4 minute read

ΣτΕ 2568/2018

παρανομίας (αυτοπεριορισμός δικαστή- συνειδητοποίηση ότι ο νομοθέτης και η διοίκηση έχουν ευρύτερο πεδίο δράσης εδώ). Στην Ελλάδα όμως υπάρχει τέτοια νομοθεσία;

Για την αστική ευθύνη λόγω παρανομίας δικαστικού οργάνου όχι. Για αυτό θα πρέπει να εφαρμόσει ο εθνικός δικαστής αναλόγως το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, αλλά διορθώνοντας το «κατώφλι» της παρανομίας σε πρόδηλη παρανομία.

Advertisement

Μειοψηφία: δεν είναι ορθή η αναλογική εφαρμογή του αρ. 105 ΕισΝΑΚ μέχρι θα θεσπιστεί ειδικός νόμος που να προβλέπει την εν λόγω ευθύνη. Εδώ, υπάρχει παράλειψη του νομοθέτη (κενό). Ο δικαστής δεν μπορεί να ευθύνεται με τις ίδιες προϋποθέσεις με τη διοίκηση.

Γιαννακόπουλος: Θα ήταν δύσκολο να αποδεχθούμε ένα νομοθετικό κενό.Για λόγους ασφάλειας δικαίου είναι σημαντικό να αναγόμαστε στο Σ4§5 πάνω στο οποίο στηρίζεται και το 105 ΕισΝΑΚ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΕ δεν αναγνωρίζει αποζημίωση από αδράνειες ή ζημιογόνες ενέργειες των οργάνων της. Δεν μπορεί να βρεθεί δικαστήριο που να δικάσει αποφάσεις ΔΕΕ και ΕΔΔΑ (ταβάνι). Ούτε θα ήταν θεμιτό να δικάσει το ίδιο τον εαυτό του (είναι ζήτημα εξουσίας). Αναπαράγεται το ίδιο πρόβλημα σε ένα πιο διευρυμένο σύστημα. Πάντως, το ΕΔΔΑ έχει δεχθεί πως θα έπρεπε να αναγνωρίζεται αποζημίωση αν το ίδιο αργεί να εκδώσει απόφαση παραβιάζοντας το άρ.6ΕΣΔΑ (υπόθεση. Πίσω από αυτό κρύβεται το ζήτημα της ενότητας της έννομης τάξης.

Πλειοψηφία:στην τελευταία πρόταση της απόφασης καταδεικνύεται ο τρόπος προσδιορισμού της πρόδηλης παρανομίας. Λέει η πλειοψηφία ότι κρίνεται βάσει των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών λαμβάνοντας υπόψη τυχόν συγγνωστή ή ασύγγνωστη πλάνη (η διαδικασία υποκειμενικοποιείται και κρίνεται adhoc). ΆΡΑ, ναι αστική ευθύνη Δημοσίου και από παράνομες και από νόμιμες πράξεις, αρκεί η ζημία να είναι ιδιαίτερη και σπουδαία και να έχω πρόδηλη παρανομία!

Τι γίνεται με τον νομοθέτη; Στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του Δημοσίου και για πλημμελή νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης;

Παραδοσιακή θεωρία: Ο νομοθέτης δεν αδικεί (από το αγγλοσαξωνικό: “The king can do no wrong’’) και δεδομένου του δικαστικών ανέλεγκτου των interna corporis της Βουλής υποστηρίζεται η θέση πως ενδεχόμενη δικαστική κρίση που διαπιστώνει τις παραλείψεις του νομοθέτη συνιστά παραβίαση του Σ26. Πλέον, η αρχή αυτή έχει περιπτωσιολογικά υποχωρήσει, ιδίως στις περιπτώσεις που αφορούν το ενωσιακό δίκαιο (παράλειψη μεταφοράς Οδηγίας). Κρίσιμο είναι εάν έχω βλβη δικαιώματος ή συμφέροντος

Υπόθεση για αίτηση αναίρεσης

ΣτΕ 2568/2018

Είναι διαφορετική η φυσιολογία και η διαδικασία της αναίρεσης από την αίτηση ακυρώσεως και την έφεση. Αυτό π.χ. αποτυπώνεται και σε ένα δικόγραφο αναιρέσεως. Είναι οι πιο εκλεπτυσμένες προσπάθειες του νομικού, όταν τα θετικά νομικά συναντούν τη φιλοσοφία δικαίου. Μέσω της αναίρεσης γίνεται έλεγχος όχι επί διοικητικής πράξης της Δ, αλλά επί δικαστικής απόφασης.

Ενώ, την αίτηση ακυρώσεως ασκεί υποχρεωτικά ο ιδιώτης και ποτέ η διοίκηση (αλλιώς, ενδοστρεφής δίκη), την αναίρεση μπορεί να αιτηθεί και η διοίκηση που δυσαρεστήθηκε από το προηγούμενο δικαστικό αποτέλεσμα. Αυτό οδηγεί σε τεράστιο φόρτο υποθέσεων. Πώς μπορεί το δικαστήριο να μειώσει τις αιτήσεις αναιρέσεως; Είναι θεμιτοί αποτρεπτικοί μηχανισμοί; Επιτρέπεται η περιστολή του Σ20§1;

Ο ν.3900/2010 τροποποίησε τις προϋποθέσεις άσκησης αναίρεσης. Αποτέλεσμα είναι το άρ.53§3 πδ18/1989. Στο εισαγωγικό δικόγραφο –όχι με πρόσθετους λόγους ούτε με υπόμνηματης αίτησης αναιρέσεως, ο αναιρεσείων όφειλε να προσδιορίσει επακριβώς με ειδικό ισχυρισμό (παρμένο από την νομολογία) ότι ο λόγος αυτός δεν έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη απόφαση του ΣτΕ σε αναίρεση και δεν αντιτίθεται σε κριθέν ζήτημα ουδέποτε στο παρελθόν.

Ανακύπτοντα προβλήματα:

-το σύνηθες: εντοπίζεται η πλημμέλεια στην ελάσσονα (π.χ. αιτιολογία) και σπάνια στην ερμηνεία το κανόνος δικαίου, στην μείζονα.

- Ο δικηγόρος δεν μπορεί να γνωρίζει όλη την νομολογία περί αναιρέσεων, διότι δεν υπάρχει βάση δεδομένων προς τούτο.

- Δεν υπάρχει δυνατότητα διόρθωσης του δικογράφου ή προσθήκης επιμέρους λόγων (ανεπιείκεια).

Δημιουργήθηκαν αντιδράσεις και δόθηκε η δυνατότητα μεταγενέστερα για αίτηση αναίρεσης λόγω ανεπιείκειας έλλειψης πρόσθετων λόγων ή υπομνήματος).

ΕΔΔΑ: Παραβιάζεται το ΕΣΔΑ6 λόγω υπερβολικής τυπολατρίας. Βέβαια, η προστασία που παρέχει το ΕΣΔΑ 6 είναι σχετική γιατί βάσει της υπόθεσης Παπαϊωάννου κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ είπε ότι εναπόκειται στην εκτιμητική ευχέρεια του κράτους να επιβάλει δικονομικούς περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί δεν πρέπει να περιορίζουν την ελεύθερη πρόσβαση των ατόμων στη δικαιοσύνη κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε να πλήττεται αυτή καθ’εαυτή η ουσία του δικαιώματος. Χρειάζεται να είναι σαφείς, προβλέψιμες και να διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου.

Από την απόφαση ΣτΕ 2568/2018, Β’ Τμήματος (υπόθεση λαθρεμπορίας και καταβολής τελών και προστίμων ) αξίζει να δοθεί βάση κυρίως στη σκέψη 3 (!)

Προστίθεται μια σημαντική εκτίμηση. Στην έννοια «νομολογία ανωτάτου δικαστηρίου» του άρ.53§3 περιλαμβάνεται και η νομολογία του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ. Το ΣτΕ είπε ότι η εξάρτηση του παραδεκτού από την επίκληση νομολογίας του είναι σύμφωνη με το Ενωσιακό Δίκαιο. Κανονικά όμως θα έπρεπε να τεθεί προδικαστικό ερώτημα και δεν ετέθη.

Πρόταση Γιαννακόπουλου ως ορθολογικότερη λύση:

Τροποποίηση της προϋπόθεσης της αίτησης αναιρέσεως Να τεθεί μια Επιτροπή (ως φίλτρο σε κάθε ανώτατο δικαστήριο που να διαλέγει κάποιες αιτήσεις αναιρέσεως και όχι να υπάρχει μια γενική αυστηροποίηση των προϋποθέσεων (η νομολογία του ΣτΕ δεν είναι απόλυτα γνωστή)

Προβληματική εικόνα. Λέγεται πως αποτελεί αντίδραση στη δημοσιονομική κρίση. Ίσως όταν ηρεμήσουν τα πράγματα η υπόθεση να διορθωθεί. Πάντως, έτσι όπως έχει τώρα η κατάσταση

This article is from: