τὸ δάπεδο. Ὁ Τοῦρκος τοῦ ἀποκρίθηκε «τὸ σπάζω γιὰ τὴν πίστη μας». Τίναξε ξαφνικὰ ὁ τύραννος τὰ χέρια του καὶ χτύπησε τὸν Τοῦρκο μὲ τὸ ξίφος λέγοντας: «Ἀρκετοὺς θησαυροὺς κι αἰχμαλώτους πήρατε. Τὰ κτίρια τῆς πόλεως εἶναι δικά μου». (…) Τὸν Τοῦρκο τὸν ἔσυραν ἔξω, τραβώντας τον ἀπὸ τὰ πόδια, ὅπου καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Ὁ Μωάμεθ τότε ἔδωσε ἐντολὴ σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μιασμένους ἱερεῖς του. Ἐκεῖνος χωρὶς χρονοτριβὴ ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ διαλάλησε τὴν μιαρή τους προσευχή. Κι αὐτός, ὁ υἱὸς τῆς ἀνομίας, ὁ πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀνέβηκε πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα κι ἔκανε τὴν προσευχή του. ΜΙΧΑΗΛ ΔΟΥΚΑΣ, Βυζαντινοτουρκική Ἱστορία, XL.1. Μετάφραση Βαγγέλης Σταυρόπουλος ΝΙΨΟΝΑΝΟΜΗΜΑΤΑΜΗΜΟΝΑΝΟΨΙΝ Κρίμα, δὲν σώζεται ἡ καρκινική ἐπιγραφὴ -χάραγμα στὴν ὑπαίθρια κρήνη˙

Μὲ εἶχε ἀναγκάσει νὰ κοιτῶ ψηλὰ γιὰ ὧρες. Θυμᾶμαι ἀκόμα τὸν πόνο στὸν αὐχένα. Ὁ συσχετισμὸς τῶν μεγεθῶν ἀνυπέρβλητος, ὁ τροῦλος στὸν ἀέρα μὲ τὰ ἑκατὸ παράθυρα τοῦ ἥλιου ὁλόγυρα, ἡ ἠχητικὴ τοῦ τεράστιου χώρου. Τὸ κτίσμα μὲ εἶχε συν-αρπάσει στὴν ἀγκαλιά του, ὑψωνόμουν, ἄγγιζα σχεδὸν τὰ μισοφανερωμένα πρόσωπα πίσω ἀπὸ τοὺς ἀσβέστες, ἄκουγα ψαλμούς, φωτιές, συνωμοσίες, κραυγὲς ἀγωνίας· μέχρι ποὺ ἀντίκρισα τὶς παράταιρες στρόγγυλες «ἀσπίδες» μὲ φράσεις ἀπὸ τὸ Κοράνι νὰ ἐπιπολάζουν, ξένο σῶμα. Δὲν ἔμοιασε ποτὲ γιὰ μουσεῖο ἡ Ἁγια-Σοφιά, κι ἂς ἔλεγαν· ἡ δύναμή της εἶναι τέτοια ποὺ χώνευε καὶ θα χωνέψει ὅτι κι ἂν τῆς επιβληθεί. Ἡρὼ Νικοπούλου
ἀντίληψη. Παράκληση Αὐγούστου σὲ κάθε κυματισμὸ τῆς ἱστορίας. Βασίλης Κωνσταντούδης Μεγαλώσαμε μὲ τοὺς θρύλους γιὰ τὴν Ἁγιά Σοφιά. Στὴ λογοτεχνία τῆς Α’ Λυκείου διδαχθήκαμε τὸ ὁμώνυμο δημοτικὸ τραγούδι. Στὶς χριστιανικὲς κατασκηνώσεις τραγουδούσαμε τὸ ποίημα τοῦ Πολέμη «Το δισκοπότηρο». Ἔτσι δρασκέλισα τὸ κατώφλι μὲ δέος. Κοίταξα τὸν τροῦλο ἐντυπωσιασμένος. Ἄφησα τὸν μουσουλμάνο ξεναγὸ ὁ ὁποῖος ἔμπλεκε στὴν ἱστορία ἀνακρίβειες. Ἀνέβηκα στὸν γυναικωνίτη. Εἶδα ὄλα τὰ ψηφιδωτά. Ἕνα βάρος πλάκωνε τὸ στῆθος μου. Προσπαθοῦσα νὰ νιώσω, νὰ συνδεθῶ καὶ δὲν τὰ κατάφερνα. Μετά ἀπὸ ὥρα περιπλάνησης καὶ ἀφοῦ στ’ αὐτιά μου ἄκουσα ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου, ἀκούμπησα ἀποκαμωμένος σὲ μιὰ φθαρμένη κολώνα. Ἐκεῖ μὲ βρῆκε
Μαθητής, ἄκουγα τὸν Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλο, στὴν «Ἐλευθέρα Σχολὴ Φιλοσοφίας ὁ Πλήθων», ν’ ἀντιβάλει Ἁγία Σοφία καὶ Παρθενώνα: Ὁ Παρθενώνας θεᾶται ἀπ’ ἔξω· στὴν Ἁγία Σοφία πρέπει νὰ μπεῖς. Ἔλεγε ὅτι ὅταν πρωτοπῆγε, ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ εἰσέλθει ἀπ’ τὴν δυτικὴ πύλη. Περιέγραφε μὲ δέος τὴν εἴσοδό του ἀπ’ τὸν ἐξωνάρθηκα, στὸν ἐσωνάρθηκα, στὸ ναό. Κανεὶς δὲν μπαίνει σήμερα ἀπ’ ἐκεῖ· στερημένοι τῆς θαυμαστικῆς προόδου τοῦ φωτός.Στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία εἰσοδεύουμε· προ-ὁδεύοντας ἀπ’ τὰ ἔξω σκιερὰ στὰ ἔσω φωτερὰ τῆς βασιλικῆς ὁλόφωτα, ὅπου ὁ Οὐρανὸς κρεμιέται σὲ Σταυρό. Ἐπὶ τῆς λυχνίας. Ἀδύνατο νὰ κρυφτεῖ. Κων. Μπλάθρας Ἀπὸ τὴν Ἅγια τοῦ Θεοῦ Σοφία, στὴν ἄφρονα τοῦ Ἰσλὰμ ἀνοησία.
Εἰς τὸν πάνσεπτο Ναὸ τῆς Αγίας Σοφίας ὁ Μέγας Βεζίρης ἔλαβε τὴν ὕβρη τῆς Ἀσίας. Κι ὡσὰν διέταξε νὰ σφραγισθοῦν οἱ θῦρες, ὁ Ἄδης τοῦ ἀπέστειλε τὶς μαυροφόρες Κῆρες.
Κι ὁ Πάργαλης ὁ Ἰμπραὴμ Πασᾶς, ὁ ἀσεβής, κάλεσε ἕνα Γενίτσαρο τῆς ἱπποσκευῆς· «ὁ φύλαξ τῆς Χρυσόπορτας - φόβος Θεοῦ!» καὶ εἰς τὸν τροῦλο τόξευσε μὲ βέλη Χριστιανοῦ.
Ἀπὸ τὴν κρύπτη ὁ Βασιλεὺς Μαρμαρωμένος μὲ τὴ ρομφαία στὴ δεξιά του θρονιασμένος, βρυχώμενος ὡς λέων τῆς ἱερᾶς ἁλώσεως, τὸ μῆλο κράτησε τὸ πορφυρὸ τῆς πτώσεως. Ὁ ἄγγελος τοῦ ψηφιδωτοῦ κατῆλθε εἰς τὴν αὐλὴ καὶ τοῦ βαρβάρου κύλησε κομμένη ἡ κεφαλή. Δημήτριος Ξυδερός
Πρόεδρος νὰ ἐπιστρέψῃ τὴν Ἁγια-Σοφιὰ στὸ Πατριαρχεῖο ὡς χριστιανικὸ ναό, ἀσυγκρίτως θὰ τὴν προτιμοῦσα ὡς Μουσεῖο. Γιάννης Πατίλης
Σοφιὰ εἶναι χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ δὲν πρέπει νὰ θέλουμε τίποτα λιγότερο ἀπὸ τὸ νὰ λειτουργήσει ξανὰ ὡς χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὄχι ὡς μουσεῖο. Ὁ χριστιανικὸς κόσμος, ὅχι ἡ Ἑλλάδα. Ἡ Ἁγια-Σοφιὰ δὲν ἀνήκει στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἡ Ἑλλάδα καὶ οἱ Ἕλληνες τὴν ἀγαποῦν καὶ τὴν ἔχουν μὲς στὴν καρδιά τους. Ὡστόσο, δὲν εἶναι ἐθνικὴ ὑπόθεση, εἶναι ὑπόθεση τοῦ ὀρθόδοξου, ἀλλὰ καὶ σύμπαντος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ποὺ ἀπὸ ὅ,τι φάνηκε ἀπὸ τὶς χλιαρὲς καὶ σκόρπιες ἀντιδράσεις δὲν εἶναι. Νὰ ξαναγίνει ἡ «Ἁγιὰ Σοφιὰ λοιπὸν ναός; Ναι, ἂν καὶ δὲν μᾶς λείπει ὁ ναός. Ἡ Ἐκκλησία ποὺ δὲν εἴμαστε μᾶς λείπει. Ἄγγελος Καλογερόπουλος Ἡ Ἁγιασοφιὰ προκαλεῖ. Προκαλεῖ ἀπαξάπαντες
τῆς Ἁγιασοφιᾶς κραδαίνοντας τὴν ἰσχὺ – ἕνα ξίφος. Μὰ καὶ τὸ κτίσιμό της, ἀπὸ ἰαχὴ κατίσχυσης εἶχε συνοδευτεῖ. Τὸ θάμβος τῆς ἰσχύος προσπερνᾶ τὴν ἀλήθεια τῶν μαρτύρων: τὴ δύναμη ποὺ τελειοῦται στὴν ἀδυναμία. Μά, ἂν ὁ ἀξεπέραστος μαρμαρωμένος ἥρωας φυλάει ἕνα ὅραμα ισχύος, ὁ ἅγιος Σισώης μπροστὰ στὴν ἄκρα ἀδυναμία ἑνὸς ἐνδόξου τάφου διασώζει τὴν λυτρωτικὴ ἀλήθεια, πὼς μόνο ἡ μέλλουσα Πόλις θὰ κρατήσει. Ἀλήθεια ἐν δάκρυσι. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου Ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία, ὁ Ναὸς τῆς καρδιᾶς μας… Σκέφτομαι τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ. Πῶς θὰ ἀντιδροῦσε στὴν ἀλλοίωση τοῦ μοναδικοῦ τεχνουργήματος αὐτὸς ποὺ ἔλεγε τὰ ἐφήμερα κρίνα τοῦ ἀγροῦ λαμπρότερα ἀπὸ τὸν Σολομώντα σὲ ὅλη του τὴ δόξα; Πῶς θὰ βίωνε τὴ βεβήλωση τοῦ ἱεροῦ τόπου αὐτὸς ποὺ εἶπε πὼς ἔρχεται –πὼς ἦρθε πιὰ– ἡ ὥρα νὰ προσκυνοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι σὲ κάποιο τόπο, ἀλλὰ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ; Πῶς θὰ στεκόταν ἀπέναντι στὸν ἀνίερο σφετερισμὸ τοῦ συμβολικοῦ κέντρου τῆς χριστιανικῆς οἰκουμένης αὐτὸς ποὺ δήλωνε πὼς μποροῦσε νὰ καταλύσει τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Ναὸ καὶ νὰ τὸν ξαναχτίσει σὲ τρεῖς ἡμέρες; Καὶ πέθανε ἀδύναμος καὶ ἄπραγος πάνω στὸν σταυρό. … Καὶ ἐμεῖς… τί πρέπει