"Γράμμα στη Σιωπή"

Page 1

Κωνσταντίνος Τζέκης ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Γρ ά μ μ α στη σ ι ωπ ή

Κοζάνη 2018





Σ’ εκείνους που με πίστεψαν. Για κείνους που θυσιάστηκα Σ’ εκείνους που με αγάπησαν





ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΖΕΚΗΣ Γεννήθηκε στη Φούρκα Κασσάνδρας Χαλκιδικής και κατοικεί στον Κρόκο Κοζάνης. Έγγαμος με την Αναστασία Χαραλαμπίδου, έχει ένα γιό τον Χαράλαμπο. Αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας (ΑΕΙ). Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Σπουδών της Στρατηγικής και Πολιτικής Εθνικής Ασφάλειας, της Σχολής Εθνικής Ασφάλειας. Ύστερα από μία αξιοπρόσεκτη πορεία, διοίκησε με επιτυχία μεγάλες μονάδες της Αστυνομίας, προάχθηκε στους υψηλότατους βαθμούς της Αστυνομίας και αποστρατεύθηκε το έτος 2004 ,με τον βαθμό του Αντιστράτηγου και τον τίτλο του Επίτιμου Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε στο σχεδιασμό της Ολυμπιάδας και ήταν Διοικητής Ολυμπιακής εγκατάστασης. Ήταν επικεφαλής των μέτρων της Συνόδου Κορυφής το 2003 στο Πόρτο Καρράς και στη Θεσσαλονίκη. Του απονεμήθηκαν πάμπολλες εύφημες μνείες και ανώτατες Διεθνείς και Ελληνικές διακρίσεις, από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, από τον Πρόεδρο της Ρωσίας, της Πορτογαλίας, τον Βασιλιά του Βελγίου και τον Έλληνα Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στο συγγραφικό έργο έχει ασχοληθεί από νωρίς. Έγγραψε δύο βιβλία για τα ναρκωτικά, διηγήματα και άρθρα στον ηλεκτρονικό και ημερήσιο τύπο.



Γενηθήτω το φως Γεννήθηκα ιππεύοντας μια ακτίνα του ήλιου, που ξέφυγε από την επιτήρηση του Κρόνου. Ένα λιθάρι το πρώτο παιχνίδι μου και το κουδούνι του προβάτου οδηγός μου, στην τυφλή μου πορεία, προς το άγνωστο. = Μια πεταλούδα, η πρώτη μου επαφή με τη φύση, στην άγουρη παλάμη μου και μια φωλιά πουλιών, στη μουριά της αυλής μου, η πρώτη ανάγνωση της γνώσης μου. = Μια βάρκα, η πρώτη μου ξενιτειά, πέρα απ’ τη στεριά, με καπετάνιο τον γλάρο, που έστεκε πλωριός, λες και με το άγρυπνο βλέμμα του, ανίχνευε τα βράχια και τις ξέρες. = Περπάτησα στις αμμουδιές, μάζεψα κοχύλια και χρωματιστές πέτρες, περιδέραια θαρρείς, Αφρικανής φυλάρχου. = Γνώρισα τις τσούχτρες, που στήνανε καρτέρι στους αμέριμνους κολυμβητές και κυνήγησα κοτσύφια, με παγίδες κατασκευασμένες από βέργες μουριάς και λυγαριάς, από τον παχύ καλαμιώνα του βάλτου. = Επέκτεινα την κυριαρχία μου, κατακτώντας τις κορφές των κατάφυτων βουνών


με τα θεόρατα πεύκα, που μοσχοβολούσαν ρετσίνι, σαν τις τραυμάτιζε το σκεπάρνι του ρετσινά, τις κουμαριές και όλη τη άγρια Μεσογειακή βλάστηση, και κυνήγησα τα τζιτζίκια που τρέλαιναν τη σιωπή της ξέρας το κατά- καλόκαιρο ρουφώντας τους χυμούς της ελιάς. Φορτώθηκα το προπατορικό μου αμάρτημα, εκτός των άλλων πολλών ενοχών, που με βασάνιζαν, με την κληρονομιά της αλλεργίας, σε τροφές, που κρυφά παραβίαζα, για να δεχθώ την κουρασμένη θαλπωρή της θερίστριας μάνας μου. = Γνώρισα τον Ελύτη, αμούστακο παιδί, σε μια εφημερίδα που τυλίχθηκαν ελιές και με συνεπήρε ο ακαταλαβίστικος στίχος του, αλλά πώς να το καταλάβει αυτό, ο μεθυσμένος Αγροφύλακας, όταν τα προβατάκια μου ξέφυγαν στο άλλο χωράφι, και ζητούσε επιτακτικά μπαχτσίσι ή αποζημίωση. = Με πήρε ο ύπνος στη σκιά του μεγάλου πεύκου, που ο αέρας έπαιζε μουσικές σφυριγμάτων και τα πουλιά είχαν φτιάξει παρέα με τις μέλισσες που έψαχναν μέλι, κατοικία πολύβουη, μα προφητική για τον επερχόμενο βαρύ χειμώνα. = Ονειρευόμουνα μεγαλεία και παράσημα μέχρι που το γκεσέμι με ενημέρωνε την ώρα του σκάρου, σκουντώντας με τα κέρατά του την δυσανάλογα υψηλή γκλίτσα μου. =


Σκότωσα τις ενοχές μου και συμφιλιώθηκα με τους ηρωισμούς μου καθώς η Αγία Μαρίνα με προστάτευε με το γερό της κεραμίδι από μπόρες και κεραυνούς, που ξέσχιζαν το βουνό και κάμποσες φορές ξερνούσαν φωτιά και προκαλούσαν πυρκαγιές. = Αργότερα και με τον καιρό, μετάνιωσα ακόμα και για τα μυρμήγκια που πάτησα και την ανεμώνη, που δεν άφησα να εκπληρώσει την αποστολή της, καθώς ξεφύλλιζα τα πέταλά της, αναζητώντας αν με αγαπά η γειτόνισσα, που ήταν μια γενιά μεγαλύτερή μου. = Ακόμα σκάβω τις μνήμες μου, σαν τυμβωρύχος, μη μου ξεφύγει έστω και μια λεπτομέρεια, μιας πορείας, που ζύμωσε κρυφές ελπίδες και αποζημιώθηκε δρέποντας ουράνιους καρπούς. = Ακόμα αναζητώ το παιδί που είναι μέσα μου, κρυμμένο στις σκοτούρες και στις έγνοιες και δεν το βρίσκω όσο και αν το αναζητώ, τις ώρες, που έρχεται εκείνη η συνείδηση και μου θυμίζει τις χαμένες ζωές μου, που κρύφτηκαν στους άκτιστους λαβύρινθούς μου. e


Γράμμα στη σιωπή Σωπαίνεις σαν την έναστρη νύχτα. Σαν στην πηγή, το καρτέρι τ’ αγριμιού. Ίδια ορφάνιας αγκαλιά ξενιτεμένου. Σαν στο άπειρο να ταξιδεύεις και να πας, επισκέπτης σε ουράνιους πλανήτες. Σαν τον ξεχασμένο ναυαγό σε έρημο νησί, η δική σου σιωπή, η δική σου απραξία. Στέκεις βουβή, σαν μια μακρινή άυλη οπτασία. = Μ’ αρέσει όμως που σωπαίνεις. Που ακούω μόνο την ανάσα σου. Όταν βλέπω τα μάτια σου να σπινθηρίζουν. Σαν ακούω τους λυγμούς σου στη σιωπή. = Σιωπή παντού στο χώρο, λες και οι μοίρες απειλούν τις λέξεις. Σαν δραπέτη κρυμμένου στο σκοτάδι, όταν οι δεσμώτες πλησιάζουν. Σαν της προσευχής την κατάνυξη, σαν το θαύμα της εικόνας, που σου μοιάζει. = Μ’ αρέσει που κοντά σου και εγώ σωπαίνω και απολαμβάνω αυτή τη μυσταγωγία σιωπής. Που μιλώ με τη σιωπή μου, στη σιωπή σου. = Μόνο σε ικετεύω για ένα χαμόγελό σου απλωμένο στα χλωμά σου χείλη, που πολιορκούν άσπρα κύματα και κλείνουν τις αισθησιακές σου ανάσες. Μίλα μου στη σιωπή σου και εγώ θα αισθανθώ το θρόισμα των δικών σου καρδιόφυλλων.


= Ένα μειδίαμα σου μόνο ζητιανεύω, να αισθανθώ πλήρης, με χορτασμένη την ορφάνια μου και χορταριασμένη την ερημιά μου. Σε παρακαλώ μια μόνο λέξη, πες. e


Αιώνας Δεν θα σε γλυτώσει ο φόβος που κρύβεις στα μύχια της καρδιάς σου. Θέλεις να είσαι το επίκεντρο της γης μα σε κρατά δεμένη στη λάβα της η αδυναμία σου για το παρελθόν. = Δεν σε γλυτώνει η αγωνία της αλήθειας, σαν την τρομάζουν τα κρυμμένα σου όνειρα. Είναι γραφή στην άμμο η λέξη που έγραψες ένα απόβραδο που περίμενες την αύρα να χτενίσει τα ξέπλεκα μαλλιά σου. = Είναι αέρας βιαστικός στις κορφές των ψιλόλιγνων δένδρων τα λόγια σου. Δεν έχει οίκτο η ανομολόγητη αμαρτία, ούτε η δικαιολόγηση της, στα απόκρυφα. = Ρίζωσες το δένδρο σου σε χρόνους χαμένους και το ρολόι σου δε χτυπά τις ώρες της προσμονής. Είναι αβάσταχτος καημός η σιωπηλή στιγμή σου. Είναι αιώνας η κάθε άδεια σου στιγμή. e


Αλιάκμονας Λευκή κορδέλα, απ’ την καρδιά της Πίνδου, κατηφορίζεις χαμογελώντας κελαριστά, με κύμα αφρισμένο, στις παρθένες πλαγιές της Βάλια Κάλντα. Μαζί σου, ρέει ζωή και βάλσαμο, για τα περιπλανώμενα και κουρασμένα για της ύπαρξης τον αγώνα, απ’ το άγριο χάραμα, αγρίμια, που στήνουν δόκανα για τις μικρές και απονήρευτες παρθένες του δάσους. = Δεν σε ονομάτισαν θνητοί, μα η θεά μητέρα σου Τηθύς και ο νυν και αεί Ουρανός πατέρας σου. Αλάτι και αμόνι το όνομά σου. Αλιεία και ακμή το δευτερόνομα. Μα και τα δύο το ίδιο μου ταιριάζουν. Θάλασσα και φωτιά. Πρωταρχικά συστατικά της Ελλάδας που σου προσφέρει κοίτη και χαράδρες και λαγούμια και εμποδίστρες σπηλιές. Εκεί που κρύβεις τα παιδιά σου, που κολυμπούν στα διάφανα νερά σου, όταν κοιμάσαι. = Μα όταν ξυπνάς και ο ιδρώτας τρέχει χειμαρρώδης, αυτές προσφέρουν καταφύγιο στα ανήμπορα ορφανά σου. Στα βάθη σου πελώρια τα ρεύματα και σαρωτά και η επιφάνειά σου στρωτή και γαλήνια σα χάδι. Πάλλευκη και καθάρια σαν τον χιονιά που σε ανάθρεψε. =


Χιόνι στης Πίνδου τα λημέρια, εκεί που απλώνει ο χάροντας τα χέρια, να αγκαλιάσει ψυχές αναστημένες, που ψάχνουν ελπίδες, στο χρέος θαμμένες. Εκεί στης Πίνδου τις απάτητες κορφές, κούρνιασε η λευτεριά μες σε μορφές, πού ήταν Παναγιάς η οπτασία, λες και ενσαρκώθηκε ορφανή, η Ελευθερία. = Εκεί στου Αλιάκμονα τις φυλλωσιές, που τα αγρίμια στήνουνε φωλιές, εκεί η ζωή χαμογελά με πάθος. Σκιά Θεού στο ομιχλώδες βάθος. = Κρυμμένος στις ρίζες της ιτιάς, που σε χαϊδεύει με τα κλώνια της και άλλοτε σε κεντρίζει με τα ξηρόκλαδά της, απαλός τροφός των αγριολούλουδων και λιπαντής των φωνητικών χορδών αηδονιών. Δασιά πλατάνια και μυρτιές σε στεφανώνουν και τιτιβίσματα στις φωλιές των πουλιών, σε νανουρίζουν σαν κοιμηθείς, το απόβραδο ήρεμο και χαλαρό. = Ποταμόπλοια δε συναντάς στο διάβα σου και δε σε κουράζουν μηχανές ταχύπλοων σκαφών. Μα σα ξεχυθείς στη λίμνη του Πολύφυτου, βαρκούλες σιωπηλές και ντροπαλοί ψαράδες, ανακινούν τα σπλάχνα σου με τα κουπιά και σε ψαχουλεύουν με τα νταούλια, τα δίχτυα, τις πετονιές και τα παραγάδια.


= Τροφός και αμάλθεια, ακούραστη πνοή και ευλογία φύσης και ανθρώπων. Η εμπειρία της ζωής κατεβαίνει από εκεί, που το χωράφι εγκυμονεί δάκρυ και τα ποτάμια σκεπάζουν τις αμφιβολίες της ύπαρξης. Θυμωμένος ποτίζεις τον ουρανό και αυτός αρχίζει το τραγούδι της βροχής. Να την η ζωή. Στις όχθες σου ριζώνει το μέλλον. Αυτό που περιμένει με υπομονή τα ευεργετικά σου φορτία, σαν εισβάλεις, αρσενικό εσύ, στη θηλυκή συντρόφισσά σου. Όπως ο Αλφειός στη Σικελική θάλασσα. Αλιάκμονα σε λένε. Αλάτι, φωτιά, ζωή, ανάσα και αναγέννηση της γης, που σε γέννησε και σε γαλούχησε στην παρθένα και άγια αγκαλιά της. e


Απόδραση Ψυχή, κλεισμένη σιδερόφρακτα, σε σώμα, που κέρινο έχει γίνει. Η τύχη σου δεμένη αναπόφευκτα, με κλειδωνιές που πεπρωμένο κλείνει = Άδεια καρδιά χωρίς χτύπους αγωνίας. Ζωή ανυπόφορη στα τάρταρα πεσμένη. Επιλογές λαθεμένης καταστροφικής μανίας. Δεμένος με αδιάφορη και μαύρη ειμαρμένη = Άδεια η κάμαρα και το καντήλι σιγοτρέμει. Σκιές αλλόκοτες στους τοίχους σχηματίζουν. Ως και η κερκόπορτα ερμητικά κλεισμένη. Πως δραπετεύεις απ τους φύλακες, που τα βέλη ακονίζουν; e


Αύριο Άδεια η ματιά ταξιδεύει στο κενό. Η θύμηση άδειασε τη νοσταλγία. Μαύρα πουλιά, που πετούν παράξενα, κροταλίζουν στους λαβύρινθους του μυαλού. Χωρίς νανούρισμα, δεν κλαίνε τα μωρά. Σώπασαν και αυτά αποκομμένα από γάλα και στοργή. = Με άδεια χέρια, δε χαϊδεύεις το αναπάντεχο και με κλειστά μάτια δε θωπεύεις το σκοτάδι. Χωρίς εμπόδια το άδειο δωμάτιο της ύπαρξής. Χωρίς νύχια, πώς να ξύσεις τόσες πληγές. Χωρίς μαλλιά, πώς να θρηνήσεις τον χάροντα. Άδεια η καρδιά και οι χτύποι της αλλόκοτοι, σαν κουδούνισμα ρολογιού, τις άδειες ώρες. = Σαν ρυθμικό αμόνι σιδερά, που καίει τη φλόγα και σπινθηρίζει δάκρυα φωτιάς και πόνου. Περαστικά τα κακά μαντάτα, που κουβάλησε η μοίρα, η κακή και η ανάποδη. Αδικημένη και προδομένη, κουφαίνεται η ακοή να μην ακουστεί το άντε γεια σα σφυρήλατο, που ισοπεδώνει την αλήθεια με το ψέμα και καταστρέφει όνειρα και υποσχέσεις. Αύριο, θα ‘ναι μια καινούργια μέρα. Δεν μπορεί, η κάθε μέρα, είναι καινούργια. e


Άψυχο κουφάρι Άπλωσες τα μακριά σου δάχτυλα, να θωπεύσεις τα όνειρά σου, τα κρυμμένα μέσα στη μοίρα σου, σκόρπια πετρόβολα, άσημα, άχρωμα, κακοσχηματισμένα. = Στην ομίχλη στο σκοτάδι και στη μπόρα, που και ο σκύλος αλυχτά σφιχτά δεμένος και η φύση ξερνά φωτιά κεραυνοφόρα, φαίνεσαι αδύναμος και αλυσοδεμένος = Έρημη γη και συ, σαν τον περαστικό διαβάτη, αναζητάς σκιά, για να κρύψεις το κορμί σου. Αστέρια δεν βλέπεις, ούτε έμπειρο ιχνηλάτη, να διαγράψει τη σωτήρια πορεία, στη ζωή σου = Ζητάς αγάπη, ζητιανεύεις τη συμπόνια, σε αυτιά κωφών, η γοερή κραυγή, ψίθυρος μοιάζει. Αντί για αξιοπρέπεια, εισπράττεις καταφρόνια. Άψυχος και άβουλος κατάντησες και αυτό τους νοιάζει. e


Γλάρο με λένε Παίζω με το κύμα, στο άσπρο ακρογιάλι. Ομορφαίνω εικόνων στιγμιότυπα. Χορεύω στου νοτιά την παραζάλη Χλευάζω των ανθρώπων πρότυπα = Συντροφεύω ψαροκάικα, βαπόρια. Στην άκρη του κόσμου ταξιδεύω. Δε με τρώει ούτε μια στενοχώρια και για τις ανάγκες μου ψαρεύω. = Ακαμάτη, με φωνάζουν οι ψαράδες, γιατί βουτώ και κλέβω απ’ την ψαριά. Γλάρο με λένε και δεν έχω αφεντάδες, Ζω με την αρμύρα και της αύρας την ανεμελιά. e


Γυρίσαμε πίσω Γυρίσαμε. Στις κλειστές πόρτες που ασφαλίζουν, μην μπει ο ήλιος, που μας έκαψε το καλοκαίρι, ξεχασμένοι στις γυμνές, από γλάρους και θαλασσοπούλια, παραλίες. Ορφανές οι ξαπλώστρες σαν έρημη πόλη. Εμείς τυλιγμένοι μη μας χειροπιάσει ο χειμώνας, αρνούμαστε να χαϊδέψουμε τα χρυσάνθεμα, που κουνάνε κοροϊδευτικά τους μικρούς μίσχους τους. Το χαμόγελο βουβάθηκε και ο ίσκιος της ιτιάς, που μας προστάτευε το καλοκαίρι, χάθηκε και αυτός. Μαζί του, χάθηκε με το ερωτικό του χαμόγελο σα μάσκα κουρσάρου ο ξαφνικός τρυγητής υποσχέσεων. Βουβάθηκε και η αρματωσιά των θαλάσσιων επιδείξεων. = Τώρα ψάχνουμε κουράγιο να σταθούμε στη σειρά και το λεωφορείο αργεί, ερωτευμένο με τα κόκκινα φανάρια, που όλο χάσκουν, ευχαριστημένα από εκδίκηση. Κολλημένοι στους καθρέφτες, αγναντεύουμε την ματαιοδοξία της επιμονής μας, να αλλάξουμε χρώμα και να μπογιατιστούμε με χρώματα σκοτεινού δραπέτη. Ορφανοί κουβαλήσαμε μια φωτογραφία της στιγμής που μας περιγελά, σαν την κρατάμε σε σκοτεινά δωμάτια με τα χέρια αδειανά και τις θύμισες


ξεφτισμένες και απόμακρες. Τόσα τριαντάφυλλα στο ηλιοβασίλεμα, τόσες υποσχέσεις ονείρων, τόση προσμονή, τόση αυτοπεποίθηση, τόση αγκαλιά, ναυάγησαν μες τη λησμονιά. e


Δε θέλω τίποτα Ο άνεμος φυσάει λυσσασμένα. Οργή Θεού, η φύση αγριεμένη. Τα πάντα γύρω κρύα παγωμένα. Η ζωή, στα στοιχεία υποταγμένη = Παράθυρα ερμητικά κλεισμένα. Όνειρα κλειστά μανταλωμένα. Ομίχλη μνήμης απ τα περασμένα. φάντασμα από χρόνια ξεχασμένα. = Καθισμένος στο απέναντι σοκάκι, σε παγκάκι ορφανό, αραχνιασμένο, τυλιγμένος στο παλιό μου το σακάκι, σημάδι ελπίδας και ανάσας περιμένω = Κάποια στιγμή εμφανίσθηκες, σαν οπτασία και η καρδιά μου χοροπήδησε να σπάσει, μα εσύ, δεν μου ‘δωσες καμία σημασία, απλανές το βλέμμα σου, αδιάφορη η στάση. = Δε θέλω τίποτα να μου προσφέρεις. Ούτε το χάδι σου, να νοιώσω, θέλω. Ελπίδα ζωής περιμένω, να μου φέρεις και εγώ, το σύμπαν στην ποδιά σου, θα σου φέρω. e


Δε ξέρω Τραβάς το σχοινί και θα το κόψεις. Τη μια χαμογελάς, την άλλη θυμωμένη Το νόμισμα ζωής δεν έχει δύο όψεις. Από τους ανταγωνισμούς θα βγεις ζημιωμένη. = Τη μια γαλήνια, ήλιους μοιράζεις, που ακτίνες ζεστασιάς, κοντά μου, φέρνουν. Την άλλη, με θυμωμένους κεραυνούς αναταράζεις και αγνοείς μηνύματα, που ελπίδα στέλνουν. = Δε ξέρω, ούτε πια μπορώ, να μάθω, με ποιό υλικό είσαι πλασμένη. Σα Μέδουσα των μύθων, τη μια σε πλάθω, την άλλη με υλικό αγγέλου σμιλευμένη. e


Ερωτικό Ανεξήγητος σεισμός, συθέμελα τραντάζει και η γη απ’ τον κόσμο χάνεται, στην άβυσσο κυλά. Το όνειρο βγήκε αληθινό, σα ψέμα σου ταιριάζει. Τον ψίθυρο δεν τον ακούς, όσο κι αν σου μιλά. = Τα λόγια που προσέφερες και έταζες αγάπη, τώρα εξαργυρώνονται με απαλά φιλιά. Το αίμα στο κεφάλι σου και η λογική εκλάπη, σαν άγγιξες τα χείλη της, ίδια δροσοσταλιά. = Το αίμα σου σα χείμαρρος, τρεμάμενη η φωνή. Τα μάτια είχες αψηλά στυλώσει στην ελιά, που κούναγε τα φύλλα της, ανάσα της στερνή κι έτρεμες, ανεμόδαρτο πανάκι, στο νοτιά. = Είναι του χρόνου η σκιά, που σκάβει μες τη μνήμη κι αφήνει πάντα ελκυστικές, γλυκύτατες οσμές. Μόνο στα βάθη του μυαλού βρίσκεται τώρα εκείνη, που ράγιζε το είναι σου και έχασκαν ρωγμές. e


Eυχές σε έναν Άγιο που τον φώναζαν Παναγιώτη (χαρισμένο στον δημοσιογράφο Πάνο Σόμπολο) Πήρες την απόφαση, να υπερπηδήσεις τον Ρουβίκωνα, με την υπόσχεση της επιστροφής στο χαμόγελο. Εμπιστεύθηκες τη ζωή σου, σε ‘κείνους, που ορκίζονται στον Ιπποκράτη και Θεούς τους νομίζουν, οι μικροί. = Μα εσύ, δε φοβήθηκες το αναπάντεχο κακό μαντάτο, αφού τις μοίρες σου τις αλυσόδεσες, όταν αμούστακο άρπαξες το σανίδι, που περνούσε μπρός σου και πάλεψες ναυαγός με κύματα πελώρια και απειλητικά σαν Οδυσσέας, όταν έψαχνες την Τροία σου και όταν γύριζες στην Πηνελόπη σου. = Ξεπέζεψες από το άτι της επιτυχίας που φέρει το όνομά σου. Είναι μακρύς ο δρόμος της λησμονιάς, για ‘κείνους που δεν υπολόγισαν συμφέροντα και ευκαιρίες προσωρινές και πρόχειρες. Τώρα αρματωμένος με τη θέληση του έφηβου, το σπέρμα της γενιάς σου, που μεγαλώνει όμοιους εγγονούς, το πείσμα του πρωτόγονου και τη συντροφιά των τόξων της Αρτέμιδας, αλλά και την ίδια, ολόιδια Θεά, αρματωμένη με υπομονή και ομορφιά,


συντρόφισσα στους αέρηδες του Ιονίου και στα δίχτυα σου, αντί για τόξα, σαν κυβερνά το σκάφος σου κι εσύ ολόρθος στην πλωριά κουβέρτα, αγναντεύεις τον βυθό σαν Ποσειδώνας που αντικατέστησε την τρίαινα με την υπομονή του ψαρά και την γενειάδα του με αθώο χαμόγελο παιδιού. = Παναγιώτη, όνομα, θρησκεία, λύτρωση και αποκάλυψη, για όσους σε γνωρίζουν και χειμαδιό για τους άγνωστους. Η μαχαιριά της ειρήνης μακάρι να στομώνει με σώματα Αγίων. Η Αρρώστια, ας βρίσκει την υπομονή αυτών που την αντέχουν. Η ευτυχία και η ανάρρωση, να είναι η παντοτινή μας ευχή. Για εκείνους που δρασκελίζουν με θάρρος, με ανθρώπινα πάθη βαθειά ρέματα και ας κατακτούν τις κορυφές με τα οράματά τους. Όπως εσύ. Φίλε μας καλέ και αγαπημένε. e


Η Άνοιξη που ντρέπεται ν’ ανθίσει Γράφονται στίχοι για την αγάπη. για τον έρωτα, για τη στιγμή που πετάς, χωρίς φτερά, σε λιβάδια λουλουδιασμένα. Για τη χαρά που σκελετώνει το πάθος της άρνησης σε ανήθικες μνήμες. Για την ανυπαρξία, που φανερώνει την απάτη της ύπαρξης και θαμπώνει στην ομίχλη. Για τη φιλία, την αναζήτηση, τη φτώχεια. Κανένας στίχος δε διεγείρει τα πλήθη σε επαναστάσεις. Κανένας στίχος δε σύρει τον ήλιο απ’ τη δύση σε ανάστροφη πορεία. Είμαστε ελεύθεροι μα και κατάδικοι. Κλεισμένοι σε ψηλά συρματοπλέγματα που ξεφωνίζουν την Άνοιξη και ντρέπεται ν’ ανθίσει. e


Η μαγεία της αγάπης Η αγάπη, θεριεύει με εμπιστοσύνη και είναι σαν το άλυτο μυστήριο. Δεν πρέπει να θυμίζει φτωχού ελεημοσύνη και δε δικάζεται στο λαϊκό το δικαστήριο. = Ανοίγεις το παράθυρο και μπαίνει φως, στο ορφανό και γκρίζο σπίτι. Πως θα μπει η αγάπη στη ζωή σου, πως; Αν τα παραθυρόφυλλά σου έχεις κλείσει; = Κάθε στιγμή και κάθε ώρα της ημέρας, πρέπει να συνδαυλίζεις τον έρωτά σου. Να είναι σα να σε χαϊδεύει δροσερός αέρας, να ‘ναι πηγή έμπνευσης, ανείπωτη χαρά σου. = Ποτέ δεν πρέπει, την αγάπη, να ερμηνεύσεις Ούτε σαν το σταυρόλεξο για λύτες δυνατούς Αν το μυστήριο θελήσεις να ερευνήσεις, θα καείς, απ’ τη μαγεία της, σαν τους κεραυνούς. e


Αίσθηση νοσταλγίας Χαμηλώνει πάνω μου το σύμπαν, γιγαντώνεται της ζωής μου η άβυσσος. Είσαι για μένα ανάσα και άπαν, κόλαση μαζί και μακρινός παράδεισος. = Πουλιά τ’ ουρανού κροταλίζουν και είναι μια παράξενη μέρα. Οι μνήμες μου στριφογυρίζουν, σ’ ελπίδες ριγμένες στη ξέρα = Στους στρόβιλους τ’ αγέρα τριγυρίζω και είμαι ένα μικρό φυλλαράκι. Αχ.. να γινόταν τα όνειρά σου. να ποτίζω, Αχ.. να σ’ έκανα. να μ αγαπάς λιγάκι. = Ακολουθώ μια παράξενη πορεία, με πτήση τρελή σε άγνωστα μέρη. Ψάχνω λιμάνι, μάταια, να βρω ηρεμία. μα η μοίρα μου ευτυχία δεν θα φέρει. e


Γνωρίζω μόνο τ’ άρωμά σου Γνωρίζω μόνο τ’ άρωμά σου και την αύρα του κορμιού σου. Δεν ξέρω όμως τ’ όνομά σου, ούτε τη γεύση του φιλιού σου. = Προσπαθώ να πιάσω επαφή, μα ακολουθείς άλλη πορεία. Ή με απέρριψες στο πι και φι, ή δεν θέλεις τη δική μου γνωριμία. = Η τύχη πάντοτε παιχνίδια παίζει. Αναπάντεχα, παράξενα, ποιος το γνωρίζει. Σκύβεις για νερό κι’ η βρύση στερεύει. Στοχεύεις, μα τον στόχο σκιά τον κρύβει. = Ίσως, η μοίρα να μην το θέλει, τυχαία γνωριμία να γίνει αίσθημα. Μια προσπάθεια να γίνεται κουρέλι και συ να ακολουθείς, το λαθεμένο σου προαίσθημα. e


Ένας άγγελος στον Παράδεισο (Γράφτηκε για ένα κορίτσι 14 χρόνων, θύμα των ναρκωτικών)

Πέταξε, κοντά στον ήλιο σαν τον Ίκαρο και ο ήλιος της έκαψε τα ανώριμα φτερά της, πριν καλά-καλά ανασάνει, πριν αντικρίσει τη ζωή με τα μάτια της, πριν η ζωή της δώσει την ευκαιρία να χαμογελάσει. Και ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων. = Πέταξε με ξένα φτερά, με τα φτερά της ύπουλης κόκας που της έταζε ονειρεμένα ταξίδια, χρωματιστά πουλιά, σάπιους παραδείσους και μελωδίες από κύμβαλα αλαλάζοντα, μέχρι να την οδηγήσει κοντά στη φωτιά και να της ψαλιδίσει τη ζωή. Και ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρόνων. = Πέταξε καβαλώντας το τρελό άλογο της κοκαΐνης, που το οδηγούσε ο χάροντας, μεταμορφωμένος σε ωραιότατο νεαρό, ντυμένο με μοντέρνα ρούχα, μοσχοβολώντας κολόνιες και οπλισμένος με το χαμόγελο του δήμιου, που ευχαριστιέται, για το μακάβριο αποτέλεσμα του θηριώδους έργου του. Και ήτανε δεκατεσσάρων χρόνων. = Πέταξε πριν χαρεί τις απόκρυφες στιγμές της ζωής, τον έρωτα, την αγνότητα της παιδικής της ηλικίας, τις κούκλες της και τα παιχνίδια με τις συμμαθήτριές της, στην αλάνα. Και ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων.


Οι χαμογελαστοί νεκροθάφτες της, οι υπεύθυνοι, που δεν βρίσκονται ποτέ, όταν η ευθύνη αναζητά απαντήσεις, οι κάθε λογής ευαίσθητοι μπροστάρηδες, της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, ασφαλώς θα ρίξουν το στεφάνι της ανείπωτης παρηγοριάς, στον υγρό τάφο των δακρύων, της απαρηγόρητης μάνας. = Η κοινωνία θα αναζητήσει απαντήσεις, για το πρόβλημα των ναρκωτικών και θα της πασάρουν, έτσι, για να την κοροϊδέψουν, στατιστικά και άλλα τερτίπια, για να στεγνώσουν τα δάκρυα της μάνας και της κοινωνίας και να βάψουν, με το χρωστήρα του αθέατου καλλιτέχνη, τα κόκκινα δάκρυα, σε μπλε ή σε λευκά για να εξαγνίσουν το κακό. = Όλοι, θα αναθεματίσουμε, αλλά θα δεχθούμε την κακή μοίρα, σα φυσικό επακόλουθο της ζωής, λες και μονόδρομος, αλλά και προορισμός των νέων, είναι το πέρασμά τους, από αφύλακτες διαβάσεις, γεμάτες ναρκοπέδια, που δεν τα ναρκοθετούν οι αδίστακτοι πολεμοχαρείς, με νάρκες πολέμου, αλλά με νάρκες ναρκωτικών, που δεν κάνουν κρότο, αλλά νανουρίζουν με το πικρό μοιρολόι του θανάτου. = Μακάρι, να είσαι μικρέ άγγελε,


ο τελευταίος, που θα περάσει το κατώφλι της ανυπαρξίας, πριν γνωρίσεις την ύπαρξή σου, αλλά δυστυχώς, σε λίγο, θα σ’ ακολουθήσουν και άλλοι άγγελοι, αφού ένας στους δέκα μαθητές, βρίσκεται στα σκαλιά του δρόμου, προς τον θάνατο, χρήστης και έμπορος θανάτου ταυτόχρονα. = Μακάρι, το αίμα σου να βάψει κόκκινα και η αγνότητα σου λευκά, τα μαύρα όνειρα των συνομήλικων σου χρηστών και να τους οδηγήσει σε αναζήτηση της πραγματικής ζωής, μακριά από τους ψεύτικους παράδεισους, που δεν πετούν άγγελοι, αλλά σέρνονται μαυροφορεμένοι βούβαλοι, σαν τον χάροντα, που σε πήρε, μπουμπούκι, πριν καλά- καλά ανοίξεις τα ροδοπέταλά σου και γευτείς τη δροσιά της αυγής. = Ντύθηκες, πρόωρα, νυφούλα για μια πρόβα, αλλά δεν σου είπαν, ότι η ζωή έχει μόνο παραστάσεις . = Μετά την πρόβα, η αυλαία της μικρής και αθώας σκηνής της ζωής σου, έκλεισε. Καλό ταξίδι, άγγελε, στην αιωνιότητα, στον παράδεισο, που τόσο πολύ επιθυμούσες, πρόωρα, να πας. e


Και τίποτα να μην σου πω

Θα ’θελα μέρα μεσημέρι, στη λαύρα του καλοκαιρού, να σε χάιδευα το χέρι και τίποτα να μην σου πω. = Θα ‘θελα πρωί στην αγορά, να σ’ εύρισκα να βλέπεις τις βιτρίνες, να πετούσα από χαρά και τίποτα να μην σου πω. = Θα ‘θελα το βράδυ το μουντό, να ήσουνα στου δρόμου τη γωνιά, να σου ‘δινα φιλί ζεστό και τίποτα να μην σου πω. = Θα ‘θελα νύχτα καταχνιά, να σ’ εύρισκα στα όνειρά μου. Να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, να σου εξιστορώ τον έρωτά μου. e


Κι’ όμως υπάρχει ελπίδα

Έρημη πόλη, βομβαρδισμένη. Κρεμιέται του εχθρού η λεπίδα. Άδειοι οι δρόμοι, ψυχή δεν μένει και όμως υπάρχει ελπίδα. = Σπίτια γκρεμισμένα, τοίχοι πεσμένοι. Στο διάβα δε βρίσκεις μια χρυσαλίδα. Παιδιά φοβισμένα, άνδρες γερμένοι Και όμως υπάρχει ελπίδα. = Στρατοί με όπλα και παλάσκες. Τρέμει η ψυχή μου μ’ αυτά που είδα. Κραυγές, προσευχές, πρόσωπα μάσκες. και όμως υπάρχει ελπίδα. = Ένα λουλούδι ανθίζει στο χώμα. Ντυμένο με πράσινη χλαμύδα. Φωνή αισιοδοξίας στο στόμα. Να την ήρθε η χρυσή ελπίδα. e


Μια ηλιαχτίδα βγήκε στο σεργιάνι

Μια ηλιαχτίδα βγήκε στο σεργιάνι. Το φως πλημμύρισε την πλάση. Μια ζωή τώρα αρχίζει να βλαστάνει, με άγνωστη πορεία, όπου και να φτάσει. = Μια ζωή μονάχα έχουμε και αυτή δε φτάνει. Να πιάσουμε όνειρα που στόχους των θα βάλουμε. Ώσπου να πιάσουμε την άκρη, δεν προφτάνει. Έρχεται η σκοτεινιά και τα πάντα χάνουμε. = Μια στιγμούλα, μια ανάσα και ένα δάκρυ, αξίζουν όσο τίποτα στον κόσμο τον αδιάφορο. Όποιος προτάσσει αρετές, φτάνει στην άκρη και τερματίζει τον αγώνα τον παράφορο. = Μια στιγμή και μια σύντομη ζωή συνάμα, είναι ανθρώπινο το ριζικό μας και απαραίτητο. Μια αγαπάμε, μια πονάμε, όλα αυτά αντάμα, για ένα λιθάρι στο προσκέφαλο το νικητήριο έπαθλο. e


Ξέρω Θεούς

Είδα ήλιους λαμπερούς, χλωμά φεγγάρια, ξάστερους ουρανούς και δακρυσμένους. Είδα την πλάση να γεννά όμορφα παλληκάρια, χαρούμενους ανθρώπους μα και πονεμένους. = Είδα χαρές και ολονύκτια ξεφαντώματα. Ακούραστους χορούς με φάλτσες μουσικές. Είδα καημούς απάνθρωπα ελαττώματα, στερήσεις, δάκρυα, πορείες αγωνιστικές. = Είδα καράβια στο γιαλό έρημα ναυάγια. Σεισμούς να καταστρέφουν πολιτείες. Λαούς να προσκυνούν τα ιερά και τ’ άγια, παιδιά να παίζουνε κρυφτό σε άσχημες πλατείες. = Ξέρω Θεούς, που των ανθρώπων ορίζουνε τα δίκια. Πολιτικούς να παίζουν τις ζωές μας μια παρτίδα. Παράγοντες να υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια. Πλούσιους, για το συμφέρον τους, να αλλάζουνε πατρίδα. e


Ο Εγωισμός

Αγάπησες πολύ τον εαυτό σου και είναι το μεγάλο σου αμάρτημά. Δεν κρύβεις τον αρρωστημένο εγωισμό σου. Χρησιμοποιείς τον σύντροφό σου για εξάρτημα. = Η αγάπη θέλει θυσίες να θεριέψει, ταπεινώσεις και μεγάλη υπομονή. Αντίσταση σ’ όποιον θελήσει να κουρσέψει, ειλικρίνεια και αλήθειας προσμονή. = Είναι βαριά η άρρωστη αγάπη. Μεγαλώνει σαν το δένδρο στη βροχή. Για να θεραπευτείς, να πας στη μάχη, οπλισμένος με ταπείνωση και προσευχή. = Να κερδίσεις ότι έχεις στο μυαλό, πρέπει πρώτα να προσφέρεις άυλα αγαθά. Αλήθεια, ειλικρίνεια και μεγάλο σεβασμό και το θαύμα που προσμένεις, είναι πιο κοντά. e


Οι γυναίκες της Πίνδου Πάνω από τα όρια και πέρα από την ομίχλη της λογικής. Εκεί που ο άνθρωπος νικά ανίκητα φαινόμενα. Εκεί που η μοίρα αδυνατεί να καταγράψει στα κατάστιχα, σελίδες ηρωισμού και αυταπάρνησης. Εκεί που νικιέται η αλαζονεία και ο εγωισμός, από τον σπόρο που γεννά Ελευθερία ή θάνατο Εκεί αντραλίζεται η ιστορία ανήσυχη για τα συμβαίνοντα και προσεύχεται νικημένη και αδύναμη. = Εκεί ο χάροντας χαμογελά στους άπληστους για αίμα και δόξα ανίερη και μένει ακαμάτης γι’ αυτούς που τον νικούν πριν γυμνούς τους αντικρύσει το ήλιος. Εκεί λύπη και νεκροί δεν ανταμώνουν. Εκεί ο αέρας σταμάτησε να σπρώχνει τις κορφές των θυμωμένων κυπαρισσιών. Εκεί ο λύκος ντροπιασμένος δεν αλυχτά στις έρημες σπηλιές. Εκεί η τύχη, άτυχη, παίρνει το δρόμο της για τη λησμονιά και το παιδί πεινά μα δεν κυλά κανένα δάκρυ στο μάγουλό του. = Άσπρα τα βουνά απάτητα απ’ το χιόνι Και η δόξα που να βρει μυρτιάς κλωνί Στεφάνι δόξας να νεκροστεφανώσει Τους αθάνατους που το βόλι έχει προδώσει Που να βρει βωμό να θυσιάσει Που να βρει χώμα τους νεκρούς να θάψει Άταφοι και παγωμένοι απ’ το κρύο Ζεσταίνουν τη μελάνι αθάνατη ιστορία Και με το αίμα τους γράφουν ανεξήγητη απορία.


Εκεί που το χιόνι, η αντάρα και το σύννεφο, αντάμα με το μίσος, την αλόγιστη δόξα και το μοιρολόι του βοσκού που κατάπιε τη μαγική φλογέρα του, πολεμούν το πράσινο της Πίνδου και το γαλάζιο του ουρανού. Εκεί ο ήλιος θαμπός και κουρασμένος δεν ανάβει το καντήλι του. = Συρμοί βημάτων κουρασμένων απ το βάρος και την κακουχία. Αγωνία κρυμμένη στις μαύρες φορεσιές και τα τσεμπέρια. Σκυμμένες πλάτες απ τα χρόνια και τον κάματο. Ατάραχες απ τον αέρα που λυσσομανά και σπρώχνει με μανία το χιόνι, λες και το ‘βαλε πείσμα να κλείσει τις προσβάσεις των στενοσόκακων, και τα κλαδιά από το βάρος του παγωμένου απομεσήμερου, στήνουν εμπόδια μα όχι για τις αδάμαστες και ακούραστες γυναίκες της Πίνδου. Αυτές που κουβάλησαν την οπτασία της αρραβωνιαστικιάς στον φαντάρο που στέκεται απέναντι απ’ το βόλι του θανάτου. Αυτές που σφάλισαν τα ζώα στα χειμαδιά, τα ανήλικα παιδιά κλειδαμπάρωσαν στις αποθήκες και βγήκαν στο στρατί κατά το μέτωπο φορτωμένες με ευλογία και ψωμί. Αυτές που δεθήκαν στη σειρά χέρι-χέρι σφιχτά δεμένες και τιθάσευσαν την ορμή του χείμαρρου για να στηθεί πέρασμα ζωής και ελπίδας. Άτρωτες απ τα βόλια και τα κανόνια που βρυχώνται και σκάνε δίπλα τους, που ξερνούν θάνατο, πυρακτωμένες σάρκες και ανασηκώνουν φράχτες χιονιού και λιωμένου σίδερου. Εμπρός άσαρκες θαρρείς


με το εμβατήριο στο στόμα και την ντοπιολαλιά που τραγουδά μακρόσυρτα τα πάθη του πληγωμένου από έρωτα παλληκαριού μα όχι από θάνατο, ποτές. Βαδίζουν αλίκνιστες με τη ψυχή στα Ανοιξιάτικα λιβάδια και τον τρανό χορό του Αύγουστου. Με χίλιες έννοιες στα ανήσυχα μυαλά τους για τα χειμαδιά των προβάτων μα όχι των παιδιών τους που φόρεσαν χακί και ανταμώνουν καθημερνά τον χάροντα Ιταλό στολισμένο με φτερά και πλουμιστά Παράσημα, μα φοβισμένο θρεφτάρι της καλοπέρασης, που το ‘στειλαν στην Πίνδο, να διδάξει ιστορία και σκόνταψε στα θυμωμένα βράχια της αετοφωλιάς. Εκεί, εκεί η Σουλιώτισσα ξανανάβει το τρεμάμενο καντήλι της αθανασίας εκεί η γυναίκα της Πίνδου σηκώνει το βάρος της ιστορίας στα κουρασμένα και ροζιασμένα απ τον κάματο χέρια. Ποδοπατά με τα τρύπια τσουράπια τα γυαλισμένα κανόνια του εχθρού και κοροϊδεύει τα αεροπλάνα που περνούν τρομάζοντας τα αγρίμια και τα αετόπουλα, που σπέρνουν θάνατο και ντροπή για την άδικη και ακαταλαβίστικη απειλή. Ορθώνει ανάστημα τρις θεόρατο και αστραποβολά από θυμό και πείσμα. Νικά τη βαρύτητα και την αντοχή. Φορτωμένη σαν μουλάρι με τα αναγκαία για τα παιδιά της, τα παιδιά της Ελλάδας της που χαμογελαστά περιγελούν και τρομάζουν την ξακουστή Τζούλια, Σαν τον άξεστο, στο πρωτόβγαλτο κορίτσι


που τρέμει από αγωνία και προσμονή. Αέρα στον αέρα που λυσσομανά και τις αναγκάζει να κοντοπατούν και να σέρνονται κατάφορτες μες την παγωνιά μα ολόθερμες για την Ελευθερία. Σαν ξαποστάσουν στο ρυάκι που τρέχει κόκκινο από το αίμα των ηρώων και τυλιχθούν με τα κουρέλια που έγιναν προβιές και ο ύπνος απ’ την κούραση και την ένταση τις κυριεύσει έρχεται η ζωή και της θυμίζει το χρέος σαν διαθήκη του Ζάλογγου, σαν τον παπά στο Κούγκι, σαν τον θυμωμένο δικέφαλο που ξερίζωσαν τις ρίζες του, σαν Ελευθεριά του Σολωμού. = Τιμή στις γενιές που διδάσκονται από ηρωισμούς και πράξεις ανείπωτες αφανών ηρώων. Τιμή στις εθελόντριες για το απόσπασμα μητέρες Τιμή στις αδάμαστες λεβεντογένες Ηπειρώτισσες Τιμή στην αδούλωτη ελευθερία τους. e


Οι μπουρλοτιέρηδες

Ταπεινώθηκε το κύμα και γονάτισε. Η θάλασσα γαλήνεψε σαν λάδι. Σαν το πυρπολικό που αθόρυβα σαλπάρισε, φωτιά να βάλει στην αρμάδα ένα βράδυ. = Ο Παπανικολής κωπηλατούσε αθόρυβα και ο Μπουρνούς ετοίμαζε το βόλι. Στέλναν στους Τούρκους μια σκιάθα κόλλυβα, στης Ερέτριας το μικρό αραξοβόλι. = Ατρόμητοι στα σκότη στους αέρηδες. Στην καταχνιά φαντάσματα οδηγούν το χάρο. Με τη μορφή πυρπολικού οι Μπουρλοτιέρηδες. Ντυμένοι μαυρισμένοι σαν τον μαύρο γλάρο. = Δόξα σ’ εκείνους που χωρίς αντίκρισμα, Πρόσφεραν το αίμα τους για την πατρίδα. Σκάφη, πλούτη, μα το στερνό τους νόμισμα, εξαργυρώσαν τη ζωή τους, σαν στο σκάκι μια παρτίδα. e


Πόρτα κλειστή

Πόρτα κλειστή κι’ αμπαρωμένη. Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Σκοτάδι παντού κλειστά τα μάτια. Άδεια η ψυχή μου χωρίς εσένα. = Αχτίνα φωτός πουθενά δεν βλέπω. Ούτε μέλλον ευοίωνο υπάρχει. Κλειστούς ορίζοντες προβλέπω. Ο νους μου κυλά μέσα στη λάσπη. = Ας ήταν για μένα να κάνεις κάτι. Να ‘ρθεις στη σκέψη μου για μια στιγμή. Να κλείσεις με νόημα το ένα σου μάτι. Να μ’ αγκαλιάσεις μ’ ένα φιλί. = Ύστερα φύγε και μη ξανάρθεις. Ούτε στη σκέψη, ούτε στη ζήση. Θα έχω στη μνήμη μου αυτό το κάτι, κανείς δεν θα μπορέσει, ποτέ, να το σβήσει. e


Πουλούσε χαρτομάντιλα στο δρόμο

Πουλούσε χαρτομάντιλα στο δρόμο, με κρύο με βροχή ή καταιγίδα, βουνό οι έννοιες, που κουβαλά στον ώμο, μα, με κουράγιο στη ματιά και ελπίδα. = Άλλοι στρέφουν αλλού με οίκτο το κεφάλι και άλλοι για τεμπέλη τον νομίζουν, απόβρασμα της κοινωνίας, λένε πάλι και οι ελάχιστοι αρνούνται να δωρίσουν. = Κανείς δεν ξέρει, ποια μοίρα, τον διώκει και τον ανάγκασε στο δρόμο να ζητάει. Αυτός ναυαγός της ζωής του δεν επιδιώκει, να λέει ιστορίες και ο κόσμος να πονάει. = Αστραποβολεί μια λάμψη στη ματιά του, που μαρτυρά ευγενική και μορφωμένη ζήση. Κορμί ευσταλές, περήφανη η περπατησιά του, σταματημένη η απορία του, αν θα επιζήσει. = Αχ να μπορούσα την εμπιστοσύνη του να έχω, τα πέταλα του λουλουδιού του ένα, ένα να μαδήσω, να διδαχθώ από τα λάθη του και να προσέχω, μην στο βούρκο και εγώ από εγωισμό κυλίσω. e


Σάλτο μορτάλε

Χωρίσαμε χωρίς να πεις αντίο. Βιαζόσουνα το τέλος να υπογράψεις. Το καταπέτασμα το χώρισες στα δύο. Φόρεσες μάσκα νεκρική, για να μην κλάψεις. = Εξήγηση δεν θέλησες να δώσεις, γι’ αυτή την προδοσία τη μεγάλη. Φοβήθηκες μήπως το μετανιώσεις, αν απ’ τα κρίματα σου νοιώσεις ζάλη. = Εγώ που έπλαθα χρυσά παλάτια και σ’ έβλεπα Πριγκίπισσα του θρόνου, φύσηξε αγέρας και τα ‘κανε κομμάτια, σκουπίδια στη γωνιά του δρόμου. = Η κοινωνία μπορεί να σε δικάσει και αναπολόγητη θα είσαι στο φινάλε. Όταν ο δικαστής θα σε καταδικάσει, θα κλαίς, μα είναι, το σάλτο σου μορτάλε. e


Στέρεψα το κορμί μου (Αφιερωμένο στους πρόσφυγες)

Στέρεψα το κορμί μου, στους ατέλειωτους δρόμους. Στέγνωσα την ψυχή μου, με τα βάρη στους ώμους. = Ανθρώπους δεν είδα στα ξένα. Ούτε λόγια κουράγιου στ’ αυτιά μου. Αναθέματα μόνο και ψέμα. Σαν αντίκρισαν θολή τη ματιά μου. = Διάβασα τα φεγγάρια και τ’ αστέρια που τρέμανε. Είδα χλωμά παλληκάρια, να δακρύζουν, ιστορίες σα λέγανε. e


Σκοτάδι στην Κοζάνη Στην έρημη Κοζάνη απλώθηκε σκοτάδι. Εδώ που η φύση χάρισε το ηλεκτρικό. Εγώ ξενύχτης αυτό βράδυ, ψάχνω να σε βρω σαν αερικό. = Φαντάσματα βρίσκω στα σοκάκια, σα νυχτερίδες άνθρωποι σκυμμένοι. Αναζητούν της νύχτας τα μεράκια κι’ απ’ της ζωή σακατεμένοι. = Στο ξέφωτο σε είδα να προβάλεις. Να περπατάς με μεγάλη σιγουριά. Στην Τσιμηνάκη θέλεις να τα βάλεις, μ’ αυτόν που σε φώναξε Θεά και Παναγιά. = Το φως ανάβει στην πόλη ξαφνικά. Τα φαντάσματα έγιναν κομμάτια. Τα πάντα τώρα είναι αληθινά. Χάθηκες εσύ, χαθήκαν και οι σκιές από τα μάτια. e


Σπονδή στο Πήλιο Έδιωξε τα χιόνια του ο Όλυμπος κι’ έστρωσε λινό σεντόνι απ’ αγριόχορτα, για να σκεπάσει το γέρικο του σώμα. Φύσηξε ο Ερμής Νοτιάδες, Όστριες και θυμωμένους Μαΐστρους και σκέπασε με σύννεφα το ακούρσευτο κορμί του. = Η Αθηνά, η Ήρα, η Αφροδίτη κι’ όλες οι χάριτες της οικουμένης, πήραν μυρτιές και φτέρες απ’ το Πήλιο κι’ έβαψαν με χρυσαφένια και μαβιά και όλα τα χρώματα της ίριδας, τον ήλιο, που βιάζονταν να δέσει τ’ ατίθασα ελάφια του, που έσερναν το αστραποβόλο άρμα του, στην Θεσσαλία που ποντίστηκε στα καταπράσινα λιβάδια. = Σα στο παζάρι ξαποστάσεις, μη σε πλανέψουν οι λυγερές ροδιές, που προκαλούν τη θεία φύση και χάσεις το δρόμο της Ιθάκης που είναι κρυμμένη πίσω από τα βουνά του Κίσαβου. = Ταξίδεψε μες τα ουράνια χρώματα κρυμμένος και δέξου την τύχη, που σε πήγε σαν σ’ όνειρο, σε μακρινά λιβάδια του ασφόδελου, του διψασμένου Κένταυρου. =


= Η Ιθάκη πάντα θα σε περιμένει μες το πολύβουο μελίσσι που διάλεξες να φτιάξεις την κηρήθρα σου. = Μα μη ξεχνάς ποτέ τα χρώματα της Μαγνησίας τα χρυσαφένια, τα μαβιά, τα κόκκινα που πέταξε η όμορφη Νηρηίδα Θέτιδα μπουκέτο λουλουδιών στους γάμους της με τον θνητό Πηλέα, στον ουρανό του όμορφου Πηλίου , του αγίου, του παρθένου, του αγέννητου. e


Φρούδες προσδοκίες

Θόλωναν το τζάμι οι στάλες της βροχής και φαίνονταν θαμπές του δρόμου οι ακακίες. Εγώ χαμένος στης ικεσίας προσευχής, έτρεφα απέλπιδες και φρούδες προσδοκίες. * Σε περιμένω μα καθώς ορίζουν οι καιροί, δε θα ‘βρεις δρόμους και γεφύρια να περάσεις. Οι λόγοι που ετοίμασες θα είναι ισχυροί, της απογοήτευσης ποτό να με κεράσεις. * Κακίες για παραστρατήματα και λάθη δεν κρατώ. Ούτε σκοπεύω το παιχνίδι μέχρι τέλος να το παίξω. Τα σφάλματα αμέτρητα, μα ούτε τα μετρώ. Θα κλείσω τα τεφτέρια σου και μ’ άλλη θα τα μπλέξω. e


Σαΐτεψες

Σαΐτεψες μες το σκοτάδι, με μουσική πλανεύτρα και κεριά, μια δύσκολη νύχτα ένα βράδυ, έπεσες σε άγνωστη αγκαλιά. = Μόνη στο δρόμο αν βαδίζεις, η μοίρα σου φέρνει μύρια εμπόδια, τα ξεπερνάς με ευκολία, αν τα γνωρίζεις, αν έχεις πείρα και κατάλληλα εφόδια. = Η νύχτα πριν φορέσει τα μαβιά, τη μοίρα σου νόμιζες, είχε γυρίσει, με μάτια πλάνα θαλασσιά, σε πλάνεψε ένα κυπαρίσσι. = Ο ήλιος πριν καλά ανηφορίσει, πριν οι ευχές σου πάρουν οντότητα, όταν τα μάτια σου ο ύπνος κλείσει, θα μείνεις μόνη σ’ άλλη συχνότητα. e


Το πανηγύρι Ο Κώστας και ο Γιώργος, η Τάσα και η Σούλα, σε πανηγύρι κινήσαμε να πάμε, να κουβαλήσουμε τα ψώνια μες τη σακούλα, στους πάγκους τις τιμές ποδοπατάμε. = Πάγκοι γεμάτοι πραμάτεια πολύ και αυτές σκυμμένες, τη μέση σπάζουν. Ψάχνανε με μανία, παρθένο μαλλί, φούστες και μπλούζες, που να ταιριάζουν. = Αυτό το μπλουζάκι λέει πολλά. Ψάξε καλά μήπως ελάττωμα έχει. Γιώργο, σου πάει , βγάλε ψιλά. Ο πωλητής διαρκώς τα χέρια μας προσέχει. = Εμείς φορτωμένοι σαν μουλάρια στη στράτα. περάσαν οι ώρες χωρίς μιαν ανάσα, ψάχνοντας εμπορεύματα σε σάκους γεμάτα, περιμένουμε εναγώνια τη Σούλα και την Τάσα. = Στο τέλος ψάχνοντας κάπου να φάμε, σουβλάκια, λουκάνικα, έστω μια μπύρα, γκαρσόνες , σερβιτόρες παρακαλάμε, να κάνουν γρήγορα γιατί πεινάμε. = Έτσι τελείωσε του πανηγυριού η περιπέτεια Σαν Αργοναυτική μου φάνηκε εκστρατεία. Στο σπίτι λογαριάζουμε τα ψώνια με ευπρέπεια κουρσάρων στους πάγκους σαν πειρατεία. e


Καλό σου ταξίδι Στέργιε (Στον Στέργιο Κουρόγλου που μια αποφράδα μέρα στις 11 του Νοέμβρη πέρασε την Αχερουσία Λίμνη προς την αθανασία)

Έφυγες. Μα κανένα χέρι δεν τολμά να σηκώσει το μαντήλι του αποχαιρετισμού. Κανένα δάκρυ δεν μπορεί να ποτίσει τα χλωμά σου μάγουλα. Καμία πατρίδα δεν σε χώρεσε, καμία γωνιά δεν ξεκούρασε την αδάμαστη και αδούλωτη σκέψη σου. = Πετρωμένα τα χείλη σου, απλανής η ματιά σου, ήρεμη η ανάσα σου καρτερεί την τελευταία σου πνοή. Έχτισες ήλιους και πολιτείες και ανάθρεψες γιασεμιά που ανθούν Τίποτα δεν πήρες κοντά σου, ούτε τώρα που το πλοίο σου μπάρκαρε για τα πελάγη της αθανασίας, ούτε τότε που δρασκέλιζες τη δόξα, που τρεμόφεγγε μετά την καταιγίδα. Ανίκητος στη ζωή, πρωτόπλαστος και ασυμβίβαστος στο ψέμα και την αδικία. = Τώρα με μάτια θολά που αρμενίζουν αμέριμνα, ψάχνεις την τελευταία σου κατοικία. Θα τη βρεις κοντά στην αγκαλιά της μάνας σου που σε περίμενε. Εκεί μπορεί να ζεστάνεις την παγωμένη σου καρδιά.


Αυτοί που σε αγαπούσαν και έμειναν πίσω σου να συντηρούν τη μνήμη σου φωτεινή και ξάστερη, έμειναν με άδεια χέρια, μα συ προτίμησες τη φυγή. Κάτω από το βάρος ανίκητων προσταγών της ζωής. Καλή αντάμωση όταν το σύμπαν συνωμοτήσει να συναντηθούμε. Ποιός ξαναπερπάτησε αυτή την ατραπό να μας το πει; Βλέπεις αυτοί που έφυγαν δεν γύρισαν ποτέ το κεφάλι να δουν τα κόκκινα μάτια μας και τον στεγνά χείλη από τα αναφιλητά. = Καλό σου ταξίδι Στέργιε μας, Στέργιε της Ελλάδας που σε γέννησε και σε πίκρανε. e

Νοέμβριος 11, 2018


Καληνύχτα Κοιτάζεις τον καθρέφτη και θεωρείς πως σε προδίδει, αν μια ρυτίδα στιγματίζει την εικόνα σου. Κρύβεσαι πίσω από την παρέλαση των ανθρώπων, που γνώρισες μπορεί ελάχιστα και χάθηκαν στη γωνιά του δρόμου, ή στον κλειστό λαβύρινθο των ενοχών σου. = Στον κήπο οι ευωδιές των ρόδων, που σε τρελαίνουν κάθε Απρίλη, ξεθύμαναν καθώς η Άνοιξη εγκατέλειψε πρώιμα θαρρείς την αγκαλιά σου. = Ρίχνεις παγάνες, μα τα σημάδια χάθηκαν, στην πρωινή δροσιά και δεν σιμώνει το κυνήγη στα δόκανα που έστησες και δεν θα ζήσει στην αιχμαλωσία του ακόρεστου πάθους σου να εξουσιάζεις τους αδύναμους. = Χτενίζεις τα μακριά μαλλιά σου, σαν ξεχασμένη, ξέθωρη Αμαζόνα, και δεν βλέπεις στον θαμπό καθρέφτη σου, από σκόπιμη αβλεψία τα γηρατειά, που σε λίγο θα κροταλίζουν την πόρτα της ζωής σου. = Απόκρουσες τις άσχημες ειδήσεις, σαν πολιτικός, που ακούει τα ευχάριστα και που κόλακες τον Θεώνουν και ζεις σε απατηλό παράδεισο, που σε λίγο θα βγάλει τη μάσκα του.


= Πάρε μαζί σου την ορφάνια σου και ταξίδεψε στα δικά σου πελάγη. Μη γυρίσεις πίσω ν’ αγναντέψεις τη μοίρα σου και μην συγκρίνεις τα λάθη σου με την αλαζονεία σου = Νεκρή ήσουνα και όταν ζούσες. Η Ανάστασή σου όταν θα ‘ρθει, αν έρθει, θα ‘χεις διαβεί σε άλλους κόσμους. Η μετάνοια δεν θα αξίζει ούτε ένα δάκρυ, ούτε ένα φιλί, ούτε μια συγνώμη. Καληνύχτα.

n



ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Όνομα

Σελίδα

1. Γενηθήτω το φως 1 2. Γράμμα στη σιωπή 4 3. Αιώνας 6 4. Αλιάκμονας 7 5. Απόδραση 10 6. Αύριο 11 7. Άψυχο κουφάρι 12 8. Γλάρο με λένε 13 9. Γυρίσαμε πίσω 14 10. Δε θέλω τίποτα 16 11. Δε ξέρω 17 12. Ερωτικό 18 13. Ευχές σε έναν Άγιο 19 14.

Η Άνοιξη που ντρέπεται ν’ ανθίσει

21

15. Η μαγεία της αγάπης 22 16. Αίσθηση νοσταλγίας 23 17. Γνωρίζω μόνο τ’ άρωμά σου 24 18. Ένας Άγγελος στον Παράδεισο 25 19. Και τίποτα να μην σου πω 28 20. Κι’ όμως υπάρχει ελπίδα 29 21. Μια ηλιαχτίδα βγήκε στο σεργιάνι 30 22. Ξέρω Θεούς 31 23. Ο Εγωισμός 32 24. Οι γυναίκες της Πίνδου 33 25. Οι μπουρλοτιέρηδες 37 26. Πόρτα κλειστή 38 27.

Πουλούσε χαρτομάντιλα στο δρόμο

39

28. Σάλτο μορτάλε 40 29. Στέρεψα το κορμί μου 41 30. Σκοτάδι στην Κοζάνη 42 31.

Σπονδή στο Πήλιο

43

32. Φρούδες Προσδοκίες 45 33.

Σαΐτεψες

46

34. Το πανηγύρι 47 35. Καλό σου ταξίδι Στέργιε 48 35. Καληνύχτα 50 Περιεχόμενα 53



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.