
Φωτογραφία του συγγραφέα: Από το πρωτότυπο έργο. Καταβλήθηκε από τον εκδότη κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση των κληρονόμων και/ή των νόμιμων δικαιούχων των πνευματικών δικαιωμάτων του συγγραφέα, άνευ αποτελέσματος. Παρακαλείται λοιπόν οποιοσδήποτε έλκει πνευματικά δικαιώματα από το παρόν έργο να επικοινωνήσει με τον εκδότη για κάθε απαραίτητη ενέργεια.
ISBN: 978-618-85134-4-0
πρώτη έκδοση: ΑΕΤΟΣ Α.Ε., Αθήνα 1954
Σελιδοποίηση: Ιωάν. Σαντοριναίος & ΣΙΑ Ε.Ε. Διόρθωση-επιμέλεια: Δώρα Καραφύλλη Εκτύπωση: Γραφικές Τέχνες Γιωτάκος Βιβλιοδεσία: “Libro d’Oro” Παραγωγή έκδοσης: Ιωάννα Κομπιλίρη © Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων και Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Τατοΐου 21, Τ.Κ. 14561, Κηφισιά www.alphatrust.gr

Πρόλογος για τη νέα έκδοση ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΖΩΗΣ ΜΕ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΗ ΘΕΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Τοπογραφία μιας ζωής (1883 1975): τα πρώτα χρόνια Από την Ινδία, όπου γεννήθηκε (1883), στη Βρετανία, όπου μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε (18881907)· στην Αίγυπτο, όπου ξεκίνησε την καριέρα του (στο Γενικό Λογιστήριο 1907-1913)· στη Μακεδονία (οικονομικός επιθεωρητής 1913 1918)· στην Πόλη (κυβερνητικός επίτροπος για την επαναφορά εκτοπισμένων ελληνικών πληθυσμών 1918 1924)· πίσω στη Μακεδονία (στην Επιτροπή Ανταλλαγής Ελληνο-Τουρκικών
κι έρχονται, οι άνθρωποι εκτοπίζονται απότομα (και συχνά πολύ βίαια) για να μετακινηθούν ξανά λίγο αργότερα (φαινόμενα διπλής και τριπλής προσφυγιάς), μεγάλα ρεύματα ιδεών γεννούν μεγάλους διχασμούς αλλά και νέους διεθνείς θεσμούς για τη διαχείριση νέων προβλημάτων, οι εκκρεμότητες του παρελθόντος έρχονται να περιπλέξουν την επίλυση νέων ζητημάτων, ενώ η παγκόσμια οικονομία ζει στον παλμό της πρώτης παγκοσμιοποίησης (και του άδοξου τέλους της). Μέσα σε αυτή την κοσμογονία, παρακολουθούμε έναν φιλελεύθερο, δημοτικιστή κοσμοπολίτη να μεγαλώνει, να εργάζεται, να ταξιδεύει, να σκέφτεται και να μάχεται χωρίς να επιτρέπει οι θύελλες του καιρού του να ακυρώσουν την πεποίθηση στη συνειδητή δράση και στην απόλαυση της γεύσης της ζωής. Η οικογένεια μέσα στην οποία μεγάλωσε ήταν κινητική και πολλαπλά εκτοπισμένη. Η οικογένεια της μητέρας του (Ράλλη) μετακινήθηκε από τη Χίο στην Ευρώπη (Μασσαλία, Τεργέστη και Αγγλία). Του πατέρα του, του γνωστού
εντυπώσεις και εμπειρίες. Η οικογένεια του συγγραφέα μιλούσε στο σπίτι δύο γλώσσες (αγγλικά με τη μαμά και ελληνικά με τον μπαμπά) και εκπαίδευσε τα παιδιά με τη φιλελεύθερη ανοχή που επιτρέπει (ίσως και να ενθαρρύνει κιόλας) στα παιδιά να ανατρέψουν τα κοινωνικά στερεότυπα των αυτονόητων ρόλων: η αδελφή Μαριέτα σπούδασε φυσικές επιστήμες στο Καίμπριτζ, έκανε διδακτορικό και δημοσίευσε σημαντικές βοτανολογικές έρευνες στη Ρουμανία και στα Ζαγόρια, ενώ τα δύο μικρότερα αγόρια (Αντρέας και Μάρκος) ακολούθησαν καλλιτεχνικές και οικολογικές διαδρομές (κατασκευές κοσμημάτων ινδικής επιρροής και περιηγήσεις στο Νεπάλ με βαθιά μελέτη του Βουδισμού). Ο συγγραφέας ήταν ακόμα μαθητής στο Ήτον όταν πήγε με τον πατέρα του στη Ρεν της Βρετάνης για να παρακολουθήσουν τη δίκη του Ντρέυφους (1899), και ένα χρόνο μετά για να επισκεφθούν τη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι και να συνομιλήσουν με την ομάδα των δημοτικιστών με αρχηγό τον Ψυχάρη. Μαζί με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα
για την Οξφόρδη), ο συγγραφέας αναγνωρίζει την έλξη αυτού που ο ίδιος ονομάζει «αγγλοσαξωνικό πνεύμα και πολιτισμό». Η ελευθερία, η τάξη, η δικαιοσύνη και η εκτίμηση προς την αξία του ατόμου είναι οι αρχές που κρατάει και συνδέει με τις δικές του οικογενειακές αναφορές. Ο φοιτητής που καμάρωνε επειδή το Κολλέγιό του, το Balliol, ήταν πολύ «διεθνοποιημένο» και είχε φίλους από την Ινδία, την Ιαπωνία, τη Νότια Αφρική, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και από πολλές χώρες της Ευρώπης, που χαιρόταν επειδή εκεί υπήρχαν λιγότερες ταξικές προκαταλήψεις (και οι αριστοκράτες των άλλων Κολλεγίων τούς ονόμαζαν Bassuto Land), ο φοιτητής που περνούσε τις διακοπές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο για να τελειοποιήσει τα γερμανικά του, το παιδί που παρακολουθούσε τη μουσική κίνηση (κυρίως εκκλησιαστική), εκείνος που παρέμεινε ένα επιπλέον χρόνο στο πανεπιστήμιο για να μάθει αραβικά, στο γεύμα των 20 χρόνων του που παρέθεσε στους συμφοιτητές του φορούσε μια «ωραία ευζωνική φορεσιά». Ένας κοσμοπολίτης Έλληνας, περήφανος και απροκατάληπτος, χωρίς συμπλέγματα και με περίσσευμα θάρρους, αλληλεγγύης και
τισμών. Ήταν ένας άνθρωπος των μεγάλων ιδεών, ένας βαθιά φιλελεύθερος ανθρωπιστής με συναίσθηση της ισορροπίας δύναμης στον κόσμο και της αδυναμίας και της απόγνωσης των ανθρώπων. Το αποτύπωμα της ζωής του ήταν διπλό: Υπηρέτησε από την πρώτη γραμμή, όταν και όπου του ζητήθηκε. Και παράλληλα, έγραψε, ανέλυσε και απόσταξε τις δραστηριότητες και σκέψεις του σε μελέτες και άρθρα. Ήταν και παρέμεινε ένας άνθρωπος της πράξης, που σήκωσε τα μανίκια και ανακατεύτηκε με τους πρωταγωνιστές και (κυρίως) τα θύματα του ταραγμένου του καιρού. Μπήκε στην πολιτική με τον Βενιζέλο το 1920 και απέτυχε να εκλεγεί, ξαναπροσπάθησε και τα κατάφερε αργότερα. Δέχτηκε δολοφονική επίθεση μαζί με τον ναύαρχο Κουντουριώτη στην Αθήνα το 1922 «εκ μέρους αγνώστων […] εις τα γραφεία της διανομής βοηθημάτων εις τους αναπήρους πολέμου, τραυματισθείς διά σφαίρας εις την κεφαλήν» κατά
Μια περίπλοκη επαγγελματική διαδρομή
Στην πλούσια επαγγελματική του ζωή εξειδικεύτηκε στα θέματα της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών και στην ανακούφιση των άμεσων αναγκών των προσφύγων, αλλά και στη δημιουργία ευκαιριών ζωής και ευδοκίμησης σε νέες πατρίδες. Ο κόσμος της νεότητάς του ήταν ένας κόσμος ανοιχτός, ένας κόσμος μεγάλης κινητικότητας. Το ποσοστό των ανθρώπων που ζούσαν και εργάζονταν σε άλλη χώρα από αυτήν όπου γεννήθηκαν, στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με σήμερα. Άλλωστε έζησε στον αιώνα της μεγαλύτερης κινητικότητας των ανθρώπων – από το 1815 κι έπειτα–, τόσο της εκούσιας μετανάστευσης1 όσο και της ακούσιας και υποχρεωτικής, λόγω των εκτοπισμών που προκαλούσαν οι πόλεμοι και η μακρόσυρτη κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αφιερώθηκε με πεποίθηση στην αντιμετώπιση των πιεστικών προβλημάτων, όχι με την ασφάλεια
της απόστασης που προσφέρει μια δουλειά γραφείου, αλλά με την αυταπάρνηση του ανθρώπου που πέφτει στο νερό για να σώσει εκείνους που κινδυνεύουν. Υπηρέτησε για 17 χρόνια σε διάφορες διοικητικές θέσεις στην Ελλάδα, και εκείνα ήταν χρόνια μεγάλων αναστατώσεων: ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1915-18), η εκστρατεία της Ουκρανίας (1919), η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-22) και η Καταστροφή που ακολούθησε. Αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων κατέκλυζαν την Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, κινητοποιώντας τεράστια προσπάθεια και πόρους. Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των καιρών και προσέφερε ψυχραιμία και οξυδερκή ακτιβισμό. Η πρώτη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αντιμετώπισε ήταν το 1913 στη Θεσσαλονίκη, όταν έφτασαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα ενδότερα της Μακεδονίας (Σκόπια, Κόσσοβο, Μοναστήρι), εκτοπισμένοι από τον σέρβικο στρατό. Λίγο αργότερα (μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου), άρχισαν να φτάνουν οι πρώτοι Έλληνες πρόσφυγες από τη Στρώμνιτσα, τη Γευγελή
Οι μετατοπίσεις στις γραμμές των συνόρων δεν ήταν η μόνη αιτία προσφυγικών κινήσεων. Μεγάλα ρεύματα δημιουργήθηκαν από αλυσιδωτές καραμπόλες μετακινούμενων πληθυσμών, άλλοτε επειδή βρήκαν μια ευκαιρία να μετακινηθούν προς τόπους της επιθυμίας τους, και άλλοτε επειδή εκτοπίστηκαν υποχρεωτικά από δευτερογενείς κινήσεις άλλων πληθυσμών. Ένα τέτοιο ντόμινο δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 1914 με την άφιξη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης χιλιάδων Ελλήνων από τα χωριά της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας. Τότε είναι που για πρώτη φορά έγινε λόγος για ανταλλαγή πληθυσμών – μια ιδέα που ωρίμασε μερικά χρόνια αργότερα. Ο Πάλλης υπογραμμίζει ότι τόσο η ιδέα όσο και ο όρος ανήκουν στον Γκαλήπ Κεμαλή και όχι στον Βενιζέλο, όπως πολύς κόσμος πιστεύει. Το έργο της Επιτροπής προσφύγων ήταν πολύ σημαντικό και δημιουργικό. Ο Α. Α. Πάλλης αναφέρει επισκευές σπιτιών, οικοδόμηση
Ανατολική Μακεδονία, οι πρόσφυγες που είχαν προλάβει να εγκατασταθούν εκεί ξεριζώνονται για δεύτερη φορά. Οι κινήσεις πληθυσμών πύκνωσαν και πάλι: από το 1915 άρχισαν απελάσεις Ελλήνων από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και μέχρι το 1918 ολοκληρώθηκε ο επαναπατρισμός όσων επέζησαν. Από το 1918 μέχρι το 1920, ξαναγύρισαν πίσω στην Ανατολική Θράκη και στη Μικρά Ασία όσοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα το 1914. Έτσι, το 1919, οι συνοικισμοί της Μακεδονίας ερημώθηκαν ξανά […]. Και το 1922, νέα πλημμυρίδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το έργο του εποικισμού έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Παράλληλα, στο ίδιο διάστημα, ο Α. Α. Πάλλης είχε δραστηριότητα και με προσφυγικούς πληθυσμούς εκτός των Ελλήνων. Ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις του καταλαμβάνουν οι Αρμένιοι που εγκαταστάθηκαν με μαζικές πολιτογραφήσεις στον Λίβανο και στη Συρία. Η εμπειρία του αυτή ήταν το διαβατήριο
λεψε για το ελληνικό κράτος αλλά και για διεθνείς οργανισμούς. Σχεδίασε εκτεταμένες παρεμβάσεις με ορίζοντα, αλλά πραγματοποίησε και έργο άμεσης ανακούφισης (φροντίδα, σίτιση και στέγαση) των προσφύγων. Μετακινήθηκε πολύ και συχνά. Έμαθε γλώσσες για να μπορεί να καταλαβαίνει τους ανθρώπους με τους οποίους έπρεπε να συνεργαστεί. Κράτησε τις καλύτερες παραδόσεις της αγγλικής παιδείας και δημόσιας διοίκησης, βλέποντας τον εαυτό του σαν υπηρέτη του δημοσίου συμφέροντος. Ήταν ένας ασυνήθιστος επικεφαλής Γενικού Λογιστηρίου: αντιλαμβανόταν τους αριθμούς για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τους ανθρώπους. Οι κινήσεις και οι επιλογές του ήταν εκείνες ενός Πολίτη του Κόσμου (του), ενός πολίτη που μπορούσε να συνδυάσει τις φιλελεύθερες ιδέες της παγκοσμιοποιημένης του εποχής με τα μεγάλα κινήματα του καιρού του, τον Δημοτικισμό και την Ανοιχτή Ελλάδα του Βενιζέλου. Ήταν ένας λόγιος τεχνοκράτης, ένας διπλωμάτης της κατανόησης και της ενσυναίσθησης.
κές οργανώσεις για την αναζήτηση και επιστροφή παιδιών μετά το 1919, με ενδιάμεσο σταθμό στην προσαρμογή τους τη φιλοξενία τους στην «Ουδέτερη Στέγη», υπό τη διεύθυνση της «φιλάνθρωπης Αμερικανίδας Μις Κάρις Μιλς»). Συνομιλούσε με υπουργούς και τοπικούς διοικητές, αλλά και με πολιτικούς και διανοούμενους της Ευρώπης και του κόσμου. Υπολόγιζε το αθροιστικό κόστος περιουσιών για τις ανταλλαγές και τους συμψηφισμούς, αλλά μοίραζε και κουβέρτες, φαγητό και φάρμακα. Είχε τη γενναιότητα και κριτική οξυδέρκεια να παραδέχεται τις αδυναμίες του εγχειρήματος που ο ίδιος υπηρετούσε. Όταν, για παράδειγμα, ήταν Οικονομικός Επιθεωρητής της Μακεδονίας σχημάτισε την πεποίθηση ότι «το διοικητικό σύστημα, που εφαρμόστηκε στις Νέες Χώρες μετά την προσάρτηση, είταν κατ ’ ουσίαν πολύ λιγώτερο δημοκρατικό και περισσότερο γραφειοκρατικό απ ’ εκείνο που επικρατούσε εκεί επί τουρκοκρατίας» (: 301 302). Και σαν να μη έφτανε αυτό, έγινε και το σφάλμα της διατήρησης
απόφαση να τις μισο-υλοποιήσουν […]. Είχε το μεγάλο προσόν να μπορεί να ξαναρχίζει από την αρχή, ξανά και ξανά […]. Να μην καταπτοείται από την αέναη επανάληψη των ίδιων καταστροφών (και των ίδιων λαθών). Ενώ ασφυκτιούσε με τη στενομυαλιά, την αναβλητικότητα και την ατολμία των πολιτικών της εποχής του, σε κανένα σημείο δεν τα παράτησε. Το βιβλίο σήμερα… Το βιβλίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1954. Το έγραψε από την αρχή στα ελληνικά. Το μεγαλύτερο μέρος το έγραψε το 1942-43, στα χρόνια της Κατοχής, όταν η «προσωρινή έλλειψη άλλης πνευματικής ασχολίας» τον «παρέσυρε» να εκθέσει «όσα περιστατικά της ζωής [τ]ου [τ]ού φανήκανε άξια να μνημονευτούν» (: 42) Εκείνος περιγράφει το βιβλίο του σαν «αυτοβιογραφικό σημείωμα» ή «αυτοβιογραφικό χρονικό», δηλαδή ένα είδος «ελαφράς αυτοβιογραφίας» που βάζει στο χαρτί λίγες αναμνήσεις που φτιάχνουν μια «σαλάτα ρούσσικη»). Το έγραψε,
της Ιστορίας» χωρίς βαρύγδουπες και πομπώδεις εκφράσεις, μια ανάλαφρη και ταυτόχρονα σύνθετη διαδρομή σε πολέμους ιδεών, περιοχών, πολιτισμών και κοινωνικών ανατροπών. Και μας ταξιδεύει με τη σεμνότητα του ανθρώπου που προσπάθησε όσο μπορούσε και παρέμεινε ψύχραιμος, οξυδερκής και αλληλέγγυος. Διαβάζοντας την αφήγηση της ζωής του σήμερα, μέσα στην αναστάτωση μιας νέας τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης αλλά και μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, καθώς η μαγεία των παιδικών αναμνήσεων χρωμάτων, μουσικών και γεύσεων που κρατάει ο συγγραφέας μαζί με την αγάπη του για την Ινδία ανακατεύονται με τις χτεσινές εικόνες της Ινδίας της πανδημίας, φτάνουμε να ξαναβλέπουμε τον κόσμο γύρω μας και να επανεξετάζουμε τον χρόνο και τον τόπο του φαντασιακού μας αυτονόητου. Μερικές από τις σκέψεις που μου γέννησε καθώς το διάβαζα ανακατεύονται με αδρές παρατη-
τις απόψεις, με μια χτυπητή εξαίρεση: την κινητικότητά των ανθρώπων. Η παγκοσμιοποίηση είναι πολύ πιο προχωρημένη στην οικονομία και ασφαλώς στην τεχνολογία, αλλά πολύ πιο δεσμευτικά «κλειστή» στη σφαίρα της μετανάστευσης σε σύγκριση με την εποχή του συγγραφέα. Ο Dani Rodrik (2012), ένας μετριοπαθής υποστηρικτής της «λελογισμένης παγκοσμιοποίησης», έχει υπολογίσει πως μια ελαφρά χαλάρωση των εμποδίων στη μετακίνηση των ανθρώπων με προγράμματα βίζας για προσωρινή εργασία μικρότερη του 3% του εργατικού δυναμικού των πλούσιων χωρών, θα προσέθετε όφελος της τάξης των 360 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως στην παγκόσμια οικονομία. Δηλαδή, η ευεργετική επίδραση που θα είχε στην παγκόσμια ανάπτυξη μια σχετική και λελογισμένη χαλάρωση των περιορισμών της μετανάστευσης, θα ήταν πολύ ισχυρότερη από μια γενναία επιπλέον απελευθέρωση του εμπορίου ή του χρηματοπιστωτικού
A
Banerjee (2019)
ποσοστό
διασχίζοντας
ότι το 2017
ακριβώς
το 1990 αλλά και το 1960. Κι όμως, έρευνες στην Ευρώπη δείχνουν ότι ο πληθυσμός θεωρεί πως τουλάχιστον τριπλάσιοι πρόσφυγες και μετανάστες έχουν εγκατασταθεί στη χώρα τους σε σύγκριση με τους πραγματικούς αριθμούς. Επιπλέον, τους φαντάζονται πολύ πιο απελπισμένους, ανίκανους για εργασία και αμόρφωτους από όσο είναι στην πραγματικότητα. Φαντάζονται, δηλαδή, ότι εφόσον οι διαφορές μισθών και ποιότητας ζωής είναι τόσο μεγάλες, ανά πάσα στιγμή η πλειοψηφία των ανθρώπων στις φτωχές χώρες αναζητά ευκαιρία να μεταναστεύσει. Δεν ισχύει όμως αυτό. Οι άνθρωποι δεν φεύγουν
την επόμενη μέρα). 2 Οι άνθρωποι φεύγουν όταν νιώσουν ότι βρίσκονται «στο στόμα του καρχαρία»3. Και όταν αυτό συμβεί, «είναι δύσκολο να τους σταματήσεις, επειδή δεν υπάρχει πλέον τόπος που να θεωρούν ότι είναι το σπίτι τους για να επιστρέψουν» (Duflo και Banerjee, 2019: 14). Ένας λόγος, λοιπόν, για να μην ανησυχούν οι πολίτες των πλούσιων χωρών ότι θα πλημμυρίσουν με ξένους είναι η ίδια η αριθμητική της μετανάστευσης. Δεν συνάγεται ότι μεγάλοι αριθμοί είναι έτοιμοι να μετακομίσουν, ούτε σημειώνεται κάποιο άνευ προηγουμένου κύμα μετακινούμενων πληθυσμών στις μέρες μας. Ο δεύτερος λόγος καθησυχασμού έχει να κάνει με τα πραγματικά οικονομικά αποτελέσματα που προκαλεί η εγκατάσταση μεταναστών στις χώρες υποδοχής – σε σύγκριση με τα υποθετικά. Ως προς την επίδραση που έχει η μετεγκατάστασή τους σε νέους τόπους, η πλούσια βιβλιογραφία δεν προσφέρει ενδείξεις ότι
κες εργασίας των πληθυσμών στις χώρες που τους υποδέχονται – ούτε καν των ανθρώπων που έχουν λίγο-πολύ τις ίδιες δεξιότητες. Αντίθετα, υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις ότι ενισχύουν την οικονομία και κοινωνία υποδοχής, ενώ βελτιώνουν ταυτόχρονα και τη δική τους ζωή. Η ευεργετική επίδραση τόσο για τις κοινωνίες υποδοχής όσο και για τους ίδιους τους μετακινούμενους πληθυσμούς ισχύει ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο μετακινήθηκαν. Ισχύει, δηλαδή, εξίσου για εκούσια αλλά και για υποχρεωτική μετανάστευση. Πώς εξηγείται αυτή η θετική επίδραση; Υπάρχουν πολλοί λόγοι: Επειδή τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα ενισχύοντας την προσφορά εργασίας και τη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών, επειδή δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την ανασυγκρότηση της παραγωγής και, τέλος, επειδή κάνουν δουλειές που, αν και είναι χρήσιμες, οι ντόπιοι δεν επιθυμούν να τις κάνουν. Το κύμα των Αλβανών που ήρθαν στην Ελλάδα στις δεκαετίες
οικογενειακή συνθήκη – γυναίκες με εφόδια αλλά χωρίς χρόνο να εργαστούν λόγω υποχρεώσεων φροντίδας (Lyberaki, 2011). Η αναδρομή στα παρεξηγημένα οφέλη της οικονομικής μετανάστευσης δεν θα πρέπει να συσκοτίσει το γεγονός ότι η σημερινή προσφυγική κρίση μοιάζει πολύ περισσότερο με εκείνην της εποχής του Α. Α. Πάλλη, παρά με τη συνειδητή αναζήτηση καλύτερης ζωής κάπου αλλού. Έχει όμως και πολλά κοινά στοιχεία, καθώς η οικονομική αναζωογόνηση που προκαλούν και οι δύο (υπό προϋποθέσεις, ασφαλώς) δεν έχουν να κάνουν τόσο με την κινητήρια αιτία της μετακίνησης, όσο με τις διεργασίες που αυτή προκαλεί στην οικονομική ζωή – ανεξαρτήτως κινήτρων και προθέσεων.
είναι
έχει τρέξει πολύ νερό στο αυλάκι…
σημαντικότερα θέματα εδώ:
με την ιδέα ότι μπορούμε
τον χάρτη» των εθνικών
μια τάξη μετακινώντας
κάποια ομοιογένεια. Η Συνθήκη της Λωζάννης (1923) υλοποίησε μια μαζική, συντεταγμένη και υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου να κλείσει ένα μεγάλο κεφάλαιο βίαιων εκτοπίσεων και διωγμών. Από τότε, όπως υποστηρίζει ο μελετητής της εποχής και της περιοχής Bruce Clark (2006), η ιδέα ότι μια τέτοια άσκηση «εθνικής μηχανικής» (ethnic engineering) στη βάση μεγάλης κλίμακας ανταλλαγής πληθυσμών μπορεί και να πετύχει, έχει – κατά κάποιο τρόπο– στοιχειώσει ολόκληρη την περιοχή αλλά και τον κόσμο όλο. Αυτή η πιθανότητα προσλαμβάνει μεγάλη σημασία σε εποχές μεγάλης
να έχουμε ξεμπλέξει ακόμα. Και ενώ στην Ευρώπη μάς αρέσει πολύ να θεωρούμε ότι είμαστε τα «παιδιά του Ελσίνκι» (πιστοί, δηλαδή, στον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειοψηφιών αλλά και των συνόρων), η τραγική πρόσφατη ιστορία του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στον Καύκασο έδειξε ότι παραμένουμε ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, «παιδιά της Λωζάννης» (Clark, 2006: xv). Ο προβληματισμός των αρχών του περασμένου αιώνα επιστρέφει ορμητικά, πολύ συχνά ντυμένος με τα χρώματα του εθνικιστικού λαϊκισμού. Το δεύτερο έχει να κάνει με την τεχνογνωσία της αντιμετώπισης του φαινομένου μαζικής προσφυγιάς στις μέρες μας. Αν στις αρχές του 20ού αιώνα η διεθνώς άριστη πρακτική ήταν η Επιτροπή Νάνσεν της Κοινωνίας των Εθνών και η Συνθήκη της Λωζάννης που επιχειρούσε να τακτοποιήσει το κινούμενο ανομοιογενές εθνικό μωσαϊκό με κριτήριο τη θρησκεία (για μόνιμη εγκατάσταση), μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η άριστη συνταγή άλλαξε. Η μεγάλη εικόνα των προσφυγικών κινήσεων δείχνει ότι η πλειοψηφία
τεροι από αυτούς παραμένουν μέσα στην ίδια χώρα. Το ένα τρίτο μόνο εξαναγκάζεται να περάσει σύνορα – λίγο περισσότεροι από 20 εκατομμύρια (21,3 για την ακρίβεια). Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία (9 στους 10) παραμένει σε γειτονική χώρα. Ο Λίβανος, για παράδειγμα, μια χώρα με πληθυσμό 5 εκατομμυρίων, φιλοξενεί πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες. Τόσους, δηλαδή, όσους δέχτηκαν οι 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2015, στο απόγειο της προσφυγικής κρίσης. Η Κένυα και η Ουγκάντα μαζί, φιλοξενούν άλλους τόσους. Η Τουρκία περισσότερους από 3 εκατομμύρια. Οι Paul Collier & Alexander Betts (στο βιβλίο τους Refuge του 2017) διαπιστώνουν μια μεγάλη ανισορροπία χρημάτων και προσπάθειας για την αντιμετώπιση του σημερινού προσφυγικού προβλήματος. Ενώ διεξάγεται μια συζήτηση πανικού στην Ευρώπη, οι μεγάλες ανάγκες βρίσκονται αλλού: εξαντλούμε τον προβληματισμό μας για το 10% των προσφύγων, και
καμία οικονομική δραστηριότητα, αποκλεισμένοι από τη δυνατότητα να εργαστούν. Και μένουν εκεί, σε αρκετές περιπτώσεις, για δεκαετίες […]. Αυτή η διευθέτηση κοστίζει τόσο σε όρους αξιοπρέπειας όσο και σε όρους αυτονομίας, καθώς διαβρώνει τις δυνατότητες που έχουν και τους καθηλώνει σε πνιγηρή απραξία. Όσο για τις πραγματικές δαπάνες προκειμένου να στηριχθούν διαφορετικές κατηγορίες προσφύγων, η εικόνα είναι εξαιρετικά άνιση: για τους πρόσφυγες που έφτασαν σε πλούσιες χώρες δαπανώνται 75 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, και για τους πολλούς που βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε στρατόπεδα στην ευρύτερη γειτονιά τους (δηλαδή σε φτωχές χώρες ή μεσαίου εισοδήματος) ξοδεύονται μόλις 5 δισεκατομμύρια τον χρόνο – μια αναλογία $135:$1. Μια ενδιαφέρουσα διαρκής μυωπία με ποικίλες – και πιθανόν επικίνδυνες– προεκτάσεις. Τι θα σκεφτόταν και τι θα έλεγε ο Πάλλης για τα στρατόπεδα («δομές φιλοξενίας», όπως τις λέμε ευφημιστικά σήμερα) στη Μόρια, μέχρι τη φωτιά του 2020, στη Σάμο, στη Χίο; Θα αναγνώριζε, χωρίς
Και μια τελευταία σκέψη, μελαγχολική και επίμονη: η θέα του σημερινού μεγάλου κόσμου από την Ε λλάδα, τόσο όσον αφορά στα μεγάλα θέματα όσο και στα «δικά μας», παραμένει η μυωπική θέα του κλειστού τόπου… Η ματιά του Α. Α. Πάλλη ήταν πολύ διαφορετική. Ίσως επειδή είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση στην ταυτότητα που έφτιαξε με κόπο (τόσο η οικογένειά του, όσο και ο ίδιος). Για εκείνον δεν υπάρχει σε κανένα σημείο ο ελάχιστος, έστω, δισταγμός μπροστά σε διλήμματα τύπου «Ανατολή» ή «Δύση». Ήταν περήφανος να είναι και τα δύο, σε μείγμα που επέλεγε. Εκφράζει θαυμασμό και κριτική διάθεση εκατέρωθεν του υποθετικού χάσματος Ανατολής-Δύσης. Ούτε φαίνεται να ταλαιπωρείται από το δίλημμα «πατριώτης» ή «κοσμοπολίτης»: ήταν ένας περήφανος κοσμοπολίτης Έλληνας από την πρώτη ως την τελευταία φράση του βιβλίου. Ειδικότερα όσον αφορά την πρόσληψη του προσφυγικού
δύσκολη επειδή, «αν και εμφανίζεται να αφορά τη σχέση μας με τους άλλους, θέτει κυρίως ζητήματα που αφορούν τη σχέση μας με τον εαυτό μας» (όπως παρατηρεί ο Παπαγεωργίου, 2017: 9). Η δική του οπτική για τους πρόσφυγες ήταν όχι απλώς γενναιόδωρη αλλά πραγματικά φιλελεύθερη: τους έβλεπε σαν υποκείμενα με επιθυμίες, στόχους και δυνατότητες, τους θεωρούσε ικανούς να τα καταφέρουν να ξαναστήσουν τη ζωή τους. Αυτό δεν περιοριζόταν μόνο σε Έλληνες ή ορθόδοξους πρόσφυγες. Η στάση του ήταν ακριβώς ίδια για κάθε διαφορετική ομάδα προσφύγων, ανεξάρτητα από τον τόπο προέλευσης, τη γλώσσα ή τη θρησκεία τους. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος μιας σκιάς που ήταν συνηθισμένη στα χρόνια του αλλά παραμένει και σήμερα – της σκιάς της «ανωτερότητας» ημών που τους δεχόμαστε (και η συνακόλουθη προσδοκία να πετάξουν την παλιά τους ταυτότητα και να αγκαλιάσουν
το «δικαίωμα να έχουν δικαιώματα»: εκτός από την επιβίωση, έχουν το δικαίωμα να ξαναχτίσουν την ατομική και συλλογική τους ζωή στη βάση της ελευθερίας και της ισότητας (Παπαγεωργίου, 2017: 84 85). * * * Το μόνο πραγματικό δίλημμα που υπήρχε στο στερέωμα του Α. Α. Πάλλη ήταν αυτό ανάμεσα στον ανοιχτό και στον κλειστό ορίζοντα, στον ανοιχτό και στον κλειστό κόσμο. Αυτό τον έκανε να αναστενάζει και να λυπάται, και ιδίως η επαναλαμβανόμενη προσκόλληση (των πολιτικών) στον κλειστό κόσμο της ασάφειας και της αναβλητικότητας. Ο φόβος του πολιτικού κόστους, η αναβλητικότητα, το κρύψιμο των δύσκολων θεμάτων κάτω από το χαλί. Η εσωστρέφεια και η
Βιβλιογραφικές αναφορές
Banerjee, A. & E. Duflo, 2019, Good Economics for Hard Times. Allen Lane, Penguin Books.
Betts, A. & P. Collier, 2017, Refuge: transforming a broken refugee system, Allen Lane, Penguin Books. Clark, B., 2006, Twice a Stranger: How Mass Expulsion Forged Modern Greece and Turkey. London: Granta Books.
Hirst, P. & G. Thompson, 1996, Globalization in Question: The International Economy and the Possibilities of Governance, Cambridge: Polity Press. Lyberaki, A., 2011, “Migrant Women, Care Work and Women ’s Employment in Greece ” , Feminist Economics, 17(3): 103 131. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, 1932, 19ος τόμος: 481. Nayeri, D., 2019, The Ungrateful Refugee. Canongate Books. Παπαγεωργίου, Κ., 2017, Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους. Αθήνα: Πόλις.
Rodrik, D., 2012, Το παράδοξο της παγκοσμιοποίησης. Η δημοκρατία και το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας. Αθήνα: Κριτική.
Segal, A., 1993, An Atlas of International Migration. London: Hans Zell.
«[…] men and women are not only themselves; they are also the region in which they were born, the city appartment or the farm in which they learnt to walk, the games they played as children, the old wives ’ tales they overheard, the food they ate, the schools they attended, the sports they followed, the poets they read, and the God they believed in. It is all these things which have made them what they are and these are things that you can ’t come to know by hearsay, you can only know them if you have lived them».
«Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε μονάχα ο εαυτός μας. Είμαστε κάτι παραπάνω – είμαστε η χώρα όπου γεννηθήκαμε, το μέγαρο ή το χωριατόσπιτο όπου μάθαμε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα, τα παιχνίδια που παίξαμε ως παιδιά, τα παραμύθια που μας διηγήθηκε η γιαγιά μας, τα φαγητά που συνηθίσαμε να τρώμε, το σχολιό όπου μάθαμε γράμματα, τα σπορ που κάναμε, τα ποιήματα που διαβάσαμε, κι η θρησκεία που μας διδάξανε. Όλ ’ αυτά τα πράματα μαζί συντελέσανε στο να γίνουμε κείνο που είμαστε, πράματα που δεν τα μαθαίνει κανείς διά τρίτου – για να μπεις μέσα στο νόημά τους, πρέπει να τάχεις ζήσει». Σάμερσετ Μωμ «Επί ξυρού ακμής»
W. Somerset Maugham «The Razor ’s Edge»Προλόγισμα
Οι ιδιαίτερες πολιτικο-οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τον καιρό της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, και γενικά σ ’ όλα τα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, από ανέκαθε αναγκάζανε τους Έλληνες να εκπατρίζουνται και να ζητούν πόρο ζωής στα ξένα. Από τους ξενητεμένους αυτούς Έλληνες μονάχα ένα μικρό ποσοστό ξαναγύριζε πίσω στον τόπο. Τους περισσότερους, θέλοντας και μη, τους απορροφούσε το ξένο περιβάλλον, που λίγο-λίγο το συνηθίζανε, κι ύστερα από δυο-τρεις γενεές οι απόγονοί τους χάνανε γλώσσα και εθνισμό – η θρησκεία συνήθως κρατιούνταν περισσότερο– ώσπου στο τέλος αφομοιώνονταν και τους έμενε μονάχα τ ’ όνομα για να τους θυμίσει την καταγωγή τους. Στον αδυσώπητο αυτό νόμο της αφομοίωσης λίγες μονάχα μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις – το βλέπουμε
εγώ την έλξη του αγγλοσαξωνικού πολιτισμού και του κόσμου εκείνου, που φιλοξενεί ακόμα τόσες χιλιάδες Έλληνες. Ελπίζω πως το σύντομο τούτο αυτοβιογραφικό σημείωμα μπορεί νάχει κάποιο μικρό ενδιαφέρο, όχι που περιέχει σπουδαία πράματα, μα γιατί δείχνει τις διάφορες επιρροές που επιδρούν πάνω στην ψυχή του Έλληνα που ζει κι ανατρέφεται στα ξένα. Από κάτι τέτοια συγκεκριμένα παραδείγματα μπορεί κανείς να βγάλει γενικώτερα συμπεράσματα. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και δυο λόγια για το λογοτεχνικό τούτο είδος – δηλ. τη συλλογή αυτοβιογραφικών σημειωμάτων– είδος που, δεν ξέρω για ποιο λόγο, παραμελήθηκε από μας ως τα τώρα. Αυτού του είδους οι προσωπικές αναμνήσεις, χωρίς βέβαια νάχουν μεγάλες αξιώσεις σοβαρότητας, έχουν όμως κι αυτές τη χρησιμότητά τους – μάλιστα για τις μεταγενέστερες γενεές– γιατί απεικονίζουν, κάπως ζωηρότερα από τα ξερά συγγράμματα των κοινωνιολόγων, τις ιδέες, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής μιας περασμένης εποχής. Ο προορισμός τους, βέβαια, είναι να τέρψουν μάλλον παρά να διδάξουν, και πολλές φορές δεν έχουν άλλη αφορμή από την επιθυμία του συγγραφέα, αφού τον πάρει ο κατήφορος της ζωής, να γεμίσει τις ώρες της ανίας του, περιγράφοντας τους καιρούς που έζησε, τα διάφορα πρόσωπα που συνάντησε στο δρόμο του, και τις ξένες χώρες και κοινωνίες που γνώρισε και που εντυπώθηκαν στη μνήμη του.
Τόσον η αγγλική όσο κι η γαλλική φιλολογία είναι πολύ πλούσιες σ ’ αυτού του είδους τις ελαφριές αυτοβιογραφίες. Τι το πιο απολαυστικό, λόγου χάρη, από το ημερολόγιο ενός Πηπς (Pepys) που, φλυαρώντας, μας περιγράφει με τόση αφέλεια όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής ενός δημοσίου υπαλλήλου στο Λονδίνο κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου έβδομου αιώνα – αρχίζοντας από τις υπηρεσιακές του ασχολίες στο Ναυαρχείο και καταλήγοντας στις κοσμικές του συναναστροφές, τα γλέντια, τα φαγοπότια και τις ερωτοδουλειές; Ή πάλι, τι πιο ευχάριστο και ευκολοδιάβαστο από τα γεμάτα πνεύμα αυτοβιογραφικά σκίτσα του συμφοιτητή και φίλου μου Χάρολντ Νίκολσον, όπου παρελαύνουν πρίγκιπες, πολιτικοί, πρέσβεις κι άλλα σημαντικά πρόσωπα, μα και πρόσωπα πιο ασήμαντα, αν και όχι λιγώτερο διασκεδαστικά, σαν τη φαντασμένη εκείνη γκουβερνάντα του Μις Πλύμσολλ,2 τύπο κορδωμένης και γεμάτης νάζια εγγλέζας «μις» της βικτωριανής εποχής, ή τον αμίμητο εκείνο καμαριέρη του Λόρδου Κώρζον – τον Άρκθωλλ3– που
όπου ο αναγνώστης θα βρει πεταμένα φύρδην-μίγδην όλων των ειδών τα περιστατικά και τα πρόσωπα, σπουδαία και μη. Περιγράφοντας με κάπως περισσότερη λεπτομέρεια τα μαθητικά και φοιτητικά μου χρόνια στο Ήτον και στην Οξφόρδη, τόκανα με τη σκέψη, πως μια τέτοια αφήγηση έχει να παρουσιάσει ενδιαφέροντα και χρήσιμα στοιχεία για όσους ασχολούνται με τη μόρφωση και την αγωγή της νεολαίας, μάλιστα όταν λάβει κανείς υπ ’ όψει πως το αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι κάτι το ιδιόρρυθμο και πολύ λίγο γνωστό στην Ελλάδα. Η προσωρινή έλλειψη άλλης πνευματικής ασχολίας κατά τα πικρά χρόνια της κατοχής – το βιβλίο τούτο γράφτηκε στα 1942 43– είναι η μόνη αιτία που με παρέσυρε και μένα να εκθέσω όσα περιστατικά της ζωής μου μού φανήκανε άξια να μνημονευτούν.
Α. Α. ΠΑΛΛΗΣ Αιδηψό, Μάης 1950
Κεφάλαιο Πρώτο
Ο ικογενειακά Ο ξενητεμένος Έλληνας είναι τύπος που τον γέννησε η ιστορία μας κι οι ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του Έθνους μετά την Άλωση. Ένα από τα φαινόμενα τα κοινωνικά της εποχής της Τουρκοκρατίας, μάλιστα κατά το 17ο και 18ο αι., είταν η τάση του χριστιανικού πληθυσμού να μετακινιέται συχνά, είτε φεύγοντας από μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην άλλη, είτε μεταναστεύοντας στο εξωτερικό. Από τη στεριά φεύγανε προς τα νησιά, απ ’ τα νησιά προς τη στεριά, απ ’ τους κάμπους στα βουνά, από την Ευρωπαϊκή Τουρκία προς την Ανατολή. Αιτία είταν οι συχνές τοπικές ανωμαλίες κι ανταρσίες, οι πιέσεις των πασάδων και των μπέηδων, κι ένα σωρό άλλες αφορμές. Από την έποψη αυτή καμμιά άλλη επαρχία δεν υπόφερε τόσο πολύ
ορεινά χωριά, κι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία ή το εμπόριο. Οι φτωχότεροι κάνανε τον τεχνίτη ή τον μικροεπαγγελματία. Ο τόπος όμως δεν τους χωρούσε ούτε τους επέτρεπε να ζήσουν με κάποια άνεση. Γι ’ αυτό οι άντρες αφίνανε τις φαμελιές τους στα χωριά και τραβούσαν για την Πόλη, το Κάιρο, το Βουκουρέστι, ή καμμιά άλλη πόλη της απέραντης αυτοκρατορίας, όπου κάνανε τον πραματευτή, τον ψωμά ή τον χτίστη. Πολλοί επίσης ξενητεύουνταν έξω από τα όρια της Τουρκίας – από το 17ο αι. κι ύστερα συναντούμε Ηπειρώτες εμπόρους εγκατεστημένους σε άλλες πόλεις της Ιταλίας, ιδίως στη Βενετία, την Αγκώνα και το Λιβόρνο, επίσης στην Αυστροουγγαρία, τη Ρωσσία και τις Παραδουνάβιες
1 . Τα Γιάννενα τον καιρό του Αλή Πασά.

Ηγεμονίες (Βλαχιά και Μολδαυία). Οι γυναίκες, που μένανε μοναχές στα χωριά, δουλεύανε τη γη – το χωραφάκι, το αμπελάκι, ή το μπαχτσέ. Οι διωγμοί που γίνανε τον καιρό του Αλή Πασά γενικέψανε το μεταναστευτικό τούτο ρεύμα. Τότες πολλοί προύχοντες των Ιωαννίνων – μεταξύ τους κι οι δικοί μου πρόγονοι– φύγανε και πήγανε σ ’ άλλες επαρχίες ή στο εξωτερικό. Πιο ύστερα ήλθανε οι άγριοι διωγμοί κι οι σφαγές που επακολούθησαν το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Δημιουργήθηκαν τότε νέα κύματα προσφυγιάς κι όλο και νέες μετακινήσεις πληθυσμών – παράδειγμα η οικογένεια της μητέρας μου που, μετά τις σφαγές της Χίου, κατέφυγε στο εξωτερικό, ως κι επίσης η οικογένεια της νόνας μου, που απ ’ τη Σαλονίκη ζήτησε άσυλο στη Σύρα, φεύγοντας τ ’ αντίποινα των Τούρκων στο ’21. Όσοι καταφεύγανε στο εξωτερικό καταγίνουνταν σχεδόν
νες έμποροι αρχίσανε λίγο-λίγο να ταξειδεύουν στο εξωτερικό · πρώτα-πρώτα πηγαίνανε, όπως είπαμε, στις γειτονικές χώρες, πιο ύστερα τράβηξαν πάρα πέρα, στη Γαλλία, Γερμανία και Αγγλία. Σχηματίζουνται παντού ακμαιότατες ελληνικές κοινότητες. Πολλοί Έλληνες εμπορευόμενοι ζουν πια μονίμως, μαζί με τις οικογένειές τους, στο εξωτερικό. Τα δύο στοιχεία που πλειοψηφούσαν στις παροικίες ήσαν το Ηπειρωτικό και το Χιώτικο. Ύστερα έρχουνταν οι Δυτικομακεδόνες, ιδίως από την Καστοριά και τη Σιάτιστα. Το ανθηρότατο εμπόριο της Χίου χρονολογείται από το δέκατο έβδομο αιώνα. Έτσι, όταν το 1822 η τουρκική αρμάδα κατάστρεψε το ωραίο και πλούσιο εκείνο νησί του Αιγαίου, όσες οικογένειες κατορθώσανε να γλυτώσουν, βρήκανε άσυλο στις Χιώτικες παροικίες του εξωτερικού – οι περισσότερες στη Μασσαλία, στο Τριέστι και στην Αγγλία– όπου οι συμπατριώτες τους τις βοηθήσανε να ξαναρχίσουν μια καινούργια ζωή. Αλλά κι ύστερα από τη δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου, δε σταμάτησε το μεταναστευτικό ρεύμα. Το νέο Κράτος είταν φτωχό, και τα όριά του στενά. Έξω από τα ελεύθερα επαγγέλματα,
Έτσι πολλοί αναγκάζουνταν να ξενητεύουνται, ζητώντας αποκούμπι σε κανένα συγγενή, εγκατεστημένο από χρόνια στο εξωτερικό. Εκεί υπήρχε ελπίδα όχι μονάχα να κερδίσουν το ψωμί τους, αλλά και να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητοι. Παράδειγμα ο δικός μου ο πατέρας, ο τρίτος από τρία αδέρφια, που ανήκε σε φτωχή Ηπειρωτική οικογένεια εγκατεστημένη μετά την απελευθέρωση στην Αθήνα, και που αναγκάστηκε, δεκαεννέα-είκοσι χρονώ παιδί, να διακόψει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και να πάει στο Μάντσεστερ, κοντά σε μια θεια του, τη χήρα Χρήστου Παρμενίδη, που διατηρούσε εκεί ένα μικρό κατάστημα μανιφατούρας. Ύστερα από μερικά χρόνια μπήκε υπάλληλος στο μεγάλο εμπορικό οίκο των Αδελφών Ράλλη, που στάθηκε ευεργέτης σε τόσους και τόσους από την ελεύθερη και υπόδουλη Ελλάδα.
Η Γιαννιώτικη οικογένεια Πάλη ή Πάλλη, 2 –όπως μας το λέει η λίγο ή πολύ εξακριβωμένη οικογενειακή παράδοση, που την κληροδότησε στον εξάδελφό μου Αλέξιο Πάλη ο παππούς του Αλέξιος Πάλης, καθηγητής της ιατρικής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών επί Όθωνος– είταν μια παλιά οικογένεια γαιοκτημόνων κι οπλαρχηγών από την Παραμυθιά της Ηπείρου, όπου τους ανήκε το τσιφλίκι της Βέλιανης. Ως πρόγονος της οικογένειας φέρεται κάποιος Ευστάθιος Πάλης, που έζησε κατά τα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα. Ο γιος του Λάμπρος, αφού πολέμησε κατά των Τούρκων επί κεφαλής Ηπειρωτικού σώματος κατά το έτος 1428, επήγε κι εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα – πιθανώτατα διότι οι Τούρκοι είχαν δημέψει τα χτήματά του. Η οικογένεια Πάλη παράμεινε εγκατεστημένη στα Γιάννενα ίσαμε την αρχή του δέκατου ένατου αιώνα. Στο 17ο αι. ο Μπαλάνος Πάλης χρημάτισε Πρόξενος της Γαλλίας στα Γιάννενα ή στην Άρτα, επί Λουδοβίκου ΙΔ΄, και πέθανε στο Παρίσι. Αυτουνού αδελφός πολύ πιθανό
νίτης»), που αναφέρεται στο «Θρήνο του Μωρηά» του Μάνθου Οικονόμου, ως αρχηγός Ηπειρωτικού σώματος στην πολιορκία του Ναυπλίου στα 1715. Ο γιος του Μπαλάνου Ιωάννης, ο κοινός πρόγονος των διαφόρων κλάδων της οικογένειας Πάλη (Πάλλη), που είναι σήμερα εγκατεστημένοι άλλοι στας Αθήνας κι άλλοι στην Αγγλία, είταν ένας από τους προύχοντας των Ιωαννίνων και βρίσκουμε την υπογραφή του σ ’ ένα κοινοτικό ομόλογο του 1777.3 Ο Ιωάννης Πάλης είχε πέντε γιους – τους Μπαλάνο, Λάμπρο, Νικόλαο, Παναγιώτη κι Αναστάση. Κι από δω αρχίζει η διασπορά της οικογένειας, η τόσο χαραχτηριστική της ιστορίας των περισσοτέρων Ηπειρωτικών οικογενειών. Σαν συνέβηκαν οι ανωμαλίες της εποχής του Αλή Πασά, ο Μπαλάνος έστειλε τα δυο του παιδιά, Αλέξιο και Κωνσταντίνο, στην Κέρκυρα, που είταν τότε υπό αγγλική κατοχή. Ο πρώτος, αφού σπούδασε γιατρός στην Ιόνιο Ακαδημία, πήγε ύστερα στην Ιταλία, όπου τέλειωσε τις σπουδές του στην Πίζα. Ο αδελφός του Κωνσταντίνος ακολούθησε το

Δύο άλλοι γιοι του Ιωάννη Πάλλη –ο Λάμπρος κι ο Νικόλαος– είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσσία. Ο πρώτος αναφέρεται ανάμεσα στους προύχοντες της ελληνικής παροικίας στη Μόσχα και προς αυτόν απευθύνεται ο Καποδίστριας για ζητήματα σχετικά με τα «ελέη» (φιλανθρωπικά ιδρύματα) της πόλης των Ιωαννίνων.4 Ο Νικόλαος πέθανε στην Πετρούπολη στα 1854. Ο τέταρτος γιος, Παναγιώτης,5 εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο, λιμάνι του μεγάλου Δουκάτου της Τοσκάνης, όπου υπήρχε τότε μια ανθηρή ελληνική παροικία, με προϊστάμενο τον πρώην Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο. Κόρη του Παναγιώτη Πάλη υπήρξε η λογία Αγγελική Μπαρτολομέι Πάλη, που διακρίθηκε για το πνεύμα της και την εξαιρετική της μόρφωση. Η Αγγελική Πάλη πρωτοστάτησε, ανάμεσα στους φιλελεύθερους τότε ιταλικούς κύκλους, προπαγανδίζοντας και συλλέγοντας εράνους για τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.6 Ο πέμπτος γιος του Ιωάννη, Αναστάσης – ο παππούς του πατέρα μου– στην εποχή των διωγμών του Αλή Πασά εγκατέλειψε
νενα και πήγε στις Σέρρες, όπου πήρε κόρη Ναούμ από τον τόπο. Έτσι ο μόνος από τους πέντε γιους του Ιωάννη Πάλη που έζησε και πέθανε στα Γιάννενα, είταν ο Μπαλάνος. Αυτός, μαζί με τη γυναίκα του Αγγελική, βρίσκεται θαμμένος στο Νησί των Ιωαννίνων, στον περίβολο της παλιάς Βυζαντινής Μονής των Φιλανθρωπηνών, από πίσω από το ιερό του Ναού του Αγ. Νικολάου του Σπανού. Η οικογενειακή παράδοση, όπως την παρέλαβε ο εξάδελφός μου Αλέξιος Πάλης από τον παππού του, αναφέρει πως με τη μονή αυτή η οικογένεια Πάλη είχε κάποιο ιδιαίτερο σύνδεσμο, αλλά τι είδους είτανε αυτός ο σύνδεσμος δεν κατορθώθηκε ως τα τώρα να εξακριβωθεί. Πάντως οι τελευταίοι Φιλανθρωπηνοί, που ίδρυσαν τη μονή, φαίνεται να έσβησαν στο 16ο αι. – όλοι τους είχαν καλογερέψει και μονάζανε στο Νησί. Αναφέρω όλες αυτές τις λεπτομέρειες, γιατί η διασπορά της οικογένειας Πάλη αποτελεί τυπικό παράδειγμα της τύχης τόσων ελληνικών οικογενειών, που αναγκαστήκανε, λόγω των συνεχών ανωμαλιών, να εκπατρισθούν και να σκορπίσουν, άλλος δω κι άλλος κει. Ο παππούς μου Αλέξανδρος, γιος του Αναστάση, κατέφυγε κι
μια θέση και διορίστηκε Ειρηνοδίκης στον Πειραιά. Μετά το θάνατό του η γιαγιά μου, μαζί με τα τέσσερά της παιδιά – Αναστάση, Αγαμέμνονα, Αλέξανδρο κι Ασπασία– μετακόμισε στην Αθήνα, κοντά στους άλλους συγγενείς και νοίκιασε σπίτι στην Πλάκα. Εκεί γεννήθηκε, το 1851, ο πατέρας μου. Τόνε βαφτίσανε Αλέξανδρο, τόνομα του πατέρα του, εξ αιτίας που είχε γεννηθεί μετά το θάνατο του τελευταίου. Η γιαγιά μου Παναγιωτίτσα, το γένος Κουσκούρη από το Μυστρά, είταν κόρη οπλαρχηγού που πολέμησε στον Αγώνα του ’21 κι έλαβε σύνταξη για τις υπηρεσίες του.7 Αν και σχεδόν αγράμματη – τα παιδικά της χρόνια συμπέσανε με την ταραγμένη εποχή της Επανάστασης κι έτσι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να πάει σκολειό– είταν όμως ευφυέστατη. Ήξερε να διηγιέται τα γεγονότα των θρυλικών χρόνων του Αγώνα, που μικρή τα είχε ζήσει στο Μοριά, με μια ευγλωττία κι ένα πλήθος γραφικές λεπτομέρειες, που θα της το είχαν ζηλέψει πολλοί άλλοι περισσότερο γραμματισμένοι. Η γιαγιά μου είταν
ίχνος λογιωτατισμό (δεν είχε μάθει ποτέ της ούτε την καθαρεύουσα ούτε καμμιά ξένη γλώσσα) τις αφάνταστες περιπέτειες και ταλαιπωρίες της εποχής εκείνης. Τα γυναικόπαιδα περιπλανιούνταν στα βουνά, ανάμεσα στις χαράδρες και στα ρουμάνια, φεύγοντας μπροστά στις ορδές του Ιμπραήμη, που είχαν πλημμυρίσει το Μοριά απ ’ όλες τις μεριές. Η Κουσκούραινα έσερνε από πίσω τα παιδιά της κι όπου φύγει φύγει. Τέλος η οικογένεια καταστάλαξε, κατά το 1828, στο Ναύπλιο, προσωρινή τότε πρωτεύουσα της Ελλάδας, και νοίκιασε μια κάμαρα σ ’ ένα σπίτι κατάντικρυ στην εκκλησιά του Αγίου Σπυρίδωνα. Η γιαγιά μου αγαπούσε να διηγιέται τη σκηνή, όπως μικρό κορίτσι την είχε παρακολουθήσει απ ’ το παράθυρο, του φόνου του Κυβερνήτη που τον σκοτώσανε οι Μαυρομιχάληδες απόξω από την πόρτα της εκκλησιάς. Πόσο μετανοώ που, περαστικός τότε από την Αθήνα, δε μου δόθηκε καιρός να σημειώσω στο χαρτί όλες εκείνες τις τόσο γραφικές αναμνήσεις της που θ ’ αξίζανε να μην είχαν πάει χαμένες.
Από τη μεριά λοιπόν του πατέρα μου είχα δεσμούς με την Ήπειρο και το Μοριά, από την πλευρά της μητέρας μου με τη Χίο, τη Μακεδονία και την Αγγλία. Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Λονδίνο. Ο πατέρας της, Παντελής Ράλλης, ανήκε στην παλιά Χιώτικη οικογένεια των Ράλληδων, της οποίας μερικά μέλη είχαν καταφύγει στην Αγγλία μετά την καταστροφή της Χίου. Εκεί ιδρύσανε τον ξακουστό εμπορικό οίκο των Αδελφών Ράλλη, που ύστερα από κάμποσα χρόνια πήρε μια τόσο μεγάλη ανάπτυξη και ξαπλώθηκε, με τα υποκαταστήματα και τα πρακτορεία του, σε πολλά μέρη της Ευρώπης, των Ινδιών και της Αμερικής. Στις Ινδίες αγοράζανε μπαμπάκι, σιτηρά, γιούτη κι άλλα προϊόντα, και κάνανε εκεί εξαγωγή από μπαμπακερά υφάσματα αγγλικής κατασκευής (μανιφατούρες). Οι Χιώτικες εκείνες οικογένειες που, ύστερα από το τρομερό ξερρίζωμα του 1822, είχαν ζητήσει καταφύγιο στην Αγγλία, σχηματίζανε στο Λονδίνο μια πολυάριθμη παροικία, όπου αντιπροσωπεύουνταν σχεδόν όλα τα παλιά Χιώτικα τζάκια
στενό κύκλο συγγενικών οικογενειών, χωρίς νάχουν σχεδόν καθόλου σχέσεις με την αγγλική κοινωνία. Τούτο άλλωστε είταν πολύ φυσικό. Στην αρχή κατοικούσαν μέσα στο Σίτυ, δηλ. στην εμπορική συνοικία, όπου είχαν τα γραφεία τους. Τότε δεν υπήρχε ακόμα ελληνική εκκλησία. Μια νοικιασμένη αίθουσα τους χρησίμευε για να εκκλησιάζουνται. Πιο ύστερα μετοικήσανε στο δυτικό τμήμα της πόλης (το λεγόμενο West End), στο Bayswater. Στη συνοικία αυτή κατοικούσανε εύπορες οικογένειες της αστικής τάξης που ο Galsworthy έχει τόσο καλά περιγράψει στο περίφημό του ρωμάντζο «The Forsyte Saga». Εκεί αργότερα χτίστηκε, μ ’ εράνους όλων των μελών της παροικίας, ο σημερινός ωραίος Ναός της Αγίας Σοφίας. Οι Χιώτες κοιτάζανε μόνο τη δουλειά τους, προσπαθώντας μέσα στο ήρεμο εκείνο περιβάλλον, όπου αμείβουνταν μονάχα η εργασία και η τιμιότητα – προσόντα που τα είχαν και τα έχουν οι Χιώτες
τες, που τους διέκρινε η ηρεμία και η νοικοκυρωσύνη. Οι Χιώτες της εποχής εκείνης τους Παλαιοελλαδίτες τούς θεωρούσαν γενικά, και κάπως άδικα, ως «μπατακτζήδες», για να μην πούμε «μπιρμπάντηδες» – μια τούρκικη λέξη που τη χρησιμοποιούσαν συχνά οι παλαιότεροι, σα μιλούσαν για τους άλλους κατοίκους της Ανατολής. Ένας παραπάνω λόγος, που έκανε τους Χιώτες ν ’ αδιαφορούν για την Ελλάδα, είταν που η Οθωνική Ελλάδα, ως Κράτος, δεν είχε καμμιά υπόληψη ανάμεσα στους Άγγλους. Οι συμπάθειες των Άγγλων φιλελλήνων απευθύνουνταν, κάπως αφηρημένα, προς την Ελληνική Ιδέα και προς το πνεύμα της Αρχαίας Ελλάδας, που το θαυμάζανε και το λατρεύανε όλοι οι μορφωμένοι Άγγλοι, οι τόσο βαθιά ποτισμένοι με τα νάματα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Αυτή η ρωμαντική αγάπη προς την Ελλάδα και την ελληνική ελευθερία, δόγμα που ταίριαζε πολύ καλά με τις φιλελεύθερες αρχές της μεγάλης πλειοψηφίας του αγγλικού λαού, δεν απέκλειε όμως και κάποια περιφρόνηση για τα απερίγραπτα
έχοντας ως μοναδικό όνειρο να ξεχωρίσουν από το ανατολίτικό τους παρελθόν και ν ’ αφομοιωθούν μια ώρα αρχήτερα με την Αγγλία όπου είχαν γίνει δεκτοί με τόση φιλοξενία και μπορούσαν να ζήσουν ήσυχα και να πλουτίζουν. Η οικογενειακή μου σχέση με τη Μακεδονία μού έρχεται από το μέρος της νόνας μου. Ο εκ μητρός παππούς μου, Παντελής Ράλλης, σε ηλικία αρκετά προχωρημένη, παντρεύτηκε σε τρίτο γάμο τη νεώτατη τότε Αικατερίνη Κορνηλίου, μια πραγματική καλλονή. Ένας από τους θαυμαστές της υπήρξε ο Χαρίλαος Τρικούπης, που κάποτε την είχε γνωρίσει στο Λονδίνο. Η οικογένεια Κορνηλίου είταν από τη Σαλονίκη. Όταν, το 1821, έγιναν εκεί ταραχές κι οι Τούρκοι, ως αντίποινα για το σηκωμό του Μοριά, κρεμάσανε μερικούς από τους Έλληνες προκρίτους, η οικογένεια της νόνας μου, όπως είπα προηγουμένως, κατέφυγε στη Σύρα. Η νόνα μου αγαπούσε να διηγιέται, όπως τα είχε ακούσει από το στόμα της μητέρας της, την τρομερή εκείνη περιπέτεια της φυγής από τη Σαλονίκη μέσα στο καΐκι, κα-
που είχαν συρρεύσει εκεί μετά την καταστροφή του 1822. Χάρη στις γνωριμίες αυτές η νόνα μου, σαν πήγε αργότερα στο Λονδίνο, έγινε δεκτή με μεγάλη εγκαρδιότητα στα εκεί χιώτικα σπίτια. Εκείνη, αν και εγκατεστημένη στην Αγγλία, δε διέκοψε ποτέ το σύνδεσμό της με την Ελλάδα και με τη Μακεδονία. Έκανε συχνά ταξίδια στην Αθήνα και διέμενε στο «Μέγα Ξενοδοχείο», στο Σύνταγμα, όπου συχνάζανε την εποχή εκείνη πολιτευόμενοι, αρχαιολόγοι και επίλεκτα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας. Στη Σαλονίκη τη φιλοξενούσε η οικογένεια Άμποτ,8 στο αρχοντικό τους σπίτι της «Εξοχής» – έτσι ονόμαζαν τότε την πέραν του Λευκού Πύργου περιοχή. Ο Αλφρέδος Άμποτ, γόνος παλιάς σκωτσέζικης οικογένειας, εγκατεστημένης προ πολλών γενεών στην Τουρκία, είταν πρώτος της ξάδερφος, από το μέρος της μητέρας της. Η νόνα μου αγαπούσε να μας περιγράφει τη ζωή της στη Μακεδονική πρωτεύουσα, όπου σχετίζουνταν με τα μέλη του προξενικού Σώματος και τις πρώτες ελληνικές οικογένειες. Έτσι
ληνες, Μακεδονία, όπου οργιάζανε τότε ληστές και κομιτατζήδες. Η απαγωγή του νεαρού Ροβέρτου, μοναχογιού του Αλφρέδου Άμποτ, για τον οποίο πληρώθηκαν ως λύτρα δεκαπέντε χιλιάδες χρυσές λίρες, είταν ένα από τα ρωμαντικά εκείνα περιστατικά, που εξάπτανε την παιδική μου φαντασία και χρησιμεύανε για να γίνουν καλύτερα αντιληπτά το χάος και η αναρχία που βασιλεύανε τότε σ ’ όλες τις ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας μου, ακολουθώντας κι αυτός την πατροπαράδοτη ηπειρωτική συνήθεια, ξενητεύτηκε, όπως είπα, πολύ νέος. Είταν ο τρίτος από τα τρία αδέρφια – ο μεγαλύτερος ο Αναστάσης, τμηματάρχης στην Εθνική Τράπεζα, είταν ο προστάτης της οικογένειας, ο δεύτερος, ο Αγαμέμνων, μπήκε στη Σχολή των Ευελπίδων και ακολούθησε το στρατιωτικό στάδιο. Ο πατέρας μου, έχοντας από μικρός ιδιαίτερη κλίση προς τη φιλολογία, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Η εξαιρετική του επίδοση στη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων φάνηκε από τότε. Δεν είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο, που εξέδωκε το πρώτο του πόνημα – μια κριτική

Μάντσεστερ. Για ένα φτωχό νέο της εποχής εκείνης τούτο είταν μια θεόπεμπτη ευκαιρία. Έτσι, ο νέος φιλόλογος διέκοψε τις σπουδές του και τράβηξε για την Αγγλία, χώρα που έμελλε να γίνει δεύτερή του πατρίδα. Εκεί η επιμέλειά του και η εξαιρετική του εμπορική ιδιοφυΐα τού εξασφάλισαν ένα λαμπρό μέλλον. Ο γάμος του με τη μητέρα μου, που είταν το γένος Ράλλη – οι Χιώτες δεν δίδανε εύκολα τις κόρες τους σε μη Χιώτες και μάλιστα σε Παλαιοελλαδίτες– επισφράγισε την είσοδό του στον κύκλο των ευνοουμένων του Σιορ Στέφανου, αρχηγού του Οίκου Ράλλη, που δεν έπαυσε ποτέ να τον περιβάλλει με ιδιαίτερη εκτίμηση.
Κεφάλαιο Δεύτερο
Ι νδίες (1883 - 1887)
Γεννήθηκα στη Βομβάη των Ινδιών, στις 20 του Οκτώβρη του 1883. Ο πατέρας μου διηύθυνε τότε εκεί το υποκατάστημα των Αδελφών Ράλλη, το μεγαλύτερο, μετά την Καλκούτα, από τα υποκαταστήματα των Ινδιών. Αν κι έφυγα πολύ μικρός από τις Ινδίες κι έκτοτε δεν ξαναγύρισα πίσω, διατηρώ πολλές αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα της πρώτης μου παιδικής ηλικίας που πέρασα εκεί κάτω. Η θέση που κατείχε ο πατέρας μου, μας επέτρεπε να ζούμε μ ’ όλες τις ανέσεις που περιβάλλουν τη ζωή των ευρωπαϊκών οικογενειών στις αγγλικές αποικίες. Μέναμε σ ’ ένα ευρύχωρο σπίτι τύπου bungalow πάνω στο Μαλαμπάρ Χιλλ, το ωραίο κι υγιεινό
εκείνης, μιας εποχής που, για όσους Ευρωπαίους έζησαν στις Ινδίες, λογίζεται ο χρυσός αιώνας, δεν υπήρχε ευρωπαϊκή οικογένεια που να μη διατηρούσε ολόκληρη στρατιά από μαύρους υπηρέτες. Τούτο άλλωστε το επέβαλε και το ιδιόρρυθμο ινδικό κοινωνικό σύστημα της «καστ», με το λεπτομερειακό διαφορισμό των επαγγελμάτων και τα περίεργα θρησκευτικά «ταμπού». Κάθε σπιτικό είχε έναν «κιτμαγκάρ» (τραπεζιέρη) μαζύ με το βοηθό του «τσότακιτμαγκάρ», το «μπαμπούλτζη» (μάγειρα), το «μασαλτζή» για το πλύσιμο των πιάτων, το «ντόμπι» για το πλύσιμο των ρούχων, τον «πάνκα-ουάλλα», που η δουλειά του είταν να τραβάει μ ’ ένα σκοινί την «πάνκα», ένα είδος πάνινο ανεμιστήρα για τον αερισμό, τον «τσόκρα» (παιδί), τον «ταρζή» (ράφτη), το «μαλλί» (περιβολάρη), τον «γκάρι-ουάλλα» (αμαξά) μαζύ με το βοηθό του «σάις», το «μετάρ» με τη «μεταράνη» (σκουπιδιάρη και σκουπιδιάρενα) και, τέλος τον «μπέρερ» για τα θελήματα και τις άλλες δουλειές του σπιτιού. Αν εξαιρέσει κανείς τον «κιτμαγκάρ», που είταν Μουσουλμάνος,
Έτσι λ.χ. ο «μπέρερ» δεν θα καταδεχότανε ποτέ να βοηθήσει τον τραπεζιέρη στο σερβίρισμα, γιατί η βραχμανική θρησκεία καταδικάζει ως ακάθαρτα τα φαγητά που τρώνε οι Ευρωπαίοι, και θεωρεί πως κάθε επαφή μ ’ αυτά μολύνει το Βραχμάνο. Ο maître d ’hôtel – το σπουδαιότερο πρόσωπο στο σπίτι, που δεν τον ανέφερα ακόμα– είταν ένας Γκοανέζος τόνομα Φρανσίς. Οι Γκοανέζοι είναι μιγάδες πορτογαλλικής καταγωγής και έχουν πατρίδα την Γκόα, μια πόλη στα δυτικά παράλια των Ινδιών. Η Γκόα, στο 16ο αι., είχε γνωρίσει μέρες δόξας, τότε που είτανε έδρα του Γενικού Διοικητή των πορτογαλλικών κτήσεων στις Ινδίες. Σήμερα όμως έχει πέσει σε παρακμή κι οι κάτοικοί της, απόγονοι των πρώτων Πορτογαλέζων αποίκων, είναι εκφυλισμένοι. Οι Γκοανέζοι έχουν ανακατωθεί πολύ με τους ντόπιους, διατήρησαν όμως τη χριστιανική τους θρησκεία και είναι Καθολικοί. Πολλοί φέρουν παλιά πορτογαλέζικα ονόματα, όπως λ.χ. Ντε Σούζα, Περέιρα, Ντε Κόστα, Γκομέζ, Σίλβα, Φονσέκα κλπ. Ο Φρανσίς είχε σπουδαίες
σταλιζέ, ήσαν επίσης αριστουργήματα της μαγειρικής τέχνης. Το θηλυκό προσωπικό αποτελιούνταν από την Ελβετίδα καμαριέρα της μητέρας μου Λουΐζα, μια Γερμανίδα nurse, που κοίταζε τις δυο μου αδερφάδες και μένα, και μια Ινδή παραμάνα (ayah) για τον αδελφό μου Ανδρέα, που μόλις τότε είχε γεννηθεί. Η «άγια» φορούσε ένα μακρύ πέπλο, το «σάρι», που το φοράνε όλες οι γυναίκες των Ινδιών, με χρυσά βραχιόλια στα μπράτσα και στα πόδια. Θυμάμαι ακόμα τους περιπάτους, που κάναμε σε μια ακρογιαλιά κοντά στην πόλη, όπου πηγαίναμε κατά το σούρουπο για να μαζέψουμε κογχύλια. Κάποτε-κάποτε, όταν συνέβαινε ν ’ αργοπορήσουμε και να μας προλάβει η νύχτα – στα μέρη εκείνα νυχτώνει πολύ απότομα– ερχόταν από το σπίτι προς συνάντησή μας ένας μαύρος υπηρέτης, που βάδιζε μπροστά μας, βαστώντας ένα φανάρι, για να φωτίσει το δρόμο, μήπως πατήσουμε καμμιά κόμπρα. Η κόμπρα είναι ένα φαρμακερό φίδι, πολύ κοινό στις Ινδίες, που το δάγκωμά του είναι θανατηφόρο, κι είναι ο φόβος
αμάξι, μια ανοιχτή «βικτώρια» με δυο άλογα, όπως είταν της μόδας τότες, που βασίλευε ακόμα στην Αγγλία η γρηά βασίλισσα Βικτωρία. Ένας περίπατος, που έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου, οδηγούσε κάπου στα περίχωρα της Βομβάης, όπου έστεκε, σ ’ ένα μοναχικό μέρος, ανάμεσα σ ’ ένα δασύλλιο από φοινικιές, ένας ψηλός πύργος, γνωστός με τ ’ όνομα «Ο Πύργος της Σιγής» (Tower of Silence). Εκεί οι Παρσήδες φέρνανε τους νεκρούς τους για να τους φάνε τα όρνεα. Η φυλή αυτή είναι απόγονοι των αρχαίων Πυρολατρών, που φύγανε από την Περσία κατά τον 7ο και 8ο αι. μ.Χ., τότε που την καταχτήσανε οι Άραβες, για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό. Η θρησκεία των τους επιβάλλει, αντί να καίνε ή να θάβουνε τους νεκρούς, όπως κάνουνε οι οπαδοί των άλλων θρησκειών, να τους αφίνουνε εκτεθειμένους, ώσπου να τους φάνε τα όρνεα. Τούτο γίνεται για να μη μολυνθούν τα δι ’ αυτούς ιερά στοιχεία της φωτιάς και της γης. Τα πτώματα τοποθετούνται πάνω σε ράφια μέσα στο εσωτερικό του πύργου, κι αφού οι σάρκες καταφαγωθούν από τα
Το αμάξι περνούσε από μέσα από κάτι φτωχές συνοικίες, όπου κατοικούσαν Ινδοί της κατώτατης τάξης κι έβλεπε κανείς γυναίκες και παιδιά να ορμούν μέσα στη μέση του δρόμου και να μαζεύουν βιαστικά-βιαστικά με τα χέρια τους, σαν να είτανε το πολυτιμότερο πράμα του κόσμου, τις καβαλίνες, που τις χρησιμοποιούν οι φτωχοί στις Ινδίες για καύσιμη ύλη. Όταν γινότανε καμμιά θρησκευτική γιορτή, η παραλία γιόμιζε από χιλιάδες λαό, που πηγαίνανε με τραγούδια, φωνές και μουσικές, να λουστούν μέσα στη θάλασσα. Πόσο γραφικό είταν το θέαμα εκείνο, οι άντρες άλλοι μισόγυμνοι, άλλοι κάτασπρα ντυμένοι, οι γυναίκες με τα χρωματιστά τους «σάρι» κι ένα πλήθος χρυσά κοσμήματα που τους κρεμούσαν στα μπράτσα, στα πόδια, στ ’ αυτιά και στη μύτη! Σαν πλησίαζε η εποχή της μεγάλης κάψας, φεύγαμε από τη Βομβάη και πηγαίναμε πάνω στα βουνά να περάσουμε μερικούς μήνες σε μια εξοχή – στο
μέσα σε σέντιες (dandy), που τις κουβαλούσανε δυο, ενίοτε και τέσσερις χαμάληδες. Αλησμόνητοι επίσης είναι οι περίπατοι μέσα στη ζούγκλα, με την πλούσια της βλάστηση και τα κάθε είδους ζώα, πουλιά και πεταλούδες. Στο Ματαράν τα δέντρα ήταν γεμάτα μαϊμούδες, που καμμιά φορά κατεβαίνανε μέσ ’ τη μέση του δημόσιου δρόμου και σας κοίταζαν. Μόλις πλησιάζατε, πετιούνταν πάνω στα δέντρα και πηδούσαν από κλαρί σε κλαρί κάνοντας του κόσμου τους ακροβατισμούς, χρησιμοποιώντας χέρια, πόδια κι ουρές. Ανάμεσα στα χορτάρια διέκρινε κανείς κάτασπρες κάλλες (είδος κρίνου) κι ένα σωρό άλλα εξωτικά λουλούδια. Ωραιότερα απ ’ όλα ήσαν οι λεπτές ορχιδέες, τα σπάνια εκείνα επίφυτα που φυτρώνουν σαν παράσιτα πάνω στους κορμούς και τα κλαριά. Έβλεπες ολόκληρα τσαμπιά από τέτοια λουλούδια – άσπρα, κίτρινα, πορτοκαλλιά και μωβ– που λάμπανε σαν αστέρια ανάμεσα στο βαθύ φύλλωμα των δέντρων, σαν να διαλέγανε επίτηδες τις πιο απρόσιτες άκρες των κλαριών. Καμμιά φορά σταματούσε
Θυμάμαι επίσης την εποχή των βροχών – του «μονσούν», όπως την ονομάζουν εκεί κάτω– που αρχίζει το τέλος του πρώτου δεκαήμερου του Ιουνίου και βαστάει ίσαμε τα τέλη Σεπτεμβρίου. Πέφτουν αληθινοί καταρράχτες, που βαστάνε βδομάδες ολόκληρες, χωρίς να σταματήσουν. Σε λίγες μέρες έβλεπες όλους τους ξερότοπους να γεμίζουν αγριόχορτα και λουλούδια, μια πλούσια βλάστηση, όπως δεν μπορεί να τη φανταστεί κανείς στην Ευρώπη, ένα καταπληχτικό φαινόμενο της φύσης, που κυριολεχτικά οργιάζει! Ο πλούτος αυτός του φυτικού και ζωικού κόσμου στις Ινδίες έχει, φυσικά, και τα δυσάρεστά του. Πληθαίνονται όλων των ειδών τα ζωύφια και τα ερπετά. Οι σαύρες, οι μεγάλες χνουδωτές αράχνες κι εκατονταποδαρούσες, οι σκορπιοί, τα φίδια, δεν λείπουνε ποτέ απ ’ τη μέση, κι ο αποτροπιασμός που σου προκαλούν είναι απ ’ εκείνα τα πράματα που δεν τα ξεχνάς ποτέ. Επίσης οι μεγάλοι ποντικοί και οι νυχτερίδες, στρατιές ολόκληρες. Θυμάμαι που, μια μέρα, βρέθηκε ένα φίδι – απ ’ τα φαρμακερά– μέσα στο δωμάτιο του μπάνιου. Είχε μπει, ως φαίνεται, από τη σωλήνα απ ’ όπου χύνουνταν τα νερά μέσ ’ στον
Όταν σκέπτεται κανείς πόσο κουραστικό είναι το κλίμα των Ινδιών, θαυμάζει κανείς την καταπληκτική αντοχή του ανθρώπου, που του επέτρεπε να καταγίνεται απ ’ το πρωί ως το βράδι με την τόσο εξαντλητική δουλειά του γραφείου, και ύστερα να διαθέτει ολόκληρη τη βραδιά, ακόμα και τις πρωινές ώρες πριν απ ’ το γραφείο, στην εξ ίσου επίπονη εκείνη φιλολογική εργασία. Αν και δεν κατάγινε ποτέ στα διάφορα σπορ, σαν το τέννις, το γκολφ, την ιππασία και το κυνήγι, που συνηθίζουνται από τους περισσότερους Ευρωπαίους στις Ινδίες –και τούτο όχι βέβαια από καμμιά σωματική νωθρότητα, μα γιατί του έλειπε η φυσική προς αυτά κλίση–ο πατέρας μου έκανε πάντα μια ζωή πολύ απλή και υγιεινή. Προ παντός απόφευγε τα οινοπνευματώδη ποτά – τα ατελείωτα εκείνα ουίσκυ και κοκταίηλ, που μ ’ αυτά υπονομεύουν την υγεία τους τόσοι και τόσοι Ευρωπαίοι στα ζεστά εκείνα κλίματα των Ινδιών και της Άπω Ανατολής. Αγαπούσε υπερβολικά τα ταξίδια, και κατόρθωσε να γυρίσει σχεδόν όλα τα πλέον
κα τον χάνει κανείς πολύ εύκολα, όταν μένει πολλά χρόνια μακριά απ ’ τον τόπο του. Το σπίτι μας είταν κέντρο, όπου μαζεύουνταν οι Έλληνες υπάλληλοι του Οίκου Ράλλη, τόσο της Βομβάης, όσο κι εκείνοι που ερχόντανε εκεί περαστικοί από το εσωτερικό. Απ ’ όλους ο πατέρας μου συνδέουνταν στενώτερα με το Σπύρο Μεταξά, που είχε κάποιο μουσικό ταλέντο κι έπαιζε πιάνο με πολύ μπρίο, με τον Κλεάνθη Μιχαηλίδη («Αργύρη Εφταλιώτη») και το Δήμη Πετροκόκκινο. Οι δυο τελευταίοι μένανε ο πρώτος στο Τούντικοριν κι ο δεύτερος στην Καλκούτα. Ο πατέρας μου, μαζύ με τον Εφταλιώτη και τον Πετροκόκκινο, είτανε θερμοί οπαδοί του Ψυχάρη, και τους συνέδεε ο κοινός αγώνας για τη δημοτική, τότε το ζήτημα της ημέρας στην Ελλάδα. Σε μια χώρα σαν τις Ινδίες, όπου δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου πνευματική ζωή – τουλάχιστον ανάμεσα στους Ευρωπαίους– είταν ευτύχημα ότι τους δίνουνταν μ ’ αυτό τον τρόπο η ευκαιρία, έστω κι όχι πολύ ταχτικά, ν ’ ανταλλάσσουν γνώμες και σκέψεις κι έτσι
γένειές τους. Το περίφημο τούτο κατάστημα, που τόσο ετίμησε το ελληνικό όνομα στο εξωτερικό, είχε αρχίσει να εμπορεύεται στις Ινδίες από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα. Με τον καιρό έγινε μια τεράστια επιχείρηση, με διακλαδώσεις σ ’ ολόκληρη την ινδική χερσόνησο. Εκτός από τα τρία μεγάλα υποκαταστήματα – της Καλκούτας, της Βομβάης και του Καράτσι– διατηρούσε στο εσωτερικό της χώρας πολυάριθμα πρακτορεία, που τα περισσότερα τα διευθύνανε Έλληνες. Το ανώτερο προσωπικό επίσης απαρτίζουνταν σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες, που τους στρατολογούσε το κατάστημα στην Παλαιά Ελλάδα, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ως κι επίσης από τις Χιώτικες παροικίες του εξωτερικού. Οι νέοι υπάλληλοι, προτού σταλούν εκεί πέρα, έπρεπε πρώτα να έχουν περάσει ένα δυο χρόνια ως δόκιμοι στην Αγγλία, όπου μαθαίνανε τα εγγλέζικα και προπαιδεύουνταν ο καθένας στον ιδιαίτερό του κλάδο. Όσοι λ.χ. επρόκειτο να ειδικευθούν στα μπαμπάκια, περνούσαν από το Λίβερπουλ, όσοι στη
και όπου η παραμικρή ιδιορρυθμία ή πα ρεκτροπή από τον παραδεδεγμένο κώδικα κοινωνικής αγωγής είταν ενδεχόμενο να προκαλέσει σχόλια κι αντιπάθειες. Αρκούσε μια ασήμαντη αφορμή, σαν το χρώμα της γραβάτας σου, το σχήμα των παπουτσιών σου ή τον τόνο της φωνής σου, για να σε θεωρήσουν πως είσαι πρόστυχος (a bounder) και τότε αλλοίμονό σου! Θάτρωγες μαύρο στις λέσχες. Σημειώσατε πως, εκεί κάτω, όπως και σ ’ όλες τις άλλες αποικίες όπου ζούνε Άγγλοι, αποκλεισμός από τις λέσχες σημαίνει σχεδόν πλήρη εξοστρακισμό και περιορισμό στο μηδέν των κοινωνικών σου σχέσεων, πράμα που ζημιώνει όχι μονάχα εσένα τον ίδιο μα και την επιχείρηση που αντιπροσωπεύεις. Όσο κι αν μπορεί τούτο να χαραχτηριστεί ως σνομπισμός, όταν ζει κανείς μέσα στο στενό κύκλο της ευρωπαϊκής κοινωνίας, δεν μπορείς ν ’ αψηφήσεις την κοινή γνώμη. Οι περισσότεροι Έλληνες κατόρθωναν πολύ γρήγορα να προσαρμοστούν προς τον Αγγλικό τρόπο ζωής, και τούτο, μαζί με την υποδειγματική τιμιότητα και ευθύτητα που
κού πνεύματος και πολιτισμού. Η ελευθερία, η τάξη, η δικαιοσύνη, η εκτίμηση προς την ατομική αξία, που πρυτανεύουν εκεί, όλα αυτά δεν μπορούν παρά νάχουν ένα ιδιαίτερο θέλγητρο για όσους προέρχονται από χώρες λιγώτερο προηγμένες. Τούτο εξηγεί γιατί από τόσες χιλιάδες Έλληνες, που κατά τα τελευταία εκατό χρόνια έχουν μεταναστεύσει στην Αγγλία και στην Αμερική, σχετικά λίγοι είναι κείνοι που θελήσανε να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τούτο, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι ακόμα πιο ευεξήγητο για όσους έχουνε οικογένεια. Τα παιδιά τους, που γεννιούνται και μεγαλώνουν στο εξωτερικό, συνήθως δε μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Ύστερα φοιτούν στα σχολεία και στα πανεπιστήμια της χώρας, όπου είναι εγκατεστημένοι, κι έτσι με τις διάφορες σχέσεις που αποχτούν εκεί πέρα, αποξενώνουνται πια οριστικά από την πατρίδα τους. Τούτο, όσο κι αν μας ξενίζει, είναι (πρέπει να το ομολογήσουμε) ένας φυσικός νόμος, που δύσκολα ξεφεύγει κανείς απ ’ αυτόν. Ο μόνος τρόπος για ν ’ αποφύγει κανείς την αποξένωση είναι οι γονείς να
πείρα τουλάχιστον το απέδειξε – πολύ λίγοι. Παράδειγμα η δική μου οικογένεια. Μολονότι ο πατέρας μου φρόντισε να μας έχει Ελληνίδα δασκάλα, κι έτσι μπορέσαμε να μάθουμε ελληνικά και να κρατήσουμε το σύνδεσμο με την Ελλάδα, ο μόνος, από πέντε αδέρφια, που ήρθε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, ήμουνα εγώ. Το ίδιο συνέβηκε και με τα παιδιά του γαμπρού μου, του Πέτρου Βλαστού (του «Έρμονα»), και του πρώτου εξαδέλφου μου Αλεξάνδρου Αγαμέμνονος Πάλλη, που γενήκανε όλοι Άγγλοι. Στη Γαλλία συμβαίνει το ίδιο – παράδειγμα τα παιδιά του ίδιου του Ψυχάρη, το παιδί του Νικολάου Πολίτη, και τόσοι άλλοι, που γίνανε Γάλλοι. Υπάρχουν όμως κι εξαιρέσεις. Προπολεμικά, αρκετοί «Ραλλικοί», αφού τραβήχτηκαν από το κατάστημα, ξαναγύρισαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα. Όλοι αυτοί, υποδειγματικοί πολίτες και οικογενειάρχες, φέρανε πίσω στον τόπο, σαν μια πολύτιμη συνεισφορά, τα κεφάλαιά τους και –πράμα ακόμα χρησιμώτερο– την πείρα και την εργατικότητά
χεία του ισοζυγίου πληρωμών της χώρας μας. Τα εμβάσματα όμως αυτά συνήθως διακόπτονται οριστικά, αφού περάσουν μία, το πολύ δύο γενεές. Όσοι Έλληνες ζήσανε στις Ινδίες και δεν τους πείραξε το κλίμα, φύγανε πάντα με τις καλύτερες αναμνήσεις. Στη δική μας οικογένεια πάσχαμε όλοι από «ινδομανία» και καταβροχθίζαμε ό,τι έχει γραφεί για την ιστορία, την τέχνη, τη λαογραφία και τη γεωγραφία των Ινδιών. Δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ξαναπάω εκεί πέρα, μα ο μικρότερός μου αδερφός Μάρκος, λάτρης των Ινδιών και μανιώδης ορειβάτης, έχει κάνει δυο τρία ταξίδια στα Ιμαλάια. Εκείνος κατάγινε ιδιαίτερα με το βουδδισμό, εσπούδασε τη θιμπετιανή γλώσσα κι εμελέτησε τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συγγράμματα των βουδδιστών. Επισκέφτηκε πολλά από τα βουδδικά μοναστήρια κι έγραψε ένα βιβλίο –«Peaks and Lamas» (Κορφοβούνια και Λαμάδες)–, που εκδόθηκε το
χάρη στα θεόρατα βουνά που το περικυκλώνουν, κατόρθωσε ως τα τώρα να διατηρήσει σχεδόν αμόλυντα από τις διαβρωτικές επιδράσεις του δυτικού «πολιτισμού» τα αρχαία του έθιμα, τις τέχνες και τον πατροπαράδοτό του τρόπο ζωής. Τώρα όμως, που ο κομμουνισμός εσάρωσε την παλιά Κίνα, άραγε η χώρα του Νταλάι Λάμα θα μπορέσει ν ’ ανθέξει;2
Κεφάλαιο Τρίτο
Λ ίβερπουλ (1888 1897) Το 1887 ο πατέρας μου μετατέθηκε από τις Ινδίες στο Λίβερπουλ όπου ανέλαβε τη διεύθυνση του εκεί υποκαταστήματος. Είμουνα μόλις τεσσάρων χρονών τότε που φύγαμε από τις Ινδίες, μα η ανάμνηση της τόσο ευχάριστης εκείνης ζωής μού έμεινε βαθιά χαραγμένη στο παιδικό μου μυαλό και γέννησε μέσα μου μια ρωμαντική νοσταλγία της Ανατολής, με τον ήλιο της, την πλούσια της βλάστηση, τα ζωηρά χρώματα των φορεσιών των κατοίκων της, τα εξωτικά μνημεία, κι όλα τ ’ άλλα αξιοθέατα που ξεχωρίζουν την Ανατολή από τη Δύση. Και πώς να μη τη νοσταλγήσει κανείς, μέσα στη φοβερή πλήξη και μονοτονία μιας αγγλικής επαρχιακής πόλης, όπου το κλίμα είναι ανυπόφορα υγρό, όπου βρέχει τα τρία τέταρτα του χρόνου, όπου όταν δε βρέχει φυσάει
ματογραφική ταινία, με τους διαφόρους σταθμούς στα λιμάνια της Αραβίας, της Αιγύπτου και της Μεσόγειος. Ταξιδέψαμε μ ’ ένα ιταλικό βαπόρι της Εταιρείας Φλόριο Ρουμπαττίνο, που εκτελούσε το δρομολόγιο Βομβάη-Γένοβα. Σταματήσαμε στο Άντεν, στην είσοδο της Ερυθράς Θάλασσας. Μόλις το βαπόρι άραξε, ένα πλήθος βάρκες και καΐκια γεμάτα από φωνακλάδες Αραπάδες περικύκλωσε το σκάφος. Από το κατάστρωμα οι ναύτες τούς ρίχνανε σκοινιά και σ ’ αυτά οι Αραπάδες δένανε πανεράκια με διάφορα ενθύμια που τα πουλούσαν στους επιβάτες. Η μητέρα μου μας αγόρασε τρία καλαθάκια γεμάτα θαυμάσια κογχύλια – ωραίες χτένες που, μόλις τις βουτούσες μέσα στο νερό, αποχτούσανε τους θαυμασιώτερους χρωματισμούς (πορτοκαλλί, κόκκινο, βυσσινί), παρδαλά «κάουρι» (τα κοινώς λεγόμενα «γουρουνάκια»), που η γυαλιστερή τους επιφάνεια είταν πιτσιλισμένη με μικρά μαύρα στίγματα, σαν το δέρμα της λεοπάρδαλης, μεγάλες αγκαθωτές «μπουρούδες», κι άλλα πολλά επίσης αξιοπερίεργα. Οι επιβάτες του πλοίου,
αραβική ακτή – δε βλέπεις παρά άμμο κι ερημιά, ούτε ένα δέντρο, ούτε ίχνος ζωής. Μονάχα από καιρό σε καιρό κανένα καραβάνι από γκαμήλες διακρίνεται πάνω στον ορίζοντα – τίποτε άλλο. Κάνει πάντα μια αποπνιχτική υγρή ζέστη, που σ ’ εξαντλεί ολότελα και σου αφαιρεί κάθε όρεξη για να κουνηθείς. Οι επιβάτες περνούσαν ολόκληρη την ημέρα πάνω στο κατάστρωμα, ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, διαρκώς ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι, ρουφώντας παγωμένα ποτά. Μετά το πέρασμα της διώρυγας του Σουέζ φτάσαμε στο Πορτ Σαΐτ, το πρώτο λιμάνι της Μεσόγειος. Εκεί έβλεπες πλοία μ ’ όλες τις σημαίες του κόσμου – πολεμικά, επιβατικά και φορτηγά– που περιμένανε τη σειρά τους για να μπουν μέσα στο κανάλι. Θυμάμαι ακόμα τα ωραία ιστιοφόρα, που είταν θαύμα το θέαμά τους, με κατάρτια κατάφορτα από πανιά, σαν τις φρεγάδες του παλιού καιρού. Στο Πορτ Σαΐτ αποχαιρετίζει κανείς την Ανατολή κι αρχίζει πια η Δύση. Φτάνοντας στη Γένοβα, αναπαυτήκαμε μερικές μέρες σ ’ ένα ωραίο, ευρύχωρο
ζαχαροπλαστείων με μπομπονιέρες, που περιείχαν τους ίδιους μενεξέδες ζαχαρωτούς. Κάναμε σταθμό μερικές βδομάδες στο Pegli της Ιταλικής Ριβιέρας, έναν αληθινό παράδεισο από λουλούδια. Είταν η εποχή που ανθίζανε οι καμέλιες. Παρουσιάζανε ένα σπάνιο θέαμα όλα εκείνα τα μεγάλα κερένια λουλούδια – άσπρα, κόκκινα, τριανταφυλλιά ή παρδαλά– που ξεχωρίζανε πάνω στο βαθυπράσινο φόντο των φύλλων. Επισκεφτήκαμε τους θαυμάσιους κήπους της Βίλλας Παλλαβιτσίνι, ένα μαγευτικό πάρκο της Ιταλικής Αναγέννησης, όλο πορτοκαλλιές και κυπαρίσσια, με τεχνητά ποτάμια, λίμνες και γκρόττες και πλήθος αγάλματα σπαρμένα δεξιά κι αριστερά μέσα στα μποσκέτα, όπως είτανε η κάπως ψεύτικη μόδα της εποχής εκείνης. Περισσότερο μας άρεζε το γειτονικό πάρκο κάποιου Άγγλου, όπου, απεναντίας, όλα ήσαν άγρια κι αφημένα στη φύση, κι εύρισκες από κάτω από τους βάτους τους σπάνιους άσπρους μενεξέδες. Κάναμε κι άλλον ένα σταθμό στη μεσημβρινή Γαλλία, στις Κάννες, όπου μας περίμενε η καλή
Το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και το χειμώνα τούς περάσαμε στην Ελβετία, στο Vevey. Μέναμε στο Hotel Mooser, μια εξοχική «πανσιόν», πάνω στα υψώματα, περιτριγυρισμένη από αμπέλια. Από κει έχει κανείς μια θαυμάσια θέα πάνω στη λίμνη της Γενεύης. Ακριβώς αντίκρυ είναι τα βουνά της Σαβόιας κι αριστερά στο βάθος διακρίνεται η χιονοσκέπαστη οδοντωτή κορυφογραμμή των Dents du Midi στην κοιλάδα του Ροδανού. Το χειμώνα τρέχαμε με έλκυθρα πάνω στις χιονισμένες πλαγιές. Άνοιξη χάρμα – παντού μέσα στα τσαΐρια φυτρώνανε τα ανοιξιάτικα λουλούδια – πρώτα οι κρόκοι, ύστερα οι νάρκισσοι και τα ζαμπάκια, αργότερα οι χλωμοκίτρινες πριμβέρες και πρίμουλες κι οι άγριοι μενεξέδες. Κάναμε εκδρομές στους γειτονικούς πύργους – το Château d ’Hauteville, το Château de Blonay, το περίφημο Château de Chillon με τις ρωμαντικές αναμνήσεις του Bonnivard, του ξακουστού Ελβετού πατριώτη, που τον είχαν φυλακισμένο εκεί χρόνια οι δούκες της Σαβόιας.
απαράλλακτο το ένα με τ ’ άλλο, χτισμένα από κοκκινωπό τούβλο και κατάμαυρα από την καπνίλα. Έπειτα απ ’ όλες εκείνες τις μαγευτικές ομορφιές των Ινδιών, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ελβετίας, η Αγγλία μάς φαινότανε τόπος πάρα πολύ μονότονος κι αποκρουστικός. Το Λίβερπουλ, μεγάλη βιομηχανική πόλη, είναι μέρος φριχτά πληχτικό, χωρίς κανένα απολύτως θέλγητρο, κι η ασκημιά του δε λέγεται. Σε τούτο άλλωστε μοιάζει με τις περισσότερες αγγλικές πόλεις. Είναι περίεργο μα το Θεό, πώς οι Άγγλοι του 19ου αι., παρ ’ όλο το μεγάλο τους πλούτο, δεν κατορθώσανε να φτειάξουν πιο ανθρωπινές πόλεις. Η εξήγηση, φαντάζομαι, είναι πως οι Άγγλοι, όσοι ανήκανε στην αριστοκρατία ή στην ανώτερη αστική τάξη, προτιμούσανε να ζούνε στην εξοχή, και γι ’ αυτό δεν τους ένοιαζε πολύ για τις πόλεις τους. Γι ’ αυτούς, η πόλη είταν απλώς ένα μέρος, όπου ήσουνα καταδικασμένος να ζήσεις εργαζόμενος μερικά χρόνια, ώσπου ν ’ αποχτήσεις περιουσία, και να μπορέσεις ν ’ αγοράσεις ένα αγροτικό χτήμα, ή τουλάχιστο μια έπαυλη στην εξοχή. Έτσι όλες οι αγγλικές πόλεις έχουν ένα ύφος παραμελημένο, και του κάκου ο ξένος θα
19ο αιώνα, είχαν κερδίσει εκατομμύρια πρώτα με το εμπόριο των δούλων κι ύστερα με τα μπαμπάκια, κι όμως δεν έχει να παρουσιάσει αξιόλογα χτίρια. Οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις της βόρειας και κεντρικής Αγγλίας, σαν το Λίβερπουλ, Μάντσεστερ, Ληντς, Μπέρμιγχαμ κλπ., είναι δημιουργήματα της λεγομένης «Βιομηχανικής Εποχής» (Industrial Age) του δέκατου ένατου αιώνα. Την εποχή εκείνη επικρατούσε το άκρατο δόγμα του «μη παρεμβατισμού» – του περίφημου laissez faire της Σχολής του Μάντσεστερ. Είταν μια εποχή που η ιδιοκτησία γνώριζε μονάχα δικαιώματα, χωρίς κανενός είδους υποχρεώσεις, και το Κράτος περιόριζε στο ελάχιστο τη ρυθμιστική του επέμβαση. Τον Άγγλο βιομήχανο του παλιού καιρού μονάχα ένα πράμα τον ενδιέφερε – το πώς να πλουτίσει μια ώρα αρχήτερα, κάνοντας όσο το δυνατό λιγώτερα περιττά (γι ’ αυτόν) έξοδα. Καμμιά πρόνοια για τον εργάτη, για τη δημόσια υγεία, για την άνεση και τον καλλωπισμό των πόλεων, παρ ’ όλον ότι από κει αντλούσε τα πλούτη του. Το Λίβερπουλ, μικρό ασήμαντο λιμανάκι ίσαμε
αναρίθμητες καπνοδόχες τους ξερνούν μέρα νύχτα ολόκληρα σύννεφα καπνού. Οι φάτσες όλων των σπιτιών, σε αχτίνα πολλών μιλλίων, είναι κατάμαυρες, κι όλα τα δέντρα και φυτά στους κήπους και στα πάρκα είναι πιτσιλισμένα με καπνιά. Το κάρβουνο είναι εκείνο που δημιούργησε τον πλούτο της Αγγλίας, μα και που κατάστρεψε ένα μεγάλο μέρος της ομορφιάς της χώρας. Προσθέσατε την αφόρητη μονοτονία του αρχιτεκτονικού ρυθμού – βλέπεις χιλιάδες μικρά διόροφα σπίτια χτισμένα από κόκκινο ή κιτρινωπό τούβλο, όλα στη σειρά, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, μπροστά ένα κηπάριο φυτεμένο με λίγους καχεχτικούς και πένθιμους θάμνους – τα αιώνια εκείνα λιόπουρνα (holly) και λυγιστικά (privet) των αγγλικών προαστίων– και μερικά ατροφικά λουλούδια, πάντα τα ίδια – κόκκινα γεράνια, κίτρινες καρσελέριες και μπλε λομπέλιες. Σιχαινόμουνα πια να τα βλέπω. Τον καιρό που πρωτοεγκατασταθήκαμε στο Λίβερπουλ, δεν υπήρχαν ακόμα τ ’ αυτοκίνητα. Έτσι, εχτός να έπαιρνε κανείς το τραίνο και νάκανε ολό-
βαινε με τ ’ αμάξι κάτω στη χώρα για να ψουνίσει στα μαγαζιά. Έπρεπε πρώτα να διασχίσει κανείς κάτι απαίσιες λαϊκές συνοικίες του είδους εκείνου, που οι Άγγλοι ονομάζουνε «slums». Οι συνοικίες αυτές, όπως είναι σήμερα γενικά αναγνωρισμένο απ ’ τους ίδιους τους Άγγλους, είναι ντροπή για τον πολιτισμό μιας χώρας που λογίζεται από τις πλουσιώτερες του κόσμου. Ευτυχώς από καιρό τώρα άρχισε, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, μια συστηματική προσπάθεια για να εξαφανιστούν τα λείψανα αυτά ενός στενόκαρδου παρελθόντος. Λίγο-λίγο γκρεμίζονται τα παλιά σπίτια και στη θέση τους χτίζουνται νέες εργατικές πολυκατοικίες, που πληρούν κάπως καλύτερα τις απαιτήσεις μιας συγχρονισμένης κοινωνίας, από την έποψη της υγιεινής και της αισθητικής. Το έργο τούτο προχωρεί αλλά δεν τέλειωσε ακόμα. Θυμάμαι πάντοτε τι εντύπωση μας κάνανε τα κουρελιάρικα και βρώμικα παιδιά, που παίζανε μέσα στα στενά κι ανήλια σοκάκια, ανάμεσα στ ’ άθλια εκείνα χαμόσπιτα, κατάμαυρα από την καπνίλα,
Beer» ή «Guinness’s Ales», που τις συναντούσε το βλέμμα σ ’ όλες τις γωνιές των δρόμων. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια προτού γνωρίσω τις ομορφιές της άλλης εκείνης Αγγλίας, όχι της βιομηχανικής, αλλά της αγροτικής, της αληθινής Merrie England, με τα χαριτωμένα αρχαϊκά χωριά, τους μεγαλόπρεπους πύργους, με τα πάρκα γεμάτα αιωνόβια δέντρα, με τις παλιές γοτθικές εκκλησίες, τα ήσυχα ποτάμια και τους καταπράσινους κάμπους, όπου βόσκουνε καλοθρεμμένα γελάδια και παχύμαλλα πρόβατα. Όταν είναι κανείς παιδί, δεν είναι σε θέση να κρίνει γενικώτερα, κι επηρεάζεται μονάχα από κείνα που βλέπει ο ίδιος με τα μάτια του. Έτσι οι πρώτες εκείνες δυσάρεστες εντυπώσεις μάς κάνανε στην αρχή να μην αγαπήσουμε καθόλου την Αγγλία και τους Άγγλους, κάνοντας τη σύγκριση με τις Ινδίες και την ηπειρωτική Ευρώπη. Προσθέσατε πως η δασκάλα μας έτυχε να είναι Σκωτσέζα. Η Miss Cowie είταν μια εξαιρετικά συμπαθητική, γλυκειά και μορφωμένη γυναίκα, που πολύ γρήγορα κατάφερε να καταχτήσει τις καρδιές μας. Η οικογένειά
ρος της Αγγλίας και των Άγγλων. Αισθανόμασταν έναν άκρατο ενθουσιασμό για τους ήρωες των εθνικών αγώνων της Σκωτίας – τον William Wallace, τον Robert the Bruce, τον Bonnie Dundee, τον Young Pretender και τη Flora Macdonald– που όλοι τους πολέμησαν για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της χώρας τους εναντίο του Άγγλου καταχτητή, και το παίρναμε κατάκαρδα όταν, διαβάζοντας την ιστορία, βλέπαμε στους διαφόρους πολέμους μεταξύ Άγγλων και Σκωτσέζων πάντα να βγαίνουν νικητές οι πρώτοι και να κατατυραννούν τον ανδρείο Σκωτσέζικο λαό. Η καλή μας δασκάλα είταν Διαμαρτυρόμενη – ανήκε, σαν τους περισσότερους κατοίκους της Σκωτίας, στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία, που οι οπαδοί της ανέκαθε διακρίνουνται για τα αυστηρά τους ήθη. Μ’ όλα ταύτα, δεν έπασχε από υπερβολικό πουριτανισμό, όπως συμβαίνει με πολλές Εγγλέζες «μις» – καταδίκαζε μάλιστα το ξερό εκείνο πνεύμα της θρησκομανίας της ιδιαιτέρας της πατρίδας, όπου, όπως μας έλεγε,
ανέλυε το θέμα της ομιλίας του κατά τρόπο πολύ διαφωτιστικό. Ενίοτε μας πήγαινε σπίτι της για να πιούμε τσάι. Η μητέρα της, χήρα στρατιωτικού γιατρού, είταν μια ωραία γρηά με ψηλό ανάστημα, πάντα κατάμαυρα ντυμένη, με μια μικρή «κουάφ» από άσπρη νταντέλλα στο κεφάλι, όπως συνηθίζανε τότε να φορούν οι ηλικιωμένες κυρίες στην Αγγλία, ακολουθώντας τη μόδα της χήρας Βασίλισσας Βικτωρίας. Μιλούσε τ ’ αγγλικά με δυνατή, μα πολύ συμπαθητική σκωτσέζικη προφορά, κι είταν γεμάτη καλωσύνη. Όποιος του έτυχε να γνωρίσει εκείνο το σπιτικό, δεν μπορούσε παρά να σχηματίσει πολύ ευνοϊκή γνώμη για την αξιοπρέπεια, τη μόρφωση, την αγωγή και το ήθος της μικροαστικής σκωτσέζικης οικογένειας, όπου η επιρροή του «Kirk», δηλ. της Εκκλησίας, είταν αισθητή, χωρίς όμως να είναι καταθλιπτική. Ο πατέρας μου, παρ ’ όλα τα μακριά χρόνια που έζησε στην Αγγλία, δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα, κι είχε φροντίσει να μας φέρει από κει μια δασκάλα για να μάθουμε ελληνικά (νομίζω πως, σ ’ αυτό,
από την Κέρκυρα και θερμή δημοτικίστρια, πράμα που, φυσικά, τη σύστησε στον πατέρα μου (εκείνος δε θα μπορούσε ποτέ να είχε ανεχτεί καθαρευουσιάνα δασκάλα μέσα στο σπίτι του). Η ίδια έγραψε αργότερα στη δημοτική ένα μικρό δοκίμιο ανατομίας υπό τον τίτλο «Ανθρώπινος Μηχανισμός», που δημοσιεύτηκε στα 1906. Μας περιέγραφε συχνά τις ομορφιές της πατρίδας της, κι έτσι μου γεννήθηκε ο πόθος – ένας πόθος που εδέησε να πραγματοποιηθεί ύστερα από πολλά χρόνια– να γνωρίσω από κοντά το ωραίο εκείνο νησί. Με τη μητέρα μου μιλούσαμε αγγλικά (τα ελληνικά τα ήξερε μα, ως γεννημένη στο Λονδίνο, τα εγγλέζικα της ερχόντανε πιο εύκολα), με τον πατέρα μας όμως και τη νόνα μας μιλούσαμε πάντα ελληνικά. Όσοι απορούνε γιατί τα παιδιά των περισσότερων Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό δε μαθαίνουν ελληνικά, πρέπει να λάβουν υπ ’ όψει τους, πως τούτο δεν είναι καθόλου εύκολο μια φορά που ολόκληρο το περιβάλλον – υπηρεσία, σχολεία, καταστήματα– είναι ξενόγλωσσο. Μάλιστα, μόλις με-
ροι Έλληνες στην Αγγλία και στην Αμερική, στη δεύτερη γενεά, χάνουνε γλώσσα κι εθνισμό και τους μένει μονάχα η θρησκεία. Ήδη αρχίσανε μερικοί Αγγλοέλληνες ν ’ αποσχίζουνται από την Ορθόδοξο Εκκλησία και να γίνουνται Διαμαρτυρόμενοι, κι όσο πάει, με τους μικτούς γάμους που γίνουνται μεταξύ Ελλήνων κι Αγγλίδων ή Ελληνίδων με Άγγλους, λίγο-λίγο θα χάνεται και η θρησκεία. Από τις γνωστές χιώτικες οικογένειες – Ράλλη, Σκυλίτση, Μαυρογορδάτου, Βλαστού, Λαμπρινούδη, Καλβοκορέση και λοιπές– τα περισσότερα μέλη έχουν ήδη εξαγγλιστεί ολότελα και δεν ξέρουν παρά ελάχιστοι απ ’ αυτούς ελληνικά. Όπως είπα παραπάνω, οι Χιώτες του Λονδίνου έχουν όλως διόλου ιδιαίτερα χαραχτηριστικά. Οι πρώτοι Χιώτες που εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο μετά την καταστροφή της Χίου ήσαν όλοι τους έμποροι, και τα παιδιά τους ακολούθησαν σχεδόν όλα το ίδιο επάγγελμα, για το οποίο άλλωστε οι Χιώτες είναι πολύ προικισμένοι, γιατί απαιτεί κυρίως τιμιότητα, μεθοδικότητα
λέγοντας πως στερείται πραχτικό μυαλό. Χωρίς να τους φλογίζει κανένα βαθύ εθνικό αίσθημα, διατηρούσαν όμως τη θρησκεία τους, πηγαίνανε ταχτικά στην εκκλησία, κι είχαν ένα είδος τοπικό πατριωτισμό, μια ρωμαντική αγάπη για την ιδιαίτερή τους πατρίδα, τη Χίο, που την είχαν κληρονομήσει από τους παππούδες των. Δίδανε και χρήματα για τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της νήσου, που είταν ακόμα υπό τους Τούρκους, και, σπουδαιότερο απ ’ όλα, υποστηρίζανε όλους τους νέους Χιώτες που ερχόντανε στην Αγγλία για να μπουν στο εμπόριο. Χαραχτηριστικός τύπος του Χιώτη πατριώτη είναι ο φίλος μου Φίλιππος Π. Αργέντης, απόγονος του Αργέντη εκείνου, που τον πνίξανε οι Τούρκοι μαζί με τον Ρήγα στο Δούναβη στα 1797. Ο πατέρας του Παντελής Αργέντης, τύπος και υπογραμμός καλού οικογενειάρχη, διετέλεσε πολλά χρόνια από τους διευθυντές του Οίκου Ράλλη κι απόχτησε σημαντική περιουσία. Από τους τρεις γιους του, μόνον ο μικρότερος – ο Φίλιππος– αφού πρώτα τέλειωσε τις σπουδές
στο Λονδίνο, όπου διορίστηκε επίτιμος ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας. Όμως δεν έχασε ποτέ την αγάπη και το ενδιαφέρον του για την ιδιαίτερή του πατρίδα. Αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της ιστορίας και λαογραφίας της Χίου.1 Αλλά δεν περιορίστηκε εκεί. Πήγαινε συχνά στη Χίο, όπου του άρεζε να περνά μήνες ολόκληρους στην οικογενειακή του έπαυλη, το λεγόμενο «Αργέντικο», στον Κάμπο. Τόνειρό του είταν να ξαναχτίσει το ερειπωμένο μέγαρο της οικογένειας Αργέντη, με τον ωραίο παλιό γενοβέζικο ρυθμό, που είχε καταστραφεί από το σεισμό του 1861. Έφτασε μάλιστα στο σημείο ν ’ αναθέσει την εκπόνηση των σχεδίων σε αρχιτέκτονα, το μακαρίτη Γιάννη Αξελό, μα η οικονομική κρίση του 1929, κι ύστερα ο πόλεμος, τον εμπόδισαν ως τα τώρα να πραγματοποιήσει το σκοπό του. Τέτοια παραδείγματα, δυστυχώς, είναι σπάνια μεταξύ των απογόνων των ελληνικών οικογενειών στην Αγγλία. Στο Λίβερπουλ, όπως επίσης και στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ, υπήρχε ελληνική εκκλησία πολύ
Σχεδόν κάθε Κυριακή έβγαζε κήρυγμα, αληθινό μαρτύριο για το εκκλησίασμα, γιατί έλεγε όλο κοινοτοπίες, και μεταχειρίζουνταν μια γλώσσα υπερκαθαρεύουσα, σχεδόν ακατάληπτη. Είχε επίσης το ελάττωμα νάναι τρομερός φαγάς. Κάθε φορά που τον προσκαλούσαμε σπίτι, η μητέρα μου εφρόντιζε το φαγητό νάναι το διπλάσιο απ ’ το συνηθισμένο. Η όρεξή του είταν κάτι τι το φαινομενικό – ο ίδιος μάς ομολόγησε μια μέρα πως, σε κάποια εκδρομή, είχε φάει είκοσι πέντε κεφτέδες, πράμα που σε μας τα παιδιά έκανε τόσην εντύπωση, ώστε ποτέ δεν μπορούσαμε να το ξεχάσουμε. Φοβούμαι πως τούτο έγινε αφορμή να λιγοστέψει πολύ ο σεβασμός που του είχαμε ίσαμε τότε. Η εκκλησία του Λονδίνου, όπου εκκλησιαζόμαστε όσες φορές πηγαίναμε εκεί για να επισκεφτούμε τους πολυάριθμους συγγενείς της μητέρας μου, είχε δυο παπάδες (ο ένας απ ’ αυτούς, Αρχιμανδρίτης Παράσχος, έγινε ύστερα Μητροπολίτης Πατρών).
ώστε νάχει το απαιτούμενο κύρος και να μπορεί να επικοινωνεί ως ίσος προς ίσους με τον αγγλικανικό κλήρο, που, ως γνωστό, διακρίνεται για τη μόρφωση και το ήθος του. Τις Κυριακές το πρωί, πριν πάμε στην εκκλησία, ο πατέρας μου συνήθιζε να μας διαβάζει το Ευαγγέλιο της ημέρας στη δική του τη μετάφραση, που τότε ακόμα δεν την είχε εκδώσει. Έτσι, στην εκκλησία, αντί να χάσκουμε, μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε πιο εύκολα την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Είταν, θαρρώ, μεγάλο λάθος της Πολιτείας ν ’ απαγορέψει τη μετάφραση εκείνη, που της είχε αφιερώσει ο πατέρας μου πολλά χρόνια βαθιάς μελέτης. Ο σκοπός που τον ώθησε είταν χριστιανικώτατος, κι όλη εκείνη η κατακραυγή που έγινε εναντίο του στην Ελλάδα από το Μιστριώτη και τους άλλους γλωσσαμύντορες δεν είχε άλλα ελατήρια από μια ποταπή πατριδοκαπηλεία. Πολύ πιθανό η μετάφρασή του να παρουσιάζει ατέλειες, μα όσοι γνωρίζουν πραγματικά τις Γραφές, δεν μπορούν παρά ν ’ αναγνωρίσουν τα πολλά της τα προτερήματα,
Σήμερα, όπου η γλώσσα των Γραφών – δηλ. τα ελληνικά του πρώτου αιώνα μετά Χριστόν–κατάντησε δυσνόητη για τον πολύ τον κόσμο, θα μπορούσε να διαβάζεται πρώτα απ ’ τον άμβωνα το Ιερό το Κείμενο στο πρωτότυπο κι ύστερα να επακολουθεί η μετάφραση, σαν είδος ερμηνείας. Έτσι οι λόγοι του Κυρίου θα γίνουνταν ολότελα αντιληπτοί, ακόμα και στον πιο αμόρφωτο άνθρωπο. Πόσο καλά το είχε νιώσει ο μεγάλος εκείνος Πατριάρχης του δέκατου έβδομου αιώνα, Κύριλλος Λούκαρις. 2 Οι Ιησουΐτες, θεωρώντας το Λούκαρι ως όργανο των Καλβινιστών, κατόρθωσαν τότε να παρασύρουν τα πιο οπισθοδρομικά στοιχεία του Φαναριού και να ματαιώσουν τη φωτισμένη εκείνη προσπάθεια του Αρχηγού της Ορθοδοξίας, που δυστυχώς έκτοτε δε βρήκε μιμητή μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας. Ο πατέρας μου αφιέρωνε όλες τις ώρες της σκόλης του στη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και του Ευαγγελίου. Πρώτα καταπιάστηκε
τα χαρτιά, και προτιμούσε να περνά τις ώρες του σπίτι μελετώντας. Θαυμάζω, όσο και το σκέπτομαι, την καταπληχτική του αντοχή, ένα πραγματικό δώρο του Θεού. Σηκώνουνταν κάθε πρωί στις 7, έπινε τον καφέ του στις 8 και στις 9 ξεκινούσε με τα πόδια για το γραφείο, μια ώρα δρόμο. Σπανιώτατα να του τύχει να πάρει τραμ ή αμάξι. Στο γραφείο εδούλευε ίσαμε τις 6 το βράδι – εργασία εντατική– με δύο ώρες μόνο διάλειμμα το μεσημέρι. Το βράδι, μετά το φαγητό, άρχιζε η μελέτη και διάβαζε ενίοτε ίσαμε τη μια-δυο μετά τα μεσάνυχτα προτού πλαγιάσει. Η μεταφραστική του εργασία είταν επίπονη και εξονυχιστική. Οφείλω να εξηγήσω, για όσους είναι αδαείς όσον αφορά τον τρόπο της ερμηνείας των αρχαίων συγγραφέων, πως τα παλιά κείμενα, τόσο του Ομήρου όσο και των Γραφών, παρουσιάζουν πολλές παραλλαγές (variae lectiones). Εκείνος δεν περιορίστηκε απλώς στο ν ’ ακολουθήσει τυφλά ένα οποιοδήποτε από τα διάφορα παλιά κείμενα που
τις εξέδωκε ύστερα σε ειδικά φυλλάδια,3 γραμμένα στην αγγλική, για να χρησιμέψουν ως βοήθημα στους επιστήμονες που, περισσότερο στην Αγγλία παρά πουθενά αλλού, καταγίνουνται με την ερμηνεία των Γραφών. Όταν, μετά το θάνατο του πατέρα μου, ταξινόμησα τα βιβλία του, βρήκα ένα σωρό εκδόσεις του Ομήρου και των Γραφών. Τα περιθώρια ήσαν γεμάτα σημειώσεις γραμμένες με το χέρι του, που δείχνανε με πόση προσοχή είχε μελετήσει τα κείμενα. Ο πατέρας μου είτανε λάτρης της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και τη γνώριζε, όσο μόνο λίγοι Έλληνες. Είναι αξιοπαρατήρητο, πως όλοι οι σημαίνοντες δημοτικιστές, αντίθετα προς όσα λέγανε οι αντίπαλοί τους για να τους συκοφαντήσουν, υπήρξαν βαθιοί μελετητές και γνώστες της αρχαίας. Ακριβώς διότι οι ίδιοι ήσαν σε θέση να εκτιμήσουν τ ’ αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας – ίσως και περισσότερο απ ’ εκείνους που θορυβούσαν εναντίον τους– αρνιούνταν να παραδεχτούν για εθνική μας γλώσσα το νόθο ελληνογαλλικό κατασκεύασμα, που ονομάζεται καθαρεύουσα. Ο πατέρας μου αγαπούσε, στις ώρες της σκόλης του, να διαβάζει Όμηρο, Θουκυδίδη και Πλάτωνα. Λίγες ώρες προτού πεθάνει ζήτησε να του φέρουν το «Φαίδωνα» και, διαβάζοντας τις αθάνατες κείνες σελίδες, ξεψύχησε.
Στις ελληνικές παροικίες της Αγγλίας δεν υπήρχαν παρά ένα δυο διανοούμενοι. Πνευματικοί σύντροφοι του πατέρα μου, δηλαδή άνθρωποι που μπορούσε μαζί τους να συζητεί και ν ’ ανταλλάσσει γνώμες, ήσαν μονάχα δυο – ο Κλεάνθης Μιχαηλίδης («Αργύρης Εφταλιώτης»), αντιπρόσωπος του Οίκου Ράλλη στο Χαλλ, κι ο Γεώργιος Μαρκέτης στο Λονδίνο. Ο πατέρας μου αλληλογραφούσε συνεχώς με όλους τους σημαίνοντας δημοτικιστές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό – με τον Ψυχάρη στο Παρίσι, με τον Κρουμπάχερ στο Μόναχο, τον Περνώ στο Παρίσι, τον Παλαμά, το Μαλακάση, το Δροσίνη και πολλούς άλλους στην Αθήνα, το Φώτη Φωτιάδη στην Πόλη, κλπ. Ελάμβανε επίσης πολλά γράμματα από φοιτητές κι εύρισκε πάντα καιρό να απαντά σε όλους.4 Με Άγγλους ο πατέρας μου δεν έκανε πολύ παρέα, αν εξαιρέσει κανείς τις συνηθισμένες τυπικές σχέσεις, που του τις επέβαλε η δουλιά του. Το Λίβερπουλ δεν είταν διανοητικό κέντρο κι η εκεί κοινωνία, κυρίως έμποροι, βιομήχανοι κι εφοπλιστές, ενδιαφέρουνταν
κλο γνωριμιών. Η κάπως μοναχική εκείνη ζωή που έκανε στην Αγγλία, δίχως άλλο, ευνόησε τη λογοτεχνική του απόδοση. Σε ηλικία οχτώ χρονών πρωτάρχισα να πηγαίνω σχολιό. Με στείλανε σ ’ ένα απ ’ εκείνα τα ιδιωτικά δημοτικά σχολεία που στην Αγγλία ονομάζουνται « private schools », κατ ’ αντιδιαστολή προς τα « public schools » δηλ. τα ιδιωτικά γυμνάσια. Εκεί είχαμε καθηγητή έναν εντελώς εξαιρετικό άνθρωπο – τον Πέρσυ Ντώλτρυ (Dealtry). Γιος αποικιακού Επισκόπου, από καλή αστική οικογένεια, είχε διαλέξει το επάγγελμα του δασκάλου διότι τον ενέπνεε κάποιο ανώτερο ιδανικό. Μας εδίδασκε ιστορία. Όταν μιλούσε για τις προσωπικότητες και τα γεγονότα της αγγλικής ιστορίας, τόκανε με τόσην ευφράδεια και τόσο χιούμορ, που το μάθημα δεν καταντούσε ποτέ πληχτικό. Έτσι κατόρθωνε να εντυπώνει στο μυαλό των μαθητών του, όσοι βέβαια δεν ήταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως, όχι μόνο ξερά γεγονότα
που τη συναντά κανείς σε πολλούς Άγγλους αυτής της τάξης, μια πίστη όμοια προς εκείνη που εμπνέει τους Άγγλους ιεραποστόλους. Αργότερα ίδρυσε δικό του οικοτροφείο στο Χόιλεκ, κοντά στο Λίβερπουλ, όπου φοιτήσανε οι δυο μικρότεροί μου αδελφοί Ανδρέας και Μάρκος. Το ίδρυμά του πολύ γρήγορα έβγαλε όνομα σ ’ όλη την περιφέρεια του Λάνκασαϊρ. Ο Ντώλτρυ είχε τα προσόντα ενός μεγάλου σχολάρχου και είναι κρίμα πως δεν του παρουσιάστηκε ποτέ η ευκαιρία να διευθύνει ένα από τα μεγάλα αγγλικά εκπαιδευτήρια. Από το δημοτικό σχολείο αρχίζει ήδη η προπαίδευση στα διάφορα σπορ – το κρίκετ, το ποδόσφαιρο, το χόκεϋ, το κολύμπι κλπ.– που παίζουνε τόσο σπουδαίο ρόλο στη ζωή των Άγγλων. Η συμμετοχή στα παιχνίδια είναι υποχρεωτική. Αν και δεν κατόρθωσα ποτέ να διαπρέψω ως αθλητής, αναγνωρίζω τη χρησιμότητα που έχει το αγγλικό αθλητικό σύστημα για τη σωματική και ψυχική διάπλαση των παιδιών. Μάλιστα όταν το παιδί συμβαίνει να είναι υπερβολικά
αξία για το χαραχτήρα. Το παιδί αναγκάζεται να υποταχθεί στο συμφέρον της ομάδας, μαθαίνει το πνεύμα της πειθαρχίας, της άμιλλας και της συνεργασίας, κι αντί να συγκεντρώνεται εγωιστικά στον εαυτό του, υποχρεώνεται να συμμερίζεται τους κόπους και τους ενθουσιασμούς των συναδέλφων του. Έτσι προετοιμάζεται για τη ζωή μέσα στην κοινωνία. Αυτό βέβαια εννοούσε ο Δουξ του Ουέλλιγκτων, ο νικητής του Μεγάλου Ναπολέοντα, όταν είπε την περίφημη εκείνη φράση πως «Η μάχη του Βατερλώ κερδήθηκε στα αθλητικά γήπεδα του Ήτον».5 Στο Λίβερπουλ, παρ ’ όλες τις άλλες ελλείψεις, υπήρχε μια αξιόλογη μουσική κίνηση. Τούτο το χρωστούσε κυρίως σε μερικούς γερμανοεβραίους που ήσαν εγκατεστημένοι εκεί. Είχε μια θαυμασία αίθουσα συναυλιών – το Philharmonic Hall– με πρώτης τάξεως ορχήστρα, και το χειμώνα δίνουνταν κλασσικές συναυλίες όπου παίζανε οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες του πιάνου, του βιολιού και του τραγουδιού. Ολόκληρη η κοινωνία του Λίβερπουλ, φιλόμουσος και μη, μαζεύουνταν εκεί. Η μητέρα μου, που αγαπούσε πολύ τη μουσική, μας πήγαινε ταχτικά στις συναυλίες. Έτσι συνηθίσαμε
Μια Φλαμαντέζα κυρία, που μας έδινε μαθήματα πιάνου, η Λεονή Μίχιελς, συνετέλεσε επίσης πολύ στο να μορφώσει το μουσικό μας αισθητήριο. Εκείνη δεν είταν από τις συνηθισμένες δασκάλες του πιάνου, μα μια αληθινή καλλιτέχνιδα που ήξερε να ερμηνεύει, κατά τρόπο πραγματικά αριστοτεχνικό, τα έργα των μεγάλων κλασσικών συνθετών. Είχε μια πρωτότυπη και ζωηρή φαντασία, που την έκανε να βλέπει σε κάθε σύνθεση ένα ποίημα, ένα διάλογο ή ένα τοπείο. Έτσι οι διάφορες μουσικές συνθέσεις αποχτούσαν κάποιο ιδιαίτερο νόημα, αντί ν ’ αποτελούν απλώς ένα τυχαίο κατασκεύασμα από ευχάριστους μελωδικούς ήχους. Η Λεονή Μίχιελς είχε προσωπικές φιλίες μ ’ όλους τους μεγάλους μουσικούς, κι όσες φορές ερχόντανε στο Λίβερπουλ κανένας σπουδαίος καλλιτέχνης, σαν τον Σαρασάτε ή τον Παντερέβσκυ, τον φιλοξενούσε σπίτι της. Μέσα στη σταχτιά μονοτονία της ζωής μας στο Λίβερπουλ, η μουσική αναπλήρωνε την έλλειψη κάθε άλλης ομορφιάς, για την οποία διψούσαν οι ψυχές μας.
φημες όπερες του Λονδίνου, του Μονάχου και του Παρισιού. Ο πατέρας μου δεν ένοιωθε πολύ από μουσική – βαρυούνταν τις συναυλίες, όπου έπρεπε να κάθεται κανείς ώρες ολόκληρες ν ’ ακούει συμφωνίες και κονσέρτα. Η μόνη μουσική που είχε γνωρίσει νέος στην Ελλάδα, είταν ιταλική. Τα έργα του Βάγκνερ τάβρισκε κακόηχα και πληχτικά (σε τέτοια ζητήματα δεν είταν καθόλου «σνομπ» κι είχε το θάρρος της γνώμης του). Η μουσική που την αισθάνουνταν πραγματικά είταν του Βέρντι, δηλαδή το «bel canto» το ιταλικό, όπως και τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, που του μιλούσανε στην καρδιά. Στα νειάτα του είχε αρκετά καλή φωνή βαρυτόνου. Όταν πρωτοπήγαν οι γονείς μου στις Ινδίες, επικρατούσε η συνήθεια, στα γεύματα και στις εσπερίδες, κυρίες και κύριοι να φέρνουν μαζί τους τις νότες τους. Ο πατέρας μου τραγουδούσε με μεγάλο μπρίο τη «La donna mobile» και διάφορες άλλες ιταλικές
μεταξύ μας κι έτσι κάναμε μαζί τα πρώτα μας μαθήματα, πριν πάμε σχολιό. Η μεγάλη μου αδερφή Μαριέττα απ ’ αρχής έδειξε κλίση προς τη βοτανική και την εντομολογία, πράμα που άρεζε στον πατέρα μου, γιατί κι αυτός είχε τα ίδια γούστα. Στις εκδρομές είταν πάντα πρώτη, τρέχοντας και συλλέγοντας λουλούδια, κυνηγώντας πεταλούδες και πιάνοντας διάφορα μαμούδια και κολεόπτερα, που τα φύλαγε μέσα σε μπουκάλια, όπου προκαλούσαν την αηδία της μητέρας μου. Φύση ενεργητικιά και ορμητική, αγαπούσε υπερβολικά το ύπαιθρο και τα σπορ και δε σήκωνε τη ρουτίνα και τους περιορισμούς. Η άλλη μου αδερφή Αζίζα είχε χαραχτήρα πιο ήρεμο, διάβαζε και μελετούσε πολύ, κι είχε αρκετό ταλέντο στα σκίτσα. Η μεγάλη μου αδερφή πήγε ύστερα στο Πανεπιστήμιο του Καίνπριτζ, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες. Εκεί συστηματοποίησε τις γνώσεις της κι αργότερα επιδόθηκε σε διάφορες βοτανολογικές μελέτες κι έρευνες. Κάποτε έκανε ένα πολύμηνο ταξίδι στη Ρουμανία για να μελετήσει την «πλαβ»,
στην Ήπειρο, στα χωριά του Ζαγοριού και της Τσαμουριάς, κατέγινε στη μελέτη της χλωρίδας και της γεωλογικής συστάσεως του εδάφους και κατόπιν δημοσίεψε μια πραγματεία, βασισμένη πάνω στις γεωλογικές και βοτανολογικές παρατηρήσεις που είχε κάνει σε διάφορα μέρη των Βαλκανίων, μεταξύ άλλων για τα αίτια που προκαλούν τη διάβρωση (erosion) του εδάφους.7 Οι μελέτες αυτές είναι γραμμένες αγγλικά. Οι δυο μικρότεροί μου αδελφοί, Αντρέας και Μάρκος, μεγαλώσανε μαζί. Είχαν και οι δυο τους το καλλιτεχνικό αίσθημα πολύ ανεπτυγμένο. Η επιθυμία του πατέρα μου είταν ο πρώτος να γίνει έμπορος. Δε θέλησε όμως να τον αναγκάσει, μονάχα τον υποχρέωσε να εργαστεί ένα χρόνο ως δόκιμος στο κεντρικό κατάστημα του Οίκου Ράλλη στο Λονδίνο. Μόλις όμως τέλειωσε ο χρόνος, ο αδελφός μου αποφάσισε ν ’ ακολουθήσει την κλίση του κι αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνική χρυσοχοΐα. Είχε υποστεί βαθιά την επίδραση της ανατολικής – και ιδιαίτερα της ινδικής– τέχνης, πράμα που φαίνεται σ ’
του, που η τεχνοτροπία τους θυμίζει τη λεπτεπίλεπτη εργασία των τεχνιτών της Ανατολής. Ο μικρότερός μου αδελφός Μάρκος είταν κι αυτός φυσιολάτρης και επιδόθηκε με πάθος στην ορειβασία. Έχοντας το ίδιο ενδιαφέρον που είχαμε όλοι μας για τις χώρες και τους λαούς της Ανατολής, μόνος του οργάνωσε δυο τρεις ορειβατικές εκδρομές στα Ιμαλάια, όχι μονάχα για να κυριέψει τις απρόσιτες εκείνες κορυφές, αλλά και συνάμα για να μελετήσει από κοντά την τέχνη, τα ήθη και τα έθιμα και τη θρησκεία των βουδδιστών κατοίκων των μερών εκείνων. Η άλλη του απασχόληση είναι η μουσική – εδώ το ενδιαφέρον του στρέφεται κατά προτίμηση στην παλιά έγχορδη «μουσική κάμαρας» της Αγγλίας του 16ου και 17ου αιώνα. Τα χρόνια εκείνα που ζήσαμε στο Λίβερπουλ είχαμε πολύ λίγη επαφή με την Ελλάδα. Όσοι Έλληνες ερχόντανε στην Αγγλία, σταματούσαν στο Λονδίνο, και σπανίως να επισκεφτεί κανείς απ ’ αυτούς το Λίβερπουλ, εκτός του να ήρχετο για εμπορικές δουλιές. Οσάκις ο θείος μου Αγαμέμνων, τότε υπασπιστής
στατώθηκε. Όσον καιρό παρέμεινε το πλοίο εκεί, οι αξιωματικοί ερχόντανε συχνά σπίτι μας και μας φέρνανε λίγο δροσερό ελληνικό αεράκι στη μελαγχολική εκείνη γωνιά της Αγγλίας. Μεταξύ τούτων, θυμάμαι τους Ηλία Μαυρουδή, Κωνσταντίνο Δάσιο, Κωκό Μελά, Μιχάλη Φουντουκλή και άλλους. Περάσαμε μαύρες μέρες μετά από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του ’97, με τις αλλεπάλληλες ήττες του στρατού μας. Στην Αγγλία το Συντηρητικό Κόμμα, μαζί με μια μερίδα του τύπου, είχε αισθήματα φιλοτουρκικά. Ο αγγλικός φιλοτουρκισμός είταν παλιά υπόθεση που χρονολογιούνταν από τον Κριμαϊκό Πόλεμο, οπότε οι Άγγλοι είχαν συμπολεμήσει με τους Τούρκους εναντίο των Ρώσσων. Από τον καιρό του Μπήκονσφηλντ, η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξακολουθούσε να είναι βασικό δόγμα της βρεταννικής εξωτερικής πολιτικής. Σ’ αυτό προσέκρουαν όλοι οι πόθοι μας για μια ευνοϊκή λύση του Κρητικού ζητήματος. Από την άλλη μεριά, οι Φιλελεύθεροι, πιστοί στην παράδοση του Κάννιγκ,
εντοιχισμένη μια αναμνηστική πλάκα. Την εποχή εκείνη ο Grand Old Man (ο Μέγας Γέρος, όπως τον ονομάζανε οι θαυμαστές του), ζούσε ακόμα. Ο πατέρας μου είχε την εικόνα του κρεμασμένη στη βιβλιοθήκη, μαζί μ ’ ένα απόσπασμα από κάποια φιλελληνική του αγόρευση, που μια από τις αδελφές μου την είχε καλλιγραφήσει με χρυσά και γαλάζια γράμματα. Για όλους τους Έλληνες της Αγγλίας ο θαυμασμός προς τον Γλάδστωνα είταν σαν ένα είδος θρησκείας. Στο σχολείο όπου πήγαινα, οι περισσότεροι συμμαθητές μου ανήκαν σε οικογένειες Συντηρητικές και δεν συμμερίζουνταν καθόλου το θαυμασμό μου για τον Γλάδστωνα, απεναντίας τον συχαίνουνταν γιατί ήθελε να παραχωρήσει αυτονομία στους Ιρλανδούς – το λεγόμενο Home Rule, που το απέκρουαν οι Συντηρητικοί και μάλιστα αρκετοί Φιλελεύθεροι, ως πλήγμα κατά της ενότητας του Ενωμένου Βασιλείου. Κάποτε παραθερίζαμε στο Πενμενμώρ, ένα παραθαλάσσιο μέρος στη Βόρεια Ουαλλία. Το Πενμενμώρ δεν απέχει πολύ από το Χάρντεν, όπου βρίσκεται ο οικογενειακός πύργος
Η θεία της μητέρας μου Μαριγώ Κορνηλίου (το γένος Πασπάτη), είταν κι αυτή εγκατεστημένη με τον άντρα της στο Λίβερπουλ. Είχε μια αδελφή παντρεμένη στην Ελλάδα, την Ιουλία Δημ. Δραγούμη. Το ζεύγος Δραγούμη ερχότανε κάθε τόσο να περάσει μερικούς μήνες στο Λίβερπουλ. Η κυρία Δραγούμη είχε πότε-πότε φιλολογικές συζητήσεις με τον πατέρα μου, που κατόρθωσε τέλος να την προσηλυτίσει στο δημοτικισμό. Η ίδια άρχισε αργότερα να συγγράφει παιδικές ιστορίες, εμπνευσμένες από την τοπική ζωή του Πόρου, όπου οι Δραγούμηδες είχαν μια έπαυλη, τη «Γαλήνη». Ο Δημήτρης Δραγούμης είταν στενός φίλος και θερμός οπαδός του Χαριλάου Τρικούπη. Ομιλητικός και ευχάριστος, του άρεζε να κουβεντιάζει μαζί μας. Μας περιέγραφε τη μαγευτική ομορφιά του Πόρου και της απέναντι ακτής του Μοριά, όπου βρίσκεται το περίφημο Λεμονόδασος. Τα λόγια του μας γέμιζαν πόθο για τα ηλιόλουστα εκείνα περιγιάλια που, στη φαντασία μας, μας φαίνουνταν σαν κάποιος θρυλικός «Κήπος των Εσπεριδών»,
μυθένιου Παρισιού, δε λείπανε ποτέ). Το σπίτι της θείας μου λεγότανε8 «Hellas House», δηλ. «Σπίτι της Ελλάδας». Τα χαμίνια συνηθίζανε να μισοσβύνουν την επιγραφή, κι αντί «Hellas House», όνομα γι ’ αυτούς ακατανόητο, έμενε «Hell House», δηλ. «Σπίτι της Κόλασης». Είναι παρατηρημένο πως οι Άγγλοι γενικά δυσκολεύονται να προφέρουν τα ελληνικά ονόματα και πολύ συχνά τα παραμορφώνουν κατά το δικό τους τρόπο. Το σπίτι μας, λόγου χάρη, έφερε το όνομα «Τατόι». Οι Άγγλοι το παραμορφώνανε σε «Ταοτάι», λέξη κινέζικη9 που τους είτανε γνωστή από τις περιγραφές των ταραχών των Μπόξερ στην Κίνα που γεμίζανε τότε τις εφημερίδες.10 Περνούσαμε συχνά τις θερινές μας διακοπές στην Ελβετία. Είχαμε πείσει τους γονείς μας να εγκαταλείψουν τις πληχτικές κι ανούσιες παραλιακές λουτροπόλεις της Βόρειας Ουαλλίας, όπου συνήθως παραθερίζουν οι κάτοικοι του Λίβερπουλ και του Μάντσεστερ και όπου πηγαίναμε ταχτικά, 8 Στην Αγγλία, στις επαρχιακές πόλεις, πολλά σπίτια, εκτός από τον αριθμό, φέρουνε και όνομα. 9 Τίτλος που σημαίνει «Έπαρχος». 10 Πολλές φορές άκουσα Άγγλους να προφέρουν τ ’ όνομα του Βενιζέλου «Βενεζουέλος»,
σαν είμαστε μικρά παιδιά. Περάσαμε κάμποσα καλοκαίρια στο Vevey, πάνω στη λίμνη της Γενεύης. Από κει κάναμε εκδρομές στα βουνά και στις διάφορες μαγευτικές τοποθεσίες γύρω στις ακτές της λίμνης. Το κυνήγι της πεταλούδας είταν η κυριώτερή μας απασχόληση κατά τους περιπάτους αυτούς. Αν και ο πατέρας μου μας είχε απαγορέψει τις ορειβατικές εκδρομές, μήπως μας συμβεί κανένα δυστύχημα, κατορθώσαμε να κάνουμε μια-δυο αναβάσεις στα γύρω του Ζέρματτ – μεταξύ άλλων, του Μόντε Ρόζα, ύψους 4638 μέτρων. Κοιμηθήκαμε μια νύχτα στο καταφύγιο μαζί με τους οδηγούς και σηκωθήκαμε πρωί-πρωί, πριν ξημερώσει, για να προφτάσουμε το υπέροχο θέαμα της ανατολής του ηλίου. Κατεβαίνοντας συναντήσαμε την περίφημη αλπινίστρια Μις Ήντιθ Μπελλ, που είχε ανεβεί όλες τις ψηλότερες και πιο επικίνδυνες κορυφές των Άλπεων. Τη συνόδευε μονάχα ο Ελβετός οδηγός της. Η ιδία φορούσε κοντή κυλόττα, πράμα που, εκείνο τον καιρό που βασίλευε ακόμα η βικτωριανή σεμνοτυφία, προκαλούσε
τη διαμονή στην Ελβετία πολύ ευχάριστη είταν οι διάφορες συντροφιές. Στο ξενοδοχείο όπου μέναμε συχνάζανε ξένοι απ ’ όλες τις εθνικότητες – Άγγλοι, Αμερικανοί, Γάλλοι, Ρώσσοι, Πολωνοί κτλ. Ύστερα από την τόσο πληχτική ζωή που κάναμε στο Λίβερπουλ, μας άλλαζε λιγάκι. Αισθανόμουνα ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους Ρώσσους, ίσως γιατί ήσαν Ορθόδοξοι, ίσως πάλι γιατί η μακρυνή και γεμάτη μυστήριο χώρα των Τσάρων ασκούσε πάνω μου κάποια ρωμαντική γοητεία. Οι αγγλικές εφημερίδες γράφανε κάθε μέρα για τις τρομοκρατικές απόπειρες των «Νιχιλιστών» (όπως αποκαλούσαν τότε τα μέλη των επαναστατικών οργανώσεων), που ήσαν τότε στην ημερήσια διάταξη στη Ρωσσία. Πολλοί Ρώσσοι αριστοκράτες προτιμούσανε να μένουν μαζί με τις οικογένειές τους στην Ελβετία και στις διάφορες λουτροπόλεις της Δυτικής Ευρώπης, όπου είχαν την ησυχία τους, παρά να ζουν μέσα σ ’ εκείνη την ατμόσφαιρα του τρόμου, που επικρατούσε στο δικό τους τον τόπο. Συδεθήκαμε επίσης με μια πολύ συ-
κογένειας, που έπασχε από μια ιδιόρρυθμη μορφή τρέλλας – τη λεγόμενη «κτητική μανία». Έμπαινε στα καταστήματα κι αγόραζε στα κουτουρού ένα σωρό πράματα, σταματούσε τους χωρικούς που συναντούσε στο δρόμο και τους έλεγε πως αγοράζει τάλογα και τα κάρρα τους, και άλλα παρόμοια. Αργότερα, όταν όλος αυτός ο κόσμος παρουσιάζουνταν στο ξενοδοχείο για να πληρωθεί, μαθαίνανε πως ο στρατηγός είταν μανιακός, κι όλοι φεύγανε σκαστοί για το πάθημά τους. Ολόκληρο το ξενοδοχείο διασκέδαζε μ ’ αυτή την ιστορία, που επαναλαμβάνουνταν κάθε τόσο. Στο τέλος του καλοκαιριού γυρίζαμε πίσω στην Αγγλία και ξανάρχιζε πάλι η μονότονη ζωή από κάτω από το μολυβένιο ουρανό και μέσα στη φορτωμένη από τις αναθυμιάσεις των καπνοδόχων ατμόσφαιρα στο Λίβερπουλ. Το 1896, κατόρθωσα να κερδίσω μια υποτροφία στο Κολλέγιο του Ήτον. Τούτο μου άνοιξε νέους ορίζοντες και μου επέτρεψε να γνωρίσω για πρώτη φορά μια άλλη Αγγλία – την Αγγλία των αρχαίων παραδόσεων και της ειδυλλιακής ομορφιάς, που ίσαμε τότε μου είχε παραμείνει ολότελα άγνωστη.
Κεφάλαιο Τέταρτο
Ή τον (1897 1902)
Στην Αγγλία, τα παιδιά των ευπορωτέρων τάξεων, αφού τελειώσουν το δημοτικό σχολιό, στέλνουνται εσωτερικά σ ’ ένα από τα πολλά ιδιωτικά κολλέγια (τα ονομαζόμενα, κατά κάποιον ανακόλουθο τρόπο, «Public Schools», δηλ. «δημόσια σχολεία»). Υπάρχουν βέβαια και κρατικά γυμνάσια (Board Schools), μα δεν παραβάλλονται προς τα ιδιωτικά – αρχαία και φημισμένα ιδρύματα σαν το Ήτον, το Ουίντσεστερ, το Χάρρω κι άλλα– όπου έχουνε μορφωθεί γενεές ολόκληρες Βρεταννών της ιθύνουσας τάξης. Διάφοροι συγγενείς και φίλοι συβουλέψανε τον πατέρα μου να παρουσιαστώ στο διαγωνισμό του

εκπαιδευτήρια της Αγγλίας και, φαντάζομαι, ολοκλήρου του κόσμου. Σε πολύ λίγους Έλληνες έλαχε η τύχη να ιδούν τόνομά τους χαραγμένο2 πάνω στους τοίχους του αρχαίου αυτού ιδρύματος. Γι ’ αυτό θα μιλήσω κάπως διεξοδικώτερα για τη ζωή των μαθητών και για τις σπουδές που κάναμε εκεί. Η Σχολή ιδρύθηκε το 1460, δηλαδή την εποχή που ο μεσαίωνας πλησίαζε προς τη δύση του. Την ίδρυσε ο Βασιλέας της Αγγλίας Ερρίκος ο ΣΤ΄, αγαθός αλλά άτυχος ηγεμόνας, που διακρίθηκε περισσότερο για την αρετή, την ευλάβεια και την αγάπη προς τα γράμματα, παρά για τη διοικητική του ικανότητα. Διά του καταστατικού της Σχολής ο Ερρίκος ώρισε να παρέχουνται υποτροφίες σε εβδομήντα φτωχούς μαθητές (ο αριθμός εβδομήντα ανταποκρίνεται στον αριθμό των μαθητών του Χριστού), για να σπουδάζουν δωρεάν θεολογία και γράμματα. Το Κολλέγιο, αφιερωμένο στην Παναγία, υπό
του ομωνύμου χωριού, που αντικρύζει το Ουίντσωρ. Τα παλαιά χτίρια αποτελούνται από την εκκλησία, ωραίο χτίριο γοτθικού ρυθμού, όπου εκκλησιάζουνται οι υπότροφοι κι οι μαθητές των ανωτέρων τάξεων,3 το εστιατόριο (hall), επίσης γοτθικού ρυθμού, το οικοτροφείο, μια-δυο αίθουσες παραδόσεων και μερικά άλλα επιβλητικά χτίρια. Το ίδρυμα προικίστηκε με σημαντική κτηματική περιουσία, αρκετή για να εξασφαλίσει τη λειτουργία του ιδρύματος κατά την εποχή εκείνη, αν και σήμερα δεν επαρκούν πια τα εισοδήματα. Αρχικώς διδάσκουνταν μονάχα τα λατινικά και τα θρησκευτικά. Διευθυντής της Σχολής είταν πάντα κληρικός. Το λοιπό διδασκαλικό προσωπικό απαρτίζουνταν κι αυτό από κληρικούς. Αργότερα, με την πάροδο του χρόνου η Σχολή πήρε μεγάλην ανάπτυξη. Πολλά μέλη της αριστοκρατίας στέλνανε τα παιδιά τους, υπό την κηδεμονία παιδαγωγού (tutor), στο ομώνυμο χωριό του Ήτον, για να μπορούν να παρακολουθούν, ως εξωτερικοί, τα μαθήματα του Κολλεγίου. Οι εξωσχολικοί αυτοί
που τιτλοφοριούνταν – όπως και σήμερα– «Κολλεγιάνοι» (Collegers). Ο αριθμός των υποτρόφων έμεινε πάντα ο ίδιος, σύμφωνα προς το καταστατικό. Δεν υπήρχε όμως περιορισμός στον αριθμό των «οππιντάνων», που όλο και αυξάνουνταν, ώσπου έφτασαν τους χίλιους. Αργότερα, τα ιδιωτικά οικοτροφεία (Dames’ Houses),4 όπου διαμένανε οι εξωσχολικοί μαθητές, υπαχτήκανε κι αυτά στη δικαιοδοσία των Αρχών του Κολλεγίου. Στο δέκατο όγδοο αιώνα η Σχολή είταν ήδη αναγνωρισμένη ως το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας κι όλα τα παιδιά της αριστοκρατίας – αγγλικής, σκωτσέζικης, ακόμα και της Ιρλανδίας– στέλνονταν εκεί για να σπουδάσουν. Εξαίρεση κάνανε μόνον οι Καθολικοί, επειδή στο Ήτον διευθυντής και καθηγητές έπρεπε υποχρεωτικά ν ’ ανήκουν στην Αγγλικανική εκκλησία, δηλ. την επίσημη εκκλησία
επικρατεί σ ’ όλα τα αγγλικά εκπαιδευτήρια. Το τονίζω τούτο, διότι στην Ελλάδα έχουμε την Αναργύρειο Σχολή Σπετσών που, σύμφωνα με ρητόν όρο της διαθήκης του ιδρυτή της αειμνήστου Ανάργυρου, θα έπρεπε και αυτή να λειτουργεί κατά το αγγλικό σύστημα. Δυστυχώς το πείραμα τούτο δεν

Στο Ήτον, το Διοικητικό Συμβούλιο του Κολλεγίου ασχολείται κυρίως με τη διαχείριση της περι ουσίας του ιδρύματος και με διάφορα άλλα, διοικητικής κι οικονομικής φύσεως, ζητήματα, μη έχοντα άμεση σχέση με το παιδαγωγικό μέρος. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου φέρει τον τίτλο του Provost (από το λατινικό Praepositus). Συνήθως στη θέση τούτη διορίζεται ο Διευθυντής της Σχολής, άμα τα χρόνια δεν του επιτρέπουνε πια να συνεχίσει το επίπονο έργο της διευθύνσεως. Εταίροι (Fellows) εκλέγουνται οι επιφανέστεροι άντρες της χώρας – πρώην Πρωθυπουργοί, Υπουργοί, Αντιβασιλείς των Ινδιών, Πρεσβευτές κλπ. Η φορεσιά των μαθητών διαφέρει από κείνη των άλλων αγγλικών σχολείων κι αποτελεί κι αυτή μέρος των παλιών παραδόσεων που είναι συνυφασμένες με τόνομα του Ήτον. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, είναι ντυμένοι μαύρα – οι μεγάλοι μαθητές φορούν ζακέτα με δυο ουρές, οι δε μικροί κοντό σακάκι, είδος κοντογούνι, το λεγόμενο Eton jacket, με σκληρό άσπρο κολλάρο. Όλοι επίσης φοράνε ψηλό καπέλλο. Οι υπότροφοι,
εποχής. Κατά τις ώρες της σκόλης όλοι ντύνουνται γκρίζα ρούχα, με χρωματιστή ριγωτή τραγιάσκα. Στις θέσεις των καθηγητών προσλαμβάνονται κατά προτίμηση απόφοιτοι του Κολλεγίου. Πουθενά, νομίζω, δε θα συναντήσει κανείς ανθρώπους τόσον αφοσιωμένους στο καθήκον και που το μορφωτικό τους επίπεδο να στέκεται τόσο ψηλά όπως στο επίλεκτο τούτο σώμα. Πρώτης τάξεως λατινιστές κι ελληνιστές, γλωσσομαθείς και ταξιδεμένοι, καλοί ως επί το πλείστον αθλητές, με ανατροφή κι αυστηρές οικογενειακές παραδόσεις, ξέρουν να κατευθύνουν τις σπουδές και τα γούστα των μαθητών προς το ωφέλιμο και προς το ωραίο. Κάθε καθηγητής έχει το ιδιαίτερό του διαμέρισμα. Τα φροντιστήρια είναι γεμάτα βιβλία όπου, δίπλα στις εκδόσεις των αρχαίων συγγραφέων, βλέπει κανείς τα κυριώτερα έργα της αγγλικής φιλολογίας, της κλασσικής αλλά και της σύγχρονης. Παρατηρείται κάποια προτίμηση προς τους ποιητές – ιδίως τον Keats, το Shelley, το Swinburne, το Matthew Arnold και το Rupert Brooke. Το επάγγελμα του δασκάλου δημιουργεί,
και ψυχική ανάπτυξη των μαθητών του, και προσπαθεί να δώσει στον καθένα την κατεύθυνση που ταιριάζει στο χαρακτήρα του και στα διανοητικά του προσόντα. Μόλις ο καθηγητής διακρίνει στο παιδί κάποια ιδιαίτερη επίδοση – π.χ. προς τη μουσική, τη ζωγραφική, τη φιλολογία ή τις φυσικές επιστήμες–κάνει ό,τι μπορεί για να την αναπτύξει. Είχα την εξαιρετική τύχη να έχω ως tutor έναν εκλεχτό άνθρωπο, τον Άρθουρ Γκούντχαρτ. Καλός μουσικός, ολίγο συνθέτης, είταν μέλος της σχολικής χορωδίας και του χορού της εκκλησίας. Είχε ραφιναρισμένα γούστα και το σαλόνι του είταν στολισμένο με παλαιά έπιπλα κι ένα πλήθος χαλκογραφίες και εικόνες. Ποιος μπορεί ν ’ αρνηθεί την εξευγενιστική επίδραση ενός τέτοιου περιβάλλοντος πάνω στις εύπλαστες ψυχές της νεολαίας; Εγώ τουλάχιστο θα του διατηρώ πάντα μέσα στην καρδιά μου ένα αίσθημα βαθιάς ευγνωμοσύνης. Οι καθηγητές ήσαν όλοι τους αφοσιωμένοι στη Σχολή, τόσο που, όταν τους έπαιρνε το όριο της ηλικίας, πολλοί
ο Χένρυ Λάξμουρ, άνθρωπος μ ’ αληθινά ποιητική ψυχή, είχε φτιάξει, δίπλα στο οικοτροφείο του, έναν ωραιότατο κήπο, αληθινό καλλιτέχνημα. Μετά το θάνατό του, ο κήπος αγοράστηκε με συνεισφορές των παλαιών του μαθητών κι εξακολουθεί να φέρνει τόνομά του. Διευθυντής της Σχολής, τότε που σπούδαζα εκεί, είταν ο Δρ. Ουώρρ, κληρικός, έχοντας το βαθμό του δόκτορα της Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ως και τον τίτλο του επίτιμου εφημερίου (Chaplain) της Βασίλισσας Βικτωρίας. Είχε διαπρέψει στα νιάτα του ως αθλητής και, ως φοιτητής στην Οξφόρδη, είχε λάβει μέρος στις λεμβοδρομίες. Παρ ’ όλες τις πολλαπλές του ασχολίες, εννοούσε να προπονεί ο ίδιος τη λεμβοδρομική ομάδα της Σχολής. Επίσης είχε ειδικευθεί στην κατασκευή λέμβων. Λόγω της ειδικότητάς του αυτής, κατέγινε με την ερμηνεία της περίφημης «σχεδίας» του Οδυσσέα, όπως την περιγράφει ο Όμηρος στην Ε΄ ραψωδία της Οδύσσειας. Οσάκις μας παρέδιδε Όμηρο, δεν παρέλειπε
εκκλησία με βήμα βαρύ και σημειωτό, φορώντας τα ιερατικά του άμφια – τον άσπρο σάκκο των Αγγλικανών ιερωμένων και το κόκκινο μεταξωτό ωμοφόριο του δόκτορα της Θεολογίας–, παρουσίαζε πραγματικά ένα θέαμα που προκαλούσε το σέβας για να μη πω δέος. Αν εξαιρέσει κανείς τους υποτρόφους, τα περισσότερα παιδιά που φοιτούν στο Κολλέγιο ανήκουν σε εύπορες οικογένειες. Το Ήτον είταν και, πιστεύω, είναι ακόμα ένας πραγματικός καθρέφτης της αγγλικής κοινωνίας – της αριστοκρατίας, του ανωτέρου υπαλληλικού, τραπεζιτικού και μεγαλοβιομηχανικού κόσμου, των ελευθέρων επαγγελμάτων και του κλήρου. Τότε δεν είχε συμβεί ακόμα ο πρώτος ευρωπαϊκός πόλεμος που έγινε αιτία ν ’ αλλάξουν πολύ οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην Αγγλία. Από τα παιδιά που προέρχονταν από παλιές και πλούσιες οικογένειες γαιοκτημόνων, ένα μεγάλο μέρος δεν έμελλε ποτέ να βρεθεί στην
τικό στίβο, στη διπλωματία και στη διοίκηση, είτε μέσα στη Μεγάλη Βρεταννία είτε έξω στις κτήσεις και στις αποικίες. Ένα μέρος επίσης προετοιμάζουνταν για το στρατό – όσοι ανήκανε σ ’ αυτήν την κατηγορία ακολουθούσαν ιδιαίτερα μαθήματα στο λεγόμενο «Στρατιωτικό Τμήμα» (Army Class). Άλλοι πάλι, παιδιά τραπεζιτών, μεγαλοβιομηχάνων ή μεγαλοεπιχειρηματιών, θ ’ αναλάμβαναν κάποτε τη διεύθυνση των οικογενειακών των επιχειρήσεων. Μια μικρή κι εκλεχτή μερίδα προορίζονταν για την ιεραρχία της Αγγλικανικής Εκκλησίας και το διδασκαλικό επάγγελμα. Όπως είταν επόμενο, ήσαν πολλοί που δε δείχνανε μεγάλη επιμέλεια στα μαθήματα. Μ’ όλα ταύτα, το περιβάλλον – τ ’ αρχαία χτίρια, η τοποθεσία του Κολλεγίου κάτω από τον ίσκιο του βασιλικού πύργου του Ουίντσωρ, οι παλιές παραδόσεις και τα έθιμα που διατηριούνταν μέσα στο λαμπρό κείνο πλαίσιο, δημιούργημα τόσων αιώνων, η αγάπη
ως το τελειότερο υπόδειγμα του πολιτισμένου ανθρώπου. Εκεί είχα την τύχη να συνδεθώ διά στενής φιλίας με πολλούς απ ’ τους συμμαθητές μου και μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να εκτιμήσω όλες εκείνες τις αρετές που διακρίνουν τους Άγγλους και τους καθιστούν τόσο συμπαθητικούς σ ’ όσους πραγματικά τους γνωρίζουν. Πολλές από τις φιλίες και τις γνωριμιές μου αυτές τις διατηρώ ακόμα – οι δεσμοί φιλίας που σχηματίζουνται στο σχολιό είναι, νομίζω, στενώτεροι και μονιμώτεροι από οιουσδήποτε άλλους. Ως παραδείγματα, θα σκιαγραφήσω εδώ τις φυσιογνωμίες τεσσάρων από τους καλύτερούς μου φίλους – του Ρόμπερτ Μπαίλεϋ, του Όρλο Ουίλλιαμς, του Γκράνβιλ Πρώμπυ και του Άρθουρ Τσάιλντ Βίλλερς. Από μερικά τέτοια παραδείγματα ο καθένας θα μπορέσει να σχηματίσει μια πιο σωστή ιδέα του τύπου του Άγγλου που έχω υπ ’ όψει, παρά αν περιοριζόμουνα απλώς σε γενικότητες.
περιουσία, ζούσε πολύ άνετα σ ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Mayfair, την κομψότερη συνοικία του Λονδίνου, όπου έτυχε πολλές φορές να φιλοξενηθώ. Bon viveur, καταλάβαινε από καλό φαΐ και καλό κρασί (το τελευταίο τούτο προσόν το έχουν όλοι οι Άγγλοι, όσους εγνώρισα), κι αγαπούσε πολύ το θέατρο, όχι όμως και τον κόσμο. Πράγμα χαραχτηριστικό, δυοτρεις φορές την εβδομάδα αφιέρωνε τις βραδινές του ώρες για να δίνει μαθήματα σε μια νυχτερινή σχολή για εργάτες. Μόλις κηρύχτηκε ο πρώτος ευρωπαϊκός πόλεμος κατατάχτηκε εθελοντής σ ’ ένα σύνταγμα ιππικού και σκοτώθηκε στην Παλαιστίνη. Ο Όρλο Ουίλλιαμς είταν Λοντρέζος, από καλή αστική οικογένεια. Ο πατέρας του, δικηγόρος, μαζί με τη Θέμιδα καλλιεργούσε και τις Μούσες, κι έγινε γνωστός στους νομικούς κύκλους ως συγγραφέας νομικών συγγραμμάτων, αλλά κι ως ποιητής σατυρικών στίχων. Η μητέρα του επίσης είταν πολύ μορφωμένη. Ο φίλος μου είχε κληρονομήσει τα φιλολογικά γούστα των γονέων του. Είχε ιδιαίτερη κλίση προς
τερη συμπάθεια και κάποτε κάναμε μαζί ένα ταξίδι στην Ήπειρο και στην Κέρκυρα. Τρίτος πολύ αγαπητός μου φίλος, ο Γκράνβιλ Πρώμπυ, ανήκε στην παλιά σκωτσεζοϊρλανδική οικογένεια των Χάμιλτων, αργότερα όμως πήρε τόνομα Πρώμπυ, που είταν το οικογενειακό όνομα ενός θείου του, του Λόρδου Κάρυσφορτ, προκειμένου να τον κληρονομήσει. Αποφοιτήσαμε μαζί από το Ήτον και πήγαμε κι οι δυο μας στο Όξφορντ, εκείνος στο Trinity College κι εγώ στο Balliol. Εκείνος, αφού αποφοίτησε από το Όξφορντ, διορίστηκε στη Γραμματεία της Βουλής των Λόρδων. Μολονότι φύσει μάλλον οκνηρός, είχε γενική μόρφωση και καταλάβαινε από μουσική και τέχνη. Απέκτησε ειδικότητα στα γαλλικά «ταμπλώ» και έπιπλα χάρις στο θείο του, ο οποίος ήταν σπουδαίος συλλέκτης. Ο πύργος των Πρώμπυ, το Elton Hall, κοντά στο Peterborough, περιείχε καλλιτεχνικούς θησαυρούς και έπιπλα μεγάλης αξίας, μαζί με μια λαμπρή βιβλιοθήκη.
θρησκευτικά κι εκκλησιαστικά ζητήματα κι είχε μια μνήμη απέραντη, που συγκρατούσε ολόκληρα τμήματα των Γραφών. Αγαπούσε πολύ τη μουσική και λάμβανε ταχτικά μέρος στη «Χορωδία του Μπαχ» που δίνει συναυλίες θρησκευτικής μουσικής στο Albert Hall. Οι γονείς του ήσαν και οι δύο συμπαθέστατοι άνθρωποι. Ο πατέρας του διοικούσε ένα σύνταγμα της Ιρλανδικής Φρουράς (Irish Guards), η δε μητέρα του είταν γυναίκα εξαιρετικά μορφωμένη. Ο Γκράνβιλ, αφού εκληρονόμησε τον πύργο, αφιερώθηκε ολόψυχα στα ποικίλα κοινωφελή έργα που αποτελούν την απασχόληση των Άγγλων γαιοκτημόνων της παλαιάς σχολής. Όταν, πριν λίγα χρόνια, μ ’ εφιλοξένησε στον πύργο του, μούδειξε με δικαιολογημένο καμάρι την εκκλησιά και το σχολιό του χωριού. Όλα μαρτυρούσαν το ραφιναρισμένο γούστο του πυργοδεσπότη. Έκανα τη σκέψη πόσο τυχεροί ήσαν οι κάτοικοι του χωριού εκείνου έχοντας έναν τέτοιο «Lord of the Manor» (τσιφλικούχο) που φρόντιζε με τόση στοργή για τη διανοητική και πνευματική τους τροφή

Μειλίχιος κι αξιαγάπητος, χαίρει πολλές συμπάθειες σ ’ όλους τους κύκλους του Σίτυ. Αφιερώνει όλες τις ώρες της σχόλης του στην αγαθοεργία. Αν και εύπορος και πολύ αγαπητός, με ευρύτατο κύκλο φίλων, προτιμά να περνά τα βράδια του σ ’ ένα κοινωφελές ίδρυμα – είδος εργατικής λέσχης– που βρίσκεται σε μια απ ’ τις φτωχότερες συνοικίες του Λονδίνου, το Hackney Wick. Κατοικεί ο ίδιος μέσα στο ίδρυμα, επιβλέπει τη λειτουργία του κι οργανώνει την ψυχαγωγία των νεαρών εργατών κι εμποροϋπαλλήλων της συνοικίας, που όλοι τον λατρεύουνε. Μονάχα κατά τα σαββατοκύριακα πηγαίνει και αναπαύεται σε καμμιά εξοχή, παίζοντας γκολφ. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να διατηρήσει την υγεία του και τα νιάτα του παρ ’ όλη την κοπιαστική ζωή που κάνει. Πολύ ταξιδεμένος, έχει αναρίθμητες γνωριμίες σ ’ όλη την υφήλιο. Το 1922 ξαναανταμωθήκαμε στην Πόλη, όπου είχα αναλάβει την περίθαλψη των εκ Μικράς Ασίας προσφύγων. Η ευγενική του καρδιά συγκινήθηκε από το τραγικό εκείνο θέαμα και,
δείχνουν πόσο βαθειά ριζωμένο είναι στην ψυχή των Άγγλων των ανωτέρων τάξεων το συναίσθημα των υποχρεώσεών των προς την κοινωνία. Στο Ήτον, όπως και σ ’ όλα τ ’ άλλα μεγάλα αγγλικά σχολεία, ισχύει το σύστημα της αυτοδιοίκησης – το λεγόμενο Monitor-system. Οι μεγάλοι μαθητές είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση της τάξης και της πειθαρχίας μέσα στα οικοτροφεία, υπό τον έλεγχο, βέβαια, του διευθυντή του οικοτροφείου. Ο τελευταίος όμως σπανίως επεμβαίνει. Οι μεγάλοι επίσης διευθύνουν την αθλητική κίνηση κι οργανώνουν τα διάφορα σπορ, που σ ’ αυτά η συμμετοχή είναι υποχρεωτική για όλους. Οι μικροί, κατά τον πρώτο τους χρόνο, είναι υποχρεωμένοι να υπηρετούν τους μεγάλους της ΣΤ΄ τάξης ως υποταχτικοί ( fags). Η υπηρεσία αυτή συνίσταται στο να ξυπνούν το πρωί τον προϊστάμενό τους ( fagmaster), να του φέρνουν ζεστό νερό να πλυθεί, να του γεμίζουν το μπάνιο, να του
να τους επιβάλλουν διάφορες ποινές, φτάνοντας μέχρι και του ραβδισμού. Για την τελευταία αυτή ποινή χρησιμοποιείται μια λεπτή ευλύγιστη βέργα από καλάμι. Σπάνιες ήσαν οι περιπτώσεις όπου γινόταν άδικη ή υπερβολική χρήση αυτού του προνομίου. Οι περισσότεροι Άγγλοι παιδαγωγοί συμφωνούν πως το σύστημα τούτο έχει μεγάλη ηθοπλαστική αξία, γιατί διδάσκει στους μαθητές, από μικρή ηλικία, το σέβας προς τους ανωτέρους και το αίσθημα της ιεραρχίας. Οι πρωτοετείς υπότροφοι κοιμούνται όλοι μαζί σ ’ ένα μεγάλο θάλαμο – το λεγόμενο Long Chamber–χτίριο του 15ου αιώνα. Ο θάλαμος αυτός είναι διηρημένος σε δεκαπέντε μικρά καμαρίνια, χωρισμένα το ένα απ ’ το άλλο μ ’ ένα ξύλινο διάφραγμα. Κάθε καμαρίνι περιέχει κρεββάτι, λαβομάνο κι ένα έπιπλο που συνδυάζει γραφείο και κομό. Κάθε μαθητής φροντίζει να χαράξει με σουγιά τόνομά του πάνω στο διάφραγμα του καμαρινιού. Έτσι, με την πάροδο των αιώνων, τα χωρίσματα έχουν σκεπαστεί με χιλιάδες ονόματα. Ο αρχαιότερος από τους δεκαπέντε
στο «τομπ», ένα ρηχό στρογγυλό μπάνιο από λαμαρίνα (λουτρά δεν υπήρχαν, τουλάχιστο τον καιρό μου). Μια απ ’ τις κυριώτερες αγγαρείες συνίστατο στο να κουβαλεί κανείς πόσιμο νερό, μέσα σε μια μεγάλη κανάτα, από τη βρύση. Η βρύση αυτή βρίσκεται σ ’ ένα απομακρυσμένο μέρος του Κολλέγιου και, για να φτάσει κανείς εκεί, πρέπει να διασχίσει τη μεγάλη κεντρική αυλή, κάπου δέκα λεπτά δρόμο. Η αγγαρεία αυτή ήταν πολύ δυσάρεστη, μάλιστα το χειμώνα, όταν τύχαινε να βρέχει ή να χιονίζει, και γι ’ αυτό μου έχει εντυπωθεί στη μνήμη. Ως αρχηγός της ΣΤ΄ τάξης, είχα δυο υποταχτικούς – τον Τσαρλς Λίστερ και το Βίκτωρ Μπάρριγκτον-Κέννετ. Ο πρώτος είταν γιος του Λόρδου Ρίμπελσνταιλ, που χρημάτισε σταυλάρχης του Βασιλέα Εδουάρδου του Ζ΄ κι υπήρξε ένας από τους ωραιότερους άντρες της εποχής του και περίφημος καβαλάρης. Ο Τσαρλς είταν ένα ιδιόρρυθμο παιδί, καθόλου αθλητής, μα πολύ έξυπνος. Είχε ιδέες αριστερές – λόξα που συναντάται αρκετά συχνά στα παιδιά
παύανε να εκτοξεύουν μύδρους εναντίον των θεσμών της μεγάλης ιδιοκτησίας και της Βουλής των Λόρδων, κάνοντας εννοείται από αβρότητα κάποια εξαίρεση για το πρόσωπο του πυργοδεσπότη που τους φιλοξενούσε. Αργότερα ο Τσαρλς έβαλε νερό στο κρασί του και μπήκε στο διπλωματικό στάδιο. Σκοτώθηκε στο Μεγάλο Πόλεμο, στα Δαρδανέλλια. Πνεύμα σπινθηροβόλο και πρωτότυπο, ανήκε σε μια πλειάδα λαμπρών νέων, σαν τον Τζούλιαν Γκρένφελλ και τον ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ, που όλοι τους πεθάνανε πρόωρα, δίνοντας τη ζωή τους για την πατρίδα τους. Ο δεύτερος υποταχτικός μου, ο Βίκτωρ Μπάρριγκτον-Κέννεττ, είταν τύπος κάπως διαφορετικός. Ο πατέρας του χρημάτισε διοικητής της Ανακτορικής Φρουράς επί Βασιλέως Εδουάρδου του Ζ΄ . Ο Βίκτωρ είταν καλός αθλητής, με χαραχτήρα ήρεμο κι αξιαγάπητο. Σκοτώθηκε κι αυτός στο Μεγάλο Πόλεμο. Τα μαθήματα στο Ήτον παρουσιάζουνε
εφοδιασμένα. Άλλοι πάλι ειδικεύονταν στις ξένες γλώσσες – υπήρχανε ειδικοί γαλλοδιδάσκαλοι για τα γαλλικά, Γερμανός καθηγητής για τα γερμανικά, κι αν δεν κάνω λάθος Ιταλός για τα ιταλικά. Τα γαλλικά ήσαν υποχρεωτικά για όλους. Μπορούσες, αν ήθελες, να μελετήσεις γαλλική γλωσσολογία και φιλολογία – υπήρχε ιδιαίτερο βραβείο (το σημαντικό ποσό των πενήντα λιρών), που το είχε αθλοθετήσει ο σύζυγος της Βασίλισσας Βικτωρίας, Πρίγκιπας Αλβέρτος, για τον καλύτερο μαθητή στα γαλλικά. Για το διαγωνισμό τούτο, που είχα κι εγώ την τύχη να τον κερδίσω τον τελευταίο μου χρόνο, με είχε προετοιμάσει ένας από τους γαλλοδιδασκάλους, ο Monsieur Hua . Είταν ένας ευφυέστατος και διασκεδαστικώτατος τύπος Γάλλου, με μεγάλα μαύρα γένεια, κάπως ελευθερόστομος. Η ομιλία του είταν γεμάτη χιούμορ και γαλατικόν άλας. Είχε διατελέσει για κάμποσον καιρό καθηγητής των δύο εγγόνων
κατανόηση του γαλλικού πνεύματος και της γαλλικής φιλολογίας.
διδασκαλία των λατινικών και των αρχαίων
αποτελούσε παλαιότατη παράδοση, που χρονολογιούνταν από το 16ο αιώνα, όταν τη θέση
κατείχε ένας
λατινιστής,
Από τον καιρό της Αναγέννησης, τότε που ο Έρασμος εισήγαγε στην Αγγλία τη μελέτη των αρχαίων ελληνικών, οι Άγγλοι υπήρξαν πάντα άριστοι ελληνιστές κι ενθουσιώδεις μελετητές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Αντίθετα προς ό,τι δυστυχώς συμβαίνει σε μας, τ ’ αγγλικά γυμνάσια βγάζουν κάθε χρόνο μεγάλο αριθμό μαθητών άριστα καταρτισμένων και με βαθειές γνώσεις όχι μόνο της φιλολογίας, αλλά και της ιστορίας, της τέχνης και του βίου των αρχαίων. Σ’ αυτό άλλωστε χρωστάμε το ρωμαντικό εκείνο φιλελληνισμό τόσων διαπρεπών Βρεταννών του περασμένου αιώνα, σαν τον Κάννιγκ, τον Μπάιρον, το Σέλλεϋ, τον Γλάδστων κι άλλους. Αυτονών ο θαυμασμός προς την Αρχαία Ελλάδα, θαυμασμός που τον είχαν ενστερνιστεί πάνω στα μαθητικά
Henry Wooton
λαιάς και Νέας Διαθήκης). Επίσης γράφαμε θέματα λατινικά κι ελληνικά, και στίχους σ ’ όλα τ ’ αρχαία μέτρα (εξάμετρους, πεντάμετρους, ιάμβους, αλκαϊκούς κτλ.). Αποτελεί κι αυτό μια παράδοση, που τ ’ αγγλικά κολλέγια την έχουν κληρονομήσει από τους Ουμανιστές της Αναγέννησης. Ένας από τους καλύτερους λατινιστές της εποχής μου υπήρξε ο Στήβεν Γκαίζλη (Gaselee), που ύστερα χρημάτισε βιβλιοθηκάριος του Βρεταννικού Υπουργείου των Εξωτερικών. Είταν τύπος πολύ ιδιόρρυθμος, – την ιδιορρυθμία του την έδειχνε ιδίως στο ντύσιμο, πράμα τολμηρό για ένα μαθητή του Ήτον, όπου επικρατούσε πνεύμα αυστηρής ομοιομορφίας. Φορούσε χτυπητές κόκκινες κάλτσες και κόκκινα μάλλινα ημιχειρόχτια (mittens) – τούτο όχι από καμμιά συμπάθεια προς τον αριστερισμό (απεναντίας επρέσβευε αρχές υπερσυντηρητικές), μα κατ ’ απομίμηση, νομίζω, της ιεραρχίας της Καθολικής Εκκλησίας.
Όνο» του Απουλήιου. Καλοφαγάς, αφήκε εποχή στο Καίνπριτζ, στο Magdalene College, του οποίου είταν εταίρος, (Fellow), με τα λουκούλλια γεύματα που οργάνωνε σα δεύτερος Αθήναιος. Όπως και στους γκουρμέδες της εποχής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του αρέζανε τα σπάνια κι εξεζητημένα φαγητά, και κάποτε, σ ’ ένα δείπνο που παράθεσε στους εταίρους, το «μενού» περιλάμβανε και κρέας «καγκαρού» από την Αυστραλία. Ο Γκαίζλη υπήρξε για κάμποσο καιρό παιδαγωγός των δυο αδελφών της Πριγκίπισσας Αλίκης της Ελλάδας, που τον υπεραγαπούσαν και διασκέδαζαν με τις ιδιοτροπίες του. Άλλος επιφανής συμμαθητής μου είταν ο Τζων Μέυναρδ Κέυνς, ο διάσημος οικονομολόγος. Ζούσαμε μέσα σε μια ατμόσφαιρα αληθινής λατρείας προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα που εκδηλώνουνταν με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Έτσι λ.χ. στην αίθουσα των παραδόσεων της ΣΤ΄ (δηλ. της ανώτερης τάξης), υπήρχε γύρω γύρω στον τοίχο μια ωραία φρίζα με εκμαγεία των αναγλύφων του Παρθενώνα, των περίφημων Elgin Marbles, που
Επίσης σ ’ όλα τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των καθηγητών έβλεπες κρεμασμένες στους τοίχους φωτογραφίες των μνημείων και των αριστουργημάτων της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής τέχνης. Την εποχή εκείνη, κι ως τα τελευταία ακόμα, τ ’ αρχαία ελληνικά ήσαν υποχρεωτικά για όλους, εχτός απ ’ εκείνους που ακολουθούσαν ειδικές σπουδές. Ο Διευθυντής του Ήτον Αιδεσιμώτατος Άλιγκτων, που θεωρούσε τ ’ αρχαία ελληνικά ως απαραίτητα για την πνευματική διάπλαση των νέων και δεν επέτρεπε να γίνει απολύτως καμμιά εξαίρεση, μου διηγήθηκε πως κάποτε τον είχε επισκεφτεί ο ίδιος ο Ουίνστων Τσώρτσιλ και τον παρακάλεσε ν ’ απαλλάξει το γιο του Ράνδολφ από το μάθημα των ελληνικών. Όχι μόνο του αρνήθηκε, αλλά μπροστά στην επιμονή του, το διέκοψε και του είπε πως δεν είχε παρά ν ’ αποσύρει το παιδί του. Έτσι ο Τσώρτσιλ αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι έφυγε άπρακτος. Οι
Εκείνος που έδειξε, περισσότερο από κάθε άλλο, το μίσος του εναντίο του ανωτέρου πολιτισμού που εμπνέει τη μεγάλη εκείνη αγγλική σχολή, είταν ο Χίτλερ. Το Κολλέγιο του Ήτον γένηκε ούτε μια ούτε δυο φορές ο στόχος των σαρκασμών του Γερμανού δικτάτορα. Σε μια μάλιστα αγόρευσή του, λίγο μετά την έναρξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, όπου εξαπέλυσε τους συνηθισμένους του φιλιππικούς κατά της Αγγλίας, θέλησε να παραστήσει τον πόλεμο ως μια συμβολική πάλη μεταξύ της νεολαίας του Ήτον, της κατ ’ αυτόν φεουδαρχικής και πλουτοκρατικής, και της γερμανικής νεολαίας, της Hitlerjugend. Και για ν ’ αποδείξει μ ’ έμπρακτο τρόπο το μίσος του, δε δίστασε ν ’ αμολήσει τ ’ αεροπλάνα του για να βομβαρδίσουν τα ιστορικά χτίρια του Ήτον.7 Το τέλος απέδειξε ποιο από τα δυο ιδανικά είταν το ανώτερο. Μαζί με τις αρχαίες γλώσσες, μας διδάσκανε και την αρχαία ιστορία – ελληνική και ρωμαϊκή. Οι καθηγητές μας δεν περιορίζουνταν μονάχα στο να μας κάνουνε ν ’ αποστηθίζουμε ξερά γεγονότα και χρονολογίες,
πρωτεύουσα
στους
αιώνα, γιατί από την ιστορική εκείνη πάλη, που έφερε το Στέμμα αντιμέτωπο με τη Βουλή, βγήκαν οι σημερινοί ελεύθεροι θεσμοί της χώρας. Από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα είταν επίσης η ιστορία των αποικιακών καταχτήσεων, που συντελέσανε τόσο πολύ στην οικονομική ανάπτυξη της Αγγλίας. Η διδαχή της ιστορίας, για ν ’ αποβεί πραγματικά ωφέλιμη, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο αμερόληπτο κι αντικειμενικό, απαλλαγμένο από εθνικιστικές υπερβολές και παραποιήσεις. Οι καθηγητές
Η θρησκεία κατέχει – ή μάλλον κατείχε τον καιρό εκείνο– ιδιαίτερη θέση στην καθημερινή ζωή κάθε αγγλικής οικογένειας. Τούτο ανάγεται στην εποχή που η Αγγλία αποσπάστηκε από τον Καθολικισμό, στην αρχή του 16ου αιώνα, για να προσχωρήσει στον Προτεσταντισμό. Τότε έγινε και η πρώτη επίσημη μετάφραση των Γραφών στην αγγλική γλώσσα. Έκτοτε η καθημερινή ανάγνωση της Βίβλου, μαζί με την οικογενειακή προσευχή, είχε καθιερωθεί ως συνήθεια. Το έθιμο τούτο, που τώρα πάει να εκλείψει, είχε επί αιώνες μεγάλη επίδραση πάνω στην αγγλική νοοτροπία και φιλολογία. Μου έκανε εντύπωση πόσοι από τους συμμαθητές μου γνωρίζανε κατά βάθος τις Γραφές. Τούτο εξηγείται αν λάβει κανείς υπ ’ όψει πως άλλοτε, μέσα στις περισσότερες αγγλικές οικογένειες, επικρατούσε η συνήθεια όλα τα μέλη της οικογένειας, μαζί με το υπηρετικό προσωπικό, να μαζεύονται κάθε πρωί στο σαλόνι για την προσευχή. Πρώτα ο αρχηγός της οικογένειας διάβαζε ένα κομμάτι από την Παλιά ή τη Νέα Διαθήκη,
Στο Ήτον πηγαίναμε κάθε πρωί στην εκκλησία, και την Κυριακή δυο φορές – στον όρθρο και στον εσπερινό. Η Σχολή διατηρούσε έμμισθο χορό, όπως στους καθεδρικούς ναούς. Ο χορός εκτελούσε καντάτες από τα ορατόρια του Μπαχ, του Χέντελ, του Χάυδεν κι άλλων. Η ακολουθία του εσπερινού, με φωταγωγημένη την εκκλησία, είχε κάτι το πολύ επιβλητικό, κι ένα πλήθος επισκέπτες έρχονταν να την ακούσουν. Έτσι το θρησκευτικό αίσθημα αναπτύσσεται στον Άγγλο από μικρό παιδί και σε πολλούς διατηρείται αγνό όλη τους τη ζωή. Δε θάταν υπερβολή να πει κανείς πως αυτοί βρίσκουν στα διδάγματα της θρησκείας έναν οδηγό και μια πραγματική παρηγοριά στις δύσκολες στιγμές της ζωής. Η Σχολή έχει δυο βιβλιοθήκες. Η πρώτη, του καθ ’ αυτό Κολλεγίου, περιέχει μια πλούσια συλλογή αρχαίων βιβλίων. Η άλλη χρησιμεύει για τις καθημερινές ανάγκες των μαθητών. Η παλιά βιβλιοθή-
χρωστά στη γενναιοδωρία ενός παλιού αποφοίτου της Σχολής, του συνταγματάρχου Meyers, που έχει δωρήσει βιβλία αξίας πολλών χιλιάδων λιρών. Ο μαθητής, καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και ξεφυλλώντας τις ωραίες εκείνες εκδόσεις, αποχτούσε την έξη προς τη μελέτη και την αγάπη για τα βιβλία. Στη βιβλιοθήκη της Σχολής γίνουνταν και διαλέξεις. Οι πιο διάσημοι άντρες της Αγγλίας το θεωρούσαν τιμή τους να προσκληθούν να μιλήσουν προς τη νεολαία του Ήτον. Τον καιρό που ήμουνα μαθητής, ο Γλάδστων, παρ ’ όλη τη μεγάλη του ηλικία, ήρθε και μίλησε για τον Όμηρο. Ο μεγάλος εκείνος πολιτικός και φιλέλληνας τις ώρες της σκόλης του τις περνούσε μεταφράζοντας τον Όμηρο. Τούτο αποτελούσε τη συνηθισμένη του πνευματική άσκηση, ενώ το σώμα του το διατηρούσε ακμαίο κόβοντας δέντρα στο πάρκο του πύργου του, συνήθεια που την μιμήθηκε ύστερα ο Κάιζερ της
χους κρέμουνται ελαιογραφίες διασήμων πολιτικών, στρατηγών, διπλωματών και κληρικών, παλαιών αποφοίτων της Σχολής, μεταξύ άλλων, του καταχτητή του Καναδά Βουλφ, του νικητή του Βατερλώ Δούκα του Ουέλλιγκτων, του Λόρδου Στράτφορντ ντε Ρέντκλιφ, που χρημάτισε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρεταννίας στην Πόλη κατά την Ελληνική Επανάσταση (εκείνος που οι Τούρκοι ονόμασαν «Μπουγιούκ Ελτσή», δηλ. «ο Μέγας Πρέσβυς»), του Κάννιγκ και του Γλάδστων. Οι εβδομήντα υπότροφοι του Κολλεγίου τρώνε σε τέσσερα μεγάλα τραπέζια, σαν στα μοναστήρια. Στο βάθος της αίθου σας, πάνω σε μια εξέδρα, είναι το τραπέζι των επισήμων (High Table), όπου κάθονται ο Διευθυντής του οικοτροφείου μαζί με τους άλλους καθηγητές και αξιωματούχους του Κολλεγίου. Την Κυριακή, ημέρα προσκαλεσμένων, οι υπότροφοι ψάλλουν μια λατινική λιτανεία, ένα θέαμα που έρχονται και το παρακολουθούν από τον εξώστη πολλοί ξένοι. Δίπλα στο εστιατόριο βρίσκεται η κουζίνα, κι αυτή παλιού μεσαιωνικού ρυθμού, με μια τεράστια
Είπαμε προηγουμένως πως το Ήτον βρίσκεται σε μικρή μόνον απόσταση από το βασιλικό πύργο του Ουίντσωρ. Από μακρυά διακρίνονται, πάνω σ ’ ένα ύψωμα που δεσπόζει του ποταμού Τάμεσι, οι επάλξεις με τη βασιλική σημαία που κυματίζει πάνω στο μεγάλο κεντρικό πύργο, οσάκις ο βασιλέας διαμένει εκεί. Είχε και τούτο την επίδρασή του πάνω στη ζωή των μαθητών. Τις Κυριακές πηγαίναμε κι ακούγαμε τη φανφάρα της Βασιλικής Φρουράς, που παιάνιζε πάνω στην ταράτσα των ανακτόρων. Οι αξιωματικοί της Φρουράς, που οι περισσότεροι ήσαν παλιοί απόφοιτοι της Σχολής, επισκέπτουνταν συχνά το Ήτον κι εκκλησιάζουνταν, ιδίως κατά την ώρα του εσπερινού, στην εκκλησία του Κολλέγιου. Καμμιά φορά πηγαίναμε περίπατο στο Ουίντσωρ για να επισκεφτούμε τα αξιοθέατα του Βασιλικού Πύργου. Στο ωραίο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου κρέμονται τα μεταξωτά λάβαρα των ιπποτών του Τάγματος της Περικνημίδας, ζωγραφισμένα με τους θυρεούς όλων των βασιλικών οίκων της Ευρώπης, ως και των διαπρεπεστέρων
σταντίνου, το λάβαρό του παρέμεινε στη θέση του, όπως το διεπίστωσα ο ίδιος, όταν επισκέφτηκα το παρεκκλήσι το καλοκαίρι του 1919. Τούτο είναι, νομίζω, μια απόδειξη πως η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, όσο κι αν είχε λόγους, βέβαια, να μη βλέπει με καλό μάτι την πολιτική τής μη επεμβάσεως του Βασιλέα Κωνσταντίνου, δεν έφτασε ποτέ μέχρι του να υιοθετήσει όλες εκείνες τις περί προδοσίας των Συμμάχων μομφές που του είχαν αποδοθεί τότε από μια μερίδα του τύπου και του πολιτικού κόσμου της Μεγάλης Βρεταννίας. Κατεβάστηκαν μόνο τα λάβαρα του Κάιζερ και του Δούκα του Σαξ-Κόβουργ. Τον καιρό που σπούδαζα στο Ήτον, ζούσε ακόμα η γρηά Βασίλισσα Βικτωρία. Συνήθιζε πολύ συχνά να κάνει τον περίπατό της στα περίχωρα του Ήτον. Σχεδόν δεν περνούσε μέρα που να μην τη βλέπαμε να διασχίζει τον κεντρικό δρόμο του χωριού καθισμένη μέσα σ ’ ένα ανοιχτό «λαντώ» με δυο άλογα, έχοντας δίπλα της την αγαπημένη της κόρη Πριγκίπισσα Βεατρίκη. Ως μόνη συνοδεία την ακολουθούσαν δυο έφιπποι διαγγελείς. Ούτε αστυνομικοί ούτε σωματοφύλακες. Τι διαφορά από μερικούς δικτάτορες (γνωρίσαμε τόσους
πυροβολήσει τον πάτρωνά τους! Ο κόσμος, βλέποντας τη βασίλισσα να περνά – μια καλή γρηούλα ντυμένη κατάμαυρα– στέκουνταν και τη χαιρετούσε ευλαβικά, και κείνη ανταπόδιδε το χαιρετισμό μ ’ ένα ελαφρό κούνημα της κεφαλής. Όταν απέθανε η Βασίλισσα Βικτωρία το 1899, κληθήκανε οι μαθητές του Ήτον να παραστούν στην κηδεία της στο Ουίντσωρ. Μας είχαν παρατάξει κατά μήκος μιας μακρυάς δεντροστοιχίας του βασιλικού πάρκου. Ναύτες του Βασιλικού Ναυτικού σέρνανε το φέρετρο, τοποθετημένο πάνω σ ’ ένα κιλλίβαντα σκεπασμένο με την αγγλική σημαία. Από πίσω βάδιζε ο Βασιλέας Εδουάρδος ο Ζ΄ , και μετ ’ αυτόν ήρχουνταν οι ξένοι ηγεμόνες. Ανάμεσα στους τελευταίους ήσαν και δυο που δεν τους ευνόησε ύστερα η τύχη – ο Κάιζερ Γουλιέλμος και ο Διάδοχος της Αυστροουγγαρίας Αρχιδούξ Φραγκίσκος Φερδινάνδος. Θυμάμαι καλά πως ο Αρχιδούξ, παρ ’ όλη την πένθιμη περίσταση, αντήλλασε αστεία με τον πλαϊνό του, μια έλλειψη σεβασμού προς τη σεπτή νεκρά που πολύ μας σκανδάλισε.
ποταμό Τάμεσι. Ευφραίνεται η ψυχή του ανθρώπου μέσα στους ωραίους εκείνους κάμπους, με τα πανάρχαια δέντρα και τις καταπράσινες πελούζες. Πλάι στο Κολλέγιο περνάει ένας μικρός παραπόταμος. Όταν μας περίσσευε καιρός, πηγαίναμε και ψαρεύαμε πέστροφες και διάφορα άλλα ψάρια στα σιγανά του νερά. Οι κύκνοι πλησιάζανε στην όχτη περιμένοντας να τους ρίξει κάποιος κανένα ψίχουλο. Οι κύκνοι του Τάμεσι, από αρχαιοτάτων χρόνων, θεωρούνται ως ιδιοκτησία του Βασιλέα και αλλοίμονο σε κείνο που θα τους πειράξει. Κάθε χρόνο, σε ορισμένη εποχή, οι βαρκάρηδες (watermen), που είναι εμπιστευμένοι με την επιστασία του ποταμού, πιάνουνε τα νέα κυκνάκια και τα σημαδεύουν στο ένα πόδι με τη βασιλική βούλα. Σχετικά μου διηγηθήκανε το επεισόδιο κάποιου Ράλλη ή Βλαστού, της γνωστής αγγλοελληνικής οικογένειας του Λονδίνου, που, όντας μαθητής στο Ήτον, διέπραξε την ανοησία, για να μην πω χειρότερα, του να ρίξει ενός κύκνου μια πέτρα και να το σκοτώσει. Το παράπτωμά του θεωρήθηκε πολύ σοβαρό και αποβλήθηκε από τη Σχολή. Στην Αγγλία δεν υπάρχει εναντίον της σωματικής ποινής

νε έναν τεχνίτη και τους χάραζε τόνομά τους στο πανάρχαιο δρύινο σκαλί (block), πάνω στο οποίο γονατίζει το θύμα, για να δείξουν τάχατις στις μέλλουσες γενεές πως δε θεωρούσαν την ποινή αυτή ως ατιμωτική. Η τελετή του ραβδισμού γίνεται με μεγάλη επισημότητα μέσα στο γραφείο του Διευθυντή, με παρουσία τεσσάρων μαθητών – δύο μικρών και δύο μεγάλων. Οι δύο πρώτοι στέκουνται δεξιά κι αριστερά από το σκαλί και βαστούνε ψηλά τις άκρες του πουκάμισου. Οι μεγάλοι απλώς παραστέκουνται. Όλοι, Διευθυντής και μαθητές, φορούν την επίσημή τους περιβολή, την τήβενο. Η Σχολή γιορτάζει στις 4 Ιουνίου, ημέρα των γενεθλίων του Βασιλέα της Αγγλίας Γεωργίου του Γ΄, μεγάλου ευεργέτη της Σχολής. Την ημέρα εκείνη προσέρχονται γονείς και συγγενείς από το Λονδίνο κι απ ’ όλα τα μέρη της Αγγλίας. Όταν κάνει καλό καιρό, οι ηλιόλουστοι κάμποι του Ήτον παρουσιάζουνε
Η παράσταση γίνεται χωρίς κοστούμια και σκηνικά. Οι ηθοποιοί φορούν φράκο, με μαύρες κυλόττες, μεταξωτές κάλτσες και γόβες. Ο Διευθυντής, φορώντας την τήβενό του, εκτελεί καθήκοντα υποβολέως. Την τελευταία φορά που έλαβα μέρος σ ’ αυτή την τελετή απήγγειλα το περίφημο ποίημα του Μπάιρον (εκείνο που ενεπνεύστηκε ο ποιητής κατά την επίσκεψή του στο Σούνιο στα 1810) «The Isles of Greece» (Τα Νησιά της Ελλάδας). Το μεσημέρι ο Διευθυντής κι οι διευθυντές οικοτροφείων παραθέτουν πρόγευμα στους προσκαλεσμένους. Προς το βράδι γίνεται παρέλαση λέμβων στον Τάμεσι. Τα πληρώματα φορούν ιδιόρρυθμες ναυτικές στολές, που μοιάζουνε αρκετά με κοστούμια γκοντολιέρηδων, και ψαθάκια στολισμένα με χρωματιστές κορδέλλες. Μόλις νυχτώσει, ρίχνουνται πυροτεχνήματα, που φωτίζουν τα παλιά χτίρια του Κολλέγιου και τις όχτες του ποταμού, όπου είναι μαζεμένο άπειρο πλήθος κόσμου. Στο Ήτον υπάρχουν κάπου δεκαπέντε οικοτροφεία, ξέχωρα το Foundation ή καθαυτό Κολλέγιο, όπου διαμένουν
πολιτικό, κοινωνικό
Οι σύλλογοι αυτοί αποτελούν
Fox, του Canning
που εκεί πήραν την
στίβο. Οι συζητήσεις έχουν σκοπό να συνηθίσουν οι μαθητές να εκφράζουνται με ευχέρεια μπροστά σε ακροατήριο, και διεξάγονται με απόλυτη κοσμιότητα και καθ ’ όλους τους τύπους της Βουλής των Κοινοτήτων. Στον καιρό μου γινόντανε συζητήσεις πάνω στα εξής ζητήματα της ημέρας, λ.χ. ότι «Η συνέλευση (This House) αποκρούει το δασμολογικό πρόγραμμα του κ. Ιωσήφ Τσάμπερλαιν ως καταστρεπτικό για τη χώρα», «Η συνέλευση θεωρεί πως ο θεσμός της Βουλής των Λόρδων είναι απαρχαιωμένος και πρέπει να καταργηθεί», «Η συνέλευση εύχεται τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», κι άλλα παρόμοια.
γότερα στην Ελλάδα, δεν αισθάνθηκα τον εαυτό μου ολότελα ξένο. Ενίοτε, κατά τις διακοπές, ο πατέρας μου μ ’ έπαιρνε μαζί του ταξίδι. Το 1900 πήγαμε μαζί στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Το Παρίσι τότε είταν το κέντρο του δημοτικισμού, με αρχηγό τον Ψυχάρη, που από κει έβγαζε τα μαχητικά του κηρύγματα. Ο πατέρας μου του είχε μεγάλο θαυμασμό και του αφιέρωσε τη μετάφραση της Ιλιάδας (έκδοση 1904) με τις λέξεις «Του ξακουστού μου δασκάλου Ψυχάρη – ὁ λόγος ὁ σὸς ἡ ἀλήθειά ἐστιν». Στο σπίτι του Ψυχάρη μαζεύονταν όλη η παρέα των δημοτικιστών και γινόντανε κάθε μέρα συζητήσεις πάνω στο γλωσσικό ζήτημα. Ο Ψυχάρης είχε παντρευτεί την κόρη του Ερνέστου Ρενάν, μια γλυκύτατη κι έξυπνη γυναίκα – δυστυχώς εκείνος δεν την εξετίμησε όσο έπρεπε και στα γεράματά του εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Γνώρισα και το μεγάλο του γιο Ερνέστο, νέο με πολλά χαρίσματα, που αργότερα έδειξε προσόντα να γίνει σπουδαίος λογοτέχνης, μα ατυχώς σκοτώθηκε πρόωρα
του. Στο Παρίσι επίσης γνώρισα το διακεκριμένο μαθητή του Ψυχάρη, Ουμβέρτο Περνώ – μόλις είχε γυρίσει από τη Χίο, όπου είχε πάρει φωνοληψίες δημοτικών τραγουδιών– επίσης το συμπαθέστατο ζεύγος Παππά (ο Αλέξανδρος Παππάς είταν γαμπρός του γιατρού Φώτη Φωτιάδη, από την Πόλη, πολύ φίλου του πατέρα μου, κι αυτός ενθουσιώδης δημοτικιστής). Δεν παραλείψαμε να πάμε να προσκυνήσουμε τον ελληνογάλλο ποιητή των «Stances», τον «Μορεάς» (Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο). Τέλειος τύπος «μποέμ» του δέκατου έννατου αιώνα, με το καπελάκι το μελόν και το μεγάλο μαύρο φιόγγο, όπως τον φορούσαν τότε όλοι οι Γάλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες, είταν από τους ταχτικούς θαμώνες του Café Napolitain στο Boulevard des Italiens, ένα από τα πιο πολυσύχναστα εντευκτήρια των Παριζιάνων ανθρώπων των γραμμάτων της εποχής εκείνης. Κάθουνταν ώρες ολόκληρες εκεί, μπροστά σ ’ ένα ποτήρι αψίνθη. Ομολογώ πως έμεινα ασυγκίνητος
τελείου, επούλησε στρατιωτικά μυστικά σε μια ξένη Δύναμη, κι είχε καταδικαστεί, το 1894, σε ισόβια δεσμά, ποινή που τον στείλανε να την εκτίσει στο απαίσιο «Νησί του Διαβόλου», στη Γαλλική Γκυγιάνα. Ο πραγματικός ένοχος είταν κάποιος άλλος αξιωματικός, ένας τυχοδιώχτης τόνομα Εστερχαζύ, που πραγματικά είχε προδώσει μυστικά στους στρατιωτικούς ακολούθους της Γερμανικής κι Ιταλικής Πρεσβείας. Ένας εχθρός του Ντρεϋφύς, ο συνταγματάρχης Ανρύ, αξιωματικός του Β΄ Γραφείου του Γενικού Επιτελείου, κατόρθωσε να ενοχοποιήσει το συνάδελφό του, πλαστογραφώντας ένα έγγραφο (το περίφημο «Petit Bleu» που έπαιξε τόσο σπουδαίο ρόλο στη δίκη). Ένας άλλος αξιωματικός, ο συνταγματάρχης Πικάρ, ανακάλυψε την πλαστογραφία και θέλησε ν ’ αποκαταστήσει την τιμή του Ντρεϋφύς, μα βρήκε μεγάλη αντίδραση εκ μέρους των προϊσταμένων του, που όλοι τους θέλανε να συγκαλύψουνε τα πράματα, θυσιάζοντας τον κακόμοιρο Ντρεϋφύς, απλώς και μόνο διότι είταν Εβραίος. Οι προϊστάμενοί
πολιτικής σκοπιμότητας – της περίφημης «raison d ’État», ενώ οι αντίπαλοί τους, στο πρόσωπο του Ντρεϋφύς, εμάχοντο υπέρ της απόλυτης δικαιοσύνης ως αρχής συνυφασμένης με τα ιερώτερα δικαιώματα του ανθρώπου. Σχεδόν όλες οι διανοητικές κορυφές της Γαλλίας – ο Ζολά, ο Πρεσσανσέ, ο Κλεμανσώ– είχαν ταχθεί με το μέρος του Ντρεϋφύς και ζητούσαν την αναθεώρηση της δίκης. Ο πατέρας μου, που φανατίζουνταν για κάθε φιλελεύθερη ιδέα, είταν, φυσικά, κι αυτός οπαδός του Ντρεϋφύς και παρακολουθούσε με πάθος την εξέλιξη της όλης υπόθεσης. Μόλις άρχισε η αναθεωρητική δίκη, πήγαμε στη Ρεν για να την παρακολουθήσουμε. Η Ρεν, η παλιά πρωτεύουσα της Βρετάνης, σαν τόσες άλλες επαρχιακές πόλεις της Γαλλίας, έχει – ή τουλάχιστον είχε τότε– μια όψη παραμελημένη, χτίρια μουχλιασμένα, και μια ατμόσφαιρα βαρυμένη από τις αναθυμιάσεις των υπονόμων. Το ξενοδοχείο όπου μέναμε, όπως τα περισσότερα γαλλικά ξενοδοχεία της εποχής εκείνης, στεριούνταν το παραμικρό
Ο ενθουσιασμός μας δεν μπόρεσε ν ’ ανθέξει πολλές μέρες στην ταλαιπωρία αυτής της παρατεταμένης ορθοστασίας. Ο πατέρας μου τέλος κατόρθωσε να προμηθευθεί ένα δημοσιογραφικό εισιτήριο αντί χιλίων φράγκων. Το στρατοδικείο συνεδρίαζε μέσα στο αρχαίο δικαστικό μέγαρο της πόλης, ένα θαύμα της γαλλικής αρχιτεκτονικής του δέκατου έκτου αιώνα. Όλες οι προσωπικότητες της Γαλλίας – πολιτικοί, διανοούμενοι και λογοτέχνες– είχαν μαζευτεί εκεί είτε ως μάρτυρες είτε ως ακροατές. Ο φανατισμός είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο παροξυσμού, ώστε οι οπαδοί των δυο παρατάξεων συμπλέκουνταν μέσα στους δρόμους κι η έφιππη χωροφυλακή αναγκάζουνταν να κάνει συχνές επελάσεις για να τους διαλύσει. Στο τέλος ένας φανατικός anti-dreyfusard πυροβόλησε το συνήγορο του Ντρεϋφύς Μaître Laborie και τον πλήγωσε, ευτυχώς χωρίς να τον σκοτώσει. Οι μάρτυρες της κατηγορίας παρουσιάζανε το πιο οικτρό θέαμα. Φαινόταν καθαρά η επιμονή τους να χαντακώσουν έναν αθώο άνθρωπο, επαναλαμβάνοντας ένα σωρό
Ήτον εκέρδισα το Newcastle Scholarship, μια υποτροφία που την είχε ιδρύσει ένας πρώην Δουξ του Νιουκάσελ, λάτρης των κλασσικών γραμμάτων, για το μαθητή που θ ’ αρίστευε στα λατινικά και στ ’ αρχαία ελληνικά. Η υποτροφία χορηγείται κατόπιν αυστηρού διαγωνισμού και θεωρείται η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση που μπορεί ν ’ απονεμηθεί σ ’ ένα μαθητή του Ήτον. Η επιτυχία μου αυτή υπερευχαρίστησε τους γονείς μου. Λίγοι ήσαν εκείνοι, που, όταν επλησίαζε η στιγμή ν ’ αποχωρήσουν από τη Σχολή, δεν αισθάνουνταν ένα βαθύ αίσθημα μελαγχολίας να πλημμυρίζει την καρδιά τους, τέτοια είταν η γοητεία που εξασκούσε επάνω στη νεανική ψυχή το περιβάλλον εκείνο. Στη συναυλία που δίνονταν στο τέλος του σχολικού έτους, όταν οι μαθητές ψέλνανε το «Vale», το αποχαιρετιστήριο άσμα, έβλεπες τη συγκίνηση ζωγραφισμένη σ ’ όλα τα πρόσωπα. Ομολογώ πως σε τούτο δεν αποτέλεσα εξαίρεση. Διατήρησα πάντα αμείωτη την αγάπη και το θαυμασμό προς το λαμπρό εκείνο ίδρυμα που, ίσως περισσότερο από οιοδήποτε
1902, είχα την ηθική ικανοποίηση να ιδώ τόνομά μου χαραγμένο, επί κεφαλής της ΣΤ΄ τάξης, στην αρχαιοπρεπή αίθουσα των παραδόσεων. Η αίθουσα αυτή είναι μεταξύ εκείνων που πάθανε βλάβη από τη βάνδαλη επίθεση των αεροπλάνων του Χίτλερ στο 1941.
Κεφάλαιο Πέμπτο
Ο ξφόρδη (1902 - 1907)
Γράφηκα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το φθινόπωρο του 1902. Είχα προηγουμένως παρουσιαστεί στο διαγωνισμό του Μπέλλιολ (Balliol) Κόλλετζ, όπου κέρδισα μια υποτροφία. Το ποσό της υποτροφίας δεν είταν μεν σημαντικό, επειδή όμως ο διαγωνισμός του Μπέλλιολ θεωρείται ο δυσκολώτερος απ ’ όλους τους εισιτηρίους διαγωνισμούς των αγγλικών πανεπιστημίων, το να επιτύχει κανείς εκεί αποτελεί συστατικό, που βαρύνει σημαντικά στην κατοπινή σταδιοδρομία. Στην Οξφόρδη επικρατεί γενικά ένα πνεύμα ελευθερίας και laisser aller, που φαίνεται και στο ντύσιμο. Όλοι φοράνε γκρίζο φανελλένιο πανταλόνι κι αναπαυτικό σακκάκι σπορ. Ο φοιτητής είναι
πρέπει υποχρεωτικά να φοράνε τήβενο, ώστε να διακρίνουνται από τους άλλους κατοίκους. Για τους παραβάτες υπάρχουν κυρώσεις. Ορισμένοι καθηγητές, τιτλοφορούμενοι «Πρόκτωρ», είναι εντεταλμένοι να κάνουν νυχτερινές περιπολίες στους δρόμους και στα κέντρα και να συλλαμβάνουν όσους συναντούν να κυκλοφορούν άνευ αδείας και χωρίς τήβενο. Ο φοιτητής, που δεν είναι εν τάξει, μόλις αντιληφθεί κανένα πρόκτορα να πλησιάζει, το βάζει συνήθως στα πόδια. Οι πρόκτορες, μη όντας βέβαια «ωκύποδες» σαν τον Αχιλλέα, συνοδεύουνται από δυο ρωμαλέους μαγκουροφόρους – τους λεγομένους «μπουλ-ντόγκς» (bull-dogs). Ως γνωστό, το είδος αυτό των σκυλιών διακρίνεται για το επιθετικό του πνεύμα και για το πείσμα που δείχνει στο να μη ξεκολνά τα δόντια του μια φορά και σ ’ έχει αρπάξει. Όποιος αρνηθεί να σταματήσει στο πρόσταγμα του πρόκτορα, καταδιώκεται από τους μπουλ-ντογκ, κι αν συλληφθεί, καταδικάζεται σε πρόστιμο αρκετά τσουχτερό, και του απαγορεύεται η έξοδος για μιαδυο βδομάδες.
ρασμένου αιώνα. Η ανοικοδόμηση έγινε πάνω στα σχέδια του Ράσκιν, του γνωστού τεχνοκρίτη της Βικτωριανής εποχής, σε ρυθμό νεογοτθικό, που είταν τότε του συρμού, με αποτέλεσμα μάλλον ακαλαίσθητο. Έτσι δεν είχαμε την απόλαυση να ζούμε μέσα σ ’ ένα περιβάλλον αρχαιοπρεπές, όπως λ.χ. το Κράιστ Τσερτς (Christ Church), το Μώντελεν (Magdelen) και το Νιου Κόλλετζ (New College), πραγματικά αριστουργήματα της αγγλικής αρχιτεκτονικής του 16ου και 17ου αιώνα. Το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης απαρτίζεται από πολλά ιδρύματα, ονομαζόμενα «κολλέγια», που έχουν ιδρυθεί σε διάφορες εποχές από βασιλιάδες, καρδιναλίους, μεγιστάνες ή ευγενείς, φίλους των γραμμάτων. Κάθε κολλέγιο αποτελεί χωριστό συγκρότημα με δικό του οικοτροφείο, εκκλησία, εστιατόριο (hall), βιβλιοθήκη, αίθουσες των παραδόσεων κι αθλητικά γήπεδα. Όλα αυτά καταλαμβάνουν μια μεγάλη έκταση κι είναι χτισμένα γύρω από ευρύχωρες
η γενική ατμόσφαιρα θυμίζει πολύ το Άγιον Όρος. Κάθε κολλέγιο έχει δική του περιουσία (endowment), κυρίως κτηματική. Στην Οξφόρδη, όπου συχνάζουν φοιτητές απ ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, πλούσιοι και φτωχοί, ο κάθε φοιτητής κάνει ζωή ανάλογη με τα μέσα του και με τη μελλοντική του σταδιοδρομία. Πολλοί νέοι, από πλούσιες οικογένειες, πήγαιναν εκεί μάλλον για διασκέδαση παρά για να σπουδάσουν, ακολουθώντας απλώς μια οικογενειακή παράδοση, κι όχι από καμμιάν ανάγκη να πάρουν δίπλωμα. Αυτοί παίρνανε, έτσι για τον τύπο, ένα κουτσοδίπλωμα (Pass Degree), που δεν έχει καμμιά πραγματική αξία ούτε επρόκειτο να τους εξυπηρετήσει σε τίποτε. Οι γλετζέδες και οι χρυσοκάνθαροι πηγαίνανε κατά προτίμηση στα τρία πλουσιώτερα κολλέγια, του Κράιστ Τσερτς, του Μώντελεν και του Νιου Κόλλετζ. Στο Κράιστ Τσερτς ιδίως συχνάζανε αρκετοί ξένοι, γόνοι πριγκιπικών κι αριστοκρατικών οικογενειών, που ερχόντανε στο Όξφορδ να περάσουν ένα-δυο χρόνια με μοναδικό σκοπό να γνωρίσουν
Στα άλλα κολλέγια φοιτούν όσοι έχουν περιορισμένα εισοδήματα και πρέπει να μελετήσουν στα σοβαρά. Μεταξύ τούτων την πρώτη θέση κατέχει το Μπέλλιολ. Εκεί επικρατεί από ανέκαθε μια παράδοση αυστηρής εργασίας, που σ ’ αυτήν είναι υποχρεω μένοι να συμμορφώνουνται όλοι, χωρίς εξαίρεση, υπότροφοι και μη. Το Μπέλλιολ το είχε δίκαιο καύχημα πως όσοι φοιτούσαν εκεί ήσαν προορισμένοι να κυβερνήσουν τη Βρεταννική Αυτοκρατορία. Και, πραγματικά, δε μετριούνται οι πολιτικοί, οι διπλωμάτες, οι ανώτεροι αξιωματούχοι της διοικήσεως, οι επίσκοποι, οι διάσημοι νομικοί κι άλλες διακεκριμένες προσωπικότητες που βγήκαν από τις αίθουσες των παραδόσεων του Μπέλλιολ. Τον καιρό που σπούδαζα εκεί, πρωθυπουργός είταν ένας παλιός απόφοιτος του Μπέλλιολ, ο Άσκουιθ, το ίδιο ο Λόρδος Κώρζον, που είχε χρηματίσει, λίγα χρόνια πρωτύτερα, Αντιβασιλεύς των Ινδιών, κι ο Λόρδος Μίλνερ, Αρμοστής της Νότιας Αφρικής, για να μη αναφέρω άλλους.
θέσεις κερδίζανε κατά κανόνα απόφοιτοι του Μπέλλιολ. Οι καθηγητές του ιδρύματος είχαν επίγνωση της αποστολής των και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να καλλιεργήσουν σ ’ αυτήν τη νεολαία την κατάλληλη νοοτροπία για να μπορέσει ύστερα ν ’ ανταποκριθεί στον ψηλό της προορισμό. Σ’ όλες τις παραδόσεις, στην ερμηνεία της ιστορίας, όπως και στη διδαχή των λοιπών μαθημάτων, επικρατούσε πνεύμα φιλοσοφικό και φιλελεύθερο. Γνήσιοι συνεχιστές της Ακαδημίας του Πλάτωνα, ο οποίος πουθενά δεν λατρεύεται τόσο όσο στο Μπέλλιολ, πιστεύουν ότι «ἐὰν μή ἢ οἱ φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν ἐν ταῖς πόλεσιν ἢ οἱ βασιλεῖς τε νῦν λεγόμενοι καὶ δυνάσται φιλοσοφήσωσι γνησίως τε καὶ ἱκανῶς […] οὐκ ἔστι κακῶν παῦλα ταῖς πόλεσι» (Πλατ. Πολιτεία, V . 18 473D). Στο Μπέλλιολ επικρατούσε μια ατμόσφαιρα ολότελα διαφορετική απ ’ αλλού κι άκρως αντίθετη προς τα τρία κολλέγια που ανέφερα παραπάνω, όπου το πνεύμα είταν κάπως στενά ταξικό, με μια μεγάλη δόση σνομπισμού. Γι ’ αυτό και στο Μπέλλιολ
νοτι οαφρικανικής χώρας που κατοικιέται αποκλειστικά από μαύρους), ενώ εμείς μιλούσαμε περιφρονητικά για τους «Bullingdon Bloods» (Bullingdon είναι τόνομα μιας κοσμικής λέσχης, όπου μέλη εκλέγουνται μόνον νέοι πλουσίων οικογενειών). Μόλις όμως τελειώσανε το Όξφορδ, οι μεν τελευταίοι περιορίζανε τη δράση τους στα κοσμικά σαλόνια του Λονδίνου και στα κυνήγια της αλεπούς, ενώ οι πρώτοι πηγαίνανε να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Αυτός ο συγχρωτισμός μεταξύ φοιτητών από διάφορες εθνικότητες και τάξεις, που σκόπιμα καλλιεργούνταν στο Μπέλλιολ, είταν εξαιρετικά ωφέλιμος και συντελούσε στο να τους ανοίξει, αντί να τους στενέψει, το διανοητικό ορίζοντα. Όταν ο περίφημος ιμπεριαλιστής πολιτικός της Νότιας Αφρικής Σέσιλ Ρωντς (Rhodes), θέλοντας να καλλιεργήσει τις πνευματικές σχέσεις ανάμεσα στους λαούς του αγγλοσαξωνικού κόσμου, αφήκε το μεγάλο του κληροδότημα
από αριστοκρατικές οικογένειες που προορίζουνταν για τη διπλωματία (ο Κάιζερ, τότε θιασώτης των ιδεών του Ρωντς, διάλεγε ο ίδιος τους υποψηφίους). Από τους υποτρόφους των Κτήσεων, κείνοι που τα πηγαίνανε καλύτερα με τους Βρεταννούς συναδέλφους τους ήσαν οι Καναδοί κι οι Νοτιοαφρικανοί. Αντιθέτως οι Αυστραλοί, δημοκρατικώτεροι και πιο χοντροί στους τρόπους, αφίνω που μιλάνε τα εγγλέζικα με κάπως πρόστυχη προφορά, πράμα που τους Άγγλους τούς δίνει στα νεύρα, ήσαν λιγώτερο συμπαθητικοί και δεν κάνανε πολύ παρέα με τους άλλους. Στην Οξφόρδη μού δόθηκε η ευκαιρία να συνδεθώ φιλικά με αρκετούς ξένους φοιτητές. Ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είταν ένας Βέλγος, ο Raoul de Liedekerke. Είχε τελειώσει το Πανεπιστήμιο του Λουβαίν και ήλθε στην Οξφόρδη για να τελειοποιηθεί στην ιστορία. Είταν από παλιά Φλαμανδική οικογένεια ευγενών – ένας πρόγονός
λαστός, τότε μόνο τον έβλεπες να θυμώνει, άμα τον πειράζανε πάνω στο ζήτημα του Βελγικού Κογκό (κάποιος Άγγλος ιεραπόστολος τόνομα Μάρρελλ είχε δημοσιέψει άρθρα στον αγγλικό τύπο κατακρίνοντας δριμύτατα τον τρόπο που εκμεταλλεύουνταν οι Βέλγοι τους μαύρους της αφρικανικής αποικίας). Τότε γινότανε θηρίο. Είχα συμφοιτητή επίσης έναν πολύ έξυπνο Ινδό τόνομα Μπόνερτζη. Είχε σπουδάσει σε αγγλικό γυμνάσιο και μιλούσε τέλεια τ ’ αγγλικά. Παθαίνουνταν για την πολιτική και λάμβανε συχνά το λόγο στις συζητήσεις που γινόντανε στην «Ένωση» (Oxford Union), όπου μαζεύουνται οι φοιτητές για να συζητήσουν πάνω σε διάφορα θέματα πολιτικά. Σαν όλους γενικά τους αγγλομαθημένους Ινδούς, είταν θερμός εθνικιστής. Δεν αμφιβάλλω πώς θα τώχε βάλει σκοπό, γυρίζοντας πίσω στην πατρίδα του, να καταπολεμήσει τους Άγγλους, όπως συνέβαινε με σχεδόν όλους τους Ινδούς, όσοι είχανε σπουδάσει στο
σταση. Από την άλλη μεριά, η επιρροή της οικογένειας τραβά τον εξευρωπαϊσμένο Ινδό πίσω προς το παλιό του περιβάλλον, το τόσο αντίθετο προς τα ευρωπαϊκά ήθη και την ευρωπαϊκή νοοτροπία. Στο Μπέλλιολ είχαμε επίσης ένα Γιαπωνέζο τόνομα Ματσουντάιρα. Ευπατρίδης από παλιά οικογένεια «σαμουράι» (πολεμιστών), είχε σταλεί κι αυτός στην Οξφόρδη για να πάρει ένα εγγλέζικο λούστρο. Είχε όμως κάτι περίεργες παρέες κι οι άλλοι φοιτητές δεν τον πλησιάζανε πολύ. Μου φαίνεται πως, αργότερα, διορίστηκε Αυλάρχης του Μικάντο.1 Οι Γερμανοί ήσαν όλοι από τζάκια κι αγαπούσαν πολύ τον αγγλικό τρόπο ζωής, τον τόσο διαφορετικό απ ’ ό,τι ήσαν συνηθισμένοι στον τόπο τους. Είχα συνδεθεί μ ’ ένα απ ’ αυτούς, ένα πολύ συμπαθητικό παιδί τόνομα Φον Στουμμ, της γνωστής βιομηχανικής οικογένειας της Βεστφαλίας. Ένα-δυο χρόνια μετά την αποφοίτησή του από την Οξφόρδη, μούτυχε να τον ξανασυναντήσω στη Χαϊδελβέργη, όπου σπούδαζε νομικά. Το ρώτησα από περιέργεια ποια
ήσαν πολύ αυστηρές κι απόλυτες. Ένας νέος αριστοκράτης, σαν το Στουμμ, είταν υποχρεωμένος να κάνει παρέα μόνο με φοιτητές ανήκοντας στη δική του κοινωνική τάξη, πράμα που καταντούσε αφόρητα πληχτικό. Δεν τολμούσε λ.χ. να παίξει μια παρτίδα τέννις ή να βγει περίπατο με φοιτητή που να ανήκει σε κατώτερο κοινωνικό κύκλο, γιατί θα του γινότανε αμέσως παρατήρηση. Τι διαφορά από την Αγγλία, όπου όλοι οι φοιτητές συναντιούνται στ ’ αθλητικά γήπεδα ως ίσοι προς ίσους, κι οι ταξικές διακρίσεις, αν και εκεί υπάρχουν, δεν εμποδίζουν τις φιλικές σχέσεις μεταξύ φοιτητών διαφόρων τάξεων! Οι βαλκανικές χώρες δεν αντιπροσωπεύουνταν σχεδόν καθόλου μεταξύ του φοιτητικού κόσμου των αγγλικών Πανεπιστημίων. Οι Βαλκάνιοι συνήθως προτιμούσανε το Παρίσι, πρώτα, για την ευκολία της γλώσσας (τα γαλλικά ήσαν πάντα η πιο διαδεδομένη γλώσσα στα Βαλκάνια), δεύτερο, διότι η ζωή στα γαλλικά Πανεπιστήμια είναι πολύ πιο φτηνή παρά στην Αγγλία, και τρίτο, διότι ο τρόπος της ζωής
Μερικοί παλιοί υπηρέτες το θυμούντανε ακόμα για τις ιδιοτροπίες του (συνήθιζε λ.χ. ν ’ ασκήται στη σκοποβολή με το πιστόλι μέσα στο δωμάτιό του). Οι του Μπέλλιολ είχανε βγάλει όνομα πως είναι πολύ φαντασμένοι και πως θεωρούσανε τους εαυτούς τους ανώτερους από τους άλλους φοιτητές (ίσως σ ’ αυτό να μην είχαν άδικο ούτε οι μεν ούτε οι δε). Είναι αλήθεια πως στο Μπέλλιολ πολλοί καλλιεργούσανε την ιδιορρυθμία από πόζα. Ένας από τους πιο ιδιόρρυθμους τύπους που γνώρισα εκεί, αντιπροσωπευτικός τύπος του «Balliol Man», είταν ο Aubrey Herbert. Ανήκε σε μια οικογένεια πολιτικών – ο πατέρας του, ο Λόρδος Καρνάρβον, είχε χρηματίσει Αντιβασιλεύς της Ιρλανδίας. Ο Aubrey Herbert φημίζουνταν για τις ιδιοτροπίες του. Είχε ιδρύσει ένα σύλλογο – το λεγόμενο «Σύλλογο των Αλπινιστών». Τα μέλη του συλλόγου τούτου κάνανε νυχτερινές επιδρομές στα γειτονικά κολλέγια, σκαρφαλώνοντας από πάνω απ ’ τις στέγες και τους τοίχους, και κλέβανε τους θυρεούς, τα χαλκώματα της κουζίνας και διάφορα άλλα τρόπαια. Το τελευ-
κυρία είσοδο είναι τοποθετημένη μια μεγάλη χάλκινη μύτη, το σύμβολο του κολλεγίου. Ο Herbert τόβαλε στο νου του να κλέψει τη μύτη. Μια νύχτα αυτός, μαζί μ ’ έναν άλλο της παρέας του, επέδραμαν κατά του Brasenose, κλειδώσανε το θυρωρό μέσα στο θυρωρείο, ύστερα στήριξαν στον τοίχο μια σκάλα που είχαν φέρει μαζί τους, κι αφήρεσαν τη μύτη. Έγινε σκάνταλο, το Brasenose διαμαρτυρήθηκε, κι ο δράστης τιμωρήθηκε με προσωρινή αποβολή από το Πανεπιστήμιο. Από τότες οι αρχές του Brasenose λάβανε τα μέτρα τους και μέσα στη μύτη τοποθετήθηκε ένα ηλεκτρικό κουδούνι που, μόλις αγγίξει κανείς τη μύτη, βγάζει ένα κρότο σαν ξυπνητήρι. Ο Aubrey Herbert έγινε γνωστός στα Βαλκάνια ως θερμός αλβανόφιλος. Όπως πολλοί Άγγλοι που ανήκαν στη συντηρητική τάξη, συμπαθούσε τους μουσουλμανικούς λαούς – Τούρκους, Κούρδους, Άραβες κι Αλβανούς– κι είχε ιδιαίτερη ψύχωση για τους τελευταίους. Είχε κάνει δυο-τρία ταξίδια στην
τα χαρακώματα και προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με τους άντικρυ Τούρκους φαντάρους, εκείνοι όμως τις περισσότερες φορές τού απαντούσαν με καμμιά σφαίρα. Η αφέλειά του αυτή παρ ’ ολίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Το 1918 πέρασε από τη Σαλονίκη, τον καιρό του πολέμου. Υπηρετούσα τότε ως Γενικός Γραμματεύς στη Γενική Διοίκηση και ο Χέρμπερτ ήλθε στο Διοικητήριο να μου ζητήσει μια χάρη. Μεταξύ των Τούρκων προσφύγων, που είχαν καταφύγει στη Σαλονίκη, βρίσκονταν η χήρα του Μουφτή της Δοϊράνης, μαζί με τα παιδιά της. Ένας αξιωματικός θέλησε να πετάξει την οικογένεια στο δρόμο για να εγκατασταθεί στο σπίτι τους. Ο Χέρμπερτ ήρθε γεμάτος αγανάχτηση και με παρακάλεσε να επέμβω. Έδωκα διαταγή οι προστατευόμενοί του να μείνουν ανενόχλητοι. Ο Χέρμπερτ έμεινε ικανοποιημένος και τόγραψε στο ενεργητικό της ελληνικής διοίκησης. Μετά το τέλος του πολέμου είχε το ατύχημα να χάσει το φως του. Είχε εργαστεί πολύ για την Αλβανία – κατά
τές το παραξύλωναν και φτάνανε μέχρι παραδοξολογίας. Σχετικά διηγούνται το εξής χαραχτηριστικό ανέκδοτο. Κάποτε, σ ’ ένα διαγωνισμό, είχε τεθεί το ακόλουθο ερώτημα: «Εξηγήσατε πώς λειτουργεί η αντλία». Ένας υποψήφιος, χωρατατζής, κατατοπισμένος όσον αφορά τη νοοτροπία των μελών της εξεταστικής επιτροπής, έδωκε την εξής αλλοπρόσαλλη απάντηση: «Τον τρόπο της λειτουργίας της αντλίας αγνοώ ολότελα, μα γνωρίζω τα ονόματα των βασιλέων του Ισραήλ και του Ιούδα, τα οποία και παραθέτω». Λέγεται πως η εξεταστική επιτροπή βρήκε την απάντηση τούτη τόσο πρωτότυπη, ώστε ο τολμηρός υποψήφιος έγινε δεκτός. Se non è vero, è ben trovato. Οι περισσότεροι φοιτητές ήσαν γραμμένοι ή στη Φιλοσοφική Σχολή ή στη Σχολή της Ιστορίας. Τούτο ίσως μας φανεί περίεργο, γιατί στην Ελλάδα, όπου ακολουθούμε τα συστήματα της ηπειρωτικής Ευρώπης, προτιμούνται τα νομικά. Στ ’ αγγλικά όμως πανεπιστήμια, νομικά συνήθως διαβάζουν μό-
μενων «Litterae Humaniores»), που περιλαμβάνουν κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και πολιτική οικονομία. Τούτο έχει, δίχως άλλο, μεγάλη και, κατά τη γνώμη μου, ευεργετική επίδραση πάνω στη γενική νοοτροπία των Άγγλων δημοσίων υπαλλήλων. Συγκρίνοντας το αγγλικό με το δικό μας σύστημα, σύστημα καθιερωμένο από τους Βαυαρούς που, επί Όθωνος, οργάνωσαν την παιδεία στον τόπο μας, φτάνω στο συμπέρασμα πως είναι προτιμότερο για το δημόσιο υπάλληλο να έχει καλή εγκυκλοπαιδική μόρφωση, όπως συμβαίνει στην Αγγλία, παρά να είναι ένας μέτριος νομικός. Όσοι βρεθήκανε σε στενή επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες, όχι μονάχα στην Ελλάδα αλλά και σ ’ άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, θα παρατήρησαν πως η νομική επιστήμη, όταν δε συνοδεύεται με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση, τείνει να δημιουργήσει μια στενή και στρεψόδικη νοοτροπία που επιδρά κατά τρόπο βλαβερό, όπως το βλέπουμε κάθε μέρα, πάνω στην ερμηνεία των νόμων και τη διεξαγωγή της υπηρεσίας υπό των δημοσίων οργάνων. Για την επεξεργασία των νόμων, συμβάσεων κλπ. αρκεί να υπάρχει, σε κάθε υπηρεσία, ένας μικρός αριθμός καλά
καθιερωθεί το δίπλωμα της νομικής ως απαραίτητο προσόν για τις περισσότερες δημόσιες θέσεις, ευχής έργο θα είταν, νομίζω, ν ’ αντικαθίστατο με δίπλωμα των πολιτικών επιστημών. Έπρεπε μια φορά την εβδομάδα να υποβάλουμε μια έκθεση ιδεών πάνω σε θέμα που μας το καθόριζε ο εποπτεύων καθηγητής μας (ο λεγόμενος tutor). Ο tutor συζητούσε την έκθεση χωριστά με κάθε φοιτητή, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο ύφος και στην επιχειρηματολογία. Η μέθοδος αυτή είναι πολύ ωφέλιμη, γιατί έτσι αναπτύσσεται το κριτικό πνεύμα, που λείπει ακόμα σε πολλούς σ ’ αυτή την ηλικία, κι από κει συνηθίζει το μυαλό στη θεωρητική και φιλοσοφική ανάλυση των θεμάτων. Το Μπέλλιολ χρωστά τη μεγάλη του φιλοσοφική παράδοση στον επιφανή καθηγητή Jowett, που διηύθυνε το κολλέγιο κατά την τελευταία εικοσιπενταετία του δέκατου έννατου αιώνα. Ο Jowett, με τη μνημειώδη του έκδοση των
γητών μου – του σεβάσμιου Master, 4 Dr John Caird, του υποδιευθυντή (Dean) Prof. Strachan Davidson, του ευγενικού μου tutor Cyril Bailey, του βαθυστόχαστου φιλοσόφου J. A. Smith, του διακεκριμένου ελληνιστή A. Pickard-Cambridge, και τόσων άλλων. Το Μπέλλιολ έβγαζε πάντα πολύ γερούς λατινιστές και ελληνιστές. Μερικοί είχαν καταπληκτική επίδοση στις αρχαίες γλώσσες. Μεταξύ τούτων είταν ο Raymond Asquith, πρωτότοκος γιος του πρωθυπουργού, ένας νέος μ ’ εξαιρετικά προσόντα, που σκοτώθηκε, σαν τόσους άλλους της γενεάς του, στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Otto (ήδη Sir Otto) Niemeyer, ο διακεκριμένος Διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας, που τόνομά του είναι συνδεδεμένο με τα δυο προσφυγικά μας δάνεια και τη σταθεροποίηση του 1928, ο Daniel Macmillan, γιος του γνωστού εκδότη, ο Raymond Beazley, από τους πιο διάσημους μελετητές της αρχαίας ελληνικής τέχνης, για να μην
φόρδης. Η αίθουσα, όπου γίνουνται συζητήσεις μια φορά την εβδομάδα, είναι διαρρυθμισμένη κατά το πρότυπο της Βουλής των Κοινοτήτων, με την έδρα του Speaker – του Προέδρου– στο βάθος, το μακρύ τραπέζι με τις κασσελίτσες στη μέση, και, δεξιά κι αριστερά, τα εδώλια. Για την εκλογή του Προεδρείου γίνεται πάντα μεγάλος αγώνας. Το να εκλεγεί κανείς Πρόεδρος της Ενώσεως στο Όξφορδ θεωρείται σπουδαία τιμή και σαν ένα είδος προάλειμμα για μια μέλλουσα πολιτική σταδιοδρομία. Τον καιρό μου επιτυγχάνανε σχεδόν πάντα οι Φιλελεύθεροι (δεν είχε διασπαστεί ακόμα το ιστορικό εκείνο κόμμα). Κατά τα τελευταία όμως χρόνια κερδίσανε πολύ έδαφος, όπως κι αλλού, οι αριστερές ιδέες, και την εκλογή την παίρνουνε τώρα συχνά οι Σοσιαλιστές. Εκτός από την Ένωση, όπου μπορούσαν να γράφουνται φοιτητές απ ’ όλα τα κολλέγια, κάθε κολλέγιο είχε και τους δικούς του πολιτικούς
forests» (ζαρκαδοδάση)– για να κυνηγούν ζαρκάδια, ενώ ο κοσμάκης δεν έχει γη να καλλιεργήσει. Φαίνεται όμως πως τόνομα δεν ανταποκρίνεται προς το πράμα – ομολογώ πως δεν είχα ιδίαν αντίληψη του ζητήματος– γιατί αν και ονομάζουνται «δάση», πρόκειται για ορεινές, ως επί το πλείστο γυμνές κι άγονες εκτάσεις, ακατάλληλες για καλλιέργεια. Ο αντίπαλός μου συνέβηκε νάναι ο Λόρδος Μπρους, γιος του Λόρδου Έλγκιν κι απόγονος του περίφημου εκείνου Έλγκιν, που είχε συλήσει τα μάρμαρα από τον Παρθενώνα στην αρχή του 19ου αιώνα. Ο πατέρας του είταν από τους μεγαλοτσιφλικούχους της Βόρειας Σκωτίας. Ο Μπρους δε δυσκολεύτηκε καθόλου ν ’ αποδείξει πως είχα πέσει όξω σ ’ αυτό το ζήτημα και δεν ήξερα τι έλεγα. Στην Οξφόρδη υπάρχει και δραματικός σύλλογος – η O.U.D.S. η Oxford University Dramatic Society. Δίνει ταχτικά παραστάσεις. Συχνά παίζανε κωμωδίες του Αριστοφάνη στην αρχαία ελληνική (στην Οξφόρδη μεταχειρίζουνται πάντα την ερασμιανή
σικής «κάμαρας». Οι φοιτητές παρακολουθούσαν τη μουσική με βαθειά κατάνυξη, βυθισμένοι μέσα σ ’ αναπαυτικές πολυθρόνες και την πίπα στο στόμα. Το Μπέλλιολ είταν το πιο φιλόμουσο απ ’ όλα τα κολλέγια. Κάθε Κυριακή δίνουνταν εκεί μια συναυλία κλασσικής μουσικής που τραβούσε πλήθος κόσμο. Όποιος αγαπάει εκκλησιαστική μουσική, πρέπει να πάει στην Οξφόρδη για ν ’ ακούσει τα περίφημα κόρα στα παρεκκλήσια του Νιου Κόλλετζ και του Μώντελεν. Στο Μπέλλιολ δεν είχαμε έμμισθο χορό, γιατί δεν μας το επιτρέπανε τα οικονομικά μας. Στα παρεκκλήσια που ανάφερα παραπάνω, οι ακολουθίες ήσαν κάτι το θεσπέσιο, εφάμιλλες μ ’ εκείνες των καθεδρικών ναών της Αγγλίας. Κάθε κολλέγιο έχει δική του βιβλιοθήκη για τις τρέχουσες ανάγκες των φοιτητών. Στη Βοδλειανή, την παγκόσμιας φήμης βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, συχνάζανε σπουδαστές απ ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Εκεί χρειάζουνταν
και μινιατούρες. Σημειώστε πως, στη Βοδλειανή, η επιτήρηση καταντά δύσκολη, διότι η αίθουσα είναι διηρημένη σε πολλά μικρά διαμερίσματα με ξύλινα χωρίσματα που κρύβουν τη θέα, κι έτσι ένας κακόβουλος αναγνώστης μπορεί πολύ εύκολα να κλέψει σελίδες από ένα βιβλίο, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Η κοσμική ζωή μεταξύ των φοιτητών στην Οξφόρδη είναι πολύ εύθυμη κι ευχάριστη. Κάθε φοιτητής είναι ελεύθερος να προσκαλεί όποιον θέλει στο ιδιαίτερό του διαμέρισμα, και δίνουνται συχνά προγεύματα και τσάγια. Το βράδι ο φοιτητής είναι υποχρεωμένος να τρώει στην κοινή αίθουσα του εστιατορίου ή να πάει έξω σε κανένα ρεστοράν. Οι Άγγλοι φοιτητές πίνουν αρκετά, όχι βέβαια τόσο, όπως άλλοτε – ο γέρος υπηρέτης που με σερβίριζε μιλούσε με νοσταλγία για την καλή παλιά εποχή που, σε κάθε πρόγευμα, ανοίγουνταν τουλάχιστο μια δεκαριά μπουκάλες κρασί. Εμάς μας θεωρούσε εκφυλισμένους, γιατί δεν πίναμε αρκετά. Το Σάββατο βράδι γινόντανε τα μεγαλύτερα γλέντια – οι εύθυμες
τα είκοσι ένα χρόνια, να κάνει ένα τραπέζι στους φίλους του. Όταν γιόρτασα την ενηλικίωσή μου, φόρεσα μια ωραία ευζωνική φορεσιά, που την είχα φέρει μαζί μου από την Ελλάδα. Όλοι οι φίλοι μου την καμαρώσανε (δεν είχανε ξαναδεί τέτοιο πράμα). Ο μόνος που δε συμμερίστηκε το γενικό θαυμασμό είταν ο γέρος υπηρέτης μου – ο Turner– ένας ιδιόρρυθμος τύπος με πνεύμα ειρωνικό, θάλεγες βγαλμένος από κανένα μυθιστόρημα του Ντίκενς – που τη φουστανέλλα μου την παρομοίασε σαρκαστικά με φούστα μπαλλαρίνας! Κατά την εποχή εκείνη –1902 1907– ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκότανε σε μεγάλη οξύτητα. Ο αγγλικός τύπος δημοσίευε καθημερινώς ανταποκρίσεις και κρίσεις, όχι και τόσο ευνοϊκές, για τα κατορθώματα των διαφόρων συμμοριών – ελληνικών, βουλγαρικών και σερβικών– που διεκδικούσαν την κυριαρχία της Μακεδονίας. Τα ελληνικά δίκαια τα καταπολεμούσε το λεγόμενο «Βαλκανικό Κομι-
Μακεδονικό ζήτημα, πήρε το μέρος των Βουλγάρων και μάλιστα, μετά από ένα ταξίδι που είχε κάνει στα Βαλκάνια, εξέδωκε ένα πολύκροτο βιβλίο περί Μακεδονίας, όπου υποστήριζε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις. Ο πατέρας μου τα χάλασε μαζί του από την εξής αφορμή. Ο Μπρέιλσφορντ κάποτε του είχε ζητήσει δανικά πεντακόσιες λίρες, δήθε για ατομικές του ανάγκες. Ύστερα όμως βγήκε στη μέση πως είχε χρησιμοποιήσει τα χρήματα για να υποστηρίξει την επαναστατική κίνηση στη Ρωσσία. Ένας Ρώσσος τρομοκράτης, που τον είχε εφοδιάσει ο Μπρέιλσφορντ με χρήματα και πλαστό διαβατήριο, πήγε στην Πετρούπολη κι επιχείρησε ν ’ ανατινάξει ένα ξενοδοχείο. Έγινε ανάκριση κι η ρωσσική αστυνομία ανακάλυψε πως ο Μπρέιλσφορντ είτανε ανακατεμένος στην υπόθεση. Η Ρωσσική Πρεσβεία στο Λονδίνο έκανε παραστάσεις προς το Φόρεϊν Όφφις, έγινε θόρυβος στις αγγλικές εφημερίδες, του κάνανε μήνυση στ ’ αγγλικά δικαστήρια, γιατί η ενέργειά του αντέβαινε στους αγγλικούς νόμους, και καταδικάστηκε, αν δεν κάνω λάθος, σε πρόστιμο ή φυλάκιση. Όσο για τους αδελφούς Μπάξτον, ήσαν θαρρώ καλής πίστεως, μα τους είχε εξαπατήσει
Μακεδονία από αφέλεια πήγε και φωτογραφήθηκε, ντυμένος κομιτατζής, μαζί με μια βουλγάρικη συμμορία. Μούδειξε τη φωτογραφία. Θυμάμαι επίσης, όταν επισκέφτηκα τα γραφεία του Βαλκανικού Κομιτάτου στο Λονδίνο, πόσο μ ’ εξένισε όταν είδα, τοποθετημένη σε εμφανή θέση πάνω στο
Ιωακείμ του Γ΄ . Οι Βούλγαροι είχαν τους οπαδούς τους ακόμα και μέσα στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Ένας απ ’ αυτούς είταν ο Λίστερ, ένας κατά τα άλλα πολύ συμπαθητικός άνθρωπος, που διηύθυνε το τμήμα της Εγγύς Ανατολής. Ένας κοινός φίλος κάποτε μούδωκε μια συστατική επιστολή προς τον Λίστερ, ο οποίος είχε την καλωσύνη να με καλέσει σπίτι του να φάω ένα βράδι, για να συζητήσουμε. Οποία υπήρξε η κατάπληξή μου, όταν μ ’ επληροφόρησε ότι ο φρακοφορεμένος
δελτίο – το «Bulletin d’Orient»– που περιείχε πολύ χρήσιμα στοιχεία (στατιστικές, ονόματα θυμάτων του Βουλγαρικού Κομιτάτου κλπ.) για το Μακεδονικό Αγώνα. Το δελτίο τούτο, χάρις στις θετικές πληροφορίες που δημοσίευε, αποδείχτηκε πολύ πιο αποτελεσματικό, ως μέσο προπαγάνδας, από τα αερώδη ιστορικά επιχειρήματα του Καθηγητή Καζάζη κι άλλων μελών της Μακεδονικής Εταιρίας, που αναμασσούσαν πάντα τα ίδια πράματα, λ.χ. πως ο Μέγας Αλέξανδρος είταν Έλληνας κι ότι η Μακεδονία, πριν από είκοσι δυο αιώνες, υπήρξε ελληνική. Εκείνο που ενδιέφερε την κοινή γνώμη στο εξωτερικό είταν η τωρινή εθνολογική σύνθεση και τα σημερινά αισθήματα του μακεδονικού πληθυσμού – όλα τα άλλα ήσαν απλώς φιλολογία. Γνωρίστηκα επίσης στο Λονδίνο με το Μακεδόνα γιατρό και δημοσιογράφο Νικόλαο Πούπτη, που έβγαζε εκεί ένα ελληνικό περιοδικό, την «Εσπερία», και προσπάθησα να το βοηθήσω. Οι Αλβανοί κινούνταν κι αυτοί αρκετά στο Λονδίνο, όπου είχαν μερικούς θερμούς φίλους, σαν τον Aubrey Herbert
κή γλώσσα, και μάλιστα τυπωμένη με λατινικούς χαραχτήρες, είταν πράμα αυστηρά απαγορευμένο στην Τουρκία. Η Οθωμανική Κυβέρνηση κατάτρεχε τους Αλβανούς διανοούμενους και καταπολεμούσε την προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια αλβανική φιλολογική γλώσσα. Πήγα κάποτε και τον επισκέφτηκα (κατοικούσε σε μια φτωχική συνοικία του Λονδίνου) και συζητήσαμε μαζί για την ελληνο-αλβανική προσέγγιση. Ο πατέρας μου, θερμός οπαδός μιας τέτοιας συνεννόησης, έλεγε πάντα πως έπρεπε να συνεργαστούμε με τους Αλβανούς εναντίον της Τουρκίας. Εύρισκε αδικαιολόγητη κι αντίθετη προς την πολιτική σκοπιμότητα την περιφρόνηση και αδιαφορία που δείχνανε όλοι στην Αθήνα για κάθε τι το αλβανικό. Φρονούσε πως η Ελληνική Κυβέρνηση, έπρεπε, απεναντίας, να ενθαρρύνει την αλβανική προσπάθεια, ιδρύοντας ινστιτούτο για τη μελέτη της αλβανικής γλωσσολογίας στην Κέρκυρα, όπου πήγαιναν πολλοί Αλβανοί, για να συντελέσουμε και μεις στην πνευματική ανάπτυξη των Αλβανών ως λαού
γηθεί, λίγες βδομάδες ενωρίτερα, η επίσκεψη του Φερδινάνδου της Βουλγαρίας, κι η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε το Βασιλέα άρον άρον στο Λονδίνο για να ματαιώσει τις ραδιουργίες του πονηρού εκείνου ηγεμόνα). Ο Βασιλιάς συνοδεύονταν από το γιο του πρίγκιπα Νικόλαο, που είχε υπασπιστή τον ξάδερφο του πατέρα μου Αντώνιο Πάλη. Επήγα στο Λονδίνο να ιδώ το συγγενή μου και μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να παρουσιαστώ στο Βασιλέα. Αφού πρώτα με ρώτησε για τις σπουδές μου, στο τέλος μού είπε με το καλοκάγαθο εκείνο ύφος του: «Πρέπει νάρθεις στην Ελλάδα». Του απάντησα πως τέτοιος είταν κι ο δικός μου πόθος. Πρέσβυς της Ελλάδας στο Λονδίνο είταν ο Δημήτριος Μεταξάς. Είχε την εύνοια της αγγλικής Αυλής, γι ’ αυτό, όσες φορές η Κυβέρνηση θέλησε να το μεταθέσει, επενέβαινε πάντα το Φόρεϊν Όφφις για να τον αφήσουν. Μετά το θάνατο της Βασίλισσας Βικτωρίας, το μεταθέσανε στη Ρώμη και στη θέση του διορίστηκε ο Ιωάννης Γεννάδιος. Ο Γεννάδιος είχε χαραχτήρα
του την παραμικρή πρωτοβουλία. Όλα τα έγγραφα – ακόμα και τα πιο ασήμαντα– εννοούσε να τα συντάσσει ο ίδιος και τ ’ αντέγραφε με το χέρι του. Είχε ένα ωραίο μα δυσανάγνωστο γραφικό χαραχτήρα, με κάτι γράμματα που σου θυμίζανε τα βυζαντινά χειρόγραφα – δε θέλησε ποτέ να χρησιμοποιήσει γραφομηχανή. Τον καιρό εκείνο η Πρεσβεία βρισκότανε ακόμα στο Κένσιγκτον. Μόλις έμπαινες μέσα, ένιωθες πως βρισκόσουνα σε ελληνικό έδαφος. Παντού στους τοίχους έβλεπες ακουαρέλλες ελληνικών τοπίων και μνημείων και χαλκογραφίες κι εικόνες της Ελληνικής Επανάστασης. Οι βιτρίνες περιείχαν ένα πλήθος ωραίες τανάγρες κι αρχαία ελληνικά αγγεία. Ο Γεννάδιος είχε μια θαυμάσια συλλογή βιβλίων, και αγαπούσε πολύ να τη δείχνει στους «επαΐοντας». Μανιώδης βιβλιόφιλος, άρχισε να συλλέγει όντας ακόμα γραμματεύς πρεσβείας. Κάποτε του συνέβηκαν οικονομικές αναποδιές κι αναγκάστηκε να
μεγάλο γλωσσολόγο και βυζαντινολόγο Κρουμπάχερ, στενό του φίλο, και τον παρακάλεσε να του συστήσει μια γερμανική οικογένεια για να μείνω. Ο Κρουμπάχερ τού σύστησε ένα ξεπεσμένο Αυστριακό κόμητα, Graf von Kalkreuth , που έκανε τον ασφαλιστή. Ο κόμης είχε χαραχτήρα βάναυσο και κατατυραννούσε τη γυναίκα του και τις δυο του κόρες. Μ’ όλα ταύτα είταν πολύ μορφωμένος και διασκεδαστικός και τα πηγαίναμε πολύ καλά μαζί. Είχε υπηρετήσει στον αυστριακό στρατό ως αξιωματικός του ιππικού, επειδή όμως είχε ξεπέσει κοινωνικώς και οικονομικώς, δε συχνάζανε σπίτι του παρά μερικοί απένταροι καλλιτέχνες. Το Μόναχο είταν μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο και συναντούσες εκεί ζωγράφους και μουσικούς κάθε εθνικότητας. Όλοι συζητούσανε με πάθος για τα προτερήματα κι ελαττώματα του τάδε ή τάδε ζωγράφου και των διαφόρων καλλιτεχνικών σχολών. Δεν άκουγες να γίνεται λόγος
Όθωνα. Παντού βλέπεις εικόνες κι αναμνήσεις της Ελληνικής Επανάστασης. Σε μια στοά είναι ζωγραφισμένη μια σειρά από φρέσκες, που παριστάνουν τα κυριώτερα γεγονότα του Αγώνα – έργο του Γερμανού ζωγράφου Peter Hess– και στη Νέα Πινακοθήκη υπάρχει μια ολόκληρη αίθουσα μ ’ ελληνικά τοπία. Στην ίδια πινακοθήκη βλέπει κανείς άπειρες ελαιογραφίες των πρώτων βασιλέων της Ελλάδας, το πορτραίτο της Κατερίνας Μπότσαρη, κυρίας της τιμής της Αμαλίας, από τις καλλονές της εποχής, και τους γνωστούς ιστορικούς πίνακες που παριστάνουν την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο και την υποδοχή του πάνω στην Ακρόπολη. Στο Εθνολογικό Μουσείο σώζονται τα μελαγχολικά κειμήλια του πρώτου άτυχου βασιλέα της Ελλάδας – η φουστανέλλα, το φέσι και η σπάθη του. Πήγαινα ταχτικά τις Κυριακές στην ελληνική εκκλησία – ένα παλιό χτίριο γοτθικού ρυθμού, πρώην καθολικό ναό,
Στο Μόναχο εκείνη την εποχή σπουδάζανε αρκετοί Έλληνες. Μεταξύ άλλων γνώρισα εκεί τον μακαρίτη Περικλή Καραπάνο. Έκανε τότε τον κομψό, είταν πάντα ντυμένος à quatre épingles και, όπως πάντα, ζωηρός και χωρατατζής. Γίναμε φίλοι κι όταν ήρθε στο Μόναχο ο μακαρίτης καθηγητής Σπύρος Λάμπρος, μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του Λίνα (την ύστερα κυρία Παν. Τσαλδάρη), με προσκάλεσε να τους συναντήσω. Έτσι όλο κι αποχτούσα στενώτερους δεσμούς με την Ελλάδα. Μετά το Μόναχο, ο πατέρας μου έκρινε καλό να με στείλει για ένα μικρό διάστημα στο Χάιντελμπεργκ, για να παρακολουθήσω μερικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Εκεί έμεινα en pension στου καθηγητή Χίντζελμαν, που είταν βιβλιοθηκάριος του Πανεπιστημίου. Το Χάιντελμπεργκ, την εποχή εκείνη που μεσουρανούσε ακόμα η παλιά αυτοκρατορική Γερμανία, είταν ένα είδος γερμανικής Οξφόρδης, μια πανεπιστημιακή πόλη, όπου κυριαρχούσε από-
γραμμένοι στα λεγόμενα Corps. Τα μέλη αυτών των συνδέσμων, σαν της Saxo-Borussia, της Schwabia κλπ., φορούσαν χρωματιστά πηλίκια. Στις φοιτητικές γιορτές και συγκεντρώσεις ντύνουνταν την επίσημή τους στολή – κεντημένο ντουλαμά, άσπρες κυλόττες, λουστρινένιες μαύρες μπόττες, μεγάλες χρωματιστές ταινίες και σπαθιά. Αναμεταξύ τους χαιρετιούνταν στρατιωτικά. Πάρα κάτω έρχουνταν άλλα σωματεία, τα λεγόμενα Burschenschaften. Τα μέλη τους ανήκαν σε αστικές οικογένειες. Πιο δημοκρατικά από τα Corps, είχαν παίξει ρόλο στην επαναστατική κίνηση του 1848. Στην κατώτατη βαθμίδα ερχόνταν η μεγάλη μάζα των φοιτητών – οι προλετάριοι– που δεν ανήκανε σε καμμιά οργάνωση, κι ως εκ τούτου δεν είχαν καμμιά κοινωνική υπόσταση. Οι αριστοκράτες Corps-Studenten μεταχειριζόντανε όλους τους άλλους φοιτητές με περιφρόνηση, δεν τους χαιρετούσαν στο δρόμο, κι εν γένει δεν καταδεχόντανε να έλθουν σε καμμιά απολύτως συνάφεια
Έκανα μερικές γνωριμίες μεταξύ των φοιτητών (όχι βέβαια των Corps-Studenten, γιατί αυτοί περιφρονούσαν τους ξένους) κι ενίοτε ήμουνα προσκαλεσμένος στα γλέντια τους, τα λεγόμενα Kneipe . Στις συγκεντρώσεις αυτές είναι κανείς υποχρεωμένος να κάθεται ώρες ολόκληρες γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι, πίνοντας μπίρα και τραγουδώντας φοιτητικά τραγούδια. Δυστυχώς το στομάχι μου δεν αντείχε σ ’ όλην αυτήν τη ζυθοποσία – ύστερα από ένα-δυο ποτήρια μ ’ έπιανε στεναχώρια– κι έτσι απέφευγα να πηγαίνω συχνά. Ένας από τους φοιτητές, τόνομα Schmidt, που κάναμε μαζί παρέα, είταν σοσιαλιστής. Φτωχός, ξυπνότατος, σπούδαζε να γίνει δάσκαλος. Από τις κουβέντες και συζητήσεις που κάναμε, κατάλαβα πόσο βαθύ είταν το χάσμα που χώριζε τις διάφορες κοινωνικές τάξεις στη Γερμανία, και πόση μεγάλη η αντιπάθεια, για να μην πω το μίσος, που αισθάνουνταν οι μεν για τους δε. Το κακό ξέσπασε μετά το
απέναντι όχτη του ποταμού Νέκαρ, βρισκότανε μια παλιά ταβέρνα, όπου μαζεύουνταν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα οι φοιτητές των διαφόρων συνδέσμων για ν ’ ασκηθούν στην ξιφασκία. Σε μια μεγάλη αίθουσα ήσαν τοποθετημένα γύρω-γύρω τραπεζάκια για τους θεατές, που παρακολουθούσαν την ξιφασκία τρώγοντας λουκάνικα και πίνοντας μπίρα. Στη μέση του χώρου στέκουνταν οι δυο αντίπαλοι κι αντάλλαζαν ξιφιές. Είχαν τα μάτια και τα διάφορα μέρη του σώματος προφυλαγμένα. Τα περισσότερα χτυπήματα γινόντανε στο πρόσωπο, κι από τα τραύματα έτρεχε άφθονο αίμα. Σχεδόν όλοι οι φοιτητές, όσοι ανήκαν σε Corps, φέρανε σπαθιές στα μάγουλα, κι ήσαν πολύ υπερήφανοι για τα τιμητικά αυτά τραύματα. Εννοείται πως, σ ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, γινόντανε απλές ασκήσεις – τα τραύματα δεν ήσαν επικίνδυνα και παραστεκότανε πάντα γιατρός, για να επιδέσει αμέσως τις πληγές. Όταν όμως επρόκει-
πολύ πνεύμα, τόσο που συχνά οι ακροατές το διακόπτανε με χειροκροτήματα ή χτυπώντας τα πόδια πάνω στο πάτωμα – πράμα ανήκουστο στο Όξφορδ, όπου ποτέ δε γίνουνται αυτού του είδους οι εκδηλώσεις στις παραδόσεις. Γενικά αποκόμισα την εντύπωση πως στη Γερμανία οι καθηγητές του Πανεπιστημίου ήσαν πιο ζωντανοί από τους Άγγλους συναδέλφους τους και πως είχανε πολύ μεγαλύτερο κύρος κι επιρροή στην κοινωνία. Μερικοί κατοικούσαν σε θαυμάσιες βίλλες, ζούσαν καλά και δέχουνταν με κάποια χλιδή. Η οικογένεια Χίντζελμαν, στης οποίας έμενα, είταν μια συνηθισμένη γερμανική οικογένεια της μέσης αστικής τάξης. Απαρτίζουνταν από τον « Χερ Προφέσσορ», τη γυναίκα του, το γιο του Χέλμουτ και την κόρη του. Ανάμεσα πατέρα και γιο έβλεπε κανείς την αντίθεση που υπήρχε μεταξύ της νοοτροπίας της παλιάς και της νέας Γερμανίας. Ο πρώτος είταν «παρτικουλαρίστας», δηλ. είχε πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα του τοπικισμού, που άλλοτε διέκρινε όλους τους Γερμανούς. Ως βέρος
ρα του Χάιντελμπεργκ, στα βουνά του Χαρτζ και τα γραφικά αρχαιοπρεπή χωριά της κοιλάδας του Νέκαρ. Παντού υπήρχαν μικρά Gasthäuser (εξοχικά ξενοδοχεία), όπου συχνάζανε οι φοιτητές. Σ’ ένα απ ’ αυτά είδα κρεμασμένη στον τοίχο μια φωτογραφία ενός εκδρομικού ομίλου της Saxo-Borussia, μεταξύ των μελών του οποίου είταν και ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που είχε κάνει ένα δυο χρόνια φοιτητής στο Χάιντελμπεργκ. Μια εκδρομή, που θα μείνει αλησμόνητη στη μνήμη μου, είναι εκείνη που κάναμε μαζί μ ’ ένα φίλο μου στο Χόμπουργκ, την εποχή των Kaisermanöver, των μεγάλων γυμνασίων του Γερμανικού στρατού. Πλήθος κόσμου είχε συρρεύσει εκεί την τελευταία ημέρα των γυμνασίων, για να παραστεί στην παρέλαση, θέαμα πραγματικά μεγαλοπρεπέστατο. Τα γυμνάσια τέλειωσαν με μια τεράστια επέλαση ιππικού – ο Κάιζερ Γουλιέλμος, τύπος υπερβολικά ρωμαντικός, είχε μεγάλη αδυναμία σ ’ αυτού του είδους τις θεατρικές επιδείξεις, που προκαλούσαν τα ειρωνικά σχόλια των στρατιωτικών. Η επέλαση έγινε σε μια
χιλιάδων οπλών πάνω στο σκληρό έδαφος, τ ’ αμέτρητα δίχρωμα φανιόνια των λογχοφόρων, άσπρα και γαλάζια, άσπρα και κόκκινα, άσπρα και κίτρινα – θάλεγες ολάκερο κινούμενο δάσος– που κυμάτιζαν περήφανα στον αέρα, τα σπαθιά κι οι αιχμές των λογχών που αστράφτανε στον ήλιο – όλα αυτά παρουσιάζανε ένα θέαμα από τα πιο σπάνια και τα πιο επιβλητικά που μπορεί κανείς να φανταστεί. Τέτοιο ένα θέαμα δεν πρόκειται να το ξαναδούμε ποτέ, γιατί πέρασε η εποχή τους. Όσες φορές πήγαινα στο Λονδίνο, με φιλοξενούσε ο θείος μου Στρατής Ράλλης, αδελφός της μητέρας μου. Το σπίτι του βρισκότανε στο Mayfair , σ ’ ένα από τους καλυτέρους δρόμους της κομψής εκείνης συνοικίας. Ο θείος μου είταν άνθρωπος που αγαπούσε την καλοπέραση και τη διασκέδαση, κι άμα εγκατέλειψε το εμπόριο, το πήρε απόφαση να γλεντήσει την υπόλοιπη τη ζωή του. Εσύχναζε στους κοσμικούς και θεατρικούς κύκλους του Λονδίνου ή στην Κυανή Ακτή της Γαλλίας, όπου πήγαινε ταχτικά κάθε χειμώνα. Είταν εργένης και
φιναρισμένα – λ.χ. παρακολουθούσε ταχτικά τις δημοπρασίες έργων τέχνης που γινόντανε στις περίφημες αίθουσες του Christie . Υπήρχε κάποιο μυστήριο στο παρελθόν του, κι υποψιαζόμαστε πως θάταν κανένας πολιτικός εξόριστος που θα διέπραξε ίσως έγκλημα στην πατρίδα του και φυγοδικούσε. Είχε μονάχα ένα ελάττωμα – ενίοτε, όταν κάτι τον είχε στενοχωρήσει, τον έπιανε ένα είδος παροξυσμού, σαν το «αμόκ» που παθαίνουν οι ιθαγενείς της Μαλαισίας, και τότε γινότανε θηρίο. Ένα βράδι έτρωγα στου θείου μου, όταν ακούσαμε όλες τις πόρτες του σπιτιού να χτυπούν δυνατά, η μια μετά την άλλη, από το κάτω πάτωμα ως απάνω στη σοφίτα. Ο θείος μου μού ξήγησε πως ο Georges , όταν τον έπιανε ο παροξυσμός, ξεθύμαινε διά του τρόπου αυτού, χτυπώντας τις πόρτες. Πράγματι, ύστερα από λίγα λεπτά, ξαναπαρουσιάστηκε κι επανέλαβε το σερβίρισμα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το καλοκαίρι του 1906, τέλειωσα τις σπουδές
Πριν όμως προλάβω να παρουσιαστώ, συνέβηκε κάτι που μ ’ έκανε ν ’ αλλάξω σχέδια. Το 1905, ο Λόρδος Κρόμερ, αντιπρόσωπος τότε της Μεγάλης Βρεταννίας στην Αίγυπτο, εισήγαγε ένα νέο σύστημα επιλογής για τους Βρεταννούς υπαλλήλους που προορίζουνταν για τις υπηρεσίες της Αιγύπτου και του Σουδάν. Πρωτύτερα, στις θέσεις αυτές διορίζουνταν όσοι είχαν χρηματίσει μερικά χρόνια καθηγητές στα αιγυπτιακά σχολεία. Με το νέο όμως σύστημα καθιερώθηκε να προσλαμβάνουνται απόφοιτοι των Αγγλικών πανεπιστημίων απ ’ ευθείας από την Αγγλία. Οι επιτυγχάνοντες υποψήφιοι διορίζουνταν αμέσως επιθεωρηταί στα Υπουργεία Εσωτερικών κι Οικονομικών, ή στην Αίγυπτο ή στο Σουδάν. Ιδού λοιπόν μια ανέλπιστη ευκαιρία που μούλαχε να υπηρετήσω στην Ανατολή, όπου με τραβούσε η καρδιά μου, και μάλιστα σε χώρα τόσο κοντά στην Ελλάδα, ώστε θα μου είταν στο εξής πολύ εύκολο να την επισκέπτομαι από καιρό σε καιρό. Παρουσιάστηκα λοιπόν στην εξεταστική επιτροπή το καλοκαίρι του
σουλμανικού πανεπιστημίου του Ελ-Άζχαρ στο Κάιρο. Είταν ένας τύπος μειλίχιος κι ευγενικός. Ο προκάτοχός του Σέιχ Σαουίς, μόλις γύρισε πίσω στην Αίγυπτο, έγινε άσπονδος εχτρός των Άγγλων, κι ως αρχισυντάκτης της εθνικιστικής εφημερίδας «Αλ-Λέουα», καταπολέμησε με φανατισμό τον Λόρδο Κρόμερ και τη βρεταννική διοίκηση. Πέρασα έτσι ακόμα ένα χρόνο πολύ ευχάριστο στην Οξφόρδη. Είμαστε κάπου δέκα που σπουδάζαμε μαζί αραβικά, εκ των οποίων οι μισοί προορίζουνταν για το Σουδάν, χώρα ημιαγρία, που διατελούσε ακόμα υπό στρατιωτική διοίκηση. Μεταξύ τούτων είταν κι ένας συμμαθητής μου από το Ήτον, ο Robin Buxton , που υπήρξε από τους καλύτερους αθλητές της εποχής μου. Τέλος, το καλοκαίρι του 1907, ήλθε η στιγμή της αναχώρησης. Πήγα στη Μασσαλία όπου μπάρκαρα για το Πορτ-Σάιντ. Έτσι άρχισε ένα νέο κεφάλαιο της ζωής μου.
Κεφάλαιο Έκτο
Πρώτα ταξίδια στα Β αλκάνια (1902 1905) (Ελλάδα-Ήπειρο-Αλβανία-Κέρκυρα)
Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα τόκανα σαν ήμουνα ακόμα μαθητής στο Ήτον, το Πάσχα του 1902. Όσοι έτυχε νάναι γεννημένοι στην Ελλάδα και έχουν ζήσει πάντα εκεί, δύσκολα, θαρρώ, θα καταλάβουν τη συγκίνηση που αισθάνεται ο Έλληνας ο γεννημένος στο εξωτερικό, τη στιγμή που για πρώτη φορά αντικρύζει τα βουνά και τα περιγιάλια της Ελλάδας. Για όποιον μάλιστα τυχαίνει, όπως στη δική μου την περίπτωση, να έχει κάνει κλασσικές σπουδές σε αγγλικό γυμνάσιο, το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα είναι ένα είδος προσκύνημα σ ’ όλους εκείνους τους ιερούς
πόρι του «Τζων» (δηλ. της εταιρείας Τζων Μακδούγαλ και Σία που, παρ ’ όλο το ξενικό της όνομα, είταν τότε η πρώτη ελληνική ακτοπλοϊκή εταιρεία) δεν μπορούσε βέβαια να παραβληθεί με τα κομψά ατμόπλοια του Αυστριακού Λόυδ που παρείχαν πολύ περισσότερη άνεση. Όπως όλα τα ελληνικά βαπόρια της εποχής εκείνης, είταν βρώμικο και χωρίς το παραμικρό κομφόρ. Μια διαπεραστική μυρουδιά κοπριάς ζώων από τα διάφορα ζωντανά – βόδια, πρόβατα και κατσίκες– που ήσαν στιβαγμένα πάνω στο κατάστρωμα, γέμιζε όλους τους διαδρόμους και τις καμπίνες. Το βαπόρι έπιανε στους Άγιους Σαράντα και στην Κέρκυρα, όπου στέκουνταν μερικές ώρες. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ιδώ από κοντά, αν όχι να πατήσω, τη θρυλική γη των προγόνων μου, την Ήπειρο, και συγχρόνως να επισκεφτώ το μαγευτικό νησί των Φαιάκων. Οι Άγιοι Σαράντα δεν ήσαν τότε παρά ένα άθλιο λιμανάκι με δυο-τρία μισοερειπωμένα σπιτάκια και
κληρα από άλογα και μουλάρια ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα τον ανήφορο προς το Δέλβινο. Προσθέσατε τους κομψοντυμένους Αλβανούς μπέηδες, τους Τούρκους «σουβαρήδες» (έφιππους χωροφύλακες), τους σαρικοφόρους ιμάμηδες, τους ντερβίσηδες με την άσπρη μίτρα του Τάγματος των Μπεκτασήδων, τους παπάδες κι ένα πλήθος χωρικούς και χωρικές απ ’ όλα τα μέρη της Βορείου Ηπείρου, κι έχετε πλήρη την εικόνα της προχωρημένης αυτής γωνιάς της Ανατολής. Μέσα στο βαπόρι γνωρίστηκα με κάποιον Αλβανό, από το Λιμπόχοβο του Αργυροκάστρου, τόνομα Χακκή Μπέη. Μου χάρισε μια ωραία μαύρη κάπα φλοκάτη, με χρυσοκέντητο γιακά. Σ’ ανταπόδοση τούστειλα από την Αθήνα ένα περίστροφο, πράμα πολύ χρήσιμο σε μια χώρα όπου βασίλευαν η ληστεία και η βεντέτα. Εννοείται πως ο μπέης έμεινε κατενθουσιασμένος. Η Αθήνα τότε παρουσίαζε πολύ διαφορετική όψη απ ’ ό,τι έχει σήμερα. Και σε άλλες πόλεις της
άφθονο νερό, είναι δύσκολο να φανταστούμε το πόσον υπόφερε τότε η πόλη από την έλλειψη νερού. Κήποι, χτίρια, δρόμοι, άνθρωποι, όλα φαίνουνταν σκονισμένα και, με το παραμικρό αεράκι, τα πάντα πνίγουνταν μέσα σε σύννεφα σκόνης. Εκείνη η σκόνη των Αθηνών! Όσοι ξένοι επισκέπτουνταν την Αθήνα, σου μιλούσαν πρώτα πρώτα – από καθήκον– για την Ακρόπολη, και, ύστερα, για τη σκόνη. Οι μόνοι κερδισμένοι ήσαν οι λούστροι, γιατί οι Αθηναίοι, που το είχανε καμάρι ν ’ αστράφτουν πάντα τα παπούτσια τους (οι περισσότεροι φορούσαν μαύρα παπούτσια χειμώνα-καλοκαίρι), ήσαν υποχρεωμένοι να βάζουν να τους τα ξεσκονίζουν δυο-τρεις φορές την ημέρα. Έτσι οι λούστροι κάνανε χρυσές δουλειές. Τα μπάνια στα ξενοδοχεία και στα σπίτια ήσαν, για τον ίδιο λόγο της έλλειψης νερού, πολύ λιγοστά, πράμα που έκανε εντύπωση σ ’ όσους ερχόντανε από την Αγγλία, όπου επικρατεί το έθιμο της καθημερινής «ντους». Άλλο δυσάρεστο πράμα, που ξάφνιαζε τον ξένο, είταν η διαπεραστική οσμή
Την εποχή εκείνη, τη μόδα – τόσο την ανδρίκια όσο και τη γυναικεία– την όριζε ακόμα η Γαλλία. Όλοι οι κύριοι φορούσαν μαύρα, χειμώνα-καλοκαίρι. Το μαύρο είταν τότε το καθιερωμένο χρώμα της ενδυμασίας της αστικής τάξης σ ’ ολόκληρη τη μεσημβρινή Ευρώπη – μαύρο σακκάκι, μαύρο καπέλλο, μαύρη γραβάτα, μαύρα παπούτσια και, το πολύ-πολύ, το καλοκαίρι, άσπρο λινό παντελόνι. Θα περίμενε κανείς πως σε μια πόλη όπου υπήρχε τόση σκόνη, το ακατάλληλο μιας τέτοιας περιβολής θα γινότανε αισθητό σ ’ όλους. Κι όμως, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, ώσπου να εκλείψει ολότελα αυτή η μόδα της απαίσιας εκείνης μαυροφορίας και να την αντικαταστήσουν τα σημερινά ανοιχτά κοστούμια, πράμα που το χρωστάμε στο πραχτικό αγγλοσαξωνικό πνεύμα. Η μόδα τότε είταν στα υπερύψηλα σκληρά κολλάρα και στα μυτερά κουμπωτά παπούτσια. Στο Μοναστηράκι, στην Ομόνοια και στα διάφορα συνοικιακά
τες. Το μουστάκι θεωρούνταν τότε ως απαραίτητο στοιχείο της ανδρικής «λεβεντιάς» – οι χωροφύλακες με το στριμμένο μουστάκι ξεμυαλίζανε τα κορίτσια στις συνοικίες, κι οι βλοσυροί μαγκουροφόροι, μπράβοι των διαφόρων πολιτικών κομμάτων, ήσαν οι βασιλιάδες των καφενείων. Γενικά η ατμόσφαιρα στις Αθηναϊκές συνοικίες της εποχής εκείνης των πρώτων μου εντυπώσεων είταν η ίδια που μας την αναπαρασταίνει τόσο πιστά ο Παντελής Χορν στη συμπαθητικιά του αθηναϊκή ηθογραφία «Το Φιντανάκι». Στην Αθήνα, όπως και σ ’ όλες τις βαλκανικές πρωτεύουσες, το στρατιωτικό στοιχείο τραβούσε περισσότερο την προσοχή παρά στο Λονδίνο, όπου οι αξιωματικοί δε φοράνε στολή παρά σαν βρίσκουνται σε υπηρεσία. Οι χρωματιστές στολές των αξιωματικών (το χακί επικράτησε μόνο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους), ιδίως οι βαθυπράσινες στολές των αξιωματικών του ιππικού με το βυσινί γιακά, τα μαύρα brandebourgs και τις ασημένιες επωμίδες, χτυπούσαν παντού στο μάτι – στα πεζοδρόμια των «Δαρδανελλίων», όπως ονομαζόταν
Από τους αξιωματικούς τα πιο ανήσυχα πνεύματα φεύγανε από την κάπως νωθρή και «απογοητευμένη» ατμόσφαιρα της Αθήνας τής μετά το ’97 εποχής και πηγαίνανε στη Μακεδονία, όπου τους παρουσιαζότανε η ευκαιρία να δράσουν ως αρχηγοί ανταρτικών σωμάτων ή ως μυστικοί πράκτορες στα ελληνικά προξενεία, ενώ οι λιγώτερο τολμηροί και πιο κοσμικοί τύποι, μη έχοντας τότε την ελπίδα να κερδίσουν γαλόνια στα πεδία των μαχών, φιλοδοξούσαν τ ’ αμφιμασχάλια του υπασπιστή των Πριγκίπων, πράμα που γινότανε αφορμή μεγάλων αντιζηλιών. Ο πατέρας μου είχε γράψει στο διακεκριμένο αρχαιολόγο και καθηγητή μακαρίτη Γεώργιο Σωτηριάδη, το μεταφραστή της «Ορέστειας» στη δημοτική (τα «Ορεστειακά», που τα είχαν προκαλέσει οι γνωστοί γλωσσαμύντορες, ήσαν ακόμα πρόσφατα) για να τον παρακαλέσει να με συνοδέψει στους διαφόρους αρχαιολογικούς τόπους. Δε μπορούσε να είχε
εξηγήσεις που έδινε πάνω σε κάθε τοποθεσία βασίζουνταν στις πηγές. Θερμός θαυμαστής του μεγάλου Γερμανού ελληνιστή Βιλαμόβιτζ, συνήθιζε να επικαλείται τη γνώμη του οσάκις γινότανε συζήτηση πάνω σε κανένα αμφισβητούμενο θέμα. Αν και λάτρης της Αρχαίας Ελλάδας, ο Σωτηριάδης δεν είταν απ ’ εκείνους που αγνοούν ολότελα την ιστορία της σύγχρονης. Πάνω στον Ακροκόρινθο, στα Δερβενάκια, στην Τριπολιτσά και στο Βαλτέτσι, ήξερε ν ’ αναπαραστήσει μ ’ εμπνευσμένη ευφράδεια κάθε λεπτομέρεια των αγώνων του ’21. Τραβήξαμε γραμμή Κόρινθο, Νεμέα, Μυκήνες, Τίρυνθα, Ναύπλιο, Επίδαυρο, Μαντινεία, Τεγέα, Σπάρτη, Μυστρά, Ιθώμη, Ολυμπία. Παρ ’ όλα τ ’ απερίγραπτα χάλια των ξενοδοχείων και την απελπιστική βραδύτητα των μεταφορικών μέσων (δεν υπήρχανε τότες αυτοκίνητα κι όλες οι εκδρομές γινόντανε με το τραίνο, με το αμάξι ή με το ζώο) οι περιοδείες στις επαρχίες είχαν όμως και τη χάρη τους. Ο Μοριάς διατηρούσε πάντα κάτι από τη γραφικότητα της εποχής
Κολοκοτρώνη. Μόλις εκείνη την ημέρα είχαν βγει από το Παλαμίδι, όπου είχαν κάνει είκοσι χρόνια φυλακή για φόνο και ληστεία. Ο κόσμος τούς περιστοίχιζε και τους καμάρωνε – τέτοια λεβεντιά που την είχανε τους εξιλέωνε στα μάτια του κοσμάκη. Στην Τεγέα είδα κάτι, που μονάχα στην Ελλάδα, ίσως και σε μερικά μέρη της Αιγύπτου και της Ιταλίας, μπορεί να το συναντήσει κανείς. Ένας χωρικός όργωνε το χωράφι του και το γυνί του είχε ανασύρει στην επιφάνεια ένα πλήθος μικρά πήλινα αγάλματα – αναθήματα δίχως άλλο από τον πλησιανό ναό της Άρτεμης. Μάζεψα δυο-τρία κομμάτια, που τα χάρισα ύστερα σε φίλους στην Αγγλία. Φτάσαμε στη Σπάρτη την παραμονή της Λαμπρής. Σχεδόν την ίδια στιγμή κατέφθασε, μέσα σ ’ ένα σύννεφο σκόνης, το πρώτο αυτοκίνητο να κάνει την εμφάνισή του στη Σπάρτη. Το οδηγούσε ο Λεωνίδας Αρνιώτης, ο γνωστός θεατρώνης και εκγυμναστής σκυλιών (η Βασιλική Οικογένεια κι εκείνος ήσαν οι μόνοι σ ’ όλη την Ελλάδα που είχανε τότε αυτοκίνητο)
τους προγόνους τους του ’21. Ο χορός σύρθηκε από κάτω από τα πλατάνια – ο νους σου πήγαινε πίσω στους καιρούς του αρματωλισμού. Η μόνη ανορθογραφία μέσα στην ωραία εκείνη σκηνή είμαστε μεις με τα ταξιδιώτικά μας φραγκόρουχα, και μερικοί κύριοι από τη Σπάρτη,2 που φορούσαν, όπως είταν τότε της μόδας, μαύρες ζακέτες, για το γιορτάσιμο της ημέρας, και μαύρες ρεπούμπλικες ή ημίψηλα. Περάσαμε τη Λαγκάδα με το μουλάρι. Κατεβαίνοντας την κατηφοριά προς την Καλαμάτα διασχίσαμε ένα δάσος γεμάτο πριμβέρες κίτρινες και μωβ, θέαμα από τα σπάνια στην Ελλάδα. Στην Ολυμπία, όπου φτάσαμε κατατσακισμένοι, μπορέσαμε ν ’ αναπαυτούμε λιγάκι στο μόνο ξενοδοχείο της προκοπής που υπήρχε τότε σ ’ όλη την Πελοπόννησο, νεοχτισμένο από την Εταιρεία ΣΠΑΠ. Σ’ όλα τα άλλα μέρη απ ’ όπου περάσαμε, αναγκαστήκαμε να πλαγιάσουμε σε κάτι άθλια ξενοδοχεία ύπνου, όπου τα γνωστά ζωύφια ριχνόντανε αχόρταγα πάνω στο τρυφερό κρέας του δυστυχισμένου ταξιδιώτη από την Εσπερία. Το παλιό «Ξενοδοχείο της Αγγλίας» στην
Στην Πάτρα χωριστήκαμε με τον καλό μου σύντροφο, κι εγώ τράβηξα μοναχός μου, μέσον Ιτέας, για τους Δελφούς. Από κει πέρασα το διάσελο του Παρνασσού με μουλάρι και κατέβηκα στη Λεβαδειά. Ο αγωγιάτης, ένα συμπαθέστατο παληκάρι από την Αράχωβα, δεν έπαψε να μου διηγιέται στην ωραία ρουμελιώτική του γλώσσα τα κατορθώματα του προπάππου του, που είχε πολεμήσει στην Επανάσταση μαζί με το Διάκο. Τόσον ενθουσιάστηκα ώστε, φτάνοντας στη Λεβαδειά, τούδωσα ένα φιλοδώρημα που φαντάζομαι πως ούτε στ ’ όνειρό του δε θα το είχε δει. Η Λεβαδειά γιόρταζε την άφιξη του πρώτου τραίνου από την Αθήνα (ο Λαρισαϊκός, που η κατασκευή του είχε αρχίσει πριν από λίγα χρόνια, ό,τι είχε φτάσει ίσαμε εκεί). Έτσι μπόρεσα να επιστρέψω στην Αθήνα σιδηροδρομικώς, γλυτώνοντας τη μακρυνή διαδρομή με αμάξι στους σκονισμένους δρόμους της Αττικοβοιωτίας. Επιχείρησα κι ένα δεύτερο ταξίδι ως τα Μετέωρα και στο Πήλιο. Επισκέφτηκα τη Ζαγορά, μέρος που τον καιρό
της ρυθμού. Διατηρεί ακόμα όψη μιας ελληνικής κωμόπολης του δέκατου όγδοου αιώνα. Τάφθονα νερά, τα ωραία πανάρχαια δέντρα – καρυδιές, καστανιές και πλατάνια– που σκιάζουν τα σοκάκια και την πλατεία, μια πλατεία που είναι κι αυτή αληθινό αριστούργημα με το ωραίο πλακόστρωτό της, την παλιά της εκκλησιά και τα αιωνόβιά της πλατάνια – όλα αυτά αποτελούν ένα σπάνιο σύνολο αρχαιόπρεπης ομορφιάς. Αλλά και από την άποψη των ηθών κι εθίμων, η Ζαγορά ανήκε σε μια περασμένη εποχή, όπου τα πάθη στην ελληνική επαρχία ήσαν ακόμη άγρια και πρωτόγονα. Είχα διαβάσει άλλοτε το μυθιστόρημα του γνωστού Άγγλου μυθιστοριογράφου Άντωνυ Χωπ «Φρόσω». Περιέγραφε τη ζωή σ ’ ένα νησάκι του Αιγαίου, που οι κάτοικοί του ήσαν διηρημένοι σε δυο φάρες που αλληλομισούντο θανάσιμα. Όταν το πρωτοδιάβασα, μου φάνηκε η εικόνα που παρουσίαζε ο συγγραφέας κάπως υπερβολική, για να μη πω δυσφημιστική για τον τόπο μας. Ύστερα όμως απ ’ όσα μου διηγήθηκαν στη Ζαγορά, είδα πως η περιγραφή του Άντωνυ Χωπ δεν απείχε και τόσο πολύ από την πραγματικότητα. Στη Ζαγορά δυο οικογένειες βαστούσαν
εκλογές γινότανε η μεγάλη πάλη μεταξύ των δύο παρατάξεων. Υποψήφιοι για δήμαρχος ήσαν πάντα ένας Κασσαβέτης κι ένας Γιαννακόπουλος. Όταν ο εκλογικός αγώνας έφτανε στο κορύφωμά του, οι διαδηλωτές των δυο μερίδων ήρχουνταν συχνά σε σύγκρουση, κι έπεφτε άγριο ξύλο, ενίοτε και πιστολιές. Έτσι στο τέλος ανοίγανε αρκετά κεφάλια, ώστε να διατηρηθεί άσβεστη η βεντέτα ίσαμε τις προσεχείς εκλογές. Δήμαρχος είταν τότε ο Τζων Κασσαβέτης, θείος ενός συμμαθητή μου στο Ήτον, του Δημ. Α. Κασσαβέτη (ο πατέρας του Αλέξ. Κασσαβέτης είταν από πολλά χρόνια εγκατεστημένος στην Αγγλία). Ο Τζων Κασσαβέτης, που κάποτε είχε φάει κι αυτός μια πιστολιά από κάποιο θερμόαιμο Γιαννακοπουλικό, είχε όλη την καλή διάθεση να με διαφωτίσει και να μου αποκαλύψει τα τρομερά πάθη που βράζανε μέσα στην τόσο γραφική και ειδυλλιακή εκείνη κωμόπολη. Το καλοκαίρι του 1903, ο πατέρας μου αποφάσισε να πραγματοποιήσει έναν πόθο της ζωής του, επιχειρώντας ένα ταξίδι ως τα Γιάννενα.
εξ αιτίας των κινδύνων που διατρέχανε όσοι ταξιδεύανε σ ’ εκείνα τα μέρη από τις ληστοσυμμορίες. Άλλωστε η ίδια η Τουρκική Κυβέρνηση δεν ενθάρρυνε καθόλου τους ξένους περιηγητές, από φόβο μήπως πέσουν στα χέρια των ληστών και θεωρηθούν οι τουρκικές Αρχές ως υπεύθυνες για την έλλειψη ασφάλειας, οπότε θ ’ αναγκάζουνταν η Κυβέρνηση να πληρώσει τα λύτρα, όπως συνέβηκε κάμποσες φορές στην περίπτωση Άγγλων υπηκόων που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Γι ’ αυτό δεν επιτρέπουνταν σε κανένα ξένο τα ταξιδέψει στο εσωτερικό της Ηπείρου ή της Αλβανίας χωρίς συνοδεία από δυο-τρεις σουβαρήδες (έφιππους χωροφύλακες), πράμα που καταντούσε αρκετά δαπανηρό. Από τους δυο δρόμους προτιμήσαμε κείνον που πάει από την Πρέβεζα, για να μπορέσουμε να επισκεφτούμε τα ερείπια της Νικόπολης. Ο περιηγητής, που κείνον τον καιρό επιχειρούσε ένα τέτοιο ταξίδι στο εσωτερικό της Τουρκίας, έπρεπε νάναι αποφασισμένος να κακοπεράσει. Οι διάφοροι Χιώτες συγγενείς μας στην Αγγλία, συνηθισμένοι στ ’ αναπαυτικά
υποφερτά. Τα Ηπειρώτικα χάνια, χτισμένα πάνω στο πατροπαράδοτο σχέδιο των μεσαιωνικών καραβανσαράι της Ανατολής, σχηματίζουνε ένα τετράγωνο γύρω από μια κεντρική αυλή. Στο ισόγειο βρίσκουνταν οι σταύλοι και οι αποθήκες, και στο πρώτο πάτωμα τα δωμάτια για τους ταξιδιώτες, όπου ανέβαιναν όλες οι μυρουδιές των σταύλων μαζί με τις αναρίθμητες μυίγες και ολόκληρες λεγεώνες ψύλλων. Τη νύχτα πυκνές στρατιές από κοριούς βγαίνανε από τις χαραμάδες των χαλασμένων σουβάδων των τοίχων ή πέφτανε από τα ταβάνια σαν αλεξιπτωτιστές πάνω στο κεφάλι σου. Τα δήθεν ξενοδοχεία ύπνου (σωστότερο θάταν να τα λέγαμε ξενοδοχεία αϋπνίας) ήσαν ακόμα χειρότερα από τα χάνια, γιατί οι σκασμένες ταπετσαρίες των τοίχων και οι αρμοί των παλιών σιδερένιων κρεβατιών ήσαν σωστά λημέρια κοριών. Μόλις φτάσαμε στα Γιάννενα, κάναμε επίσκεψη στο Βαλή. Βαλής Ιωαννίνων είταν τότε ο στρατηγός Τατάρ Οσμάν Πασάς. Αν και αυστηρός, είταν αγαπητός στους Έλληνες, με τους οποίους είχε πολύ φιλικές σχέσεις.
(βοηθό) του – η Οθωμανική Κυβέρνηση, ύστερα από πολλές πιέσεις εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε διορίσει ως βοηθούς των βαλήδων μερικούς Χριστιανούς. Οι τελευταίοι όμως δεν είχαν απολύτως καμμιά ισχύ κι ήσαν μονάχα για τους τύπους. Βεκίλης τότε στα Γιάννενα είταν κάποιος Ρωμηός από την Πόλη. Όσες φορές προσπαθήσαμε να φέρουμε την κουβέντα πάνω στην πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια, έκανε τον κουφό αποφεύγοντας ν ’ απαντήσει – προφανώς φοβότανε μήπως παρεξηγηθεί από τους Τούρκους. Ανάμεσα στους τόσους ραγιάδες που γνώρισα στην Τουρκία, πιο συμπαθητικοί ήσαν όσοι κάνανε τον έμπορο, γιατρό κλπ., και δεν καταδέχουνταν να θυσιάσουν τη εθνική τους αξιοπρέπεια χάριν του τίτλου και της χρυσοκέντητης στολής του Μπέη ή του Πασά. Αφού τελειώσαμε τις πρώτες απαραίτητες επαφές με τους επισήμους, αρχίσαμε τις εκδρομές στα περίχωρα. Πρώτ ’ απ ’ όλα επισκεφτήκαμε το ιστορικό νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στο μικρό νεκροταφείο της Βυζαντινής Μονής
Ύστερα πήγαμε και κάναμε επίσκεψη στον επίσκοπο του νησιού που κατοικούσε σ ’ ένα διπλανό μοναστήρι. Επέμεινε να μας κρατήσει στο πρόγευμα και μας πρόσφερε να γευτούμε τα περίφημα χέλια της λίμνης, μαζί με το ωραίο αφράτο κρασί της Ζίτσας. Αφού επισκεφτήκαμε και το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, όπου στα 1822 σκοτώθηκε ο Αλή Πασάς, γυρίσαμε πίσω στα Γιάννενα. Εκεί βρήκαμε μερικούς μακρυνούς συγγενείς, το Γιαννάκη Μελά και τον αδελφό του, που μας περιποιήθηκαν. Το Πάσχα του 1904 επιχειρήσαμε και δεύτερο ταξίδι στα Γιάννενα, αυτή τη φορά μέσον Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Ζαροβίνας. Στην επιστροφή πήγαμε και περάσαμε μερικές βδομάδες στην Κέρκυρα, όπου ο πατέρας μου είχε πολλούς φίλους και γλωσσικούς ομοϊδεάτες, ιδίως το λόγιο Ντίνο Θεοτόκη και τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Νοίκιασε την έπαυλη του ζωγράφου Γιαλλινά, στο Καβαλούρι, που απείχε μόλις λίγα λεπτά από τους Καρουσάδες, όπου έμενε ο Ντίνος Θεοτόκης, στο πατρικό του χτήμα. Η Κέρκυρα, τον
Μαβίλης, η κυρία Ειρήνη Δενδρινού και μερικοί άλλοι, σχηματίζανε μια εκλεχτή πλειάδα, μ ’ όλη τη σημασία της λέξης, που και η πρωτεύουσα θα της τη ζήλευε. Ο Ντίνος Θεοτόκης είταν ένας εκκεντρικός τύπος. Από παλιά αριστοκρατική οικογένεια (οι Θεοτόκηδες, αν δεν κάνω λάθος, είχαν μεταναστεύσει από το Βυζάντιο στην Κέρκυρα κατά το 15ο αιώνα) διατηρούσε, σαν όλους τους Κερκυραίους αριστοκράτες, σπίτι στη χώρα και πύργο στην εξοχή. Όσοι έτυχε να τον έχουν γνωρίσει στα νιάτα του στο Παρίσι, τον καιρό που σπούδαζε εκεί νομικά, βεβαιώνανε πως την εποχή εκείνη είταν πολύ κομψός, ένας βέρος πατρίκιος, περήφανος για τον τίτλο του « Κόντε», που η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας είχε απονείμει κατά το δέκατο έβδομο αιώνα σ ’ ένα από τους προγόνους τους. Αφού όμως γύρισε πίσω στην πατρίδα του, άλλαξε ολότελα χαρακτήρα και ιδέες, έγινε σοσιαλιστής, απαρνήθηκε την κοσμική ζωή, και ζούσε σαν δεύτερος Τολστόι, αποτραβηγμένος στην εξοχή, όπου περνούσε
νο, αξούριστο, απεριποίητο, μέσα στο χωριάτικο εκείνο περιβάλλον, δε θα μάντευε ποτέ πως αυτός είταν ο ίδιος εκείνος ο Θεοτόκης που άλλοτε έκαμε το «νταντή» στο Παρίσι. Είχε ήδη αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή τις σοσιαλιστικές του θεωρίες, μοιράζοντας ένα μέρος από τα χτήματά του στους χωρικούς. Είταν παντρεμένος με μια πολύ καθώς πρέπει και συμπαθητική Αυστριακιά βαρώνισσα, αδελφή στρατηγού, από καλή οικογένεια της Βοημίας, τους φον Μάλλοβιτς. Η γυναίκα του, που τον είχε πάρει πολύ νέο, προτού γίνει σοσιαλιστής, δεν επιδοκίμαζε καθόλου τις σοσιαλιστικές θεωρίες και τον Τολστοϊανό τρόπο ζωής του συζύγου της. Πάντως η συντροφιά εκείνη είταν ό,τι πιο ευχάριστο μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ποτέ μου δεν είδα τον πατέρα μου νάχει τόσο κέφι, όπως σαν βρίσκουνταν ανάμεσα στην κερκυραϊκή εκείνη παρέα, όπου συναντούσε κανείς όλες τις αντιθέσεις των χαρακτήρων, πράμα που της έδινε κιόλας ποικιλία – τους βαθείς φιλοσοφικούς στοχασμούς του Ντίνου Θεοτόκη,
μα της κυρίας Ειρήνης Δενδρινού, της «ποιήτριας», όπως χαϊδευτικά την ονόμαζε ο πατέρας μου. Ο Θεοτόκης και ο Μαβίλης, με τα μαύρα τους σακάκια κι ημίψηλα, που ταιριάζανε περισσότερο με τα καφενεία της Μονμάρτ παρά με το ειδυλλιακό περιβάλλον της κερκυραϊκής εξοχής, σου θυμίζανε κάτι τύπους από τη «Vie de Bohême» του Murger. Οι φιλολογικές και γλωσσικές συζητήσεις δίνανε και πέρνανε και πολλές φορές βαστούσαν από το πρωί ίσαμε αργά τη νύχτα. Δε θάπρεπε να παραλείψω και μια άλλη συμπαθέστατη φυσιογνωμία, κείνη του πατέρα του Ντίνου, Κόντε Μάρκου Θεοτόκη. Ο Κόντε Μάρκος είχε τότε περασμένα τα εβδομήντα, είταν όμως ακόμα ακμαιό τατος και ομιλητικώτατος. Γνήσιος τύπος ευπατρίδη, το πρόσωπό του με την κατάλευκη γενειάδα σούφερνε στο νου κάτι πορτραίτα ευγενών Βενετσιάνων της εποχής του Τιτζιανού. Είχε απέραντες ιστορικές γνώσεις, ιδίως σ ’ ό,τι είχε σχέση με την
Κέρκυρας από τους Τούρκους στα 1716, και πολλά άλλα τέτοια ρωμαντικά περιστατικά των παλιών χρόνων. Πνεύμα λιγώτερο φιλοσοφικό από το γιο του, ο Κόντε Μάρκος είχε όλα τα χαρίσματα ενός μεσαιωνικού χρονικογράφου, που ξέρει να ζωγραφίζει με απροσποίητη αφέλεια πρόσωπα και πράματα ενός περιβάλλοντος που του είναι γνώριμο κι αγαπητό. Το καλοκαίρι του 1905, όντας ακόμα φοιτητής στο Όξφορδ, επεχείρησα μαζί μ ’ ένα παλιό μου συμμαθητή, το Ρόμπερτ Μπέιλυ, ένα ταξίδι στο Μαυροβούνι και στην Αλβανία. Η Αλβανία, αν και βρίσκεται στα πρόθυρα της Ευρώπης, είταν τότε, μετά το Κουρδιστάν και την Αραβία, η λιγώτερο γνωστή και η πιο απρόσιτη απ ’ όλες τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κανείς περιηγητής, κανένας δημοσιογράφος, δε θα τόβαζε ποτέ στο νου του να την επισκεφτεί. Μονάχα μερικοί προξενικοί υπάλληλοι, ιεραπόστολοι ή Γερμανοί γλωσσολόγοι, την
την καταστροφή της Χίου στα 1822. Δεν άργησε να πλουτίσει και να γίνει μια απ ’ τις πρώτες οικογένειες του Τριεστιού, τόσο που ο Αυτοκράτορας της Αυστρίας Φραγκίσκος Ιωσήφ της είχε απονείμει τίτλο ευγενείας. Οι Ράλληδες του Τριεστιού, αν και την Αυστρία τη θεωρούσαν σαν πατρίδα τους, δεν παύανε από του να διατηρούν ακόμα αγνά ελληνικά αισθήματα. Ο Βαρώνος Στέφανος Ράλλης είχε υπηρετήσει στον Αυστριακό στρατό κι έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Βοσνίας κι Ερζεγοβίνης στα 1878. Είταν από τους λεγομένους «Königliche und Kaiserliche», δηλαδή αφοσιωμένος ως το κόκκαλο στην Αυστροουγγρική Μοναρχία. Ο ανεψιός του «Μπέης» (Αμβρόσιος), γιος του Βαρώνου Παύλου Ράλλη, υπηρετούσε στο Αυστροουγγρικό Υπουργείο των Ναυτικών. Παραπλέοντας τη δαλματική ακτή, σταματήσαμε πρώτα στη Ραγούζα (το σημερινό Ντουμπρόβνικ), με τα θαυμάσια μεσαιωνικά της τείχη, από τα ωραιότερα της Ευρώπης. Χάρη σ ’ ένα συστατικό
μια αφόρητη ζέστη. Όταν φτάσαμε απάνου στην κορυφή του βουνού, είμαστε κατατσακισμένοι και τρομερά διψασμένοι. Ευτυχώς που είχαμε την τύχη να συναντήσουμε ανάμεσα σ ’ εκείνα τα κατσάβραχα ένα Μαυροβούνιο τσοπάνη που μας πρόσφερε δροσερώτατο φρέσκο γιαούρτι – θυμάμαι πως έφαγα τόσο λαίμαργα, που μ ’ έπιασε ένας τρομερός λόξυγγας που με τυράννησε κάμποσες ώρες. Η Κετίγνη, πρωτεύουσα του Μαυροβουνιού – το Μαυροβούνι είταν τότε ανεξάρτητη ηγεμονία– βρίσκεται μέσα σ ’ ένα οροπέδιο περιτριγυρισμένο από γυμνά βουνά. Είναι ένας ξερότοπος όλος πέτρες, χωρίς κανένα δέντρο και χωρίς την παραμικρή πρασινάδα. Αν και πρωτεύουσα κράτους, έμοιαζε σα μεγάλο χωριό (θάλεγες το Λιδωρίκι ή τον Κραβασαρά). Είχε ένα μοναδικό πλατύ δρόμο, όλο καφενεία, όπου οι αρειμάνιοι Μαυροβούνιοι, κάτι θαυμάσιοι άντρες ως εκεί απάνου, ντυμένοι τις λαμπρές χρυσοστόλιστές τους φορεσιές, παίζανε μπιλλιάρδο από το πρωί ίσαμε το βράδι. Μόνον οι γυναίκες δουλεύανε στα χωράφια. Ο Μαυροβουνιώτης
Το βασιλικό ανάκτορο της Κετίγνης είτανε ένα χαμηλό κονάκι με πολύ απλή εμφάνιση, που σε οποιοδήποτε άλλο μέρος ούτε θα τούδινε κανείς προσοχή. Πολύ πιο επιβλητικά ήσαν τα μέγαρα της Ρωσικής και της Αυστριακής Πρεσβείας και το ανάκτορο του Διαδόχου Πρίγκιπα Ντανίλο – κάτι κακόγουστες οικοδομές μοντέρνου βιεννέζικου ρυθμού «μπαρόκ». Αν εξαιρέσει κανείς τους Πρέσβεις της Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, που παίζανε πολιτικό ρόλο και συναγωνίζουνταν ποιος να αποχτήσει τη μεγαλύτερη επιρροή και τα περισσότερα προνόμια, τ ’ άλλα μέλη του διπλωματικού σώματος στην Κετίγνη υποφέρανε από τρομερή πλήξη. Ο φίλος μου Σπύρος Κωνσταντινίδης, που κάποτε είχε κάνει εκεί ένα διάστημα επιτετραμμένος της Ελλάδας, μου διηγούνταν πως η μόνη τους διασκέδαση είταν να παίζουν πόκερ μαζί με τον Ηγεμόνα, υπό τον όρο όμως να κερδίζει πάντα ο τελευταίος, γιατί δεν ντρεπότανε να κάνει ζαβολιές.
μπότες και την κόκκινη μαυροβουνιώτικη μπερέττα, τυλιγμένη γύρω γύρω με μαύρο «κρεπ» σ ’ ανάμνηση της μάχης του Κόσσοβο, όπου οι Σέρβοι είχαν νικηθεί από τους Τούρκους στα 1389 (οι Μαυροβούνιοι κατάγονται από Σέρβους πρόσφυγες που ζητήσανε καταφύγιο στα απρόσιτα αυτά βουνά μετά τη μεγάλη εκείνη καταστροφή). Ο Διάδοχος Ντανίλο τον περισσότερο καιρό τον περνούσε διασκεδάζοντας στην Ευρώπη. Πιο σοβαρός είταν ο αδελφός του Μίρκο, ένα ωραίο παληκάρι, που τον βλέπαμε συχνά να βγαίνει περίπατο καβάλα. Λέγανε πως ο γερο-Νικόλας φιλοδοξούσε γι ’ αυτόν τον ακόμα ανύπαρκτο θρόνο της Αλβανίας. Ο Πρίγκιπας Ντανίλο είναι εκείνος που ενέπνευσε στο γνωστό Αυστριακό συνθέτη Λέχαρ την υπόθεση της περίφημής του οπερέττας « Die Lustige Witwe » (Η Εύθυμη Χήρα). Όταν πρωτοπαίχτηκε το έργο στη Βιέννη και στο Λονδίνο, οι ηθοποιοί φορούσαν κοστούμια που
με φωνές και πιστολιές, και παρ ’ ολίγο να γκρεμίσουν το χτίριο ολάκερο. Καταλύσαμε στο δεύτερο ξενοδοχείο της Κετίγνης, ένα άθλιο ξενοδοχείο ύπνου τόνομα «Hotel Rheinwein», που το κρατούσε κάποιος γερμανοεβραίος με μια κόκκινη μύτη (ίσως αυτή να είχε σχέση με τον τίτλο του ξενοδοχείου του). Το πρώτο ξενοδοχείο της πόλης, το «Grand Hotel», πάνω στην κεντρική πλατεία, ανήκε στον πενθερό του Ηγεμόνα, Βούκοβιτς. Είταν ένας αρειμάνιος βοεβόδας, που καθότανε από το πρωί ίσαμε το βράδι σε μια καρέκλα μπροστά στην είσοδο, παίζοντας με το κομπολόι του. Από την Κετίγνη κάναμε μια εκδρομή στην κορφή του όρους Λόφτσεν, όπου υπάρχει ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στη μνήμη του ηγεμόνα Ντανίλο, προγόνου του Νικόλα. Ξεκινήσαμε βράδι, ώστε να φτάσουμε στην κορφή με την ανατολή του ηλίου και ν ’ απολάψουμε τη θέα. Είχαμε πάρει μαζί μας για οδηγό ένα γέρο Μαυροβούνιο, που, όπως αποδείχτηκε, δεν ήξερε καλά το δρόμο. Αφού περιπλανηθήκαμε αρκετή ώρα μέσα σ ’ ένα πυκνό δάσος από οξιές,
άρχισε να φέγγει, σκαρφαλώσαμε ως απάνου στην κορφή. Το θέαμα ήταν πραγματικά επιβλητικό. Κάτω, προς τη Δύση, ξαπλόνουνταν ο κόλπος του Κάτταρο, ενώ, προς Ανατολάς, φαινόνταν ολόκληρο το Μαυροβούνι. Μετρώντας με το μάτι τις ατέλειωτες κι άξενες εκείνες οροσειρές όπου, όπως λέει ένα παλιό μαυροβουνιώτικο παραμύθι, ο Θεός, αφού έφτιαξε τον κόσμο, έρριξε όση πέτρα τού περίσσεψε, καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά γιατί οι Τούρκοι δεν κατορθώσανε ποτέ να κυριέψουν το Μαυροβούνι. Ένα παλιό αμάξι, από κείνες τις σαραβαλωμένες ιταλικές «βικτώριες», που μ ’ αυτές άλλοτε γινότανε η συγκοινωνία σ ’ ολόκληρα τα Βαλκάνια, μας μετέφερε στην Ποδγορίτσα κι από κει στη Ριέκα, στην όχτη της λίμνης της Σκόδρας. Από κει ένα βαποράκι μάς πήγε στη Σκόδρα, στην αντίπερα τουρκική όχτη. Η Σκόδρα είταν τότε μια γοητευτική κωμόπολη του παλιού μουσουλμανικού ρυθμού,
φουστανέλλα, μα τη μακρυά αρβανίτικη που φοριέται σ ’ ορισμένα καντόνια της Γκεγκαριάς. Με τη βοήθεια του μοναδικού εκεί Έλληνα φαρμακοποιού, καταστρώσαμε το πρόγραμμα της περιοδείας μας. Αποφασίσαμε από τη Σκόδρα να κατεβούμε στο επίνειο του Άη-Γιάννη της Μέντουας, για να πάρουμε το βαπόρι ως το Δυρράχιο, κι από κει να τραβήξουμε για τα Τίρανα. Ο πράκτορας του Αυστριακού Λόυδ, Θεμιστοκλής Μπαμίχας, από το Δέλβινο, μας έδωσε ένα συστατικό γράμμα για τον Τέρκα, Έλληνα πρόκριτο στο Δυρράχιο. Τον καιρό εκείνο, τα ταξίδια στην Κεντρική Αλβανία, όπου υπόβοσκε τότε μια απ ’ εκείνες τις ατέλειωτες ανταρσίες των Αλβανικών φυλών κατά της Οθωμανικής διοικήσεως, ήσαν ακόμα πιο δύσκολα για τους ξένους παρά στην Ήπειρο. Για νάναι κανείς βέβαιος πως δε θα πάθαινε καμμιά ιστορία στο δρόμο, δεν αρκούσε απλώς νάχεις τη συνηθισμένη συνοδεία από «ζανταρμάδες» μα χρειάζουνταν επί
τσιφλίκι όπου ο Εσσάτ ζούσε τότε εξόριστος, για να του υποβάλουμε τα σέβη μας. Η αιτία της εξορίας του Εσσάτ, όπως την πληροφορήθηκα ύστερα, ήταν η ακόλουθη, που δείχνει καλά και το χαραχτήρα του ανθρώπου και τ ’ άγρια ήθη κι έθιμα της Αρβανιτιάς της εποχής εκείνης. Ο Εσσάτ είχε ένα νεώτερο αδελφό, Γκανή Μπέη, ένα ωραίο παληκάρι, που υπηρετούσε στη σωματοφυλακή του Σουλτάν Χαμήτ, στην Πόλη. Τρομερός κουτσαβάκης και μαχαιροβγάλτης, ο Γκανή είχε διαπράξει ένα σωρό φόνους μαζί με διάφορες άλλες αταξίες, τόσο που είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος της πρωτεύουσας. Ο Γκανή έτυχε νάναι τσακωμένος με τον Τζαβήτ Μπέη, γιο του Μεγάλου Βεζύρη Χαλίλ Ριφαάτ Πασά. Μια μέρα που ο Γκανή εκάθετο σ ’ ένα γαλακτοπωλείο της Μεγάλης Οδού του Πέραν, μπήκε κάποιος άγνωστος, έβγαλε ξαφνικά μαχαίρι, και το σκότωσε. Ο φόνος αποδόθηκε φυσικά στο Τζαβήτ Μπέη που είχε προηγούμενα με τον Γκανή. Ο Εσσάτ, που υπηρετούσε τότε ως διοικητής της χωροφυλακής
ντας να τιμωρήσει αυστηρότερα τον Εσσάτ, γιατί χάιδευε πολύ τους Αλβανούς, περιορίστηκε στο να το στείλει εξορία στο τσιφλίκι του κοντά στα Τίρανα. Αυτά συνέβηκαν κατά το 1903 ή 1904. Ο Εσσάτ μάς δέχτηκε με μεγάλη φιλοφροσύνη και μας εφοδίασε με συστατικό γράμμα προς όλους τους μουχτάρηδες (προέδρους κοινοτήτων) της περιφέρειας, δίνοντάς τους εντολή να μας περιποιηθούν. Χάρη σ ’ αυτό το συστατικό, δε σημειώθηκε το παραμικρό επεισόδιο σ ’ όλο το ταξίδι μας. Ύστερα από κάμποσα χρόνια – το 1917– ξανασυναντηθήκαμε με τον Εσσάτ στη Σαλονίκη, όπου ο στρατηγός Σαράιγ τον είχε εγκαταστήσει με πολλές τιμές και με μια πολυάριθμη σωματοφυλακή, έχοντας, ως φαίνεται, σκοπό να τον ανακηρύξει αργότερα αρχηγό του Αλβανικού Κράτους υπό την προστασία της Γαλλίας. Ο Εσσάτ, χάρη στη γενναία επιχορήγηση που του πλήρωνε η Γαλλική Κυβέρνηση, περνούσε ηγεμονικά, δίνοντας πολυτελέστατα γεύματα, για τα οποία χρησιμοποιούσε τα σερβίτσια και μαχαιροπήρουνα (όπως το μαρτυρούσε
Βαρώνος Μπορνεμίσσα. Ο Μπορνεμίσσα, Ούγγρος από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Τρανσυλβανίας, είχε μεγάλο κύρος σ ’ όλη την Κεντρική Αλβανία χάρη στο άφθονο χρήμα που σκόρπιζε γύρω του. Γνώριζε όλα όσα συμβαίνανε στην πολυτάραχη εκείνη επαρχία, κι είχε το δαχτυλάκι του σ ’ όλες τις μηχανορραφίες των Αλβανών μπέηδων. Εκφράζουνταν για τους τελευταίους με μεγάλη περιφρόνηση. Μας είπε πως στη Βόρειο Αλβανία, η Καθολική Εκκλησία προσπαθούσε να καταπολεμήσει το αρχαίο αλβανικό έθιμο της βεντέτας, δίχως όμως επιτυχία. Δυστυχώς, μια τοπική ανταρσία μάς μπόδισε να επισκεφτούμε την Κρόγια, πατρίδα του ήρωα της αλβανικής ανεξαρτησίας Σκεντέρμπεη, όπου σώζουνται ακόμα τα ερείπια του ιστορικού του κάστρου. Έτσι, ύστερα από μερικές εκδρομές στα περίχωρα των Τιράνων, αναγκαστήκαμε να επιστρέψουμε στο Δυρράχιο, για να προφτάσουμε εκεί το βαπόρι που θα μας πήγαινε πίσω στο Τριέστι. Πρωτού φύγουμε από το Δυρράχιο, ο Τέρκας μάς διηγήθηκε την εξής περίεργη
χώρα της Ανατολής. Κάποιος αγύρτης, θέλοντας να εκμεταλλευτεί τη ματαιοδοξία και συνάμα την αφέλεια του ανθρώπου, του είχε φυσήξει στ ’ αυτί, πως οι Αλβανοί γυρεύανε βασιλιά. Εκείνος, ελαφρός όπως είταν, το είχε πάρει στα σοβαρά και φαντάστηκε πως δεν είχε παρά να προσφέρει μερικά εκατομμύρια για να τον ανακηρύξουν οι Αλβανοί μπέηδες, των οποίων είταν γνωστή η φιλοχρηματία, διάδοχο του Σκεντέρμπεη. Μόλις έφτασε στο Δυρράχιο, ήλθε σε επαφή με μερικούς μπέηδες, που βλέποντας μια ευκαιρία να του φάνε κάμποσα χρυσά ναπολεόνια, τούκαναν διάφορες υποσχέσεις. Έγινε όμως σούσουρο, κι οι Τουρκικές αρχές υποψιάστηκαν πως κάτι τρέχει. Ο Λεμπωντύ, για να καλοπιάσει τους Αλβανούς, προσποιούνταν πως είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό, έκανε την ανοησία να φέρει μαζί του την ερωμένη του, μια Μουσουλμάνα από το Αντίβαρι του Μαυροβουνιού. Ο Καϊμακάμης τόμαθε, τη συνέλαβε, την υπέβαλε σε ανάκριση, κι από τις απαντήσεις της διαπίστωσε πως ο Λεμπωντύ δεν είχε εκπληρώσει όλες τις απαραίτητες διατυπώσεις που χρειάζουνται, κατά το Σεριάτ (τον Ιερό Νόμο), για να γίνει κανείς Μουσουλμάνος.
λήτικα σαράγια της Χαλιμάς, ο Λεμπωντύ βρέθηκε στα μπουντρούμια του Δυρραχίου, όπου βέβαια δε θα καλοπέρασε και τόσο. Τέλος, χάρη στις ενέργειες του Τέρκα, αφού ο τελευταίος μοίρασε μπαχτσίσια στον Καϊμακάμη και στους άλλους Τούρκους υπαλλήλους, ο Λεμπωντύ κατόρθωσε να βγει απ ’ τη φυλακή ύστερα από ταλαιπωρία αρκετών εβδομάδων. Εννοείται πως έφυγε άρον-άρον από το καταραμένο εκείνο μέρος, αφού υποσχέθηκε του Τέρκα πως θα τον αποζημίωνε για όλους τους κόπους και τα έξοδά του. Έκτοτε όμως είχε παρέλθει αρκετός καιρός, χωρίς ο Λεμπωντύ να δώσει σημεία ζωής. Ο Τέρκας, που είχε ξοδιάσει κάμποσα χρήματα γι ’ αυτή την υπόθεση, άρχισε κάπως ν ’ ανησυχεί μήπως χάσει τα λεφτά του. Με παρακάλεσε λοιπόν μ ’ αυτή την ευκαιρία που θα πήγαινα πίσω στην Αγγλία, να συναντήσω στο Λονδίνο κάποιο δικηγόρο, που του είχε αφήσει ο Λεμπωντύ τη διεύθυνσή του, και να το ρωτήσω τι απέγινε η υπόθεση. Μόλις έφτασα στο Λονδίνο, πήγα και βρήκα το δικηγόρο κι εκείνος ανέλαβε
λημμένα ταξίδια στην Ήπειρο, μαζί με τον πρώτο ξάδερφο του πατέρα μου Γιάννη Παρμενίδη. Ο Παρμενίδης πήγαινε συχνά για την υπόθεση του κληροδοτήματος Μιχαήλ Αναγνωστοπούλου στην Κόνιτσα, όπου οι εκτελεστές της διαθήκης του αειμνήστου Αναγνωστοπούλου είχαν αποφασίσει να ιδρύσουν πρότυπο γεωργικό σχολείο. Το ιστορικό του σχολείου τούτου, που σ ’ αυτό ο Παρμενίδης αφιέρωσε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, έχει ως εξής: Ο αείμνηστος Αναγνωστόπουλος είχε φύγει μικρό παιδί από την πατρίδα του, το Πάπιγγο του Ζαγοριού, για να σπουδάσει, πρώτα στα Γιάννενα κι ύστερα στην Αθήνα. Το 1867 πήγε στην Αμερική όπου, χάρη στην προστασία του μεγάλου φιλέλληνα Σάμουελ Χάου, διορίστηκε καθηγητής των αρχαίων ελληνικών στο παγκόσμιας φήμης «Ινστιτούτο Τυφλών Πέρκινς», στη Βοστώνη. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του ευεργέτη του, τον οποίο και διαδέχτηκε στη διεύθυνση του Ινστιτούτου. Τον καιρό εκείνο ο Παρμενίδης αντιπροσώπευε στην Αμερική
διαθήκης επιφορτίσανε τον Παρμενίδη που, στο μεταξύ, είχε αποτραβηχτεί στην Κέρκυρα, να ιδρύσει το σχολείο. Ο Παρμενίδης αφιερώθηκε έκτοτε ολόκληρος στο εθνικό αυτό έργο, που κατόρθωσε να το φέρει σε πέρας ύστερα από πολλούς κόπους. Είταν ένας πραγματικός ιδεολόγος, από τους ανθρώπους εκείνους που σπάνια τους συναντά κανείς στη σημερινή εποχή. Εργάστηκε χρόνια ολόκληρα χωρίς θόρυβο, χωρίς ρεκλάμα και χωρίς να δεχτεί την παραμικρή αμοιβή, για να πραγματοποιήσει την τελευταία θέληση του φίλου του. Το έργο που είχε αναλάβει είταν κάθε άλλο παρά εύκολο. Στην αρχή χρειάστηκε να γίνουν επίπονες διαπραγματεύσεις στην Πόλη με την Οθωμανική Κυβέρνηση. Επειδή το σχολείο είχε ξένη – αμερικανική– υπηκοότητα, έπρεπε να εκδοθεί φιρμάνι. Αφού τέλος βγήκε το φιρμάνι, το 1912, πέρασαν ύστερα αρκετά χρόνια ώσπου να χτιστεί το σχολείο. Ο Παρμενίδης, στα συχνά του ταξίδια στην Κόνιτσα, συνοδεύουνταν πάντα από την αφοσιωμένη Αγγλίδα σύζυγό

πιάσουνε κάποτε οι ληστές. Όμως δεν του πέρασε ποτέ από το νου να διακόψει ή καν να περιορίσει τα ταξίδια του. Ελάμβανε φυσικά τα μέτρα του. Έτσι λ.χ. συνήθιζε ποτέ να μην προαναγγέλλει την ημέρα και την ώρα της αναχώρησής του, για να μη δώσει καιρό στους πράχτορες των ληστών να συνεννοηθούν και να καταστρώσουν τα σχέδια τους. Έφερε πάντα μαζί του ένα μεγάλο ρεβόλβερ «Κολτ» και το είχε πάρει απόφαση, άνποτε του συνέβαινε να πέσει σε ενέδρα, να προβάλει αντίσταση και να μην παραδοθεί. Κάποτε που ένας από τους περίφημους Ρεντζαίους έτυχε να επισκεφτεί την Κόνιτσα (απουσίαζε τότε ο Παρμενίδης), κάποιος ρώτησε το λήσταρχο αν του είχε περάσει ποτέ από το κεφάλι η ιδέα να πιάσει τον Παρμενίδη. Εκείνος απάντησε πως όχι, και αυτό από σεβασμό προς το πρόσωπο του Παρμενίδη κι από εκτίμηση προς το εθνικό του έργο. Τούτο, αν είν ’ αλήθεια, δείχνει πως ακόμα και οι Ρεντζαίοι είχανε, σαν τους παλιούς κλέφτες, κάποιο φιλότιμο απάνω τους. Ο Παρμενίδης, αν
μεγάλες υπηρεσίες εργαζόμενος μέρα νύχτα για να οργανώσει τα φτωχικά οικονομικά των επαναστατών. Το 1919, τον καιρό που συζητιούνταν το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, συνόδεψε τον Αλέξανδρο Καραπάνο στο Παρίσι, όπου κατόρθωσε να κερδίσει τη συμπάθεια του Άγγλου υφυπουργού των Εξωτερικών Σερ Έυρ Κρω και να τον προσηλυτίσει όσον αφορά τα ελληνικά δίκαια. Κατά τα χρόνια 1918 1935, πήγαινα συχνά στην Κέρκυρα να περάσω μερικές βδομάδες στο «Λημέρι», όπως ονομάζουνταν τ ’ όμορφο ελαιόχτημα, που είχε αγοράσει ο Παρμενίδης, μεταξύ Μπενίτσα και Άη-Γιάννη. Ο Παρμενίδης είχε γνήσια αγροτική ψυχή, πράμα σπάνιο σε Έλληνα της αστικής τάξης. Όταν τον έβλεπες να διασχίζει με γοργό βήμα (είταν πάντα βιαστικός) τη «Σπιανάδα», με το κάπως κακοφτιαγμένο του γκρίζο σακάκι και τη φαρδιά γκρίζα ρεπούμπλικα τύπου «σομπρέρο», θάλεγες κανένας «φάρμερ» από το Middle West των Ηνωμένων Πολιτειών. Αγαπούσε με πάθος το μικρό του χτήμα, που είταν δημιούργημά
τους εργάτες και κάνοντας ο ίδιος ένα σωρό δουλιές που δεν ήθελε να τις εμπιστευτεί σ ’ άλλον. Κατά τις έντεκα διέκοπτε την εργασία, και τότε, καθισμένοι στην ταράτσα με τη μαγευτική θέα μπροστά μας, παίρναμε μαζί τη «μαρέντα» – κατά το κερκυραϊκό έθιμο. Ο Παρμενίδης είταν πολύ φίλος με το Τζων Θεοτόκη. Ο τελευταίος ερχόντανε κάπου κάπου στο « Λημέρι» για επίσκεψη, κι από κει γνωριστήκαμε. Από τη γνωριμιά εκείνη αναπτύχθηκε μια αμοιβαία εκτίμηση και φιλία, αν και τότε ανήκαμε σε αντίθετα πολιτικά στρατόπεδα. Ο Τζων Θεοτόκης είχε το σπάνιο για Έλληνα πολιτικό προσόν να καταλαβαίνει από γεωργία. Είχε σπουδάσει γεωπόνος στην Αυστρία, κι αν τα τραγικά γεγονότα του 1922, με το θάνατο του αδελφού του, δεν είχαν μεσολαβήσει για να τον σπρώξουν στην πολιτική, θα είχε αφοσιωθεί ολότελα στην αγροτική ζωή. Οι περισσότεροι πολιτικοί στον τόπο μας, μια και βρεθούν έξω από την εξουσία, πλήττουν. Μα ο
τουφέκι, γιατί είναι μανιώδης κυνηγός. Σε τούτο μοιάζει με τους πολιτικούς άντρες της Αγγλίας που, άμα δε βρίσκονται στην εξουσία, τραβιούνται στην εξοχή στα χτήματά τους, όπου επιδίδονται στην καλλιέργεια, στο κυνήγι και στα άλλα σπορ του υπαίθρου, χωρίς να τους νοιάζει και πολύ-πολύ αν θα ξαναγυρίσουν ποτέ στα πράματα. Γι ’ αυτούς η πολιτική είναι μια δημοσία «λειτουργία» (με την έννοια που αποδίδανε στη λέξη οι αρχαίοι Αθηναίοι), που τους την επιβάλλει ως καθήκον μια οικογενειακή παράδοση, δεν αποτελεί όμως και το άπαντο της ζωής. Ο Γιάννης Παρμενίδης είταν ένας από τους τρεις ανθρώπους – οι άλλοι δυο ήσαν ο Ανδρεάδης και ο Ίων Δραγούμης– που μ ’ επηρέασαν στο να πάρω την απόφαση να έλθω να εγκατασταθώ στην Ελλάδα. Ο Παρμενίδης άλλοτε είταν πολύ συνδεδεμένος με τον πατέρα μου – ήσαν πρώτα ξαδέρφια και ο πατέρας μου τον είχε προσηλυτίσει στο δημοτικισμό– αργότερα όμως μαλώσανε, δε θυμάμαι καλά από ποια αφορμή, και διακόψανε τις σχέσεις, πρά-
Κεφάλαιο Έβδομο
Α ίγυπτος (1907 - 1913)
Τα έξι χρόνια (1907 1913) που πέρασα στην Αίγυπτο, στην κυβερνητική υπηρεσία, ήσαν από τα πιο ευτυχισμένα της ζωής μου. Οι εκεί δημόσιες υπηρεσίες, όπως τις είχαν οργανώσει οι Άγγλοι επί Λόρδου Κρόμερ, ήσαν ένα λαμπρό σχολείο για όποιον ήθελε να μάθει την τέχνη τού διοικείν και το πώς πρέπει να συμπεριφέρουνται οι υπάλληλοι προς τους πολίτες. Ποιος άλλος λαός θα είχε κατορθώσει να κυβερνήσει με τόσην επιτυχία μια ξένη χώρα που διατελούσε υπό καθεστώς τόσον ιδιότυπο, όπως το της Αιγύπτου κατά τα χρόνια της βρεταννικής κατοχής (1882-1927); Το καθεστώς αυτό, αν το εξετάσουμε από την άποψη
Πράκτορα και Γενικού Προξένου», και τούτο διότι η Αίγυπτος εξακολουθούσε, και μετά το 1882, να παραμένει νομικώς μια Οθωμανική επαρχία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Ο αντιπρόσωπος της Μεγάλης Βρεταννίας στηρίζουνταν, βέβαια, πάνω στις λόγχες του βρεταννικού στρατού κατοχής, διοικούσε όμως όχι απ ’ ευθείας μα κατά τρόπο έμμεσο, χρησιμοποιώντας ως εκτελεστικά όργανα τις τοπικές αρχές – δηλ. το Χεδίβη και τους υπουργούς του. Γι ’ αυτό οι Αιγύπτιοι εθνικιστές αποκαλούσαν περιφρονητικά τους υπουργούς «μπασματζήδες», γιατί πατούσανε απλώς τη βούλα τους (μπασμά) από κάτω από τα έγγραφα που τους παρουσιάζανε προς υπογραφή οι Βρεταννοί τους σύμβουλοι. Αλλά και στο διορισμό Βρεταννών υπαλλήλων στις διάφορες υπηρεσίες, ο Κρόμερ, όπως και οι διάδοχοί του, φάνηκε πάντα πολύ φειδωλός. Αν εξαιρέσει κανείς το Υπουργείο των Δημοσίων Έργων και τους Σιδηροδρόμους όπου, ελλείψει εμπείρων Αιγυπτίων μηχανικών, το βρεταννικό τεχνικό προσωπικό είταν πολυάριθμο,
είναι πολύ περισσότερο
από τον εθνικισμό, αποφεύγανε επιμελώς ν ’ ανακατεύουνται
καθαρώς μουσουλμανικά
όπως λ.χ. το Υπουργείο του Εβκαφίου (δηλ. των μουσουλμανικών ευαγών ιδρυμάτων), τα μουσουλμανικά ιεροδικαστήρια και το ισλαμικό Πανεπιστήμιο του
Η φρόνιμη αυτή πολιτική αφαιρούσε από τους εθνικιστές κάθε σοβαρό επιχείρημα που θα τους επέτρεπε να εξάψουν το φανατισμό του μουσουλμανικού όχλου. Η θέση της Αγγλίας στην Αίγυπτο καταντούσε εξαιρετικά λεπτή εξ αιτίας των Διομολογήσεων (Capitulations) διά των οποίων η Πύλη είχε χορηγήσει δικαιώματα ετεροδικίας κι ορισμένες ατέλειες στους ξένους υπηκόους. Όλες οι ξένες Δυνάμεις είχαν τα ίδια προνόμια – δικαστικά, αστυνομικά και οικονομικά– όπως η Μεγάλη Βρεταννία. Εκτός τούτου, ο αντιπρόσωπος της Μεγάλης Βρεταννίας έπρεπε πάντα να προσέχει πολύ ώστε να μη προσκρούσει πουθενά στη γαλλική ευθιξία. Η Γαλλία ναι μεν, μετά την υπογραφή της Γαλλοβρεταννικής Συμφωνίας
σάρων γενεών Γάλλων στρατιωτικών, επιστημόνων, αρχαιολόγων και μηχανικών – του Βοναπάρτη, του Κολονέλ Σεβ (Σουλεϋμάν Πασά ελ-Φαρανσάουι), του Σαμπολιόν, του Μαριέτ, του Λεσσέψ, του Λινάν ντε Μπελφόν, του Μασπερώ και πολλών άλλων που, καθ ’ όλο το δέκατο έννατο αιώνα, προσφέρανε τα φώτα τους στη χώρα των Χεδίβηδων. Τόσο μεγάλη είταν η επιθυμία της Βρεταννικής Κυβερνήσεως ν ’ αποφύγει κάθε είδους προστριβή που θα μπορούσε να διαταράξει τις ακόμα ευαίσθητες σχέσεις των δυο Δυνάμεων, ώστε ο Λόρδος Κρόμερ έφτανε ενίοτε στο σημείο ν ’ αδικήσει και Βρεταννούς υπαλλήλους. Σχετικά θυμάμαι το εξής επεισόδιο που είχε συμβεί στις Πυραμίδες λίγους μήνες προτού φτάσω στην Αίγυπτο. Μερικοί Γάλλοι περιηγητές, που είχαν πάει να επισκεφτούν ένα από τους τάφους των Φαραώ στη Σακάρα, κοντά στο Κάιρο, κάνανε διάφορες ασκημιές και προξένησαν ζημίες στ ’ ανάγλυφα. Ο εκεί έφορος των αρχαιοτήτων, ένας Άγγλος, μόλις έλαβε γνώση του πράγματος, διέταξε τους Αιγυπτίους φύλακες να τους πετάξουν όξω. Οι περιηγητές, μένεα πνέοντες, έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν στο διπλωματικό
Για όλους αυτούς τους λόγους, που σχετίζουνταν με την τόσο λεπτή θέση της Αγγλίας στην Αίγυπτο, οι Βρεταννοί υπάλληλοι είχαν εντολή να συμπεριφέρουνται με μεγάλο τακτ τόσο προς τους Αιγυπτίους συναδέλφους τους όσο και προς τους ξένους υπηκόους, και γενικά ν ’ αποφεύγουν κάθε είδους ενέργεια που θα μπορούσε να θίξει τα συμφέροντα των ξένων Δυνάμεων και να προκαλέσει διαμαρτυρίες των εκεί διπλωματικών αντιπροσώπων. Ήδη επί Κρόμερ ο Αιγυπτιακός εθνικισμός, υπό την αρχηγία του Μουστάφα Κάμελ, ενός νεαρού δικηγόρου σπουδασμένου στη Γαλλία, είχε αρχίσει να σηκώνει κεφάλι. Οι εθνικιστές προσπαθούσαν μ ’ όλα τα μέσα, θεμιτά κι αθέμιτα, να εξεγείρουν το μίσος των ιθαγενών εναντίον των Άγγλων. Προσφάτως είχε συμβεί το λυπηρό επεισόδιο του Ντενσαουάι, όπου χωρικοί, ποτισμένοι με τα αντιβρεταννικά κηρύγματα των εθνικιστών, εσκότωσαν μερικούς Άγγλους αξιωματικούς που είχαν πάει για κυνήγι στο Δέλτα του Νείλου. Μολονότι ο Κρόμερ βρέθηκε τότε
Ο διοικητικός υπάλληλος που υπηρετεί σε μια ξένη χώρα είναι απαραίτητο να μπορεί να συνεννοείται με τους κατοίκους στη γλώσσα τους. Είναι ο μόνος τρόπος ώστε ο υπάλληλος να μη εξαρτάται από διερμηνείς και μεσάζοντες, που προσπαθούν πάντα να εκμεταλλευθούν τη θέση τους. Οι Βρεταννοί υπάλληλοι στην Αίγυπτο ήσαν υποχρεωμένοι να μαθαίνουν αραβικά, και τούτο λαμβάνουνταν σοβαρά υπ ’ όψει για την προαγωγή. Το ίδιο σύστημα ίσχυε και στις Ινδίες, όπου επίσης είταν υποχρεωτικό για τους Βρεταννούς υπαλλήλους να ξέρουν τουλάχιστο μια από τις εγχώριες γλώσσες. Η άμεση γλωσσική επικοινωνία μεταξύ διοικούντων και διοικουμένων είναι ζήτημα ουσιώδες, που δυστυχώς το παραμελήσαμε όταν, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13, εγκαταστάθηκε η ελληνική διοίκηση στις Νέες Χώρες. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ακόμα στη Μακεδονία ολόκληρες περιοχές, όπως η Δράμα, η Καβάλλα, ο Λαγκαδάς, η Καρατζόβα και το Σαρή Σαμπάν όπου τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού
που δεν είχε γίνει καμμιά σοβαρή
μέρους
διαφόρων Κυβερνήσεων
της αραβικής γλώσσας είναι πολύ δύσκολη και ο Ευρωπαίος χρειάζεται πολλών ετών εξάσκηση για να κατορθώσει να γίνει κάπως αντιληπτός. Το αραβικό αλφάβητο περιλαμβάνει δύο ειδών τ, δύο δ, τρία σ, δύο ζ, δύο κ και τρία χ, που όλα προφέρονται κατά τρόπο διαφορετικό. Επίσης τα διπλά σύμφωνα προφέρονται εμφατικά, όπως στα ιταλικά. Τέλος, υπάρχει ένας ιδιότυπος φθόγγος – το άιν– ένα είδος γαργαρισμού βαθιά κάτω στο λαρύγγι, που για τους Ευρωπαίους παρουσιάζει
κάθε μέρα μάθημα διαβάζοντας το Κοράνι. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για ν ’ αποχτήσει κανείς την ορθή αραβική προφορά. Στην Αίγυπτο, όπως και σ ’ όλες τις χώρες όπου μιλιέται η αραβική, υπάρχει διγλωσσία. Η καθομιλουμένη αιγυπτιακή διαφέρει αρκετά, από απόψεως λεχτικού, γραμματικής και προφοράς, από την κλασσική γλώσσα του Κορανιού. Επίσημη γλώσσα είναι η καθαρεύουσα, που τη μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολειό. Σ’ αυτή γράφουνται οι εφημερίδες και τα βιβλία. Η καθομιλουμένη δε γράφεται καθόλου. Ακόμα και στα δικαστήρια οι καταθέσεις των μαρτύρων μετατρέπονται υπό του γραμματέα από τη δημοτική στην καθαρεύουσα. Έτσι λ.χ., όταν ο μάρτυρας λέει «Ο Χασάν άρπαξε το μαχαίρι και τόνε σκότωσε», ο γραμματέας σημειώνει: «Ἥρπασε μάχαιραν καὶ ἐφόνευσεν αὐτόν». Δεν υπήρχε τον καιρό εκείνο (δεν γνωρίζω αν έκτοτε άλλαξαν τα πράματα) φιλολογία στη δημοτική.
πιστημίου. Ακόμα και τα δελτία ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού του Καΐρου εκπέμπονται στην καθαρεύουσα. Για έναν Ευρωπαίο το πιο ενδιαφέρον φιλολογικό έργο στην αραβική γλώσσα είναι η περίφημη « Χαλιμά» ή « Αλφ λέιλα ουά λέιλα (Χίλιες και μία Νύχτες). Η τόσο διασκεδαστική αυτή συλλογή μυθιστορημάτων είναι έργο, όπως λέγουν οι ειδικοί, του δέκατου τέταρτου αιώνα, και παρουσιάζει μια γραφική εικόνα της ζωής και των ηθών και εθίμων της εποχής εκείνης στις διάφορες μουσουλμανικές χώρες – Αίγυπτο, Συρία, Ιράκ, Περσία κτλ. Η « Χαλιμά» είναι γραμμένη σε μια απλή γλώσσα που πλησιάζει προς την καθομιλουμένη. Γι ’ αυτό το λόγο οι λόγιοι Αιγύπτιοι την περιφρονούν. Θυμάμαι με πόση περιφρόνηση ο καθηγητής μας στην Οξφόρδη, ο Σέιχ Γαμράουι, εκφράζουνταν για τη « Χαλιμά» που είχε περιληφθεί στο πρόγραμμα της διδακτέας
τισμό των χωρών του Ισλάμ. Το Κάιρο είναι ο ιδανικός τόπος για μια τέτοια μελέτη. Εκεί υπάρχουνε δυο πόλεις, η μια δίπλα στην άλλη – η μεσαιωνική με τα στενά σοκάκια, τ ’ αναρίθμητα τζαμιά, τα παλιά μέγαρα, τις βρύσες στις γωνιές των δρόμων και τα γραφικά «σουκ» των χαλκωματάδων, των τσαντηροποιών, των μυροποιών κλπ., και η νεώτερη πόλη, αρχίζοντας με τη συνοικία της Ισμαηλίας, που χτίστηκε κατά το δεύτερο ήμισυ του δέκατου έννατου αιώνα επί Χεδίβη Ισμαήλ, του οποίου φέρει το όνομα. Η παλιά πόλη δεν κράτησε απλώς, σαν μερικές πόλεις της Ευρώπης, το μεσαιωνικό της ρυθμό. Η ζωή της είναι ακόμα μεσαιωνική και διαφέρει πολύ λίγο απ ’ ό,τι μας την περιγράφει η Χαλιμά. Τα ίδια μαγαζάκια, τα ίδια επαγγέλματα, οι ίδιες χειροτεχνίες, η ίδια διαπεραστική μυρουδιά σαφρανιού και μπαχαρικών, οι ίδιες παλιές μουσουλμανικές φορεσιές με το σαρίκι, τα ριγωτά μεταξωτά καφτάνια και τις κόκκινες ή κίτρινες παντούφλες, τα ίδια πανάρχαια
στάν, Γιάβα– καθισμένοι πάνω σε ψάθες στον ίσκιο των στοών, μαθαίνουν ν ’ απαγγέλνουν το Κοράνι ή ακούουν τις σοφές ερμηνείες των ουλεμάδων. Πέντε φορές την ημέρα οι φωνές των μουεζίνηδων αντηχούν αρμονικά από τους μιναρέδες, καλώντας τους πιστούς στην προσευχή, και τότε βλέπεις το πλήθος – εμπόρους, τεχνίτες, αραμπατζήδες, χαμάληδες– να σπεύδει προς την είσοδο των τζαμιών για να προσκυνήσει. Ντερβίσηδες, ανήκοντας σ ’ όλες τις μουσουλμανικές αιρέσεις – Μεβλεβήδες, Μπεκτασήδες, Νακσαμπαντήδες, Ρουφαήδες– έχουν τους «τεκκέδες» τους και τις «χάνκες» τους, όπου τελούν τις ιδιαίτερές τους μυσταγωγίες και διατηρούν τις παραδόσεις του μεσαιωνικού « Σουφισμού». Πλήθος επαίτες, τυφλοί, μονόφθαλμοι, κουλοί – όλες οι πληγές της Αιγύπτου– επικαλούνται την ευσπλαχνία του διαβάτη με ρητά από το Κοράνι. Τη νύχτα, στα μικρά καφενεδάκια όπου μαζεύου-
όλων των τζαμιών είναι φωτισμένα με λαμπιόνια, και μέσα στις αυλές των σπιτιών οι ευσεβείς Μουσουλμάνοι, καθισμένοι πάνω στους «μασταμπάδες» (ξύλινους καναπέδες), αφοκριούνναι ευλαβικά τους τυφλούς «χαφούζηδες», που απαγγέλνουν με στόμφο το Κοράνι. Με τραβούσε όλος αυτός ο περίεργος και γεμάτος μυστήριο ισλαμικός κόσμος. Σηκωνόμουνα τα ξημερώματα και γύριζα πεζός μέσα στ ’ ακόμα έρημα σοκάκια των παλιών συνοικιών, ρίχνοντας μια ματιά μέσα στις αυλές και στο εσωτερικό των τζαμιών, ή άλλοτε πάλι, καβάλλα πάνω στ ’ άλογό μου, τραβούσα πιο μακρυά στ ’ απέραντα και τόσο γραφικά νεκροταφεία, που ζώνουν από δυο μεριές την παλιά πόλη, εκεί που σώζουνται τα λαμπρά μαυσωλεία των σουλτάνων και μεγιστάνων της μεσαιωνικής εποχής. Έμπαινα μέσα στα ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα μέγαρα, όπου βλέπει κανείς ακόμα τα ίχνη της μουσουλμανικής χλιδής του παρελθόντος – τις σάλες με τα χρωματιστά μωσαϊκά και τα μαρμαρένια σιντριβάνια,1 τα θαυμάσια σκαλιστά ταβάνια, στολισμένα με πολύχρωμα
αδιάκριτα
διαβατών.
οι Άραβες
κι όπως
λευκώματα
Επιστημονικής Αποστολής, που
συνοδέψει το Βοναπάρτη στην Αίγυπτο στα 1798. Μ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα η φυσιογνωμία του Μεχμέτ Αλή, του ιδρυτή της βασιλικής δυναστείας της Αιγύπτου. Ο πονηρός αυτός Αρβανίτης, παρ ’ όλο το ρόλο που έπαιξε στην καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης, φάνηκε πάντα προστάτης και φίλος των Ελλήνων που ζούσαν στην Αίγυπτο. Μου δόθηκε η ευκαιρία να μελετήσω μια πολύ σημαντική συλλογή τουρκικών εγγράφων που περιλαμβάνει την επίσημη αλληλογραφία
χαρρέμ Μπέη, στρατιωτικό διοικητή Κρήτης, και το γιο του Ισμαήλ, Γενικό Διοικητή του Σουδάν. Από τα πιο ενδιαφέροντα είναι το έγγραφο διά του οποίου ο Μεχμέτ Αλή αναγγέλνει στο Σουλτάν Μαχμούτ τη σφαγή των Μαμλούκων – των « Κιευλεμένηδων» (σκλάβων), όπως τους ονομάζει– που έγινε την 1η Μαρτίου 1811. Ο Μεχμέτ Αλή, θέλοντας ν ’ απαλλαγεί από τις ακατάπαυστες στάσεις που δημιουργούσαν οι ατίθασοι Κιρκάσιοι και Γεωργιανοί μπέηδες, τους προσκάλεσε όλους μαζί σε γεύμα μέσα στο φρούριο του Καΐρου. Μετά το τέλος του γεύματος, την ώρα που κατεβαίνανε έφιπποι το στενό κατηφορικό δρόμο που οδηγεί προς την έξοδο του φρουρίου, τους επετέθηκε η αλβανική φρουρά και τους εξόντωσε. Μονάχα ένας, κάποιος Αλή Μπέης, κατόρθωσε να γλυτώσει (η παράδοση λέει πως πήδησε με το άλογό του από τις επάλξεις και κατέφυγε στη Νουβία). Ο Μεχμέτ Αλή διηγιέται με
το γιο του Ισμαήλ, που τα είχε κάνει θάλασσα στο Σουδάν. Θάταν ευχής έργο αν βρισκότανε κάποιος Έλλην τουρκομαθής για να μελετήσει αυτό το σπουδαίο αρχείο και να μεταφράσει όσα έγγραφα παρουσιάζουν ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Όπως ανέφερα, υπάρχουν στο Κάιρο πολυάριθμοι τεκκέδες (μοναστήρια) των διαφόρων ντερβισικών Ταγμάτων. Ένας Τουρκοαιγύπτιος, του οποίου ο προπάππος είχε καταφύγει στην Αίγυπτο από το Μοριά κατά το ’21, μου χρησίμεψε ως οδηγός. Οι ντερβίσηδες – ως επί το πλείστον Τούρκοι, Πέρσες κι Αλβανοί– θεωρούνται από τους ουλεμάδες ως αιρετικοί. Μπόρεσα να παρακολουθήσω τη μυσταγωγία των Μεβλεβήδων, τη γνωστή υπό το όνομα «σεμαέτ». Οι ντερβίσηδες, ντυμένοι άσπρα και φορώντας ψηλά καβούκια χρώματος καφέ, στριφογυρίζουν, χορεύοντας ένα περίεργο ρυθμικό χορό, που συνοδεύεται από τους ήχους του «νάι», της γλυκόφωνης
Αργυρόκαστρο και μιλούσε ελληνικά. Κάναμε συχνά μαζί παρέα πίνοντας καφέ σ ’ ένα μικρό κιόσκι απ ’ όπου βλέπει κανείς, ξαπλωμένο μπροστά του, το απέραντο πανόραμα του Καΐρου, με το Νείλο και τις Πυραμίδες στο βάθος. Ανέλαβα υπηρεσία στο Υπουργείο των Οικονομικών στο Κάιρο τον Ιούνιο του 1907. Υφυπουργός είταν τότε ο Λόρδος Εδουάρδος Σέσιλ, γιος του άλλοτε πρωθυπουργού Λόρδου Σώλσμπουρυ. Ο Σέσιλ είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός στους διαφόρους αποικιακούς πολέμους στο Σουδάν και στη Νότιο Αφρική. Τύπος Άγγλου ευπατρίδη, κάπως ακατάστατος στο ντύσιμο, σαν όλα τα μέλη της οικογένειας Σέσιλ, ξανθός, ψηλός το ανάστημα, επισκίαζε όλους τους άλλους επισήμους, όταν, στη γιορτή του Μάχμαλ, στέκουνταν επάνω στην εξέδρα με τη χρυσοκέντητη κυανή στολή του στρατηγού του Αιγυπτιακού στρατού και το ψηλό αιγυπτιακό φέσι. Πολύ ευπροσήγορος και χωρίς την παραμικρή αλαζονεία, μου πρόσφερε αμέσως κάθισμα και τσιγάρο σαν πήγα και παρουσιάστηκα για πρώτη
στικό, σύστημα αρτιώτατο κι απλούστατο, οργανώθηκε από το Φιτζ- Τζέραλδ, ανώτερο υπάλληλο της διοικήσεως των Ινδιών, που τον είχε μετακαλέσει ο Λόρδος Κρόμερ κατά τα πρώτα χρόνια της βρεταννικής κατοχής, για ν ’ αναδιοργανώσει τις λογιστικές υπηρεσίες. Προτού καταλάβουν οι Άγγλοι την Αίγυπτο, όλες τις οικονομικές υπηρεσίες – εφορείες, ταμεία και λογιστήρια– τις διευθύνανε Κόπτες (Αιγύπτιοι Χριστιανοί το θρήσκευμα), που είχαν μεγάλη ειδικότητα σ ’ αυτόν τον κλάδο. Είχαν όμως ένα λογιστικό σύστημα πανάρχαιο και τόσο περίπλοκο, ώστε καταντούσε για τους μη μυημένους πραγματικός γρίφος. Ο Φιτζ- Τζέραλδ τάκανε όλα « tabula rasa » κι εισήγαγε ένα απλοποιημένο διπλογραφικό σύστημα. Οι Κόπτες χάσανε το μονοπώλιό τους, και μπήκαν τότε στις οικονομικές υπηρεσίες πολλά νέα στοιχεία, ιδίως Σύροι από το Λίβανο – οι λεγόμενοι Σαμλήδες– που ήσαν πιο μορφωμένοι από τους Κόπτες. Γενικός Διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου τον καιρό μου είταν Σύρος, ο Αντίμπ Πασάς. Μ’ όλους
ένα είδος αριστοκρατίας. Συγκρινόμενοι προς τους άλλους Αιγυπτίους, έχουν περισσότερο διοικητικό και γι ’ αυτό κατείχαν άλλοτε τις ανώτερες θέσεις στο στρατό και στη διοίκηση. Περιφρονούσαν το ντόπιο στοιχείο και συνήθιζαν να παντρεύουνται με μη Αιγυπτίες – ιδίως Τούρκισσες και Κιρκάσσιες–θέλοντας να διατηρήσουν το λευκό τους χρώμα. Οι Σύροι, Καθολικοί οι περισσότεροι, ήσαν σπουδασμένοι στα σχολεία των Φρέρηδων κι είχαν μόρφωση γαλλική. Ως μη Αιγύπτιοι, βλέπανε με κάποια ανησυχία να φουντώνει ο Αιγυπτιακός εθνικισμός και συμπαθούσαν προς τη βρεταννική διοίκηση. Ένας Σύρος, ο Δρ Νιμρ, έμπιστος του Λόρδου Κρόμερ, διηύθυνε μια από τις κυριώτερες εφημερίδες του Καΐρου, την «Αλ-Μουκάτταμ», που απηχούσε τις γνώμες της Βρεταννικής Αρμοστείας. Κοινωνικές σχέσεις σχεδόν δεν είχαμε καθόλου με τους Αιγυπτίους συναδέλφους μας, γιατί αυτοί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δε συνηθίζανε να δέχουνται σπίτι τους Ευρωπαίους. Κατοικούσα στο Κασρ-ελ-Ντουμπάρα,
νών, και δεν υπήρχε γωνιά της Αιγύπτου που να μην την είχε επισκεφτεί. Μανιώδης κυνηγός, σαν τους περισσότερους Άγγλους, είχε και καλλιτεχνικά γούστα, μάζευε χαλιά κι άλλα παλιά αντικείμενα, και ζωγράφιζε ακουαρέλλες. Ο Στορρς είταν άνθρωπος με σπάνια μόρφωση και λάτρης της αρχαίας Ελλάδας. Το είχε καύχημα πως μια φορά το χρόνο ξαναδιάβαζε ολόκληρη την Οδύσσεια. Είχε πάρει ως υπόδειγμα ένα θείο του, το Χάρρυ Καστ, μέλος της εκλεχτής εκείνης ομάδας των λεγομένων «Ψυχών» (Souls) στην οποία ανήκαν μερικά από τα πνευματωδέστερα στοιχεία της αγγλικής κοινωνίας της τελευταίας εικοσιπενταετίας του δέκατου έννατου αιώνα. Ωραίος, κομψός, μορφωμένος, με γούστα ραφιναρισμένα, ο Καστ είχε και πολιτικές φιλοδοξίες. Για κάμποσα χρόνια έβγαινε βουλευτής και συνάμα διηύθυνε τη γνωστή επιθεώρηση «Pall Mall Gazette». Ύστερα όμως από μερικά χρόνια τραβήχτηκε από την πολιτική, την οποία είχε βαρεθεί, όντας μάλλον ντιλετάντης. Τον γνώρισα, το χειμώνα του 1911, στο Κάιρο, όπου
προσλήφθηκε στη Βρεταννική Αρμοστεία όπου, τον καιρό των Σερ Έλντον Γκορστ και Λόρδου Κίτσενερ, κατείχε την εμπιστευτική θέση του γραμματέα επί των υποθέσεων των ιθαγενών. Ο Στορρς εσχημάτισε μια ωραία συλλογή από αντικείμενα της αρχαίας αιγυπτιακής, ελληνικής και μουσουλμανικής τέχνης (η συλλογή αυτή δυστυχώς καταστράφηκε κατά την πυρπόληση του κυβερνητικού μεγάρου στη Λευκωσία στις ταραχές της Κύπρου το 1931). Χάρη στην ειδικότητά του αυτή, ο Λόρδος Κίτσενερ, κι αυτός μανιώδης συλλέκτης, τον χρησιμοποιούσε για να του παζαρεύει χαλιά και άλλα αντικείμενα στα παλαιοπωλεία. Πηγαίναμε μαζί με τον Στορρς δυο-τρεις φορές την εβδομάδα στο Χαν-ελ-Χαλίλη, την παλιά μεσαιωνική αγορά του Καΐρου, όπου βρίσκουνται τα παλαιοπωλεία, και περνούσαμε ώρες ολόκληρες εξετάζοντας τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς που συρρέανε στο Κάιρο απ ’ όλες τις χώρες της Ανατολής για να πουληθούν στους πλούσιους περιηγητές, Ευρωπαίους και Αμερικανούς, που ερχόντανε να παραχειμάσουν στο ωραίο κλίμα της Αιγύπτου. Οι καταστηματάρχες του Χαν-ελ-Χαλίλη είναι πολύ περιποιητικοί και
ωραία αρχαία εικόνα της Παναγίας, μέσα σε πλούσιο κάδρο στολισμένο με πολύτιμα πετράδια, δώρο του Αρχιεπισκόπου του Σινά Πορφύριου, που του την είχε δωρίσει σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ανανέωση του αρχαίου προνομίου της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Το προνόμιο τούτο, που χρονολογείται από τον έβδομο αιώνα, δηλαδή από την αρχή της μουσουλμανικής κατακτήσεως, απαλλάσσει τη Μονή από την πληρωμή φόρων. Ο Πορφύριος, άνθρωπος πολύ κοσμικός, ήξερε να κολακεύει τα γούστα του Λόρδου «Κ», όπως τον λέγανε τον Κίτσενερ, και γι ’ αυτό είταν πάντα καλόδεχτος στην Αρμοστεία. Στο Κάιρο γνώρισα πολλές ενδιαφέρουσες προσωπικότητες. Ίσως την πιο ζωηρή εντύπωση μού αφήκε ο Αμπντ-ουλ- Μπεχά, αρχηγός των Μπεχαϊστών. Η θρησκευτική αυτή αίρεση ιδρύθηκε στην Περσία, κατά τα μέσα του δέκατου έννατου αιώνα, από κάποιο Μίρζα Άλη Μουχάμμαντ, αποκαλούμενο από τους οπαδούς του « Αλ- Μπαμπ», δηλ. « Η Πόρτα (της Σοφίας)». Ο « Μπαμπ» καταδιώχτηκε από τη μουσουλμανική
προς τον πλησίον. Πρόκειται μάλλον περί αλτρουϊστικής φιλοσοφίας, χωρίς δογματικό περιεχόμενο, αλλά με ηθικά διδάγματα που πλησιάζουν πολύ προς τον Χριστιανισμό και το Βουδδισμό. Η θρησκεία αυτή παραδόξως αριθμεί αρκετούς οπαδούς στην Αμερική, μάλιστα ανάμεσα στους κοσμικούς γυναικείους κύκλους. Άλλος ταχτικός επισκέπτης μας είταν ο Σέιχ Ντεμερντάση, ένας από τους πλουσιώτερους τσιφλικούχους της Αιγύπτου. Τα απέραντά του χτήματα του δίνανε ένα εισόδημα κάπου τριάντα χιλιάδες χρυσές λίρες το χρόνο. Είταν ένας εύθυμος τύπος που αγαπούσε τα χωρατά. Πήγαινε συχνά στην Αρμοστεία, όπου φρόντιζε πάντα να κάνει τις δουλίτσες του. Ο Στορρς κάποτε με παρουσίασε σε μια πολύ διασκεδαστική Αιγυπτία (ή μάλλον Τούρκισσα), τη θεία του Χεδίβη, πριγκίπισσα Νάζλη Χάνουμ. Είταν η μόνη Αιγυπτία πριγκίπισσα που δεχότανε Ευρωπαίους σπίτι της. Αν και παντρεμμένη με τον Πρίγκιπα Αγιάντ, συγγενή του Μπέη της Τύνιδας, τον περισσότερο καιρό τον περνούσε
θαυμασμό του Λόρδου Κίτσενερ, του οποίου η φωτογραφία είταν τοποθετημένη σε περίβλεπτη θέση στο σαλόνι της. Ερχότανε συχνά και μας επισκέπτουνταν ο τότε Πρόξενος της Ελλάδας στο Κάιρο μακαρίτης Βερενίκης. Ο Βερενίκης κατόρθωσε να γίνει persona grata στη Βρεταννική Αρμοστεία, γιατί είχε δείξει δραστηριότητα και πυγμή καταδιώκοντας και πατάσσοντας αμείλικτα τους διαφόρους διευθυντές χαρτοπαιχτικών λεσχών, προαγωγούς και λαθρεμπόρους ναρκωτικών, που παραβιάζανε τους αιγυπτιακούς νόμους και ντροπιάζανε το ελληνικό όνομα. Ο Βερενίκης είχε μια αδυναμία, δηλ. φανταζότανε πως ήξερε πιάνο, και πολλές φορές καθότανε απρόσκλητος στο πιάνο κι έπαιζε (ο Θεός να το κάνει παίξιμο!) διάφορες κακόηχες βαλτς, πράμα που το φιλόμουσο Στορρς, θαυμαστή του Μπαχ, του Μπετχόβεν και του Μπραμς, τον πείραζε τρομερά στα νεύρα. Κατά το Μεγάλο Πόλεμο
ταραχές του 1931. Γνωρίζοντας τις λεπτομέρειες, έχω καθήκον να πω την αλήθεια πάνω στα γεγονότα εκείνα που γίνανε αφορμή ν ’ αδικηθεί ο Στορρς από την ελληνική κοινή γνώμη. Για πρώτη φορά αφότου μπήκε υπό βρεταννική κατοχή, η Κύπρος ευτύχησε ν ’ αποχτήσει έναν κυβερνήτη με ειλικρινή φιλελληνικά αισθήματα κι αγνό θαυμασμό προς το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Ο Στορρς έφθασε στην Κύπρο με πρόγραμμα φιλελληνικό, που δεν περιορίστηκε απλώς σε μερικές επιφανειακές επιδείξεις (λ.χ. την 25η Μαρτίου, για να δείξει το φιλελληνισμό του, φορούσε πάντα κυανόλευκη γραβάτα). Σ’ αυτόν χρωστιούνται ένα σωρό μεταρρυθμίσεις που ευνόησαν το ελληνικό στοιχείο της νήσου – λ.χ. ο διορισμός Κυπρίων σε ορισμένες ανώτερες δικαστικές θέσεις που ίσαμε τότε τις κατείχαν Άγγλοι. Έλυσε το περιβόητο ζήτημα του φόρου υποτελείας, που χρόνια το είχαν πικρό παράπονο οι νησιώτες, κατά τρόπο που εξυπηρέτησε τα συμφέροντα της νήσου. Ως φιλότεχνος, φρόντισε για την προστασία των
στη Λευκωσία, ένας νέος διπλωμάτης με πολλά προσόντα, παρασύρθηκε μέχρι του να ενθαρρύνει τα στοιχεία
που εξώθησαν τον ελληνικό πληθυσμό
σε σύγκρουση
την οπισθοδρόμηση
όλου
της νήσου.
η Βρεταννική Κυβέρνηση είχε ζητήσει από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο την ανάκληση του Έλληνος Προξένου. Ατυχώς, η φιλική αυτή παράκληση δε λήφθηκε υπ ’ όψει. Είταν ευεξήγητη η αγανάχτηση της Βρεταννικής Κυβέρνησης σαν έφτασε στο Λονδίνο η είδηση πως ο όχλος είχε κάψει το Κυβερνείο. Την μπόρα την έφαγε ο αείμνηστος Κακλαμάνος, ο τότε πρέσβυς μας στο Λονδίνο. Ο ίδιος μου διηγήθηκε, πώς τον ξυπνήσανε στη μια μετά τα μεσάνυχτα για να του κοινοποιήσουν, δι ’ εκτάκτου διαγγελέως, την ανάκληση των εκτελεστηρίων του Προξένου. Το 1932 ο Στορρς
οι
μένους για το παραπάτημα εκείνο. Οι Άγγλοι, στις αποικίες, μεταχειρίζουνται τους ξένους λαούς κατά το σύστημα των αρχαίων Ρωμαίων, δηλ. αφίνουν πλέρια ελευθερία στους πληθυσμούς να εκφράζουν τα εθνικά τους φρονήματα, αρκεί μονάχα τούτο να γίνεται με νομιμοφροσύνη και χωρίς να διαταράσσεται η τάξη. Μια φορά όμως και διασαλευτεί η τάξη, τότε πέφτει βαριά η πυγμή τους. Τόσα χρόνια ο Κυπριακός λαός είταν ελεύθερος να διαδηλώνει τα ελληνικά του αισθήματα και να ζητεί την Ένωση, χωρίς οι Βρεταννικές Αρχές να φέρουν το παραμικρό εμπόδιο. Έπρεπε να συμβούν τα λυπηρά εκείνα γεγονότα του 1931, για ν ’ αλλάξουν οι Άγγλοι στάση και να εφαρμόσουν νέα πολιτική, πολύ λιγώτερο φιλελεύθερη από πριν. Το 1938 βρέθηκα στο Λονδίνο. Πήγα κι είδα τον Στορρς, που καταγίνουνταν τότε στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του. Μου είπε πόσο του είχε κοστίσει η υπόθεση της Κύπρου και πόσο αυστηρά οι προϊστάμενοί του, στο Υπουργείο των Αποικιών, τον είχαν ελέγξει, γιατί δεν έδειξε μεγαλύτερη αυστηρότητα στην καταστολή του κινήματος. «Παρ ’ όλα όσα συνέβηκαν», μου πρόσθεσε, «δε
Πολλές συκοφαντίες δημοσιεύτηκαν τότε εναντίο του στον Ελληνικό Τύπο. Αισθάνθηκε ιδιαίτερη πικρία όταν ο Κύπριος πολιτευτής Λανίτης, τον οποίο ο ίδιος είχε επαναφέρει από την εξορία, τον κατηγόρησε κάποτε, σε μια διάλεξή του στον «Παρνασσό», πως είχε ιδιοποιηθεί εικόνες από τις εκκλησίες της νήσου για να πλουτίσει την ιδιωτική του συλλογή. Η παρέκβαση αυτή είταν, θαρρώ, επιβεβλημένη για ν ’ αποκατασταθεί στα μάτια των Ελλήνων ένας αγνός φιλέλληνας, τον οποίο η κοινή γνώμη, από άγνοια των πραγμάτων, έχει αδικήσει. * * * Κατά τα εφτά χρόνια που υπηρέτησα στην Αίγυπτο, μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφτώ σχεδόν όλα τα μέρη της Αιγύπτου. Το Αιγυπτιακό τοπίο είναι κάπως μονότονο. Ο Νείλος, οι μπαμπακοφυτείες, οι φοινικιές, τα χωριά των φελλάχων χτισμένα από λάσπη, η έρημος – όπου κι αν πας, αυτά βλέπεις, και τίποτε άλλο. Μ’ όλα ταύτα
του ποταμού νοτίως του φράγματος είχε υψωθεί τόσο πολύ ώστε κάμποσες χιλιάδες χουρμαδιές πνίγηκαν από τα νερά. Οι κάτοικοι των μερών εκείνων είχαν ως κύριο εισόδημα τις χουρμάδες, κι η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να τους αποζημιώσει. Από καιρό σε καιρό στέλνουνταν ένας επιθεωρητής για να εξελέγξει το έργο των εκτιμητικών επιτροπών. Τα χωριά εκείνα, που τα κατοικούν Μπερμπερίνοι, βρίσκονται σε όλως διόλου πρωτόγονη κατάσταση. Οι Μπερμπερίνοι αυτοί περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο Κάιρο και στην Αλεξάντρεια, όπου δουλεύουν ως σοφρατζήδες (υπηρέτες), ή σάισηδες (ιπποκόμοι), και μόνον αφού γηράσουν γυρίζουν πίσω στην πατρίδα τους. Έτσι δε βλέπεις στα χωριά παρά γέρους, γυναίκες και παιδιά. Σ’ ένα άλλο μου ταξίδι έπαθα την εξής γκάφα. Συνόδευα το Γενικό Επιθεωρητή, ένα γέρο Σκωτσέζο τόνομα Μίντελτον, που πήγαινε να επιθεωρήσει τις δημόσιες υπηρεσίες στη Χάργκα, μια όαση
μποτίλια Εβιάν, γέμισε το ποτήρι του και τόπιε μονορούφι. Μόλις το κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο και σωριάστηκε σε μια καρέκλα, ασθμαίνοντας και γογγύζοντας. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, ο σοφρατζής είχε χύσει μέσα στο μπουκάλι καθαρό σπίρτο για το καμινέτο και κατά λάθος έβαλε τη μποτίλια που, κατά κακή σύμπτωση, έφερε την ετικέτα « Εβιάν», πάνω στο τραπέζι. Έτσι ο δυστυχής προϊστάμενός μου κατάπιε μια γερή δόση σπίρτο. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε πάθει συγκοπή, ο Μίντελτον όμως τη γλύτωσε. Όπως μου εξήγησε αργότερα, είχε συνηθίσει από μικρό παιδί, σα γνήσιος Σκωτσέζος, να πίνει σκέτο ουίσκι, κι έτσι το στομάχι του μπορούσε ν ’ ανθέξει και στα πιο καυτερά ποτά. Ύστερα από αυτό το επεισόδιο, που απέδειξε πόσο χρήσιμο είναι να μαθαίνει κανείς από μικρός να πίνει σκέτο ουίσκι, συδεθήκαμε φιλικά. Το χειμώνα του 1908 κάναμε μαζί ένα ταξιδάκι αναψυχής
Ορθοδόξους και Καθολικούς. Τι ντροπή για τη Χριστιανοσύνη ! Πήγαμε στο Πατριαρχείο για να υποβάλουμε τα σέβη μας στον Πατριάρχη Δαμιανό. Ο ευφυής εκείνος Σάμιος βρισκότανε σε διάσταση με τη Σύνοδο πάνω στο αιώνιο ζήτημα των αραβοφώνων. Ο Πατριάρχης, πολιτικώτερος, είταν της γνώμης πως έπρεπε να γίνουν μερικές παραχωρήσεις προς τον αραβόφωνο κλήρο και πληθυσμό, που αποτελούσαν τη μεγάλη πλειοψηφία του ποιμνίου. Συναντούσε όμως αντίδραση εκ μέρους των μελών της Αγιοταφικής Αδελφότητας που, αντί να διδαχτούν από το παρελθόν, εμμένανε στην πολιτική της αδιαλλαξίας απέναντι των μετρίων άλλωστε διεκδικήσεων των αραβοφώνων, πολιτική που, σε παλαιότερη εποχή, μας είχε στοιχίσει το Θρόνο της Αντιόχειας. Κάναμε μια εκδρομή στις όχτες του Ιορδάνη και της Νεκράς Θάλασσας. Στο μισό δρόμο σταματήσαμε μπροστά σ ’ ένα χάνι στο σημείο εκείνο όπου, κατά την παράδοση, ο καλός Σαμαρείτης περιέθαλψε τον άρρωστο ταξιδιώτη. Τη στιγμή που κατεβαίναμε με κατάνυξη
στερεότυπο) χαιρετισμό: « Will you walk into my parlour , said the spider to the fl y? » 4 Σπάνια έχω δει άνθρωπο να θυμώσει τόσο πολύ, όσο κείνη τη στιγμή ο γερο- Μίντελτον, του οποίου τα νεύρα δε βάσταξαν μπροστά στην ανευλάβεια του Εβραίου. Αφού του πάτησε ένα σκωτσέζικο βρυσίδι που είταν όλο δικό του, ξαναμπήκε καταγαναχτισμένος στο αμάξι και συνεχίσαμε το δρόμο μας προς την Ιεριχώ, αφήνοντας τον χαντζή σκασμένο. Υπηρετώντας το 1911 στο ιδιαίτερο γραφείο του Οικονομικού Συμβούλου, Σερ Πωλ Χάρβεϋ, ερχόμουνα σε επαφή με πολλές προσωπικότητες που τον επισκέπτονταν είτε για υποθέσεις, ή απλώς για να του υποβάλουν τα σέβη τους. Μεταξύ τούτων ήσαν δυο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες, που τα ονόματά τους είναι συνδεδεμένα με την ιστορία του Σουδάν κατά τη θρυλική εποχή του στρατηγού Γκόρντον και των Μαχδιστών (1874 88) – ο Ζιμπέρ Πασάς κι ο Ρούντολφ φον Σλάτιν. Ο πρώτος υπήρξε
επιρροή του πάνω στους αραβικούς πληθυσμούς, εκάλεσε το Ζιμπέρ στο Κάιρο, όπου έκτοτε παρέμενε σε τιμητική εξορία, λαμβάνοντας μια παχιά επιχορήγηση. Ο Ζιμπέρ ερχότανε μια φορά το μήνα στο Κεντρικό Ταμείο για να εισπράξει τη σύνταξή του. Μια μέρα είδα να μπαίνει στο γραφείο μου ένας πελώριος, ως εκεί πάνω, κατάμαυρος Σουδανέζος μ ’ ένα άσπρο γενάκι. Φορούσε ρεντιγκότα, πράμα που τούδινε κάπως κωμική όψη, και βαστούσε από το χέρι ένα αραπάκι ως πέντε χρονών. Είταν ο Ζιμπέρ, που έρχονταν να υποβάλει τα σέβη του στο «Μουστισάρ» (Οικονομικό Σύμβουλο). Ο Ζιμπέρ είχε παντρευτεί μια δεκαριά γυναίκες, χώρια τις παλλακίδες, και το παιδάκι αυτό είταν ο Βενιαμίν του, παιδί της τελευταίας του συζύγου, που την είχε παντρευτεί σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Ο Σλάτιν Πασάς, πρώην αξιωματικός του Αυστριακού Στρατού, είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του Γκόρντον, τον καιρό που ο τελευταίος χρημάτισε Γενικός Διοικητής του Σουδάν. Το 1884 ο Σλάτιν, όντας διοικητής του Νταρφούρ, πιάστηκε αιχμάλωτος από το Μάχντη, τον περίφημο εκείνο ψευδοπροφήτη, που με τις φανατικές
πράμα που ο Γκόρντον δεν του το συγχώρεσε ποτέ. Τέλος κατόρθωσε να δραπετεύσει κι ύστερα από πολλές δραματικές περιπέτειες να φτάσει στα αιγυπτιακά φυλάκια. Παρ ’ όλες τις τρομερές κακουχίες της αιχμαλωσίας, είταν ακόμα θαλερώτατος. Μετά την ανακατάληψη του Χαρτούμ, στα 1898, ο Κίτσενερ το διόρισε τιμής ένεκεν Γενικό Επιθεωρητή του Σουδάν. Η Αίγυπτος χρωστά τη σημερινή της ευημερία στους Βρεταννούς μηχανικούς της υπηρεσίας των αρδεύσεων και στους επιθεωρητές των αμέσων φόρων. Οι πρώτοι είχαν καθήκοντα όχι μόνο τεχνικά αλλά και διοικητικά. Επιβλέπανε την εκτέλεση των διαφόρων έργων, το καθάρισμα των αρδευτικών αυλακιών κλπ. Επίσης φροντίζανε ώστε η διανομή του νερού – ζήτημα ζωής και θανάτου για τον Αιγύπτιο γεωργό– να γίνεται με τρόπο ακριβοδίκαιο, και να μην ευνοούνται οι πλούσιοι πασάδες και μπέηδες εις βάρος των φτωχών φελλάχων, όπως γινότανε
χωμα κινδυνεύει να σπάσει. Πήδησε αμέσως πάνω στο άλογο, και τρέχοντας καλπασμό κάπου τριάντα χιλιόμετρα χωρίς να σταματήσει, πρόφτασε να οργανώσει συνεργεία από χωρικούς που κλείσανε το ρήγμα, κι έτσι μπόρεσε να προλάβει την καταστροφή. Οι επιθεωρητές των αμέσων φόρων ήσαν επιφορτισμένοι με σπουδαιότατα καθήκοντα. Στην Αίγυπτο ο κυριώτερος φόρος είναι ο «έγγειος» που κανονίζεται ανάλογα με την αποδοτικότητα της γης. Κι εδώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ευνοηθούν οι πλούσιοι εις βάρος των φτωχών, γιατί οι πρώτοι είναι σε θέση να δωροδοκήσουν τους κατωτέρους υπαλλήλους, πράμα που τον παλιό καιρό συνέβαινε συχνώτατα. Γι ’ αυτό το λόγο ο επιθεωρητής έπρεπε νάχει τα μάτια τέσσερα και να περιοδεύει ακατάπαυστα για να ελέγχει το έργο των εκτιμητικών συνεργείων, ώστε να μη γίνουνται αδικίες. Χάρη στην άγρυπνη επίβλεψη των λαμπρών αυτών Βρεταννών υπαλλήλων, παύσανε τα ρουσφέτια. Το καλοκαίρι του 1912 με μετέθεσαν στην Αλεξάντρεια, όπου μου ανατέθηκε
μου, κάνοντας λάθος στο όνομα, είπε στον αμαξά (δεν υπήρχαν ακόμα ταξί) να με πάει στου Μπάρτον, ο οποίος κατοικούσε στο Ράμλε, στην άλλη άκρη της πόλης. Ήμουνα ξένος ακόμα στην Αλεξάντρεια και δε γνώριζα τα κατατόπια. Το λάθος ανακαλύφτηκε μόνον αφού έφτασα στο Ράμλε και μου άνοιξε την πόρτα ο Μπάρτον. Η απόσταση από το Ράμλε μέχρι του Μουχάρραμ- Μπέη είταν πολύ μεγάλη – είχε κιόλας νυχτώσει. Έτσι, αντί στου Μπόρτον, γευμάτισα στου Μπάρτον. Ο πρώτος φαίνεται πως δε μου το συγχώρησε και δε με ξανακάλεσε σπίτι του. Η Αλεξάντρεια, αν και μέρος ευχάριστο και με καλή κοινωνία, ιδίως ελληνική, δεν μπορεί να παραβληθεί με το Κάιρο. Δεν έχει ούτε άξια λόγου μνημεία ούτε τ ’ ανατολίτικα θέλγητρα των παλιών συνοικιών της αιγυπτιακής πρωτεύουσας. Ευτυχώς, δεν έμεινα εκεί παρά λίγους μήνες, γιατί, το φθινόπωρο του 1913, μου παρουσιάστηκε μια ανέλπιστη ευκαιρία να γυρίσω στην Ελλάδα.
Κεφάλαιο Όγδοο
Μ ακεδονία (1913 - 1918)
Γνώρισα τη Μακεδονία για πρώτη φορά το καλοκαίρι το 1909. Τότε, όντας ακόμα στην αιγυπτιακή υπηρεσία, χρησιμοποίησα την κανονική μου άδεια για να επισκεφτώ την Πόλη. Δεν υπήρχε Έλληνας που να μην αισθάνουνταν μια ρωμαντική νοσταλγία για την Αγία Σοφία και την Πόλη, που συμβολίζανε ακόμα τα όνειρα του Ελληνισμού. Με τραβούσε επίσης η περιέργεια να γνωρίσω από κοντά το μεγάλο εκείνο κέντρο της Βαλκανικής πολιτικής. Η Οθωμανική πρωτεύουσα συγκέντρωνε εκείνη τη στιγμή το διεθνές ενδιαφέρο. Η επανάσταση των Νεοτούρκων μόλις είχε γίνει. Το 1908 το Νεοτουρκικό Κομιτάτο, αφού κατέλαβε την αρχή, εκήρυξε το Σύνταγμα και λίγο αργότερα
κάνανε ταχτικό δρομολόγιο μεταξύ Οδυσσού, Κωνσταντινούπολης και Αλεξάνδρειας. Η τροφή, ιδιαίτερα το ωραίο μαύρο χαβιάρι, είταν άφθονη και, αντί κρασιού, μπροστά σε κάθε επιβάτη βρισκότανε μια καράφα βότκα, της οποίας ένα ποτηράκι είταν πλέον ή αρκετό, για όποιον δεν είχε τα χάλκινα έντερα του γερο-Μίντελτον, να σε ταράξει. Ο Γκραιβς μού εξασφάλισε δωμάτιο στο «Club de Constantinople» δίπλα στο «Πέρα Παλάς», όπου συχνάζανε οι ξένοι δημοσιογράφοι και τα μέλη των ξένων εμπορικών παροικιών, ιδίως Άγγλοι. Η Λέσχη είχε εξαίρετη κουζίνα, όπου μπορούσες να φας, κατά το γούστο σου, «αλατούρκα» ή «αλαφράγκα» – πιλάφι, ιμάμ μπαγιλντί, Irish stew, framboises à la crême Chantilly, κι άλλα. Εκεί εγνώρισα τον Arthur Baker, μια πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία, με τον οποίο έκτοτε διατήρησα τις πιο φιλικές σχέσεις. Γιος ενός πρώην αρχικηπουρού της Αγγλικής Πρεσβείας, είταν ο πρύτανις της αγγλικής παροικίας. Δημιούργημα του εαυτού του, διηύθυνε ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα στο Σταυροδρόμι. Ήξερε κατά βάθος την Τουρκία και
λιά Τουρκοκρητική οικογένεια, και τον Κωνσταντίνο Μαυρουδή, πρώην διπλωμάτη στην Οθωμανική υπηρεσία και σήμερα ανταποκριτή των «Τάιμς». Πήγα πρώτα και προσκύνησα στην Αγιά Σοφιά και την Πύλη του Ρωμανού, στον τόπο όπου, στις 29 Μαΐου του 1453, έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ύστερα πήρα γραμμή τα διάφορα τζαμιά, το μεγάλο «τσαρσί» (την αγορά όπου βρίσκονται τα παλαιοπωλεία, αληθινά μουσεία Ανατολικής Τέχνης), τα ρομαντικά νεκροταφεία του Εγιούπ και του Σκούταρη, κι όλα τ ’ άλλα αξιοθέατα της απέραντης εκείνης πόλης. Τον καιρό εκείνο ο νεωτεριστικός ζήλος του Ατατούρκ δεν είχε ακόμα εξαφανίσει από τα σοκάκια και τις πλατείες της Σταμπούλ τις παλιές γραφικές φορεσιές – τα σαλβάρια και τα παρδαλά ζουνάρια των Τουρκαλάδων, τις σταμπουλίνες και τα φέσια των πασάδων και εφέντηδων, τα σαρίκια και τους χρωματιστούς τζουμπέδες των ιμάμηδων, τους χιρκάδες και τα καβούκια των ντερβίσηδων, τα χανουμάκια με τους
Οι δρόμοι, κακοσυντηρημένοι, ήσαν γεμάτοι σκυλιά (ο περίφημος Ταλαάτ Πασάς δεν τα είχε ακόμα εξορίσει τα κακόμοιρα στην Οξειά, το ερημονήσι εκείνο της Προποντίδας, όπου ψόφησαν όλα από πείνα και δίψα). Τη νύχτα οι μαχαλάδες αντηχούσαν από τα ουρλιάσματά τους. Κάτω στο Γαλατά, οι Κούρδοι νοικιάζανε άλογα σ ’ όποιον ήθελε να πάει εκδρομή στα περίχωρα. Την Παρασκευή, όλη η ανωτέρα κοινωνία πήγαινε το απόγευμα περίπατο με καΐκι1 στο Γκιοκ- Σου, στις ποιητικές « Eaux Douces d ’ Asie » της ασιατικής όχτης του Βοσπόρου. Το μικρό ποταμάκι του Γκιοκ- Σου γέμιζε ασφυχτικά μ ’ ένα πλήθος βάρκες. Και στις δυο όχτες έβλεπες, καθισμένες πάνω στη χλόη, πυκνές ομάδες από χανούμισσες τυλιγμένες μέσα σε μεταξωτούς φερετζέδες απ ’ όλα τα χρώματα – πράσινο, κρεμ, τριανταφυλλί, κίτρινο, μωβ– θάλεγες παρτέρια από λαλέδες. Θέαμα αληθινά φαντασμαγορικό, που το έχουν περιγράψει ο Τεοφίλ Γκωτιέ, ο Πιερ Λοτί, ο Κλωντ Φαρρέρ και τόσοι άλλοι.
του Εβκάφ δίπλα στην Αγιά Σοφιά. Η Οθωμανική Βουλή παρουσίαζε ένα μωσαϊκό απ ’ όλες τις φυλές της Αυτοκρατορίας – Τούρκους, Έλληνες, Αρμένηδες, Εβραίους, Αλβανούς, Άραβες και Κούρδους. Ζωηρότεροι όλων ήσαν οι Αρμένηδες, προεξάρχοντος ενός Βαρτάν εφέντη, που μιλούσε θαυμάσια την τουρκική και δεν έπαυε να κάνει διακοπές κι επερωτήσεις. Το πλήρωσε πιο ύστερα με τη ζωή του. Γραφικώτεροι αλλά βουβοί ήσαν οι Άραβες της Χετζάζης με τα μπουρνούζια τους και τα ιδιόρρυθμα καλύμματα της κεφαλής. Ο Μέγας Βεζίρης Χουσέιν Χιλμή, ένας Τούρκος ευπατρίδης από τη Μυτιλήνη, έδινε την εντύπωση πως είχε κάνει όλη του τη ζωή σε κοινοβούλιο, τόσο αβροί ήσαν οι τρόποι του και τόσο έξοχο το κοινοβουλευτικό του τακτ. Κατά το διάλειμμα συνάντησα μερικούς από τους Έλληνες βουλευτές – τον Μπούσιο, τον Κοσμίδη, το Ναρλή κι άλλους. Οι πρώτοι δυο ξέρανε καλά τα τούρκικα και παίζανε ρόλο στη Βουλή. Δυο ζητήματα απασχολούσαν τότε τους ελληνικούς κύκλους της Πόλης – το εθνικό
Βγάζανε και ημερήσια πολιτική εφημερίδα στη δημοτική – το « Λαό». Από την Πόλη πήγα σιδηροδρομικώς στη Σαλονίκη. Είχα μεγάλο πόθο να γνωρίσω την πολυτάραχη Μακεδονία, που τότε απασχολούσε τις στήλες του διεθνούς τύπου. Ο Γκραιβς μού έδωσε μια συστατική επιστολή προς το θείο του, το Σερ Ρόμπερτ Γκραιβς, αντιπρόσωπο της Μεγάλης Βρεταννίας στην Επιτροπή των Μακεδονικών Μεταρρυθμίσεων. Ο Σερ Ρόμπερτ με φιλοξένησε στη βίλλα του, δίπλα στο ωραίο εξοχικό κονάκι όπου κατοικούσε μια συγγενική μου οικογένεια, οι Άμποτ. Ο Σερ Ρόμπερτ παρίστανε τον τύπο του Άγγλου προξενικού υπαλλήλου της παλιάς εποχής, που έδρασε στην Τουρκία μετά την Συνθήκη του Βερολίνου του 1878. Χάρη στην αντιρωσσική και φιλοτουρκική πολιτική του Μπήκονσφηλδ, οι Βρεταννοί αντιπρόσωποι απολάμβαναν ιδιαίτερες συμπάθειες εκ μέρους των Τούρκων και είχαν πολύ μεγάλο κύρος.
δες, ντυμένοι τις χρυσοποίκιλτές τους στολές, μας υπηρετούσαν στο τραπέζι. Το βράδι, στο δείπνο, κρατούσε αυστηρή εθιμοτυπία – φορούσαμε πάντα σμόκιν, έστω κι αν είμαστε μονάχα οι δυο μας. Ο Γκραιβς είχε δυο άλογα της σέλλας, και πηγαίναμε συχνά περιπάτους στα περίχωρα. Στη Σαλονίκη γνώρισα για πρώτη φορά τις δυο συμπαθέστατές μου ξαδέρφες, Καίτη κι Ολυμπία Άμποτ, (η νόνα μου Αικατερίνη Ράλλη, το γένος Κορνηλίου, είταν πρώτη ξαδέρφη του πατέρα τους Άλφρεδ Άμποτ). Ο πατέρας του Άλφρεδ, γόνος παλιάς σκωτσέζικης οικογένειας εγκατεστημένης από πολλά χρόνια στην Ανατολή, είχε φύγει από τη Σμύρνη για να εγκατασταθεί στη Σαλονίκη, όπου έκανε περιουσία με την εξαγωγή βδελλών (τα έλη των Γιαννιτσών και του Βαρδάρη φημίζουνταν άλλοτε για τις βδέλλες των, την εποχή που οι γιατροί τις χρησιμοποιούσαν ακόμα για να ρουφήξουν των αρρώστων αίμα). Αργότερα αγόρασε χτήματα μέσα στην πόλη της Σαλονίκης και στα περίχωρα. Καθ ’ όλο το δέκατο ένατο αιώνα οι
ήδη, πάνε τρεις γενεές, με το να παντρεύονται με Ελληνίδες, έχουν σχεδόν εξελληνιστεί. Η επίσκεψή μου στη Σαλονίκη έτυχε να συμπέσει με το γιορτασμό της «Χουρριέτ» – δηλ. της Ελευθερίας.2 Πήγα μαζί με τον Γκραιβς για να δούμε την παρέλαση στο πεδίο του Άρεως. Για τον επίσημο αυτό γιορτασμό είχε κληθεί από την πρωτεύουσα ο πολύς Τζαβήτ Μπέης, από τα επιφανέστερα μέλη του Νεοτουρκικού Κομιτάτου. Ο Τζαβήτ, τότε Υπουργός των Οικονομικών, είταν γέννημα και θρέμμα της Σαλονίκης. Ανήκε στην περίεργη εκείνη αίρεση των εξισλαμισθέντων Εβραίων – των λεγομένων «Ντευνμέδων» 3– που, κατά το δέκατο έβδομο αιώνα, ακολούθησαν το ψευδο-Μεσσία Σαμπατάι της Σμύρνης στην αποστασία του. Ο Τζαβήτ, ένας άσχημος ανθρωπάκος μ ’ ένα μεγάλο κεφάλι, που φώναζε η εβραϊκή του καταγωγή, γεμάτος νεύρα και ζωτικότητα, και από τους μεγαλυτέρους ρήτορας της Τουρκίας, έβγαλε
(Η Κρήτη μας! Η Κρήτη μας!) που το επαναλάμβανε συχνά-πυκνά σαν κρώγμα κορακιού. Το συνάντησα ξανά, ύστερα από πολλά χρόνια, το 1924, στην Πόλη, σ ’ ένα γεύμα που παρέθεσε στο Cercle d ’ Orient ο Πρόεδρος του Συμβουλίου του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους προς τους αντιπροσώπους των διαδόχων Κρατών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Τζαβήτ, μετά την άνοδο των Κεμαλικών στην εξουσία, είχε μείνει στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Για παρηγοριά, του είχαν δώσει τη θέση του Κυβερνητικού Επιτρόπου στη Διεύθυνση του Δ.Ο. Χ για να παίρνει ένα μισθό. Είχε παντρευτεί μια πριγκίπισσα, μια εξευρωπαϊσμένη Τουρκάλα. Η Μοίρα όμως δεν τον ευνόησε – δεν πέρασε πολύς καιρός και βρέθηκε μπλεγμένος, το 1926, σε μια συνωμοσία εναντίον του Μουσταφά Κεμάλ και καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και δεν αποδείχτηκε πλέρια η ενοχή του. Πέθανε σαν παληκάρι, πάνω στην αγχόνη, απαγγέλνοντας, όπως συνηθίζανε άλλοτε οι Οσμανλήδες του παλιού καιρού,
στείας. Μια βουλγαρική συμμορία απήγαγε την Αμερικανίδα ιεραπόστολο, Μις Στων, και τα λύτρα που εισέπραξαν οι κομιτατζήδες χρησιμέψανε για να χρηματοδοτήσουν την κάσσα του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Άλλο θύμα υπήρξε κάποιος Άγγλος υπήκοος τόνομα Wilkes, που τον πιάσανε ληστές απέξω από τα Σκόπια. Ο Γκραιβς έλαβε μια μέρα ένα μικρό ταχυδρομικό δέμα που περιείχε τυλιγμένο μέσα σε μπαμπάκι το ένα αυτί του Wilkes, μαζί μ ’ ένα σημείωμα που έλεγε πως, αν τα λύτρα δεν έφθαναν μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ο ατυχής Wilkes θάχανε και το άλλο του αυτί. Τα περιστατικά αυτά με πείσανε πως δε θάταν φρόνιμο να γυρίσω μόνος μου τα χωριά, όπως το είχα αρχικά σκοπό. Περιορίστηκα στο να πάω με το τραίνο ως τα Βοδενά. Μετά διαμονή δύο εβδομάδων στη Σαλονίκη, ξαναγύρισα πίσω στην Πόλη, καταγοητευμένος από τη φιλοξενία του αγαθού Γκραιβς, που είταν, όπως κι ο ανεψιός του, θερμός φιλέλληνας. Ως Γενικός Πρόξενος στα Χανιά κατά την Κρητική Επανάσταση, και αργότερα στη Σαλονίκη, είχε προσφέρει
Η τύχη της Μακεδονίας είχε ήδη κριθεί. Κάθε μέρα καταφθάνανε από το μέτωπο τραίνα γεμάτα τραυματίες και τα νοσοκομεία είχαν πλημμυρίσει. Μου ανατέθηκε να διοργανώσω ένα πρόχειρο νοσοκομείο σ ’ ένα από τα γυμνάσια της Πόλης. Αργότερα προσκολλήθηκα σε μια επιτροπή, που είχε επιφορτισθεί να μοιράσει βοηθήματα στον ελληνικό πληθυσμό των Σερρών, όπου οι Βούλγαροι, φεύγοντας προς τα στενά της Κρέσνας, είχαν κάψει την ελληνική συνοικία. Γενικός Διοικητής Μακεδονίας είταν τότε ο Στέφανος Δραγούμης. Με την οικογένεια Δραγούμη είχα την τύχη να γνωριστώ, μέσο του καθηγητή του Πανεπιστημίου μακαρίτη Ανδρεάδη. Στο σπίτι των Δραγούμηδων, αληθινό εθνικό κέντρο, οι Έλληνες του εξωτερικού, όσοι έρχουνταν στην Ελλάδα είτε από τα υπόδουλα μέρη είτε από τις παροικίες, συναντούσαν πάντα την πιο εγκάρδια και φιλόξενη υποδοχή. Περνούσα συχνά τις βραδιές μου στο αρχοντικό τους μέγαρο της Λεωφόρου Αμαλίας, όπου, στο ωραίο σαλόνι με την αρχαιόπρεπη
ρα. Ο Στέφανος Δραγούμης βρισκότανε σε διαρκή επαφή με όσους έρχουνταν στην Αθήνα απ ’ όλα τα διάφορα κέντρα του έξω Ελληνισμού. Το αρχείο του είταν ένας θησαυρός ιστορικών, στατιστικών και ποικίλων άλλων πληροφοριών. Αμφιβάλλω αν το ίδιο το Υπουργείο των Εξωτερικών της εποχής εκείνης παρουσίαζε την αυτή ενημερότητα. Εκεί γνώρισα και τον Ίωνα Δραγούμη και συνδέθηκα φιλικά μαζί του. Για όλους τους νέους που προσπαθούσαν κάτι να συνεισφέρουν στον εθνικό αγώνα ο Ίων είταν ένας πολύτιμος οδηγός που, με το παράδειγμά του και τη φωτεινή του διάνοια, ήξερε πώς να τους κατευθύνει και να τους εμψυχώνει. Είχε υπηρετήσει κάμποσα χρόνια στην Τουρκία, στα διάφορα προξενεία της Μακεδονίας και στην Πρεσβεία της Πόλης. Αντιμετώπιζε τα ζητήματα μ ’ ένα πνεύμα ρεαλιστικό, χωρίς ρωμαντισμούς κι απατηλές αισθηματικότητες. « Ιδεολόγο ρεαλιστή», έτσι θα τον έλεγα. Όποιος μελετήσει τα έργα του και μάλιστα το ημερολόγιό του, που
το δημοσίεψε, το 1927, ο
κό ζήτημα διαφωνούσε ριζικά με τον πατέρα του (ο Στέφανος Δραγούμης είταν θερμός θιασώτης της αρχαΐζουσας, ενώ ο Ίων είταν δημοτικιστής). Στην Πόλη, τότε που υπηρετούσε στην Πρεσβεία, ο Ίων δε δίστασε κάποτε να έλθει σε αντιγνωμία με τον ίδιο τον Πατριάρχη Ιωακείμ, μια επιβλητική φυσιογνωμία, όπως και δεν ήσαν λίγες οι φορές που συγκρούστηκε με τους προϊσταμένους του στο Υπουργείο των Εξωτερικών. Το ότι ένα τόσο γερό μυαλό κι ένας χαραχτήρας, προικισμένος με τόσο εξαιρετικά προσόντα, έλλειψε πρόωρα από την ελληνική πολιτική σκηνή υπήρξε, θαρρώ, μια πραγματική εθνική απώλεια. Ολίγο μετά την επιστροφή μου στην Αίγυπτο, το φθινόπωρο του 1913, έλαβα από τον Ανδρεάδη γράμμα, εσωκλείοντας διάταγμα του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας Στεφ. Δραγούμη, που με διόριζε Οικονομικό Επιθεωρητή Μακεδονίας.4 Το καλοκαίρι, περνώντας από την Αθήνα, είχα πει του Ανδρεάδη πως, αν μου παρουσιαζότανε η ευκαιρία να υπηρετήσω στη Μακεδονία, είμουνα έτοιμος να παραιτηθώ
οποίος, έχοντας σύμφωνο τον τότε Διευθυντή των Οικονομικών Υπηρεσιών Μακεδονίας Γεώργιο Κοφινά, μου πρότεινε τη θέση. Υπηρετούσα ακόμα στην Αλεξάνδρεια ως προϊστάμενος του λογιστηρίου στη Γενική Διεύθυνση των Ταχυδρομείων. Μόλις έλαβα την κοινοποίηση, έσπευσα να υποβάλω την παραίτησή μου και, αφού αποχαιρέτησα στο Κάιρο τον Υφυπουργό Λόρδο Ε. Σέσιλ και τους συναδέλφους μου, αναχώρησα χαρούμενος για την Ελλάδα. Τα πρώτα βήματα υπήρξαν δύσκολα. Όταν το Νοέμβριο του 1913 έφτασα στη Θεσσαλονίκη, βρήκα, για κακή μου τύχη, πως ο Στέφανος Δραγούμης είχε παραιτηθεί από Γενικός Διοικητής εξ αιτίας διαφωνίας του προς το Βενιζέλο πάνω στο ζήτημα των προνομίων των Κουτσοβλάχων.5 Επίσης ο Κοφινάς είχε επιστρέψει στην Αθήνα όπου ανέλαβε πάλι την παλιά του θέση ως Διευθυντής των Εμμέσων Φόρων και Μονοπωλείων. Ο νέος Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Εμμανουήλ Ρέπουλης, υπακούοντας ποιος ξέρει σε ποιανού εισηγήσεις, εθεώρησε καλό να εκδώσει
χικό διάταγμα του διορισμού μου κι υποβίβαζε το μισθό της θέσης. Υποψιάζομαι πως μερικοί συνάδελφοι στη Γενική Διοίκηση τρέφανε την κρυφή ελπίδα πως θα γύριζα πίσω εκεί απ ’ όπου είχα έλθει. Στην αρχή δε μου παραχωρήθηκε ούτε γραφείο, ούτε καν καρέκλα για να καθίσω. Τα πρώτα αυτά μικροεμπόδια δεν κατόρθωσαν όμως να με αποθαρρύνουν. Εφρόντισα μόνος μου να χωρίσω ένα μέρος στην άκρη ενός διαδρόμου μ ’ ένα ξύλινο διάφραγμα κι αγόρασα – εννοείται εξ ιδίων– τα απαραίτητα έπιπλα, κλπ. Η παραίτηση του Στεφάνου Δραγούμη υπήρξε δυστύχημα για τη Μακεδονία. Ο Εμμ. Ρέπουλης μπορεί να είχε μερικά κοινοβουλευτικά χαρίσματα, μα του λείπανε ολότελα τα προσόντα εκείνα που χρειαζόντανε σ ’ ένα διοικητή σε μια χώρα σαν τη Μακεδονία, νεοκατειλημμένη και μάλιστα κατοικημένη από πολλά ξένα στοιχεία, όπου μονάχα μια δραστήρια και πατρική διοίκηση μπορούσε να κερδίσει τις συμπάθειες του πληθυσμού. Ο Ρέπουλης δεν ήξερε καμμιά ξένη γλώσσα. Τρομερά καχύποπτος,
Υπουργού των Εσωτερικών και να διοικεί τη Μακεδονία από την Αθήνα. Όχι μόνο απουσίαζε εβδομάδες ολόκληρες από τη Θεσσαλονίκη αλλά είταν σε τέτοιο βαθμό συγκεντρωτικός, ώστε δεν εννοούσε ν ’ αφήσει αναπληρωτή κι ανάγκαζε τους προϊσταμένους των μακεδονικών υπηρεσιών να πηγαίνουν κάτω στην Αθήνα για να τους υπογράφει τα έγγραφα! Αποτέλεσμα, να χωλαίνει τρομερά η λειτουργία της όλης διοικητικής μηχανής. Ακόμα και τις εντολές πληρωμών επέμενε να τις υπογράφει ο ίδιος, κι ας περίμεναν οι δικαιούχοι εβδομάδες ολόκληρες ώσπου να πληρωθούν. Όλα αυτά είχανε, φυσικά, κακό αντίκτυπο στη μακεδονική κοινή γνώμη, και οι ντόπιοι άρχισαν να μουρμουρίζουν εναντίο της «τυραννίας», όπως την αποκαλούσαν, της Παλαιάς Ελλάδας και των Παλαιοελλαδιτών υπαλλήλων, που κατείχαν σχεδόν όλες τις ανώτερες θέσεις. Ο εγχώριος τύπος απηχούσε τη γενική δυσφορία. Μπροστά στην εξέγερση, ο Ρέπουλης αναγκάστηκε τέλος να παρατήσει τη Γενική Διοίκηση, κρατώντας μονάχα το Υπουργείο
σμό να διαβιβάζει στο Κέντρο τις αναφορές και τα παράπονα των πολιτών, παράπονα που ο Γενικός Διοικητής, απογυμνωμένος από κάθε πραγματική εξουσία, είταν τελείως ανίσχυρος να τις διορθώσει. Οι μόνοι που μένανε ευχαριστημένοι από το συγκεντρωτικό τούτο σύστημα ήσαν οι διάφοροι υπάλληλοι, προϊστάμενοι υπηρεσιών, στις επαρχίες. Αυτοί, αφότου είχαν παύσει να εξαρτιούνται από τη Γενική Διοίκηση, πήραν πολύ αέρα κι είχαν μεταβληθεί σε αληθινούς τυραννίσκους. Χειρότεροι απ ’ όλους ήσαν οι προϊστάμενοι των οικονομικών υπηρεσιών, οικονομικοί έφοροι και ταμίες, που είχαν καταντήσει να είναι σχεδόν ασύδοτοι. Οι έπαρχοι (Υποδιοικητές), που αντιπροσώπευαν τη Γενική Διοίκηση στις επαρχίες, δεν είχαν απολύτως καμμιά πειθαρχική εξουσία πάνω στους οικονομικούς υπαλλήλους. Οι τελευταίοι, ταμπουρωμένοι πίσω από την αυτοτέλειά τους, δεν ανέχουνταν κανέναν έλεγχο εκ μέρους της διοικητικής αρχής και πολλές φορές καθιστούσαν το βίο αβίωτο στους υποδιοικητές,
ίδια λυπηρή κατάσταση. Αντί η εξουσία να βρίσκεται στα χέρια εκείνων που ξέρανε τον τόπο κι είχαν κάποια πολιτική αντίληψη (σ ’ αυτό άλλωστε απόβλεπε ο θεσμός των υποδιοικητών στις Νέες Χώρες), το κομάντο είχαν οι οικονομικοί υπάλληλοι που τους περισσοτέρους τους εμφορούσε ένα στενό ταμειακό πνεύμα και που θεωρούσαν τη Μακεδονία ως τόπο εξορίας, μη έχοντας το παραμικρό συναίσθημα της εθνικής τους αποστολής. Χαραχτηριστικό της νοοτροπίας των αυτής είταν το ότι αποκαλούσαν τους ντόπιους «Βουλγάρους» παραγνωρίζοντας τις τόσες θυσίες που οι Μακεδόνες – ελληνόφωνοι και βουλγαρόφωνοι– είχαν κάνει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Η συμπεριφορά τους αυτή είταν, από εθνικής απόψεως, πολύ επιζήμια. Οι κάτοικοι, συνηθισμένοι από τους Τούρκους καϊμακάμηδες, που εκείνοι είχαν περισσότερο κύρος, δεν μπορούσαν παρά να σχολιάζουν την ανεπάρκεια των Ελλήνων υποδιοικητών εις βάρος της ελληνικής διοίκησης. Αυστηροί κι αμερόληπτοι κριτές όλων αυτών
Μου δόθηκε να γνωρίσω προσωπικώς τους περισσότερους Μητροπολίτες της Μακεδονίας και Θράκης. Η μόρφωσή τους, η κοινωνική τους αγωγή, το ότι το υψηλό τους αξίωμα τους ανάγκαζε να ζουν με αξιοπρέπεια και κάπως απομονωμένοι, τους ανέβαζε σ ’ ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο από τα λοιπά πρόσωπα της πολιτικής ιεραρχίας. Αναπολώντας όλα τα μακρά χρόνια που πέρασα στις Νέες Χώρες, μου έρχονται στη μνήμη τα ονόματα τόσων και τόσων διακεκριμένων ιεραρχών, που, με την εθνική τους δράση, τιμήσανε τις υψηλές παραδόσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας – του Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου, του Σμύρνης Χρυσοστόμου, του Τραπεζούντος Χρυσάνθου, του Αίνου (ύστερα Χαλκηδόνος) Ιωακείμ, του Δυρραχίου Ιακώβου, του Αδριανουπόλεως Πολυκάρπου, του Ιωαννίνων Σπυρίδωνος, του Θεσσαλονίκης Γενναδίου, και τόσων άλλων. Είταν σφάλμα της Ελληνικής Κυβερνήσεως ότι έσπευσε ν ’ απομακρύνει τους αρχηγούς
την προσάρτηση, είταν, κατ ’ ουσίαν, πολύ λιγώτερο δημοκρατικό και περισσότερο γραφειοκρατικό απ ’ εκείνο που επικρατούσε εκεί επί τουρκοκρατίας. Έτσι λ.χ. επί τουρκοκρατίας ίσχυε ο θεσμός των νομαρχιακών και επαρχιακών συμβουλίων, όπου παρακάθουνταν ο Μητροπολίτης μαζί με λαϊκούς αντιπροσώπους των Κοινοτήτων. Τούτο επέτρεπε ν ’ ακουστούν και οι γνώμες του κόσμου, έξω από το στενό κύκλο της υπαλληλικής γραφειοκρατίας, πάνω σ ’ όλα τα τρέχοντα ζητήματα που ενδιαφέρανε την επαρχία. Στις επαρχίες, τα τρία τέταρτα των ζητημάτων που θίγουν τους πολίτες είναι φύσεως οικονομικής – κυρίως φορολογικά. Έτσι οι υπερβασίες των οικονομικών οργάνων κατόρθωσαν να δώσουν στην ελληνική διοίκηση από την πρώτη στιγμή κακό όνομα. Μονάχα η ελληνική δικαιοσύνη κατά γενική ομολογία στάθηκε στο ύψος της. Άλλο σφάλμα της διοικήσεως είταν ότι διατήρησε και μετά την προσάρτηση, σ ’ ολόκληρη τη Μακεδονία, το παλιό τουρκικό φορολογικό σύστημα του δεκατισμού των
μέρους των οικονομικών αρχών, αφού το φόρο τον εισέπραττε ο ενοικιαστής με τα όργανά του. Οι ενοικιαστές της δεκάτης είταν μια τάξη από ανέκαθε πολύ αντιπαθητική στο λαό της υπαίθρου. Τα δέκατα τα νοικιάζανε συνήθως κάτι άξεστοι κουτσαβάκηδες – οι περισσότεροι Παλαιοελλαδίτες– που, έχοντας εξασφαλισμένη την υποστήριξη του Οικονομικού Εφόρου και των οργάνων της Χωροφυλακής, φέρουνταν σαν αληθινοί ντερβέναγάδες και κατατυραννούσανε τον κόσμο. Είναι γνωστό πως, από τον καιρό της αρχαιότητας, η κοινή συνείδηση έχει καταδικάσει την τάξη αυτή των ανθρώπων ως μια μάστιγα της κοινωνίας – απόδειξη πως, στο Ευαγγέλιο, οι «τελώνες», όπως τους ονομάζανε τότε, αναφέρουνται ως μια τάξη ιδιαίτερα αμαρτωλή. Στη Γαλλία, επίσης, οι καταχρήσεις των Fermiers généraux υπήρξαν μια από τις κυριώτερες αιτίες της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Η Μακεδονία, επί τουρκοκρατίας, είχε τραβήξει
εισπράξεως, που καθιστούσε το Δημόσιο συνέταιρο των ενοικιαστών και συνένοχο των υπερβασιών τους. Η δεκάτη έπρεπε να είχε αντικατασταθεί με κάποιο άλλο σύστημα ηπιώτερο, έστω και με κίνδυνο ν ’ αποδώσει λιγώτερα στο Δημόσιο Ταμείο.6 Η Αίγυπτος επίσης είχε υποφέρει πολύ, επί Μεχμέτ Αλή και των διαδόχων του, από τους ενοικιαστές της δεκάτης. Μόλις ήλθαν οι Άγγλοι, την καταργήσανε και στη θέση της εισήγαγαν το στρεμματικό φόρο, που έκτοτε έχει τελειοποιηθεί διά των συνεχών αναθεωρήσεων. Ως Οικονομικός Επιθεωρητής Μακεδονίας, υπήρξα από την πρώτη στιγμή πολέμιος της δεκάτης, μα οι οπαδοί της ήσαν ισχυρά ταμπουρωμένοι στο Υπουργείο των Οικονομικών κι η δική μου εισήγηση έμεινε «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ». Πολλά απ ’ αυτά τα άτοπα θα είχαν, νομίζω, αποφευκτεί αν ο Στέφανος Δραγούμης είχε παρα6 Η κατάργηση του συστήματος της ενοικιάσεως της δεκάτης περιλαμβάνουνταν, ήδη από το 1875, μέσα στο πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων που θελήσανε οι Μεγάλες
μείνει ακόμα μερικά χρόνια Γενικός Διοικητής. Καταγόμενος ο ίδιος από τη Μακεδονία, υπερήφανος να λέγεται Μακεδόνας, θα είχε πονέσει τον τόπο περισσότερο, και το μεγάλο του κύρος θα εμπόδιζε το Κέντρο από του να σφετεριστεί όλες τις εξουσίες της Γενικής Διοικήσεως. Οι οικονομικοί υπάλληλοι κι οι κομπάρσοι τους, οι ενοικιαστές της δεκάτης, δε θα τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι. Κοινωνικώτατος, ευπροσήγορος, γλωσσομαθής, συνηθισμένος να χειρίζεται τα διπλωματικά ζητήματα, βαθύς γνώστης όλων των μακεδονικών ζητημάτων, ο Στέφανος Δραγούμης θα κατόρθωνε να κερδίσει τις συμπάθειες του πληθυσμού – όχι μονάχα του ελληνικού αλλά και του αλλοφύλου. Στην Αγγλία και στις βρεταννικές κτήσεις επικρατεί πνεύμα βαθύτατα δημοκρατικό κι ως εκ τούτου εχθρικό προς τη γραφειοκρατία. Το δημοκρατικό τούτο πνεύμα φανερώνεται και μέσα στις δημόσιες υπηρεσίες.
ρεσία, γράφει ένα απλό γράμμα κι είναι βέβαιος πως, πολύ σύντομα, θα λάβει διά του ταχυδρομείου την απάντηση. Στην Ελλάδα η διαδικασία είναι εντελώς διαφορετική – πρέπει να υποβάλεις αίτηση χαρτοσημασμένη, πράμα που κι αυτό αποτελεί ένα εμπόδιο, μάλιστα στα χωριά, όπου δεν είναι πάντα εύκολο να προμηθευτεί κανείς το αναγκαίο ένσημο. Ύστερα, λίγες είναι σε μας οι δημόσιες υπηρεσίες που συνηθίζουν ν ’ απαντούν, χωρίς προσωπική όχληση, στις αναφορές των πολιτών. Το αποτέλεσμα είναι πως ο ενδιαφερόμενος, όταν μάλιστα κατοικεί μακριά από την πρωτεύουσα ή από το κέντρο της επαρχίας όπου εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία, αναγκάζεται ν ’ αναθέσει σε τρίτο πρόσωπο να παρακολουθήσει τη υπόθεσή του, άλλως αλλοίμονό του, δεν παίρνει ποτέ απάντηση. Συχνά βρίσκεται στην ανάγκη να βάλει δικηγόρο ή δικολάβο ή άλλον κανένα μεσάζοντα από κείνους που αναλαμβάνουν τέτοιου είδους δουλειές έναντι πληρωμής. Έτσι εξηγιέται γιατί οι διάδρομοι των Υπουργείων και
ενοχλούνται ούτε ο ιδιώτης υποβάλλεται σε κόπους κι έξοδα. Στην Ελλάδα επίσης επικρατεί πνεύμα υπερβολικής δυσπιστίας προς τους ίδιους τους υπαλλήλους, πράμα που δεν παρατηριέται αλλού. Στην Αίγυπτο λ.χ. οι επιθεωρητές είχανε απόλυτη ελευθερία κινήσεως είτε μέσα στη δική τους περιφέρεια είτε για να έρχουνται στην πρωτεύουσα, όσες φορές τούς παρουσιαζότανε υπηρεσιακή ανάγκη να επικοινωνήσουν με το Κέντρο, χωρίς ν ’ απαιτείται γι ’ αυτό διαταγή. Σε μας ο επιθεωρητής δεν είχε ελευθερία κινήσεως. Στη Μακεδονία, λ.χ. ο Οικονομικός Επιθεωρητής χρειαζότανε ειδική διαταγή για να φύγει από τη Σαλονίκη να πάει να κάνει επιθεώρηση στην επαρχία, μάλιστα – τέτοιο είταν το πνεύμα της δυσπιστίας– έπρεπε να συνάψει αντίγραφο της διαταγής στην κατάσταση των οδοιπορικών του, αλλοιώτικα κινδύνευε να μη του αναγνωρίσουν τα έξοδά του.
στους τύπους παρά στην ουσία, με αποτέλεσμα να μαραίνεται ο ζήλος και η πρωτοβουλία του υπαλλήλου. Οι Νέες Χώρες επίσης υποφέρανε τότε πολύ από τη συχνή αλλαγή Διοικητών. Σ’ αυτό δε φταίγανε μόνον οι κυβερνήσεις μα και τα πρόσωπα που διορίζουνταν σ ’ αυτές τις θέσεις. Ένας Διοικητής που έχει όρεξη να εργαστεί πραγματικά σε μια επαρχία, πρέπει να το πάρει απόφαση να περάσει εκεί μερικά χρόνια της ζωής του. Μα οι διάφοροι πολιτικοί, που συνήθως τους στέλνανε να διοικήσουν στις Νέες Χώρες, ενδιαφέρουνταν μονάχα να πάρουν τον τίτλο του Γενικού Διοικητή κι ύστερα κοιτάζανε πώς να γυρίσουν μια ώρα αρχήτερα πίσω στην Αθήνα. Θυμάμαι έναν τέτοιο, παλιό πολιτευόμενο από την Πάτρα, που είχε διοριστεί Γενικός Διοικητής Ανατολικής Μακεδονίας, με έδρα τη Δράμα, το 1918, και που περαστικός από τη Σαλονίκη, μας έλεγε με ύφος παραπονιάρικο και αδικημένου ανθρώπου
Λίμαν φον Σάντερς, έλαβε την απόφαση ν ’ απομακρύνει τους ελληνικούς πληθυσμούς από τα θρακικά και μικρασιατικά παράλια, όπου η παρουσία τους θεωρούνταν ως επικίνδυνη για την ασφάλεια της Τουρκίας. Οι τουρκικές αρχές, χωρίς καμμιά προειδοποίηση, άξαφνα διώξανε τους δυστυχείς κατοίκους από τα σπίτια τους, τους μπαρκάραν κακήν κακώς σε βαπόρια, και τους ξαπέστειλαν στην Ελλάδα. Τούτο συνέβηκε κατά τις πρώτες μέρες του Ιουνίου. Έτσι δημιουργήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη ένα οξύτατο προσφυγικό ζήτημα, το πρώτο από τα πολλά που γνωρίσαμε έκτοτε. Ο Βενιζέλος ανέθεσε την οργάνωση των εκτάκτων μέτρων στεγάσεως και περιθάλψεως σ ’ έναν άνθρωπο δραστήριο και με εξαιρετικήν οργανωτική ικανότητα – τον αείμνηστο Μιλτιάδη Νεγρεπόντη. Χαίρουμαι που μου δίνεται αυτή η ευκαιρία, έπειτα από τόσα χρόνια, να του απονείμω φόρο τιμής, τόσο μάλλον που δεν του αναγνωρίστηκαν όσο έπρεπε οι
Ο Νεγρεπόντης μού έκαμε την τιμή να μου αναθέσει τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής των Προσφύγων της οποίας ήτο Πρόεδρος, και που ήτο επιφορτισμένη το έργο της περιθάλψεως κι εγκαταστάσεως των προσφύγων στη Μακεδονία. Δυστυχώς ο Νεγρεπόντης δεν έλαβε το ευχαριστώ που του άξιζε. Όπως συχνά συμβαίνει στον τόπο μας, η Επιτροπή προσέκρουσε στην αντίδραση ορισμένων παραγόντων που έτυχε να μη βρουν εκ μέρους του Νεγρεπόντη την ικανοποίηση των παραλόγων ή παρανόμων απαιτήσεών των. Άρχισε μια σφοδρή δημοσιογραφική επίθεση εναντίο της Επιτροπής και ιδίως κατά του προέδρου της, με τους συνηθισμένους αορίστους υπαινιγμούς περί καταχρήσεων και με καθημερινές επικλήσεις προς τον Εισαγγελέα να επέμβει και να πατάξει το νέο αυτό «Παναμά». Ο Εισαγγελεύς των Πλημμελειοδικών, Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος, έχοντας πολιτικές φιλοδοξίες, βρήκε την ευκαιρία για να δημοκοπήσει και να κάνει ρεκλάμα γύρω από τ ’ όνομά του. Ένα ωραίο πρωί παρουσιάστηκε στα γραφεία
υπεράνθρωπους κόπους χωρίς να δεχτεί απολύτως καμμιά αμοιβή, καταγαναχτισμένος, έδωσε την παραίτησή του. Ο μακαρίτης ο Ρακτιβάν, τότε Υπουργός της Δικαιοσύνης, βρέθηκε σε δίλημμα. Ένας άλλος με περισσότερο σθένος θα παρέβλεπε τους τύπους και θα είχε βάλει τον Εισαγγελέα στη θέση του. Ο Ρακτιβάν όμως περιορίστηκε στο ν ’ απευθύνει στον Αλεξανδρόπουλο, διά του Εισαγγελέως των Εφετών Αντωνίου Ρωμάνου, που είταν κι αυτός μέλος της Επιτροπής, μια κάπως χλιαρή αίτηση εξηγήσεων. Εννοείται πως όλη αυτή η υπόθεση, παρ ’ όλο τον αρχικό θόρυβο που δημιουργήθηκε γύρω της από τον Εισαγγελέα και το φιλικό του τύπο, κατέληξε σ ’ ένα μεγάλο μηδενικό. Τα αρχεία της Επιτροπής μείνανε κατασχεμένα κάμποσο καιρό και το όλο έργο χαλαρώθηκε κατά τρόπο ανεπανόρθωτο. Καλή και αγία η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, μα κι αυτή πρέπει να έχει τα όριά της, άλλως οι Εισαγγελείς, διά της αυτεπαγγέλτου επεμβάσεως στις δημόσιες υπηρεσίες, θα μπορούσαν να παραλύσουν το Κράτος.
αισθάνομαι αποστροφή να θίξω αυτό το θέμα. Ο φανατισμός που προκάλεσε κείνη η διαίρεση διέρρηξε φιλίες, δίχασε οικογένειες, χώρισε συγγενείς, και δημιούργησε άσβεστα μίση, που υπονόμευσαν την ψυχική ενότητα του Έθνους, που σ ’ αυτή χρωστούσαμε τους θριάμβους των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Όταν, τον Ιούλιο του 1916, ξέσπασε το κίνημα της Θεσσαλονίκης, είμουνα μεταξύ των πρώτων υπαλλήλων της Διοικήσεως που προσεχώρησαν. Βλέπαμε καθαρά πως, αν η Ελλάδα εξακολουθούσε, ακόμα και μετά την είσοδο της Ρουμανίας στον πόλεμο παρά το πλευρό της Αντάντ, να επιμένει στην πολιτική της ουδετερότητας, οι συνέπειες δε μπορούσαν παρά να είναι οδυνηρές για τη χώρα μας, και ότι θα κινδύνευε να χαθεί η Μακεδονία. Οι Σέρβοι, που ήσαν τότε τα χαϊδεμένα παιδιά των Συμμάχων, είχαν βλέψεις πάνω στη Σαλονίκη και υπήρχε κίνδυνος, εάν η Ελλάς εξακολουθούσε ν ’ αντιδρά, οι Σύμμαχοι να καταλύσουν τις Ελληνικές αρχές και να εγκαταστήσουν Σερβικές. Τουλάχιστον
συνείδηση, για λόγους κυρίως εσωτερικούς. Μέσα στο περιβάλλον της Προσωρινής Κυβερνήσεως βρέθηκαν μερικοί παράγοντες που θελήσανε να εκμεταλλευτούν το κίνημα για σκοπούς καθαρά κομματικούς, ενίοτε και συμφεροντολογικούς. Οι διωγμοί πολιτικών αντιπάλων υπερέβηκαν κατά πολύ (τούτο, θαρρώ, είναι σήμερα γενικά παραδεδεγμένο) τα όρια που δικαιολογούσε η πολεμική ανάγκη. Καταδιώχτηκαν όχι μονάχα πολιτικοί και στρατιωτικοί, όσοι αντέδρασαν φανερά στον πόλεμο, μα και πολλοί άνθρωποι όλως διόλου ασήμαντοι, έμποροι, επιχειρηματίες, ακόμα και άνθρωποι του λαού, που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, έτυχε να έχουν ένα εχθρό ή απλώς έναν αντίζηλο στην αντίθετη παράταξη. Οι υπερβολικοί εκείνοι διωγμοί, κι όχι καμμιά απροθυμία του λαού να υποστεί θυσίες για την εθνική υπόθεση (ο ελληνικός λαός φάνηκε πάντα πρόθυμος σε θυσίες για την Πατρίδα)
που είχανε τρυπώσει εκεί για ν ’ αποφύγουνε τη στρατολογία και την κατάταξή τους στο Στρατό της Εθνικής Αμύνης. Η Διεύθυνση της Στρατολογίας συνήντησε μεγάλη αντίδραση, ιδίως εκ μέρους του στρατηγού Κόρακα, Αρχηγό του Στρατιωτικού Οίκου του Βενιζέλου, που όλο και επενέβαινε για ν ’ αποσπάσει σε πολιτικές υπηρεσίες διαφόρους προστατευομένους του. Είχα τοποθετηθεί ως αξιωματικός-διερμηνεύς στο Γενικό Επιτελείο Στρατού Εθνικής Αμύνης, στη Σαλονίκη. Αργότερα προσκολλήθηκα στο Επιτελείο της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, που βρισκότανε στο μέτωπο, ανάμεσα Φλώρινα και Μοναστήρι, υπό τις διαταγές του στρατηγού Ιωάννου: Ο Ιωάννου είταν ένας δημοφιλέστατος αρχηγός.
ζινα, όπου βρισκότανε η έδρα της Μεραρχίας. Ο καϋμένος είχε την ιδιότητα να τραβάει τους κοριούς που αχόρταγοι ρίχνουνταν πάνω στις τρυφερές του αιγυπτιακές σάρκες. Τη ζωή μας στη Μεραρχία Αρχιπελάγους έχει αποθανατίσει ο Μυριβήλης στο περίφημό του βιβλίο «Η Ζωή εν τάφω». Σ’ ένα σημείο μόνο θα είχα να επικρίνω το συγγραφέα – νομίζω πως υπήρξε κάπως άδικος για το στρατηγό Ιωάννου, που τον απεικονίζει υπό το ψευδώνυμο «Μπαλαφάρας», μεγαλοποιώντας τις αδυναμίες του κατά τρόπο κοροϊδευτικό. Ο αείμνηστος Ιωάννου είταν ένας πραγματικός στρατιωτικός κι εξαιρετικά μορφωμένος στον κλάδο του (αξιωματικός του μηχανικού, είχε κάνει καθηγητής των μαθηματικών στη Σχολή των Ευελπίδων). Είχε πολύ διοικητικό κι εφρόντιζε πάντα για την τροφή και την υγεία των ανδρών. Ψηλός το ανάστημα, παρουσίαζε επιβλητικό θέαμα καβάλα πάνω στο μαύρο του άλογο, τον «Κίτσο» (αγαπούσε πολύ την ιππασία, κατ ’ αντίθεση προς άλλους στρατηγούς που αποφεύγανε να ιππεύουν
στηρή διαταγή του Γάλλου στρατηγού Ζακμώ, στον οποίο υπάγουνταν η μεραρχία, όλοι να φοράνε κάσκα στο μέτωπο για να προφυλάσσουνται από τα θραύσματα των οβίδων, ο Ιωάννου επέμενε πάντα να φοράει πηλήκιο, λέγοντας πως «δε με παίρνει το βόλι». Μια φορά το συνόδεψα σε μια επιθεώρηση στις πρώτες γραμμές. Προχωρούσαμε από μέσα από το χαράκωμα, και σ ’ ένα σημείο ο λοχαγός που μας οδηγούσε είπε στο στρατηγό πως πλησιάζαμε σ ’ ένα μέρος, όπου το χαράκωμα είταν πολύ ρηχό, και μας συνέστησε, περνώντας από το σημείο εκείνο, να γλυστρήσουμε γρήγορα μήπως μας δει ο εχτρός. Ο Ιωάννου, αντί να συμμορφωθεί με τη σύσταση του αξιωματικού, φτάνοντας στο ρηχό εκείνο μέρος του χαρακώματος, στάθηκε επίτηδες κι άρχισε να μας διηγιέται τις αναμνήσεις του από το Μπιζάνι (θέμα από τ ’ αγαπημένα του). Παρατήρησα πως οι άλλοι αξιωματικοί της συνοδείας ανυπομονούσαν, εκνευρισμένοι – και με το δίκιο τους– για το κάπως άκαιρο εκείνο σταμάτημα, μα φυσικά κανείς δεν τολμούσε να διακόψει το
σημανθεί από τις βουλγαρικές πυροβολαρχίες από πάνω από το Πισοδέρι κι οσάκις οι Βούλγαροι από το παρατηρητήριό τους βλέπανε κανένα όχημα στο δρόμο, του ρίχνανε. Ο στρατηγός Ζακμώ είχε διατάξει όλες οι μετακινήσεις, είτε μονάδων είτε μεμονωμένων αξιωματικών, να γίνουνται νύχτα. Ο Ιωάννου όμως δεν εννοούσε να συμμορφωθεί μ ’ αυτή τη διαταγή – πώς αυτός, Έλληνας στρατηγός, να περάσει νύχτα σαν κλέφτης μέσα από το ελληνικώτατο Μοναστήρι; Ποτέ! Έτσι, παρ ’ όλη την απαγόρευση του Γάλλου στρατηγού, ξεκινήσαμε μέρα μεσημέρι με μια μεγάλη ελληνική σημαία κρεμασμένη επιδεικτικά στον κοντό του αυτοκινήτου «για να μας βλέπουν καλύτερα οι Βούλγαροι», όπως μας εξήγησε ο Ιωάννου, «και να ξέρουν ποιοι είμαστε». Όλα αυτά μπορεί να μας φαίνουνται κάπως παιδιάτικα μα στους άντρες αρέζανε, και τον Ιωάννου το θαυμάζανε γιατί είταν παληκάρι. Ο Ιωάννου είχε επίσης μεγάλη αδυναμία στη στρατιωτική μουσική, κι όπου πήγαινε την κουβαλούσε μαζί του, ακόμα και στη ζώνη των επιχειρήσεων. Το αγαπημένο του κομμάτι είταν ένας μυτιληναίικος σκοπός, «Μπαίνομε στ ’ αμπέλι»,7 7 «Μπαίνομε στ ’ αμπέλι, σα νοικοκυρά. Να κι ο νοικοκύρης που μας κυνηγά. Έλα, νοικοκύρη, να τρυγήσουμε Τα κόκκινα σταφύλια, να τα πατήσουμε».
και σε κάθε περίσταση, το κομμάτι τούτο έπρεπε να παιχτεί δυο και τρεις φορές συνέχεια. Ο μικρός στρατός της Εθνικής Αμύνης απαρτίζουνταν κατά το ήμισυ από ντόπιους Μακεδόνες και το άλλο ήμισυ από πρόσφυγες και νησιώτες –Μυτιληνιούς, Σαμίους και Χιώτες. Οι περισσότεροι Μακεδόνες ήσαν αντιβενιζελικοί, ενώ οι άλλοι ήσαν κατά μεγάλη πλειοψηφία βενιζελικοί. Οι Μικρασιάτες ήσαν οι φανατικώτεροι, γιατί από την πολιτική του Βενιζέλου περιμένανε την απελευθέρωση των μερών των, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχε δώσει ο Σερ Έντουαρντ Γκρέυ στην αρχή του πολέμου (οι περίφημες «larges concessions sur la côte de l ’Asie Mineure» της νότας της 23 Ιαν. 1915). Η μεραρχία μας απαρτίζουνταν κι αυτή από τα ίδια ανομοιογενή στοιχεία. Οι νησιώτες – Μυτιληνιοί και Χιώτες– ήσαν, όπως είπα, βενιζελικοί. Είχαμε όμως και κάμποσους Μακεδόνες, από τη Χαλκιδική, που είχαν αντίθετα φρονήματα κι είχαν στρατολογηθεί
για να συγκρατήσει τη μεραρχία, που κινδύνευε να διαλυθεί. Παρευρέθηκα σε μια τέτοια εκτέλεση (η μόνη φορά στη ζωή μου) ενός φαντάρου από τη Χαλκιδική που, όντας σκοπός, είχε εγκαταλείψει τη θέση του. Τον Ιούνιο του 1917 συνέβηκε η τρομερή πυρκαϊά της Θεσσαλονίκης, που κατάστρεψε τα τρία τέταρτα της πόλης. Πολλές χιλιάδες μείνανε άστεγοι. Ο Γενικός Διοικητής Περικλής Αργυρόπουλος εζήτησε την απόσπασή μου και μου ανέθεσε να οργανώσω το έργο της περιθάλψεως των πυροπαθών. Ολόκληρη η κάτω πόλη, από το Διοικητήριο ίσαμε την παραλία, είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός. Μεταξύ άλλων είχε καεί και το ξενοδοχείο «Σπλέντιτ» όπου, αναχωρώντας για το μέτωπο, είχα αφήσει όλα τα πράματά μου – ρούχα, βιβλία και διάφορα αντικείμενα τέχνης που είχα μαζέψει από τα παλαιοπωλεία. Οι περισσότεροι άστεγοι ήσαν Εβραίοι. Όταν ήλθε η στιγμή να παραδώσω υπηρεσία στο διάδοχό μου, η Εβραϊκή Κοινότητα μου δώρησε μια ασημένια αναμνηστική πλάκα, όπου είταν χαραγμένη
τους Άγγλους τα πηγαίναμε πάντα πολύ καλά, γιατί κοίταζαν τη δουλιά τους και δεν έκαναν πολιτική σαν τους Γάλλους και τους Ιταλούς. Με τον αρχηγό των βρεταννικών στρατευμάτων στρατηγό Μιλν είχαμε φιλικώτατες σχέσεις, που τις διατήρησα όταν, αργότερα, μετά την ανακωχή του Μούδρου, διορίστηκε αρχηγός του αγγλικού στρατού κατοχής στην Πόλη. Με τους Γάλλους όμως είχαμε διαρκώς ζητήματα. Εκείνοι εννοούσαν να κάνουν πολιτική –φιλοαλβανική πολιτική στην Κορυτσά, φιλοεβραϊκή πολιτική στη Σαλονίκη, αντιβασιλική πολιτική σ ’ όλη την Ελλάδα. Στο Β΄ Γραφείο του Γαλλικού Επιτελείου κρατούσαν εμπιστευτικούς φακέλλους («φίσες») για όλους τους ανώτερους υπαλλήλους της Διοικήσεως. Εννοούσαν καλά και σώνει να μας χωρίζουν σε γαλλόφιλους και αγγλόφιλους, αν και εμείς δεν είχαμε παρά μια και μόνη σκέψη – το πώς να εξυπηρετήσουμε καλύτερα τον κοινό αγώνα των Συμμάχων. Εμένα με είχανε σημαδεμένο ως αγγλόφιλο, όπως το εξακρίβωσα αργότερα. Τούτο δεν μ ’ εμπόδισε να
πρώτη στιγμή που πάτησε στη Θεσσαλονίκη συνετέλεσε πολύ στο να εκτραχυνθούν οι σχέσεις μεταξύ Συμμάχων και Κυβερνήσεως Αθηνών. Ακόμα και μετά την εγκαθίδρυση της Προσωρινής Κυβερνήσεως στη Σαλονίκη υπό το Βενιζέλο, εξακολουθούσε να μας δημιουργεί χίλια ζητήματα, τόσο που στο τέλος ο ίδιος ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να ζητήσει από το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο των Συμμάχων την ανάκλησή του, πράμα που δεν του το συγχώρεσε ποτέ ο Σαράιγ. Εκτός από τα υπηρεσιακά ζητήματα όπου οι Γάλλοι μάς γεννούσαν καθημερινές προστριβές, οι αξιωματικοί τους αγαπούσαν ν ’ ανακατεύουνται σ ’ ένα σωρό γυναικοδουλειές. Ο στρατηγός Σαράιγ παραπονιέται στ ’ απομνημονεύματά του («Mon commandement en Orient»), ένα είδος απολογίας, πως οι εχθροί του τού προσάψανε τις υπερβολικά τρυφερές του σχέσεις με μια όμορφη Ρωσσίδα, την κυρία Ναρίσκιν, που διεύθυνε ένα στρατιωτικό
δοξούσε κι αυτή να παίξει ρόλο, για την εξαιρετική εύνοια που έδειχνε ο στρατηγός προς την κυρία Ναρίσκιν. Το ακόλουθο επεισόδιο, που συνέβηκε το καλοκαίρι του 1917, χαραχτηρίζει την ελαφρότητα με την οποία συμπεριφέρουνταν ορισμένοι ανώτεροι Γάλλοι αξιωματικοί. Είχε αποφασιστεί να γιορταστεί στη Σαλονίκη με μεγάλη επισημότητα η εθνική γιορτή των Γάλλων, η Quatorze Juillet. Στο πρόγραμμα συμπεριλαμβάνουνταν και μια στρατιωτική παρέλαση στη Λεωφόρο Εθνικής Αμύνης, στην οποία είχε προσκληθεί να παραστεί ο αείμνηστος Βασιλεύς Αλέξανδρος. Με την ευκαιρία αυτή ο Δήμος Θεσσαλονίκης αποφάσισε να διοργανώσει έναν έρανο για τα ορφανά πολέμου, με τη βοήθεια όλων των κυριών της πόλης. Για να μη δημιουργηθούν αντιζηλίες και δυσαρέσκειες μεταξύ των κυριών για το ζήτημα των θέσεων, καθορίστηκε πως τα διάφορα πόστα θα μοιράζουνταν με κλήρο. Επενέβηκε
μένη υποχρέωση τα πόστα να μοιραστούν με κλήρο, κι ότι μια τέτοια μεροληπτική προτίμηση προς τη δεσποινίδα Σαλτιέλ θα δημιουργούσε παρεξηγήσεις με τις άλλες κυρίες. Παρά ταύτα ο ταγματάρχης εξακολούθησε να επιμένει κατά τρόπο φορτικό. Τέλος, επειδή ο Φωρ, από τον οποίο εξαρτάτο η έκδοσις άδειας για τον έρανο, ηπείλησε να το ματαιώσει, αν δεν του γενόταν το χατήρι του, ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Αγγελάκης, που έδειξε πολύ σθένος κι αξιοπρέπεια στην όλη υπόθεση, προτίμησε να εγκαταλείψει τον έρανο παρά να ενδώσει στον κατάφωρο αυτό εκβιασμό. Έκανε όμως τα παράπονά του στον Αρχιστράτηγο, ο οποίος τιμώρησε το θρασύ αξιωματικό και τον μετέθεσε στο μέτωπο, όπου ύστερα από λίγο σκοτώθηκε. Πάντως τα συχνά αυτά επεισόδια συντελέσανε ώστε να δημιουργηθεί μια κακή εντύπωση εις βάρος των Γάλλων ενώ όλοι ήσαν κατενθουσιασμένοι με τη συμπεριφορά των Άγγλων.
με ρώτησε μ ’ ένα ύφος εμπιστευτικό, μήπως συνδεόμουνα με το Ναύαρχο Κουντουριώτη, που είταν μέλος της Τριανδρίας. Όταν του απάντησα καταφατικά, με παρεκάλεσε να ενεργήσω για να του απονεμηθεί ο Σταυρός του Σωτήρος. Όμοιο είναι και το εξής αμίμητο περιστατικό, που μου το διηγήθηκε μια κυρία που είχε πολλές σχέσεις με Γάλλους αξιωματικούς. Μια μέρα την επισκέφτηκε ένας γνωστός της αξιωματικός, υποψήφιος βουλευτής σε κάποια επαρχία της δυτικής Γαλλίας. Βαστούσε ένα γράμμα και της είπε τ ’ ακόλουθα: « Κυρία μου, μόλις έλαβα γράμμα από τη μητέρα μου. Μου γράφει πως ο αντίπαλός μου στην εκλογική μου περιφέρεια κερδίζει έδαφος. Μάλιστα, γράφει, στα τελευταία κατόρθωσε να πάρει ένα παράσημο πορτογαλέζικο. Μου λέει πως είναι απόλυτη ανάγκη να καταφέρω και γω να πάρω ένα οιοδήποτε ξένο παράσημο για να ισοφαρίσουμε. Κάντε μου τη χάρη, βοηθήστε με για να μου δοθεί ελληνικό παράσημο». Μετά την αποχώρηση του Σαράιγ οι σχέσεις καλλιτέρεψαν πολύ.
είταν η μακαρίτισσα Ελένη Αργυροπούλου, μητέρα του Περικλή Αργυροπούλου. Ο Σαράιγ, στα γεμάτα κακεντρέχεια απομνημονεύματά του, όπου περνάει γενεές δεκατέσσερες το Ζοφρ, το Μιλν, το Νικόλαο Πολίτη και πολλούς άλλους, την αποκαλεί «Ηγερία8 της Προσωρινής Κυβερνήσεως», εξ αιτίας του ρόλου που έπαιξε η ευφυεστάτη εκείνη γυναίκα ως σύνδεσμος μεταξύ Βενιζέλου και Σαράιγ. Τούτο όμως δεν εμπόδισε τον τελευταίο να της φερθεί πολύ πρόστυχα όταν, μετά τον πόλεμο, έτυχε να ξανασυναντηθούν στο Παρίσι υπό τις εξής περιστάσεις που μου τις διηγήθηκε η ίδια. Η κυρία Αργυροπούλου, τότε περαστική από το Παρίσι, νόμισε πως είχε υποχρέωση, έπειτα απ ’ τις τόσες στενές και φιλικές της σχέσεις με το Σαράιγ στη Σαλονίκη, να πάει να τον επισκεφτεί, τόσο μάλλον που τότε είταν υπό δυσμένεια κι ολότελα παραγκωνισμένος. Πήγε λοιπόν σπίτι του και όταν άνοιξε η πόρτα, ρώτησε την υπηρεσία αν ο στρατηγός μπορούσε να τη δεχθεί. Εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ο Σαράιγ βγήκε στο πατάρι της σκάλας και μόλις την είδε της φώναξε: «Κυρά μου, δε θέλω νάχω καθόλου σχέσεις με Έλληνες» και
«Quel goujat!» (τον πρόστυχο!) μου είπε. Από το επεισόδιο εκείνο φαίνεται πόσο μνησικακούσε ο Σαράιγ για την απομάκρυνσή του από την αρχηγία του συμμαχικού στρατού Ανατολής, που την απέδιδε σ ’ ελληνικές «μηχανορραφίες». Με την μακαρίτισσα Ελένη Αργυροπούλου είχα ένα ιδιαίτερο σύνδεσμο – αγαπούσαμε κι οι δυο μας να συλλέγουμε χαλιά και παλιά ανατολήτικα υφάσματα. Συχνά πηγαίναμε μαζί στα παλαιοπωλεία, διότι είχε μεγάλη ειδικότητα κι έκτακτο γούστο. Μετά τον πόλεμο άνοιξε παλαιοπωλείο στο Παρίσι μαζί με την κόρη της Ναταλή αλλά το βαστούσε μυστικό. Μια άλλη επίσης πολύ συμπαθητική κυρία, μα με πολύ λιγώτερο διπλωματικό τακτ, είταν η μακαρίτισσα Ελένη Ζυμπρακάκη (το γένος Σούτσου), της οποίας ο άντρας μακαρίτης Μανώλης Ζυμπρακάκης κατείχε ανώτερη στρατιωτική θέση στη Σαλονίκη. 9 Ζωηρή κι ελευθερόστομη μέχρις ελαττώματος, της άρεζε να λέει, κατά το κοινώς
νοικίας. Τούτο δεν πείραζε, εφόσο βρισκότανε μεταξύ Ελλήνων, και διασκεδάζαμε όλοι με την αθυροστομία της. Μα πολλές φορές ξεχνιούνταν και εκφράζουνταν μπροστά στους ξένους. Μια φορά, σ ’ ένα επίσημο γεύμα, όπου είταν προσκαλεσμένος ο Αντιβασιλεύς της Σερβίας Αλέξανδρος, η κυρία Ζυμπρακάκη άρχισε, προς έκπληξη όλων, ένα φιλιππικό εναντίον του Βενιζέλου (αν και είταν πολύ βενιζελική), δε θυμάμαι πια από ποια αφορμή. Το πράμα έφτασε στ ’ αυτιά του Βενιζέλου που, αυτή τη φορά, δυσαρεστήθηκε – και με το δίκιο του– και μήνυσε στον άντρα της πως δεν είταν σωστό η σύζυγός του να βρίζει τον πρωθυπουργό μπροστά στον κόσμο και πως καλά θα κάνει να της βάλει τα δυο πόδια σ ’ ένα παπούτσι, αλλοιώτικα θάταν υποχρεωμένος να τη διώξει από τη Σαλονίκη. Άλλος επίσης που του άρεζε καμμιά φορά να τα λέει «όξω από τα δόντια», είταν ο μακαρίτης Ιωάννης Κουντουριώτης, αδελφός του Ναυάρχου, που είταν τότε διορισμένος πρέσβυς κοντά στον Αντιβασιλέα της Σερβίας.
όμως πάντα να το επιτυγχάνει. Μια φορά, σε μια συνομιλία με τον Αντιβασιλέα της Σερβίας, ο Κουντουριώτης άρχισε να καταφέρεται κατά του Βασιλέα Κωνσταντίνου. Ο Αλέξανδρος το διέκοψε και δεν τον αφήκε να συνεχίσει. « Τι τα θέλετε», μας είπε ύστερα ο Κουντουριώτης, όταν μας διηγήθηκε το επεισόδιο, «αυτοί οι βασιλιάδες έχουν όλοι τους μια αλληλεγγύη μεταξύ τους και δεν τους αρέζει ν ’ ακούνε ο ένας κακό για τον άλλο». Ο Αντιβασιλεύς Αλέξανδρος είχε κι αυτός τις δυσκολίες του. Ανάμεσα στους αξιωματικούς του σερβικού στρατού είχε σχηματιστεί μια αντιπολίτευση εναντίο του, με επί κεφαλής τον περιβόητο συνταγματάρχη Δημήτριεβιτς, το γνωστό υπό το επώνυμο «Άπις». Ο Δημήτριεβιτς είταν αρχηγός της μυστικής οργάνωσης «Το Μαύρο Χέρι», που έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στα παρασκήνια της σερβικής πολιτικής καθ ’ όλο το διάστημα από το 1904 μέχρι το 1914. Αν και δεν είχαμε μεγάλη επαφή με τους Σέρβους, βλέπαμε συχνά στη Λέσχη Θεσσαλονίκης δυο Σέρβους αξιωματικούς – το Μίλαν Γεώργεβιτς,
βίας, του Αλεξάνδρου Ομπρένοβιτς και της Δράγας, στα 1903, κι ανήκε στην κλίκα του Άπι. Συνδέουνταν πολύ με τις δεσποινίδες Νεγρεπόντη (της οικογένειας Νεγρεπόντη της Τεργέστης) κι ερχότανε συχνά στη Λέσχη μαζί τους. Ένα βράδι – νομίζω πως τούτο συνέβηκε το 1917– ο Βέμιτς παρουσιάστηκε στο σπίτι των δεσποινίδων Νεγρεπόντη από την πόρτα της υπηρεσίας, κάτωχρος, τσαλακωμένος και σε κακά χάλια. Τες διηγήθηκε πώς εκείνη τη στιγμή είχε δραπετεύσει από το κρατητήριο, όπου τον είχαν φυλακισμέ νο, γιατί βρέθηκε ανακατωμένος μαζί με τον Άπι σε μια συνωμοσία εναντίο του Αντιβασιλέα Αλεξάνδρου, και τες παρακάλεσε να τον κρύψουν. Στο μεταξύ το σπίτι είχε περικυκλωθεί από Σέρβους χωροφύλακες. Μόλις προφτάσανε να τον κρύψουν πίσω από ένα έπιπλο και παρουσιάζεται αξιωματικός της ελληνικής αστυνομίας για να κάνει έρευνα. Στην πρώτη έρευνα δεν κατόρθωσαν να τον ανακαλύψουν, ύστερα από λίγο όμως ξαναγύρισαν και τον πιάσανε. Οι φίλες του τρέξανε αμέσως στο Σαράιγ και χάρη
Κατοικούσα μαζί με τον Περικλή Αργυρόπουλο στο Κυβερνείο, την πρώην «Βίλλα Μοδιάνο», που την είχε χαρίσει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, το 1913, στο Βασιλέα Κωνσταντίνο για ανάκτορο. Εκεί φιλοξενήθηκε κι ο αείμνηστος Βασιλεύς Αλέξανδρος όταν, το καλοκαίρι του 1917, ήλθε να επισκεφτεί τη Θεσσαλονίκη μετά τη μεγάλη πυρκαϊά. Ο νεαρός Βασιλιάς δεν είταν προετοιμασμένος για το θρόνο, όπου τον είχε ανεβάσει η Μοίρα, και πολλές φορές βαριότανε τα καθήκοντα που του επέβαλε το υψηλό του αξίωμα. Είχε μεγάλη μανία με τ ’ αυτοκίνητα, κι οι αξιωματικοί των συμμαχικών μονάδων έλαβαν εντολή να του δείξουν τις διάφορες μάρκες. Ο Γάλλος αρχιστράτηγος του είχε ορίσει για ξεναγό το στρατηγό Ντε Τινάν, έναν ωραίο και κομψό αξιωματικό, ψηλό, με λαμπρό παρουσιαστικό και καλούς τρόπους. Ο πατέρας του είχε διοικήσει το γαλλικό αποβατικό σώμα που κατέλαβε τον Πειραιά το 1856, επί Όθωνος, υπό συνθήκες που θυμίζανε αρκετά τα γεγονότα του 1916. Μερικοί συνάδελφοί του, που ήσαν πληβήοι, δεν τον χωνεύανε, γιατί τον θεωρούσαν αριστοκράτη. Ο αρχηγός της γαλλικής εκπαιδευτικής αποστολής συνταγματάρχης Ταλαμάς,
Κυβερνείο προς τιμή του Βασιλέα και καθ ’ όλη τη διάρκεια του προγεύματος δεν έπαυε να μου ειρωνεύε ται τον Ντε Τινάν, τον οποίο αποκαλούσε «στρατηγό του σαλονιού», κοροϊδεύοντάς τον ότι δήθεν φορούσε μεταξωτό εσώβρακο (c ’est un type qui porte des caleçons en soie). Πάντως, ως βασιλικός ξεναγός, ο στρατηγός Ντε Τινάν είταν όλως διόλου στο στοιχείο του και δεν κούρασε το Βασιλέα, όπως δεν αμφιβάλλω πως θα τον είχε παρακουράσει κανένας άλλος περισσότερο ομιλητικός μα με λιγώτερο τακτ. Ο Αλέξανδρος έπλεκε τότε το ειδύλλιο, που αργότερα κατέληξε στο γάμο του με την ωραία Ασπασία Μάνου. Καθ ’ όλο το διάστημα της παραμονής του στη Σαλονίκη, έστελνε διά της Γενικής Διοικήσεως, για να διαβιβαστούν στη μνηστή του, που υπηρετούσε τότε σ ’ ένα νοσοκομείο στο μέτωπο, διάφορα μηνύματα συντεταγμένα αγγλιστί, που φανέρωναν το αίσθημά του. Η κυρία Ελένη Αργυροπούλου, θεία της δεσποινίδας Μάνου, υποστήριζε θερμά το συνοικέσιο, ενώ παραδόξως πολλοί σημαίνοντες βενιζελικοί, απ ’ εκείνους που καταφέρουνταν

Κατά το διάστημα που υπηρετούσα στη Σαλονίκη, συνέβηκε να φυλακιστεί στην Αθήνα ο θείος μου Αγαμέμνων, πράμα που πολύ μου εκόστισε. Το 1917 είχαν φτάσει από την Ελβετία δυο αξιωματικοί, αποσταλμένοι του Βασιλέα Κωνσταντίνου, κομίζοντας ένα γράμμα προς το Βασιλέα Αλέξανδρο. Μόλις φτάσαν στην Αθήνα αποταθήκαν στο θείο μου, ως πρώην αρχηγό του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλέα Κωνσταντίνου, για να τον παρακαλέσουν να παραδώσει το γράμμα στο Βασιλέα. Ο θείος μου, που ζούσε αποτραβηγμένος και μακριά από κάθε πολιτική κίνηση, αρνήθηκε να παραλάβει το γράμμα, μη θέλοντας ν ’ ανακατευτεί. Οι δυο αξιωματικοί συνελήφθηκαν από κάποια απροσεξία και, στο στρατοδικείο, κατέθεσαν τι είχε συμβεί. Το στρατοδικείο κάλεσε το θείο μου για να τον εξετάσει ως μάρτυρα. Ο Κυβερνητικός Επίτροπος, Ιωσήφ Κούνδουρος, τόνε ρώτησε γιατί δεν κατήγγειλε τους αξιωματικούς στις αρχές. Ο θείος μου απάντησε σε τόνο ζωηρό, πως η στρατιωτική του τιμή δεν του επέτρεπε να κάνει τέτοιο
την πτώση της Κυβερνήσεως Βενιζέλου, αφέθηκε ελεύθερος, αλλά λίγες μέρες μετά που βγήκε από τη φυλακή έπαθε ημιπληγία – αποτέλεσμα των ταλαιπωριών και των κακουχιών– κι έκτοτε έμεινε κρεβατωμένος μέχρι του θανάτου του. Είταν αφάνταστος ο φανατισμός που είχε αναπτυχθεί τότε ανάμεσα βενιζελικούς κι αντιβενιζελικούς. Παλιές φιλίες, συγγενικοί δεσμοί, υποχρεώσεις, όλα ξεχάστηκαν μέσα σ ’ εκείνη την πνιγηρά ατμόσφαιρα της καχυποψίας και του μίσους. Η συκοφαντία οργίαζε κι η ανάμιξη των ξένων καθιστούσε το χάσμα βαθύτερο. Από τα πιο δυσάρεστα καθήκοντα που είχα να επιτελέσω ως αναπληρωτής του Γενικού Διοικητή στη Σαλονίκη είταν η επικύρωση των αποφάσεων των τοπικών Επιτροπών Ασφαλείας για τον εκτοπισμό ατόμων που θεωρούνταν ως εχθροί της Αντάντ και ως εκ τούτου επικίνδυνοι για την ασφάλεια των στρατευμάτων. Ομολογώ πως με μεγάλο δισταγμό έβαζα την υπογραφή μου κάτω από τις αποφάσεις εκείνες, και δι ’ όσες μου έμεινε η παραμικρή αμφιβολία, έκανα χρήση του δικαιώματος που μου παρείχε ο νόμος, για ν ’ αναστείλω τον εκτοπισμό. Οι δισταγμοί μου, άλλωστε, ήσαν πλέον ή δικαιολογημένοι
που είχε δημιουργηθεί τότε σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο εδίχασε πολλές οικογένειες. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο διχασμός είταν και για τα δυο μέρη εξαιρετικά οδυνηρός. Το 1917, είχε έλθει στη Θεσσαλονίκη η γρηά κυρία Σλήμαν, για να επισκεφτεί το γιο της Αγαμέμνονα, που τον είχαν συλλάβει οι Γάλλοι στη Θεσσαλία και τον κρατούσαν
σ
ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Καλαμαριά. Η κυρία Σλήμαν είταν θερμή οπαδός
και της φιλανταντικής του πολιτικής, ενώ ο γιος της είταν εξ ίσου θερμός οπαδός του Βασιλέα Κωνσταντίνου και της αντίθετης πολιτικής. Με την άδεια του επιτελάρχη της Στρατιάς Ανατολής, Στρατηγού Σαρπύ, συνόδεψα την κυρία Σλήμαν στο στρατόπεδο, περικυκλωμένο από συρματοπλέγματα, όπου εκρατείτο ο Σλήμαν. Η σκηνή της συναντήσεως υπήρξε πολύ συγκινητική. Είχε κάτι το ιδιαίτερα τραγικό η συνάντηση, υπό τέτοιες συνθήκες, δυο ατόμων που τα ένωνε το αίσθημα της αμοιβαίας αγάπης, μα τα χώριζε
Διοικητή Αναστάση Αδοσίδη, έναν εξαίρετο άνθρωπο, που το 1918 είχε διαδεχτεί τον Περικλή Αργυρόπουλο. Μετά την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου, με στείλανε στην Πόλη να εποπτεύσω στην επαναφορά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και Μικράς Ασίας, που είχαν εκτοπιστεί από τους Τούρκους, διαρκούντος του πολέμου, στα ενδότερα της Ανατολής.
Κεφάλαιο Ένατο
Πόλη (1918 1924) Βρήκα μια Πόλη ολότελα διαφορετική από κείνη που είχα γνωρίσει στην πρώτη μου επίσκεψη στα 1909. Η Τουρκία, δυο φορές ηττημένη (στο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912 και στο Μεγάλο Πόλεμο του 1915-18) είχε παύσει να είναι η απέραντη εκείνη Αυτοκρατορία, που τα σύνορά της ξαπλώνουνταν από την Αδριατική ίσαμε τον Περσικό Κόλπο. Στους δρόμους της Σταμπούλ δεν έβλεπες πια τις γραφικές εκείνες φορεσιές των απειράριθμων φυλών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – Αλβανών, Αράβων, Κούρδων, Δρούζων κι άλλων. Οι άνθρωποι του λαού ήσαν κουρελιάρηδες, κι η παλιά εκείνη ανατολήτικη χλιδή κι ευμάρεια είχεν ολότελα εξαφανιστεί. Ο Βόσπορος είχε χάσει την άλλοτε εύθυμή
συμμαχικού στρατού – Άγγλοι, Γάλλοι κι Ιταλοί–ήσαν στρατωνισμένα σε διάφορα σημεία του Πέραν και της Σταμπούλ. Μπροστά στα σουλτανικά ανάκτορα του Ντολμά-Μπαχτσέ είταν αγκυροβολημένη μια ισχυρή μοίρα βρεταννικού στόλου. Ο τουρκικός πληθυσμός φαινότανε σκυθρωπός κι αποθαρρημένος, ενώ οι Χριστιανοί, Έλληνες κι Αρμένηδες, ύστερα από τις τρομερές δοκιμασίες του πολέμου – τους διωγμούς, τις πιέσεις, τις εξορίες, και τις σφαγές– άρχιζαν πάλι ν ’ ανασαίνουν και να σηκώνουν κεφάλι. Ολονών, Τούρκων και μη Τούρκων, η προσοχή είταν στραμμένη προς το Παρίσι, όπου οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης επρόκειτο να κρίνουν την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις Συμμαχικές πρεσβείες στο Σταυροδρόμι εδρεύανε, φρουρούμενοι από στρατό, οι «Ύπατοι Αρμοστές». Τη Μεγάλη Βρεταννία και τη Γαλλία τις αντιπροσωπεύανε οι ναύαρχοι Κάλθορπ και Αμέτ. Αντιθέτως η Ιταλία είχε στείλει ένα ικανώτατο και πονηρό διπλωμάτη, τον κόμητα Σφόρτζα,
επανορθώσει τις πολλές αδικίες που είχαν διαπραχθεί εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου. Ο Γάλλος Αρμοστής, απεναντίας, δε νοιαζότανε παρά για την προστασία των γαλλικών οικονομικών συμφερόντων, ως και των διαφόρων γαλλικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ο Ιταλός αντιδρούσε, με ύπουλη οπισθοβουλία, εναντίο των δυο συναδέλφων του, προσπαθώντας να υποδαυλίσει την τουρκική αντίδραση που, παρ ’ όλη τη φαινομενική υποταγή, σοβούσε μέσ ’ στην καρδιά της πρωτεύουσας και στις επαρχίες. Την Ελλάδα αντιπροσώπευε ο μακαρίτης Ευθύμιος Κανελλόπουλος, παλιός διπλωματικός υπάλληλος, που είχε υπηρετήσει πολλά χρόνια στην Πρεσβεία της Πόλης κι ως εκ τούτου γνώριζε καλά πρόσωπα και πράματα. Με τους Αρμοστές όμως δεν είχε παρά τυπικές σχέσεις. Έφερε κι αυτός τον τίτλο του Αρμοστού, χωρίς όμως να είναι ισότιμος με τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, και δεν ελάμβανε καν μέρος στα διασυμμαχικά συμβούλια. Δημοφιλέστατος μεταξύ των Ελλήνων κι έχοντας επιβολή
Δυνάμεων, δεν έκρυβε όμως στις ιδιωτικές του κουβέντες τις προσωπικές του συμπάθειες για τους Τούρκους. Τα πλέον ένοχα μέλη της τέως Κυβερνήσεως των Νεοτούρκων, εκείνοι δηλ. που είχαν παρασύρει την Τουρκία στον ολέθριο γι ’ αυτήν πόλεμο παρά το πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, είχαν δραπετεύσει στο εξωτερικό – ο Ταλαάτ στο Βερολίνο, ο Τζεμάλ στην Τιφλίδα κι ο Ενβέρ στο Τουρκεστάν. Οι πρώτοι δυο δολοφονήθηκαν από αρμένικες σφαίρες, πληρώνοντας με το αίμα τους τ ’ ανήκουστα μαρτύρια του αρμενικού έθνους, ενώ ο Ενβέρ έπεσε σαν παληκάρι πολεμώντας στη Μπουχάρα επί κεφαλής των «Μπασματζήδων», όπως ονομάζουνταν οι Μουσουλμάνοι αντάρτες που είχαν επαναστατήσει κατά των Μπολσεβίκων. Στην Πόλη, ο νέος Μέγας Βεζύρης Νταμάτ Φερήτ Πασάς προσποιούνταν τον φιλανταντικό, προσπαθώντας να περισώσει ό,τι είταν ακόμα δυνατό να σωθεί. Φαινομενικά
εξαιρετική δραστηριότητα ο στρατηγός Μουσταφά Κεμάλ, ο ήρωας της Αναφάρτας,1 που βρισκότανε τότε στην Πόλη απόστρατος (είχε παραιτηθεί από τις τάξεις του στρατού μετά την τουρκική ήττα). Οι ομογενείς είχαν συσπειρωθεί γύρω στο Εθνικό Κέντρο των Πατριαρχείων, που το διηύθυνε ο Τοποτηρητής Μητροπολίτης Προύσης, ένας ενθουσιώδης αλλά μάλλον άκριτος ιεράρχης. Ο ελληνικός πληθυσμός, προεξοφλώντας κάπως πρόωρα μια ευνοϊκή για τις εθνικές βλέψεις έκβαση των διαπραγματεύσεων στο Παρίσι, με δυσκολία συγκρατιούνταν, παρ ’ όλες τις προσπάθειες του Έλληνα Αρμοστή, από του να εκδηλώνει τα αισθήματά του με τρόπο που κάποτε περνούσε τα όρια της σωφροσύνης. Αμέσως μετά την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου (30 Οκτ. 1918), την οποία επακολούθησε η κατάληψη της Πόλης από Συμμαχικό Στρατό, τα Πατριαρχεία καταπιάστηκαν με το επείγον ζήτημα της επαναφοράς των εκτοπισμένων ελληνικών πληθυσμών από τους τόπους της εξορίας. Οι πληθυσμοί αυτοί, κατά τη διάρκεια
μέλη της ελληνικής Κοινότητος, με πρόεδρο το διακεκριμένο ιεράρχη μακαρίτη Μητροπολίτη Αίνου Ιωακείμ. Στην επιτροπή αυτή, στην οποία η Ελληνική Κυβέρνηση έδινε μια σημαντική επιχορήγηση, μου ανετέθηκαν χρέη Κυβερνητικού Επιτρόπου. Χάρη στις σύντονες προσπάθειες της Επιτροπής και με τη βοήθεια των επαρχιακών υποεπιτροπών, κατορθώσαμε σε λίγους μήνες μέσα να φέρουμε πίσω από την εξορία κάπου τριακόσιες χιλιάδες Έλληνες και να τους εγκαταστήσουμε ξανά στα χωριά τους. Τα περισσότερα χωριά είχαν λεηλατηθεί από τους Τούρκους των γύρω συνοικισμών και χρειάστηκε να σταλούν υλικά, ν ’ αγοραστούν ζώα και διάφορα άλλα χρειώδη. Αντιπροσώπευα επίσης την Ελληνική Αρμοστεία σε μια άλλη επιτροπή, που συνεδρίαζε στην Αγγλική Αρμοστεία υπό την προεδρεία του παλιού μου φίλου Σερ Ρόμπερτ Γκραιβς. Η επιτροπή αυτή είχε ως προορισμό να εξετάζει τα παράπονα των Χριστιανών
ρία Μαρία Λομβάρδου, αδελφή του πρεσβευτού Αλεξάνδρου Ναούμ. Έτρωγα ταχτικά στο «Club de Constantinople» δίπλα στην Αμερικανική Πρεσβεία, όπου συχνάζανε κυρίως Άγγλοι αξιωματικοί και δημοσιογράφοι και μέλη της αγγλικής και αμερικανικής παροικίας. Τ’ απογεύματα γυρνούσα στα διάφορα αξιοθέατα της Σταμπούλ και στα Μουσεία. Κατά το βραδάκι πήγαινε κανείς σ ’ ένα από τα πολλά φιλόξενα σπίτια της Πόλης – των Ζαρίφηδων στα Θεραπειά, των Ευγενίδηδων και των Καραθοδωρή στο Γενήκιοϊ, των Κάμπερμπατς στο Καντηλλί, των Ηλιάσκου στη Χάλκη, των Σγουρδαίου και Σινιόσογλου στο Πέραν– όπου μερικοί γνωστοί συγκεντρώνουνταν γύρω από ένα φλυτζάνι τσάι ή ένα τραπέζι μπριτζ. Δεν πρέπει να παραλείψω και τις συχνές επισκέψεις στα παλαιοπωλεία της Σταμπούλ και του Πέραν, όπου έβρισκε κανείς χαλιά, υφάσματα, ασημικά, καλλιγραφημένα Κοράνια, περσικές μικρογραφίες κι άλλα πολλά. Τους Τούρκους τούς έδερνε
Μπεσικτάς, σ ’ ένα από τα «ακαράτ» – ακίνητα όπου κατοικούσαν οικογένειες πρώην αυλικών κι ακολούθων της Σουλτανικής Αυλής– στην κατοικία μιας παλιάς «κάλφα» (Κυρίας της τιμής) του Σουλτάν Αβδουλαζίζ. Το διαμέρισμα είταν σχεδόν γυμνό, μ ’ ελάχιστα έπιπλα, και παρουσίαζε όψη φτώχειας κι ακαταστασίας. Ρούχα, παπούτσια, παντόφλες και διάφορα άλλα αντικείμενα ήσαν ριγμένα φύρδην μίγδην. Μα μέσα σ ’ ένα ντουλάπι ήσαν φυλαγμένα κάτι θαυμάσια εικονογραφημένα χειρόγραφα του Χάφιζ κι άλλων Περσών ποιητών μαζί μ ’ ένα σπάνιο αντίτυπο της βιογραφίας του Προφήτη (Σεΐρ-ι-Μουχάμμαντη), στολισμένο με ωραιότατες μικρογραφίες, δώρα ποιος ξέρει ποιανού Σουλτάνου, αληθινά κειμήλια, που η οικογένεια βρισκότανε τώρα στη θλιβερή ανάγκη να πουλήσει, σαν τόσες άλλες μουσουλμανικές οικογένειες που ήσαν στην ίδια αξιολύπητη κατάσταση. Είχε καταρρεύσει μια Αυτοκρατορία και τα πρώτα θύματα ήσαν, φυσικά, εκείνοι που είχαν χάσει θέσεις, αξιώματα, προνόμια και περιουσίες.
μαντοκόλλητα ασημένια κάδρα, σκαλιστές τσιγαροθήκες, ρωσικά σμάλτα κι ασημικά, καυκασιανά γιαταγάνια, που προσφέρουνταν σε τιμές αν όχι εξευτελιστικές, πάντως όμως πολύ προσιτές. Ήμουνα μέλος της επιτροπής που είχε καταρτίσει η Βρεταννική Αρμοστεία για την περίθαλψη και στέγαση των Ρώσων προσφύγων. Η κατάστασή τους είταν αξιοθρήνητη. Η φυγή των από τα λιμάνια του Ευξείνου είχε γίνει υπό συνθήκες απίστευτα τραγικές. Στιβαγμένοι μέσα σε κάτι γαλλικά μεταγωγικά της κακής ώρας, χωρίς νερό, σχεδόν χωρίς τροφή, έφτασαν ένα ωραίο πρωί στην Πόλη, αφού υπόφεραν τα πάνδεινα στο ταξίδι. Ο ανταποκριτής των «Τάιμς» μου περιέγραψε με ζωηρά χρώματα τις σπαραχτικές σκηνές που είδε να διαδραματίζουνται πάνω στα καταστρώματα, όταν τα βαπόρια, κατάφορτα με χιλιάδες πρόσφυγες, άραξαν μπροστά στο Μόδι. Πολλές γυναίκες είχαν γίνει υστερι-
Αυτοκρατορίας να πουλούν εφημερίδες μέσ ’ στους δρόμους ή να παίζουν βιολί στις ορχήστρες των «ντάνσιγκ». Στο Σταυροδρόμι και στις όχτες του Βοσπόρου ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια διάφορα ρωσικά εστιατόρια, όπου έτρωγες μαύρο χαβιάρι, «μπορτς», «μπλίνι» κι άλλα ρωσικά φαγητά. Έτσι άρχισε η μεγάλη εκείνη τραγωδία των Ρώσων «εμιγκρέ», που μου δόθηκε ύστερα η ευκαιρία να τη γνωρίσω από κοντά στην Ελλάδα, στη Γιουγκοσλαυΐα, στη Συρία και σε τόσα άλλα μέρη.2 Οι αξιωματικοί του στρατού κατοχής πέφτανε εύκολα θύματα στα θέλγητρα των ωραίων Ρωσίδων, ιδίως όταν αυτές ήσαν από αριστοκρατικές οικογένειες και φέρανε κανένα παλιό ρωσικό όνομα – Γκαλίτσιν, Τολστόι, Τένισεφ κλπ. Έτσι πολλές Ρωσίδες κατόρθωσαν να λύσουν το πρόβλημα της ζωής διά του γάμου. Το φθινόπωρο του 1920 επέστρεψα στην Ελλάδα, όπου είχαν προκηρυχτεί εκλογές, για να βάλω κάλπη, ως φιλελεύθερος, στη Θεσσαλονίκη, όπου είμουνα αρκετά γνωστός χάρη στα πέντε χρόνια που 2 Το 1937, το Ινστιτούτο Διεθνών
είχα υπηρετήσει εκεί στη Γενική Διοίκηση. Αν και είχα την υποστήριξη μερικών ισχυρών παραγόντων, όπως των φίλων μου αδελφών Ζάννα, κι επίσης του Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, που, ως πρόεδρος της Λέσχης των Φιλελευθέρων στην Αθήνα, είχε αναλάβει τη γενική διεύθυνση του εκλογικού αγώνα, η υποψηφιότητά μου συνάντησε αρκετές αντιδράσεις εκ μέρους άλλων τοπικών στοιχείων. Όλοι γυρεύανε να συμπεριληφθούν στους συνδυασμούς με τη βέβαιη τότε πρόβλεψη της νίκης, πρόβλεψη που έμελλε να διαψευσθεί τόσο πανηγυρικά. Μολονότι είχα ήδη προκαταβάλει στο ταμείο του κόμματος ένα αρκετά σημαντικό μέρος των εκλογικών εξόδων, κόντεψα ν ’ αποκλειστώ την τελευταία στιγμή από το συνδυασμό. Χρειάστηκε η προσωπική επέμβαση του Νεγρεπόντη για να προληφθεί αυτή η αδικία εις βάρος μου. Επικρατούσε τέτοιο πνεύμα αισιοδοξίας, ώστε οι περισσότεροι υποψήφιοι δεν κάνανε καν τον κόπο να βγουν σε περιοδεία. Γυρίζοντας τα χωριά σχεδόν μόνος, διαπίστωσα παντού
συνηθίσει από την ασυδοσία μιας μακράς πολεμικής περιόδου, οι κάτοικοι έκρυβαν τα φρονήματά τους. Ερχόντανε όλοι στις συγκεντρώσεις των Φιλελευθέρων κι άκουγαν τους λόγους των ρητόρων χωρίς να κάνουν την παραμικρή διακοπή. Το πολύ-πολύ, κανένας δικηγόρος ή απόστρατος αξιωματικός, συνήθως Παλαιοελλαδίτης, σηκώνουνταν στο τέλος της ομιλίας κι έκανε καμμιά ερώτηση ή άνοιγε διαλογική συζήτηση. Μονάχα σ ’ ένα χωριό – τα Δριμύγκλαβα του Λαγκαδά– οι κάτοικοι δε μας αφήκαν την παραμικρή αμφιβολία ποια ήσαν τα φρονήματά τους. Ξέραμε πως στο χωριό αυτό η ατμόσφαιρα είταν εχθρικιά, γιατί το 1917, μετά το κίνημα της Θεσσαλονίκης, οι Δριμυγκλαβιώτες είχαν αρνηθεί να στρατολογηθούν κι ο Κονδύλης, για να τους τιμωρήσει, έστειλε ένα απόσπασμα που έκαψε όλες τις αχυρώνες του χωριού. Φτάσαμε βράδι, πέντε έξη υποψήφιοι, και ζητήσαμε να μαζευτεί ο κόσμος στο σχολείο, για να μας ακούσουν. Αφού συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, ένας από τους υποψήφιους, ο Αλέξ.
νεκρική σιγή. Μόλις όμως τέλειωσε, σηκώθηκαν όλοι μαζί κραυγάζοντας « Ζήτω ο Κωνσταντίνος!» κι εγκατέλειψαν σύσσωμοι την αίθουσα. Μείναμε κάργα. Στα λοιπά μέρη οι αντίπαλοι προτιμήσανε να τηρήσουν απόλυτη μυστικότητα κι έτσι μας γέλασαν. Μόλις ανοίχτηκαν οι κάλπες το βράδι της αποφράδας 1ης Νοεμβρίου, βρέθηκε πως οι Φιλελεύθεροι δεν είχαν πάρει ούτε το ένα δέκατο των ψήφων! Ο αντιβενιζελισμός είχε σαρώσει απ ’ άκρου σ ’ άκρο σχεδόν ολόκληρη τη Μακεδονία και την Παλαιά Ελλάδα. Οι αντίπαλοί μας γιόρτασαν τα επινίκια στη Σαλονίκη με εκδηλώσεις, που ήσαν το φυσικό ξέσπασμα ύστερα από τόσα χρόνια που είχαν παραμείνει υποχρεωτικά βουβοί. Το καλοκαίρι του 1921, μου πρότεινε ο φίλος μου Τζων Κουέρκ, που αντιπροσώπευε στην Πόλη δυο μεγάλες αγγλικές εφημερίδες, τη «Νταίλυ Μέιλ» και τη «Μόρνιγκ Ποστ», να τον αναπληρώσω για μερικούς μήνες. Η πρότασή του αυτή μου παρουσιά-
τραυματίες κι αναπήρους πολέμου. Είχαμε τα γραφεία μας στην Πλάκα, στην οδό Απόλλωνος, όπου προσέρχουνταν πλήθος ανάπηροι για να πάρουν το βοήθημά τους. Ένα πρωί, κατά το μεσημέρι, δυο άγνωστοι μαγκουροφόροι, ντυμένοι χακί κι υποκρινόμενοι τους τραυματίες, μπήκαν μέσα στην αίθουσα κι αφού χτύπησαν στο κεφάλι τη γραμματέα δεσποινίδα Φρόσω Ρομποτσάνου, που προσπάθησε να τους σταματήσει, προχώρησαν προς το τραπέζι όπου καθόμαστε ο Ναύαρχος και γω, έβγαλαν πιστόλια και μας πυροβόλησαν από πολύ κοντινή απόσταση. Μια σφαίρα βρήκε το Ναύαρχο στην κοιλιά και μια άλλη με τραυμάτισε στο κεφάλι. Ευτυχώς, και στις δυο περιπτώσεις, τα τραύματα δεν ήσαν σοβαρά. Πάντως προτίμησα ν ’ απομακρυνθώ για λίγο καιρό από την Αθήνα, όπου η κατάσταση είχε καταντήσει ανυπόφορη. Στην Τουρκία, ήδη από το Μάη του 1919, τα πράματα είχαν αρχίσει να βρωμάν. Δυο ή
γάλη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας.4 Μόλις όμως έφτασαν στην Πόλη οι πρώτες ειδήσεις από τη Σμύρνη για τα παρατράγωδα που είχαν συμβεί κατά την απόβαση του στρατού, η χαρά μας έγινε ταραχή, για να μη πω αγωνία. Ύστερα από δυο τρεις μέρες κατέφθασε στην Πόλη ο υποναύαρχος Κακουλίδης, που είχε παρευρεθεί στην απόβαση ως θεατής. Ο Κακουλίδης, περιγράφοντας τα συμβάντα, εκάκισε δριμύτατα το διοικητή της Ι μεραρχίας συνταγματάρχη Ζαφειρίου, στον οποίο είχε ανατεθεί η διεύθυνση των αποβατικών επιχειρήσεων. Κατά τον Κακουλίδη, ο Ζαφειρίου επέδειξε κουφότητα και πλήρη ανεπάρκεια – κουφότητα γιατί, ενώ οι αντιπρόσωποι των Αρμοστών στη Σμύρνη τον είχαν προειδοποιήσει για τον αναβρασμό που υπήρχε ανάμεσα στον τουρκικό πληθυσμό και τον συμβούλεψαν ν ’ αποβιβαστεί στα άκρα της πόλης και να καταλάβει πρώτα τα γύρω υψώματα, ο Ζαφειρίου επέμεινε ν ’ αποβιβάσει τμήμα στρατού στην
προκυμαία κι από κει να παρελάσει θριαμβευτικά προς το Διοικητήριο. Το τμήμα τούτο (το ΙΙΙ τάγμα του Ι/38 συντάγματος Ευζώνων), τη στιγμή που παρήλαυνε, πυροβολήθηκε από τα γύρω σπίτια με αποτέλεσμα να προκληθούν οι γνωστές σκηνές, που παρ ’ ολίγο να έχουν ως συνέπεια την άμεση αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Σμύρνη. Κατά μια άλλη εκδοχή, που έρχεται όμως σε αντίθεση με όσα μας είχε πει ο Κακουλίδης, η ευθύνη εβάρυνε το μακαρίτη Ηλία Μαυρουδή, κυβερνήτη του « Αβέρωφ», ο οποίος, αυτοβούλως και χωρίς να ειδοποιήσει το Ζαφειρίου, μετέβαλε το αρχικό πρόγραμμα και διέταξε το τμήμα εκείνο του συντάγματος Ευζώνων ν ’ αποβιβαστεί στην προκυμαία αντί στην « Καραντίνα», στην άκρη της πόλης, όπως αρχικά είχε συμφωνηθεί με τους Αντιπροσώπους των Αρμοστών. Πάντως, είτε ο Ζαφειρίου έφταιξε είτε ο Μαυρουδής, το αποτέλεσμα είταν το ίδιο. Είναι όμως απορίας άξιον πώς ο Αρχιστράτηγος, ο αείμνηστος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, προκειμένου να γίνει μια τόσο λεπτή και σπουδαία
Έτσι η μικρασιατική εκστρατεία άρχισε υπό πολύ κακούς οιωνούς. Μόλις αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη, το κίνημα του Κεμάλ ξέσπασε στις ανατολικές επαρχίες. Στην προπαρασκευή του κινήματος είχε λάβει ενεργό μέρος ο Ιταλός Αρμοστής Κόμης Σφόρτζα. Όπως μου τα διηγήθηκε αργότερα ο Φώτης Κέντρος, σύγγαμβρος του γιατρού Αλεξ. Παππά, που είταν σε θέση να γνωρίζει όλα τα παρασκήνια,5 τα πράματα εξελίχτηκαν ως εξής: Ο Σφόρτζα συνδέουνταν στενώτατα με τους αδελφούς Τζελάλ και Σεντάτ Νουρή, βουλευτάς Καλλιπόλεως και ιδιοχτήτες της εθνικιστικής εφημερίδας «Ιλερή». Ο Σφόρτζα αγωνίζουνταν, όπως ύστερα το αποκάλυψε ο ίδιος στο βιβλίο του «Les dictateurs d’après guerre» (Οι μεταπολεμικοί δικτάτορες), να τορπιλλίσει τη Συνθήκη6 της Ειρήνης με την Τουρκία, που οι κυριώτεροί της όροι ήσαν ήδη λίγο πολύ γνωστοί. Δεν εδίστασε, μέσο των αδελφών Νουρή, ν ’ ανακοινώσει στους Τούρκους εθνικιστές τα σχέδια 5 Οι άγνωστες αυτές για το πολύ κοινό λεπτομέρειες δημοσιεύτηκαν
Συμμάχων περί διαμελισμού της Τουρκίας, και ο ίδιος τους εξόρκισε να οργανώσουν επαναστατικό κίνημα στην Ανατολή. Το κίνημα τούτο θα στρέφουνταν αφ ’ ενός κατά του Σουλτάνου ως οργάνου των Συμμάχων κι αφ ’ ετέρου εναντίον αυτών των Συμμάχων Δυνάμεων και πρωτίστως κατά της Ελλάδας. Ο Σφόρτζα τούς υποσχέθηκε τη διπλωματική κι οικονομική υποστήριξη της Ιταλίας μόλις θα βρισκότανε ο κατάλληλος αρχηγός για να τεθεί επί κεφαλής του κινήματος. Οι Νουρήδες υπέδειξαν το Μουσταφά Κεμάλ ως το μόνο εκ των Τούρκων στρατιωτικών που είχε το απαιτούμενο κύρος και την ικανότητα για να τεθεί επί κεφαλής σ ’ έναν τέτοιο αγώνα. Ο Σφόρτζα ζήτησε αμέσως να συναντηθεί με το Κεμάλ στην Ιταλική Αρμοστεία. Ύστερα από μερικούς δισταγμούς, ο Κεμάλ τέλος πείστηκε ν ’ αναλάβει την αρχηγία. Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία ο Σφόρτζα ενήργησε ώστε να διοριστεί ο Κεμάλ Επιθεωρητής του Σώματος Στρατού στην Ερζερούμ, στην βορειοανατολική άκρη της Ανατολής. Επειδή,
βαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, κι από κει κατευθύνεται στην Ερζερούμ, όπου συγκαλεί το πρώτο εθνικιστικό συνέδριο που, διά του «Εθνικού Συμβολαίου», διακηρύττει τ ’ απαράγραπτα δικαιώματα του Τουρκικού Έθνους. Η συνέχεια είναι γνωστή. Οι Σύμμαχοι, μετά την Ανακωχή του Μούδρου, είχαν παραλείψει να καταλάβουν τις ανατολικές και κεντρικές επαρχίες της Μικράς Ασίας. Η νοτιοδυτική περιφέρεια κατείχετο από τους Ιταλούς, που επέτρεπαν στις «τσέτες», όπως ονομάζουνταν τα ένοπλα σώματα των εθνικιστών, να χρησιμοποιούν την ιταλική ζώνη νοτίως του Μαιάνδρου ως βάση εξορμήσεως εναντίο του ελληνικού στρατού. Επίσης χάρη στη συμπαιγνία των Ιταλών, ο στρατός του Κεμάλ μπόρεσε να εφοδιασθεί με όπλα, πυρομαχικά και χρήματα μέσον του λιμένος της Αττάλειας,7 που την κατείχαν οι Ιταλοί. Τα Σόβιετ κι αυτά υποστήριξαν το κίνημα κι εφοδίασαν το στρατό του Κεμάλ μέσο από τα ρωσσοτουρκικά σύνορα. Άμα επέστρεψα, το καλοκαίρι του 1921, στην Πόλη, βρήκα την
Από τη μια μεριά η πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα, από την άλλη η άκαρπη παράταση του πολέμου είχαν εκνευρίσει τα πνεύματα. Παντού βασίλευε η διχόνοια – όχι λιγώτερο μεταξύ των δήθεν Συμμάχων παρά ανάμεσα σε μας τους Έλληνες. Αν και η συνθήκη είχε υπογραφεί προ ενός έτους, έμενε χάρτης άγραφος. Ναι μεν ελληνικά στρατεύματα κατείχαν ολόκληρη την Ανατολική Θράκη μαζί με το Δυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας, αλλά ο πόλεμος εξακολουθούσε μέσα στο εσωτερικό της Ανατολής. Το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ όλο και δυνάμωνε – στρατιωτικώς, πολιτικώς και διπλωματικώς– ενώ αντιθέτως η εξουσία του Σουλτάνου και της Κυβερνήσεώς του είταν μια απλή σκιά και δεν στηρίζουνταν παρά στην προστασία του Βρεταννικού στόλου και στρατού, που κατείχαν την πρωτεύουσα και τα περίχωρα μέχρι Νικομήδειας, μαζί με τη ζώνη των Στενών. Τον Ιούλιο του 1921 η Ελληνική Κυβέρνηση, μπροστά στο αδιέξοδο, θέλοντας να εκβιάσει μια λύση, απέσπασε ισχυρές δυνάμεις από το μικρασιατικό μέτωπο και τις συγκέντρωσε, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Βλαχοπούλου, κοντά στις γραμμές της Τσατάλτζας, με σκοπό
διοικητή του γαλλικού στρατού κατοχής, που σ ’ αυτόν είταν εμπιστευμένη η φρούρηση της Πόλης προς δυσμάς, και να τον ρωτήσω, υπό την ιδιότητά μου ως ανταποκριτού της « Μόρνιγκ Ποστ», ποια στάση θα τηρούσαν τα γαλλικά στρατεύματα στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός θα επιχειρούσε να καταλάβει την Πόλη. « Nous les recevrons à coup de fusil !» (Θα τους υποδεχτούμε με τουφεκιές!) – αυτή είταν η απάντηση που μου έδωκε. Τη διαβίβασα αμέσως στο Σιμόπουλο, που είταν τις ημέρες εκείνες τρομερά ταραγμένος. Η Ελληνική Κυβέρνηση, θέλοντας ν ’ αποφύγει τη μοιραία σύγκρουση με τους Συμμάχους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχέδιό της. Μετά την επιστροφή του Κουέρκ από το Λονδίνο έληξε η δημοσιογραφική μου αποστολή. Εξακολούθησα όμως να παραμένω στην Πόλη ως απλός ιδιώτης, μέχρις ότου επήλθε η καταστροφή του Αυγούστου του 1922. Μολονότι η στρατιωτική κατάσταση στην Ανατολή από καιρού είχε φτάσει σε αδιέξοδο, πράμα που δικαιολογούσε τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις,
d’Orient» Ρενέ Καράσσο, που έτρεχε σαν τρελλός προς τα εκεί πλησίον γραφεία της εφημερίδας. Το «Journal d’Orient» είταν το δημοσιογραφικό όργανο της Ελληνικής Αρμοστείας και υποστήριζε θερμά τον αγώνα μας κατά του Κεμάλ. Χωρίς καν να σταματήσει, μου φώναξε έξαλλος: «C’est la débâcle!» (Καταστροφή!) και συνέχισε το δρόμο του. Έσπευσα στα γραφεία του «Νεολόγου», όπου πληροφορήθηκα τη συντριβή του ελληνικού στρατού στο Τουμλού-Πουνάρ και την παράδοση του Στρατηγού Τρικούπη. Την άλλη μέρα το «Journal d’Orient» έψαλε έναν ύμνο προς τον Κεμάλ! Δεν ωφέλησε όμως η απότομη αυτή μεταστροφή κι ύστερα από δυο τρεις μέρες η εφημερίδα έπαυσε την έκδοσή της. Οι αμέσως επόμενοι μήνες ήσαν μήνες τρομερής αγωνίας. Μολονότι η Πόλη κατείχετο ακόμα από τους Συμμάχους, οι Κεμαλικοί είχαν με το μέρος τους ολόκληρο τον τουρκικό πληθυσμό και σχεδόν όλους τους Τούρκους υπαλλήλους – πρώτα-πρώτα την αστυνομία. Καθημερινώς, από κάτω από τη μύτη των συμμαχικών αρχών, συμβαίνανε τρομερά πράματα. Έτσι λ.χ. Κεμαλικοί
διπλωματική λέσχη πάνω στο Μεγάλο Δρόμο του Πέραν, όπου σύχναζε ταχτικά ο υπουργός, και το ζητήσανε. Εκείνος, ανύποπτος, βγήκε στην πόρτα να τους μιλήσει οπότε τον αρπάζουν, τον ρίχνουν μέσα σ ’ ένα αυτοκίνητο που περίμενε μπροστά στην πόρτα, τον πάνε αστραπιαίως κάτω στην προκυμαία και το μεταφέρουνε με βενζινάκατο στη Νικομήδεια όπου βρισκότανε η έδρα του αρχηγού των Κεμαλικών στρατευμάτων του βορειοδυτικού τμήματος, Νουρεντίν Πασά. Ο στρατηγός, αφού τον έβρισε πατόκορφα ως προδότη, τον παρέδωκε στο αγριεμένο πλήθος που ορύουνταν μπροστά στο διοικητήριο και τον έκανε κυριολεχτικά κομμάτια. Ύστερα από το αιματηρό αυτό επεισόδιο, φόβος και τρόμος κατέλαβε τους κυβερνητικούς κύκλους στην Πόλη. Οι πιο σημαίνοντες οπαδοί της αγγλόφιλης πολιτικής, πανικόβλητοι, τρέξανε και τρυπώσανε, σα λαγοί, μέσα στην Αγγλική Αρμοστεία. Περνώντας το άλλο πρωί από την Αρμοστεία, βρήκα την αίθουσα αναμονής γεμάτη κόσμο – ένα πλήθος χοτζάδες και πωγωνοφόρους Παλιοτούρ-
από ένα χωριό του Άνω Βοσπόρου ένα πρώην Έλληνα λοχία που κάποτε, περνώντας με τον ελληνικό στρατό από τη Χιλή της Νικομήδειας, είχε κακοποιήσει μερικούς Τούρκους, και το μεταφέρανε στη Χιλή, όπου ο πληθυσμός εφάρμοσε εναντίο του κατά γράμμα το αρχαίο βιβλικό ρητό «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Μετά την υπογραφή της Ανακωχής των Μουδανιών (29 Σεπτεμβρίου 1922), δόθηκε ένας μήνας προθεσμία στον ελληνικό στρατό για να εκκενώσει την Ανατολική Θράκη. Εκείνη τη χρονιά η εσοδειά έτυχε νάναι εντελώς εξαιρετική. Δυστυχώς όμως η Ελληνική Κυβέρνηση, παρ ’ όλες τις επικλήσεις, δεν είχε προνοήσει εγκαίρως να τη σηκώσει. Την τελευταία στιγμή κάποιος έξυπνος υπέβαλε την ιδέα ν ’ ανατεθεί σε όργανα της Κοινωνίας των Εθνών να την αγοράσουν για λογαριασμό της Κ.Τ.Ε., ώστε να μη περιέλθει στα χέρια των Τούρκων. Μια μέρα
Φτάνοντας στην Αδριανούπολη βρήκα τους σιδηροδρόμους κι όλα τ ’ αυτοκίνητα επιτεταγμένα για τη μεταφορά του στρατού και του στρατιωτικού υλικού. Ο χριστιανικός πληθυσμός, με τα πράματά του φορτωμένα επάνω σε αραμπάδες και ζώα, έφευγε προτροπάδην προς τη Δυτική Θράκη. Δε θα ξεχάσω ποτέ το θέαμα εκείνο, που το είχα μέρες ολόκληρες μπροστά στα μάτια μου. Μια ατελείωτη σειρά από βοϊδάμαξες, βαριά φορτωμένες, προχωρούσε σιγά από πέρα-πέρα, όσο έφτανε το μάτι, προς το γιοφύρι του Έβρου που χωρίζει την Αδριανούπολη από το Καραγάτς. Νομίζω πώς τ ’ αυτιά μου βουίζουν ακόμα με το μονότονο εκείνο τρίξιμο μυριάδων τροχών, σαν ένα μελαγχολικό μοιρολόι που δε σταματούσε ούτε στιγμή, μέρα-νύχτα, μέρα-νύχτα. Μετανάστευε ένας λαός ολόκληρος – τρακόσες χιλιάδες ψυχές– όπως μεταναστεύσανε οι λαοί στη σκοτεινή εποχή των βαρβαρικών επιδρομών στο μεσαίωνα. Εννοείται πως, υπό τέτοιες συνθήκες, ούτε λόγος μπορούσε να γίνει για την αγορά σιτηρών για λογαριασμό της Κ. Τ.
Αθήνα, όπου ανέφερα ποια είταν η πραγματική κατάσταση. Η Ελληνική Αρμοστεία, μη έχοντας πια κανένα προορισμό στην Πόλη, είχε αποσυρθεί. Στο μεταξύ άρχισε να δημιουργήται εκεί ένα οξύτατο προσφυγικό ζήτημα, από τη συγκέντρωση πολλών χιλιάδων προσφύγων που κάθε μέρα καταφθάνανε στην Πόλη, θλιβερά μπουλούκια φεύγοντας την τουρκική οργή, από τα παράλια του Πόντου και της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας. Η Κυβέρνηση μού ανέθεσε την εντολή να μεταβώ πάλι στην Πόλη, καμουφλαρισμένος ως αντιπρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, μια ιδιότητα που δεν θα προσέκρουε στις αντιρρήσεις ούτε των Συμμάχων Δυνάμεων ούτε των Κεμαλικών Αρχών, για να οργανώσω το έργο της περιθάλψεως και να εποπτεύσω στη μεταφορά των προσφύγων στην Ελλάδα. Στην αρχή είχαμε ν ’ αντιπαλαίσουμε σε χίλιες δυσκολίες. Από τις τουρκικές Αρχές, τόσο ήσαν εξημμένα τα φυλετικά πάθη, δεν μπορούσε κανείς, φυσικά, να περιμένει καμμιά απολύτως βοήθεια. Όσο για τους Συμμάχους,
Δε λείπανε δυστυχώς και ύπουλες εσωτερικές αντιδράσεις εκ μέρους των οπαδών του αρνησιπάτριδος Παπα-Ευθύμ. Οι τελευταίοι, αμέσως μετά την εγκατάσταση των Κεμαλικών αρχών στην Πόλη, κατέλαβαν διά της βίας την εκκλησία της Παναγίας Καφατιανής στο Γαλατά κι άρχισαν να εξυφαίνουν διάφορες σκευωρίες εναντίο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ελπίζοντας έτσι να κερδίσουν την εύνοια των Τούρκων, που με χαιρεκακία βλέπανε αυτό το αγκάθι να φυτρώνει μέσ ’ στο σώμα της Μεγάλης Εκκλησίας. Τις ημέρες εκείνες πήγαινα κάθε μέρα στο Φανάρι κι έβλεπα τον Οικουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο. Η θέση του, μετά την επικράτηση των Κεμαλικών, είχε καταντήσει εξαιρετικά λεπτή, για να μην πω επικίνδυνη. Δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από τα Πατριαρχεία μήπως και του συμβεί κανένα επεισόδιο, είτε εκ μέρους των οπαδών του Παπαευθύμ, είτε εκ μέρους των Τούρκων, πράμα που μπορούσε να
Ράμπολντ, ένας παλιός μου συμμαθητής από το Ήτον, ο Νέβιλ Χέντερσον. 8 Ο Πατριάρχης, μέσα στις κρίσιμες εκείνες περιστάσεις, έδειξε αξιοθαύμαστη καρτερία και ψυχραιμία, έτοιμος ν ’ αντιμετωπίσει και τις πιο σκληρές περιπέτειες. Νομίζω πως τόνε βλέπω ακόμα να βηματίζει ολομόναχος μέσα στο στενό περιβολάκι των Πατριαρχείων, όπου έκανε τον απογευματινό του περίπατο, με το επιβλητικό του ανάστημα και την κάτασπρή του γενειάδα, ψηλαφώντας το αδαμαντοκόλλητο εγκόλπιο που κρεμότανε πάνω στο στήθος του. Πόσες σκέψεις δεν ανταλλάξαμε τότε μαζί για το μέλλον της Μεγάλης Εκκλησίας που, κατά τις στιγμές εκείνες, φαινότανε τόσο σκοτεινό! Το Μάη του έτους εκείνου (1923) είχε συνέλθει στα Πατριαρχεία το Πανορθόδοξο Συνέδριο. Σχεδόν όλες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες έστειλαν αντιπροσώπους. Κατά τις ημέρες εκείνες ο Πατριάρχης παρ ’ ολίγο να πέσει θύμα μιας επίθεσης που οργανώθηκε από τους οπαδούς του Παπαευθύμ. Ένα πρωί, κατά το μεσημέρι, ο υπαρχηγός
την ανοχή της Τουρκικής αστυνομίας, παραβίασε την είσοδο των Πατριαρχείων, όρμησε επάνω στο Μέγα Συνοδικό, όπου συνεδρίαζε το Συνέδριο, κι άρπαξε τον Πατριάρχη, σκοπεύοντας να τον πετάξει έξω στο δρόμο. Προγευμάτιζα στη Λέσχη Κωνσταντινουπόλεως, στο Πέραν, όταν μου τηλεφωνεί επειγόντως ο διάκος της Αυτού Παναγιότητας και με ειδοποιεί για τα διατρέχοντα. Με παρακαλεί να σπεύσω και να ζητήσω την άμεση αποστολή συμμαχικής αστυνομίας για να προστατέψει τη ζωή του Πατριάρχη. Το Φανάρι υπάγουνταν στη δικαιοδοσία της γαλλικής στρατιωτικής αστυνομίας, που είχε την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στην περιφέρεια της Σταμπούλ. Έσπευσα μαζί με το βοηθό μου Χάρη Στεφόπουλο στον αρχηγό της γαλλικής χωροφυλακής, που μου υποσχέθηκε να στείλει αμέσως επικουρία. Ευτυχώς το απόσπασμα πρόλαβε κι έφτασε επί τόπου προτού ο Δαμιανίδης
Πατριαρχείων, το πλήθος σκόρπισε και τ ’ άνανδρα εκείνα όργανα του Παπαευθύμ τόκοψαν λάσπη. Χωρίς την έγκαιρη άφιξη των Γάλλων, ο Μελέτιος θα είχε, δίχως άλλο, υποστεί την τύχη του Γρηγορίου του Ε΄ . Ύστερα από τις λυπηρές εκείνες σκηνές, ο Πατριάρχης, βλέποντας το αδιέξοδο και τις εχθρικές απέναντί του διαθέσεις των Τούρκων, άρχισε σοβαρά να σκέπτεται να μεταθέσει την έδρα του Πατριαρχείου στη Σαλονίκη ή στο Άγιον Όρος. Κατά τις συχνές συνομιλίες που είχαμε τότε μαζί, μου ανέπτυξε τις απόψεις του, που συνοψίζουνταν ως εξής: Μετά τη μεταβολή που είχε επέλθει στην Τουρκία, ύστερα από την επικράτηση του Κεμάλ, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εφόσο θα παρέμενε στην Πόλη, δε θα μπορούσε πια να ανταποκριθεί προς τον ιστορικό του προορισμό. Με τους περιορισμούς που το νέο καθεστώς ασφαλώς θα έμελλε να επιβάλει, η Μεγάλη Εκκλησία θα έχανε κάθε ίχνος πρωτοβουλίας κι ανεξαρτησίας, με μοιραίο αποτέλεσμα να χάσει όλο το κύρος της απέναντι των άλλων
με την Τουρκική υπηκοότητα, για να γίνουν Συνοδικοί. Γι ’ αυτό ο Πατριάρχης κατέληγε στο συμπέρασμα πως θάταν συμφέρον της Μεγάλης Εκκλησίας αλλά και ολόκληρης της Ορθοδοξίας, αν η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφέρουνταν σε μέρος όπου θα είταν δυνατό να εξακολουθεί να εκπληρώνει με απόλυτη ελευθερία και με αμείωτο κύρος την υψηλή του αποστολή. Όσον αφορά το ζήτημα, αν οι εκκλησιαστικοί κανόνες επιτρέπανε τη μετάθεση της έδρας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρχε το ιστορικό προηγούμενο του 1204, οπότε, μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους, το Πατριαρχείο μεταφέρθηκε προσωρινά στη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Τα επιχειρήματα αυτά μας φαινόντανε τη στιγμή εκείνη, που όλοι βρισκόμαστε υπό ισχυρή ψυχολογική πίεση, αρκετά λογικά και σύμφωνα προς την πραγματικότητα, αν και μέσα μου το αίσθημα μούλεγε πως, όσο
Ο Πατριάρχης, αφού πρώτα το υπέβαλε στην Ιερά Σύνοδο, που τελικώς το ενέκρινε, ετηλεγράφησε στο Βενιζέλο, που βρισκότανε τότε στη Λωζάνη ως Αρχηγός της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης. Έτυχε να βρίσκουμαι στο Πατριαρχικό γραφείο, ακριβώς τη στιγμή που ελήφθη η απάντηση του Βενιζέλου. Η απάντηση είταν απορριπτική και συμβούλευε τον Πατριάρχη να παραιτηθεί. Ο Μελέτιος, άμα διάβασε το τηλεγράφημα, ξέσπασε κι εξεδήλωσε προς στιγμή ζωηρή αγανάχτηση. Τελικά, αποφάσισε να συμμορφωθεί, αφού τέτοια είταν η γνώμη της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Μου έδωσε εντολή να συνεννοηθώ αμέσως με τη Βρεταννική Αρμοστεία, για να του διευκολύνουν οι Αγγλικές Αρχές την αναχώρηση. Επεκοινώνησα με το σύμβουλο της Αρμοστείας Τζέφερρυ Νοξ, που είχε χρηματίσει Πρόξενος στο Κάιρο και στην Καβάλλα και μου είταν από τότε
Την ημέρα της αναχώρησής του, το συνόδεψα ίσαμε την αποβάθρα του Φαναριού, όπου μια αγγλική ατμάκατος τον παρέλαβε και τον μετέφερε στο αιγυπτιακό ατμόπλοιο «Φαμάκα». Έτσι τελείωσε ένα τραγικό κεφάλαιο της ιστορίας της Μεγάλης Εκκλησίας (10 Ιουλίου 1923). Η αποστολή μου στην Πόλη συνεχίστηκε ακόμα για κάμποσους μήνες. Ανάμεσα στους πρόσφυγες που καταφθάσανε στην Πόλη κατά χιλιάδες, στιβαγμένοι σα ζώα πάνω στα καταστρώματα και μέσα στ ’ αμπάρια των τουρκικών πλοίων που τους μεταφέρνανε από τα λιμάνια του Πόντου, είχε ενσκήψει μια τρομερή επιδημία εξανθηματικού τύφου. Ενδεικτικό της παραλυσίας που είχε καταλάβει τις Συμμαχικές Αρχές στην Πόλη μετά την ανακωχή των Μουδανιών είταν και τούτο ότι, για κάμποσο καιρό, οι Σύμμαχοι επιτρέψανε στις τουρκικές αρχές να στεγάζουν τους πρόσφυγες μέσα στα σχολεία και στα κοινοτικά καταστήματα των διαφόρων συ-
Ωραίο παράδειγμα αλτρουισμού έδωκαν επίσης τα μέλη της μεγάλης αμερικανικής οργάνωσης «Νηρ Ηστ Ρελήφ» (Περίθαλψις Εγγύς Ανατολής). Σ’ αυτά επίσης σημειώθηκαν αρκετά θύματα του καθήκοντος. Η κατάσταση όλο και χειροτέρευε, και ποιος ξέρει σε ποιο σημείο θάχε φτάσει το κακό, αν δε συνέβαινε μια μέρα ο αρχηγός του βρεταννικού στρατού κατοχής στρατηγός Χάρριγκτον, γυρίζοντας με ατμάκατο από εκδρομή στα νησιά, να διασταυρωθεί στ ’ ανοιχτά του Χαϊδάρ Πασά με μια μαούνα, που μετέφερνε, στιβαγμένους φύρδην-μίγδην σαν πρόβατα, πολλούς πρόσφυγες που βρισκόνταν σε ελεεινή κατάσταση. Εκεί μέσα έβλεπες ανακατωμένους υγιείς κι ασθενείς (πολλοί έπασχαν από τύφο ή βλογιά), ζωντανούς και νεκρούς. Το αποκρουστικό εκείνο θέαμα τόσο πολύ ετάραξε το στρατηγό, ώστε διέταξε να τεθεί αμέσως στη διάθεση της υπηρεσίας μας ο μεγάλος στρατώνας του Σελιμιέ 9 στο Σκούταρη, στην ασιατική όχτη της Προποντίδας, που χωρούσε δέκα χιλιάδες άτομα
πρόσωπος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, για να παίρνει όλα τα απαραίτητα υγειονομικά μέτρα. Από τη στιγμή εκείνη τα πράματα καλλιτερέψανε κάπως, χάρη στο θερμό ενδιαφέρον των βρεταννικών στρατιωτικών αρχών. Οι Γάλλοι, κατά το συνήθιο τους, δείξανε αδιαφορία. Από τους τόσους Γάλλους «φρέρηδες» της Πόλης κανένας δεν προσφέρθηκε για να περιθάλψει το άμοιρο κείνο πλήθος των Χριστιανών, θυμάτων εν μέρει της γαλλικής πολιτικής, μήτε το γαλλικό χρήμα συνεισέφερε μια πεντάρα για την ανακούφιση της προσφυγικής δυστυχίας. Όταν, το 1919, είχε δημοσιευθεί στις εφημερίδες μια θερμή έκκληση του Γάλλου Αρμοστού Κυρίου Ντεφράνς προς τον πληθυσμό της Πόλης για να συμμετάσχει σε κάποιον έρανο για την ανοικοδόμηση ενός κατεστραμμένου χωριού της Λωραίνης, ολόκληρος ο Ελληνισμός της Πόλης έσπευσε να προσφέρει τον οβολό του. Τώρα όμως κανένας
σίες – καθαριότητα, προετοιμασία φαγητού και γιατρική περίθαλψη– και να επιβάλει την τάξη σ ’ όλο αυτό το πλήθος των δέκα χιλιάδων ψυχών που ήσαν κλεισμένες μέσα στους τέσσερεις εκείνους τοίχους. Παρ ’ ολίγο να πέσει κι αυτός θύμα του εξανθηματικού τύφου – προσεβλήθηκε, μα ευτυχώς τη γλύτωσε – η Θεία Πρόνοια τον έσωσε. Όσες φορές επισκεπτόμαστε εγώ και οι βοηθοί μου το στρατώνα, είμαστε υποχρεωμένοι να φοράμε μακρυές άσπρες μπλούζες, που σκεπάζανε χέρια και πόδια, για να προφυλασσόμεθα από τις θανατηφόρες ψείρες. Τις πρώτες μέρες είχαμε τρομαχτική θνησιμότητα μεταξύ των προσφύγων – κάπου τετρακόσια άτομα πεθαίνανε την ημέρα– μα, ύστερα από δυο τρεις βδομάδες, η επιδημία άρχισε να υποχωρεί χάρη στα σύντονα μέτρα που είχαν ληφτεί. Θυμάμαι πάντα μ ’ ευγνωμοσύνη τη συμπάθεια που συνάντησα στις δύσκολες εκείνες στιγμές εκ
Πατριαρχείου και τις σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξου κι Αγγλικανικής Εκκλησίας. Ανήκε σε παλιά σκωτσέζικη οικογένεια κι είταν τύπος κάπως ιδιόρρυθμος. Μανιακός συλλέκτης γραμματοσήμων, παρ ’ ολίγο να βρει τον μπελά του εξ αιτίας της μανίας του αυτής. Στο Μεγάλο Πόλεμο του 1915-19, υπηρετώντας ως αξιωματικός στα Δαρδανέλλια, είχε τοποθετηθεί ως στρατιωτικός διοικητής Ίμβρου. Γνωρίζοντας την αξία που προσλαμβάνουν οι σπάνιες πολεμικές εκδόσεις, στοχάστηκε να εκδώσει μια σειρά ειδικών γραμματοσήμων για την Ίμβρο. Εξετέλεσε την ιδέα του με όλη την τέχνη του ειδικού φιλοτελιστή, φροντίζοντας ώστε τα γραμματόσημα να παρουσιάζουν διάφορες παραλλαγές, επισημάνσεις και «λάθη», που, ως γνωστό, αυξάνουν την αξία. Ύστερα αγόρασε ο ίδιος σχεδόν ολόκληρη την έκδοση. Τόμαθαν οι ανώτεροί του και παραπέμφθηκε στο στρατοδικείο για την παράτυπη αυτή ενέργεια. Δε θυμάμαι
Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών. Αρχηγός της Αντιπροσωπείας είταν ο Πρεσβευτής Ιωάννης Παπάς. Μου ανατέθηκε η μελέτη της οικονομικής πλευράς της ανταλλαγής. Το πολυθρύλητο ζήτημα της εκτίμησης των ελληνοτουρκικών περιουσιών προκαλούσε τότε στην Ελλάδα μεγάλες συζητήσεις και πολιτικές θύελλες, ιδιαίτερα εκ μέρους των προσφύγων. Έπειτα από αρκετούς μήνες μελέτης κατέληξα στο συμπέρασμα πως μια τέτοια εκτίμηση, όπως την προέβλεπε η Σύμβαση της Λωζάννης, θ ’ απαιτούσε τόσον πολύν καιρό και τέτοια τεράστια έξοδα, ώστε να είναι αμφίβολο αν συνέφερε να γίνει. Αλλ ’ εκτός τούτου, είχα λόγους ν ’ αμφιβάλλω αν, στην περίπτωση που θα γινότανε η εκτίμηση, θα προέκυπτε πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας. Το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεων των Ελλήνων ανταλλαξίμων αφορούσε κινητές περιουσίες, των οποίων η εξακρίβωση θα παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Αντιθέτως, οι Τούρκοι ήσαν σχεδόν όλοι τους κάτοχοι
υπόμνημα προς τον τότε πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, προτείνοντας το γενικό συμψηφισμό των αμφοτέρωθεν απαιτήσεων. Ατυχώς οι τότε πολιτικές συνθήκες δεν επιτρέψανε στην Κυβέρνηση να υιοθετήσει μια τόσο ριζική λύση, από φόβο μήπως συναντήσει αντίδραση στη Βουλή εκ μέρους των εκπροσώπων των προσφύγων. Οι τελευταίοι τρέφανε ακόμα χιμαιρικές ελπίδες πως, αν γινότανε η εκτίμηση, θάβγαινε ένα τεράστιο πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας, υπόλοιπο που θα το πλήρωνε η Τουρκία και που θα χρησίμευε για την ολοκληρωτική ή σχεδόν ολοκληρωτική αποζημίωση των προσφύγων. Έτσι το ζήτημα έμεινε εκκρεμές μέχρι το 1930, οπότε ο Βενιζέλος, με το ρεαλιστικό πνεύμα που το διέκρινε, υιοθέτησε τη λύση του γενικού σβυσίματος των απαιτήσεων των ανταλλαξίμων, Ελλήνων και Τούρκων, λύση που την επεκύρωσε η υπογραφή της Ελληνο-Τουρκικής
στήσει μ ’ ένα πρόσφυγα πολιτευόμενο, το Γεώργιο Εξηντάρη. Θεωρώντας άδικη την αντικατάσταση του Παπά, που είχε εργαστεί υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες κατά την πρώτη εκείνη περίοδο των διαπραγματεύσεων, προτίμησα ν ’ αποσυρθώ μαζί του κι έδωκα την παραίτησή μου. Η Κυβέρνηση μετ ’ ολίγο με διόρισε αντιπρόσωπο της Ελλάδας για το διακανονισμό του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους στη Γενεύη. Η αποστολή αυτή με απασχόλησε ίσαμε την αρχή του 1925, οπότε ο Μιχαλακόπουλος μου πρότεινε να πάω νομάρχης στην Κέρκυρα.
Κεφάλαιο Δέκατο
Κ έρκυρα- Ή πειρος (1925)
Η Κέρκυρα μου είταν ήδη γνωστή από τις συχνές μου επισκέψεις στο χτήμα του συγγενούς μου Γιάννη Παρμενίδη κοντά στις Μπενίτσες, κι αγαπούσα πολύ το ωραίο κείνο νησί. Ύστερα από τη ληστρική ιταλική επιδρομή του 1923, που φανέρωσε τις καταχτητικές βλέψεις της Φασιστικής Ιταλίας, η Ελληνική Κυβέρνηση άρχισε να δίνει κάπως περισσότερη προσοχή στην Κέρκυρα. Οι ιταλικές ραδιουργίες δεν είχαν σταματήσει ολότελα, κι ο εκεί Ιταλός Πρόξενος κάθε τόσο μας παρείχε πράγματα. Η θέση του Νομάρχου Κερκύρας είχε τις απολαύσεις της. Η Νομαρχία, που περιλαμβάνει τα γραφεία και την κατοικία του Νομάρχου, βρίσκεται εγκατεστημένη στο ωραίο αρχοντικό μέγαρο της οικογενείας Καποδίστρια που, τον καιρό
αγγλικός στόλος της Μεσογείου. Αρχηγός του στόλου είταν ο ναύαρχος Σερ Ρότζερ Κηζ (Keyes), που το όνομά του είναι συδεδεμένο με τη θρυλική επιχείρηση της Ζέεμπρουγκε, ένα από τα λαμπρότερα ναυτικά κατορθώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάλεσα το ναύαρχο, μαζί με το επιτελείο του, σε γεύμα στη Νομαρχία. Στο γεύμα ήσαν προσκαλεσμένοι κι οι τοπικές Αρχές. Μου έρχεται στο νου το εξής κάπως αστείο περιστατικό που συνέβηκε κατά τη διάρκεια του γεύματος. Το πρώτο φαγητό στο μενού είταν «bouillon en tasse» δηλ. ζουμί σε φλυτζάνια. Ο Φρούραρχος, ένας αγαθός άνθρωπος από το Μαντούκι της Κερκύρας, μα που δεν είχε πολύ τη συνήθεια του κόσμου, είταν φανερό πως για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκρυζε τον τρόπο τούτο του σερβιρίσματος της σούπας. Του γεννήθηκε λοιπόν η εύλογη απορία, πώς έπρεπε να τη φάει –ρουφώντας την απ ’ ευθείας από το φλυτζάνι, όπως πίνει κανείς το τσάι, ή χρησιμοποιώντας κουτάλι. Δεξιά κι αριστερά του κάθουνταν ο αρχιεπιστολεύς του στόλου κι ο κυβερνήτης

Η παραμονή του στόλου συνέπεσε και με μια από τις δυο ετήσιες λιτανείες του Αγίου Σπυρίδωνα. Προσκάλεσα το ναύαρχο να την παρακολουθήσει από τα προπύλαια των Ανακτόρων. Ως Νομάρχης, ήμουνα υποχρεωμένος ν ’ ακολουθήσω το Άγιο Λείψανο μ ’ επίσημο ένδυμα, δηλ. φράκο και ψηλό καπέλλο. Εκεί που βάδιζα από πίσω απ ’ το κουβούκλι του Αγίου με ύφος τελετουργικό κι όπως συχνά το παθαίνει κανείς σε τέτοιες περιστάσεις, κάπως αφηρημένος, ξαφνιάστηκα βλέποντας ρηγμένο μπροστά στα πόδια μου ένα νεογέννητο μωρό. Η μάννα του, μια χωρικιά, το είχε βάλει εκεί για να περάσει το Άγιο Λείψανο από πάνω του, πράμα που, κατά τη λαϊκή δοξασία, φέρνει γούρι. Κανείς δε φρόντισε να με προειδοποιήσει για το περίεργο τούτο έθιμο, και παρ ’ ολίγο να πατήσω το μωρό. Ανάμεσα στα πολλά μέλη της κερκυραϊκής κοινωνίας, που μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω, είταν κι ο σεβαστός λευΐτης Παπα-Στέφανος Βούλγαρις. Μειλίχιος, κομψός, μορφωμένος και κοσμικός, απόγονος μιας απ ’ τις πιο παλιές
ακόμα στην οικογένεια Βούλγαρι κι αυτή καρπούνταν όλα τα εισοδήματα από τα αφιερώματα και τις εισφορές, που η ευσέβεια των Χριστιανών κι αλλοθρήσκων1 πρόσφερε στον Άγιο. Το προσοδοφόρο τούτο προνόμιο το ενέμετο η οικογένεια Βούλγαρι από το δέκατο έκτο αιώνα, σχεδόν συνέχεια, με μόνο μια σύντομη διακοπή. Επί των ημερών της δεύτερης γαλλικής κατοχής (1806-1814), ο Γενικός Διοικητής των Ιονίων Νήσων στρατηγός Ντονζελώ, θεωρώντας το προνόμιο τούτο ως ένα φεουδαρχικό αναχρονισμό αντίθετο προς τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, το κατάργησε και παραχώρησε τα εισοδήματα του Αγίου στην Κοινότητα Κερκύρας. Χάρη όμως στην προστασία του Τσάρου Αλεξάνδρου του Α΄ , η οικογένεια Βούλγαρι επανέκτησε το προνόμιο μετά την εκδίωξη των Γάλλων. Το 1926, περίπου ένα χρόνο μετά από την αποχώρησή μου από τη νομαρχία Κερκύρας, ο Πάγκαλος διά διατάγματος κατάργησε οριστικά το προνόμιο. Στη ριζοσπαστική αλλά, για το κοινόν, ευεργετική αυτή ενέργεια, είχε συντελέσει πολύ ο Κερκυραίος
να ξεθάψει το παλιό εκείνο διάταγμα του στρατηγού Ντονζελώ. Η ανακάλυψή του εννοείται πως προκάλεσε την αγανάκτηση της οικογένειας Βούλγαρι κι έγινε αφορμή ζωηρού επεισοδίου μεταξύ Θεοτόκη και της πεθεράς του Παπα-Βούλγαρι στην πλατεία. Εκείνη τον απεκάλεσε «Vipera velenosa» και εκείνος, μη χαρίζοντας κάστανα, απήντησε: «Sporca!» Μετά την πτώση του Πάγκαλου, η οικογένεια Βούλγαρι προσπάθησε ν ’ ανακτήσει το προνόμιο, μα δεν το πέτυχε. Η όλη υπόθεση του Αγίου Σπυρίδωνα είναι τόσον περίεργη, για να μη πω μοναδική στα εκκλησιαστικά μας χρονικά, ώστε αξίζει, νομίζω, τον κόπο να επαναλάβω εδώ μερικές λεπτομέρειες, που ο πολύς κόσμος τις αγνοεί. Το ιστορικό της μεταφοράς του Αγίου Λειψάνου στην Κέρκυρα και του τρόπου που περιήλθε τούτο στην κυριότητα της οικογένειας Βούλγαρι έχει ως εξής. Ως γνωστό, ο Άγιος Σπυρίδωνας υπήρξε επίσκοπος Τριμυθούντος
Η ιστορία αναφέρει πως το λείψανό του αγοράστηκε στην Κύπρο, στο δέκατο τρίτο αιώνα, από κάποιο Μάγιστρο Πέτρο ντε Πεστάγαλη, γιατρό του Βασιλέα της Κύπρου Ούγου του Δ΄, που έκανε το προσοδοφόρο τότε εμπόριο των αγίων λειψάνων.3 Ο ντε Πεστάγαλη το μεταπούλησε στο Δεσπότη (Ηγεμόνα) της Άρτας. Το 1456, αφού η Άρτα έπεσε στα χέρια των Τούρκων, ένας παπάς, τόνομα Γεώργιος Καλοχαιρέτης, φεύγοντας τον κατατρεγμό των Οθωμανών, κατόρθωσε να το σώσει, μαζί με τα ιερά λείψανα της Αγίας Θεοδώρας (Βασίλισσας της Άρτας από το γένος των Αγγέλων) και μερικών άλλων Αγίων, και το μετέφερε στην Κέρκυρα, που κατείχετο τότε από τους Βενετούς. Εκεί έχτισε ένα παρεκκλήσι, όπου πλήθος κόσμου ερχότανε και προσκυνούσε τον Άγιο. Ο Παπα-Καλοχαιρέτης θεωρούσε πια το λείψανο ως ιδιοκτησία του και εξακολουθούσε μέχρι του θανάτου του να καρπούται τα σχετικά εισοδήματα. Ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης, πεθαίνοντας, αφήκε κληρονόμους τα τρία του παιδιά, Φίλιππο, Λουκά, και Μάρκο. Ο πρώτος είχε
παντρεύτηκε, το 1521, τον Κερκυραίο ευπατρίδη Μισέρ Σταματέλλο Βούλγαρι. Από τις αρχές του 16. αι. κι ύστερα η οικογένεια Βούλγαρι παρουσιάζεται ως έχοντας την κυριότητα του ιερού λειψάνου και νέμεται τ ’ αφιερώματα και λοιπά εισοδήματα. Έκτοτε επικράτησε και το έθιμο ο αρχηγός της οικογένειας να χειροτονείται παπάς και να διορίζεται εφημέριος του ναού. Το 1857, ένας μέλος της οικογένειας, ο γιατρός Ν. Βούλγαρις, εξέδωκε στη Βενετία μικρό τεύχος, υπό τον τίτλο «Αληθής έκθεσις περί του εν Κερκύρα θαυματουργού Λειψάνου του Αγίου Σπυρίδωνος κλπ.». Το τεύχος αυτό περιλαμβάνει τους διαφόρους τίτλους, που σ ’ αυτούς βασίζουνταν το «πατρωνικό» δικαίωμα της οικογένειας Βούλγαρι. Οι σπουδαιότεροι είναι οι εξής: α) συμβολαιογραφική πράξη, του έτους 1500, περί διανομής των ιερών λειψάνων του Αγίου Σπυρίδωνα, της Αγίας Θεοδώρας κι άλλων Αγίων μεταξύ των τριών γιων του Γεωργίου Καλοχαιρέτη· β) δωρητήριο του 1512, διά του οποίου ο Λουκάς Καλοχαιρέτης, θείος της Ασημίνας,

Τη γνησιότητα των ως άνω τίτλων αμφισβήτησε ο σοφός ιστοριοδίφης Σεβ. Μητροπολίτης Παραμυθιάς Αθηναγόρας σε σειρά άρθρων που τα δημοσίεψε στο Κερκυραϊκό εκκλησιαστικό περιοδικό «Άγιος Σπυρίδων».4 Είτε ήσαν βάσιμα τα επιχειρήματά του ή όχι,5 ένα είναι το γεγονός, ότι η πολεμική εκείνη εκλόνισε τα θεμέλια που πάνω σ ’ αυτά στηρίζουνταν τόσους αιώνες το ιστορικό προνόμιο της οικογένειας Βούλγαρι. Μητροπολίτης Κερκύρας είταν τότε ένας διακεκριμένος ιεράρχης, που ανήλθε αργότερα στο ανώτατο αξίωμα της Ορθοδοξίας, ο Αθηναγόρας, ο έκτοτε Αρχιεπίσκοπος Πάσης Αμερικής και ήδη Οικουμενικός Πατριάρχης. Ως γνωστό, οι Κερκυραίοι, τόσον οι της πόλεως όσον και των χωριών, είναι πολύ θρήσκοι. Παντού βλέπει κανείς ένα πλήθος εκκλησιές και παρεκκλήσια – πολλά απ ’ αυτά έχουν χτισθεί για τάμα. Εκείνο όμως που του Μητροπολίτη του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, στις συχνές του περιοδείες στα χωριά, δεν είταν οι εκκλησιές μα η αθλιότητα των σχολείων. Οι χωρι-
κοί που, την εποχή εκείνη, ήσαν ακόμα κοινωνικώς πολύ καθυστερημένοι, αδιαφορούσαν τελείως αν το σχολειό τους είταν αληθινό σαράβαλο, ετοιμόρροπο, υγρό και από πάσης απόψεως ανθυγιεινό. Ο Αθηναγόρας, βλέποντας αυτήν την κατάσταση, κατέστησε παντού γνωστό πως σε κανένα χωριό δε θα έδινε άδεια να κτισθεί και άλλη εκκλησία, αν προηγουμένως δε φροντίζανε να φτειάξουν ένα διδακτήριο της προκοπής. Η στάσις του σ ’ αυτό το ζήτημα είταν σύμφωνη με το προοδευτικό πνεύμα που ενέπνεε όλες του τις ενέργειες. Όντας ακόμα νομάρχης στην Κέρκυρα, έλαβα διαταγή να πάω στα Γιάννενα και ν ’ αναλάβω προσωρινά τη Γενική Διοίκηση Ηπείρου. Επρόκειτο μετ ’ ολίγο να επισκεφτούν την Ήπειρο τα μέλη της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής Ελληνοτουρκικών Πληθυσμών, για να εξετάσουν το ζήτημα των εκεί ανταλλαξίμων Μουσουλμάνων. Η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αναλάβει την υποχρέωση, στη
νοι κάτοικοι της Θεσπρωτίας (Τσαμουριάς), ως Αλβανοί. Η Επιτροπή ήλθε να εξετάσει αν αλήθευαν τα παράπονα πως οι Μουσουλμάνοι της Τσαμουριάς επιέζοντο δήθεν εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως να δηλώσουν πως είναι Τούρκοι, οπότε θα υπήγοντο κι αυτοί στην ανταλλαγή. Τα μέλη της Επιτροπής, που την αποτελούσαν ο Ισπανός στρατηγός Ντε Λάρα, ο Σουηδός Έξστραντ κι ο Δανός Βίντιγγ, αφού κάνανε την έρευνά τους, φύγανε ικανοποιημένοι, χωρίς να έχουν διαπιστώσει καμμιά σοβαρή παράβαση εκ μέρους των ελληνικών αρχών. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα βρήκα ένα τηλεγράφημα του διευθυντή του « Ελευθέρου Βήματος» Δημ. Λαμπράκη που μου ανήγγειλε το διορισμό μου ως Ελληνικού Μέλους στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων που είχε συσταθεί, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, υπό της Κοινωνίας των Εθνών, για τη διαχείριση του Προσφυγικού Δανείου.
Κεφάλαιο Ενδέκατο
Προσφυγιά (1913 1937)
Κατά τα δεκαεφτά χρόνια που υπηρέτησα σε διάφορες διοικητικές θέσεις στην Ελλάδα, η χώρα είχε ν ’ αντιμετωπίσει αλλεπάλληλους πολέμους – τον Παγκόσμιο Πόλεμο του 1915-18, την εκστρατεία της Ουκρανίας του 1919 και τη Μικρασιατική εκστρατεία του 1919- 22. Αποτέλεσμα όλων αυτών των πολέμων υπήρξε το μεγάλο κύμα της προσφυγιάς που κατέκλυσε την Ελλάδα κι απορρόφησε, χρόνια ολόκληρα, όλες τις δυνάμεις και τους πόρους του έθνους. Το προσφυγικό τούτο δράμα το έζησα, όχι ως απλός θεατής, αλλά υπό την ιδιότητα του εντεταλμένου να οργανώσει τις υπηρεσίες για την περίθαλψη κι εγκατάσταση των προσφύγων. Δεν υπάρχει
παθήματα κι άλλων λαών – Ρώσων, Αρμενίων, Ασσυρίων, Τούρκων, Εβραίων κλπ.– που είχαν υποστεί όμοια τύχη. Όταν, το 1936, το Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων του Λονδίνου ανέλαβε να διεξαγάγει για λογαριασμό της Κ. Τ. Ε. μιαν έρευνα πάνω στο παγκόσμιο προσφυγικό πρόβλημα, μου ανατέθηκε το τμήμα της μελέτης που αφορούσε την Εγγύς Ανατολή, δηλαδή Ελλάδα, Τουρκία, Γιουγκοσλαυΐα, Συρία, Λίβανο και Κύπρο. Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά όλες τις πλευρές του τρομερού εκείνου δράματος, που ξερίζωσε τόσες χιλιάδες ψυχές από τις εστίες τους. Μια λεπτομερής ιστορία του ελληνικού και του παγκόσμιου προσφυγικού ζητήματος δε θα είχε, βέβαια, τη θέση του εδώ. Παραπέμπω όσους ενδιαφέρονται ειδικώτερα για το θέμα στις μελέτες, στα άρθρα και στις στατιστικές που έχω δημοσιέψει κατά καιρούς.1 Αλλά και δεν ταιριάζει ν ’ αποσιωπήσω ολότελα
και παραλείποντας στατιστικές κι άλλου είδους λεπτομερειακά στοιχεία, που θα είχαν τη θέση τους μονάχα σε μια επίσημη έκθεση ή επιστημονική διατριβή. Ο αναγνώστης ας μου συγχωρέσει μερικές επαναλήψεις γεγονότων για τα οποία έγινε ήδη μνεία στα προηγούμενα κεφάλαια. Αρχίζω από την Ελλάδα. Φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1913, την επομένη της μάχης του Κιλκίς, βρήκα τα τζαμιά και τους τεκκέδες της πόλης γεμάτους από Μουσουλμάνους πρόσφυγες, που είχαν συρρεύσει από τα ενδότερα της Μακεδονίας. Οι περισσότεροι ήσαν από τη βόρειο Μακεδονία – Σκόπια, Κόσσοβο και Μοναστήρι– μέρη που τα είχε καταλάβει ο σερβικός στρατός. Οι μουσουλμανικοί αυτοί πληθυσμοί ήσαν απόγονοι των «Κονιάρηδων», που είχαν εγκατασταθεί στις εύφορες μακεδονικές πεδιάδες τον καιρό που οι Τούρκοι, υπό το Σουλτάνο Μουράτ τον Α΄, κατέκτησαν τα Βαλκάνια, στο δέκατο τέταρτο αιώνα. Μη θέλοντας, μετά την ήττα της Τουρκίας, να παραμείνουν υπό το ζυγό των πρώην «ραγιάδων»,
φαρδειές τους κόκκινες ζώνες, τους ντουλαμάδες και τα βαριά τους παμπουκλίκια.2 Πειθαρχικοί και σιωπηλοί, ακολουθούσαν το σαρικοφόρο χότζα του χωριού των. Μαζί με τη Ζωή Δραγούμη, κόρη του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας Στεφάνου Δραγούμη, τους μοιράσαμε παπλώματα και ρούχα. Το σεμνό τους παράστημα, η αξιοπρέπειά τους κι η καλή τους συμπεριφορά κατάχτησαν όλων μας τη συμπάθεια. Ξεχάσαμε πως αυτοί, ως προχτές ακόμα, ήσαν οι προαιώνιοι εχτροί μας, οι Μουσουλμάνοι καταχτητές. Σήμερα εχτρός γένηκε ο Βούλγαρος, ο πρόσκαιρος χτεσινός σύμμαχος. Προξενούσε λύπη η σκέψη πως, με την αναχώρηση των Τούρκων, η Μακεδονία έχανε ένα τόσο πολύτιμο γεωργικό στοιχείο, έναν πληθυσμό εργατικό, νομιμόφρονα, αφοσιωμένο στη γη και που δεν είχε ακόμα μολυνθεί από το μικρόβιο της αστυφιλίας. Έτσι όμως είταν το γραφτό τους – να γυρίσουν πίσω στην παλιά τους
τις υπηρεσίες του, είχε παραχωρήσει στον Εβρενόζ Πασά, ως παντοτινή επιχορήγηση γι ’ αυτόν και τους απογόνους του, τα «δέκατα» (δηλ. το φόρο της γεωργικής παραγωγής) ολόκληρης της περιφέρειας Γιαννιτσών, δωρεά πραγματικά ηγεμονική. Η Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε ν ’ αναγνωρίσει
του είδους τα προνόμια (ρητή διάταξη της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας του 1913 κατάργησε τη λεγόμενη «βακουφική δεκάτη»). Έτσι η οικογένεια Εβρενόζ, από πάμπλουτη που είταν, κατάντησε τώρα φτωχιά. Ο απόγονος του Γαζή Εβρενόζ, Ρεφήκ Μπέη, έβλεπε τον εαυτό του καταδικασμένο ν ’ ακολουθήσει κι αυτός τους ομοθρήσκους του, με την ελπίδα πως εκεί κάτω η Τουρκική Κυβέρνηση θα τον αποζημίωνε με κανένα ελληνικό τσιφλίκι. Δε θα έπαυε όμως ποτέ, όπως μου επαναλάμβανε με ύφος λυπημένο, να νοσταλγεί τη Μακεδονία και τα πατρικά του τσιφλίκια στο
υπαχθούν υπό ξένη διοίκηση. Οι Στρωμνιτσιώτες ήσαν σλαβόφωνοι, οι δε περισσότεροι Μοναστηριώτες βλαχόφωνοι, τα ελληνικά τους μαθημένα στο σχολιό – απόδειξη πόσο λίγο μετρούσε η γλώσσα στη Μακεδονία ως εθνικό κριτήριο. Ίσως θα είταν πιο σωστό αυτούς να τους πει κανείς μετανάστες, διότι φεύγανε από την πατρίδα τους οικειοθελώς. Σα να μη αρκούσαν οι πρόσφυγες που μας τους δημιούργησαν οι δυο Βαλκανικοί πόλεμοι, ένα ωραίο πρωί κατέφθασαν στη Θεσσαλονίκη μια δεκαριά χιλιάδες Έλληνες από τον Καύκασο. Η φήμη της νίκης των ελληνικών όπλων είχε ήδη φτάσει στη μακρυνή εκείνη γωνιά της Ρωσίας. Οι Έλληνες του Καρς ήσαν γεωργοί και καλλιεργούσαν, ως κολλήγοι, τα χτήματα των Γεωργιανών και Κιρκασσίων μεγιστάνων. Είχε διαδοθεί εκεί πέρα πως η Ελληνική Κυβέρνηση επρόκειτο να μοιράσει τα τούρκικα τσιφλίκια της Μακεδονίας στους Έλληνες. Ξεσηκώθηκαν
λοιπόν οι Καυκάσιοι από τα χωριά τους και κατέβηκαν όλοι στο Μπατούμ όπου ναύλωσαν βαπόρια
διέπρατταν. Από τη Βέρροια και το Κιλκίς, όπου τους είχανε παραχωρηθεί μερικά εγκαταλελειμένα τούρκικα τσιφλίκια, καταφθάνανε κάθε μέρα στη Διοίκηση παράπονα για το φέρσιμό τους. Κατά τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο ο στρατός μας είχε καταλάβει ολόκληρη τη Δυτική Θράκη μέχρι του Έβρου. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, που παραχωρούσε τη Θράκη στη Βουλγαρία, αναγκάστηκε να την εκκενώσει και να τραβηχθεί στη γραμμή του Νέστου. Οι Βούλγαροι, θέλοντας να μας εκδικηθούν, μας στείλανε πεσκέσι τους Έλληνας κατοίκους του Δεδέαγατς, της Ξάνθης και των λοιπών Θρακικών πόλεων. Έτσι όλο κι ογκώνονταν το προσφυγικό ρεύμα προς τη Μακεδονία. Μόλις ησυχάσαμε από τους Βουλγάρους, άρχισαν πάλι νέες περιπλοκές με την Τουρκία. Τον Απρίλη του 1914, πολλές ομάδες Τούρκων «μουχατζίρηδων»4 κατέβηκαν άλλες από τις παραμεθόριες επαρχίες
Φανατικοί χοτζάδες, υποκινούμενοι από πράχτορες του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, τους είχαν ξεσηκώσει από τα χωριά τους, λέγοντας πως σα Μουσουλμάνοι, λαός κυρίαρχος, έπρεπε να πάνε να ζήσουν ελεύθεροι υπό το σκήπτρο του Παντισάχ, στη χώρα του Ισλάμ. Η προπαγάνδα αυτή έπιασε και το ρεύμα έγινε ακατάσχετο. Η Τουρκική Κυβέρνηση προφασίστηκε πως η Ελλάς τούς διώχνει. Του κάκου ο Βενιζέλος πρότεινε τότε να μεταβεί επί τόπου ο Τούρκος Πρέσβυς Γκαλήπ Κεμαλή για να κάνει ανακρίσεις. Η Τουρκία μάς γύρευε φανερά καυγά, μας αμφισβητούσε τα νησιά του Αιγαίου και μας απειλούσε με νέο πόλεμο. Στο μεταξύ άρχισαν τα αντίποινα εναντίον των Ελλήνων της Τουρκίας. Τον Ιούνιο βλέπουμε να καταφθάνουν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης βαπόρια γεμάτα πρόσφυγες. Τι είχε συμβεί; Οι Τούρκοι «μουχατζίρηδες», μόλις φτάσανε στην Τουρκία, διώξανε τους Έλληνες από
της Μακεδονίας.5 Οι σχετικές διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα, γιατί στο μεταξύ ξέσπασε ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος. Η χώρα μας δεν είταν προπαρασκευασμένη να δεχτεί όλην εκείνη την κοσμοπλημμύρα, και μάλιστα σε περιοχή σαν τη Μακεδονία, μισοκατεστραμμένη ύστερα από τους δυο Βαλκανικούς πολέμους. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής των Προσφύγων, Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, άνθρωπος δραστήριος κι αλτρουιστής, έκανε τότε θαύματα, κατανικώντας όλα τα εμπόδια κι αυτοσχεδιάζοντας υπηρεσίες. Άρχισε η δημιουργία. Επισκευάσαμε σπίτια, χτίσαμε συνοικισμούς, εφοδιάσαμε τους γεωργούς με ζώα, σπόρο και γεωργικά εργαλεία, φτειάσαμε υδραγωγεία, καταμετρήσαμε χωράφια, μοιράσαμε κινίνη. Ο μεγαλύτερός μας εχτρός είταν η ελονοσία, η τρομερή εκείνη μάστιγα της μακεδονικής υπαίθρου. Οι βάλτοι του Αξιού, του Στρυμόνα και των Φιλίππων, οι Βρωμολίμνες του Λαγκαδά,
Βοήθησε και το δαιμόνιο της φυλής. Ο Έλληνας αγρότης της Θράκης και της Μικράς Ασίας αποδείχτηκε ο ιδανικός έποικος. Γεωργός, κτηνοτρόφος, αμπελουργός, μελισσουργός, χτίστης, μαραγκός – όλα ήξερε να τα κάνει. Οι άνδρες φτιάνανε οι ίδιοι τα σπίτια τους, οι γυναίκες γνέθανε κι υφαίνανε, τα παιδιά βόσκανε τα ζώα. Έτσι οι πρόσφυγες κατορθώσανε, χωρίς κεφάλαια και με τη γλίσχρη βοήθεια που τους έδωσε το Ελληνικό Δημόσιο, πολύ γρήγορα να ορθοποδήσουν και να ξαναφτειάξουν από το μηδέν την ατομική και κοινοτική τους ζωή. Τιμή και δόξα στον άξιο αυτό ελληνικό πληθυσμό. Ο Πρώτος Ευρωπαϊκός πόλεμος μας έφερε νέες καταστροφές, νέους εκτοπισμούς. Το 1916 οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν ξανά την Ανατολική Μακεδονία. Οι πρόσφυγες, εγκατεστημένοι εκεί ύστερα από τόσους κόπους, ξερριζώνουνται για δεύτερη φορά. Στις παραμονές του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο ελληνισμός της Τουρκίας βρέθηκε διχοτομημένος. Ένα τμήμα, με το διωγμό του 1914, κατέφυγε στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι μείνανε στην Τουρκία, μα από πάνω από το κεφάλι τους κρέμουνταν απειλητικά μια «Σπάθη του Δαμοκλέους».
θυσμών, φίλα φρονούντων προς τους εχθρούς της Τουρκίας, κοντά στα θρακικά και μικρασιατικά παράλια, απήλασε πολλές χιλιάδες Έλληνες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου πολλοί πεθάνανε από τις ταλαιπωρίες και τις στερήσεις. Μετά το τέλος του πολέμου (1918), η Ελληνική Κυβέρνηση φρόντισε για τον επαναπατρισμό εκείνων που επέζησαν. Την όλη εργασία διηύθυνε μια Πατριαρχική Επιτροπή, υπό την προεδρία του Σεβ. Μητροπολίτου Αίνου Ιωακείμ, με έδρα την Πόλη. Στην Επιτροπή αυτή, όπως έγραψα σε προηγούμενο κεφάλαιο, εκτελούσα καθήκοντα Κυβερνητικού Επιτρόπου. Το 1918-20, μετά την κατάληψη της Δυτικής Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό, οι κάτοικοι των χωρών αυτών, όσοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα το 1914, σηκώθηκαν και πήγαν πίσω στα μέρη τους. Δεν είχαν μείνει ευχαριστημένοι από τα χρόνια της παραμονής τους στη Μακεδονία.
Εκτός τούτου, το ανθυγιεινό του μακεδονικού κλίματος, οι συχνές ξηρασίες, κι ο «βαρδάρης», ο φοβερός εκείνος αγέρας, που κάθε τόσο σαρώνει τον κάμπο της κεντρικής Μακεδονίας – όλα αυτά συντελέσανε ώστε οι πρόσφυγες να νοσταλγήσουν τις παλιές τους εστίες. Έτσι, το 1919, οι συνοικισμοί της Μακεδονίας ξαναρημωθήκανε, οι γαίες μείνανε ακαλλιέργητες. Το 1922 νέα παλίρροια. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, όλος αυτός ο κόσμος συνέρρευσε πίσω στην Ελλάδα, και το έργο του εποικισμού έπρεπε να ξαναρχίσει από την αρχή. Έρημος Ελληνισμός!6 * * * Στην Πόλη, το 1919, γνώρισα για πρώτη φορά τους Αρμένηδες. Στην Επιτροπή, που συνεδρίαζε στην Αγγλική Αρμοστεία και εξέταζε τα παράπονα των Χριστιανών, οι Αρμένιοι είχαν δυο αντιπροσώπους – τους κ. κ. Ταβιτιάν
διών, που τα είχαν κλέψει διάφοροι Τούρκοι από τους γονείς τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η απαγωγή κι ο βίαιος εξισλαμισμός χριστιανοπαίδων είταν πολύ παλιά τουρκική συνήθεια που χρονολογιούνταν από την εποχή του Παιδομαζώματος. Το να προσηλυτίζει κανείς αλλόθρησκα παιδιά στη μουσουλμανική θρησκεία θεωρούνταν από τους Μουσουλμάνους της παλιάς εποχής ως «χαϊράτ», δηλ. πράξη θεάρεστη. Χρειάστηκε να ζητήσουμε την επέμβαση της βρεταννικής στρατιωτικής αστυνομίας, για ν ’ αποσπάσουμε τα κλοπιμαία παιδιά από τους Τούρκους ψυχογονιούς τους. Τα παιδιά αυτά φέρνανε μουσουλμανικά ονόματα – Μεμέτ, Αλή, Αχμέτ, Εμινέ– κι οι Τούρκοι που τα κατακρατούσαν επιμένανε πως τα παιδιά ήσαν δικά τους. Φροντίσαμε τα παιδιά να τοποθετηθούν σε ιδιαίτερο άσυλο, τη λεγομένη «Ουδέτερη Στέγη», που το διηύθυνε μια φιλάνθρωπη Αμερικανίδα, η Μις Κάρις Μιλς. Εκεί τα παιδιά μένανε κάμποσο καιρό υπό επιτήρηση μέχρις ότου, με το βαθμιαίο ξύπνημα των παιδικών
τελευταίες τους εστίες στη Μικρά Ασία. Ο γαλλικός στρατός, εκκενώνοντας την Κιλικία το 1921, συμπαρέσυρε ολόκληρο τον αρμενικό πληθυσμό, που τον είχαν προηγουμένως στρατολογήσει οι Γάλλοι εναντίον των Τούρκων. Η Γαλλική Κυβέρνηση τους παρέσχε άσυλο στο Λίβανο και στη Συρία. Στα έξοδα της εγκαταστάσεώς των συνεισέφερε και η Κοινωνία των Εθνών διά του Γραφείου Νάνσεν. Η Γαλλική Κυβέρνηση ευνοούσε τους Αρμενίους και τους πρόσφερε ένα ανεκτίμητο δώρο που τους το αρνήθηκαν άλλες Κυβερνήσεις, δηλ. την ομαδική πολιτογράφηση. Σήμερα, στο Λίβανο και στη Συρία, οι Αρμένηδες απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους ντόπιους. Όταν, το 1937, επεχείρησα εκεί ένα ταξίδι για λογαριασμό του Βασιλικού Ινστιτούτου των Διεθνών Υποθέσεων του Λονδίνου, διεπίστωσα πόσο γλήγορα είχαν προκόψει, ζώντας υπό ευνοϊκές πολιτικές κι οικονομικές συνθήκες. Εργατικοί και λιτοί, είχαν κατορθώσει να καταχτήσουν μια πολύ καλή θέση στην οικονομική ζωή του τόπου.
αξιοθαύμαστη
τους πάσχοντας αδελφούς
», που συντηρείται
Αρμενίων του
των Νουμπάρ, των
άλλων– έχει κάνει θαύματα. Συντηρεί εκατοντάδες σχολεία, εκκλησίες, ορφανοτροφεία κι άλλα ιδρύματα, σ ’ όλες τις χώρες όπου είναι εγκατεστημένοι οι πρόσφυγες της πολυπαθούς αυτής φυλής. * * * Στη Βόρειο Συρία συνήντησα μια νέα κατηγορία προσφύγων – τους Ασσυρίους. Οι Ασσύριοι είναι Νεστοριανοί το δόγμα κι άλλοτε κατοικούσαν στο Χακκιαρί, μια ορεινή περιφέρεια της Ανατολικής Τουρκίας, κοντά στα τουρκοπερσικά σύνορα. Οι περισσότεροι ήσαν κτηνοτρόφοι. Ατρόμητοι πολεμιστές, είχαν επαναστατήσει το 1916 εναντίο των Τούρκων και σχηματίσει ανταρτικά σώματα, που συμπράξανε πρώτα
εχθρικό στοιχείο, τους καταδίωξε και τους ανάγκασε να ζητήσουν άσυλο στη Συρία. Εκεί τους παραχωρήθηκε μια έκταση στις όχτες του ποταμού Χαμπούρ, όπου εγκαταστάθηκαν με τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών. Φυλή πρωτόγονη, συνηθισμένη από αιώνες να ζει απομονωμένη στα απρόσιτα βουνά του Χακκιαρί και να διάγει ελεύθερο μισονομαδικό βίο, οι Ασσύριοι δύσκολα προσαρμόζουνται στη ζωή του γεωργού και στις πιο ρυθμισμένες συνθήκες των πεδιάδων. Παρ ’ όλη την απομόνωσή τους ανάμεσα σε φανατικές μουσουλμανικές φυλές – Τούρκους, Κούρδους κι Άραβες– διατηρήσανε πάντα την αρχαία τους χριστιανική πίστη. Ο θρησκευτικός και συγχρόνως εθνικός τους αρχηγός τιτλοφορείται Πατριάρχης των Χαλδαίων. Το αξίωμα τούτο είναι κληρονομικό μέσα σε μια ορισμένη οικογένεια. Το διοικητικό τους σύστημα είναι μητριαρχικό – δηλαδή, δίπλα στον Πατριάρχη, την ανώτατη εξουσία ασκεί μια γυναίκα (η μάμμη του, η μητέρα του ή η θεία του). Ο σημερινός Πατριάρχης, Μαρ Σιμούν,
Στο Χαλέπι μού δόθηκε η ευκαιρία να παρατηρήσω την περίεργη εκείνη ασθένεια, που λέγεται «Σπυρί του Χαλεπιού» ή «Απόστημα της Βαγδάτης». Η ασθένεια αυτή είναι πολύ διαδεδομένη σ ’ ολόκληρη τη Βόρειο Συρία, τη Μεσοποταμία και την Ανατολική Μικρά Ασία. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του Χαλεπιού – άντρες, γυναίκες, και παιδιά–έχουν το πρόσωπο παραμορφωμένο από μια ουλή, που τους την προξενεί κάποιο άγνωστο έντομο ή παράσιτο. Πολλοί από τους Αρμενίους πρόσφυγες στο Χαλέπι είχαν προσβληθεί. Όπως μου λέγανε οι εκεί γιατροί, ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί κανένα αποτελεσματικό μέσο θεραπείας. Μονάχα η καυτηρίαση, αν γίνει μόλις προσβληθεί κανείς, κατορθώνει όπωσουν να μετριάσει το κακό. Το δάγκωμα συνήθως παρατηριέται στο μάγουλο ή στην άκρη της μύτης, όπου σχηματίζεται ένας τεράστιος «καλόγερος». Ύστερα από κάμποσο καιρό ο καλόγερος πέφτει, αφίνοντας ένα άσκημο άσπρο σημάδι. Αρκετοί Άγγλοι αξιωματικοί και στρατιώτες, που είχαν υπηρετήσει στη Μεσοποταμία κατά τον πρώ-
Αρμένιοι κι Ασσύριοι πρόσφυγες προσθέσανε ακόμα δυο νέα στοιχεία στο περίεργο εκείνο εθνολογικό και θρησκευτικό μωσαϊκό, που παρουσιάζει ο πληθυσμός της Συρίας και του Λιβάνου. Ο χριστιανικός πληθυσμός είναι διηρημένος σε Μαρωνίτες (Καθολικούς), Ορθοδόξους, Γρηγοριανούς, Χαλδαίους (Καθολικούς) κι Ασσυρίους (Νεστοριανούς). Υπάρχουν και μερικοί Διαμαρτυρόμενοι Αρμένιοι. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός διαιρείται σε Άραβας των πόλεων και Βεδουίνους της ερήμου, Δρούζους, Αλεβίτες και Γεζίντηδες (οι τελευταίοι, απόγονοι ίσως των αρχαίων Μανιχαίων, λατρεύουν το Θεό υπό τη διπλή υπόσταση του Καλού και του Κακού). Λαμπρά μνημεία απ ’ όλες τις εποχές – ελληνορωμαϊκή, βυζαντινή, ισλαμική και φράγκικη– θυμίζουν πως η Συρία υπήρξε το σταυροδρόμι όλων των διαφόρων καταχτητών που διαβαίνανε από την Ασία προς την Αίγυπτο και, περνώντας, αφίνανε εκεί το κατακάθι τους.
σίας. Αργότερα, το 1937, εκτελώντας την έρευνα που μου είχε αναθέσει το Βασιλικό Ινστιτούτο των Διεθνών Υποθέσεων του Λονδίνου, μπόρεσα να μελετήσω από κοντά το πρόβλημα της ρωσικής «εμιγκρασιόν» και να γνωρίσω τις διάφορες ρωσικές παροικίες στην Αθήνα, στο Βελιγράδι, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βηρυττό κι αλλού. Μου προξένησε αλγεινή εντύπωση η αδιαφορία που, γενικά, δείξανε οι πρώην σύμμαχοι της Τσαρικής Ρωσίας απέναντι των θυμάτων αυτών του Μπολσεβικισμού. Μεγάλο μέρος των προσφύγων αποτελούνταν από αξιωματικούς του παλιού αυτοκρατορικού στρατού, που είχαν πολεμήσει παρά το πλευρό των Συμμάχων. Θα περίμενε κανείς πως η ανάμνηση των πολυνέκρων επιθέσεων του Μπρουσίλωφ στο Ανατολικό Μέτωπο, που τόσες φορές σώσανε την κατάσταση σε στιγμές κρίσεως για το συμμαχικό αγώνα, δε θα έσβυνε τόσο γλήγορα. Είταν εντελώς ασήμαντη η βοήθεια που δόθηκε στους
οποία βρίσκονταν εγκαταλελειμμένοι άνθρωποι, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι, που άλλοτε κατείχαν τα υψηλότερα αξιώματα στην ιεραρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, δεν μπορούσε παρά να σου προκαλέσει την αγανάκτηση. Κανένας δε συγκινήθηκε γι ’ αυτούς εξόν από μερικές Αμερικανίδες κι Ολλανδίδες, των οποίων οι συνεισφορές δεν μπορούσαν, φυσικά, να επαρκέσουν για να θεραπεύσουν τόσες ανάγκες. Οι Ρώσοι πρόσφυγες αντίκρυσαν με στωική καρτερία το πρόβλημα της νέας τους ζωής. Μη έχοντας ούτε δική τους Κυβέρνηση να τους φροντίσει ούτε πλούσιους ομογενείς εγκαταστημένους στο εξωτερικό ικανούς ν ’ αναλάβουν ένα τέτοιο βάρος (όπως συνέβηκε με τους Αρμενίους κι Εβραίους), δείξανε μια αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη μεταξύ τους. Όσοι κατόρθωσαν να σώσουν ένα μέρος της περιουσίας τους, όπως λ.χ. ο Πρίγκηψ κι η Πριγκίπισσα Ντεμίντωφ στας Αθήνας κι ο Πρίγκηψ κι η
υπηρέτες, σωφέρ, καθηγητές, αρτίστες καμπαρέ, ακόμα και λούστροι κι εφημεριδοπώλες. Οργάνωσαν σωματεία αλληλοβοήθειας, συνεταιρισμούς, λέσχες κι εστιατόρια. Γενικά, οι «Λευκορώσοι» πρόσφυγες στάθηκαν ένα στοιχείο χρήσιμο για τις χώρες που τους φιλοξένησαν. Η γλωσσομάθειά τους τούς βοήθησε. Στη Συρία π.χ., Ρώσοι πρώην αξιωματικοί του μηχανικού εργάστηκαν στο κτηματολόγιο, στην Ελλάδα επίσης η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων χρησιμοποίησε πολλούς στην κτηματογράφηση της Δυτικής Θράκης, όταν εγκαταστήσαμε εκεί τους δικούς μας πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Το ίδιο και στη Βουλγαρία. Στην Αμερική, ένας Ρώσος πρώην αξιωματικός, ο Σικόρσκι, αναδείχτηκε ο καλύτερος σχεδιαστής αεροπλάνων. Στας Αθήνας και στις επαρχίες γενήκανε μαραγκοί, σουβατζήδες, σχεδιαστές, σωφέρ κλπ., κερδίζοντας με τιμιότητα το ψωμί τους.
Η Γιουγκοσλαυία είναι η μόνη βαλκανική χώρα που μεταχειρίστηκε τους Ρώσους πρόσφυγες με γενναιοφροσύνη, και τούτο χάρη στον αείμνηστο Βασιλέα Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος είχε σπουδάσει, ως υπότροφος του Τσάρου, στην Αυτοκρατορική Σχολή των Ευελπίδων στην Πετρούπολη. Τιμώντας τη μνήμη του Τσάρου Νικολάου του Β΄ και σε ανταπόδοση των θυσιών που είχε υποστεί η Τσαρική Ρωσία χάρη της μικρής Σερβίας, ο Αλέξανδρος άνοιξε διάπλατα τα σύνορα της χώρας του στα θύματα της Μπολσεβικικής Επανάστασης. Κάπου τριάντα χιλιάδες Ρώσοι βρήκαν εκεί άσυλο – μια φιλοξενία όχι φειδωλή και περιορισμένη, μα κάτι περισσότερο από γενναία. Ο στρατός και το ναυτικό, οι δημόσιες υπηρεσίες, το Πανεπιστήμιο – όλα τούς έγιναν προσιτά. Για τη συντήρηση των ρωσικών εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση διέθετε ετησίως, από τον Προϋπολογισμό του Κράτους, εκατό εκατομμύρια δηνάρια. Στο Βελιγράδι, ένα θαυμάσιο χτίριο, το «Ντομ Νικολάια ΙΙ», δώρο κι αυτό του Κράτους, στέγαζε τις υπηρεσίες της κεντρικής ρωσικής Επιτροπής. Οι εξόριστοι Μητροπολίτες
σιαλδημοκράτες (Μενσεβίκους). Οι αντιπρόσωποι των διαφόρων τούτων ομάδων μέσα στους κόλπους της ρωσικής «εμιγκράτζιας» διατηρούσαν οι μεν απέναντι των δε κάποια ψυχρότητα και δε σμίγανε αναμεταξύ τους. Στο Βελιγράδι η διαίρεση αυτή είταν πολύ αισθητή. Από τη μια μεριά ήσαν οι μοναρχικοί, έχοντας επί κεφαλής τον πρώην πρέσβυ της Τσαρικής Ρωσίας Στράντμαν, από την άλλη οι Σοσιαλδημοκράτες, με δική τους οργάνωση, τη «Ζέμγκορ». Οι μεν δεν πολυχώνευαν τους δε. Μ’ όλα ταύτα όλοι εργάζουνταν για τον κοινό σκοπό, την προαγωγή της κοινοτικής ζωής των ομοεθνών των. Οι μεν Δεξιοί, έχοντας την επίσημη αναγνώριση της Γιουγκοσλαυικής Κυβερνήσεως, είχαν στα χέρια τους τις στρατιωτικές σχολές, οργανωμένες κατά το πρότυπο των ρωσικών στρατιωτικών σχολών της τσαρικής εποχής, και τα κυριώτερα ιδρύματα, όπου εξακολουθούσε να καλλιεργείται με επιμέλεια η παλιά μοναρχική παράδοση.
«μπαλαλάικα». Σ’ ένα άσυλο γερόντων, που το διατηρούσε μια φιλάνθρωπη Σερβίδα, είδα συγκεντρωμένη μια εκατοσταριά γέρους και γρηές – πρώην αυλικούς και στρατηγούς, ανώτερους δικαστικούς κι άλλους τιτλούχους του παλιού καθεστώτος. Καθένας απ ’ αυτούς κατείχε, μέσα στο ξύλινο παράπηγμα όπου κατοικούσαν, ένα στενό διαμέρισμα, όχι μεγαλύτερο από το κελλί μιας φυλακής, όπου μόλις χωρούσε ένα κρεβάτι, ένας κομμός και μια δυο καρέκλες. Στους τοίχους έβλεπες κρεμασμένα μερικά εικονίσματα κι αναρίθμητες φωτογραφίες – τους άντρες με μεγάλη στολή και παράσημα, τις κυρίες με τουαλέτες της Αυλής και διαμαντοκόλλητα «κακόσνικ».7 Όλοι εκείνοι οι γέροι ζούσαν εκεί μέσα με τις αναμνήσεις της παλιάς Αυτοκρατορικής Ρωσίας, όπως την περιγράφει η Κόμησσα Κλάινμιχελ μέσα στ ’ απομνημονεύματά της «Souvenirs d’un monde englouti» (Αναμνήσεις ενός κόσμου που βούλιαξε). Στη Γιουγκοσλαυία οι Ρώσοι πρόσφυγες στάθηκαν ένα χρήσιμο στοιχείο για τον τόπο. Οι μεν Κοζάκοι, οργανωμένοι σε εργατικά τάγματα, φτειάνανε δρόμους. Στο Βελιγράδι, όπου τα λουλούδια ήσαν άλλοτε σχεδόν άγνωστα, έβλεπε κανείς
υποδειγματικά γαλακτοπωλεία, ανώτερα απ ’ εκείνα που είχε γνωρίσει ίσαμε τότε η Σερβική πρωτεύουσα. Η ρωσική νεολαία, που μεγάλωνε μέσα στην εξορία, αγωνίζονταν σκληρά ν ’ αποχτήσει τα προσόντα για να μπορέσει να σταδιοδρομήσει στη νέα της πατρίδα. Στο Βελιγράδι, μεγάλος αριθμός φτωχών Ρώσων σπουδαστών φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο και στις ανώτερες σχολές. Οι περισσότεροι υποβάλλουνταν σε σκληρές στερήσεις ώσπου ν ’ αποχτήσουν το δίπλωμά τους. Η φυματίωση έκανε θραύση εξ αιτίας του υποσιτισμού και των κακών συνθηκών της ζωής. Προσφέροντας τον οβολό μου υπέρ του ταμείου των απόρων Ρώσων φοιτητών, ήμουνα βέβαιος πως η μικρή μου εισφορά θάπιανε τόπο. * * * Η τελευταία κατηγορία προσφύγων, με την οποία ήλθα σε συνάφεια, είταν τα θύματα του Χιτλερισμού
νονικά γερμανικά διαβατήρια είτε ως περιηγητές είτε ως αντιπρόσωποι διαφόρων εμπορικών οίκων, και που, μετά την εφαρμογή των αντισημιτικών νόμων της Νυρεμβέργης, βρεθήκανε ξαφνικά χωρίς πατρίδα και πόρο ζωής. Τις περισσότερες χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, τις είχε κυριέψει ένας επίπλαστος αντισημιτισμός, κατ ’ απομίμηση της Χιτλερικής Γερμανίας. Όλες είχαν κλείσει ερμητικά τα σύνορά τους στους Εβραίους και κωφεύανε στις συστάσεις της Κοινωνίας των Εθνών να δεχτούν έστω και ένα μικρό αριθμό προσφύγων. Μόνον η Τουρκία, δίδοντας ένα παράδειγμα που θα είχαν κάνει καλά να το είχαν μιμηθεί κι άλλες χώρες, πρόσφερε άσυλο σ ’ ένα σημαντικό αριθμό Γερμανοεβραίων καθηγητών, γιατρών κι άλλων επιστημόνων περιωπής και τους ανέθεσε την αναδιοργάνωση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Κατά την παραμονή μου στην Πόλη, το φθινόπωρο
να μιλάνε τούρκικα και μερικοί εξ αυτών είχαν ήδη εκδώσει δοκίμια για τους φοιτητές της νομικής, της φιλοσοφικής, της ιατρικής και των λοιπών Σχολών. Στην Τουρκία, βέβαια, τους έλειπε το επιστημονικό περιβάλλον. Τόνειρο όλων είταν κάποτε να μπορέσουν να καταλάβουν μια έδρα σ ’ ένα οιοδήποτε πανεπιστήμιο της Αμερικής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η Γη της Επαγγελίας για όλους τους απόκληρους του Παλιού Κόσμου κι εκεί έχουν όλοι τους τα μάτια στραμμένα. Ανάμεσα στους Γερμανοεβραίους καθηγητές που είχαν εγκατασταθεί στην Πόλη υπήρχανε μερικοί διακεκριμένοι γιατροί και χειρούργοι. Όπως είταν επόμενο, οι ντόπιοι γιατροί ανησύχησαν μήπως οι ξένοι αυτοί τους πάρουνε την πελατεία, και κάνανε διαβήματα στην Κυβέρνηση για να τους απαγορευτεί να εξασκήσουν το επάγγελμα στην Τουρκία. Η Κυβέρνηση βρήκε μια μέση λύση: απαγόρεψε μεν στους Γερμανοεβραίους καθηγητές να κάνουν πελατεία, τους έδωκε όμως την άδεια να εγχειρίζουν και να λαμβάνουν μέρος σε συμβούλια
Στας Αθήνας, στη Βηρυττό και στην Κύπρο όλο-όλο σε τρεις Εβραίους γιατρούς δόθηκε η άδεια να εξασκήσουν το επάγγελμα, διότι οι κατά τόπους γιατρικοί σύλλογοι διαμαρτυρήθηκαν κι επέτυχαν να τεθεί φραγμός. Μόλις δημιουργήθηκε το ζήτημα των Γερμανοεβραίων προσφύγων, το 1938, τα ελληνικά προξενεία λάβανε διαταγή να μη θεωρούν διαβατήρια Εβραίων γερμανικής, αυστριακής και τσεχοσλοβακικής προέλευσης. Έτσι στην Ελλάδα δεν είχαμε να κάνουμε παρά με τους λίγους εκείνους που έτυχε να βρεθούν εδώ είτε ως ταξιδιώτες είτε ως έμποροι. Η συμπεριφορά των ιδικών μας Αρχών, (ντρέπομαι να το ομολογήσω) επί Κυβερνήσεως Μεταξά, απέναντι των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων, που ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς πατρίδα, περιουσία κι επάγγελμα, υπήρξε άσπλαχνη κι ολότελα αντίθετη προς την παλιά ελληνική παράδοση της φιλοξενίας, προκειμένου περί πολιτικών φυγάδων. Η αστυνομία με την
δεχότανε πρόσφυγες παρά ύστερα από μακριά αλληλογραφία και χίλιες διατυπώσεις. Η Κοινωνία των Εθνών είχε ιδρύσει, το 1938, ένα ειδικό θεσμό για την προστασία των «άνευ υπηκοότητος» προσφύγων – Ρώσων, Αρμενίων, Ασσυρίων κι Εβραίων– και με είχε διορίσει Αντιπρόσωπό της στην Ελλάδα. Το γραφείο μου πολιορκούνταν κάθε μέρα από αλλόφρονες γυναίκες, μητέρες και αδελφές Εβραίων, που είχαν συλληφθεί και κρατιούνταν στις φυλακές για μόνο το λόγο που είχε εκπνεύσει η προθεσμία του διαβατηρίου των, και ως εκ τούτου βρίσκουνταν σε τυπική αταξία. Τι φταίγανε, αφού καμμιά άλλη χώρα δεν ήθελε να τους δεχθεί; Αν και, προκειμένου περί Εβραίων, δεν είχα το δικαίωμα να επεμβαίνω επισήμως, διότι η Ελληνική Κυβέρνηση, μαζί με ορισμένες άλλες Κυβερνήσεις, δεν είχε υπογράψει τη σύμβαση, που αναγνώριζε στους κατά τόπους Αντιπροσώπους της Κ.Τ.Ε. το δικαίωμα
Στο ίδιο το Υπουργείο των Εξωτερικών δεν υπήρχε πάντα αρκετή κατανόηση της καθαρά ανθρωπιστικής πλευράς του ζητήματος. Θυμάμαι πως κάποτε είχα επισκεφτεί το Μόνιμο Υφυπουργό των Εξωτερικών μακαρίτη Νικόλαο Μαυρουδή για να τον παρακαλέσω να επέμβει ώστε ν ’ απολυθεί ένας δυστυχής Γερμανοεβραίος φαρμακοποιός που τον είχαν ρίξει στη φυλακή εντελώς άδικα με μόνη την αιτιολογία πως είχε εκπνεύσει η προθεσμία του διαβατηρίου του. Συνηγορώντας θερμά υπέρ αυτού υπενθύμισα στον Υφυπουργό, με τον οποίο συνδεόμουνα φιλικώς, ότι ο Χένρυ Μόργκενταου, ένας από τους πιο σημαίνοντας Εβραίους της Αμερικής, είχε χρηματίσει, μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922, πρώτος Πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων και στάθηκε μεγάλος ευεργέτης των δικών μας προσφύγων, λέγοντας πως τώρα είταν μια κατάλληλη ευκαιρία για να του το ανταποδώσουμε. Ο Μαυρουδής, αν και δεν είταν άνθρωπος σκληρός μα μάλλον απαθής, μου απάντησε πως η πολιτική των Κρατών δεν πρέπει
σαν την Ελλάδα, που τόσες φορές στη νεώτερή της ιστορία βρέθηκε στην ανάγκη να κάνει έκκληση προς τα ανθρωπιστικά αισθήματα της ευρωπαϊκής και αμερικανικής κοινής γνώμης ώφειλε να μην παραγνωρίσει αυτή την αλήθεια. Ο Υπουργός της Δημοσίας Ασφαλείας της 4ης Αυγούστου Κ. Μανιαδάκης, σφοδρός αντισημίτης, φάνηκε ίσαμε τις τελευταίες μέρες της υπουργίας του άτεγκτος διώκτης των Εβραίων προσφύγων. Όταν, τον Απρίλη του 1941, ο γερμανικός στρατός πλησίαζε προς την Αθήνα, ένας μικρός αριθμός Γερμανοεβραίων κι άλλων αντιχιτλερικών Γερμανών προσφύγων βρισκότανε ακόμα εγκάθειρκτος σ ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Γουδί. Αν και είταν φως φανερό πως οι άνθρωποι αυτοί, αν πέφτανε στα χέρια των Γερμανών, ήσαν καταδικασμένοι, ο Μανιαδάκης, παρ ’ όλες τις εκκλήσεις, δεν εννοούσε να τους απολύσει. Αλλόφρονα μηνύματα καταφθάνανε καθημερινώς στα γραφεία
να διατάξει, την τελευταία στιγμή, την απόλυσή τους.
Έτσι ευτυχώς η Ελλάδα γλύτωσε από την ατιμία τού να παραδώσει στους δήμιους ανθρώπους αθώους, που είχαν ζητήσει άσυλο στο ελληνικό έδαφος. Τ Ε Λ Ο Σ
Alex. Pallis A few notes on the Gospels according to St. Mark and St. Matthew. Based chiefly on Modern Greek (Liverpool Booksellers Co. Ltd. Liverpool 1903).
» The Epistle of Paul the Apostle to the Romans. A paraphrase. (Liverpool Booksellers Co. Ltd. Liverpool 1917).
» To the Romans. A Commentary (Liverpool Booksellers Co. Ltd. Liverpool 1920).
» Notes on St. John and the Apocalypse. (Humphrey Milford. Oxford University Press 1927).
» Notes on St. Luke and the Acts (Oxford University Press. London, Humphrey Milford, 1930).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β΄ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Α. Α. Πάλλη Μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων κατά την περίοδο 1912-24 Μακεδονίας και Θράκης (Αθήναι 1925). Ιδίου Η ανταλλαγή των πληθυσμών από έποψη νομική και ιστορική και η σημασία της για τη διεθνή θέση της Ελλάδας (Αθήναι 1933). Ιδίου Το Προσφυγικό Ζήτημα (Μεγάλη Ελλην. Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ι [Ελλάς] σ. 405 410).
A. A. Pallis The Exchange of Populations in the Balkans (Nineteenth Century & After (March 1925 London).
Ditto Racial Migrations in the Balkans (Geographic Journal, vol. LXVI, October 1925, London). Ditto L ’échange des populations dans les Balkans. (Revue de l ’Université de Bruxelles, février 1931 Bruxelles).
Ditto Greece’s Anatolian Venture and After (London, Methuen 1937).
Sir John HopeSimpson The Refugee Problem (Oxford University Press 1939, p. 16, 407-461).
Ευρετήριο
Α
Αγά-Χαμάμ 342 Αγγελάκης Κ. (Δήμαρχος Θ/νίκης) 323 Αγγλικανική Εκκλησία 95 96, 121, 128, 73 Αγγλικός Φιλελληνισμός 140
Άγγλοι 73 74, 112, 137 138, 320 Αγία Σοφία (Κων/πόλεως) 283, 285 (Λονδίνου) 56, 95 Άγιοι Σαράντα 208 Άγιον Όρος 167 168, 366 Άγ. Ιωάννης Άκκας 267 Αγιοταφική Αδελφότης 276 Αγκώνα 44 Αδοσίδης, Αναστάσιος 336 Αδριανούπολις 360 Αζίζ, Σουλτάν 289 Άζχαρ, Ελ (Πανεπιστήμιον) 205, 249, 253, 256 Αθήνα (προ του 1912) 59, 209-212
Αθηναγόρας (Μητροπ. Κερκύρας) 386 387 Αθηναγόρας (Μητροπ. Παραμυθιάς) 386 Αθηνών, Συνθήκη 393 Αιγυπτιακή Διοίκησις 247254 Αιγύπτιοι 263 Αίγυπτος 180, 204, 247 280, 304 Αγ. Αικατερίνη (Σινά) 267 Αλβανία 177, 190 191, 227, 231 Αλβανοί 43, 177, 191, 237, 303 Αλβέρτος, Πρίγκηψ (Αγγλίας) 139 Αλεβίτες 406 Αλεξάνδρεια 265 Αλεξανδρέττα 402 Αλεξανδρόπουλος Γεώργ. (Εισαγγελεύς) 310 Αλέξανδρος, Βασιλεύς Ελλήνων, 322, 330-331 Αλέξανδρος, Αντιβασιλεύς
425
Σερβίας, 327 328 Βασιλεύς Γιουγκοσλαβίας 410
Αλή Μπέη, Κυρία 369
Αλή Κεμάλ Μπέη 358
Αλή Πασάς (Ιωαννίνων) 45, 49, 51, 223, 259
Αλή Χαϊντάρ Μπέη 284
Άλιγκτων, Δόκτωρ 143
Αλίκη, Πριγκίπισσα (Ελλάδος) 142
Αλπινιστών, Σύλλογος (Οξφόρδη) 176
Αμαλία, Βασίλισσα Ελλάδος 195
Αμερικανική Περίθαλψις
Εγγύς Ανατολής 370
Αμερική 39, 55, 75, 92, 157, 171, 240, 268, 339, 349, 415, 418 Αμέτ (Γάλλος Ναύαρχος) 338
Αμπντ-ουλ-Μπεχά 267
Αμπντ-ουλ-Χαμήτ (Σουλτάν) 235, 283
Άμποτ, Αλφρέδος 59 60, 289, Καίτη 289, Ολυμπία 289, Ροβέρτος 60, Τζεκ 289
Άμποτ, οικογένεια 59, 289
Αναγνωστοπούλειον (Κόνιτσα) 240-242 Αναγνωστόπουλος, Μιχαήλ 240 Αναργύρειος Σχολή Σπετσών 122 Ανάργυρος 122 Ανατολ. Θράκη 354, 356, 360, 396, 399 Ανατολ. Μακεδονία 398 Ανδρεάδης, Ανδρέας (Καθηγητής) 189, 246, 293, 295 Ανρύ (Γάλλος συν/ρχης) 160 Ανταλλαγή πληθυσμών 366, 374, 375, 387 388 Άντεν (Αραβίας) 80 Αντιβενιζελισμός 334, 349 «Αντιγόνη» (έκδ. Α. Πάλλη) 60 Αντίμπ Πασάς 263 Αντιόχειας, Πατριαρχείον 276 Άπις. Βλ. Δημήτριεβιτς Απόλλωνος, οδός 350 Άππονυϊ, Κόμης 168 Αραβαντινός (Ιστορία Ηπείρου) 49 Άραβες 67, 80 285, 287, 337, 404
426
Αραβία 80
Αραβική γλώσσα 253-255
Αραβόφωνοι (Παλαιστίνης) 276
Αργέντη, οικογένεια 55, 93
Αργέντης, Παντελής 93
Αργέντης, Φίλιππος 93 94
Αργέντικο (Χίος) 94
Αργυρόπουλος, Περικλής 319, 330, 336
Αργυροπούλου, Ελένη 331 Άρειος (αιρεσιάρχης) 383
Αρδεύσεων, Υπηρεσία (Αιγυπτιακή) 279
Άρθουρ, Πρίγκηψ του Κόννοτ 135
Άρκθωλλ (υπηρέτης Λόρδου Κώρζον) 41
Αρμένιοι 109, 400 403, 408, 417 Αρνιώτης, Λεωνίδας 215 Άρτα 48, 383 Αρχιπελάγους, Μεραρχία 314 319 Άσκουιθ, Χέρμπερτ (Πρωθυπουργός) 82 Άσκουιθ, Ρέυμοντ [Raymond Asquith] 182 Ασσύριοι 403-404, 417 Αυστραλοί 170
Αυστρία 228 Αχίλλειον (Κέρκυρα) 377 Β Βαγδάτη 113 Βάγκνερ 104, 194 Βαλκανικό Κομιτάτο (Αγγλίας) 187 Βαρδάρης (Αξιός) 289 Βαρτάν εφέντη 287 Βατερλώ (μάχη) 103 βδέλλες (Βαρδαριού) 289 Βεβέ (Ελβετία) [Vevey] 83, 113 Βέλιανη (Ήπειρος) 48 Βελιγράδι 407, 410 412 Βελούζινα (Φλωρίνης) 314 315 Βενετία 44, 224, 384 Βενιζέλος, Ελευθέριος 112, 271, 296, 309, 314, 318, 321, 325, 327, 334, 335, 348, 368, 375, 396, 397 βεντέτα (αλβανική) 209 Βερενίκης (πρόξενος) 269, Βερναρδάκης (ελληνιστής) 60 Βηθλεέμ 275 Βηρυττός 402, 407, 416
427
Βικτωρία, Βασίλισσα 67, 105, 126, 135, 139, 151152, 192
Βίλλα Μοδιάνο (Θεσ/νίκη) 330
Βίλλερς, Άρθουρ 129, 133 134
Βίντιγγ (Δανός) 388
Βλαστός, Πέτρος (Έρμονας) 76, Βλαστού, Αζίζα (Πέτρου) 105, 106
Βλαστού, οικογένεια 55, 92
Βλαχόπουλος, Στρατηγός 356
Βλαχία 45
Βλαχόφωνοι 394
Βοδενά (Έδεσσα) 292
Βοδλειανή Βιβλιοθήκη (Οξφόρδη) 167 Βομβάη (Ινδίαι) 63, 67, 68, 72, 73, 80 Βοναπάρτης, Ναπολέων 103, 250, 259 Βόρ. Ήπειρος 209 Βόσπορος 286, 337, 344, 346, 360 Βουδδισμός 268
Βούλγαρι, Ασημίνα 383, 384
Βούλγαρι, οικογένεια 381 384
Βούλγαρις, Παπα-Στέφανος 380
Βούλγαρις, Σταματέλλος 384
Βουλγαρική προπαγάνδα 188
Βουλγαρικό Κομιτάτο 190, 292 Βούλγαροι 189, 293, 317, 392, 398 Βουλγαρόφωνοι Έλληνες 300
Βούκοβιτς, Βοεβόδας 232 Βουκουρέστι 44 Βουκουρεστίου, Συνθήκη 393
Βούρτζμπουργκ, Κόμησσα 195
Βράγγελ, Στρατηγός 344 Βραχμάνοι 64 Γ
Γαζή Εβρενόζ, οικογένεια 392
Γαλανός (συγγραφέας) 77 Γαλατάς (συνοικία Κων/ πόλεως) 363 364
Γαλλία 39, 46, 76, 82, 84,
159, 160, 161, 162, 175, 202, 211, 236, 249, 250, 251, 303, 324, 338
Γαλλική πολιτική 249, 312, 320, 371, 401 402
Γάλλοι 249 250, 320, 371 Γαμράουη, Σέιχ 204, 255 Γεζίντηδες (Συρία) 406
Γεννάδιος (Μητροπ. Θεσ/ νίκης) 301 Γεννάδιος, Ιωάννης (πρεσβευτής) 192 193 Γένοβα 80 Γερμανία 46, 171, 193, 196 198, 200 Γερμανικά Πανεπιστήμια 196-197 Γερμανός (Μητροπ. Θυατείρων) 95 Γευγελή 393 Γεώργιος Α΄ , Βασιλεύς Ελλήνων 191 192 Γεώργιος Γ΄ , Βασιλεύς Αγγλίας 155 Γεώργιος Ε΄ , Βασιλεύς Αγγλίας 139 Γεωργίου Αγ., παρεκκλήσι (Ουίντσωρ) 150 Γιαννακοπούλου, οικογένεια (Ζαγορά) 218
Γιάννενα 48, 52, 219 223, 235, 240, 387, Γιαννιτσά 289, 299, 392, 393 Γιουγκοσλαυία 410 Γιούνιον, Όξφορντ 182 183 Γιουσούπωφ, Πρίγκηψ Φέλιξ 408 Γκαίζλη, Σερ Στήβεν 141 142 Γκαλήπ Κεμαλή (Πρέσβυς) 396 397 Γκαλίτσιν, Πριγκίπισσα 346 Γκανή Μπέη Τοπτάνη 235 Γκιγιωμά, Στρατηγός 324 Γκιοκ-Σου 286, 337 Γκόα (Ινδίαι) 65 Γκόρντον, Στρατηγός 277 Γκορστ, Σερ Έλντον 247, 251 Γκούντχαρτ, Άρθουρ 125 Γκούχχα 257 Γκουλμπενκιάν [ Γκουλμπεγκτζιάν] 403 Γκραιβς, Σερ Ρόμπερτ 288289, 290, 29, 292, 342 Γκραιβς, Φίλιπ 283, 284, 286, 288 Γκραμόν, ντε (Δουξ) [Duc de Gramont] 168
429
Γκρέυ, Σερ Έντουαρντ 318 Γλάδστων 109 110, 140, 148, 149
Γουλιέλμος Β΄ (Αυτοκράτωρ) [Κάιζερ] 148, 152, 172, 201 Δ
Δαμιανός, [υπο]Ναύαρχος 108
Δαμιανός, Πατριάρχης 276 Δαμιανίδης 364 365 «Δαρδανέλλια» (Αθηνών) 212
Δάσιος, Κων/τίνος 109 δεκάτη (φορολογία) 302 304
Δενδρινού, Ειρήνη 224, 226 Δημήτριεβιτς, Συν/χης (Άπις) 328
Δημόσιο Οθωμανικό Χρέος 291, 376 Δημοτικισμός 111, 158, 287 Διαμαντόπουλος, Κίμων 327 Διομολογήσεις (Αίγυπτος) 249
Δούναβις (εκβολές) 106
Δραγούμη, οικογένεια 293 Δραγούμη, Ζωή του Στεφάνου 392,
Ιουλία Δημητρίου 111, Λίζα Στεφάνου 293, Μαρίκα του Μάρκου 293
Δραγούμης, Δημήτριος 111, Ίων 246, 294, Στέφανος 293 297, 304, Φίλιππος του Στεφάνου 241, 294
Δράμα 252, 308 Δριμύγκλαβα 348 Δροσίνης 100 Δρούζοι (Συρία) 337, 406 Δυρράχιο 234, 237, 238 Ε Εβκάφ (Αίγυπτος) 287 Εβραιογυρίσματα (Ντενμέδες) 290 Εβραίοι 103, 160, 276, 277, 287, 290, 319, 343, 357, 390, 408, 413-419 Εβρενόζ, Γαζή 392-393 Εδουάρδος Ζ΄ , Βασ. Αγγλίας 137 Εθνικής Αμύνης, Στρατός 314 Ελβετία 83, 112, 114, 333 Έλγκιν, Λόρδος 142, 143, 184
430
Ελληνική Επανάστασις 149, 193, 195, 217, 259, 261 Ελλην. Ερυθρός Σταυρός 362, 371 Ενβέρ Πασάς 340 Εξηντάρης, Γεώργιος 376 Έξστραντ (Σουηδός) 388
Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων 409, 418 Έρασμος 140 Ερζερούμ 354-355 «Έρμονας» 76 Ερρίκος ΣΤ΄ , Βασ. Αγγλίας 119 Ερυθρά Θάλασσα 80, «Εσπερία» (εφημερίς) 190 Εσσάτ Πασά Τοπτάνη 234 236
Εστερχαζύ (Ταγ/χης) 160 Ευαγγέλιο (μετάφρ. Α. Πάλλη) 96 97 Ευγενίδη, οικογένεια 343 «Εφταλιώτης Αργύρης» 72, 100 Ζ
Ζαγορά 217 218 Ζαγόρι 107, 240 Ζακμώ, Στρατηγός 316 Ζάννα, αδελφοί 347
Ζαννέτος, Στέφανος 371 Ζαρίφη, οικογένεια 343 Ζαφειρίου (συν/χης) 351 Ζέεμπρουγκε 378 «Ζέμγκορ» 411 Ζερβός, Παπα- 94 95 Ζέρματτ 113 Ζιμπέρ Πασάς 277-278 Ζολά, Εμίλ 161 «Ζουρνάλ ντ’ Οριάν» [Journal d’ Orient] 357 358 Ζυμπρακάκη, Ελένη 326 Ζωγράφος, Χρηστάκης 243 Η Ηλιάσκου, οικογένεια 343 Ήτον (Κολλέγιο) 42, 103, 115, 117 158, 163, 205, 207, 219, 264, 364 Ήπειρος 43, 47, 55, 107, 131, 190, 208, 219 223, 234, 240, 242, 243, 387 Ηπειρώτες 44, 219 Θ Θεοδώρα, Αγία 383 Θεοδωρόπουλος, Σπύρος 216 Θεσσαλονίκη [Σαλονίκη] 45,
431
58, 59, 178, 236, 289 293, 296, 298, 301, 304, 307 308, 312, 314, 318 328, 330 331, 334 335, 346, 348-349, 352, 366, 391 392, 394 396 Θεοτόκη, Χριστίνα Κων/ τίνου [φον Μάλλοβιτς] 225
Θεοτόκης, Μάρκος 226-227 Θεοτόκης, Ντίνος 77, 223 226, 281 Θεοτόκης, Σπύρος 381 382 Θεοτόκης, Τζων 245-246 Θιμπέτ 77-78 Θράκη, Ανατολική 243, 336, 353, 356, 360, 396, 399, Δυτική 361, 395, 400, 409 Ι Ιάκωβος (Μητροπ. Δυρραχίου) 301 Ιεροσόλυμα 275 «Ιλερή» (εφημερίδα) 353 «Ιλιάδα» (μετάφρ. Α. Πάλλη) 70, 97, 100, 158 Ιμαλάια 77, 108 Ιμπραήμ Πασάς 54
Ινδίες 55, 63 78, 169, 173 Ινδική Διοίκησις 169, 173, 179 Ινδοί 173 174 Ινστιτούτο Διεθνών Υποθέσεων (Λονδίνο) 346, 390, 407 Ιόνιος Ακαδημία 49 Ιορδάνης (ποταμός) 276 Ιράκ 113, 255, 403 Ιρλανδία 121, 132, 176 Ισμαήλ, Χεδίβης 256 Ισμαήλ (γιος Μεχμέτ Αλή) 260 Ισμαήλ Μπέη Κόνιτσα 190 Ιταλία 44, 49, 84, 215, 230, 338, 354, 377, 387 Ιωακείμ Ι΄ (Πατριάρχης) 189 Ιωακείμ (Μητροπ. Αίνου) 301, 342, 399 Ιωάννινα, βλ. Γιάννενα Ιωάννου, Στρατηγός 314 318 Κ Καβαλούρι (Κέρκυρα) 223 Καθολική Εκκλησία 121, 237
Καιρντ, Δρ. [Dr Caird] (Μπέλιολ) 182
Κάιρο 44, 205, 247, 250, 253 269, 274, 278, 281, 296, 368
Κακλαμάνος, Δημ. 271 Κακουλίδης (ναύαρχος) 351
Καλβοκορέση, οικογένεια 55, 92
Καλλιπολίτης, Μάξιμος 97 Καλοχαιρέτη, οικογένεια 383 Καλοχαιρέτη, Ασημίνα 383 384
Καλοχαιρέτης, Γεώργιος 383
Καλκρόιτ, Κόμης [Graf von Kalkreuth] 95 Κάμπερμπατς, οικογένεια 343
Καναδοί 170, 172 Κανελλόπουλος, Ευθύμιος 339, 350 Κάννες 82 Κάννιγκ, Γεώργιος 109, 140, 149 Κάουη, Μις [Cowie] 88 Καποδίστρια, οικογένεια 377 Καποδίστριας, Ιωάννης 51 Καραγκιοζιάν [Καραγκιευζιάν] 403
Καραθοδωρή, οικογένεια 343 Καραπάνος, Αλέξανδρος 244 Καραπάνος, Περικλής 196 Καράσσο, Ρενέ 358 Καρουσάδες (Κέρκυρα) 223 Κασσαβέτη, οικογένεια 218 219 Καστ, Χάρρυ 265 καστ (Ινδίαι) 64 Καστοριά 46 Κάτταρο (Δαλματία) 227 Καυκάσιοι 394 Κεμάλ, βλ. Μουσταφά Κέντρος, Φώτης 353 Κέρκυρα 49, 91, 131, 208, 223 227, 241, 242, 244, 329, 376, 377-388 Κετίγνη 228-232 Κέυνς, Τζων 142 Κηζ, Σερ Ρόντζερ 378 Κιλικία 402 Κιλκίς, μάχη 292 Κίτσενερ, Λόρδος 247, 266 267, 269 Κλάινμιχελ, Κόμησσα 412 Κλεμανσώ, Γεώργιος 161 Κλουμπ ντε Κωνσταντινόπελ [Club de Constantinople] 284, 343 Κόγκο (Βελγικό) 173
Κοζάκοι 345, 411 412 Κοινωνία των Εθνών 346, 360, 388, 404, 407, 414, 417
Κομαντίνα, Γεώργιος [George Comadina] 202 κόμπρες 66, 70 κομιτατζήδες 60, 292 Κονδύλης, Γεώργιος 318, 348 Κονιάρηδες 391 Κόνιτσα 242-243 Κόνιτσα, Ισμαήλ Μπέη 190 Κόπτες (Αίγυπτος) 263 Κόρακας, Στρατηγός 314 Κοράνι 254 255
Κορνηλίου, οικογένεια 58, 289
Κορνηλίου, Μαριγώ Αριστείδου 111 112 Κορυτσά 178, 320 Κορφ, Βαρώνος 114 Κόσσοβο, μάχη 231 Κουγιουμτζόγλου, Σωκράτης 371 Κουέρκ, Τζων 349 Κούνδουρος, Ιωσήφ 333 Κουντουριώτης, Ιωάννης 327 328 Κουντουριώτης, Παύλος 349 Κουσκούρη, οικογένεια 53 54
Κουτσόβλαχοι 296 Κοφινάς, Γεώργιος 295 Κράιστ Τσωρτς (Κολλέγιο) [Christ Church] 167168, 170 Κρήτη 175, 187, 260, 291 Κρητικό Ζήτημα 290 Κριμαϊκός πόλεμος 109, 370 Κρόγια 237 Κρόμερ, Λόρδος 247 248, 250-251 Κρουμπάχερ (Καθηγητής) 100, 194 Κρω, Σερ Έυρ 244, 351 Κύπρος 266, 269 272, 382, 383, 390, 404, 416 Κύριλλος Λούκαρις 97 Κώλθορπ, Ναύαρχος 350 Κωνσταντινίδης, Σπύρος 230 Κωνσταντίνος, Διάδοχος 108, 201, Βασιλεύς 151, 328, 330, 333, 335, 349, 394 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 285 Κωνσταντινούπολις [Πόλη] 73, 229, 231, 337 376 Κώρζον, Λόρδος 41
434
Λ
Λακρόμα, νήσος 228
λαμάδες (Θιβέτ) 77
Λάξμουρ, Χένρυ 126
Λαμπορύ, Μαίτρ [Laborie] 162
Λαμπρινούδη, οικογένεια 92
Λάμπρος, Σπύρος 196 Λανίτης (Κύπριος) 273
« Λαός» (εφημ. Κωνστ.) 288
Λάρα, ντε (Στρατηγός) 388
Λεβάντ Κόμπανυ [Levant Company] 59
Λεμπωντύ, Ζακ 237 239 Λέτσας, Αλέξ. 348 «Λευκορώσοι» 409 Λευκωσία 266 «Λημέρι» (Κέρκυρα) 245 ληστεία 209, 215 Λε[ι]βαδειά 217 Λέχαρ, μουσικοσυνθέτης 231 Λίβανος 263, 390, 402 Λίβερπουλ 73, 79 115 Λιβόρνο 44, 51 Λιντεκέρκ, Ραούλ [Raoul de Liederkerke] 172 173 Λιντεκέρκ, Εγκιλμπέρτ [Λίντερκερκ] 172
Λιουμπομίρσκι, Πρίγκηψ 168 Λίστερ, Τσαρλς 137 Λίστερ (Φόρεϊν Όφφις) 189 Λομβάρδου, Μαρία 343 Λονδίνο 41, 55, 58, 59, 73, 77, 91, 92, 94, 95, 100, 105, 107, 108, 127, 132, 134, 153, 155, 171, 187, 188, 189, 190, 191, 192, 202, 209, 212, 231, 239, 271, 272, 306, 390, 402, 407 Λοτί, Πιερ 286, 337 Λούκαρης, βλ. Κύριλλος Λόφτσεν (όρος) 232 Λωζάννης, Σύμβαση 366, 374, 387 Λωζάννης, Συνδιάσκεψη 41, 387 Λώρεντζ (συν/χης) 269 Μ Μαβίλης, Λορέντζος 223 224, 225 226 Μάγιερς (συν/χης) [Meyers] 148
Μακεδονία 47, 55, 58, 59, 60, 176, 187 190, 213,
252, 283 336, 349, 374, 389, 391-400
Μακεδονίας, Γεν. Διοίκ. 178, 297 300
Μακεδονικό Κομιτάτο 91
Μακεδ. Μεταρρυθμίσεων, Επιτροπή 288, 304
Μακμίλλαν, Ντάνιελ [Daniel Macmillan] 182
Μαλακάσης, Μιλτιάδης 100
Μαλαμπάρ Χιλλ (Βομβάη) 63
Μαμλούκοι 256, 260
Μαμπλέσσα (Βομβάη) 68
Μανέττας, Κων/τίνος 314
Μανιαδάκης, Κων/τίνος 419 420
Μανιχαίοι 406
Μάνος, Κων/τίνος 175 176 Μάνου, Ασπασία 331
Μάντσεστερ 47, 62, 73, 85, 94, 112
Μάξιμος. Βλ. Καλλιπολίτης
Μαρ Σιμούν 404
Μαρκέτης, Γεώργιος 100
Μαριέτ (αρχαιολόγος) 250
Μαρωνίτες 406
Μασπερό (αρχαιολόγος) 250
Μασσαλία 46, 205
Ματαράν (Βομβάη) 68 69
Ματσουντάιρα 174 Μαυροβούνι 227, 229, 233, 238
Μαυροβούνιοι 229 232, 238 Μαυρογορδάτου, οικογένεια 55, 92 Μαυρομιχάληδες 54
Μαυρουδής, Ηλίας 109, 352 Μαυρουδής, Νικόλαος 418 Μαχντιστές 278 Μεβλεβήδες 257, 261 Μελάς, Κων/τίνος 109 Μελέτιος, Πατριάρχης 363 368 Μεταξάς, Δημήτριος (Πρέσβυς) 192 Μεταξάς, Ιωάννης (Πρωθυπουργός) 416 Μεταξάς, Σπύρος 72 Μεχμέτ Αλή (Αιγύπτου) 259 260 «Μιαούλης, Ναύαρχος» 108 Μιδχάτ Πασάς 284 Μικρά Ασία 39, 134, 336, 355-356, 362, 367, 391, 396, 398 400, 402, 405 Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής 374, 387 Μιλλς, Μις Κάρις 401
436
Μιλν, Στρατηγός 320, 325
Μίλνερ, Λόρδος 169
Μίντελτον, Άρθουρ 274275, 277
Μίρζα Άλη Μουχάμμαντ 267
Μίρκο, Πρίγκηψ 231
Μιστριώτης, καθηγητής 96
Μιχαηλίδης, Κλεάνθης (Εφταλιώτης) 72, 100
Μιχαλακόπουλος, Ανδρέας 375, 376 Μίχιελς, Λεονή 104 Μολδαυία 45, Μοναστήρι 314, 316, 317, 391, 393 Μόναχον 100, 193 196 Μονή Φιλανθρωπηνών 52, 222 μονσούν 70 Μόντε Ρόζα 113 Μόοζερ, Χοτέλ (Βεβέ) [Hotel Mooser] 83
Μοργκεντάου, Χένρυ 418 Μορεάς, Ζαν 159 Μοριάς 53, 54, 55, 58, 111, 159, 172, 214, 259, 261 Μάρελλ (ιεραπόστολος) 173 Μόσχα 51 Μουδανιών, Ανακωχή 360, 369,
Μούδρου, Ανακωχή 320, 336, 341, 355 Μουρ, Άρθουρ [A. W. Moore ] 189 Μουράτ Α΄ , Σουλτάν 391, 392 Μουσουλμάνοι 43, 64, 177, 238, 248, 257, 267, 278, 340, 344, 387, 388, 391 392, 395-396, 401 406 Μουστάφα Κάμελ (Αιγύπτου) 251 Μουσταφά Κεμάλ (Τουρκίας) 291, 341, 353, 354, 355, 356, 358, 366 Μπαιζουάτερ (συνοικία Λονδίνου) [Bayswater] 56 Μπαίλ[ε]ϋ, Ρόμπερτ 129, 227 Μπαίλυ, Σύριλ [Cyril Bailey] 182 Μπάιρον 140, 142, 143 Μπαμίχας, Θεμιστοκλής 234 Μπαμπ, Ελ [Αλ] 267 Μπάξτον, αδελφοί 187 Μπάξτον, Λήλαντ 188 Μπάξτον, Ρόμπιν [Robin Buxton] 205 Μπάρκερ, οικογένεια 59
437
Μπάρριγκτον-Κέννετ, Βί-
κτωρ 137
Μπάρτον, Κλωντ 280, 281
Μπασματζήδες 248
Μπασούτολαντ 170
Μπέκερ, Άρθουρ [ Arthur Baker] 284
Μπεκτασήδες 381, 209, 257
Μπέλλιολ, Τζων (Βασ. Σκωτίας) 166
Μπέλλιολ (Κολλέγιο) 166176, 178, 181 183, 185
Μπελλ, Ήντιθ 113
Μπελφόν, Λίναν ντε 250
Μπερμπερίνοι 274
Μπεσικτάς 344
Μπεχαϊστές 267
Μπήζλυ, Ρέυμοντ [Raymond Beazley] 182
Μπήκονσφηλντ, Λόρδος 109, 288
Μπόνερτζη (Ινδός) 173
Μπορνεμίσσα, Βαρώνος 237
Μπόρτον Πασά 280
Μπότσαρη, Κατερίνα 195
Μπορνεμίσσα, Βαρώνος 237 Μπουγιούκ-Τσαρσή [τσαρσί] 285, 343 «Μπουλετέν ντ’ Οριάν» [Bulletin d’Orient] 190
Μπούλιγκτον (λέσχη) [Bullingdon] 171 Μπουχάρα 340
Μπράις, Λόρδος [Bryce] 187 Μπράκενμπουρη (Σύλλογος) [Brackenbury] 183 Μπρέζνοζ (Κολλέγιο) [Brasenose] 176 177 Μπρέιλσφορντ (δημοσιογράφος) 187 Μπρίστολ, Ναύαρχος 339 Μπρους, Λόρδος 184 Μπώντεν-Σμιθ 264 Μυριβήλης, Σ. 315 Μυστράς 53, 214-216 Μυτιληνιοί 318 Μώντελεν (Κολλέγιο) [Magdelen ] 167, 168, 185 Ν Νάζλη Χανούμ, Πριγκίπισσα 268 Νάνσεν Δρ. (Γραφείο) 402, 407 Ναούμ 52, 343 Ναρίσκιν, Κυρία 321 Ναύπλιο 54, 195, 214 Νεγρεπόντης, Μιλτιάδης 309 310, 347, 397
Νέες Χώρες 252, 301, 308 «Νεολόγος» (εφημ.) 358 Νεότουρκοι 290, 308, 396, 398
Νεστοριανοί 403 Νηρ Ηστ Ρελήφ 370 Νησί Ιωαννίνων 52
Νιεμάγιερ, Σερ Όττο [Sir Otto Niemeyer] 182 Νίκαια 367 Νικαίας, Οικουμ. Σύνοδος 382 Νικόλαος, Άγιος, ο Σπανός 52
Νικόλαος, Ηγεμόνας Μαυροβουνίου 230 231 Νικόλαος, Πρίγκηψ 192 Νίκολσον, Χάρολντ [Χάρολδ] 41, 351 Νικομήδεια 359, 360 Νιμρ, Δρ. 264 Νιου Κόλλετζ (Κολλέγιο)
[New College] 167, 168, 185, Νιουκάσελ (υποτροφία)
[Newcastle Scholarship] 163, 207 Νιχιλιστές 114 Νοξ, Τζέφρυ [Τζέφερρυ] 368 Νοτιοαφρικανοί 172
Νουβία 260 Νουμπάρ Πασά 403 Νουρεντίν Πασάς 359 Νουρή, Αδελφοί 353 354 Ντανίλο, Πρίγκηψ 230 231 Ντανίλο, Ηγεμών 232 Ντάραμ, Μις Ήδιθ [Miss Edith Durham] 190 Ντε Κόστα, οικογένεια 65 Ντε Λάρα, Στρατηγός 388 Ντε Σούζα, οικογένεια 65 Ντε Τινάν, Στρατηγός 330 Ντεμερντάση, Σέιχ 268 Ντεμίντωφ, Πρίγκηψ 408 Ντεναίν, Στρατηγός 320 Ντενσαουάι (Αίγυπτος) 251 Ντερβεργκούιλλα (Βασίλισσα Σκωτίας) [Ντερβογκουίλλα] 166 Ντερβίσηδες 209, 257 Ντευνμέδες 290 Ντεφράνς (Αρμοστής) 371 Ντηντς (Στρατηγός) 354 Ντονζελώ (Στρατηγός) 381 Ντρεϋφούς (λοχαγός) 159162 Ντώλτρυ, Πέρσυ 101-102 Ο Οθωμανική Αυτοκρατορία
439
43, 60, 109, 157, 191, 208, 227, 337, 338
Όθων, Βασιλεύς 48, 49, 180, 195, 330
Οθωνική Ελλάς 57
Οικονόμου, Μάνθος 49
Οικουμενικό Πατριαρχείο 95, 276, 341, 364 367, 373
Ολυμπία 214, 216
Οξειά (νησί) 286
Οξφόρδη 42, 94, 126, 165 205, 253, 255, 264
Ορεστειακά 213
Ορθόδοξος Εκκλησία 56, 92, 93, 94, 95, 96
ορχιδέες (Ινδίαι) 69
Οσμάν Πασάς (Βαλής) 221
Οσμανλήδες 221, 291
Ουαλλία 110, 112
Ουέλλιγκτων, Δουξ 103, 149 Ουέμπ, Ναύαρχος 338 Ουίλκς [Wilkes] 292 Ουίλλιαμς, Όρλο 129 Ουίλσων, Στρατάρχης 351 Ουίντσεστερ Κόλλετζ 117 Ουίντσωρ, Πύργος 119, 120, 128, 150, 152 Ουούττον, Σερ Χένρυ [Sir Henry Wooton] 140
Ουίτταλ, οικογένεια 59 Ουώρρ, Δρ. 126 Ουώτσον, Δρ. [ Dr John Watson] 89 Π Πάγκαλος, Θεόδωρος 381 Παλαιοελλαδίτες 57, 62, 298, 303, 348 Παλαμάς 100 Πάλη, οικογένεια 48 54 Πάλη, Αγγελική Μπαλάνου 52, 222, Αγγελική Μπαρτολομέι 51 Πάλης, Αλέξιος (καθηγητ. Πανεπ.) 48, 49, Αλέξιος του Ευγενίου 48, Αναστάσιος του Ιωάννου 49, 51, Αντώνιος του Κων/τίνου 192, Ευστάθιος 48, Ιωάννης του Μπαλάνου 49, Κων/ τίνος του Μπαλάνου 49, Λάμπρος του Ευσταθίου 48, Μπαλάνος του Λάμπρου 48, Μπαλάνος του Ιωάννου 49, 52, 222, Νικόλαος (οπλαρχηγός) 48 49, Νικόλαος του Ιωάννου
440
49, 51, Παναγιώτης του Ιωάννου 49, 51
Παλλαβιτσίνι, Βίλλα 82
Πάλλη, οικογένεια. Βλ. Πάλη, οικογένεια
Πάλλη, Αζίζα του Αλεξάνδρου 105, Ιουλία Αλεξάνδρου 62, Μαριέττα του Αλεξάνδρου 105, 106, Παναγιωτίτσα Αλεξάνδρου 53
Πάλλης, Αγαμέμνων του Αλεξάνδρου 60, 108, 333, Αλέξανδρος του Αναστασίου 52, Αλέξανδρος του Αλεξάνδρου 47, 53 54, 60-62, 63, 70-72, 97101, 157, 223, Αναστάσιος του Αλεξάνδρου 60, Αλέξανδρος του Αγαμέμνονος 76, Ανδρέας του Αλεξάνδρου 102, 107 108, Μάρκος του Αλεξάνδρου 77, 102, 107, 108 Πάλμερ (Κυβερνήτης Κύπρου) 271 Παναγία Καφατιανή (Γαλατά) 363 Πανορθόδοξο Συνέδριο (1922) 364
Πανταρέφσκι [Παντερέβσκυ] 104 Παντελεήμονος, Αγ. (Μονή) 223 Παπαδιαμαντόπουλος, Ιωάννης. Βλ. Μορεάς Παπα-Ευθύμ 363 Παπαμόσκου, Αλεξάντρα 90 91 Παπάς, Ιωάννης (πρέσβυς) 374, 376 Παππάς, Αλέξ. (ιατρός) 159 Παραδουνάβιες Ηγεμονίες 44 45 Παραμυθιά 48 Παρασκευόπουλος, Στρατηγός Λεωνίδας 352 Παράσχος (Αρχιμανδρίτης) 95 Πάρμας, μενεξέδες 81 Παρμενίδη, Πέγγη 241 Χρήστου, χήρα 47 Παρμενίδης, Γιάννης (του Χρήστου) 240 246 Παρσήδες 67 Πάτρα 216-217, 308 Παύλος, Καραγεώργεβιτς, Πρίγκηψ 168 «Πεγιάμ Σαμπάχ» (εφημ.) 358
441
Πέγλη [Pegli] 82
Πελοπόννησος 214-216
Πενμενμώρ 110
Περέιρα, οικογένεια 65
Πέρκινς, Ινστιτούτο (Βοστώνη) 240
Περνώ, Ουμβέρτος 100, 159
Πεσταγάλη, Πέτρος ντε 383
Πετροκόκκινος, Δήμης 72
Πετροκοκκίνου, οικογένεια 55
Πηπς (χρονικογράφος) 41
Πικάρ, συν/χης 160
Πίκαρδ-Καίνπριτζ (καθηγητής) [Pickard-Cambridge] 182
Πίζα 49
Πιλαβάκης, Γεώργιος 314
Πίρρη-Γκόρντον (δημοσιογράφος) 363
«πλαβ» (Δουνάβεως) 106
Πλαστήρας, Νικόλαος 314, 360
Πλάτων (Οξφόρδη) 170
Πλύμσολλ, Μις 41
Ποδγορίτσα 227
Πόλη, Βλ. Κωνσταντινούπολη
Πολίτης, Νικόλ. 76, 325
Πολύκαρπος (Μητρ. Αδριανουπόλεως) 301 Πολωνία 114 Πόντος 362 Πόρος 11 Πορτ Σαΐντ /Σαΐτ / Σάιντ 81, 205 Πορφύριος (Αρχιεπ. Σινά) 267
Πούπτης, Νικόλ. 190 Πρεσβυτεριανοί 89 90 Πρεσσανσέ, ντε 161 Πρόκτορες (Οξφόρδη) 166 Πρόσφυγες 308-311, 389 Προσωρινή Κυβέρνησις Θεσ/νίκης 312 313, 320 321 Πρώμπυ, Γκράνβιλ 129 130 Πύλη του Ρωμανού 285 Ρ Ραγούζα 228 Ρακτιβάν, Κων/τίνος 311 Ράλλη Αδελφοί (Οίκος) 47, 55, 62, 72 73 Ράλλη, Αικατερίνη Παντελή 58, 82, 289 Ράλλη, οικογένεια 55, 92 Ράλληδες Τριεστιού 228
442
Ράλλης, Αμβρόσιος του Κίμωνος [Παύλου] 228, Κίμων [Παύλος] (Βαρώνος) 228 Παντελής 55, Στέφανος (Βαρώνος) 227, 228, Στέφανος (Λονδίνον) 62, Στρατής του Παντελή 202 Ραμαζάνι 257 Ράμπολντ, Σερ Χόρας 363364 Ράσκιν 167 Ρεν (Βρετάνη) 159, 161 Ρενάν, Ερνέστος 158 Ρεντζαίοι (ληστές) 243 Ρέπουλης, Εμμανουήλ 296 298 Ροδοκανάκη, οικογένεια 55 Ρωντς, Σέσιλ 171 «Ρωντς», Υποτροφίες 171172 Ρωμάνος, Αντώνιος (Εισαγ. Εφετ.) 311 Ρωσ[σ]ία 44, 51, 114, 188, 230, 394, 406, 407, 410, 411, 412 Ρώ[σ]οι 109, 114, 344 345, 406 407, 408 411
Σ
Σακάρα, τάφοι 250 «Σακουντάλα» (μετάφρ. Θεοτόκη) 225 Σαλονίκη. Βλ. Θεσσαλονίκη Σαλτιέλ, Νταίζυ [Ντέζυ] 322 Σαουίς, Σέιχ 205 Σαμαρείτης, Καλός 276 Σάμιοι 318 Σαμπάν, Κόμησσα ντε [Comtesse de Chabannes] 321 Σαμπολλιόν (αρχαιολόγος) 250 Σαμσούς 354 Σάντερς, Λίμαν φον 309, 398 Σαξ-Κόβουργ (Δουξ) 151 Σάξο-Μπορούσια (Σύλλογος) [Saxo-Borussia] 197 Σαράιγ, Στρατηγός 236, 320 321, 324 326, 329 Σαρασάτε 104 Σαρπύ, Στρατηγός 335, 356 Σγουρδαίου, οικογένεια 343 Σεβ, Κολονέλ 250 Σεβρών, Συνθήκη 353 Σεκιάρη, οικογένεια 55 Σελιμιέ (στρατώνας) 370 Σέλλεϋ 140
Σέρβοι 231, 312, 328, 329
Σέρρες 52, 293
Σέσιλ, Λόρδος Ε΄ 296
Σεφήκ Πασάς 359
Σέφτον Πάρκ (Λίβερπουλ) 83
Σιάτιστα 46
Σιγιόν, Πύργος [Chillon] 83
Σικόρσκι 409
Σιμόπουλος, Χαράλαμπος 356
Σινά, Μονή 267
Σινιόσογλου, οικογένεια 343 Σίτυ (Λονδίνο) 56
Σιώτης, Ιωάννης 287 «Σκρέπτιμα» (εφημ.) 190
Σκόδρα 227
Σκυλίτση, οικογένεια 55, 92
Σκωτία 88 89, 166, 183, 184, 373 Σκωτσέζοι 88 89 Σλαβόφωνοι 394 Σλάτιν, Ροδόλφος φον 277 Σλήμαν, Αγαμέμνων 335 Σμύρνη 350 Σοβιετική Ρωσία 355 Σουάμπια [Schwabia] (σύλλογος) 197 Σουδάν 204 Σουέζ 81
Σουφισμός 257
Σοφία, Αγία (Πόλη) 283 Σοφία, Αγία (Λονδίνο) 56 Σοφούλης, Θεμιστοκλής 298 Σπανός, Άγ. Νικόλαος 52 Σπάρτη 143, 214, 215 Σπέτσες 122 Σπυρίδων Άγ. (Κέρκυρα) 380 386 Σπυρίδων Άγ. (Ναύπλιον) 54
Σπυρίδων (Μητροπ. Ιωαννίνων) 301 Σταμπούλ 337 Στενά 356 Στεφόπουλος, Χάρης 365 Στορρς, Σερ Ρόναλδ 264273 Στουμμ Ερνστ φον 174 Στράντμαν (Πρέσβυς) 411 Στράτφορντ ντε Ρέντκλιφ 149 Στρώμνιτσα 393, 395 Στρων-Ντέβιντσον [Strachan Davidson] 182 Στων, Μις 292 Συντηρητικοί (Αγγλία) 109, 110, 177 Σύρα 45, 58 Συρία 255, 267, 341, 346,
444
390, 402, 403, 404, 405, 406, 409
Σφόρτζα, Κόμης 338, 340, 353, 354
Σωτηριάδης, Γεώργιος (καθηγητής) 213 Τ
Ταβιτιάν, Δρ. 400 Ταλαάτ Πασάς 286 Ταλαμάς (συν/χης) 330 Τάμεσις 150 Τανταλίδης, Δημ. 295, 312 Τένισεφ, Πριγκίπισσα 346 Τέρκας, 234, 237, 239 Τέρνερ (υπηρέτης) [Turner] 187 Τζαβήτ Μπέη (Νεότουρκος) 290 Τζαβήτ Μπέη (γιος Ριφαάτ Πασά) 235 Τζεμάλ Πασάς 340 Τζώετ, Προφέσσορ [Jowett] 181 Τζόρρυ (δημοσιογράφος) 363, 372 Τινάν, ντε (Στρατηγός) 330 Τουμλού-Πουνάρ (μάχη) 358
Τουρκία 43, 44, 59, 191, 219, 220, 222, 229, 254, 284, 285, 288, 290, 309, 337, 340, 350, 354, 366, 375, 390, 391, 393, 395, 396, 398, 399, 403, 414, 415 Τουρκοαιγύπτιοι 263 Τούρκοι 48, 58, 93, 149, 233, 252, 253, 261, 342, 374, 388, 391, 396, 401 Τριέστι 46, 227, 237 Τρικούπης, Χαρίλ. 58, 111 Τρικούπης, Νικ. (Στρατηγός) 358 Τσακιριάν 400 Τσαλδάρη, Λίνα Παν. 196 Τσάμπερλαιν, Ιωσήφ 157 Τσάμηδες 208, 387 Τσαμουριά 244 Τσιμικάλης, Θάνος (Στρατηγός) 314 Τσώρτσιλ, Ουίνστον [Ουίνστων] 143, 351 Φ Φανάρι 287, 339, 364, 365 Φαναριώτες 45 Φελλάχοι 273
445
Φερδινάνδος (Βουλγαρίας) 192
Φερήτ, Νταμάτ (Μεγ. Βεζύρης) 340
Φιλανθρωπηνού, οικογένεια 52
Φιλανθρωπηνών, Μονή 52, 222
Φιλελεύθεροι (Αγγλία) 109
Φιλελευθέρων, Κόμμα (Ελλάς) 347
Φιλελληνισμός, Αγγλικός 140
Φιλίππου (ταγ/χης) 314
Φιλοτουρκισμός, αγγλικός 109
«Φιντανάκι» (Χορν) 212
Φιτζ-Τζέραλντ [Φιτζ-Τζέραλδ] 263
Φονσέκα, οικογένεια 65
Φραγκίσκος, Φερδινάνδος (Αρχιδούξ) 152
Φρανσίς (υπηρέτης) 65
Φωξ, Τσαρλς Τζαίμς [Fox] 157
Φωτιάδης, Φώτης (ιατρός) 100, 159, 287 Φουντουκλή, Γαλανή 53 Φλωρεντία 53 Φουντουκλής, Μιχάλης 109
«Φρόσω» (μυθιστόρημα) 218 Χ Χάδκινσον (ταγ/χης) 355 Χάιδελβεργκ [ Χάιντελμπεργκ, Χαϊδελβέργη] 174, 196-202 Χακκή Μπέη Λιμπόχοβο 209
Χακκιαρί 403 Χάκνυ-Ουίκ [Hackney Wick] (Λονδίνο) 134 Χαλέπι 402, 405 «Χαλιμά» 255, 329 Χαλκιδική 318 Χαμήτ, Σουλτάν 235 Χαμπούρ, ποταμός 404 Χαν-ελ-Χαλίλη (Κάιρο) 266 Χάου, Σάμουελ 240 Χάργκα, Όασις 274 Χάρντεν (Ουαλλία) 110 Χάρρω (Σχολή) 117 Χάρβευ, Σερ Πωλ 277 Χάρριγκτων [Χάριγκτον], Στρατηγός 370 Χεδίβης 248 Χέντερσον, Νέβιλ 364
Χέρμπερτ, Ώμπρυ [Aubrey Herbert] 177 Χεσς, Πέτερ [Peter Hess] (ζωγράφος) 195 Χιλή (Βόσπορος) 360 Χίντζελμαν, Προφέσσορ 196 Χίος 45, 46, 55, 58, 92, 93, 94, 159, 228 Χίτλερ, Αδόλφος 144, 164, 413 Χιτλεργιούγκεντ [Hitlerjugend] 144 Χιώτες 46, 55, 56 57, 59, 62, 73, 92-93, 220, 318 Χοενλόε, Πριγκίπισσα 195 Χόιλεκ (σχολείο) 102 Χόμπουργκ 201 «Χουρ[ρ]ιέτ» (Τουρκ. Σύνταγμα) 290
Χουσέιν, Σερίφης Μέκκας 269 Χουσέιν Χιλμή Πασάς 287 Χρύσανθος (Μητρ. Τραπεζούντος) 301 Χρυσόστομος (Μητρ. Σμύρνης) 301 Χύα [Hua] (καθηγητής) 139 Χώλερ (διπλωμάτης) 338 Χωπ, Άντονυ [Άντωνυ], «Φρόσω» 218 Ψ Ψυχάρη, Κυρία 158 Ψυχάρης, Ιωάννης 72, 76, 100, 158 159 Ψυχάρης, Ερνέστος 158
Άλλες εκδόσεις της
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα κείμενα του 16ου και 17ου αιώνα (2000).
Christopher Wordsworth, GREECE, Historical, pictorial and descriptive. Αγγλική έκδοση (2001).
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ
1821-1921, Οικονομολογικά (2001).
Α. Κ. Ιωνίδης, ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ. Ελληνική έκδοση (2002).

Alexander Con. Ionides, A GRANDFATHER’S TALE. Αγγλική έκδοση (2002).
Δημήτριος Βικέλας, Η ΖΩΗ ΜΟΥ (2003). Κόμης Πέτρος Γκάμπα, Ο ΒΥΡΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ . Ελληνική έκδοση (2004).
Count Peter Gamba , LORD BYRON ’ S LAST JOURNEY TO GREECE. Αγγλική έκδοση (2004). Ερρίκος Σλήμαν, ΙΛΙΟΝ, Η ΠΟΛΗ
Ν. Α. Τομπάζης, ΑΦΗΓΗΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΣΤΑ ΣΙΚΙΜ ΙΜΑΛΑΪΑ (2007).
Παναγιώτης Ποταγός, ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΩΝ ΠΟΤΑΓΟΥ (2 τόμοι, 2008).
Κ. Ι. Φ. Ιωνίδης, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΚΥΝΗΓΟΥ (Αυτοβιογραφία, 2009).
Δρ Ρίχαρντ Λέβινσον, ΣΕΡ ΜΠΑΖΙΛ ΖΑΧΑΡΩΦ, Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΝΔΡΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (2010).
Γεώργιος Κρητικός & Ρίτσαρντ Βάινερ, Ο ΤΖΩΡΤΖ ΤΟΥ ΡΙΤΖ (Αυτοβιογραφία, 2011).
Γιόραν Σιλντ, ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (2012).
Χ. Ν. Φ. Κίττο, ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (2013).
Σάββας Γεωργίου, ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ «ΧΑΡΑΣ» (2014).
Τζ. Ι. Μανάττ, ΜΕΡΕΣ ΑΙΓΑΙΟΥ (2015).