Τρεις μέρες τώρα είχα κολλήσει εδώ. Το βράδυ οι αρουραίοι θέριζαν τα σοκάκια, τη μέρα οι τουρίστες στοιβάζονταν στη Φοντάνα ντι Τρέβι. Μπροστά στα μουσεία φύλακες με πολυβόλα στους ώμους, κάτω απ’ το έδαφος σταθμοί, τόσο ζοφεροί, που αρκούσε μόνο η όσφρηση για να να αντιληφθεί κανείς τη βρώμα, κι αν ήθελα να επισκεφτώ το Βατικανό, έπρεπε να κάνω αίτηση στο διαδίκτυο. Είχα διανυκτερεύσει στo Babylon, ένα ξενοδοχείο κατώτατης κατηγορίας, όπου οι χαμαλοδουλειές ανήκαν αποκλειστικά σε Κορεάτες. Ίσως και να οφειλόταν στο ότι ποτέ δεν είχα την επιθυμία να έρθω στη Ρώμη, ωστόσο την ερωτεύτηκα αμέσως. Πάντα ένιωθα ένα εσωτερικό δέος για τόπους και πρόσωπα που παραδίδονταν περήφανα στον μαρασμό, που είχαν τέτοια βεβαιότητα για την ομορφιά τους, ώστε να μη δίνουν δεκάρα για τον κόσμο. Μια καθημαγμένη ντίβα ήταν η πόλη, μέχρι τα μπούνια στη βρώμα∙ μόνο τις εκκλησίες της διατηρούσε καθαρές, ενώ απέξω τα περιστέρια σκέπαζαν με τις κουτσουλιές τους κάθε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Βασικά το μόνο που ήθελα να κάνω εδώ ήταν να αλλάξω μεταφορικό μέσο. Από το αεροδρόμιο ως τον τελευταίο σταθμό του μετρό, την Αναγνίνα, κι έπειτα με το λεωφορείο για εκείνη την κωμόπολη στα βουνά, ~9~