Παλιά, πολύ παλιά - Πέτρος Μάρκαρης

Page 1

1 H Θεοτόκος με κοιτάζει από ψηλά με ύφος αυστηρό, σχεδόν επιτιμητικό. Έτσι νομίζω, αλλά μπορεί να είναι και αυθυποβολή ή κομπλεξική ελληνοχριστιανική έπαρση. Τι δουλειά έχει η Θεομήτωρ να ασχοληθεί μαζί μου; Θωρεί το ποίμνιό της, που συνωστίζεται στον αχανή νάρθηκα. Όλως τυχαίως βρίσκομαι ανάμεσά του και εγώ με τη συμβία μου και ένα τσούρμο Αθηναίους εκδρομείς. «Το μωσαϊκό της Παρθένου με το Θείο Βρέφος χρονολογείται από το 867 και είναι το παλαιότερο από τα σωζόμενα ψηφιδωτά» με επαναφέρει στο παρόν η φωνή της ξεναγού. «Φιλοτεχνήθηκε περί τα τέλη της εικονοκλαστικής περιόδου». «Δόξα σοι Μεγαλοδύναμε, που με αξίωσες» ψιθυρίζει δίπλα μου η Αδριανή και σταυροκοπιέται, ενώ συμπληρώνει: «Θεοτόκε Παρθένε, εισάκουσον την προσευχή μου». Ξέρω γιατί προσεύχεται, αλλά προτιμώ να μην ανακινήσω το θέμα. «Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας έχει ύψος πενήντα πέντε μέτρα και εξήντα εκατοστά» ακούω πάλι τη φωνή της ξεναγού. «Η διάμετρός του από Βορρά προς Νότο είναι κατά τι μικρότερη από τη διάμετρό του από Ανατολάς προς Δυσμάς. Στο σημείο όπου βλέπετε την αραβική γραφή, γύρω από τις μικρότερες ακτίνες, υπήρχε το ψηφιδωτό του Ιησού Χριστού του Παντοκράτορος. Η 11


αραβική γραφή προστέθηκε τον δέκατο όγδοο αιώνα και είναι το πρώτο εδάφιο του Κορανίου». Στον κεντρικό τρούλο, στο σημείο που δείχνει η ξεναγός, τα ψηφιδωτά απλώνονται ακτινωτά, σαν λωρίδες, και καταλήγουν σε παραθυράκια, που τα φωτίζει ο ήλιος. «Λες να ξύσουμε τα ορνιθοσκαλίσματα και να βγει από κάτω ο Χριστούλης; Πλάκα θα ’χει» λέει ο Στελάρας, και το ανοικονόμητο γέλιο του αναπαράγεται στον χώρο, ενώ η μητέρα του τού σφυρίζει «σιωπή!» στο αυτί. «Δεν είναι βέβαιο ότι θα αποκαλυφθεί ο Παντοκράτωρ» εξηγεί η ξεναγός. «Πολλοί αρχαιολόγοι και συντηρητές υποστηρίζουν πως ένα μεγάλο κομμάτι του ψηφιδωτού έχει καταστραφεί». «Πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικιά μας θα ’ναι, αλλά τι θα παραλάβουμε» σχολιάζει με περίλυπο ύφος ο Δεσποτόπουλος. Το παίζω χαμένος στο μεγαλείο και απομακρύνομαι από το γκρουπ, με το βλέμμα μου να απορροφάται από τα πέριξ, γιατί ο Δεσποτόπουλος είναι απόστρατος ταξίαρχος των τεθωρακισμένων και λάτρης της ιερής συμμαχίας των ενόπλων δυνάμεων με τα σώματα Ασφαλείας. Εξ ου και σε κάθε πατριδολατρική του έξαρση, μου απευθύνει την ίδια ερώτηση: «Εσάς, ποια είναι η γνώμη σας, αστυνόμε;». Κι εγώ κρατιέμαι με τα δόντια για να μην του πω ότι από τη στιγμή που οι Αλβανοί κατέλαβαν την Αθήνα, καιρός είναι να καταλάβουμε κι εμείς την Πόλη, θα είναι μια ανταλλαγή πληθυσμών από την ανάποδη. Οπισθοχωρώ από τον νάρθηκα προς την πύλη του αυτοκράτορα, για να δω την εκκλησία σε όλο το εύρος της. Είναι περίεργο, αλλά η Αγία Σοφία φαίνεται πως φτιάχτηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να κοιτάς πάντα προς 12


τα ουράνια, ποτέ προς τα τάρταρα. Μάταια προσπαθείς να προσηλώσεις το βλέμμα σου στα χαμηλά και τα επίγεια, εκείνο γλιστράει πάντα στα ύψη, στους κίονες, στις γαλαρίες του γυναικωνίτη, στους τρούλους και στα παράθυρα που φωτίζουν τον νάρθηκα επιλεκτικά, με φωτοσκιάσεις. Αυτό σίγουρα έχει να κάνει με το δέος που σου προξενεί ο ναός. Από την άλλη, όλα τα ωραία αυτής της εκκλησίας βρίσκονται ψηλά, συνεπώς σηκώνεις μοιραία το κεφάλι για να τα θαυμάσεις. Ψάχνω κάποιον που να κοιτάζει κάτω ή γύρω του, και δε βρίσκω κανέναν. Περπατώ κυκλικά στην εκκλησία, για να συλλάβω το μέγεθός της και να καταλάβω τον τρόπο που φωτίζεται. Με ακολουθεί κατά πόδας ένα κομφούζιο από γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά, ιταλικά, τούρκικα. Κλείνω τα μάτια, γιατί με τυφλώνουν τα φλας μιας παρέας Γιαπωνέζων, που φωτογραφίζουν περιχαρείς αλλήλους, ενώ δίπλα μου κάτι μοναχοί με σκούρα καφέ ράσα, κουκούλες και τεράστιους σταυρούς, ακούν τη σλαβόφωνη ξενάγηση ενός παπά. Η Αδριανή μού κάνει νόημα από μακριά να ξαναπάω κοντά τους. Υπακούω δίχως ιδιαίτερο ενθουσιασμό, γιατί ο μοναχικός περίπατος μου πάει καλύτερα, ενώ η πληροφοριακή παπαγαλία της ξεναγού πιο πολύ με θολώνει παρά με διαφωτίζει. «Έλα, ανεβαίνουμε στον γυναικωνίτη» μου εξηγεί η Αδριανή και περνάει το χέρι της στο μπράτσο μου, όπως όταν πηγαίνουμε στην Ανάσταση. «Η βορειοδυτική πτέρυγα, που οδηγεί στον γυναικωνίτη και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου, χτίστηκε τον έκτο αιώνα» συνεχίζει η ξεναγός. Ανεβαίνουμε έναν φιδωτό ανηφορικό διάδρομο με πλακόστρωτο, που μοιάζει με σκεπαστό καντούνι. Σε 13


κάθε στροφή υπάρχει ένα μικρό τετράγωνο παραθυράκι, που φωτίζει τον διάδρομο όσο χρειάζεται για να μη σπάσεις τα μούτρα σου. «Άσε πια το κινητό, παιδάκι μου, θα σπάσεις τα μούτρα σου!» διαμαρτύρεται η Στεφανάκου στον γιο της. «Θέλω να τεστάρω αν πιάνει εδώ στο μπουντρούμι». «Ξεκόλλα, ρε Στελάρα, να προχωρήσουμε!» επεμβαίνει ο πατέρας του. Ο Στελάρας είναι ο κανακάρης του ζεύγους Στεφανάκου, ετών δεκαπέντε, στην ηλικία δηλαδή που ακόμα και ο Μάρλον Μπράντο ήταν άχαρος. Η μητέρα του τον φωνάζει φυσιολογικά Στέλιο, αλλά ο πατέρας του, για αδιευκρίνιστους λόγους, προτιμάει το μεγεθυντικό Στελάρας. «Από δω ανέβαινε ο αυτοκράτορας καβάλα στ’ άλογό του;» ρωτάει η Παχατουρίδου την ξεναγό. «Όχι, από δω ανέβαινε η αυτοκράτειρα στον γυναικωνίτη για να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία» διορθώνει η ξεναγός, που προηγείται. «Ο αυτοκράτορας έμενε κάτω, στον νάρθηκα». «Είστε βέβαιη;» Η ξεναγός σταματάει και της χαμογελάει. «Υπάρχουν ένα σωρό βιβλία που εξηγούν το τελετουργικό. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας ανέβαινε με το άλογό του στον γυναικωνίτη». Η Παχατουρίδου σκύβει και ψιθυρίζει στο αυτί της Αδριανής. «Πού τη βρήκαν αυτή την αγράμματη και μας τη φέρανε; Δεν ξέρει τι λέει. Ο Εξαδάκτυλος ανέβαινε εδώ καβάλα στο άλογό του. Είναι εξακριβωμένο». Μόλις βγαίνουμε από το στενό κακοφωτισμένο καντούνι, μας υποδέχεται το άπλετο φως που εισβάλλει από τα μεγάλα παράθυρα του γυναικωνίτη. Δεξιά παρά14


θυρα, αριστερά κίονες και στη μέση ένας ευρύχωρος διάδρομος με μαρμάρινο δάπεδο. «Από δω η αυτοκράτειρα παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία». Η ξεναγός δείχνει αριστερά το σημείο όπου βρισκόταν ο θρόνος της αυτοκράτειρας. Κοιτάζω για πρώτη φορά αντίστροφα, από πάνω προς τα κάτω, και αναρωτιέμαι αν η Αγία Σοφία γέμιζε ποτέ. Με πόσους πιστούς έπρεπε να την τροφοδοτούν κάθε Κυριακή και γιορτή, για να δείχνει ευπρεπώς γεμάτη; Εκτός και αν ήταν ένα είδος επίσημου ναού, που τον χρησιμοποιούσαν η αυλή και η ιεραρχία για τελετές. Η υποψία μου ενισχύεται, όταν μπαίνουμε στον χώρο όπου συνεδρίαζε η Ιερά Σύνοδος. Αφού συνεδρίαζαν εδώ, είναι λογικό να ήταν ένα είδος επίσημης έδρας και λιγότερο εκκλησία για το ποίμνιο. Όλα αυτά τα βγάζω βέβαια από το μυαλό μου, γιατί η σχέση μου με την εκκλησία δεν ξεπερνάει τη λειτουργία της Αναστάσεως, τη γιορτή κάποιου πολιούχου αγίου, όπου μ’ έσερνε κάθε τόσο η μάνα μου, και την κυριακάτικη λειτουργία στη Σχολή της Αστυνομίας. Μπροστά στο ψηφιδωτό, που δείχνει τη Θεομήτορα με το Θείο Βρέφος στην αγκαλιά της ανάμεσα στον Ιωάννη Κομνηνό και στην αυτοκράτειρα Ειρήνη, είναι μαζεμένη η παρέα των Γιαπωνέζων, που συνεχίζουν το καταναγκαστικό έργο της φωτογράφισης. Μια Γιαπωνεζούλα στήνεται ακριβώς μπροστά στη Θεομήτορα, για να φωτογραφηθεί ανάμεσα στον Κομνηνό και στην Ειρήνη, ενώ συνάμα αστράφτει από ενθουσιασμό για την έμπνευσή της. Έτσι όπως στέκεται, θα βγει σίγουρα δικέφαλη, λέω μέσα μου, γιατί είναι σαν να της φύτρωσαν δύο κεφάλια, το δικό της και του Θείου Βρέφους. Αυτό όμως δε φαίνεται να ενοχλεί καθόλου τον φωτογράφο 15


της παρέας, που κάνει νόημα στους υπόλοιπους να επωφεληθούν. «Μα τι κάνουν αυτοί; Παίρνουν τη θέση της Παναγίας; Μνήσθητί μου, Κύριε!» σταυροκοπιέται έξαλλη η Αδριανή. «Μην έχεις πολλές απαιτήσεις, κυρία Χαρίτου μου» παρεμβαίνει συγκαταβατικά η Δεσποτοπούλου. «Τι περιμένεις; Σεβασμό από ειδωλολάτρες;» «Βουδιστές» διορθώνει η Παχατουρίδου. «Και οι βουδιστές ειδωλολάτρες είναι. Αφού προσκυνούν το άγαλμα του Βούδα». Ετοιμάζομαι να πάω παρακάτω, όταν με σταματάει ο Δεσποτόπουλος, που καταφέρνει κατά έναν μυστήριο τρόπο να βρίσκεται πάντα κοντά μου. «Όλα αυτά είναι εντυπωσιακά, αλλά το Βυζάντιο είναι ξένο σώμα, δεν έχει σχέση με την Ελλάδα». «Γιατί;» τον ρωτάω ξαφνιασμένος. «Η Ελλάδα είναι το λίκνο του Δυτικού πολιτισμού. Αυτό εδώ είναι Ανατολή. Αν εξαιρέσει κανείς την ορθόδοξη πίστη, το Βυζάντιο είναι πιο κοντά στους Τούρκους παρά σ’ εμάς τους Έλληνες». «Τότε γιατί θέλετε να πάρετε την Πόλη;» «Γιατί στρατηγικά ο φυσικός χώρος εξάπλωσης της Ελλάδας είναι προς ανατολάς. Προς δυσμάς δεν υπάρχει ζωτικός χώρος για μας. Αυτό το κατάλαβε πρώτος ο Μέγας Αλέξανδρος» μου ξεκαθαρίζει ο εν αποστρατεία στρατηλάτης. Η Αδριανή με κρατάει ακίνητο από το μπράτσο και αφήνει το υπόλοιπο τσούρμο να προχωρήσει. «Συμπαθητικοί άνθρωποι» μου λέει, ενώ οι άλλοι βρίσκονται εκτός αποστάσεως ακοής. «Αλλά ώρες-ώρες γίνονται αφόρητοι». 16


«Μην παραπονιέσαι. Σου πρότεινα να έρθουμε μόνοι μας, αλλά δεν ήθελες». «Με το Μιραφιόρι!» Σχεδόν το φωνάζει, αγανακτισμένη. «Να κάνουμε τη διαδρομή Αθήνα-Κωνσταντινούπολη με το Μιραφιόρι. Πρώτη φορά συναντάω αστυνομικό που να μην έχει αίσθηση του κινδύνου, και αυτός συμβαίνει να είναι ο άντρας μου». Με παρατάει σύξυλο και πηγαίνει προς το γκρουπ. Σκέφτομαι πως όταν κάτι ξεκινάει ανάποδα, όχι σαν πρόγραμμα αλλά σαν φυγή, εξελίσσεται και ανάποδα.

17


2 Όποιος ξεφούρνισε εκείνο το αμίμητο «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», θα πρέπει να ήταν σίγουρα άτεκνος. Γιατί εγώ κοιτάζω γύρω μου και δε βλέπω κανέναν γονιό που να παιδεύει το σπλάχνο του. Οι πιο πολλοί τα ντύνουν με ό,τι πιο σινιέ κυκλοφορεί στην αγορά, ακόμα και όσοι δε διαθέτουν το ανάλογο εισόδημα βρίσκουν μια αξιοπρεπή μαϊμού που πείθει ότι είναι ορίτζιναλ, για να μην έχει ψυχολογικά προβλήματα το καμάρι τους, τρέχουν τα τέκνα τους στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα φροντιστήρια, και μόλις τελειώσουν επιτυχώς τις πανελλαδικές, τους παίρνουν και ένα αυτοκίνητο, γιατί «το παιδί αλλάζει δύο συγκοινωνίες για να φτάσει στο πανεπιστήμιο». Έστω όμως και αν όλα αυτά θεωρηθούν λάθος αγωγή και συνεπώς «αμαρτίαι γονέων», σίγουρα πάντως δεν παιδεύουν τα τέκνα. Τα λέω όλα αυτά, γιατί δικαιούμαι να δηλώσω υπερηφάνως ότι εγώ δεν υπέπεσα σε παρόμοιες αμαρτίες. Η Κατερίνα έκανε φροντιστήριο όσο χρειαζόταν, ούτε ώρα παραπάνω. Τα αγγλικά της ήταν για πολλά χρόνια αγγλικά λυκείου, και άλλο μεταφορικό μέσο πλην του λεωφορείου δε διαθέτει ούτε σήμερα. Τι γίνεται όμως με τις αποφάσεις των τέκνων που παιδεύουν τους γονείς; Γι’ αυτό, ο άγνωστος επικριτής γονέων δε λέει το παραμικρό. Γιατί η Κατερίνα μπορεί 18


να έβγαλε το διδακτορικό της με ελάχιστες απαιτήσεις και ζώντας σπαρτιάτικα, από την άλλη όμως οι αποφάσεις της έπεφταν συχνά στο κεφάλι μας σαν κεραυνοί εν αιθρία. Μας αγαπούσε, μας νοιαζόταν, μας φρόντιζε, αλλά εκείνη ήταν πάντα το κέντρο των αποφάσεων κι εμείς οι αποδέκτες των εγκυκλίων της. Στη δευτέρα λυκείου μάς ανακοίνωσε ότι θα σπούδαζε νομικά. Όταν έφτασε στο πτυχίο και εγώ άρχισα να ρωτάω γνωστούς και φίλους στην εισαγγελία πού θα έβρισκα ένα σοβαρό δικηγορικό γραφείο, για να κάνει την άσκησή της, μας ανακοίνωσε ότι θα συνέχιζε για διδακτορικό. Σε όλα αυτά τα χρόνια, δηλωμένος στόχος της ήταν να μπει στον δικαστικό κλάδο, αλλά όταν τελείωσε το διδακτορικό, αυθημερόν μας ανακοίνωσε ότι σκόπευε να μείνει κοντά στον καθηγητή της και να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα. Τελικά αποφάσισε να μπει στον εισαγγελικό κλάδο. Όταν όμως έκανε την άσκησή της σε γνωστό δικηγορικό γραφείο, ανακάλυψε ξαφνικά τα καλά του δικηγορικού επαγγέλματος και αποφάσισε να αγκυροβολήσει εκεί. Όσοι με γνωρίζουν, ξέρουν ότι το μεγάλο όνειρό μου σε σχέση με την κόρη μου ήταν να την καμαρώσω εισαγγελέα. Μπορεί η επιθυμία μου αυτή να ήταν πατρικό ψώνιο. Έστω όμως κι αν αξιολογούσε κάποιος το ψώνιο μου ως «αμαρτία γονέως», σίγουρα δεν το επέβαλα ποτέ στην Κατερίνα. Αντίθετα, μόλις άκουσα την οριστική απόφασή της, σκέφτηκα πως ίσως είναι πιο ρεαλιστικό να σταδιοδρομήσει στη δικηγορία, αντί να τη φάει η μούχλα των δικαστηρίων, και ότι το όνειρό μου, να τη δω να δικάζει εγκληματίες που θα της προσκόμιζα εγώ, ήταν μάλλον ανέφικτο, γιατί εγώ δεν ανήκω στην υπηρεσία οικονομικού εγκλήματος, και εκείνη θα δίκαζε τη μισή ζωή της ακάλυπτες επιταγές ή ανεξόφλητες πιστωτικές κάρτες. 19


Σ’ αυτό συντέλεσε πολύ και η χαρά της Αδριανής μόλις έμαθε πως η κόρη της είχε καταλήξει οριστικά στη δικηγορία. Ως σύζυγος αστυνομικού δεν έχει εργασιακά καθόλου σε εκτίμηση το πακέτο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως-υπουργείο Δικαιοσύνης. Κατά τη γνώμη της, αφού η Κατερίνα είχε αποφασίσει να σπουδάσει νομικά, να περάσει συνεπώς τον επαγγελματικό της βίο με κλέφτες, απατεώνες και εγκληματίες, καλύτερα να το έκανε αυτό από την πλευρά των εγκληματιών, παρά από την πλευρά του κράτους, γιατί είναι πιο προσοδοφόρο να απελευθερώνεις τους εγκληματίες, παρά να τους συλλαμβάνεις, κάτι που το δικό μου μυαλό αδυνατεί ακόμα να χωρέσει. Όλες αυτές οι αλλαγές, ανατροπές, υπαναχωρήσεις, μεταπτώσεις, είχαν ένα αίσιο τέλος, όταν η Κατερίνα μας ανακοίνωσε ότι είχαν αποφασίσει με τον Φάνη να παντρευτούν. Η Αδριανή πήδηξε από τη χαρά της. «Επιτέλους, Κατερίνα μου! Μου ’φυγε ένα βάρος. Μα τόσο ταιριαστό ζευγάρι και να μη βάζετε στεφάνι!» «Στεφάνι, τρόπος του λέγειν» απάντησε γελώντας η Κατερίνα. «Πώς τρόπος του λέγειν» απόρησε η Αδριανή. «Ο γάμος γίνεται με στέφανα, παπά και κουμπάρο». «Σ’ εμάς θα υπάρχουν μάρτυρες. Θα παντρευτούμε στο Δημαρχείο». Η ψυχρολουσία πάγωσε την Αδριανή. Της πήρε κάπου ένα πεντάλεπτο να ξαναβρεί τη θερμοκρασία της. Μετά άρχισε να απαριθμεί στην Κατερίνα τα αρνητικά του γάμου στο Δημαρχείο, τα οποία ήταν υλικής, συναισθηματικής και οικογενειακής φύσεως. Άρχισε με τα υλικά επιχειρήματα. «Μα αυτοί που θα ’ρθουν σε γάμο στο Δημαρχείο 20


είναι περιορισμένοι και θα χάσετε τόσα δώρα. Πώς θα στήσετε νοικοκυριό χωρίς δώρα;» «Έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσουμε να μένουμε στο δυάρι του Φάνη. Εγώ είμαι ασκούμενη ακόμα και ζούμε με ένα μισθό. Δε μας παίρνει ν’ αλλάξουμε σπίτι. Εδώ δε χωράμε εμείς, πού να στριμώξουμε και τα δώρα;» Μετά επιστράτευσε το επιχείρημα ότι οι γάμοι που γίνονται στην εκκλησία καταλήγουν πιο δύσκολα στο διαζύγιο. «Πού παντρεύονται οι άνθρωποι πιο συχνά: στην εκκλησία ή στο Δημαρχείο;» τη ρώτησε η Κατερίνα. «Στην εκκλησία, φυσικά». «Άρα και τα περισσότερα διαζύγια προέρχονται από γάμους στην εκκλησία». Η Αδριανή είδε πως και αυτό δεν της βγαίνει και το ’ριξε στο συναίσθημα. Ρώτησε την Κατερίνα αν σκέφτηκε ότι θα στερούσε από τον πατέρα και τη μάνα της τη χαρά να τη δουν νυφούλα. «Και στο Δημαρχείο νυφούλα θα ’μαι. Είτε στην εκκλησία παντρευτείς είτε στο Δημαρχείο, η νυφούλα είναι νυφούλα». «Νυφούλα χωρίς νυφικό;» αναρωτήθηκε η Αδριανή σαν να μην το πίστευε. «Μαμά, αυτό είναι που δεν αντέχω!» «Τι δεν αντέχεις; Πες μου, να καταλάβω κι εγώ!» «Το νυφικό, το πέπλο, το μπουκέτο, τα κουφέτα! Εντάξει να πάμε ως το Δημαρχείο, για να βάλουμε μια επίσημη σφραγίδα στη σχέση, αλλά χωρίς την υποκρισία, ότι δήθεν με νυφικά και με κουφέτα αρχίζουμε τον κοινό μας βίο, όταν ζούμε μαζί τα τελευταία δύο χρόνια!» «Ξεχνάς ότι ο πατέρας σου είναι αστυνομικός; Πώς θα εξηγήσει στους συναδέλφους του ότι η κόρη του 21


προτιμάει για τον γάμο της το Δημαρχείο αντί της εκκλησίας; Μου φαίνεται πως δε σκέφτεσαι καθόλου τον πατέρα σου, Κατερίνα». Η Κατερίνα έκανε αυτό που κάνει πάντα, όταν η Αδριανή επικαλείται ως ύστατο επιχείρημα την επαγγελματική μου ιδιαιτερότητα. Γύρισε και με ρώτησε ευθέως. «Έχεις πρόβλημα, μπαμπά;» Τότε ένιωσα για πρώτη φορά πόσο έντονα λαχταρούσα τη στιγμή που θα την οδηγούσα νύφη στην εκκλησία. Μπορεί λογικά η Κατερίνα να είχε δίκιο. Μπορεί η παράδοση αυτή να είχε ξεθωριάσει με τα χρόνια, που τα κορίτσια έμεναν σπίτι κοντά στη μάνα τους, ώσπου να τα παραδώσει ο πατέρας τους στον μέλλοντα σύζυγό τους και ν’ αλλάξουν κύρη. Μπορεί να έχω παρευρεθεί σε τόσους γάμους, όπου κάποιος συνάδελφος παραδίδει την κόρη του, συνήθως σε κάποιον νεώτερο συνάδελφό μας, ώστε να καταστάλαξα στην πεποίθηση ότι το ίδιο θα συνέβαινε και στη δική μου περίπτωση. Όπως και να ’ναι, ένιωσα ξαφνικά ένα σφίξιμο στην καρδιά, γιατί έβλεπα πως, μετά το όνειρο να δω την κόρη μου εισαγγελέα, χανόταν τώρα και το δεύτερο όνειρό μου. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που ένιωσα να φουντώνει η οργή μέσα μου. «Δε μου λες, Κατερίνα; Πόσες φορές έχεις έρθει στο γραφείο μου;» Με κοίταξε ξαφνιασμένη. «Ξέρω ’γώ; Πολλές». «Και δεν πρόσεξες τι κρέμεται πάνω από το γραφείο μου;» «Ο Χριστός». «Και πόσες φορές μπήκες σε αίθουσα δικαστηρίου;» «Εντάξει, το ’πιασα. Κι εκεί κρέμεται πάνω από τον δικαστή ο Χριστός». 22


«Και όταν ο Χριστός επικρέμεται κάθε μέρα πάνω από το κεφάλι του πατέρα σου, κι εσύ τον βρίσκεις επαγγελματικά κάθε μέρα μπροστά σου, επιμένεις παρ’ όλα αυτά να παντρευτείς στο Δημαρχείο και όχι στην εκκλησία;» Συνήθως, όταν ρωτάει τη γνώμη μου, είναι βέβαιη εκ των προτέρων ότι θα συμφωνήσω μαζί της ή ότι θ’ απαντήσω με υπεκφυγές, που θα κάνουν έξαλλη την Αδριανή και όχι την ίδια. Αυτήν τη φορά η απάντησή μου την μπέρδεψε και φάνηκε να ψάχνει για διέξοδο. «Μπαμπά, καταλαβαίνω το πρόβλημά σου, αλλά αυτό μπορούμε να το τακτοποιήσουμε» μου είπε τελικά. «Πώς; Έχεις καμιά ιδέα;» «Μπορούμε να πούμε ότι ο γάμος θα γίνει στην Κωνσταντινούπολη, ότι το όνειρό μας ήταν να παντρευτούμε στην Πόλη. Οι συνάδελφοί σου θα το εκτιμήσουν ιδιαίτερα». Δεν ξέρω τι με είχε στενοχωρήσει περισσότερο. Η απαξιωτική ιδέα που είχε για τους συναδέλφους μου, σαν να ήταν όλοι Δεσποτόπουλοι, που παραληρούσαν με την Πόλη, ή το πείσμα και η άκαμπτη στάση της; Το δεύτερο βέβαια ήταν πολύ πιο ανησυχητικό, για έναν επαγγελματικό και για έναν προσωπικό λόγο. Ο επαγγελματικός ήταν ότι η Κατερίνα είχε επιλέξει να γίνει δικηγόρος, και η ακαμψία των αρχών και της ηθικής είναι για τον δικηγόρο ο μονόδρομος που οδηγεί στην αποτυχία. Η ακαμψία είναι καλή για τον εισαγγελέα, αλλά δυστυχώς η Κατερίνα είχε αποποιηθεί το μόνο επάγγελμα που της ταίριαζε εκ φύσεως. Στα τόσα χρόνια που είμαι στην αστυνομία έχω γνωρίσει δικηγόρους υπερόπτες, επηρμένους, θρασείς, κομπιναδόρους, γλείφτες, αλλά άκαμπτο δικηγόρο δεν έχω γνωρίσει ούτε για δείγμα. Το άλλο που με βασάνιζε ήταν ο φόβος μου, μήπως 23


είχε πάρει την ακαμψία από μένα. Σε όλη μου την επαγγελματική ζωή έκανα του κεφαλιού μου, είτε ευθέως είτε πλαγίως, χωρίς να νοιάζομαι για τη σωματική μου ακεραιότητα. Αυτό το είχα πληρώσει πολύ ακριβά, και θα το είχα πληρώσει ακριβότερα, αν δεν είχα πάνω από το κεφάλι μου τον Γκίκα, που εν μέρει με προστάτευε, όχι από ιδιαίτερη συμπάθεια αλλά επειδή τον ξελάσπωνα και με είχε ανάγκη. Τώρα που διέβλεπα την ίδια ακαμψία στην κόρη μου, αναλογιζόμουν τι είχα περάσει εγώ, και με έπιανε τεταρταίος πυρετός, όπως έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου, συνοδευόμενος από παρακρούσεις ενοχών, γιατί η Κατερίνα είχε κληρονομήσει το κουσούρι προφανώς από μένα. «Και οι γονείς του Φάνη, τι λένε για όλα αυτά;» ρώτησε η Αδριανή. Η Κατερίνα σήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω. Εγώ ανέλαβα να μιλήσω σ’ εσάς και ο Φάνης στους δικούς του. Άλλωστε αυτοί τι πρόβλημα να ’χουν. Όπου κι αν παντρευτούμε, ο Φάνης το ίδιο κοστούμι θα φορέσει». Στην ακαμψία της προστέθηκε δυστυχώς και η κακή εκτίμηση. Γιατί οι γονείς του Φάνη έγιναν έξαλλοι που ο γάμος δε θα γινόταν στην εκκλησία και, όπως ήταν φυσικό, το χρέωσαν στην Κατερίνα. Δεν ξέρω αν ο Φάνης τους είπε ότι ήταν επιθυμία της Κατερίνας, αλλά και αν δεν τους το είπε, ο Πρόδρομος και η Σεβαστή θεώρησαν ότι η Κατερίνα είχε υποχρέωση να επιμείνει για να γίνει ο γάμος στην εκκλησία, αφού εκείνη θα φορούσε νυφικό. Έτσι ο γάμος στο Δημαρχείο εξελίχθηκε σε πένθιμη τελετή, με εμάς μαύρους από την πίκρα και τη στενοχώρια, τους γονείς του Φάνη να ’χουν τα μούτρα στο πάτωμα, και την Κατερίνα να μην έχει ακόμα καταλάβει 24


πού οδήγησε η εμμονή της και να τα έχει χαμένα. Στο τέλος της τελετής ο Πρόδρομος και η Σεβαστή άγγιξαν το μάγουλο της Κατερίνας όσο χρειαζόταν για να δώσουν την ψευδαίσθηση ότι τη φιλούσαν. Εξίσου ψυχροί ήταν όμως και απέναντί μας. Μόλις και μετά βίας ξεστόμισαν το «να είναι ευτυχισμένοι», σαν να ήθελαν να το πνίξουν και να τους ξέφυγε. Προφανώς θεωρούσαν και εμάς συνυπεύθυνους γιατί δεν είχαμε μάθει στην κόρη μας να σέβεται ορισμένες αρχές και παραδόσεις. Ίσως μάλιστα να απορούσαν μαζί μου, πώς εγώ, ένας αστυνόμος, είχα μεγαλώσει την κόρη μου τόσο χαλαρά και χωρίς πειθαρχία. Η Κατερίνα είχε γίνει το μαύρο πρόβατο κι εμείς οι κακοί ποιμένες. Εγώ αυτά τα είχα γραμμένα, ούτε και έσκαγα για τα μούτρα των συμπεθέρων μου, την Αδριανή όμως την πόνεσε. Σαν να μην της έφτανε η στενοχώρια για τον γάμο στο Δημαρχείο, ήρθε και η προσβολή από τα συμπεθέρια και την έκανε κουρέλι. Δεν έτρωγε, δε μιλούσε, δεν έπαιρνε την Κατερίνα, και όταν έπαιρνε εκείνη, δεν έβγαινε στο τηλέφωνο. Μετά τον γάμο, ζούσαμε σε βαρύ πένθος. Εκεί πάνω θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει η Κατερίνα για την Κωνσταντινούπολη. Ο γάμος δε θα γινόταν στην Πόλη, μπορούσαμε όμως να πάμε εμείς μια εκδρομή, και να απομακρυνθούμε από την εστία της κρίσεως. Όταν το πρότεινα στην Αδριανή, είχα τον φόβο ότι θα μουλάρωνε και θα έλεγε όχι, εκείνη όμως με κοίταξε και ψιθύρισε σαν να μην το πίστευε. «Λες να μας κάνει καλό;» Ήταν πολύ εύκολο να την πείσω ότι θα μας έκανε. Στο μόνο που τσίνησε ήταν η ιδέα μου να πάμε οδικώς με το Μιραφιόρι. 25


«Προτιμώ να μείνω εδώ» μου δήλωσε κατηγορηματικά. «Φτάνει που έμεινα στον δρόμο με τον γάμο της κόρης μου. Δεν αντέχω να μείνω στον δρόμο και με τη σακαράκα σου». Έτσι βρεθήκαμε σ’ ένα πούλμαν να θαυμάζουμε τα αξιοθέατα της Κωνσταντινούπολης. Την πρώτη μέρα τη Μονή της Χώρας, τη δεύτερη το Μπλε Τζαμί και το Βυζαντινό Υδραγωγείο, χτες το Πατριαρχείο και την Παναγία των Βλαχερνών και σήμερα την Αγία Σοφία. Τώρα που τα φέρνω στον νου μου όλα αυτά, γυρίζουμε από την Αγία Σοφία. Κοιτάζω από το παράθυρο, ενώ ακούω τη φωνή της ξεναγού να λέει πως η γέφυρα που περνάμε λέγεται Γέφυρα του Ατατούρκ και είναι η δεύτερη γέφυρα που ενώνει την Πόλη πάνω από τον Κεράτιο. Η πρώτη και παλαιότερη είναι εκείνη του Γαλατά. Η Αδριανή κάθεται στο πίσω κάθισμα μαζί με την κυρία Μουράτογλου, που είναι το πιο συμπαθές άτομο στο γκρουπ. Η καταγωγή της είναι από την Κωνσταντινούπολη, αλλά η οικογένειά της έφυγε αμέσως μετά τα Σεπτεμβριανά και ζει από τότε στην Αθήνα. Κάθε δύο χρόνια όμως μπαίνει σ’ ένα γκρουπ και γυρίζει «για να προσκυνήσει τα πάτρια εδάφη». «Άλλοι προσκυνάνε στα Ιεροσόλυμα, άλλοι στη Μέκκα, εγώ προσκυνάω στην Πόλη» λέει χαμογελώντας. Η Αδριανή την πάει πολύ και είναι κάθε τόσο μαζί της, γιατί «η κυρία Μουράτογλου είναι άλλο επίπεδο. Φαίνεται στο ντύσιμο, στους τρόπους, φαίνεται παντού». Από τότε που ήρθαμε στην Πόλη έχει μεταπτώσεις, αλλά καταφέρνει να ξεχνιέται, κυρίως όταν είμαστε σε ξεναγήσεις και παρασύρεται από τα αξιοθέατα. Μόλις όμως μένουμε μόνοι στο δωμάτιο, η κατάθλιψή της επανέρχεται. Μαζί την κυριεύει και ένας φόβος ότι 26


γίνεται αιτία να ψυχοπλακωθώ κι εγώ, γι’ αυτό με παροτρύνει να πάρουμε τους δρόμους, για να χαζέψει και να επανέλθει στη λήθη. Το πούλμαν έχει διασχίσει τη γέφυρα και ανεβαίνει μια ανηφόρα, που αριστερά της έχει ένα ναυπηγείο. Κοιτάζω από ψηλά τον Κεράτιο, με τις βενζίνες, τις μαούνες και τα χιλιάδες αυτοκίνητα στην παραλιακή, την οποία είχαμε διασχίσει χτες πηγαίνοντας στο Πατριαρχείο. «Αυτός ο παραλιακός δρόμος δεν υπήρχε παλιά» εξηγεί η Μουράτογλου στην Αδριανή. «Στο Φανάρι ή στο Χαλίτσι ή στον Μπαλατά πήγαινες με κάτι βαποράκια της υπομονής που έπιαναν όλες τις σκάλες. Τα βαποράκια ήταν μικρούτσικα σαν παιχνιδάκια, και το ταξίδι είχε γούστο. Άλλωστε ο κόσμος τότε δε βιαζόταν όπως σήμερα». Κοιτάζω στην απέναντι όχθη τα τζαμιά που μοιάζουν να είναι σε μια ευθεία και σε ίση απόσταση το ένα από το άλλο, ώσπου η θέα χάνεται, γιατί έχουμε μπει σε ένα βουλεβάρτο φαρδύ αλλά απρόσωπο και αδιάφορο, όπου παλιά διώροφα ερείπια στέκονται δίπλα σε κακόγουστες μοντέρνες φτηνοκατασκευές κι από κάτω μαγαζιά ποικίλης ύλης ατάκτως ερριμμένα: ένα μπακάλικο, μετά ένα κατάστημα που πουλάει ανταλλακτικά αυτοκινήτων, δίπλα ένα μαγαζί με χαλιά και ψάθες, παραδίπλα ένα άλλο με εσώρουχα, και ενδιάμεσα μερικά αναψυκτήρια με τοστ και χυμούς φρούτων. «Η λεωφόρος που διασχίζουμε τώρα είναι το βουλεβάρτο του Ταρλάμπασι» μας πληροφορεί η ξεναγός. «Το Ταρλάμπασι ήταν από τις πιο μεικτές συνοικίες της Σταμπούλ. Εδώ ζούσαν Ρωμιοί, Τούρκοι, Αρμεναίοι και λίγοι εβραίοι». «Εδώ που βρισκόμαστε τώρα είναι το Μπέγιογλου;» ρωτάει την ξεναγό ο στρατηλάτης εν αποστρατεία. 27


«Το Μπέγιογλου είναι η τουρκική ονομασία, στρατηγέ μου» του εξηγεί η Μουράτογλου. «Οι Ρωμιοί το έλεγαν πάντοτε Πέρα. La grande rue de Pera. Έτσι την έλεγαν όχι μόνο οι Ρωμιοί αλλά και οι Γάλλοι. Να το θυμάστε, γιατί, όταν θα πάρετε την Πόλη και θα πρέπει να επαναφέρετε την παλιά ονομασία, δε θα ξέρετε πώς λεγόταν». Πέφτει μια σιωπή και κανείς δεν έχει τίποτα να προσθέσει. Κοιτάζω την ξεναγό, που είναι Πολίτισσα, από το καθρεφτάκι. Έχει κατεβάσει το μικρόφωνο, κοιτάζει τον δρόμο και χαμογελάει. Το πούλμαν έχει βγει στην πλατεία του Ταξίμ και μπαίνει στον δρόμο όπου είναι το ξενοδοχείο μας.

28


3 Η Μουράτογλου μας έχει φέρει σε ένα εστιατόριο που λέγεται «Ίμβρος», και το έχει, κατά τα ειωθότα, ένας Ίμβριος. Καθόμαστε έξω, σε έναν μακρύ δρόμο, που δείχνει στενός, επειδή στη μέση του συναντιούνται τα τραπεζάκια από τα αμφίπλευρα μεζεδοπωλεία και φαγάδικα. Για να φτάσουμε εδώ, περάσαμε από έναν δρόμο με μαγαζιά που τηγανίζανε μύδια στη σειρά, συνεχίσαμε στην ευθεία, για να πέσουμε πάνω σε μαγαζιά πάλι με μύδια, αλλά γεμιστά αυτή τη φορά, ενώ λίγο παρακάτω άρχισε να μας γαργαλάει τη μύτη η μυρουδιά από τα μπαχαρικά, τους παστουρμάδες, τα σουτζούκια και τους λικουρίνους που κρέμονται μέσα στα καταστήματα τροφίμων, όπως σ’ εμάς τα σταφύλια στη λαϊκή. Δεν ξέρω τι θα θυμάμαι περισσότερο όταν γυρίσω στην Αθήνα: την Αγία Σοφία, τον Βόσπορο ή τις μυρουδιές της Πόλης. «Μα καλά, αυτοί οι Τούρκοι δε χορταίνουν ποτέ;» ρωτάει έκπληκτη η Αδριανή τη Μουράτογλου. «Μην τους βλέπετε έτσι. Δεν τρώνε πολύ. Εμείς οι Ρωμιοί τρώμε τα διπλάσια» ακούγεται πίσω μας η φωνή του Ίμβριου εστιάτορα, που η κυρία Μουράτογλου μας τον έχει συστήσει ως κυρ Σωτήρη. «Μα τι λέτε τώρα;» διαμαρτύρεται η Αδριανή. «Απ’ όπου περάσαμε, κάθε δεύτερο μαγαζί είναι εστιατόριο». 29


«Οι Τούρκοι δεν είναι σκλάβοι του φαγητού, είναι σκλάβοι των γεύσεων, μαντάμ» τη διαφωτίζει ο Ίμβριος. «Ο Τούρκος θέλει δέκα πιάτα γύρω του, για να τα τσιμπολογάει με τις ώρες. Εγώ να σας πω, προτιμώ τους Έλληνες». «Γιατί;» τον ρωτάω. «Γιατί είναι πιο αχόρταγοι, άρα και πιο εύκολοι. Τους ρίχνεις μια ψητή παντόφλα στο τραπέζι, άντε και κανένα μουσακά, σε μια ώρα τα έχουν σκουπίσει και βρίσκεις την ησυχία σου. Εδώ πας κι έρχεσαι με τις ώρες να κουβαλάς πιάτα και σαχάνια». Το λέει και μεταφέρεται στο διπλανό τραπέζι, για να χαιρετίσει έναν τύπο γύρω στα εξήντα πέντε, που τρώει μόνος του. Φαίνεται πως γνωρίζονται, γιατί ο Ίμβριος κάθεται απέναντί του και του πιάνει την κουβέντα. Η Μουράτογλου κουνάει το κεφάλι της, καθώς παρακολουθεί τον εστιάτορα. «Να ξέρατε πόσα τέτοια εστιατόρια Ρωμιών υπήρχαν στο Πέρα, κύριε αστυνόμε» μου λέει. «Και όχι μόνο στο Πέρα αλλά και στα νησιά στο Μέγα Ρεύμα, στα Θεραπειά. Τώρα έμεινε ο Σωτήρης, άντε και ένα ακόμα στα Θεραπειά και ένα τρίτο στην Πρίγκηπο». «Γιατί; Τα πουλήσανε;» ρωτάει η Αδριανή. «Άλλοι τα πουλήσανε, άλλοι πεθάνανε, τα παιδιά τους δεν ήθελαν να τα κρατήσουν, γιατί προτίμησαν την Ελλάδα – » Προς μεγάλη μου ανακούφιση, συνεχίζει την κουβέντα με την Αδριανή, που ως πιστή υπήκοος της τηλεόρασης λατρεύει τις ιστορίες και ιδιαίτερα τις λυπητερές. Αντίθετα, εγώ έχω μια έμφυτη απέχθεια για τα περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Κάνω μια οπτική γύρα στα τραπέζια κατά μήκος του δρόμου. Είναι όλα 30


γεμάτα, οι θαμώνες κουτσοπίνουν και κουβεντιάζουν, αλλά η φασαρία είναι η μισή από οποιαδήποτε ταβέρνα της Αθήνας, που συνήθως δεν ακούς τι σου λέει ο διπλανός σου. Εδώ οι κουβέντες είναι σε επίπεδο σουρντίνας, τόσο που ακούω το κινητό μου να χτυπάει. Το βγάζω από την τσέπη μου, και διαπιστώνω για άλλη μια φορά ότι ήταν ιδέα μου. Αυτό μου συμβαίνει σταθερά μια-δυο φορές τη μέρα. Ξέρω ότι ζω με την ελπίδα ότι θα με πάρει η Κατερίνα, αλλά κάθε φορά απογοητεύομαι. Από τη μέρα που ήρθαμε εδώ δεν είχαμε καμία επαφή – δεν την πήραμε και δε μας πήρε. Η τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν όταν της είπαμε ότι πάμε εκδρομή στην Πόλη, παραμονή που θα φεύγαμε. Η ιδέα να της το ανακοινώσουμε στο παρά πέντε ήταν της Αδριανής, που όταν μπει στο λούκι της πίκρας δε βγαίνει ούτε με νεροποντή, ώστε να καταλάβει η Κατερίνα ότι φεύγουμε για να ξεχάσουμε. Η Κατερίνα έπιασε το μήνυμα, μας ευχήθηκε καλό ταξίδι, αλλά δεν προσφέρθηκε να μας συνοδεύσει στο αεροδρόμιο. Αυτός ο αποχαιρετισμός φόρτωσε τη σχέση με πρόσθετα στρώματα ψυχρού αέρος κι εμένα με το άγχος της επόμενης μέρας, εξ ου και το κινητό που κουδουνίζει μόνο στο μυαλό μου. Η Αδριανή έχει προσέξει την καινούργια σχέση μου με το κινητό, την παρακολουθεί επισταμένως, αλλά δεν τη σχολιάζει. Αποσύρω το βλέμμα μου, για ν’ αποφύγω το δικό της και βλέπω τον εξηνταπεντάρη να έχει σηκωθεί και να πλησιάζει στο τραπέζι μας. Στέκεται πάνω από τη Μουράτογλου και μας κοιτάζει, ενώ εμείς περιμένουμε να μας συστηθεί. Δεν το κάνει, αλλά περνάει απευθείας στην ερώτηση. 31


«Συγνώμη, είστε από την Ελλάδα;» Αυτός είναι πάντα ο πιο εύκολος τρόπος για να πιάσεις κουβέντα – αρπάζεσαι από το προφανές. Η Μουράτογλου μοιάζει να κάνει ακριβώς την ίδια σκέψη, γιατί του απαντάει με ελαφρά ειρωνεία: «Μάλιστα. Κι εσείς;» Ο μεσήλικος αντιπαρέρχεται την ερώτηση της Μουράτογλου και συνεχίζει πολύ ευγενικά τις δικές του. «Με συγχωρείτε που διακόπτω το φαγητό σας, αλλά θα μπορούσατε να μου πείτε αν ήρθατε αεροπορικώς ή με πούλμαν;» «Αεροπορικώς από Αθήνα» τον διαφωτίζει η Στεφανάκου. «Και πού μένετε, αν επιτρέπεται;» «Στο ξενοδοχείο Ερεσίν, στο Ταξίμ» συμπληρώνει την ενημέρωση η Μουράτογλου. «Άρα αποκλείεται να έχει έρθει μαζί σας, ούτε να μένει σε ξενοδοχείο» μονολογεί ο μεσήλικος, πιο πολύ για να τ’ ακούσει ο ίδιος, παρά εμείς. «Συγνώμη, αλλά γιατί ρωτάτε;» επεμβαίνω κάπως απότομα εγώ, αφού ως μπάτσος είμαι μαθημένος να ρωτάω και όχι να με ρωτάνε. «Ήθελα να ρωτήσω αν ταξίδεψε μαζί σας μια κυρία μεγάλης ηλικίας, αλλά αυτή αποκλείεται να ήρθε αεροπορικώς από την Αθήνα. Μάλλον θα ταξίδεψε με πούλμαν από τη Θεσσαλονίκη». Μετά προσθέτει ένα «Ευχαριστώ και με συγχωρείτε για τη διακοπή». Κοιταζόμαστε και προσπαθούμε να θυμηθούμε, πιο πολύ από ευγένεια, γιατί είμαστε σίγουροι ότι δεν είχαμε τέτοιο πρόσωπο μαζί μας στο γκρουπ. Την απάντηση τη δίνει η Μουράτογλου. «Λυπάμαι, αλλά δε θυμάμαι να είχαμε μια συνεπιβάτιδα όπως την περιγράφετε. Εμένα βέβαια ταιριάζουν τα χρόνια μου, αλλά δεν ταιριάζει 32


η εμφάνισή μου» προσθέτει με διάθεση να χαριτολογήσει. Όταν ξαναβγαίνουμε στο «Πέρα», όπως το λέει η Μουράτογλου χωρίς το «οδός», κοντεύουν μεσάνυχτα, αλλά η κίνηση είναι όπως την είχαμε αφήσει στην κάθοδό μας, στις οχτώ. Ο κόσμος εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει στα καταστήματα, που είναι ακόμα ανοιχτά, όχι μόνο τα φαγάδικα αλλά και τα βιβλιοπωλεία, τα δισκάδικα και τα είδη ένδυσης. «Καλέ, τι ατέλειωτη λαοθάλασσα είναι αυτή!» αναφωνεί η Αδριανή και προσθέτει μια από τις φράσεις που ανήκουν στο τακτικό αποθεματικό της: «Η κάθοδος των μυρίων!». Τέτοια κοσμοσυρροή, όπως αυτή που συνωστίζεται στη Μεγάλη Οδό του Πέρα πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, δεν τη συναντάς ούτε στην Πανεπιστημίου ούτε στην πλατεία Ομονοίας σε ώρες αιχμής. Το πλήθος σκεπάζει όλο το πλάτος του πεζόδρομου και περιορίζει την ορατότητα στις πλάτες αυτών που προπορεύονται. Τουλάχιστον δέκα άνθρωποι στο λεπτό εισβάλλουν από τους κάθετους δρόμους στον πεζόδρομο, αλλά είναι τόσο πολλοί, που περισσεύουν και για τις καφετέριες και τα μπαράκια. «Ήταν πάντα έτσι;» ρωτάει η Αδριανή τη Μουράτογλου. Η Μουράτογλου χαμογελάει. «Όταν φύγαμε εμείς, η Πόλη ήταν μόλις ένα εκατομμύριο, κυρία Χαρίτου μου. Τώρα είναι επισήμως δεκατέσσερα, ανεπισήμως δεκαέξι και ψιθυριστά δεκαεπτά εκατομμύρια. Αλλά εδώ χτυπούσε πάντα η καρδιά της Πόλης. Και τότε και τώρα». «Εσείς ερχόσαστε συχνά;» τη ρωτάει η Αδριανή. «Εμείς μέναμε στο Φερίκιοϊ, από την άλλη πλευρά του Ταξίμ, κοντά στα Ταταύλα. Και σχολείο δεν πήγα 33


στο Ζάππειο αλλά στις καλόγριες, στη Νοτρ Νταμ ντε Σιόν. Για ψώνια όμως ερχόμαστε πάντα στο Πέρα». Ρίχνει ένα βλέμμα γύρω της και λέει με κάποια πίκρα, «Μην κοιτάτε, τώρα έχει ξεπέσει, γιατί κάθε συνοικία απέκτησε την αγορά της. Όπως και στην Αθήνα». Ένα στα δύο μαγαζιά, δεξιά κι αριστερά, είναι φαγάδικα. Όχι πως εμείς πάμε πίσω, αλλά εδώ δε βρίσκεις φαστφουντάδικα και σουβλατζήδικα. Είναι όλα εστιατόρια σελφ σέρβις, με τα φαγητά εκτεθειμένα στις βιτρίνες και πίσω τους στέκονται άντρες με κάτασπρες ποδιές και σκούφο μάγειρα στο κεφάλι. Βλέπω την Αδριανή να πλησιάζει στη βιτρίνα ενός μαγειρείου. Στην αρχή μου φαίνεται πως σκοπεύει να μπει για συμπλήρωμα φαγητού, επειδή η ελάχιστη όρεξη που έχει της κόπηκε τελείως μόλις είδε εμένα με το κινητό, αλλά εκείνη στέκεται μπροστά στη βιτρίνα και επιθεωρεί τα φαγητά. Χαζεύει τα ταψιά με τα λαδερά, την ποικιλία από κεφτέδες, τα πιλάφια και τα κρέατα, βλέπει στον τοίχο τους γύρους, και δεν μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα της. «Σας αρέσει η μαγειρική, κυρία Χαρίτου;» τη ρωτάει η Μουράτογλου. «Πώς το καταλάβατε;» «Από τον τρόπο που κοιτάζετε. Με το μάτι του ειδικού». Κάνει μικρή παύση και προσθέτει διστακτικά, «Και με λίγη ζήλια». Η Μουράτογλου το είπε πολύ φιλικά και χωρίς κακία, αλλά εγώ περιμένω ότι η Αδριανή θα τσαντιστεί και είμαι έτοιμος να τη μαζέψω, για να μην τα σπάσουμε με το μοναδικό άτομο που τα πάμε καλά τελευταία. Η Αδριανή ωστόσο μου βγαίνει από τα αριστερά και λέει χαμογελώντας στη Μουράτογλου. 34


«Όλες οι καλές μαγείρισσες ζηλεύουν, κυρία Μουράτογλου, αλλά μου αρέσει που το φαγητό είναι πλούσιο και αφήνουν πρώτα να χορτάσει το μάτι σου». Συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε το Πέρα με κατεύθυνση προς την πλατεία του Ταξίμ, ενώ χρειάζεται συχνά να ανοίξουμε δρόμο μέσα στο πλήθος. «Οι συνάδελφοί σας, κύριε αστυνόμε» μου ψιθυρίζει η Μουράτογλου και μου δείχνει έναν δρόμο αριστερά μου. Βλέπω τουλάχιστον μια διμοιρία αστυνομικών με κράνη, ασπίδες και γκλομπ, που έχουν κλείσει όλο το πλάτος του δρόμου και είναι έτοιμοι να εφορμήσουν μόλις γίνει το παραμικρό. Σκέφτομαι τι θ’ ακούγαμε εμείς, ο υπουργός και σύσσωμη η κυβέρνηση, αν παρατάσσαμε κάθε βράδυ μια διμοιρία ΜΑΤ στη Σανταρόζα ή στη Χαριλάου Τρικούπη. Όλη την γκάμα, από το χαϊδευτικό «μπασκίνες» ως το περιφρονητικό «φασίστες» και την ιαχή «αστυνομικό κράτος». «Είναι κάθε βράδυ εδώ ή μήπως υπάρχει σήμερα κάτι έκτακτο;» ρωτάω τη Μουράτογλου. «Εγώ δεν είμαι κάθε βράδυ εδώ, όπως ξέρετε. Αλλά τους βλέπω κάθε φορά που τυχαίνει να περάσω». Στην πλατεία Ταξίμ το πλήθος αραιώνει, επειδή διαχέεται, ακριβώς όπως και στο Σύνταγμα. Διασχίζουμε την πλατεία και στρίβουμε αριστερά για να πάμε στο Οτέλ Ερεσίν, το ξενοδοχείο μας. Η σειρά προτεραιότητας του μπάνιου έχει ρυθμιστεί ανάμεσα στην Αδριανή και σ’ εμένα από τον πρώτο μήνα του γάμου μας. Πρώτα πηγαίνω εγώ, επειδή είμαι ο πιο σύντομος, και ακολουθεί η Αδριανή, για να έχει απεριόριστο διαθέσιμο χρόνο. Είναι τέτοιος ο συντονισμός ανάμεσά μας, που συνήθως ξέρει τι ώρα θα βγω και με περιμένει όρθια. 35


Το ίδιο κάνει κι απόψε, αλλά πριν μπει, στέκεται στην πόρτα του μπάνιου και με κοιτάζει. «Σ’ έτρωγε πάλι η μοναχοκόρη μας» μου λέει. «Γιατί, εσένα δε σε τρώει;» Μοιάζει να το σκέφτεται και δεν απαντάει αμέσως. «Με τρώει το πείσμα της» μου λέει μετά. «Ποιο πείσμα της;» «Έλα τώρα, μην κάνεις τον βλάκα. Το πείσμα της, που προτίμησε να μας κάνει άνω-κάτω, κι εμάς και τον Φάνη και τα συμπεθέρια, μόνο και μόνο για να γίνει το δικό της. Άντε και να πω ότι εμένα δε με λογαριάζει. Δε λογάριασε ούτε εσένα, που υποτίθεται ότι σου ’χει αδυναμία. Και τώρα εξακολουθεί με το γαϊδουρινό πείσμα της να μην παίρνει ούτε ένα τηλέφωνο. Ένα σου λέω. Με τέτοιο πείσμα δεν την αντέχουν ούτε οι γονείς της, πώς θα την αντέξει ο Φάνης; Να μην απορήσεις αν σε τρία χρόνια έχουμε διαζύγια. Και να εύχεσαι να μην έχουν κάνει και κανένα παιδί στο μεταξύ, γιατί έτσι είναι τώρα της μόδας: πρώτα κάνουν παιδί, μετά χωρίζουν, και μετά το φορτώνουν στη γιαγιά, για να το μεγαλώσει». «Μην τη γλωσσοτρώς» φωνάζω έξαλλος. «Μόλις παντρεύτηκε». «Έτσι όπως παντρεύτηκε, δε μετράει, αλλά δυστυχώς και πάλι θέλει διαζύγιο». Όταν είναι πραγματικά θυμωμένη, μπορεί και σε αποστομώνει κάθε φορά που τολμάς ν’ ανοίξεις το στόμα σου. «Θα μπορούσαμε να πάρουμε εμείς ένα τηλέφωνο και να τελειώνουμε μ’ αυτό το καλογερίστικο σιωπητήριο». «Πώς να της μιλήσω, όταν ντρέπομαι να μιλήσω στους συμπεθέρους μας, που έχουν δίκιο να της φέρονται όπως της φέρονται;» «Θα μπορούσα να της μιλήσω εγώ». Μετανιώνω 36


αμέσως γι’ αυτό που είπα, γιατί ξέρω τι θα ακολουθήσει και επαληθεύομαι. «Βέβαια, εσύ και η κορούλα σου» φωνάζει έξαλλη. «Πάντα τα κανονίζατε όλα μεταξύ σας, εγώ ήμουν εκτός νυμφώνος. Και όταν καμιά φορά τολμούσα να την πιέσω, για να της μάθω τρία χρήσιμα πράγματα, εσύ έβγαινες πάντα μπροστάρης. Τη μια ήταν το σχολείο, μετά οι σπουδές, μετά το διδακτορικό. Αν μ’ άφηνες να της μάθω τα βασικά που πρέπει να ξέρει μια γυναίκα, είτε νοικοκυρά είναι είτε δικηγόρος είτε υπουργός, δε θα ’χαμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Γιατί εγώ είμαι αυτή που πληρώνω τώρα χωρίς να φταίω. Εσύ, ήθελες και τα ’παθες». Έχουμε ξεχαστεί και φωνάζουμε σαν να βρισκόμαστε στο σπίτι μας, ώσπου ακούμε κάποιον από δίπλα να βροντάει τον τοίχο, για να βγάλουμε τον σκασμό. Σταματάμε απότομα και κοιταζόμαστε έντρομοι. Η Αδριανή χώνεται τάχιστα στο μπάνιο, σαν να θέλει να κρυφτεί από τα αόρατα επιτιμητικά βλέμματα. Εγώ ξαπλώνω στο κρεβάτι, γυρίζω στο πλάι, και καρφώνω το βλέμμα στο παράθυρο απέναντί μου. Είναι η στάση που προμηνύει άλλη μια ολονυχτία.

37


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.