dsolomos_pub_2017_11_soupe_chinois_reve.pdf

Page 1

La soupe aux cailloux Le chinois et son cheval Le rêve de Yomo

Despoina Papadopoulou – Ioulia Triantafyllidi – Vassiliki Bandouna – Maria Boukala

section française école privée “dionysios solomos”



La soupe aux cailloux Un jour dans un village touché par une grande famine… Villageois 1 : Tu as du pain ? Tu peux m’en donner ? Villageois 2 : Je suis désolé… je n’en ai que très peu… Villageois 1 : Tu as de l’huile ? Tu peux m’en donner ? Villageois 2 : Quelle catastrophe ! Ma carafe est cassée. Κάποτε σ’ ένα χωριό η πείνα βασιλεύει… Χωρικός 1: Έχεις ψωμί; Δώσε ένα ψίχουλο, ένα μικρό κομμάτι! Χωρικός 2: Λυπάμαι μα η πείνα μαύρισε και το δικό μου μάτι! Χωρικός 1: Λάδι έχεις; Μια σταγόνα δώσε για ν’ αντέξω! Χωρικός 2: Λυπάμαι, ο πάτος τρύπησε και χύθηκε όλο έξω. Soldat : Bonjour les paysans, je m’appelle Aissam. Je suis fatigué je marche depuis longtemps. Je suis un soldat et j’ai une faim de loup. Voulez-vous approcher ? On peut faire une soupe. Villageois 1 : Il n’y a rien à manger, tout est fini. Il vaut mieux partir, tu ne trouveras rien ici. Soldat : Mais le rien est parfait si on a un chaudron. On va mettre des cailloux et la soupe sera bonne.


Femme : Qu’est-ce qu’il dit ce soldat ? Mari : Il est fou ça va pas. Va chercher le chaudron accroché au plafond. Στρατιώτης: Καλημέρα χωρικοί, Αισάμ με λένε! Μακρύς ο δρόμος ως εδώ, τα πόδια μου πώς καίνε! Στρατιώτης είμαι ο δυστυχής, πεινάω πολύ σαν λύκος! Έχει άραγε εδώ κανείς σούπα με λίγο λίπος; Χωρικός 1: Τίποτα φαγώσιμο εδώ πια δεν υπάρχει. Πήγαιν’ αλλού και γέμισε το άδειο σου στομάχι! Στρατιώτης: Ένα τσουκάλι αν έχουμε, το τίποτα μας φτάνει. Με πέτρες φρέσκες κι αχνιστές τη σούπα… ποιος την πιάνει! Γυναίκα: Τι λέει ο άνθρωπος αυτός; Σίγουρα του ‘χει στρίψει! Άντρας: Ναι, μα φέρε το τσουκάλι μας κι ό,τι ήθελε προκύψει! Soldat : Quel bonheur ça serait si vous tous assistiez. Si cette soupe aux cailloux vous pouviez déguster. (Il mélange et il goûte…) Soldat : C’est déjà délicieux ! Mais il faut des légumes si on veut tous manger. Des carottes, des navets, pommes de terre et oignons.


Du poivre du sel et peu de champignons. Ils ajoutent donc très vite ces biens dans le chaudron. (Aνακατεύει και δοκιμάζει.) Στρατιώτης: Ήδη είναι υπέροχη, θέλει μονάχα αλάτι… Καλύτερα δε θα ‘τρωγα κι αν ήμουν σε παλάτι… Αχ, πώς μυρίζουν όμορφα οι πέτρες στο τσουκάλι! Αν όμως κάτι βάζατε κι όλοι εσείς οι άλλοι… Θέλετε άραγε κι εσείς να φάτε από τη σούπα; Τότε να φέρετε φακές, λαδάκι μισή κούπα… Γύρω του στέκονται πολλές κοιλιές που γουργουρίζουν. Ό,τι στα σπίτια τρώγεται, πίσω μ’ αυτό γυρίζουν. Φτάνει ο καθένας και κρατά ό,τι μπορεί στο χέρι. Γέμισε το τσουκάλι τους μα λείπει χοιρομέρι. Et le soldat leur pose une dernière question. Soldat : Qui de vous apporterait un gros morceau de viande ? Du poulet ou du porc du bœuf ou de la dinde ? Je vous prie d’y penser. Notre famine est grande. Et cette contribution serait vraiment galante.


Στρατιώτης: Κομμάτι κρέας έχει άραγε κανείς να μας προσφέρει; Μοσχάρι ή κοτόπουλο… κάτι μικρό ας φέρει! Τρυπάει το στομάχι μας η πείνα η μεγάλη, ήρωας θα ’ναι σίγουρα όποιος το κρέας βάλει. Une vieille dame, elle s’avance, elle apporte de la viande. Et tout le monde mange la soupe et tous chantent contents. Σκυφτή απ’ τα χρόνια τα πολλά με μια μικρή σακούλα βαδίζει τώρα σταθερά μια αδύνατη γριούλα. Λιγάκι κρέας κουβαλά… Αυτό ήταν! Η σούπα έγινε, όλοι τρώνε, κανείς τους δε μιλά! Soldat : C’est comme ça que le monde mène une vie bien heureuse. Pas de guerres, pas de morts de violences si affreuses. Comme un plat aux cailloux, à la viande très épaisse, on existe tous ensemble dans une soupe délicieuse. Στρατιώτης: Είδατε όλοι εσείς εδώ πώς γέμισε η κοιλιά μας; Χέρια ενωμένα έσπρωξαν την πείνα μακριά μας! Όταν τα χέρια ενωθούν γεμίζει το τσουκάλι χέρι με χέρι όλοι μας κι εμείς κι εσείς κι οι άλλοι…


Le chinois et son cheval

Le chinois et son cheval traversent le marché. Paysans : Tu vois ce vieillard quel cheval il possède ? Il est fort, il est blanc, une beauté de merveille Ils approchent du vieillard. Paysans : Bonjour vieillard ! Quel beau cheval grand ! Tu le vends ? On le veut, pour une bonne somme d’argent. Vieillard : Merci bien mes amis, ce cheval est bien le mien. Ne cherchez pas ici, c’est mon meilleur copain. Ένας Κινέζος χωρικός την αγορά διασχίζει. Αυτός φτωχός και ταπεινός, μα τ’ άλογό του… σκίζει! Χωρικοί: Κοίτα άσπρη χαίτη! Τι λαμπρή! Και δίχως χαλινάρια! Πατά γερά πάνω στη γη χωρίς ν’ αφήνει χνάρια. Πάνε στο γέροντα κοντά… Χωρικοί: Γεια σου χαρά σου γέροντα! Πώς λάμπει τ’ άλογό σου! Αν το πουλάς, η αγορά θα ‘ναι προς όφελός σου! Γέροντας: Καλοί μου άνθρωποι, δεν είναι τ’ άλογο πραμάτεια, φίλος μου είναι αδερφικός που τον κοιτώ στα μάτια.


Un soir le vieillard débarrasse la table. Il entend un grand coup et il va à l’étable. Fils : Le cheval a disparu. Vieillard : C’est un choix justifiable. La forêt est plus belle, c’est un fait vérifiable. Χειμώνιασε κι ο γέροντας τη σούπα του ρουφάει. Ήχος βαρύς, ήχος κοφτός, στο στάβλο τον τραβάει. Γιος: Άκουσες, πατέρα μου, το λόγο αυτό που σου ‘πα; Τ’ άλογο η νύχτα ρούφηξε, όπως εσύ τη σούπα! Γέρος: Γιε μου! Αν έτσι τα ’φερε ο καιρός, θα υπάρχει λόγος σοβαρός! Les voisins se rassemblent et ils donnent leur avis. Voisins : Les chevaux aiment les maîtres, un grand vol a été commis. Vieillard : Je m’en fiche des paroles, c’est la destinée qui décide. C’est le mal ? C’est le bien ? On ignore qui nous guide ! Villageois : Quel débile ce vieillard. Je ne trouve que du mal. Ces idées optimistes sont des trucs très banals.


Μαζεύτηκαν οι γείτονες το λόγο τους να πούνε. Χωρικοί: Είναι κλοπή! Μονάχα τον αφέντη τους τα άλογα ακούνε! Γέροντας: Τα λόγια μας ελαφριά και δίχως σημασία πετούν κενά κι αδύναμα γύρω απ’ την ουσία Δεν ξέρουμε ποια δύναμη την τύχη μας ορίζει… Προς το καλό; Προς το κακό; Πώς τη φορά γυρίζει; Χωρικοί: Τρελός δεν είν’ ο γέροντας που αντί τον κλέφτη να ζητήσει, ζητά βαθιά μες το κακό, καλό να κλείσει; Le vieillard se détend. Pas de stress, tout est calme. Il se couche et il rêve à son cheval sous une palme. Les heures passent très vite, les moments, les journées… quand un jour il entend des pas forts, décidés. Cataclop, cataclop, cataclop, cataclop ! Il tire vite les rideaux… Des chevaux qui galopent ! Son cheval vient premier ! Qu’il est beau quel champion ! Une douzaine le suivent comme le roi à son trône.


Ήρεμο το γέροντα, ύπνος γλυκός τον παίρνει και τ’ όνειρό του, τ’ άλογο τού φέρνει! Περνούν οι ώρες γρήγορα και τα λεπτά κι οι μέρες ωσότου πόδια βιαστικά ακούγονται στις φτέρες. Κλιπιτικλόπ, κλιπιτικλόπ, κλιπιτικλόπ! Κι οι θάμνοι αναστενάζουν! Κοιτάζει ο γέρος, τι να δει; Άλογα που καλπάζουν! Μπροστά, άσπρη οικεία χαίτη αγέρωχη ανεμίζει Με δώδεκα άτια πίσω της ένα άρχοντα θυμίζει! Les voisins se rassemblent pour voir ce troupeau. Ils reprennent les paroles et ils disent : Voisins : Quel cadeau ! Les chevaux sont ensemble dans l’étable du senior. Et son fils leur amène à manger et de l’eau. Il leur faut tous les jours un soin bien solide, le poil, les sabots, un galop très rapide.


Σιμώνουν πάλι οι γείτονες να δούνε την αγέλη Γείτονες: Ω μα τι τύχη! Τι χαρά! Φράσεις πετούν σαν βέλη. Το γέροντα απερίσκεπτα όλοι καλοτυχίζουν. Νερό είναι τα λόγια τους και τ’ άλογα ποτίζουν. Δουλευτής και συνετός του γέροντα ο μοναχογιός τα άλογα φροντίζει Τα πεταλώνει, τ’ αγαπά και βρόμη τα ταΐζει. Quand un jour… Fils : Au secours ! Elle est folle cette jument, elle piétine ! Elle me jette par terre, elle me tue, elle m’assassine ! Le vieillard trouve son fils estropié ; D’une sagesse divine tout est bien expliqué.


Μια μέρα, όμως, ξαφνικά που τ’ άλογα ημερώνει Φωνή μεγάλη ακούγεται: Γιος : Βοήθεια με σκοτώνει! Τρελάθηκε η φοράδα αυτή, κάτω με πετάει Και με ποδοπατάει! Κοιτά απαλά ο γέροντας το γιο του που χωλαίνει Μα η θλίψη από τα μάτια του στο στόμα του σωπαίνει. Γέροντας: Αν έτσι τα ’φερε ο καιρός, θα υπάρχει λόγος σοβαρός! Bientôt … Une guerre dure, folle éclate, le fils reste en famille. Les hommes du village partent et leur temps y gaspillent. Les parents horrifiés, ils disent quelle destinée ! Que la guerre est le pire que le fils est chanceux. Après la guerre, ils retournent, payés en liquide. Ils vont chez le chinois, ils saluent l’invalide. Ils racontent des exploits, des prouesses très candides. L’or ils exhibent fièrement de ce grand homicide. Les poches tintent naïvement d’une façon bien avide


mais ils pleurent tout le temps et leur cœur est très vide. Έχει η ζωή γυρίσματα… Άγριος πόλεμος ξεσπάει, τους νέους επιστρατεύουν, όπλα βαριά κρεμούν και τα μαλλιά κουρεύουν. Φεύγουν τα νιάτα, σπαταλούν άδικα τη ζωή τους μα ο γιος, χωλός, δεν έφυγε και μένει στη βολή τους! Χωρικοί: Ω μα τι τύχη! Τι χαρά! φωνάζουν όλοι πάλι, του γιου σου που δεν έπιασε του όπλου τη σκανδάλη. Γέροντας: Αν έτσι τα ’φερε ο καιρός, θα υπάρχει λόγος σοβαρός! Οι νέοι που από το θάνατο δίπλα ξυστά περάσαν, γύρισαν πίσω με χρυσό και τα κακά ξεχάσαν. Στο γέροντα ολόγυρα ξανά είναι καθισμένοι, μιλούν για κατορθώματα, μοιάζουν ευτυχισμένοι. Νέοι: Τι άτυχος ο γιος σου! Δεν ήρθε πίσω νικητής, χρυσό λαμπρό δεν έφερε ο δόλιος δουλευτής. Σ΄ αυτούς φέρνει ο ύπνος πόλεμο μαύρο κάθε βράδυ Τα μάτια ορθάνοιχτα μετρούν σπαθιά μες το σκοτάδι.


Αυτό το σκέφτηκε κανείς; Αν έτσι τα ’φερε ο καιρός, θα υπάρχει λόγος σοβαρός! Voilà ce beau conte, cette histoire, que veut dire ? Que nulle part et personne ne prédit l’avenir ! Qui décide ? C’est absurde, on peut pas aboutir C’est le bon, c’est le mal, le meilleur ou le pire ? Ποιος ξέρει το πρωί πού θα τον βρει το βράδυ; Το μέλλον γάργαρο κυλά στης τύχης το πηγάδι! Δεν ξέρουμε ποια δύναμη την τύχη μας ορίζει… Προς το καλό; Προς το κακό; Πώς τη φορά γυρίζει;


Le rêve de Yomo

Je m’appelle Yomo le grand et je suis plus pauvre que tous. J’ai un nom dans mon village et ma dignité est connue. Personne dans mon entourage ne connait ma vraie envie, que dès ma venue au monde je ne voulais qu’un cher habit. Un costume nouveau sans taches, un costume comme un sari, un costume gris, bleu, orange à n’ importe quel prix. Je me mets donc au travail, qu’il fasse jour ou qu’il fasse nuit, je me donne du courage, pour acheter mon neuf habit. Γιόμο φωνάζουν στο χωριό όλοι την αφεντιά μου, ξυπόλυτα τα πόδια μου, γεμάτη η καρδιά μου! Προτού ανασάνω μόνος μου, πριν ακουστεί το κλάμα, μαζί μου ήρθε στη ζωή τ’ όνειρο αυτό σαν θάμα: Μια φορεσιά πολύχρωμη, πανάκριβη να φτιάξω και τούτα τα κουρέλια μου αμέσως να πετάξω. Από παιδί τα χέρια μου ο μόχθος χαρακώνει, νύχτα και μέρα ούτε στιγμή η πλάτη δεν ισιώνει.


Μα όσο τα χέρια μου σκληρά δουλεύουνε το χώμα και τα ψιλά μετρώ ξανά κάτω απ’ το στρώμα κι αυτά δεν είναι αρκετά στο ράφτη για να πάω, στο νου μου λάμπει η φορεσιά, γλυκιά παρηγοριά και πάλι ξενυχτάω! Il arrive un jour de mars, un beau et chaud et long jeudi, je fais le compte de mon argent et je reste muet, surpris. Je vais vite chez un tailleur, je décris le bel habit. Il me fait une tenue charmante, comme je le lui ai dit. Ένα ωραίο πρωινό, ο ήλιος κίνησε για τη γνωστή του ρότα κι εγώ μετρώ, ξαναμετρώ τα κέρδη του ιδρώτα. Έκανα και ξανάκανα το λογαριασμό μου ώσπου οι δεκάρες έφτασαν ψηλά ως τ’ όνειρό μου! Στο ράφτη τρέχω κι η τρελή χαρά στα πόδια μου δίνει φτερά και με πολύχρωμες κλωστές μα κι επιδέξιες βελονιές


ράβει τ’ όνειρό μου που τώρα μ’ ακουμπά γλυκά απ’ τα πόδια ως το λαιμό μου! Je la porte toute la semaine, du lundi au vendredi, au boulot, en promenades, dans les champs et même au lit. Les ans passent et le costume se fait vieux, quelle tragédie ! Je m’inquiète pas car le tailleur m’en fait un gilet joli. Μέρα και νύχτα το φορώ, καθόλου δεν το βγάζω. Με την παλιά μου φορεσιά ποτέ δεν το αλλάζω. Τι κι αν είναι τα χέρια μου πάντα γεμάτα χώμα, τους χωριανούς μου άφησα με ανοιχτό το στόμα! Ο χρόνος που περνά σκληρός τη φορεσιά μου λιώνει, τη φθείρει, την πληγώνει. Δεν απελπίζομαι εγώ, στο ράφτη τρέχω στο λεπτό, ένα γιλέκο όμορφο πολύχρωμο μου ράβει το όνειρό μου επέζησε, μόνο άλλαξε καράβι!


Et puis ça se répète, je suis pas désespéré. Du gilet on fait un bonnet et bouton chamarré. Μέρα και νύχτα το φορώ, καθόλου δεν το βγάζω Όταν δουλεύω το κοιτώ και το θαυμάζω. Ο χρόνος που περνά σκληρός και το γιλέκο λιώνει, το σκίζει, το παλιώνει. Δεν απελπίζομαι εγώ, στο ράφτη τρέχω στο λεπτό, ένα σκουφάκι υπέροχο, πολύχρωμο σκαρώνει, δε χάθηκε το όνειρο μα ούτε και τελειώνει… Ο χρόνος που περνά σκληρός τρύπες το σκούφο μου γεμίζει Μα δεν με απελπίζει! Στο ράφτη τρέχω στο λεπτό, φτιάχνει κουμπί μοναδικό. Το όνειρο δε χάθηκε, μορφή αλλάζει Πολύχρωμο και όμορφο, καινούργιο μοιάζει!


Le bouton est détruit de l’usure jour et nuit, mais je suis sûr et j’insiste qu’il valait la peine aussi. De ce bouton, gilet et bonnet je raconte aujourd’hui une histoire petite, un conte qui vous sera très utile. Les enfants je vous conseille ne jamais quitter vos envies, car un jour votre costume deviendra une belle vie. Από το χρόνο που περνά και το κουμπί μου χάνω Και τότε μ’ ό,τι απέμεινε, το παραμύθι κάνω. Δεν απελπίζομαι εγώ, τ’ όνειρο είναι ζωντανό!




Κανάρη 33 & Αμοργού, 153 43 Αγ. Παρασκευή. Τηλ.: 2106396791


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.