
53 minute read
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ
from Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Νομική Αθηνών (Applications of Public Law, Law School of Athens), 2019
είναι πιο περιπτωσιολογικές – πραγματιστικές, λίγο πιο άτακτες ως προς το στοιχείο της μεθόδου. Παρά ταύτα, βλέπουμε μια διαχρονική τάση όλο και περισσότερο, όταν ομιλούμε για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, να προσπαθούμε να εξοπλίσουμε τον δικαστή με περισσότερα εργαλεία και γενικά προσπαθούμε να βρούμε στη δικαστική απόφαση ένα περισσότερο ωφέλιμο αποτέλεσμα, να έχουμε μία εν τέλει δίκαιη κρίση. Και η δίκαιη αυτή κρίση πολλές φορές είναι μία σύνθετη κρίση ( ο δικαστής μπορεί να «παίξει» στο επίπεδο της έντασης του δικαστικού ελέγχου / η ένταση του ελέγχου είναι εξαιρετικά διαβαθμισμένο μέγεθος). Π.χ. όταν ελέγχονται οι οικονομικές επιλογές του νομοθέτη, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να είναι παρά οριακός. Η πραγματικότητα είναι ότι όταν ο δικαστής βρίσκεται απέναντι σε περιπτώσεις που έχουν χαρακτήρα έντονα τεχνικό (π.χ οικονομικά ή χωροταξία) ή ακόμη έχουν έναν χαρακτήρα πολιτικό (π.χ το Δημοψήφισμα / οι Πρέσπες ) , δημιουργείται αμέσως αμέσως ένα περιβάλλον όπου ο δικαστής θα θελήσει ο ίδιος με κάποιον τρόπο να περιορίσει την έντονη παρέμβασή του στις επιλογές αυτές (φαινόμενο του δικαστικού ακτιβισμού ή του δικαστικού αυτοπεριορισμού).
Πέμπτη 2ο Μάθημα 28/2/2019
Advertisement
ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ
Ιεραρχία των πηγών του δικαίου
Στο πρώτο επίπεδο πηγών βρίσκεται το Σύνταγμα. Μαζί με το Σύνταγμα υπάρχει , στο ίδιο επίπεδο τυπικής ισχύος, και ένα «μπλοκ» άλλων πηγών του δικαίου. Το ότι είναι στο ίδιο επίπεδο τυπικής ισχύος με το Σύνταγμα, έχει μια πολύ μεγάλη και σοβαρή συνέπεια, ότι, εάν σε αυτό το επίπεδο υπάρχουν διατάξεις οι οποίες είναι μεταξύ τους αντικρουόμενες, δεν υφίσταται θέμα τυπικής ιεράρχησης, δεν υπάρχει δηλαδή θέμα υπεροχής, αλλά θα πρέπει οι όποιες ερμηνευτικές αμφισημίες, δηλαδή κυρίως τα κενά ή οι αντιφάσεις, να επιλύονται επί τη βάσει της μεθόδου. Και η βασική μέθοδος στη βάση της οποίας επιλύονται αυτού του τύπου οι αμφισημίες είναι η αρχή ότι ο ειδικότερος κανόνας υπερισχύει του γενικότερου. Άρα , εάν υπάρχει μία διάταξη σε μία συντακτική πράξη ή σε ένα ψήφισμα ή ακόμη ακόμη εάν υπάρχει ένα συνταγματικό έθιμο ή εάν υπάρχει ένας εφάπαξ εκδιδόμενος νόμος ή ένας νόμος αυξημένης τυπικής ισχύος , η οποία διάταξη να ρυθμίζει το «Α» , ακόμη και αν το κείμενο του Συντάγματος προβλέπει «-Α» , το ειδικό θα υπερισχύσει του γενικού, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται μέσα σε αυτό το «μπλοκ». Αυτή είναι η έννοια της ίσης τυπικής ισχύος. Με μία μόνον επιφύλαξη : το συνταγματικό έθιμο ισχύει μόνον κατά το μέτρο που συμπληρώνει διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος ή του «μπλοκ» συνταγματικής ισχύος , και δεν μπορεί να καταργεί τέτοιου τύπου διάταξη. Αυτό είναι μία σοβαρή μεθοδολογική παραχώρηση υπό την εξής έννοια : όταν υπάρχει «Α» στο Σύνταγμα και «-Α» συνταγματικό έθιμο , το «-Α» δεν θα εφαρμοστεί. Μόνο εάν έχουμε ένα γνήσιο κενό στο Σύνταγμα, μπορεί το έθιμο να συμπληρώσει αυτόν τον αρρύθμιστο χώρο. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, εάν έχουμε ρητή σύγκρουση μεταξύ του εθίμου και διατάξεως του Συντάγματος, υπερισχύει το Σύνταγμα (όπου «Σύνταγμα» = όλο το «μπλοκ» συνταγματικότητας). Κλασικό παράδειγμα παιδαγωγικού τύπου : σχετικά με την αρμοδιότητα του ΠτΔ να αναπέμπει ψηφισμένο
νομοσχέδιο για λόγους αντισυνταγματικότητας ( «έκδοση» του νόμου). Είναι μία ρητά απονεμημένη αρμοδιότητα στον ΠτΔ, η οποία όμως ουδέποτε έχει ασκηθεί στη Μεταπολίτευση. Αυτό ανάγεται περισσότερο στη θεσμική αυτοσυνειδησία του ΠτΔ, ο οποίος αντιλαμβάνεται ποια είναι η θέση του στο πολίτευμα, δεν θέλει να δημιουργεί ένταση με τη νομιμοποιημένη πολιτική εξουσία , και γι’αυτό τον λόγο απέχει κάπως, με αποτέλεσμα να έχει πολιτικά αδρανήσει η αρμοδιότητα αυτή. Η πολιτική όμως αυτή αδράνεια δεν σημαίνει και συνταγματική κατάργηση. Αντίθετα, η αρμοδιότητα υφίσταται και μπορεί ανά πάσα στιγμή να ασκηθεί. Υπάρχει μία τάση στη θεωρία, η οποία λέγεται κάπως ακροθιγώς και στο πλαίσιο της πολιτικής διάστασης του ζητήματος , ότι έχει υπάρξει ένα συνταγματικό έθιμο προς την κατεύθυνση ότι ο ΠτΔ πλέον δεν μπορεί να αναπέμψει ένα ψηφισμένο νομοσχέδιο , μολονότι προβλέπεται ρητά. Νομικά, η άποψη αυτή είναι προφανώς εσφαλμένη, διότι δεν νοείται έθιμο , το οποίο να καταργεί διάταξη του Συντάγματος. Στο μέτρο που στο Σύνταγμα υπάρχει σαφής και αναντίλεκτη ρύθμιση επί του θέματος , δεν καταλείπεται χώρος , για να υπάρχει έθιμο τέτοιου τύπου. Ο ΠτΔ εξακολουθεί να φέρει την αρμοδιότητα που συνταγματικά του απονέμεται ρητά → άλλο το ζήτημα ότι αυτοπεριορίζεται και δεν την ασκεί.
Στο δεύτερο επίπεδο βρίσκεται το διεθνές δίκαιο. Και βρίσκεται στο δεύτερο επίπεδο , διότι, κατά τη ρητή πρόβλεψη του Συντάγματος (άρθρο 28) , το διεθνές δίκαιο υπερισχύει του τυπικού νόμου → εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν υπερισχύει του Συντάγματος / είναι ζήτημα εν τέλει ερμηνείας ότι το διεθνές δίκαιο υπόκειται του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση , αυτό που παγίως δέχεται η συνταγματική θεωρία είναι ότι, διάταξη του διεθνούς δικαίου (τυπική ή άτυπη) υπερισχύει του οποιουδήποτε τυπικού νόμου. Ως διεθνές δίκαιο νοούνται δύο πυλώνες : ο πυλώνας διεθνές συμβατικό δίκαιο και ο πυλώνας διεθνές εθιμικό δίκαιο. Για τις συμβάσεις , ισχύει κατά το Σύνταγμά μας αυτό που ονομάζουμε δυϊσμός : οι διεθνείς συνθήκες υπογράφονται από την Κυβέρνηση και δημιουργούν ένα καταρχήν καθεστώς διεθνούς υποχρέωσης , εντούτοις, δεν ισχύουν στην εσωτερική έννομη τάξη , παρά μόνο εάν και εφόσον κυρωθούν με τυπικό νόμο. Για να καταστούν λοιπόν οι συνθήκες μέρος των πηγών στην εσωτερική έννομη τάξη , απαιτείται η κύρωση από το εθνικό Κοινοβούλιο. Το Σύνταγμα χρησιμοποιεί τον όρο επικύρωση. Γιατί; → η κύρωση είναι μία διαδικασία στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης, υπάρχει ένα στάδιο , το οποίο χαρακτηρίζεται ως κύρωση (ratification) , και συνίσταται στην υποβολή των εγχειριδίων (εγγράφων) εκείνων που αποδεικνύουν ότι πράγματι έχει συντελεστεί η υπογραφή. Γι’αυτό κατά το Σύνταγμα χρησιμοποιείται ο όρος «επικύρωση».
Στο άρθρο 28 προβλέπονται διαφορετικές πλειοψηφίες για την επικύρωση. Προβλέπει , στην παρ.1 , μία απλή πλειοψηφία (δηλαδή τη συνήθη πλειοψηφία στη Βουλή , η οποία είναι η πλειοψηφία του άρθρου 67 , και όχι 151!). Προβλέπονται επιπλέον δύο επιμέρους ειδικές πλειοψηφίες : η περίπτωση της παραχώρησης κυριαρχίας (πλειοψηφία των 151 βουλευτών) , και η περίπτωση της παραχώρησης αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών (πλειοψηφία των 180 βουλευτών). Άρα ουσιαστικά έχουμε μία τριχοτόμηση στη διαδικασία κύρωσης της διεθνούς συνθήκης αναλόγως του περιεχομένου της. Γι’αυτό προέκυψε προσφάτως και το ζήτημα σχετικά με την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών , η οποία κυρώθηκε με σχετικώς οριακή πλειοψηφία (151, ενώ κατά Γεραπετρίτη η πλειοψηφία ήταν απλή-του άρθρου 67- και δεν χρειαζόταν 151 ψήφους για να κυρωθεί). Ερωτάται : εάν υπάρξει δικαστικός έλεγχος του κυρωτικού της συνθήκης νόμου, μπορεί να ελεγχθεί εάν τηρήθηκε η ειδική πλειοψηφία των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28; Καταρχήν πρόκειται για μια διαδικαστική προϋπόθεση, δηλαδή μία κοινοβουλευτική διαδικασία, ενώ κατά τα άρθρα 87 και 93 Σ. ο
δικαστικός έλεγχος είναι κατά βάση έλεγχος περιεχομένου. Άρα οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες βρίσκονται εκτός του πεδίου ελέγχου συνταγματικότητας (internacorporisτης Βουλής). Ωστόσο, η περίπτωση των ειδικών πλειοψηφιών κατεξοχήν του 28 παρ. 2 και 3 είναι από τις πολύ λίγες εξαιρέσεις που έχει εισαγάγει η νομολογία σε σχέση με τον τυπικό έλεγχο (ΣτΕ 668/2012, απόφαση για το Μνημόνιο). Δηλαδή , στην περίπτωση της συνθήκης των Πρεσπών , θα μπορούσε ένα Δικαστήριο να έρθει και να πει «κακώς ψηφίστηκε με την πλειοψηφία του 28 παρ. 1 , ενώ θα έπρεπε να έχει επιλεγεί η περίπτωση του 28 παρ.2 ή του 28 παρ. 3». Είναι από τις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου ελέγχεται και η διαδικασία παραγωγής ενός νόμου (δικαστικώς ανέλεγκτο των interna corporis).
Φυσιογνωμία του άρθρου 28 στις παρ. 2 και 3 :
→ παραχώρηση κυριαρχίας , 151 ψήφοι
→ παραχώρηση αρμοδιοτήτων σε διεθνείς οργανισμούς , 180 ψήφοι
Υπό μία έννοια αυτή η διαφοροποίηση ενέχει μία ιδεολογική αντίφαση : είναι δυνατόν η παραχώρηση κυριαρχίας να απαιτεί μικρότερη πλειοψηφία σε σχέση με την παραχώρηση αρμοδιότητας; Υπάρχει ένα σφάλμα , το οποίο είναι διττό : καταρχήν λογικό σφάλμα. Πράγματι, η κυριαρχία είναι «βαρύ πράγμα». Πέρα από αυτό, υπάρχει και το ζήτημα : είναι δυνατόν να παραχωρείται η κυριαρχία; Και ποιος έχει την κυριαρχία, για να την παραχωρήσει;
Υπάρχει δηλ. αρμοδιότητα παραχώρησης οποιασδήποτε μορφής κυριαρχίας στα
πράγματα; Είναι πάρα πολύ αμφίβολο αν σήμερα, σε καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και με δεδομένο το Σύνταγμα , είναι δυνατόν να υπάρξει κυριαρχία. Η δεύτερη διάσταση του σφάλματος είναι το εξής ζήτημα : Η κυριαρχία, εξ ορισμού, αν θεωρήσουμε ότι υφίσταται, δεν ενέχει ένα στοιχείο παραχώρησης αρμοδιότητας; Ή , αντίστροφα : η παραχώρηση αρμοδιότητας , υπό την έννοια αυτή, δεν συνιστά και παραχώρηση κυριαρχίας; Στην πραγματικότητα, το ένα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς το άλλο. Κλασικό παράδειγμα : προσχώρηση της Ελλάδας στην ΕΕ και η κύρωση όλων των μεταγενέστερων συνθηκών ( Συνθήκη της Νίκαιας/του Μάαστριχτ/του Άμστερνταμ/της Λισαβόνας). Όλες αυτές κυρώθηκαν με βάση το 28. Εκεί , που μεταφέρεται ένα μεγάλο κομμάτι αρμοδιότητας ύλης (νομοθετικής αρμοδιότητας) στα όργανα της ΕΕ , μιλάμε για παραχώρηση κυριαρχίας ή για παραχώρηση αρμοδιότητας σε όργανα διεθνών οργανισμών; Είναι σίγουρα παραχώρηση αρμοδιότητας αλλά, υπό την έννοια αυτή, δεν συνιστά και παραχώρηση κυριαρχίας; Το ζήτημα δεν ετέθη ποτέ , ούτε στην προσχώρηση στην ΕΕ ούτε στις μεταγενέστερες κυρώσεις των νέων συνθηκών. Και δεν ετέθη διότι δεν χρειάστηκε να τεθεί, επειδή υπήρχε πολύ μεγάλη πλειοψηφία, η οποία υπερκάλυπτε τη μείζονα πλειοψηφία των 180, οπότε και θα ήταν αλυσιτελής η θέση του ζητήματος. Στην πραγματικότητα όμως ισχύει ότι η μηχανική του άρθρου 28 είναι ατελής , αν όχι εντελώς εσφαλμένη. Παραχώρηση αρμοδιότητας και κυριαρχία είναι ζητήματα τα οποία είναι απολύτως συναφή και δυσδιάκριτα , δημιουργείται δε και ερμηνευτικό πρόβλημα διότι άλλες είναι οι προϋποθέσεις για την παραχώρηση κυριαρχίας και άλλες για την παραχώρηση αρμοδιότητας. Η εσφαλμένη αυτή μηχανική θα δημιουργήσει σίγουρα προβλήματα κάποια στιγμή.
Δεύτερος πυλώνας του διεθνούς δικαίου είναι οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου (το διεθνές έθιμο). Εξ ορισμού πρόκειται για κανόνα άτυπο. Βεβαίως οι προϋποθέσεις για τη συνδρομή ενός διεθνούς εθίμου διαφέρουν σε σχέση με την αποδοχή ενός εσωτερικού
δικαιϊκού εθίμου. Σε εμάς , ισχύει το σχήμα «μακρά και ομοιόμορφη χρήση και πεποίθηση δικαίου». Σε διεθνές επίπεδο, είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα , διότι το διεθνές δίκαιο εξ ορισμού λειτουργεί σε ένα εντελώς άλλο δικαιοπαραγωγικό περιβάλλον, πολύ πιο ρευστό, στο οποίο υπάρχει μεν μία πολύ γενική εικόνα περί αρμοδιότητας, αλλά αναδεικνύεται ιδιαίτερης σημασίας η ισχύς περί τα πράγματα. Π.χ. στην ανάδειξη διεθνούς εθίμου, κρίσιμη συνιστώσα (όχι πάντως και μοναδική) είναι ο αριθμός των χωρών που συμφωνούν και εφαρμόζουν έναν κανόνα. Ή ακόμη ακόμη από τα κράτη εκείνα τα οποία εφαρμόζουν αυτόν τον διεθνή κανόνα, ποια είναι η σχετική τους δύναμη στο διεθνές περιβάλλον. Εάν δηλαδή , τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εφαρμόζουν αυτόν τον εθιμικό κανόνα , από μόνο του αυτό αποκτά μία τεράστια ισχύ. Δεν χρειάζεται να πάμε σε μία λογική πλειοψηφίας των 200 κρατών του ΟΗΕ. Άρα , έχει σημασία και το ποσοτικό στοιχείο, αλλά και το στοιχείο της ισχύος για τη διαμόρφωση του κανόνα. Στην πράξη , αυτό που γίνεται στο διεθνές έθιμο είναι περίπου το εξής : έχουμε μία πολυμερή διεθνή συνθήκη, όπως π.χ η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ. Εκεί έχουν υπογράψει σχεδόν όλες οι χώρες του Οργανισμού. Εκ του γεγονότος ότι υπάρχει τέτοιου τύπου ομοιόμορφη και σε μεγάλη
έκταση εφαρμογή της συνθήκης, δημιουργείται κατ’έθιμο δέσμευση και για εκείνους οι
οποίοι δεν υπέγραψαν. Άρα ,το τυπικό διεθνές δίκαιο μπορεί να έχει και μία παρεπόμενη εφαρμογή , ακόμη και για εκείνους που δεν έχουν συμβληθεί. Αυτό το πλαίσιο έχει πολύ μεγάλη σημασία κυρίως για τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και αφορούν πολύ εμάς. Το αν π.χ η Τουρκία κυρώνει ή δεν κυρώνει τη Συνθήκη για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας έχει ναι μεν μία μεγάλη αξία, μπορεί όμως εν τέλει να δεσμεύεται ακόμη και αν δεν έχει υπογράψει.
Ποιος είναι εκείνος που καθορίζει, στην ελληνική έννομη τάξη, τι είναι διεθνές έθιμο ; →
Υπάρχει ρητή διάταξη του Συντάγματος, οποία αναφέρει ότι είναι αρμοδιότητα του ΑΕΔ (άρθρο 100 παρ. 1 στ. στ’).
Υπάρχουν και άλλες συμφωνίες διεθνούς δικαίου οι οποίες δεν περιβάλλονται τον τύπο του νόμου («συμφωνίες απλοποιημένης μορφής»). Είναι μικρής εμβέλειας συνθήκες μεταξύ των κρατών οι οποίες λογίζεται ότι, επειδή έχουν έναν χαρακτήρα διαχειριστικό και επαναλαμβανόμενο, δεν χρειάζεται να περνούν από τη Βουλή. Π.χ οι περιπτώσεις δανεισμού του Κράτους, που υπογράφονται από τον ΥπΟικ δεν έρχονται στη Βουλή. Θα μπορούσε μία
Κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τις συνθήκες απλοποιημένης μορφής έτσι ώστε να
παρακάμψει την ανάγκη κύρωσης από τη Βουλή; → ΟΧΙ , εάν δεν πρόκειται για γνήσιες απλοποιημένης μορφής συμφωνίες, με βάση τα κριτήρια τα οποία έχει θέσει η ίδια η νομολογία, τότε θα θεωρηθεί ότι , στο μέτρο που η συνθήκη δεν έχει περάσει από τη Βουλή, πρόκειται για έναν ανυπόστατο κανόνα, έναν κανόνα που δεν υφίσταται καν στην εθνική έννομη τάξη διότι δεν έχει περιβληθεί τον αναγκαίο συνταγματικό τύπο. Άρα , εν τέλει, το τι συνιστά «συμφωνία απλοποιημένης μορφής» και το τι συνιστά «κοινή τυπική συνθήκη» είναι κάτι που θα κριθεί από το Δικαστήριο.
Στο τρίτο (και τελευταίο) επίπεδο των πηγών του δικαίου βρίσκεται ο νόμος. Η έννοια είναι συνεκδοχική, διότι καταλαμβάνει πολλά πράγματα, τα οποία μεταξύ τους είναι ετερόκλητα. Έχουν ωστόσο μία σχετική συνάφεια, διότι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, όλοι αυτοί οι κανόνες βρίσκονται σε αυτό το επίπεδο παραγωγής. Το επίπεδο «νόμος» περιλαμβάνει τρία
υποσύνολα : το υποσύνολο «τυπικός νόμος και άλλες διατάξεις» , το υποσύνολο «διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα» και το υποσύνολο «Κανονισμός της Βουλής».
Τυπικός νόμος → ο νόμος ο οποίος περιβάλλεται τη νομική μορφή που προβλέπεται από το Σύνταγμα , δηλαδή συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή (άρθρα 73-77) , έκδοση και δημοσίευση από τον ΠτΔ (άρθρο 42 παρ. 1). Στο ίδιο υποσύνολο με τον τυπικό νόμο ανήκουν επίσης και οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (άρθρο 44 παρ. 1). Σε εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτες περιπτώσεις, έχουμε την παραγωγή κανόνων δικαίου όχι από το νομοθετικό όργανο (Βουλή και ΠτΔ) , αλλά από ένα άλλο σύνθετο όργανο, το οποίο αποτελείται από το Υπουργικό Συμβούλιο και τον ΠτΔ. Το Σύνταγμα , λοιπόν, προβλέπει κάποιες περιστάσεις,
όπου λόγω της σπουδαιότητας της ανάγκης να ληφθεί ταχέως μία απόφαση, θα πρέπει να υπάρχει μία ευελιξία, μία «ρήτρα διαφυγής». Στην περίπτωση του 44 παρ. 11 , προτείνει το Υπουργικό Συμβούλιο και εκδίδει ο ΠτΔ2. Κατά την ορθή ανάγνωση του άρθρου, ο ΠτΔ δεσμεύεται από την πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι δηλαδή υποχρεωμένος να εκδώσει την ΠΝΠ. Τα χαρακτηριστικά της ΠΝΠ είναι τα εξής :
→ πρώτο και βασικό : πρόκειται για τυπικό νόμο, έχει δηλαδή τυπική ισχύ νόμου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μπορεί να καταργεί/τροποποιεί (είτε ρητά είτε ερμηνευτικά) προγενέστερο
νόμο. Εφόσον βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον τυπικό νόμο , ισχύει ο μεθοδολογικός κανόνας
ότι ο νεότερος νόμος υπερισχύει του παλαιότερου. Π.χ. προβλέπει ένας νόμος ότι τα τέλη κυκλοφορίας θα πρέπει να πληρώνονται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους. Και φτάνει η 30η
Δεκεμβρίου και δεν έχει πληρώσει κανείς. Έρχεται λοιπόν μία ΠΝΠ και λέει «παρατείνεται η προθεσμία μέχρι 28 Φεβρουαρίου». Θα υπερισχύσει η νεότερη ρύθμιση έναντι της παλαιότερης , διότι βρισκόμαστε στο ίδιο επίπεδο τυπικής ισχύος.
→ δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό : ΔΕΝ ΜΕΣΟΛΑΒΕΙ Η ΒΟΥΛΗ. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά με τον τυπικό νόμο. Εδώ έχουμε μια ειδική διάταξη του Συντάγματος , η οποία υπερισχύει της γενικής του άρθρου 26 παρ. 1, σύμφωνα με την οποία κανόνες δικαίου θέτει η Βουλή και ο ΠτΔ. Ο νομοθέτης έρχεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Είναι προφανές ότι κανόνες δικαίου δεν είναι δυνατόν επί της αρχής να τίθενται, χωρίς σε κάποια φάση της δικαιοπαραγωγικής διαδικασίας να έχει αποφανθεί ο νομοθέτης. Η ιδιαιτερότητα της ΠΝΠ είναι ότι εδώ ο νομοθέτης (δηλαδή το αντιπροσωπευτικό σώμα) ομιλεί μεν, εκ των υστέρων δε. Έρχεται δηλαδή expost να κυρώσει ή να μην κυρώσει την ΠΝΠ (διακριτική ευχέρεια Ολομέλειας της Βουλής). Δηλαδή, 30 Δεκεμβρίου που εκδίδεται η προαναφερόμενη πράξη , εκείνη τη μέρα που θα εκδοθεί από τον ΠτΔ , λογίζεται ως τυπικός νόμος. Θα πρέπει, όμως, κατά το Σύνταγμα, μέσα σε 40 ημέρες από την έκδοση της πράξης, να έρθει στη Βουλή προς κύρωση. Και από την ημέρα που θα κατατεθεί προς κύρωση, δίδεται ένα διαδικαστικό περιθώριο στη Βουλή της τάξεως των τριών μηνών , να κυρώσει την πράξη. Εάν στο διάστημα αυτό η ΠΝΠ δεν κυρωθεί (ή εάν η Βουλή αδρανήσει – παρέλθει δηλαδή το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 44 παρ.1 τρίμηνο) , τότε λογίζεται ότι παύει να ισχύει για το μέλλον. Όσο ίσχυσε, ίσχυσε. Άρα, έχουμε στην πραγματικότητα μία παρέμβαση της Βουλής , η οποία όμως είναι
1Και γιατις ΠΝΠ του άρθρου 48 παρ.5, οι οποίες θεσπίζουν μέτρα με δεκαπενθήμερη διάρκεια στο πλαίσιο καταστάσεως πολέμου ή άλλων επειγουσών περιπτώσεων που απαριθμούνται στην παρ.1 του εν λόγω άρθρου (κατάσταση πολιορκίας), ισχύουν τα στο συγκεκριμένο σημείο αναφερόμενα, απλώς οι εν λόγω ΠΝΠ εξυπυρετούν διαφορετικό σκοπό. Σημαντικός ο διαχωρισμός που γίνεται στις επόμενες σελίδες. 2Κατά τονΦ. Σπυρόπουλο (Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.116, παρ.76 επ.) η πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος συμπράττει στην έκδοση των ΠΝΠ. Αντίθετη η άποψη του Γεραπετρίτη κατά την οποία ο όρος «πρόταση» εντός του Συντάγματος ταυτίζεται με την ευχέρεια και όχι με την δέσμευση, με εξαίρεση το άρθρο 41 παρ.2.
ύστερη σε σχέση με τη θέση σε ισχύ του κανόνα και έχει και μία σχετική αξία, διότι στον ενδιάμεσο χρόνο η Πράξη εφαρμόστηκε.
→ τρίτο βασικό χαρακτηριστικό , το οποίο συνέχεται με το πρώτο : επειδή ακριβώς είναι τυπικός νόμος, δεν προσβάλλεται ευθέως στο Δικαστήριο. Άρα, αν θέλουμε να προσβάλουμε την ΠΝΠ, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι κάνουμε και επί τυπικού νόμου. Να περιμένουμε δηλαδή να εκδοθεί μία διοικητική πράξη, να προσβάλουμε αυτή, και παρεμπιπτόντως να προσβάλουμε και την ΠΝΠ. Η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έκδοση ΠΝΠ (η εξαιρετικά επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη) δεν ελέγχεται δικαστικά (ούτε καν παρεμπιπτόντως), διότι θεωρείται ότι ανάγεται στην πολιτική εκτίμηση του οργάνου που παράγει την Πράξη, ότι δηλαδή εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου. Άρα, ακόμη και αν πρόκειται αυτοδήλως για μία περίπτωση όπου δεν υπήρχε καμία απολύτως ανάγκη (και επομένως πρακτικά θα μπορούσαμε να είχαμε καταφύγει στην κοινή νομοθετική διαδικασία), ο δικαστής δεν θα φτάσει μέχρι του σημείου να μην εφαρμόσει την ΠΝΠ επειδή δεν συνέτρεχαν αυτές οι πραγματολογικές συνθήκες, αλλά θα την εφαρμόσει κανονικά, θεωρώντας ότι η κρίση αυτή ανήκει στην ανέλεγκτη εκτίμηση της πολιτικής εξουσίας.
Από πού προκύπτει ο παρεμπίπτων έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων;
Προκύπτει από το άρθρο 95 παρ. 1 α’ (αρμοδιότητες του ΣτΕ), όπου ορίζεται ότι αίτηση ακύρωσης χωρεί κατά εκτελεστών διοικητικών πράξεων → εξ αντιδιαστολής, δεν χωρεί κατά τυπικού νόμου ούτε κατά διεθνούς συνθήκης.
Μπορώ να κάνω αγωγή αποζημίωσης κατά ενός αντισυνταγματικού νόμου, εάν θίγομαι από αυτόν (ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΓΙΑ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΝΟΜΟ);
Π.χ. ένας νόμος ο οποίος ορίζει «όλες οι ατομικές ιδιοκτησίες, οι οποίες ανήκουν στα όρια του Δήμου Αχαρνών, απαλλοτριώνονται, για να δημιουργηθούν υποδομές αποκομιδής σκουπιδιών». Η παραδοσιακή πρόσληψη είναι ότι δεν χωρεί αποζημίωση κατά του νόμου, επειδή κατά μία πολύ κλασική εκδοχή συνταγματισμού «ο νομοθέτης δεν νοείται να ζημιώνει/ο νομοθέτης δεν αδικεί». Πρόκειται για την πολύ παλιά θεώρηση του αγγλοσαξωνικού δικαίου «ο Βασιλιάς δεν σφάλλει/theKingcandonowrong». Άρα, υπό αυτή την έννοια δεν μπορούμε να ζητήσουμε αποζημίωση από το Δημόσιο σε περίπτωση που έχουμε έναν αντισυνταγματικό νόμο. Βεβαίως, με την εξέλιξη των πραγμάτων έχει διαφοροποιηθεί το ζήτημα, διότι πράγματι σήμερα θεωρούμε ότι, στο μέτρο που θίγονται θεμελιώδη δικαιώματα (όταν η διακύβευση είναι τόσο μείζων), εκεί θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την αξίωση που μπορεί να έχει ο κάθε θιγόμενος απέναντι στο Δημόσιο για αντισυνταγματικό νόμο (και αυτό πάντως με φειδώ). Έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία κυρίως όταν υπάρχει παραβίαση της ιδιοκτησίας (άρθρο 17 παρ.1), και πάντως μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία περίπτωση πρόδηλης αντισυνταγματικότητας. Βέβαια, στο πεδίο της αγωγής αποζημίωσης (άρθρο 105 ΕισΝΑΚ), είναι δύσκολο να θεμελιώσει κανείς την αγώγιμη αξίωσή του, διότι οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν δεν είναι εύκολα αποδείξιμες (κυρίως η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παρανομίας του Δημοσίου και ζημίας). Άρα → καταρχήν δεν επιτρέπεται αγωγή αποζημίωσης κατά αντισυνταγματικού νόμου, κατ’εξαίρεση επιτρέπεται
όταν βάλλονται θεμελιώδη δικαιώματα όπως η ιδιοκτησία, και σε κάθε περίπτωση είναι ένα ζήτημα το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολα.
Προβλέπει το Σύνταγμα ευθέως περιπτώσεις όπου μπορούμε να έχουμε αξίωση αποζημίωσης ακόμη και από νόμο;
→ στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης (άρθρο 17 παρ.2), εάν αυτή προβλέπεται από νόμο
→ στην περίπτωση που κάποιος έχει αδίκως καταδικασθεί, μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να ζητήσει αποζημίωση για την άδικη προφυλάκιση/φυλάκισή του (άρθρο 6 παρ. 3)
Η αγώγιμη αξίωση κατά του Κράτους (αυτό που ονομάζουμε αστική ευθύνη του Δημοσίου) έχει συνταγματική κατοχύρωση;
Θα μπορούσε να ενταχθεί στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας υπό ευρεία έννοια (άρθρο 20 παρ.1) , ότι δηλαδή για να έχω αποτελεσματική δικαστική προστασία, θα πρέπει ο νόμος να μου αναγνωρίζει το δικαίωμα να αξιώσω αποζημίωση από το Δημόσιο. Δηλαδή «καλό είναι να ακυρώνεις, αλλά η ακύρωση δεν καταλαμβάνει και ένα κεφάλαιο που έχει να κάνει με την πραγματική ζημιά που έχεις υποστεί από την εφαρμογή μέχρι την ακύρωση». Βέβαια, η άσκηση αγωγής αποζημίωσης δεν προβλέπεται στο άρθρο 95, όπως η αίτηση ακυρώσεως, θα μπορούσαμε ωστόσο να την εξαγάγουμε ερμηνευτικά από το άρθρο 20 παρ. 1.
Η θεωρία, όμως, ανάγει σε συνταγματικό θεμέλιο της αστικής ευθύνης του Δημοσίου το άρθρο 4 παρ. 5 (ισότητα των πολιτών στα δημόσια βάρη). Αιτιολογία: ανατρέπεται το ισοζύγιο αναλογίας στα βάρη, διότι, αν όλοι εισφέρουμε κατ’αναλογία των δυνάμεών μας όπως ορίζει το άρθρο 4 παρ.5, εγώ, εάν αναγκαστώ, εξαιτίας παράνομης πράξης του Δημοσίου, να υποστώ μία απομείωση περιουσίας (η ζημία που μου έχει προκληθεί ελαττώνει την περιουσία μου) , η ελάττωση αυτή είναι , στην αρνητική της μορφή , προσθήκη στην περιουσία του Δημοσίου, πράγμα που σημαίνει ότι το Δημόσιο, πλέον, δεν παίρνει αναλογικά απ’όλους τους πολίτες, παίρνει αναλογικά απ’όλους τους υπόλοιπους εκτός από εμένα (εξαιτίας της ζημίας που υπέστην , έχω μια δυσανάλογη συνεισφορά στα δημόσια έσοδα).
Εφόσον το Σύνταγμα φαίνεται να δέχεται το «δίκαιο της ανάγκης» , γιατί στην περίπτωση του άρθρου 48 παρ.1 έχουμε εμπλοκή της Βουλής , που δεν υπάρχει στο άρθρο 44 παρ.1 ;
Η κατάσταση πολιορκίας σημαίνει και πολύ σοβαρή καταστολή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος περιέρχονται σε παροδική αδράνεια και μπορούν να δημιουργούνται και νέες δομές (π.χ Στρατοδικεία). Συνολικά , δηλαδή , έχουμε μία απομείωση του Κράτους δικαίου. Επειδή λοιπόν εξ ορισμού υπάρχει αυτή η αναστολή δικαιωμάτων, θα πρέπει να παρέχεται πολύ μεγαλύτερη εγγύηση, η οποία στο αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι κατά βάση η Βουλή. Αυτή είναι η θεσμική απάντηση. Η ιστορική διάσταση του προβλήματος έχει να κάνει με την πηγή του άρθρου 48 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό (που υπάρχει και σε άλλες νομοθεσίες) , έχει αποτελέσει την «κερκόπορτα» σημαντικών καταστροφών. Το αντίστοιχο άρθρο του Γερμανικού Συντάγματος της Βαϊμάρης του 1919 ήταν εκείνο που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ για να μπορέσει να επιβάλει
τον ολοκληρωτισμό της Γερμανίας που οδήγησε στον Β’ ΠΠ, παρακάμπτοντας εντελώς τη Βουλή. Το άρθρο αυτό τότε προέβλεπε ότι μόνο με συμφωνία του Προέδρου του Ράιχ, είναι δυνατόν ο Καγκελάριος (τότε ο Χίτλερ),να λαμβάνει αποφάσεις εκτός Βουλής. Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει τότε τη συμφωνία επί της αρχής του Προέδρου , με αποτέλεσμα με προεδρικά διατάγματα και ερήμην της Βουλής , ουσιαστικά να περιέλθουμε στο καθεστώς του 1939. Για να αποφευχθούν όλα αυτά , ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 προέβλεψε την ουσιαστική παρέμβαση της Βουλής στην κατάσταση πολιορκίας.
Κανονιστικές Πράξεις της Διοικήσεως → γιατί βρίσκονται στο ίδιο τυπικό επίπεδο με τον νόμο, και όχι υπό του νόμου; Διότι ο κανόνας δικαίου που παράγεται από τη Διοίκηση (η κανονιστική πράξη) , εάν βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης, τότε έχει ίση τυπική δύναμη με τον νόμο (έχει ισχύ νόμου).
Εντός των ορίων της εξουσιοδότησης (άρθρο 43 παρ.2 & 4)→ π.χ εξουσιοδοτείται ο ΠτΔ να καθορίσει ποιες Κυριακές του χρόνου θα λειτουργούν τα καταστήματα. Ο ΠτΔ ορίζει ότι «τα καταστήματα θα είναι ανοιχτά τις συγκεκριμένες 7 Κυριακές, αλλά θα ανοίγουν μόνο τα καταστήματα που έχουν από 10 υπαλλήλους και άνω». Η ρύθμιση αυτή είναι εκτός των ορίων της εξουσιοδότησης. Η τελευταία δόθηκε προς ορισμό μόνον του ποιες Κυριακές θα λειτουργούν τα καταστήματα. Είναι σύνηθες το φαινόμενο να έχουμε τέτοιες υπερβάσεις, γι’αυτό και η εξουσιοδότηση είναι το πρώτο πράγμα που ελέγχουμε όταν έχουμε να κάνουμε με μία ΚΠΔ. Το εντός της εξουσιοδότησης μέρος της ΚΠΔ (ο κανόνας που τίθεται για τις 7 Κυριακές) είναι τυπικός νόμος, και άρα μπορεί να καταργεί/τροποποιεί τυπικό νόμο. Εάν λοιπόν μία ΚΠΔ βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης και είναι αντίθετη με προγενέστερο τυπικό νόμο, θα ισχύσει η νεότερη ΚΠΔ. Διαφαίνεται λοιπόν απολύτως ότι βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο , διότι , αν η ΚΠΔ ήταν υποδεέστερη του νόμου, δεν θα ίσχυε ο κανόνας ότι ο νεότερος υπερισχύει του παλαιότερου, αλλά θα ίσχυε ο κανόνας ότι ο ανώτερος υπερισχύει του κατώτερου.
Το κρίσιμο εδώ είναι οπωσδήποτε το εξής : πότε μια ΚΠΔ βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης;3Διότι και αυτό είναι μία διανοητική εργασία που είναι εξαιρετικά δύσκολη. Για παράδειγμα, στο θέμα των 7 εβδομάδων που τα καταστήματα είναι ανοιχτά την Κυριακή, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει προγενέστερος νόμος , ο οποίος ορίζει ότι «τα καταστήματα δεν
ανοίγουν ποτέ την Κυριακή», και με έναν εξουσιοδοτικό νόμο ο ΠτΔ μπορεί να καθορίζει ποιες Κυριακές τα καταστήματα θα είναι ανοιχτά, είναι εντός της εξουσιοδότησης το να τροποποιηθεί ο προηγούμενος νόμος; Η απάντηση είναι καταφατική, διότι στο μέτρο που ένας νεότερος νόμος λέει ότι «μεταφέρομαι σε ένα νέο επίπεδο που πλέον μπορεί με διοικητική απόφαση να ανοίγουν τα καταστήματα τις Κυριακές» , ουσιαστικά δίδεται η εξουσιοδότηση να ανατραπεί ο προηγούμενος νόμος. Άρα , όταν έχουμε με ΚΠΔ τροποποίηση προηγούμενου
νόμου, πρέπει να δούμε εάν ο εξουσιοδοτικός νόμος με κάποιον τρόπο επιτρέπει αυτού του τύπου την αλλαγή του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος. Με άλλα λόγια, το αν μπορεί με ΚΠΔ να τροποποιηθεί/καταργηθεί ένας προηγούμενος τυπικός νόμος , εξαρτάται από το εάν η εξουσιοδότηση που χορηγείται ρητά ή ερμηνευτικά δίδει τέτοιου τύπου ευχέρεια. Κλασικό παράδειγμα που συναντάμε συχνά στο νόμο : νόμος ορίζει ότι τα όρια ρύπων υπεράνω των οποίων λαμβάνονται μέτρα , είναι 1mg/τετραγωνικό εκατοστό. Με απόφαση του
3Η νομοθετική εξουσιοδότηση καλύπτει μόνο τα θέματα για τα οποία παρεσχέθη κανονιστική αρμοδιότητα και, αφετέρου, ότι βρίσκονται σε αρμονία με τους κανόνες του εξουσιοδοτικού νόμου. Σε περίπτωση παράβασης της πρώτης υποχρέωσης συντρέχει υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης.
ΥΠΕΚΑ μπορεί αυτό το όριο να τροποποιείται. → Η εξουσιοδότηση ρητά καταλαμβάνει και την τροποποίηση του νόμου. Άρα σε αυτή την περίπτωση βρισκόμαστε αναμφίβολα εντός των ορίων της εξουσιοδότησης. Σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι τόσο προφανές, αλλά είναι ζήτημα ερμηνείας το αν στην εξουσιοδότηση περιλαμβάνεται η δυνατότητα να ανατρέπεται προγενέστερος νόμος. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η ΚΠΔ βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδότησης , παράγει έννομα αποτελέσματα σε επίπεδο νόμου (ουσιαστικός νόμος).
Σημείωση: Όπου το Σύνταγμα αναφέρεται σε νόμο , εννοεί και τυπικό και ουσιαστικό νόμο, εκτός εάν ρητά προβλέπεται ότι απαιτείται τυπικός νόμος.
Κανονισμός της Βουλής → Περιλαμβάνεται στη γενική έννοια του «νόμου» καταχρηστικά, διότι τεχνικά δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με τον τυπικό και ουσιαστικό νόμο. Τα δύο ερμηνευτικά εργαλεία ( «ο νεότερος νόμος υπερισχύει του παλαιότερου» και «ο ειδικότερος νόμος υπερισχύει του γενικότερου» ) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του ΚτΒ. Εάν έχουμε μία πρόβλεψη τυπικού νόμου (ή μιας ΚΠΔ) «Α» και μία πρόβλεψη του ΚτΒ «-Α» , αντί για τα δύο προαναφερόμενα ερμηνευτικά εργαλεία, εφαρμόζουμε το κριτήριο της αρμοδιότητας , δηλαδή: το κρίσιμο στην περίπτωση αυτή είναι , εάν υπάρχει αρμοδιότητα του Κανονισμού να ρυθμίζει τη συγκεκριμένη ύλη. Η λειτουργία του ΚτΒ προβλέπεται στο πλαίσιο της αυτονομίας της Βουλής στο άρθρο 65 του Συντάγματος. Στο άρθρο 65 παρ.1 γίνεται ακριβώς και προσδιορισμός της ύλης του Κανονισμού («ο τρόπος λειτουργίας της Βουλής»). Εικονοπλαστικά : εάν έχουμε μία μεγάλη δεξαμενή , στην οποία πετάμε μέσα όλη τη ρυθμιστική ύλη που απαιτείται να υπάρχει μέσα σε μία οργανωμένη κοινωνία, αυτή η ύλη κανονιστική ανήκει στη Βουλή. Η Βουλή μπορεί να τη μεταφέρει στον ΠτΔ, στον Υπουργό, στον Δήμαρχο, οπουδήποτε. Από αυτή τη μεγάλη δεξαμενή , εξάγουμε ένα μέρος και το τοποθετούμε σε μία μικρότερη δεξαμενή. Η μικρότερη αυτή δεξαμενή είναι η ύλη η οποία προσιδιάζει στον τρόπο λειτουργίας της Βουλής και η οποία αποδίδεται στον Κανονισμό. Είναι δηλαδή στην πραγματικότητα μία εξαγωγή από τη γενική ρυθμιστική ύλη. Ο ΚτΒ παράγεται με μία διαδικασία που αποκλείει οποιοδήποτε άλλο όργανο, εκτός από τη Βουλή. Δηλαδή, δεν έχει νομοθετική πρωτοβουλία στον ΚτΒ η Κυβέρνηση, δεν εκδίδει ο ΠτΔ , αλλά απλώς δημοσιεύει ο ΠτΒ , και δεν υπάρχει καν δικαστικός έλεγχος.
Παρασκευή 3ο Μάθημα 1/3/2019
Γεραπετρίτης
Λόγοι διάλυσης της Βουλής
Εάν δεν έχει καταφέρει να εκλέξει ΠτΔ-αρ.32§4(Αν δεν συγκεντρωθεί πλειοψηφία 180 Βουλευτών κατά την τρίτη ψηφοφορίατότε πάνε σε διάλυση της Βουλής-εκλογές- νέα Βουλή με σειρά ψηφοφοριών η οποία καταλήγει στην πλειοψηφία) Αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης-αρ.37 Διάλυση της Βουλής από τον ΠτΔ με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης για κρίσιμο εθνικό θέμα-αρ.41§2 (Το Σ αναφέρει ότι δεν μπορείς να
επικαλεστείς τον ίδιο λόγο για δεύτερη φορά για διάλυση της νέας Βουλής-πρέπει να υπάρχει εναλλαγή) Διάλυση της Βουλής από τον ΠτΔ μετά από παραίτηση ή καταψήφιση από αυτή δύο Κυβερνήσεων (ή μία παραίτηση + μία καταψήφιση) -αρ.41§1 Λήξη θητείας της Βουλής(Ασυνήθιστη-Μόνο μια φορά όλη κι όλη ολοκληρώθηκεθητεία Βουλής)
Τι συμβαίνει όταν παραιτείται η Κυβέρνηση;
ΔΕΝ διαλύεται η Βουλή-Εξ αντιδιαστολής από το αρ.41§1 που απαιτεί δύο Κυβερνήσεις. Πάμε στο άρ.37 και τις διερευνητικές εντολές.
Αρ.32§4: Προβλέπει την εκλογή ΠτΔ και τη διάλυση Βουλής εξαιτίας της αδυναμίας αυτής της εκλογής. Είναι μια διάταξη η οποία έχει ταλαιπωρήσει αρκετά την πολιτική τάξη διότι έχει
αξιοποιηθεί η διαδικασία αυτή προσχηματικά κατά τρόπον ώστε να διαλύεται η Βουλή όχι
επειδή υπάρχει μια γνήσια αδυναμία να υπάρξει συναίνεση στη πρόσωπο του ΠτΔ αλλά για λόγους που ανάγονται στην πολιτική διάθεση των κομμάτων ουσιαστικά. Δηλαδή έτσι όπως
είναι σχηματισμένο το αρ.32 δίνει μια προνομία στην Αντιπολίτευση να διαλύσει τη Βουλή. (
Παράδειγμα 2009-ΠτΔ Κάρολος Παπούλιας και εκλογές έχουμε με τη λήξη της θητείας του Παπούλια το 2010 και ήταν η 1η του θητεία-ο ΠτΔ έχει μόνο 2 θητείες. Όλο το πολιτικό φάσμα συμφωνεί στην επανεκλογή του Παπούλια στη θέση του ΠτΔ για μια 2η θητεία πλην όμως η Αντιπολίτευση τότε δήλωσε ότι ΔΕΝ πρόκειται να ψηφίσει τον Παπούλια στην 1η φάση
δηλαδή στη Βουλή 2007-2009 για να προκαλέσει εκλογές και στη νέα Βουλή που θα προκύψει θα ψηφίσει τότε τον Παπούλια. Άρα ενόσω υπήρχε μια πραγματική πλειοψηφία στο πρόσωπο του Παπούλια, παρά ταύτα χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά το αρ.32 από την Αντιπολίτευση
για να προκαλέσει εκλογές. Και τελικά βεβαίως έγιναν οι εκλογές,η Αντιπολίτευση έγινε κυβερνητική πλειοψηφία και βεβαίως υπερψηφίστηκε ο Παπούλιας με μεγάλη διαφορά. Αλλά ο σκοπός είχε επιτευχθεί, άρα βλέπετε πόσο λάθος είναι.)Γι’αυτό το λόγο το αρ.32 προτάθηκε για αναθεώρηση τώρα, στην τρέχουσα αναθεώρηση και είναι από τα πολύ λίγα άρθρα τα οποία έχουν προταθεί και από τα 2 μεγάλα κόμματα για να αναθεωρηθούν. Η φιλοσοφία είναιυπάρχει διαφορά στο πως σκέφτεται ο καθένας, δηλαδή η πρόταση της κυβερνητικής πλειοψηφίας σήμερα για την αναθεώρηση του αρ.32 είναι να εκλέγεται ο ΠτΔ απευθείας από το Λαό ,εάν δεν καταφέρει να τον εκλέξει η Βουλή με μεγάλη πλειοψηφία. Άρα άμεση εκλογή του ΠτΔ. Η πρόταση της Αντιπολίτευσης είναι να εκλέγεται ο ΠτΔ από τη Βουλή με σχετική πλειοψηφία. Δηλαδή να πέσουμε πρακτικά από τους 200-180 στους 151. Είναι άλλη φιλοσοφία. Η μεν φιλοσοφία της εκλογής απευθείας από το λαό στηρίζεται περισσότερο στο να δημιουργήσει ένα μείγμα κάπως ισχυρού και νομιμοποιημένου Προέδρου, πάλι δεν θα διαλύεται η Βουλή όμως-το κρίσιμο και στις 2 περιπτώσεις είναι ότι δεν θα διαλύεται η Βουλή. Στη δε πρόταση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αυτό που υπερισχύει είναι πρωτίστως το σκεπτικό «ε δεν έγινε και τίποτα φοβερό εάν δεν καταφέρουμε να εκλέξουμε ΠτΔ, διότι υπό το ισχύον καθεστώς ο ΠτΔ δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες» . Καμία δε από τις προτάσεις , ούτε της Κυβέρνησης ούτε της Αντιπολίτευσης ενισχύει σημαντικά τις αρμοδιότητες του ΠτΔ.
Είναι δυνατόν ο ΠτΔ να εκλέγεται από το λαό,ή αυτό κάπου χτυπάει;
Πέραν του Σ30παρ1 («εκλέγεται από τη Βουλή») θα πρέπει να έχουμε ως σημείο αναφοράς το αρ.110§1(περιορισμός). Δηλαδή το αρ.110 είναι το κρίσιμο άρθρο που αναφέρεται στα όρια της Συνταγματικής Αναθεώρησης. Χτυπάει ίσως στη μορφή του Πολιτεύματος –στο στοιχείο
της ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗΣ. Εδώ φαίνεται να κτυπάει λιγάκι, είναι ακριβές; Το κρίσιμο είναι
τι σημαίνει ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΜΕΝΗ. Ο όρος «Προεδρευόμενη» έχει 2 βασικά χαρακτηριστικά τα οποία ενσωματώνει. Το 1ο είναι ότι έχουμε μια Αβασίλευτη Δημοκρατία.Αρχηγός του Κράτους είναι ο ΠτΔ-Ρεπουμπλικανισμός. Το 2ο είναι η έκταση των αρμοδιοτήτων του
αρχηγού του Κράτους. Δεν έχει εκτεταμένες πολιτικές αρμοδιότητες.Είναι ο αρχηγός του Κράτους αλλά δεν είναι ο ουσιαστικός αρχηγός της πολιτικής εξουσίας (Περιορισμένες Συνταγματικές Αρμοδιότητες). Εδώ τώρα μας λείπει το θέμα της εκλογής του ΠτΔ. Μας είναι ΝΟΜΙΚΑ ΑΔΙΑΦΟΡΟ το πώς εκλέγεται ο ΠτΔ, εφόσον παραμένει αρχηγός του Κράτους. Είναι συνταγματικά αδιάφορο αλλά πολιτικά έχει τη σχετική του σημασία. Διότι εκλεγόμενος
άμεσα από το λαό ο ΠτΔ αποκτά κάτι που υπό τις σημερινές συνταγματικές συνθήκες δεν έχει,ένα επίπεδο ουσιαστικής νομιμοποίησης. Ενισχύεται έτσι πολύ η πολιτική του θέση. Έτσι ενώ δεν αλλοιώνεται το συνταγματικό ισοζύγιο των αρμοδιοτήτων,πολιτικά το ισοζύγιο μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ΠτΔ απόλλυται, καθώς ο ΠτΔ ως άμεσα νομιμοποιούμενος θα διεκδικήσει και άλλες αρμοδιότητες. Άρα έχουμε μια πολιτική τροπή του πολιτεύματος. Αλλά επειδή κάνουμε Συνταγματικό Δίκαιο και όχι πολιτική επιστήμη αρκεί να πούμε στο πλαίσιο της παρούσας αξιολόγησης ότι δεν απαγορεύεται από το Σύνταγμα στο αρ.32 να έχουμε εκλογή του ΠτΔ άμεσα από το λαό ΕΦΟΣΟΝ δεν υπάρχει και Συνταγματική μετατόπιση των αρμοδιοτήτων υπέρ του ΠτΔ. Δηλαδή διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του. Κι αυτό διότι ο χαρακτηρισμός του πολιτεύματος ως «Προεδρευόμενη» ή «Προεδρική Δημοκρατία» δεν αφορά στον τρόπο εκλογής αλλά στο εύρος των αρμοδιοτήτων. Εάν λοιπόν παραμείνει με τις υφιστάμενες αρμοδιότητες ή αποκτήσει κάποιες άλλες που δεν αλλοιώνουν όμως την ήσσονα πολιτική αξία του ΠτΔ στο Πολίτευμα.
Προεδρευόμενη Δημοκρατία σύμφωνα με το αρ.1§1 έχουμε όταν ο ΠτΔ είναι ο αρχηγός του
κράτους αλλά με περιορισμένες αρμοδιότητες. Αυτό έχει μεγάλη ιστορική αξία γιατί στην αρχική του εκδοχή το Σύνταγμα του 1975 προόριζε έναν πάρα πολύ ισχυρό ΠτΔ Πριν την 3η
αναθεώρηση του 1986, ο ΠτΔ μπορούσε να διορίσει όποιον θέλει κατά συνταγματικό έθιμο,μπορούσε να διαλύει τη Βουλή εφόσον υφίστατο λαϊκή δυσαρμονία,μπορούσε να κυρώνει τους νόμους,όχι με απλό έλεγχο της Συνταγματικότητας που συμβαίνει σήμερα, αλλά με έλεγχο σκοπιμότητας-επί της ουσίας. Έτσι ο ΠτΔ ήταν ισότιμος παίκτης της νομοθετικής λειτουργίας. Σε επίπεδο αφηρημένο υπήρχε μια σοβαρότατη ένταση στο Σύνταγμα, μια εγγενής αντίφαση στο κείμενο του Συντάγματος. Ναι μεν στο αρ 1§1 είχαμε Προεδρευόμενη, αλλά ουσιαστικά η πανηγυρική διατύπωση της μορφής του πολιτεύματος δεν είχε καμία αντιστοίχιση με τις πραγματικές αρμοδιότητες που απέδιδε το Σύνταγμα στα επιμέρους του κεφάλαια. Είχαμε μια τύποις Προεδρευόμενη, κατ’ουσίαν Προεδρική Δημοκρατία.
Με την αναθεώρηση του 1986 για λόγους απολύτως πολιτικής συγκυρίας, είχαμε μια μονοθεματική αναθεώρηση,μόνο για τον ΠτΔ δηλαδή. Έχουμε μια εννοιολογική αποκατάσταση του πολιτεύματος → Προεδρευόμενη στο άρ. 1 , και Προεδρευόμενη σε όλα τα επιμέρους κεφάλαια (άρθρα 30-50 Σ).
Θα μπορούσαν σήμερα να επανέλθουν οι αρμοδιότητες του ΠτΔ με σημερινή αναθεώρηση; Υπάρχει κάποιος τρόπος να αποκατασταθεί η ισορροπία αυτή;
Υπάρχει μία συζήτηση, η οποία έχει έναν χαρακτήρα θεσμικό, αλλά είναι και πολιτική : ότι ελλείπουν σήμερα τα γνήσια πολιτικά αντίβαρα απέναντι στην εξαιρετικά ισχυρή κυβερνητική λειτουργία (αυτό που συνεκδοχικά ονομάζουμε το «πρωθυπουργοκεντρικό» Κράτος). Έχουμε μία πάρα πολύ ισχυρή Κυβέρνηση, η οποία ουσιαστικά έχει ανατρέψει τη λογική του Κοινοβουλευτισμού (στο κοινοβουλευτικό σύστημα η Βουλή ελέγχει την Κυβέρνηση, πλην
όμως , σήμερα , η πραγματική πολιτική συνθήκη είναι ότι η Κυβέρνηση ελέγχει τη Βουλή , εφόσον υπάρχει κυβερνητική πλειοψηφία). Απέναντι σε αυτή την Κυβέρνηση, ο ΠτΔ είναι σχετικώς -έως πολύ- αδύναμος, ενώ η δικαστική λειτουργία διατηρεί ναι μεν μέσω της ανεξαρτησίας της μία μεγάλη ισχύ, αλλά πολλές φορές και αυτή ουσιαστικά αυτοσυγκρατείται όταν έχει να κάνει με πολιτικές επιλογές. Η συζήτηση λοιπόν γίνεται επί του πώς μπορεί να αποκατασταθεί η ισορροπία αυτή και επ’αυτού υπάρχει η άποψη περί ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ (να έχει λόγο και να μπορεί να σταθεί «απέναντι» στην Κυβέρνηση ή ακόμη ακόμη η Κυβέρνηση να έχει στο μυαλό της ότι οι πολιτικές της επιλογές μπορούν ανά πάσα στιγμή να τεθούν στην κρίση κάποιου άλλου-να υπάρχει δηλαδή ένας ετεροέλεγχος). Η ενίσχυση αυτή μπορεί να είναι σύμμετρη (π.χ ο ΠτΔ να ορίζει τους δικαστές των ανωτάτων δικαστηρίων ή τα μέλη των ΑΔΑ ή να προκηρύσσει δημοψήφισμα μόνος του), αλλά μπορεί να φτάνει και μέχρι του σημείου να επανερχόμαστε στο καθεστώς του 1975. Μπορεί όμως να συμβεί κάτι τέτοιο;
Πρέπει κάπου να βάλουμε μια κόκκινη γραμμή την οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί πολύ συγκεκριμένα. Το κρίσιμο πού θα βάλεις στην κόκκινη γραμμή έχει να κάνει με την ποιότητα και την ένταση της αρμοδιότητας . Το κρίσιμο είναι να μην αλλοιώνεται κατ’αποτέλεσμα ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, ο οποίος οφείλει να ταυτίζεται με τηνυπεροχή του πολιτικού συστήματος (να μην φτάσει ο ΠτΔ να είναι ισότιμος πολιτικός συνομιλητής με την Κυβέρνηση).
Είναι λάθος αρχή να σκεφτόμαστε ότι η αποκατάσταση του πολιτεύματος θα είναι σε μια ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ γιατί όχι μόνο αυτός έχει περιορισμένες αρμοδιότητες αλλά έχει και το αρνητικό τεκμήριο της αρμοδιότητας. Ο Πρωθυπουργοκεντρισμός υποβαθμίζει ουσιαστικά τη Βουλή, η οποία έχει τεκμήριο αρμοδιότητας. Άρα η ανατροπή του ισοζυγίου εξουσιών εντοπίζεται μεταξύ Κυβέρνησης και Βουλής. Πρέπει να ενισχύσουμε τον ρόλο της Βουλής- κυρίως τα δικαιώματα των Βουλευτών και ιδίως των μειοψηφιών ή ίσως και του δικαστή. Τώρα αντί να έχουμε έναν εξεταστικό έλεγχο της Βουλής προς την Κυβέρνηση, στην πραγματικότητα οι εξεταστικές επιτροπές χρησιμοποιούνται μόνο από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να ελέγχεται η προηγούμενη πλειοψηφία.Έτσι ώστε να αποδειχθεί πόσο χάλια τα έκαναν οι προηγούμενοι.Εδώ υπάρχει μεγάλη αλλοίωση. Τώρα όσον αφορά την ενίσχυση του δικαστή,αυτός να μπορεί να ελέγχει τα ουσιαστικά της Βουλής και να διορίζει ο ίδιος τους ανώτατους δικαστές και όχι η Κυβέρνηση.
Ιστορικά, το 1975, ο Καραμανλής ήθελε τον ενισχυμένο ρόλο του ΠτΔ λόγω της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, δηλαδή ενόψει αυτής της συγκυρίας, διότι θα μπορούσε να έχει και κάποιος άλλος ουσιαστικό λόγο απέναντι στον πολύ ισχυρό Πρωθυπουργό. Στο Σύνταγμα του 1975 δεν υπήρχε ερμηνευτική ένταση. Είχαμε μια γενική διάταξη και περισσότερες ειδικές, οπότε εφαρμοζόταν το ειδικότερο (διατάξεις ίσης τυπικής ισχύος). Οι αρμοδιότητες του ΠτΔ
ήταν πολύ πιο ισχυρές και πιο ευρείες. Ήταν ισότιμος με την Κυβέρνηση, δημιουργώντας ένα σύστημα πολιτικού καισαρισμού - δικεφαλισμού. Κατά 1η άποψη στην έννοια της
προεδρευόμενης δημοκρατίας συμπεριλαμβάνονται όλες οι αρμοδιότητες του ΠτΔ. Οπότε θα ήταν συμβατό να υπάρχουν γενικά. Κατά δεύτερη άποψη πλέον, θα αποτελούσε υπέρβαση και δεν θα ήταν εφικτή η επέκταση των αρμοδιοτήτων . Το 1980 όταν πλέον διαφαινόταν η
πολιτική ήττα της ΝΔ, ο Καραμανλής μετακινείται από Πρωθυπουργός στη θέση του ΠτΔ. Το 1981 έρχεται στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ με το βαρύ σύνθημα «έξω από την ΕΟΚ, έξω από το ΝΑΤΟ» (ενώ η υπογραφή για την προσχώρηση είχε συντελεσθεί ήδη το 1979). Το γεγονός λοιπόν ότι ο Καραμανλής είχε εκλεγεί ΠτΔ με πολύ ισχυρή πλειοψηφία , εξισορροπούσε κάπως την πολιτική κατάσταση. Το 1986 έχουμε πλέον ένα νέο συνταγματικό κείμενο. Σήμερα η
ενίσχυση των αρμοδιοτήτων χτυπάει ευθέως στο 110§1 → δεν γίνεται οι αρμοδιότητες του ΠτΔ να ενισχυθούν μέχρι του σημείου να μεταβάλλεται η μορφή του πολιτεύματος.
Ελέγχεται δικαστικά η αναθεώρηση/τα όριά της, στο πλαίσιο της ερμηνείας του Σ;
Η φιλοσοφία του 110 είναι να αποκλείσει κάθε άλλο όργανο. Στην αναθεώρηση αποκλείονται όλες οι τακτικές λειτουργίες εκτός από τη Βουλή. Την πρόταση αναθεώρησης την κάνουν βουλευτές. Την απόφαση την παίρνει η Βουλή. Το νέο κείμενο του Συντάγματος δημοσιεύει ο πρόεδρος της Βουλής -αποκλείεται και ο ΠτΔ και η Κυβέρνηση. Μήπως η φιλοσοφία λοιπόν είναι να αποκλειστεί και ο δικαστικός έλεγχος (όπως και στον Κανονισμό της Βουλής); Το κείμενο του Συντάγματος λέει (93 παρ.4) , ελέγχω το περιεχόμενο, εξ αντιδιαστολής δεν ελέγχω τη διαδικασία. Άρα το Σ παρέχει έναν ερμηνευτικό οδηγό για τον αποκλεισμό του δικαστικού ελέγχου της κοινοβουλευτικής διαδικασίας της παραγωγής του νόμου. Ωστόσο, το 93 παρ. 4 αναφέρεται σε τυπικό νόμο, ενώ αντίστοιχη διάταξη για την αναθεώρηση δεν υπάρχει. Με αποτέλεσμα να υπάρχει μία θέση στη θεωρία ότι ελέγχεται και η διαδικασία παραγωγής του νέου Συντάγματος . Με αυτό φάνηκε να συμφωνεί και η νομολογία σε μια μεμονωμένη απόφαση την 11/2003 (Υπόθεση Λυκουρέζου) η οποία αφορούσε τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα. Διατύπωσε βέβαια την άποψη αυτή με έναν τρόπο μάλλον ασαφή και όχι κρίσιμο. Ήταν μια περιφερειακή σκέψη και όχι μια από τις σκέψεις που οδήγησαν στο διατακτικό (obiter dictum). Από αυτόν τον περιφερειακό λόγο έχει ξεκινήσει αυτή η τεράστια ακαδημαϊκή συζήτηση σήμερα η οποία ξεκίνησε ως πολιτική, και έχει να κάνει με το αν η Βουλή που θα προτείνει την αναθεώρηση αν μπορεί να δεσμεύσει σε ότι αφορά το περιεχόμενό της και την επόμενη Βουλή, δηλαδή την αναθεωρητική. Η παραδοσιακή βάση της αναθεώρησης είναι η εξής : 3 φάσεις αναθεώρησης 1) Η προτείνουσα Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης και προτείνει άρθρα προς αναθεώρηση, 2)Εκλογές στις οποίες ο λαός αποφαίνεται και επί των αναθεωρητικών προτάσεων-δεν το βρίσκεις σε πολλά Σ να μεσολαβεί υποχρεωτικά η λαϊκή βούληση, 3) Η νέα Βουλή που συγκροτείται στην επόμενη σύνοδό της αποφασίζει για τις διατάξεις που έχουν προταθεί. Έχουμε μια κατά στάδια αρμοδιότηταδιαδοχική άσκηση αρμοδιότητας από 3 διαφορετικά όργανα κατά χρόνο.
Μπορεί η προτείνουσα Βουλή να προτείνει την αναθεώρηση Συντάγματος αλλά να ορίζει να εκλέγεται ο ΠτΔ από το λαό; Ό,τι πει αυτή ως προτείνουσα αυτό θα δεσμεύσει την αναθεωρητική Βουλή και ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων;
Αυτό είναι ένα ζήτημα τεράστιας σημασίας γιατί αν η προτείνουσα Βουλή δεσμεύει και την αναθεωρητική, ουσιαστικά μετατοπίζεται το κέντρο βάρους-ισχύος από την αναθεωρητική στην προτείνουσα. Έρχεται η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία και σου λέει να αναθεωρηθεί το αρ.54 και να καθιερωθεί ως πάγιο εκλογικό σύστημα η απλή αναλογική-ενίσχυση του
αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα. Ενώ ,αντίθετα, η Αντιπολίτευση προτείνει να καθιερωθεί ως πάγιο σύστημα η ενισχυμένη αναλογική- ενίσχυση κυβερνησιμότητας. Έρχεται ο λαός στη 2η
φάση (εκλογές) να κρίνει και, αν υπάρχει δέσμευση , πρακτικά δεν κρίνει τίποτα. Αν δεν
υπάρχει δέσμευση, αποκτά γνήσια αξία ο λόγος του εκλογικού σώματος (θα επιλέξει ανάμεσα στα δύο). Στην 3η φάση έρχεται η αναθεωρητική Βουλή, εάν υπάρχει δέσμευση , δεν έχει
αντικείμενο , αφού τα έχει αποφασίσει όλα η προτείνουσα, το μόνο που μπορεί να κάνει η νέα Βουλή είναι να μην αναθεωρήσει καθόλου4. Ενόσω δεν υπάρχει νομική δέσμευση, υπάρχει
4 Η προτείνουσα Βουλή διαπιστώνει την ανάγκη της αναθεώρησης και καθορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις. Η αναθεωρητική Βουλή αποφασίζει για το περιεχόμενο των ρυθμίσεων που τροποποιούν, αντικαθιστούν, καταργούν, ερμηνεύουν ή προσθέτουν συνταγματικές διατάξεις. (Φ.Σπυρόπουλος, Συνταγματικό Δίκαιο, σελ.94-95 & πρβλ. Μάθημα 31/05/2019 για την αναθεώρηση του Συντάγματος)
ωστόσο ένα δημοκρατικό τίμημα. Διότι, εάν λόγου χάρη η νέα Βουλή που θα προκύψει αποφασίσει να ματαιώσει την αναθεώρηση, αφίσταται της λογικής ότι «ο Λαός μίλησε» (δεν έχουν αξία οι εκλογές που μεσολάβησαν).
Πρακτική σημασία σήμερα:
Η Κυβέρνηση βάζει σε πρόταση αναθεώρησης το αρ.30 και το αρ.32§4. Καταψηφίστηκε το αρ.30 αλλά υπερψηφίστηκε το αρ.32. Η Κυβερνητική πλειοψηφία «έκλεισε από την πίσω πόρτα» την πρόταση για εκλογή από τον Λαό. Διότι, το άρθρο 30 ορίζει ότι ο ΠτΔ εκλέγεται από τη Βουλή. Δεν γίνεται λοιπόν να αναθεωρηθεί το 32 (προς την κατεύθυνση της άμεσης εκλογής από το Λαό) χωρίς ταυτόχρονα να αναθεωρηθεί και το 30 (και να γίνει «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή ή από το Λαό») . Για να τεθούν διατάξεις προς αναθεώρηση πρέπει να υπερψηφιστούν και στις 2 συνεδριάσεις. Θα πρέπει αυτές που υπερψηφίστηκαν την πρώτη φορά να υπερψηφιστούν και τώρα. Εκείνες που δεν υπερψηφίστηκαν την πρώτη φορά όπως το αρ.30 δεν μπορούν να τεθούν δεύτερη φορά.
2η Εβδομα δα
Τρίτη 4ο Μάθημα 05/03/2019
ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ
Με ποιο νομικό τρόπο διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται εκλογές; (με ποιο νομικό ένδυμα) → με προεδρικό διάταγμα, το οποίο είναι ρυθμιστικού χαρακτήρα , δηλαδή δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα – δεν θεσπίζει κάποιον κανόνα δικαίου (η ωφέλιμη πρακτική συνέπεια σε αυτό είναι ότι το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής δεν διέρχεται από την επεξεργασία του ΣτΕ).
Ερώτηση εξετάσεων : Τι είναι πιο ταχύ να έχουμε ως ρύθμιση; Μία υπουργική απόφαση ή ένα προεδρικό διάταγμα; → η απάντηση εδώ είναι Υπουργική Απόφαση, διότι το προεδρικό (κανονιστικό) διάταγμα πρέπει να διέλθει από μία πρόσθετη διοικητική διαδικασία , που είναι η επεξεργασία από το ΣτΕ. Επεξεργασία έχουμε μόνο για τα κανονιστικού τύπου διατάγματα, αυτά δηλ. που ενσωματώνουν κανόνα δικαίου (άρθρο 95§1 στ. δ Σ.).
Τι περιλαμβάνει το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής (τρία στοιχεία):
→ Διακηρύσσει τη διάλυση της Βουλής (για όποιον λόγο και αν πραγματοποιείται αυτή, είτε πρόκειται για πρόωρη διάλυση είτε για λήξη της θητείας της)
→ Προκηρύσσει εκλογές , δηλ προσδιορίζει την ημέρα , η οποία σύμφωνα με την Εκλογική Νομοθεσία είναι πάντα Κυριακή και δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από 30 ημέρες από τη διάλυση της Βουλής. Άρα, εάν σήμερα (5.3.2019) έχουμε το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της
Βουλής, εκλογές μπορούμε να έχουμε μόνον μέχρι 5.4.2019. Συνήθως εξαντλείται το όριο , είναι δηλ η τελευταία Κυριακή εντός του περιθωρίου των 30 ημερών, ώστε να υπάρχει και ένα περιθώριο προεκλογικής περιόδου.
→ Συγκαλεί τη νέα Βουλή σε Σύνοδο , σε δήλη ημέρα. Η ημέρα αυτή επίσης δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από 30 ημέρες από τη διενέργεια των εκλογών (άρθρο 41§3 & ερμηνευτική δήλωση του ίδιου άρθρου)
Το δεύτερο 30ήμερο δεν μπορεί να εξαντληθεί, όπως το πρώτο. Αντιθέτως, το προεδρικό διάταγμα συνήθως προβλέπει ένα μικρό περιθώριο για τη σύγκληση της νέας Βουλής, της τάξεως των 7-10 ημερών. Γιατί δεν θέλουμε να εξαντλήσουμε αυτό το περιθώριο; Ποιος είναι ο θεσμικός λόγος; [ Προσοχή ! Η απάντηση εδώ δεν είναι ότι «η Χώρα είναι ακυβέρνητη» , διότι η προηγούμενη Κυβέρνηση εξακολουθεί υφισταμένη καθ’όλο τον χρόνο μέχρι τη σύγκληση νέας Βουλής. Η Κυβέρνηση λοιπόν είναι ένα όργανο διαρκές, τεχνικά δεν υφίσταται κανένα νομικό κενό μεταξύ της μίας και της άλλης Κυβέρνησης. Η στιγμή κατά την οποία μεταβιβάζεται η πολιτική εξουσία από μία διακυβέρνηση σε μία άλλη είναι η στιγμή της παράδοσης και της παραλαβής. Η Βουλή λοιπόν μπορεί να μην υφίσταται σε αυτό το χρονικό διάστημα, Κυβέρνηση όμως υπάρχει, και είναι μάλιστα Κυβέρνηση πλήρους πολιτικής αξίας, δηλ μπορεί να λαμβάνει όποια απόφαση θέλει , ανεξαρτήτως του ότι βρισκόμαστε σε μία φάση πολιτικής μετάβασης. Βέβαια, για λόγους πολιτικής ευθυκρισίας, μία τέτοιου είδους Κυβέρνηση θα φροντίσει να είναι κυρίως διεκπεραιωτική, και όχι να δεσμεύει τη Χώρα για το μέλλον (αν και το έχουμε δει και αυτό).] Επανερχόμενοι στην ερώτηση : Θεσμικά, το δεύτερο 30ήμερο δεν μπορεί να εξαντληθεί , διότι αντίκειται ευθέως στο 84§1 Σ. , το οποίο ορίζει ότι η Κυβέρνηση θα πρέπει να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης εντός 15 ημερών από την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού. Η ημέρα συζήτησης προσδιορίζεται από τον ΠτΒ σε συνεννόηση με την Κυβέρνηση κατά το άρ.141ΚτΒ. Εδώ υπάρχει λοιπόν μία εγγενής αντίφαση μεταξύ των δύο προθεσμιών , και για τον λόγο αυτό δεν έχει υπάρξει ποτέ Βουλή που να συγκλήθηκε σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο. Συνήθως προβλέπεται σε 10 ημέρες, δηλ. τη μεθεπόμενη των εκλογών Τρίτη. Με τη ψήφο εμπιστοσύνης ολοκληρώνεται η ανάδειξη της Κυβέρνησης.
→ άρθρο 37 Σ. : Προβλέπει με σχεδόν εξαντλητική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο αναδεικνύεται η Κυβέρνηση. Εάν έχουμε απόλυτη μονοκομματική πλειοψηφία, έχουμε διορισμό του Πρωθυπουργού και διορισμό της Κυβέρνησης. Στο άρθρο 37 λειτουργεί ένας πολύ βασικός κανόνας, ο οποίος αποτελεί τη «συναίρεση» της κομματικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο κανόνας αυτός είναι ότι τεκμαίρεται ότι οι Βουλευτές, οι οποίοι εξελέγησαν με ένα κόμμα, ανήκουν στο κόμμα αυτό/τεκμήριο ένταξης των Βουλευτών στον πολιτικό σχηματισμό με τον οποίο εξελέγησαν (και επομένως θα παρέχουν την εμπιστοσύνη τους στο κόμμα αυτό). Βεβαίως το τεκμήριο είναι μαχητό. (Π.χ εκλέγεται μία μονοκομματική πλειοψηφία, η οποία έχει 152 Βουλευτές → άρα ο ΠτΔ θα διορίσει Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος. Εάν, μέχρι την προθεσμία του άρθρου 84§1, δύο μέλη του κόμματος έχουν για οποιοδήποτε λόγο αποχωρήσει, δεν θα πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η Κυβέρνηση. Αυτό πολιτικά βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι είναι πολύ νωπή η λαϊκή εντολή, δυνητικά όμως δεν αποκλείεται η αποχώρηση αυτή, οπότε πλέον και ανατρέπεται το τεκμήριο του 37.) Το ίδιο ισχύει καθ’όλη τη διάρκεια του βίου της Βουλής. Εκείνος ο Βουλευτής που έχει εκλεγεί με ένα κόμμα, παραμένει σε αυτό, και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, έως ότου με ρητή του δήλωση αποχωρήσει είτε οικειοθελώς είτε βιαίως. Σήμερα βέβαια τα όρια αυτά είναι λίγο πιο ρευστά.
Εν πάση περιπτώσει, στο πλαίσιο του άρθρου 37, εάν έχουμε μονοκομματική πλειοψηφία, αυτό που συμβαίνει πρακτικά είναι : « Κυριακή έχουμε εκλογές, Δευτέρα καλεί ο ΠτΔ τον αρχηγό του κόμματος που έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, τον διορίζει Πρωθυπουργό, και την επόμενη ή μεθεπόμενη ημέρα (Τρίτη ή Τετάρτη) ορκίζεται και η νέα Κυβέρνηση».
Ποιο είναι το νομικό ένδυμα με το οποίο διορίζονται ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί; → προεδρικό διάταγμα (για την ακρίβεια, ένα προεδρικό διάταγμα με το οποίο διορίζεται ο Πρωθυπουργός και ένα άλλο με το οποίο διορίζονται οι Υπουργοί = 2 διατάγματα5). Βεβαίως, σε πολλές περιπτώσεις, όταν εκλέγεται μία νέα πολιτική εξουσία (δηλαδή όταν έχουμε έναν
νέο συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων), η νέα Κυβέρνηση επιθυμεί να αλλάξει και την κυβερνητική δομή (π.χ να συγχωνεύσει κάποια Υπουργεία, να διασπάσει κάποια ή να δημιουργήσει κάποια νέα). Επομένως, στην πραγματικότητα εδώ θα έχουμε 1) προεδρικό διάταγμα με το οποίο διορίζεται ο Πρωθυπουργός, 2) προεδρικό διάταγμα με το οποίο μετατρέπονται οι κυβερνητικές δομές, 3) προεδρικό διάταγμα με το οποίο διορίζονται οι Υπουργοί , έπειτα από πρόταση του Πρωθυπουργού. Τα προεδρικά αυτά διατάγματα διέρχονται από τον προληπτικό έλεγχο του ΣτΕ (άρ. 95§1δ’ Σ.), μολονότι είναι πάρα πολύ αμφίβολο αν είναι κανονιστικού χαρακτήρα (μάλλον ρυθμιστικού είναι). Έτσι κλείνει ο κύκλος διορισμού της Κυβέρνησης, στην περίπτωση που έχουμε μονοκομματική πλειοψηφία.
Όταν έχουμε μόνο σχετική πλειοψηφία ενός κόμματος, έχουμε ανάθεση διερευνητικής
εντολής. Πρέπει δηλαδή να διερευνηθεί , εάν είναι δυνατόν να υπάρξει πλειοψηφία που να
πληροί τις συνταγματικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση Κυβέρνησης. Οι διερευνητικές
εντολές αποδίδονται στους αρχηγούς των κομμάτων (άρθρο 37§2Σ.) και είναι συνήθως τρεις, αλλά μπορεί να γίνουν και τέσσερεις, εάν το 3ο και το 4ο κόμμα εξέλεξαν τον ίδιο αριθμό
βουλευτών (πάντως τέσσερεις είναι ο ανώτατος αριθμός διερευνητικών εντολών που γίνεται να δοθούν). Στις διερευνητικές αυτές εντολές, θεσμικά έχουμε ένα περιθώριο τριών ημερών
(§3), στο οποίο ο φέρων την εντολή θα πρέπει να κάνει ένα «tour» στους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς για να δει κατά πόσο κάποιος από αυτούς ενδιαφέρεται για την πολιτική του πρόταση, ώστε να σχηματισθεί μία συμμαχική Κυβέρνηση και να έχουμε την απαιτούμενη πλειοψηφία. Συνήθως βεβαίως αυτό το 3ήμερο δεν εξαντλείται, διότι ορισμένα κόμματα είτε δεν θέλουν έτσι κι αλλιώς λόγω της φιλοσοφίας τους να κυβερνήσουν (π.χ. το ΚΚΕ) είτε δεν θέλουν να έρθουν σε συζήτηση με τον φέροντα τη διερευνητική εντολή (όπως συνέβη με τη ΧΑ) είτε έχουν βρει τους «πολιτικούς εταίρους» σε ένα προγενέστερο προεκλογικό στάδιο. Μολονότι κατά το Σύνταγμα όλες οι πράξεις του ΠτΔ περιβάλλονται τον τύπο του διατάγματος, η ανάθεση της διερευνητικής εντολής γίνεται με έναν τρόπο εντελώς άτυπο. Πρακτικά, ο ΠτΔ παίρνει τηλέφωνο/καλεί στο Προεδρικό Μέγαρο τον αρχηγό του κόμματος και του λέει «σου δίνω την εντολή».
Εάν αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές , περνάμε στη δεύτερη φάση συγκρότησης Κυβέρνησης , που είναι η σύσκεψη υπό τον ΠτΔ. Ο ΠτΔ καλεί τους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων (όχι λοιπόν όλων των κομμάτων που συμμετείχαν στις εκλογές, αλλά μόνον εκείνων που μπορούν να επιδράσουν στη συγκρότηση της Κυβέρνησης) και κατά τη σύσκεψη κάνει διαδοχικώς τρία πράγματα:
→ Επιχειρεί να διαπιστώσει κατά πόσον μπορεί να υπάρξει μία συναίνεση, έτσι ώστε να υπάρξει βιώσιμη πολιτικά Κυβέρνηση πλήρους θητείας. Εξαντλεί δηλαδή τη δυνατότητα
5 Υποχρεωτική έκδοση και των δύο διαταγμάτων, δεν επιτρέπεται συγχώνευση σε ένα.
σχηματισμού κανονικής πολιτικής Κυβέρνησης. Αυτό το σημείο είναι και το βασικότερο, διότι δεν είναι το πρώτον επιθυμητή η διαφυγή σε εκλογές. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς: εφόσον δεν ευδοκίμησαν οι διερευνητικές εντολές, γιατί να ευδοκιμήσει η σύσκεψη; Διότι όταν είναι όλοι μαζί συγκεντρωμένοι, και τίθεται ο καθένας προ των ευθυνών του , λειτουργεί και ένα ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης. Επιπλέον , η σύσκεψη έχει μεγαλύτερες δυνατότητες σε σχέση με τις διερευνητικές εντολές (βλ. σελ. 5 στην ανάλυση του 37§4).
→ Εάν εξαντληθεί η παραπάνω δυνατότητα, ο ΠτΔ διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές. Και εδώ υπάρχουν δύο (διαδοχικά) σενάρια: 1) Θα πάμε σε εκλογές με μία πολιτική Κυβέρνηση , η οποία όμως θα είναι υπηρεσιακή, δηλαδή θα είναι Κυβέρνηση ειδικού σκοπού(άρ.37§3 τελευταίο εδάφιο). Επ’αυτής προΐσταται ένα πολιτικό πρόσωπο. Ο ΠτΔ επιδιώκει τη συναίνεση όλων των κομμάτων της Βουλής για το σχηματισμό της υπηρεσιακής Κυβέρνησης. 2) Εάν όμως δεν συμφωνούν όλα τα κόμματα (ούτε καν τα περισσότερα) , τότε θα οδηγηθούμε σε εκλογές με μία δικαστική Κυβέρνηση (δικαστική, διότι αυτής προΐσταται ένας από τους Προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων). Και στην περίπτωση αυτή ,επιδιώκεται τόσο από τον ΠτΔ όσο και από τον δικαστή – Πρωθυπουργό να υπάρχει ένας πολιτικός πλουραλισμός στη σύνθεση της Κυβέρνησης. Η εκλογική Κυβέρνηση (είτε πολιτική είτε δικαστική) θεσμικά είναι Κυβέρνηση πλήρους θητείας. Έτσι, εάν και στην πραγματικότητα έχει μικρό χρόνο ζωής (το πολύ 30 ημέρες, αφού αυτό είναι το ανώτατο χρονικό περιθώριο από τη διάλυση της Βουλής μέχρι τη διενέργεια εκλογών) , καλείται να αντιμετωπίσει όποια τυχόν ζητήματα προκύψουν μέσα σε αυτό το διάστημα. Π.χ. η υπηρεσιακή Κυβέρνηση Πικραμμένου έπρεπε το 2012 να διαχειριστεί μια μεγάλη κρίση, διότι συνέπεσε χρονικά με την ανάγκη εκπροσώπησης της Χώρας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενώ ταυτόχρονα βρισκόμασταν σε μεγάλη οικονομική ύφεση. Υπάρχει ωστόσο μία πολιτική δέσμευση, η Κυβέρνηση ειδικού σκοπού να μην προβαίνει σε πράξεις ,οι οποίες δεσμεύουν τη Χώρα.
Τρία επιμέρους θέματα που πρέπει να δούμε:
→ Ποια είναι η απαιτούμενη πλειοψηφία για να συγκροτηθεί μία Κυβέρνηση;
Η παραδοσιακή λογική , επάνω στην οποία έχει στηριχθεί αυτό που ονομάζουμε «αρχή της δεδηλωμένης» , θέλει 151 βουλευτές. Εντούτοις, υπάρχει η διάταξη του άρθρου 84§6 Σ., η οποία φαίνεται να ρυθμίζει τα πράγματα με τρόπο διαφορετικό. Εκεί ορίζεται ότι αρκεί απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 2/5 (120 βουλευτές). Είναι μία διπλή πλειοψηφία: πρέπει να είναι η πλειοψηφία των παρόντων οπωσδήποτε, και αυτή η πλειοψηφία να μην είναι κάτω από 120. Πολιτικά αυτό σημαίνει ότι συγκροτείται μία Κυβέρνηση «ανοχής», διότι εν τοις πράγμασι στηρίζεται στην αποχή ορισμένων πολιτικών δυνάμεων από το Κοινοβούλιο. Π.χ το κόμμα Α έχει 140 , το κόμμα Β έχει 120 και το κόμμα Γ έχει 40 [Βουλευτές/έδρες]. Ρυθμιστής εδώ είναι το κόμμα Γ, διότι με όποιον συνταχθεί , σχηματίζει Κυβέρνηση, πλην όμως αυτό είναι ιδεολογικά αντίθετο σε τέτοιου τύπου πολιτικές συμμαχίες. Από την άλλη πλευρά, επειδή και η μη συμμετοχή στην Κυβέρνηση ενέχει ένα πολιτικό κόστος, δηλαδή εξαιτίας αυτής της αρνήσεως πλήττεται η κυβερνησιμότητα της Χώρας, σκέπτεται το κόμμα Γ : «δεν θα συνταχθώ με κανέναν, αλλά δεν θα εμποδίσω κιόλας να συγκροτηθεί Κυβέρνηση» και άρα απέχει από τη Βουλή κατά την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Παρόντες εν τέλει θα είναι 260 βουλευτές. Στους 260, εάν θεωρήσουμε ότι όλοι οι Βουλευτές «πάνε πακέτο» με το κόμμα τους, και άρα οι 140 του κόμματος Α υπερψηφίζουν, ενώ οι 120 του κόμματος Β καταψηφίζουν , έχουμε την
πλειοψηφία που απαιτείται από το 84§6, δηλαδή πάνω από 120 και ταυτόχρονα απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Η Κυβέρνηση αυτή λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης με 140, και άρα μπορεί να σταθεί ως πλήρης Κυβέρνηση , δεν παύει όμως να είναι πολιτικά ευάλωτη, διότι ανά πάσα στιγμή θα εξαρτάται από την ήσσονα Αντιπολίτευση (το κόμμα Γ), η οποία με τις 40 έδρες που διαθέτει θα μπορεί να ασκεί βέτο σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία της Κυβέρνησης. Γιατί προβλέπεται κάτι τέτοιο από το Σύνταγμα; Διότι είναι το τελευταίο δίχτυ ασφαλείας κυβερνησιμότητας της Χώρας. Δίδεται δηλ στο πολιτικό σύστημα ακόμη μία δυνατότητα να μπορέσει να κυβερνηθεί η Χώρα. Κατ’άλλη άποψη αποτελεί αναγνώριση της πολιτικής επιφυλακτικότητας των Βουλευτών, αφού διευκολύνεται η απουσία τους κατά την ψηφοφορία ανάδειξης Κυβέρνησης.
Έχει υπάρξει στο παρελθόν μία θέση της συνταγματικής θεωρίας ότι το 84§6 δεν ισχύει στη συγκρότηση της Κυβέρνησης (δηλαδή στην πρώτη ψήφο εμπιστοσύνης μετά τις εκλογές) αλλά μόνο στη διατήρηση (δηλαδή εάν η Κυβέρνηση, στη διάρκεια του βίου της, ζητήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη της Βουλής). Ωστόσο , σήμερα παγίως γίνεται δεκτό ότι το 84§6 εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ψήφου εμπιστοσύνης, διότι όταν προκύπτει στο Σύνταγμα τέτοια αμφισημία, και βρισκόμαστε ανάμεσα σε περισσότερες ερμηνευτικές λύσεις,
επιλέγουμε την ερμηνευτική εκδοχή που είναι πιο ευνοϊκή για το πολίτευμα.
→ Μπορούμε να έχουμε έναν εξωκοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό, δηλ. έναν Πρωθυπουργό που να μην είναι ταυτόχρονα και Βουλευτής;
Άρθρο 37§4 : σε περίπτωση που ο αρχηγός του κόμματος δεν έχει εκλεγεί ή δεν υπάρχει αρχηγός, τότε θα πρέπει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος να μας υποδείξει κάποιον, ο οποίος θα λάβει την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης / τη διερευνητική εντολή. Από αυτό συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης καταρχήν ήθελε, εκείνος ο οποίος θα λάβει την εντολή, να είναι βουλευτής, διότι καταφεύγουμε στην κοινοβουλευτική ομάδα μόνον εάν ελλείπει ο αρχηγός του κόμματος. Τότε, όμως , πώς είχαμε στην Ελλάδα παραδείγματα
εξωκοινοβουλευτικών Πρωθυπουργών (Ζολώτας, Παπαδήμος) ; → διότι αυτοί προέκυψαν
στη δεύτερη φάση (της σύσκεψης υπό τον ΠτΔ). Άλλο το ζήτημα του ποιος λαμβάνει την εντολή (1η φάση – αυτός πρέπει να είναι Βουλευτής) και άλλο το ζήτημα της συσκέψεως (2η
φάση) , όπου μπορεί να συμφωνηθεί από τους πολιτικούς αρχηγούς ο οποιοσδήποτε για Πρωθυπουργός. Η δυνατότητα αυτή βρίσκεται στο πλαίσιο του ότι ο ΠτΔ εξαντλεί όλες τις
δυνατότητες που έχει να υπάρξει μία βιώσιμη πολιτικά Κυβέρνηση. Γι’αυτό και στη φάση της σύσκεψης υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα απ’ό,τι στις διερευνητικές εντολές , διότι οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών ομάδων μπορούν να συμφωνήσουν και σε ένα τρίτο πρόσωπο, έναν τεχνοκράτη (όπως ο Παπαδήμος). Αυτό δεν είναι πολιτικά παράλογο, διότι, εάν λάβουμε υπόψη ότι μεταξύ του αρχηγού του κόμματος Α και του αρχηγού του κόμματος Β συνήθως υπάρχει έριδα, είναι αναμενόμενο να μην ανεχθεί ο ένας τον άλλον για Πρωθυπουργό. Μπορούν όμως να συμφωνήσουν ότι θα ανεχθούν και οι δύο ένα τρίτο πρόσωπο, εξωκοινοβουλευτικό.
→ Στην περίπτωση της διερευνητικής εντολής , ποιά πρέπει να είναι η έκταση της απόδειξης ότι υφίσταται πλειοψηφία που μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης;
Εάν δηλ. υποθέσουμε ότι λαμβάνει διερευνητική εντολή ο αρχηγός ενός κόμματος σχετικής πλειοψηφίας (π.χ. 145-όπως η σημερινή πλειοψηφία), και επιστρέψει στον ΠτΔ και του πει ότι «έχω βρει και 6 βουλευτές ακόμη που θα με στηρίξουν» , τι θα πρέπει να απαιτήσει – αν πρέπει να απαιτήσει κάτι – ο ΠτΔ προκειμένου να τρέψει τη διερευνητική εντολή σε εντολή
σχηματισμού Κυβέρνησης; Εδώ έχουν διαμορφωθεί δύο απόψεις. Η μία άποψη είναι ότι ο ΠτΔ, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού του ρόλου, θα πρέπει να ζητήσει τουλάχιστον αυτό που λέμε «σαφείς ενδείξεις» (πρακτικά αποδείξεις – π.χ να πάρει ο εκάστοτε Βουλευτής τηλέφωνο τον ΠτΔ και να τον διαβεβαιώσει ότι θα υπερψηφίσει την Κυβέρνηση). Το πρόβλημα αναδεικνύεται όταν ο φέρων τη διερευνητική εντολή επικαλείται τη θετική ψήφο μεμονωμένων βουλευτών , και όχι κόμματος, διότι στην περίπτωση του κόμματος υπάρχει ακριβώς αυτό το τεκμήριο ότι οι βουλευτές «πηγαίνουν πακέτο» με το κόμμα σε ό,τι αφορά στις ψηφοφορίες. Η θεωρία για τις σαφείς ενδείξεις είναι η μάλλον κρατούσα. Η δεύτερη άποψη είναι πιο ελαστική και ορίζει ότι αρκεί ο φέρων τη διερευνητική εντολή να επικαλεστεί ότι πράγματι έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία. Ο ΠτΔ δεν έχει την ευχέρεια να ζητήσει κάτι περαιτέρω, αλλά θα πρέπει να αρκεσθεί σε αυτή τη διαβεβαίωση. Η άποψη αυτή στηρίζεται τόσο στη μορφή του Πολιτεύματος , στο οποίο ο ΠτΔ έχει μία σχετικά αδύναμη θέση, όσο και στο άρθρο 37, σύμφωνα με το οποίο σε όλη τη διαδικασία ανάδειξης Κυβέρνησης, ο ΠτΔ δεν έχει σε κάποια φάση διακριτική ευχέρεια, παρά μόνο στην περίπτωση που καλείται να επιλέξει ποιον θα διορίσει επικεφαλής στη δικαστική Κυβέρνηση που θα οδηγήσει τη Χώρα σε εκλογές. Υπάρχει και μία ωφελιμιστική σκέψη , σύμφωνα με την οποία «δεν έγινε και τίποτα σοβαρό, το πολύ πολύ να χάσουμε 15 ημέρες μέχρι να φτάσουμε στη Βουλή και εκεί να δούμε εάν πράγματι υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία».
→ Τι συμβαίνει όταν παραιτείται η Κυβέρνηση;
Ακριβής απάντηση είναι ότι «εξαρτάται», διότι εάν η ίδια Κυβέρνηση έχει παραιτηθεί ή καταψηφισθεί στο παρελθόν , τότε διαλύεται η Βουλή ,σύμφωνα με το άρθρο 41§16, όπου βέβαια ο ΠτΔ θα πρέπει να αξιολογήσει και ένα επιπρόσθετο στοιχείο, ότι η υπάρχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα7. Εάν δεν έχει παραιτηθεί ή καταψηφισθεί στο παρελθόν, τότε θα ξεκινήσουμε τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 37 και 38. Πρακτική εφαρμογή με τα σημερινά δεδομένα :145
κοινοβουλευτική ομάδα ΣΥ.ΡΙΖ.Α , η οποία έχει ναι μεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά αποφασίζει για δικούς της λόγους να παραιτηθεί. Τι γίνεται; → άρθρο 38§1. Καταρχάς, απαλλάσσει την Κυβέρνηση από τα καθήκοντά της. Στη συνέχεια, δίδει διερευνητική εντολή όχι στον Μητσοτάκη, αλλά στον Τσίπρα, διότι σύμφωνα με το άρθρο 37§2 εδ. β’, η πρώτη διερευνητική εντολή δίδεται στον αρχηγό του κόμματος που έχει τη σχετική πλειοψηφία στη Βουλή, και αυτό το κόμμα εξακολουθεί να είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Προσοχή! Δεν κάνουμε την πολιτική σκέψη «από τη στιγμή που ο Τσίπρας σήμερα ούτως ή άλλως έχει την Κυβέρνηση, γιατί να παραιτηθεί και να ξαναπάρει διερευνητική εντολή;» ! ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΤΣΙΠΡΑ, ΔΕΝ ΠΑΡΑΚΑΜΠΤΟΥΜΕ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ Η ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ ΕΝΕΧΕΙ ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ. Όταν το Σύνταγμα ρητώς επιτάσσει κάτι, δεν μπορούμε να κάνουμε πολιτική αξιολόγηση της διάταξης. Και επίσης, η διερευνητική εντολή στον Τσίπρα ενέχει τη λογική ότι μπορεί αυτός να θέλει να εναλλάξει τον συνεταίρο του, οπότε παραιτείται και ζητεί την εντολή ώστε να δημιουργήσει συμμαχική Κυβέρνηση με κάποιον άλλον. Κρίσιμο μέγεθος σε αυτή τη διαδικασία είναι η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος (δεν μας ενδιαφέρει το αν η Κυβέρνηση Τσίπρα –πριν την παραίτηση - είχε υπερψηφιστεί ακόμη και από 200 βουλευτές, αλλά μας ενδιαφέρει ποια
6Πάντως, η ερώτηση «τι συμβαίνει όταν παραιτείται ΜΙΑ Κυβέρνηση», αποτελεί «κόκκινη γραμμή» για τις εξετάσεις, και είναι λάθος να απαντήσουμε άνευ ετέρου ότι διαλύεται η Βουλή , διότι το 41§1 απαιτεί την παραίτηση/καταψήφιση ΔΥΟ Κυβερνήσεων. Ωστόσο , επειδή η παραιτούμενη Κυβέρνηση μπορεί να έχει παραιτηθεί ξανά ή να έχει καταψηφιστεί στο παρελθόν , και άρα υπάρχει στην πραγματικότητα πιθανότητα διάλυσης της Βουλής, η ορθότερη λύση είναι να καταφύγουμε στο «εξαρτάται». 7 Αποτελεί από τις λίγες περιπτώσεις στο Σ που ο ΠτΔ έχει τέτοια ευχέρεια και δεν δεσμεύεται σε διάλυση.
είναι γνησίως η δύναμη της κοινοβουλευτικής ομάδας! - πρακτικά οι 145). Είναι διαφορετικό το ζήτημα της ψήφου εμπιστοσύνης από τις διαδικασίες που κινούνται σύμφωνα με το άρθρο 37. Η «σχετική πλειοψηφία» του άρθρου 37 κρίνεται λοιπόν με βάση αυτό το μέγεθος → ποια είναι η δύναμη του κόμματος μέσα στη Βουλή.
→ Εάν είχαμε μία Κυβέρνηση απόλυτης πλειοψηφίας (π.χ έστω ότι η κοινοβουλευτική ομάδα ΣΥ.ΡΙΖ.Α είχε 151 βουλευτές) θα άλλαζε κάτι στην απάντηση, τι γίνεται σε περίπτωση παραίτησης; → άρθρο 37§3 εδ. γ’. Παρακάμπτουμε όλες τις διερευνητικές εντολές και πηγαίνουμε κατευθείαν στη φάση της σύσκεψης. Υπακούει φυσικά σε πολιτική λογική. Εάν η παραιτούμενη Κυβέρνηση έχει 151 έδρες, πρακτικά αυτό σημαίνει πως ούτως ή άλλως δεν ευδοκιμεί καμία διερευνητική εντολή. Η απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή σημαίνει πρακτικά ότι έχει όχι απλώς την πρωτοβουλία, αλλά το αποκλειστικό προνόμιο να συγκροτεί την Κυβέρνηση ή τέλος πάντων να θέτει βέτο σε οποιαδήποτε άλλη Κυβέρνηση. Στη δε σύσκεψη , μπορεί να βρεθεί μία λύση η οποία θα έχει ως εξής : Έστω ότι η Κυβέρνηση θέλει να παραιτηθεί , μολονότι έχει την απόλυτη πλειοψηφία, διότι δεν μπορεί να διαχειρισθεί πολιτικά το θέμα της οικονομίας. Και θέλει να μπει επικεφαλής της Κυβέρνησης τεχνοκράτης (Παπαδήμος). Παραιτείται λοιπόν η Κυβέρνηση, και έρχεται στη φάση της συσκέψεως η πρόταση από την πλειοψηφία να διορισθεί Πρωθυπουργός εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο (όπως και πράγματι συνέβη στην περίπτωση Παπαδήμου). Εκεί μπορεί να έχει νόημα η παραίτηση, ενόσω κάποιος διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών.
Όταν παραιτείται μία Κυβέρνηση και διορίζεται νέα, το αμέσως επόμενο βήμα είναι η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
→ Τι συμβαίνει στην περίπτωση που δεν παραιτείται η Κυβέρνηση, αλλά παραιτείται μόνο ο Πρωθυπουργός; (πάλι με τα σημερινά δεδομένα, ΣΥ.ΡΙΖ.Α σχετική πλειοψηφία) → άρθρο 38§2εδ. γ’: θα συνέλθει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος και θα αποφασίσει για ένα πρόσωπο μεταξύ των βουλευτών, στο οποίο ο ΠτΔ θα αναθέσει διερευνητική εντολή. Και ξεκινάει εκ νέου η διαδικασία του 37.
→ Ποια είναι τα εκλογικά συστήματα που ισχύουν στις εθνικές εκλογές, στις ευρωεκλογές και στις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης ;
Εθνικές εκλογές : αυτή τη στιγμή υπάρχουν δημοσιευμένα δύο εκλογικά συστήματα. Το ένα σύστημα είναι αυτό που θα εφαρμοσθεί τώρα, στις εκλογές του ’19, ενώ το δεύτερο εκλογικό σύστημα θα εφαρμοσθεί στις μεθεπόμενες εκλογές, διότι το άρθρο 54§1 Σ. αναφέρει ρητά ότι κάθε νέο εκλογικό σύστημα έχει ισχύ από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν υπερψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών , οπότε και έχει άμεση ισχύ από τις επόμενες εκλογές (κάτι που δεν συνέβη με το εκλογικό σύστημα που ψηφίστηκε το 2016). Οι επόμενες βουλευτικές εκλογές θα γίνουν λοιπόν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (το οποίο σημαίνει ότι οι 250 έδρες μοιράζονται αναλογικώς στα κόμματα, σύμφωνα με το ποσοστό που έχει συγκεντρώσει το καθένα στην Επικράτεια και με όριο εισόδου στη Βουλή το 3%, και «πακέτο» 50 έδρες πηγαίνουν στο πρώτο κόμμα). Στις μεθεπόμενες εκλογές θα ισχύσει ένα σύστημα απλής αναλογικής (δηλαδή , αντί για 250, και οι 300 έδρες θα κατανεμηθούν με βάση το ποσοστό του κάθε κόμματος). Π.χ. εάν κάποιο κόμμα συγκεντρώσει ποσοστό 40% , με το μεν σύστημα στις επόμενες εκλογές θα λάβει 150 έδρες (ενισχυμένη αναλογική) , με το δε σύστημα στις μεθεπόμενες εκλογές θα λάβει 120 έδρες (απλή αναλογική). Ο αρχηγός κάθε κόμματος μπορεί να είναι υποψήφιος σε τρεις εκλογικές περιφέρειες, και δεν χρειάζεται σταυρό προτίμησης. Σταυρό προτίμησης επίσης δεν