42 minute read

Αφιέρωμα 2.500 Χρόνια Θερμοπύλες-Σαλαμίνα Περσικές Εκστρατείες Σύγκριση ελληνικών & περσικών τριήρεων Το Αλεώριο του Ξέρξη Το Ψήφισμα του Θεμιστοκλή Tου ιωάννη παλούμπη

Next Article
Bαρόμετρο

Bαρόμετρο

2.500 χρoνια θερμοπυλες-σαλαμινα

Του ιωάννη παλούμπη

Advertisement

Περσικες Εκστρατειες

ΕξΕγερση ΙωνικΩν πΟλεων

Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ο Κύρος Β΄ με τις διαδοχικές κατακτήσεις του διαμόρφωσε την αχανή αυτοκρατορία των Περσών και κατέστησε τη δυναστεία των Αχαιμενιδών κυρίαρχη στην Ασία. Το 547 π.Χ. η κατάκτηση των Ιωνικών πόλεων στα Δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και η προσάρτησή τους στην Περσική επικράτεια αποτελεί το σημείο εκκίνησης μιας σειράς γεγονότων και εξελίξεων που θα φέρει τον Ελληνισμό αντιμέτωπο με την Περσική τάση εξάπλωσης της αυτοκρατορίας στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης. Στον θρόνο της Περσικής αυτοκρατορίας ο Δαρείος από το 522 π.Χ. είχε διαδεχθεί τον Καμβύση, γιο του Κύρου Β΄. Με την έναρξη του 5ου αιώνα (499-494 π.Χ.) οι Ιωνικές πόλεις επανεστάτησαν κατά της περσικής κυριαρχίας και ζήτησαν βοήθεια από τις πόλεις/κράτη του γεωγραφικού κορμού της Ελλάδας. Μόνο η Αθήνα και η Ερέτρια ανταποκρίθηκαν και έστειλαν μια συμβολική δύναμη 20 Τριήρεων οι Αθηναίοι και 5 οι Ερετριείς. Οι ιωνικές δυνάμεις, ενωμένες με τις ελληνικές, βάδισαν εναντίον της πόλης των Σάρδεων, την οποίαν κατέλαβαν και από ατύχημα κατά τη μάχη, η πόλη πυρπολήθηκε και κάηκε το 498 π.Χ. Στην επιστροφή τους προς τα παράλια, ο περσικός στρατός τους επιτέθηκε κοντά στην Έφεσο και τους κατεδίωξε. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους και δεν αναμίχθηκαν ξανά στις υποθέσεις της Ιωνίας. Όταν ο Δαρείος πληροφορήθηκε την πυρπόληση των Σάρδεων και την ανάμιξη των Αθηναίων αποφάσισε να τους τιμωρήσει για το θράσος τους να συμμετάσχουν σε εξέγερση εντός της περσικής επικράτειας. Η Ιωνική επανάσταση τερματίσθηκε οριστικά το 494 π.Χ. κατά τη ναυμαχία της Λάδης, ενός μικρού νησιού στις προσβάσεις του λιμένος της Μιλήτου. Έτσι η ανάμιξη της Αθήνας και της Ερέτριας έδωσε την αφορμή στον Δαρείο να επιχειρήσει την επέκταση της αυτοκρατορίας του καταλαμβάνοντας τον ελληνικό χώρο, ως πρώτο βήμα επέκτασής του στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Αρκετά ενωρίτερα από την Ιωνική εξέγερση είχε ήδη καταλάβει τη Θράκη και είχε αναγκάσει τη Μακεδονία να συνεργαστεί μαζί του.

1

2

1. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας. Λιθογραφία του Barthélemy, 1798. 2. Χάρτης της τοποθεσίας με πληροφορίες για τη μάχη, Χάρτα του Ρήγα, 1797.

Πρωτη περσικη εκστρατεια

Την άνοιξη του 492 π.Χ. ο Μαρδόνιος, ανιψιός και γαμπρός του Δαρείου, συγκέντρωσε στρατό και στόλο με σκοπό να εκστρατεύσει εναντίον της Αθήνας και της Ερέτριας. Ο στρατός βάδισε παραλιακά, υποτάσσοντας την μία κατόπιν της άλλης τις Ιωνικές πόλεις και τελικά διέβη τον Ελλήσποντο και ο στόλος έπλευσε παράλληλα, κατέλαβε τη Θάσο και έφτασε στην Άκανθο της χερσονήσου του Άθω. Από εκεί επιχείρησε να περιπλεύσει την ανατολική χερσόνησο της Χαλκιδικής, αλλά ο στόλος συνάντησε θαλασσοταραχή και διαλύθηκε, ενώ συγχρόνως έχασε τρακόσια πλοία και είκοσι χιλιάδες άνδρες (Ηρόδοτος...) Παράλληλα εναντίον του περσικού στρατού που βρισκόταν στη Μακεδονία επιτέθηκαν οι Βρύγοι ή Βρύγες, λαός ανυπότακτος θρακικής καταγωγής, οι οποίοι παρόλον ό,τι ηττήθηκαν, σκότωσαν πολλούς πέρσες και τραυμάτισαν και τον ίδιο τον Μαρδόνιο. Έτσι έληξε η πρώτη περσική εκστρατεία κατά του ελληνικού χώρου και ο περσικός στρατός και στόλος επέστρεψαν στην Ασία. Μετά την εκστρατεία του Μαρδόνιου ο Δαρείος έστειλε πρεσβευτές σ’ όλη την Ελλάδα ζητώντας την υποταγή των πόλεων. Οι πόλεις δέχτηκαν την προσφορά του Δαρείου, πλην της Αθήνας και της Σπάρτης, οι οποίες συμμάχησαν, παρά τις διαφορές τους.

ΔεΥτερη περσικΗ εκστρατεΙα-ΜαραθΩνας

Η δεύτερη περσική εκστρατεία έλαβε χώρα δύο χρόνια αργότερα, το 490 π.Χ. και τέθηκε υπό τους Πέρσες στρατηγούς Δάτη και Αρταφέρνη. Αυτή τη φορά ο στόλος κινήθηκε μέσα από το Αιγαίο. Κατέλαβε τη Νάξο και έφτασε στη Δήλο, την οποία οι Πέρσες σεβάστηκαν ως ιερή πόλη του Απόλλωνα. Πλέοντας στη συνέχεια προς την Ερέτρια κατέλαβαν την Κάρυστο. Παρά την αντίσταση των κατοίκων κατέλαβαν την Ερέτρια και την κατέστρεψαν, έκαψαν τους ναούς και υποδούλωσαν τους κατοίκους, όσους είχαν παραμείνει και υπερασπίζονταν την πόλη. Στη συνέχεια οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στον Μαραθώνα, πολύ πιθανόν κατόπιν συμβουλής του εξόριστου Αθηναίου Ιππία, λόγω της καταλληλότητας του πεδίου για επιχειρήσεις ιππικού. Οι Αθηναίοι παρατάχθηκαν στον Μαραθώνα μαζί με 1.000 Πλαταιείς και έστειλαν τον Φειδιππίδη στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν προβάλλοντας το επιχείρημα ότι γιόρταζαν τα Κάρνεια. Αυτό σήμαινε δέκα ημέρες χωρίς Σπαρτιάτικη βοήθεια. Οι Αθηναίοι έχοντας ως επικεφαλής στρατηγό τον Μιλτιάδη επιτέθηκαν και διέλυσαν τις πλευρικές φρουρές των Περσών. Κατά τον Ηρόδοτο σκοτώθηκαν 6.400 Πέρσες, 192 Αθηναίοι και 11 Πλαταιείς (Ηρόδοτος ...). Αμέσως μετά τη μάχη ο περσικός στόλος έπλευσε για να επιτεθεί στην Αθήνα, αλλά οι Αθηναίοι κατάφεραν να φτάσουν εγκαίρως στην πόλη και οι Πέρσες υποχώρησαν. Έτσι έληξε η δεύτερη περσική εκστρατεία που είχε ως σκοπό την κατάληψη του ελληνικού χώρου με πρόσχημα την τιμωρία της Αθήνας και της Ερέτριας για τη βοήθεια που προσέφεραν στην εξέγερση των Ιωνικών πόλεων.

Τριτη περσικη εκστρατεια Θερμοπυλες- Αρτεμισιο-Σαλαμινα

Το 485 π.Χ. ο Δαρείος πέθανε αιφνιδιαστικά και στον θρόνο της περσικής αυτοκρατορίας τον διαδέχθηκε ο Ξέρξης, ο οποίος άρχισε τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Στις προετοιμασίες θα πρέπει να ενταχθούν δύο πολύ μεγάλα τεχνικά έργα για την εποχή τους. Που δείχνουν το υψηλό επίπεδο τεχνικού πολιτισμού στο οποίο είχαν φτάσει οι Πέρσες. Το πρώτο ήταν η γεφύρωση του Ελλησπόντου, που επιτεύχθηκε με πλωτά κατασκευάσματα δεμένα μεταξύ τους και επέτρεψε στον περσικό στρατό να περάσει οδοιπορώντας από την Άβυδο στην ασιατική ακτή, στην Σηστό στην ευρωπαϊκή. Το δεύτερο ήταν περισσότερο φιλόδοξο. Στο στενότερο σημείο της χερσονήσου του Άθω, με ζωηρή τη μνήμη του παθήματος του Μαρδόνιου, σχεδιάσθηκε και κόπηκε κανάλι, ώστε ο στόλος να περάσει από εκεί και να μην υποχρεωθεί να περιπλεύσει τη χερσόνησο. Έτσι την άνοιξη του 480 π.Χ. περσικός στρατός και στόλος έφτασαν στη Θέρμη (Θεσσαλονίκη) όπου σταμάτησαν για κάποιο χρονικό διάστημα. Η άμυνα των Ελλήνων προσαρμόσθηκε στη γεωγραφία του χώρου και παρατάχθηκαν τα χερσαία τμήματα στο στενό των Θερμοπυλών και ο ελληνικός στόλος που είχε συγκροτηθεί, στο δίαυλο των Ωρεών, αποκλείοντας την είσοδο του βορείου Ευβοϊκού και απαγορεύοντας έτσι την εκτέλεση αποβατικών επιχειρήσεων νοτιότερα των Θερμοπυλών. Στις Θερμοπύλες, από όπου διερχόταν η μόνη αμαξιτή οδός από βορρά προς νότο, είχε παραταχθεί τμήμα 6.000 ανδρών υπό τον Λεωνίδα, τον βασιλέα της Σπάρτης. Το μονοπάτι της Ανοπαίας που παρέκαμπτε τις Θερμοπύλες και οδηγούσε μέσα από τις ορεινές διαβάσεις του Καλλιδρομίου όρους νοτίως του στενού, έστειλε να το φυλάει ένα απόσπασμα 1.000 Φωκέων οπλιτών. Στο Αρτεμίσιο, στη βόρεια Εύβοια είχε παραταχθεί ο ελληνικός στόλος υπό τον Σπαρτιάτη στρατηγό Ευρυβιάδη, παρόλον ό,τι η Σπάρτη είχε συνεισφέρει ένα μικρό τμήμα του ελληνικού στόλου. Ο στόλος αποτελείτο από 280 πλοία (271 Τριήρεις και 9 πεντηκόντοροι). Οι δυνάμεις του περσικού στρατεύματος και στόλου αποτελούν σημείο διαφωνίας μεταξύ

των αρχαίων πηγών και φυσικά τους ακολουθούν οι νεώτεροι ιστορικοί και ερευνητές. Η πλέον λογική προσέγγιση για τη δύναμη του στρατού θα πρέπει να είναι περί τους 400.000 άνδρες. Όσον αφορά τον στόλο η προσέγγιση του Αισχύλου είναι ίσως η περισσότερο αποδεκτή και ανέρχεται σε 1.207 πολεμικά πλοία και απροσδιόριστο αριθμό βοηθητικών. Αυτά τα τελευταία ο Ηρόδοτος αναβιβάζει σε 3.000 τριαντακόντορους, πεντηκόντορους, κέρκουρους και ιππαγωγά πλοία. Ο Ξέρξης επικεφαλής του περσικού στρατεύματος έφτασε μπροστά από το βόρειο άκρο του στενού των Θερμοπυλών, στρατοπέδευσε και περίμενε επί τέσσερις ημέρες. Αφ’ ενός ανέμενε τον κατάπλου του στόλου του, αφ’ ετέρου ήλπιζε ότι ο όγκος του στρατεύματός του θα δρούσε υπονομευτικά για το ηθικό των Ελλήνων. Όταν μετά τις τέσσερις ημέρες ζήτησε την παράδοση των όπλων του ελληνικού αποσπάσματος εισέπραξε την απάντηση «Μολών Λαβέ», όπως την διέσωσε ο Πλούταρχος, η οποία αποτελεί την πλέον υπερήφανη απάντηση που έχει δώσει ποτέ στρατιωτικός ηγέτης. Τις δύο πρώτες ημέρες των μαχών παρά την εμπλοκή των πλέον επίλεκτων περσικών τμημάτων, δεν κατορθώθηκε να διασπασθεί η ελληνική άμυνα και τίποτε δεν προοιώνιζε κάτι τέτοιο για το επόμενο διάστημα. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας παρουσιάστηκε στο περσικό στρατόπεδο ένας κάτοικος της περιοχής, ο Εφιάλτης ο Μαλιεύς, καταγόμενος από τη Μαλίδα του Μαλιακού κόλπου και προσφέρθηκε, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, να οδηγήσει περσικό τμήμα δια της Ανοπαίας ατραπού, στο νότιο στόμιο του στενού των Θερμοπυλών, ώστε οι έλληνες υπερασπιστές να βρεθούν κυκλωμένοι. Ο Ξέρξης διέθεσε, για τον σκοπό αυτό, το σώμα των «Αθανάτων» υπό τον Υδάρνη. Την αυγή της τρίτης ημέρας η περσική πορεία δια της Ανοπαίας ατραπού έφτασε στο ψηλότερο σημείο, όπου αντίκρισε του Φωκείς που είχαν εκεί ταχθεί για να φυλάσσουν τη δίοδο. Οι Φωκείς αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι αποσύρθηκαν προς την κορυφή του βουνού για να αμυνθούν καλύτερα. Ο Υδάρνης όμως δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί τους και ακολούθησε την πορεία του προς τα μετόπισθεν των ελληνικών τμημάτων των Θερμοπυλών. Όταν ο Λεωνίδας πληροφορήθηκε την κίνηση των Περσών διέταξε τα σώματα των ελλήνων που απάρτιζαν το δικό του απόσπασμα να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στις πατρίδες τους όπου θα χρειάζονταν στο μέλλον. Ο ίδιος με τους τριακόσιους Σπαρτιάτες θα παρέμενε διότι αυτό υπαγόρευε η τιμή και ο Σπαρτιάτικος νόμος. Μαζί με τους Σπαρτιάτες παρέμειναν 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίοι για να συμμεριστούν την τύχη και τη δόξα των Σπαρτιατών. Η μάχη της τρίτης ημέρας είχε τα χαρακτηριστικά της υπέρτατης θυσίας, μπροστά στην εξοντωτική ανισότητα των αριθμών. Οι Έλληνες έπεσαν μέχρις ενός προκαλώντας μεγάλες απώλειες στα επίλεκτα Σώματα των

1

2

3

4

1. Οι θέσεις των δύο στόλων την παραμονή της ναυτικής μάχης. 2. Οι θέσεις των δύο στόλων στην έναρξη της ναυτικής μάχης. 3. Η ήττα της δεξιάς πτέρυγας του περσικού στόλου. 4. Η καταδίωξη του περσικού στόλου από τον ελληνικό.

Περσών που κατευθύνονταν και έπιπταν κατά κύματα εναντίον τους. Η τελική ήττα και η καταστροφή των Θερμοπυλών παρέμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως παράδειγμα αυτοθυσίας, γενναιότητας και τιμής. Έντεκα ημέρες μετά την αποχώρηση του περσικού στρατού από τη Θέρμη, ο στόλος απέπλευσε και έλαβε πορεία προς νότο ακολουθώντας δια θαλάσσης την προχώρηση του στρατού. 10 τριήρεις έπλεαν μπροστά από το κύριο σώμα του στόλου για ανίχνευση της πορείας προς αποφυγήν δυσαρέστων εκπλήξεων, που θα μπορούσαν να προέλθουν είτε από ναυτιλιακά εμπόδια είτε εκ μέρους των Ελλήνων. Στο θαλάσσιο μπουγάζι μεταξύ Σκιάθου και ακτών Πηλίου τρεις από τις περσικές τριήρεις εξόκελλαν στην ύφαλο «Λευτέρης» την οποίαν ο Ηρόδοτος αποκαλεί «Μύρμηγκα». Ο Ξέρξης διέταξε την κατασκευή ειδικής στήλης επί της υφάλου, η οποία κατασκευάσθηκε από λαξευμένους ογκολίθους από τα ορυχεία της Σηπιάδας και αποτελεί το πρώτο παγκοσμίως έργο για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας. Η στήλη ονομάσθηκε το «Αλεώριο του Ξέρξη» και θα πρέπει να ενταχθεί στα μεγάλα τεχνικά έργα που επιτέλεσαν οι Πέρσες για την ολοκλήρωση αυτής της εκστρατείας. Παρά την ύπαρξη του Αλεωρίου ο περσικός στόλος δεν μπόρεσε να αποφύγει την καταστροφή που επήλθε στο

στενό, από ισχυρή κακοκαιρία και απώλεσε 400 περίπου πλοία τα οποία συνετρίβησαν στα παράλια της Μαγνησίας. Ο μειωμένος περσικός στόλος έφτασε στο στενό των Ωρεών την ημέρα που άρχισε η πρώτη σύγκρουση στις Θερμοπύλες και αγκυροβόλησε στον όρμο των Αφετών, βορειο-ανατολικά από τη θέση που ναυλοχούσε ο ελληνικός στόλος, στο Αρτεμίσιο. Με στόχο να εγκλωβίσουν τον ελληνικό στόλο και να τον συντρίψουν στον Βόρειο Ευβοϊκό, οι Πέρσες απέσπασαν μια Μοίρα από 200 Τριήρεις και για παραπλάνηση την έστειλαν προς βορρά. Αφού η Μοίρα παρέκαμψε τη Σκιάθο κινήθηκε προς νότο με σκοπό να πλεύση ανατολικά της Ευβοίας και να εισέλθει στον Νότιο Ευβοϊκό και από εκεί προς Βορρά ώστε να βρεθεί στα νώτα του ελληνικού στόλου. Η αποστολή απέτυχε διότι λίγο νοτιότερα της Κύμης συνάντησε σφοδρή θαλασσοταραχή, διαλύθηκε και καταστράφηκε στις βραχώδεις ακτές της Εύβοιας. Την ίδια μέρα ένας Έλληνας από τη Σκιώνη της Χαλκιδικής ονομαζόμενος Σκυλίας διέλαθε από το περσικό στρατόπεδο και αυτομόλησε προς το ελληνικό αγκυροβόλιο στο Αρτεμίσιο, όπου μετέφερε στους Έλληνες τις πληροφορίες πρώτα των περσικών απωλειών στην ακτή της Μαγνησίας και την αποστολή της περσικής Μοίρας στο γύρο της Εύβοιας. Δεν είχε ακόμη γίνει γνωστή η καταστροφή της περσικής Μοίρας. Με τις πληροφορίες του Σκυλία το συμβούλιο των αρχηγών του ελληνικού στόλου απεφάσισε να κινηθεί ανατολικά της Ευβοίας να συναντήσει και να καταστρέψει την περσική Μοίρα. Μόνο ο Θεμιστοκλής επέμεινε ότι η εγκατάλειψη του Αρτεμισίου σήμαινε εγκατάλειψη της αποστολής του στόλου και εγκατάλειψη των αμυνομένων στις Θερμοπύλες. Αντίθετα ο Θεμιστοκλής με τις απομειώσεις του περσικού στόλου (400 πλοία στη Μαγνησία, 200 πλοία σε αποστολή ανατολικά της Ευβοίας) έβλεπε δυνατότητα αντιμετώπισης του περσικού στόλου ώστε να γίνει αντιληπτή η μαχητική του ικανότητα και συγχρόνως να δοκιμασθούν και οι τακτικές του ελληνικού στόλου στους χειρισμούς εμβολισμού που δεν είχαν μέχρι τότε δοκιμασθεί σε πραγματική μάχη. Οι Πέρσες όταν είδαν τον ελληνικό στόλο να εξέρχεται του αγκυροβολίου του επιθετικά, απέπλευσαν κι αυτοί και κατευθύνθηκαν προς αυτόν πιστεύοντας ότι η αριθμητική υπεροχή τους, παρ’ όλες τις απομειώσεις, θα τους απέφερε μια εύκολή νίκη. Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στο μέσον του στενού και οι Πέρσες έσπευσαν να περικυκλώσουν τους λιγότερους Έλληνες. Τα ελληνικά πλοία έλαβαν τον κατάλληλο για την περίσταση σχηματισμό, δηλαδή αφού έστρεψαν τις πρώρες με

Jacques-Louis David. Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. Λάδι σε μουσαμά, 3,95 x 5,31μ. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι. Ο David ολοκλήρωσε το τεράστιο έργο 15 χρόνια αφότου άρχισε, εργάζοντάς το από το 1799 έως το 1803 και πάλι το 1813-1814.

τα έμβολά προς τον εχθρό, πλησίασαν κοντά τις πρύμες έτσι ώστε σχηματίσθηκε ένας κύκλος στον οποίον οι τριήρεις ήταν παρατεταγμένες ακτινοειδώς. Εξασφαλίζοντας έτσι την άμυνά τους τα ελληνικά πλοία ανέλαβαν δράση εφαρμόζοντας την τακτική του διέκπλου. Οι αντίπαλοι αποχωρίσθηκαν με την επέλευση της νύχτας και έπλευσαν στα αγκυροβόλιά τους. Οι Έλληνες είχαν κυριεύσει τριάντα εχθρικά πλοία γεγονός που υπήρξε μια αναμφισβήτητη επιτυχία, όχι όμως αποφασιστική. Το κύριο πλεονέκτημα αυτής της πρώτης αψιμαχίας ήταν ότι οι Έλληνες συνειδητοποίησαν ότι ο περσικός στόλος παρ’ όλη την αριθμητική του υπεροχή δεν ήταν ακαταμάχητος. Τη νύχτα μετά την πρώτη σύγκρουση καταστράφηκαν τα 200 περσικά πλοία ενώ έπλεαν παρά τα Κοίλα στη νοτιοανατολική Εύβοια. Η νυχτερινή θύελλα από νότια κατεύθυνση ταλαιπώρησε και τους Πέρσες στο αγκυροβόλιό τους στους Αφέτες, το οποίο ήταν ανοικτό προς νότο, παράλληλα εμπόδισε τον απόπλου των Ελλήνων όπως είχαν αποφασίσει. Την επομένη ημέρα έφτασε ενίσχυση από 53 αθηναϊκά πλοία και συγχρόνως έφτασε η είδηση για την καταστροφή των 200 περσικών. Έτσι εξανεμίσθηκαν και οι όποιες ανησυχίες και επιθυμίες για αναχώρηση καθώς δεν υπήρχε πλέον καμία δικαιολογία για τέτοια κίνηση. Οι Πέρσες στους Αφέτες παρέμεναν ήσυχοι και ακίνητοι για να συνέλθουν από την ταλαιπωρία της προηγούμενης νύχτας που τους είχε επιφέρει ο νοτιάς. Με αυτές τις συνθήκες οι Έλληνες απέπλευσαν όπως και την προηγουμένη και έφτασαν ανενόχλητοι στους Αφέτες χωρίς οι Πέρσες να κινηθούν. Εκεί συνάντησαν τα εξωτερικά πλοία των Κιλίκων τα οποία και κατέστρεψαν, χωρίς και πάλι ο περσικός στόλος να αντιδράσει. Με την επέλευση της νύχτας οι Έλληνες επέστρεψαν

στο Αρτεμίσιο, αφού είχαν εκτελέσει μια πολύ επιτυχημένη καταδρομική επιχείρηση. Την Τρίτη ημέρα ο αγώνας έλαβε διαφορετική μορφή. Την πρωτοβουλία ανέλαβαν οι Πέρσες και κινήθηκαν επιθετικά προς το ελληνικό αγκυροβόλιο στο Αρτεμίσιο. Οι Έλληνες παρέμειναν κοντά στην ακτή αποφεύγοντας να βγουν στο μέσον του στενού για να μην κυκλωθούν. Στήριξαν μάλιστα τις άκρες του σχηματισμού τους στην ξηρά για να αποφύγουν να περικυκλωθούν από τα πολυαριθμότερα πεσικά πλοία. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή με βαρειές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Η παραμονή του ελληνικού στόλου κοντά στην ξηρά είχε ως πλεονέκτημα να μην μπορούν οι Πέρσες να εκμεταλλευτούν τη συντριπτική αριθμητική τους υπεροχή. Πρόσθετα τα περσικά πλοία βαρύτερα και ψηλότερα δεν εύρισκαν χώρο να ελιχθούν, αλλά επέμεναν γιατί, όπως διασώζει ο Ηρόδοτος, δεν ήθελαν να υποχωρήσουν μπροστά σε ολιγαριθμότερο αντίπαλο. Η ναυμαχία ολοκληρώθηκε στο σκοτείνιασμα της ημέρας χωρίς αποφασιστικό αποτέλεσμα και με βαρύτερες απώλειες για τους Πέρσες. Οι δύο αντίπαλοι επέστρεψαν στα αγκυροβόλιά τους. Το γεγονός ότι οι Έλληνες απέφυγαν τη συντριβή τους, θεωρήθηκε μεγάλη νίκη. Ο ναυτικός αγώνας στο Αρτεμίσιο, παρά τα σχετικώς αμφισβητούμενα αποτελέσματα στο τακτικό πεδίο, υπήρξε μια στρατηγική νίκη του ελληνικού στόλου καθώς πέτυχε απόλυτα στην εκπλήρωση της αποστολής του. Εξαιρετική σημασία είχε επίσης η πείρα που απέκτησαν οι Έλληνες στις συγκρούσεις τους με τους Πέρσες, ότι η αριθμητική υπεροχή δεν επιφέρει αυτόματα και τη νίκη στη θάλασσα, αλλά μετράνε και άλλοι παράγοντες. Μετά την Τρίτη ημέρα των ναυμαχιών στο Αρτεμίσιο έφτασε στο στρατόπεδο των Ελλήνων η είδηση της έκβασης της μάχης των Θερμοπυλών. Ο Αθηναίος Αβρώνιχος που ήταν σύνδεσμος στο ελληνικό στρατόπεδο μετέφερε την περιγραφή της υπέρτατης θυσίας του Λεωνίδα και των Ελλήνων που έμειναν μαζί του στον άνισο αγώνα απαγόρευσης διέλευσης των Περσών. Αναγνωρίζοντας όλοι οι Έλληνες αρχηγοί ότι δεν εξυπηρετούσε τίποτε η περαιτέρω παραμονή στο Αρτεμίσιο απέπλευσαν και πλέοντες δια μέσου του Βορείου Ευβοϊκού, Χαλκίδας, Νοτίου Ευβοϊκού επέστρεψαν στην Αττική. Στη διάρκεια του πλου ο Θεμιστοκλής εφαρμόζοντας τεχνάσματα ψυχολογικών επιχειρήσεων σε όσα σημεία υπήρχε πόσιμο νερό και θα σταματούσε ο περσικός στόλος που ερχόταν πίσω τους ανέγραφε στους βράχους προτροπές προς τους Ίωνες του περσικού στόλου να αυτομολήσουν προς τους Έλληνες ή τουλάχιστον να μην πολεμούν με ζήλο κατά των ομοεθνών τους. Οι εγγραφές είχαν διπλούς αποδέκτες: αφ’ ενός τους Ίωνες, αφ’ ετέρου τους Πέρσες στρατηγούς ώστε να μειωθεί η εμπιστοσύνη προς τους Ίωνες. Ο περσικός στόλος ακολούθησε το δρομολόγιο του ελληνικού και λεηλατώντας και καταστρέφοντας ότι εύρισκε στο δρόμο του, έφτασε κι αυτός στην Αττική μετά από οκτώ ημέρες κατά τον Ηρόδοτο, πιθανότερο περισσότερες από δέκα. Με το δεδομένο ότι ο στρατός των Πελοποννησίων με επικεφαλής τον Βασιλιά των Σπαρτιατών Κλεόμβροτο, αδελφό του Λεωνίδα, είχε παραταχθεί στον Ισθμό της Κορίνθου για να ανακόψει τους Πέρσες, η Αθήνα παρέμενε απροστάτευτη από ξηρά και η μόνη επιλογή για τον πληθυσμό της για να γλιτώσει τη σφαγή ήταν να εκκενώσει την πόλη και να καταφύγει σε κοντινά νησιά του Σαρωνικού όπως Αίγινα και Σαλαμίνα ή σε κοντινούς τόπους της Πελοποννήσου όπως την Τροιζήνα. Η απόφαση της εκκένωσης είχε ληφθεί σχεδόν από την έναρξη της εκστρατείας του Ξέρξη και υλοποιήθηκε σε μεγάλο ποσοστό προ της μάχης των Θερμοπυλών. Όσοι διστακτικοί είχαν απομείνει έφυγαν κι αυτοί, όταν επέστρεψε ο ελληνικός στόλος από το Αρτεμίσιο. Ο Θεμιστοκλής για να πείσει τους Αθηναίους να ακολουθήσουν τη μοναδική επιλογή που είχαν, την εκκένωση, δεν δίστασε, όπως παραθέτει ο Πλούταρχος, να επικαλεσθεί θεϊκά σημεία, τα οποία κατά πάσαν πιθανότητα μηχανεύτηκε ο ίδιος. Όταν οι ιερείς της Αθηνάς ανέφεραν ότι βρήκαν άθικτες τις προσφορές προς τον «οικουρό όφι» (το ιερό φίδι της

Θεάς) ο Θεμιστοκλής το ερμήνευσε ότι η Αθηνά και το ιερό φίδι είχαν εγκαταλείψει την πόλη, δείχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο στους κατοίκους την οδό της εκκένωσης και εγκατάλειψης της πόλης. Παράλληλα πρόταξε την ερμηνεία του χρησμού του Μαντείου των Δελφών, στην οποία το μεν «ξύλινο τείχος» που θα έσωζε την Αθήνα ερμήνευσε ως τα «πλοία του στόλου» που θα αμυνθούν της περσικής επιδρομής, την δε έκφραση «Ω θεία Σαλαμίς» ερμήνευσε ως θεϊκό σημάδι ότι θα έδινε το όνομά της σε μια μεγάλη επιτυχία των Ελλήνων. Ο κατάπλους του ελληνικού στόλου στην Αττική σήμαινε τον ελλιμενισμό των ελληνικών πλοίων στη Σαλαμίνα (Αμπελάκια και Παλούκια) και των Αθηναϊκών τριήρεων στον φαληρικό όρμο. Ο Θεμιστοκλής θέλοντας να παρακινήσει τους λίγους διστακτικούς Αθηναίους που είχαν παραμείνει στην πόλη, να σωθούν με τις οικογένειές τους φεύγοντας, υπέβαλε ψήφισμα με το οποίο προέτρεπε «να εμπιστευθούν την πόλη στην πολιούχο Αθηνά, να επιβιβασθούν στις τριήρεις όλοι οι μάχιμοι και καθένας να φροντίσει να σώσει όπως μπορεί, τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους». Χάρις στην πρωτοβουλία και την, χωρίς ηθικούς φραγμούς, πονηριά του Θεμιστοκλή, υλοποιήθηκε το τεράστιο εγχείρημα εκκένωσης της Αθήνας και της διάσωσης ενός συνόλου εκατό τουλάχιστον χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι διέφυγαν προς Τροιζήνα, Αίγινα και Σαλαμίνα. Επρόκειτο για μια πρωτόγνωρη επιχείρηση, τεράστιας για την εποχή και τα μέσα έκτασης, το οποίο δεν έλαβε τη δημοσιότητα και την αναγνώριση που του έπρεπε καθώς επισκιάσθηκε από τα συνταρακτικά γεγονότα που ακολούθησαν. Για να γίνει αντιληπτό το επίπεδο πολιτικής οργάνωσης στο οποίο είχε φτάσει η Αθήνα θα πρέπει να αναφερθεί ότι η βουλή του Αρείου Πάγου απεφάσισε και χορήγησε από οκτώ δραχμές σε κάθε διαφεύγοντα πολίτη (ποσό αρκετά ικανοποιητικό για την εποχή). Τα χρήματα κατά πάσαν πιθανότητα προήρχοντο από το ταμείο της Αθηνάς, το οποίο τελούσε υπό την επίβλεψη της βουλής. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο και αυτή η πρόβλεψη προήλθε από τέχνασμα του Θεμιστοκλή. Η Αθήνα ερήμωσε. Στην πόλη παρέμειναν κάποιοι λίγοι που ερμήνευσαν «στενά» τον χρησμό των Δελφών, έφτιαξαν ένα ξύλινο φράχτη γύρω από την Ακρόπολη και έμειναν να περιμένουν τους «βαρβάρους». Οι Πέρσες πολιόρκησαν αμέσως την Ακρόπολη και παρά τη γενναία αντίσταση των λιγοστών πολιορκημένων κατόρθωσαν να αναρριχηθούν από ένα αφύλακτο μονοπάτι και να καταλάβουν τον ιερό λόφο. Κατέσφαξαν τους λίγους υπερασπιστές, λεηλάτησαν τον ναό και πυρπόλησαν την πόλη. Από τα ελληνικά αγκυροβόλια στη Σαλαμίνα ήταν ορατοί οι καπνοί από την πυρπολημένη Αθήνα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο 382 ποία (368 τριήρεις και 14 πεντηκόντοροι) είχαν συγκεντρωθεί στο στενό μεταξύ της Σαλαμίνας και της απέναντι ακτής της Αττικής (Πέραμα). Ο στόλος του Ξέρξη ανερχόταν σε περίπου 700 πλοία (η καλύτερη προσέγγιση από τις αρχαίες πηγές) ναυλοχούσε στον Φαληρικό όρμο και ανέμενε την έξοδο του ελληνικού στόλου στο ανοιχτό πέλαγος για να ναυμαχήσουν εκεί όπου το αριθμητικό του πλεονέκτημα θα του εξασφάλιζε τη νίκη. Στο ελληνικό στρατόπεδο το συμβούλιο των Ελλήνων Μοιράρχων βρισκόταν σε διαρκή σύσκεψη, εξετάζοντας και αξιολογώντας τις ειδήσεις από τα γεγονότα που έφταναν και τις προτάσεις των διαφόρων αρχηγών. Η κρατούσα και περισσότερο υποστηριζόμενη άποψη ήταν να αποπλεύσουν και να παραταχθούν μπροστά από τον ισθμό της Κορίνθου, όπου ήδη οι Σπαρτιάτες υπό τον Κλεόμβροτο, αδελφό του Λεωνίδα, είχαν ολοκληρώσει το χτίσιμο τείχους για να σταματήσουν τους Πέρσες. Την άποψη αυτή υποστήριζε με θέρ-

μη ο Κορίνθιος Μοίραρχος Αδείμαντος αρχηγός της δεύτερης σε πλήθος πλοίων Μοίρας μετά την Αθήνα. Μόνο ο Θεμιστοκλής επέμενε ότι στον περιορισμένο χώρο του στενού της Σαλαμίνας η αριθμητική υπεροχή των Περσών δεν θα ήταν αποφασιστική, ενώ αντίθετα οι ελαφρότερες και περισσότερο ευέλικτες ελληνικές τριήρεις θα είχαν πλεονέκτημα ελιγμών. Η διάσταση απόψεων έλαβε διαστάσεις και τα πνεύματα οξύνθηκαν. Ο Θεμιστοκλής βέβαιος για την ορθότητα της απόψεώς του έστειλε κρυφά τον υπηρέτη του Σίκιννο στην αυλή του Ξέρξη να του μεταφέρει την πληροφορία ότι οι Έλληνες ετοιμάζονται να φύγουν για την Πελοπόννησο. Η πληροφορία αυτή συνετέλεσε στο να θεωρήσουν οι Πέρσες ότι οι Έλληνες είχαν πεσμένο ηθικό και να σπεύσουν να προλάβουν την αναχώρηση του ελληνικού στόλου και να τον καταναυμαχήσουν στη Σαλαμίνα. Το απόγευμα πριν την ημέρα της ναυμαχίας η Αιγυπτιακή Μοίρα (περίπου 100 πλοία) περιέπλευσε τη Σαλαμίνα και απέκλεισε την έξοδο από τον πόρο Μεγάρων. Επίλεκτη φρουρά 4.000 ανδρών αποβιβάσθηκε στην νήσο Ψυττάλεια για να βοηθήσει στις διάφορες φάσεις της ναυμαχίας. Τη νύχτα και ενώ στο ελληνικό στρατόπεδο συνεχίζονταν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των επικεφαλής των ναυτικών Μοιρών, έφτασε στη συνέλευση με μια μικρή λέμβο από την Αίγινα όπου ήταν εξοστρακισμένος ο Αθηναίος Αριστείδης και πληροφόρησε τους έλληνες στρατηγούς ότι οι Πέρσες είχαν ήδη περικυκλώσει τη Σαλαμίνα. Παράλληλα αυτομόλησε από το περσικό στρατόπεδο και

κατέπλευσε μία Τηνιακή τριήρης υπό τον Παναίτιο, η οποία επιβεβαίωσε τα λεγόμενα του Αριστείδη. Οι Έλληνες σταμάτησαν να φιλονικού και να διαβουλεύονται και ετοιμάσθηκαν να πολεμήσουν. Σύμφωνα με την περιγραφή του Ηροδότου οι Πέρσες εισέπλευσαν στο στενό της Σαλαμίνας και κινήθηκαν παράλληλα και σε μικρή απόσταση από την ακτή της Αττικής, ενώ επί της ακτής παρατάχθηκαν τα περσικά στρατεύματα έτοιμα να συμμετάσχουν στη μάχη δια τοξοβολιών και να βοηθήσουν όπως και όπου η εξέλιξη θα απαιτούσε. Ο ίδιος ο Ξέρξης έλαβε θέση σε ύψωμα επί του όρους Αιγάλεω με σκοπό να παρακολουθήσει προσωπικά τη ναυμαχία και να αξιολογήσει την απόδοση τωβν Ναυάρχων, των Μοιράρχων και των Κυβερνητών του στόλου του. Επί-

στευε ο Βασιλιάς ότι αυτή η έλλειψη παρακολούθησης ήταν το αίτιο της αποτυχίας του στόλου του να συντρίψει τον ελληνικό στο Αρτεμίσιο.. Έτσι το πρωί της 29ης Σεπτεμβρίου (η πιθανότερη ημερομηνία από τις προσεγγίσεις των ειδικών) 600 περίπου περσικές τριήρεις, συνωθούντο κατά μήκος της Αττικής ακτής σε ένα μήκος περίπου 3 χιλιομέτρων με τα έμβολα (τις πλώρες) εστραμμένα προς νοτιοδυτικά όπου ο ελληνικός στόλος εξερχόταν από τα αγκυροβόλιά του και ελάμβανε θέσεις σε δύο παράλληλες σειρές από τη νησίδα του Αγίου Γεωργίου μέχρι το ανατολικό άκρο της Κυνόσουρας. [Οι υπολογισμοί των παράλληλων σειρών των δύο στόλων γίνονται με βάση τα διαστασιακά στοιχεία των τριήρεων. Η τριήρης είχε πλάτος 5,5 μέτρων και τα κουπιά εξείχαν κατά 4 μέτρα. Επομένως σε γραμμή μετώπου καταλάμβανε χώρο 13,5 μέτρων. Υπολογίζοντας και 3 μέτρα μεταξύ των διαδοχικών πλοίων, (για να μη χτυπάνε τα κουπιά) ο χώρος που καταλάμβανε η τριήρης σε γραμμή μετώπυ θα πρέπει να ήταν 15 μέτρα. Η απόσταση Άγιος Γεώργιος-Κυνόσουρα 2,53 χιλιόμετρα καλύπτεται από 200 τριήρεις. Με τους αριθμούς πλοίων των δύο στόλων, ο περσικός πρέπει να ήταν σε τρεις γραμμές και ο ελληνικός σε δύο.] Με την έξοδο από τους λιμένες ελλιμενισμού των ελληνικών πλοίων, τα πληρώματα έψαλλαν με στεντόρεια φωνή τον πολεμικό τους παιάνα «Ίτε παίδες Ελλήνων …» γεγονός που ανύψωσε το ηθικό και χαλύβδωσε τους μαχητές. Στη συνέχεια επικράτησε σιωπή και ακινησία. Όλοι περίμεναν το σύνθημα της μάχης. Εκείνη τη στιγμή μεταξύ των δύο σχηματισμών κατέπλευσε η τριήρης που είχε σταλεί στην Αίγινα να μεταφέρει στον τόπο της μάχης τα ιερά αγάλματα των Αιακιδών. Οι Έλληνες πίστευαν ότι η παρουσία των Αιακιδών στο πεδίο της μάχης θα είχε ευεργετικό αποτέλεσμα στην έκβαση της ναυμαχίας. Αμέσως μόλις δόθηκε το σύνθημα της μάχης ολόκληρος ο ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε προς τον αντίπαλο. Με στόχο να υποχρεώσουν τις περσικές τριήρεις να απομακρυνθούν από την ακτή, όπου τα φίλια προς αυτές στρατεύματα τις υπεστήριζαν με τοξοβολίες, στη μέση του στενού σταμάτησαν και άρχισαν να ανακρούουν πρύμνα, χωρίς να αλλάξουν μέτωπο. Ο Ξέρξης που παρακολουθούσε την εξέλιξη των επιχειρήσεων από πανοραμική θέση στο όρος Αιγάλεω, θεώρησε ότι ο παράξενος αυτός ελιγμός εκ μέρους των Ελλήνων προερχόταν από έλλειψη ηθικού και διέταξε τα περσικά πλοία να ξεκινήσουν για γενική επίθεση. Στο βόρειο-δυτικό άκρο των δύο αντιπάλων γραμμών (αριστερό των Ελλήνων, δεξιό των Περσών) συνεπλάκησαν οι Αθηναίοι (180 τριήρεις) με τους Φοίνικες (200 -250 τριήρεις). Η μεταξύ τους σύγκρουση έκρινε και την έκβαση της ναυμαχίας. Το πρώτο επεισόδιο ήταν ένα παράδειγμα ανεπιτυχούς εμβολισμού, που ωστόσο παρέσυρε τους Έλληνες σε μια φρενήρη επίθεση ενθουσιασμού και ακράτητης ορμής. Πρώτος βγήκε από την Αθηναϊκή παράταξη ο Αμεινίας ο Παλληνεύς (από την Παλλήνη) και επέπεσε με το έμβολό του σε μια φοινικική Τριήρη με τέτοια δύναμη, που στη συνέχεια τα δύο πλοία δεν μπόρεσαν να αποκολληθούν. Άλλες αθηναϊκές τριήρεις έσπευσαν να βοηθήσουν τον Αμεινία. Ταυτόχρονα η Τριήρης από την Αίγινα που μόλις είχε μεταφέρει τα αγάλματα των Αιακιδών, εμβόλισε ένα ιωνικό πλοίο και τρίτος ο Δημόκριτος από τη Νάξο επιτέθηκε στην εχθρική παράταξη και φυσικά η σύγκρουση γενικεύθηκε. Όσο σηκωνόταν ο ήλιος άρχισε να φυσάει μια πολύ γνωστή στην περιοχή νοτία θαλασσία αύρα (μπουκαδούρα), η οποία επηρέασε περισσότερο τα περσικά πλοία λόγω του ύψους των εξάλων τους, πολλά από τα οποία πλάγιασαν στον καιρό και εμβολίζονταν από τους Έλληνες. Η φυγή των Φοινίκων υπό την πίεση των Αθηναίων πίσω από τις γραμμές του περσικού στόλου συμπαρέσυρε και την τρίτη γραμμή όπου άρχισαν να εμπλέκονται τα περσικά πλοία μεταξύ τους δίνοντας έτσι την ευκαιρία στα ελληνικά πληρώματα να εμβολίζουν συνεχώς γάστρες και να αδειάζουν στη θάλασσα ανθρώπινα κορμιά μαχητών, ναυτικών, κωπηλατών, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσουν τις ζωές τους. Η Αρτεμισία, η βασίλισσα της Καρίας, μόνη γυναίκα που έλαβε μέρος στη ναυμαχία ως επικεφαλής της Μοίρας της πατρίδας της, κυνηγημένη από ελληνικά πλοία, βρέθηκε μπροστά από δικό της πλοίο που της έκοβε το δρόμο και χωρίς να διστάσει το εμβόλισε παραπλανώντας τους διώκτες της που πίστεψαν ότι ήταν δικό τους πλοίο και σταμάτησαν την καταδίωξη. Ο Ξέρξης παρακολουθώντας το επεισόδιο δεν κατάλαβε το τέχνασμα της Αρτεμισίας και θαύμασε τον τρόπο που πολεμούσε η Μοίραρχος της Καρίας, λέγοντας τα διασωθέντα λόγια «… οι γυναίκες μου γεγόνασιν άνδρες». Περί το απόγευμα της ημέρας η φυγή προς το Φάληρο όσων περσικών πλοίων είχαν καταφέρει να διασωθούν και η παραμονή στο πεδίο της μάχης των ελληνικών πλοίων, σφράγισε την απίστευτη από πλευράς αριθμών ελληνική νίκη. Επικεφαλής ελληνικού αποσπάσματος ο Αριστείδης, αποβιβάστηκε στην Ψυττάλεια και εκμηδένισε την περσική φρουρά που είχε εκεί εγκατασταθεί. Η κοσμοϊστορική ναυμαχία είχε ολοκληρωθεί και η ευφυΐα του Θεμιστοκλή είχε επικρατήσει. Οι απώλειες των δύο στόλων στη Σαλαμίνα περιγράφηκαν σε πολλές πηγές με σημαντικές υπερβολές. Με κάποια λογική προσέγγιση θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για 200 περίπου βυθισμένα περσικά πλοία έναντι 40 ελληνικών.1 Όσον αφορά τις απώλειες του ανθρώπινου δυναμικού θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι από το ελληνικό στρατόπεδο βρέθηκαν στη θάλασσα 8.000 άνδρες (40 πλοία επί 200 άτομα) και θα πνίγηκαν περίπου οι μισοί, ήτοι 4.000 άνδρες. Από το περσικό στρατόπεδο αντίστοιχα βρέθηκαν στη θάλασσα 44.000 άνδρες (200 πλοία επί 220 άτομα) εκ των οποίων περισσότεροι από τους μισούς πνίγηκαν, δεδομένου ότι τα ασιατικά πληρώματα στην πλειονότητά τους δεν γνώριζαν να κολυμβούν. Συνυπολογίζοντας και τη φρουρά της Ψυτταλείας περισσότεροι από 30-35 χιλιάδες άνδρες χάθηκαν. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλούς παράγοντες που συνετέλεσαν στην ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα. Εξετάζοντας το θέμα με λογική και μεθόδους της Σχολής Πολέμου όλων των στρατιωτικών Ακαδημιών του κόσμου θα μπορούσε να αναφέρει την επιλογή του χώρου της ναυμαχίας, που εξουδετέρωσε το αριθμητικό πλεονέκτημα των Περσών, την άγνοια των Περσών σε ό,τι αφορούσε τις μετεωρολογικές συνθήκες του χώρου της ναυμαχίας, την ελικτικότητα των ελληνικών τριήρεων και την ανώτερη εκπαίδευση των πληρωμάτων, που χρησιμοποιούσαν τα πλοία ως μηχανές εμβολισμού και όχι ως μεταφορικά μέσα πολεμιστών. Εκεί που προσωπικά ήθελα να σταθώ είναι στον ζήλο και την ανδρεία όλων των Ελλήνων που αγωνίσθηκαν υπέρ βωμών και εστιών εν αντιθέσει προς τους Πέρσες μαχητές που αισθάνονταν ότι διεξήγαγαν έναν επιθετικό πόλεμο για τη ματαιοδοξία και μόνο, ενός ξένου προς αυτούς σκληρού ηγεμόνα. Είναι χαρακτηριστικός ο παιάνας που έψαλλαν τα ελληνικά πληρώματα πριν τη μάχη όπως τον διέσωσε ο Αισχύλος: • Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲπαῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. • Εμπρός, γιοί των Ελλήνων,ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τουςβωμούς των θεών των πατέρων σαςκαι τους τάφους των προγόνων σας - τώρα είναι ο αγώνας για τα πάντα. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έκρινε τον πόλεμο στη θάλασσα. Παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσε ο Ξέρξης να έχει έναν όχι ευκαταφρόνητο στόλο και έναν ανέγγιχτο στρατό, φοβούμενος ότι θα εγκλωβιζόταν στην Ελλάδα και θα αποκόπτονταν οι ζωτικές γραμμές ανεφοδιασμού του, έσπευσε να επιστρέψει στην Ασία και άφησε στην Ελλάδα τον Μαρδόνιο με μια δύναμη περίπου 300.000 ανδρών. Το εκστρατευτικό αυτό σώμα θα εξοντωθεί τον επόμενο χρόνο 479 π.Χ. στις Πλαταιές από τον ελληνικό στρατό (110.000 άνδρες) παρά τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του, ενώ παράλληλα ο στόλος του την ίδια ακριβώς ημέρα του 479 π.Χ. θα υποστεί οριστική ήττα από τους Έλληνες στη Μυκάλη, απέναντι από τη Σάμο, γράφοντας τον επίλογο των περσικών εκστρατειών για την κατάληψη του ελληνικού χώρου.

Συγκριση ελληνικων & περσικων τριηρεων

Την προτεραία της ναυμαχίας της Σαλαμίνας στο ελληνικό στρατόπεδο οι επικεφαλής των ελληνικών ναυτικών Μοιρών συζητούσαν και αντήλλασσαν απόψεις περί του τι θα έπρεπε να πράξουν για να προβάλλουν την καλύτερη άμυνα στους Πέρσες του Ξέρξη, που είχαν ήδη καταλάβει και πυρπολήσει την Αθήνα. Στην ανταλλαγή επιχειρημάτων προβλήθηκε η άποψη πως θα έπρεπε ο στόλος να αποπλεύσει από τη Σαλαμίνα και να παραταχθεί για την τελική αναμέτρηση μπροστά από τον Ισθμό της Κορίνθου, στον οποίον ήδη οι Σπαρτιάτες προετοίμαζαν τείχος για να συγκρατήσουν τους Πέρσες. Πολλοί υπεστήριξαν αυτή τη γνώμη με πρώτο τον Κορίνθιο Αδείμαντο, Ναύαρχο της δεύτερης ναυτικής δύναμης μετά την Αθήνα. Μόνο ο Θεμιστοκλής επέμενε ότι στον κλειστό χώρο των στενών της Σαλαμίνας το αριθμητικό πλεονέκτημα των Περσών δεν θα ήταν αποφασιστικό. Στα επιχειρήματα του Θεμιστοκλή για να πείσει τον Ευρυβιάδη, αρχηγό του ελληνικού στόλου, όπως τα διασώζει ο Ηρόδοτος, γίνεται μνεία για τη σύγκριση των ελληνικών τριήρεων με τις αντίστοιχες περσικές (φοινικικές, καρικές, ιωνικές, αιγυπτιακές κλπ, όλες προερχόμενες από λαούς υποταγμένους στην περσική αυτοκρατορία). Το σχετικό απόσπασμα του Ηροδότου με τη μετάφρασή του έχει ως εξής: Ηρόδοτος Η εδάφιο 60: «ἐν σοὶ νῦν ἐστὶ σῶσαι τὴν Ἑλλάδα, ἢν ἐμοὶ πείθῃ ναυμαχίην αὐτοῦ μένων ποιέεσθαι, μηδὲ πειθόμενος τούτων τοῖσι λόγοισι ἀναζεύξῃς πρὸς τὸν Ἰσθμὸν τὰς νέας. ἀντίθες γὰρ ἑκάτερον ἀκούσας. πρὸς μὲν τῷ Ἰσθμῷ συμβάλλων ἐν πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ ναυμαχήσεις, ἐς τὸ

ἥκιστα ἡμῖν σύμφορον ἐστὶ νέας ἔχουσι βαρυτέρας καὶ ἀριθμὸν ἐλάσσονας» «Η σωτηρία της Ελλάδας εξαρτάται τώρα αποκλειστικά από σένα, αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου και αντιμετωπίσεις τον εχθρό εδώ, στη Σαλαμίνα, αντί να αποσυρθείς στον Ισθμό όπως σου προτείνουν οι άλλοι. Άφησε με να σου εκθέσω τα δυο σχέδια και μπορείς να τα συγκρίνεις και να διαλέξεις το καλύτερο. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Ισθμό. Αν ναυμαχήσεις εκεί, η μάχη θα πρέπει να γίνει στην ανοιχτή θάλασσα, πράγμα που είναι εναντίον μας, αφού έχουμε λιγότερα και βαρύτερα (πιο αργά) πλοία». (Το ρήμα «έχουσι» του αρχαίου κειμένου έχει ως υποκείμενο «αυτοί που σου προτείνουν να φύγουμε») Το εδάφιο αυτό αποτέλεσε αφορμή σοβαροί μελετητές του Ηροδότου και ερευνητές της ναυτικής ιστορίας να υιοθετούν το επιχείρημα ότι οι τριήρεις των Ελλήνων ήταν πράγματι βαρύτερες και κατ’ επέκταση βραδύτερες από τις περσικές, ισχυριζόμενοι μάλιστα ότι αυτό λέγεται από τον Ηρόδοτο. Αντίθετα γνωρίζουμε ότι οι ελληνικές τριήρεις ήσαν χαμηλότερες, χωρίς ολόκληρο κατάστρωμα (όχι κατάφρακτες), είχαν δύο μικρά καταστρώματα στην πλώρη και την πρύμη τα οποία συνδέονταν με ένα στενό διάδρομο, ήταν στενότερες στο πλάτος και επανδρωμένες με λιγότερους πολεμιστές (18 έναντι των 30 επί των περσικών τριήρεων). Όλες αυτές οι διαφορές κατατείνουν σε ελαφρότερα, ταχύτερα και πλέον ευκίνητα σκάφη, γεγονός που εξηγεί γιατί οι έλληνες εφάρμοζαν τον χειρισμό του διέκπλου και αναστροφής για να επιτεθούν με τα έμβολα ως κύρια ναυτικά

Προτομή του Ηροδότου στη Στοά του Αττάλου, Αθήνα.

όπλα και δεν χρησιμοποιούσαν τα πλοία ως μεταφορικά μέσα πολεμιστών για να επιχειρήσουν εισπήδηση (ρεσάλτο) στα αντίπαλα σκάφη και να μετατρέψουν τη ναυμαχία σε πεζομαχία, επί του καταστρώματος του υφισταμένου την επίθεση πλοίου. Η μαρτυρία του Πλουτάρχου (Βίος του Θεμιστοκλή εδάφιο 13,3) μας βεβαιώνει ότι κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας στη Σαλαμίνα είχε σηκωθεί κυματισμός από τη θαλάσσια αύρα και «υπέφεραν απ’ αυτόν τα περσικά και όχι τα ελληνικά πλοία, γιατί τα ελληνικά ήταν χαμηλά σκάφη και πολύ μικρότερα, ενώ τα περσικά είχαν πανύψηλες και απότομες πρύμνες και ψηλά καταστρώματα και γι αυτό ήταν βαριά σκάφη». Η πίστη των ερευνητών στην άποψη ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει τις περσικές τριήρεις ελαφρότερες και ταχύτερες των ελληνικών, φτάνει στο σημείο να προσπαθούν να βρουν

Εμβολισμός πλοίου κατά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Καλλιτεχνική αναπαράσταση Γιάννης Νάκας.

επιχειρήματα γιατί ίσχυε το παράδοξο αυτό γεγονός. Έτσι ομιλούν περί μακρύτερου χρόνου παραμονής στη θάλασσα των ελληνικών τριήρεων και εμποτίσεως των ξύλων με νερό, επομένως αυτό θα δημιουργούσε βαρύτερα πλοία. Ομιλούν επίσης περί βαρύτερου εμβόλου στα ελληνικά πλοία, λες και στα περσικά το έμβολο χρησιμοποιείτο για στολισμό και όχι για εμβολισμό. Το γεγονός ότι οι Πέρσες δεν χρησιμοποιούσαν το έμβολο ως όπλο ήταν θέμα εκπαίδευσης πληρωμάτων και όχι ασθενικής κατασκευής του εμβόλου. Η προτίμηση του Θεμιστοκλή για τον στενό χώρο του στενού της Σαλαμίνος ήταν σωστή ως προς την αχρήστευση του όποιου αριθμητικού πλεονεκτήματος των Περσών, ενώ αντίθετα τα μικρά, ταχύτερα και ευκίνητα σκάφη των Ελλήνων θα εύρισκαν ευνοϊκότερο πεδίο εφαρμογής των χειρισμών τους σε αναπεπταμένο πέλαγος. Με όλο τον σεβασμό προς τους σημαντικούς, σοβαρούς ιστορικούς ερευνητές και μελετητές της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, Έλληνες και ξένους, θα τολμήσω να εκφράσω τη γνώμη, ότι η διατύπωση στο κείμενο, περί των ελληνικών βαρέων τριήρεων, δεν αποτελεί άποψη του Ηροδότου, ούτε φυσικά ο πατέρας της Ιστορίας σφάλλει, αλλά το κείμενο αποδίδει τα επιχειρήματα που εξέθεσε ο Θεμιστοκλής προς τον Ευρυβιάδη, με στόχο να παραμείνουν οι Έλληνες και να ναυμαχήσουν στο στενό, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών εξαφανιζόταν και πιθανόν μετατρεπόταν και σε μειονέκτημα, όπως πράγματι συνέβη στην πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά ο Θεμιστοκλής δεν ανέφερε, διότι δεν συνέφερε την προσπάθειά του, την εδραία του πεποίθηση, ότι η αποχώρηση από το στενό της Σαλαμίνας θα συνεπέφερε τη διάσπαση του ελληνικού στόλου, διότι η κάθε μία ναυτική μοίρα θα απέπλεε ανεξάρτητα για Κατά τη διάρκεια της τρίτης περσικής εκστρατείας εναντίον του ελληνικοή γεωγραφικού χώρου το 480 π.Χ. ο ίδιος ο Πέρσης βασιλιάς, Ξέρξης, ηγήθηκε ενός στρατεύματος, που οι μετριότεροι υπολογισμοί των ιστορικών και ερευνητών αναβιβάζουν σε 400.000 άνδρες και ενός στόλου που οι ιστορικοί συμπίπτουν ότι αποτελείτο από 1.207 τριήρεις και (κατά τον Ηρόδοτο) 3.000 βοηθητικά μεταφορικά πλοία. Το τεράστιο στράτευμα την άνοιξη του 480 π.Χ. είχε στρατοπεδεύσει στην Πιερία και ο στόλος στη Θέρμη (Θεσσαλονίκη). Αρχές καλοκαιριού το περσικό στράτευμα κατέβηκε προς νότο, μέχρι του βορείου άκρου του στενού των Θερμοπυλών, από όπου έπρεπε να διέλθει για την προέλασή του προς νότο. Συγχρόνως κινήθηκε και ο περσικός στόλος από την Θέρμη, ακολουθώντας την προχώρηση του στρατού, παράλληλα με την ακτογραμμή. Του περσικού στόλου προηγούντο δέκα τριήρεις για να αποφευχθούν όποιες δυσάρεστες εκπλήξεις θα μπορούσαν να εμφανιστούν στην πορεία, είτε από ελληνικές ενέργειες, είτε από ναυτιλιακούς κινδύνους.

την ιδιαίτερη πατρίδα της. Για να παραθέσω τη δική μου άποψη στο θέμα θα πρέπει να αναφερθώ στην προσωπικότητα του Θεμιστοκλή, όπως αναδύεται από όλες τις ιστορικές περιγραφές των αρχαίων πηγών. Επρόκειτο για άνθρωπο οξυδερκή, με εξαιρετική ικανότητα να συλλαμβάνει τους παράγοντες που επηρέαζαν την εκάστοτε τοπική τακτική κατάσταση, αλλά και τη γενικότερη στρατηγική, συγχρόνως δε πονηρό, χωρίς ηθικούς φραγμούς στη χρήση των μέσων για την ευόδωση των σκοπών του. Πολλοί, όχι άδικα, τον θεωρούν εκείνον που, με τη νίκη στη Σαλαμίνα, θεμελίωσε τον μετέπειτα χρυσούν αιώνα του αθηναϊκού και κατ’ επέκταση του ελληνικού πολιτισμού. Αυτόν τον αδίστακτο άνδρα περιγράφει ο Ηρόδοτος και απλά παραθέτει τα λεγόμενά του για να πείσει τον Ευρυβιάδη να μείνουν στο στενό. Ποιος θα περίμενε σε μια τέτοια ανταλλαγή επιχειρημάτων να παρουσίαζε ο Θεμιστοκλής την αλήθεια, ότι τα μικρά και ευκίνητα πλοία των Ελλήνων είχαν ευνοϊκότερο πεδίο μάχης σε αναπεπταμένο πέλαγος;; Αν έλεγε κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σύμφωνο με τον χαρακτήρα του, ούτε θα εξυπηρετούσε τον σκοπό του. Αυτός δημιουργούσε και ερμήνευε κατά το δοκούν ακόμη και θεϊκά σημάδια για να πείσει περί της ορθότητος των δικών του απόψεων. Η ερμηνεία του χρησμού των Δελφών περί «ξυλίνων τειχών», περί της «Θείας Σαλαμίνος», η εύρεση των ανέγγιχτων αναθημάτων στον ναό της Αθηνάς και η ερμηνεία ότι ο οικουρός όφις είχε εγκαταλείψει την πόλη και θα έπρεπε και οι Αθηναίοι να την εκκενώσουν, είναι μόνο μερικά από τα ευρήματα της ευφυΐας του για να οδηγήσει τους Αθηναίους και τους Έλληνες στο δρόμο της σκέψης του και στην τελική νίκη. Εν κατακλείδι εκτιμώ ότι δεν πρέπει να δώΤο στενό Σκιάθου-Μαγνησίας αποτελεί το συνηθέστερο και ταχύτερο ναυτιλιακό πέρασμα για πλοία που κατευθύνονται από Θεσσαλονίκη προς Βόλο είτε Ευβοϊκούς και αντίστροφα. Το στενό έχει ευρος περίπου 2,5 μίλια. Στο μέσον του υπάρχει ύφαλος αποκαλούμενη «Λευτέρης» επί της οποίας σήμερα ευρίσκεται αυτόματος φανός προς επισήμανσή της. Η ασφαλής ναυτιλιακή πορεία ευρίσκεται δυτικά του «Λευτέρη» καθώς ανατολικά της υφάλου μέχρι της Σκιάθου υπάρχουν αβαθή επικίνδυνα για τη ναυσιπλοΐα αποκαλούμενα «Έλενα». Στην αρχαία εποχή ο «Λευτέρης» εκαλείτο «Μύρμηξ». Κατά τον πλουν της εμπροσθοφυλακής του περσικού στόλου τρείς από τις δέκα τριήρεις εξώκελλαν στην ύφαλο. Όπως διασώζει ο Ηρόδοτος (Ζ183) ο Ξέρξης διέταξε την ανέγερση στήλης από επεξεργασμένους ογκολίθους επί της υφάλου για να επισημανθεί και να είναι ορατός ο ναυτιλιακός κίνδυνος. Η στήλη αυτή αποκλήθηκε «Αλεώριο του Ξέρξη» (από το αρχαιοελληνικό ρήμα αλέομαι που σημαίνει αποφεύγω, διαφεύγω) και σημαίνει καταφανές σημείο για αποφυγή σουμε βαρύτητα στα λόγια του Θεμιστοκλή στο συγκεκριμένο σημείο και θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι τα ελληνικά πλοία ήταν ελαφρύτερα, χαμηλότερα, ευκίνητα και ταχύτερα, όπως η λογική και οι άλλες περιγραφές τα παρουσιάζουν. Έχοντας διατυπώσει τις ανωτέρω σκέψεις στα μέλη της επιτροπής του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, έτυχε να διαβάσω τα πρακτικά του 43ου Συνεδρίου της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων που έλαβε χώρα στην Αθήνα από 10 έως 12 Νοεμβρίου του 2016. Το θέμα του Συνεδρίου ήταν «Η εξερεύνηση της Δυτικής Μεσογείου και η εφαρμογή νεωτερικών ναυτικών τεχνολογιών κατά την αρχαϊκή εποχή: Η περίπτωση της Φώκαιας». Στο Συνέδριο η εισήγηση του φιλολόγου κ. Κωνσταντίνου Αντύπα, καθηγητή της Ιωνιδείου Σχολής Πειραιά και μέλους του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, περιέχει την περιγραφή της ναυμαχίας της Λάδης στα παράλια της Μιλήτου και γράφει: «… η επιτυχημένη εκτέλεση του «διέκπλου» απαιτούσε όχι μόνο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτών αλλά και τριήρεις νέου τύπου σε σχέση με τις τριήρεις πρώτης γενιάς, που χρησιμοποιούνταν από τον περσικό στόλο. Αυτές οι τριήρεις δεύτερης γενιάς ήταν ταχύτερες από τις προηγούμενες, με χαμηλότερο κέντρο βάρους και έφταναν στην ανώτατη ταχύτητα των περίπου 10 κόμβων μόλις σε 40 δευτερόλεπτα» και τελειώνει: «Ο επίλογος όλης αυτής της ιστορίας ναυτικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων θα γραφεί τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ. στη Σαλαμίνα, όπου ο ελληνικός στόλος εκμεταλλευόμενος τις επιδόσεις των εμβολοφόρων τριήρων δεύτερης γενιάς και εφαρμόζοντας την τακτική του «διέκπλου» αιφνιδίασε πλή-

Το Αλεωριο του Ξερξη

ρως τον στόλο των Περσών».

ναυτιλιακού κινδύνου. Ως τέτοιο είναι το αρχαιότερο καταγεγραμμένο κτίσμα στον κόσμο που κατασκευάστηκε ως υποβοηθητικό της ναυσιπλοΐας, κατά 2,5 αιώνες αρχαιότερο του Φάρου της Αλεξανδρείας, που εθεωρείτο το πρώτο στον κόσμο. Το έργο αυτό είναι το τρίτο μεγάλο τεχνικό έργο που υλοποιήθηκε κατά την τρίτη περ-

σική εκστρατεία και πιστοποιεί το υψηλό επίπεδο τεχνικού πολιτισμού των Περσών την εποχή εκείνη. Τα έργα ήταν η γεφύρωση του Ελλησπόντου μεταξύ Αβύδου (ασιατική ακτή) και Σηστού (ευρωπαϊκή ακτή), η διάνοιξη διώρυγας στην Άκανθο της χερσονήσου του Άθω και φυσικά το Αλεώριο επί της υφάλου Μύρμηξ. Για την ιστορία να λεχθεί ότι η ύπαρξη του Αλεωρίου επέτρεψε τη διέλευση του περσικού στόλου χωρίς άλλες προσαράξεις επί της υφάλου, αλλά προφανώς η πορεία που ακολουθήθηκε ήταν πολύ κοντά στη Μαγνησία και βοηθούσης μιας ισχυρής θαλασσοταραχής περισσότερα από 400 πλοία συνετρίβησαν στη βραχώδη ακτή. Το Αλεώριο του Ξέρξη ξεχάστηκε, η ιστορία έτρεξε, οι αιώνες κύλησαν και ύστερα από 1.407 χρόνια, το 1927, όταν Διευθυντής της Υπηρεσίας Φάρων του Πολεμικού Ναυτικού ήταν ο Στυλιανός Λυκούδης, ένας ιδιαίτερα κατηρτισμένος Αξιωματικός, σε εργασίες που λάμβαναν χώρα επί του φάρου στο Ποντικονήσι, βορείως της Εύβοιας, απέναντι από το στενό της Σκιάθου, εστάλη το πλοίο της Υπηρεσίας Φάρων να εξετάσει την περιοχή της υφάλου Λευτέρης και να γνωματεύσει πόσον θα ήταν εφικτό να δημιουργηθεί επ’ αυτής τσιμεντένιο βάθρο για την έδραση αυτομάτου φανού. Οι δύτες του Ναυτικού που κατεδύθησαν για να κατοπτεύσουν τον βυθό ανέφεραν στον Λυκούδη ότι στην περιοχή υπάρχουν περίεργοι ογκόλιθοι που έχουν υποστεί επεξεργασία για να αποκτήσουν ορ-

Ο Ξέρξης Α' της Περσίας σε ανάγλυφο στην Περσέπολη. θογώνιο σχήμα και το υλικό τους δεν ταιριάζει καθόλου με τον βυθό της υφάλου και των αβαθών εκεί γύρω. Ο Λυκούδης ερεύνησε όλες τις αρχαίες πηγές γεωγράφων και ιστορικών και η μόνη αναφορά που εντόπισε ήταν του Ηροδότου που αναφέρει: «Ηρόδοτος Ζ 183:... των δε δέκα νεών των βαρβάρων, τρεις επήλασαν επί το έρμα το μεταξύ εόν Σκιάθου τε και Μαγνησίας, καλεόμενον δε Μύρμηκα. Εντάυθα οι βάρβαροι, επειδή στήλην λίθου επέθηκαν κομίσαντες επί το έρμα, ορμηθέντες αυτοί εκ Θέρμης, ως σφοι το εμποδόν εγεγόνεε καθαρόν, επέπλωον πάσησι τήσι νηυσί, ένδεκα ημέρας παρέντες μετά την βασιλέως εξέλασιν εκ Θέρμης. Το δε έρμα σφι κατηγήσατο εόν εν πόρω μάλιστα, Πάμων Σκύριος». Δείγματα εξετασθέντα εκ των ογκολίθων απεδείχθησαν εκ δολομίτου ενώ αντίστοιχα δείγματα της υφάλου εκ χαλαζίου. Ήταν φανερό ότι το 1927 ο Λυκούδης εντόπισε το Αλεώριο του Ξέρξη γεγονός που επιβεβαιώθηκε τον επόμενο χρόνο. Ο Λυκούδης ήταν ο πρώτος Αξιωματικός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που κατέλαβε θέση στην Ακαδημία Αθηνών. Η ομιλία για την ονομασία του ως ακαδημαϊκού την 1η Νοεμβρίου του 1928 είχε ως θέμα: «Περί εξακριβώσεως χωρίου τινός του Ηροδότου (Πολύμνια 183) αφορώντος εις την ναυτικήν αρχαιολογίαν» Στην αναφορά του Λυκούδη αναφέρεται ότι τα δείγματα των ογκολίθων ομοιάζουν προερχόμενα από τη θέση Λατομειό της νησίδας Βαλάξας που βρίσκεται αριστερα του εισπλέοντος στο όρμο Λιναριά Σκύρου. Πολύ πιθανότερο θα ήταν να προέρχονται από το Λατομείο της Σηπιάδας επί της ακτής της Μαγνησίας.

Το Ψηφισμα του θεμιστοκλη

Στο συγκεκριμένο ψήφισμα εμφανίζεται ο Θεμιστοκλής να εισηγείται σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση της περσικής εισβολής το 481/0 π.X.: ανάθεση της προστασίας της Aθήνας στην Aθηνά και σε όλους τους θεούς, εκκένωση της πόλης με αποστολή των γυναικόπαιδων στην Tροιζήνα, των ηλικιωμένων και της κινητής περιουσίας στη Σαλαμίνα, φύλαξη της Aκρόπολης, επάνδρωση διακοσίων πλοίων και ολοκλήρωση της διαδικασίας με τέλεση θυσιών, αποστολή εκατό πλοίων στο Aρτεμίσιο της Eύβοιας και εκατό σε περιπολίες γύρω από τη Σαλαμίνα και την υπόλοιπη Aττική, επίτευξη ομόνοιας μεταξύ των Aθηναίων με ανάκληση των οστρακισμένων και προσωρινή εγκατάστασή τους στη Σαλαμίνα. H αναγραφή της στήλης έγινε κατά το α΄ μισό του 3ου αι. π.X. και το ψήφισμα θεωρείται από κάποιους ερευνητές πιστή αντιγραφή του πρωτοτύπου και από άλλους μεταγενέστερο κατασκεύασμα, της εποχής του Xρεμωνίδειου πολέμου, όταν η Aθήνα, η Σπάρτη και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου υπό την αιγίδα του Πτολεμαίου B΄ Φιλάδελφου συμμάχησαν εναντίον του Μακεδονικού βασιλείου. τριήρεις, παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας καὶ ἀνδράποδα σῴζειν ἕκαστον ὡς ἂν δύνηται. [10.5] κυρωθέντος δὲ τοῦ ψηφίσματος οἱ πλεῖστοι τῶν Ἀθηναίων ὑπεξέθεντο γενεὰς καὶ γυναῖκας εἰς Τροιζῆνα, φιλοτίμως πάνυ τῶν Τροιζηνίων ὑποδεχομένων· καὶ γὰρ τρέφειν ἐψηφίσαντο δημοσίᾳ, δύο ὀβολοὺς ἑκάστῳ διδόντες, καὶ τῆς ὀπώρας λαμβάνειν ἐξεῖναι τοὺς παῖδας πανταχόθεν, ἔτι δ᾽ ὑπὲρ αὐτῶν διδασκάλοις τελεῖν μισθούς. τὸ δὲ ψήφισμα Νικαγόρας ἔγραψεν. [10.6] Οὐκ ὄντων δὲ δημοσίων χρημάτων τοῖς Ἀθηναίοις, Ἀριστοτέλης μέν φησι τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν πορίσασαν ὀκτὼ δραχμὰς ἑκάστῳ τῶν στρατευομένων αἰτιωτάτην γενέσθαι τοῦ πληρωθῆναι τὰς τριήρεις, Κλείδημος δὲ καὶ τοῦτο τοῦ Θεμιστοκλέους ποιεῖται στρατήγημα. [10.7] καταβαινόντων γὰρ εἰς Πειραιᾶ τῶν Ἀθηναίων φησὶν ἀπολέσθαι τὸ Γοργόνειον ἀπὸ τῆς θεοῦ τοῦ ἀγάλματος· τὸν οὖν Θεμιστοκλέα προσποιούμενον ζητεῖν καὶ διερευνώμενον ἅπαντα, χρημάτων ἀνευρίσκειν πλῆθος ἐν ταῖς ἀποσκευαῖς ἀποκεκρυμμένον, ὧν εἰς μέσον κομισθέντων εὐπορῆσαι τοὺς ἐμβαίνοντας εἰς τὰς ναῦς ἐφοδίων.

[10.1] Ἔνθα δὴ Θεμιστοκλῆς, ἀπορῶν τοῖς ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς προσάγεσθαι τὸ πλῆθος, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μηχανὴν ἄρας, σημεῖα δαιμόνια καὶ χρησμοὺς ἐπῆγεν αὐτοῖς, σημεῖον μὲν λαμβάνων τὸ τοῦ δράκοντος, ὃς ἀφανὴς ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκ τοῦ σηκοῦ δοκεῖ γενέσθαι, [10.2] καὶ τὰς καθ᾽ ἡμέραν αὐτῷ προτιθεμένας ἀπαρχὰς εὑρίσκοντες ἀψαύστους, οἱ ἱερεῖς ἐξήγγελλον εἰς τοὺς πολλούς, τοῦ Θεμιστοκλέους λόγον ‹δια›διδόντος ὡς ἀπολέλοιπε τὴν πόλιν ἡ θεὸς ὑφηγουμένη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτοῖς· [10.3] τῷ δὲ χρησμῷ πάλιν ἐδημαγώγει, λέγων μηδὲν ἄλλο δηλοῦσθαι ξύλινον τεῖχος ἢ τὰς ναῦς· διὸ καὶ τὴν Σαλαμῖνα θείαν, οὐχὶ δεινὴν οὐδὲ σχετλίαν καλεῖν τὸν θεὸν, ὡς εὐτυχήματος μεγάλου τοῖς Ἕλλησιν ἐπώνυμον ἐσομένην. [10.4] κρατήσας δὲ τῇ γνώμῃ ψήφισμα γράφει, τὴν μὲν πόλιν παρακαταθέσθαι τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Ἀθηνῶν μεδεούσῃ, τοὺς δ᾽ ἐν ἡλικίᾳ πάντας ἐμβαίνειν εἰς τὰς [10.8] Ἐκπλεούσης δὲ τῆς πόλεως τοῖς μὲν οἶκτον τὸ θέαμα, τοῖς δὲ θαῦμα τῆς τόλμης παρεῖχε, γενεὰς μὲν ἄλλῃ προπεμπόντων, αὐτῶν δ᾽ ἀκάμπτων πρὸς οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς διαπερώντων εἰς τὴν νῆσον. [10.9] καίτοι πολὺν μὲν οἱ διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον, ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ᾽ ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν. [10.10] ἐν οἷς ἱστορεῖται κύων Ξανθίππου τοῦ Περικλέους πατρός, οὐκ ἀνασχόμενος τὴν ἀπ᾽ αὐτοῦ μόνωσιν, ἐναλέσθαι τῇ θαλάττῃ καὶ τῇ τριήρει παρανηχόμενος ἐκπεσεῖν εἰς τὴν Σαλαμῖνα, καὶ λιποθυμήσας ἀποθανεῖν εὐθύς· οὗ καὶ τὸ δεικνύμενον ἄχρι νῦν καὶ καλούμενον Κυνὸς σῆμα τάφον εἶναι λέγουσι.

Προτομή Θεμιστοκλή.

Προτομή Αισχύλου.

Οι Αθηναιοι αφηνουν την πολη

[10.1] Τότε ο Θεμιστοκλής, επειδή δεν μπορούσε με ανθρώπινους συλλογισμούς να φέρει με το μέρος του το πλήθος, έβγαλε στη μέση ένα τέχνασμα, όπως γίνεται σε παράσταση τραγωδίας· σκέφτηκε δηλαδή να τους παρουσιάσει σημεία από τους θεούς και μαντείες. Πήρε για θεϊκό σημάδι αυτό που έγινε τις μέρες εκείνες με το δράκοντα, που, όπως λένε, εξαφανίστηκε από το ναό. [10.2] Και, επειδή τις προσφορές που του παράθεταν κάθε μέρα τις έβρισκαν άθικτες, οι ιερείς το ανακοίνωναν στο λαό, και ο Θεμιστοκλής έδινε την εξήγηση, πως η θεά παράτησε την Αθήνα και έτσι έδειχνε στους Αθηναίους το δρόμο προς τη θάλασσα. [10.3] Επίσης και με το χρησμό προσπαθούσε να τραβήξει το λαό, λέγοντας πως το «ξύλινο τείχος» δε φανέρωνε τίποτε άλλο παρά τα πλοία. Για τούτο και τη Σαλαμίνα ο θεός στο χρησμό του την ονομάζει «ευλογημένη» και όχι φοβερή ούτε καταραμένη, γιατί έμελλε να δώσει το όνομά της σε μια μεγάλη ευτυχία των Ελλήνων. [10.4] Και όταν υπερίσχυσε η γνώμη του, υποβάλλει στην εκκλησία του δήμου την πρόταση: να εμπιστευτούν την πόλη στην Αθηνά που είναι προστάτισσά της, και όλοι όσοι έχουν τη στρατεύσιμη ηλικία να μπούν στα πλοία και να προσπαθεί ο καθένας με όποιον τρόπο μπορεί να διασώσει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους. [10.5] Όταν η πρόταση αυτή εγκρίθηκε, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους έφεραν γι᾽ ασφάλεια τα παιδιά και τις γυναίκες τους στην Τροιζήνα, όπου οι κάτοικοι τα δέχονταν με μεγάλη προθυμία. Αποφάσισαν μάλιστα να αναλάβουν τη διατροφή τους με δημόσια έξοδα, δίνοντας κάθε μέρα δύο οβολούς στον καθένα, και να επιτρέπουν στα παιδιά να παίρνουν οπωρικά από παντού, και ακόμη να πληρώνουν γι᾽ αυτά μιστούς σε δασκάλους. Την πρόταση αυτή την είχε κάμει ο Νικαγόρας. [10.6] Και Προτομή Αριστείδη.

επειδή το δημόσιο ταμείο των Αθηναίων δεν είχε χρήματα, η βουλή του Αρείου Πάγου, καθώς λέει ο Αριστοτέλης, έδωσε σε κάθε στρατευμένο πολίτη οκτώ δραχμές· αυτό έγινε η κυριότερη αφορμή να γεμίσουν με πληρώματα τα πλοία. Ο Κλείδημος όμως νομίζει πως και τούτο ήταν τέχνασμα του Θεμιστοκλή. [10.7] Λέει δηλαδή ότι, όταν οι Αθηναίοι κατέβαιναν στον Πειραιά, χάθηκε το κεφάλι της Γοργόνας από το άγαλμα της θεάς Αθηνάς· ο Θεμιστοκλής τότε κάνοντας πως το αναζητεί και ψάχνοντας με επιμονή όλα, βρίσκει μέσα στις αποσκευές πολλά χρήματα κρυμμένα, που δόθηκαν σε κοινή χρήση και έτσι όσοι μπήκαν στα πλοία είχαν άφθονα εφόδια. [10.8] Το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη των ανθρώπων αυτών, που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί, άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους, τραβούσαν αντίκρυ, προς το νησί. [10.9] Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη. Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα, που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σαν έμπαιναν στα πλοία. [10.10] Ανάμεσα σ᾽ αυτά αναφέρεται στις διηγήσεις και ο σκύλος που είχε ο Ξάνθιππος, ο πατέρας του Περικλή, που μη βαστώντας να χωριστεί απ᾽ αυτόν πήδησε μέσα στη θάλασσα και κολυμπώντας πλάι στο πλοίο βγήκε έξω στη Σαλαμίνα και μ᾽ εξαντλημένες τις δυνάμεις του ξεψύχησε αμέσως· τάφος δικός του λένε πως είναι εκείνο που δείχνεται ώς σήμερα και ονομάζεται «Κυνός σήμα».

This article is from: