
της Ελλάδας στην UNESCO, εισηγήθηκε στον Οργανισμό
ανακηρυχθεί η 21η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και από
την επόμενη χρονιά (1999) ξεκίνησε η μεγάλη γιορτή.
Φέτος η σύμπραξη αυτή της Δημοτικής Ββιβλιοθήκης Ευόσμου και του Πολιτιστικού Συλλόγου Κατοίκων Νέας Πολιτείας Ευόσμου έφερε
το 4ο μας Ποιητικό Αναλόγιο. Μία γιορτή που απλώνεται σε όλο τον δήμο, συγκεντρώνει ομάδες και δημιουργικούς πυρήνες από κάθε γωνιά
των Δυτικών Συνοικιών και
τα αντικλείδια, ακόμα κι αν πολλές φορές την προσπερνάμε εμείς ή δεν τη βλέπουμε ανοιχτή.
Για μένα είναι ένα νησί. Ένας χώρος ιδεών και φθόγγων που χτίζουν
οι ποιητές πετώντας λίθους κόντρα στον άνεμο και τον χρόνο. Είναι ένα
σαν πέτρα στο κεφάλι και μας ανοίγει δρόμους μέσα σε λεξικά. Έρχεται
σαν σύννεφο και ζωγραφίζει την καθημερινή μας γλώσσα. Γιατί γλώσσα
και ιδέες τελικά είναι λόγος.
Φοβάμ αι
Δεν φοβάμαι τους ξένους.
Δεν φοβάμαι τις ταμπέλες των μαγαζιών που αναβοσβήνουν.
Φοβάμαι τα χαμόγελα που σβήνουν.
Φοβάμαι το μέλλον που εξαρτάται από το παρόν.
Φοβάμαι την κλωστή που δεν βρίσκεις την αρχή αλλά το τέλος.
Φοβάμαι το λάθος βήμα που μεγαλώνει την σκιά.
Φοβάμαι τα όνειρα που δεν έγιναν αλήθεια, αλλά τείχος.
Φοβάμαι την τραμπάλα με τις λέξεις εγώ και εμείς.
Φοβάμαι να κοιτάξω στον καθρέφτη τα ελαττώματα μου.
Φοβάμαι το ψέμα, αλλά και την σκληρή αλήθεια.
Φοβάμαι το σήμερα, το αύριο και το μετά.
Φοβάμαι το άσπρο και το μαύρο.
Φοβάμαι το μικρό φωτάκι που ανάβει, αλλά όταν το φτάσεις, δεν είναι ανοιχτό.
Φοβάμαι την ημέρα που θα ξυπνήσω χωρίς φτερά.
Κάθε..
Κάθε βαριά λέξη, κάθε βήμα που χάνεται
Κάθε υπόσχεση που σπάει σα γυάλινο ποτήρι
Κάθε χαμόγελο που συνοδεύεται
με βλέμματα που αφήνουν ερωτηματικά
Κάθε μαχαίρι που σε καρφώνει πισώπλατα, από αυτούς που τάχα σε αγάπησαν.
Κάθε στιγμή που βγαίνει φωτογραφία, αλλά κανείς δεν την έχει απολαύσει
Κάθε φορά που ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω σύννεφα
Αυτά μισώ
Απεχθάνομαι τις λέξεις: ίσως, ποτέ, δεν μπορώ
Απεχθάνομαι το συναίσθημα χωρίς συναίσθημα
Απεχθάνομαι τα πρότυπα ομορφιάς που εκφοβίζουν
Απεχθάνομαι τη στιγμή που κλείνω τα μάτια μου
αλλά όταν τα ανοίγω το μικρό λουλούδι έχει πέσει
Απεχθάνομαι τις σκιές.
Δε φοβάμαι απεχθάνομαι την αποτυχία.
Απεχθάνομαι τα λάθη και τα ψέματα
που γίνονται ντόμινο.
Επανάλη ψη
Κοιμόμαστε και ο ήλιος κοιμάται δίπλα μας, αφήνοντας το φεγγάρι ελεύθερο
να βλέπει δέντρα
που κάποτε άνθισαν ένα ένα, σαν τα συναισθήματά μας.
Όπως τα κύματα μετακινούνται
οι στόχοι μας.
Ένας προς ένας.
Ο ένας μετά τον άλλο
κινούνται ρυθμικά σαν στίχοι.
Ένας κύκλος η ζωή μας
ένας και τα όνειρά μας.
Με γεμάτη καρδιά
και όραση καθαρή που
μεγαλώνει όπως και ο φόβος
που αγκαλιάζουμε τον ήλιο, που επαναλαμβάνει
την καθημερινότητά του.
Γυ ναίκα
Σαν αστέρι λάμπει μέσα στο σκοτάδι
Ηλιαχτίδα την ημέρα
Η καρδιά της τα λέει όλα
Μα εμείς άλλα λέμε γι αυτήν
Πολέμησε, ξεψύχησε
Και εμείς πάλι την υποτιμούμε
Κάνουμε λες και δεν την αναγνωρίζουμε
Την έχουμε μόνο για θελήματα
Αυτή όμως σε αναγνωρίζει, μας αναγνωρίζει
Μας ξέρει καλά
Αλλά κάνει πίσω, υποτάσσεται σε εμάς
Λέει, «θα περάσει»
Όμως εσύ δεν το ακούς
Συνεχίζεις με τον δικό σου τρόπο
κοιτάς τις δικές σου ανάγκες
Δεν θες να ακούς
Σκέφτεσαι μόνο το τώρα
Δεν υπολογίζεις τη ζωή της
Όμως θα φτάσει η μέρα που οι γυναίκες θα επαναστατήσουν
για τα βάσανα που πέρασαν
Θα πάρουν μια θέση και αυτές
Μα ποτέ δεν θα ξεχάσουν το πριν
Θα τους μείνει χαραγμένο μέσα στην καρδιά
Είναι μια πληγή που δεν θα κλείσει
Όσο και αν προσπαθήσουν
Φοβάμ αι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που δεν διψούν για ζωή
που ζουν στο σκοτάδι
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που πράττουν πριν σκεφτούν
που δεν σε υπολογίζουν
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που αναγγέλλουν πόλεμο
πριν καταλάβουν ποιος είναι ο εχθρός
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που την αρρώστια τους προσπαθούν
να την κάνουν δική σου
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που δεν έχουν καρδιά, παρά μια πέτρα
Φοβάμαι εκείνους
που δεν αγαπάνε πραγματικά
που δεν το δείχνουν
που δεν είναι αληθινοί
Φοβάμαι όσους
δείχνουν ότι σε σέβονται
Και μετά με μία κίνηση, με ένα μαχαίρι
σε καρφώνουν, σε εξαπατούν
Φοβάμαι τον κόσμο
Τον φοβάμαι γιατί έχει γεμίσει
από τέτοιους ανθρώπους
Μό νη
Ό,τι κι αν αγγίζω διαλύεται
Όλα είναι εύθραυστα γύρω
ακόμα κι η χαρά.
Μέσα στην ομίχλη μόνη τριγυρνώ
δεν με αποδέχεται κανείς.
Λύπη γύρω μου
σκοτάδι
Μόνο μια ακτίνα φωτός
βλέπω από μακριά
Μα δεν την προφταίνω
Από κο ρίτσι, γυναίκα
Φόβος.
Λέξη βαριά
γεμάτο το καζάνι με εικόνες
μόνο στο άκουσμά της.
Φοβάμαι την ενηλικίωση.
Πώς θα με αντιμετωπίζουν οι άλλοι
όταν δεν θα εχω κοντά μου τους γονείς μου
Φοβάμαι μην βγω στις ειδήσεις,
ως το άτομο που δολοφόνησε
ή ως το άτομο που βιάστηκε από τον άλλο.
Φόβος,
φόβος για το αύριο
φόβος για ό,τι θα ακολουθήσει
και όχι μόνο.
Φόβος για το πώς θα με βλέπουν όλοι φόβος άμα θα τους είμαι αρκετή
ή αν θα είμαι ελάχιστη
γι ΄αυτό που επιθυμούν.
Τύ ψε ις
Φυσάει δυνατά.
Οι τύψεις όμως δεν φεύγουν, μένουν πάντα
Θαρρούσες ότι θα φύγουν
αφήνοντας μία μικρή προειδοποίηση
και ένα μικρό χάραγμα στην καρδιά.
Όμως αυτές την έσπασαν
σε μικρά κομμάτια
αφήνοντας πίσω ερείπια..
Λες ότι δεν μπορείς άλλο
Μα αν το ήθελες, πραγματικά θα μπορούσες.
Απέτυχες; Μπράβο.
Αλλά πριν φύγεις και το ξεπεράσεις
κοίτα τι πήγε στραβά.
Γιατί απέτυχες;
Η αλλ ηλ εγγύη μια σκιά στο φ ως
Ασχήμια γέμισε ο κόσμος
Όχι εξωτερική
Κι όμως γκρεμίζει την ομορφιά
Πρόσφυγες
σε ρημαγμένα καταφύγια
που μοιάζουν με χωματερές
Τους εξευτελίζουν.
Οι εχθροί τούς διώχνουν
τρέχουν από πόλη σε πόλη
τούς οδηγούν σε κόλαση
νιώθουν ανεπιθύμητοι
λες και δεν είναι άνθρωποι
Όλοι λένε ότι τους θέλουν
όμως στο πίσω μέρος του μυαλού
τους θεωρούν άχρηστους
Λίγοι άνθρωποι όντως τους βοηθούν
Μπορεί εμείς να χαιρόμαστε
να έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε
να θεωρούμε κάποια πράγματα βέβαια
όμως τίποτα δεν είναι δεδομένο.
Θα πρέπει να μοιραζόμαστε την ευτυχία.
Άμα αγαπάς προσφέρεις.
Παλ εύο ντας με τ ην απώλε ια
Ό,τι και αν αγγίζω γίνεται σκόνη.
Τίποτα δεν έχει υφή.
(Και με τη βροχή ματώνω).
Βαδίζω παγωμένη
ανάμεσα στα σκυμμένα κεφάλια.
Μέσα στην ομίχλη
και τη βροχή, (τα δάκρυα νερό που καίει).
Όλοι σε λένε νεκρή,
εγώ σε λέω αθάνατη
Όλοι σε λένε γη,
κατευθείαν.
εγώ σε λέω ουρανό αμέσως.
Όχι γιατί υπάρχει αιώνια ζωή
και γιατί υπόσχονται ότι θα ξανασυναντηθούμε.
Αλλά για τη ζεστασιά σου,
που ακόμη
όσα χρόνια και θα ζήσω
θα είναι ζωντανή.
Εξάλλου με συμφέρει
η ελπίδα αυτή.
Στο μ ονο πάτι τη ς ενηλ ικίωση ς
Η ξεχασμένη πορσελάνινη κούκλα χτενίζει τα μαλλιά της.
Οι σκονισμένες καμπάνες τη σιωπή τους.
Η σκισμένη ζωγραφιά μέσα στα κλάματα
συνάζει στάλα στάλα το μελάνι.
Απ’ όλα τα παιχνίδια που ξεχάστηκαν
και από τις φιλίες που χωρίστηκαν
χτίζεται η φυλακή της ενηλικίωσης, μ ’ ένα φανάρι και δύο άψυχους βόλους.
Κι οι βόλοι σαν γλιστρούν θα φεύγει η ανεμελιά
κι οι βόλοι σαν στραβυλλόζονται θα φεύγει η χαρά.
Η ζωγραφιά θα τραβάει το μελάνι.
Το παιδί θα εξαφανιστεί απ ’ την καρδιά.
Γυναίκα!
Γυναίκα! Χαράζω το όνομά σου συγκινημένη
στο κέντρο του κόσμου.
Από εδώ όλη η κτίση μπορεί να σε δοξάσει.
Από την Ινδία μέχρι την Γαλλία,
από τη Συρία μέχρι την Αμερική,
την Κίνα και τη Νιγηρία.
Μέχρι και σε ένα ερημονήσι άγνωστο και μακρινό.
Μ΄ ένα σύνθημα ανεξαρτησίας σκαλίζω
τους πόνους σου
σε μια πέτρα,
να ’ ρχονται οι άνθρωποι να σε προσκυνούν.
Εγκλωβισμένη μες το σπίτι
– «έτσι έπρεπε», έλεγαν –
και έξω να κυλά η ζωή.
Το μυαλό μου θυμάται, ζαλισμένο μες στα στερεότυπα.
Είδες για πρώτη φορά την ελευθερία σε πρόσφατο αιώνα.
Τη ζωή τη δική σου γυναίκα.
Γιατί, ως να έρθει εκείνη η στιγμή
ολόκληρη η ζωή σου βυθισμένη
ήταν στ ’ αναθεματισμένα ’’πρέπει’’.
Το όνομά σου τώρα ελπίδα, ενθαρρύνει τον αγώνα για ισότητα
σε κάθε πλευρά της οικουμένης.
Μάχσα
Τιμάω τ ’ όνομά σου
από το Ιράκ και το Ιράν
μέχρι την Τουρκία και την Σαουδική Αραβία
μέχρι την Βρετανία όπου θυσιάστηκε η Έμιλι Ντέβιντσον
Ήθελες μετά από χρόνια
τον αδερφό σου να δεις,
αλλά αντιμετώπισες το τίμημα
του «λάθους».
Το όνομά σου σύμβολο
έγινε του αγώνα των γυναικών
«21 χρονών πέθανες»,
θρηνούμε όλες
«21 χρονών μάς άφησες»
Η φωνή μου
τρέμει, καθώς φωνάζω
το όνομά σου
Μ’ ένα χάδι
κλαίω το κομμένο σου μαλλί
Με μία πρόσθεση θρηνώ
Με μία αφαίρεση κόβομαι
Δεν φταις εσύ
Ούτε το φύλο σου
Το πρόβλημα είναι οι άρρωστες ιδέες
Οι βίαιοι αστυνομικοί σε σκότωσαν
Να δεις τον μαύρο τον μοιραίο αδελφό σου ήθελες
Κι όταν σε ξεμάλλιαζαν και σε χτυπούσαν με μανία
έμεινες ήσυχη και μαρτύρησες
Στα κρύα στενά κλαις
με δάκρυ βουβό
Γλυκιά ην
Γενναία εστί
Με έσπασε ς
Μα λέω τα βλέμματά μας ίσως συναντηθούν
Χαρά Χρηστάρα, «Διαμάχη»
Προχωράω και σε βλέπω
Τα μάτια σου ξαφνικά
κρύα Χάθηκε ο ήλιος, έσβησε το φως
Την ιστορία μας νόμιζα θα λέγαμε
Μα
αρρώστησα να περιμένω
κάποιον που δεν θα έρθει ποτέ
Είδα ένα όνειρο
Είχα ό,τι ήθελα
Ξαναείπες πως θα με αγαπάς
Αλλά ήταν μια υπόσχεση άδεια
Είμαι όμως πια
μισό τέρας
μισός άνθρωπος
Νόμιζες πως τα γαλανά σου μάτια θα σε έσωζαν
Έπεσα στη φωτιά, μεταμορφώθηκα σε άρπυια
Την παρούσα ανθολογία επιμελήθηκε ο Δήμος Χλωπτσιούδης, εκ μέρους του Πολιτιστικού Συλλόγου Κατοίκων Νέας Πολιτείας Ευόσμου
Το παρόν αποτελεί ανάτυπο και διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο Η αναφορά του ονόματος
των δημιουργών και του επιμελητή είναι υποχρεωτική και το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπορική χρήση.
