
29 minute read
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΣΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
from Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Νομική Αθηνών (Applications of Public Law, Law School of Athens), 2019
χρειάζονται οι βουλευτές Επικρατείας (εκλέγονται με βάση κατάλογο που φτιάχνει το κόμμα). Τέλος, σταυρό προτίμησης δεν χρειάζονται οι πρώην Πρωθυπουργοί. Αυτοί κατέρχονται σε μία εκλογική περιφέρεια και τεκμαίρεται ότι έχουν πάρει τους σταυρούς όλου του κόμματος.
Ευρωεκλογές : απλή αναλογική με όριο 3%, δηλαδή πρακτικά ό,τι ισχύει στις μεθεπόμενες εθνικές. Με μία μεγάλη διαφορά : στις εθνικές εκλογές, οι ψήφοι μετατρέπονται σε έδρες και κατανέμονται σε εκλογικές περιφέρειες, ενώ στις Ευρωεκλογές, όλη η Επικράτεια ορίζεται ως μία εκλογική περιφέρεια. Το όριο του 3% ωστόσο παρέλκει στις Ευρωεκλογές, διότι εκεί δεν τίθεται θέμα κυβερνησιμότητας , όπως στις εθνικές. (Δηλαδή, στις εθνικές εκλογές τίθεται το όριο του 3%, όπως και το «μπόνους» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, ώστε να είναι πιο εύκολη η ανάδειξη Κυβέρνησης. Στις Ευρωεκλογές όμως δεν υφίσταται τέτοια ανάγκη , οπότε το όριο του 3% έχει εκεί σοβαρό πρόβλημα αντισυνταγματικότητας).
Advertisement
Περιφερειακές και δημοτικές εκλογές : Διαστρωμάτωση → πολλές εκλογές σε πολλά επίπεδα. Στον Δήμο έχουμε τον Δήμαρχο, το Δημοτικό Συμβούλιο, και τις Δημοτικές Κοινότητες. Στην πρώτη Κυριακή, με απλή αναλογική , εκλέγονται τα δημοτικά συμβούλια,
δηλαδή το εκάστοτε δημοτικό συμβούλιο προκύπτει επί τη βάσει των ψήφων που έλαβαν οι συνδυασμοί. Εάν π.χ στις εκλογές για την Αθήνα 1ος βγαίνει ο Γερουλάνος (30%) , 2ος βγαίνει ο Ηλιόπουλος (20%) και 3ος ο Μπακογιάννης (10%), αυτή η αναλογία 30-20-10 θα απηχεί στον
συσχετισμό στο δημοτικό συμβούλιο. Ο Γερουλάνος θα έχει το 30% των δημοτικών συμβούλων κ.ο.κ. Ο Δήμαρχος, εάν δεν εκλεγεί από την πρώτη Κυριακή με 50% +1 , εκλέγεται
στη δεύτερη Κυριακή, όπου κι εκεί χρειάζεται 50%+1. Άρα εν τέλει θα έχουμε έναν δήμαρχο ο οποίος θα έχει την απόλυτη πλειοψηφία (εφόσον στη δεύτερη Κυριακή είναι έτσι κι αλλιώς 2 οι υποψήφιοι-οι 2 επικρατέστεροι της προηγούμενης εκλογής), που όμως δεν θα ελέγχει το δημοτικό συμβούλιο, διότι αυτό θα έχει καθορισθεί ήδη από την πρώτη Κυριακή.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στον δεύτερο βαθμό αυτοδιοίκησης, τις Περιφέρειες.
Πέμπτη 5ο Μάθημα 07/3/2019
Γιαννακόπουλος
Οι κρατικές λειτουργίες υπό το πρίσμα της θεωρίας των νομικών πράξεων
Σκοπός είναι στο πλαίσιο μιας αναλυτικής προσέγγισης του κράτους δικαίου να δούμε τις 3 βασικές κρατικές λειτουργίες όπως αυτές που μνημονεύονται στο αρ.26Σ., ήτοι την νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική μέσα από την ανάλυση των πιο βασικών νομικών πράξεων που αντιστοιχούν σε αυτές τις λειτουργίες δηλαδή του τυπικού νόμου, της εκτελεστής διοικητικής πράξης και της δικαστικής απόφασης. Η ανάλυση θα είναι και θεωρητική και πρακτική.
Δεν είμαστε ακόμα στον νομικό κόσμο, είμαστε σε αυτόν που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα και διάφοροι μελετητές-κυρίως φιλόσοφοι, μας έχουν πει πολλά πράγματα μεταξύ των οποίων ένα είναι ενδιαφέρον: η πραγματικότητα αποτελείταιαπό γεγονότα, δηλαδή από πράγματα που συμβαίνουν. Ορισμένα από αυτά τα γεγονότα συνιστούν πράξεις υπό την έννοια ότι είναι συνειδητές δηλώσεις της βούλησης ενός η περισσοτέρων προσώπων. Άλλα
από τα γεγονότα δεν είναι πράξεις. Πράξη λοιπόν μπορεί να οριστεί μια συνειδητή δήλωση της βούλησης ενός ή περισσοτέρων προσώπων. Αυτό που είναι σημαντικό, είναι να αντιληφθούμε την πράξη και να την αναλύσουμε στα επιμέρους στοιχεία. Πράξη είναι η ομιλία, η
παρακολούθηση, η οδήγηση, να γράφω μια επιστολή, ένα μήνυμα, να αντιλαμβάνομαι επίσης. Κρίσιμο είναι να δούμε τα επιμέρους στοιχεία των πράξεων αυτών. Το 1ο στοιχείο είναι το
πρόσωπο, το υποκείμενο της πράξης, αυτός/ αυτή που δρα, που δηλώνει συνειδητά τη βούλησή του. 2ο στοιχείο κάθε πράξης, είναι η διαδικασία παραγωγής της βούλησης του προσώπουμιλάμε για μια λογική διαδικασία, άρα δεν μας αφορούν πράξεις που εκδηλώνονται από πρόσωπα που δεν έχουν καταλογισμό. 3ο στοιχείο το περιεχόμενο της, το αντικείμενό της-είναι
μια αιτιολογία, ένα σκεπτικό που διαμορφώνει τη βούληση. Παράλληλα, κάθε πράξη έχει ένα τύπο, ο τρόπος με τον οποίο η πράξη γίνεται αντιληπτή κυρίως από τρίτα πρόσωπα. Μια πράξη μπορεί να είναι προφορική, η δήλωση της βούλησης του προσώπου μπορεί να γίνεται μέσα από ένα γραπτό κείμενο, μπορεί να γίνεται με κινήσεις των χεριών , με νοήματα ή με διάφορους άλλους τρόπους, χρησιμοποιώντας κάποια μηχανή. Υπάρχουν πολλοί τύποι που αντιστοιχούν στις διάφορες πράξεις. Κάθε πράξη έχει επίσης ένα πεδίο εφαρμογής στο οποίο μπορούμε να εντάξουμε τα πρόσωπα, τα πράγματα, τις καταστάσεις, στα οποία αναφέρεται η συγκεκριμένη πράξη. Τέλος, κάθε πράξη έχει ένα σκοπό, την αιτία για την οποία παράγεται- το ποιητικό αίτιο. Έτσι λοιπόν κάθε πράξη μπορούμε να την αναλύσουμε με αυτά τα στοιχεία. Πχ. Ο Οδυσσέας στέλνει ένα μήνυμα στην Πηνελόπη και θέλει να της ζητήσει ένα ραντεβού με sms. Ο Οδυσσέας είναι το πρόσωπο που δηλώνει τη βούλησή του. Υπάρχει μια λογική διαδικασία παραγωγής αυτής της βούλησης- σκέφτεται, αναλύει τη σχέση του με την Π, αποφασίζει ότι θέλει να της ζητήσει ένα ραντεβού. Και το περιεχόμενο είναι αυτό το αίτημα. Το πεδίο εφαρμογής είναι η Πηνελόπη, ενδεχομένως και ο τόπος του ραντεβού ή οτιδήποτε, ανάλογα με το ακριβές περιεχόμενο του μηνύματος. Σκοπός είναι να συναντήσει την Π. Αυτό που συνήθως μας συμβαίνει στην πράξη είναι ότι ταυτίζουμε την κάθε πράξη κάθε δήλωση βούλησης με το αποτέλεσμά της. Συρρικνώνουμε πολλές φορές τη σημασία της πράξης στο αποτέλεσμά της. Εκείνο που είναι σημαντικό το κάνουμε συνήθως αυτόματα-εμπειρικά αλλά δεν το αναλύουμε πάντοτε λογικά, είναι να αντιληφθούμε την πράξη όχι μόνο ως προς το αποτέλεσμά της αλλά ως τη δυναμική αλληλουχία όλων αυτών των επιμέρους στοιχείων. Βλέποντας δηλαδή ένα κείμενο πχ. Μια κλήση στο αυτοκίνητό μας που το είχαμε παρκάρει στραβά, να μην λέμε απλά ένα α! ένα κείμενο- μια κλήση. Αλλά να λέμε ότι κάποιο πρόσωπο, ένας δημόσιος φορέας ακολουθώντας μια διαδικασία, μας επέβαλε ένα πρόστιμο, έγγραφο που αφορά εμάς, τη δυνατότητα να κινείται το αυτοκίνητό μας ή οτιδήποτε άλλο, με σκοπό να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον ή να υπάρχει μια ειδική ή γενική πρόληψη σε σχέση με τη δική μας συμπεριφορά. Ξαφνικά, αναδεικνύοντας από το αποτέλεσμα της πράξης που συνήθως είναι ένα κείμενο ή δύο στα νομικά, τη δυναμική αλληλουχία των επιμέρους στοιχείων ερμηνεύουμε την πράξη και μπορούμε να ελέγξουμε το κύρος της που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κύρος ως γνωστόν των επιμέρους στοιχείων. Ξέρετε αυτό θέλει ένα κύρος γιατί είναι κάτι το οποίο πρέπει να μας απελευθερώσει από τους αυτοματισμούς της εμπειρίας. Ζούμε ουσιαστικά ως αποδέκτες τέτοιων πράξεων και ως ερμηνευτές των πράξεων αλλά το κάνουμε εμπειρικά, ποτέ κανείς δεν κάνει ένα τέτοιο σχήμα για να καταλάβει ένα μήνυμα που δέχεται με sms στο κινητό αλλά αυτή ακριβώς την ερμηνευτική εργασία κάνει έστω και όχι απολύτως συνειδητά, έστω και αυτόματα έστω όχι πολύ σχηματικά- α! οπ! Μήνυμα!Ποιός να στέλνει;Τι θέλει; Τώρα γιατί μου το λέει αυτό και γιατί το έστειλε με μήνυμα και δε με πήρε τηλέφωνο;Κάποιο σκοπό θα έχει! Όλα αυτά έρχονται στο μυαλό μας αλλά ενδεχομένως όχι τόσο σχηματικά. Είναι πολύ σημαντικό αυτά να τα βάλουμε σε μια τάξη γιατί όταν έχουμε νομικές πράξεις δεν επαρκεί η κοινή λογική και η αντίληψή μας με βάση τις κλασσικές αισθήσεις και την κοινωνική εμπειρία. Πρέπει να γνωρίζουμε και ορισμένους κανόνες. Είναι κρίσιμο λοιπόν να περάσουμε
από την ταύτιση της πράξης με το αποτέλεσμά της στην αντίληψη της πράξης ως μιας δυναμικής αληθείας αυτών των στοιχείων, δηλαδή να συστηματοποιήσουμε και να αντιληφθούμε το διακύβευμα της ερμηνείας κάθε πράξης. Δεύτερο ζήτημα: Η έννοια της νομικής πράξης. Μπαίνουμε τώρα στον νομικό κόσμο, μας ενδιαφέρουν οι νομικές πράξεις. Οι νομικές πράξεις είναι και αυτές πράξεις όπως όλες οι άλλες, ισχύουν δηλαδή και για αυτές ό,τι είπαμε μέχρι τώρα. Είναι συνειδητές δηλώσεις της βούλησης ενός ή περισσοτέρων προσώπων που αναλύονται σε αυτά τα επιμέρους στοιχεία. Οι νομικές πράξεις έχουν 2 επιμέρους στοιχεία που τις διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες απλές πράξεις- η ειδοποιός διαφορά των νομικών πράξεων:
1) Οι νομικές πράξεις δεν αφορούν μόνο φυσικά πρόσωπα αλλά αφορούν και νομικά πρόσωπα. Νομικό πρόσωπο είναι ένα σύνολο προσώπων ή μια ομάδα περιουσιακών στοιχείων που έρχεται το δίκαιο και τα εκλαμβάνει ως αυτοτελείς οντότητες και τους προσδίδει τη δυνατότητα να είναι φορείς δικαιωμάτων, υποχρεώσεων αλλά και βούλησης, διακριτή από τα επιμέρους πρόσωπα ή τα περιουσιακά στοιχεία που τα αποτελούν. Το νομικό πρόσωπο είναι δηλαδή μια
νομική κατασκευή, μια λογική κατασκευή, ένα είδος πλάσματος. Δεν μπορούμε να το βρούμε στη φυσική πραγματικότητα και να το πιάσουμε όπως ένα φυσικό πρόσωπο. Το πιο γνωστό νομικό πρόσωπο που μας αφορά είναι το ίδιο το Κράτος. Δεν μπορείτε να το αντιληφθείτε με τις αισθήσεις σας όπως ένα φ.π αλλά το ξέρετε ως μια λογική-πραγματική κατασκευή. Πώς δηλώνει ένα ν.π τη βούλησή του ώστε να πούμε ότι είναι ένα υποκείμενο μιας πράξης; Εν
τέλει κανένας δεν μπορεί να δηλώσει τη βούλησή του αν δεν είναι φ.π. Ακόμα και τα ν.π
δηλαδή θα πρέπει τελικώς να ζητήσουν τη βοήθεια κάποιου φ.π για να δηλωθεί μια βούληση.
Αυτό δεν μπορούμε να το ξεπεράσουμε, χρειάζεται ένας ενανθρωπισμός, μια ενανθρώπιση. Ακριβώς αυτή είναι η περίφημη οργανική θεωρία. Αναπτύχθηκε στην Γερμανία το 19ο αιώνα
και βρίσκεται στην καρδιά ακόμα και της γενικής θεωρίας του Κράτους Δικαίου, βρίσκεται στην καρδιά της σχετικής θεωρίας του κράτους του ν.π. Τα ν.π ως τεχνητές κατασκευές δεν
μπορούν να δηλώσουν τη βούλησή τους αλλά έχουν την ανάγκη από ένα ή περισσότερα φ.π τα οποία θα βρίσκονται σε μια ιδιαίτερη σχέση με το ν.π που ονομάζεται οργανική, και τους δίδει τη δυνατότητα- αρμοδιότητα με όρους δημοσίου δικαίου( η εξουσία είναι περισσότερο με όρους ιδιωτικού δικαίου) να δηλώνουν αυτά τη βούληση του ν.π. Αυτή η οργανική θεωρία που είναι και αυτή μια τεχνητή κατασκευή της επιστήμης έχει μέσα της αν θέλετε κάτι το μαγικό. Ξαφνικά κάποιος που είναι φ.π γίνεται ο φορέας της βούλησης μιας άλλης κατασκευής ενός νομικού οργάνου και το πότε λειτουργεί ως αμιγώς φ.π-πότε λειτουργεί ως όργανο κάποιου ν.π δεν είναι εύκολο να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας γι’ αυτό και πολλές φορές έρχεται η έννομη τάξη και του λέει: Ξέρεις, όταν λειτουργείς ως όργανο, θα φοράς μια στολή για να σε καταλαβαίνουν και αν είσαι σε ένα μπαρ με τα ρούχα σου δεν είσαι τίποτα και αν φοράς τη στολή σου είσαι αστυνομικός και όταν την φοράς είσαι εντός υπηρεσίας, κρατάς και όπλο αλλιώς είσαι εκτός υπηρεσίας. Του προσθέτει δηλαδή στοιχεία/διακριτικά γνωρίσματα που τον διαχωρίζουν από το κοινό φ.π.. Διαφορετικά μπορεί να υπάρχει σύγχυση.
2) Τα επιμέρους στοιχεία τους γίνονται αντιληπτά με βάση κανόνες δικαίου και διέπονται από κανόνες δικαίου σε ότι αφορά την εγκυρότητα της συγκρότησης. Τα επιμέρους στοιχεία μιας νομικής πράξης γίνονται αντιληπτά από κανόνες δικαίου. Το ποιος δρα δεν θα μας το πει μόνο μια από τις 5 αισθήσεις μας, θα μας πει ένας κανόνας δικαίου ότι είναι το τάδε πρόσωπο που έχει την αρμοδιότητα- εξουσία να δρα με αυτόν τον τρόπο ή όχι. Σε τελική ανάλυση, αυτό που είπαμε πριν, η στολή του αστυνομικού δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά ένα κανόνα δικαίου ο οποίος μας λέει ότι υπό συγκεκριμένες συνθήκες, το συγκεκριμένο φ.π. λειτουργεί πια ως ένα όργανο και όχι ως κάποιο φ.π. Και δεν αρκεί τελικά η στολή, απαιτείται κανόνας
δικαίου για να γίνει αντιληπτό αυτό το στοιχείο στη νομική πράξη γιατί μπορεί να ήμασταν και σε ένα μασκέ πάρτυ που κάποιος είχε ντυθεί αστυνομικός,αυτό δεν τον κάνει όργανο της Ελληνικής Αστυνομίας. Ένας κανόνας δικαίου τον κάνει όργανο που ορίζει πότε θα φορά στολή. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα επιμέρους στοιχεία. Άρα όταν αναλύουμε-ερμηνεύουμε, ελέγχουμε το κύρος ενός επιμέρους στοιχείου μιας νομικής πράξης πρέπει να επικαλούμαστε πάντοτε τον κανόνα δικαίου- κανόνες δικαίου, βάσει των οποίων αυτό το στοιχείο γίνεται αντιληπτό και ελέγχεται ως προς το κύρος του. Αυτό λέγεται υπαγωγή στο νομικό πλαίσιο της ερμηνείας της νομικής πράξης. Αν ερωτηθείτε: Ποιός είναι ο τύπος της συγκεκριμένης νομικής πράξης; Θα πρέπει να απαντήσετε όπως σε κάθε νομική ερώτηση- ο τάδε κανόνας δικαίου προβλέπει αυτό, εν προκειμένω συμβαίνει εκείνο, άρα ο τύπος είναι ο τάδε. Το αρ.93Σ προβλέπει ότι οι δικαστικές αποφάσεις δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση, εν προκειμένω έχω μια δικαστική απόφαση, άρα πρέπει να δημοσιευτεί σε δημόσια συνεδρίαση. Πάντοτε ένας κανόνας δικαίου θα δίνει την απάντηση, κάτι που δε συμβαίνει στις απλές πράξεις. Σκεφτείτε πάλι με τον ίδιο τρόπο, έχετε ένα σιδερένιο κουτί το οποίο έχει 3 φώτα, ένα κόκκινο, ένα πορτοκαλί και ένα πράσινο τα οποία αναβοσβήνουνε με ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Στο πλαίσιο γενικά μιας πράξης, αυτό κάλλιστα μπορεί να είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας ως ένα φωτορυθμικό μηχάνημα σε ένα πάρτυ, που αυτός που συντονίζει τη μουσική, βάζει και τα χρώματα να αλλάζουν με ένα συγκεκριμένο ρυθμό, πετυχημένο ή αποτυχημένο. Είναι μια πράξη,δηλώνει τη βούληση αυτού που οργανώνει το πάρτυ, τα φώτα και τη μουσική να εκφράσει κάτι καλλιτεχνικό, κάτι που αφορά τη διασκέδαση με πεδίο εφαρμογής εμάς που είμαστε στο πάρτυ. Το ίδιο ακριβώς μηχάνημα, Σόλωνος και Σίνα, κάνοντας τυπικά την ίδια λειτουργία, επειδή υπάρχει ένας κανόνας δικαίου αποτελεί μια αυτοματοποιημένη διοικητική πράξη, με ρύθμιση της κυκλοφορίας που εντάσσεται στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας και είναι αποτέλεσμα μιας διοικητικής διαδικασίας. Τελικά το φωτορυθμικό από το φανάρι που ρυθμίζει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων δεν διακρίνεται παρά από το γεγονός ότι ως νομική πράξη, ως ρύθμιση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων,ως διοικητική πράξη, γίνεται αντιληπτή και διέπεται από κανόνες δικαίου. Συνοψίζοντας,η νομική πράξη είναι ότι είναι κάθε άλλη πράξη και έχει δύο ιδιαιτερότητες,δεν αφορά μόνο τα φυσικά πρόσωπα, αφορά και νομικά πρόσωπα,δεύτερον κάθε επιμέρους στοιχείο της γίνεται αντιληπτό και διέπεται από κανόνες δικαίου(Ένας κανόνας δικαίου είναι και αυτός μία νομική πράξη όπως ένας τυπικός νόμος όπως μία κανονιστική διοικητική πράξη. Ο κανόνας λοιπόν δικαίου που έχουμε μάθει ότι είναι μία πρόταση που διέπει αναγκαστικά και ετερόνομα την συμπεριφορά των προσώπων αφορά όχι μόνο φυσικά αλλά και νομικά πρόσωπα και γίνεται αντιληπτός και διέπεται από κανόνες δικαίου. Κοιτάξτε αυτήν την λογική πρόταση,αυτό λέγεται αυτοαναφορικότητα του δικαίου, και έχει γίνει αντικείμενο κριτικής θετικής αρνητικής ανάπτυξης τεράστιας ανάλυσης στην θεωρία και στην φιλοσοφία του δικαίου).
Παραδείγματα χαρακτηριστικών μονομερών νομικών πράξεων που αφορούν το μάθημα μας.
Πριν όμως πάμε σε αυτά, πρέπει λίγο να διευκρινίσουμε το «μονομερών νομικών πράξεων». Αυτό είναι πολύ χρήσιμο στις νομικές πράξεις αλλά ισχύει και για τις πράξεις γενικά. Μπορούν να διακριθούν σε μονομερείς και συμβατικές. Είναι μία διάκριση που στα νομικά και στο Ιδιωτικό δίκαιο και στο Δημόσιο αναγνωρίζεται, είναι κρίσιμη ειδικά στο Δημόσιο δίκαιο. Το κριτήριο για να διακρίνουμε μία πράξη ως μονομερή ή ως συμβατική δεν είναι απλό. Από την μελέτη που έχει κάνει ο κ. Γιαννακόπουλος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κριτήριο είναι μάλλον το ακόλουθο: σε μια μονομερή πράξη έχω τη βούληση ενός ή περισσοτέρων προσώπων
που καταρχήν διέπει τρίτα πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις, κατ’εξαίρεσην μπορεί να διέπει και το ίδιο το νομικό πρόσωπο αλλά δεν είναι ο βασικός στόχος. Ο βασικός στόχος είναι να ρυθμιστούν τρίτα πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις. Ένας νόμος που εκδίδει το ν.π του κράτους ορίζει με ποιόν τρόπο 2 Υπουργοί μπορούν να αποφασίσουν από κοινού τη μετάταξη ενός δημοσίου υπαλλήλου. Κατά βάση το ν.π του Κράτους καταρχήν θέλει να ρυθμίσει την κατάσταση του δημοσίου υπαλλήλου. Κατ’ εξαίρεσην, παρεμπιπτόντως, ρυθμίζει και κάτι που αφορά το ίδιο το ν.π του Κράτους, δηλαδή αρμοδιότητες κάποιων Υπουργών, αλλά το βασικό είναι να ρυθμιστούν καταρχήν τρίτα πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις. Στη σύμβασησυμφωνία πρέπει να έχουμε τουλάχιστον τη σύμπτωση της βούλησης 2 προσώπων τουλάχιστον, με σκοπό καταρχήν να ρυθμίσουν την μεταξύ τους σχέση. Παρεμπιπτόντως, κατ’εξαίρεσην αυτό μπορεί να ρυθμίζει τρίτα πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις. Το Ελληνικό Δημόσιο συμβάλλεται με μια εταιρεία Αττική Οδός Α.Ε ρυθμίζοντας τη μεταξύ τους σχέση στο πλαίσιο αυτού που λέμε παραχώρηση του αυτοκινητοδρόμου της Αττικής Οδού και όλως παρεμπιπτόντως μπορούν να ρυθμίζουν και τρίτα πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις πχ. Το ύψος των διοδίων που πληρώνουμε όλοι εμείς οι χρήστες. Όταν έχω σύμβαση, πρέπει το π1 και το π2 εξ ορισμού να βρίσκονται και εδώ. Οι συμβαλλόμενοι πρέπει να ανήκουν στο πεδίο εφαρμογής της πράξης. Γιατί έτσι ρυθμίζεται η μεταξύ τους σχέση.
Νομικό πρόσωπο του Κράτους δεν είναι κάτι αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, είναι κάτι που δημιουργείται λογικά και αυτό με ένα κανόνα δικαίου, σε μια μαγική στιγμή και αυτή η μαγική στιγμή λέγεται συντακτική εξουσία και Σύνταγμα. Αυτός είναι ο κανόνας δικαίου που δημιουργεί νομικά το Κράτος, όχι κοινωνικά ή πολιτικά αλλά νομικά και τουλάχιστον στη νεωτερικότητα, εκεί όπου το Σ ταυτίζεται με το κράτους δικαίου-το κράτος πρέπει να είναι και κράτος δικαίου όπου η εξουσία γίνεται αρμοδιότητα που περιορίζεται πρωτίστως από θεμελιώδη δικαιώματα που πρέπει να προστατεύονται και οικοδομική μιας ανεξάρτητης δικαστικής αρχής σε αυτό το περίφημο δικαιοκρατικό big bang, το Κράτος διαμορφώνεται ως άθροισμα 3 τουλάχιστον επιμέρους κρατικών λειτουργιών. Έχουμε συνηθίσει να δίνουμε έμφαση στη διάκρισή τους, αλλά για να υπάρχει κρατική ενότητα και Κράτος δικαίου, πρέπει να δούμε και ποιές είναι οι διαδικασίες συνέργειάς τους και όλο αυτό είναι το δημόσιο δίκαιο. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάλυση και η σύνθεση των στοιχείων του Κράτους Δικαίου, και ταυτόχρονα μια διαρκής προσπάθεια αυτό που είναι η αξιακή αφετηρία μας, να υφίσταται και στην πράξη. Δηλαδή το κράτος να είναι κράτος δικαίου. Αυτό έρχεται το Σ και το διακηρύσσει, δεν πάει να πει ότι ισχύει και στην πραγματικότητα, το να υπόκειται σε έλεγχο η κρατική εξουσία, να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι διεθνείς διαδικασίες που προβλέπει το Σ. Όλα αυτά να λειτουργούν αποτελεσματικά υπό την εγγύηση ενός ανεξάρτητου δικαστή είναι το ζητούμενο αλλά δεν είναι πάντοτε το δεδομένο. Και όπως έχετε εμπειρία ήδη, πάντοτε υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις, πολύ ισχυρές, που αρνούνται και την αρχή της νομιμότητας και της συνταγματικότητας, δηλαδή τον περιορισμό της δημόσιας εξουσίας ή και τη δυνατότητα του δικαστικού ελέγχου της δράσης της δημόσιας εξουσίας. Άρα είμαστε σε ένα συνεχή αγώνα να εδραιώσουμε αυτό που διακηρύσσει το Σ. Αρ.26Σ- διάκριση των κρατικών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαιοδοτική), και σε κάθε μια από αυτές τις κρατικές λειτουργίες του ίδιου ν.π του κράτους, μπορούμε να εντάξουμε μια σειρά από νομικές πράξεις,τον τυπικό νόμο, την απλή διοικητική πράξη και την δικαστική απόφαση κυρίως απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων.
Τυπικός νόμος
Η πράξη του νομοθετικού οργάνου. Το νομοθετικό όργανο εκδίδει πολλές πράξεις- μπορεί να εκλέγει ΠτΔ, μπορεί να αναθεωρεί το Σ. Εμάς μας ενδιαφέρει μια συγκεκριμένη νομοθετική
πράξη που είναι ο τυπικός νόμος. Τυπικός είναι ο νόμος που ψηφίζει η Βουλή. Είναι μια δήλωση βούλησης προσώπου που εμφανίζει όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία. Πρόσωπο που δρα είναι το Ελληνικό Δημόσιο δια του οργάνου του που λέγεται Βουλή-αποφασιστικό όργανο (σημαντικό το αρ.73). Ο ΠτΔ δεν μπαίνει εδώ ώστε να είναι διαμορφωτής της βούλησης του ν.π του κράτους γιατί σύμφωνα με το αρ.42 παρ.1 δεν κυρώνει, αλλά μόνο δημοσιεύει πλέον τους νόμους (και αυτό μάλλον εντάσσεται στον τύπο της πράξης). Οι αρμοδιότητες του είναι μέχρι τον τύπο του νόμου. Όλο αυτό λέγεται νομοπαραγωγή, εδώ βάζουμε όλους τους κανόνες και τις αρχές που την αφορούν και βρίσκονται στο Σ και στον κανονισμό της Βουλής.
*S.O.S Έχουν αιτιολογία οι τυπικοί νόμοι;
Έχουμε ένα κανόνα δικαίου που εισάγει την προβληματική της αιτιολογίας των νόμων. Άρα πρέπει να είναι αιτιολογημένη με βάση αυτόν τον κανόνα δικαίου. Αν αυτός ο κανόνας οδηγεί σε πλήρη δικαστικό έλεγχο ή αν συνιστά internum της Βουλής που δεν ελέγχεται, δικαστικά είναι ένα άλλο ζήτημα.
Αυτή την αιτιολογία πού την βρίσκουμε;
Άρ.74§1Σ. Βρίσκω την αιτιολογία στην αιτιολογική έκθεση και στα πρακτικά της Βουλής.
Είναι υποχρεωμένος ο νομοθέτης να αιτιολογεί τους νόμους υπό την έννοια ότι αν δεν το κάνει αυτό συνιστά αυτοτελή λόγο αντισυνταγματικότητας;
Πρέπει ο νομοθέτης αν η αιτιολογία του νόμου δεν προκύπτει σαφώς από τη λογική και την κοινή πείρα, να μας έχει πει κάτι στο κείμενο του νόμου ή στην αιτιολογική έκθεση που να συνιστά αιτιολογία της απόφασής του. Αν δεν το έχει κάνει είναι αντισυνταγματικός και δεν προχωράω σε κανέναν έλεγχο. Δεν είναι δική μου δουλειά λέει ο δικαστής να ψάχνω να βρω γιατί ο νομοθέτης αποφάσισε το τάδε. Έτσι πυκνώνει λοιπόν κανονιστικότητα της υποχρέωσης αιτιολογίας των τυπικών νόμων σε ορισμένους τόπους, δεν είναι σίγουρο ότι έχουμε φτάσει σε μια ένταση αυτής της κανονιστικής πύκνωσης ώστε να μιλάμε για γενική αρχή υποχρέωσης του νομοθέτη να αιτιολογεί τις πράξεις όπως αντίστοιχα ισχύει στις διοικητικές πράξεις (εξασθενούν στη διάκριση τυπικού και ουσιαστικού νόμου).
Περιεχόμενο τυπικού νόμου
Να επιβάλλει φόρο, να αναγνωρίζει δικαιώματα, να συγκροτεί διοικητικά όργανα, να είναι στην κατασταλτική διοίκηση, να οργανώνει διοικητικώς την παροχή δικαστικής προστασίας.
Ο τύπος του νόμου είναι ένα γραπτό κείμενο που δημοσιεύεται στην ΦΕΚ και το εκδίδει και το δημοσιεύει ο ΠτΔ (άρ.42§1Σ.). Το πεδίο εφαρμογής του νόμου μπορεί να έχει ποικίλο περιεχόμενο- να αφορά πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις, φ.π., ν.π., αντίστοιχα πλούσιο με το περιεχόμενο του.
Ποιός είναι ο σκοπός του τυπικού νόμου; Ποιός τον καθορίζει;
Καθορίζεται από τον ίδιο τον νομοθέτη ο οποίος μπορεί να κάνει ό,τι δεν απαγορεύει το Σ, δηλαδή ο νομοθέτης πρέπει να υλοποιεί συνταγματικούς σκοπούς ( Παραδοσιακή αντίληψη)/ Υπερτονισμός λαϊκής κυριαρχίας. Καταρχήν ελευθερία, κατ’εξαίρεσην περιορισμό από Σ. Θεωρεί ότι περίπου ο νομοθέτης έχει ένα είδος ελευθερίας παρόμοιο με την ελευθερία του
δικαίου που έχουν τα φ.π. Τα διοικητικά όργανα, τα κρατικά, το δημόσιο κάνουν μόνο όσα ο νόμος έχει εκ των προτέρων προβλέψει. Δεν υπάρχει ελευθερία, υπάρχει απλά αρμοδιότητα. Στο πλαίσιο του κράτους δικαίου, όλα τα κρατικά όργανα, και ο νομοθέτης, και ο αναθεωρητικός νομοθέτης, είναι συντεταγμένα όργανα που έχουν αρμοδιότητες, δεν έχουν εξουσία. Άρα κάνουν αυτό που τους επιβάλλει ένας προγενέστερος κανόνας, το Σ. Κατά κανόνα η αρμοδιότητα του νομοθέτη είναι διακριτική ευχέρεια. Το ίδιο το Σ δεν δεσμεύει καταρχήν τον νομοθέτη. Όμως υπάρχουν και διατάξεις του Σ που δεν επιτρέπουν να πούμε ότι πάντοτε υφίσταται ελευθερία. Υπάρχει μάλιστα και δέσμια αρμοδιότητα-κατ’εξαίρεσην. Πχ. Ο νομοθέτης είναι υποχρεωμένος να ψηφίζει τους οργανωτικούς νόμους για να μπορούν να λειτουργήσουν όργανα που θεσπίζει το Σ/ Δέσμια βάση κανόνων ευρωπαϊκού δικαίου -άμεση εφαρμογή Κανονισμών Ευρωπαϊκής Ένωσης λ.χ.- που καθιστά τους εθνικούς νομοθέτες σχεδόν διοικητικά όργανα. Η προσπάθεια να υπαχθούν και οι πράξεις του νομοθέτη που είναι φορέας λαϊκής κυριαρχίας ή ακόμα και το αναθεωρητικού νομοθέτη στους κανόνες του Σ δεν είναι δεδομένη. Υπάρχει ακόμα αντίρρηση, δεν έχουμε καταλήξει σε μια ενιαία άποψη.
Διοικητική Πράξη
Εκτελεστική λειτουργία λέγεται γιατί εκτελεί τη βούληση του ν.π. που έχει διατυπωθεί με τον τυπικό νόμο. Στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας εκδίδονται πάρα πολλές μονομερείς πράξεις. Η πιο χαρακτηριστική αυτή με την οποία ένα διοικητικό όργανο δηλώνει τη βούληση του προσώπου κατά τρόπο ώστε να θεσπίζεται νομικός ή απρόσωπος δεσμευτικός κανόνας δικαίου είναι η λεγόμενη εκτελεστή διοικητική πράξη (εν στενή έννοια).
Εδώ δρα ένα ν.π. που έχει την αρμοδιότητα να εκδίδει δ.π., το ν.π. του κράτους και έχουμε όργανα αρμόδια για την εκτελεστική λειτουργία (άρ.26Σ), ΠτΔ, Κυβέρνηση. Το κράτος οργανώνεται με βάση τη αποκεντρωτικό σύστημα (άρ.101Σ) και σημαίνει ότι εκτός από τα κεντρικά όργανα υπάρχουν και όργανα περιφερειακά με τουλάχιστον κάποια αποφασιστική και γνωμοδοτική αρμοδιότητα. Όργανα με αρμοδιότητα που εκτείνεται σε όλη την επικράτεια λέγονται κεντρικά. Όργανα που έχουν αρμοδιότητα που εκτείνεται σε τμήμα της επικράτειαςπεριφέρεια λέγονται περιφερειακά. Δεν υπάρχει ν.π. χωρίς κεντρικά όργανα γιατί κάποιος πρέπει να συντονίζει τα περιφερειακά αλλά και επειδή υπάρχουν όργανα που εξ’ορισμού ανήκουν σε όλη την επικράτεια π.χ. εθνική άμυνα. Αν υπάρχουν περιφερειακά όργανα με κάποια αποφασιστική αρμοδιότητα έχουμε αποκεντρωτικό σύστημα. Αυτό διαβαθμίζεται ανάλογα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων σε περιφερειακά ή κεντρικά, έχουμε έντονη ή λιγότερο έντονη αποκέντρωση. Όποια αποκέντρωση και να έχουμε, πάλι πρέπει να έχουμε κεντρικά όργανα. Στην κεντρική διοίκηση τα όργανα του κράτους είναι αυτά που συνδέονται με τον ΠτΔ ή την Κυβέρνηση. Με τον ΠτΔ δεν συνδέονται άλλα όργανα, αλλά με την Κυβέρνηση συνδέονται τα Υπουργεία και είναι οι κλάδοι της διοίκησης. Κάθε Υπουργείο έχει μια συγκεκριμένη ιεραρχική δομή. Όλα αυτά τα όργανα συνδέονται μεταξύ τους με μια ιεραρχική δομή και υπάρχει ο ιεραρχικός έλεγχος-ο καθένας να δίνει εντολή στον κατώτερο και δεν επιτρέπεται υποκατάσταση. Κάποιες φορές αποφασίζεται να δημιουργηθούν κάποιες υπηρεσίες με μια σχετική αυτοτέλεια οργανωτική, διοικητική (αυτοτέλεια προς τους υπαλλήλους που ανήκουν στην υπηρεσία και δημοσιονομικούς προς τον προϋπολογισμό) . Έτσι δημιουργούνται αυτοτελείς υπηρεσίες υπαγόμενες σε αυτό το μοντέλο αλλά λίγο διακριτές π.χ.ΦΕΚ αλλά ανήκουν πάντοτε στο ν.π. του κράτους. Μια άλλη διαβάθμιση της αυτοτέλειας είναι όταν καταργείται ο ιεραρχικός έλεγχος και τότε έχουμε ανεξάρτητη αρχή η οποία εντάσσεται στο ν.π του κράτους, οι πράξεις καταλογίζονται σε αυτό και ελέγχονται από τα αρμόδια δικαστήρια. Αν τώρα ένα κομμάτι της διοικητικής ύλης έχει τέτοιον βαθμό αυτοτέλειας που κρίνεται ότι πρέπει να οργανωθεί από τον νομοθέτη ως διακριτό ν.π περνάμε
στην αυτοδιοίκηση της οποίας βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι είναι άλλο ν.π. Ενώ η αποκέντρωση είναι στο ίδιο ν.π, και δημιουργούνται δορυφόροι αποκεντρωμένων ν.π που συνιστούν την δημόσια διοίκηση και μπορούν να οργανώνονται ως ν.π δημοσίου δικαίου (πανεπιστήμια, άρ.16§5Σ) ή ιδιωτικού δικαίου είτε σε Ο.Τ.Α (αρ.102Σ) είτε καθ’ύλην –απόσπαση διοικητικής ύλης και δημιουργία ενός μορφώματος- π.χ. Κοινωνική ασφάλιση και Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Και έχουμε την υπό ευρεία έννοια δημόσια διοίκηση που περιλαμβάνει κράτος και ν.π.δ.δ ή τον ευρύτερο τομέα ν.π.ι.δ. Όλος αυτός ο γαλαξίας του κράτους με γύρω γύρω τους δορυφόρους αποκτά ενότητα(συγκρατεί τα αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα με το κράτος με δεσμούς που λέγονται εποπτεία). Εποπτεία ενός εσωτερικού ιεραρχικού ελέγχου σε σχέση με την αυτοδιοίκηση- προληπτική, κατασταλτική σε πρόσωπα, σε πράξεις, της νομιμότητας και της σκοπιμότητας. Έκταση εποπτείας κειμενώμενη. Σύμφωνα με το Σ τα αυτοδιοικούμενα ν.π που υπάγονται στη χαλαρότερη μορφή εποπτείας- πληρέστερη γραμμή αυτοδιοίκησης, ελεύθερη πρωτοβουλία είναι τα Πανεπιστήμια (άρ.16§5Σ, κατασταλτική εποπτεία νομιμότητας).
Παρασκευή 6ο Μάθημα 08/3/2019
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ- Εκτελεστή διοικητική πράξη – εκτελεστική λειτουργία
Υποκείμενο που δρα : το Κράτος ή οποιοδήποτε άλλο αυτοδιοικούμενο ν.π που ανήκει στη Δημόσια Διοίκηση εφόσον έχει την αρμοδιότητα έκδοσης διοικητικών πράξεων. Εδώ μπορούμε να εντάξουμε όλους τους κανόνες δικαίου που διέπουν την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης
Διαδικασία παραγωγής της βούλησης : εδώ εντάσσονται οι διάφορες μορφές συνεργασίας διοικητικών οργάνων , καθώς και οι μορφές συμμετοχής του διοικουμένου ( προηγούμενη ακρόαση, διαβούλευση , άσκηση διοικητικών προσφυγών ) . Τελικό στάδιο της διαδικασίας παραγωγής της βούλησης είναι η αιτιολογία, η οποία έχει τη συγκρότηση δικανικού συλλογισμού.
Περιεχόμενο : Εδώ εντάσσονται οι διακρίσεις των διοικητικών πράξεων (κανονιστικές –ατομικές , ευμενείς – δυσμενείς , θετικές – αρνητικές κλπ) . Υπάρχουν, ωστόσο , και πράξεις που δεν ανήκουν σαφώς στη μία ή στην άλλη κατηγορία. Σε αυτή τη «γκρίζα ζώνη» ελέγχουμε τη σκοπιμότητα της πράξης .
Τύπος : συνήθως η διοικητική πράξη είναι ένα κείμενο ( άλλοτε δημοσιευτέο και άλλοτε όχι ) , μπορεί όμως να είναι και προφορική ή ακόμη και αυτοματοποιημένη (π.χ το φανάρι που ρυθμίζει την κυκλοφορία).
Πεδίο εφαρμογής : Πρόσωπα, πράγματα (πραγματοπαγής διοικητική πράξη –η πράξη κατεδάφισης ενός ακινήτου) , καταστάσεις / έννομες σχέσεις
Σκοπός : είναι πάντοτε γενικού (δημοσίου) συμφέροντος και εξειδικεύεται από τον εξουσιοδοτικό νόμο. Εάν ένα διοικητικό όργανο δρα παρά τις επιταγές του νόμου, έχουμε
κατάχρηση εξουσίας.
Τα παραπάνω συνοψίζουν τα περιεχόμενα ενός εγχειριδίου Γενικού Διοικητικού Δικαίου.
Εκτελεστή διοικητική πράξη → παράγει άμεσα τα αποτελέσματά της, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο άλλο όργανο / κάποια άλλη πράξη
Τεκμήριο νομιμότητας → η διοικητική πράξη παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά της , μέχρι να ανακληθεί από το όργανο που την εξέδωσε ή να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση.
Διαφορά γνώμης και πρότασης: η πρόταση υποβάλλεται με πρωτοβουλία του προτείνοντος οργάνου, ενώ η γνώμη διατιπώνεται ύστερα από ερώτημα του αποφασίζοντος οργάνου. Αν η πρόταση δεν υποβληθεί, το προτείνον όργανο δεν μπορεί να εκδώσει την διοικητική πράξη. Μπορεί να αποκρούσει την πρόταση με ειδική αιτιολογία, οπότε απέχει από την έκδοση της πράξης χωρίς τούτο να αποτελεί παράλειψη ή άρνηση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας. Δεν μπορεί να τροποποιήσει, δηλαδή να εκδώσει πράξη με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που ορίζει η πρόταση. Αν η γνώμη είναι απλή, τότε δεν δεσμεύει το αποφασίζον όργανο. Δέσμευση υπάρχει μόνο στην περίπτωση που απαιτείται σύμφωνη γνώμη.
Τί συμβαίνει αν εκδοθεί ΚΔΠ με σκοπό διαφορετικό από αυτόν που προβλέπεται στο νόμο
ή για σκοπό ιδιωτικό; Το όργανο που εκδίδει μια τέτοια ΚΔΠ προβαίνει σε κατάχρηση εξουσίας και θεμελιώνεται λόγος ακύρωσης κατά το άρθρο 48 ΠΔ 18/1989.
Δεν μπορούμε άνευ ετέρου να αποφανθούμε ότι μία πράξη είναι διοικητική ,με μόνο κριτήριο το ότι προέρχεται από όργανο της Δημόσιας Διοίκησης, διότι πλέον παρατηρείται μία τάση ιδιωτικοποίησης της δράσης της Διοίκησης, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ξεφεύγουμε από την αρχή της νομιμότητας. Πώς λοιπόν καταλαβαίνουμε αν μία πράξη είναι διοικητική /ποιά είναι τα κριτήρια για να χαρακτηρίσουμε μία πράξη ως διοικητική;
Το οργανικό κριτήριο, το οποίο μάλιστα έχει και συνταγματική κατοχύρωση στο άρθρο 95§1 στ. α΄ Σ. (ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών). Η πράξη δηλ. θα πρέπει να προέργεται από το κράτος, από ΝΠΔΔ, από διφυές ν.π., κλπ. Κατ’ ουσίαν ,όμως, το κριτήριο χαρακτηρισμού μίας πράξης ως διοικητικής μόνον συνεκδοχικά είναι οργανικό ,διότι στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετο και ενέχει και άλλες παραμέτρους ( τα ερωτήματα → Ποιός εξέδωσε την πράξη; Πώς (με τί μέσα) ; Για ποιόν σκοπό; ) Κριτήριο της νομολογίας : Πρέπει να ισχύει και το τυπικό κριτήριο, που συνδέεται με τα μέσα δράσης. Εδώ υπάρχει η έννοια της άσκησης δημόσιας εξουσίας ( όπου εξουσία → η κυριαρχία της βούλησης ενός προσώπου στη βούληση κάποιου άλλου , άρα δημόσια εξουσία → η κυριαρχία της βούλησης του δημοσίου προσώπου που δρα , στη βούληση των αποδεκτών της πράξης ) . Ο διοικούμενος δεν συμπράττει στη διαμόρφωση της βούλησης της Διοίκησης, αλλά το πολύ πολύ να συμμετέχει (π.χ προηγούμενη ακρόαση). Πρέπει να ισχύει και ένα τρίτο κριτήριο , το λειτουργικό. Συνδέεται με το περιεχόμενο, αλλά πρωτίστως με τον σκοπό της πράξης. Όλες οι πράξεις της Διοίκησης εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον και άμεσο δημόσιο σκοπό. Ο άμεσος δημόσιος σκοπός, πρακτικά είναι : α) σε ένα αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο, ο σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκε ( δηλ. αν ο ΕΦΚΑ εκδίδει μία πράξη, σχετική με τον λόγο για τον οποίο ιδρύθηκε ,που είναι η κοινωνική ασφάλιση, τότε αυτή η πράξη εξυπηρετεί άμεσο δημόσιο σκοπό εξ ορισμού). Εάν δεν έχουμε μία τέτοια περίπτωση , βρισκόμαστε είτε β) στην περίπτωση του νομικού προσώπου του Κράτους, που δεν έχει συγκεκριμένο σκοπό είτε γ) σε κάποιον άλλο σκοπό, που θα πρέπει να προκύπτει από την ειδική διάταξη που προβλέπει την έκδοση της κάθε πράξης.
Για να είναι διοικητική μία πράξη, θα πρέπει τα κριτήρια να υπάρχουν σωρευτικά. Ωστόσο , υπάρχουν και οριακές περιπτώσεις , όπου δεν είναι εύκολος ο διαχωρισμός (οι λεγόμενες «δύσκολες υποθέσεις»). Π.χ έχω μία σύμβαση ενός δημόσιου ψυχιατρείου (ΝΠΔΔ) ,που εφαρμόζει τον Κώδικα Προμηθειών (δηλαδή ισχύει το τυπικό κριτήριο) , για την αγορά κλινοσκεπασμάτων και εξοπλισμού για την τραπεζαρία. Εξυπηρετείται άμεσος δημόσιος σκοπός; Το ΣτΕ σε αυτή την απόφαση διχάστηκε, διότι οι μεν είπαν ότι δεν υπάρχει άμεσος δημόσιος σκοπός, διότι ο «σκληρός πυρήνας» της δημόσιας υγείας είναι π.χ ακτινογράφοι, ενέσεις , φάρμακα και όχι το ξενοδοχειακό υλικό, η δε μειοψηφία απεφάνθη ότι η ύπαρξη τέτοιου υλικού, ιδίως σε ένα ψυχιατρείο , είναι εξίσου σημαντική ( ότι δηλ. και το ψυχολογικό κομμάτι αποτελεί στοιχείο της Δημόσιας Υγείας ).
Πρόσωπο που δρα : το Κράτος, δια των αρμοδίων κατά το Σύνταγμα οργάνων, δηλ. τα Δικαστήρια.
Διαδικασία παραγωγής της βούλησης : δικαστική απόφαση. Εδώ εντάσσονται οι κανόνες του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ,το π.δ. 18/1989 για τη διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ, αλλά και τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος. Η διαδικασία εκκινεί μόνο με αίτηση του διοικουμένου (αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας) – δεν επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο. Είναι ένδικο βοήθημα, αν αφορά κάποια διοικητική πράξη ή ένδικο μέσο, αν αφορά προηγούμενη δικαστική απόφαση. Έχει τη μορφή δικανικού συλλογισμού [μείζων πρόταση – ελάσσων πρόταση (τι έπραξε η Διοίκηση, διότι αυτή είναι εδώ ελεγχόμενη) – υπαγωγή/συμπέρασμα].
Διακρίσεις των ενδίκων βοηθημάτων (ανάλογα με το περιεχόμενό τους) :
→ αναγνωριστικά : αναγνωριστική αγωγή (μόνο για χρηματικές αξιώσεις). Ωστόσο , έχει διαπλαστεί στη νομολογία και η εξής εξαιρετική περίπτωση : επί αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά ανυπόστατης διοικητικής πράξης, η οποία είναι καταρχήν απαράδεκτη (διότι η ανυπόστατη πράξη δεν υφίσταται καν στο νομικό κόσμο) , το Δικαστήριο μπορεί να την ακυρώσει, υπό την έννοια της αναγνώρισης του μη υποστατού της, στο μέτρο που έχει εφαρμοστεί , για λόγους ασφάλειας δικαίου.
→ καταψηφιστικά : καταψηφιστική αγωγή (μόνο για χρηματικές αξιώσεις)
→ διαπλαστικά : αίτηση ακυρώσεως, προσφυγή ουσίας (άρθρα 63 επ. του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), ανακοπή ( π.χ στην περίπτωση των διαφορών του ΚΕΔΕ), ένσταση (π.χ. στην περίπτωση των εκλογών ΟΤΑ), και η υπαλληλική προσφυγή ενώπιον του ΣτΕ (άρ.103§4Σ.-κατά πράξεων συλλογικών οργάνων≠πράξεις μονομελών πάνε στο ΔΕφ βάσει του Ν.702/77).
Περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης: κατ΄αντιστοιχία με το είδος του ενδίκου βοηθήματος που ασκείται, οι δικαστικές αποφάσεις είναι αναγνωριστικές / καταψηφιστικές / διαπλαστικές.
Τύπος : 93§3 Σ. Απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση.
Πεδίο εφαρμογής : Πρόσωπα / πράγματα / καταστάσεις.
Σκοπός : Τήρηση της αρχής της νομιμότητας και της συνταγματικότητας ( άρθρο 20§1 Σ.) .
Τα παραπάνω συνοψίζουν την ύλη της Διοικητικής Δικονομίας.
Προσωρινή δικαστική προστασία : το σύνολο των κανόνων, που διασφαλίζουν ότι, ενόσω διαρκεί η δίκη, δεν θα επέλθει ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη στα επίδικα δικαιώματα και συμφέροντα.
Ποιο σκεπτικό ακολουθούμε για να διαπιστώσουμε σε ποιο Δικαστήριο και με ποιο ένδικο βοήθημα πρέπει να ζητήσουμε οριστική δικαστική προστασία (άρα και προσωρινή);
→ 1ο στάδιο : ελέγχουμε εάν υπάρχει διαφορά (διατάραξη μίας έννομης σχέσης /
κατάστασης) .
→ 2ο στάδιο : ενδέχεται η απάντηση στο ερώτημα σε ποιο δικαστήριο πρέπει να υπαχθεί
η διαφορά, να προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα. Ελέγχουμε δηλαδή εάν υπάρχει ειδική δικονομική διάταξη (π.χ υπαλληλική προσφυγή στο ΣτΕ, δημοψήφισμα στο ΑΕΔ, διαφορά ως προς τη φορολογία ή τους μισθούς δικαστικών λειτουργών με ευρύτερες συνέπειες σε μεγάλο κύκλο προσώπων στο Μισθοδικείο).
→ 3ο στάδιο : εάν δεν προκύπτει απευθείας από κάποια ειδική διάταξη του Συντάγματος.
Άρθρο 94. Οι διοικητικές διαφορές στα διοικητικά Δικαστήρια και οι ιδιωτικές στα πολιτικά, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Το κρίσιμο είναι ποιος προκάλεσε τη διαφορά. Εάν την προκάλεσε το Δημόσιο (ΝΠΔΔ, διφυές ν.π.) με μέσα άσκησης δημόσιας εξουσίας και για άμεσο δημόσιο σκοπό , η διαφορά είναι διοικητική. Εδώ υπάρχει και ένα δευτερεύον (νομολογιακό) κριτήριο, αυτό της «υποκείμενης αιτίας». Αν η υποκείμενη αιτία είναι δημόσια σχέση (π.χ ο διοικούμενος οφείλει χρήματα στην Εφορία) και άρα τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία του ΚΕΔΕ, η διαφορά είναι διοικητική. Αν, όμως, ο διοικούμενος οφείλει χρήματα στο Δημόσιο από τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας (π.χ οφείλει μισθώματα για ακίνητο του Δημοσίου), η διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου.
→ 4ο στάδιο : εάν θα αχθεί η διαφορά ενώπιον του ΣτΕ ή ενώπιον των τακτικών
διοικητικών δικαστηρίων. Διάκριση των διοικητικών διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας. Στις ακυρωτικές διαφορές ελέγχεται η νομιμότητα της πράξης, όχι όμως και η ουσία (δηλ. η συνδρομή των πραγματικών προϋποθέσεων). Η διάκριση προκύπτει από το ίδιο το Σύνταγμα, στα άρθρα 94 και 95. Για να καταλάβουμε όμως για ποιο λόγο υφίσταται η διάκριση , είναι χρήσιμη μια ιστορική αναδρομή. Εμείς έχουμε μιμηθεί ένα σύστημα γαλλικό, όπου όλα ξεκίνησαν από την προσπάθεια να ελεγχθεί ο μονάρχης. Ο πρώτος λοιπόν έλεγχος ο οποίος ήταν νοητός, ήταν έλεγχος περιορισμένης νομιμότητας και ήταν αυτός της κατάχρησης εξουσίας ( « κάνε ό,τι θέλεις, αλλά για τον σκοπό που έστω κι εσύ ο ίδιος έχεις πει ότι πρέπει να δρας » ) . Σιγά σιγά, όταν είτε ο μονάρχης παραχωρεί Σύνταγμα είτε αυτό επιβάλλεται από τη Δημοκρατία , υπήρχε μία προώθηση του ακυρωτικού ελέγχου ( με την έννοια ότι ήταν αδιανόητο ο δικαστής να ελέγξει τη δημόσια εξουσία στην ουσία της ) . Με την εγκαθίδρυση της συνταγματικής δημοκρατίας , οι αντιπρόσωποι του Λαού αποφασίζουν ότι ο δικαστής θα ελέγχει και την ουσία, όσον αφορά στο σημαντικότερο ζήτημα στη Βουλή,που είναι ο προσδιορισμός των φόρων (θα υπολογίζει δηλαδή από την αρχή εάν η κατανομή των φόρων έγινε σωστά → έλεγχος ουσίας). Στη συνέχεια οι διαφορές ουσίας έγιναν περισσότερες, διότι η νομοθετική εξουσία θέλησε να ελέγχονται και άλλα ζητήματα κατ’αυτόν τον τρόπο, εξ ου και τα διοικητικά δικαστήρια μετονομάστηκαν από «φορολογικά» σε «τακτικά». Κατ’αυτόν τον