61 minute read

2ο ΣΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ

Μικρό πρακτικό! Χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και πάμε σε εθνικές εκλογές. Με ποιους τρόπους μπορούμε να πάμε;

1) 2) Για κρίσιμο εθνικό θέμα (Σ41§2) Παραίτηση κυβέρνησης (Σ41§1) – Προσοχή (!): με βάση τα adhocπραγματικά περιστατικά δεν μπορεί αυτό να εφαρμοστεί! Κανονικά θα πηγαίναμε σε διερευνητικές εντολές και διενέργεια εκλογών από πολιτική/ υπηρεσιακή/ δικαστική κυβέρνηση (Σ37§3)

Advertisement

Ζητήματα σκοπιμότητας: Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα επέλεγε τον πρώτο και όχι τον δεύτερο –έστω εφαρμοζόμενο- τρόπο διάλυσης; Προκειμένου να διενεργήσει ο ίδιος τις επόμενες εκλογές έχοντας ήδη ψήφο εμπιστοσύνης (η κυβέρνηση είναι διαρκές όργανο).

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΡΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΩΝ ΕΝΩΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σε ό, τι αφορά την παραβίαση του ΕΣΔΑ6 : αναφέρεται στη διαδικασία της δίκης. Συνήθως το

ΕΣΔΑ6 σωρεύεται με κάποιο άλλο δικαίωμα που παραβιάζεται. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι το ΕΔΔΑ δεν είναι 4ος βαθμός δικαιοδοσίας και δεν αποτελεί «κερκόπορτα» για να εξετασθεί

εκ νέου η υπόθεση (ομοίως και το ένδικο βοήθημα της αναιρέσεως).

Στην Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει 3 κατηγορίες υποθέσεων που αναφύονται του άρθρου ΕΣΔΑ6:

1) 2)

3) Υπέρβαση εύλογης διάρκειας της δίκης Παραβίαση ισότητας των όπλων των διαδίκων λόγω δικονομικών προνομίων υπέρ της Διοίκησης σε βάρος του ιδιώτη (πχ. τόκος υπερημερίας)

Δικονομική τυπολατρία: δηλαδή το ΕΔΔΑ προκρίνει να υπάρχουν βεβαίως

προϋποθέσεις του εσωτερικού δικαίου για το παραδεκτό, αλλά όχι να καθιστούν

εξαιρετικά δύσκολη την πρόσβαση στα δικαστήρια. Άρα, κατά το ΕΔΔΑ δεν είναι υποχρεωτικό ένα κράτος να προβλέψει 2ο ή 3ο βαθμό δικαιοδοσίας, αλλά εάν το πράξει

είναι υποχρεωμένο να μην θέτει τόσο αυστηρές προϋποθέσεις παραδεκτού που τελικώς

να αποτρέπουν τον ιδιώτη να έχει πρόσβαση σε αυτούς γιατί τότε παραβιάζεται η δίκαιη δίκη (fairtrial). Πχ. η μη καταβολή ενσήμου της τάξεως του 1 ευρώ (μεγαρόσημο) εάν οδηγήσει στο απαράδεκτο της αίτησης συνιστά ακραίο φορμαλισμό καθότι λογίζεται ως ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα.

Γιαννακόπουλος: Υπό ένα άλλο πρίσμα όλη η δικονομία είναι φορμαλισμός. Πρέπει να απαγορευθεί καθ’ ολοκληρίαν; Διαφορά ως προς τη φύση της έφεσης και της αναίρεσης: στην έφεση στρεφόμαστε κατά οριστικής αποφάσεως (μεταβιβαστικό αποτέλεσμα) ανακυκλώνοντας σε γενικές γραμμές όσα εγράφησαν στο αρχικό δικόγραφο εμπλουτίζοντας ίσως με προσθήκες ό τι παραπάνω χρειάζεται και κυρίως θίγοντας τα σημεία όπου έσφαλε η απόφαση/ στην αναίρεση: η σύνταξη του δικογράφου είναι εντελώς διαφορετική και εξαιρετικά απαιτητική! Πρόκειται για μια αρκετά τεχνική και συνάμα σύνθετη διαδικασία. Ο νόμος προβλέπει έναν αποκλειστικό κατάλογο λόγων αναιρέσεως (τεχνικός χαρακτήρας). Ο δε

δικηγόρος πρέπει να είναι εξαιρετικά ευφάνταστος (σύνθετος χαρακτήρας) και λεπτομερειακός (να έχει μελετήσει εκτενώς τη νομολογία ώστε να ξεφύγει τον σκόπελο του παραδεκτού). Επιπλέον:

Θα πρέπει να αναφέρονται ΌΛΑ τα πραγματικά και νομικά περιστατικά που δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Το δικονομικό βάρος έχει ο αναιρεσείων (Εδώ: ο Βασιλάκης υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως στον ΑΠ χωρίς όμως ο δικηγόρος του να συμπεριλάβει τις παραδοχές της έφεσης ως δικανικό συλλογισμό στην αίτηση αναίρεσης). Συνήθως κατατίθεται ως συνημμένη και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου.

Ο Βασιλάκης προσέφυγε στο ΕΔΔΑ επικαλούμενος παραβίαση του ΕΣΔΑ 6. Τι είπε το Στρασβούργο εν προκειμένω;

Το ΕΔΔΑ σχεδόν πάντα ξεκινά με μια παραδοχή υπέρ του κράτους (έτσι κι εδώ). Στην συνέχεια όμως θίγει τις ασυμβατότητες προς ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω έκρινε πως πρόκειται για εξαιρετικά ανεπιεική δικονομική τυπολατρία (φορμαλισμό) η εν λόγω απαίτηση, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι νομολογιακός κανόνας και όχι θετό δίκαιο (αρκούσε να έχει τεκμηριωμένους τους λόγους αναιρέσεως και όχι και το κείμενο της αναιρεσιβαλλόμενης). Ομοίως, η αξίωση να συμπεριληφθεί στο δικόγραφο ξεχωριστή παράγραφος (προς θεμελίωση του λόγου αναιρέσεως) η ανυπαρξία αντίθετης νομολογίας ή η ύπαρξη σύμφωνης νομολογίας είναι εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη (ο δικηγόρος δεν μπορεί συνεχώς να γνωρίζει όλη την νομολογία). Εν προκειμένω, ο δικηγόρος του Βασιλάκη (Τσακυράκης) μη έχοντας αγάπη για τις δικονομικές τυπολατρίες δεν το συμπεριέλαβε και η αίτηση αναιρέσεως απερρίφθη ως απαράδεκτη. Το 2016 η δικαίωση της Ελλάδος στην Υπόθεση Παπαϊωάνου έδωσε το περιθώριο στο ΣτΕ να γίνει ακόμη πιο αυστηρό ως προς τις δικονομικές προϋποθέσεις. Παρενέβη στη συνέχεια ο νομοθέτης και αποκαταστάθηκε το ζήτημα. Πάντως, δεν θα πρέπει να εκθειάζονται οι κρίσεις του ΕΔΔΑ λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική κινήτρων που ενέχουν από πίσω οι δικαστικές του αποφάσεις. Η νομολογία του άλλωστε δεν είναι πάντοτε σταθερή! Άλλοτε δικαιώνει τους ιδιώτες και άλλοτε τα κράτη προτάσσοντας την αρχή της δικονομικής αυτονομίας. Πάντως στην υπόθεση Βασιλάκη δεν παραβιαζόταν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη διότι ήταν πάγια η ελληνική νομολογία πάνω στο θέμα.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Πραγματικά περιστατικά:

Το 1994 ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως στο ΣτΕ με αίτημα την παροχή συμπληρωματικού εφάπαξ βοηθήματος για συνταξιούχους στρατού Δημοσίευση απόφασης το 2007 Καθαρογράφηση και επικύρωση το 2008 Καθυστέρηση 14 χρόνων Ο αιτών θέλησε να προσφύγει στο ΕΔΔΑ για την εν λόγω καθυστέρηση. Η προθεσμία λέει 6 μήνες από την δημοσίευση. Να εκκινήσουμε από το 2007 ή 2008; Το ελληνικό δημόσιο ισχυρίστηκε το απαράδεκτο της προσφυγής καθότι οι προσφεύγοντες περίμεναν την επικύρωσης της απόφασης για να ασκήσουν εντός 6μηνου το ένδικο

μέσο, ήτοι μετά την δημοσίευση του 2008 και όχι του 2007 (όπως θα έπρεπε).Τελικώς το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς και μπήκε στο βάσιμο. Στο ενδιάμεσο η Ελλάδα μείωσε λίγο τις καθυστερήσεις εκδίδοντας τον Ν.3659/2008 (σχετικά μικρή αποτελεσματικότητα) Η απόφαση του ΕΔΔΑ βγήκε το 2010. Το δικαστήριο μολονότι διέκρινε πρόοδο έκρινε ότι τα μέτρα δεν επαρκούν ζητώντας ένα νέο ειδικό ένδικο βοήθημα που να διαχειρίζεται τέτοιες υποθέσεις (→ υποχρέωση του έλληνα νομοθέτη)

Τι επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες;

Παραβίαση ΕΣΔΑ 6: παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης (υπέρβαση ευλόγου χρόνου) Παραβίαση ΕΣΔΑ 13: διότι δεν υπήρχε δικαστήριο ή ένδικο βοήθημα για έκφραση παραπόνων λόγω υπερβολικής καθυστέρησης σε εθνικό επίπεδο ΠΡΟΤΕΙΝΑΝ την εφαρμογή του ΕΣΔΑ 46 : λήψη διαρθρωτικών μέτρων από πλευράς του εθνικού κράτους προς αντιμετώπιση ενός συστημικού προβλήματος, μιας εν γένει παθολογίας→ενεργοποίηση νέου μηχανισμού μέσω ενός νέου ενδίκου βοηθήματος

Τι είπε το ΕΔΔΑ;

Γενικά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του κράτους εάν θεμελιώσει ευθύνη των δικαστικών αρχών

Εν προκειμένω δέχθηκε ότι όντως παραβιάζονται τα ΕΣΔΑ 6 και ΕΣΔΑ 13:

θεωρήθηκε ότι η υπερβολική καθυστέρηση ισοδυναμεί εμμέσως με αρνησιδικία (στέρηση δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας) και κατά συνέπεια ότι παραβιάζεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη.

Επίσης εντόπισε την ανάγκη θέσπισης νέου σχεδίου νόμου και υιοθέτησης μιας νέας ταχύτερης διαδικασίας ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί το συστημικό

πρόβλημα της Ελλάδας. Αναφέροντας μάλιστα πλείστα παραδείγματα προσφυγών στο ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδος για τον ίδιο λόγο, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι την λύση δεν θα επιφέρει η εκάστοτε κρίση του δικαστηρίου υπέρ του εκάστοτε προσφεύγοντος, αλλά μια ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικού συστήματος ούτως ώστε να περιοριστεί σημαντικά το πρόβλημα. Πρότεινε λοιπόν βάσει ΕΣΔΑ 46 την λήψη διαρθρωτικών μέτρων από πλευράς της Ελλάδας σε συνεργασία με μία Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης ούτως ώστε: (α) αφενός να επιταχυνθεί η παροχή δικαστικής προστασίας (πχ. περαιτέρω προσλήψεις δικαστικών λειτουργών) (β) αφετέρου να θεσπιστεί ένα νέο ένδικο βοήθημα το οποίο να προβλέπει την δυνατότητα έκφρασης παραπόνων λόγω την καθυστέρησης σε εθνικό επίπεδο !!!! Το δεύτερο αυτό στοιχείο της απόφασης αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Το άρθρο 46 είναι από τα πιο «επεμβατικά» στην εθνική έννομη τάξη άρθρα της ΕΣΔΑ διότι δεν κατατείνει απλώς στην προάσπιση του δικαιώματος ενός ιδιώτη με την επιδίκαση αποζημίωσης αλλά στον εξαναγκασμό του εθνικού νομοθέτη να προβεί σε συγκεκριμένες νομοθετικές ενέργειες. Εν τέλει στην Ελλάδα ψηφίσθηκε ο νόμος Ν.4055/2012, ο οποίος προέβλεψε το ειδικό αυτό ένδικο βοήθημα.

Κατά πόσον το ΕΔΔΑ δικαίωσε τους Αθανασίου και λοιπούς;

Χορήγησε χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη Δεν τους δικαίωσε ως προς τις δικαστικές δαπάνες δεδομένου ότι επικαλέστηκαν στο δικόγραφο επακριβώς προσδιορισμένα τα στοιχεία για να υπολογισθούν

Τελικώς το ΕΔΔΑ πρόκρινε την πρόληψη και πρόβλεψη ενός ταχύτερου δικαϊκού συστήματος. Και τούτο αφενός για να επιλυθεί το πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο, αφετέρου δε διότι είχε αρχίσει να βομβαρδίζεται και το ίδιο με πάμπολες υποθέσεις του ιδίου περιεχομένου. Συμπληρωματικά έθιξε ορισμένα βασικά κριτήρια που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να αποδοθεί η αποζημίωση:

1) 2) 3) 4) 5) Η αγωγή να κρίνεται εντός εύλογης προθεσμίας Να καταβάλλεται συντόμως (εντός 6μήνου) Οι δικονομικές αρχές που διέπουν την αγωγή να είναι σύμφωνες προς το ΕΣΔΑ 6 Να μην τίθενται υπερβολικά υψηλές δικαστικές δαπάνες για να κριθεί βάσιμη η αγωγή Το επιδικαζόμενο ποσό να είναι επαρκές σε σχέση με επιδικαζόμενα σε παρόμοιες υποθέσεις

Άρα, είναι εμφανές ότι η υπόθεση Αθανασίου κατά Ελλάδος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο ζήτημα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου τονίζοντας ως μια ειδική περίπτωση την ευθύνη που ενέχει το Δημόσιο για παράνομες καθυστερήσεις στην παροχή δικαστικής προστασίας. Ήδη είχαμε δει ότι η νέες τάσεις στην νομολογία και στην θεωρία αποδέχονται την αστική ευθύνη του Δημοσίου από παράνομες ή και νόμιμες (κατ’ εξαίρεσιν) πράξεις. Εδώ, στοιχειοθετείται τέτοια ευθύνη διότι η υπερβολική καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεως

εξισώνεται με παράνομη παράλειψη του δικαιοδοτικού οργάνου να επιτελέσει το καθήκον του.

Αρκετά σημαντική ήταν ακόμη η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Keblerπου είχε ήδη ασκήσει επίδραση στο θέμα καθώς και η ΣτΕ 1501/2014 (που έχει αναλυθεί παραπάνω). Πρώτα συμμορφώθηκε το ΣτΕ. Σταδιακά συμμορφώνονται και τα ποινικά και πολιτικά δικαστήρια.

Γεραπετρίτης: πράγματι το ένδικο βοήθημα λειτούργησε. Η δοθείσα πάντως αποζημίωση ήταν λίγο λιγότερη από ΕΔΔΑ (3000 αντί 5000 ευρώ περίπου).

SOS Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΣΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ:

Προβλέφθηκε ένα νέο ένδικο βοήθημα το οποίο θα μπορούσε να ξανανοίξει την υπόθεση σε εθνικό επίπεδο μετά την κρίση του ΕΔΔΑ. Έτσι, με βάση το ΚΔΔικ 105Ατο ένδικο βοήθημα είναι η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας κατόπιν καταδίκης του ΕΔΔΑ! Γιατί είναι τόσο σημαντική η αλλαγή αυτή; Κατ’ ουσίαν, με αυτόν τον τρόπο αντισταθμίζεται το μειονέκτημα στο έννομο αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης ΕΔΔΑ (μόνο innatura αποκατάσταση της ζημίας) αφού δίνεται η δυνατότητα σε εθνικό πλέον επίπεδο να ανοίξει ξανά η υπόθεση και ο εθνικός πλέον δικαστής να επιφέρει το επιθυμητό ακυρωτικό (ή άλλο έννομο) αποτέλεσμα!! Πάντως πάλι προέκυψαν ορισμένα ζητήματα κυρίως συνδεόμενα με την επιβολή διπλής ποινής και παραβίασης της αρχής nebis in idem. Η εν λόγω προβληματική αναπτύχθηκε κυρίως σε υποθέσεις με αναφυόμενα ζητήματα τόσο ποινικού όσο και διοικητικού δικαίου. Ιδιαίτερα λοιπόν σε φορολογικές υποθέσεις (παραβάσεις πολλαπλών τελών), υποθέσεις λαθρεμπορίας ή διακίνησης ναρκωτικών όπου οι εν λόγω παραβιάσεις χρήζουν επιβολής τόσο ποινικών κυρώσεων όσο και διοικητικών προστίμων ετέθη το ζήτημα ότι απαγορεύεται η διπλή απαξιολόγηση για το ίδιο αδίκημα.

ΣτΕ 1741/2015

Ως προς ΣτΕ 1741/2015: Η αρχή nebis in idem έχει εφαρμογή και εδώ. Η υπόθεση αφορά κατηγορία ποινικής φύσεως κατά την έννοια του ΕΣΔΑ 6. Βάσει της αρχής αυτής προκύπτει ότι το διοικητικό δικαστήριο που κρίνει την εν λόγω διαφορά (επί πράξης επιβολής πολλαπλών τελών για λαθρεμπορία) υποχρεούται να τερματίσει ενώπιον του την διαδικασία με απόφαση του ακυρώνει την πράξη επιβολής των τελών, εφόσον βάσει των ιδίων κατ ουσίαν πραγματικών περιστατικών έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση.

Τι είπε το ΣτΕ:

o

o

o

o

o Για τις περιπτώσεις λαθρεμπορίας καυσίμων δεν είναι παράνομη η διπλή κύρωση για

το ίδιο αδίκημα.

Εξάλλου, οι ποινικές κυρώσεις για τέτοια αδικήματα συνήθως συνίστανται σε

στερητική της ελευθερίας ποινή και δεν θα έπρεπε να συγκριθούν με διοικητικής

φύσεως χρηματικές κυρώσεις. ΆΡΑ, εφόσον η κύρωση του πολλαπλού τέλους δεν έχει ποινικό χαρακτήρα δε παραβιάζεται η αρχή nebis in idem ΕΣΔΑ 4 § 1 του 7ου

Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται δις για το ίδιο αδίκημα) και του αρ. 50 ΧΘΔ/ΕΕ. Στην εν λόγω περίπτωση, η εταιρία είχε αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο λόγω αμφιβολιών. Σε κάθε περίπτωση το διοικητικό δικαστήριο ΔΕΝ δεσμεύεται από την αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και μπορεί κατά το δοκούν να κρίνει ως προς το

αναγκαίο της επιβολής του διοικητικού προστίμου. Η ποινική δικονομία άλλωστε είναι δομημένη κατά τρόπο διαφορετικό από την διοικητική (π.χ. τεκμήριο αθωότητας/ indubioproreo/ νεότερη νομοθεσία που μπορεί να ξεπλύνει το άδικο/ παραγραφή) και με ελαφρύνσεις υπέρ του κατηγορουμένου που μπορεί τελικώς να οδηγήσουν στην αθωωτική ποινική κρίση μολονότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος. Στην διοικητική δίκη δεν υπάρχει με την ίδια ένταση

αυτή η επιείκεια (πιο αντικειμενική κρίση). Τέλος, ο διάδικος είχε το βάρος αποδείξεως και όφειλε να γνωστοποιήσει στον διοικητικό δικαστή το περιεχόμενο της αθωωτικής ποινικής απόφασης

Τι είπε το ΕΔΔΑ; Το ζήτημα ανάκυψε εκτενώς στην υπόθεση Καπετάνιος κατά Ελλάδος το

2015 (3453/2012, 429541/2012, 9028/2013) και στην συνέχεια στην υπόθεση Σισμανίδης και Σιταρίδης κατά Ελλάδος (2016): εξετάζοντας τα ΕΣΔΑ 4 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (

Nebisinidem) και ΕΣΔΑ 6 §2 (Τεκμήριο αθωότητας)!To ΕΔΔΑ έκρινε ότι:

1) 2) πρόκειται για ποινικές υποθέσεις βάσει των κριτηρίων Engel27 . Εφόσον ο καθ ου επικαλείται την αθωωτική απόφαση το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την επιρροή που μπορεί να έχει η απόφαση στην δική του

κρίση (από τα στοιχεία του φακέλου)

27Τα κριτήρια Engel(αναπτύχθηκαν στην υπόθεση Engel κατά Ολλανδίαςκαι αφορούν αποκλειστικά τα άρ.6 & 7ΕΣΔΑ) είναι τα ακόλουθα: Α) ο χαρακτηρισμός του αδικήματος στην έννομη τάξη Β) η εγγενής φύση του αδικήματος Γ) η βαρύτητα της επαπειλούμενης κύρωσης

Αρκεί να πληρούται έστω και ένα για να υφίσταται «κρυπτοποινή»

3) Στην μια περίπτωση δεν θα έπρεπε να επιβληθεί καν διοικητικό πρόστιμο δεδομένου ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της διοικητικής απόφασης είχε ήδη καταστεί αμετάκλητη η αθωωτική ποινική απόφαση.

Η καταδικαστική ποινική απόφαση δεσμεύει τα διοικητικά δικαστήρια ενώ τα τελευταία δεν δεσμεύονται από αθωωτική. Μετά την καταδίκη από ΕΔΔΑ ασκήθηκε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας βάσει ΚΔΔ 105 Α. Στην περίπτωση αυτή το ελληνικό δικαστήριο δεσμεύεται προς πλήρη συμμόρφωση ή έχει τη δυνατότητα να επαναξιολογήσει την υπόθεση ανεξάρτητα από την κρίση του ΕΔΔΑ;

ΣτΕ 1993/2016

Ως προς ΣτΕ 1993/2016: Δεν υπάρχει αυτόματη δέσμευση από ΕΔΔΑ στο πλαίσιο επανάληψης της διαδικασίας (εδώ είναι ιδιαίτερα έκδηλος ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο δικαστηρίων που δεν ευνοούν τον διάλογο μεταξύ δικαστών).

Το ΣτΕ απαρίθμησε 7 προϋποθέσεις που εάν πληρούνται τότε θα δεσμεύεται από ΕΔΔΑ στο πλαίσιο αίτησης επανάληψης της διαδικασίας:

1)

2)

3)

4)

5)

6)

7) Η παράβαση της ΕΣΔΑ να βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια προς το σκεπτικό της απόφασης του ΣτΕ Η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ να μην αντίκειται στο εθνικό Σύνταγμα, δεδομένου ότι η ΕΣΔΑ υπόκειται του Συντάγματος και να μην παραγκωρίζεται η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών (τυπικά ορθό, λειτουργικά μπάζει- ΣΛΕΕ7) Η συμμόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ να μην οδηγεί σε παράλειψη άλλης υποχρέωσης από τον διεθνές δίκαιο, ιδίως από το ενωσιακό, που κρίνεται σημαντικότερη από το άρ.46ΕΣΔΑ Η συμμόρφωση να μην προσκρούει σε άλλον επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος που υπερέχει αυτής (!) → ρήτρα διαφυγής (επιφύλαξη υπέρ της εθνικής έννομης τάξης) : εξαιρετικά αφηρημένο και αντίκειται στην γενική τάση να διεκδικεί και η ΕΣΔΑ την αρχή της υπεροχής Η απόφαση να μην είναι εμφανώς ελλιπής, ασαφής και προδήλως ανεπαρκής ως προς την νομική της βάση (!) →εδώ το ΣτΕ τραβά έντονα την διελκυστίνδα προς το μέρος του και αξιώνει την αξιολόγηση της πληρότητας του συλλογισμού του ΕΔΔΑ Η κρίση του ΣτΕ να μην είναι επί οψιγενών στοιχείων (π.χ. νέος νόμος) που προέκυψαν μετά την κρίση του ΕΔΔΑ Να μην έχει δικαιωθεί με άλλον τρόπο ο πολίτης – να μην έχει θεραπευθεί η πλημμέλεια

Παρατηρείται ιδιαίτερη ένταση μεταξύ των δύο πόλων (ΣτΕ vsΕΔΔΑ). Αξίζει να σημειωθούν η ρήτρα διαφυγής (στ.4) και η αξιολόγηση της απόφασης ΕΔΔΑ (στ.6) ! Είναι χαρακτηριστικό δείγμα του bra de fer των δικαστηρίων και του εθνικού δικαστικού ακτιβισμού που εκδηλώνεται για να περισώσει την θεσμική του υπόσταση έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (το ΣτΕ βέβαια δεν θα τολμούσε να θέσει τις 7 προϋποθέσεις στο ΔΕΕ χάριν της αρχής της υπεροχής). Άλλη μια περίπτωση όπου είναι ασύμμετρος ο διάλογος μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαστή. Το είδαμε και στην υπόθεση Gauweiller μεταξύ Γερμανικού Ακυρωτικού και ΔΕΕ. Όμως, για μια χώρα ισχυρή όπως η Γερμανία το να συμβαίνει αυτό δεν μας προκαλεί εντύπωση. Αντιθέτως, όταν το κάνει το ελληνικό ΣτΕ μας ξενίζει. Το σίγουρο είναι πάντως πως υπάρχει μια διάχυτη ανασφάλεια δικαίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από την εν λόγω

απόφαση το Β’ Τμήμα του ΣτΕ έβγαλε και μια δεύτερη (δίδυμη) με την οποία όμως απεδέχθη την δέσμευση από ΕΔΔΑ και κατ’ ουσίαν προσπάθησε να συμβιβάσει λίγο τα πράγματα (άλλο ένα δείγμα ανασφάλειας δικαίου).

12η Εβδομα δα

Τρίτη 33ο Μάθημα 28/05/2019

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

ΣτΕ Τμήμα Δ’ στη Δεκαετία του 2000 →νομολογιακές μεταβολές:

Εξελίξεις στην προσωρινή δικαστική προστασία Φιλελεύθερη ανάγνωση του Συντάγματος: οικονομικό Σύνταγμα. Έθεσε ένα ζήτημα ερμηνείας του Σ και παρέπεμψε στην Ολομέλεια.

2 ΠΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΟ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Σ5

Φιλελεύθερη- αγορακεντρική προσέγγιση οικονομικής ελευθερίας Προστασία του ατόμου Προστασία του δικαιώματος συμμετοχής στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή Υποκειμενική διάσταση του δικαιώματος (έμφαση στο δρων υποκείμενο)

Πρωτοβουλία: ο ιδιώτης Σ106

Κρατικοκεντρική προσέγγιση οικονομικής ελευθερίας Προστασία της ίδιας της αγοράς Καθορισμός του ρόλου του κράτους στον συντονισμό και προγραμματισμό της εθνικής οικονομίας Αντικειμενική διάσταση του δικαιώματος

Κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία (έλεγχος)

Το σύστημα στην Ελλάδα θα έλεγε κανείς ότι είναι μάλλον ουδέτερο, ανοικτό και πλουραλιστικό από την άποψη ότι η ύπαρξη των δύο αυτών διατάξεων δημιουργεί δύο ενδιάθετες τάσεις και εναπόκειται στην ευχέρεια κάθε κόμματος που ανέλθει στην πολιτική εξουσία να προκρίνει το ένα έναντι του άλλου. Πάντως, η αλήθεια είναι πως ενόψει των ενωσιακών επιδράσεων και γνωρίζοντας πως η ΕΕ προσανατολίζεται περισσότερο προς το πρώτο μοντέλο ενιαίας και φιλελεύθερης αγοράς αργά ή γρήγορα δίνεται ένα προβάδισμα προς την φιλελεύθερη οικονομία του Σ5. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση εδώ δεν ετίθετο ζήτημα εφαρμογής το δικαίου της ΕΕ και όμως το ΣτΕ φάνηκε αρκετά επηρεασμένο από τις κρίσεις του ΔΕΕ σε παρόμοια ζητήματα.

ΣτΕ 2194/2006 Υπόθεση Praktiker

Πραγματικά περιστατικά: οι οικονομικοί φορείς επιθυμούσαν την υπεραγορά λιανικού εμπορίου. Ο Ν.2323/1995 προέβλεπε ως προϋπόθεση την προηγούμενη κρατική άδεια. Η εν λόγω άδεια εκδιδόταν βάσει ορισμένων ενδεικτικών κριτηρίων («ιδίως») και πάντως κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας από πλευράς της Διοικήσεως:

Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις και η γενικότερη εναρμόνιση προς το πρόγραμμα Οι επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και ο κίνδυνος διαρροής εισοδήματος Η εξυπηρέτηση καταναλωτών Ο χωροταξικός σχεδιασμός και το περιβάλλον

Τελικώς δεν χορηγήθηκε η εν λόγω άδεια από την Διοίκηση και ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως προκειμένου να ελεγχθεί η συνταγματικότητα των εν λόγω κριτηρίων του νόμου (5 μελής σύνθεση- ο Πρόεδρος μειοψήφησε)

Πλειοψηφία (σκέψη 12): το Σ5 είναι ένα κλασικό ατομικό δικαίωμα που μπορεί να περιορισθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος με βάση την αρχή της αναλογικότητας και πάντως με κριτήρια σαφή και αντικειμενικά (!) που δεν ιδρύουν διακριτική ευχέρεια στην εκάστοτε διοικητική αρχή. Υπάρχει ανάγκη ενός σαφούς και σταθερού νομικού πλαισίου για επενδύσεις, ούτως ώστε ο οικονομικός φορέας να ξέρει από πριν τι επιτρέπεται και τι όχι. Να μην εξαρτάται από την σκοπιμότητα της διοίκησης (άδειες σκοπιμότητας).

Σε επίπεδο ερμηνείας του Συντάγματος έχουμε τελικά σύγκρουση Σ5-Σ106 ή παράλληλη συνύπαρξη όπου η μία διάταξη αλληλοσυμπληρώνει την άλλη; Αν ισχύει το πρώτο μήπως θα πρέπει το Σ106 ως ειδικότερο να υπερισχύσει;

Τελικά, το ΣτΕ απεφάνθη υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας φανερά επηρεασμένο από πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ περί δικαιώματος ελεύθερης κίνησης αγαθών, προσώπων, κεφαλαίων. Ιδιαίτερα στην υπόθεση Analirτο ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι τα κριτήρια που συνεκτιμά η εκάστοτε διοικητική αρχή θα πρέπει να είναι σαφή, αντικειμενικά και χωρίς απεριόριστη

διακριτική ευχέρεια.

Παλιά νομολογία του ΣτΕ το 80’-90’: όταν έχω νομικά πρόσωπα με κρίσιμη για το δημόσιο συμφέρον δράση (πχ. ηλεκτροδότηση, ύδρευση, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές κλπ.) το κράτος δέχεται να γίνεται κάποια ιδιωτικοποίηση αλλά το τελευταίο να κρατά ένα εποπτικό προνόμιο (ελέγχου) εξαιτίας της σπουδαιότητας τους. Τότε η διοίκηση ασκούσε εποπτεία κατά διακριτική ευχέρεια (έλεγχος σκοπιμότητας).

Τι είπε το ΕΔΔΑ; Μπορεί ένα κράτος να επιλέξει να μην προβλέπεται δυνατότητα ιδιωτικοποιήσεων. ΟΜΩΣ, εάν υπάρχει η δυνατότητα αυτή οι όροι και οι περιορισμοί να είναι αντικειμενικοί (όχι άδειες σκοπιμότητας)

Το 2007: Το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοχών του ΟΤΕ ανταγωνιζόταν ο Ευγενόπουλος. Ετέθη ένα όριο με τον εξής περιορισμό: αν ιδιώτης κατέχει ποσοστό μετοχών μεγαλύτερο του κράτους σε στρατηγικής σημασίας ΝΠΔΔ, απαιτείται διυπουργική άδεια ούτως ώστε να ελεγχθεί η φερεγγυότητα του επενδυτή (υπαγωγή σε έλεγχο σκοπιμότητας). Έγινε καταγγελία στην επιτροπή.

Γεραπετρίτης: Έμφαση σε 3 σημεία

1) -

2)

3)

-

Πως αναπτύσσεται το οικονομικό μοντέλο; 2 συνιστώσες:

Ελευθερία: Σ5 + Σ17παρ1 Εθνικό συμφέρον: Σ106παρ1 Δημιουργείται έτσι ένα μείγμα που δείχνει μέχρι που μπορεί μεταβλητά να φθάσει η ελευθερία (πλέον λόγω δικαίου της Ένωσης είναι λίγο μονόδρομος)

Ερμηνεία Συντάγματος:

Σ5: προκρίνει την προστασία της οικονομικής ελευθερίας αλλά βάζοντας ως όριο το Σύνταγμα. Μήπως λοιπόν προσδιορίζεται από το Σ106; Παλιά γινόταν συστηματική ερμηνεία των δύο. Πλέον, υπάρχει αυτονόμηση των δύο διατάξεων, όπου το Σ5 δείχνει τι μπορεί να πράξει το υποκείμενο και το Σ106 προσδιορίζει μια ευρύχωρη κατεύθυνση για δημόσια οικονομία.

Έννοιες σκοπιμότητα- διακριτική ευχέρεια/ νομιμότητα- δέσμια αρμοδιότητα:

Δεν δημιουργεί μόνο το «ιδίως» πρόβλημα (ενδεικτική απαρίθμηση) Δημιουργεί κυρίως το ζήτημα της αξιολογικής κρίσης στην οποία προβαίνει η Διοίκηση

Πρβ. Υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας (δες προτάσεις Γενικής Εισαγγελέως)

ΕΔΔΑ: Θεμιτή άσκηση διακριτικής ευχέρειας στο δικαίωμα περιβάλλοντος (Σ24) διότι εκεί δεν έχει προβάδισμα η ιδιωτική πρωτοβουλία αλλά το κράτος.

Η υπόθεση Praktikerπήγε από τον Τμήμα στην Ολομέλεια και συνάντησε εκεί και τους πιο κρατιστές του Ε’ Τμήματος. Εν τέλει η απόφαση της ολομέλειας ήταν πιο μετριοπαθής : «ανάλογα με την φύση της δραστηριότητας δικαιολογείται η διακριτική ευχέρεια» → όχι μόνο βάσει Σ24 αλλά διευρύνεται

Δρόσος: ανάλυση της σχέσης νομικής- οικονομικών (δύο επιστήμες). Στο Σ υπάρχουν και οικονομικής σημασίας επιλογές. Πλέον η οικονομική κρίση επηρεάζει και ευθέως τα νομικά.

Αναλογιστικές μελέτες: εξωνομικά οικονομικά στοιχεία. Ο δικαστής εξαρτάται και από αυτά

Υπόθεση Pringle&Υπόθεση Gauweiler: δύο υποθέσεις για την οικονομική κρίση (μικρή ανάλυση διότι έχουν αναλυθεί και σε προηγούμενα σημεία).

(1) Υπόθεση Pringle: Προβλέψεις του ESMγια επιτρεπτά ποσοστά επί ελλειμμάτων (πρβ. 3% και 60%). Κανονικά ΣΛΕΕ 125 απαγορεύει την αγορά χρέους ενός κράτους μέλους από την ΕΕ. Όμως, ΣΛΕΕ 122 προβλέπει κάποιες περιπτώσεις που επιτρέπεται. Άρα, δεν απαγορεύεται ως θέμα αρχής. Το δικαστήριο έκανε μια τελολογική και ιστορική ερμηνεία και κατέληξε στο επιτρεπτό. (2) Υπόθεση Gauweiler: Διάλογος μεταξύ Bundesvervassungsgericht–ΔΕΕ (η πρώτη περίπτωση που η Γερμανία αποστέλλει προδικαστικό ερώτημα). Εάν το ΔΕΕ διαφωνούσε θα μπορούσε να οδηγήσει και σε σύγκρουση Γερμανίας – ΕΕ. Η Γερμανία έστειλε προδικαστικό να ρωτήσει αν θα ήταν σύμφωνος με το εθνικό της Σύνταγμα (υποθετικά) ο νόμος να προβεί σε αγορά των ελληνικών ομολόγων σε μια δευτερογενή αγορά. Δεν είχε συμβεί στην πράξη αλλά ερώτησε προληπτικά. Τους Γερμανούς τους ενδιέφερε να ενισχύσουν το κοινοβούλιο και τον ρόλο των πολιτών (αναγωγή του γερμανικού δικαστηρίου στο δικαίωμα ψήφου σαν actionpopularis). Ποια ήταν τα δικονομικά ζητήματα που θα έπρεπε να απασχολήσουν το ΔΕΕ;

Δεν επρόκειτο για απόφαση αλλά για ανακοίνωση (δελτίο απόφασης) Δεν είναι εκτελεστή πράξη Παρόλα αυτά το ΔΕΕ παρέκαμψε τα στοιχεία παραδεκτού και επεξέτεινε την έννοια κατά πολύ προκειμένου να αποφανθεί και να επέλθει η σταθερότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Παρέκαμψε μάλιστα και τις δηλώσεις του Γερμανικού Ακυρωτικού περί μη δέσμευσης του τελευταίου από την κρίση του ΔΕΕ. Εδώ κατ ουσίαν επρόκειτο για πασίδηλη αμφισβήτηση της αρχής της υπεροχής. Το ΔΕΕ μπορούσε να μην αποφανθεί καν. Παρόλα αυτά προσπέρασε την αλαζονεία του εθνικού δικαστηρίου σε όλο αυτό το bradeferκαι πρόκρινε το συμφέρον της ΕΕ στο σύνολο της, ώστε να δώσει πραγματική λύση. Απεφάνθη λοιπόν υπέρ της συνταγματικότητας μιας τέτοιας πιθανής ενέργειας και αυτομάτως σταθεροποιήθηκε το επενδυτικό τοπίο στους κόλπους της Ευρώπης.

Γεραπετρίτης: ένας από τους τρόπους δανεισμού είναι μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων. Το ομόλογο είναι αξιόγραφο που εκδίδει μόνο το κράτος και έχει ενσωματώσει απαίτηση αποπληρωμής δανείου. Κατ ουσίαν δηλαδή το ομόλογο είναι δημόσιο χρέος.

Κάθε ομόλογο έχει:

ονομαστική αξία (την αναγραφόμενη σε αυτό→ είναι σταθερή, πχ. 10 ευρώ) και

πραγματική αγοραστική αξία (η τιμή που πωλείται στην αγορά → ασταθής και κυμαινόμενη ανάλογα την οικονομική κατάσταση και την πίστη-φερεγγυότητα ενός κράτους).

Κατά τη σύναψη ομολογιακού δανείου, δανειστής και οφειλέτης (το εκάστοτε κράτος) συμφωνούν την μεταβίβαση του ομολόγου στον δανειστή (συνήθως με πώληση) και ο τελευταίος οφείλει να καταβάλει το σχετικό αντίτιμο. Στην πραγματικότητα όμως, επειδή το ομόλογο δεν παύει να είναι ένα απλό έγγραφο που έχει ενσωματωμένη απαίτηση, στη συναφθείσα σύμβαση (δάνειο) τίθεται ο όρος επιστροφής του ποσού από τον οφειλέτη προς τον δανειστή. Και ο δανειστής τι θα κερδίσει από τον δανεισμό; Τόκο (σε ποσοστό – επιτόκιο). Για αυτόν τον λόγο όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα αποπληρωμής του δανείου τόσο μεγαλύτερο συμφέρον έχει ο δανειστής.

Πρωτογενής αγορά: όταν εκδίδεται το ομόλογο για πρώτη φορά με συγκεκριμένη ονομαστική αξία

Δευτερογενής (παράλληλη) αγορά: όταν γίνεται συναλλαγή του ομολόγου μεταξύ του κατόχου του και των λοιπών ενδιαφερομένων βάσει της πραγματικής πλέον αξίας. Σε αυτήν την αγορά δεν υπάρχει πλέον ο περιορισμός της ονομαστικής αξίας και το ομόλογο μπορεί να μεταβιβαστεί σε κάθε τιμή. Συνήθως, καταβάλλονται και ασφάλιστρα κινδύνου ότι η χώρα δεν θα πτωχεύσει και ο δανειστής δεν θα χάσει τα χρήματα του.

Ορθολογική πτυχή χρηματοοικονομικών: η πραγματική αξία των ομολόγων μιας χώρας αποτελεί τον δείκτη για την οικονομική πορεία της. Στην πράξη βέβαια δεν αποτελεί πάντοτε δείκτη εφόσον στο χρηματιστήριο γίνεται συνήθως τζόγος (χαρακτήρας τυχαιότητας).

Ελληνικά και γερμανικά ομόλογα ξεκίνησαν με την ίδια ονομαστική αξία. Μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η πραγματική αξία των ελληνικών έπεσε πάρα πολύ. Δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος αφού τα πρώτα δεν αγοράζονταν για να εκδώσει μετέπειτα νέα (τελικώς αδυναμία δανεισμού).

Σε θεσμικό επίπεδο: απαγόρευση της ΕΕ να αγοράσει η ίδια τα ελληνικά ομόλογα διότι αγοράζοντας κρατικό χρέος παραβίαζε την αρχή “nobailout” (πρβ. θεωρία ηθικού κινδύνου).

Τι είπε το ΔΕΕ στην υπόθεση Gauweiler; Έκανε ένα ερμηνευτικό άλμα για να το σώσει. Είπε πως δεν πρόκειται για κρατικό χρέος πλέον εφόσον ομιλούμε σε επίπεδο δευτερογενούς αγοράς. Η ρήση αυτή του δικαστηρίου είχε τεράστια σημασία. Με μόνη αυτήν την ανακοίνωση σταθεροποιήθηκαν οικονομίες.

Γιαννακόπουλος: Είναι έκδηλη πλέον η επικυριαρχία του οικονομικού στο θεσμικό. Η οικονομία είναι ένα τεχνοκρατικό σύστημα το οποίο βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο γρήγορα απ τον θεσμό (μετατόπιση της πρωταρχίας). Αυτό σημαίνει ότι το νομικό- θεσμικό εξοβελίζεται; Διότι υπάρχουν και ιδεολογικές πτυχές που στην πορεία της ιστορίας τα κράτη υπερασπίστηκαν με σθένος.

Π.χ. πάμε σε πόλεμο→ πολίτες προθυμοποιούνται να πολεμήσουν με αυταπάρνηση

Π.χ. Έχουμε οικονομική κρίση→ απαλλοτριώσεις απροθυμία πολίτη να πληρώσει φόρους ή να δεχθεί

Πρβλ. έννοιες όπως οικονομικός συσχετισμός/ νομικός δαρβινισμός

Πρβλ. Κατάρρευση της κρίσης στις ΗΠΑ (2008)

Ενόψει της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη το ΔΕΕ ενδυναμώθηκε και κατάφερε να παραμείνει ακλόνητο, μολονότι υπήρξαν σοβαρότατες νομικές εντάσεις. Απέκτησε πλέον ρόλο τοποτηρητή των εθνικών οικονομιών.

Προβληματισμοί:

Στουρνάρας είναι Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος. Προβαίνει σε δήλωση: «Είναι άδεια τα ελληνικά ΑΤΜ». Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Οι φορείς της ΕΕ (ΕΚΤ) έχουν αντίθετη άποψη.Μπορεί να γίνει συσχετισμός με Σ14; Άλλοτε δηλώνει: «Τα ελληνικά ομόλογα θα καταρρεύσουν». Πρόκειται για αξιολογική γνώμη; Ο Τσακυράκης θα έλεγε ναι. Ο κατάλογος Μισελέν είναι γνώμη; Δεν μπορεί να θεωρηθεί διοικητική πράξη. Τότε η διατύπωση αξιολόγησης τι είναι ως προς τη νομικής της φύση;

Πέμπτη , στις 30/05/2019 διεξήχθη το τελευταίο μάθημα του κ. Δρόσου

Παρασκευή 35ο Μάθημα 31/05/2019

Τελευταίο μάθημα: Γεραπετρίτης – Γιαννακόπουλος

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ

Δύο σκέλη: διαδικασία και ουσιαστικοί περιορισμοί βάσει ερμηνείας του Σ110

Είναι χαρακτηριστικό ότι η τροποποίηση του Συντάγματος μέσω της αναθεώρησης είναι μια πιο σύνθετη διαδικασία που εκκινείται και διενεργείται σαφώς δυσκολότερα απ ότι η συνήθης νομοπαραγωγική διαδικασία. Αυτό συμβαίνει λόγω ενός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει το Σύνταγμα, δηλαδή την αυστηρότητα. Βέβαια, υπάρχουν Συντάγματα περισσότερα αυστηρά και άλλα πιο ήπια ως προς την δυσχέρεια ή μη της αναθεώρησης (π.χ. ΗΠΑ πολύ αυστηρό Σ &Γερμανία: ρήτρα αιωνιότητας).

Γιατί να είναι αυστηρό (ως προς την αναθεώρηση) το Σύνταγμα και να μην αλλάζει τόσο συχνά όσο ο νόμος;

Ανάγκη συνοχής → διαφορετικά ανασφάλεια δικαίου και φαλκίδευση δικαιωμάτων Το Σύνταγμα το ίδιο είναι ο θεμελιώδης κανόνας της Πολιτείας. Εάν αναθεωρείτο πολύ εύκολα θα ανέτρεπε την ίδια την υπεροχή του ως ανώτερο κανόνα δικαίου (ήδη έχει κλονιστεί αρκετά υπό την επίδραση του ενωσιακού δικαίου).

Η αυστηρότητα του Συντάγματος αποτελεί εγγύηση της τήρησης του ελέγχου συνταγματικότητας.

Αναθεωρητική εξουσία→ συντεταγμένη εξουσία, υποκείμενη σε έλεγχο

Συντακτική εξουσία→ έμπλεη πολιτικού χαρακτήρα, έκφραση κυριαρχίας, ανέλεγκτη

Να ελέγχεται δικαστικώς η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης; Υπήρξε αμφισβήτηση. Η θεωρία διαφωνούσε. Ετέθησαν προβληματισμοί ως προς τα όρια του ελέγχου (διαδικασία; περιεχόμενο;).

1ος Προβληματισμός: ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Υπάρχουν διατάξεις που δεν αναθεωρούνται και ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του Συντάγματος (άρ.110§1):

(α) όσες αναφέρονται στην βάση και στη μορφή του πολιτεύματος (γενική ρήτρα) : οι βασικές αρχές του πολιτεύματος

(β) ορισμένες που απαριθμούνται επακριβώς:

Σ2§1

Σ4 §1, §4, §7

Σ5§1, §3

Σ13§1

Σ26

Στις προπαρασκευαστικές πράξεις του Σ του 1975 είχε υπάρξει διχογνωμία για το εάν θα έπρεπε να υπάρξει γενική ρήτρα ή εξειδίκευση με απαριθμημένες διατάξεις. Τελικώς κατέληξαν και στα δύο.

Άμεση εκλογή ΠτΔ αντίκειται στο Σ110; (έχει συζητηθεί εκτενώς)

2ος Προβληματισμός: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Να έχουμε μια προσαρμογή του Σ στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες με εύκολη διαδικασία αναθεώρησης ή η αναθεώρηση να γίνεται δυσχερώς αφήνοντας στην ερμηνεία την δυνατότητα προσαρμογής; Βέβαια, η έλλειψη ρητώς αναγεγραμμένων διατάξεων ενδεχομένως να δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και πιθανές ασάφειες.

Γιατί όλοι ζητούν αναθεώρηση; Η εν λόγω πολιτική κατάσταση θυμίζει αρκετά τους παίκτες μιας ομάδας που είναι αδρανείς, η ομάδα δυσλειτουργεί, υπάρχει από πλευράς τους απροθυμία βελτίωσης αλλά διατρανώνουν πως τους φταίει η διαιτησία, τα γήπεδα, οι κανόνες του παιχνιδιού. Ομοίως και εδώ δεν φταίνε τελικώς οι θεσμοί για την δυσλειτουργία του συστήματος αλλά οι πράξεις των εκάστοτε φορέων των κρατικών οργάνων.

Η διαδικασία συνοπτικά στα Σ110 §§2-5

: Εκκίνηση με πρόταση 50 βουλευτών που

υποβάλλεται εγγράφως – διενέργεια ψηφοφορίας εντός ενός μήνα - διαπίστωση ανάγκης αναθεώρησης από την 1η προτείνουσα βουλή και πρόταση συγκεκριμένων άρθρωναιτιολόγηση της πρότασης – μεσολάβηση εκλογών- 2η αποφασίζουσα βουλή- λήψη απόφασης

ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων- αναθεώρηση των διατάξεων του

προτάθηκαν. Σε ό,τι αφορά τις απαιτούμενες πλειοψηφίες των δύο Βουλών υπάρχει το δίπολο 180-151 είτε αντιστρόφως (150-181). Το συνήθως συμβαίνον είναι η προτείνουσα βουλή να πετυχαίνει συνειδητώς πλειοψηφία των 150 ούτως ώστε να «δυσκολέψει» το έργο της αποφασίζουσας Βουλής, ήτοι να απαιτείται πλειοψηφία 181. ΑΡΑ:

1η Βουλή → προτείνει → Προτείνουσα Βουλή

2η Βουλή → αποφασίζει→ Αποφασίζουσα - Αναθεωρητική Βουλή

Στην §6 του Σ110 υπάρχει η ρήτρα της 5ετίας ως περιορισμός στην αναθεώρηση. Θα λέγαμε λοιπόν ότι σε επίπεδο αυστηρότητας το Σ μας είναι από τα πλέον αυστηρά. Γιατί τίθεται ένας τέτοιος περιορισμός; Γενικά σε κάθε αναθεώρηση όπου υπάρχουν δύο βουλές το ζητούμενο είναι η ύπαρξη μιας πολιτικής συναίνεσης από πίσω (δύσκολη προϋπόθεση που συνήθως απουσιάζει). Στις αναθεωρήσεις του 1986 και του 2001 υπήρξε δυσκολία να βρεθεί. Μήπως θα πρέπει να αναθεωρηθεί η διαδικασία αναθεώρησης;

Είναι δυνατή η αναθεώρηση του Σ110 ή «χτυπάει» στην προβληματική της αναθεώρησης; Γενικά, ναι! Αρκεί να διατηρείται η αυστηρότητα του Σ (εγγενές στοιχείο του πολιτεύματος). Να μην ομοιάζει δηλαδή προς την συνήθη (μη σύνθετη) νομοπαραγωγική διαδικασία. Το Σ110 δεν είναι στις ενάριθμες διατάξεις Μήπως υπάγεται στην γενική ρήτρα «μορφή και βάση του πολιτεύματος»; Γενικά ναι, αποτελεί βάση. Ενέχει ένα στοιχείο αφαίρεσης(πρβλ. έλεγχος συνταγματικότητας). Αν απομειώσεις το περιεχόμενο που αναγράφεται στο Σ110 παρ1 αυτό αντίκειται στους ήδη υπάρχοντες περιορισμούς. Αυτομάτως καταργείς τον περιορισμό που έχει θέσει από μόνο του το Σύνταγμα

Εάν αναθεωρηθεί η ρήτρα πενταετίας (Σ110§6) που είναι διαδικαστική παράμετρος δεν «χτυπά» άμεσα στον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και επομένως επιτρέπεται.

Τελικώς ποιες διατάξεις θα αναθεωρηθούν στην τωρινή αναθεώρηση; 6 Διατάξεις (4 προταθείσες από Κυβέρνηση και 2 από αξιωματική αντιπολίτευση): 1) Σ32: για αποσύνδεση της εκλογής ΠτΔ από διάλυση της Βουλής 2) Σ62: Για ποινική ευθύνη βουλευτών 3) Σ68: Συγκρότηση μέχρι 2 εξεταστικών επιτροπών και από κοινές μειοψηφίες 4) Σ86: Για ποινική ευθύνη υπουργών 5) Σ96: Εξομοίωση στρατιωτικών δικαστηρίων με τακτικά 6) Σ101Α: Περιορισμός δυνατότητας ίδρυσης ΑΔΑ, διευκόλυνση επιλογής μελών τους και ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου τους

Ρυθμίζεται από άλλους κανόνες η αναθεώρηση πέραν του Σ110; Όταν κάτι δεν μπορεί να απαντηθεί με το ότι «το λέει το Σύνταγμα» που κοιτώ; Κάπου πέραν της συνήθους εθνικής κυριαρχίας→ Δίκαιο της Ένωσης + ΕΣΔΑ . Αντίλογος: η αναθεώρηση του Συντάγματος εκ πρώτης όψεως δεν αφορά ζήτημα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όμως και εδώ επιδρά → Υπόθεση Αγγελιδάκη ( C- 378380/2007). Να αναθεωρηθεί το Σ103 (μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου); Για αυτό πρέπει κατά αυτή να ελέγχεται η συμβατότητά της με το δίκαιο της ΕΕ. Το αυτό ισχύει και ως προς την συμβατότητα με ΕΣΔΑ (C-213/07, Βασικός Μέτοχος &ΕΔΔΑ 15.06.2006 Λυκουρέζος κατά Ελλάδος).

Η Ελλάδα έχει ήδη καταδικασθεί σε δύο υποθέσεις: C-213/2007: Υπόθεση του Βασικού Μετόχου ( Σ14 § 2) Υπόθεση Λυκουρέζου – ασυμβίβαστα βουλευτών ( Σ57)

Extra! Μπορεί να γίνει δημοψήφισμα πάνω σε πρόταση αναθεώρησης;

1η άποψη: Ως κρίσιμμο εθνικό θέμα (Σ44 παρ.2) ναι, αλλά μόνο συμβουλευτικό (όχι καθ’

εαυτού αναθεωρητικό)

2η άποψη: Αυστηρή τυπική ερμηνεία του Σ. Βάσει Σ110 δεν καταλείπεται αρμοδιότητα

αποκλειστικά στο εκλογικό σώμα να αποφανθεί. Αρμόδια είναι η Βουλή. Άρα, δεν

καταλείπεται δυνατότητα δημοψηφίσματος. Πρόθεση συντακτικού νομοθέτη η αποτροπή του

συνταγματικού λαϊκισμού!

1η Βουλή: παίρνει πρωτοβουλία να αναθεωρήσει. Κατά πόσον δεσμεύεται η επόμενη; Η 2η είναι ελεύθερη και αν ναι σε ποιόν βαθμό;

ΑΠΟΨΗ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ- ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ

Ιστορική ερμηνεία πάνω στο εν λόγω ερμηνευτικό ζήτημα

Μέχρι τη δεκαετία του 1990 φαινόταν να κυριαρχεί μια διαδικασία όπου η 2η βουλή δεσμευόταν από τον αριθμητικό προσδιορισμό της 1ης , δηλαδή δεν μπορούσε να αναθεωρήσει

κάποια έξτρα διάταξη που δεν είχε προταθεί (δέσμευση ως προς το «κέλυφος» των ενάριθμων διατάξεων που είχαν προταθεί από την 1η ).

Τι επιλογές είχε η λοιπόν η αποφασίζουσα Βουλή ως προς τις αναθεωρητέες διατάξεις;

(α) είτε να τις απορρίψει

(β) είτε να τις αναθεωρήσει, αλλά ελεύθερα ως προς το περιεχόμενο

Δηλαδή η 2η Βουλή δεσμευόταν σε επίπεδο επιλογής των προτεινόμενων διατάξεων, αλλά ήταν

αδέσμευτη σε επίπεδο περιεχομένου

Σαρίπολος : ζήτημα το 1911

Μέχρι την αναθεώρηση του 1986 οι ερμηνείες του δεν έγιναν ποτέ σεβαστές. Αυτό αποτυπωνόταν στις διατάξεις που τελικώς αναθεωρούνταν.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 90’ η θεωρία άρχισε να αμφισβητεί το αδέσμευτο: να δεσμεύεται η 2η βουλή και ως προς τις κατευθύνσεις;

Παράδειγμα: Να απαγορεύεται το εξής:

1η Βουλή: πρόταση αναθεώρησης του Σ95 με κατεύθυνση ενίσχυσης προς το ΣτΕ

2η Βουλή: αναθεώρηση του Σ95 , αλλά με κατεύθυνση αντίθετη π.χ. κατάργησης του ΣτΕ

Α΄ άποψη: επειδή τοποθετείται το εκλογικό σώμα, η 2η βουλή είναι αδέσμευτη και κυρίαρχη

να αποφασίζει απολαμβάνοντας τη νομιμοποίηση που της χαρίζουν οι εκλογές. Το κοινοβούλιο

ασκεί απροϋπόθετη εξουσία. Αν το Σ ήθελε να δεσμεύεται η Βουλή ως προς το περιεχόμενο, θα το έλεγε ρητώς στο άρ.110§2Σ, πράγμα που δε συμβαίνει (παλιά άποψη).

Β΄ άποψη: η 1η Βουλή διαπιστώνει και την ανάγκη αναθεώρησης. Υποβάλλει και σχετική

αιτιολογία η οποία είναι ουσιαστική και όχι απλώς προπαρασκευαστική. Αλλιώς δεν έχουμε μια λογικά ολοκληρωμένη πρόταση. Η πρόταση ως έννοια έχει δεσμευτικότητα

(ΣτΕ2193/2016). Ο αποδέκτης της πρότασης δεν υποχρεούται να αποδεχτεί, αλλά αν αποδεχτεί

δεν μπορεί να απόσχει ως προς το περιεχόμενο της πρότασης. Οι επιλογές που έχει ο προτείνων είναι είτε να απορριφθεί η πρόταση του είτε να γίνει δεκτή, όχι όμως να γίνει τελικώς το αντίθετο από εκείνο που πρότεινε. Ειδάλλως, δεν θα είχε νόημα η πρόταση.

Σε ό, τι αφορά την παρεμβολή του εκλογικού σώματος δεν είναι δημοψηφισματικού χαρακτήρα η παρεμβολή αυτή. Δεν είναι τόσο καταλυτική για το Σ. Εάν το Σύνταγμα

επιθυμούσε να τοποθετηθεί το εκλογικό σώμα ευθέως θα το είχε ορίσει σαφώς. Οι εκλογές

παρεμβάλλονται αναγκαίως διότι δεν μπορεί να προκύψει με κάποιον άλλον τρόπο η νέα βουλή. Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα τα όργανα δεν είναι τρία (1η Βουλή/ εκλογικό σώμα/ 2η Βουλή), αλλά τέσσερα (εκλογικό σώμα/ 1η Βουλή/ εκλογικό σώμα/ 2η Βουλή). Και οι δύο

Βουλές έχουν νομιμοποίηση. Η θεωρία περί δέσμευσης εξασφαλίζει ασφάλεια δικαίου και

προβλεψιμότητα του νόμου, χαρακτηριστικά τα οποία επιτάσσει και το Ενωσιακό Δίκαιο.

Υπόθεση Λυκουρέζος κατά Ελλάδος: Εξελέγη βουλευτής τον Απρίλιο του 2000. Επακολούθησε η αναθεώρηση του 2001 στο πλαίσιο της οποίας ορίστηκε απόλυτο

ασυμβίβαστο των βουλευτών (Σ57). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή της 1ης Βουλής του 1998 είχε προτείνει σχετικό ασυμβίβαστο και όχι απόλυτο. Αιφνιδιαστικά η 2η Βουλή

αναθεώρησε υπέρ ενός απόλυτου ασυμβιβάστου. Η εφαρμογή του ξεκινά με την ψήφιση του

νόμου ή αν δεν ψηφιστεί, με την πάροδο συγκεκριμένης προθεσμίας. Υπήρξαν αντιδράσεις από την αξιωματική αντιπολίτευση. Φράση Γιαννόπουλου σε Βενιζέλο: «Θα καταδικασθούμε από ΕΔΔΑ».

Ο Λυκουρέζος εξακολουθούσε να ασκεί δικηγορία. Μια κυρία αιτήθηκε στο ΑΕΔ την έκπτωση του από το αξίωμα του βουλευτή. Ο Λυκουρέζος είχε εκλεγεί πριν ψηφισθεί το ασυμβίβαστο και επομένως σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ήταν καθ’ όλα θεμιτή η άσκηση του. Το ΑΕΔ απέρριψε τις ενστάσεις του Λυκουρέζου και η υπόθεση έφτασε στο ΕΔΔΑ.

ΕΔΔΑ: έκανε συγκριτική μελέτη και σε άλλες χώρες. Απεφάνθη ξεκινώντας με την κλασσική

του επωδό: «Το ΕΔΔΑ δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις επιλογές του εθνικού νομοθέτη», δηλαδή γιατί εν προκειμένω η 2η Βουλή επέλεξε απόλυτο ασυμβίβαστο. «Όμως, είναι αρμόδιο να

καταδικάσει στις περιπτώσεις που υπάρχει αιφνιδιασμός των κοινωνών του δικαίου. Το εθνικό

δίκαιο πρέπει να διακρίνεται από προβλεψιμότητα ούτως ώστε τα υποκείμενα δικαίου να το εφαρμόζουν. Εν προκειμένω η 1η βουλή είχε προτείνει σχετικό ασυμβίβαστο και η 2η κατέληξε

σε απόλυτο. Η πρακτική αυτή παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών και δεν θα πρέπει να γίνεται δεκτή σε ένα κράτος που οφείλει να προάγει την ασφάλεια δικαίου». Αντιτίθεται η εν λόγω πράξη στην αρχή της προβλεψιμότητας και στην

ορθολογικότητα. Κατέληξε το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω παραβιάζεται το άρ. 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές).

Σε κάθε περίπτωση η αναθεώρηση δεν είναι ένα πολιτικό στοίχημα να περάσει η κάθε βουλή αυτά που επιθυμεί (ανώριμη προσέγγιση). Πάντως τα τελευταία χρόνια έχει υποχωρήσει η αντίληψη μη δικαστικού ελέγχου της αναθεώρησης.

ΑΠΟΨΗ ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗ- ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΥ

Επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της αναθεώρησης. Όμως, η αποδοχή του δικαστικού ελέγχου δεν συνεπάγεται και δέσμευση της 2ης Βουλής. Μολονότι συμφωνεί με τον δικαστικό έλεγχο

της εν λόγω διαδικασίας δεν θα έπρεπε να μας σοκάρει αν το ΣτΕ αρνούνταν να ελέγξει με το πρόσχημα του ανέλεγκτου των internacorporis ή των κυβερνητικών πράξεων. Στα

internacorporis, όμως, το ανέλεγκτο πηγάζει από το Σύνταγμα (άρ.96§4 & 100Σ).Σε ό τι αφορά την δέσμευση, το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι θέλει το σύνταγμα

συναίνεση; Όχι. Δεν έχουμε ένα σύνθετο όργανο όπου να απαιτείται σύμπτωση βουλήσεων. Η αναθεωρητική διαδικασία διενεργείται σε τρία στάδια (1η Βουλή- εκλογικό σώμα- 2η

Βουλή). Πρόκειται για μια σύνθετη συνταγματική πράξη που κάθε όργανο ενεργεί μόνο κατά τον λόγο των αρμοδιοτήτων του. Αν η 1η Βουλή προαποφασίσει και για το περιεχόμενο ποιος ο λόγος να ακολουθήσουν τα άλλα δύο στάδια. Αυτομάτως η 2η Βουλή δεν θα έχει λόγο

ύπαρξης. Το Σύνταγμα επιτάσσει την εν λόγω διαδικασία των δύο Βουλών διότι θέλει να τοποθετηθεί το εκλογικό σώμα και μέσω αυτού η 2η Βουλή. Κι αν μετά την εκλογή της η 2η

Βουλή πράξει τα αντίθετα απ όσα υποσχόταν στον λαό; Μπορεί να το κάνει αλλά θα επωμιστεί

τις δημοκρατικές πολιτικές συνέπειες της πράξης της αυτής (να μην επανεκλεγεί). ΔΕΝ πρέπει να γίνει η 2η Βουλή μια μαριονέτα της αναθεωρητικής διαδικασίας.

Η ΕΣΔΑ δεν καθορίζει πως θα διενεργήσει το κάθε κράτος την συνταγματική αναθεώρηση. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να μην παραβιάζονται διαπιστωμένα οι διατάξεις της και να μην φαλκιδεύονται τα εν λόγω δικαιώματα που κατοχυρώνει. Ούτως ή άλλως η ΕΣΔΑ είναι πιο κάτω από το Σύνταγμα.

ΤΕΧΝΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ:

Η 1η Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη (να νοηθεί ως η εκκίνηση της διαδικασίας και όχι κάτι

παραπάνω σημασιολογικά) και καταθέτει μία πρόταση (π.χ. αν μια διάταξη του συντάγματος έχει αποτύχει). Τώρα αν στα παραγωγικά αίτια της βούλησης ήταν το ότι η εν λόγω διάταξη

απέτυχε για τον xσυγκεκριμένο λόγο αυτό είναι συνταγματικά αδιάφορο. Υπάρχει σε πολλά

σημεία στο Σύνταγμα η έννοια της πρότασης. Δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση στο Σ όπου η πρόταση ταυτίζεται με δέσμευση! (πχ. Σ42 §1)28. Πρόκειται για περιορισμένη εντολή. Εύλογο είναι ό τι λέει το Σύνταγμα. Θα πρέπει να τεθεί μια κόκκινη γραμμή στην 1η Βουλή.

Βεβαίως, το ζήτημα ανέκυψε απροσδόκητα ενόψει της πολιτικής συγκυρίας. Το πολιτικώς ωφέλιμο για το κυβερνών κόμμα (ΣΥΡΙΖΑ) είναι να δεσμεύσει η 1η Βουλή και το πολιτικώς

ωφέλιμο για την αντιπολίτευση (ΝΔ) να μην υπάρχει δέσμευση.

Το εκλογικό σώμα παρεμβάλλεται για να τοποθετηθεί. Ο ισχυρισμός περί του αναγκαίου διαδικαστικού χαρακτήρα της παρεμβολής του εκλογικού σώματος και περί της ύπαρξης 4 σταδίων δεν ευσταθεί. Δεν μπορούμε να πούμε ότι τα στάδια είναι:

-Εκλογικό σώμα

- 1η Βουλή

- Εκλογικό σώμα

- 2η Βουλή

Το κρίσιμο είναι ότι το εκλογικό σώμα την πρώτη φορά ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ότι η 1η Βουλή θα

διαπιστώσει ανάγκη αναθεώρησης και θα προτείνει άρθρα. Επομένως, δεν πρέπει να την

λογίζουμε ως στάδιο της διαδικασίας.

Σημαντική απόφαση επ’ ευκαιρία Λυκουρέζου: ΑΕΔ 11/2003 → δικαστικώς η διαδικασία της αναθεώρησης παραδεκτώς ελέγχεται

ΣτΕ 2512/2016: άλλο το θέμα του παραδεκτού και άλλο το θέμα του βασίμου. Η διαδικασία

της αναθεώρησης ελέγχεται μεν παραδεκτώς, αλλά αβασίμως. Π.χ. ένα ζήτημα του βασίμου είναι η δέσμευση της 2ης Βουλής. Αυτό λέει το ΣτΕ δεν ελέγχεται. Πάντως η 2η Βουλή δεν

δεσμεύεται να ολοκληρώσει την πρόταση της αναθεώρησης (και ορθώς).

Συνολική αντιπαράθεση των θέσεων υπέρ ή κατά της δέσμευσης της 2ης Βουλής:

28 Στο σημείο αυτό και ο Γιαννακόπουλος και ο Σπυρόπουλος (βλ.υποσημείωση 1) έχουν αντίθετη άποψη. Ο Σπυρόπουλος υποστηρίζει πως η πρόταση αναπτύσσει δεσμευτικότητα σε ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος, κατ’αναλογίαν προς το Διοικητικό Δίκαιο. Πάντως, συμφωνεί πως η πρόταση στην αναθεωρητική διαδικασία δεν είναι δεσμευτική (βλ. σελ.94-95 §§16επ. Συνταγματικό Δίκαιο, Φ. Σπυρόπουλος). Η άποψη του Γιαννακόπουλου αναπτύχθηκε ενδελεγχώς ανωτέρω.

Υπέρ της δέσμευσης

• Η εσφαλμένη πρακτική Σε ό τι αφορά την διαδικασία το Σ110 απαιτεί: →πλειοψηφία των 150 για προτείνουσα και 180 +1 για αποφασίζουσα ή →πλειοψηφία των 180 για προτείνουσα και 150 +1 για αποφασίζουσα Στην πράξη παρατηρείται ένα φαινόμενο καταστρατήγησης της ratio της αναθεωρητικής διαδικασίας που αγγίζει τα όρια του πολιτικού ανταγωνισμού. Δηλαδή παρατηρείται μια στρατηγική υπερψήφισης μιας πρότασης της Α’ Βουλής (ορισμένες φορές και υποκριτικά), ακόμη κι από τα κόμματα που διαφωνούν προς αυτήν (αντιπολίτευση) με την ελπίδα ότι κερδίζοντας τις εκλογές θα χρειαστεί να πετύχουν μικρότερη πλειοψηφία (150).

ΕΡΓΑΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Καθίσταται έτσι η αναθεώρηση ένα πολιτικό στοίχημα στα χέρια των κομμάτων. Αναγκαία είναι εδώ μια contralegem ερμηνεία του Σ110 που να συνηγορεί υπέρ της δέσμευσης προς αποφυγήν τέτοιων κοινοβουλευτικών ακτιβισμών • Η ιστορική ερμηνεία& ΑΕΔ 11/2003 (Επιχείρημα Γιαννακόπουλου στο Constitutionalism.gr Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, σημαντικό τμήμα της θεωρίας είχε υποστηρίξει την άποψη υπέρ της δεσμευτικότητας, απέναντι στην Αναθεωρητική Βουλή, των ουσιαστικών κατευθύνσεων με τις οποίες η προηγούμενη Βουλή μπορεί να συνοδεύσει την πρόταση αναθεώρησης ορισμένων συνταγματικών διατάξεων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 110 του Συντάγματος του 1975. Μια σειρά μελετών[1] είχαν κλονίσει την πειστικότητα της παραδοσιακής αντίληψης η οποία είχε διαμορφωθεί πριν τη ψήφιση του Συντάγματος αυτού και σύμφωνα με την οποία η κατεύθυνση και το περιεχόμενο της τελικής ρύθμισης των προτεινόμενων προς αναθεώρηση διατάξεων καθορίζονται, κατά τρόπο αποκλειστικό και αδέσμευτο, από την Αναθεωρητική Βουλή, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου[2 πρβ. Σαρίπολος]. Συναφώς, ήταν «αμφίβολο πλέον αν η εν λόγω» αντίληψη «αποτελ[ούσε] πλέον την κρατούσα γνώμη στη θεωρία», καθόσον ο αντίλογος, «ο οποίος [φαινόταν] να κερδίζει συνεχώς έδαφος», ήταν «μάλλον πειστικότερος, τόσο από την άποψη της δημοκρατικής νομιμοποίησης του Συντάγματος όσο και από την άποψη τα συγκεκριμένης οριοθέτησης της απαιτούμενης συναίνεσης, η οποία αναδεικνύεται, ορθά, σε επίκεντρο της σχετικής επιχειρηματολογίας»[3]. Άλλωστε, το 2001, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του άρθρου 57 του Συντάγματος αναφορικά με τα ασυμβίβαστα των βουλευτών, έγινε αντιληπτό, στην πράξη, ότι η υπέρβαση της κατεύθυνσης της αναθεωρητικής εντολής της προτείνουσας Βουλής δεν συνάδει με το πνεύμα του άρθρου 110 του Συντάγματος[4]. Το ερμηνευτικό ζήτημα έταμε η σκέψη 6 της απόφασης 11/2003 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), στην οποία κρίθηκε, κατά τρόπο ρητό, σαφή και ομόφωνο, ότι η προτείνουσα Βουλή μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δεσμεύσει την Αναθεωρητική Βουλή ως προς το περιεχόμενο της τελικής ρύθμισης των διατάξεων που προτάθηκαν προς αναθεώρηση. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η αναθεωρητική διαδικασία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο ο οποίος, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει τον έλεγχο τυχόν υπέρβασης της εντολής που η προτείνουσα Βουλή έχει δώσει στην Αναθεωρητική Βουλή. Προκειμένου δε η εντολή αυτή να είναι δεσμευτική και η τήρησή της να είναι δικαστικώς ελέγξιμη, το ΑΕΔ διευκρίνισε ότι η ουσιαστική κατεύθυνση της αναθεώρησης μιας συνταγματικής διάταξης πρέπει να προκύπτει από ρητό λεκτικό περιορισμό ο οποίος δεν αρκεί να περιλαμβάνεται στην εισήγηση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος προς την Ολομέλεια της Βουλής που πρότεινε την αναθεώρηση, αλλά πρέπει να περιλαμβάνεται στην τελική απόφαση της Βουλής αυτής μετά τη διενέργεια των δύο ψηφοφοριών που προβλέπονται από την παράγραφο 2 του άρθρου 110 του Συντάγματος[5].29 Η παραπάνω δικαστική κρίση του ΑΕΔ χαρακτηρίστηκε «σημαντική για το συνταγματικό μας δίκαιο, γιατί είναι η πρώτη που δέχεται ευθέως ότι η διαδικασία με την οποία αναθεωρείται το Σύνταγμα δεν εμπίπτει στα internacorporis της Βουλής και ότι, ως εκ τούτου, μπορεί να ελεγχθεί δικαστικώς»[6]. Στο ίδιο πνεύμα, η θεωρία

29Πιο συγκεκριμένα, στη σκέψη 6 της απόφασης 11/2003 του ΑΕΔ αναφέρονται τα εξής: «Επειδή, με τα από 21.4.2003 και 14.5.2003 υπομνήματά του ο καθ’ ου στρέφεται η κρινόμενη αίτηση προβάλλει ότι η καθιέρωση με το άρθρο 57 του αναθεωρημένου Συντάγματος για πρώτη φορά του ασυμβιβάστου της ιδιότητας του βουλευτή με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος δεν είναι νόμιμη, διότι, υπερβαίνει, κατά παράβαση του άρθρου 110 του Συντάγματος, το εύρος, δεδομένου ότι η Βουλή εκείνη πρότεινε την αναθεώρηση του άρθρου 57 του Συντάγματος, αφού διαπίστωσε την ανάγκη να “επανακαθορισθούν” τα ασυμβίβαστα των βουλευτών, προκειμένου, όπως όριζε η σχετική απόφασή της, να ληφθούν υπόψη “τα σύγχρονα δεδομένα ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους”, εκ τούτου δε συνάγεται ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν μπορούσε να καθιερώσει ασυμβίβαστα πέραν εκείνων που είτε άμεσα είτε έμμεσα σχετίζονται με το κράτος και τις “οικονομικές λειτουργίες του”. Ο ισχυρισμός αυτός, που παραδεκτώς προβάλλεται από την άποψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου της αναθεωρητικής διαδικασίας, είναι απορριπτέος, προεχόντως ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως, διότι η ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 57 προς το σκοπό της λήψεως υπόψη των συγχρόνων δεδομένων, ως προς τις οικονομικές λειτουργίες του Κράτους, διατυπώθηκε μόνον στην εισήγηση της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος προς την Ολομέλεια της Βουλής που πρότεινε την αναθεώρηση του Συντάγματος και δεν επαναλήφθηκε στην τελική απόφαση της Βουλής αυτής μετά τη διενέργεια των προβλεπομένων από την παράγραφο 2 του άρθρου 110 του Συντάγματος δύο ψηφοφοριών (βλ. Πρακτικά Ολομελείας Βουλής, Θ΄ περιόδου, Συνεδριάσεις ΡΛΕ΄ της 20 Μαΐου 1998 και ΡΞ΄ της 24 Ιουνίου 1998). Στην απόφαση αυτή της Ολομελείας της Βουλής προσδιορίζονται μόνον αριθμητικά χωρίς οποιοδήποτε λεκτικό περιορισμό οι προς αναθεώρηση συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες του επιμάχου άρθρου 57.».

επικαλείται την εν λόγω δικαστική κρίση, ως νομολογία, προκειμένου να θεμελιώσει τη δυνατότητα της προηγούμενης Βουλής να δεσμεύσει, με λεκτικό περιορισμό, την αρμοδιότητα της Αναθεωρητικής Βουλής[7]. Μάλιστα, η νομολογία αυτή αντιμετωπίζεται πλέον δικαιολογημένα ως η κρατούσα λογικο-συστηματική και τελεολογική συνταγματική ερμηνεία, η οποία συνάδει με το πνεύμα της κατάστρωσης της αναθεωρητικής διαδικασίας ως εγγύησης συναίνεσης που θα παραμείνει σταθερή σε δύο διαδοχικές, ισοδύναμες Βουλές, τόσο ως προς την ανάγκη όσο και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης[8]30 . Οι διάφορες αμφισβητήσεις της ορθότητας αυτής της αντιμετώπισης δεν είναι πειστικές. Οι παρακάτω σύντομες παρατηρήσεις επιχειρούν να συνοψίσουν τις σημαντικότερες αδυναμίες αυτών των αμφισβητήσεων. Πέραν της κριτικής που έχει ήδη ασκηθεί στην παραδοσιακή αντίληψη σύμφωνα με την οποία η κατεύθυνση και το περιεχόμενο των αναθεωρητέων διατάξεων καθορίζεται, κατά τρόπο αποκλειστικό και αδέσμευτο, από την Αναθεωρητική Βουλή, αξίζει να σημειωθεί ότι η προσπάθεια να εκληφθεί η αντίληψη αυτή ως κρατούσα υπό το καθεστώς ισχύος του Συντάγματος του 1975 εμφανίζεται, σε κάθε περίπτωση, ως μια τάση αντίρροπη προς τα δεδομένα ψήφισης και εφαρμογής του εν λόγω Συντάγματος. Αφενός, ενώ η παραπάνω αντίληψη εκκινεί «[ε]κ της αρχής της ελευθερίας, της οποίας απολαύει η Αναθεωρητική Βουλή εν τη διατυπώσει του νέου κειμένου»[9], η παράγραφος 2 του άρθρου 110 του Συντάγματος του 1975 ψηφίστηκε υπό το γενικό πνεύμα ότι η Αναθεωρητική Βουλή δεσμεύεται από τα όρια που θέτει η προηγούμενη Βουλή. Ο συντακτικός νομοθέτης, καίτοι γνώριζε την παραδοσιακή αντίληψη, δεν την εξέλαβε ως κρατούσα[10]31 και, πάντως, δεν την αποδέχτηκε ως δική του αφετηρία[11]32 .Αφετέρου, η παραδοσιακή αντίληψη διαμορφώθηκε σε ένα στάδιο εξέλιξης του συνταγματισμού στο οποίο ο κοινός και a fortiori ο αναθεωρητικός νομοθέτης θεωρούνταν φορείς μιας πολιτικώς ελεύθερης εξουσίας, με αποτέλεσμα τη διάχυτη δυσπιστία απέναντι σε κάθε ερμηνευτική διεύρυνση των περιορισμών της εξουσίας αυτής, ενίοτε δε και απέναντι στον δικαστικό έλεγχο της άσκησής της[12]33 . Στο πλαίσιο αυτής της εκδοχής συνταγματισμού, τα επιμέρους διαδικαστικά όρια που θέτει το Σύνταγμα στην αναθεωρητική λειτουργία

30Η Λ. Παπαδοπούλου, έχοντας προηγουμένως επικαλεστεί την απόφαση ΑΕΔ 11/2003, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αν δεχθούμε, πάντως, όπως υποστηριζόταν στο παρελθόν, ότι η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύεται καθόλου ως προς την ουσία της αναθεώρησης και ότι δεσμεύεται μόνον ως προς το ποιες διατάξεις μπορεί να ‘αγγίξει’ (εκείνες για την αναθεώρηση των οποίων έχει συγκεντρωθεί πλειοψηφία τριών πέμπτων ή έστω η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών), εφόσον αυτό μόνον έχει καταγραφεί στην απόφαση της Ολομέλειας της προτείνουσας Βουλής, τότε θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε, θεωρητικά, σε μία αναθεώρηση των ίδιων μεν διατάξεων, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που η πρώτη Βουλή πρότεινε και αποφάσισε. Γι αυτό και πειστικά προτείνεται -η μάλλον κρατούσα πλέον- ερμηνεία του άρθρου 110 §§2-3 Σ, με βάση την οποία η δεύτερη, αναθεωρητική, Βουλή δεν είναι απολύτως αδέσμευτη ως προς την ουσία, αλλά οφείλει να ακολουθήσει την κατεύθυνση που η πρώτη Βουλή έχει προτείνει και αποφασίσει κατά τη συζήτηση και την ψηφοφορία για τις προταθείσες διατάξεις. Με τη λογικο-συστηματική και τελεολογική αυτή ερμηνεία περιφρουρείται η ratio της κατάστρωσης της αναθεωρητικής διαδικασίας σε τρεις φάσεις, που είναι η εγγύηση ότι η πολιτική βούληση για αλλαγή συγκεκριμένων συνταγματικών διατάξεων υφίσταται σε διαφορετικά χρονικά σημεία και επικροτείται από τον λαό σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, και άρα εξ ορισμού είναι προϊόν ευρύτερων συναινέσεων, όχι μόνον ως προς το ποιες διατάξεις αλλά και ως το γιατί και το πώς πρέπει αυτές να αναθεωρηθούν.». Βλ. Τ. Παπαδοπούλου, 2015. Αναθεώρηση, τροποποίηση και εγγυήσεις τήρησης και προστασίας του Συντάγματος. [Κεφάλαιο Συγγράμματος], in Παπαδοπούλου, Τ. 2015. Συνταγματικό δίκαιο. [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. κεφ 8., σ. 6 επ., ιδίως σ. 7, Διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/4282. 31Ως προς την ύπαρξη αποκλίσεων από την παραδοσιακή αντίληψη περί ερμηνείας του άρθρου 108 του Συντάγματος του 1952, Εξάλλου, είχε εντοπιστεί ότι, στο άρθρο 112 του νορβηγικού Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 1907, και στο άρθρο 88 του δανικού Συντάγματος, προβλεπόταν ότι η δεύτερη Βουλή δεσμευόταν από τις κατευθύνσεις της αναθεώρησης που μπορεί να είχε καθορίσει η πρώτη Βουλή (βλ. Α. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, ό.π., σ. 326, υποσ. 29). Συναφώς, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζεται (βλ. Ν. Κ. Αλιβιζάτου, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός και η θολή συνταγματική αναθεώρηση, ό.π., σ. 163), η παραδοσιακή αντίληψη περί ελεύθερου καθορισμού του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων από την Αναθεωρητική Βουλή, δεν φαίνεται να θεμελιώνεται στον κανόνα των «δύο Βουλών». Εξάλλου, αξίζει να σημειωθεί ότι η παραδοσιακή αντίληψη εμφανίζει και κάποιες αντιφάσεις. Ο Η. Κυριακόπουλος αναφέρει ότι η παρ. 4 του άρθρου 108 του Συντάγματος του 1958 διατυπώθηκε ενόψει του άρθρου 112 παρ. 1 του Συντάγματος της Νορβηγίας, όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 1907 (βλ. Η. Κυριακόπουλου, Η αναθεώρησις του Συντάγματος…, ό.π., σ. 55). Ωστόσο, το εν λόγω άρθρο του νορβηγικού Συντάγματος (σε γαλλική μετάφραση μνημονεύεται από τον Α. Μάνεση ως παράδειγμα καθορισμού του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων από την προτείνουσα Βουλή (βλ. Α. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος ΙΙ, ό.π., σ. 326, υποσ. 29). 32Κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί του Συντάγματος 1975, ο ειδικός εισηγητής της πλειοψηφίας επί του άρθρου 110, Κ. Τρικούπης, αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Τέλος, το τελευταίον εδάφιον της παρ. 2 προβλέπει ότι ‘καθορίζονται ειδικώς αι αναθεωρητέαι διατάξεις’, όπως εξάλλου συνέβαινε και με όλα τα προηγούμενα Συντάγματα. Εν προκειμένω, πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι ορθόν να δεσμεύεται απολύτως η Δευτέρα Βουλή, η κληθησομένη να επιτελέση το αναθεωρητικόν έργον, από τας αποφάσεις της προηγουμένης, στενώςπεριοριζούσης την καθ’ύλην αρμοδιότητά της, δια του καθορισμού ειδικώς των αναθεωρητέων διατάξεων. Όμως, παρ’ημίν τούτο πάντοτε ίσχυσεν, ετονίσθη δε και από τον Ελευθ. Βενιζέλον, ειπόντα επί του προκειμένου: ‘Σαφής είναι η έννοια του άρθρου, καθ’ήν [η] προς αναθεώρησινσυγκαλουμένη Βουλή, ανεξαρτήτως των άλλων αυτής καθηκόντων, δεν δύναται εν τη ασκήσησει του αναθεωρητικού αυτής έργου να εξέλθη των ορίων τα οποία έταξον η την αναθεώρησιναποφασίσασα Βουλή’». (βλ. Πρακτικά των συνεδριάσεων της της Ολομέλειας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975, σ. 875-876). Ως προς την εν λόγω δήλωση του Ελ. Βενιζέλου, βλ. και Π. Παραρά, Οι περιορισμένες εξουσίες της αναθεωρητικής Βουλής, ό.π., σ. 324. Την ίδια δήλωση του Ελ. Βενιζέλου επικαλείται και ο Ν. Ν.Σαρίπολος, προκειμένου να δείξει ότι δέσμευση της Αναθεωρητικής Βουλής υφίσταται μόνον ως προς την ταυτότητα των ειδικώς ορισμένων διατάξεων από την προτείνουσα Βουλή και όχι και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησής τους (βλ. Ν.Ν. Σαρίπολου,ΕλληνικόνΣυνταγματικόν Δίκαιον, ό.π., σ. 118). Πλην όμως, δεν προκύπτει ότι αυτή είναι η έννοια της παραπάνω δήλωσης και, πάντως, δεν φαίνεται να είναι αυτή που αποδέχεται ο Κ. Τρικούπης, κατά τη συζήτηση του Συντάγματος του 1975. 33Ως προς την εν λόγω εκδοχή συνταγματισμού, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, ιδίως αρ. 127-132.

υπερ-καθορίζονται από το πρόταγμα περί ελευθερίας της Αναθεωρητικής Βουλής[13], η δυνατότητα δε δικαστικού ελέγχου της τήρησης των ορίων αυτών δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή[14]. Ωστόσο, υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1975, ενόψει και του επικαθορισμού του τελευταίου από το ευρωπαϊκό δίκαιο[15]34 , επικράτησε σταδιακώς μια αντίρροπη εκδοχή συνταγματισμού η οποία θεωρεί τόσο τον κοινό όσο και τον αναθεωρητικό νομοθέτη ως φορείς μιας νομικώς περιορισμένης αρμοδιότητας την τήρηση των ορίων της οποίας εγγυάται αυτονόητα ο δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας τόσο των νόμων όσο και της συνταγματικής αναθεώρησης[16]35 . Στο πλαίσιο αυτό, η Αναθεωρητική Βουλή δεν είναι παρά φορέας συντεταγμένης αρμοδιότητας η οποία προσδιορίζεται τελικώς από τον δικαστή βάσει της λογικο-συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας των επιμέρους ουσιαστικών και διαδικαστικών ορίων που θέτει το Σύνταγμα στην αναθεωρητική λειτουργία[17]. Κατά τούτο, η προδιάθεση υποτίμησης της αξίας και του περιεχομένου της δικαστικής κρίσης που περιλαμβάνεται στη σκέψη 6 της απόφασης ΑΕΔ 11/2003, δεν φαίνεται να συμβαδίζει με το παρόν στάδιο εξέλιξης του ελληνικού συνταγματισμού. Καταρχάς, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα ότι η παραπάνω δικαστική κρίση αποτελεί απλώς μια «παρεμπίπτουσα σκέψη» που «δεν συνιστά νομική εγγύηση»[18]. Η δικαστική κρίση στη σκέψη 6 της απόφασης ΑΕΔ 11/2003 δεν είναι μια περιστασιακή σκέψη (obiter dictum) που έλαβε χώρα, για παιδαγωγικούς ή άλλους σκοπούς, χωρίς να είναι χρήσιμη για την επίλυση της υπόθεσης που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, αποτελεί κρίσιμο στοιχείο του σκεπτικού της παραπάνω δικαστικής απόφασης, στο οποίο στηρίχθηκε η απόρριψη, ως αβάσιμου, ενός ισχυρισμού του καθ’ού η αίτηση έκπτωσης βουλευτή, καίτοι η προβολή του ίδιου ισχυρισμού χαρακτηρίστηκε, ρητώς, από το ΑΕΔ, ως παραδεκτή από την άποψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης[19]36 . Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, η ίδια η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει επικαλεστεί την παραπάνω απόφαση του ΑΕΔ, προκειμένου να θεμελιώσει το παραδεκτό διαφορετικού λόγου που αφορούσε, πάντως, τον έλεγχο της αναθεωρητικής διαδικασίας[20]. Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση αυτή, εκ μέρους του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, διασκεδάζει κάθε -ούτως ή άλλως αδικαιολόγητη- αμφιβολία ως προς τη νομική σπουδαιότητα της επίμαχης δικαστικής κρίσης του ΑΕΔ και καθιστά αλυσιτελή ενδεχόμενη γενικότερη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των νομολογιακών κατασκευών του τελευταίου. Εξάλλου, τόσο ο απλουστευτικός αφορισμός της απόφασης ΑΕΔ 11/2003 ως δήθεν «αιρετικής»[21] όσο και η άποψη ότι η αποδοχή της δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων της προτείνουσας Βουλής προϋποθέτει τάχα αναθεώρηση του άρθρου 110 του Συντάγματος[22] συνιστούν πλέον μεμονωμένες ερμηνευτικές επιλογές που, έχοντας εγκλωβιστεί σε μια αμήχανη προσέγγιση της διατύπωσης των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 110 του Συντάγματος, αναπαράγουν μια ανορθολογική αντίληψη της αναθεωρητικής διαδικασίας ως πολιτικού στοιχήματος. Διότι, υπό το πρίσμα τέτοιων ερμηνευτικών επιλογών, πράγματι «ένα ορθολογικό πολιτικό υποκείμενο δεν έχει κανέναν λόγο να καταθέσει και να ψηφίσει στην πρώτη Βουλή μια αναθεωρητική πρόταση, είτε με 151 είτε με 180 βουλευτές, αν δεν είναι βέβαιο ότι στη δεύτερη ‘Αναθεωρητική Βουλή’ θα έχει την κοινοβουλευτική δύναμη να συγκαθορίσει το περιεχόμενο της αναθεώρησης ή να εμποδίσει μια ανεπιθύμητη τροπή της»[23]. Αντιστρόφως, υπό το ίδιο πρίσμα, ένα πολιτικό υποκείμενο που υπολογίζει ότι θα αποκτήσει τη σχετική κοινοβουλευτική δύναμη, έχει κίνητρο να επιχειρήσει, μέσω μιας ανειλικρινούς συμπεριφοράς, να υφαρπάξει τη συναίνεση των άλλων πολιτικών υποκειμένων στο πλαίσιο της προτείνουσας Βουλής, στοχεύοντας να καθορίσει μόνο του το τελικό περιεχόμενο της αναθεώρησης στην επόμενη Αναθεωρητική Βουλή. Τέτοιες, όμως, ερμηνευτικές επιλογές, οι οποίες δρομολογούν τις παραπάνω θεσμικές συμπεριφορές, ουδόλως συνάδουν με το πνεύμα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 110 του Συντάγματος το οποίο αναμφιβόλως επιβάλλει την εξασφάλιση ειλικρινούς συναίνεσης που θα παραμείνει σταθερή σε δύο διαδοχικές, ισοδύναμες Βουλές, τόσο ως προς την ανάγκη όσο και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης[24].

Με το πνεύμα δε αυτό όχι μόνο δεν αντιβαίνει, αλλά σαφώς συνάδει το γράμμα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 110 του Συντάγματος. Η αρμοδιότητα της προτείνουσας Βουλής να διαπιστώνει την «ανάγκη»[25] και να καθορίζει «ειδικά» τις διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν, περιλαμβάνει και τη δυνατότητα ευρύτερου ή στενότερου προσδιορισμού της κατεύθυνσης της δέουσας αναθεώρησης των εν λόγω διατάξεων[26]. Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στην παράδοξη παραδοχή ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 110 προβλέπει η κρίσιμη αρμοδιότητα της προτείνουσας Βουλής να ασκείται με ατελή αιτιολογία. Εξάλλου, η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, ορίζοντας ότι, «αφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Βουλή», η Αναθεωρητική Βουλή αποφασίζει «σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις», ευλόγως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η Αναθεωρητική

34Βλ., αντί άλλων, την απόφαση ΔΕΚ, 2.4.2009, C-378-380/07, Αγγελιδάκη, σκέψη 207: «όλες οι αρχές των

κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου (…), ακόμη και όταν οι αρχές αυτές προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος».

35Ως προς την εν λόγω εκδοχή συνταγματισμού, βλ. Κ. Γιαννακόπουλου, Η επίδραση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ό.π., ιδίως αρ. 133-141, 201 επ. και 264. 36Ειδικότερα, το ΑΕΔ, αναφέροντας ότι ο επίμαχος ισχυρισμός «παραδεκτώς προβάλλεται από την άποψη των ορίων του δικαστικού ελέγχου της αναθεωρητικής διαδικασίας», δέχτηκε τη νομική βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού, πλην όμως απέρριψε την ουσιαστική βασιμότητά του, «προεχόντως» διότι η κατεύθυνση της αναθεώρησης του άρθρου 57 δεν είχε αναφερθεί στην τελική απόφαση της προτείνουσας Βουλής. Κατά τούτο, το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να ελέγξει εάν η απόφαση της Αναθεωρητικής Βουλής απέκλινε ή όχι της συγκεκριμένης κατεύθυνσης. Ας σημειωθεί ότι η απόφαση θεωρήθηκε ορθή ως προς την καταρχήν αποδοχή του επίμαχου ισχυρισμού ως παραδεκτού, ακόμη και στο πλαίσιο αναλύσεων στις οποίες προβλήθηκαν ενστάσεις ως προς τη διαχείριση του ζητήματος του βασίμου του ίδιου ισχυρισμού και οι οποίες δυσπιστούν ως προς τον τυπικό έλεγχο συνταγματικότητας της αναθεωρητικής λειτουργίας

Βουλή αποφασίζει εντός του εύρους των ουσιαστικών κατευθύνσεων που έχει αποφασίσει η προτείνουσα Βουλή[27]37 . Αντίθετη γραμματική ερμηνεία που, κατά τα προαναφερθέντα, θα οδηγούσε στην παραδοχή ότι, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα τους, το γράμμα των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος επιβάλλει μια ανορθολογική αναθεωρητική διαδικασία, στερείται πειστικότητας και, πάντως, δεν συνάδει με τις συνήθεις μεθόδους συνταγματικής ερμηνείας. Συναφώς, σε κάθε περίπτωση, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί θεμιτή η επιλογή μιας γραμματικής ερμηνείας που καταλήγει να εκθέτει τον επίμαχο συνταγματικό κανόνα ως ανορθολογικό, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι υφίσταται άλλη υποστηρίξιμη ερμηνεία που δεν έχει την ίδια κατάληξη[28].

Στον χαρακτηρισμό ως καθόλα θεμιτής και επιβεβλημένης της εναρμόνισης του γράμματος και του πνεύματος των επίμαχων συνταγματικών διατάξεων, μέσω της λογικο-συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας που υιοθέτησε η απόφαση ΑΕΔ 11/2003, συνηγορούν και οι προφανείς ατέλειες της παραδοσιακής αντίληψης που διαμορφώθηκε πριν την ψήφιση του Συντάγματος του 1975. Στο πλαίσιο της αντίληψη αυτής, δεν ευτύχησαν οι εκλεπτυσμένες προσπάθειες να καταδειχθεί ότι ο «ειδικός» ορισμός των αναθεωρητέων διατάξεων δεν περιλαμβάνει την κατεύθυνση της αναθεώρησής τους και ότι η αιτιολογία της πρότασης αναθεώρησης μπορεί να μην περιλαμβάνει το κείμενο ή την κατεύθυνση των νέων διατάξεων. Ως εκ τούτου, η παραπάνω αντίληψη αναγκάστηκε να περιοριστεί σε μια ερμηνευτικώς ρηχή επανάληψη του παρωχημένου πλέον προτάγματος περί της ελευθερίας της Αναθεωρητικής Βουλής[29]. Στον κίνδυνο παρόμοιας μεθοδολογικής αδυναμίας εκτίθεται, σήμερα, η προβολή και, μάλιστα, κατά τρόπο απόλυτο- του επιχειρήματος ότι η ερμηνεία που υιοθέτησε η απόφαση ΑΕΔ 11/2003 δήθεν αντιβαίνει στο γράμμα του Συντάγματος που φέρεται να επιβεβαιώνει τάχα προδήλως το παραπάνω πρόταγμα[30]38 .

Περαιτέρω, στερούνται πειστικότητας και οι ερμηνευτικές προτάσεις που, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες της παραδοσιακής αντίληψης ήδη πριν τη δημοσίευση της απόφασης ΑΕΔ 11/2003, διερεύνησαν τρόπους διάσωσής της. Ειδικότερα, δεν είναι πειστική η επιχειρηματολογία ότι η Αναθεωρητική Βουλή, καίτοι δεσμεύεται καταρχήν «ηθικοπολιτικά» από τυχόν ουσιαστικές κατευθύνσεις που προσδιόρισε η προτείνουσα Βουλή[31], εκφεύγει της δέσμευσης αυτής και μπορεί να ενεργήσει αντίθετα ή διαφορετικά, εάν από τις εκλογές που παρεμβάλλονται «προέλθουν διευρυμένες αναθεωρητικές πλειοψηφίες, που να επιτρέπουν τη διαμόρφωση νέων συναινέσεων ως προς το διαφορετικό περιεχόμενο της αναθεώρησης»[32]. H παρεμβολή των εκλογών δεν μπορεί να αποτελέσει την μόνη κρίσιμη παράμετρο προσδιορισμού των όρων συναίνεσης στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος. Όπως έχει ήδη τονισθεί, η σύνθεση της Αναθεωρητικής Βουλής δεν αποτυπώνει το περιεχόμενο κάποιας ιδιαίτερης λαϊκής εντολής ως προς την αναθεώρηση, αφού οι εκλογείς δεν ψηφίζουν στην πραγματικότητα με βασικό κριτήριο το αναθεωρητικό εγχείρημα, αλλά λαμβάνουν υπόψη το συνολικό πολιτικό πρόγραμμα των κομμάτων και των υποψηφίων[33]. Κατά τούτο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε ότι η υπερψήφιση ενός κόμματος από τους εκλογείς σημαίνει πως αυτοί περιβάλλουν με την ίδια εμπιστοσύνη όλους τους επιμέρους πολιτικούς σκοπούς που αυτό επιδιώκει ούτε ότι η παρεμβολή των εκλογών ισοδυναμεί με «οιονεί συνταγματικό δημοψήφισμα»[34]. Εξάλλου, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 110 του Συντάγματος, μία μόνο πρόταση αναθεώρησης τίθεται στην κρίση των εκλογέων∙ αυτή που αποφάσισε η προτείνουσα Βουλή[35]. Επομένως, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η παρεμβολή των εκλογών ισοδυναμεί με «οιονεί συνταγματικό δημοψήφισμα», το τελευταίο θα μπορούσε το πολύ να οδηγήσει μόνον στην αποδοχή ή στην απόρριψη της εν λόγω πρότασης, όχι όμως και σε τροποποίησή της μέσω της υπερψήφισης του συνολικού προγράμματος ενός πολιτικού κόμματος. Σε τελική ανάλυση, η όποια επίκληση ως μόνης κρίσιμης, αναφορικά με την κατεύθυνση της αναθεώρησης, της -ούτως ή άλλως δυσδιάκριτης ως προς το περιεχόμενό της και, πάντως, όχι επιτακτικής- εντολής του εκλογικού σώματος που παρεμβάλλεται μεταξύ των δύο Βουλών, κατ’ουσίαν αναπαράγει την προαναφερθείσα ανορθολογική αντίληψη της αναθεωρητικής διαδικασίας ως πολιτικού στοιχήματος που διενεργείται εκτός πυκνής κανονιστικής πλαισίωσης και αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου. Αντιθέτως, η πρακτική εναρμόνιση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τη διαχρονική συναίνεση που απαιτεί το άρθρο 110, παρ. 2 και 3, του Συντάγματος, τόσο ως προς την ανάγκη όσο και ως προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης, επιβάλλουν να θεωρηθούν εξίσου κρίσιμες, δηλαδή ισότιμες, η νομιμοποίηση των απόφασης της προτείνουσας Βουλής από την ελεύθερη εντολή που προήλθε από τις εκλογές που προηγήθηκαν της ανάδειξής της[36] και η νομιμοποίηση της απόφασης της Αναθεωρητικής Βουλής από την ελεύθερη εντολή που προήλθε από τις εκλογές που προηγήθηκαν της δικής της ανάδειξης. Για παρόμοιους λόγους, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα ότι η δεσμευτικότητα των ουσιαστικών κατευθύνσεων της προτείνουσας Βουλής εξαρτάται από την επιτευχθείσα πλειοψηφία, υπό την έννοια ότι η δεσμευτικότητα αυτή υφίσταται εάν η απόφαση της προτείνουσας Βουλής έχει ληφθεί με 180 ψήφους και δεν

37Βλ. και Ξ. Κοντιάδη, Η αρχή της συναίνεσης ως θεμέλιο της αναθεωρητικής λειτουργίας, ό.π., σ. 41: «Από τις δύο προηγούμενες αντιλήψεις, δηλαδή αφ’ενός την άποψη που με γνώμονα τη δημοκρατική αρχή υποστηρίζει την αυξημένη νομιμοποίηση της δεύτερης Βουλής, άρα την καθιστά και αποκλειστικά αρμόδια για τη ρύθμιση του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων, και αφ’ετέρου την άποψη που δέχεται την ισοδυναμία των δύο Βουλών, με γνώμονα την επίτευξη της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης γύρω από το περιεχόμενο του Συντάγματος, καταλήγοντας στη δέσμευση της δεύτερης Βουλής από τις κατευθύνσεις της πρώτης, η δεύτερη άποψη εμφανίζεται να βρίσκεται εγγύτερα στη ratio του άρθρου 110 Συντ. …». 38Βλ. Θ. Διαμαντόπουλου, Συνταγματικός αναλφαβητισμός;, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 25.11.2018, σ. 4.24: «De legeferenda θα ήταν, πράγματι, προτιμότερο η Βουλή αυτή [ενν. η πρώτη Βουλή] να καθορίζει και το περιεχόμενο, ενώ η δεύτερη, αντί να έχει εν λευκώ εξουσιοδότηση, να μπορεί μόνο να υιοθετεί ή όχι την πρόταση. Ωστόσο, το 110 δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας.».

υφίσταται εάν έχει ληφθεί με 151 ψήφους. Το εν λόγω επιχείρημα αποτελεί μια προσπάθεια αντίδρασης -με αμιγώς πολιτικούς όρους- στη διάψευση της παραδοσιακής αντίληψης, οι αδυναμίες της οποίας έχει θεωρηθεί ότι αναδεικνύονται, στην πράξη, εντονότερα σε περίπτωση που με 151 ψήφους η Αναθεωρητική Βουλή θα απέκλινε από ουσιαστικές κατευθύνσεις που η προτείνουσα Βουλή θα είχε καθορίσει με 180 ψήφους[37]. Πλην όμως, το παραπάνω επιχείρημα δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα του Συντάγματος. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναλυτικώς καταδειχθεί, είναι αδιάφορο σε ποια από τις δύο Βουλές θα συγκεντρωθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων του αριθμού των βουλευτών, απουσιάζουν δε ρυθμίσεις που θα μπορούσαν να προσδώσουν, από κανονιστική άποψη, κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα στην πλειοψηφία αυτή[38]. Άλλωστε, δύσκολα είναι πειστικές διασταλτικές ερμηνείες ως προς το πεδίο εφαρμογής τεχνικών συνταγματικών διατάξεων που αφορούν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Επιπλέον, το παραπάνω επιχείρημα, το οποίο υπονοεί ότι οι διαφορετικές πλειοψηφίες απηχούν διαφορετικού εύρους νομιμοποίηση της απόφασης της Βουλής, κατά βάθος επαναφέρει το ανορθολογικό στοιχείο του πολιτικού στοιχήματος ανεβάζοντας απλώς το ύψος του αρχικού πονταρίσματος. Διότι, εάν γίνει δεκτό ότι οι ουσιαστικές κατευθύνσεις της προτείνουσας Βουλής είναι δεσμευτικές μόνον σε περίπτωση που η απόφασή της ληφθεί με πλειοψηφία των τριών πέμπτων των βουλευτών, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να μη γίνει δεκτό ότι η Αναθεωρητική Βουλή θα μπορεί να εκφύγει της εν λόγω δέσμευσης εάν λάβει απόφαση με πλειοψηφία μεγαλύτερη των τριών πέμπτων των βουλευτών. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, κατά την απόφαση ΑΕΔ 11/2003, η πλειοψηφία με την οποία ελήφθη η απόφαση της προτείνουσας Βουλής δεν επηρεάζει τη δυνατότητα δέσμευσης της Αναθεωρητικής Βουλής μέσω κατάλληλου λεκτικού περιορισμού. Ενόψει λοιπόν και της απόφασης αυτής του ΑΕΔ, η οποία αποτυπώνει το πνεύμα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 110 του Συντάγματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατόν η προτείνουσα Βουλή να μην περιορίζεται μόνο σε αριθμητική αναφορά των προς αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων, αλλά να προσδιορίζει, αν όχι την τελική διατύπωση της νέας ρύθμισής τους, τουλάχιστον τις ουσιαστικές κατευθύνσεις του περιεχομένου της. Ο δε προσδιορισμός αυτός, προκειμένου να είναι δεσμευτικός για την επόμενη Αναθεωρητική Βουλή, πρέπει να περιληφθεί, κατά τρόπο ρητό και σαφή, όχι μόνον στο λεκτικό των αρχικών προτάσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρο 119, παρ. 1 και 2, του Κανονισμού της Βουλής) και της μεταγενέστερης εισήγησης της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος που θα προτείνει την αναθεώρηση του τελευταίου προς την Ολομέλεια της Βουλής (άρθρο 119, παρ. 4 και 5, του Κανονισμού της Βουλής), αλλά και στο λεκτικό της τελικής απόφασης της Βουλής αυτής μετά τη διενέργεια των δύο ονομαστικών ψηφοφοριών που προβλέπονται από την παράγραφο 2 του άρθρου 110 του Συντάγματος και το άρθρο 119, παρ. 6, του Κανονισμού της Βουλής. Προς τούτο δε, σκόπιμο επίσης θα ήταν ο ίδιος προσδιορισμός να μνημονεύεται και κατά τη διαδικασία των εν λόγω ψηφοφοριών (άρθρο 119, παρ. 6 και 7, του Κανονισμού της Βουλής). Αν τηρηθούν οι παραπάνω διαδικαστικές προϋποθέσεις, η Αναθεωρητική Βουλή θα δεσμεύεται από τις ουσιαστικές κατευθύνσεις της προηγούμενης προτείνουσας Βουλής, υπό την έννοια ότι, η Αναθεωρητική Βουλή, εάν αποφασίσει να προβεί στην αναθεώρηση των προτεινόμενων διατάξεων[39], δεν θα μπορεί να αποκλίνει από τις παραπάνω κατευθύνσεις. Σε περίπτωση που, για τον οποιοδήποτε λόγο, η Αναθεωρητική Βουλή δεν σεβαστεί τις εν λόγω κατευθύνσεις, η τελική απόφασή της για την αναθεώρηση των σχετικών διατάξεων θα παραβιάσει το άρθρο 110 του Συντάγματος, όπως αυτό ερμηνεύτηκε, κατά τα προαναφερθέντα, με την απόφαση 11/2003 του ΑΕΔ. Η παραβίαση αυτή θα μπορεί να ελεγχθεί και δικαστικώς. Άλλωστε, ως προς το επίμαχο διαδικαστικό ζήτημα, δεν αμφισβητείται πλέον η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου διενεργηθείσας συνταγματικής αναθεώρησης ούτε από εκείνους που είχαν εκφράσει επιφυλάξεις ως προς τη γενική δυνατότητα ενός τέτοιου ελέγχου[40]. • Το δίκαιο της Ένωσης

Υπόθεση Λυκουρέζος στο ΕΔΔΑ. Καταδίκη της Ελλάδας. Απαίτηση προβλεψιμότητας και ασφάλειας δικαίου. Η δέσμευση της 2ης Βουλής κατατείνει προς την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού. Ο έλεγχος συμβατότητας προς το δίκαιο της ΕΕ θα γίνει ακόμη και επί αναθεωρητέων διατάξεων! Εκρίθη ότι παραβιάζεται το ΕΣΔΑ 3 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (Υπόθεση Αγγελιδάκη)

Κατά της δέσμευσης- Άποψη Γεραπετρίτη

• Εσφαλμένη πρακτική: Το πρόβλημα της εργαλειοποίησης είναι πραγματικό. Δεν επιλύεται όμως άμεσα με το ζήτημα της δέσμευσης. Δεν γίνεται το Σύνταγμα να το ερμηνεύουμε πατερναλιστικά. Εφόσον εντοπίζεται μια κακώς εννοούμενη πολιτική πρακτική δεν γίνεται να βάλλουμε μόνοι μας φρένο στον πολιτικό ανταγωνισμό με contralegemερμηνεία του Συντάγματος (αυθαίρετο και γενικευμένο το συμπέρασμα υπέρ δέσμευσης- δεν ήθελε αυτό ο ιστορικός νομοθέτης). Δεν γίνεται εξ ανάγκης να εικάζουμε ότι ο συντακτικός νομοθέτης επιθυμούσε αυτό, διότι έτσι προσδίδεται μια διάσταση κοινωνικής-πραγματικής ανάγκης στο κομμάτι της δέσμευσης παραγνωρίζοντας το κανονιστικό υπόβαθρο του Συντάγματος

Γραμματική ερμηνεία:

Με βάση το Σ110 εμφιλοχωρούν εκλογές. Η ratioτης διάταξης είναι να συμμετάσχει εμμέσως ο λαός στην αναθεώρηση (έχει αποτυπωθεί και σε πρακτικά του Σ1975). Ο λαός ψηφίζει ένα κόμμα όχι μονάχα ως συνδυασμό αλλά έχοντας την πολιτική συνείδηση να γνωρίζει και ποιες θα είναι οι κατά περιεχόμενο επιλογές κάθε κόμματος και άρα ο λαός ψηφίζοντας αφήνει το δικό του στίγμα στην μελλοντική αναθεώρηση δείχνοντας μια κατεύθυνση. Όταν το παραβλέπουμε αυτό υποτιμούμε τον λαό ως κρατικό όργανο και ως εκλογικό σώμα, κρίνοντας τον ως σώμα χωρίς πολιτική συνείδηση. Αυτό που αναγιγνώσκεται πίσω από την εκλογική διαδικασία είναι ένα πολιτικό δικαίωμα συμμετοχής του λαού στην αναθεώρηση (σύνδεση λαού με αποφασίζουσα βουλή- εάν δεσμευόταν η 2η βουλή ποιο το νόημα των εκλογών;). Εφόσον πρόκειται για δικαίωμα θα πρέπει αυτό να ερμηνεύεται ευρέως (in dubio pro libertate) καθώς μόνο στις εξαιρέσεις χωρεί στενή ερμηνεία. Ουσιαστικά με την δέσμευση η 2η Βουλή μετατρέπεται σε μαριονέτα (θα χάσει τον ουσιαστικό της ρόλο) και αυτό στερείται λογικής και είναι έξω από την φιλοσοφία του Συντάγματος. Αντεπιχείρημα: Αν η νέα βουλή πράξει τα αντίθετα απ όσα υποσχόταν ποιο το νόημα της τοποθέτησης του εκλογικού σώματος; Πρακτικά δεν έχει σημασία. Η νέα βουλή θα υποστεί (και ορθώς) μονάχα πολιτικές κυρώσεις (δεν θα επανεκλεγεί). Το πολιτικό κόστος είναι συνταγματικώς αδιάφορο.

~Κλείνοντας, ενόψει των αντιτιθέμενων απόψεων των διδασκόντων το μήνυμα το οποίο μένει είναι πως η επιστήμη προχωράει με την διάψευση των θεωριών, παρά με την επιβεβαίωση τους!

ΘΕΜΑΤΑ ΙΟΥΝΙΟΥ 2019

1. Μπορεί η προθεσμία της αίτησης ακυρώσεως να «ξεχειλώσει» αν έχουμε γνωστοποίηση πράξης μέσω ιντερνετ? (προθεσμία, η γνωστοποίηση ως εναρκτήριο γεγονός της προθεσμίας, απόφαση για περιβαλλοντικούς όρους κτλ)

2. Είστε στον Πειραιά να πάρετε πλοίο για Σέριφο και είστε δικηγόρος και αύριο λήγει η προθεσμία της αίτησης ακυρώσεως για τον πελάτη σας, τι μπορεί να γίνει? μπορεί να χαθεί κάτι από τα δύο, Η Σέριφος η ο πελάτης?(Η απάντηση είναι και τα δύο μπορούν να γίνουν γιατί η αίτηση ακυρώσεως κατατίθεται εκτός από το ΣΤΕ σε οποιαδήποτε δικαστική η διοικητική αρχή πχ λιμενικό, αστυνομία)

3. Είμαι ο Μαρινάκης και θέλω να αγοράσω το Δήμο Πειραιά και να τον κάνω ανώνυμη εταιρία, μπορώ? (αναφορά σε ΟΤΑ και θέματα ιδιωτικοποιήσεων)

4. Μπορεί να καταργηθεί η ΕΡΤ? (και πάλι συνταγματικό άρθρο και αναφορά στην απόφαση) 5. Περνάει το τουρκικό πλοίο που πάει για τις γεωτρήσεις και γίνεται επεισόδιο Ελλάδας Τουρκίας. Μπορεί να γίνει δημοψήφισμα για το αν θέλουν οι πολίτες να πάμε σε πόλεμο ? (συνταγματικό άρθρο , το δημοψήφισμα ως κυβερνητική πράξη, ΔΕΝ είναι ΌΛΑ τα θέματα δεκτικά δημοψηφίσματος πχ οι διεθνείς σχέσεις!)

6. Κόμματα. Μπορεί το κράτος να διαλύσει ένα κόμμα? (ρόλος κομμάτων στη δημοκρατία, μικτή μορφή σωματείου και θεσμού)

7. Μπορεί να περιοριστεί η χρηματοδότηση ενός κόμματος ?( απόφαση αναστολή χρηματοδότησης Χρυσής αυγής)

8. Τι γνωρίζετε για τη συρρίκνωση της αίτησης αναιρέσεως ενώπιων του ΣΤΕ? (περιορισμός λόγων αναίρεσης και σχετική απόφαση)

9. Προτείνεται για συνταγματική αναθεώρηση η κατάργηση του ΣΤΕ. Μπορεί να γίνει?( αναφορά στο Σ110, αν χτυπά σε βάση του πολιτεύματος, που κατ εμέ χτυπά πχ στην αρχή του κράτους Δικαίου, αρχής της νομιμότητας, έλεγχος εκτελεστών ΔΠ από ΣΤΕ και Σ20)

10. Έχει το δημόσιο Αστική ευθύνη για νόμιμες πράξεις των οργάνων του ? (αναφορά στην αστική ευθύνη γενικώς, ειδικώς ανά κρατική λειτουργία, αναφορά στη σχετική απόφαση, επίσης πιθανώς επίδραση ευρωπαϊκού δικαίου)

11. Το μάθημα των θρησκευτικών. (δεν τη θυμάμαι καλά …. Αναφορά πάντως στην απόφαση Σ3, Σ13, Σ16)

12. Είμαστε στο σήμερα που έχει διαλυθεί η βουλή και έχουν προκηρυχθεί εκλογές και γίνεται πόλεμος. Τι γίνεται?

13. Επιτρέπεται η διάλυση κόμματος;

14. Υπάρχει περίπτωση αυτή τη στιγμή να μην γίνουν εκλογές 7 Ιουλίου και για ποιον λόγο?

15. Επιπλέον για τον πόλεμο: γίνεται δημοψήφισμα με το ερώτημα αν θέλουμε να γίνει πόλεμος έπειτα από θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο? Είμαι οικογένεια στρατιώτη που πεθαίνει στον πόλεμο, δικαιούμαι αποζημίωση?

16. Γίνεται να γίνει ένας δήμος ανώνυμη εταιρεία?

17. Αστική ευθύνη από νόμιμες πράξεις

18. Συρρίκνωση αναίρεσης

19. Ουσιαστικόποιηση διαφόρων, κριτήριο μεταφοράς ακυρωτικό από το ΣτΕ σε τδδ,

20. Ελεγχος συνταγματικότητας των νόμων από διοικητικά όργανα

21. Υπόθεση θρησκευτικών

22. Αδειες σκοπιμότητας

23. Προσωρινή δικαστική προστασία (ρώτησε όσον αφορά την αγωγή αποζημίωσης! Προσωρινή ρύθμιση κατάστασης- προσωρινή επιδίκαση απαίτησης)

24. Υπόθεση ΕΡΤ - αν μπορεί να καταργηθεί με ΠΝΠ

25. Μπορει να καταργηθει η αστυνομια

26. Μπορει η Μητροπολη Πειραια να προσβαλει πραξη της διοικησης που αποφασιζει την αναγραφη της ενδειξης "ουδετερο φυλο" στα δημοσια εγγραφα(κατα προσεγγιση)

27. Ορια στον παρεμπιπτοντα ελεγχο των κανονιστικων πραξεων

28.Τί είναι κοινοβουλευτικό σύστημα ;

29.Τί γίνεται όταν παραιτείται ο πρωθυπουργός ; (φυσικά το άρθρο λέει περί προτασης κοινοβουλευτικής ομάδας για απόλυτη και σχετική πάμε στο 37 ) αυτό που ρώταγε και ξανά ρώταγε ήταν ποια η σημασία αυτού ... ότι ο πρώτος είχε την εμπιστοσύνη Βουλής ενώ ο προτεινόμενος όχι ...

30.ΑΕΔ 31. Δημοσιογράφος γράφει άρθρο με υβριστικά σχόλια περί δικαστών στο ΣΤΕ με αφορμή μια απόφαση : ελευθερία έκφρασης, δικαστικοί όχι στην κατάσχεση εντύπου, αναφορά στο υποκείμενο-αντικείμενο σχολιασμού, αξιολογικές κρίσεις vs. Πραγματικά περιστατικά -βασιλάκης αναφορά )

32.Μπορεί ο Δήμος Αθηνών να γίνει ΑΕ;

33.Μπορεί ο Σάκης ρουβας να γίνει πρόεδρος του ΣΤΕ; 34. Ερώτηση που αφορούσε την ΑΔΑ περί προσωπικών δεδομένων (αν προβλέπεται , αδα τι είναι)

35.Μπορώ με αναθεώρηση να καταργήσω το ΣΤΕ;

36. Αστική ευθύνη του Δημοσιου (πού θεμελιώνεται στο Σύνταγμα, ποιες οι επιρροές ενωσιακου και ΕΣΔΑ)

37.Αναστολή χρηματοδότησης βουλευτών ΧΑ

38.Προσωρινή δικαστική προστασία στην καταψηφιστικη αγωγή

39. Αναφορά σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της δικονομίας λόγω της οικονομικής κρίσης

40. Μπορεί να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών από τα λύκεια;

41.Αποφάσεις για Σύμφωνο Συμβίωσης

42. Κρυφές Κάμερες

43. Pringle (ως προς την ρήτρα διάσωσης του αρ.125)

44.Γίνεται στις παρούσες συνθήκες (προεκλογική περίοδος), αλλά και γενικά, απόφαση για δημοψήφισμα με περιεχόμενο την κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας;

45.Αναθεώρηση και κατάργηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νομων

46. Πνπ και αν ελέγχεται δικαστικως η συνδρομή των προϋποθέσεων επείγοντος και απρόβλεπτου

47.Διοικητική αρμοδιότητα ΣτΕ

48.Νόμος επιτρεπει τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές

49.Απαγορεύει σε όλα ανεξαιρέτως τη λειτουργία την Τρίτη (σχολιάστε)

50.Αναθεώρηση με περιεχόμενο την εκλογή του ΠτΔ άμεσα από τον λαό

51.Εννοια κοινοβουλευτικης αρχης

52.Εννοια αντιπροσωπευσης

53.Πώς αξιολογείτε το γεγονός ότι στις ακυρωτικες δικες για συντάξεις ζητείται και αιτιολογικη έκθεση (που παραπέμπει στο ουσιαστικό στοιχείο)

54.Απόφαση για ΕΥΔΑΠ και ΕΡΤ (σύγκριση)

55. Βγαίνετε έξω από την εξεταση και λέτε "ο γιαννακοπουλος είναι καραγκιόζης" / λέω εγώ για εσάς "τι βούρλο είναι, πώς περιμένει να περάσει" (σχολιαστε)

56.Πως προσβάλλεις υπουργική απόφαση για δημόσιο έργο με μελετη περιβαλλοντικών όρων;Που;Προθεσμία;

57.Προσωρινή δικαστική προστασία;Προθεσμία;

58. Αν μπορεί Πρωτοδίκης να γίνει Αρεοπαγίτης;Πως;

59. Αστικη ευθυνη Δημοσίου απο νομιμη πραξη.Που θεμελιωνεται;

60. Γινεται να μη γινουν εκλογές τωρα που εχουν προκηρυχθεί;Για ποιο λογο;Ποιος θα κηρυξει τον πολεμο;

61. Μπορει να ιδιωτικοποιηθεί ο Δήμος; ΝΠΔΔ.Γιατι οχι;Τι ειναι ΝΠΔΔ;

62.Τι ειναι κυβερνητικό συστημα; (Δρόσος)

63.Αν η νεα κυβερνηση δεν παρει ψηφο εμπιστοσύνης τι γινεται;

64. Συμφωνο συμβίωσης ( τι λεει ο νόμος που εχει η απόφαση, γιατί δεν είχαν έννομο συμφέρον, ποια η βαση ο συνδεσμος και γιατι δεν προσβάλλεται ο θρησκ.γαμος με το συμφωνο συμβιωσης)

Καλή τύχη στις εξετάσεις!

This article is from: