Issue 3

Page 47

47 / ΚΟΛΑΖ

< ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ >

Ο γείτονας απέναντι βγήκε στο μπαλκόνι ολόγυμνος να μαζέψει την μπουγάδα. Σωματάρα. Μπήκα μέσα να ντραπώ για λογαριασμό του. Όχι για τη σωματάρα, αλλά για τη γύμνια. Κάθισα στον καναπέ και έχωσα το κεφάλι μέσα στο δυο πόδια μου. Πήρα μια ανάσα και φίλησα το γόνατο μου. Το φιλί έγινε δάγκωμα. «Για ένα τσιγάρο δεν είπες ότι θα κάτσεις;» είπε γελώντας και μου έκλεισε επιδεικτικά την εφημερίδα που κρατούσα στα χέρια μου. «Που να ήξερες κι εσύ τι ζόρι τραβάω...». ‘Hπια λίγο από τον καφέ μου και αστειεύτηκα.

Πόση ώρα μπορώ να περιμένω κάποιον που δεν σκοπεύει να έρθει; Έτρεμα στη σκέψη μήπως μπει μέσα και με αγνοήσει ή ακόμη χειρότερα, μήπως με κοιτάξει κατάματα. Έφυγα, γυρνώντας όμως συνεχώς το κεφάλι μου για να κοιτάξω πίσω. Μήπως και ήμουν τόσο άτυχη κι εμφανιζόταν, ενώ εγώ έφευγα. Και πέρασα από όλους τους δρόμους που μπορεί να τον πετύχαινα. Μάταια. Το πιο πιθανό ήταν ότι βρισκόταν πολλά χιλιόμετρα μακριά. Κοιτούσα συνεχώς το κινητό μήπως χάλασε. Μήπως ήταν κι αυτό με το μέρος του. Μπήκα στην πολυκατοικία και έτρεξα στο ασανσέρ. Καθώς περίμενα να κατέβει, έκανα μικρά κυκλικά βήματα γύρω από μένα. Το έκοψα απότομα. Ίσως αυτό είναι το πρόβλημά μου, σκέφτηκα. Το ότι περιστρέφομαι συνεχώς γύρω από εμένα. Μπήκα στο μικρό ασανσέρ και με το ένα χέρι άρχισα να σπρώχνω την πόρτα προς τα κάτω. Με το άλλο χέρι, κοιτούσα το τηλέφωνο, μην τυχόν και χαθεί το σήμα μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα. Όταν έφτασα στο σπίτι, άνοιξα την μπαλκονόπορτα με την ελπίδα ότι θα βρισκόταν στο δρόμο. Ευχόμουν να μην του ήταν αρκετό να με ακούσει, αλλά να με δει. Να με αγγίξει. Ότι θα με είχε συγχωρήσει και δε θα άντεχε άλλο μακριά μου. Σκατά. Μια γιαγιά έκοβε νεράντζια από το δέντρο και «έφαγε» ένα στο κεφάλι. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα και στο τέλος πρόσθεσε ένα «Θε μου σχώρα με».

Κοίταξα το ταβάνι. Θυμήθηκα όταν ήμουν μικρή, που είχαμε πάει με τους γονείς μου κάμπινγκ στα Χανιά. Όταν φτάσαμε στην παραλία και ψάχναμε για καβάτζα, ακόμη μέσα στο αυτοκίνητο, άκουσα την αδερφή μου να λέει με έξαψη «Δε φοράει μαγιό!!!». Κόλλησε τη μούρη της στο τζάμι και το δάχτυλό της, συνέχισε να δείχνει προς την κατεύθυνση του γυμνού άνδρα. Έφηβη, άρχισε να χαζογελάει αμήχανα. «Μη δείχνεις», της είπε αυστηρά η μαμά. Η αγένεια τη μάρανε. Εγώ έμεινα άφωνη να κοιτάζω τον πεσμένο κώλο που πήγε να βρει ένα ζευγάρι πεσμένα στήθη. Την ίδια μέρα, είδα και τις τεράστιες ρώγες μιας φίλης της μαμάς. Καθόλου στήθος, μόνο ρώγες. Σκούπισα το σάλιο από το γόνατό μου και κοιμήθηκα για δεκατέσσερις ώρες συνεχόμενα.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.