Βιβλίο Ομήρου Ιλιάδα

Page 1

ΟΜΗΡΟΥ

ΙΛΙΑΔΑ 2 4 ΛΙΘΟΓΡΑΦΙΕΣ HENRI MOTTE

Καλλιτεχνική επιμέλεια ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ


Δυο λόγια για τον Όμηρο και για το Λεύκωμα Με τον Όμηρο δρόσιζαν τις ψυχές τους οι αρχαίοι και ανάθρεφαν τα παιδιά τους έχοντας τον για πρώτο διδακτικό βιβλίο. Η «Ιλιάδα» θεωρούνταν αξεπέραστη σε καλλιτεχνική και ιστορική αξία, επιτομή γνώσης και πηγή φιλοσοφίας και ποίησης. Σήμερα, εξακολουθεί και είναι άφθαστο πρότυπο και αχτίδα στη σκέψη των ανθρώπων. Θέμα της ο «πολυδάκρυτος» κατακτητικός πόλεμος των Αχαιών και των συμμάχων τους κατά της Τροίας. Αναφέρεται σε γεγονότα 51 ημερών που διαδραματίστηκαν στον αιματοβαμμένο κάμπο της Τροίας. Τον πόλεμο, ένα θέμα αποτρόπαιο και αποκρουστικό όσο η εκδίκηση του Αχιλλέα για το θάνατο του Πάτροκλου, με την ερμηνεία του ο Όμηρος, από ειδικό το έκανε οικουμενικό, από πρόσκαιρο διαχρονικό και από απάνθρωπο ανθρώπινο. Ο πόλεμος και η αγριότητά του τρομάζουν, όπως σκιάχτηκε ο γιος του Έκτορα από την όψη του πολεμιστή: «μα πίσω γέρνει το παιδί στον κόρφο της βυζάχτρας/με τις φωνές, τι τόσκιαζε η όψη του γονιού του». Ενώ περιγράφει τις μάχες και απεικονίζει τις πιο οικτρές σκηνές του πολέμου, «λες ποτάμια τρέχανε μαβρόθολα απ' το αίμας», μας αλλάζει διάθεση. Και τι δε σκαρφίζεται με τη γυναικεία διαβολιά η Ήρα που μεταχειρίζεται τα «μεγάλα μέσα» για να τουμπάρει τον Δία. Και η ασπίδα του Αχιλλέα; Τι δεν έχει πάνω της αυτή η ασπίδα! Αναπλάθει μιας εποχής τον κόσμο ολόκληρο. Οι ήρωες, τα κατορθώματα τους και οι ανθρωποσφαγές παραμερίζονται και ο ποιητής ψάλλει την ομορφιά της ζωής και τα αγαθά του ειρηνικού βίου. Σα να θέλει να πει, πως παρότι ο πόλεμος ξυπνά τα πιο άγρια και βάρβαρα ένστικτα του ανθρώπου, εντούτοις οι σκοτωμοί δε νικούν τη ζωή, την ανθρωπιά και την ομορφιά. Και στο τέλος του έπους, μετά τα μίση και τους σκοτωμούς, σμίγουν· κλαίει ο γερο - Πρίαμος, κλαίει και ο Αχιλλέας «σα θυμήθηκαν κι οι διο…». Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Και ο θρήνος των γυναικών συμπυκνωμένη όλη η καταστροφή του πολέμου. Μα «ο πόλεμος θ' αρχίσει αν είναι ανάγκη»… Πολλές και σημαντικές προσπάθειες έγιναν για την απόδοση των ομηρικών κειμένων στη νεοελληνική τον τελευταίο αιώνα. Επιλέξαμε για το Λεύκωμα τη μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη. Η πρώτη, ουσιαστικά, απόδοση της «Ιλιάδας» στη γλώσσα του λαού. Μια μετάφραση που «έκανε κρότο» στην εποχή της. Ενθουσίασε τον Παλαμά που έγραψε «ταστόλιστο, ταπλό, και το γερό/μας έφερες ταθάνατο νερό/Ταξιδευτής απ' την πηγή του Ομήρου», αλλά πολεμήθηκε από τους καθαρευουσιάνους ως έργο αντεθνικό, καταχθόνιο και βέβηλο. Μια μετάφραση μνημείο του αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας. Ήταν ένα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής της και σήμερα παραμένει ασύγκριτη, με το γλαφυρό και συναρπαστικό λόγο της και την υποδειγματική για την εποχή της δημοτική. Λέξεις όπως «λυγερή», «μαυρομάτα», «συρτό φουστάνι», συχνές στο δημοτικό τραγούδι, παίρνουν τη θέση των «ευπλόκαμος», «ελίκωψ» και «τανύπεπλος». Ελάττωμά της είναι πως μεταφέρει πρόσωπα και πράγματα στην εποχή της κλεφτουριάς και του αρματολισμού και οι επιφυλάξεις που μπορεί να εγείρουν γλωσσικές ακρότητες, όπως η Λενιώ, ο Δυσσέας, το «φ» αντί του «υ» (αφτός) κλπ. Ο Αλ. Πάλλης παρέλειψε πάνω από τρεις χιλιάδες στίχους θεωρώντας τους μεταγενέστερες προσθήκες. ΓΓ αυτό στις ραψωδίες XIII, XVI, XVIII, XXI, XXIII χρησιμοποιήσαμε τη μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά. Μια μετάφραση σε γλώσσα μεικτή (δημοτική - καθαρεύουσα) «με πολλή ευγένεια στο λόγο». Και στις δύο περιπτώσεις τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Ο Henri Motte (1846-1922) ήταν γνωστός Γάλλος ζωγράφος του 19ου αιώνα. Τα θέματα του ήταν εμπνευσμένα από την ιστορία και τη μυθολογία. Οι λιθογραφίες του Λευκώματος τυπώθηκαν στο Παρίσι (1886/1887;) και σήμερα εικονογραφούν σχολικά βιβλία της «Ιλιάδας». Ηρακλής Κακαβάνης Δημοσιογράφος - Διορθωτής


Στη μνήμη του πατέρα μου Αναστάσιου Η. Φαρσακίδη

Μεταναστεύοντας το 1934 από την Οδησσό στην Ελλάδα, είχαμε φέρει μαζί μας μια πλούσια βιβλιοθήκη με αρκετές σπάνιες εκδόσεις. Από τα αγαπημένα βιβλία του πατέρα, και τα δυο στα γαλλικά, το πολυσέλιδο «Ίλιον» με τις θρυλικές ανασκαφές του Σλίμαν στην Τροία, και η «Ομήρου Ιλιάδα» με τις εικονογραφήσεις που περιέχει αυτό το Λεύκωμα. Μόνον ένας ξεριζωμένος από τον τόπο του θα μπορούσε να καταλάβει το πόσο ανεκτίμητα μπορούσαν να είναι για ένα μετανάστη κάποια βιβλία με αναφορές στην πατρίδα. Μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη, οικονομικά κατεστραμμένος, ο πατέρας, παρά τις κάποιες επιφυλάξεις, θα πιστέψει πως «...το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της Επανάστασης»! Επικούρειος, μπολιασμένος με το όραμα της Επανάστασης του Οκτώβρη ο πατέρας, θα μου μιλήσει με πάθος για την Ελλάδα και μια πιο σωστή μελλοντική κοινωνία, θυμάμαι από παιδί, περιδιαβαίνοντας με θαυμασμό στις εικονογραφημένες σελίδες των μύθων, της «Ιλιάδας», να νιώθω μέσα μου την ανάγκη να τα μοιραστώ και μέ άλλους. Έτσι θα μπορούσα να πω πως η έκδοση αυτού του Λευκώματος, δεν είναι παρά η εκπλήρωση μιας επιθυμίας που από χρόνια φώλιαζε μέσα μου.

ISBN 978-960-931003-1

Γιώργος Φαρσακίδης

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κωτόπουλο Θ. Ηλία, Σχολικό Σύμβουλο ΔΕ, διδάκτορα και ειδικό ομηρολόγo, για τη συμβολή του στην έκδοση του Λευκώματος.

© Φαρσακίδης Γιώργος τηλ. 210.8647.527 2310.204.018

Επιμέλεια - Επιλογή χωρίων: Κακαβάνης Ηρακλής Ηλεκτρονική επεξεργασία μακέτας: Διολή Νικολέττα


Είπε, κι εκείνος άναψε ν’ ακούσει τέτιο λόγο, και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια. ή να τραβήξει απ’ το μερί το κοφτερό λεπίδι, να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει…

I


Και σαν ανέβηκε η θεά στον Έλυμπο, η Αβγούλα στο Δία κι όλους τους θεούς να πει πως ξημερώνει…

II


Για σήκω, νύφη μου καλή, κι έλα να δεις κομάτι δουλιές, που δε σ’ τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων· που πρώτα αφτοί σφαζόντουσαν δίχως σπλαχνιά στον κάμπο κι άγριο διψούσαν πόλεμο, μα τώρα χωρίς μάχες ήσυχοι στέκουν, στις λαμπρές ακουμπισμένοι ασπίδες, κι έχουν σιμά τους μες στη γης μπηγμένα τα κοντάρια. Και τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη για σένα παν να χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, κι όπιος νικήσει, τέρι του αφτός θα σε κερδίσει.

III


Και στο χρυσόστρωτο οι θεοί τον πύργο με το Δία κάθουνταν κι είχανε βουλή, και τους κερνούσε γύρω νεχτάρι η Ήβα· κι οι θεοί με τα χρυσά ποτήρια ένας τον άλλο φίλεβε, κατά την Τριά τηρώντας.

IV


Και μέσα σαν την έφτασε στο πλήθος κυνηγώντας, τότες τη σημαδέβει ο γιος του ξακουστού Τυδέα, κι ορμάει και ξέσκουρα χτυπά με το χαλκό το χέρι τ’ αφράτο… και της θεάς βροντόφωνα της έκραξε ο Διομήδης «Παραίτα, κόρη του Διός, τις μάχες και τους φόνους· τάχα δε σώνει που δειλές γυναίκες ξελογιάζεις; Μα αν θες πολέμους και καλά, θαρρώ μα την αλήθια θα τρέμεις έτσι κι αν αλλού πώς πολεμάνε ακούσεις».

V


Έτσι της είπε, κι άπλωσε τα χέρια στο παιδί του, μα πίσω γέρνει το παιδί στον κόρφο της βυζάχτρας με τις φωνές, τι τόσκιαζε η όψη του γονιού του, σαν είδε π’ άστραφτε ο χαλκός σπιθόβολα το κράνος, κι απάνου σάλεβε αγριωπή η αλογήσα φούντα. Γέλασε τότε η μάννα του μια στάλα κι ο πατέρας. Και βγάζει απ’ το κεφάλι εφτύς ο Έχτορας το κράνος και τ’ απιθώνει χάμου εκεί καθώς λαμποκοπούσε, κι όταν το γιο του φίλησε και χόρεψε στα χέρια…

VI


… γίγας κι ο Αίας έτσι ορμάει, των Αχαιών ο πύργος, κι άγριες σπιθόχυνε ματιές… … τον Έχτορα ζυγώνει σιμά σιμά, απέ στέκεται κι αρχίζει τις φοβέρες «Έχτορα, τώρα πια άλαθα θα δεις με μόνο μόνος σαν τι κοντάρια έχουν εδώ κι οι Δαναοί στον κάμπο και δίχως λοχοσπάστορα λιοντόκαρδο Αχιλέα». Τότες του λέει κι ο Έχτορας, του γέρου ο γιος Πριάμου «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, μη με τρομάζεις, και παιδί δεν είμαι εγώ ή γυναίκα ψόφια έτσι, π’ άρματα ποτές δεν έπιασε στο χέρι. Εγώ καλά τον πόλεμο, καλά τους φόνους ξέρω…». Τότε ύψωσαν κι οι διο μαζί τα δέφτερα κοντάρια και ρήχτηκαν λες είτανε λιοντάρια σαρκοφάγα…

VII


… η θεά Αθηνά, του Δία η θυγατέρα… και τα τσαπράζα βάζοντας, του Συγνεφοσυνάχτη φορούσε τ’ άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη. Κι ανέβηκε στο φλογωπό τ’ αμάξι, και στα χέρια άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, όσους η κόρη οχτρέβεται τ’ ανίκητου πατέρα. Κι η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα. Και τ’ ουρανού αφτοθέλητη βροντάει κι ανοίγει η πύλη, που τη φυλάνε οι Εποχές, που κι έχουν τη φροντίδα του Έλυμπου και τ’ Ουρανού, κι αφτές απάνου βάζουν το πυκνωμένο σύγνεφο για το τραβούνε πίσω· μέσα από κει αστραπότρεχα τραβούσαν τ’ άλογά τους.

VIII


Πόσα δεν τούλεγε ο Βοινιάς, ο γερο - αλογολάτης, πας στο κατώφλι στέκοντας, και σούσε με τα χέρια τα κολλητά πορτόφυλλα ξορκίζοντας το γιο του· πόσα και μάννα κι αδερφές δεν τούπαν περικάλια μα πια πολύ πεισμάτωνε… Τότε ο γοργός τ’ απάντησε γιός του Πηλία και τούπε «Φοίνικα, γέρο μου νουνέ… Με γκρίνιες και με στεναγμούς μη μου χαλνάς τα σκώτια, για ναν του κάνες δούλεψη. Και τήρα καμιάν ώρα, αγάπη αν τούχεις, μη γενεί αποστροφή η δική μου…»

IX


Έτσι το πλήθος των αντρών αφίνοντας κι αλόγων, παίρνει τη στράτα πρόθυμος. Μα ο θεϊκός Δυσσέας τον νιώθει καθώς ζύγωνε και κάνει του Διομήδη «Κάπιος, Διομήδη, ροβολάει - τήρα - μακριά απ’ τους Τρώες, δεν ξέρω, καν κατάσκοπος των καραβιών καν θέλει καμιά να κλέψει αρματωσά απ’ τα νεκρά κουφάρια. Μόν άσ’ τον πρώτα δίπλα μας να προχωρήσει λίγο όξω απ’ τη στράτα, κι έπειτα ορμάμε εμείς, κι αμέσως τον πιάνουμε…». Είπαν, και παραμέρισαν όξω απ’ το δρόμο, δίπλα μες στους νεκρούς· κι αθώα αφτός τους πέρασε τρεχάτος.

X


Μα άξαφνα ο Κόνας τον θωράει ο παινεμένος άντρας, τ’ Αντήνορα ο πρωτότοκος, κι απ’ τη βαθιά του λύπη τα μάτια του συγνέφιασαν που πήγε ο αδερφός του. Και πλάγια εφτύς με τ’ όπλο του, κλεφτά απ’ τον Αγαμέμνο, στέκει, και μια μεσόχερα πιο κάτου απ’ τον αγκώνα του μπήγει… Ξαφνίστη τότε απ’ την πληγή τ’ Ατρέα ο γιος, μα κι έτσι το θάρρος του δεν τόχασε, μόν χύθηκε τον Κόνα να φάει με το βουνόθρεφτο κοντάρι του στο χέρι. Αφτός εκεί τον αδερφό με βιάση από το πόδι τραβούσε, κι όλων φώναζε των αρχηγών βοήθια· μα ενώ τον τράβαε πρόσκεντρα, μια κονταριά από κάτου του δίνει απ’ την ολόιση αφαλωμένη ασπίδα, και την καρδιά του παραλεί· και τρέχοντας κοντά του του κόβει και την κεφαλή στον αδερφό του απάνου. XI


… ο Έχτορας μια πέτρα αρπάει και φέρνει, πούστεκε εκεί μπροστά στην πόρτα, χοντρή με μυτερή κορφή τέτια από χάμου πέτρα γεροί διο αργάτες έφκολα δεν τη φορτώνουν τώρα μέσα σε κάρο, όμως αφτός τη χόρεβε και μόνος. Πώς ο τσοπάνης έφκολα κριαριού κουρά με τόνα σηκώνει χέρι και πολύ δεν τον λυγάει το βάρος, έτσι την πέτρα σήκωσε, και στις σανίδες ίσα πήγε, στις φράχτρες της μπασιάς, μαστροσφιγμένες στέριες αψηλοδίφυλλες…

XII


Και ομοιάζαν, καθώς πήγαιναν κακών ανέμων ζάλην, που του Διός απ’ την βροντήν ψηλάθε ροβολάει, και με βοητόν αμείλικτον το πέλαγο ανταμώνει· κοχλάζουν κύματα πολλά της φλοισβεράς θαλάσσης, κυρτά, με κάτασπρες κορφές, άλλα κατόπι σ’ άλλα· όμοια κι οι Τρώες συσφικτοί, σ’ άλλους κατόπιν άλλοι, τους αρχηγούς, αστραφτεροί στα όπλ’ ακολουθούσαν. Ο Έκτωρ προπορεύετο σαν ανδροφόνος Άρης, και την λαμπρήν ολόισην ασπίδα εμπρός του εκράτει…

XIII


Τότες της λέει με διαβολιά η κρουσταλλόκορφη Ήρα «Δώσ’ μου λοιπόν τον έρωτα, και δώσ’ μου την αγάπη π’ όλους στον κόσμο εσύ νικάς μ’ αφτή, θεούς κι αθρώπους…». Και τότε η φιλογέλαστη της απαντά Αφροδίτη «Χάρη σου εσένα ν’ αρνηθώ δεν πρέπει ουδέ τεριάζει, γιατί στου πρώτου των θεών την αγκαλιά κοιμάσαι». Είπε, και λει απ’ τα στήθια της το κεντητό ζουνάρι μυριόχρωμο, πούναι όλα της τα μάγια εκεί πλεγμένα. Εκεί είναι ο Πόθος κι Έρωτας, εκεί είναι η ξελογιάστρα Γλυκομιλιά που και το νου τον πιο γερό τρελαίνει. Στα χέρια αφτό της τόδωκε και μίλησε έτσι κι είπε «Να, ζώσε αφτό στη μέση σου τ’ ωριόχρωμο ζουνάρι· όλα θαν τάβρεις μέσα εκεί πλεγμένα, και σ’ το τάζω πως ακατόρθωτα δεν πας, ότι αν σκοπέβει ο νους σου».

XIV


Κι είταν στρωμένη χάμου η γης μαβροδεμένες πάλες πλατιές πανώριες, και κορμιά με γυμνωμένα στήθια, και λες ποτάμια τρέχανε μαβρόθολα απ’ το αίμας. … Μα μιας την πρύμη ο Έχτορας και μπόρεσε να πιάσει, πια δεν την άφινε στιγμή κρατώντας τη φιγούρα με τα διο χέρια δυνατά, και φώναξε τους Τρώες «Φέρτε φωτιά, κι ως στο στερνό σα σκύλοι πολεμάτε! Έφεξε τώρα αβγή για μας η πιο χαριτωμένη τα πλοία ναν τους κάψουμε…».

XV


… Παρόμοια των Λυκίων ο αρχηγός, που φόνευεν η λόγχη του Πατρόκλου, φυσομανούσε κι έκραζε κατ’ όνομα τον φίλον: Γλυκέ μου Γλαύκε, ανίκητε μες στους ανδρειωμένους, ώρα είναι τούτη να φανείς πολεμιστής γενναίος… με το κοντάρι σου και συ πολέμα να με σώσεις. Αισχύνη και όνειδος για σε θα είμαι επί ζωής σου, αν αφού έπεσα νεκρός κατά τα κοίλα πλοία μου πάρουν τ’ άρματα οι Αχαιοί… … πατώντας τον στο στήθος μαζί μ’ όλους τους πνεύμονας την λόγχην ανασπάει, την άκρην έπειτα τραβά και αντάμα η ψυχή του. Και οι Μυρμιδόνες κράτησαν τους ίππους που εφυσούσαν να φύγουν αφού ερήμωσε τ’ αμάξι των κυρίων.

XVI


Τότες ο γιγαντένιος γιος του λέει του Τελαμώνα «Σωστά ναι λες, αδρέφι μου, κι ελάτε γιάσου! Μπάτε γλήγορα κάτου απ’ το νεκρό, εσύ με το Μηριόνη, κι έτσι από δω όξω πάρτε τον. Εμείς ακολουθώντας βαρούμε οι διο τον Έχτορα και τους Δαρδάνους πίσω…». Είπε, κι οι διο τους το νεκρό αγκαλιαστά από χάμου τον σήκωσαν ψηλά ψηλά. Και σκούξανε όλοι οι Τρώες σαν είδαν Αχαιούς μπροστά και σήκωναν το σώμα. Κι όρμησαν ίσα σα σωρός σκυλιά που πληγωμένο καπρί να φτάσουν χύνουνται και λιώμα ναν το κάνουν·

XVII


… ο Αντίλοχος κι εκείνος ωδύρετο τα χέρια κρατώντας του Αχιλλέως φοβούμενος με σίδερο μη κόψει τον λαιμόν του. Καθώς εβαρυστέναζεν η ανδράγαθη ψυχή του και εβογγούσε τρομερά τον άκουσε η μητέρα στα βάθη όπ’ έστεκε σιμά στον γέρον της γονέα, και πόνου έβγαλε βοήν κι ευθύς ήλθαν σιμά της όσες ακούν στης θάλασσας τα βάθη Νηρηίδες οι θεές όλες… Ήλθαν και τ’ άντρο εγέμισε το αργυροφωτισμένο· Στηθοκοπιούνταν κι έκανεν αρχήν του θρήνου η Θέτις…

XVII


Τότες η Βρισοπούλα, νιά χρυσή σαν Αφροδίτη, σαν είδε από σκληρό χαλκό τον Πάτροκλο σφαγμένο, τούπεσε απάνου, κι έμπηξε τα κλάματα, ξεσκώντας, την όμορφη όψη τ’ απαλά λαιμά της τ’ άσπρα στήθια. Κι έτσι μοιρολογούσε η νιά πούχε νεράιδας κάλλη «Πάτροκλε, εσύ που η μάβρη μου σε λάτρεβε η καρδούλα, αχ ζωντανό εγώ σ’ άφισα σαν έφεβγα, και τώρα στο γυρισμό μου, αφέντη μου, σε βρίσκω σκοτωμένο… … Για αφτό σε κλαίω με πόνο, σε λαχταράω που πέθανες, γλυκόλογέ μου πάντα». Έτσι θρηνούσε, κι έκλαιγαν κατόπι κι οι γυναίκες, εκείνον τάχα μα καημούς η καθεμιά δικούς της.

XIX


Μα όταν μιας σμίξανε οι θεοί τ’ αθρώπινα κοπάδια, ξεσπά η Αμάχη ανήμερη, χουγιάζει κι η Παλλάδα, πότε όρθια απ’ όξω απ’ το τειχί και το σκαφτό χαντάκι, πότε μακρόσκουζε κοντά στ’ αφρόδαρτα ακρογιάλια· κι έσκουζε ο Άρης αντικρύ σα σίφουνας στους Τρώες άγρια του κάστρου την κορφή, και πότε πιλαλούσε κοντά στο ρέμα πίσω ομπρός στ’ Ωριοκολλώνι απάνου.

XX


… και την τοξεύτραν Άρτεμην ονείδισε και είπε: «Ω σκύλ’ αδιάντροπη, τολμάς συ να σταθείς εμπρός μου; Κακά μετριέσαι συ μ’ εμέ και ας είσαι τοξοφόρα… Καλύτερό σου στα βουνά αγρίμια κι ελαφίνες να ρίχνεις ή να μάχεσαι με τους καλύτερους σου…». Είπε και αυτής τα χέρια με το ζερβί της πιάνει με τ’ άλλο την τοξοσκευήν της παίρνει από τους ώμους και στα ριζαύτια την κτυπά γελώντας με τα βέλη. Κι εστρέφετ’ όλη κι έπεφταν τα βέλη απ’ την φαρέτραν.

XXI


… κι η Αντρομάχη… του Έχτορα η γυναίκα, Κι ως στο πυργί σαν έφτασε κι ως στων αντρών τον κύκλο, ρίχνει τα μάτια… στέκεται… και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό της πιάστηκε η ανάσα, κι έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή της στεφάνι και χρυσόχτενο κι ωριοπλεμένο δίχτυ κεφαλοδέτη πούλαβε απ’ τη χρυσή Αφροδίτη… Κι έτρεξαν γύρω ένα σωρό κουνιές και συνυφάδες, και την κρατούσαν που κοντά ναν τη σκοτώσει ο πόνος.

XXII


… ο Πηλείδης… προς τον φίλον είπε: «Χαίρε μου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδη ότι όλα όσα σου ‘ταξα τα τελειώνω τώρα. Αγόρια δώδεκα λαμπρά των ανδρειωμένων Τρώων το πυρ τα τρώγει όλα με σε, και του πυρός δεν δίδω τον Πριαμίδην Έκτορα τροφή αλλά των σκύλων». Ταύτα φοβέριζε, αλλ’ αυτόν σκυλιά δεν επλησιάζαν ημέρα νύχτα τα ‘διωχνεν η αθάνατη Αφροδίτη και μ’ άφθαρτο τον ράντιζε τριανταφυλλένιο λάδι να μη γδαρθεί το σώμα του, ως το ‘σερνε ο Πηλείδης. Και μαύρο από τον ουρανόν στην πεδιάδα ο Φοίβος κατέβασ’ ένα σύννεφο, κι εσκέπασε το μέρος όλον όσ’ έπιανε ο νεκρός, να μη μπορεί του ηλίου η δύναμις τα νεύρα του να φρύξει και τα μέλη.

XXII


… ο Πρίαμος… … μπαίνει πριν αφτοί τον δουν… ζυγώνει… τ’ αγκαλιάζει τα διο του ο γέρος γόνατα και του φιλάει τα χέρια, φριχτά αντροφάγα, που πολλούς τούχανε γιους σπαράξει, κι εκεί γονατιστός του λέει με περικάλια, μ’ όρκους «Γέρο όπως είμαι εγώ γονιό, θεόμορφε Αχιλέα, έχεις - θυμήσου - στη μπαστιά των έρμων γερατιώνε. Ίσως κι εκείνον γύρω του πέρα στη Φτιά οι γειτόνοι τον τυραγνούν, δίχως βοηθό κοντά του ναν τον σώσει οχ τα δεινά και βάσανα. Μα αφτός πως ζεις μαθαίνει, κι όλο η ψυχή του χαίρεται και κρυφολπίζει πάντα να δει το λατρεφτό του γιο όταν γυρνά απ’ την Τροία· όμως εγώ ο βαριόμοιρος που γιους τους πιο λεβέντες σ’ όλη την Τροία εγώ ‘κανα, κανείς πια δε μου μένει. Είχα πενήντα γιους εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες…».

XXI




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.