦν. Πρόσφατα, μελοποίησα καὶ ἐπεξεργάστηκα δώδεκα τέτοια στιχάκια γιὰ λογαριασμὸ τῆς ἀπίθανης γυναικείας χορωδίας “Chóres” τῆς Μαρίνας Σάττι. Ἡ πρώτη παρουσίαση, μέρους τῆς συγκεκριμένης ἐργασίας, στὸ κοινὸ θὰ γίνει στὸ Μέγαρο Μουσικῆς Αθηνῶν, τὴν 21η Ἰουνίου. Δὲν βλέπω τὴν ὥρα…* Τώρα, σὲ ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ Μοιρολόϊ, ὅπως ὅλα τους, ἀποτελεῖ κορυφαία μορφὴ λαϊκῆς γυναικείας στιχουργικῆς ἔκφρασης. Δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει

νὰ τὸ

~34~
μελῳδίες μου νὰ φέρουν μιὰ
ἑλληνικότητα… v Τί ρόλο παίζει τὸ ἰσοκράτημα καὶ οἱ μορφὲς μιᾶς παραδοσιακῆς πολυφωνίας (π.χ. ἠπειρώτικο) στὴ δική σου προσπάθεια; Τὸ ἰσοκράτημα –κι ἂς φαίνεται εὔκολο– ἀπαιτεῖ μαστοριά, τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἐκτελεστῆ (τῶν ἐκτελεστῶν) ὅσο κι ἀπὸ αὐτὴ τοῦ δημιουργοῦ· αὐτοῦ,
νεοελληνικὸ στιχούργημα (τουλάχιστον μέχρι τὰ τέλη του 19ου αἰώνα) τὸ ὁποῖο νὰ ξεπερνᾶ σὲ ἀξία αὐτὰ τὰ ἀριστουργήματα… Οἱ πολυφωνικὲς συνθέσεις στὶς ὁποῖες ἀναφερόμαστε εἶναι οἱ ἑξῆς: Τὸ πρῶτο, Μοιρολόι - ἀπὸ τὸ πεντάτομο ἔργο μὲ τίτλο Σαμιακά· ἤτοι ἱστορία τῆς νήσου ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῶν καθ᾿ ἡμᾶς (Σάμος, 1881–1891) τοῦ Ἐπαμεινώνδα Σταματιάδη, καὶ τὸ δεύτερο, Γλυκομηλιά στὸν Ἄδη - ἀπὸ τὴ συλλογὴ μὲ μοιρολόγια τῆς Μεσσηνιακῆς Μάνης τοῦ Σωκράτη Κουγέα. Πρόκειται νὰ συμπεριληφθοῦν σὲ ἕνα προσωπικὸ ἄλμπουμ, μὲ τὸν τίτλο Συναίνεση (Consensus γιὰ τὰ διαδικτυακὰ δισκοπωλεῖα) πιθανὸν ὣς τὸ
κάποια
καὶ
τοποθετήσει
κάποιο γυναικεῖο λόγιο
τέλος του 2021. Τὸ τρίτο πολυφωνικό, μὲ τίτλο Ὁ τάφος τοῦ ξένου, πρόκειται νὰ συμπεριληφθεῖ στὸ Τέταρτο Ἡμερολόγιο τοῦ Νίκου Ξυδάκη, ὅταν αὐτό κυκλοφορήσει. Δισκογραφία: Νυχτέρι (2020), Το πικρό (ἐκδόσεις Γαβριηλίδη, 2018) και Φθινοπωρινό (2019). * Ἡ συνομιλία πραγματοποιήθηκε τὸν Μάϊο τοῦ 2021.

Διέθεσε ὁλόκληρη περιουσία γιὰ τὴν εὐπρέπιση τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Σπηλαίων τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἔπειτα ἔγινε κι ὁ ἴδιος μοναχὸς ἐκεῖ.

Ὅμως ὁ διάβολος τοῦ ἔβαλε τὴν σκέψη ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ξόδεψε γιὰ τὸν ναὸ

τῆς Παναγίας, θὰ ἦταν καλύτερα νὰ τὰ μοιράσει

στοὺς φτωχούς. Ἔτσι ἔπεσε σὲ ἀθυμία καὶ ἀπόγνωση. Τοῦ ἡγουμένου καὶ τῶν ἀδερφῶν

ἡ συμπαράσταση κι οἱ συμβουλὲς δὲν τὸν βοήθησαν καὶ σπαταλοῦσε ἄσκοπα τὸν χρόνο

ΤΟ ΠΕΤΡΟΒΟΛΗΜΑ

Μυαλὸ ποὺ κουβαλάει πέτρες μὲ σεισμικὲς δονήσεις στὴ συνείδησή του. Μυαλὸ ποὺ μὲ παλιὲς ἰδέες εἶναι ναρκωμένο κι ἔχει κακίες ἀγαλήνευτες.

πιὸ ψηλὸ κλαδί, γιὰ πετροβόλημα γίνεται στόχος. Ὦμοι ποὺ γέρνουνε ἀπὸ βαριὲς ἀλήθειες σὰν τὰ κλαδιὰ πού ‘ναι μὲ μῆλα φορτωμένα. Δράμα, 30/1 - 1/2/2021

τοῦ μοναχικοῦ του βίου, βυθισμένος στὴν ψυχόλεθρη ἀκηδία καὶ ἀμέλεια. Καὶ παραχώρησε ὁ Κύριος νὰ ἀσθενήσει . Τὴν ὄγδοη μέρα ὁ ἡγούμενος κάλεσε ὅλη τὴν ἀδελφότητα στὴν κλίνη του. Ὁ Ἔρασμος συνῆλθε καὶ εἶπε ὅτι τοῦ παρουσιάσθηκαν οἱ ὅσιοι πατέρες Ἀντώνιος καὶ Θεοδόσιος καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι προσευχήθηκαν γι’ αὐτόν. Κι ὅτι μετὰ εἶδε καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι μεσολάβησε στὸν υἱό της γιὰ νὰ τὸν πάρει κοντά της σὲ τρεῖς μέρες. Ἔτσι καὶ ἔγινε μετὰ τρεῖς μέρες καὶ ἤτανε τὸ ἔτος 1160 μ.Χ. Δράμα, 2/12/2020 Κωνσταντῖνος Ἰωαννίδης

~35~ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ο ΕΚ ΡΩΣΙΑΣ ΟΣΙΟΣ ΕΡΑΣΜΟΣ
Κούφιο μυαλὸ ποὺ σέβεται τὰ κούφια καὶ τὸ ἀχρήστεψε ἡ μούχλα κι ἡ σκουριά. Ἦθος ποὺ στέκεται στὸ

ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ Ὅταν διαβάζεις ἕνα ποίημα εἶναι σὰ νὰ πηγαίνεις κάπου διακοπές. Σὰ νὰ γεύεσαι, γιὰ λίγο, τὰ καλὰ (συνήθως) ἑνὸς τόπου. Ὅπου ὁ καλὸς στίχος εἶναι αὐτὸ ποὺ σὲ ὑποδέχεται. Ὁ ἐμπνευσμένος, εἶναι ἐκεῖνο ποὺ σὲ ἀποχαιρετᾶ. * Ὅπως στὴ ζωὴ ἔτσι καὶ στὴν ποίηση, πάντα ὑπάρχει μιὰ πρώτη φορὰ ποτὲ ὅμως μιὰ τελευταία.Τὸ ποίημα εἶναι, μὲ κάποιο τρόπο, ἕνας τύπος ἀθανασίας. Τίποτα δὲν τελειώνει μὲ τὸ τέλος ἑνὸς ποιήματος. * Στὴν ποίηση δὲν ὑπάρχουν παρθένες λέξεις. Ὑπάρχουν ὅμως παρθένοι στίχοι. *

Ἡ πνευματικὴ ἀπόλαυση Κάθε ἀπόλαυση ἔχει τὴν ἀρχή της στὸ δάκρυ. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζουν καλὰ οἱ ποιητὲς χωρὶς ἀπαραιτήτως νὰ τὸ γνωρίζουν καὶ οἱ ἀναγνῶστες τους. * Ὅταν γράψεις ἕνα ποίημα καὶ πρὶν ἀποφασίσεις νὰ τὸ συμπεριλάβεις στὴ συλλογή σου, καλὸ εἶναι νὰ σοῦ ἀρέσει. Καλύτερο εἶναι ὅμως νὰ μὴ σοῦ ἀρέσει. * Τὸ «τώρα» καὶ τὸ «μετὰ» στὴν ποίηση Ποιητή, κοίτα τώρα ἐκεῖ ποὺ ἀργότερα θὰ κοιτάξει ἡ ἀνάμνηση. Καὶ θὰ δεῖς λιγότερα. Χρῆστος Ἀναγνωστόπουλος

~36~ ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ
ΜΙΚΡΑ
ΓΙΑ

[Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΕΒΑΛΕ ΦΤΕΡΑ]

Ὁ οὐρανὸς ἔβαλε φτερὰ Μεγάλα φτερὰ Κι ἄναψαν οἱ κάμποι Ἡ θάλασσα ἔγινε γλυκειὰ σὰν προσευχὴ Ἐπέσανε τὰ χρόνια Οἱ κύκνοι ἀνέβηκαν μὲ τὰ πουλιὰ Τ’ ἁπλά μας ὄνειρα χάλασαν τὰ βουνὰ Γιὰ νὰ κυττάξουν πέρα Καὶ σὰν ἀρνιὰ λυγίσανε τὰ σώματα Ἐνῶ οἱ ψυχὲς γεμίζαν τὸν ἀέρα [12.5.1940] Γιῶργος Σαραντάρης

ΠΟΙΗΤΗΣ

ὁ Ἐλύτης ἔφτασε στὸν Χριστὸ μέσῳ τοῦ Πλάτωνα (http://www.iskiosiskiou.com/2021/03lectures-16932021-7.html), ὁ Σαραντάρης ὁδηγήθηκε σ’ Αὐτὸν ἀπευθείας δι’ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Σαραντάρης ἀποτελεῖ, πιστεύω, ἕναν ἀκόμα καρπὸ τῶν προσευχῶν ἁγίων ἀνθρώπων, ὅπως τοῦ συγχρόνου του Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη, ποὺ παρακαλοῦσε ἐκεῖνα τὰ χρόνια μέχρι δακρύων νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς Γῆς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἕνας πολὺ νέος ἄνδρας πού, μέχρι τὰ τριάντα τρία του χρόνια ποὺ ἄφησε αὐτὸν τὸν κόσμο, πρόλαβε, μόνος αὐτὸς μέσα στοὺς καλλιτεχνικοὺς κύκλους τῆς προπολεμικῆς Ἀθήνας, νὰ ὀρθώσει ἀνάστημα ἔναντι τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μηδενισμοῦ, τοῦ αἰσθητικοῦ φορμαλισμοῦ καὶ τοῦ ἡδονοκρατικοῦ ἀτομισμοῦ καὶ νὰ ἀντιπροτείνει ἕνα διαφορετικὸ ὅραμα γιὰ τὴν ἀκεραίωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, μὲ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸ ἄτομο στὴν «Ὕπαρξη» ποὺ τὴν κατανοεῖ κυρίως ὡς Συνύπαρξη. Ὁ Σαραντάρης εἶχε ἔντονη μνήμη θανάτου, ποὺ ὅμως αὐτὸν δὲν τὸν ὁδήγησε σὲ ἀπελπισία, γιατὶ στὰ λίγα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὁ Σαραντάρης πρόλαβε νὰ δεῖ καθαρὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ καθρέφτη.

2.Δημήτριος Καπετανάκης), Δόμος & Μουσεῖο Μπενάκη, Ἀθήνα, 2007, σς 94-95). Τὸ ἔργο τοῦ Σαραντάρη ὀφείλουμε νὰ τὸ δοῦμε, ὅπως ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ Ἄγγελος Καλογερόπουλος, «ὄχι ὡς τελειωμένη ποιητικὴ παρακαταθήκη, ἀλλὰ ὡς ἀνοιχτὴ πνευματικὴ πρόκληση». (Καλογερόπουλος Ἄγγελος, «Ἡ Ποιητική τοῦ Γιώργου Σαραντάρη» στὸ Θεολογία καὶ Λογοτεχνία (Πρακτικὰ Ἡμερίδας), Ἱ. Μ.

~37~ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΕΚΚΑΣ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ΩΣ ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ
ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΣ
Ἂν
Πρόκειται ἐδῶ γιὰ τὴ σύντομη ἔκρηξη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μιᾶς σπάνιας πράγματι εὐφυΐας (Πιπίνης Γιάννης, «Ὁ θητευτὴς τοῦ ἀρρήτου», Νέα Ἑστία, τχ 1811, σ. 851). Δὲν γνωρίζω ἄλλη περίπτωση ποιητῆ ἢ καὶ στοχαστῆ στὰ Γράμματά μας ποὺ νὰ ἀξιώθηκε νὰ φτάσει σὲ τέτοιο ἐπίπεδο πνευματικῆς ὡριμότητας σὲ τόσο σύντομο χρόνο. Ἂν τώρα αὐτὸς ὁ διάττων ἀστέρας τῆς Νεοελληνικῆς Ποίησης καὶ Φιλοσοφίας δὲν ἔχει ἀκόμα ἀξιωθεῖ τὴ θέση ποὺ τοῦ ταιριάζει στὴ Νεοελληνικὴ Γραμματεία μας, αὐτὸ ὀφείλεται προφανῶς στὴν ἀπιστία συγχρόνων καὶ ἐπιγόνων του (Λορεντζάτος Ζήσιμος, Μελέτες, Τόμος Γ΄ (Διόσκου
Σαραντάρης,
ροι: 1.Γιῶργος

Μεσσηνίας, Καλαμάτα 2011, σ. 65). Σ’ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ἀνάγκη ἐπιθυμοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν οἱ σελίδες ποὺ ἀκολουθοῦν. Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης μπορεῖ νὰ εἶναι, ὅπως πιστεύω, ἕνας κατεξοχὴν πλατωνικὸς ποιητής, ὁ Γιῶργος Σαραντάρης εἶναι, ὅμως, ἕνας κατεξοχὴν ἡσυχαστικὸς ποιητής. Ἡ λέξη, ἡ ἔννοια καὶ προπαντὸς τὸ βίωμα τῆς ἡσυχίας διατρέχουν ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴν ποίησή του. Ὁ Σαραντάρης ἀντιλαμβάνεται τὴν ἡσυχία ὄχι ἁπλῶς ὡς ἀπουσία θορύβων ἀλλὰ ὡς ἰδιότυπη πνευματικὴ συνθήκη ποὺ ἐπιτρέπει τὴν Ποίηση ὡς κατεξοχὴν τρόπο Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. Τὰ ποιήματά του συνιστοῦν μικρότερα ἢ μεγαλύτερα ἀποσπάσματα μιᾶς ροϊκῆς συνείδησης ποὺ γράφει ὅπως ἀναπνέει. Σ’ αὐτὰ ὁ οὐρανός, ἡ θάλασσα, τὰ πουλιὰ καὶ οἱ ψυχές, ὅλα συνήθως ἔχουν τὴν τάση πρὸς τὰ ὕψη. Ὁ ποιητὴς αὐτὸς ἔχει «καρδιὰ ἱεραποστόλου», γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε μιὰ ἔκφραση τοῦ φίλου του Ἐλύτη, καὶ γράφει γιὰ νὰ μᾶς παρασύρει στὴν κίνησή του πρὸς τὰ ἐπάνω (Σκοπετέα Σ., Γιῶργος Σαραντάρης, Ἔργα ΙΙ, Κατάλοιπα 1932-1940, Βικελαία Δημοτικὴ Βιβλιοθήκη, Ἡράκλειο, 2006, σ. 375). […]

δὲν εἶναι ὁ μόνος, ὁ Σαραντάρης κατάφερε πάντως νὰ βάλει τὴν ψυχή του στὸ χαρτὶ καὶ ἀναζητᾶ ἐπειγόντως ἀναγνώστη ποὺ θὰ πάρει τὴν ψυχή του ἀγκαλιὰ καὶ θὰ τοῦ τὴν κανακέψει τρυφερὰ σὰν παιδάκι! (Βαρβιτσιώτης Τάκης, Ὁ διάπλους τοῦ καθρέφτη, Ἀθήνα, Ἁρμός, 2008, σς18-19). […] Ὁ Σαραντάρης κατανόησε ὅτι ἐκτὸς τοῦ ψυχολογικοῦ ὑπάρχει καὶ τὸ πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀσυνείδητου ποὺ καλούμαστε νὰ οἰκειοποιηθοῦμε. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κόβει, δηλαδή, τὸ θέλημά του καὶ «πετάει τὸν ἑαυτό του» γιὰ χάρη τῶν ἄλλων δημιουργεῖ πνευματικὲς προϋποθέσεις δεκτικότητας ὥστε ν’ ἀκουσθεῖ μέσα του ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ στροφὴ μέσα μας δὲν κινδυνεύει ἁπλῶς νὰ μᾶς κάνει καταθλιπτικούς, μᾶς ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν κατεξοχὴν Πηγὴ τῆς ἔμπνευσης κι αὐτὸ εἶναι ὁ χειρότερος ἐφιάλτης τοῦ καλλιτέχνη. Ἡ καλὴ ποίηση προϋποθέτει τὴν ἀμεριμνησία τῶν πουλιῶν καὶ τῶν δέντρων. Πόσα ποιήματα δὲν γεννιοῦνται ποτὲ ἢ γεννιοῦνται ἐξαμβλωματικὰ καὶ ταλαιπωροῦν τοὺς ἀναγνῶστες τους ἐξαιτίας τῶν μεριμνῶν τῶν ποιητῶν τους; Ὁ Σαραντάρης δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἀκόμα χριστιανὸς λογοτέχνης (Παπαθανασόπουλος Γιῶργος, Γιῶργος Σαραντάρης. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ποιητὴς καὶ ὁ διανοούμενος, ΣΑΡΠΡΑΖ Α.Ε., Ἀθήνα,2011 σς 178-179). Ὁ ποιητὴς αὐτὸς πρόλαβε νὰ ἀναδείξει τὴν ἁγιότητα ὡς θεμελιακὴ διάσταση τῆς ποιητικῆς ζωῆς ἐπιτρέποντας στὴν Ἁγιοπνευματικὴ αὔρα νὰ

~38~
διαπεράσει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τὴν ποίηση καὶ τοὺς στοχασμούς του. (Τσαρνᾶ Ἡρώ, Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ρόδου ἢ Γιῶργος Σαραντάρης. Ἕνας πρωτοπόρος ποιητὴς στὸ περιθώριο τῆς «γενιᾶς τοῦ ’30», Διογένης, Ἀθήνα, 1993, σ. 43). π. Γεώργιος Λέκκας [Προδημοσίευση ἀπὸ τὶς εἰσαγωγικὲς σελίδες ὁμότιτλης ἀνέκδοτης μελέτης ποὺ ἀποτελεῖ τὸ δεύτερο μέρος ὑπὸ ἔκδοση βιβλίου τοῦ συγγραφέα μὲ τὸν τίτλο: Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ]
Ἀσφαλῶς

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ Ἀπὸ τὰ Κλέφτικα τραγούδια […] τὸ ἀρχαιότερο στὴν συλλογὴ τοῦ Πασσόβ εἶναι «Τοῦ Χρήστου Μηλιόνη», 1700-1710. Ἀλλὰ εἶναι ζήτημα κατὰ πόσον ἡ χρονολογία αὐτὴ τοῦ Πασσόβ εἶναι σωστή. Ὁ κ. Πολίτης ὁρίζει τὸ 1750 ὡς χρονολογίαν γιὰ τὸ ἆσμα «Τοῦ Χρήστου Μηλιόνη», καὶ βασιζόμενος σὲ σφραγίδα τοῦ Μηλιόνη (εὐρισκομένην στὸ μουσεῖον τῆς ἐν

Παιδιά, σὰν θέτε λεβεντιὰ καὶ κλέφταις νὰ γενῆτε, νεμένα νὰ ρωτήσετε νὰ σᾶς ὁμολογήσω τῆς κλεφτουριᾶς τὰ βάσανα καὶ τῶν κλεφτῶν τὰ ντέρτια. Μαύρη ζωὴ ποὺ κάνουμε ἐμείς μαῦροι κλέφταις!

Στὸ ἆσμα τουῦ Νικοτσάρα * προτάσσεται ἕνα ἀρκετὰ μακρὺ σημείωμα, τὸ ὁποῖον θὰ διαβάσουν μ’ ἐνδιαφέρον ὅσοι μελετοῦν τὸν ἐπαναστατικὸν ὀργασμὸ τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν, τὸν πρὸ τοῦ 1821. Λέγει γιὰ τὲς περιπέτειες ἑνὸς τολμηροτάτου κινήματος μαχητῶν (πεντακοσίων περίπου) ποὺ ἀπ’ τὴν Στερεὰ Ἑλλάδα ἐγύρεψαν ν’ ἀνεβοῦν στὴν Ρουμανία νὰ λάβουν μέρος στὸν ἀγώνα τῶν Ρώσσων ἐκεῖ. Τὸ κίνημα ἀπέτυχε· Στὴν βορεινὴ Μακεδονία δυσυπέρβλητες δυσκολίες παρουσιάσθησαν: μόλις πενήντα ἐγλύτωσαν ἀπ’ τοὺς μαχητάς. Ὁ ἀρχηγός, ὁ Νικοτσάρας, ἐσώθη καταφυγών στὰ μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἔχει ἕνα ἆσμα τὸ ὁποῖον σταματᾶ τὸν ἀναγνώστη μὲ τὸν τόνον του τὸν ἀπογοητευμένον· ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς αἴνους καὶ στὰ καυχήματα τῆς κλέφτικης ζωῆς, κομμάτι μετριασμὸς στὰ ἡρωϊκά.

Ποτέ μας δὲν ἀλλάζουμε καὶ δὲν ἀσπροφοροῦμε, ὁλημερὶς στὸν πόλεμον, τὴν νύχτα καραοῦλι. Δώδεκα χρόνους ἔκαμα στοὺς κλέφταις καπετάνιος. Ζεστὸ ψωμὶ δὲν ἔφαγα, δὲν πλάγιασα σὲ στρῶμα, τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα...

* Ὁ Βαλαωρίτης θαρροῦσε τὸν Χρῆστο Μηλιόνη παλαιότερο καὶ ἀπὸ τὸ 1700. * Ἡ χρονολογία του, 1807

ΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ Κωνσταντίνου Καβάφη, Πεζά, ἐκδ. οἶκος Φέξη, Ἀθήνα 1933, σ.111,112,114-115

700 ἱππέων, νὰ διασωθῶσι μετὰ τῶν οἰκογενειῶν των εἰς Πάτρας. Κατὰ τὴν ἀναχώρησίν των ἐνέπρησαν τὴν πολίχνην καὶ τὰ πλεῖστα τῶν δυσμετακομίστων πραγμάτων αὐτῶν, ὥστε ἐλάχιστα ἀπέμειναν πρὸς λαφυραγωγίαν εἰς τοὺς εἰσελθόντας ὕστερον εἰς τοῦ Λάλα Ἕλληνας, πάντως δε πολύ ὀλίγαι θὰ ἠχμαλωτίσθησαν Λαλιώτισσαι, ὧν τὰ παθήματα διατραγῳδεῖ τὸ κάτωθι ᾆσμα:

~39~
Ἀθήναις ἱστορικῆς ἑταιρείας), λέγει ὅτι ὁ ὁπλαρχηγὸς αὐτὸς ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος.* ΟΙ ΛΑΛΙΩΤΙΣΣΑΙΣ (1821) Εἰσαγωγικὸ σχόλιο τοῦ Νικολάου Πολίτη Οἱ ὑπερήφανοι, γενναῖοι καὶ σκληροὶ Ἀλβανοί τοῦ Λάλα, τερπνῆς πολίχνης ἐπὶ τοῦ ὅρους Φολόης (ἐν τῷ νῦν δήμῳ Ὀλυμπίων τῆς Ἠλείας), οἱ ἀπηνῶς καταδυναστεύοντες τοὺς περιοικοῦντας Ἕλληνας, πολιορκηθέντες ὑπὸ τρισχιλίων περίπου Πελοποννησίων καὶ Ἑπτανησίων,
Ἰουσοὺφ
κατώρθωσαν τὴν 22 Ιουνίου 1821, προσελθόντος εἰς ἐπικουρίαν αὐτῶν τοῦ
πασᾶ τῶν Πατρῶν μετὰ

μὲ νερὸ καὶ ξύλα ζαλωμέναις, νἄχουν οἱ Ἕλληνες νερό, φωτιὰ νὰ πυρωθοῦνε.

καὶ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη λένε. Τί νὰ ‘ν’ κεῖνα ποὺ φαίνονται, τί νὰ ‘ν’ ἐκεῖνα π’ ἐρχῶνται; Μηνὰ εἶν’ μπαϊράκια τούρκικα, μὴν τἄστειλε ὁ πασάς μας; Δὲν εἶν’ μπαϊράκια τούρκικα, δὲν τἄστειλε ὁ πασάς μας, παρὰ εἶν’ μπαϊράκια κλέφτικα, κ’ εἶναι τῶν Πλαπουταίων». Κλαῖνε μανούλαις γιὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες, κλαίει καὶ μιὰ χανούμισσα γιὰ τὸ μοναχογιό της.

ΙSSN: 2623-307X Τοῦ Λάλα μὲ τὰ κρύα νερά, μὲ τοῖς βαρειαῖς κυράδες, μὲ τοῖς τραναῖς ἀρχόντισσαις, τοῖς καλομαθημέναις, ποὺ δὲν καταδεχόντανε τὴ γῆς νὰ τὴν πατήσουν, πὀφόρηγαν χρυσὰ σκουτιὰ καὶ κόκκινα σαλβάρια, καὶ τώρα πῶς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τοὺς ραγιάδες! Φέρνουν βαρέλια
Καὶ ἡ μιὰ τὴν ἄλλη ἐλεγανε

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.