Τεύχος 20 Περιοδικό "Φανταστική Λογοτεχνία"

Page 30

λίθινη στριφογυριστὴ σκάλα, ὥσπου ἔφθασε σ’ ἕνα πυργοπαράθυρο ποὺ εἶχε θέα πρὸς μιὰν ἀπέραντη πεδιάδα κι’ ἕναν ποταμὸ φωτισμένα ἀπὸ τὸ γεμᾶτο φεγγάρι. Καὶ στὴν βουβὴ πόλι ποὺ ἐκτεινόταν πέρ’ ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ εἶχε τὴν ἐντύπωσι ὅτι διέκρινε κάποιο χαρακτηριστικὸ ἢ διάταξι ποὺ τοῦ ἦταν ἤδη γνώριμη. Θὰ εἶχε κατεβῆ νὰ ῥωτήσῃ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Οὔθ – Ναργκάι ἂν δὲν εἶχε ἐκλυθῆ μιὰ τρομερὴ αὐγὴ ἀπὸ κάποιον ἀπόμακρο τόπο πέραν τοῦ ὁρίζοντος, φανερώνοντας τὴν καταστροφὴ καὶ τὴν ἀρχαιότητα τῆς πόλεως, καὶ τὸν καλαμόσπαρτο βουρκότοπο, καὶ τὸν θάνατο ποὺ σκεπάζει τὴν χώρα, ὅπως τὴν εἶχε σκεπάσει ἀπὸ τότε ποὺ ὁ βασιλέας Κυναράθολις μὲ τὴν ἐπάνοδο στὴν πατρίδα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις του βρῆκε τὴν ἐκδίκησι τῶν θεῶν. Ἔτσι ὁ Κυράνης γύρευε ματαίως τὴν θεσπέσια πολιτεία τῆς Σελεφαΐδος καὶ τὶς γαλέρες ποὺ ἀρμενίζουν γιὰ τὴν Σεράννιαν στὸν οὐρανό, ἐνῷ ἔβλεπε ἐν τῷ μεταξὺ πλῆθος θαυμάτων καὶ κάποια φορὰ μόλις ποὺ διέφυγε ἀπὸ τὸν ὕπατον ἱερέα τὸν ἀπερίγραπτον, ὁ ὁποῖος καλύπτεται μὲ μιὰ κίτρινη μεταξωτὴ προσωπίδα καὶ κατοικεῖ ὁλομόναχος σ’ ἕνα προϊστορικὸ λίθινο μοναστήρι στὸ ψυχρὸ ἐρημῶδες ὀροπέδιο τοῦ Λέγκ. Ἐν καιρῷ ἔγινε τόσο ἀνυπόμονος μὲ τὰ θλιβερὰ μεσοδιαστήματα τῆς ἡμέρας ποὺ ξεκίνησε ν’ ἀγοράζῃ ναρκωτικὰ ὥστε ν’ αὐξήσῃ τὶς περιόδους ὕπνου. Τὸ χασὶς τὸν βοήθησε σημαντικά, καὶ κάποτε τὸν ὡδήγησε σ’ ἕνα τμῆμα τοῦ διαστήματος ὅπου δὲν ὑφίσταται ἡ μορφή, παρὰ μόνον φωτεινὰ ἀέρια ποὺ μελετοῦν τὰ μυστικὰ τῆς ὑπάρξεως. Καὶ ἕνα ἰόχρουν ἀέριο τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἐτοῦτο τὸ τμῆμα τοῦ διαστήματος κεῖται πέραν ἐκείνου ποὺ ὠνόμαζε ἄπειρο. Τὸ ἀέριο δὲν εἶχε ἀκουστὰ γιὰ πλανῆτες καὶ ὀργανισμοὺς πρωτύτερα, ἀλλὰ κατενόησε τὸν Κυράνη ἁπλῶς ὡς κάποιον ἀπὸ τὸ ἄπειρο ὅπου ὑφίσταται ὕλη, ἐνέργεια καὶ βαρύτητα. Ὁ Κυράνης ἦταν πλέον πολὺ ἀνυπόμονος νὰ ἐπιστρέψῃ στὴν κατάσπαρτη μὲ μιναρέδες Σελεφαΐδα, ὥστε αὔξησε τὶς δόσεις τῶν ναρκωτικῶν, ὅμως στὸ τέλος ξέμεινε ἀπὸ χρήματα, καὶ δὲν μποροῦσε ν’ ἀγοράζῃ ναρκωτικά. Ἀργότερα μιὰ καλοκαιρινὴν ἡμέρα τοῦ ἔκαναν ἔξωσι ἀπὸ τὴν σοφίτα του, καὶ περιεφέρετο ἀσκόπως μέσα στοὺς δρόμους, διανύοντας δὲ μιὰ γέφυρα κατέληξε σ’ ἕνα σημεῖο ὅπου τὰ σπίτια ὁλοένα καὶ ἀραίωναν. Ἐκεῖ ἦταν ὁ τόπος ποὺ

ἦρθε ἡ ἐκπλήρωσι, καὶ ἀπάντησε τὴν πομπὴ τῶν ἐκ Σελεφαΐδος ἱπποτῶν, τῶν ἀφιχθέντων ἵνα φέρουν αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Καὶ ἦσαν ἱππότες πανώρηοι, καβάλλα σὲ ἵππους μὲ σκουρόχρωμα μέλη καὶ ἀχνόχρωμους κορμοὺς καὶ ντυμένοι μὲ στραφταλιστὲς ἀρματωσιὲς καὶ χρυσόνημες χλαμύδες μὲ λεπτοτεχνουργημένα ἐμβλήματα. Ἦσαν τόσοι στὸ πλῆθος, ποὺ ὁ Κυράνης τοὺς πῆρε γιὰ φουσσᾶτον

ὁλάκερο, ἀλλὰ ὁ ἵππαρχος τοῦ ἔκαμε γνωστὸ πὼς εἶχαν σταλῆ πρὸς τιμήν του, ἕνεκα ποὺ αὐτὸς εἶχε δημιουργήσει τὴν Οὔθ – Ναργκάι στὰ ὄνειρά του, καὶ γιὰ τοῦτο τὸν λόγο θὰ ὡρίζετο πλέον ὁ ὕπατος θεός της ἐς ἀεί. Ἀκολούθως παρέδωσαν στὸν Κυράνη ἕναν ἵππο, τὸν τοποθέτησαν ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἔφιππης πομπῆς καὶ κάλπασαν ὁμάδι μεγαλοπρεπῶς διὰ μέσου τῶν λοφωδῶν γρασσιδοτόπων τοῦ Σάρρεϋ καὶ παραπέρα πρὸς τὴν περιοχὴ ὅπου ὁ Κυράνης καὶ οἱ πρόγονοί του εἶχαν γεννηθῆ. Ἦταν πολὺ παράξενο, ὅμως καθὼς οἱ ἱππεῖς συνέχιζαν ἐμπρὸς ἔμοιαζαν νὰ καλπάζουν πρὸς τὰ πίσω στὴν ὁδὸ τοῦ χρόνου· γιατὶ ὅποτε διάβαιναν κάποιο χωριὸ μέσα στὴν ἀμφιλύκη ἔβλεπαν μονάχα τέτοια σπίτια καὶ βιλάνους ὅπως ἴσως νὰ εἶχαν δεῖ ὁ Τσῶσερ καὶ οἱ πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον, καὶ ἐνίοτε ἱππότες καβαλλάριους μὲ μικρὲς συντροφίες ἀκολούθων. Ὅταν σκοτείνιασε ταξείδευαν γοργότερα, καὶ ἐντὸς ὀλίγου πετοῦσαν ἀνεξήγητα σὰν νὰ 30

ἦσαν στὸν ἀέρα. Μὲ τὸ πρῶτο αὐγινὸ φῶς ἔπεσαν ἐπάνω στὸ χωριὸ τὸ ὁποῖο ὁ Κυράνης εἶχε δεῖ ζωντανὸ στὰ μικρᾶτα του καὶ κοιμώμενο ἢ νεκρὸ στὰ ὄνειρά του. Ἦταν ζωντανὸ τώρα, καὶ οἱ πρωινοὶ νοικοκυραῖοι ἔκλιναν εὐγενικὰ τὴν κεφαλὴ καθὼς οἱ ἱππεῖς διάβαιναν μὲ ποδοβολητὸ καὶ κλαγγὴ τὸν δρόμο καὶ ἔβγαιναν στὸ μονοπάτι ποὺ τελείωνε στὴν ἄβυσσο τοῦ ὀνείρου. Ὁ Κυράνης εἶχε βυθισθῆ στὸ παρελθὸν σὲ τούτη τὴν ἄβυσσο μόνο τὴν νύχτα, καὶ ἦταν περίεργος γιὰ τὸ πῶς θὰ ἔμοιαζε ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, γι’ αὐτὸ παρατηροῦσε ἀγωνιωδῶς καθὼς ἡ φάλαγγα ζύγωνε στὸ χεῖλος της. Τὴν στιγμὴ ποὺ κάλπασαν στὸν ἀνηφορικὸ τόπο πρὸς τὸν γκρεμό, ἕνα χρυσαφένιο ἐκτυφλωτικὸ φῶς ἀνέβλυσε κάπου ἀπ’ τὴν ἀνατολὴ καὶ κάλυψε τὸ τοπίο μὲ τ’ ἀστραφτερά του παραπετάσματα. Τελικὰ ἡ ἄβυσσος ἦταν ἕνα κοχλάζον χάος ἀπὸ ῥοδόχροο καὶ κυανὸ μεγαλεῖο, καὶ ἀόρατες φωνὲς τραγουδοῦσαν θριαμβευτικὰ καθὼς ἡ κουστωδία τῶν ἱπποτῶν βούτηξεν ἀπὸ τὸ χεῖλος καὶ αἰωρήθη μὲ χάρι καθοδικά, περνῶντας νέφη ἀχτιδοβόλα καὶ ἀσημένια φεγγοβολήματα. Οἱ ἱππεῖς αἰωροῦντο συνεχῶς πρὸς τὰ κάτω, οἱ δὲ πολεμικοί τους ἵπποι ν’ ἀλαφροδρέμουν στὸν αἰθέρα σὰν νὰ κάλπαζαν ἐπάνω σὲ χρυσὲς ἀμμουδιές, καὶ κατόπιν οἱ ὁλόφωτοι ἀτμοὶ κατελύθησαν γιὰ ν’ ἀποκαλύψουν μιὰν ὑπέρτερη λαμπρότητα, τὴν λαμπρότητα τῆς πόλεως τῆς Σελεφαΐδος, καὶ τὴν ἀκρογιαλιὰ παραπέρα, καὶ τὴν χιονισμένη βουνοκορφὴ ποὺ βιγλίζει ψηλάθε τὴν θάλασσα, καὶ τὶς φανταχτερὰ χρωματισμένες γαλέρες ποὺ ἀρμενίζουν ἔξω ἀπ’ τὸ λιμάνι πρὸς τὶς μακρυνὲς ἐπικράτειες ὅπου ἡ θάλασσα φιλεῖ τὸν οὐρανό. Καὶ ὁ Κυράνης ἐβασίλευεν ἔκτοτε ἐπὶ τῆς Οὔθ – Ναργκάι καὶ ἐπὶ πασῶν τῶν γειτονικῶν ἐπικρατειῶν τοῦ ὀνείρου, καὶ διατηροῦσε τὴν αὐλή του ἐκ περιτροπῆς στὴν Σελεφαΐδα καὶ στὴν νεφοποίητη Σεράννιαν. Βασιλεύει ἀκόμη ἐκεῖ καὶ θὰ βασιλεύῃ εὐτυχισμένα ἐς ἀεί, παρ’ ὅλο ποὺ κάτω ἀπ’τὶς ἀπόκρημνες ἀκτὲς στὸ Ἴννσμουθ οἱ παλίῤῥοιες τοῦ καναλιοῦ ἔπαιζαν χλευαστικὰ μὲ τὸ κορμὶ κάποιου ἀλήτη ποὺ εἶχε διαβῆ παραπατῶντας τὸ ἡμιεγκαταλελειμμένο χωριὸ μὲ τὴν αὐγή· ἔπαιζαν χλευαστικά, καὶ τὸ ἔῤῥιχναν ἐπάνω στὰ βράχια κοντὰ στοὺς ζωσμένους μὲ κισσὸ πύργους τοῦ Τρέβορ, ἐκεῖ ὅπου ἕνας ἀξιοσημείωτα παχὺς καὶ ἐξαιρετικὰ δυσάρεστος ἑκατομμυριοῦχος ζυθοποιὸς ἀπολαμβάνει τὴν ἀγορασμένη ἀτμόσφαιρα τῆς ἐκλιπούσης ἀριστοκρατίας. 19 Μαρτίου 2017


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.