Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ - Β. Χριστόπουλος

Page 1



Κ ΕΦΑΛΑΙΟ 1

15-3-2013

Α

πό τη ∆ευτέρα 4 Μάρτη του 2013 µέχρι και τη ∆ευτέρα 11 Μάρτη του 2013, για µια ολόκληρη βδοµάδα, από το πρωί βρισκόµουν καθισµένος στο γραφείο µου στο κεντρικό δωµάτιο των συντακτών της καθηµερινής εφηµερίδας Ηµερησία της Εσπερίας. Τα γραφεία της εφηµερίδας είναι ένα µεγάλο δωµάτιο διαστάσεων περίπου πέντε επί δέκα µέτρα όπου, κάπως στριµωγµένα, υπάρχουν δέκα θέσεις εργασίας. Από αυτές χρησιµοποιούνται οι οχτώ. Τόσοι είµαστε οι εργαζόµενοι, αν θεωρηθώ κι εγώ τέτοιος. Και οι δέκα θέσεις είναι πλήρως εξοπλισµένες µε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σίγουρα παλιότερης τεχνολογίας, συνδεδεµένοι πάντως µε γρήγορη γραµµή Ίντερνετ. Στους τοίχους υπάρχουν δέκα µεγάλες πινακίδες, µία για κάθε θέση, όπου ο δηµοσιογράφος αναρτά τις σηµειώσεις του ή αγαπηµένες του φωτογραφίες. Ακόµη, κάθε θέση διαθέτει ένα µικρό ράφι όπου διατηρεί το προσωπικό του αρχείο. Όπως κάθοµαι, ακριβώς µπροστά µου είναι ο λευκός τοίχος που τον στολίζει ένα τοπίο του Βαν Γκογκ. Είναι ένα σκούρο χρυσό σταροχώραφο µε µερικές ελιές και δυο κυπαρίσσια. Τα γραφεία µας συµπληρώνονται µε ένα ακόµη δωµάτιο. Είναι το γραφείο του εκδότη και διευθυντή. Αυτή είναι όλη κι όλη η κτιριακή υποδοµή της Ηµερησίας και αυτή η δηµοσιογραφική οµάδα της. Όλα µικρά, όπως µικρή είναι και η εφηµερίδα µας, που πουλάει δεν πουλάει 300 φύλλα την ηµέρα. Είναι ανεξάρτητη και αριστερών 17


αποχρώσεων και έχει καθιερώσει έναν πλουραλισµό στις απόψεις της. Η οικονοµική κρίση που από το 2009 έχει χτυπήσει την Ελλάδα και τα συνεχιζόµενα µέτρα των απανωτών Μνηµονίων των ετών 2010, 2011 και 2012 έπληξαν και τον Τύπο και πολλές τοπικές εφηµερίδες έκλεισαν. Οι διαφηµίσεις µειώθηκαν ή εξαφανίστηκαν και το κρατικό χρήµα, που κάποτε έρεε µε αφθονία, τώρα έχει στερέψει. Αλλά η Ηµερησία µας τα καταφέρνει και αντέχει. Το συµπέρασµά µου είναι, λοιπόν, ότι στηρίζεται περισσότερο στο κέφι και στην τσέπη του εκδότη της Πέτρου Χαϊκάλη και λιγότερο στις δηµοτικές και κρατικές διαφηµίσεις. Καθώς ξεφύλλιζα τα τοπικά φύλλα, εντύπωση µου προξένησε το πρωτοσέλιδο της Ηµερησίας, γεµάτο µε ειδησεογραφία και ρεπορτάζ για τους πρόσφυγες της πόλης. Μέχρις εκείνη την ηµέρα στα τελευταία δέκα χρόνια που την παρακολουθούσα, σχεδόν ανελλιπώς, η Ηµερησία ποτέ δεν είχε δώσει τέτοια έκταση στο ζήτηµα. Πάντα το περνούσε µε ένα απλό δίστηλο στις µέσα σελίδες, αφού, σύµφωνα µε την πάγια αντίληψη του εκδότη, για κάποιους όπως οι λαθροµετανάστες, όπως συνήθως τους αποκαλεί, το συµφέρον τους είναι να ζουν κατά το «λάθε βιώσας». Εκείνη την ηµέρα η εφηµερίδα, δεν ξέρω για ποιους λόγους, αναµετέδιδε άρθρο του ΑΠΕ και ρεπορτάζ άλλων πρακτορείων κάτω από τον γενικό τίτλο «Οι πρόσφυγες αυξάνουν γεωµετρικά», και µε υπότιτλο «Ο καταυλισµός της ντροπής, εστία εγκληµατικότητας». Ξαφνιάστηκα και ανησύχησα. «Eίναι άρθρο για µια αριστερών αποχρώσεων εφηµερίδα;» αναλογίστηκα. Άρχισα να διαβάζω ενώ αναρωτιόµουν ποιος είχε επιλέξει αυτήν τη συρραφή – ο ίδιος ο Χαϊκάλης ή κάποιος άλλος συντάκτης; Και µε ποιο σκοπό; Να γεµίσει µόνο τη σελίδα ή να εκφράσει κάποια νέα γραµµή της εφηµερίδας; Το κείµενο, ύστερα από µια συνοπτική ανα18


δροµή στο προσφυγικό ζήτηµα και µια σύντοµη περιγραφή του καταυλισµού, κατέληγε ως εξής: Μέσα στον Ιούνιο αναµένονται νέα µαζικά κύµατα λαθροµεταναστών να επιχειρήσουν να εισέλθουν στην Ελλάδα. Η µεγάλη πλειονότητα θα χρησιµοποιήσει τις χερσαίες διόδους (µέσω του ποταµού Έβρου και της Θράκης). Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων εκκαθάρισης των ναρκών η διέλευση έχει γίνει πιο ασφαλής αλλά και οικονοµική. Αλλά και κάποιοι θα ακολουθήσουν τους παραδοσιακούς θαλάσσιους δρόµους του Αιγαίου. Ένα ποσοστό απ’ αυτούς θα καταλήξει στη δυτική Ελλάδα. Είναι σίγουρο πως εδώ θα τους οδηγήσουν τα κυκλώµατα που τους εκµεταλλεύονται οικονοµικά και τους υπόσχονται ασφαλή και σίγουρη προώθηση στην Ιταλία. Γιατί οι πρόσφυγες έρχονται όχι για να µείνουν αλλά για να φύγουν παράνοµα για τη ∆ύση. Το ρεπορτάζ ενηµέρωνε ότι οι περίοικοι του καταυλισµού είχαν αποφασίσει για το βράδυ της Τρίτης 12 Μάρτη, συγκέντρωση έξω από την πύλη Νο 5 του λιµανιού. Μια Συντονιστική Επιτροπή κατοίκων µε ανακοίνωσή της καλούσε τους δηµοτικούς και νοµαρχιακούς άρχοντες και ολόκληρη την πόλη σε διαµαρτυρία. Ταυτόχρονα τα µέλη της Eπιτροπής δήλωναν αποφασισµένα για αγώνες προκειµένου να απαλλάξουν την πόλη από τον καταυλισµό αλλά και τους ενοίκους του, που έχουν καταλάβει όλους τους κοινόχρηστους χώρους, πλατείες και παιδικές χαρές, που εµποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία, που ενοχλούν τα παιδιά τους. Έµφαση έδιναν στους κινδύνους για τη δηµόσια υγεία και στην εγκληµατικότητα: οι πρόσφυγες, ως φορείς λοιµωδών κλπ. µεταδοτικών νόσων, είναι επικίνδυνοι και η περιοχή του καταυλισµού έχει µετατραπεί σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών και εµπορίας λευκής σαρκός. Η πρόσκληση ήταν σε πλαίσιο ανάµεσα στα κείµενα του άρθρου. Όταν εµφανίστηκε µπροστά µου ο Χαϊκάλης, στα χέρια του κρατούσε κάποια φύλλα τοπικών εφηµερίδων που τα πρωτοσέλιδά τους 19


ήταν αφιερωµένα στους πρόσφυγες και στον καταυλισµό. Καθώς µε πλησίασε, αντιλήφθηκα ότι µύριζε αλκοόλ. Ξαφνιάστηκα και αυθόρµητα κοίταξα το ρολόι µου να δω την ώρα: έντεκα και µισή. «Μα από τόσο νωρίς άρχισε να πίνει;» αναρωτήθηκα. ∆ίστασα αν έπρεπε να του πω κάτι, αν και δεν πρόλαβα να αποφασίσω. – Λαοκράτη, να, εδώ είναι η πρώτη σου δηµοσιογραφική αποστολή, µίλησε µε επίσηµο ύφος. – Τι πράγµα, αφεντικό; – Να καλύψεις την αυριανή συγκέντρωση. Οκτώ η ώρα το βράδυ. Επί τη ευκαιρία ετοίµασε και ένα ρεπορτάζ για τον καταυλισµό και τα προβλήµατα που δηµιουργεί. Το µυαλό µου πήγε στο άρθρο που µόλις είχα διαβάσει. – Πέτρο, δεν µπορώ να υιοθετήσω το πνεύµα του σηµερινού άρθρου, του δήλωσα αποφασιστικά. Χαµογέλασε και µου είπε: – Λαοκράτη, αυτά που διάβασες δεν εκφράζουν την επίσηµη γραµµή της εφηµερίδας µας. Είναι τα ρεπορτάζ των πρακτορείων. Είσαι ελεύθερος να γράψεις ό,τι νοµίζεις. Ζήτησε και στοιχεία από την κόρη σου την ακτιβίστρια. Η Ελένη, πράγµατι, είναι γνωστή στην πόλη για τη δράση της υπέρ των προσφύγων. Βγαίνει στα κανάλια και στα ραδιόφωνα και κάποτε ήταν και οµιλήτρια σε µια µεγάλη συγκέντρωση. – Μπορώ δηλαδή να το χειριστώ όπως θέλω; – Βεβαίως. Αρκεί να είναι πολύπλευρο. Να παρουσιάζει όλες τις πτυχές του προβλήµατος, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Καθώς τον κοιτούσα µε απορία, συµπλήρωσε: – ∆εν υπάρχουν µόνο οι πρόσφυγες, είναι και οι περίοικοι που έχουν πρόβληµα. Αν το αγνοήσουµε, εκτός του ότι δεν είναι δίκαιο, κινδυνεύουµε να αποµονωθούµε. – Αυτό δε σηµαίνει πως πάµε και µαζί τους, επέµεινα. – Όχι, δεν είπα αυτό. Αλλά πρέπει να παραδεχτούµε πως, όσο πιο µακριά από το πρόβληµα βρίσκεσαι, τόσο µεγαλύτερη συµπάθεια 20


δείχνεις. Να σκεφτούµε, λοιπόν, και αυτούς που έχουν τον καταυλισµό δίπλα τους. Με καταλαβαίνεις, νοµίζω. ∆εν του απάντησα κι αυτός συνέχισε: – Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να βρεθεί µια λύση και για τους πρόσφυγες και για τους περίοικους. Χωρίς να πάρει απάντηση, κούνησε αινιγµατικά το κεφάλι του. Έκανε στροφή και µε ασταθή βήµατα µπήκε στο γραφείο του. Τα τελευταία χρόνια οι πρόσφυγες έχουν, πράγµατι, εγκατασταθεί σ’ έναν αυτοσχέδιο καταυλισµό που βρίσκεται στα βόρεια της πόλης. Τον έστησαν µόνοι τους σε ένα δηµοτικό οικόπεδο δίπλα σε ένα χείµαρρο, το Γύφτικο ρέµα ή ρέµα του Γύφτου. Εκεί µε πρώτη ύλη νάιλον, ξύλα και λαµαρίνες από τα σκουπίδια της πόλης δηµιούργησαν το µικρό χωριό τους – πίσω από τις πυκνές καλαµιές του ρέµατος, που τους κρατούν αθέατους από τους απονήρευτους επισκέπτες του διπλανού εµπορικού κέντρου. Τον καταυλισµό δεν τον είχα επισκεφτεί ποτέ, αλλά από τα άπειρα πλάνα των δύο τηλεοπτικών καναλιών της πόλης που είχα δει ήταν σαν να τον γνώριζα καλά. Από την άλλη πλευρά του ρέµατος βρίσκεται το πολυτελές εµπορικό κέντρο Esperia Mare, µε το µεγάλο κατάστηµα παιχνιδιών Ciaobambini. Η περιοχή είναι πυκνοδοµηµένη, γεµάτη πολυτελείς πολυκατοικίες και εµπορικά καταστήµατα. Λίγο πριν φύγω, ο Χαϊκάλης µε φώναξε στο γραφείο του. Επάνω στο τραπέζι του είχε ένα µπουκάλι ουίσκι και ένα ποτήρι σχεδόν άδειο. Αυτή τη φορά δεν κρατήθηκα. – Πέτρο, πίνεις πολύ, σχολίασα. Με αγνόησε και µε άνεση µε ρώτησε: – Να σου βάλω ένα; – Όχι, ευχαριστώ. Τι µε θέλεις; – Να σου δώσω τη δηµοσιογραφική σου ταυτότητα. 21


– Κιόλας; – ∆εν είναι επίσηµη· αυτήν τη χορηγεί η Τοπική Ένωση Συντακτών. Αλλά όταν γράψεις µερικά άρθρα, ούτε αυτή θα σου χρειάζεται. Όλες οι πόρτες θα είναι ανοιχτές. Πολύ αισιόδοξο µου φάνηκε, αλλά δεν το σχολίασα. Ήταν µια µικρή πλαστικοποιηµένη ταυτότητα. Από τη µια πλευρά έγραφε «Καθηµερινή Πολιτική Εφηµερίδα: ΗΜΕΡΗΣΙΑ της ΕΣΠΕΡΙΑΣ», κι από την άλλη, δίπλα σε µια µικρή φωτογραφία που µου είχε ζητήσει την προηγουµένη, «Λαοκράτης Κούκης, δηµοσιογράφος». Καθώς την περιεργαζόµουν, ο Χαϊκάλης συνέχισε: – Πάρε και αυτές τις καρτ βιζίτ. Θα σου χρειαστούν, και ακούµπησε στο τραπέζι ένα πακετάκι µε καµιά πενηνταριά κάρτες µε το ίδιο περιεχόµενο και τα τηλέφωνα της εφηµερίδας. – Ευχαριστώ, αφεντικό. Aνέβαλα την αναχώρησή µου και επέστρεψα ανήσυχος στη θέση µου. Άναψα το τσιµπούκι µου, έβαλα λίγο ζεστό τσάι από την τσαγέρα, που όπως και η καφετιέρα είναι πάντα γεµάτες στη µικρή µας κουζίνα, και φόρεσα τα γυαλιά µου. Το βλέµµα µου κατευθύνθηκε στο τοπίο του Βαν Γκογκ. Τα δυο κυπαρίσσια είναι τοποθετηµένα στα δεξιά, στο άγονο κοµµάτι του χωραφιού, όπως δείχνουν οι µικροί βράχοι που τα περιβάλλουν. Οι µικρές ελιές που βρίσκονται στα αριστερά του πίνακα, είναι µια συστάδα από τρία ή τέσσερα δέντρα και αποτελούν µια συµπαγή ενότητα. Μπροστά από τα δέντρα, σε πρώτο πλάνο, εκτείνονται τα στάχυα. Τα δέντρα στροβιλίζονται σαν να χτυπιούνται από έναν άγριο άνεµο και τα στάχυα πάλλονται ανήσυχα, όπως και ο γεµάτος άστατα σύννεφα ουρανός. Μια παλλόµενη φύση, που, αν και µου έµοιαζε τόσο οικεία, από την πρώτη στιγµή που εγκαταστάθηκα στην εφηµερίδα µού είχε προκαλέσει µιαν ανησυχία. Για να είµαι ειλικρινής, αυτές τις σκέψεις τις κάνω τώρα µετά και την επίδραση των κατοπινών γεγονότων της επόµενης µέρας. Αλλά και εκείνη τη στιγµή, θυµάµαι, αισθάνθηκα µια ανεξήγητη τα22


ραχή. Χαµένος µέσα στην κίνηση της εικόνας θυµήθηκα κάποια ελάχιστα νεανικά διαβάσµατα για τον ζωγράφο: η τέχνη του δεν µπόρεσε να ησυχάσει την ταραγµένη του ψυχή, αλλά ούτε και να τον κρατήσει στη ζωή. Ακολούθως ησύχασα και χαµογέλασα ευχαριστηµένος. Ήµουν σίγουρος πως, σε αντίθεση µε τον µεγάλο ζωγράφο, η δηµοσιογραφία θα έδινε νόηµα στη δική µου ταπεινή ζωή. Άλλωστε από τα χρόνια της σκληρής βιοπάλης, τότε που γυρνούσα σε µακρινά εργοτάξια, µια τέτοια ζωή αποζητούσα και, κάθε φορά που την ονειρευόµουν, γινόµουν ακόµη πιο σίγουρος πως µόνο µια τέτοια ζωή είχε νόηµα για µένα. Σε αυτή την κατάσταση της µακράς αποχής από κάθε κοινωνική δραστηριότητα, και συνειδητά δε λέω σε αυτή την απόφαση, µε είχε οδηγήσει η φύση της δουλειάς µου: εµπειρικός τοπογράφος σε διάφορα τεχνικά γραφεία και στη συνέχεια στη Μηχανοτεχνική. Παρά το ότι είχα µια µικρή συµµετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα µέσα από την οργάνωση Άλφα ∆έλτα, όπως τη λέγαµε µεταξύ µας, που επισφραγίστηκε το 1973 µε µια καταδίκη στρατοδικείου, ποινή µε αναστολή βέβαια, η επαγγελµατική µου αποκατάσταση στάθηκε δύσκολη. ∆εν κατάφερα, ίσως και δεν επεδίωξα, να εξαργυρώσω τις µικρές αντιδικτατορικές µου περγαµηνές µε µια θέση, έστω, στο ∆ηµόσιο. Μου έλειψαν σίγουρα και οι σπουδές σε µια καλή τεχνική σχολή. Έτσι, όταν πέντε χρόνια µετά τη Μεταπολίτευση και συγκεκριµένα το 1979 προσλήφθηκα τοπογράφος στη Μηχανοτεχνική, µια τεχνική εταιρία δηµοσίων έργων, θεώρησα ότι ήταν ό,τι καλύτερο µπορούσα να πετύχω. Όλα αυτά τα χρόνια έβλεπα το σπίτι µου µόνο Σαββατοκύριακα, αλλά κατάφερα να φροντίσω µε αξιοπρέπεια την οικογένεια που λίγο αργότερα δηµιούργησα. Αν κατάφερα να αντεπεξέλθω σε αυτή την εσωτερική πίεση, ήταν γιατί αυτή τη µακρά περίοδο αποχής την είδα σαν ένα διάλειµµα. Ναι, σαν ένα µακρύ και υποχρεωτικό διάλειµµα. Και όλα αυτά τα χρόνια έζησα µε το όνειρο, όταν µε το καλό µεγαλώσουν τα παιδιά 23


και πάρω σύνταξη, να µπορέσω πάλι να δραστηριοποιηθώ, ώστε να τελειώσω τη ζωή µου όπως ακριβώς την ξεκίνησα: δραστήριος πολιτικά και κοινωνικά – και ας είχε ξεθωριάσει λίγο το όραµα ενός δικαιότερου κόσµου. Όταν, λοιπόν, µια µέρα συνάντησα τον παλιό µου φίλο και σύντροφο Πέτρο Χαϊκάλη, εκδότη της καθηµερινής εφηµερίδας Ηµερησία της Εσπερίας, πήγαµε να πιούµε έναν καφέ και τον ενηµέρωσα: – Πέτρο, είµαι πια συνταξιούχος και αναζητώ τη διάδοχη κατάσταση. Περίµενα µε αγωνία την πρότασή του και ο παλιός σύντροφος την έκανε αµέσως. – Ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στις ρίζες σου, είπε γελώντας. – Με χρειάζεσαι; ρώτησα κρύβοντας τη συγκίνησή µου. – Βεβαίως σε χρειάζοµαι, αλλά δυστυχώς δεν µπορώ να σε πληρώνω, είπε απολογητικά. – Αν µπορείς στην εφηµερίδα σου να µου εξασφαλίσεις ένα γραφείο µε υπολογιστή, δε θέλω τίποτε άλλο. – Βεβαίως. Υπολογιστής µε γρήγορο Ίντερνετ και πλήρης ελευθερία κινήσεων. ∆ε δίστασα καθόλου και αµέσως, όπως λέει και το παλιό µικρασιατικό τσιφτετέλι: Σάλα, σάλα, µες στη σάλα Τα µιλήσαµε, τα συµφωνήσαµε... Ο Πέτρος Χαϊκάλης είναι ένας συναγωνιστής από την εποχή της νεολαίας της Ε∆Α και των Λαµπράκηδων. Στα χρόνια της Χούντας η αντιδικτατορική οργάνωση που φτιάξαµε, η Αντιδικτατορική ∆ράση ή Άλφα ∆έλτα, µας έφερε ακόµη πιο κοντά. Η Άλφα ∆έλτα ήταν µια ολιγοµελής οργάνωση. Εκτός από τον Χαϊκάλη κι εµένα συµµετείχαν άλλοι εφτά άντρες και µια γυναίκα, η Κλεονίκη Χέλµη. Ήταν η µία 24


και µοναδική γυναίκα της οργάνωσης και το µικρότερο σε ηλικία µέλος – σύνολο δέκα άτοµα. Η Άλφα ∆έλτα δεν έζησε πολύ και γρήγορα κατέληξε σε φιάσκο: σύλληψη όλων των µελών, ολιγόµηνη προφυλάκιση και µετά δίκη στο στρατοδικείο της Τρίπολης και καταδίκες, ευτυχώς, µε αναστολή. Αυτή η περιπέτεια, τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω, παρά τα σκοτεινά της σηµεία, µας έδεσε µε δεσµούς ακατάλυτους. Αν και, για να είµαι ειλικρινής, χωρίς ουδέποτε να το συζητήσουµε, αισθανόµουν ότι κάτι βάραινε πάνω µας. Ποτέ δεν προβάλαµε ή δεν επιδιώξαµε να προβάλουµε ή, πολύ περισσότερο, να εξαργυρώσουµε αυτή την περιπέτεια της νεότητάς µας. Τη θεωρούµε όλοι µας σηµαντική, έτσι θέλω να πιστεύω, αλλά πιθανόν για τους ίδιους σκοτεινούς λόγους ουδέποτε µιλήσαµε δηµόσια, ούτε εγώ ούτε ο Χαϊκάλης ούτε κανείς άλλος. Ακόµη κι όταν ένας τοπικός ερευνητής έγραψε µια µελέτη µε θέµα τις αντιδικτατορικές οργανώσεις της Εσπερίας, όπου και ανέφερε την οργάνωσή µας, τα ονόµατά µας και τη δράση µας, ούτε εγώ ούτε ο Χαϊκάλης παραβρεθήκαµε στην παρουσίαση του βιβλίου. Σήµερα ο Χαϊκάλης είναι γεροντοπαλίκαρο και κλασικός µπον βιβέρ. Πότης και καλοφαγάς κι έµπειρος δηµοσιογράφος, που θέλω να πιστεύω πως διατηρεί τις νεανικές του ιδέες. Σε στιγµές οικειότητας και φιλίας τον αποκαλώ «αφεντικό». Θέλω να του υπενθυµίζω πως είµαι άµισθος και δεν πρέπει να έχει µεγάλες προσδοκίες από τη δηµοσιογραφία µου. Η Κυριακή 3 Μαρτίου του 2013 αποκαλείται κατά την εκκλησία Κυριακή του Ασώτου. Ε, λοιπόν, η γυναίκα µου, που είναι θρήσκα και κάθε Κυριακή και γιορτή εκκλησιάζεται, ολόκληρη τη µέρα µε αντιµετώπιζε σαν τον Άσωτο της οικογένειας. – Ελπίζω να σε φωτίσει η µέρα και να συνέλθεις. – Τι έχει η µέρα; ρώτησα πριν καταλάβω τι ακριβώς εννοεί. – Κυριακή του Ασώτου, απάντησε ξερά. – Με θεωρείς λοιπόν Άσωτο; 25


– Παρά την ηλικία σου, είσαι. Αν και εξήντα οχτώ χρονών, συµπεριφέρεσαι σαν ανώριµο παιδαρέλι. – Ύστερα από σαράντα χρόνια σκληρής δουλειάς, που τίποτα δεν έλειψε στην οικογένεια, που τα παιδιά σπουδάσανε, που έκανα ό,τι καλύτερο µπορούσα αφήνοντας κατά µέρος τις δικές µου ανάγκες, µπορείς τώρα να µε αφήσεις ήσυχο να κάνω, επιτέλους, το κέφι µου; – Αυτό το κέφι και αυτές οι ιδέες είναι που κατάστρεψαν τον πατέρα σου και τώρα θα καταστρέψουν κι εσένα, απάντησε µε κακία. – Τι να καταστρέψουν από µένα; Έφτασα τα εξήντα οχτώ, τα έφαγα τα ψωµιά µου, προσπάθησα να αστειευτώ. – Λαοκράτη, έχεις τη λόξα του πατέρα σου. Το είχα συζητήσει και µε τη µάνα σου και συµφωνούσε. Αφήνεις το σπίτι σου και την οικογένειά σου για να τριγυρνάς από δω κι από κει. Το από δω κι από κει κατάλαβα πως ήταν η εφηµερίδα, αλλά δεν ήθελα να θυµώσω παραµονή της ηµέρας που την περίµενα µια ζωή. – Προτιµάς να πηγαίνω στο καφενείο και στα ουζερί; προσπάθησα να αστειευτώ. – Να µου το θυµηθείς, η µέρα αυτή θα είναι η αποφράδα σου. Και κατέληξε µε το αγαπηµένο της ρητό: Στη στιγµή της απελπισίας σου θα απευθυνθείς στον Κύριο εκλιπαρώντας: εκ του βορβόρου των έργων µου ρύσαι µε, Κύριε. Ανέφερα το οικογενειακό αυτό στιγµιότυπο για να δείξω πως η απόφασή µου δε στάθηκε µια εύκολη απόφαση. Γι’ αυτό και καθυστέρησα τόσο πολύ περιµένοντας µέχρι τα εξήντα οχτώ µου. Αν και είχα συνταξιοδοτηθεί από το 2008, στα εξήντα τρία µου, µέχρι και πριν από λίγες µέρες εξακολουθούσα να δουλεύω στη Μηχανοτεχνική, σε δουλειά γραφείου. Όταν το 2010 αποφάσισα να σταµατήσω επιτέλους τη δουλειά και να περιοριστώ στη σύνταξή µου, ξέσπασε η κρίση, η Ελλάδα χρεοκόπησε και κατέφυγε στο ∆ΝΤ. Η κυρα-Ρήνη, µε αφορµή την οικονοµική κρίση και τις µειώσεις της σύνταξης, απέκτησε ένα πλούσιο οπλοστάσιο: τα δυο παιδιά µας που, κατά τη γνώ26


µη της, δεν είχαν επαγγελµατικά αποκατασταθεί, τις απολύσεις που είχαν πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας, την ανεργία που θα άγγιζε το 20%, και άλλα. Με όλα αυτά µε έπεισε, µε υποχρέωσε θα ήταν το σωστό, να συνεχίσω να εργάζοµαι εξασφαλίζοντας µια δεύτερη σύνταξη, που άλλοτε διαθέταµε στα παιδιά και άλλοτε αποταµιεύαµε για κάθε ενδεχόµενο. Μάλιστα, υπήρχε και ένα ακόµη κίνητρο: η εταιρία είχε προσλάβει τη γυναίκα µου ως καθαρίστρια, να κολλήσει κάποια ένσηµα, και στη θέση της δούλευα εγώ. Έτσι είχε ένα λόγο παραπάνω να γκρινιάζει όταν αποφάσισα να αφήσω τη δουλειά και «να χάνω άσκοπα το χρόνο µου». Ακόµη και τώρα, σχεδόν δυο βδοµάδες µετά, επιµένει πως πρέπει να γυρίσω στην εταιρία. Και πως στις δύσκολες οικονοµικές συνθήκες, εφόσον ακόµη αντέχω, οφείλω µέχρι την τελευταία µου πνοή, πέραν της σύνταξης, να ενισχύω τα εισοδήµατα της ευρείας οικογένειας. ∆ηλαδή της οικογένειας που αποτελούµε εµείς οι δυο και των δύο επιπλέον «οικογενειών» των παιδιών µας: της κόρη µας Ελένης, που είναι τριάντα δύο ετών και συζεί µε τον Γρηγόρη της, και του γιου µας Θανάση, που είναι είκοσι εννιά και συζεί µε την Πέγκυ του. Και τα δυο παιδιά µας δουλεύουν. Η Ελένη, σπουδαγµένη φιλόλογος του πανεπιστηµίου, δουλεύει σε ιδιωτικό γυµνάσιο. Ο γιος ασχολείται µε αντιπροσωπείες και πάει καλά. Θα µπορούσαµε να πούµε πως επαγγελµατικά είναι αποκατεστηµένα και έχουν οργανώσει τα δικά τους νοικοκυριά. Κατά τη γυναίκα µου, όµως, στις µέρες που ζούµε, κανείς δεν µπορεί να είναι σίγουρος πως τα παιδιά του αποκαταστάθηκαν ή έστω τακτοποιήθηκαν επαγγελµατικά. Γιατί ποτέ δεν είναι σίγουρος πότε η ανεργία θα χτυπήσει την πόρτα τους. Εξάλλου, στήνοντας τα νοικοκυριά τους έχουν ανάγκες και χρειάζονται βοήθεια – και πριν απ’ όλα από ένα σπίτι που οφείλουµε να τα βοηθήσουµε να το αποκτήσουν. Όταν της λέω τις αντιρρήσεις µου, ότι τα παιδιά δηµιούργησαν πια δικές τους οικογένειες, η απάντησή της είναι πως «όλοι µια οικογένεια είµαστε και θα συνεχίσουµε να είµαστε όσοι κι αν γίνουµε». 27


Ίσως από τη σκοπιά της έχει κάποιο δίκιο, αφού αυτή κάθε µέρα συνεχίζει να µαγειρεύει ανελλιπώς για έξι. Γιατί κάθε µέρα πιστεύει πως µπορεί να ’ρθουν για φαγητό. Αν εξαιρέσω τον γιο µας, που έχει ρίξει µαύρη πέτρα πίσω του, η Ελένη κάποιες ελάχιστες φορές έρχεται, αν και πάντα παράωρα. Έτσι, συνήθως, κάνω διανοµή σε τάπερ, γιατί δυστυχώς µένουν σχετικά κοντά µας. Κάποιες φορές, όταν τα παιδιά λείπουν, προσφέρουµε το φαγητό στην οικογένεια µιας φίλης Αλβανίδας, της κυρα-Bιολέτας, που είναι καθαρίστρια και άνθρωπος του σπιτιού µας. Με τον άντρα της και τον γιο της Αντωνάκη µένουν ακριβώς δίπλα µας. Kαµιά φορά ταΐζουµε και τις γάτες της γειτονιάς. Στην πρώτη µου δηµοσιογραφική αποστολή υπήρξα µάρτυρας µιας άγριας βίας που ασκήθηκε σε βάρος τριών διερχόµενων προσφύγων από µια οµάδα εξαγριωµένων που συµµετείχαν στη συγκέντρωση. H συµπλοκή γενικεύτηκε µε τη συµµετοχή και µιας µικρής οµάδας αλληλέγγυων στην οποία συµµετείχε και η κόρη µου. Tελικά οι τρεις πρόσφυγες διακοµίστηκαν στο νοσοκοµείο. Aνάµεσα στους τρεις ήταν και ένας γνωστός µου νεαρός πρόσφυγας: ο Μουράτ Σάαντ, ένας δεκαπεντάχρονος Αφγανός που ζει στην Εσπερία σχεδόν δύο χρόνια µόνος του. Τα άλλα µέλη της οικογένειάς του κατάφεραν και πέρασαν στην Ιταλία. Παρά τις πολλές και ριψοκίνδυνες προσπάθειές του δεν έχει κατορθώσει να φύγει. Μια φορά η Ελένη τον είχε φέρει σπίτι για φαγητό. Αν και το πρώτο µου άρθρο ήταν ένα απλό ρεπορτάζ για τα αιτήµατα των 150 περίπου συγκεντρωµένων και τα γεγονότα που συνόδευσαν τη συγκέντρωση, είχε τα προβλήµατά του. Ο Χαϊκάλης µε συµβούλευσε να µη δώσω έκταση στο γεγονός της βίας, και να το θεωρήσω µεµονωµένο, γιατί διαφορετικά θα αποβεί σε βάρος των προσφύγων. Η κόρη µου, από την άλλη, ζητούσε να κάνω µια καταγγελία, θεωρώντας ότι το συµβάν εγκαινιάζει µια νέα στάση της πόλης και ότι ηθικός αυτουργός αυτής της στάσης είναι η ίδια η δηµοτική Aρχή που εκπρόσωπός της συµµετείχε στη συγκέντρωση. 28


Παρά τις «πιέσεις» που µου ασκήθηκαν και τον συνοπτικό χαρακτήρα του άρθρου µου, όταν το πρωί της Tετάρτης το είδα δηµοσιευµένο, αισθάνθηκα µια βαθιά ικανοποίηση. Ταυτόχρονα σκεφτόµουν ότι πολύ νωρίς είχα βρει το θέµα που θα υπηρετούσα δηµοσιογραφικά. Ήταν ένα θέµα που η Αριστερά είχε θέσει ψηλά στην πολιτική της ατζέντα στα πλαίσια της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωµάτων. Μάλιστα, µετά τη χρεοκοπία και το ∆ΝΤ είχε πάρει τολµηρές πρωτοβουλίες, όπως η απεργία πείνας των τριακοσίων τον Φλεβάρη-Μάρτη του 2011 στην Αθήνα, που συγκλόνισε όχι µόνο την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη. Από την άλλη, οι εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική και τα νέα κύµατα προσφύγων έδειχναν πως η προσφυγιά και οι µεταναστεύσεις ήταν ένα κοινωνικό φαινόµενο, όπως το διατύπωνε η κόρη µου, σε εξέλιξη και µε απροσδιόριστο ορίζοντα. Να, λοιπόν, µια καλή ευκαιρία να κρατήσω αυτό το θέµα στη µικρή εφηµερίδα µας και µέσω αυτού να επανασυνδεθώ µε την Αριστερά, από την οποία είχα ξεκόψει. Ταυτόχρονα θα ήταν µια καλή ευκαιρία να πλησιάσω περισσότερο την κόρη µου: να µε βοηθά ώστε να καλύπτω µε επάρκεια το θέµα, αλλά και να βοηθώ όσο µπορώ το έργο της τοπικής Κίνησης. Σκόπευα, µάλιστα, να καταγράψω και αναλυτικά την πρώτη µου αποστολή, τα δηµοσιογραφικά µου προβλήµατα, αλλά και να αναφέρω τα βασικά στοιχεία του άρθρου µου. Τα τραγικά γεγονότα, όµως, που ακολούθησαν την ίδια µέρα δε µου το επέτρεψαν. Μάλιστα, τα γεγονότα αυτά µε την προτροπή του Χαϊκάλη µε οδήγησαν, τελικά, σε άλλους, εντελώς διαφορετικούς, δηµοσιογραφικούς δρόµους. Το απόγευµα της Tετάρτης 13 του Μάρτη στις έξι η ώρα το µεγάλο υπόγειο κατάστηµα παιχνιδιών Ciaobambini, που βρίσκεται στο εµπορικό κέντρο Esperia Mare, τυλίχτηκε στις φλόγες. Μόλις τρεις µέρες πριν από την Κυριακή της Τυρινής, τη µεγάλη Αποκριά. Το εµπορικό κέντρο, όπως έχω ήδη σηµειώσει, βρίσκεται στη βόρεια παραλιακή ζώνη της πόλης, απέναντι από τον καταυλισµό των προ29


σφύγων. Τους χωρίζει το Γύφτικο ρέµα, ή πιο σωστά ένα φράγµα από πυκνές καλαµιές. Αµέσως τα κανάλια και τα ραδιόφωνα έτρεξαν επιτόπου και άρχισαν να µεταδίδουν εικόνες, πληροφορίες και εικασίες. Προς το βράδυ φούντωσαν οι συζητήσεις. Το πρώτο θέµα που συζητήθηκε ήταν γύρω από τους νεκρούς και τους τραυµατίες ο αριθµός των οποίων µέχρι αργά το βράδυ δεν είχε εξακριβωθεί. Το δεύτερο µεγάλο θέµα συζήτησης ήταν γύρω από το πώς ξεκίνησε η φωτιά. Eξετάστηκαν πολλά εναλλακτικά σενάρια. Το πιο ισχυρό ήταν πως επρόκειτο για εµπρησµό, ήταν δηλαδή µια πράξη εκδίκησης τρίτων. Το άλλο, και πιο αδύναµο, που αναφέρθηκε ήταν πως επρόκειτο για αυτοανάφλεξη, δηλαδή ατύχηµα. Ένα τρίτο που κάποιοι τολµηροί ξεστόµισαν, όχι χωρίς φόβο, αλλά εντελώς θεωρητικά, ήταν πως από τους ειδικούς θα εξεταζόταν και η πιθανότητα να ευθύνεται η ίδια η εταιρία προκειµένου να εισπράξει τα ασφάλιστρα. Από πού ξεκίνησαν οι φλόγες, πάλι κανείς δεν ήταν σε θέση να µιλήσει µε βεβαιότητα. Μέσα στον πανικό που επικράτησε άλλοι ισχυρίζονταν πως ξεκίνησαν από το µηχανοστάσιο του ανελκυστήρα και άλλοι µιλούσαν για τις παρακείµενες τουαλέτες. Επειδή δίπλα στις τουαλέτες υπάρχει ο κεντρικός πίνακας της ηλεκτρικής εγκατάστασης, είναι πιθανό η ανάφλεξη να ξεκίνησε από τον ηλεκτρικό πίνακα και να νόµισαν ότι προήλθε από τις τουαλέτες. Γενικά, σε αυτό το θέµα οι περιγραφές που ακούστηκαν ήταν από απλώς ευφάνταστες έως και στα όρια της επιστηµονικής φαντασίας. Το γεγονός στο οποίο όλοι συµφωνούσαν και που υπερτόνιζαν είναι πως η εξάπλωση της πυρκαγιάς υπήρξε ταχύτατη. Γεγονός είναι πως η φωτιά διευκολύνθηκε αφάνταστα από τα εύφλεκτα υλικά των παιδικών παιχνιδιών, δηλαδή τα πάσης φύσεως πλαστικά, χαρτικά και υφάσµατα. Σύµφωνα µε τις περιγραφές, πιο γρήγορα και από τη φωτιά επεκτάθηκε ο µαύρος και πυκνός καπνός που απλώθηκε από το σηµείο εκδήλωσης προς το κεντρικό κλιµακοστάσιο σαν ωστικό κύµα, όπως ανέφεραν κάποιοι. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά κατέκλυσε 30


το κλιµακοστάσιο, ανυψώθηκε σαν µανιτάρι και άρχισε να καλύπτει το χώρο του ισογείου, συµπλήρωσαν κάποιοι άλλοι. Στο υπόγειο κατάστηµα υπήρχαν περίπου ογδόντα άτοµα, µητέρες µε µικρά παιδιά και πέντε νεαρές κοπέλες υπάλληλοι. Μετά το πρώτο ξάφνιασµα ο χώρος γέµισε ουρλιαχτά. Πόρτες εξόδου δεν υπήρχαν ή κανείς από τους εργαζόµενους δε γνώριζε να τις δείξει. Μέσα σε πανικό και µε κραυγές απόγνωσης όλοι ξεχύθηκαν προς το κεντρικό κλιµακοστάσιο. Το πρώτο κύµα έφτασε εκεί την ώρα που το κατέκλυζε ο µαύρος καπνός. Όρµησαν στις σκάλες µέσα σε ένα πυκνό µαύρο σύννεφο. Άλλοι λένε πως εκείνη τη στιγµή έσβησαν τα φώτα και το κτίριο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μέσα σε κραυγές απελπισίας, βηξίµατα από την πνιγηρή ατµόσφαιρα και ουρλιαχτά απόγνωσης άρχισαν να ανεβαίνουν τη σκάλα. Κι εκεί στη σκάλα κάποιοι έπεσαν. Οι άλλοι, χωρίς να το καταλάβουν, όπως συνήθως γίνεται, τους ποδοπάτησαν. Μια νεαρή µητέρα, η Γιαννούλα Τσούκαλη, µε τον οκτάχρονο γιο της Νίκο έχασαν τη ζωή τους. Οι υπάλληλοι αιφνιδιάστηκαν και εντελώς απροετοίµαστοι για τέτοιες καταστάσεις στάθηκαν ανίκανοι να προσφέρουν κάποια βοήθεια στους πελάτες ή µε τα χειροκίνητα πυροσβεστικά µέσα να εµποδίσουν την ταχύτητη µετάδοση της φωτιάς. Έτσι µπλέχτηκαν µε τους υπόλοιπους, είχαν την ίδια ακριβώς συµπεριφορά, αλλά και την ίδια τύχη. Κοίταξαν κι αυτοί πώς να φτάσουν στην κεντρική σκάλα. Μια νεαρή δεκαεξάχρονη υπάλληλος, η Λένα Καλαϊντζίδη, ποδοπατήθηκε και έχασε τη ζωή της. Τελικά η τραγωδία παίχτηκε εκεί, στο κεντρικό κλιµακοστάσιο που συνδέει τον υπόγειο χώρο µε το κεντρικό ισόγειο κατάστηµα. Την επόµενη µέρα οι τοπικές εφηµερίδες ήταν γεµάτες µε τις πανικόβλητες περιγραφές των αυτοπτών µαρτύρων, τις κραυγές και τις κατάρες τους. Ζωντάνευαν µε τα µελανότερα χρώµατα τις φριχτές στιγµές που έζησαν δεκάδες µικρά παιδιά µε τους γονείς τους. Τον τρόµο που βίωσαν, τα εγκαύµατα που κάλυψαν το σώµα τους και τα τραύµατα που χαράχτηκαν στις ψυχές τους. 31


Μελέτησα προσεκτικά τα ρεπορτάζ των εφηµερίδων και µε τις τεχνικές γνώσεις που έχω από τη Μηχανοτεχνική αβίαστα οδηγήθηκα στο συµπέρασµα πως κανένα µέτρο ενεργητικής πυροπροστασίας δεν πρέπει να λειτούργησε. Ούτε οι ανιχνευτές φωτιάς ήχησαν, ούτε τα sprinkler της οροφής δούλεψαν να ρίξουν νερό για να αναστείλουν τη δράση της φωτιάς. «Γιατί δε λειτούργησαν;» αναρωτήθηκα, θεωρώντας βέβαιο πως ένα σύγχρονο εµπορικό κατάστηµα θα ήταν οπωσδήποτε εφοδιασµένο µε τέτοια συστήµατα. Ούτε βέβαια οι εντοιχισµένοι πυροσβεστικοί κρουνοί ή οι πυροσβεστήρες χειρός λειτούργησαν. Έµειναν καθηλωµένοι στις φωλιές τους. Κανείς δεν τους χρησιµοποίησε είτε γιατί οι υπάλληλοι πανικοβλήθηκαν είτε γιατί κανείς δεν είχε εκπαιδευτεί ή προετοιµαστεί να τους θέσει σε λειτουργία. Και από παθητική πυροπροστασία; Να ήταν όλος ο υπόγειος χώρος ενιαίος, χωρίς πυράντοχες στήλες, όπως το κλιµακοστάσιο ή κάποια πυροδιαµερίσµατα, και το χειρότερο χωρίς εξόδους κινδύνου; Μου φαινόταν απίθανο και κατέληξα στο συµπέρασµα πως µάλλον το µοντέλο του µελετητή πρέπει να αστόχησε και να µη λειτούργησε. Η φωτιά επεκτάθηκε σε ολόκληρο το εµπορικό κέντρο, το οποίο µπορεί να µην καταστράφηκε ολοσχερώς, αλλά τώρα πια θυµίζει βοµβαρδισµένη πόλη. Μέχρι να καταφθάσει η Πυροσβεστική, το κακό είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Το Esperia Mare ανέστειλε τη λειτουργία του και πενήντα εργαζόµενοι βρέθηκαν στο δρόµο. Πολλά ρεπορτάζ των εφηµερίδων επικεντρώθηκαν στο εξής θέµα: στην περίπτωση που πρόκειται για εµπρησµό, ποιος µπορεί να τον προκάλεσε; Κάποιοι µιλούσαν σαν να είχαν ήδη ανακαλύψει τους εµπρηστές. Κάνοντας πρόχειρα αστυνοµικά ρεπορτάζ, κάτι έρευνες του ποδαριού και µε βάση του «ποιος έχει κίνητρο;», στάθηκαν πρώτα στους Αλβανούς. Πολλοί δούλευαν εκεί περιστασιακά. Ισχυρίζονταν λοιπόν πως κάποιοι, όπως το οµολόγησαν και οι ίδιοι κατά τους συντάκτες, δεν πληρώθηκαν όσα είχαν συµφωνήσει ή απολύθηκαν 32


αυθαίρετα. Με βάση, λοιπόν, τη θεωρία του κινήτρου, κάποιος απ’ αυτούς θέλησε να εκδικηθεί. Κάποιοι άλλοι ανέφεραν τους επτακόσιους πρόσφυγες ή λαθροµετανάστες, όπως τους αποκαλούσαν, του παρακείµενου αυτοσχέδιου καταυλισµού. Είναι γεγονός πως οι υπεύθυνοι του Ciaobambini συµπαραστέκονταν στο κίνηµα κατά του καταυλισµού ζητώντας και οι ίδιοι την άµεση κατεδάφισή του. Ταυτόχρονα η θυγατρική µεταφορική εταιρία της Ciaobambini, η Ciaotrans, που τα φορτηγά της πηγαίνουν στην Ιταλία µεταφέροντας εµπορεύµατα του καταστήµατος, είχε πρόβληµα µε τους λαθροµετανάστες, που πολλές φορές είχαν πιαστεί να έχουν κρυφτεί στα φορτηγά της. Πριν από µια βδοµάδα µάλιστα ένας οδηγός φορτηγού της Ciaotrans που κατάλαβε ότι κάποιοι είχαν χωθεί ανάµεσα σε κιβώτια µε ρούχα και παιχνίδια κάλεσε την Aστυνοµία και πέντε πρόσφυγες συνελήφθησαν παρουσία καµερών. Το στιγµιότυπο προβαλλόταν σχεδόν σε καθηµερινή βάση ολόκληρη την προηγούµενη βδοµάδα από τα δυο τοπικά κανάλια. Αυτοί οι δυο λόγοι, το αίτηµα της κατεδάφισης του καταυλισµού και οι συχνές καταγγελίες για τις εφόδους των λαθροµεταναστών µέσα στα φορτηγά, αποτελούν τα κύρια επιχειρήµατα αυτών που ισχυρίζονται ότι υπεύθυνοι του εµπρησµού-τραγωδίας πρέπει να είναι κάποιοι από τους ένοικους του καταυλισµού. Το άλλο θέµα που συζητιέται είναι το περίφηµο καρναβάλι της Εσπερίας. Πολλοί θρησκευόµενοι και ιερωµένοι, µεταξύ των οποίων ο µητροπολίτης Ιερόθεος και ο πρωτοσύγκελος της Επισκοπής Ιγνάτιος, στην τραγωδία του Ciaobambini βλέπουν µια θεία προειδοποίηση: τα σηµάδια του Θεού για τις ελευθεριάζουσες, τις αχαλίνωτες καρναβαλικές εκδηλώσεις που διαφθείρουν τη νεολαία, που την εθίζουν στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και στο πρόωρο σεξ. «Ο Θεός µάς προειδοποίησε. Σταµατήσετε αυτό το ειδωλολατρικό έθιµο, αυτές τις σύγχρονες παγανιστικές εκδηλώσεις της διαφθοράς. Κι αν αδιαφο33


ρείτε για τους εαυτούς σας, ενδιαφερθείτε για τα παιδιά σας», είναι το µόνιµο µότο τους. Πολλοί απλοί άνθρωποι και εκπρόσωποι κάποιων οργανώσεων ζητούν τη µαταίωσή του, από σεβασµό στους τρεις νεκρούς, για συµπαράσταση στους δεκάδες τραυµατισµένους και στους πενήντα άνεργους. Να µεταφερθεί χρονικά, λένε κάποιοι άλλοι, ή να µαταιωθεί ούτε λόγος, αφού την ηµεροµηνία διεξαγωγής του δεν την αποφασίζει ο ∆ήµος αλλά το Γρηγοριανό ηµερολόγιο. Οι απόψεις των µη θρησκευόµενων διίστανται. Οι επικεφαλής της πόλης, αν και εµφανίζονται συντετριµµένοι από το χαµό των τριών συµπολιτών µας, δηλώνουν πως «η ζωή συνεχίζεται». Μάλιστα, ο ∆ήµαρχος, µε πρόφαση την ανάγκη των ανθρώπων να ξεχάσουν και να ξεδώσουν, ούτε που το συζήτησε. «Ο κόσµος πρέπει να ξεχάσει και να ξεσκάσει», είπε επιγραµµατικά. Κάποιοι πιο ειλικρινείς, εκπρόσωποι των εµπόρων και των ξενοδόχων, µίλησαν για την οικονοµική ανάσα που περιµένει η πόλη το τελευταίο τριήµερο της Αποκριάς. Όπως κάθε χρόνο, ιδιαίτερα τα τελευταία τρία που η Ελλάδα κατέφυγε στο ∆ΝΤ, οι Αποκριές δίνουν στον εµπορικό κόσµο µια τριήµερη ανάσα. Και το θέµα που άνοιξε δείχνει πώς ακριβώς θα κλείσει. Το συνόψισε ο ίδιος ο ∆ήµαρχος: «Από τη µια η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, η Πυροσβεστική και η Aστυνοµία διενεργούν έρευνες ώστε οι υπεύθυνοι, αν υπάρχουν, να τιµωρηθούν. Και από την άλλη, η ζωή της πόλης και βέβαια το Καρναβάλι της συνεχίζονται κανονικά». Οι κηδείες των τριών θυµάτων έγιναν µαζί σήµερα, απόγευµα Παρασκευής 15 Μαρτίου του 2013, στις πέντε η ώρα στον Mητροπολιτικό ναό µε δαπάνη της πολιτείας. Χοροστάτησε ο µητροπολίτης Ιερόθεος µε όλους τους αρχιµανδρίτες και πρωτοσύγκελους της Mητρόπολης. Παρέστησαν ακόµη όλες οι τοπικές Αρχές: Περιφερειάρχης, Nοµάρχης, ∆ήµαρχος, νοµαρχιακοί και δηµοτικοί σύµβουλοι. Ο επικήδειος που εκφώνησε ο µητροπολίτης ήταν κάπως διαφορετικός από τις δηλώσεις που έκανε την Τετάρτη. Απέφυγε να καταφερθεί κατά 34


των επικείµενων καρναβαλικών εκδηλώσεων της Κυριακής, ευθυγραµµιζόµενος µε τη θέληση του ∆ηµάρχου και του εµπορικού κόσµου. Περιορίστηκε µόνο στο «ο Θεός µάς προειδοποίησε» και ο νοών νοείτω. Όταν κατά τις επτά επιστρέψαµε στα στενάχωρα γραφεία της εφηµερίδας, ήµασταν αληθινά συντρετριµµένοι. Αµίλητοι κοιτούσαµε ο ένας τον άλλο. Κάποιοι έσκυψαν στα χαρτιά τους, άλλοι άναψαν τσιγάρο. Θυµάµαι πως καθόµουν στο µικρό µου γραφείο και µισοκάπνιζα το αγαπηµένο µου τσιµπούκι που σπάνια ανάβω. Εκείνες τις ώρες η ψυχή µου είχε µαυρίσει από τους τρεις αδικοχαµένους της Τετάρτης. Είχα σηµειώσει τα ονόµατά τους στο δηµοσιογραφικό µου µπλοκ: «Γιαννούλα Τσούκαλη, 37, Νικολάκης Τσούκαλης, 8 και Λένα Καλαϊντζίδη, 16. Ποδοπατήθηκαν και στη συνέχεια απανθρακώθηκαν». Κοιτούσα τα γραµµένα ονόµατα κι έκανα διάφορες σκέψεις. 37, 8, 16 άθροισµα 61 χρόνια. Εξήντα ένα ζωντανά χρόνια σβήστηκαν εξολοκλήρου. Xάθηκε κάθε πνοή ζωής τριών ανθρώπων... Ενώ έκανα τέτοιες πεισιθάνατες σκέψεις, εµφανίστηκε µπροστά µου ο Πέτρος Χαϊκάλης. Μύριζε αλκοόλ αλλά, σκέφτηκα, εκτός που ήταν βράδυ, το επέτρεπε και η περίσταση. Ο Πέτρος στάθηκε όρθιος µπροστά µου, κρατώντας στα χέρια του τα φύλλα των τοπικών εφηµερίδων. ∆είχνοντάς µου τα πρωτοσέλιδα, όλα αφιερωµένα στην τραγωδία, µου είπε. – Λαοκράτη, τι λες γι’ αυτά; – Τι πράγµα; ρώτησα ξαφνιασµένος. – Η πρώτη σου µεγάλη έρευνα, είπε πετώντας πάνω στο γραφείο µου τις εφηµερίδες. Ξαφνιάστηκα πολύ, τι ήταν αυτό που µου ζητούσε; Αφού είχα ήδη ξεκινήσει να ασχολούµαι µε τους πρόσφυγες. – Μα, Πέτρο, αφού ασχολούµαι µε..., ψιθύρισα. – Άσε τους πρόσφυγες. Μαζί τους θα ασχολούµαστε όταν υπάρχουν γεγονότα. Εκεί που βρίσκονται και όσο δεν υπάρχουν γεγονότα, καλό είναι να τους αφήνουµε στην ησυχία τους. 35



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.