
φ ή
μ μ
χ
φ
θ
εκπαιδευτικό και δάσκαλο Δημιουργικής Γραφής. Τα αδιέξοδα του κόσμου μας σκοτεινιάζουν το παιδικό σύμπαν. Ωστόσο, η ποίηση και η ελπίδα μέσα στα έργα της μικρής αυτής συλλογής μοιάζουν να λειτουργούν ως συνώνυμα. Ο πόλεμος, ο αγώνας για την ελευθερία και την ισότητα, η γυναίκα και τα π α ιδ ιά α π ο τ ε λ ο ύν τ ις κ ε ν τ ρ ικ έ ς μ ο ρ φ έ ς τ ο υ κ α τ ε σ τ ρ α μ μ έ ν ο υ κ ό σ μ ο υ π ο υ παραδίδουμε. Η δημιουργική γραφή δεν είναι μάθημα σχολικό. Είναι το ζωντάνεμα της γλώσσας και των ιδεών, ένα παιχνίδι
Η υπογραφή του πο λέ μο υ
Μια υπόσχεση, ένα ψάρι κινείται από σταγόνα σε κύμα.
Τη μια σβήνει φωτιές που ανάβουν στα βήματα μου
Την άλλη ανάβει ζωές που χορεύουν
ανέμελα στην ψαλμωδία που ακούν.
Πίνω το φεγγάρι και διαβάζω τα αστέρια.
Πηδώ ανέμελα από το πέλαγος στον ωκεανό.
Πίνω την κούρασή μου
κόβοντας τη διαδρομή στην έρημο.
Χάνω την ώρα στην ηλιοφάνεια.
Δίπλα σ ’ ένα φοίνικα ποτίζοντάς τον
με το λίγο νερό π ’ αφήνουν τα μεγάλα πουλιά σχίζοντας τους στόχους μου.
Τρέχω με προορισμό τα σύννεφα, κοιτώντας την αναγέννηση που έρχεται.
Όλα από την αρχή τελειώνουν
την υπογραφή του πολέμου.
Επανάλη ψη
Κοιμόμαστε και ο ήλιος κοιμάται δίπλα μας, αφήνοντας το φεγγάρι ελεύθερο
να βλέπει δέντρα
που κάποτε άνθισαν ένα ένα, σαν τα συναισθήματά μας.
Όπως τα κύματα μετακινούνται
οι στόχοι μας.
Ένας προς ένας. Ο ένας μετά τον άλλο κινούνται ρυθμικά σαν στίχοι.
Ένας κύκλος η ζωή μας
ένας και τα όνειρά μας.
Με γεμάτη καρδιά
και όραση καθαρή που
μεγαλώνει όπως και ο φόβος
που αγκαλιάζουμε τον ήλιο, που επαναλαμβάνει
την καθημερινότητά του.
Νοέ μβρη ς
Ήθελε σκοτάδι για να νυχτώσει. Μα για όσους παραδέχτηκαν την ήττα
για όσους σχημάτιζαν άδικα όνειρα
ήταν ήδη νύχτα. Μιλούσαν κι έδειχναν πληγές, ιστορίες, ελπίδες πίσω από κάγκελα.
Ο πανικός, το άγχος, η απογοήτευση κουκούλωναν τους ανθρώπους εκεί πίσω.
Προσεκτικά, μάζευαν ελπίδες, συντρίμμια, δάκρυα, Κρέμονταν αφίσες, ξεχνούσαν γονείς. Αλλά δεν λησμονούσαν το όνειρο.
Ειρή νη
Ό,τι κι αν σκεφτώ
είναι το ίδιο.
Χωρίς πόλεμο ο άνεμος
παίρνει τις δυστυχίες
και αφήνει συγχώρεση.
Οι προδοσίες είναι αόρατες
Τα όνειρα ορατά.
Σαν άχνη είναι η ζωή.
Οι άνθρωποι είναι μάχιμοι
για να κερδίζουν τους στόχους τους.
Δεν χρειάζονται κόλλυβα.
Δεν χρειάζονται δάκρυα.
Μόνο ειρήνη και ελπίδα.
Όλοι την ζητάνε.
Λογαριάζοντας τα όνειρα
Λογαριάζοντας ένα προς ένα τα όνειρα
Μια προς μία τις αναμνήσεις.
Γιατί πάντοτε περιμένουμε;
Γιατί δεν προσπαθούμε;
Καμιά φορά δεν βλέπουμε την ευτυχία.
Έχουμε μεγαλύτερες προσδοκίες.
Λέμε τι θέλαμε.
Όμως τώρα επαναστατούμε.
Προσπαθούμε να διορθώσουμε τον κόσμο.
Όμως τα λάθη είναι όσα τα όνειρα.
Όλοι προσπαθούν.
Περιμένουν τον Εφιάλτη.
Μα τώρα ο εφιάλτης είναι εδώ.
Ίσως τ ελ είωσε ο πόλ εμ ος
Σήμερα άπλωσα τη ψυχή μου στα κάγκελα
σήμερα οι άνθρωποι με εκτιμούν
Μια γυναίκα μού χάρισε την αγάπη της
ένα αγόρι μού έδωσε ένα παιχνίδι
ένα κορίτσι μού πρόσφερε χαμόγελο.
Σήμερα κοιτώ το πεζοδρόμιο με μάτια βουρκωμένα
γονατίζω πάνω στους τάφους.
Βλέπω τα κουρασμένα πόδια των περαστικών
στα λασπωμένα μονοπάτια.
Το βλέμμα τους ασήκωτο.
Όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασαν, όμως κανείς πίσω στον χρόνο.
Όλοι τους δακρυσμένοι
κοιτάζουν κάτω.
Ένα αδιέξοδο τούς περιτριγυρίζει
δεν βλέπουν τον δρόμο της απελευθέρωσης.
Κανείς δε μιλάει.
Μόνο τα βήματα από τις τρύπιες αρβύλες των στρατιωτών ακούγονται.
Προσπαθώ
Ήθελε λίγο φως να νυχτώσει, όμως εγώ δεν ήθελα να αποδεχτώ τη νύχτα.
Έβλεπα τώρα πόσα αστέρια έπρεπε να σώσω από το αποπνικτικό σκοτάδι του ουρανού πόσον ήλιο να κρατήσω για να διώξω τη μαυρίλα. Κινείστε, δημιουργείτε σκιές που σκεπάζουν το φως μου. Η καρδιά πληγώνεται σε τέτοιο χάος.
Καρφώσατε την ψυχή μου στον τοίχο
και τη σημαδεύετε.
Προσπαθώ και προσπαθώ να σώσω τη χαρά
να σώσω τον ήλιο και τα αστέρια. Στολίζω με το αίμα μου το υγρό τσιμέντο με κομμένα μαλλιά πλέκω ένα μεγάλο δίχτυ και προσπαθώ να σώσω προσπαθώ να σώσω τα πληγωμένα φώτα τ ΄ ουρανού που με κόπο καταφέρνουν να φωτίσουν την άπνοια και την ομίχλη.
Εφ ιάλ τες
Μετρώντας σιγά σιγά τους εφιάλτες μας, τα βράδια βασανισμένοι περιμένουμε…
Περιμένουμε να τελειώσει κι αυτό το βράδυ
που μας δημιούργησε παραισθήσεις
και κακές αναμνήσεις
που καρφώνουν τη ματωμένη μας καρδιά.
Ιδρωμένα τα δάχτυλα. Ποτάμι στάζουν τα δάκρυά μας
και πλημμυρίζουν τους στεγνούς δρόμους. Με βουρκωμένα μάτια προσπαθούμε
να ξεπεράσουμε αυτά που συμβαίνουν
ν ΄ αρχίσουμε μια νέα ζωή χωρίς εφιάλτες και πολέμους με μπόλικα όνειρα και ειρήνη. Η ειρήνη ίσως μπορέσει να μας σώσει. Όμως ποτέ δε θα ξεχάσουμε τις σειρήνες του ασθενοφόρου που βουίζουν στα αυτιά μας και τη μυρωδιά του θανάτου που κυκλοφορεί στους τσιμεντένιους δρόμους.
Στ ον Καραολ ή και τ ον Δημ ητ ρίο υ
Σαν ήρθαν οι στρατιώτες με τη βία όλοι τρέχαν πανικόβλητοι στους δρόμους
μα κανείς δεν κατάφερε να γλιτώσει
από τον κόμπο του σκοινιού
που θα μπει στον λαιμό τους.
Κλάματα παντού.
Μάνες θρηνούν για τα χαμένα παιδιά
που δεν έφταιξαν. Ζητούν βοήθεια
μα κανείς δεν προσφέρεται.
Κάνουν προσευχές στα ονόματά τους.
Νεαρό ήταν το αίμα ακόμα.
Μες την άπνοια και την ομίχλη
τα άδικα κρεμασμένα κορμιά των παιδιών
λικνίζονται στον ρυθμό του Βοριά.
«Γιατί τόσο λίγο σε έζησα παιδί μου;»
«Γιατί δεν σκοτώθηκα εγώ αντί για σένα;»
Δεν αντέχουν.
Προσπαθούν μόνο να συνεχίσουν τη ζωή τους…
Μό νη
Ό,τι κι αν αγγίζω διαλύεται
Όλα είναι εύθραυστα γύρω
ακόμα κι η χαρά.
Μέσα στην ομίχλη μόνη τριγυρνώ
δεν με αποδέχεται κανείς.
Λύπη γύρω μου σκοτάδι
Μόνο μια ακτίνα φωτός βλέπω από μακριά
Μα δεν την προφταίνω
Καταστρέφ οντ ας τα λό για
Καταστρέφοντας ένα ένα τα λόγια
που από αλήθειες
γινήκανε ψέματα και από σωστά κατέληξαν λάθος
Απορώ πότε; πώς; γιατί; Αναρωτιέται κι ο κόσμος αλλά αν κοιτάξουν στο παρελθόν
θα βρουν τις απαντήσεις
Μην μπερδεύετε το παρόν
δεν είναι μέλλον, δεν βρίσκεται μέσα μας. Αύριο φίλοι μεθαύριο εχθροί. Σήμερα ελεύθεροι αύριο καταδικασμένοι.
Τα όνειρα, οι φίλοι, η δεύτερη ευκαιρία
χτυπάνε την πόρτα
και εσείς την κλείνετε στα μούτρα μας. Ξυπνήστε, φτιάχνετε όνειρα
και αντί να προσπαθείτε, κάθεστε. Ξυπνήστε, ανάψτε φωτιά στο παρελθόν σας
και οι καπνοί θα φτάσουν μέχρι το παρόν.
Τιμ ή σ ’ όσου ς πο λε μο ύν για τη ν ε ιρή νη
Εκείνη την μέρα
τα βουνά γέμισαν αίματα
από αθώους μαχητές
που πάλεψαν για ελευθερία
Καλό παράδεισο
σε εκείνους που το τέλος τους ήταν πικρό
που δεν έμεινε χώρος για ελάχιστη ζάχαρη
Ήξεραν όμως τις συνέπειες
ήξεραν το τέλος τους
κι όμως ήταν έτοιμοι για τα πάντα
προσπαθώντας για την ελευθερία
Γερμανοί με κανόνια
Έλληνες με θάρρος
Ιταλοί με όπλα Έλληνες με πνεύμα ομαδικότητας Στο τέλος τα όπλα και οι βόμβες καταπλάκωσαν την ελευθερία και η τιμή παρέμεινε Διότι οι Έλληνες δεν
Τύ ψε ις
Φυσάει δυνατά.
Οι τύψεις όμως δεν φεύγουν, μένουν πάντα
θαρρούσες ότι θα φύγουν
αφήνοντας μία μικρή προειδοποίηση
και ένα μικρό χάραγμα στην καρδιά.
Όμως αυτές την έσπασαν
σε μικρά κομμάτια
αφήνοντας πίσω ένα τίποτα.
Λες ότι δεν μπορείς άλλο
αν το ήθελες πραγματικά θα μπορούσες.
Απέτυχες; Μπράβο. Αλλά πριν φύγεις και το ξεπεράσεις
κοίτα τι πήγε στραβά, γιατί απέτυχες.
Φε γγάρι και ο υρανός
Ένα τεράστιο φεγγάρι
μια πελώρια νύχτα έπεσε στη γη Ο ουρανός κατάμαυρος
Ένα αγόρι με ένα παλιό παλτό κρατά ένα κερί στην τσέπη του σκισμένου παντελονιού του
Είχε μία ακτίνα φωτός Την πουλούσε όσο και όσο Όλοι είχαν μαζευτεί γύρω του
Όμως και ένα μικρό κορίτσι
στην άκρη του δρόμου πωλούσε ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού
Ο κόσμος έτρεξε γύρω της Όλοι ήθελαν να έχουν λίγο από αυτόν τον ουρανό που είχαν στερηθεί όλον αυτό τον απάνθρωπο καιρό.
Η αλλ ηλ εγγύη μια σκιά στο φ ως
Ασχήμια γέμισε ο κόσμος
Όχι εξωτερική
Κι όμως γκρεμίζει την ομορφιά
Πρόσφυγες
σε ρημαγμένα καταφύγια
που μοιάζουν με χωματερές
Τους εξευτελίζουν.
Οι εχθροί τους διώχνουν
τρέχουν από πόλη σε πόλη
τους οδηγούν σε κόλαση
νιώθουν ανεπιθύμητοι λες και δεν είναι άνθρωποι
Όλοι λένε ότι τους θέλουν όμως στο πίσω μέρος του μυαλού τους θεωρούν άχρηστους Λίγοι άνθρωποι όντως τους βοηθούν
Τε λε υταία ε λπίδα
Και μια μέρα ξυπνήσαμε και η θάλασσα ήταν άδεια.
Με βλέμμα καρφωμένο απομακρυνόταν.
Έξω ο κόσμος σιωπηλός.
Όλοι έκθαμβοι την παρατηρούν.
Αφουγκράζονται
Τι λάθος να ’ καναν
και με τη θάλασσα να μάλωσαν.
Έμειναν με την εικόνα του μαύρου ουρανού.
Ο ήλιος αναρωτιόταν απελπισμένος.
Η μέρα τούτη μάς ξημέρωσε διαφορετικά.
Ίσως με αυτόν τον τρόπο να μας έδινε την ευκαιρία
να επαναφέρουμε τη θάλασσα, τα κύματα
και τον γαλάζιο ουρανό.
Με όραση για το μέλλον,
με σκέψεις για το αύριο,
μπορεί να σώσουμε τη φύση.
Ο ήλιος να ξαναχαρεί
Η θάλασσα ποτέ να μην απογοητευτεί,
η θάλασσα ποτέ να μην εξαφανιστεί.
Και η κάθε μέρα
να ’ ναι πιο φωτεινή
και χαμογελαστή.
Γ υναίκα!
Γυναίκα! Χαράζω το όνομά σου συγκινημένη
στο κέντρο του κόσμου. Από εδώ όλη η κτίση μπορεί να σε δοξάσει. Από την Ινδία μέχρι την Γαλλία, από τη Συρία μέχρι την Αμερική, την Κίνα και τη Νιγηρία. Μέχρι και σε ένα ερημονήσι άγνωστο και μακρινό. Μ΄ ένα σύνθημα ανεξαρτησίας σκαλίζω
τους πόνους σου σε μια πέτρα, να ’ ρχονται οι άνθρωποι να σε προσκυνούν.
Εγκλωβισμένη μες το σπίτι – «έτσι έπρεπε», έλεγαν –και έξω να κυλά η ζωή. Το μυαλό μου θυμάται, ζαλισμένο μες στα στερεότυπα.
για πρώτη φορά
Παλ εύο ντας με τ ην απώλε ια
Ό,τι και αν αγγίζω γίνεται σκόνη. Τίποτα δεν έχει υφή. (Και με τη βροχή ματώνω). Βαδίζω παγωμένη ανάμεσα στα σκυμμένα κεφάλια.
Μέσα στην ομίχλη και τη βροχή, (τα δάκρυα νερό που καίει).
Όλοι σε λένε νεκρή, εγώ σε λέω αθάνατη κατευθείαν.
Όλοι σε λένε γη, εγώ σε λέω ουρανό αμέσως. Όχι γιατί υπάρχει αιώνια ζωή
και γιατί υπόσχονται ότι θα ξανασυναντηθούμε.
Αλλά για τη ζεστασιά σου, που ακόμη
όσα χρόνια και θα ζήσω
θα είναι ζωντανή.
Εξάλλου με συμφέρει
η ελπίδα αυτή.
Ορε ινό χωριό
Πολιτεία μικρή, πρωινά γεμάτα χαρμόσυνες κουβέντες. Ίσως εδώ να ’ ναι τόπος να ζήσουμε, ίσως εδώ να ναι τόπος να ανθίσουμε. Μέσα σε απόμακρα βουνά, με συντροφιά μια μυρωδιά ζεστού ψωμιού και καθαρού οξυγόνου.
Δίπλα στα μικρά χωριά, απέναντι στα γραφικά στενά με δύναμη την αισιοδοξία
να ζωγραφίσουμε από την αρχή την ευτυχία.
Μυστικά φαντάσματα
Οι δρόμοι άψυχοι.
Σκοτεινά φαντάσματα παραμονεύουν. Παρατηρούν και συγκροτούν
κάθε βήμα κάθε νήμα κάθε στιγμή που διαταράζει την ηρεμία τους. Φαίνονται ήρεμα, αλλά περιμένουν την κατάλληλη στιγμή
να δράσουν όλα να τα οργώσουν
και να τα αναστατώσουν.
Κάθε βήμα που περνά, ακόμη ένα χτύπημα.
Στ ο μ ονοπάτι της ε νηλ ικίωση ς
Η ξεχασμένη πορσελάνινη κούκλα χτενίζει τα μαλλιά της.
Οι σκονισμένες καμπάνες τη σιωπή τους.
Η σκισμένη ζωγραφιά μέσα στα κλάματα συνάζει στάλα στάλα το μελάνι.
Απ’ όλα τα παιχνίδια που ξεχάστηκαν και από τις φιλίες που χωρίστηκαν
χτίζεται η φυλακή της ενηλικίωσης, μ ’ ένα φανάρι και δύο άψυχους βόλους.
Κι οι βόλοι σαν γλιστρούν θα φεύγει η ανεμελιά
κι οι βόλοι σαν στραβυλλόζονται θα φεύγει η χαρά.
Η ζωγραφιά θα τραβάει το μελάνι.
Το παιδί θα εξαφανιστεί απ ’ την καρδιά.
Μάχσα
Τιμάω τ ’ όνομά σου από το Ιράκ και το Ιράν μέχρι την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία μέχρι την Βρετανία όπου θυσιάστηκε η Έμιλι Ντέβιντσον Ήθελες μετά από χρόνια
τον αδερφό σου να δεις, αλλά αντιμετώπισες το τίμημα
του «λάθους». Το όνομά σου σύμβολο έγινε του αγώνα των γυναικών
«21 χρονών πέθανες», θρηνούμε όλες «21 χρονών μάς άφησες»
Η φωνή μου τρέμει, καθώς φωνάζω το όνομά σου Μ’ ένα χάδι κλαίω το κομμένο σου μαλλί
Με μία πρόσθεση θρηνώ
Με μία αφαίρεση κόβομαι
Δεν φταις εσύ
Ούτε το φύλο σου Το πρόβλημα είναι οι άρρωστες ιδέες
Οι βίαιοι αστυνομικοί σε σκότωσαν
Να δεις τον μαύρο τον μοιραίο αδελφό σου ήθελες
Κι όταν σε ξεμάλλιαζαν και σε χτυπούσαν με μανία
έμεινες ήσυχη και μαρτύρησες
Στα κρύα στενά κλαις
με δάκρυ βουβό
Γλυκιά ην Γενναία εστί
Με έσπασε ς Μα λέω τα βλέμματά μας ίσως συναντηθούν Χαρά Χρηστάρα, «Διαμάχη»
Προχωράω και σε βλέπω
Τα μάτια σου ξαφνικά
κρύα Χάθηκε ο ήλιος, έσβησε το φως
Την ιστορία μας νόμιζα θα λέγαμε
Μα αρρώστησα να περιμένω
κάποιον που δεν θα έρθει ποτέ
Είδα ένα όνειρο
Είχα ό,τι ήθελα Ξαναείπες πως θα με αγαπάς Αλλά ήταν μια υπόσχεση άδεια
Είμαι όμως πια μισό τέρας μισός άνθρωπος Νόμιζες πως τα γαλανά σου μάτια θα σε έσωζαν
Έπεσα στη φωτιά, μεταμορφώθηκα σε άρπυια
Την παρούσα ανθολογία επιμελήθηκε ο Δήμος Χλωπτσιούδης, εκ μέρους του Πολιτιστικού Συλλόγου Κατοίκων Νέας Πολιτείας Ευόσμου Το παρόν αποτελεί ανάτυπο και διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο Η αναφορά του ονόματος των δημιουργών και του επιμελητή είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπορική χρήση.
