Κόρες - Lucy Fricke

Page 1

Τρεις μέρες τώρα είχα κολλήσει εδώ. Το βράδυ οι αρουραίοι θέριζαν τα σοκάκια, τη μέρα οι τουρίστες στοιβάζονταν στη Φοντάνα ντι Τρέβι. Μπροστά στα μουσεία φύλακες με πολυβόλα στους ώμους, κάτω απ’ το έδαφος σταθμοί, τόσο ζοφεροί, που αρκούσε μόνο η όσφρηση για να να αντιληφθεί κανείς τη βρώμα, κι αν ήθελα να επισκεφτώ το Βατικανό, έπρεπε να κάνω αίτηση στο διαδίκτυο. Είχα διανυκτερεύσει στo Babylon, ένα ξενοδοχείο κατώτατης κατηγορίας, όπου οι χαμαλοδουλειές ανήκαν αποκλειστικά σε Κορεάτες. Ίσως και να οφειλόταν στο ότι ποτέ δεν είχα την επιθυμία να έρθω στη Ρώμη, ωστόσο την ερωτεύτηκα αμέσως. Πάντα ένιωθα ένα εσωτερικό δέος για τόπους και πρόσωπα που παραδίδονταν περήφανα στον μαρασμό, που είχαν τέτοια βεβαιότητα για την ομορφιά τους, ώστε να μη δίνουν δεκάρα για τον κόσμο. Μια καθημαγμένη ντίβα ήταν η πόλη, μέχρι τα μπούνια στη βρώμα∙ μόνο τις εκκλησίες της διατηρούσε καθαρές, ενώ απέξω τα περιστέρια σκέπαζαν με τις κουτσουλιές τους κάθε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Βασικά το μόνο που ήθελα να κάνω εδώ ήταν να αλλάξω μεταφορικό μέσο. Από το αεροδρόμιο ως τον τελευταίο σταθμό του μετρό, την Αναγνίνα, κι έπειτα με το λεωφορείο για εκείνη την κωμόπολη στα βουνά, ~9~


LUCY FRICKE

εκεί όπου βρισκόταν κάποιος που ήθελα να επισκεφτώ εδώ και δέκα χρόνια. Ο ίδιος δεν ήξερε τίποτα· αδιάφορο θα του ήταν, είχε πεθάνει προ πολλού. Ωστόσο πρέπει κανείς να αποχαιρετά και τους νεκρούς –ιδίως τους νεκρούς– και δυστυχώς είχα κολλήσει μ’ αυτόν τον τύπο, κι όχι με την καλή έννοια· λίγο πολύ τον λάτρευα σαν θεό. Κάτι τέτοιο μπορούσε κάλλιστα να εξελιχθεί σε πρόβλημα, όπως κατά βάση το οτιδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε πρόβλημα, ιδίως η αγάπη, ιδίως οι άντρες. Κάπως έτσι πήρα τους δρόμους. Άλλωστε, μετά από δέκα χρόνια δικαιούται κανείς να πάρει σιγά σιγά τους δρόμους, έτσι σκέφτηκα, και τώρα είχα κολλήσει εδώ. Την ημέρα της άφιξής μου στεκόμουν στον σταθμό των λεωφορείων κι έβλεπα τους ανθρώπους να ανεβαίνουν σ’ αυτό το όχημα που αποκαλούσαν πούλμαν, που πάντοτε έμοιαζε να έρχεται με καθυστέρηση, και που επί δεκαετίες αλώνιζε τους δρόμου· ένα όχημα του οποίου οι πίσω θέσεις έλειπαν και οι υαλοκαθαριστήρες επίσης. Παλαιότερα, βέβαια, είχα περάσει μέρες ολόκληρες στην καρότσα ενός αγροτικού διασχίζοντας κάποια ζούγκλα κι είχα αναρριχηθεί –χωρίς την παραμικρή υπερβολή– σε ανεμοδαρμένα ελικοφόρα οχήματα, είχα καθίσει στο καλάθι μιας μοτοσικλέτας, που ο οδηγός της με διαβεβαίωσε με ένα ασάλευτο βλέμμα, ενώ οδηγούσε, πως βρισκόταν στο πιο γαμάτο LSD τριπάκι της ζωής του. Ο φόβος δεν συγκαταλεγόταν στα εξέχοντα χαρακτηριστικά μου. Γιατί λοιπόν δεν κατάφερνα να φύγω απ’ αυτήν την πόλη; Ήμουν νωθρή, στωική ή απλά δειλή, όταν έπρεπε να παραδεχτώ πραγματι~ 10 ~


ΚΟΡΕΣ

κότητες κι αλήθειες, οι οποίες, από κάθε άποψη, δεν με βόλευαν καθόλου, όπως ο θάνατος αυτού του άντρα; Αυτά αναρωτιόμουν, καθώς κοιτούσα τώρα τον θόλο του Πανθέου, κατευθείαν μέσα από την τρύπα του, τον γκρίζο ουρανό πάνω απ’ τη Ρώμη, στο μάτι του Θεού. Λίγα μέτρα παραπέρα είχε σκαλώσει ένα ροζ μπαλόνι, από εκείνα που μοιράζονταν σε όλη την πόλη μπροστά στα μαγαζιά της Victoria’s Secret. Έτσι λοιπόν κρεμόταν απ’ τον θόλο του Πανθέου μια καταραμένη διαφήμιση εσωρούχων χορεύοντας σε κάθε ριπή του αέρα, πλησιάζοντας ολοένα προς την ουράνια έξοδο, προς την ελευθερία. Εκατοντάδες έκφυλοι δεν έκαναν τίποτε άλλο απ’ το να παρατηρούν αυτό το θέαμα: όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα στο ροζ μπαλόνι, ενεργοποίησαν πάραυτα τη βιντεοσκόπηση στα κινητά τους τηλέφωνα και, όταν επιτέλους εκείνο απέπλευσε προς τον ρωμαϊκό ουρανό, το πλήθος άρχισε να χειροκροτεί και να επευφημεί σαν να είχε παρουσιαστεί ο ίδιος ο Μεσσίας. Ενώ στην τσέπη μου δονούσε το κινητό μου, ακούστηκε απ’ τα μεγάφωνα ένα αυστηρό «Ησυχία, παρακαλώ» σε τέσσερις γλώσσες. Παρ’ όλα αυτά το σήκωσα, και στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η Μάρτα. «Πού είσαι;» ρώτησε. Κοίταξα στον θόλο, σαν να ήθελα να βεβαιωθώ κι εγώ προτού της απαντήσω: «Στο Πάνθεον είμαι». «Μιλάς στο τηλέφωνο μέσα σε μια εκκλησία;» «Αυτό δεν είναι εκκλησία, είναι η εξωφρενικότερη ~ 11 ~


LUCY FRICKE

τουριστική κόλαση επί της γης. Ούτε βήμα δεν μπορείς να κάνεις. Έτσι κι αλλιώς, από δω μέσα δεν βγαίνω». «Κάνε μια προσπάθεια, σε παρακαλώ» άκουσα τη Μάρτα να λέει σιγανά. «Θα ήθελα μια στιγμή ιδιαιτέρως, κάπου ήσυχα». «Είμαι στη Ρώμη, εδώ το ιδιαιτέρως δεν υφίσταται» της είπα, ενώ πάσχιζα να ανοίξω δρόμο ανάμεσα στις μάζες. «Μα τι κάνεις στη Ρώμη;» «Τίποτα, απλώς σκέφτηκα πως πρέπει να τη δει κανείς κι αυτήν κάποτε». «Όλο και πιο παράξενη γίνεσαι». «Τουλάχιστον, όσο μεγαλώνω, οι κρίσεις μου γίνονται πιο πολιτισμένες» απάντησα. «Για την ακρίβεια, περνάμε στ’ αλήθεια εξαιρετικά αυτόν τον καιρό, η κρίση μου και εγώ». Διέσχισα τη μεγαλύτερη πόρτα που είχα δει σ’ όλη μου τη ζωή. Είχε ύψος τουλάχιστον έξι μέτρα και, επιπλέον, ήταν φτιαγμένη από μπρούντζο. Αν ο παράδεισος είχε πόρτες σαν κι αυτήν, δεν θα κατάφερνα ποτέ να μπω μέσα. «Έλα, Μάρτα, μ’ ακούς;» Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα ναι, τόσο επικίνδυνα ισχνό, όπως δεν το είχα ακούσει ποτέ πριν απ’ τη Μάρτα· αυτό το ναι έκρυβε κάτι τόσο ολέθριο, που δεν δίστασα στιγμή. Δεν τη ρώτησα τίποτα, γνωριζόμασταν αρκετό καιρό για να ξέρουμε πότε η άλλη βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η Μάρτα θ’ άρχιζε να κλαίει στο τηλέφωνο, και το να κλαις στο τηλέφωνο είναι ακόμη χειρότερο απ’ το να κλαις στο ~ 12 ~


ΚΟΡΕΣ

πίσω κάθισμα ενός ταξί. Δεν μπορείς να στηρίξεις κανέναν απ’ το τηλέφωνο· η φωνή είναι οριακά επαρκέστερη από ένα μικρό δαχτυλάκι για να κρατηθεί κανείς. Θα επέστρεφα αμέσως. Τη στιγμή που έκλεινα το τηλέφωνο, ένα περιστέρι με κουτσούλησε στο κεφάλι. Ότι αυτό δεν ήταν καλός οιωνός, εν τω μεταξύ, το ήξερα.

~ 13 ~



ΟΛΑ ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ



Είχα πάρει την πρώτη πτήση. H νύχτα ήταν τόσο σύντομη, που ουσιαστικά δεν είχε υπάρξει καν, και τώρα, μια Δευτέρα πρωί κατά τις εννιάμισι, έσερνα τη βαλίτσα μου στη Γέφυρα της Βαρσοβίας όπου μόλις είχε τελειώσει το πάρτι. Οι καλεσμένοι θα ξάπλωναν στο κρεβάτι, μέσα στα ξερατά τους, ή θα χόρευαν ακόμη σε κάποιο κλαμπ. Πέρασα ανάμεσα από άδεια μπουκάλια σαμπάνιας, σπασμένα μπουκάλια μπίρας κι έναν ξεχασμένο ενισχυτή. Σπασμένα γυαλιά θρυμματίζονταν κάτω απ’ τις ρόδες της βαλίτσας. Πίσω απ’ την επόμενη γωνία, δίπλα ακριβώς στο μεγάλο εργοτάξιο, βρισκόταν το σπίτι μου. Το κλιμακοστάσιο μύριζε σαν ανατιναγμένο κελάρι και παντού κυριαρχούσε μια υπόκωφη σιωπή. Το σπίτι είχε προσαρμοστεί στην ξέφρενη γειτονιά. Αν ήθελες να επιζήσεις σ’ αυτήν τη φασαρία χρειαζόσουν ένα σπίτι στην επαρχία ή μια δουλειά στο εξωτερικό. Για να πληρώσεις το νοίκι, θεωρούνταν συνετό σε κάθε ευκαιρία να υπενοικιάσεις τα δωμάτια σε ανθρώπους από καταθλιπτικότερες χώρες, οι οποίοι συμπεριφέρονταν στο διαμέρισμα μ’ έναν τρόπο που ποτέ δεν θα τολμούσαν αν ήταν στα σπίτια τους. Εμείς οι ίδιοι ζούσαμε δεξιά κι αριστερά· μέναμε πότε με τους πάνω και πότε με τους κάτω γείτονες και κοιμόμασταν σε καναπέδες, ενώ στο δικό μας διαμέρισμα οι έξαλλοι τουρίστες κατουρούσαν στο παρκέ. ~ 17 ~


LUCY FRICKE

Τα λεφτά μου τα έβγαζα με το να εξαφανίζομαι απ’ την πόλη. Όταν χρειαζόμουν χρήματα, έφευγα για μέρη φτηνότερα, και τέτοια υπήρχαν σε αφθονία. Σκότωσε τον επενδυτή μέσα σου, διάβασα πρόσφατα σ’ έναν τοίχο σπιτιού στο Κρόιτσμπεργκ. Η αντίδρασή μου ήταν μία και ξεκάθαρη: δε μου καιγόταν καρφί. Έμενα ήδη αρκετό καιρό σ’ αυτήν τη συνοικία κι είχα την αίσθηση πως μου αναλογεί ένα κομμάτι της πίτας, πως η πίτα στην ουσία ήμουν εγώ η ίδια. Πουλούσα την πατρίδα μου για ογδόντα ευρώ τη βραδιά· οι περισσότεροι αυτό έκαναν. Και τις Πέμπτες πηγαίναμε με τον καφέ στο χέρι στη διαδήλωση για να σώσουμε το μανάβικο –αν όχι κι ολόκληρη τη γειτονιά– από τον εκτοπισμό. Μαζί μας ήταν και διαδηλωτές από άλλες πόλεις, οι οποίοι είχαν κρεμασμένες στους ώμους υφασμάτινες τσάντες με μεταξοτυπωμένα συνθήματα διαμαρτυρίας. Επιπλέον, συμμετείχαν και καλλιτέχνες από το Σαρλότενμπουργκ και το Πρέντσλαουερ Μπεργκ, για να δείξουν αλληλεγγύη. Κάνα δυο κείμενα, κάνα δυο τραγούδια ενάντια στην άνοδο των ενοικίων και στο ξεπούλημα, κι η ζήτηση στο Airbnb εκτοξευόταν και πάλι κατά είκοσι τοις εκατό. Οι τουρίστες αγόραζαν τις τσάντες και τις περιέφεραν αργότερα στη Νέα Υόρκη, στη Βαρκελώνη ή στην Κάτω Βαυαρία. Λαχανικά απ’ το μανάβικο δεν αγόραζε κανένας. Ο καθρέφτης έδειχνε το πρόσωπό μου ακριβώς στην ηλικία που βρισκόταν, λίγο πάνω από σαράντα. Στο μεταξύ οι ρυτίδες παρέμεναν λευκές κι άθικτες απ’ τον ~ 18 ~


ΚΟΡΕΣ

ήλιο, σαν να είχα θρυμματίσει το πρόσωπό μου από μέσα. Όμορφη υπήρξα πάντα μόνο στο παρελθόν. Το γήρας ήρθε απ’ τη μια μέρα στην άλλη και συνέχισε να έρχεται ξανά και ξανά. Παλαιότερα συνήθιζα να μεγαλώνω στα όνειρά μου∙ σύντομα θ’ άρχιζα να συρρικνώνομαι στον ύπνο μου, ξυπνώντας κάθε πρωί όλο και μικρότερη. Μέχρι να εξαφανιστώ. Κάποιες φορές αναρωτιόμουν πώς θα άντεχα τον χρόνο ως τότε. Επιπλέον, κάθε μέρα εμφανίζονταν όλο και περισσότερες τρίχες στο πρόσωπο. Ο νεαρός απ’ την Ισπανία είχε ξεράσει δίπλα στη λεκάνη της τουαλέτας. Η ένταση του στερεοφωνικού στη διαπασών, στο ψυγείο ένα βάζο με φυστικοβούτυρο, ένα κομμάτι Έμενταλ και μια μπίρα, στο ξύλινο δάπεδο τρία πατημένα αποτσίγαρα. Χοσέ, 24, Τόπος κατοικίας: Μαδρίτη. Ο πίνακας στο υπνοδωμάτιο τώρα κρεμόταν ανάποδα. Ο Χοσέ ήταν μάλλον χωρατατζής. Χάρηκα που δεν τον συνάντησα ποτέ. Χρειάστηκα δύο ώρες για να καθαρίσω το διαμέρισμα, να το απελευθερώσω, να ξύσω τα ισπανικά νιάτα από τις χαραμάδες. Αφού τελείωσα, άνοιξα την μπίρα του Χοσέ, κάθισα στο παράθυρο και κοίταξα έξω τον Σπρέε. Ήταν μέσα Απριλίου, το ποτάμι ήταν ακόμη ποτάμι κι όχι ένα στενόμακρο πεδίο πάρτι. Το αργότερο σε έξι εβδομάδες τα ατμόπλοια της τέκνο θα περνούσαν από δω με τις λέιζερ ακτίνες τους να ψηλαφούν τους τοίχους του γραφείου μου. Θα αντίκριζα, τότε, υστερικά πάρτι εργένηδων, ημίγυμνους άντρες κι ~ 19 ~


LUCY FRICKE

ακόμα πιο γυμνές γυναίκες, οι οποίοι θα θεωρούν ότι ζουν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους –και μάλλον θα έχουν δίκιο– πράγμα για το οποίο ένιωθα όλο και περισσότερη συμπόνια. Όταν μπήκα στο μπαρ η Μάρτα δεν είχε φτάσει. Κανένας δεν ήταν εκεί εκτός από έναν μπάρμαν που γυάλιζε τα ποτήρια και τον έβλεπα για πρώτη φορά. Εκείνη είχε προτείνει αυτό το μέρος. Ήταν παλιό της στέκι, ωστόσο δεν ήξερα αν είχε προκύψει από συναισθηματισμό ή απουσία έμπνευσης. Μου φαινόταν ότι είχε περάσει μια ζωή από τότε που περνούσαμε εδώ τα βράδια μας μαζί με τον Χένινγκ, τον οποίο ήθελε κάθε τόσο να εγκαταλείψει μέχρι τελικά να τον παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά. Και με τον Γιον, τον πιο παλιό φίλο του Χένινγκ, τον οποίο δεν καταφέραμε να σώσουμε. Ο Γιον είχε αναγορεύσει την μπάρα σε καλύτερη και τελευταία του φίλη, αφήνοντας πάνω της τα λεφτά και τη βούλησή του μέχρι να εξαντληθούν τελείως. Δεν σκεφτόμουν συχνά τον Γιον πλέον, δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου πια γι’ αυτόν. Γενικά και οι τρεις μας είχαμε γίνει πιο σιωπηλοί μετά τον θάνατό του. Αν αυτή η σιωπή οφειλόταν στην ηλικία μας ή στον πόνο –αν, σε τελική ανάλυση, υπήρχε κάποια διαφορά ανάμεσά τους– ήταν αδύνατο να πω. Συνεχίσαμε απλώς να ζούμε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο όσο νομίζαμε. Έριξα ένα γρήγορο βλέμμα στην πόρτα ακριβώς τη στιγμή που μπήκε η Μάρτα σαν σκιά. Μου χάιδεψε αδύναμα τον ώμο, προτού καθίσει μ’ ένα βογκητό. ~ 20 ~


ΚΟΡΕΣ

Εμένα μόλις που με κοίταξε, στράφηκε απευθείας στα μπουκάλια στον τοίχο. Η Μάρτα έβγαινε πια μόνο όταν ήταν επιτακτικά αναγκαίο, με την αναγκαιότητα να πηγάζει πάντοτε από μέσα της, ποτέ απ’ έξω. Εδώ και αρκετό καιρό δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τον εξωτερικό κόσμο. Για περισσότερο από έναν χρόνο ήταν κάθε τόσο και λίγο έγκυος, μια στη τέταρτη εβδομάδα, μια στην έκτη, την άλλη στην όγδοη. Μετά τις αποβολές πηγαίναμε για ποτό, προτού ξεκινήσουν όλα πάλι απ’ την αρχή. Το ότι κατά τη διάρκεια αυτών των βασανιστηρίων με την ορμονοθεραπεία δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου, φάνταζε στα μάτια μου αδιανόητα τρομακτικό. Η Μάρτα ήταν το πιο βαρβάτο άλογο που ήξερα. Όταν, τις εβδομάδες που δεν είχε γονιμοποιηθεί, βγαίναμε για κανένα ποτό, παράγγελνε μόνο τα ακριβότερα, συνήθως σκέτα. Αφού το κάνω, ας το κάνω σωστά, έλεγε, και μετά από τρία ποτήρια ήταν συνήθως τύφλα. Αυτή ήταν μια αλλαγή που εξακολουθούσε να με μπερδεύει. Στην αρχή ένιωθα ότι η Μάρτα με είχε κυριολεκτικά εγκαταλείψει. Σ’ αυτήν την ηλικία, σ’ αυτήν τη φάση της ζωής, στην οποία αδυνατούσα να προσαρμοστώ, λιγόστευαν οι φίλοι που μπορούσαν να παραμείνουν όρθιοι δίπλα μου στην μπάρα. Οι νύχτες μου διαρκούσαν τόσο όσο οι μέρες των πιο πολλών ανθρώπων. Ζούσαμε σε διαφορετικό μήκος κύματος. Στο μονοπάτι που είχα πάρει δεν έβλεπα σχεδόν κανέναν πια, κι οι λίγοι που συναντούσα με τρόμαζαν. Ήταν άνθρωποι χαμένοι που κολλούσαν πάνω μου σαν βδέλλες. ~ 21 ~


LUCY FRICKE

Η Μάρτα παρήγγειλε ένα διπλό ουίσκι δεκαοκτώ ετών και γύρισε προς το μέρος μου εξαντλημένη. Δεν είχαμε ιδωθεί ούτε μιλήσει για παραπάνω από έναν μήνα. Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο· εδώ κι αρκετό καιρό εγώ ταξίδευα συνεχώς, ενώ εκείνη ήταν πάντα στο σπίτι. Δεν ήταν απαραίτητες πια οι διαβεβαιώσεις ότι σκεφτόμασταν η μία την άλλη. Ήμασταν εκεί και θα παραμέναμε εκεί. Όπως οι γέροι στο αγαπημένο τους καφενείο δίπλα στην πύλη του εργοστασίου, καθόμασταν μαζί και σιωπούσαμε. Παρήγγειλα μια μπίρα, μεγάλη. Φαινόταν πως θα ακολουθούσε ένα μακρύ και ήσυχο βράδυ. «Γιατί στη Ρώμη;» ρώτησε η Μάρτα τελικά. «Χωρίς ιδιαίτερο λόγο» είπα ψέματα εγώ. «Κάθε δυο τρία χρόνια σκέφτομαι πως θα ήταν χρήσιμο να είναι κανείς θρήσκος. Τότε, κάθομαι μια ολόκληρη μέρα στην πρώτη εκκλησία που θα βρω μπροστά μου και φαντάζομαι πόσο καλύτερα θα ήταν αν μπορούσα να πιστέψω στον Θεό. Κάθομαι εκεί, η ησυχία γύρω μου, το σκοτάδι κι η παγερή υγρασία στους τοίχους, οι σταυροί κι οι τοιχογραφίες, αυτός ο μοιρολατρικός πόνος σαν να είχαν όλα όντως ένα νόημα. Κάποιες φορές κάθομαι έτσι για ώρες ολόκληρες, επειδή ξέρω πως μόλις βγω έξω τα πάντα θα καταρρεύσουν πάλι». «Πήγες στη Ρώμη για να καθίσεις σε μια εκκλησία;» «Πουθενά δεν έχει τόσο πολλές εκκλησίες, η μια καλύτερη απ’ την άλλη, σε κάθε γωνιά κρέμεται κι ένας πίνακας του Καραβάτζιο. Αν ρίξεις ένα ευρώ στο μηχάνημα, ανάβει το φως και μπορείς να τον δεις κιόλας τον πίνακα. Εκτός αυτού, μόλις τώρα άρχισα να καταλαβαί~ 22 ~


ΚΟΡΕΣ

νω τις καλόγριες. Στους Ιταλούς ο Χριστός απεικονίζεται εντελώς διαφορετικά. Δεν είναι ο αποστεωμένος τύπος που υποφέρει όπως σ’ εμάς, όχι∙ αυτός κρέμεται στον Σταυρό με σοβαρά γυμνασμένους κοιλιακούς. Ένα κυριολεκτικά λάγνο θέαμα! Για έναν τέτοιο άντρα η καθεμιά θα πήγαινε ευχαρίστως σε μοναστήρι». Συνέχισα να φλυαρώ για να της δώσω χρόνο. Εξάλλου δεν ήθελα να μιλήσω για τον πραγματικό λόγο του ταξιδιού μου, κάτι γύρω από αυτό μ’ έκανε να ντρέπομαι. Άλλωστε δεν ήμουν εγώ το θέμα, όχι απόψε. Παρήγγειλε ένα δεύτερο ουίσκι και συνέχισε να σωπαίνει. «Τι συμβαίνει, Μάρτα;» «Πες μου εσύ πρώτα, τι πήγες πραγματικά να κάνεις στη Ρώμη, εκτός απ’ το να λατρέψεις τον Χριστό;» «Τίποτα δεν ήθελα στη Ρώμη. Βασικά ήθελα» παραδέχτηκα, «να πάω στην Μπελέγκρα, μια ώρα νοτιότερα». Με κοίταξε με απορία. «Ήθελα να επισκεφτώ τον τάφο του πατέρα μου». «Ο πατέρας σου πέθανε;» «Όχι αυτός, ο άλλος». «Έχεις τόσο πολλούς, ποτέ δεν ξέρω για ποιον μιλάς». Η Μάρτα υπερέβαλε. Για την ακρίβεια, ήταν μόνο τρεις: ο καλός, γνωστός και ως Τρομπονίστας, ο κακός, ο επονομαζόμενος Γουρούνι, κι ο φυσικός μου πατέρας, ο Γιόχεν. Η μητέρα μου είχε εξαφανιστεί μαζί με μένα τόσο νωρίς απ’ τη ζωή του, που στα μάτια μου είχε καταντήσει ένας καλοσυνάτος θείος. Απέναντί του φερόμουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ευγένεια και, ~ 23 ~


LUCY FRICKE

πού και πού, τον συναντούσα για φαγητό. Κάτι άλλο πέρα από οίκτο δεν κατάφερα ποτέ να νιώσω γι’ αυτόν. Ούτε καν όταν η μητέρα μου παντρεύτηκε το Γουρούνι, το οποίο, μέσα σε μόλις δύο χρόνια, κατάφερε να προξενήσει τέτοια καταστροφή στην προεφηβική μου ψυχή, που σε όλη τη μετέπειτα ζωή μου πάλευα με κάθε είδους ψυχολογικά και σεξουαλικά τραύματα. Το μόνο φωτεινό σημείο σ’ αυτήν την ανδρική κοιλάδα των δακρύων, στην οποία με έσυρε η μητέρα μου, ήταν ο Tρομπονίστας. Ένας τζογαδόρος Ιταλός, ένας αρρενωπός μάτσο τύπος ακατανίκητης γοητείας, ο οποίος με κουβαλούσε στις πλάτες του καθ’ όλο το ανθηρό ήμισυ της παιδικής μου ηλικίας και τον αγαπούσα σαν τρελή. Απάντησα, λοιπόν: «Ο Τρομπονίστας». «Και είναι θαμμένος στην Μπελέγκρα;» «Από εκεί καταγόταν». «Πήγατε ποτέ εκεί μαζί;» «Όχι, δεν ήθελε να επιστρέψει ποτέ». «Λυπάμαι» είπε η Μάρτα. «Ναι, κι εγώ». «Όχι, εννοώ που σ’ εμπόδισα να πας». «Για δέκα ολόκληρα χρόνια εγώ η ίδια εμπόδιζα τον εαυτό μου να πάει και τώρα, γι’ άλλες τρεις μέρες στη Ρώμη. Αυτό είναι το καλό με τους τάφους: περιμένουν». «Ναι» είπε η Μάρτα και κοίταξε μέσα στο ποτήρι της. «Ναι. Γι’ αυτό σου τηλεφώνησα. Δηλαδή περίπου γι’ αυτό. Ο πατέρας μου» είπε και ήπιε μια γερή γουλιά «είναι ένας καταραμένος μπάσταρδος». «Το ξέρω» είπα, «μου το έχεις ήδη αναφέρει». ~ 24 ~


ΚΟΡΕΣ

Στα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής της, ο πατέρας της Μάρτα έλαμπε διά της διαρκούς απουσίας του, δεν ήταν εκεί ούτε καν όταν τον χρειαζόταν. Ειδικά όταν τον χρειαζόταν. Μου είχε διηγηθεί φρικτές ιστορίες απ’ τα νεανικά της χρόνια. Αυτός ο πατέρας ήταν γροθιά στο στομάχι. Η μητέρα της τον είχε εγκαταλείψει από νωρίς, με αποτέλεσμα εκείνος για δυο τρία χρόνια να το ρίξει στο ποτό, μέχρι να ξαναπαντρευτεί και, κατά τη διάρκεια αυτού του γάμου, να ξεχάσει σχεδόν ολοκληρωτικά τη Μάρτα. Από αυτήν την άποψη, οι ιστορίες της παιδικής μας ηλικίας ήταν όμοιες, αν και τις διαχειριζόμασταν τελείως διαφορετικά. Μετά από πολλές αποτυχημένες απόπειρες διαφυγής, η Μάρτα θέλησε με κάθε κόστος να φτιάξει τη δική της οικογένεια. Να τα κάνει όλα καλύτερα, έστω να κάνει κάτι, οτιδήποτε, να γίνει ευτυχισμένη, να τα φέρει σε πέρας. Στη δική μου περίπτωση, η παιδική ηλικία κι ακόμη περισσότερο η εφηβεία μού είχαν ξεριζώσει κάθε επιθυμία για οικογένεια, σε τέτοιον βαθμό μάλιστα, που στην προοπτική της και μόνο με έλουζε κρύος ιδρώτας. Τα τελευταία χρόνια, από τότε που ο πατέρας της είχε πια γεράσει κι είχε μείνει χήρος, τηλεφωνούσε στη Μάρτα μία φορά την εβδομάδα. Από τότε που πήρε τη διάγνωση του καρκίνου, μάλιστα, και δύο φορές την εβδομάδα. Ωστόσο, πιθανότατα θα είχε ξοδέψει γύρω στις χίλιες τηλεφωνικές ώρες μαζί του, και να άξιζαν μόνο οι πέντε από αυτές. Υπήρξαν συζητήσεις, αλήθειες και συγγνώμες, ακόμη και διαβεβαιώσεις αγάπης. Απ’ την πλευρά του, εννοείται. ~ 25 ~


LUCY FRICKE

Βασικά δεν ήταν και τόσο κακός τύπος, μου είχε πει κάποτε η Μάρτα. Να δεις που κι εκείνος τα βρήκε δύσκολα στη ζωή του. Απ’ τη στιγμή που γνώριζες από πού προερχόταν κάποιος, ποιες μάχες είχε κερδίσει και, ακόμη περισσότερο, ποιες είχε χάσει, τότε το κανάλι άνοιγε διάπλατα κι η αγάπη ορμούσε μέσα με βουή. Απλώς το πρόβλημα παρέμενε: τι θα έκαναν ο ένας με τον άλλον τώρα που είχαν ειπωθεί όλα; Στο τέλος θα έμπαιναν όλα σε μια σειρά, θα πίνανε μπίρες παρέα και θα ψιλοκουβέντιαζαν για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Με λίγη τύχη, θα απολάμβαναν και την κοινή σιωπή. «Μέχρι την τελευταία του μέρα μόνο τον εαυτό του σκέφτεται» είπε η Μάρτα. «Το πρόβλημα είναι ότι ακόμη και γι’ αυτό χρειάζεται τη βοήθειά μου. Παίρνει χθες το πρωί τηλέφωνο και λέει κάτι σαν “όλα έχουν τακτοποιηθεί”, κι άλλα τέτοια. “Τα έχω κανονίσει όλα” λέει, “έχω το πράσινο φως”. Μετά μου κοπανάει κι ένα “γλυκιά μου” και “μια τελευταία χάρη”. Κι ένα, “μα δεν μπορείς να το αρνηθείς αυτό στον άρρωστο πατέρα σου”. Εννοείται, πώς να αρνηθεί κανείς άλλωστε μια τελευταία χάρη. Τουλάχιστον, ξέρεις στα σίγουρα πως θα είναι όντως η τελευταία». Δεν κατάλαβα τι ακριβώς προσπαθούσε να μου πει. «Θέλει να πεθάνει, Μπέτυ. Κι από μένα θέλει να τον πάω μέχρι εκεί με το αυτοκίνητο». «Πού να τον πας;» «Στην Ελβετία. Το ραντεβού είναι την επόμενη βδομάδα». «Γιατί ραντεβού; Τόσο ξαφνικά;» ~ 26 ~


ΚΟΡΕΣ

«Δεν είναι ξαφνικά. Εδώ και μήνες έχει στείλει τα χαρτιά του, μαγνητικές τομογραφίες, διαγνώσεις, τα πάντα. Έγινε μέλος σ’ αυτό το σωματείο και πλήρωσε ένα σωρό λεφτά. Γι’ αυτό μου ζητάει συνέχεια δανεικά. Όλη την ώρα αναρωτιόμουν γιατί δεν του φτάνουν τα λεφτά. Σκεφτόμουν απλώς ότι πίνει πολύ, ενώ εκείνος με τα λεφτά μου χρηματοδοτεί την αποχώρησή του. Αυτό κι αν είναι διεστραμμένο. Πρώτα βάζει την κόρη του να πληρώσει για τον θάνατό του και μετά πρέπει να τον πάει κιόλας». Ενώ λοιπόν όλοι σχεδόν απ’ τον φιλικό μας κύκλο άρχιζαν σιγά σιγά να κληρονομούν σπίτια –έστω και κατά το ήμισυ– και εξοργίζονταν στα βραδινά τραπέζια για διαθήκες και φόρους κληρονομιάς, η Μάρτα, η οποία εδώ και χρόνια βοηθούσε τον πατέρα της να βγει από κάποιες στενότητες, όπως τις αποκαλούσε, καθόταν εκεί και χαμογελούσε ήπια. Απ’ τη φτώχεια των γονιών κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει, η μυρωδιά δεν έφευγε με τίποτα. Ακόμη και το βάδισμα τα μαρτυρούσε όλα, τόσο στητό, άκαμπτο και περήφανο, ενάντια σε κάθε καταπίεση, χωρίς καμία χαλαρότητα. «Και δεν σου είπε τίποτα για όλα αυτά; Τι σου λέει δηλαδή όλον αυτόν τον καιρό;» ρώτησα. «Δεν ήθελε να με επιβαρύνει. Έτσι λένε αφού πρώτα σε πλακώσουν μ’ ένα βουνό. “Γλυκιά μου, δεν ήθελα να σε επιβαρύνω”». Η Μάρτα πήρε τσιγάρο απ’ το πακέτο μου, κάτι που έκανε πια μόνο όταν ήταν μεθυσμένη ή απελπισμένη –συνήθως και τα δύο μαζί– κι άρχισε να καπνίζει. Με τον δικό της τρόπο. Κοιτούσε το κενό, ~ 27 ~


LUCY FRICKE

έπαιρνε βαθιές ανάσες, αναλογιζόταν. Η Μάρτα έθετε στον εαυτό της προθεσμίες ακόμη κι όταν σκεφτόταν. Όταν θα έσβηνε το συγκεκριμένο τσιγάρο, θα είχε πάρει μια απόφαση. Στις περιπτώσεις που έπρεπε να πάρει ιδιαίτερα δύσκολες αποφάσεις, αγόραζε ένα πούρο. Ακούμπησα το πακέτο μου δίπλα στο ποτήρι της. «Όχι, ευχαριστώ» είπε. «Αυτό εδώ φτάνει». Συνοφρυώθηκε· υποψιάστηκα τι θα σήμαινε αυτό για μένα. Σ’ αυτήν τη ρυτίδα κρυβόταν μια παράκληση, κάτι που δυσκολευόταν να πει, που δεν ήξερε πώς να το θέσει. Τελικά της πήρα το καπνισμένο φίλτρο απ’ το χέρι. «Δεν μπορώ να το κάνω» είπε. «Ούτε να οδηγήσω μπορώ πια. Δεν θα τα καταφέρω. Με τον πατέρα μου στο κάθισμα του συνοδηγού, να είμαστε μαζί αυτές τις τελευταίες ώρες». Μετά το ατύχημα η Μάρτα δεν είχε αποτολμήσει ξανά να καθίσει πίσω απ’ το τιμόνι. Αυτό το ατύχημα απ’ το οποίο γλιτώσαμε κι οι τέσσερις, όπως νομίσαμε στην αρχή, και το οποίο άλλαξε τα πάντα. Αυτό που διέλυσε το πρόσωπο του Γιον και τελικά του κόστισε τη ζωή. Αν και δεν έφερε ευθύνη, η Μάρτα πίστευε ότι εκείνη ήταν η αιτία και δεν ήθελε κανένας να την πείσει για το αντίθετο. Κάποτε είχε ζητήσει από μένα και τον Χένινγκ να σταματήσουμε να προσπαθούμε. «Μα ο Χένινγκ μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει» είπα. «Το ξέρεις, ο Χένινγκ περιφρονεί τον πατέρα μου. Θα έπρεπε να καρφώσει τα δόντια του στο τιμόνι για να μην του βάζει όλη την ώρα τις φωνές». «Κατάλαβα» είπα. ~ 28 ~


ΚΟΡΕΣ

«Εξάλλου δεν μπορώ να υποβάλω τον πατέρα μου σ’ αυτό». «Σε τι να τον υποβάλεις;» «Στον Χένινγκ». «Είστε παντρεμένοι και μάλιστα ευτυχισμένοι. Θέλετε να κάνετε παιδί μαζί. Άσε που ο Χένινγκ είναι ο καλύτερος άντρας που υπάρχει». Τουλάχιστον αυτό πίστευα, για τον απλούστατο λόγο πως αγαπούσε τη Μάρτα. Είχε αποφασίσει να είναι στο πλευρό της μ’ έναν τρόπο που ήταν υπεράνω κάθε αμφιβολίας και σε τελική ανάλυση η αγάπη ήταν ακριβώς αυτό και τίποτα παραπάνω: μια απόφαση. «Ο πατέρας μου τον θεωρεί αποτυχημένο». «Δεν ξέρω, Μάρτα, δεν είναι έτσι τα πράγματα πάντως. Ίσως θα ήταν καλύτερα να το κάνετε οι τρεις σας». «Όχι!» Η Μάρτα ύψωσε τη φωνή της. «Εσύ πρέπει να το κάνεις». Είχα δει τον πατέρα της Μάρτα μόνο μία φορά. Πρέπει να πέρασαν από τότε πάνω από δέκα χρόνια και, εκτός από μια ιδρωμένη χειραψία, δεν θυμόμουν τίποτα από αυτήν τη συνάντηση. «Θα τον πάμε εκεί, θα αδειάσει η τεφροδόχη και μετά θα επιστρέψουμε σπίτι». «Χωρίς αυτόν;» «Θα τα φροντίσουν όλα εκείνοι, μου είπε. Για τον επαναπατρισμό του και τα σχετικά». Ακόμη κι έτσι να ήταν, όπως τα έλεγε η Μάρτα, δεν είχα ιδέα πώς θα γινόταν αυτό. Πώς πηγαίνεις κάποιον για να πεθάνει; Τι θα συζητούσαμε στον δρόμο; Τι θα τρώγαμε; Μπορούσε ακόμα να φάει; Θα ~ 29 ~


LUCY FRICKE

μπορούσαμε να ακούσουμε μουσική; Να θεωρήσουμε όμορφο ένα τοπίο; Τι στο διάολο επιτρεπόταν να θέλει κανείς αυτές τις τελευταίες μέρες και ώρες; Η Μάρτα άρχισε να κλαίει. Μόνο με το αριστερό μάτι, το δεξί παρέμεινε στεγνό. Μπορούσε να κλαίει μόνο απ’ το ένα μάτι. Από τότε που την ήξερα ήταν αριστεροκλαψιάρα. Καθώς την αγκάλιαζα, ένιωσα πόσο σφιγμένη ήταν· σαν εδώ και ώρες να μην είχε αναπνεύσει σχεδόν καθόλου, σαν να ήταν αποφασισμένη να κρατήσει την ανάσα της μέχρι να τελειώσουν όλα. «Θέλει να φύγει πριν οι πόνοι γίνουν αφόρητοι. Πιθανότατα το ίδιο ακριβώς θα κάναμε κι εμείς» είπα εγώ, που ήμουν άλλωστε πρωταθλήτρια στη φυγή και τριγυρνούσα στο μισό ημισφαίριο για να προλάβω οποιονδήποτε πόνο, ο οποίος όμως στη δική μου περίπτωση δεν ήταν ποτέ σωματικός. Το σώμα μου ήταν αξιοζήλευτα υγιές. «Όμως θέλω να μείνει» είπε. «Να με παίρνει τηλέφωνο κάθε μέρα μέχρι να σωριαστεί καταγής. Θέλω να γνωρίσει τον εγγονό του, αυτό άλλωστε δεν πρόκειται να αργήσει και πολύ. Πρέπει εξάλλου να θέλει να δει τι θα συμβεί με όλους εμάς. Δεν μπορεί έτσι απλά να πει: “ευχαριστώ, μου φτάνει τώρα, αρκετά είδα”». «Κι όμως» είπα, «μπορεί». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Κάποιες φορές θα προτιμούσα να είχε παραμείνει απλά ο άθλιος πατέρας που ήταν τα πρώτα τριάντα πέντε χρόνια. Να πας στο διάολο, θα του έλεγα, εκεί που ανήκεις, και στην κηδεία θα έστελνα απλώς ένα ~ 30 ~


ΚΟΡΕΣ

στεφάνι. Να μας γίνει τώρα συμπαθητικός λίγο πριν από τον θάνατο, αυτό είναι θράσος». «Του το είπες αυτό;» «Φυσικά και όχι». «Εννοώ ότι θέλεις να μείνει». «“Μην προσπαθείς να με εμποδίσεις” είπε, κι εγώ φυσικά έκανα ακριβώς αυτό. Έκλαψα, έκλαψε κι εκείνος και μετά έκλεισε το τηλέφωνο. Δέκα λεπτά αργότερα ήρθε ένα μήνυμα με το ραντεβού. Αυτό μόνο. Δεν τα καταφέρνει καλά, βλέπεις, με την πληκτρολόγηση». Η Μάρτα βούλιαξε στο κάθισμά της. «Αλλά ακόμα κι αν κατάφερνα να τον συγκρατήσω, θα ήμουν υπεύθυνη για ό,τι ακολουθήσει. Κι ότι τώρα δεν πρόκειται πια ν’ ακολουθήσουν πολλά καλά, αυτό το ξέρω κι η ίδια. Ενδεχομένως θα σκεφτόμουν πάντα ότι εγώ φέρω την ευθύνη για τους πόνους του». Κοίταξε μέσα στο ποτήρι της. «Πότε είναι το ραντεβού;» ρώτησα. «Την Πέμπτη» είπε, «στις δύο το μεσημέρι. Θα πάμε να τον πάρουμε απ’ το Αννόβερο και μετά θα συνεχίσουμε προς τα κάτω με το αυτοκίνητό του. Είναι ένα πανάρχαιο Golf, αλλά θέλει οπωσδήποτε να πάει με το δικό του αυτοκίνητο, δηλαδή να τον πάνε. Ο ίδιος, βλέπεις, δεν μπορεί πλέον. Εδώ κι έναν χρόνο το αυτοκίνητο είναι παρκαρισμένο στον διπλανό δρόμο». «Δεν μπορούμε να πάρουμε το δικό σας αμάξι;» «Θέλει οπωσδήποτε να πάει εκεί με το Golf του. Τα ξέρεις αυτά: αναμνήσεις, συναισθηματισμοί, πόσα ταξίδια έκανε μ’ αυτό το αυτοκίνητο, ποιοι άνθρωποι έχουν καθίσει εκεί μέσα. Το αυτοκίνητο είναι το ~ 31 ~


LUCY FRICKE

φιλαράκι του. Κάθε δυο τρεις εβδομάδες το επισκεπτόταν, καθόταν μέσα κι έπινε μια μπίρα μαζί του. Αν είναι λοιπόν να πάμε, τότε θα πάμε με το αμάξι του». «Βενζίνη ή πετρέλαιο;» ρώτησα. «Τι ρόλο παίζει πάλι αυτό;» Η Μάρτα με κοίταξε με απορία. «Μου αρέσει να κρατιέμαι από πρακτικά ζητήματα». «Βενζίνη. Νομίζω». «Τετράπορτο;» «Ναι, να πάρει η οργή κι έχει και πορτμπαγκάζ. Golf είναι». Η σκέψη ότι το τελευταίο ταξίδι θα το κάναμε σε τι, σε ένα Golf, με στενοχώρησε. Παρήγγειλα τη δεύτερη μεγάλη μπίρα μαζί με ένα λικέρ βοτάνων. «Αλήθεια, πού στην Ελβετία είναι αυτό;» «Στο Κουρ» είπε η Μάρτα. «Από το Αννόβερο είναι γύρω στα οχτακόσια χιλιόμετρα. Δεν νομίζω πως θα τα καταφέρουμε σε μία μέρα. Έχει τα γεράματά του». Άφησε ένα ξεφύσημα απόγνωσης, το αριστερό μάτι ακόμη υγρό. «Τότε, ας διανυκτερεύσουμε κάπου» πρότεινα, κι η Μάρτα ρώτησε, πού, παρακαλώ, θα μπορούσαμε να διανυκτερεύσουμε. Πάντως ήταν αδύνατο να περάσουμε το βράδυ σε κάποιον σταθμό του αυτοκινητόδρομου ή στη Νυρεμβέργη ή στο Βύρτσμπουργκ. Είπε ότι είχε κοιτάξει τη διαδρομή και πως, αν κοιτούσε κανείς μια τέτοια διαδρομή με το ερώτημα πού θα μπορούσε να περάσει την τελευταία του νύχτα, τότε γινόταν πασιφανές ότι όλη αυτή η χώρα ήταν εντελώς ακατάλληλη για τελευταίες νύχτες. Η Γερμα~ 32 ~


ΚΟΡΕΣ

νία ήταν πολύ καταθλιπτική για μια τελευταία νύχτα. Η Μάρτα χτύπησε την παλάμη της στον πάγκο. Τότε ο μπάρμαν μάς κοίταξε και μας συνέστησε τη λίμνη της Κωνσταντίας. «Στο Λίνταου» είπε. Από εκεί καταγόταν, και για το Λίνταου δεν σήκωνε κουβέντα. «Να πάτε στο Λίνταου». Αν εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε ιδέες, μπορεί να είναι χρήσιμο να κάνουμε απλώς αυτό που μας λένε οι άλλοι. Καμιά φορά καλό είναι να αφήνεσαι στο ρεύμα. «Εντάξει» είπαμε, «Λίνταου». Κοιτάζαμε μέσα στα ποτήρια μας και σκεφτόμασταν τις δικές μας τελευταίες νύχτες. «Είναι σημαντικό να πεθαίνει κανείς στο κρεβάτι» είπε η Μάρτα. «Και το κυριότερο, όχι μόνος. Ένα δωμάτιο με θέα θα ήταν όμορφο, κι όχι με το ζόρι ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη με παράθυρο στον αεραγωγό. Ένα κρεβάτι με θέα στη θάλασσα, σε κάποιο μέρος όπου δεν υπάρχουν αναμνήσεις. Δεν θα ήθελα να πεθάνω σε κάποιο μέρος όπου είχα ζήσει κάποτε νέα. Δεν θα ήθελα έναν κύκλο που κλείνει. Σαν να ’χει γίνει κανείς πια μόνο η επανάληψη του εαυτού του. Ίσως σ’ ένα νησί στην Ελλάδα. Ναι» έκλεισε, «αυτό θα μπορούσα να το φανταστώ». «Εγώ θα προτιμούσα να εκτροχιαστώ από έναν παραλιακό δρόμο» είπα, «και, γιατί όχι, και σε ελληνικό νησί. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να έχω χρόνο να τα συλλογιστώ όλα αυτά γι’ ακόμη μία φορά. Σε καμία περίπτωση ταυτόχρονα να σκέφτομαι και να πεθαίνω».

~ 33 ~


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.