Λεύγα 06: Μάρτιος 2012

Page 71

[69]

Σαν εκμαγείο άλικο πάνω στο πρόσωπό του, τσίτωνε στη μύτη, δυό γούβες εκεί που ήσαν κάποτε τα μάτια. Ανοιχτά, κλειστά κάτω από το σεντόνι, δεν έμαθα ποτέ. Δε σπαρτάρισε καθόλου. Ο ρόγχος πνίγηκε, τον έκοψε το μαχαίρι. Μόνο το αίμα μίλησε. Σα χόχλος, λέξη τελευταία, και στον αέρα ακίνητη η εικόνα εκείνων των στιλπνών μαλλιών. Φρεσκολουσμένα. Είχε περάσει από το λουτρό λίγο πριν, αν και το συνήθιζε να λούζεται ολόκληρος μια, δυό και τρεις φορές τη μέρα. Είχε όμως σηκωθεί από το κρεβάτι με τις άκρες των χειλιών του γυρισμένες προς τα κάτω. Τρίφτηκε γερά σαν να ήθελε να αποπλύνει κάτι γλοιώδες που είχε κολλήσει πάνω του, μια έκφραση αηδίας τον παραμόρφωνε σχεδόν, ή μια αμαρτία. Λέξη δεν είπα για τα βιασμένα αγκαλιάσματα με την άτυχη κατάληξη. Αμαρτία; Μαζί μου; Δεν έφυγα αμέσως από κοντά του. Δε μου ’κανε καρδιά να τον αφήσω, να τον αποχωριστώ τώρα που τον είχα κάμει πια δικό μου. Με πίεζε ο χρόνος εκείνη την ύστατη ώρα, το ήξερα, βέβαια, πως όλα θ’ άλλαζαν σύντομα, πολύ σύντομα θα βρισκόμασταν πάλι αλλού αυτός, αλλού εγώ, συμπτωματικώς ετούτη τη φορά θα μας χώριζε ένας θάνατος εκεί που λίγο πριν μας χώριζε η ζωή, και βιαζόμουνα να συνομιλήσουμε, επιτέλους, τώρα που μπορούσαμε, σαν ίσος προς ίσον. Πεθαμένος εσύ, πεθαμένη κι εγώ από πολύν καιρό πριν, με θάνατο αργό, γλιστρούσε ανάμεσά μας απαλά, ανεπαίσθητα, ύπουλα, σταθερά κι επίμονα. Από τα χρόνια που άρχισε ο ευτελισμός κάθε αξίας, κάθε αξίας μου, ώσπου ο εξευτελισμός έγινε τέλειος, ώσπου υποτάχθηκε επιτέλους το πριν στο μετά, ώστε η προδοσία ολοκληρώθηκε. Το ίδιο η άκρα ταπείνωση, η δική μου. Χρόνια… Δέκα; Δεκαπέντε; Πώς γίνηκε κι αλλάξαν όλα; Μα δεν μπορούσα, δε γινόταν να μη σ’ αγαπώ. Έτσι έμεινα εκεί, πεσμένη στα γόνατα, πάνω στην κοινή μας κλίνη, με το δεξί να κρέμεται στο πλάι σα νεκρό, σαν από πυροβολισμό, τα δάχτυλά μου είχαν μισανοίξει, στη χούφτα μου η ξύλινη λαβή, χέρι-μαχαίρι μέσα στο αίμα, κοκαλωμένα τα δάχτυλα σα χτυπημένα από το ξαφνικό κακό και να κοιτάζω μαρμαρωμένη – όχι, όχι την αποτρόπαια· την καθαρτήρια πράξη μου, τη φοβερή. Ποιος να μου το ’λεγε πως δε θα μου έμενε ψυχή ούτε για να σε μοιρολογήσω. Στάζει το αίμα στο ξύλινο παρκέτο, τακ, τακ, τακ, οι σταγόνες, το νεκρικό σου τύμπανο. Αν και ο θλιβερός τούτος ήχος δεν είναι περισσότερο σπαραξικάρδιος από το κελάρυσμα του νερού. Το καλοκαίρι, λέω, στην Ιθάκη. Για το ποταμάκι λέω, που έπεφτε στη θάλασσα, με διαδρομή φιδιού ανάμεσα στα χοχλάδια, το νερό του, παρότι κρύο, μπούζι σαν από πηγή, ήταν αλμυρό και γκρίζο. Μέταλλο με λάμψη στιλπνή. Θα το τροφοδοτούσε κυκλοτερώς η θάλασσα μέσα από υπόγεια έγκατα, εξαιτίας τους ξέβαφε από μπλε, από πράσινο, από θαλασσί, σε γκρίζο. Το βρήκα σημαδιακό, να μας ζώνει έτσι ο βρόχος του αλμυρού νερού, εν μέσω γης απολύτως άγονης· κι έπειτα, το τελευταίο βράδυ. Το φεγγάρι ανέβαινε αντίκρυ –θα το θυμάσαι ίσως– πάνω από τους εγκαταλελειμμένους πια ανεμόμυλους, φαντάσματα του παρελθόντος, όπως εμείς άλλωστε, δυσανασχέτησες από τη βαριά τούτη κουβέντα σα να σε πλάκωσαν μεμιάς όλα τα αγκωνάρια τους μαζί. Τα γκαρσόνια μάς μιλούσαν αγγλικά. «Τι τρέλα και τούτη», σχολίασα, μια κουβέντα, έτσι, καθημερινή, για να σπάσω την


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.