Τεύχος 18 blog

Page 1

ÖÁÍÔÁÓÔÉÊÇ ΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τεύχος 18 / Μάιος 2016 / ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ


2 3 4 7 8 10 12 15 18 21 24 26 28 30

Περιεχόμενα

«Το κέρας» του Σταμάτη Μαμούτου «War Flag of the Sun» (μόνιμη στήλη) του Sun Knight «Κρούσος και Γκιούλιβερ, τα πρώτα μυθιστορήματα των ταξιδιωτών» του Δημήτρη Αργασταρά «Σεπτήριον» (μόνιμη στήλη) του Battle Angel «Πολάρις» (μεταφρασμένο διήγημα του Χ.Φ. Λάβκραφτ) του Ευστράτιου Σαρρή «Άλμος ο Οξύς» (μέρος 6ο) της Εύας Δημητσάντη «Ο Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος Μας» της Ειρήνης Μαχαιρίδου «Ο Κωδωνοκρούστης» (comic) του Νίκου Παπαμιχαήλ «Συνέντευξη του Jack Starr» των Μαίρης Ιορδανίδου, Ανδρέα Σκαμανδρώνυμου και Σταμάτη Μαμούτου «Κάποτε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας» του Φιλίππου Βαβουλάκη «Πολύτιμα Μέταλλα», (μόνιμη στήλη) των Σταμάτη Μαμούτου και Χρήστου Νάστου «Το Δρύινο Ράφι» (μόνιμη στήλη) των Flammentrupp και Χρήστου Νάστου «Gram: Το Σπαθί Μέσα στο Δέντρο» της Εύας Παναγιωτοπούλου «Ο Ίων Δραγούμης και η Ζωή ως Πνευματική Μάχη» του Σταμάτη Μαμούτου

ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

«Φανταστική Λογοτεχνία», τεύχος 18, Μάιος 2016 Εκδότης: Σύλλογος φοιτητών ΑΤΕΙ και ΑΕΙ Πανεπιστημίων Ελλάδος Φανταστικής Λογοτεχνίας (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Συντακτική ομάδα τεύχους: Σταμάτης Μαμούτος, Sun Knight, Δημήτρης Αργασταράς, Battle Angel, Ευστράτιος Σαρρής, Εύα Δημητσάντη, Ειρήνη Μαχαιρίδου, Νίκος Παπαμιχαήλ, Ανδρέας Σκαμανδρώνυμος, Μαίρη Ιορδανίδου, Φίλιππος Βαβουλάκης, Flammentrupp, Χρήστος Νάστος. Εύα Παναγιωτοπούλου. Επιμέλεια-Διόρθωση: Σταμάτης Μαμούτος - Καλλιτεχνική επιμέλεια: Morias. Εικόνα εξωφύλλου: N. C. Wyeth, “The Mysteriοus Stranger”

Υ

Το Κέρας

πήρξε αναμφίβολα ένας από τους καλύτερους παιδικούς μου φίλους. Ήταν ψηλός και γεμάτος μυς, γενναίος και ηθικά ακέραιος, πάντοτε έτοιμος να θέσει την ζωή του σε κίνδυνο προκειμένου να υπερασπιστεί το δίκαιο και την πατρίδα. Ζούσε στα αμερικανικά δάση και η χρυσόξανθη χαίτη που χυνόταν ατημέλητη κάτω από του Σταμάτη Μαμούτου τον γούνινο σκούφο, χάριζε μια άγρια ομορφιά στο ευγενές πρόσωπό του. Μολονότι ενήλικας εκείνος κι εγώ παιδί, μού προσέφερε την καλύτερη συντροφιά καλώντας με να τον ακολουθήσω σε κάθε λογής περιπέτεια και αποστολή που αναλάμβανε μέσα σε φρούρια, σπηλιές, πειρατικά πλοία και μυστικές πολιτείες. Για όλους εμάς τους φίλους του είχε πάντα φυλαγμένο ένα πλατύ χαμόγελο, εγκάρδιο και ζεστό σαν τον ήλιο του μεσημεριού. Όμως για τους εχθρούς υπήρχε πάντα η απειλή της σιδερένιας του γροθιάς. Κάποιοι παλαιότεροι ενδεχομένως να έχουν ήδη αντιληφθεί ότι το όνομα του παιδικού μου φίλου ήταν Μπλεκ. Όντας δημιούργημα της φαντασίας Ιταλών σχεδιαστών, ο Μπλεκ κατέκτησε τις καρδιές και των Ελλήνων αναγνωστών για τρεις σχεδόν δεκαετίες. Δεν είναι λίγοι οι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι το «Μπλεκ» είναι ένα comic για παιδικές ηλικίες, λόγω του απλοϊκού του σεναρίου και των φτωχών του διαλόγων. Προσωπικά διαφωνώ κάθετα. Μπορεί όντως οι διάλογοι να μην είναι βαθυστόχαστοι και οι υποθέσεις να μην δείχνουν περίπλοκες, όμως το «Μπλεκ» φρονώ ότι διαθέτει μια υπόρρητη πνευματικότητα η οποία αναδύεται κάτω από την επιφανειακή ροή των σεναρίων και πέρα από τους διαλόγους. Η κρίση μου αυτή έγκειται στο ότι ως εικαστικός και λογοτεχνικός χαρακτήρας, ο ίδιος ο Μπλεκ, αποτελεί αυθεντική περίπτωση αρχετυπικού ήρωα. Αλλά και ως συνολική εικονογραφημένη αφήγηση το εν λόγω comic συνιστά ένα έπος, με την φιλολογική σημασία του όρου. Όπως συμβαίνει με τις παλιές ταινίες γουέστερν καθώς επίσης και με ορισμένα έργα της νεότερης επικής φανταστικής λογοτεχνίας, η κοσμοθεωρητική δομή του «Μπλεκ» αντλεί ουσία απ’ ευθείας από τα αρχαία έπη του Ομήρου. Ο Μπλεκ ως ήρωας αποτελεί μέρος ενός οργανικού φυσικού κόσμου. Δεν ταλανίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις ή από αντιφάσεις με κάποια πτυχή του εγώ του, όπως κάνουν οι ήρωες της μοντέρνας λογοτεχνίας. Είναι ακέραιος, επίπεδος ως λογοτεχνικός χαρακτήρας, η συνείδηση και το υποσυνείδητό του ταυτίζονται. Τα δάση, τα λιβάδια και τα βουνά της Αμερικής αποτελούν προεκτάσεις του εαυτού του αλλά κι ο εαυτός του μοιάζει με ζώσα απόρροιά τους. Στον κόσμο του «Μπλεκ» φύση και άνθρωπος αποτελούν αλληλένδετα μέρη ενός ενιαίου Όλου. Επίσης, όπως έκαναν και οι ομηρικοί ήρωες, ο Μπλεκ δεν εργάζεται σχεδόν ποτέ! Υιοθετώντας έναν απλοϊκά άγριο και αριστοκρατικό τρόπο ζωής, συνεχώς πολεμά και αναλαμβάνει αποστολές. Είναι ο αρχηγός των κυνηγών και η ηγεσία του βασίζεται στην πολεμική του αξία και στην ακεραιότητα της ηθικής του, όχι σε κάποια δικολαβίστικη διοικητική τεχνική. Οι δημιουργοί του «Ξανθού Γίγαντα» μπορεί να μην είχαν την θέληση ή τις λογοτεχνικές γνώσεις προκειμένου να δημιουργήσουν ένα πολυεπίπεδο comic, διέθεταν όμως την φλέβα της ενστικτώδους έμπνευσης για να αποτυπώσουν ένα έργο αυθεντικά επικό. Ο Μπλεκ είναι ιδανικός, είναι διαχρονικό πρότυπο για όλους εμάς τους νεορομαντικούς. Μοναδικό του μειονέκτημα; Το ότι πολεμά υπέρ του αμερικανικού κράτους! Αν και για να είμαστε έντιμοι μαζί του οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι κατά την εποχή που αγωνίστηκε δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το πως θα εξελίσσονταν τα πράγματα, ούτε ότι το κράτος της πατρίδας του θα γινόταν ο παγκόσμιος διώκτης των απανταχού ρομαντικών. Προσωπικά απολαμβάνω την κυκλοφορία του νεότερου μηνιαίου Μπλεκ εδώ και δυο περίπου χρόνια. Ο ξανθομάλλης φίλος μου παραμένει διαχρονικός συνοδοιπόρος στο βασίλειο της αέναης παιδικότητας

2


λογικά του και καταράστηκε τα βιβλία της ιπποσύνης. Ίσως όμως και να είναι καλύτερα έτσι, γιατί πέθανε μόνον ο Αλόνσος Κιχάνο, ο γήινος εαυτός του. Αντίθετα ο μεγαλόπνευστος Ιππότης, ο Δον Κιχώτης συνεχίζει να αγρυπνά, να ονειρεύεται και να διαβαίνει στους αιώνες. Πάντα θα τον θυμάμαι με συγκίνηση και θα τον τιμώ. Θα του αφιερώνω το ίδιο πάντα ποίημα... του Ουράνη, όχι του Καρυωτάκη. Κι ας κατακρίνει όσο θέλει ο δεύτερος στο δικό του αφιέρωμα τους παράφρονες «που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο» κι ας τους ζητάει να απαρνηθούν τις χίμαιρες και «την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!»

ΙΔΑΛΓΟΣ ΤΗΣ ΧΙΜΑΙΡΑΣ

«Κοιμήσου εσύ, Σάντσο, είπε ο Δον Κιχώτης, γιατί γιά να κοιμάσαι ήρθες στον κόσμο ενώ εγώ γεννήθηκα γιά ν’ αγρυπνώ ... »

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ’ αχαμνό του το άλογο, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει, και πίσω του, στο στωικό γαϊδούρι του καβάλα,ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.

Αγρυπνά ο Δον Κιχώτης κι ονειρεύεται. Ονειρεύεται την Ιπποσύνη, την Υπέρτατη Αλήθεια και τη μαγεμένη Κυρά των Λογισμών του. Δεν ζεί απλώς στον φανταστικό κόσμο των ιπποτικών μυθιστόρημάτων του αλλά επιδιώκει επίσης να αντικαταστήσει την πραγματικότητα με την υπέρλογη σφαίρα των οραμάτων του. Ανιδιοτελής αριστοκράτης νομίζει πως τα ιδανικά του ανώτερου ιδεαλισμού του μπορούν να συγκινήσουν τους κοινούς θνητούς, τους παρακατιανούς αγροίκους, που κυβερνάει το συμφέρον, η χρησιμότητα και η ανάγκη. Κι έτσι μια μέρα φοράει την σκουριασμένη πανοπλία του - δοξασμένη κληρονομιά των προγόνων του - και γίνεται ιππότης της Ελεεινής Μορφής. Νομίζω πως δεν ήταν τυχαία η πρώτη μου συνάντηση με τον ξακουστό ιδαλγό, που έκτοτε θα ακολουθούσα στα μονοπάτια της εικονικής Ιπποσύνης. Τον είδα σε εικονογράφηση παιδικού βιβλίου πριν την περίφημη μάχη των ανεμόμυλων, στην αρχή ακόμη των περιπετειών του. Για καλό ή για κακό έβλεπα κι εγώ από μικρός τους ανεμόμυλους σαν γίγαντες κι αυτό φανέρωνε - αν μη τι άλλο - κάποια συγγένεια στις αντιλήψεις. Με πήρε μαζί του όταν κατάλαβε πως ήμουν κι εγώ γεννημένος σε λάθος εποχή, πως κυνηγούσα σκιές από τα ίδια όνειρα, πως διάβαζα «...αλλόκοτες παλαβωμάρες, που βρίσκονται γραμμένες μέσα στα εξωφρενικά βιβλία της ιπποσύνης». Με δίδαξε την πίστη στο παράλογο, την μελέτη της ανώφελης θεωρίας, την μυστική θεολογία των τρελών. Με έχρισε ιππότη στο παρεκκλήσι του ανυπόστατου πύργου του. Ο Δον Κιχώτης αντιπροσωπεύει τον ονειροπαρμένο τύπο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, τον τύπο του ανθρώπου, που αποτυγχάνει στην πρακτική αντιμετώπιση της καθημερινότητας. Η πίστη μου στο πρόσωπό του είναι ξεκάθαρη άρνηση στην ηθική των εμπόρων και των χρηματιστών, είναι επίσης σταθερή δήλωση εμπιστοσύνης στους ονειροπόλους και τους ρομαντικούς όλων των εποχών. Ακόμη και σήμερα συνεχίζει να με παρασέρνει στον παράδοξο κόσμο του, που προκαλεί μόνιμη σύγχιση ανάμεσα στα γεγονότα και τα ιδεώδη. Σώζομαι μόνον με τη βοήθεια του δεύτερου συντρόφου μου των όπλων. Γιατί κάθε φορά που ο παράφρονας φίλος μου με προκαλεί, ο αγέρωχος Ιππότης του Ντύρερ με συγκρατεί και με επαναφέρει στην ωμή πραγματικότητα. Έναν αιώνα παλαιότερος, ψυχρός και αποφασισμένος κοιτάζει τον ευγενή τρελό ειρωνικά. Και μου υπενθυμίζει σιωπηλά πως μόνον ο ορθός Λόγος και η ανένδοτη σκληρότητα κρατούν τον Θάνατο, τον Διάβολο και τους θρασείς πληβείους μακρυά. Είναι λυπηρό, που ο ήρωάς μας πέθανε στο κρεβάτι του ήσυχα και σαν καλός χριστιανός, αφού πρώτα ξαναβρήκε τα

Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει, με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι, πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια. Στο πέρασμα τ’ ατσάλινου του σκιάχτρου από τις στράτες του κόσμου, τις πολύβοες, οι άνθρωποι γυρνάνε, τον δείχνει ο ένας τ’ αλλουνού κι ειρωνικά γελάνε... Ω ποιητή! στο διάβα σου παρόμοια οι κοινοί ανθρώποι χασκαρίζουνε. Ασε τους να γελάνε: οι Δον Κιχώτες παν μπροστά - κι οι Σάντσοι ακολουθάνε. Η φρουρά του Δον Κιχώτη είναι το Τάγμα της Χίμαιρας: των ονειροπαρμένων αναγνωστών, των κατά φαντασία ιπποτών, των ανύπαρχτων βασιλείων και των μάταιων πληγών. Στην πρώτη τους μύηση ορκίζονται να υπερασπίζονται τα ιπποτικά βιβλία από τους μαύρους μάγους, τους ιερείς και τους κοινούς ανθρώπους. Στη σημαία τους λάμπει το ισχνό, ξερακιανό του πρόσωπο και πάντα τραγουδάνε... οι Δον Κιχώτες παν μπροστά και οι Σάντσοι ακολουθάνε! Γιατί οι Δον Κιχώτες μας οδηγούν στις ακρώρειες του πνεύματος. Γιατί στην έξαρση της φαντασίας συντηρείται η σπίθα της Ανάστασης. Sun Knight ..................................................... Η εισαγωγή: Από το Δεύτερο Μέρος του Δον Κιχώτη, στο κεφάλαιο «Γιά την περιπέτεια με τους χοίρους...» Το βιβλίο: Ο Πολυμήχανος Ιδαλγός Δον Κιχώτης Της Μάντσα του Μιχαήλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (1547-1616). Πρώτη έκδοση στις 16 Ιανουαρίου 1605. Το Δεύτερο Μέρος δημοσιεύτηκε το 1615. Μετάφραση του Κ. Καρθαίου. Το ποίημα: Του Κώστα Ουράνη. Δημοσιεύτηκε στον ΝΟΥΜΑ τον Ιούνιο του 1920. Τον επόμενο μήνα δημοσιεύτηκε στο ίδιο έντυπο, το ποίημα ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΕΣ του Κώστα Καρυωτάκη. Οι εικόνες: Σχέδια του Gustave Dore (1832-1883) από την γαλλική έκδοση του 1863, σε χαρακτικά του H. Pisan. Ο μαύρος μάγος: Ο μάγος Φρεστώνας. Φανταστικό πρόσωπο, που ευθύνεται γιά την καταστροφή των ιπποτικών μυθιστορημάτων του Δον Κιχώτη. Στην πραγματικότητα ο ιερέας και ο κουρέας του χωριού του, που έχτισαν την πόρτα του γραφείου του γιά να μην έχει πρόσβαση στα βιβλία του. Στην δική μου βιβλιοθήκη: Έχω χαραγμένους ρούνους προστασίας στην είσοδο και φύλακας παραμονεύει ο ξακουστός ιδαλγός... Διαβάστε την διαδικτυακή “Πολεμική Σημαία” του Sun Knight στην ηλεκτρονική διεύθυνση sunwarflag.blogspot.gr.

3


Κρούσος & Γκιούλιβερ

του Δημήτρη Αργασταρά

τα πρώτα μυθιστορήματα των ταξιδιωτών

Τ

Ο «homo economicus»

ο μυθιστόρημα είναι πλέον τόσο διαδεδομένο –ίσως το πιο διαδεδομένο είδος πεζού λόγου– που θα δυσκολευόμασταν σήμερα να σκεφτούμε πως κάποτε ήταν καινούριο, πως δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε σταδιακά, προκύπτοντας μέσα από τις βασικές πηγές των διαφόρων αφηγήσεων στις οποίες ανέκαθεν επιδίδονταν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, αρχίσαμε να γράφουμε και να διαβάζουμε μυθιστορήματα σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο της λογοτεχνικής ιστορίας, τον 18ο αιώνα. Γιατί όμως; Ποιοί παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτή την νέα αφετηρία; Και ποιά ήταν τα πρώτα έργα που μας έδωσαν αυτή την νέα μορφή αφήγησης; Όπως θα δούμε, οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν αυτή την αρχή ταυτόχρονα με την γέννηση μιας νέας περιόδου στην ιστορία, την είσοδο στην εποχή της νεωτερικότητας και τις νέες οικονομικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν εκείνη την εποχή, ενώ δεν άργησε να εμφανιστεί και η διαλεκτική σχέση που ανέπτυξαν απέναντι σε αυτήν οι δυνάμεις της φαντασίας. Έτσι, στην αρχή ήταν η ποίηση, κυρίως με την μορφή του μακροσκελούς έπους, κι αργότερα το θεατρικό έργο, το δράμα και η κωμωδία, σταδιακά όμως άρχισαν να παρουσιάζονται κάποια εκτεταμένα πεζά με ήρωες παρμένους από την καθημερινή ζωή που διέτρεχαν ρεαλιστικές ή πιο υπερβολικές περιπέτειες. Αυτά τα έργα δεν ήταν ακριβώς μυθιστορήματα, αλλά αισθανόμαστε ένα μυθιστόρημα να προσπαθεί να ξεπηδήσει μέσα από την αφήγηση. Πρώτο σε αυτή την σειρά των έργων αναφέρεται, για παράδειγμα, το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου. Σε αυτό, καθώς ο «Μαύρος Θάνατος» σαρώνει την Φλωρεντία, δέκα νέοι και νέες καταφεύγουν σε μια έπαυλη στην εξοχή και για να περάσουν τον χρόνο τους αναλαμβάνουν να αφηγηθούν κυκλικά από μία ιστορία. Ο Βοκάκιος χρησιμοποίησε πρώτος μια ενδιαφέρουσα λέξη για αυτές τις ιστορίες : novella, που σήμαινε κάτι νέο και μικρό. Τα θέματα των ιστοριών του ποίκιλλαν από το φανταστικό, στα όρια του παραμυθιού, το νεοκλασικό, βασισμένο στην λογοτεχνία των αρχαίων, μέχρι το προκλητικό και το σκαμπρόζικο. Ένα άλλο διάσημο έργο αυτής της κατηγορίας είναι ο περίφημος Δον Κιχώτης του Θερβάντες. Ο διάσημος πλέον ήρωάς του, παρασυρμένος από τα λαϊκά ρομάντζα με τις ιστορίες των περιπλανώμενων ιπποτών, μαζί με τον πιστό του ακόλουθο Σάντσο Πάντσα και το καημένο ψωράλογό του, τον Ροθινάντε, βγαίνει στον δρόμο της περιπέτειας. Αυτά τα έργα μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε σήμερα ως «πρωτομυθιστορήματα» αλλά δεν ήταν παρά όταν άρχισε η εποχή των εμπορικών περιπετειών, του καπιταλισμού και της επιχειρηματικότητας, που εμφανίστηκαν τα πρώτα σύγχρονα μυθιστορηματικά έργα. Δύο αναφέρονται ως οι προπάτορες, αυτά με τα οποία θα ασχοληθούμε στην συνέχεια, και είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο βασίζονται στην ιδέα απίθανων ταξιδιωτικών ιστοριών και αναπάντεχων μεταστροφών της μοίρας.

Ο Ντάνιελ Ντεφόε θα γράψει τον διάσημο σήμερα «Ροβινσώνα Κρούσο» το 1719 στο Σίτυ του Λονδίνου. Ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει και το Σίτυ ήταν τότε η εμπορική και καπιταλιστική πρωτεύουσα του κόσμου, μέσα στην ιμπεριαλιστική Βρετανική Αυτοκρατορία. Τα λογιστήρια, οι τράπεζες, τα καταστήματα, τα γραφεία, οι αποθήκες και οι αποβάθρες του Τάμεση έδιναν τον τόνο του εμπορίου και της κοινωνικής κινητικότητας που κυριαρχούσε στην πόλη. Ενώ στον μεσαιωνικό κόσμο κάποιος χωρικός θα έπρεπε να γίνει εξαιρετικός πολεμιστής ώστε να ελπίζει στην υπέρβαση της κοινωνικής του προέλευσης σε ένα ιεραρχικά δυσκίνητο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, τώρα κάποιος μπορούσε να φτάσει απένταρος –όπως ο Ντικ Ουίττινγκτον εκείνη την εποχή– και να καταφέρει να γίνει δήμαρχος του Λονδίνου. Όμοια, ο Ροβινσώνας Κρούσος που ταξιδεύει για να εμπορευθεί και να κάνει μόνος του την περιουσία του, παρόλο που ναυαγεί σε ένα έρημο νησί, τελικά τα καταφέρνει, αποτελώντας ένα νέο είδος ανθρώπου για ένα νέο είδος οικονομικού συστήματος. Οι οικονομολόγοι της εποχής μας τον ονομάζουν «homo economicus»: ο άνθρωπος της οικονομίας. Ας δούμε λοιπόν περιληπτικά την ιστορία του βιβλίου. Ο Ροβινσώνας Κρούσος θα έρθει σε αντίθεση με τον έμπορο πατέρα του και θα φύγει μόνος του για ένα θαλάσσιο ταξίδι. Αφού περάσει από διάφορες περιπέτειες –το πλοίο καταστρέφεται σε μια καταιγίδα, ο ίδιος αιχμαλωτίζεται από πειρατές, γίνεται σκλάβος ενός Μαυριτανού, απελευθερώνεται από ένα πορτογαλικό πλοίο, γίνεται ιδιοκτήτης φυτείας στην Βραζιλία– τελικά θα γίνει έμπορος σκλάβων από την Αφρική, καφέ και άλλων προϊόντων, μέχρι που σε ένα ταξίδι ναυαγεί ως μοναδικός επιζών σε ένα ερημονήσι. Στην συνέχεια, με λίγα πράγματα που θα σώσει από το κουφάρι του πλοίου, ο Κρούσος αρχίζει να αποικεί το νησί του. Θα χτίσει το σπίτι του, θα αρχίσει να καλλιεργεί την γη, μέχρι που θα αποκτήσει τον προσωπικό του υπηρέτη, τον Παρασκευά, που σώζει από μια ομάδα κανιβάλων, η οποία κάνει επιδρομές στο νησί. Τελικά καταφτάνει ένα βρετανικό πλοίο που ελέγχεται από τους στασιαστές ναυτικούς του. Ο Κρούσος και ο πρώην καπετάνιος του πλοίου έρχονται σε συμφωνία, ξαναπαίρνουν μαζί τον έλεγχο του πλοίου και φεύγουν από το νησί. Φτάνοντας στην Αγγλία, ο Κρούσος μαθαίνει πως ο πατέρας του έχει πεθάνει χωρίς να προβλέπει τίποτα για αυτόν στην διαθήκη του. Έτσι ταξιδεύει, για ακόμη μία φορά, στην Λισαβόνα με σκοπό να διεκδικήσει τα κέρδη του από το κτήμα του στην Βραζιλία. Πράγματι, με το μεγάλο ποσό που κερδίζει εγκαθίσταται πλέον στο Λονδίνο. Η ιστορία του είναι μια ιστορία οικονομικής επιτυχίας, ένας άντρας που ναυαγεί κατεστραμμένος σε ένα νησί και καταφέρνει να φύγει από αυτό πλούσιος. Εξίσου εντυπωσιακή ήταν και η επιτυχία του βιβλίου. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα κανένα βιβλίο στην ιστορία της δυτικής λογοτεχνίας δεν είχε περισσότερες εκδόσεις, παραλλαγές και μεταφράσεις. Ταυτόχρονα, αντικείμενο συζήτησης από διάφορες πλευρές γίνεται και η διαχείριση της οικονομίας από τον Κρούσο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, κάτω από την αφηγηματική επιφάνεια, η ιστορία του Κρούσου αφορά στον πλούτο και στην δημιουργία πλούτου, όσο συναρπαστικές κι αν είναι οι περιπέτειές του. Μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου είναι όταν ο Κρούσος κολυμπά

4


Ταξίδι σε κόσμους φανταστικούς

μέχρι το ναυαγισμένο πλοίο, που έχει προσκολληθεί σε κάτι ξέρες κοντά στο νησί. Καθώς διασώζει μερικά πράγματα, βλέπει το σεντούκι του καπετάνιου και ανακαλύπτει πως περιέχει 36 λίρες. Ο Κρούσος σκέφτεται πως αυτά τα χρήματα δεν θα του χρειαστούν στο νησί και αναγνωρίζει πως αν τα πάρει θα είναι σαν να τα κλέβει, ωστόσο τα παίρνει. Από οικονομική άποψη αυτό το περιστατικό είναι αποκαλυπτικό: ποιό είναι το σημαντικότερο πράγμα; Το χρήμα. Κι αυτό το περιστατικό παρεμβάλλεται για να μας το θυμίσει. Επιπλέον, μια άλλη οπτική γωνία βλέπει τον Ροβινσώνα Κρούσο ως μια αλληγορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, που εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη και είχε αρχίσει να κατακτά μεγάλα τμήματα της υφηλίου. Έτσι κάποιοι σχολιαστές βλέπουν τον Κρούσο ως το αληθινό σύμβολο της βρετανικής κατάκτησης: «Είναι το αληθινό πρότυπο του Βρετανού αποίκου... Όλο το αγγλοσαξονικό πνεύμα είναι στον Κρούσο: η επιμονή, η αργή αλλά αποτελεσματική νοημοσύνη, η υπολογιστική εχεμύθεια». Από την πρώτη στιγμή που φτάνει στο νησί ο Κρούσος παραμένει ανεπηρέαστος από τις φυσικές του συνθήκες, ενώ αντίθετα επιχειρεί να προσαρμόσει το άγριο περιβάλλον που συναντά στον τρόπο ζωής που γνωρίζει από το πολιτισμένο, αστικό Λονδίνο. Στο τέλος του μυθιστορήματος το νησί αναφέρεται πλέον ρητά ως «αποικία». Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι στο έργο του διαφωτιστή Ζαν Ζακ Ρουσσώ «Αιμίλιος ή Περί Αγωγής» το μοναδικό βιβλίο που επιτρέπεται στον Αιμίλιο να διαβάσει πριν την ηλικία των δώδεκα ετών είναι ο «Ροβινσώνας Κρούσος». Σύμφωνα με τον Ρουσσώ, μέσα από την εμπειρία του Κρούσου, ο Αιμίλιος μπορεί να ανακαλύψει ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει και ποιούς στόχους πρέπει να επιτύχει. Αυτό είναι ένα από τα κύρια θέματα του εκπαιδευτικού μοντέλου του Ρουσσώ.

Το νέο είδος του μυθιστορήματος, όμως, δεν θα έμενε για πολύ μέσα στα πλαίσιο ενός άκαμπτου ρεαλισμού. Την δεκαετία του 1720 ο Ιρλανδός συγγραφέας Τζόναθαν Σουίφτ θα αρχίσει να γράφει το έργο για το οποίο θα μείνει γνωστός, «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ», χάρη στο οποίο μπορούμε να πούμε ότι γίνεται ένας πρωτοπόρος του φανταστικού αφηγήματος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό το έργο γράφτηκε από τον Σουίφτ, έναν ιδιαίτερα μορφωμένο αλλά και ανήσυχο άνθρωπο, με αιρετικές απόψεις για την εποχή του και την κοινωνία όπου ζούσε. Αφού σπούδασε στο Κολέγιο Τρίνιτυ του Δουβλίνου, ο Σουίφτ ταξίδεψε στην Αγγλία όπου έγινε γραμματέας ενός αριστοκράτη και εμποτίστηκε με τις αντιλήψεις των Τόρις (των Συντηρητικών). Ωστόσο, ως ξένος, ένας Ιρλανδός ανάμεσά τους, ο Σουίφτ δεν κέρδισε ποτέ πραγματικά την εύνοια της βασιλικής αυλής και της βρετανικής αριστοκρατίας. Αντίθετα, υπήρξε μέλος της περίφημης λέσχης Scriblerus Club, μέσω της οποίας σατίριζε την υποκριτική και διεφθαρμένη βρετανική κοινωνία, υποστήριζε την φυσική αρμονία και την αντιπαράθεση του αρχαίου έναντι του σύγχρονου πνεύματος, ενώ καταδίκαζε την συναισθηματική ξηρότητα που μπορεί να προκαλέσει η προσήλωση στην επιστήμη και τον ορθό λόγο. Τελικά, θα κάνει το διδακτορικό του στην θεολογία (συνήθως αποκαλείται «δρ. Σουίφτ») και θα χειροτονηθεί ιερέας στην Εκκλησία της Ιρλανδίας, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, συμμετέχοντας ενεργά στις κοινότητες των συμπατριωτών του που υπέμειναν τον βρετανικό ζυγό. Ο ήρωας για τον οποίο έμεινε γνωστός, ο Γκιούλιβερ δηλαδή, ονειρευόταν από μικρό παιδί να ταξιδέψει στην θάλασσα και να γνωρίσει νέους τόπους. ‘Όμως ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει σε ένα κολέγιο του Κέμπριτζ και έπειτα να μαθητεύσει χειρούργος κοντά σε έναν διάσημο γιατρό στην Αγγλία. Αφού ενηλικιώθηκε ο Γκιούλιβερ μπόρεσε να πραγματοποιήσει επιτέλους το όνειρό του δουλεύοντας ως γιατρός σε ένα πλοίο, αλλά μετά από μια σφοδρή καταιγίδα, στο έλεος των κυμάτων, κατέληξε λιπόθυμος σε μια άγνωστη ακτή. Ξυπνώντας ο Γκιούλιβερ θα διαπιστώσει πως είναι δεμένος με σχοινιά, αιχμάλωτος μιας φυλής μικροσκοπικών ανθρώπων, ύψους 15 εκατοστών. Είναι οι κάτοικοι της νησιωτικής χώρας Λιλιπούτ, που κυβερνιέται από τον βασιλιά της και το υπουργικό του συμβούλιο. Ο Γκιούλιβερ θα τους διαβεβαιώσει για την καλή του συμπεριφορά και εκείνοι θα του επιτρέψουν να μείνει ελεύθερος στην χώρα τους. Έτσι θα αρχίσει να μαθαίνει την γλώσσα τους και να παρατηρεί τις συνήθειες της βασιλικής αυλής – τα κωμικά αυτά όντα διαθέτουν λογική και έχουν ανεπτυγμένες τις επιστήμες των μαθηματικών και της μηχανικής, ενώ παρά το μικρό τους μέγεθος φαντασιώνονται πως είναι πολύ σημαντικοί. Κάποια στιγμή οι Λιλιπούτειοι του ζητούν μια χάρη, να τους βοηθήσει να νικήσουν έναν άλλο λαό που ζει απέναντί τους. Ο Γκιούλιβερ δέχεται και μετά την επίτευξη της αποστολής στήνεται ένα μεγάλο πανηγύρι. Καθώς όμως αρνείται να τους βοηθήσει σε μια ακόμη επίθεση, ο βασιλιάς και η αυλή του θα δυσαρεστηθούν. Αυτή την φορά ο Γκιούλιβερ κατηγορείται για προδοσία και καταδικάζεται να τυφλωθεί, αλλά με την βοήθεια ενός φίλου του καταφέρνει να δραπετεύσει χρησιμοποιώντας μια σχεδία και να ανοιχτεί πάλι στο πέλαγος. Στην επόμενη χώρα που θα ξεβραστεί ο Γκιούλιβερ οι κάτοικοι θα είναι γιγάντιοι αγρότες, ύψους 22 μέτρων. Ο κτηματίας που θα τον βρει, θα τον μεταφέρει στο σπίτι του και θα αφήσει την κόρη του να τον περιποιηθεί. Αργότερα όμως θα αρχίσει να τον επιδεικνύει ως αξιοπερίεργο κερδίζοντας χρήματα, μέχρι που θα τραβήξει την προσοχή της βασίλισσας. Η βασίλισσα θα συμπαθήσει τον Γκιούλιβερ και θα τον πάρει μαζί της στο παλάτι, όπου θα τον υποδεχτούν καλά και θα παραγγείλουν ένα σπίτι στα μέτρα του για να μείνει. Μάλιστα ο βασιλιάς

Η ανακάλυψη του ρεαλισμού Εκτός όμως από την οικονομική του προσέγγιση, που φαίνεται να ταιριάζει στις κυρίαρχες αρχές της νεωτερικότητας, ο «Ροβινσώνας Κρούσος» ήταν και το πρώτο σημαντικό λογοτεχνικό έργο που η ιστορία του ήταν ανεξάρτητη από μυθολογίες, θρύλους ή προηγούμενη βιβλιογραφία. Ήταν το έργο που έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους τους αναγνώστες του με την αφηγηματική σύμβαση που είναι σήμερα γνωστή ως «ρεαλισμός», σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της ρεαλιστικής μυθοπλασίας ως λογοτεχνικό είδος. Ο τίτλος της πρώτης δημοσίευσης έγραφε με μεγάλα γράμματα «Η ζωή και οι παράξενα εντυπωσιακές περιπέτειες του Ροβινσώνα Κρούσου», και πιο κάτω την φράση «γραμμένη από τον ίδιο», χωρίς το όνομα του Ντεφόε να υπάρχει στο εξώφυλλο. Το βιβλίο παρουσιαζόταν ως μια αυθεντική ταξιδιωτική και περιπετειώδης ιστορία, κάτι που εντάθηκε από το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια πριν είχε κυκλοφορήσει ένα άλλο βιβλίο με την αυτοβιογραφική ιστορία ενός ναυτικού που είχε ναυαγήσει σε ένα νησί. Έτσι ο εύπιστος αναγνώστης του 1719 δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να ξέρει πως ο Ροβινσώνας Κρούσος δεν ήταν η πραγματική ιστορία ενός ταξιδιώτη. Ας δούμε τέλος και τον τρόπο που ξεκινά το βιβλίο, όπου με την πρώτη παράγραφο μας βάζει σε αυτό το ρεαλιστικό κλίμα: «Γεννήθηκα το 1632, στην πόλη Γιορκ, από καλή οικογένεια που όμως δεν προερχόταν από αυτά τα μέρη. Ο πατέρας μου είχε έρθει από την Βρέμη και στην αρχή εγκαταστάθηκε στο Χαλ. Έφτιαξε μια καλή περιουσία από το εμπόριο και, όταν σταμάτησε να δουλεύει, ήρθε να ζήσει στο Γιορκ, όπου παντρεύτηκε την μάνα μου. Το οικογενειακό της όνομα ήταν Ρόμπινσον και καταγόταν από καλή ντόπια οικογένεια, γι’ αυτό ονόμασαν κι εμένα Ρόμπινσον Κρόιτζνερ. Εξαιτίας όμως της γνωστής παραφθοράς της γλώσσας, τώρα μας φωνάζουν, για την ακρίβεια εμείς λέμε τον εαυτό μας Κρούσο, και με τούτο το όνομα με φώναζαν ανέκαθεν οι φίλοι μου». Έτσι, με ένα άμεσο και λυτό ύφος και με πολλές λεπτομέρειες, η ιστορία μοιάζει αυθεντική. Είναι η ιστορία ενός άντρα που ονομαζόταν από τον πατέρα του Κρόιτζνερ, αλλά τώρα τον φωνάζουν Κρούσο.

5


θα δείξει ενδιαφέρον για την κοινωνία απ’ όπου προέρχεται ο Γκιούλιβερ, ζητώντας πληροφορίες για την οργάνωση της χώρας του, ενώ, μαθαίνοντας τα νέα, δυσαρεστείται πολύ από την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, ιδιαίτερα για την χρήση των πυροβόλων όπλων και των κανονιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή, η Βροδιγνάγη, είναι η πιο ευχάριστη από τις τέσσερις χώρες που θα επισκεφτεί ο Γκιούλιβερ. Είναι μια χώρα αγροτική, παραδοσιακή και παλιομοδίτικη, δηλαδή μια χώρα «αντι-νεωτερική» και γι’ αυτό ευνοούμενη από τον Σουίφτ! Όμως, το σπίτι που δίνουν στον Γκιούλιβερ στην Βροδιγνάγη είναι ένα κουκλόσπιτο, ο μικρός άντρας θα έρθει αντιμέτωπος με μια επίθεση γιγάντιων σφηκών, ένας πίθηκος θα τον απαγάγει και θα τον μεταφέρει στην στέγη του παλατιού, και τελικά στην διάρκεια μιας εκδρομής ένας αετός θα αρπάξει το κουκλόσπιτο και θα το ρίξει στα νερά του ωκεανού. Έτσι οι περιπέτειες του Γκιούλιβερ συνεχίζονται, με επόμενο σταθμό ένα θαυμαστό ουράνιο νησί. Το ιπτάμενο νησί λέγεται Λαπούτα και κατοικείται από ανθρώπους της Επιστήμης και των Μαθηματικών. Εξαιτίας της θεωρούμενης ανωτερότητάς τους, οι άνθρωποι αυτοί έχουν εγκαταλείψει την γη των υπόλοιπων θνητών και μακριά από τα δεινά του εδάφους ζουν αφοσιωμένοι στην επιστημονική τους ουτοπία κάνοντας αλλόκοτα πειράματα. Και σε αυτή την χώρα είναι έντονη η σατιρική διάθεση του συγγραφέα καθώς οι επιστήμονες παρουσιάζονται ως άνθρωποι αφηρημένοι, νωθροί και απαθείς, μακριά από κάθε έννοια πρακτικής χρησιμότητας. Για παράδειγμα είναι τόσο απορροφημένοι από τις φιλοσοφικές τους ενατενίσεις που ξεχνούν πότε πρέπει να μιλήσουν ή να ακούσουν το συνομιλητή τους. Έτσι είναι αναγκασμένοι να διατηρούν ένα εξειδικευμένο υπηρέτη που έχει ως καθήκον να τους χτυπά ελαφρά στο στόμα όταν πρέπει να μιλήσουν και στο αυτί όταν τους μιλά κάποιος άλλος. Οι υπηρέτες αυτοί είναι επίσης επιφορτισμένοι να οδηγούν τους εργοδότες τους στο δρόμο για να τους εμποδίζουν από του να πέφτουν μέσα στις τρύπες ή να τρακάρουν στις κολώνες. Παρ’ όλα αυτά, αυτοί οι μαθηματικοί θεωρούν τους εαυτούς τους ειδήμονες και στην πολιτική, κάτι που ο Σουίφτ σχολιάζει καυστικά: «...ίσως να νομίζουν πως επειδή τόσο οι μικροί όσο και οι μεγάλοι κύκλοι έχουν τον ίδιο αριθμό μοιρών, έτσι κι η διαχείριση και η διοίκηση του κόσμου δεν απαιτεί περισσότερες ικανότητες από τον χειρισμό και την περιστροφή μιας σφαίρας». Αφού επιστρέψει στα θαλασσινά του ταξίδια, ο Γκιούλιβερ θα βρεθεί στην τελευταία φανταστική χώρα που θα γνωρίσει, σε μία γη που κατοικείται από δύο διαφορετικές φυλές. Στην αρχή θα βρεθεί μαζί με τους Χουινμς (Houyhnhms), λέξη που προέρχεται από το χλιμίντρισμα των αλόγων, γιατί τα όντα αυτά είναι στην μορφή άλογα που διαθέτουν όμως νοημοσύνη. Οι Χουινμς ζουν σε πόλεις, που εμφανίζουν μια πολύ ανεπτυγμένη αρχιτεκτονική, ενώ έχουν αναπτύξει μια γλώσσα που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στον Γκιούλιβερ. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς των Χουινμς, που ζουν σύμφωνα με την φυσική αρμονία, είναι ότι αντιμετωπίζουν με απόλυτη φυσικότητα τον θάνατο, ως ένα απλό γεγονός που δεν του πολυδίνουν σημασία και δεν το αφήνουν να διαταράξει την καθημερινότητά τους. Από την άλλη, στην ίδια χώρα υπάρχουν οι ανθρωπόμορφοι Γιαχού (Yahoo), μια

σχεδόν άναρχη ομάδα ανόητων και βρόμικων ανθρωποειδών, που ζουν σχεδόν όπως οι πίθηκοι. Ως πλάσματα που βρίσκονται στην ταπεινότερη μορφή τους, οι Γιαχού χρησιμοποιούν τα λίγα ίχνη λογικής που διαθέτουν για να επιδεινώνουν την κατάστασή τους και να προσθέσουν ακόμη περισσότερα στα άσχημα στοιχεία που τους έχει δώσει η φύση. Έτσι, όσο ο Γκιούλιβερ θέλγεται και θαυμάζει τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής των Χουινμς τόσο αποστρέφεται τους ποταπούς και φαύλους Γιαχού. Στο τέλος ο Γκιούλιβερ θα διασωθεί από ένα πορτογαλικό πλοίο και θα επιστρέψει στην Αγγλία. Όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει την ιδέα ότι περιβάλλεται από Γιαχού. Απομονωμένος, κλεισμένος στο σπίτι του, θα αποφεύγει ακόμη και την οικογένειά του ενώ θα περνά περισσότερο χρόνο στον στάβλο του μιλώντας με τα άλογα...

Η σύγκρουση δύο αντιλήψεων Τελικά και το ταξίδι μας στο παρόν άρθρο υπήρξε μακρύ. Εκκινώντας από τις μυθιστορηματικές απαρχές, είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα πρώτα έργα που οι κριτικοί της λογοτεχνίας θεωρούν ότι ομοιάζουν πιο πολύ στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Παράλληλα, μπορέσουμε να ρίξουμε μια ματιά και στο θεωρητικό υπόβαθρο που ενέπνευσε τα έργα αυτά και υποκίνησε τους συγγραφείς τους να τα γράψουν. Τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ, που εκδόθηκαν επτά χρόνια μετά τον «Ροβινσώνα Κρούσο», θα μπορούσαν να διαβαστούν ως μία συστηματική διάψευση στην αισιόδοξη άποψη του Ντεφόε για τις ανθρώπινες δυνατότητες. Εκεί όπου ο ένας έβλεπε τις νέες ευκαιρίες που δημιουργούνταν μέσα από μία επίμονη και δυναμική οικονομία, σε έναν κόσμο ουσιαστικά παγκοσμιοποιημένο, ο άλλος βρήκε την αφορμή για να εκθέσει την ανοησία και την φαυλότητα του κόσμου αυτού, την συναισθηματική του ξηρότητα και την ορθολογική του ακαμψία. Εξίσου ενδιαφέρον είναι ότι ο Σουίφτ ήθελε ν’ αντικρούσει την άποψη ότι το άτομο προηγείται της κοινωνίας, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο Ντεφόε. Ο Σουίφτ θεωρούσε μία τέτοια σκέψη ως επικίνδυνο υπερθεματισμό της ριζοσπαστικής πολιτικής φιλοσοφίας του Τόμας Χομπς και γι’ αυτό τον λόγο ο Γκιούλιβερ επανειλημμένα συναντά οργανωμένες κοινότητες αντί για έρημα νησιά όπου κυριαρχεί η έννοια του αποξενωμένου ατόμου. Εν τέλει, αν θέλουμε να διαλογιστούμε περαιτέρω σε όσα φαίνεται να υπονοούν όλα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο ξεχωριστούς τύπους ανθρώπων να ξεπηδούν μέσα από τα κείμενα αυτά. Από την μία, ο «homo economicus» είναι ο άνθρωπος του υλικού υπολογισμού και της επιβολής της τεχνοκρατικής του πραγματικότητας πάνω στις δυνάμεις της φύσης, είναι αυτός που δημιουργεί και ελέγχει την δομή της καθημερινότητάς μας. Απ’ την άλλη μπορούμε ίσως να διακρίνουμε τον «homo fantasticus», για τον οποίο ο κόσμος δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που πρέπει να οργανώσει την οικονομία του, αλλά μια αέναη εξερεύνηση αγνώστων περιοχών. Αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι πραγματικά ανοικτός στο ταξίδι, σε μια εξερευνητική αποστολή ιδεών και εμπνεύσεων, που καταλήγει στην προσπάθειά του να περιγράψει μια αντιληπτική μετάλλαξη, έναν κόσμο καινούριων αναλογιών...

6


Σ ΕΠΤΗΡΙΟΝ του Battle Angel

Εάλω η Πόλις...

Α

νατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή αλλιώς, Βυζάντιο. Πρόκειται για μια κοινοπολιτεία εποχής, συνέχεια ή εξέλιξη της παλαιότερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία ασκούσε μεγάλη πολιτισμική, κοινωνική, καλλιτεχνική, οικονομική, θρησκευτική και πολιτική επιρροή. Ήταν μια πρώτη μορφή Ευρωπαϊκής Ένωσης/Συμπολιτείας μιας άλλης, όμως, εποχής, που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με ένωση αγορών και τραπεζών, όπως σε μεγάλο βαθμό είναι η σημερινή Ε.Ε. Κατ’ ουσίαν, υπήρξε μια αυτοκρατορία συγγενών λαών της νότιας και ανατολικής Ευρώπης με συνεχώς μεταβαλλόμενα όρια. Από δυσμάς πατούσε σε Ελλάδα και Ιταλία, από ανατολάς σε Μικρά Ασία μέχρι και την Αρμενία, από βορρά στα μέχρι τα βόρεια Βαλκάνια και από νότο στις απέναντι ακτές της Β. Αφρικής. Αποτελούνταν από Έλληνες/Ελλαδίτες, Λατίνους, Δάκες, Ιλλυριούς, Αρμένιους, Σέρβους και διάφορα Μικρασιατικά φύλα (ελληνικά ή μη), με κυρίαρχο το ελληνορωμαϊκό πολιτισμικό στοιχείο. Εκείνοι που σήμερα αποκαλούνται «Βυζαντινοί», αποκαλούσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους «Ρωμαίους». Η κυρίαρχη κουλτούρα τους ήταν η ελληνορωμαϊκή. Ελληνική ως προς τη γλώσσα, την παράδοση και την παιδεία και ρωμαϊκή ως προς τους νόμους, την πολιτειακή δομή και τη διοίκηση. Αν και υπήρξε σταδιακή υιοθέτηση του χριστιανισμού (και προσαρμογή του στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, με τα όποια μελανά του σημεία ως προς την αντιμετώπιση των «εθνικών» και με μια, ίσως, -από ένα σημείο και μετά- απεχθή θεοκρατική διάσταση), ο ρόλος και η επίδραση της κλασικής Παιδείας και της Τέχνης μέσω της οποίας θεοποιήθηκε το Κάλλος και αποδόθηκε στην υψηλότερη έκφανσή του το πνευματικό, παρέμειναν ισχυρές. Το Σχίσμα του 1054 και ο διαχωρισμός «ορθοδόξων» και «καθολικών» χριστιανών είχε άμεσα αρνητικότατες συνέπειες κυρίως σε πολιτισμικό -και όχι θρησκευτικό- επίπεδο, τις οποίες βιώνουμε μέχρι σήμερα, ειδικά στη χώρα μας. Οι Καθολικοί αντιμετώπισαν εχθρικά τους Ορθοδόξους. Για παράδειγμα, η εισβολή του «Στρατού του Σταυρού» και η κατάλυση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) παρά τη σθεναρή αντίσταση των επίλεκτων Βαράγγων (Νορβηγών, Σουηδών, Δανών, Αγγλοσαξόνων), της πιστής ελίτ Φρουράς του Αυτοκράτορα (μισθοφόροι μεν, αλλά με υψηλό φρόνημα και αίσθημα τιμής, καθώς έπεφταν μέχρι τον τελευταίο, πιστοί στο Θρόνο και όχι σε πρόσωπα). Όπως, όμως, έγινε και το αντίστροφο. Για παράδειγμα, η σφαγή δεκάδων χιλιάδων Λατίνων (1182). Η δυναστεία των Αγγέλων ίσως υπήρξε η χειρότερη. Το ανθενωτικό μένος, η τρομοκρατία και ο φανατισμός του όχλου οδήγησε δυο φορές στην κατάργηση της Ένωσης των Εκκλησιών, παρά τις φιλότιμες ύστατες προσπάθειες της δυναστείας των Παλαιολόγων. Λίγους μήνες πριν την πτώση, το μεγαλύτερο μέρος του λαού είχε αποφασίσει την τύχη του: προτίμησε το τούρκικο φέσι έναντι της παπικής τιάρας υπό του καλέσματος του δημαγωγού Λουκά Νοταρά (αργότερα το μετάνιωσε με κοινή προσευχή στην Αγία Σοφιά, αλλά ήταν πλέον αργά). Οι τελευταίοι υπερασπιστές της Πόλης -και της πλέον συρρικνωμένης αυτοκρατορίας- ήταν κυρίως Έλληνες, Γενουάτες και Βενετοί. Η παρακαταθήκη και επιρροή του Βυζαντίου είναι μεγάλη: από την πολιτική θεωρία της Ρωσίας ως τη θεολογία της Αγγλικανικής Εκκλησίας και το εθιμοτυπικό των εγκαινίων των εκκλησιών στη Σκωτία. Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, σε μια ύστατη κίνηση με ισχυρό συμβολικό φορτίο, κοινώνησε Θεία Κοινωνία από τα χέρια του ενωτικού Λατίνου Πατριάρχη Ισιδώρου (που προσπάθησε να ενώσει τους ηγεμόνες της Δύσης εναντίον του Μωάμεθ), λίγες ώρες πριν τον ένδοξο θάνατό του στη μάχη. Σήμερα θεωρείται «άγιος» από τους Έλληνες Καθολικούς αλλά και «εθνικός ήρωας» από τους Έλληνες Ορθοδόξους. Σήμερα που οι σκιές του «Μαντζικέρτ»(1071) ξεπροβάλλουν απειλητικά μέσα απ’ την ομίχλη του παρελθόντος… Hannibal ante portas Roma…

“Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Τρίτη 29 Μαΐου του 1453”, Γιάννης Νίκου

Ένεκα της ημέρας, διαβάζω συγκινημένος ένα σχετικό απόσπασμα από το «Μαύρο Άγγελο» του Μίκα Βαλτάρι.

«Εάλω η Πόλις!» Η Πόλη έπεσε. Αυτή η κραυγή θ’ ακούγεται όσο θα υπάρχει κόσμος. Αν ξαναγεννηθώ σ’ αυτό τον κόσμο, σε κάποιο μελλοντικό αιώνα, αυτές οι λέξεις θα γεμίζουν τα μάτια μου με φρίκη και θα σηκώνουν τις τρίχες των μαλλιών μου. Θα θυμούμαι αυτές τις λέξεις και θα τις αναγνωρίζω, ακόμα κι αν δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, ακόμα κι αν η ψυχή μου είναι άσπρη σαν γυαλιστερή κέρινη πλάκα. Θα τις αναγνωρίζω αυτές τις λέξεις. «Εάλω η Πόλις!» Προσμένω και αναπολώ… …και ενδόμυχα ξανακάνω τον παραλληλισμό:

“The sequel of today unsolders all The goodliest fellowship of famous knights Whereof this world holds record. Such a sleep They sleep -the men I loved. I think that we Shall never more, at any future time, Delight our souls with talk of knightly deeds, Walking about the gardens and the halls Of Camelot, as in the days that were.” ~ “Morte D’Arthur”, Alfred Lord Tennyson, 1869

Η Πόλη των Πόλεων και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία π α ρ α μ έ ν ε ι σημαντική για όσους γεννήθηκαν καιμεγάλωσανμέσα στο φαντασιακό των μύθων, της Παράδοσης και του Πολιτισμού και συνεχίζουν να εκφράζονται μέσω αυτού, ως ρομαντικοί… βαδίζοντας ανάμεσα στη φθορά και στην αφθαρσία, στο φυσικό και στο πνευματικό, στο «εδώ» και στο «επέκεινα»... “Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, προσβλέποντας στην Αναγέννηση. Τρίτη 29 Μαΐου του 1453”, Γιάννης Νίκου Σε πείσμα των υλιστών και των σκοταδιστών μαζανθρώπων της εποχής μας... το δικό μας Βυζάντιο «δεν είναι χώρα για γέροντες», όπως λέει ο ποιητής. Διαβάστε το προσωπικό ιστολόγιο του Battle Angel στην ηλεκτρονική διεύθυνση septirion.blogspot.gr


Πολάρις

Ὅταν ξύπνησα δὲν ἤμουν σὰν πρῶτα. Εἶχε ἐντυπωθεῖ στὴν μνήμη μου τὸ ὅραμα τῆς πόλεως καὶ μέσα στὴν ψυχή μου εἶχε ἀναδυθεῖ καὶ μιὰ ἄλλη ἀπροσδιόριστη ἀνάμνησι, γιὰ τῆς ὁποίας τὴν φύσι δὲν ἤμουν τότε βέβαιος. Ἔκτοτε, τὶς συννεφιασμένες βραδιὲς ποὺ μ’ ἔπιανε ὕπνος, ἔβλεπα τὴν πόλι συχνά. Πότε ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη καὶ πότε ὑπὸ τὶς καυτὲς κίτρινες ἀκτῖνες ἑνὸς ἥλιου ποὺ δὲν ἔδυε, ὅμως περιστρεφόταν χαμηλὰ γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα. Καὶ τὶς νύχτες μὲ ξαστεριὰ ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτοῦσε μοχθηρά, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.

Διήγημα τοῦ Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ Ἀπόδοσις: Εὐστράτιος Εὐ. Σαρρῆς

Σταδιακὰ κατέληξα ν’ ἀναρωτιέμαι περὶ τῆς θέσεώς μου στὴν πόλι τοῦ ἰδιότυπου ὑψιπέδου, μεταξὺ τῶν παράξενων κορυφῶν. Ἱκανοποιημένος, στὴν ἀρχή, νὰ ἐξετάζω τὸ τοπίο ὡς ἀσώματη παρουσία ἀμέτοχου παρατηρητῆ, πλέον ἐπιθυμοῦσα νὰ ὁρίσω τὴν σχέσι μου μ’ αὐτὴν καὶ νὰ διατυπώσω κ’ ἐγὼ τὶς σκέψεις μου, ὡς ἕνας ἀπ’ τοὺς ἀξιοσέβαστους ἄνδρες ποὺ συνομιλοῦσαν καθημερινὰ στὶς δημόσιες πλατεῖες. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου, «Αὐτὸ δὲν εἶναι ὄνειρο, γιατὶ μὲ ποιούς τρόπους μπορῶ ν’ ἀποδείξω, περισσότερο ἀπὸ τούτη, τὴν ἁπτὴ πραγματικότητα τῆς ἄλλης ζωῆς στὸ λιθόκτιστο σπίτι, νοτίως τοῦ δαιμονικοῦ βάλτου καὶ τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾶ μὲ περιέργεια μέσα στὸ βορεινὸ παράθυρό μου κάθε βράδυ;»

Σ

τὸ βορεινὸ παράθυρο τοῦ δωματίου μου φεγγοβολεῖ, μὲ φῶς ἀπόκοσμον, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Λάμπει ἐκεῖ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῶν μακρόσυρτων διαβολικῶν ὡρῶν τοῦ νυχίου σκότους. Καὶ κατὰ τὸ φθινόπωρο, ποὺ οἱ βοριᾶδες καταριῶνται καὶ ὀλολύζουν καὶ τὰ δέντρα τοῦ βάλτου, μὲ τὰ κοκκινωπὰ φύλλα, συνομιλοῦν ψιθυριστά, ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη, τὶς μικρὲς ὧρες τοῦ πρωϊνοῦ, κάθομαι κοντὰ στὸ παραθυρόφυλλο καὶ παρατηρῶ τὸ ἄστρο. Ψηλὰ ἀπὸ τὰ χάη τρεκλίζει ἡ λαμπρὴ Κασσιόπη καθὼς οἱ ὧρες προχωροῦν ἀργά, ἐνῶ ὁ ἀστερισμὸς Τσὰρλς Γουέιν πορεύεται βαριά, πίσω ἀπὸ τὰ μουλιασμένα καὶ ἀτμίζοντα δέντρα τοῦ βάλτου ποὺ λικνίζονται στὸ νυχτερινὸ ἀγέρι. Μόλις πρὶν τὴν αὐγὴ ὁ Ἀρκτοῦρος τρεμοπαίζει, ῥόδινος, πάνωθε τοῦ κοιμητηρίου στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, καὶ ἡ Κόμη τῆς Βερενίκης ῥίχνει ἀλλόκοτα τὸ τρέμιο φῶς της πέρα, κατὰ τὴν μυστηριώδη ἀνατολή. Ὅμως ἀκόμα ὁ Πολικὸς ἀστέρας κοιτᾶ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο τοῦ μαύρου θόλου, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρει κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρει. Κάποιες φορές, σὰν εἶναι συννεφιά, μπορῶ καὶ κοιμοῦμαι.

Κάποια νύχτα, καθὼς ἄκουγα τὴν συζήτησι σὲ μιὰ μεγάλη πλατεῖα, ποὺ περιεῖχε πλῆθος ἀγαλμάτων, ἔνιωσα μιὰν ἀλλαγὴ καὶ συνειδητοποίησα πὼς ἐπιτέλους εἶχα ἐνσώματη παρουσία. Μήτε καὶ ἤμουν κάποιος ξένος στοὺς δρόμους τῆς Ὀλαθόης,

Καθαρὰ θυμοῦμαι τὴν νύχτα τῆς μεγάλης Ἠοῦς, ὅταν πάνω ἀπ’ τὸν βάλτο ταλαντεύθηκαν τρομακτικὲς ἀκτινόμορφες λάμψεις ἑνὸς δαιμονικοῦ φωτός. Μετὰ ἀπὸ τὴν φωτοδέσμη συννέφιασε καὶ τότε ἀποκοιμήθηκα. Ἦταν πάλι ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ὅταν πρωταντίκρυσα τὴν πόλι. Ἀκίνητη καὶ νυσταγμένη κειτόταν, ἐπὶ ἑνὸς ἰδιότυπου ὑψιπέδου ποὺ ἐκτεινόταν σ’ ἕνα κοίλωμα μεταξὺ παράξενων κορυφῶν. Ἀπὸ μάρμαρο νεκρικῆς ὠχρότητας ἦσαν τὰ τείχη καὶ οἱ πύργοι της, οἱ στῦλοι, οἱ θόλοι καὶ τὰ πεζοδρόμια. Στὶς μαρμάρινες ὁδοὺς ὑπῆρχαν μαρμάρινοι κίονες ποὺ κατέληγαν σὲ κιονόκρανα μὲ τὶς ἀνάγλυφες μορφὲς ἀξιοσέβαστων γενειοφόρων ἀνδρῶν. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν θερμὴ κ’ ἐπικρατοῦσε ἄπνοια. Καὶ ὑψηλά, μόλις δέκα μοῖρες ἀπ’ τὸ ζενίθ, ἔλαμπε κεῖνος ὁ παρατηρητής, ὁ Πολικὸς ἀστέρας. Ἐπὶ μακρὸν ἀτένισα πρὸς τὴν πόλι μὰ δὲν ξημέρωσε. Ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαράν, ποὺ τρεμόπαιζε χαμηλὰ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ δὲν ἔδυε ποτέ, εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα τὸ ἓν τέταρτον τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, εἶδα κίνησι καὶ φῶτα στὰ σπίτια καὶ στοὺς δρόμους. Μορφὲς ἰδιόρρυθμα ντυμένες ἀλλὰ συνάμα εὐγενεῖς καὶ οἰκεῖες κυκλοφοροῦσαν ἔξω καὶ ὑπὸ τὴν κερασφόρο φθίνουσα σελήνη ἄνθρωποι ἔλεγαν σοφίες σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ κατανοοῦσα, ὡστόσο δὲν θύμιζε καμμία γλῶσσα ἀπ’ ὅσες γνώριζα. Καὶ ὅταν ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν εἶχε διανύσει ἀργόσυρτα περισσότερο ἀπὸ τὸ ἥμισυ τῆς πορείας του γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, ἐπικράτησε πάλι σκότος καὶ σιωπή.

ἡ ὁποία κεῖται ἐπὶ τοῦ ὑψιπέδου τῆς Σαρκίδος καὶ μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ὁ ὁμιλῶν ἦταν ὁ φίλος μου Ἄλως, ὁ δὲ λόγος του τέτοιος ποὺ μοῦ εὔφραινε τὴν ψυχή, γιατὶ ἦταν λόγος ἀληθινοῦ ἀνδρὸς καὶ πατριώτη. Ἐκείνη τὴν νύχτα ἔγινε γνωστὴ ἡ πτῶσι τῆς Ντάϊκος καὶ ἡ προέλασι τῶν Ἰνοῦτος: Κοντόχοντρα δαιμονικὰ κίτρινα κτήνη ποὺ πρωτοφάνηκαν πρὶν πέντε χρόνια ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἄγνωστης δύσεως, μὲ σκοπὸ νὰ δηώσουν τὶς ἀκριτικὲς περιοχὲς τοῦ βασιλείου μας, ὥστε κατόπιν νὰ πολιορκήσουν τὶς πόλεις. Ἔχοντας ἐκπορθήσει τοὺς ὀχυρωμένους τόπους στοὺς πρόποδες τῶν βουνῶν, ὁ δρόμος πρὸς τὸ ὑψίπεδο ἦταν πλέον ἀνοιχτός, ἐκτὸς καὶ ἂν κάθε πολίτης προέβαλε ἀντίστασι μὲ τὴν δύναμι δέκα ἀνδρῶν. Γιατὶ τὰ κοντόχοντρα πλάσματα ἦσαν δεινὰ στὶς τέχνες τοῦ πολέμου καὶ ἀγνοοῦσαν τοὺς περὶ τιμῆς ἐνδοιασμούς, ποὺ συγκρατοῦσαν τοὺς δικούς μας ὑψηλόκορμους γκριζομάτηδες ἄνδρες τῆς Λόμαρ ἀπὸ ἀνηλεεῖς κατακτήσεις.

8


χειρόγραφα. Τὸ κεφάλι μου, ἀσήκωτο καὶ νὰ γυρίζει, κρεμάστηκε στὸ στῆθος μου καὶ τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια ἦταν ἐντὸς ὀνείρου. Μὲ τὸν Πολικὸν ἀστέρα νὰ μοῦ χαμογελᾶ πλατιὰ μέσ’ ἀπὸ ἕνα παράθυρο, πάνωθε τῶν φριχτῶν λικνιζομένων δέντρων ἑνὸς ὀνειρικοῦ βάλτου. Καὶ ἀκόμα ὀνειρεύομαι.

Ὁ Ἄλως, ὁ φίλος μου, ἦταν διοικητὴς ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ὑψιπέδου καὶ ἀπ’ αὐτὸν κρεμόταν ἡ στερνὴ ἐλπίδα τῆς πατρίδας μας. Κατὰ τὴν παροῦσα περίστασι μίλησε γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ θ’ ἀντιμετωπίζαμε καὶ παρότρυνε τοὺς ἄνδρες τῆς Ὀλαθόης, τοὺς γενναιότερους τῶν Λομαριανῶν, νὰ τηρήσουν πιστὰ τὶς παραδόσεις τῶν προγόνων τους· οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀναγκάσθηκαν νὰ πορευθοῦν νοτίως τῆς Ζόμπνα, ἀντιμέτωποι μὲ τὴν προέλασι τοῦ μεγάλου παγετῶνα (ὅπως ὁμοίως οἱ ἀπόγονοί μας θὰ χρειαστεῖ μιὰν ἡμέρα νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ τὴν γῆ τῆς Λόμαρ), θαρρετὰ καὶ νικηφόρα σάρωσαν τοὺς μαλλιαροὺς μακρυχέρηδες καννιβάλους Γκνόφκεζ ποὺ τοὺς ἔφραζαν τὸν δρόμο. Ὁ Ἄλως μοῦ ἀρνήθηκε τὸ καθῆκον τοῦ πολεμιστῆ γιατὶ ἤμουν ἀδύναμος καὶ εἶχα τὴν τάσι γιὰ περίεργες λιποθυμίες ὅταν ὑποβαλλόμουν σὲ πίεσι καὶ κακουχίες. Ὅμως εἶχα τὴν ὀξύτερη ὅρασι μεταξὺ τῶν πολιτῶν, ἀνεξαρτήτως τῶν πολλῶν ὡρῶν ποὺ καθημερινὰ ἀφιέρωνα στὴν σπουδὴ τῶν Πνακοτικῶν χειρογράφων καὶ στὴν μελέτη τῆς σοφίας τῶν Ζομπναριανῶν πατέρων. Ἔτσι λοιπὸν ὁ φίλος μου, μὴ ἐπιθυμῶντας νὰ μὲ καταδικάσει σὲ ἀδράνεια, μὲ ἀποζημίωσε μὲ τοῦτο τὸ μηδαμινῆς σπουδαιότητας καθῆκον. Μ’ ἔστειλε στὸ παρατηρητήριο τοῦ Θάπνεν νὰ ὑπηρετῶ ὡς τὰ μάτια τοῦ στρατοῦ μας. Ἂν οἱ Ἰνοῦτος ἐπιχειροῦσαν νὰ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς στενωποῦ πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον, ὥστε μ’ αὐτὴν τὴν κίνησι νὰ αἰφνιδιάσουν τὴν φρουρά, ἤμουν ὁρισμένος νὰ στείλω τὸ σῆμα φωτιᾶς ποὺ θὰ προειδοποιοῦσε τοὺς ἐν ἀναμονῆ στρατιῶτες καὶ θὰ διέσωζε τὴν πόλι ἀπὸ ἄμεση καταστροφή.

Βυθισμένος στὴν ντροπὴ καὶ στὴν ἀπόγνωσί μου οὐρλιάζω μανιωδῶς, ἱκετεύοντας τὰ ὀνειροπλάσματα τριγύρω μου νὰ μὲ ξυπνήσουν, προτοῦ οἱ Ἰνοῦτος διαβοῦν ἀπαρατήρητοι τὸ πέρασμα πίσω ἀπὸ τὴν κορυφὴ Νότον καὶ κυριεύσουν τὴν ἀκρόπολι μέσω αἰφνιδιασμοῦ. Τοῦτα τὰ πλάσματα, ὅμως, εἶναι δαίμονες, γιατὶ μοῦ γελοῦν κατάμουτρα καὶ μοῦ ἐξηγοῦν πὼς δὲν ὀνειρεύομαι. Μὲ χλευάζουν ἐνῶ κοιμοῦμαι καὶ ἐνόσω ὁ κοντόχοντρος κίτρινος ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ ἕρπει ἀθόρυβα ἐναντίον μας. Ἀπέτυχα νὰ τηρήσω τὸ καθῆκον μου καὶ πρόδωσα τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης. Ἀποδείχθηκα τιποτένιος στὸν Ἄλως, τὸν φίλο μου καὶ διοικητή μου. Μὰ καὶ πάλι καγχάζουν οἱ ἥσκιοι τοῦ ὀνείρου μου. Ἰσχυρίζονται πὼς γῆ τῆς Λόμαρ δὲν ὑπάρχει πέραν τῶν νυχτερινῶν μου φαντασιώσεων. Πὼς σ’ ἐκεῖνες τὶς ἐπικράτειες, ὅπου ὁ Πολικὸς ἀστέρας λάμπει ψηλὰ καὶ ὁ ἐρυθρὸς Ἀλδεβαρὰν πορεύεται ἀργὰ καὶ χαμηλὰ γύρω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα, δὲν ὑπῆρξε τίποτα πλὴν πάγου καὶ χιονιοῦ ἐδῶ καὶ χιλιάδες χρόνια, μήτε καὶ ἄνθρωπος ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κοντόχοντρα κίτρινα πλάσματα, τὰ μαραμμένα ἀπ’ τὸ ψῦχος, τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάζουν «Ἐσκιμώους».

Ἔρημος ἀνέβηκα τὸν πύργο, γιατὶ κάθε στιβαρὸς στὸ σῶμα ἄνδρας χρειαζόταν στὰ χαμηλότερα περάσματα. Ὄντας πολλὲς ἡμέρες ἄυπνος, τὸ μυαλό μου πονοῦσε σαστισμένο ἀπὸ διέγερσι καὶ ἐξάντλησι. Ὅμως ὁ στόχος μου ἤταν ἀκλόνητος, ἐπειδὴ ἀγαποῦσα τὴν γενέθλια γῆ μου τὴν Λόμαρ καὶ τὴν μαρμάρινη πόλι τῆς Ὀλαθόης, ποὺ κεῖται μεταξὺ τῶν κορυφῶν Νότον καὶ Καντιφόνεκ. Ἀλλὰ καθὼς στεκόμουν στὸ ὑψηλότερο δωμάτιο τοῦ πύργου, ἰδοὺ ἡ κερασφόρος φθίνουσα σελήνη, κόκκινη καὶ δαιμονική, νὰ τρέμει ἀνάμεσα στοὺς ἀτμοὺς ποὺ αἰωροῦνταν πάνω ἀπ’ τὴν μακρυνὴ κοιλάδα τοῦ Μπάνοφ. Καὶ ἀπὸ μιὰ χαραμάδα στὴν στέγη λαμπύριζε ὁ χλωμὸς Πολικὸς ἀστέρας, φτερουγίζοντας σὰν ζωντανὸς καὶ κοιτῶντας κακότροπα σὰν δαίμονας καὶ πειραστής. Μοῦ φάνηκε πὼς τὸ πνεῦμα του ψιθύριζε κακοπροαίρετες συμβουλές, καθησυχάζοντάς με σχετικὰ μὲ τὴν προδοτικὴ ὑπνηλία, μὲ μιὰν ἀναθεματισμένη ῥυθμικὴ ὑπόσχεσι, τὴν ὁποία ἐπαναλάμβανε ξανὰ καὶ ξανά: «Βιγλάτορα κοιμήσου ὥσπου οἱ σφαῖρες γιὰ δυόμισι μυριάδων χρόνων μέρες θὰ στρέφονται· καὶ τότε πάλι ὁρίζω στὸν τόπο, ἐδῶ, ποὺ τώρα λαμπυρίζω. Ἄλλ’ ἄστρη, τὸ γοργόν, θὲ ν’ ἀνατείλουν πάνω στὸν νοητὸν οὐράνιο στῦλον. Ἄστρη ὁποὺ πραΰνουν κ’ εὐλογοῦνε μὲ τὴν γλυκειὰ τὴν λήθη ὁποὺ σκορποῦνε:

Καὶ καθὼς σφαδάζω βυθισμένος στὴν ὀδύνη τῆς ἐνοχῆς μου, ἀλλόφρων νὰ σώσω τὴν πόλι ποὺ ἡ ἐναντίον της ἀπειλὴ κάθε στιγμὴ αὐξάνεται, καὶ ματαιοπονῶντας ν’ ἀπελευθερωθῶ ἀπὸ τὸ ἀφύσικο ὄνειρο μὲ τὸ λιθόκτιστο σπίτι, τὸν δαιμονικὸ βάλτο καὶ τὸ κοιμητήριο στὸν χαμηλὸ λοφίσκο, ὁ Πολικὸς ἀστέρας, κακὸς καὶ τερατώδης, κοιτᾶ μοχθηρὰ ἀπὸ τὸν μαῦρο θόλο, τρεμοπαίζοντας ἀποτρόπαια, ὡς ὀφθαλμὸς παράφρονα παρατηρητῆ ποὺ παλεύει νὰ μεταφέρει κάποιο παράξενο μήνυμα, ἀλλὰ δὲν ἀνακαλεῖ στὴν μνήμη τίποτα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι κάποτε εἶχε ἕνα μήνυμα νὰ μεταφέρει.

Μόνον ὅταν ὁ γῦρος μου γυρίσει, τὸ παρελθὸν στὴν πόρτα σου θὰ ὁρίσει». Ματαίως πάλεψα μὲ τὴν νύστα μου, ἀναζητῶντας νὰ συνδέσω τούτους τοὺς παράξενους λόγους μὲ κάποιες παραδεδομένες γνώσεις περὶ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ εἶχα διδαχθεῖ ἀπὸ τὰ Πνακοτικὰ

9


ΟΙ ΑΡΧΙΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΓΚ-ΕΛΝΟΡ

“ΑΛΜΟΣ Ο ΟΞΥΣ” (μέρος 6ο ) Αντίλαλος

«Μα είναι άνοιξη…», μουρμούρισε στον εαυτό της η Αρτώ και τρεμόπαιξε τα μάτια της μήπως και έβλεπε καλύτερα –ξανά και ξανά, όμως η εικόνα παρέμενε η ίδια. Ο κατηφής, ούτε γκρίζος, αλλά, ούτε και γαλανός ουρανός, δεν άρμοζε σε τίποτα με τον εποχή που ημερολογιακά θα έπρεπε να ισχύει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά καθώς η νεαρή γυναίκα παρατηρούσε, όλο και περισσότερο της φαινόταν λες και κάποιος είχε με το χέρι ζωγραφίσει πάμπολλες, αμυδρές λευκές γραμμές που το σύνολό τους έπλεκε ένα τεράστιο, θολό πέπλο απ’ άκρη σ’ άκρη, όπου κι αν κοιτούσε. Δεν ένιωθε ψύχος –κάθε άλλο. Η μέρα ήταν ιδιαίτερα ζεστή, γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να βγει στην εξοχή για βότανα, όμως η χροιά του φωτός στερούταν ζωντάνιας, πράγμα που εξ αρχής την έκανε να αισθάνεται άβολα –κι έτσι άφησε καταγής το καλάθι της κι άρχισε να παρατηρεί. Κατά το απόβραδο, καθώς γυρνούσε, με όχι και τόσο γεμάτο καλάθι, στο σπίτι της, είχε την φαεινή ιδέα να μοιραστεί τις εντυπώσεις και τις ανησυχίες της με μια φίλη της που τυχαία συνάντησε στον δρόμο. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια με εξαιρετικό ενδιαφέρον και συμπόνια –γιατί όχι; ˙ όμως κάτι ψιθύρισε στην Αρτώ, πως δεν υπήρχε ουσιαστική ανταπόκριση κι ούτε έπρεπε να ξαναμιλήσει σε κανέναν για τέτοια πράγματα, πέρα ίσως από τον άντρα της και τον γάτο της. Κι αυτό το τελευταίο το πίστευε πέρα για πέρα. hg

Ο Λεύκιος χασμουρήθηκε με αδιαφορία κι έπειτα βολεύτηκε καλύτερα πάνω στο μαξιλάρι του, όμως ο Αγρηνός συνοφρυώθηκε. Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό αυτή η έκφραση ήταν από τις αγαπημένες του, όμως τώρα το έκανε πιο συνειδητά και με μεγαλύτερη ένταση. «Ώστε κι εσύ το έχεις προσέξει…», είπε μετά από αρκετή ώρα, λες και είχε να διαλέξει ανάμεσα σε πολλά που μπορούσε να απαντήσει. Κι όταν έπειτα από μεγάλη απόφαση, όλα όσα μήνες τώρα βασάνιζαν το μυαλό του, αποκαλύφθηκαν, ήρθε και η ώρα της Αρτούς να μορφάσει παρόμοια. Ο βασιλιάς Γκορόν και το Αιώνιο Βασίλειο μπορεί να βρίσκονταν στην άλλη άκρη της Ουρσούν –ή αλλιώς της Ουρασίας, μπορεί μόνο φήμες από περαστικούς ταξιδιώτες να έφταναν στ’ αφτιά τους για απίστευτες αερομαχίες και ασύλληπτη τεχνομαγεία που απειλούσε να κρύψει τον ήλιο για πάντα, μπορεί οι Αρχιτραγουδιστές να ήταν απλά μια φαντασία –ποιος, άλλωστε, τους είχε

με βεβαιότητα δει από κοντά, όμως, γιατί αυτή η διάχυτη καταχνιά; Γιατί αυτή η απογοήτευση στα χρώματα του ουρανού; «Τι προτείνεις;», ρώτησε με ύφος ετοιμοπόλεμο η νεαρή γυναίκα, ρίχνοντας ταυτόχρονα φευγαλέες ματιές στο κρεμασμένο τόξο της πλάι στην πόρτα. «Να περιμένουμε…», ήταν η απάντηση του Αγρηνού και η Αρτώ ξεφύσησε. Να περιμένουν, ζώντας τη συμβατική καθημερινότητά τους στην ασήμαντη Σελία, που μόνο περασμένες δόξες είχε να θυμάται. Να περιμένουν την ώρα που απειλούταν ο υπέρλαμπρος ήλιος! «Φτιάχνε τα σιδερικά σου, πούλα τα, πλήρωνε τους Εισπράκτορες, διάβαζε τα βιβλία σου για να ξεχνιέσαι, κι όλα καλά!», είπε τέλος θυμωμένα η γυναίκα και πήρε να αδειάζει το καλάθι της. «Δεν εννοούσα να περιμένουμε για πάντα…», αποκρίθηκε εκείνος και κλείνοντας τα παράθυρα και σβήνοντας τις λάμπες, έκατσε και της μίλησε στα σκοτεινά… Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Λεύκιος είχε διακριτικά τεντωμένο το κεφάλι του προς το μέρος τους. Στα πόδια ενός θεού

Είκοσι μέρες ασταμάτητα τραγουδούσε τη Δίοδο η Ελάιρα με τον Άλμος να την συνοδεύει και να την ενισχύει, όπου η πνοή της δεν ήταν αρκετή. Όμως εκείνο το γαλανό κομμάτι ουρανού ανάμεσα στα σύννεφα –τεχνητά και μη, δεν έλεγε να μεγαλώσει. Σαν μάτι παγερό κοιτούσε τους δυο Αρχιτραγουδιστές από ψηλά κι ανέκφραστο αρνούταν να υπακούσει. Δεν χωρούσε πλέον αμφιβολία: Ήταν τόσο διάχυτες οι χημικές ουσίες στην ατμόσφαιρα, που είχαν αρχίσει να επηρεάζουν και τα αληθινά νεφελώματα. Κάποια στιγμή η Γνώστρια ξέσπασε: «Γιατί δεν μ’ ακούς;!!», ούρλιαξε θεαματικά κι έπειτα σωριάστηκε κατάχαμα, πνιγμένη σε κλάματα κι εξάντληση. Ένα κοράκι πέταξε τότε από πάνω τους κρώζοντας επικριτικά, λες και ακριβώς αυτή την έκρηξη περίμενε για να εμφανιστεί. Κι αφού με πλήρη αυθάδεια διέγραψε δυο-τρεις κύκλους στον αέρα, πήγε και κάθισε κάπου στα δέντρα, κρυμμένο καλά μέσα στις φυλλωσιές. «Χρειαζόμαστε Χορωδία!», είπε ο Άλμος μετά από αρκετή σκέψη, χαϊδεύοντας ακόμα τις χρυσοκόκκινες μπούκλες της Ελάιρα. Εκείνη, όμως, ούτε απάντησε, ούτε αντέδρασε, γιατί ο ύπνος που την είχε τυλίξει ήταν κιόλας πολύ βαθύς. Κι επειδή ήταν σαφές πως η Γνώστρια δεν θα ξυπνούσε σύντομα, κάλεσε ο Οξύς ένα μεγάλο, παχύ

10

της Εύας Δημητσάντη σύννεφο να γίνει το σπίτι τους ωσότου η σύντροφός του να συνέλθει. Το κοράκι, βέβαια, είχε άλλη γνώμη, γι’ αυτό και χάλασε τον κόσμο με τα κρωξίματά του. «Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;», το ρώτησε διερευνητικά ο Αρχιτραγουδιστής, αν και δεν μπορούσε να το δει με σιγουριά ανάμεσα στα φύλλα. Εκείνο, ωστόσο, μη θέλοντας να προδώσει τα μυστικά του, πήρε τα μαύρα του φτερά και πετώντας χάθηκε μακριά, πάρα πολύ μακριά… Ο Άλμος έμεινε να αναρωτιέται και ξάφνου η ιδέα να αγκαλιαστούν από το σύννεφο για προστασία, έπαψε να μοιάζει ιδιαίτερα καλή… Γυρνώντας προς το νεφέλωμα που είχε αποκριθεί στο κάλεσμά του, ο Άλμος δεν πίστευε στα μάτια του. Αντί για τη γνώριμη, ευγενική και αφράτη μάζα υδρατμών, το πιο κακοφτιαγμένο συνονθύλευμα αερίων καύσης αιωρούταν ακριβώς μπροστά του με διαθέσεις φονικές –αλλά κι ένα μόνιμα διάπλατο χαμόγελο στην πρόσοψή του, ίδιο με εκείνο που πλέον στόλιζε την Πύλη του Νότου της Μαγκ-ελνόρ. Ίδιο με το χαμόγελο του Γελαστού Μαέστρο… «Πες μου, Αρχιτραγουδιστή…», ακούστηκε βαθιά και χαώδης η φωνή μέσα από το μαύρο σύννεφο, λες κι ερχόταν από τα έγκατα της γης. «Ποια ελπίδα είναι αυτή για την οποία ακόμα παλεύεις;…», γύρισε η γλώσσα ανοιγοκλείνοντας το νεφελώδες στόμα, σαν λάβα που γλείφοντας τρώει την πέτρα. Ο Άλμος δεν απάντησε, μα ασυναίσθητα πισωπάτησε, αγγίζοντας με τη φτέρνα του την κοιμισμένη Γνώστρια. Η ματιά του φευγαλέα στράφηκε επάνω της. «Μην σε απασχολεί αυτή…», συνέχισε η φωνή στον ίδιο τόνο και σαν να φούσκωσε κάπως ο όγκος του νεφελώματος, δήθεν από υπερηφάνεια. «Αυτή κιόλας έχει βουλιάξει… Ο ύπνος της είναι πολύ βαθύς…», πρόσθεσε, αφήνοντας ανησυχητικά υπονοούμενα. «Τι είναι αυτό που ζητάς από μένα;», αντερώτησε με πυγμή ο ένας και μόνος Αρχιτραγουδιστής με συνείδηση πάνω στην Ουρσούν, ενώ στο μυαλό του έτρεχαν χιλιάδες πιθανές λύσεις –μα καμιά δεν του έκανε. Όχι, ποτέ δεν το είχε σκεφτεί πως μπορεί μια μέρα να είχε να κάνει με τον ίδιο τον Γελαστό, ακριβώς επειδή ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν πάνω από τις δυνάμεις του. Το μόνο που γνώριζε με βεβαιότητα ήταν πως ο Μαέστρο με το με το ακίνητο χαμόγελο, μισούσε οτιδήποτε αγαπούσε ο Έμμελον˙ μα ποια επίκληση και ποια κραυγή για βοήθεια θα έφτανε σε αυτιά θεού εκείνη την έσχατη ώρα; Το κοράκι ακόμα πετούσε και τώρα τρύπωνε μέσα στα σύννεφα…


hg

«Δεν υπάρχει σπουδαιότερη ήττα για έναν θεό», ακούστηκε ο βόμβος απ’ τα σπλάγχνα της γης καθώς το ακίνητο χαμόγελο σχημάτιζε λέξεις, «από το να δει τους πιστούς του, όχι νεκρούς ή εξοντωμένους, μα υγιείς, ακμαίους και, πάνω από όλα, αδιάφορους…», συνέχισε το θειάφι να αναδύεται. «Μα εσύ, Άλμος…», άρχισε τώρα το σκοτεινό σύννεφο να πλησιάζει αργά, «τι στ’ αλήθεια κέρδισες ποτέ από το να ζεις στα πόδια ενός θεού; Πότε, πραγματικά, έκανες κάτι για εσένα τον ίδιο; Μια ζωή ολοκληρωτικά αφοσιωμένη, όμως, εσύ δεν είσαι θεός. Κι όταν φτάσεις στο κρύο τέλος των ημερών σου και λίγο πριν το σκοτάδι κοιτάξεις τη ζωή που θα έχεις χτίσει, πουθενά δεν θα δεις τον Άλμος να έχει ζήσει για τον ίδιο…». Έτσι πικρόχολα και σαρκαστικά συνέχισε η ζοφερή φωνή να σπέρνει την αμφιβολία, με θράσος και αναίδεια καταδεικνύοντας τα αβάσταχτα δεσμά που σκλάβωναν τον Αρχιτραγουδιστή. «Μη γελιέσαι…», ψιθύρισε στο τέλος τρέμοντας τάχα από ηδονή για τη μεγάλη αλήθεια που ξεστόμιζε, «ελεύθερος δεν στάθηκες ποτέ… Ακόμα κι όταν σαν παιδί πήγες να ξεφύγεις περνώντας μυστικά τα τείχη της Πόλης, ακόμα και τότε απ’ τον θεό σου γύρεψες βοήθεια. Και τι έκανε αυτός; Απλόχερα στην έδωσε καταπατώντας τη συμφωνία του με τον Χρόνο. Απλόχερα, σου έδωσε τη δύναμη που ήθελες για τον λατρέψεις κι άλλο –μη τυχόν κι έβγαινες από το δρόμο της σκλαβιάς κι ανακάλυπτες την ελευθερία…», είπε τέλος μέσα σε γέλια πνιχτά φτάνοντας πολύ κοντά στο πρόσωπο του Άλμος. Η δύσοσμη μάζα του αναδευόταν με ευχαρίστηση εκπέμποντας δηλητήριο που ήδη προκαλούσε ζάλη και δυσφορία, αν και το ισχυρότερο φαρμάκι –αυτό των λόγων του, είχε κιόλας βρει μια χαραμάδα να χωθεί. Μάταια ο Αρχιτραγουδιστής πάλευε να φτύσει την πίκρα και το οξύ που διαχέονταν στα σωθικά του και σύντομα θα καταλάμβαναν ολόκληρο το σώμα. Και για κάποιο λόγο που η συνείδησή του αδυνατούσε να αποκαλύψει, όλο και περισσότερο το σθένος του μειωνόταν, ενώ η όρεξή του να σώσει την Ελάιρα, τη Μαγκ-ελνόρ κι ίσως και όλη την Ουρσούν, ξέφτιζε και χανόταν. Μόνο τον ίδιο ήθελε πια να σώσει –κι αυτό όχι με βεβαιότητα. Ίσως αν άλλαζε κι ο ίδιος, ίσως αν άφηνε πίσω του το όνομα και το παρελθόν του, τότε καινούριοι ορίζοντες θα ανοίγονταν για εκείνον, σπουδαίες προοπτικές για να ζήσει επιτέλους ανέμελος κι ευτυχισμένος! «Κι ελεύθερος!», συμπλήρωσε το μαύρο σύννεφο λες κι είχε τρυπώσει μες στη σκέψη του και τα άκουγε όλα επιδοκιμάζοντας την ορθότητα του συνειρμού του. «Ελεύθερος!...», επανέλαβε το μόνιμα χαμογελαστό στόμα με ύφος σοβαρό κι απόλυτο, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου η μεταστροφή του Αρχιτραγουδιστή. Κι

έπειτα, όλο το ζοφερό νεφέλωμα πήρε να στροβιλίζεται μέσα σε έπαρση και θρίαμβο σηκώνοντας θύελλα σκόνης και καυτού αέρα, που ό, τι τύλιγε, το ξέραινε και το μάραινε. «Ζήσε για σένα!!», φώναξε, τέλος, ξεσπώντας σε γέλια τρανταχτά και παρασέρνοντας τον Άλμος στον ξέφρενο χορό του. Κι εκείνος, έχοντας παραδοθεί στον στρόβιλο, όλο και ξεχνούσε ποιος ήταν, όλο και τίποτα πια δεν είχε νόημα…

μανιασμένα και αστράφτοντας στα επικριτικά τους μάτια η χαρά της επίθεσης. Φτάνοντας στον ζοφερό στρόβιλο, βούτηξαν μέσα του στοχεύοντας τον πυρήνα. Μαύρα φτερά γέμισε ο τόπος καθώς πολλά από αυτά εξοντώθηκαν από τη δύναμη της δίνης, μα όσα κατάφεραν να τρυπώσουν με τα αιχμηρά τους ράμφη στο κέντρο της, άρχισαν να κατατρώγουν αυτό που υποπτεύονταν πως κινούσε τη θύελλα –τον Γελαστό Μαέστρο. Αλήθεια, δεν hg είναι αρκετά κάμποσα «Υπάρχουν, άραγε, εξοργισμένα πουλιά Αρχιτραγου-διστές;», για να πληγεί θανατερά μονολόγησε η Αρτώ ο έσχατος Εχθρός κοιτώντας από το της Μουσικής, όμως παράθυρο, μήπως έφταναν και περίσσευαν έβλεπε τον Αγρηνό να για να τον ξαφνιάσουν, καταφτάνει. Το φαγητό να τον αποσυντονίσουν ήταν έτοιμο, μα μόνο και να τον οδηγήσουν ο Λεύκιος προς το στο λάθος. Σίγουρος παρόν είχε πάρει τη πως μπροστά σε έναν θέση του στο τραπέζι Αρχιτραγουδιστή δεν –για αρχή δίπλα του κι είχε τίποτα να φοβάται, αν η Αρτώ επέμενε να ο εκ διαμέτρου τον αγνοεί, μπορεί κι αντίθετος του Έμμελον, επάνω του. «Νιάου!», έστρεψε παροδικά την διαμαρτυρήθηκε η προσοχή του στη μαζική λευκή γούνα και η νεαρή επίθεση των κορακιών, γυναίκα έσπευσε να τη Ravens Queen by Vimark αναδημιουργώντας τη σηκώσει στην αγκαλιά δίνη και μετατοπίζοντας της. «Θες να σου πω για το κέντρο της με στόχο, ένα όνειρο που είδα εχθές τη νύχτα;», όσα πτηνά δεν είχαν γίνει φτερά και ρώτησε λες και περίμενε απόκριση. «Μια όμορφη, ηλιόλουστη πόλη, με πούπουλα εισβάλοντας στον στρόβιλο, ανθρώπους που δεν πάταγαν τα πόδια να αντιμετωπίσουν μια δεύτερη, τους στο χώμα κι η ανάσα τους ήταν εξολοθρευτική δοκιμασία βγαίνοντας σκέτη μελωδία. Απαλή ομίχλη παντού, αναγκαστικά. Δεν είχε υπολογίσει, λευκή και γυαλιστερή σαν τρυφερό όμως, ότι ο Άλμος θα άρπαζε την μετάξι! Κι από παντού άκουγες μουσική ευκαιρία να βρεθεί ακριβώς δίπλα και φωνές να τραγουδάνε… Να, κάπως του –συγκεκριμένα, τόσο δίπλα του, έτσι…», άρχισε η Αρτώ με τη λεπτή που θα τον έπιανε από τον λαιμό και χροιά της να μιμείται τη μελωδία που θα κολλούσε το στόμα του πάνω στο θυμόταν –όπως κι αν τη θυμόταν, ενώ αυτί του. Η επικότερη στριγκλιά ως ο γάτος μισόκλεινε τα βλέφαρα με τότε –και κρίμα που δεν ήταν κανείς άλλος παρών για να την καταγράψει, ευχαρίστηση. κυριολεκτικά διαπέρασε το τύμπανο hg του αριστερού αυτιού του Γελαστού Ωστόσο, η βουή και το στρίγκλισμα Μαέστρο. Εκείνος, σχεδόν λιπόθυμος του καυτού ανέμου ήταν η μόνη μουσική από τον πόνο και εντελώς κωφός από στ’ αυτιά του Άλμος. Παραδομένος στην τη μια μεριά, σταμάτησε επί τόπου τη ξέφρενη θύελλα, ούτε τα σπαράγματα δίνη και χτυπώντας το πόδι του στη γη, των σκέψεών του δεν μπορούσε άνοιξε μια μεγάλη χαράδρα. Τραβώντας να ακούσει, ούτε καν τα γέλια του βίαια τα χέρια του Άλμος από πάνω του, Μαέστρο να ξεχωρίσει. Κι όμως, κάπου έδωσε μια και, πηδώντας μέσα, χάθηκε στο βάθος της αντάρας, μια αχτίδα στα βάθη κι αυτός και η ντροπή του. μελωδίας τραγουδημένης από γυναικεία φωνή άρχισε να διακρίνεται. Απίστευτα Ανταπόκριση γνώριμη και ζεστή, φέρνοντας αναμνήσεις από τις πιο γιορτινές μέρες «Πολύ όμορφη μελωδία!», παραστη Μαγκ-ελνόρ. «Ω! Εσύ, θεέ, ω! δέχτηκε ο Αγρηνός κι όπως η Αρτώ Έμμελον…», θυμήθηκε ο Άλμος τον εξακολουθούσε να τραγουδάει, έμπλεξε πρώτο στίχο και λες και κάποιος έσπασε κι αυτός τη δική του φωνή. Μια ιδιαίτερα τα δεσμά, ξεχύθηκε η φωνή του άγρια ευχάριστη διωδία δημιουργήθηκε, η και σαρωτική. Όμως ο Γελαστός δεν οποία είχε όλα τα προσόντα για να πτοήθηκε. Τι κι αν ο Αρχιτραγουδιστής προστεθούν κι άλλες φωνές φτιάχνοντας θυμόταν; Τι κι αν τραγουδούσε όλες μια πολύ ενδιαφέρουσα Χορωδία. Πολύ τις ουράνιες και φωτεινές μελωδίες πιθανόν, σαν αυτή που αναζητούσε ο των κόσμων; Κρίμα μόνο που θα Άλμος ο Οξύς… αναγκαζόταν να τον σκοτώσει εφόσον αντιστεκόταν στην αλλαγή. Διεύθυνση ηλ. ταχυδρομείου για Τα κοράκια, βέβαια, είχαν άλλη γνώμη. επικοινωνία με την συγγραφέα: Σαν μαύρος συρφετός κατέφτασαν evadimitsanti@gmail.com πολλές δεκάδες μαζί, κρώζοντας

11


Ο Θαυμαστός καινούργιος κ όσμος μ ας της Ειρήνης Μαχαιρίδου

Π

ερπατώντας μια μέρα βροχερή στο εγκαταλελειμμένο κέντρο της Αθήνας, προσπάθησα μάταια να συναντήσω, κρυμμένα κάτω από γερμένες ομπρέλες, βλέμματα ζεστά και σπινθηροβόλα. Αντ’αυτού, βρέθηκα περικυκλωμένη από πρόσωπα ψυχρά, ξένα, απόμακρα και από επιλογή απομονωμένα. Άνθρωποι χαζοχαρούμενα ανέμελοι, επίπλαστα ευτυχισμένοι, με τυποποιημένες και ανούσιες ζωές. Και ξάφνου, κάτω από το γκρίζο από τα καυσαέρια βλέμμα της Παλλάδος Αθηνάς, αποκαλύφθηκε εμπρός μου σε όλο της το μεγαλείο, η τραγική εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων. Μια σαρωτική νοσταλγία πλημμύρισε το νου μου και εικόνες μιας άλλης εποχής κατέκλυσαν την φαντασία μου. Και στο μυαλό μου ανέμιζε σαν σε λάβαρο γραμμένος ο τίτλος ενός βιβλίου προφητικού: «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος».

ανθρωπότητας, εξαιτίας της αλόγιστης και ανήθικης χρήσης της τεχνολογίας καθώς και η απομάκρυνση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, φροντίζοντας συνάμα (ευτυχώς για εμάς) να αφεθεί και ένα μικρό «παράθυρο διαφυγής». Αυτό το «παράθυρο» μπορούν να το διακρίνουν και να το χρησιμοποιήσουν μόνον οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν αλλοτριωθεί από την Νέα Τάξη Πραγμάτων. Όπως αναφέρει και ο Αλαίν Ντε Μπενουά στο έργο του που φέρει τον τίτλο «Η Θρησκεία της Ευρώπης», «ο άνθρωπος δεν μπορεί να πράξει παρά μόνο με ό,τι έχει, αλλά μ’ αυτό που έχει, μπορεί να κάμει ό,τι θέλει». Αυτές λοιπόν οι αφυπνισμένες ψυχές, ευρισκόμενες διαρκώς σε κατάσταση επαγρύπνησης και επιφυλακής είναι και εκείνες που πρώτες συνειδητοποιούν την τραγική μοίρα που τους επιφυλάσσουν οι σκοτεινές τάσεις που επικρατούν εντός του νεωτερικού πλαισίου. Ο τίτλος του έργου του Χάξλεϋ είναι παρμένος από το έργο του Σαίξπηρ «Τρικυμία», στο οποίο η ηρωίδα Μιράντα, σε μια εκστατική στιγμή, αναφωνεί «Πόσο πανέμορφη είναι η ανθρωπότητα! Ω, θαυμαστέ, καινούργιε κόσμε»! Είναι εμφανές ότι ο Χάξλεϋ χρησιμοποίησε τον στίχο με ειρωνική διάθεση, αντιπαραβάλλοντάς τον με την δυσοίωνη εικόνα του κόσμου που προέβλεψε ότι θα λάβει σάρκα και οστά στο εγγύς μέλλον. Σημειωτέον

Το 1932, ο Άλντους Χάξλεϋ επηρεασμένος από την σαρωτική επέλαση της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή, έγραψε τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο» του στον αντίποδα όλων αυτών των συγγραφέων που έβλεπαν με θετικό μάτι την εξέλιξη αυτή. Στην ίδια ομάδα, ανήκαν ο Χ.Τζ. Γουέλς με αντιπροσωπευτικότερο έργο του το «Ο κόσμος ελευθερώθηκε» (στο οποίο περιγράφει μια απροσδιόριστη εφεύρεση η οποία επιταχύνει τη ραδιενεργή διαδικασία, παράγοντας βόμβες) καθώς και η Μαίρη Σέλλεϋ με το «Φρανκενστάιν» (στο οποίο περιγράφεται η ιστορία του νεαρού φοιτητή ανατομίας και χειρουργικής, που ανακαλύπτει το μυστικό του να δίνει ζωή σε άψυχα πράγματα μέσω αλχημείας, αλλά και τους κινδύνους της γνώσης). Στα έργα αυτά, παρουσιάζονται εφιαλτικά σενάρια για το μέλλον της

12

ότι, ο Σαίξπηρ στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϋ είναι απαγορευμένος, επειδή η ανάγνωση των έργων του διεγείρει τα πάθη και αναστατώνει την ψυχή. Ο συγγραφέας, καταγόμενος από οικογένεια διάσημων βιολόγων – ο θείος του πήρε βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1965 - και λογοτεχνών, εστιάζει το θέμα του στις βιολογικές-σωματικές και πνευματικές αλλαγές που απειλούν τον άνθρωπο, αρκετές δεκαετίες πριν εμφανιστούν οι όροι γενετική, κλωνοποίηση, μεταλλαγμένα προϊόντα στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω μου, δεν μπόρεσα να αποφύγω λοιπόν την σύγκριση με τον εφιαλτικό τύπο ανθρώπου που περιέγραψε ως άλλος προφήτης ο Χάξλεϋ. Το Παγκόσμιο Κράτος που περιγράφει ο Χάξλεϋ, και αντιμετωπίστηκε θεωρητικά από τους στοχαστές του Ρομαντισμού κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα όταν εκείνοι του Διαφωτισμού το πρόκριναν, βρίσκεται επί των ημερών μας στο τελικό στάδιο της διαμόρφωσής του. Οι Μεγάλοι Διαχειριστές, διευθύνουν έναν τεράστιο πληθυσμό σχεδόν σκλαβωμένων και μάλλον «κατά φαντασίαν» ελεύθερων πολιτών, οι οποίοι έχουν μάθει από τα σπάργανα να αγαπούν την υποτέλειά τους και να θεωρούν αδιανόητη μια ζωή με αυτενεργή βούληση. Στην ελληνική εκδοχή αυτής της κοινωνίας, οι περισσότεροι συμπατριώτες μας έχουν απομακρυνθεί από την Ιστορία, την Τέχνη, τις Παραδόσεις και τον Πολιτισμό τους, υποκαθιστώντας την πνευματική καχεξία με ευτελή υλικά αγαθά, με πόθο για υπερβολική άνεση και προκλητική αναισθησία. Η γενιά του Πολυτεχνείου μεγάλωσε παιδιά στα οποία δίδαξε ότι στόχοι τους πρέπει να είναι η αργοσχολία, η επί πτωμάτων


13


διαχρονική εμμονή του «ελληνικού;» εκπαιδευτικού συστήματος, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, στον τυπολατρικό φορμαλισμό και στον άκαμπτο εργαλειακό ορθολογισμό. Απώτερος στόχος είναι η προπαρασκευή άβουλων, ενοχικών και καταπιεσμένων νέων, οι οποίοι παρά την τεράστια σε όγκο και πληροφορίες ύλη τους, αποφοιτούν με μηδενικές γνώσεις. «Ο πρώτος κίνδυνος αυτής της εκπαίδευσης είναι ότι στηρίζεται σε μια θεμελιώδη ψυχολογική πλάνη: φαντάζεται ότι η αποστήθιση εγχειριδίων αναπτύσσει την διάνοια. Το κράτος, που παράγει με αυτά τα εγχειρίδια όλα τα διπλώματα, δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει από αυτά ένα μικρό αριθμό, αφήνοντας τους άλλους χωρίς απασχόληση. Τα σχολεία πλάθουν σήμερα δυσαρεστημένους και αναρχικούς» έγραφε ο Λε Μπόν στην «Ψυχολογία των Μαζών» το 1895. Αυτή η κατάσταση δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο έκτοτε. Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην τακτοποιημένη και αποστειρωμένη ζωή, την οποία διαβιούν οι άνθρωποι στο έργο του Χάξλεϋ, που ως μόνο τρόπο διασκέδασης διαθέτει τα Αισθησιακά Θεάματα. Το συναίσθημα και η πληρότητα που προκαλείται από τον έρωτα ενός άντρα και μιας γυναίκας, είναι άγνωστες έννοιες στο «θαυμαστό» αυτό κόσμο. Η σεξουαλική ελευθερία είναι όμως πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και στις μέρες μας. Όλοι μπορούν να ανήκουν σε όλους χωρίς αυτό να θεωρείται ανήθικο ή ανέντιμο. Ο στίχος «αιώνια πίστη ακριβή με όρκους τυλιγμένη» συνεπαίρνει τον Τζον, τον αφυπνισμένο «Άγριο» του έργου αυτού. Αντίθετα η Λένινα, παράδειγμα κλασικού πνευματικά δυσκίνητου ατόμου, θεωρεί απαίσια την ιδέα να ζήσουν για πάντα μαζί, βιάζεται να σμίξει ερωτικά με τον Τζον και δεν καταλαβαίνει γιατί αυτός αρνείται. Για τον Τζον ο έρωτας είναι κάτι παραπάνω από συνουσία, είναι μια μαγεία που μας σπρώχνει στην φυσική και πνευματική δημιουργία. Η Λένινα θα μπορούσε να προσαρμοστεί στην σημερινή κοινωνία όπου όλα είναι βασισμένα στον επίπλαστο αστικό καθωσπρεπισμό, που για στήριγμα χρησιμοποιεί κάθε καμουφλαρισμένη (υπό τον μανδύα της κοινωνικά αποδεκτής) αντιπνευματική χυδαιότητα. Σήμερα, στην μεταμοντέρνα Νεωτερικότητα, ο μέσος άνθρωπος επιδίδεται σε ένα άνευ προηγουμένου κυνήγι πολλαπλών ερωτικών συντρόφων που σαφώς και αποτελεί προέκταση της επικράτησης του φιλελευθερισμού, με βάση άλλα «προσόντα» -και όχι αξιοκρατικάεπιδιώκεται η επαγγελματική ανέλιξη ενώ η εικόνα της «απελευθερωμένης» γυναίκας και του εργένη άντρα προβάλλονται ως πρότυπα σε όλα τα μέσα. Οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να τηρήσουν όρκους γιατί απλά δεν πιστεύουν σε τίποτα.

Το υπερβολικό «φτιασίδωμα» και η ματαιοδοξία, ο υπερκαταναλωτισμός και η εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα και της δικής μας εποχής . Η απομάκρυνση από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και την Μητέρα Γη, έχουν οδηγήσει στο μεγάλωμα παιδιών τα οποία «εκπαιδεύονται να μισούν τα λουλούδια και τα βιβλία», όπως αναφέρει ο Χάξλεϋ. «Πρόκειται για την αλαζονεία του αστού διανοούμενου, ο οποίος αποκομμένος από τις ρίζες του, χωρίς να καθοδηγείται πια από το ισχυρό ένστικτο, βλέπει αφ’ υψηλού και με περιφρόνηση την καθαρόαιμη σκέψη του παρελθόντος και την σοφία της αρχαίας αγροτικής κοινότητας», έγραφε ο Όσβαλντ Σπένγκλερ στην «Παρακμή της Δύσεως». Και ανάμεσα σε όλους αυτούς, στην δυστοπία του Χάξλεϋ, έρχεται σαν αχτίδα στο ζοφερό σκοτάδι ο Τζον, ο απολίτιστος - που συμβολίζει κατά τραγική ειρωνεία τον πολιτισμό - και τον βαθύτερο εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων. Θεωρεί ότι η αυταπάρνηση, η αξιοπρέπεια, ο ηρωισμός, είναι αξίες που γεμίζουν ψυχικά τον άνθρωπο. Τον Θεό τον έχει ανάγκη ο άνθρωπος λέει, γιατί αισθάνεται μικρός απέναντι στην απόλυτη αιώνια αλήθεια (του Σύμπαντος). «Εγώ θέλω το Θεό, την ποίηση, το θανάσιμο κίνδυνο, την ελευθερία, την καλοσύνη, την αμαρτία, δεν θέλω την ευκολία».- «Θέλετε να

14

είστε δυστυχισμένος; Με γηρατειά, με αγιάτρευτες ασθένειες, με ασχήμια, με ανέχεια, με πείνα, με αβεβαιότητα για το αύριο, με πόνο;» τον ρωτάει ο Μεγάλος Διαχειριστής. «Ναι» του απαντά ο Άγριος «παρά με αυτό το άδειο βλέμμα και την άδεια ζωή». Και εμείς σήμερα, αυτή η χούφτα αφυπνισμένων ψυχών, θέλουμε να συγκριθούμε με τον Τζον. Ώς άλλοι Ήρωες του Συκουτρή, δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας «ανθούς», αλλά «είμαστε ο σπόρος, που θα ταφή και θα σαπίση, δια να αναφανή το άνθισμα και το κάρπισμα»! Όπως αναφέρει και ο Φρειδερίκος Νίτσε στο «Θέληση της Δυνάμεως», «η ηθική είχε την δύναμη να θέλγει αυτούς τους ανθρώπους της καλής προελεύσεως, δηλαδή τις ρωμαλέες και δραστήριες φύσεις» {..} «Υπάρχει παρακμή σε οτιδήποτε χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Αλλά μαζί με την ασθένεια, εμφανίζονται στοιχεία δυνάμεως καθαρής και δυνάμεως της ψυχής. Τα ίδια αίτια που προκαλούν το αδυνάτισμα του ανθρώπου, τον ωθούν μέχρι το μεγαλείο ισχυροτέρων και σπανιοτέρων ψυχών. Άπειρα όντα ανωτέρου είδους καταστρέφονται στην εποχή μας, αλλά όποιο ξεφύγει, είναι ισχυρό όπως ο διάολος»! Άραγε, πόσοι «Άγριοι» υπάρχουν στην κοινωνία μας;





Συνέντευξη του

JACK STARR

Ο ιστορικός guitar hero του επικού heavy metal απαντά σε ερωτήσεις μελών της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ Ερωτήσεις Μαίρης «Therion» Ιορδανίδου

Συνεπώς η απάντησή μου είναι ότι δεν υπάρχουν τόσες πολλές καλές νέες μπάντες αλλά υπάρχουν πολλοί καλοί μουσικοί. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιες, θα σου πω ότι άκουσα ένα συγκρότημα που μου άρεσε πριν λίγους μήνες, τους Sunburst. Ωστόσο δεν έχω πλήρη εικόνα του. Επίσης μου αρέσουν οι Mystery του Αγγελου Περλεπέ. Ζώντας στην εποχή του διαδικτύου, ποια νομίζεις ότι είναι είναι τα υπέρ και τα κατά στην σημερινή σκηνή; Ποιές είναι οι διαφορές ανάμεσα στο τότε (ράδιο, ανταλλαγή κασέτας ή βινυλίου) και του σήμερα (διαδίκτυο, YouTube, facebook);

Για το κλασικό όλων των εποχών άλμπουμ «Out of Darkness» συνεργάστηκες με τον τραγουδιστή Rhett Forester. Συχνά αναφέρεσαι σε αυτόν λέγοντας ότι ήταν ένας αληθινός rock star. Πιστεύεις ότι η εποχή των rock stars και των θρύλων της μουσικής έχει παρέλθει; ‘Η μήπως κάθε νέα γενιά έχει τους δικούς της και απλώς οι γηραιότεροι θαυμαστές εξακολουθούν να αναπολούν τους προηγούμενους με νοσταλγικό τρόπο; Ναι, έχω πει ότι ο Rhett ήταν ένας rock star, με την ακριβή έννοια του όρου. Ο Rhett ήταν σαν τον Χρυσό Θεό από την ταινία «Σχεδόν Διάσημος», έζησε τη ζωή στα άκρα και με αυτό εννοώ ότι τα έκανε όλα ακραία, όπως για παράδειγμα το να είναι συχνά υπό την επήρεια ουσιών, να κοιμάται κάθε βράδυ με άλλη γυναίκα, να κάνει κοντολογίς επικίνδυνα πράγματα. Παρόλα αυτά είχε ευγενική καρδιά και με συμπαθούσε. Μπορώ μάλιστα να δηλώσω πως αυτό αποτέλεσε μεγάλη φιλοφρόνηση για μένα, διότι δεν συμπαθούσε πολλούς ανθρώπους. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν άλλον που μπορούσε να πιει τόσο όσο αυτός και που ταυτόχρονα να έχει τόση επίδραση στις γυναίκες. Εγώ προσωπικά το έβρισκα συγκλονιστικό. Ένιωθα σαν να ήμουν φίλος με τον Jim Morisson ή με τον Robert Plant! Όταν κάποιες φορές είχε μείνει στο σπίτι μου, τολμώ να πω ότι το μετέτρεπε σε παλάτι του αυτοκράτορα Καλιγούλα και μερικές φορές έπρεπε να το εγκαταλείψω για να διατηρήσω την πνευματική μου ακεραιότητα.. χα,χα,χα! .Δεν νομίζω ότι θα αποκτήσουμε τέτοιου στυλ rock star στο μέλλον και όταν σταματήσουν οι Stones και οι Aerosmith θα σημάνει το τέλος της ακολασίας. Θεωρείς ότι το rock και το heavy metal συνεχίζουν να εξελίσσονται ή αυτό σταμάτησε κατά κάποιον τρόπο προ πολλού; Λυπάμαι που θα πω ότι το rock και το heavy metal έχουν σταματήσει να εξελίσσονται και δυστυχώς νιώθω ότι μάλλον, κατά κάποιον τρόπο, οπισθοχωρούν. Φαίνεται ότι λίγες μπάντες δημιουργούν κάτι αληθινά καινούριο. Προσωπικά μου αρέσει ότι αποκαλούν πολλοί ακροατές παλιομοδίτικο το ύφος των δίσκων μου αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει ο όρος διότι ήμουν από τους πρώτους που έπαιξαν power metal με τους Virgin Steele. Ό,τι κάνω αυτή την στιγμή είναι η συνέχιση αυτής της παράδοσης και πιστεύω ότι έχω βελτιωθεί σαν κιθαρίστας, καθώς πάντοτε προσπαθώ να παρουσιάσω ένα καλύτερο album από το προηγούμενο και να εξελίσσω την μουσική του Jack Star και των Burning Starr. Παρακολουθείς τις νέες κυκλοφορίες; Ποιός μουσικός ή μπάντα ήταν η τελευταία που μαγνήτισε την προσοχή σου; Οφείλω να είμαι ειλικρινής. Υπάρχουν λίγες μπάντες που μου αρέσουν αλλά υπάρχουν πολλοί μουσικοί που είναι σπουδαίοι. Στο παρελθόν αν υπήρχε ένας σπουδαίος μουσικός -κιθαρίστας, τραγουδιστής ή ντράμερ- θα βρισκόταν σύντομα σε μια μεγάλη μπάντα. Δυστυχώς στις μέρες μας υπάρχουν κάποιοι πολύ ταλαντούχοι μουσικοί που βρίσκονται σε μπάντες οι οποίες δεν είναι τόσο καλές.

H νέα κατεύθυνση του marketing με την έλευση των νέων κοινωνικών μέσων δικτύωσης έχει θετικά και αρνητικά. Όλα είναι ταχύτερα τώρα κι ένας νέος μουσικός μπορεί να ιδωθεί και να ακουστεί πολύ πιο γρήγορα από πριν, μέσω του Facebook και του YouTube, αλλά επίσης μπορεί να ξεχαστεί πολύ πιο γρήγορα, διότι υπάρχουν τόσα πολλά συγκροτήματα ανά τον κόσμο και οι πάντες σήμερα μπορούν να φτιάξουν ένα CD και να το προωθήσουν στο διαδίκτυο. Πώς νιώθεις όταν παίζεις μουσική μετά από τόσα πολλά χρόνια; Η συγκίνηση είναι η ίδια ή εξαρτάται και από το ακροατήριο; Ναι, ακόμα απολαμβάνω το να παίζω μουσική, ο Νεντ ο μπασίστας μου και ο Ράινο μερικές φορές αυτοαποκαλούνται, μεταξύ σοβαρού και αστείου, «lifers». Έτσι αυτοαποκαλούνται οι έγκλειστοι των φυλακών όταν δεν έχουν ελπίδα να βγουν ποτέ από εκεί. Νιώθω ότι πλέον είναι πολύ αργά για μένα προκειμένου να έχω μια διαφορετική ζωή. Συνεπώς, είμαι σαν κι αυτούς ισόβιος και δεν θέλω να αφήσω ποτέ αυτό τον τρόπο ζωής. Ποιές είναι οι εντυπώσεις σου από τη συναυλία στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 2014; Έμεινες ικανοποιημένος από την ανταπόκριση του κοινού; Θυμάμαι με συγκίνηση την συναυλία που δώσαμε στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 2014! Το κοινό ήταν φανταστικό και η ενέργειά του μεταδοτική, με την μπάντα μας να τρέφεται σαν βαμπίρ από αυτή την υπέροχη ενέργεια, η οποία μας έκανε να θέλουμε να παίζουμε ολοένα και περισσότερο καταθέτοντας την ψυχή μας. Προσωπικά εκτιμώ ότι έτσι ακριβώς θα έπρεπε να είναι οι συναυλίες. Όταν πηγαίνω να δω ένα συγκρότημα θέλω να το βλέπω να παίζει με πάθος και συναίσθημα, να δουλεύει σκληρά, να ιδρώνει και να παρουσιάζει ό,τι καλύτερο μπορεί στις συναυλίες. Είναι πολύ σπουδαίο, για μένα, να βλέπω μια μπάντα να απολαμβάνει αυτό που κάνει και να χάνεται μέσα στη μουσική. Αυτό ακριβώς είναι που κάνω εγώ όταν παίζω κι επίσης αυτό που λατρεύω να βλέπω σε ένα κοινό.

18


Ερωτήσεις Ανδρέα Σκαμανδρώνυμου Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του μαυρομάλλη Κιμμέριου με την διαπεραστική ματιά εμπνέει τα εξώφυλλα και τους στίχους σου, καθώς και τον επικό ήχο των συνθέσεών σου. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, κατά την πρώτη εποχή των Virgin Steele, η επική προσέγγιση στην εικόνα του συγκροτήματος αλλά και των ήχων, αποτελεί μια δέηση στον Ριχάρδο Βάγκνερ. Ως σαν να αντιπροσώπευε μια αντίληψη του κόσμου όπου ο πρωτογενής βαρβαρισμός συναντά τον πιο λυρικό «Ευγενή Βάρβαρο». Τέτοιου είδους ιδέες και προσεγγίσεις τελούν υπό διωγμό μέσα στο Νεωτερικό πλαίσιο της «πολιτικής ορθότητας», όπως αυτό αποδεικνύεται και από την πρόσφατη πολεμική κατά του βραβείου Λάβκραφτ. Η Ηρωική Φαντασία αποτελεί για εσένα μια υποσυνείδητη επιρροή ως μέσο διαφυγής σε ένα κόσμο όπου οι ηρωικές αξίες κυριαρχούν ή συνειδητά εξεγείρεσαι κατά του αποστειρωμένου κόσμου της Νεωτερικότητας; Η Ηρωική Φαντασία αποτελεί για εμένα τεράστια επιρροή. Tις πρώτες εποχές των Virgin Steele, αισθανόμουν ότι ήταν σημαντικό το να γράψω για τέτοιου είδος θέματα καθ’ ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ήταν ένα «μονολιθικό» μέρος όπου η συμβατικότητα βασίλευε, και εγώ δεν άντεχα να βλέπω τα σπίτια ίδια αναμεταξύ τους, τα αυτοκίνητα, τις γυναίκες όλες με το ίδιο χτένισμα της Farah Fawsett, ούτε να ακούω αυτή την φρικτή disco που φάνταζε σαν να υπήρχε.... παντού. Είχα την ανάγκη να δραπετεύσω, και ο κόσμος της Ηρωικής Φαντασίας ήταν ο κόσμος στον οποίο ταξίδεψα. Το ενδιαφέρον είναι ότι μυήθηκα στον κόσμο αυτό μέσω των εξωφύλλων των Yes, των Budgie, και άλλων. Πέρναγα ατελείωτες ώρες κοιτώντας τα και ακούγοντας τις μουσικές τους, οραματιζόμενος έναν διαφορετικό, πιο συναρπαστικό κόσμο σε σχέση με αυτόν στον οποίο και ήμουν καθηλωμένος. Έτσι, και εγώ θέλησα να κάνω τέτοιου είδους δίσκους και οι Virgin Steele αποτέλεσαν το όχημα για αυτό. Μίλησέ μας για την φλόγα που περιφρουρείς. Ποια η κεντρική φιλοσοφική ιδέα που εδράζεται πίσω από τον τίτλο «Guardians of the Flame»; Το «Guardians of the Flame» -τίτλος κυκλοφορίας - αλλά και προσωπική μου σύλληψη, συμβολίζει τη φλόγα της δύναμης και της ελπίδας. Όπως

και στις βιβλικές ιστορίες, η καιόμενη βάτος και η αιώνια φλόγα είναι απέθαντες, έτσι και εμείς θέλαμε να είμαστε θεματοφύλακες της φλόγας της δύναμης και της αντίστασης στους υποδουλωτές μας. Η εικόνα της φλόγας δεν αποτέλεσε ποτέ κάτι αρνητικό για εμένα, αλλά αντιθέτως ένα σύμβολο ελπίδας και αντίστασης κατά της καταπίεσης, όπως και το ξίφος της Δικαιοσύνης - μια σύλληψη με εκτενείς αναφορές στη λογοτεχνία. Εξηγώντας όλα αυτά στο φωτογράφο για την αμερικανική έκδοση του «Guardians of the Flame», καταλήξαμε στο σπαθί που κρατά το αναδυόμενο μέσα από τις φλόγες χέρι. Αυτό το εξώφυλλο είναι ένα σύμβολο δύναμης και αμφισβήτησης - δύο έννοιες με τις οποίες και ασχολήθηκα περεταίρω και σε μεταγενέστερα albums. Προτού αφήσω τους Virgin Steele, μετά την τελευταία κυκλοφορία του Ε.Ρ, ανέφερα στον David De Feis για μια ιδέα την οποία και δούλευα χρόνια στο μυαλό μου, και δεν ήταν άλλη

Πρώτα απ’ όλα, σε ευχαριστώ για τις φιλοφρονήσεις σου για την συναυλία μας στην Αθήνα. Όλοι εμείς στους Burning Starr διατηρούμε την δίψα να προσφέρουμε στο κοινό και να κερδίζουμε τον κάθε ένα και κάθε φορά. Μοιάζει σαν μάχη για εμάς όταν βγαίνουμε στη σκηνή και όταν το κοινό ενθουσιάζεται ξέρουμε ότι κερδίσαμε τη μάχη, μέχρι την επόμενη, διότι αυτό είναι... πόλεμος ! Είναι ένας πόλεμος στον οποίο και λατρεύουμε να συμμετέχουμε διότι εδώ δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αλλά γινόμαστε ένα με το κοινό και είμαστε όλοι νικητές. Η πολύχρονη παρουσία σου στον χώρο του αληθινού Heavy Metal σου έχει προσφέρει αναγνώριση και επιτυχία, αλλά από την προσωπική μας επαφή καθώς και από την συμπεριφορά σου προς τους οπαδούς, αναδεικνύεται μία σεμνή προσωπικότητα. Θα θέλαμε να ξέρουμε το μυστικό αυτής σου της ποιότητας που μας έχει εντυπωσιάσει όλους. Ξανά σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά θα πρέπει να πω ότι καλή είναι η μουσική, αλλά δεν είναι το ίδιο με το να θεραπεύεις τον καρκίνο, να εργάζεσαι για την παγκόσμια ειρήνη, ή την ανάσχεση της φτώχειας και της πείνας στον πλανήτη.. Έτσι έως ότου κάνω κάτι τέτοιο (χα,χα!) θα παραμείνω για πάντα ταπεινός Ερωτήσεις Σταμάτη Μαμούτου

Από αριστερά: Μάκης “Powerhead” Πρασούλας, Ανδρέας Σκαμανδρώνυμος, Jack Starr, Μαίρη Ιορδανίδου

από το....«Noble Savage». Φαίνεται ότι στον David άρεσε πολύ η ιδέα, την υιοθέτησε ως δική του και βάσισε τις μελλοντικές του ηχογραφήσεις και στίχους σε αυτή την όμορφη και ηρωική φιλοσοφία στην οποία και τον είχα μυήσει. Έτσι έγραψε και το ιδιοφυέστατο ομότιτλο τραγούδι. Προσωπικά μου άρεσαν πολύ τα δυαδικά αντίθετα στους τίτλους. (Iron Maiden-σκληρό/ήπιο), (Led Zeppelinσκληρό/ήπιο), (Virgin Steele- ήπιο/ σκληρό), (Noble Savage- ευγενές και βασιλικό / άγριο και βαρβαρικό). Αυτά τα αντίθετα με συναρπάζουν, τα ενσωμάτωσα, κι έτσι δημιούργησα την ιδέα για το όνομα Virgin Steele. Ποιο ήταν το μυστικό που σας επέτρεψε να μεταμορφώσετε ένα αρχικά ήπιο κοινό εντός ενός τετάρτου της ώρας σε μια παθιασμένη ορδή η οποία απόλαυσε ένα ανεπανάληπτο heavy metal party, κατά την τελευταία σας συναυλία στην Αθήνα;

19

Ποια η γνώμη σου για την κατάσταση που επικρατεί στην κοινότητα των οπαδών του heavy metal σήμερα; Όπως θυμόμαστε, την δεκαετία του ’80, αλλά και στο πρώτο μισό εκείνης του ’90, η κοινότητα της αγαπημένης μας μουσικής ήταν -σχεδόν παγκοσμίωςαρκετά ισχυρή ώστε μπόρεσε να καταστήσει το heavy metal ένα πραγματικό μουσικό κίνημα. Αργότερα οι παλαιοί δεσμοί χαλάρωσαν και από κίνημα το heavy metal κατέστη μια απλή μουσική επιλογή. Στην Ελλάδα αυτή η διαφοροποίηση, σε σχέση με την επικρατούσα κατάσταση των δεκαετιών του ’80 και του ’90, είναι ξεκάθαρη. Οι ακροατές της αγαπημένης μας μουσικής είναι λιγότεροι και οι τρόποι της κοινότητας αλλαγμένοι. Θα ήθελα να μας περιγράψεις τι συμβαίνει σήμερα στις Η.Π.Α. Υπάρχει ακόμη ικανοποιητικός αριθμός οπαδών, συγκροτημάτων και συναυλιακών χώρων της «μεταλλικής» μουσικής; Υπάρχει στις νέες γενιές ενδιαφέρον για το heavy metal; Ναι, υπάρχει ακόμη σκηνή του heavy metal στις Η.Π.Α, η οποία όμως δεν είναι ισχυρή όσον αφορά το αγαπημένο μου power metal.


Οι περισσότεροι Αμερικανοί metalheads προτιμούν το thrash, το death και το hardcore. Νομίζω ότι το μοναδικό συγκρότημα του κλασικού heavy metal, που εξακολουθεί να απολαμβάνει αληθινά μαζική υποστήριξη στην χώρα μου είναι οι Iron Maiden. Αναμφίβολα πάντως οι περισσότεροι Αμερικανοί, και κυρίως οι νέοι, προτιμούν να ακούνε μουσική χορευτική, είτε hip hop, είτε ντίβες τύπου Taylor Swift. Είναι πλέον εξαιρετικά σπάνιο να προβληθεί αληθινή μουσική παιγμένη από αληθινούς μουσικούς στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Ελπίζω, όμως, ότι θα επιστρέψουμε μια ημέρα. Εξάλλου όλα κάποτε επιστρέφουν. Υπάρχουν φορές που συναντώ νεαρούς σε δισκοπωλεία οι οποίοι μου λένε ότι λατρεύουν το παλιό heavy metal. Αυτό με κάνει αισιόδοξο. Εκτός από τον Ρόμπερτ Χάουαρντ, ποιοι άλλοι συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού σου αρέσουν; Λατρεύω την επική φανταστική λογοτεχνία. Σαφώς μου αρέσει ο Ρόμπερτ Χάουαρντ. Το ίδιο και ο Τόλκιν, καθώς επίσης και άλλοι συγγραφείς. Η φαντασία είναι σημαντική, εφόσον η ζωή μπορεί να γίνει τόσο συμβατική και προβλέψιμη, γιατί μέσω της ενεργοποίησής της μπορούμε να υπερβούμε το γκρίζο παρόν και να οραματιστούμε άλλους κόσμους. Εξάλλου αυτό ήταν και το υπόβαθρο του concept στον δίσκο «Land of the Dead», όπου το ομώνυμο τραγούδι αφορά αυτή την απόδραση από την «γη των νεκρών». Προσωπικά αντιλαμβάνομαι την «γη των νεκρών» ως το πεδίο στο οποίο οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να ζουν κομφορμιστικά ακολουθώντας τις επικρατούσες νόρμες. Η «γη των νεκρών» μπορεί να υπάρξει οπουδήποτε

η αυτενέργεια θα είναι εξοστρακισμένη και προσωπικά δεν θα συμβιβαστώ ποτέ με κάτι τέτοιο. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από την κυκλοφορία του «Land of the Dead». Πότε να περιμένουμε καινούργια album; Ο μπασίστας μας ο Ned ως τελειομανής επεξεργάζεται λεπτομερώς τα τραγούδια του επερχόμενου δίσκου μας. Έχει ηχογραφήσει τα δέκα από τα δεκατέσσερα τραγούδια του νέου δίσκου. Μόλις ηχογραφήσει και τα υπόλοιπα θα ηχογραφήσω κι εγώ τα κιθαριστικά solos. Όλα τα υπόλοιπα έχουν ηχογραφηθεί, τα τύμπανα, οι ρυθμικές κιθάρες, οι αρμονίες. Μόλις τελειώσουμε το μόνο που θα μείνει είναι να κάνει ο Bart Gabriel την μίξη. Ο νέος μας δίσκος θα κυκλοφορήσει εντός του έτους. Σου το υπόσχομαι !! Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να πεις στους αναγνώστες του περιοδικού μας; Θέλω να δηλώσω ότι η υποστήριξη των Ελλήνων metalheads είναι εξόχως σημαντική για εμένα. Είμαι πολύ σπουδαίο το ότι γνωρίζω πως εσείς οι Έλληνες ακροατές επιλέγετε να μας ακούσετε συνειδητά, επειδή αντιλαμβάνεστε ότι η μουσική μας έχει αξία σε ένα συνολικό πλαίσιο αναφοράς. Η υποστήριξή σας μας μηνύει ότι προσανατολιζόμαστε προς την σωστή κατεύθυνση, ότι δημιουργούμε καλή μουσική που αρέσει σε καλλιεργημένους και συνειδητούς ακροατές. Ελπίζω να σας δούμε σύντομα από κοντά. Ευχαριστώ θερμά για τις υπέροχες ερωτήσεις Μαίρη, Ανδρέα και Σταμάτη!

Η Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ απέκτησε ραδιοφωνική εκπομπή ! Κάθε Σάββατο και Κυριακή, από τις 14:00 έως τις 16:00. Στον διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό rockmachine.gr Ο Σταμάτης Μαμούτος παρουσιάζει την εκπομπή

ΑΤΣΑΛΙΝΟ ΡΟΔΟ

Αυθεντικό Heavy Metal - Φανταστική Λογοτεχνία - Ρομαντισμός

ΑΤΣΑΛΙΝΟ ΡΟΔΟ στον rockmachine.gr 11


Κάποτε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας του Φιλίππου Βαβουλάκη

ΕΙΣΟΔΟΣ

Θ

υμάμαι ότι στην αρχή της δεκαετίας του 1990 οι ακροατές του Heavy Metal στην χώρα μας ήταν επιμερισμένοι στις αποκαλούμενες -από τους συντάκτες μουσικών εντύπων«φυλές1» Οι παλαιότεροι τα θυμούνται. Ήταν απαγορευτικό λόγου χάρη να ακούς Manowar και να εκτιμάς το «Arise» των Sepultura, ή να φοράς t-shirt Slayer και να λοξοκοιτάζεις στο διπλανό ράφι των κεντρικών δισκοπωλείων τα «Keepers»! Οι τομές αυτές μπορεί στα αυτιά των νεότερων να ακούγονται αλλόκοτες ωστόσο, εκείνη την εποχή, αποτελούσαν απόρροια της περιρρέουσας κουλτούρας και είχαν νόημα. Για να μην μακρυγορώ, αυτά καλώς ή κακώς συνέβαιναν τότε, έτσι ήταν εκείνη η εποχή και η γοητεία που ασκούσε. Οι παραπάνω βιωματικές εικόνες και οι «μάχες συντακτών» κέντριζαν το ενδιαφέρον και διαμόρφωναν την αισθητική μας. Το Hair ή Glam Metal και το Aor έπνεαν τα λοίσθια. Το Thrash Metal βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμης του και στην ωριμότητα του. Το κύμα του Death / Black Metal που σηκώνονταν, θα τα σκέπαζε όλα στα επόμενα χρόνια.

Στον αντίποδα βρίσκονταν οι υπερήφανοι και υπερόπτες «επικοί»2. Αδιάφοροι για τις νέες τάσεις των «μεταλλικών» ρευμάτων, υπεράνω μοδών και διάφορων νεωτερικών κοινωνικοπολιτικών θέσεων/ αντιθέσεων που είχαν εισχωρήσει στην θεματολογία του Heavy Metal, παρέμεναν πιστοί σε αρρενωπά αρχέτυπα που με χαρακτηριστική αφοσίωση εμπνέονταν από λογοτεχνικούς ήρωες και μυθικούς κόσμους. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της εποχής που αξίζει μνείας είναι η απαράμιλλη αυστηρότητα που διέκρινε το Heavy Metal κοινό. Δηλαδή, δεν νοούνταν να φoρούσε κανείς t-shirt ενός συγκροτήματος και να αγνοούσε την δισκογραφία του. Αν συνεβαινε κάτι

Όμορφη εφηβεία. Εγώ, με λευκό μπλουζάκι Hail to England στα δεξιά. Δίπλα μου, ο καλός φίλος Γίωργος Κ.

τέτοιο κρινόταν ακατάλληλος να την φορά και οι συνέπειες με τις οποίες θα βρισκόταν αντιμέτωπος, ενώπιον μιας αυστηρά προσηλωμένης σε αρχές και γνωρίσματα κοινότητας, ποίκιλλαν. Οι συναυλίες από μπάντες του εξωτερικού, όταν αυτές λάμβαναν χώρα, αποτελούσαν εξαιρετικά γεγονότα και πολλές από αυτές κατέληγαν σε επεισόδια από θερμόαιμους ποδοσφαιρόφιλους. Αλήθεια... ήταν σκληρά χρόνια, μα και αγνά. Σε αυτό το κλίμα των αντιθέσεων και των αισθητικών προτύπων ανδρώθηκε η γενιά των πρώτων νεορομαντικών, σπορά της πένας του «Ιππότη του Ηλίου»3 και ενός ενστικτώδους εφηβικού προσανατολισμού.

ΤΟ ΣΥΝΑΥΛΙΑΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ Οι Manowar της κλασσικής περιόδου 1982-‘84 απασχόλησαν, λατρεύτηκαν και μισήθηκαν το ίδιο εντόνως από το ελληνικό κοινό. Αυτοανακηρυχθέντες βασιλιάδες του Heavy Metal, εν έτει 1988 δεν ήταν πλέον η μπάντα των λίγων και πιστών οπαδών. Έναν χρόνο πριν, ήδη μετά από μια τρίχρονη δισκογραφική απουσία, είχαν επανέλθει ως πολέμιοι του μοντέρνου κόσμου, χρησιμοποιώντας διάφορα τσιτάτα όπως το ομώνυμο κομμάτι (που ακούστηκε και σε διαφήμηση του παγωτού Boss), με σύγχρονη παραγωγή και την συνεργασία, που θα γινόταν μόνιμη πλέον, του ζωγράφου Ken Kelly. Αρχές Οκτωβρίου του 1992 και ο «Θρίαμβος του Ατσαλιού», η νέα δισκογραφική κυκλοφορία τους, έρχεται να οριοθετήσει τον επικό ήχο της μπάντας. Επρόκειτο για ενα άνευ

1) Από την μόνιμη στήλη του Ανδρέα Τσουρινάκη αρχισυντάκτη του MH/HM στα τεύχη 79, 80, 81, 82, 83, 84, του 1991. 2) Epic Metalheads αποκαλούμασταν όσοι ακούγαμε επικό (και κλασικό) heavy metal, με μουσικά σημεία αναφοράς συγκροτήματα όπως οι Warlord, οι Manowar, οι Tygers of Pan Tag, οι Omen και άλλοι. Πρόκειται για την κοινωνική ομάδα που αποτέλεσε την βάση της πρώτης εποχής του νεορομαντικού κινήματος. 3)Ο Sun Knight υπήρξε συντάκτης του μακροβιότερου στην χώρα μας περιοδικού με θέμα την heavy metal μουσική, δηλαδή του «Heavy Metal&Metal Hammer». Στις σελίδες αυτού του εντύπου φιλοξενήθηκε η δισέλιδη «στήλη» του, που έφερε τον τίτλο «War Flag Of The Sun», από το 1990 ως το 1999. Σε εκείνο το δισέλιδο ο Sun Knight εισηγήθηκε πρώτος κάποιες βασικές αρχές της νεορομαντικής κίνησης, που αργότερα θα είχε ως επίκεντρο την Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ, υπογράφοντας εξαιρετικής ποιότητας δοκίμια στα οποία ερευνούσε την σχέση του αυθεντικού heavy metal με την λογοτεχνία του φανταστικού και με την παραδοσιοκρατία. Η απήχηση της στήλης ήταν τέτοια, ώστε γύρω από αυτή να συγκεντρωθεί ένας ολόκληρος πυρήνας ανθρώπων και να εμφανιστούν οι πρώτοι νεορομαντικοί στους χώρους που σύχναζαν οι νέοι εκείνης της εποχής. 4) «Μέσα στο Φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει το νέο άλμπουμ των «βασιλιάδων του metal» Manowar, από την Atlantic, με ντράμερ κάποιον Rhino, που αντικατέστησε τον Scot Columbus. Το άλμπουμ θα περιέχει κι ένα 30 λεπτό κομμάτι με αναφορές στην Ελληνική Μυθολογία, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι Manowar θα επισκεφθούν την χώρα μας για συναυλίες». Περιοδικό Heavy Metal&Metal Hammer, Τεύχος 93. 10/1992.

21


Στον σταθμό του Φαλήρου η κατάσταση είχε ξεκαθαρίσει. Όσοι εξήλθαν από τα βαγόνια κατέβαιναν για τον ίδιο σκοπό. Όλοι μαζί, παρέες - παρέες, βαδίζαμε προς τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην υπόγεια διάβαση με κατεύθυνση το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας -αν μη τι άλλο, μάλλον φάνταζε παράξενο, ένα στάδιο με αυτό το όνομα να φιλοξενούσε τον μουσικό πόλεμο που θα ακολουθούσε. Ένα πρωτόγνωρο αίσθημα κυριαρχούσε, μία άγρια χαρά με είχε πλημμυρίσει από αυτό που συνέβαινε γύρω μου. Η θορυβώδης γιορτή και τα τραγούδια μάχης έδιναν σάρκα και οστά στους στίχους του «Gloves Of Metal». Τα όσα περιγράφονται παραπάνω και θα ξεδιπλωθούν στην συνέχεια, αποτυπώνουν την θύμηση της εμπειρίας δίχως την ανάγκη ωραιοποίησης ενός ενδόξου παρελθόντος. Η «μεταλλική» μας πομπή έφθασε έξω από τις θύρες και με την σειρά της πύκνωσε τον «στρατό των αθανάτων». Ανακοίνωση στο Metal Hammer Τα τραγούδια συνεχίστηκαν, με αμείωτους ρυθμούς. Σαν για το party του συγκροτήματος, που αρχαίοι πολεμιστές που όδευαν τραγουδώντας και γελώντας πραγματοποιήθηκε ένα βράδυ πριν την συναυλία, στο τρανταχτά προς την μάχη, αποτυπώνοντας στον τρόπο club Αγκάθι. ζωής τους το πεπρωμένο της αντρικής φύσης, θυμάμαι τους φίλους μου, τον Λευτέρη I., τον Αλέξανδρο, τον Μιχάλη, προηγουμένου τόλμημα, με μια ελεγεία είκοσι οκτώ λεπτών, και τον Λευτέρη Κ. να περιμένουν μαζί μου στριμωγμένοι μιας σύνοψης του ομηρικού έπους της Ιλιάδος. Και σα να στην είσοδο κάποιας θύρας και να τραγουδάμε τα κομμάτια μην έφτανε αυτό, οι κεραυνοβολημένοι νεορομαντικοί που περιμέναμε να ακούσουμε. Γύρω μας, οι υπόλοιπες μαθαίνουμε ότι το αγαπημένο μας συγκρότημα θα επισκεφθεί είσοδοι ήταν γεμάτες χεβυμεταλάδες, που κατειλημμένοι την χώρα μας! Το νέο για την επικείμενη συναυλία είχε λες από κάποιο ένθεο πολεμικό μένος, επαναλάμβαναν μέσω κάνει πάταγο στις εφηβικές καρδιές μας4. Από πολύ νωρίς ιαχών θριάμβου τα συνθήματα «Manowar-Manowar» και προμηθευτήκαμε το πολύτιμο εισιτήριο αξίας 4.000 «Hail-Hail-Hail And Kill». δραχμών. Η προετοιμασία για την συναυλία είχε αχώριστη Αφού άνοιξαν οι πύλες η έφοδος των «μεταλλικών ορδών» σύντροφο την ανυπομονησία και την αμέλεια των μαθητικών ήταν τέτοια ώστε ξάφνου, από την πίεση και την ώθηση, υποχρεώσεων. Οι πολύωρες ακροάσεις δίσκων και κασετών δεν πάταγαν τα πόδια μου στο έδαφος. Με αυτόν τον τρόπο μαζί με την θεωρητική κατάρτιση της «War Flag Of The πέρασα τον χώρο όπου γινόταν ο έλεγχος των εισιτηρίων, Sun», μονοπώλησαν το ενδιαφέρον και ανέβασαν τον πήχη ξεχύθηκα στην αρένα και με τους φίλους μου βρέθηκα κοντά των προσδοκιών. στην σκηνή. Η μεγάλη ημέρα είχε φθάσει. Ήταν Σάββατο. Ο βασιλέας Ο χώρος της αρένας κατάμεστος. Οι κερκίδες του σταδίου Ήλιος είχε ανατείλει στις 7:12 και η δύση του θα γινόταν στις γεμάτες. Τα συνθήματα για τους Manowar ακατάπαυστα. 5:10. Η συνάντηση με την παρέα μου πραγματοποιήθηκε στον Όπου και να γυρνούσα την ματιά μου έβλεπα τα πλήθη των σταθμό του Πειραιά. Ήδη μέσα στο τραίνο δημιουργούνταν «μαυροντυμένων ιπποτών» να φέρνουν τις οικοδομικές μια υποψία γιορτινής ατμόσφαιρας, καθώς όλο και αντοχές του σταδίου στα όριά τους. περισσότεροι «δικοί μας» γέμιζαν τα βαγόνια του συρμού. Κατά τις 21:00 άνοιξαν την συναυλία οι δικοί μας Fatal Attraction. Μια μελωδική Hard Rock μπάντα η οποία μου άφησε θετικές εντυπώσεις και με ένα κομμάτι στο κλείσιμο του set τους, που μου άρεσε πολύ (επρόκειτο για το «Perfect Strangers», αλλά σιγά μην το ήξερα τότε). Η ώρα περνά και η προσμονή μας κορυφώνεται καθώς από τα ηχεία ακούγεται κινέζικο θέατρο. Αλλά ως εδώ... τα φώτα σβήνουν και από τα μεγάφωνα ακούγεται η καθηλωτική αφήγηση του Orson Wells, που καλεί τους 12.000 οπαδούς να αποδώσουν χαιρετισμό στους Manowar. Ναι! Η επίθεση ξεκινά. Οι θεοί του πολέμου εφορμούν εμπρός μου! Η διάρκεια της συναυλίας ήταν περίπου ενενήντα λεπτά και το πλήρες set-list παίχτηκε με την ακόλουθη σειρά.. Manowar, Fighting The World, Spirit Horse Of Cherokee, Drum Solo, Metal Warriors, Kings Of Metal, Heart Of Steel, Bass Solo, Ride The Dragon, Hail And Kill, Kill With Power, The Glory Of Achilles, Blackwind Fire And Ό φίλος μου Γιώργος Κ. απλώνει ένα πανό έξω από το club Αγκάθι, την ώρα του Steel, Battle Hymns (encore) Crown And προσυναυλιακού party. Μνημείο εποχής, το στρογγυλοφάναρο πενηντάρι παπάκι στην άκρη δεξιά. The Ring (outro).

22


Διαφημιστικό φυλλάδιο για την συναυλία, που διανεμόταν έξω από το στάδιο Καραϊσκάκη

Υπήρξε, βεβαίως, και το απαραίτητο λογίδριο του De Maio, που πρώτα χαριεντίστηκε με μια επίδοξη groupie στην σκηνή κι έχοντας φουσκώσει από την αρρενωπότητα, πήρε στα χέρια του ένα κουτάκι μπύρας και αφού ήπιε όση ήθελε, την υπόλοιπη την λούστηκε. Αφού σκουπίστηκε, πέταξε την πετσέτα του στους οπαδούς κι εμείς, σαν άγρια αγέλη, την ξεσκίσαμε για να πάρουμε ενθύμιο ένα κομμάτι εκείνης της πετσέτας που μύριζε ιδρώτα και μπύρα. Ωστόσο το πάθος, ο φανατισμός και η υπέρλογη μεθυστική αλλοκοτιά στην οποία μπορούσε να οδηγήσει εκείνος ο παλιός τρόπος ζωής του Heavy Metal κινήματος, δεν ήταν αρκετά για να προστατεύσουν τις εφηβικές μας ψυχές από την πρώτη απογοήτευση. Βγαίνοντας από τον συναυλιακό χώρο μπορούσες να αντιληφθείς από τα πρόσωπα γύρω σου, την εντύπωση ότι κάτι δεν πήγε και τόσο καλά. Θες το ροκάνισμα του χρόνου από το set με τα σόλο μπάσου και τυμπάνων; Οι πόζες και οι «μαγκιές» στην σκηνή; Η έλλειψη κλασσικών τραγουδιών που με τόση λαχτάρα περιμέναμε προκειμένου να γίνουμε μέτοχοι στην εμπειρία των μυθικών Manowar...Μπορεί και όλα αυτά μαζί. Το προφανές ήταν ένα. Οι Manowar που είδαμε δεν ήταν το συγκρότημα που είχε φανταστεί ο κάθε νεορομαντικός. Οι Manowar δεν ήταν το συγκρότημα που η φαντασία μας, η πένα του Sun Knight αλλά και η ίδια τους η μουσική είχε ενθρονίσει στην κορυφή του «μεταλλικού Ολύμπου». Αυτές είναι οι σκέψεις που αναδύθηκαν ενστικτωδώς τις επόμενες ημέρες,

αποτέλεσαν φυσική απόρροια του αρχικού μου ενθουσιασμού και της πρώτης μου επαφής με τις συναυλίες. Αλλά επαναλαμβάνω, δεν ήταν μόνο δικές μου. Οι περισσότεροι θεατές είχαμε δει κάτι λιγότερο απ’ ότι περιμέναμε. Ο μεγάλος πόλεμος που προσδοκούσαμε αποδείχτηκε μια απλή αψιμαχία. Το 1992 η μπάντα μετρούσε δέκα χρόνια στην δισκογραφία. Μια πρόσκαιρη απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν έπαιξαν το παλιό τους υλικό ήταν ότι «κάποιος τους σφύριξε πως οι Έλληνες αρέσκονται στα γρήγορα κομμάτια». To επιχείρημα αυτό απέκτησε κάποια απήχηση και έγινε πιστευτό για λίγο καιρό. Ένα επιχείρημα που αποδείχτηκε τελικά αναληθές. Σε μια σχετική έρευνα που έκανα για τις ανάγκες του άρθρου στην περιοδεία του «Triumph Of Steel», βρήκα ότι σε κάθε πόλη όπου έδιναν συναυλία οι Manowar έπαιζαν ακριβώς το ίδιο σετ. (www.setlist.fm). ΕΞΟΔΟΣ Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, έχοντας σφαλίσει σε καρδιά και νου την εικόνα του αετού και των ύμνων της μάχης, όπου προφητικά καλούσαν προς την υπεράσπιση του λευκού πολιτισμού υπό τον ζυγό των μαζανθρώπων, την θεϊκή πρόνοια του σφυριού που θα το κρατήσουμε σφιχτά πριν την τελική μεγάλη μάχη. Η νύχτα θα είναι μεγάλη, τα τελευταία φώτα τείνουν να σβήσουν, ή μαύρη συνωμοσία μας κοιμίζει σε έναν βαθύ και μακάβριο ύπνο. Μα θα έρθει η στιγμή της αυγής ενός νέου πολιτισμού όπου καλπάζοντας ο άνεμος θα φυσήξει

Απομεινάρι της πετσέτας του DeMaio που κρατώ ακόμη φυλαγμένο στο σπίτι μου.

και θα αποτινάξει τα σκοτάδια. Μία τέλεια ημέρα που θα έχει ορίσει η ειμαρμένη, την εκστατική στιγμή που το φως θα μας πάρει.

Εκείνον που θέλει, οι μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δεν θέλει, τον σέρνουν. Σενέκας

Το εισιτήριο της συναυλίας, τσαλακωμένο από τον χρόνο, παραμένει ακόμη στο γραφείο μου.

23


metal, μπορεί να ανιχνεύσει δ ε κ ά δ ε ς «πολύτιμα μέταλλα». Ένα από αυτά ήταν και οι Shore. Με ήχο που διέθετε γνωρίσματα τόσο του N.W.O.B.H.M όσο και της αμερικανικής σκηνής των ‘80’s, οι Shore παρουσίασαν ένα single το 1989, που έμελε να είναι και η μοναδική κυκλοφορία της σύντομης παρουσίας τους στο «μεταλλικό» γίγνεσθαι. Το single τους περιέχει δυο τραγούδια, το «I Just Love You» «Hold You». Κιθάρες που ξυραφίζουν, ωραίες μελωδίες και πιασάρικα ρεφραίν από την Lena Karlsson αποτέλεσαν την μικρή αλλά πολύτιμη συνεισφορά των Σουηδών στον μεταλλικό ήχο.

SACRAMENT - Untamed Free Spirit, demo (1994)

Πολυ ιμα Με αλλα SARISSA - Demo (1987)

Το Demo που κυκλοφόρησαν οι Sarissa το 1987 αποτελεί ένα από τα «πολυτιμότερα μέταλλα» της ελληνικής σκηνής. Διαθέτοντας ύφος στο οποίο συγχωνεύτηκαν ήχοι των Dio, των Iron Maiden, των Judas Priest και των πρωταρχικών Queensryche με έναν εξαιρετικά ισορροπημένο τρόπο, το ελληνικό συγκρότημα κατάφερε να σφυρηλατήσει μια μουσική πρόταση ατόφιου heavy metal δίχως να χαθεί στο αμάλγαμα των επιρροών του και διατηρώντας την προσωπική του ταυτότητα. Η αλήθεια είναι πως ο τίτλος «Demo» μάλλον αδικεί αυτή την κυκλοφορία γιατί πρόκειται για μια ολοκληρωμένη δουλειά που περιείχε εννιά τραγούδια και σ’ αυτήν το μόνο που θυμίζει demo είναι ότι είχε κυκλοφορήσει σε κασέτα. Ανάμεσα στα τραγούδια του «Demo» συγκαταλέγονται αξεπέραστοι ύμνοι όπως τα «Electric Axes», «War for Peace», «Turn the Power Up», «Macedonian Army», «Before the Light» και «Another Love». Ευτυχώς, σχετικά πρόσφατα, η NO Remorse επανακυκλοφόρησε το «Demo» των Sarissa σε βινύλιο.

SHORE - single (1989)

Αν υπάρχει μια σκηνή που κατά την δεκαετία του ’80 φιλοξένησε πολλά σημαντικά συγκροτήματα τα οποία δεν αποκόμισαν την υποστήριξη που θα τους άξιζε ήταν αναμφίβολα η σουηδική. Το λεγόμενο «New Wave Of Swedish Heavy Metal» αποτέλεσε ένα πεδίο στο οποίο ο ερευνητής, που αρέσκεται να εστιάζει στο αυθεντικό heavy

FRENZY - With Out You, single (1981)

New Wave Of British Heavy Metal, το μαγικό πεδίο όπου συναντώνται το αληθινό heavy metal, ο πεζοδρομιακός βίος και η λογοτεχνία του φανταστικού, όπως αρέσκομαι να λέω συχνά στην ραδιοφωνική εκπομπή που παρουσιάζω. Και οι Frenzy αποτέλεσαν ένα πολύ ιδιαίτερο παράδειγμα αυτού του παρεϊστικου, λαϊκού και αλητόβιου μουσικού ρεύματος. Συγκρότημα που δημιούργησαν οι αδελφοί Johnny και Peter Pawlowski, κυκλοφόρησε συνολικά τρία singles το 1981 και μετά διαλύθηκε, δίχως κάποιος από τους πέντε μουσικούς του να επανέλθει με κάποιο άλλο σχήμα. Ο ήχος των Frenzy κυμαίνεται ανάμεσα στο heavy metal και το hard rock ενώ διαθέτει μια αύρα rock’n’roll στο υπόβαθρο του ρυθμού του. Από τα γνωστότερα συγκροτήματα του N.W.O.B.H.M οι Frenzy κινήθηκαν εγγύτερα στο ύφος των Praying Mantis. Είναι χαρακτηριστικό της N.W.O.B.H.M αισθητικής τους το γεγονός ότι το δεύτερο single τους έφερε τον τίτλο «Blackburn Rovers» και περιείχε δυο τραγούδια αφιερωμένα στην ομώνυμη αγαπημένη τους ποδοσφαιρική ομάδα. Εγώ, ωστόσο, προτείνω το τρίτο single, δηλαδή το «With Out You» στο οποίο περιέχεται το καλύτερο από τα έξι τραγούδια που συνέθεσαν συνολικά στην όλη παρουσία τους εντός του «μεταλλικού» μουσικού στερεώματος, δηλαδή το «Thanks For Nothing».

24

Οι Sacrament ήταν ένα ελληνικό συγκρότημα που εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε σαν κομήτης από την «μεταλλική σκηνή» το 1994. Ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε τρία demos. Το «Untamed Free Spirit» στην πρώτη του εκδοχή περιελάμβανε τρία τραγούδια αλλά επανακυκλοφόρησε σε μια πλήρη εκδοχή με εννέα κομμάτια. Η μουσική των Sacrament θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αυθεντικό και επικό heavy metal. Η παραγωγή της κασέτας δεν βοήθησε τον ήχο τους αλλά ακόμη κι έτσι απέδειξαν τις τεχνικές τους δυνατότητες, με τον κιθαρίστα Θάνο Χιόνο να εξαπολύει κεραυνοβόλα riffs και solos. Από τα τραγούδια αυτού του demo αποτελεί ανεπανάληπτο ύμνο το «Street Justice», είναι εξαιρετικό το «March to the Grave» και πολύ καλά τα «Forgotten Past», «Dawn Birds», «Farewell», «Nightmares From The Past», καθώς επίσης και τα υπόλοιπα.

SINNER - Danger Zone (1984)

Αν θελήσει κανείς να μιλήσει για την προσφορά του Mat Sinner στο heavy metal είναι αλήθεια ότι θα χρειαστεί να γεμίσει πολλές σελίδες. Ο Γερμανός μπασίστας αποτελεί έναν εκ των κορυφαίων μουσικών στα δρώμενα της «μεταλλικής κοινότητας», ασχέτως αν οι νεότεροι τον γνωρίζουν απλά από την συμμετοχή του στους Primal Fear. Πέρα από τις πολλές συμμετοχές του σε διάφορα σχήματα ο Mat κέρδισε την εκτίμηση των παλαιών metalheads με τους Sinner, την μπάντα με την οποία εμφανίστηκε στο μουσικό στερέωμα κατά την δεκαετία του ’80 ως μπασίστας και τραγουδιστής. Το Danger Zone αποτέλεσε τον τρίτο και σαρωτικό δίσκο της πρώτης τους εποχής, πριν αποκτήσουν κάποιες ελαφρές pop metal επιρροές μετά το 1985. Τραγούδια


25


TO DPYINO PAOII Πριν λίγα χρόνια, η στήλη “Πολύτιμα Μέταλλα”, δημοσιεύθηκε για να παρουσιάσει στους αναγνώστες μας μουσικές κυκλοφορίες που ενώ θα τους έπρεπε μεγαλύτερη αναγνώριση τελικά έμειναν στην αφάνεια. Σε αυτό το τεύχος, προκειμένου να μην παραμείνουν στην αφάνεια βιβλία που αξίζουν την προσοχή μας, εγκαινιάζεται η νέα στήλη “Το Δρύινο Ράφι”. Ψάξτε άφοβα στις σκοτεινές πτυχές του και θα βρείτε διαμάντια της φανταστικής λογοτεχνίας. Ray Bradbury Το Δέντρο των Αγίων Πάντων

O

του Flammentrupp

Ray Bradbury δεν χρειάζεται συστάσεις για τους φίλους της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. Είναι ένας εκ των κορυφαίων συγγραφέων που η λάμψη του θα φωτίζει πάντοτε τις ατραπούς προς τα φωτεινά αστέρια. Στο παρόν άρθρο θα καταπιαστώ με ένα λιγότερο γνωστό του διήγημα, που μάλιστα έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως διήγημα εφηβικής λογοτεχνίας. «Το Δέντρο των Αγίων Πάντων». Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης των εκδόσεων «Μαγικό Κουτί» διαβάζουμε: «Αγόρια. Δεκατριών χρονών, τρελλοπαρέα. Με γδαρμένα γόνατα, αναμαλλιασμένα κεφάλια, αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, μυαλό μόνο για παιχνίδι, μια παγερή αδιαφορία για τα κορίτσια και μια αμυδρή υποψία μέσα τους για το τι επίκειται μ’ αυτά που κάποτε θα τους κάνει άνδρες. Μα όχι ακόμα. Όχι απόψε». Οκτώ αγόρια την νύχτα της παραμονής των Αγίων Πάντων, γνωστή παγκοσμίως με το αγγλικό όνομα Halloween, θα βγουν στους δρόμους της μικρής κωμόπολης στην οποία κατοικούν για να χτυπήσουν από πόρτα σε πόρτα ρωτώντας «trick or treat?» Ο ένατος -και αγαπημένος σε όλουςφίλος τους, αρχικά δεν έρχεται στο ραντεβού και αργότερα όταν τον συναντούν δεν φορά στολή και συμπεριφέρεται λίγο περίεργα. Τελικά, συνεννοούνται να συναντηθούν σε ένα σπίτι στην άκρη της κωμόπολης που το θεωρούν στοιχειωμένο. Εκεί θα συναντήσουν τον αινιγματικό και συνάμα εκφοβιστικό κύριο Μάουντσράουντ αλλά κι ένα τεράστιο δέντρο από το οποίο κρέμονται τα γνωστά φανάρια-κολοκύθες με αναμμένο κερί στο εσωτερικό. Πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τις

εικόνες που αντικρίζουν έρχεται να τους βρει ο φίλος τους. Μα πριν τους φτάσει τον … καταπίνει το σκοτάδι. Το τέλος του Πίπκιν -όπως λέγεται το αγόρι- μέσα στο σκοτάδι, αποτελεί την αρχή της περιπέτειας των υπολοίπων, όπου με οδηγό τον μυστηριώδη Μάουντσράουντ, θα διαρρήξουν τα πέπλα του χωροχρονικού συνεχούς και θα μεταφερθούν σε διάφορα σημεία του πλανήτη και σε διαφορετικές ιστορικές εποχές, όπου θα μάθουν την ιστορία πίσω από την Εορτή των Νεκρών, αλλά και θα σμιλευτούν οι ίδιοι ως χαρακτήρες πάνω στις έννοιες του Θανάτου και της Φιλίας, αναζητώντας τον τρόπο με τον οποίο θα σώσουν τον φίλο τους από τον αφανισμό. Με αρχικό όχημα έναν μαγικό χαρταετό, του οποίου την ουρά αποτελούν τα ίδια τα αγόρια, το ταξίδι θα ξεκινήσει από την αρχαία Αίγυπτο και τις συνήθειες που επικρατούσαν κατά την ταφή των νεκρών. Συνήθειες που αποτελούσαν την μετουσίωση σε πράξη των ιδεών που κυριαρχούσαν ως προς τον τερματισμό της παρούσης ζωής και τη συνέχεια της σε άλλους τόπους. Ένας πολύχρωμος σωρός φθινοπωρινών φύλλων θα προσγειώσει την παρέα στον επόμενο σταθμό του ταξιδιού που είναι τα προχριστιανικά Βρετανικά Νησιά. Εκεί θα προκύψει η γνωριμία με τον Samhain, τον Κέλτη θεό των νεκρών, αλλά και την ομώνυμη γιορτή που σηματοδοτούσε την έναρξη του χειμώνα και αποτελούσε την πρωτοχρονιά του κέλτικου έτους. Για την ιστορία, να αναφέρω πως δεν υπήρξε ποτέ αντίστοιχος θεός και όλα οφείλονται σε παρανόηση κύκλων φανατικών χριστιανών κατά τον 18ο αιώνα. Παρόλα αυτά δένει απόλυτα με την ιστορία του Ρέη Μπράντμπερυ, ενώ στο τέλος γίνεται αναφορά και στο θάνατο των γηγενών θεών και την αντικατάστασή τους με τους αντίστοιχους των κατακτητών (Ρωμαίοι πάνω σε Κέλτες, χριστιανισμός πάνω σε παγανισμό).

26

Το πρώτο, ίσως, ιπτάμενο όχημα που έβαλε φωτιά στην φαντασία μας ως πιτσιρικάδες είναι η ιπτάμενη σκούπα της μάγισσας. Αυτό το μεταφορικό μέσο θα φέρει τους οκτώ λάτρεις του Halloween στον επόμενο σταθμό της περιπέτειας που είναι η κεντροδυτική Ευρώπη κατά τον μεσαίωνα. «Κάθε χωριουδάκι κρύβει έναν αρχαίο παγανιστή Έλληνα ιερέα ή έναν Ρωμαίο πιστό που λατρεύει τους μικροσκοπικούς του θεούς […] μεγάλες φωτιές έκαιγαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Σε όλα τα σταυροδρόμια και σε όλους τους αχυρώνες, διέκρινες σκοτεινές μορφές που πηδούσαν σαν γάτες πάνω από τις φωτιές. Τα καζάνια έβραζαν. Οι γριές μέγαιρες ξεφώνιζαν κατάρες. Τα σκυλιά έπαιζαν με τα πυρωμένα κάρβουνα». Σιγά-σιγά, όμως, το «μαγικό» σκηνικό αλλάζει. Οι φωτιές μαίνονται, αλλά για να κάψουν τις «μάγισσες». Και ως «μάγος» ή «μάγισσα» χαρακτηρίζεται όποιος κατείχε γνώση αλλά δεν πρόσεχε.. Οι ίδιες σκούπες θα τους ταξιδέψουν στο Παρίσι. Μαζί με τον Μάουντσράουντ θα ξαναχτίσουν την εκκλησία Νοτρ Νταμ και φυσικά θα την γεμίσουν γκαργκόυλς. Τι είναι αυτά; «Είναι οι Αμαρτίες, αγόρια μου! Οι σημαντικές αλλά και οι ασήμαντες». «[…] όλοι οι παλιοί θεοί, όλα τα παλιά όνειρα, όλοι οι αρχαίοι εφιάλτες και οι παλιές ιδέες […]». «Μεξικό» είπε ο Μάουντσράουντ. […] «το τελευταίο μεγάλο ταξίδι αυτής της νύχτας». […] «ξαναφτιάξτε τον χαρταετό, παιδιά, τον χαρταετό του φθινοπώρου». Έτσι, με τον τρόπο που ξεκίνησε, κλείνει ο κύκλος για αυτούς τους προ-έφηβους εραστές της περιπέτειας. Θα γνωρίσουν την Ημέρα των Νεκρών, ένα αμάλγαμα αρχαίων αμερικανικών παραδόσεων και νεότερων χριστιανικών. O Ray Bradbury μέσα από έναν απλό αλλά μεστό τρόπο γραφής, μας προσφέρει τις απαρχές της Εορτής των Νεκρών, ενός εορτασμού που υπάρχει σχεδόν όσο και ο γνωστός ανθρώπινος πολιτισμός, μας υπενθυμίζει την αξία της Φιλίας και των ακολούθων της όπως η αυταπάρνηση, ο αλτρουισμός αλλά και η γενναιότητα στη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων σχετικών με τον/την Φίλο/η, ενώ μας φέρνει αντιμέτωπους με την αφοπλιστική αθωότητα των παιδιών περιγράφοντας το πόσο φυσικά αντιμετωπίζουν τις «μαγικές» καταστάσεις που ζουν. Ταυτόχρονα, ρίχνει μια γερή γροθιά ρομαντικής


ουσιοκρατίας στην μαλθακότητα του σύγχρονου δυτικού ενήλικα, η οποία αντικατέστησε εξολοκλήρου τη μαχητικότητα που είχε αυτός ως παιδί. «Εκεί πάνω στο Ιλλινόις, έχουμε ξεχάσει το λόγο που γίνονται όλα αυτά. Εννοώ τους νεκρούς στη δική μας πόλη. Τους έχουμε ξεχάσει, διάολε. […}. Η γιορτή αυτή, όπως και δεκάδες άλλα πράγματα, έχει ξεπέσει σε άλλο ένα καταναλωτικό βράδυ που απλώς «θα περάσουμε καλά». Με την εξαίρεση του Τομ, που αναπτύσσεται σε μικρό βαθμό ως χαρακτήρας και του Πιπκιν, που στην εξέλιξη της ιστορίας δεν έχει πολλά να πει αλλά ο συγγραφέας του αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην αρχή του βιβλίου, όλοι οι υπόλοιποι παιδικοί χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται καθόλου. Αυτό μοιάζει να είναι ένα παιχνίδι του Ray Bradbury με εμάς τους αναγνώστες. Φαίνεται πως σκοπός του δεν είναι να ταυτιστούμε με κάποιον χαρακτήρα, αλλά να μάθουμε την Ιστορία, να «συνδιαλεχθούμε» με τον Μάουντσράουντ και το ποιος πραγματικά είναι, να κοιταχτούμε στον καθρέφτη και να αναρωτηθούμε τι θα απαντούσαμε εμείς στην ερώτηση «είστε έτοιμοι να δώσει ο καθένας από εσάς ένα χρόνο από τη ζωή σας, παιδιά; […] έναν πολύτιμο χρόνο από το μακρινό τέλος της ζωής σας. Με ένα χρόνο που θα δώσει ο καθένας σας, συγκεντρώνουμε τα λύτρα για τη ζωή του Πίπκιν». Τα μικρά αγόρια έμαθαν με τον δύσκολο τρόπο πως δεν πρόκειται να ζήσουν για πάντα, αλλά η καθάρια και φωτεινή ψυχή τους, που δεν πρόλαβε να θαμπώσει ή και να μαυρίσει τελείως από την καθημερινότητα, ξέρει πως για κάποια πράγματα αξίζει να θυσιαστείς. Το Δέντρο των Αγίων Πάντων, δεν έχει αξιώσεις λογοτεχνικού αριστουργήματος για την εξαιρετική ανάπτυξη χαρακτήρων, την καταιγιστική πλοκή ή την εντελώς πρωτότυπη ιδέα. Μπορεί, όμως να πάρει μια θέση στην καρδιά μας ως ένα αγαπημένο ανάγνωσμα. Ό,τι είναι η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Κ. Ντίκενς για τα Χριστούγεννα, μπορεί να γίνει το Δέντρο για το Halloween, ακόμη και για εμάς που δεν έχουμε μια ανάλογη εορτή/παράδοση, αλλά διατηρούμε αναμμένη τη φωτιά της Αιώνιας Παιδικότητας μέσα στις καρδιές μας. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Και μια τελευταία σκέψη από τον Τομ:

Πείτε μου κύριε Μάουντσράουντ, θα σταματήσουμε ΚΑΠΟΤΕ να φοβόμαστε τις νύχτες και το θάνατο; Και μια τελευταία σκέψη επέστρεψε στον Τομ:

Όταν φτάσετε στα αστέρια, παιδί μου, ναι, κι όταν θα ζήσετε για πάντα εκεί, όλοι σας οι φόβοι θα εξαφανιστούν, κι ο Θάνατος ο ίδιος θα πεθάνει.

Ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου σε comic από τις εκδόσεις Polaris του Χρήστου Νάστου

Ο Έρως στέκει αντίκρυ τους Και τ’ άρματα τους δείχνει, Βαστά φωτιά κι αναλαμπή, Κι απάνω τους τη ρίχνει Πριν λίγες ημέρες άκουσα από μια γνώριμη φωνή, την φράση, ότι οι comic εκδόσεις στην Ελλάδα έχουν πεθάνει. Και τούτο διότι τα εν λόγω περιοδικά δεν πωλούν πλέον τις δεκάδες χιλιάδες αντιτύπων σε εβδομαδιαία βάση - γεγονός που συνέβαινε κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η δική μου άποψη όμως είναι διαφορετική. Προσωπικά εκτιμώ ότι εφόσον υπάρχει έστω και ένας που μάχεται και δημιουργεί με πείσμα και πάθος ακόρεστο, τότε τίποτε δεν έχει πεθάνει, τίποτε δεν χάνεται. Και ας μην

έχουν οι πωλήσεις τα νούμερα και την μαζικότητα του «χρυσού» παρελθόντος. Εκεί όπου η θέληση και η αγάπη για την τέχνη κυριαρχούν, τα υπόλοιπα γίνονται αυτομάτως λεπτομέρειες για τους πολλούς. Οι παραπάνω λέξεις γράφτηκαν, έχοντας μπροστά από το πληκτρολόγιο μου, μια υπέροχη πραγματικά έκδοση, απαράμιλλης αισθητικής. Ο «Ερωτόκριτος» αποτελεί μία προσεγμένη μεταφορά σε εικονογραφημένη νουβέλα του ομώνυμου αριστουργήματος, που δημιουργήθηκε από την πένα του Βιτσέντζου Κορνάρου, στον Χάνδακα, κατά την περίοδο 16001610. Τετρακόσια έξι έτη μετά την ολοκλήρωσή του, οι Δημοσθένης

27

Παπαμάρκος, Γιάννης Ράγκος (κείμενο) και ο έμπειρος Γιώργος Γούσης (σχέδιο) παρουσιάζουν το ομώνυμο graphic novel και μέσα σε ογδόντα έγχρωμες σελίδες υψηλής αισθητικής, ο μύθος της Αρετούσας, του Ερωτόκριτου και της συναρπαστικής εποχής τους ζωντανεύει με γοητευτικό τρόπο και με κάθε σεβασμό στο πρωτότυπο, διαχρονικό έμμετρο αριστούργημα. Προδρομικός ρομαντισμός, μαχητικό πνεύμα, αληθινός έρωτας, πολεμική αρετή, και κώδικας τιμής, αξίες παντοτινές που δένονται άρρηκτα και ιδανικά μέσα στο κλασικό έργο και εν συνεχεία μέσα στις εικονογραφημένες σελίδες της διασκευής του. Πολύ έξυπνα, οι δημιουργοί του comic χρησιμοποιούν δυο γραμματοσειρές: μία για τους διαλόγους-συννεφάκια και μία (πολύ όμορφη) για τους στίχους που αυτούσια έχουν χρησιμοποιήσει από το έργο του Κορνάρου. Το εξαιρετικό αποτέλεσμα αποδεικνύει προσήλωση, έμπνευση και άπειρες ώρες δημιουργικής εργασίας από το καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό τρίο. Επιμέρους διαφωνίες υφίστανται όσον αφορά το θέμα της υποκειμενικής οπτικής. Προσωπικά θα ήθελα κάποιες εικόνες περισσότερο λεπτομερείς και πιο γεμάτες σχεδιαστικά. Επίσης θα επιθυμούσα και κάποιες επεξηγηματικές παραπομπές, σχετικά με τα ήθη και έθιμα της εποχής, ώστε ο αναγνώστης να έχει μία πληρέστερη εικόνα του παρουσιαζόμενου ιστορικού πλαισίου. Ωστόσο αυτές οι διαπιστώσεις αποτελούν λεπτομέρειες. Το εξώφυλλο με την χρυσοτυπία επί του τίτλου και επί της ράχης, αποτελεί από μόνο του ένα μικρό κομψοτέχνημα που αιχμαλωτίζει την ματιά. Η όλη έκδοση κρίνεται άκρως προσεγμένη, ενώ εντυπωσιάζει σε ότι αφορά την ποιότητα του χαρτιού και την χρωματική απόδοση. Κόντρα στην εμφανή έλλειψη αισθητικής των καιρών μας, κόντρα στις κάθε λογής οικονομικές δυσκολίες και στις διαπιστωμένες χαμηλές πωλήσεις των καιρών, αυτή η διασκευή του Ερωτόκριτου, αποτελεί μία μικρή όαση στην αληθινή τέχνη του εικονογραφημένου αναγνώσματος που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη από τους υποστηρικτές του χώρου. Από τις πλέον αξιόλογες, πρόσφατες προσθήκες στη βιβλιοθήκη μου. Συνιστώ την εν λόγω κυκλοφορία ανεπιφύλακτα.

Κι όποιος του πόθου εδούλεψε εισέ καιρό κιανένα Ας έρθει για ν’ αφουκραστή ό,τι ‘ναι εδώ γραμμένα. Αφουκραστήτε το λοιπό…


Gram

Το Σπαθί μέσα στο Δέντρο της Εύας Παναγιωτοπούλου

Οι Νόρνες το ήξεραν και το ψιθύριζαν στα όνειρα του νεογέννητου τότε Κόσμου, πως το ατσάλι θα δεθεί με το ξύλο και η μοίρα των Παιδιών του Λύκου θα γραφτεί με αίμα πάνω στα βήματα αυτού που βλέπει χωρίς να κοιτάξει…

Σ

τις σελίδες ενός από τα παλαιότερα, σωζόμενα μεσαιωνικά χειρόγραφα του Codex Regius που σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες γράφτηκε στην Ισλανδία το 1270 φιλοξενούνται κάποια από τα ωραιότερα επικά ποιήματα της βόρειοευρωπαϊκής λαογραφίας που αντλούν το περιεχόμενο τους από τη μυστηριακά βίαιη αλλά άκρως γοητευτική μυθολογία των σκανδιναβικών χωρών. Ένα από αυτά είναι και το «Έπος των Volsung», δηλαδή Αυτών που κατάγονται από τον Λύκο, ή Voluspo. Μέσα από τους γλαφυρούς, ζωντανούς του στίχους φτάνει μέχρι το δικό μας παρόν η ιστορία ενός σπαθιού, του Gram, του Σπαθιού του Εκλεκτού που την λάμψη του έπλεξαν οι ίδιοι οι Aesir…

δέντρο, μια μηλιά που τα κλαδιά και τα πολύχρωμα άνθη της υψώνονταν πάνω από την στέγη και ο κορμός της εκτινόταν μέχρι την μεγάλη ξύλινη αίθουσα και οι άνθρωποι το ονόμαζαν Barnstock ή Branstokkr. Η καταγωγή του χάνεται στις ομίχλες της δημιουργίας του Midgard, της Γης των Ανθρώπων, αλλά πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για ένα από τα δέντρα που φύτρωσαν όταν ο άνεμος σφύριζε μέσα στους οπωρώνες της Freya και παρέσυρε κάποιους σπόρους. Αρκετοί μελετητές της βόρειας μυθολογίας το συνδέουν επίσης με το Glasir, το δέντρο με τα Χρυσά Φύλλα που στέκεται μπροστά από τα δώματα της

Ο χαμός των Volsung και το καταραμένο σπαθί των Νάνων

Η Αίθουσα του Δέντρου Το Σπαθί μιλούσε στο Δέντρο για την εξουσία της φωτιάς και το Δέντρο στο Σπαθί για τη σοφία του ανέμου… Ο θρύλος μιλάει λοιπόν για τους δυο γιους που απέκτησε ο Όντιν με μια Volva, μια ημίθεη μάγισσα των αρχαίων καιρών, τον Sigi και τον Skadi κι από τους δυο τους ο Sigi ήταν ο ισχυρότερος και λέγεται πως κάποτε μέσα στη μέθεξη κάποιας γιορτής σκότωσε τον αδερφό του με γυμνά χέρια γιατί εκείνος του είχε πει ψέματα κατά την διάρκεια ενός κυνηγιού. Ο Sigi απέκτησε έναν γιο, τον Rerir, που όταν με της σειρά του έφτασε σε ηλικία γάμου νυμφεύτηκε την Hliod την κόρη του βασιλιά της Ουνλάνδης. Η Hliod χάρισε στον Rerir δέκα γιους, ο μεγαλύτερος των οποίων λεγόταν Sigmund και μια κόρη την Signy. Ανάμεσα σε δυο λόφους ύψωσε ο Rerir το παλάτι του και ήταν χτισμένο έτσι ώστε μέσα του ζούσε ένα τεράστιο

μεγάλης Αίθουσας του Δέντρου και τα μεγάλα τραπέζια χωρούσαν μπύρα και ψητό για όλους. Την ώρα που η γιορτή βρισκόταν στο αποκορύφωμα της, η πόρτα άνοιξε μ’ ένα δυνατό κρότο και στην αίθουσα μπήκε ένας άντρας, που κανείς δεν αναγνώριζε. Είχε ριγμένο στους ώμους του έναν γκρίζο μανδύα κι ήταν ξιπόλητος ενώ γύρω από τους μηρούς και τις γάμπες του είχε τυλιγμένες λωρίδες από λινό όπως οι ζητιάνοι. Κρατούσε στο χέρι ένα σπαθί και πλησίασε το δέντρο. Η κουκούλα του μανδύα σκέπαζε το πρόσωπο του αλλά όλοι είδαν πως τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και δεν είχε παρά ένα και μοναδικό μάτι που άστραφτε μ’ ένα αλλόκοτο φως. Σήκωσε το σπαθί και το βύθισε στον κορμό μέχρι τη λαβή. Κανείς δεν έβγαλε λέξη κι έπειτα ο άντρας μίλησε και είπε: «Ο άντρας που θα βγάλει το σπαθί μέσα από το δέντρο θα το λάβει ως δώρο από μένα, και σύντομα θα καταλάβει πως ποτέ δεν είχε ούτε θα έχει στη κατοχή του καλύτερο σπαθί από αυτό». Όταν ο μυστηριώδης άντρας βγήκε από την αίθουσα οι παρευρισκόμενοι έσπευσαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους κι ο ένας μετά τον άλλο επιχείρησαν να τραβήξουν το σπαθί. Όλοι απέτυχαν και τότε έφτασε η σειρά του Sigmund. Έπιασε την λαβή κι έβγαλε το Σπαθί απ’ το κορμό χωρίς καμία δυσκολία και το Gram μίλησε στη καρδιά του κι έδεσε άρρηκτα τη μοίρα των Παιδιών του Λύκου με τον Θάνατο…

Odin in der Halle Wolsungs του Emil Doepler

Valhalla. Το φως από το φύλλωμα του οδηγεί μέσα στην νύχτα τις ψυχές των γενναίων στις Πύλες Της. Κάποτε έφτασε στο βασίλειο του Rerir ο Siggeir, ένας άρχοντας από τη Γιουτλάνδη, και ζήτησε τη Singy σε γάμο. Μόλο που ο πατέρας της και οι γιοί του ενθουσιάστηκαν με την προοπτική μιας τέτοιας συμμαχίας η ίδια δεν συναινούσε στην ιδέα και παρακάλεσε τον βασιλιά να το ξανασκεφτεί. Παρόλ’ αυτά η συμφωνία πραγματοποιήθηκε και ξεκίνησαν οι ετοιμασίες για τη τελετή. Την ημέρα του γάμου, δυνατές φωτιές έκαιγαν κατά μήκος της

28

Στο τρίτο κεφάλαιο της Voluspo αναφέρεται ότι ο άρχοντας Siggeir ζήτησε από το Sigmund να του δώσει το σπαθί, με αντάλλαγμα τρεις φορές το βάρος του σε χρυσό μα εκείνος αρνήθηκε και ο Siggeir κατέστρωσε την εκδίκηση του. Πριν φύγει παίρνοντας μαζί και τη νεαρή του νύφη, προσκάλεσε τον Rerir και τους γιούς να τον επισκεφθούν μετά από τρεις μήνες στη χώρα του. Όταν εκείνοι έφτασαν, δέχτηκαν επίθεση από τους στρατιώτες του Siggeir και θα θανατώνονταν χωρίς την παρέμβαση της Signy που παρακάλεσε τον άντρα της να μην τους σκοτώσει αλλά να τους βάλει σε κλουβιά. Ο άρχοντας συναίνεσε αλλά κάθε βράδυ έστελνε την αλλαξόμορφη μητέρα του, η οποία παίρνοντας την μορφή λύκου, κατασπάραξε τους άντρες μέχρι που μόνος ζωντανός απέμεινε ο Sigmund. Την ένατη νύχτα η Signy διέταξε μια υπηρέτρια να αλείψει το πρόσωπο του Sigmund με μέλι κι έτσι όταν η λύκαινα πλησιάζει την γλώσσα της στο στόμα του εκείνος την δάγκωσε κι έκοψε την γλώσσα της. Έπειτα η αδερφή του τον φυγάδευσε στο δάσος. Τα χρόνια πέρασαν και ο Sigmund


έζησε σε ημιάγρια κατάσταση μέσα στο δάσος ενώ η αδερφή του παρείχε τα απαραίτητα, ξεπερνώντας σύμφωνα με τον μύθο τα όρια του αδερφικού ενδιαφέροντος καθώς απέκτησε μαζί του έναν γιο. Αργότερα ο Sigmund και ο γιός του πλούτισαν ως ληστές και σε μια από τις περιπλανήσεις τους συνάντησαν κάποιους άντρες να κοιμούνται πάνω σε τομάρια λύκων τα οποία σημάδευε μια κατάρα. Έκλεψαν και φόρεσαν τα τομάρια με αποτέλεσμα η κατάρα να πέσει πάνω τους κι έκτοτε καταδικάστηκαν να μεταμορφώνονται σε λυκάνθρωπους. Μετά τον θάνατο της Signy ο Sigmund νυμφεύτηκε άλλες δυο φορές. Η δεύτερη γυναίκα του έμελε να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης όταν ο Sigmund πιστεύοντας ότι υπερασπίζεται την γη του απέναντι σε κάποιον πολεμιστή του βασιλιά Lynghi, που συχνά έκανε επιδρομές με του στρατιώτες του στην περιοχή, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ίδιο τον πατέρα τον θεών. Κατά τη μονομαχία το σπαθί του Sigmund έσπασε. Ενώ εκείνος ξεψυχούσε ο Όντιν είπε στη γυναίκα του να φυλάξει τα κομμάτια του σπαθιού για τον γιο τους. Πράγματι έπειτα από κάποιους μήνες εκείνη απέκτησε ένα γιο που το όνομα του είναι συνυφασμένο με μια από τις πλέον γνωστές ιστορίες της γερμανικής παράδοσης, που αποτέλεσε βασική ιδέα για ένα από τα μεγαλύτερα έργα επικής φαντασίας του καιρού μας, αυτήν του δαχτυλιδιού των Νιμπελούγκεν και δεν ήταν άλλος από τον Siegfried. Η δική του ιστορία έχει ποικίλες και περίπλοκες προεκτάσεις και παραλλαγές. Αυτό που είναι ευρέως γνωστό και λειτουργεί ως κοινό σημείο αναφοράς για εκείνον είναι ότι μεγαλώνοντας έγινε ένας άντρας που δεν γνώριζε τον φόβο κι όταν ενηλικιώθηκε, σε μια προσπάθεια να γνωρίσει από περιέργεια τι είναι αυτό το συναίσθημα, περιπλανήθηκε μόνος, όπως άλλοτε ο πατέρας του, έχοντας στο πλευρό το σπαθί του τοοποίο είχε εκ νέου σφυρηλατηθεί και ο ίδιος ονόμαζε Balmung. Σε κάποια από αυτές τις περιπλανήσεις του πολέμησε και σκότωσε τον Fafnir, έναν γίγαντα που είχε πάρει την μορφή δράκου, και κατάφερε να του πάρει το θησαυρό. Την μετέπειτα πορεία του στα μονοπάτια των θρύλων δεν μπορούμε εύκολα να την παρακολουθήσουμε καθώς το όνομα του συνδέεται με πολλές ακόμη επικές ιστορίες και πολυάριθμους μυθικούς ήρωες. Δεν είναι λίγοι αυτοί που συγχέουν το Balmung με το Tyrfing, ένα άλλο ονομαστό σπαθί που συναντάμε στο έπος των Hervarar. Λέγεται πως ένας βασιλιάς, ο Svarflami, κατάφερε να αιχμαλωτίσει δυο νάνους καθώς εκείνοι έβγαιναν από την κρυψώνα τους και να τους αναγκάσει να

κατασκευάσουν γι’ αυτόν ένα σπαθί. Κι εκείνοι έφτιαξαν ένα σπαθί που μπορούσε να κόψει στα δυο το αμόνι πάνω στο οποίο σφυρηλατήθηκε. Για να εκδικηθούν όμως τον Svarflami καταράστηκαν το σπαθί έτσι ώστε αυτός που θα το είχε στη κατοχή του να πέθαινε από βίαιο θάνατο. Πράγματι, λίγο καιρό αργότερα, ο Svarflami σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας μάχης με έναν μπερσέρκερο, έναν πολεμιστή των θεών. Δυστυχώς και οι μετέπειτα απόγονοι του δεν απέφυγαν το θανάσιμο πεπρωμένο τους. Την μοίρα του κατόχου του φαίνεται πως ακολούθησε και το Gram γιατί οι όποιες αναφορές σε αυτό χάνονται προς το τέλος της Voluspo. Ίσως να επέστρεψε στα χέρια του μονόφθαλμου άντρα με τον γκρίζο μανδύα, στα δώματα της Valhalla, δίπλα στο θρόνο του Σύμπαντος…

Siegfried and Brynhilde του Arthur Rackham

Ο Κύκλος του Δαχτυλιδιού και το Λυκόφως των Προκαταλήψεων Όπως συνέβαινε αρκετά συχνά στον αρχαίο κόσμο, λόγω απουσίας γραπτών συστημάτων στην καθημερινότητα των βόρειων κυρίως λαών, την καταγραφή των όποιων παραδοσιακών ιστοριών ή παραβολών ανέλαβαν κατά κύριο λόγο με την επικράτηση της νέας θρησκείας πολλοί πρωτοχριστιανοί μοναχοί και λόγιοι. Μπορεί, λοιπόν, κάποιος εύκολα να υποθέσει ότι οι συγκεκριμένες πηγές δεν βρίθουν αντικειμενικότητας για προφανείς λόγους. Παρά ταύτα, έστω κι έτσι,

29

αποτελούν μια πολύτιμη παρακαταθήκη και μια αναντικατάστατη οικουμενική κληρονομιά. Έτσι, είναι λογικό πολλοί δημιουργοί και άνθρωποι που καταπιάνονται με τις πιο ρομαντικές και άυλες πτυχές της ύπαρξης του καθημερινού, να εμπνέονται από αυτά τα υπεράνθρωπα, λουσμένα στο φως του απείθαρχου νου, κατορθώματα. Το 1876 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό το μεγαλειώδες οπερετικό έργο του Richard Wagner «Der Ring des Nibelungen» («Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν»). Το περιεχόμενο του έργου αντλεί την θεματολογία του από το Έπος των Volsung και την «γερμανογοτθική» μυθοπλασία. Ο Wagner μας παρουσιάζει μέσω του αριστουργήματος του μια διαφορετική προσέγγιση των μυθολογικών γεγονότων, χωρίς όμως να αποκλίνει σε ακραίο βαθμό από την κοινή τους βάση. Η όπερα χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο το «Das Rhinegold» («Ο χρυσός του Ρήνου») πραγματεύεται την κλοπή του ιερού χρυσού του Ρήνου από έναν αποστάτη νάνο τον Άλμπεριχ, τον οποίο θα χρησιμοποιήσει για να κατασκευάσει ένα μαγικό δαχτυλίδι. Το δεύτερο το «Die Walkyrie» αφορά την ιστορία της πρώτης των Βαλκυριών, της Μπρουνχίλντε η οποία πήγε ενάντια στο θέλημα του πατέρα των θεών κι εκείνος την καταδίκασε σε αιώνιο ύπνο, έως ότου κάποιος άφοβος άντρας περάσει μια σειρά από δοκιμασίες και την απελευθερώσει. Το τρίτο, το «Siegfried», όπως δηλώνει και ο τίτλος του αναφέρεται στην ζωή του ήρωα μέχρι την ενηλικίωση του. Κατά τις περιπλανήσεις του θα σκοτώσει τον δράκο-γίγαντα Fafnir και θα καταφέρει να ξυπνήσει την Μπρουνχίλντε. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος το «Gotterdamerung» («Το Λυκόφως των Θεών») μας παρουσιάζεται ο θάνατος του Siegfried και η καταδικασμένη πορεία όλων όσων εμπλέκονται στην ιστορία του. Ένας άλλος δημιουργός, ευρύτερα γνωστός για το συγγραφικό του έργο από τους θιασώτες της επικής φαντασίας, ο J.R.R. Tolkien εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό για την διαμόρφωση της βασικής πλοκής του έργου του «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» από τις παραπάνω θρυλικές περιπέτειες και κατάφερε να δημιουργήσει ένα ασυναγώνιστα συναρπαστικό σύμπαν. Συναρπαστικό όπως το ταξίδι προς την φωτεινή πλευρά της πάντα ηρωικής ανθρώπινης φύσης…


Ο Ίων Δραγούμης και η ζωή ως πνευματική μάχη του Σταμάτη Μαμούτου

Ο

Ίων Δραγούμης (1878-1920) ως λογοτέχνης κατατάσσεται στην γενιά των ρεαλιστών η οποία ανήλθε στο προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1880 και διαμόρφωσε τα λογοτεχνικά πρότυπα στην χώρα μας μέχρι και τις αρχές εκείνης του 1930. Ωστόσο μια συνολική μελέτη του έργου και της ζωής του που πέρα από τα μυθιστορήματα θα συμπεριλάβει την αρθρογραφία, την επιστολογραφία και την ιστορική του διαδρομή, μπορεί να βοηθήσει τον ερευνητή να αντιληφθεί ότι στον φιλοσοφικό και τον πολιτικό του στοχασμό καθώς επίσης και στην προσωπική του στάση ζωής, ο Δραγούμης αποτέλεσε τον πιο γνήσιο ίσως Έλληνα εκφραστή του ρομαντικού πνεύματος, μολονότι ο Ρομαντισμός είχε υποχωρήσει ως πνευματική τάση στην χώρα μας ήδη από την δεκαετία του 1880. Πολυσχιδής και φαινομενικά αντιφατικός ο Δραγούμης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αρκετών μελετητών, δεν κατάφερε να ισορροπήσει τις φιλοσοφικές και λογοτεχνικές του επιρροές σε μια συνεκτική προσωπική πρόταση. Ωστόσο είμαι πεπεισμένος πως η άποψη αυτή είναι λανθασμένη. Και τούτο γιατί δεν υπάρχουν σήμερα -παρά ελάχιστοι- Έλληνες ερευνητές που έχουν αντιληφθεί τι αληθινά ήταν ο Ρομαντισμός. Αντιθέτως, σε όσους το ρομαντικό πεδίο φαντάζει οικείο καθίσταται εμφανές ότι η περίπτωση του Δραγούμη διαθέτει μια μοναδικότητα, ιδιότροπη βέβαια και με ριψοκίνδυνες ισορροπίες όπως καθετί ρομαντικό, στην οποία μπορεί να ανιχνευθεί η προσωπική του πρόταση στο πνευματικό πεδίο της νεότερης Ελλάδος. Μέσω των φιλοσοφικών του αναζητήσεων ο Ίων Δραγούμης εισήλθε κατά την διάρκεια της ζωής του σε έναν πνευματικό αγώνα ο οποίος εκδηλώθηκε σε δυο πεδία. Σε εκείνο της ιδεολογίας και σε αυτό της απόπειρας να ερμηνεύσει τον προσωπικό του ρόλο στα πράγματα και την ιστορία. Στο πεδίο της ιδεολογίας ο Έλληνας στοχαστής προσπάθησε να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο αντίθετους πόλους, τον οικουμενιστικό ανθρωπισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό. Από την μια ένοιωθε ότι ήταν ένας άνθρωπος που υιοθετούσε την εποπτική θέαση ενός οικουμενικού πνεύματος και από την άλλη αντιλαμβανόταν ότι ο στοχαστικός του προσανατολισμός ήταν προδιαγεγραμμένος από την εθνική του καταγωγή. Στα κείμενα του Δραγούμη αυτή η αντίθεση επανέρχεται συνεχώς και με ισχυρή ένταση. Η ισορροπία που επιχειρεί να επιτύχει τον κάνει να μοιάζει με πνευματικό σχοινοβάτη, που ενώ επιθυμεί να διαλεχθεί με την ιδέα της οικουμενικότητας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κύτταρο ενός συγκεκριμένου συλλογικού οργανισμού όπως είναι το έθνος. Η αλήθεια είναι ότι η εν λόγω προβληματική είχε περιγραφτεί διαυγώς από τον πατέρα της ρομαντικής εθνικιστικής πολιτικής θεωρίας, τον Γερμανό στοχαστή Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ. Ο Χέρντερ απάντησε σε αυτή την πρόκληση υποστηρίζοντας ότι το κάθε έθνος αποτελεί ένα απαραίτητο λουλούδι στον κήπο της οικουμένης. Η διαφορετικότητα των λουλουδιών είναι εκείνη που σηματοδοτεί με φυσικό τρόπο την ύπαρξη ενός κήπου και όχι η ύπαρξη μοναχά ενός τύπου λουλουδιού. Τα έθνη αποτελούν ψηφίδες στον καμβά της οικουμένης. Δίχως τις ψηφίδες αυτές ο καμβάς δεν υφίσταται. Συνεπώς, ο δρόμος της οικουμενικότητας περνά μέσα από τον εθνικισμό. Κι αν υπάρχει κάτι που απειλεί την οικουμενικότητα δεν είναι ο εθνικισμός και τα έθνη αλλά η ισοπεδωτική προοπτική των διεθνιστικών ιδεολογιών και της παγκοσμιοποίησης, που εξομοιώνοντας τις ψηφίδες του καμβά της οικουμένης αφήνουν πίσω τους ένα μονοδιάστατο τίποτα. Ο Δραγούμης δεν κατάφερε να αποδώσει τόσο περιγραφικά μια πρόταση υπεράσπισης του εθνικισμού ως προοπτική της οικουμενικότητας, όπως έκανε ο Χέρντερ. Υιοθέτησε όμως την ίδια στάση, πράγμα που γίνεται αντιληπτό μέσα από τα κείμενά του.

Πέρα, πάντως, από την πνευματική μάχη που έδωσε στο πεδίο της ιδεολογίας προκειμένου να καταλήξει στο παραπάνω συμπέρασμα, ο Δραγούμης ενεπλάκη ταυτόχρονα σε έναν ακόμη αγώνα ιδεών. Το δεύτερο πεδίο της φιλοσοφικής του τριβής ήταν εκείνο στο οποίο έλαβε χώρα η απόπειρα να ερμηνεύσει τον προσωπικό του ρόλο στα πράγματα και την ιστορία. Και σε αυτή την περίπτωση επιχείρησε μια δύσκολη ισορρόπηση ανάμεσα σε δυο ρομαντικούς αλλά διαφορετικούς πόλους. Τον ρομαντικό κυνικό εγωισμό του λόρδου Βύρωνα (που εννοιολογικά είχε αφομοιώσει ο Φρειδερίκος Νίτσε) από την μια και τον ρομαντικό ηρωικό εγωισμό του Τόμας Καρλάυλ (τον οποίο είχε ανανεώσει ο Μωρίς Μπαρρές) από την άλλη. Με τον Καρλάυλ δια μέσω του Μπαρρές ή με τον Βύρωνα δια μέσω του Νίτσε; Αυτό ήταν το ερώτημα της ζωής του Δραγούμη. Πριν καταλήξει στο σημείο εξισορρόπησης των παραπάνω επιρροών ο Έλληνας στοχαστής εκκίνησε υιοθετώντας μια αριστοκρατική μοναχικότητα, προκειμένου να εποπτεύσει τον κόσμο και να ερμηνεύσει τον εαυτό του. Το πρώτο αδημοσίευτο μυθιστόρημά του, που φέρει τον τίτλο «Το Μονοπάτι», αποτελεί μια αυτοβιογραφική αναδρομή στην ταραχώδη εκείνη εποχή της νιότης, κατά την οποία προσπάθησε να συνδυάσει τις επιρροές και να αντιληφθεί τον πνευματικό του προσανατολισμό, κρατώντας αποστάσεις από τον κοινωνικό του περίγυρο. Ωστόσο, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο μοναχικός και καθαρά θεωρητικός αυτός τρόπος ζωής μπορεί να περιείχε κάποιους καρπούς γνώσης, ταυτόχρονα όμως ήταν βυθισμένος στην ανία. Μια ανία αταίριαστη με τον βίο που οραματιζόταν ένας ρομαντικός άντρας. Σε εκείνο το σημείο ο Δραγούμης αποφάσισε να κάνει την ζωή του ουσιαστική. Και το ερώτημα που προέκυψε ήταν το εξής. Θα έπρεπε να εισέλθει στην κοινωνικό στίβο κινητοποιώντας τις μάζες απλά και μόνο για να δώσει νόημα και συναισθηματική ένταση στην ανία της πάντοτε αριστοκρατικής ζωής του, όπως προϋπέθετε η παράδοση του ρομαντικού εγωισμού η οποία αναγόταν στις εξάρσεις κυνισμού της ποιητικής ιδιοφυίας του λόρδου Βύρωνα; Ή μήπως όφειλε να μπει στον κοινωνικό στίβο ως ένας αριστοκράτης ήρωας-οδηγός του ρου των πραγμάτων, κατευθύνοντας το ελληνικό έθνος προς τα εκεί που θα τον οδηγούσαν οι ενοράσεις του, βασιζόμενος στην ερμηνεία της ιστορίας που είχε παρουσιάσει κατά τον 19ο αιώνα ο Βρετανός ρομαντικός Τόμας Καρλάυλ; Ο Δραγούμης αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε αυτές τις δύο προοπτικές. Εκείνο που θεώρησε δεδομένο εξ αρχής ήταν ότι ο σημαντικότερος προορισμός της κοινωνίας είναι να γεννά τους άριστους. Τους ξεχωριστούς εκείνους ανθρώπους, δηλαδή, που διαθέτουν ιδιαίτερα χαρίσματα και μπορούν να συνδυάσουν την βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων με τον ενεργό βίο και την ζώσα βούληση. Εν συνεχεία, αναθεωρώντας μέχρι το τέλος της ζωής του την διαλεκτική ανάμεσα στον Βύρωνα και τον Καρλάυλ, επέλεξε να αφομοιώσει αρκετά στοιχεία απ’ τον τρόπο ζωής του πρώτου και να ισορροπήσει πνευματικά εγγύτερα στον δεύτερο. Οργάνωσε ομάδες ανταρτών, αρθρογράφησε, αγωνίστηκε, πολιτεύτηκε, εξορίστηκε και κατέστη τελικά ένας από τους πρωταγωνιστές του ελληνικού βίου των πρώτων δυο δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ταυτόχρονα ανατρέχοντας στην παράδοση του Τόμας Καρλάυλ, κατέληξε στα συμπεράσματα του Μπαρρές και υιοθέτησε την αντίληψη ότι ο ήρωας πρέπει να οδηγεί την ιστορία όχι για προσωπικούς αλλά για εθνικούς λόγους, καθώς εκείνο που αξίζει να ζήσει και να επικρατήσει δεν είναι το πρόσωπο αλλά το έθνος. Ο ήρωας είναι μοναχά ο καρπός του έθνους. Εκείνος που η ίδια η πραγματικότητα επιλέγει ως οδηγό του εθνικού πεπρωμένου. Ο Ίων Δραγούμης κληροδότησε στα ελληνικά γράμματα τους πνευματικούς καρπούς μιας αυθεντικά ρομαντικής βιοθεωρίας και αποτέλεσε τον πρώτο Έλληνα θεωρητικό του εθνικισμού. Γνωρίσματα που πλήρωσε χάνοντας την ζωή του από τις σφαίρες παρακρατικών του αστικοφιλελεύθερου κατεστημένου την 31η Ιουλίου του 1920.

30


Comicon Shop, Σόλωνος 128, Comics και Λογοτεχνία του Φανταστικού

Επισκεφθείτε το διαδικτυακό τόπο της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας flefalo.blogspot.gr, προκειμένου να ενημερωθείτε για την τρέχουσα επικαιρότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας και να διαβάστε το σύνολο των άρθρων που έχουν δημοσιευθεί σε όλα τα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας».

flefalo.blogspot.gr Η διαδικτυακή πύλη του φανταστικού Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου flefalo@gmail.com Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας - acebook


Κυκλοφόρησε το νέο συλλεκτικό τεύχος του Μικρού Κάου-Μπόυ


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.