Γράφει ο Σκάπουλος
Ό
σο κι αν μας έχει αποπροσανατολίσει ο κορωνοϊός και τα καινούργια αποτελέσματα της εξάπλωσης της πανδημίας, δεν παύει να περιμένουμε τον χρόνο που έρχεται να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την ελληνική εξέγερση, που κατέληξε να ξαναφανούμε στο διεθνές στερέωμα σαν κρατική υπόσταση, μέσα στην οποία στεγάσαμε την εθνική μας ύπαρξη και την ιστορία μας. Όπως έχετε αντιληφθεί από τη συνεχή μας επικοινωνία ο γέρο-Σκάπουλος δεν είναι διανοούμενος, εν τούτοις δεν θα μπορούσε να του ξεφύγει η διαπίστωση, πως στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 συνετέλεσε πολύ η ύπαρξη ναυτικής δύναμης που αγωνιζόταν σ’ όλο το εύρος του Αιγαίου και του Ιονίου, παράλληλα με τις ομάδες των στεριανών αγωνιστών. Σ’ όλο το διάστημα της σκλαβιάς, 368 χρόνια, είχαν λάβει χώρα πολλές απόπειρες εξέγερσης σε διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου, (έχω διαβάσει για 123), αλλά η μη παράλληλη ύπαρξη κάποιου είδους στόλου που να αγωνίζεται για τον ίδιο σκοπό, έκαμε την καταστολή τους εύκολη υπόθεση για τους Οθωμανούς. Φόρτωναν ενισχύσεις σε όλα τα πλεούμενα που διέθεταν, διέπλεαν ανεμπόδιστα το Αιγαίο, τα αποβίβαζαν κοντά στις εστίες της εξέγερσης και κατέπνιγαν τα κινήματα χωρίς να προλάβει να κυκλοφορήσει και να διαχυθεί η είδηση περί της εξέγερσης ούτε καν στα διπλανά χερσαία διαμερίσματα της ελληνικής γης. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι χερσαίες επικοινωνίες εκείνων των εποχών ήταν πολύ βραδύτερες και πλέον επικίνδυνες από τις θαλάσσιες. Το 1821 οι αποστολές τις οποίες επωμίσθηκε το ναυτικό που συγκεντρώθηκε από τους ναυτότοπους του ελληνικού χώρου ήταν οι ακόλουθες: • Πλήρης διακοπή ει δυνατόν, ή έστω παρεμπόδιση, των θαλασσίων επικοινωνιών του Αιγαίου. • Μεταφορά του αγγέλματος της εξέγερσης σε όλους τους τόπους, νησιωτικούς και παράκτιους και παρακίνηση των πληθυσμών για συμμετοχή. • Πολιορκία των παρακτίων φρουρίων στα οποία αμύνονταν Τούρκοι και απαγόρευση εφοδιασμού των, ενώ παράλληλα διευκόλυνση εφοδιασμού των παράκτιων φρουρίων, στα οποία αμύνονταν Έλληνες. • Μεταφορά των θέσεων και απόψεων της προσωρινής Επαναστατικής Διοίκησης σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης για να λαμβάνουν γνώση οι ελληνικές κοινότητες που ήταν εγκατεστημένες εκεί, αλλά και οι αντίστοιχες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Δρούσαν δηλαδή ως Υπουργείο Εξωτερικών της προσωρινής Επαναστατικής Διοίκησης. Η επιτυχής εκπλήρωση όλων των ανωτέρω αποστολών επέδρασε σημαντικά στην επιτυχία της Επανάστασης και κληροδότησε στους επιγενόμενους μια ναυτική παράδοση που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τη δόξα των Σαλαμινομάχων. 78 Περιπλους 112
Ποια ήταν όμως τα πλοία που ανέλαβαν τον ρόλο αυτοκτονίας να σταθούν με αξιώσεις απέναντι στο πανίσχυρο και καλά οργανωμένο Οθωμανικό Ναυτικό, που αποτελούνταν από τους ισχυρούς εθνικούς στόλους της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Τυνησίας;; Στα αρχεία των τριών νησιών Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών, αλλά και στα αντίστοιχα των λοιπών ναυτότοπων Κάσου, Γαλαξιδίου, Μυκόνου, Άνδρου κ.α. αναφέρονται τα ονόματα και οι τύποι των εμπορικών πλοίων που αποτέλεσαν τις μάχιμες μονάδες του Ελληνικού στόλου του 1821. Ο χαρακτηριστικότερος και πλέον συνήθης τύπος ήταν το Μπρίκι, 200-300 τόνων κατά μέσον όρο. Διίστιο σκάφος με πολλές παραλλαγές. Γολέτες, Σκούνες, Κιρλαγκίτσια, Βριγαντίνια, Βρικογολέτες. Έφερε 12-20 ελαφρά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος και βραχέος βεληνεκούς για την αντιμετώπιση των πειρατών. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται το μπρίκι «Άρης» του Αναστάση Τσαμαδού που ναυπηγήθηκε το 1807 στη Βενετία, μήκους περίπου 30,5 μέτρων και πλάτους 8,8, 350 τόνων, με 16 κανόνια. Το στοιχείο που εκπλήσσει είναι ο υψηλός αριθμός των ανδρών του πληρώματος, που βέβαια δεν αποτελούσε χαρακτηριστικό μόνο των ελληνικών πλοίων της εποχής, αλλά όλων των ιστιοφόρων εμπορικών και πολεμικών που έπλεαν στις θάλασσες. Ο Άρης είχε πλήρωμα 82 ανδρών. Είναι να απορεί κανείς, που και πως, ενδιαιτώντο 75 άνδρες (αν βγάλεις τον καπετάνιο και τους τρεις τέσσερις αξιωματικούς του πλοίου). Μερικά λίγα στοιχεία παρέχονται σε βιβλία, που αντιγράφουν πηγές από τα διασωθέντα αρχεία των νησιών και των λοιπών ναυτότοπων και αναφέρουν ότι το πλήρωμα ενδιαιτάτο εις τον «κουραδόρον» της πλώρης, ή καλύτερα στο πρωραίο υπόφραγμα. Φυσικά δεν υπήρχαν κουκέτες, αλλά νομίζω ούτε και μπράντες (αιώρες) που στήνονται όταν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν και μαζεύονται μετά τη χρήση τους. Νομίζω ότι καθένας έπεφτε στο κατάστρωμα, στο υπόφραγμα, στο αμπάρι εφ’ όσον ήταν άδειο και κοιμόταν όπως και όπου μπορούσε χωρίς συγκεκριμένη θέση κατακλίσεως. Από εδώ και πέρα να μου επιτραπούν κάποιοι υπολογισμοί για να αντιληφθούμε για τι μιλάμε. Όσοι από τους αναγνώστες έχουν ενδιαιτηθεί σε υπογράγματα με μπράντες θα καταλάβουν καλύτερα τις σκέψεις μου (Ο Σκάπουλος έχει κοιμηθεί επί πολύ χρόνο σε μπράντα). Κατά τη διάρκεια του Β΄ ΠΠ ναυπηγήθηκαν αγγλικά πολεμικά πλοία στα οποία τα πληρώματα κοιμούνταν σε μπράντες. Σε ένα κενό υπόφραγμα στήνονταν σιδερένοι στύλοι στερεωμένοι πάνω και κάτω, επί των οποίων υπήρχαν γάτζοι στους οποίους κρέμονταν οι μπράντες. Μεταξύ δύο στύλων αναρτώντο 3 μπράντες η μία πάνω από την άλλη. Δεδομένου ότι οι μπράντες είχαν ένα μήκος 2 περίπου μέτρων, οι στύλοι θα πρέπει να στερεώνονταν σε απόσταση 2,5-3 μέτρα ο ένας από τον άλλο. Υποθέτοντας ότι κάθε τριάδα απαι-
τούσε και ένα μέτρο πλάτους (κατ’ ελάχιστον) για να ανεβαίνεις και να κατεβαίνεις είχαμε σε ένα χώρο 2,5-3 τετραγωνικών μέτρων να κοιμούνται 3 άτομα. Δηλαδή ένα άτομο ανά τετραγωνικό μέτρο. Όταν όμως οι μπράντες αναρτώντο ανεξάρτητα, όχι η μία πάνω από την άλλη, τότε κάθε άτομο απαιτούσε 2–2,5 τετραγωνικά μέτρα για να κοιμηθεί. Σε ένα Μπρίκι λοιπόν μήκους 30 μέτρων δεν μπορούν να βρεθούν χώροι για στοιχειώδη ενδιαίτηση του πληρώματος, όπως την εννοούμε σήμερα. Σ’ αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί και το γεγονός ότι 90 περίπου χρόνια αργότερα, στην ξηρά, στα χάνια (ξενοδοχεία της εποχής) ο ύπνος των πελατών γινόταν πάνω στο ξύλινο πάτωμα με μία κουβέρτα που προμήθευε το χάνι και την οποία έστρωναν όπου εύρισκαν, ο ένας δίπλα στον άλλον. (Επισκεφθείτε το Μουσείο, Χάνι του Εμίν Αγά μεταξύ των Ιωαννίνων και Πρέβεζας). Το πόσιμο νερό αποτελούσε πάντα κύριο πρόβλημα για τα πλοία, από την αρχαιότητα. Η διάθεση ποσίμου γινόταν από βαρέλια (πόσα εξαρτάτο από τον χρόνο του ταξιδιού) στα οποία κρέμονταν τσάσκες (μεταλλικά κύπελλα) και καθένας βουτούσε την τσάσκα, έπινε και άφηνε την τσάσκα να κρέμεται για