G|arts
GLOW ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 36
Τα μαχαιροπήρουνα που ενθουσίασαν τη Maria Grazia Chiuri.
Αγγελική Γιαννακίδου
Η ιδρύτρια και πρόεδρος του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης, Αγγελική Γιαννακίδου, μιλάει για το ίδρυμα και τις πολυσήμαντες δράσεις του, μέρος των οποίων αποτελούν το Δίκτυο Τεχνουργών “Riza” (Ρίζα) και το νέο Δίκτυο Μικρών Αγροτικών Μουσείων, που στήνεται αυτόν τον καιρό.
H
INTERVIEW
Δ Υ ΝΑΜΗ Ψ Υ ΧΗΣ
μακρόχρονη αφοσίωση και η αγάπη της για την ιστορία, τους ανθρώπους, τη λαϊκή παράδοση και τον ευρύτερο πολιτισμό της Θράκης οδήγησαν την εξαιρετικά δραστήρια και αεικίνητη Αγγελική Γιαννακίδου στο να δημιουργήσει ένα μουσείο μοναδικό, που κατόρθωσε να συνδέσει τη γνώση της παράδοσης με τη σύγχρονη πραγματικότητα και να δώσει νέα πνοή σε παραδοσιακές, σχεδόν ξεχασμένες, τεχνικές παραγωγής. Το αποτύπωμα του σπουδαίου έργου της αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στη γέννηση του δικτύου αριστοτεχνίας “Riza”, ενώ η πρόσφατη επίσκεψη της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, τον περασμένο Ιούλιο, αλλά και η παλαιότερη επίσκεψη της καλλιτεχνικής διευθύντριας του οίκου Dior Maria Grazia Chiuri, αποτελούν δείκτες επιτυχίας για το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης και δικαιολογούν την ξεχωριστή θέση που έχει αποκτήσει στον πανελλαδικό χάρτη των μουσειακών ιδρυμάτων. Εν αρχή ην... η λαϊκή παράδοση Η Αγγελική Γιαννακίδου ήρθε στη Θράκη ως νύφη, το 1967, από τη Θεσσαλονίκη. Σε μια εποχή που κανείς δεν αναφερόταν στην ιστορία της περιοχής, εντυπωσιάστηκε από αυτό που είδε. Η ίδια θυμάται: «Είχα την εντύπωση ότι πήγα σ’ έναν άλλο κόσμο, καθώς η Θράκη τότε ζούσε ακόμη τον παραδοσιακό βίο και ως προς την υλικότητα και ως προς την άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Δηλαδή, δρώμενα που σήμερα γίνονται ως φεστιβαλικές εκδηλώσεις των συλλόγων εγώ τα βίωσα. Για παράδειγμα, οι γυναίκες κάθε Κυριακή έβαζαν τις καλές τους φορεσιές και έβγαιναν στην πλατεία του χωριού για να χορέψουν, για να διασκεδάσουν. Τότε, μόνο η Αλεξανδρούπολη είχε ηλεκτρικό φως». Μαγεμένη από την ομορφιά του φυσικού τοπίου, άρχισε σιγά σιγά να γνωρίζει τους ντόπιους, να συζητάει μαζί τους και να μαθαίνει τις προσωπικές τους ιστορίες. Πρόκειται για μια εποχή (από τη δεκαετία του ’70 και μέχρι και τα τέλη του ’90) που το lifestyle μεσουρανεί και η λαϊκή παράδοση έχει γίνει φολκλόρ. «Ο εξαστισμός του πληθυσμού της υπαίθρου, που ξεκίνησε από τον Εμφύλιο και μετά, άρχισε να ερημώνει τα χωριά μας από την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Οπότε, όταν εγώ πήγαινα σε αυτά τα μέρη, οι άνθρωποι με καλοδέχονταν, γιατί σκέφτονταν ότι κάποιος ενδιαφερόταν να δει πώς ήταν η ζωή τους. Τους φαινόταν, βέβαια, παράξενο, γιατί ήδη το σύστημα είχε αρχίσει να τους τοποθετεί σε μια θέση, σαν να ήταν πολίτες τρίτης κατηγορίας. Εμένα πάλι με ενδιέφερε αυτή η γέννηση των πραγμάτων, ο αγροτικός κόσμος και οι προφορικές ιστορίες. Και από ένστικτο ίσως, είδα τι υπήρχε πίσω από όλο αυτό το πράγμα. Μέσα από τις πολλές συνεντεύξεις και την επαφή με τους ανθρώπους διαπίστωσα ότι αυτό το κομμάτι δεν ήταν απλά διακοσμητικό, ήταν ζωντανό και εμπεριείχε μία δυναμική μέσα του», εξιστορεί η κ. Γιαννακίδου, εξηγώντας τους λόγους που την οδήγησαν στην ίδρυση του Μουσείου. Παράλληλα με τη βιωματική σχέση που είχε με τον χώρο, άρχισε να ενημερώνεται και θεωρητικά, να διαβάζει για την ιστορία του τόπου, για να μπορέσει να κατανοήσει την ανθρωπογεωγραφία της Θράκης όσο το δυνατόν καλύτερα. Όπως παραδέχεται, «όλο αυτό ήταν ένα ταξίδι που έκανα με το μυαλό μου και την ψυχή μου και πέρα από το ότι ήταν ένα μεγάλο σχολείο, ήταν