TD 2015

Page 1


2015

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Η Θεατρική Διαδρομή είναι μια Ερασιτεχνική Θεατρική Ομάδα, που ιδρύθηκε το 1994 και μέχρι σήμερα έχει ανεβάσει συνολικά 21 έργα:

1995: Πως να ληστέψεις μια Τράπεζα 1996: Ένα καπέλο γεμάτο βροχή 1997: Da 1998: Οχτώ γυναίκες κατηγορούνται 1999: Μαύρη Κωμωδία 2000: Κι όμως κάπως έτσι 2001: Το Σώσε 2002: Τρωάδες 2003: Η Κυριακή των Παπουτσιών 2004: Γέρμα 2005: Κόκκινα Φανάρια 2006: Σκουπίδια 2007: Θεϊκά Λόγια 2008: Το αταίριαστο ζευγάρι 2009: Η Μικρή μας πόλη 2010: Η επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας 2011: Καβγάδες... στη Κιότζια 2012: Ο κύκλος με την κιμωλία 2013: Μαντάμ Σουσού & Ματωμένος Γάμος 2014: Μαρά / Σαντ - Η καταδίωξη και η δολοφονία του Ζαν Πωλ Μαρά 3 www.theatriki-diadromi.gr


Διοικητικό Συμβούλιο

Συνηθίζουμε κάθε φορά να βάζουμε τον πήχη όλο και πιό ψηλά. Τις περισσότερες φορές νομίζω πως καταφέρνουμε να περνάμε από πάνω. Φέτος έχω την αίσθηση ότι το παρακάναμε λιγάκι. Ψηλώσαμε πολύ πιό πάνω από το μπόι μας τΙς προσδοκίες μας! Όταν αυτό το κατανοήσαμε στην πορεία των προβών και αφού ξεπεράσαμε την πρώτη αμηχανία και πανικό, τη σκέψη να γυρίσουμε πίσω διαδέχθηκε το πείσμα. Αμέτρητες ώρες προβών και προσπάθειας να δαμάσουμε ένα κείμενο ατίθασο, απέραντο, πολύπλοκο αλλά άκρως γοητευτικό και ενδιαφέρον, το οποίο τελικά μας ρούφηξε το ίδιο, τιθασεύοντας όποια δικιά μας προδιάθεση για χαλαρότητα, βρίσκοντας σ΄αυτό ατόφια κομμάτια της ψυχής μας. Η παράσταση που θα παρακολουθήσετε είναι η συμπύκνωση όλης αυτής της πεντάμηνης προσπάθειάς μας. Είμαστε σίγουροι ότι θα βρείτε πολλά κομμάτια από την δική σας ψυχή.

Πρόεδρος: Τούμπουρου Μαρία Αντιπρόεδρος: Κυριακόπουλος Ιωάννης Γεν. Γραμματέας: Ασημακόπουλος Απόστολος Ταμίας: Μητσέας Στάθης Οργ. Γραμματέας: Καράμπελας Χρήστος Αναπληρωματικά μέλη: Κανδυλιώτη Αγγελική, Ταγαρούλια Βίλμα

Επιτροπή Ρεπερτορίου Πρόεδρος: Ηλιόπουλος Δημήτριος Μέλη: Αντωναροπούλου Βασιλική, Παναγόπουλος Κωνσταντίνος Αναπληρωματικό μέλος: Μανιατέα Τζένη

Καλή σας διασκέδαση... Με εκτίμηση,

Μαρία Τούμπουρου Η Πρόεδρος της Θεατρικής Διαδρομής

Εξελεγκτική Επιτροπή Πρόεδρος: Μπούζα Βίλμα Μέλη: Χατζηγιαννόπουλος Νικόλαος, Καΐκης Στράτης Αναπληρωματικό μέλος: Μπιτσάνης Νικήτας Δημιουργός - Διαχειριστής ιστοσελίδας: Φώτης Γαϊτάνης www.theatriki-diadromi.gr


Ταχτσής Κώστας, 1927-1988

5 www.theatriki-diadromi.gr


*

...Καμιά φορά κάθομαι και συλλογίζομαι μήπως ο Πέτρος είχε δίκιο. Μήπως, κακοίψυχροί, θα ήταν προτιμότερο να είχαν κερδίσει στον Εμφύλιο οι κομμουνιστές. Ποιος ξέρει! Ίσως να 'χε αλλάξει λιγάκι η ζωή μας προς το καλύτερο. Ενώ τώρα - τι έχεις Γιάννη, τι είχα πάντα. Ο φτωχός εξακολουθεί να πεινάει, και το μόνο που του επιτρέπεται, κι αυτό με πολλή συγκατάβαση, είναι να κλαίει τη μοίρα του τραγουδώντας αυτά τα ρεμπέτικα που 'χουνε καταντήσει πια ανυπόφορα: Παλιοζωή παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία... - να κλαίει τη μοίρα του, τι άλλο να κάνει αφού δε μπορεί να την αλλάξει;- για να μαζεύονται οι Αμερικάνοι (και τελευταία και μερικοί Γερμανοί) να χάσκουν σα να βρίσκονται σε ζωολογικό κήπο.

Απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο των Εκδόσεων «ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ - 2009»

*Μια άποψη που διατυπώθηκε πριν το 1962 στο Τρίτο στεφάνι


Αντί σημειώματος... Η συνέντευξη του

Κώστα Χαλκιά στην Μαρία Τομαρά της εφημερίδας «Ελευθερία» στις 2/02/2015

«

«

E

7 www.theatriki-diadromi.gr


- Τι εννοείτε όταν λέτε "σκηνική προσαρμογή"; «Απ' ό,τι αναφέρθηκα παραπάνω, είναι αντιληπτό ότι η Θ.Δ. και ο φιλόξενος θεατρικός χώρος του Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας, δεν έχει τις προαναφερθείσες δυνατότητες. Αρα με "θεατρικές χειρουργικές επεμβάσεις" κρατήθηκε ο δραματουργικός κορμός της ιστορίας του έργου, με στόχο και θα είμαστε ευτυχισμένοι γι' αυτό, αν το αποτέλεσμα της δουλειάς μας θα αγγίξει μια θεατρική παράσταση διάρκειας 2.30 ωρών. Βασική μου μέριμνα, προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν ο σκηνικός χώρος, τα σκηνικά αντικείμενα, να παραπέμπουν σε μια τελική φόρμα μπρεχτικής αφήγησης ή περισσότερο και πιο ειδικά σ' ένα αφηγηματικό επίπεδο αρχαίου δράματος... Κύριο όπλο άμεσης βοήθειας για το αποτέλεσμα αυτό είναι να αποφύγεις την δαμόκλεια σπάθη πάνω από το κεφάλι σου, τη νατουραλίστικη και ηθογραφική παγίδα και κυρίως έναν υποτιθέμενο ρεαλισμό που δεν μπορείς να υπηρετήσεις, την στιγμή μάλιστα που η ίδια η διασκευή συνεχώς σου χτυπάει το καμπανάκι μιας βασικής θεατρικής απαίτησης: θέατρο στο θέατρο». - Απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι πρόκειται για μια επίπονη κι επικίνδυνη προσπάθεια. Μ' όλα αυτά τα οποία αναφέρετε, είμαι περίεργη και προσπαθώ να διατυπώσω ακριβέστατα την επόμενή μου ερώτηση: Με λίγα λόγια ποια είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιείτε; «Σ' αυτές τις θεατρικές ομάδες, πρέπει να εκμεταλλευτείς τα όποια εκπαιδευτικά στοιχεία φυτωρίου έχουν δημιουργήσει στη διάρκεια λειτουργίας τους και κατ' αρχήν να λειτουργήσεις ως σχολή π.χ. υποκριτικής κακά τα ψέματα, κάθε θεατρική παράσταση πρέπει να είναι μια "σχολή". Αλλιώς μπάζει από παντού προχειρότητα. Επίσης πιστεύω ότι ο σκηνοθέτης του θεάτρου πρέπει να έχει τον τελικό λόγο σε

όλα, σκηνικά, κοστούμια, μουσική, απόλυτη εμπιστοσύνη απ' όλους τους συνεργάτες προς αυτόν, εάν υπάρξει το αντίθετο, πρέπει να τα μαζεύει και να φεύγει. Κάθε σκηνοθεσία έχει ως βασικό εργαλείο, μια συνολική εγκυκλοπαιδική θεωρητική προσέγγιση του περιεχομένου, αλλιώς δεν πας πουθενά και "θα πουλάς φύκια για μεταξωτές κορδέλες"… Οσο πιο πολύ εμβαθύνεις στο περιεχόμενο, τόσο πιο πολύ ξεκάθαρα εντοπίζεις τις πρακτικές, τεχνικές και τεχνολογικές απαιτήσεις του σκηνικού εγχειρήματος. Π.χ. για να ελέγξω το συνολικό υλικό της σκηνικής δουλειάς μου πάνω στο «Τρίτο στεφάνι», για πρώτη φορά έγραψα λεπτομερώς σε 120 σελίδες, όλη τη σκηνοθεσία και το σκιτσάρισμα αλλαγής σκηνών, σκηνικών, εισόδων και εξόδων 40 ηθοποιών που παίζουν σε 70 σκηνές και κάνουν αλλαγές 100 κοστουμιών. Ετσι γράφτηκε για το αρχείο μου κατ' αρχήν ένα μυθιστόρημα της σκηνοθεσίας μου και της συγκεκριμένης συνεργασίας μου με την Θ.Δ.». - Η Θ.Δ. διαθέτει ένα προσωπικό τεχνικών για να φέρει σε πέρας αυτές τις απαιτήσεις των σκηνικών και των αντικειμένων της παράστασης που ετοιμάζετε; «Από την στιγμή που η Θ.Δ.έφερε σε τελικό πέρας όλες τις εικαστικές-τεχνικές απαιτήσεις μου για το σκηνικό «Της δολοφονίας του Ζαν Πωλ Μαρά», είμαι απόλυτα βέβαιος ότι με τους ακτιβιστές τεχνικούς που διαθέτει θα μ' αφήσουν πάλι άναυδο. Σαν παράδειγμα σας αναφέρω την περίπτωση του βασικού τεχνικού της Θ.Δ. μηχανικού Γιάννη Κυριακόπουλου, που αν τον ανακάλυπταν το Εθνικό Θέατρο ή το ΚΘΒΕ και άλλα οργανωμένα θέατρα, θα τον άρπαζαν στην κυριολεξία. Ο άνθρωπος κάνει θαύματα, κυρίως σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε οργανωτικό, ως επικεφελής μιας σημαντικής μερίδας μελών της Θ.Δ. που έχουν εκπαιδευτεί να φέρνουν σε πέρας τις πιο δύσκολες σκηνογραφικές απαιτήσεις». - Οσο συζητούμε, τόσο απορώ για το πώς θα είναι το αποτέλεσμα... «Θα δείξει. Πρόκειται για μια περιπέτεια, που όπως λέει ο αρχαίος αθλίατρος Γαληνός, δεν υπάρχει άσκηση χωρίς καταπόνηση. Η καταπόνηση όλων μας είναι δεδομένη και σε μεγέθη πρωτόγνωρα, αλλά υπάρχει και η γοητεία κοπής του νήματος». - Μιλάμε τόση ώρα, αφιερώνοντας την συζήτησή μας στις τεχνικές και στα εργαλεία που χρησιμοποιείτε σ' αυτήν την σκηνοθετική σας περιπέτεια και δεν έχουμε μιλήσει ακόμη για το περιεχόμενο και τους ήρωες του "Τρίτου στεφανιού"; «Θα απαντήσω περιληπτικά στην ερώτησή σας, κάποιες φράσεις από το σημαντικό

E


επίμετρο για την τελευταία έκδοση του "Τρίτου στεφανιού" (Εκδόσεις Γαβριηλίδη -2009) του αδικοχαμένου Μένη Κουμανταρέα, με τον οποίο είχαμε έρθει σ' επαφή να κατέβει Καλαμάτα, για μια ανοιχτή συζήτηση, ως εισηγητής για το "Τρίτο στεφάνι". Αναφέρει λοιπόν ο Κουμανταρέας: "Το "Τρίτο στεφάνι" αποκαλύπτει από πού ξεκίνησαν οι Εκάβες και οι Νίνες (οι δυο βασικές πρωταγωνίστριες). Δείχνει ποια είναι η ζωή μας σήμερα και γιατί είναι αυτή και όχι άλλη. Μια ζωή που όμως δεν είμαστε βέβαιοι αν απαξιώνεται ή αποθεώνεται. Κάτι που αυξάνει το ενδιαφέρον και καταξιώνει τον διφορούμενο χαρακτήρα του, όπως σε κάθε σπουδαίο έργο τέχνης. Μας γυρίζει ακόμα πιστεύω στις ρίζες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, εξηγεί φαινόμενα που σήμερα ζούμε κατά κόρον». - Και κάτι τελευταίο, προς το παρόν, πώς βλέπετε τους ηθοποιούς που χρησιμοποιείτε; «Οπως είπες προς το παρόν... Γιατί κι εδώ ανοίγεται ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, πώς είναι δυνατόν να βρεις ηθοποιούς εθελοντές-ακτιβιστές, να φέρουν σε πέρας μια παρόμοια θεατρική αποστολή. Προς το παρόν έτσι; Από την στιγμή που έχω την Νίνα, την Εκάβη, τον Δημήτρη, την Ελένη κι άλλους σημαντικούς ρόλους δεν φοβάμαι τίποτα».

#

9 www.theatriki-diadromi.gr


ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ 2015 “ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ του ΚΩΣΤΑ ΤΑΧΤΣΗ” Των Σταμάτη Φασουλή και Θανάση Νιάρχου Θεατρική Προσαρμογή: Κώστας Χαλκιάς Σκηνοθεσία: Κώστας Χαλκιάς Μουσική επιμέλεια: Κώστας Χαλκιάς Σκηνικά: Κώστας Χαλκιάς Κοστούμια: Δημήτρης Ηλιόπουλος Φωτισμοί: Σάκης Μανιάτης Χορογραφίες: Όλγα Αλεξανδροπούλου Εικόνες-Βίντεο-supervizor: Λεωνίδας Παπαδόπουλος Αφίσα: Κώστας Χαλκιάς - Νικήτας Κώτσιαρης Επιμέλεια - Σχεδιασμός έντυπου υλικού: Παναγιώτης Μαριόλης Υλικό περιεχομένου προγράμματος: Κώστας Χαλκιάς Φωτογραφίες: Νικήτας Κώτσιαρης Βοηθός σκηνοθέτη: Έλενα Χριστοπούλου Βοηθός ενδυματολόγου - φροντιστήριο: Τζένη Αραπάκη Τεχνικοί σκηνικών: Γιάννης Κυριακόπουλος - Άκης Κουρμπέτης Φωτιστικές εγκαταστάσεις: Γιώργος Λαπέας Ηχητικές εγκαταστάσεις: Χρήστος Κουτσαϊμάνης Supervisor ήχου: Γιάννης Γιάνναρος Οδηγός σκηνής: Βάσια Αντωναροπούλου (Ευχαριστούμε την Μαριανέλλη Καρέλλου και τον Γιώργο Παναγόπουλο για το οπτικό και ηχητικό υλικό που εντόπισαν στο διαδύκτιο) Παίζουν κατά αλφαβητική σειρά: Αναγνωστοπούλου Ελένη: Εκάβη Αναστασόπουλος Παναγιώτης: Δημήτρης Αντωναροπούλου Βάσια: Μαρία Ασημακόπουλος Απόστολος: Αραβαντινός Βεργόπουλος Παναγιώτης: Αργύρης, Άκης Ηλιοπούλου Αθηνά: Καλόγρια Β΄, Φίλη Μικρής Νίνας Α΄, Κορίτσι Α΄ Θεοδουλίδη Πέγκυ: Φρόσω Καΐκης Στράτης: Γιάννης Λόγγος Καλογεράκος Πάρης: Μπάμπης

Κανδηλιώτη Αγγελική: Μικρή Νίνα Καράμπελας Χρήστος: Αντώνης Καρέλλου Μαριανέλλη: Βικτώρια Κοσέογλου Παναγιώτης: Θόδωρος Κυριαζή Ευανθία: Όμπερ Κυριαζής Φαέθων Χαλίλ Ελ Μάσρι: Μικρός Άκης Κωνσταντοπούλου Μαρία: Ντόμνα Λυκούσης Γιώργος: Ντίνος, Αστυνόμος Μανιατάκη Ελένη: Μικρή Εκάβη Μαούνη Ντιάνα: Μπέμπα Μητροπούλου Ιωάννα: Μαργαρίταινα, Νοσοκόμα Β΄ Μητσέας Στάθης: Γιατρός Εκάβης, Λιμενικός, Μαραγκός Μουτεβελή Ευτυχία: Ερασμία, Αράπω Μπιτσάνης Νικήτας: Γιατρός Φώτη, Πέτρος Μπούζα Βίλμα: Ελένη Νιάρχου Ματίνα: Πολυξένη Οικονόμου Μαίρη: Ιουλία Κασιμάτη Παναγιωτοπούλου Κωνσταντίνα: Αθηνά Παναγόπουλος Γιώργος: Νταβίκος, Ανθυπομοίραρχος, Κουκής, Σωτήρης Παναγόπουλος Κώστας: Φώτης, Πρασινομάτης, Σπιτονοικοκύρης Ρούπα Χριστιάνα: Μαριέτα Ρούσσου Αμαλία: Νοσοκόμα Α΄, Ταβλαρίδαινα Σιάχος Παναγιώτης: Φίλος Ντίνου Α΄, Ιάσων, Στρατιώτης, Μυστικός Ταγαρούλια Βίλμα : Γαλάτεια, Θεία Κατίνγκω Τούμπουρου Μαρία: Νίνα Τσάκαλη Τζένη: Νότα Τσόπελας Γιώργος: Φίλος Ντίνου Β΄, Περαστικός, Σπιτονοικοκύρης Φιλιππίδου Βάσω: Οσία Ευφημία Χατζηγιαννόπουλος Νίκος: Παπαθανασίου, Κασσιανόπουλος, Μπόρος Χριστοπούλου Έλενα: Ειρήνη Ψυρροπούλου Μαρία: Καλόγρια Α΄, Φίλη Μικρής Νίνας Β΄, Κορίτσι Β΄


11 www.theatriki-diadromi.gr


Σκέφτομαι καμιά φορά πως πέρασαν 16 χρόνια από όταν για πρώτη φορά γνώρισα τη «Θεατρική Διαδρομή» και εντάχθηκα στο δυναμικό της. Είναι τόσες πολλές οι εικόνες οι εμπειρίες, τα γεγονότα και οι συγκινήσεις, που νιώθω τόσο πλούσιος στη ψυχή μου που δε θα άλλαζα με τίποτα τη συμμετοχή μου σε αυτή την υπέροχη θεατρική ομάδα. Τα χρόνια αυτά ανέλαβα διάφορα καθήκοντα , κυρίως όμως χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία, συνεργαζόμενος και με πολλά άλλα μέλη της ομάδας, κατασκευής των σκηνικών των παραστάσεων. Είμαι σίγουρος ότι τα 16 χρόνια συμμετοχής μου στην ομάδα είναι μόνο η αρχή.

Κυριακόπουλος Γιάννης


...H πιο βαθειά λαχτάρα της ανθρώπινης ύπαρξης συνιστά το μεταφυσικό θεμέλιο της τραγωδίας, η λαχτάρα του ανθρώπου για τήν αυθεντική συνείδηση (Selbstheit), να κάνει δηλαδή το αυθεντικό νόημα της ζωής καθημερινή πραγματικότητα. Η τραγική συνειδητοποίηση, η τραγωδία, είναι η πιο τέλεια πραγμάτωση - η μόνη αληθινά τέλεια πραγμάτωση - αυτής της λαχτάρας. Αλλά κάθε πραγμάτωση μιας λαχτάρας καταργεί τη λαχτάρα. Η τραγωδία γεννήθηκε από τη λαχτάρα για την αυθεντική ζωή και γι΄αυτό η μορφή της οφείλει να αποκλείει την έκφραση μιας όποιας λαχτάρας. Τη στιγμή που εμφανίζεται η τραγωδία, η αυθεντική ζωή έχει πραγματωθεί και ή κατάσταση της λαχτάρας έχει ξεπεραστεί. Να γιατί η σύγχρονη λυρική τραγωδία έπρεπε να είναι μια αποτυχία. Ήθελε νά εισαγάγει μέσα στην ίδια την τραγωδία το a priori κάθε τραγικού, να το κάνει θεμέλιο μιας δρώσας δύναμης- ανύψωσε τόν λυρισμό, αλλά μόνο γιά νά κατακτήσει μια βιαιότητα εσωτερικά ανίσχυρη· σταμάτησε δηλαδή στο κατώφλι του τραγικού. Ό αόριστος, αβέβαιος και ταραγμένος χαρακτήρας των επιθυμιών που εκφράζονται στους διαλόγους της εχει μόνο λυρική άξια, που είναι ολοκληρωτικά ξένη στο τραγικό σύμπαν. Η ποίηση της είναι μια ποιητικοποίηση της καθημερινής ζωής, την οποία βέβαια καθιστά πιο έντονη, χωρίς όμως να την μεταμορφώνει σε τραγική ύπαρξη. Όχι μονάχα η φύση, αλλά και η κατεύθυνση αυτού του στυλιζαρίσματος αντιτίθενται στο τραγικό· η ψυχολογία της τονίζει ό,τι μέσα στην ψυχή είναι, στιγμιαίο και περαστικό, η ηθική της είναι εκείνη της κατανόησης και της συγγνώμης. Όμορφη ποιητική αποχαύνωση η άποκτήνωση του ανθρώπου: ακούμε σήμερα παντού να καταφέρονται ενάντια στην ψυχρότητα και στη σκληρότητα των διαλόγων των τραγικών συγγραφέων, ενώ αυτή η ψυχρότητα και αυτή η σκληρότητα δεν εκφράζουν παρά την περιφρόνηση γιά την χαλαρή μέθη, με την όποια οι περιφρονητές της τραγικής ηθικής, όντας πολύ δειλοί για να αρνηθούν την ίδια την τραγωδία, και οι υπερασπιστές της, όντας πολύ αδύναμοι για να την υποφέρουν σε όλο της το απογυμνωμένο μεγαλείο, θα ήθελαν να κατακαλύψουν την τραγωδία. Επίσης η εγκεφαλικότητα του διαλόγου, ο περιορισμός του σε μια σαφή και συνειδητή αντανάκλαση του ουσιαστικού σχεδίου της μοίρας, δεν αποτελεί διόλου πτώχευση· αντίθετα είναι, σε αυτό το επίπεδο της ύπαρξης, ανθρωπίνως αυθεντική και εσωτερικά αληθινή. Η απλοποίηση των ανθρώπων και των γεγονότων μέσα στην τραγωδία δεν György Lukács είναι σημάδι φτώχειας, άλλα αντίθετα ένα σημάδι συμπυκνωμένου πλούτου, θεμελιωμένου στην ίδια την ουσία των πραγμάτων εκεί εμφανίζονται μόνο οι άνθρωποι πού ή συνάντηση τους γίνεται για τους ίδιους μοίρα, και από τη ζωή δείχνεται το γεγονός ακριβώς που αποσπάται απο το σύνολο της για να γίνει μοίρα. Έτσι η αλήθεια αυτής της στιγμής ενσαρκώνεται και καθίσταται ορατή, και ο εξόχως συμπυκνωμένος χαρακτήρας της μέσα από διάλογο δεν είναι πια έγκεφαλικότητα πού μας φτωχαίνει, αλλά η λυρική ωριμότητα της τραγικής συνείδησης. Το τραγικό και το λυρικό δεν είναι πλέον εδώ - και μόνο εδώ - αντιτιθέμενες αρχές το λυρικό είναι το αποκορύφωμα τον αυθεντικού τραγικού... Απόσπασμα από το βιβλίο “Η μεταφυσική της τραγωδίας” του Gyorgy Lukacs

13 www.theatriki-diadromi.gr


Επίμετρο του Μένη Κουμανταρέα για «Το Τρίτο Στεφάνι» (τελευταία έκδοση)


Έ

να βιβλίο που ο μύθος του συντηρείται τόσες δεκαετίες δεν μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη -όσο κι αν μερικοί το θεωρούν υπερτιμημένο- να καταπέσει ή έστω να ξεθωριάσει. Μπορεί κάποιοι από τη συντεχνία να νιώθουν καταπιεσμένοι και μπουχτισμένοι, για να μην πω ότι ζηλεύουν κιόλας. Όμως μια καινούργια έκδοση όπως αυτή που ξεκινά σήμερα υπονοεί ότι το ενδιαφέρον συντηρείται άσβεστο και ότι ανοίγει ένας κύκλος καινούργιας ζωής για το Τρίτο στεφάνι. Αλλά και για τα υπόλοιπα έργα του Ταχτσή, που έζησαν -κάποτε άδικα- κάτω από τη σκιά της Εκάβης και της Νίνας. Το γεγονός ότι αποτάθηκαν σ' εμένα να γράψω με την ευκαιρία της νέας έκδοσης, φαντάζομαι ότι δεν είναι τυχαίο. Αυτό συμβαίνει επειδή κατά κάποιο τρόπο νιώθω συνομήλικος με τον συγγραφέα έχοντας γράψει γι' αυτόν επανειλημμένα, με κίνδυνο βέβαια να επαναλάβω πράγματα που έχω ήδη πει. Αλλά και επειδή διατηρώ παλιούς λογαριασμούς με το ίδιο το βιβλίο. Βρισκόμαστε στο 1961 όταν προσλαμβάνομαι στη Μεσημβρινή, απογευματινή εφημερίδα της Καθημερινής, ιδιοκτησίας της Ελένης Βλάχου. Το προξενιό γίνεται με αφορμή τη μετάφρασή μου στον Ντέμιαν του Έρμαν Έσσε στις εκδόσεις Γαλαξίας, που επίσης ανήκουν στη Βλάχου. «Παρατήστε όλες τις άλλες δουλειές και ελάτε να δουλέψετε μαζί μας», ήταν τα λόγια της ψηλής ξερακιανής κυρίας με τα κοντοκουρεμένα ελαφρώς ασπρισμένα μαλλιά, ενώ ένα μακρόστενο μπασσέ, το αγαπημένο σκυλί της, μπερδεύεται συνεχώς στα πόδια μου απειλώντας να μου βάλει τρικλοποδιά. Είναι αυστηρή και αριστοκρατική, δαιμόνια στο να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Την περιβάλλουν τρία αστέρια της δημοσιογραφίας, το ένα θηλυκό και παλαιό και τα δύο άλλα αρσενικά και ανατέλλοντα. Πέρα από τη λάτρα της δημοσιογραφικής δουλειάς αναλαμβάνω και τα λογοτεχνικά της εφημερίδας. Ένα πρωινό ο κλητήρας έρχεται να μου αναγγείλει ότι με ζητά η εκδότρια. Η Βλάχου, καθισμένη πίσω από το γραφείο της, μου παραδίδει ένα μάτσο δακτυλόγραφα και μου λέει: «Ακούω πολλά γι' αυτό το μυθιστόρημα, θέλω τη γνώμη σου, αν μπορούμε ν'αρχίσουμε να το δημοσιεύουμε σε συνέχειες». Παίρνω υπό μάλης το Τρίτο στεφάνι, και κλείνομαι να το διαβάσω. Και τότε ξετυλίγεται για πρώτη φορά ο ποταμός της αφήγησης πότε από τη Νίνα και πότε από την Εκάβη. Ξαφνιάζομαι. Ανήκοντας στην αστική τάξη μού διαφεύγει ο λαϊκός οίστρος αυτών των γυναικών. Μπορώ να πω ότι δεν αντιλαμβάνομαι αμέσως την αξία του βιβλίου.Ύστερα από μια εβδομάδα αμφιταλαντεύσεων, παρουσιάζομαι πάλι στο γραφείο της εκδότριας κι ενώ το μακρόστενο σαν λουκάνικο σκυλί μπλέκεται στα πόδια μου και απειλεί να με ρίξει χάμω, της λέω: «Νομίζω, κυρία Βλάχου, ότι το βιβλίο αυτό παρ' όλες τις αρετές του, δεν κάνει για εσάς και την εφημερίδα». Με κοιτάει καλά πίσω από τα μυωπικά γυαλιά της σα να μου λέει: «Είσαι βέβαιος;». Ήμουν πράγματι βέβαιος ότι ένα τέτοιο κείμενο θα αποτελούσε παραφωνία μέσα στην κατά τα άλλα ζωντανή ύλη της εφημερίδας. Το

ιδιόλεκτο των διαλόγων και η ψυχολογία αυτών των γυναικών έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με το περιβάλλον της εκδότριας. Πολύ περισσότερο το ομοφυλοφιλικό πνεύμα διάχυτο στις σελίδες του έστω και καλυμμένα. Ακόμα αναρωτιέμαι αν η αρνητική γνώμη μου ήταν η σωστή. Ίσως το Τρίτο στεφάνι να είχε ξεκινήσει νωρίτερα την καριέρα του, ίσως όμως, το πιθανότερο, οι αναγνώστες της εφημερίδας -που κατά τα άλλα άκουγαν από το ραδιόφωνο τη Μικρή, πικρή μου αγάπη— να είχαν λοιδωρήσει τη διεύθυνση για τέτοιου είδους ανοίκεια αναγνώσματα. Και φαίνεται να μην είχα τελείως άδικο, όταν λίγο καιρό μετά άκουσα από έμπιστα χείλη τη γνώμη που η Βλάχου είχε για τον Ντέμιαν: «Μεταφράσαμε ένα ομοφυλοφιλικό βιβλίο», ήταν τα λόγια της. Δεν άργησε να έρθει η αποπομπή μου από την εφημερίδα ύστερα από τρικλοποδιές, όχι πια του σκυλιού, μα των δύο από την τριανδρία και αγαπημένων παιδιών της εκδότριας. Μπορεί όμως και να είχαν δίκιο. Δεν ήμουν πλασμένος από δημοσιογραφική στόφα, που όσο να 'ναι απαιτεί ένα ιδιαίτερο ταλέντο. Με αντικατέστησε στα λογοτεχνικά ένας νέος αλλά έμπειρος δημοσιογράφος, πεζογράφος και ο ίδιος. Παραμένει όμως γεγονός, κι αυτό ενδιαφέρει εδώ, ότι η γνώμη μου στάθηκε η αφορμή να καθυστερήσει η δημοσιοποίηση του Τρίτου στεφανιού. Κρατάω όμως κι έναν άλλο λογαριασμό ανοιχτό. Λίγο καιρό μετά με προσλαμβάνει ο Μάριος Πλωρίτης στην απογευματινή της Ελευθερίας, τη βραχύβια Νίκη, να γράφω κριτική. Ένα από τα πρώτα βιβλία που πρόλαβα να κρίνω ήταν και η πρώτη έκδοση του Τρίτου στεφανιού το 1962. Είχε στο μεταξύ εκδοθεί από τον ίδιο Ταχτσή «ιδίοις αναλώμασιν», όπως ελέγετο τότε καθαρευουσιάνικα όταν ο συγγραφέας πλήρωνε ο ίδιος τα έξοδα της έκδοσης. Έναν τόμο που τον θυμάμαι ολοκάθαρα με το κοκκινόμαυρο γεωμετρικό σχέδιο στο εξώφυλλο, όπως εύστοχα μου το θύμισε ο Άλεκ Σχινάς στο 15 σχετικό πρόσφατο αφιέρωμα της Λέξης.

E

www.theatriki-diadromi.gr


Να 'μαι λοιπόν πάλι αντιμέτωπος με αυτό το βιβλίο. Γράφω μια κριτική ευνοϊκή, σε συγκρατημένους τόνους, μια κριτική δυστυχώς χαμένη σήμερα, τουλάχιστον κανείς ως τώρα δεν μπόρεσε να τη βρει στα αρχεία των εφημερίδων να ξέρω κι εγώ τι ακριβώς είχα γράψει. Όμως έχω τη μαρτυρία του ίδιου του Ταχτσή. Μου είπε χαρακτηριστικά: «είσαι ο πρώτος που έγραψε για το βιβλίο μου και που το κατάλαβε». Προφανώς είχε μείνει ευχαριστημένος και δεν ήταν από τους ανθρώπους που εύκολα χαρίζουν κάστανα. Θα μου το είχε πει κατάμουτρα, ίσως κιόλας να μου είχε κόψει την καλημέρα, όπως συνέβη αργότερα με άλλες αφορμές. Έτσι λοιπόν το Τρίτο στεφάνι, του παλιού χαμένου φίλου με κυνηγάει για άλλη μια φορά, κι όπως λέγαμε παλιά με τον Εμφύλιο, αισθάνομαι ότι αρχίζει ο Τρίτος Γύρος. Τι όμως ήταν αυτό που θεωρήθηκε πρωτότυπο και συνάμα αιρετικό την εποχή που το Τρίτο στεφάνι πρωτοκυκλοφόρησε; Την απάντηση, νομίζω, έδωσε ένας γνωστός συγγραφέας και κριτικός σε μια κριτική του στη Μεσημβρινή, ο ίδιος που με αντικατέστησε στην εφημερίδα. Αφού περιγράψει την «αφηγηματική ευχέρεια», την «πλούσια και εύστροφη φαντασία», θα καταλήξει λέγοντας ότι το υλικό του μυθιστοριογράφου «ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλά του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γκιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρίζει την οικουμένη ο συγγραφέας». Φαίνεται ότι τα μπουγαδόνερα είναι η αγαπημένη λέξη των επικριτών του βιβλίου. Την επανέλαβε και μια διακεκριμένη λογοτέχνις της Αριστεράς και κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Κάτι σαν λάιτ μοτίβ βαγκνερικής όπερας. Αυτό που σοκάρισε και στάθηκε και το πρωτοποριακό στοιχείο είναι ότι ολόκληρο το μυθιστόρημα στηρίζεται σ' ένα συνεχή μονόλογο δύο γυναικών που η γλώσσα τους και τα ήθη τους ανήκουν στη μικροαστική τάξη. Ποτέ πριν στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα μυθιστόρημα δεν χρησιμοποίησε σε αυτή την έκταση και τον βαθμό την προφορικότητα της αφήγησης και το καθηνερινό ιδιόλεκτο αυτής της τάξης. Υπάρχουν, φυσικά, πάμπολλοι διάλογοι στη λογοτεχνία που αποτυπώνουν τον προφορικό λόγο των ηρώων. Όμως αυτοί οι διάλογοι αποτελούν απλά παρένθεση στην αφήγηση, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αδιάφορο, και χρησιμεύουν στο να ζωντανέψουν τη διήγηση και να προσδώσουν αληθοφάνεια στους ήρωες. Το κυρίως κείμενο γράφεται κατά κανόνα σε λογοτεχνική γλώσσα. Οτιδήποτε μπορεί να σημαίνει αυτό. Η διαφορά είναι ακόμα πιο έκτυπη σε συγγραφείς όπως ο Παπαδιαμάντης. Οι ήρωες εκεί μιλούν λαϊκά και με ιδιωματικό μάλιστα τρόπο, ενώ το αφηγηματικό μέρος γίνεται στην καθαρεύουσα με μεγάλες προτάσεις, συχνά με σύνταξη δύσκολη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους συγγραφείς που έγραψαν στη δημοτική. Οι διάλογοι ζωντανεύουν και στολίζουν τη διήγηση, που κυλά σε καλά επεξεργασμένη και στολισμένη πρόζα.

Ο Ταχτσής, όντας ο ίδιος στη ζωή του ένας χείμαρρος λόγου και ελευθεριότητας, υιοθέτησε και στο βιβλίο του τον τρόπο αυτό. Ένα συνεχές μουρμούρισμα διατρέχει όλο το κείμενο, το ίδιο αυτό μουρμούρισμα που ο συγγραφέας ήξερε καλά από την οικογένειά του και τα συγγενικά του πρόσωπα. Είναι οι ευχές, οι κατάρες, οι αφορισμοί, που όλοι ακούμε στις οικογένειές μας σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκουμε. «Που να μη λειώσουν τα κόκαλά σου!», «Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου!», «Αχ, βρε κερατά θεέ», «Δεν έχεις πια καθόλου τσίπα επάνω σου;», «Σσς. Κι οι τοίχοι έχουν αφτιά!», «Μύγα τσετσέ σ' έχει τσιμπήσει, κακό χρόνο να 'χεις;», «Σκάσε κτήνος» και άλλα πολλά. Όμως εδώ στον Ταχτσή οι εκφράσεις αυτές αποκτούν μια ιδιαιτερότητα. Δεν είναι γαρνίρισμα αλλά ουσία. Είναι ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών. Είχε την ευφυΐα αλλά και το ταλέντο να την αναπαραγάγει σχεδόν θεατρικά. Με την υπερβολή που διέκρινε και τον ίδιο (και χωρίς υπερβολή δεν κάνει κανείς τέχνη) αλλά και τη σοφία να ξέρει τι θ' αφήσει και τι θα κρατήσει από το υλικό του. Όταν κάποτε ρώτησα τον Ταχτσή γιατί δεν γράφει ένα νέο μυθιστόρημα, εφόσον όλοι ασχολούνται με το Τρίτο στεφάνι και κινδύνευε να χαρακτηριστεί συγγραφέας του ενός βιβλίου, εκείνος με κοίταξε λυπημένα: «Τρέμω να ξαναπεράσω αυτά που πέρασα με το Τρίτο στεφάνι. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι μου κόστισε αυτό το βιβλίο. Το έχω πληρώσει με τη μισή μου ζωή». Σε αυτή τη δήλωση μπορεί να υποπτευθεί κανείς, όχι άδικα, και μια κάποια μελοδραματικότητα. Όμως το φόρτε του μυθιστορήματος είναι ακριβώς το μελόδραμα, μια λαϊκή όπερα που γράφεται χωρίς τη μουσική. Γράφοντας σε αυτήν την προφορική γλώσσα με τις κορόνες, ο Ταχτσής διατηρεί παράλληλα ακέραιη τη μέριμνα του για την ελληνική γλώσσα. Έχει το αφτί εκείνο που πιάνει τους ιδιωματισμούς και τις αποχρώσεις, δανειζόμενος εκφράσεις της τρέχουσας καθομιλουμένης που περιλαμβάνει την καθαρεύουσα,

E


αλλά πλάι σε αυτά δεν νοθεύει ούτε στιγμή τη γλώσσα. Νομιμοποιεί το αμάλγαμα αυτό και το καθιερώνει. Παράλληλα χρησιμοποιεί αφηγηματικές τεχνικές που παραπέμπουν σε πρωτοποριακά έργα του 20ού αιώνα στη λογοτεχνία. Τι άλλο από εσωτερικός μονόλογος είναι το Τρίτο στεφάνι α λα Τζόυς και Βιρτζίνια Γουλφ; Χωρίς τον διανοουμενισμό τους. Κάνει λογοτεχνία έχοντας απορρίψει τη φιλολογία. Μακριά από τη δικτατορία της καλλιέπειας στήνει έναν μυθιστορηματικό καμβά στηριγμένο σε κάποια στερεότυπα της μικροαστικής ζωής. Δεν είναι, βέβαια, η χαμοζωή ενός Βουτυρά ή ο λούμπεν κόσμος του Πέτρου Πικρού ή του Λουντέμη. Δεν είναι η αυλή της Καγκελόπορτας του Φραγκιά. Είναι ο κύριος κορμός της νεοελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώνεται μεταπολεμικά, αποκλείοντας τους μεγαλοαστούς και τους προλετάριους. Οι άνθρωποι του δεν είναι ούτε κομμουνιστές ούτε εθνικόφρονες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι δημοκρατικοί. Είναι οι οικογενειάρχες που τρώνε τη μπόρα της Ιστορίας, οι γυναίκες που μαλλιοτραβιούνται και υποφέρουν χωρίς παράλληλα να χάνουν το θάρρος τους και την αξιοπρέπειά τους. Έχοντας απορρίψει τους κανόνες ενός στυλίστα, ο Ταχτσής δημιουργεί ένα καινοφανές ύφος που παραπέμπει σ' αυτό που κάποτε αόριστα αποκαλούμε ρωμιοσύνη. Έχοντας στα νιάτα του ταξιδέψει πολύ, κυρίως στην Αυστραλία και την Αμερική, και έχοντας μετέλθει ένα πλήθος βιοποριστικές δουλειές, μπορεί να δει καθαρότερα τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα των αστικών κέντρων, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Μέσα από έναν κλαυσίγελο αφηγείται πράγματα σοβαρά ακόμα και τραγικά με όπλο το πανταχού παρόν χιούμορ. Έχοντας λοιπόν ζήσει έξω, έχει αφομοιώσει τους κώδικες της αγγλοσαξονικής πεζογραφίας, κυρίως της αμερικάνικης του 20ού αιώνα και τους εφαρμόζει με επιδεξιότητα στο ελληνικό περιβάλλον και πραγματικότητα. Έτσι μέσα από την κοινότοπη ιστορία δύο γυναικών, οι οποίες κινούν τα νήματα της μοίρας

των αρσενικών, δίνει έναν πίνακα της μεταπολεμικής κοινωνίας με φλας μπακ στην εποχή των Βαλκανικών, της Μικρασίας και άμεσες αναφορές στην εποχή του Μεταξά, την Κατοχή, εστιάζοντας στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό τοπίο. Τα ιστορικά γεγονότα περνάνε μέσα από τη ζωή των ηρώων του κατορθώνοντας να απογειώσει τη ζωή αυτή σε συλλογικό δράμα. Μπαινοβγαίνουν νέοι της EON και της ΕΠΟΝ, ελασίτες, χίτες, φαντάροι του Αλβανικού, ταγματασφαλίτες, Εγγλέζοι αξιωματικοί, Νεοζηλανδοί, μαυραγορίτες, κάθε καρυδιάς καρύδι. Ένας ιστορικός ή ένας κοινωνιολόγος μπορεί κάλλιστα ν' αντλήσει συμπεράσματα για τον τρόπο ζωής των Νεοελλήνων, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Γκόγκολ ή ο Τολστόι μας μαθαίνουν την κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης, ο Φλωμπέρ τη γαλλική επαρχία, ο Μπαλζάκ το Παρίσι. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το πως της ανερχόμενης τάξης, αυτής που αργότερα βαφτίστηκε με το επίθετο «μικροαστική». Όντας και ο ίδιος γόνος μιας τέτοιας οικογένειας είχε στα χέρια του ατόφιο το υλικό που το διαχειρίστηκε έξυπνα και βιωματικά, κατορθώνοντας αρκετές φορές να αρθεί πάνω απ' αυτό και να το δει μακροσκοπικά. Με μια τέτοια αρματωσιά διατηρεί ζωντανούς τους χαρακτήρες. Την Εκάβη, τη Νίνα, τον Δημήτρη, τον Θόδωρο, μπορούμε να τους μυριζόμαστε σαν να έχουμε φάει και κοιμηθεί μαζί τους. Το Τρίτο στεφάνι είχε την τύχη να δημιουργήσει έναν θρύλο γύρω του και ν' αναδειχθεί σε πείσμα κάθε ανάλυσης, γκρίνιας ή αποδοκιμασίας σ' ένα λογοτεχνικό πρότυπο. Η κριτική που δεν συγχωρεί εύκολα μια τόσο πανηγυρική σταδιοδρομία και αποδοχή από το πλατύ κοινό, φρόντισε κατά καιρούς να βρει ελαττώματα και κουσούρια και φροντίζει ακόμα. Δεν πειράζει. Είναι το κόστος της εισόδου των μικροαστών στον κόσμο της λογοτεχνίας, κάστρο άπαρτο κυρίως της αστικής τάξης και κάποτε μετερίζι της λαϊκής. Όσοι εκ των υστέρων επιχείρησαν να μιμηθούν το ύφος του Ταχτσή έσπασαν τα μούτρα τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπόλιασε την κατοπινή πεζογραφία με το παράδειγμά του. Απελευθέρωσε τους νεότερους πεζογράφους από τα δεσμά της καλλιγραφίας και της φιλολογίας. Και σαν τέτοιους θεωρώ πρώτους και καλύτερους τους πεζογράφους της γενιάς του '80. Τους αποδέσμευσε από την τυραννία της καλλιγραφίας και τη δουλεία της μεταφοράς και της παρομοίωσης. Τους επέτρεψε να χρησιμοποιούν κι εκείνοι με τη σειρά τους μια προφορικότητα προσαρμοσμένη στην ηλικία τους και την εποχή τους. Σήμερα πια με την πληθωριστική τάση να γράφουν όπως μιλάνε, φτάσαμε στο άλλο άκρο, την ευκολία, την προχειρότητα. Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η αμεσότητα της γραφής στον Ταχτσή δεν προέρχεται μόνο από τον τρόπο που ο ίδιος μιλούσε αλλά είναι αποτέλεσμα επίπονης επεξεργασίας. Η πρόζα του δεν είναι απλή απομαγνητοφώνηση κι ας μοιάζει να έχει αποσπαστεί από τα χείλη των ηρώων. Ο ίδιος αγωνιούσε για τη μορφή, είναι γνωστό άλλωστε πόσες παραλλαγές του μεταθανάτιου Φοβερού βήματος βρέθηκαν στα κατάλοιπά του. Ο χαλκέντερος Θανάσης Νιάρχος, ο πιστός θεματοφύλακας και επιμελητής του έργου του, το γνωρίζει καλά. 17

E

www.theatriki-diadromi.gr


Στις μέρες μας, που η ζωή των ανθρώπων της τέχνης μοιάζει να έχει περισσότερη σημασία από τα έργα τους, υπάρχουν κάποιοι νεότεροι λογοτέχνες, ταλαντούχοι μάλιστα, ο οποίοι περιγράφουν τον Ταχτσή «μικροπρεπή», «κατίνα» και «αρσενική πόρνη». Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ταχτσής, που ως άτομο ήταν σαφώς εμπαθής, κληροδότησε την εμπάθειά του και σε ορισμένους από τους μεταγενέστερους πεζογράφους. Ελπίζω όμως ότι, όπως αυτός, έτσι κι εκείνοι θα έχουν στο έργο τους τη δύναμη να αρθούν πάνω από αυτήν. Σήμερα, είκοσι ένα χρόνια μετά τη δολοφονία του και με κορεσμένο υποτίθεται το ενδιαφέρον του γι' αυτόν, αρκετοί εκδότες αρνήθηκαν να αναλάβουν την έκδοση των Απάντων του. Όσο τραγικό είναι στη ζωή να μένεις άστεγος, άλλο τόσο σκληρό και στη λογοτεχνία ένας συγγραφέας να μένει ορφανός από εκδότη. Και έχουμε τα παραδείγματα του Κοσμά Πολίτη, του Γιάννη Μπεράτη, της Καίης Τσιτσέλη και άλλων πολλών. Το ενδιαφέρον των εκδόσεων Γαβριηλίδης να στεγάσουν το έργο του Ταχτσή αποκτά έτσι ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τις τιμά. Όμως σήμερα πια το Τρίτο στεφάνι δεν κινδυνεύει από τους λογοτέχνες, τους κριτικούς ή τους εκδότες, ή όσους κάνουν σαπουνόπερα τη ζωή του. Κινδυνεύει από την τηλεόραση, τον τρόπο που τα σήριαλ χρησιμοποιούν τους μικροαστούς και τη γλώσσα τους. Ακούγοντας τους ηθοποιούς να μιλάνε στο γυαλί, άθελά μου ο νους μου πάει στα μπουγαδόνερα και στη φλυαρία για την οποία κατηγορήθηκε ο Ταχτσής ή για την τάχα απομαγνητοφωνημένη πρόζα του. Με άλλα λόγια το μυθιστόρημα κινδυνεύει να περάσει για τηλεοπτικό έργο. Η πρωτόφαντη τότε αίσθηση της γλώσσας του βιβλίου έγινε τώρα πια κοινός τόπος. Εξού και η δυσκολία να γίνει το Τρίτο στεφάνι σήριαλ ή θέατρο. Οι μεταφορές του, που έγιναν ως αυτή τη στιγμή τουλάχιστον που γράφω, τίμιες κατά τα άλλα, πάνω στον σκόπελο αυτόν σκόνταψαν, τη γλώσσα. Διότι κατά τα άλλα Εκάβες και Νίνες έχει αρκετές το ελληνικό θέατρο. Πιστεύω ότι η σημερινή και ελπίζω οριστική επανέκδοση αυτού του μυθιστορήματος, αλλά και των υπολοίπων βιβλίων του, θα επαναφέρει το έργο του Ταχτσή στον πεζογραφικό κανόνα, που το αναγνωστικό κοινό απαιτεί. Όσες αντιρρήσεις ή γκρίνιες κι αν ακουστούν, ο ευαίσθητος αναγνώστης, τα «παιδιά τα φανατικά για γράμματα», όσοι

νέοι αναγνώστες προστεθούν, θα εκτιμήσουν τις περιπέτειες της Εκάβης και της Νίνας, αλλά και τη συλλογική περιπέτεια του ρωμαίικου, που προβάλλεται στο βάθος σαν σε βίντεο γουόλ. Θα εκτιμήσουν ακόμα την περιπέτεια αυτού του βιβλίου, χωρίς απαραίτητα να ξέρουν αν εγώ ή κάποιος άλλος το διάβασε πρώτος, αν πρωτοβγήκε με χρήματα του συγγραφέα κι αν πέρασε από άλλους εκδότες και ποιους. Η ουσιαστική περιπέτειά του ας είναι ο μόχθος με τον οποίο γράφτηκε, και που ευτυχώς, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με την καλή λογοτεχνία, δεν είναι ορατός. Φαντάζομαι ότι σε αυτούς τους νέους αναγνώστες κυρίως αποτείνεται τούτη η έκδοση, τους ίδιους που σήμερα απορρίπτουν τον μικροαστισμό και τη νοοτροπία του. Το Τρίτο στεφάνι θα τους αποκαλύψει από πού ξεκίνησαν οι Εκάβες και οι Νίνες. Θα τους δείξει ποια είναι η ζωή μας σήμερα και γιατί είναι αυτή και όχι άλλη. Μια ζωή που όμως δεν είμαστε βέβαιοι αν στο βιβλίο απαξιώνεται ή αποθεώνεται. Κάτι που αυξάνει το ενδιαφέρον και καταξιώνει τον διφορούμενο χαρακτήρα του όπως σε κάθε σπουδαίο έργο τέχνης. Θα τους γυρίσει ακόμα, πιστεύω, στις ρίζες της νεοελληνικής κακοδαιμονίας, θα τους εξηγήσει φαινόμενα που σήμερα ζουν κατά κόρον. Κατά τα άλλα, ας αφήσουμε τον ειδοποιημένο ή όχι αναγνώστη, σε αυτό που είναι το πιο πολύτιμο: στην ηδονή της αναγνωσης.

#

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ Μάιος του 2009


19 www.theatriki-diadromi.gr


Για «Το Τρίτο Στεφάνι» από τον

Κώστα Ταχτσή (Ανέκδοτο κείμενο)

Πολλοί μου έχουν κάνει κατά καιρούς την απλοϊκή ερώτηοη αν τα γραφτά μου είναι αυτοβιογραφικά, και ειδικότερα το Τρίτο Στεφάνι. Εξήγησα πιο πάνω, γράφοντας πρώτα για το καλοκαίρι που πέρασα παιδί στο Ξερολίβαδο, από τι παραμορφωτικά φίλτρα περνάει μια πραγματική εμπειρία, και πιο κάτω, μιλώντας για το ξεπαρθένεμά μου απ' τον γιο του ταβερνιάρη, ότι δεν είμαι βέβαιος αν όλ' αυτά, συμβάντα, λόγια, κτλ., όντως συνέβησαν έτσι, όντως έτσι ειπώθηκαν, κι ακόμα αν η γιαγιά μιλούσε έτσι και δεν τη βάζω τώρα να μιλάει έτσι επειδή έτσι την έβαλα να μιλάει σ' ένα μυθιστόρημα. Παραμένει ωστόσο το νόμιμο ερώτημα: είναι ή δεν είναι τα κύρια τουλάχιστον πρόσωπα του μυθιστορήματος βασισμένα σε πρόσωπα που υπήρξαν, κι είναι σε γενικές γραμμές αυτό που λένε υπόθεση ενός μυθιστορήματος βασισμένη κι αυτή σε πραγματικά γεγονότα; Η απάντηση είναι ναι και όχι. Όπως δεν υπήρξε κόρη στην οικογένεια του μεταξέμπορου, έτσι δεν υπήρξαν και πολλά απ' τα πρόσωπα-ήρωες στο Τρίτο Στεφάνι. Άλλα όμως, τα πιο πολλά, υπήρξαν, η ιστορία τους είναι περίπου έτσι όπως τη διηγείται η Νίνα - έτσι όπως υποτίθεται ότι την άκουσε κι έτσι όπως τη θυμόταν ή νόμιζε πως τη θυμόταν απ' τις αφηγήσεις της Εκάβης. Καμιά φορά μάλιστα δεν χρειάστηκε σχεδόν τίποτ' άλλο από μια αλλαγή ονομάτων. Ως τώρα, μιλώντας για τους δυο θείους μου, δεν δίστασα να τους αναφέρω με το πραγματικό τους όνομα: Μίμης και Γιάννης. Ο Μίμης υπάρχει με το πραγματικό του όνομα και στη συλλογή διηγημάτων Τα Ρέστα, αλλ' όσοι έχουν διαβάσει κάτι απ' τα γραφτά μου δεν θα δυσκολεύτηκαν ν' αναγνωρίσουν πίσω απ' αυτό το όνομα και τον Θόδωρο του Τρίτου Στεφανιού. Όσο για τον Γιάννη, απ' όσα είπα εδώ ως τώρα, βγαίνει καθαρά πως είναι ο Δημήτρης - το πόση απ' την ιστορία του βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πόσα είναι καθαρώς πλασματικά θα φανεί στη συνέχεια. Στην περίπτωση των γυναικείων ονομάτων, το πράγμα είναι λιγότερο απλό και συγχρόνως πιο ενδιαφέρον: τη γιαγιά μου λοιπόν δεν την έλεγαν Εκάβη - Εκάβη βάφτισαν τη θεία μου, χωρίς -είμαι βέβαιος- ο νονός ή η γιαγιά η ίδια, η μάνα της, να βλέπει τίποτα το ειρωνικό σ' αυτό, μιας και τη γιαγιά τη λέγαν Πολυξένη. Γι' αυτούς ήταν ένα αρχαίο όνομα, ούτε ο νονός ή η γιαγιά θα 'χανε διαβάσει Όμηρο ή Ευριπίδη, ό,τι ήξεραν γι' αυτούς τους ήρωες θα το 'ξεραν πολύ αόριστα και μ' έναν πολύ νεφελώδη τρόπο. Αντιστρέφοντας τα ονόματα, διόρθωνα μια ιστορική ας πούμε ανορθογραφία της πραγματικότητας, και συγχρόνως μια διακριτική υπόμνηση πως έγραφα μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία - που επειδή ήταν σύγχρονη δεν μπορούσε παρά να είναι ιλαροτραγωδία. Το ίδιο και με τη μάνα μου, που τη λέγανε Έλλη. Την έκανα Ελένη - επειδή στο βιβλίο είναι η κατεξοχήν σκανταλιάρα κόρη, άπιστη σύζυγος κτλ. Απ' τα περιστατικά που εξιστορούσα, αναγνώρισαν φυσικά κι η μάνα μου κι η θεία μου τον εαυτό τους -απ' τους άντρες ήρωες δεν ζούσε πια κανείς στο μεταξύ- αλλά διαμαρτυρήθηκαν κι οι δυο τους ότι τίποτα απ' όσα είχα γράψει δεν είχε συμβεί «έτσι». Η θεια μου η Εκάβη μάλιστα θεώρησε πως τη συκοφαντούσα. Εντάξει, είχε έναν φίλο που, αντί να 'ναι μεταξέμπορος κι απ' τη Βέροια, τον είχα κάνει εγώ συμβολαιογράφο απ' την Καβάλα. Αλλ' ούτε είχε παντρευτεί με γιατρό που σκοτώθηκε στην Πάτρα, ούτε είχε κάνει αργότερα παρθενοραφή για να ξαναπαντρευτεί, έγινε θηρίο, είπε ότι θα τη χώριζα απ' τον άντρα της, ότι θα με σκότωνε αν διάβαζε τι έλεγα για τη γυναίκα του, και τέλος έκανε το βιβλίο κομμάτια κι έκανε καιρό να μου μιλήσει. Η μάνα μου, πάλι, περιορίστηκε να πει πως ήξερε ότι είμαι τρελός όπως όλοι όσοι γράφουν βιβλία, αλλά κατά τ' άλλα δεν διαμαρτυρήθηκε, γιατί θα είδε κι εκείνη ότι, τελικά, η μεταχείριση που είχα επιφυλάξει στην Ελένη ήταν πολύ καλύτερη απ' το πρότυπο της. Όλ' αυτά είναι τόσο απλοϊκά, όσο κι η ερώτηση για την οποία μίλησα στην αρχή. Υπάρχει όμως κι άλλη μια κατηγορία στοιχείων στα γραφτά μου, και ιδιαίτερα στο Τρίτο Στεφάνι, που έχουνε

E


πολύ πιο μεγάλη σημασία: είναι πρώτον αυτά που εφεύρα, δεύτερον αυτά που υπήρξαν μεν, αλλ' απέκρυψα. Η Νίνα, λόγου χάρη, και τα πρόσωπα της δικής της οικογένειας, μ' εξαίρεση την κόρη της, είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματικά. Ούτε Αργύρης υπήρχε στα νιάτα της -που τον παράτησε επειδή κάποιος θείος της τον κατηγόρησε ως ομοφυλόφιλο- ούτε ο πρώτος άντρας της καβάλησε τον αδερφό της στην ταράτσα δυο βράδια ύστερ' απ' το γάμο τους. Κατά τ' άλλα, ναι, είχε παντρευτεί τρεις φορές, κι ο τρίτος άντρας της ήταν ο θειος μου ο Μίμης. Ακόμα πιο μεγάλη σημασία έχουν αυτά που απέκρυψα, κι οι λόγοι εδώ είναι αδύνατο να ερμηνευτούν σαν προσπάθεια να μη βγάλω στη φόρα μυστικά της οικογένειας: είναι καθαρά αισθητικής τάξεως - κι αυτά άλλωστε τα στοιχεία είναι και τα μόνα που κάνουν να διαφέρει μια απλή αυτοβιογραφία από ένα μυθιστόρημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τι την ένοιαζε τη Νίνα, μετά το θάνατο της κυρα-Εκάβης, τι απέγινε η Φρόσω, η μεγάλη της αντίζηλος; η μισητή ξαδέρφη που της είχε κλέψει τον άντρα της, για την οποία έλεγε η γιαγιά «εγώ μπορεί να μη ζήσω να το δω, μα θα ζήσετε εσείς και θα το δείτε, κι αυτή και τα παιδιά της θα 'χουνε κακό τέλος»; Η ιστορία της κυραΕκάβης του λοιπού την ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που επηρεάζει τη δική τnς τη ζωή - πρώτον, ένα πρόσχημα για να πει και τη δική της ιστορία που καταλήγει στον τρίτο γάμο της, δεύτερον, επειδή υπάρχουν ακόμα απ' την οικογένεια τηs Εκάβης πρόσωπα ζωντανά με τα οποία έρχεται σ' άμεση επαφή. Αλλά νομίζω ότι το 'ξερε, όπως το 'ξερα κι εγώ. Αν όμως την έβαζα να το λέει, όχι μόνο θα παραήτανε μελό, αλλά θα μίκραινε στα μάτια του αναγνώστη την Εκάβη, θα την έκανε αντιπαθή, ο αναγνώστης θα 'παυε να τη λυπάται, σκεπτόμενος ότι είχε πάρει η βρωμόγρια την εκδίκησή της ακόμα και μέσα από τον τάφο. Συγχρόνως όλ' αυτά θ' αφαιρούσαν και κάτι απ'

την ένταση -τη βιασύνη της αφήγησης- των τελευταίων σελίδων και, αναδρομικά, και όλων των άλλων. Τώρα, όμως, η Εκάβη δεν κινδυνεύει πια από κάτι τέτοια, έχει αποχτήσει τη δική της ύπαρξη, δεν είναι πια η γιαγιά μου η Πολυξένη, μπορώ λοιπόν να πω τι απόγινε αυτή η Φρόσω. Είπα στην αρχή ότι τη γνώρισα όταν φτάσαμε στην Αθήνα κι ότι την έλεγαν Δέσποινα. Ήταν κι αυτή απ' την Άντρο, όπως όλο το συγγενολόι της γιαγιάς απ' τη μεριά της μάνας της. Κι είχε πραγματικά παντρευτεί τον παππού μου. Όλ' αυτά τα 'χα ακούσει απ' τη γιαγιά μικρός, αλλά μου ήταν λίγο δύσκολο να τα συνδέσω μ' αυτή τη γυναίκα που συναντήσαμε στο δρόμο, αργότερα μάλιστα, καθώς χάσαμε τα ίχνη της και δεν την ανέφερε πια καθόλου η γιαγιά, σχεδόν την ξέχασα. Τη θυμήθηκα αναγκαστικά στην Κατοχή, κι επειδή ήμουν τώρα και μεγαλύτερος στην ηλικία, ήταν φυσικό να τη δω πιο ανάγλυφα και να συνδέσω αυτά που ήξερα αόριστα απ' το παρελθόν μ' αυτά που έβλεπα τώρα σ' όλη τους την τρισδιάστατη και τραγική πραγματικότητα. Ένα μεσημέρι, βγαίνοντας απ' το πρατήριο της «Καθημερινής» με τη γιαγιά φορτωμένοι τρόφιμα κι έτοιμοι να διασχίσουμε την Πειραιώς, την είδα να κοντοστέκεται. «Μη χειρότερα» ψιθύρισε «μου φαίνεται πως αυτή εκεί είναι η Δέσποινα». Στα σκαλάκια της Πολυκλινικής καθόταν μια γυναίκα που φορούσε ένα ξεθωριασμένο φουστάνι που έπλεε απάνω της, κρατούσε στα χέρια μια ανοιχτή κούτα τσιγάρα κι έλεγε ξέπνοα: «Τσιγάρα...». Η γιαγιά πλησίασε. «Εσύ 'σαι, Δέσποινα;» Η γυναίκα σήκωσε τα μεγάλα μάχια τns κι ατένισε τη γιαγιά σα δαρμένο σκυλί, ύστερα εμένα: «Εγώ...» Η γιαγιά έμεινε άφωνη. «Πο πο!», είπε ύστερα, έβαλε το χέρι τns στο μάγουλο και σκεφτότανε: η γυναίκα αυτή δεν ήταν τώρα αυτή που της είχε πάρει τον άντρα της, ήταν απλώς μια συγγενής της, αίμα της. «Άσ' το ζεμπίλι κάτω» είπε, έσκυψε, έβγαλε από μέσα έναν τενεκέ με λάδι, μια σακούλα φακές κι ένα απ' τα δυο κομμάτια παστουρμά που μας είχαν δώσει εκείνη την ημέρα - οι Τούρκοι μας έστελναν κι ορεκτικά. Τ' ακούμπησε πλάι στη θεία Δέσποινα. «Δεν θέλω» είπε αυτή. «Άσε, σε παρακαλώ, τις ψωροπερηφάνιες στην άκρη» είπε αυστηρά η γιαγιά. «Όλοι τώρα σ' ένα καζάνι βράζουμε. Είσαι πάντα εκεί που έμενες;» «Πού θες να πάω;» είπε η θεία Δέσποινα. «Και τα παιδιά;» Η θεία Δέσποινα έκανε ένα μορφασμό, κούνησε το χέρι τnς σα να 'λεγε, άσ' τα τώρ' αυτά, μην τα ρωτάς. «θα 'ρθω μια μέρα να σε δω» είπε η γιαγιά. «Πο πο!» μου 'πε στο δρόμο σα να μιλούσε μόνη της «τη λυπάμαι τη μαγκούφα. Το ξέρω, ήρθε στιγμή που την καταράστηκα, γιατί αυτή είν' η αιτία που διαλύθηκε το σπίτι μας, μα δεν θα 'θελα να δω έτσι ούτε τον χειρότερο εχθρό μου, ελπίζω να 'ταν κούφια η ώρα και να μη μ' άκουσε ο θεός, γιατί τι φταίει κι αυτή, ο διάβολος την έβαλε». Από τότε πήγαινε στην οδό Μαραθώνος και την έβλεπε, της πήγαινε και μερικά τρόφιμα, αλλά δεν μου 'λεγε τι είχε διαμειφθεί μεταξύ τους, κι όσο για τη θεία Δέσποινα δεν την ξαναείδα έξω 21 από την Πολυκλινική - θ' άλλαξε στέκι. www.theatriki-diadromi.gr

#


Συνομιλίες με τον

Κώστα Ταχτσή (Από το πρόγραμμα της ομόνυμης παράστασης στο Παλλάς - 2011)

- Ποια είναι η κοινωνική σας καταγωγή, ποια η επαφή σας με άλλα κοινωνικά στρώματα; Κοινωνική καταγωγή: θα έλεγα ξεπεσμένη αστική, αν υπήρχε αστική κοινωνία άξια λόγου, την εποχή που ήμουνα παιδί. Κατά τη δική μου γνώμη, όταν ήμουνα παιδί, υπήρχε μια κυρίως μικροαστική κοινωνία στην Ελλάδα, που εγώ θεωρώ ότι είναι και η μόνη τάξη που έχει ωριμάσει τραγικά στον τόπο μας. Υπήρχανε τα λίγα τζάκια, από τη μια μεριά, υπήρχανε οι Έλληνες αστοί, οι οποίοι μαϊμουδίζανε τους ευρωπαίους αστούς χωρίς να έχουν ούτε την κουλτούρα τους ούτε τίποτα απ' όλα αυτά που κάνουν τους ευρωπαίους αστούς να είναι αστοί, και υπήρχε και η μικροαστική τάξη, η οποία ήτανε πολύ συγκεχυμένη και με την εργατική τάξη την εποχή εκείνη. Μετά μπλέχτηκαν πολύ τα πράγματα, με την εισβολή των προσφύγων από τη Μ. Ασία, όπου έβλεπες ανθρώπους να πουλάνε κουλούρια στο δρόμο αλλά να είναι πιο καλλιεργημένοι από τον γείτονά σου. θα έλεγα λοιπόν ότι μεγάλωσα σ' ένα μικροαστικό περιβάλλον. Αλλά η δική μου οικογένεια είχε μεγαλοαστικές μνήμες λόγω περιόδων στην ιστορία της που υπήρχαν λεφτά. Ύστερα ήταν το γεγονός ότι ήτανε Αθηναίοι· και το να είσαι Αθηναίος, έστω κι αν είχες απλώς ένα μαγαζί το 1860, ήτανε πολύ σημαντικό σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα, με εξαίρεση βέβαια την Κρήτη και τα Επτάνησα, ιδιαίτερα τα Επτάνησα. Υπήρχαν λοιπόν αυτές οι μνήμες παλιάς αρχοντιάς. Ισως αυτό να με κέντρισε να βρω έναν τρόπο να γυρίσω σ' αυτήν. Δεν ξέρω πόση απ' αυτή ήταν αληθινή και πόση μύθος γύρω μου. Γεγονός είναι ότι όταν ήμουνα παιδί, ενώ εξωτερικά ζούσαμε σαν αστοί, ερχόντουσαν μέρες που δεν είχαμε να φάμε, αλλά δεν έπρεπε να το ξέρει ο γείτονας. Φυσικά, όταν μεγάλωσα κι έγινα -σιχαίνομαι την έκφραση, αλλά πώς να το πει κανείς αλλιώς- πνευματικός άνθρωπος, ξεπέρασα αυτόματα όλα τα κοινωνικά στεγανά. Κάθε άνθρωπος που σκέπτεται ξεπερνάει αυτόματα αυτά τα στεγανά ανάμεσα στις τάξεις, δεν υπάρχουν γι' αυτόν. Εάν εξακολουθούν να υπάρχουν σημαίνει ότι δεν είναι αξιόλογος καλλιτέχνης ή πνευματικός άνθρωπος· διατηρεί έναν επαρχιωτισμό, ένα συνοικιακισμό, εάν είσαι αξιόλογος άνθρωπος αυτό το ξεπερνάς όπως μαθαίνεις να κινείσαι σ' ένα σαλόνι άνετα, αν είσαι έξυπνος, έστω κι αν δεν γεννήθηκες μέσα σ' αυτό το σαλόνι. Αυτά από τη μια μεριά. Από την άλλη, οι ανορθόδοξες ερωτικές μου συνήθειες, που είναι εξ ορισμού αταξικές, μ΄ έμαθαν να μην κάνω κοινωνικές διακρίσεις. Εδώ πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: Παρ' όλα αυτά ποτέ δεν κατάφερα να ταυτιστώ με μια τάξη, ούτε με τους αστούς, ούτε με το λαό. Πάντα αισθανόμουνα ότι ήμουνα έξω, κάτι αλλιώτικο. Ούτε στο λούμπεν προλεταριάτο ανήκα ποτέ, ούτε στη μεγάλη κοινωνία, ούτε πουθενά. Toυς έβλεπα όλους λίγο απέξω, λίγο αντικειμενικά, δηλ. μπορούσα τη μια στιγμή να είμαι με εργάτες και να φερθώ ανάλογα και την άλλη να είμαι στο σαλόνι της κυρίας τάδε και να φερθώ επίσης ανάλογα. Μ' όλους έκανα λίγο θέατρο. Από συνομιλία στο περιοδικό Διαβάζω, τεύχ. 3-4, Μάιος-Οκτώβριος 1976 - Τελευταία διατυπώθηκε ο απίστευτος ισχυρισμός ότι το «Τρίτο στεφάνι» το έχετε... δανειστεί από ένα μυθιστόρημα του Τσαρούχη, το «Νέο Μινιόν». Τι λέτε γι' αυτό; 0 Τσαρούχης είναι πολύ καλός και κατά μερικούς ο καλύτερος έλληνας ζωγράφος, κι είναι λυπηρό να ενθαρρύνει τέτοιες ανοησίες, για να μην πω χυδαιότητες. Αυτό το περιβόητο Νέο Μινιόν το 'χω ακούσει μόνο σαν τίτλο. Αν υπάρχει και δημοσιευτεί ποτέ, θα μάθω κι εγώ τι έχω «δανειστεί» απ' αυτό, και τον τρόπο που «δανείζεται» κανείς ένα μυθιστόρημα. Ακούστε. Δεν αρνήθηκα ποτέ ότι έμαθα μερικά πράματα απ' τον Τσαρούχη - κυρίως να μην ντρέπομαι να 'μαι Έλληνας, εννοώ στην Τέχνη, κάτι που κι ο Τσαρούχης είχε μάθει από άλλους, τον Σικελιανό,

E


τον Διαμαντόπουλο, τον Πικιώνη. Αλλ' ακόμα κι αυτό το 'ξέρα αόριστα πολύ πριν γνωρίσω τον Τσαρούχη, χάρη στη γιαγιά μου, μια πολύ ιδιότυπη γυναίκα, που'μοιάζε σε πολλά με τον Τσαρούχη, ακόμα και φυσιογνωμικά. Ο Τσαρούχης ενίσχυσε απλώς αυτή την τάση μου. Κατά τ' άλλα οι διαφορές μας ήταν βαθύτατες. Εκείνος π.χ., λόγω γενιάς κι ιδιοσυγκρασίας, διατηρούσε κάμποση τάση για «φιλολογία». Όπως έλεγε κι ο ίδιος, έπαιρνε έναν «αλήτη» και, ζωγραφίζοντάς τον, τον μεταμόρφωνε σ' Ερμή. Η δική μου τάση, αντίθετα, ήταν να παίρνω έναν «Ερμή» και να δείχνω ότι, κάτω απ' την ωραία επιφάνεια, υπάρχει πάντα ένας μικρός αλήτης. Μ' άλλα λόγια, εκείνος μυθοποιούσε, εγώ απομυθοποιούσα - αν και στο σημείο αυτό πρέπει να πω αμέσως ότι κι εγώ ο ίδιος βρίσκω πως η απομυθοποίηση έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις στον καιρό μας. Δε θ' αργήσουμε βέβαια να δημιουργήσουμε νέους μύθους, οι άνθρωποι θα τρελαινόντουσαν χωρίς μύθους. [...] Τα δύο κεντρικά πρόσωπα στο «Τρίτο στεφάνι» είναι γυναίκες. Ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο είν' επίσης γυναίκα. Υπήρχεβόγος γι' αυτό ή είναι συμπτωματικό; Υπήρχαν εκατό λόγοι! Οι κουτές γυναίκες είναι πιο ανυπόφορες απ' τους κουτούς άντρες, αλλ' οι έστω και σχετικά μόνο έξυπνες γυναίκες έχουν ορισμένες αρετές που δεν έχουν ποτέ ούτε οι ευφυέστεροι άντρες. Είναι, λόγου χάρη, απαλλαγμένες απ' το στόμφο που χαρακτηρίζει όλες τις εκδηλώσεις των αντρών, και φυσικά και τη γλώσσα τους. Η γλώσσα των γυναικών μπορεί να υστερεί σ' αφηρημένες και «υψηλές» έννοιες, να μην είναι «υψιπέτις», αλλ' είναι πιο άμεση, πιο φυσική, πιο γήινη και πιο αληθινή, δηλαδή όσο θα 'πρεπε να 'ναι η γλώσσα μας και, δυστυχώς, δεν είναι· ένας απ' τους στόχους που στο Τρίτο στεφάνι - κι όπως ίσως θυμάστε υπάρχουν μέσα ακόμα και ρητές αναφορές στο γλωσσικό μας ζήτημα. Απ' την άλλη μεριά, μιλώντας με το στόμα μιας

γυναίκας, απορούσα να πω μερικά πράματα πολύ πιο άνετα απ' ό,τι αν ο αφηγητής ήταν άντρας. Σε μια μάλλον καθυστερημένη πατριαρχική κοινωνία, όπως είναι η δική μας, οι γυναίκες δεν μετέχουν στη διαχείριση των κοινών, κι αυτό τους δίνει, στα χέρια του μυθιστοριογράφου, ορισμένες δυνατότητες που εξ ορισμού στερούνται οι άντρες. Λόγου χάριν, να βλέπουν τα πράματα απέξω, δηλαδή λίγο-πολύ αντικειμενικά. Ακόμα, σ' ένα μυθιστόρημα οι γυναίκες απορούν να πουν ή να κάνουν πράματα που δεν θα καταδεχόντουσαν ή που θα ντρεπόντουσαν να πουν ή να κάνουν οι άντρες, πράματα που πρέπει όμως και να λέγονται και να γίνονται. Μπορούν να διαμαρτύρονται ή να θρηνούν χωρίς να σκανδαλίζουν. Αυτές είναι τα κυριότερα θύματα σαν σύζυγοι, μητέρες και πολίτες - της μανιώδους ενασχολήσεως των αντρών με τις διάφορες ιδέες, με τις οποίες είναι κάθε φορά βέβαιοι ότι θα σώσουν τον κόσμο. Ο θρήνος ταιριάζει στις γυναίκες, κι αυτό με βόλευε. Όπως όλες τις «πατρίδες», έτσι και την Ελλάδα τη φανταζόμαστε και την παριστάνουμε, παραδόξως, σαν γυναίκα. Μια γυναίκα λοιπόν ταυτίζεται πολύ εύκολα με την ίδια την Ελλάδα. Έτσι, όταν διαμαρτύρεται και κλαίει η ηρωίδα, διαμαρτύρεται και κλαίει η Ελλάδα. Κι εγώ ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω - να βάλω την Ελλάδα να κλάψει, να κλάψω την Ελλάδα, να κλάψω ρε την Ελλάδα. Αλλ' από την άλλη μεριά δεν ήθελα και να περιοριστώ στο κλάμα. Ήθελα να τελειώσω με μια νότα αισιοδοξίας και κατάφασης, που κι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό των Ελλήνων σαν φυλής, κι επιπλέον αισθητικά απαραίτητο. Αλλιώς το Τρίτο στεφάνι, ήδη αρκετά καταθλιπτικό, θα γινόταν μια θηλιά γύρω απ' το λαιμό του αναγνώστη. Οι γυναίκες, βλέπετε, είναι φορείς ζωής, και γι' αυτό απ' τη φύση τους πιο ψύχραιμες· και πιο πρακτικές απ' τους άντρες. Κλαίνε. Αλλ' αφού κλάψουν καλά καλά, γυρίζουν στην καθημερινή ρουτίνα της πρακτικής αντιμετώπισης των προβλημάτων που 'χουν δημιουργήσει οι άντρες με τη μεγαλοπραγροσύνη τους. Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι που ο αφηγητής στο Τρίτο στεφάνι είναι γυναίκα. Λόγου χάρη, μιλώντας με το στόμα μιας γυναίκας, χωρίς να είσαι γυναίκα, αμφισβητούσα αυτόματα ορισμένες «αιώνιες» έννοιες -την έννοια άντρας, ανδρισμός κτλ. Το Τρίτο στεφάνι το πετυχαίνει αυτό με πολλούς και ύπουλους τρόπους, που είναι όμως καλύτερα ν' αφήσουμε για τον οξυδερκή κριτικό του μέλλοντος. Ήδη σας είπα πολλά. Από συνομιλία με τον Γ.Κ. Πηλιχό, Ταχυδρόμος, 1981. - Η εικόνα που έχει σχηματιστεί για σας, από το έργο και από τη ζωή σας, είναι εικόνα ενός κατεξοχήν «ερωτικού» συγγραφέα. Πιστεύετε πως η ιδιότητα αυτή είναι πράγματι η κύρια και χαρακτηριστική σας; Εγώ δεν θεωρώ χον εαυτό μου ερωτικό συγγραφέα. Υπάρχει όμως μια αμεσότητα στον τρόπο που γράφω, αλλά τα ερωτικά μου αντικείμενα τα 23 αντιμετωπίζω εγκεφαλικά -ιδεαλιστικά. Φαίνεται παράδοξο, αλλ' είμαι τρομερά πουριτανός. www.theatriki-diadromi.gr

E


Δεν εγκαταλείπομαι εύκολα στο τυφλό ένστικτο, στη μέθη της σάρκας - παρά μόνο υποδυόμενος κάποιον άλλο. Γι' αυτό δεν έμαθα, παρά μόνο σε πολύ προχωρημένη ηλικία κι από σκολιούς δρόμους, τα τερτίπια που κάνουν τον έρωτα μια τόσο απολαυστική ενασχόληση. Υπάρχουν άνθρωποι που απ' τα εφηβικά τους κιόλας χρόνια ξέρουν όλα τα μυστικά του έρωτα, κάθε είδους έρωτα. Είναι κι αυτό ένα φυσικό ταλέντο. Εγώ, αν το είχα ποτέ, μου το σκότωσαν πριν προλάβει ν΄ αναπτυχθεί - μη ετούτο, μη εκείνο! Χρειάστηκε ν' αγωνιστώ πολύ για να ξεπεράσω τις αναστολές που μου δημιούργησαν στα παιδικά μου χρόνια. Σ' αυτά τα πλαίσια πρέπει ν' αντιμετωπιστεί η δική μου ερωτική ανορθοδοξία. Ήταν αποτέλεσμα παραμόρφωσης, όχι γνήσιας προδιάθεσης. Είδα δηλαδή τον έρωτα απλώς σαν μέσο για την κατάκτηση της ελευθερίας μου. Θα περιέγραφα λοιπόν τον εαυτό μου όχι σαν ερωτικό, αλλά μάλλον σαν διδακτικό, σχεδόν ηθοπλαστικό συγγραφέα. Για να είμαι λίγο πιο σαφής: Οι οικογενειακές συνθήκες μέσα στις οποίες πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν τέτοιες που μου δημιούργησαν μεγάλη σύγχυση. Όσο πιο άντρες ήταν εξωτερικά οι αρσενικοί, τόσο πιο βάναυσα ή άτακτα ή σελέμικα φερόντουσαν. Οι γυναίκες ήταν πιο δυνατές, πιο αυτάρκεις και, σε τελευταία ανάλυση, πιο έντιμες. Και μου 'κανε κατάπληξη ότι, παρ' όλες τις συγκρούσεις τους με τους άντρες, εξακολουθούσαν να τους βλέπουν σαν μικρούς θεούς. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτή η μυστηριώδης αμοιβαία έλξη - κι ακόμα δεν την έχω καταλάβει. Κι όμως δεν υπάρχει μυστήριο. Ή, αν υπάρχει, το εξηγεί πολύ καλά η Φυσική. Ως παιδί, είχα λόγους να είμαι πολύ παρατηρητικός, κι αυτά που έβλεπα με είχαν μουδιάσει, με είχαν τρομάξει, μου είχαν κόψει τον παιδικό αυθορμητισμό, που μεταφράζεται συχνά σ' επιθετικότητα κι αδιαφορία για τα αισθήματα των άλλων. Αυτό ήταν έργο των μεγάλων - μα δεν τους άρεσε. Οι γυναίκες μιλούσαν περιφρονητικά για τους άντρες. Κι ωστόσο επέμεναν να γίνω κι εγώ άντρας. Συνήθως λ.χ. οι μεγάλοι απαγορεύουν στους έφηβους το κάπνισμα. Εμένα η μάνα μου επέμενε να καπνίσω για να γίνω άντρας - κι ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Κι έλεγα με το νου μου: τι διάβολο, το κάπνισμα είν' αυτό που κάνει τον άντρα! Τα μαχαίρια και τα νταηλίκια; Είναι τρελές αυτές οι γυναίκες; Στο κάτω κάτω, κι εκείνη κάπνιζε, κι αυτό δεν την έκανε άντρα. Αρνιόμουνα λοιπόν να καπνίσω. Για πρώτη φορά κάπνισα τριάντα πέντε χρονών. Όταν δηλαδή αισθάνθηκα ότι ήμουν πια άντρας, με την έννοια που έδινα εγώ σ' αυτή τη λέξη. Δηλαδή αυτεξούσιος, απαλλαγμένος από ταμπού κι εξωτερικούς καταναγκασμούς, ικανός ν' αποφασίζω εγώ ανά πάσα στιγμή τι θέλω να κάνω, τι θέλω να είμαι - κι ήθελα να είμαι ένα σωρό πράματα, κι όσο το δυνατόν πιο έξω και πιο πέρα απ' τα παραδομένα σχήματα για τα οποία είχα μια ευνόητη δυσπιστία. Φυσικά, κανείς δεν γλιτώνει εντελώς απ' τις πιέσεις του περιβάλλοντος - ή πληρώνει την αντίσταση που προβάλλει. Το περιβάλλον, οι κοινωνικοπολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες παραμορφώνουν καθ' οδόν το νόημα της ελευθερίας και τον καρπό του αγώνα γι' απελευθέρωση, μ' αποτέλεσμα κανείς μας να μην είναι πραγματικά ελεύθερος. Όλοι εσωτερικεύουμε κάθε λογής κοινωνικές καταπιέσεις. Τι άλλο κάνει μια γερασμένη αδερφή που βάφει τα μαλλιά της με καραμπογιά; Εσωτερικεύει μια κοινωνική καταπίεση -την περιφρόνηση των ηλικιωμένωνκαι μεταμφιέζεται σε «νέα». Όλοι, μα όλοι, μεταμφιέζονται σε κάτι άλλο απ' αυτό που είναι στην πραγματικότητα - για να επιβιώσουν. Ή σε μεταμφιέζουν οι άλλοι - για να σε δεχτούν. 'Evας τεχνοκράτης που παίρνει ένα υπουργείο μεταμφιέζεται σε υπουργό - αλλάζει η συμπεριφορά του. Έτσι κι αλλιώς, του την αλλάζουν οι άλλοι κάθε φορά που λένε «κύριε υπουργέ». Αυτό που έχει τελικά σημασία είναι πόσο πετυχημένα, πόσο καλαίσθητα κάνεις αυτή τη μεταμφίεση, τι είδους πνευματικό κέρδος αποκομίζεις εσύ, και τι είδους πνευματικό κέρδος κομίζεις στους άλλους. Όλ' αυτά, βέβαια, για τον πολύ κόσμο είναι ψιλά γράμματα. Από συνομιλία με τους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση θ. Νιάρχο, Η Λέξη, ιεύχ. 29-30, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1983.




























































ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΘΕΡΜΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΗΜΙΖΟΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΑΣ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΑΝ ΤΗΝ ΑΦΙΣΑ ΜΑΣ ΣΤΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ, ΣΤΑ ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ ΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓ. ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ κ. ΜΑΡΓΕΛΗ ΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΔΕΥΑΚ ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ FRESH (ΒΑΝΕΣΣΑ Γ. ΧΑΡΙΤΟΥ)

2015 ΤΟ κο ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟ ΓΙΑΝΝΗ

& τον κ. Νικήτα Κώτσιαρη για την πολύτιμη συνισφορά του στην επιμέλεια των φωτογραφιών

ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.