Calameo 7

Page 1


Το De jure με δυο λόγια... Συντακτική Επιμέλεια • • • • • • • •

Αρχισυντάκτης: Κώστας Λεϊμονής Βοηθός αρχισυντάκτη: Μαριάννα Πάσχου Υπεύθυνες ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων: Κώτση Δέσποινα, Μιχαλοπούλου Ζωή Υπεύθυνοι προώθησης: Καραγιάννη Ε.- Σ., Ρουμελιώτης Π. Υπεύθυνες επιμέλειας ξενόγλωσσων κειμένων: Ρώμα Σοφία (αγγ.), Τάτση Νεφέλη (γαλ.) Υπεύθυνες κάλυψης νομικών συνεδρίων: Λόξα Αλεζίνη - Ειρήνη, Τσούβαλη Μαρία Υπεύθυνοι ηλεκτρονικής διαχείρισης: Ζωγραφάκη Φοίβη, Κούβακας Γιάννης Υπεύθυνη καλλιτεχνικής επιμέλειας: Ρέλλου Αριστέα Μέλη Διοικητικού Συμβουλίου ELSA Athens

• • • • • • •

Πρόεδρος: Γιώργος Κουρόγιωργας Γενική Γραμματέας: Λίλα Σίσκα Ταμίας: Μαρία Χρονάκη Αντιπρόεδρος Σεμιναρίων- Συνεδρίων: Χαρά Πιταρίδη Αντιπρόεδρος Ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων: Ελένη Καραγιώργη Αντιπρόεδρος STEP: Χριστίνα Κεχαγιά Αντιπρόεδρος Marketing: Παναγιώτης Ρουμελιώτης Συνεργάτες τεύχους- Αρθρογράφοι αλφαβητικά

• • • • • • • • • • • • •

Βενέρη Λυδία Γκάλιου Μυρτώ Καλλιντέρη Χαρά Καρά Εβίτα Καραγιάννη Ευγενία Κίτσου Στεύη Κλαδά Μάρθα Κούβακας Γιάννης Κυριαζής Δημήτρης Λεϊμονής Κώστας Ξερνού Μαρία Παπαλεξίου Γεωργία Σολωμός Διονύσης webmaster: Νίκος Παπασαραντόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σημείωμα Αρχισυντάκτη...................................................................................03 2 De jure – τεύχος 7


Σημείωμα Προέδρου...........................................................................................04 Νομικός λόγος.......................................................................................................05 Ανθρωπιστική παρέμβαση και ευθύνη προστασίας.............................12 Το νομολογιακό κεκτημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση...........................16 Τύπος και ιδιωτική ζωή......................................................................................27 Ο γάμος ομοφύλων και το σύμφωνο συμβίωσης υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας.....................................................................................32 Ποινική ανηλικότητα...........................................................................................45 Η αντικειμενική σώρευση αγωγών...............................................................54 Κούρεμα καταθέσεων: Ο ασκός του αιόλου άνοιξε στην Κύπρο.....59 Το ευρωπαϊκό πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας και συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών....................................................................64 Ελπίδα υπό αίρεση................................................................................................78 ELSA around the world 1: Is the imposition of positive obligations on the State as a consequence of human rights obligations always a good thing?...........................................................................................................89 ELSA around the world 2: Organelebendspende aus straftlicher Sicht nach §8 des deutschen Translnantationgesetzes………………...................92 Νομικές διακρίσεις.................................................................................................97

Σ ημείωμα Α ρχισυντάκτη Είναι πολύ δύσκολο να αποχαιρετήσεις κάτι που έχεις αγαπήσει αληθινά. Ήμουν υπεύθυνος για την έκδοση του De Jure από τον Μάρτιο του 2010, όταν η τότε Πρόεδρος της ELSA Athens Μαρία Κώτση μου πρότεινε αυτή την υπεύθυνη θέση και η τότε συντακτική ομάδα του περιοδικού είχε ήδη ανεβάσει πολύ ψηλά τον ποιοτικό πήχη του De jure. Μαζί με όλα τα μέλη των εκάστοτε διοικητικών συμβουλίων εντείναμε την προσπάθεια έκδοσης του περιοδικού και καταφέραμε τη δημοσίευση 5 ακόμη τευχών, συνολικά 7 και μαζί μ΄αυτή επιτύχαμε την De jure – τεύχος 7 3


αφοσίωση των μελών στην ακαδημαϊκή συγγραφή. Πολλοί καθηγητές της Νομικής Σχολής Αθηνών μάς έκαναν την τιμή να αφιερώσουν χρόνο, ώστε να παραδώσουν συνεντεύξεις ή άρθρα τους και τους ευχαριστώ θερμά. Το De Jure έχει πάρει πλέον φόρα και είναι έτοιμο να απογειωθεί, πράγμα που είμαι βέβαιος ότι θα κάνει το νέο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης και ο νέος του αρχισυντάκτης. Το παρόν τεύχος αφουγκράζεται σε περιεχόμενο την πραγματικότητα. Επικεντρώνεται στην οικονομική και ευρωπαϊκή οπτική των νομικών πραγμάτων και συνδιαλέγεται σε εθνικό επίπεδο με μια δημοκρατία που θα έπρεπε να είχε αντιδράσει προ πολλού. Είμαι σίγουρος ότι και αυτό το τεύχος θα τραβήξει το ενδιαφέρον όχι μόνο φοιτητών και καθηγητών αλλά και άλλων σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων του νομικού και διεθνούς πεδίου και άλλων παρεμφερών κλάδων. Ήδη έχει παρθεί η πρωτοβουλία στον τομέα των συνεντεύξεων να διευρυνθεί ο κύκλος της ειδικότητας των συνεντευξιαζόμενων, ώστε να έχουν το λόγο πέρα από καθηγητές και άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του δικηγορικού και δικαστικού περιβάλλοντος. Επίσης, το De jure, σε ειδική έκδοση του στο πλαίσιο της ύλης του τρέχοντος τεύχους, θα έχει την τιμή να φιλοξενήσει τα πορίσματα της ερευνητικής ομάδας(Δήμητρα Γεωργαράκη, Μαργαρίτα Ηλιοπούλου, Χριστίνα Μήτση, Μαρία Οικονόμου, Νικολέττα Παύλου, Ιωάννα Σαράντη, Μαγδαληνή Τσαπαλάκη και Σπυριδούλα Χυτήρη) που συγκροτήθηκε υπό την αιγίδα της Ένωσης και αναπτύχθηκαν σε συνέδριο που διοργάνωσε η ELSA Athens στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών την 28.05.2012 με θέμα το Human Trafficking (Εμπορία ανθρώπων). Τέλος, καλωσορίζω θερμά το νέο διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης με Πρόεδρο τον Γιώργο Κουρόγιωργα και του εύχομαι να ξεπεράσει τους ήδη υψηλούς στόχους που έχει θέσει για το ακαδημαϊκό έτος. Είμαι βέβαιος ότι θα πάνε όλα περίφημα! Αγαπητοί φίλοι, τα άρθρα σας θα είναι πάντα ευπρόσδεκτα στο dejure@elsagreece.com, όπως επίσης και η ενεργός συμμετοχή σας στην Ευρωπαϊκή Ένωση Νέων Νομικών του τμήματος της Αθήνας (ELSA Athens). Ήταν μεγάλη μου χαρά, που ως προπτυχιακός φοιτητής αρχικά, μεταπτυχιακός στη συνέχεια και ενεργός πλέον δικηγόρος διηύθυνα αυτό το πνευματικό εγχείρημα που μόνο καλά μπορεί να προσφέρει στην επιστήμη μας. Σας ευχαριστώ πολύ για την συνεισφορά σας! Εις το επανιδείν! Ο Αρχισυντάκτης, Κώστας Α. Λεϊμονής Μάιος 2013

Σ ημείωμα Π ροέδρου Αγαπητές φίλες αναγνώστριες του De Jure, αγαπητοί φίλοι αναγνώστες του De Jure, Ακόμα ένα τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της ELSA Athens είναι στην διάθεση σας, γεμάτο από ενδιαφέροντα άρθρα γραμμένα αποκλειστικά από τα μέλη μας. Η προετοιμασία μηνών νομίζω ότι απέδωσε καρπούς και ελπίζω και εσείς να δείτε στις σελίδες αυτού του τεύχους όλη την προσπάθεια που κατέβαλαν όλα τα άτομα που αναμείχθηκαν στην διαδικασία δημιουργίας αυτού του τεύχους. 4 De jure – τεύχος 7


Η παρουσία του DE JURE είναι πλέον τόσο έντονη και σημαντική, που μου είναι αδύνατο να φανταστώ την ELSA Athens χωρίς αυτό. Το DE JURE συνοψίζει στις σελίδες του όλο το όραμα και τον λόγο ύπαρξης της ELSA, την διεύρυνση των γνώσεων των φοιτητών νομικής και την ευαισθητοποίηση τους για θέματα, που δεν τους είχαν απασχολήσει προηγουμένως. Είναι ένα περιοδικό φτιαγμένο αποκλειστικά από φοιτητές κυρίως προς φοιτητές, και είναι συγκινητικό ότι η αγάπη που του δείχνετε αυξάνεται συνεχώς με όλο και περισσότερα άρθρα σας να φτάνουν στο email του περιοδικού κάθε φορά που ανοίγει η προθεσμία για υποβολή άρθρων και τον αριθμό αναγνωστών να αυξάνεται σταθερά. Για αυτή την ανοδική πορεία του περιοδικού θα ήθελα να ευχαριστήσω κάθε μέλος της συντακτική ομάδας ξεχωριστά και ειδικά τον αρχισυντάκτη, Κώστα Λεϊμονή, για την αφοσίωση που έχει δείξει τόσα χρόνια και την συνεισφορά του στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του περιοδικού. Κλείνοντας, ελπίζω το 7ο τεύχος του περιοδικού μας να σας φανεί όσο ενδιαφέρον φάνηκε και σε εμένα και να αποτελέσει εναλλακτική επιλογή ξεκούρασης στην απαιτητική εξεταστική που ακολουθεί. Θα ήθελα τέλος να ευχηθώ σε όλους καλό καλοκαίρι και να δώσω ραντεβού για νέες ELSA δράσεις τον Οκτώβριο!

Εκ μέρους του Δ.Σ. της ELSA Athens, Γιώργος Κουρόγιωργας, President ELSA Athens 2013/2014

Νομικός λόγος Το De jure βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκεί μας δέχθηκε ο Διευθυντής του Γραφείου Τύπου, Πατέρας Δοσίθεος, παραχωρώντας μας μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Των: Αριστέας Ρέλλου, Δέσποινας Κώτση, Υπεύθυνες Ακαδημαϊκών Δραστηριοτήτων ELSA Athens

Α)Η Τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί την απαλλοτρίωση των ιδιοκτησιών Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης με την αιτιολογία ή το πρόσχημα του εξωραϊσμού της περιοχής του Φαναρίου. Η ενέργεια αυτή των Τουρκικών αρχών μπορεί να αλλοιώσει τον ιστορικό χαρακτήρα της περιοχής του Φαναρίου; Η τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί να κάνει το εξής: Επιχειρεί να ξαναδώσει στο Φανάρι την παλιά ελληνική του αίγλη. Προσπαθούν να αλλάξουν την πρόσοψη των κτηρίων τα οποία έχουν καταντήσει ερείπια, έτσι ώστε να θυμίζει ό,τι ήταν πριν το 1923, μέσα όμως δεν αλλάζουν De jure – τεύχος 7 5


τίποτα. Οι κάτοικοι που έχουν εν μέρει έρθει από τον Βορρά ή από την Ανατολή της Τουρκίας και κατοικούν δια της βίας εκεί μέσα φοβούνται μη τυχόν χάσουν τα σπίτιά τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχει δημιουργηθεί μια διαφωνία η οποία δεν έχει επιλυθεί ακόμη. Δεν θέλει η κυβέρνηση να αλλάξει τον χαρακτήρα του Φαναριού αλλά τελικά θα το κάνει δίοτι δεν βλέπουμε άλλη λύση. Η ενέργεια αυτή των Τουρκικών αρχών παραβιάζει τις Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο; Η συνθήκη που διέπει την ζωή των Ελλήνων, των Αρμένιων και των Εβραίων της Τουρκίας είναι η συνθήκη της Λωζάνης. Η συνθήκη της Λωζάνης παραβιάζεται ιδίως όταν πρόκειται για ανθρώπινα δικαιώματα, όχι όταν πρόκειται για άψυχα κτήρια. Βέβαια, προσβάλλονται τα δικαιώματα των κυριών των κτηρίων αυτών, εάν τα χάσουν. Πρέπει να προσέχει η τουρκική κυβέρνηση τι κάνει. Η προσέγγιση της τουρκικής κυβέρνησης είναι τέτοια ωστόσο, ώστε να μην βρεθεί κάποιος στην Ελλάδα ή την Ευρώπη να αντιδράσει. Τα κάνουν όλα ‘’κουκουλωμένα’’. Η συνθήκη της Λωζάνης έτσι δεν παραβιάζεται. Πώς αντιδρά το Πατριαρχείο, πώς συνδράμει τους Έλληνες της Πόλης στο θέμα αυτό και τι τους συνιστά να κάνουν για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους;

Το Πατριαρχείο κάνει δύο πράγματα. Όσον αφορά τις ιδιοκτησίες των Κοινοτήτων και του ίδιου του Πατριαρχείου, μετά από 3 αποτυχημένες δικαστικές προσπάθειες, αποτείνεται στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όσον αφορά για τα άτομα, το Πατριαρχείο προσφέρει κάποια υποστήριξη δίνοντας πληοροφορίες στους ιδιώτες περί του τι μπορούν να κάνουν για να ξανααποκτήσουν αυτά που χάνουν ή που έχασαν. Με αυτό ασχολείται και ένα κοινοτικό, μη πατριαρχικό ίδρυμα της Πόλης, το οποίο λέγεται Σίρκι. Είναι σύνδεσμος ρωμαίικων ιδρυμάτων. Δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘’ελληνικών’’ – οι τούρκοι έτσι το θέλουν. Αυτοί προσφέρουν υπηρεσίες πληροφοριακές. Τα υπόλοιπα, τα οικονομικά, τα πληρώνουν οι ιδιώτες. Η Ελληνική πολιτεία και η Ευρωπαϊκή Ένωση ενδιαφέρονται και με ποιον τρόπο για το θέμα αυτό; Η ελληνική πολιτεία είναι υποχρεωμένη να δρα σύμφωνα με αυτά που απαιτεί από την ελληνική πολιτεία η Ε.Ε. Δεν μπορεί να κάνει δηλαδή πρωτοβουλίες δικές της. Δεν μπορώ να πω πως συνδράμει, δεν μπορεί να συνδράμει περισσότερο. Β) Επί πολλά χρόνια πολύς λόγος έχει γίνει και πολλές υποσχέσεις έχουν δοθεί για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ποια είναι η επίσημη θέση του Πατριαρχείου επί αυτού του ζητήματος; Αυτή η σχολή ιδρύθηκε το 1844 με ‘’Φερμάνι’’, με αυτοκρατορική δηλαδή απόφαση του Σουλτάνου. Το πατριαρχείο λέει το εξής: Αυτή η σχολή λειτούργησε και στην Οθωμανική αυτοκρατορία μέχρι το 1923, και από το 1923 μέχρι το 1971 κατοχυρωμένη από την τουρκική νομοθεσία χωρίς διακοπή και χωρίς δικαστικά προβλήματα. Ξαφνικά το 1971 αποφάσισε η κυβέρνηση να την κλείσει με το δίλημμα ή την κλείνετε ή την ενώνετε με ένα τουρκικό πανεπιστήμιο. Η απάντησή μας η οποία ισχύει και σήμερα είναι ότι αυτή είναι μια θεολογική σχολή, δηλαδή είναι μια ανωτάτη επαγγελματική σχολή που βγάζει Ιερείς. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να είναι τμήμα ενός Πανεπιστημίου, διότι σε μια εκκοσμικευμένη κοινότητα όπως είναι η τουρκική δημοκρατία δεν μπορεί να κυκλοφορεί κανείς με ράσο, δεν μπορεί να κάνει κανείς θεολογικά μαθήματα και δεν μπορεί να υπάρχει εκκλησία μες στο πανεπιστήμιο. Άρα πρέπει η θεολογική σχολή να είναι εκεί που είναι. Προσπαθούν να μας πείσουν να την κρατήσουμε εκεί που είναι τη σχολή, δηλαδή πάνω στο λόφο της Χάλκης, αλλά να δεχθούμε να αποτελέσει τμήμα μιας άλλης θεολογικής σχολής, βεβαίως Ισλαμικής, των τουρκικών πανεπιστημίων, και αυτό το αρνούμαστε. Εμείς θέλουμε λοιπόν εφόσον δεν υπήρχε μέχρι σήμερα κάποια νομική διαδικασία εναντίον της σχολής αυτής και η απόφαση να την κλείσουν είναι πολιτική και όχι νομική, να ανοίξει και να λειτουργήσει όπως και πριν. Για ποιον λόγο οι Τουρκικές αρχές κωλυσιεργούν στο θέμα αυτό; 6 De jure – τεύχος 7


Μπορούν να δοθούν πολλές απαντήσεις. Ο Πρωθυπουργός της χώρας αυτής και οι κατά καιρούς υπουργοί των νομικών υποθέσεων μας έδωσαν την εξής εντύπωση: ‘’Εμείς να σας την ανοίξουμε τη σχολή ξανά. Το θέλουμε, το επιθυμούμε. Είναι πολιτική μας βούληση. Αλλά δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο για να ξαναλειτουργήσει αυτή η σχολή.’’ Αυτή είναι η μία απάντηση. Ρωτάμε, τί ειναι το νομικό πλαίσιο; Λένε ότι το ισχύον Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη λειτουργία ιδιωτικών θεολογικών σχολών στην Τουρκία. Συνεπώς, για να μπορέσει να δοθεί ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο θα πρέπει να αλλάξει το σύνταγμα και το σύνταγμα αποσκοπούν στο να το αλλάξουν μέσα στο 2013. Αυτό όμως θα περάσει από τη Βουλή και χρειάζεται μια πλειοψηφία 2/3. Το κυβερνόν κόμμα δεν έχει 2/3 και έτσι πρέπει να συνεργαστεί με την αντιπολίτευση η οποία όμως αρνείται. Παρασκηνιακά λένε: Γιατί το κράτος της Ελλάδας δεν έχει προβεί στην ίδρυση μιας μουσουλμανικής κοινότητας στην Αθήνα (Τζαμί, τέμενος). Η απάντησή μας είναι ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει κάποια δικαιοδοσία σε όλο τον κόσμο αλλά δεν έχει δικαιοδοσία επί της εκκλησίας της ελλάδος. Συνεπώς δεν μπορεί η Σύνοδος του Οικ. Πατριαρχείου να διατάξει την Εκκλησία της ελλάδος να ανοίξει τζαμί. Εξάλλου δεν είναι υπόθεση της ελληνικής εκκλησίας, είναι υπόθεση του Κράτους. Εμείς πολιτική δεν κάνουμε, δεν αναμειγνυόμαστε σε αυτά. Εμείς είμαστε η μεινότητα της Πόλης. Το αντίστοιχο είναι η μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης. Δεν μπορούν επομένως να συγκρίνουν ένα πρόβλημα που υπάρχει στη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης με την Αθήνα. Στην Αθήνα λένε πως ζουν 300.000 μουσουλμάνοι, όμως η μεγάλη πλειοψηφία αυτών δεν είναι Τούρκοι. Είναι μουσουλμάνοι από το Αφγανιστάν, από το Πακιστάν, από τη Βόρειο αφρική, από τη Λιβυή κλπ Κατά συνέπεια δεν μπορεί η Τουρκία να εκπροσωπεί όλον τον ισλαμικό κόσμο. Θα πρέπει και αυτές οι χώρες να ζητήσουν το χτίσιμο ενός τέτοιου Τζαμιού. Το σημαντικότερο είναι ότι η Τουρκία δεν έχει ένα νομικό πλαίσιο για να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Σχολής. Έαν το πράγμα συνεχίσει να είναι έτσι το Πατριαρχείο θα προσφύγει στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ώστε να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημα. Υπάρχει περίπτωση να ζητηθούν ανταλλάγματα στη Δυτική Θράκη; Αυτό κάνουν πάντα. Ζητούν να γίνεται η εκλογή των Μουφτίδων στη Δυτική Θράκη κατευθείαν από τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Η απάντηση είναι η εξής: Το Ισλάμ δεν επιτρέπει εκλογή από το Ποίμνιο, για τους Μουφτήδες. Τους Μουφτήδες τους διόριζε πάντοτε ο Σουλτάνος. Στην Τουρκική Δημοκρατία τους διορίζει το γραφείο του Πρωθυπουργού, το οποίο είναι υφυπουργείο και έχει το καθήκον να επιβλέπει τα θρησκευτικά θέματα. Το παράλληλο για αυτό στην Ελλάδα είναι το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο μπορεί να διορίζει. Το Ισλάμ δεν γνωρίζει εκλογή από το Ποίμνιο.

Γ) Με αφορμή την κράτηση του ηγουμένου Ευφραίμ από τις Ελληνικές αρχές η Ρωσική Εκκλησία επενέβη στις υποθέσεις που αφορούν το Άγιον Όρος, το οποίο υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διαφωνεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο με αυτή την επέμβαση και πώς αντιμετωπίζει την γενικότερη σχέση του το Πατριαρχείο της Μόσχας; Η ορθόδοξη εκκλησία γενικά απαρτίζεται από 12 αυτοκέφαλες εκκλησίες. Επειδή αυτές οι εκκλησίες είναι αυτοκέφαλες δεν μπορεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επέμβει στις υποθέσεις

De jure – τεύχος 7 7


της Μόσχας, του Βουκουρεστίου, Αλεξανδρείας, Ιερουσολήμων κλπ. Έχουμε διάλογο όμως μαζί τους για τα θέματα αυτά. Απ’όσο γνωρίζω, η ρωσική εκκλησία δεν έχει συμβουλευτεί ποτέ το Πατριαρχείο για το τι να κάνει για το θέμα Ευφραίμ, το έκαναν μόνοι τους. Είναι λίγο αυθαίρετη αυτή η πράξη, καθώς το Άγιον Όρος υπάγεται στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όταν ένας ορθόδοξος ιεράρχης αποφασίζει να κάνει κάποια αλληλογραφία ή κάποια επίσκεψη στο Άγιον Όρος δεν είναι υποχρεωμένος να ζητάει άδεια από εμάς καθώς και αυτοί είναι ορθόδοξοι αδελφοί μας. Δ) Έχει θέση το Πατριαρχείο στο κατά καιρούς συζητούμενο θέμα στην Ελλάδα περί ενός διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος; Εμείς ζούμε από το 1923 έως σήμερα σε ένα εκκοσμικευμένο κράτος, την Τουρκία, στο οποίο οι πολιτικές υποθέσεις και οι εκκλησιαστικές υποθέσεις έχουν διαχωριστεί. Αυτό δεν είναι εις βάρος της εκκλησίας. Θα μπορούσαμε εύλογα να πούμε ότι ο διαχωρισμός δεν θα αποτελούσε μια αρνητική εξέλιξη για τον ελληνικό λαό και τους έλληνες ορθοδόξους, αλλά επί αυτού δεν έχουμε κανένα δικαίωμα λόγου. Ε) Η οικονομική κρίση και ύφεση, που πλήττει την Ελλάδα, έχει συνέπειες εις βάρος του Πατριαρχείου; Είναι γεγονός ότι ένα τμήμα των εξόδων του Οικουμενικού Πατριαρχείου το επωμίζεται το κράτος της Ελλάδος. Αυτό όμως έχει κάποιο λόγο: Από τότε που ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος, το βασίλειο της ελλάδος τότε, ένα τμήμα της εκκλησιαστικής περιουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου έχει περιέλθει στα χέρια του Ελληνικού κράτους. Συνεπώς, όταν αναγνωρίστηκε η εκκλησία της ελλάδος, των Αθηνών δηλαδή, ως αυτοκέφαλη εκκλησία υπήρξαν διάφορες συμφωνίες οι οποίες κατοχύρωναν και αυτήν την υποστήριξη προς το Οικουμενικού Πατριαρχείο εκ μέρους της Ελλάδος. Ό,τι κρατήθηκε από το ελληνικό κράτος τότε, μας δίδεται σήμερον ως μια οικονομική υποστήριξη. Όταν η ελλάδα έχει δυσκολίες, τις έχουμε και εμείς. 1. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προΐσταται σε πληθώρα συνεδρίων με αναφορά στις θρησκευτικές ελευθερίες κ τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επί παραδείγματι , θα αναφέρω υποθέσεις –σταθμούς , που κρίθηκαν ή εκκρεμούν ακόμη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο : υπόθεση Lautsi κατά Ιταλίας για την ανάρτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες , αλλά και σωρεία υποθέσεων απ’ την άλλη πλευρά , που αφορούν στα ομόφυλα ζευγάρια ζητούντα επίσημη γαμική αναγνώριση από τους αντιστοίχους κρατικούς φορείς . Θεωρείτε α) ικανοποιητική την τελεσίδικη απόφαση του Δικαστήριου , που έκρινε τελικώς ότι δεν θίγεται η θρησκευτική ελευθερία ανατρέποντας την πρωτοβάθμια απόφαση ; Όταν οι γονείς των μαθητών επιθυμούν να μεταδίδεται στα παιδιά τους το θρησκευτικό συναίσθημα και μέσα στον εκπαιδευτικό χώρο πράττουν κάτι σύμφωνα με τη συνειδησή τους. Το να υπάρχει ένας εσταυρωμένος στην αίθουσα διδασκαλίας ή η εικόνα του Χριστού σε κάποιο δικαστήριο ή σε κάποιο σχολείο κατά την άποψή μου δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να θυμίζει στους Χριστιανούς που πάνε εκεί για ποιο λόγο είναι χριστιανοί. Έαν είναι προσβλητικό για το ποίμνιο άλλων θρησκειών να βλέπουν την εικόνα του εσταυρωμένου, νομίζω ότι είναι προτιμώτερο να ζητήσουν μια παράλληλη παράδοση. Δεν μπορούμε πάντως για τις επιθυμίες μιας μειονότητας να θίξουμε το θρησκευτικό δικαίωμα κάθε παιδιού, κάθε γονέος. Ας σκεφτούμε και κάτι άλλο. Ψυχολογικά, παιδαγωγικά τι κακό κάνει η εικόνα στο παιδί; Δεν του κάνει κανένα κακό. Και στο σπίτι του, και στην εκκλησία του, και στο μάθημα των θρησκευτικών μαθαίνει ότι αυτός ήταν ο Χριστός, αυτός σταυρώθηκε και αυτοί είναι οι άγιοι οι οποίοι αγωνίστηκαν για αυτόν. Δεν είμαι εναντίον των αλλοθρήσκων, μιλάμε όμως για χριστιανικές χώρες. Όταν εγώ πάω ως αλλόθρησκος στη Γαλλία ή τη Γερμανία δεν νομίζω πως έχω δικαίωμα να αλλάξω τα ήθη και τα έθιμα της χώρας, όπως και δεν είμαι υποχρεωμένος να τα δεκτώ. 8 De jure – τεύχος 7


β) επί του πολυσυζητημένου θέματος περί γάμου ομοφυλοφίλων προσώπων, ποια η απάντησή σας σε μια μερίδα του ποιμνίου , η οποία νιώθει φίλα προσκείμενη σε άτομα του ιδίου φύλου και επιζητεί την κατοχύρωση του δικαιώματος στην « ιδιωτικότητα » κ την «οικογενειακή ζωή»; Εφόσον αυτά τα τελευταία απολαμβάνουν σαφή νομική προστασία στις διακηρύξεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ένα ισχυρότερο επιχείρημα; Το τι κάνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι μια υπόθεση που δεν αφορά την εκκλησία, είναι μια ατομική υπόθεση. Εάν υπάρχει θέμα ηθικό ή θρησκευτικό είναι ένα θέμα μεταξύ της συνειδήσεως του εκάστοτε ατόμου και του Θεού στον οποίο πιστεύει ή δεν πιστεύει. Επίσης, όταν οι άνθρωποι αυτοί επιλέγουν να ζήσουν μαζί για λόγους κοινωνικής ασφαλίσεως – διότι αυτό συμβαίνει. Βλέπεις άνδρες που ζουν μαζί και ο ένας αναλαμβάνει τον ρόλο της γυναίκας στο σπίτι, με αποτέλεσμα να αδικείται ο άνθρωπος που έμενε σπίτι ‘’σαν γυναίκα’’ εάν διαλυθεί η σχέση.- Συνεπώς, από κοινωνικής και νομοθετικής πλευράς, για να έχουν κάποιο συμβόλαιο μεταξύ τους δεν μπορούμε να έχουμε αντίρρηση. Ωστόσο, έχουμε μια ριζικότατη αντίρρηση όταν, όπως ακούμε, μερικές προτεσταντικές εκκλησίες τους παντρεύουν στην Εκκλησία. Είναι πολύ απλό, είναι και γελοίο. Είναι δυνατόν να βλέπεις δύο άνδρες ή δύο γυναίκες και να τους ευλογείς για να κάνουν παιδιά; Ο γάμος στην εκκλησία είναι ένα μυστήριο και το μυστήριο αυτό σχετίζεται με τα δύο φύλα, όχι με δύο όμοια πρόσωπα. Συνεπώς, γάμος στην εκκλησία ομοφυλοφίλων, ανδρών ή γυναικών δεν γίνεται να υπάρχει. Είμαστε 100% ενάντιοι σε αυτό. Το τι θα κάνουν μεταξύ τους και ποιο συμβόλαιο θα υπογράψουν αυτό είναι μια νομική υπόθεση η οποία όμως δεν μας ενδιαφέρει. 2. Πόσο εύκολο είναι το έργο του Οικουμενικού Πατριαρχείου , η ιερά έδρα Του Οποίου βρίσκεται στην Τουρκία που είναι το σύνορο της Ανατολής με την χριστιανική Δύση , ένα κράτος όπου καταλαμβάνει την πρωτοκαθεδρία η ισλαμική θρησκεία ; Θα μπορούσατε να μας δώσετε το δικαιϊκό περίγραμμα ,που διέπει τις σχέσεις Πατριαρχείου – Τουρκικού Κράτους ; Πόσο επηρεάζει την δραστηριότητα του Πατριαρχείου ο τόσο έντονα στρατηγικός και γεωπολιτικά σημαντικός Του ρόλος ; Δεν είναι εύκολο για έναν θεσμό όπως είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο να ζει και να δρα σε μια χώρα που κατά 99% είναι μουσουλμάνοι. Έχουμε δύο ιστορικές περιόδους. Η μια είναι από την Άλωση μέχρι το 1923, στην οποία ο σουλτάνος όλα τα θρησκευτικά θέματα που αφορούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς τα άφηνε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όταν καταργήθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και δημιουργήθηκε η Τουρκική Δημοκρατία, η οποία είναι όπως είπαμε ένα εκκοσμικευμένο κράτος, εδώ τα πράγματα άλλαξαν. Το Πατριαρχείο δεν έχει πλέον δικαιώματα στην κοινωνική ζωή των Χριστιανών παρά μόνο στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτό, στην αρχή, το ’23, ’24 ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί επειδή ο ορθόδοξος κόσμος είχε μάθει να ζει υπό την προστασία της Εκκλησίας. Αυτή η προστασία ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί όταν το κράτος εκκοσμικεύθηκε και είπε ότι άλλο είναι ο νόμος και άλλο η εκκλησία. Πώς ξεπηδούμε αυτές τις δυσκολίες; Προσπαθώντας να έχουμε διάλογο με την Άγκυρα. Το τουρκικό κράτος μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζει το Οικ. Πατριαρχείο ως πρόσωπο του θρησκευτικού δικαίου ή του κρατικού δικαίου. Κατά συνέπεια είναι δύσκολος ο διάλογος αλλά σε μερικά σημεία επιτυγχάνει με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Ένα παράδειγμα θα σου πω: μέχρι το 1935, οι ελληνορθόδοξοι ιερείς κυκλοφορούσαν με τα ράσα στην Πόλη. Το ’35 αυτό απαγορεύτηκε για όλους. Και οι ορθόδοξοι, και οι καθολικοί, και οι προτεστάντες, και οι εβραίοι και οι μουσουλμάνοι. Γενικά, υπήρξε δύσκολο, μα έχουμε συνεννοηθεί. Μπορούμε και ζούμε. Το να είμαστε ορθόδοξοι σε μια μουσουλμανική κοινωνία δεν αποτέλεσε άλυτο πρόβλημα, και αυτό έχει εξήγηση: στη Μικρασία, γενικά στην Ανατολία, μουσουλμάνοι και χριστιανοί ζούσαμε ανέκαθεν μαζί. Έχουμε μάθει πως έχουμε διαφορετικά καθήκοντα και οι απλοί άνθρωποι συνεννοούνται και σέβονταν De jure – τεύχος 7 9


ο ένας τον άλλο. Αυτό που μας έφερε σε δύσκολες καταστάσεις ήταν η πολιτική της Άγκυρας, η οποία ήταν συχνά εθνικιστική έχοντας θρησκευτικά στοιχεία με αποτέλεσμα να έχουμε προβλήματα όχι με το λαό αλλά με τη νομοθεσία. 8. Προσπαθεί το Πατριαρχείο να είναι κοντά στους νέους ; Ενδιαφέρεται η εκάστοτε Εκκλησία να εγκολπωθεί την νέα γενιά , που μοιάζει απογοητευμένη και δίχως προσανατολισμό ελπίδας στους χαλεπούς καιρούς , που διάγουμε ; Γεννήθηκα στην Πόλη αλλά έζησα 35 χρόνια της ζωής μου στη Γερμανία, όπου σπούδασα και εργάστηκα ως βιοχημικός. Χειροτονήθηκα όταν πήρα σύνταξη και μέτα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διοργανώνει συχνά τα συνέδρια της ορθοδόξου νεολαίας, όπου μαζεύονται αυτοί οι νέοι και προσπαθούμε να συζητούμε τα προβλήματά μας. Στην Πόλη υπάρχει ένας ιδιαίτερος σεβασμός προς την εκκλησία διότι είμασταν πάντα μειονότητα. Προστατεύαμε την εκκλησία προστατεύοντας τον εαυτό μας. Δεν θέλαμε να κάνουμε κάτι που θα εξέθετε την εκκλησία. Στο παρελθόν δεν είχαν δημιουργηθεί επομένως ιδιαίτερα προβήματα με τους νέους. Τώρα στην Πόλη ζουν περίπου 3.000 έλληνες. Τον καιρό που ήμουν εγώ 18 ήμασταν 110.000. Αυτοί οι 3000, το 60% είναι πάνω από 50 χρονών. Αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα που δεν ξέρω πως θα λυθεί. Αυτοί οι νέοι μας έχουν μια σταθερή σχέση με την εκκλησία, για να μην πω χλιαρή. Τουλάχιστον στην ενορία που εγώ διακονώ έχουμε ελάχιστους νέους οι οποίοι έρχονται συνεπώς. Συζητούμε κάθε μορφής θέματα, επειδή έχουμε έναν φιλελεύθερο πατριάρχη. Ο Πατριάρχης Βαθρολομαίος είναι φιλελεύθερος και προωθεί το διάλογο με τους νέους, προσπαθώντας να μαθαίνει πράγματα τα οποία ο ίδιος δεν έζησε. Είναι και 73 ετών ο Πατριάρχης. Αυτή η ανοιχτή πολιτική έχει οδηγήσει στο να εμφανίζονται πολλοί νέοι όταν Εκείνος εμφανίζεται σε κάποια εκδήλωση, για να συζητήσουν μαζί του. Εδώ γίνεται κάποια προσπάθεια να υπάρξει υγιής σχέση με τον νέο. Αυτό δεν είναι ένα θέμα που μπορεί να λυθεί σε μικρό χρόνο. Στο παρελθόν η εκκλησία ήταν πολύ συντηρητική σε κάποια θέματα, μα σήμερα είμαστε πιο ανοιχτοί. Δεν μπορείς να απαιτείς από το νέο να σε ακολουθεί όταν δεν του εξηγείς σε τι είσαι έτοιμος και εσύ να υποχωρήσεις ή να αλλάξεις χωρίς να μεταλλαχθεί το ουσιαστικό περιεχόμενο των Νέων. Πρέπει κανείς να σέβεται το χώρο στον οποίο ζει. Ωστόσο πρέπει να είμαστε ανοιχτοί. Ακούω κάποιους να λένε μετά την εξομολόγηση πως ‘’δεν θα σε μεταλάβω, γιατί αυτό που έκανες ήταν μεγάλη αμαρτία’’. Αυτό δεν είναι θρησκεία, αυτό δεν είναι αγάπη... Μία βασικότατη αρχή είναι η αγάπη. Αγάπη σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι το πρόβλημα του άλλου και να βοηθάς στην επίλυσή του. Η αλληλεγγύη. Εξ ου και το έτος 2013 ο Πατριάρχης το ανεκήρυξε ως έτος αλληλεγγύης. Αλληλέγγυος προς τον νέο και τον γέρο είμαι εγώ ως ρασοφόρος όταν προσπαθώ να τον πλησιάσω και να τον βοηθήσω, και βλέπω πως αυτό, με μικρά βήματα, πραγματοποιείται.

10 De jure – τεύχος 7


Ανθρωπιστική παρέμβαση (Humanitarian Intervention) και ευθύνη προστασίας (Responsibility to Protect): Μετάβαση σε μία ασφαλέστερη εποχή ή προκάλυμμα νέων στρατιωτικών επιδιώξεων; Της Μαρίας Ξερνού, Φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών

Στις 26 Ιουλίου 1945, στη Διάσκεψη του San Francisco, οι εκπρόσωποι πενήντα συνολικά χωρών υπέγραψαν ένα μνημειώδες κείμενο, το πρώτο και μοναδικό που ψηφίστηκε ομόφωνα όχι με ανάταση χειρών, αλλά με έγερση όλων των εκπροσώπων, σε ένδειξη σεβασμού για το περιεχόμενό του: πρόκειται για το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. "Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, που μόλις υπεγράφη", δήλωσε ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Harry S.Truman ‘’είναι μια σταθερή δομή πάνω στην οποία μπορούμε να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο.H Ιστορία θα σας τιμήσει για αυτό. […] Έχετε κερδίσει μια νίκη κατά του ίδιου του πολέμου." 1 Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, ο πόλεμος δε φαίνεται να εκφοβίστηκε επαρκώς από την ιδρυτική συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών, ή από τη δηλούμενη βούληση των κρατών να σεβαστούν την εθνική κυριαρχία των ισότιμων ομολόγων τους και την αρχή της απαγόρευσης χρήσης βίας.2 Τα κράτη, ως βασικά υποκείμενα του διεθνούς δικαίου, έχουν εμμείνει στην έννοια της κυριαρχίας τους, οχυρώνοντας τις εθνικές τους πολιτικές, χωρίς ωστόσο να απέχουν στο σύνολό τους από ενέργειες παρέμβασης σε εδάφη άλλων κρατών. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στις αμφιλεγόμενες περιπτώσεις στρατιωτικής παρέμβασης μετά τον Ψυχρό πόλεμο, εστιάζοντας στις νομικές θεωρίες της Ανθρωπιστικής Παρέμβασης ( Humanitarian Intervention) και της Ευθύνης Προστασίας (Responsibility to Protect, RtoP, R2P), οι οποίες συστάθηκαν ως νομικό έρεισμα μη ειρηνικών παρεμβάσεων σε κράτη-μέλη του ΟΗΕ, στα πλαίσια του πάντα επίκαιρου ερωτήματος: Ποια τα περιθώρια ρύθμισης της διεθνούς πολιτικής από το Διεθνές Δίκαιο και η δυνατότητα μεταβολής του διεθνούς σκηνικού με βάση μια νομική θεωρία; Η έννοια της Ανθρωπιστικής Παρέμβασης (Humanitarian Intervention) Κατά τη δεκαετία του 1990, το ερώτημα της νομιμότητας της στρατιωτικής παρέμβασης με ανθρωπιστικούς σκοπούς, απέκτησε ουσιαστική πρακτική σημασία. Η έλλειψη ομοφωνίας της διεθνούς κοινότητας επί του θέματος, οδήγησε σε μακρόχρονη απραξία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αφήνοντας ανέλεγκτη τη δράση εθνικών και περιφερειακών καθεστώτων τα οποία προέβαιναν σε ευρείες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικά, η άρνηση του ανώτατου αποφασιστικού οργάνου του ΟΗΕ να εκδώσει απόφαση για στρατιωτική παρέμβαση, κληροδότησε στις επόμενες γενιές τις εθνοκαθάρσεις του Πολέμου Ανεξαρτησίας της Κροατίας3, τη σφαγή της Srebrenica κατά τον πόλεμο της Βοσνίας 4 και τη γενοκτονία της Rwanda το 1994. Ήταν πλέον προφανές ότι η διεθνής στάση θα άλλαζε 1 http://www.un.org/en/aboutun/history/sanfrancisco_conference.shtml 2 Άρθρο 2(4), (7) του Χάρτη ΟΗΕ 3 Croatian War of Independence, 1991-1995

De jure – τεύχος 7 11


και ότι η διστακτικότητα του ΟΗΕ θα συνεπαγόταν τη λήψη κρατικής πρωτοβουλίας, χωρίς πρότερη νομιμοποίηση από τον μεγαλύτερο διεθνή οργανισμό.

Η πρωτοβουλία αυτή εκδηλώθηκε λίγο αργότερα, το 1999, όταν το ΝΑΤΟ αποφάσισε να επέμβει με βίαια μέσα στο Kosovo. Μετά την αποτυχία πολλών διπλωματικών πρωτοβουλιών για ειρηνικό διακανονισμό και την ευρείας κλίμακας επίθεσης των δυνάμεων της Γιουγκοσλαβίας εναντίον του Αλβανικού πληθυσμού στο Kosovo, ο Οργανισμός του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) ξεκίνησε επιθέσεις από αέρος στις 23 Μαρτίου, οι οποίες διήρκεσαν εβδομήντα εφτά ημέρες. Ο βομβαρδισμός της Σερβίας έλαβε χώρα χωρίς εξουσιοδότηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο, αρκετά αργότερα και σαφώς χωρίς να παρέμβει ουσιαστικά στην εξέλιξη των γεγονότων,5 εξέδωσε απόφαση η οποία αναφερόταν στους σκοπούς της παρέμβασης στο Kosovo. 6 Σε αυτήν την απόφαση, καμία αναφορά δεν έγινε σε νομιμοποιημένη παρέμβαση προς προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μολονότι οι διακοινώσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου ενέμεναν στους επιτακτικούς παράγοντες της ανθρωπιστικής πτυχής και των σοβαρών, συνεχών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 7 H Γαλλία ενέμεινε στη μη συμμόρφωση των αρχών της Γιουγκοσλαβίας με τις προγενέστερες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ Ρωσία και Κίνα αρνήθηκαν την ύπαρξη οποιουδήποτε νόμιμου ερείσματος της παρέμβασης και την χαρακτήρισαν μια ‘’ολοφάνερη παραβίαση των σχετικών διατάξεων του Χάρτη.’’8 Ήταν προφανές ότι η διεθνής κοινότητα αρνούνταν να αποδεχθεί την έννοια της ανθρωπιστικής παρέμβασης, είτε μετριοπαθώς, θεωρώντας την ανεπαρκή προς σύσταση αποκλειστικού νομικού ερείσματος μιας στρατιωτικής πρωτοβουλίας, είτε ακραία, κρίνοντάς την ως αντικείμενη στο Διεθνές Δίκαιο. Πάντως, έκπληξη και αντεπιχείρημα προς τους υποστηρικτές της έννοιας της Ανθρωπιστικής Παρέμβασης, αποτελεί η επίσημη θέση των περισσότερων κρατών, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με αυτήν, τα γεγονότα στο Kosovo δεν αποτελούσαν διεθνή πρακτική, η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει εθιμικό κανόνα δικαίου, αλλά απλή εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης παρέμβασης κατά της εδαφικής αυτοτέλειας και της πολιτικής ανεξαρτησίας των κρατών, λόγω της εξαιρετικής ανθρωπιστικής κρίσης. Εμφατικά, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, το 1999 στην Washington, και ενώ οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία συνεχίζονταν, η εκδοθείσα διακήρυξη δεν έκανε καμία αναφορά σε έννοιες, οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη θεωρία της Ανθρωπιστικής Παρέμβασης. Αντιθέτως, επιβεβαίωσε αυστηρά τις βασικές διατάξεις του Χάρτη σχετικά με τη γενική απαγόρευση χρήσης βίας και την πρωτεύουσα ευθύνη του Συμβουλίου Ασφαλείας προς διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Ακόμα μία φορά, το μονοπώλιο του Συμβουλίου Ασφαλείας επιβεβαιώθηκε και μια παρέμβαση κατά παράβαση κανόνων του Χάρτη αφέθηκε ανομιμοποίητη και σκανδαλωδώς 4 Bosnian War, 1992-1995 5 Implications of the Independence of Kosovo for International Law, Wolfgang Benedek, p. 395, 2001 6 Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, (SC, ny.un.org/doc/UNDOC/GEN/N99/172/89/PDF/N9917289.pdf?OpenElementω

S/RES/1244)

http://daccess-dds-

7 ‘’ overriding considerations of the humanitarian aspects and the grave and continuous violations of human rights’’, The Concept of ‘Responsibility to Protect’ as an Emerging Norm Versus ‘Humanitarian Intervention’, Arpad Prandler, p.724, 2001 8 ‘’a clear-cut violation of the relevant provisions of the United Nations Charter’’, D.J. Harris, Cases and Materials on International Law, p.955, 2004

12 De jure – τεύχος 7


ατιμώρητη. Το νομικό κενό στο χώρο των στρατιωτικών επεμβάσεων έπρεπε να καλυφθεί επειγόντως. Η εμπιστοσύνη στη διεθνή νομιμότητα είχε δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα και καμία διεθνής δύναμη δε φαινόταν ικανή να το καλύψει. Ευθύνη Προστασίας (Responsibility to Protect) : Λύση ή ανήλιο παραθυράκι; Α. Η ‘Έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής για την Παρέμβαση και την Εθνική Κυριαρχία Ένα νέο βήμα πραγματοποιήθηκε το 2001, από τη Διεθνή Επιτροπή για την Παρέμβαση και την Εθνική Κυριαρχία. Η σύσταση της εν λόγω Επιτροπής, υπό την προεδρία του διάσημου Αυστραλού πολιτικού επιστήμονα Gareth Evans και του Mohamed Sahnoun, είχε ανακοινωθεί από την Καναδική κυβέρνηση στα πλαίσια της δέσμευσής της από τους Στόχους Χιλιετίας ( Millennium Goals) του ΟΗΕ. Συσπείρωσε δέκα ειδικούς επιστήμονες από διάφορες χώρες, απασχόλησε εκατοντάδες βοηθητικό προσωπικό και κατέληξε σε μία καινοτόμο ιδέα, την οποία υπέβαλε στα κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών και στον Γενικό Γραμματέα: ‘’Ο βασικός λόγος ύπαρξης και υποχρέωση του κράτους είναι να προστατεύσει τον πληθυσμό του.’’9 Εάν όμως οι εθνικές αρχές είναι ανίκανες ή απρόθυμες να προστατέψουν τους πολίτες τους, τότε η ευθύνη μετακυλύει στη διεθνή κοινότητα, υπό τη μορφή διπλωματικών, ανθρωπιστικών και άλλων μεθόδων προς προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ευημερίας των αστικών πληθυσμών. Εφόσον τα ειρηνικά μέσα εξαντληθούν και διατηρείται η ανεπάρκεια του εθνικού κράτους, το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί να αποφασίσει τη λήψη δράσης κατά το Κεφάλαιο VII του Χάρτη,10 εξουσιοδοτώντας κράτη-μέλη για χρήση βίας. Η εξουσιοδότηση παρέχεται, εν είδη τελευταίου καταφυγίου, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες αναλύονται στα σχετικά κεφάλαια της έκθεσης:  ’’Το κατώφλι του δίκαιου σκοπού’’, Just Cause Threshold  ‘’Οι προληπτικές αρχές’’, Precautionary Principles  ‘’Η κατάλληλη εξουσία’’, Right Authority  ‘’Λειτουργικές αρχές’’, Operational Principles11 Εξειδικεύοντας αυτές τις έννοιες, σε ένα τελικό κείμενο που υπερβαίνει τις εκατό σελίδες, αλλά παραμένει συνεκτικό και περιληπτικό, η Επιτροπή επιδιώκει να θέσει ορισμένους περιορισμούς στα κράτη και στους οργανισμούς κρατών, οι οποίοι λαμβάνουν την πρωτοβουλία να δεσμευθούν για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό άλλων κρατών. Στις καταληκτικές παραγράφους της ‘Έκθεσης, η Επιτροπή καταλήγει ότι η εξασφάλιση στήριξης για παρέμβαση σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είναι πάντα μια πρόκληση, γιατί πάντα θα υπάρχει μια τάση διεθνούς αδράνειας. Γι’αυτόν τον λόγο, καλεί τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να αναλάβει προσωπική δράση και να προτρέψει τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας και τον Πρόεδρο της Γενικής Συνέλευσης να λάβουν μέτρα, ώστε να προωθηθεί η έννοια της Ευθύνης Προστασίας. Βαθύτερος σκοπός ήταν, από τα πορίσματα της ‘Έκθεσης να προκύψει η έννοια της Ευθύνης Προστασίας ως αυτόνομου και νομικά δεσμευτικού κανόνα δικαίου. Β. Δράσεις στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών

9 ‘’Τhe primary raison d’être and duty of the state is to protect its population’’ http://responsibilitytoprotect.org/ICISS %20Report.pdf 10 Chapter VII, Action with respect to threats to the peace, breaches of the peace, and acts of aggression 11 Περαιτέρω, http://responsibilitytoprotect.org/ Για λόγους συντομίας, δεν παρέχονται διευκρινίσεις στο παρόν σημείο, ώστε να δοθεί έμφαση στις εξειδικεύσεις την έννοιας από τη δράση των ΗΕ.

De jure – τεύχος 7 13


Στην κατεύθυνση εδραίωσης της θεωρίας Ευθύνης Προστασίας, τα Ηνωμένα ‘Έθνη έχουν μέχρι στιγμής παρουσιάσει σημαντικό έργο, με βασικότερο βήμα το κείμενο της Συνόδου Κορυφής του 2005, όπου στις παραγράφους 138, 13912 η Γενική Συνέλευση διακηρύσσει τη σημασία της έννοιας και εξειδικεύει την εφαρμογή της σε τέσσερις, αποκλειστικά αναφερόμενες περιπτώσεις: εφόσον έχουν τελεσθεί εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εθνοκάθαρση ή γενοκτονία. Παρά τον νομικά μη δεσμευτικό χαρακτήρα του κειμένου, ως κειμένου συμβιβασμού, πρόκειται για την πρώτη ευρεία διεθνή αναγνώριση της έννοιας. Ακολούθησε η έκθεση του Γενικού Γραμματέα Ban Ki-Moon, οποία κάλεσε τα κράτη να ‘’μοιραστούν το βάρος, σε μία κοινή προσπάθεια να εξαλείψουμε οριστικά, τα σοβαρά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας’’, 13 και η πρώτη ρητή αναφορά στην Ευθύνη Προστασίας σε κείμενο του Συμβουλίου Ασφαλείας τον Απρίλιο 2006. Μεταξύ των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας,14 ξεχωρίζουν οι ομόφωνα υιοθετηθείσες αποφάσεις 1970 και 1973 σχετικά με την κατάσταση στη Λιβύη, οι οποίες αναφέρουν τα γεγονότα και τα ανάγουν στην προσοχή του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, απαιτώντας παράλληλα την άμεση παύση πυρός. Συμπεράσματα Σήμερα, μία δεκαετία μετά την εμφάνισή της στο διεθνές προσκήνιο, η έννοια της Ευθύνης Προστασίας ακόμα δεν αποτελεί νομικά δεσμευτικό κανόνα διεθνούς δικαίου, ενώ η νομική βάση της αμφισβητείται. Η πολυφωνία των κρατών και η ποικιλία διεθνών συμφερόντων, ο φόβος των αναπτυσσόμενων χωρών για μελλοντικές επιδρομές στο έδαφός τους και των Μεγάλων Δυνάμεων να εκτεθούν σε περαιτέρω διεθνή έλεγχο, λειτουργούν ως τροχοπέδη για την ολοκλήρωση του πλαισίου εφαρμογής της. Η θεωρία της Ευθύνης Προστασίας δεν αποτελεί την πανάκεια των διεθνών προβλημάτων, και σίγουρα όχι το τέλος της χρήσης βίας στη διεθνή σκηνή. Συνεπώς, θα πρέπει να προσεγγισθεί ως ένα μετριοπαθές βήμα προς την εγκαθίδρυση μιας σταθερής διεθνούς έννομης τάξης. Χάρη στο αρκετά αυστηρό πλαίσιό της, αποτελεί μια λύση προσφορότερη από αυτήν της Ανθρωπιστικής Παρέμβασης, προς προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά 12 Responsibility to protect populations from genocide, war crimes, ethnic cleansing and crimes against humanity 138. Each individual State has the responsibility to protect its populations from genocide, war crimes, ethnic cleansing and crimes against humanity. This responsibility entails the prevention of such crimes, including their incitement, through appropriate and necessary means. We accept that responsibility and will act in accordance with it. The international community should, as appropriate, encourage and help States to exercise this responsibility and support the United Nations in establishing an early warning capability. 139. The international community, through the United Nations, also has the responsibility to use appropriate diplomatic, humanitarian and other peaceful means, in accordance with Chapters VI and VIII of the Charter, to help to protect populations from genocide, war crimes, ethnic cleansing and crimes against humanity. In this context, we are prepared to take collective action, in a timely and decisive manner, through the Security Council, in accordance with the Charter, including Chapter VII, on a case-by-case basis and in cooperation with relevant regional organizations as appropriate, should peaceful means be inadequate and national authorities are manifestly failing to protect their populations from genocide, war crimes, ethnic cleansing and crimes against humanity. We stress the need for the General Assembly to continue consideration of the responsibility to protect populations from genocide, war crimes, ethnic cleansing and crimes against humanity and its implications, bearing in mind the principles of the Charter and international law. We also intend to commit ourselves, as necessary and appropriate, to helping States build capacity to protect their populations from genocide, war crimes, ethnic cleansing and crimes against humanity and to assisting those which are under stress before crises and conflicts break out http://www.un.org/summit2005/ 13 ’’sharing the burden in a common effort to eliminate, once and for all, the mass atrocity crimes’’ (Distr. General A/63/677, 2009) 14 Resolutions 1706 on Darfur, Resolution on Burma/Myanmar, Resolution 1975 on Côte d’Ivoire

14 De jure – τεύχος 7


ακόμα εκτεθειμένη σε ατασθαλίες και παρεκβάσεις εκ μέρους των κρατών. Γι’αυτόν τον λόγο, η διεθνής κοινότητα παραμένει διστακτική στην επίκλησή της. Περίτρανο και τραγικό παράδειγμα, η αδυναμία των Ηνωμένων Εθνών να προσφέρουν μία λύση στα δεινά του συριακού λαού και να εμποδίσουν την καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το καθεστώς του Bashar al-Assad.

Το νομολογιακό κεκτημένο στην Ευρωπαϊκή Ένωση Της Γεωργίας Σ. Παπαλεξίου, ασκούμενης δικηγόρου Αθηνών, μεταπτυχιακής φοιτήτριας Ιδιωτικού Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών

Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η νομολογία των ενωσιακών δικαστηρίων υπήρξε πάντοτε κρίσιμη για τη διαμόρφωση και εξέλιξη του ενωσιακού νομικού πλαισίου που στοχεύει στη βαθύτερη ενοποίηση. Στα πενήντα και πλέον χρόνια λειτουργίας του ΔΕΕ η επέκταση του δικαστικού ελέγχου μέχρι του σημείου της παραγωγής κανόνων υπήρξε η κυρίαρχη δύναμη διαμόρφωσης σχεδίου Συντάγματος στην Ένωση, συμβάλλοντας στην ενοποίηση των γενικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου. Με πολυάριθμες καινοτόμες αποφάσεις, των οποίων η ιστορική επιρροή είναι αναμφισβήτητη, τόσο επί ευθέων προσφυγών, όσο και σε περιπτώσεις προδικαστικών ερωτημάτων, καθιέρωσε αρχές όπως εκείνη της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης από τη διεθνή και την εθνική, της υπεροχής του ενωσιακού κανόνα, του αμέσου αποτελέσματος και της άμεσης ισχύος, τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών-μελών της Ένωσης. Ωστόσο, η δημιουργική αυτή συμβολή του Δικαστηρίου στην παραγωγή δικαίου υπήρξε αφορμή για πολλές συζητήσεις σε θεωρητικό πεδίο, σχετικά με τη νομιμοποιητική βάση της δράσης του. Ανάλογα με την περί νομολογίας αντίληψη, διατυπώθηκαν επικρίσεις, αλλά και επιχειρήματα προς μια τελείως αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη κατά την οποία το δίκαιο της Ένωσης είναι κατ’ εξοχήν νομολογιακό δίκαιο 15. Σήμερα πλέον, οι απόψεις σχετικά με μια ανεπίτρεπτη δράση του ΔΕΕ λόγω υπέρβασης των δοτών αρμοδιοτήτων του έχουν περάσει στο περιθώριο, τόσο λόγω του ξεπερασμένου της αντίληψης περί τον διεκπεραιωτικό ρόλο του δικαστή, όσο και λόγω της αναγκαιότητας παρέμβασης του δικαστή, προκειμένου να διορθώσει ατέλειες που απορρέουν από τη φύση της Ένωσης και του προγραμματικού χαρακτήρα των ρυθμίσεων του Καταστατικού της Χάρτη. Ευθύς εξ αρχής, προκειμένου να μελετήσουμε τη συμβολή της νομολογίας στη διάπλαση δικαίου, πρέπει να επισημάνουμε πως στα πλαίσια του νομικού συστήματος της Ένωσης, η έννοια της νομολογίας διαφοροποιείται από τον κλασικό ορισμό που τα περισσότερα κράτημέλη ακολουθούν στα πλαίσια των εσωτερικών εννόμων τάξεών τους. Νομολογία στα πλαίσια της Ένωσης μπορεί να αποτελέσει και μία μόνο απόφαση, σε αντίθεση με την κλασσική άποψη 15 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 15

De jure – τεύχος 7 15


ότι πρέπει να υπάρχει σχετικός όγκος που χάρη στην επανάληψη θα παγιώσει την ερμηνεία ενός ενωσιακού κανόνα δικαίου. Το κλασικό ποσοτικό κριτήριο αντιδιαστέλλεται με το ποιοτικό. Το παρόν άρθρο διαρθρώνεται σε τρεις πυλώνες, στον πρώτο εκ των οποίων παρατίθενται αντιπροσωπευτικότατοι νομολογιακοί κανόνες που αντικατοπτρίζουν εύστοχα τον τρόπο με τον οποίο η δημιουργική επέμβαση της νομολογίας έλυσε μείζονα ζητήματα, παγιώνοντας υπέρτερης ισχύος αρχές. Σε ένα δεύτερο επίπεδο μελετώνται οι δικαιολογητικοί λόγοι που ώθησαν το δικαστή στην παραγωγή κανόνων και που τον εξέθεσαν σε σωρεία επικρίσεων, ενώ στο τρίτο μέρος, παρατίθενται τα επιχειρήματα περί δικαστικού ακτιβισμού και οι λόγοι για τους οποίους είναι κατακριτέος, ενώ ακολουθούν οι απόψεις όσων υπεραμύνονται της νομιμότητας της λειτουργίας του ΔΕΕ. Ι. Η παγίωση θεμελιωδών αρχών της Ένωσης μέσα από τη νομολογία Η έννοια του νομολογιακού κεκτημένου ίσως είναι πιο νεφελώδης από εκείνη του πρώην κοινοτικού, νυν ενωσιακού κεκτημένου (acquis communautaire), αν και αποτελεί κοινή συνείδηση η συμβολή του ΔΕΕ στη διαμόρφωση του δικαίου της Ένωσης. Το γεγονός ότι έννοιες ερμηνεύτηκαν παγίως, επισύροντας την απαραβίαστη υποχρέωση συμμόρφωσης των κρατώνμελών αποκαλύπτει αν μη τι άλλο το σεβασμό στην εμπειρική πραγματικότητα του δικαίου της Ένωσης, πέρα από τον αυτονόητο σεβασμό στις Συνθήκες. Η νομολογία διαμόρφωσε και εξέλιξε το ενωσιακό δίκαιο, καθιστάμενη πηγή δικαίου, και αυτό διαφάνηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας το Δικαστηρίου. Αποφάσεις χαρακτηριστικές που επιβεβαιώνουν την ανωτέρω θέση εντοπίζονται σε βασικούς τομείς δικαίου της Ένωσης, όπως εκείνη των θεμελιωδών αρχών της, των θεμελιωδών ελευθεριών της και του δικαίου του ανταγωνισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μελέτη του δικαίου της Ένωσης μπορεί να γίνει μέσω του case-law, και κατά τρόπο αντίστοιχο των νομικών συστημάτων του common law. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 το ΔΕΕ φάνηκε να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο μέσω των υποθέσεων Van Gend en Loos16, Costa/ENEL17 και Internationale Handelgesellschaft18, μέσα από τις οποίες το Δικαστήριο διακήρυξε ότι η ενωσιακή έννομη τάξη είναι αυτόνομη έναντι των εννόμων τάξεων των κρατών-μελών της, καθώς έχει τις δικές της πηγές δικαίου, αυτονομία ως προς τις έννοιες του δικαίου 19 που χρησιμοποιεί, αυτονομία ως προς τον τρόπο επίλυσης των δικαστικών διαφορών 20, ενώ αποτελεί και ξεχωριστή πηγή υποχρεώσεων και δικαιωμάτων ως προς τα υποκείμενά της. Η εξωσυμβατική ευθύνη κράτους-μέλους αποτελεί άλλη μία αρχή προϊόν νομολογιακής εξέλιξης. Παρά την ύπαρξη ρητής στη Συνθήκη πρόβλεψης με το άρθρο 340 εδ. δ΄ ΣΛΕΕ, αντίστοιχη διάταξη για τα κράτη-μέλη21 δεν περιέχεται. Το ΔΕΕ, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των επιταγών του ενωσιακού δικαίου, καθιέρωσε έναν μηχανισμό που επιτρέπει στους ιδιώτες να προστατεύσουν δικαιώματά τους απορρέοντα από το δίκαιο της Ένωσης, προβαίνοντας σε μία αναλογία22. Επέτρεψε στο ενωσιακό δίκαιο να διεισδύσει στο 16 Van Gend en Loos, 05.02.1963, 26/62, Συλλογή, ειδ. εκδ., σελ.863. 17 Costa/ ENEL, 15.07.1964, 6/64, Συλλογή, ειδ. εκδ. σελ. 1191 18 Internationale Handelgesellschaft, 17.12.1970, C-11/70, Συλλογή, σελ. 582. 19 Το νόημα που αποδίδεται στις έννοιες που χρησιμοποιούνται στο ενωσιακό δίκαιο, παρά το γεγονός ότι μπορεί να ταυτίζονται γλωσσικά με αντίστοιχους του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, είναι διαφορετικό από αυτούς. 20Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 28 . 21 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ.179 22 P. EECKHOUT, The European Court of Justice and the Legislature, Yearbook of European Law (Y.E.L), 1998, σελ.10

16 De jure – τεύχος 7


εθνικό, παρέχοντας τη δυνατότητα να ελεγχθεί η συμμόρφωση των κρατών-μελών προς το δίκαιο της Ένωσης πέρα από τις μέχρι τότε εναλλακτικές της επίκλησης της αρχής της υπεροχής και της ευθείας προσφυγής. Ήδη από τη δεκαετίες του ’70 αναγνωρίστηκε από τη νομολογία 23 η υποχρέωση του κράτους να συμμορφωθεί και να αποκαταστήσει τη ζημία ιδιώτη λόγω παράβασης του ενωσιακού δικαίου. Ο ιδιώτης αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να διασφαλίσει τα δικαιώματά του, ενώ προϋπόθεση της άσκησης αγωγής αποζημίωσης κατά κράτους μέλους ήταν η διαπίστωση από το Δικαστήριο της παράβασης στα πλαίσια του νυν άρθρου 258 ΣΛΕΕ, με νομική, όμως βάση, τις εθνικές διατάξεις περί ευθύνης του Δημοσίου 24. Στην υπόθεση Francovich25, κρίθηκε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέψουν ένδικο βοήθημα ή άλλο μέσο αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας τους τομείς που διέπονταν από το δίκαιο της Ένωσης26, θέτοντας τις βάσεις για τη θέσπιση Οδηγίας με στόχο τη σύγκλιση των εθνικών νομοθεσιών εν προκειμένω. Ο ιδιώτης απέκτησε τη δυνατότητα να ικανοποιήσει αξιώσεις του για αποζημίωση από αδυναμία συμμόρφωσης κράτους μέλους με υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενωσιακή έννομη τάξη ανεξαρτήτως ρυθμίσεων του εσωτερικού δικαίου, καθώς τέτοιου είδους αξιώσεις27 στηρίζονται σε αρχές σύμφυτες με το σύστημα της Συνθήκης, οπότε η νομική τους βάση εντοπίζεται πλέον στο σώμα του ενωσιακού δικαίου 28. Το Δικαστήριο ανέπτυξε εξελικτικά εν προκειμένω τη συλλογιστική του με μεταγενέστερες αποφάσεις, σημαντικότερες εκ των οποίων είναι οι συνεκδικασθείσες Brasserie du Pêcheur και Factortame29. Οι υποθέσεις αυτές υπήρξαν καθοριστικές για την επέκταση της ευθύνης κράτους-μέλους και σε πράξεις ή παραλείψεις από τη νομοθετική λειτουργία του 30. Περιπτώσεις μη μεταφοράς ή πλημμελούς μεταφοράς31 Οδηγιών μπορούν να ενεργοποιήσουν την ευθύνη του κράτους, υπό την προϋπόθεση της πρόδηλης32 και σοβαρής υπέρβασης των ορίων 33, όταν ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια για τη ρύθμιση καταστάσεων σε κοινοτικό επίπεδο 34. Και στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, η συμβολή ήταν εξίσου σημαντική. Τα υποκείμενα του απαγορευτικού κανόνα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ συγκεκριμενοποιήθηκαν μέσω 23 Επιτροπή εναντίον Ιταλικής Δημοκρατίας, 7.2.1973, 39/72 και Carmine Antonio Russo εναντίον Azienda di Stato per gli interventi sul mercato agricolo (AIMA), 22.1.1976, 60/75 24 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ.181 25 Francovich, C-6/90 και C-9/90 26 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Μ. ΚΟΥΣΚΟΥΝΑ, Ρ.-Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ε. ΠΕΡΑΚΗΣ, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, Σάκκουλας Α.Ε, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 82-84. 27 Όπως και η επιταγή της διασφάλισης της αποτελεσματικότητας στην προστασία των απορρεόντων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων. 28 Και πιο συγκεκριμένα, στην αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, όπως αυτή υπαγορεύεται από το άρθρο 4 §3 ΣΕΕ, και την αρχή της αποτελεσματικότητας, που παγιώθηκε νομολογιακά. 29 Brasserie du Pêcheur και Factortame, 05.03.1996, C-46/93 και C-48/93 30 P. EECKHOUT, The European Court of Justice and the Legislature, Yearbook of European Law (Y.E.L), 1998, σελ.10 31 Περίπτωση από κρίθηκε το πλημμελές της μεταφοράς ήταν η υπόθεση C-278/05 (Carol Marilyn Robins and Others. v. Secretary of State for Work and Pensions) 32 Για την εξειδίκευση του όρου «πρόδηλη παραβίαση» αναπτύχθηκαν περαιτέρω κριτήρια, τα οποία πάλει αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από αποφάσεις του ΔΕΕ. Βλ. σχετικά Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ.191-205 33 Ακόμη και οι εν λόγω όροι αποτέλεσαν αντικείμενο περαιτέρω εξειδίκευσης μέσα από τη νομολογία, όπως στην υπόθεση Dillenkofer (C-178/94)

De jure – τεύχος 7 17


των υποθέσεων Albany International BV εναντίον Stichting Bedrijfspensioenfonds Textielindustrie35 και Viho Europe BV εναντίον Επιτροπής36. Συνακόλουθα οι μορφές των συμπράξεων του άρθρου 101 ΣΛΕΕ έλαβαν περιεχόμενο μέσω αποφάσεων όπως η Usines Gustave Boël SA κατά Επιτροπής37, η Bayer AG εναντίον Επιτροπής38, η Heintz van Landewyck SARL και λοιποί κατά Επιτροπής39, η HFB Holding für Fernwärmetechnik Beteiligungsgesellschaft mbH & Co. KG και λοιποί κατά Επιτροπής40, η Coöperatieve Vereniging "Suiker Unie" UA και λοιποί εναντίον Επιτροπής41.

Εκείνο το οποίο συμπερασματικά μπορούμε να εξάγουμε από την αποσπασματική παράθεση αποφάσεων42 είναι πως η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στο ζήτημα της αποτελεσματικής εφαρμογής των επιταγών του ενωσιακού δικαίου. Αφ’ ης στιγμής πρόκειται για μία έννομη τάξη όπου οι έννομες σχέσεις δεν ρυθμίζονται εξαντλητικά, η νομολογία έχει επέμβει εξειδικεύοντας τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές. Αρκεί, όμως, ως λόγος, ώστε να δικαιολογηθεί μία τέτοια επέμβαση, από τη στιγμή που στο ηπειρωτικό δίκαιο, που αποτελεί και κοινή νομική παράδοση της πλειονότητας των κρατών-μελών της Ένωσης, η νομολογία δεν αποτελεί πηγή δικαίου και ο δικαστής θεωρείται ότι κατέχει έναν διεκπεραιωτικό περισσότερο ρόλο; ΙΙ. Η δικαιολογητική βάση της δικαιοπαραγωγικής λειτουργίας του ΔΕΕ Παρά το γεγονός ότι όλα τα δικαστήρια οφείλουν επί της αρχής να επιλύουν διαφορές κρίνοντας secundum legem, χωρίς να είναι σε θέση να υπολογίζουν τα μακροχρόνια αποτελέσματα των αποφάσεών τους όπως ο νομοθέτης, το ΔΕΕ έχει κληθεί επανειλημμένως να αποφανθεί επί περιπτώσεων όπου εν είδη ένδικης διαφοράς έχουν εμφανιστεί προκλήσεις που απαιτούν άμεση επίλυση. Στις εν λόγω περιπτώσεις προέβη στη δημιουργία κανόνων, όπως ανωτέρω παρατέθηκαν, ανοίγοντας έναν ευρύ διάλογο σχετικά με τη νομιμότητα της δραστηριότητάς του. Στην εξελικτική πορεία της Ένωσης το ΔΕΕ λειτούργησε proprio motu ως αρχιτέκτων πολλών θεσμικών καινοτομιών, είτε προσπαθώντας να μεταβάλει τη δομή των Συνθηκών κατά τρόπο ώστε να προσομοιάζουν με Σύνταγμα, είτε αναπροσδιορίζοντας την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Παρά το ευρύ φάσμα κριτικής που έχει δεχθεί, μεγάλο μέρος της θεωρίας τάχθηκε υπέρ του τρόπου λειτουργίας του, 34Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Μ. ΚΟΥΣΚΟΥΝΑ, Ρ.-Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ε. ΠΕΡΑΚΗΣ, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, Σάκκουλας Α.Ε, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 84, έτσι και P. EECKHOUT, The European Court of Justice and the Legislature, Yearbook of European Law (Y.E.L), 1998, σελ.10 35 Υπόθεση C-67/96, απόφαση της 21.9.1999. Συλλογή σελ. I-5751 36 Υπόθεση C-73/95P, απόφαση της 24.10.1996, Συλλογή σελ. I-5457 37 Υπόθεση ΠΕΚ Τ-142/89, απόφαση της 6.4.1995, Συλλογή σελ. II-867 38 Υπόθεση ΠΕΚ Τ-41/96, απόφαση της 26.10.2000, Συλλογή σελ. II-3383 39 Υπόθεση ΔΕΚ 209-215/78, απόφαση της 29.10.1980, Συλλογή ειδ. εκδ. σελ. 207 40 Υπόθεση ΠΕΚ Τ-9/99, απόφαση της 20.3.2000, Συλλογή σελ. II-1487 41 Υπόθεση ΔΕΚ 48-49, 51-57/1969, απόφαση της 14.7.1972, Συλλγή ειδ. εκδ. σελ. 99 επ. 42 Σημαντικά η νομολογία έχει συμβάλει και σε άλλους κεντρικούς θεματικούς τομείς της Ένωσης, όπως οι θεμελιώδεις ελευθερίες και το ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού.

18 De jure – τεύχος 7


παραθέτοντας ως προμετωπίδα των επιχειρημάτων της πως η Ένωση είναι ένας καινοφανής θεσμός, μία sui generis έννομη τάξη43, καθώς ούτε έχει τη μορφή ενός υπερ-κράτους 44, ώστε τα πρότυπα των ομόσπονδων κρατών να λειτουργήσουν ως κατευθυντήριες γραμμές στη λειτουργία του, πολλώ δε μάλλον δεν προσομοιάζει στην κλασική έννοια του βεστφαλικού κράτους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως μια ενιαία αγορά με στόχο την εξελικτική ενοποίηση σε τομείς όπως τα δικαιώματα, το νόμισμα και η οικονομία. Ξεκινώντας από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και συνεχίζοντας με τις Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και τέλος τη Συνθήκη της Λισαβόνας οι δημιουργοί και αναθεωρητές τους επεχείρησαν να κατασκευάσουν ένα πλαίσιο45 κανόνων που ρυθμίζουν πολύ λίγους τομείς συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών κατά τρόπο λεπτομερή 46, με βασική πρόθεση να σκιαγραφήσουν κατευθύνσεις και να καθορίσουν στόχους. Πρόκειται για μια διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης

που αποσκοπεί στην εξελικτικά στενότερη ένωση47, εκκινώντας από το βασικό πλαίσιο των Συνθηκών και συγκεκριμενοποιώντας τους κανόνες αυτούς μέσα από το παράγωγο δίκαιο. Η λακωνική διατύπωση των Συνθηκών αποτελεί τη συχνότερη δικαιολογητική βάση της δικαιοπαραγωγικής δραστηριότητας του ενωσιακού δικαστή. Οι Συνθήκες αποτελούν προϊόντα πολυμερών, εκτενών και κοπιωδών διαπραγματεύσεων, μέσα από τις οποίες προσπάθησαν να συμβιβαστούν πολυάριθμα και αντιτιθέμενα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά συμφέροντα, αλλά και νομικά συστήματα διαφορετικών παραδόσεων48. Οι λιτές διατυπώσεις αποτελούσαν τη μοναδική μέθοδο συμφωνίας, αφήνοντας την περαιτέρω εξειδίκευσή τους είτε στο παράγωγο δίκαιο, είτε στα δικαιοδοτικά όργανα. Πέρα, όμως, από την προσπάθεια συγκερασμού των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών, οι συντάκτες και οι αναθεωρητικοί νομοθέτες των Συνθηκών επέλεξαν αόριστες διατυπώσεις 49 λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εξελικτική φύση της ενωσιακής έννομης τάξης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί μία ένωση σε νομικό μόνον επίπεδο, αλλά κυρίως μία ένωση πολιτική που φιλοδοξεί να επεκταθεί και σε άλλους συνεχώς εξελισσόμενους τομείς50. Για το λόγο αυτό η νομοθεσία της είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη βάσει των οικονομικών, πολιτικών, τεχνικών και κοινωνικών εξελίξεων, με απότοκο να επιλεγούν μέθοδοι που θα τη διευκολύνουν ώστε να είναι ευέλικτη στις προκλήσεις. Πρόκειται για 43 L. R. HELFER, K. J. ALTER, Nature or Nurture? Judicial Law Making in the European Court of Justice and the Andean Tribunal of Justice, Duke Law School Faculty Scholarship Series, 2009, σελ. 1 44 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Μ. ΚΟΥΣΚΟΥΝΑ, Ρ.-Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ε. ΠΕΡΑΚΗΣ, Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα από τη νομολογία, Σάκκουλας Α.Ε, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 3 45 Για το λόγο αυτό έχει γίνει λόγος και για “traité cadre” H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010, σελ 9 46 Ibidem 47 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011,σελ. 6 48 O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 288 49 Συνοπτικά η ελλιπής διατύπωση των νομοθετικών ενωσιακών κειμένων, η αποσπασματικότητά τους και η χρήση αόριστων νομικών εννοιών έχουν αποδοθεί ως νομοθετική απραξία και αδράνεια. Σχετικά βλ. Ν. ΦΡΑΓΚΑΚΗΣ, Το ΔΕΚ μετά από 50 χρόνια λειτουργίας/ Ελληνική Ένωση Ευρωπαϊκού Δικαίου, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Κέντρο Διεθνούς Ευρωπαϊκού και Οικονομικού Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 60. H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010, σελ. 12

De jure – τεύχος 7 19


νομοθετική τεχνική που σχετίζεται με τη διεπιστημονική προσέγγιση 51 του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χάρη στην οποία η ερμηνεία των κειμένων αποβαίνει αποτελεσματικότερη. Το Δικαστήριο καλείται να επαναπροσαρμόζει το αρχικό νόημα, ώστε να συμβαδίζει με τις νέες αρχές και αξίες που γίνονται εξελικτικά μέρος της ευρωπαϊκής διάστασης 52, ώστε να διασφαλίσει ότι οι λόγοι για τους οποίους αυτές θεσπίστηκαν θα εξακολουθήσουν να εξυπηρετούνται. Εφόσον το Δικαστήριο οφείλει να κρίνει οποιαδήποτε υπόθεση εισαχθεί αρμοδίως ενώπιόν του, καλείται πολλές φορές να αποφανθεί επί ανακυψάντων ζητημάτων 53 που είτε οι Συνθήκες δεν προέβλεψαν, είτε άπτονται της συγκεκριμενοποίησης των αόριστων νομικών εννοιών του Καταστατικού της Χάρτη. Τέτοιου τύπου έννοιες δέχονται πολλαπλές ερμηνείες, εκ των οποίων μία μόνο μπορεί να απηχεί θετικό δίκαιο σε μία δεδομένη στιγμή 54. Ο Δικαστής καλείται να ερμηνεύσει, προσδίδοντας το περιεχόμενο που υπό το φως των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών, περιρρεουσών συνθηκών και νομικών κανόνων φαίνεται ότι εξυπηρετεί περισσότερο τους σκοπούς της ένωσης. Αν και μεγάλος όγκος της θεωρίας έχει ασχοληθεί με την τέχνη της ερμηνείας55, κοινώς αποδεκτή άποψη δεν υπάρχει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιτρέπεται στο Δικαστήριο να

στρεβλώνει το νόημα των όρων. Το Δικαστήριο, όμως, επιθυμώντας να προσδώσει πρακτική αποτελεσματικότητα στις διατάξεις των Συνθηκών και του παραγώγου δικαίου 56προβαίνει συχνά σε ερμηνεία πέραν του γράμματος των κανόνων, ανοίγοντας το διάλογο γύρω από τον δικαστικό ακτιβισμό και το κατά πόσον είναι εγγενής στη δικαιοδοτική λειτουργία ή όχι. Η συγκεκριμενοποίηση, συνεπώς, φαίνεται να αποτέλεσε συνειδητή επιλογή των συντακτών 57, ώστε να ενταχθεί ως αναπόσπαστο κομμάτι στις αρμοδιότητες του ενωσιακού δικαστή προκειμένου το δίκαιο της Ένωσης να είναι πιο ευέλικτο σε εξελίξεις που μπορεί και να μην είχαν προβλεφθεί, αλλά που σε κάθε περίπτωση αποτελούν εγγενές στοιχείο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Βασική επίσης αιτία της ενεργού συμμετοχής του Δικαστηρίου στη διαμόρφωση της νομοθεσίας της Ένωσης αποτελεί και το γεγονός ότι κάθε νομοθετικό κείμενο συντάσσεται σε πλείονες γλώσσες58 και όλα θεωρούνται ισότιμα από άποψη κύρους και αυθεντικότητας 59. Σε 50 Για το λόγο αυτό γίνεται αναφορά σε «εμπλεκόμενα διατομεακά ζητήματα» σε O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 1 51 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011,σελ. 1. 52O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 289 53 Id. Σελ. 288 54Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011,σελ 14 55 J. BENGOETXEA, The Legal Reasoning of the European Court of Justice: Towards a European Jurisprudence, Claredon Press, Oxford, 1993, σελ.491. 56 Ν. ΦΡΑΓΚΑΚΗΣ, Το ΔΕΚ μετά από 50 χρόνια λειτουργίας/ Ελληνική Ένωση Ευρωπαϊκού Δικαίου, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Κέντρο Διεθνούς Ευρωπαϊκού και Οικονομικού Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 66 57 Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 14 58 Σύμφωνα με το άρθρο 53 §1, οι γλώσσες στις οποίες έχει συνταχθεί η ΣΕΕ είναι 23. Βλ. και αρ. 358 ΣΛΕΕ 59 H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010, σελ 10

20 De jure – τεύχος 7


περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προβλέψεις των διατάξεων δεν έχουν αποδοθεί με ίδιους ή παρόμοιους όρους, το Δικαστήριο υιοθετεί τεχνικές προκειμένου να αποτυπώσει την αρχική πρόθεση των συντακτών, συχνά, ωστόσο, καμία απάντηση δεν διαφαίνεται ικανοποιητική, οπότε η λύση που ο δικαστής δίνει είναι πρωτότυπη με αποτέλεσμα να εξελίσσει το δίκαιο 60 . Ο ενωσιακός δικαστής λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο διασώζει, αποδίδοντας δικαιοσύνη, το πνεύμα των ενωσιακών κανόνων, καθώς συμμορφώνεται με τη γενική επιταγή της αποτελεσματικής προστασίας των απονεμηθέντων από την Ένωση δικαιωμάτων. Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλοί εκ των όρων που χρησιμοποιούνται σε ενωσιακά κείμενα απαντώνται ή προέρχονται από το δίκαιο ενός ή περισσοτέρων κρατώνμελών, τίθεται το ζήτημα αν η χρήση τέτοιων όρων συνιστά έμμεση ή σιωπηρή του ενωσιακού δικαίου στο εθνικό. Δεδομένου ότι οι νομική έχουν την τάση να ερμηνεύουν τέτοιους όρους κάτω από το πρίσμα της δικής τους έννομης τάξης 61, ήταν προφανές ότι το εγχείρημα της ενοποίησης τελούσε υπό έναν σοβαρότατο κίνδυνο. Στο σημείο αυτό και πάλι το ΔΕΕ, μέσα από την υπόθεση Dellena Wells62, έδωσε την απάντηση μέσω του νομολογιακού κανόνα της αυτόνομης ερμηνείας των ενωσιακών κανόνων63, διασφαλίζοντας την ομοιόμορφη εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Ο δικαστής προβαίνει σε ερμηνεία με ενωσιακό κριτήριο, προκειμένου να συμμορφωθεί και προς μία επιταγή του ευρωπαϊκού δικαίου, εκείνη της ομοιόμορφης εφαρμογής, που θα αποτελέσει βάση της περαιτέρω σύγκλισης. Με βάση τα ανωτέρω, οι αναγκαιότητες αποσαφήνισης των προγραμματικών στόχων που περιλαμβάνονται στις Συνθήκες αποτελούν τη βασική αιτία της δημιουργικής δράσης του ΔΕΕ.

ΙΙΙ. Η νολομογία του ΔΕΕ ως πηγή Δικαίου: Οι απόψεις περί δικαστικού ακτιβισμού και ο αντίλογος Το ΔΕΕ έχει βρεθεί στο επίκεντρο των επικρίσεων σχετικά με το ζήτημα του νομολογιακού δικαίου.64 Πολλοί συγγραφείς έχουν κάνει λόγο για μία δικαστική υπερδραστηριότητα, αναφερόμενοι στον ιδιαίτερο ζήλο με τον οποίο το Δικαστήριο αντιμετωπίζει το στόχο της περαιτέρω ενοποίησης χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη νομολογία. Κρατούν επιφυλακτική στάση στο κατά πόσον το ΔΕΕ, εκφεύγοντας των αρμοδιοτήτων που βάσει του γράμματος των Συνθηκών τού απονέμονται και δημιουργώντας δίκαιο με την επίφαση της ερμηνείας του πρωτογενούς και παράγωγου δικαίου λειτουργεί σύννομα. Πρόκειται για δράση επιτρεπτή ή καταστρατηγούνται τα όρια της ενωσιακής νομιμότητας; Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι πρόκειται για δράση επί μακρόν ανεκτή, μήπως θα έπρεπε να προβληματίσει τους επικριτές της; Τέλος, μήπως η φύση του οικοδομήματος είναι τέτοια που, αναδεικνύοντας τη δράση αυτή ως αναγκαιότητα, κατόρθωσε να της παράσχει και την απαιτούμενη νομιμοποιητική βάση; 60 Πάντα προς την κατεύθυνση που οι στόχοι και το πνεύμα των Συνθηκών υποδεικνύουν.G. VAN CALSTER, The EU’s Tower of Babel- The Interpretation by the European Court of Justice of Equally Authentic Texts drafted in more than one Official Language, Y.E.L, 1997, σελ. 363-393 61 Αυτό συνοπτικά αποδίδεται με τον όρο προκατανόηση. 62 Dellena Wells, 07.01.2004, C-201/02, Συλλογή, σελ. I-723 63 Πρόκειται για αρχή σύμφωνα με την οποία οι όροι που συμπίπτουν με αντίστοιχους εθνικών δικαίων αποκόπτονται από το περιεχόμενο που τα κράτη-μέλη τους έχουν προσδώσει, αποκτώντας αυτόνομο περιεχόμενο προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη και αποτελεσματική τους εφαρμογή στο σύνολο της Ένωσης. Η περίπτωση που αφορά παραπομπή του ενωσιακού δικαίου στο εθνικό συνιστά εξαίρεση, όπως στην περίπτωση του όρου «εταιρείες» στο αρ. 54 ΣΛΕΕ 64H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010, σελ 9

De jure – τεύχος 7 21


a.

Οι απόψεις περί δικαστικού ακτιβισμού

Οι κύριοι υποστηρικτές της άποψης ότι το ΔΕΕ προβαίνει συστηματικά από την αρχή της λειτουργίας του σε μία υπερδραστηριότητα, κατά τρόπον ώστε να νοσφίζεται εξουσία και να δρα πέρα από το νομιμοποιητικό γράμμα του νόμου, κατακρίνουν τη στάση αυτή, καθώς θεωρούν ότι το δίκαιο δεν μπορεί να είναι παράγων πολιτικής ενοποίησης και ο ενωσιακός δικαστής συνδιαμορφωτής πολιτικής, μαζί με τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Επιτροπή). Στέκονται διστακτικά απέναντι στο γεγονός ότι το δίκαιο γίνεται εργαλείο που διευκολύνει και προάγει την ενοποίηση και σχηματοποιείται με βάση τα συμφέροντα που επικρατούν εκάστοτε65. Κυρίαρχο ρόλο στην προκείμενη σχηματοποίηση διαδραματίζει το ΔΕΕ, που με τη σημαίνουσα νομολογία του χτίζει μία κοινότητα δικαίου, ως σημείο κλειδί για το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα . Η μεγάλη θεωρητική συζήτηση σχετικά με τον ρόλο του Δικαστηρίου ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του ’90, όταν θεωρητικοί διαφόρων ρευμάτων περί ευρωπαϊκής δικαιϊκής ενοποίησης66 παρατήρησαν τη σημασία της επιρροής των αρχών που παρήγαγε η νομολογία στο οικοδόμημα της Ένωσης. Ανέδειξαν το Δικαστήριο ως υπερεθνικό πολιτικό παράγοντα, αναφέροντας πως δεδομένου ότι πρόκειται για ένα όργανο στο οποίο εκπροσωπούνται όλα τα κράτη-μέλη 67, επιδίδεται μέσω της έκδοσης αποφάσεων στη δημιουργία δικαίου, λειτουργώντας πρωτίστως68 προς όφελος της πολιτικής ενοποίησης69. Πέρα, όμως, από τη θεμελίωση της υπερδραστηριότητας του ΔΕΕ σε πολιτικής φύσεως επιχειρήματα, σημαντικό είναι να εξετάσουμε από νομικής άποψης πού στηρίζονται όσοι κάνουν λόγο για δικαστικό ακτιβισμό. Οι πολέμιοι υποστηρίζουν ότι δεν απονέμονται από τον Καταστατικό Χάρτη της Ένωσης αρμοδιότητες δικαιοπαραγωγής expressis verbis, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αποκλίνει του νομικού του ρόλου. Αναδεικνύουν τον εξαιρετικά προβληματικό χαρακτήρα70 του μη διακριτού των εξουσιών και υπογραμμίζουν ότι μπορεί η πρακτική αυτή του ΔΕΕ να είναι ευεργετική για την εδραίωση της πολιτικής της Ένωσης, ωστόσο δεν υπάρχει σχετική νομιμοποίηση ως όφειλε. Η διάκριση των εξουσιών και ο σεβασμός στη δοτή φύση των αρμοδιοτήτων αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους για την εύρυθμη και σύννομη λειτουργία της Ένωσης, καθώς απερίφραστα διατυπώνονται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Η απουσία νομιμοποιητικής βάσης στη δραστηριότητα του ενωσιακού δικαστή έχει σοβαρές επιπτώσεις και ως προς το κύρος των Συνθηκών. Από τη στιγμή που τίθεται υπό αμφισβήτηση το κύρος και η δεσμευτικότητα του ενωσιακού δικαίου από τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, διακυβεύεται ολόκληρο το οικοδόμημα εκ θεμελίων71. Αν το ίδιο το Δικαστήριο που είναι 65 A. GRIMMEL, Judicial Interpretation or Judicial Activism? The Legacy of Rationalism in the Studies of the European Court of Justice, European Law Journal (ELJ), Vol. 18, No. 4, July 2012, σελ. 519 66 Id., σελ. 521. Ευσύνοπτα, πρόκειται για το ρεύμα της Νεολειτουργικότητας, που ανέδειξε το στοιχείο της υπερεθνικότητας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, για το ρεύμα της Διακυβερνητικότητας και για το Νεοθεσμικό ρεύμα. 67 Κατά τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει και με την Επιτροπή και με το Κοινοβούλιο. 68 O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 288 69 J.M. JOSSELIN, A. MARCIANO, How the Court made a Federation of the EU, The Review of International Organizations, Vol. 2, No. 1, 2007, σελ. 59 70 F. WASSERFALLEN, The judiciary as legislator? How the European Court of Justice shapes policy-making in the European Union, Journal of European Public Policy, Vol. 17, Issue 8, November 2010, σελ. 22 71 H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010 σελ.19

22 De jure – τεύχος 7


επιφορτισμένο με τον έλεγχο της τήρησης του δικαίου της Ένωσης, υπερκεράζει το γράμμα της Συνθήκης, πώς μπορεί να αξιώνει συμμόρφωση με τις αποφάσεις του από κράτη-μέλη και ιδιώτες; Δημοκρατικό έλλειμμα προκύπτει και αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι πρόκειται για ένα όργανο, το οποίο αποτελείται από 27 ιδιώτες που δεν έχουν εκλεγεί από τους πολίτες της Ένωσης. Εφόσον η νομοθετική εξουσία πρέπει να έχει προέλθει από επιλογή του εκλογικού σώματος, η δικαιοπαραγωγική δραστηριότητα του ΔΕΕ πώς νομιμοποιείται, δεδομένου ότι δεν ικανοποιείται το στοιχείο της αντιπροσώπευσης του λαού;

b.

Νομιμοποιητικές βάσεις της δραστηριότητας του ενωσιακού δικαστή

Όσοι υπεραμύνονται του ρόλου του ΔΕΕ εκκινούν από μία αναφορά στο εγχείρημα της δημιουργίας του ευρωπαϊκού Συντάγματος, το οποίο, όμως, δεν ευοδώθηκε. Υποστηρίζουν ότι η δομή της Ένωσης και των Συνθηκών, είτε για λόγους αναγκαίας ευελιξίας και προσαρμοστικότητας στις εξελίξεις, είτε επειδή υπήρξε προϊόν συμβιβασμών, δημιουργήθηκε κατά τέτοιο τρόπο72 ώστε αναπόφευκτα η αποκρυστάλλωση βασικών αρχών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το περιεχόμενο ενός συνταγματικού κειμένου, να φαίνεται νομοτελειακή εξέλιξη, ειδικότερα αν λάβουμε υπ’ όψιν και την ανάγκη ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης73. Θεματοφύλακας της ομοιόμορφης εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου είναι βάσει Συνθηκών74 το Δικαστήριο, το οποίο, προκειμένου να επιτελέσει αποτελεσματικά τις αρμοδιότητες που του έχουν απονεμηθεί και κυρίως να διασφαλίσει την ομοιόμορφη εφαρμογή, λειτουργεί ως συνταγματικό δικαστήριο75, δίνοντας ερμηνείες σε γενικές αρχές και αοριστολογικές διατυπώσεις, παρουσιάζοντας τον δικαστή ως δημιουργό και όχι ως ερμηνευτή. Αντιλαμβανόμαστε, συνεπώς, πως εκκινώντας από την επιταγή των Συνθηκών για ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου, η νομολογία φαίνεται να παρέχει τις καλύτερες δυνατές λύσεις για το εξελικτικά διαπλαθόμενο δίκαιο. Σίγουρα εφαρμόζοντας κανόνες ο δικαστής δεν μπορεί να αγνοήσει τη θέση που αυτοί κατέχουν μέσα στο γενικότερο σώμα της νομοθεσίας. Επομένως καλείται να δώσει λύσεις σύμφωνες, ίσως λειτουργώντας και δημιουργικά 76. Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως πολλές φορές στα πλαίσια της Ένωσης θέματα νομικά είναι πρωτίστως βαθειά πολιτικά. Δεδομένου ότι εγγενές στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η πολιτική ενοποίηση, οι στόχοι που έχουν καθοριστεί σχετικώς κυριαρχούν και κατευθύνουν και την παραγωγή κανόνων77 . Πρέπει να παρατηρηθεί επίσης πως οι απόψεις περί δικαστικής υπερδραστηριότητας σχετίζονται άμεσα και με την αντίληψη περί του ρόλου του δικαστή. Υπάρχουν δύο τάσεις 72 Θέτει στόχους, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί τους κανόνες. Κάποιοι συγγραφείς την έχουν αποτυπώσει σχηματικά με ένα μαύρο κουτί, ένα αντικείμενο με σχήμα, αλλά με απροσδιόριστο περιεχόμενο. Βλ. σχετικά A. GRIMMEL, Judicial Interpretation or Judicial Activism? The Legacy of Rationalism in the Studies of the European Court of Justice, European Law Journal (ELJ), Vol. 18, No. 4, July 2012, σελ. 518 73 O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 284 74Άρθρο 19 ΣΛΕΕ. H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010, σελ 9. 75 O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 284 76 Id. σελ. 287. Πρόκειται για την άποψη της τελεολογικής ερμηνείας των κανόνων του ενωσιακού δικαίου, που ερευνά το νόημα του κανόνα μέσα στο σύστημα διατάξεων όπου ανήκει 77Id. σελ. 286

De jure – τεύχος 7 23


σχετικά, μία παραδοσιακή και μία ριζοσπαστική. Οι υποστηρικτές της πρώτης θεωρούν ότι ο δικαστής ανευρίσκει και διατυπώνει απλώς τον ισχύοντα άγραφο κανόνα δικαίου 78 λειτουργώντας κατά τον Montesquieu79 ως «το στόμα του νόμου», ωστόσο η άποψη αυτή είναι ξεπερασμένη, καθώς η φύση του δικαίου της Ένωσης είναι τέτοια που δεν θα μπορούσαν οι στόχοι της να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικά από έναν δικαστή άψυχο, με καθαρά διαδικαστικές αρμοδιότητες80. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές της ριζοσπαστικής αντίληψης αντιλαμβάνονται τον δικαστή ως δημιουργό και διαμορφωτή δικαίου. Η μόνη διαφορά του από τον νομοθέτη έγκειται στον τρόπο δημιουργίας των κανόνων. Η θέσπιση κανόνων δικαίου αποτελεί κατά προτεραιότητα έργο του νομοθέτη, όμως το Δικαστήριο μέσω της ερμηνείας δημιουργεί και εκείνο δίκαιο κατά διαφορετικό βαθμό. Κατά τον τρόπο αυτό, η νομολογία θεωρείται πηγή δικαίου81, ενώ έχει γίνει λόγος και για νομολογιακή νομοθεσία82 . Εκείνο που πρέπει να αναφέρουμε προς υπεράσπιση της νομιμότητας του τρόπου κατά τον οποίο ο ενωσιακός δικαστής ασκεί τις δραστηριότητές του είναι ότι δεν πρόκειται για μία άνευ ορίων λειτουργία, αλλά ότι οι Συνθήκες ενέχουν κανόνες βάσει των οποίων μπορούν να ελεγχθούν τα όρια της επιτρεπτής δράσης. Ο δικαστής επιλαμβάνεται μόνον επί των υποθέσεων που άγονται ενώπιόν του, είτε με ευθεία προσφυγή, είτε με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής83. Επιπλέον κρίνει μόνο επί των αιτημάτων των διαδίκων, χωρίς να μπορεί να επεκταθεί σε ζητήματα ή αιτήματα που δεν έχουν προβληθεί. Τέλος υποχρεώνεται μα αιτιολογήσει σχετικά την απόφασή του, οπότε ελέγχεται το κατά πόσον αυθαίρετα κατέληξε στην κρίση του. Επίσης οι Συνθήκες είναι εκείνες που πέρα από τους διαδικαστικούς περιορισμούς δίνουν και τις γενικές κατευθύνσεις με βάση τις οποίες πρέπει να αναπτυχθεί το δίκαιο84. Στο προοίμιο και τα πρώτα άρθρα των Συνθηκών ανευρίσκονται οι προς επίτευξη στόχοι, ενώ το άρθρο 7 της ΣΕΕ αναθέτει στο Δικαστήριο να λειτουργήσει σχετικά ως θεματοφύλακας85. Το άρθρο 19 της ΣΛΕΕ expressis verbis αναθέτει στο ΔΕΕ και στο Γενικό Δικαστήριο να διασφαλίζουν μέσα από τη δικαιοδοσία τους την τήρηση του δικαίου, επομένως είναι προφανές ότι οι αρμοδιότητες που τους ανατέθηκαν διαθέτουν όρια τα οποία περιβάλλονται με το κύρος των διατάξεων της Συνθήκης. Χωρίς σχολιασμό δεν μπορούμε να αφήσουμε και το γεγονός πως ο σχετικός τρόπος δράσης του ΔΕΕ δεν έχει εγείρει αντιδράσεις τέτοιου βαθμού ώστε να περιοριστεί. Το γεγονός πως ούτε τα κράτη μέλη, ούτε θεσμικοί παράγοντες της Ένωσης έχουν κινητοποιηθεί, 78Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 15 79 MONTESQUIEU, De l’ esprit des lois, Livre XI, Chapitre 6 όπου “Mais, les juges de la nation ne sont…que la bouche qui prononce les paroles de la loi; des êtres inanimés qui n’ en peuvent moderer ni la force ni la rigueur”. 80 O. POLLICINO, Legal Reasoning of the Court of Justice in the Context of the Principle of Equality Between Judicial Activism and Self-restraint, German Law Journal, Vol. 5, No. 3, 2004, σελ. 286 81 Ο κανονιστικός χαρακτήρας της νομολογίας ως πηγής του ενωσιακού δικαίου μπορεί να εξηγηθεί βάσει μιας θεμελιώδους ιδέας, την οποία ο Kant έχει διατυπώσει στο έργο του «Grundlegung zur Metaphysik der Sitten» (1785), και οποία συνίσταται στην επιταγή « Να πράττεις μόνον σύμφωνα με την αρχή η οποία θα ήθελες να αναχθεί σε γενικό κανόνα ».Επομένως, ο Δικαστής οφείλει να επιλύσει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομολογιακό προηγούμενο για μελλοντικές αντίστοιχες αποφάσεις. Εμφανής είναι εν προκειμένω η ομοιότητα με τον ρόλο του δικαστή στα πλαίσια των συστημάτων του common law. 82Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 16 83 Ibidem. 84H.DE WAELE, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process : A Contemporary and Normative Assessment, Hanse Law Review (HanseLR), Vol. 6, No. 1, 2010, σελ 11 85 Ibidem

24 De jure – τεύχος 7


προκειμένου να δημιουργηθούν αναχώματα που θα μετέβαλαν το ρόλο του δικαστή καταδεικνύει πως δεν υπήρξε σχετική δυσαρέσκεια ή πώς σε κάθε περίπτωση η δράση παρέμεινε σύννομη, καθώς σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσε να παραμείνει για τόσο μακρό χρονικό διάστημα ήταν ανεκτή86, χωρίς να υπάρξει σχετική αναθεώρηση των Συνθηκών. Τέλος, το ζήτημα του αν ο ενωσιακός δικαστής νομιμοποιείται να καλύπτει κενά ή να προσαρμόζει το δίκαιο στις μεταβαλλόμενες συνθήκες έχει προσεγγισθεί και μέσα από την ανάδειξη του διορθωτικού του ρόλου87. Σε περίπτωση κατά την οποία η νομοθεσία δεν προσβάλλει ρητώς εγγυήσεις, τις οποίες ο πολίτης έλκει από τις Συνθήκες, η νομοθετική εξουσία διατηρεί την αρμοδιότητα να θεσπίσει κανόνες για την ανατροπή τυχόν ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων της προηγούμενης νομοθετικής ρύθμισης. Όπου επίσης η νομοθετική ρύθμιση αδρανεί και η απουσία της περιορίζει ανεπίτρεπτα την ομαλή εξέλιξη άλλης νομοθετικής διαδικασίας, ο δικαστής είναι αναγκαίο να επέμβει σχετικά λειτουργώντας διορθωτικά 88. Με άλλα λόγια, ο δικαστής σπεύδει να λύσει τα προβλήματα που η νομοθετική αδράνεια προκαλεί. Εξάλλου, ο δικαστικός έλεγχος της ενωσιακής νομοθεσίας, στάδιο προγενέστερο της δημιουργικής για την κάλυψη κενών δράσεως, αποτελεί σημαντικότατη έκφραση της θεωρίας για τα θεσμικά αντίβαρα, επιβεβαιώνοντας τις αλληλοελεγχόμενες εξουσίες στην Ένωση. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι τα προϊόντα της νομοθετικής εξουσίας και διαδικασίας δεν είναι στατικά ή ομοιόμορφα, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τη σύνθεση του Κοινοβουλίου, όπως αυτή βέβαια διαμορφώνεται μέσα από την εκλογική διαδικασία89. Καταληκτικές παρατηρήσεις Η δημιουργία δικαίου μέσα από τη νομολογία ιδιαιτέρως στα πλαίσια της Ένωσης έχει προκαλέσει μακρές θεωρητικές συζητήσεις. Η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τέτοια ώστε η οικονομία, η πολιτική και τα δίκαιο να διαπλέκονται άμεσα. Μπορεί βάσει των Συνθηκών να μην απονέμεται expressis verbis η δυνατότητα στον ενωσιακό δικαστή να συμβάλει στην παραγωγή κανόνων, ωστόσο εξετάζοντας το ενωσιακό νομικό σύστημα, η συμβολή του δικαστή διαφαίνεται ως αναγκαιότητα. Η χρήση αόριστων νομικών εννοιών, η διατύπωση στόχων χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, η πληθώρα των γλωσσών στις οποίες αποδίδονται τα κείμενα, καθώς και οι ταχείες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την εκ φύσεως βραδύτητα της νομοθετικής διαδικασίας, καλούν τον ενωσιακό δικαστή να επέμβει είτε συμπληρωματικά, είτε διορθωτικά, είτε ακόμη και δημιουργικά, σε περιπτώσεις ερμηνείας, με σκοπό την κάλυψη κενών.

Οι εξουσίες που a fortiori αποκτά ο ενωσιακός δικαστής σε καμία περίπτωση δεν είναι απεριόριστες. Δικαστική πρωτοβουλία δεν υφίσταται, ο δικαστής αποφαίνεται μόνο επί των υποθέσεων που φέρονται ενώπιόν του και πάντα στα πλαίσια των αιτημάτων που διατυπώθηκαν από τους διαδίκους. Συν τοις άλλοις, η τελεολογική και συστηματική ερμηνεία 86 Id., σελ 15 87 Id., σελ. 14. Ν. ΦΡΑΓΚΑΚΗΣ, Το ΔΕΚ μετά από 50 χρόνια λειτουργίας/ Ελληνική Ένωση Ευρωπαϊκού Δικαίου, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών, Κέντρο Διεθνούς Ευρωπαϊκού και Οικονομικού Δικαίου, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, σελ. 70-72. 88 Εν προκειμένω αναφέρεται η παλαιότερη θεώρηση του Προέδρου Stone του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου των ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ο οποίος ανέπτυξε την άποψή του σε μία υποσημείωση στην υπόθεση US v. Carolene Products . Πρβλ. US v. Carolene Products 304 US 144 (1938). 89 P. EECKHOUT, The European Court of Justice and the Legislature, Yearbook of European Law (Y.E.L), 1998, σελ. 23.

De jure – τεύχος 7 25


των Συνθηκών αποδεικνύουν πως ο δικαστής, κι όταν φαίνεται να μην λειτουργεί μηχανιστικά ως το στόμα του νόμου, πάντα καθοδηγείται στις αποφάσεις του από τους στόχους και τις αξίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με στόχο την ενίσχυσή της. Όπου η νομοθετική εξουσία έχει αφήσει κενά, ο ενωσιακός δικαστής επενέβη σχηματοποιώντας τις βασικές κατευθυντήριες αρχές της Ένωσης σε απαράβατους κανόνες. Αρχές θεμελιώδεις, όπως η αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης, του άμεσου αποτελέσματος και της άμεσης ισχύος του ενωσιακού κανόνα αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από επαναλαμβανόμενες δικαστικές αποφάσεις, θεμελιώδη δικαιώματα απονεμήθηκαν στους ιδιώτες και εν συνεχεία διασφαλίστηκε η αποτελεσματική προστασία τους, αόριστες νομικές έννοιες απέκτησαν ενιαίο περιεχόμενο. Το νομολογιακό δίκαιο μέσα από την εμπειρική του εξέταση αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την προαγωγή του ευρωπαϊκού οράματος και της ενοποίησης. Ζητήματα νομικά είναι συνήθως (πόσο μάλλον στα πλαίσια της Ένωσης) στην ουσία τους βαθειά πολιτικά, για το λόγο αυτό θα ήταν άτοπο να επικρίνουμε το ΔΕΕ για υπερδραστηριότητα που εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεχόμασταν την εν λόγω άποψη, η επιλογή πολιτικής καθορίζεται από τους θεσμικούς φορείς της Ένωσης που χαίρουν σχετικής νομιμοποίησης. Το ΔΕΕ συνεργάζεται και συνεπικουρεί προς την κατεύθυνση της ενοποίησης, χωρίς να αναπτύσσει ίδια πρωτοβουλία.

Τύπος και ιδιωτική ζωή Της Εβίτας Καρά,

26 De jure – τεύχος 7


φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών

I. ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΑΝΑΜΕΙΞΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ «Ο τύπος είναι ελεύθερος». Η επιγραμματική διατύπωση του άρθρου 14 αποτελεί αφενός μεν κατευθυντήρια γραμμή, αφετέρου δίκαιο άμεσο και ισχύον, δεσμευτικό για όλα τα νομοθετικά, δικαιοδοτικά και διοικητικά όργανα. Η ελευθερία έκφρασης προϋποθέτει αυτή την κατοχύρωση της ελευθεροτυπίας, χωρίς την οποία θα ήταν κενό γράμμα. Το Σύνταγμα αναγνωρίζει ιδιαίτερη θέση στον τύπο και τον περιβάλλει με ενισχυμένη εγγύηση. 90 Το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθεροτυπίας έχει δύο πλευρές. Η αρνητική πλευρά του δικαιώματος (status negativus), απαγορεύει τις κρατικές επεμβάσεις και κυρίως την άσκηση λογοκρισίας. Η θετική πλευρά από την άλλη επιβάλλει την εξασφάλιση εκ μέρους του κράτους τόσο των υλικών προϋποθέσεων, που θα επιτρέψουν την άσκηση ελεύθερης δημοσιογραφίας, όσο και των μη υλικών, οι οποίες συνίστανται στην εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης στις πηγές πληροφόρησης και την παροχή πληροφοριών από το ίδιο το κράτος. Η σημασία του τύπου είναι μεγάλη. Βοηθά αφενός την πνευματική ζωή και την κίνηση ιδεών, αφετέρου αποτελεί διαρθρωτικό και λειτουργικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος και συστατικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής.91 Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό της ελευθεροτυπίας έρχεται πολλές φορές σε σύγκρουση με το δικαίωμα του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής. Έτσι λοιπόν έχουμε από τη μια την ελευθερία του λόγου και του τύπου, που ως ατομικό δικαίωμα στρέφεται τόσο εναντίον του κρατικού όσο και του ιδιωτικού απορρήτου, και από την άλλη τον ιδιωτικό βίο, που οριοθετείται εννοιολογικά από το οικιακό κατάλυμα και το απόρρητο των ανταποκρίσεων. Δημιουργείται λοιπόν ένα πεδίο σύγκρουσης δύο συμφερόντων: του κοινωνικού αιτήματος πληροφόρησης του κοινού, ως βασικής αρχής του φιλελεύθερου πολιτεύματος, και του ατομικού αιτήματος του ιδιωτικού απορρήτου.92 Μέσα από όλα αυτά διαπιστώνουμε πως ενώ παλαιότερα ο τύπος συνιστούσε το κατεξοχήν μέσο προστασίας της ανθρώπινης αξίας, σήμερα εξοπλισμένος με τα ποικίλα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας, ενδέχεται να έρθει αρκετές φορές σε σύγκρουση με το έννομο αγαθό της ιδιωτικής ζωής. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι αμφίβολο εάν υπάρχει εκδήλωση της ζωής του ανθρώπου που να μην έρχεται σε επαφή με τον τύπο. Απαιτείται επομένως στάθμιση των δύο αυτών συνταγματικών δικαιωμάτων, προκειμένου να αρθεί η σύγκρουση που προκύπτει ανάμεσά τους. II. ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΣΗ ΑΥΤΗΣ

i.

Η ελευθεροτυπία ως απειλή κατά του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής

Ο τύπος93 είναι το μέσο με το οποίο ενημερώνονται οι πολίτες, σχηματίζουν την πολιτική τους βούληση και γνώμη, ελέγχουν και κρίνουν τις πολιτικές αρχές, καθώς και επιμορφώνονται 90 Βλ. Βασίλειο Ιωαν. Φίλια, «Το συνταγματικόν δικαίωμα της ελευθεροτυπίας και η κατά το άρθρον 367 του ΠΚ πρόσθετος προστσία», Αθήναι 1966, σελ. 17. 91 Βλ. Χριστίνα Μ. Ακριβοπούλου, «Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή: από τη γένεση, στη σύγχρονη διαμόρφωση και προστασία του», Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 12-13. 92 Βλ. Κώστα Γ. Μαυριά, «Το συνταγματικό δικαίωμα του ιδιωτικού βίου», Έκδοση Αντ. Ν. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή 1982, σελ. 166-167.

De jure – τεύχος 7 27


και ψυχαγωγούνται. Με τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας ο τύπος εισβάλλει ολοένα και περισσότερο στο ιδιωτικό απόρρητο, δημιουργώντας μεγάλους κινδύνους για το ατομικό απόρρητο. Ο τύπος λοιπόν μπορεί να εισέλθει στον ιδιωτικό βίο και να τον προσβάλλει μέσω της δημοσιοποίησης, δηλαδή της αποκάλυψης στο κοινό γεγονότων και καταστάσεων που ο καθένας θα ήθελε να κρατήσει μυστικά. Η δημοσιοποίηση πλήττει την αυτονομία του υποκειμένου και με την έννοια αυτή την ιδιωτικότητά του να επιλέξει πότε, με ποια μορφή και τρόπο και σε ποιο βαθμό θα παρουσιάζεται στους άλλους. Αν, επιπλέον, η δημοσιοποίηση εμπλέκει μύχιες πτυχές του προσώπου, δημοσιοποιώντας για παράδειγμα πτυχές της ερωτικής του ζωής, τότε προσκρούει στην προστασία της ιδιωτικότητας, αλλά και της αξιοπρέπειας του. 94 Διαπιστώνουμε επομένως, πως τα δύο συνταγματικά δικαιώματα, ελευθερία του τύπου και απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής, έρχονται σε σύγκρουση. Από τη μια μεριά, τίθεται το καθήκον του τύπου να επεμβαίνει φέροντας στη δημοσιότητα και σχολιάζοντας τα κακώς κείμενα, που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο, από την άλλη έχουμε τη δικαιολογημένη αξίωση του ατόμου για προστασία από κάθε επίθεση κατά του προσώπου του. Ο τύπος μέσω της ελευθερίας του και της άσκησης της δραστηριότητάς του είναι δυνατόν να προβεί σε προσωπικές επιθέσεις κατά ατόμων, που να θίγουν την τιμή και την υπόληψή τους. Επιτελεί όμως, κοινωνικό και όχι δημόσιο λειτούργημα, συμβάλλει στην πληροφόρηση και στη σύμπραξη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και αποτελεί στοιχείο μέσω του οποίου διασφαλίζεται η δημοκρατία.

ii.

Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και ελευθερία του τύπου στο πεδίο του Αστικού Δικαίου

Η προστασία της ιδιωτικής ζωής επενεργεί έμμεσα στις σχέσεις ιδιωτικού δικαίου μέσω του πλέγματος των διατάξεων για την προστασία της προσωπικότητας και κυρίως με το ΑΚ 57, κατοχυρώνοντας με συνταγματική ισχύ την προστασία των αγαθών της προσωπικότητας. Κατά τρόπο έμμεσο τριτενεργεί στο ιδιωτικό δίκαιο και η συνταγματική ελευθερία του τύπου. Αυτή επηρεάζει στο χώρο του αστικού δικαίου την εφαρμογή διατάξεων για την προστασία της προσωπικότητας, υπό την έννοια ότι το δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή συμφέρον οδηγεί σε περιορισμό της προστασίας του προσώπου, όπου και όταν η ελευθερία του τύπου επιβάλλει, μετά από ad hoc στάθμιση συμφερόντων, την υποχώρηση του αγαθού της προσωπικότητας χάριν αγαθού εξυπηρέτησης των σκοπών και της αποστολής του τύπου. 95

iii.

Δικαιολογητικοί λόγοι ή λόγοι αίροντες τον παράνομο χαρακτήρα της επέμβασης

Όσο αφορά την προσβολή εννόμων αγαθών, και ιδιαίτερα της ιδιωτικής ζωής, από τον τύπο, υπάρχουν κάποιοι λόγοι που αίρουν τον παράνομο χαρακτήρα της επέμβασης. Οι δικαιολογητικοί λόγοι είναι δυνατόν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες: α) σε αυτούς που θεμελιώνονται σε ειδική διάταξη νόμου (π.χ. ΑΚ 282, 985, 1518), β) σε αυτούς που θεμελιώνονται 93 Η συνταγματική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 θεσπίζει τη θεσμική εγγύηση της ελευθερίας του τύπου, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου για πληροφόρηση. 94 Βλ. «Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή: από τη γένεση, στη σύγχρονη διαμόρφωση και προστασία του», Χριστίνα Μ. Ακριβοπούλου, Δ.Ν. Δικηγόρος, Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 176. 95 Βλ. «Προσωπικότητα και Τύπος», Γιάννης Κ. Καράκωστας, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή 2000, σελ. 27.

28 De jure – τεύχος 7


στη συναίνεση του θύματος, και γ) στους λόγους που θεμελιώνονται στην ανάγκη προστασίας δικαιολογημένου συμφέροντος (άρθρο 367 ΠΚ). Οι λόγοι που δικαιολογούν την επέμβαση στην προσωπικότητα είναι δυνατόν να διακριθούν ακόμη σε απόλυτους και σχετικούς. Απόλυτοι λόγοι είναι εκείνοι που επιτρέπουν στο δράστη να ενεργήσει όπως ενήργησε, χωρίς να χρειάζεται να προβεί σε προηγούμενη αξιολόγηση ή στάθμιση των αγαθών που συγκρούονται. Οι λόγοι αυτοί αναγνωρίζονται συνήθως ρητώς από το νόμο, όπως η συναίνεση του θύματος, η ιδιότητά του ως προσώπου του δημοσίου βίου κ.ο.κ. Σχετικοί λόγοι είναι εκείνοι που απαιτούν στάθμιση των συμφερόντων προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει ή όχι δικαίωμα επέμβασης (π.χ. φωτογράφιση ατόμου που δεν ανήκει στην κατηγορία των προσώπων της επικαιρότητας). 1. Στάθμιση συμφερόντων: Η σύγκρουση μεταξύ του ατομικού δικαιώματος της ιδιωτικής σφαίρας και του δημοσίου συμφέροντος της ενημέρωσης του κοινού μπορεί να λυθεί μόνο με μία στάθμιση των δύο αυτών εννόμων αγαθών. Η στάθμιση όμως αυτή δεν μπορεί να είναι γενική και αφηρημένη, γιατί κανένα από τα δύο συγκρουόμενα αγαθά δεν είναι a priori υπέρτερο ή υποδεέστερο του άλλου. Μόνο ύστερα από εξειδίκευση είναι δυνατή η στάθμιση.96 Σε ένα πρώτο επίπεδο διευκρινίζεται το δικαίωμα της προσωπικότητας του προσβληθέντος και αν το έννομο αγαθό εντάσσεται στο πεδίο αυτό. Στη συνέχεια, διαπιστώνεται αν η επέμβαση στο πεδίο αυτό είναι παράνομη και εξετάζεται κατά πόσον ο προσβάλλων είναι δυνατόν να επικαλεσθεί ένα δικαίωμα επέμβασης, ένα δικαιολογητικό λόγο που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα. Ο δικαστής θα πρέπει να λάβει υπόψη του την προσβολή και το δικαιολογητικό λόγο που επικαλείται ο δράστης. 97 2. Συναίνεση: Η έννοια της συναίνεσης έγκειται στη δυνατότητα του κάθε ατόμου να είναι ελεύθερο να ασκήσει ή να μην ασκήσει τα δικαιώματά του. Η συναίνεση δεν ταυτίζεται με την παραίτηση και έχει σχέση με την άσκηση ενός δικαιώματος και τη δυνατότητα παρέμβασης σε αυτό. Η συναίνεση αποτελεί υλική πράξη με την ιδιομορφία ότι για την ερμηνεία της λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις περί δικαιοπρακτικής δήλωσης βούλησης. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση των ανήλικων που δεν έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα; Εδώ όλα εξαρτώνται από την ικανότητα του ανηλίκου να εκτιμήσει την αξία του εννόμου αγαθού και τις συνέπειες της επέμβασης. Απαραίτητα είναι λοιπόν η ωριμότητα του ατόμου να κρίνει την αξία του αγαθού στη συγκεκριμένη περίπτωση.98 Με τη συναίνεση καταρτίζεται μια ενοχική σύμβαση κατά την οποία ο δηλών δεσμεύεται να μην ασκήσει τα ένδικα μέσα που του χορηγούνται και επιπλέον θεμελιώνεται λόγος που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της επέμβασης. Ωστόσο, η συναίνεση θα πρέπει να αντιδιαστέλλεται από την έγκριση, η οποία συνιστά παραίτηση από τα ένδικα μέσα, η οποία πραγματοποιείται μετά την προσβολή. Η τελευταία δεν συνιστά λόγο αίροντα a posteriori την προσβολή, αλλά στερεί το θύμα από την ένδικη προστασία. Με την έγκριση δηλαδή, δεν αίρεται 96 Βλ. «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τέταρτη ενημερωμένη έκδοση (φοιτητική έκδοση)», Π. Δ. Δαγτόγλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 429. 97 Βλ. «Προσωπικότητα και Τύπος», Γιάννης Κ. Καράκωστας, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή 2000, σελ. 85. 98 Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί ελαττωμάτων την βούλησης, ακυρότητας λόγω παρανόμου, ανήθικου κ.λπ. προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα αυτών των ανθρώπων με κάθε τρόπο.

De jure – τεύχος 7 29


το άδικο της πράξης, αλλά αυτή μένει ατιμώρητη λόγω έμπρακτης παραίτησης από τα ένδικα βοηθήματα προστασίας της προσωπικότητας. Οι προϋποθέσεις ώστε να γίνονται δεκτές η συναίνεση και έγκριση του παθόντος είναι: α) ικανότητα διάκρισης, δηλαδή ηθική και πνευματική ωριμότητα και ψυχική ικανότητα ώστε να γίνεται διακριτή η σημασία και η βαρύτητα της απόφασής του, β) σαφήνεια δήλωσης, γ) σοβαρότητα και δεσμευτικότητα, να μην υπάρχει συνεπώς καμία αμφιβολία για την σοβαρή πρόθεση του φορέα να αυτοδεσμευθεί, δ) γνώση των περιστάσεων, ε) ανεπηρέαστη βούληση, δηλαδή ο παθών να μην έχει πέσει θύμα πλάνης, απάτης ή απειλής, στ) περιθώριο αυτοδιάθεσης και ζ) η συναίνεση ή η έγκριση δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη.99 3. Δικαιολογημένο συμφέρον: Δικαιολογημένο συμφέρον υπάρχει όταν η θυσία που επιβάλλεται στο θύμα κρίνεται κατώτερη από το όφελος που μπορεί να αποκομίσει μια ομάδα προσώπων ή το κοινωνικό σύνολο. Έτσι λοιπόν έχουμε από τη μια τον απαραβίαστο πυρήνα της ιδιωτικής ζωής, που καθορίζεται από την ίδια την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και είναι ανώτερο οποιουδήποτε ενδιαφέροντος του κοινού, και από την άλλη το ενδιαφέρον του κοινού για την ιδιωτική ζωή κάποιων προσώπων, το οποίο ως ένα ορισμένο βαθμό είναι δικαιολογημένο. Το ενδιαφέρον του κοινού για την ιδιωτική ζωή, και κατ’ επέκταση το σχετικό δικαίωμα του τύπου, δεν είναι δικαιολογημένο, αν δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη συμπεριφορά των συγκεκριμένων προσώπων ούτε με το δημόσιο συμφέρον. Η προστασία της προσωπικότητας προηγείται πάντοτε έναντι του απλώς οικονομικού ενδιαφέροντος του τύπου να αυξήσει την κυκλοφορία του.100 Από την αρχή αυτή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος συνεπάγεται καταρχήν το καθήκον του τύπου να αναφέρει γεγονότα αληθή, που έχουν σχέση με την επικαιρότητα και προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού, ακόμα και αν αυτά έχουν επιπτώσεις για την τιμή μεμονωμένων ατόμων. Επιπλέον, πρόσωπα της πολιτικής, οικονομικής και καλλιτεχνικής ζωής πρέπει να είναι προετοιμασμένα να δέχονται αυξημένη κριτική και επιθέσεις. Όταν το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται ο τύπος είναι πολιτικός, καλλιτέχνης ή συγγραφέας, υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον του κοινού σχετικά με τις απόψεις αυτών των προσώπων, την προσωπικότητά τους, καθώς και πληροφορίες που αφορούν τη σφαίρα της ιδιωτικής τους ζωής. Όσο αφορά αυτά τα πρόσωπα λοιπόν, ο τύπος μπορεί να επεμβαίνει στη δημόσια ζωή τους, καθώς και σε εκείνη τη σφαίρα της ιδιωτικής τους ζωής που αφορά στοιχεία της προσωπικότητά τους και τον τρόπο κατά τον οποίο ενεργούν. Δεν είναι δυνατόν όμως ο τύπος να εισέρχεται στην προσωπική και μυστική ζωή του ατόμου, καθώς σε καμία περίπτωση αυτή δεν συνιστά «επίκαιρη ιστορία» και επομένως αποκλείεται της δημοσιότητας. 101 Περαιτέρω, τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο τύπος θα πρέπει να είναι αληθή και να μην προκύπτει από αυτά σκοπός εξύβρισης. Ο τύπος θα πρέπει να τηρεί τις συναλλακτικές υποχρεώσεις του και να μην προβαίνει σε προσβολή του ιδιωτικού βίου, εκτός αν το ενδιαφέρον του κοινού είναι σημαντικά ανώτερο της προσβολής του ιδιωτικού βίου. Ψευδή γεγονότα θεωρούνται ανακριβή και θα πρέπει να παραλείπονται, καθώς σε αυτά δεν είναι 99 Βλ. «Προσωπικότητα και Τύπος», Γιάννης Κ. Καράκωστας, τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή 2000, σελ.89-90. 100 Βλ. «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τέταρτη ενημερωμένη έκδοση (φοιτητική έκδοση)», Π. Δ. Δαγτόγλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 431. 101Βλ. «Το συνταγματικόν δικαίωμα της Ελευθεροτυπίας και η κατά το άρθρον 367 Π.Κ. πρόσθετος προστασία», Βασιλείου Ιωαν. Φίλια, Δικηγόρου Δ.Π.Ε., Αθήναι 1966, σελ. 39-40.

30 De jure – τεύχος 7


δυνατή η επίκληση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Πάντοτε, η απλή έκφραση γνώμης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγει το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου. Το διαδιδόμενο περιστατικό θα πρέπει να είναι αληθές και το δικαιολογημένο ενδιαφέρον πληροφόρησης, να υπερβαίνει το συμφέρον κατοχύρωσης της ιδιωτικής ζωής του θιγόμενου.

Ο γάμος ομοφύλων και το σύμφωνο συμβίωσης De jure – τεύχος 7 31


υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας Των: Στεύης Κίτσου, ασκούμενης δικηγόρου Αθηνών (Α.Π.Θ.) Χαράς Καλλιντέρη, ασκούμενης δικηγόρου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.)

I. Ο γάμος ως θεσμική εγγύηση του Συντάγματος: οι απορρέοντες προστατευόμενοι σκοποί, τότε και τώρα. Ο γάμος, ως κοινωνικό παροχικό δικαίωμα102 που χρήζει κρατικής προστασίας και – ιδιαίτερης μέριμνας- ως «θεσμική εγγύηση» κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας στο αρ. 21§1 με τη γενική διατύπωση : “Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους”. Το ίδιο δικαίωμα όμως, ιδωμένο ως έκφανση της προσωπικής ελευθερίας για επίσης ελεύθερη επιλογή ερωτικού συντρόφου-συζύγου, βρίσκει νομική θεμελίωση στην προστασία ανάπτυξης της προσωπικότητας, που ερείδεται στο 5§1 Σ υπό τη σκοπιά των ατομικών δικαιωμάτων. Σ’αυτή τη διάσταση μάλιστα, εμφιλοχωρεί και ένα αμυντικό status δικαιώματος στη σύναψη γάμου, υπό την έννοια του αποκλεισμού επεμβάσεων και περιορισμών(πέραν αυτών που αποτυπώνονται στις οικείες διατάξεις του ΑΚ) από την κρατική,πολιτειακή εξουσία. 103 Στη διάρκεια των χρόνων, των αιώνων ορθότερα, ο γάμος υπήρξε και λειτούργησε ως θεσμός, που σκοπό είχε να προωθήσει και να επιστεγάσει βασικές ανάγκες και σκοπούς των μελών του, κάποιες διαχρονικά σταθερές, κάποιες άλλες προσαρμοζόμενος στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Επομένως οι σκοποί του γάμου, άλλοτε λειτούργησαν (και λειτουργούν) βάσει των μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών, για την αναπαραγωγή εξουσιαστικών προτύπων104, (ο ισχυρός άνδρας που υπό την οικογενειακή σκέπη προωθεί το παραδοσιακό πατριαρχικό μοντέλο), είτε για τη νομικά κατοχυρωμένη τεκνοποιία και παραπέρα την κοινωνική, συναισθηματική ασφάλεια που ενυπάρχουν στους κόλπους του, είτε ακόμη και ως πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και τρόπο ζωής. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι περισσότεροι σκοποί, κοινωνικοί και ουσιαστικοί του γάμου, επιτελούνται απρόσκοπτα και εκτός της επιλογής του. Η αναπαραγωγική λειτουργία δηλαδή και η ανάπτυξη δεσμών συντροφικότητας και αλληλεγγύης δεν προϋποθετουν ως sine qua non την τέλεση γάμου,ως συστατικό στοιχείο των σχέσεων. Αυτό που ελλείπει απ’τις εκτός κείμενες του γάμου σχέσεις, είναι αυτό που θέλει ο νομοθέτης να προστατεύσει κατοχυρώνοντας το δικαίωμα στο γάμο, στο αρ. 21§1 Σ. Την αναγνώριση νομικά μιας κατοχυρωμένης διαρκούς ερωτικής συνύπαρξης, στα πλαίσια της οποίας, τα μέλη της αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους, προωθείται η δημιουργία οικογένειας και η απόλαυση ποικίλλων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που συνεπάγονται και απορρέουν από αυτή τη σύμβαση. Κατ’αυτό τον τρόπο, γίνεται αντιληπτό ότι ναι μεν, η σεξουαλική ελευθερία και το δικαίωμα στο γάμο μπορεί να μην ταυτίζονται από

άποψη περιεχομένου105, σίγουρα όμως το πρώτο αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιλογή του δεύτερου και ενυπάρχει μέσα σ’αυτό. 102Λίνα Παπαδοπούλου, Γάμος Ομοφύλων, 418 103Λίνα Παπαδοπούλου, Γάμος Ομοφύλων, 419 104Ι. Καμτσίδου, Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας, 1151

32 De jure – τεύχος 7


Εκεί εναπόκειται λοιπόν η συνταγματική επιταγή του αρ.21§1 Σ, στη νομική κατοχύρωση των μελών του γάμου, ως «θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Εθνους», με όρους ισότητας και όχι στην προστασία του ίδιου του θεσμού αυτού καθαυτού,χωρίς ενεργούς όρους. Με απόδειξη, ότι ο νομοθέτης καμία υποχρέωση δεν έχει να προστατεύσει γάμους που δε λειτουργούν ή δεν επιτελούν πλέον για τα μέλη του τους επιδιωκόμενους προσωπικούς ή κοινωνικούς σκοπούς που έχουν θέσει. Υπό την παραδοχή των παραπάνω, μπορεί κανείς εύλογα να συναγάγει ότι ο γάμος, δεν είναι ένα αποκρυσταλλωμένο κοινωνικό μόρφωμα 106 αλλά-και ως τέτοιος πρέπει να ιδωθεί- ένας θεσμός που οφείλει να ανταποκρίνεται στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες, εγκιβωτισμένος με όλα τα στοιχεία που προσανατολίζονται στην επίτευξη του σταθερού σκοπού του, που δεν είναι άλλος από την αναγνώριση και προστασία των μελών του σε ένα κατοχυρωμένο νομικό πλαίσιο. Άλλωστε, κάνοντας κανείς μία μικρή αναδρομή στο πρόσφατο( ή και όχι και τόσο πρόσφατο) παρελθον, μπορεί να προσμετρήσει στοιχεία «νόθευσης» του παραδοσιακούθρησκευτικού- τυπικού του γάμου, όπως την εισδοχή και καθιέρωση του πολιτικού γάμου, αλλά και τη διαδικασία ακόμη του διαζυγίου,ως επιλογή αναίρεσης του τελευταίου. Με άλλα λόγια, ο γάμος ως ομολογημένη, ελεύθερη, αλλά σε κάθε περίπτωση κατοχυρωμένη σύμβαση, οφείλει να προωθεί την ολοκλήρωση και την αυτονομία των μελών του σε κάθε χρονική στιγμή της Ιστορίας και όχι να γίνεται όχημα διασφάλισης και διαιώνισης άκαμπτων συντηρητικών προτύπων μη ανταποκρινόμενων στο πνεύμα και τις ανάγκες των καιρών, χάνοντας έτσι την καίρια ουσία του. II. H αποτύπωσή του γάμου στον ΑΚ: η ετερότητα φύλου ως προϋπόθεση. (;) Σε σχέση με τα προαναφερθέντα, πρόταγμα κάθε εποχής, όλων των καιρών, αποτελεί και η ίση μεταχείριση όλων των πολιτών στα πλαίσια ενός συνταγματικού πολιτεύματος υπό το πρίσμα της ακώλυτης πρόσβασης και απόλαυσης σε θεμελιώδη δικαιώματα όπως αυτό της σύναψης σύμβασης (είτε αυτό λέγεται γάμος, είτε σύμφωνο συμβίωσης)με όρους παντως νομικής κατοχύρωσης που θα εγγυάται την προστασία και προαγωγή τόσο όλων των εκφάνσεων της προσωπικοτητας που μπορεί μια τέτοια σύμβαση να υποστηρίξει, όσο και των προνομίων που επιφυλάσσει το Κρατος στα συναινουντα σ’αυτή συμβαλλόμενα μέρη. Στα πλαίσια ενός συνταγματικού,φιλελεύθερου Κράτους,αυτό(πρέπει να) είναι το μόνο αυτονόητο και όχι οποιαδήποτε «αυτονόητη» προϋπόθεση σύναψης γάμου(ή συμφώνου) η οποία δεν ενυπάρχει στο σώμα του νόμου και θεωρείται απλώς παραδεδεγμένη αρχή, απλώς και μόνο επειδή έτσι παραλήφθηκε απ’τις προηγούμενες γενιές και έτσι «αλώβητη» και «αναλλοίωτη» πρέπει να παραδοθεί στις επόμενες. Πιο συγκεκριμένα. Στο άρθρο 1350 ΑΚ ο γάμος πραγματώνοντας τη συνταγματική επιταγή του, αποτυπώνεται στο κείμενο του Νόμου υπό τους ακόλουθους όρους : «Για τη σύναψη γάμου απαιτείται συμφωνία των μελλονύμφων. Οι σχετικές δηλώσεις γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία. – Οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Το δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους μελλονύμφους και τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλεια του ανηλίκου, να επιτρέψει το γάμο και πριν από τη συμπλήρωση αυτής της ηλικίας, αν η τέλεσή του επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο». Επίσης στα άρθρα 1351-1360 ΑΚ αναφέρονται τα κωλύματα για τη σύναψη γάμου, στο αρ.1367 ο τύπος του γάμου,ενώ στο 1372 η περίπτωση του άκυρου ή ανυπόστατου γάμου. Ως εκ τούτου, η ετερότητα του φύλου ως ενός από τα δύο μέρη, δεν αναφέρεται πουθενά ως προϋπόθεση του παραδεκτού για τη σύναψή του, πολλώ δε μάλλον ως 105Σ. Μήτας, Οι (ερωτικές) «ζωές των άλλων» Δικαίωμα γάμου και σεξουαλική ελευθερία 106Β. Μάλλιος, Κατοχύρωση συμβίωσης ομοφύλων: ελληνική πραγματικότητα και ευρωπαϊκή διάσταση(ΕΣΔΑ)

De jure – τεύχος 7 33


στοιχείο που συνιστά άκυρο, ακυρώσιμο ή ανυπόστατο γάμο. Από αυτό το σημείο και εφεξής ξεκινά μία συζήτηση που ερίζεται σχετικά με το γεγονός του επιτρεπτού ή όχι(τουλάχιστον στην ελληνική έννομη τάξη) του γάμου ομοφύλων και τι συνέπειες μπορεί να έχει μια τέτοια παραδοχή ή νομιμοποίηση για τη κοινωνική ιδιοσυγκρασία. Θα επιλέξουμε να μην αναλωθούμε σε μεγάλο βαθμό σε ηθικοπλαστικές έννοιες και προκαταλήψεις σε σχέση με τις απόψεις που επικρατούν γύρω από την ομοφυλοφιλία, αλλά θα προσπαθήσουμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και να θέσουμε το κέντρο βάρος της θέσης μας στο βασικό διακύβευμα, που πιστεύουμε ότι είναι σε κάθε περίπτωση η εφαρμογή της αρχής της ισότητας (όπως αυτή εδράζεται στο 4§1 Σ) χωρίς να λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση και εν προκειμένω το φύλο, για να αποκλείσει μία ομάδα ανθρώπων από τους κόλπους προστασίας του δικαιώματος στο γάμο και εν γένει στην αναγνωρισμένη καταχωρισμένη συμβίωση. ΙΙΙ. Ευρωπαϊκή νομοθετική κατοχύρωση: η περίπtωση του PACS και του LpartG. Κατ’αρχήν, το ελληνικό συνταγματικό κράτος, ως μέλος της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικογένειας, δε θα μπορούσε να προβαίνει σε πρακτικές στρουθοκαμηλισμού σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή νομοθεσία σε αντίστοιχα θέματα, ούτε και να μένει αμέτοχο και να παρορά τις διεθνείς εξελίξεις και τις δικαστικές αποφάσεις που αργά αλλά σταθερά δείχνουν το δρόμο για την καθολική εφαρμογή των συμφώνων συμβίωσης με όρους ουσιαστικής ισότητας. Ας ξεκινήσουμε από το παράδειγμα της γαλλικής νομοθεσίας στο Αστικό Δίκαιο, που καθιερώνει το «σύμφωνο κοινωνικής αλληλεγγύης», το λεγόμενο “Pacs”. Πρόκειται για «σύμβαση που καταρτίζουν δύο ενήλικα πρόσωπα, διαφορετικού ή ίδιου φύλου για να οργανώσουν την κοινή ζωή τους», χωρίς όμως να εγκαθιστά δεσμούς συγγένειας στα μέλη του και τις οικογένειές τους, με απαγόρευση δυνατότητας απόκτησης από κοινού τέκνα και με-υπερβολικά θα λεγε κανείςαπλούστευση των διαδικασιών λύσης του, αφού αυτή επιτυγχάνεται με μονομερή δήλωση στον αντισυμβαλλόμενο και με τις συνέπειες να επέρχονται 3 μήνες μετά τη δήλωση αυτή, ενώ τυχόν γάμος του ενός μέλους θεωρείται ότι λύει αυτοδικαίως το σύμφωνο-δεδομένου οτι τα άτομα θεωρούνται ως προς την οικογενειακή τους κατάσταση ότι παραμένουν άγαμα. 107 Η περίπτωση αυτή του Pacs, ενώ αρχικά αναπτέρωσε τις προσδοκίες για ουσιαστική, όμοια αντιμετώπισηεμείς θεωρούμε όμοιων καταστάσεων108-στα μάτια του νόμου, εντούτοις φαίνεται να δημιουργήθηκε για να κατοχυρώσει την περιχαράκωση των ομοφυλοφίλων, καθώς βάσει των ρυθμίσεών του, αφενός κινείται υπό το δόγμα αναγνώρισης του γάμου ως «ανώτερου» θεσμού που επιτελεί «ανώτερα» συμφέροντα109 και αφετέρου εμμέσως-πλην-σαφώς αποκλείει τους τελευταίους από το δικαίωμα γονεϊκότητας ως μη επαρκούντων φορέων αυτής της ιδιότητας. 110 Η αποκρυστάλλωση όμως μιας τέτοιας οπτικής ευτυχώς απομακρύνθηκε κατά κάποιο τρόπο, με την παρέμβαση του Conseil costitutionnel το οποίο άδραξε της ευκαιρίας που του δόθηκε, για να διασαφήσει ότι δεν πρόκειται απλώς για μια ενότητα περιουσιών αλλά προϋποθέτει «συμβίωση ζευγαριού», ενώ παραπέρα συστατικό στοιχείο αυτής αναγνώρισε τη

107Ι. Καμτσίδου, Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας, 1158,1160,1164 108Αν δεχόμασταν διακριτική μεταχείριση και ιδιαίτερο σύμφωνο για τους ομοφυλόφιλους, δηλαδή ανόμοια μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων,θα ήταν σα να συναινούσαμε σ’αυτο το οποίο αντιμαχόμαστε-την παραδοχή άμεσης διάκρισης λόγω φύλου και τη δημιουργία μιας ξεχωριστής ομάδας πολιτών με ξεχωριστές ανάγκες και παραχώρηση περιορισμένων προνομίων. 109Ι.Καμτσίδου, Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας, 1161 110Ι. Καμτσίδου, Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας, 1168

34 De jure – τεύχος 7


σεξουαλική ζωή τους, ως αυτοτελώς προστατευόμενο αγαθό, αποσυνδεδεμένο από την απόκτηση οικογένειας.111 Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν οι ρυθμίσεις του νόμου περί καταχωρισμένων σχέσεων συμβίωσης, στο Γερμανικό Δίκαιο, ανταποκρινόμενο στις επιταγές της Οδηγίας 2000/78, η οποία ορίζει ως σκοπό « τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας, ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας, ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»112 Το άρθρο 1§1 του νόμου περί καταχωρισμένων σχέσεων συμβίωσης (Gesetz über die Eigentreigene Lebenspartnerschaft) προβλέπει σε ό,τι αφορά τη σύναψη αυτού του συμφώνου ότι « Δύο πρόσωπα του ιδίου φύλου συνάπτουν σχέση συμβιώσεως όταν δηλώνουν αμοιβαίως, αυτοπροσώπως και παρουσία αμφοτέρων ότι επιθυμούν να ζήσουν από κοινού με σχέση καταχωρισμένης συμβιώσεως (καταχωρισμένοι σύντροφοι). Οι δηλώσεις δεν μπορούν να γίνουν υπό αίρεση ή προθεσμία. Οι δηλώσεις παράγουν τα αποτελέσματά τους αφού υποβληθούν ενώπιον της αρμόδιας αρχής. […]» Το αρ.2 : «Οι καταχωρισμένοι σύντροφοι υπέχουν αμοιβαία υποχρέωση μέριμνας και αλληλεγγύης καθώς και αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση. Φέρουν ευθύνη ο ένας για τον άλλο.» ενώ το αρ.5 ότι : “Οι καταχωρισμένοι σύντροφοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της συμβιώσεως. “ και τέλος, στο αρ. 11 αποτυπώνεται ρητά η εφαρμογή ουσιαστικής ισότητας και εξομοίωσης αφενός των ομόφυλων ζευγαριών με τα ετερόφυλα, αφετέρου του εν λόγω συμφώνου (LpartG) εν σχέσει με το γάμο, καθώς ορίζει ότι : «Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, ο καταχωρισμένος σύντροφος λογίζεται ως μέλος της οικογενείας του άλλου καταχωρισμένου συντρόφου.» 113

IV. Νομολογιακά ζητήματα: η απόφαση Versorgungsanstalt der deutschen Buehnen.

του

ΔΕΚ

C-267/06

Tadao

Maruko

v.

Στην υπόθεση Tadao Maruko114 το ΔΕΚ κλήθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο του Μονάχου να εκδώσει προδικαστική απόφαση στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς µεταξύ του Maruko και του Οργανισµού Κοινωνικής Ασφαλίσεως των Γερµανικών Θεάτρων που αφορούσε το ζήτημα της χορήγησης σύνταξης επιζώντος -συζύγου- σε σύντροφο αναγνωρισμένης συμβίωσης. Η εθνική νομοθεσία θέτει τα πρόσωπα του ίδιου φύλου που βρίσκονται σε σχέση αναγνωρισμένης συμβίωσης σε παρεμφερή κατάσταση με τους συζύγους, παρ' όλα αυτά όσο αφορά την σύνταξη επιζώντος την οποία δεν χορηγεί στον επιζώντα αναγνωρισμένης συμβίωσης φαίνεται να προσκρούει στην Οδηγία 2000/78 115 που διαμορφώνει γενικό πλαίσιο για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και συγκεκριμένα στα άρθρα 1 και 2 116. 111Ι. Καμτσίδου, Τάσεις αποηθικοποίησης του γάμου στα σύγχρονα κράτη πρόνοιας,1166 112http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62008CJ0147:EL:HTML 113http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:62008CJ0147:EL:HTML 114C-267/06, Tadao Maruko v. Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen, ΕΕφΕΚ C 128/6 της 24.5.2008. 115http://eur-lex.europa.eu

116 Οδηγία 2000/78 Άρθρο 1. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη. Άρθρο 2.1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

De jure – τεύχος 7 35


Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι πράγματι οι επιζώντες σύζυγοι και οι επιχώντες σύντροφοι αναγνωριμένης συμβίωσης βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση όσο αφορά τη σύνταξη επιζώντος τότε η εν λόγω νομοθεσία αποτελεί άμεση δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού υπό την έννοια της οδηγίας 2000/78. Η οικογενειακή κατάσταση δεν ορίζεται ή προσδιορίζεται από την κοινοτική νομοθεσία, αντίθετα επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους μέλους, του οποίου τον σχετικό ορισμό του γάμου, της χηρείας και κάθε μορφής πολιτικής “έγγαμης” συμβίωσης, συμφώνου συμβίωσης, η ευρωπαϊκή κοινότητα δέχεται. Εκτίμηση (22): “Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες περί την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.” 117 Όμως, τα κράτη-Μέλη οφείλουν, “ακόµη και σε τοµείς που εµπίπτουν στην αρµοδιότητά τους, όπως η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που εξαρτώνται από αυτήν, να τηρούν το κοινοτικό δίκαιο, και, µεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων”.118 Αυτό σημαίνει, ότι αν για παράδειγμα ένα κράτος μέλος ελεύθερα αποφασίσει να θεσπίσει σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια πρέπει να προχωρήσει σε αυτή τη ρύθμιση μέσα στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/78, διασφαλίζοντας δηλαδή πως τα ζευγάρια αυτά δεν θα αντιμετωπίσουν διακριτική μεταχείριση στον τομέα της απασχόλησης και άρα τις ωφέλειες και τα δικαιώματα που πηγάζουν από αυτήν. Η διακριτική αυτή μεταχείριση μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση. Άμεση διάκριση συντρέχει όταν λόγω θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο. Στην υπόθεση ύπο εξέταση ο κ. Maruko στερήθηκε της σύνταξης επιζώντος εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν ήταν παντρεμένος με τον σύντροφο του και κατα συνέπεια δεν ήταν χήρος, κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί κατα αποκλειστικό τρόπο μόνο ο σύζυγος του αποβιώσαντος. Εκ πρώτης όψεως, δηλαδη, δεν χορηγήθηκε στον κο. Maruko η εν λόγω σύνταξη εξαιτίας της “οικογενειακής του κατάστασης΄” και όχι εξαιτίας κάποιου από τους λόγους που αναφέρονται απαγορευτικά στην Οδηγία, δηλ. του γενετήσιου προσανατολισμού του. Λαμβάνοντας επιπλέον υπ' όψη ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τέτοια σύνταξη χορηγήθηκε στο παρελθόν σε άτομα στην ίδια ή ανάλογη κατάσταση με τον κ. Maruko η άρνηση χορήγησης σύνταξης επιζώντος δεν αποτελεί άμεση παραβίαση του άρθρου 2 της ευρωπαϊκής Οδηγίας. 119

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν, i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή ii) για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία, υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική.

2.

117Οδηγία 2000/78, εκτίμηση 22. 118Opinion of Advocate General Ruiz-Jarabo Colomer delivered on 6 September 2007 119Oxford Journals, Law, Int. Journal of Constitutional law, Vol. 7 Iss. 4 pp. 731-753

36 De jure – τεύχος 7


Στην καθημερινότητα όμως και σύμφωνα με τη γενική πρακτική οι ετερόφυλοφιλοι είναι εκείνοι που συνάπτουν γάμο ενώ οι ομοφυλόφιλοι περιορίζονται στο σύμφωνο συμβίωσης, αν

είναι τυχεροί να ζούν σε μια έννομη τάξη όπου κάτι τέτοιο είναι δυνατό 120. Κατ'αυτό τον τρόπο η εξάρτηση του δικαιώματος σε σύνταξη επιζώντος από την σύναψη γάμου αποτελεί έμμεση διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Σύμφωνα με την ίδια την οδηγία-πλαίσιο έμμεση διάκριση συντρέχει “όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.” Για να αποκλειστεί ή να επιβεβαιωθεί η κατάφαση έμμεσης διάκρισης είναι κατα συνέπεια απαραίτητο να γίνει σύγκριση των δύο ενώσεων και να διαγνωσθεί το κατα πόσο αξιώνουν την ίδια μεταχείριση. Για τη σύγκριση αυτή πρέπει το εθνικό δικαστήριο να κρίνει κατα πόσο η νομική κατάσταση του συζύγου είναι συγγενής με εκείνη του συντρόφου σε σχέση αναγνωρισμένης συμβίωσης. Επειδή λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα του κατά πόσον οι καταστάσεις των συζύγων και των συντρόφων συμφώνου συμβίωσης είναι στην πραγματικότητα συγκρίσιμα, κατά την έννοια του άρθρου 2(2)(α) της οδηγίας-πλαισίου, αποτελεί ζήτημα του εθνικού δικαίου, παραπέμθηκε στο εθνικό δικαστήριο. Ωστόσο, εμμέσως πλην σαφώς,το ΔΕΚ δείχνει να θεωρεί δεδομένη της συγκρισιμότητα, αποφαινόμενο για πρώτη φορά, υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών. Τελικά, το γερμανικό δικαστήριο121 όπως και το ΔΕΚ ήταν της γνώμης ότι η συμβίωση που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία122 για τα ομόφυλα ζευγάρια συνίσταται σε ένα σύστημα δικαιωμάτων παρόμοιο με αυτό του γάμου. Συμπερασματικά, λοιπόν, η άρνηση χορήγησης σύνταξης επιζώντος με την αιτιολογία ότι ένα ζευγάρι δεν είναι παντρεμένο, όταν δύο άτομα του ιδίου φύλου που δεν έχουν την δυνατότητα να συνάψουν γάμο στην αυτή έννομη τάξη έχουν συνάψη σύμφωνο συμβίωσης με συγγενείς έννομες συνέπειες, αποτελεί έμμεση διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, αντίθετη με την οδηγία 2000/78. 123 Λαμβάνοντας δε ως δεδομένη πλέον την ύπαρξη διάκρισης παρατηρούμε ότι δεν φαίνονται να υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν μια τέτοια διάκριση και ούτε προβλήθηκαν τέτοιοι κατά τη διαδικασία έκδοσης προδικαστικής απόφασης. Οι συνέπειες της απόφασης: Στην υπόθεση Maruko το ΔΕΚ κατέστησε σαφές ότι αντικείμενο κρίσης και σύγκρισης εν προκειμένω δεν ήταν ο γάμος και το σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων γενικά αλλά η νομική κατάσταση του συζύγου και του συμβίου αντίστοιχα μόνο σε σχέση με δικαιώματα που πηγάζουν από την απασχόληση και την εργασία και έτσι παρόλο που θωρακίζει θεσμικά την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης στον εργασιακό τομέα δεν επιτρέπει κατα τρόπο ασφαλή το συμπέρασμα ότι η κοινοτική νομολογία εξομοιώνει το γάμο με το σύμφωνο συμβίωσης 120Ευρωπαϊκές χώρες πόου αναγνωρίζεται σύμφωνο συμβίωσης ομοφύλων: Ανδόρα, Αυστρία, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λίχτενσταϊν,Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Ελβετία και Ην. Βασίλειο. 121Bayerisches Verwaltungsgericht Muenchen. 122LpartG, Lebenspartnerschaftsgesetz 123Oxford Journals, Law, Int. Journal of Constitutional law, Vol. 7 Iss. 4 pp. 731-753

De jure – τεύχος 7 37


ομόφυλων ζευγαριών. H αδυναµία της απόφασης είναι διπλή: πρώτον, το Δικαστήριο αρνείται να παράσχει προστασία από δυσµενή µεταχείριση εκεί όπου αυτή είναιπερισσότερο απαραίτητη: στα Κράτη-Μέλη, όπου δεν παρέχεται τέτοια. Δεύτερον, αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των Κρατών-Μελών να καθορίσουν αν η Οδηγία 2000/78/ΕΚ, το κοινοτικό δηλαδή

δίκαιο, αναπτύσσει την κανονιστική της ισχύ.124 Η αρχή της ίσης μεταχείρισης είναι από τις μακροβιότερες και σημαντικότερες αρχές της κοινοτικής έννομης τάξης. Από την ένταξη της στην ΕΣΔΑ η αρχή της ισότητας έχει αποτελέσει ένα γενικό πλαίσιο για την πρόληψη των αδικαιολόγητων διακρίσεων και την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο η διστακτικότητα του ΔΕΚ σε ένα θέμα που αφορά την ίδια την άµεση ισχύ και εφαρµογή του κοινοτικού δικαίου δεν είναι συνήθης ή όπως σκληρότερα έχει διατυπωθεί: είναι απογοητευτικό ότι το ΔΕΚ επιδεικνύει αυτοπεριορισµό και σεβασµό της εθνικής αυτονοµίας σε θέµατα θεµελιωδών δικαιωµάτων και ισότητας, ενώ αντίθετα δεν φείδεται δικαστικού ακτιβισµού σε θέµατα ελεύθερου ανταγωνισµού και λειτουργίας της κοινής αγοράς, που µπορεί να κοστίσουν πολύ περισσότερα στους εθνικούς προϋπολογισµού. 125 V. Εξέλιξη της κοινοτικής νομολογίαςκαι της νομολογίας του ΕΔΔΑ . Τι μηνύματα στέλνει στον Έλληνα νομοθέτη; Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της πύκνωσης των επαφών και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της κοινοτικής έννομης τάξης και του συστήματος της ΕΣΔΑ. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να εξεταστεί συνολικά η νομολογία τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όσο και του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) υπό το πρίσμα της προσάθειας τους να συντονίσουν τη νομολογία τους σε θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου.126 ΕΔΔΑ Ξεκινώντας από τη νομολογία του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρατηρούμε ότι βρίσκεται σε μια αργή μεν αλλά διαρκή εξέλιξη στον τομέα των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Η προστασία που εγγυάται απέναντι σε παραβιάσεις ατομικών δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων είναι απόλυτη, ως προς την αναγνώριση των ομόφυλων σχέσεων όμως παραμένει διστακτικό. Κάνοντας μια “δειγματοληψία” χαρακτηριστικών αποφάσεων βλέπουμε ξεκάθαρα την μεταστροφή στην νομολογιακή προσέγγιση. Στην υπόθεση Rees127 το ΕΔΔΑ κατέγραψε µε τρόπο ρητό πως το δικαίωμα του γάμου όπως αυτό εγγυάται στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ αναφέρεται μόνο στον παραδοσιακό γάμο ανάμεσα σε άτομα αντίθετου βιολογικού φύλου, πράγμα που συνάγεται και από τον σκοπό του άρθρου που είναι η προστασία του γάμου ως βάση της οικογένειας. Στον ίδιο τόνο είναι και σχετική απόφαση της Επιτροπής Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων, η απόφαση X and Y v. UK [1983] 128, που έκρινε ότι οι σχέσεις ομοφύλων ώντας ασύμβατες με τις ετεροφυλικές δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια 124 http://law-constitution.web.auth.gr Γάμος ομοφύλων; Μια απόπειρα νοµικής και δικαιοπολιτικής αξιολόγησης της Λίνας Παπαδοπούλου.

125 http://law-constitution.web.auth.gr Γάμος ομοφύλων; Μια απόπειρα νοµικής και δικαιοπολιτικής αξιολόγησης της Λίνας Παπαδοπούλου.

126'Η μεγάλη

Ευρώπη των 44 και η Ενωμένη Ευρώπη των 15 (+): θεσμικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις μιας δύσκολης εναρμόνισης', Ηλίας Καστανάς, Δ.Ν., Εισηγητής στην Ειδική Νομική Υπηρεσίατου Υπουργείου Εξωτερικών

127 Απόφαση της 17. 10.1986, Series A, No 106 38 De jure – τεύχος 7


της οικογενειακής ζωής και κατα συνέπεια μόνο ως έκφανση της ιδιωτικής ζωής μπορούν να προστατευθούν. Η Επιτροπή, μάλιστα, έκρινε κατ'εξακολούθηση ότι οι διακρίσεις απέναντι στα ζευγάρια ομοφύλων είναι “αντικειμενικά δικαιολογημένη”, όταν γίνεται για λόγους όπως: η προστασία των δικαιωμάτων των άλλων, η διατήρηση της οικονομικής ευμάρειας της χώρας και της προστασίας της οικογενειακής ζωής μέσα από την προστασία της παραδοσιακής οικογένειας. Αλλαγή παρατηρείται στην υπόθεση Mata Estevez v. Spain 129 όπου παρόλο που κρίθηκε ότι, οι σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών δεν συνιστούν οικογενειακή ζωή, το δικαστήριο παραδέθηκε ότι τυχόν περιορισμοί στις σχέσεις αυτές ενδέχεται να εγείρουν ζητήματα επέμβασης στην ιδιωτική ζωή. Συνειδητοποιώντας ότι δεν αποτελεί απόφαση ορόσημο στην διεκδίκηση των δικαιωµάτων των ομοφυλοφίλων δεν πρέπει να παραγνωρίσει κανείς την σημασία της ανεπαίσθητης αυτής αλλαγής στην νομολογιακή νοοτροπία. Σημαντικότερη αλλαγή παρατηρείται στην υπόθεση Karner κατά Αυστρίας130, όπου το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι ο αποκλεισμός των ομόφυλων ζευγαριών από την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την μεταφορά του μισθωτήριου συμβολαίου στον επιζώντα σύντροφο συνιστά δυσανάλογο μέτρο για την επιδίωξη του επιδιωκόμενου σκοπού της προστασίας της παραδοσιακής οικογένειας, και κατά τούτο συνιστά παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της Σύμβασης.131 Άρα, η αναγνώριση δικαιωµάτων σε οµόφυλα ζευγάρια µπορεί να αποκλειστεί μόνο εφόσον και στο βαθμό, που θέτει σε κίνδυνο την ετερόφυλη οικογένεια, πράγμα που είναι φυσικά δύσκολο να αποδειχθεί. Το δικαστήριο αποφεύγει να απαντήσει στο ερώτημα αν η συμβίωση ομοφύλων εμπίπτει στην έννοια της οικογενειακής ζωής γιατί δεν επιθυµεί να εισέλθει σε κρίσεις µε ηθικές και ιδεολογικές προεκτάσεις προκειµένου να µείνει πιστό στον επικουρικό έναντι των εθνικών εννόµων τάξεων χαρακτήρα του και βεβαίως για να µην προκαλέσει την εθνική κοινωνία των ερµηνευτών του δικαίου.132 Παρόμοια περίπτωση αποτελεί και η υπόθεση Kozak v. Poland 133, που αφορούσε το δικαίωμα του αιτούντα να διαδεχθεί τον αποθανόντα σύντροφό του στη μίσθωση του διαμερίσματος στο οποίο συγκατοικούσαν. Το Δικαστήριο όπως και στην Karner v. Austria αναγνώρισε ότι η προστασία της παραδοσιακής μορφής της οικογένειας μπορεί καταρχήν να αποτελέσει νόμιμο λόγο που να δικαιολογεί ενδεχομένως τη διαφορετική μεταχείριση. Όμως, υπογράμμισε ότι η προσπάθεια για εξισορρόπηση της ανάγκης για ταυτόχρονη προστασία της οικογένειας και των δικαιωμάτων ομοφυλοφίλων, πρέπει να συνεκτιμά τις εξελίξεις στην κοινωνία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι υπάρχουν περισσότεροι τρόποι με τους οποίους ένα άτομο μπορεί να ρυθμίζει την προσωπική του ζωή. Συνολικά μέσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου η έννοια του γάμου φαίνεται να έχει αποσυνδεθεί από τον σκοπό της τεκνοποιίας, αφού η οικογένεια προστατεύεται και αυτοτελώς, δηλαδή ανεξάρτητα από το δικαίωμα σύναψης γάμου. 134 Επιπλέον, η 128 Απόφαση X and Y v. UK [1983], 32 D&R, 220, Αίτηση 9369/81, 5 EHRR 601 129ECHR, Mata Estevez v. Spain, Judgment 10/5/2001 130ECHR, Karner v. Austria, application n. 4001/98, Judgement 24/7/2003

131 Κατοχύρωση συμβίωσης ομοφύλων ελληνική πραγματικότητα και ευρωπαϊκή διάσταση, Βαγγέλης Μάλλιος, Δ.Ν., Ειδικός Επιστήμων στη Νομική Αθηνών

132 http://law-constitution.web.auth.gr Γάμος ομοφύλων; Μια απόπειρα νοµικής και δικαιοπολιτικής αξιολόγησης της Λίνας Παπαδοπούλου. 133ECHR, Kozak v. Polland, Judgement 02/03/2010

134 Εκδήλωση για τη νομική ρύθμιση των ομόφυλων συμβιώσεων-18/2/2011,Σπίτι της ΕΕ, Accept-LGBT Cyprus De jure – τεύχος 7 39


οικογενειακή ζωή, όπως αυτή προστατεύεται από το άρθρο 8 της Σύμβασης, δεν περιορίζεται μόνο στις οικογένειες που διαμορφώνονται στα πλαίσια του γάμου, αλλά μπορεί να εκτείνεται και σε de facto σχέσεις135. ΔΕΚ Το ΔΕΚ, εµφανίζεται περισσότερο συντηρητικό, καθώς και στις τρεις υποθέσεις, οι οποίες έφτασαν ενώπιόν του (Grant136, D137, και Maruko) επέδειξε έναν σπάνιο αυτοπεριορισµό. Μια δεκαετία πρίν από την υπόθεση Maruko, στην υπόθεση Grant, το δικαστήριο αρνήθηκε ότι η ύπαρξη μιας συλλογικής σύμβασης που στερούσε σε ομόφυλα ζευγάρια δικαιώματα που έδινε σε ετερόφυλα ζευγάρια ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος των πρώτων. Η υπόθεση αφορούσε προδικαστικό ερώτηµα βρετανικού δικαστηρίου και σχετικά με την εφαρµογή ή µη του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ που υπαγορεύει την καταβολή ίσης αµοιβής σε άνδρες και γυναίκες, στην περίπτωση µιας υπαλλήλου των βρετανικών σιδηροδρόµων, η οποία δεν λάµβανε επίδοµα κίνησης για τη σύντροφό της, το οποίο παρεχόταν και για τους εκτός γάμου ετερόφυλους συντρόφους των εργαζοµένων. Πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε, πως η υπόθεση κρίθηκε πρίν την υιοθέτηση της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/78. Κατα συνέπεια κάθε σχετική διεκδίκηση μπορούσε να θέσει ως νομική της βάση μόνο το άρθρο 141 ΣυνθΕΚ που διασφαλίζει την ίση αμοιβή ανδρών και γυναικών. Μέσα σε αυτό το νομικό πλαίσιο η συντηρητική στάση του ΔΕΚ, που στήριξε την μη ύπαρξη ανεπίτρεπτης διακριτικής μεταχείρισης με την αιτιολογία ότι τόσο τα ομόφυλα ζευγάρια αποτελούμενα από δύο άνδρες όσο και εκείνα αποτελούμενα από δύο γυναίκες στερούνταν του δικαιώματος, είναι αν όχι δικαιολογημένη σίγουρα πιο εύκολα κατανοητή. Η υπόθεση D v. Council of the European Union αφορούσε την άρνηση του Συµβουλίου της Ένωσης να χορηγήσει οικογενειακό επίδοµα σε υπάλληλό του, ο οποίος τελούσε σε καταχωρηµένη σχέση στη Σουηδία µε οµόφυλό του.Ο αιτών υποστήριξε πως εφόσον η ρύθµιση της οικογενειακής κατάστασης συνεχίζει να ανήκει ως αρµοδιότητα στα Κράτη-Μέλη, η Κοινότητα οφείλει να αναγνωρίζει τη ρύθµιση αυτή και να επιφυλάσσει στις καταχωρηµένες συµβιώσεις την ίδια µεταχείριση µε τους γάµους, από τη στιγμή που αυτό πράττει η αρµόδια σουηδική έννοµη τάξη. Και στις δύο υποθέσεις το δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι επρόκειτο και για διάκριση λόγω φύλου εφόσον η δυσµενής διάκριση απαγορεύεται αν και µόνο αν απορρέει ‘ουσιαστικά’ από το φύλο του εµπλεκοµένου, και όχι από αυτό σε συνδυασµό µε το φύλο του συντρόφου του, δέχθηκε αντίθετα ότι επρόκειτο για διάκριση μόνο λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Κατ' αυτό τον τρόπο επέδειξε έναν διόλου πρωτόγνωρο αυτοπεριορισμό έναντι του κοινοτικού νομοθέτη αφού τυχόν διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού δεν προστατεύονταν από το κοινοτικό δίκαιο «στο παρόν στάδιο της εξέλιξής του». Για να καταλήξει στο επιθυμητό “πολιτικά” συμπέρασμα το ΔΕΚ στην πρώτη υπόθεση συνέκρινε τόσο τη Lisa Grant όχι µε ένα άτοµο του άλλου φύλου στην ίδια ακριβώς κατάσταση µε την ίδια, δηλαδή µε έναν άνδρα σε σχέση µε µια γυναίκα, αλλά µε έναν άνδρα σε σχέση µε άλλον άνδρα. Την ίδια λογική ακολούθησε και στην υπόθεση D. Πάντως όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί : “ ακόµη και αν γίνει δεκτό ότι η δυσµενής διάκριση ερείδεται στο συνδυασµό των φύλων, το κριτήριο ‘φύλο’ παραµένει πάντως καθοριστικό, κατά τρόπο απαγορευµένο.” 138 135 ECHR, Marckx v. Belgium, Judgement 13/6/1979 136ΔΕΚ, Lisa Jacqueline Grant v. South-West Trains Ltd, 17 February 1998 137ΔΕΚ, D and Kingdom of Sweden v Council of the European Union,31 May 2001

40 De jure – τεύχος 7


Στην υπόθεση Marukο το δικαστήριο διακήρυξε για πρώτη φορά ότι η άρνηση χορήγησης σύνταξης επιζώντος με την αιτιολογία ότι ένα ζευγάρι δεν είναι παντρεμένο, όταν δύο άτομα του ιδίου φύλου που δεν έχουν την δυνατότητα να συνάψουν γάμο στην αυτή έννομη τάξη έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με συγγενείς έννομες συνέπειες, αποτελεί έμμεση διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, αποφαινόμενο έτσι για πρώτη φορά υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών. Εν κατακλείδει, παρόλο τον δισταγμό που έχουν επιδείξει τα δύο δικαστήρια και ιδιαίτερα το ΔΕΚ, το σίγουρο είναι ότι έχουν γίνει βήματα για την εξάλειψη των διακρίσεων προς τους ομοφυλόφιλους και την προσέγγιση των συνεπειών των συμφώνων συμβίωσης προς το γάμο. Ο Έλληνας νομοθέτης βρίσκεται κατά τη γνώμη μας πολλά βήματα πίσω ακόμα και από αυτή την σχετικά συντηρητική νομολογία και σαφέστατα οφείλει να ακολουθήσει την ευρωπαϊκή τόσο νομολογιακή όσο και νομοθετική τάση προς την κατοχύρωση αν όχι του δικαιώματος γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια τότε σε κάθε περίπτωση ενός συμφώνου συμβίωσης που όχι μόνο τα περιλαμβάνει αλλά και κατοχυρώνει γι' αυτά νομικές συνέπειες ανάλογες με εκείνες του γάμου. VI. Γάμος, σύμφωνο συμβίωσης ή και τα δύο; Κατόπιν παράθεσης όλων των παραπάνω και για να επανέλθουμε στην ελληνική πραγματικότητα, αξίζει να εξετάσουμε συστημικά : 1) αν υπάρχει δυνατότητα αναγνώρισης γάμου ή σύναψης συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων και 2) κατά πόσο συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου μία τέτοια ρητή εξαίρεση εκ μέρους του νομοθέτη. Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, θα πρέπει κατ’αρχήν να εντοπίσουμε το αν θα πρέπει να θέσουμε «διαχωριστική γραμμή» σε ό,τι αφορά το γάμο σε σχέση με το σύμφωνο συμβίωσης. Με άλλα λόγια, αν μας ενδιαφέρει ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας το να μπορούμε να επιλέξουμε οποιοδήποτε τρόπο νομικής κατοχύρωσης της σχέσης συμβίωσής μας(είτε αυτό λέγεται γάμος, είτε σύμφωνο) ανεξάρτητα από το γενετήσιο προσανατολισμό μας, ή αν απλώς επιδιώκουμε την αναγνώρισή της. Η θέση μας είναι σε αυτό το θέμα, ότι όσο κάνουμε λόγο για ουσιαστική ισότητα και ισονομία στα πλαίσια ενός συνταγματικού κράτους που ευαγγελίζεται αυτές τις αρχές και τις κατοχυρώνει ρητά, τόσο στο αρ.4, όσο και στο αρ.5 και 21 Σ, ακόμη και αν δεν ταυτίζονται μεταξύ τους από άποψη περιεχομένου και εγγυήσεων, συνθέτουν το πλέγμα του φιλελεύθερου Κράτους και τόσο δε μπορούμε να δεχτούμε τίποτα λιγότερο παροχής από όλο το φάσμα των ατομικών δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες. Δεν είναι δυνατό δηλαδή ο Νόμος να δίνει σε ένα ετεροφυλόφιλο άτομο τη δυνατότητα να επιλέξει με τι είδους σύμβαση,(ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές) επιθυμεί να αναγνωρίσει τη σχέση του και υπό τις ίδιες συνθήκες,σε όμοιες καταστάσεις,να επιφυλάσσει ιδιαίτερη διακριτική μεταχείριση σε ενα ομοφυλόφιλο άτομο παρέχοντάς του λιγότερους και μεμονωμένους τρόπους κατοχύρωσης. Μία τέτοια πρακτική, εκτός του ότι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις συνταγματικές επιταγές της ισότητας σε όλες τις εκφάνσεις της, είναι σα να αναγνωρίζει μία «ιδιαιτερότητα» μέρους του κοινωνικού συνόλου η οποία συνεπάγεται τη δημιουργία και τον αυτοκαθορισμό μιας ξεχωριστής κοινότητας με λιγότερες παροχές, λιγότερα-αναφαίρετα-δικαιώματα και εν τέλει τη γκετοποίησή των μελών της. Περαιτέρω, η επιλογή μόνον του συμφώνου, για τη νομική αναγνώριση ομόφυλων σχέσεων, υποκρύπτει (όπως αρχικά είχε συμβεί και με το “Pacs”) μία αντίληψη ανωτερότητας του γάμου και επιφύλαξης ιδιαίτερων προνομίων για «ανώτερους» («φυσιολογικούς» μεταφραζόμενος εν προκειμένω ο όρος)ανθρώπους και σχέσεις. Για αυτούς τους λόγους

138 http://law-constitution.web.auth.gr Γάμος ομοφύλων; Μια απόπειρα νοµικής και δικαιοπολιτικής αξιολόγησης της Λίνας Παπαδοπούλου.

De jure – τεύχος 7 41


καταφάσκουμε στην πρώτη επιλογή και επισημαίνουμε ότι είναι σημαίνον το να μιλάμε για δυνατότητα τόσο σύναψης γάμου, όσο και συμφώνου συμβίωσης για όλους. VII. Γάμος ομοφύλων στην ελληνική έννομη τάξη. Αναφορικά λοιπόν με το νομικό σκέλος, με αφορμή δύο γάμους ομοφυλων που τελέστηκαν στην Τήλο το 2008, ακούστηκαν ποικίλες απόψεις, ενώ εν τέλει το Πολυμελές Πρωτοδικείου Ρόδου, έκρινε τους γάμους ανυπόστατους. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το αρ. 1350 ΑΚ, στις απαραίτητες προϋποθέσεις σύναψης γάμου, δεν κάνει λόγο για ετερότητα του φύλου και ούτε η τελευταία συνιστά λόγο άκυρου ή ακυρώσιμου, πολλώ δε μάλλον ανυπόστατου γάμου κατά το 1372 ΑΚ. Κατά τη γνώμη ωστόσο μερίδας της θεωρίας όσο και του δικαστηρίου που επιλήφθηκε, εφόσον ο γάμος δε μπορεί να κριθεί ούτε άκυρος, ούτε και ακυρώσιμος,θα πρέπει πάντως οπωσδήποτε να κηρυχθεί ανυπόστατος, δεδομένου ότι η ετερότητα του φύλου θεωρείται αναγκαίος και αυτονόητος όρος για τη σύναψή του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τόσο τον αρχαίο ορισμό του Μοδεστίνου περί γάμου «γάμος εστί ένωσις ανδρός και γυναικός και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία» όσο και το ότι το σύμφωνο συμβίωσης που νομοθετήθηκε στα πλαίσια συμμόρφωσης(;) της Ελλάδας στην Οδηγία 2000/78 με το Ν. 3719/2008, ρητά αναφαίρεται σε «ετεροφυλους ενήλικες» 139. Περαιτέρω, έχει υποστηριχθεί, ότι : «Κατά την ίδια λογική του παραλόγου θα μπορούσε να τελεσθεί «γάμος» μεταξύ ενός σωματείου (!) και μιας γυναίκας, αφού το σωματείο είναι νομικό πρόσωπο και η προαναφερόμενη νομοθεσία κάνει λόγο γενικά για πρόσωπα και όχι περιοριστικά για φυσικά πρόσωπα» 140 παραγνωρίζοντας προφανώς με αυτό το ισοπεδωτικό επιχείρημα τόσο το αρ.62 ΑΚ, όσο και τη φύση του οικογενειακού δικαίου εξομοιώνοντας φυσικά με νομικά πρόσωπα. 141 Βάσει των παραπάνω, μπορεί κανείς να συγκρατήσει σε ένα πρώτο βαθμό,την αδήριτη ανάγκη για επαναπροσαρμογή των όρων και της αντίληψης του θεσμού του γάμου για να απαγκιστρωθούμε από αρχαίους ορισμούς που κατατρέχουν ένα σύγχρονο τρόπο ζωής και σκέψης με παράλληλη προσαρμογή σε μία κοινωνική πραγματικότητα που συντίθεται από ετερόκλητα μέρη,όλα όμως κομμάτι του αυτού συνόλου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι παγκοίνως δεκτό, αφενός ότι υπάρχει ασάφεια στον Αστικό Κώδικα επί του θέματος και αφετέρου ότι αυτή η σιωπή του νόμου επιτρέπει διαφορετικές ερμηνείες,αναλόγως με την προσδιοριστική θέση και τη συναίσθηση που καταλαμβάνει ο καθένας. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι το γεγονός πως δεν υπάρχει σαφής ρύθμιση στο εθνικό Δίκαιο, δε σημαίνει ότι δε μπορεί και να υπάρξει ρητή νομοθετική πρόβλεψη ή ότι αντιμετωπίζεται (νομικά τουλάχιστον) κάποιο κώλυμα για την πραγμάτωσή της. Τουναντίον, τόσο ο ΑΚ, όσο και πολύ περισσότερο το Σύνταγμα, στο αρ. 21 και 5§1 αφήνουν περιθώρια νομοθετικής παρέμβασης και προσαρμογή στις ευάλωτες κοινωνικές επιταγές. Απ’την άλλη, το ελληνικό νομοθέτημα περί συμφώνου συμβίωσης (ν.3719/2008) κατέδειξε με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο την εξάρτηση της νομοθετικής παρέμβασης για τη προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων από τυχόν πολιτικό κόστος,τη δήθεν «ανετοιμότητα» της ελληνικής συντηρητικής κοινωνίας,προασπίζοντας ένα ηθικοπλαστικό μοτίβο μικροαστικών αντιλήψεων, προκειμένου να εξαιρέσει ρητά τους ομοφυλους απο το σύμφωνο και έτσι να αυτοαναιρεθεί. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη, πως υποτίθεται ότι το εν λόγω σύμφωνο συμβίωσης

139 http://www.ministryofjustice.gr/site/LinkClick.aspx?fileticket=da9vniIAdy8%3D&tabid=132 140Αρ. Κ. Χρυσόγονου http://manesis.blogspot.gr/2008/05/blog-post_29.html 141Λ. Παπαδοπούλου, «Γάμος ομοφύλων» σελ.433

42 De jure – τεύχος 7


θεσμοθετήθηκε για να ανταποκριθεί στην Οδηγία 2000/78(για την οποία έχει γίνει λόγος) και ότι στο αρχικό σχέδιο του Νόμου η εξαίρεση αυτή δεν υπήρχε. VIII. Αναγκαιότητα νομοθετικής παρέμβασης. Μολαταύτα, μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι η αναγνώριση ομόφυλων σχέσεων και η νομική κατοχύρωσή τους, οφείλει να πραγματωθεί με νομοθετικό βήμα υπό -ουσιαστικούς παντως- όρους τως αρχών της ισότητας και της προσωπικής ελευθερίας. Και τούτο τυγχάνει διεκδίκησης για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί επιβάλλεται να μην εθελοτυφλούμε σε μια πραγματικότητα που ενυπάρχει στους κόλπους κάθε κοινωνίας εξ υπαρχής της,στερώντας τη δυνατότητα από ένα υποσύνολό της την απόλαυση παροχών σε ένα δικαίωμα που είναι ούτως ή αλλώς ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, εγγενές, όπως της συντροφικότητας και της ανάπτυξης της προσωπικότητας που τελείται μέσα σε διαρκείς σχέσεις υπό καθεστώς ασφάλειας και αλληλεγγύης. Δεύτερον, γιατί πράγματι η απόφαση ενός Δημάρχου ή ακόμη κι ενός δικαστηρίου επί του θέματος,πέραν του γεγονότος ότι μπορεί να τεθεί θέμα σύγκρουσης διάκρισης εξουσιών(αρ.16 Σ) ούτε λύνει το ζήτημα, ούτε πολύ περισσότερο παρέχει εχέγγυα διασφάλισης απέναντι σε αυθαίρετες ή μη νομικές κρίσεις. Είναι επομένως πιστεύουμε πλέον σαφές και αυταπόδεικτο πως το Σύνταγμα και οι νόμοι επιτρέπουν νομοθετική παρέμβαση προς την ευρωπαϊκη(και εν τέλει και ανθρωπιστική)κατεύθυνση και το μόνο που πραγματικά απαιτείται είναι καίρια πολιτική βούληση αποδεσμευμένη από οποιοδήποτε άλλοθι περί ανετοιμοτητας ελληνικης παραδοσιακης κοινωνιας και οποιεσδηποτε εωλες ηθικες αξιολογησεις-κρισεις. IX. Το φύλο ως συνιστώσα της αρχής της ισότητας. Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, το αν δηλαδή η ρητή εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από τη δυνατότητα σύναψης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης (ή έστω η μη πρόβλεψη νομοθετικής κάλυψης) συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε τα εξής. «Ισότητα των φύλων δε σημαίνει πλέον απλώς και μόνον οι γυναίκες να μην είναι κατώτερες από τους άνδρες, σημαίνει ότι το φύλο δε μπορεί να θεωρείται καθοριστικό κριτήριο για τη γέννηση δικαιωμάτων, παρά μόνον εκεί όπου αυτά ανάγονται και συνδέονται με τις βιολογικές διαφορές».142 Εν άλλοις λόγοις, η ισότητα των φύλων όπως ορίζεται στο αρ.4§2 Σ, υπό το πρίσμα της ολοκληρωτικής της έκφρασης (μπορεί και να) συναντάται όχι μόνο σε σχέση με το άλλο φύλο, αλλά και σε οποιαδήποτε διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου, ως καθοριστικός παράγοντας για την απόκτηση συγκεκριμένων δικαιωμάτων 143. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, άμεση διάκριση, έχουμε όταν ένα πρόσωπο τυγχάνει λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης σε σύγκριση με κάποιον άλλο λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Ενώ έμμεση,όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση προσώπων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού 144. Το γεγονός επομένως ότι δεν επιτρέπεται 142Λ.Παπαδοπούλου, «Γαμος ομοφύλων...αλά ελληνικά» Μαρ 1 st,2006 143Λ.Παπαδοπούλου, «Γάμος ομοφύλων», σελ.459 144http://ec.europa.eu/justice/fdad/cms/stopdiscrimination/fighting_discrimination/what_is_discrimination.html? langid=el

De jure – τεύχος 7 43


σε έναν άνδρα ή μία γυναίκα να συνάψει γάμο με άλλον άντρα ή άλλη γυναίκα αντιστοίχως συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου και έμεση διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Χ.

Αντί επιλόγου.

Συμπερασματικά, η ισότητα, όπως και τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει δεν υπόκεινται σε ζηγαριά υπό το καθετώς «εκκρεμές» της νοηματοδότησης των κοινωνικών ηθών και πολυ περισσότερο δεν δύναται να αποστέρηθουν υπό το πρίσμα αξιολογικών,ηθικοπλαστικών και πάντως μη ορθολογικών κρίσεων. Οι κοινωνικές ζυμώσεις έχουν ήδη γίνει και δε μπορεί να αποτελεί η πολιτική δειλία το άλλοθι για τη συντηρηση της ανισοτητας και της απομονωσης μιας ομαδας πολιτων που στρεφεται εναντιον της ιδιας της κοινωνιας με αυτο τον τροπο εκ των εσω. Τα ως τωρα δεδομενα σε νομοθετικο επιπεδο, απλώς μενουν αποστασιοποιημενα απο τον κοινωνικο παλμο και αναπαραγουν ενα μοντελο ζωης και νοοτροπιας που δημιουργεί πολίτες δύο ταχυτήτων, περιχαρακωνει και αδικει. Το κρίσιμο είναι να σκεφτούμε τι πολίτες θέλουμε, τι πολίτες θέλουμε να είμαστε και με ποιούς όρους μπορούμε να διεκδικήσουμε ποιότητα ζωής για όλους. Στο βαθμό που αυτό εξαρτάται απο τον νομικο «πατερναλισμο», ενα Κρατος που υποθάλπει και επιφυλάσσει μισαλλοδοξια και μισανθρωπισμο για ορισμένα από τα μέλη του, δε μπορεί να νοείται ως συνταγματικο φιλελευθερο Κρατος. Και αν αυτο είναι το μέλημα ενός σύγχρονου,δημοκρατικού Κράτους, τότε οφείλει πρωταρχικά η νομοθετική εξουσία της χώρας να αναλάβει θετικές δράσεις προς την ευρωπαϊκη κατεύθυνση σε ό,τι αφορά το σκέλος των διακρίσεων.

44 De jure – τεύχος 7


Ποινική ανηλικότητα Της Ευγενίας Καραγιάννη, ασκούμενης δικηγόρου Αθηνών

I. ΑΝΗΛΙΚΟΤΗΤΑ –ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΝΗΛΙΚΕΣ Η ανηλικότητα αποτελεί το στάδιο εκείνο της ζωής του ανθρώπου, προς το οποίο κατευθύνονται προσπάθειες εκμάθησης πολιτισμικών αξιών, κανόνων συμπεριφοράς και κοινωνικών ρόλων, και το οποίο βιώνεται από ενδιαφερόμενους κατά κανόνα ως χρόνος υποτέλειας, εξάρτησης και καταπίεσης. Οι ανήλικοι δεν έχουν μία δική τους καλά οργανωμένη αντιπροσώπευση για την επιδίωξη των συμφερόντων και την ικανοποίηση των αναγκών τους, αλλά εξαρτώνται από τους ενήλικες.145 Η παιδική ηλικία αναγνωρίζεται και προστατεύεται ως αυτοτελές έννομο αγαθό μέσα από το θεσμό της ανηλικότητας, είτε θεσπίζοντας ειδικά εγκλήματα, που δεν είναι συστηματοποιημένα με βάση το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό της ανηλικότητας σε ειδικό κεφάλαιο, είτε απειλώντας ποινές πιο αυστηρές εναντίον των δραστών εγκληματικών πράξεων όταν αυτές στρέφονται κατά των ανηλίκων. Μία διαφορά που εντοπίζεται ανάμεσα στο ποινικό δίκαιο ανηλίκων και ενηλίκων συνίσταται στο γεγονός ότι στο πρώτο αποφεύγεται η πρόβλεψη ποινής ως αναγκαίας συνέπειας της τέλεσης εγκλήματος , ενώ καθιερώνεται ένα αυτοτελές σύστημα κυρώσεων, με περιορισμό των εφήβων σε σωφρονιστικό κατάστημα (ποινή στερητική της ελευθερίας), αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα. Η διαφορετική αυτή μεταχείριση παρατηρείται από το τελευταίο τέταρτο του 19 ου αιώνα, όταν είχε εμφανιστεί μεγάλη αύξηση της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Τα αναμορφωτικά μέτρα, που συνιστούν την κύρια και χαρακτηριστική κατηγορία των εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων, δεν εντάσσονται στο ποινικό οπλοστάσιο 145 Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 27-28

De jure – τεύχος 7 45


με τη στενή έννοια του όρου. Αυτά τα μέτρα δε δείχνουν τη αποδοκιμασία ή τη μομφή της έννομης τάξης κατά του δράστη, ούτε αποβλέπουν στην αποκατάσταση του διαπραχθέντος αδίκου. Η ποινή δηλαδή που απειλείται για τους ανήλικους δεν είναι κατά κυριολεξία ποινή, αφού δε συνιστά αποκαταστατική προσβολή στα έννομα αγαθά του δράστη, αλλά είναι ένα μέσο για το σκοπό αποτροπής τέλεσης περαιτέρω εγκλημάτων, ενώ ο ποινικός σωφρονισμός επιβάλλεται ως έσχατο καταφύγιο της έννομης τάξης. Το Ποινικό δίκαιο ανηλίκων, δηλαδή, αποτελεί ένα δίκαιο διαπαιδαγώγησης, γιατί οι κυρώσεις του δεν είναι κατά κανόνα τιμωρητικές, αλλά αποσκοπούν στην κοινωνική αναπροσαρμογή και επανένταξη του δράστη. Η διαπαιδαγώγηση, επομένως, χρησιμοποιείται στη θέση της ποινής. 146

II. Ο ΑΝΗΛΙΚΟΣ ΩΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ- ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ Ο Ποινικός Κώδικας στο όγδοο κεφάλαιο αναφέρεται στους ανήλικους εγκληματίες. Ο Έλληνας νομοθέτης χρησιμοποίησε τον όρο «εγκληματίας» προφανώς για να υποδηλώσει ότι σε ό, τι αφορά τους ανήλικους εξασφαλίζεται ειδική πρόληψη με σκοπό την αποτροπή των νεαρών ατόμων από την τέλεση στο μέλλον νέων εγκλημάτων. Η ορολογία, βέβαια, αυτή είναι μάλλον ανακριβής και λειτουργεί στιγματιστικά για τους ανηλίκους. Κανονικά είναι καλύτερο να γίνεται λόγος για παραβατικότητα και όχι για εγκληματικότητα, προκειμένου να διαφοροποιούνται τα εγκλήματα των νεαρών δραστών από τα εγκλήματα των ενηλίκων και έτσι να αποφεύγεται ο στιγματισμός τους, αφού τα ποινικά αδικήματα των πρώτων είναι ελαφριάς έως μεσαίας βαρύτητας.147 Ανήλικος παραβάτης είναι εκείνος ο νεαρός που η συμπεριφορά του αποτελεί νομική παράβαση και συνεπάγεται σύλληψη και προσαγωγή του στο Δικαστήριο Ανηλίκων. Μόνο οι ανήλικοι που θα δικαστούν θεωρούνται παραβάτες, ενώ εκείνοι που κατηγορούνται για πταίσματα αλλά δεν τους επιβάλλεται ποινή δεν μπορούν να θεωρηθούν ως παραβάτες. 148 Για να στοιχειοθετηθεί, επομένως , η έννοια του ανήλικου παραβάτη χρειάζεται να υπάρχει η έννοια του εγκλήματος, δηλαδή οποιοδήποτε γεγονός από το οποίο απορρέει αντικοινωνική προσβολή. Κάθε άρα ικανός να προσβάλλει, είναι και ικανός να εγκληματήσει. Ο ανήλικος, όμως λόγω μη ωριμότητας δεν είναι ικανός προς καταλογισμό και δεν έχει τη δυνατότητα να προσβάλλει, οπότε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εγκληματίας. Για το λόγο αυτό ο ανήλικος αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί εγκληματίας, δεν μπορεί και να τιμωρηθεί ως τέτοιος και η κίνηση της ποινικής δίωξης καθίσταται περιττή όταν η τιμωρία της πράξης με την έκδοση δικαστικής απόφασης μετά την ακροαματική διαδικασία δεν απαιτείται.149 Σε αντίθεση με το ελληνικό σύστημα βρίσκεται η ιταλική θετική σχολή, η οποία υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από την ικανότητα του προς καταλογισμό, είναι ικανός να 146 Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 52-64 και 74-75, Τρωϊάνου Λούλα Αγλαΐα : Η υπηρεσία επιμελητών των δικαστηρίων ανηλίκων, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1999, σελ. 11-13 147 Μπακάλη Βασιλική Ι. : Ανήλικοι και Παραβατικότητα, Πρακτικά του 1 ου Φοιτητικού Συνεδρίου Εγκληματολογίας, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2007, σελ. 188, Παπαζαχαρίου Ιωάννου Κ. : Μελέται εκ του Δικαίου Ανηλίκων, Τεύχος Α’ και Β’, Αθήναι 1966, σελ. 88-89, Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 65-66 148 Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 83, Παπαζαχαρίου Ιωάννου Κ. : Μελέται εκ του Δικαίου Ανηλίκων, Τεύχος Α’ και Β’, Αθήναι 1966, σελ. 86-87 149 Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 66-67, Παπαζαχαρίου Ιωάννου Κ. : Μελέται εκ του Δικαίου Ανηλίκων, Τεύχος Α’ και Β’, Αθήναι 1966, σελ. 88-89

46 De jure – τεύχος 7


εγκληματήσει και ότι η επικινδυνότητα του ατόμου είναι αυτή που δικαιολογεί την ευθύνη του. Άρα και ο ανήλικος που ζει στην κοινωνία έχει την υποχρέωση να υποστεί όλες τις συνέπειες από την παραβίαση του δικαίου. Κατά το ελληνικό σύστημα, η κρίση περί ενοχής ενός ατόμου συνιστά μία αξιολόγηση της συμπεριφοράς του και συγκρίνει τη σχέση του δράστη με την πράξη του με μέτρο την ένταση των απαιτήσεων που θέτουν οι κανόνες δικαίου. Στην περίπτωση αυτή αξιολογούμε αν το άτομο ήταν σε θέση να αφήσει να καθορισθεί η συμπεριφορά του σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου. Ικανός για ενοχή είναι ο δράστης που η νόηση και η βούλησή του είναι τέτοια, ώστε έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τις προσταγές της έννομης τάξης και άρα να συμμορφωθεί προς αυτές. Αντίθετα ανίκανος προς ενοχή καθίσταται ο δράστης επειδή μειονεκτεί διανοητικά, όπως στην περίπτωσή μας, και οι πράξεις του δεν μπορούν συνεπώς να του καταλογιστούν. Προϋπόθεση της ενοχής συνιστά η ικανότητα προς καταλογισμό. Όσο πιο ικανός είναι κάποιος τόσο περισσότερο αυξάνεται και η ενοχή του. Το στοιχείο της απλής γνώσης του δράστη της συμπεριφοράς του και της θέλησής του να πραγματώσει τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος συνιστούν την αρχική αποδοκιμασία από την έννομη τάξη, αλλά η ουσιαστική απαξία θα επέλθει όταν διερευνηθεί όχι μόνο «τί γνώριζε» και «τί ήθελε» να πράξει ο δράστης, αλλά και «τί θα μπορούσε να θελήσει». Το γεγονός της συνείδησης του αδίκου από τη μεριά του δράστη, της ικανότητάς του δηλαδή να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, αποτελούν και τη βάση της μομφής και του ψόγου του. 150 Για τον ανήλικο, συγκεκριμένα, ισχύει ότι αυτός δεν είναι σε θέση να καθορίσει τη συμπεριφορά του, επειδή στερείται της ικανότητας να διακρίνει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, οπότε η συμπεριφορά του παραμένει βεβαίως παράνομη, αλλά η έννομη τάξη δεν μπορεί να του αποδώσει μομφή και να τον καταστήσει υπεύθυνο για την πράξη του. Όταν γίνεται λόγος για υπευθυνότητα, σημαίνει ότι κάτι καταλογίζεται σε κάποιον ως έργο, ότι κάτι είναι δημιούργημά του και δεν είναι ένα απλό αποτέλεσμα των προϋποθέσεων του περιβάλλοντος και της ιδιοσυστασίας που προϋπάρχουν. Οι γνωστικές διαδικασίες με βάση τις οποίες ο ανήλικος μπορεί να αντιληφθεί την πράξη του λείπουν από τα μικρά παιδιά όπως έχουν καταδείξει εξετάσεις σχετικά με τη δημιουργία ενεργοποίησης για δράση. Ο ανήλικος δράστης δε διαθέτει ακόμα την ικανότητα να συνειδητοποιήσει την άδικη πράξη που κάνει, ούτε παράλληλα διαθέτει την ικανότητα συμμόρφωσης προκειμένου να μπορέσει να διευθύνει τη συμπεριφορά του. Ικανός για καταλογισμό είναι ο ποινικά ενήλικος και ως τέτοιος νοείται αυτός που έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του σύμφωνα με το άρθρο 121 Π.Κ.. Μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους, ο άνθρωπος θεωρείται ποινικά ανήλικος και αυτό συνεπάγεται την ανικανότητά του προς καταλογισμό ή μια οιονεί περιορισμένη ικανότητα για καταλογισμό ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκεται. Η ανικανότητα για καταλογισμό μπορεί να οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια, σε παροδική διατάραξη της συνείδησης και στην ανεπαρκή ανάπτυξη των πνευματικών λειτουργιών. Οι ανήλικοι ανήκουν στην κατηγορία εκείνη των ανίκανων προς καταλογισμό εξαιτίας έλλειψης πνευματικών λειτουργιών. Συνεπώς, από τους λόγους που αναφέρονται μόνο ο τελευταίος δεν έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και αναφέρεται σε κάτι φυσιολογικό, αφού προσδιορίζεται με ένα βιολογικό κριτήριο. Όλοι οι υπόλοιποι λόγοι έχουν ψυχοπαθολογικό κριτήριο (άρθ.34 και 33 Π.Κ.).151 150 Κοτσαλής Λεωνίδας : Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2005, σελ. 414-442, Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχιατρική, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2008, σελ. 25-32 και 179-194, Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης Ι. : Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, Το έγκλημα, Αθήνα 2010, Δίκαιο και Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας, σελ. 572-573, . Μανωλεδάκης Ι. : Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1- 49 ΠΚ, Επιτομή Γενικού Μέρους, Ζ’ έκδοση πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα- Γκμπαντι/ Ε. ΣυμεωνίδουΚαστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 683-695

De jure – τεύχος 7 47


Στο ποινικό δίκαιο εντοπίζονται τρεις μέθοδοι για να διαπιστωθεί η ανικανότητα ή η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό. Ανάλογα συμβαίνει και με τους ανήλικους. Πρώτον, η βιολογική μέθοδος θεμελιώνεται στο γεγονός ότι αυτές οι ικανότητες (συνείδηση αδίκου και ικανότητα συμμόρφωσης) έλειπαν κατά το χρόνο της πράξης, ενώ η καθαρά ψυχολογική μέθοδος αναφέρει τους λόγους ανικανότητας για καταλογισμό, αλλά αφήνει τον ανήλικο δράστη «στη μέση του δρόμου» κατά την αναζήτηση των αιτίων που μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση της βούλησής του. Επειδή ακριβώς και αυτές οι δύο θεωρίες παρουσιάζουν πολλά μειονεκτήματα, ο Π.Κ. επιλέγει την τρίτη νομοθετική δυνατότητα, δηλαδή τη μικτή ή σύνθετη μέθοδο, που είναι συνδυασμός των δύο προηγούμενων μεθόδων. Κατά την τελευταία μέθοδο ο νόμος αναφέρει αρχικά τους βιολογικούς λόγους ανικανότητας προς καταλογισμό και στη συνέχεια εξετάζει ποιες συνέπειες είχαν αυτοί οι βιολογικοί παράγοντες πάνω στην ικανότητα διάκρισης και συμμόρφωσης.152

III. ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ (ΘΕΩΡΙΕΣ) Η εγκληματικότητα των ανηλίκων, ή όπως διεθνώς ονομάζεται νεανική παραβατικότητα, αποτελεί ένα βασικό πρόβλημα της σύγχρονης κοινωνίας. Οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αυτή την κατάσταση είναι ποικίλοι, όπως είναι για παράδειγμα η επίδραση του άμεσου περιβάλλοντος των ανηλίκων -του οικογενειακού-, αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντός τους, ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. , οι «διαδικτυακοί τόποι» και άλλοι τέτοιοι παράγοντες που ασκούν επιρροή στους ανηλίκους. Η νεανική παραβατικότητα ως έννοια έχει δημιουργήσει σοβαρή σύγχυση εξαιτίας των πολλών θεωριών που έχουν εμφανιστεί και εξηγούν την προέλευσή της. Οι θεωρίες που υπάρχουν είναι οι εξής: Θεωρίες του ατομικού επιπέδου ή ψυχογενετικές θεωρίες Οι θεωρίες αυτές προσπαθούν να εξηγήσουν την παραβατικότητα των ανηλίκων από την ψυχολογική πλευρά, δηλαδή σε σχέση με ψυχολογικές δυνάμεις και μεταβλητές. Η ερμηνευτική τους προσπάθεια έγκειται στον εντοπισμό των συγκεκριμένων γνωρισμάτων μιας ατομικής ζωής, που διαμορφώνουν την προσωπικότητα με τέτοιο τρόπο, όπως επιδιώκει η εγκληματικότητα. Η ροπή των νέων προς το έγκλημα μπορεί να εξηγηθεί και να αποδοθεί με όρους της ασθενούς κοινωνικοποίησης ή των προβλημάτων προσωπικών δομών. Ωστόσο, οι μελέτες δεν έχουν καταλήξει σε ένα ακριβές συμπέρασμα για τη σχέση ανάμεσα στην προσωπικότητα ενός ανήλικου και την παραβατικότητά του, αφού είναι δυνατό ένας τυπικά κοινωνικοποιημένος ανήλικος να τελέσει ένα έγκλημα, ενώ ένας πλημμελώς κοινωνικοποιημένος να επιδείξει μία νομιμόφρονα στάση. Επιπλέον, η προσωπική μεσολάβηση έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει τη μετάπτωση ενός ανηλίκου ή ακόμα και να τον κάνει να υιοθετήσει μία νομοταγή και προσαρμοσμένη στάση. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα που δικαιολογούν την ισχύ αυτών των θεωριών. Ένα πρώτο παράδειγμα είναι ότι συνήθως τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες που λειτουργούν σωστά και χωρίς προβλήματα αναπτύσσουν μία συμβατική συμπεριφορά. Αντίθετα ένα άτομο που δεν έχει κοινωνικοποιηθεί σωστά, δεν έχει αναπτύξει κατάλληλους αυτοελέγχους, 151 Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχολογία, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2010, σελ. 73-78, Κοτσαλής Λεωνίδας : Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2005, σελ.442443, Παπαζαχαρίου Ιωάννου Κ. : Μελέται εκ του Δικαίου Ανηλίκων, Τεύχος Α’ και Β’, Αθήναι 1966, σελ. 98-102 152 Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχιατρική, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2008, σελ. 97-109

48 De jure – τεύχος 7


διακρίνεται από ανωριμότητα και γι’ αυτό το λόγο εμφανίζει πολύ συχνά μία παρεκκλιτική συμπεριφορά που δεν μπορεί να αντισταθεί στις εγκληματογενετικές πιέσεις του περιβάλλοντος. Θεωρίες του ομαδικού επιπέδου Ακολούθως οι θεωρίες αυτές επιχειρούν να εξηγήσουν την εγκληματική συμπεριφορά του ανηλίκου σε σχέση με την ομάδα στην οποία βρίσκεται, δηλαδή η στάση του ερμηνεύεται με βάση τις ομαδικές διαντιδράσεις. Αρκετά συχνά, η παραβατικότητα λαμβάνει χώρα σε ομάδες και είναι το αποτέλεσμα δραστηριοτήτων, που εκτυλίσσονται στο εσωτερικό των ομαδικών σχημάτων. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών διατείνονται ότι η ανθρώπινη φύση δεν είναι ένα στατικό σύνολο χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, όπως υποστηρίζουν οι προηγούμενες θεωρίες, αλλά το κοινωνικό προϊόν, που προέρχεται από διαντιδράσεις με άλλα πρόσωπα, αφού ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ον που ζει με άλλα άτομα και επηρεάζεται από αυτά. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ανήλικα άτομα, που ζουν μέσα στην κοινωνία και επηρεάζονται από αυτή. Μία κατά κάποιο τρόπο διαφορετική επιστημονική παράδοση έχει διαμορφωθεί από τη «θεωρία του στιγματισμού ή της ετικέτας». Η τελευταία θεωρία έχει διευρύνει κατά πολύ τη διαντιδραστική προσέγγιση, καθώς επεκτείνεται όχι μόνο στους παραβατικούς ανηλίκους, αλλά και τους φορείς της δικαιοσύνης των ανηλίκων. Η «εγκληματική» συμπεριφορά μπορεί να κατανοηθεί σε σχέση με την εφαρμογή των κοινωνικών κανόνων και κυρώσεων που προσδιορίζουν πότε μία συμπεριφορά είναι παραβατική και πότε όχι. Σήμερα γίνεται μία προσπάθεια για την αποεκληματοποίηση των ανηλίκων με ορισμένες θεσμικές πρωτοβουλίες όπως για παράδειγμα την αποποινικοποίηση κάποιων συμπεριφορών με μικρή κοινωνική απαξία (φυγοπονία, αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο, σκασιαρχείο…), τη μη εφαρμογή του ποινικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης σε ανήλικους παραβάτες όπου είναι δυνατό και την προώθηση προγραμμάτων αποϊδρυματοποίησης στις περιπτώσεις που οι μικροπαραβάτες ανήλικοι υπόκεινται σε φύλαξη. Θεωρίες του δομικού πεδίου Τέλος, αυτές οι θεωρίες αναλύουν την «εγκληματική» συμπεριφορά των νέων με άλλα κριτήρια. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι τα χαρακτηριστικά της ευρύτερης κοινωνικής δομής αποτελούν τους θεμελιώδεις παράγοντες της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των ανηλίκων. Ειδικότερα, στην κατηγορία αυτή των θεωριών ανήκουν αρχικά οι θεωρίες της καταγωγής και ευκαιρίας, που αποδίδουν τη νεανική παραβατικότητα είτε στην ταξική προέλευση, η οποία επειδή ακριβώς δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίσει τη νόμιμη επιτυχία κάποιου οδηγεί στο δρόμο της παρανομίας, είτε στην έλλειψη ευκαιριών που έχει σαν αποτέλεσμα οι νέοι να μη χρησιμοποιούν τα νόμιμα μέσα για να πετύχουν τους στόχους τους. Επιπλέον, εδώ περιλαμβάνονται και οι θεωρίες της «πολιτιστικής παρέκκλισης», που αποδίδουν την εγκληματικότητα στη σύγκρουση των αξιών των κατώτερων κοινωνικών τάξεων με την υπόλοιπη κοινωνία. Στη τρίτη ενότητα ανήκει η «θεωρία του ελέγχου», η οποία ασχολείται περισσότερο με τη νομιμότητα, παρά με την παραβατικότητα και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί κάποιοι έφηβοι δρουν με νομιμότητα ενώ κάποιοι άλλοι όχι. Τέλος, εδώ επισημαίνεται και η «συγκρουσιακή θεωρία», που κάνει λόγο για μια κοινωνία ταξικής σύγκρουσης και επακόλουθης αδικίας που αυτή επιφέρει.153 153 Δημόπουλος Χαράλαμπος: Δίκαιο Ανηλίκων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2006, σελ. 9-16

De jure – τεύχος 7 49


IV. ΗΛΙΚΙΑΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΥΘΥΝΗΣ Ο Ποινικός Κώδικας αφιερώνει το όγδοο κεφάλαιο του γενικού μέρους στους ανήλικους δράστες εγκλημάτων. Το παρόν κεφάλαιο περιλαμβάνει τα άρθρα 121-133 Π.Κ., τα οποία τροποποιήθηκαν με το άρθ.1 του Ν.3189/2003 και έχει τον τίτλο «Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους». Γενικά ο Ποινικός Κώδικας δεν αντιμετωπίζει ενιαία τους ανηλίκους από την έναρξη της ποινικής ανηλικότητας έως την ποινική ενηλικίωση, αλλά τους διακρίνει αρχικά σε δύο κατηγορίες:  Ποινικά ανεύθυνοι ανήλικοι (8 έως 13 ετών) και  Ποινικά υπεύθυνοι ανήλικοι (13 έως 18 ετών)

Βέβαια δεν θα πρέπει να λησμονούμε και την κατηγορία των ποινικά αδιάφορων ανηλίκων που αποτελούνται από ανήλικους ηλικίας κάτω των οκτώ ετών. Η κατηγορία αυτή των ανηλίκων ονομάζεται νήπια. ΝΗΠΙΑ Άτομα τέτοιας ηλικίας δεν μπορούν να υπόκεινται σε καμία απολύτως ποινική μεταχείριση, ούτε καν σε αστυνομική επιτήρηση, καθώς είναι αδιάφορα για το ποινικό δίκαιο. Τα μόνα μέτρα που είναι δυνατό να ληφθούν σε βάρος τους έχουν ως άξονα τη γονική μέριμνα ή τη μέριμνα των επιτρόπων. Επιπλέον τα νήπια δεν υπόκεινται ούτε και στα προνοιακά μέτρα για τους παραβατικούς ανηλίκους.154 ΠΟΙΝΙΚΑ ΑΝΕΥΘΥΝΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ Στην πρώτη κατηγορία ανηλίκων, όπως είχε παλιά διαμορφωθεί παλιά, ανήκουν τα παιδιά και οι έφηβοι ηλικίας 8 έως 13 ετών. Σήμερα, ωστόσο, έχει καταργηθεί αυτή η διχοτόμηση της έννοιας της ανηλικότητας σε παιδιά και εφήβους, με αποτέλεσμα να έχουν την ίδια ποινική μεταχείριση. Η παιδική ηλικία, όπως ίσχυε, αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ικανότητας για καταλογισμό. Πράγματι, τα παιδιά ανεξαρτήτως φύλου είναι απολύτως ποινικά ανεύθυνα, γιατί κατά αμάχητο τεκμήριο δε διαθέτουν ικανότητα προς καταλογισμό (άρθρο 126 παρ.1 Π.Κ.). Αφού άρα είναι ποινικώς ανεύθυνα, δεν εγκληματούν ποτέ και ακόμα και αν τελέσουν μία άδικη πράξη δεν θα τιμωρηθούν γι’ αυτή, οπότε δε διαπράττουν νομικό έγκλημα. Αν ο ανήλικος 154 Κοτσαλής Λεωνίδας : Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2005, σελ. 448-449, Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχολογία, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2010, σελ. 71, Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχιατρική, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2008, σελ. 33-34, Μανωλεδάκης Ι. : Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1- 49 ΠΚ, Επιτομή Γενικού Μέρους, Ζ’ έκδοση πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα- Γκμπαντι/ Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 711-712, Δημόπουλος Χαράλαμπος: Δίκαιο Ανηλίκων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2006, σελ. 38, Κουράκης Νέστωρ Ε. : Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2004, σελ. 269-270, Μυλωνόπουλος Χρίστος Χ. : Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2007, Δίκαιο και Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας, σελ. 617, Σπινέλλη Καλλιόπη Δ. : Ελληνικό Δίκαιο Ανηλίκων Δραστών και Θυμάτων, Ένας κλάδος υπό διαμόρφωση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα- Κομοτηνή 1992, σελ. 46-54, Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 123-124

50 De jure – τεύχος 7


τελέσει μία αξιόποινη πράξη, η οποία αν τελούνταν από ποινικά υπεύθυνο θα ήταν άδικη, δε θα υποστεί τις συνέπειες της τιμωρίας ακόμα και αν ο ίδιος εμφανίζει μεγάλο βαθμό ωριμότητας. Επομένως, η άσκηση ποινικής δίωξης καθίσταται περιττή σε αυτή την περίπτωση. Η μόνη κατά κάποιο τρόπο «τιμωρία» που θα μπορούσε να επιβληθεί στα παιδιά είναι τα αναμορφωτικά(άρθ.122 Π.Κ.) και θεραπευτικά μέτρα(άρθ.123 Π.Κ.) (άρθ. 126 παρ.2 Π.Κ.). Βέβαια, τα τελευταία μέτρα επιβάλλονται μόνο στην περίπτωση που ο ανήλικος απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ενώ ποτέ δεν επιβάλλονται ποινές. Σύμφωνα με το αρθ.128 Π.Κ. σε περίπτωση που ο ανήλικος διέπραξε πταίσμα επιβάλλονται μόνο τα αναμορφωτικά υπό στοιχεία α’, β’, και ι’ του αρθ.122 παρ.1 Π.Κ.. Γενικά, τα μέτρα για τα παιδιά διαπνέονται από πνεύμα διαπαιδαγώγησης, αφού οι παραβάσεις των νέων είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ελαφριάς φύσης και επιδιώκεται η αποφυγή του στιγματισμού τους. Οι ποινικά ανεύθυνοι έφηβοι υφίστανται την ίδια μεταχείριση όπως και τα παιδιά, δηλαδή υποβάλλονται και αυτοί στα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των αντίστοιχων άρθρων. Στο κεφάλαιο αυτό του Π.Κ. χρησιμοποιούνται οι όροι «ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι» και «ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι» έχοντας κάποιο σκοπό. Ο σκοπός έγκειται στο γεγονός ότι επειδή η ανωριμότητα των παιδιών και των εφήβων συνιστά ένα φυσιολογικό στάδιο στη ζωή ενός ανθρώπου, δηλαδή είναι μία φυσική συνέπεια της διαδικασίας ανέλιξής του, είναι προτιμότερο να αποφεύγεται ο όρος «ανικανότητα για καταλογισμό», που συνδέεται πιο πολύ με παθολογικές καταστάσεις του δράστη και να χρησιμοποιούνται περισσότερο οι όροι όπως εκτέθηκαν. Αν διαπιστωθεί η ενοχή του εφήβου δράστη δε συνάγεται απαραίτητα και υποχρέωση του δικαστηρίου για επιβολή της ποινής. Έτσι και ο πλήρως ποινικά υπεύθυνος έφηβος δεν υποβάλλεται οπωσδήποτε σε ποινή. Πολύ περισσότερο η ποινή του ποινικού σωφρονισμού είναι εκείνο το μέσο που θα επιβάλει το δικαστήριο σαν τελευταία λύση. Ακριβώς επειδή έχει καταργηθεί αυτή η διάκριση, η αντιμετώπιση των παιδιών και των εφήβων που είναι ανίκανοι για καταλογισμό είναι όμοια στη σημερινή εποχή. ΠΟΙΝΙΚΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ Οι ποινικά υπεύθυνοι ανήλικοι (13 έως 18 ετών) υποβάλλονται σε αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό ανεξαρτήτως φύλου. Σύμφωνα με το άρθρο 127 Π.Κ. «αν το δικαστήριο ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το 13 ο έτος της ηλικίας του κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων». Πρωταρχικό κριτήριο, δηλαδή, για την επιβολή της ποινής είναι η λεγόμενη αρνητική πρόγνωση, που σχετίζεται συνήθως με την πιθανότητα του ανηλίκου να υποτροπιάσει. Ο ποινικός σωφρονισμός, επομένως, θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως έσχατο καταφύγιο (ultimum refugium) από το δικαστήριο. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο θα επιβάλει μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, όπως επισημαίνεται και στο άρθρο 126 παρ.3 Π.Κ. «σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το 13 ο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί ο ανήλικος σε ποινικό σωφρονισμό». Ο περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει ποινική ευθύνη του δράστη και σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη μόνο όταν αυτός έχει την ικανότητα για καταλογισμό. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο επιβάλλοντας αυτή την ποινή κηρύσσει τον «κατηγορούμενο» ποινικά υπεύθυνο, ενώ η απόφαση του δικαστηρίου είναι καταδικαστική. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, αν ο ανήλικος δεν ήταν ποινικά υπεύθυνος δεν θα μπορούσε να του επιβληθεί και η ποινή του ποινικού σωφρονισμού. Σε περιπτώσεις De jure – τεύχος 7 51


αμφιβολίας ως προς την ποινική ευθύνη , ισχύει η αρχή in dubio pro reo, δηλαδή ο ανήλικος μεταξύ 13-18 ετών, θα υποβάλλεται μόνο στα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα αν η κατάστασή του απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση. Το γεγονός ότι αναγνωρίζεται η ποινική ευθύνη του αποκαλούμενου στο προηγούμενο δίκαιο εφήβου, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η πράξη του είναι και αξιόποινη. Το δικαστήριο, όμως, θα πρέπει να είναι πεπεισμένο ότι η επιβολή της ποινής υπαγορεύεται από το σκοπό της ειδικής πρόληψης. Βέβαια, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ανακύπτει η τάση εγκατάλειψης της άποψης για νομιμοποίηση της ποινής με σκοπό την ειδική πρόληψη. Τέλος, η ποινική ανηλικότητα λήγει με τη συμπλήρωση του 17 ου έτους. Το κατώτερο όριο, δηλαδή, έναρξης της ποινικής ενηλικίωσης εντοπίζεται στην ηλικία των 18 ετών στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών. Με την τροποποίηση ,όμως, των σχετικών άρθρων επήλθε ,όπως φαίνεται, μία αύξηση των ηλικιακών ορίων, που οφείλεται σε μία ορθολογικότερη και επιεικέστερη αντίληψη για τον τρόπο αντιμετώπισης των ανηλίκων δραστών, οι οποίοι καθυστερούν να εισέλθουν στον σκληρό κόσμο και να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα αποκτώντας ωριμότητα ζωής. ΔΡΑΣΤΕΣ ΜΕΤΕΦΗΒΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ Η τέταρτη κατηγορία ανηλίκων, όπως επισημαίνεται στον Ποινικό Κώδικα, αφορά τα άτομα μετεφηβικής ηλικίας, που βρίσκονται στην ηλικία των 18 έως 21 ετών και παλιότερα αποκαλούνταν «εγκληματίες μετεφηβικής ηλικίας». Με το Ν. 3189/2003, όμως, ονομάζονται «νεαροί ενήλικες». Το άρθρο 133 Π.Κ. αναφέρεται στους νεαρούς ενήλικες που τελούν αξιόποινη πράξη και ορίζει ότι «το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) σε όποιον, κατά το χρόνο που τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του». Στην περίπτωση δηλαδή αυτή η ικανότητα για καταλογισμό τεκμαίρεται ότι υπάρχει, ενώ η ανικανότητα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις διαπιστώνεται. Η περίπτωση των μετεφήβων δραστών χρήζει επιείκειας εκ μέρους της κοινωνίας ως ένα βαθμό αλλά δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται με την επιβολή ανάλογων ποινών όπως στα παιδιά και τους εφήβους. Αντί για τις κυρώσεις των αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων, για τους δράστες αυτούς προβλέπεται ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 Π.Κ. λόγω του ελαφρυντικού της λεγόμενης μετεφηβικής ηλικίας. Ωστόσο, αυτή η μείωση της ποινής δεν είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο, αλλά δυνητική. Το δικαστήριο, δηλαδή, δεν είναι υποχρεωμένο να μειώσει την ποινή, αλλά αν θέλει μπορεί να το κάνει. Η μη επιβολή μειωμένης ποινής δε δημιουργεί λόγο αναίρεσης. Αντίθετα, αν ο κατηγορούμενος προβάλλει το ελαφρυντικό της ηλικίας του σαν αυτοτελή ισχυρισμό και το δικαστήριο το απορρίψει με μία ελλιπή δικαιολογία, τότε υπάρχει λόγος αναίρεσης ελλείψει ακρόασης. Τέλος ορίζεται ότι για αυτούς εφαρμόζεται ανάλογα το άρθρο 130 παρ. 2 και 3 Π.Κ., που αναφέρεται στη μη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, στη

52 De jure – τεύχος 7


μη παραπομπή σε κατάστημα εργασίας και στη χωριστή κράτηση των ανηλίκων από τους ενήλικες.155

V. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΑΝΗΛΙΚΩΝ Αρμόδιος για την εκδίκαση των υποθέσεων των ανηλίκων καθίσταται ο Δικαστής Ανηλίκων, ο οποίος είναι το άτομο που είναι υπεύθυνο για τη διεξαγωγή όλης της δίκης και που έχει τον τελευταίο λόγο στην έκδοση της απόφασης. Εξαιτίας της καίριας θέσης που κατέχει, η επιλογή του απαιτεί μεγάλη προσοχή, αφού αυτός είναι που επηρεάζει ολόκληρη τη δίκη. Το έργο του συνίσταται στην αντιμετώπιση της αντικοινωνικότητας των παιδιών και των εφήβων, κάτι που υποδηλώνει άλλωστε και ο ίδιος ο όρος «Δικαστής Ανηλίκων», άτομο δηλαδή

που επιλαμβάνεται της κρίσης των ανηλίκων (δηλαδή αυτών που βρίσκονται μεταξύ των ορίων όπως καθορίζονται από τις διάφορες χώρες). Σε ό, τι αφορά τις ικανότητές του, ο Δικαστής Ανηλίκων χρειάζεται να διακατέχεται από μία σειρά ειδικών γνώσεων. Είναι επιδίωξη οι δικαστές αυτοί να έχουν γνώσεις όχι μόνο νομικές, αλλά και άλλων κλάδων, έχοντας εκτός από τη νομική και τεχνική μόρφωση, για να τους προσφέρει την κατάλληλη προετοιμασία για την εκπλήρωση του έργου τους. Οι δικαστές αυτής της κατηγορίας απαρτίζουν ένα ιδιαίτερο σώμα του δικαστικού κλάδου και είναι απαλλαγμένοι από τα δικαστικά καθήκοντα, ενώ αναζητούνται αυτοί που διαθέτουν την καλύτερη επιστημονική κατάρτιση. Οι γνώσεις τους, που όπως προαναφέρθηκε καλύπτουν διάφορους κλάδους, εκτείνονται στην ψυχολογία, την ψυχιατρική, την κοινωνιολογία, τη βιολογία, την κοινωνική πρόνοια και την εγκληματολογία ανηλίκων. Ωστόσο, αυτές δεν είναι απαραίτητο να είναι ειδικές, αρκεί να είναι οι στοιχειώδεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν σωστά οι καταστάσεις με τους ανήλικους δράστες. Για τη λήψη, επομένως, του καταλληλότερου μέτρου, είναι επιβεβλημένο να συνδυάζονται όλες αυτές οι γνώσεις και ο δικαστής να λαμβάνει υπόψη τη συνολική προσωπικότητα του ανηλίκου για να κρίνει τη συμπεριφορά του. Ακολούθως, στη διεθνή έννομη τάξη έχει επικρατήσει η άποψη ότι το έργο του Δικαστή Ανηλίκων είναι έργο κοινωνικό και όχι δικαστικό, για το λόγο ότι αποστολή του είναι η προστασία της νεότητας κατά κύριο λόγο. Η πρόνοια που επιδεικνύει ο δικαστής για το παιδί δεν είναι έργο φιλανθρωπίας, αλλά μία επιβαλλόμενη ενέργεια, αφού ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των νεαρών ατόμων είναι καθοριστικός για το «κοινωνικό αύριο». Για το λόγο αυτό, ο δικαστής απαιτείται να έχει επίγνωση ότι δεν κρίνει μία πράξη, αλλά ένα νεαρό άτομο, που χρειάζεται να το διαπαιδαγωγήσει και όχι να το τιμωρήσει. Ο προσφορότερος τρόπος για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος είναι να πετύχει τη συμμετοχή του ίδιου του ανήλικου στην προσπάθεια αυτή. Επιτελώντας έργο κοινωνικό, απομακρύνεται στην πραγματικότητα από τους εν στενή εννοία νομικούς και γίνεται αντιληπτός ως ένας κοινωνικός εργάτης υπεύθυνος για την 155 Κοτσαλής Λεωνίδας : Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2005, σελ. 448-449, Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχολογία, Δεύτερη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2010, σελ. 71-72, Κοτσαλής Λεωνίδας Γ. : Δικαστική Ψυχιατρική, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 2008, σελ. 34-35, Μανωλεδάκης Ι. : Ποινικό Δίκαιο, Άρθρα 1- 49 ΠΚ, Επιτομή Γενικού Μέρους, Ζ’ έκδοση πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα- Γκμπαντι/ Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 711-712, Δημόπουλος Χαράλαμπος: Δίκαιο Ανηλίκων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή 2006, σελ. 38, Κουράκης Νέστωρ Ε. : Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2004, σελ. 270-281, Μυλωνόπουλος Χρίστος Χ. : Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2007, Δίκαιο και Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας, σελ. 616-617, Πιτσελά Αγγελική: Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, σελ. 120-142

De jure – τεύχος 7 53


προστασία της νεότητας. Έτσι, δεν αρκεί να διαθέτει μόνο ευρύτερες γνώσεις, αλλά και την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη νεανική ψυχή, ευρύτητα πνεύματος και να αποβλέπει στην ομαλότητα του μέλλοντος. Τέλος, ο χρόνος θητείας του είναι σύντομος και διαρκεί για 2 χρόνια ή 4 χρόνια στις περιπτώσεις που οι ίδιοι επιθυμούν την ανανέωση της θητείας τους. 156

Η αντικειμενική σώρευση αγωγών Των: Λυδίας Βενέρη, φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών Μάρθας Κλαδά, φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών

1. ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ Ως αντικειμενική σώρευση αγωγών ορίζεται το δικαίωμα 157 του ενάγοντος να εντάξει σε ένα δικόγραφο και συνεπώς να δικάσει σε μία διαδικασία περισσότερα αιτήματα ή ένα αίτημα στηριζόμενο σε πλείονες νομικές βάσεις158. Στη θεωρία ερίζεται το αν η αντικειμενική σώρευση ιστορικών βάσεων αποτελεί πράγματι μορφή αντικειμενικής σώρευσης αγωγών. Υποστηρίζεται λοιπόν, η άποψη πως σύμφωνα με το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ αντικειμενική σώρευση αγωγών υφίσταται όταν υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις και όχι μία στηριζόμενη σε πλείονες ιστορικές βάσεις. Από την άλλη μεριά, οι υποστηρικτές της ουσιαστικής θεωρίας διαφωνούν και 156Τρωϊάνου Λούλα Αγλαΐα : Η υπηρεσία επιμελητών των δικαστηρίων ανηλίκων, Αθήνα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα 1999, σελ. 54-60 157 Η άσκησή του δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως καταχρηστική: ΑΠ 802/1974, ΝοΒ 1975.334, ΕφΑθ 4556/1987 158 Κατ’ άλλη όμως θέση: Μπέης- Καλαβρός- Σταματόπουλος, Πολιτική Δικονομία Γενικό μέρος, 2003 σελ. 134 κατά την οποία: «η αντικειμενική σώρευση ιστορικών βάσεων υπό ένα αίτημα δεν είναι επιτρεπτή υπό το άρθρο 218 και εξάλλου δε χρειάζεται καν, αφού η ανάγκη της επιδίωξης της έκδοσης μιας απόφασης, με ταυτόχρονη παροχή της δυνατότητας στον ενάγοντα να σωρεύσει περισσότερες ιστορικές βάσεις για τη θεμελίωση του μοναδικού του αιτήματος καλύπτεται πλήρως από τις άλλες μορφές σώρευσης …». Κατ’ άλλη όμως θέση: Νίκας, Πολιτική Δικονομία, 2005, σελ. 156 : «Η αντίληψη ότι δεν πρόκειται για αντικειμενική σώρευση αγωγών, κατά την έννοια του άρθρου 218, όταν το ίδιο αίτημα στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις, αντιστρατεύεται εκτός των άλλων, και τη βούληση του νομοθέτη. Δεν είναι μάλιστα ακριβές ότι είναι αχρείαστη η αντικειμενική σώρευση ιστορικών βάσεων.».

54 De jure – τεύχος 7


δεχόμενοι την άποψη «τόσες αγωγές, όσα αντικείμενα δίκης και τόσα αντικείμενα δίκης, όσες αξιώσεις» υποστηρίζουν πως η σώρευση νόμιμων βάσεων αποτελεί αντικειμενική σώρευση αγωγών, καθως ο ενάγων ασκεί περισσότερα ουσιαστικά δικαιώματα 159. Η κριτική στην άποψη αυτή στηρίζεται στην αυτοτελή δικονομική μεταχείριση του κάθε ουσιαστικού δικαιώματος που μπορεί να μην καταλήξει σε έκδοση ενιαίας απόφασης. Παρόλα αυτά, η άποψη που δέχεται την σώρευση βάσεων φαίνεται να είναι και η κρατούσα στη θεωρία. Κριτήριο για το πότε υφίσταται αντικειμενική σώρευση αγωγών είναι σε κάθε περίπτωση η έννοια του αντικειμένου της δίκης 160. Όσον αφορά τη δικονομική μεταχείριση των σωρευόμενων αιτημάτων είναι σημαντικό να αναφερθεί πως μεταξύ τους, μόνο δικονομικός σύνδεσμος υπάρχει: κοινή διαδικασία, απόδειξη και απόφαση. Τα σωρευομενα αιτήματα συνεπώς διατηρούν πλήρως την αυτοτέλειά τους. Με την έννοια αυτή, είναι δυνατόν για κάθε μία από αυτές να υπάρξει ξεχωριστή παραίτηση, συμβιβσμός ή αποδοχή της μίας και απόρριψη της άλλης 161. Τα διαφορετικά αιτήματα που σώρευονται είναι δυνατό να είναι μεταξύ τους συναφή ή και άσχετα, να πηγάζουν από την ίδια αιτία ή από διαφορετική, να αφορούν ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο. Δεν απαιτείται δηλαδή, καμία ουσιαστική ή νομική συνάφεια. Σύμφωνα με μία άποψη162, το ελληνικό δίκαιο αποδεικνύεται ιδιαίτερα φιλελεύθερο δίνοντας την ευχέρεια της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών ακόμα και χωρίς καμία συνάφεια. Σε κάθε περίπτωση, το άιτημα της σωρευόμενης αγωγής δεν είναι απαραίτητο να γίνεται με συγκεκιμένο πανηγυρικό τύπο αλλά αρκεί να συνάγεται από την όλη διατύπωση του δικογράφου 163. Παράλληλα, το άρθρο 218 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στην κυρια παρέμβαση 164. Ο νόμος θέτει τις προϋποθέσεις εκείνες υπό τις οποίες είναι παραδεκτή η σώρευση αγωγών σε ένα δικόγραφο, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η τάξη της διαδικασιας. 2. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΣΩΡΕΥΣΗ ΑΓΩΓΩΝ Η αντικειμενική σώρευση αγωγών ρυθμίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 218 ΚΠολΔ και αποτελεί καταρχήν δικαίωμα του ενάγοντος. Είναι δυνατό κατ’ εξαίρεση να αποτελεί υποχρέωσή του, βάσει ειδικών διατάξεων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι: οι μικροδιαφορές (ΚΠολΔ 467 παρ.1), η ανακοπή τρίτου κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΚΠολΔ 936), η ανακοπή κατά της εκτέλεσης με περισσότερους λόγους (ΚΠολΔ 935), η έφεση (ΚΠολΔ 514), η αναψηλάφηση (ΚΠολΔ 541), η αναίρεση με περισσότερους λόγους (ΚΠολΔ 555) και ακόμη όταν η άσκηση περισσότερων αυτοτελών αγωγών αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος 165. Τέτοια περίπτωση συνιστά η άσκηση αυτοτελών αγωγών όταν ως σκοπό έχει τη δημιουργία ευνοϊκής δικονομικής κατάστασης για τον ένα διάδικο. Τέτοια ευνοϊκή κατάσταση μπορεί να είναι η δημιουργία καθ’ ύλην αρμοδιότητας ορισμένου δικαστηρίου ή η επαύξηση των καταβλητέων δαπανών στο δικαστήριο166. 159 Βλ. Καλαβρό, Το αντικείμενον της πολιτικής δίκης, ημ Α΄, 1983, σελ. 210. 160 Βλ. Νίκα ό.π. σελ. 157. 161 Βλ. Δεληκωστόπουλο-Σινανιώτη, ερμηνεία κατ’ άρθρον ΚΠολΔ, τόμος Β’ ,1969 σελ. 287. 162 Βλ. Κεραμεύ, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο- Γενικό μέρος, 1986, σελ. 209. 163 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση (κατ’ άρθρο), Α΄, 1994 σελ. 1154. 164 ΕΘ 551/71 Αρμ 25/788. 165 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 1148. 166 Βλ. Βαθρακοκοίλη,ό.π. σελ 1148., ΠΠΘηβ 27/72, ΕιρΑ 4391/80, ΕιρΑθ 2409/76, ΕιρΑθ 3433/79.

De jure – τεύχος 7 55


3. ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ Στο άρθρο 218 παρ. 1 α΄, β΄, γ΄, δ΄, ε΄, ΚΠολΔ αναφέρονται οι δικονομικές προυποθέσεις του παραδεκτού της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών, οι προυποθέσεις δηλαδή, που πρέπει να τηρούνται προκειμένου η αγωγή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο κατά τα τυπικά της στοιχεία, έτσι ώστε να εξεταστούν στην πορεία τα ουσιαστικά. Το δικαστήριο τις λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως. Οι προύποθέσεις αυτές πρέπει να ισχύουν σωρευτικά, με την έννοια ότι η έλλειψη μίας προύπόθεσης δε θεραπεύεται ακόμα και αν ισχύουν οι υπόλοιπες. Αναλυτικά οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών είναι οι εξής: α. Ταυτότητα διαδίκων Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ «περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου…μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής». Η διάταξη αυτή ορίζει ρητώς πως η πλειονότητα των αιτημάτων που σωρεύεται στο ίδιο δικόγραφο πρέπει να αφορά του ίδιους διαδίκους και μάλιστα με την ίδια ιδιότητα 167, ο ενάγων δηλαδή θα πρέπει να παραμένει ενάγων και ο εναγόμενος εναγόμενος. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση που πρόκειται για απλή ή αναγκαστική ομοδικία. Οι περισσότερες αιτήσεις δηλαδή πρέπει να έχουν ως φορείς όλους του ενάγοντες ή/ και όλους του εναγόμενους. β. Απαγόρευση αντιφατικών αιτήσεων Οι αιτήσεις που σωρέυονται πρέπει σύμφωνα με την περίπτωση α΄του άρθρου 218 ΚΠολΔ να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους168. Ως αντιφατικές ορίζονται οι αιτήσεις που δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα ως αληθείς169. Η αντίφαση είναι δυνατό να εμφανιστεί τόσο στο αίτημα όσο και στους πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι όμως στους νομικούς ισχυρισμούς 170.

Παραδείγματα από τη νομολογία αντιφατικών αιτημάτων αποτελούν χαρακτηριστικά η αγωγή απόδοσης μισθίου λόγω ιδιόχρησης που σωρεύεται με αγωγή απόδοσης μισθίου λόγω ανοικοδομήσεως171. Ακόμη, αναγνωριστικές αγωγές ακυρότητας δικαιοπραξίας λόγω εικονικότητας, αντίθεσης στα χρηστά ήθη και απάτης172 και σώρευση αξιώσεων αποζημίωσης λόγω έγκυρης καταγγελίας συμβάσεως εργασίας και αξιώσεως μισθών υπερημερίας που προϋποθέτει ακυρότητα της καταγγελίας173. Ο έλεγχος της αντιφατικότητας των αιτημάτων έπεται του ελέγχου του παραδεκτού και του νόμου βασίμου των αγωγών174. Σε περίπτωση αντιφατικότητας των αιτημάτων, η αγωγή δεν κρίνεται απαράδεκτη αλλά σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 218 ΚΠολΔ διατασσεται ύστερα από αίτηση ή αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός των αιτημάτων. Υποστηρίζεται ωστόσο, πως ο χωρισμός διατάσσεται μόνο στην περίπτωση της αντιφατικότητας αιτημάτων, ενώ η αντιφατικότητα ιστορικών βάσεων επιφέρει την ποινή του απαραδέκτου175. γ. Καθ’ ύλην αρμοδιότητα 167 Βλ. Μπέη- Καλαβρό- Σταματόπουλο ό.π., σελ. 136. 168 Κατ’ ορισμένους η προϋπόθεση αυτή χαρακτηρίζεται ως ουσιαστικοφανές κώλυμα της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών. Βλ. Κεραμεύς ό.π. σελ 210. 169 Βλ. Κεραμεύ- Κονδύλη- Νίκα- Μακρίδου, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 1, 2000, σελ. 467. 170 ΑΠ 53/1929, Δνη 1929.266. 171 ΜονΠΗρ 11/1993, ΕΔΠολ 1992.292. 172 ΑΠ 387/1993, ΕλΔνη 1994.1269. 173 ΕφΑθ 4832/1979, ΝοΒ 1980.112. 174 Βλ. Κεραμεύ- Κονδύλη- Νίκα ό.π σελ. 469.

56 De jure – τεύχος 7


Σύμφωνα με την περίπτωση β΄ του άρθρου 218 ΚΠολΔ τα σωρευόμενα αιτήματα θα πρέπει να υπάγονται στο σύνολό τους στο καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο στο οποιο εισάγονται176. Με άλλα λόγια, το άθροισμα των επιμέρους επίδικων δικαιωμάτων είναι αυτό που τελικά θα καθορίσει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Ο συνυπολογισμός των αιτημάτων προκύπτει και από το άρθρο 9 ΚΠολΔ εδ. γ΄. Σε περίπτωση σώρευσης ιστορικών βάσεων και ύπαρξης ενός μονο επίδικου δικαιώματος αυτό θα ληφθεί υπόψη μία μόνο φορά 177. Όταν, οι σωρευόμενες αξιώσεις είναι ανεπίδεκτες χρηματικής αποτίμησης ή εντάσσονται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή του Ειρηνοδικείου (ΚΠολΔ 15, 16) επιτρέπεται μεν η σώρευση εξετάζεται αυτοτελώς όμως η αρμοδιότητα για κάθε αξίωση 178. Εάν κάθε μία εντάσσεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου όπου εισάγονται εξετάζονται μαζί, ενώ εάν κάποια δεν εμπίπτει διατάζεται ο χωρισμός της (ΚΠολΔ 218 παρ. 2). Όπως προαναφέρθηκε αντικειμενική σώρευση αγωγών και ομοδικία δεν αλληλοαποκλείονται. Το άρθρο 9 ΚΠολΔ εδ. δ΄ορίζει την καθύλην αρμοδιότητα σε περίπτωση που υπάρχει ομοδικία απλή ή αναγκαστική. Εξαίρεση από τον κανόνα του συνυπολογισμού συναντάται στην περίπτωση του δικαστικού ενσήμου. Για το δικαστικό ένσημο ο συνυπολογισμος δε γίνεται βάσει του αθροίσματος της αξίας των σωρευόμενων επίδικων δικαιωμάτων αλλά χωριστά για κάθε αυτοτελή αξίωση εκτός αν απορρέουν από την ίδια αιτια179. δ. Κατά τόπον αρμοδιότητα Η κατά τόπον αρμοδιότητα αναφέρεται ως προϋπόθεση στην περίπτωση γ΄ του άρθρου 218 ΚΠολΔ. Οι αιτήσεις δηλαδή, πρέπει να υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο όταν οι περισσότερες αγωγές αν ασκούνταν αυτοτελώς θα υπάγονταν σε κοινή, γενική ή ειδική, τοπική δωσιδικία, αλλά ακόμη και όταν η αρμοδιότητα180 του δικαστηρίου θεμελιώνεται στην ειδική αποκλειστική δωσιδικία της συνάφειας του άρθρου 31 ΚΠολΔ181. Συνάρτηση της κατά τόπον αρμοδιότητας αποτελεί και η υπαγωγή των σωρευόμενων αξιώσεων στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και καθιερώνεται έμμεσα ως πρόσθετη διαδικαστική προυπόθεση για το παραδεκτό της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών.182 Αν η διεθνής δικαιοδοσία δεν συντρέχει για ορισμένη από τις αξιώσεις, αυτή απορρίπτεται-183 ως απαράδεκτη. ε. Υπαγωγή στο ίδιο είδος διαδικασίας Όλες οι σωρευόμενες184 αξιώσεις πρέπει να υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας. Αποκλείεται συνεπώς, η σώρευση αγωγών που υπάγονται σε κάποια γενική ή ειδική διαδικασία όπως έχει οριστεί στον ΚΠολΔ ή η σώρευση αγωγών που ανήκουν σε δυο διαφορετικές ειδικές 175 Βλ. Κεραμεύ- Κονδύλη- Νίκα ό.π. σελ. 468. 176 ΕιρΑθ 1469/69, ΝοΒ 17.595. 177 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 1149. 178 Βλ. Κεραμεύ- Κονδύλη- Νίκα- Μακρίδου, ό.π. σελ. 469. 179 Βλ. Βαθρακοκοίλη ό.π΄σελ. 1150. 180 ΕφΑθ7371/1979/, ΕλλΔνη 1979.683, 684, ΕφΑθ 5614/1973, ΕΣυγκΔ 1974. 483 7371/1979 181 Βλ.Κεραμεύ ό.π σελ 210. 182 Βλ.Νίκα ο.π σελ 158 183 Βλ.Κεραμεύ-Κονδύλη-Νίκα σελ. 469. 184 Κλαμαρής-Κουσούλης-Πανταζοπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2012, σελ 471.

De jure – τεύχος 7 57


διαδικασίες185.Δεν είναι λοιπόν δυνατή η σώρευση αγωγών από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και από σύμβαση έργου186, η ανακοπή κατά διαταγή πληρωμής (ΚΠολΔ 632) και κατά του κύρους της εκτελέσεως187 (ΚΠολΔ 933) ακόμη και αν και οι δύο εκδικάζονται σύμφωνα με την τακτική διαδικασία (ΚΠολΔ 933-937)188.Διαφορά διαδικασίας δεν υπάρχει όταν πρόκειται για την εφαρμογή ειδικών διατάξεων, όπως στις μικροδιαφορές στη λογοδοσία και τη διανομή και γι’ αυτό επιτρέπεται η σώρευση των αντίστοιχων αγωγών με υπαγωγή στην τακτική διαδικασία 189. Κατ’εξαίρεση με τις γαμικές διαφορές μπορούν να ενωθούν και διαφορές που αφορούν την παροχή διατροφής του ενός συζύγου προς τον άλλο, διαφορές που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων και διαφορές που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων. 190 Αδύνατη είναι ακόμη σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγών από σύμβαση εργασίας και από σύμβαση έργου καθώς υπάγονται σε διαφορετική διαδικασία191. ε. Η σύγχρονη εκδίκαση να μην επιφέρει σύγχυση Με αυτή την προϋπόθεση εξασφαλίζεται η εξουσία του δικαστηρίου να μην εκδικάσει αγωγές όταν η σώρευση τους δεν ικανοποιεί τον θεσμό της αντικειμενικής σώρευσης αλλά αντιθέτως επιφέρει καθυστέρηση και σύγχυση192,δηλαδή περιπλοκή στη λύση της διαφοράς193. Σύγχυση επιφέρεται όταν: λ.χ σωρεύεται αναγνωριστική αγωγή συγκυριότητας και διανομής ακινήτων που βρίσκονται στο ίδιο νομοθετικό καθεστώς, 194 ή και διεκδικητική αγωγή και αγωγή διανομής195 . Ακόμη,196 σύγχυση κατά τη νομολογία υπάρχει όταν σωρεύεται αξίωση για παροχή λογοδοσίας με αίτημα καταβολής του υπολοίπου που θα προκύψει και αναγνωριστικό αίτημα ταην οφειλής ολοκλήρου του καταβληθέντος ποσού με βάση τις διατάξεις της εντολής η του αδικαιολογήτου πλουτισμού197. Η κρίση ότι η σύγχρονη εκδίκαση των αιτημάτων επιφέρει σύγχυση εναπόκειται κυριαρχικώς στο δικαστήριο που δικάζει198.

4. ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ Με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 218 ΚΠολΔ σε περίπτωση μη συνδρομής έστω και μίας εκ των προαναφερθέντων προϋποθέσεων του παραδεκτού της αντικειμενικής σώρευσης, διατάσσεται είτε μετά από αίτηση είτε αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός των αιτημάτων. Η κύρωση αυτή προϋποθέτει αγωγές που ενώνονται αυτοτελώς και παραλλήλως 185Βλ. Δεληκωστόπουλος-Σινανιώτης ό.π σελ. 286-287. 186 ΕφΑιγ 51/1985, ΝοΒ1986.87. 187 ΑΠ 108/1997, ΕφΠειρ 285/1998. 188 Βλ.Κεραμεύ-Κονδύλη-Νίκα ό.π σελ. 469. 189 Β΄.Βαθρακοκοίλη ο.π σελ. 1150, ΕφΑθ 969/1976. 190 Βλ.Νίκα σελ 159 και Μπέη-Καλαβρό-Σταματόπουλο ό.π σελ 137-8 191 Εαιγ 51/ 85 ΝοΒ 34/87 192Βλ. Δεληκωστόπουλο-Σινανιώτη ό.π. σελ. 287. 193Βλ Βαθρακοκοιλη σελ. 1150. 194 Βλ.Μπεη-Καλαβρό-Σταματοπουλο σελ. 138 , ΑΠ 510/1982 ΝοΒ 1983.353. 195 ΠολΠΘηβ 16/1984. 196 Κεραμεύ-Κονδύλη-Νίκα ο.π σελ 469. 197 ΠολΠΠειρ 1196/1988. 198 ΑΠ 310/82 ΝοΒ34/87.

58 De jure – τεύχος 7


και όχι επικουρικώς199. Μετά το χωρισμό το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το αίτημα για το οποίο είναι αρμόδιο και να παραπέμψει το άλλο στο αρμόδιο για αυτό δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το σωρευόμενο αίτημα εκδικάζεται σε διαφορετικό είδος διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να δικάσει μεν το αίτημα που εκδικάζεται στην τρέχουσα διαδικασία και να παραπέμψει το άλλο σε ιδιαίτερη συζήτηση200. Η απόφαση που διατάσσει το χωρισμό των δύο αιτημάτων δεν επιφέρει τη λήξη της εκκρεμοδικίας, και συνεπώς δεν περατώνει τη δίκη. Το δικαστήριο διατηρεί την εξουσία εκδίκασης εωσότου το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο εκδώσει οριστική απόφαση ή εωσότου επέλθει κατάργηση ή περάτωση της δίκης κατ’ άρθρα 293-299 ΚΠολΔ (παραίτηση ή συμβιβασμός201). Σύμφωνα με όλα αυτά λοιπόν, η απόφαση για το χωρισμο των αιτημάτων δεν υπόκειται σε έφεση, καθώς για να ασκηθεί το ένδικο αυτό μέσο απαιτείται οριστική απόφαση, παρά μόνο σε ανάκληση 202. Επιπροσθέτως, δεν καταργείται η εκκρεμοδικία και δεν επιδικάζονται έξοδα. Όσον αφορά τη σώρευση αξιώσεων κατά το ουσιαστικό δίκαιο, όπου η ικανοποίηση της μιας αποκλείει τις υπόλοιπες, κατά μία άποψη δε διατάσσεται χωρισμός από το δικαστήριο, αλλά το σωρευόμενο αίτημα απορρίπτεται ως αβάσιμο. Η αντίθετη άποψη υποστηρίζει πως και σε αυτή την περίπτωση χωρεί χωρισμός των αιτημάτων ώστε να μπορέσει ο ενάγων να αποφασίσει ποια από τις αγωγές θα ασκήσει και να μην αφήνεται στην επιλογή του δικαστή203.

Κούρεμα καταθέσεων: 199 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 1150. 200 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π. σελ. 1151. Κατ’ άλλη όως νομολογιακή άποψη το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει μόνο το χωρισμό των δύο αιτημάτων χωρίς εκδίκαση κάποιου προκειμένου να απφευχθεί η δυνατότητα του ενάγοντος να φέρει στη συζήτηση και τη δεύτερη αγωγή και να προκύψουν έτσι περιπλοκές από την παράλληλη συνεκδίκαση. 201 Βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., σελ. 1151. 202 Αντίθετη στη νομολογία άποψη υποστηρίζει πως η απόφαση για το χωρισμό των αιτημάτων είναι οριστική και ως εκ τούτου είναι δυνατή η προσβολή της με έφεση. Βλ. ΑΠ 510/82, ΝοΒ 31/353. 203 ΕΠειρ 784/79 Δ21/149, ΕΑ 496/78 Αρμ 32/698.

De jure – τεύχος 7 59


Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε στην Κύπρο Της Μυρτούς Γκάλιου, δικηγόρου Αθηνών, μεταπτυχιακής φοιτήτριας στο Queen Mary – University of London

Το πρόσφατο θέμα της διάσωσης της Κύπρου έχει πάρει σημαντικές διαστάσεις και έχει απασχολήσει όχι μόνο το ίδιο το νησί αλλά και τις χώρες της Ευρωζώνης, αποτελώντας σοβαρή απειλή για την οικονομική και πολιτική ευημερία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς, ο φόβος να επεκταθεί η περίπτωση αυτή και σε άλλες χώρες είναι ορατός. Όπως τόνισε και η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, μία κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας θα μπορούσε να περικλείει κινδύνους μετάδοσής της. «Οι Κυπριακές Τράπεζες λειτουργούσαν σαν μοντέλο που δεν είναι πιθανόν βιώσιμο μακροπρόθεσμα. Συνεπώς η κυβέρνηση χρειαζόταν μία βιώσιμη λύση με την κατάλληλη χρηματοδότηση.» Μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μία μετά την άλλη, αντιμετώπισαν σημαντικά οικονομικά προβλήματα με σοβαρά ενδεχόμενα πτώχευσης, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην προσπάθειά της να δημιουργήσει μια ενιαία οικονομική και νομισματική πολιτική με βασικό στόχο την «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον Τραπεζικό κλάδο», όπως δήλωσε ο Υπουργός Οικονομίας της Κύπρου Βάσος Σιαρλής204 ση Σύνοδο του Συμβουλίου, πρότεινε τη δημιουργία ενός ενιαίου μηχανισμού εποπτείας των τραπεζών, τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΜΜ) 205, ο οποίος θα αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις Εθνικές Εποπτικές Αρχές. Οι προτάσεις αυτές αναφέρονται στα τρία κύρια συστατικά του: στο ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων υπό μορφή κεφαλαιακών απαιτήσεων, στο εναρμονισμένο καθεστώς προστασίας των καταθέσεων και στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση. Σαφώς και αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα για την δημιουργία μιας Τραπεζικής Ένωσης η οποία θα είναι πιο αξιόπιστη και πιο αποτελεσματική, μέσω της εποπτείας των τραπεζικών συστημάτων, πράγμα που αποτελεί καίριο στοιχείο του ενωσιακού σχεδίου για την διαμόρφωση τραπεζικής ένωσης. Όσον αφορά λοιπόν το δεύτερο στοιχείο των προτάσεων αυτών, δηλαδή την προστασία των καταθέσεων, η Οδηγία 2009/14/ΕΚ206 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 11 ης Μαρτίου 2009 περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, έφερε σημαντικές αλλαγές όσον αφορά το επίπεδο κάλυψης και την προθεσμία εκταμίευσης σε όλους τους καταθέτες ανεξαρτήτως του αν το νόμισμα του κράτους μέλους είναι το ευρώ. Η οδηγία όριζε ότι έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η κάλυψη των συνολικών καταθέσεων κάθε καταθέτη θα πρέπει να καθοριστεί σε 100.000 ευρώ. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 10 της Οδηγίας 2009/14/ΕΚ, η τρίμηνη προθεσμία εκταμίευσης που προβλέπεται σήμερα, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά εννέα μήνες, αντίκειται στην ανάγκη να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών και δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους. Επομένως, ο χρόνος εκταμίευσης θα πρέπει να μειωθεί ώστε να καλύπτει χρονικό διάστημα είκοσι εργάσιμων ημερών. Η εν λόγω προθεσμία θα πρέπει να παρατείνεται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν έγκρισης των αρμόδιων αρχών. 207 Τα κράτη μέλη οφείλουν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, προκειμένου να συμμορφωθούν με την παραπάνω Οδηγία το αργότερο έως την 31η Ιουνίου 2009. Ο λόγος για τον οποίο το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε τη 204 http://www.consilium.europa.eu/homepage/highlights/council-agrees-on-single-supervisory-mechanism?lang=el 205 http://ec.europa.eu/internal_market/finances/banking-union/index_en.htm 206 http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2009:068:0003:01:EL:HTML 207 http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:32009L0014:EL:NOT

60 De jure – τεύχος 7


θέσπιση ενιαίας οικονομικής πολιτικής όσον αφορά την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και η προστασία των αποταμιευτών, τα οποία αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα. Το ρόλο του εγγυητή των καταθέσεων στη χώρα μας έχει το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων καθώς σε περίπτωση που κάποια τράπεζα πτωχεύσει το ΤΕΚΕ είναι αρμόδιο να αποζημιώσει τους καταθέτες με μέγιστο ποσό τις €100.000 (σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2(α) του ν. 3746/2009- ΦΕΚ 27 Α΄16/02/2009) 208. Σημειώνεται ότι η εγγύηση των €100.0000 ισχύει ανά καταθέτη και ανά τράπεζα. Παρ’ όλα αυτά, οι τελευταίες εξελίξεις όσον αφορά την Κύπρο, δημιούργησαν πρόσθετες ανησυχίες στους πολίτες της Ευρώπης. Η πρώτη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης της Κύπρου και του Eurogroup όσον αφορά το διεθνές σχέδιο διάσωσής της, ήταν η ψήφιση νόμου για έκτακτη εισφορά στις καταθέσεις. Πιο συγκεκριμένα η φορολόγηση θα ανερχόταν στο 6,75% για τις καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ και στο 9,9% για όσες καταθέσεις υπερέβαιναν το ποσό αυτό. Θα ίσχυε δε για τα ποσά που ανήκαν τόσο σε Κύπριους όσο και σε ξένους καταθέτες και εκτιμόταν ότι θα προσέφερε έσοδα της τάξεως των 5,8 δις ευρώ περίπου. Το νομοσχέδιο αυτό για το κούρεμα των καταθέσεων απορρίφθηκε τελικώς από την Κυπριακή Βουλή, η οποία κλήθηκε να συνεδριάσει και να καταλήξει σε «σχέδιο Β». Κατά τη διάρκεια τακτικής συνέντευξης Τύπου στα γραφεία του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον, ο κ. Ράις επισήμανε ότι «δεν μετράει η πρώτη συμφωνία, αλλά η δεύτερη». Ένα τέτοιο μέτρο φυσικά έσκασε σαν «βόμβα» στα αυτιά των καταθετών όλων των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, φοβούμενοι τυχόν μελλοντικό παρόμοιο μέτρο σε χώρες οι οποίες ενδεχομένως να χρειαστούν οικονομική ενίσχυση, όπως για παράδειγμα η Ισπανία. Η ασφάλεια και η εγγύηση των καταθέσεων έχει ψηφιστεί με νόμο σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως το ποσό των 100.000 ευρώ. Όποιες κι αν είναι οι δηλώσεις μεταγενέστερα των υπευθύνων, είναι αναπόφευκτο πως ένα τέτοιο μέτρο προκαλεί τον φόβο και την ανησυχία των πολιτών για τις δικές τους καταθέσεις. Είναι εύλογο το ερώτημα «Πόσο εύκολο είναι για μια Κυβέρνηση να λάβει ένα τέτοιο μέτρο, ακόμα και σε κατάσταση ανάγκης;» Ακόμα μεγαλύτερες είναι οι ανησυχίες αναλογιζόμενοι ότι η επιβολή αυτού του μέτρου προτάθηκε από την ίδια την ΕΕ, προκειμένου η χώρα αυτή να εξοικονομήσει τους οικονομικούς πόρους που θα την βοηθήσουν ώστε να μην οδηγηθεί σε πτώχευση. Πώς μπορούν λοιπόν οι καταθέτες μιας χώρας να έχουν εμπιστοσύνη στους νόμους της, οι οποίοι έχουν ψηφιστεί κατ’ εντολήν της ΕΕ, και ότι σε περίπτωση πτώχευσης μιας τράπεζας, οι καταθέσεις τους είναι εγγυημένες έως του ποσού των 100.000 ευρώ, όταν μάλιστα η ίδια η ΕΕ είναι πρόθυμη να τους καταπατήσει και να επιβάλει κούρεμα ακόμα και των εγγυημένων βάσει νόμου καταθέσεων; Πιστεύω πολλοί από εμάς, την ίδια στιγμή που ανακοινώθηκε αυτή η πρωτοφανής απόφαση, αναρωτηθήκαμε πόσο εύκολα θα μπορούσε να γίνει κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα σε περίπτωση που η χώρα μας δεν θα έβρισκε τα χρήματα για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της απέναντι στους δανειστές της στο μέλλον. «Είναι πιθανόν αναπόφευκτο να υπάρξει μια μορφή άμεσης συνεισφοράς στο επόμενο πακέτο» μέτρων, προειδοποίησε ο Ολλανδός Υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος του Eurogroup Ντάισελμπλουμ, ο οποίος δήλωσε «ένοχος» για τον εσφαλμένο τρόπο με τον οποίο το Eurogroup ανακοίνωσε αυτό το μέτρο. «Η έκτακτη συνεισφορά ήταν ένα φορολογικό μέτρο παρόμοιο με ένα φόρο στον πλούτο» εξήγησε. «Έπρεπε να είχαμε διαθέσει περισσότερο χρόνο για να εξηγήσουμε τη διαφορά ανάμεσα σ’ έναν έκτακτο φόρο και το σύστημα εγγύησης των 208 http://www.minfin.gr/contentapi/f/binaryChannel/minfin/datastore/2d/40/1b/2d401be4efb26bc8ad5f145326d0b6cfa4eda3cb/application/pdf/3746 -2009-27-A_2009_02_16.pdf

De jure – τεύχος 7 61


καταθέσεων μέχρι τις 100.000 ευρώ», δήλωσε ο Ντάισελμπλουμ. Πρόσθεσε πως αναλαμβάνει την «ευθύνη» για τις αποφάσεις για τη διάσωση της Κύπρου, υποστήριξε όμως πως η «ζημιά ήταν πολύ, πολύ μικρή κατά την άποψή μου», δεδομένης της ηρεμίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τον ασκό του Αιόλου φαίνεται πως έχουν ανοίξει οι δραματικές διαπραγματεύσεις των τελευταίων εβδομάδων στην Κύπρο μιλώντας για «μια λύση που αφορά μόνο την Κύπρο και καμιά άλλη χώρα.» Όπως τονίζει ο εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Τζέρι Ράις «Η περίπτωση της Κύπρου ήταν πολύ περίπλοκη και μοναδική και θα είναι δύσκολο η περίπτωση αυτή να επεκταθεί στην Ευρώπη ή στον υπόλοιπο κόσμο.» Ωστόσο απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικές με το αν τα μέτρα της πρόσφατης απόφασης του Eurogroup για την Κύπρο θα εφαρμοστούν και σε άλλες χώρες. Πάντως οι δηλώσεις του Ράις δεν φαίνεται να πείθουν τα αμερικανικά ΜΜΕ στα οποία γίνεται ειδική μνεία στην στάση και στην πολιτική του ΔΝΤ για την περίπτωση της Κύπρου και τις πιθανές επιπτώσεις σε άλλες χώρες. Μεταξύ άλλων, σημειώνεται ότι η τακτική του ΔΝΤ όσον αφορά τη μεταχείριση των ευρωπαϊκών κρατών έχει αλλάξει (όπως φαίνεται από την περίπτωση της Κύπρου) και έχει πάρει πιο «πειθαρχικό τόνο». Ενδεικτικό είναι το κύριο άρθρο του ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg, υποστηρίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο οφείλουν να εξηγήσουν σαφώς για ποιο λόγο αποτελεί εξαίρεση η κυπριακή περίπτωση, ενώ θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα στην ουσιαστική ολοκλήρωση της Ευρωζώνης, που θα περιλαμβάνει κάποιας μορφής αναδιανομή πόρων. Το τελικό σχέδιο διάσωσης για την Κύπρο, όπως τονίζεται, αποτελεί σαφή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο, καθώς δεν περιλαμβάνει κούρεμα στις καταθέσεις έως των 100.000 ευρώ, ενώ αντίθετα αναδιαρθρώνει τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες, επιβάλλοντας υψηλές απώλειες στους πιστωτές τους, μεταξύ των οποίων και στους μεγαλοκαταθέτες. Τέλος, επαναλαμβάνεται ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες και το ΔΝΤ θα πρέπει ωστόσο να πείσουν τους πολίτες και τις αγορές ότι έχουν εξάγει τα σωστά συμπεράσματα από την κρίση. Θα πρέπει δηλαδή να πουν σαφώς για ποιο λόγο η Κύπρος αποτελεί «μοναδική περίπτωση», ενώ οφείλουν να προωθήσουν την ολοκλήρωση της Ευρωζώνης ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες κρίσεις. Προς το παρόν, έχουν αποτύχει και στα δύο σημεία, υποστηρίζεται στο κύριο άρθρο του Bloomberg. Σίγουρα, ήταν μια απόφαση χωρίς προηγούμενο για την Ευρώπη και η επιβολή της θα ήταν ακόμα χειρότερη για τα δεδομένα της οικονομίας ολόκληρης της Ευρωζώνης. Η πρώτη αντίδραση δεν άργησε να φανεί, με τον Ισπανό πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι να τονίζει ότι «Η ευρωπαϊκή συμφωνία για την διάσωση της Κύπρου είναι έκτακτη και ειδική, η εφαρμογή της είναι μόνο για την Κύπρο» στην προσπάθειά του να καθησυχάσει τους Ισπανούς καταθέτες και να προλάβει οποιεσδήποτε βιαστικές μετακινήσεις κεφαλαίων, προς άλλες χώρες πιο αξιόπιστες οικονομικά, υπό τον φόβο ενδεχόμενου κουρέματος και των δικών τους καταθέσεων. Στο ίδιο μήκος κύματος εξακολούθησε και ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος τόνισε πως «η εγγύηση των καταθέσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι η απόλυτη αρχή – η Κύπρος αποτελεί ειδική περίπτωση.» Τις ίδιες δηλώσεις έκανε και ο Υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Γ. Στουρνάρας, μιλώντας για μια «λύση που αφορά μόνο την Κύπρο και καμιά άλλη χώρα.» Παρ’ όλα αυτά, τελευταίες δηλώσεις του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επανέφεραν μεγάλη ανησυχία και προβληματισμό, καθώς υποστήριξε

πως «σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μία κυβέρνηση χώρας που χρεοκοπεί θα μπορούσε να εφαρμόσει ‘κούρεμα’ στις μικρές καταθέσεις.» . Ταυτόχρονα, επιχείρησε να αιτιολογήσει την απόφαση του Eurogroup της 16ης Μαρτίου που προέβλεπε «κούρεμα» και στις καταθέσεις κάτω 100.000 ευρώ: «Η Κομισιόν υποστήριξε το 62 De jure – τεύχος 7


αποτέλεσμα, γιατί οι εναλλακτικές που ήταν στο τραπέζι ήταν πολύ πολύ χειρότερες από αυτό που πιστεύαμε ότι θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την κυπριακή οικονομία. Η ανησυχία μας δεν ήταν οι τράπεζες της Κύπρου, αλλά ο κυπριακός λαός και οι συνέπειες στην πραγματική οικονομία. Αυτός είναι ο λόγος που υποστηρίξαμε τη λύση, γιατί δεν ήταν ούτε δική μας πρόταση ούτε δική μας επιλογή. Είναι σαφές όμως ότι ήταν μια ομόφωνη απόφαση περιλαμβανομένης και της Κύπρου...», δήλωσε ο κ. Μπαρόζο. Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο αποκαλυπτική: «Το γεγονός ότι πρόκειται περί καταθέσεων δεν σημαίνει ότι δεν φορολογούνται. Παρ' όλα αυτά, δεν αρέσει στην Κομισιόν η ιδέα φορολόγησης των καταθέσεων κάτω των 100.000 ευρώ και αρχίζει και σχετική οδηγία γι' αυτό. Με δεδομένο αυτό, από νομική άποψη είναι ξεκάθαρο σε μας ότι σε περίπτωση εθνικής ανάγκης, εάν μια κυβέρνηση που αντιμετωπίζει χρεοκοπία αποφασίσει να εισάγει μια έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, έχει το δικαίωμα να το κάνει περιλαμβάνοντας και τις καταθέσεις κάτω των 100.000 ευρώ. Το να το παρουσιάζεις αυτό σαν δήμευση, είναι πολύ απλά έξω από την αναλογία. Το γεγονός ότι υπάρχει μια εγγύηση καταθέσεων δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να φορολογήσεις καταθέσεις λαμβάνοντας σαφώς υπόψη την αναλογικότητα των καταθέσεων...», ανέφερε ο κ. Μπαρόζο, εγείροντας νέα ερωτήματα για το τι θα συμβεί στο μέλλον σε περίπτωση που κάποια χώρα αντιμετωπίζει το φάσμα της χρεοκοπίας. Οι παραπάνω δηλώσεις αποδεικνύουν πως κάθε άλλο παρά τυχαία είναι η σχετική αναφορά που έκανε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος είχε τονίσει προ ημερών, πως η Κύπρος αποτελεί συστημικό κίνδυνο και το πρόβλημα αυτό θα πρέπει να λυθεί άμεσα, καθώς επίσης πως το πρόγραμμα διάσωσης για την Κύπρο συνιστά ένα νέο πρότυπο για την επίλυση τραπεζικών προβλημάτων στην Ευρωζώνη. Ενώ λοιπόν πολλοί πολιτικοί αρχηγοί βιάστηκαν να διαψεύσουν ενδεχόμενη εφαρμογή των ίδιων αποφάσεων και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα πράγματα ακόμα φαίνονται πολύ ρευστά, με το δόγμα «Ντάισελμπλουμ» να πυροδοτεί σφοδρές συγκρούσεις στους κόλπους της Ευρωζώνης, στο οποίο παρ’ όλα αυτά αντιτάσσονται σθεναρά Ντράγκι, Ολάντ και Ραχόι. Ευρωπαίοι ηγέτες θεώρησαν ότι πίσω από την τοποθέτηση του Ολλανδού αξιωματούχου υποκρύπτεται η πρόθεση της Γερμανίας και των… δορυφόρων της να «κάνουν πίσω» σε σχέση με τη δέσμευση που είχαν αναλάβει τον Ιούνιο του 2012, ώστε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ) να διασώζει απευθείας τις τράπεζες με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο… αντιμαχόμενα στρατόπεδα εντός της Ευρωζώνης. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και μετά την έκθεση στις 24/6 του προηγούμενου χρόνου της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), η οποία παρουσίασε στη Βασιλεία στη ετήσια έκθεσή της, η οποία είχε ως σημείο αιχμής την προειδοποίηση πως ο εφιάλτης των παραγώγων έχει επιστρέψει. Και συνιστούσε τη στήριξη της γραμμής που η Κομισιόν τότε προωθούσε για τις τράπεζες: τη μετάβαση από την στρατηγική του “bail-out” των μη βιώσιμων τραπεζών στην τακτική του “bail-in”. Δηλαδή στη διάσωσή τους με κεφάλαια όχι των φορολογούμενων, μέσα από τα μνημονιακά προγράμματα στήριξης του ESFS (European System of Financial Supervisors) 209 /ESM (European Stability Mechanism)210 , αλλά των μετόχων και των δανειστών τους, στους οποίους συμπεριλαμβάνουν τους μη διασφαλισμένους καταθέτες. Με άλλα λόγια, με την «τακτική» που πειραματικά επιχειρείται να εφαρμοστεί τώρα στην Κύπρο και που ετοιμάζεται να χρησιμοποιηθεί για τις υπόλοιπες τράπεζες των προβληματικών χωρών της

Ευρωζώνης, όπως τις ισπανικές, τις ιταλικές κλπ., αφού η ίδια απόπειρα είχε αποφευχθεί να δοκιμαστεί στην Ισπανία. 209 http://www.efsf.europa.eu/about/index.htm 210 http://www.esm.europa.eu/

De jure – τεύχος 7 63


Όπως όλα δείχνουν, η περίπτωση της Κύπρου αναζωπυρώνει τις διαμάχες ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, με τις χώρες του νότου να εκφράζουν ανοιχτά τις αντιρρήσεις τους προς τις κρίσιμες αποφάσεις του Eurogroup και της Γερμανίας, δηλώνοντας ξεκάθαρα την άρνησή τους να εξακολουθήσουν μέτρα όπως αυτά που επιβλήθηκαν στην Κύπρο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, φοβούμενοι τυχόν επιβολής τους σε ανάλογη περίπτωση και στις δικές τους χώρες. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, οι πολίτες της Ευρωζώνης φαίνεται να παρακολουθούν έντρομοι τις εξελίξεις να παίρνουν άλλη τροπή από αυτήν που είχαν φανταστεί πριν μερικά χρόνια με την είσοδό τους στο ευρώ. Η Ευρώπη φαίνεται να περνάει άλλη μια κρίση κι αυτή θα αφορά πλέον την εμπιστοσύνη των καταθετών στο ενιαίο τραπεζικό και χρηματοοικονομικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο φαίνεται να είναι πιο ευάλωτο από ποτέ, ιδιαίτερα λόγω της παρατεταμένης κρίσης κρατικού χρέους, της ισχυρής συγκέντρωσης στον τραπεζικό τομέα και/ή της αβεβαιότητας στο πολιτικό και το ρυθμιστικό επίπεδο.

Το ευρωπαϊκό πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας και συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών Του Διονύσιου Σολωμού, υποψήφιου διδάκτορα ΕΜΠ

1. Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΡΙΣΤΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ 2. Η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών παρέχει ένα ενδιαφέρον θεωρητικό πλαίσιο σχετικά με τη δημιουργία και λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης προσεγγίζοντας εκτός των άλλων τη διαδικασία εφαρμογής της δημοσιονομικής πολιτικής στα πλαίσια της νομισματικής ενοποίησης (Keven, 1969; Mundell, 1961; McKinnon, 1963). Σύμφωνα με τη παραδοσιακή θεωρία, η δημοσιονομική πολιτική σε νομισματικές ενώσεις μπορεί να εφαρμοστεί με δύο διαφορετικούς τρόπους (Keven, 1969), είτε μέσω μιας κεντρικής εξουσίας που διαχειρίζεται έναν κεντρικό προϋπολογισμό και συνεπάγεται ευρύτερη οικονομική ενοποίηση είτε σε αποκεντρωμένο επίπεδο όταν υπάρχουν αυτόνομες εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η εξέταση των χαρακτηριστικών των δύο αυτών τρόπων οργάνωσης της δημοσιονομικής 64 De jure – τεύχος 7


πολιτικής εστιάζοντας στην αντιμετώπιση ασύμμετρων διαταραχών που πλήττουν μια νομισματική ένωση, καταδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες και τις προβληματικές της κάθε μορφής και εξηγούν σε κάποιο βαθμό την κατεύθυνση που έχει αποφασίσει να πάρει η ευρωζώνη και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Στη περίπτωση μιας ασύμμετρης διαταραχής π.χ. από τη πλευρά της ζήτησης που ενδεχομένως να «πλήξει» μια νομισματική ένωση, κάποιες χώρες θα πληγούν αρνητικά και κάποιες θετικά. Στις χώρες που θα υπάρχει αρνητική διαταραχή της ζήτησης, τα φορολογικά έσοδα θα μειωθούν και οι δαπάνες θ’ αυξηθούν, όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται στη θεωρία για τη χρήση των αυτόματων σταθεροποιητών, τα οποία κατ’ επέκταση θα οδηγήσουν και σε αύξηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Ο κεντρικός προϋπολογισμός αποτρέπει την μετάδοση εξωτερικών επιδράσεων (εξωτερικότητες)211 μεταφέροντας εισοδήματα και καλύπτοντας τα ελλείμματα των χωρών που έχουν πληγεί αρνητικά. Λειτουργεί μέσω αυτόματων μεταβιβάσεων από τις χώρες που εμφανίζουν πλεονάσματα, ωφελούνται θετικά ή είναι εύρωστες σε αυτές που παρουσιάζουν δημοσιονομική ανισορροπία, εσωτερικεύοντας με αυτόν τον τρόπο τις εξωτερικότητες. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης σε κεντρικό επίπεδο αποτρέπει την συσσώρευση του δημοσίου χρέους των χωρών με δημοσιονομικό πρόβλημα και διασφαλίζει την σταθερότητα της ένωσης σε περίπτωση ασύμμετρων διαταραχών. Ένας τέτοιος τρόπος οργάνωσης έχει όμως να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου 212 δηλαδή τον εφησυχασμό των εθνικών αρχών ότι τα ελλείμματά τους θα καλυφθούν εκ των έσω από το κεντρικό προϋπολογισμό, το κόστος των ενιαίων πολιτικών, τα προβλήματα πληροφόρησης όπως επίσης και το common pool problem που συνδέεται και με την απροθυμία των μεγαλύτερων χωρών που δεν επιθυμούν να υπάρχουν συγκεκριμένες χώρες contributors και συγκεκριμένες recipients (Osterloh et al., 2008) .

Σε αποκεντρωμένο επίπεδο, όταν η νομισματική ένωση δεν συνδυάζεται με μια κεντρική εξουσία που διαχειρίζεται τον προϋπολογισμό, η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων επιτυγχάνεται μέσω του δανεισμού από τις κεφαλαιαγορές. Στην περίπτωση της ασύμμετρης διαταραχής, η κάλυψη των δανειακών αναγκών θα εξασφαλιστεί από τις χώρες που είχαν μια θετική διαταραχή και η οποία αύξησε τις αποταμιεύσεις τους και οδήγησε σε πλεονάσματα. Μέσω των αποτελεσματικών κεφαλαιαγορών, οι ελλειμματικές χώρες ικανοποιούν τις δανειακές τους ανάγκες από τις αποταμιεύσεις και τη προσφορά χρήματος από τις πλεονασματικές. Ο δανεισμός όμως που προκύπτει ως ανάγκη αντιμετώπιση των συνεπειών μιας αρνητικής διαταραχής έχει αρνητικό αντίκτυπο στη συσσώρευση του χρέους όταν οι χώρες είναι ήδη χρεωμένες, την εξυπηρέτηση του οποίου αναλαμβάνουν οι μελλοντικές γενεές των χωρών που επλήγησαν και η μη βιωσιμότητα του οποίου μπορεί να δημιουργήσει μια κρίση χρέους με ενδεχόμενα domino effects και σε άλλα κράτη – μέλη τα οποία μπορεί να αποτελέσουν στόχο για τις αγορές. Και στις δύο περιπτώσεις, όταν η διαταραχή είναι μόνιμη η μακροοικονομική πολιτική δεν συνιστά κατάλληλο εργαλείο. Απαιτούνται προσαρμογές σε θεμελιώδη μεγέθη (περιέχουν σημαντικό κόστος στο αποκαλούμενο κοινωνικό κράτος ή κράτος δικαίου) ώστε να εξασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα. Οι μισθοί, οι τιμές και η εργασία πρέπει να χαρακτηρίζονται από ευελιξία και ευκαμψία ώστε οι προσαρμογές να πραγματοποιούνται πιο αποτελεσματικά (De Grauwe, 2008). 211 Μεταβολές και εξελίξεις στο οικονομικό περιβάλλον μιας χώρας ενδέχεται να επιφέρουν επιπτώσεις είτε θετικές είτε αρνητικές και στο οικονομικό περιβάλλον ενός ή περισσοτέρων κρατών. Αυτό ονομάζεται εξωτερικότητα ή εξωτερικές επιδράσεις. 212 Ο όρος ηθικός κίνδυνος (moral hazard) αναφέρεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας αντισυμβαλλόμενος αντιδρά λιγότερο συνετά απ’ ότι θα έπρεπε λόγω του ότι γνωρίζει ότι θα αποζημιωθεί σε περίπτωση αρνητικής έκβασης από τον άλλο αντισυμβαλλόμενο για λόγους εξωτερικών επιδράσεων ή κοινής ωφέλειας.

De jure – τεύχος 7 65


Εν κατακλείδι, η παραδοσιακή θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών καταλήγει στα εξής συμπεράσματα. Εφόσον μια νομισματική ένωση ακόμα κι αν εμφανίζει τα χαρακτηριστικά μιας άριστης νομισματικής περιοχής, είναι αδύνατο να μην αντιμετωπίσει ασύμμετρες διαταραχές λόγω των διαφορετικών χαρακτηριστικών των κομματιών που τη συνθέτουν, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να έχει την απαραίτητη δυναμική, ικανότητα και περιθώριο δράσης ν’ αντιμετωπίζει τέτοιου είδους προβληματικές (άλλωστε η ευρωζώνη συνιστά άριστη νομισματική περιοχή;). Σύμφωνα με τη θεωρία λοιπόν, η δημοσιονομική πολιτική στις νομισματικές ενώσεις μπορεί είτε να συντονιστεί κεντρικά, με την εφαρμογή ενός κεντρικού προϋπολογισμού με μεταβιβαστικές πληρωμές είτε οι δημοσιονομικές πολιτικές να παραμείνουν αυτόνομες σε εθνικό επίπεδο και να διακατέχονται από την απαιτούμενη ευελιξία για την αντιμετώπιση των αρνητικών διαταραχών. 1.1.

Η αυτονομία της δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη

Η νομισματική ενοποίηση που έλαβε χώρα στα πλαίσια της Ε.Ε. αποτελώντας μια ανεπτυγμένη μορφή πλήρους ολοκλήρωσης, εγκαινιάστηκε το 1999 με την έναρξη λειτουργίας της ζώνης ενιαίου νομίσματος. Στην ευρωζώνη που σήμερα αριθμεί 17 κράτη – μέλη, συμμετέχουν τα κράτη – μέλη της ένωσης αφότου πληρούν τα κριτήρια που έχουν προσδιοριστεί από τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992). Το εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης λοιπόν δεν συνδυάστηκε και με δημοσιονομική ολοκλήρωση που θα σηματοδοτούσε μια πλήρως ανεπτυγμένη μορφή οικονομικής ολοκλήρωσης καθώς δεν υιοθετήθηκε ένα μοντέλο κεντρικής οργάνωσης των εθνικών προϋπολογισμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Προτιμήθηκε ένα πλαίσιο όπου τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης διατηρούν την αυτονομία τους και ασκούν ανεξάρτητες δημοσιονομικές πολιτικές213. Κατέστησαν με αυτό τον τρόπο τη δημοσιονομική πολιτική το μοναδικό εργαλείο σταθεροποίησης του κύκλου και αντιμετώπισης των ασύμμετρων διαταραχών στα χέρια των εθνικών αρχών εφόσον η νομισματική πολιτική ασκείται πλέον κεντρικά από τη συντηρητική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) που έχει ως πρωτεύοντα στόχο τη σταθερότητα τιμών (Rogoff, 1985). Ο βασικός συλλογισμός αυτής της απόφασης είναι να παρέχεται η δυνατότητα στις εθνικές αρχές να δημιουργούν ελλείμματα ασκώντας διακριτή δημοσιονομική πολιτική 214 ώστε να αντιδρούν στις αρνητικές μεταβολές του κύκλου. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως που επιτρέπει την θεμιτή άσκηση αντικυκλικών215 δημοσιονομικών πολιτικών και ουσιαστικά διασφαλίζει τον απαραίτητο συνδυασμό ευελιξίας και οικονομικής σταθερότητας είναι η διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων και κατ ‘ επέκταση η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους το οποίο τα ελλείμματα τροφοδοτούν. Η διατηρησιμότητα λοιπόν των ελλειμμάτων επιτυγχάνεται όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας υπερβαίνει το επιτόκιο του χρέους ή όταν υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα (οι ενέργειες που υιοθετούνται για να επιτευχθεί πλεόνασμα συνεπάγονται σημαντικό κοινωνικό κόστος). Η εξίσωση δυναμικής του χρέους μας καταδεικνύει ότι αν το ονομαστικό επιτόκιο είναι μεγαλύτερο της ονομαστικής ανάπτυξης τότε απαιτείται πρωτογενές πλεόνασμα. Διαφορετικά, η συσσώρευση χρέους προς το ΑΕΠ αυξάνεται (De 213 Οι αυτόνομες εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές συνδυάστηκαν με τρεις ασφαλιστικές δικλίδες: το ΣΣΑ, την ανεξαρτησία της ΕΚΤ και τη μη διάσωση κρατών – μελών (Baldwin and Gros, 2010). 214 Διακριτή δημοσιονομική πολιτική: Τα δημοσιονομικά μέτρα και οι πολιτικές που υιοθετούν οι δημοσιονομικές αρχές, οι οποίες επηρεάζουν τα έσοδα και τα έξοδα του προϋπολογισμού. Διακρίνονται από τις συνθήκες του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν τα δημοσιονομικά μεγέθη μέσω των αυτόματων σταθεροποιητών. 215 Αντικυκλική πολιτική: η άσκηση επεκτατικής (περιοριστικής) δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής σε περιόδους οικονομικής ύφεσης (ανάπτυξης).

66 De jure – τεύχος 7


Grauwe, 2008). Να σημειωθεί ότι μείζονος σημασίας είναι η σταθεροποίηση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ όπως επίσης και το επίπεδο σταθεροποίησης για τη μελλοντική αντιμετώπιση αρνητικών διαταραχών. Η δυναμική εξίσωση του χρέους έχει ως εξής: b́ g – t + (r – x)b = όπου g είναι οι κρατικές δαπάνες ως προς το ΑΕΠ, t είναι τα φορολογικά έσοδα ως προς το ΑΕΠ, b́ r είναι το ονομαστικό επιτόκιο του δημόσιου χρέους, x είναι ο ρυθμός ανάπτυξης και είναι η μεταβολή του χρέους. 2. Ο ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ - ΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) είναι ο υπερεθνικός δημοσιονομικός κανόνας τον οποίο τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης συμφώνησαν να εφαρμόζουν με την έναρξη λειτουργίας της νομισματικής ένωσης και ο οποίος παρέχει κατευθυντήριες γραμμές και συντονίζει την άσκηση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στόχος του Συμφώνου είναι να διασφαλίσει τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών – μελών και να αποτρέψει την εμφάνιση υπερβολικών ελλειμμάτων και συσσώρευση χρέους. Συνοπτικά, το ΣΣΑ προέκυψε ως ανάγκη για να αποτραπεί το ενδεχόμενο των εξωτερικών επιδράσεων των μη διατηρήσιμων εθνικών χρεών και ελλειμμάτων που προκύπτουν από τις αυτόνομες εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές και το οποίο θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης καθώς η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να επηρεάσει την ΟΝΕ μέσα από διάφορα κανάλια. 2.1.

Δομή

Δομικά το ΣΣΑ αποτελείται από δύο σκέλη: το προληπτικό και το αποτρεπτικό (Council Regulation No, 1467/97). Το προληπτικό σκέλος περιλαμβάνει ένα σύστημα επιτήρησης το οποίο αποσκοπεί στο περιορισμό και την αποφυγή δημιουργίας ελλειμμάτων στους εθνικούς προϋπολογισμούς και αφορά την δημοσιονομική εποπτεία. Πρωταρχικός στόχος είναι ο προϋπολογισμός να είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός στη μεσοπρόθεσμη περίοδο, δηλαδή κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Η διαδικασία του προληπτικού σκέλους περιλαμβάνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά. Τα κράτη – μέλη της ευρωζώνης είναι υποχρεωμένα να καταθέτουν Προγράμματα Σταθερότητας στην Ε.Ε. ανά τακτά χρονικά διαστήματα περιλαμβάνοντας το μεσοπρόθεσμο στόχο καθώς και την πορεία προσαρμογής σε χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον τριών ετών. Τα προγράμματα σταθερότητας περιγράφουν το μείγμα πολιτικής που θ’ ακολουθήσουν οι εθνικές αρχές ώστε να επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος, βασιζόμενα σε συγκεκριμένες υποθέσεις σχετικά με την πορεία του κύκλου και κύριες μακροοικονομικές μεταβλητές. Τα προγράμματα σταθερότητας αξιολογούνται και εξετάζονται τόσο από την ίδια την ένωση όσο και από το κάθε μέλος ξεχωριστά. Αξιολογείται η επιτευξιμότητα του στόχου, η πορεία προσαρμογής, η επάρκεια και η εφαρμοσιμότητα των μέτρων που θα ληφθούν. Η διαδικασία εξέτασης δεν περιλαμβάνει και την πρόταση συγκεκριμένων μέτρων αλλά περιορίζεται στην αξιολόγηση των γενικών μακροοικονομικών δεδομένων. Τέλος, το Συμβούλιο αν διαπιστώσει σημαντικές αποκλίσεις των δημοσιονομικών μεγεθών κάποιας χώρας από το μεσοπρόθεσμο στόχο, απευθύνει σύσταση και καλεί για τη λήψη διαρθρωτικών μέτρων. Το αποτρεπτικό σκέλος περιλαμβάνει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Ο ορισμός του υπερβολικού ελλείμματος αναφέρεται σε ελλείμματα του προϋπολογισμού τα οποία χαρακτηρίζονται υπερβολικά όταν υπερβαίνουν το 3% του ΑΕΠ. Το ΣΣΑ προβλέπει ότι το De jure – τεύχος 7 67


έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ θα πρέπει να είναι μικρότερο του 3% για κάθε κράτος – μέλος εκτός αν συντρέχουν «ειδικοί λόγοι». Οι ειδικοί λόγοι αναφέρονται σε περιπτώσεις που η διόγκωση του ελλείμματος οφείλεται σε κάποιο ασυνήθιστο γεγονός (π.χ. μια φυσική καταστροφή) ή υπάρχει σημαντική ύφεση η οποία ορίζεται σε ετήσια μείωση του ΑΕΠ με ρυθμό μεγαλύτερο από 2%216. Στη περίπτωση διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, το κράτος – μέλος υποχρεώνεται να καταθέσει ένα πρόστιμο με τη μορφή άτοκης κατάθεσης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και αν το εμπλεκόμενο κράτος δεν μειώσει το έλλειμμά του, τότε το ποσό αυτό παρακρατείται. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, διατηρείται το κριτήριο του Μάαστριχτ για χρέος επιπέδου 60% του ΑΕΠ χωρίς ωστόσο το Σύμφωνο να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό το σκέλος το οποίο στη πορεία για πολιτικούς λόγους παραμελήθηκε. Συγκεκριμένα, τη περίοδο 1999 – 2000, η Ιταλία και το Βέλγιο παρουσίαζαν δημόσιο χρέος περίπου 100% του ΑΕΠ, επομένως πως ήταν δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος του 60%; 2.2.

Κριτική – Αξιολόγηση

Η υιοθέτηση του δημοσιονομικού κανόνα θεωρητικά περιορίζει το φαινόμενο του domino effect δηλ. των εξωτερικοτήτων της δημοσιονομικής πολιτικής και γενικότερα μειώνει τις στρεβλώσεις που συνδέονται με την αναξιοπιστία των αρχών. Ωστόσο, o κανόνας παρουσιάζει κάποιες αδυναμίες. Κατ’ αρχήν, το ΣΣΑ δέχθηκε σκληρή κριτική για το γεγονός ότι υποθάλπει την απαραίτητη ευελιξία που πρέπει να διαθέτει η δημοσιονομική πολιτική και ότι δεν συνυπολογίζει συγκεκριμένες σημαντικές οικονομικές πτυχές όταν εξετάζονται τα δημοσιονομικά μεγέθη. Συγκεκριμένα, το όριο του 3% χαρακτηρίζεται αυθαίρετο και υπερεκτιμημένο καθώς δεν δύναται να επιτευχθεί όταν δεν το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες, σε περιόδους σημαντικής ύφεσης και παράλληλα δεν επιτυγχάνει και το περιορισμό της συσσώρευσης του δημοσίου χρέους (το παράρτημα στη σελίδα καταδεικνύει ότι τα δύο δημοσιονομικά κριτήρια για το χρέος και το έλλειμμα όπως τέθηκαν εξ’ αρχής από το Μάαστριχτ οφείλονταν σε μία υπερεκτίμηση από την ηγεσία της ευρωζώνης καθώς με το κριτήριο του ελλείμματος του 3%, απαιτείται ρυθμός ανάπτυξης τουλάχιστον 5% για να μην υπάρξει αύξηση του μεγέθους του χρέους). Για να έχει ευελιξία ο κανόνας του ελλείμματος του 3% προϋποθέτει ότι την προηγούμενη περίοδο είναι είτε ισοσκελισμένος ο προϋπολογισμός είτε παρουσιάζει πλεόνασμα. Απόρροια του παραπάνω είναι να προωθούνται και να εφαρμόζονται προκυκλικές217 πολιτικές ώστε να τηρείται ο κανόνας και όχι να λαμβάνονται μέτρα εξόδου από την ύφεση (Begg et al., 2003). Επίσης, ο δημοσιονομικός περιορισμός δεν λαμβάνει κανένα κριτήριο για το μέγεθος του δημοσίου χρέους των χωρών (Pissany and Ferry, 2002). Εφαρμόζεται καθολικά ανεξάρτητα από το επίπεδο του χρέους. Σημαντική παράλειψη στο σχεδιασμό του ΣΣΑ είναι ότι ο κανόνας δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το δημοσιονομικό κόστος των μεταρρυθμίσεων που παρ’ όλο βραχυπρόθεσμα έχουν κόστος (Beetsma and Debrun, 2004), εντούτοις μακροπρόθεσμα έχουν πολλαπλάσιο σημαντικό όφελος που ενισχύει την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών. Δεν λαμβάνει επίσης υπ’ όψιν τον ρυθμό μεγέθυνσης των χωρών (συνεπάγεται με περιορισμό επενδύσεων) ο οποίος έχει βαρύνουσα σημασία για τη διατηρησιμότητα των ελλειμμάτων και τη βιωσιμότητα του χρέους όπως αποδεικνύει και η δυναμική εξίσωση του χρέους (De Grauwe, 2008). 2.3.

Κρίση του ΣΣΑ και αναθεώρηση

216 Όταν η ύφεση προκαλεί μείωση του ΑΕΠ μεταξύ 0,75% και 2%, τότε αποφασίζει το Συμβούλιο ECOFIN αν δικαιολογείται το υπερβολικό έλλειμμα από ειδικούς λόγους. 217 Προκυκλική πολιτική: η άσκηση περιοριστικής (επεκτατικής) δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής σε περιόδους οικονομικής ύφεσης (ανάπτυξης).

68 De jure – τεύχος 7


Η αδυναμία του ΣΣΑ να επιτύχει τον κατάλληλο συνδυασμό ευελιξίας της δημοσιονομικής πολιτικής και τήρησης των κανόνων όπως επίσης και οι εν γένει αδυναμίες του υπερεθνικού κανόνα όπως περιγράφηκαν παραπάνω οδήγησαν στην αναθεώρησή του, το 2005 (Council Regulation No. 1056/2005). Στις περιόδους ήπιας ύφεσης που είχε ν’ αντιμετωπίσει η ευρωζώνη στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πολλές χώρες δεν κατάφεραν να διατηρήσουν τα ελλείμματα τους κάτω από το όριο του 3%. Αυτό δεν συνέβη μόνο σε χώρες που είχαν μια τάση να παράγουν ελλείμματα όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιταλία αλλά και σε χώρες του λεγόμενου σκληρού πυρήνα της ένωσης όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Μάλιστα το 2003, το έλλειμμα της ευρωζώνης συνολικά διαμορφώθηκε στο 3% ως ποσοστό του ΑΕΠ περίπου καταδεικνύοντας τη προβληματική δομή του Συμφώνου. Επιπλέον, όταν προέκυψε θέμα αυστηρής εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η διαδικασία απέτυχε. Όταν επρόκειτο να εφαρμοσθεί το αποτρεπτικό σκέλος του Συμφώνου το 2003, η Γαλλία και η Γερμανία μεταξύ των άλλων εμπόδισαν την εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπει η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από την Επιτροπή. Οι παραπάνω εξελίξεις οδήγησαν τελικά στην αναθεώρηση του Συμφώνου.. Οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, αποφασίστηκαν με γνώμονα την εισαγωγή μεγαλύτερης ευελιξίας, διακριτότητας, και περισσότερου πολιτικού ελέγχου για τις εθνικές αρχές (Schuknecht et al., 2011). Ο προσανατολισμός της αναθεώρησης ήταν σαφής. Αποδυνάμωση του ρόλου της Επιτροπής και ενίσχυση των εξουσιών των κρατών – μελών καθιστώντας το ΣΣΑ κατά κάποιο τρόπο «κτήμα» των κυβερνήσεων, ενισχύοντας παράλληλα τα εργαλεία τη στενότερης συνεργασίας και της αμοιβαίας πίεσης. Συγκεκριμένα, στο αναθεωρημένο ΣΣΑ, ο μεσοπρόθεσμος στόχος εξειδικεύεται ανά χώρα και μπορεί να φθάσει και το 1% έλλειμμα. Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα αναθεώρησης του μεσοπρόθεσμου στόχου ενός κράτους – μέλους σύμφωνα με το κανονισμό όταν πραγματοποιείται διαρθρωτική μεταρρύθμιση μείζονος σημασία. Η αυστηρότητα του ορίου του 3% όπως επίσης και οι προθεσμίες χαλάρωσαν και επεκτάθηκαν αντίστοιχα. Ο ορισμός της ύφεσης έγινε πιο «χαλαρός» καθώς επιτρέπονται ελλείμματα άνω του ορίου στις ειδικές περιπτώσεις που ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ είναι αρνητικός ή όταν διέρχονται παρατεταμένη περίοδο πολύ χαμηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης συγκριτικά με το δυνητικό προϊόν. Τέλος, η αναθεώρηση συμπεριέλαβε στη διαδικασία εξέτασης της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος τους παράγοντες του επιπέδου του δημόσιου χρέους, του ρυθμού ανάπτυξης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των δημόσιων επενδύσεων (τις δημόσιες επενδύσεις περισσότερο για τα υποψήφια νέα κράτη – μέλη). 3. Η ΚΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ Η παγκόσμια οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008 και οι επιπτώσεις της οποίας συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ανέτρεψε τις ευνοϊκές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικρατούσαν μέχρι το 2007 καταδεικνύοντας αφενός τη πραγματική οικονομική κατάσταση των κρατών – μελών της ευρωζώνης και αφετέρου τα ψεγάδια του πλαισίου εποπτείας των οικονομικών πολιτικών της νομισματικής ένωσης. Τα πρώτα εννέα χρόνια λειτουργίας της ευρωζώνης όπως υποστηρίζουν μέλη της ίδιας της ΕΚΤ χαρακτηρίζονται ως “wasted good times” δηλ. μη ικανοποιητική εκμετάλλευση μιας ιδιαίτερα ευνοϊκής οικονομικά περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας μπήκαν οι βάσεις για τη παρούσα κρίση (Schuknecht et al., 2011). Οι οικονομικοί δείκτες της προγενέστερης περιόδου δεν προμήνυαν όμως μιας τέτοιας έκτασης δημοσιονομική κατάρρευση. Μάλιστα, ένα χρόνο πριν το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007, τα κράτη – μέλη κατέγραψαν ικανοποιητικά δημοσιονομικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, το μέσο έλλειμμα της ένωσης μειώθηκε από 1,3% το 2006 σε 0,6% και συνδυάστηκε με ένα ευνοϊκότατο ευρύτερο De jure – τεύχος 7 69


μακροοικονομικό περιβάλλον χαμηλού και σταθερού πληθωρισμού και θετικών ρυθμών ανάπτυξης για τα κράτη – μέλη όπου κάποιες μακροοικονομικές ανισορροπίες όπως το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και το booming στην αγορά ακινήτων δεν έμοιαζαν ν’ αποτελούν σοβαρές απειλές. Κάτι τέτοιο όμως ήταν η πρόσοψη. Η πραγματικότητα που κατέδειξε η κρίση είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Από δημοσιονομική σκοπιά, οι δημοσιονομικοί πρόοδοι που επιτεύχθηκαν την προαναφερθείσα περίοδο δεν αποτέλεσαν απόρροια προσπαθειών δημοσιονομικής προσαρμογής (με στόχο την σταθερότητα) αλλά ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των φορολογικών εσόδων ως εκροές των θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομίας και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αύξηση των δαπανών και όχι στο να συμβάλλουν στην δημιουργία υγιών δημοσιονομικών μεγεθών. Στη δημοσιονομική πρόοδο κάποιων χωρών συνέβαλλε επίσης σημαντικά και η άνθηση συγκεκριμένων οικονομικών κλάδων όπως η αγορά ακινήτων και γενικότερα η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπου μεταξύ των άλλων η σύνδεση τους με το τραπεζικό σύστημα είχε και σημαντικές επιπτώσεις στη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας δημιουργώντας ένα ντόμινο επιδράσεων (Larch et al., 2010). Συνεπώς, η εμφάνιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης προκάλεσε μεγάλη πτώση των εσόδων και αποκάλυψε την υποβόσκουσα δημοσιονομική κατάσταση. Σημαντικό μερίδιο σε αυτή την εξέλιξη είχαν και οι αγορές επίσης καθώς μέσω των καναλιών που διαθέτουν δεν “τιμώρησαν” τις πιο απείθαρχες χώρες παρέχοντας τους κάλυψη και καθιστώντας τες με αυτό τον τρόπο απροετοίμαστες για μια δύσκολη συγκυρία. Επιπλέον, τα δημοσιονομικά μεγέθη δυσχεράνθηκαν ακόμα περισσότερο στις περιπτώσεις που χώρες αναγκάστηκαν να καταστήσουν ανισορροπίες εκτός δημόσιου τομέα σε μεγάλο βαθμό σε κρατικές υποχρεώσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας όπου το έλλειμμα της εκτινάχθηκε σε 32% μετά την διάσωση του τραπεζικού της κλάδου. Πέρα της δημοσιονομικής κατάστασης, η κρίση έφερε στο προσκήνιο τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του συνολικού πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας και του συστήματος συντονισμού της ένωσης, του ΣΣΑ. Αποδείχθηκε για ακόμα μια φορά η προβληματική δομή του Συμφώνου όσον αφορά την αντιμετώπιση των κρίσεων καθώς δεν διαθέτει την απαραίτητη ευελιξία μη επιτρέποντας στα κράτη – μέλη ν’ ασκήσουν επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές αν δεν έχει επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος. Επιπλέον, ήταν εμφανέστατη η έλλειψη ενός σχεδίου διάσωσης. Έλλειψη η οποία δημιούργησε αστάθεια και αβεβαιότητα χωρίς να λύσει το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου που εξακολουθεί να υφίσταται με το κίνητρο διάσωσης λόγω εξωτερικών επιδράσεων (που και τελικά πήρε σάρκα και οστά). Η υποτροπή των δημοσιονομικών μεγεθών των κρατών – μελών που επέφερε η παγκόσμια ύφεση, οδήγησε σε μια σοβαρή κρίση χρέους το σύνολο της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, τα δημοσιονομικά μεγέθη επιδεινώθηκαν σημαντικά στη περιοχή του ευρώ. Το μέσο έλλειμμα έφθασε το 6% το 2010 και το μέσο χρέος άγγιξε το 85% περίπου 20 μονάδες πάνω από το επίπεδο της προ – κρίσης περιόδου. Στο επίκεντρο της κρίσης βρίσκονται χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος (άνω του 100% ως ποσοστό του ΑΕΠ), η βιωσιμότητα του οποίου τίθεται σε αμφιβολία και οι οποίες αδυνατούν να δανειστούν από τις αγορές καθώς η πιστοληπτική τους ικανότητα έχει μειωθεί σημαντικά. Τα spread των ομολόγων τους, τα οποία καταδεικνύουν το κόστος δανεισμού, έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά και η αξιοπιστία τους έχει υποβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης. Η κρίση χρέους πλέον κρίνεται συστημική, έχοντας πλέον σημαντικές επιπτώσεις και στον τραπεζικό κλάδο. Σε μια προσπάθεια λοιπόν να ηρεμήσουν οι αγορές, ν’ αποτραπεί η διάδοση της κρίσης χρέους σε άλλες χώρες και να μην δημιουργηθούν προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης σε συνεργασία με το ΔΝΤ δημιούργησαν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSM) που λειτουργούν ως δίχτυ ασφαλείας για την παροχή οικονομικής 70 De jure – τεύχος 7


βοήθειας σε κράτη -μέλη218. Συνέπεια λοιπόν της εμβάθυνσης της κρίσης χρέους και της σοβαρότητας της κατάστασης που έχει περιέλθει η Ελλάδα, ήταν η συντονισμένη δράση των ηγετών της ευρωζώνης οι οποίοι αναγκάστηκαν να λάβουν διάφορα μέτρα (πέρα από τα πακέτα διάσωσης και το EFSF) τα οποία στοχεύουν στο να διασφαλίσουν άμεσα τη σταθερότητα της ένωσης, ελαφρύνοντας το πρόβλημα χρέους και αποτρέποντας τις εξωτερικές επιδράσεις. Οι αποφάσεις για την ενίσχυση του βασικού εργαλείου συντονισμού της δημοσιονομικής πολιτικής (ΣΣΑ) και γενικότερα του δημοσιονομικού πλαισίου της ένωσης,αποτέλεσαν σημαντική εξέλιξη για την συντονισμένη έξοδο από αυτή και αύξησαν το βαθμό έντασης του συντονισμού της δημοσιονομικής πολιτικής σε κεντρικό επίπεδο. Οι αποφάσεις αυτές οι οποίες ακόμα βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο καθώς αναμένεται να επικυρωθούν νομικά το Δεκέμβριο του 2011, αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης και κριτικής από το σύνολο του ακαδημαϊκού και πολιτικού κόσμου και θ’ αναλυθούν εκτενώς παρακάτω. 4. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ Πριν εξεταστούν τα χαρακτηριστικά της επικείμενης αναθεώρησης του ΣΣΑ και της επικείμενης αναδιαμόρφωσης του δημοσιονομικού πλαισίου εποπτείας και οικονομικού συντονισμού της ένωσης, κρίνεται απαραίτητη μια συνολική αποτίμηση της πορείας του ΣΣΑ, ώστε να προσδιοριστούν οι προβληματικές του Συμφώνου και να εστιαστούν οι τομείς στους οποίους απαιτείται αναθεώρηση ή ακόμα και ενίσχυση. Μια τέτοια ανάλυση θ’ αποτελέσει σημαντικό βοηθητικό εργαλείο στο να κατανοήσουμε κατά πόσο η συμφωνημένη αναθεώρηση του δημοσιονομικού θεσμικού πλαισίου βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, το βαθμό επάρκειάς της και την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητά της.

4.1.

Αποτυχία του ΣΣΑ

Στη θεωρία, ο συνδυασμός της δημοσιονομικής εποπτείας υπό το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου και η απειλή των κυρώσεων στο αποτρεπτικό θα έπρεπε να διασφαλίζουν τη διαμόρφωση υγιών δημοσιονομικών πολιτικών από την πλευρά των κρατών – μελών. Στη πράξη όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το προληπτικό σκέλος αποδείχτηκε αναποτελεσματικό καθώς αντί να προωθήσει σημαντικές δημοσιονομικές προσαρμογές σε ευνοϊκές περιόδους με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ωθώντας τις κυβερνήσεις των κρατών – μελών να ασκήσουν ανακυκλικές πολιτικές, τις περιόριζε απλά στο να μην ξεπερνάνε το κατώφλι του 3%. Τα έκτακτα έσοδα από την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης εξαφανίστηκαν την περίοδο της μεγάλης ύφεσης και τα ελλείμματα εκτινάχθηκαν μην επιτρέποντας παράλληλα την υιοθέτηση σταθεροποιητικών πολιτικών. Αποδείχθηκε λοιπόν η αδυναμία των χωρών ν’ αντιμετωπίσουν τις αρνητικές διαταραχές καθώς υπάρχει σύγκρουση κανόνων και ευελιξίας στο πλαίσιο του ΣΣΑ (Lane, 2010). Η αποτυχία λοιπόν του προληπτικού σκέλους να ενθαρρύνει δημοσιονομικές προσαρμογές σε καλές περιόδους και οι οποίες θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση των αρνητικών διαταραχών, οφείλεται κατά κύριο λόγο στη δομή και τη φύση του Συμφώνου. Πρώτον, οι δημοσιονομικές απαιτήσεις του κανόνα εκφράζονται και αξιολογούνται σε μη κυκλικά προσαρμοσμένα μεγέθη γεγονός που δυσκολεύει την απομόνωση των επιμέρους διακριτών δημοσιονομικών χειρισμών των αρχών. Ακόμα και όμως όταν γίνονται αξιολογήσεις σε δομικά προσαρμοσμένα μεγέθη (συνήθως εκ των υστέρων), ο μεγάλος βαθμός αβεβαιότητας που περικλείει τις εκτιμήσεις για το 218 Το EFSF παρέχει κεφάλαια εγγυημένα (πιστώσεις) από τις χώρες της ευρωζώνης ύψους 780 δις ευρώ (με μόχλευση) και πόρους χρηματοδότησης από το ΔΝΤ ύψους 250 δις. Το EFSM συνεισφέρει επιπλέον 60 δις ευρώ τα οποία δανείζεται η Επιτροπή από τις αγορές με την εγγύηση του προϋπολογισμού της ένωσης. Τα κεφάλαια υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δεσμεύσεις είναι διαθέσιμα στα κράτη-μέλη της ευρωζώνης που χρίζουν οικονομικής βοήθειας.

De jure – τεύχος 7 71


παραγωγικό κενό219 και τις ελαστικότητες (Filipek and Schreiber, 2010) δεν επιτρέπει την σωστή αξιολόγηση της δημοσιονομικής κατάστασης και κατ’ επέκταση την επιλογή των σωστών κατευθύνσεων για την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή. Επίσης τα προγράμματα σταθερότητας που κατέθεταν τα κράτη – μέλη βασίζονταν πάντα σε ευνοϊκές και αισιόδοξες υποθέσεις για την αύξηση του ΑΕΠ (Bruck and Stephan, 2006; Jonung and Larch, 2006) και χρονικά καταθέτονταν μετά τη ψήφιση του προϋπολογισμού μην αφήνοντας περιθώρια για προσαρμογές. Τέλος, το μέσο της αμοιβαίας πίεσης (με τη μορφή των συστάσεων από την Επιτροπή και των απόψεων από το Συμβούλιο) που περιλαμβάνεται στο προληπτικό σκέλος ως θεσμικό εργαλείο που θα επιφέρει τη συμμόρφωση με το μεσοπρόθεσμο στόχο αποδείχτηκε ανεπαρκές και αναποτελεσματικό (Fischer et al., 2006). Το δεύτερο διαθέσιμο εργαλείο που αναμενόταν ν’ αποφέρει τη συμμόρφωση με τους κανόνες και θα εξασφάλιζε την δημοσιονομική σταθερότητα, είναι η επιβολή κυρώσεων στο πλαίσιο του αποτρεπτικού σκέλους (βλ. παραπάνω αναλυτικά) όταν διαπιστώνεται διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Η πεποίθηση ότι η ύπαρξη αυστηρών κυρώσεων θα λειτουργήσει αποτρεπτικά αποδείχτηκε ιδιαίτερα αισιόδοξη (Larch et al., 2010). Στη πραγματικότητα, οι χώρες ξεπερνούσαν το όριο του 3% χωρίς να συντρέχουν οι ειδικοί λόγοι, όμως οι κυρώσεις δεν επιβαλλόντουσαν καθώς η απροθυμία κυρίως των κρατών – μελών για την επιβολή των κυρώσεων αλλά και η εν γένει αδυναμία της Επιτροπής ως υπερεθνικό όργανο να «τρέξει» τις διαδικασίες, λειτούργησαν αποτρεπτικά και αποτέλεσαν τροχοπέδη στην επιβολή τους. Ένα μεγάλο μέρος της αποτυχίας του ΣΣΑ μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν έγινε τίποτα όταν οι χώρες «έσπασαν» τους κανόνες. Τέλος, ενώ ο βασικός σκοπός του έλεγχου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που θα επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης , το ΣΣΑ που αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο που παρέχει συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές γι’ αυτό τον στόχο, δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες διατάξεις και διαδικασίες που να περιορίζουν και ν’ αποτρέπουν τη συσσώρευση του δημόσιου χρέους (Fitoussi, 2002; Pisany-Ferry,2002). Η σταδιακή αποδυνάμωση του κριτήριου του δημόσιου χρέους στο επίπεδο του 60% του ΑΕΠ αποδείχτηκε καταλυτική παράλειψη για τη διόγκωση του δημοσίου χρέους κάποιων χωρών και το ξέσπασμα της κρίσης χρέους. 4.2.

Εσφαλμένα στατιστικά δεδομένα

Η εξασφάλιση αξιόπιστων, έγκαιρων και πλήρους στατιστικών δεδομένων για την αποτελεσματική λειτουργία του δημοσιονομικού θεσμικού πλαισίου της ένωσης που βασίζεται σε ποσοτικούς κανόνες κρίθηκε από την αρχή απαραίτητη. Γι ‘ αυτό το λόγο, η ένωση μερίμνησε να καθορίσει συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κρατών – μελών για την αναφορά και παρουσίαση έγκυρων στατιστικών δεδομένων, ιδρύοντας παράλληλα τη Eurostat. Κρίνοντας όμως εκ των υστέρων, παρατηρούμε ότι το σύστημα που διασφάλιζε την αξιοπιστία των δεδομένων ήταν αναποτελεσματικό καθώς δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη ποιότητα. Οι κύριοι λόγοι είναι ότι το ευρωπαϊκό σύστημα εποπτείας βασίζεται στα δεδομένα που προκύπτουν απ’ τα κράτη – μέλη και όχι σ’ ένα κεντρικό όργανο και ότι η προβλεπόμενη μεθοδολογία γινόταν αντικείμενο διαφορετικής ερμηνείας από τις εθνικές στατιστικές αρχές (Ferry, 2010). Αυτό είχε αποτέλεσμα πολλές φορές τα κράτη – μέλη να παρέχουν λανθασμένα δεδομένα και να κάνουν λάθος προβλέψεις λόγω αποκλίσεων στους αριθμούς του προϋπολογισμού, λόγω μεταβολής των οικονομικών συνθηκών και λόγω της δημιουργικής λογιστικής που αποτελεί εσκεμμένη απόπειρα διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Κάποια 219 Παραγωγικό κενό: η διαφορά μεταξύ του δυνητικού προϊόντος (όταν όλοι οι συντελεστές της οικονομίας λειτουργούν σε πλήρη απασχόληση) και του πραγματοποιούμενου προϊόντος.

72 De jure – τεύχος 7


κράτη – μέλη για να πληρούν τους κανόνες του ΣΣΑ αγνοούσαν τους στατιστικούς κανόνες της Eurostat και δημιουργούσαν λογιστικά τεχνάσματα όπως μη ρεαλιστικές υποθέσεις για την συναλλαγματική ισοτιμία (όσον αφορά εξωτερικές υποχρεώσεις),προσμέτρηση μελλοντικών εσόδων κτλ. (Von Hagen, 2010). Χαρακτηριστική η περίπτωση της Ελλάδας που το 2009 ανακοίνωσε έλλειμμα 2,9% και στη συνέχεια αναθεωρήθηκε πάνω από 15%. Η απόφαση της Επιτροπής να στηρίζεται στην προθυμία και την αξιοπιστία των εθνικών αρχών παρ’ όλο που οι περισσότερες από αυτές έδειξαν την απαραίτητη προσήλωση στις αρχές του αμοιβαίου συμφέροντος, αποδείχθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης εσφαλμένη. 4.3 Αγνόηση μακροοικονομικών ανισορροπιών Η εμφάνιση της κρίσης αποκάλυψε τις αδυναμίες της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης και τόνισε την ανάγκη να επεκταθεί και να γίνει πιο συντονισμένη. Απαιτείται λοιπόν ευρύτερη οικονομική διακυβέρνηση η οποία θα επιφέρει την επιθυμητή σύγκλιση, τη συνεχή ανάπτυξη και θα έχει τη δυνατότητα να προβλέψει έγκαιρα μια κρίση ώστε να μπορεί να την αντιμετωπίσει στο αρχικό της στάδιο. Αυτό θα επιτευχθεί με συνολικότερη προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών της ένωσης και με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν το χρηματοοικονομικό τομέα. Άλλωστε, η βιωσιμότητα του χρέους είναι απόρροια ενός μείγματος πολιτικών και όχι καθ’ αυτής της δημοσιονομικής πολιτικής. Αρχικά, η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση στερείται ενός μηχανισμού ή μιας οικονομικής προσέγγισης η οποία αφενός θα διασφαλίζει τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών και παράλληλα θ’ αποτρέπει τις ανισορροπίες στο εμπόριο. Μπορεί η ένωση στο σύνολό της να μην αντιμετωπίζει πρόβλημα με την ανταγωνιστικότητά της και το εμπορικό της ισοζύγιο ωστόσο υπάρχουν επιμέρους κράτη – μέλη που εμφανίζουν υψηλά εμπορικά ελλείμματα τα οποία επιδεινώνουν τη δημοσιονομική τους κατάσταση. Το μεγάλο ποσοστό του εμπορίου μεταξύ των κρατών – μελών της ένωσης έχει δημιουργήσει μια ζώνη χωρών που εμφανίζουν υψηλά εμπορικά πλεονάσματα και ένα γκρουπ χωρών με υψηλά εμπορικά ελλείμματα, ενισχύοντας την ανισορροπία. Επιπλέον, η ανάγκη για διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες με την αποκάλυψη της φούσκας στην αγορά ακινήτων και σε κάποια χρηματοοικονομικά προϊόντα, κατέδειξε ότι η βιωσιμότητα των δημοσιονομικών μεγεθών δεν επιτυγχάνεται μόνο με την τήρηση των κανόνων του ΣΣΑ και την ανεξαρτησία της ΕΚΤ καθώς ανισορροπίες εκτός των δημοσιονομικών, αποτελούν ανεξάρτητοι κίνδυνοι που απειλούν τη νομισματική και δημοσιονομική σταθερότητα της ένωσης (De Grauwe, 2008). Η διάσωση τραπεζών από κυβερνήσεις κρατών – μελών δημιούργησε σημαντικές δημοσιονομικές δυσκολίες εκτινάσσοντας το έλλειμμα παρ’ όλο που προηγουμένως παρέμενε σε συνετά επίπεδα. Οι περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ιρλανδίας που κατέγραφαν πλεονάσματα το 2006 και στη κρίση αναγκασμένες να χρηματοδοτήσουν και να διασώσουν πιστωτικά ιδρύματα δημιούργησαν ελλείμματα 11% και 32% αντίστοιχα, είναι ενδεικτικές. Το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο εποπτείας λοιπόν φαίνεται να αγνόησε τις μακροοικονομικές ανισορροπίες. Η εποπτεία της δημοσιονομικής πολιτικής δεν έλαβε υπ ‘όψιν τις δομές της παραγωγής και την ευαισθησία της στο στεγαστικό και χρηματοοικονομικό κλάδο (και τις ανισορροπίες τους), αδυνατώντας επομένως να διακρίνει τους υποβόσκοντες κινδύνους και να χτυπήσει το καμπανάκι του κινδύνου σηματοδοτώντας την ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή (Lane, 2010). Επιπλέον, σχετικά με το τραπεζικό σύστημα, το ευρωπαϊκό σύστημα αδυνατεί να παρέχει εγγυήσεις και ασφάλειες στον ιδιωτικό τομέα ούτε διαθέτει κάποιον ρυθμιστικό μηχανισμό που να μπορεί ν’ αποτρέψει τη δημιουργία των συστημικών κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό τομέα (συσσώρευση ιδιωτικού χρέους) ή να τις αντιμετωπίσει στο αρχικό τους στάδιο (Tabellini, 2011). De jure – τεύχος 7 73


4.3.

Έλλειψη μόνιμου μηχανισμού επίλυσης κρίσεων

Η χρηματοπιστωτική κρίση αποκάλυψε τα μειονεκτήματα της έλλειψης συγκεκριμένου μηχανισμού επίλυσης κρίσεων. Η ρήτρα της μη διάσωσης 220 (no bail-out clause) και η αναμενόμενη πειθαρχία από τις αγορές δεν αποδείχθηκαν αξιόπιστοι (Belke, 2010) και επαρκείς παράγοντες για ν’ αποτρέψουν την εμφάνιση μιας κρίσης χρέους η οποία όταν εμφανίστηκε στη περίπτωση της Ελλάδας άφησε την ένωση χωρίς εργαλεία αντιμετώπισής της και έρμαια στις αξιολογήσεις των αγορών. Η ανάγκη για διάσωση της Ελλάδας ώστε ν’ αποτραπεί το ενδεχόμενο των εξωτερικών επιδράσεων και διάχυσης της κρίσης κατέδειξε την αναξιοπιστία του κανόνα της μη διάσωσης, η λειτουργία του οποίου πλήττει την σταθερότητα (Burda and Gerloch, 2010). Η έλλειψη ενός μόνιμου σχεδίου επίλυσης κρίσεων οδήγησε σε λύσεις αυτοσχεδιασμού οι οποίες απαιτούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα και ήταν αβέβαιες ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Ενδεικτική η διαδικασία διάσωσης της Ελλάδας και της Ιρλανδίας με ένα πακέτο δανεισμού στο οποίο συμμετέχει και το ΔΝΤ η οποία αποδείχθηκε αναποτελεσματική στο να επαναφέρει τη σταθερότητα, να εξαλείψει την αβεβαιότητα στις αγορές και να αποτρέψει το domino effect. Επιπλέον, η μη ύπαρξη μηχανισμού ανάγκασε την ΕΚΤ να θέσει στο περιθώριο το στόχο της σταθερότητας τιμών και να εμπλακεί σε δημοσιονομικές υποθέσεις πλήττοντας την αξιοπιστία της. Αντίθετα, η ύπαρξη ενός μόνιμου μηχανισμού διάσωσης με συγκεκριμένα εργαλεία το οποίο θα συνοδεύεται από συγκεκριμένα επίπονα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, κάνει το κόστος ενεργοποίησής του ακόμα μεγαλύτερο και αποτρέπει το κίνδυνο του ηθικού

κινδύνου. Επιπλέον, μειώνει την αβεβαιότητα στις αγορές, συμβάλλει στην επίτευξη της δημοσιονομικής σταθερότητας και αντιμετωπίζει πιο οργανωμένα μια ενδεχόμενη κρίση. 5. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ Με ορατούς τους κινδύνους της δημοσιονομικής κρίσης, το Σεπτέμβριο του 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε έξι νομοθετικές προτάσεις που αναδιαμορφώνουν την οικονομική διακυβέρνηση της ένωσης και συνιστούν την πιο συντονισμένη προσπάθεια ενίσχυσης του θεσμικού πλαισίου διακυβέρνησής της από την εποχή της ίδρυσης της. Μετά από μία περίοδο διαβουλεύσεων και τροποποιήσεων που οδήγησαν στην κατάληξη συμφωνίας και ολοκλήρωσαν τις διαδικασίες επικύρωσης του πακέτου από το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το πακέτο των έξι νομοθετικών μέτρων αναμένεται να επικυρωθεί νομικά και οριστικά το Δεκέμβριο του 2011. Αυτές οι έξι νομοθετικές προτάσεις σε συνδυασμό με το Σύμφωνο για το ευρώ, το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και το Μηχανισμό Σταθερότητας αποτελούν τους βασικούς πυλώνες οι οποίοι συνθέτουν το νέο σκηνικό του πλαισίου της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Λόγω των ελλείψεων που έχουν διαπιστωθεί στην υφιστάμενη νομοθεσία και το θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησης, με το συγκεκριμένο πλαίσιο των έξι νομοθετικών προτάσεων, η ένωση επιδιώκει την ενίσχυση της εποπτείας και συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών, των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αλλά και των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Επιδιώκεται επίσης η ενίσχυση της ισχύς των μηχανισμών επιβολής για τα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις των Συνθηκών. Στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο που εφαρμόζεται ήδη, ενσωματώνονται όλες οι αναθεωρημένες διαδικασίες επιτήρησης. Παράλληλα, με τη 220 Η συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ προβλέπει τη μη δυνατότητα διάσωσης ενός κράτους – μέλους που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις ώστε να μειωθεί το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου και οι αρχές να έχουν τα κατάλληλα κίνητρα να ακολουθήσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές.

74 De jure – τεύχος 7


λειτουργία του Συμφώνου για το ευρώ επιχειρείται μια πιο στενή προσέγγιση στη διαδικασία του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που επαφίενται της αποκλειστικής αρμοδιότητας των εθνικών κρατών. Τέλος, προβλέπεται η λειτουργία ενός μόνιμου μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων όπως επίσης και η ενίσχυση της εποπτείας και της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα. 5.1.

Το πακέτο των έξι προτάσεων

Η δέσμη των έξι νομοθετικών μέτρων εστιάζεται αφενός στην αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ζητημάτων εκτός των άλλων με την αναθεώρηση του ΣΣΑ και αφετέρου στην πρόληψη και καταπολέμηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Αναθεώρηση του ΣΣΑ Όσον αφορά την αναθεώρηση του ΣΣΑ, οι νέες διατάξεις τροποποιούν τόσο το προληπτικό σκέλος όσο και το διορθωτικό καθιστώντας το ΣΣΑ ιδιαίτερα αυστηρό στην εφαρμογή του (Council of the European Union, 2011). Στόχος του προληπτικού σκέλους καθίσταται η εξασφάλιση συνετών δημοσιονομικών πολιτικών εκ μέρους των κρατών – μελών σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας μέσω του ελέγχου των διαδικασιών προσαρμογής των δημοσιονομικών πολιτικών (adjustment path) που προσανατολίζονται στην επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου που έχει τεθεί. Ο μεσοπρόθεσμος στόχος εξειδικεύεται για το κάθε κράτος – μέλος ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές του και αναπροσαρμόζεται τακτικά βάση συγκεκριμένων διαδικασιών ώστε ν’ αποδίδονται καλύτερα οι κίνδυνοι που προκύπτουν. Οι κανόνες του προληπτικού σκέλους γίνονται αυστηρότεροι καθώς η πρόοδος προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου θα αξιολογείται στη βάση δομικών μεγεθών και κυρίως στη πορεία των εξόδων. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός αύξησης των εξόδων δεν θα επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό αναφοράς του μεσοπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ όπου οποιαδήποτε υπέρβαση του συγκεκριμένου ποσοστού των εξόδων θα πρέπει να συνδέεται με αντιστάθμιση από τη πλευρά των εσόδων. Μια ενδεχόμενη αύξηση των εξόδων θα πρέπει να συνοδεύεται με αύξηση των εσόδων και μια μείωση των εσόδων με μια μείωση των εξόδων αντίστοιχα. Τέλος, η απόκλιση από τη καθορισμένη διαδικασία προσαρμογής επιτρέπεται στην περίπτωση που συντρέχουν ειδικοί λόγοι όπως ένα απροσδόκητο γεγονός πέρα από τον έλεγχο της γενικής κυβέρνησης και το οποίο έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις όπως και λόγω δομικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες όμως δεν απειλούν την επιτευξιμότητα του στόχου και υπάρχει περιθώριο να μην ξεπεραστεί ο κανόνας του ελλείμματος. Στο διορθωτικό σκέλος, η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος του προϋπάρχοντος ΣΣΑ αποδείχθηκε αναποτελεσματική στη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Πλέον, η ΔΥΕ εκτός από το όριο του 3% για το επίπεδο του ελλείμματος προβλέπει τη στενότερη παρακολούθηση της εξέλιξης του δημόσιου χρέους το οποίο πλέον αντιμετωπίζεται με την ίδια βαρύτητα όπως και το έλλειμμα για την εκκίνηση της διαδικασίας του υπερβολικού ελλείμματος. Συγκεκριμένα, τα κράτη – μέλη που κατέχουν δημόσιο χρέος άνω το 60% ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλουν να λάβουν μέτρα για τη μείωσή του με ικανοποιητικό ρυθμό, το οποίο ορίζεται από την τροπολογία ως μείωση κατά 1/20 της διαφοράς με το όριο του 60% κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών. Στη περίπτωση που δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις, τα κράτη – μέλη υποβάλλονται στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Ισχυρότεροι μηχανισμοί επιβολής Παράλληλα με την αυστηροποίηση των κανόνων, το νομοθετικό πακέτο περιλαμβάνει και ισχυρότερους μηχανισμούς επιβολής που συνδυάζονται με σημαντικές οικονομικές κυρώσεις De jure – τεύχος 7 75


(Regulation (EU) No 1173/2011). Κυρώσεις που σύμφωνα με την άποψη της Επιτροπής, θα καταστήσουν την διαδικασία εποπτείας πιο αποτελεσματική και παράλληλα θα παρέχουν κίνητρα για την προσαρμογή προς το μεσοπρόθεσμο στόχο. Σχετικά με το προληπτικό σκέλος, η σημαντική απόκλιση από τη διαδικασία προσαρμογής και τη χάραξη συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, έχει ως συνέπεια την επιβολή μιας τοκοφόρας κατάθεσης στο μέγεθος του 0,2% του ΑΕΠ του κράτους – μέλους (εφόσον δεν έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι προειδοποιήσεις και συστάσεις). Στο διορθωτικό μέρος, διατηρείται η επιβολή άτοκης κατάθεσης η οποία όμως υλοποιείται όταν έχει ήδη επιβληθεί η κύρωση στο προληπτικό σκέλος. Στη περίπτωση που δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα διόρθωσης των αποκλίσεων, η κατάθεση παρακρατείται και μεταφέρεται στο ESM. Να σημειωθεί ότι παρέκκλιση από τους δημοσιονομικούς κανόνες και ακύρωση ή μείωση κυρώσεων προβλέπονται όταν συντρέχουν λόγοι ειδικών οικονομικών περιπτώσεων. Επίσης, προβλέπονται κυρώσεις και για διαστρέβλωση δεδομένων. Για να εξασφαλιστεί η επιβολή προβλέπεται πλέον η αντίστροφη διαδικασία ψηφοφορίας που υπήρχε στο «παλαιό» ΣΣΑ. Συγκεκριμένα, η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί εκτός εάν το Συμβούλιο τη καταψηφίσει με ειδική πλειοψηφία, γεγονός που ενισχύει την επιβολή των κυρώσεων και την ισχύ της Επιτροπής (συνεπάγεται αύξηση του βαθμού αυτοματοποίησης των κυρώσεων). Εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια Η αναθεώρηση του ΣΣΑ συνδυάζεται με ένα νέο πλαίσιο εθνικής δημοσιονομικής διακυβέρνησης που προβλέπει τη ρύθμιση και τον ορισμό ελάχιστων προδιαγραφών (συνεπείς με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ) σε όλο εκείνο το σύνολο των ρυθμίσεων, διαδικασιών και θεσμών που διέπουν την διαμόρφωση και την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών (European Commission, 2010). Καθώς η χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής είναι μια αποκεντρωμένη διαδικασία, κρίνεται απαραίτητο σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές αρχές στα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια να αντανακλώνται οι στόχοι του ΣΣΑ και οι κατευθύνσεις του συνόλου της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα τα κράτη – μέλη πρέπει να τηρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις και τις προδιαγραφές που έχουν αποφασισθεί σε κεντρικό επίπεδο και αναφέρονται στις διαδικασίες που διέπουν τον υπολογισμό των στατιστικών δεδομένων και των προβλέψεων, την υποχρεωτική θεσμοθέτηση ποσοτικών κανόνων σε συμφωνία με το ΣΣΑ, την υιοθέτηση ενός μεσοπρόθεσμου πλαισίου προϋπολογισμού που έχει τριετή ορίζοντα και την εξασφάλιση της διαφάνειας των διαδικασιών που διέπουν τη δημοσιονομική πολιτική. Αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών Η Διαδικασία Υπερβολικής Ανισορροπίας αποτελεί ένα καινούριο μηχανισμό του πλαισίου οικονομικής επιτήρησης το οποίο αποσκοπεί αφενός στο ν’ αποτρέπει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες με προληπτικά μέτρα και έγκαιρο εντοπισμό και αφετέρου στο να παρέχει βοήθεια στα κράτη – μέλη που πλήττονται από ανισορροπίες σε αρχικό στάδιο διαμορφώνοντας διαρθρωτικά σχέδια διόρθωσής τους (Regulation (EU) No 1176/2011). Περιλαμβάνει την τακτική αξιολόγηση των κινδύνων δημιουργίας ανισορροπιών με βάση ένα πίνακα αποτελεσμάτων (scoreboard) o οποίος συνίσταται από οικονομικούς, χρηματοοικονομικούς και δομικούς δείκτες που βοηθούν στην ανίχνευση ανισορροπιών (εμπορικό ισοζύγιο, εξωτερικό χρέος, πραγματικό επιτόκιο κτλ.) με αντίστοιχα κατώτατα όρια. Οι δείκτες και τα όρια δεν αποτελούν στόχοι αλλά εργαλεία που δείχνουν τη φύση των ανισορροπιών και προσαρμόζονται ανάλογα με το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον. Σε περίπτωση εντοπισμού απροσδόκητων οικονομικών μεταβολών που απαιτούν εκτεταμένη ανάλυση, η Επιτροπή κινεί τις διαδικασίες της εκ βαθέου ανάλυσης (in-depth review) των δεδομένων του κράτους – μέλους που πλήττεται και η οποία λειτουργεί προληπτικά. Αν η 76 De jure – τεύχος 7


ανάλυση καταδείξει ότι υφίστανται ανισορροπίες σε πρώιμο στάδιο, ξεκινάει το προληπτικό σκέλος της διαδικασίας,με την παροχή εκ μέρους της Επιτροπής και του Συμβουλίου συστάσεων και προειδοποιήσεων στο κράτος – μέλος ώστε ν’ αποτραπεί η εξέλιξη των ανισορροπιών. Σε περιπτώσεις ανισορροπιών σε πιο προχωρημένο στάδιο, ξεκινάει το διορθωτικό σκέλος, με τη διαδικασία της υπερβολικής ανισορροπίας κατά την οποία τα κράτη – μέλη οφείλουν να υποβάλλουν ένα διορθωτικό σχέδιο δράσης με συγκεκριμένα μέτρα και χρονοδιαγράμματα το οποίο κατά τη διάρκειά της διαδικασίας εποπτεύεται από την Επιτροπή. Αν κριθεί ότι το κράτος – μέλος απέτυχε να υλοποιήσει το διορθωτικό σχέδιο δράσης, προβλέπεται ως κύρωση μια τοκοφόρα κατάθεση που μπορεί να φθάσει το 0,1% του ΑΕΠ και η οποία μετατρέπεται σε πρόστιμο αν τελικά δεν επιτευχθούν εκ νέου οι στόχοι που έχουν τεθεί (Regulation (EU) No 1174/2011). 5.2.

Το Σύμφωνο για το Ευρώ

Η ηγεσία της ΕΕ και οι ηγέτες των κρατών – μελών που συμμετέχουν στην ευρωζώνη το Μάρτιο του 2011 αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα Σύμφωνο για το ευρώ το οποίο θα ενισχύσει τον οικονομικό πυλώνα της νομισματικής ένωσης, προσδίδοντας νέα διάσταση στο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και αποσκοπώντας στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας η οποία μελλοντικά θα οδηγήσει σε υψηλότερο βαθμό σύγκλισης (A pact for the euro, 2011). Το Σύμφωνο λοιπόν, απευθύνεται σε τομείς οι οποίοι κατά τη Συνθήκη της Λισσαβόνας επαφίενται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών – μελών. Λειτουργεί δημιουργώντας δεσμεύσεις και θέτοντας στόχους, αφήνοντας όμως την επιλογή των μέσων στη διακριτικότητα των κρατών – μελών. Συνοπτικά, οι βασικοί στόχοι του Συμφώνου είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας με τη προσαρμογή των μισθών και τη σύνδεσή τους με τη παραγωγικότητα, η ενίσχυση της απασχόλησης με την υιοθέτηση της πολιτικής του flexicurity, τη δια βίου εκπαίδευση και τη φορολογική μεταρρύθμιση (μείωση των εισφορών για ν’ αυξηθεί η απασχόληση), η ενίσχυση της βιωσιμότητας των δημοσιονομικών που περιλαμβάνει κυρίως μεταρρυθμίσεις για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού και η ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας με τη δημιουργία εθνικής νομοθεσίας για θέματα τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων. Τέλος, το Σύμφωνο προβλέπει και την έναρξη των διαδικασιών και των συζητήσεων για το συντονισμό της φορολογικής πολιτικής. 5.3.

Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκαθιδρύσει ένα μόνιμο μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων που θα διαδεχθεί το EFSF και το EFSM και η λειτουργία του οποίου αναμένεται να ξεκινήσει το 2013 (Treaty establishing the European Stability Mechanism). Όπως και οι προηγούμενοι μηχανισμοί, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) θα παρέχει οικονομική βοήθεια σε κράτη – μέλη τα οποία δεν δύναται ν’ ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις και δεν μπορούν να προσφύγουν στις αγορές. Βασική επιδίωξή του είναι η διασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας και της βιωσιμότητας της ένωσης. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας θα συμπληρώνει το πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης της ένωσης προσφέροντας ένα δίχτυ ασφαλείας, εστιάζοντας στη πρόληψη και τη μείωση των πιθανοτήτων εμφάνισης μιας κρίσης. Το ESM θα λειτουργεί από κοινού με το ΔΝΤ και θα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα υψηλή δανειοδοτική ικανότητα καθώς τα ρευστά διαθέσιμα του ταμείου αναμένεται να φθάσουν με μόχλευση στο 1 τρις ευρώ. Εκτός από τη χορήγηση δανείων, ο μηχανισμός θα μπορεί ν’ αγοράζει κυβερνητικά ομόλογα από τη πρωτογενή αγορά ομολόγων. Η προσφυγή στο μηχανισμό θα συνδυάζεται με «σφιχτά» προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και λιτότητας, καθιστώντας υψηλό το κόστος προσφυγής και μειώνοντας το De jure – τεύχος 7 77


πρόβλημα του ηθικού κινδύνου. Τέλος, ο μηχανισμός θα προβλέπει και διατάξεις για τη δυνατότητα συμμετοχής και του ιδιωτικού τομέα σε περιπτώσεις αναδιάρθρωσης χρέους, συνεπείς με αυτές του ΔΝΤ. Μιας και οι πολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες, στη Σύνοδο Κορυφής που πραγματοποιήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 2011, η ηγεσία της ένωσης με κυρίαρχες δυνάμεις τη Γερμανία και τη Γαλλία επικύρωσαν τις αποφάσεις που αφορούσαν την διαμόρφωση της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, προσφεύγοντας και σε προσθήκες και αλλαγές, δίνοντας κατά μια κοινή ομολογία μια κατεύθυνση προς δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση στη λογική του ΣΣΑ(European Council, 2011). Οι αλλαγές της τελευταίας στιγμής λοιπόν περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση του «χρυσού κανόνα» ισοσκελισμένων προϋπολογισμών στα εθνικά Συντάγματα με την αρχή το ετήσιο διαρθρωτικό έλλειμμα να μην ξεπερνάει το 0,5% του ΑΕΠ, τη διεύρυνση των παρεμβατικών δικαιωμάτων της ένωσης και αναβάθμιση των ρόλων της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την θέσπιση μηχανισμού που θα επιβλέπει τα εθνικά σχέδια έκδοσης χρεογράφων, την συνύπαρξη του EFSF και του ESM (η ΕΚΤ λειτουργεί για λογαριασμό τους στις αγορές) με παράλληλη επίσπευση της λειτουργίας του τελευταίου για τον Ιούλιο του 2012 και την αναθεώρηση της απόφασης για την υιοθέτηση συγκεκριμένων διατάξεων που αφορούν τη συμμετοχή ιδιωτών σε περίπτωση αναδιάρθρωσης χρέους, όπου θα ισχύει η τήρηση των αρχών και πρακτικών του ΔΝΤ, ώστε να προβλέπεται προστασία των κατόχων ομολόγων, με σκοπό να μην υποστούν ξανά ζημιές όπως συνέβη με το κούρεμα του ελληνικού χρέους.

Ελπίδα υπό αίρεση Του Κωνσταντίνου A. Λεϊμονή, δικηγόρου Αθηνών, LL.M. HU Berlin

Η σύγκρουση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας πολλές φορές είναι φαινομενική, καθώς η πρώτη γίνεται πηγή έμπνευσης για τη δεύτερη και η δεύτερη ισοπεδώνει συχνά το σουρεαλισμό της πρώτης. Στην Ελλάδα οι δύο αυτές έννοιες παλεύουν αναμεταξύ τους εδώ και αρκετά χρόνια. Συχνά δεν πιστεύουμε όσα ζούμε και δεν ζούμε όσα πιστεύαμε ότι θα ζήσουμε. Επικαλούμαι κι εγώ με τη σειρά μου την φαντασία του καθενός και εισχωρώ περιληπτικά στο περιεχόμενο ενός υποθετικού βιβλίου με τίτλο: «Μια κρίση για την εθνική κρίση». Θα σταθώ σε κάποια βασικά σημεία αναφοράς νομικού, πολιτικού και κοινωνικού κυρίως χαρακτήρα ξεκινώντας από τη θεμελιώδη έννοια της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Δημοκρατική νομιμοποίηση είναι η εξουσία που πηγάζει από την «εξουσιοδότηση εν λευκώ» της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, του λαού δηλαδή, στους αντιπροσώπους του στο Κοινοβούλιο, έτσι ώστε να τον κυβερνήσουν σύμφωνα με το Σύνταγμα και πάντοτε με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η δημοκρατική αυτή νομιμοποίηση είναι είτε τυπική, είτε ουσιαστική, είτε και τα δύο. Το πρώτο συμβαίνει όταν μία κυβέρνηση, αν και έχει χάσει την εμπιστοσύνη του λαού, έχοντας ικανή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παραμένει στην εξουσία, προτιμώντας να κερδίσει πολιτικό χρόνο και να αξιοποιήσει στο έπακρο τη θητεία της. Το δεύτερο, η ουσιαστική νομιμοποίηση, συμβαίνει όταν μία κυβέρνηση είναι είτε προσφάτως εκλεγμένη, οπότε έχει «νωπή» λαϊκή εντολή, είτε έχει αντεπεξέλθει στις προσδοκίες του εκλογικού σώματος και κρατάει με το μέρος της τους περισσότερους τουλάχιστον ψηφοφόρους από αυτούς που την ψήφισαν. Όταν μία κυβέρνηση έχει και τυπική και ουσιαστική νομιμοποίηση 78 De jure – τεύχος 7


θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ιδανική» με την πλατωνική ερμηνεία του όρου, πράγμα το οποίο συμβαίνει σπανιότατα και σε περιόδους συνεχούς κοινοβουλευτικής ομαλότητας. Η οικονομική πτώση της Ελλάδας είναι πλέον γεγονός. Έχουμε εισέλθει εδώ και καιρό στη διαδικασία εκείνη, η οποία ξεκίνησε εν κρυπτώ χρόνια πριν και κατά την οποία η Ελλάδα, η χώρα μου, το κράτος σου, η πατρίδα μας, έχασε κάθε ηθική βάση, κάθε οικονομική προοπτική, έχασε τη διεθνή της αξιοπρέπεια και τώρα πια χάνει και την οικονομική της (μέρος της ενθικής) κυριαρχία. Αναρωτιέται κανείς αν το σημείο μηδέν έχει φτάσει ή βρίσκεται στο δρόμο. Το οξυγόνο στη φιάλη λιγοστεύει και το βάθος της θάλασσας είναι άγνωστο. Μέσα από όλη αυτή την κατάσταση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία ιδιάζουσα περίπτωση: αντί να νομιμοποιεί ο λαός την κυβέρνηση, νομιμοποιεί η κυβέρνηση τον λαό. Η μεταβίβαση ευθύνης από τους πολιτικούς στους πολίτες οδήγησε σε μία παθητική νομιμοποίηση των τελευταίων να φέρουν μια τεράστια κληρονομιά, χωρίς να έχουν την ευχέρεια αποποίησής της και έχοντας απολέσει, ειδικά η νεολαία, το άγραφο δικαίωμα στο εφικτό. Η ουσιαστική νομιμοποίηση έχει δώσει τη θέση της σε μία «αντίστροφη νομιμοποίηση», μια νομιμοποίηση στο εκλογικό σώμα να δέχεται εκείνο, αντί του Κράτους και των υπεύθυνων για την κατάσταση πολιτικών, τη δημόσια κατακραυγή. Αυτό συμβλήθηκε, αλλά άλλους χρέωσε βασιζόμενο σε μία εικαζόμενη συναίνεση που αίρει όχι απλά το άδικο, αλλά κάθε άδικο.

Και ενώ η υπογραφή των συμβάσεων διαδεχόταν η μία την άλλη, παράλληλα οι φοιτητές και φοιτήτριες της Νομικής Σχολής ως πρώτο μάθημα Συνταγματικού Δικαίου μάθαιναν και μαθαίνουν για το διαχωρισμό των εξουσιών και το βαρύνοντα ρόλο τους στο δημοκρατικό μας πολίτευμα. Αντίστοιχα, το πρώτο μάθημα που μαθαίνει ο Έλληνας πολίτης κατά την ενηλικίωσή του είναι η άσκηση του υπέρτατου πολιτειακού δικαιώματος, δηλαδή του εκλέγειν και η μέσω αυτού διαμόρφωση των τριών εξουσιών: της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής λειτουργίας (η τελευταία ασκείται κατ’ έμμεση νομιμοποίηση, αφού τα μέλη της δεν διορίζονται και δεν εκλέγονται από το λαό αλλά από τα μέλη της εκτελεστικής εξουσίας). Παράλληλα όμως, αν ξεφύγουμε από το γράμμα των νόμων και δούμε κατάματα τη ρέουσα πραγματικότητα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχουν ακόμη δύο εξουσίες, πέραν των ανωτέρω ρητώς συνταγματικά κατοχυρωμένων εξουσιών, οι οποίες συνεπικουρούν το πολίτευμά μας: η εξουσία της (αντικειμενικής) ενημέρωσης και η ευρωπαϊκή εξουσία. Αυτές οι δύο εξουσίες «προκαλούν» το ανοσοποιητικό σύστημα του Συντάγματος και συναποτελούν την «αχίλλειο πτέρνα» του, όταν και μόνο όταν δεν ασκούνται σύμφωνα με το συμφέρον της Χώρας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν το μέγα προνόμιο να ελέγχουν την κρατική εξουσία, να ενημερώνουν τους πολίτες και να μεταφέρουν τη φωνή του λαού, ενοποιώντας τις διαφορετικές απόψεις που προέρχονται από την κοινωνία. Από την άλλη μπορούν να διαστρεβλώνουν την δημόσια εικόνα, να εξυπηρετούν συμφέροντα των εκάστοτε ιδιοκτητών τους, όπως επίσης και να μην τηρούν την κατά το Σύνταγμα οφειλόμενη ουδετερότητά τους. Στην Ελλάδα δυστυχώς και σε αυτή την περίπτωση πολλές φορές ισχύει η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Αν έρθουμε δε και στην πέμπτη εξουσία, δηλαδή την εξουσία που πηγάζει από την κύρωση με μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία διεθνών συνθηκών μέσω των οποίων για την εξυπηρέτηση του υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος παραχωρείται μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας, τότε έχουμε την απόλυτη αποψίλωση του Συντάγματος και των τριών του εξουσιών. De jure – τεύχος 7 79


Ένα Σύνταγμα δεν αυτοαναιρείται, αν και παρερμηνεύεται. Αποτελεί μεγάλο ζήτημα η έκταση της έννοιας του «δημοσίου συμφέροντος» ως άλλοθι εφαρμογής αντισυνταγματικών διατάξεων. Πρέπει οι εκάστοτε κυβερνώντες, που αποτελούν παράλληλα τους αντιπροσώπους και εντολείς του ελληνικού εκλογικού σώματος, να έχουν πάντα υπόψη τους ότι το Σύνταγμα πέρα από την οικονομική ελευθερία και το χιλιοειπωμένο «δημόσιο συμφέρον», είναι ανθρωποκεντρικό, διαχέοντας την προστατευτική του δύναμη στην ανθρώπινη αξία, τη μοναδική αξία που ναι μεν δεν κοστολογείται, αλλά έχει Τιμή και ως γνωστόν, όπου υπάρχει τιμή, μετά ζητούνται πάντα τα ρέστα. Όμως μέχρι πού φτάνει το Σύνταγμα; Επιτρέπει τον κατασπαραγμό των παιδιών του, των υπόλοιπων δηλαδή άρθρων του, που παρέχουν βασικά ανθρώπινα δικαιώματα; Στο όνομα μιας σωστής κοινοβουλευτικής διαδικασίας, μπορούν τα ατομικά δικαιώματα να παραμεριστούν; Σαφώς και όχι. Συστηματικά ερμηνεύοντάς το, δεν μπορεί ο σκοπός να αγιάζει πάντα τα μέσα. Σκοπός, πέρα από το στόχο, σημαίνει και φύλακας. Σκοπός, φύλακας, του Συντάγματος είναι η ανθρώπινη αξία, η οποία διαθλάται στον αντίστοιχο λαό, που κατοικεί στην χώρα και σε όσους εκείνη φιλοξενεί. Δεν μπορεί να πει κανείς σε κανένα: «Επειδή σε σέβομαι, δε θα σε πυροβολήσω, αλλά θα σου δώσω είκοσι ισόποσες και ισόχρονες δόσεις δηλητήριο που θα επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά χωρίς να σου έρθει απότομα.» Το Σύνταγμα παρέχει ελευθερίες ή δικαιώματα και επιβάλλει υποχρεώσεις. Πολλοί το βλέπουν ως προγραμματικό χάρτη με συμβολική σημασία, ως κάποιες σελίδες χαρτιού που η δύναμή του έχει ξεθωριάσει. Η ρυθμιστική ισχύς του Συντάγματός μας έχει καταλήξει να είναι η βωβή κραυγή μας σε όνειρα που μας κυνηγούν και περπατάμε σε αργή κίνηση. Όταν ένας ολόκληρος λαός επικαλείται το άρθρο 120 του Συντάγματος περί Επανάστασης, δηλώνει ότι οι νόμοι του Κράτους έχουν αποτύχει. Το είναι και το πρέπει αντί να αλληλοβοηθηθούν, αλληλοσπαράζονται. Κοινωνία και νόμος έχουν γίνει οι μεγαλύτεροι εχθροί. Όταν ο νόμος παραβιάζεται, είτε γίνεσαι ήρωας είτε ο χείριστος εγκληματίας. Είτε στιγματίζεσαι, είτε αδικείσαι από το σκληρό του γράμμα. Όταν αποτυγχάνουν οι νόμοι σε μία κοινωνία, έχει αποτύχει μαζί η ίδια η κοινωνία. Οι τρόποι συμπεριφοράς παραπέμπουν σε αλαλαγμούς βίας και οι δρόμοι μετατρέπονται σε κλαδιά. Οι σκύλοι μας επιτέλους μάς καταλαβαίνουν. Τα ποντίκια χώνονται στις τρύπες τους, γιατί καταλαβαίνουμε πλέον τα μυστικά τους. Μιλάμε τη γλώσσα τους. Το Σύνταγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν το εμβόλιο: δεν πρέπει να μας τρομάζει, αλλά αντίθετα να μας θωρακίζει ενάντια σε όλα τα αντιδημοκρατικά «μικρόβια». Η επίκληση στο Σύνταγμα αποτελεί πάντα επίκληση στην αυθεντία. Υποστηρίζεται, δε, ότι, όταν κανείς φτάνει στο απώτατο σημείο απόγνωσης και επίκλησης του ανώτατου πολιτειακού χάρτη της χώρας, τότε κάτι δεν κυλάει σωστά στο εθνικό νομοθετικό δίκτυο και στην εφαρμογή των νόμων. Σίγουρα οι νόμοι αποτελούν τον καθρέφτη της κοινωνίας και σύμφωνα με τον ιστορικό Τάκιτο «οι κυβερνώμενοι έχουν τους κυβερνώντες που τους αξίζουν». Όμως η τάξη από την αναρχία χωρίζονται από το βαθμό της εθνικής υπομονής. Εκεί έρχεται το Σύνταγμα να προσφέρει τις διαιτητικές του υπηρεσίες. Ακόμη κι αν επιθυμεί κάποιος να ξεφύγει από την καθημερινότητα της κρίσης, δεν μπορεί. Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα και εφημερίδες έχουν πλέον μονοθεματικά άρθρα. «Ένα αγόρι λιποθύμησε στο σχολείο», «επανέρχονται τα συσσίτια», «κόβουν κι άλλο τις συντάξεις», «νέα μέτρα προτείνει το υπουργ…» και εκεί ο μέσος Έλληνας σβήνει την τηλεόραση, γνωρίζοντας ήδη από πριν το τέλος της πρότασης του δημοσιογράφου. Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν η οικονομική κρίση συνέβαινε στον ίδιο βαθμό, αλλά σε ένα διαφορετικό κράτος, πχ Φιλανδία, πώς θα την αντιμετώπιζε εκεί ο κόσμος. Να υπογραμμίσουμε δε ότι στη Φιλανδία δεν χρειάζεται το χαράτσι της αντίστοιχης ΔΕΗ, για να αυτοκτονήσει κανείς. Ήδη τα ποσοστά των αυτοχείρων είναι πολύ μεγαλύτερα συγκριτικά με όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Γίνεται προσπάθεια από το εθνικό Υπουργείο Υγείας (ή όπως αλλιώς ονομάζεται) αν δεν προσεγγίσουμε το έλλειμμα στο 3%, τουλάχιστον να φτάσουμε τα ποσοστά αυτοκτονιών σε εκείνα του ελλείμματος. 80 De jure – τεύχος 7


Τι θα γίνει όμως τελικά; Θα επιστρέψουμε στη δραχμή; Στο τάλαντο; Στον φοίνικα; Θα γράφουμε πάνω σε πέτρες και θα ανακηρύξουμε σε εθνικούς ήρωες τους Φλιντστόουνς; Οι γιαγιάδες πρέπει να βγάλουν από τα μπαούλα τις πλερέζες και οι μανάδες τα λάβαρα για την επανάσταση; Ο στρατός πρέπει να ετοιμάζεται να βγει με τα άρματα (πάλι) ύστερα από κάποιες δεκαετίες στους δρόμους; Ο ελληνικός λαός έχει αντέξει πάρα πολλά και πάρα πολύ και πιστεύω, πέρα από το γεγονός ότι τυχαίνει να είμαι Έλληνας, πως κανένα άλλο έθνος στον κόσμο δεν θα υπέμενε τόσα πολλά χωρίς το βεβιασμένο χαμόγελο του Έλληνα, επιχειρηματία ή ανέργου, που νοιάζεται για αυτή τη χώρα και έχει μάθει να ζει μέσα στην κρίση, εξαιτίας της κρίσης, περιμένοντας να έρθει η Τελευταία Κρίση, για να τον λυτρώσει. Και δεν εστιάζω μόνο στη μεσαία τάξη που το Κράτος προσπαθεί να εξολοθρεύσει, ούτε στην κατώτερη που αυτή τη στιγμή δεν την έχει μόνο εξολοθρεύσει, αλλά και ανακυκλώσει. Μιλάω και για τους ανθρώπους εκείνους, που επιχειρούν να ξετυλίξουν το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, να κάνουν εταιρίες, να προσφέρουν ανάπτυξη σε αυτό τον τόπο. Στην χώρα υπάρχουν δύο παράλληλες πραγματικότητες. Αυτή του παραδείσου και αυτή της αβύσσου. Κάποιοι, που ενδεχομένως συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν, μένουν ανεπηρέαστοι από την φορολογική κρίση και επειδή το κράτος δεν έχει ικανούς φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης μένουν και ατιμώρητοι. Από την άλλη, υπάρχει η οικογένεια με δύο

παιδιά (με τρία και τέσσερα δεν θέλει κανείς – ή δεν αντέχει – να φανταστεί τι γίνεται) που έχοντας για εισόδημα συνολικά 1.700 Ευρώ πρέπει να συντηρήσει τέσσερα άτομα. Είναι τραγικό να μιλάμε για τέτοιες καταστάσεις και ακόμη χειρότερες το 2012 και όμως μιλάμε. Το ζήτημα είναι για πόσο ακόμη. Άβυσσος ή παράδεισος είναι τελικά αυτή τη στιγμή η Ελλάδα; Κάποιες σκέψεις εκθέτω. Ίσως και τα δύο. Ίσως μόνο το ένα με τη μορφή του άλλου. Και τα δύο πάντως εκτάσεις είναι. Το θέμα είναι να βρίσκονται εκτός ζώνης, μήπως και δεν φορολογηθούν. Όμως η παραπάνω ανάλυση δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη αν αναφέρεται στην Ελλάδα ως χώρα ή στην Ελλάδα ως κράτος, ένα κράτος με ευθύνη, με διεθνές κύρος, με εμβέλεια και σοβαρή συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς. Μάλλον το πρώτο, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Στο Ποινικό Δίκαιο η κύρωση αφορά το κατασταλτικό μέρος της αντιμετώπισης των εγκλημάτων από την Πολιτεία. Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα ποτέ δεν αντιμετωπίστηκε το προληπτικό της μέρος. Το οικονομικό πρόβλημα της Χώρας, δεν έγινε εν μία νυκτί, αλλά σταδιακά. Οφείλω να παραδεχτώ ότι ενδεχομένως είναι ένα πρόβλημα με πρόγραμμα, η μοναδική δηλαδή περίπτωση, που ενώ όλοι οι προκάτοχοι του δημοκρατικού θρόνου που στεγάζεται στη Βουλή γνώριζαν ότι επίκειται, παρ’ όλα αυτά το μετέθεταν για την επόμενη μέρα. Δεν υπολόγισαν όμως ότι η έννοια της μέρας κρύβει μέσα της τον ήλιο και ότι κάποια στιγμή αυτός θα φανέρωνε κάθε σκιά του προβλήματος. Στη Νομική Σχολή Αθηνών μάς μάθαιναν ότι ο μισθός του βουλευτή είναι υψηλός, γιατί αντιστοιχεί στο υψηλού κύρους δημόσιο λειτούργημά του, στις ώρες απασχόλησης με τη Βουλή και τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπως επίσης και στο τότε επαγγελματικό ασυμβίβαστο. Πώς είναι δυνατόν να φτάνεις τη χώρα σου σε χρεοκοπία και να βραβεύεσαι; Ακόμα προσπαθώ να το καταλάβω. Ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε δημοσιεύσει το «Τις πταίει». Απορώ αν ζούσε στις μέρες μας, ή μάλλον αν –καλύτερα- επιζούσε στις μέρες μας, όχι λόγω κρίσης (θα είχε καλή σύνταξη ως πρώην Πρωθυπουργός), αλλά λόγω του σαθρού και ανταγωνιστικού πολιτικού συστήματος, αν θα έγραφε επίσης το «Τις πταίει» ή το «Τις δεν πταίει». Συνευθύνη έχουν όμως οι πολίτες; Ρητορικό ερώτημα σε μια εποχή γεμάτη ρήτορες. Και όλα αυτά γιατί συμβαίνουν; Ποιος ο πυρήνας; Μα το χρήμα, ασφαλώς! Η ζωή μας κινείται γύρω De jure – τεύχος 7 81


από αυτό, οι ρυθμοί μας το ακολουθούν, οι σχέσεις μας γοητεύονται, οι εχθροί μας ζηλεύουν. Ας σκεφτούμε έστω ότι πτωχεύουμε, τι είναι το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουμε; Να τρέξουμε στις τράπεζες ή να μείνουμε με το παιδί μας στο σπίτι; Να κάνουμε γρήγορα ανάληψη ή να συνεχίσουμε να κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο; Με μία ενδεχόμενη πτώχευση τι θα άλλαζε; Το νόμισμα, ναι. Θα αλλάζαμε όμως και εμείς; Θα παύαμε να αγαπούμε την οικογένειά μας; Τον ή τη σύντροφό μας; Θα παύαμε να βλέπουμε τους φίλους μας; Ή μήπως δεν θα γιορτάζαμε πια τα Χριστούγεννα, επειδή δεν θα υπήρχε πια το Ευρώ; Αν ήταν διαφορετικά, θα τρώγαμε γαλοπούλα στις τράπεζες και θα κόβαμε βασιλόπιτα στο χρηματιστήριο. Ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει. Το αν η οικονομική επικοινωνία θα πάψει να είναι συμβατή για κάποιες χώρες χωρίς κοινό νόμισμα είναι μία κύρωση - συνέπεια ανάληψης πολλαπλών ευθυνών και λανθασμένης πολιτικής διαχείρισης. Ας πάψουμε επιτέλους να κυνηγάμε το χρήμα και να αρχίσουμε να κυνηγάμε την ίδια τη ζωή. Όποιος ζει με το χρήμα έχει κερδίσει το στοίχημα. Όποιος ζει για το χρήμα έχει χάσει τη ζωή. Για την εύρυθμη, όμως, λειτουργία της πολιτικής ζωής και της συμμετοχής μας στη ζωή και τα κοινά του τόπου, παίζει μεγάλο ρόλο η σημασία των κομμάτων. Τι πιο υγιές, όταν σε μία δημοκρατικά δομημένη πολιτεία υπάρχει πολυφωνία, πλουραλισμός και έκφραση διαφορετικών απόψεων. Το γεγονός αυτό θεσμικά αντικατοπτρίζεται στη δημιουργία του φαινομένου ίδρυσης των πολιτικών κομμάτων, των φορέων έκφρασης πολιτικής βούλησης που αποσκοπούν στην νόμιμη κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Τι πιο δημοκρατικό και δημιουργικό παράλληλα από τη συμμετοχή νέων ανθρώπων με ιδεώδη σε πολιτικά κόμματα. Εντούτοις, δεν υπάρχει λύση χωρίς πρόβλημα και πρόβλημα χωρίς λύση. Το πρόβλημα που δημιουργείται σε αυτή την περίπτωση είναι διττό: Πρώτον, τα αγαθά κίνητρα των νέων ανθρώπων και δεύτερον η δημιουργία «νέων» κομμάτων από ανθρώπους σε πολιτικό κώμα. Σχετικά με το πρώτο, σίγουρα ο ψηφοφόρος παίρνει το ρίσκο κατά την κρίσιμη ώρα της εκλογής να ψηφίσει ένα κόμμα που δεν τον αντιπροσωπεύει ενδεχομένως πλήρως. Αντεπιχείρημα βρίσκει κανείς στη σύγχρονη εθνική μας ιστορία, που παρ’ όλο που ξέραμε τι ψηφίζαμε, εν τούτοις συμπεριφερόμασταν κατά ένα περίεργο τρόπο «αυτοκτονικά». Σχετικά με το δεύτερο: Η ίδρυση νέου κόμματος εννοιολογικά περιέχει τα εξής βασικά στοιχεία: αρχικά έχουμε να κάνουμε με ίδρυση και όχι συνέχιση, δηλαδή παρακλάδι ή παράρτημα ήδη υπάρχοντος κόμματος και το δεύτερο βασικό στοιχείο είναι η λέξη «νέο». Από πού κι ως πού να ονομάζεται ως νέο ένα κόμμα του οποίου τα μέλη υπάγονταν προηγουμένως σε άλλον ευρύ κομματικό σχηματισμό; Πλέον δεν έχουμε να κάνουμε με το νομικό - τυπικό σκέλος της διαδικασίας, αλλά με το ουσιαστικό. Ποια η ιδεολογική διαφορά; Μα, θα μπορούσε να αντικρούσει κανείς, ότι ο Α ή ο Β αποχώρησε από ένα κόμμα επειδή δεν τον εξέφραζε άλλο. Στην περίπτωση αυτή συγχωρούνται μόνο οι καλές προθέσεις και η δήλωση του Α ή του Β ότι νοιάζεται πραγματικά για το καλό αυτού εδώ του τόπου θα ελεγχθεί από το εκλογικό σώμα. Η ίδρυση πολιτικών κομμάτων μπορεί να αποτελεί έκφανση δημοκρατίας, αλλά όχι και πρόσχημα ενασχόλησης με τα κοινά, σε μία περίοδο την οποία μπορεί κάλλιστα ο καθένας να εκμεταλλευτεί για προσωπική ανάδειξη και επαγγελματική ανέλιξη. Δεν μπορεί αυτός που υποστηρίζει τη δημοκρατία (δημοκράτης), να την ανάγει σε επάγγελμα χειραγώγησης των απλών πολιτών που προσδοκούν ένα καλύτερο μέλλον (πόσο γραφικό μα και πόσο τραγικό παράλληλα ακούγεται παράλληλα αυτό το «καλύτερο μέλλον»...). Η Ελλάδα έχει πτωχεύσει πολιτικά και πολιτιστικά κυρίως και δευτερευόντως οικονομικά. Πολιτικά, διότι τελείωσε η παραγωγή Τρικούπηδων και Βενιζέλων από το εργοστάσιο. Πολιτιστικά, διότι οι ηθικές αξίες των προγόνων έχουν γίνει το άλλοθι στα στόματα ανίδεων πολιτικών προσωπικοτήτων. Οικονομικά δεν χρειάζεται εξήγηση, τα λόγια περιττεύουν. Το μεγάλο πρόβλημα με την χώρα μας είναι ότι γέννησε την πολιτική (με την αριστοτελική του όρου έννοια), άμεση Δημοκρατία και απέβαλε αμέσως μετά τους τρόπους της. Είναι αδιανόητο 82 De jure – τεύχος 7


να ισχυριστεί κανείς ότι δεν υπάρχουν άξια άτομα να διοικήσουν τον τόπο, αλλά γιατί πρέπει να είναι μάρκας; Σε αυτό στηριχτήκαμε εμείς, το εκλογικό σώμα. Στο επίθετο και όχι στο όνομα, στη φήμη και όχι στην ουσία, στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι. Η Ελλάδα προσπάθησε να αυτοκτονήσει, όταν έκανε υπόκλιση σε ψεύτικες υποσχέσεις καλά εκπαιδευμένων σοφιστών της πολιτικής σκηνής. Αμέλεια εκ μέρους της, ασυνείδητη, ενσυνείδητη, θα δείξει... Το θέμα είναι ότι στο Ποινικό Δίκαιο κατά μία γνώμη, εφόσον δεν (θα έπρεπε να) τιμωρείται η απόπειρα αυτοκτονίας, είναι ευνόητο ότι δεν τιμωρείται και ο ηθικός αυτουργός της, αυτός δηλαδή που ώθησε το δράστη αλλά και θύμα στην αυτοκαταστροφή του. Το επιζούν θύμα όμως δεν μπορεί να κυνηγήσει το δράστη. Έχει κίνητρο, αλλά καμία αποδεικτική βάση. Πάντοτε, πάντως, η πιο εύκολη απάντηση στους πιο δύσκολους καιρούς είναι οι εκλογές. Μία λέξη που προκαλεί στους βουλευτές το φόβο, στο λαό το αίσθημα της εκδίκησης, στα κανάλια τη δίψα της τηλεθέασης και στη Χώρα την απειλή της αδράνειας. Εκλογές. Μία λέξη. Ένα επιχείρημα. Απειλή για την αντιπολίτευση. Όπλο για την κυβέρνηση. Ύψιστο δικαίωμα για το εκλογικό σώμα. Η εκλογική διαδικασία για έναν μη συνειδητοποιημένο δεκαοκτάχρονο ίσως αποτελεί μία βαρετή διαδικασία, μια ηθική και κοινωνική υποχρέωση, ένα οικογενειακό – κληρονομικό καθήκον ψήφισης συγκεκριμένου συνδυασμού (εξ ου και η φράση «η ψήφος πάει βασίλειο»). Ίσως ο κόσμος ψήφιζε διαφορετικά αν πάνω από την κάθε κάλπη υπήρχαν μεγάλα γράμματα που έγραφαν: «Τώρα διακυβεύεται το συμφέρον της Χώρας». Ίσως πάλι και όχι, διότι οι Έλληνες αν και φτάνουμε περίπου το 20% των αναποφάσιστων πριν από κάθε εκλογική διαδικασία, οι περισσότεροι από εμάς πηγαίνουν με έτοιμο το ψηφοδέλτιο στην τσέπη ή στην τσάντα (ανάλογα με το φύλο). Η προκήρυξη εκλογών εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της κυβερνητικής πρωτοβουλίας. Το πότε θα διεξαχθούν εκλογές εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες, όπως από το ποσοστό αποδοχής του κυβερνόντος κόμματος στις περιβόητες (κατευθυνόμενες συχνά) δημοσκοπήσεις, από την ύπαρξη ή μη ουσιαστικής νομιμοποίησης (έγκρισης του έργου της εκάστοτε κυβέρνησης) από το λαό, από τυχαίες περιστάσεις (βλ. πυρκαγιές) ή από επιβεβλημένο εθνικό καθήκον (νυν – και αεί;- οικονομική κρίση) και άλλα. Στην τωρινή οικονομική κατάσταση, που επιτρέπεται πλέον δεδομένης της έκτασης που έχει λάβει, να λέγεται και μάστιγα, στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως στην Ελλάδα οι εκλογές φαντάζουν υπό τις τωρινές συνθήκες και με τους σημερινούς κομματικούς σχηματισμούς ως το «ελιξίριο της αθανασίας» που το παίρνει ένας ηλικιωμένος γνωρίζοντας ότι πίνει νερό, μόνο και μόνο για να ανακουφίσει την ψυχή του. Φαντάζουν ως την όαση μέσα στην έρημο, αν και είναι γεμάτη κουνούπια, που μπορεί να ικανοποιήσει τα διψασμένα μάτια. Σαφώς οι εκλογές είναι το ανώτατο συνταγματικό δικαίωμα κάθε ενήλικου πολίτη. Σαφώς και οι εκλογές αποτελούν την αμεσότερη μορφή δημοκρατίας και έκφρασης της λαϊκής βούλησης, Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η λαϊκή βούληση δεν ανταποκρίνεται; Τι γίνεται όταν κυβερνά το 35% του 40% των ψηφοφόρων, δηλαδή κάτι λιγότερό από 15% του εκλογικού σώματος; Σωστά θα υποστηριχθεί ότι ήταν στο χέρι του κάθε πολίτη ξεχωριστά να κατέβει και να ψηφίσει έστω και λευκό ή άκυρο. Μήπως ο νομοθέτης θα έπρεπε να σκεφθεί για ακόμα μία φορά την αλλαγή του εκλογικού συστήματος; Σε κάθε περίπτωση, σε μία δημοκρατικά δομημένη κοινωνία η σωστή διαλογή της επιλεκτικής σκέψης του λαού θα οδηγήσει αναλογικά στο σωστό εκλογικό αποτέλεσμα. Άλλωστε, η Δημοκρατία είναι το μοναδικό πολίτευμα, το οποίο εγγυάται τη σταθερότητα, χωρίς να είναι το ίδιο σταθερό. Η βασιλεία για παράδειγμα κληρονομείται. Η δικτατορία επιβάλλεται. Η δημοκρατία όμως κερδίζεται και αντικατοπτρίζει κάθε φορά τα θέλω των εντολέων ψηφοφόρων. Χρειάζονται, όμως, φωνές, πολλές φωνές και ίσως καλό θα ήταν όσοι έσφαλαν να βοηθήσουν με την εμπειρία και από όποια θέση βρίσκονται να βροντοφωνάξουν τα λάθη τους, για να μην επαναληφθούν. Η πολυφωνία αποτελούσε ανέκαθεν De jure – τεύχος 7 83


συστατικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όλοι χωράνε. Εξάλλου, ποτέ ένα ουράνιο τόξο δεν έχει μόνο δύο ή τρία χρώματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που για χάρη της εξουσίας, της δύναμης και της δόξας, επέρχεται η ομηρική «τύφλωσις», η οποία οδηγεί τον ήρωα στην ύβρη και στην επακόλουθη καταστροφή του. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση ο «μικρός πρίγκιπας» του Σαίντ Εξυπερύ θα «είναι υπεύθυνος για πάντα για το εκλογικό σώμα που έχει εξημερώσει» και εξηγούμαι: Το ηθικό χρέος εκείνων που κυβερνούν είναι τεράστιο. Με μια σωστή τους κίνηση, η οποία θα βασίζεται στο δρόμο της σωστής διπλωματίας και διαπραγμάτευσης, θα καταγραφούν στην ιστορία. Με μία λάθος κίνηση θα αποτελούν sos κεφάλαιο για τις πανελλαδικές εξετάσεις της Γ΄ Λυκείου Ιστορίας Κατεύθυνσης του 2030. Πολιτικοί έμπλεξαν την Ελλάδα, πολιτικοί θα την ξεμπλέξουν. Το γεγονός ότι ο λιγότερο ζωηρός γιος από δυο αδέρφια αρνείται να καθαρίσει την κουζίνα μαζί με τον αδερφό του, επειδή ο τελευταίος έσπασε τα πιάτα κυνηγώντας τον, δεν αναιρεί το ηθικό του χρέος να την καθαρίσει, επειδή ναζιάρικα λέει: «Δεν το έκανα εγώ». Η κατάσταση δεν αντιμετωπίζεται με χειρισμούς ανήλικης νοοτροπίας. Οι βουλευτές πρέπει να αντιληφθούν ότι επωμίζονται ένα τεράστιο βάρος πάνω τους: όχι το χρέος, ούτε τα μνημόνια, αλλά ένα βαρύ και ασήκωτο φορτίο που λέγεται «ελληνική παράδοση». Μόνο αν κοπεί η συνήθεια της πελατειακής σχέσης μεταξύ κράτους – πολίτη, θα γίνει μία πραγματική προσπάθεια εξυγίανσης του ελληνικού πολιτικού χώρου και τότε θα πάρει σάρκα και οστά η φράση του Αριστοτέλη ότι «ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν». Μια φράση που μέχρι τώρα έχει μείνει μισή. Πρέπει, βεβαίως, να τονιστεί ότι η ευθύνη είναι αμφίδρομη. Για να μην γίνει αντικείμενο της εξουσίας μια έρημη χώρα, άδεια από ψυχικά αποθέματα, με κάπου στην άκρη μια ελπίδα αφημένη, πρέπει ο πολίτης να πάρει το μέλλον της στα χέρια του. Η νέα τάση της αποχής δεν είναι άποψη αλλά έμμεση αποδοκιμασία της δημοκρατίας. Αυτός που συμμετέχει, διοικεί, ψηφίζει, αποφασίζει. Σε κάθε περίπτωση η ψήφος μετατρέπεται σε φωνή, σε άποψη του καθενός Έλληνα ηλικίας 18 έως για παράδειγμα 88 χρόνων. Μα με ποια κριτήρια ψηφίζει ο πρώτος και με ποια ο δεύτερος; Ο πρώτος ψηφίζει, γιατί δεν έχει στον ήλιο μοίρα και ο δεύτερος, γιατί δεν έχει ήλιο στη μοίρα που του φύλαξε η τύχη για τη σύνταξή του. Απέχω σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρομαι για το ποιοι θα με κυβερνήσουν. Κάποιοι βλέπουν την αποχή ως μορφή διαμαρτυρίας. Δεν μπορούν να καταλάβουν όμως ότι αυτή η μορφή δεν έχει σχήμα και ότι αναλογικά ενισχύει κόμματα που δεν θα ήθελε καν ο ψηφοφόρος να ενισχυθούν. Απέχω δε σημαίνει έχω άποψη, όπως σθεναρά υποστηρίζεται. Αποχή σημαίνει δειλία, σημαίνει ότι δεν έχω το θάρρος της γνώμης μου να πάρω στα χέρια μου το μέλλον της χώρας μου, που με παρακαλά με τις εκλογές να τη βοηθήσω, να τις δώσω μία εναλλακτική λύση, όπως αντικατοπτρίζεται αυτή στο πρόγραμμα των δεδομένων πολιτικών κομμάτων. Άλλωστε υπάρχουν και λευκά/άκυρα. Ας φανταστούμε τη Δημοκρατία ως μία φίλη μας που μας προσκαλεί σε κάποιο πάρτυ. Θα πηγαίναμε με άδεια τα χέρια; Όχι βέβαια. Θα πηγαίναμε με το δώρο μας, το οποίο θα διαλέγαμε εμείς οι ίδιοι. Έτσι και στις εκλογές, το δώρο προς τη Δημοκρατία είναι η ψήφος μας. Μια ψήφος που δεν κοιτάζει χρώμα, φύλο ή θρησκεία. Προσαρμόζεται ανάλογα με τα πιστεύω του καθενός και όχι ανάλογα με την οικονομική ή κοινωνική του δύναμη. Αυτή τη μοναδική Κυριακή παύει να ισχύει το δίκαιο το ισχυροτέρου, έστω και για εικοσιτέσσερις μόνο ώρες. Τότε η τυπική με την ουσιαστική ισότητα συναντιούνται και περπατούν παράλληλα. Μονάχα η πολιτική παρρησία κατά την εκλογική διαδικασία οδηγεί στην ειλικρινή επιλογή και πραγματική ψήφο. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα φέρουμε στη μνήμη μας τα λόγια του Νίκου Καζαντζάκη: «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λεύτερος.» Πέρα από την πρώτη λύση των εκλογών στα προβλήματα που ανακύπτουν σε κρίσιμες πολιτικές περιόδους για την χώρα, συνιστώσα δύναμη στην αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων αποτελεί και το ξεχασμένο όπλο του δημοψηφίσματος. Τα βασικά είδη του δημοψηφίσματος είναι δύο: Το υποχρεωτικό (αποφασιστικό) και το συμβουλευτικό 84 De jure – τεύχος 7


(γνωμοδοτικό) προς την Κυβέρνηση. Το πρώτο, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 εδ.β΄-δ΄ του Συντάγματος προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, δηλαδή τα δημόσια οικονομικά ζητήματα της Χώρας, εφόσον αυτό αποφασιστεί από 180 βουλευτές, ύστερα από πρόταση 120. Το δεύτερο είδος δημοψηφίσματος είναι το συμβουλευτικό. Δεν δεσμεύει δηλαδή νομικά την Κυβέρνηση, αλλά πολιτικά. Ο πρωθυπουργός, αν δεν τηρήσει την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος οφείλει (ηθικοπολιτικά) να παραιτηθεί ή να προκηρύξει απευθείας εκλογές. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 44 παρ.2 εδ.α΄ του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση 151 βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Η απάντηση του λαού εκφράζεται με Ναι ή Όχι ή άλλο τρόπο που καθορίζει η Βουλή. Το γνήσιο δημοψήφισμα χάνει την αυθεντικότητά του, όταν χρησιμοποιείται για να δώσει το «λαϊκό χρίσμα» συνήθως στον Πρωθυπουργό, ώστε να επανακτήσει την εμπιστοσύνη

του λαού προς το πρόσωπό του. Σε αυτό το «προσωπικό» δημοψήφισμα ο λαός καλείται να αποφανθεί σε χρονική στιγμή και υπό συνθήκες που καθιστούν την απάντησή του δεδομένη. Το δημοψήφισμα σε περιστάσεις ύψιστου εθνικού κινδύνου ενδεχομένως υποδηλώνει την έλλειψη ηγετικής ικανότητας, καθώς ο εκάστοτε Πρωθυπουργός είναι εκλεγμένος όχι για να δέχεται συμβουλές σε κρίσιμες για την Χώρα στιγμές, αλλά για να δίνει εντολές. Απολύτως σεβαστή είναι η προσφυγή στο λαό, αλλά αυτό θα σημαίνει ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου βρίσκεται σε αδιέξοδο. Πολλές φορές οι αντιδράσεις των πολιτών μπορεί να οδηγήσουν σε παρορμητικά αποτελέσματα, που βασίζονται στην αγανάκτηση και την εκδίκηση. Για αυτό και η επιλογή του δημοψηφίσματος ενέχει μεγάλο κίνδυνο, όμως ταυτόχρονα και μεγάλη δόση δημοκρατικότητας των θεσμών. Από τις εκλογές και το δημοψήφισμα μεταβαίνουμε στο λαό, ως ύψιστο φορέα του δημοκρατικού δικαιώματος, το οποίο διαθλάται στα άρθρα του ελληνικού Συντάγματος. Οι πολίτες, λοιπόν, πέρα από τους κατά κύριο λόγο εκφραστές του πραγματικού δημοσίου συμφέροντος, φέρουν και το ρόλο των «καλλιτεχνών του δρόμου». Είναι η διπλή όψη του ίδιου νομίσματος. Καλλιτέχνες του δρόμου δεν είναι μόνο εκείνοι που προσφέρουν τα έργα τους, τους πίνακές τους, την πραμάτεια τους στα πεζοδρόμια των Εξαρχείων ή στην Καπνικαρέα. Δεν είναι μόνο εκείνοι που κάνουν γκράφιτι στους τοίχους παλαιών κτηρίων. Δεν είναι μόνο τα παιδιά που μπαίνουν κάθε μέρα στους συρμούς του μετρό δείχνοντας το «ταλέντο» τους σε ένα ξεκουρδισμένο ακορντεόν. Είναι κι άλλοι. Άνθρωποι που ζωγραφίζουν το μέλλον τους πάνω σε ό,τι βρουν. Άνθρωποι που αφήνουν άλλους να μουτζουρώνουν το παρόν και να χλευάζουν το παρελθόν τους. Αν είσαι καλλιτέχνης του δρόμου, ξέρεις να δημιουργείς. Ξέρεις να φωνάζεις σιωπηλά, να σιωπάς αισθητά, να συμμετέχεις ενεργά, να εκφράζεσαι άφοβα. Γιατί ξέρεις ότι έχεις δίπλα σου τη φαντασία σου, που κανείς δεν μπορεί να σου κόψει. Τελικά κανείς δεν ξέρει αν είναι προτιμότερο να επικαλείται την ελευθερία έκφρασης ή τελικά την ελευθερία της τέχνης, όταν διαδηλώνει. Η πρώτη ελευθερία τείνει να γίνει περιορισμός. Τα πλακάτ μιλούν χωρίς νόημα. Η Βουλή έχει κλειστά τα μάτια – παράθυρά της. Η ελληνική σημαία ανεμίζει ανήμπορη, σαν αιχμάλωτη κοπέλα πειρατών, παγιδευμένη στην πλώρη ενός πλοίου χωρίς προορισμό. Η φρουρά των ματ αντί να κλείνει τα μάτ-ι στους συμπολίτες, τους κοιτάζει με θυμό, πολλές φορές μη δικαιολογημένο. Η Πόλη κρατάει στην πολιορκία χιλιάδων πολιτών. Άλλη μία απρόσφορη απόπειρα έλαβε τέλος. Ο πατέρας γυρίζει στο σπίτι. «Τι έγινε; Πώς πήγε;», τον ρωτάνε. «Τα ίδια. Τίποτα», απαντά απογοητευμένος. Αυτό το «τίποτα» παράλληλα μεταφράζεται από τη φωνή του δημοσιογράφου De jure – τεύχος 7 85


στην τηλεόραση: «Η Αθήνα καίγεται». «Ίσα – ίσα πρόλαβες», ακούγεται η φωνή της συζύγου, ενώ ο ίδιος δε μιλάει. Τι παρέχει όμως το Σύνταγμα; Ελευθερίες. Δικαιώματα. Κάποιες υποχρεώσεις. Τότε γιατί βλέπουμε περισσότερες υποχρεώσεις και ελάχιστα δικαιώματα καθημερινά; Η πλάστιγγα αρχίζει και γέρνει επικίνδυνα προς τις πρώτες και παράλληλα με τον χρόνο γερνάει και η υπομονή των ανθρώπων. Όμως ακούγεται η φωνή αυτών των καλλιτεχνών; Κι όμως. Η ενιαία φωνή τους σε μία δημοκρατική κοινωνία πάντα ακούγεται, μόνο υπό την προϋπόθεση της μαζικότητας και του μη χρωματισμού. Αν δεν μπουν στην άκρη τα όποια μικροπολιτικά και μικροπρεπή κριτήρια ιδεολογικού διαχωρισμού στην Ελλάδα, δουλειά δεν θα γίνει. Ο πίνακας θα μείνει ανολοκλήρωτος και όλοι θα αναρωτιούνται τελικά αν η Μόνα Λίζα γελάει ή όχι. Για να γελάσει η Μόνα Λίζα, πρέπει όλοι οι «καλλιτέχνες του δρόμου», η Μαρία, ο Γιάννης, ο Νίκος, η Άννα, η Ελένη, ο Παναγιώτης, η Ανθή, ο Στέλιος, να κάνουν το δικό τους έργο και να βγουν όλοι με ένα αίτημα, ένα σύνθημα, ένα σκοπό, μία φωνή και να πουν: «Είμαστε εδώ.» Όταν υπάρχει μια δυνατή φωνή, υπάρχει ανταπόκριση. Όταν οι φωνές είναι διαφορετικές, χάνονται στο πέλαγος του θορύβου τους. Σ’ αυτό το σημείο θα αφήσουμε πίσω για λίγο την αναζήτηση ρεαλιστικών λύσεων και θα προτάξουμε αντ’ αυτής την ανεύρεση διεξόδων στον φανταστικό κόσμο του κινηματογράφου προς αποφόρτιση του αναγνώστη και προς αναζωογόνηση της εθνικής διάθεσης. Άλλωστε, τι είναι η φαντασία; Το αρνητικό φιλμ της πραγματικότητας. Η υπόθεση, λοιπόν, της προτεινόμενης ταινίας έχει να κάνει με έναν ήρωα (Πινόκιο), ο οποίος προσπαθεί να πείσει με ψέματα τη θεία του και μοναδική συγγενή εν ζωή, Εξουσία, ότι αξίζει να του κληροδοτήσει την περιουσία της. Εκείνη, του απαντά ότι δεν θα είναι εύκολο, εκτός αν κατορθώσει να της δείξει το αντίθετο. Ο Πινόκιο τότε της παρουσιάζει ένα σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας. Οι χορηγοί της ταινίας, μιας συμπαραγωγής Γαλλίας και Γερμανίας, έχουν εναποθέσει πολλές ελπίδες στην εισπρακτική της επιτυχία, πιστεύοντας ότι θα κερδίσει την καρδιά του μέσου θεατή. Ο Πινόκιο κινείται γύρω από έναν άξονα, αυτόν της οικονομίας και χρηματοδοτικής αναστήλωσης της χώρας. Παρουσιάζει στην Εξουσία αρκετά σχέδια και εναλλακτικές λύσεις. Θα καταφέρει ο Πινόκιο να πείσει με τα ψέματά του ότι μπορεί να τα καταφέρει ή θα του πει η Εξουσία ΔίΝεΤου; Η πολυπλοκότητα της οικονομικής επιστήμης και η υφέρπουσα δολιότητα του πολιτικού λόγου αποπροσανατολίζουν πολλές φορές τον πολίτη. Οι εκάστοτε πολιτικοί και μη «Πινόκιο» παραμελούν πλήρως τον πυρήνα του Κράτους και ασχολούνται με τα ηλεκτρόνια. Είναι σαν να προσπαθείς να κλείσεις τρύπες σε οδικό άξονα με την καλύτερη άμμο, παρά με το χειρότερο τσιμέντο. Σίγουρα τα χρήματα για ένα κράτος, είναι όπως ο νοσοκομειακός ορός για έναν ασθενή, αλλά αν δεν ενισχύσεις και τους βασικούς κλάδους αρμοδιοτήτων του πρώτου, είναι σαν να αφήνεις τον ασθενή ατάιστο και μόνο με τον ορό. Στον τομέα της Δικαιοσύνης, αν και είμαι ίσως από τους λίγους που υποστηρίζουν ότι υπάρχουν άξιοι δικαστές που κοπιάζουν καθημερινά να υπηρετήσουν τη δικαιοσύνη, παρ’ όλα αυτά το έργο τους μένει ημιτελές, αν σκεφτεί κανείς ότι για να πάρει πίσω τα χρήματα που δάνεισε στον οφειλέτη του, χρειάζεται στην καλύτερη περίπτωση τρία χρόνια, χωρίς να συνυπολογίζεται η δικάσιμος της έφεσης. Σχετικά με τον τομέα της εκπαίδευσης, οι μαθητές πρέπει να εισπράττουν επίδομα πειραματόζωων, το οποίο θα αντιστοιχεί σε δωρεάν κολατσιό κάθε δεύτερη Πέμπτη του μήνα, για την ψυχοφθόρα διαδικασία στην οποία υποβάλλονται, να προσαρμόζονται κάθε φορά στις ιδέες του εκάστοτε υπουργικού επιτελείου. Φτάνοντας στον τουρισμό, είναι ο λιγότερο πολύπαθος κρατικός τομέας που, αν δεν τύχει να πέσει ο τουρίστας σε απεργία μέσα Ιουλίου με καύσωνα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι με τη σωστή προώθηση των μαγευτικών τοπίων της χώρας μας, ίσως παίρναμε μια προσωρινή καλοκαιρινή ανάσα. - Το μέσο πίεσης της απεργίας όσων εργάζονται σε μουσεία και 86 De jure – τεύχος 7


αξιοθέατα, όπως και σε μέσα μαζικής μεταφοράς, γίνεται εντονότερο και φέρει μεγαλύτερη πολιτική δυσφορία σε περιόδους μεγάλης τουριστικής κίνησης, όμως το μέτρο και η κατάχρηση δικαιώματος πολλές φορές συγχέονται Τέλος, θα είμαι λακωνικός στον τομέα της υγείας: το πρώτο πράγμα που πρέπει κανείς να κάνει δεν είναι η πληρωμή των ταμείων, όχι. Απλώς, να προσεύχεται. Ίσως φανεί αποδοτικότερο. Χωρίς τα παραπάνω, η παραλλαγή της γνωστής ιστορίας του «Πινόκιο» ίσως να αποτελεί εν τέλει μία από τις πολλές ταινίες με προβλέψιμο τέλος. Η εισπρακτική της, όμως, επιτυχία δεν είναι προκαθορισμένη. Προσεγγίζοντας το τέλος, έχει φτάσει η ώρα να δοθούν κάποιες συγγνώμες, που ίσως αν δεν αναφερθούν εδώ, δεν θα αναφερθούν και ποτέ όλες μαζί. Είναι ανάγκη και μάλιστα σκληρή. Ο γράφων αποποιείται πάσας ευθύνης πρόκλησης δυσάρεστων συναισθημάτων. Συγγνώμη πρώτη - «Συγγνώμη, δεν έχουμε το φάρμακό σας.»: Ο κύριος Ευάγγελος (ονόματα και περιστατικά ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα), 68 χρονών, κέρδισε τη μάχη με τον καρκίνο του προστάτη. Ο εγγονός του αρνήθηκε να πάει στο φαρμακείο να αγοράσει για τον παππού του το φάρμακο, γιατί ο τελευταίος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στον ευγενή εκβιασμό του εγγονού του για χαρτζιλίκι. Ο φαρμακοποιός λόγω της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα δεν μπορεί να τον εξυπηρετήσει. Εν προκειμένω ο κύριος Ευάγγελος νόμιζε ότι είχε κερδίσει τον πόλεμο και όχι τη μάχη. Δυστυχώς συνέβη το αντίθετο. Συγγνώμη δεύτερη - «Συγγνώμη, δεν θα μπορέσω να σε παντρευτώ.»: Ο Άκης και η Τένια έχουν σχεδιάσει να παντρευτούν. Το τόλμημά τους αυτό βρήκε ως αντίκρισμα τα περίσσια χαμόγελα των δύο οικογενειών που τόσο ήθελαν να συγγενέψουν. Ο μισθός του Άκη περικόπηκε 50%, η Τένια απολύθηκε. Ο γάμος ματαιώνεται, τα χαμόγελα αναβάλλονται. Ο Άκης ζητά συγγνώμη και η Τένια μια άλλη αγκαλιά. Συγγνώμη τρίτη - «Συγγνώμη, παιδί μου. Δεν ήξερα τι σε περίμενε.»: Η πιο δύσκολη συγγνώμη. Συγγνώμη ντροπής, λέξη που προκαλεί ρίγη και καμία αντίδραση όταν τη ακούει κανείς. Βγαίνει από το στόμα ενός γονιού, εκείνου του ανθρώπου που μας έφερε στον κόσμο. Δεν ήξερε τι θα αντικρίσουμε, σε ποια κοινωνία θα ανοίξουμε φτερά. Ίσως θα έπρεπε ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου να είχε λογοκριθεί, όταν μας κοίμιζε. Δεν ήξερε ότι αυτό το «καλύτερο αύριο» θα έπαιρνε συνεχώς αναβολή. Αυτή η συγγνώμη δεν θα έπρεπε να ξεστομιστεί ποτέ. Έχοντας κάνει μια νύξη σε κάποιες σημαντικές συγγνώμες που έπρεπε έστω και για ηθικούς λόγους αυτού εδώ του τόπου να μνημονευθούν, έχει επέλθει η ψυχική κάθαρση. Κάποιες πινελιές ακόμα και ο αναφερόμενος προβληματισμός για την εθνική κρίση θα ολοκληρωθεί. Το μεγάλο προσόν της Ελλάδας ήταν πάντα ο πολιτισμός της και δεν το λέω με σωβινιστική πρόθεση. Είναι γεγονός. Η γλώσσα μας και η ιστορία μας μάς κράτησαν ζωντανούς στα κατάστιχα του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Η Ακρόπολη, που κάθε φορά με απόγνωση κοιτάμε, μάς κλείνει συνωμοτικά το μάτι, ενώ το άλλο της μάτι τής έχει ήδη βγει. Θυσιάστηκε, για να γλιτώσουμε από το να μας βγει και το όνομα του μη πολιτισμένου λαού. Άκουσον, άκουσον! Η Ελλάδα που έκανε Ολυμπιακούς Αγώνες στα αγγλικά δεν έχει τρόπους; Η Ελλάδα που κέρδισε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, έρχεται ανάμεσα στις πρώτες χώρες στο στήσιμο ποδοσφαιρικών ματς; Η Ελλάδα, το 90% των κατοίκων της οποίας δηλώνουν χριστιανοί ορθόδοξοι, ξέχασε να αγαπά τον πλησίον της; Απλώς αναφέρω γεγονότα και φαρισαϊσμούς. Όποιος υπερηφανεύεται για τα καλά του, μάλλον έχει δανειστεί τον καθρέφτη της μητριάς της χιονάτης και δεν βλέπει ότι στην πλάτη του οι συμμαθήτριες της Παπασταύρου του έχουν κολλήσει μια σειρά από επιθετικούς προσδιορισμούς. Και ενώ αναστενάζουμε για το τι είχαμε και πώς το χάσαμε, η μόνη γραμμή άμυνας και το μέλλον της χώρας βάλλεται: η παιδεία. De jure – τεύχος 7 87


Πλέον η παιδεία πολιορκείται και λίγο ακόμα αν ανοίξει η Κερκόπορτα της αμάθειας και της νωθρότητας των καιρών, η Πόλη θα αλωθεί στο άψε-σβήσε. Η Ελλάδα θα έπρεπε να είχε χτίσει το δικό της, νέο πολιτισμό χωρίς να γαντζώνεται σε ένα παρελθόν που καταντά γραφικό και χωρίς να προσπαθεί να κρύψει την κοινωνικοπολιτική αποχαύνωσή της πίσω από μια πεσιμιστική διάθεση, που καλλιεργείται από όσους ποντάρουν στην ψυχολογική της ισοπέδωση. Η πρόκληση φόβου ήταν ανέκαθεν το μεγαλύτερο όπλο επιβολής της ανώτερης πολιτικής βούλησης. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε γράψει: «Όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει[...] Η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι, να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά[...] Από την ώρα που ο Φράνκενστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται.» Η μοναδική δικαιολογία για αυτή την ανεξήγητη σιγή που βασιλεύει σε κάθε είδους κάμπο, βουνό και πεδιάδα της Επικράτειας είναι ότι φωνάζουν μόνο όσοι έχουν ελπίδα. Το έργο του Αντώνη

Σαμαράκη «Ζητείται Ελπίς» κοντεύει με την τωρινή υποβόσκουσα πρακτική να λογοκριθεί μαζί με τον «Αγώνα» του Χίτλερ. Η Χώρα χρειάζεται μέλλον, φως και ελπίδα. Συνήθως όλες οι προτάσεις έχουν αρχή, μέση και τέλος, όμως η προαναφερόμενη περιέχει μόνο τα δύο πρώτα και αυτό γιατί δεν υπάρχει φαινομενικά προοπτική, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή πτώση. Από Ονομαστική, πήγε Γενική: Γίνεται της Ελλάδας, μετά Αιτιατική:...την Ελλάδα και στο τέλος πήγε Κλητική: Α, ρε, Ελλάδα! Αυτή η κυλιόμενη πτώση, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι μόνοι που δικαιούνται να μιλάνε για το μέλλον του λαού, είναι αυτοί που το κατέστρεψαν και οι οποίοι δεν ξέρουν πλέον πώς να το εξασφαλίσουν. Είναι πασιφανώς σουρεαλιστικό, μα παράλληλα και τόσο ηθικά επιτακτικό. Ο χρόνος χάνει τη σημασία του. Οι χρόνοι χάνουν τη δική τους. Ένδοξοι Παρατατικός, Αόριστος και Υπερσυντέλικος, έχουν αντικατασταθεί από έναν αξιοθρήνητο αφηγηματικό Ενεστώτα. Ο Μέλλοντας είναι μόνο στιγμιαίος. Εξακολουθητικός δεν υπάρχει καν. Για το μέλλον, δε, των νέων χύνονται άπλετα λίτρα μελανιού, παίρνονται εκατοντάδες συνεντεύξεις και γίνονται δεκάδες εκπομπές. Και δεν μελαγχολώ τόσο με την ιδέα του πώς θα διαμορφώσουμε το δικό μας μέλλον, αλλά με το ότι αυτό το μέλλον αποτελεί παράλληλα και το παρελθόν των παιδιών μας. Έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο να διαμορφώνουμε τη ζωή μας χωρίς πρόγραμμα. Πάμε στο άγνωστο με βάρκα κάποια ελπίδα, κοιτάζουμε μέσα σε μία από τις πολλές γυάλινες σφαίρες που μας κληροδότησαν οι νόμιμα εκλεγμένοι και ουσιαστικά αποδυναμωμένοι στην πολιτική τους μοναξιά εκπρόσωποί μας. Αν, πάντως μου πρότειναν να στοιχηματίσω μεταξύ παρόντος ή αβέβαιου μέλλοντος, θα διάλεγα ενστικτωδώς και μόνο το δεύτερο χωρίς καν να συμβουλευτώ τη δελεαστική γυάλινη σφαίρα. Μπορεί προς το παρόν η Ελλάδα να πολιορκείται, αλλά είναι ελεύθερη. Ο φόβος έχει γίνει το μαξιλάρι του ύπνου μας, όμως κατά τον εθνικό μας ποιητή στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του: «Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν, εκείθε με τους αδερφούς εδώθε με τον Χάρο.» Σήμερα βρισκόμαστε πάλι στο ίδιο δίλημμα: εκείθε ή εδώ; Μια απόφαση είναι, όποια κι αν είναι. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπάρχει.

88 De jure – τεύχος 7


*Το ως άνω δοκίμιο έχει βραβευθεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.).

ELSA around the world Με μία πρωτοβουλία που ξεκίνησε περίπου δύο χρόνια πριν, αποφασίστηκε η δημοσίευση και ξενόγλωσσων άρθρων από Έλληνες φοιτητές και νομικούς στο πλαίσιο διαπολιτισμικής επικοινωνίας και ευρωπαϊκής εξωστρέφειας της Ένωσης. Έχουμε, λοιπόν, την χαρά να φιλοξενούμε δύο άρθρα, το ένα στην αγγλική και το άλλο στη γερμανική γλώσσα των Δ. Κυριαζή και Γ. Κούβακα, αντίστοιχα.

Is the imposition of positive obligations on the State as a consequence of human rights obligations always a good thing? By Dimitrios Κyriazis, LLB (Distinction) Athens Law School, Magister Juris candidate at the University of Oxford

I think it is obvious that I have formulated the question in a provocative way. The adverb “always” simply predetermines the answer, which has to be “No”. But, after answering at the “yes or no” level, we encounter the hidden and more serious question: Why isn’t it always a good thing? And how can we, if possible, confront some of the dangers caused by the imposition of positive obligations on the State? Positive obligations In today’s legal scholarship there is growing international acceptance of human rights as including positive rights, and hence a shift from a conception of rights as a limitation on state action to one which now views rights as demands for such action 221. These rights create a positive obligation for the state, i.e. one whereby a state must take action to protect human rights. 221 Liora Lazarus, ‘Positive Obligations and Criminal Justice: Duties to Protect or Coerce?’ in Roberts & Zedner (eds), Principled Approaches to Criminal Law and Criminal Justice: Essays in Honour of Professor Andrew Ashworth (OUP 2012), 136.

De jure – τεύχος 7 89


Although positive obligations are generally associated with economic and social rights, this is not restrictive; they can also be imposed in respect of civil and political rights. In the ECHR edifice, Article 1, under which the contracting states must “secure to everyone within their jurisdiction the rights and freedoms” enshrined in the Convention, has been interpreted as imposing both negative and positive obligations upon States 222. Therefore, Article 1 can cogently be considered as the basis for states’ positive obligations to protect human rights. As far as the ECtHR’s case law is concerned, the Marckx v Belgium223 case was one of the first cases in which the Court clearly articulated that state obligations were not merely of a classic negative nature. More specifically the Court openly declared224 that “there may be positive obligations inherent in an effective "respect" for family life.” This case is significant not just because the Court imposed positive duties on a contracting state, but also because of the justification for doing so. The key word here is the word “effective”; the Court associates positive obligations

with the effectiveness of rights’ protection 225. In other words, the imposition of positive duties is justified by the fact that they are necessary to secure the effective protection of Convention rights. The aforementioned positive duties are duties of the state to fulfill convention rights, i.e. to grant legal status etc.226. Let us now examine another aspect of positive obligations, under which states are not required to fulfill a human right, but to protect persons’ rights from the acts of others. A relevant case would be Plattform Arzte fur das Leben v Austria227, in which the Court decided that a State must take measures to protect demonstrators from interference by other private persons who wish to disrupt their demonstration, or it would be breaching its positive obligations that arise out of Article 11 (freedom of assembly) 228. This particular issue is now topical across Europe, with various demonstrations taking place frequently due to the economic crisis and, more significantly, the rise of far-right parties and their clashes with leftists. Therefore this case will be used to illustrate the dangers arising out of the imposition of positive obligations on Contracting States. Stating the problem What needs to be examined is whether these otherwise “benevolent” positive obligations are as harmless as some theorists seem to think. Let us take the aforementioned example of Plattform Arzte fur das Leben v Austria. Using powerful, almost sentimental, language the court proclaimed that demonstrators must “be able to hold the demonstration without having to fear that they will be subjected to physical violence by their opponents…Genuine, effective freedom of peaceful assembly cannot, therefore, be reduced to a mere duty on the part of the State not to interfere: a purely negative conception would not be compatible with the object and purpose of Article 11. Like Article 8, Article 11 sometimes requires positive measures to be taken, even in the 222 Harris, O’Boyle and Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, 2nd Ed. (Oxford, OUP: 2009), p. 18. 223 Marckx v Belgium (1979) 2 EHRR 330. 224 Ibid, para 31. 225 See also, in this vein, Mowbray, The Development of Positive Obligations under the European Convention on Human Rights by the European Court of Human Rights, 2004, 221. 226 Harris, O’Boyle and Warbrick, Law of the European Convention on Human Rights, 2nd Ed. (Oxford, OUP: 2009),19. 227 Plattform Arzte fur das Leben v Austria (1988) 13 EHRR 204. 228 Ibid, para 32.

90 De jure – τεύχος 7


sphere of relations between individuals229.” This declaration is very significant because it asserts that positive duties may arise from the implementation of Article 11, and it delineates the action that ought to be taken230. Contracting states need to take “reasonable and appropriate measures 231” to protect demonstrators from counter-demonstrators. What does this entail? The police must monitor the demonstration, intervene to separate the two groups, and arrest whoever is acting provocatively or aggressively towards the opposite group. These obligations actually amount to what Liora Lazarus calls coercive duties on the state to criminalize, prevent, police, and prosecute harmful acts 232. The State will inevitably have to coerce the counter-demonstrators in order for them not to interfere with the demonstrators Article 11 right. The term “coercive” here clearly refers to the type of coercion, which we typically associate with the state’s law enforcement or military apparatus 233. If the State fails to protect the demonstrators, it will be held responsible under Article 1 and 11 of the Convention for failing to secure the rights of individuals in its jurisdiction by not protecting them from private parties. Consequently, the State is obliged to act under the Convention. However, contrary to refraining, acting is a lot more complicated. While the first requires no mobilization of state officials, no involvement of the police, the second requires some kind of action, some kind of choice. And States are, judging from experience, better at apathy than at action. Though this is a

generalization, state intervention is frequently clumsy and brutal, and in the area of human rights these are the things that need to be desperately avoided. This is one of the reasons why the Court in Osman234 affirmed that “another relevant consideration is the need to ensure that the police exercise their powers to control and prevent crime in a manner which fully respects the due process and other guarantees which legitimately place restraints on the scope of their action to investigate crime and bring offenders to justice, including the guarantees contained in Articles 5 [right to liberty] and 8 [right to private life] of the Convention235.” The Court also stated that if there is not a “real and immediate” risk to the life of a particular individual, the State is not obliged to take measures. From the outcome of the Osman case it is obvious that the Court interprets this condition narrowly and is reluctant to condemn a state for such a breach. This is perhaps an implicit indication that the Court is in fact aware of the dangers that positive obligations of the State (ironically enough) entail for human rights, and that this is a major consideration when thinking of creating a general obligation to take preventive measures. Why is the imposition of positive obligations on States so dangerous? Because it is a potential, and very well disguised, threat to human rights. What the state will not do in its own name, it will do in the name of human rights. Positive obligations encapsulate on the one hand a commitment to rights, which we commonly associate with absence from coercion, but on the other 229 Ibid, para 31 [emphasis added]. 230 This is why, even though the application was rejected, this case is considered a landmark. 231 Plattform Arzte fur das Leben v Austria (1988) 13 EHRR 204, para 39. 232 Liora Lazarus, ‘Positive Obligations and Criminal Justice: Duties to Protect or Coerce?’ in Roberts & Zedner (eds), Principled Approaches to Criminal Law and Criminal Justice: Essays in Honour of Professor Andrew Ashworth (OUP 2012), 136.

233 Liora Lazarus, ‘The right to security – securing rights or securitising rights’ in C Murray et al (eds), Examining Critical Perspectives on Human Rights (CUP 2011), 89. 234 Osman v United Kingdom (App no 23452/94) (2000) 29 EHRR, para 116. 235 Ibid, para 116.

De jure – τεύχος 7 91


hand a commitment to coercion as well236. Therefore, a state can use its positive duties as a clever excuse for violating human rights. For example, if there is a leftist demonstration against racism and against government austerity measures, and at the same time a counter-demonstration by a far-right party, the police might choose to stop the first demonstration in order to avoid potential clashes. This will surely annoy the leftists and inevitably lead to clashes with the police, which will then give a firm ground on which the police can proceed to arrest demonstrators and dissolve the demonstration. This is a convenient way for the government to effectively suppress demonstrations that oppose its policies, and do this in the name of human rights. This will be even easier if the police has close ties with far-right groups, and can thus use their political rights as an “alibi” for its actions. The example is not a theoretical one. Greek police has been repeatedly accused of providing cover to crimes committed by the Greek far-right party named “Golden Dawn”, and in almost every leftist demonstration there is a lot of tension, which usually leads to riots and arrests. This is, in my view, a clear example of the possible abuse of positive duties by state actors. Conclusion To return to the point, the call for state protection is almost always tantamount to a call for coercion. The danger of a coercive overreach237 of preventive measures taken upon other individuals is real and clear. State actors are quick to invoke a rights-based justification for intensifying and expanding criminal law and justice. Still, one cannot help but notice the manifest irony of the matter at hand. Positive obligations were “invented” by human rights theorists on order to secure their better protection. However, if the coercive sting 238 hidden under the veil of rights’ protection is ignored, this endeavor will almost certainly backfire. To tackle this problem we must not forget that the human rights that positive obligations seek to protect are neither the only rights that exist, nor the only rights that matter. No one’s rights have an infinite scope; on the contrary, they end where another individual’s rights begin. As U.S. Supreme Court Justice Oliver Wendell Holmes Jr. allegedly said: "The right to swing my fist ends where the other man's nose begins." Hence, no right being indefinite, the obligation to protect such a right meets the same limitation; other peoples’ rights. If these limits are not respected, the theory of positive obligations will be a severe wound for human rights theorists. And, unfortunately, it will be entirely self-inflicted.

Organelebendspende aus straftlicher Sicht nach §8 des deutschen Transplantationgesetzes Von Ioannis Kouvakas, Rechtsreferendar bei der Rechtsanwaltskammer – Athen, LL.M. an der Universität Heidelberg

1. Einleitung

236 Liora Lazarus, ‘The right to security – securing rights or securitising rights’ in C Murray et al (eds), Examining Critical Perspectives on Human Rights (CUP 2011), 89. 237 Liora Lazarus, ‘Positive Obligations and Criminal Justice: Duties to Protect or Coerce?’ in Roberts & Zedner (eds), Principled Approaches to Criminal Law and Criminal Justice: Essays in Honour of Professor Andrew Ashworth (OUP 2012), 155. 238 Ibid.

92 De jure – τεύχος 7


Die heftige Entwicklung der heutigen Medizin hat zu dem entsprechenden Progress in dem Bereich der Transplantation geführt und hat mit der Organtransplantation verbundene Fragen gestellt, die beantwortet werden sollen. Da täglich 2-3 Patienten auf der Warteliste versterben 239, trägt eine Organlebendspende zu einer höheren Lebenserwartung und Lebensqualität bei, die häufig dem Niveau der Allgemeinbevölkerung entspricht. Aus diesem Grund ist normative Grundlage der Organspende und Transplantation in der Bundesrepublik das am 1. Dezember 1997 in kraft getretene Gesetz über die Spende, Entnahme und Übertragung vom Organen (Transplantationsgesezt – TPG). §8 des Transplantationsgesetzes (TPG) befasst sich mit der Organtransplantation zwischen lebenden Menschen. Deshalb bleibt die freie, autonome Entscheidung des Spenders 240 immer als grundsätzliche Voraussetzung dafür, dass eine Organentnahme erfolgen darf. Deshalb gibt es Probleme bei der Organlebendspende, die mit der Garantie der autonomen und freien Entscheidung und dem Schutz des Spenders zu tun haben. 2. Hauptteil Die strafrechtliche Voraussetzungen der Lebendspende

2.1.

§8 des dritten Abschnitts des Transplantationsgesetzes regelt die strafrechtlichen und nicht strafrechtlichen Voraussetzungen einer Organlebendspende 241. Zu den Voraussetzungen gehören, dass der Spender volljährig und einwilligungsfähig sein muss, dass die Aufklärung des Organspenders Zulässigkeitsvoraussetzung für den Eingriff ist, dass der Spender medizinisch geeignet sein muss und das Operationsrisiko dem Spender nicht schadet. Die Grundprinzipien des §8 Transplantationsgesetzes (TPG) beinhalten, dass: 1. Der Spender volljährig und einwilligungsfähig ist, 2.Keine Besondere Gefährdung bei der Spende zusätzlich zum Operationsrisiko besteht, 3. Die Spende der Handlung oder Linderung des Leidens bei einem anderen dient, 4. Kein geeignetes Organ eines Verstobenen zur Verfügung steht und 5. Eine genetische oder emotionale Verbindung zwischen Spender und Empfänger besteht 242. 2.1.1.

Die Einwilligung bei der Lebendspende

In der internationalen medizin-ethischen Diskussion hat sich das Prinzip des Respekts vor der Autonomie des Patienten während der vergangenen drei Jahrzehnte entwickelt. Nach der Auffassung des Gesetzgebers bedeutet die Organentnahme kein Heilgriff für den Spender, sondern ihm körperlich schadet und ihn gesundheitlich gefährden kann 243. Aus diesem Grund liegt die restriktive Fassung der Zulässigkeit der Lebendspende zunächst am Konstatieren des Schutzes der gesundheitlichen Integrität des Spenders.

239 Norba, 2009, Seite 59. 240 Roxin/Schroth, Seite 469. 241 Fateh-Moghadam, Seite 235. 242 Höffling, Seite 242. 243 Nickel Lars/Schmidt-Preisigke/Sengler, Seite 88.

De jure – τεύχος 7 93


Die Einwilligung des Verletzten ist im deutschen Strafrecht als rechtfertigender tatbestandsausschließender Legitimationsgrund gewohnheits-rechtlich anerkannt, für die Körperverletzung ausdrücklich in §228 normiert244. Strafbar ist die fremdnützige Organentnahme zunächst bei Personen, bei denen bestimmte subjektive Voraussetzungen einer wirksamen Einwilligung nicht erfüllt sind (§19I, §8I TPG), namentlich bei fehlender Volljährigkeit oder Einwilligungsfähigkeit. Die Freiwilligkeit des Lebendspenders kann letztlich nur im Einzelfall und durch Verfahren mit hinreichender Sicherheit festgestellt werden245. Freiwilligkeit bedeutet weder Freiheit von starken Handlungsmotiven noch von persönlichen Bindungen oder übernommenen Verpflichtungen, noch Freiheit von ´innerem Druck´, der aus solchen Motiven, Bindungen und Verpflichtungen entsteht 246. 2.1.1.1.

Die strafbare Einwilligung nach §216 StGB

Wenn die Einwilligung den sicheren Tod des Spenders bedeutet 247, ist sie strafbar, nach §216 StGB. Der Gesetzgeber will damit die Autonomie des Entscheidungs-trägers garantieren 248. §8 des Transplantationsgesetzes normiert nicht nur die Aufklärung, sondern auch die informierte Einwilligung des Spenders, um die Spende freiwillig und unentgeltlich zu erflogen darf 249. Eine Körperverletzung nach §223ff. StGB erfolgt, wenn die strafrechtlichen Tatbestände des TPG als spezielle Regelungen anzusehen sind. Die Einwilligung250 ist die nach außen erkennbare Äußerung des Einverständnisses in Bezug auf ein zukünftiges Tun oder Unterlassen. Sie muss im Zeitpunkt der tatbestandsmäßigen Handlung vorliegen und ist unwirksam, wenn der Eingriff wesentlich anders oder intensiver ist als der Einwilligung abgedeckt. Die Einwilligung als Ausdruck der freien Selbstbestimmung muss in Kenntnis der entscheidungserheblichen Umstände und der Tragweite der Entscheidung erfolgen. Sie darf nicht durch Täuschung zu Stande gekommen sein und muss frei von äußeren Zwang erklärt werden, dass heißt, die Einwilligung darf nicht infolge einer nach §240 StGB tatbestandmäßigen Handlung zustande gekommen sein. 2.1.1.2.

Die Einwilligung bei minderjährigen Personen

Wenn eine elterliche Verletzung eines Minderjährigen in Rede steht, muss der maßgebliche Orientierungspunkt der Entnahme der „Wohl des Kindes“ sein, das eine Ermächtigung und Begrenzung einer Fremdbestimmung des Kindes durch seine Eltern ist 251. 244 Fateh-Moghadam, Seite 73 usw. 245Es wird auch die Ansicht vertreten, dass psychodiagnostische Mittel und ein medizinpsychologisches Beratungsverfahren die Freiwilligkeit einer Fremdspende überprüfen sollen, Norba, Seite 222 usw. 246 Gutmann/Schroth, Seite 114 usw. 247 Die altruistische Fremdspende sei kein sozialschädliches, sondern ein in hohem Maß fremd- und sozialnützliches Verhalten, BvR 2181/98, 2182/98, 2182/98. 248 Roxin/Schroth, Seite 471. 249 Norba, Dies gilt auch für die Zulässigkeit der Lebendspende aus ethischer Sicht. 250 Wer eine Körperverletzung mit Einwilligung der verletzten Person vornimmt, handelt nur dann rechtswidrig, wenn die Tat trotz der Einwilligung gegen die guten Sitten verstößt, Satzger/Schmitt/Widmaier, Seite 1394 usw.

94 De jure – τεύχος 7


Im Regelfall kann sich der Arzt darauf verlassen, dass ein Minderjähriger, der das 16. Lebensjahr vollendet hat, auch die Berechtigung hat, in die Organspende einzuwilligen. Für die Wirksamkeit der Erklärung des Widerspruchs hat der Gesetzgeber eine Mindestaltersgrenze von 14 Jahren festgelegt252. Die Entnahme von Organen einer lebenden Person ist strafbar, wenn die Person nicht volljährig oder nicht einwilligungsfähig ist253. 2.1.2. Die Geeignetheit des Spenders Die Ungeeignetheit eines Spenders und bzw. eines Organs geht um besondere Situationen, wenn der Gesundheitszustand des Spenders eine Organübertragung nicht erlaubt, da die Lebendorgantransplantation nach dem Gesetztext zumindest zu einer Verbesserung des Gesundheitszustandes (keinesfalls aber zu einer Verschlechterung) bei dem Organempfänger führen muss. Die Norm254 kann (und soll) nicht Lebendorganspenden zugunsten von Empfänger untersagen, die besondere klinische Risiko aufweisen, die eine wegen ihrer Grunderkrankung möglicherweise eingeschränkte Lebenserwartung haben oder bei denen die Gefahr einer verminderten Überlebensdauer des Transplantats besteht. Das Verbot der konsentierten Lebendspende in Situationen, in denen der Spender sich mit der Lebendspende schweren gesundheitlichen Beeinträchtigungen aussetzt, begegnet dabei kein verfassungsrechtliches Bedenken255. Das Operationsrisiko des Spenders meint das jeweils individuelle Risiko der konkreten Entnahmeoperation, denn das allgemeine Operationsrisiko eines für alle Patienten identischen Normalrisikos gibt es nicht 256. Die Tatbestandsmäßigkeit der Organentnahme beim Lebenden zu bejahen, ohne dass es auf die medizinische Indikation einen psychologischen Nutzen des Heileingriffs ankäme. Die medizinische Indikation eines ärztlichen Eingriffs hat nach zutreffender Auffassung sowohl der Rechtfertigungslösung der Rechtsprechung, als auch nach der Lösung des Tatbestandsausschlusses durch Einwilligung auf Tatbestandsebene des §223 I StGB keine selbständige Bedeutung. Auf eine Entscheidung zwischen diesen beiden Ansätzen kommt es an dieser Stelle nicht an. 2.1.3. Die Subsidiaritätsklausel und das ärztliche Eingriffsdurchführen Die Subsidiaritätsklausel257 geht um die Tatsache, dass die Organlebendspende nur zulässig ist, wenn ein geeignetes Organ, das nach dem Tod einer lebenden Person entnommen werden könnte, nicht zur Verfügung steht. Der Eingriff muss durch einen Arzt durchgeführt werden, weil sowohl der Spender im Hinblick auf eine lege artis Organentnahme wie auch der Organempfänger gesichert werden sollen. 251 Höffling, Seite 206, Dem Kindeswohl sind insoweit aber letzten Endes ausschließlich gesundheitliche Belange zu Grunde zu legen. 252 Der Hintergrund dieser Regelung ist, dass mit diesem Alter, die Religionsmüngigkeit gem. §2 des Gesetzes über die religiöse Kindererziehung trifft, Schroth/König/Gutmann/Oduncu, Seite 91. 253 Fateh-Moghadam, Seite 241, Eine Ausnahme besteht lediglich für die Entnahme von Kochenmark bei minderjährigen Personen, sieh Seite 10. 254 Schroth/König/Gutmann/Oduncu, Seite 132. 255 Höffling, Seite 211. 256 Schroth/König/Gutmann/Oduncu, Seite 128. 257 Schroth/König/Gutmann/Oduncu, Seite 132 usw., Ulsenheimer, Seite 367.

De jure – τεύχος 7 95


Nachdem eine nach Landesrecht zuständige Kommission dazu Stellung genommen hat, ob begründete und tatsächliche Anhaltspunkte dafür vorliegen, dass die Einwilligung in die Organspende nicht freiwillig erfolgt oder das Organ Gegenstand verbotenen Handeltreibens nach §17 ist, darf erst die Entnahme von Organen oder Geweben bei lebenden Personen durchgeführt werden258. Dass der Arzt dabei als Fernziel die Heilung des Empfängers vor Augen hat, ist ein unbeachtliches Motiv, das den Vorsatz ebenso wenig ausschließt, wie die gute Absicht des Vaters, den missraten Sprösslung durch körperliche Züchtigung zu einem anständigen Menschen zu machen259. 2.1.4. Die Lebendspende von Organen, die nicht wieder bilden können Im Rahmen des Sicherns der Freiwilligkeit des Organspenders und des Entgegenwirkens des Gefahrenes des Organhandels, normiert Satz 2 eine gültige für nicht regenierungsfähige und ungebildene Organe oder Organteile Einschränkung des Spenderkreises 260. Die Entnahme von Organen, die sich nicht wieder bilden können, ist darüber hinaus nur zulässig zum Zwecke der Übertragung auf Verwandte ersten oder zweiten Grades 261, Ehegatten262, Lebenspartner, Verlobte oder andere Personen, die dem Spender in besonderer Verbundenheit offenkundig nahestehen 263. Der Empfängerkreis wird beschränkt, um die Freiwilligkeit der Lebendspende sicherzustellen und der Gefahr des Organhandels zu begegnen 264. Die Regelung geht davon aus, dass grundsätzlich eine verwandtschaftliche oder vergleichbare enge persönliche Beziehung die beste Gewähr für die Freiwilligkeit der Organspende bietet und durch die Beschränkung auf Verwandte der Gefahr eines (verdeckten) Organhandels entgegengewirkt werden kann 265. An der anderen Seite, ist es Tatsache, dass innerhalb familiärer Strukturen die Verdeckungsmöglichkeiten großer sind. Die Drohungen und der Drück, die innerhalb einer Familie oft stattfinden und auf die freiwillige Entscheidung eines Mitglieds wirken können 266, sind meistens sehr schwer festzustellen. 2.1.4.1.

Die besondere, persönliche Verbundenheit

Kriterium der persönlichen Verbundenheit soll die bis der Operation Beziehungsdauer sein, das ohne Ausnutzenmotiv Zusammenleben und das Benutzen der Beziehung als Rahmen ein Organ zu 258 Nickel Lars/Schmidt-Preisigke/Sengler, Seite112. 259 Fateh-Moghadam, Seite 48 usw. 260 Nicht regenierungsfähige Organe oder Organteile sind die Nieren, Lebensegmente, Lugen-Lappen, Teile des Dünndarms und der Bauchspeicheldrüse, Nickel Lars/Schmidt-Preisigke/Sengler , Seite 98. 261 Nach §1589 BGB sind Verwandte ersten Grades die Eltern und Kinder des Spenders. Verwandten zweiten Grades sind die Großeltern, die ehelichen und nichtehelichen Geschwister sowie die Enkel des Spenders, Höffling, Seite 218. 262 Natürlich ist es Voraussetzung, dass die Ehe rechtgültig ist. 263 Schroth/König/Gutmann/Oduncu, Seite 137 usw. 264Norba , Seite 217 usw. 265 „Keine Art und Dauer der Beziehung schützt aber den Spender davor, seine Bereitschaft später zu bereuen und aus dieser Beziehung auszubrechen, und den Empfänger vor Gewissensqualen, das im nachhinein ungewollte Geschenk angenommen zu haben“, Rittner/Besold/Wandel, Seite 122. 266 Roxin/Schroth, Seite 488.

96 De jure – τεύχος 7


finden. Eine besondere persönliche Verbundenheit besteht auch aus besonderen Merkmalen, wie eine gemeinsame Wohnung oder gemeinsame Kontakten267. Mit dieser strengen Regelung ist das fundamentale Ziel des Gesetzgebers das Vermeiden des Ausnutzens des Organspenders, das dem Organhandel nahesteht. Eine persönliche Verbundenheit bedeutet, dass Zusammengehörigkeitsgefühle268 bestehen, die konkret festgestellt werden müssen. Diese Zusammengehörigkeitsgefühle können auch für ein intensives Freundschaftverhältnis gelten. Eine rein platonische Freundschaftsbeziehung, die um tiefe Solidaritätsgefühle getragen ist, kann eine persönliche Verbundenheit begründen 269. Für die besondere persönliche Verbundenheit soll dabei nach der Gesetzesbegründung eine gemeinsame Lebensplanung mit innerer Bedeutung charakteristisch sein 270, woraus sich zugleich ergibt, dass der Gesetzgeber mit der gewählten Formalierung insbesondere die nichteheliche Lebensgemeinschaft in Blick hatte. Es ist notwendige Voraussetzung, dass zwischen dem Spender und dem Empfänger Zusammengehörigkeitsgefühle bestehen, um von einer persönlichen und besonderen Verbundenheit sprechen zu können. Die Offenkundigkeit muss dabei im jeweiligen Einzelfall vonseiten des Arztes festgestellt werden. Das Tatbestandsmerkmal der Offenkundigkeit der Nahebeziehung zwischen Spender und Empfänger verlangt, dass die Nahebeziehung in irgendeiner Form nach außen sichtbar hervorgetreten sein muss und damit entweder für jeden ersichtlich oder jedenfalls erkennbar ist 271. 3. Fazit Im Ergebnis ist festzustellen, dass der Gesetzgeber ans einer Ziel, mit dem Transplantationsgesetz Rechtssicherheit zu schaffen, auch unter diesem Aspekt gescheitert ist. Insoweit besteht Bedarf nach einer Novellierung, die den Inhalt des Verbotes des Organhandels erstens so bestimmt, dass seine Adressaten anhand der gesetzlichen Regelung voraussehen können, ob ein Verhalten strafbar ist. Vor allem hat das Transplantationsgesetz mit dem Verbot des „Handeltreibens“ mit Organen sehr viel mehr kriminalisiert als nur die Kriminalisierung der Organspende. Es ist Tatsache, dass das Organhandelsverbot ohne Zweifel eine Einschränkung der Selbstverfügungsfreiheit dar, deren Legitimität aus rechtswissenschaftlicher, rechtsphilosophischer und ethischer Perspektiv diskutiert wird.

267 Ulsenheimer, Seite 368. 268 Roxin/Schroth, Seite 483 usw. 269 Auf diese Art und Weise kann selbstverständlich eine derartige Verbundenheit in einer homosexuellen Gemeinschaft entstehen, Roxin/Schroth, Seite 485. 270 Das in §8 Abs. 1 Satz 2 TPG enthaltene Tatbestandsmerkmal der „Personen, die dem Empfänger in besonderer persönlicher Verbundenheit offenkundig nahestehen“, sei vage und inhaltlich nicht hinreichend bestimmt. Wann zwischen Personen eine persönliche Verbundenheit bestehe, lasse sich mit juristischer Auslegungsmethodik nicht klären. Ebensowenig sei klar, für wen die besondere persönliche Verbundenheit „offenkundig“ sein müsse, BvR 2181/98, 2182/98, 2183/98. Auch, Rittner/Besold/Wandel, Seite 119 usw. 271 Höffling, Seite 220.

De jure – τεύχος 7 97


Νομικές... διακρίσεις Ρεπορτάζ, συνέντευξη: Αλεζίνη Λόξα, Υπεύθυνη Κάλυψης Συνεδρίων

ELSA Human Rights Moot Court Competition

Στον Ευρωπαϊκό διαγωνισμό εικονικής δίκης, Human Rights Moot Court Competition, που διοργάνωσε για πρώτη φορά φέτος η ELSA στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πέτυχε διάκριση η ομάδα προπτυχιακών φοιτητών Τομέα Διεθνών Σπουδών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Η ομάδα συγκροτήθηκε από τις προπτυχιακές φοιτήτριες Βασιλική Βλόντζου, Ελίτσα Γκοσποντίνοβα, Αλεξάνδρα Ζιάκα, Ελένη Θεοδωροπούλου και Χρυσάνθη Θούα, υποστηριζόμενες από τον μεταπτυχιακό φοιτητή κ. Απόστολο Ζαμπουνίδη και τις διδακτορικές φοιτήτριες κυρίες Δήμητρα Παπαγεωργίου και Εύα Τζαβέλα, υπό την επιστημονική επίβλεψη της επίκουρης καθηγήτριας κυρίας Μαρίας Γαβουνέλη. Η ομάδα του Τμήματος Νομικής είχε προκριθεί τρίτη κατά σειρά στις 16 καλύτερες ομάδες από το σύνολο 120 που συμμετείχαν στη γραπτή φάση της διαδικασίας. Ειδικότερα Οι ομιλήτριες κυρίες Αλεξάνδρα Ζιάκα (2η) και Βασιλική Βλόντζου (10η) βρέθηκαν μέσα στους δέκα καλύτερους αγορητές. Η ομάδα φοιτητών της Νομικής κατάφερε να φτάσει μέχρι τον ημιτελικό γύρο, όπου αντιμετώπισε την Ομάδα του Trinity College Dublin, η οποία πήρε τελικά και το πρώτο βραβείο. Οι συμμετέχουσες στο διαγωνισμό μοιράστηκαν την εμπειρία τους με το De jure. Δήλωσαν ότι η προετοιμασία ήταν αρκετά απαιτητική και ακόμη εξαντλητική κατά περιόδους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα, δικαίωσε τους κόπους τους. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι αποκόμισαν πολλές γνώσεις και παρά την ασταμάτητη εργασία είχε πολύ ενδιαφέρον ως εμπειρία. Επίσης αναγνώρισαν ότι χρειάστηκε εξαντλητική, κατά περιόδους, προετοιμασία προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του διαγωνισμού. Το γεγονός ότι ήταν η πρώτη χρονιά που ο συγκεκριμένος διαγωνισμός έλαβε χώρα κι έτσι δεν υπήρχε κάποια προηγούμενη βάση ή ορισμένα γνωστά standards κατέστησε την προετοιμασία ακόμα πιο σκληρή. Επιπλέον ο χρόνος για την προετοιμασία ήταν περιορισμένος και χρειάστηκε προσοχή σε λεπτομέρειες που παλαιότερα φαίνονταν ασήμαντες (όπως πχ. απόλυτη ακρίβεια στον τρόπο παράθεσης των υποσημειώσεων, μέχρι, κυριολεκτικά, το τελευταίο κόμμα!). Στο πλαίσιο του διαγωνισμού μελετήθηκαν και ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος και εκτός της υπόθεσης του διαγωνισμού, σχετικά με το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον τρόπο λειτουργίας του, καθώς και γενική θεωρία για τους διεθνείς οργανισμούς, προκειμένου να έχουν σφαιρική γνώση και να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν σε τυχόν περίπλοκες ερωτήσεις. Τέλος, αφού ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της πρόκρισής στους προφορικούς γύρους, έκαναν πολύωρες και καθημερινές πρόβες στις αγορεύσεις τους, με αιφνιδιασμούς και εκπλήξεις, όπως για παράδειγμα με συνεχείς ερωτήσεις που διέκοπταν τον ειρμό τους ή ακόμη έχοντας απέναντί τους ως «δικαστές» ανθρώπους άλλους εκτός των προπονητών τους, που έβλεπαν το ζήτημα από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Σε κάθε περίπτωση το αντιμετώπισαν ως μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εμπειρία, καθώς τις έφερε σε επαφή με μία άγνωστη για τα πανεπιστημιακά δεδομένα πτυχή του νομικού επαγγέλματος, αυτή της ανεύρεσης επιχειρημάτων, κάτι που έρχεται σε αντιδιαστολή με τη στείρα εκμάθηση των νομικών κανόνων.

98 De jure – τεύχος 7


Η στάση των προπονητών ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντική. Όλα τα κορίτσια αναγνωρίζουν τη στήριξη τόσο της υπεύθυνης καθηγήτριας, κας Γαβουνέλη, καθώς και των διδακτορικών φοιτητριών Εύας Τζαβαλά και Δήμητρας Παπαγεωργίου και του μεταπτυχιακού φοιτητής Αποστόλου Ζαμπουνίδη, τόσο σε οργανωτικό και πρακτικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Ιδιαίτερη ήταν και η συμβολή τους στην επίλυση των πρακτικών οικονομικών ζητημάτων που προέκυψαν για την κάλυψη των εξόδων του διαγωνισμού. Εδώ το Πανεπιστήμιο δεν στάθηκε σε θέση να συνδράμει στο βαθμό που απαιτούταν. Η καθημερινή τριβή τους με το αντίκειμενο και η έρευνα βοήθησαν στην απόκτηση γνώσεων που σχετίζονται όχι μόνο με το Δίκαιο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά και με τη διαχείριση νομικών γνώσεων, τη νομολογίας, τη σύνταξη δικογράφου, το διεθνές δίκαιο, τη νομική επιχειρηματολογία, ακόμα και το πως να σταθεί κανείς στο δικαστήριο. Ως προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έμαθαν τους βασικούς μηχανισμούς της, τη θεωρία των εννοιών που χρησιμοποιεί και τη στάση του Δικαστηρίου πάνω σε ορισμένα φλέγοντα ζητήματα, και μπορούν έτσι να αξιολογήσουν τις εξελίξεις με μεγαλύτερη πληρότητα. Αλλά εκτός από την ΕΣΔΑ, ήρθαν σε επαφή και με άλλες διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις συνέκριναν με την ΕΣΔΑ και κατάλαβαν τους διαφορετικούς μηχανισμούς προστασίας στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Η ενασχόληση με το διαγωνισμό τις βοήθησε στην επιστημονική προσέγγιση του εν λόγω αντικείμενου, στην εξοικείωση με την ακαδημαϊκή έρευνα και τελικά στη διαπίστωση ότι παρά την πληθώρα διεθνών συμβάσεων, καθημερινά λαμβάνουν χώρα κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα τα κορίτσια έχουν ως στόχο και τη μετέπειτα ενασχόληση με το αντικείμενο του Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θεωρούν ότι η συγκεκριμένη εμπειρία τις εισήγαγε στη νομική σκέψη και έρευνα, αλλά και τους έδειξε ακόμα τα όριά τους και τις απαιτήσεις της εργασίας υπό πίεση. Δεν θεωρούν ότι υπήρξε κάποιο μυστικό γα την επιτυχία τους, αλλά αναγνωρίζουν μεταξύ άλλων τη σημαντική συμβολή του ομαδικού πνεύματος, της σκληρής προετοιμασίας, της αγάπης για το αντικείμενο και της αφοσίωσης στο στόχο. Επίσης, διαπίστωσαν τη διαδακτική αξία κάθε εικονικής δίκης που την καθιστά "μεγάλο σχολείο". Εκτός από το θάρρος που αποκτά κανεις ερχόμενος αντιμέτωπος με το δικαστήριο, αλλά και τα γρήγορα αντανακλαστικά που αναπτύσσει προκειμένου να αντεπεξέλθει σε ερωτήσεις που συχνά καταλαμβάνουν εξ απήνης, προϋποθέτει κι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι ενδελεχούς έρευνας και εξοικείωσης με τη νομολογία του εκάστοτε δικαστηρίου. Επιπλέον το να παρίσταται κανείς στο δικαστήριο ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια έστω και "στα ψεύτικα" και δη σε ένα διεθνές δικαστήριο σίγουρα εμπνέει δέος ως εμπειρία ,αλλά και φόβο ταυτόχρονα. Γενικά όμως, όλα τα κορίτσια ανγνώρισαν ότι πρόκειται για μια ανεκτίμητη εμπειρία που θα έπρεπε να συνιστά τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στα ακαδημαϊκά δρώμενα. _______________________________________________________________________________________________________

ELSA Moot Court Competition on World Trade Organization Law

Η

ομάδα προπτυχιακών φοιτητών της Νομικής Σχολής Αθηνών συμμετείχε για πρώτη φορά στο διεθνή διαγωνισμό εικονικής δίκης ELSA Moot Court Competition on World Trade 2 Organization Law (EMC ), ο οποίος διοργανώνεται για ενδέκατη συνεχή χρονιά από την European Law Students’ Association (ELSA), υπό την αιγίδα, και με την υποστήριξη, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και κατέκτησε την 1η θέση στον Ευρωπαϊκό Γύρο του διαγωνισμού που έλαβε χώρα στην Cluj-Napoca και τη 10η θέση στον Παγκόσμιο που De jure – τεύχος 7 99


2 έλαβε χώρα στη Γενεύη. Ο διαγωνισμός EMC αποτελεί προσομοίωση της διαδικασίας επίλυσης διακρατικών διαφορών στο πλαίσιο του ΠΟΕ. Η φετινή Υπόθεση του διαγωνισμού 2 EMC αφορά στη ρυθμιστική αυτονομία Κρατών-μελών του ΠΟΕ αναφορικά με συστήματα κρατικής εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων καθώς και την άσκηση νομισματικής πολιτικής. Κάθε συμμετέχουσα ομάδα φοιτητών πρέπει να υποστηρίξει γραπτώς (με υπομνήματα) όσο και προφορικώς (με επίσημη αγόρευση) τόσο την πλευρά του προσφεύγοντος κράτους (Complainant) όσο και του καθ’ ου η προσφυγή κράτους (Respondent) ενώπιον ενός πάνελ ειδικών του Δικαίου του Διεθνούς Εμπορίου.

1. Πώς θα χαρακτηρίζατε την εμπειρία του διαγωνισμού εικονικής δίκης; Η εμπειρία ήταν μοναδική. Για τους περισσότερους από εμάς ήταν η πρώτη φορά συμμετοχής σε διαγωνισμό εικονικής δίκης. Οι προσδοκίες που είχαμε σχετικά με το τι επεδίωκε ο καθένας να αποκομίσει απο το διαγωνισμό εκπληρώθηκαν και τελικά ξεπεράσθηκαν. Η εικονική δίκη αποτελεί μια πρακτική εξάσκηση της δικηγορίας κι έτσι είχαμε την ευκαιρία να επεκτείνουμε τη θεωρητική γνώση που προσφέρεται στο πανεπιστήμιο και να την αναπτύξουμε στην πράξη. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μπορέσαμε να εξοικειωθούμε τόσο με τον τρόπο σύνταξης υπομνημάτων όσο και να βελτιώσουμε τον προφορικό μας λόγο στα αγγλικά συνδυάζοντας νομική - οικονομική σκέψη, εγρήγορση και ρητορεία. Λόγω και του αντικειμένου του διαγωνισμού (διεθνές οικονομικό δίκαιο) αποκτήσαμε γνώσεις σε ζητήματα οικονομικού εμπορικού, τραπεζικού δικαίου και χρηματοπιστωτικής πολιτικής. Τέλος, δουλεύοντας σαν ομάδα βιώσαμε κάτι πολύ σημαντικό: κάθε επιτυχία μπορεί να είναι ατομική ή ομαδική αλλά και για τις δύο χρειάζεται συλλογική και επίμονη προσπάθεια. Η εμπειρία που βιώσαμε στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γύρω θα μείνει πάντα στη μνήμη μας. Το άγχος πριν τους αγώνες, το σασπένς της ομιλίας μπροστά σε διακεκριμένους νομικούς και οικονομολόγους,η χαρά και ικανοποίηση που ακολουθούσαν είναι ακόμα όλα τόσο έντονα. Συνολικά η συμμετοχή μας στο EMC2 μας έδωσε εφόδια και ώθηση για τη μελλοντική μας πορεία τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο και δικαίωσε το λόγο για τον οποίο είμαστε στη νομική: το πάθος μας για τη δικηγορία.

2. Χρειάστηκε αρκετή προετοιμασία προκειμένου να μπορέσετε να αντεπεξέλθετε στις απαιτήσεις του διαγωνισμού; Συνολικά η προετοιμασία της ομάδας διήρκεσε 7 μήνες (από αρχές Οκτώβρη μέχρι τα μέσα Απριλίου). Σε ένα πρώτο στάδιο επελέγησαν τα μέλη της ομάδας που θα αντιπροσώπευαν τη Νομική Σχολή Αθηνών στον διαγωνισμό. Σε ένα δεύτερο στάδιο ξεκίνησε η δόμηση των επιχειρημάτων τόσο από την πλευρά του ενάγοντος κράτους, όσο και του εναγομένου. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας η ομάδα κλήθηκε να προβεί σε ενδελεχή μελέτη της θεωρίας και νομολογίας του Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου, καθώς και της διαδικασίας που ακολουθείται ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Καθώς ο διαγωνισμός περιλάμβανε τόσο την υποβολή γραπτών υπομνημάτων, όσο και την προφορική παρουσίαση (με επίσημη αγόρευση) νομικών επιχειρημάτων ενώπιον ενός πάνελ ειδικών επί του Δικαίου του Διεθνούς Εμπορίου, η προετοιμασία απαιτούσε συνεχή άσκηση και τριβή τόσο με τον γραπτό όσο και με τον προφορικό δικανικό λόγο. Για την εκφορά των προφορικών λόγων παρεχόταν στην κάθε

100 De jure – τεύχος 7


ομάδα χρονικό όριο 35 λεπτών προς συνολική ανάπτυξη των νομικών της συλλογισμών επί των αιτημάτων της υπόθεσης. Έπειτα δίνονταν άλλα 5 λεπτά για απόκρουση των επιχειρημάτων της αντίπαλης ομάδας. Προφορική εξάσκηση γινόταν σε καθημερινή βάση, ενώ αφιερώσαμε μεγάλο μέρος του προσωπικού μας χρόνου στη μελέτη των επιμέρους θεμάτων που θίγονταν στην υπόθεση. Σημαντική ήταν επίσης, η συνεχής ενημέρωση πάνω στα ζητήματα επικαιρότητας που άπτονταν της επίδικης υπόθεσης, όπως για παράδειγμα το ζήτημα εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο ή της χειραγώγησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας του κινεζικού νομίσματος. Το δυσκολότερο όμως κομμάτι της διαδικασίας, αφορούσε στην ετοιμότητα απόκρισης στις ερωτήσεις των δικαστών, καθώς και αντίκρουσης των επιχειρημάτων του αντιπάλου. Το σκέλος αυτό απαιτούσε εγρήγορση και βαθιά γνώση του αντικειμένου, ώστε να είμαστε σε θέση να ανταποκριθούμε με πληρότητα στις απαιτήσεις των δικαστών, χωρίς πρότερη προετοιμασία του λόγου. Μια επιτυχημένη μάλιστα αντεπιχειρηματολόγηση επί των ισχυρισμών του αντιπάλου ήταν αυτή που μπορούσε να χαρίσει τη νίκη ή να οδηγήσει στην ήττα μια ομάδα.

3. Ποιο ήταν το θέμα του φετινού διαγωνισμού; Τι αποκομίσατε από άποψη εμβάθυνσης στο αντικείμενο του διαγωνισμού; Το θέμα του φετινού διαγωνισμού ήταν κάτι παραπάνω από επίκαιρο. Αφορούσε σε συστήματα εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων καθώς και σε χειραγώγηση της ισοτιμίας του νομίσματος με σκοπό την προώθηση των εξαγωγών ενός κράτους. Και τα δυο αντικείμενα ήρθαν δραματικά στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια με το ζήτημα του κουρέματος των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες ή με την εκρηκτική αύξηση των εξαγωγών της Κίνας, η οποία κατά πολλούς οφείλεται στη χειραγώγηση του εθνικού της νομίσματος. Η ενασχόληση με αυτά τα τόσο πολύπλοκα ζητήματα τους 7 και πλέον μήνες της προετοιμασίας εμβάθυνε τις γνώσεις μας σε τομείς απαραίτητους στον σύγχρονο δικηγόρο, όπως αυτόν του εμπορικού δικαίου, των διεθνών συναλλαγών και του διεθνούς οικονομικού δικαίου. Εξοικειωθήκαμε σε μεγάλο βαθμό και σαν αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, με φαινόμενα όπως οι παράνομες εξαγωγικές επιδοτήσεις, τη σχέση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τις εσωτερικές πολιτικές των κρατών και με τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα. Όλα αυτά μας βοήθησαν όχι μόνο στα πλαίσια του διαγωνισμού αλλά και στη γενικότερη κατάρτιση μας, σαν φοιτητές νομικών σπουδών καθώς πλέον θα κληθούμε να δουλέψουμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο εργασιακό περιβάλλον.

4. Η εμπειρία αυτή θεωρείτε ότι θα σας βοηθήσει στην επαγγελματική σας ζωή; Έχετε σκοπό να ασχοληθείτε με τον εν λόγω τομέα; Για όλους μας αλλά και για όσους έχουν ασχοληθεί ή σκέφτονται να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο διαγωνισμό ή με κάποιο άλλο διαγωνισμό εικονικής δίκης, μία τέτοια εμπειρία συμβάλλει ουσιαστικά και καθοριστικά στην επαγγελματική σταδιοδρομία είτε στον ίδιο κλάδο ή και σε οποιονδήποτε άλλο κλάδο δικαίου. Σε ατομικό επίπεδο αυτό που σίγουρα αποκομίζει όποιoς ασχολείται είναι: τεχνική κατάρτιση από την προετοιμασία των γραπτών υπομνημάτων (written submissions) μέχρι την απόκτηση δεξιοτήτων ρητορικής για την προφορική παρουσίαση των επιχειρημάτων ενώπιον πάνελ ειδικών στο αντικείμενο (δικηγόρων, καθηγητών, πάνελιστ που έχουν κρίνει υποθέσεις πραγματικές στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου) υπό συνθήκες προσομοίωσης που αποτυπώνουν την πραγματική διαδικασία De jure – τεύχος 7 101


επίλυσης διαφορών ενώπιον του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, και-εμβάθυνση σε ένα αντικείμενο τόσο ενδιαφέρον και επίκαιρο που επηρεάζει με τρόπους που -αν δεν έχουμε ασχοληθεί με αυτό- δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την καθημερινή μας ζωή (πχ. από μέτρα που μπορεί να λάβει η ΕΕ για την απαγόρευση εισαγωγής προϊόντων επιβλαβών για την υγεία του ανθρώπου μέχρι την διαμόρφωση των δασμών και άρα και της τιμής με την οποία πωλούνται τα διάφορα αγροτικά προϊόντα και από την σταδιακή απελευθέρωση των οικονομικών υπηρεσιών μέχρι την επιδότηση εταιριών κατασκευής αεροσκαφών, όπως οι γνωστές σε όλους μας Boeing και Airbus). Και αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους τομείς που επεκτείνονται, ώστε να καλύψουν ακόμα και θέματα διανοητικής ιδιοκτησίας και επενδύσεων, και τελικά το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας παγκοσμίως συνδυάζοντας έτσι νομική και οικονομική ανάλυση των επιμέρους θεμάτων. Σε ομαδικό επίπεδο το σπουδαιότερο που μπορεί να αποκομίσει κανείς είναι ότι μαθαίνει να δουλεύει σε μία ομάδα και να σέβεται τον άλλο. Η επιτυχία της ομάδας είναι στη συνέχεια επιτυχία του καθενός εκ των μελών της και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μάθημα, καθώς και στην επαγγελματική ζωή το καλό αποτέλεσμα είναι προϊόν ομαδικής δουλειάς. Ο ίδιος ο διαγωνισμός, τέλος, σου δίνει την δυνατότητα να γνωρίσεις επαγγελματίες του κλάδου κατά τη διάρκεια των διεθνών γύρων και να μάθεις και από τους ίδιους πώς ήταν όταν ξεκίνησαν να ασχολούνται με το αντικείμενο και να λάβεις τις συμβουλές τους, εφόσον σε ενδιαφέρει και σένα να ασχοληθείς με αυτό. Ανεξάρτητα, λοιπόν, αν αποφασίσουμε ή όχι να ασχοληθούμε όλοι εντέλει με τον συγκεκριμένο τομέα, του διεθνούς οικονομικού δικαίου, σε κάθε περίπτωση η εμπειρία του διαγωνισμού ήταν μοναδική και ελπίζουμε και άλλοι να έχουν την τύχη να καταπιαστούν με κάτι ανάλογο!

5. Ποια η στάση των υπεύθυνων καθηγητών – προπονητών - κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας σας; Στην πολύμηνη διαδικασία της προετοιμασίας μας για την εικονική δίκη στο διεθνές οικονομικό δίκαιο, μια πορεία απαιτητική, δημιουργική, γεμάτη προκλήσεις σε νέα γνωστικά πεδία, η συμβολή του καθηγητή μας, κ. Αναστάσιου Γουργουρίνη (εκλ. Λέκτορας) υπήρξε αναμφίβολα πολύτιμη και καταλυτική, δίνοντας μια άλλη διάσταση στον ακαδημαϊκό του ρόλο. Από τα πρώτα αγχωμένα μας βήματα μέχρι την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, ακούραστος δίπλα μας, αφιερώνοντας πολύ από τον προσωπικό του χρόνο, μας στήριζε και μας ενθάρρυνε όταν τον χρειαζόμασταν για να προχωρήσουμε. Μας ενεργοποιούσε όταν νιώθαμε ότι χανόμαστε στον κυκεώνα των πληροφοριών, μας έθετε τους στόχους και μας βοηθούσε να τους πετύχουμε, συντονίζοντας τις προσπάθειες μας. Μας έμαθε πως να εργαζόμαστε μεθοδικά και να προσεγγίζουμε κάθε νέο γνωστικό αντικείμενο και μας οδήγησε σε νέους επιστημονικούς δρόμους στην διεθνή νομική κοινότητα. Βέβαια στην προσπάθεια μας αυτή δεν ήμασταν μόνοι. Είχαμε τη συμπαράσταση της προπονήτριας μας Φωτεινής-Ελένης Οικονομοπούλου, που με την ανεξάντλητη υπομονή και θέληση, την ανιδιοτελή βοήθεια, τις εύστοχες παρατηρήσεις της μας έμαθε πως να γίνουμε καλύτεροι διορθώνοντας τα λάθη μας. Στην πορεία μας λοιπόν αυτή με τη βοήθεια του καθηγητή μας διδαχθήκαμε πολλά και αποκτήσαμε αυτοπεποίθηση και πίστη στον στόχο μας. Την αξία της συλλογικής δουλειάς, την επιμονή, την χαρά της ολοκλήρωσης μιας διαδικασίας, που ξεκίνησε καλά και κατέληξε ακόμη καλύτερα. Τον ευχαριστούμε για την πολύτιμη και αδιάκοπη στήριξη του και του αφιερώνουμε την επιτυχία μας.

6. Υπάρχει κάτι που θα χαρακτηρίζατε ως μυστικό της επιτυχίας σας;

102 De jure – τεύχος 7


«Το μυστικό της επιτυχίας» δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και μεμονωμένο, αλλά ένας συνδυασμός παραμέτρων. Πρωτίστως, απαιτείται σκληρή δουλειά, επιμονή και αφοσίωση. Από τη στιγμή που πήραμε στα χέρια μας την υπόθεση, αυτή έμελλε τελικά να μονοπωλήσει την καθημερινότητά μας. Ήταν πια η «δική μας» υπόθεση και εμείς έπρεπε να μάθουμε τα πάντα γύρω από το ζήτημα, μελετώντας τη βιβλιογραφία και τις νομολογιακές αποφάσεις, με σκοπό να χτίσουμε τα κατάλληλα επιχειρήματα υπέρ και κατά της μιας αλλά και της άλλης πλευράς, αλλά και στη συνέχεια μέσα από συνεχείς πρόβες να μπορέσουμε να τα υποστηρίξουμε στην προφορική μας παρουσίαση ενώπιον διακεκριμένων κριτών. Αυτό, όμως, που παίζει καθοριστικό ρόλο είναι το ομαδικό πνεύμα και η συνεργασία. Λειτουργούσαμε ως ομάδα και από την αρχή δουλεύαμε πολλές ώρες όλοι μαζί, συζητούσαμε και μοιραζόμασταν απορίες, γνώσεις και συμβουλές. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα δέσιμο, αυτό που λέμε «χημεία». Στόχος μας ήταν να πάει όσο το δυνατόν καλύτερα η ομάδα, γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να έρθει οποιαδήποτε διάκριση, συλλογική και ατομική. Η ομάδα (βλ. Πρώτη φωτογραφία, από αριστερά) απαρτίστηκε από τους/τις: Σοφία Γκόκα, Μαρία Κώτση, Κατερίνα Χαραρά, Νικόλαο Μακρυγιάννη, Κατερίνα Νικολάου και Φωτεινή-Ελένη (Φέλη) Οικονομοπούλου. Στη δεύτερη φωτογραφία η ομάδα με τον Director of WTO, Pascal Lamy.

De jure – τεύχος 7 103


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.