
8 minute read
ΣτΕ 1501/2014
from Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Νομική Αθηνών (Applications of Public Law, Law School of Athens), 2019
αιτιολογική έκθεση του νόμου. Όλα αυτά είναι κομμάτι του βασίμου το οποίο αξιοποίησε το ΣτΕ για να σταματήσει στο παραδεκτό.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ελλείπει το έννομο συμφέρον διότι οι αιτούντες δεν απέδειξαν τον απαιτούμενο σύνδεσμο. Ουδόλως θίγονται τα δικαιώματα των μαθητών που παρακολουθούν τις πρωινές ώρες, αφού στην πράξη δεν επηρεάζονται (όχι ανατροπή ημερησίου προγράμματος και όχι κίνδυνος για την υγεία. Έτσι, το ΣτΕ έληξε το θέμα στο παραδεκτό, λύνοντας συγχρόνως και το θέμα του βασίμου χωρίς καν να μπει στην ουσία. Θα μπορούσε δυνητικά να δεχθεί το έννομο συμφέρον και να απορρίψει την αίτηση ως ουσία αβάσιμη. Εντούτοις, η τακτική αυτή του ΣτΕ, ως νομολογιακή πολιτική λειτουργεί εδώ ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ και ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ. Ομοίως και στην ΣτΕ2003/2018. Σημειολογικά έχει την σπουδαιότητα της η κίνηση αυτή, καθότι μαρτυρά αυξημένη αυτοπεποίθηση του δικαστή.
Advertisement
Παίζει ρόλο στην απόφαση του ΣτΕ η αλλοδαπότητα των προσφύγων και η προστασία τους από τη Σύμβαση της Γενεύης και του Δικαίου της Ε.Ε. ; Η διεθνής προστασία περιλαμβάνει το διάστημα από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και την απάντηση λόγω γραφειοκρατίας.
Για να είμαστε ρεαλιστές είναι σχεδόν αδύνατο να απαντήσουμε στο έννομο συμφέρον χωρίς να χρειαστεί έστω και λίγο να μπούμε στο βάσιμο (είναι σε συνάφεια με τον έναν λόγο ακυρώσεως- εκ των πραγμάτων υπάρχει μια διασύνδεση). Είναι στρατηγική επιλογή όμως αν θα κλείσω την υπόθεση στο παραδεκτό ή στο βάσιμο.
Πρβλ. υποθέσεις συνδεόμενες με το πολεοδομικό δίκαιο. Υπάρχουν δύο συστήματα δόμησης:
Α) Το πανταχώθεν ελεύθερο σύστημα δόμησης
Β) Το συνεχές σύστημα δόμησης (σε πυκνοκατοικημένες περιοχές τύπου Κυψέλη)
Για να έχω έννομο συμφέρον πρέπει να είμαι γείτονας (κάτοικος ομόρου ακινήτου) και να περνώ από τον ενδιάμεσο δρόμο.ΠΑΝΤΟΤΕ το έννομο συμφέρον συνδέεται με το βάσιμο.
Ποια η διαφορά να απορριφθεί ένας λόγος ακυρώσεως ως ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ ή ΑΛΥΣΙΤΕΛΗΣ;
(α) Απαράδεκτος: επειδή ελλείπει το έννομο συμφέρον (εν προκειμένω)
(β) Αλυσιτελής: ενώ κατ’ αρχήν υπάρχει έννομο συμφέρον, δεν έχει να κερδίσει απολύτως τίποτα ο αιτών αν η πράξη ακυρωθεί.
Η αλυσιτέλεια όμως δεν οδηγεί και σε έλλειψη εννόμου συμφέροντος πρακτικά; Λειτουργικώς ναι, τεχνικώς όχι (λεπτή η διαφορά- εύκολη η σύγχυση).
2ο ΖΗΤΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΉ ΕΥΘΎΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΊΟΥ
Μεταστροφή της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις. Επιβεβαιώθηκε η προϋπάρχουσα τάση αλλαγής
Ορισμός αστικής ευθύνης του δημοσίου: Είναι η ευθύνη που έχει το Δημόσιο να καταβάλει αποζημίωση στον ιδιώτη για πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του με τις οποίες προξένησαν ζημία στον ιδιώτη στο πλαίσιο εκτέλεσης καθηκόντων τους (π.χ. πυρκαγιές- παράλειψη της πυροσβεστικής- βλάβη χιλιάδων ανθρώπων). Αστική ευθύνη του δημοσίου μπορεί να στοιχειοθετηθεί και από υλικές πράξεις (π.χ. η κατεδάφιση κτιρίου αυτούσια και όχι η πράξη που κηρύσσει το κτίριο κατεδαφιστέο/ χειροδικία ατυνομικού). Στι περιπτώσεις αυτές δεν αρκούν διαπλαστικά ένδικα βοηθήματα.
Ποια είναι η συνταγματική βάση της αστικής ευθύνης;Εάν καταργηθεί το αρ.105-106ΕισΝΑΚ, παύει να υπάρχει;
-Σ4§5: Αναλογική ισότητα δημοσίων βαρών. Η αναλογική ισότητα στα βάρη αποτελεί θεμέλιο υπό την έννοια ότι ο πολίτις υπέστη ζημία και αυτή προσφέρει στο σύνολο. Επομένως, συνεισέφερε μεγαλύτερο βάρος, το οποίο όμως πρέπει να αποκατασταθεί. Η πράξη της διοίκησης είναι παράνομη, δε δικαιολογείται αντικειμενικά και πρόκειται για δυσμενή διάκριση εις βάρος του. Χρειάζεται να γίνει αναδιανομή, καθώς αποζημιώνεται από το δημόσιο ταμείο με έσοδα των φορολογουμένων.
Ζημιώνεται ένας ιδιώτης (πχ. Α) και αντλεί ωφέλεια το κράτος. Ένας άλλος ιδιώτης (πχ. Β) δεν ζημιώνεται. Το κράτος επιστρέφει πίσω αυτό που προσέφερε ο ζημιωθείς. Άρα, ο Α προσφέρει φόρο Χ + το κατεδαφισθέν σπίτι του (ζημία), ενώ ο Β προσέφερε μόνο φόρο Χ. Πώς αποκαθίσταται η ανισότητα; Αυτό που εισέφερε παραπάνω ο Α θα του το επιστρέψει το δημόσιο ταμείο με μορφή αποζημίωσης.
-Σ20§1:Γενική διάταξη για παροχή δικαστικής προστασίας κατά τρόπο αποτελεσματικό.
Αστική ευθύνη του Δημοσίου νοείται μόνο από παράνομες πράξεις ή και από νόμιμες;
Από παράνομη: Πχ. Υποχρέωση συντήρησης δομών ενός δήμου (υλική ενέργεια). Πέφτω σε λακούβα από φρεάτιο πλημμελώς επισκευασμένο (ζημία).
Από νόμιμη πράξη που όμως γεννά διακινδύνευση: Πχ. εγκατάσταση μονάδας αποθήκευσης πυρομαχικών νομίμως σε μία περιοχή (αναγκαστικά πρέπει κάπου να τοποθετηθεί). Ποια είναι η διακινδύνευση; Αν από κάποιο τυχηρό γεγονός ή ανωτέρα βία γίνει έκρηξη των πυρομαχικών (πχ. σεισμός). Εδώ, μολονότι δεν έχουμε κάποια παράνομη πράξη, υπάρχει διακινδύνευση, την οποία πρέπει οι τριγύρω να μοιραστούν όχι επειδή ευθύνεται ο ιδιώτης (δεν υπάρχει καν ακόμη βλάβη), αλλά επειδή υπάρχει ο κίνδυνος πρόκλησης αυτής. Κατά την εξέλιξη της νομολογίας, η αστική ευθύνη του κράτους έχει επεκταθεί σε όλες τις δημόσιες μορφές εξουσίας (όχι μόνο από την Διοίκηση, αλλά και από τον νομοθέτη λόγω π.χ. παράλειψης νομοθέτησης ή από τον δικαστή λόγω πλημμέλειας στην δικαστική απόφαση ή υ πέρβαση του ευλόγου χρόνου έκδοσης αυτής). Η θεωρία άρχισε να εισφέρει ευθύνη της διοίκησης από νόμιμες πράξεις που θέτουν σε δεύτερη μοίρα (υπό επικινδυνότητα) συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, π.χ. χωματερές, αποθήκες πυρομαχικών στρατού κλπ που υποβαθμίζουν την περιοχή. Ομοίως, όσον αφορά τα τυχηρά και την ανωτέρα βία: πέφτει στην αποθήκη σκάφος εξωγήινων ή σε μη σεισμογενή περιοχή έχουμε για πρώτη φορά σεισμό 10 ρίχτερ. Και αυτή η θεωρία οδηγεί στην ευθύνη του δημοσίου βάσει του 4§1Σ.,γιατί η πράξη τελεί σε ειδική σχέση με τον κίνδυνο και η σπουδαία βλάβη, θεμελειώνουν επικινδυνότητα.
Τι είπαν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια (ΔΕΕ και ΕΔΔΑ); Δέχθηκαν την αστική ευθύνη και από νόμιμες και από παράνομες πράξεις.
Προϋποθέσεις αστικής ευθύνης του Δημοσίου:
1) 2) 3) 4) Πράξη ή παράλειψη οργάνου της Δ (παράνομη ή νόμιμη) Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του Ζημία διοικουμένου Αιτιώδης συνάφεια πράξης/ παράλειψης και ζημίας
Πέμπτη 25ο Μάθημα 09/05/2019
ΣτΕ 1501/2014→ Πραγματικά περιστατικά:
Εμπορικό κατάστημα που εμπορευόταν κάνναβη. Υπήρχε υπόνοια για διακίνηση ναρκωτικών. Τελικώς έκλεισε το κατάστημα και εν τέλει εξεδόθη ποινική απόφαση υπέρ της έλλειψης κινδύνου από το εν λόγω. Ο καταστηματάρχης μεταγενέστερα ζήτησε αποζημίωση από το ελληνικό δημόσιο για βλάβη του (η επιχείρηση επλήγη).
Σημαντική απόφαση για την εξέλιξη της νομολογίας. Οι Γάλλοι λένε μικρή υπόθεση μεγάλη απόφαση. Το ΣτΕ βρήκε την αφορμή να αναλύσει τις προϋποθέσεις της αστικής ευθύνης του δημοσίου. Με βάση την απόφαση στοιχειοθετείται ευθύνη του δημοσίου (105 ΕισΝΑΚ) κατ’ αρχήν για πράξη ή παράλειψη που:
(α) ΔΕΝ είναι σύννομη
(β) είναι μεν σύννομη, αλλά η βλάβη είναι ιδιαίτερη και σπουδαία (υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια)
Σε ό,τι αφορά αστική ευθύνη που απορρέει από πλημμέλειες δικαιοδοτικών οργάνων αξίζει να αναλυθούν δύο ζητήματα:
1)
2) Αν υποθέσουμε ότι στοιχειοθετείται τέτοια ευθύνη θίγεται η ανεξαρτησία του δικαστηρίου. Η σύνδεση της ευθύνης αυτής με τα δικαστήρια είναι δύσκολη κατά την θεωρία. Αντεπιχείρημα: και οι ΑΔΑ δεν θα έπρεπε ομοίως να θεωρήσουν ότι θίγεται η ανεξαρτησία τους; Δυνατότητα ήδη της αγωγής κακοδικίας (Σ99): εδώ δεν στρέφομαι κατά του δημοσίου αλλά κατά του φυσικού προσώπου (συγκεκριμένου δικαστή) που εξέδωσε εσφαλμένη δικαστική απόφαση από δόλο ή βαριά αμέλεια (υποκειμενική ευθύνη). Αντεπιχείρημα: η αγωγή κακοδικίας στρέφεται κατά φ.π. και προϋποθέτει υποκειμενική ευθύνη αυτού, ενώ η αγωγή αποζημίωσης στρέφεται κατά του ελληνικού δημοσίου (για πράξεις ή παραλείψεις του οργάνου του) και προϋποθέτει αντικειμενική ευθύνη. Άρα, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα περί κακοδικίας.
Γιαννακόπουλος: πρακτικά κανένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν ήταν πειστικό για να καταλήξουμε στη μη κατοχύρωση αστικής ευθύνης για πλημμέλειες δικαστικών οργάνων. Ένα ίσως πιο θεσμικό- συστημικό και συγχρόνως πρακτικό επιχείρημα που θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε θα ήταν: «κι αν στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη του δημοσίου από έκδοση πλημμελούς απόφασης του ανωτάτου εθνικού δικαστηρίουποιο θα είναι το ανώτερο δικαστήριο που θα δικάσει;. Κι υπάρχει κάποιο, πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι θα είναι αμερόληπτο και δεν θα προβεί σε περαιτέρω αστική ευθύνη του δημοσίου; Θα ελέγχεται η κρίση του πάλι από κάποιο δικαστήριο ανώτατο;».
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΕ
ΔΕΕ: Απαιτείται ένας μηχανισμός απόδοσης αποζημίωσης από το κράτος. Με ενδιαφέρει να υπάρχει, δεν με ενδιαφέρει ο τρόπος απόδοσης. Αρκεί η παρανομία του κράτους να είναι πρόδηλη.Φυσικά το τι συνιστά πρόδηλη παρανομία γέννησε ορισμένα ζητήματα. Σε τελική ανάλυση αν δεν τηρηθεί αυτή η υποχρέωση, θα κρίνει τα εθνικά δικαστήρια το ΔΕΕ. Έτσι, βρέθηκε ένα όργανο εκτός της εθνικής έννομης τάξης που θα κρίνει το οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο εάν πράγματι ζημίωσε. Το συστημικό πρόβλημα καλύφθηκε.
ΕΔΔΑ: Έθεσε ανατρεπτικά ζητήματα στα κράτη. Συχνή η παραβίαση ΕΣΔΑ 6 και ΕΣΔΑ 13. Η συνηθέστερη βέβαια έκφανση της παραβίασης της δίκαιης δίκης (αρ. 6) αποτελεί η υπέρβαση ευλόγου χρόνου απονομής της δικαιοσύνης (κυρίως στην Ελλάδα). Ιδιαίτερα σημαντική η απόφαση Αθανασίου κατά Ελλάδος (πιλοτική απόφαση) . Το ΕΔΔΑ βάσει ΕΣΔΑ 46 όχι μόνο επιδίκασε αποζημίωση στην προσφεύγοντα αλλά συγχρόνως υποχρέωσε το ελληνικό κράτος να προβεί σε διορθωτικά μέτρα για την ριζική αντιμετώπιση του χρόνιου προβλήματος καθυστέρησης της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων. Πιο συγκεκριμένα, υπέδειξε την πρόβλεψη συγκεκριμένου ενδίκου μέσου ώστε να προσφεύγουν στα εθνικά δικαστήρια οι δυσαρεστημένοι διάδικοι και να μην δημιουργείται σωρεία υποθέσεων στο ΕΔΔΑ. Έτσι, ψηφίστηκε ο Ν.4055/2012, ο οποίος προέβλεψε το ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας (ΚΔΔικ 105Α) στο ΣτΕ, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης από ΕΔΔΑ.
ΣτΕ 1501/2014→ Μειοψηφία
Συστημικό επιχείρημα: Όπου το Σύνταγμα ήθελε να δίνεται αστική αποζημίωση από το Δημόσιο θα το προέβλεπε ρητώς. Άρα, το Σ δεν θέλει να διαστείλουμε τις προϋποθέσεις (Σ99 και Σ7§4). Αν λ.χ. το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο έρθει και διαπιστώσει την παράλειψη ενός άλλου δικαστηρίου, εισέρχεται στην ουσία. Με αυτόν τον τρόπο παίρνει ένα τμήμα της αρμοδιότητας ενός άλλου οργάνου. Έτσι, διαταράσσονται οι ισορροπίες, πράγμα που δεν το θέλει το Σύνταγμα. Πρόκειται για αρκετά εκλεπτυσμένη μειοψηφία. Κατ’ ουσίαν επικαλείται τα ίδια επιχειρήματα που ίσχυαν παλιά. Παραβλέπει το γεγονός όμως ότι το Σύνταγμα πλέον έχει υποστεί κανονιστική χαλάρωση κατόπιν επιδράσεων του δικαίου της ΕΕ. Η νομολογία εξελίσσεται και θα πρέπει να είναι αποτελεσματική. Η μειοψηφία τάχθηκε κατά του παρεμπίπτοντος ελέγχου μιας δικαστικής απόφασης από άλλο δικαστήριο (εδώ ΕΔΔΑ) γιατί θα κλονιστεί η νομιμότητα της κρίσης του πρώτου δικαστηρίου. Εδώ, η περίπτωση δεν μοιάζει με το κλασσικό ζήτημα της δέσμευσης ενός δικαστή λόγω δεδικασμένου. Δεν υπάρχει καν υποχρέωση αναστολής της εκδίκασης της υπόθεσης.
Τελικώς, η πλειοψηφία είπε: εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να ρυθμίσει ειδικώς κάθε περίπτωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου (στις διάφορες εκφάνσεις της). Εδώ, υφέρπει η επίδραση ΕΔΔΑ. Για αυτό το ΕΔΔΑ έχει θέσει το κριτήριο της πρόδηλης