Λεύγα 10 (Άνοιξη 2013)

Page 65

[63]

ΒΑΣΑΝΑΚΙΑ Ο Φ*, γιος της καθαρίστριας του σπιτιού μου, είναι νεαρός αστυνόμος που υπηρετεί στην κρατική ασφάλεια. Λεβέντης από τα μικράτα του : στα μαθητικά του χρόνια πρώτευσε πολλές φορές σε διαγωνισμούς παραδοσιακών χορών, κι όταν έφτασε η ώρα να διαλέξει επάγγελμα, αντικατέστησε επάξια την ποντιακή φορεσιά και τους πυρρίχιους με τη στολή και τα κουμπούρια του αστυνόμου. Ο Φ* είναι βέβαια αστυνόμος της εποχής του: έχει το μυαλό του περισσότερο στο κυνήγι του ποδόγυρου, σε μπαρ όπου συχνάζουν λαϊκές κομμωτριούλες, παρά στις κρατικές υποθέσεις. Τον χαρτζηλικώνω πότε-πότε, για να μου βεβαιώνει ψευδώς το γνήσιο της υπογραφής ανύπαρκτων ανθρώπων, που με καθιστούν πληρεξούσιο για ένα σωρό ανήκουστες πράξεις. Με ένα σκουλαρικάκι στο λοβό του αριστερού του αυτιού και μια παλαιστινιακή μαντήλα γύρω από τον χοντρολαιμό του, έξυνε βαριεστημένα, με το καλαμάκι του, το ξεραμένο υπόλειμμα καφέ που είχε κολλήσει στα τοιχώματα του ποτηριού του. «Έχω βάσανα», μου είπε. «Ποιος δεν έχει;» σημείωσα θυμόσοφα. Απέτυχα να αντιληφθώ, εξαρχής, το κρυπτικό νόημα των λόγων του. Χτύπησε το φορητό του τηλέφωνο. Είχε επιλέξει μια παλιά ποπ μελωδία να ακούγεται από το ηχείο («βασανάκι μου σ’ αγαπάω, με τη σκέψη σου ξενυχτάω»), κάθε φορά που τον καλούσαν από την υπηρεσία. «Μας κάνουνε Ε.Δ.Ε.», μου είπε λίγο ύστερα. Ρώτησα να μάθω περισσότερα. Μου έκλεισε το μάτι, δείχνοντάς μου το, κατάστικτο από απροσδιόριστα κόκκινα σημάδια, κουτουπιέ των αθλητικών του παπουτσιών. «Πάνω στη συμπλοκή», διευκρίνισε και άνοιξε διάπλατα το στόμα του, δείχνοντας με το δάχτυλο βαθιά μέσα στη σπηλιά του στόματός του. Του έλειπε ένας φρονιμίτης. Ήξερα πως τον είχε αφαιρέσει πολύ παλιότερα, ύστερα από αλλεπάλληλες πλύσεις ούζου, με τις οποίες είχε προσπαθήσει να ανακουφιστεί από τον οξύ πόνο (σιχαινόταν τον πόνο, το καημένο παλικαράκι). Συνέχισε να υποκρίνεται μπροστά μου: «Αυτόν, ποιος θα μου τον αντικαταστήσει; Μου λες;». Είναι προφανές πως αυτή θα ήταν η παιδαριώδης αμυντική του γραμμή έναντι των ελεγκτών της υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων. «Αν δεν βρέθηκε ο φρονιμίτης σου στον τόπο της συμπλοκής πώς θα αποδείξεις πως ό,τι συνέβη, συνέβη σε συνθήκες μάχης;», τον ρώτησα εγώ, θέλοντας να τονίσω την προχειρότητα του ισχυρισμού του. «Θα πω ότι εξοστρακίστηκε», είπε αρχικά, μα έπειτα, αντιλαμβανόμενος την κοινοτοπία του υπερασπιστικού του επιχειρήματος, το ξανασκέφτηκε: «Πράγματι, χρειάζομαι έναν πρόσφατα ξεριζωμένο φρονιμίτη για αποδεικτικό μέσο» παρατήρησε, ξύνοντας το κεφάλι του. «Εντάξει, θα σου βρω εγώ», προσφέρθηκα να βοηθήσω. Έσπευσα στον οδοντίατρό μου εξηγώντας το επείγον της περίπτωσης. «Ιδού ο σωφρονιστήρας σου» μου είπε ο οδοντίατρος, χρησιμοποιώντας έναν συνώνυμο όρο που αγνοούσα, καθώς απόθετε στη χούφτα μου ένα άψογα σμαλτωμένο δόντι. Όταν τηλεφώνησα στον νεαρό φίλο μου για να του μεταφέρω το καλό μαντάτο, τον άκουσα ήδη ανακουφισμένο: «Δεν χρειάζεται», μου είπε «Ευχαριστώ πάντως για την προσπάθεια. Βρήκα δόντι στην υπηρεσία». Μιλούσε, ασφαλώς, μεταφορικά. Επέστρεψα το άχρηστο πειστήριο της δήθεν συμπλοκής, πίσω στον νόμιμο κάτοχό του. Ο οδοντίατρος σχολίασε : «Σωφρονιστήρες, Κοπτήρες, Τραπεζίτες… αλλά και Κυνόδοντες. Μεγάλες δόξες έχουν, που να με πάρει, στην εποχή μας. Πώς να μη φοβάται έπειτα, ο κοσμάκης, τους οδοντίατρους;». Άγης Πετάλας


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.