Της Πρωιμης Νιοτης

Page 1


Σε φίλους χαμένους κι αξέχαστους

ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΝΙΟΤΗΣ


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ Από τους αγαπημένους γειτόνους μας στην Οντέσσα, το θείο Βάνια και τη θεία Όλια, πήραμε γράμμα. Μέσα στο γράμμα, δυο καρτ ποστάλ και στο πίσω μου γράφουν, πως ο Ρεξ στ’ όνομά μου, κουνάει την ουρά του κι ότι προσφάτως ξεπορτίζει με μια εντυπωσιακή «ξανθιά καλλονή»! Και από κάτω, ένα - ένα, τα χαιρετίσματα από την «παλιοπαρέα» της γειτονιάς… Στην αλάνα του ταχινόμυλου τα παιδιά, δέσανε με τριχιά και σέρνανε ένα σκυλάκι. Δεν μπόραγε εκείνο να περπατήσει και του πετάγανε πέτρες και το κλωτσούσαν. Τους είπα πως είναι κρίμα, κι άρχισαν να κοροϊδεύουν το πώς μιλούσα, μου πέταξαν πέτρες φωνάζοντας: ο Ρούσος, ο Ρούσος. Δεν το έχω πει σε κανέναν, αλλά γυρνώντας στο σπίτι, κλείστηκα στην τουαλέτα και έκλαψα. Σ’ αυτόν τον τόπο θα είμαι πάντα ένας «ξένος». Κι ούτε και θα ’θελα ποτέ να τους μοιάσω. Τη μέρα αποξεχνιέμαι, όμως τις νύχτες, σαν πέσουν οι άλλοι για ύπνο, ζωντανεύω μες το κρεβάτι έναν κόσμο κατάδικό μου, κρυφό: Να 'μαι στην Οντέσσα και πάλι, να παίζω μες την αυλή μας με τα παιδιά. Κι ο θείο Βάνια κι η θεία Όλια κοντά μου κι ο σκύλος ο Ρεξ να τρίβεται απάνω μου...Οταν ξέπεφτε στην αυλή μας κάνα ζωάκι, σπρωχνόμασταν ποιος θα πρωταπλώσει το χέρι του να το χαϊδέψει, να παίξει μαζί του, να το ταΐσει. Στην αυλή μας υπάρχει μια υπηρεσία περίθαλψης για τους φυγάδες του φασισμού, Κι όταν έρχονταν τα προσφυγόπουλα, τρέχαμε να τα καλέσουμε στο παιχνίδι, να μοιραστούμε μαζί τους ό,τι είχαμε. Επάνω: Με την μάνα τον θείο-Βάνια και τον σκύλο του, Ρεξ, λίγο πριν την αναχώρηση μας για την Ελλάδα

2


Στο σχολειό, στην Οντέσσα, αλλά και ο πατέρας και ο πατέρας του Βόβα πόσες φορές μας είχαν μιλήσει για τ' αδελφάκια μας τα αλλόγλωσσα και τα κίτρινα και τα μαύρα. Κι όταν κάναμε έρανο, είχαμε μαζέψει παιχνίδια να τους τα στείλουμε.

Αχ και να ήτανε μπορετό να χωνόμουν και πάλι στην αγκαλιά του θείου Βάνια. Να ακουμπήσω τα τραύματά του, να ψηλαφίσω κείνο το βλήμα πού έμεινε σφηνωμένο στο μπράτσο του. Να τον ακούσω να ξαναλέει πως «οι άντρες δεν κλαίνε" και να γελάσω και πάλι. Όση ώρα η θεία Όλια θα μας φτιάχνει τις τηγανίτες, θα ξανακούσω τις ιστορίες για τους παρτιζάνους του Καύκασου. Κι όταν θυμηθεί τους χαμένους συντρόφους του, θα τον γεμίσω φιλιά, θα του σκουπίσω το δάκρυ και θα του θυμίσω με τη σειρά μου πως «οι άντρες δεν κλαίνε». Τέτοιες στιγμές μισώ τους δικούς μου που μας έχουν χωρίσει. Μισώ τη μακαρονάδα με κρέας, τον σωρό τα σταφύλια και τα καινούργια παπούτσια μου. Θα τους παράταγα όλους, χωρίς δισταγμό και τον πατέρα ακόμα, να γύριζα πίσω. Για μια βόλτα με τη θεία Όλια στην αγορά, για ένα δωράκι της, χάρτινο, της πεντάρας, για ένα τους χάδι…».

Επάνω αριστερά και στη μέση δεξιά: Οι δυο καρτούλες που πήρα από τους αγαπημένους μου Θειο-Βάνια και θεία Όλια Κάτω αριστερά: «Το δώρο του πατέρα». Σχέδιο με σινική που φιλοτέχνησα στο στρατόπεδο εξόριστων του Αη Στράτη

3


Ο1 ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΊΚΟΙ Ο πατέρας, ακολουθώντας τη συμβουλή του φίλου του, κυρ Αντώνη, αγόρασε στη περιοχή του Ντεπώ καφενείο. «Το μαγαζί είναι πρώτης κατηγορίας,» του είπε ο κυρ Αντώνης., «δούλεψέ το, σφίξτε και το ζωνάρι σας, να το ξεπληρώσεις, να το έχεις δικό σου». Ο κήπος του καφενείου, με τα βαθύσκια δέντρα, συνορεύει με την αποθήκη των τραμ, το Ντεπώ, κι από την άλλη πλευρά, με την πανέμορφη Κάζα Μπιάνκα. Στο καφενείο πολλοί από τους τραμβαγέρηδες πελάτες μας είναι «μπολσεβίκοι». όπως είναι κι ο Κώστας ο μπουφετζής, που με κρυφοκερνά μεζεδάκια….Το έχω προσέξει πως γι’ αυτούς που αγαπώ, κάποιοι άλλοι, που δεν συμπαθώ, έχουν αντίρρηση και για το κουτσό προσφυγάκι που πουλάει τσιγάρα στη γέφυρα, και για τον Κώστα το λούστρο, αλλά και για τους, μπολσεβίκους τραμβαγέρηδες φίλους μου. «Τι τον αφήνεις, κυρ Αναστάση, και κάνει παρέα με τις κομμούνες;», του λέει ο κύριος Φρίξος. «Θα στον κάνουνε μπολσεβίκο να δεις...» «Τώρα πια, κύριε Φρίξο!», του απαντά ο πατέρας γελώντας. «Το μικρόβιο το έχει φέρει από πέρα μαζί του». Ο κύριος Φρίξος, τραμβαγέρης κι ο ίδιος,. κοντός, μαυριδερός, με στριμμένο μουστάκι και χαρακτήρα, όλο φωνάζει και τσακώνεται με τους άλλους. Τον Νώντα, τον γιό του κυρίου Φρίξου, ένα παιδί, λιγομίλητο, ψηλό και αδύνατο, τον έχω στην τάξη μου. Κι όταν ο Νώντας στην έκθεσή του είχε γράψει ότι ο Κολοκοτρώνης νίκησε τους Πέρσες στη Σαλαμίνα ο διευθυντής του σχολείου μας κύριος Παπαδόπουλος ανέκραξε: «Φρίξον ήλιε»! Βέβαια κανείς μας δεν κατάλαβε τι σημαίνει, αλλά στο εξής για όλη την τάξη, το «Φρίξον», σαν παρατσούκλι θα αντικαταστήσει το Νώντα. Επάνω: Η Κάζα Μπιάνκα. Κάτω: Τα γραφεία και η είσοδος της Αποθήκης των τραμ (Ντεπώ) όπως είναι σήμερα.

4


Με τους τραμβαγέρηδες φίλους μου κάνουμε συζητήσεις. Τους δείχνω ένα μικρό βιβλιαράκι που είχαμε φέρει μαζί μας, «Από τη γη στη σελήνη με πύραυλο», και τους εξηγώ γιατί μόνον με πύραυλο, που μπορεί να πετάξει σε κενό αέρος, μπορούμε να φτάσουμε στο φεγγάρι. Τους λέω ότι παλιά, ο 1 επαναστάτης Κιμπάλτσης ήταν ο πρώτος που το είχε σκεφτεί και ότι μετά την εκτέλεσή του, η αστυνομία του τσάρου έκρυψε τις μελέτες του και τις ανακάλυψαν μόλις τώρα. Κι ακόμα ότι οι πιο γνωστοί Ρώσοι καλλιτέχνες κι ερευνητές ήταν κατά του τσάρου. Καμαρώνω που οι φίλοι μου με ακούνε με προσοχή και περισσότερο ο Καρμέλος που είναι αρχιτεχνίτης και βγαίνει με τον «καρνάβαλο» να διορθώσουν τα χαλασμένα καλώδια του τραμ. Με το Νέστωρα, τον εγγονό του ιδιοκτήτη του ακινήτου, , είμαστε συνομήλικοι, αλλά είναι πολύ πιο μεγαλόσωμος και πιο παχύς από μένα. «Για πες μας, Νεστωράκι», τον ρωτάνε οι «μπολσεβίκοι», «τι ξέρεις για τους πυραύλους;» -Τίποτα. «Ε και βέβαια, πού να τα ξέρεις... Στον καπιταλι-σμό δε συμφέρει ο κοσμάκης ν’ ανοίξει τα μάτια του». «Για ρώτα τον» πετιέται ο Φρίξος «τι απέγινε ο τσάρος;» «Ο Νικόλαος ο αιμοσταγής;», του μπαίνει ο Παπαθωμάς. «Ου να μου χαθείτε, βασιλοκτόνοι, απάτριδες, άθεοι ...» ξεσπάει την οργή του ο κύριος Φρίξος. «Όλους σας σ’ ένα καράβι και φούντο στη θάλασσα. Κι όχι να σας ταΐζει το κράτος στα ωραία νησιά μας και να μου επιστρέφετε προφεσόροι». Επάνω: το εξώφυλλο του βιβλίου « Με πύραυλο στη σελήνη» Κάτω: Ο επαναστάτης και εφευρέτης Κιμπάλτσης.

1

Κιμπάλτσης: Διανοούμενος Δεκεμβριστής και εφευρέτης. Από τους πρώτους που επεξεργάστηκαν τη θεωρία για τη μετάβαση στη Σελήνη με πύραυλο. Εκτελέστηκε από τον Τσάρο και η θεωρία του καταχωνιάστηκε στα αρχεία της Οχράνα (τσαρικής Ασφάλειας) και έγινε γνωστή μόνο μετά την ανατροπή του Τσάρου.

5


ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ Ξέρω πως ο πατέρας εκτιμάει τον Παπαθωμά, που έχει κάνει εξορία, αλλά και τον Γιακουμή και τον Καρμέλο που λέει πως οι Τραμβαγέρηδες είναι το «βαρύ πυροβολικό του κινήματος» και οι φωνακλάδικες συνελεύσεις τους στο καφενείο είναι συχνές… Ο πατέρας ο ίδιος δεν ανοίγει πολιτικές συζητήσεις, αλλά δεν αποφεύγει να απαντήσει και οι μπολσεβίκοι τον ακούνε με προσοχή:

-Είναι όπως το είπες, Θωμά μου. Σίγουρα υπάρχουν και ενθουσιασμός κι επιτεύγματα και θαυμάσιες προοπτικές… - Όχι, πες μας, κυρ Αναστάση, υπάρχει ισότητα στην περίθαλψη, δωρεάν νοσοκομεία και σανατόρια; -Και βέβαια υπάρχουν, όμως συμβαίνει, για να χορτάσεις, θα πρέπει συχνά να σε κουβαλήσουν εκεί μισοπεθαμένο από την πείνα. «Υπερβολές της αστικής προπαγάνδας» μουρμουράνε οι μπολσεβίκοι Όμως ξέρω πως ο πατέρας αγαπάει τη Ρωσία και τον έχω ακούσει να λέει πως «το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της επανάστασης». Οι μπολσεβίκοι φίλοι μου με ρωτάνε τι έτρωγα το πρωί. «Το αυγό μου, το γάλα μου», απαντώ. -Το μεσημέρι; -Μπιφτέκι, κοτοπουλάκι. «Δεν τους λες», παρεμβαίνει ο πατέρας, «και τι έτρωγαν οι φίλοι σου, που δεν είχαν οι μανάδες τους ασημικά, να τα ξεπουλάν και να τα ταΐζουνε αυγουλάκια;»

6


Ο πατέρας λέει την αλήθεια. Από την πείνα της προπερασμένης χρονιάς, θυμάμαι και τα σκελετωμένα παιδιά και τις γάτες που φάγανε . Ο Φρίξος με την παρέα του καραδοκούνε τι θ’ απαντήσω. Όμως είμαι περήφανος για την πρώτη πατρίδα μου, όπου κανένας δε με κορόιδευε, δεν μου πέταγαν πέτρες και μας μαθαίνανε ν’ αγαπάμε όλα τα παιδάκια του κόσμου.. «Τα ίδια τρώγανε όλοι», απαντώ. Ο πατέρας δαγκάθηκε. - Τ’ ακούω καλά; Όλοι οι φίλοι σου τρώγανε αυγουλάκι και βούτυρο; «Όλοι τους!», επιμένω και δεν τολμώ να τον κοιτάξω στα μάτια. Οι «μπολσεβίκοι» πανηγυρίζουν, ο Φρίξος με την παρέα του έχουν σκυλιάσει. - Τ’ ακούσατε; αυγουλάκι, γαλατάκι, κοτόπουλο! Πού να τα δουν τα παιδιά μας, που ’χει στουμπώσει από την φασουλάδα ο κώλος τους. Μας συγχωρείτε, κυρ Αναστάση, μ’ όλον τον σεβασμό μας, αλλά από μεθυσμένο κι από παιδί η αλήθεια. Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μου άστραψε ένα χαστούκι, το πρώτο και το τελευταίο που έφαγα. -Τέτοιο ψέμα! Πώς μπόρεσες; Κρίμα… Μ’ απογόητεψες... Ποτέ μου δεν έχω μετανιώσει για το ψέμα που είπα. Και όμως, να με καίει εκείνο το "κρίμα" ως τα σήμερα!

Με την μάνα και τον πατέρα λίγο πριν την αναχώρησή μας για την Ελλάδα

7


ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1936 «…Τις απόκριες δόθηκε χοροεσπερίδα στο μαγαζί. Η μάνα κι είχε ετοιμάσει μεζέδες, κι ένα γύρο κρεμάσαμε χάρτινες γιρλάντες και φαναράκια. Από νωρίς ήρθαν η κυρία Τζίλντα με τον Θεόφιλο, παίξανε βιολί κι αργότερα ακολούθησε χορός και γλέντι τρικούβερτο συνοδεία ακορντεόν. Πάνω στο κέφι, ο πατέρας πήγε ν’ ανοίξει σαμπάνια. «Αναστάση, δεν την αφήνεις καλύτερα», του είπε η μάνα, «να την ανοίξουμε σε κάποιο οικογενειακό, χαρμόσυνο 2 γεγονός;». …Το Μάη, με τη γενική απεργία, απεργήσανε και οι δικοί μας οι σερβιτόροι και, μ’ όλο που ζημίωνε το μαγαζί, ο πατέρας έδωσε δίκιο στους απεργούς. Στην πόλη, για δεύτερη μέρα γίνονται φασαρίες. Γύρω από τον Αη Λευτέρη γέμισε ο τόπος στρατό, από το Καραμπουρνάκι έφεραν ιππικό, στήσανε πολυβόλα. Ο Παπαθωμάς πήγε και μίλησε στα φανταράκια και επιστρέφοντας είπε ότι τα στρατευμένα παιδιά του λαού δε θα χτυπήσουν πατεράδες κι αδέλφια. Στις 9 του Μάη ήρθε από το κέντρο της πόλης ο μεγαλύτερος γιος του μπάρμπα Στάβαρη, με δεμένο κεφάλι και ματωμένο πουκάμισο και μας είπε ότι οι χωροφύλακες ρίξανε στο σωρό, σκότωσαν κόσμο και την επόμενη μέρα, που έγινε η κηδεία, είχαν αδειάσει από κόσμο οι γειτονιές.

2

Η σαμπάνια ανοίχτηκε, οκτώ χρόνια αργότερα, γιορτάζοντας την «επιστροφή στη ζωή». Τη μέρα που είχα επιστρέψει στο σπίτι με σακατεμένα τα χέρια,, τραυματίας του αντάρτικου.

8


ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ Με τη Δικτατορία του Μεταξά κόπασαν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις στο καφενείο και ο πατέρας είχε πει ότι τώρα «για όλους θα ζορίσουν τα πράγματα». Έχω πονέσει που έχουν στείλει εξορία τους φίλους μου και στον «Καρνάβαλο» που βγήκε να διορθώσει τα καλώδια των τραμ δεν ήτανε πια ο Καρμέλος. Άξαφνα, απ’ ό,τι γράφουν οι εφημερίδες, οι Δημοκρατικοί που πολεμάγανε τον Φράνκο, έγιναν οι «κακοί». Άσε που λένε ότι ακόμα και την πανέμορφη Ιμπέριο Αρζεντίνα, που παίζει την «Κάρμεν» στον καινουργοχτισμένο κινηματογράφο, τον «Κρόνο», παρά λίγο θα την εκτελούσαν οι φαλαγγίτες! Όσες πλάκες με τα ρεμπέτικα ήταν στο καφενείο, τις μεταφέραμε σπίτι. Τώρα πια στο πικ-άπ του καφενείου, τα απογεύματα και τις Κυριακές, παίζονται μόνο τα «ευρωπαϊκά» και στο ραδιόφωνο ακούμε το Ράδιο Τσιγγιρίδη και τις ελληνικές εκπομπές του Μπάρι της Ιταλίας. Με τον Εμφύλιο της Ισπανίας τραγουδιούνται πολύ τα σπανιόλικα, όπως το: «Αντώνιο Βάργκα Χερέδια…», αν και στις προτιμήσεις της τσακαλοπαρέας μας βρίσκονται εκείνο με την επί το λαϊκότερο παραλλαγή όπως: «Ο Αντώνης ο βαρκάρης, ο σερέτης…» ή και εκείνο που βεβαιώνει πως: «Από τον ταύρο, Κάρμεν μου, δεν θα ’χω αβαρία, γιατί έξι χρόνια έκανα .. χασάπης στα σφαγεία!» Ο συντοπίτης μας από την Οδησσό, ο κύριος Περίανδρος, έγινε πλούσιος με τα μπρούντζινα στέμματα που φτιάχνει και τα πλασάρει στα μαγαζιά. «Μπράβο του. Έχει πιάσει το πνεύμα της εποχής.», λέει η μάνα. «Δεν είναι πολλοί αυτοί που θα τολμήσουν να αρνηθούνε να βάλουνε στέμμα στο μαγαζί τους!». «Να μας λείπουνε τέτοια λεπτά», απαντάει ο πατέρας, «και ο τρόπος που τα έβγαλε, εκβιάζοντας συνειδήσεις»

«…Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα…»

9


Ο χαζο-Γκόγκας, που από τους πρώτους έχει φορέσει στολή φαλαγγίτη, ήρθε στο καφενείο και ζητιανεύοντας λίγη ζάχαρη, ρώτησε τον πατέρα αν τώρα που γράφτηκε στην ΕΟΝ θα πάει στον...παράδεισο! Στο Κατηχητικό της Ανάληψης μας μιλάν για τον «Θεό της αγάπης», το «Θεό των φτωχών» και μας ζορίζουν να παρακολουθούμε τις λειτουργίες με τον παπά Λάμπρο ντυμένο στα χρυσαφιά Στα γραφεία της Ε.Ο.Ν., στη Μαρτίου, ο φαλαγγάρχης μας, ο κύριος Αηδονάς, ντυμένος τη λουσάτη στολή του, με τις τριζάτες του μπότες, άρχισε το λόγο του λέγοντας: «Του Θεού μας την ευλογία έχει ο μέγας Εθνικός Κυβερνήτης…». Όμως ξέρω ότι Μεταξάς, που έχει την ευλογία του «Θεού των φτωχών», έχει στείλει τον μπάρμπα Θωμά εξορία, γιατί ήταν με τους φτωχούς! Κι όταν σηκώθηκε η γυναίκα του με ελονοσία και πήγε να ζητήσει από τον παπά-Λάμπρο χαρτί απορίας, εκείνος της είπε: «Το έλεος του Κυρίου είναι γι’ αυτούς που πιστεύουν στον Κύριο. Ξεκουμπίσου και να πας να σε γιάνουν και να ταΐσουν τα παιδιά σου οι μπολσεβίκοι!» Κάποιο απόγευμα, ο «τετράρχης» και γείτονάς μας, ο Τάκης3, που είναι επικεφαλής σε μας τους μικρότερους, μας είχε πάει να παρελάσουμε στην Εβραϊκή συνοικία της Μαρτίου, στο «Έξι» και να τραγουδάμε: Ο αρχηγός μας, βρε παιδιά, να ζήσει να γεράσει και στα μακριά μουστάκια του Εβραίους να κρεμάσει...» Βέβαια δεν έχω ξεκαθαρίσει αν με το «αρχηγός» εννοεί τον Φαλαγγάρχη μας κύριο Αηδονά ή τον «Μεγάλο Εθνικό Κυβερνήτη». «Έμαθα» ωστόσο ότι, εκτός από τους «μπολσεβίκους», εχθροί της πατρίδας μας είναι και οι Εβραίοι. 3

Αργότερα ο Τάκης, θα γράψει τα: «Απομνημονεύματα ενός Καπετάνιου», θα γίνει πρόεδρος των «Εθνικοφρόνων Ελασιτών», ένας από τους οργανωτές της δολοφονίας του Ζεύγου και το 1949, «κατακεραυνώνοντας τον επάρατο κομμουνισμό», θα βγάλει πύρινους λόγους στο Μακρονήσι και θα πουλήσει τα βιβλιαράκια του!

10


Ο καινούργιος μας δάσκαλος, ο κύριος Βακάλης, μας έχει τρελάνει σε ασκήσεις «σωματικής αγωγής». «Ένα γερμανάκι», μας είπε, «το ρίξανε σε πηγάδι. «Αν δεν φωνάξεις», του λένε, «κάτω η Γερμανία, σε πνίγουμε». «Πνίξτε με», τους απάντησε εκείνο, «ζήτω ο Χίτλερ, ζήτω η Γερμανία...»- Έτσι σας θέλω κι εσάς, σκληραγωγημένα και άξια ελληνόπουλα. Προτού τελειώσει η χρονιά, ο κύριος Βακάλης είχε στριμώξει στις τουαλέτες την Παπανικόλα, την πιο όμορφη κοπέλα της έκτης. Φώναξε εκείνη, και από κείνη τη μέρα δεν τον ξανάδαμε πια στο σχολειό μας. Κι ενώ ο καλπασμός των γεγονότων προδικάζει κοσμοϊστορικές εξελίξεις, η «τσακαλοπαρέα» της γειτονιάς θα γνωρίσει κάποιες πρωτόγνωρες εμπειρίες της πρώιμης εφηβείας: Βραδιές στο Θερμαϊκό με μπουνάτσα, κι εμείς μες στην ψαρόβαρκα του πατέρα του Μαμουρίδα, ν’ αγναντεύουμε τα κεντράκια της παραλίας. Τα λαμπιόνια στραφτοβολάνε τρεμοπαίζοντας στα νερά και το αεράκι να μας φέρνει τη μελωδία και τα λόγια του τραγουδιού, αναδεύοντας μέσα μας πρωτόγνωρα συναισθήματα: «...Και μας έλεγε το κύμα, το φιλί δεν είναι κρίμα...» Και τα επόμενα βράδια οι αλάνες της γειτονιάς μας να αντιλαλούν τις στροφές της «Αρχόντισσας».

Επάνω: Η ποδοσφαιρική μας ομάδα. Κάτω: «Η βάρκα του Μαμουρίδα» στην παραλία του Λουξεμβούργου». Σχέδιό μου του 1937.

11


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940 . Και να που τώρα ο πόλεμος έχει βροντήξει και τη δική μας την πόρτα, αλλάζοντας ρυθμούς, τρόπους ζωής, προτεραιότητες. Το πρωινό της πρώτης μέρας κόσμος πολύς, ανήσυχος, βγήκε στους δρόμους. Συζητάνε, ρωτάνε, διαβάζουν εφημερίδες… Και οι εφημερίδες γεμάτες με ανακοινώσεις και οδηγίες. Τα τραμ φεύγουνε για το κέντρο γεμάτα, από τη γέφυρα του Ντεπώ περνούν καμιόνια με εφέδρους κι ο δρόμος αντηχεί από τραγούδια και ζήτω. Στις αλάνες της γειτονιάς μας έχουν ανοίξει ορύγματα και στη γωνιά της Οδού Υψηλάντου σκάβουν καταφύγιο για πολλούς και το στηρίζουν με κορμούς από δέντρα. Έχει γίνει η πρώτη επιδρομή, ουρλιάξανε οι σειρήνες κι έτρεξαν να χωθούν άλλοι στα καταφύγια κι άλλοι στα υπόγεια των σπιτιών τους. Η αδελφή μου, η Έλλη δουλεύει σαν εθελόντρια ερυθροσταυρίτισα εθελόντρια στο χειρουργείο του στρατιωτικού νοσοκομείου, στη Βίλλα Αλατίνη. Έρχεται κάθε βράδυ αργά, τσακισμένη στην κούραση και μας μιλάει για κρυοπαγήματα και τα ποδάρια που κόψανε. Θέλησα κι εγώ, σαν τους φίλους μου, να δουλέψω στους στρατιωτικούς φούρνους του Αλατίνη, με τριάντα εννέα δραχμές μεροκάματο, στις γαλέτες που στέλνουν στο μέτωπο. Μου το αρνήθηκαν, επειδή δεν είχα ταυτότητα της ΕΟΝ και δεν παρακολουθούσα τις συνελεύσεις. Με τις μέρες που κύλησαν, είχε μάθει ο κόσμος να φοβάται τις ασυννέφιαστες μέρες και το ουρλιαχτό της σειρήνας. Τις νύχτες, η κυκλοφορία στους δρόμους επιτρέπεται μέχρι τις δέκα. Στους τοίχους αφίσες: «Προσοχή και οι τοίχοι έχουν αυτιά» κι όλοι βλέπουνε γύρω μας πράκτορες του εχθρού. Βομβαρδισμοί, χαρμόσυνες καμπάνες της νίκης, δέματα με πλεχτά για το μέτωπο και Παναγίες στα τζάμια και ο κατάλογος των νεκρών και των τραυματιών μας που μεγαλώνει. Επάνω: Η αδελφή μου Έλλη.

12


Στα περιοδικά και στις εφημερίδες γελοιογραφίες των «μακαρονάδων Ιταλών» και στο ραδιόφωνο το «Κοροΐδο Μουσολίνι», πάνω στο σκοπό του ιταλικού τραγουδιού. Όμως τον Παπαθωμά, όταν είχε βρίσει τους φασίστες του Μουσολίνι, τον είχε απειλήσει ο ενωμοτάρχης Κουλούρης να τον ξαναστείλει εξορία. «Δεν είναι», του είπε, «εχθρός μας ο φασισμός, αλλά οι Ιταλοί, οι μισητοί μας εχθροί!». Το σχολείο του Άη Λευτέρη έχει γίνει νοσοκομείο και πήγαμε μερικοί από μας να δούμε τους πρώτους, «ηρωικούς» τραυματίες μας. Μαζί τους και μερικοί αιχμάλωτοι Ιταλοί τραυματίες. Φιλικές αξύριστες φάτσες, να μη μπορείς να τους ξεχωρίσεις απ’ τους δικούς μας, να μας λένε κάτι στη γλώσσα τους και να μας ζητάνε τσιγάρο. Για φαντάσου! Και να είναι αυτοί οι ταλαίπωροι, οι «μισητοί μας εχθροί»…! Η αδελφή μου αρνούμενη να εγκαταλείψει τους τραυματίες και να κατέβει στο καταφύγιο, κατά την διάρκεια βομβαρδισμού, τραυματίστηκε από θραύσμα οβίδας. Για την στάση της και την όλη της προσφορά, της αποδόθηκε εύφημος μνεία, της έγινε προαγωγή και πρόταση για μετάλλιο. Μαθαίνοντας για τον τραυματισμό μου στο αντάρτικο, η Έλλη φορτωμένη υγειονομικό υλικό, διέσχισε τον Χολωμόντα, υπηρέτησε στο εκεί Ορεινό Χειρουργείο και στη συνέχεια στα νοσοκομεία των ανταρτών.

1944. Με τους τραυματίες του ΕΛΑΣ στη βίλα Αλλατίνη. Πλάι μου, η πρώτη από τα αριστερά με τα άσπρα η αδελφή μου η Έλλη.

13


Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ Όμως για την παρέα μας, ο πόλεμος παραμένει ακόμα παιχνίδι και τη μέρα του μεγάλου βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης, με το ουρλιαχτό της σειρήνας, είχαμε ανέβει στην «τούμπα» της Υψηλάντου να κάνουμε «χάζι». Κάποτε ακούστηκε βόμβος μακρινός που όλο ζύγωνε. Άστραψαν στον ήλιο ασημιά, πέντε, δέκα, δεκαπέντε φτερά. Φώναξε κι ένας που τα κοίταζε με τα κιάλια: «Δικά μας...» και, πριν αποσώσει, βροντήξανε τα αντιαεροπορικά και γέμισε ο ουρανός λευκά συγνεφάκια. Κάνανε ένα γύρω τα αεροπλάνα, στρίψανε προς το κέντρο της πόλης κι όσο να το καταλάβουμε, σηκώθηκε από κάτω, τούφες - τούφες, ντουμάνι βαρύ κι είχε σκεπάσει την πόλη. Μέσα σε δευτερόλεπτα ήρθε κι ο αχός των εκρήξεων τρομερός και μας συγκλόνισε όλους. Κι όλα εκεί, μπροστά στα μάτια μας και δε θέλεις να το πιστέψεις. Με το πρώτο τραμ είχα κατέβει στο κέντρο. Ο κόσμος μουδιασμένος κοιτάει τα χαλάσματα, μαζεύει τα βλήματα, κάτι βαριά, κοφτερά κι ακανόνιστα κομμάτια μετάλλου. Το μεγάλο ξενοδοχείο πλάι στην Αχειροποίητο είχε γίνει σωρός από πέτρες και ξύλα. Οι Πυροσβέστες παλεύουν με τις φωτιές, μια γυναικούλα αλαφιασμένη τραβολογάει δυο παιδάκια που κλαίνε... Τους νεκρούς και τους χτυπημένους τους έχουν σηκώσει, όμως στους δρόμους είχα μετρήσει εφτά άλογα χτυπημένα. Κομμένοι λαιμοί, χυμένα εντόσθια. Μερικά ζωντανά ακόμα. Στην πλατεία Αγίας Σοφίας ένα άλογο στέκεται όρθιο ζεμένο στο κάρο του. Το ένα του πόδι κομμένο από ψηλά και το αίμα να τρέχει και να έχει κοκκινίσει το δρόμο. Στέκεται ασάλευτο και με κοιτάει με κείνα τα μάτια του όλο απορία και πόνο. Πιο κάτω ένα άλλο, με ανοιχτή την κοιλιά, μπερδεμένο στα χάμουρά του σφαδάζοντας κλωτσάει τον αέρα. Λέμε στο χωροφύλακα να το αποτελειώσει, να μην υποφέρει. Εκείνος αρνιέται, επικαλούμενος «έλλειψη οδηγιών», το κόστος της σφαίρας, που είναι του δημοσίου και καταλογισμό ευθυνών. Από βραδύς έκανε ζέστη και όλη τη νύχτα να ασφυκτιώ και να στριφογυρνάω με εφιάλτες στο στρώμα. Μέσα σε κόκκινους δρόμους, από τις πόρτες, τα παραθύρια, τις μάντρες, να με κοιτάνε εκείνα τα μεγάλα, τα αλογίσια τους μάτια. Μάτια ήρεμα, υγρά, πονεμένα, που μάταια εκλιπαρούν για βοήθεια.

14


Τη μέρα εκείνης της πρώτης επιδρομής είχα ζήσει τη μια από τις πολλές, τις αποτρόπαιες εμπειρίες πολέμου! Τα αεροπλάνα τους είχανε έρθει, όπως το μάθαμε, με ελληνικά σήματα στα φτερά τους. Και δυο μέρες μετά, μια φωτογραφία σ’ εφημερίδα: Ο «κόμης Τσιάνο», και γαμπρός του «Ντούτσε», παίρνει μετάλλιο ανδρείας για την προχθεσινή τους επιδρομή!

«Άσπρα λουλούδια». Το είχα χαράξει για την Έκθεση μνήμης που είχα κάνει στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Αθήνας το 2001

15


ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ...«Ανοιξιάτικα, είχαν αρχίσει τις εκκαθαρίσεις στο Χολομώντα οι Βούλγαροι», μας λέει ο καπετάνιος. «Κατέβασαν δεκαπέντε χιλιάδες στρατό και προεξοφλούσαν το τέλος μας. Την ένατη μέρα μας είχαν στριμώξει στον Αρκουδόλακκο. Άγριο μέρος, το λέει και τ’ όνομα. Το καλό ήταν που πέσαμε σε μαντρί. Δικός μας, οργανωμένος ο τσέλιγκας. Έσφαξε κάτι τραγιά, ανάψαμε τις φωτιές και τα περάσαμε στη σούβλα να ψήνονται. — Από δω, μας είπε, έχουν περάσει οι Βούλγαροι, ξέρουν ότι ανάβω φωτιά να βράσω το γάλα, μοναχά που παραείναι το ντουμάνι μεγάλο και φοβάμαι μη μπούνε σε υποψίες. Κι εγώ το φοβάμαι, μας λέει ο Κίτσος, μη μας φέρει η τσίκνα απρόσκλητους μουσαφίρηδες. Άντε, πάμε παιδιά να ρίξουμε μια ματιά, γιατί δε μας βλέπω καθόλου καλά σε τούτο το διαβολότοπο. Βγήκαμε εγώ κι άλλος ένας μαζί του, ελέγξαμε τις σκοπιές κι είπαμε να κοιτάξουμε κι απ' το ψήλωμα. Μόλις, το λοιπόν, ξεμυτίσαμε, πέσαμε σε περίπολο. Δυο φαντάροι με κατεβασμένα τα όπλα τους κι ένας αξιωματικός με κάτι άσπρα λουλούδια στο χέρι. Δε μας είχανε δει κι ήταν σαν να πήγαιναν σε γάμο. Τους ρίξαμε με τ’ αυτόματο, κι ακούμε τον ένα να φωνάζει ελληνικά: Όχι, αδέρφια, μη μας σκοτώνετε, ήρθαμε να σας σώσουμε. Σταματήσαμε, μα ήταν αργά. Ο αξιωματικός κι ο ένας φαντάρος ήταν νεκροί. Ο τρίτος που μίλησε, με θρυμματισμένο το γόνατο σύρθηκε κι είχε αγκαλιάσει το κορμί, του νεκρού ανθυπολοχαγού. Μείναμε άφωνοι να τον κοιτάμε που σφάδαζε. — Σκοτώσατε τους καλύτερους, έλεγε μέσα απ' τα αναφιλητά του. Ήταν αντιφασίστες, δικοί σας… Δεν θέλαμε να πιστέψουμε το κακό που ’χε γίνει. Ακόμα κι ο Κίτσος, που είναι πάντοτε ψύχραιμος, τα ’χε χαμένα.

16


«Μας υποψιάζονταν, μας είχε βάλει στο μάτι ο φασίστας, ο ταγματάρχης», συνέχισε ο φαντάρος, Βασίλη τον λέγανε. «Άλλωστε, για να μας δοκιμάσει μας έστειλε και τους τρεις». — Μα γιατί, βρε παιδί μου, δε βγάζατε ένα άσπρο μαντήλι, να καταλάβουμε; Θα το βγάζαμε, αλλά ξέραμε πως μας παρακολουθούν με τα κιάλια. Αντί για μαντήλι, ο υπολοχαγός μας είχε μαζέψει και κράταγε άσπρα λουλούδια. Βούρκωσαν τα μάτια μου που τους έβλεπα έτσι θερισμένους σα στάχια. Νέα παιδιά κι οι δυο τους, αμούστακα. Ο υπολοχαγός να κοιτάει τον ουρανό μ' ορθάνοιχτα μάτια και στα μισάνοιχτα δάχτυλα τ' απλωμένου χεριού του, πιτσιλισμένο με αίμα, το ματσάκι με τ' άσπρα λουλούδια. Έσκυψα, έτσι αυθόρμητα πάνω του, να ’παιρνα ένα... -Μην τα παίρνεις, με σταμάτησε ο Βασίλης. Θα τα βάλω μαζί του. Λέω πως ταιριάζουν άσπρα λουλούδια για το γάμο του με τη γη!...Το Βασίλη τον επιδέσαμε πρόχειρα. «Θα ’ρθεις μαζί μας»; τον ρώτησε ο Κίτσος. -Όχι, μπρατίμια, αφήστε με εδώ. Σε λίγο θα ’ρθουν να με πάρουν. Μόνο βιαστείτε να φύγετε απ’ το διάσελο που δεν έχει ενέδρα. Στα μαγέρικα που θα βρείτε στο πέρασμα είναι όλοι τους μιλημένοι. Πραγματικά, περάσαμε όλοι μας πλάι στις άμαξες κι οι φαντάροι τους, ξεμάκρυναν επίτηδες, κάνοντας πως δεν μας είχανε δει. Την επόμενη μέρα τα μάζεψαν. Έφυγε άπρακτος ο στρατός και τελείωσαν προς ώρας και τα δικά μας βάσανα….».

«Μάνα » Χαρακ τικ ό σε πλάγιο ξύ λο.

17


ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΟΙ ΡΩΣΟΙ «…Σε ένα επιταγμένο από τους Γερμανούς μονόροφο αρχοντικό στο Ντεπώ είχαν το κατάλυμά τους καμιά τριανταριά σοβιετικοί αιχμάλωτοι, οι οποίοι εργάζονταν σε διάφορες εγκαταστάσεις των Γερμανών σαν τεχνίτες. Στο λεβητοστάσιο του Μύλου έκανα παρέα με τρεις αιχμαλώτους που δουλεύο-υν εκεί και εκστασιαζόμουν ακούγοντας από πρώτο χέρι κάποιες συνταρακτικές εμπειρίες πολέμου και τις κατοπινές τους δοκιμασίες. Ο Γκριγκόρι, λιγομίλητος, με βαριά βορινή προφορά κι ένα πλατύ καλοσυνάτο χαμόγελο, ήτανε παντρεμένος με δυο παιδιά. Απρόσμενα κάποια φορά ο Γκριγκόρι μου είχε δείξει μια φωτογραφία της οικογένειας. «Οι δικοί μου», μου είπε. «Αυτοί με κρατάν στη ζωή». Το είπε κοφτά, σαν να πέταξε από πάνω του κάποιο φορτίο και βουβάθηκε πάλι. Ο Νικολάι, μεγαλόσωμος και ξανθός, ήταν τανκίστας στην γιγαντομαχία του Κούρσκ και δείχνει ο πιο μορφωμένος από τους τρεις. Στην ωμοπλάτη του το δέρμα είναι καμένο και στο κούτελό του μια κοκκινωπή ουλή από θραύσμα. «Πρόλαβε την τελευταία στιγμή να πηδήξει από το φλεγόμενο τανκ», μου είπε ο Βάσια. Ο Βάσια είναι από το Χάρκοβο. Αεικίνητος και πειραχτήρι μεγάλο. Μου έδειξε το τραύμα του, ένα τραύμα μακρόστενο κατά μήκος του στήθους. «Ο πολυβολητής», είπε γελώντας, «θα ήτανε ράφτης, για να μου κάνει τέτοιο γαζί!» Με το Νικολάι είναι φίλοι από το μέτωπο. «Αυτό το κοπρόσκυλο», είπε για τον Βάσια ο Νικολάι, «μου έσωσε τη ζωή σέρνοντάς με απ’ το πεδίο της μάχης. Τώρα το πρόβλημα είναι, απ’ αυτόν ποιος μπορεί να με σώσει;»

Στη φωτογραφία: Με τους φορτωεφορτοτές και τους κλιβανείς του αλευρόμυλου Αλλατίνη.

18


Άσ’ τον να λέει…», πετάχτηκε ο Βάσια. «Στην αρχή, τον φαντάστηκα άνθρωπο. Πού να το ήξερα ότι είχα σώσει αρκούδα! Δες τον και μόνος σου… Κατοχικός και αιχμάλωτος με ενενήντα πέντε κιλά! Άσε που από τότε δεν μπόρεσα να συνέρθω από τη μέση μου». Στα γερμανικά επίκαιρα η φωτιά και το σίδερο ισοπεδώνουν τα πάντα στο διάβα τους. Καλοζωισμένοι Γερμανοί στρατιώτες βαδίζουν χαμογελώντας μες στα ερείπια, σχηματίζοντας με τα δάχτυλά τους το σήμα της νίκης. Και να που τώρα, πλάι μου, ολοζώντανοι, πάνω σε σωρό από κάρβουνο, οι μαχητές της τιτανομαχίας εκείνης μου ξετύλιγαν τη ζωντανή μαρτυρία της άλλης πλευράς. «....Κυκλωμένοι», συνέχισε την αφήγησή του ο Βάσια, «για τρεις μέρες λουφάξαμε σ’ ένα φαράγγι, όπου μας βρήκαν οι Γερμανοί. Πήγαν να μας σκοτώσουν, μα ένας ανώτερός τους είχε αντίθετη γνώμη». «Ίσως να ήταν καλύτερα», μουρμούρισε ο Νικολάι σκυθρωπά. «Όποιος έπεφτε στην πορεία εκείνη έμενε για πάντα στο χιόνι με μια σφαίρα στον τράχηλο. Και από τους εκατόν είκοσι που ήμασταν, φτάσαμε στο Πλοέστι τριάντα οκτώ. Δεχτήκαμε τελικά να δουλέψουμε, σαν τεχνίτες που είμαστε, μας έδωσαν και τον χερ Βέρνερ για αρχηγό». «Τι άνθρωπος είναι ο χερ Βέρνερ;» τους είχα ρωτήσει. «Δεν είναι κακό γεροντάκι… Ρωσομερίτης, από το Βόλγα. Όσο μπορεί δηλαδή να μην είναι κακός κάποιος που εκτελεί διαταγές φασιστών. Φέτος στους βομβαρδισμούς έχασε όλη του την οικογένεια και το έριξε στο ρακί. Άλλωστε ο χερ Βέρνερ το λέει, πως είμαστε σαν τους λύκους που νοσταλγούμε το δάσος. Από τους τριάντα που είμαστε, μονάχα στον Πέτκα δώσανε πιστόλι. Να τον προσέχετε, είναι ο μόνος που πουλήθηκε στους φασίστες». «Βόηθα μας, Θεέ μου», μίλησε κι ο Γκριγκόρι, «να βρεθούμε με ένα όπλο στο δάσος. Είναι ατιμία να βρισκόμαστε εδώ όταν οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους». Σώπασε εκείνος και για κάποια λεπτά μείναμε όλοι μας σιωπηλοί.

19


Ο Νικολάι κι ο Γκριγκόρι, που ήξεραν από όπλα, μας διόρθωναν στο μηχανουργείο του Μύλου κάτι παλιά σκουριασμένα πιστόλια. Ανυπομονούσαν να δραπετεύσουν κι οι τρεις και τελικά τους φυγαδέψαμε στο βουνό. Ο Γκριγκόρι είχε φύγει κατά την μεριά του Ολύμπου. Με το Νικολάι και το Βάσια ανταμώσαμε στο αντάρτικο, όπου και μας είχανε φτιάξει από κονσερβοκούτια αυτοσχέδιες χειροβομβίδες που έκαναν θραύση. Στο ημερολόγιο που είχα κρατήσει σημειώνω: «Στις δυο Αυγούστου συνοδέψαμε από Γερακίνα στο Καρπερό ομάδα από Ρώσους...» Τους προωθούσαμε για τον Τίτο, όπως μας το είχαν ζητήσει και ένιωσα μεγάλη χαρά που βρεθήκαμε πάλι με το Νικολάι και το Βάσια. Σε μια από τις στάσεις που κάναμε, με πήρε παράμερα ο πολιτικός τους επίτροπος, ένας κοντούλης με πανέξυπνα μάτια. «Είμαι ο Πάβελ», μου συστήθηκε πρόσχαρα. «Έχω μάθει πως τους έχεις γνωρίσει και θέλω να σε ρωτήσω αν έχουν ντυθεί με στολή Γερμανών». Κοίταξα το Νικολάι και το Βάσια που κάθονταν σ’ απόσταση και τους είδα να συννεφιάζουν. Ένιωσα άσχημα. «Όχι, σίγουρα όχι», του είπα. «Τους είχα γνωρίσει ως αιχμαλώτους».«Έχουμε ωστόσο πληροφορίες», είπε ο Πάβελ και με κοίταξε επίμονα. «Δεν είναι κανένας» του είπα «που να το ξέρει καλύτερα. Μας επισκεύαζαν όπλα και έχω ζήσει τη λαχτάρα τους να πολεμήσουν ξανά». Πάβελ έμεινε για λίγο αμίλητος. «Αφού μου το βεβαιώνει» μου λέει «ένας κομμουνιστής έτσι θα είναι. Και θα είναι για όλους καλύτερα», συμπλήρωσε με χαμόγελο. «Κι ας μείνει η συζήτηση μεταξύ μας». Ένιωσα ενοχή. Όμως ποτέ μου δεν έχω μετανιώσει για εκείνα που είπα.

Δεξιά: Από τα σχέδια με μολύβι που είχα κάνει στο αντάρτικο.

20


Είχα πλησιάσει τον Βάσια. «Είπα», του λέω, «ότι δεν σας έχω δει ποτέ με στολή» κι είδα τα μάτια του να βουρκώνουν. Είχε έρθει το τμήμα που τους παρέλαβε από μας να τους προωθήσει εως τα σύνορα. Αλήθεια πόση τρυφεράδα μπορεί να κρύβει, μια χειραψία, ένα βλέμμα αντρίκιο την ώρα του χωρισμού! «Καλή πατρίδα, σύντροφοι». Και πάλι αυτός ο καταραμένος ο κόμπος που ανέβηκε στο λαιμό να με πνίξει».

Τον Απρίλη του 2005, κατά παράκληση του Ρώσου Πρέσβη, στην ημερίδα που διοργανώθηκε στην αίθουσα του Πολεμικού Μουσείου Αθήνας για τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης, είχα παρουσιάσει το πιο πάνω κείμενο. Μετά το πέρας της ομιλίας, η ανταπόκριση του κοινού υπήρξε εξαιρετικά θερμή. Παράλληλα, στο φουαγιέ του Μουσείου, είχα παρουσιάσει και λειτούργησε έκθεση ντοκουμέντων της ΕΑΜικής Αντίστασης.

Επ ά ν ω : Έν α Φ ύ λλο α π ό το π ρ όγ ρ α μμα τη ς ε κ δ ή λω ση ς . Κά τω : Χα ρ α κ τικ ό του 1961

21


ΣΤ Α ΒΟ ΥΝ Α Τ ΗΣ Χ ΑΛΚ ΙΔΙΚΗΣ Υπηρετώντας στο 2/31 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, το «Τάγμα Χορτιάτη», παράλληλα με το ημερολόγιο που κρατούσα, σκιτσάρω σε ένα μπλοκάκι στιγμιότυπα και σκηνές της ζωής μας στο αντάρτικο. Σε μάχη που δόθηκε κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Βουλγαρικού Στρατού Κατοχής θα τραυματιστώ στο κεφάλι και στην προσπάθειά να ξεφύγω από τους πολυβολισμούς αναγκάστηκα να πετάξω το σακίδιο όπου είχε και το μπλοκ με τα σκίτσα. Τα σκίτσα αυτά τα βρήκε ένας Βούλγαρος στρατιώτης, τα φύλαξε 30 χρόνια και τα παρέδωσε στην Ελληνική Λέσχη Πολιτικών Προσφύγων στη Σόφια. Στις 7/6/75 ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει:

«Σκίτσα ενός άγνωστου ΕΛΑΣίτη. Στις επάλξεις του αντάρτικου. – Προσφορά από την Λ.Δ. Βουλγαρίας». Στο δημοσίευμα και η παράκληση του Βούλγαρου στρατιώτη να βρεθεί, αν είναι ζωντανός, ο ΕΛΑΣίτης που τα ζωγράφισε. «Ο δημιουργός τους είναι άγνωστος μαχητής του ΕΛΑΣ και κανένας δεν ξέρει αν ζει ή αν σκοτώθηκε», γράφει πιο κάτω το δημοσίευμα, «μπορεί να ρίχτηκε μετά την απελευθέρωση στα κάτεργα ή και να οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα...Τα σκίτσα του όμως διασώθηκαν, είναι τόσο ζωντανά και μας μιλούν με τόση αμεσότητα για την Εθνική μας Αντίσταση...»

Δεξιά: Τα σκίτσα που περιέσωσε οΒούλγαρος στρατιώτης.

22


Στις 12/6/75 ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει συνέντευξη όπου. περιγράφω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχα χάσει τα σκίτσα . Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε με τον τίτλο:

«Βρέθηκε ο άγνωστος ΕΛΑΣίτης που ζωγράφισε τα σκίτσα στη Χαλκιδική» «...Οι σφαίρες που αναλογούσαν του καθενός ήταν δέκα με δώδεκα και πολλές παθαίνανε αφλογιστία. Προσπαθώντας να ξεφύγουμε εγκλωβιστήκαμε σε χαράδρα… Έτρεξα πρώτος και η άμμος της ρεματιάς θαρρείς πως πήρε να βράζει από τις σφαίρες... Κάποιος πίσω μου έπεσε χτυπημένος… από βλήμα όλμου τραυματίστηκα στο κεφάλι και με πήραν τα αίματα. Τρέχοντας πέταξα το σακίδιο με τα ρούχα και το μπλοκάκι και με ένα τίναγμα του ποδιού απαλάχτικα απ’ το μοναδικό παπούτσι, που κυριολεκτικά είχε λιώσει… Σε μεγάλη απόσταση από το μέρος της μάχης, συναντήθηκα με το φίλο μου Πέτρο Μάτιτς, ένα δεκαεφτάχρονο Σερβάκι και λουφάξαμε μέσ’ τα πλατάνια της ρεματιάς. Μια περίπολος των Βουλγάρων αποτελείωσε έναν τραυματία δικό μας σε κοντινό μονοπάτι αλλά τελικά δεν μπόρεσαν να μας βρουν… Στη μάχη αυτή είχαμε δύο νεκρούς και τρεις τραυματίες. Αιχμάλωτοι πιάστηκαν πέντε, του εφεδρικού. Τον έναν, τον παράδωσαν στους Γερμανούς και τον εκτέλεσαν στη Θεσσαλονίκη. 5 Τους άλλους τέσσερις, οι «Οχρανίτες» τους γδάρανε ζωντανούς, άλειψαν τις πληγές τους με μέλι και τους δέσανε σε δέντρα, να τους φάνε οι σφήκες. Ύστερα από μέρες βρήκαμε τα πτώματά τους διαμελισμένα και παραχωμένα ρηχά και τους θάψαμε...». 5

«Οχρανίτες»: Βούλγαροι ασφαλίτες, φασίστες εθνικιστές.

23


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΝΗΣ Οι Γερμανοί, μετακίνησαν μονάδες από τα παράλια και οχυρώθηκαν έξω από το χωριό Κρήνη (κοντά στο Σπήλαιο των Πετραλώνων)… Στις 11 Σεπτέμβρη είχα βγεί με έναν ντόπιο για ανίχνευση και σχεδίασε τις οχυρώσεις του στρατοπέδου ( έξι πολυβολεία με βαριά πολυβόλα, 40 κάρα κατάφορτα με οπλισμό., ορύγματα κλπ.). Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας ο λόχος από το ύψωμα της Κατσίκας και η Επονίτικη Υποδειγματική Διμοιρία μας αιφνιδίασαν το στρατόπεδο. Ακολούθησε δίωρη μάχη. Οι Γερμανοί είχαν εφτά νεκρούς και αρκετούς τραυματίες.

«...Προχωρούμε έρποντας παράλληλα με το ανάχωμα.. .Ξημερώνει. Αγουροξυπνημένοι οι Γερμανοί πλένονται, πειράζονται, πλατσου-ρίζουν με τα νερά. Κάποιοι απ' όλους θα πέσουν σε λίγο νεκροί, μα κανείς τους δεν ξέρει ότι ο θάνατος τους έχει βάλει κιόλας στο στόχαστρο. Έχω ζήσει τους Γερμανούς στο συγκρότημα του Αλλατίνη, «καλούς» και «κακούς». Είδα να κυλάει το δάκρυ τους πάνω σε φωτογραφία με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τον πανικό μες στα μάτια όσων κινούσαν για το μέτωπο της Ρωσίας. Μισώ τον πόλεμο, το Χίτλερ, την αλαζονεία του φασισμού. Όλους αυτούς που βασανίζουν, που σκοτώνουν, που καίνε. Ωστόσο θα ήθελα, αν το μπορούσα, πολεμώντας τον φασισμό, να μη βρισκόμουν στην ανάγκη να σκοτώσω κανένα. Ούτε και τώρα νοιώυω μίσος γιαυτούς με τους οποίους θα αλληλοσκοτωθούμε σε λίγο. Ίσως αποτελώ την εξαίρεση κι αυτά που νοιώθω δεν είναι παρά οι «απαράδεκτοι συναισθηματισμοί», όπως είχε πει ο Γρηγόρης, που έχουν τις ρίζες τους στη μικροαστική μου καταγωγή. Έτσι θα είναι. Δεν εξηγείται αλλιώς τούτη η εικόνα που τόσο επίμονα στήνεται μπροστά μου σαν εφιάλτης: Έχω γυρίσει. Η μάνα ράβει καθιστή στην ψάθινη πολυθρόνα της. Με ρωτάει συγκρατημένα και τάχα αδιάφορα, όπως το συνηθίζει όταν κάτι την ενδιαφέρει πολύ. Έχεις σκοτώσει; Ξέρω πως δεν θέλει να μάθει αν ήταν Γερμανός, Βούλγαρος, Έλληνας. Αν αναγκάστηκα, να σκοτώσω… Στη φωτογραφία η μάνα με την αδελφή στον κήπο του σπιτιού μας στη Μελενίκου.

24


Της απαντάω πως «ναι». Η μάνα ανασηκώνει για λίγο τα μάτια της πάνω μου κι αμίλητη ξανασκύβει στο ράψιμο… Προχωρούμε σερνάμενοι… Ως τα πρώτα συρματοπλέγματα μας χωρίζει το πλάτος του δρόμου. Από κει ίσαμε τα ορύγματα τριάντα ή και περισσότερες δρασκελιές. Τώρα τους δυο σκοπούς τους διακρίνουμε καθαρά. Πίσω μας ακούστηκε θόρυβος. «Τι είναι;», ρωτάει ο πέρα σκοπός. «Πάω να δω», του λέει ο "δικός" μας… Ψαχουλεύω την ξιφολόγχη. Ο Ιβάν έβγαλε το μαχαίρι, μου κάνει νόημα πως θα τον αναλάβει εκείνος και τον νιώθω πλάι μου να 'χει γίνει ολόκληρος ένα ελατήριο. Για κάποια δευτερόλεπτα, από πάνω μας, οι μπότες του Γερμανού φαντάζουν πελώριες. «Θα είναι κανένα σκυλί», τον ακούμε να απαντάει κι επιστρέφει στη θέση του…Μ ' όλο που περιμέναμε, σαν ξάφνιασμα σκίζει την ησυχία του πρωινού η ριπή. Οι Γερμανοί, απαντούν με τα βαριά πολυβόλα τους και τ' αυτόματα. Μέσα από τον ορυμαγδό των πυρών ξεχωρίζει μόνο το «Σεντετιέν», όμως η «Μπρέντα», πάλι θα κόλλησε. Τα γερμανικά πολυβόλα δουλεύουν στρωτά, και μια πιθαμή πάνω απ' τα κεφάλια μας αγριόχορτα και χαμόκλαδα πέφτουνε σύρριζα, θερισμένα απ' τις ριπές. Η Επονίτικη Διμοιρία μας, που θα κάνει, την έφοδο αριθμεί μαζί με τον αυτοματιστή που μας έδωσαν, άτομα δεκαέξι!... Μόλις σημάνει η σάλπιγγα, θα διασχίσω τούτο εδώ το χωράφι και θα πετάξω χειροβομβίδα. Ακούω το σίγουρο κροτάλισμα της «τουρτούρας». έξι, οχτώ, δέκα δευτερόλεπτα να τελειώσει η ριπή και νοιώθω δυσφορία και σφίξιμο στο στομάχι. Θα πρέπει να έχουν περάσει πάνω από δυο ώρες π’ αρχίσαμε. Ήρθε ο σύνδεσμος και μας βιάζει λέγοντας πως, « … ο λόχος έχει αποσυρθεί». -Συναγωνιστές, οι τελευταίοι θα πιάνουνε ένας - ένας θέση μπροστά. και προσοχή να μην το πάρουνε είδηση…

25


Ξεκίνησα πρώτος. Σε κάποια σημεία τ' ανάχωμα χαμηλό, μόλις με καλύπτει στα μπρούμυτα. Ένας Γερμανός, σκυφτός, μ' οπλοπολυβόλο στο χέρι, σε ίσαμε δεκαπέντε μέτρα απόσταση. Δρασκελάει κατά μας, να πιάσει θέση σε όρυγμα για να μας κόψει το δρόμο! Ανασηκώνομαι και του ρίχνω. Ο Γερμανός έπεσε χτυπημένος και σέρνεται προσπαθώντας να μπει στο χαράκωμα. Οπλίζω να ξαναρίξω. Μια ριπή από πέρα μου πετάει θρυμματισμένα όπλο και χέρια. Τα μανίκια του μπουφάν σηκωμένα, απ' τον αγκώνα και κάτω, τιναγμένα σάρκες και κόκαλα, στη μέση κενό. Ο καρπός κρατιέται από κάτι άσπρο σαν νεύρο, πάει πέρα δώθε σαν εκκρεμές και το αίμα χοχλακιστό πετιέται με δύναμη. Δεν αισθάνομαι πόνο, μονάχα μια ζεστασιά και κάτι σαν μούδιασμα. «Έτσι θα πρέπει κι ο θάνατος να είναι απαλός και ανώδυνος! Κι αν μείνω για λίγο;» Το αρχέγονο ένστικτο, μπολιασμένο τη λογική αντιπαλεύει τον πειρασμό. Η λευτεριά που περίμενες, κι οι δικοί σου που σε προσμένουν και όλα εκείνα που δεν έχεις ακόμα γνωρίσει; Η ζωή βαραίνει στη ζυγαριά. Τώρα θέλω να ζήσω, πρέπει να ζήσω! Όμως ο καρπός καθώς κρέμεται, όπου να 'ναι θα πέσει να κυλιστεί στη σκόνη του δρόμου και τα μαντρόσκυλα του χωριού θα τραβολογάνε γρυλίζοντας, το δικό μου το χέρι! «Ίσως κάποιος γιατρός, μ' ένα νυστέρι.. Θα ήταν πιο φυσικό». Το χουφτώνω με το δεξί μη μου πέσει και δίνω, ολόρθος, σάλτο για τη χαράδρα. Καλυμμένοι πίσω απ' την όχθη οι δικοί μας μου γνέφουν. Στην τελευταία δρασκελιά με προλαβαίνει η ριπή. Θρυμματισμένος ο χωματόβραχος γεμίζει το πρόσωπό μου πετραδάκια και σκόνη. Το σακίδιο, διάτρητο από τις σφαίρες, πέφτει από την πλάτη μου κι εγώ σωριάζομαι στ' απλωμένα χέρια του καπετάνιου…»

26


Ο καπετάνιος βγάζει εξάρτηση και χιτώνιο, με φορτώνουν, στις πλάτες του κι όπου δύσκολα μέρη, τον βοηθάνε κι άλλοι να τα περάσει. Δεν πρέπει μου λένε να πιω και η δίψα μου έχει κατακάψει τα σωθικά. Κρατιέμαι με το σαγόνι από τον ώμο του καπετάνιου, ακουμπάω τα μάγουλα στο ιδρωμένο του σβέρκο και νιώθω την αρμύρα του ιδρώτα στα χείλη. Τα χέρια μου κρέμονται ανήμπορα, σκαλώνουν σε κλαδιά, χτυπάνε σε βράχια. Ο καπετάνιος γεροδεμένος, ξεφυσάει σαν ταύρος, κοντοστέκεται να πάρει ανάσα κι αρχινάει και πάλι να σκαρφαλώνει….» Θα περάσουνε χρόνια, θα έρθω να ξαναδώ ετούτα τα μέρη, θα βγάλω φωτογραφία…Βρήκα και έναν τσομπάνο, τον ρώτησα . «Αμέ, είχαμε και Γερμανούς και αντάρτες κι έγινε μάχη» μου λέει. «Βλέπεις εκείνες τις πέτρες; Είναι ό,τι έχει μείνει απ' τα πολυβολεία των Γερμανών». Ρωτάω αν υπήρχαν νεκροί Γερμανοί. «Είχανε καμπόσους». Οι αντάρτες; «Οι αντάρτες είχανε έναν κι άκου πώς έγινε. Ρίχνει ο αντάρτης και σκοτώνει το Γερμανό και προτού ξεψυχήσει εκείνος, ρίχνει με το πολυβόλο του και σκοτωθήκαν κι οι δυο». -Σίγουρα πράματα. -Σίγουρα. Όλοι το ξέρουνε στο χωριό .Τον ευχαρίστησα κι έφυγα. Τι να του έλεγα, πως πριν από λίγο είχε πιάσει κουβέντα μ' έναν...«νεκρό»!

Επάνω: Μ με τον καπετάνιο τον της Υποδειγματικής Βαγγέλη Παντελάκο, στο Μακρονήσι, τον άνθρωπο που με κουβάλησε , μέσα από πολυβολισμούς και μου έσωσε τη ζωή. Κάτω: Ο χώρος της μάχης. Στο βάθος ασπρίζουν τα απομεινάρια από τα πολυβολεία των Γερμανών, δεξιά το βουνό η Κατσίκα.

27


ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ Στα τέλη του 1946, ο μοίραρχος Παπατσώρης επικεφαλής ομάδας ένοπλων θα αιφνιδιάσει στην περιοχή του Χορτιάτη κρησφύγετο άοπλων διωκόμενων αγωνιστών και θα δολοφονήσει εν ψυχρώ τους τραυματίες. Ο ένας απ’ αυτούς που κατάφεραν να ξεφύγουν θα φιλοξενηθεί για τρία μερόνυχτα σπίτι μας. «…Τρία μερόνυχτα έμεινε ο Λευτέρης μες στο κατώι. Το πρώτο βράδυ κατέβηκα να του κάνω παρέα Η μάνα στην κουζίνα και πότε ο πατέρας, πότε η αδελφή μου, με τα φώτα σβηστά, παραφυλάν στο παράθυρο. «Έλα, Λευτέρη», του λέω, «φάε λίγη σούπα να στυλωθείς». Το λαδολύχναρο αχνοφωτάει το κουρασμένο του πρόσωπο και τα μάτια του ανήσυχα, σα να ψάχνουνε κάτι. Καίγομαι να τ’ ακούσω και ξέρω ότι θα πονέσω πολύ. «Καρφωτούς μας κύκλωσαν ξημερώματα» ιστοράει ο Λευτέρης «κι άρχισαν να γαζώνουν με τα αυτόματα. Πρώτο σκότωσαν τον Λειβαδιώτη, το σύνδεσμο. Πήγε να τους ξεφύγει και του έριξαν με όπλο από απόσταση. Μετά λάβωσαν τον Κομνηνό στα ποδάρια και τον Φωκίωνα. τους έσυραν έξω και τους χτύπαγαν…κι ύστερα τους αποτελείωσαν με πιστόλι»… Κρατιάμαι καταπίνοντας το λυγμό μη ξεσπάσω… Και τώρα, πώς της το λένε, πως θα το αντέξει η Ελπινίκη, η αδελφή του Φωκίωνα; «Εμείς οι άλλοι τραβηχτήκαμε πίσω από κάτι πουρνάρια. Μαζί μας και Τουμπιώτισα, η Σοφία, την πήρε ριπή και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Έβγαλε το περίστροφο, το μόνο όπλο που είχαμε. Δε θέλω, μας είπε να πέσω στα χέρια τους ζωντανή. Με φώναξε και πήγα κοντά της. Λευτέρη, ψιθύρισε, μόλις ρίξω κατηφορίστε τη ρεματιά, κι αν γλιτώσετε και δεις τα παιδιά, πες τους πώς έγινε. Επάνω: Το σπιτάκι μας της οδού Μελενίκου. Κατά την τελευταία χρονιά της γερμανικής κατοχής είχε φιλοξενήσει παράνομες συγκεντρώσεις, αυτοσχέδιο πολύγραφο, όπου τυπώνονταν αντιστασιακές προκηρύξεις, και ένα μικρό οπλοστάσιο.

28


Μας χαιρέτισε κι έτοιμοι εμείς, ακούγαμε το κλικ της σκανδάλης, μια, δυο, σα να μας κάρφωνε, όσο που πήρε φωτιά με την Τρίτη. Δεν το περίμεναν οι μπασκίνες, βρήκαμε κι εμείς ευκαιρία και ξεγλιστρήσαμε. Βλέπεις, ο καριόλης που μας κατέδωσε τους είχε πει πως δεν είχαμε όπλο». Άργησε εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος. Ο Λευτέρης όλη νύχτα στριφογύριζε και βογκούσε. Κλείνω τα μάτια και νάτοι και πάλι μπροστά μου, λασπωμένοι, αιμόφυρτοι να σφαδάζουν με τις τελευταίες βολές. Ο Παπατσώρης ανάβει τσιγάρο…Τους κλωτσάν, τους πατάνε με τις αρβύλες στο πρόσωπο, μήπως και σαλέψει κανένας. Πριν ένα μήνα ακόμη σε θυμάμαι Σοφία, νυχτιάτικα, στου Καλού τον Μπαξέ. Κοριτσάκι ακόμα, είχες βγάλη το «σιδερικό», έτσι το λέγαμε, το σκούπισες και το ξαναέκρυψες μες τον κόρφο σου. Το «καινούργιο παιχνίδι» της σκέφτηκα και θυμήθηκα πόσο καμάρωνα όταν πρωτοέπιασα όπλο στ’ Αντάρτικο. «Τρεις φορές τη σκανδάλη»! Τι να σκεφτόσουν, Σοφία, τα τελευταία λεπτά, κρατώντας το «παιχνίδι» εκείνο; Βιαζόσουν μην παραλύσουν τα χέρια; Μην σε προλάβουνε ζωντανή; Τρεις φορές τη σκανδάλη! Να μπορείς τρεις φορές να πεθάνεις, για να ζήσουν οι άλλοι! Με το σούρουπο ξεπροβοδίσαμε τον Λευτέρη. «Σου έχω κάτι αλλαξιές και φαγώσιμα» του είπε η μάνα στην ξώπορτα και τον σταύρωσε...Πριν πέσω, ακούω τη μάνα να παρακαλάει στην προσευχή της: «…Μάνα και εσύ Μεγαλόχαρη, που ξεγέλασες τους αντίχριστους του Ηρώδη, τους διώκτες του γιου σου. Κάνε το θαύμα σου, βόηθα τους να ξεφύγουν, λυπήσου τα νιάτα τους…» Με την Ελπινίκη στη τελευταία φωτογραφία της. Την άλλη μέρα η Ελπινίκη έφυγε για το καινούργιο αντάρτικο. Με την επόμενη αποστολή που θα φεύγαμε, πιάστηκε ο Πρόδρομος κι έκλεισε ο δρόμος. Σε λίγο θα μάθουμε πως η Ελπινίκη σκοτώθηκε πολεμόντας σαν μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού κοντά στα Αμάραντα του Κιλκίς

29


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΤΡΙΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Στο κρατητήριο γονατίζοντας, κάθισα με δυσκολία στο πάτωμα, να μην πατάω τα πληγωμένα ποδάρια. Πονάω στη κάθε μου κίνηση και το κεφάλι, λες και το έχουν παραγεμίσει με μέλισσες. Προσπάθησα να ξαπλώσω, όμως τα χέρια, όπως είναι σφιχτοδεμένα στη πλάτη, με εμποδίζουν να γείρω και η στεφάνη της χειροπέδας, πυρομένο σίδερο πάνω στα τραύματα. . Ο μόνος τρόπος να ξαπλώσω, είναι πάνω στο μπράτσο. Ωστόσο, καθώς το κεφάλι κρέμεται στο κενό, σε λίγο ο πόνος στον αυχένα γίνεται ανυπόφορος. Σηκώθηκα , μήπως έβρισκα κάτι να βάλω για προσκεφάλι και στο περβάζι του παράθυρου ανακάλυψα ένα μπουκάλι, το μοναδικό αντικείμενο στο κελί. Πλάι στη πόρτα, οι σανίδες σπασμένες, όλο μούχλα και κάτουρο. Ζορίστηκα, αλλά κατάφερα τελικά με τα δόντια ν’ αποσπάσω ένα σκλήθρο σανίδας. Το κρατάω με τα δόντια και σπρώχνοντας το, κατάφερα να το φέρω κοντά και με προσοχή να το απιθώσω στο πάτωμα. Ένα μπουκάλι εξάγωνο για να μου γίνει …το πιο λαχταριστό μαξιλάρι! … Το μπράτσο κι ως κάτω, η δεξιά μου μεριά λες κι ακουμπάνε παγοκολώνα. Η παγωνιά περονιάζει το στήθος και μονάχα ένας πόνος στα πόδια, μέσα από το μούδιασμα, με κάνει και τα νοιώθω δικά μου. Μ` έπιασε σύγκρυο, και λέω πως οπωσδήποτε πρέπει να κινηθώ. . Σε κάθε βήμα μου είναι σαν να πατάω γυαλιά κι αυτές οι καταραμένες οι χειροπέδες... Όμως πρέπει. Παραπατάω, πέφτω, σηκώνομαι, όσο να με σωριάσουν ο πόνος κι η εξάντληση…. Το πρωί βγαίνοντας για την «τουαλέτα μου βγάλαν τις χειροπέδες, κι είχα πονέσει πολύ και δυσκολεύθηκα να ξαναφέρω μπροστά μου τα χέρια. Το δεξί παραείναι πρησμένο κι έχει ένα χρώμα μπλαβί, σαν και το γαγγραινιασμένο ποδάρι του Σέρβου που του το είχανε κόψει στ’ αντάρτικο. Στο αριστερό, επάνω στα τραύματα, το σημάδι της χειροπέδας μια βαθιά αιμάτινη χαρακιά και το σπασμένο κόκαλο πετάχθηκε να τρυπήσει το δέρμα. Στη τουαλέτα, οι βρύσες δεν τρέχουν. Πάνω από τον νιπτήρα, ένα κομμάτι από σπασμένο καθρέπτη. Κοιτάζω και δυσκολεύομαι να

30


αναγνωρίσω τον εαυτό μου. Πρησμένα μάτια, σ’ ένα πρόσωπο ξένο, γεμάτο αιματώματα…. Χιονίζει. Οι νιφάδες βαριές λιώνουν στο έδαφος Σήμερα, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το βράδυ, θα κόψουν την βασιλόπιτα και θα τσουγκρίσουν τα ποτήρια για το καλό της χρονιάς. Τέτοιες μέρες, στο σπίτι μας το αγαπημένο παιχνίδι είναι η τόμπολα. Μετά το τραπέζωμα στο μεγάλο τραπέζι στρώνεται τραπεζομάντιλο, μοιράζονται ο καρτέλες κι αρχινά το παιχνίδι. Όμως αυτή τη χρονιά, δεν θα έρθουν μουσαφιραίοι και η βραδιά θα περάσει στενάχωρα. Και είναι αβάσταχτη η σκέψη να μην υπάρχεις τη άλλη Παραμονή!... Μεσημέριασε. Κοιτάω προς τα έξω και δεν πιστεύω τα μάτια μου. Ο Φιλόσοφος! Από το απέναντι πεζοδρόμιο, διασχίζει τη λεωφόρο. Δίπλα στο Τμήμα είναι το σπίτι του φίλου του, του στρατηγού Καλλιδόπουλου κι από το χάλασμα του μαντρότοιχου τον βλέπω να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Ο μπάρμπα Ιππόλυτος, ο «Φιλόσοφος», είχε σταθεί στα χρόνια της εφηβείας μου το αψεγάδιαστο πρότυπο ενός βαθιά φιλοσοφημένου ανθρώπου, ενός ανθρώπου της προσφοράς. Ο Δάσκαλος που μου έμαθε ότι: «Χωρίς μίσος για το άδικο, δεν υπάρχει αγάπη»! Έχω περάσει τα είκοσι και θα ’ναι στα ενενήντα. Πικρογελάω στη σκέψη πως, ακολουθώντας τα χνάρια του, σε λίγο θα σαπίζω στο χώμα. Ας είναι. Έχε γεια, Δάσκαλε. Να είσαι καλά και για χρόνια ακόμα περπάτα πάνω σε τούτη τη γη, κούτσακούτσα, βροντώντας το μπαστουνάκι σου, όπως σε είδα….

Το μισοερειπωμένο αρχοντικό του πρώην Α΄ Αστυνομικού Τμήματος. Στη διάρκεια του Εμφίλιου, στα υπόγειά του είχαν βασανιστεί και έχουν σταλεί από εκεί στα εκτελεστικά αποσπάσπατα

δεκάδες αγωνιστές.

31


ΣΤΗ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ «…με έσυραν αμίλητοι και με πέταξαν στο κελί. Σε λίγο ζήτησα να με βγάλουν για την «τουαλέτα». Δύο ασφαλίτες με έσυραν και με στήσανε όρθιο να κατουρήσω. Στην αυλή, όπως πάντα, κάνει βόλτες η κοπελιά. Στον πηγαιμό, όπως διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, μου είχε γνέψει, κουράγιο και επιστρέφοντας, την είδα μ’ ένα πακέτο στο χέρι. «Για το συναγωνιστή», την ακούω να επιμένει. Στο πακέτο μισή φραντζόλα, ζεστή ακόμη και δύο κομμάτια χαλβά. Τα σφίγγω απάνω μου, τα ακουμπάω στα μάγουλα, τα γεμίζω φιλιά. «Συναγωνίστρια», μουρμουράω, «συντρόφισσα!» Δεν ξέρω ποια είναι, πώς λέγεται. Κάποιους μήνες αργότερα θα διαβάσω το όνομά της πρωτοσέλιδο σ` εφημερίδα. Ήταν η Κούλα Ελευθεριάδου! Ηρωίδα της Αντίστασης, στέλεχος του κινήματος. Η πρώτη επονίτισα που εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη, στα εικοσιδύο της χρόνια! Με μετέφεραν στο δίπλα κελί, να μετράω τις μέρες που μου «απόμεναν» όπως είπε ο Παπατσώρης. Το τελευταίο μου πρωινό το φαντάζομαι κρύο και βροχερό. Ανοίγει η πορτάρα της φυλακής. Ο παπάς, ο βασιλικός επίτροπος, το απόσπασμα… Και να επαναλαμβάνεται η ίδια η σκηνή, λες και την έχουν γυρίσει ταινία. Έχω ζήσει το θάνατο, Κατοχή, παρανομία, αντάρτικο κι έγιναν πίστη μου τα όσα μου είχε πει κατά καιρούς ο πατέρας. «Ο θάνατος», τον θυμάμαι να λέει, «είναι, το ξανασμίξιμο με τη Μάνα μας Φύση» και ότι «Είναι θαυμάσιο να μπορείς ν’ αγαπάς στη ζωή σου κάτι πιο πολύ κι από τη ζωή σου ακόμα.». Όμως τούτες τις ώρες, προτού δρασκελίσεις το σύνορο της ζωής, αυτή η «αλήθεια», φαντάζει λιγότερο ακλόνητη. Η δίψα να ζήσεις αναζητάει προσχήματα,

Επάνω στη φωτογραφία: Η Κούλα Ελευθεριάδου.

32


σπέρνει αμφιβολίες, τρυπώνει στη σκέψη διχάζοντας. Η αγωνιστική ηθική επιτάσσει: «Με όποιο τίμημα, να μη προδώσεις αρχές, μυστικά και συντρόφους», τις έως σήμερα, σπέρνει αμφιβολίες, τρυπώνει στη σκέψη διχάζοντας. συζητητί, αυτονόητες έννοιες. Όμως για το Νίτσε, η «Ηθική», είναι ένα ιδιοτελές κατασκεύασμα, που χαυνώνει τις μάζες με το ψέμα των Ουρανόσταλτων Εντολών! «Απαλλαγείτε», μας συμβουλεύει, «απ’ τα φαντάσματα μιας ανύπαρκτης ηθικής και βαδίστε, αδίστακτοι, το δρόμο της προσωπικής καταξίωσης»! Και δεν ξέρω, αν άλλες από τούτες τις συμβουλές θα έπιαναν περισσότερο τόπο, σαν πειρασμός να ενδώσεις στο πανίσχυρο ένστικτο της βιολογικής επιβίωσης. Κι έχουμε με το Γρηγοράκη, διαβάσει Νίτσε. Και μας έχει επηρεάσει η «επαναστατική» γοητεία της λογικής του. Γνωρίζω ότι για να κρατηθώ στη ζωή. Ο 6 Νικηφόρος , ο Μιχάλης, ο Φάνης πρέπει να πεθάνουν στη θέση μου. Η μητέρα του Φάνη θα έχει φορέσει τα μαύρα, θ’ αντικριστούμε στο δρόμο κι έτσι ψηλή και περήφανη στον καημό της, θα με κοιτάξει για λίγο αμίλητη και θα με φτύσει. Η φτυσιά της μου καίει το μάγουλο. Ανοίγω τα μάτια να διώξω τον εφιάλτη. Και νιώθω αδύναμος να μπορώ να τα αντέξω. Αλίμονο σε όσους δεν έχουνε το «κουράγιο» να ανεχτούν μια φτυσιά, δεν έχουν τη «δύναμη», παρακάμπτοντας «ηθικές», να γαντζωθούν στη ζωή. Ανήκω κι εγώ, το λοιπόν, στη «παρηκμασμένη γενιά», όπως μας θέλει ο Νίτσε; Άξιος μοναχά για θυσίες, που θα λιπάνουν τούτη τη γη. Να βγάλει καρπούς και λουλούδια. Για τα παιδιά αυτών που πάνε με το μέρος των δυνατών, για τα παιδιά του αύριο!

6

Νικηφόρος Καλλίνικος (ή «Δάσκαλος»), από τα μέσα του 1946 υπήρξε επικεφαλής των μαχητικών ομάδων της «Στενής Αυτοάμυνας», καθοδηγητής, και συγκατηγορούμενός μου στην ίδια υπόθεση. Ο Νικηφόρος Καλλίνικος, ανεψιός του μητροπολίτη και ταγματάρχης του Δημοκρατικού Στρατού, πέθανε, σαν πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη.

33


Ο πατέρας, στα νιάτα του, υπήρξε αγωνιστής κι έχει το σεβασμό και την αγάπη του κόσμου. Ωστόσο, για την θεοσεβούμενη μάνα μας, ο πατέρας ήταν ο «απροσάρμοστος».. Στο κάτω - κάτω», έλεγε η μάνα, «σε μια κοινωνία με λύκους, με το σταυρό στο χέρι, δε συντηρείς οικογένεια». Θυμάμαι παλιά, σε κάποιες εξόδους, να περιμένουμε μες την πολυκοσμία στη στάση του τραμ. Η μάνα συνιαρισμένη, όπως πάντα, πότε με το χαμόγελο, πότε με τον αγκώνα, δεν υπήρχε περίπτωση να μη καταφέρει να μπει μέσα στο τραμ και να μας μπάσει και μας. «Άλλωστε, ποιος κύριος», θα το λέει με καμάρι, «δε θα παραχωρούσε τη θέση του σε μια κυρία»! Κι ως συνήθως, ο πατέρας, ο πάντα διακριτικός, παραμερισμένος από κάποιους ατσίδες, θα περίμενε να έρθει με το επόμενο. Θαυμάζω και αγαπώ τον πατέρα. Ωστόσο δε θα ήθελα μια ζωή να «χάνω το τραμ». «Ας ήταν σε όλα να έμπαινε τάξη! Με την σειρά του ο καθένας...» Από παιδί, κάπως έτσι φανταζόμουνα μια σωστή μελλοντική κοινωνία. Μια κοινωνία ασπίδα για τους αδύνατους! Παιδί ντρεπόμουν να δείχνω το πόσο πονούσα, όταν σκότωναν τα πουλιά ή χτυπούσαν τα ζώα. Και πολεμώντας στ’ Αντάρτικο, να νιώθω κάτι σαν ενοχή, που δεν ήμουν «σκληρός», όσο μας ήθελε ο πόλεμος. Όμως να που ο Νίτσε, αλλά και οι άλλοι, το λένε «αδυναμία»! Στα χρόνια της νιότης διψάς για δικαίωση και παραείναι πικρό να συνειδητοποιείς ότι η «υπέρτατη προσφορά», της ίδιας σου της ζωής, δεν είναι παρά μια πράξη «αδυναμίας» να επιβιώσεις. Θυμήθηκα και τη μάνα που έλεγε ότι: «Οι πιστοί και βέβαια προσφέρανε τη ζωή τους, αλλά πάντα μ’ αντάλλαγμα. Όμως, εσείς που δεν πιστεύετε σε ανταμοιβές μετά θάνατο τι περιμένετε»; Ένα να ξέρεις, όπως πας θα χαθείς και οι ξύπνιοι θα ζήσουν... » Και είναι αλήθεια πως δεν ήταν εύκολο να τα βγάλεις πέρα μαζί της…». Στη φωτογραφία: Η μάνα στην αυλή του σπιτιού μας Τζαβέλλα και Κρήτης

34


Αη Στράτης, 1953. Χαρακτικό σε πλάγιο πάνω σε στίχους του Μέμου Παναγιωτόπουλου.

35


ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΠΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ «…Καλοκαίρι του 1947. Λιγοστοί απομείναμε από την παλιά μας παρέα. Άλλοι νεκροί κι άλλοι στις φυλακές, εξορίες, παράνομοι ή και λουφάξανε μπροστά στην απειλή του θανάτου. Τη μέρα τα μηχανοκίνητα και τη νύχτα οι περίπολοι οργώνουν τις γειτονιές σκορπώντας τον τρόμο. Και το κροτάλισμα του αυτόματου κι οι σκόρπιοι πυροβολισμοί μέσα στη νύχτα σπάζοντας τη σιωπή γεμίζουν τα σκοτάδια φαντάσματα. Τον Αύγουστο μας βρόντηξαν την πόρτα κι όπως και την προηγούμενη φορά, με ξύπνησε η μάνα: «Ήρθανε, σήκω...» Μόνο που τώρα οι χωροφύλακες περιμένουν τουλάχιστο να βάλω τα ρούχα μου. Στο φορτηγάκι τρεις γειτονοπούλες μας επονίτισσες, η Αλίκη της κυρά δασκάλας, η Αννούλα του κουρέα του Γιάννη, η Σούλα η «Γαλατσάνα», η ωραία της γειτονιάς. ο μπάρμπα Σταύρος κι ο Κώστας. Νιώθω περήφανος για τις κοπέλες μας, και ντρέπομαι που δεν είμαι το ίδιο κεφάτος με κείνες Στο Τμήμα μας περίμεναν δυο νεαροί της ΕΣΑ, που υποδέχονται τις κοπέλες με οικειότητα. Πρώτες φωνάξανε εκείνες και τους δυο νεαρούς να περάσουν στο γραφείο του Παπατσώρη. Ο χωροφύλακας ήρθε ξοπίσω τους να κλείσει την πόρτα κι ένιωσα μέσα μου να αναδεύει η ζήλια. Σε λίγο κάλεσαν να περάσουν ο Κώστας κι ο μπάρμπα Σταύρος. Ο Κώστας βγήκε σε λίγο κρατώντας ένα χαρτί, «Για τον Άη Στράτη» μου κάνει αδιάφορα. Ο μπάρμπα Σταύρος καθυστερεί κι, όταν φώναξαν κι εμένα να μου κοινοποιήσουν την απόφαση της εκτόπισης, ο μπάρμπα Σταύρος πρέπει να βγήκε από την άλλη πόρτα.Ο Κουλούρης, βλοσυρός όπως πάντα ήρθε να μας κατεβάσει στο κρατητήριο. Κατεβαίνοντας πρόλαβα να δω τα κορίτσια, καθώς βγαίνανε από την πύλη του Τμήματος και την «ωραία μας Γαλατσάνα» να την κρατάει αγκαζέ ο νεαρός με την φιγουράτη στολή της ΕΣΑ. Ο Κώστας αμίλητος ζάρωσε καθιστός στη γωνιά κι έκρυψε μες στις παλάμες το πρόσωπό του. «Δεν βαριέσαι…» του είπα, έτσι να σπάσω τη σιωπή. «Ο καθένας το δρόμο του».

36


Η αλήθεια πως από τον μπάρμπα Σταύρο δεν το περίμενα. Ο Κώστας ανασήκωσε το κεφάλι. «Χτες ρίξανε τον Νίκο», μου είπε. Έβγαλε από την τσέπη του και μου έδειξε ένα τσαλακωμένο σημείωμα: «...φίλησε τη μάνα και την Αννούλα μας. Φρόντισέ τες και πες στα παιδιά πως στάθηκα εντάξει...» Ακούμπησα το χέρι στον ώμο του. Με κοίταξε για λίγο επίμονα, σκέφτηκα το πόσο έμοιαζαν τα μάτια του με τα μάτια του Νίκου κι ένιωσα ένα κόμπο να μου κλείνει το λαιμό.Έκανε ώρα πολύ εκείνο το βράδυ να με πάρει ο ύπνος… Να σκέφτομαι τον μπάρμπα Σταύρο, τις κοπέλες, τη σύντομη γνωριμία μου με τον Νίκο. Δεν είμαι σίγουρος για το πώς νιώθουν ετούτη τη νύχτα οι κοπελιές. Ας είναι κι ας παν στο καλό. Όμως ο μπάρμπα Σταύρος, ο «παλιός», ο «παλαίμαχος», πρέπει κι αυτός να έχει περάσει μια άσχημη νύχτα. Με τον Νίκο είχαμε βρεθεί για κάποια δουλειά της οργάνωσης σ' ένα πατάρι της αγοράς, στο Καπάνι. Του είχα παραγγείλει και μου μαστόρεψε ένα ζευγάρι παπούτσια, κι όταν μου τα έδινε κάποιες μέρες αργότερα, αστειευόμενος είπε: «Όσο για γερά μη σε νοιάζει, θα τα βρει ακόμα καινούργια η λευτεριά»! Το πρωί ο πατέρας μου είχε φέρει μαζί με τα ρούχα και τα καινούργια παπούτσια. Του είπα να τα φυλάξει, να τα φορέσω, όταν γυρίσω. Τώρα κάπου θα βρίσκονται στο πατάρι προσμένοντας μια «λευτεριά που δεν ήρθε». Άλλωστε με τα χρόνια που πέρασαν δεν θα είναι πια και της μόδας.

1946. Με τους ΕΠΟΝίτες της περιοχής του Ντεπώ .Επτά από τους εικονιζόμενους στη φωτογραφία, προς το τέλος του Εμφυλίου δε θα υπάρχουν πια στη ζωή.

37


Συνέβη στη Θεσσαλονίκη τη μέρα των «αδιάβλητων», όπως είχαν μείνει στην Ιστορία, εκλογών του 1961. Έδυσε ο ήλιος, έκλεισαν οι κάλπες, κλειδαμπαρώθηκε, καλού κακού, ο κοσμάκης στα σπίτια του αφήνοντας τους «υψηλά ιστάμενους», να «μαγειρέψουν» το αποτέλεσμα…. Τόλμημα να βγεις τέτοια μέρα και τέτοιες ώρες στους δρόμους, όταν δεν είσαι σαφώς «εθνικόφρων» και μάλιστα σε «διατεταγμένη υπηρεσία». Και όμως… «Δεν πάμε την βόλτα μας, κατά το κέντρο, να σπάσει ο πάγος;» πρότεινε ο Τάκας. Συμφώνησε η παρέα μαζί του, καθότι σαν δικηγόρος, αλλά και λόγω του ξύλου που είχε φάει κατά καιρούς, ήταν ο πλέον πληροφορημένος για τα συνταγματικά δικαιώματα του πολίτη. Μισοσκότεινη η πλατεία από την Εγνατίας και πάνω. Ψυχή στους δρόμους και μόνον τα πορτοπαράθυρα του Τέταρτου Αστυνομικού παραμένουν ολόφωτα. Κι άξαφνα: «Με τέτοιον Κωνσταντίνο, με τέτοιον βασιλιά…» ακούστηκε από τα μπακιρτζίδικα μια σπασμένη φωνή. «Πουτάνες κομμούνες… απόψε πεθαίνετε. Να ζήσει η Φρειδερίκη, η μάνα μας!». «Τα ήπιε», λέμε, «και το γλεντάει ο λεχρίτης...» «Δεν πάμε να φύγουμε;», πρότεινε κάποιος. «Βρε, άσ’ τον να πλησιάσει και βλέπουμε…», μας λέει ο Τάκας. «Απόψε θα πέσουν κεφάλια... Θα κλάψουν μανούλες...», επιμένει ο μεθυσμένος κι όλο πλησιάζει. Ο Τάκας, γραβατωμένος, με την άσπρη του καμπαρτίνα και χαρτοφύλακα, του κόβει την φόρα: -Μοίραρχος Γιαννακόπουλος. Τι φωνάζεις νυχτιάτικα; «Μα, κύριε μοίραρχε....να μη το γλεντήσω λιγάκι;», του απαντάει απορημένος εκείνος και σκάει χαμόγελο. «Ζήτω ο βασιλεύς και γαμώ τις κομμούνες!», βάζει άξαφνα μια φωνή και χαιρετώντας στρατιωτικά προσπαθεί να ισορροπήσει στα πόδια του. «Ώστε έτσι, θα πέσουν κεφάλια. Αλλά τίνος κεφάλια;», τον αντικόβει ο Τάκας. «Δεν το έμαθες, ζώον, ότι πλειοψηφεί η αριστερά και σχηματίζει κυβέρνηση με κομμουνιστές υπουργούς; Θα σου αλλάξω τα φώτα, καθίκι. Προχώρα στο τμήμα!». «Μα έχω παιδάκια, έχω οικογένεια, κύριε μοίραρχε, λυπηθείτε με...», κλαψουρίζει ο μεθυσμένος και τα ’χει χαμένα.

38


«Άκουσε δω», του λέει ο Τάκας μαλακώνοντας τη φωνή του. «Σ’ έχουν ακούσει από το τμήμα απέναντι και θα μου ζητήσουν ευθύνες. Άντε, πέρνα από κάτω και φώναζε ακριβώς τα αντίθετα, να δουν πως μετάνιωσες. Και δυνατά, να τ’ ακούσουν». «Μαλάκα Κωνσταντίνε, μαλάκα βασιλιά... Και γαμώ τη Φρειδερίκη τη μάνα σου…Γεια σας κομμούνες, γεια σας συντρόφια...», ακούμε να ξεφωνίζει ο μεθυσμένος μπροστά στη πόρτα του τμήματος. «Για πέρασε, πέρασε μέσα να μας τα πεις…», ακούμε να του λέει ο φρουρός. Και σε λίγο γέμισε η πλατεία φωνές κι ουρλιαχτά, λες και σφάζανε μοσχάρι. «Να για την Φρειδερίκη, βρε πούστη... Να και για τον βασιλιά, τον μαλάκα... Άρπα και τούτη για τα συντρόφια, να τα θυμάσαι...» «Μωρέ θα τις τρώει», μας λέει ο Τάκας, «και θ’ αναρωτιέται ο έρμος πού ξανάκανε λάθος! Και τώρα παιδιά, νομίζω πως μπορούμε να φύγουμε».

«Στον Λευκό Πύργο». Από τα «Τα επαγγελματα που χάνονται».

39


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1936 ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΑ Ο ΠΌΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1940 Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΤΑ ΑΣΠΡΑ ΛΟΥΛΟΎΔΙΑ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ ΟΙ ΡΏΣΟΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΝΗΣ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΤΡΙΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΗ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

40


Τα αφηγήματα της «ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΝΙΟΤΗΣ» είναι επιλεγμένα από το Λεύκωμα: «ΣΑ ΒΓΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΗΓΑΙΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΉ ΔΙΑΘΕΣΗ: «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»

ΤΙ ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γ. ΦΑΡΣΑΚΙΔΗ Επανακυκλοφόρησε σε τέταρτη έκδοση το βιβλίο του Γ. Φαρσακίδη «Η Πρώτη Πατρίδα»(Α΄ Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών). «Ένα βιβλίο που περιβάλλεται με το αραχνοΰφαντο μαγικό πέπλο μιας υπερούσιας ομορφιάς. Ένα μοναδικό βιβλίο όχι μόνο του λόγου απλώς, αλλά και της Τέχνης και με τη σημασία του ιστορικού ντοκουμέντου!» Γ. Βαλέτας, Ραδιοφωνική εκπομπή, Α΄ Πρόγραμμα, 1982. «Ένα σπουδαίο βιβλίο. Απολαυστικό στο ξεφίλισμα και μαγευτικό στο διάβασμα. Ένα βιβλίο αγάπης και νοσταλγίας… Ωραίο γράψιμο, θαυμάσια σελιδοποίηση, ένα επίτευγμα. Κλείνοντας το βιβλίο νοιώθουμε πλουσιότεροι. Γνωρίσαμε έναν Ολόκληρο κόσμο. Εύγε!» Κ. Σταματίου, «Νέα», 1983. «Η ευτυχία ενός καλού βιβλίου. Σελίδες γεμάτες ευγένεια με νοσταλγικούς τόνους, με συναισθηματική φόρτιση και μια γνήσια ατμόσφαιρα επαναστατικού ρομαντισμού» Τ. Βουρνάς, «Αυγή», 1982. «Όταν διαβάζεις ένα βιβλίο και λες: «Ας μη τελειώσει ποτέ!», τότε σημαίνει πως ο δημιουργός του έχει τη σφραγίδα της δωρεάς. Ευχαριστώ για την χαρά που μου έδωσες και ζηλεύω…» Ν. Παπαπερικλής, Ριζοσπάστης.1983 «Μια έκδοση με θελκτικό στην απλότητα λόγο και θαυμάσια καλλιτεχνική επιμέλεια. Κ. Τσαούσης, «Έθνος», 1983 «Στάθηκα συνεπαρμένος στην τόσο γλαφυρή περιγραφή αυτής της «ανθρώπινης τοιχογραφίας». Πόση ζηλευτή δεξιοτεχνία, παρατηρητικότητα, απλότητα, χιούμορ!» (Γ. Φωκάς, Τεχνοκρίτης, 1983) «Βαθιά ανθρώπινοι πίνακες που ο ρεαλισμός τους είναι καθαρή ποίηση και τρυφερότητα… Με όλη την ομορφιά ενός πλούσιου εσωτερικού κόσμου… σε μια διαδοχή αριστοτεχνική…» Από την κριτική παρουσίαση στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.

41


ΠΟΤΕ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΕΙΚΟΣΙ. Έξι μικρά αριστούργηματα με θαυμάσια εικονογράφηση και καλλιτεχνική επιμέλεια. Ένα βιβλίο με απέραντη ανθρωπιά και ευαισθησία... Γιομάτο από ελπίδα και πίστη σ' έναν κόσμο καλύτερο. Ένα βιβλίο απ' αυτά που θα σε κάνουν να ξενυχτήσεις διαβάζοντας το, να σκουπίσεις τα μάτια σου και να λυπάσαι που τέλειωσε...Σταύρος Ζορμπαλάς «…Να μπορείς να αποθανατίζεις κυριολεκτικά με το αίμα σου την πολύτιμη κληρονομιά στους νεότερους…» Γιάννης Νικολόπουλος.

ΙΑΜΑΤΙΚΑ ΨΕΥΔΗ ΚΑΙ «ΒΕΒΥΛΕΣ» ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ Ένα βιβλίο που προκαλεί, όμως με απόψεις τεκμηριωμένες αναγνωρισμένων ερευνητών της ιστορίας και, μένουμε με το στόμα ανοικτό, για τα όσα μας κρύβει η εκμεταλλεύτρια εξουσία μιας ταξικής κοινωνίας. Μια εξουσία που αποτυπώνει στη συνείδηση των ανθρώπων ό,τι ιστορικά βοηθά την δική του επικράτηση μέσα από την πλύση εγκεφάλου μετατρέποντας τους σε υποτακτικούς, υποστηρικτές της κυρίαρχης ιδεολογίας. «Από τη σμίλη στον Γουτεμβέργιο». «... Το βιβλίο αυτό, πέρα από τις γνώσεις που προσφέρει, είναι ένας οδηγός αμφισβήτησης και όργανο αντίστασης, στη σημερινή ισοπεδωτική παραχάραξη του ιστορικού γίγνεσθαι…» Θουκυδίδης Ραβασόπουλος.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. «...Προσωπικά μου αρέσουν οι σεμνοί δημιουργοί… Δεν είναι μόνο πιο ανθρώπινοι, είναι και Βαθύτεροι καλλιτέχνες... Ο Γ. Φαρσακίδης ανήκει στους αθόρυβους, γι' αυτό τον νιώθουμε πολύ κοντινό μας... Πραγματώνοντας τις προθέσεις του, ανασταίνει τις ώρες της φρίκης που έζησε, καθηλώνει σε πλαστικές μορφές τις εφιαλτικές στιγμές του τρόμου... πασκίζει να δείξει ένα δείγμα της χτεσινής κόλασης...Θα μπορούσε να κλείσει το έργο του με την πασίγνωση φωνή του Γιούλιους Φούτσικ: «Άνθρωποι αγρυπνείτε». Εξάλλου μια όμοια κραυγή αναδύεται από κάθε σελίδα του βιβλίου...» Θ. Πιερίδης, «Χαραυγή», Κύπρος. Αύγουστος 1965. «…Ο Γ. Φαρσακίδης …το ίδιο λιτά ζωγραφίζει με το χρωστήρα ή με το λόγο, την παλικαριά, την αρετή, την αξιοπρέπεια και την περηφάνια των αγωνιστών. Ν.Π. «Νέος Κόσμος», Σεπτέμβρης 1965. «…Αυτό το έργο σπάει το φράγμα των καιρών και της λήθης, με κάθε λέξη, με κάθε ζωγραφιά του, κραυγάζει, προειδοποιεί, ξυπνάει συνειδήσεις... Ζωγράφιζε κι έβλεπε το Χάρο... κι έγινε Τέχνη! Και μας ξυπνάει απότομα... Ν. Παπαπερικλής, Ιούνης 1965.

42


ΤΟΠΟΙ ΕΞΟΡΙΑΣ. "...Ένα λεύκωμα με τον αισθαντικό, λαγαρό, χυμώδη, γραπτό λόγο του Γιώργου Φαρσακίδη. Με την πληθώρα του εικαστικού έργου του και τις φωτογραφίες της εξορίας. Ο Γιώργος Φαρσακίδης γράφει την ιστορία με τη "γλώσσα της ψυχής" του... της βιωματικής μνήμης και της Τέχνης... Χειροποιείμε αδιάψευστα ντοκουμέντα την ιστορία του αγώνα και του πολιτισμού των εξορίστων αγωνιστών που ποιούσαν το ανθρώπινο ήθος με την αταλάντευτη υπεράσπιση των ιδανικών τους. Και περίσσευε ατελεύτητα η πίστη, η περηφάνια, η τρυφερότητα... δημιουργώντας την Τέχνη της αληθινής ανθρωπιάς! Υ.Γ.: Ας είναι ευλογημένος ο Γιώργος Φαροακίδης που φιλοτέχνησε, πολύμορφα, καλαίσθητα και συγκινητικά αυτό το κειμήλιο των αγώνων και του πολιτισμού. Αριστούλα Ελληνούδη. ΓΙΩΡΓΟΥ

ΦΑΡΣΑΚΙΔΗ

ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ

«Μακρόνησος». «Τόποι εξορίας». «Εδώ Πολυτεχνείο». «Οκτώ σχέδια». «Ευχαιτήριες κάρτες» «Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές». «Για τη Ζωή, για το Παιδί Για την Ειρήνη». «Δέκα Χαρακτικά». «Αθήνα». «Ο Φιλόσοφος» ‘Η Πρώτη Πατρίδα». «Ποτέ τους δεν έγιναν είκοσι». «Ιαματικά ψεύδη και «Βέβηλες» προσεγγίσεις». «Έντεκα ημέρες και τρεις Χρονιές του Εμφύλιου». «Οι Θερμοπύλες του Αιγαίου»

ΕΤΟΙΜΑ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ:

«Το Κράτος του Τρόμου». «Τέχνη και Κοινωνία». «Του Έρωτα και της Μοναξιάς». «Οι θρύλοι της Βιέννης» «Πολιτιστικά και ευτράπελα». «Μνήμες Κατοχής και Αντίστασης». «Ινδίες» «Το θέατρο στον Άη Στράτη» «ΙΛΙΑΔΑ». 24 Λιθογραφίες του Χένρι Μόττε. Επιμέλεια Ο «Μπούμπης».

« Της πρώιμης νιότης».

43


«Το δώρο του πατέρα». Σχέδιο με σινική του Γ. Φαρσακίδη.

44


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.