Παιχνίδια στη Ράχη

Page 1

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΠΟΥ ΠΑΙΖΟΝΤΑΝ ΣΤΗ ΡΑΧΗ Του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Πανταζή. Πολλά ήταν τα παιχνίδια που παίζαμε στη Ράχη. Τα περισσότερα και πλέον δημοφιλή, από αυτά, φαίνονται στον επόμενο πίνακα. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΩΝ ΠΟΥ ΠΑΙΖΑΜΕ ΣΤΗ «ΡΑΧΗ» Α/Α 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ Η Γουρούνα (Η Γ’ρούνα). Η Τόπα. Το τίναγμα του κονσερβοκουτιού, προς τα επάνω, με τη βοήθεια της ασετιλίνης (Του τίναγμα τ’ κουνσιρβουκουτγιού, προς τ’ απάν’ μι τ’ βουήθχεια τ’ς ασιτ’λίνης). Η Τσιλίκα. Το κάψιμο των μπιμπικιών (Του κάψιμου τ’ μπιμπικιών). Ο Πετροπόλεμος (Ου Πιτρουπόλιμους). Οι Βόλοι (Οι Βόλοι). Η Κύλα. Τα Κουραδέλια Το Μπίζ (Του Μπίζ).

Στη συνέχεια θα περιγράψουμε, τα ανωτέρω παιχνίδια, ώστε αφ’ ενός μεν να μην ξεχαστούν, αφ’ ετέρου δε για τα διαβάζουν οι επερχόμενοι, και να μαθαίνουν με πια παιχνίδια μεγαλώναμε εμείς οι παλιοί και να αντιληφθούν τη διαφορά εκείνων των παιχνιδιών με τα σημερινά. α. Η Γουρούνα (Η Γ’ρούνα) 1: Από πού, το παιχνίδι αυτό, έλαβε την ονομασία «Γ’ρούνα» δεν το γνωρίζω. Γεγονός, πάντως, είναι ότι ήταν ένα πολύ δημοφιλές παιχνίδι και το έπαιζαν πολύ συχνά τα παιδιά με συμμετοχή και των λίγο μεγαλύτερων ακόμη. Το παιχνίδι ήταν ομαδικό, συμμετείχαν δηλαδή, σ’ αυτό, πολλά παιδιά ταυτόχρονα. Τα απαραίτητα αντικείμενα για να γίνει το παιχνίδι Ο μοναδικός εξοπλισμός κάθε παιδιού, για να συμμετάσχει στο παιχνίδι, ήταν ένα αρκετά μακρύ και ανθεκτικό ραβδί (ματσούκι). Αυτά τα ματσούκια τα έλεγαν γουρουνόξυλα (γουρ’νόξυλα). Ένα άλλο απαραίτητο συστατικό του παιχνιδιού ήταν ένας τενεκές, τον οποίο τον στρογγυλοποιούσαμε σαν κουβάρι. Αν είχαμε κανένα κονσερβοκούτι η περίπτωση θα ήταν ιδανική. Αυτόν τον διαμορφωμένο τενεκέ ή κονσερβοκούτι τον λέγαμε «Γ’ρούνα». Από τη «Γ’ρούνα», αυτή, πήρε και ολόκληρο το παιχνίδι την ίδια ονομασία του. 1

Γ’ρούνα = γουρούνα = το θηλυκό του γουρούνι < από το Βυζαντ. γουρούνιον = υποκοριστικό του αρχ. η γρώνα (= θηλυκό γουρούνι).

1


Διεξαγωγή του παιχνιδιού: Το παιχνίδι παίζονταν ως εξής: (1). Κατ’ αρχήν θα έπρεπε να επιλεγεί ο πρώτος, που θα «έμενε» για γουρουνάρης (γουρ’νάρ’ς), για τον οποίο θα πούμε, στη συνέχεια, ποια ήταν η δουλειά του. Για να γίνει αυτό κάθονταν, όλοι οι παίκτες, σε κύκλο και αναλάμβανε ένας, να πει τα παρακάτω λόγια: «Ε - ντέ - πίκο - ντέ, λάμα – ρίνα, φύσο – ντέ, άπατα – ρούφατα – τσίρλατα – φάτα». Άρχιζε να τα λέει, αρχίζοντας από έναν οποιονδήποτε παίκτη. και, κάθε φορά που έλεγε μία από τις παραπάνω λέξεις, ακουμπούσε, με το χέρι του, και έναν από τους συμπαίκτες του με κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά. Στο τελευταίο παιδί που του αντιστοιχούσε το «φάτα», του έλεγε τη λέξη «μείν’ τα» (μείνε τα) και ήταν εκείνο που θα έμενε για «γουρ’νάρ’ς». Από πού προήλθαν τα παραπάνω λόγια και τι σημαίνουν μου είναι άγνωστο. Γεγονός πάντως είναι ότι, αυτή η διαδικασία, εθεωρείτο πολύ αξιόπιστη και τη χρησιμοποιούσαμε κατά κόρον. (2). Ο «γουρ’νάρ’ς» είχε και αυτός ένα «γουρ’νόξυλου», και έπαιρνε τη «γ’ρούνα» και κάθονταν παράμερα, μέχρι να ετοιμαστούν οι άλλοι παίκτες. (3). Η ετοιμασία των άλλων παικτών συνίστατο στο εξής: Αραίωναν και κατασκεύαζαν, στο έδαφος, μία μικρή γούρνα που την ονομάζαμε «γλα». 2 Μέσα στο «γλα» ακουμπούσαν το «γουρ’νόξυλου» και περίμεναν το «γουρ’νάρ’», να τους επιτεθεί με τη «γ’ρούνα». (4). Η επίθεση του «γουρ’νάρ’» γίνονταν ως εξής: Έσπρωχνε τη «Γ’ρούνα» με το «γουρ’νόξυλου», σιγά – σιγά, προς τα παιδιά που περίμεναν, κράζοντάς την, δήθεν, με τη λέξη «τσιχ – τσιχ – τσιχ 3….». Αφού πλησίαζε αρκετά, διάλεγε ένα από αυτά και έφερνε τη «γ’ρούνα» πολύ κοντά στα πόδια του. Στη συνέχεια χτυπούσε δυνατά τη «Γ’ρούνα», με το «γουρ’νόξυλου», προσπαθώντας να χτυπήσει, μ’ αυτή, ένα από τα πόδια του παιδιού. Εδώ γίνονταν ένας αγώνας, μεταξύ του «γουρ’νάρ’» και του άλλου παιδιού – παίκτη, κατά τον οποίο ο μεν πρώτος προσπαθούσε να χτυπήσει τα πόδια του δευτέρου, ο δε δεύτερος να αποφύγει τα χτυπήματα του πρώτου. (5). Αυτή η διαδικασία γίνονταν πολύ γρήγορα και τόσο τα χτυπήματα του «γουρ’νάρ’», όσο και τα πηδήματα του άλλου παίκτη, για να αποφύγει τα κτυπήματα αυτά, ήταν απανωτά. Στην όλη διαδικασία συμμετείχαν και οι άλλοι παίκτες, με φωνές, με αποτέλεσμα να γίνεται μεγάλη φασαρία προς μεγάλη τέρψη όλων. (6). Κατά το χρόνο που συνέβαιναν αυτά, οι άλλοι παίκτες, ήταν σε συνεχή ετοιμότητα, γιατί, ο «γουρ’νάρ’ς», μπορούσε, ξαφνικά, να αλλάξει θύμα και να διαλέξει, σαν τέτοιο, κάποιον άλλον παίκτη. Επίσης, ήταν δυνατό, να υφαρπάξει το «γλα» κάποιου, αν, αυτός, είχε λησμονήσει και είχε αφήσει κενό, το «γλά» του, από το ματσούκι του. (7). Αν, ο «γουρ’νάρ’ς», κατάφερνε να χτυπήσει κάποιο πόδι, τότε, ο κάτοχος του ποδιού αυτού, καίγονταν (καίουνταν) και γίνονταν, αμέσως, ο νέος «γουρ’νάρ’ς». Το ίδιο γίνονταν και με την υφαρπαγή, από το «Γουρνάρ’», του «γλα» κάποιου συμπαίκτη του, ο οποίος είχε την απρονοησία να τον αφήσει άδειον από το γουρνόξυλό του. (8). Ο νέος «γουρ’νάρ’ς», τώρα, παραλάμβανε τη «γ’ρούνα» και το παιχνίδι άρχιζε από την αρχή. 2

Γλάς = μικρό κοίλωμα (γούρνα) στο έδαφος. Πιθανόν να < από τη λ. γλάστρα < από τη λ. γάστρα < από τη λ. γαστήρ (= κοίλωμα, γλάστρα, μήτρα, κυοφορία). 3 Τσιχ – τσιχ – τσιχ….= η χαρακτηριστική λέξη που την χρησιμοποιούσαν (και χρησιμοποιούν), επαναλαμβανόμενη, για το κάλεσμα (κράξιμο) των γουρουνιών να πλησιάσουν ή να ηρεμήσουν, όταν τα πλησίαζε κάποιος. Όταν ήθελαν να απομακρύνουν τα γουρούνια, τα έδιωχναν με τη χαρακτηριστική λέξη «γούτσι – γούτσι – γούτσι….».

2


Στην επόμενη φωτογραφία, Νο 1, βλέπουμε δυο παίκτες να παίζουν τη «γ’ρούνα».

Φωτ. Νο 1: Το παιχνίδι της «Γ’ρούνας» Φαίνεται καθαρά ο «γουρ’νάρ’ς», με το «γουρ’νόξυλου» και τη «γ’ρούνα», που προσπαθεί να κτυπήσει τα πόδια του συμπαίκτη του. Ο συμπαίκτης, στηριζόμενος επάνω στο δικό του «γουρ’νόξυλου», που είναι μέσα στο «γλα», πηδά για να αποφύγει τα κτυπήματα της «επιτιθέμενης γ’ρούνας». Οι παίκτες είναι οι αδελφοί Σταύρος και Δημήτριος Τσούλος και η φωτογραφία είναι από επίδειξη των παλιών παιγνιδιών που έγινε στην πλατεία του χωριού το 1995, από το Δημήτριο Κανατά του Σπύρου. β. Το Τόπι (Η Τόπα): 4 Η δική μας το τόπι ήταν καμωμένο από κουρέλια, τα οποία τα σφίγγαμε, γύρω- γύρω, με σπάγκο και κατασκευάζαμε, έτσι, ένα γρομπούλι (γρουμπούλ ι), 5 μικρής διαμέτρου και σε σχήμα μπάλας. Αυτό γίνονταν, γιατί, ένεκα φτώχειας, δεν υπήρχαν χρήματα, για να αγοράσουμε κανονική μπάλα με δέρμα, καίτοι λάγγευε 6 η καρδούλα μας για κάτι τέτοιο. Αλλά και να αγοράζαμε τέτοια μπάλα, σε ποιο γήπεδο θα παίζαμε; Δεν είχαμε κανένα. Που και που παίζαμε σε κανένα μπαΐρι στις Κοπρισιές (Κουπρισιές), εκεί πουν ήταν οι δύο Γκορτσιές (Γκουρτσιές), Ανατολικά από το Νεκροταφείο. Δεν έμενε, λοιπόν, τίποτε άλλο, για ποδοσφαιρικό γήπεδο, παρά η «Ράχ η». Αλλά και στη «Ράχη» πώς να παίζαμε, αφού ήταν κατήφορος και, αν μας ξέφευγε καμία μπαλιά, θα έφτανε, η μπάλα, στο σπίτι του Λαναρά!!!.7 4

Τόπα (= μικρή σφαίρα, κυρίως από λάστιχο, που χρησιμοποιείται για διάφορα παιχνίδια, η μπάλα του ποδοσφαίρου) < από τη λ. τόπι < από το Τουρκ. top (= σφαίρα). 5 Γρουμπούλι = γρουμπούλι = υποκοριστικό της λ. γρόμπος ή γρούμπος (= μικρό, συνήθως στρογγυλού σχήματος, εκβλάστημα του οργανισμού κάτω από την επιφάνεια του δέρματος). Συνώνυμα: εξόγκωμα, σβώλος, όγκος) < από το Ιταλ. groppo. H Μητέρα μου, όταν έβλεπε να παίζουν ποδόσφαιρο, αγανακτούσε και έλεγε: Τι κάνουνε αυτοί, τώρα, κυνηγούν, όλη την ώρα, ένα γρομπούλι (τι κάν’ν’ αυτοίνοι, τώρα, Κυνηγάν, ούλη τ’ν ώρα, ένα γρουμπούλι»)!!!. 6 Λάγγευε < από τη λ. λαγγεύω (= νιώθω και εκδηλώνω ερωτισμό, σκιρτώ) < από το αρχ. λαγγάζω (= ενδίδω, υποχωρώ). 7 Το σπίτι του Λαναρά ήταν αριστερά της πρώτης στροφής του δρόμου, όπως κατεβαίνουμε από τη βρύση του Αγίου Αθανασίου. Το σπίτι, αυτό, είναι σήμερα (2004) ιδιοκτησία του Θεοδώρου Πανταζή

3


Η «Τόπα», λοιπόν, μας βόλευε και λόγω φτώχειας και λόγω κατήφορου, αφού, αυτή, δεν μπορούσε να κατρακυλήσει τόσο μακριά. Το «παίζαμε μπάλα» στη «Ράχη» ήταν σχήμα λόγου, γιατί, πέραν της κατηφόρας και της μικρής έκτασής της, ήταν και γεμάτη λιθάρια. Παπούτσια, βέβαια, δεν φορούσαμε, όχι γιατί ζεσταίνονταν τα πόδια μας, αλλά γιατί δεν είχαμε. Αν είχαμε κανένα ζευγάρι παπούτσια, ήταν γεμάτο φόλες 8 και τα φυλάγαμε, μη στάξει και μη βρέξει, για να τα φορούμε τις Κυριακές. Ξυπόλυτοι,9 λοιπόν, παίζαμε, γι’ αυτό και οι πατούσες 10 των ποδιών μας ήταν γεμάτες λιθοπάτες.11 Και τα βάσανα, με την «τόπα» δεν τελείωναν εδώ. Αν έριχνε και κανένα ψιλόβρεχο και μούσκευε, γίνονταν ασήκωτη από το πολύ βάρος. Και όμως εμείς, σε πείσμα των ανωτέρω δυσχερειών και αντιξοοτήτων, παίζαμε μπάλα και, σ’ αυτή τη δραστηριότητα, βρίσκαμε τη μεγάλη ευκαιρία, να εκτονώσουμε μία μεγάλη ποσότητα, από την ενέργεια που ήταν αποθηκευμένη μέσα μας. Θέλετε τώρα να μάθετε, ένα περιστατικό που μου συνέβη, όταν, μικρός εγώ, έπαιζα «τόπα», ξυπόλυτος, στη «Ράχη»; Διαβάστε το: Σε κάποια φάση του παιχνιδιού κάποιος αντίπαλος μου έκαμε σκληρό «μαρκάρισμα» και, αμέσως, έπεσε η ποινή «φάουλ». Ανέλαβα εγώ να χτυπήσω το «φάουλ», αφού εγώ το είχα κερδίσει. Τοποθετώ την «τόπα», στο σημείο που έγινε το «φάουλ» και παίρνω μια μεγάλη φόρα, για να την κτυπήσω με μεγάλη δύναμη, αφού ήταν και βαριά, γιατί είχε μουσκέψει. Ήθελα, βλέπεις, να βάλω «γκόλ» απ’ ευθείας, για να έχω την υπερηφάνεια, να ισχυρίζομαι, ότι πέτυχα ένα τέτοιο μεγάλο κατόρθωμα!!!. Δίνω, λοιπόν, μια γερή κλωτσιά στην «τόπα», σίγουρος ότι θα πετύχω το στόχο. Με το χτύπημα της «τόπας», όμως, αισθάνομαι έναν αβάσταχτο πόνο στο δεξί μου πόδι και πέφτω κάτω σφαδάζοντας!!!. Κοιτάζω το πόδι μου και τι να δω. Από το μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού μου είχε ξεκολλήσει ένα κομμάτι κρέας και το αίμα έτρεχε ποτάμι!!!. Τι είχε συμβεί; Κάτω από την «τόπα» ήταν ένα μεγάλο λιθάρι, το οποίο, μέσα στον πυρετό της προσπάθειας να βάλω το «γκόλ», δεν το είδα. Έτσι, αντί να κλωτσήσω την «τόπα», κλώτσησα το λιθάρι!!!. Αυτό ήταν το «παίξιμου τ’ς τόπας στ’ Ράχη». γ. Το τίναγμα του κονσερβοκουτιού, προς τα επάνω, με τη βοήθεια της ασετιλίνης (Του τίναγμα τ’ κουνσιρβουκουτγιού προς τ’ απάν’, μι τ’ βουήθχεια τ’ς ασιτ’λίνης): Τα χρειαζούμενα αντικείμενα γι’ αυτό το παιχνίδι ήταν τα ακόλουθα: (1). Ένα στενόμακρο και στρόγγυλο κουτί από κονσέρβα. (2). Μία μακριά βέργα από όποιο ξύλο και να ήταν ή από καλάμι. (3). Ένα κομμάτι πανιού ή, αν δεν υπήρχε πανί, ένα κομμάτι χαρτιού. (4). Ένα μικρό κομμάτι ασετιλίνη12 στο μέγεθος ενός ρεβιθιού. (5). Ένα μπουκάλι ή άλλο δοχείο με νερό. του Κωνσταντίνου. 8 Φόλες = πληθυντικός της λ. φόλα (= μικρό τεμάχιο δέρματος που ράβεται επάνω σε φθαρμένο μέρος υποδήματος). Συνώνυμο: μπάλωμα. Είναι Βυζαντινή λ. και < από τη μεταγενέστερη λ. φόλλις < από τη Λατιν. λ. follis (= βαλλάντιο). 9 Ξυπόλυτοι < από το ξυπόλυτος (= αυτός που δεν φοράει παπούτσια) < από το Βυζαντ. εξυπόλυτος < από το μεταγενέστερο εξυπολύω < από τα εξ- + υπο- + λύω. 10 Πατούσις = πατούσες = πληθυντικός της λ. πατούσα (= το πέλμα του ποδιού) = μετοχή του ρ. πατώ. 11 Λιθοπάτες = πληθυντικός της λ. λιθοπάτης = λίθος + πάτης . Η λ. λίθος είναι αρχαία λ. και σημαίνει πέτρα. Είναι αγνώστου ετύμου. Η λ. πάτης < από τη λ. πατώ. Άρα η λ. λιθοπάτης = κάτι που προέκυπτε, στην πατούσα, από το πάτημα του λίθου. Αυτό που προέκυπτε ήταν ένα έντονο εσωτερικό αιμάτωμα, με φοβερούς πόνους.

4


(6) Ένα κουτί σπίρτα. Επί πλέον ήταν αναγκαία και μία μικρή γούρνα στο έδαφος, κατά τι λιγότερα βαθιά απ’ όσο ήταν το μήκος του κονσερβοκουτιού. Επεξεργασία των υλικών: (1). Το κονσερβοκούτι το ανοίγαμε τελείως από τον ένα πάτο, ενώ στον άλλο ανοίγαμε, στο κέντρο, μια τρύπα με μία πρόκα. (2). Στην άκρη της βέργας ή του καλαμιού δέναμε, με έναν σπάγκο, το κομμάτι το πανιού ή του χαρτιού. Προπαρασκευή του εγχειρήματος: (1). Αδειάζαμε το νερό στη γούρνα και τη γεμίζαμε, περίπου, μέχρι τη μέση. (2). Ρίχναμε στο νερό το κομματάκι της ασετιλίνης. (3). Σκεπάζαμε, αμέσως, την ασετιλίνη με το κονσερβοκούτι, με τον πάτο που είχε την τρύπα προς τα επάνω και το παραχώναμε με το χώμα που είχαμε βγάλει, όταν φτιάχναμε τη γούρνα. Το χώμα, βέβαια, μούσκευε από το νερό και γίνονταν λάσπη. Αυτό γίνονταν για να στερεωθεί το κονσερβοκούτι στη θέση του και για να μην υπάρχουν διαρροές αερίου. (4). Ο κενός χώρος, μέσα στο κονσερβοκούτι, γέμιζε από τα αέρια που εκλύονταν από την ασετιλίνη. Τα αέρια αυτά εξέρχονταν από την τρύπα του τρυπημένου πάτου. (5). Τώρα, πλέον, όλη η ανωτέρω διάταξη, ήταν έτοιμη να δεχθεί το πυρ και να εκπυρσοκροτήσει. Η εκπυρσοκρότηση: (1). Ανάβαμε, αμέσως, το πανί ή το χαρτί, που ήταν δεμένο στην άκρη της μακριάς βέργας. (2). Πηγαίναμε σε μία απόσταση, από το κονσερβοκούτι, ανάλογα με το μήκος της βέργας και πέφταμε κάτω, πρηνηδόν, με το κεφάλι μας προς αυτό. (3). Πλησιάζαμε τη φλόγα της φωτιάς προς το κονσερβοκούτι, αφού, προηγουμένως, σκύβαμε το κεφάλι και κλείναμε τα μάτια. (4). Η φλόγα μεταδίδονταν στο αέριο, που έβγαινε από την τρύπα του κονσερβοκουτιού, και, αμέσως, είχαμε έκρηξη του αερίου, που ήταν μέσα σ’ αυτό. (5). Η δύναμη των αερίων της εκρήξεως τίναζε το κονσερβοκούτι προς τα επάνω σε μία απόσταση 10 με 15 μέτρα, ανάλογα και με την ποσότητα των αερίων που ήταν μέσα σ’ αυτό. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε το κονσερβοκούτι, τόσο επιτυχημένη ήταν η έκρηξη και, συνεπώς, τόσο πιο περήφανος ήταν ο «μπουρλοτιέρης» που την προκαλούσε. Στην όλη διαδικασία συμμετείχαν όλα τα παιδιά της παρέας, αφ’ ενός μεν με το ενδιαφέρον τους με το οποίο παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα, αφ’ ετέρου δε με τα δυνατά επιφωνήματα χαράς αμέσως μετά από κάθε έκρηξη. Εξυπακούεται βέβαια, ότι, στη θέση του «μπουρλοτιέρη», γίνονταν εναλλαγή όλων των παιδιών. Η έκρηξη ήταν ήπιας εντάσεως και, το κονσερβοκούτι, δεν καταστρέφονταν και επαναχρησιμοποιούνταν πολλές φορές. Αν, όμως, ήσουν 12

Η ασετιλίνη ήταν ένα χημικό προϊόν, το οποίο είχε χρώμα σταχτί, παρήγετο σε κομμάτια σαν μέτριες πέτρες και ήταν αρκετά σκληρό. Το προϊόν, αυτό, παρήγετο στο εργοστάσιο ασετιλίνης, που λειτουργούσε, με τη δύναμη του νερού, στο Γοργοπόταμο πριν από τη σιδηροδρομική γέφυρα και μέχρι το 1940. Αν ρίχνονταν ένα τεμάχιο ασετιλίνης μέσα σε νερό, εκλύονταν αμέσως αέρια, τα οποία ήταν πολύ εύφλεκτα. Αν, αυτά τα αέρια, έρχονταν σε επαφή με φωτιά, τότε γίνονταν έκρηξη. Αν τέλος, τα ανωτέρω αέρια, εκλύοντο μέσα σε κλειστό δοχείο και εξήρχοντο, με έναν διακόπτη, σε μικρή ποσότητα, τότε, αν τα άναβες στο σημείο της εξόδου, δημιουργούνταν μία πολύ λαμπερή φλόγα. Η φλόγα αυτή μεγάλωνε ή μίκραινε ανάλογα με την περιστροφή του διακόπτη. Το τελευταίο αυτό επιτυγχάνονταν με τις, πολύ διαδεδομένες τότε, λάμπες ασετιλίνης, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό σπιτιών, μαγαζιών και άλλων κλειστών, αλλά και ανοικτών, χώρων.

5


απρόσεκτος και πλησίαζες τη φωτιά στο κονσερβοκούτι, ενώ βρισκόσουνα επάνω από αυτό, τότε οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρές. Ο «μπουρλοτιέρης», βέβαια, γέμιζε χώματα και λάσπες και όταν πήγαινε στο σπίτι, έχοντας τα κακά του χάλια, άκουγε τον «εξάψαλμο» της Μάννας του. δ. Η «Τσιλίκα»: Από πού προέρχεται η ονομασία «τσιλίκα» μου είναι άγνωστο. Και το παιχνίδι της «τσιλίκας» ήταν ομαδικό. Τα απαραίτητα υλικά, για να γίνει το παιχνίδι, ήταν: (1). Ένα ματσούκι, μήκους περίπου 60 εκατοστών, το οποίο το έλεγαν «Τσιλίκα». Από αυτή την «τσιλίκα» πήρε και όλο το παιχνίδι την ίδια ονομασία. Ο κάθε παίκτης είχε το δικό του ματσούκι – «τσιλίκα». (2). Ένα μικρότερο, μήκους περίπου 30 εκατοστών, το οποίο το έλεγαν Τσιλικώνι (Τσιλικώνι). Το «τσιλικώνι» ήταν λοξοκομμένο και στις δύο άκρες του, σε τρόπο ώστε, κάθε λοξοκοψιά, να είναι στην αντίθετη θέση, σε σχέση με τη θέση της προηγούμενης. Με τον τρόπο αυτό αν χτυπούσες το «τσιλ ικώνι», με την «τσιλίκα», επάνω στη μία από τις δύο λοξοκοψιές, τότε, αυτό, αναπηδούσε και το ύψος στο οποίο ανέρχονταν, ήταν ανάλογο με τη δύναμη του κτυπήματος. Από ένα «τσιλ ικώνι» είχε κάθε παίκτης. Απαραίτητος ήταν, επίσης, και ένας «γλάς», σαν αυτόν που αναφέρουμε στο παιχνίδι «γ’ρούνα». Προετοιμασία του παιχνιδιού: Για να αρχίσει το παιχνίδι, έπρεπε να επιλεγεί ο πρώτος παίκτης. Αυτό γίνονταν ως εξής: Τοποθετούσαν μια «τσιλίκα», οριζόντια, επάνω στο «Γλά». Στη συνέχεια μετέβαιναν, όλοι οι παίκτες, σε μία απόσταση 10 με 15 μέτρα από την «τσικλίκα», όπου χάραζαν μια παράλληλη, προς το μεγάλο μήκος της, γραμμή. Από τη γραμμή αυτή πετούσε, ο καθ’ ένας, το δικό του «τσιλ ικώνι», προσπαθώντας να χτυπήσει την «τσιλίκα», που ήταν τοποθετημένη στο «γλα». Όποιος το πετύχαινε αυτό ήταν κερδισμένος, όποιος δεν το πετύχαινε ήταν χαμένος. Αν οι κερδισμένοι ήταν περισσότεροι από δύο, τότε, για να μείνει ο ένας, επαναλαμβάνονταν η ίδια διαδικασία. Στον τελευταίο κερδισμένο έδιναν την ονομασία τσιλικάς (τσιλικάς). Διεξαγωγή του παιχνιδιού: (1). Με το τέλος της ανωτέρω διαδικασίας οι παίκτες λάβαιναν τις ακόλουθες θέσεις: Ο «τσιλικάς» πήγαινε στη θέση του «γλα» και οι υπόλοιποι μετέβαιναν σε μία απόσταση 30 μέτρων, περίπου, από αυτόν. Τώρα ήταν όλα έτοιμα για να αρχίσει το παιχνίδι. Να σημειώσουμε ότι σαν βαθμοί, τους οποίους θα συγκέντρωνε κάθε παίκτης, που θα έπαιζε σαν «τσιλικάς», όταν θα έρχονταν η σειρά του, χρησιμοποιούσαμε τις «λούμπες». 13 (2). Ο «Τσιλικάς, τώρα, έπρεπε να διώξει το «τσιλικώνι» μακριά, προς τα εκεί που ήταν οι άλλοι παίκτες, χτυπώντας το με την «τσιλίκα». Αυτό γίνονταν με δύο τρόπους: Πρώτος τρόπος: (α). Κρατούσε με το δεξί του χέρι την «τσιλίκα» και με το αριστερό του το «τσιλικώνι». (β). Πετούσε κατακόρυφα, προς τα επάνω, το «τσ ιλικώνι» και, κατά το χρόνο της καθόδου του, το χτυπούσε δυνατά με την «τσιλίκα», για να πάει όσο το δυνατό μακρύτερα. 13

Λούμπες = πληθυντικός της λ. λούμπα (= λάκκος, λακκούβα). Πιθανόν συνδέεται, ετυμολογικώς, με τη λ. λίμπα [= δεξαμενή ή λάκκος όπου καταλήγει υγρό (λ. χ. το λάδι σε ελαιτριβείο)] < από την Ιταλ. λ. limba (λεκάνη, κοιλότητα εδάφους) < από το μεταγενέστερο lembus (σπάνια limbus) = αντιδάνειο από την Ελλην. λ. λέμβος (μικρό και ελαφρύ σκάφος). Επομένως θα ήταν δυνατόν να πούμε ότι λούμπες = πόντοι που συγκεντρώνονται μέσα σε δοχείο.

6


Δεύτερος τρόπος: (α). Άφηνε στο έδαφος το «τσιλικώνι», σε τρόπο ώστε, η μία λοξοκοψιά, να είναι προς τα κάτω και στην άκρη του «γλα». (β). Χτυπούσε με την «τσιλίκα» και με τη δέουσα δύναμη το «τσιλικώνι» επάνω σ’ αυτή τη λοξοκοψιά. Με το χτύπημα αυτό, το «τσιλ ικώνι», αναπηδούσε. Ο «τσιλικάς», όμως, δεν το άφηνε να πέσει, χτυπώντας το μαλακά με την «τσιλίκα», από κάτω προς τα επάνω, ώστε το «τσ ιλικώνι» να αναπηδά, με κάθε χτύπημα, επάνω σ’ αυτή. Αυτή την αναπήδηση την πραγματοποιούσε όσες φορές μπορούσε περισσότερο, διότι, με κάθε αναπήδημα, κέρδιζε «λούμπες». Στο τέλος έδινε μια δυνατή τσιλικιά (τσιλικιά), στο «τσιλικώνι», και το έστελνε όσο μακριά μπορούσε. (γ). Είναι προφανές ότι, ο δεύτερος τρόπος, απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία, μαστοριά και, συνακόλουθα, εξάσκηση για να εφαρμοσθεί. (δ). Τους άλλους παίκτες τους είχαμε αφήσει, να περιμένουν στην απόσταση των 30, περίπου, μέτρων από το «γλά». Από τη στιγμή που ο «τσιλικάς» χτυπούσε δυνατά το «τσιλικώνι», για να το στείλει μακριά, έτρεχαν προς το σημείο, προς το οποίο πήγαινε να πέσει και προσπαθούσαν να το πιάσουν στον αέρα. Αν, κάποιος, το κατάφερνε αυτό, τότε κέρδιζε πολλές «λούμπες» και, ο «τσιλ ικάς», καίγονταν (καίουνταν), δηλαδή έχανε τη θέση του, την οποία την έπαιρνε αυτός που έπιασε το «τσιλικώνι». Το πιάσιμο του «τσιλικουνιού», με αυτόν τον τρόπο, ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί μπορούσε να τραυματισθεί, αυτός που επιχειρούσε να το πιάσει στο αέρα. Για να μειωθούν οι πιθανότητες προκλήσεως τραυματισμών, βγάζαμε τα σακάκια μας, τα ανοίγαμε και, κρατώντας τα με τα δυο μας χέρια απλωμένα, τρέχαμε προς τα εκεί που έπεφτε το «τσιλικώνι», προσπαθώντας να φέρουμε το σακάκι σε τέτοια θέση, ώστε, αυτό, να πέσει, μέσα στο σακάκι. Αν δεν κατάφερναν, οι παίκτες, να συλλάβουν το «τσιλικώνι» στον αέρα, τότε, ο «τσιλικάς», έτρεχε, να το συναντήσει, εκεί που είχε πέσει. Από εδώ και πέρα δεν είχε το δικαίωμα να αγγίξει, με τα χέρια, το «τσιλ ικώνι». Στη συνέχεια χτυπούσε το «τσιλικώνι», με την «τσιλίκα», επάνω στα λοξοκοψήματα των άκρων και αυτό, μετά από κάθε κτύπημα, αναπηδούσε. Σε κάθε αναπήδηση του «τσιλικωνιού» εφάρμοζε την τακτική αναπηδήσεώς του, επάνω στην «τσιλίκα», όπως αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αναφερόμενο «Δεύτερο τρόπο». Με κάθε τέτοια αναπήδηση εισέπραττε και ανάλογες «λούμπες». Αυτή τη διαδικασία της αναπηδήσεως του «τσιλικωνιού» είχε δικαίωμα να την εφαρμόσει τρεις φορές. Τελικά το «τσιλικώνι» βρίσκονταν, πεσμένο, σε κάποιο σημείο του εδάφους. (ε). Η απόσταση του σημείου στο οποίο, ως ανωτέρω, ήταν πεσμένο το «τσιλικώνι» μέχρι το «γλά», είχε ιδιαίτερη σημασία. Αν ένας από του λοιπούς παίκτες, αρχίζοντας από το «γλα», πηδούσε με το άλμα «εις τριπλούν», και έφθανε το τσιλικόνι, τότε, ο «τσιλικάς», καίγονταν. Σε μερικές περιπτώσεις, η ανωτέρω απόσταση, καθορίζονταν με το μήκος ορισμένου αριθμού «τσιλικών», π.χ. 30 τσιλίκες. (στ). Με το τέλος αυτής της διαδικασίας γίνονταν το εξής: Ο «τσιλικάς» εναπέθετε την «τσιλίκα» του, επάνω στο «γλα», με κατεύθυνση κάθετη προς τη γραμμή «γλας» - τελική θέση του τσιλικουνιού του. Από αυτή την τελική θέση του τσιλικονιού, κάθε ένας από τους λοιπούς παίκτες, έριχνε το «τσιλικώνι» του, προσπαθώντας να κτυπήσει την «τσιλίκα» στη θέση που βρίσκονταν. Αν την κτυπούσε ο «τσιλικάς» καίγονταν και έπαιρνε άλλος τη σειρά του, αν δεν την χτυπούσε συνέχιζε να παίζει ο ίδιος. Σύνοψη Aπ’ όσα αναφέραμε ανωτέρω συνάγεται ότι, το παιχνίδι «τσιλίκα», ήταν πολυσύνθετο και συνεδύαζε: Την αυξημένη αντίληψη, τη δεξιοτεχνία, την ανταγωνιστικότητα και τον αθλητισμό.

7


ε. «Του κάψιμου τ’ μπιμπικιών» (το κάψιμο των μπιμπικιών): Όταν λέμε μπιμπίκια εννοούμε κάτι μαυρικίτρινα και κοκκινωπά μεγάλα έντομα, σαν μεγάλες σφήκες, τα οποία, αν σε τσιμπήσουν με το κεντρί τους (και έχουν κεντρί όπως οι μέλισσες και οι σφήκες), σου προκαλούν μεγάλο πρήξιμο και πόνο. Αυτός ήταν και ο λόγος, που επέσυραν την αντιπάθειά μας και τα είχαμε βάλλει στο στόχαστρό μας για την εξόντωσή τους. Τα μπιμπίκια κατασκεύαζαν τις φωλιές τους σε διάφορες τρύπες. Τέτοιες τρύπες ήταν πολλές στα βράχια πίσω από την Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, τα οποία, για το λόγο αυτό, συγκέντρωναν την προτίμηση των μπιμπικιών. Όταν, εμείς οι μικροί, βλέπαμε μπιμπίκια να γυροφέρνουν σε κάποιο σημείο, καταλαβαίναμε ότι, εκεί, υπήρχε μπιμπικοφωλιά και, αμέσως, έμπαινε σε ενέργεια το σχέδιο του καψίματός των. Επειδή η ιστορία είναι πολύ συναρπαστική, θα σας την αφηγηθώ στο Ρουμελιώτικο Γλωσσικό Ιδίωμα, για να έχετε μία καλύτερη επαφή με τα δρώμενα τις παλιάς εποχής. Σας παραθέτω και μερικές επεξηγήσεις, με υποσημειώσεις, για την κατανόηση των πιο δύσκολων περιπτώσεων. «Κι πώς γίνουνταν του κάψιμου; Εύκουλου. Τρέχαμι κι μαζεύαμι του ριτσίνι14 πού ’χαν αδειάσει οι πατιράδιζ μας,15 όταν καθάρ’ζαν τα κρασουβάρ’λα, 16 κι του βάζαμι μέσα σ’ ένα ντιν ικέ.17 Ανάβαμι φουτγιά κι βάζαμι, απάν’, του ντιν ικέ μι του ριτσίνι. Του ριτσίνι, άμα ζισταίνουνταν, έλειουν ι κι γίνουνταν σα γκόλλα.18 Ιν του μιταξύ19 κόβαμι μακρόστινα κουρέλια κι τά ρ’χναμι20 μέσ’ στου ριτσίνι κι τ’ ανακατώναμι. Βγάζαμι του ντινικέ απ’ τ’ φουτγιά, πγιάναμ’, ένα – ένα, τα ριτσινουμένα κουρέλια, τα τιντώναμι, τα στρίβαμι κι φκιάναμι, έτσ ι, τα ριτσινουκέργια.21 Άφ’ναμι22 λίγου, τα ριτσινουκέργια, να κρυώσ’νι κι μιτά τα δέναμ’ στ’ν άκρ’ από ’να 23 μακριό ματσούκι κ’ ήταν έτ’μου24 του «φλουγουβόλου»,25 για να τ’ μπάξουμι26 φουτγιά κι να κάψουμι τα μπιμπίκια. Αμέσους μιτά, ούλου του πιδουμάν ι,27 π’λάλαει28 κι πάινι29 στ’ φουλιά τ’ μπιμπικιών κι κατάστρουνι του σχέδγιου, για του πως θα γίνουνταν η ’πίθιση30 μι του «φλουγουβόλου». Κι νά πως γίνουνταν: Ένας κράταϊ31 του ματσούκι μι τα ριτσινουκέργια κουντά στ’ φουλιά. Οι άλλοι στέκουνταν γύρ’ απ’ αυτόν, για να τουν φ’λάξ’ν’32 απ’ τ’ς ’πιθέσεις τ’ μπιμπικιών, πού ’ταν απ’ όξ’ απ’ τ’ φουλιά. 33 Αυτοίνοι34 14

Του ριτσίνι = το ρετσίνι [= κιτρινωπή ως κεχριμπαρένια, ημιδιαφανής, παχύρρευστη και κολλώδης οργανική ουσία, η οποία εκκρίνεται από τον κορμό των πεύκων, στο σημείο που, αυτά, έχουν τραυματισθεί (φυσικά ή τεχνητά)] < από τη λ. ρητίνη με αλλαγή του γένους κατά το πεύκο – η πεύκη. Το ρετσίνι χρησιμοποιείται και για την επεξεργασία του μούστου μέσα στα κρασοβάρελα. 15 Πατιράδιζ μας = οι πατεράδες μας. 16 Κρασουβάρ’λα = κρασοβάρελα. 17 Ντινικέ = τενεκέ. 18 Σα γκόλλα = σαν κόλλα. 19 Ιν του μιταξύ = εν τω μεταξύ. 20 Τά ρ’χναμι = τα ρίχναμε. 21 Ρίτσινουκέργια = ρετσινικέρια = κεριά από ρετσίνι. 22 Άφ’ναμι = αφήναμε. 23 Τα δέναμ’ στ’ν άκρ’ από ’να = τα δέναμε στην άκρη από ένα. 24 Έτ’μου = έτοιμο. 25 Φλουγουβόλου = φλογοβόλο = πολεμική μηχανή που εκτοξεύει εύλεκτο υλικό. 26 Να τ’ μπάξουμι = να του μπάξουμε = να του βάλλουμε. 27 Πιδουμάνι = παιδομάνι = πολλά παιδιά μαζί. 28 Π’λάλαει = πιλάλαει = έτρεχε < από το πιλαλάω- ώ = τρέχω. 29 Πάινι = πήγαινε. 30 Η ’πίθιση = Η επίθεση 31 Κράταϊ = κράταγε. 32 Για να τουν φ’λάξ’ν’ απ’ τ’ς ’πιθέσεις = για να τον φυλάξουνε από τις επιθέσεις. 33 Πού ’ταν όξ’ απ’ τ’ φουλιά = που ήταν απ’ έξω από τη φωλιά. 34 Αυτοίνοι = αυτοί.

8


κράταγαν στα χέργια τ’ς τα σακκάκια τ’ς ή κλαργιά, για να τα χτ’πάν, 35 τ’ στιγμή, π’ αυτά, έκαναν τ’ν ’πίθιση σαν αϊρουπλάνα!!!. Μόλις έπγιαναν ούλ οι τ’ς κατάλληλις θέσεις , άναβι τα ριτσινοτκέρια, ου μπιμπικουφουνιάς, 36 κι έβαζι τ’ φουτιά όξ’ απ’ τ’ φουλιά. Τα μπιμπίκια, πού ’ταν μέσα, αγροίκαγαν 37 τ’ φουτγιά κι πιτάγουνταν όξου, για να γλυτώσ’ν’,38 αλλ’, όπους πιτάγουνταν, καίουνταν τα φτιρά τ’ς κι έπιφταν καταής. Η καλύτιρ’ ώρα, για του κάψιμου τ’ μπιμπικιών, ήταν του πουλύ προυΐ, π’ δε μπόρ’γαν,39 τα μπιμπίκια, να πιτάξ’ν’ εύκουλα. 40 Τώρα, βέβγιας,41 αν κάτ’ δε μπάϊνι42 καλά κι κάπ’γοι τράβαγαν για τα σπίτγια τ’ς πρηζμένοι,43 ε, τι να κάνουμι, ου πόλιμους είχι κι ’πώλειις!!!44». στ. ο Πετροπόλεμος (Ου Πιτρουπόλιμους): Γενικά: Ο πετροπόλεμος ήταν μια εκδήλωση ανδρισμού από τα παιδιά, που, σε λίγο, θα έμπαιναν στην εφηβεία. Από τη μια πλευρά ωφελούσε, γιατί καλλιεργούσε την τόλμη, την αποφασιστικότητα, τη συναδελφικότητα, μεταξύ των παιδιών της ίδιας «πολεμικής» παρατάξεως και βοηθούσε στην ανάπτυξη της ευστροφίας του πνεύματος, από την άλλη, όμως, ήταν μία βάρβαρη εκδήλωση, αφού ήταν ένας «πόλεμος», ο οποίος εγκυμονούσε σοβαρότατους κινδύνους τραυματισμών, αλλά και βαρυτέρων, ακόμη, συνεπειών. Ο πετροπόλεμος δεν παίζονταν από αντιπάθεια ή μίσος μεταξύ των παιδιών. Ήταν μια διάθεση επιβολής και επίδειξης ισχύος των μεν επί των δε ή, ακόμη, και επίδειξη παλληκαριάς. Τα «πεδία των μαχών» ήταν πολλά. Εγώ θα σας περιγράψω αυτό της «Ράχης». Αλλά, για να βοηθηθούμε, ας έχουμε υπ’ όψη και την επόμενη φωτογραφία, Νο 2, που μας δείχνει αυτό το «πεδίο μάχης».

35

Χτ’πάν = χτυπούν. Μπιμπικουφουνιάς = μπιμπικοφονιάς = φονιάς των μπιμπικιών. 37 Αγροίκαγαν = αγροικούσαν (= καταλάβαιναν) < από το Βυζαντινό. γροικώ και αγροικώ < αγροικός (= αυτός που κατανοεί, που ακούει) < από το αρχ. άγροικος < αγρός + οίκος) = αυτός που ζεί στην ύπαιθρο 38 Γλυτώσ’ν’ = γλυτώσουνε. 39 Π’ δε μπόρ’γαν = που δεν μπόραγαν = που δεν μπορούσαν. 40 Να πιτάξ’ν’ εύκουλα = να πετάξουνε εύκολα. 41 Βέβγιας = βέβαια. 42 Δε μπάινι = δεν πήγαινε. 43 Πρηζμένοι = πρησμένοι. 44 Κι ’πώλειις = Και απώλειες. 36

9


Φωτ. Νο 2: Το «πεδίο μάχης» της «Ράχης». Στη φωτογραφία βλέπουμε την Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου με τη μάνδρα της, επάνω και δεξιά το σπίτι του «Ξ’τρή» και, μπροστά από αυτό, τη μάνδρα του, δεξιά και λίγο κάτω από το σπίτι του «Ξ’τρή» το Δημοτικό Σχολείο. Την εποχή που γίνονταν οι πετροπόλεμοι δεν υπήρχε η πλατεία που φαίνεται, αλλά ήταν η γνωστή μας «Ράχη» με την κατηφόρα της και τις πέτρες της. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, από το πετρώδες έδαφος, υπήρχαν ανεξάντλητες ποσότητες «πολεμοφοδίων», πράγμα που σημαίνει ότι, ο ανεφοδιασμός σε «πυρομαχικά», ήταν συνεχής και άνετος!!! Το «πεδίο» αυτό είχε δύο «εδάφη ιδιαίτερης τακτικής σημασίας» Το πρώτο ήταν η Εκκλησία με τη μάνδρα της και το δεύτερο η μάνδρα του σπιτιού του «Ξ’τρή» μαζί με το Δημοτικό Σχολείο. Το πρώτο «έδαφος τακτικής σημασίας» (Η Εκκλησία με τη μάνδρα της): Το «έδαφος» αυτό ήταν κατάλληλο για άμυνα, υπό μορφήν «περικεχαρακωμένου στρατοπέδου». Η περιχαράκωση προσφέρονταν από τη μάνδρα της Εκκλησίας. Ήταν δυνατό, εφαρμόζοντας τη μέθοδο της «περιμετρικής άμυνας», δηλαδή την τοποθέτηση «οπλιτών» γύρω – γύρω από την Εκκλησία και μέσα από τη μάνδρα, να αντιμετωπισθεί, αποτελεσματικά, κάθε «εχθρική» προσέγγιση και διείσδυση στο εσωτερικό του περιβόλου της Εκκλησίας. Η «τακτική» αυτή της «περιμετρικής άμυνας» είχε παγιωθεί με τον καιρό και εφαρμόζονταν, αυτόματα και χωρίς υποδείξεις, από αυτούς που αναγκάζονταν να «εγκλεισθούν» και να «περιχαρακωθούν» μέσα στον περίβολο της Εκκλησίας. Το ίδιο «έδαφος», όμως, είχε ένα πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Είχε μικρότερη υψομετρική διαφορά από το άλλο (Μάνδρα Ξ’τρή και Σχολείο) και υπόκειτο, επικίνδυνα, στην «εχθρική» παρατήρηση και, ως εκ τούτου, σε «εσκοπευμένα εχθρικά πυρά». Για το λόγο αυτό, οι «αμυνόμενοι», ήταν υποχρεωμένοι να πραγματοποιούν περιορισμένες «κινήσεις» στο εσωτερικό της τοποθεσίας τους και να μην έχουν το χρόνο να αντιμετωπίζουν το «εχθρικό πυρ» με την ίδια σφοδρότητα, με την οποία το «εξετόξευαν» οι αντίπαλοί τους. Ήταν παράτολμο να βγάλουν το κεφάλι τους επάνω από τη μάνδρα και, μόλις το έβγαζαν, έπρεπε να «πυροβολήσουν» αμέσως πριν προλάβουν, καλά – καλά, να σκοπεύσουν. Και δεν φθάνει αυτό. Οι πέτρες που εκτόξευαν, λόγω της υψομετρικής διαφοράς, μετά μεγάλης δυσκολίας έφταναν, μέχρις εκεί που ήταν ο «εχθρός». Το δεύτερο «έδαφος τακτικής σημασίας» (Η Μάνδρα «τ’ Ξ’τρή» και το Δημοτικό Σχολείο»: Όπως έγραψα και πιο πάνω , το έδαφος αυτό, είχε «εδαφική υπεροχή» έναντι του προηγουμένου, λόγω μεγαλύτερης υψομετρικής διαφοράς. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα, να εκτοξεύονται «φονικά (στην κυριολεξία) πυρά» εναντίον των «αμυνομένων» στην Εκκλησία. Όσοι «μάχονταν» στην Εκκλησία έβγαζαν, για μια στιγμή, το κεφάλι τους επάνω από τη μάνδρα και, γρήγορα – γρήγορα, το έκρυβαν πίσω από αυτή, γιατί, αμέσως, έσκαγαν γύρω τους οι πέτρες, που εκτοξεύονταν από την «αντίπαλη παράταξη». Το κρίσιμο σημείο της «σύρραξης» ήταν το εξής: Ήταν ενδεχόμενο μια πέτρα, από την επάνω περιοχή, να εκτοξευθεί λίγα δευτερόλεπτα πριν, ο «αμυνόμενος» στην Εκκλησία, βγάλει το κεφάλι του επάνω από τη μάνδρα. Στην περίπτωση αυτή ήταν δυνατό, η πέτρα, να συναντήσει το κεφάλι, την ώρα που ξεπρόβαλλε από τη μάνδρα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο οι συνέπειες θα ήταν τραγικές περιλαμβάνοντας το σοβαρό τραυματισμό μέχρι και ακόμη χειρότερα. Το ίδιο θα συνέβαινε, βέβαια, αν, ο

10


«μαχητής» της Εκκλησίας, δεν αντιλαμβάνονταν κάποια πέτρα, που θα του έρχονταν από μη αναμενόμενη κατεύθυνση. Και ας έλθουμε, τώρα, στην ψυχολογία του πετροπολέμου: Θα πρέπει να τονίσουμε ότι, αυτοί που έριχναν τις πέτρες, δεν τις έριχναν για «αστείο». Τις έριχναν με τέτοια δύναμη και ήταν τέτοιες, σε μέγεθος, που, αν πετύχαιναν το στόχο τους, θα τον «ξέκαναν». Πού οφείλονταν αυτό; Οφείλονταν σε μίσος, σε υπερβολική αντιπάθεια προερχόμενη από κακή συμπεριφορά του αντιπάλου ή από αντιπάθεια προερχόμενη από ανωτερότητα και υπεροπτική συμπεριφορά του; Τίποτε δεν συνέβαινε από αυτά. Κατά τη γνώμη μου, η τόσο ακραία συμπεριφορά του «επιτιθεμένου», οφείλετο στην άγνοια και μη συνειδητοποίηση των σοβαρότατων συνεπειών, σε βάρος του αμυνομένου, αν τον πετύχαινε η εκτοξευόμενη πέτρα. Και, βέβαια, οι ρόλοι εναλλάσσονταν ανά πάσα στιγμή, δηλαδή ο «επιτιθέμενος» γίνονταν «αμυνόμενος» και αντίστροφα. Ακόμη υπήρχε και η πρόκληση του αμυνομένου προς τον επιτιθέμενο. Όπως μου διηγήθηκε ο χωριανός μας Βασίλειος Στρωματιάς, μεγάλος βετεράνος των πετροπολέμων και με τραύματα από τη συμμετοχή του σ’ αυτούς, προκαλούσε το φίλο του, να εκσφενδονίσει την πέτρα εναντίον του, για να του επιδείξει την ετοιμότητά του να αποφύγει το κτύπημα!!!!. Δεν θυμάμαι πως χωρίζαμε σε «αντίπαλες πολεμικές παρατάξεις». Ίσως κάποιες μικροαντιπάθειες ή μικροσυμπάθειες, ίσως, ακόμη, η αναγνώριση κάποιων αρχηγικών προσόντων ή «σκοπευτικών ικανοτήτων» σε κάποιον άλλον, γεγονός που δημιουργούσε μεγαλύτερο αίσθημα ασφαλείας, να ήταν αυτά που συντελούσαν στο να συγκροτηθούν οι «αντίπαλες παρατάξεις». Αυτά, βέβαια, για το «πεδίο μάχης» της Ράχης. Για τα άλλα «πεδία των μαχών» ασφαλώς συντελούσαν και οι τοπικιστικοί παράγοντες, δηλαδή ο απόλυτος έλεγχος της γειτονιάς και η απαγόρευση εισόδου, σ’ αυτή, κάθε παρείσακτου από άλλη γειτονιά. Μια, τέτοια, απαραβίαστη γειτονιά ήταν το δυτικοκεντρικό τμήμα του χωριού, όπου, οι «μαχητές» των Καρμαλαίων, των Στρωματαίων και των Πανταζαίων, είχαν την απόλυτη κυριαρχία της περιοχής!!!!. Και μετά τη «μάχη», κατά την οποία ήταν δυνατό να υπάρχουν και «απώλειες», ποια ήταν οι συμπεριφορά μεταξύ των πρώην αντιπάλων; Δεν υπεισέρχονταν κανένα ψεγάδι στις μεταξύ των αγαθές σχέσεις. Ήταν σαν να μην είχε μεσολαβήσει καμία αντιπαράθεση μεταξύ των. Ήταν όλα όπως ήταν πριν αρχίσει ο πετροπόλεμος, που μόλις είχε τελειώσει. Και αυτό είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Μετά τον πετροπόλεμο συγκεντρώνονταν και σχολίαζαν, με πλήρη άνεση, τα της διεξαγωγής του μεταξύ των «πολέμου». Ήταν δυνατό να ακούσεις, π.χ., την ακόλουθη στοιχομύθια: «Ρε πιδί μ’ γλέπου να μού ’ρχιτ’ ένα λ ιθάρ’ ίσια ’πάνου μ’, για να μι βαρέσει κατακούτιλα κι μόλις πρόκανα να σκύψου, για να μη ντου φάου» (Βρέ παιδί μου βλέπω να μου έρχεται ένα λιθάρι ίσια επάνω μου, για να με χτυπήσει κατακούτελα και μόλις πρόλαβα να σκύψω, για να μην το φάω» και, αμέσως, άκουγες το διπλανό του να περιαυτολογεί ως εξής «’γώ ρε σου τό’στ’λα, πού ’μαν’ κρυμμένους πίσ’ απού ’κείνουν το λιθαρουσουρό κι δε μι πήρις χαμπάρ’» (Εγώ ρε σου το έστειλα, που ήμουνα κρυμμένος πίσω από εκείνον το λιθαροσωρό και δεν με πήρες χαμπάρι). Και, με το τέλος αυτής της κουβέντας, ξεκαρδίζονταν όλοι στα γέλια, που ο ένας τη γλίτωσε και, ο άλλος, παραλίγο να του τη φέρει. Από αυτά εξάγεται το συμπέρασμα ότι, ο πετροπόλεμος, εθεωρείτο σαν ένα παιχνίδι και όχι σαν μια αντιπαράθεση μεταξύ αλληλομισουμένων παιδικών παρατάξεων. Ήταν μια εκτόνωση των μεγάλων ποσοτήτων ενεργείας που διαθέταμε μέσα μας και ένας προάγγελος τις ηγετικής θέσεως που θα διεκδικούσαμε στη ζωή, με άλλα μέσα βεβαίως, από τη στιγμή που θα μπαίναμε στην επικείμενη εφηβεία.

11


Αν, τώρα, με ρωτήσετε, αν είμαι υπέρ ή κατά του πετροπολέμου, που «παίζαμε» τότε, θα σας έλεγα, απερίφραστα, ότι είμαι κατά, παρά το γεγονός ότι πολύ θα ήθελα να είμαι νεαρό παιδί και ας ξανάπαιζα πετροπόλεμο. Κοιτάξτε, όμως, και την επόμενη φωτογραφία, Νο 3, στην οποία παρουσιάζονται μερικοί από τους βετεράνους των Κωσταλεξιώτικων πετροπολέμων. Είναι από αυτούς που, στην ηλικία τους, σήκωσαν, επάξια, το βάρος της παράδοσης των πετροπολέμων του χωριού μας!!!

Φωτ. Νο 3: Οι βετεράνοι του Πετροπολέμου Όλοι τους έχουν «παράσημα» από πληγές στο κεφάλι τους, μόνο που, τώρα, δεν χρειάζεται να ψάξεις μέσα στα μαλλιά τους να τις βρεις, γιατί δεν έχουν μαλλιά!!! Από αριστερά προς τα δεξιά είναι οι ακόλουθοι: Αναγνωστόπουλος Ευθύμιος του Κων/νου, Αναγνωστόπουλος Ευθύμιος του Λεωνίδα, Κων/νος Ρουμπεΐδης, Στρωματιάς Βασίλειος του Γεωργίου και Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης του Ευθυμίου. Η παρουσία πολλών Αναγνωστοπουλαίων, εδώ, είναι τελείως συμπτωματική. Ο Κων/νος Ρουμπεΐδης δεν είναι γέννημα και θρέμμα Κωσταλεξιλώτικο, αλλά, όπως με διαβεβαίωσε, έπαιζε και αυτός, στο χωριό του, πετροπόλεμο. Αρα είναι και αυτό βετεράνος. ζ. Οι Βόλοι (οι Βόλοι): Για τους «Βόλους» έχουμε γράψει στο ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ (Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ). η. Η Κύλα: Όταν λέγαμε «κύλα» εννοούσαμε ένα στεφάνι που κυλά. Τα στεφάνια που χρησιμοποιούσαμε εμείς, ήταν τα σιδερένια στεφάνια των κρασοβάρελων. Όπως είναι γνωστό αν ένα στεφάνι, που είναι όρθιο, το σπρώξουμε με δύναμη, τότε, αυτό, θα ισορροπήσει και θα κινείται όρθιο, μέχρι να ελαττωθεί πολύ η ταχύτητά του, οπότε και θα πέσει. Αυτό γίνεται, π.χ., με τις ρόδες του ποδηλάτου. Για να αποφευχθεί αυτή η πτώση του στεφανιού και να επιτευχθεί η συνεχής όρθια ισορροπία και κίνησή του, διαμορφώναμε, ένα αρκετά χονδρό σύρμα

12


ανάλογα με το βάρος του στεφανιού, στη μορφή που φαίνεται στο επόμενο σκαρίφημα, φωτογραφία Νο 4.

Φωτ. Νο 4: Η «κύλα» (Το σύρμα της κύλας και το στεφάνι). Συγκεκριμένα το σύρμα: α. Στην αρχή ήταν ίσιο και μακρύ σχηματίζοντας, στη μία άκρη, μία λαβή για να πιάνεται με το χέρι. β. Στην άλλη άκρη κυρτώνονταν, αρχικά, κατά 90 μοίρες και, στη συνέχεια, άλλες δύο φορές με τον ίδιο τρόπο. Με τη διαδικασία αυτή σχηματίζονταν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, του οποίου, όμως, του έλειπε η μία, η προς τα επάνω, πλευρά, για να μπορεί να μπεί, μέσα στο ορθογώνιο, το στεφάνι. Το μήκος της πλευράς του ορθογωνίου ήταν ανάλογο με το πλάτος του στεφανιού, με κάποιο περιθώριο για να επιτρέπεται η κίνησή του μέσα σ’ αυτό. Τα ανωτέρω στεφάνι και σύρμα αποτελούσαν την «κύλα». Η χρήση της γίνονταν ως εξής: Κρατούσαμε με το αριστερό χέρι το στεφάνι όρθιο και με το δεξί το σύρμα από τη λαβή του. Το στεφάνι το κρατούσαμε έτσι, ώστε να μπαίνει μέσα στο ορθογώνιο του σύρματος. Δίναμε μία αρχική ώθηση του στεφανιού και, στη συνέχεια, το σπρώχναμε συνεχώς με το σύρμα, δίνοντάς του τέτοια ταχύτητα, ώστε να διατηρείται σε ισορροπία όρθιο. Ταυτόχρονα, οι δύο παράλληλες και κατακόρυφες πλευρές του ορθογωνίου του σύρματος, συγκρατούσαν το στεφάνι και δεν το άφηναν να πέσει, έστω και αν, η ταχύτητά του, λιγόστευε πολύ. Η διαδικασία αυτή υποχρέωνε το χειριστή της «κύλας», να τρέχει, συνεχώς, πίσω από το στεφάνι, ανάλογα με την ταχύτητα που ήθελε να επιτύχει. Για να δώσουμε, μάλιστα, μια χροιά αυτοκινήτου στην όλη διαδικασία, προσποιούμασταν, με το στόμα μας, τον ήχο της μηχανής του αυτοκινήτου και της «κόρνας» του. Όποιος είχε το μεγαλύτερο στεφάνι, αυτός ήταν ο καλύτερος και υπερείχε όλων των άλλων!!! Τέτοιο μεγάλο στεφάνι είχε ο αείμνηστος Ιωάννης Αναγνωστόπουλος του Χρήστου. Στην επόμενη φωτογραφία, Νο 5, βλέπουμε δυο «μικρούς», να παίζουν με τις «κύλες».

13


Φωτ. Νο 5: Το παιχνίδι της «κύλας». Οι «μικροί» είναι ο Δημήτριος Ευθυμίου του Σπύρου (ο αριστερός) και ο Δημήτριος κανατάς του Σπύρου (ο δεξιός). Βλέπουμε το σύρμα, το στεφάνι και την αναγκαιότητα των παικτών να τρέχουν συνέχεια. Η φωτογραφία είναι από την επίδειξη των παλιών παιχνιδιών που έγινε, το 1995, στην πλατεία του χωριού, από το Δημήτριο Κανατά του Σπύρου.. θ. Τα κοραδέλια (Τα κουραδέλια): Το παιχνίδι ήταν ομαδικό. Τα χρειαζούμενα του παιχνιδιού: Ένας αριθμός σπασμένων κεραμιδιών τα οποία τα τοποθετούσαμε, το ένα επάνω στο άλλο, μέχρι το ύψος των 30 εκατοστών περίπου. Η εμφάνιση αυτού του σωρού των κεραμιδιών ομοίαζε με «κουράδι» 45, γι’ αυτό και, το κάθε κεραμίδι, το ονόμαζαν «κουραδέλι» και, όλα μαζί, «κουραδέλια», ονομασία την οποία την είχε πάρει και όλο το παιχνίδι. Μια πλακερή πέτρα, για κάθε παίκτη, την οποία την έλεγαν Σημάδα (Σημάδα).46 Προπαρασκευή του παιχνιδιού: Σε ένα επίπεδο και οριζόντιο έδαφος τοποθετούσαν τα κεραμίδια το ένα επάνω στο άλλο. Σε μία απόσταση 20 μέτρων, επάνω – κάτω, έσυραν μια γραμμή. Με τη γνωστή διαδικασία, όπως αναφέρεται στο παιχνίδι «γ’ρούνα», επιλέγονταν αυτός που θα «φύλαγε» πρώτος τα «Κουραδέλια». Διεξαγωγή του παιχνιδιού: Ο «φύλακας» των «κουραδιλιών» πήγαινε και κάθονταν δίπλα στα στοιβαγμένα «κοραδέλια». Οι άλλοι παίκτες πήγαιναν πίσω από τη γραμμή που είχαν σύρει. Ένας – ένας, από τους παίκτες αυτούς, έριχνε τη «σ ημάδα» του, σημαδεύοντας τα «κουραδέλια», για να τα γκρεμίσει και να τα σκορπίσει όσο το δυνατό περισσότερο. Αν η σκόπευσή του ήταν καλή και πετύχαινε το στόχο του, τότε έτρεχε έπαιρνε τη «σημάδα» του και γύριζε, πάλι, πίσω από τη γραμμή. Στη φάση αυτή, όμως, θα έπρεπε να προσέξει, να έχει γυρίσει πίσω από τη γραμμή, πριν, ο «φύλακας», 45 46

Κοράδι = ένα μεγάλο και συνεχόμενο ανθρώπινο περίττωμα. Από το σημαδεύω.

14


προφθάσει να ξαναστοιβάξει τα «κουραδέλια». Αν τον προλάβαινε, τότε έτρεχε να το συλλάβει και, ο συλλαμβανόμενος, «καίγονταν» και έμενε αυτός «φύλακας». Κατά την καταδίωξη αυτή προσπαθούσε να τον αποκόψει από την κατεύθυνση της γραμμής, για να έχει περισσότερο χρόνο καταδιώξεως. Αν η σκόπευση του προηγουμένου αποτύγχανε, τότε παρέμενε κοντά στη «σημάδα του», αναμένοντας να ρίξουν τις σημάδες τους (τ’ς σημάδις τ’ς) και οι υπόλοιποι παίκτες. Το ίδιο έπρατταν όλοι, όσοι αποτύγχαναν στη σκόπευσή τους. Αν πάλι, κατά τη διάρκεια της αναμονής, κάποιος παίκτης έριχνε τα «κουραδέλια», τότε γίνονταν τα εξής: Ο «φύλακας» ορμούσε να στοιβάξει τα «κουραδέλια», όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Όσοι είχαν ρίξει «τ’ς σημάδις τ’ς», τις άρπαζαν και έτρεχαν να καλυφθούν πίσω από τη γραμμή. Αν ο «φύλακας» προλάβαινε κάποιον ακάλυπτον μπροστά από τη γραμμή, μόλις τελείωνε τη στοίβαξη, τον κυνηγούσε να τον συλλάβει και να τον «κάψει». Εξυπακούεται ότι, αν δεν τα κατάφερνε να «κάψει» κανέναν, τότε το παιχνίδι άρχιζε από την αρχή με «φύλακα» τον ίδιο. Από την παραπάνω περιγραφή του παιχνιδιού βγαίνει το συμπέρασμα ότι, αυτό, απαιτούσε: Αυτοσυγκέντρωση, αντίληψη δεξιοτεχνία, ταχύτητα αντιδράσεως και ταχύτητα στην καταδίωξη. ι. Το «Μπίζ»: Δεν γνωρίζω την προέλευση της ονομασίας. Το παιχνίδι ήταν και αυτό ομαδικό. Διεξαγωγή του παιχνιδιού: Με το γνωστό ή άλλο τρόπο επιλέγονταν αυτός που θα «έμενε» πρώτος. Αυτός, ο «πρώτος», έπαιρνε την εξής στάση: Τοποθετούσε το αριστερό χέρι του κάτω από τη δεξιά του μασχάλη και σήκωνε την παλάμη, του χεριού αυτού, σε κατακόρυφη θέση και σε τρόπο, ώστε να εξέχει και να φαίνεται καθαρά στο δεξιό του πλευρό. Τη δεξιά του παλάμη την τοποθετούσε, κατακόρυφη, δεξιά από το δεξί του μάτι, ώστε να μην του είναι δυνατό να βλέπει προς τα δεξιά. Οι άλλοι παίκτες κρύβονταν πίσω από το σώμα του παίκτη, που είχε λάβει την ανωτέρω θέση, ώστε να μην τους βλέπει. Ένας από αυτούς χτυπούσε δυνατά, με την παλάμη του δεξιού του χεριού, την αριστερή παλάμη του «στημένου» παίκτη και όλοι μαζί, σηκώνοντας το δείκτη του δεξιού τους χεριού, φώναζαν «μπίζζζζζζζζζ…» και συγκεντρώνονταν μπροστά του. Ο παίκτης που δέχονταν το κτύπημα, έπρεπε να βρει, ποιος ήταν αυτός που τον χτύπησε. Αν τον έβρισκε τότε, ο δράστης του κτυπήματος, «στήνονταν» και άρχιζε το παιχνίδι κατά τον ίδιο τρόπο. Αν δεν τον εύρισκε, τότε παρέμεινε ο ίδιος στη θέση του «στημένου» και το παιχνίδι επαναλαμβάνονταν. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι, ο εκάστοτε «στημένος» παίκτης, θα έπρεπε να έχει και ικανότητες ψυχολόγου, για να μπορεί να ανιχνεύσει, στα πρόσωπα των συμπαικτών του, την ενοχή του δράστη του κτυπήματος και, έτσι, να τον αποκαλύψει. Επίλογος: Αυτά, λοιπόν, ήταν μερικά από τα παιχνίδια, τα οποία παίζαμε στη «Ράχ η», όταν ήμασταν μικρά παιδιά. Όπως βλέπουμε υπήρχε μια ποικιλία παιχνιδιών, η οποία κάλυπτε όλες τις προτιμήσεις των παιδιών.

15


Τα παιχνίδια ήταν όλα ομαδικά και, ως εκ τούτου, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της συναναστροφής, της συνεργασίας, της άμιλλας, της πρωτοβουλίας, του θάρρους, της οξύνοιας, της αντοχής και του αθλητικού πνεύματος. Τώρα τα παιχνίδια αυτά έχουν ξεχαστεί. Το μόνο που επιβιώνει είναι το «Κρυφτούλι», το οποίο το παίζουν τα μικρότερα παιδιά. Η τεχνολογία έχει διαφοροποιήσει τις προτιμήσεις των παιδιών, τα οποία ελκύονται από τα σύγχρονα προϊόντα της στον τομέα των παιχνιδιών. Τα παιχνίδια, όμως, αυτά απαιτούν, κατά κανόνα, ένα μόνο χειριστή και αποκλείουν την ταυτόχρονη συμμετοχή πολλών παιδιών. Και αν υπάρχουν και κάποια που επιτρέπουν τη συμμετοχή περισσοτέρων παιδιών, οι διαδικασίες διεξαγωγής των είναι περιορισμένες και, γρήγορα, προκαλούν την ανία. Πέραν τούτου, τα παιχνίδια της νέας τεχνολογίας, παρέχουν έτοιμες δραστηριότητες και δεν επιτρέπουν την ελεύθερη σκέψη και τη δημιουργικότητα του παιδιού. Έτσι αντί τα παιχνίδια να συμβάλουν στη διανοητική ανάπτυξη του παιδιού, προκαλούν την πνευματική του αγκύλωση. Συμπέρασμα: Τα παλιά παιχνίδια που παίζαμε εμείς, ήταν πιο κατάλληλα, για τα παιδιά, από αυτά που παρέχει η σημερινή τεχνολογία.

16


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.