Φιλιππίνες
Μ
πορεί να’ ναι αλήθεια ότι οι Έλληνες, και γιατί όχι κι οι άλλοι Ευρωπαίοι, «ανακαλύψανε» τις Φιλιππίνες απ’ τις… φιλιππινέζες τους. Οι ναυτικοί πάντως, τις γνωρίζανε και πολύ καλά μάλιστα απ’ τα συχνά τους ταξίδια σ’ αυτή την περιοχή. Φορτώνανε κόπρα, ψύχα ινδικής καρύδας, απαραίτητης για την ευρωπαϊκή κι αμερικανική βιομηχανία καλλυντικών. Εμένα μ’ είχαν εντυπωσιάσει απ’ το μάθημα της ναυτικής γεωγραφίας ακόμα, για το πλήθος των νησιών του αρχιπελάγους των Φιλιππίνων, 7.100 περίπου νησιά, και την ξακουστή τάφρο του Μιντανάο, ανατολικά του ομώνυμου νησιού, με βάθος 10.542 μέτρα που είναι και το βαθύτερο σημείο του πλανήτη. Το καράβι μας είχε χρονοναυλωθεί απ’ τους Πρόκτερ εντ Γκάμπλ για ένα ταξίδι. Να φορτώσει σε πέντε λιμάνια των Φιλιππίνων, Τακλόμπαν, Καγκαγιάν, Νασίπ, Ντιπολόγκ και Μπορόγκαν, για εκφόρτωση στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια. Το φορτίο ήταν φυσικά χύμα κόπρα που δεν παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα ούτε στη φόρτωση, ούτε στη στοιβασία παρά μόνο στο… ταξίδι. Δημιουργούσε το φορτίο αυτό έντομα, COPRA BAGS, που γέμιζαν όλο το καράβι και μας έκανα το βίο αβίωτο. Στην αρχή τα αντιμετωπίζαμε με διάφορα εντομοκτόνα αλλά τελικά υποκύπταμε στα… μαμούνια και συμβιβαζόμαστε μαζί τους. Στις 6/5/1965 δέσαμε στο Τακλόμπαν, πρώτο λιμάνι φόρτωσης και μετά το ονχάϊρ σερβέι και το στρώσιμο με ψάθες για την προστασία του φορτίου, άρχισε η φόρτωση με τα ηλεκτρικά βίντσια του πλοίου. Η ζέστη ήταν 58 Περιπλους 112
Του Φρίξου Δήμου | Πλοιάρχου Ε.Ν.
αφόρητη. Ο μόνος «κλιματισμός» που υπήρχε στα καράβια την εποχή εκείνη, εκτός από τους ανεμιστήρες που όταν δεν ήταν χαλασμένοι ανακυκλώνανε τον ζεστό αέρα, ήταν οι… βεντάλιες. Ένα τέτοιο ζεστό απομεσήμερο η γυναίκα μου κι εγώ για να δροσιστούμε χωρίς τα πιο πάνω μοντέρνα μέσα καθόμαστε στη βεράντα, κάτω απ’ τη γέφυρα και παρακαλούσαμε τον καλό Θεό να βγάλει λίγο αεράκι ή να βρέξει ή και να… νυχτώσει για να μη λιώσουμε από τον καύσωνα. Κάποια στιγμή πλησίασε ο Ηλίας, ο ηλεκτρολόγος του πλοίου. Με το δεξί του χέρι κράταγε τον αριστερό του βραχίονα και με ήρεμο τρόπο είπε: «Καπετάνιε με μαχαιρώσανε». Μόνο τότε παρατήρησα ότι η αριστερή του πλευρά ήταν γεμάτη αίματα. Πετάχτηκα σαν ελατήριο απ’ την ψάθινη πολυθρόνα που καθόμουνα και ψηλαφώντας το κάτω μέρος του βραχίονα, εντόπισα την αρτηρία και με πίεση σταμάτησα την αιμορραγία. Η γυναίκα μου εν τω μεταξύ, εθελόντρια αδελφή του Ε.Ε.Σ, χρησιμοποίησε την ζώνη της για αιμοστατικό επίδεσμο. Επειδή δεν υπήρχε κοντά μας κανένας από το πλήρωμα εκείνη τη στιγμή, παρακάλεσα τη σύζυγό μου να ειδοποιήσει τον γραμματικό ή κάποιον άλλο αξιωματικό κι εγώ με τον τραυματία κατεβαίναμε τη σκάλα του ακομοντέισον. Φοβήθηκα όμως προς στιγμή μη χάσει τις αισθήσεις του ο Ηλίας και κουτρουβαλήσουμε κι οι δύο στη σκάλα. Αν και ζήταγα συνέχεια βοήθεια οι στοιβαδόροι κάνανε πως δε βλέπανε. Αργότερα έμαθα ότι ο μαστρο Αλέκος ο πρώτος είχε οχυρωθεί, με την καραμπίνα που πήρε από το τράνζιτο, στο γραφείο μηχανής. Μέχρι να φτάσουμε στον ντόκο ο ηλεκτρολόγος μου αφηγήθηκε
ότι ο φόρμαν του νούμερο δύο που έμοιαζε μαστουρωμένος, πιθανώς απ’ το ντόπιο ναρκωτικό που μασούσε, του επιτέθηκε αναίτια με μαχαίρι. Το θύμα, από ένστικτο, προσπάθησε με το αριστερό χέρι να προφυλάξει την καρδιά του και το μαχαίρι τραυμάτισε διαμπερώς τον βραχίονα κι επιπόλαια το αριστερό πλευρό του. Όταν πατήσαμε στον ντόκο μας περίμενε ο δράστης κραδαίνοντας το μαχαίρι του. Υπήρχανε πολλοί εργάτες εκεί καθώς και τρεις οπλισμένοι τελωνειακοί με το τζιπ της υπηρεσίας τους, τους παρακάλεσα να μας προστατέψουν απ’ τον δράστη και να μεταφέρουν τον τραυματία στο νοσοκομείο. Η απάντησή τους ήταν απογοητευτική. Σαν γνήσιοι δημόσιοι υπάλληλοι απαντήσανε ότι είναι αναρμόδιοι για το πρώτο και αδυνατούν να μεταφέρουν τον τραυματία γιατί θα τους λερώσει το αυτοκίνητο μ’ αίματα… Ευτυχώς φάνηκε ο καπταν Σεραφείμ, ο ανθυποπλοίαρχος που τον έστειλα να φέρει ταξί με το οποίο και μεταφέραμε τον Ηλία στο Μπέθανι Χόσπιταλ. Το Τακλόμπαν ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις των Φιλιππίνων και θά ‘πρεπε να είχε ένα υποφερτό νοσοκομείο αλλά και είχε τα χάλια του… Χάρη στις φωνές τις δικές μου και τα… λαδώματα του ανθυποπλοίαρχου με τσιγάρα, πέσος κι υποσχέσεις μπήκαμε στο χειρουργείο. Διάφοροι με ή χωρίς μπλούζες εξετάζανε το τραύμα χωρίς να λένε ή να κάνουν τίποτα. Εγώ ζήταγα επίμονα το διευθυντή της κλινικής που τελικά παρουσιάστηκε κι ανέλαβε την επέμβαση. Απογοητεύτηκα όμως όταν τον είδα να πλένει τα χέρια του σ’ ένα μπουγέλο γιατί όπως μας δικαιολογήθηκε είχε χαλάσει η παροχή του νερού στο χειρουργείο. Όταν τελείωσε τον