ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τ. ΦΑΛΚΟΥ

Page 1

ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010


ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η επιτροπή που αποτελείται από τους Τερέζα ΠεντζοπούλουΒαλαλά, ομότιμη Καθηγήτρια Πανεπιστημίου και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Χαρά Μπακονικόλα, Καθηγήτρια Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σωκράτη Δεληβογιατζή, Καθηγητή φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, Γιάννη Τζανή, διδάκτορα Φιλoσοφικής Σχολής και λογοτέχνη, και Πέτρο Μπέσπαρη, φιλόλογο, λογοτέχνη, αποφάσισε να εκδώσει έναν τόμο με μελέτες, κρίσεις, εντυπώσεις κτλ. για τον λογοτέχνη και φιλόσοφο Τάσο Φάλκο-Αρβανιτάκη με ευκαιρία την αποχώρησή του από την ενεργό πανεπιστημιακή διδασκαλία και τη συμπλήρωση πενήντα ετών πνευματικής δημιουργίας. Βέβαια το δημιουργικό έργο του Φάλκου δεν έχει κλείσει, αλλά τα κύρια χαρακτηριστικά του έχουν διαμορφωθεί, και μάλιστα πολύ νωρίς. Συγκεντρώσαμε τις προϋπάρχουσες μελέτες, συνοπτικές κριτικές, παρατηρήσεις κτλ. δημοσιευμένες ή χειρόγραφες, ενώ παράλληλα απευθυνθήκαμε σε αρκετούς ανθρώπους του πνεύματος ζητώντας να γράψουν κάτι με ευκαιρία την έκδοση του τόμου. Από εκείνους που γνώρισαν προσωπικά τον συγγραφέα ζητήσαμε να μη παραλείψουν να γράψουν και για τον άνθρωπο, όχι μόνο για το έργο του, και να παραθέσουν χωρία περισσότερα από ό,τι συνηθίζεται, ώστε να φαίνεται ο λόγος του συγγραφέα, που το έργο του είναι σχετικά δυσεύρετο. Το υλικό που συγκεντρώθηκε το διατάξαμε ως εξής. Προτάξαμε τις μελέτες που αφορούν το λογοτεχνικό έργο, εφόσον ο συγγραφέας θεωρεί τη φιλοσοφία επιστέγασμα κάθε πνευματικής δραστηριότητας και φυσικά και της λογοτεχνικής. Προηγούνται οι μελέτες που αναφέρονται στο σύνολο ή σε μια ευρύτερη θεματική ή σε περισσότερα από ένα έργα. Και από αυτές προηγούνται οι αναλυτικότερες. Ακολουθούν τα μελετήματα, οι συνοπτικές κρίσεις και οι εντυπώσεις για τα επί μέρους βιβλία, οπότε και πάλι προτάσσονται τα αναλυτικότερα. Στη φωνητική, τη στίξη και τις παραπομπές σεβαστήκαμε τις προτιμήσεις των συγγραφέων. Ελπίζουμε ότι το βιβλίο αυτό θα αποδώσει δικαιοσύνη σε έναν Δίκαιο.

–2–


ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΥ, λογοτέχνης ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, λογοτέχνης, Ακαδημαϊκός ΚΡΙΤΩΝ AΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ, λογοτέχνης ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ, λογοτέχνις ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΛΑΒΕΡΑΣ, λογοτέχνης ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ, λογοτέχνης ΝΟΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ, κριτικός ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ-ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ, λογοτέχνις ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, λογοτέχνης ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου ΑΝΩΒΟΛΙΩΤΗΣ (Γ. Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ), λογοτέχνης ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, λογοτέχνης, κριτικός ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΥΓΕΛΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου GASTON-HENRY AUFRERE, κριτικός ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ, λογοτέχνις, κριτικός ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ, λογοτέχνης, Ακαδημαϊκός ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΒΑΡΝΑΛΙΔΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, λογοτέχνης, κριτικός SIMON DE BEAUVOIR, λογοτέχνις ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΤΣΑΞΗΣ, λογοτέχνης ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛΟΓΛΟΥ, λογοτέχνης ΣΜΑΡΩ ΓΑΪΤΑΝΙΔΟΥ, ηθοποιός ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ, κριτικός ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης, κριτικός ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ, λογοτέχνης ΗΡΑΚΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, φιλόλογος ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ, μηχανικός ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ, λογοτέχνης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΟΥΔΙΝΑΣ, φιλόλογος ΠΕΤΡΟΣ Δ. ΓΛΕΖΟΣ, λογοτέχνης ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ-ΜΙΛΛΙΕΞ, λογοτέχνις, κριτικός ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, φιλόλογος ΣΤΕΛΙΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ, Επίκ. Καθηγ. Παν/μίου ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ, λογοτέχνις, Ακαδημαϊκός ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ, λογοτέχνης ΒΑΣΙΛΕΙΟς ΔΟΥΚΑΚΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου ΛΙΝΑ ΔΩΔΟΥ, φιλόλογος DANIELLE DUMAS, κριτικός PIERRE EUCHART, ζωγράφος ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, λογοτέχνης, κριτικός

–3–

194 214 193 159 192 362 191 194 193, 214, 242, 252, 271 382, 383, 385 355 242 194 384, 401 194 194, 242 362, 363 473 194 363 251 195, 271, 324, 332,363 242 159 195 195 243 135 352 97 207 195, 243, 252, 272 243, 253 319, 383, 396 69 443 243, 363 196, 243 386 196, 244 251 251 213, 244, 252, 332, 364


ΝΙΚΟΣ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης 197 ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ, Ακαδημαϊκός 453 ΙΟΥΛΙΑ ΙΑΤΡΙΔΗ, λογοτέχνις 272 ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου, λογοτέχνης 197 ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, λογοτέχνης, κριτικός 315, 356 ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΒΒΑΘΑΣ, δημοσιογράφος 160 ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΪΜΑΚΗΣ, Επίκ. Καθηγ. Παν/μίου 451 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου 473 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ακαδημαϊκός 197, 244 ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ, λογοτ. μουσ. ζωγράφος 142, 321 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου 438 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ, λογοτέχνης 364 ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΡΕΛΛΑΣ, Καθηγ. Παν/μίου 465 ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΡΤΕΡ, λογοτέχνης, κριτικός 252, 272, 325, 333, 364 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ, Ακαδημαϊκός 197 ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ, λογοτέχνης 273 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ, λογοτέχνης 273 ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ, Καθηγ. Παν/μίου 273, 314, 333 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΕΡΑΜΕΥΣ, Καθηγ. Παν/μίου 197 ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ, Δρ Φ. 124 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου 198, 244, 273, 325, 333, 364 ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ, λογοτέχνης 198 ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Καθηγ. Παν/μίου 158 ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΩΣΤΙΔΗΣ, λογοτέχνης, κριτικός 273 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΛΑΖΑΝΑΣ, λογοτέχνης, κριτικός 198, 253 ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου, κριτικός 28, 198, 263 ΘΕΜΗΣ ΛΙΒΕΡΙΑΔΗΣ, λογοτέχνης 325, 333 ΣΟΦΙΑ ΛΙΠΑΡΙΔΟΥ, δημοσιογράφος, κριτικός 213, 244, 274 ΤΙΜΟΣ ΜΑΛΑΝΟΣ, κριτικός 193 ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ, Ακαδημαϊκός 364 ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, λογοτέχνης 315 ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης 364 ΝΕΣΤΩΡ ΜΑΤΣΑΣ, λογοτέχνης 253, 274 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Καθηγ. Παν/μίου 383, 384, 400 ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, φιλόλογος, κριτικός 278, 357, 472 ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ (ΗΒΗ ΣΚΑΝΔΑΛΑΚΗ), λογοτέχνις 199 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΡΑΚΛΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου, κριτικός 199, 253, 365 ΝΙΚΟΣ ΜΗΛΙΩΡΗΣ, λογοτέχνης 199 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΥΡΕΛΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου, λογοτέχνης 245, 477 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ, δημοσιογράφος 200 ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ακαδημαϊκός 251, 257, 377, 478 ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ, Καθηγ. Παν/μίου, κριτικός 138, 205, 257 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ, λογοτέχνης 200 ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΝΕΚΟΣ, λογοτέχνης 200 ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ, φιλόλογος, λογοτέχνης 337

–4–


ΓΚΙΚΑΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ, ηθοποιός 200 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ, φιλόλογος 475 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑΣ, Καθηγ. Παν/μίου 200, 479 ΤΑΝΙΑ ΜΥΛΩΝΑ, δημοσιογράφος 322 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ, λογοτέχνης 245 ΜΑΡΙΑ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΗΒΑΝΗ, Καθηγ. Παν/μίου 468 ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ, λογοτέχνης 200 ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ, λογοτέχνης 245 ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ, λογοτέχνης 201 ΚΩΣΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, λογοτέχνης 246, 275 ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, λογοτέχνις 201 ΜΑΡΙΑ ΠΑΛΛΑ, φιλόλογος 214, 325 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, λογοτέχνης, κριτικός 52, 358 ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ, πολιτικός 260 ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΠΑΣ, λογοτέχνης 201 ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΣΙΩΠΗΣ, λογοτέχνης 201 ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ, πτυχ. Παν/μίου 63, 323, 359 ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ, Αναπλ. Καθηγ. Παν/μίου 419 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΣΧΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου, λογοτέχνης 201, 253. 275, 333, 365 ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ, Ακαδημαϊκός 369, 402 ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ, λογοτέχνης 202, 246, 253 ΛΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου 481 ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ, κριτικός 202, 246, 254, 276, [315;] 323, 331 ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου, λογοτέχνης 203 ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΖΟΣ, λογοτέχνης, κριτικός 254, 276, 325, 365 ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ, πτυχ. Παν/μίου 326 ΝΟΤΗΣ ΡΥΣΣΙΑΝΟΣ, λογοτέχνης 203, 246, 254, 331 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΩΜΑΣ, λογοτέχνης 203 ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ, λογοτέχνης 203 ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ, λογοτέχνης 162 GUY SAUNIER, Καθηγ. Παν/μίου 252 PIERRE-MAXIME SCHUHL, Ακαδημαϊκός 481 ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης 247, 277, 326, 366 ΖΗΣΗΣ ΣΚΑΡΟΣ, λογοτέχνης 247 ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΣΚΑΛΙΔΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου 472 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, ζωγράφος 164 ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης, κριτικός 203 ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ακαδημαϊκός 254, 277 ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, δημοσιογράφος, κριτικός 211, 270 ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ, λογοτέχνης, κριτικός 157, 247, 324 ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης 334 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ, Καθηγ. Παν/μίου 455, 472 ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ, λογοτέχνης, κριτικός 155 ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΦΥΡΟΕΡΑΣ, Καθηγ. Παν/μίου, λογοτέχνης 204 ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΑΤΑΚΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου 476

–5–


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΑΜΑΛΙΚΟΣ, Καθηγ. Παν/μίου ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ, Δρ Φ., λογοτέχνης, κριτικός ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ, λογοτέχνις ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ, Καθηγ. Παν/μίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης, κριτικός ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, λογοτέχνης ΑΓΑΠΗΤΟΣ ΤΣΟΜΠΑΝΑΚΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου, ΜΑΡΩ ΤΣΟΥΡΑΠΑ, φιλόλογος ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ, λογοτέχνης ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΣ, Καθηγ. Παν/μίου, λογοτέχνης ΓΕΩΡΓΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ, λογοτέχνης, κριτικός ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ, λογοτέχνης, κριτικός ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, λογοτέχνης ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ, Καθηγ. Παν/μίου ΚΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Καθηγ. Παν/μίου Χρονικά Ισραηλιτικού Συμβουλίου (ανώνυμο) ΚΑΙΤΗ ΧΩΤΙΔΟΥ, δημοσιογράφος

–6–

447 15, 219, 268, 346 247 401, 469 360 204, 366 481 311 247 171 215, 277, 327 204, 327 277, 316, 326, 334, 366 204, 254, 327, 334 385, 401 247 215 328


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ

–7–


–8–


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Μια συμπυκνωμένη συνοπτική παρουσίαση του έργου του επιχείρησα στην εισήγησή μου κατά την τιμητική εκδήλωση για τον Τάσο Φάλκο από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στις 30. 3. 2008 στα πλαίσια των «Λογοτεχνικών πρωινών της Κυριακής» που επιμελείται η Ρούλα Αλαβέρα, η οποία επέλεξε και παρουσίασε αποσπάσματα από ολόκληρο σχεδόν το έργο του Τάσου Φάλκου, με σύντομη εισήγησή μου και απαγγελίες ηθοποιών του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ο χρόνος εκεί αναγκαστικά ήταν πολύ περιορισμένος. Στο άρθρο αυτό υπάρχουν περιθώρια για μια πιο συστηματική προσέγγιση, την οποία θα επιχειρήσω, επειδή γνωρίζω σφαιρικά όλο το δημοσιευμένο έργο του (λογοτεχνικό και φιλοσοφικό) και μεγάλο μέρος από το αδημοσίευτο. Το να μιλήσει κανείς συνολικά για ένα έργο τόσο πολυσχιδές όπως του Φάλκου-Αρβανιτάκη είναι ένα εγχείρημα κυριολεκτικά ανέφικτο. Πράγματι το έργο αυτό περιλαμβάνει κάθε μορφή λόγου, επιστημονικού και λογοτεχνικού, από τη διατριβή και τη μελέτη ως την ποίηση, το θέατρο και την πεζογραφία και χαρακτηρίζεται από μια σημαντική ενότητα έμπνευσης και στοχασμού. Παραβάλλοντας το έργο αυτό με έναν τεράστιο αγρό, θα περιορίσω τις φιλοδοξίες μου στο να βάλω κάποια «σημάδια», που δίνουν μια πολύ αόριστη και γενική ιδέα του πραγματικού πλούτου. Ο Φάλκος γράφει λογοτεχνία πάνω από πενήντα χρόνια. Τύπωνε ελάχιστα. Ως σήμερα ακόμα μεγάλο μέρος του έργου του παραμένει αδημοσίευτο! Σε ηλικία γύρω στα 38 τύπωσε το πρώτο έργο του, Οι Δίκαιοι, που περίμενε στα συρτάρια του πάνω από μιάμιση δεκαετία. Το ίδιο και τα άλλα τυπωμένα έργα του, καθώς κι εκείνα που θα τυπωθούν. Δεν είναι «νέα». Γράφει καινούργια έργα, που θα τυπωθούν σε πέντε, σε δέκα ή σε είκοσι χρόνια, αν βέβαια τα κρίνει άξια. Θέλει τα έργα του να δοκιμαστούν πρώτα μες στη συνείδησή του κι έπειτα μες στη συνείδηση των λίγων φίλων του που τα γνωρίζουνε από χειρόγραφα. Έχει μια αυστηρότητα μοναδική απέναντι στον εαυτό του. Κι επειδή σέβεται το έργο του σε αναγκάζει να τον σεβαστείς. Πολλά από τα έργα που τυπώνει και απ’ αυτά που παραμένουν ατύπωτα ολοκληρώνουν ένα οικοδόμημα, που θα έχει τον γενικό τίτλο Μητρόπολη. Θ’ αρχίζει απ’ τα χρόνια του μικρασιάτη πατέρα του (Τουρκές η Νύχτα, Η Λίμνη). Θα προχωρήσει με την Κατοχή (Οι Δίκαιοι). Θ’ ακολουθεί ο Εμφύλιος (Αναζήτηση, Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, Ο εχθρός). Ακολουθούν οι δικτατορίες κτλ.

–9–


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Όλα αυτά τα έργα είναι μέλη οργανικά ενός αρχιτεκτονήματος μεγαλεπήβολου ως προς τις προθέσεις του, αφού ο Φάλκος επιδιώκει να ζωγραφίσει όλον τον αιώνα μας, συσχετίζοντας αδιάκοπα και συν-αναπτύσσοντας τα έργα του και βγάζοντας το απόσταγμα της πείρας του, βγάζοντας τη φιλοσοφία του, που πιστεύει ότι ισχύει διαχρονικά, αφού πάντοτε αναζητεί το ουσιαστικό και το πανανθρώπινο. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι ν’ αφηγηθεί κανείς τον 20ον αιώνα», έλεγε ο Αραγκόν. Ο Φάλκος ασφαλώς κατέχει έναν τέτοιο τρόπο, το ’δειξε με τα τυπωμένα έργα του. Θα πείτε πώς είναι δυνατόν να προγραμματίζει κανείς ολόκληρη τη δημιουργία του, δημιουργία μιας ζωής. Αλλά παρόμοια εργάστηκε ο Δάντης (Θεία κωμωδία), ο Αριόστο (Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ), ο Σοπενχάουερ (Ο κόσμος σαν βούληση και σαν παράσταση), ο Μιχαήλ Άγγελος (Μνημείο των Μεδίκων), ο Rodin (Πύλη της κολάσεως), ο Τζόυς (Οδύσσεια), ο Καζαντζάκης (Οδύσσεια) και τόσοι άλλοι. Εκείνοι που λειτουργούν αυθόρμητα και συναισθηματικά, που θέλουν να ξεμπερδεύουν γράφοντας ή διαβάζοντας ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα, δεν είναι προορισμένοι να νιώσουν ή να εκτιμήσουν τη θέληση που κατοικεί μέσα σ’ αυτούς που αναλαμβάνουν και οικοδομούν παρόμοια έργα. Κι ο Φάλκος που αναλύει άνετα τον Hράκλειτο, τον Πλάτωνα ή τον Κίρκεγκωρ, που με τις γνώσεις και τη δύναμή του προσπαθεί να φανταστεί την υπόθεση κάποιων χαμένων τραγωδιών του Αισχύλου, έχει τα φόντα και την υπομονή και το ταλέντο, για να μας δώσει κάτι το ουσιαστικό. Τα τυπωμένα τμήματα του αρχιτεκτονήματος μας πείθουν. Η Μητρόπολη τελειωμένη, θα περιλάβει ποίηση, θέατρο και πεζογραφία. Για την εσώτερη συνοχή όλων αυτών μας πείθει μια παραβολή των Δίκαιων (πεζογραφία), με τις Τρεις μαρτυρίες (ποίηση), με τη Σοφίτα (θέατρο), με το Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, με τα Σχεδιάσματα με φως (ποιήματα), με το Τουρκές η Νύχτα. Όπως ο ίδιος λέει «τα έργα αυτά καταγράφουν τη σχέση μιας συνείδησης με την ιστορία του καιρού της, σχέση επώδυνη και τραγική, απ’ την οποία πήγασε με τρόπο οργανικό μια μεταφυσική και μια φιλοσοφία». Η φιλοσοφία του Φάλκου δεν είναι νοητική υπόθεση, αλλά τραγικό βίωμα. Με το «Μητρόπολη» θέλει να πει «Μητρόπολη της Οδύνης», και εννοεί τον χώρο αυτό που ζούμε εμείς οι Nεοέλληνες. Γιατί ο Φάλκος σκέφτεται ότι ο σπουδαιότερος τίτλος τιμής των νεοελλήνων είναι η οδύνη μας. Διευκρινίζω ότι η Μητρόπολη θα περιλαμβάνει δώδεκα ως δεκατέσσερα απ’ τα έργα, και όχι το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου.

Το έργο του Φάλκου ξεκινάει ουσιαστικά με τους Δίκαιους, που σχεδίαζε στα πανεπιστημιακά του χρόνια και χρειάστηκε τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια για να πάρει την τελική μορφή του. Ο συγγραφέας επιχείρησε να περικλείσει σ’ αυτό όλες τις ποιητικές δυνατότητες και όλο τον στοχασμό του. Πρέπει από τώρα να τονίσω ότι ο συγγραφέας θεωρεί τεχνητή και αφύσικη τη διάκριση των έργων σε «ποιητικά», «πεζογραφικά» και «φιλοσοφικά». Έτεινε απ’ την αρχή σ’ αυτό που αργότερα θα ονομάσει «έργο ολικό» ή «καθολικό», που να περιλαμβάνει δηλαδή ενωμένες γερά όλες τις δυνατότητες της ποίησης και του στοχασμού, να ανταποκρίνεται δηλαδή όχι σε μία, αλλά σε περισσότερες απαιτήσεις της ψυχής.

– 10 –


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

Διαβάζοντας κανείς τους Δίκαιους το πρώτο που σκέφτεται είναι ότι πρόκειται για έργο βαθύτατα ποιητικό στην ουσία του. Αλλά είναι επίσης έργο δραματικό και αντιμετωπίζει μερικά από τα βαθύτερα φιλοσοφικά και ανθρώπινα προβλήματα, όπως η ύπαρξη του κακού στον κόσμο, η έννοια της ανθρώπινης δράσης κτλ., όλα αυτά δεμένα με έναν αξεδιάλυτο και αξιοθαύμαστο τρόπο. Ώστε αυτοί που τείνουν όχι προς τη διάσπαση, αλλά προς την ενότητα του πνεύματος ενθουσιάζονται από το έργο, όπως ο Τίμος Μαλάνος, ο σημαντικότερος τότε κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που έγραψε: «Να είστε βέβαιος ότι κάνατε στα γράμματά μας μια πρώτης τάξεως εμφάνιση, για την οποία και σας σφίγγω ειλικρινά το χέρι», η Νόρα Αναγνωστάκη που λέει: «Επιτέλους ένα βιβλίο με πραγματικά ποιητική υπόσταση και πρωτοτυπία ύφους, με ανάταση έμπνευσης και φαντασία των λεπτομερειών […] Βιβλίο πυκνό σε εντυπώσεις, στοχασμούς, οράματα, ιδέες», ο ποιητής Τάσος Παπάς που γράφει: «Το υλικό σας, δραματικό από τη φύση του, έχει οργανωθεί με εκπληκτική δεξιοτεχνία, με ένα πρωτότυπα μοντέρνο τρόπο γραφής, εντελώς προσωπικό, για να ολοκληρωθεί σε ένα μοναδικό αισθητικό επίτευγμα», και πλήθος άλλοι και σημαντικοί, όπως ο Γιώργος Βαφόπουλος, η Μελισσάνθη, ο Βασίλης Ρώτας, ο Κρίτων Αθανασούλης, ο Μιχάλης Μερακλής, ο Μανόλης Πράτσικας, ο Τάσος Αναγνώστου κ.ά. Το έργο διαψεύδει απόλυτα την άποψη ότι η ποίηση είναι «πυκνότερη» απ’ την πεζογραφία. Αν οι Δίκαιοι πάσχουν από κάτι, είναι η υπερβολική πυκνότητα, που μερικές φορές δεν σ’ αφήνει ν’ αναπνεύσεις. Αν ο Φάλκος έγραφε όπως οι άλλοι πεζογράφοι, που πριν να πουν κάτι το ουσιαστικό, παραθέτουν έναν όγκο πληροφοριών, παρατηρήσεων, περιγραφών κτλ., τότε πρέπει κανείς να υποθέσει ότι θα έγραφε 500 με 600 σελίδες, αντί για τις εκατό. Το κύριο θέμα, γύρω απ’ το οποίο περιστρέφεται ένα πλήθος απόλυτα συναφών θεμάτων, είναι η εμποδισμένη δράση των ανθρώπων που προσπαθούν να έχουν οδηγό μονάχα τη συνείδησή τους, όπως γράφει κάπου ο ίδιος ο συγγραφέας. Στην ουσία είναι μια επέκταση και σύγχρονη τοποθέτηση του προβληματισμού της Ορέστειας, όπως μας προειδοποιούν και το μότο και η εμφάνιση σε όραμα του ίδιου του Αισχύλου. Γι’ αυτό και οι Δίκαιοι μας φαίνεται τόσο μοντέρνο έργο και συνάμα τόσο κλασικό. Ο ίδιος ο συγγραφέας πιστεύει ότι το σύνολο του έργου του εκπορεύτηκε ακτινωτά από την πανίσχυρη πηγή των Δικαίων. Για το Χρονικό των Δικαίων είχα δημοσιεύσει την παρακάτω βιβλιοπαρουσίαση που την παραθέτω αυτούσια (εφημ. Μακεδονία, 7 Απρ. 1993): Το χρονικό των Δικαίων Ένα νέο μυθιστόρημα που συνδυάζει τέχνη και στοχασμό. Κινείται στις διαστάσεις που έδωσε η αρχαία τραγωδία. Η κάλυψη της μεταφυσικής μας γύμνιας. Κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις «Δόμος» το πεζογράφημα Το χρονικό των Δικαίων του Τάσου Φάλκου, που διδάσκει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Από την άποψη του είδους οι Δίκαιοι μπορούν να χαρακτηριστούν είτε ως εκτεταμένη νουβέλα είτε ως συμπυκνωμένο μυθιστόρημα. Υπέρ της δεύτερης άποψης συνηγορούν η πολλαπλότητα της δράσης, ο όγκος των ευρημάτων και των ιδεών και ο συμπυκνωμένος λόγος.

– 11 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Το έργο συνδυάζει την τέχνη με το στοχασμό, την ποίηση με τη φιλοσοφία, συνδυασμός που ευδοκίμησε από πολύ καιρό (ας θυμηθούμε τα φιλοσοφικά ποιήματα του Αναξίμανδρου, τον πλατωνικό Φαίδρο, την τραγωδία). Από τους νεότερους που καλλιέργησαν το «μικτό, αλλά νόμιμο είδος», όπως θα έλεγε ο Σολωμός, μπορεί κανείς να αναφέρει τον Κίρκεγκωρ, τον Σαρτρ, τον Ουναμούνο, τον Καμύ, τον Σάμπατο και άλλους. Πολλοί από τους νεοέλληνες, επηρεασμένοι από άλλα ευρωπαϊκά ρεύματα, δείχνουν άλλοτε δυσπιστία και άλλοτε αδικαιολόγητη εχθρότητα απέναντι σ’ αυτό το είδος. Το Χρονικό των Δικαίων κινείται στις διαστάσεις που έδωσε η αρχαία τραγωδία στη σκέψη και στη φαντασία των ανθρώπων, την κόλαση της ανομίας, τα βάσανα της συνείδησης, τον ασίγαστο πόθο για δικαιοσύνη, το πεπρωμένο, το φως και τις τρομακτικές σκιές. Η θέση του κεντρικού ήρωα, του Τηλέμαχου, είναι ανάλογη με του Ορέστη. Του ζητούν να βοηθήσει στην εκτέλεση ενός άδικου, ενός εχθρού. Αλλά η ψυχική αγνότητά του -μοιάζει σ’ αυτό με τον Ιππόλυτο, τον Ίωνα και τον Χριστό- του απαγορεύει να μολυνθεί με αίμα. Αν όμως αρνηθεί να βοηθήσει, θα είναι πάλι ένοχος, γιατί αφήνει ατιμώρητη την αδικία και συντελεί στον θρίαμβο του κακού. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη δράση είναι εμποδισμένη, όπως στον Ορέστη. Μα στον Ορέστη την παρότρυνση για τιμωρία των άδικων καθώς και την τελική λύση τη δίνουν οι θεοί. Στον κόσμο μας όμως, όπου ο Θεός μας εγκατέλειψε εξαιτίας της ανομίας μας -ιδέα που τονίζεται πολλές φορές μέσα στο έργοόλο το βάρος πέφτει πάνω μας και είναι αδύνατο να το βαστάξουμε. Έτσι οι Δίκαιοι, οι άνθρωποι που θέλουν να χτυπήσουν το κακό που αφθονεί, βρίσκονται σ’ αδιέξοδο πιο τραγικό απ’ τους αρχαίους ή τους χριστιανούς κατά τα χρόνια που ο Θεός ήταν κοντά μας κι έπαιρνε ένα μέρος της ευθύνης ή μας συγχωρούσε. Όλα τα άλλα θέματα (η αγωνία για τη λύτρωση, η μοναξιά του ήρωα κτλ.) περιστρέφονται γύρω απ’ αυτό το κεντρικό μοτίβο. Ο ήρωας στην τελική σκηνή πεθαίνει χτυπημένος από ολόκληρη την πραγματικότητα: από τους φίλους, που τον τιμωρούν, γιατί δεν πήρε μέρος στην εκτέλεση, κι απ’ τους εχθρούς που βρέθηκαν εκεί κοντά, τυχαία δήθεν, αλλά από εσωτερική αναγκαιότητα. Επάνω στο νεκρό απλώνεται μια μυστηριακή σκιά, που αφήνει μια αμυδρή ελπίδα για κάποια κάλυψη της μεταφυσικής μας γύμνιας. «Τότε ψηλά σ’ ένα παράθυρο έγινε φως και μια γαλήνια μορφή στα μαύρα δέσποσε με την απέραντη σκιά της. Ήταν ίσως μια μητέρα». Οι φιλοδοξίες της Σοφίτας, του επόμενου δημοσιευμένου έργου, είναι περιορισμένες, επειδή πρόκειται για θέατρο, που δεν αφήνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να σταματήσει και να σκεφτεί, όπως συμβαίνει στην πεζογραφία ή την ποίηση, Και εφόσον γράφτηκε το 1968 ενάντια στη δικτατορία, που ήταν ένας τεράστιος και εγκληματικός παραλογισμός, που έριξε στα κεφάλια μας η Αμερική με όργανά της τους δικούς μας ανεγκέφαλους, ο συγγραφέας επέλεξε ορθά το θέατρο του παράλογου. Το έργο αποτελεί μια σάτιρα από τις αγριότερες που γράφτηκαν ποτέ. Μια κυβέρνηση αποφασίζει να επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση του δημόσιου αέρα (που συμβολίζει βέβαια την ελευθερία), παρέχει δωρεάν ναρκωτικά, γιατί επιβραδύνουν την αναπνοή, δημιουργεί σχολές, όπου

– 12 –


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

οι νέοι μαθαίνουν να αναπνέουν ελάχιστα, όσο να επιζήσουν βιολογικά, στο δρόμο οι πολίτες κυκλοφορούν με μάσκες, αναπνέοντας μόνο τον ελάχιστο αέρα που τους έχει αφεθεί κτλ. Τα θεατρικά ευρήματα διαδέχονται ακατάπαυστα το ένα το άλλο. Δεν λείπει όμως και η ποίηση. Εξαιρετικά σχεδιασμένη είναι η μορφή μιας μητέρας, που έχοντας χάσει το παιδί της σε μια από τις άθλιες σχολές που αναφέραμε, ανυψώνεται σιγά-σιγά, ξεπερνά την τραγική της μοίρα και γίνεται μητέρα όλων των παιδιών. Στη συνέχεια ο συγγραφέας δημοσιεύει σε ένα τόμο δύο ποιητικές συλλογές, τις Τρεις μαρτυρίες και την Κολυμβήθρα. Στην πρώτη συλλογή κυριαρχεί ο σαρκασμός ενάντια στις εξουσιαστικές μορφές, που καταφεύγουν αναγκαστικά στο έγκλημα, για να επιτύχουν την κυριαρχία πάνω στους άλλους. Η δεύτερη συλλογή σατιρίζει την κατάντια των αδιάφορων, των ανυποψίαστων και των ανεύθυνων που δεν αντιδρούν στην εξάπλωση του κακού. Έχουμε πάλι δηλαδή ένα έργο συνθετικό και αυστηρά δομημένο. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια σάτιρα πολύ καυστική με χρώμα εντελώς προσωπικό, αναμιγνύοντας έντεχνα πολλά στοιχεία από την μη σατιρική ποίηση. Αλλά το έργο αυτό το παρουσιάζω αναλυτικά σε άλλο σημείο του παρόντος βιβλίου. Το επόμενο έργο του Φάλκου, Η Νύχτα, περιλαμβάνει αφηγήσεις για τη Μικρά Ασία. Το βιβλίο αγαπήθηκε τόσο εξαιτίας του θέματός του όσο και εξαιτίας του ότι ο συγγραφέας με πολύ απλά λόγια, με δραματικές καταστάσεις ασυνήθιστης έντασης και με εικόνες σπάνιας δύναμης καταφέρνει να σου μεταδώσει άμεσα τη μεγάλη τραγωδία και τον βαθύτατο φιλοσοφικό προβληματισμό που προκαλούν τέτοιες καταστάσεις. Οι γνώμες και τα επίθετα που παρατάξαμε δεν είναι μόνο δικά μας, αλλά και αρκετών κριτικών. Έτσι η Καθηγήτρια της θεατρολογίας Χαρά Μπακονικόλα λέει: «Οι ιστορικές γνώσεις και η μελέτη των «ντοκουμέντων» συμπληρώνονται από βιωματικές στιγμές της καθημερινής προσωπικής ιστορίας, αλλά και από φαντασιακές προσθήκες συμβολικών εικόνων σπάνιας δύναμης. Διηγήματα όπως Ο άνθρωπος-ξωκλήσι, Το σκοινί, Το ορυχείο ή Ανδρεία είναι τρομεροί φανταστικοί εφιάλτες, οι οποίοι επινοήθηκαν με βάση τις πραγματικές εφιαλτικές στιγμές που πέρασε ο ελληνισμός της Ιωνίας». Ο ακαδημαϊκός Ευάγγελος Μουτσόπουλος γράφει: «Είναι από τα συγκλονιστικότερα βιβλία που έχω διαβάσει, συγκλονιστικότερα όχι ως εκ του θέματος τόσο, όσο εκ της υφολογικής του συστάσεως και της δομής του, αλλά και των δραματικών καταστάσεων που το συνθέτουν […] Οι δραματικές καταστάσεις αυτές εντείνονται τόσο, ώστε να καταντούν τραγικές. Ακόμα και η λιτότης στην έκφραση και στην διήγηση συντελεί στην προβολή της τραγικότητος, λες κι η σιγή ομιλεί αφ’ εαυτής. Η ενιαία γραμμή του βιβλίου, η ενότης χρονικής, τοπικής και καταστασιακής θεματικότητος των επεισοδίων […] παρέχουν στο βιβλίο το μέγα πλεονέκτημα της σπαρακτικής εντάσεως» και προσθέτει: «αξιολογώ το έργο ως αριστουργηματικό». Ανάλογες είναι οι κρίσεις πλείστων κριτικών και λογοτεχνών. Ακολουθεί το έργο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, που είναι το πιο πρωτότυπο βιβλίο και ανοίγει νέους δρόμους στη λογοτεχνία, όχι μόνο την ελληνική.

– 13 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Εδώ ο Φάλκος επιχειρεί κάτι που κανείς δεν τόλμησε να επιχειρήσει. Σε μία ενιαία υπόθεση και με ενότητα θεματική και υφολογική περιέλαβε όλα τα γνωστά είδη λόγου! Πραγματοποίησε σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό που υποστήριζε πάντοτε: Το «ολικό» ή «καθολικό» έργο. Παρακολουθεί την ιστορία ενός προσώπου από την κατοχή ως το τέλος της δικτατορίας. Τυπικά λοιπόν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα. Λείπει βέβαια ο βαρύς όγκος των πληροφοριών και τα γνωστά παραγεμίσματα που καθιστούν την πεζογραφία υποδεέστερη της ποίησης. Είναι δηλαδή ένα μυθιστόρημα συμπυκνωμένης ουσίας, όπως η ποίηση. Με αφορμή τη ζωή του ήρωα προβάλλονται ανάγλυφα και με πολύ μεγάλη ένταση όλα τα μεγάλα γεγονότα της περιόδου, καθιστώντας το έργο ένα είδος έπους του ελληνισμού, και έτσι το είδαν αρκετοί αναγνώστες. Ο ήρωας είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου και γράφει και ποιήματα, που σχετίζονται λιγότερο με την ιδιωτική ζωή του και περισσότερο με τα ιστορικά γεγονότα που εξελίσσονται γύρω του. Έτσι το βιβλίο περιλαμβάνει 32 ποιήματα, δηλαδή μια ολόκληρη ποιητική συλλογή, που νοηματικά και υφολογικά βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με το θέμα. Ο συγγραφέας δεν αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο την αφήγηση των γεγονότων, αλλά βάζει πάνω από 60 άτομα να αφηγούνται ένα περιστατικό ή ένα μέρος της ζωής του ήρωα. Οι αφηγήσεις συνδέονται και προάγουν το συνολικό έργο, έχουν όμως και μια εντυπωσιακή αυτοτέλεια, ώστε οι περισσότερες θα μπορούσαν να τυπωθούν και ως αυτοτελή διηγήματα. Πρόκειται δηλαδή για ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από μια σειρά διηγημάτων. Υπάρχει μια εκτεταμένη παράθεση ημερολογίων του ήρωα και άλλων προσώπων. Έχουμε δηλαδή κανονική χρήση της ημερολογιακής λογοτεχνίας. Με αφορμή διαλέξεις που δόθηκαν για το έργο του ήρωα ή συγκεντρώσεις στις οποίες συμμετείχε ενεργά ο ήρωας, γίνεται κριτική της λογοτεχνίας και διατυπώνονται ενδιαφέρουσες αισθητικές και καλλιτεχνικές θέσεις, μερικές από τις οποίες είναι πρωτότυπες, όπως η θέση του ήρωα του συγγραφέα δηλαδή- για το μυθιστόρημα. Μια ολόκληρη αφήγηση για μια συγκέντρωση είναι ένα κανονικό μονόπρακτο, στο οποίο εκ των υστέρων -την τελευταία στιγμή, λέει ο συγγραφέας- έχουν αφαιρεθεί οι σκηνοθετικές οδηγίες και οι ενδείξεις: ΝΙΚΟΣ-… ΓΙΩΡΓΟΣ-... Το έργο είναι σε μεγάλο βαθμό και φανερά αυτοβιογραφικό. Ο ήρωας -το alter ego του συγγραφέα- είναι Καθηγητής φιλοσοφίας, και αναφέρονται ακόμα και τα έργα του, πώς και γιατί τα έγραψε. Σε μια περίπτωση ο συγγραφέας παραθέτει αυτούσιο ένα επιστημονικό του έργο, όχι για να μπάσει τεχνητά τον επιστημονικό και φιλοσοφικό λόγο, αλλά γιατί, όπως διαπιστώνει γρήγορα ο αναγνώστης, σχετίζεται άμεσα και οργανικά με το θέμα, το φωτίζει, το «καταυγάζει» θα λέγαμε, και μας οδηγεί σε έναν από τους βασικούς πυρήνες του έργου, αν δεν τον είχαμε ως τότε αντιληφθεί. Η μελέτη αυτή μιλάει για τον Ορέστη, όπως τον είδε η αρχαιότητα. Τι σχέση έχει αυτό με το έργο; Μα το έργο είναι στην βαθύτερη ουσία του μια τραγωδία και συνεχίζει με τον δικό της τρόπο- τον προβληματισμό της Ορέστειας, όπως περίπου και το Χρονικό των Δικαίων, με διαφορετικές τώρα προεκτάσεις. Με το ξεκίνημα του έργου, παρακολουθούμε έναν γιατρό, έναν «ψυχίατρο» που προσπαθεί να θεραπεύσει τον ήρωα από τις τύψεις που τον κατατρύχουν, ενώ, όπως ο ήρωας των Δικαίων, δεν έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα ή έγκλημα. Αποκαλύπτεται σιγά-σιγά ότι ο ήρωας αδυνατεί να ξεχωρίσει τον εαυτό του απ’ τους άλλους, να

– 14 –


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

πει: «αυτοί είναι οι ένοχοι, κι εγώ ο αθώος», ώσπου το βάρος του εγκλήματος του προσγεγραμμένου στην Ιστορία τον λύγισε και τον τσάκισε. Σε τούτο διαφέρει ριζικά απ’ τον Ορέστη. Το έργο λοιπόν είναι μια τραγωδία σύγχρονη με τη δική της έντονη πρωτοτυπία. Το επόμενο έργο, Ο Καθηγητής Πλούτων, είναι κωμωδία, μια κωμωδία όμως που αντί να γελάς με όσα κωμικότατα και εξωφρενικά συμβαίνουν, από μέσα σου θρηνείς και αναρωτιέσαι μήπως διαβάζεις πάλι τραγωδία. Ο ίδιος ο συγγραφέας μας ειδοποιεί στον πρόλογο: «Πίσω απ’ τη σάτιρα υπάρχει αγωνία». Το έργο είναι θεατρικό, τυπωμένο σε μορφή πεζογραφήματος. Εδώ οι παλιάτσοι της εξουσίας, χυδαίοι πολιτικοί, δικτάτορες, Αμερικάνοι, χοροπηδούν και καταεξευτελίζονται στη σκηνή. Ο ήρωας, που γίνεται τελικά πρόεδρος της Αμερικής, ανησυχεί μήπως τον ξεπεράσει κάποιος σε αχρειότητα και αναισχυντία… Τα ευρήματα είναι κυριολεκτικά καταιγιστικά, η οργιώδης φαντασία έχει ξεπεράσει κάθε μέτρο. Για όλα αυτά και προφανώς και γι’ άλλους λόγους, η Άννα Κελεσίδου το χαρακτηρίζει «έργο μεγάλης πνοής». Το έργο, που βρίσκεται στη γραμμή της Σοφίτας, έχει φυσικά ως κίνητρο την ιερή οργή για τους αναίσχυντους παλιάτσους που έχουν στα χέρια τους τις τύχες μας. Εκεί που νομίζουμε ότι ο Φάλκος με το τελευταίο έργο του μας έδωσε το μέτρο των δυνάμεών του, μας διαψεύδει διαρκώς. Αυτό συνέβη και με το ποιητικό του έργο Σχεδιάσματα με φως. Η προϊστορία των Σχεδιασμάτων με φως είναι μακριά. Πριν από πολλά χρόνια, μεταξύ του 1980 και 1982, ο Φάλκος είχε γράψει κάπου 27 ποιήματα με θέμα το φως, που τον απασχολούσε από πολύ παλιά. Σκεφτόταν μάλιστα να γράψει μια πραγματεία για το φως στην αρχαία Ελλάδα. Δυο-τρία απ’ τα ποιήματα εκείνα τα περιέλαβε στη συλλογή του Τρεις Μαρτυρίες. Πολύ αργότερα, το 1997, ξανάπιασε τα ποιήματα εκείνα, τα επεξεργάστηκε ξανά και έγραψε πολλά καινούργια. Δεκαπέντε απ’ αυτά τα τύπωσε πρώτη φορά στην Bratislava το 1997 συνοδευμένα με τα εξαιρετικά σχέδια της σλοβάκας χαράκτριας Ingrid Zamecnikova. Από άποψη αισθητική το έργο είναι αριστουργηματικό, και σαν τέτοιο κέρδισε τη διάκριση «του ωραιότερου βιβλίου της Σλοβακίας» για τη χρονιά εκείνη. Το έργο είναι σπανιότατο και συλλεκτικό, γιατί όλα τα εξαιρετικά και γνήσια χαρακτικά έγιναν με βάση τα ποιήματα και τυπώθηκαν ένα-ένα στην πρέσα. Επιπλέον -και πιο σημαντικό για τους συλλέκτες- είναι το γεγονός ότι το έργο βγήκε μόνο σε πενήντα αντίτυπα (!), όταν συνήθως τυπώνονται πάνω από εξακόσια, και επιπλέον η χαράκτρια, ενώ πληρώθηκε για το σύνολο, παρέδωσε στον Φάλκο μόνο είκοσι αντίτυπα! Άγνωστο αν τύπωσε τα υπόλοιπα… Με βάση αυτήν την μνημειώδη έκδοση του 1997, ο Φάλκος τύπωσε το 2005 ένα καλαίσθητο τόμο, όπου όμως τα χαρακτικά είναι απλώς φωτογραφίες των γνήσιων. Αλλά η νέα έκδοση έχει το σπάνιο προσόν ότι τα ποιήματα δεν είναι πλέον δεκαπέντε, αλλά εβδομήντα πέντε. Το ερώτημα αν ο Φάλκος είναι κυρίως ποιητής ή πεζογράφος καταργείται από μόνο του, αν υπολογίσουμε ότι η ουσία της λογοτεχνικής δουλειάς του είναι η ποίηση, όπως άλλωστε το επισήμαναν και κριτικοί και ομότεχνοι. Υπενθυμίζω

– 15 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

ότι η ποίηση δεν είναι μόνο λυρική, όπως θεωρούν πολλοί από λησμοσύνη του παρελθόντος ή άγνοια, αλλά και αφηγηματική, δραματική και τραγική, που απαιτούν διαφορετική ανάπτυξη και μεθόδους. Υπάρχουν κάποιοι ποιητές που μόνο δευτερευόντως ασχολούνται με την πεζογραφία, είτε από πνευματική περιέργεια να δοκιμάσουν και το είδος αυτό, είτε για να «ξεδώσουν», επειδή θεωρούν την πεζογραφία είδος χαλαρό, που πρέπει να παραμείνει χαλαρό και εύπεπτο. Αντίθετα ο Φάλκος προσπάθησε -και θεωρώ ότι επέτυχε- να φέρει την πεζογραφία στο ύψος και την πυκνότητα της ποίησης. Με τη συλλογή Σχεδιάσματα με φως ο Τάσος Φάλκος φτάνει σε έναν σταθμό και ίσως στο απόγειο της δημιουργίας του. Για το έργο αυτό θα μιλήσουμε πιο αναλυτικά στο οικείο τμήμα του τόμου αυτού. Αλλά το έργο του Φάλκου δεν σταματάει εδώ. Τρία τουλάχιστον νέα έργα είναι πολύ κοντά στη δημοσίευση, Οι λύκοι, Η λίμνη, Ο Ντίρος βασιλιάς. Θα ακολουθήσουν το Όνειρο της πείνας και της ομορφιάς, Η αναζήτηση, Ο εραστής της ανεμώνης κ.ά. Εμείς οι φίλοι του αναμένουμε την ολοκλήρωση του Διγενή Ακρίτα, που ο Φάλκος είναι απαισιόδοξος ότι θα μπορέσει να το αποτελειώσει, και που εμείς υποψιαζόμαστε ότι θα είναι το κορυφαίο της δημιουργίας του. Στη διαμόρφωση του συγγραφικού ύφους και της τεχνικής του Φάλκου σημαντικό ρόλο έπαιξε η πρώιμη επαφή του με το αρχαίο επίγραμμα. Στα μαθητικά του χρόνια, τότε που διαμορφώνονται οι λογοτεχνικές μας προτιμήσεις, επαναλάμβανε συχνά μέσα του, όπως άλλοι επαναλαμβάνουν ένα τραγούδι, το επίγραμμα για τους τριακόσιους των Θερμοπυλών, αλλά και το επίγραμμα του Σολωμού για την καταστροφή των Ψαρών, που το θεωρεί ό,τι καλύτερο διάβασε από πλευράς πυκνότητας. Ας σημειώσω ότι είχαμε συμφωνήσει να μελετήσουμε μαζί και να εκδώσουμε τα επιγράμματα των Μακεδόνων ποιητών της Ελληνικής (Παλατινής) Ανθολογίας, και είχαμε υποβάλλει σχετική αίτηση στο Πανεπιστήμιο όπου υπηρετούσε ο Φάλκος για την ενίσχυση του έργου, για να μπορούσαμε τουλάχιστον να το εκδώσουμε. Εγώ θεωρούσα τιμή μου μια τέτοια συνεργασία με έναν φίλο, με κάποιον που εκτιμώ το λογοτεχνικό του έργο και με έναν από τους καλύτερους νεοέλληνες φιλόλογους. Δυστυχώς το αίτημά μας δεν ικανοποιήθηκε, ενώ πρόσθετοι άλλοι λόγοι, ανεξάρτητοι από τη θέλησή μας, ματαίωσαν τη συνεργασία αυτή. Πλην των επιγραμμάτων, τεράστια επίδραση στη διαμόρφωση της συγγραφικής του προσωπικότητας έπαιξαν η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και προπαντός ο Οιδίποδας τύραννος, που διδάχτηκε στις δύο τελευταίες τάξεις στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που τότε, με διευθυντή τον Ιωάννη Ξηροτύρη, βρισκόταν στην ακμή του. Απ’ την πολλή αγάπη, τον Οιδίποδα τύραννο τον είχε μάθει απ’ έξω και μας απάγγελλε ολόκληρα εδάφια, όπως μας απάγγελλε πολλά χωρία από την Ορέστεια, που διάβασε αργότερα, στα φοιτητικά του χρόνια. Ήδη στο γυμνάσιο έγραφε στίχους σαν τους παρακάτω, που δείχνουν την επίδραση της αρχαίας τραγωδίας και ίσως και του Σαίξπηρ:

– 16 –


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

Σ’ άτσαλη χώρα ζω που όλα της με τρομάζουν. Οι άγγελοί μου είναι τυφλοί, κι ως νυχτερίδες πετούν αδέξια στα σκοτάδια μου κι ακρίδες τ’ άνθη μου τρων, κι έτσι οι καρποί δεν ωριμάζουν. Πριν μπει στο Πανεπιστήμιο είχε διαβάσει στο πρωτότυπο ολόκληρη την Ιλιάδα. Πολλά χρόνια διατηρούσε ως ενθύμια τις πρόχειρες εκδόσεις της Λειψίας, επάνω στις οποίες έγραφε τις άγνωστες λέξεις. Στο τέλος δεν είχε καμία… Στις εξετάσεις για το πτυχίο, αντί για δέκα τραγωδίες, ο Φάλκος τις είχε μελετήσει όλες. «Είναι τόσο λίγες», μου έλεγε με θλίψη. Άλλοτε πάλι έλεγε: «Το σπουδαιότερο είναι όχι οι γνώσεις μου, αλλά το ότι αισθάνομαι «από μέσα» τη γλώσσα αυτή». Σε σχέση με το περιεχόμενο και τις ιδέες, κάποτε μου είπε: «Μπορεί να φαίνεται ασέβεια, μα μερικές φορές μου φαίνεται σα να τους έχω μπρος μου και να συνομιλώ με τους αρχαίους συγγραφείς». Η σχέση του Φάλκου με τον Αριστοφάνη και με τους άλλους κωμωδιογράφους είναι ολοφάνερη. Από αυτούς διδάχτηκε πάρα πολλά, όπως την άγρια σάτιρα και τον συνδυασμό της με την ποίηση, όπως τα βρίσκουμε στον Αριστοφάνη. Μάλιστα στον Καθηγητή Πλούτωνα δανείστηκε και ανέπτυξε σε μεγάλη έκταση και με πρωτότυπο τρόπο ένα μοτίβο απ’ τους Ιππείς του Αριστοφάνη. Μια ειδικότερη μελέτη θ’ ανακαλύψει υποθέτω κι άλλες σχέσεις. Σε όλ’ αυτά δεν υπάρχει ίχνος σοβινισμού και προγονολατρείας. Συνήθιζε να λέει: «Στον τόπο μας, όπως στην αρχαιότητα, ανακατεύτηκαν πολλοί λαοί. Φαίνεται πως τα κράματα δίνουν σπουδαία έργα και όχι η «καθαρότητα», που υποστήριζε ο επηρμένος λοχίας -εννοούσε τον Χίτλερ- και σήμερα οι φαντασμένοι και αμόρφωτοι ελληναράδες». Ας δούμε όμως και τη σχέση του Φάλκου με τους νεοέλληνες λογοτέχνες, και πρώτα με τους συμπολίτες μας. Διαβάζοντας κανείς οποιοδήποτε έργο του Φάλκου, δεν μπορεί να φανταστεί κάτι πιο απομακρυσμένο από την ποίηση του καθημερινού, του χαμηλού τόνου, του μουχρώματος, της εμπιστευτικής συζήτησης, του ήρεμου διαλόγου ή του εσωτερικού μονόλογου, που χαρακτηρίζει ορισμένους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Και αργά γνώρισε κάποια δείγματα της δουλειάς τους, και όταν τα γνώρισε, δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Απ’ την παλιότερη «φρουρά», εκτιμούσε πολύ τον Βαφόπουλο, τον Θέμελη, τον Βαρβιτσιώτη, τον Στογιαννίδη, αλλά δεν οφείλει σχεδόν τίποτε σ’ αυτούς. Με τον Ασλάνογλου και τον Ιωάννου, δεν ήταν δυνατό να έχει κάποια σχέση, αφού ο Φάλκος δεν γράφει ερωτική λογοτεχνία. Όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε ότι δεν ένιωσε ως τώρα ικανός να γράψει κάτι ισάξιο με την Άλκηστη, τον Ιππόλυτο, τις Βάκχες, τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, τον Βέρθερο ή την Τζαμίλια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στους Δίκαιους είχε μια ηρωίδα, που την αφαίρεσε μετά, γιατί βρήκε πως έμοιαζε πολύ με τις ηρωίδες του Κνουτ Χάμσουν. Με τους «κοινωνικούς» ποιητές Αναγνωστάκη, Θασίτη και Κύρου, που τους γνώρισε πολύ αργά, έχει διαφορετική κοσμοθεωρία και εκφραστικά μέσα, όπως δεν συγγενεύει διόλου με τους συνομήλικούς του Χειμωνά, Ευαγγέλου, Νικηφόρου, που τους γνώρισε ακόμα πιο αργά. Ο Φάλκος ως ποιητής της συνείδησης, με το εντονότατο ηθικό σαράκι και το πάθος για δικαιοσύνη

– 17 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

διαφοροποιείται αποφασιστικά από όλους τους συντοπίτες μας. Απ’ τις άλλες βασικές διαφορές, θα αναφέρω τη σάτιρα, την ειρωνεία και τον σαρκασμό, που είναι κυρίαρχα σ’ ολόκληρα έργα του Φάλκου (Τρεις Μαρτυρίες, Σοφίτα, Καθηγητής Πλούτων). Τα βασικά αυτά στοιχεία δεν τα συναντάμε παρά παρεμπιπτόντως στους λογοτέχνες που ανέφερα. Τέλος, ο Φάλκος που τον ρώτησα, δεν ήξερε τι σημαίνει «γενιά της αμφισβήτησης» και ποιοι εννοούνται, αλλά μου φαίνεται ότι η λέξη «αμφισβήτηση» είναι πολύ φτενό και παραμορφωτικό σακούλι, για να χωρέσουν τα χαρακτηριστικά του Φάλκου. Γενικά θα έλεγα ότι ο Φάλκος δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους προγενέστερους ή συνομήλικούς του λογοτέχνες της πόλης μας, όπως βέβαια και πολλοί από αυτούς δεν έχουν σχέση μεταξύ τους. Πρόκειται για παράλληλες δημιουργίες αξιόλογων ανθρώπων, που έτυχε να ζουν στον ίδιο χώρο. Στην πόλη μας δεν σχηματίστηκε ποτέ κάποια «σχολή» ούτε καν πραγματικές ομάδες. Τι σχέση έχει ο Θέμελης ή ο Βαφόπουλος με τον Πεντζίκη ή τον Βαρβιτσιώτη, έξω από το γεγονός ότι ήταν φίλοι; Μένει να δούμε τον ποιητή σε σχέση με τους εκτός Θεσσαλονίκης λογοτέχνες, παλιούς και νεότερους. Το έργο αυτό, που απαιτεί ξεχωριστή μελέτη, το κάνουμε εδώ ενδεικτικά και ακροθιγώς. Κάποιος είπε πως διέκρινε στον Φάλκο κάποια ατμόσφαιρα ή κάποιες χειρονομίες του Καβάφη. Άλλοι διακρίνουν κάτι από τον Σολωμό, αλλά και τον Αισχύλο, τον Πλάτωνα, τον Ντοστογιέφσκι, τον Σαρτρ, τον Μαλρώ, τον Καμύ... Στην πραγματικότητα συμβαίνει κάτι πολύ απλό. Όπως κάθε αξιόλογος δημιουργός, έτσι και ο Φάλκος, για να φτιάξει το πρόσωπό του, την «ταυτότητά» του, αντλεί με τρόπο νόμιμο -θέλω να πω σύμφωνο με την ιδιοσυγκρασία του και πλήρως αφομοιωτικό- από τη δεξαμενή ολόκληρης της δυτικής γραμματείας. Σε μια αναλυτική μελέτη -η δική μας είναι συνοπτική- μπορούμε, έχουμε ίσως χρέος να αναφέρουμε λεπτομερώς ό,τι κοινό παρατηρήσαμε σ’ αυτούς τους άνδρες. Το πραγματικό όμως πνευματικό έργο είναι να δούμε την καλλιτεχνική φυσιογνωμία καθενός, τη δική του ταυτότητα, που ο καθένας τους κατέκτησε με θυσίες, παλεύοντας με τις ιδέες, με τη γλώσσα, με τον δαίμονα. Κοντά σ’ εκείνα που τον ενώνουν, έχουμε χρέος να τονίσουμε εκείνα που τον ξεχωρίζουν, εκείνα που συνιστούν μια φυσιογνωμία ιδιαίτερη. Βλέπω λοιπόν τον Φάλκο να ξεριζώνει κομμάτια από τις σάρκες του, που τις έθρεψε η καλύτερη δυτική παράδοση, αρχαία και νεότερη, και να τα διευθετεί με τον δικό του τρόπο που είναι προσωπικός (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 56): Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε Την πήγαμε στο σιδερά είπε πως θέλει πέταλα την πήγαμε στο νομικό είπε πως θέλει σίδερα την πήγαμε στον κυρ-γιατρό είπε πως έχει ανεμογκάστρι […] Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε πλήθαινε μέσα της η ενοχή

– 18 –


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

Τον Φάλκο θα τον βρούμε στην ανάσα, στην ξεχωριστή περπατησιά, στον καταλυτικό του σαρκασμό, που δεν γνωρίζω όμοιό του σ’ ολόκληρη τη λογοτεχνία. Θα τον βρούμε ακόμα στις τρομακτικές αντιθέσεις. Ο Μωάμεθ λέει (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 9) : Κάθε φορά που θα βρεθώ σε δρόμους ήσυχους μου ’ρχεται να φωνάξω «θάνατος»! Θα βρούμε ακόμα στον Φάλκο την τρομακτική περιγραφή της ενοχής. Στις Τρεις μαρτυρίες, στα Σχεδιάσματα με φως και στο Τουρκές η Νύχτα ο Φάλκος άφησε σκηνές ανεπανάληπτες από μια ανθρωπότητα που την βαραίνει η ενοχή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο στο έργο του Φάλκου είναι η έντονη παρουσία του στοχασμού και της φιλοσοφίας. Τα πράγματα αυτά από μόνα τους δεν είναι βέβαια ποίηση. Στα χέρια όμως του Φάλκου γίνονται ποίηση τραγική. Ο Φάλκος πληρεί όσο ίσως κανείς άλλος την απαίτηση του Καρυωτάκη για μια «βαθιά, φιλοσοφημένη, ατομική αντίληψη, που να εκφράζεται με επιβλητικότητα και ειλικρίνεια» ή την αντίληψη του Πεσσόα, που θεωρεί τη λογοτεχνία ως «τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη». Όλα τα έργα του Φάλκου προκαλούν σκέψεις συγκλονιστικές. Ο Φάλκος δεν φιλοσοφεί σαν συστηματικός φιλόσοφος. Μ’ αυτά που δείχνει σ’ αναγκάζει να σκεφτείς εσύ, σε οδηγεί εκεί που θέλει. Και ξέρει με απόλυτη ακρίβεια πού θέλει να σ’ οδηγήσει. Από μια άποψη τα έργα του αποτελούν «προσχέδια» μιας τραγικής φιλοσοφίας. Δίνω απλώς μια πρόγευσή της, μεταφέροντας εδώ ένα χωρίο από τους Δίκαιους (σ. 47): «Σ’ αυτό το μεταξύ σκεφτόταν μ’ απεγνωσμένη ένταση. Μα όλες οι προσπάθειές του να βρει κάποιο τρόπο να ξεπεράσει την κοινή μας μοίρα, που βάραινε τη φορά αυτή επάνω του, τσακίζονταν πάνω σ’ αυτόν τον μαύρο τοίχο που υψώθηκε στην εποχή του Κάιν ανάμεσα σ’ εμάς και τον Θεό. Σε λίγο άρχισε να βρέχει, μια ψιλή και σιγανή βροχή. Κι ήτανε σαν την άλλη τη βροχή, που επί αιώνες τώρα ξεγύμνωνε τα πράγματα και τ’ άφηνε φτωχά και έρημα.» Ο Φάλκος τονίζει -και μας εξηγεί πώς και γιατί- ότι σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά έργα του ξαναπιάνει τα νήματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, που την μελετά σε έκταση και σε βάθος. Μια ειδικότητά του στον τομέα αυτό -ίσως αποκλειστική για την ώρα στην Ελλάδα- είναι η μελέτη της σκέψης των μη φιλοσόφων συγγραφέων. Εξάλλου μια μελέτη του για την αρχαία Ελλάδα έχει τιμηθεί από την Ακαδημία των Αθηνών. Ανάμεσα στο υλικό που συγκεντρώθηκε γι’ αυτό τον τόμο υπάρχει μια κάπως αναλυτικότερη μελέτη για τη σχέση του λογοτέχνη Φάλκου με τα αρχαία γράμματα. Εμείς εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές επισημάνσεις, που συμβαίνει να τις γνωρίζουμε από την φιλική μας σχέση με τον ποιητή. Αν έπρεπε ν’ αναζητήσω κάποιες πνευματικές συγγένειες του Φάλκου με μερικούς νεότερους, θα ανέφερα τον Goethe, τον Hölderlin, τον Rilke και τον Eliot, για το γεγονός και μόνο ότι, ακολουθώντας και αυτοί τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, ξανάβαλαν στην ποίηση τον οργανωμένο στοχασμό. Θα ανέφερα ακόμα τον Γκίλιεν (Ζωολογικός κήπος). Ο Φάλκος φαίνεται να σταμάτησε μπροστά στη γεμάτη λεπτή ειρωνεία πολιτική σάτιρα του νοτιοαμερικάνου ποιητή.

– 19 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Από τους πεζογράφους, για τον οργανωμένο στοχασμό τους, αλλά και για ποικίλες πνευματικές συγγένειες, που δεν μπορώ να αναλύσω εδώ, θα ανέφερα τον Σέρεν Κίρκεγκωρ, τον Τόμας Μαν, τον Ρομαίν Ρολάν, τον Φραντς Κάφκα, τον Αλμπέρ Καμύ, τον Ερνέστο Σάμπατο. Απ’ τους ποιητές μας, θα ανέφερα τον Σολωμό και τον Βάρναλη, μα προπαντός τον Γιωργή Κότσιρα (Ανατομία του εγκλήματος) και τον Κρίτωνα Αθανασούλη (Ο Κάπρος ή τα γεγονότα της αβύσσου, Ο Αγγαθάγγελος). Τα έργα του Βάρναλη, του Κότσιρα, του Αθανασούλη και του Φάλκου, ενώ τα εμπνέει το ίδιο ηθικό πάθος, διαφέρουν ριζικά ως καλλιτεχνική έκφραση, ως αισθητική, ως χειρονομία και ως γλωσσικά επιτεύγματα, δηλαδή σαν ποιητική ουσία. Όλοι είναι άνθρωποι ξεχωριστοί, ακέραιοι. Ένας προσεκτικός παραλληλισμός των ποιητών αυτών καθώς και του Σαχτούρη θα πλούτιζε τη συγκριτική γραμματολογία μας. Μια σύγκριση με τον Μπέργκμαν δεν θα ήταν, νομίζω, άστοχη. Την προτείνουμε. Εμείς εδώ θα κάνουμε μόνο λίγες επισημάνσεις. Παρατηρούμε και στους δυο δημιουργούς μια πικρή απαισιοδοξία, που έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την ομορφιά του έργου τους. Θαρρώ ότι τα προβλήματα του Μπέργκμαν είναι μόνο ή κυρίως μεταφυσικά, με πρώτιστο την αγωνία του θανάτου, που ελάχιστα απασχολεί τον Φάλκο, τουλάχιστον στα τυπωμένα έργα του. Γιατί γνωρίζω ότι το θέμα το αντιμετωπίζει πολυεδρικά στον Διγενή Ακρίτα, έργο που το ξεκίνησε στις Βρυξέλλες τον Μάρτιο του 1965, πριν ακουστεί στην Ελλάδα ο Μπέργκμαν, και που διαφέρει ουσιαστικά από τα έργα του Μπέργκμαν και ως προς τις ιδέες και ως προς το καλλιτεχνικό ύφος. Στον Διγενή ο ήρωας, ως φύλακας, μάχεται για τη ζωή και για ό,τι ωραίο δημιούργησε ο άνθρωπος, πολεμώντας τον θάνατο -τον χρόνο και τους ανθρώπους- που θέλουν να τ’ αφανίσουν. Τα προβλήματα αυτά δεν υπάρχουν στον Μπέργκμαν. Στον Φάλκο τα προβλήματα είναι πρωτίστως ηθικά, και από την περιοχή αυτή ανέρχεται στη μεταφυσική. Η θέα του εγκόσμιου κακού τον αναγκάζει να στοχαστεί. Αλλά το κακό ο Φάλκος το αντιμετωπίζει δυναμικά με την καταλυτική σάτιρά του, στοιχεία βασικά, που δεν υπάρχουν στον Μπέργκμαν. Για το λόγο αυτό θαρρώ ότι στον Φάλκο είναι εντονότερη η θεοδικία: Στα έργα του, αναρωτιέται αν υπάρχει κάποια δύναμη ανώτερη, και αν υπάρχει, ποιες είναι οι ιδιότητές της: Πώς οι ουρανοί επέτρεψαν την ύπαρξη τόσου πόνου, τόσης συμφοράς, που οφείλονται πότε σε φυσικά αίτια λ.χ. θάνατος, και μάλιστα παιδιών- και πότε στη δράση του ανθρώπου. Αυτοί οι πρόχειροι παραλληλισμοί προβάλλουν μέσα μου καθώς διαβάζω τον Φάλκο, και ο συγγραφέας τους επιδοκίμασε. Αλλά μια ουσιαστική μελέτη για τις σχέσεις του με άλλους δημιουργούς και τις διαφορές τους θα πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο μιας ειδικής μονογραφίας. Θα κλείσω τη σύντομη αυτή μελέτη μου με ορισμένες επισημάνσεις. Α) Η σχέση του Φάλκου με την αρχαία γραμματεία δεν είναι ευκαιριακή, όπως συμβαίνει με τους άλλους λογοτέχνες, που συμπτωματικά αναφέρονται σε κάποιον αρχαίο μύθο ή πρόσωπο. Αντίθετα ο Φάλκος, στα βασικά του έργα, τους Δίκαιους, τις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, τον Καθηγητή Πλούτωνα κτλ. ξαναπιάνει τα νήματα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, και δεν τα μεταφέρει απλώς στην εποχή μας, αλλά τα συνεχίζει και τα εξελίσσει, σύμφωνα με μια δια-

– 20 –


ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

φορετική ηθική αντίληψη. Ο Δοξιάδης λ.χ. των Μαρτυριών για έναν απόντα φίλο, ως κατατρυχόμενος από τύψεις, έχει μια σχέση με τον Ορέστη της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και τον Ρασκόλνικοβ του Εγκλήματος και τιμωρίας του Ντοστογιέφσκι. Διαφοροποιείται όμως ριζικά από τους ήρωες αυτούς. Ο ήρωας του Φάλκου μετείχε αναγκαστικά στον Εμφύλιο, και ενώ δεν έριξε ούτε σφαίρα κατατρύχεται και αρρωσταίνει από φοβερές ενοχές, όχι για κάτι που έπραξε ο ίδιος, αλλά γιατί, από βαθιά ηθική ευαισθησία, αδυνατεί να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους. Β) Ο Φάλκος, που καλλιεργεί όλα τα είδη λόγου, θεωρεί ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές και στεγανά ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία ή το θέατρο. Οι διαφορές είναι μόνο τυπικές, και θα έπρεπε οι πεζογράφοι να επωφεληθούν από τα επιτεύγματα της ποίησης, αλλά και η ποίηση από τα επιτεύγματα της μεγάλης πεζογραφίας. Το αν πολλοί πεζογράφοι υιοθετούν ποικίλες ευκολίες, χαλαρότητες, πλατειασμούς κτλ. που υποβιβάζουν την πεζογραφία, αυτό είναι άλλο θέμα. Σκέφτομαι ότι αυτοί που επιμένουν στην τυπική διάκριση μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας, μπορούν να εντάξουν το πεζογραφικό έργο του Φάλκου στην αφηγηματική ποίηση, του Ομήρου λ.χ. ή του Ησιόδου. Γ) Για να επιβεβαιώσει την ουσιαστική ενότητα των λογοτεχνικών ειδών, ο Φάλκος συνένωσε σε ένα και το ίδιο έργο -το Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλοόλα τα είδη λόγου στην τυπική μορφή τους: έπος, μυθιστόρημα, αφήγημα, ποιήματα, σάτιρα, κριτική, δράμα, μονόπρακτο, στοιχεία αυτοβιογραφίας, ημερολογιακή και επιστολική μορφή, κτλ. και όλα αυτά με τέτοια κατοχή των μέσων του, ώστε το πέρασμα από το ένα είδος στο άλλο να είναι απόλυτα φυσικό. Το εγχείρημα της πρόσμιξης και ομαλής όσμωσης όλων των ειδών σε ένα έργο αποτελεί πραγματικά έναν άθλο και ίσως μια παγκόσμια καινοτομία.

– 21 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ Ο Τάσος Φάλκος θεωρείται σήμερα από πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων ως μια από τις δυνατές και πρωτότυπες φωνές της λογοτεχνίας μας. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μου δίνεται ευκαιρία να μιλήσω για το έργο του, όσο το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου. Με τον Φάλκο έχουμε μια γνωριμία κάπου 20 χρόνων. Δεν γνωριζόμασταν απλώς σαν δύο καλοί συνάδελφοι. Καθόμασταν και βολοδέρναμε μέσα στο χάος της πνευματικής δημιουργίας και συνειδητοποιούσαμε τον τρόμο και την ομορφιά αυτού του χάους. Η γνωριμία μας αυτή μου επιτρέπει να μιλήσω με γνώση και υπευθυνότητα για τον άνθρωπο και δημιουργό Φάλκο, όπως τουλάχιστον τον είδα εγώ. Σαν άνθρωπος ο Φάλκος είναι ένας προσιτός Απρόσιτος. Όταν μια φορά του το είπα, αντέδρασε φυσιολογικά: -Ωραίο είναι, αλλά…. Τον διέκοψα: -Έχεις το μεγαλείο ενός προσιτού Απρόσιτου. Ο άνθρωπος Φάλκος είναι αξεχώριστος από τον λογοτέχνη Φάλκο. Ας δούμε όμως πρώτα τον άνθρωπο. Πολλοί στον πανεπιστημιακό μας περίγυρο και μερικοί πιο μακρινοί, κάνουν μια λάθος εκτίμηση και θεωρούν τον Φάλκο μόνον απρόσιτο. Προσωπικά δεν τον θεωρώ απρόσιτο με την έννοια του μισάνθρωπου, του περιφρονητικού, του κλεισμένου στον εαυτό του. Όταν θέλει, έχει καλές κοινωνικές σχέσεις, είναι ευγενικός, καθόλου βλοσυρός, συναναστρέφεται, νιώθει γενικά τη μέθεξη της παρέας, συχνά λοιπόν είναι «απλός», «καθημερινός». Όταν ξεσπάει για κάποιο θέμα, η οργή του είναι χειμαρρώδης, αλλά γρήγορα καλμάρει. Για έναν άνθρωπο με τις ευαισθησίες του Φάλκου υπάρχουν δυστυχώς πολλά πράγματα που μπορεί να τον εξοργίσουν. Αλλά δεν μπορεί να είναι συνεχώς εξοργισμένος. Θα ’λεγα -αυτό έχω διαπιστώσει εγώ- ότι είναι ένας «σιωπηλός εξοργισμένος». Έτσι ο Φάλκος φαίνεται «απρόσιτος». Είναι κλεισμένος μέσα στην πικρή του οργή. Συνήθισε να είναι έτσι από χρόνια, πρώτα εξ αιτίας των όσων συμβαίνουν στην εποχή μας, και αργότερα -όταν παρουσίασε έργο σημαντικότατο- εξ αιτίας της βίαιης παραγκώνισής του από ζηλόφθονους μοχθηρούς. Ο μέτριος και ο ασήμαντος δεν έχει κανένα πρόβλημα. Γίνεται αμέσως αποδεκτός από όλους, καθώς κανείς δεν «κινδυνεύει» απ’ αυτόν. Όσο όμως ψηλότερα στέκεσαι, τόσο ο φθόνος σε καταδιώκει με μεγαλύτερη μανία. Πολλοί συνάδελφοι με ρωτούσαν πώς τα καταφέρνω να έχω μια τόσο καλή σχέση με τον Φάλκο. Συνομιλώντας μαζί του γρήγορα διαπίστωσα ότι πρέπει

– 22 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

να πεισθεί ότι αξίζει να μιλάει μαζί σου. Στη Σύγκλητο, που ήμασταν για χρόνια μέλη, μπορούσα, όταν χρειαζόταν, να τον μεταπείσω, γιατί αν έχεις επιχειρήματα, σε «ακούει». Με τους άλλους είχε μια επιδερμική σχέση, ευγενική, ανθρώπινη, αλλά ακριβώς επιδερμική, οπότε ήταν «ξένος», απρόσιτος για ένα τέτοιο περιβάλλον. Ίσως στη στάση του αυτή να έπαιξε κάποιο ρόλο και το παρακάτω περιστατικό που μου διηγήθηκε. Όταν ήταν νέος βοηθός, κάποιος Καθηγητής τον είδε να μιλάει με έναν θυρωρό. Τον πήρε λοιπόν παράμερα και τον συμβούλεψε να θυμάται τη θέση του και να κρατάει αποστάσεις. «Εγώ έκτοτε πιάνω συζήτηση μόνο με τους διοικητικούς υπάλληλους και τους θυρωρούς, και χαιρετάω απλώς τους Καθηγητές.» Αυτό σε γενικές γραμμές το τήρησε, με κάποιες όμως εξαιρέσεις, γιατί γνωρίζω ότι είχε καλές σχέσεις με κάποιους συναδέλφους του της ίδιας ειδικότητας, της φιλοσοφίας, παρόλο που έφυγε πριν από χρόνια από τη φιλοσοφική σχολή. Θα αναφέρω εδώ λίγα για την καριέρα του. Στη φιλοσοφική σχολή τον διόρισε ως βοηθό ο Καθηγητής Βασίλειος Τατάκης, τον οποίο ο Φάλκος αναφέρει στο κεφ. 30 του έργου του Μαρτυρίες για ένα απόντα φίλο. Ο Τατάκης πήρε σύντομα σύνταξη, και αυτός που ανέλαβε τη διατριβή του Φάλκου ούτε τον ήξερε ούτε καταλάβαινε αυτά που επιδιώκει, έλεγε πως παρέλαβε «ουρανοκατέβατα» θέματα (που δεν καθόρισε ο ίδιος) κτλ. Άλλοι Καθηγητές που τον αγαπούσαν, όπως ο Γεώργιος Μουρέλος, του έλεγαν να στραφεί σε θέματα που τους ενδιέφεραν εκείνους. Κανείς δεν νοιαζόταν για το τι ενδιέφερε τον ίδιο. Αλλά τι ενδιέφερε τότε, αλλά και σήμερα τον Φάλκο; Όπως φαίνεται απ’ το έργο του κι όπως ο ίδιος μου εξηγεί, τον έκαιγαν τα φοβερά ηθικά προβλήματα, η δικτατορία, η ύπαρξη του κακού, κοινωνικού και κοσμικού, κι οι μεταφυσικές του προεκτάσεις, τα ηθικά διλήμματα, οι αντινομίες κτλ. Υπενθυμίζω ότι είχε ήδη γράψει τους Δίκαιους και τη Σοφίτα. Για διατριβή, παρά τις αντιρρήσεις των εποπτών του, διάλεξε ως θέμα την φιλοδοξία, στις ανεκτές, αλλά κυρίως στις ολέθριες μορφές της. Το έργο του Πλάτωνα του έδινε την ευκαιρία να στιγματίσει τα στρατιωτικά καθεστώτα, το πολίτευμα της «τιμοκρατίας», «στο οποίο επικρατούν οι φιλόδοξοι στρατιωτικοί που έχουν υποδουλώσει τους πριν ελεύθερους συμπολίτες τους» (σ. 111. Εκτενής ανάλυση του θέματος στις σσ. 42 εξ.), έργο που έγραφε επί δικτατορίας χωρίς να ξέρει φυσικά αν αυτή θα πέσει, και που τύπωσε το 1975. Ήδη το δεύτερο έτος της δικτατορίας είχε γράψει τη Σοφίτα, με ανάλογο, αλλά πολύ δριμύτερο περιεχόμενο ενάντια στη δικτατορία. Τα έργα δηλαδή του Φάλκου, λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά σχετίζονται άμεσα το ένα με το άλλο. Αλλά στο φιλοσοφικό τμήμα του Πανεπιστημίου συζητούσαν αν το θέμα είναι φιλοσοφικό, και τον προέτρεπαν να το αλλάξει, όλα αυτά επί δικτατορίας! Και ο Φάλκος που είχε έντονη προσωπικότητα και συγκροτημένη σκέψη και στόχους, καταλάβαινε πως μόνο με υποταγή μπορούσε να προκόψει στο περιβάλλον εκείνο. Έγινε μεν διδάκτωρ, αλλά μόλις του δόθηκε ευκαιρία, αποχώρησε από τη φιλοσοφική σχολή και διορίστηκε ως Ειδικός Επιστήμων, για να διδάξει φιλοσοφία στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, όπου υπηρετούσα και εγώ με την ίδια ιδιότητα. Αφού υπηρέτησε έτσι επτά χρόνια χωρίς καμία δυνατότητα εξέλιξης -ο νόμος δεν το επέτρεπε-, ήρθε καιρός που ο νόμος επέτρεψε την ένταξή μας στο

– 23 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

επίσημο καθηγητικό προσωπικό και σε βαθμίδα της οποίας τα προσόντα όριζε με αρκετή ακρίβεια. Για να ενταχθεί κανείς στην πρώτη βαθμίδα, χρειάζονταν έξι χρόνια διδασκαλίας. Ο Φάλκος είχε είκοσι. Σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια το επιστημονικό του έργο ήταν τόσο επιβλητικό, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα προσόντα που όριζε ο νόμος. Επειδή όμως ακουγόταν ότι αντί να μας εντάξουν, θα μας διώξουν αδιακρίτως όλους τους Ειδικούς Επιστήμονες -γνωστές αυθαιρεσίες των πανεπιστημιακών- ο Φάλκος αναγκάστηκε να αυτοϋποβιβαστεί και ζήτησε να κριθεί για τη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Έγινε έκθεση άριστη από φιλοσόφους που διορίστηκαν επί τούτου, αλλά οι μη ειδικοί που είχαν την πλειοψηφία τον ενέταξαν σε ακόμα χαμηλότερη βαθμίδα, με απειλή να τον διώξουν! Μέσα σε μια ημέρα ο Φάλκος έχασε καριέρα περίπου 15 ετών (τόσα χρειάστηκε για να φτάσει στην πρώτη βαθμίδα που δικαιούταν από την αρχή). Αποτέλεσμα, χάλασε το στομάχι του -ως σήμερα υποφέρει- και έπαθε κατάθλιψη. Λόγω των απίστευτων ερασιτεχνισμών του υπουργείου παιδείας και της εγκληματικής στάσης των μη ειδικών συναδέλφων μας, ο Φάλκος χρειάστηκε να διανύσει έξι συνολικά βαθμίδες (Βοηθός, Επιμελητής, Ειδικός Επιστήμων, Επίκουρος Καθηγητής, Αναπληρωτής Καθηγητής, και τέλος Καθηγητής), ενώ άλλοι με διάφορα νομικά τεχνάσματα, υπερβάσεις και διασυνδέσεις διανύουν μόνο δυο βαθμίδες ή και καμία! Έχω ακούσει πολλούς να διαμαρτύρονται για κάποια αδικία που τους έγινε στο πανεπιστήμιο. Όταν όμως πληροφορούνται την περίπτωση του Φάλκου, σιωπούν με σεβασμό. Θα περίμενε κανείς ότι θα κρατούσε κάποιο μίσος ή το πολύ θ’ αδιαφορούσε για τους ανθρώπους εκείνους που του χάλασαν την υγεία του, με μοναδική πρόφαση ότι δεν ανήκε πουθενά και δεν ήταν συνεπώς «δικός» τους. Αντίθετα ο Φάλκος, όταν πια έγινε Καθηγητής και δεν τους χρειαζόταν, τους στήριξε στις επιτροπές, τους υποστήριξε σε δικαστήρια, ακόμα και προλόγισε σε έργα τους. Ώστε στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, δυο-τρεις από τους συναδέλφους μας κατάλαβαν επιτέλους ότι είχαν να κάνουν με έναν άνθρωπο υπερβολικά ευαίσθητο, πληγωμένο και ανίκανο να βλάψει κάποιον. Όταν ο Φάλκος καταψήφισε έναν υποψήφιο με έργο εντελώς ανεπαρκές, και ο «αδικημένος» διαμαρτυρόταν, ένας αρχαιότερος συνάδελφος, απ’ αυτούς που παλιά είχαν αδικήσει τον Φάλκο, του είπε: «Πού είναι το έργο σου και διαμαρτύρεσαι; Ο Τάσος δεν έχει κακότητα». Έτσι τα τελευταία χρόνια της καριέρας του ήταν υποφερτά, όλοι σχεδόν τον σέβονταν, κάποιοι που ήξεραν το έργο του τον αποκαλούσαν «χαλκέντερο», αρνήθηκε να γίνει πρύτανης όπως του πρότειναν επίμονα κτλ. Ας πω εδώ πως στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, που δεν είχε φιλοσοφική σχολή, ο Φάλκος δίδασκε στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών εισαγωγή στη φιλοσοφία και μεθοδολογία και τεχνογραφία της επιστημονικής έρευνας. Για κάποια χρόνια δίδαξε και παιδαγωγικά μαθήματα που ζήτησαν οι φοιτητές. Λόγω λοιπόν της ειδικότητάς του, για την οποία οι άμεσοι συνάδελφοί του δεν είχαν την παραμικρή ιδέα, ήταν «μεμονωμένος» και για πολλούς απρόσιτος. Ως δάσκαλος άφησε πολύ καλές εντυπώσεις -έχω πολλές μαρτυρίες-, και διατήρησε καλές σχέσεις με κάποιους φοιτητές που αγαπούσαν τα γράμματα. Με τους συναδέλφους λοιπόν ήταν απλός, καθημερινός, όσο του επέβαλλε η κοινωνική του υποχρέωση.

– 24 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

Αλλά δεν πρέπει να νομίζει κανείς ότι ήταν υπερόπτης. Έλεγε κάποιος συνάδελφος άλλου πανεπιστημίου που γνώριζε το έργο του, μα όχι και τον ίδιο: «Εγώ αν έγραφα σαν κι αυτόν, δεν θα μιλούσα με κανέναν!». Ο Φάλκος έχει χαρακτήρα, πεποιθήσεις και συμπεριφορά εκ διαμέτρου αντίθετα. Είναι απροσποίητα σεμνός, τον διακρίνει και μια «σιωπηλή» σεμνότητα. Μου είπε ότι ως νέος ήταν σχεδόν παθολογικά ντροπαλός και ότι το ξεπέρασε με πολλή δυσκολία. Σήμερα, όταν τον λέω «πνευματικό κολοσσό» και όταν επιμένω, περιπίπτει σε μεγάλη αμηχανία. Το συναίσθημα της αιδούς δεν ξεπερνιέται οριστικά. Άλλωστε η σπουδαιότερη φιλοσοφική του εργασία αφορά την αιδώ, την ντροπή δηλαδή και τον σεβασμό. Αλλά ο Φάλκος είναι προσιτός-απρόσιτος κυρίως με το γράψιμό του. Και θα διευκρινίσω αμέσως τι εννοώ. Το συγγραφικό του ύφος είναι εξαιρετικά λιτό και απλό ή πιο καλά δεν κάνει διόλου ύφος, αλλά μιλάει με τρόπο οικείο, ανθρώπινο, θερμό. Μα δίχως να το καταλάβεις πώς, το βλέμμα του τινάζεται τόσο μακριά, σου αποκαλύπτει ξαφνικά τις αντινομίες και την τραγικότητα του κόσμου, το γράψιμό του αποκτά μια δύναμη ασύγκριτη σε σχέση με τους συγγραφείς που ξέρουμε, ο πόνος που εκφράζει είναι τόσο βαθύς, που δείχνει ξαφνικά μεμονωμένος σε μια ερημιά ή σε μια απρόσιτη κορυφή, που δύσκολα την πλησιάζεις. Την κατάσταση αυτή την εκφράζει θαρρώ παραστατικά το τρομερό αφήγημα «Το νησί» που περιέχεται στη συλλογή Τουρκές η Νύχτα. Ο αναγνώστης, πριν φτάσει στο αφήγημα αυτό, έχει φορτιστεί με όλη την τραγική πορεία του ελληνισμού -που θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε λαός που δεινοπάθησε από την έπαρση και την αλαζονεία κάποιων ισχυρών, δηλαδή κάποιων δολοφονικότερων. Ο ήρωας έρχεται στο ακατοίκητο αυτό νησάκι που το σαρώνουν άγριοι άνεμοι -οι άνεμοι της Ιστορίας- με ελάχιστα εφόδια, ώστε να μην αναπαύσει τη συνείδησή του, αλλ’ ακριβώς για να εκτεθεί μέχρι θανάτου στους άγριους αυτούς ανέμους. Λίγο προτού να ξεψυχήσει γράφει στα χαρτιά του, που βρήκε έπειτα ο αδερφός του (σ. 253 εξ.): «Υπάρχει μια φιλοσοφία που συμβουλεύει να σταθείς σε μια γωνιά, να φυλαχτείς απ’ τους ανέμους που σαρώνουν, να ζήσεις κάπου στα κρυφά και να επιτύχεις ψυχική γαλήνη. Εγώ λέω το αντίθετο, ότι χρειάζεται να στέκεσαι απέναντι στον άνεμο, να μην επιδιώκεις τη γαλήνη, να μην αφήνεις τη συνείδηση να κοιμηθεί.» «Για ν’ αποκτήσεις ψυχική γαλήνη, χρειάζεται να φτιάξεις πανοπλία με υλικά τη λήθη, τη συγχώρεση (κυρίως του εαυτού σου), τη μυωπία, τον εγωισμό και την αναισθησία. Οι περισσότεροι σέρνονται μες στον δρόμο σαν χελώνες και τελικά μένουν ακίνητοι κάτω από το βάρος της πανοπλίας που φορούν.» «Είναι πολλοί που λεν: «Εκείνος είναι εκείνος. Δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτά που κάνει εκείνος.» Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω: «Εκείνος έφταιξε κι εγώ είμαι αθώος!» Σε αθωώνει η κουτοπονηριά και ο εγωισμός. ...Κι όμως το ιδανικό μου ήταν να ζω χωρίς ντροπή. Ίσως ζητώ πάρα πολλά.» […]

– 25 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

«Εδώ και τρεις ημέρες έχω πυρετό. Θα είναι πνευμονία.» «Πρέπει να φύγω από το σπίτι αυτό. Δεν θέλω να με βρουν εδώ να προσπαθώ να φυλαχτώ σε μια γωνιά. Θα πουν ότι λυπόμουν τον εαυτό μου και του ’κανα μια χάρη.» «Προσπάθησα, μα δεν μπορώ να κινηθώ.» Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν, ήταν τα λόγια του αδερφού του που ήταν σκυμμένος πάνω του: «Δυστυχισμένε, πώς κατάντησες τον εαυτό σου! Είχες ανέκαθεν την αφροσύνη ν’ αφήνεις ανοιχτές τις πόρτες σου στο έλεος των καιρών!» Θα επιμείνω λίγο στον τρόπο που γνωριστήκαμε σαν άνθρωποι πνευματικοί και όχι σαν απλοί συνάδελφοι. Ήμασταν στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, αλλά σε διαφορετικά τμήματα, πάνω από δέκα χρόνια, όταν πληροφορήθηκα ότι ο Φάλκος γράφει και λογοτεχνία. Την εποχή εκείνη, αντίθετα με άλλους ομότεχνούς του, αδιαφορούσε απολύτως για την τύχη των έργων του. Του ζήτησα να μου δώσει κάποιο έργο του, και μόνο μετά από πολλούς μήνες και αρκετές υπομνήσεις έριξε ένα στη θυρίδα μου. Ήταν οι Δίκαιοι. Έτσι ήρθα σε επαφή με ένα από τα σπουδαιότερα, κατά τη γνώμη μου, δημιουργήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Η αυθεντικότητα του λόγου, η εξαιρετική πυκνότητα -υπερβολική κατά πολλούς-, η αποφθεγματικότητα, η γνησιότητα και η ένταση του προβληματισμού, οι τραγικές αναλαμπές που το διασχίζουν από άκρου εις άκρο με αποσβόλωσαν. Κατάλαβα αμέσως ότι έχω να κάνω με έναν συγγραφέα που ξεπερνούσε πολύ τα τοπικά και ελληνικά δεδομένα. Του έριξα στη θυρίδα του ένα σημείωμα ότι με άφησε άναυδο. Τώρα, από τις κριτικές που δέχτηκε, μαθαίνω ότι και αρκετοί γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων που ήταν έξω απ’ τις γνωστές «παρέες» και καθόλου ζηλόφθονοι, έπαθαν το ίδιο μ’ εμένα. Αργότερα γνωριστήκαμε από πιο κοντά, όταν ο Πρύτανης με εισήγηση και άλλων, αλλά κυρίως του Φάλκου, αποφάσισε να φτιάξει μια καλλιτεχνική επιτροπή στο πανεπιστήμιό μας. Η απόφαση ήταν να φτιάξουμε μια γκαλερί σε μία σάλα ελεύθερη του πανεπιστημίου, όπου οι εικαστικοί θα προβάλλουν τα έργα τους και θα αφήνουν φεύγοντας έναν ή δύο πίνακες. Ως μέλη της επιτροπής οριστήκαμε στην αρχή εγώ και ο Φάλκος, και αργότερα ένα τρίτο μέλος. Από τις τότε επαφές μας ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα. Δεν τον είδα ούτε δύσκολο ούτε απρόσιτο. Και ο Φάλκος, ο τόσο απρόσιτος για τους άλλους, έγινε τόσο προσιτός για μένα. Όπως από τον φυσικό του συνομιλητή απαιτεί μια καλόπιστη συζήτηση, την ίδια καλόπιστη συζήτηση απαιτεί και από τον πνευματικό του συνομιλητή, από τον αναγνώστη. Σε τι λοιπόν συνίσταται η προσιτή απροσιτότητά του; Ένας βιαστικός αναγνώστης, ή -ακόμα χειρότερα- ένας κακόπιστος, αντιμετωπίζοντας την ειρωνεία, τον σαρκασμό, τους παραλληλισμούς, τα πραγματολογικά παιχνιδίσματα, τις απρόοπτες υπερβολές, τα συμβολικά σχήματα, τις υποκρυπτόμενες αλληγορίες, τον φιλοσοφικό στοχασμό, τις ματιές πίσω από την πραγματικότητα

– 26 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

και κάτω από την επιφάνεια, τις αντινομίες και την τραγικότητα, αυτός ο αναγνώστης απροετοίμαστος και ασυνήθιστος σε τέτοια ένταση, πυκνότητα και δαψίλεια, θα μείνει ασφαλώς «απ’ έξω» και δεν θα αντιληφθεί ούτε το βάθος ούτε την αξία του έργου. Δεν θα βρει καμιά αισθητική απόλαυση και δεν θα του δημιουργηθεί κανένας προβληματισμός. Μόνο ένας προσεκτικός και καλόπιστος αναγνώστης θα νιώσει το μεγαλείο αυτής της δημιουργίας. Για τον «εύκολο» λοιπόν αναγνώστη ο Φάλκος είναι απλώς απρόσιτος. Προσιτός και οικείος θα του γίνει μόνο αν αλλάξει, αν μπορεί να αλλάξει διάβασμα. Αυτός λοιπόν είναι σαν άνθρωπος και σαν λογοτέχνης ο Φάλκος, ένας προσιτός-απρόσιτος. Τόσο εύκολα προσιτός και τόσο δύσκολα απρόσιτος. Αντίθετα πολλοί συν-Έλληνες χρησιμοποιούν μια εγκεφαλικότητα στα γραπτά τους γεμάτη από δυσνόητους συλλογισμούς, εξεζητημένη λεξιλαγνεία, δυσδιάκριτα νοήματα, επιτηδευμένη εκφραστικότητα, και γενικότερα μία επίπλαστη ποιότητα, που αντικαθιστά την ελλείπουσα λογοτεχνική αξία τους. Παλιότερα κρατούσα για χρόνια μια μηνιαία φιλολογική σελίδα σε εφημερίδα και ξέρω το φαινόμενο καλά. Αυτοί οι λογοτέχνες είναι κυριολεκτικά οι «απρόσιτοι-απρόσιτοι». Το κακό είναι ότι μέσα σ’ αυτόν τον ωκεανό έντυπης προσφοράς, τα καλά βιβλία κινδυνεύουν κι αυτά να χαθούν. Πηγή της έμπνευσης του Φάλκου είναι τα κύρια γεγονότα του αιώνα μας, όπως τα ζήσαμε εμείς εδώ. Αλλά παρά το γεγονός ότι ασχολείται τόσο με την ιστορία, δεν γράφει διηγήματα ή μυθιστορήματα «ιστορικά»: Στα έργα του τα πάντα περνούν μέσα από μια συνείδηση, που έχει εντελώς δικά της χαρακτηριστικά. Για τον συγγραφέα τα γεγονότα του αιώνα αποτελούν τον βασικό καμβά, επάνω στον οποίο καταγράφει τις εμπειρίες του και τη φιλοσοφία του, που βγήκε απ’ τις εμπειρίες. Ένα ταξίδι δηλαδή μες στον αιώνα, μια Οδύσσεια πνευματική ενός φιλόσοφου και ποιητή. Σε σχέση με άλλους συγγραφείς που διαπραγματεύτηκαν επίσης θέματα ιστορικά, ο Τάσος Φάλκος δεν διέπεται από τον ιστορικισμό και τον ελληνοκεντρισμό των συγγραφέων που προωθούν την αντίληψη του αμετάβλητου της εθνικής συνείδησης κι εμποδίζουν την αυτογνωσία. Απέναντι στο ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι δεν υιοθετεί μια στάση ουδέτερη, που αποπροσανατολίζει τους πολίτες και ενισχύει έμμεσα την εξουσία. Ο Φάλκος είναι συγγραφέας «στρατευμένος» στην υπόθεση της ζωής και της φιλίας. Δείχνει και καταγγέλλει τις διαστροφές της σύγχρονης συνείδησης, όπου κι αν εμφανίζονται αυτές. Ένα απ’ τα συμπεράσματά του είναι ότι ο τόπος μας, τους τελευταίους πέντε αιώνες, δεν έχει άλλο τίτλο τιμής εκτός απ’ την οδύνη του. Αποφάσισε γι’ αυτό να ονομάσει το σύνολο των έργων του που θα εντάσσονταν στην προοπτική αυτή «Μητρόπολη», εννοώντας «Μητρόπολη της Οδύνης». Από τον κύκλο αυτό ήδη τυπώθηκαν (με λογική σειρά, και όχι με τη χρονολογία έκδοσής τους) Η Νύχτα (τώρα τριπλασιασμένο με νέα αφηγήματα και με τον τίτλο Τουρκές η Νύχτα), Το Χρονικό των Δικαίων, οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, Η Σοφίτα, Ο Καθηγητής Πλούτων, τα Σχεδιάσματα με φως, που αναφέρονται αντίστοιχα στη μικρασιατική καταστροφή, στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στις δικτατορίες, στην γενική ηθική κατάπτωση και στη δική του πνευματική περιπέτεια. Σύμφωνα με πληροφορίες μας, όταν ο κύκλος ολοκληρωθεί, θα περιλαμβάνει δώδεκα περίπου έργα, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα και ποιητικές συλλογές. Τρία

– 27 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

από αυτά είναι εντελώς έτοιμα για εκτύπωση. Πρέπει να σημειώσω εδώ ότι από τεχνική άποψη τα έργα του Φάλκου είναι από τα πιο πρωτότυπα στη γλώσσα μας. Ο συγγραφέας επιδιώκει να καταργήσει τα στεγανά ανάμεσα στην ποίηση, την πεζογραφία και τη φιλοσοφία. Με άλλη διατύπωση, επιδιώκει να εμπλουτίσει την πεζογραφία με τις αρετές της ποίησης, ιδίως την πυκνότητά της. Διαβάζοντας κανείς τα «πεζογραφικά» του έργα ή τα θεατρικά του δεν είναι διόλου βέβαιος, αν αυτά που διαβάζει είναι πρόζα ή ποίηση δραματική, γιατί ο λόγος του έχει τις αρετές και των δύο. Στο έργο του η Νύχτα, που αφορά την τραγωδία του ελληνισμού στη Μικρασία, και το Χρονικό των Δικαίων, που αφορά την Κατοχή, συνδύασε μ’ επιτυχία την ποίηση με την πεζογραφία, ενώ η διάρθρωση και η δύναμη των επεισοδίων είναι τέτοια που σ’ εξωθεί σε σκέψεις συγκλονιστικές. Στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, που τυπικά είναι πεζογραφικό, περιλαμβάνει όλα σχεδόν τα είδη λόγου. Τα έργα του Φάλκου τα διαβάζεις μονορούφι -αν θέλεις να τα διαβάσεις έτσι- και μετά χρειάζεσαι κάποιο χρόνο για να συνέλθεις. Οι «γροθιές» που δέχεσαι διαβάζοντας ένα οποιοδήποτε έργο του είναι ανελέητες. Ο Φάλκος σ’ όλο το έργο του βρίσκεται σε μια διαρκή θέαση της αέναης πάλης του Καλού και του Κακού, χωρίς να είναι βέβαιος για το προσδοκώμενο φως. Αγωνία και χιλιάδες ερωτηματικά διαπερνούν τις αναζητήσεις του, με υπόστρωμα μια αδιόρατη προσδοκία, γεμάτη κι αυτή σαρκασμό κι αμφίβολη αυτοπεποίθηση (Τρεις μαρτυρίες, «Δέντρα», σ. 49): Αυτή την άνοιξη κάθε πρωί μέσα στο λερωμένο φως βρίσκαμε μαραμένο κι ένα δέντρο Αλλά δεν χάνουμε το θάρρος μας Θα φέρουμε απ’ τη γερμανία καινούργια δέντρα φιλοσοφικά που δεν προσβάλλονται από δυσωδίες που μεγαλώνουν και προκόβουν μέσα στο λερωμένο φως. Ιδού κι ένα απόσπασμα από ένα άλλο ποίημά του με τον τίτλο Αρμονία, που το διαπερνά μια καταθλιπτική αγωνία (Τρεις μαρτυρίες, σ. 27): […] Στη φύση ο σκώληκας ο προαιώνιος ροκανίζει τις πλευρές του ισοσκελούς τριγώνου κι ο άνθρωπος που τον μιμείται κόβει μύτες αυτιά και ροκανίζει τις ψυχές Αρτιμελείς βρίσκεις μονάχα δολοφόνους Όταν περίσσεψε η αγανάκτηση για το έργο το άμετρο και καταλυτικό του σκώληκα

– 28 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

και απόκτησαν δύναμη οι επικριτές οι νομοθέτες όρισαν: οφθαλμόν αντί οφθαλμού! Έτσι αυτός ο κόσμος μένει συνεχώς ακρωτηριασμένος Ένα έργο του Φάλκου, σχεδόν οποιοδήποτε κι αν διαβάσεις, θα γνωρίσεις πλήρως την λογοτεχνική και την υποκρυπτόμενη σ’ αυτή φιλοσοφική υφή. Αυτό που διαχωρίζει το ένα έργο από το άλλο, είναι ότι το καθένα τους έχει την δική του αισθητική εναλλαγή, την ιδιαίτερη ένταση και το ξεχωριστό υπαρξιακό του υπόστρωμα. Με άλλα λόγια, κάθε έργο του έχει το δικό του -ας το πούμε «τεχνικό»- τρόπο να σου μεταδώσει την ολική αναζήτηση και αγωνία. Έτσι η ένταση της αισθητικής μέθεξης για τον καθένα από τους αναγνώστες είναι η ίδια διαλυτική, ογκώδης και εξουθενωτική, αλλά με ιδιαίτερο τρόπο σε κάθε έργο παραγόμενη και προσλαμβανόμενη. Στο έργο του Φάλκου υπάρχουν πολλά ανατρεπτικά και απροσδόκητα στοιχεία, που αρχίζουν από την τεχνική, το ύφος, τη διεισδυτικότητα και φτάνουν μέχρι το λογοτεχνικό «δέσιμο», την φιλοσοφική του διαστρωμάτωση κι ακόμα μέχρι τον ιδιότυπο ρυθμό του. Ένα άλλο στοιχείο, που σπάνια το κατορθώνουν οι άλλοι συγγραφείς, αλλά που είναι προφανές στο έργο του Φάλκου, είναι το εξής: Το πεζό του έργο είναι γραμμένο ή είναι το ίδιο ατόφιο μια λυρική «ποιητικότητα», ενώ το ποιητικό είναι, ατόφιο κι αυτό, ένα λυρικό πεζοτράγουδο. Έτσι το όποιο πεζογράφημα του Φάλκου είναι δοσμένο με μια άφθαστη σε ευρηματικό λυρισμό ποιητική ροή, και αντιστρόφως το όποιο ποίημά του «τρέχει» ορμητικά σαν ένα χειμαρρώδες λυρικό πεζογράφημα με μια τραγουδιστική ροή, υποτονθορίζουσα, αιχμαλωτίζουσα και συνεπαίρνουσα. Πολλές φορές, καθώς διαβάζεις, η ένταση, η αγωνία και η τραγικότητα που σε κατακλύζουν, σε αναγκάζουν να διακόψεις την ανάγνωση, για να συνέλθεις και μετά να συνεχίσεις. Το γεγονός αυτό το εξέφρασε παραστατικά ο λογοτέχνης Τάσος Παπάς που έγραψε για τους Δίκαιους: «Το βιβλίο σας μ’ έχει βαθύτατα εντυπωσιάσει. Είναι η τρίτη φορά που το διαβάζω σήμερα και παραπαίω μέσα στα αδιέξοδα του εφιαλτικού χώρου που μ’ έχετε παρασύρει. Το υλικό σας, δραματικό από τη φύση του, έχει οργανωθεί με εκπληκτική δεξιοτεχνία, με ένα πρωτότυπα μοντέρνο τρόπο γραφής, εντελώς προσωπικό, για να ολοκληρωθεί σε ένα μοναδικό αισθητικό επίτευγμα.» Άλλοτε πάλι η ανάγνωση σε αφήνει συλλογισμένο, μπερδεμένο με ερωτήματα που δεν ξέρεις να τα απαντήσεις, κυριευμένο από υπαρξιακή κατάθλιψη αλλά και ανήσυχο για το τι σε περιβάλλει. Σ’ όλα τα έργα του Φάλκου, αυτός ο συγκλονισμός διαχέεται άφθονος. Αλλά προσωπικά ξεχωρίζω τους Δικαίους, που μολονότι δημοσιεύτηκε σε κάπως πρώιμο στάδιο της λογοτεχνικής του πορείας, είναι έργο γεμάτο -γενικά όλα τα έργα του Φάλκου είναι γεμάτα- από συμβολισμούς, σαρκασμό, ειρωνεία, υπαρξιακές και φιλοσοφικές ενσαρκώσεις. Το γράψιμο λοιπόν του Φάλκου δίνει την εικόνα μιας επικής πνευματικής

– 29 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

δημιουργίας. Η Νύχτα, οι Δίκαιοι, οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο είναι καθαρά λογοτεχνικά έπη. Ξεχωρίζει και ο τεχνικά πρωτότυπος τρόπος με τον οποίο δίνονται. Οι Μαρτυρίες π.χ. είναι γραμμένες σπονδυλωτά με ξεχωριστά και αυτοτελή επεισόδια, δεμένα όμως σ’ ένα σφιχτό τελικό σύνολο. Η Νύχτα δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα, οι Δίκαιοι σε εξοντώνουν. Θα επιχειρήσω τώρα να κάνω λίγες επισημάνσεις για τα συγκεκριμένα έργα. Και πρώτα θα αναφερθώ στους Δίκαιους, για λόγους που θα διαφανούν αμέσως.

ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ ΟΙ Δίκαιοι είναι αδύνατο να σχολιαστούν σε μερικές σελίδες, γιατί χρειάζεται μια εκτεταμένη πραγματεία, για να θίξει απλώς κανείς τα βασικά θέματα και πώς αυτά συμπλέκονται μεταξύ τους σε ένα αξεδιάλυτο και ζωντανό σύνολο. Ο συγγραφέας μου είπε ότι έγραφε το έργο αυτό -πυκνώνοντας συνεχώς- πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Θυμήθηκα τον Γκαίτε, που έγραφε τον Φάουστ τριάντα, νομίζω, χρόνια, αλλά και τον Τορκοάτο Τάσο, που έγραφε την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αντιμετώπιζε, μου είπε, το εξής δίλημμα. Ή να τυπώσει ένα έργο μέτριο, και να προσπαθήσει στα επόμενα έργα να ανεβάσει την τεχνική του -με την ζοφερή όμως πιθανότητα να έχει ένα δεύτερο μέτριο έργο- ή να γίνει πραγματικός συγγραφέας, βελτιώνοντας και μαθαίνοντας με αυτό το έργο, που ως θέμα τον ικανοποιούσε απόλυτα. Διάλεξε τη δεύτερη λύση. Και δικαιώθηκε στην επιλογή του. Κατόρθωσε να βάλει εκεί μέσα όλη την ψυχή του και τη φιλοσοφία του. Μου είπε ότι η καλύτερη κριτική που άκουσε για το έργο αυτό ήταν το παρακάτω σχόλιο από κάποιον που κατάλαβε τι διαβάζει: «Μετά τους Δίκαιους τι απομένει να πεις;» Ο Φάλκος μου εξήγησε πώς εργαζόταν. Όταν έγραφε κάτι που τον ικανοποιούσε, αμέσως όλα τα άλλα τμήματα και παράγραφοι βρίσκονταν υπό αναθεώρηση: Έπρεπε να ανεβούν στο επίπεδο της τελευταίας κατάκτησης. Αλλιώς τα αφαιρούσε εντελώς. Οι αρχικές διακόσιες περίπου σελίδες, αντί να φτάσουν τις πεντακόσιες και εξακόσιες, έγιναν μόνον εκατό! Σχετικά με την συνεχή επεξεργασία, υποστήριξε ότι εκτός από την συγγραφική τέχνη, υπάρχει μία τέχνη πολύ δυσκολότερη και πιο σπουδαία, η διορθωτική τέχνη. Οι πρωτόπειροι, αλλά και όσοι δεν θέλησαν να κατακτήσουν αυτήν την τέχνη -από αφελή μάλλον πεποίθηση πως ό,τι γράφουν είναι αλάνθαστο ή «εμπνευσμένο»-, αν θελήσουν να διορθώσουν σε μεγάλη έκταση τα γραφτά τους, θα τα χειροτερέψουν μάλλον. Και ο Φάλκος αναδείχτηκε δάσκαλος στην τέχνη αυτή. Μετά από πολυετή επεξεργασία, οι Δίκαιοι δίνουν την αίσθηση του ακατάπαυστου καλπασμού προς ένα τέλος τραγικό. Πιστεύεις ότι το έργο γράφτηκε από ένα χέρι πυρετικό μέσα σε δυο-τρεις μέρες. Ο Φάλκος θεωρεί τους Δίκαιους ως την κιβωτό που περιέχει όλα τα άλλα έργα του. Άλλοτε πάλι λέει ότι τα άλλα έργα του είναι μεγάλα σχόλια στους Δίκαιους. Όταν γνώρισε τη γυναίκα του, της είπε: «Αν θέλεις να μάθεις ποιος είμαι,

– 30 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

διάβασε τους Δίκαιους.» Αν αποφάσισε να τυπώσει τα έργο λίγο πριν από τα σαράντα του -εμφανιζόταν για πρώτη φορά στα γράμματά μας-, ήταν γιατί φοβήθηκε μήπως πάθει τα ίδια με τον Σολωμό, που η τελειομανία τον εμπόδισε να ολοκληρώσει και να δημοσιεύσει κάτι. Μετά από τη δημοσίευση, και αφού εργάστηκε άλλα δεκαπέντε χρόνια παράλληλα με άλλα έργα φυσικά-, ξανάπλασε εξ ολοκλήρου τους Δίκαιους, και τους τύπωσε με τον τίτλο Το χρονικό των Δικαίων. Από το αρχικό τυπωμένο κείμενο έμειναν σχεδόν μόνο η αρχή και το τέλος, που είναι φυσικά ανεπανάληπτα. «Όσο ζω και έχω τις δυνάμεις, δεν θα εγκαταλείψω τα έργα μου», μου είπε. Εμείς που αγαπήσαμε και την «αρχική» μορφή -ποια άραγε θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχική;- του είπαμε ότι αγαπούμε εξίσου και τις δύο εκδοχές, και ότι πρόκειται για δύο συγγενικές παραλλαγές-δημιουργίες, εξίσου σημαντικές. Νομίζω ότι υιοθέτησε κι ο ίδιος την άποψη αυτή, έστω μ’ επιφυλάξεις. Τη συνύπαρξη δύο έργων του ίδιου συγγραφέα με το ίδιο θέμα, αλλά με αρκετά διαφορετική πλοκή, την συναντάμε -από όσο γνωρίζω- στον Ιππόλυτο καλυπτόμενο και στον Ιππόλυτο στεφανία του Ευριπίδη. Εμείς διαθέτουμε μόνο το δεύτερο, ενώ οι αρχαίοι είχαν και τα δύο έργα. Απ’ τους νεότερους, στο νου μου έρχονται οι παραλλαγές των Ελεύθερων πολιορκημένων, που ως γνωστόν ο Σολωμός δεν ολοκλήρωσε ποτέ.

Η ΣΟΦΙΤΑ Ο Φάλκος μου διηγείται: «Βρισκόμασταν στον δεύτερο χρόνο της δικτατορίας. Μια μέρα περνώντας την Τσιμισκή ένιωσα δυσκολία στην αναπνοή μου. Ένιωθα σα να πνίγομαι. Αυτό ήταν το κύριο εύρημα: Μια κυβέρνηση βρίσκει ότι οι πολίτες κάνουν κατάχρηση του δημόσιου αέρα -της ελευθερίας φυσικά- και αποφασίζει να βάλει περιορισμούς στην κατανάλωσή του. Στα σπίτια αφήνουν ελάχιστον αέρα, όσο να επιζήσουν βιολογικά, αλλά να μην μπορούν να σκεφτούν (ο λίγος αέρας φέρνει υπνηλία), οι πολίτες κυκλοφορούν στον δρόμο με μάσκες με τον ελάχιστο αέρα που τους έχει παραχωρηθεί, υπάρχουν σχολές όπου οι νέοι ασκούνται στο να μην αναπνέουν, τα υπουργεία και οι δημόσιες υπηρεσίες μοιράζουν ναρκωτικά, που περιορίζουν την αναπνοή και αποβλακώνουν … Έτσι γεννήθηκε η Σοφίτα. Έκανα ένα προσχέδιο στα ελληνικά, και μετά, στο Παρίσι, το 1970, την έγραψα απ’ ευθείας στα γαλλικά. Γι’ αυτό την τύπωσα πρώτα στα γαλλικά.» Γελάει και προσθέτει: «Όταν πολύ αργότερα δοκίμασα να τη μεταφράσω στα ελληνικά, μάλλον … απέτυχα. Στην περίπτωση αυτή τα γαλλικά μου είναι πολύ πιο καλά απ’ τα ελληνικά, έχουν μια μουσικότητα και μια ροή, που δεν μπόρεσα να βρω στα ελληνικά. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς συμβαίνει αυτό.» Το πόσο μοντέρνο είναι το θέμα και το έργο είναι νομίζω προφανές. Ως θέμα, θα το συνέκρινα με τον Ρινόκερο του Ιονέσκο, αλλά όταν κανείς διαβάσει το έργο του Φάλκου, θα δει έναν ολότελα διαφορετικό αέρα, μια άλλη γραφή, μια άλλη αίσθηση. Το παράλογο σ’ αυτόν δίνεται όχι μέσα από μια «παράλογη» ή «ασυνάρτητη» γραφή, αλλά με χειρισμό της παράλογης υπόθεσης με τρόπο

– 31 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

κλασικό. Υπάρχει πλοκή, διαρκής ένταση και αγωνία, κορύφωση και τελική λύση, που θυμίζουν μακρινά σκανδιναβικό θέατρο, τον Ίψεν ή τον Στρίντμπεργκ. Ο Φάλκος πλησίασε γάλλους σκηνοθέτες, απευθύνθηκε σε εκδοτικούς οίκους, χωρίς όμως ν’ αποκομίσει τίποτε. Πώς να ενδιαφερθούν για το έργο ξένου και άγνωστου συγγραφέα, μη οργανωμένου πολιτικά, για τον οποίο κανείς δεν «μίλησε»; Το έστειλε στον Σαρτρ. Η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ, που ήταν τα μάτια του Σαρτρ, αφού αυτός ήταν σχεδόν τυφλός, του απάντησε πολύ θετικά (εύρισκε αγωνία και δραματικό προχώρημα και πρόβλεψε ότι θα γράψει καλό θέατρο). Η Μελίνα Μερκούρη άκουσε την υπόθεση, έδειξε ενδιαφέρον, αλλά το πράγμα έμεινε εκεί. Ο Φάλκος γύρισε στην Ελλάδα εν μέση δικτατορία, αφού κατέθεσε τα χειρόγραφα με ψευδώνυμο στη Σορβόννη, «για να μη λεν πως έγραψα το έργο μετά την πτώση της δικτατορίας. Τους ξέρω δα τους Νεοέλληνες.» Και αυτό μεν δεν το είπαν, κάποιος όμως του είπε ειρωνικά: «Και θεωρείς πως έκανες αντίσταση;» Ο Φάλκος δεν έκανε ποτέ χρήση των όποιων ενεργειών του, δεν απευθύνθηκε ποτέ στην υπουργό Μερκούρη, η οποία γνώριζε πως έγραφε έργα εναντίον της δικτατορίας. Οι συνάδελφοί του αγνοούσαμε για πολλά χρόνια τα γεγονότα αυτά. Ο σκηνοθέτης Βολωνάκης, που διετέλεσε διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (που μόνο κατά το όνομα είναι «Βορείου Ελλάδος») είπε σε κάποιους φίλους του πως ένα κρατικό θέατρο δεν μπορούσε να παίξει τέτοιο φοβερό έργο, γιατί τα πλοκάμια της δικτατορίας δεν είχαν κοπεί.

Η ΝΥΧΤΑ Ο Φάλκος γράφοντας τη Νύχτα, υιοθετεί μία προοπτική ολότελα διαφορετική από αυτήν που ακολούθησαν οι άλλοι συγγραφείς, που έγραψαν για τη Μικρά Ασία. Σε τι όμως συνίσταται αυτό το διαφορετικό, αυτό που κάνει αυτή τη Νύχτα να λάμπει σα διαμάντι στη λογοτεχνία μας; Το βλέμμα του Φάλκου αναζητεί πίσω στα γεγονότα, παλιά ή σύγχρονα, ό,τι αιώνιο υπάρχει. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο σύγχρονό μας και συνάμα τόσο κλασικό. Σ’ αυτό βεβαίως συμβάλλει και το ύφος του, που συνενώνει αβίαστα νεωτερικά και κλασικά στοιχεία. Όλα σχεδόν τα περιστατικά που περιγράφονται, ενώ από άποψη «ρεαλιστική» δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στην «πραγματικότητα», ωστόσο δίνουν την εντύπωση πως είναι πιο «αληθινά» κι απ’ την πραγματικότητα, γιατί εκφράζουν την ουσία της. Αυτές οι σπαρακτικές ιστορίες, που ο συγγραφέας ξεριζώνει από μέσα του, του επιτρέπουν να καταδυθεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και να στοχαστεί πάνω στη μοίρα μας. Στο αφήγημα «Η προσευχή», ο μουφτής κι ο παπάς είναι συγκεκριμένα πρόσωπα με ιδιαίτερο χαρακτήρα που ζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή. Αλλά με τον τρόπο που τους περιγράφει ο συγγραφέας, αισθάνεσαι ότι θα μπορούσαν να είχαν ζήσει και σ’ άλλες εποχές, και να είχαν συνδεθεί κάτω από άλλες συνθήκες. Η μοίρα και των δυο είναι πανανθρώπινη, και συγκινεί εξίσου κι εκείνους που έζησαν τις συμφορές κι όσους δεν ξέρουν τίποτε απολύτως για την καταστροφή εκείνη. Στη σύντομη αυτή αφήγηση περιέχονται τα πάντα, η ηθογραφία,

– 32 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

η τοπογραφία, η ψυχολογία, και προπαντός οι τραγικές συνειδητοποιήσεις και οι τεράστιες ψυχικές καταστροφές. Το ίδιο ισχύει για όλους τους ήρωες, απ’ τον γραμματικό του χωριού και τον εφευρέτη ως το μέντιουμ και τον ιστορικό. Όλοι αυτοί οι ήρωες, χωρίς να είναι αφηρημένα σύμβολα ή «χαρακτήρες», έχουν κάτι το σύγχρονο και το αιώνιο μαζί. Τυπικά το θέμα της Νύχτας είναι η μεγαλύτερη συμφορά που υπέστη ο ελληνισμός, μετά την άλωση της Πόλης: Ο ξεριζωμός του από τη Μικρά Ασία μετά από δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια. Σπαρακτικότερες κραυγές των άμαχων δεν ξανακούστηκαν ποτέ. Το θέμα δίνει ευκαιρία στον συγγραφέα να εκφράσει ξεκάθαρα τη φιλοσοφία του της ιστορίας, που θα τη δούμε και παρακάτω. Οι αυτοκρατορίες, τα τεράστια κράτη, οι μεγάλες εξουσίες και «δυνάμεις» είναι σχεδόν αποκλειστικό δημιούργημα κάποιων ματαιόδοξων αρχομανών, που συμπαρασύρουν μερικές ομάδες «συμφερόντων» και φανατίζουν τα πλήθη, ώστε να εγκληματούν χωρίς ενδοιασμούς. Ο Φάλκος θεωρεί ότι μετά τις φυσικές καταστροφές, τις μεγαλύτερες συλλογικές συμφορές τις δημιουργεί η αρχομανία, η θέληση για εξουσία, που φυσικά έχει ως μέσον το χρήμα. Η τεχνική της Νύχτας είναι μοναδική. Ο συγγραφέας ξεκινάει να διηγείται κάτι με τα απλούστερα μέσα. Ο λόγος του είναι εξαιρετικά λιτός και δεν διαφαίνεται καμιά προσπάθεια για ύφος. Το κλίμα στην αρχή είναι χαμηλό, και ξαφνικά, χωρίς να το ’χεις καταλάβει πώς, βρίσκεσαι σε τεράστια ύψη. Ο λόγος παραμένει πάντα ίδιος, λιτός κι ανεπιτήδευτος, σχεδόν καθημερινός. Και όμως ο αέρας έχει πια αλλάξει. Εδώ πλέον φυσούνε άλλοι άνεμοι. Βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά σε καταστάσεις τραγικές, μπροστά σε μια αγωνιώδη αναζήτηση, μπροστά σε μια μεγάλη ποίηση. Ο Φάλκος έφτασε να μας μιλάει με θαυμαστή οικειότητα για τα πιο σπουδαία που μπορούν να συμβούν στον άνθρωπο, για τα μεγαλύτερα δράματα και για τις πιο υψηλές ιδέες. Το απόσπασμα που αναφέραμε πιο πάνω με τον ιερέα και τον μουφτή είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή. Και φυσικά δεν είναι το μόνο. Δεν υπάρχει σελίδα που να μη την διακρίνει η ίδια ένταση και τραγικότητα. Τώρα η αρχική Νύχτα δουλεύτηκε ξανά και προστέθηκαν πλήθος νέα αφηγήματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται μερικά από τα δυνατότερα που γράφτηκαν ποτέ. Αυτή η Νύχτα, με τις τεράστιες σκιές της, με την αγωνιώδη αναζήτηση, με την εκπληκτική δραματική της δύναμη, με τον ποιητικό της οίστρο και με τις τραγικές διαπιστώσεις της αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένα ορόσημο και ένα από τα μέτρα σύγκρισης στα γράμματά μας.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ Τον Φάλκο τον απωθεί η κλασική μορφή μυθιστορήματος, που συνεπάγεται ατέλειωτες περιγραφές. Έγινε έτσι εισηγητής του σύντομου μυθιστορήματος, που δεν είναι ούτε νουβέλα ανεπτυγμένη ούτε μικρογραφία από μυθιστόρημα. Ο ίδιος εξηγεί στις Μαρτυρίες πώς εργάστηκε, όχι μόνο σ’ αυτό, αλλά και στ’ άλλα έργα του. Ας πάρουμε -προτείνει- έναν μεγάλο ποταμό, τον Νείλο. Αν ζωγραφί-

– 33 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

σεις τις πηγές και στη συνέχεια τις κοιλάδες που διαβαίνει, τους καταρράχτες, τα βουνά, τις καλλιέργειες και τις φυτείες, τις πόλεις, τα χωριά, θα έχεις ένα μυθιστόρημα ή ένα έπος, στην κλασική μορφή τους. Αν ζωγραφίσεις μόνο μια περιοχή, ας πούμε μια κοιλάδα που διαβαίνει ο ποταμός, μ’ όλες τις προεκτάσεις βέβαια, θα έχεις κάνει μια νουβέλα. Αυτοί είναι οι «κλασικοί» τρόποι. Αλλά ο Φάλκος που θαυμάζει τ’ αρχαία επιγράμματα, αναζητούσε πάντα σύντομους τρόπους έκφρασης. Αντί λοιπόν να ζωγραφίζει τις ατέλειωτες κοιλάδες που διασχίζει ο Νείλος, προτίμησε να ζωγραφίζει κυρίως τις πανίσχυρες πηγές. Από τα μέρη που περνάει ο ποταμός, διαλέγει για να περιγράψει μόνο τα πιο χαρακτηριστικά. Έτσι στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο περιγράφει σε διακόσιες σελίδες τριάντα χρόνια απ’ τη ζωή ενός ανθρώπου. Για να γίνει αισθητή η νέα αυτή αντίληψη, και χωρίς καμία πρόθεση συγκρίσεως ή πρόθεση αξιολογική, ας αναφέρω μια εκ διαμέτρου αντίθετη αντίληψη για το μυθιστόρημα: Ο Τζόις αφιέρωσε εφτακόσιες σελίδες για να περιγράψει μία μέρα απ’ τη ζωή ενός ήρωά του. Στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, που τυπικά είναι πεζογραφικό, ο Φάλκος περιέλαβε όλα σχεδόν τα είδη λόγου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, που αποτελείται από αυτοτελείς αφηγήσεις (στην ουσία πλήρη διηγήματα) πολλών προσώπων. Η πρόζα του έχει ωφεληθεί τα μέγιστα από τις αρετές της ποίησης, κυρίως από την πυκνότητα και τη δυναμικότητά της, ενώ τριάντα δύο ποιήματα, που ενσωματώνονται με τρόπο φυσικό στην «πεζογραφική» αφήγηση, εκτός από τη λυρική ή τη δραματική τους ένταση, έχουν κάτι από τη χάρη και τη φωτεινότητα της πρόζας και καταγράφουν τις βαθύτερες εμπειρίες και τις ψυχικές καταστάσεις του ήρωα. Υπάρχουν ημερολόγια, σάτιρες, διαλέξεις, υποτυπώδη σενάρια, φιλολογικές εργασίες, λογοτεχνική κριτική, αυτοκριτική. Τέλος ο συγγραφέας θεωρώντας τη φιλοσοφία ως την πεμπτουσία και τον θριγκό κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας -πολύ περισσότερο της καλλιτεχνικής- δεν διστάζει να περιλάβει στις Μαρτυρίες του και μέρη καθαρά φιλοσοφικά, που μάλιστα εκφράζουν μια πρωτότυπη φιλοσοφία. Οι Μαρτυρίες είναι λοιπόν ένα έργο που δεν επιδέχεται ετικέτες, δεν έχει στεγανά, δεν τεμαχίζει και δεν απομονώνει τα δημιουργήματα του πνεύματος, αλλά αντίθετα τα συνενώνει σ’ ένα είδος «ολικό». Η ανάγνωση των έργων του Φάλκου προϋποθέτει ανθρώπους «ανοιχτούς» στο νέο κι εχθρούς των συμβάσεων, των λογοτεχνικών «ορθοδοξιών», των ταξινομήσεων και των γνωστών κλισέ. Ο Φάλκος είναι δυσαρεστημένος και κάποτε αγανακτισμένος με την «ειδωλολατρική» λατρεία της ποίησης, που οι «άκριτοι» την βάζουν πάνω από τις άλλες τέχνες. Έκανε και διάλεξη πάνω σ’ αυτό το θέμα που δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω. Του ζήτησα να την διαβάσω, μα είχε μόνο λίγες σημειώσεις. Ήμουνα όμως τυχερότερος απ’ τους ακροατές, γιατί μου έκανε ολόκληρη διάλεξη, χρησιμοποιώντας την παραστατική αλληγορική του μέθοδο, που μετά τον Όμηρο και τον Πλάτωνα, μόνον αυτός απ’ τους νεότερους, χειρίζεται με τόση δεξιοτεχνία: «Ας παρομοιάσουμε την περιοχή του πνεύματος με μια μεγάλη κοιλάδα που έχει βέβαια εδώ κι εκεί εδαφικές πτυχώσεις, λοφίσκους και μικρές χαράδρες, που όμως δεν διασπούν την ενότητα, για κάποιους βέβαια που δεν πάσχουν από μυωπία. Οι πρώτοι που αντικρίζουν και γοητεύονται από την κοιλάδα αυτή

– 34 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

την αντιλαμβάνονται σαν χώρο ενιαίο, που όμως είναι δύσκολο να τον καλλιεργήσει ολόκληρο ένας μόνο ή λίγοι μόνο άνθρωποι. Σαν τους «πιονέρους» λοιπόν, τους σκαπανείς της αμερικανικής Δύσης, ξεκινούν με τις άμαξές τους, καταλαμβάνουν και εγκαθίστανται άλλος σ’ ένα βαθούλωμα που το θεωρεί εύφορο, άλλος σε μια πλαγιά, άλλος επάνω σ’ έναν λόφο, άλλος από την μια πλευρά μιας λίμνης ή ενός ποταμού κι άλλος από την άλλη, βάζοντας ως ορόσημα κάποια «φυσικά» δήθεν σημάδια, που στην ουσία δεν είναι παρά ανωμαλίες του ενιαίου εδάφους. Σε δυο-τρεις γενεές δένονται τόσο με τη γη, που ξεχώρισαν απλώς για λόγους πρακτικούς, ώστε υποστηρίζουν ότι κατέχουν το καλύτερο μέρος της κοιλάδας, μα στην πραγματικότητα άλλες χρονιές ή και δεκαετίες οι αγροί που είναι χαμηλά ή δίπλα στα νερά αποδίδουν περισσότερο, κι άλλοτε οι αγροί αυτοί πλημμυρίζουν από σαβούρα, καταστρέφονται προσωρινά, κι ευδοκιμούν οι αγροί που βρίσκονται ψηλότερα ή είναι πιο ξεροί. »Θα ξέρεις βέβαια ότι υπήρξαν εποχές που η πεζογραφία ήταν ανώτερη από την ποίηση. Πάρε την εποχή του Γκόγκολ, του Τουργκένιεφ, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Τσέχωφ… Και δεν μπορούμε να μιλάμε για ανωτερότητα της ποίησης την εποχή του Μπαλζάκ, του Σταντάλ και μετά του Ζολά, του Ζιντ, του Μαλρώ κτλ. Αλλά οι ποιητές έχουν την τάση να επαίρονται ότι αυτοί κάνουν «πραγματική», «βαθιά», «ουσιαστική» λογοτεχνία, ότι το παν είναι η ποίηση, και αποδίδουν στον όρο «ποίηση» διαστάσεις μεταφυσικές. Συναγωνίζονται ποιος θα πει πιο «φουσκωμένες» και πιο εξεζητημένες εκφράσεις, για να υμνήσουν σαν τυφλοί πιστοί κάτι που θεοποίησαν οι ίδιοι. Αν πρέπει κάτι να θεοποιηθεί είναι ολόκληρη η λογοτεχνία, αλλά γιατί τότε όχι η μουσική ή η ζωγραφική; Εμένα όλα αυτά, οι μεταφυσικές και οι θεοποιήσεις μου φαίνονται φληναφήματα εξημμένων και επηρμένων ή εξαπατημένων πνευμάτων. Υπάρχει μόνο καλή, μέτρια ή κακή λογοτεχνία. »Ορισμός της ποίησης ή της πεζογραφίας δεν μπορεί να υπάρξει. Αν κάποιος διατυπώσει ένα ορισμό, αυτός θα δείχνει σε ποια εποχή «κόλλησε» ο ίδιος, ποιους λογοτέχνες θεωρεί σημαντικούς ή τι απλώς φαντάζεται. Όλοι οι ορισμοί είναι κρεβάτια του Προκρούστη. Διαμορφώθηκαν όμως με τον χρόνο και εξαιτίας της επίδρασης ισχυρών φυσιογνωμιών διάφορες τεχνικές και εξωτερικές διαφορές, π.χ. ότι η ποίηση έχει μέτρο ή ομοιοκαταληξίες, ότι είναι πυκνότερη και συντομότερη, ότι δεν διηγείται μακροσκελείς ιστορίες (αυτό πετάει έξω από την ποίηση τον Όμηρο, τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, τον Δάντη, τον Τορκοάτο Τάσσο κτλ.), δεν είναι διδακτική (έτσι πετιέται έξω ο Ησίοδος), ότι η «πραγματική» ποίηση είναι θρησκευτική (όποιος δεν είναι θρησκευόμενος δεν είναι ποιητής, εκτός αν καταλήξει τελικά στους κόλπους της θρησκείας). Για τους αμαθείς και τους αφελείς η πιο σπουδαία διαφορά είναι ότι η ποίηση δεν φιλοσοφεί ή έχει σχέση μόνο μακρινή με τον στοχασμό. Αλλιώς γίνεται «εγκεφαλική», δηλαδή ποίηση δεύτερης κατηγορίας. Εδώ το κρεβάτι του Προκρούστη λειτουργεί αποφασιστικά. Εξορίζεται απ’ την ποίηση ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης κτλ., που οι αμαθείς δεν ξέρουν πως όλοι αυτοί θεωρητικολογούν, φιλοσοφούν και μάλιστα ανοιχτά, η σκέψη τους δηλαδή δεν βγαίνει μόνο από τη δράση, αλλά εκφράζονται με στοχασμό πάνω στη μοίρα των ανθρώπων, μιλούν και διορθώνουν ανοιχτά τις θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις, διδάσκουν, θέτουν ανοιχτά

– 35 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

προβλήματα του δικαίου και της ηθικής κτλ. και ότι αυτό ακριβώς συμβάλλει στο μεγαλείο τους: Δεν είχαν στεγανά και παρωπίδες που έχουν οι νεότεροι. »Για λόγους πρακτικούς μπορεί κανείς να καλλιεργεί ένα ή δύο είδη, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τις τάσεις, τη μόδα, τους σημαντικούς δημιουργούς κτλ., γνωρίζοντας όμως ότι τα χαρακτηριστικά αυτά αλλάζουν με τον χρόνο, και δεν έχουν τίποτε το «φυσικό», το «μεταφυσικό» και το οριστικό. Συμβαίνει ό,τι και με τον αθλητισμό. Ανάλογα με τη σωματική διάπλασή του, ο κάθε αθλητής επιδίδεται σε ένα άθλημα κυρίως, και με τον περιορισμό αυτό διαπρέπει. Γίνεται όμως μονομερής και χάνει το γενικό τοπίο του αθλητισμού. Οι λίγοι, οι ελάχιστοι, που συμβαίνει να έχουν πολλαπλές ικανότητες ή συμμετρικά αναπτυγμένο σώμα γίνονται πένταθλοι (δηλαδή ποιητές, πεζογράφοι, δραματουργοί, αισθητικοί, στοχαστές). Και τους πένταθλους ακριβώς θαυμάζει ο Αριστοτέλης. »Εγώ σύμφωνα με τις φυσικές ροπές μου, χωρίς δηλαδή προγραμματισμό, κατέληξα να γίνω πένταθλος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προεξοφλώ την επιτυχία μου σε όλους τους τομείς της ενιαίας για μένα λογοτεχνίας. Στα επιμέρους έργα καλλιεργούσα βέβαια τα είδη, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στον αιώνα μου ή λίγο πιο παλιά. Αλλά πάντοτε πάντρευα τα είδη, π.χ. ποίηση και πεζογραφία, όχι όμως και όλα μαζί. Το έργο αυτό -το πένταθλο στην ίδια αθλητική ημερίδα- απαιτούσε πολύ μεγάλη ωριμότητα, άριστη κατοχή των εκφραστικών μέσων και της τεχνικής, που αποκτά κανείς αργά, μετά από τεράστιο καθημερινό μόχθο. Αλλά το πιο σπουδαίο, το σύνολο θα έπρεπε να δίνει την εντύπωση και να είναι ένα ενιαίο σώμα, πράγμα εξαιρετικά δυσκατόρθωτο. Έτσι προέκυψαν οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Δεν ξέρω αν και πόσο επέτυχα, αλλά δεν γνωρίζω στην παγκόσμια λογοτεχνία κάποιον που έστω να επιδίωξε το πένταθλο αυτό. Πάντως τον άθλο αυτό -επιτυχημένο ή όχι- δεν θα τον επιχειρήσω ξανά. Είναι εξοντωτικός.» Φίλε Τάσο, κι εγώ αναγνωρίζω τη σημασία αυτών που λες και ως κριτής με κάποια πείρα φρονώ ότι επέτυχες στον στόχο σου δημιουργώντας συνάμα μια παγκόσμια «πρώτη», που όμως είναι αδύνατο να την επαναλάβει κάποιος άλλος, γιατί οι αρετές, η τεχνική κι ο μόχθος που απαιτούνται για ένα τέτοια έργο είναι απαγορευτικά. Δεν μπορώ όμως να μην σταματήσω κι εγώ σε σκηνές εκπληκτικής ποίησης, τραγικότητας και ανθρωπιάς, όπως εκείνη που δυο άνθρωποι ανόμοιοι κάθονται στη δύση του ήλιου στο παγκάκι της παραλίας και κλαίνε σιωπηλά ο καθένας για τους δικούς του νεκρούς. Ή την τραγική και συγκλονιστική εκείνη σκηνή με τον ήρωα να βαδίζει αμίλητος στους δρόμους της πόλης κρατώντας στην αγκαλιά του τον νεκρό, θύμα του πολέμου. Ή τη σκηνή με τον άρρωστο από τις ενοχές των άλλων ήρωα, που παίρνει από πίσω τον σακάτη ζητιάνο και καταλήγει ο ίδιος στην είσοδο του Αγίου Δημητρίου. Ή την υποβλητική σκηνή με τον μυστηριώδη απόστρατο φαντάρο που στέκεται αμίλητος στις πλατείες των πόλεων. Και πλήθος άλλες σκηνές μεγάλης τραγικότητας και ανθρωπιάς. Εκείνοι που τολμούν να πουν ότι το έργο είναι «εγκεφαλικό» ή ότι παρασύρεσαι λίγο από την ιδιότητα του φιλοσόφου, ή είναι ζηλόφθονοι ή δεν καταλαβαίνουν τίποτε από τέχνη. Το έργο σου αυτό, και ίσως όλο σου το έργο, δεν επιδέχεται ετικέτες, δεν έχει στεγανά, δεν τεμαχίζει και δεν απομονώνει τα δημιουργήματα του πνεύμα-

– 36 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

τος, αλλά τα συνενώνει σ’ ένα είδος «ολικό». Όπως ήδη είπα, η ανάγνωση των έργων σου προϋποθέτει ανθρώπους «ανοιχτούς» κι εχθρούς των συμβάσεων, των λογοτεχνικών «ορθοδοξιών», των ταξινομήσεων και γνωστών κλισέ. Συνολικά μιλώντας, οι Μαρτυρίες σου για έναν απόντα φίλο κατέχουν θέση κεντρική στο καλλιτεχνικό και πνευματικό σου οικοδόμημα, που αποκαλείς «Μητρόπολη», και θεωρώ πως περιέχουν τα «κλειδιά» όλης της δημιουργίας σου. (Σημ. Ορισμένες από τις παραπάνω παρατηρήσεις και σκέψεις μου διατυπώθηκαν στο περιοδικό Πνευματική ζωή, τεύχ. 132, Μάης-Ιούνης 2000.)

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ Ένας αδίστακτος Καθηγητής Πανεπιστημίου ανησυχεί ότι ο νέος Καθηγητής, που ψήφισε κι ο ίδιος, κοντεύει να τον ξεπεράσει σε αναίδεια και αναισχυντία. Πιστεύει δηλαδή και καυχιέται ότι είναι ο πλέον αναίσχυντος άνθρωπος, όπως κάποιοι ήρωες του Αριστοφάνη. Ακούγοντας όμως στο ράδιο να μιλούν κάποια πολιτικά πρόσωπα, αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν και πιο αναίσχυντοι απ’ αυτόν και αποφασίζει να πάει να μαθητεύσει κοντά στους πολιτικούς. Στη συνέχεια πείθει την κυβέρνηση να πάνε στην Αμερική, όπου θα προσπαθήσουν να κάνουν την Ελλάδα την πρώτη υπερατλαντική πολιτεία της Αμερικής. Τα επιχειρήματά τους είναι απολύτως πειστικά (σ. 36 εξ.): «(Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κάθεται στο γραφείο του. Μπαίνει η ελληνική αποστολή. Φορούν λευκά χιτώνια. Τα πρόσωπά τους είναι αλειμμένα με καπνιά.) Πρόεδρος -Ποια είναι τα σκουπίδια αυτά; Σύμβουλος -Νέγροι απ’ την Ελλάδα. Πρόεδρος -Καλά το λεν, μωρέ, πως ο πολιτισμός ξεκίνησε από την Αφρική... Αλλά γιατί δεν φόρεσαν στο σβέρκο αλυσίδες, μόνο μου πέρασαν στεφάνια με λουλούδια, σαν χαβανέζοι χορευτές; […] Σύμβουλος -Για να προλάβουμε τις αντιδράσεις τους, σκεπάσαμε τις αλυσίδες με λουλούδια. (Η ελληνική αντιπροσωπεία πλησιάζει. Ο επικεφαλής κάνει νόημα στους συνοδούς του. Εκείνοι βγάζουν κάτω απ’ τους χιτώνες τους φτυάρια και κασμάδες κι αρχίζουν να σκάβουν. Ο πρόεδρος τρομοκρατείται.) […] Επικεφαλής -Κύριε της οικουμένης, οι άλλοι υπόδουλοι μπροστά σου σκύβουνε τα κεφάλια τους στη γη. Εμείς τα σκύβουμε πιο χαμηλά! Πρόεδρος -Υπάρχει χαμηλότερα κι από τη γη; Επικεφαλής -Εμείς είμαστε ειδικοί και βρήκαμε τη λύση. Φέραμε φτυάρια και κασμάδες, να σκάψουμε βαθιά, ώστε να χώσουμε την κεφαλή μας πιο βαθιά! Εμάς κανένας δεν μας φτάνει στο σκύψιμο της κούτρας και τις γονυκλισίες!» Τα ευρήματα είναι καταιγιστικά και ο λόγος έχει τέτοιο οίστρο, που μόνο στον Αριστοφάνη θα τα συναντήσεις. Και όμως το έργο είναι ολότελα μοντέρνο, μάλιστα τολμηρά μοντέρνο, που δεν θα βρει εύκολα σκηνοθέτη. Ο Κουν έχει πεθάνει προ πολλού. Ένα-δυο νεότεροι το διάβασαν, μίλησαν με ενθουσιασμό στον συγγραφέα, τελικά … δεν το ανέβασαν, κυρίως γιατί έχει πολλά πρόσωπα.

– 37 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

Για λόγους οικονομικούς προτιμούν τα έργα με ελάχιστα πρόσωπα, ει δυνατόν ένα, έναν ατέλειωτο μονόλογο, όπου καταφεύγουν σε πλήθος ακροβασίες, για να συντηρήσουν το ενδιαφέρον.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ Πολλοί από αυτούς που αγαπούμε το έργο του Τ. Φάλκου έχουμε την τάση να λέμε πως με το τελευταίο κάθε φορά έργο του μας έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει. Μα συνεχώς γελιόμαστε. Αδιάκοπα έχουμε στα χέρια μας νέα έργα αριστουργηματικά. Αυτό μόνο οι φθονεροί θα το αρνηθούν. Τα Σχεδιάσματα με φως είναι «δράμα των άγαν καλώς πεποιημένων», όπως είπαν για τους Ιππείς του Αριστοφάνη. Απόλυτη κατοχή των εκφραστικών μέσων, ισορροπία στην αρχιτεκτονική των τριών μερών του, που αποτελούν ένα σύνολο σφιχτά δεμένο, λιτότητα κλασική του λόγου, εικόνες στην αρχή στιλπνές και φωτεινές που όσο πάνε σκουραίνουν, ώσπου να γίνουν τραγικές ακτινοβολίες. Το δράμα αυτό -γιατί για δράμα πρόκειται- αποτελεί, όπως γράφει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο, «ένα προσχέδιο της ιστορίας του φωτός από την αυγινή του ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του.» Προσθέτουμε: «και της δικής του ιστορίας.» Ένα μικρό του ποίημα με τίτλο Ο καφές το δείχνει: Καμιά φορά το βράδυ η μάνα μου η νεκρή μου ψήνει τον καφέ παρηγοριάς για τα όνειρα που θάφτηκαν «Τι ειρωνεία, λέει εγώ που αγάπησα το φως να πρέπει να παρηγορήσω κάποιον που προτιμά το σκότος!» «Μητέρα, λέω, βοήθα με και μη με κατακρίνεις Κι εγώ τ’ αγάπησα το φως όμως απελπισμένα.» Έτσι, με λόγο απέριττο και καθημερινό, αλλά βαθιά ανθρώπινο ο Φάλκος μας δίνει τα μεγαλύτερα δράματα του ανθρώπινου πνεύματος. Τα σχόλια για ένα τέτοιο ποίημα είναι ίσως περιττά. Μπαίνω όμως στον πειρασμό να αναφέρω ότι το ποίημα δεν είναι διόλου «μεταφυσικό», αλλά εκφράζει την δραματική κίνηση του ίδιου του ποιητή -και φυσικά πολλών ευαίσθητων ανθρώπων- ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Η μητέρα του Φάλκου, παλιά αθλήτρια, απόλυτα εξωστρεφής, εκδηλωτική, ομιλητική, φίλη της φύσης, των εκδρομών και της διασκέδασης (όπως μας την περιγράφει ο Φάλκος και προφορικά και στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο), έβλεπε με θλίψη και μερικές φορές με απόγνωση τον γιο της να είναι πάντα σκεφτικός και συχνά σκυθρωπός, ν’ αποφεύγει τις συντροφιές κτλ. Ως τα τέλη της ζωής της πίστευε πως ο γιος της ήταν δυστυχισμένος: «Εσύ, κα-

– 38 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

ημένο μου παιδί, ήσουν πάντα δυστυχισμένος. Δεν έζησες ποτέ!», του έλεγε. Έτσι ο ποίημα αυτό φωτίζεται και συμπληρώνεται από ένα άλλο που υπάρχει στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο και που ο ήρωας απευθύνει στη μητέρα του (σσ. 152-3): Με βλέπεις πάντα λυπημένη σαν χελιδονομάνα που το παιδί της δεν πετάει Πετώ μητέρα ναι πετώ Είμαι ο πιο πτηνός απ’ τους καθηλωμένους Μα δεν αντέχω πια το φως Τις νύχτες παίρνω τα ύψη λάμνω ώρες ατέλειωτες γεμάτος αγωνία Τα Σχεδιάσματα με φως είναι έργο τόσο συναρπαστικό, ώστε κάποιοι έσπευσαν να τον συμβουλεύσουν να γράφει μόνο ποίηση. Αλλά αναρωτιέμαι σε τι διαφέρουν οι Δίκαιοι, Η Νύχτα και Οι μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο; Ο ίδιος δεν δέχεται καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη. «Υπάρχουν, λέει, κακοί, μέτριοι και καλοί λογοτέχνες. Τα άλλα ανήκουν στην εγωπάθεια αυτών που ασκούν μόνο κάποιο είδος και στη … μεταφυσική.» Τα Σχεδιάσματα με φως είχαν πολύ καλή αντιμετώπιση απ’ τους ανθρώπους των γραμμάτων. Ο Βαρβιτσιώτης λ.χ. γράφει: «Η ποιητική συλλογή σου Σχεδιάσματα με φως αποτελεί ένα καλλιτεχνικό γεγονός […], ποιήματα εμπλουτισμένα από βαθύ στοχασμό και λυρική ουσία, λιτά, επιγραμματικά, με ρυθμούς επιβλητικούς, αλλά και ολόφωτα από μια καθαγιασμένη απλότητα. Με δυο λόγια, μια σπουδαία ποιητική προσφορά. Ειλικρινά μένω έκθαμβος μπροστά σε μια τέτοια ποιητική πανδαισία και σου σφίγγω εγκάρδια το χέρι.».

ΟΙ ΦΥ’ ΛΑΚΕΣ ΤΟΥ Τ. ΦΑΛΚΟΥ Ανάμεσα στις τραγικές φιγούρες που στοιχειώνουν τη Νύχτα του εικοστού αιώνα, αλλά κι ευρύτερα τη Νύχτα που δημιούργησαν η έπαρση της εξουσίας κι η μεγαλομανία, ξεχωρίζει ασφαλώς η μορφή του φύλακα. Όπως ο Αριστοτέλης ζωγράφισε αριστοτεχνικά τη μορφή του μεγαλόψυχου ή όπως ο Beckett περιφέρει τους τραγικούς αλήτες του μέσα σε έναν κόσμο παράλογο και άδειο, έτσι κι ο Φάλκος δημιούργησε την σύγχρονη, πρωτότυπη και ζωντανή μορφή του φύλακα. Ας δούμε όμως σε ποιο πλαίσιο εντάσσεται η έννοια του φύλακα. Αν στον Balzac οι αλλοιώσεις της συνείδησης και η δυστυχία των αθώων οφείλεται στο κυνήγι του χρήματος, στον Φάλκο το αβίωτο και το παράλογο του κόσμου τα δημιουργούν προπάντων μονάχοι τους οι άνθρωποι με τη ροπή τους προς τη βία, που την υποθάλπουν και την καλλιεργούν η έπαρση της εξουσίας, ο σοβινισμός, η μεγαλομανία, η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός. Ερευνώντας σοβαρά και για πολλά χρόνια τον εικοστό αιώνα, ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι

– 39 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

εξουσιαστικές τάσεις είναι η βασική πηγή του εγκόσμιου κακού. Αλλά η θέληση για εξουσία και για δύναμη είναι κίνητρο κυρίως ψυχολογικό, που πραγματώνεται βεβαίως με μέσα υλικά. Δηλαδή το εγκόσμιο κακό, η καθυπόταξη ολόκληρων λαών, η δυστυχία τάξεων κι ομάδων, οι συμφορές των αθώων κτλ. έχουν πρωτίστως κίνητρα ψυχολογικά, κι αυτά ο συγγραφέας προσπαθεί να καταδείξει, να γελοιοποιήσει (π.χ. στον Καθηγητή Πλούτωνα) και να στιγματίσει, φρονώντας ότι αν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι του πνεύματος φέρονταν ανάλογα, η παλιανθρωπιά δεν θα ’νιωθε δικαιωμένη και δεν θα κοιμόταν τόσο ήσυχα… Χρήσιμος θα φανεί ένας δεύτερος παραλληλισμός με τις ομοιότητες και τις διαφορές του. Στον Beckett ο παραλογισμός οφείλεται σε αίτια υπαρξιακά. Μέσα σ’ έναν κόσμο δίχως κανένα νόημα, οι ήρωές του δεν προσπαθούν καθόλου να ξεφύγουν από την κατάστασή τους, αφού ο βασικός όρος της ύπαρξής τους είναι το παράλογο, και ρέπουν αναγκαστικά προς τον μηδενισμό, μες στον οποίο βουλιάζουν συνεχώς. Ο Φάλκος αντιμετωπίζοντας έναν κόσμο εξίσου παράλογο, αλλά για διαφορετικές κυρίως αιτίες -οι υπαρξιακές δεν αποκλείονται- χωρίς να αισιοδοξεί ως στρουθοκάμηλος, υπομένει έστω και βυθισμένος, αφήνοντάς μας έμμεσα την υποθήκη να συνεχίσουμε -οι λίγοι- τον απελπισμένο αγώνα, ακόμα κι αν δεν βλέπουμε καθόλου κάποια κοντινή προοπτική επιτυχίας. Οι φύλακες του Φάλκου αντιστέκονται με έναν θα έλεγα «ηρωικό μηδενισμό», αφού συμπεραίνω- ο εχθρός είναι πανίσχυρος και μέσα μας και έξω, κι οι σύμμαχοι είναι ελάχιστοι, μεμονωμένοι, δίχως πόρους και συνεχώς αλλοιούμενοι και λακίζοντες κάτω από το βάρος των βιοτικών αναγκών. Ο ήρωας του Χρονικού των Δικαίων λέει για κάποιον απλοϊκό μεν άνθρωπο, αλλά ενστικτωδώς φύλακα, που έκαμνε πότε τον φύλακα νοσοκομείου, πότε τον δασοφύλακα και πότε τον φύλακα νεκροταφείου! (σ. 95): «Τον αδικούσε ασφαλώς υποτιμώντας τη μανία του να φυλάγει κάτι. Ο άνθρωπος αυτός, είτε γιατί δεν μπόρεσε να προστατέψει τα παιδιά του είτε για κάποιο άλλο λόγο, φαινόταν να έχει βαθύτερη συναίσθηση του πόσο ραγισμένα κι εγκαταλελειμμένα ήτανε τα πράγματα, και γύρευε να τα φυλάξει με μια περίεργη επιμονή που την χρωμάτιζε η συναίσθηση της ματαιότητας της προσπάθειάς του. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, στο βάθος και οι δυο τους είχαν φύση «φυλακική». Γιατί κι ο ίδιος ένιωθε ένα χρέος να διαφυλάξει κάτι μέσα του. Ένιωθε σάμπως να του εμπιστεύτηκαν κάτι πολύτιμο, κάτι πολύ μεγάλο, κι οι χώροι που γνώριζε, τα σπίτια όπου έζησε δεν ήταν κατάλληλα να το δεχτούν, να το φυλάξουν. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να το πάρει όλο στην καρδιά του.». Αλλά η σύλληψη του ανθρώπου-φύλακα, του ενστικτώδους και συνάμα συνειδητού, που δεν τον έταξε κανείς σ’ αυτό το πόστο, μέσα σε έναν κόσμο ριζικά παράλογο, στο βάθος φύλακα της ανθρωπιάς, είναι ίσως παλιότερη από το Χρονικό των Δικαίων, αφού ανάγεται στον χρόνο που ο συγγραφέας ήταν υπότροφος της βελγικής κυβέρνησης, το 1964, όπου, σύμφωνα με το βιογραφικό του, «αρχίζει τη σύνθεση του Διγενή Ακρίτα, όπου επιχειρεί να περιγράψει τη διφυή υπόσταση του ανθρώπου, το γήινο και το θεϊκό στοιχείο, αλλά και την ακραία, οριακή κατάστασή του και την κεντρική ιδιότητά του τού φύλακα.» Αλλά το έργο αυτό, που το γνωρίζω εν μέρει από χειρόγραφα, έμεινε ανολοκλήρωτο, εφόσον πολλά άλλα έργα, επιστημονικά και λογοτεχνικά, απασχόλησαν στο με-

– 40 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

ταξύ τον συγγραφέα, χωρίς όμως ποτέ να χάνει από τον ορίζοντά του την έννοια του φύλακα. Στη Νύχτα ο Φάλκος επανέρχεται στην έννοια αυτή, με δύο ουσιαστικά κείμενα, που συμπληρώνουν και διαμορφώνουν, ίσως οριστικά, την αρχική του σύλληψη. Στους «Δίκαιους» (στο αφήγημα της Νύχτας, και όχι στο ομώνυμο μυθιστόρημα) ο φύλακας αποκτά διαστάσεις οικουμενικές, και γίνεται μορφή σκόπιμα μυθική (σ. 282): «Είμαστε ιερείς και μεσολαβητές. […] Όχι, δεν απευθυνόμαστε σ’ ένα ορισμένο πρόσωπο ή οντότητα, αφού ανήκουμε σε όλες τις θρησκείες και μερικοί είναι άθεοι. Δεν ξέρω πώς να εκφραστώ. Εκπέμπουμε με σταθερότητα, διαχέουμε μια προσευχή, μια ικεσία, που δεν γνωρίζουμε ποιος θα την παραλάβει. Αν σε βολεύει, εννόησ’ το αυτό σαν κάποιο σήμα που εκπέμπουν κάποιοι από ένα κόσμο που είναι δίπλα στην αυτοκαταστροφή, χωρίς να ξέρουν καν αν εισακούγονται, και με την υποψία πως θα ακουστούν, αφού συντελεστεί η καταστροφή.» Στο δισχιδές αφήγημα της Νύχτας «ο Φύλακας» (Το σπίτι με το αέτωμα Αρμαγεδδών, σ. 213 εξ.) η έννοια του φύλακα αποκτά ένα τεράστιο βάθος τραγικό, που μόνο με αρχαία τραγωδία μπορεί να συγκριθεί: Ένας ανθρωπιστής Τούρκος δάσκαλος βλέπει τον ίδιο του τον γιο να γοητεύεται διαδοχικά από τη δύναμη, να πλημμυρίζει από έπαρση, να μεταβάλλεται σε φανατικό μιλιταριστή και τέλος να δολοφονεί τον μόνο μη Τούρκο του χωριού τους, έναν εγκαταλελειμμένο γέρο άγνωστης εθνικότητας, διακηρύσσοντας πως σκότωσε τον «τελευταίο Έλληνα» της Τουρκίας. Ο γιος φεύγει οριστικά απ’ το χωριό, και ο πατέρας αφήνει το δικό του σπίτι και κατοικεί στο σπίτι του δολοφονημένου γέρου, που θεωρεί ως ιερό. Δυο Έλληνες δημοσιογράφοι άκουσαν την αφήγηση αυτή από το στόμα του τραγικού πατέρα. Αφού απομακρύνθηκαν, ο ένας λέει: «Το ήξερα απ’ την αρχή! Κατάλαβα μόλις τον είδα! Τέτοια τρελή απόγνωση! Και να επιμένει να φυλάει κάποιες αρχές που τον σκοτώνουν!!!» Το αφήγημα αυτό που ολοκληρώνεται με σκηνές άπειρης ανθρωπιάς και συζητήσεις εξίσου πολυσήμαντες, τόσο εξαιτίας της δραματικής του σύλληψης όσο και της αριστοτεχνικής εκτέλεσης είναι ασφαλώς ένα από τα δυνατότερα που έγραψε ο συγγραφέας.

Η «ΠΡΟΒΟΛΗ» ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Αφού έδωσα μια αμυδρή ιδέα κάποιων πτυχών του έργο του Τ. Φάλκου, ας δούμε πώς αντιμετωπίστηκε από τους σύγχρονούς του. Και πρώτα ας δούμε τι έκανε ο ίδιος για το έργο του. Ήμασταν πανεπιστημιακοί συνάδελφοι πάνω από δέκα χρόνια, και ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος ήξερε ότι ο Φάλκος γράφει και λογοτεχνία. Και όμως είχε ήδη δημοσιεύσει τους Δίκαιους και τη Νύχτα, και όσοι καταλαβαίνουν από λογοτεχνία, αντιλαμβάνονται το τι σημαίνει αυτό. Όταν κάποτε άκουσα ότι «γράφει», του ζήτησα τα έργα του. Μετά από σποραδικές επί ένα χρόνο ενοχλήσεις μου, έριξε επιτέλους στη θυρίδα μου τους Δίκαιους. Όταν το διάβασα, έμεινα αποσβολωμένος. Του έριξα στη θυρίδα του το παρακάτω σημείωμα: «Οι Δίκαιοι

– 41 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

μ’ αφήσανε κυριολεκτικά άναυδο. Το διάβασα μονορούφι κι όταν το τελείωσα, ήμουνα εξουθενωμένος.» Ένα δεύτερο παράδειγμα της «αυτοπροβολής» του: Τον ρώτησα τι ήταν μερικά πακέτα βιβλία, θαμμένα σε μια σκοτεινή βιβλιοθήκη στην άκρη του γραφείου του. Μου είπε ότι ήταν μια μελέτη για την αιδώ (σεβασμός και ντροπή), στην οποία είχε αφιερώσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Πεντέξι χρόνια μετά από την εκτύπωσή της δεν την είχε στείλει πουθενά, ούτε στις μεγάλες βιβλιοθήκες! Όταν τον ρώτησα μήπως πιστεύει ότι τα έργα του δεν αξίζουν, είπε ότι δεν θα τα τύπωνε, αν δεν πίστευε στην αξία και στη διάρκειά τους. Για να τυπώσει ένα έργο του, έπρεπε πρώτα να πειστεί, με τη σύγκριση (και ήταν πολυδιαβασμένος), ότι αυτό συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα άριστα του είδους τους. Ωστόσο έχοντας τη λαθεμένη αντίληψη ότι τα έργα επιβάλλονται μόνο με την αξία τους, δεν έκανε ούτε τα θεμιτά και νόμιμα, που κάνει και ο πιο άσημος φιλόσοφος ή λογοτέχνης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, μέσα σε εξήντα και πλέον χρόνια, δεν έστελνε τα φιλοσοφικά βιβλία του στις βιβλιοθήκες και τους συναδέλφους του, δεν έγραφε άρθρα σε φιλοσοφικά περιοδικά, ώστε να γίνει σιγά-σιγά γνωστός, δεν έστελνε ποιήματα και διηγήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά και τις εφημερίδες, και είναι γνωστό ότι οι σχολιαστές και οι ανθολόγοι αντλούν συχνά πληροφορίες από τα έντυπα αυτά. Έτσι απέκλεισε τον εαυτό του από τις ανθολογήσεις. Του διέφευγε εξάλλου ή αδιαφορούσε για το γεγονός ότι οι μετριότητες και οι ασήμαντοι που μας περιβάλλουν αδυνατούν να ξεχωρίσουν τον μπρούτζο από τον χρυσό, και χρειάζεται γι’ αυτό να κουνηθείς λιγάκι κι εσύ, να μιλήσεις, να παραπονεθείς, να διαμαρτυρηθείς, να τονίσεις, να κάνεις τέλος πάντων κάτι για το έργο σου. Του είπα ότι τα σπουδαία έργα στην αρχή αντιμετωπίζουν την αδιαφορία, μετά τον φθόνο και την αμφισβήτηση και τέλος αναγνωρίζονται. «Εγώ, μου είπε, όταν θα πεθάνω, θα έχω ίσως ξεπεράσει το πρώτο στάδιο.» Μου είπε ότι μετά τα εξήντα του άρχισε να τον στενοχωρεί η κατάσταση αυτή, κάποτε σοβαρά. Ένα μερίδιο τιμής και αναγνώρισης το θεωρούσε πλέον φυσιολογικό. «Το ότι όμως δεν με ξέρουν έχει και κάποιο κέρδος. Μπορώ να επεξεργάζομαι όσα χρόνια θέλω τα έργα μου, χωρίς να με πιέζουν οι φίλοι κι οι εκδότες να βγάλω ένα καινούργιο έργο, δήθεν για να μη με ξεχάσουν.» Μόνο μετά τα εξήντα του εμφανίστηκε μερικές φορές στην τηλεόραση και παρουσίασε τα έργα του σε σάλες βιβλιοπωλείων. Απ’ την αρχή της πανεπιστημιακής καριέρας του, ο Φάλκος έδειξε το αντιχρησιμοθηρικό πνεύμα που τον κατείχε. Μόλις διορίστηκε βοηθός φιλοσοφίας, ο Καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας Λίνος Πολίτης τον κάλεσε και διαμαρτυρήθηκε, γιατί δεν του ζήτησε να γίνει βοηθός του. Ο Φάλκος απάντησε ότι δεν ήθελε να έχει το ίδιο πρόσωπο και ως σύζυγο και ως ερωμένη. Προτίμησε δηλαδή ως σύζυγο τη φιλοσοφία και ως ερωμένη τη λογοτεχνία. Σε μένα εξήγησε ότι ήδη απ’ το γυμνάσιο, όπου είχε διδαχτεί τον Οιδίποδα τύραννο και την Ιφιγένεια εν Αυλίδι, αλλά και από όσα είχε διαβάσει μόνος του, την Ορέστεια, και παραπέρα τον Ντοστογιέφσκι και άλλους, είχε πειστεί πως όλοι αυτοί είχαν μια στέρεη φιλοσοφική βάση, που έπρεπε ν’ αποκτήσει και ο ίδιος, αν ήθελε να μπει στους δρόμους και στις κατευθύνσεις που χάραξαν αυτοί οι μεγάλοι. Η επιλογή λοιπόν της φιλοσοφίας έγινε με βάση την τελείωσή του στη λογοτεχνία, και όχι με βάση

– 42 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

το συμφέρον, τουλάχιστον έτσι το ερμηνεύω εγώ. Γιατί ως Καθηγητής της νεοελληνικής φιλολογίας, όπου θα γινόταν σύντομα με την έμφυτη κατανόηση των θεμάτων και την τεράστια εργατικότητά του, θα είχε ευκαιρία να προβάλει συγχρόνως και το λογοτεχνικό του έργο. Όταν έγινε Καθηγητής, ποτέ μα ποτέ δεν έκανε χρήση του τίτλου του. Δεν έβγαλε ποτέ κάρτες με τις λέξεις «Καθηγητής Πανεπιστημίου». Όταν ρωτούσαν το επάγγελμά του, απαντούσε μόνο «Καθηγητής», και μόνον όταν σπάνια κάποιος τον ρωτούσε «σε ποιο γυμνάσιο;», έλεγε βιαστικά και ντροπαλά, σαν ένοχος, «στο Πανεπιστήμιο». Ήταν και είναι ασφαλώς ο μόνος πανεπιστημιακός που η κάρτα του κι η πόρτα του δεν έγραφε την ιδιότητά του, μα μόνο τ’ όνομά του. Όταν όλοι σχεδόν οι συνάδελφοι τού ζητήσαμε επίμονα να αναλάβει την πρυτανεία, ως πρόσωπο κοινής αποδοχής, πράγμα που θα του έδινε κύρος και πολλές δυνατότητες για νέες γνωριμίες, αρνήθηκε με το αιτιολογικό ότι θα έχανε κάποια χρόνια δημιουργικής εργασίας. «Εγώ θέλω ν’ αφήσω έργο, μας είπε.» «Μα θα προβάλλεις καλύτερα αυτό που έχεις». «Ας το προβάλλουν άλλοι.» Μετά από ισχυρές πιέσεις δέχτηκε να γίνει πρόεδρος του Τμήματός του. Το επιχείρημα που τον έπεισε ήταν για να συμφιλιώσει τις αντίπαλες ομάδες, ως ουδέτερος που ήταν. Όταν είδε ότι ο διχασμός εξακολουθούσε, παραιτήθηκε με το αιτιολογικό της «απογοήτευσης». Όταν το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος απευθύνθηκε μέσω του νομικού συμβούλου του στο Πανεπιστήμιό μας ζητώντας το κατάλληλο πρόσωπο, ο Φάλκος, παρόλο που ήταν μια χρυσή ευκαιρία να προβάλλει τα θεατρικά του έργα, αρνήθηκε να αναλάβει την αντιπροεδρία του Κρατικού, διότι τα διοικητικά θα προσθέτονταν στα πανεπιστημιακά του καθήκοντα και θα τον απορροφούσαν από το δημιουργικό του έργο. Ως άνθρωπος υπερβολικά φιλότιμος δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο του «κομήτη», που εμφανίζεται μια-δυο φορές την εβδομάδα, για να βάλει μερικές υπογραφές και να δώσει κάποιες οδηγίες, προκειμένου να έχει τα άλλα οφέλη, οικονομικά και προβολής. Τέλος, εφόσον είχε την οικονομική δυνατότητα, του πρότεινα να βγάλουμε περιοδικό, για να γίνει γνωστό το έργο του. Εγώ θα κρατούσα τη στήλη της παρουσίασης και κριτικής των βιβλίων. Στην αρχή μισοδέχτηκε, αλλά μετά υποχώρησε. Εκεί δηλαδή που άλλοι αναζητούν απεγνωσμένα ευκαιρίες προβολής -και χρημάτων-, ο Φάλκος τις είχε στο χέρι του, και τις απέκλειε, επειδή δεν ήθελε να χάσει χρόνο από τη δημιουργία. Η περίπτωσή του μου φαίνεται μοναδική. Να πώς περιγράφει έμμεσα τον εαυτό του σε ένα διήγημα της Νύχτας, που έχει τον τίτλο «ο φιλόσοφος» (σσ. 124-5): «Η αποδοχή των ιδεών του ήταν περιορισμένη, για να μην πω ανύπαρκτη. Μονήρης και κρατώντας από όλους αποστάσεις -σε όλη τη ζωή του έκανε μόνο δύο ή τρεις διαλέξεις, δεν ανήκε σε κανένα σωματείο ή λέσχη, δεν ήταν συνδρομητής σε καμιά εφημερίδα ή περιοδικό, δεν δημοσίευε αρθράκια, μα μόνο εκτενείς πραγματείες, για τις οποίες αφιέρωνε πολλά χρόνια, οπότε και χανόταν από το προσκήνιο- δεν είχε ιδιαίτερες συμπάθειες, και αρκετοί τον έβλεπαν με καχυποψία και ίσως εχθρικά. Κάποιοι λιγάκι επιπόλαιοι -κι αυτοί πλεονάζουν δυστυχώς- τον θεωρούσαν αναρχικό και αθεϊστή. Κανένας δεν συμφώνησε με

– 43 –


ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ

την παράδοξη απόφανση ενός κομήτη της πνευματικής ζωής μας, πως αυτός ο μονήρης ποιητής-φιλόσοφος εξέφραζε καλύτερα απ’ όλους μας την ψυχή της Πόλης.» Υποψιάζομαι ότι αυτός ο «κομήτης» είμαι εγώ. Γιατί συχνά λέω παρόμοια πράγματα, για τα οποία με ελέγχει. Την θετική ως ενθουσιώδη γνώμη έντεκα Ακαδημαϊκών και τριάντα πέντε Καθηγητών Πανεπιστημίου μπορεί κανείς να την διαβάσει στον παρόντα τόμο. Ανάλογη ήταν η στάση πολλών κριτικών της λογοτεχνίας, φιλολόγων, λογοτεχνών κτλ. Σ’ αυτούς πρέπει να προστεθεί ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων του πνεύματος, που δεν έγραψαν μεν, αλλά με διάφορες ευκαιρίες εκφράστηκαν προφορικά με ενθουσιασμό για το έργο του Φάλκου. Ο ακαδημαϊκός Ε. Μουτσόπουλος του έγραψε: «Στρέψου προς την κατεύθυνση της αξιοποιήσεως του επιτεύγματός σου, το οποίον αξιολογώ ως αριστουργηματικό.» Ο Φάλκος βέβαια το μόνο που δεν έκανε ποτέ είναι η αξιοποίηση των έργων του. Όλα προμήνυαν ότι σε κάποια χρόνια ο Φάλκος θα αναγνωριζόταν ως αυτό που ήταν: Ένας συγγραφέας πρώτου μεγέθους, ένας συγγραφέας ευρωπαϊκών διαστάσεων. Βέβαια δεν αρκεί η κρίση σημαντικών προσωπικοτήτων για να θεμελιωθεί ένα όνομα. Αυτά που επακολούθησαν θα γραφούν ασφαλώς στην Παγκόσμια Ιστορία του Φθόνου και της Μισαλλοδοξίας σαν μια απ’ τις λαμπρότερες σελίδες της.

ΟΙ ΑΕΤΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ Όταν η παλιά «φρουρά» του πνεύματος, Θέμελης, Βαφόπουλος, Αναγνωστάκης, Πεντζίκης, Βαρβιτσιώτης κτλ. αποτραβήχτηκαν ή έσβησαν βιολογικά, τα «ηνία» κατέλαβαν άτομα, που συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν τον λεγόμενο «κύκλο της Διαγωνίου». Την ώρα που όλη η εκτός κομμάτων, φατριών και κλικών ανεξάρτητη Ελλάδα υποδεχόταν με ενθουσιασμό τους Δίκαιους (οι λέξεις «βιβλίο συγκλονιστικό» καταγράφονται συχνά), ο γνωστός σπιλωτής της Διαγωνίου έγραφε στον Φάλκο: «Δεν με έπεισες αν ξέρεις καν τι είναι πεζογράφημα και πεζογραφία. Θα προτιμούσα να μην το είχες τυπώσει» (27.11.1976). Ο Γιώργος Κάτος, λογοτέχνης της πόλης μας, είπε: «Τέτοιας ποιότητας έργο, αυτοί δεν θα στο συγχωρήσουν που το τύπωσες!» Εφάρμοζαν λοιπόν υπογείως τη δυσφήμηση και επισήμως την απόλυτη παρασιώπηση. Οι συσπειρωμένοι «διαγωνίτες», οι συμπαθούντες και οι ευθυγραμμιζόμενοι δεν γράφουν, δεν ανθολογούν και δεν αναφέρουν καν το όνομα του Φάλκου, ακόμα και σε απλή απαρίθμηση των λογοτεχνών της πόλης! Οι αντίστοιχες κλίκες των Αθηνών, που θεωρούν ότι οι Θεσσαλονικείς κλικαδόροι έκαναν «σοβαρό κοσκίνισμα», επαναλαμβάνουν τις λίστες των ανθρώπων της Διαγωνίου. Και ίσως όλοι αυτοί να πράττουν σωστά, γιατί τον Φάλκο «οι κακοί δεν έχουν το δικαίωμα ούτε να τον επαινέσουν». Ο Φάλκος ως τα εξήντα χρόνια του αδιαφορούσε για τη συμπεριφορά τους. Αλλά σιγά-σιγά άρχισε να συνειδητοποιεί το φοβερό κακό που έκαμναν στην πόλη μας, στην Ελλάδα και στον ίδιο. Όλοι οι καλοί λογοτέχνες της Θεσσα-

– 44 –


ΕΝΑΣ ΠΡΟΣΙΤΟΣ ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ

λονίκης, ο Ιωάννου, ο Ασλάνογλου, ο Χειμωνάς, ο Βασιλικός, ο Αναγνωστάκης κτλ. με τους παραγκωνισμούς, με τις ειρωνείες, με τους προπηλακισμούς, είχαν αναγκαστεί να αυτοεξοριστούν. Ο Πεντζίκης δήλωνε ότι σάπισε σ’ αυτήν την πόλη. Όλοι οι σπουδαίοι Έλληνες, Παλαμάς, Σικελιανός, Ελύτης, Ρίτσος κτλ. είχαν εξυβριστεί με τον χυδαιότερο τρόπο. Ο Φάλκος στα εξήντα του δεν είχε τον παραμικρό χώρο να αναπνεύσει. Γι’ αυτό, με αφορμή τα όσα είπε ο «αρχηγός» της Διαγωνίου για τον Σολωμό, ο Φάλκος πήρε το καυτό σίδερο και έγραψε τους Αετούς και τα κοράκια (1999, ο Φάλκος ήταν τότε 62 χρονών) και στιγμάτισε οριστικά όλον αυτόν τον συρφετό. Το έργο του Φάλκου αποτελεί ένα κεφάλαιο στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. Αλλά την πυρκαγιά που άναψε ο Φάλκος είναι αδύνατο να την αντιληφθούν οι μύωπες και οι αλλήθωροι. Θα χρειαστεί πολύς καιρός ακόμα, ώσπου ν’ αντιληφθούμε τι δημιούργησε και δημιουργεί. Υποψιάζομαι μάλιστα πως, είτε εξαιτίας έλλειψης σοβαρής προεργασίας είτε γιατί δεν ξέρουμε ν’ αξιολογούμε το είδος των αρετών που έχει ο Φάλκος, θ’ αργήσουμε να έχουμε αντάξιους κριτικούς. Κατά τη γνώμη μου ωστόσο, αν η Θεσσαλονίκη μπει στο μεγάλο πνευματικό στερέωμα, αυτό θα οφείλεται στην παρουσία του Τάσου Φάλκου σ’ αυτήν.

– 45 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ Συνοπτική παρουσίαση του έργου του O Τάσος Φάλκος, Καθηγητής Πανεπιστημίου και γνωστός Θεσσαλονικέας διανοητής, επιδεικνύει ένα πολυποίκιλο έργο, επιστημονικό και λογοτεχνικό. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποιότητα και πρωτοτυπία, τόσο στον τρόπο γραφής όσο και στη θεματολογία. Ο αναγνώστης του έργου του «προσαρμόζεται» στο να σκεφτεί και να «συνδημιουργήσει» ανακαλύπτοντας νέες τεχνικές του λόγου και καινούργια μονοπάτια στη γραφή και στην αναζήτηση της αλήθειας. Ο Φάλκος δεν είναι απλώς ο συγγραφέας που καταπιάνεται με όλα τα είδη του λόγου, ποίηση, θέατρο, μυθιστόρημα, διήγημα, αλλά είναι ο δημιουργός που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και μέσα από τη χρήση της, συγκλίνει στην πρωτοτυπία και την ευρηματικότητα. Οδηγεί τη γραφίδα του στην ορμητική παράθεση ιδεών και απόψεων, με μόνο κριτήριο την υπέρβαση από τα τετριμμένα, την οποία και επιτυγχάνει. Τα λογοτεχνικά έργα που έχει εκδώσει, αλλά και τα άλλα που αναμένουν, καταγράφουν τις σχέσεις μιας συνείδησης με την ιστορία του καιρού της μέσα από μια τραγικότητα, η οποία δίνεται με στοχαστικότητα και οδύνη. Το σύνολο αυτό των έργων απαρτίζει την επονομαζόμενη «Μητρόπολη» (και εννοεί Μητρόπολη της Οδύνης), έργα με συνδετικό κρίκο μια κοινή φιλοσοφία και τη μάχη μιας συνείδησης με την εποχή της. Μόλις το 1976 εξέδωσε τους Δικαίους, το πρώτο από τα «ηθικά» του έργα. Θ’ αναρωτιέται κανείς γιατί δεν το είχε κάνει νωρίτερα, εφόσον το έργο το ξεκίνησε τουλάχιστον 15 χρόνια πριν. Απλούστατα ζυμωνόταν μέσα του όχι μόνο η ιδέα, αλλά και η καίρια διατύπωσή της, το ύφος, η μορφή, πράγματα που πάλεψε πολύ, για να τα κατακτήσει. Παράλληλα βέβαια έγραφε και άλλα έργα, λογοτεχνικά και φιλοσοφικά. Οι Δίκαιοι είναι η απαρχή του λογοτεχνικού έργου του Φάλκου. Πρόκειται για ένα σύντομο μυθιστόρημα με ηθικές και κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις και βαθύτατα νοήματα που εντυπωσιάζουν με τον τρόπο που δίδονται. Θα λέγαμε ότι οι Δίκαιοι αποτέλεσαν την πρώτη ύλη στη μετέπειτα λογοτεχνική εξέλιξη του συγγραφέα, αλλά με ένα βασικό χαρακτηριστικό: Το έργο αυτό παρόλο που είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο που συνέθεσε (κάποια άλλα παρέμειναν ημιτελή), είναι τέτοια η ουσία και η δύναμή του, που μόνο ως έργο πρωτόλειο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Όπως αναφέρει κι ο Τίμος Μαλάνος, μελετητής του Καβάφη, «Δεν ξέρω αν είναι το πρώτο σας. Αν όμως είναι, να είστε βέβαιος ότι κά-

– 46 –


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

νατε στα γράμματα μας μιας πρώτης τάξεως εμφάνιση, για την οποία και σας σφίγγω ειλικρινά το χέρι». Και γενικά το έργο έκανε βαθύτατη εντύπωση. Αλλά ο Φάλκος δεν επαναπαύτηκε με τις ενθουσιώδεις κριτικές που δέχτηκε από σημαντικούς ανθρώπους των γραμμάτων μας, όπως ο Μαλάνος, ο Ρώτας, η Αναγνωστάκη, ο Αθανασούλης, ο Κότσιρας και πολλοί άλλοι. Με το πέρασμα των χρόνων επεξεργάστηκε ξανά και επανεξέδωσε το έργο με τον τίτλο Το χρονικό των δικαίων, ένα έργο πιο ευρύ θα το λέγαμε, με την ίδια βέβαια ψυχή, αλλά αρτιότερο λογοτεχνικά και γραμμένο πιο τεχνικά. Υπάρχουν προσθαφαιρέσεις υλικού, με το πρώτο και τελευταίο επεισόδιο της αφήγησης να παραμένουν κοινά, αλλά τα υπόλοιπα έχουν διαφορετική δομή και πλοκή. Η πρώτη έκδοση του 1976 είναι ίσως πιο αυθόρμητη και πηγαία. Αλλά στη ριζική μετάπλαση του έργου ο συγγραφέας έδωσε μεγαλύτερη σοβαρότητα στη συζήτηση και ειδικό βάρος. Χαρακτηριστική είναι η μορφή του ανακριτή που αντικατέστησε τους Γερμανούς που υπήρχαν στο προγενέστερο βιβλίο. Επίσης το χαρακτηριστικό επεισόδιο με τον Αισχύλο δεν υπάρχει στους παλιούς Δίκαιους, όπως και το επεισόδιο με τον σκορπιό. Μελετώντας κανείς αυτά τα τόσο ίδια, αλλά και τόσο διαφορετικά έργα, πιστοποιεί την ανάγκη του να συνυπάρχουν ή και να συνεκδίδονται, αντανακλώντας με τον πιο φυσικό τρόπο τη σταδιακή ωρίμανση του συγγραφέα τους. Ο συγγραφέας είναι ικανός στο να αναλύει την ανθρώπινη ψυχολογία, καθώς καταφέρνει να τονίσει τη δραματικότητα μιας κατάστασης την περίοδο της Κατοχής, σμιλεύοντας τους χαρακτήρες και ειδικότερα τον πρωταγωνιστή Τηλέμαχο, μέσα από τις συμπληγάδες του παράλογου και του άδικου. Η στοχαστικότητα που διακρίνει το έργο είναι διάχυτη παντού. Η γραφή του λογοτέχνη όμως είναι που προκαλεί την ανατροπή. Ρυθμική, χωρίς πλατειασμούς κι άσκοπους ακροβατισμούς, καταφέρνει να συμπυκνώνει τα νοήματα, χωρίς να αφήνει τον αναγνώστη να «χαλαρώσει». Η γραφή αυτή δεν περιέχει ούτε μια παράγραφο ρουτίνας. Αν στους Δίκαιους ξεχαστείς για μια στιγμή, θα πρέπει να γυρίσεις πίσω, για να μπεις στο νόημα. Ο συγγραφέας έχει απόλυτη αίσθηση του περιττού. Γι’ αυτό δεν είχε τον πειρασμό και δεν έπεσε στο σφάλμα να γράψει ένα μεγαλόσχημο έργο 500 και 600 σελίδων, που ασφαλώς θα έγραφε ένας άλλος συγγραφέας με το ίδιο θέμα. Μετά από πολυχρόνια επεξεργασία και συμπύκνωση, ό,τι έχει να πει το λέει μέσα σε 100 σελίδες. Multum in parvo. Τ’ αρχαία επιγράμματα κι ο Θουκυδίδης, ένας από τους πιο «πυκνούς» συγγραφείς, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρότυπα του Φάλκου. Αλλά κι ο Τσέχωφ, τον οποίο θαυμάζει, θεωρούσε τη συντομία «αδερφή του ταλέντου». Το έργο έρχεται σαν μια συνέχεια της Ορέστειας, έργο που μαζί με τον Οιδίποδα τύραννο συγκλόνισε βαθιά τον συγγραφέα. Η διαφορά είναι ότι ο Ορέστης εγκληματεί και τιμωρείται, ενώ ο Τηλέμαχος καταδικάζεται στο τέλος, ενώ είναι αθώος. Είναι η τραγική νότα του έργου. Το πρόβλημα της δικαιοσύνης που κατατρώει τον συγγραφέα είναι κι η μεγάλη του υπαρξιακή ανησυχία. Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο υποκρισία και ιδιοτέλεια. Γιατί αξίζει τότε να ζούμε; Γιατί αξίζει να επενδύουμε έναν ολόκληρο βίο σε μια ουτοπία ανεκπλήρωτη; Ο Καντ είχε πει: «Όσο κι αν οραματιζόμαστε κάποια μελλοντική τελείωση, η εμπειρική ιστορία κυριαρχείται τελικά από την αντι-

– 47 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

κοινωνική εγωπάθεια. Στο πεδίο αυτό κατά κανόνα νικητής αναδεικνύεται ο δεξιοτέχνης της δολιότητας και της αδικοπραγίας. Οι άδικοι και οι άρπαγες νέμονται συνήθως τα αγαθά της επίγειας ζωής.» Η κατάσταση αυτή είναι για τον Καντ αφόρητη για ένα λογικό ον. Ο Φάλκος έχει καταφέρει κάτι δύσκολο. Να «μιλάει» για πράγματα λογικά «πολυακουσμένα» και για έννοιες όπως μοναξιά, πόνος, παλιανθρωπιά, υποκρισία, αίσθημα δικαιοσύνης, αλλά ταυτόχρονα να είναι και τόσο «μοναδικός» σε ό,τι αφορά τον τρόπο προσέγγισής τους, γιατί «βιώνει» το αίσθημα που πλανάται στο έργο. Το κάνει να φαίνεται σαν μαρτυρία, χωρίς όμως να παύει να είναι μυθιστορία. Συνταιριάζει την πλοκή και το ρυθμό της νουβέλας με την ευαισθησία του ανθρώπου που ζει κάτι έντονα. Τα όρια του καθενός είναι διαφορετικά. Ανάλογα με τη δυνατότητα που έχει ο καθένας να αισθάνεται και να βιώνει πρόσωπα και καταστάσεις. Όσο πιο μεγάλο είναι το αίσθημα ευθύνης του καθενός, αλλά και η ικανότητα του «σκέπτεσθαι», τόσο μεγαλύτερη είναι και η αγωνία του, τόσο περισσότερο υποφέρει. Όχι για τον κόσμο που ζει, αλλά ακόμα περισσότερο, γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί να τον αλλάξει. Μέσα από τη ζωή είναι οι πηγές της έμπνευσης του Φάλκου, ο οποίος στην ουσία αγκομαχά για την τύχη του μελλοντικού ανθρώπου. Οι ήρωες της καθημερινότητας, οι αδικημένοι, είναι η πεμπτουσία της έμπνευσής του. «Δεν αποκαλώ ήρωες -λέει ο Ρομαίν Ρολλάν- αυτούς που θριάμβευσαν με τη σκέψη ή με τη δύναμη. Αποκαλώ ήρωες αυτούς που στάθηκαν μεγάλοι από την ίδια τους την καρδιά». Έτσι και ο Φάλκος υπηρετεί την τέχνη με αφορμή τα κοινωνικά δρώμενα και μάλιστα τα σκληρότερα, τους πολέμους (Δίκαιοι, Η νύχτα) και τις κακουχίες. Η λογοτεχνία γι’ αυτόν είναι, όπως και για τον Αντρέ Ζιντ, μια δύναμη που δεν μπορεί ποτέ να πάρει και να ανανεωθεί από πουθενά αλλού, έξω από τις ρίζες της, το έδαφος της, το λαό, σαν τον Ανταίο που έχανε τη δύναμή του και το κουράγιο του, όταν τα πόδια του έχαναν την επαφή τους με τη μητέρα γη. Ας κάνουμε μια μικρή περίληψη του κεντρικού θέματος: Στο έργο αυτό ο Τηλέμαχος, ο κεντρικός ήρωας, έρχεται αντιμέτωπος με γεγονότα που τον αναγκάζουν να βιώσει μια διλημματική τραγική κατάσταση: Ο ήρωας γνωρίζει πως αν απαντήσει στη βία με τη βία (εν προκειμένω στις γερμανικές θηριωδίες), ουσιαστικά κληροδοτεί στον εαυτό του το στέμμα του κακού, «μολύνεται» κι αυτός από τον φόνο. Αν όμως μείνει αδρανής, γίνεται αυτόματα αποδέκτης μιας κατάστασης φρίκης, και είναι ένοχος απέναντι στους άλλους. Το δίλημμα αυτό ισχύει για όλες τις περιστάσεις κι εποχές. Είναι λοιπόν αναπόφευκτα η ανθρώπινη κατάσταση μια κατάσταση ντροπής; Το δίλημμα του ήρωα -στο βάθος βέβαια του Φάλκου- γιγαντώνεται και δίνει στον αναγνώστη έντονη την αίσθηση ενός βρόχου που όλο και σφίγγει. Το αδιέξοδο, που τον οδηγεί η ίδια η ύπαρξή του ουσιαστικά, γίνεται μοχλός συγκρούσεων, που τον οδηγούν στον θάνατο! Ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές δεσπόζει η αγωνία του για το μέλλον του κόσμου, η αγωνία για το αν μπορεί να υπάρξει ξέπλυμα για όλα τα εγκλήματα που συντελέστηκαν ή αν η ανθρωπότητα θα μείνει αιώνια στιγματισμένη. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια περίπτωση μεμονωμένη. Το βάθος παραμένει πανανθρώπινο.

– 48 –


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Μέσα από τον Τηλέμαχο ο Φάλκος ανασύρει προσωπικά βιώματα, αλλά και διηγήσεις που άκουγε από παιδί, που όμως τις μεταπλάθει και τις κάνει Τέχνη. Η υπερευαισθησία της ψυχής του ποιητή-συγγραφέα διαφαίνεται σε κάθε πτυχή του βιβλίου, του οποίου το κεντρικό, το μείζον θέμα, είναι ο «άνθρωπος». Η ανθρώπινη παρουσία και η τραγικότητά της είναι και ο πυρήνας της στοχαστικότητας του Φάλκου, ο οποίος αγωνιά για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε και του οποίου είμαστε μέλη, νοιώθοντας συνυπεύθυνος για όλα όσα συμβαίνουν. Οι Δίκαιοι αποτελούν για τον συγγραφέα εκείνη τη δίοδο φωτός μέσα από το σκοτεινό τούνελ της ύπαρξης, τη σταγόνα εκείνη που μόλις σε ξεδιψάσει, σε κάνει να επιβιώνεις μεν, αλλά και να νιώθεις ακόμα μεγαλύτερη δίψα. Οι άξιοι συγγραφείς όπως ο Φάλκος μοιάζουν μ’ εκείνα τα ολιγόφυλλα δέντρα, που λες και υπάρχουν μόνο για να γεμίζουν τον τόπο με σπόρους. Όταν ο Φάλκος δίνει στο έργο του μεγάλη θέση στον στοχασμό και μάλιστα τον οργανωμένο, ακολουθεί σ’ αυτό το αρχαίο ελληνικό δίδαγμα, όπου είναι αδιανόητη η άποψη «τέχνη για την τέχνη». Βασικό χαρακτηριστικό στοιχείο των μεγάλων λογοτεχνικών έργων της ελληνικής αρχαιότητας είναι ο στοχασμός και η φιλοσοφία επάνω σε θέματα ηθικά, κοινωνικά και θρησκευτικά. Από την άποψη αυτή, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θέσεις του ίδιου του συγγραφέα, σε ό,τι αφορά τα κριτήρια που καθιστούν ένα έργο λογοτεχνικό αξιόλογο και με αντοχή στο χρόνο: «Σε ένα έργο λογοτεχνικό δεν κρίνεται μόνο το όχημα, η φόρμα κι η ποιότητα του λόγου, αλλά και η ποιότητα του περιεχομένου, η νοηματική και η πνευματική διάσταση. Υψηλά και πρωτότυπα νοήματα δεν είναι από μόνα τους λογοτεχνία, αν απουσιάζουν οι λογοτεχνικές προϋποθέσεις. Αλλά εξίσου δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη λογοτεχνία εκείνη που σαν φόρμα στέκεται κουτσά στραβά στα πόδια της, αλλά εκφράζει φτωχά, φτηνά, κακόγουστα, προκλητικά, στενόκαρδα, εξυπναδίστηκα κλπ. νοήματα.» (Οι αετοί και τα κοράκια, σσ. 5-6). Ο Φάλκος, βαθύς μελετητής του αρχαίου κόσμου, είναι σαφές ότι έχει τις ρίζες του στην παράδοση. Η μορφολογία όμως των μυθιστορηματικών του έργων παραπέμπει σε κάτι σίγουρα πρωτοποριακό για την εποχή μας. Ο Φάλκος κράτησε τον ήρωα, που αρκετοί «μοντέρνοι» τον κατάργησαν, επιδιώκοντας να «πρωτοτυπήσουν» πάσει θυσία. Μαζί όμως με τον ήρωα στον Φάλκο ενυπάρχει κι όλη αυτή η λογοτεχνική «οργασμική φύση», που χρησιμοποιώντας το μεγάλο του οπλοστάσιο από την αρχαία Ελλάδα, δίνει αυτόν τον τύπο μυθιστορήματος που περιγράψαμε πιο πάνω, ο οποίος αποτελεί την αιχμή του δόρατος σ’ αυτό που θα ονομάζαμε πρωτοπορία. Είναι σαφές ότι το έργο του Φάλκου δεν «κατατάσσεται» σε καμιά μετα-νεωτερική μορφή, δεδομένης της σαφήνειας των νοημάτων. Το έργο είναι από μόνο του μια νέα και πρωτότυπη δημιουργία, απόλυτα ανεξάρτητη από «λογοτεχνικές γενιές» και «-ισμούς». Στα 1969, επί δικτατορίας, ο Φάλκος έγραψε στα γαλλικά το έντονα αντιδικτατορικό έργο La mansarde (Η σοφίτα). Βρισκόταν τότε στο εξωτερικό με τριετή υποτροφία της γαλλικής κυβερνήσεως και έγραψε το έργο απευθείας στα γαλλικά, γιατί σκόπευε να ταρακουνήσει τις ξένες συνειδήσεις. Στην Ελλάδα φυσικά κανείς δεν θα τολμούσε να το παίξει. Δυστυχώς παρά τις συνεχείς προσπάθειές του -έτρεχε πίσω από την Μερκούρη και από γάλλους σκηνοθέτες- κανείς δεν

– 49 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

διάβασε ποτέ το έργο. Δεν ήταν πουθενά «οργανωμένος», δεν ήταν κανενός «δικός μας», γιατί να τον διαβάσουν; Έτσι πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, κατέθεσε τα χειρόγραφα στη Σορβόννη, και αργότερα, το 1974, τύπωσε το έργο, αμέσως μόλις έπεσε η δικτατορία. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι το πρώτο τυπωμένο έργο του. Με την πτώση της δικτατορίας, κάποιοι που γνώριζαν από προφορική ανάπτυξη το έργο του Φάλκου, απέκτησαν θέσεις υψηλές. Δεν ζήτησε ποτέ τη βοήθειά τους, που ασφαλώς την χρειαζόταν, καθώς ήταν στην αρχή της καριέρας του. Ώστε παρά το τεράστιο και τιμημένο από την Ακαδημία Αθηνών επιστημονικό μου έργο, έκανε πάνω από είκοσι πέντε χρόνια για να γίνει πρωτοβάθμιος Καθηγητής, όταν άλλοι χρειάζονται τρία ως δέκα το πολύ χρόνια. «Αυτό το θεωρώ τιμή μου, λέει. Δείχνει ότι κρατήθηκα μακριά από τον συρφετό (πολιτικούς και παρέες)». Πολύ αργότερα, το 1982, μετέφρασε το έργο και το τύπωσε στα ελληνικά. «Ώστε έχω και …μεταφραστικό έργο», λέει χαριτολογώντας. Πέραν όμως του παράδοξου, πρόκειται για δουλειά πνευματική, που του στοίχισε πολύ μόχθο και κάποια απογοήτευση: Πιστεύει ότι το γαλλικό κείμενο είναι λογοτεχνικά ανώτερο, και το δικαιολογεί: «Στη Γαλλία του 1969 είχα την ορμή και την τεράστια αγανάκτηση της εποχής, και είχα βρει έναν ρυθμό και παλμό, που δεν τα ξαναβρήκα στα ελληνικά.» Όλα όσα αναφέραμε -με την άδειά του- δείχνουν και μια σημαντική πλευρά του χαρακτήρα του. Εμείς βέβαια στην συνολική παρουσίασή μας δεν προτάξαμε το γαλλικό κείμενο, γιατί λογικά ανήκει στην γαλλική γραμματολογία. Θα κάνουμε όμως λόγο για τη μετάφραση του έργου του που έκανε ο ίδιος. Η Σοφίτα είναι πραγματικά ένα έργο εύρημα. Είναι ένα υπέροχο σατιρικό καυτό λάδι κατά των δικτατοριών και των δεινών που μπορούν να προξενήσουν. Το εύρημα κλειδί είναι ο περιορισμός της παροχής του αέρα στους ανθρώπους κι η παροχή του με …δελτίο. Το έργο αυτό αξίζει να παιχτεί μόνο και μόνο για το υπέροχο δόσιμό του, τις εύστοχες εναλλαγές των σκηνών, την ακατάπαυστη δράση, αλλά κυρίως για το θέμα του και τον τρόπο που δίνεται. Χίλιες φορές πιο σκληρό είναι να χτυπάς τον «μεγάλο αδελφό» με έντονα σατιρική διάθεση, παρά με υβρεολόγια και μεγαλοστομίες. Ο Φάλκος το καταφέρνει. Καταφέρνει να τονίσει το παράλογο τόσο ωραία, γιατί το δίνει σαν «λογικό». Αλλά η Σοφίτα είναι έργο διαχρονικό: Είναι έτσι δομημένο, ώστε να χτυπάει κάθε τύπο δικτατορίας, απ’ τη δική μας του 1967 μέχρι τις νοτιοαμερικάνικες. Το σίγουρο είναι ότι η Σοφίτα, έργο με πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο, θεατρικό λόγο και ψυχή, κατορθώνει να υπερβεί τα συνήθη και με ένα δραματουργικό υπόστρωμα συγκινεί και το κυριότερο προβληματίζει, τουλάχιστον τους λίγους που μπορούν ακόμα να προβληματιστούν. Η Σοφίτα, το έργο για το οποίο ο Σαρτρ δια στόματος Σιμόν Ντε Μπωβουάρ είπε «μ’ αρέσει η έμπνευση του έργου σας και του βρίσκω αρετές: ένα δραματικό βάδισμα, αγωνία […] Είναι βέβαιο ότι έχετε ταλέντο», δεν ανέβηκε στη σκηνή. Όσοι γνωρίζουν λίγο τα πράγματα του θεάτρου και τον χαρακτήρα του Φάλκου θα αντιλαμβάνονται το γιατί. Στα 1982 ο Φάλκος τυπώνει το ποιητικό έργο Τρεις Μαρτυρίες, που απο-

– 50 –


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

τελείται από δύο μεγάλα μέρη με χωριστό τίτλο το καθένα, με απόλυτη ενότητα ύφους, αλλά κάπως διαφορετική θεματική, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν δύο χωριστές ποιητικές συλλογές. Λίγα χρόνια πριν την εκτύπωση, κάτω απ’ την επήρεια μεγάλης ηθικής αγανάκτησης, απογοήτευσης και πόνου, αλλά και με μία έντονα σαρκαστική διάθεση, είχε συνθέσει πλήθος ποιημάτων. Αργότερα, με νηφαλιότερη και κριτική διάθεση και με τη συνεργεία του οργανωτή νου, απομάκρυνε τις επαναλήψεις, τα μετριότερα, αλλά κι αυτά που δεν μπορούσαν να ενταχτούν κάπου, και έτσι ξεχώρισε μερικές θεματικές ενότητες. Από αυτές τύπωσε δύο, που σχετίζονταν μεταξύ τους. Στην πρώτη ενότητα παρουσιάζει με ανυπέρβλητο σαρκασμό μορφές «θυτών», επηρμένων, μεγαλομανών, κακούργων, ανθρώπων που προκαλούν τη δυστυχία του κόσμου. Δίνουμε μόνο μια μικρή γεύση: «Κάθε φορά που θα βρεθώ σε δρόμους ήσυχους / Μου ’ρχεται να φωνάξω «θάνατος!» / Μ’ αυτός ο Ναζωραίος / κάθεται σαν τ’ αγκάθι στο λαιμό μου / Γι’ αυτό συνήθισα να κουβαλώ μαζί μου περιστέρια / να τα πνίγω» (σ. 9). «Αυτός ήτανε στείρος και το γνώριζε / τίποτε να γεννήσει δεν μπορούσε / εγέννησε λοιπόν ξανά τον εαυτό του / τον διαίρεσε τον πρόσθεσε / και τον πολλαπλασίασε / γέμισε ολόκληρη την οικουμένη / κουβαριασμένα φίδια» (σ. 12 ). «Μέσα στη σύγχυση / την αναρχία των καιρών / υψώθηκε σαν το μενίρ / γκάνγκστερ φιλόσοφος πολιτικός / άρχοντας των νημάτων / ήρεμος / λοβοτομημένος» (σ. 18). «Σπείρες συμμετρικές που καταλήγουμε στο κέντρο / όλα τα δέχεται Εκπέμπει μόνο λύσσα / […] / Έσχατη επιθυμία του / να γίνει και ο ίδιος θύμα ενός μαρτυρίου / να ’σβηνε, λέει, από τη μνήμη όλου του κόσμου / Σ’ αυτή τη σκέψη αφρίζει από ηδονή» (σ. 23). «Γόνιμη η σκέψη του παλιού σοφού που γύρευε να ζευγαρώσει το θάρρος με τη σωφροσύνη Το έργο αυτό μιμήθηκαν κάθε λογής πολιτισμοί που γνοιάζονται για σύνθεση κι αρμονική προσαρμογή των αντιθέτων Πιάνουν κόβουν στα δυο συνθέτουν Έτσι γεννήθηκαν οι πανθηροσπουργίτες οι κενταυροκουρούνες οι σκύμνοι κατσαριδοπόντικες και τ’ άλλα παγανά που τριγυρνούν ανάμεσά μας» (σ. 25). Θαρρώ πως τόσο έντονα καταγγελτική και σαρκαστική φωνή δεν ξανακούστηκε στον τόπο μας. Το δεύτερο μέρος παρουσιάζει τα «θύματα», με κάποια συμπάθεια βέβαια, αλλά πάλι με τρόπο σαρκαστικό, προφανώς γιατί τα θεωρεί εν μέρει συνυπεύθυνα, εφόσον με την αδιαφορία τους, την αβουλία τους, τη δειλία τους κτλ. επιτρέπουν στους «θύτες» να κάνουν ό,τι κάνουν. Ο σαρκασμός λοιπόν δεν αφορά την κακοτυχία τους, αλλά επιδιώκει να τους κεντρίσει, για να τους βγάλει από την αδιαφορία και την ανοχή: «Αυτό το σπάνιο είδος που μοιάζει με λιοντάρι / αλλά δεν είναι / που μοιάζει και με πάνθηρα / είναι ένα από τα λίγα ζώα που δεν επιζούν / αιχμάλωτα / Το θαυμαστό είναι / πως οι γονείς του το συνέλαβαν και το γέννησαν εν / αιχμαλωσία / ιστορικός συμβιβασμός / Μια λεπτομέρεια: / ευνουχισμένο» (σ. 38). «Μέρες του 67. Έξω κυκλοφορούν εμβλήματα και τέρατα / από τους κρότους βούλωσαν τ’ αυτιά του εισαγγελέα / Μονάχα ο πάρεδρος αποφασίζει / να

– 51 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

τιναχτεί μες απ’ το δέρμα του / να βγει στους δρόμους τσίτσιδος / Μα κάθεται ήσυχος στη θέση του / μασώντας το δεξί του χείλος» (σ. 42). «Τρώει τις βρωμιές που του πετούν / και καταπίνει τα λασπόνερα / μετά ξαπλώνει ανάσκελα στον ήλιο / αδιάκοπα νυστάζει / το αποδίδουν σ’ έλλειψη οξυγόνου / με τον εαυτό του πολύ λίγο μοιάζει / περισσότερο θυμίζει μια παλιά φωτογραφία / σ’ ένα βιβλίο νυσταγμένο» (σ. 45). «Απρόσβλητος περιχαρακωμένος / μέσα στα περιττά κιλά του / τεντώνεται στον καφενέ / μια κιβωτός πλαστής ευημερίας / και πού να φανταστεί τον πάνθηρα / που συσπειρώνεται» (σ. 50). Και οι δύο συλλογές κλείνουν η καθεμία με ένα ποίημα, που έχει ηθικές και μεταφυσικές προεκτάσεις και είναι από τα ωραιότερα που έγραψε ο Φάλκος. Στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο ο Φάλκος ξεπερνάει τον εαυτό του, δίνοντας το στίγμα του, θα λέγαμε, περισσότερο κι από τους Δίκαιους. Το χωροχρονικό πλαίσιο βρίσκεται πάλι σε δύσκολη για το Έθνος περίοδο, στον Εμφύλιο. Κεντρικό πρόσωπο ο Κώστας Δοξιάδης, ο οποίος αποτελεί το όχημα του Φάλκου για τις κοινωνικοφιλοσοφικές του θεωρήσεις, οι οποίες σχηματοποιούνται με πιο «σκληρές γραμμές» σε σχέση με τους Δίκαιους, χώρια που το ίδιο το μυθιστόρημα κινείται πέραν της συνηθισμένης πεζογραφίας. Με την έννοια ότι η δομή του δεν ακολουθεί τη συνηθισμένη πεζογραφική πεπατημένη, αλλά μια δική του δομή με ανατροπές και πυκνότητα στο λόγο, καθώς και μιαν αφηγηματική δομή που παραπέμπει περισσότερο σε χρονολόγιο απαρίθμησης γεγονότων, παρά σε μιαν απαλή γραμμή αφήγησης που διαρκώς μεγαλώνει. Το πιο σημαντικό όμως που καθιστά αυτό το βιβλίο μοναδικό είναι η ίδια του η υφή. Αναρωτιέται ο αναγνώστης αν είναι μυθιστόρημα, νουβέλα, ποίηση, φιλοσοφία, δοκίμιο ή μικρά αφηγήματα, εφόσον το έργο αποτελείται από 67 αφηγηματικές ενότητες γύρω από το ίδιο πρόσωπο, που όμως οι περισσότερες έχουν τέτοια δυναμική, που θα μπορούσαν η κάθε μία ν’ αποτελέσει μια ολοκληρωμένη νουβέλα. Περιέχει ακόμα 32 ποιήματα, ημερολόγια, κομμάτια θεωρητικά, αισθητικές παρατηρήσεις, με λίγα λόγια όλα τα είδη λόγου, πράγμα που κανένας συγγραφέας δεν το επιχείρησε ποτέ, υποθέτω εξ αιτίας της πολύπλευρης ικανότητας και της τεράστιας πείρας που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Και όμως ο Φάλκος το επιχείρησε και μας έδωσε ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, ένα σύνθετο θα λέγαμε γράφημα, με πλοκή και περιεχόμενο, που εμπεριέχει όλα τα είδη του λόγου άρτια δεμένα μεταξύ τους, ώστε το σύνολο ν’ αποτελεί μια συμπαγή δομή. Τα πάντα είναι αφομοιωμένα το ένα από το άλλο και δεμένα μεταξύ τους με μια άρρηκτη συνεκτικότητα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμη και για ένα μεγάλο ποιητικό σχήμα με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αρμόζουν στην ποιητική δημιουργία. Εσωτερικός ρυθμός, συγκίνηση, πλαστικότητα εικόνων, πύκνωση λόγου. Το έργο καταφέρνει, με μοναδικό τρόπο, να μας συγκινήσει, με τη μαεστρία και την πλαστικότητα της αφήγησης, με τον ευχάριστο και μουσικό λόγο του, με τη δραματικότητα και τον λυρισμό του, με τη λεπτή ικανότητα μετάβασης μεταξύ των κειμένων, με τους φυσικούς διαλόγους του, με την ολοκληρωμένη λογοτεχνική αρχιτεκτονική του, μα προπαντός με την ανθρωπιά του. Στόχος του συγγραφέα δεν είναι ο περιγραφικός ιμπρεσιονισμός, παρά

– 52 –


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

μόνο η ουσιαστική παράθεση γεγονότων και καταστάσεων, μέσα από τα οποία σμιλεύονται προσωπικότητες και χαράσσονται πορείες γενεών ολόκληρων. Ο Φάλκος δεν διστάζει να γίνει σκληρός απέναντι στα πράγματα παρουσιάζοντας αλήθειες με ωμό σχεδόν τρόπο. Παρουσιάζει το σκυθρωπό πρόσωπο της ζωής συνταρακτικά. Η καυστική ματιά του συγγραφέα παρασύρει όλο το βιβλίο σε διαπιστώσεις που μαρτυρούν, όχι μόνο πλήρη γνώση της κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα του χθες και του σήμερα (άρα και του αύριο), αλλά και ένα λεπτό χιούμορ, ευδιάκριτο παντού, το οποίο και δίνει μια μείζονα πνευματικότητα στη γραφή του. Το βιβλίο του Οι αετοί και τα κοράκια είναι ένα σοβαρό μελέτημα πάνω στην «πνευματική» ζωή της Θεσσαλονίκης και κυρίως στο παρασκήνιο, που κυριαρχεί. Ο Φάλκος μπορεί να συγκεκριμενοποιεί τις βολές του σε ένα πρόσωπο, δομώντας με συγκεκριμένα και αδιάσειστα στοιχεία αυτή του την αντιπαράθεση, αλλά στην ουσία δεν πρόκειται για την καταγγελία ενός προσώπου, αλλά ενός κατεστημένου. Ο συγγραφέας με αυτή του τη στηλίτευση δεν λοιδορεί μονάχα τους μέτριους ή και τους αχρείους που κατέχουν θέσεις κλειδιά, αλλά και χτυπάει το καμπανάκι γι’ αυτά που έρχονται, σε μια χώρα που προάγεται κάποιος κυρίως μέσα από τις επιτυχημένες «διασυνδέσεις». Το κύκλωμα της Θεσσαλονίκης όχι απλώς επιβιώνει, αλλά κρίνει και «νουθετεί», επιδιώκοντας να αποκτήσει οπαδούς και να δημιουργήσει με τη βία «σχολή». Αν οι νουθετούμενοι είναι αρκετά υποτακτικοί, εισπράττουν για τα έργα τους λίγες μόνο ειρωνείες, αλλιώς κατακεραυνώνονται και θεωρούνται μιάσματα. Οι Δίκαιοι, έργο βραβευμένο και πολλάκις επαινεμένο από πολλούς Έλληνες κριτικούς και λογοτέχνες, έγινε αντικείμενο χλεύης από τον κύκλο αυτό. Αλλά δεν έφτανε αυτό. Προσέξτε τι ρόλο παίζει στην προβολή η τηλεόραση. Αναφέρει ο Φάλκος: «Είπα σε κάποιον δημοσιογράφο ότι τιμήθηκα από την Ακαδημία Αθηνών και θα μπορούσε ενδεχομένως να με παρουσιάσει σε μια τηλεοπτική εκπομπή του. Δεν έδωσε καμιά συνέχεια. Θυμήθηκα μετά ότι αυτός ο δημοσιογράφος εμφάνισε πολλές φορές τον «Χ» δηλώνοντας πως είναι κολοσσός» (σ. 56). Σ’ αυτούς τους κύκλους που κάλυψαν τα ελάχιστα «πνευματικά» πόστα της πόλης, ανατίθεται από τις αρχές, τα περιοδικά κτλ. η ανθολόγηση των λογοτεχνών της πόλης. Ο Φάλκος, που οι τίμιοι γνωρίζουν πια ποιος είναι, απουσιάζει επιδεικτικά από τις ανθολογίες αυτές. Οι Αθηναίοι απ’ την πλευρά τους, για να μη μπουν στον κόπο να ψάξουν ή για να μην έρθουν σε ρήξη, ακολουθούν τις λίστες που συνέταξαν οι κύκλοι αυτοί. Πρόκειται φυσικά για μια επαίσχυντη κατάσταση, που έχει γυρίσει σε βάρος τους. Αλλά όπως αναφέραμε, ο Φάλκος δεν εκπλήσσεται και δεν καταγγέλλει τόσο τα συγκεκριμένα πρόσωπα, όσο εκείνους που από αδιαφορία, από αδυναμία να κρίνουν, από υπολογισμό, από φόβο κτλ., επιτρέπουν ή και υποβοηθούν τη δημιουργία τέτοιων εκτρωματικών καταστάσεων. Στην πραγματικότητα στηλιτεύει την επιλεκτική προβολή προσώπων και καταστάσεων τόσο από τα media, όσο και από ανίδεα, στενόμυαλα, εμπαθή και φατριαστικά μέλη «πνευματικών», δημοτικών, κρατικών κτλ. φορέων, ένα φαινόμενο διαχρονικό και φυσικά τρισάθλιο.

– 53 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

Η Νύχτα είναι μια συλλογή από 21 μικρά διηγήματα τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μεστότητα του λόγου, και τη μοναδική ικανότητα του συγγραφέα να μην πλατειάζει, με έναν λόγο που βασικό του άξονα έχει την αμεσότητα στην εκφορά του λόγου και το ξάφνιασμα με την εξέλιξη της πλοκής, υπό την έννοια ότι ακόμα κι ένα σημαντικό γεγονός ο Φάλκος το παραθέτει «ξερά» και χωρίς φτιασίδια στην περιγραφή. Οι τίτλοι των διηγημάτων είναι συνήθως μια λέξη: Μια πρόσκληση, Το ερώτημα, Φυγή, Ανδρεία, Το ποτάμι, Η νύχτα κ.ά., στοιχείο χαρακτηριστικό της γενικότερης λιτότητας του Φάλκου. Τα διηγήματα αυτά δονούνται απ’ την ίδια κεντρομόλο δύναμη που καθοδηγεί τους Δικαίους και τις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Η πλειοψηφία των αφηγημάτων είναι εξομολογητική. Παρουσιάζει «αλήθειες» οδυνηρές, μέσα από ένα ηθικό πρίσμα δικαίου, εμπλέκοντας σε κάποια απ’ αυτά και την δική του προσωπική ζωή, περισσότερο ή λιγότερο φανερά. Τα αφηγήματα του Φάλκου κινούνται γύρω από τη χαμένη ελληνική πατρίδα στη Μικρασία. Ο συγγραφέας κινούμενος γύρω από αυτόν τον κεντρικό άξονα φιλοσοφεί, όπως ο ίδιος ξέρει, με τρόπο εντελώς προσωπικό κι ανεπιτήδευτο. Οι δυο «αιώνιοι εχθροί», ο Έλληνας κι ο Τούρκος, αιώνιοι αντιμαχόμενοι, πολεμούν μέχρι θανάτου με αποτέλεσμα την αλληλοεξόντωσή τους. Η προαιώνια διαμάχη που δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στο θάνατο. Κι όπως εύστοχα παρατηρεί η Χαρά Μπακονικόλα «Η νύχτα του Φάλκου είναι νύχτα αγρύπνιας και επώδυνης διερώτησης πάνω στο εγκόσμιο κακό: μια νύχτα ‘‘λευκή’’, στοιχειωμένη από ένα αίσθημα ευθύνης, που δεν φιλοδοξεί να το μοιραστεί με κανέναν, αλλά απλώς το εκμυστηρεύεται σ’ εκείνους που τον διαβάζουν, κοινωνώντας τους την αγωνία ενός ποιητή-φιλοσόφου που δεν καταδέχεται να αγνοεί την ιστορία». Στην καινούργια έκδοση της Νύχτας, με τον παραλλαγμένο τίτλο Τουρκές η νύχτα, έχουμε στην πραγματικότητα ένα καινούργιο βιβλίο. Τριπλάσιο σε έκταση, περιέχει μερικά διηγήματα εκπληκτικής σύλληψης και γραφής, που μαρτυρούν αφενός ότι ο συγγραφέας έχει κι «άλλα να πει» κι αφετέρου ότι η πρωτότυπη δημιουργία δεν έχει ηλικία. Σατιρικό ύφος και γκροτέσκο στοιχείο συναντώνται στο θεατρικό Ο Καθηγητής Πλούτων, ένα βιβλίο όπου η εκφραστική υπερβολή βρίσκει τον τρόπο να βάλει βόμβα κυριολεκτικά στο κατεστημένο και να ταράξει τα βορβορώδη νερά της πολιτικής κυρίως ζωής, που είναι για τον συγγραφέα η πηγή όλων των δεινών. Η γλώσσα του «τσακίζει κόκαλα», κατά το κοινώς λεγόμενον. Πρέπει να έχεις κότσια για να γράψεις τέτοιο βιβλίο, το οποίο ναι μεν κατατάσσεται στα σατιρικά είδη του λόγου, αλλά κυριολεκτικά ευτελίζει την αναξιοπρέπεια, την αρπακτικότητα και τη δουλικότητα, ξεκινώντας από τον πανεπιστημιακό χώρο και τη σχέση φοιτητών-καθηγητών, περνώντας από τον βόρβορο της πολιτικής με την ξύλινη γλώσσα και την καταπάτηση στην πράξη όλων των αξιών και φτάνοντας στη διεθνή υποταγή, στον Αμερικάνο ηγεμόνα, ξεσκεπάζοντας έτσι τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα. Μια φαινομενική υπερβολή στο λόγο και στα ευρήματα δεν είναι παρά το κλειδί τονισμού των κακώς κειμένων. Ήδη είχε περάσει τα βασικά μηνύματά του

– 54 –


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

μέσα από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, αλλά ήξερε ότι επιλέγοντας την ελευθεριότητα του θεατρικού λόγου, μέσα από την ασυμβίβαστη σάτιρα και τον έντονα καυστικό λόγο, θα μπορούσε να γίνει ξεκάθαρος και κρυστάλλινος. Το έργο του είναι πολιτικό και κοινωνικό συνάμα. Η κριτική του συγγραφέα δεν είναι στενόκαρδη. Απευθύνεται στη νοοτροπία, που μας χαλιναγωγεί χρόνια τώρα. Αυτήν στηλιτεύει και διακωμωδεί ο Καθηγητής Πλούτων. Στην ποιητική συλλογή Σχεδιάσματα με φως ο Φάλκος ξεπερνάει και πάλι τον εαυτό του. Του δίνεται η ευκαιρία να πρωτοτυπήσει, για μια ακόμα φορά, χρησιμοποιώντας μια πιο εσωτερική στοχαστικότητα, η οποία δεν βαραίνει την στιχοπλοκή, κάνοντας την ανάγνωση-μελέτη των ποιημάτων του ευχάριστη και εύληπτη. Ο Φάλκος ξεδιπλώνει τον εσωτερικό του κόσμο μέσα από σχεδιάσματα και εικόνες μεγάλης ομορφιάς και με βαθιά νοήματα. Ο ποιητής πλαταίνει ακόμη περισσότερο τους στοχαστικούς του ορίζοντες. Το φως, όπως μας προετοιμάζει και ο τίτλος, είναι πανταχού παρόν στο έργο. Το φως για τον ποιητή είναι η επιτομή της ουσίας της ζωής. Η λάμψη του είναι η κύρια πηγή ζωτικότητας κι ελπίδας. Κι όταν το φως νοθεύεται, θολώνει και μαυρίζει, περνάμε πλέον στην τραγική διάσταση. Τα ποιήματα της συλλογής είναι μικρές σύμπυκνες ιστορίες που εξιστορούν κάτι ή οδηγούν στην αλληγορία. Αυτό είναι και το ταλέντο του Φάλκου. Με λίγα λόγια «καταθέτει» πολλά πράγματα. Ο Hermann Hesse λέει «Ένα καλλιτεχνικό ποίημα τεσσάρων γραμμών είναι πιο τέλειο και πολύτιμο από ένα μυθιστόρημα», ενώ περίπου ίδια είναι και η θέση του Charles Baudelaire: «Η συμπύκνωση είναι η υψηλότερη αρετή του πνεύματος». Είναι φανερή η επίδραση του «φωτεινού» στο έργο του Φάλκου. Το «φωτεινό», απόρροια μιας λάμψης, μιας αντανάκλασης, μιας δέσμης φωτός, ανασταίνει και λυτρώνει. Η «φωτεινότητα» ανακαλύπτεται παντού, όχι απαραίτητα σε μια λέξη, αλλά και μέσα από εικόνες και παραστάσεις. Η φιλοσοφία του Φάλκου βγαίνει στην ποίησή του αλλού σαν ειρωνεία, αλλού πιο καυστικά, αλλού δε σαν παράπονο. Η ποίησή του, πέραν των παραδοσιακών σχημάτων ή αλλού των ερωτικών αναφορών, είναι πολιτικοκοινωνική. Ο ποιητής μέσω του φωτός, εκφράζει κάθε είδος συναισθήματος, ανάγλυφα και γλαφυρά: [..] Κείνη τη μέρα τρόμαξε από πάταγο κι είδε το φως να σπάζει μέσα του να γίνεται συντρίμμια Η ποιητική αγωνία είναι έκδηλη παντού. Ο ποιητής γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τον κόσμο όπου ζει και την κοινωνική υποκρισία που αντανακλάται σε όλες τις πτυχές της ζωής. Τη στηλιτεύει και την αντιμάχεται αριστοτεχνικά. Γνωρίζει πώς να απομονώνει το στίγμα και να το πυρπολεί με στήλες φωτός μέχρι την εξαΰλωσή του. Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης ομολογεί για την ποίηση του Φάλκου: «Ποιήματα εμπλουτισμένα από βαθύ στοχασμό και λυρική ουσία, λιτά, επιγραμματικά, με

– 55 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

ρυθμούς επιβλητικούς, αλλά και ολόφωτα από μια καθαγιασμένη απλότητα. Με δυο λόγια, μια σπουδαία ποιητική προσφορά. Ειλικρινά μένω έκθαμβος μπροστά σε μια τέτοια ποιητική πανδαισία.»

Ο Κωστής Παλαμάς είχε πει «Άλλο η φιλοσοφική γνώση κι άλλο η φιλοσοφική συγκίνηση. Ο σοφός σέρνεται από την πρώτη. Ο ποιητής συχνά δέρνεται από τη δεύτερη». Ο Τάσος Φάλκος στην περίπτωσή μας «σέρνεται» κι από την πρώτη, «δέρνεται» κι απ’ τη δεύτερη.

Το έργο του Φάλκου μου πρόσφερε χαρά και συγκίνηση όχι μόνο για την ευφορία της μελέτης του, αλλά και για την ανακάλυψη καινούργιων μονοπατιών και «δικαίων» αναζητήσεων και μεγάλων προσδοκιών. Ο χρόνος είναι ο μόνος αδιάψευστος κριτής όλων και με το πέρασμά του δικαιώνει αυτούς που πραγματικά πρόσφεραν, και για τον Θεσσαλονικιό διανοητή Τάσο Φάλκο αυτό είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο.

– 56 –


ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Τον Τάσο Φάλκο τον γνώρισα ως Καθηγητή μου στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Συγκεκριμένα φοιτούσα στο Γ΄ εξάμηνο και είχα επιλέξει το μάθημα Μεθοδολογία και Τεχνογραφία της Επιστημονικής Έρευνας, το οποίο δίδασκε ο κατά κόσμον Αναστάσιος Αρβανιτάκης. Εκεί στα έδρανα κάποιου αμφιθεάτρου του πρώτου ορόφου του Πανεπιστημίου πρωτοσυνάντησα τον ακαδημαϊκό, λογοτέχνη μα πάνω απ’ όλα Δάσκαλο για μένα. Θυμάμαι επίσης πως κάποια στιγμή αργότερα ενδιαφερόμενος για τη φιλοσοφία του Παρμενίδη, πήρα το θάρρος να χτυπήσω την πόρτα του γραφείου του, για να μάθω για τον Ελεάτη φιλόσοφο. Ακριβώς από κείνη τη στιγμή ξεκινάει μια φιλία, στο πλαίσιο της οποίας και θα αναλύσω σημεία του πολύπλευρου έργου του, που μου έμειναν βαθύτατα χαραγμένα. Ας συνεχίσω όμως να ξετυλίγω το κουβάρι αυτής της φιλίας. Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε ελάχιστη σχέση είχα με τη λογοτεχνία. Το ενδιαφέρον μου κινούνταν στα αυστηρά όρια της φιλοσοφίας. Οι κουβέντες πλήθαιναν και παρά τις παραινέσεις του Καθηγητή μου να αρχίσω να διαβάζω λογοτεχνία, συνέχισα να ενδιαφέρομαι αποκλειστικά και μόνον για τη φιλοσοφία. Μέχρι που μια μέρα με προέτρεψε να διαβάσω κάποια λογοτεχνικά έργα του Μαρκές. Του αντέτεινα πως ο δισταγμός μου απέναντι στη λογοτεχνία έγκειτο στο γεγονός, ότι η λογοτεχνία υφίσταται στη σφαίρα της φαντασίας και ως εκ τούτου δεν είναι παιδί της αλήθειας. Η απάντηση που έλαβα ήταν η εξής: «Η λογοτεχνία και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την υψηλή λογοτεχνία, είναι φιλοσοφία και έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει βαθύτατες ανθρώπινες αλήθειες, αγγίζοντας ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές.» Άλλωστε, κατά τον Φάλκο, ένας από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες που υπήρξαν ποτέ, είναι ο Πλάτων. Στη συνέχεια, ανακάλυψα μεταξύ άλλων και το έργο του Φάλκου, τον οποίον τώρα πλέον θεωρώ έναν από τους σημαντικούς λογοτέχνες της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης. Η φιλία αυτή υπήρξε σημαδιακή για εμένα, διότι πέρα από τη γνωριμία με μια σπάνια και χαρισματική προσωπικότητα άρχισα να υποκύπτω κι εγώ στον πειρασμό της γραφής και στους κρυμμένους θησαυρούς της λογοτεχνίας. Αν δεν είχα γνωρίσει τον Φάλκο, ίσως να μην είχα αποπειραθεί ποτέ να γράψω ποίηση και διηγήματα και ως εκ τούτου τον θεωρώ τον άνθρωπο που με μύησε στη λογοτεχνία. Τον Φάλκο ασφαλώς δεν τον χαρακτηρίζει μονάχα το συγγραφικό ταλέντο, αλλά μέσα από το έργο του, που ο ίδιος αποκαλεί Μητρόπολη, φανερώνεται μια φιλοσοφία με επίκεντρο την ηθική. Η ηθική αυτή δεν αφορά κάποιο θρησκευτικό δόγμα μα μήτε μια συγκεκριμένη θεωρία που προσπαθεί να απαντήσει στο

– 57 –


ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ

περίφημο σωκρατικό ερώτημα: Πώς πρέπει να ζει κάποιος; Τον Φάλκο τον απασχολεί περισσότερο η ηθική στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων, η απουσία της οποίας ευθύνεται κατά μέγιστο βαθμό για τα σημερινά ανθρώπινα δεινά. Τα έργα του Φάλκου χαρακτηρίζονται από την ιστορία του νεότερου ελληνισμού, η οποία αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο ασκεί την τέχνη και αναπτύσσει τη φιλοσοφία του. Όπως ακριβώς ο Θόδωρος Αγγελόπουλος διατρέχει τη νεοελληνική ιστορία μέσα από τις ταινίες του και επιζητά την αποκρυπτογράφηση της ελληνικής ψυχής, έτσι και ο Φάλκος καλεί τον αναγνώστη να σταθεί κριτικά απέναντι στην ιστορία και τις ουκ ολίγες τραγωδίες που επεφύλαξε στον νεότερο ελληνισμό. Το ζητούμενο στον Φάλκο δεν είναι ο καταλογισμός των ευθυνών στους υπαίτιους, ώστε να επουλωθούν οι πληγές και να τελειώνουμε με τα ιστορικά διλήμματα που αναζωπυρώνονται διαρκώς και δυστυχώς κρατάνε ακόμη διχασμένη την ελληνική ψυχή. Το ζητούμενο στα έργα του Φάλκου αποδίδεται πολύ εύστοχα σε ένα από τα αφηγήματα της Νύχτας μέσω της συνομιλίας του με τον Μικρασιάτη Κ. Ζ.: Στα έργα σου αναφέρεις τον πόθο για ενότητα των ορφικοπυθαγορείων, τον πόθο της ψυχής να ξαναβρεί τη θέση της που έχασε1. Θυμάμαι κάποτε σε μια από τις συζητήσεις μας, αποκρίθηκε: «Η νεότερη ελληνική ιστορία είναι γεμάτη τραγωδίες, από τις οποίες δυστυχώς δεν διδαχθήκαμε. Μετά την μικρασιατική καταστροφή και τα χιλιάδες θύματα των Ελλήνων της Ιωνίας και του Πόντου ήρθε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Είχαμε ως λαός τη φαεινή ιδέα, αμέσως μετά την Κατοχή να αφεθούμε σε μια άνευ προηγουμένου αλληλοεξόντωση, θαρρείς και πάνω από όλα ήμαστε αριστεροί και δεξιοί και όχι Έλληνες. Ούτε αυτές οι τραγωδίες δεν στάθηκαν ικανές να μας προβληματίσουν. Έπειτα ήρθε ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Και όμως η μοίρα επεφύλασσε κι άλλα: Την επταετία της χούντας και το κυπριακό, πληγές που μέχρι και σήμερα δεν έχουν επουλωθεί. Πώς να χαρακτηρίσει κανείς αυτήν την ιστορία, τη γεμάτη τραγωδίες;» Ο Φάλκος και η γενιά του θα ζήσουν την εποχή που εκτείνεται από την Κατοχή και έπειτα. Ο ίδιος μου έλεγε για τα άψυχα κορμιά που συναντούσε πεσμένα στους δρόμους της γειτονιάς, καθώς πήγαινε να παίξει ως παιδί. Τι παιχνίδι άραγε ήταν αυτό και πώς επέδρασε στις παιδικές ψυχές είναι ένα ζήτημα που το γνωρίζουν μονάχα όσοι κουβαλάνε στα μύχια της ψυχής τους τις εικόνες αυτές. Η γενιά αυτή γνώρισε τη φρικτή πλευρά της ζωής από πρώτο πρόσωπο, πράγμα που γνωρίζω καλά από τα βιώματα του πατέρα μου και των θείων μου που ανήκουν κι αυτοί στη γενιά του Φάλκου. Αυτό το οποίο είναι δεδομένο για τις νεότερες γενιές, δηλαδή η πάγια ικανοποίηση του αισθήματος της πείνας, για τη γενιά του Φάλκου δεν ήταν. Τα θύματα που κείτονταν στους δρόμους των ελληνικών αστικών και υπαίθριων περιοχών την περίοδο της Κατοχής, είχαν πεθάνει στην πλειοψηφία τους από υποσιτισμό και ασιτία. Εύλογα θα αντιτείνει κανείς την αντίρρηση πως αυτές οι εποχές, οι εικόνες και οι παραστάσεις ανήκουν στο παρελθόν, οπότε ποιο είναι το όφελος της επανεμφάνισής τους στη σύγχρονη λογοτεχνία; Το να κυριαρχεί ο μηρυκασμός των 1. Η Νύχτα, σ. 102.

– 58 –


ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

τραγικών βιωμάτων ως πρωτεύον λογοτεχνικό μοτίβο ασφαλώς μειώνει το ίδιο το έργο, αλλά το να διατηρείται μια στάση ηθελημένης αγνόησης των εν λόγω συμβάντων, για να μην προκαλούνται αισθήματα δυσφορίας στον αναγνώστη, φανερώνει, πέρα από μια φοβία αντιμετώπισης του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος, και μια στάση επικίνδυνη για τη συλλογική μνήμη. Ο Φάλκος απέχει ρητά από τη νεότευκτη μόδα των ιστορικών μυθιστορημάτων, που άλλοτε λειτουργούν στο πλαίσιο της ανασύστασης του παρελθόντος και άλλοτε εγκλωβίζονται στη μεταμυθοπλαστική απόπειρα, η οποία ουκ ολίγες φορές εμφανίζεται ελλείψει αξιόλογων λογοτεχνικών εγχειρημάτων, που θα προσέφεραν νέα μυθολογήματα στο αναγνωστικό κοινό. Ο Φάλκος χρησιμοποιώντας μοτίβα της πρόσφατης ιστορίας διεισδύει στα ψυχικά βάθη των ηρώων του, και μέσα από τα βιώματά τους προσπαθεί να διαμορφώσει έναν νέο ανθρώπινο χαρακτήρα με ήθος οικουμενικό, έναν νέο ανθρωπισμό. Θυμάμαι να τονίζει τα εξής: «Αν θέλουμε να διδαχθούμε από τα λάθη μας και αν επιθυμούμε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του πολιτισμού, τότε θα πρέπει, παρά τις όποιες διαφορές μας, να σεβαστούμε μια πανανθρώπινη αξία, την αξία της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Δεν δικαιολογείται καμία ιδεολογία και κανένα καθεστώς που σέβεται τον άνθρωπο να προσθέτει κι άλλους νεκρούς στο όνομα της οποιασδήποτε τάξης πραγμάτων και της οποιασδήποτε “προόδου”. Αν η αξία της ανθρώπινης ζωής είχε αποτελέσει την αρχή την οποία θα αποδέχονταν όλοι οι πολιτισμοί, τότε δεν θα υπήρχαν τα αμέτρητα θύματα της ιστορίας, και τραγωδίες όπως αυτές της μικρασιατικής καταστροφής και της Κατοχής θα είχαν αποφευχθεί.» Αυτή η στάση του Φάλκου, που αναδύεται συνεχώς μέσα από τα έργα του, αγγίζει με έναν σαφή τρόπο το ζήτημα της ηθικής και του επαναπροσδιορισμού της από την ανθρωπότητα. Στο μυθιστόρημα Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, ο Φάλκος έχει εναποθέσει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία στον ήρωα του έργου, τον Δοξιάδη. Κάποια στιγμή ο ψυχαναλυτής του Δοξιάδη γοητευμένος από την προσωπικότητα του ασθενή του, θα μάθει μέσω ενός γράμματος του Δοξιάδη κάποιες από τις πλευρές του2: «Ο Εμφύλιος δεν πρόσθεσε πολλά στην κοσμοθεωρία μου. Μα συνειδητοποίησα καλύτερα αυτά που έβλεπα στην Κατοχή. Οι γερμανοί ήτανε άνθρωποι κι αυτοί, μα ήταν ξένοι. Κι αυτό με διευκόλυνε να ρίχνω αλλού τα κρίματα. Μα στον Εμφύλιο κλονίστηκαν τα άλλοθι. Βέβαια μπορείς και πάλι να μεταθέσεις την ευθύνη και την ενοχή στους ξένους, γιατί αυτοί αποφάσισαν ν’ αλληλοσκοτωθούμε. Μα τις σφαγές τις κάναμε εμείς! Το έγκλημα δίχως υπεκφυγές έπεσε πάνω στο κεφάλι μας! […] Σε μια στιγμή φαντάστηκα ότι ξυπνάει η ιστορική μνήμη, πως όλα όσα γίνηκαν ποτέ, βγαίνουν στην επιφάνεια. Οπότε οι άνθρωποι απελπίζονται, βλέποντας τη φριχτή τους ιστορία. Τότε κατάλαβα το νόημα της λήθης. Μα στον Εμφύλιο συμπέρανα πως είναι ταπεινό κι ανάξιο να καταφεύγουμε στη λήθη.» Η φιλοσοφία του Φάλκου ασφαλώς δεν εμμένει στη νεότερη ελληνική ιστορία, ξεπερνά τα σύνορα της χώρας και αντλεί παραστάσεις από τα βιώματα 2. Μαρτυρίες για έναν Απόντα Φίλο, σ. 124.

– 59 –


ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ

της παγκόσμιας ιστορίας. Στο πεζογράφημα Το χρονικό των δικαίων που ξετυλίγεται στη Θεσσαλονίκη της κατοχής, υπάρχει ένα επεισόδιο όπου ένας τυφλός Εβραίος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και οδηγείται σε ένα στρατιωτικό καμπαρέ.3 Εκεί ο τυφλός γρονθοκοπείται ανελέητα από έναν μηχανικό πυγμάχορομπότ. Αν το επεισόδιο αυτό καταδεικνύει μια αναμφισβήτητη αλήθεια, τότε αυτή αποκαλύπτει το τι είναι σε θέση να πράξει ο άνθρωπος με τη χρήση της τεχνολογίας και της επιστήμης, όταν η ηθική είναι απούσα. Ας θυμηθούμε επίσης δύο άλλα φρικτά εγκλήματα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που ακούν στο όνομα Χιροσίμα και Ναγκασάκι, και που υπήρξαν αποτέλεσμα ενός φρικτού επιστημονικού επιτεύγματος. Την έλλειψη της ηθικής, τόσο στην επιστήμη όσο και στην πολιτική εξουσία θα την αποτυπώσει εύστοχα ο Φάλκος στο παρακάτω ποίημά του4: Ο λήσταρχος κι ο δικαστής μιλούσαν για την ομορφιά κοιτάζοντας μια καλιακούδα ενώ η επιστήμη λυσσασμένη έσφαζε μες στην αγορά Η ηθική θα απασχολήσει τον Φάλκο και σε άλλα επίπεδα, όπως στην περίπτωση του Heidegger. Χαρακτηριστικά στο μυθιστόρημα Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, ο Φάλκος αναφέρεται στο γερμανό φιλόσοφο λέγοντας τα εξής5: «Ο Heidegger, […] που ήταν κι αυτός φιλόσοφος και ποιητής και γνώρισε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, παρέμεινε ο ίδιος.» […] Την άλλη μέρα μου έφερε ένα ποίημα για τον Heidegger. Το χαρακτήρισε ως «σάτιρα», δεν ξέρω ακριβώς γιατί: Αυτή την άνοιξη κάθε πρωί μέσα στο λερωμένο φως βρίσκαμε μαραμένο κι ένα δέντρο! Αλλά δεν χάνουμε το θάρρος μας. Θα φέρουμε καινούργια δέντρα φιλοσοφικά που δεν προσβάλλονται από τη δυσωδία, που μεγαλώνουν και προκόβουν μέσα στο λερωμένο φως. Τη γενικότερη στάση του Heidegger την σχολιάζουν κι άλλοι ακαδημαϊκοί, μεταξύ αυτών και ο Θανασάς, ο οποίος ενώ αναγνωρίζει το μεγάλο έργο του γερμανού φιλοσόφου, επισημαίνει ωστόσο πως ήταν άνθρωπος δειλός, στερού-

3. Το Χρονικό των Δικαίων, σσ. 9-18. 4. op. c. σσ. 188-189. 5. Ibid. σσ. 76-77.

– 60 –


ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ

μενος αρχών και ηθικού αναστήματος6. Επίσης χαρακτηρίζει αφελή την προσπάθεια του Heidegger να καθοδηγήσει πνευματικά το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα και να οδηγήσει τον Führer7. Η συζήτηση αυτή ασφαλώς θίγει ένα καίριο ζήτημα που ταλανίζει και την εποχή μας, και αναφέρεται στο ρόλο του διανοουμένου σε μια κοινωνία. Η θέση του Φάλκου είναι άκρως σημαντική και αναφέρει χαρακτηριστικά8: «Ρωτώ για τους δεσμούς ανάμεσα στην ποίηση και τη φιλοσοφία. Λέει πως στην κλασική εποχή η ποίηση και η φιλοσοφία ήταν συνενωμένες. Με το ξεχώρισμα τους, η ποίηση έγινε φτωχότερη, και η φιλοσοφία μια κατάξερη πεδιάδα, που την διασχίζουν πέντε ειδικοί.» Αν για τον Φάλκο οι διανοούμενοι της εποχής μας καλούνται να αντεπεξέλθουν σε έναν σημαίνοντα κοινωνικό ρόλο, τότε αυτός εύστοχα αποτυπώνεται στους παρακάτω στίχους9: Αυτός ο άγγελος συριακής τεχνοτροπίας πρόσωπο ακέριο στήθος παλικαρίσιο φτερά της Δίκης είν’ ένας άγγελος πολεμιστής Μ’ αυτή τη σάλπιγγα σκοτώνει κι ανασταίνει Το χρέος της σύγχρονης διανόησης συμβαδίζει με την αισιόδοξη ποιητική παρακαταθήκη του Φάλκου, που αποτελεί και τον επίλογο του μυθιστορήματος Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο10: Εμείς λοιπόν με τα καμένα πρόσωπα τα σκοτεινά θα δέσουμε τα χέρια μας με τ’ άλλα χέρια τα πικρά κι αμίλητα θα πάρουμε τη σάλπιγγα απ’ τα χώματα Οπωσδήποτε μέσα από το έργο του Φάλκου αναδύεται μια φιλοσοφία με οικουμενική ηθική, πράγμα που τον απαλλάσσει πρωτίστως από το στοιχείο του ελληνοκεντρισμού και δευτερευόντως από την απόπειρα ανασύστασης και επαναπροσδιορισμού της ελληνικότητας11. Τα πεζογραφικά μοτίβα που χρησιμοποιεί μπορεί να προέρχονται στην πλειοψηφία τους από τη νεότερη ελληνική ιστο6. Θανασάς, Π. Κ., «Προλεγόμενα», στο Heidegger, M. Τι είναι Μεταφυσική; Αθήνα 2000, σσ. 12-14. 7. Ibid. 8. op. c. (1999), σ. 77. 9. Ibid. 200. 10. Ibid. 11. Βαγενάς, Ν. «Ο μύθος του ελληνοκεντρισμού», στο Βαγενάς, Ν., Καγιαλής, Τ. και Πιερής Μ. Μοντερνισμός και Ελληνικότητα. Ηράκλειο, 1997, σσ. 11-29.

– 61 –


ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ

ρία, ωστόσο αυτά μετουσιώνονται σε διδάγματα οικουμενικού και πανανθρώπινου χαρακτήρα. Επίσης, το έργο του ανήκει εν μέρει στον μαγικό ρεαλισμό, χωρίς βέβαια να ανάγεται αποκλειστικά σ’ αυτόν12. Ισχυρή είναι και η παρουσία της αρχαιοελληνικής παράδοσης, με επίκεντρο την Ορέστεια του Αισχύλου, την Ηλέκτρα του Σοφοκλή και τα έργα Ορέστης και Ηλέκτρα του Ευριπίδη. Ο Φάλκος θα ξαναδώσει υπόσταση στις Ερινύες, οι οποίες κατατρύχουν τους ήρωές του, και δεν θα διστάσει να θίξει στον σύγχρονο άνθρωπο το ζήτημα της ιστορικής-συλλογικής ευθύνης. Κατά τον Φάλκο δεν δύναται να υπάρξουν αθώοι: Η ευθύνη διαχέεται σε όλους τους λαούς για όσα φρικτά διαπράχθησαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο13, αφού τα εγκλήματα αυτά τα έκαναν άνθρωποι με την ανοχή ή και την άγνοια άλλων συνανθρώπων μας. Εν ολίγοις το δικό μας το γένος τα διέπραξε. Ασφαλώς τα όσα συμβολίζουν οι Ερινύες δεν είναι αρεστά στην πλειονότητα των ανθρώπων, και έξοχα ο Αισχύλος στις Ευμενίδες δια στόματος Απόλλωνα θα τις περιγράψει ως εξής14: «Πέσαν σε ύπνο οι σιχαμένες / κόρες, γριές, παμπάλαια / γεννήματα / που ούτε θεός ούτε / άνθρωπος ούτε θηρίο / έρχεται κοντά τους». Στο σημείο στο οποίο μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τον Φάλκο είναι ότι ενοχοποιεί τις νέες γενιές για εγκλήματα τα οποία διέπραξαν οι πρόγονοί τους. Οπωσδήποτε η διατήρηση της ιστορικής-συλλογικής μνήμης και η διάχυσή της μέσα στα σχολεία και την κοινωνία ευρύτερα, είναι και θα είναι ευθύνη της κάθε γενιάς. Και τούτο όχι μόνο για να μην ξαναέρθουν τέτοιοι χαλεποί καιροί, αλλά κυρίως για να γνωρίζουμε τι είναι σε θέση να πράξει η ανθρώπινη φύση, όταν οι περιστάσεις και οι συνθήκες την αποκτηνώσουν. Πρέπει ακόμα να τονίσουμε ότι στους αρχαίους τραγικούς ποιητές οι Ερινύες εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της μητροκτονίας που έχει διαπράξει ο Ορέστης, και στην οποία είναι συνένοχη η αδελφή του Ηλέκτρα. Στον Φάλκο οι Ερινύες είναι γέννημα-θρέμμα της πρόσφατης ιστορίας, γι’ αυτό άλλωστε αγγίζουν τον καθένα μας και αποτελούν ένα πολιτισμικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας. Η ανάλυση του πολυσύνθετου λογοτεχνικού έργου του Φάλκου ασφαλώς δεν εξαντλείται σε κάποιες λιγοστές σελίδες, διότι μέσα από το έργο του αποκαλύπτεται κι ένα ισχυρό φιλοσοφικό οικοδόμημα, που χρήζει περαιτέρω ενασχόλησης. Στο άρθρο αυτό επιχείρησα να φωτίσω κάποιες από τις όψεις του έργου του, το οποίο ευελπιστώ ότι θα ανακαλυφθεί και από άλλους με το πέρασμα του χρόνου.

12. Παρίσης, Ι. και Παρίσης, Ν., Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων (έκδοση ζ’). Αθήνα, 2006. 13. Τον Φάλκο τον απασχολούν και άλλες τραγικές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας όπως είναι ο εμφύλιος πόλεμος και η μικρασιατική καταστροφή, θέματα με τα οποία καταπιάνεται στα έργα του συνεχώς. 14. Νικολαΐδου, Ε., Αισχύλος. Ο Πατέρας της Τραγωδίας. Αθήνα, 2002, σ. 225.

– 62 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Η θητεία του Φάλκου στο θέατρο είναι πολύ μακριά. Ήδη απ’ το γυμνάσιο, το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, όπου ήμασταν συμμαθητές, και λίγο μετά είχε σχεδιάσει δύο θεατρικά έργα, τον Νικηφόρο Φωκά και τον Εμμανουήλ Παπά, που όμως δεν αποτελείωσε ποτέ, γιατί δεν τον ικανοποιούσαν. Πάλευε να βρει το προσωπικό του ύφος, αλλά δεν το είχε επιτύχει ακόμα. Με το επόμενο θεατρικό έργο του, Το όνειρο της πείνας και της ομορφιάς, βρήκε τον εαυτό του, αλλά όχι δίχως κόπο. Το έργο το έγραψε σε μεγάλο χρονικό διάστημα διασκευάζοντάς το κατά καιρούς, ώστε να επιτύχει αυτό που ήθελε. Το έργο εγκαινιάζει τις άγριες κοινωνικές και πολιτικές σάτιρές του. Πρόκειται για έναν Καραγκιόζη, αλλά ο κατακτητής Πασάς, που θέλει να γκρεμίσει τον Παρθενώνα -τον κλασικό πολιτισμό-, για να κτίσει στη θέση του σαράι -τον σύγχρονο υπο-πολιτισμό της ασυδοσίας και της αλαζονείας, φοράει καπέλο κάου-μπόι, ένα είδος αμερικανού κατακτητή-εξουσιαστή. Σήμερα που οι κλασικές σπουδές βρίσκονται σε υποχώρηση, το έργο είναι εντελώς επίκαιρο, αλλά επειδή είναι αδημοσίευτο, δεν θα μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό. Θα αναφέρω μόνο τι μου εκμυστηρεύτηκε ο Φάλκος σχετικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Τώρα που βρήκε τη θεματογραφία που τον ενδιαφέρει και έγινε κάτοχος των τεχνικών του μέσων, γράφει διαλόγους με μία ευκολία που τον ανησυχεί. Θα προσθέσω δυο λόγια για τη θεατρική παιδεία του Φάλκου. Ο συγγραφέας διδάχτηκε στο σχολείο τον Οιδίποδα τύραννο, που τον ήξερε σχεδόν απ’ έξω, και μετά την Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Στο πανεπιστήμιο διάβασε και συγκλονίστηκε από την Ορέστεια του Αισχύλου που την θεωρεί ως το σπουδαιότερο έργο που βγήκε από ανθρώπινο χέρι. Στις εξετάσεις του πτυχίου, όπου έπρεπε να μελετήσει και να εξεταστεί σε δέκα τραγωδίες της επιλογής του, δήλωσε ότι τις είχε μελετήσει όλες. Εφόσον ο Φάλκος διαβάζει πολύ, πέραν του κλασικού θεάτρου, δεν υπάρχει νομίζω μορφή αξιόλογου θεάτρου, ελληνικού ή ξένου, λαϊκού ή λόγιου, που να την αγνοεί. Μου είχε υποδείξει μάλιστα να κάνω διατριβή επάνω στον Καραγκιόζη και μου διέθεσε τα δυσεύρετα βιβλία που είχε, όπως του Καΐμη. Αλλά οι περιστάσεις της ζωής και ίσως κάποια δική μου αδράνεια, ματαίωσαν το σχέδιο αυτό.

Η ΣΟΦΙΤΑ Όπως ο Φάλκος σημειώνει στο τέλος του βιβλίου, αφορμή για τη σύνθεση

– 63 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

της Σοφίτας του έδωσε το παρακάτω συμβάν: «Μια μέρα περνώντας την Τσιμισκή ένιωσα αποπνικτικά. Δυσκολευόμουν ν’ ανασάνω. Έτσι γεννήθηκε η κεντρική ιδέα.» Βρισκόμασταν, σημειώνει, στο δεύτερο χρόνο της δικτατορίας. Απ’ το συγκεκριμένο γεγονός ανέβηκε αμέσως στο σύμβολο και στο καθολικό, πράγμα που είναι πάγια τακτική στη λογοτεχνική δημιουργία του Φάλκου. Η βασική ιδέα ήταν ότι μας ελέγχουν την αναπνοή, δηλαδή την ελευθερία, μας πνίγουν σωματικά και ηθικά. Αμέσως άρχισε να σκέφτεται πάνω στις δυνατότητες που προσφέρει το θέμα αυτό. Μια κυβέρνηση, με το πρόσχημα ότι οι πολίτες κάνουν κατάχρηση του δημόσιου αέρα, αποφασίζει να επιβάλλει περιορισμούς στην αναπνοή του κόσμου. Επιβάλλει τα ναρκωτικά που επιβραδύνουν την αναπνοή, τα ναρκωτικά δίνονται παντού, σε φαρμακεία, υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες. Φράζονται τα παράθυρα και μέσα στα σπίτια αφήνεται ελάχιστος αέρας, όσο να επιζήσουν βιολογικά οι άνθρωποι, στους δρόμους ο κόσμος κυκλοφορεί με μάσκες με τον δικό του μόνο αέρα, υπάρχουν σχολές όπου κανείς μαθαίνει να αναπνέει ελάχιστα κτλ. κτλ. Όλα αυτά έπρεπε να οργανωθούν σε ένα ενιαίο σύνολο, που να έχει ακατάπαυστη δράση, όπως απαιτεί το θέμα, αν κανείς το πιάσει απ’ τη γένεσή του. Έτσι ο Φάλκος επέλεξε -αυτόματα, όπως λέει- το θέατρο, όπου μια δράση πολλαπλή είναι πιο ταιριαστή απ’ ότι στην πεζογραφία, τουλάχιστον αυτήν που καλλιεργεί ο ίδιος. Η κεντρική ιδέα, παρά το ότι έχει πραγματική αφορμή, μπορεί να φανεί σ’ αυτούς που είναι πραγματιστές κάπως τολμηρή. Αλλά το έργο δεν είναι πιο τολμηρό από τις Όρνιθες λ.χ. του Αριστοφάνη ή τον Ρινόκερο του Ιονέσκο. Σ’ αυτού του είδους φαντασία και σύλληψη ανήκει η Σοφίτα. Σκοπός του συγγραφέα ήταν να ταρακουνήσει, να εξεγείρει συνειδήσεις, να εξοργίσει. Απ’ την αρχή βεβαίως σκεφτότανε τους Ευρωπαίους, γιατί δεν ήταν δυνατό να γίνει λόγος για παίξιμο στην Ελλάδα ενός τέτοιου έργου. Κανείς δεν θα το αναλάμβανε, και στην ολότελα απίθανη περίπτωση που κάποιοι θ’ αποφάσιζαν ν’ αυτοκτονήσουν, όλοι θα εξουδετερώνονταν αμέσως, και το έργο θα ’μενε χωρίς καμιά απολύτως απήχηση κι ενέργεια πάνω στις συνειδήσεις. Ο Φάλκος έλπιζε μονάχα στους «απ’ έξω». Μόνο με την προοπτική αυτή καταλαβαίνει κανείς γιατί, μετά από ένα προσχέδιο στα ελληνικά, έγραψε τη Σοφίτα απ’ ευθείας στα γαλλικά και επιδίωξε το ανέβασμά της στην Ευρώπη, όπου βρέθηκε με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Βέβαια ήξερε πως αν το έργο παιζόταν στο εξωτερικό, δεν θα μπορούσε να γυρίσει στην Ελλάδα. Εφόσον επιδίωκε να ταρακουνήσει συνειδήσεις, έπρεπε να οργανώσει έτσι το υλικό της φαντασίας του, ώστε με την συνεχή και αυξανόμενη ένταση να προκαλεί στον θεατή ανάλογη με το θέμα ασφυξία και αγανάκτηση. Αντιλαμβανόταν ότι αυτό έπρεπε να γίνει με δράση πολύ διαφορετική από αυτήν που ανέπτυσσε στην πεζογραφία του. Η δράση λ.χ. των Δικαίων, μια «δράση» εσωτερική, στοχαστική και ποιητική, καθόλου θεατρική, θα μπορούσε να δοθεί σε μισή σελίδα. Αντίθετα η δράση της Σοφίτας είναι αδύνατο να συνοψιστεί με ανάλογο τρόπο, γιατί σχεδόν το παν στηρίζεται στη δράση. Αυτή προκαλεί το κύριο ενδιαφέρον, το «δραματικό προχώρημα και την ένταση», που επαίνεσε ο Σαρτρ δια στόματος Σιμόν ντε Μπωβουάρ.

– 64 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

Ο ίδιος λόγος -να ταρακουνήσει συνειδήσεις- επέβαλλε στον Φάλκο να μη κάνει τον συμβολισμό του σκοτεινό, σιβυλλικό και δυσανάγνωστο, προορισμένο για λίγους «μύστες», δηλαδή αργόσχολους, με δίχως ηθικό σαράκι. Χρησιμοποιεί βεβαίως ένα σύμβολο, και μάλιστα ένα σύμβολο που θα το χαρακτήριζε κανείς μοντέρνο, αλλά ούτε στιγμή δεν κρύβει τις προθέσεις του και δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις, όπως αυτές που αφήνουν πολλά απ’ τα σύγχρονα έργα, που είναι δυνατό να τα ερμηνεύσεις με πολλούς τρόπους, συνήθως γιατί ο συγγραφέας θολώνει τα νερά, μη έχοντας κάτι το ξεκάθαρο και δυνατό να πει. Ενώ λοιπόν το έργο του Φάλκου είναι ένας σύγχρονος συμβολισμός, όπως ο Ρινόκερος του Ιονέσκο ή Τα παιδιά στην εξουσία του Βιτράκ, είναι τόσο ξεκάθαρο στο νόημά του όσο και οποιαδήποτε αρχαία τραγωδία ή κωμωδία. Εφόσον με το έργο αυτό ο συγγραφέας ενδιαφέρεται ν’ αναταράξει συνειδήσεις και να πολεμήσει την αδικία, το έργο του αυτό, όπως και το άλλο τυπωμένο θεατρικό του, Ο Καθηγητής Πλούτων, εντάσσεται στη λογοτεχνία με θέση, στην «ηθική» θα λέγαμε λογοτεχνία, αυτήν που εγκαινίασε ο Ησίοδος και η αρχαία κωμωδία. Η σάτιρα και η κωμωδία έχουν συχνά ως κύριο κίνητρο την αγανάκτηση για τα στραβά και το κακό. Στο βάθος η Σοφίτα είναι μια άγρια σάτιρα κατά της δικτατορίας, όχι μόνο αυτής που επέβαλε στους Έλληνες η Αμερική, αλλά εναντίον κάθε πολιτεύματος που στερεί τις ατομικές ελευθερίες, μια σάτιρα ενάντια στην επιβολή της ξένης θέλησης, της ξένης εξουσίας. Έμμεσα στη Σοφίτα και ξεκάθαρα στον Καθηγητή Πλούτωνα, η ζωώδης θέληση για δύναμη και για εξουσία, οι επιδιώξεις και η έπαρση των ισχυρών, αυτή που με τη βία μπαίνει αυθαίρετα στα σπίτια μας, που προκαλεί πολέμους και κάθε είδους συμφορές, προσδιορίζεται ως η πιο σημαντική πηγή του εγκόσμιου κακού, ιδέα που είναι κυρίαρχη και στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο Ηράκλειτος λ.χ. θεωρεί την ύβρη (την έπαρση και την αλαζονεία) χειρότερη κι από την πυρκαγιά που καταστρέφει τα πάντα. Ανάλογες εκφράσεις βρίσκουμε και στην τραγωδία. Ο Προμηθέας λ.χ. καταγγέλλει την έπαρση και τη βία των ισχυρών. Από την άποψη αυτή ο Φάλκος συνεχίζει τον δρόμο που άνοιξαν οι αρχαίοι Έλληνες. Το έργο του λοιπόν εμπνέεται τόσο από τη σύγχρονή μας εποχή όσο κι απ’ την αρχαία. Ο συγγραφέας αναζητεί πάντοτε αυτό που ισχύει σ’ όλες τις εποχές, το διαχρονικό, πράγμα που έκαμναν και οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς. Τα πάντα έπρεπε να οργανωθούν, ώστε να εξεγείρουν συνειδήσεις για τα παθήματα των Ελλήνων, κι αυτός ο στόχος απέκλειε τη διατύπωση φιλοσοφικών και μεταφυσικών ερωτημάτων και αναζητήσεων που είναι σύμφυτα με την ποίηση και την πεζογραφία του Φάλκου. Ώστε εκείνοι που είναι εξοικειωμένοι με το γράψιμό του μπορεί να υποθέσουν ότι η Σοφίτα δεν έχει τη σφραγίδα του, δεν είναι έργο τόσο προσωπικό, όσο οι Δίκαιοι λ.χ. ή οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Ωστόσο το έργο έχει όλα τα γνήσια στοιχεία της δημιουργίας του Φάλκου, το ηθικό πάθος, τον πόλεμο κατά του «δαίμονα», την δραματική ένταση, την ασίγαστη φαντασία, τα εξαιρετικά και αλλεπάλληλα ευρήματα, που θα δούμε αμέσως παρακάτω. Το αόριστο θέμα του περιορισμού της αναπνοής των πολιτών έπρεπε να γίνει συγκεκριμένο και απτό και να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της σκηνής. Για το σκοπό αυτό ο συγγραφέας διάλεξε ένα μέσο αστικό σπίτι. Η πρώτη πράξη

– 65 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

θα εξελίσσεται στο ισόγειο του σπιτιού αυτού, η δεύτερη στον πρώτο όροφο και η τρίτη στη σοφίτα. Έτσι δημιουργείται μια ενότητα χώρου. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, που συμβολίζει τον μέσο Έλληνα και Ελληνίδα, αλλά και την Ελλάδα, εκτοπίζεται πρώτα απ’ το ισόγειο, μετά από τον πρώτο όροφο και καταλήγει επιτηρούμενη και φυλακισμένη- στη σοφίτα. Ανάλογα το σπίτι είναι ο ιδιωτικός, ο προσωπικός χώρος, το άσυλο, όπου κανείς δεν δικαιούται να εισβάλλει με τη βία, αλλά είναι και η ίδια η Ελλάδα σε μικρογραφία: «το σπίτι είναι ο προσωπικός εσωτερικός χώρος, τον οποίο χρειάζεται κανείς για ν’ αναπτυχθεί και να εκδηλωθεί ελεύθερα, η ίδια η ψυχή, αλλά και παραπέρα ο χώρος της εξουσίας στην οποία εισβάλλουν οι βάρβαροι», σημειώνει στο τέλος πάντα της Σοφίτας. Στον μικρόκοσμο του σπιτιού παρακολουθούμε mutatis mutandis το τι συνέβη στην Ελλάδα. Οι δύο κόσμοι βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία, με τα μεγάφωνα που ακούγονται απ’ έξω, με την εισβολή στο σπίτι ανθρώπων στους οποίους δεν ανήκε ποτέ το σπίτι -ο πρώην σύζυγος της μητέρας- ή εντελώς ξένων, με τα κρατικά όργανα που εισβάλλουν -την αστυνομία-, με τους τεχνίτες που εφαρμόζουν τις κρατικές εντολές, με τους μεταφορείς και συλητές των επίπλων της Μητέρας, με τους κρατικούς γιατρούς, που ελέγχουν δήθεν την υγεία των πολιτών, αλλά επιδιώκουν τον περαιτέρω περιορισμό της αναπνοής, με την τηλεόραση, με την επίσκεψη φιλικών προσώπων που μεταφέρουν στη μητέρα το τι γίνεται έξω και παίρνουν μέρος στη δράση που είναι καταιγιστική. Η πρώτη πράξη ξετυλίγεται, όπως είπαμε, στο ισόγειο. Υπάρχουν εδώ πολλά λουλούδια, που η σημασία τους θα φανεί παρακάτω. Σημειωτέον ότι τα πάντα στο έργο είναι ευρηματικά και ότι καμιά απολύτως λεπτομέρεια δεν είναι τυχαία. Από την πρώτη στιγμή μεταφερόμαστε σε κλίμα παράλογο και ανησυχητικό: «Από το ανοιχτό παράθυρο ακούγονται μεγάφωνα που εκπέμπουν ένα στρατιωτικό εμβατήριο για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά ακούγεται μια φωνή. Η φωνή - Προειδοποιούμε ξανά τους πολίτες πως η ατμόσφαιρα είναι μολυσμένη! Είναι επικίνδυνο να αναπνέετε πολύ! Σας συνιστούμε να κοιμάστε περισσότερο, γιατί όποιος κοιμάται δεν χρειάζεται πολύ αέρα! Σας συνιστούμε τα ναρκωτικά που επιβραδύνουν την αναπνοή!» Η Μητέρα, που ακούει νύχτα μέρα αυτή την προειδοποίηση, την χαρακτηρίζει «ηλιθιότητα», και κλείνει το παράθυρο, να μην ακούει. Από τις πρώτες φράσεις έχουν τεθεί τα βασικά στοιχεία του δράματος, το παράλογο και «ηλίθιο», που εισβάλλει απ’ έξω, το γελοίο και συνάμα φοβερό, αφού πρόκειται για στρατιωτική εκπομπή. Εμφανίζεται ο γιος, ένα δωδεκάχρονο παιδί, ιδιαίτερα πεισματάρικο και εγωιστικό. Στο σπίτι φτάνει μια φίλη της μητέρας, η Νίκη, η οποία την ρωτάει μήπως διατρέχει κάποιον συγκεκριμένο κίνδυνο. Η Μητέρα είναι ανυποψίαστη, αλλά αρχίζει ν’ ανησυχεί. Η φίλη την πληροφορεί ότι ο πρώην σύζυγός της, που είχε χρόνια να τον δει, βρήκε τρόπο να κατακρατεί την αλληλογραφία της Μητέρας, απαντούσε ο ίδιος σε όσους της έστελναν γράμματα και τους τόνιζε ότι η Μητέρα διατρέχει δήθεν κάποιον κίνδυνο, που δεν ήθελε να προσδιορίσει: «Μιλάει για κινδύνους που σε απειλούν και ισχυρίζεται πως σου χρειάζεται ένας προστάτης... Μα σ’ όλ’ αυτά υπάρχει και μια τρομερή υπόνοια. Μήπως αυτήν την «προστασία» σκέφτεται να σου την προσφέρει ο ίδιος!». Να πώς η φίλη

– 66 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

περιγράφει τον άνθρωπο αυτό: «Τον ξέρεις βέβαια τον Κώστα. Όταν ήταν παιδί, ήθελε πάντοτε να επιβάλλει στους άλλους τις απόψεις και τη θέλησή του. Έπιανε τα μικρότερα παιδιά και τα ανάγκαζε να κάνουν πράγματα αισχρά και φοβερά, «για το καλό τους», όπως έλεγε! Κι όταν απέτυχε στις εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών, τα πράγματα χειροτέρεψαν.» Ακόμα κι αν κανείς δεν ξέρει πως ο Χίτλερ είναι εκείνος που απέτυχε στη Σχολή Καλών Τεχνών (αν οι κριτές ήταν απρόσεκτοι ή επιεικείς, αντί για έναν στυγερό εγκληματία, θα είχαμε έναν ασήμαντο ζωγράφο), αντιλαμβάνεται κανείς πως πρόκειται για έναν δικτατορίσκο. Επιβολή της θέλησης, κινδυνολογία, «προστασία», λογοκρισία, στέρηση της ελευθερίας. Σε λίγο θα αποδειχτεί πως είναι και επικίνδυνος και γελοίος, είχε δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Η φίλη προσθέτει ότι ο πρώην σύζυγος έδειξε ξαφνικά ν’ ανησυχεί για την ανατροφή του παιδιού τους. Η μητέρα μιλάει για την καταστροφική επίδραση που είχε ο άνθρωπος αυτός πάνω στον χαρακτήρα του παιδιού τους. Τα δικαστήρια της έδωσαν το παιδί, αλλά η φίλη παρατηρεί πως σήμερα οι νόμοι δεν τηρούνται πια. Πληροφορούμαστε ότι η Μητέρα είχε μια υπηρεσία που την έδιωξε, γιατί, όπως η ίδια ομολόγησε, την πλήρωνε ο πρώην σύζυγός της για να την κατασκοπεύει. Ακούγονται ξανά απ’ έξω τα μεγάφωνα. Η φίλη λέει: «Αλλ’ ας αφήσουμε αυτό το θέμα που δεν μας αφορά!». Αλλά θα αποδειχτεί το πόσο τις αφορά, γιατί σχεδόν αμέσως εμφανίζεται ο πρώην σύζυγος, ο Κώστας. Αυτός λογομαχεί με την Νίκη για την κατακράτηση της αλληλογραφίας, και η Νίκη φεύγει με περιφρόνηση. Ο Κώστας με υποκρισία επαινεί την Μητέρα: «Στο βάθος εγώ, παρά τη διαγωγή μου, έτρεφα και τρέφω τα καλύτερα αισθήματα για σένα, για το ελεύθερο κι ανεξάρτητο πνεύμα σου, για τη δικαιοσύνη σου και για τη λογικότητα σου.» Αλλά προσθέτει: «Ανησυχώ πολύ για την ανατροφή του γιου μας! Βέβαια το δικαστήριο, κρίνοντας αυστηρά τη διαγωγή μου, αποφάσισε ν’ αναθέσει σ’ εσένα την ανατροφή του παιδιού μας. Και ήταν μια δίκαιη απόφαση. Μα σκέφτηκα μετά πως είχα κι εγώ χρέος και πως δεν θα ’πρεπε να μείνω εντελώς αμέτοχος -τουλάχιστον στις γενικές γραμμές- στην ανατροφή του παιδιού μας, που ασφαλώς θα ’χει κληρονομήσει ένα μέρος απ’ το δικό μου χαρακτήρα, που ξέρω επομένως τι να εμποδίσω και τι να καλλιεργήσω. Προτείνω λοιπόν να βάλουμε το παιδί εσώκλειστο σε μια στρατιωτική σχολή που προετοιμάζει τα παιδιά για το στρατό κι από δω για την κυβέρνηση της πατρίδας.» Ο σαρκασμός είναι φαρμακερός: Ο στρατός προετοιμάζει άτομα για την κυβέρνηση της πολιτείας! Η Μητέρα αντιδρά βίαια. Σε μια στιγμή ο Κώστας διαπιστώνει ότι στους τοίχους δεν υπάρχουν πια οι πίνακες που είχε ζωγραφίσει, οπότε πληροφορούμαστε και τι ζωγράφιζε: «Οι πίνακές μου πρέπει να γυρίσουν οπωσδήποτε στη θέση τους, να βλέπει το παιδί τον ψυχικό μου κόσμο και να αντλεί μαθήματα! Μητέρα - Τα πτώματα και οι βρικόλακες δεν είναι για παιδιά!» Ο Κώστας επιμένει πως έχει χρέος να «προστατεύσει» τη Μητέρα και αμφισβητεί την απόφαση του δικαστηρίου που της έδωσε το παιδί. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει, λέει. Μα στο μυαλό του έχει κι άλλα, προφανώς πολύ χειρότερα, αφού αυτός, ένας αδίστακτος γελοίος, διστάζει να τα πει. Θα ακουστούν σε

– 67 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

λίγο. Με αλλεπάλληλες αλλαγές του κλίματος, εμφανίζεται η υπηρεσία, η Βούλα, η οποία δείχνει ένα χαρτί που υποχρεώνει τη Μητέρα να την ξαναπάρει. Οι χαφιέδες δηλαδή ξαναγυρνούν δριμύτεροι. Και χωρίς κανένα κενό εμφανίζεται και η ερωμένη του Κώστα, ένα ολότελα χυδαίο υποκείμενο, και δηλώνει με θράσος την πρόθεσή της να εγκατασταθεί με τον Κώστα στο ισόγειο. Η Μητέρα τους διώχνει με κραυγές απειλώντας να καλέσει την αστυνομία. Πάνω σ’ αυτό εμφανίζεται η αστυνομία, όχι βέβαια για να προφυλάξει τη Μητέρα: «Αστυνομικός - Θα ξέρετε, κυρία μου, πως τα παιδιά που συμπληρώνουν τα δώδεκα μπορούν να μπουν σε πατριωτικές οργανώσεις. Μητέρα - Μα το δικό μου δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα. ... Έπειτα είπατε κι εσείς ότι «μπορούν». Δεν είναι δηλαδή υποχρεωτικό. Αστυνομικός - Μη παίζετε με τις λέξεις, κυρία μου! Αν δεν πάει ο γιος σας και δεν πάει κι ο γιος της διπλανής... Μητέρα - Και σκέφτεστε να μου τον πάρετε; Αστυνομικός - Είναι αποφασισμένο. Διαβάστε την απόφαση.» Η Μητέρα καταριέται το τρισάθλιο ζευγάρι, που με την αποχώρησή της ασχημονεί επάνω στη σκηνή. Η ερωμένη είναι βέβαια μια αδίστακτη και ολότελα χυδαία γυναίκα, έμμεσα όμως δηλώνει και το είδος της εξουσίας που επέβαλλαν οι συνταγματάρχες. Γι’ αυτό και με το πέσιμο της αυλαίας ακούγονται ξανά απέξω τα μεγάφωνα. Η δικτατορία έχει εγκατασταθεί και μέσα και έξω, το μέσα υποδηλώνει την ποιότητα του έξω και τανάπαλιν, το μέσα και το έξω αλληλοφωτίζονται. Στη δεύτερη πράξη η Μητέρα βρίσκεται εκτοπισμένη στον πρώτο όροφο, προς το παρόν βεβαίως. Μπαίνουν η Βούλα και δυο αχθοφόροι, για να μεταφέρουν τα έπιπλά της στο ισόγειο, όπου έχει εγκατασταθεί το τρισάθλιο εξουσιαστικό ζευγάρι, που κατέλαβε με τη βία τον χώρο που της ανήκει και απομάκρυνε το παιδί της, για να του εμπνεύσει εξουσιαστικά φρονήματα. Οι αχθοφόροι, λίγο αφελείς, αλλά τίμιοι πολίτες, βρίσκονται σ’ αμηχανία, όταν διαπιστώνουν ότι δεν θα κουβαλήσουν, αλλά θα «κλέψουν» τα έπιπλα από αυτήν που της ανήκουν. Διεκτραγωδούν την κατάσταση ανελευθερίας. Η Βούλα απαιτεί ακόμα και τα μανικέτια, που η Μητέρα είχε ως ενθύμιο απ’ τον πατέρα της. Ζητάει επίσης από τη Μητέρα να βοηθήσει στη μεταφορά των επίπλων. Το εύρημα της αργής απομάκρυνσης των επίπλων δημιουργεί κλίμα λεηλασίας και απογύμνωσης. Στο τέλος ο χώρος μένει εντελώς γυμνός. Ο συμβολισμός είναι πολυσήμαντος. Η Βούλα από την πλευρά της λέει: «Κάτω, κυρία, έγινε πολύ ωραία... Μα κι εδώ θαρρείς πως έγινε κάτι περίεργο. Δεν ξέρω, αλλά μου αρέσει εδώ, τώρα που δεν έμεινε σχεδόν τίποτε. Μου θυμίζει το σπίτι μου στο χωριό.» Παρατηρούμε πως ο χώρος στη Σοφίτα δεν είναι απλώς ένας τόπος όπου κινούνται κάποια πρόσωπα, αλλά παίζει -και μάλιστα συνεχώς, όπως θα δούμε- ρόλο «πρωταγωνιστικό». Σπάνια βρίσκει κανείς σε θεατρικά έργα τέτοια πολυσχιδή και πολυσήμαντη αξιοποίηση του χώρου. Με την αποχώρηση των μεταφορέων μπαίνει μια ομάδα άγνωστων στη Μητέρα φοιτητών. Τα παθήματα της Μητέρας έγιναν ευρύτερα γνωστά: «Κυρία, πρέπει να σας πω πως οι συνάδελφοί μου κι εγώ συγκλονιστήκαμε απ’ τη δοκι-

– 68 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

μασία σας!», λέει ο ένας φοιτητής, και ο άλλος συμπληρώνει: «Κυρία μου, σας γνωρίζουμε σε δύσκολες για όλους μας στιγμές. Ο Σπύρος μας μιλάει συχνά για σας και μας έχει μεταδώσει το σεβασμό που αισθάνεται για σας.» Η Μητέρα γίνεται σιγά-σιγά σύμβολο του λαού που δεινοπαθεί. Το σύμβολο πιο κάτω δυναμώνει και γίνεται πιο αισθητό. Οι φοιτητές, για να βγάλουν το άχτι τους, παίζουν ένα αυτοσχέδιο σκετς θέατρο μες στο θέατρο- όπου ο ένας παριστάνει τον αμερικανό τοποτηρητή και ο άλλος τον δουλικό και γελοίο υποψήφιο δικτάτορα, που εκλιπαρεί τον αμερικανό να προτιμήσει αυτόν για δικτάτορα. Τα επιχειρήματά του είναι αφοπλιστικά για τον αμερικανό: «Είχα πάντα την ακατανίκητη επιθυμία να παραστήσω τον γελωτοποιό μπροστά στους συμπατριώτες μου […] Καθώς λοιπόν ο ρόλος του γελωτοποιού ταιριάζει με το ρόλο του προστάτη της πατρίδας, και συνεπώς του κεφαλαίου και συνεπώς του χρήματός σας και συνεπώς του δυτικού πολιτισμού...». Θυμίζουμε ότι αυτά γράφονται στον δεύτερο χρόνο της δικτατορίας… Αλλά οι φοιτητές θέλουν ν’ ακούσουν τον πραγματικό γελωτοποιό, που θα μιλούσε εκείνη τη στιγμή, κι ανοίγουν το ράδιο. Εδώ ο Φάλκος, μιμούμενος το ύφος και την ασυναρτησία του πραγματικού δικτάτορα Παπαδόπουλου, συνθέτει ένα μνημειώδη σε ηλιθιότητα, μίσος και μοχθηρία λόγο. Οι φοιτητές και η μητέρα πληροφορούνται με τον λόγο αυτό την πρόθεσή του να επιβάλλει περιορισμό στην αναπνοή και τον εξωφρενικό τρόπο με τον οποίο σκέφτεται να το εφαρμόσει αυτό: «Φωνή -[…] Παράδειγμα χαρακτηριστικόν της ασυλλόγιστης σπατάλης είναι εκείνη η σπατάλη ήτις κατηνάλωνεν ασυλλογίστως και αδιακρίτως δημόσιον και ιδιωτικόν αέρα. [...] Και ήτις κατανάλωσις απέβαινεν επί ματαίω μη περισυλλογής και εις ζημίαν της πατρίδος και της προόδου, εμολύνθη ο αήρ καθιστάς ακατάλληλος ολικώς και μερικώς δια αναπνοήν. Δια ταύτα από σήμερον αποφασίζομεν, ελέγχομεν και περικόπτομεν δημόσιον και ιδιωτικόν αέρα. Έκαστος εξ ημών θα έχει ίσον όσος του χρειάζεται δια να ζήσει, χωρίς σπατάλας ασφαλώς και λαχανιάσματα. Θα επιφέρωμεν ελάττωσιν δια «αερομέτρων», ήτις κατανάλωσις θα ρυθμίζει το πόσος αήρ σου χρειάζεται εσένα και εμένα, δια να μη γίνονται σπατάλαι και αδικίαι, και ξυλώνομεν τα πλακάκια δια να βαρώμεν ο εις τους άλλους! Τούτο το μέτρον εκρίθη αναγκαίον περισυλλογής δια την ύπαρξιν του έθνους και των αστυνομικών!» Αυτά που λέει ο δικτάτωρ για τον περιορισμό της αναπνοής και για τα αερόμετρα είναι βέβαια για γέλια, μα δείχνουν επίσης άρρωστο μυαλό και άνθρωπο επικίνδυνο. Και εδώ και σε άλλα σημεία το έργο κινείται μεταξύ της σάτιρας, του παράλογου, της γελοιότητας και του δράματος. Οι ερμηνευτές θα πρέπει να κρατήσουν όλα αυτά τα στοιχεία και να μη ρίξουν το βάρος στο ένα μόνο από αυτά. Οι φοιτητές, που προφανώς είναι φοιτητές ιατρικής, μιλούν για την βιολογική, ηθική κτλ. σημασία του αέρα και περιγράφουν ιατρικά τις φάσεις της ασφυξίας που καταλήγει στον θάνατο, κάνοντας έτσι να σφιχτεί η ψυχή του θεατή. Με την αποχώρηση των φοιτητών, εισβάλλει μια οικογένεια χωρικών, άξεστων φαινομενικά και αρκετά θρασέων. Ο Κώστας, για να εκδικηθεί τη Μητέρα, που αισθανόταν ότι είναι ανώτερή του, για να της στερήσει περισσότερο την ε-

– 69 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

λευθερία και για να φανεί συνάμα μεγαλόψυχος, είχε επιτρέψει στους χωρικούς, συγγενείς ή συγχωριανούς του, να εγκατασταθούν στον πρώτο όροφο. Η Βούλα φέρνει και κρεμάει στον τοίχο έναν πίνακα μακάβριο: Ένα ανθρώπινο κεφάλι με τον μισό εγκέφαλο απ’ έξω. Με τα διαδοχικά αυτά ευρήματα, περιγράφεται μεταφορικά η σκλήρυνση των ανελεύθερων μέτρων της νέας αυθαίρετης εξουσίας και φανερώνεται η ποιότητά της. Επισημαίνουμε την θεατρικότητα της δράσης, το οπτικό στοιχείο των ευρημάτων, που όλα μαζί αυξάνουν την ένταση. Ενώ λοιπόν συνεχίζεται η κατάληψη του α΄ ορόφου, που θα εξαναγκάσει τη Μητέρα να ανεβεί στη σοφίτα, εμφανίζονται δύο τεχνίτες που θα εφαρμόσουν τις εξαγγελίες του δικτάτορα. «Τα αερόμετρα, κακομοίρα μου, τα σκέφτηκε ο Πρόεδρος! Κι αν θες, ξαναπές πως είναι τρέλες!», λέει ο ένας τεχνίτης στους κατάπληκτους χωρικούς. Και εξηγεί: «Καταπίνεις πολύ αέρα και παίρνουνε αέρα τα μυαλά σου! Αν ήξερες πως είχες λίγο αέρα στη διάθεσή σου, δεν θα γκάριζες όπως γκαρίζεις τώρα!». Οι τεχνίτες καρφώνουν σταυρωτές σανίδες και κλείνουν όλα τα παράθυρα αυξάνοντας έτσι και οπτικά τη στέρηση της ελευθερίας και την αγωνία. Μετά στερεώνουν στον τοίχο ένα τεράστιο χωνί σαν γραμμοφώνου αντίκα και τρυπούν τον τοίχο, για να περάσουν προς τα έξω τον σωλήνα του χωνιού. Τονίζω ακόμα μια φορά πόσο τα ευρήματα είναι θεατρικά και οπτικά και πόσο ο χώρος έχει «πρωταγωνιστικό» ρόλο. Οι τεχνίτες εξηγούν εναλλάξ: «-Κάναν πειράματα και είδαν πόσος αέρας χρειάζεται για να ζήσει ένας άνθρωπος. -Αυτοί που πάνω τους κάνανε τα πειράματα είχαν πολύ στενά πνευμόνια. -Αλλά κι αυτόν τον αέρα τον λιγόστεψαν. -Για το καλό σας πάντα. -Γι’ αυτό δεν πρέπει να συγχύζεστε ούτε να λαχανιάζετε. -Κι όσο μπορείτε, μακριά από γυναίκες! -Για να μη λαχανιάζετε... -Πρέπει να αναπνέετε έτσι, χχχ... Αργά, επιφανειακά, χωρίς βιασύνη. -Αν δεν θέλετε να πεθάνετε από πρόωρη ασφυξία!.. Σας συμβουλεύω να κοιμάστε όσο μπορείτε περισσότερο. -Στον ύπνο του κανείς δεν χρειάζεται πολύν αέρα. […] -Γιατί, για να το πούμε έτσι, ο αέρας που σας δίνουν φτάνει μονάχα για έναν κοιμισμένο. -Συσταίνονται και τα ναρκωτικά. -Γιατί επιβραδύνουν την αναπνοή. -Θα τα βρείτε παντού, στα καφενεία, στα ταμεία των θεάτρων, στα πρατήρια των εφημερίδων, στα γραφεία της τηλεόρασης. -Και φυσικά σ’ όλα τα Υπουργεία. […] «-Αυτός εδώ ο μετρητής θα σας δείχνει κάθε στιγμή πόσος αέρας σας απομένει ως το πρωί. -Κάθε πρωί το μηχάνημα αφήνει να μπει μες στο δωμάτιο ο δημόσιος αέρας που σας αναλογεί για όλη τη μέρα κι ο δείχτης γυρνάει από την αρχή. -Έξω στους δρόμους θα κυκλοφορείτε με μάσκες ειδικές. -Που θα γεμίζετε με τον προσωπικό σας αέρα. […] -Κι αν έχετε νεκρούς, να ειδοποιείτε αμέσως την υπηρεσία μας, για να περιορίσει τον αέρα!» Τους προειδοποιούν επίσης ότι έξω υπάρχουν παντού ελεύθεροι σκοπευτές που πυροβολούν αμέσως όποιον τολμήσει να αφαιρέσει τις σανίδες και να βγάλει το κεφάλι του έξω, για ν’ αναπνεύσει τον ελεύθερο αέρα. Με την αποχώρηση των τεχνιτών, οι χωρικοί, υποθέτοντας ότι και τα λουλούδια γύρω τους αναπνέουν, καλού κακού τα ρίχνουν κάτω και τα ποδοπατούν. Μία δολοφονία επί σκηνής και μάλιστα λουλουδιών! Το εύρημα ποιητικό και τραγικό συνάμα, που θα συμπληρωθεί σε λίγο με ένα νέο έξοχο εύρημα. Πάνω σ’

– 70 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

αυτό μπαίνουν δυο αστυνομικοί και λένε πως ο γιος της Μητέρας, στην προσπάθειά του να ανταποκριθεί στις επιδιώξεις της νέας ηγεσίας, πέθανε από ασφυξία. Η Μητέρα μαζεύει από κάτω ένα ποδοπατημένο λουλούδι. Στην Τρίτη πράξη η Μητέρα βρίσκεται στη σοφίτα. Οι οδηγίες δείχνουν τόπο γυμνό και εγκαταλελειμμένο: «Ένα παράθυρο στο κέντρο. Ένα ξυλοκρέβατο αριστερά. Μια παλιά καρέκλα. Στον δεξιό τοίχο το χωνί του αερόμετρου.» Η Μητέρα φυσικά δεν μπορεί να κάνει τίποτε η ίδια, δεν περιμένει τίποτε από άλλους και βρίσκεται σε απόγνωση και πλήρη κατάπτωση. Αλλά και έτσι η εξουσία, που τρέμει για την επιβίωσή της, αυξάνει τα ασφυκτικά της μέτρα. Εμφανίζονται δύο γιατροί, που έργο τους είναι να εξετάσουν πόσο μπορεί να περιοριστεί ακόμα ο ελεύθερος αέρας. «-Βέβαια στην αρχή θα ’χουμε μικροατυχήματα. -Νάνους, ραχιτικούς, ανάπηρους πνευματικά... -Κάποτε και νεκρούς. - Αλλά η επιστήμη πάνω απ’ όλα! -Όταν θα γίνουν όλοι νάνοι, δεν θα μπορείς να πεις στον άλλο: «είσαι νάνος!» -Ο νάνος είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα βασιλέψει!» Ο Φάλκος εδώ, όπως και σ’ άλλα έργα του, σαρκάζει την ξεπουλημένη επιστήμη, που ενώ παλιά είχε κάποιον ιδεαλισμό κι υπηρετούσε τη ζωή, τώρα κατάντησε «πόρνη» των ισχυρών και υπηρετεί τον θάνατο, τον πόλεμο, και καταστρέφει τον πλανήτη. Σ’ ένα μικρό ποίημά του ο Φάλκος λέει: «Ο λήσταρχος κι ο δικαστής (δηλαδή η πολιτική και η δικαστική εξουσία) μιλούσαν για την ομορφιά κοιτάζοντας μια καρακάξα, ενώ η επιστήμη λυσσασμένη έσφαζε μες στην αγορά.» Οι σαδιστικές τάσεις της εξουσίας κορυφώνονται με ένα νέο εύρημα που προκαλεί κυριολεκτικά απόγνωση και φρίκη. Η Βούλα φέρνει και κρεμάει στον τοίχο ένα κάδρο που παριστάνει ένα φέρετρο λέγοντας: «Αφού δεν ήρθατε να δείτε το παιδί σας στην κηδεία, ο κύριος ζωγράφισε το φέρετρο του παιδιού σας και με διέταξε να το κρεμάσω εδώ πάνω στη σοφίτα.» Αυτή η εξουσία είναι απάνθρωπη, σαδιστική και νεκρόφιλη, ο αντίποδας της ζωής. Η καταδίκη είναι απόλυτη. Στη σοφίτα έρχεται η φίλη της Μητέρας Νίκη, που είδαμε στην αρχή του έργου. Η Νίκη, αφού εκφράσει τη θλίψη για τον θάνατο του γιου της Μητέρας, διατυπώνει τις ανησυχίες της και για τον δικό της γιο, μήπως τον πάρουν στις ειδικές σχολές. Η Μητέρα συνειδητοποιεί σιγά-σιγά την έκταση του κινδύνου, ξεπερνάει την απόγνωσή της, αίρεται πάνω απ’ την προσωπική της μοίρα και γίνεται μητέρα όλων των παιδιών. Το τμήμα αυτό του έργου είναι ίσως το πιο ποιητικό και το πιο δυνατό: «…Βγάζουμε απ’ τη φύση τους τα πράγματα απομακρύνοντάς τα απ’ το Όνειρο! Τα εξευτελίζουμε προσθέτοντας τη χρησιμότητα και τις αξίες, τις δικές μας! Υποδουλώνουμε το ελεύθερο διάστημα και μας υποδουλώνει! Κοπρίζουμε τη γωνιά μας, μήπως σκεφτούν να μας την πάρουν άλλοι! Λιμνάζουμε σ’ ένα βάλτο με αέρα μολυσμένο!.. Υπάρχουν όμως τα παιδιά! Και η ζωή ενός παιδιού είναι πολυτιμότερη απ’ τη ζωή όλων των ηλικιωμένων, γιατί φέρνει μαζί της την ελπίδα πως ίσως, πως αν τα βοηθήσουμε εμείς σωστά, θα γίνουν άνθρωποι πραγματικοί και δεν θ’ ακολουθήσουν τα ίχνη μας! Γι’ αυτό χρειάζεται να ζήσουμε κι εμείς! Ν’ αγωνιστούμε να μη γίνουν τα παιδιά μας ανάπηρα πνευματικά και ηθικοί νάνοι!». Τότε η Νίκη δίνει στη Μητέρα ένα σημείωμα που της έδωσαν οι φοιτητές

– 71 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

να το μεταβιβάσει, με την προφορική προσθήκη πως κάτι ετοιμάζουν. Το σημείωμα έγραφε: «Ελπίζετε! Γίνατε σύμβολο. Πρέπει να κρατήσετε!». Το έργο έχει πλέον ανεβεί σ’ ανώτερο επίπεδο δημιουργίας. Εμφανίζεται ένας παλιός θαυμαστής της Μητέρας, που ήρθε από το εξωτερικό, όταν έμαθε τα δεινά που τραβάει και προτείνει να την βοηθήσει. Έχει, λέει, απέναντί της ένα παλιό χρέος. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο θαυμαστής, ο Δημήτρης, έρχεται από το εξωτερικό και το ότι έχει απέναντί της ένα χρέος, που σκόπιμα δεν προσδιορίζεται. Καθώς η Μητέρα και από την αρχή και τώρα πλέον φανερά είναι συγχρόνως πρόσωπο ζωντανό που πάσχει, αλλά και σύμβολο μαζί, η συμπάθεια του «ξένου» Δημήτρη υποδηλώνει την αγάπη των ξένων για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Μέσω αυτού του προσώπου ο Φάλκος υποδηλώνει σαφώς -η όλη συζήτηση το δείχνει- τη στάση των ξένων απέναντι στην Ελλάδα. Ο Δημήτρης προτείνει κάποια ημίμετρα, όπως την απομάκρυνση του μακάβριου κάδρου και τη φυγάδευση της Μητέρας στο εξωτερικό. Η Μητέρα αρνείται να φύγει και του προτείνει να γράψει και να επηρεάσει κάποιους κύκλους στο εξωτερικό: «Εγώ δεν έχω πια παιδί... Μα έχουν άλλες μητέρες. Έχετε χρέος να εμποδίσετε τον ηθικό μαρασμό και την παραμόρφωση αυτών των παιδιών!» Εδώ ολοφάνερα η Μητέρα έχει γίνει Μητέρα όλων των παιδιών. Ωστόσο ο Δημήτρης φοβάται τις πολιτικές περιπλοκές, αρνείται να κάνει αυτά που του ζητάει η Μητέρα και επιμένει να σώσει μόνο την ίδια. Η μητέρα του λέει πως έχει «πολύ στενή αντίληψη του χρέους» και του μιλάει με περιφρόνηση. Ανακεφαλαιώνουμε: Η Μητέρα ξαναβρήκε τον εαυτό της, έγινε μητέρα όλων των παιδιών και ξαναβρήκε την αγωνιστική διάθεσή της. Επάνω ακριβώς σ’ αυτό συμβαίνει το εξής: Οι χωρικοί, μετανιωμένοι για όσα έκαναν, της φέρνουν λουλούδια του αγρού στη θέση εκείνων που κατάστρεψαν. Με την εκπληκτική αυτή εξέλιξη και με το εύρημα να της φέρουν τα λουλούδια τώρα ακριβώς που έγινε μητέρα όλων των παιδιών, νομίζουμε ότι βρισκόμαστε στο πιο σημαντικό σημείο της Σοφίτας, που δείχνει και τις δραματικές και ποιητικές δυνατότητες του συγγραφέα. Στη σοφίτα μένουν μόνες η Μητέρα και η Βούλα. Η Μητέρα μένει αμίλητη ως το τέλος, οπότε προφέρει μία μόνη φράση. Η Βούλα σ’ όλο αυτό πότε μιλάει στη Μητέρα -χωρίς να παίρνει απάντηση- και πότε μονολογεί μισοναρκωμένη. Θυμάται τη φριχτή ζωή της στο χωριό και κάποιο νεανικό της έγκλημα. Υποθέτει ότι και η Μητέρα, για να της φέρονται έτσι, θα έχει κάνει κάποιο έγκλημα. Τον ακατάπαυστο μονόλογο της Βούλας διακόπτει ένας φρουρός, από αυτούς που παραμόνευαν σε πολλά σημεία του δρόμου και στις στέγες, για να πυροβολήσουν όποιον τολμούσε να βγάλει έξω το κεφάλι του και ν’ αναπνεύσει τον «δημόσιο» αέρα. Η παρεμβολή του προσώπου αυτού, για το οποίο είχε γίνει λόγος στη διάρκεια του έργου, δεν είναι διόλου τυχαία: Έγινε για να τονιστεί το ριψοκίνδυνο της τελικής πράξης της Μητέρας. Ο άνθρωπος αυτός, καθώς είχε μικρό μισθό, ήρθε να τους πουλήσει τον προσωπικό αέρα του μέσα σε έναν ασκό. Ο ίδιος, λέει, δεν χρειάστηκε ποτέ αέρα. Οι συμβολισμοί είναι προφανείς. Η Βούλα τον αποπέμπει. Ο αέρας στη σοφίτα έχει περιοριστεί μέχρις ασφυξίας. Η Βούλα λέει: «Είμαι σακατεμένη από κούραση και νυστάζω φοβερά!.. Δεν μπορώ πια, έχω παραλύσει... Ε, τι να γίνει; Θα κοιμηθούμε κι όποιος ξυπνήσει ζωντα-

– 72 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

νός! Καληνύχτα.». »Ξανακουκουλώνεται με τα σκεπάσματα. Η Μητέρα σηκώνεται, αποσπά τα σταυρωτά σανίδια που έκλειναν το παράθυρο κι ανοίγει τα παραθυρόφυλλα. Η Βούλα σηκώνεται. Φέρνει το χέρι στο λαιμό. Έξω ακούγεται η φωνή του φύλακα που χρησιμοποιεί χωνί. Φρουρός -Ε! Σεις, στη Σοφίτα! Κλείστε το παράθυρο! Βούλα -Σας ικετεύω, κυρία, κλείστε το παράθυρο! Τώρα πια έχουμε αρκετό αέρα ως το πρωί. Μητέρα -Και οι νεκροί έχουν ανάγκη ν’ αναπνεύσουν!» Ο Φάλκος μας πληροφορεί ότι στο αρχικό σχεδίασμα, που έκανε στη δεύτερη χρονιά της δικτατορίας, μη βλέποντας κανένα φως από πουθενά, έβαζε τον φρουρό να πυροβολεί και να σκοτώνει τη Μητέρα, τη δημοκρατία και την ελευθερία, όπως είχαν κάνει οι Αμερικανοί με όργανα τους γελοίους συνταγματάρχες. Έλπιζε πως αυτό θα προκαλούσε την αγανάκτηση των Ευρωπαίων, για τους οποίους συνέθεσε το έργο. Αλλά το 1974 που τύπωσε τη Σοφίτα ήταν πρόσφατο το Πολυτεχνείο. Έτσι το τυπωμένο έργο τελειώνει με αναφορά στο Πολυτεχνείο: «Φρουρός -Κλείστε το παράθυρο αλλιώς πυροβολώ! Άλλες φωνές - Ανοίξτε τα παράθυρα! Ανοίξτε τα παράθυρα! Κανάγιες! Δολοφόνοι! Σπάστε τα αερόμετρα!» Σήμερα ο Φάλκος είναι σκεφτικός. «Ίσως καλύτερα να το άφηνα με την παλιά του κατακλείδα. Το νέο κλείσιμο προσφέρει μια απατηλή ελπίδα. Θαρρώ πως η δημοκρατία και η ελευθερία έχουν πεθάνει πια οριστικά. Η μεν δημοκρατία έχει προ πολλού διαφθαρεί, παραμορφωθεί και κακοποιηθεί, ενώ η ελευθερία είναι απόλυτα επιφανειακή. Φαντάσου ότι ζούμε σε μια κοιλάδα τριγυρισμένη από λόφους. Τον καιρό της «δημοκρατίας» τα άγρια σκυλιά που μας διαφεντεύουν είναι κρυμμένα στα υψώματα. Ανάμεσά μας κυκλοφορούν μόνο οι καμουφλαρισμένοι εντολοδόχοι και τα φερέφωνά τους. Κι εμείς χοροπηδάμε νομίζοντας ότι είμαστε ελεύθεροι. Στις εποχές δικτατορίας απανταχού της γης οι εντολοδόχοι πετούν τις μάσκες, και τα σκυλιά αφήνουν τα υψώματα και μας πλησιάζουν απειλητικά. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ σύγχρονης «δημοκρατίας» και δικτατορίας.»

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ Σε έναν κόσμο που καταδυναστεύουν οι αδίστακτοι επιχειρηματίες και οι επηρμένοι εξουσιαστές, η συνηθισμένη κλίμακα των αξιών έχει πλήρως αναστραφεί. Εδώ η εξουσία και φυσικά το χρήμα που την εξασφαλίζει είναι η υψηλότερη αξία, ενώ η αναίδεια και η αναισχυντία θεωρούνται ύψιστη αρετή. Ο Φάλκος κρίνει σωστά ότι ένας τέτοιος βάρβαρος κόσμος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με υπονοούμενα, με λεπτές ειρωνείες, με ασαφείς κραυγές απελπισίας, αλλά μόνο με τη σάτιρα και μάλιστα την πολύ άγρια. Ο ήρωας του έργου του Ο Καθηγητής Πλούτων, λέξη που παραπέμπει στον πλούτο και στον Χάρο, διεκδικεί επιμόνως τα πρωτεία στην αναίδεια και την αναισχυντία. Ας σημειωθεί ότι ο Φάλκος έχει

– 73 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

αφιερώσει δύο τουλάχιστον εκτενείς φιλοσοφικές πραγματείες στο θέμα της αιδούς και φυσικά της αναισχυντίας. Ο ήρωας λοιπόν του θεατρικού έργου, ο Καθηγητής Πλούτων, μετά από διάφορες περιπέτειες και συγκυρίες, γίνεται πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών! Στο τιμόνι λοιπόν της ανθρωπότητας βρίσκονται οι πλέον αναίσχυντοι άνθρωποι, οι πολεμοκάπηλοι οργιάζουν. Η πλήρης ανατροπή των αξιών έχει συντελεστεί. Το έργο υπηρετείται από μια καλπάζουσα και ξέφρενη φαντασία, που ξεπερνάει τη Σοφίτα. Είναι ίσως το ευρηματικότερο έργο του Φάλκου. Η ποίηση είναι επίσης ένα από τα θεμέλια που το στηρίζουν. Αυτά θα επιχειρήσουμε να δείξουμε στην ανάλυση που ακολουθεί. Η Σοφίτα στηρίζεται σε ένα «μοντέρνο» πρωτότυπο εύρημα, που επιτρέπει να φανεί ο παραλογισμός που προκύπτει από τις εξουσιαστικές τάσεις των μωροφιλόδοξων εξουσιαστών. Το μοντέρνο όμως αυτό εύρημα αναπτύσσεται με τρόπο κλασικό: Υπάρχει κανονική αρχή, έκπληξη, εξέλιξη, κορύφωση, κλείσιμο, υπάρχουν χαρακτήρες, ό,τι τέλος πάντων συγκροτεί ένα κλασικό θεατρικό έργο. Και από την άποψη αυτή δεν διαφέρει από τα έργα του Ίψεν, του Στρίντμπεργκ, του Ζιροντού ή του Ανούιγ. Αντίθετα στον Καθηγητή Πλούτωνα, που έχει τον ίδιο ακριβώς στόχο με τη Σοφίτα, να σατιρίσει τους αρχομανείς, έχουμε ένα εύρημα κλασικό, και μάλιστα δανεισμένο από κλασικό συγγραφέα, που όμως αναπτύσσεται με «μοντέρνο» τρόπο και πλαισιώνεται με πλείστα μοντέρνα ευρήματα, που του δίνουν φυσιογνωμία ολότελα σύγχρονη. Και εξηγούμαι. Στους Ιππείς του Αριστοφάνη, παρουσιάζεται ο Κλέων ο δημαγωγός με τη μορφή ενός λουκανικά, που ισχυρίζεται ότι κανείς δεν μπορεί να τον ξεπεράσει στην αναισχυντία. Το θέμα αυτό, που είναι χαρακτηριστικό για την αντιστροφή των ιδεωδών και που ίσως ήταν κοινός τόπος στην αρχαία κωμωδία, ταίριαζε απόλυτα στις προθέσεις του Φάλκου να χτυπήσει την ηλίθια και βλαβερή αρχομανία. Γι’ αυτό και το δανείστηκε. Το χειρίστηκε όμως εντελώς διαφορετικά και του έδωσε οικουμενικές διαστάσεις. Με βασικό μοτίβο την απόλυτη αναισχυντία, την απουσία δηλαδή του ανθρωπισμού, την παραδοσιακή πλέον κυριαρχία των φαύλων, τον απόλυτο εγωισμό, την έλλειψη ήθους, που διακρίνει αυτούς που καθορίζουν την πολιτική και στρατιωτική, την κοινωνική, την θρησκευτική κτλ. ζωή των Ελλήνων και όχι μόνον, ο Φάλκος συντάσσει εννέα περίπου ξεχωριστές σχεδόν εικόνες, που συνεκτικό στοιχείο τους είναι η αναισχυντία, και φυσικά ο Καθηγητής Πλούτων που κινείται σε όλα αυτά τα επίπεδα. Το όνομα Πλούτων παραπέμπει στον πλούτο, που είναι η κύρια επιδίωξη, αλλά και το κύριο μέσο για να επιτύχουν τον σκοπό τους οι αρχομανείς εξουσιαστές. Παραπέμπει όμως και στον Πλούτωνα του Άδη. Πλούτος -εννοείται ατομικός- και Άδης είναι για τον Φάλκο συνώνυμα. Κύριος στόχος του δεν είναι τόσο οι Έλληνες, όσο οι ιθύνοντες των Ηνωμένων Πολιτειών, που την εποχή αυτή καθορίζουν το παγκόσμιο «ήθος». Αν στη Σοφίτα σατιρίστηκε κυρίως η επικινδυνότητα και η γελοιότητα των τοπικών «συνταγματαρχών», που ήταν βέβαια υποχείρια των ΗΠΑ, με τον Καθηγητή Πλούτωνα περνάμε στην αναισχυντία των αφεντικών τους και παγκόσμιων εξουσιαστών. Ο Καθηγητής Πλούτων, ξεκινώντας από το στενό καθηγητικό περιβάλλον του, της

– 74 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

περιορισμένης σχετικά αναισχυντίας, περνάει στο εξαθλιωμένο ελληνικό κοινοβούλιο, για να καταλήξει … πρόεδρος της Αμερικής. Στα ηνία πλέον της γης βρίσκεται ο πρωταθλητής της αναισχυντίας! Γι’ αυτό ισχυρίστηκα ότι στα χέρια του Φάλκου το θέμα της αναισχυντίας απέκτησε οικουμενικές διαστάσεις. Φροντίδα αληθοφάνειας και ρεαλισμού δεν υπάρχει καν. Όλα αυτά δίνονται σκόπιμα εξογκωμένα, μπουφονικά. Το στυλ θυμίζει τις μπουρλέσκ κωμωδίες του βουβού κινηματογράφου, με την παρατακτική-προσθετική δομή και τα καταιγιστικά ευρήματα. Ο συγγραφέας μας ειδοποιεί -κάτω από τον τίτλο- ότι θα δούμε ή θα διαβάσουμε μια «σάτιρα μπούφα». Θέλει, φαντάζομαι, να πει ότι, παρά την βέβαιη επικινδυνότητά τους (που περιγράφεται εξίσου), ωστόσο η γελοιότητα που περικλείνουν οι υπάνθρωποι αυτοί με τις ζωώδεις επιδιώξεις μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να αποδοθεί σωστά. Και πραγματικά αγριότερη διακωμώδηση δεν μου έτυχε να διαβάσω. Το έργο είναι καθαρά θεατρικό, ο λόγος κι η πλοκή θεατρικά, τα ευρήματα όλα οπτικά και προϋποθέτουν μια σκηνή. Ωστόσο ο συγγραφέας, με την κακιά του πείρα για το ανέβασμα των έργων του, το τύπωσε με τη μορφή μυθιστορήματος με μια απλή μέθοδο: Κατάργησε τις ενδείξεις «Πρώτη πράξη» ή «εικόνα», «σκηνή» τάδε, «πρόσωπα» τάδε καθώς και τις σκηνοθετικές ενδείξεις, Τα απολύτως απαραίτητα τα διηγείται σα να ήταν μυθιστόρημα. Εκτός αυτού, πρόσθεσε και πολλές σκηνές, που δεν είναι δυνατό να παιχτούν, γιατί η παράσταση θα διαρκούσε πολλές ώρες. Στον σύντομα πρόλογό του πληροφορεί όποιον θα ήθελε να το ανεβάσει, ότι διαθέτει μια συντομότερη μορφή, προσαρμοσμένη στις ανάγκες του θεάτρου. Εμείς θα αντιμετωπίσουμε ολόκληρο το τυπωμένο έργο. Με το ξεκίνημα του έργου στη σκηνή είναι έξαλλος ο Καθηγητής, γιατί ένας νέος Καθηγητής, που και ο ίδιος ψήφισε, τείνει να τον ξεπεράσει σε αχρειότητα και αναισχυντία: «-Διάβολε, τέτοια τελειότητα! Ποίημα αχρειότητας! Παππούς προδότης, πατέρας διευθυντής αστυνομίας κι οι γιοι πολιτικοί, πνευματικοί ηγέτες! Α, μου ’ρχεται ν’ αυτοκτονήσω! Στο σόι μου, εγώ μονάχα ήμουνα αχρείος! -Θα γίνετε αρχηγός μιας ένδοξης παράδοσης!» Ο Πλούτων ζητάει από τους βοηθούς του να οργανώσουν μια εικονική τρομοκρατική απόπειρα εναντίον του, με το αιτιολογικό ότι «αν γίνω στόχος των τρομοκρατών, ο κόσμος θα πειστεί πως είμαι υπεράθλιος και πρωταχρείος!». Τους ζητάει ακόμα να φέρουν μάρτυρες, που θα επιβεβαιώσουν την ανωτερότητά του στην παλιανθρωπιά. Σαν πρώτο μάρτυρα οι βοηθοί βρίσκουν την Καθηγήτρια Κρακατάου -από το γνωστό καταστροφικό ηφαίστειο- με την οποία όμως δεν μπορούν να συνεννοηθούν, γιατί μιλάει με φθόγγους και λέξεις ακαταλαβίστικες. Η κενότητα καλύπτεται πίσω από ακατανόητες λέξεις και φρασεολογία. Στο γραφείο εισβάλλουν φοιτητές κραυγάζοντας: «Κάτω η μόρφωση! Πτυχία θέλουμε!» Μία φοιτήτρια του κόμματος «της ευημερίας», για να δοθεί στον Καθηγητή, ζητάει ως αντάλλαγμα να διώξει τον Καθηγητή Φάλκο -δηλ. τον συγγραφέα- γιατί διασύρει τους πολιτικούς. Εκείνη τη στιγμή το ράδιο εξαγγέλλει: «Ακολουθώντας την χρυσή ελληνική αρχή οι έσχατοι να μπαίνουν πάντα πρώτοι […] αίρουμε, καταργούμε και διαβολοστέλνουμε κάθε διάκριση σπουδών, πτυχίων και Καθηγητών. Από την σήμερον ημέρα μάγειροι, τσαγκαράδες κι αυγουλά-

– 75 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

δες, φακίρηδες και θαυματοποιοί, μπαρμπέρηδες και μπογιατζήδες, ταχυδακτυλουργοί και σαλταδόροι γίνονται πλέον πανεπιστημιακοί! Σειρά στην υποαναβάθμιση έχουν οι σολομωνιστές, οι φλιτζανομελετητές, οι χαρτορίχτρες, οι καβαλιστές, οι βάσκανοι κι οι γλωσσοφάγοι! Ακολουθούν οι ταυρομάχοι, οι κασκαντέρ, οι στριπτιζέρ, οι πρεφαδόροι, οι τσιλιαδόροι!». Η φοιτήτρια, παρά την αναισχυντία της, τα χάνει και λέει: «Ντροπή, καλέ, ντροπή!». Μα ο Καθηγητής είναι ενθουσιασμένος: «Αυτό είναι το μάννα εξ ουρανού! … Το θράσος πήρε τη ρεβάνς! Γενιές ηλίθιων εργάστηκαν για ν’ ανασύρουν απ’ τη λάσπη το κάρο της παιδείας. Τώρα μ’ έναν ευθυμοκουτσονόμο το κάρο πέφτει πίσω στα σκατά! Θα λεν από τη μια μεριά: «Δώσε κι εμένα, μπάρμπα!» κι από την άλλη θ’ απαντούν: «Μπάτε, σκύλοι, κι αλέστε!». Να άνθρωποι πραγματικά ακραίοι και αχρείοι!» Και ο Πλούτων αποφασίζει να πάει να μαθητεύσει δίπλα στους πολιτικούς! Τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία αναφέρονται οι σκηνές αυτές, είναι η «ανωτατοποίηση» των τεχνικών σχολών, που έκανε ο Σημίτης μέσω του Ευθυμίου (ευθυμοκουτσονόμο, τον λέει ο Φάλκος, γιατί θυμίζει και Κουτσόγιωργα…). Όλα τα πανεπιστήμια είχαν αναστατωθεί. Για να γίνουν ανώτατες οι τεχνικές σχολές, όπως σκόπευαν οι πολιτικοί, οι πανεπιστημιακοί ζήτησαν να τηρηθεί τουλάχιστον το μίνιμουμ επιστημονικών προσόντων και διαδικασιών, που ισχύει και για τους ίδιους. Αλλά οι πρυτάνεις δεν έγιναν καν δεκτοί από τον Ευθυμίου! Στο βωμό της ψηφοθηρίας υποβιβάστηκε ο θεσμός και θυσιάστηκε -μάλλον οριστικά- το μέλλον της παιδείας. Πρόσθετα ο Φάλκος εξηγεί: «Για τους πολιτικούς η παιδεία δεν υπάρχει, εφόσον διαθέτουν γι’ αυτήν κάτω από το τρία τοις εκατόν από το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα, όταν τα ευρωπαϊκά κράτη διαθέτουν το δεκαέξι τοις εκατόν. Είναι σα να θέλουν να ποτίσουν τον κάμπο της Θεσσαλίας με ένα μόνο βυτιοφόρο.» Μου είπε ότι την παρομοίωση αυτή την έκανε και στον Γ. Παπανδρέου και στον Κ. Καραμανλή, όταν αυτοί εμφανίστηκαν στο πανεπιστήμιό τους. Οι πολιτικοί λοιπόν κάνουν μειοδοσία τόσο στα χρήματα όσο και στα προσόντα… Καταλαβαίνει κανείς κάτω από ποιο κλίμα αγανάκτησης και απόγνωσης γράφτηκε αυτό το έργο. Στην αρχή της δεύτερης εικόνας το γραφείο του Πλούτωνα γίνεται πρωθυπουργικό. Στους τοίχους υπάρχουν συνθήματα όπως ΚΑΤΩ ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΚΙ Η ΝΤΡΟΠΗ, ΕΞΙΣΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ, ΠΡΟΟΔΟΣ: ΓΕΝΙΚΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ, Ο ΣΩΖΩΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΩΘΗΤΩ. Ο υπουργός παιδείας λέει στον Πλούτωνα:

«Άρπαξα απ’ τα μαλλιά την εθνική παιδεία μας, κι από χωλή, μονόφθαλμη, συνταξιούχα κι άπορη που ήταν, της έκοψα τα δυο ποδάρια, την κούλανα, την τύφλωσα, την έκανα να σέρνεται στα χαμηλά!» και λίγο παρακάτω: «Εγώ σαν άνθρωπος είμαι εύθυμος, φαιδρός. Γουστάρω την ξεφτίλα! Ελπίζω να καταλαβαίνεις. -Απόλυτα! Είναι η νομιμότερη επιθυμία του κάθε γνήσιου πολιτικού!». Εισβάλλει στο γραφείο ένας εργολάβος από αυτούς που κατάκλεψαν το δημόσιο, επέστρεφε όμως κρυφά στους υπουργούς τα μισά απ’ τα χρήματα που λήστευε, και ζητάει να κάνουν τον γιο του Καθηγητή πανεπιστημίου. Αλλά ο γιος είναι απόφοιτος του δημοτικού και καθυστερημένος, οπότε ο πρωθυπουργός διατάζει να γίνουν διδακτορικά τα απολυτήρια του δημοτικού! Η Κρακατάου που εμφανίζεται, ένας φοιτητής που εισβάλλει και ο αμερι-

– 76 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

κάνος τοποτηρητής που λαγοκοιμάται μέσα τα πρωθυπουργικό γραφείο δημιουργούν κωμικότατες καταστάσεις. Ο Πλούτων προτείνει να γίνει η Ελλάδα πολιτεία των ΗΠΑ, και πείθει τους πολιτικούς με το επιχείρημα ότι «το να κλέβεις τα ταμεία της Αμερικής δεν είναι ασφαλώς το ίδιο με το να ληστεύεις τις οικονομίες ενός λαού σχεδόν φτωχού!». Στο γραφείο μπαίνει ξαφνικά ένας εργολάβος και τους ζητάει να φύγουν, γιατί το κτίριο πρόκειται να κατεδαφιστεί. Τα πάντα, πόρτες, παράθυρα, έδρανα, καρέκλες, αλεξικέραυνο, τα πάντα έχουν ξεπουληθεί. Ο εργολάβος απαριθμεί τι ακριβώς ξεπούλησε ο κάθε πολιτικός, ενώ αυτοί φωνάζουν «προδοσία!», «συκοφαντία!», «δολοπλοκία!», «ραδιουργία!» κτλ. Ένας σεισμός αποτελειώνει το έργο τους. Όλοι φεύγουν τρομαγμένοι συναποκομίζοντας ό,τι απόμεινε, τις καρέκλες, τα τασάκια και τις κρεμάστρες! Τα κτίσματα και ιδιαίτερα τα ερειπωμένα έχουν σπουδαία θέση στη λογοτεχνία του Φάλκου, και θα μπορούσε να γραφεί γι’ αυτά ένα άρθρο. Το ξεπούλημα και η ερήμωση της Βουλής δίνεται με τρόπο πραγματικά κωμικοτραγικό. Στην τρίτη εικόνα βρισκόμαστε στο γραφείο του προέδρου των ΗΠΑ. Εμφανίζεται η ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον πρωθυπουργό, με πρόσωπα μαυρισμένα με φούμο, με ποδήρεις χιτώνες και με στεφάνια στο λαιμό, που σκεπάζουν απλώς τις αλυσίδες που φορούν από κάτω. Με σύνθημα του πρωθυπουργού, βγάζουν κάτω απ’ τους μανδύες αξίνες και φτυάρια και αρχίζουν να σκάβουν. Στον κατάπληκτο πρόεδρο των ΗΠΑ εξηγούν: «-Κύριε της οικουμένης, οι άλλοι υπόδουλοι μπροστά σου σκύβουνε τα κεφάλια τους στη γη. Εμείς τα σκύβουμε πιο χαμηλά! -Υπάρχει χαμηλότερα κι από τη γη; -Εμείς είμαστε ειδικοί και βρήκαμε τη λύση. Φέραμε φτυάρια και κασμάδες, να σκάψουμε βαθιά, ώστε να χώσουμε την κεφαλή μας πιο βαθιά! Εμάς κανένας δεν μας φτάνει στο σκύψιμο της κούτρας και τις γονυκλισίες!» Τη σκηνή αυτή θα τη συνέλαβε, υποθέτω, ο Φάλκος τότε που εξέχουσες «φυσιογνωμίες» των δύο κομμάτων και πιθανότατα αυριανοί πρωθυπουργοί, ζητούσαν επιμόνως να εγκριθεί το σχέδιο Ανάν για την Κύπρο, που κανένας Κύπριος και κανένας Έλληνας δεν ήθελε, το ήθελαν όμως οι πάτρωνές τους. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ενθουσιάζεται και υπόσχεται να τους κρατήσει ακόμα μια τετραετία στη «διακυβέρνηση της αποικίας» του. Αυτοί όμως του ζητούν να κάνει την Ελλάδα πολιτεία των ΗΠΑ. Το βασικό επιχείρημα είναι: «Όλοι γνωρίζουν πως ο Κίσινγκερ και οι παρακείμενοι φιλέλληνες Εβραίοι, εκτός από την Κύπρο, θέλουν να διαμελίσουν και την άλλη χώρα μας. […] Αν γίνουμε μια πολιτεία σας, δικά σας θα ’ναι τα εδάφη μας, δικά σας! Τα παίρνετε και τα μοιράζετε στους σκύλους!» Ο πρόεδρος συμπεραίνει: «Χαριτωμένο σκυλολόι! Δούλοι με τη δική τους θέληση! Μ’ αρέσουν!». Τελικά ερωτεύεται την ασυνάρτητη και φανατική Κρακατάου, που έχει παρεισφρήσει λάθρα στην ελληνική αντιπροσωπεία, και καλεί τους παριστάμενους να παρακολουθήσουν ένα θεατρικό έργο, που έγραψε κάποιος Φάλκος! Στις επόμενες εικόνες παρακολουθούμε θέατρο μέσα στο θέατρο, στην αρχή σε συνεχόμενες εικόνες και αργότερα με παρέμβλητες, που συνεχίζουν την παράσταση. Ο Φάλκος δίνει έκταση και βαρύτητα στο τμήμα αυτό, γιατί το έργο αναφέρεται κυρίως στην Αμερική, όπως οι Δίκαιοι αναφέρονται στη φασιστική

– 77 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

Γερμανία. Έπρεπε λοιπόν να δοθεί σε ποια Αμερική ήταν δούλοι οι πολιτικοί μας, όπως και οι πολιτικοί πολλών άλλων εθνών. Γιατί βέβαια μια χώρα πολυεθνική και αχανής δεν έχει ένα μόνο πρόσωπο. Ο Φάλκος σταματά στο αποκρουστικό της πρόσωπο, που έχει δεσπόσει τις τελευταίες εικοσαετίες, το πολεμόχαρο και εξουσιαστικό, που έκανε τη χώρα αυτή την πιο επικίνδυνη της υφηλίου. Αυτό το πρόσωπο στιγματίζει ο Φάλκος. Αναγκαστικά όμως αναφέρει γενικά «Αμερική», εφόσον οι πολίτες της δέχονται την κυρίαρχη αυτή νοοτροπία των ιθυνόντων που αυτοί ψηφίζουν ή αδιαφορούν. Το ίδιο φυσικά ισχύει, όταν ο Φάλκος μιλάει για Τούρκους, Εβραίους, Σκοπιανούς κτλ. Αναφέρεται πάντοτε στην κυρίαρχη νοοτροπία. Στη σκηνή εμφανίζεται μια οικογένεια αμερικανών που συμβολικά αντιπροσωπεύει πολλές γενιές. Ο πατέρας είναι λιγάκι αφελής, αλλά διατηρεί κάποιες ανθρωπιστικές αρχές. Από τους γιους, ο ένας φαίνεται να έχει ποιητική ψυχή. Διηγείται πώς συνάντησε τρεις ινδιάνους κοιμισμένους: «Ήτανε άνοιξη και τα λουλούδια ανθίζαν. Πουλάκια κελαηδούσαν στις πλαγιές και τα βατράχια κόαζαν μες στο ποτάμι.[…] Μια μουσική εξαίσια πλανιόταν στον αέρα. Κι όταν ακούστηκε να κελαηδεί τ’ αηδόνι, κατάλαβα πως ήρθε η μεγάλη μου στιγμή! […] Προτού προλάβουν να ξυπνήσουν, έγιναν αγγελούδια! […] Παρόμοια θα ξεπαστρέψουμε τους Νότιους! […] Κι αφού ξοφλήσουμε μ’ αυτούς, θ’ ανοίξουμε πανιά για παραπέρα!» Η μητέρα συγχαίρει τον γιο της: «Παιδάκι μου, να σε φιλήσω! Δεν μοιάζεις στον πατέρα σου. Έχεις αρχές, ιδανικά!», Τότε μαθαίνουμε πως το μωρό στην κούνια -που αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη γενιά- συνήθιζε να καταπίνει και να χωνεύει κουτάλια, δαχτυλήθρες, ξυραφάκια, ακόμα και ολόκληρα σπαθιά, ενώ άλλαζε κάθε τόσο φύλο. Ο μεγάλος γιος ετοιμάζεται να πάρει μέρος στον εμφύλιο πόλεμο. Ο πατέρας, ανήσυχος, θέλει να συμβουλευτεί «τον μεγάλο δάσκαλο του χρόνου», ένα παλιό κάδρο, που αντιπροσωπεύει την παλιά σοφία. Ζητά να μάθει ποιο είναι το χρέος του. Αλλά το κάδρο, αφού πρώτα τον χλευάσει, καταλήγει στη μεγάλη και μοναδική σοφία των εξουσιαστών: «Η ηθική κι οι τύψεις είναι εμπόδιο για την πρόοδο. Πώς θα προκόψεις, άμα δεν αρπάξεις; Και πώς θα συνεχίσεις τις σφαγές, αν έχεις τύψεις;» Η επόμενη εικόνα αφορά τον εμφύλιο κι αμέσως έπειτα τον πόλεμο του Βιετνάμ. Σε κωμικότατες σκηνές, χοντροκομμένοι μασκαράδες χτυπάνε μεταξύ τους τις τεράστιες κοιλιές τους, ενώ αποκαλύπτουν τον εκατέρωθεν συμφεροντολογικό πόλεμο. Στο τέλος όλοι μαζί εξυμνούν το δολάριο. Πάνω σ’ αυτό μπαίνει ο Κήρυξ και τους εξωθεί να πολεμήσουν τους Βιετναμέζους. Τα κύρια επιχειρήματά του: «-Θέλουν να κουμαντάρουνε στο σπίτι τους! -Τους πρόστυχους! Τι άλλο θα ζητήσουν! […] -Αποτελούν εμπόδιο στο μεγαλείο μας! -Κάτω αυτοί που επιβουλεύονται το έθνος μας!» Ένας Προφήτης που εμφανίζεται τους λέει: «Μια νύχτα σκοτεινή και μαύρη, την ώρα που ξυπνούνε ο βρικόλακες, ο άγγελος Κυρίου μου παρουσιάστηκε και ζήτησε να σώσουμε την τάξη των πραγμάτων, να επιβάλουμε το γαύγισμα των σκύλων μας, το γκάρισμα των γαϊδουριών μας, που είναι τα πιο αυθεντικά! Το άγιο πνεύμα επιτάσσει να στείλουμε

– 78 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

παντού τις βδέλλες μας, τις νυχτερίδες μας και τις ακρίδες! Εκείνοι που αντιστέκονται θα εξιδανικεύονται με τα καινούργια όπλα μας, που κι οι θεοί τα τρέμουν!» Όπως κι αλλού, έτσι κι εδώ ακολουθούν ποιήματα, δεμένα με το έργο, ένα παράξενο είδος χορικών ή ποιητικών σχολίων στα όσα συμβαίνουν. Τα ποιήματα αυτά χρειάζονται ιδιαίτερο σχολιασμό, που δεν θα τον επιχειρήσουμε εδώ. Η επόμενη εικόνα μας δίνει ένα μακάβριο συμπόσιο, που συγκαταλέγεται ασφαλώς στις πιο τολμηρές σε έμπνευση, φαντασία και πρωτοτυπία συλλήψεις του Φάλκου, και αποτελεί μια από τις κορυφώσεις της δημιουργίας του. Στην εικόνα αυτή με τη λαμπρή εκτέλεση, συμπλέκονται αξεδιάλυτα το γκροτέσκο με το σοβαρό, το μπουρλέσκ και το μπουφονικό με το τραγικό, το φανταστικό με το ρεαλιστικό, η ποίηση με τη φιλοσοφία, και έχει μια τέτοια αυτοτέλεια, ώστε θα μπορούσε από μόνη της να παιχτεί ως μονόπρακτο. Το συμπόσιο είναι μια συνάθροιση επηρμένων αρχομανών, αδίστακτων πολεμοκάπηλων, ηλιθίων σοβινιστών και φασιστών. Οι μορφές θυμίζουν Ιερώνυμο Μπος και προπολεμικές πολιτικές καρικατούρες. Δεν είναι φυσικά στατικές, αλλά κινούνται όπως περίπου οι φιγούρες του μπουρλέσκ προπολεμικού κινηματογράφου. Οι εισερχόμενοι στον χώρο του συμποσίου οφείλουν να αποδείξουν την άμετρη καταστροφική ικανότητά τους. Το κάνουν με χοντροειδείς, σκόπιμα υπερβολικές και γελοιότατες εκφράσεις, που θυμίζουν πότε τον Γκαργκαντούα και πότε τον Μυνχάουζεν. Εννοείται πως όλη αυτή η παράδοση είναι απόλυτα αφομοιωμένη, ώστε να έχει δικό της χρώμα και αυτοτέλεια και να προστίθεται ως νέα δημιουργία δίπλα στα ονόματα που αναφέραμε. Ιδού μερικές από τις μπουφονικές, μα τραγικά αληθινές εκφράσεις των εισερχομένων: «Άμα προφέρω τ’ όνομά μου, θα σκοτιστεί το φως!» Το φως τρεμουλιάζει και μισοσβήνει. «Μόλις σας δείξω την ταυτότητά μου, η μπόχα θα διατρέξει τρεις φορές τη γη!», «Με τα όπλα που επινόησα ετούτη την χαριτωμένη γη την έκανα κοιλάδα του Κλαυθμώνος!» Ο πρόεδρος των ΗΠΑ λέει στους συμποσιαστές: «Ο πόλεμος βαδίζει κατ’ ευχήν. Ματσώθηκαν οι βιομηχανίες μας και οι μαφιόζοι, και μας ευγνωμονούν που παρατείνουμε τον πόλεμο. Επωφελήθηκε και ο λαός μας. Από το να πετούν ψηλά, τους βάλαμε να σκάβουν τάφους!» και δίνει εντολή ν’ αρχίσει το φαγοπότι! Οι υπηρέτες κουβαλούν δίσκους και κάνιστρα γεμάτα φούσκες που παριστάνουν νεκροκεφαλές, μύτες, αυτιά, ανθρώπινα μέλη κτλ. που τις δαγκάνουν και σκάζουν. Εν είδει χορικού οι συνδαιτυμόνες ψέλνουν: «-Όπου τριγμός οδόντων, βρυχηθμός-Κι εμείς κι εμείς! -Όπου μαχαίρι και σφαγή-Κι εμείς κι εμείς! […] -Κυριαρχία, δύναμη, εξουσία! -Κόβετε, σφάζετε, διχάζετε! […] Κατασκοπεύετε, βυσσοδομείτε! Κυριαρχείτε, οικονομάτε! Ισοπεδώνετε, παγκοσμιοποιείτε!» Στη σάλα κυριαρχούν μουγκανητά, γκαρίσματα γαϊδάρων και ουρλιαχτά λύκων. Ένας παίρνει μια νεκροκεφαλή και την κλοτσάει. Το ποδόσφαιρο γενικεύ-

– 79 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

εται. Πετούν ο ένας στον άλλο νεκροκεφαλές κτλ., που πέφτουν και στους θεατές. Πάνω σ’ αυτό μπαίνει η Κρακατάου. Ο Κήρυξ που την αναγγέλλει λέει: «Η αγγελική αυτή γυναίκα, από την ιερή της ένωση με τον ουράνιο πρόεδρό μας, γεννάει κάθε μέρα τριακόσια αυγά! […] Και όλ’ αυτά τ’ αυγά για την πατρίδα, για να ’χουμε πολεμιστές!» Ένας υπηρέτης περιφέρει το κάνιστρο και το δείχνει στους συμποσιαστές, που επιδοκιμάζουν βγάζοντας γρυλλισμούς. Δυο άνθρωποι σέρνουν μέσα στη σάλα ένα ανθρωπάκι φοβισμένο. Αποδεικνύεται πως είναι ο Χάροντας, ο Θάνατος, που οι συνδαιτυμόνες τον αποκαλούν Πατέρα και Θεό τους! Οι άνθρωποι που τον σέρνουν του βάζουν στα χέρια το δρεπάνι, αλλά αυτός αρνείται να το πιάσει σταθερά, του πέφτει κάθε τόσο. Δεν θέλει να προχωρήσει. Εκείνοι που τον τραβολογούν εξηγούν: «Είναι λιγάκι δύστροπος. Δεν ήθελε να ’ρθει!» Στην επιμονή των συμποσιαστών να φάει τα αυγά, ο Χάρος απαντά: «Αφήστε με! Δεν θέλω πια! Δεν θέλω!» Και όταν πάλι επιμένουν, εξηγεί ότι απ’ το πολύ να τον ταΐζουν, έπαθε δυσπεψία! Εκλιπαρεί γι’ αναβολές. «Το πράγμα αυτό δεν παίρνει αναβολή, του λένε. Δεν αναβάλλεται η δόξα!». Ο Χάρος εκλιπαρεί: «Τουλάχιστον να περιμένουμε να εκκολαφθούν τ’ αυγά, και μόλις βγουν από το τσόφλι τ’ ανθρωπάκια...». Τον αρπάζουν και τον ταΐζουν με το ζόρι. Αυτός αρχίζει να φουσκώνει σαν ασκός. Γίνεται ένα τεράστιο μπαλόνι. Ανησυχούν: «Θα καταλάβει όλη τη σάλα!», «Θα καταλάβει την Αμερική!» Ένας τρυπάει και σκάζει το λαστιχένιο ένδυμα του Χάρου, που φεύγει ξεφωνίζοντας: «Δεν ήμουνα εγώ! Δεν ήμουνα εγώ!» Αλλά οι συμποσιαστές απορούν: «Και τώρα τι θα γίνουν οι νεκροί, αφού ο θάνατος αρνείται να τους καταπιεί;», «Μα θα βρικολακιάσουν!». «Θα στέκονται θλιμμένοι στις πλατείες!», «Θα μπουν στα κέντρα διασκέδασης!», «Θα κατοικήσουνε στα σπίτια μας και στην καρδιά μας!» Ο πρόεδρος τους καθησυχάζει: «Τώρα που διώξαμε τον θάνατο, κανείς δεν θα πεθαίνει εδώ! Θα μείνουμε γνωστοί ως η γενιά των Αθανάτων Βρικολάκων!» Και ζητάει να παίξει μουσική. Ως πιανίστας εμφανίζεται ο Πατέρας που είδαμε. Τον αποδοκιμάζουν ως γέρο, αλλά τελικά τον ανέχονται. Ο Πατέρας-πιανίστας χτυπάει ένα πλήκτρο κι ακούγεται ταμπούρλο. Χτυπάει ένα πλήκτρο κι ακούγονται πέντε νότες, χτυπάει πολλές φορές κι ακούγεται μονάχα μία νότα. Ετοιμάζεται να χτυπήσει, κι ακούγονται νότες πριν χτυπήσει. Χτυπάει μία κι ακούγονται ολόκληρες φράσεις. Ο Πατέρας λέει: «Ας ηρεμήσουμε κι ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή! Έχουμε και λέμε: ΝΤΟ ΡΕ ΛΑ ΦΑ ΣΟΛ... ή μήπως ΝΤΟ ΣΙ ΛΑ ΡΕ ΝΤΟΛ; Αμάν! Πώς είναι η σωστή σειρά;» Οι άλλοι, προσπαθώντας να τον βοηθήσουν λένε: « ΝΤΟΣΙΦΑΚΑΣΟΛ, ΦΑΣΑΡΟΠΑΡΑΣΟΛ, ΝΤΟΣΟΛΦΑΜΑΦΑΣΟΛ κτλ. Ο Πατέρας λέει: «Αφήστε το σολφέζ. Ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί τον εθνικό μας ύμνο!» Πάει να παίξει, μα το πιάνο παίζει μόνο του μια οργίλη και άγρια μουσική, ακούγεται ένα σάλπισμα επίθεσης, τινάζεται το καπάκι, ακούγονται να σπάζουν οι χορδές, και τελικά το πιάνο σηκώνεται ψηλά και ξαναπέφτει κάτω. Ο Πατέρας φεύγοντας τρομαγμένος αναφωνεί: «Χάλασε η τάξη και η αρμονία!» Με το κλείσιμο της αυλαίας, περνούν απέξω δύο νέοι απαγγέλλοντας ένα σχετικό με το θέμα ποίημα. Στην επόμενη εικόνα ο Πατέρας ανοίγει την τηλεόραση, μήπως ακούσει

– 80 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

ειδήσεις για τον γιο τους που βρίσκεται στο μέτωπο. Αλλά τα κανάλια λένε συνεχώς: «Πατρίδα, ελευθερία, ανθρωπισμός. Δέκα νεκροί, τριάντα τραυματίες.», «Ανθρωπισμός, πατρίδα, ελευθερία. Χίλιοι νεκροί και τρεις χιλιάδες τραυματίες. Και τώρα λίγη εύθυμη μουσική...», «Ελευθερία, ανθρωπισμός, πατρίδα. Νεκροί δέκα χιλιάδες. Σώστε τα δόντια σας με οδοντόκρεμα Τατούμ!» κτλ. Ο Πατέρας τελικά οργίζεται. Αρπάζει την τηλεόραση και την πετάει στο πάτωμα. Οπότε ακούγεται από την τηλεόραση: «Ο γιος σου, παλιοβλάκα, σκοτώθηκε στις έξι το πρωί!» Μπαίνουν οι δύο νέοι απαγγέλλοντας δύο σχετικά ποιήματα. Η επόμενη εικόνα παρουσιάζει μια σεμνή τελετή μπροστά στον Λευκό Οίκο. Μπροστά σ’ ένα στηριγμένο λοξά στον τοίχο φέρετρο, ένας στρατιωτικός καταθέτει στεφάνι. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκφωνεί τον Επιτάφιο για τους νεκρούς του πολέμου. Τον γελοιότατο αυτό λόγο και όσα συμβαίνουν, ο Φάλκος τα αντιπαραθέτει προφανώς στον πασίγνωστο Επιτάφιο του Περικλή. Άλλοι καιροί και άλλοι οιωνοί: «[..] Στον Άδη θα γίνουν δεκτοί με ύψιστες τιμές και μάλλον πρόκειται ν’ αγιάσουν! Εμείς στο πρόσωπο του ενός, του γιου του εξαίρετου αυτού του αγρότη, μουσικού κι ανθρώπου, τιμούμε όλους τους νεκρούς του δίκαιου αυτού πολέμου. Και τώρα πια τους στέλνουμε στα ύψη, στην αθανασία!» Ακολουθούν οι σκηνοθετικές υποδείξεις του συγγραφέα, τις οποίες αξίζει να παραθέσουμε αυτούσιες: «Κάνει νόημα στον αξιωματικό. Αυτός νεύει σ’ έναν στρατιώτη, που πατάει μερικά κουμπιά. Εκεί που ακουμπάει το φέρετρο στον τοίχο ανοίγει μια τρύπα τετράγωνη. Ακούγονται τριγμοί από γρανάζια αλάδωτα. Το φέρετρο ανέρχεται σιγά-σιγά. Τα γρανάζια καθυστερούν, αγκομαχούν, σταματούν και ξαναρχίζουν. Το φέρετρο έχει σχεδόν εξαφανιστεί στην τρύπα, όταν ξαφνικά κάτι σπάζει, και το φέρετρο, με δαιμονισμένο θόρυβο, γυρνάει και πέφτει μέσα στη σκηνή! Ο αξιωματικός κάνει πως δεν κατάλαβε. Κάνει νόημα στον στρατιώτη. Αυτός τοποθετεί ξανά το φέρετρο στη θέση του. Το σπρώχνει λίγο προς τα πάνω, πατάει τα κουμπιά και τα γρανάζια ξαναρχίζουν. Επαναλαμβάνονται τα ίδια. Ο πρόεδρος οργίζεται: -Η αιωνιότητα μπορεί να τον αρνείται, αλλά κι εμείς θα της τον στέλνουμε αιωνίως!!! Ακούγεται μεγαλειώδης μουσική φράση κι αμέσως έπειτα μια κοροϊδευτική. Τέλειωσε η παράσταση. Ακούγονται χειροκροτήματα. Ο πρόεδρος κάνει μια κίνηση κοφτή και κόβονται αμέσως τα χειροκροτήματα. Όλοι αποχωρούν.» Στην επόμενη εικόνα μια ομάδα νέων, που βρίσκεται έξω απ’ τον Λευκό Οίκο, παρατηρεί έναν γέρο που σέρνει έναν βράχο, επάνω στον οποίο στέκεται μια γάτα με σηκωμένη την ουρά. Μαθαίνουμε πως είναι ο Εβραίος Πίντερ Τσόμσκι, που τον καταδίκασαν να σέρνει αιώνια αυτή την πέτρα γύρω απ’ τον Λευκό Οίκο, γιατί είναι «παλιομοδίτης» ανθρωπιστής και ειρηνιστής! «Έμεινε σαν παλιά καρικατούρα», «Σαν ένας γραφικός τρελός». «Οι μάνες δείχνουν στα παιδιά τους πώς θα καταντήσουν, αν δεν προσαρμοστούν στα νέα ιδανικά!» Εδώ ο Φάλκος συναιρεί σε ένα πρόσωπο τον θεατρικό συγγραφέα Χάρολντ Πίντερ και τον γλωσσολόγο Ναόμ Τσόμσκι, που καταγγέλλουν τις θηριω-

– 81 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

δίες και την έπαρση της επίσημης Αμερικής. Οι νέοι, με ποιητικό λόγο, ψέγουν τον εαυτό τους ότι άφησαν να τους εξαπατήσουν με ψεύτικα ιδανικά και εκφράζουν τα συναισθήματα ενοχής που τους διακατέχουν. Επάνω στη σκηνή υπάρχει μια πλαστική καρδιά, που μεγαλώνει συνεχώς: -Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε -την πήγαμε στο σιδερά -είπε πως θέλει πέταλα -την πήγαμε στο νομικό -είπε πως θέλει σίδερα […] -Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε -Πλήθαινε μέσα της η ενοχή. Τα ποιήματα που παρεμβάλλει ο Φάλκος, τόσο εδώ όσο και στα πεζογραφήματά του, προέρχονται είτε από τα ήδη δημοσιευμένα είτε από το αδημοσίευτο απόθεμά του. Επειδή τα δημιουργήματά του έχουν θεματική και στιλιστική ενότητα, τα «τμήματα» ταιριάζουν μεταξύ τους, και τα μεταφέρει σε περισσότερα από ένα έργα. Μου εξηγεί: «Μερικές ενότητες, όπως τα ποιήματα, θέλω να τις βλέπουν μέσα σε νέα σύνολα, όπου αποκτούν διαφορετικό κάπως χρώμα. Πες πως είναι αγάλματα, που μετά από μελέτη βρίσκω ότι ταιριάζουν και σ’ αυτήν και στην άλλη αίθουσα ή αυλή. Θέλω να είναι αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά μου.» Πλησιάζει διαδήλωση, όπου άλλοι κατακρίνουν και άλλοι επαινούν τους δολοφόνους του Βιετνάμ και ιδιαίτερα τον Κάλεϊ. Ο Πρόεδρος, που έχει βγει μπροστά στον Λευκό Οίκο, ανησυχεί και προσπαθεί μάταια να κατευνάσει τους διαδηλωτές, που φωνάζουν: «Δεν είσαι εσύ η Αμερική!», «Σας κόλλησε η πανούκλα της εξουσίας και της δύναμης!» και απαγγέλλουν εν χορώ: -Άρρωστε λιγδωμένε ποντικέ με τον εγκέφαλο της σαύρας! Ενορχηστρώνεις την ασχήμια μας, για να μπορείς να κυβερνάς. Μη βαυκαλίζεσαι πως ήσουν χρήσιμος: Δεν υπηρέτησες παρά μονάχα τα σερνάμενα. Στο τέλος κέρδισες τη δόξα των σκορπιών! Τότε ο Πλούτων παίρνει την άδεια να μιλήσει στο πλήθος και λέει τα εξής ανεκδιήγητα: «Νέοι, ελπίδα της Αμερικής, ανθρωπιστές χωρίς ανθρωπισμό, φορείς ιδανικών χωρίς ιδανικά, ειρηνιστές μαχαιροβγάλτες, λάγνοι χωρίς λαγνεία, ειλικρινείς υποκριτές, φιλάνθρωποι εκμεταλλευτές, καταφερτζήδες κι εξυπνάκηδες κάθε κατηγορίας, ακούστε με προσεκτικά! Τα έθνη που προκόψανε στην ιστορία είχαν ως έμβλημα κι ως ύψιστη αρχή το «θάβε και ξέχνα!». Άμα θυμόμασταν τους ερυθρόδερμους, πώς θα εξοντώναμε τους Βιετναμέζους; Πώς θα χτυπούσαμε τους Άραβες; Πώς θα διαλύαμε τους Γιουγκοσλάβους; Πώς θα εξοπλίζαμε τους Τούρκους για να δολοφονούν λαούς και για να καταλάβουνε την Κύπρο; Πώς θα υποστηρίζαμε σ’ όλο τον κόσμο τους δικτάτορες; Και πώς θα συνεχίζαμε τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, της ίδιας της ζωής;» Και συνεχίζει με το ίδιο ύφος σα να ’ναι αυτός ο πρόεδρος και παίρνει αυτός τις αποφάσεις. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ακούει αποσβολωμένος κι αντιλαμβά-

– 82 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

νεται ότι ο Πλούτων θα τον υποσκελίσει. Οι νέοι σχολιάζουν ευμενώς τον Πλούτωνα, και προσπαθούν να αποσείσουν από επάνω τους την ενοχή με διάφορες αστείες σοφιστείες. Δοκιμάζοντας όμως να σταθούν με το κεφάλι ψηλά, δεν τα καταφέρνουν, και δίνουν γι’ αυτό αστείες δικαιολογίες: «Εγώ θέλω πολύ, μα το κεφάλι μου δεν θέλει!», «Εγώ κακοκοιμήθηκα και ξύπνησα μ’ ένα βαρύ κεφάλι!», «Εμένα φταίει η μέση μου που γέρνω!», «Το χτένισμά μου είναι για κυρτό κεφάλι!» κτλ. Περνάει ένας γέρος με μπαλόνια, που γράφουνε επάνω τους ΠΑΤΡΙΔΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Του αρπάζουν τα μπαλόνια, για να τα δέσουν στα κεφάλια τους, ώστε να στέκονται ψηλά! Μα τα μπαλόνια σκάζουν. Ένας συμπεραίνει: «Μονάχα αν είσαι άδειος σαν μπαλόνι, στέκεται το κεφάλι σου ψηλά!» Δυο νέοι κουβαλούν ένα δεντράκι σε κουβά και του μιλούν με λόγια ποιητικά, όπως: «Στ’ όνειρο κάθε δέντρου υπάρχει ένα μεγάλο δάσος!». Αλλά στη σκηνή μπαίνουν δυο-τρεις κρατώντας τεράστια κλαδευτήρια και πριόνια, με εντολή απ’ την κυβέρνηση να εξοντώσουν όλα τα φυτά, την ίδια τη ζωή: «Για ν’ ανδρωθείς, χρειάζεται […] να εξοντώσεις τη μητέρα σου! Μόνο τότε λυτρώνεσαι απ’ τον ομφάλιο λώρο! Η φύση είναι το χειρότερο εμπόδιο στα σχέδιά μας [...] Η γη είναι κακός εχθρός!» Ορμούν και κομματιάζουν το δεντράκι. Η επόμενη εικόνα εξελίσσεται στο σπίτι των χωρικών. Η Μάνα νανουρίζει το μωρό, τη νέα κι αλλοπρόσαλλη γενιά ανθρώπων: «Νάνι νάνι τ’ άστρο μας το μαύρο / να μεγαλώσει γρήγορα / ν’ ανοίξει έναν καινούργιο τάφο.» Μια γειτόνισσα ρωτάει αν το βρέφος πέταξε πάλι σήμερα. Η Μητέρα λέει «Το συγκρατούμε κάτω με αλυσίδες.» Μαθαίνουμε ακόμα ότι αλλάζει φύλο συνεχώς, ότι τη μια γίνεται τράγος, ότι την άλλη βγάζει φύλλα και κλαδιά, και ότι δεν μεγάλωσε καθόλου τα τελευταία τριάντα χρόνια!: «Μουλάρωσε! Αρνείται να μεγαλώσει!» Ο πατέρας φέρνει έναν ζωγράφο να ζωγραφίσει τον γιο του: Ο Πατέρας, εκφράζοντας τις νεοκλασικές τάσεις του Φάλκου, λέει: «Βρήκα ζωγράφο του παλιού καιρού, που ξεχωρίζει ακόμα το κόκκινο απ’ το κίτρινο και δεν κήρυξε πόλεμο ενάντια στην τέχνη του! (προς τον ζωγράφο) Θέλω να ζωγραφίσεις τον μικρό μου γιο, να ξαναδεί τ’ αληθινά τα χρώματα, το ανθρώπινο τοπίο.» Ο γιος δυστροπεί. Ο ζωγράφος λέει: «Αυτό το πράγμα δεν ξέρω να το ζωγραφίσω!» Και όταν ο Πατέρας επιμένει, ρωτάει τον γιο πώς θα ’θελε να τον ζωγραφίσει, σαν ρομαντικό εραστή, σαν Γάλλο επαναστάτη, σαν άγιο κτλ. Αλλά ο γιος θέλει να τον ζωγραφίσουν όπως είναι. «Μα είσαι τέρας!», φωνάζει ο ζωγράφος, οπότε ο πατέρας ξεσπάει: «Από γεννησημιού του ήταν τερατώδης! Δεν τον αναγνωρίζω για παιδί μου! Ακόμα κι η μητέρα που τον γέννησε τρομάζει!» Στην επόμενη εικόνα είναι πρωί. Στην πλατεία βρίσκονται πολλοί νέοι. Μπαίνει ο Κήρυξ σέρνοντας με λουρί μια τερατώδη μηχανή, που βγάζει ήχους και καπνιές. Ο Κήρυξ εκθειάζει το τέρας, ότι μπορεί το σχήμα του να είναι παράλογο, αλλά είναι ύψιστη κι αναμφισβήτητη αξία, εφόσον «γνωρίζει να βρυχάται», έχει τεράστιες μασέλες, καλύπτει όλες τις ανάγκες, και δεν υπάρχει τίποτε έξω απ’ αυτό! Οι νέοι δεν έχουν παρά να ρίξουν ένα δολάριο, και θα ικανοποιηθούν όλες οι ανάγκες τους και θα λυθούν οι μεταφυσικές τους απορίες. Ένας νέος ερωτεύεται ένα ψεύτικο κορίτσι που προβάλλει το μηχάνημα, ένας άλλος λέει: «Για κοίτα! Έβαλα λίγες λέξεις εξωφρενικές και βγήκαν στίχοι εντελώς παράλογοι

– 83 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

και πολυσήμαντοι! Τους ερμηνεύεις όπως θες! Τι τελειότητα! Τι βάθος!» Ένας επιστήμων, που έδωσε στο τέρας μαθηματικούς τύπους, λέει: «Ντε ψι, χιψί, ξιψί, σπαθί και θάνατος!.. Θα τρελαθώ! Το βρήκε! Με τα αγνά, τα καθαρά μαθηματικά έγιναν βόμβες και κανόνια!». Έναν παπά, που είχε τύψεις για το Βιετνάμ, το τέρας τον γιατρεύει από την «παιδική αρρώστια» των τύψεων. Αλλά οι νέοι αποφασίζουν ν’ αντιμετωπίσουν αλλιώς το μηχάνημα: Του προτείνουν έννοιες ηθικές, όπως εντιμότητα, ανθρωπιά, αίσθημα τιμής, δικαιοσύνη κτλ., οπότε το μηχάνημα στην αρχή διστάζει και τρίζει, μετά βογκάει, τρίζουνε τα γρανάζια του και βγάζει άναρθρες κραυγές, στο τέλος αφηνιάζει, σείεται και χτυπιέται, σπάζουνε τα γρανάζια του κι αναβοσβήνουν φώτα κόκκινα και πράσινα. Βγάζει μαύρες καπνιές, μουγκρίζει, στο τέλος τα μπερδεύει όλα: «Δικαιοσύνη θάνατος σπαθί πατρίδα αγάπη θάνατος, σπαθί κι αγάπη κι αίσθημα τιμή και θα κι ελευθερί σπαθί θανα σπαθα σπανα παπα...» Στο κέντρο της επόμενης εικόνας υπάρχει μια πύλη με την επιγραφή $ΜΟΛΩΧ$ και από κάτω ΝΑΟΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ. Δεξιά κι αριστερά της πύλης υπάρχουν τα γιγαντοπορτρέτα του Χίτλερ και του Τζεγκίς Χαν. Μπαίνει ο Πλούτων με συνοδεία. Στο κεφάλι του φοράει τέσσερις κορώνες την μία επάνω στην άλλη, σύμβολο εξουσίας επάνω στις τέσσερις ηπείρους. Οι κλακαδόροι τον αποκαλούν «ήλιο της παγκόσμιας δικαιοσύνης.» Ο Πλούτων βγάζει λόγο για τη στρατηγική του: «Οι στόχοι μας έχουν την ευλογία των Γραφών: «Αρπάζετε, ρημάζετε και κατακυριεύσατε την γην!» Και δεν θα σταματήσουμε, αν δεν καταβροχθίσουμε τα πάντα! Είμαστε μαύρες τρύπες!». «Θ’ αναδιοργανώσουμε τις αντιτρομοκρατικές δυνάμεις, ώστε να κυνηγούν επίσης τους διαμαρτυρόμενους και τους σατιρικούς κι όχι μόνον αυτούς, μα και τους μελαγχολικούς, τους δύσπιστους και τους θλιμμένους!». «Για να σκοτίσουμε το φως της λογικής, που λίγο έλειψε κάποια στιγμή να εξανθρωπίσει και την ανθρωπότητα, θα υποστηρίξουμε τους αντιλογικούς, τους ενορατικούς και τους παράλογους κι από κοντά τους εξεζητημένους εξυπνάκηδες και τους ποζάτους. Κι όπως τη λογική και τη δικαιοσύνη τις έβαλαν ψηλά οι Έλληνες, αυτοί θα γίνουν οι σημαντικότεροι εχθροί μας! Κάψτε τον Όμηρο, την τραγωδία και την κωμωδία, γιατί διδάσκουν ήθος κι ανθρωπιά! Κόψτε βαθιά τις ρίζες που έβαλαν φραγμούς στην έπαρση της δύναμης!» «Το μίσος μας θα πρέπει ν’ αγκαλιάσει και τη νεότερη Ελλάδα, που είναι μεν κύμβαλον δουλικόν και αλαλάζον, ως προς τους κυβερνήτες που επιβάλλουμε εμείς, μα οι πολίτες της δείχνουν ευαισθησία στα θέματα δικαιοσύνης, ακόμα και για αδικίες που δεν τους αφορούν! Γι’ αυτό ρίξτε τους μισητές δικτατορίες, διαμελίσετε την Κύπρο τους και δώστε τα κομμάτια της στους σκύλους, δώστε στους Σλάβους τ’ όνομα Μακεδονία, για να τους ταπεινώσετε βαθιά, […], οπλίζετε σαν αστακούς τους Τούρκους που θέλουν να τους κομματιάσουν!». «Ρίξτε στην αγορά κάθε λογής σκουπίδια, φρόκαλα κι αποπλυσίδια, τραγούδια ροκ και κόκα κόλα, χιλιάδες έργα ξεκαρδιστικά! Απασχολήστε τους με τους φανατικούς και τους διεστραμμένους! Μπουκώστε τους με φόνους και βρικόλακες! Πλέοντας μες στο πύο και την αποσύνθεση, δεν θα ’χουν μέτρα για να κρίνουν και δεν θα ξέρουν πού να στηριχτούν.» Οι κλακαδόροι ψάλλουν εν χορώ: «Εν αρχή ην ο βόρβορος / το πύον το εξώτερον / εξ ου τα πάντα εγένοντο / κι όπου τα πάντα καταλήγουν.»

– 84 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

Στην επόμενη εικόνα παρουσιάζονται άνθρωποι διχασμένοι. Οι μεν φαίνονται έτοιμοι -τουλάχιστον λεκτικά- να εκραγούν απ’ την αφόρητη κατάσταση, ενώ άλλοι συμβουλεύουν τον στρουθοκαμηλισμό. Τότε μπαίνουν κάποιοι που κρατούν ένα τεράστιο δολάριο-μαγνήτη. Ο μαγνήτης τους μαγνητίζει όλους. Οι χειριστές υποχωρούν σιγά-σιγά και μπαίνουν μες στην πύλη του Μολώχ, συμπαρασύροντας τους μαγνητισμένους. Αμέσως μετά παρακολουθούμε τι γίνεται μέσα στον ναό της ευημερίας. Στη σκηνή μπαίνει ένας νέος, που μακαρίζει τον εαυτό του, γιατί εκεί βρήκε τα πάντα, «τηλεοράσεις που σε παρακολουθούν, ρόδες που σε πηγαίνουν όπου εκείνες θέλουν, μηχανισμοί που διαμορφώνουν τις ιδέες σου και σε γλιτώνουν απ’ τον κόπο να σκεφτείς, τζάμπα ναρκωτικά για γνήσιους παραδείσους». Μα γρήγορα διαπιστώνει πόσο τον εξαπάτησαν. Η επόμενη εικόνα ξετυλίγεται μέσα σε μία έκθεση φωτογραφίας. Ο Πλούτων, που φοράει πάντα την τεράστια παπική τιάρα, εκθειάζει τα αριστουργήματα του τεχνικού πολιτισμού: «Δες το αυτοκίνητο αυτό! Κοίταξε τη γραμμή, την ομορφιά, τη χάρη. Είναι […] ο σπουδαιότερος εχθρός της μητριάς μας φύσης! Την μόλυνε και την μολύνει συνεχώς! Αν οι αρχαίοι έφτιαξαν τον Παρθενώνα, που μένει ακίνητος στον τόπο του και δεν μετακινείται, εμείς κατασκευάσαμε το αεικίνητο αυτοκίνητο, που τρέχει πίσω από τις χίμαιρες που φτιάξαμε εμείς, ώσπου να φτάσει στο απόλυτο κενό, τον έσχατο προορισμό του ανθρώπου! Κοίταξε τώρα και την άθλια φύση» Πάνω σ’ αυτό μαθεύεται πως έπεσαν οι κομμουνιστές. Ένας αφελής λέει: «Δεν έχουμε κανέναν αντίπαλο!». Ο Πλούτων τον συνετίζει: «Αν δεν έχεις αντίπαλους, τους δημιουργείς εσύ! Ποιοι έχουν λίγη δύναμη; […] Ποιοι θ’ αποκτήσουν δύναμη μελλοντικά; Ποιοι έχουν έστω και μια στάλα υπερηφάνεια; Και ποιος διαβάζει τους αρχαίους Έλληνες; Ποιος είναι σκυθρωπός και ποιος στενάζει; […] Όλοι αυτοί είναι θανάσιμοι αντίπαλοι και απειλή για την υπόσταση του έθνους μας! Ξεθάψτε τους! Δολοφονήστε τους! Διχάστε! Αφανίστε!» Στη σκηνή μπαίνει ο Πατέρας σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με τον γιο του, που προς το παρόν κοιμάται, και ζητάει από τον Πλούτωνα να γιατρέψει το τερατώδες παιδί του. Ο γιος ξυπνάει ξαφνικά και αναγνωρίζει τον Πλούτωνα ως πραγματικό πατέρα του! Πάνω σ’ αυτό φτάνει η είδηση ότι χτυπήθηκαν οι πύργοι του Μανχάταν και το Πεντάγωνο: «Η αδικία γέννησε την αδικία! Η έπαρση γέννησε την παραφροσύνη! Κι έπεσε στα κεφάλια των αθώων!» Ο Πλούτων βγάζει αμέσως λογύδριο: «Δυστυχισμένοι δούλοι και δούλες της Αμερικής, ακούστε με προσεκτικά! Εάν αυτοί για να εκδικηθούν, ρίχνουν στη δυστυχία και στο πένθος τους αθώους, εμείς κηρύσσουμε δικαιοσύνη δίχως όρια! Οι εχθροί μας θα το νιώσουν πως μόνο οι δυνατοί μπορούν να βλάπτουν, ν’ αδικούν και να τρομοκρατούν!». Θα χτυπήσει, λέει το Ιράκ και το Αφγανιστάν, αλλά αποκλείει το να χτυπήσει τις χώρες που κατακλύζουν τον κόσμο με ναρκωτικά: «Πραγματικοί εχθροί δεν είναι οι έμποροι ναρκωτικών κι οι Τούρκοι που εξοντώνουν τους λαούς, αλλά αυτοί που προσπαθούν να ταπεινώσουνε τους δυνατούς! […] Από τα δηλητήρια και τις βόμβες […] θα σκοτεινιάσει όλη η πλάση και σύννεφο θανατερό θα αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια όλων μας για χίλια πεντακόσια χρόνια! Αν είναι να θιγούν οι δυνατοί, ας πάει στο διάβολο ολόκληρη η οικουμένη! Αυτό

– 85 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

είναι το νέο δόγμα της Αμερικής!» Στην επόμενη εικόνα, στο σπίτι μπαίνουν κυνηγημένοι ο Πατέρας κι η Μητέρα, ενώ έξω ακούγονται ουρλιαχτά σκυλιών. Ψάχνουν στην κασέλα, στο πατάρι, ακόμα και στο ψυγείο, μήπως έχει κρυφτεί κάποιο σκυλί. Γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι δεν πρόκειται για συνηθισμένα σκυλιά, αφού καταφτάνουν ακόμα κι απ’ τον ουρανό ή πετάγονται μέσα από ιστορικά βιβλία. Οι γονείς ελπίζουν ότι ο Πλούτων θα βρει τη σωτηρία, εφόσον κλείστηκε στο γνωστότερο φρενοκομείο της χώρας και κατευθύνει από κει την άμυνα! Για την ώρα βέβαια οι οδηγίες που έβγαλαν, «φυλάγετε τα μάτια σας!», «μη βλέπετε ψηλά!», «φοράτε σιδερένιο θώρακα!» κτλ. αποδείχτηκαν ανώφελες! Πράγματι τα σκυλιά έχουν κρυφτεί και μες στο σπίτι τους: Προβάλλουν μόλις ανοίξουν κάτι. Μάταια κλείνουν τα πάντα, τις χαραμάδες, τις ρωγμές. Η Μητέρα ελπίζει να περάσει ξαφνικά η επιδημία όπως ήρθε. «Να μην υπάρχουν πλέον μνήμες! Αυτοί, αυτοί που γνώρισαν τη νύχτα, θα εκτιμήσουν δυο φορές το φως!». Ο Πατέρας είναι απαισιόδοξος: «Φαίνεται ότι είναι η μοίρα μας να ζούμε από δω και μπρος μαζί τους.» Ελπίζουν να δημιουργηθούν κρυψώνες ασφαλείς, ώστε ο κόσμος να μη τρέχει κάθε φορά πότε στους υπονόμους και πότε στα πατάρια, όπως οι ίδιοι τώρα. Κάποιος χτυπάει την πόρτα κάτω: «Μητέρα - Θέλει τα μάτια μου! Και μην ανοίξεις την καταπακτή! Πατέρας -Ηρέμησε, καλή μου! Ξαναχτυπούν. Πατέρας -Μα ποιος να είναι; Ποιος; Μητέρα -Είναι η Άρπυια! Η Άρπυια!» Είναι από ώρα φανερό πως τα ιπτάμενα αυτά σκυλιά είναι προσωποποιημένες τύψεις. Η τελική εικόνα, η εκτενέστερη απ’ όλες, είναι άμεση συνέχεια της προηγούμενης, μα τώρα το θέμα των τύψεων αποκτά καθολικότερες και μεγαλοπρεπέστερες διαστάσεις. Ας δούμε τις σκηνικές οδηγίες: «Η σκηνή παρουσιάζει τον Λευκό Οίκο, η είσοδος του οποίου είναι αποφραγμένη από ένα τεράστιο γουρουνοκέφαλο. Στη σκηνή βρίσκονται ήδη ένας άντρας και μια γυναίκα ντυμένοι με στολές αγγέλων. Απ’ την αριστερή πλευρά μπαίνει ο Οδοιπόρος. Φοράει μπέρτα με κουκούλα. Στα χέρια του κρατάει τη βακτηρία των οδοιπόρων. Πίσω του μπαίνει ένας άντρας επίσης με κουκούλα. Μπροστά τους εξελίσσεται η παρακάτω σκηνή: Η γυναίκα-άγγελος χειρονομεί σαν θαυματοποιός που θέλει να εξαφανίσει, να εξορκίσει κάτι. Ο άντρας-άγγελος τρέχει εδώ κι εκεί ανήσυχος. Βάζει το χέρι του στο μέτωπο και κατοπτεύει τους δρόμους και τον ουρανό.» Οι «άγγελοι» ρωτούν τον οδοιπόρο «μήπως τις είδε»: «Οδοιπόρος -Ε; Β΄ άγγελος -Μήπως αισθάνθηκες φτερούγες; Οδοιπόρος -Φτερούγες; Τι φτερούγες; Β΄ άγγελος -Μην είδες τίποτε σκιές; Οδοιπόρος -Αυτή η πόλη είναι σκιερή. Και ευτυχώς, μα το Θεό! Β΄ άγγελος -Στον ουρανό, στον ουρανό! Οδοιπόρος -Κοράκια;

– 86 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

Α΄ άγγελος -Σώπα, και μην ονοματίζεις! Οδοιπόρος -Τι κάνετε εδωπέρα; Β΄ άγγελος - Έργο διπλό. Εγώ πρέπει να επαγρυπνώ πότε θα εμφανιστούν! Δεν έχουν ώρα, δεν έχουν συνέπεια! Πότε στη Δύση, πότε στο καταμεσήμερο!» Ο Οδοιπόρος, ως δήθεν ξένος, δηλώνει άγνοια και απορία. «Και τι γυρεύεις εδώ πέρα, στον τόπο της απόγνωσης;», τον ρωτούν. Ήρθε, τους λέει, για να εμπορευτεί τα γουρουνοκέφαλα, που αφθονούν εδώ. Αυτά του τα χαρίζουν. «Προπάντων πάρε ετούτο το κεφάλι που σφήνωσε στην είσοδο του Παλατιού μας!» και εκφράζουν την αδυναμία τους να το απομακρύνουν από εκεί. Αλλά το κύριο πρόβλημά τους είναι τα «ιπτάμενα σκυλιά», «Όντα φριχτά και δυσπερίγραπτα». Εκεί που κάπως προχωρεί η λύση με το γουρουνοκέφαλο, ξαφνικά σκοτεινιάζει ο ουρανός, «γαυγίσματα σκυλιών, τριγμοί οδόντων, βρυχηθμοί!», «αν δεν προλάβεις, σου τρυπούν τα μάτια!», «σου τριβελίζουν το μυαλό!». Ο Οδοιπόρος τους φανερώνει ότι τα δυο κακά σχετίζονται. Εμφανίζονται εκπρόσωποι των κομμάτων, που επιρρίπτουν την ευθύνη για το κακό στους αντίπαλους. Ο Οδοιπόρος τους ειρωνεύεται άγρια κι επισημαίνει την πανανθρώπινη ευθύνη για το έγκλημα, ιδέα κυρίαρχη σε όλο το έργο του Φάλκου. Στο τέλος ο Οδοιπόρος «πατάει τη μπέρτα του με την κουκούλα, φωτίζεται ολόκληρος, το πρόσωπό του λάμπει. Ψηλά περνάει μια τεράστια σκιά. Δίπλα του ο βοηθός του πετάει κι αυτός τη μπέρτα του και φαίνεται ότι φοράει στολή αρχαίου Σκύθη. Στα χέρια του κρατάει βούρδουλα.» Οι άγγελοι γονατίζουν έκθαμβοι λέγοντας: «Ο Άρχοντας Πανάρετος!» Ζητούν να τους σώσει από τα κακά που τους βρήκαν: «Εσύ πατέρα μας, αν κι άλλοτε μας παραστάθηκες στις συμφορές, να μας βοηθήσεις πάλι.» Ο Άρχοντας Πανάρετος, προσωποποίηση της ιδέας του Αγαθού, τους αποδεικνύει πως με το ξεπούλημα όλων των ιδεωδών που έκαναν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για όσα τους συμβαίνουν. Η εικόνα αυτή θα φαινόταν υπερβολικά διδακτική, αν δεν υπήρχε ο ιδιότυπος τρόπος χειρισμού και ο παιγνιώδης και ολότελα θεατρικός λόγος. Δίνουμε ένα παράδειγμα: «Πανάρετος –Και πότε σας τιμώρησα για τελευταία φορά; […] Α΄ άγγελος -Τότε που έγινε το γενικό ξεπούλημα... Πανάρετος -Αχά! Ξεπούλημα! Β΄ άγγελος -Βγάλαμε στο σφυρί κάμποσες πέτρες άχρηστες... Πανάρετος -Πετρούλες, ε; Και άχρηστες... (παίρνει μια στροφή) Μήπως αυτές οι πέτρες είχαν γραμμένους πάνω τους και κάποιους νόμους; Α΄ άγγελος -Πράγματα ξεχασμένα, αηδίες...» Ο Πανάρετος δίνει εντολή στον Σκύθη να τους μαστιγώσει. Ο Σκύθης ανεβαίνει στο βάθρο κι αρχίζει να μαστιγώνει τον Δημοκράτη. Ο Πανάρετος μυρίζει ενοχλημένος τον αέρα: «Μα τι βρομάει, αλήθεια; Τι βρομάει; Το ξέρετε, μωρέ, ότι οι Άρπυιες έχουν μύτες ευαίσθητες σαν τα λαγωνικά; Η δυσωδία των ανθρώπων είναι γι’ αυτές το κόκκινο πανί!» Όταν αυτοί δηλώνουν «ένοχοι ενοχής», ο Πανάρετος σταματάει το μαστίγωμα, και όταν του ζητούν να τους βοηθήσει, τους λέει: «Αν σας μαστίγωσα στο παρελθόν εκατομμύρια φορές, εάν με απογοητεύσατε σκληρά και θρήνησα για την αποτυχία μου, αν σκέφτομαι κάθε φορά να σας ε-

– 87 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

γκαταλείψω οριστικά, άλλες τόσες φορές γυρνώ και θέλω να σας σώσω.» Και τους προτείνει να πιουν από ένα φλασκί, που δήθεν φέρνει τη λησμονιά (εννοείται για όσα έκαναν): «Έτσι αθώοι, πάναγνοι, πανάρετοι, απαλλαγμένοι απ’ το φραγμό της μνήμης, σας είναι βολικό να ξαναρχίσετε τις γουρουνιές. Αυτό δεν περιμένετε από μένα, παιδάκια μου γλυκά;» Τους δίνει να πιουν απ’ το φλασκί προφέροντας τα λόγια: «Κοίταζε μόνο μπρος! Θάβε και ξέχνα!». Οι άνθρωποι χαμογελούν ευτυχισμένοι, μα γρήγορα σκυθρωπάζουν, γιατί αντιλαμβάνονται ότι «αντί για το νερό της λησμονιάς, μας πότισε κρασί της μνήμης!» Τότε εισβάλλουν και οι Άρπυιες: «Ακούγεται φοβερός σαματάς, γαυγίσματα σκυλιών, σειρήνες. Η σκηνή σκοτεινιάζει, ενώ οι Άρπυιες ορμούν από παντού. Οι ηθοποιοί πέφτουνε τρομαγμένοι στις γωνιές, ενώ στο κέντρο μένει ο Πανάρετος τριγυρισμένος από τέσσερις Άρπυιες, που έχουν τεράστια φτερά που σέρνονται στη γη και που σέρνουν τεράστια τούλια.» Ο Πανάρετος λέει: «Κορούλες μου, ησυχάστε λίγο! Σταθείτε γύρω μου, να σας θαυμάσω. Ως τώρα ήσασταν αρχόντισσες στο Σκότος και το Έρεβος, μα τώρα πρέπει να μεταβληθείτε, μα όχι και πάρα πολύ, ώστε να χάσετε τη δύναμή σας! Αντί να ζείτε στο σκοτάδι, θα υπηρετείτε τη ζωή.» Έτσι οι Άρπυιες μεταβάλλονται σε προστάτιδες της ζωής και της ηθικής τάξης στον κόσμο. Μόνο η τέταρτη Άρπυια λέει πως προτιμά να φύγει: «Εγώ, πατέρα, προτιμώ να φύγω. Γυρνώ ξανά στα Τάρταρα, στο Σκότος! Σιχάθηκα το φως της γης! Δεν υποφέρω πια! [...] Χίλιοι διαβόλοι ενωμένοι φαίνονται αγγελούδια μπροστά σε πέντε δυνατούς και τρεις αρχομανείς!». Κι αρχίζει να πετάει εδώ κι εκεί απελπισμένα σέρνοντας τα μακριά της πέπλα. Ο Πανάρετος λέει: «Ησύχασε, καημένη κόρη μου, και μη παραπετάς! Θα πληγωθείς! Θα πληγωθείς!» Εδώ τελειώνει το έργο. Όποιοι γνωρίζουν την Ορέστεια του Αισχύλου, την Ηλέκτρα του Σοφοκλή και την Ηλέκτρα και τον Ορέστη του Ευριπίδη, θα διέκριναν τις ομοιότητες, αλλά και τις σημαντικές διαφορές στην ανάπτυξη του θέματος των τύψεων. Ο Φάλκος στο βιβλίο του Αιδώς (σ. 163 εξ.) έχει αφιερώσει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Η αιδώς του Ορέστη», όπου αναλύει την περίπτωση του αρχαίου ήρωα που τον κυνηγούν οι Ερινύες, και εξηγεί το πώς εκμεταλλεύτηκαν το θέμα οι τρεις μεγάλοι τραγικοί. Για να φανεί το πώς ανέπτυξε το θέμα ο Φάλκος, ποιες είναι οι διαφορές του, πώς το έκανε σύγχρονο, και πώς ανέπτυξε το ίδιο θέμα στο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, χρειάζεται να γραφεί μια ξεχωριστή μελέτη. Ας ελπίσουμε πως κάποιος με γερή κλασική παιδεία, αλλά και κάτοχος του σύγχρονου θεάτρου, θα την επιχειρήσει. Εκείνο που μπορούμε να παρατηρήσουμε εμείς είναι ότι οι ενοχές στον Φάλκο δεν έχουν καμιά σχέση με το προπατορικό αμάρτημα και ότι τις αντιμετωπίζει θετικά, θεωρώντας τες ως τροχοπέδη για το εγκόσμιο έγκλημα, εφόσον ο γενικός κανόνας των αδίστακτων είναι το «θάβε και ξέχνα», που ακούγεται και στο έργο αυτό, αλλά ιδιαίτερα στο πεζογράφημα Τουρκές η Νύχτα. Για το λόγο αυτό ο Πανάρετος, αντί για νερό της λήθης, τους ποτίζει με νερό της μνήμης. Η πρωτότυπη αυτή θέση αποτελεί μια από τις ουσιώδεις διαφορές με τους αρχαίους τραγικούς. Ως κατακλείδα θα παρατηρήσω ότι ο Φάλκος εντάσσεται στη γραμμή της αρχαίας γραμματείας και ιδιαίτερα της τραγωδίας, όταν καταγγέλλει την αρχομα-

– 88 –


ΤΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

νία και την Ύβρη, την αλαζονεία των ισχυρών. Αναφέρω ενδεικτικά: Ο Ηράκλειτος θεωρεί την Ύβρη χειρότερη από την πυρκαγιά. Ο Αισχύλος στον Προμηθέα δεσμώτη καταγγέλλει τον Δία ως αδίστακτο αρχομανή, που υπηρετείται από τη Βία και το Κράτος. Στην Ορέστεια ο υπερόπτης και εξουσιαστικός Αγαμέμνων, που έφτασε να θυσιάσει το παιδί του, γιατί θίχτηκε το μεγαλείο του αδερφού του, αλλά και για να επιτύχει στόχους που θα συμβάλλουν στο δικό του μεγαλείο, εκτελείται από τη σύζυγό του και τον εραστή της, από δύο δηλαδή γελοίους αρχομανείς ή από «δυο γυναίκες», όπως λέει ο Αισχύλος. Ο Πλάτων λέει ότι πολλοί διαπράττουν φοβερά εγκλήματα «δια την εξουσίαν». Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και αρκετά έργα του Σαίξπηρ, όπου οι βασιλιάδες κάνουν φριχτά εγκλήματα για την εξουσία.

Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Θα μπορούσε κανείς να απορήσει πώς έργα τόσο «μοντέρνα» και επαναστατικά δεν είχαν την τύχη της σκηνής. Αυτό θα το σκεφτόταν κάποιος που δεν γνωρίζει πόσο σκληρός και δυσπρόσιτος είναι ο χώρος του θεάτρου. Πρέπει να αφιερώσει κανείς πολλά χρόνια και ακατάπαυστη ενέργεια με μια αμυδρή ελπίδα να εισχωρήσει στον χώρο αυτό. Και ο Φάλκος, που τον γνωρίζω από παιδί, δεν ήταν κατάλληλος για τη δουλειά αυτή. Τα τυπικά δεν τα παράλειψε, να υποβάλλει τα έργα του σε θιασάρχες και γνωστούς ηθοποιούς, μα δυστυχώς το διάβημα αυτό είναι εντελώς ανεπαρκές. Ο ίδιος στον επίλογο της Σοφίτας γράφει: «Προσπάθησα να πείσω μερικούς σκηνοθέτες, όπως ο Perinetti, να διαβάσουν το έργο. Οι άνθρωποι όμως αυτοί είναι εξαιρετικά πολυάσχολοι.». Παραλείπει να πει πως επί δύο χρόνια στο Παρίσι προσπαθούσε να πείσει την Μελίνα Μερκούρη να διαβάσει το έργο, εφόσον έκρινε ότι ο ρόλος της Μητέρας της ταίριαζε πολύ. Η διάσημη ηθοποιός δεν είχε κανέναν λόγο να ασχοληθεί με το έργο ενός άγνωστου πανεπιστημιακού βοηθού, που τότε ετοίμαζε το διδακτορικό του, που δεν είχε καμιά επαφή με τον κόσμο του θεάτρου ή με την πολιτική. Αυτά στη Γαλλία, στα χρόνια της ελληνικής δικτατορίας. Από τα χρόνια της μεταπολίτευσης θα αναφέρω ένα-δυο χαρακτηριστικά περιστατικά. Στο θέατρο κήπου της ΧΑΝΘ τιμούσαν τον Κάρολο Κουν για την οριστική αποχώρησή του από το θέατρο λόγω ηλικίας. Ο Φάλκος του είχε δώσει -πότε ιδιοχείρως και πότε μέσω γνωστών του- τη Σοφίτα πάνω από δέκα φορές. Κοντά στην είσοδο του θεάτρου στεκόταν ο Κουν με τον Λαζάνη και άλλους. Τον πλησιάζει ο Φάλκος και του λέει: «Κύριε Κουν, τα τελευταία είκοσι χρόνια σας έχω δώσει πολλές φορές τη Σοφίτα. Τώρα βεβαίως αποχωρείτε από το θέατρο, αλλά έχω την απορία αν τη διαβάσατε ποτέ;» Και η απάντηση: «Όχι, παιδί μου. Να εδώ είναι ο Λαζάνης. Δώσ’ την σ’ αυτόν.» Όταν έδινε το έργο του στον Μυράτ, τον Φυσούν ή τον Αλεξανδράκη, μας έλεγε πειρακτικά: «Φαντάζομαι ότι ο άνθρωπος θα είναι εκνευρισμένος που δεν βρήκε αμέσως το καλάθι των αχρήστων για να το πετάξει, μόλις βγήκα από την πόρτα». Γιατί ο Φάλκος είναι ρεαλιστής. «Στο βάθος τους καταλαβαίνω, έλεγε. Έχουν με την αξία τους κάποιο όνομα, που όμως πρέπει να ενισχύσουν με το

– 89 –


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

έργο ενός γνωστού ή διάσημου συγγραφέα, κατά προτίμηση ξένου. Εγώ ούτε γνωστός είμαι ούτε ξένος. Γιατί ν’ αγωνιστούν να επιβάλλουν ένα νέο όνομα;» Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι που διάβασαν το έργο. Ο Βολωνάκης μου είπε προσωπικά ότι το έργο αυτό δεν μπορεί να ανεβεί την εποχή αυτή (είχαν περάσει μόνο λίγα χρόνια απ’ τη δικτατορία), ενώ ο συνάδελφος του Φάλκου Χουρμουζιάδης του είπε ότι τέτοια έργα δεν μπορεί να ανεβάσει μια κρατική σκηνή, και του συνέστησε να το δώσει στον … Κουν. Το τολμηρό περιεχόμενο του έργου πρέπει να προβλημάτισε και κάποιους άλλους δευτερότερους σκηνοθέτες, που στην αρχή έδειξαν ενθουσιασμό, αλλά μετά αδράνησαν. Συνέβη όμως και το εξής: Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος απευθύνθηκε στο Πανεπιστήμιο, μέσω του νομικού συμβούλου, ζητώντας έναν Καθηγητή για υποδιευθυντή του θεάτρου. Ο Πρύτανης τους υπέδειξε τον Φάλκο. Αλλά ο Φάλκος αρνήθηκε την μοναδική αυτή ευκαιρία να προβάλλει το έργο του, γιατί δεν ήθελε να χάσει σημαντικό χρόνο από την καλλιτεχνική και την επιστημονική δημιουργία! «Εγώ θέλω ν’ αφήσω έργο, μου είπε. Άλλοι ας ασχοληθούν με την προβολή του. Έκανα ό,τι θεωρούσα νόμιμο. Παραπάνω δεν μπορώ.» Με τον αυξανόμενο έλεγχο και λογοκρισία που παρατηρείται λίγο-πολύ σε όλη την υφήλιο, και με την υποχώρηση του ανθρωπισμού, εγώ αναρωτιέμαι αν τα επαναστατικά και ανθρωπιστικά έργα του Φάλκου θα παιχτούν ποτέ. Μπορούμε τουλάχιστον να τα διαβάζουμε τυπωμένα. Γιατί μελλοντικά μπορεί κι αυτό να εμποδιστεί με διάφορους τρόπους. Στην εποχή μας η λογοκρισία δεν είναι μονολιθική, αλλά έχει προαχθεί σε επιστήμη.

– 90 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ Απόπειρα προσέγγισης Το φως είναι μια έννοια που απασχολεί βαθύτατα τον Φάλκο, ακόμα από το πρώτο δημοσιευμένο έργο του, τους Δίκαιους, με αποκορύφωμα τα Σχεδιάσματα με φως. Παλιότερα συγκέντρωνε υλικό για μια πραγματεία για το φως, σχέδιο που μετά το εγκατέλειψε, δεν γνωρίζω γιατί. Στα μαθήματα και στις συζητήσεις μας έλεγε ότι το φως απασχόλησε τους ανθρώπους από τη χαραυγή του πνεύματος. Ο ομηρικός πολεμιστής απεχθάνεται το σκότος και ζητάει από τον θεό να διαλύσει το νέφος που τους είχε τυλίξει, εν δε φάει και όλεσον, κι ας πεθάνω μέσα στο φως!.. Η φράση αυτή κατά τον Φάλκο εκφράζει την καθαρότητα και την ανάγκη για σαφήνεια που αισθάνεται ο αρχαίος Έλληνας. Μας μιλούσε ακόμα για τη σημασία του φωτός στον Πλάτωνα, στον Πλωτίνο κ.ά. Το θέμα λοιπόν είναι απέραντο, και οι φιλοδοξίες κάθε μελετητή δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένες. Εγώ θα επικεντρωθώ κυρίως -όχι όμως αποκλειστικά- στα Σχεδιάσματα με φως, όπου φαίνεται ότι ο Φάλκος έκανε μια συγκεντρωτική προσπάθεια να καταγράψει τις θεωρήσεις του, ποιητικές και φιλοσοφικές, χωρίς βέβαια να θεωρεί πως έκλεισε το θέμα, ακόμα και για τον εαυτό του, γι’ αυτό -και όχι από μετριοφροσύνη- αποκαλεί τα ποιήματα της συλλογής «σχεδιάσματα». Ξεκίνησε, όπως μου είπε, γράφοντας γύρω στα τριάντα ποιήματα με θέμα το φως. Τα σχέδια αυτά έμειναν πολλά χρόνια στα συρτάρια του, όπως συμβαίνει με όλα τα έργα του Φάλκου: Εκείνα που επεξεργάζεται και τελειώνει τα είχε ξεκινήσει πριν από δέκα και κάποτε πριν από είκοσι χρόνια… Όταν ξανάπιασε τα σχεδιάσματα με φως, «όταν ωρίμασαν οι καιροί», είδε πως μπορούσε με το όχημα αυτό να εκφράσει άριστα τον στοχασμό και τις αγωνίες της ώριμης πλέον ψυχής του. Εργάστηκε λοιπόν συν όλη τη ψυχή, με ολόκληρο τον νου και την καρδιά, και μας έδωσε το έργο αυτό που πρέπει να συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα κορυφαία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο ίδιος γράφει στο οπισθόφυλλο του έργου: «Τα Σχεδιάσματα με φως αποτελούν ένα προσχέδιο της ιστορίας του φωτός από την αυγινή ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του». Πρόκειται δηλαδή για μια σύνθεση με συγκεκριμένο σχέδιο. Και πρέπει να τονίσουμε ότι ο Φάλκος ρέπει προς τις ευρύτερες συνθέσεις, που απαιτούν προσεκτικά μελετημένο σχέδιο, αρχιτεκτονική, ισορροπία και ίση κατά το δυνατό αξία των μερών. Τα ποιήματά του, σημαντικά από μόνα τους, αποκτούν μεγαλύτερη απήχηση και αξία, αν διαβαστούν μέσα στο ευρύτερο σχέδιο, του οποίου αποτελούν ένα τμήμα. Είναι όπως τ’ αγάλματα

– 91 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

των αετωμάτων και της ζωφόρου των αρχαίων ναών, που είναι αξιόλογα από μόνα τους, αλλά βρίσκουν νέα σημασία και ολοκλήρωση μέσα σ’ ένα σύνολο. Τα ποιήματα έχουν ενταχθεί σε τρεις ενότητες, που δηλώνουν μια προοδευτική απομάκρυνση από το φως, που στο τέλος, αποκομμένο από τις πηγές που το στήριζαν, καταντά ακατανόητο και κάποτε δολοφονικό, όπως οι μεγάλες ανθρωπιστικές και θρησκευτικές ιδέες, που στα χέρια ανάξιων οπαδών και επιγόνων -«παραχαρακτών», λέει ο Φάλκος- καταντούν απάνθρωπες. Πρόκειται δηλαδή για την τραγωδία του ανθρώπινου πνεύματος. Στο πρώτο μέρος, Της ήρεμης ζωής, το φως έχει την αρχική, θετική αξία. Είναι το φως τόσο της φυσικής όσο και της πνευματικής, της θρησκευτικής, της καλλιτεχνικής κτλ. ζωής. Είναι λοιπόν το φως των ιδεών, το θεϊκό φως, το φως που εκπέμπει η ομορφιά κτλ. Τα ποιήματα διακρίνονται από μια ευρηματικότητα, μια θαυμαστή εικονοπλασία και μουσικότητα, μια χαρακτηριστικά «φάλκεια» ομορφιά και αποπνέουν μια ευεξία, μια χαρά ζωής, θα έλεγα μια ευτυχία, αλλά και κάποια ελαφρά ειρωνική «αφέλεια», αν λογαριάσουμε τα όσα ακολουθούν. Έντονη είναι και εδώ η φιλοσοφική διάθεση (Τοπίο με παιδί): Ανάμεσα σε δυο σκοτάδια πλέει καφετιά βαρκούλα πάνω σε κίτρινο πορτοκαλί Ο χρόνος το καφέ παιδί χαίρεται με τη ζωγραφιά του το γέλιο του φωτίζει τη βαρκούλα Με το αρχικό αυτό ποίημα ο Φάλκος αποδίδει φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλό του, τον Ηράκλειτο: «παις ο αιών, πεσσεύων, παιδός η βασιλείη», ο χρόνος, η αιωνιότητα, είναι ένα παιδί που παίζει κότσια. Η βασιλεία ανήκει στο παιδί. Ο Φάλκος δίνει στην εικόνα προσωπική, έντονα εικαστική χροιά καθώς και άλλες προεκτάσεις, υπογραμμίζοντας τα δυο χαοτικά σκοτάδια ανάμεσα στα οποία συντελείται η δημιουργία (και όπου πιθανότατα θα καταλήξει), και με το γέλιο που φωτίζει τη βαρκούλα, μια μελαγχολικά «αισιόδοξη» νότα μέσα στο τραγικό… Το φως δίνει τη δυνατότητα στα όντα να υπάρξουν (Νησιά): Υπάρχουνε στο πέλαγος νησιά θαμμένα κάτω από γαλάζιους όγκους Και στην καρδιά βομβούν πουλιά μέσα σε κρύπτες βαθυκόκκινες κλεισμένα Μάταια προσπαθούν να βγουν στο φως να υπάρξουν Συγκινητικός και αποκαλυπτικός είναι ο Φάλκος όταν μιλάει για τον εαυτό του (Το φως και το νερό):

– 92 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

Νέος αγάπησα το φως Πώς όμως να το παραβάλω με τ’ ακοίμητο νερό; Εγώ μες στο νερό γεννήθηκα κάτω απ’ το σύννεφο και τον αέρα Και πώς να κατοικήσω μες στο φως; Θα με συνέτριβε μόνο σε μια στιγμή! Έτσι λοιπόν κάθομαι εδώ κι αντανακλώ το φως με τη νερένια ύπαρξή μου Θυμόμαστε τον άλλο μεγάλο του νέρινου στοιχείου, τον Ταρκόφσκι. Μόνο αυτοί οι δύο μπορούν να δημιουργούν τέτοιους υποβλητικούς νερένιους κόσμους, που όμως είναι τόσο διαφορετικοί ο ένας απ’ τον άλλον και στο ύφος και στη φιλοσοφία. Η Ηρακλείτεια οπτική είναι έκδηλη και σε άλλα ποιήματα του Φάλκου, όπως ο Κύκλος: Πριν γίνεις ένας βώλος ήσουν φως και κάποτε θα ξαναγίνεις ακτινοβολία ακολουθώντας έναν κύκλο φωτεινό και σκοτεινό στο νόημά του Έτσι λοιπόν στέκομαι εδώ θλιμμένος κι άλλο δεν κάνω απ’ το ν’ απορροφώ το φως προετοιμάζοντας την τελική πυράκτωσή μου. Θα αναφέρω ακόμα το ποίημα Θητεία: Τις νύχτες σκέφτομαι το φως Όχι αυτό που ταξιδεύει βλοσυρό Αλλά το άλλο που πέρασε μες απ’ το σύννεφο και του άρεσε στα χαμηλά και τώρα παίζει μες στον κήπο μας σαν θεϊκό παιδί Έτσι ξεχνάμε πως εμείς θητεύουμε στη γη κι εκείνο στα ουράνια Στα ποιήματα που παραθέσαμε, αλλά και αλλού, ο ποιητής-φιλόσοφος Φάλκος μεταπλάθει δημιουργικά τον Ηράκλειτο, θεωρώντας τον αφετηρία. Έχει σχέση ζωής μαζί του, ενθουσιασμού και έντασης, ενίοτε ταύτισης, αλλά και αντίθεσης, κάποτε έντονης. Είναι φανερό ότι διατηρεί πάντοτε την αυτονομία του και ακολουθεί διαφορετικό δρόμο, με οδηγό την τραγικά διχασμένη σύγχρονη συνείδησή του. Η κύρια αντίθεση του Φάλκου προς τον Ηράκλειτο είναι ηθικής τάξεως, όπως ο ίδιος εξηγεί (Ηράκλειτος, πρόλογος, σ. 16 εξ.): «Αλλά οι σχέσεις σου με κάποιον που αγαπάς πολύ περνούν συχνά κά-

– 93 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

ποιες δοκιμασίες. Καταλαβαίνω τι εννοεί όταν μου λέει ότι ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων και ότι άλλους τους κάνει ελεύθερους και άλλους δούλους. Ακόμα μια αιώνια αλήθεια. Το κύριο χαρακτηριστικό της ίδιας της ζωής είναι η αλληλοκαταβρόχθιση […] Αλλά αυτοί που έζησαν στα τρυφερά τους χρόνια τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κι έπειτα τον εμφύλιο, αυτοί που έμαθαν για τη Μικρασία και την εξόντωση των Αρμενίων, αυτοί που έζησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ και όσους άλλους άθλιους «πολέμους» σχεδιάστηκαν στον βρομερό αιώνα μας, τον αθλιότερο κατά τη γνώμη μου όλων των εποχών, αισθάνονται μια μύχια αηδία για την αρχή αυτή του καθολικού πολέμου κι αγανακτούν μ’ όσους τη δέχονται παθητικά, έστω ηρωικά.» Και ο Φάλκος λέει παρακάτω (σσ. 19-20): «Περνούν τα χρόνια, γέρασα σχεδόν, και ο Ηράκλειτος πάντα είναι στη σκέψη μου. Το τελευταίο μου γραφτό γι’ αυτόν επισημαίνει την επιθυμία μου αλλά και την αδυναμία μου να δω πλέον τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Η σύγχρονη συνείδηση, και εννοώ τις συνειδήσεις αυτών που δεν αφήνουν απέξω ό,τι διαταράσσει την ησυχία τους, είναι τραγικά διχασμένη: Ηράκλειτος […] Γιε του νερού και της φωτιάς που σ’ οδηγεί ο κεραυνός, πάρε τη λύρα και πυρπόλησέ μας εμάς που πιθηκίζουμε τον άνθρωπο. Δείξε κι ονόμασε ξανά τα πράγματα. Γιατί μόνον εσύ μπορείς να διώξεις την ολέθρια στάχτη που συσσωρεύτηκε στα μάτια μας, εσύ ο αινιγματικός ο πάναγνος και λυπημένος που τις φτερούγες σου τις πλήγωσαν ανίδεοι και παιδιά, Κύριε της θλίψης και της λύτρωσης, βόηθα κι εμάς τους βυθισμένους τους ξεκομμένους από τα μεγάλα σχέδια, εμάς που απ’ έξω το νερό μας πνίγει ενώ τα σπλάχνα μας τα κατακαίει θανάσιμη φωτιά.» Σε έναν τέτοιο κόσμο και γι’ αυτούς που έχουν τέτοια συνείδηση, το αίτημα της δικαιοσύνης είναι κυρίαρχο. Ας μνημονεύσουμε τα Ονόματα με φως: Διώνη Αφροδίτη Παρθενών Δίον Ελίνα σέλας Λίνος Ηλύσια Καλλίμαχος Ελλάς μα πρώτα της Δικαιοσύνης Ήλιος

– 94 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

Και ο Φάλκος επιμένει να ονειρεύεται ένα φως όπως το απαιτεί η ηθική μας νοσταλγία και ως πιθανή προέκταση της αρμονίας, που ενίοτε προκύπτει εντός μας (Το άλλο φως): Ονειρευόμουν ένα φως που θα βυθίζεται βαθιά στων σπλάχνων τη σιωπή θα καταυγάζει τις πηγές της θλίψης [……………….] Κι εκείνο θα βαδίζει αργά με τον ρυθμό του πεπρωμένου ώσπου να φτάσει εκεί στο κέντρο εκεί που κρίνονται τα πάντα φωτίζονται κι εξαργυρώνονται ή χάνονται κάτω απ’ το βάρος του φοβερού φωτός Πίσω από το φως το κοινό ή το «ψυχολογικό», που μας φωτίζουν πρόσκαιρα και κάπως αμφίβολα, υποτίθεται ότι υπάρχει ένα φως πιο σταθερό, ένα φως «αυθεντικό», αποκαλυπτικό της αλήθειας, που μάταια αναζητούμε, προβολή των βαθύτερων, των πιο αγνών μας πόθων. Εδώ βεβαίως στηρίζεται ολόκληρος ο ιδεαλισμός: «Το φως του πρωινού, μπαίνοντας από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και τις σπασμένες γρίλιες, κυκλοφορούσε κατά όγκους μέσα στο δωμάτιό του. Τα αντικείμενα τριγύρω του φωτίζονταν με φως διαφορετικής εντάσεως. Άλλοτε έδειχναν χαρούμενα και φιλικά, κι άλλοτε σκυθρωπά και απειλητικά... Είχε μια δύναμη τρομαχτική και απαράδεκτη το φως αυτό. Μπορούσε παίζοντας να μεταβάλλει την ουσία των πραγμάτων! Και τότε πού βρισκόταν η αλήθεια; Δεν μπορεί! Θα ’πρεπε να υπάρχει, πέρ’ από τούτο το ευκίνητο και φευγαλέο φως, θα ’πρεπε να υπάρχει κάποιο φως αυθεντικό και σταθερό, που θα ’δειχνε τα πράγματα στ’ αληθινό τους νόημα και τις σωστές τους διαστάσεις! Μα πού βρισκόταν αυτό το φως;» (Χρον. Δικαίων, σσ. 44-45). Εκφράζεται δηλαδή το βαθύτατο αίτημα του πάσχοντος και τραγικού ανθρώπου, χωρίς όμως να διακηρύσσεται η πραγματική υπόσταση και η κατάκτηση του φωτός αυτού. Το ίδιο ισχύει και για το «θαύμα» που μάταια αναζητεί μια τέτοια καταπιεσμένη συνείδηση (Προτροπή): Άντε, βρε Γιάννη, και κουνήσου λίγο! Σκέψου την πινελιά που τελείωσε το χρώμα κι αδειάσανε τα σχήματα και πήρε να μαυρίζει... Άντε, βρε Γιάννη, ξεκουνήσου, κι η λάσπη θ’ ανεβεί στα μάτια σου κι αν τύχει κι έρθει ξαφνικά το θαύμα θα σ’ εμποδίσει να το δεις

– 95 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

Εδώ ο Φάλκος παρουσιάζεται κάπως αισιόδοξος, αλλά και με βαθιά αίσθηση του χιούμορ. Βέβαια και να μη βρει κανείς το «θαύμα», αξίζει να το αναζητήσει με μέσο το λόγο και την τέχνη, καθώς η ίδια η προσπάθεια τον ανταμείβει μεταπλάθοντας το εσωτερικό του τοπίο. Ο τρόπος διατύπωσης «αν τύχει κι έρθει ξαφνικά το θαύμα», σε ξαφνιάζει και σε κάνει να χαμογελάσεις πικρά. Ο Φάλκος δεν πιστεύει πραγματικά ότι «θα έρθει το θαύμα». Αφήνει απλώς μια αόριστη ελπίδα ή -πιο καλά- δεν του πάει η καρδιά να την αποκλείσει… Μες στη συνείδηση των στοχαστικών ανθρώπων, συνείδηση των καιρών μας, αλλά, κατά έναν παράξενο τρόπο, συνείδηση όλων των εποχών, κυριαρχεί το «γκρίζο» και το «σκοτεινό», η θλίψη, το πένθος και η αγωνία: «Καθώς στερήθηκα το φως / κι αγωνιούσα μες στο γκρίζο» (Ανταπόκριση) «Στα γκρίζα θα ντυθώ στα γκρίζα / θα βυθιστώ στα γκρίζα» (Το γκρίζο). Αλλά σαν συνέπεια ή αντίδραση στη συγκέντρωση τεράστιου πόνου έρχεται κάποτε και ξαφνικά ένα φως που καταυγάζει τη συνείδηση και την ύπαρξή μας, ένα φως που θα το χαρακτηρίζαμε «ψυχολογικό» και που είναι βέβαια προσωρινό. Ο ψυχικός αυτός μηχανισμός εκφράζεται σε πολλά ποιήματα (Σε κάποιον που ρωτάει τι είναι φως, Ανταπόκριση, Προτροπή κ.ά.), και είναι χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης του Φάλκου. Θα μνημονεύσουμε εδώ το «ροζ», που είναι από τα ωραιότερα της γλώσσας μας: Καθώς σκεφτόμουνα το σκοτεινό κι ο νους μου γέμιζε εγκατάλειψη, τα τζάμια έφεραν το ροζ επάνω στο γραφείο μου Μια ταραχή παράξενη με συνεπήρε και βγήκα στο μπαλκόνι σύννεφα κατακόκκινα σκεπάζανε τον ήλιο ο ορίζοντας σιγόκαιγε με καφετί φωτιά μια αναμονή διαγραφόταν στον αέρα και τότε άνοιξε το σύννεφο και μια κολόνα φως στηρίχτηκε στη γη Το προφανές μεγαλείο της εικόνας αυτής μας ωθεί να αναφερθούμε και σε άλλα ποιήματα, όπου το μεγαλείο, αλλά και η ιερότητα εκπλήσσουν δημιουργώντας ένα κλίμα που δεν το συναντάμε εύκολα ακόμα και στους πολύ μεγάλους ποιητές. Στο πορτρέτο τυφλού ο Φάλκος δημιουργεί έναν Οιδίποδα διαφορετικό από αυτόν του Σοφοκλή, έναν Οιδίποδα καθαρά φάλκειο: «Η νύχτα σου φωτόπλαστη σκιά αυτού που κάποτε ήταν μέρα. Στολίδι αιώνιο στην προσκαιρότητα της μοίρας μας γίναν οι τότε πόνοι. Μ’ αυτούς σε κάποια εποχή που δείχνει απροσμέτρητα παλιά έπλασες τη γαλήνη σου. Α, ποιος Φειδίας θ’ απόδινε την πρωτινή σου, υπέρτατα σήμερα ξεπερασμένη, οδύνη; Και ποιος Σοφοκλής την καρποφόρα λύτρωσή σου, τότε που, εξαιτίας της υπεραφθονίας του φωτός που σε

– 96 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

τύλιγε, θεωρήθηκε πως φέρνεις ευτυχία σ’ όποιον θα σ’ έχει;» Στεκόμαστε ακόμα στα μεγαλόπρεπα Μετέωρα, με την αίσθηση της αιωνιότητας, αλλά και της ματαιότητας των ανθρώπινων έργων: Ανάμεσα σε κόκκινο και μπλε είδα τους γκρίζους γίγαντες τα πρόσωπα τ’ αφάνισε ο χρόνος τα χέρια τους -τι να κρατήσουν πια;πέσαν και γίναν σκόνη στέκονται δίπλα-δίπλα μα πάλι μοναχοί σάμπως αποτελειώνοντας μια φράση που πριν να προφερθεί ολόκληρη έγινε κιόλας άχρηστη Θα σταθώ ιδιαίτερα και θα σχολιάσω το ποίημα Μορφή: Από πού να ’ρχεται το φως που την τυλίγει σαν μυστικό κλειστό για μας; Την βλέπω κάποτε στις νύχτες της ξαγρύπνιας μου να στέκεται στις παρυφές της άνοιξης ανάμεσα σε παπαρούνες ή να πλανιέται στις ακτές των πόθων μου κοιτάζοντας ένα κοχύλι πάντα συλλογισμένη πάντοτε κοντινή κι απόμακρη κάτι σαν Παναγιά ή Θάλασσα Αλλ’ από πού αντλεί το τόσο φως; Η σιωπή, η ακινησία -ή η αργή κίνηση- και η υποβλητικότητα του ποιήματος αυτού μας συγκλονίζουν με το ιερό μεγαλείο τους. Όμως το ποίημα αυτό δεν είναι απλά ερωτικό με τη συνηθισμένη έννοια του όρου -που εξάλλου ως τέτοιο μόνο είναι εξαίσιο, όπως και το επόμενο Γυναίκα ανάμεσα σε καλάμια. Δεν απευθύνεται απαραίτητα σε μια γυναίκα. Αφορά την «αλήθεια» και την βαρύνουσα σημασία του εσωτερικού τοπίου του δημιουργικού ανθρώπου. Εδώ ο Φάλκος πλησιάζει πάλι τον Ταρκόφσκι, λόγω της κοινής τους ιδιότητας να «δημιουργούν κόσμους», χρησιμοποιώντας και το νέρινο στοιχείο (ακτές, κοχύλι, Θάλασσα). Ειδικά η λέξη Θάλασσα είναι γραμμένη με κεφαλαίο. Είναι έκδηλη η ιερότητα του ποιήματος, το αίσθημα του υψηλού, το νέρινο στοιχείο, που προοικονομεί στην περίπτωση του Φάλκου όχι την αδυναμία της σχέσης και της κατανόησης (αλλ’ από πού αντλεί το τόσο φως;), αλλά την τραγική προεξόφληση των δυνατών γεγονότων. Ένας άνθρωπος τέτοιας πνευματικότητας, και γνώστης της ανθρώπινης κατάστασης, είναι μεγαλόψυχος και στην προσφορά (ένα απ’ τα κοινά συμπερά-

– 97 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

σματα στα οποία καταλήγουν οι πνευματικοί άνθρωποι): «Εδώ όποιος έχει λίγο φως / μέσα στο χέρι το προσφέρει». Αλλά ταυτόχρονα «στον ίδιο μένει το πως κράτησε / μέσα στα δάκτυλά του λίγο φως». Αλλά το φως, το θετικό, σε μια από τις μεταφορικές του σημασίες, στέκεται κάποτε ψηλότερα κι από το μεγαλείο της τέχνης και τα μυστικά της. Ο Παρράσιος -ένα alter ego του Φάλκου- εξομολογείται εκ βαθέων: «εμένα πια δεν με μαγεύουνε τα χρώματα / Στο νου μου έχω μόνο φως», Πρόκειται για ένα φως που το ποιόν του δεν διευκρινίζεται, αλλά θα είναι ασφαλώς αποκαλυπτικό, λυτρωτικό, υπερφυσικό, αυτό που πέφτει στην ψυχή σαν μια «κολόνα φωτός» (Το ροζ), ώστε ο μεγάλος ζωγράφος να βάζει σε δεύτερη μοίρα ακόμα και την τέχνη του που τον έκανε διάσημο. Εφόσον μπήκε σε μια τόσο υψηλή σφαίρα, δεν χρειάζεται πια να ζωγραφίσει. Η ίδια η ψυχή του, που ανακάλυψε το φως, «έγινε ένα έργο τέχνης». Μέσα σ’ ένα τόσο επιβλητικό περιβάλλον τα πάντα σιγούν, ακίνητα σε μια τρομακτική ιερότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο πρώτο μέρος των Σχεδιασμάτων ενίοτε η ματιά του Φάλκου αποδεσμεύεται τελείως απ’ τις συνθήκες που τον περιβάλλουν: «έτσι ξεχνάμε πως εμείς θητεύουμε στη γη / κι εκείνο στα ουράνια» και ατενίζει με σιγουριά την καινούργια βουβή «αλήθεια» του κόσμου: «εδώ σιωπά η προσευχή / στ’ αγνότερό της βάθος / κι ο σεβασμός μένει βουβός», υποτάσσοντάς μας σε μια επιβλητική ατμόσφαιρα, που επιθυμεί να υπερβεί την ανθρώπινη μοίρα του πόνου και του θανάτου: «Μη μου μιλάς για μοίρες», «και τώρα παίζει μες στον κήπο μας / σαν θεϊκό παιδί». Η ματιά του ποιητή είναι κάποτε τόσο αποστασιοποιημένη, που, ως ματιά μετά τα πράγματα, δεν ξεπερνάει μόνο τη θλίψη και τον πόνο, το τραγικό και το μηδέν, το μαύρο που όλα τα συνθλίβει, αλλά ξεπερνάει και την ομορφιά και τη χαρά, τον έρωτα και την έκσταση. Είδαμε τους βράχους των Μετεώρων, που «στέκονται δίπλα-δίπλα / μα πάλι μοναχοί / σάμπως αποτελειώνοντας μια φράση / που πριν να προφερθεί ολόκληρη / έγινε κιόλας άχρηστη». Αλλά το μεγαλείο δεν συγκινεί, δεν είναι αισθητό ή προκαλεί τον φθόνο των σκοτεινών και φανατικών ψυχών, αυτών που κατάστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά το ελληνικό φως, τους ναούς και τα εικαστικά έργα, τους λυρικούς, τις χίλιες τριακόσιες τραγωδίες, τις οκτακόσιες κωμωδίες κτλ. κτλ.: Το φως που έκτισαν εδώ πέτρα την πέτρα το γκρέμισαν οι πρόγονοί μας και το ρήμαξαν Γέμισε ο ουρανός μαύρες καπνιές Και κάποια μέρα μια ηλιακτίδα ελάχιστη πέφτει επάνω στα σπασμένα μάρμαρα αποκαλύπτοντας μια ομορφιά αβάστακτη που μοιάζει να ’ρχεται απ’ την αθέατη πλευρά του κόσμου

– 98 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

Τότε δυο-τρεις αισθάνονται βαθιά το δάγκωμα της ενοχής Τους ένοχους αυτούς για άπειρα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας εφόσον η υψηλή τέχνη είναι κτήμα όλης της ανθρωπότητας- ο Φάλκος τους ξεχωρίζει απόλυτα από τον Χριστό και τη διδασκαλία του. Σκέφτεται ότι όπως απαιτούμε από τους Τούρκους ν’ αναγνωρίσουν τις γενοκτονίες, προς δικό τους όφελος, εφόσον η παραδοχή είναι ένα βήμα προς την κάθαρση, έτσι κι ο κλήρος οφείλει να αναγνωρίσει επίσημα τα άπειρα εγκλήματα που διέπραξε κατά του ελληνισμού. Μάλιστα στο έργο του Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο ο Φάλκος είναι πιο ριζικός. Ένοχος δεν είναι μόνον ο κλήρος, αλλά και οι άπειροι εκτελεστές, οι αδιάφοροι και οι αδρανείς, όπως ένοχος των γενοκτονιών δεν είναι μόνο ο Κεμάλ ή του ολοκαυτώματος μόνο ο Χίτλερ. Ο ήρωας του έργου λέει (σ. 147): «Εμείς οι Έλληνες με την εισαγωγή στον τόπο μας ξενόφερτου φανατισμού και μισαλλοδοξίας, ρημάξαμε ό,τι μπορούσαμε και πάντως δεν θελήσαμε να περισώσουμε ό,τι καλύτερο γέννησε ο ελληνισμός, αποδεικνύοντας περίτρανα το πόσο ανάξιοι ήμασταν για μια τέτοια κληρονομιά. Ο νεοέλληνας θα ’πρεπε να θρηνεί και να οδύρεται για όσα αφάνισαν οι πρόγονοί του και όχι να επαίρεται για έργα και πολιτισμό που αγνοεί ολότελα. Στο κέντρο κάθε πόλης πρέπει ν’ ανεγερθεί ένας τοίχος μαρμάρινος με τα ονόματα αυτών που αφανίσαμε το έργο τους και να καθιερώσουμε ετησίως μια εβδομάδα πένθους!». Αλήθεια τι τεράστιο πόνο φανερώνουν τα λόγια αυτά και τι συναίσθηση ευθύνης! Αλλά μόνο «δυο-τρεις αισθάνονται βαθιά το δάγκωμα της ενοχής». Ακόμα κι ο Καβάφης, που στο «Ιωνικόν» του πραγματεύεται το ίδιο θέμα -κατά τα άλλα τα ποιήματα είναι απόλυτα ανεξάρτητα- δεν κάνει λόγο για ενοχές, αλλά εκφράζει μια άτονη διαμαρτυρία. Ο Φάλκος, που δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τους άλλους -και τους προγενέστερους- αισθάνεται να τον αφορούν άμεσα τα εγκλήματα αυτά. Οι άλλοι συνήθως τα διαγράφουν. Ενοχλούνται ή αντιδρούν άσχημα, όταν τους τα θυμίζουν, ενώ πολλοί συνεχίζουν και σήμερα τη δυσφήμηση του ελληνικού πνεύματος, «δικαιώνοντας» την καταστροφική μανία του παρελθόντος. Ο Στεφανόπουλος, ως πρόεδρος της δημοκρατίας, ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο να εξαλείψει από τις σύγχρονες λειτουργίες το πλήθος των ανθελληνικών φράσεων. Φυσικά δεν τον άκουσαν. Στη θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης μιλούν για το «όνειδος» των ολυμπιακών αγώνων, που πρέπει να καταργηθούν… Είναι περίεργο γιατί το θρησκευτικό συναίσθημα, που είναι τόσο υψηλό, ολισθαίνει τόσο εύκολα στην εθελοτυφλία και τον φανατισμό… Πρέπει εδώ να τονίσουμε πως τόσο στα Σχεδιάσματα με φως όσο και σε άλλα έργα, το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο και σε καθυποτάσσει με τη βαρύτητα του λόγου, το υψηλό της νόησης και της πνευματικότητας. Τα παραδείγματα είναι πολλά, κι αξίζει να μελετηθούν σε μια ειδική μελέτη. Ο Φάλκος δεν είναι ο ποιητής της γνωστής ήρεμης και κατασταλαγμένης θρησκευτικότητας, που προσβλέπει με εμπιστοσύνη στον Θεό. Στις Τρεις Μαρτυρίες εκφράζεται με έντονη δραματικότητα η ιδέα ότι ο άνθρωπος, με την παράφορη φύση του και την εγκληματικότητά του, έχει αποκοπεί οριστικά από το θείο (Η κολυμβήθρα):

– 99 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

Από νωρίς βγήκαμε στους αγρούς και περιμέναμε Θα ’ρχόταν λέει ο άγγελος ν’ αναταράξει τα νερά της κολυμβήθρας Τον περιμέναμε με το μυαλό με το στομάχι μας με τ’ άντερά μας το δειλινό κάποιος δοκίμασε και να προσευχηθεί τα λόγια του πέφταν σαν χόρτα μαραμένα Το βράδυ πέρασε ένας κυνηγός ρωτούσε για τους ποντικούς του τόπου μετά πέρασε ο φονιάς του κυνηγού Τον άγγελο κανείς τους δεν τον είχε δει Έπειτα ο ουρανός σκοτείνιασε αρχίνησε να βρέχει πλημμύρισε κι η κολυμβήθρα τα πτώματα βγήκαν στην επιφάνεια τα μέτωπά μας στάζανε φαρμάκι ήμασταν έξαλλοι χειρονομούσαμε γυρίσαμε στα σπίτια μας γδυθήκαμε πέσαμε σε μια τρύπα δίχως τέλος Παραπλήσια ιδέα της αποκοπής μας από τις πηγές εκφράζεται και στο ποίημα Προϊστορία των Σχεδιασμάτων με φως: […] Τότε προφήτες στάθηκαν στη μέση κατέκριναν το φως κι εξύμνησαν τα έργα της νυκτός κι οι μέρες έσταζαν φαρμάκι οι νύχτες έσταζαν φαρμάκι οι ώρες έσταζαν φαρμάκι Η φύση κείτονταν σαν ένα πληγωμένο ζώο Κι ένα πρωί ξυπνήσαμε και είδαμε πως ένας μαύρος τοίχος δυσοίωνος κι απρόσιτος υψώθηκε ανάμεσα στο φως κι εμάς Αλλά το σπαρακτικό και τραγικό ποίημα Το φως και η ρωγμή των Σχεδιασμάτων με φως, με τις τόσες προεκτάσεις, τοποθετεί τον Φάλκο ανάμεσα στους μεγαλύτερους θρησκευτικούς ποιητές: Στην άκρη του [εννοείται του φωτός] ήταν ο Θεός Ήταν μια εποχή πολέμων και ξεσηκωμών τα σπίτια και τα δάση κάηκαν βγαίναν νεκροί κρατώντας άσπρες φλόγες

– 100 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

μια φοβερή υποψία πλανιόταν μες στην κάπνα, όταν παρουσιάστηκε το ράγισμα Δεν είδαμε και δεν ακούσαμε κανέναν κρότο μα είχε γίνει μια ρωγμή Μετά ησύχασαν τα πράγματα Χτίσαμε πάλι σπίτια κι αποσυρθήκαν οι νεκροί Μα έκτοτε η ρωγμή έγινε πλέον χάσμα και βρέχει βρέχει καθημερινά μας κατακλύζει ένα φως ψυχρό Αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά δεν καταλήγει πουθενά Και μόνο αυτό το ποίημα να είχε γράψει ο Φάλκος, θα είχαμε έναν μεγάλο ποιητή. Αλλά το ιερό στοιχείο (das heilige, le sacré) που συναντάμε σε πολλά ποιήματα δεν ανήκει ειδικά σε κάποια θρησκεία, παρόλο που ο Φάλκος χρησιμοποιεί τα χριστιανικά στερεότυπα (άγγελοι, φως, κολυμβήθρα κτλ.). Είναι η έκφραση μιας ψυχής γεμάτης σεβασμό προς κάποια πανανθρώπινα οράματα και κάποιες υψηλές αξίες, που διαμόρφωσαν οι αγαθές ψυχές, και που βέβαια πρεσβεύουν λεκτικά μερικές θρησκείες, μα δυστυχώς προδίδουν μόνιμα. («Μια νυχτερίδα ή ένας άγγελος τυφλός / πέταξε στο σκοτάδι»). Τον δικό του «θρησκευτικό» ρόλο ο Φάλκος τον αντιλαμβάνεται σαν έναν ρόλο φύλακα κάποιων υψηλών αξιών, ρόλο που δεν του τον επέβαλε κανείς απ’ έξω, αλλά τον ανέλαβε μόνος του, σύμφωνα με την κλίση της καρδιάς του: «Να φυλάξω το φως επιχείρησα / της καρδιάς εκπληρώνοντας χρέος» (Στο γκρίζο του δρόμου). Γι’ αυτό και η έννοια του φύλακα είναι κεντρική στο έργο του Φάλκου. Ίσως μάλιστα η ηχητική προσέγγιση φύλακας-φάλκος να έπαιξε κάποιο ρόλο -έστω υποσυνείδητο- στην επιλογή του ψευδωνύμου του. Μια ειδική μονογραφία για το θρησκευτικό στοιχείο στον Φάλκο θα ξεκαθάριζε πολλά σημεία, που και για μένα μένουν σκοτεινά. Μια τέτοια μελέτη θα ανίχνευε επιπλέον τις ομοιότητες και τις διαφορές από τον Ρίλκε λ.χ. και τον Ταγκόρ, δυο ποιητές που αγαπά πολύ ο Φάλκος, αλλά και από τους δικούς μας Σικελιανό και Καζαντζάκη, και τους Πεντζίκη και Παπατσώνη. Προς το τέλος των ποιημάτων της «αισθαντικής ζωής» των Σχεδιασμάτων με φως το κλίμα γίνεται πιο ζοφερό εξαγγέλλοντας την τραγικότητα των δύο άλλων μερών. Θα μνημονεύσουμε το συγκινητικό και σπαρακτικό ποίημα Ο καφές, όπου περιέχεται ολόκληρος σχεδόν ο Φάλκος με την προσωπική του τραγωδία: Καμιά φορά το βράδυ η μάνα μου η νεκρή μου ψήνει τον καφέ παρηγοριάς για τα όνειρα που θάφτηκαν

– 101 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

«Τι ειρωνεία, λέει εγώ που αγάπησα το φως να πρέπει να παρηγορήσω κάποιον που προτιμά το σκότος!» «Μητέρα, λέω, βοήθα με και μη με κατακρίνεις Κι εγώ τ’ αγάπησα το φως όμως απελπισμένα.» Ακόμα και στο πρώτο μέρος τους, τα Σχεδιάσματα με φως του Φάλκου, παρά την θετική παρουσία του φωτός, δεν έχουν καμιά απολύτως συγγένεια με την ποίηση του Ελύτη, του «ηλιοπότη». Ο Φάλκος δεν είναι ένας εκστατικός, ένας «μεθυσμένος» απ’ το φως. Είναι πολύ στοχαστικότερος, βαθύτερος, και δίνει άλλες προεκτάσεις στη σημασία του φωτός, ενώ η κύρια συμβολή του στο μεγάλο αυτό θέμα είναι η τραγική άποψη, και συγκεκριμένα η «τραγική αλλοίωση του φωτός», πράγματα που δεν υπάρχουν ούτε στον Ελύτη -ελάχιστα βέβαια τραγικό- ούτε σε κανέναν άλλον που ασχολήθηκε με το φως. Εδώ ο Φάλκος μας φανερώνει όλη την πρωτοτυπία και τη δύναμή του.

Η «διορατική» και η «τραγική ζωή» Το πιο χαρακτηριστικό γεγονός που διασπά την ενότητα και προκαλεί το εγκόσμιο κακό ή ένα μεγάλο μέρος του, είναι ο εγωισμός, η θέληση για ξεχώρισμα κι επιβολή. «Είναι πολλοί που γλίστρησαν / και πέσανε βαθιά μες στ’ όνειρό τους / καθένας έγινε μονάρχης του εαυτού του / κύκλος αυτόφωτος κι αυτάρκης», διαβάζουμε στους «Κύκλους» των Τριών μαρτυριών (σ. 24). Αυτό υποδηλώνουν τα δύο πρώτα ποιήματα της δεύτερης ενότητας των Σχεδιασμάτων με φως: Τα χρώματα Τα εφτά χρώματα διάβαιναν αγκαλιασμένα σαν τις κυράδες κι αδελφές Μα ξαφνικά χωρίσανε δυο χρώματα κι είπαν «Εμείς μονάχα είμαστε φως!» Ο Φάλκος, που αποβλέπει στη δημοκρατία του πνεύματος, αισθάνεται βαθιά απέχθεια για κάθε «ορθοδοξία», που οδηγεί στον φανατισμό («Εγώ ξέρω το σωστό! Ακολούθα με! Χτύπα αυτούς που δεν ξέρουν!») Μεταμόρφωση Φυσούσε μπάτης γέρναν τα δέντρα κι αγκαλιάζονταν μέσα σε δίνες φωτεινές

– 102 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

συγχέονταν το ένα μέσα στ’ άλλο Μα όταν από την άλλη ακτή κατέβηκε ο Βοριάς της γης πέσανε ξαφνικά τα φύλλα χωρίσανε μεμιάς τα δέντρα τα χέρια γιόμισαν μαχαίρια Τα χέρια που «γιόμισαν μαχαίρια», το «μαύρισμα των χρωμάτων» και το «λέρωμα του φωτός» οφείλονται βεβαίως στην άνομη φύση του ανθρώπου, επάνω στην οποία ο πολιτισμός αποτελεί ένα λεπτό επίχρισμα, που -όπως δείχνει συνεχώς η ιστορία- εύκολα καταπέφτει και βγαίνουν έξω τα ζωώδη ένστικτα της αρπαγής και της επιβολής… Αλλά η ιδιοφυΐα του Φάλκου εκδηλώνεται στην περιγραφή της νοθείας του φωτός, της τραγικής αλλοίωσης των μεγάλων ιδεών, όταν πέφτουν -και τελικά πάντα πέφτουν- στα χέρια ανάξιων, άπληστων, φθονερών, κοντόφθαλμων, μικρόψυχων, εγωμανών, νοσηρών, εξουσιαστικών, μεγαλομανών κτλ. ανθρώπων. Ο Φάλκος γράφει π.χ. για τον χριστιανισμό: «Σε μια θρησκεία αγάπης και φιλίας, όταν αυτή διαδόθηκε αρκετά, εκτός από τις αγαθές ψυχές, που είναι πάντα ελάχιστες, προσχώρησε και πλήθος μισαλλόδοξων φανατικών, που δεν τους ενδιέφερε να πείσουν, αλλά να επιβάλουν μία νέα εξουσία που θα την νέμονταν αυτοί!» (Τουρκές, σ. 235). Ανάλογα θα μπορούσε να γράψει για τον κομμουνισμό, για τη δημοκρατία, που έχει πλήρως παραμορφωθεί («πλουτοκρατία» και «χουντοδημοκρατία» αποκαλεί μερικές από τις φριχτές παραμορφώσεις της), για την ελευθερία, που για τους ισχυρούς σημαίνει υπεράσπιση της δικής τους ασυδοσίας και πλήρη υποδούλωση -οικονομική κτλ.- όλων των άλλων. Με μια επιμονή κι απίστευτη ευρηματικότητα, με μια ανανεωμένη διάθεση και με πρωτόφαντη δύναμη επεξεργάζεται το θέμα της παραχάραξης των μεγάλων ιδεών, της δικαιοσύνης και φιλίας της αρχαίας Ελλάδας, της αγάπης του Χριστού, της δίκαιης κατανομής του πλούτου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας κτλ. που θα μπορούσαν να φωτίζουν την ανθρωπότητα. Το βασικό αυτό θέμα, την κύρια τραγωδία του πολιτισμού μας, που δείχνει -κοντά στα άλλα- και την αποτυχία της παιδείας, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, δεν το έπιασε κανένας μεγάλος ποιητής ή πεζογράφος. Τα δείγματα από την ποίησή που παραθέτω δίνουν απλώς μια γεύση. Το θέμα αυτό το πιάνει σθεναρά ήδη από την πρώτη ποιητική συλλογή του, τις Τρεις μαρτυρίες. Θα περιοριστώ σε δύο δείγματα γεμάτα σαρκασμό και ειρωνεία, στοιχεία εντονότατα στον Φάλκο: Η όπερα Οι καιροσκόποι πήρανε τα σχέδια της όπερας και τα παράδωσαν στους μειοδότες Οι εργολάβοι τ’ άλλαξαν Νόθεψαν τα υλικά

– 103 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

Για να γλιτώσουμε τους συμπολίτες μας πιάσαμε και γκρεμίσαμε το παραμορφωμένο χτίσμα ο τόπος γέμισε με σαύρες ποντικούς κι αράχνες Σήμερα ακόμα σαν στήσεις αυτί θ’ ακούσεις απ’ το βάθος τις φριχτές παραφωνίες τ’ ανατριχιαστικά τριξίματα των δοξαριών των μουσικών που δεν προλάβανε να φύγουν

Το παραστρατημένο φως Δεν ξέρει ποιος το παραπλάνησε Δε ξέρει ποιος το εξανδραπόδισε αν το ρωτήσεις «ποιος είναι ο πατέρας σου;» θα σ’ απαντήσει «ο άνεμος» κι αν το ρωτήσεις πού πηγαίνει θα σ’ απαντήσει «στ’ άπειρο» κι αν το ρωτήσεις τ’ όνομά του θα σε τρελάνει στα ονόματα θα σ’ απαντήσει μ’ ένα λεξικό Στις δύο τελευταίες ενότητες των Σχεδιασμάτων το θέμα αυτό γίνεται κυρίαρχο. Εξυπακούεται σχεδόν σ’ όλα τα ποιήματα, αλλά σε μερικά είναι πιο χαρακτηριστικό. Ήλιοι Γνωρίζω κάποιους ήλιους που ξέφυγαν από τις αλυσίδες και πέσανε βαριά στη λάσπη που κάψαν με το θειάφι τους το φιδοκτόνο χόρτο που σαν μαύρα άλογα πολεμιστών καλπάζουν μες στις τρύπες τ’ ουρανού Οι ήλιοι, οι μεγάλες ιδέες, που διαστράφηκαν στα χέρια παραχαρακτών, και που θα ’πρεπε να στιγματιστούν και ν’ απομονωθούν με αλυσίδες, αλωνίζουν σε όλο τον διάτρητο κόσμο μας (στις «τρύπες του ουρανού») με ασύλληπτο πολεμικό και καταστροφικό μένος: Κατέκαψαν το «φιδοκτόνο χόρτο», αυτό που θα μας προστάτευε από τα «φίδια». Ακόμα κι όταν περιγράφουν τη συμφορά και το τραγικό, οι στίχοι του Φάλκου έχουν ένα αναμφισβήτητο μεγαλείο. Κινούνται σε μια κοσμογονική σφαίρα. Η απεραντοσύνη είναι το φυσικό τους περιβάλλον. Το στοιχείο αυτό τον πλησιάζει προς τους προσωκρατικούς, μολονότι λέει πράγματα εντελώς διαφορετικά,

– 104 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

πράγματα που δεν απασχόλησαν καν τους σοφούς αυτούς ποιητές. Οι διαστροφείς των ιδεών φροντίζουν να πάρουν όψη παραπλανητική. Παρουσιάζονται ως υπερασπιστές του δικαίου, της πατρίδας, της θρησκείας, της δημοκρατίας, της ελευθερίας, ως ασπίδες απέναντι στους εγκληματίες και τους τρομοκράτες, όπως σήμερα οι ιθύνοντες των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ στο βάθος αποβλέπουν στην κυριαρχία, και φυσικά δεν έχουν κανέναν απολύτως ηθικό φραγμό. Ήδη στις Τρεις μαρτυρίες, διαβάζουμε στο Τραγούδι της Σουζάνας: Σωπάστε τώρα κι ακούστε τη χοντρο-Σουζάνα Κιόλας ανοίγει αργά το στόμα βγαίνουν ποτάμια και μας ταξιδεύουν αλόγατα μας σεριανούν στις εξοχές πουλιά μας παίρνουν στα φτερά τους Μετά η Σουζάνα παίρνει φόρα ρουφάει τα πλαστικά πουλιά τ’ αλόγατα και τα ποτάμια μαζί με τους αλλοπαρμένους και κλείνει ξαφνικά το στόμα και γίνεται βαθύ σκοτάδι και τότε ακούς το μαύρο πόνο που μεταβάλλεται σε λάσπη Τώρα η Σουζάνα πάει αλλού να τραγουδήσει Το αντίστοιχο ποίημα των Σχεδιασμάτων με φως είναι Το νέρινο: Όταν ξυπνάει ο ουρανός με λάμψεις πορφυρές με λάμψεις σεντεφένιες τότε μια ανύποπτη φωνή μιλάει για θαυμαστές γεννήσεις και θαυμαστές μεταμορφώσεις Αστράφτουν τα παγόβουνα κυλάνε μας δείχνουνε το πρόσωπό τους το λευκό μα μέσα κρύβουνε τη νέρινη ψυχή την παγωμένη Μολονότι περιγράφει πράγματα φοβερά και τραγικά, το παρακάτω ποίημα με το συμπαντικό του μεγαλείο και την υποβολή που δημιουργεί, έχει μια παράξενη ομορφιά, όπως άλλωστε και τα άλλα:

– 105 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

Ίσκιοι Το φως περνούσε αμέριμνο και ξένοιαστο Σ’ αυτή τη γη σκόνταψε σ’ αντικείμενα σκληρά τρύπες που το καταβροχθίζαν Κοίταξε να τις αποφύγει Γλίστρησε τριγύρω τους Δημιούργησε τεράστιους ίσκιους Στο σημείο αυτό ταιριάζει να υπενθυμίσουμε το ποίημα Το φως και η ρωγμή με το συντριπτικό του μεγαλείο και τις φοβερές του προεκτάσεις. Αλλά το ποίημα που ακολουθεί, με την εκπληκτική συμπύκνωση και την τραγική εικόνα του, δείχνει έναν μεγάλο ζωγράφο του τραγικού: Το λευκό «Μάνα, πολύ μ’ αρέσει το λευκό, το φόρεμά μου, τα λευκά φτερά» έλεγε το λευκό κορίτσι που δεν επρόλαβε να παντρευτεί Όμως η μάνα του θυμάται εκείνο το λευκό ξωκλήσι τον ασβέστη που τρύπαγε τα μάτια με καρφίτσες άδειο ξωκλήσι λεηλατημένο που σκότωνε με τ’ άσπρο τα πουλιά Πρόκειται βέβαια και πάλι για τις μεγάλες ιδέες, που λεηλατήθηκαν απ’ τους παραχαράκτες, και που έμειναν όχι απλώς αδειανές, όπως ένας συλημένος τάφος, αλλά κατάντησαν φονικές. Πριν απ’ το ποίημα αυτό υπήρχε ένα άλλο, που το γνωρίζω απ’ τα χειρόγραφα, αλλά που ο Φάλκος δεν θέλησε να το τυπώσει, ίσως γιατί συγγένευε πολύ με το υπέροχο Λευκό. Με την άδειά του το παραθέτω εδώ: Στηρίζεσαι στο φως Το βράδυ ετοιμάζεις την ψυχή σου με ανάταση και με νηστεία και πριν από τα χαράματα

– 106 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

βγαίνεις στην εξοχή κι ανοίγεις τα φτερά σου Έρχεται το πρωί το φως κι αντί να σ’ ανυψώσει σε κατατρυπά Παρόμοιο πνεύμα διέπει το ποίημα Το δειλινό, με πρόσθετο στοιχείο τον καταλυτικό σαρκασμό: Τι όμορφα που κάψαμε τα ιδανικά μας τα φτερά μας Τέλεια καμένα τέλεια Μείναν μες στην καρδιά μας λάκκοι με νερό να καθρεφτίζονται τ’ αγρίμια και τ’ αγριεμένα τα σπουργίτια Πόση ομορφιά σε τούτο το τοπίο το καταματωμένο πόση ομορφιά στο δειλινό το καταματωμένο Από αισθητική και φιλοσοφική συνάμα άποψη, ο Φάλκος είναι ο μεγάλος δάσκαλος των τραγικών αντιθέσεων. Το πιστοποιούν ποιήματα όπως το Λευκό που είδαμε ή το ποίημα Στα χίλια δέντρα, που από μόνο του αποτελεί μια τραγωδία σε μικρογραφία: Στεκόταν μέσα στο μαγνητικό τοπίο από το στήθος του έβγαιναν πουλιά διασταυρώνονταν με λάμψεις Και τότε άρχισε η θηριωδία: Σκύλοι της γνώσης και της τύψης πιάναν τα πουλιά και τα συντρίβαν ένα ένα Πρόκειται βέβαια για την προσωπική τραγωδία του Φάλκου, αλλά και όσων ξέρουν καλά την άγρια φύση του ανθρώπου, τι έγινε στο παρελθόν, τι γίνεται ακατάπαυστα και τι θα γίνεται στο μέλλον, και νιώθουν γι’ αυτό έντονες ενοχές, ντρέπονται που είναι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι «σκύλοι της γνώσης και της τύψης», που καταστρέφουν την ψυχική ανάταση («από το στήθος του έβγαιναν πουλιά»). Θα μνημονεύσουμε ιδιαίτερα το ποίημα Όταν ο άνεμος με τις εικόνες που σε αποσβολώνουν και με τις τεράστιες φιλοσοφικές προεκτάσεις:

– 107 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

Καθώς με βασανίζαν πάλι η μνήμη και η ενοχή Σήκωσα το κεφάλι μου στον ουρανό και είδα Μορφές ολόδροσες και καθαρές έβγαιναν απ’ το αιώνιο εργαστήρι ειρηνικές μορφές και φαύνοι ανάμεσα σ’ ακίνδυνα θηρία... Μα ξαφνικά, με τη δεύτερη στροφή του ποιήματος, ανοίγει ένα χάσμα, που δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου κι αρχίζουν οι λυγμοί: Έπειτα πήρε να μαυρίζει και να ριπίζει ένας άνεμος άνθρωποι και θηρία κατακερματίστηκαν Ο Δημιουργός στην έξαψή του συνέτριβε τα ομοιώματα μες στα παράφορά του χέρια Στα ποιήματα που παρέθεσα ως τώρα, μα και στα άλλα που θ’ ακολουθήσουν, υπάρχει μια πυκνότητα λόγου, που σπάνια τη συναντάς σε άλλους λογοτέχνες. Είναι τρομακτικές οι προεκτάσεις των στίχων αυτών. Θυμάται κανείς τον Ηράκλειτο, τον Αισχύλο, τον Πίνδαρο, τον Ρίλκε. Ο Φάλκος αποκαλεί «κεραύνιο» τον λόγο του Ηράκλειτου. Μα φαίνεται πως ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει και στον δικό του λόγο. Οι στίχοι του σε καταπλήσσουν και σε αποσβολώνουν, σαν να σε χτυπάει κεραυνός. Ακόμα και η τελευταία λέξη εκρήγνυται προς το Υψηλό της νόησης, αγγίζει τόσο το μυαλό, όσο και τις πιο ευαίσθητες και λεπτές χορδές της «ψυχής». Κι αν τις αγγίξει μια φορά πάλλονται αδιάκοπα εκστασιάζοντάς σε και κάνοντάς σε να ξεσπάς σε λυγμούς και να μην σε χωράει ο τόπος, ο εσωτερικός χώρος σου ζητάει να διευρυνθεί… Εννοείται ότι σ’ όλα αυτά μεγάλη σημασία παίζει ο δέκτης. Το βάρος που του αναλογεί είναι πολύ μεγάλο. Όλες οι συνειδήσεις, ακόμα και οι κάπως ευαίσθητες, δεν είναι ικανές να ανυψωθούν και να νιώσουν το μεγαλείο του φάλκειου λόγου. Γι’ αυτό και είναι φυσικό ο Φάλκος, πριν καθιερωθεί ανάμεσα στους κλασικούς, να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία του τύπου: «Υπερβάλλετε. Πώς δεν τον καταλάβαμε εμείς;». Και φυσικά προκαλεί τον φθόνο, που κατά τον Πίνδαρο είναι το τίμημα της υπεροχής. Οι ευαίσθητοι ηθικά άνθρωποι, αυτοί που έχουν συνείδηση του τι συνέβη στον εικοστό αιώνα (ο Φάλκος τον χαρακτηρίζει ως τον πιο άθλιο όλων των εποχών) και τι εξακολουθεί να συμβαίνει, αυτοί που δεν ξεχωρίζουν εγωιστικά τον εαυτό τους από τους συνανθρώπους τους («και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;», γράφει ο Φάλκος ως προμετωπίδα στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο) αισθάνονται βαθιά μια συνενοχή και μια έντονη ντροπή για όσα γίνηκαν και όσα γίνονται συνεχώς. Έτσι τα Σχεδιάσματα με φως είναι έργο «ηθικό» με την βαθύτερη σημασία του όρου.

– 108 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

Στην περιοχή αυτή ο Φάλκος έχει τεράστια προεργασία. Μια από τις βασικές φιλοσοφικές μελέτες του αναφέρεται στην αιδώ, τον σεβασμό δηλαδή και τη ντροπή, όπου εξετάζει το θέμα αυτό από φιλοσοφική, κοινωνική, ψυχολογική κτλ. άποψη, ενώ έχει αφιερώσει ένα σημαντικό άρθρο για το «πρόβλημα της ηθικής συνείδησης». Η υπεροχή του Φάλκου στην περιοχή αυτή έγινε φανερή από το πρώτο τυπωμένο λογοτεχνικό έργο του, τους Δίκαιους, και διατηρήθηκε σταθερή στα επόμενά του έργα, ιδίως στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Με την ιδιαίτερη ευαισθησία του στα θέματα αυτά και με τις εκτεταμένες μελέτες του, ο Φάλκος έγινε ένας από τους μεγάλους ποιητές της ανθρώπινης συνείδησης, δίπλα στους αρχαίους τραγικούς και τον Σαίξπηρ, με τους οποίους παρουσιάζει αρκετές παραλληλίες, αλλά και σημαντικές διαφορές, που απαιτούν ξεχωριστή μελέτη. Εδώ θα περιοριστώ σε μερικές αναφορές στα κείμενά του που έχουν τυπικά τη μορφή ποιήσεως (γιατί στο βάθος όλα τα έργα του Φάλκου είναι «ποιητικά»). Το θέμα εμφανίζεται ώριμο στις Τρεις μαρτυρίες, στα έξι τελευταία ποιήματα, που αποκορυφώνουν το βιβλίο, και θα μπορούσε γι’ αυτό να ονομαστεί «το βιβλίο των τύψεων». Θα παραθέσουμε ασχολίαστα δύο απ’ αυτά: μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε την πήγαμε στο σιδερά είπε πως θέλει πέταλα την πήγαμε στο νομικό είπε πως θέλει σίδερα την πήγαμε στον κυρ-γιατρό είπε πως έχει ανεμογκάστρι την πήγαμε στον κυβερνήτη μας είπε να την βάλει στο πεντάγωνο την πήγαμε και στον προφήτη μας είπε να την κάνουμε κομμάτια να γίνουνε πολλές καρδιές μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε πλήθαινε μέσα της η ενοχή γέρνοντας Είναι μια αίσθηση απερίγραπτη νιώθεις σάμπως τα κόκαλα να υποχωρούν αργά και να λυγίζουν αλλά τα κόκαλά σου δεν πονούν το βάρος πέφτει στην καρδιά και στα πνευμόνια πατιούνται πνίγονται κλωτσούν δεξιά κι αριστερά ενώ η ύπαρξή σου ολόκληρη υποχωρεί και γέρνει αργά στο χώμα

– 109 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

Το θέμα της ενοχής και των τύψεων υπάρχει και στα Σχεδιάσματα με φως, με ένταση αμείωτη και με σπάνια ευρηματικότητα. Το συναντάμε συγκεκριμένα στα ποιήματα Ακτινοβολία, Το κίτρινο, Έκαιγε στην καρδιά μας, Ως το πρωί, Στα χίλια δέντρα, Ο ήλιος, και λιγότερα έντονα ή έμμεσα σε μερικά άλλα, όπως τα Ιστορία της πόλης, Όταν ο άνεμος, Το κόκκινο, Το δειλινό κ.ά. Σκέφτηκα να τοποθετήσω στη σειρά τα κυριότερα απ’ αυτά. - Κάποτε ανοίγουν πόρτες και φέγγουνε τα πράγματα ακτινοβολούν τα προαιώνια πράγματα -πιάτο στιλέτο και καθρέπτηςπου μας συνόδευσαν στη μοίρα μας Φέγγουν τα πράγματα ακτινοβολούν την ενοχή - Όταν θελήσαμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας απ’ τους γαλάζιους ίσκιους, προσέξαμε πως κάτι γυάλιζε βαθιά στα μάτια μας. Καίει, αλήθεια, καίει μέσα μας το κίτρινο της ενοχής - Έκαιγε στην καρδιά μας έκαιγε έπεφτε μια βροχή κίτρινα αστέρια κοπάδια λύκοι σεργιανούσαν μες στο μπλε έρχονταν φίλοι και παραπονιόνταν «Και πώς να ζήσεις μες στο κόκκινο χωρίς μαχαίρι;» Έκαιγε στην καρδιά μας έκαιγε κίτρινο σαπισμένο - Κρυμμένοι σ’ άλλα σώματα μ’ άλλες σκιές και μ’ άλλα χρώματα θα δέσουμε τα χέρια μας Μέσα σε κάποιο φως ανεκτικό θ’ αγκαλιαστούμε ως το πρωί που θα ’βγει ο ήλιος να μας κάψει - Στεκόταν μέσα στο μαγνητικό τοπίο από το στήθος του έβγαιναν πουλιά διασταυρώνονταν με λάμψεις Και τότε άρχισε η θηριωδία: Σκύλοι της γνώσης και της τύψης

– 110 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

πιάναν τα πουλιά και τα συντρίβαν ένα-ένα - Aπάνω μας ήλιος χλωμός στιγματισμένος σταλάζει σιγανή μαύρη βροχή Θέλαμε να κρυφτούμε τρύπωνε μες στην κάμαρά μας έσταζε πάνω μας ασήμι μαύρο φαρμακερό Τότε καλούσαμε τη νύχτα Η νύχτα απρόθυμη και φοβισμένη έμπαινε μες στην κάμαρά μας μα ο ήλιος έμπαινε μες στην καρδιά μας και τότε πια δεν ήταν τόπος να κρυφτείς Παρέθεσα επίτηδες τα ποιήματα αυτά χωρίς τον τίτλο τους (εύκολα τα ταυτίζει κανείς από τον κατάλογο που προηγείται, και σχημάτισα έτσι ένα ενιαίο ποίημα, θέλοντας να δείξω ότι τα ποιήματα αυτά με την πυκνότητα και με την τραγικότητά τους μοιάζουν με αρχαίο χορικό, και μάλιστα από τα ωραιότερα. Αλλά και ολόκληρη η συλλογή Σχεδιάσματα με φως είναι ένα ενιαίο ποίημα και μια τραγωδία, η τραγωδία του ανθρωπίνου πνεύματος. Η φωνή του Φάλκου βγαίνει από τα βάθη, από την αγωνία του τραγικού ανθρώπου, και γίνεται η φωνή όλων των Ανθρώπων, όλων εκείνων που προσπάθησαν να κατανοήσουν την ανθρώπινη συνθήκη και τη βαρβαρότητα του είδους μας. Ο Φάλκος είναι μια τεράστια συνείδηση, γεμάτη πόνο και πληγές, μια οδυνώσα συνείδηση, στο χείλος της κατάρρευσης, αλλά πάντοτε έτοιμη να ξαναρχίσει τον αγώνα της ενάντια στο καταστροφικό έργο των θυτών, των εγωιστών, των εξουσιαστών, των υπεροπτών κτλ., που είναι υπεύθυνοι για ένα μεγάλο μέρος του εγκόσμιου κακού. Έχει λοιπόν δίκιο ο Φάλκος όταν θεωρεί τον εαυτό του ποιητή της συνείδησης. Εμείς προσθέτουμε: Ο πιο σημαντικός των νεότερων χρόνων. Δεν μιμείται και δεν ταυτίζεται με κανέναν από όσους προηγήθηκαν στην υψηλή αυτή και οδυνηρή άσκηση. Έχει ξεκάθαρο δικό του «στίγμα», προσωπική σφραγίδα λόγου και δική του πορεία πλεύσης. Μετέωροι και αμφιταλαντευόμενοι, όχι γνώστες αλλά ταυτισμένοι με το τραγικό της θέσης μας -μια τραγικότητα που κουβαλάμε μέσα μας, παρακολουθούμε τον Φάλκο μέχρι την τραγική αλλοίωση του φωτός. Όλες οι προσπάθειές μας να ξεπεράσουμε την «κοινή μας μοίρα» τσακίζονται «πάνω σ’ αυτόν τον μαύρο τοίχο που υψώθηκε στην εποχή του Κάιν ανάμεσα σ’ εμάς και στο Θεό.» Σιγά-σιγά μας φθείρει και μας αφήνει έκθετους «μια ψιλή και σιγανή βροχή […] που επί αιώνες τώρα ξεγύμνωνε τα πράγματα και τ’ άφηνε φτωχά και έρημα» (Οι Δίκαιοι, σ. 47). Είμαστε εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε αόρατους ατσάλινους τοίχους, που επάνω τους συνθλίβεται κάθε μας προσπάθεια, ενώ η συνείδησή μας συνεχώς διευρύνεται και γίνεται ολόκληρη η πλάση, μια «πρησμένη» συνείδηση, όπως θα έλεγε ο Φάλκος, αφού όλα, κακό και καλό, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα

– 111 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

και δεν μπορούν να διαχωριστούν: «Και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;» (Μαρτυρίες, σ. 7). Μέσα σε τέτοιες τραγικές συνειδήσεις ακόμα και το φως είναι πηγή υπέρτατης οδύνης. «Το φως με πνίγει», λέει ένας «λυπημένος» (ξγ΄). Και ο «τυφλός οραματιστής» που «έβλεπε μέσα του το φως» Κείνη τη μέρα τρόμαξε από πάταγο κι είδε το φως να σπάζει μέσα του να γίνεται συντρίμμια Η απογοήτευση από το ατελέσφορο του μεταφυσικού φωτός και η οριακή έκφραση της τραγικότητας συναντιούνται και στο ποίημα Μορφή σε μια εκπληκτική έκφραση, που σε αφήνει εκτεθειμένο και εμβρόντητο: Θάλασσα γκριζοκίτρινη κι ένας λεπτός αέρας να ριπίζει Επάνω μας ο ουρανός σιγόκαιγε με καφετί φωτιά Κι έβλεπες μια λευκή μορφή να πέφτει προς τα κάτω Σ’ αυτόν τον κόσμο του χαλασμού και της φθοράς, ακόμα και τα ιερότερα έχουν αλλοιωθεί ριζικά (Σκότος και νηνεμία): Από τον ουρανό πέφταν αποκαΐδια κηλίδες μόλυνσης σαλεύανε στα χαμηλά Το μολυβί και το λαδί ενώθηκαν κατά τον Όλυμπο Μέσα μου προσευχόμουν κάτι να ’ρθει ν’ αναταράξει τα νερά και να σκορπίσει τη σαπίλα, όταν στον ουρανό σημειώθηκε μια κίνηση: Μια νυχτερίδα ή ένας άγγελος τυφλός πέταξε στο σκοτάδι Μπροστά στην ξαφνική αποκάλυψη της ανθρώπινης κτηνωδίας («τα κτήνη είναι του Θεού, λέει ο Βίκτωρ Ουγκώ, η κτηνωδία είναι των ανθρώπων») ο Πλωτίνος -ένας από τους πιο γοητευμένους απ’ το φως- λέει (εννοείται πως ο Φάλκος τον βάζει να λέει): «Είναι ΑΔΥΝΑΤΟ να θέλω πια το φως». Και ο ίδιος ο Φάλκος, ως Κρυμμένος: Στέκομαι εδώ κρυμμένος μισός στο φως μισός μες στο σκοτάδι Το φως φέρεται σαν ευαίσθητο πουλί μυγιάγγιχτο και νευρασθενικό Στα νιάτα του έπαιξε κι απάλυνε

– 112 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

ξεχώρισε και με πολέμησε με γέμισε ντροπή Τώρα βαρύνθηκε σιχάθηκε ζει μέσα στην απόγνωση κρύβεται μες στις κάμαρες και τα ντουλάπια στέκεται πάνω στις πληγές άμα τ’ αγγίξεις θα ουρλιάξει Είναι ασύλληπτη η απόγνωση και το δράμα -μα περιέργως και η ομορφιά- που αποτυπώνονται στο ποίημα αυτό. Εδώ ο Φάλκος μιλάει «εκ βαθέων». Με ύφος απόλυτα προσωπικό και με εξαίσια «σκηνοθεσία», μας δίνει την προσωπική του ιστορία και ψυχολογία. Το ποίημα αυτό, που μπήκε σκόπιμα ως κατακλείδα των Σχεδιασμάτων, ανήκει ασφαλώς στα δυνατότερα και πιο σπαρακτικά που έγραψε ο Φάλκος. Αλλά η παραίτηση, η απραξία, η φυγή δεν είναι το τελικό δίδαγμα, η υποθήκη του Φάλκου. Ήδη στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο διαπιστώνει πως εκ των πραγμάτων η απομόνωση στον κόσμο της συμφοράς δεν είναι δυνατή (σσ. 114-5): Λογάριαζα πολύ στον χώρο που ξεχώρισα και φύλαξα Αλλά οι τοίχοι είναι φτενοί και διάφανοι Σακάτηδες αυτοχειριασμένοι μου ξεσκεπάζουνε την ένοχη καρδιά τους Τι να την δω; Χιλιάδες χρόνια μας βαράει η μπόχα Τους απωθώ και κλείνω το δωμάτιο Αλλά εκείνοι μου τινάζουν ακατάπαυστα τον θάνατο την ενοχή την προδοσία Στα Σχεδιάσματα με φως ο δίκαιος βέβαια προτίμησε την ερημιά» (ξα΄), αλλά αυτό ισχύει για τις εποχές απόγνωσης και εξουθένωσης, που μπορεί να διαρκέσουν, μα όχι και παντοτινά. Ακόμα και σε περιόδους ύφεσης («κουράστηκες και λύγισες / δεν είσαι από ατσάλι» (οε΄), «έγινα δύσπιστος, σκοτείνιασα πάρα πολύ» (ρε΄), παραμένει μέσα του κάποιο εσωτερικό φως (Ο άλλος, οα΄): Ενώ σιωπάς μες στη βαθύτερη σιωπή σου είν’ ένας άλλος που σκιρτάει βαθιά σου τινάζεται κι απλώνει γύρω σου τα χέρια Είν’ ένας άλλος που ετοιμάζεται να σε πυροδοτήσει Και πράγματι ο Φάλκος σ’ όλη τη συνειδητή ζωή του αγωνίστηκε και αγωνίζεται ακατάπαυστα ενάντια στο κακό σε όλες τις μορφές του. Αρκεί να θυμη-

– 113 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

θούμε τις Τρεις μαρτυρίες, τη Σοφίτα, τους Αετούς και τα κοράκια, τον Καθηγητή Πλούτωνα… Αυτά απ’ τα τυπωμένα. Γιατί υπάρχουν και ατύπωτα έργα σκληρότατης πολεμικής. Ακόμα και τα Σχεδιάσματα με φως δεν κλείνουν με τον «κρυμμένο», αλλά με ένα τελικό ερώτημα: Εδώ λοιπόν σ’ αυτή την όχθη την φαγωμένη από το φως τη διψασμένη για το φως ποιος θα διαλύσει την απόφαση του σκότους; Το μέγιστο ερώτημα που διατυπώνει ο «τίμιος που δεν εύρισκε αδερφό» (ξα΄), ο τραγικός, ο διχασμένος, ο «κρυμμένος», αυτός που αισθάνεται βαθιά πως ζει σε χώρα «διψασμένη για το φως», αλλά και «φαγωμένη από το φως» εννοείται το κίβδηλο και καταστροφικό, που πλεονάζει- είναι το αγωνιώδες ερώτημα ύψιστης ευθύνης, με το οποίο κλείνουν τα Σχεδιάσματα με φως: «ποιος θα διαλύσει την απόφαση του σκότους;» Μια ακροτελεύτια πυκνότατη και πολυσήμαντη φράση: Τι οφείλει να πράξει ο έντιμος άνθρωπος απέναντι στην αδιαφορία και την κακότητα των συνανθρώπων του, που μεταξύ των άλλων καταστρέφουν εν γνώσει τους τον πλανήτη γη («η φύση κείτονταν σαν ένα πληγωμένο ζώο», ξα΄), σα ν’ αποφάσισαν ότι το σκότος είναι η μόνη λύση; Αλλά και πώς θα ενισχύσει τις αντιστάσεις του, πώς θα διαμορφώσει το εσωτερικό του τοπίο, απομακρύνοντας την απόφαση να ζει στην «ερημιά», στα «γκρίζα», «σκοτεινός», απελπισμένος και μεμονωμένος; Πώς θα μικρύνει τις «αποστάσεις» απ’ τους άλλους και πώς θα σημασιοδοτήσει ξανά τη ζωή του; Τα Σχεδιάσματα με φως στο βάθος είναι ένα ενιαίο ποίημα, όπου η ποίηση είναι αδιάσπαστα ενωμένη με το υψηλό της φιλοσοφίας, πράγμα που ισχύει για το σύνολο του έργου του Φάλκου. Απέναντι στο μεγαλείο που μας αποκαλύπτεται εμείς οι ευαίσθητοι δέκτες μένουμε εκστασιασμένοι και θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό που μας επιτράπηκε να δούμε ή να υποψιαστούμε κάτι απ’ τον κόσμο του υψηλού, κάτι απ’ τον φάλκειο κόσμο.

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΖΥΓΙΣΜΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ Με αφορμή το ποίημα Λιτανεία των Μαρτυριών για έναν απόντα φίλο κάνω την εξής παρατήρηση: Οι καλοί ποιητές γράφουν ισότιμα κατά το πλείστον ποιήματα. Κάποια ξεχωρίζουν, αλλά όχι πάρα πολύ. Αλλά μερικοί ποιητές έγραψαν κάποιο ποίημα, όπου συμπύκνωσαν τη φιλοσοφία και την τεχνική τους, που μόλις το διαβάσεις, καταλαβαίνεις αμέσως τον ποιητή, ποιες είναι οι αγωνίες του, τι θέλει βασικά να πει, πού έφτασε η φαντασία και η εκφραστική του, με λίγα λόγια καταλαβαίνεις την «ψυχή» του. Τέτοια ποιήματα είναι λ.χ. η Ιερά οδός του Σικελιανού, η Ιθάκη του Καβάφη, το Ναυάγιο της Κίχλης του Σεφέρη, το Μεθυσμένο καράβι του Ρεμπώ, το Θαλασσινό κοιμητήρι του Βαλερύ κ.ά. Η Ιερά οδός και η Ιθάκη του Φάλκου είναι η Λιτανεία (Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σσ. 126-7):

– 114 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

Στέκομαι εδώ ταιριάζοντας αταίριαστα κομμάτια Μες στην απελπισία μου παίρνω τον δρόμο για τον λόφο απ’ όπου πρωταντίκρισα τη λιτανεία Την βλέπω μπρος μου σα να ήταν χθες Κινούσε από μεγάλα βάθη και προχωρούσε αργά μέσα σε φως θλιμμένο μια λιτανεία ανθρώπων και ψυχών Και ξαφνικά σαν κάποιος να ’δωσε το σύνθημα υψώθηκαν φωνές δοξαστικές σαν έκρηξη χιλίων μουσικών οργάνων τα χρώματα φωτίστηκαν και δέσαν με τη μουσική κι η γη φάνηκε ως μέρος του ουρανού τα πάντα ενώθηκαν και γίναν κρύσταλλο μουσικό Για μια στιγμή -μόνο για μια στιγμήφαντάστηκα πως όλα δέναν μεταξύ τους πως είχαν κάποιο νόημα πως θα ’βρισκα το μυστικό τους Πάνω σ’ αυτό πήρε να σκοτεινιάζει θαμπώσανε τα χρώματα και κάποιος πήρε να φωνάζει με μια τρομαχτική φωνή κλονίστηκε η πορεία σκόρπισαν οι ψυχές σαν τα πουλιά κι ο κόσμος έγινε ξανά παράταιρα κομμάτια Το ποίημα αυτό με το υποβλητικό του μεγαλείο και τον πηγαίο λόγο, μοιάζει να συγγενεύει με τα ποιήματα εκείνα στα οποία παρατηρήσαμε μια εναλλαγή φωτός και σκότους «ψυχολογικής» μάλλον τάξεως, τότε που ο ευαίσθητος άνθρωπος κάτω από την αφόρητη πίεση του πόνου υψώνεται για λίγο στο φως, για να καταπέσει πάλι στην απόγνωση. Αλλά το ποίημα αυτό προχωράει παραπέρα. Πρόκειται για μια αγωνιώδη και απόλυτα συνειδητή προσπάθεια ολόκληρης ζωής, συνεχώς ανανεούμενη, να συνδέσει τα ασύνδετα, να βγάλει κάποιο νόημα απ’ τον διασπασμένο και αντιφατικό κόσμο μας. Το ποίημα δηλαδή είναι στο βάθος φιλοσοφικό, μα διόλου εγκεφαλικό. Σε κάποιες προνομιούχες στιγμές όλες οι ψυχικές και διανοητικές δυνάμεις συνενώνονται, με την ελπίδα να βγάλουν κάποιο νόημα από αυτήν την εναλλαγή φωτός και σκοταδιού, ώστε να βγάλουν κάποια τελική απόφανση για το τι είναι ο άνθρωπος και ο βίος του, αν τελικά η ζωή είναι φως ή σκοτάδι. Ο Φάλκος το προσπάθησε αυτό σε όλη τη ζωή του. Στο ποίημα αυτό συμπεραίνει πως τα διάφορα κομμάτια είναι αδύνατο να συνδυαστούν με τρόπο που να βγαίνει κάποιο νόημα. Για κάποιον που αποκλείει

– 115 –


ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

τη μονόπλευρη θεώρηση, τα προκρούστεια κρεβάτια και τους φαντασμένους προφήτες με τις έτοιμες λύσεις, ο κόσμος φαίνεται απόλυτα διασπασμένος. Κι αυτό η συνείδησή μας δυσκολεύεται να το δεχτεί. Αυτή είναι η αγωνία του φιλοσόφου-ποιητή. Άραγε είμαστε καταδικασμένοι να προσπαθούμε αιώνια να ταιριάξουμε αταίριαστα κομμάτια; «Αν το σκοτάδι φαίνεται παντοτινό / παντοτινή κι η μοίρα του φωτός» (κγ΄). Άραγε αυτή είναι η μοίρα μας, να κυμαινόμαστε αιώνια ανάμεσα στο σκότος και το φως, ανάμεσα στο συν και το πλην, ανάμεσα στο μηδέν και το ένα; Και ποιο το νόημα αυτού του μετεωρισμού, αυτής της δίχως τέλος παλινδρόμησης; Όταν ένα θέμα σε απασχολεί βασανιστικά, ποτέ δεν μένεις ικανοποιημένος και θέλεις να το ξαναψάξεις και να το πεις και μ’ άλλους τρόπους. Έτσι στο ίδιο το βιβλίο, λίγες σελίδες παρακάτω, λέει περίπου το ίδιο πράγμα σε «πεζό» τώρα λόγο, που όμως είναι αδύνατο να τον ξεχωρίσεις από τον ποιητικό. Ο ήρωας του έργου διηγείται μια φανταστική ιστορία για τέσσερις φοιτητές του πολυτεχνείου που ανάλαβαν να παραδώσουν στο τέλος των σπουδών τους ένα ζωγραφικό έργο που να εκφράζει τις βασικές τους εμπειρίες. Ο πρώτος παρουσίασε ένα έργο φωτεινό, γιατί παρόλο το σκοτάδι, κατά τη γνώμη του τα καλά επικρατούν στο τέλος. Ο δεύτερος εκφράζοντας την εμπειρία του απ’ τη ζωή έβαλε να ισορροπούν το φως και το σκοτάδι. Ο τρίτος σαν απαισιόδοξος ή πιο ρεαλιστής, έφτιαξε έναν πίνακα «που τον διασχίζουν μόνο μερικές αναλαμπές, όσο για να τονίσουν το σκοτάδι.» Το ενδιαφέρον έχει τι έκανε ο τέταρτος μαθητής, που εκφράζει και τον ήρωα-συγγραφέα: «Ο τέταρτος μαθητής δεν παρουσίασε έναν πίνακα, αλλά πολλά χαρτιά και δοκιμές. Ήταν κυρίως πρόσωπα, κάτι σαν άγγελοι, άλλοτε φωτεινοί κι άλλοτε μαύροι, που όμως δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ήταν κάπως ξεκάρφωτοι, και η εντύπωση αυτή τονίζονταν από τους κύκλους που περιέβαλαν και κατά κάποιο τρόπο απομόνωναν κάθε μορφή. «Εγώ, απολογήθηκε ο μαθητής, αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα να καταλήξω κάπου. Έβαζα μπρος πότε τις φωτεινές μορφές, πότε τις σκοτεινές. Πότε μεγάλωνα τις μεν και μίκραινα τις δε. Άλλοτε αναζητούσα μερικά σημεία, που να συνδέουν κάπως τ’ ασυμβίβαστα, αλλά απέρριπτα στο τέλος κάθε συνδετική γραμμή. Έτσι μου έμεινε μόνο η προσπάθεια για μια σύνθεση, που ίσως είναι αδύνατο να γίνει ή που δεν είμαστε προορισμένοι να πραγματοποιήσουμε εμείς.» (σσ. 133-5). Λίγοι λογοτέχνες κατόρθωσαν το παράδοξο να πουν το ίδιο πράγμα χωρίς να «επαναλαμβάνονται». Το ποίημα και το «πεζό» έχουν την ίδια δύναμη, την ίδια υποβλητικότητα, την ίδια αγωνία, την ίδια ακριβώς ποιότητα. Και αυτό δείχνει, κοντά στα άλλα, το αδιάπτωτο της τέχνης του Φάλκου. Το αγωνιώδες και ατέρμονο ζύγισμα φωτός και σκοταδιού είναι ένα από τα κεντρικά θέματα της αδημοσίευτης, αλλά τελειωμένης Λίμνης. Ανάλογα αγωνιώδη ερωτήματα έχει θέσει και στους Δίκαιους και στη Νύχτα, απ’ την οποία αντιγράφω το παρακάτω απόσπασμα (από το αφήγημα «Οι Δίκαιοι» σ. 181): «Εκείνο που μας χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα, είναι η παθιασμένη αγάπη μας για τη ζωή, κάθε μορφή ζωής. Μια αγάπη εντελώς παράφορη […] Όχι, δεν έχουμε επιχειρήματα πως η ζωή αξίζει να αγαπηθεί και να συντηρηθεί. Μήπως εσύ έχεις αντίθετα επιχειρήματα, οριστικά, αποφασιστικά;»

– 116 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ ΣΤΟΝ Τ. ΦΑΛΚΟ

Η αντίθεση φωτός και σκότους, που είναι αδύνατο να καταλήξει σε μια σύνθεση, παρά μόνο βεβιασμένα, εικονικά και τεχνητά, εκφράζεται βέβαια και αλλού, σε ποιήματα και σε πεζά. Ξεχωρίζει, θαρρώ, το Γκρίζο του δρόμου (Σχεδιάσματα με φως): Αισθανόμουν σαν κάποιος που αμίλητος ανεβαίνει στο γκρίζο του δρόμου περιστέρια στο χέρι κρατώντας, όταν ξάφνου τα χρώματα λύγισαν και σκοτείνιασε πριν απ’ τη Δύση Και περίμεναν όλοι τα θαύματα μα στο νου τους γυρνούσαν τα γκρίζα Να φυλάξω το φως επιχείρησα της καρδιάς εκπληρώνοντας χρέος Και τη μέρα αφαιρούσα τα γκρίζα μα το βράδυ τα πρόσθετε η Νύχτα Για την ιστορία του πράγματος, θα αναφέρω τα όσα μου διηγήθηκε ο Φάλκος σχετικά με τη σύνθεση της Λιτανείας. Στις 21. 12. 1997 είχε συνθέσει την παρακάτω Λιτανεία: Αυτούς που προχωρούν βαθιά συλλογισμένοι, Αυτούς που έσβησαν από παντού τα λόγια τους και δεν αναστενάζουν πια, Αυτούς που λύγισαν σαν τις μακριές λαμπάδες και γέρνουνε το χέρι τους στη γη, Αυτούς που τώρα ξεθωριάζουν μέσα στη φαντασία του Θεού, Άνθρωπε εσύ των νιάτων και της συμφοράς, μην τους περιφρονείς. Ήταν κι αυτοί παιδιά της γης και τ’ ουρανού και κράτησαν στα χέρια τους το φως. Άνθρωπε εσύ κλειστέ δυσπρόσιτε περήφανε, ρίξε τους μια ματιά καθώς βαδίζουν δίπλα δίπλα σκοτεινοί κι από καρδιάς ελέησον Μετά από 20 περίπου μέρες, στις 13. 1. 1998, συνέθεσε τη δεύτερη Λιτανεία, αυτήν που ήδη μνημονεύσαμε. Η προγενέστερη Λιτανεία, που ως περιεχόμενο είναι ολότελα διαφορετική από τη νέα, είναι βέβαια ένα συγκινητικό και ανθρώπινο ποίημα, αλλά η δεύτερη Λιτανεία είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο ποίημα του Φάλκου και είναι ασφαλώς ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της γλώσσας μας.

– 117 –


ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ

ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Εισήγηση στο 2ο Παγκόσμιο Συνέδριο «Η Αρχαία Ελλάδα και ο Σύγχρονος Κόσμος», Αρχαία Ολυμπία, Ελλάδα, Καλοκαίρι 2002. Ο μύθος, κοινό φαινόμενο όλων των λαών της γης, αφού η μυθοποιητική τάση είναι έμφυτη στο ανθρώπινο πνεύμα, πηγή για τη λογοτεχνία αλλά και την τέχνη γενικότερα. Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, πρώτη ύλη της αρχαίας τραγωδίας, αποτελούν οχήματα για την έκφραση του τραγικού της ανθρώπινης ζωής1. Ο μύθος άλλωστε, φορέας αλλά και κώδικας αρχέτυπων εικόνων2, αποκωδικοποι-

1. Κώστας Τοπούζης, «Ο μύθος, όχημα του τραγικού», στον τόμο Σοφοκλής, Ηλέκτρα, Μετάφρ.-Εισαγ.-Σχ. Κώστας Τοπούζης, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1992, σσ. 17-23. 2. Όσον αφορά την ψυχολογική προσέγγιση των μύθων, ο Freud θεωρούσε τους μύθους κατασταλάγματα από ασύνειδες διαδικασίες, ψυχολογικές προβολές γεμάτες σεξουαλική φόρτιση, αποτυγχάνοντας να αποδώσει πλήρως την πολυπλοκότητα και τη λειτουργία τους. Εκείνος που συνέβαλε περισσότερο στη μελέτη των μύθων ήταν ο Jung, ο οποίος θεωρώντας ότι κάτω από το προσωπικό υποσυνείδητο υπάρχει ένα βαθύτερο «συλλογικό υποσυνείδητο», του οποίου τα περιεχόμενα αποκαλεί «αρχέτυπα» και, κατά την γνώμη του, αυτά παράγουν τις «αρχέτυπες εικόνες»,που τόσο συχνά παρουσιάζονται στους μύθους, στα όνειρα, στη λογοτεχνία και γενικότερα στην τέχνη, δηλαδή «παγκόσμιες εικόνες», που υπάρχουν από τα αρχαιότερα χρόνια. Και ο Freud και ο Jung παραδέχονται τη γοητεία που ασκεί στο ανθρώπινο πνεύμα το μυθικό υλικό. Μεταγενέστεροι θεώρησαν τη μυθολογία ως εγκυκλοπαίδεια από ψυχολογικά πρότυπα και καθολικές συγκινήσεις, ενώ μεγάλοι λογοτέχνες, όπως ο Yeats, ασχολήθηκαν επίσης με τη μελέτη των μύθων. Ο τελευταίος ειδικά μιλά για «Μεγάλη Μνήμη», στο δοκίμιό του «Magic» του 1901, έννοια παράλληλη με το συλλογικό ασυνείδητο του Jung τονίζοντας τη σημασία της για την τέχνη: Οι εικόνες που φέρνουν στον νου αρχέγονες συγκινήσεις συμβάλλουν στη δημιουργία μιας λογοτεχνίας με παγκόσμια σημασία. (Κ. Κ. Rutwen, Ο Μύθος, μτφρ. Ιουλιέτα Ράλλη – Καίτη Χατζηδήμου, Η γλώσσα της κριτικής, Αθήνα, Ερμής, 1977, σσ. 32-40) Πολλοί που προσέγγισαν τον μύθο από ψυχολογική η λογοτεχνική σκοπιά τον θεωρούν ως εξωλογοτεχνικό συμβάν, με την έννοια ότι ο ίδιος ο μύθος επιζεί χάρη στην εικονοποιία του και όχι στη γλώσσα, αντίθετα με τη λογοτεχνία, ενώ μέσω της ανθρωπολογικής σκοπιάς του Levy-Straus, ένας μύθος αποτελείται από όλες τις εκδοχές του. Σε κάθε περίπτωση όμως, σύμφωνα με τον Malinoivsky (1966), ο μύθος είναι η μήτρα απ’ όπου από ιστορική και ψυχολογική άποψη γεννιέται η λογοτεχνία (Κ.Κ. Rutwen, ό.π. σσ. 90-91) Ειδικά οι αρχαιοελληνικοί μύθοι προσέφεραν την πρώτη ύλη για τη δημιουργία αριστουργημάτων

– 118 –


Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ

είται σε κάθε εποχή, ανάλογα με το εκάστοτε πολιτιστικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο επιχειρείται η ερμηνεία του. Η εκάστοτε ερμηνεία, με τη σειρά της, συνδυασμένη με όλες τις προηγούμενές της, ανασχηματίζει το μύθο, ο οποίος αν και παραμένει ο ίδιος εμπλουτίζεται με τις ερμηνείες του ανά τους αιώνες, αποτελώντας σε κάθε εποχή ένα στοιχείο πολιτισμού και ανθρώπινης συλλογικής συνείδησης, που κάθε νέο περιβάλλον το ενεργοποιεί διαφορετικά. Με τον τρόπο αυτό, συντηρώντας τα αρχέγονα και ιστορικά του υλικά, ο μύθος, όταν «αφυπνίζεται», μπορεί να αποδώσει σύγχρονα ανθρώπινα βιώματα, πάθη, προβληματισμούς3. Ο Τάσος Φάλκος «αφυπνίζοντας» τον μύθο του Ορέστη, ασχολείται με τα προβλήματα της ανθρώπινης ιστορίας, της δικαιοσύνης, της ανθρωπιάς στον σύγχρονο κόσμο, καθιστώντας τα κύριους θεματικούς άξονες της πεζογραφίας του. Ο Ορέστης, θέμα και πρωταγωνιστής των τραγωδιών Ορέστεια του Αισχύλου, Ηλέκτρα του Σοφοκλή, και τέλος Ορέστης και Ηλέκτρα του Ευριπίδη, μεταφέρεται στην Ελλάδα της μεταπολεμικής εποχής, και βιώνει σύγχρονα πάθη θέτοντας στο κέντρο τους το πρόβλημα της Δίκης και της ενοχής, που υπήρξε στενά συνδεμένο με την αρχαιοελληνική τραγωδία, αλλά και γενικότερα την αρχαϊκή και κλασσική θρησκευτική-ηθική σκέψη4. […] Η εμφάνιση του Φάλκου στη λογοτεχνία γίνεται την ταραγμένη δεκαετία του ’70, η οποία στην Ελλάδα σημαδεύεται από τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση, καθώς και από μια νέα γενιά λογοτεχνών που αμφισβητεί παλιότερες αξίες και οράματα (κυρίως πολιτικά) των δύο προηγούμενων μεταπολεμικών γενεών (της πρώτης και της δεύτερης, ή της «ήττας» και των «απόηχων» αντίστοιχα)5. Η γενιά του ’70 (η γενιά της «αμφισβήτησης»), δεν έχει συγκεκριμένο πολιτικό ή κοινωνικό όραμα, όπως οι προηγούμενες, αλλά στρέφει την επανάστασή της, με μια μηδενιστική πολλές φορές τάση, εναντίον του πολιτισμού γενικά6, στεγάζοντας τις αναζητήσεις πολλών λογοτεχνών της περιόδου, οι οποίοι εκφράστηκαν αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους7. Γρήγορα σχετικά, μόλις την επόμενη δεκαετία, η επαναστατικότητα και η αμφισβήτηση των πάντων έσβησε, και καθ’ όλη την ιστορία όχι μόνον της λογοτεχνίας αλλά και της τέχνης γενικότερα στον ευρωπαϊκό χώρο και όχι μόνον. 3. Βλ. Γιάννης Ζέρβας, «Ψυχαναλύοντας την Ηλέκτρα», Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή, 16.6.2002, σ. 31 και Κ.Κ. Rutwen ό.π., σσ. 35-42 4. Βλ. Albin Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη, Έκδ. Αφών Κυριακίδη (5η έκδ. αναθεωρημένη), 1983, σ. 194. 5. Βαγγέλης Κάσσος, Ασφυξία του βλέμματος. Σύγχρονη ελληνική ποίηση και ιδεολογία, Αθήνα , Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη, 1989. 6. Βλ. και Βαγγέλης Κάσσος, Ασφυξία του βλέμματος, ό.π., σσ. 60-61. Αν και ο χωρισμός των λογοτεχνών, και ειδικά των νεώτερων μεταπολεμικών λογοτεχνών, σε γενιές εμπεριέχει τους γνωστούς κινδύνους γενικεύσεων και απλουστεύσεων και έχει αμφισβητηθεί πολλές φορές, εντούτοις διευκολύνει τη μελέτη μεγάλων περιόδων της λογοτεχνίας μας. Για τον λόγο αυτόν λαμβάνεται υπόψη και στη συγκεκριμένη εργασία (βλ. ενδεικτικά για την προβληματική που αναπτύχθηκε στη νεοελληνική κριτική σε σχέση με το θέμα των λογοτεχνικών γενεών, Ευριπίδης Γαραντούδης, Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 19801997. Οι στιγμές του νόστου, Αθήνα, Νεφέλη, 1998, σσ. 194-202. 7. Κάσσος, ό. π., σσ. 65-73.

– 119 –


ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ

τη θέση τους πήρε η ενδοσκοπική αναδίπλωση της γενιάς του ’80 (ή του «ιδιωτικού οράματος»), η οποία ολοκλήρωσε και την απομάκρυνση της λογοτεχνίας από τον χώρο της πολιτικής. Πού βρίσκεται όμως ο Τάσος Φάλκος μέσα στη ραγδαία αυτή εναλλαγή των στόχων και των βιωμάτων των λογοτεχνών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο; Η αμφισβήτηση του Φάλκου είναι καθολική, όσον αφορά τον σύγχρονο πολιτισμό του ανθρώπου και τις επιδιώξεις του, αλλά και όσον αφορά την ίδια την ανθρώπινη φύση, η οποία απορρίπτοντας τη λογική, αφήνει να σύρεται από τα πάθη της, εγκληματώντας εναντίον του ίδιου της του εαυτού. Μ’ αυτήν την έννοια ο Φάλκος εναρμονίζεται με τη λεγόμενη γενιά «της αμφισβήτησης». Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εντοπίζονται στον τρόπο με τον οποίο εκφράζει την απογοήτευση και τη δική του κριτική ματιά: αντιτάσσει στον ανθρώπινο πολιτισμό της εποχής μας που τελεί, κατά τη γνώμη του, σε κατάσταση πτώσης, μύθους, έννοιες και αξίες που είναι γεννήματα του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Μέσω του μύθου του Ορέστη, από τον μυθολογικό κύκλο των Ατρειδών, επεξεργάζεται το πρόβλημα της Δίκης, της τιμωρίας δηλαδή απέναντι στην επαναλαμβανόμενη ανθρώπινη ύβρη των εγκλημάτων του ανθρώπου προς τον άνθρωπο. Με το θέμα θα ασχοληθεί και η παρούσα εργασία: είναι άλλωστε το δεσπόζον στα κείμενα του Φάλκου. Δεν θα ασχοληθεί με επιπλέον μύθους ή αναφορές σε αρχαίους Έλληνες στοχαστές, λόγω της περιορισμένης έκτασής της -μύθοι και στοιχεία του αρχαιοελληνικού στοχασμού, υπάρχουν σε αφθονία στα κείμενα του συγγραφέα (π.χ. ο μύθος του Προμηθέα, αναφορές στα Ομηρικά έπη, στο έργο του Πίνδαρου, του Σόλωνα, του Σοφοκλή, του Πλάτωνα, κ.ά. ), που πραγματικά θα άξιζε να μελετηθούν μελλοντικά. Το πεζογραφικό έργο του Φάλκου συνδυάζει την τέχνη με τον στοχασμό, την ποίηση με τη φιλοσοφία. Ο ίδιος αποδεικνύεται βαθιά ανθρωπιστής, αφού προβάλλει το όραμα μιας κοινωνίας βασισμένης στον ορθολογισμό και στην αγάπη για τον άνθρωπο αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό, ότι είναι και βαθιά πολιτικός συγγραφέας, μακριά όμως από συγκεκριμένες ιδεολογίες και σκοπιμότητες. Οι ήρωές του ακολουθούν πορεία ενδοσκοπική: ενώ η δράση ή ο στοχασμός τους έχουν αφορμή ιστορικά γεγονότα (όπως π.χ. η Κατοχή και ο Εμφύλιος), στη συνέχεια αίρονται πάνω από την ιστορική στιγμή προχωρώντας προς την αυτογνωσία. Στη διάρκεια της πορείας αυτής βιώνουν πάθη ανάλογα των τραγικών ηρώων, τιμωρούνται, διότι οι πράξεις τους έχουν ως οδηγό μόνο τη συνείδησή τους, έρχονται σε αντίθεση με το περιβάλλον τους, καταγγέλλοντας τελικά τον σύγχρονο άνθρωπο που ζει σε μια κατάσταση πτώσης. Αναλυτικότερα: Ο ήρωας του Φάλκου στους Δίκαιους και στη μετεξέλιξή τους (Χρονικό των Δικαίων) ονομάζεται Τηλέμαχος, ενώ στο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, είναι ο φίλος που λείπει (κάποτε κυριολεκτικά και κάποτε μεταφορικά) και ονομάζεται Κώστας Δοξιάδης. Και οι δύο ήρωες, μορφές ενός σύγχρονου Ορέστη, βασανίζονται μεταξύ θείου και ανθρώπινου δικαίου, προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν ή και να αποκαταστήσουν κάποιο είδος ισορροπίας και λογικής στη ζωή τους εναρμονίζοντάς την με αυτήν των συνανθρώπων τους, αλλά αποτυγχάνουν: ανακαλύπτουν ότι κάθε είδος επιλέξιμης δράσης οδηγεί στο έγκλημα και στην ενοχή, σε μια Ελλάδα που αλληλοσκοτώνεται ατιμώρητα εν ονόματι του

– 120 –


Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ

«δίκαιου» και του «σωστού». Ο αρχαίος Ορέστης προσπαθώντας να αποκαταστήσει τη δίκαιη τάξη των πραγμάτων, μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα και κατόπιν θείας εντολής (του Απόλλωνα), καταλήγει να διαπράξει ένα φοβερό έγκλημα, το οποίο τον οδηγεί σε μια κατάσταση συναίσθησης της ενοχής του, που μοιάζει με τρέλα. Σε ανάλογη συνειδησιακή κρίση πέφτουν και οι ήρωες του Φάλκου: Ο Τηλέμαχος συναισθανόμενος τα άπειρα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά της ανθρωπότητας νιώθει ένοχος, έστω κι αν ο ίδιος δεν έχει κάνει τίποτε. Η εκδοχή του Ορέστη που βρίσκεται κοντύτερα στον Τηλέμαχο του Χρονικού των Δικαίων, είναι αυτή του Αισχύλου και της Ορέστειάς του8 , αφού τον Τηλέμαχο τον χαρακτηρίζει η ανημποριά μπροστά στο φοβερό ανθρώπινο πεπρωμένο, μπροστά σε μια τάξη πραγμάτων των οποίων την πορεία και την εξέλιξη δεν μπορεί να ορίσει και να επηρεάσει, η οποία όμως ταυτόχρονα δεν παύει να τον βασανίζει. Ο Κώστας Δοξιάδης πλησιάζει τον Ορέστη όπως αυτός αποδόθηκε από τον Ευριπίδη. Ο λόγος βρίσκεται στο είδος και στις αιτίες του πάθους: στον Ευριπίδη οι δυνάμεις που κινούν το χέρι του Ορέστη και της Ηλέκτρας είναι εκείνες των ανθρώπινων παθών, είναι το μίσος και η λαχτάρα για εκδίκηση και πολύ λιγότερο κάποιου είδους νομοτέλεια ή αποκατάσταση τάξης. Το βάρος δίνεται περισσότερο στην ανθρώπινη αυτενέργεια, στην ενοχή και στις τύψεις κι όχι στη θεϊκή δράση κι επίδραση. Ο Κώστας Δοξιάδης του Φάλκου, δεν υποτάσσεται σε προκαθορισμένες καταστάσεις και αντιδρά στις επιταγές του περιβάλλοντός του. Μολονότι όμως δεν εγκληματεί, υποφέρει για τα ανθρώπινα πάθη και δεν αποφεύγει τις τύψεις, βιώνοντάς τες μέχρι το βάθος της ύπαρξής του, με τον τρόπο του Ορέστη, νιώθοντας ότι δεν υπάρχει καμιά μεταφυσική που να τον δικαιώνει ή να τον καλύπτει. Παρά την αθωότητά τους οι ήρωες του Φάλκου, όπως δεν αποφεύγουν την ενοχή, δεν αποφεύγουν ούτε την τιμωρία: ο Τηλέμαχος στο Χρονικό των Δικαίων αρνείται να πολεμήσει τους Γερμανούς για να βοηθήσει τους αντιστασιακούς φίλους του, αλλά αρνείται και να συνεργαστεί μαζί τους, καταλήγοντας να βρεθεί στη μέση των δύο στρατοπέδων και να πεθάνει για τον λόγο αυτό. Ανάλογα ο Κώστας Δοξιάδης αρνείται να σκοτώσει αντιπάλους κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο τον υποχρεώνουν να λάβει μέρος, και στη συνέχεια δε δέχεται να τεθεί κάτω από οποιαδήποτε πολιτική, κοινωνική ή άλλη ιδεολογία, καταλήγοντας να αυτοπεριθωριοποιηθεί. Κερδίζει τον σεβασμό των συνανθρώπων του για την ηθική του ακεραιότητα, υποφέροντας όμως από νευρολογικές κρίσεις λόγω του συνεχούς αισθήματος ενοχής που νιώθει. Όπως περιγράφεται και στην αρχαία τραγωδία, οι άνθρωποι αναπτύχθηκαν περνώντας μέσα από φοβερές δοκιμασίες. Η γνώση και η αυτογνωσία είναι σημαντικά θέματα στην τραγωδία και οδηγούν στη συμφορά αλλά και κάποτε σε ένα είδος «εξαγιασμού». Έτσι π.χ. ο Οιδίποδας μολονότι είναι ένοχος φόνου,

8. Βλ. πρόχειρα το κείμενο της «Ορέστειας» από το Αισχύλου, Ορέστεια, Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες, μτφρ. Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (3η έκδ.) 2000.

– 121 –


ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ

θεωρείται ιερός στον Κολωνό9. Ο Ορέστης10, που μας ενδιαφέρει, αθωώνεται με την αρωγή των θεών και στον Αισχύλο και στον Ευριπίδη. Ανάλογα ο Κώστας Δοξιάδης περνώντας μέσα από τις τρομερές συνειδησιακές και φιλοσοφικές του κρίσεις, κερδίζει, στο τέλος, τον σεβασμό του κόσμου, ο οποίος τον θεωρεί σοφό. Ο Τηλέμαχος καταστρέφεται εξαιτίας της ακεραιότητάς του, κερδίζοντας στο τέλος, στα μάτια περισσότερο του αναγνώστη, τη μορφή ενός μάρτυρα που θυσιάζεται για την ανθρωπότητα, πιστός στις αρχές και τη συνείδησή του. Η γνώση είτε του κόσμου είτε του εαυτού θεωρούνται σημαντικά στοιχεία που καταλήγουν στην αποκάλυψη του τι είναι ο άνθρωπος, και πόσο ένοχος είναι. Η γνώση, αν και τρομερή, στα κείμενα του Φάλκου, είναι καλύτερη από την άγνοια, έστω κι αν επιφέρει δεινά, έστω κι αν η απόκτηση ή η μετάδοσή της χρειάζεται θυσίες, όπως άλλωστε το αποδεικνύουν πολλοί γνωστοί αρχαιοελληνικοί μύθοι που στη συνέχεια έγιναν και τραγωδίες (όπως του Προμηθέα, του Οιδίποδα κτλ.)11, ενώ η λήθη είναι μήτρα δεινών. Δεν είναι τυχαίο για τον λόγο αυτό, ότι και οι δυο ήρωες των μυθιστορημάτων του Φάλκου έχουν μια βαθιά ουσιαστική σχέση ζωής με τον στοχασμό και τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων12. Χάριν παραδείγματος, παρακολουθούμε στο Χρονικό των Δικαίων μια εμφάνιση του ίδιου του Αισχύλου13: «Προς τα χαράματα, τότε που ξαστερώνουν οι ιδέες εκείνων που υποφέρουνε πολύ, μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης είδε κάτι σαν όνειρο που δεν του φάνηκε καλό. Μετά από περιπλάνηση βρισκόταν σ’ ένα τρίστρατο, κι αναρωτιόταν ποιον απ’ τους δρόμους να τραβήξει. Και τότε είδε μια μορφή που ήταν τυλιγμένη σε λευκό μανδύα να ’ρχεται προς το μέρος του. Όταν ο άνθρωπος πλησίασε, είδε πως ήταν ο Αισχύλος. Το μέτωπο του γέρου δεν ήταν πια το γρανιτένιο μέτωπο που γνώριζε, μα ήταν ζαρωμένο σαν του τζίτζικα. Τα λευκά φρύδια του ανεβοκατέβαιναν ανήσυχα. Στ’ αριστερό του χέρι κρατούσε έναν πάπυρο, ενώ με το δεξί στηριζόταν στη βακτηρία. Όταν πλησίασε αρκετά και διέκρινε τα μάτια του, είδε πως ήτανε λευκά σαν από γύψο. Τα μάτια αυτά δε έβλεπαν πουθενά, και μάλλον το ένστικτο τον οδηγούσε. Θαρρείς πως έβγαινε απ’ τη νύχτα και βιάζονταν να ξαναβυθιστεί σ’ αυτήν. Έτρεξε προς το μέρος του και είπε: - Δάσκαλε... 9. Βλ. Cliford Leech, Τραγωδία, μτφρ. Ερρίκος Χατζηανέστης, Η γλώσσα της κριτικής, Αθήνα, Ερμής, 1972, σ. 27. 10. Για τις επιβιώσεις και τη χρήση του μύθου του Ορέστη από διάσημους ευρωπαίους λογοτέχνες και στοχαστές όπως ο Sartre o O’ Neil κ.ά. καθώς και για τη χρήση γενικότερα των αρχαιοελληνικών μύθων από τη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία βλ. Cl. Leech, ό.π., σσ. 46-50. 11. Cliford Leech, ό.π., σσ. 46-50. 12. Έχουν σπουδάσει φιλοσοφία και δουλεύουν ή απλώς μελετούν στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ο Τηλέμαχος στο Χρονικό των Δικαίων, από μικρός αποστηθίζει στίχους από την Ορέστεια (Το Χρονικό των Δικαίων, Αθήνα, Δόμος, 1992, σ. 58). 13. Όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος σε κατ’ ιδίαν συζήτηση μαζί του, μου τόνισε τη μεγάλη επίδραση που άσκησε στη σκέψη και στο έργο του ο Αισχύλος.

– 122 –


Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ

Ο γέρος κοντοστάθηκε απορημένος. Μες στο λαχταρισμένο του μυαλό στοιβάχτηκαν μεμιάς χιλιάδες ερωτήματα. Ποια ήτανε η σημασία ενός χωρίου; Πώς έκλεινε ο «Προμηθέας»; Ας αξιωνόταν ν’ ακούσει λίγους στίχους από αυτούς που δεν θα διάβαζε ποτέ, γιατί είχαν χαθεί... Μα η ταραχή του τον εμπόδιζε να κάνει τέτοιες ερωτήσεις. - Δάσκαλε, είπε τέλος. Εσύ που γνώρισες την τάξη των θεών και των ανθρώπων, βοήθα με! Ο δάσκαλος δεν απαντούσε. Αλλά το γεγονός πως κοντοστάθηκε και δεν τον είχε προσπεράσει, μια τέτοια εξαιρετική τιμή του έφερε δάκρυα στα μάτια. Τόλμησε να σκεφτεί ότι ο γέρος είχε ίσως διάθεση να τον ακούσει. - Δάσκαλε, γίνε μου οδηγός σ’ αυτούς τους σιδερένιους δρόμους κι οδήγα με όπως μ’ οδήγησες στα νιάτα μου! Κι όπως η βακτηρία του σεβάσμιου γέρου έμενε καρφωμένη εκεί στο δάπεδο και δεν κινιόταν, τόλμησε να του πει: - Πες μου, κι αν οι θεοί μας άφησαν και αν το δικαστήριο εκείνο που δίκαζε τους ένοχους δεν είναι πλέον έξω, αλλά μέσα μας, ποιους νόμους πρέπει ν’ ακολουθήσει; Τους θεϊκούς ή τους ανθρώπινους; Αλλά ο γέρος, χτυπώντας με ορμή τη βακτηρία του στο έδαφος, έδειξε ότι ήταν ανυπόμονος ν’ αναχωρήσει. Και τότε ο Τηλέμαχος του έπιασε τ’ αριστερό του χέρι, εκείνο που κρατούσε τον τυλιγμένο πάπυρο, γονάτισε και είπε απελπισμένα: -Το ξέρω πως στον πάπυρο αυτό έχεις γραμμένους τους ουράνιους νόμους. Άσε με να διαβάσω! Απ’ την πολλή ορμή που δέχτηκε ο γέρος, άφησε να του φύγει ο πάπυρος, κι αμέσως άρχισε ν’ απομακρύνεται με βήματα πλατιά, ώσπου τον σκέπασαν η καταχνιά κι η νύχτα. Άνοιξε τον πάπυρο, που για να τον κερδίσει, είχε παραβιάσει έναν μακροχρόνιο σεβασμό. Τον άνοιξε και είδε ότι ήταν άδειος»14. Ο Κώστας Δοξιάδης (Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο), όταν παραθέτει τους στοχασμούς του για την ανθρώπινη κοινωνία γράφει: «Στην Ορέστεια ο Απόλλων με φοβερές απειλές εξαναγκάζει τον Ορέστη να σκοτώσει την ένοχη μητέρα του. Μα ο Αισχύλος δεν παραλείπει να τονίσει ότι ο Ορέστης κινείται και από δική του θέληση κι επιθυμία. Το πένθος του πατέρα κι η στέρηση του βασιλείου του τον εξωθούν στο φόνο. Δεν ήθελε ακόμα ν’ αφήσει τους συμπατριώτες του να κυβερνώνται από δυο ‘‘γυναίκες’’, την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. Θεϊκή και ανθρώπινη θέληση συμπίπτουν. Ο Θεός «εκών εκόντα» παρωθεί. Γι’ αυτό κι η ενοχή βαρύνει εξίσου τον Ορέστη. Μετά το φόνο, δεν ρίχνει το βάρος μόνο στο θεό, μα ισχυρίζεται πως δίκαια σκότωσε κι ότι στο τόλμημά του τον ενίσχυσε ο Απόλλων. Γι’ αυτό και δικαιολογημένα στο μυαλό του κατεβαίνει το σκοτάδι των τύψεων και της παραφροσύνης. »Ο Ευριπίδης καταπιάνεται κι αυτός με το ίδιο πρόβλημα. Μέμφεται ο Ορέστης τον Απόλλωνα πως τον παρώθησε να κάνει έργο ανοσιότατον. Ο Απόλ14. Τάσος Φάλκος, Το χρονικό των Δικαίων, σσ. 61-2.

– 123 –


ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ

λων είναι αμαθέστατος του καλού και της δίκης, που πάει να πει δεν ξέρει διόλου τι είναι καλό και δίκαιο για τους ανθρώπους […] Και όμως ο Ορέστης του Ευριπίδη βασανίζεται από τύψεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ήρωα της αρχαιότητας, κι ας εγκλημάτησε παρά τη θέλησή του: -Τι σε βασανίζει; Ποια αρρώστια σε σκοτώνει; -Η συνείδηση! Ξέρω καλά πως έκανα πράγματα φοβερά. Ο Δοξιάδης δεν μπόρεσε να προχωρήσει περισσότερο, γιατί η μορφή του Ορέστη, τον οποίο θεωρούσε σαν τον πλέον σύγχρονό μας, κυριάρχησε και πάλι στη συνείδησή του. Σκέφτηκε έναν Ορέστη που αρνείται να σκοτώσει, αλλά που παραμένει ένοχος. Έχοντας μάνα και πατέρα δολοφόνους, άφηνε ατιμώρητους τους ενόχους και το κακό να διαιωνίζεται μαζί μ’ αυτούς! Σήμερα δεν θα έβρισκε κάποιους θεούς να τον καταδικάσουν ούτε και να τον αθωώσουν»15. Στη Νύχτα η ατμόσφαιρα αλλάζει. Η συλλογή διηγημάτων αναφέρεται στα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά τα σύντομα αφηγήματα της σκοτεινής εκείνης περιόδου της ελληνικής ιστορίας βρίθουν από αναφορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ξεχωρίζω το παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Το χάσμα»16, όπου ένας γιατρός συνταξιούχος, φίλος του πατέρα του συγγραφέα, παρουσιάζεται να μιλά με τον ίδιο τον Φάλκο για το θέμα της δικαιοσύνης. «…πληροφορούμαι ότι γράφεις μια μελέτη για τους αρχαίους θεούς! Μα στο θεό σου, γιε μου! Γιατί ασχολείσαι με φαντάσματα; Ξεχάστηκα και πήρα ύφος περισπούδαστο: -Ξέρετε, η παλιά θρησκεία των Ελλήνων είναι μια προβολή της ανθρώπινης πραγματικότητας επάνω σ’ έναν κόσμο υπερβατικό. Το πιο ενδιαφέρον είναι η προοδευτική ηθικοποίηση του θείου, κι αυτό τονίζω στο βιβλίο μου. Σταμάτησα απότομα μετανιωμένος. Αλλά ο Μ. με παρακολουθούσε σοβαρός. -Τι εννοείς «ηθικοποίηση του θείου»; Δεν ήταν δηλαδή εκείνοι οι θεοί γλεντζέδες, άρπαγες κι αυταρχικοί; -Τέτοιοι ήτανε οι θεοί του Ομήρου, και όχι πάντα. Στον Ησίοδο, η ιδέα της Δικαιοσύνης γίνεται κεντρική και συνδέεται με τον Δία. Μα το κορύφωμα το συναντάμε στον Αισχύλο. -Αυτό είναι! Η Ορέστεια! είπε και χτύπησε τη δεξιά γροθιά του στην αριστερή παλάμη του. Πώς […] δεν το είχα σκεφτεί! -Αν σας απασχολούσε η δικαιοσύνη της θεότητας, ασφαλώς θα το σκεφτόσασταν […]». Τέλος, στο διήγημα με τον ενδεικτικό τίτλο «Οι Δίκαιοι» παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά των σημαντικότερων κεντρικών ηρώων των κειμένων του Φάλκου: «Γιατί ο Δίκαιος, ο μόνος, ο αυθεντικός, θα συγκεντρώσει πάνω του όλη τη 15. Τάσος Φάλκος, Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σσ. 85-86. 16. Η νύχτα, Αθήνα, σσ. 85-86.

– 124 –


Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ

συμφορά, και προορίζεται να ζήσει σε κατάθλιψη, γιατί αυτός δεν έχει αυταπάτες. Ξέρει καλύτερα από μας πόσο ανάξια είναι η ζωή που αγαπά, ξέρει τις σκοτεινές πλευρές της, κι όμως εξακολουθεί ν’ αγαπά, ενστικτωδώς, σα δύναμη της φύσης, με μια αγάπη εντελώς τεράστια […] αυτός είναι ο Πάσχων»17. Με άλλα λόγια, ο «δίκαιος», κατά τον Φάλκο, είναι καταδικασμένος να γνωρίζει και να πάσχει. Είναι δηλαδή τραγικός. Άλλωστε, στο τέλος-τέλος, τα πεζά του Φάλκου, και ειδικά τα μυθιστορήματά του, από την αρχή τους ακόμη, δίνουν σημάδια ότι έχουν στο σύνολό τους στενή σχέση με την αρχαία τραγωδία αφού: *ο ήρωάς τους δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος (σ’ αυτό συναινούν, μέσα στο κείμενο, οι περιγραφές της εξωτερικής μορφής και του χαρακτήρα του, αλλά και η ηρωοποιημένη μορφή, καθώς και η μαρτυρική ιδιότητα που προσλαμβάνει, όταν κυνηγιέται ή θυσιάζεται για τις ιδέες του.) *τα πάθη του ήρωα προέρχονται από την ανθρώπινη φύση και τη διερευνούν, καταλήγοντας σε μια καταστροφική γνώση. *η προσωπική περιπέτεια του ήρωα, θα καταλήξει σε συμφορά ή σε ολοκληρωτική καταστροφή όπως δηλαδή στην τραγωδία. Μόνον που στην τραγωδία υπάρχουν και οι θεοί που, από μηχανής ή όχι, «ήσαν μια κάποια λύσις»!… Στον κόσμο του Φάλκου το τραγικό γιγαντώνεται. Οι θεοί σιωπούν. Παραθέτω και πάλι απόσπασμα από το Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, που, κατά τη γνώμη μου, συνοψίζει τους προβληματισμούς που εκθέσαμε: «Θυμάστε, στην Ορέστεια η ανθρώπινη δράση καταλήγει σε αδιέξοδο: Ο ήρωας, είτε αποφύγει τη δολοφονία είτε σκοτώσει τη μητέρα του, θα είναι πάντα ένοχος. Μα στον Αισχύλο υπάρχει και το θεϊκό στοιχείο, που τελικά εξισορροπεί ή καταργεί τις αντιθέσεις. Ο ήρωας στο τέλος λυτρώνεται από την ενοχή. Σε μας δεν είναι πλέον δυνατή μια τέτοια λύση. Κατά τον Δοξιάδη, χάσαμε πια την κάλυψη του θείου, είμαστε εκτεθειμένοι μεταφυσικά, και συνεπώς όλο το βάρος της ντροπής πέφτει επάνω μας»18. Ο Τάσος Φάλκος, συμπερασματικά, συνοδοιπορεί με τη γενιά του (του ’70), αμφισβητώντας τον σύγχρονο άνθρωπο και τον κόσμο του. Διαλέγει όμως να το κάνει μέσω της δημιουργικής και ιδιαίτερα γόνιμης σχέσης του με τον αρχαιοελληνικό μύθο και στοχασμό, θυμίζοντάς μας, με τον τρόπο αυτό, τις πανανθρώπινες αξίες που δίδαξε τόσο καλά η κλασσική Ελλάδα. Αποδεικνύει έτσι ότι ο τραγικός ήρωας εκφράζει πλήρως το σύγχρονο βίωμα ενός κόσμου που ξεπερνά τον άνθρωπο, μιας ανθρώπινης συνείδησης που αναζητά το Δίκαιο, μαθαίνοντας να το κάνει μέσα από την αδικία και το έγκλημα, μιας ανθρώπινης συνείδησης που, πάσχοντας, αναζητά την ανθρωπιά της, τη χαμένη της αθωότητα. Ο τραγικός ήρωας μπορεί να είναι ένας από μας: δεν είναι ενάρετος ούτε απαλλαγμένος από μια ένοχη συνείδηση, μας θυμίζει την κοινή ανθρώπινη καταγωγή μας, μας εκφράζει19. Ο Φάλκος αποδεικνύει τελικά ότι οι τραγικοί μύθοι λειτουρ17. Η νύχτα, ό.π. σ. 99. 18. Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, ό.π. σ. 130. 19. Cliford Leech, ό.π. σ. 79.

– 125 –


ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ

γούν ακόμη. Αρκεί να θέλει κανείς να τους «αφυπνίσει». Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2002

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αισχύλου, Ορέστεια, Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες, μτφρ. Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα, βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (3η έκδ. ), 2000. Ευριπίδης Γαραντούδης, Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 19801997. Οι στιγμές του νόστου, Αθήνα, Νεφέλη ,1998. Γιάννης Ζέρβας, «Ψυχαναλύοντας την Ηλέκτρα», Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή, 16. 6. 2002, σ. 31. Βαγγέλης Κάσσος, Ασφυξία του βλέμματος, Σύγχρονη ελληνική ποίηση και ιδεολογία, Αθήνα, Νέα Σμύρνη- Α. Α. Λιβάνη, 1989. Cliford Leech, Τραγωδία, μτφρ. Ερρ. Χατζηανέστης, Η γλώσσα της κριτικής, Αθήνα, Ερμής, 1972. Albin Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη, Εκδ. Αφών Κυριακίδη (5η εκδ. αναθεωρημένη), 1983. Οδηγός Ερευνητικής και Αναπτυξιακής Δραστηριότητας 1990-2000, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2000. Κ. Κ. Rutwen, Ο Μύθος, μτφρ. Ιουλιέττα Ράλλη- Καίτη Χατζηδήμου, Η γλώσσα της κριτικής, Αθήνα, Ερμής 1977. Κώστας Τοπούζης, «Ο μύθος, όχημα του τραγικού», στον τόμο Σοφοκλής, Ηλέκτρα, Μετάφραση-Εισαγωγή-Σχόλια, Κώστας Τοπούζης, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1992. Τάσος Φάλκος, Οι Δίκαιοι, Θεσσαλονίκη, 1976. Τάσος Φάλκος, Το Χρονικό των Δικαίων, Αθήνα, Δόμος, 1992. Τάσος Φάλκος, Η νύχτα, Αθήνα, Δελφίνι, 1995. Τάσος Φάλκος, Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, Θεσσαλονίκη, Μαν. Μπαρμπουνάκης, 1999.

(Από τα πρακτικά του συνεδρίου) Ο μύθος, φορέας και κώδικας αρχέτυπων εικόνων, αποκωδικοποιείται σε κάθε εποχή, ανάλογα με το εκάστοτε πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο επιχειρείται η ερμηνεία του. Η ερμηνεία πάλι ενός μύθου συνδυασμένη με όλες τις προηγούμενές της, τον ανασχηματίζει εμπλουτίζοντάς τον. Ο μύθος, για τον λόγο αυτό, αποτελεί σε κάθε εποχή ένα στοιχείο πολιτισμού, που ενεργοποιείται διαφορετικά, ενώ όταν «αφυπνίζεται», μπορεί να αποδώσει σύγχρονα ανθρώπι-

– 126 –


Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ

να βιώματα, πάθη, προβληματισμούς20, ιδιαίτερα οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, πρώτη ύλη της αρχαίας τραγωδίας, αποτελούν οχήματα για την έκφραση του τραγικού της ανθρώπινης ζωής από τα χρόνια των μεγάλων Τραγικών μέχρι σήμερα21. Ο Τάσος Φάλκος «αφυπνίζοντας» τον μύθο του Ορέστη, ασχολείται με το κυρίαρχο πρόβλημα του δικαίου στην ανθρώπινη ιστορία, καθιστώντας το κύριο θεματικό άξονα της πεζογραφίας του, σχέση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. […] Η εμφάνιση του Φάλκου γίνεται σε μια εποχή η οποία σημαδεύεται στη χώρα μας από τη Δικτατορία και τη Μεταπολίτευση, καθώς και από μια νέα γενιά λογοτεχνών, τη γενιά του ’70, τη λεγόμενη «γενιά της αμφισβήτησης»22. Ο Φάλκος, συνοδοιπορεί με τη γενιά αυτή αμφισβητώντας τον σύγχρονο άνθρωπο και τον κόσμο του. Διαλέγει όμως να το κάνει μέσω της δημιουργικής και ιδιαίτερα γόνιμης σχέσης του με τον αρχαιοελληνικό μύθο και στοχασμό, θυμίζοντάς μας, με τον τρόπο αυτό, τις πανανθρώπινες αξίες που δίδαξε τόσο καλά η κλασσική Ελλάδα, επιτυγχάνοντας να αποδείξει με τα γραπτά του ότι ο τραγικός ήρωας εκφράζει πλήρως το σύγχρονο βίωμα ενός κόσμου που ακυρώνει τον άνθρωπο, να δείξει την ανθρώπινη συνείδηση που, πάσχοντας, αναζητά την ανθρωπιά της, τη χαμένη της αθωότητα. Οι ήρωες του Φάλκου ακολουθούν πορεία ενδοσκοπική: ενώ η δράση ή ο στοχασμός τους έχουν αφορμή ιστορικά γεγονότα (όπως π.χ. η Κατοχή και ο Εμφύλιος), στη συνέχεια αίρονται πάνω από την ιστορική στιγμή προχωρώντας προς την αυτογνωσία. Στη διάρκεια της πορείας αυτής βιώνουν πάθη ανάλογα των τραγικών ηρώων, τιμωρούνται, διότι οι πράξεις τους έχουν ως οδηγό μόνο τη συνείδησή τους, έρχονται σε αντίθεση με το περιβάλλον τους, του οποίου την κοσμοθεωρία δεν αποδέχονται, καταγγέλλοντας τελικά τον σύγχρονο άνθρωπο που ζει σε μια κατάσταση πτώσης. Η γνώση είτε του κόσμου είτε του εαυτού, όταν τελικά την αποκτούν οι ήρωες του Φάλκου, καταλήγει στην αποκάλυψη του τι είναι ο άνθρωπος, και πόσο ένοχος είναι. Η γνώση αυτή, αν και τρομερή, είναι επιβεβλημένη ηθικά, έστω κι αν επιφέρει δεινά, έστω κι αν η απόκτηση ή η μετάδοσή της χρειάζονται θυσίες – όπως άλλωστε το αποδεικνύουν πολλοί γνωστοί αρχαιοελληνικοί μύθοι που στη συνέχεια έγιναν και τραγωδίες (όπως του Προμηθέα, του Οδυσσέα κλπ.)23. Η λήθη άλλωστε είναι μήτρα δεινών και δεν δικαιολογείται, ιδιαίτερα για τους σκεπτόμενους ήρωες του Φάλκου, που προσπαθούν να είναι «δίκαιοι» σ’ έναν 20. Βλ. Γιάννης Ζέρβας, «Ψυχαναλύοντας την Ηλέκτρα», Επτά Ημέρες, εφ. Η Καθημερινή, 16.6.2002 και Κ. Κ. Rutwen, Ο Μύθος, μτφρ. Ιουλιέττα Ράλλη-Καίτη Χατζηδήμου. Η γλώσσα της κριτικής. Αθήνα, Ερμής, 1977, σσ. 35-42. 21. Κώστας Τοπούζης, «Ο μύθος, όχημα του τραγικού», στον τόμο Σοφοκλής, Ηλέκτρα, Μετάφραση-Εισαγωγή- Σχόλια Κώστας Τοπούζης, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1992, σσ. 17-23. 22. Βλ. Βαγγέλης Κάσσος, Ασφυξία του βλέμματος, ό.π. σσ. 60-61 και Ευριπίδης Γαραντούδης. Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης 1980-1997. Οι στιγμές του νόστου, Αθήνα, Νεφέλη, 1998, σσ. 194-202. 23. Cliford Leech, Τραγωδία, μτφρ. Ερρ. Χατζηανέστης, Αθήνα, Ερμής. Η γλώσσα της κριτικής, 1972, σσ. 46-50.

– 127 –


ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ

κόσμο εντελώς άδικο. Ο «δίκαιος» κατά τον Φάλκο, είναι καταδικασμένος να γνωρίζει την ύβρη που έχει διαπράξει η ανθρωπότητα στο σύνολό της και να πάσχει λόγω της ενοχής που νιώθει γι’ αυτό, αλλά και λόγω της ακεραιότητας του χαρακτήρα και των πράξεών του που τον φέρνουν σε σύγκρουση με το περιβάλλον του. Ο αρχαίος ελληνικός μύθος, και ειδικότερα όπως αυτός συλλαμβάνεται από την αρχαία τραγωδία, είναι συστατικό στοιχείο της πεζογραφίας του Φάλκου. Η τραγικότητα είναι χαρακτηριστικό των ηρώων, της πλοκής, της κοσμοαντίληψης που διαπερνά τα κείμενα του. Τα κύρια χαρακτηριστικά λοιπόν της πεζογραφίας αυτής, που τη φέρνουν κοντά στα τραγικά της πρότυπα, είναι τα ακόλουθα: *Οι ήρωες του Φάλκου δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι (σ’ αυτό συντείνουν, μέσα στο κείμενο, οι περιγραφές της εξωτερικής μορφής και του χαρακτήρα τους, η ηρωοποιημένη μορφή τους, καθώς και η μαρτυρική ιδιότητα που προσλαμβάνουν όταν κυνηγιούνται ή θυσιάζονται για τις ιδέες τους). *Τα πάθη τους προέρχονται από την ανθρώπινη φύση, την οποία διερευνούν, καταλήγοντας σε μια καταστροφική γνώση – της ανθρώπινης ενοχής. *Οι προσωπικές περιπέτειες των ηρώων, ανάλογες των περιπετειών γνωστών τραγικών ηρώων (κυρίως του Ορέστη), καταλήγουν συνήθως σε συμφορά ή σε ολοκληρωτική καταστροφή, όπως δηλαδή στην τραγωδία. Μόνον που στην τραγωδία υπάρχουν και οι θεοί που, από μηχανής ή όχι, «ήσαν μια κάποια λύσις»!… Στον κόσμο του Φάλκου το τραγικό γιγαντώνεται. Οι θεοί σιωπούν. (Η ανακοίνωση στο συνέδριο δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Ρωγμές, τεύχος 07, Σεπτέμβριος 2007, σσ. 58-63, με ορισμένες παραλλαγές.)

– 128 –


Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

ΗΡΑΚΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Με τον Τάσο Φάλκο ήμασταν συμφοιτητές. Στο πτυχίο γνώρισα κάποια ψυχολογική «καθίζηση». Δεν ξέρω πώς, μου δημιουργήθηκε η ιδέα πως δεν θα τα κατάφερνα. Τότε οι φίλοι με ενθάρρυναν, ενώ ο Φάλκος ανέλαβε να με βοηθήσει να περάσω το δυσκολότερό μας μάθημα, τ’ αρχαία ελληνικά. Ήξερα ότι σε προηγούμενα έτη ο Φάλκος είχε παρόμοια βοηθήσει έναν άλλον συμφοιτητή μας. Μάλιστα εκείνος ήταν κατά κάποιο τρόπο τυχερός, γιατί σε μια στιγμή ανάπαυλας αποφάσισαν να γράψουν ένα αφήγημα. Συμφώνησαν να είναι πολεμικό. Ο Φάλκος έγραψε για έναν μελλοθάνατο που ξεφεύγει από το εκτελεστικό απόσπασμα. Τότε δεν είχε συλλάβει ακόμα τους Δίκαιους. Μα το επεισόδιο αυτό βρήκε μετά τη θέση του στο σπουδαιότερο ίσως έργο του. Είναι ο Ιωσήφ των Δικαίων, που ξεφεύγει απ’ το γερμανικό απόσπασμα. Ο συμφοιτητής μας, που εντυπωσιάστηκε από τη δύναμη της γραφής, επέμενε να δημοσιευτεί. Ο Φάλκος διαφωνούσε. Καθώς έρεπε προς τις ευρύτερες συνθέσεις, δεν ήθελε να εμφανιστεί στα γράμματα με ένα επεισόδιο μεμονωμένο. Τα χρόνια πέρασαν και απομακρυνθήκαμε πολύ, λόγω των συνθηκών διαβίωσης. Πάντα όμως λυπόμουν που δεν μπόρεσα ν’ ανταποδώσω εκείνη τη βοήθεια του καλού μου φίλου. Και τώρα που με τον τόμο αυτό μου δίνεται μια ευκαιρία, δεν είναι εύκολο να την εκμεταλλευτώ, γιατί δεν έχω ασχοληθεί με την κριτική. Δεν μένει παρά να γράψω για κάτι που ξέρω αρκετά καλά, για τη γνώση και την αγάπη του για την αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Πιστεύω πως ο Φάλκος χωρίς αυτή τη γνώση και αγάπη δεν θα ήταν αυτός που είναι. Μου έχει διηγηθεί πως στο γυμνάσιο διδάχτηκε τον Οιδίποδα τύραννο, που τον συγκλόνισε και τον συγκλονίζει πάντα. Το έργο αυτό το απαγγέλλει απ’ έξω. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με μεγάλα τμήματα της Ορέστειας, που διάβασε αργότερα. Τον ρώτησα αν αποστήθισε σκόπιμα τα έργα ή τα κομμάτια αυτά, και μου απάντησε πως όχι. Τα είχε αποστηθίσει δίχως να το καταλάβει, με τις επανειλημμένες αναγνώσεις που έκανε από αγάπη. Μάλιστα τη χρονιά που δεν έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, όταν εμείς διαβάζαμε γραμματική και συντακτικό, ο Φάλκος διάβασε στο πρωτότυπο ολόκληρη την Ιλιάδα. Στο πρώτο έτος διάβασε και την Οδύσσεια. Συνήθιζε να λέει: «Η μεγαλύτερη ευτυχία για μένα είναι το ότι μπορώ να διαβάζω τον Όμηρο στο πρωτότυπο.» Σε μια περίπτωση που ο μεγάλος δάσκαλός μας Ιωάννης Κακριδής αποφάσισε να μας τρομοκρατήσει με ένα πολύ «δύσκολο» κείμενο του Θουκυδίδη, ο Φάλκος ήταν ένας από τους ελάχιστους -νομίζω τρεις ή τέσσερις- που πέρασαν εκείνη την περίοδο. Στο πτυχίο στα αρχαία ελληνικά μας εξέταζαν προφορικά

– 129 –


ΗΡΑΚΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

τρεις κλασικοί φιλόλογοι. Έπρεπε να παραδώσουμε έναν κατάλογο με δέκα τραγωδίες της επιλογής μας, ώστε να μας εξετάσουν απ’ αυτές. Ο Φάλκος δεν παρέδωσε κατάλογο. Ο Κακριδής τον ρώτησε. «Εσείς, κύριέ μου, ποιες τραγωδίες μελετήσατε;» Ο Φάλκος απάντησε: «Όλες». «Όλες;» είπε ο Κακριδής, που μάλλον το θεώρησε αστείο. «Ανοίξτε λοιπόν την Ορέστεια, στις Ερινύες, στίχο τάδε». Επρόκειτο για ένα χωρικό από τα δυσκολότερα του Αισχύλου. Ο Φάλκος άρχισε να μεταφράζει «δρομέως». «Διαβάστε πρώτα το κείμενο», συμβούλεψε ο Κακριδής. «Δεν χρειάζεται», είπε ο Φάλκος και συνέχισε να μεταφράζει σα να κρατούσε ένα βιβλίο όχι με το αρχαίο κείμενο, αλλά με τη μετάφραση! Πρέπει να διευκρινίσω ότι ο Φάλκος τελείωσε το Φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια ειδικεύτηκε στη φιλοσοφία. Μερικά χρόνια μετά την αποφοίτησή του, όταν ο Φάλκος είχε διοριστεί βοηθός, ο Κακριδής τον ρώτησε κάποια στιγμή. «Ποιο είναι το θέμα της διατριβής σας;» Ο Φάλκος είπε: «Η αιδώς» (ο σεβασμός δηλαδή και η ντροπή). Τότε ο Κακριδής πήρε μια σκάλα, ανέβηκε αρκετά ψηλά και κατέβασε έναν τόμο από ένα επιστημονικό περιοδικό. Σκούπισε τον τόμο από τις σκόνες και τον έδωσε στον Φάλκο. Ο τόμος περιείχε μια αρκετά εκτεταμένη εργασία για την αιδώ, αλλά από φιλολογική μόνο σκοπιά, ενώ ο Φάλκος εξέταζε κυρίως την φιλοσοφική άποψη. Πάντως ήταν η πρώτη και μοναδική βοήθεια που δέχτηκε απ’ τους Καθηγητές του και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τα χρόνια που ήταν πανεπιστημιακός βοηθός μετέφρασε για διδακτικές ανάγκες τα σωζόμενα αποσπάσματα του Ηράκλειτου. Αργότερα τα τύπωσε βελτιωμένα, συνοδευμένα από έναν πολύ ανθρώπινο πρόλογο, που δείχνει και τον έρωτα και την αντίθεσή του προς τον Ηράκλειτο, ιδίως προς την ρήση «ο πόλεμος πατήρ πάντων», που ο Φάλκος θεωρεί ως παθητική παραδοχή του κακού. Είναι ευνόητο ότι μέσα σε λίγα χρόνια διάβασε όλα σχεδόν τα κείμενα που σώθηκαν απ’ την αρχαία Ελλάδα, και φυσικά και τ’ αποσπάσματα. Διαβάζει ακόμα και τα βιβλία που συγκεντρώνουν τις επιγραφές. Προμηθεύεται, φωτοτυπεί ή συμβουλεύεται αμέσως όποιο καινούργιο κείμενο εκδοθεί. Έχει διπλές και τριπλές εκδόσεις των αποσπασμάτων της Σαπφούς και του Αλκαίου, των προσωκρατικών, των αλεξανδρινών ποιητών, της παλατινής ανθολογίας κτλ. Με αγωνία περιμένει την ανάγνωση των μισοκαμένων από τη λάβα του Βεζούβιου παπύρων της Ηράκλειας. Λέει αγανακτισμένος: «Αφού το κράτος αδιαφορεί, γιατί οι εφοπλιστές μας δεν ρίχνουν μερικά λεφτά να διοριστούν κι άλλοι φιλόλογοι και πρόσθετα μέσα, ώστε να προλάβουμε κι εμείς να διαβάσουμε άγνωστα ελληνικά κείμενα;» Οι αναγνώσεις του εκτείνονται πολύ πέραν της κλασικής Ελλάδας. Ας αναφέρω ότι η γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης τον απωθεί. Τη βρίσκει άκαμπτη, χοντροκομμένη, γλώσσα ανθρώπων που δεν έχουν πραγματική αίσθηση της ελληνικής γλώσσας. Και γι’ αυτό ακριβώς την επαινούν οι άμουσοι. Τελικά ο Φάλκος απέκτησε μια ευρύτατη και θα έλεγα μια σπάνια γνώση των αρχαίων ελληνικών, ακόμα και των διαλέκτων. Γι’ αυτό είναι σε θέση να κατανοεί τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους πολύ καλύτερα από άλλους σύγχρονους μελετητές που δεν έχουν ανάλογη γνώση και αίσθηση της αρχαίας ελληνι-

– 130 –


Η ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ

κής γλώσσας, και να ερευνά και τη σκέψη των μη φιλοσόφων, μια ειδικότητα που ως σήμερα δεν κατέχει κανένας άλλος στον τόπο μας. Τώρα που σημειώνεται υποχώρηση στο ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα, μας επιτρέπεται να πούμε ότι ο Φάλκος ανήκει στους τελευταίους σημαντικούς φιλολόγους. Διευκρινίζω όμως ότι όλες αυτές οι γνώσεις για τον Φάλκο δεν είναι διόλου αδρανείς και δεν αποβλέπουν μόνο στην ανάδειξη της ομορφιάς, της δύναμης, της ανθρωπιάς κτλ. του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ο Φάλκος τις επιδιώκει σκόπιμα, συνειδητά, γιατί και στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία θέλει να ξαναπιάσει τον προβληματισμό, τους τρόπους και γενικά τα κομμένα νήματα του αρχαίου πνεύματος. Αν άλλοι νεοέλληνες λογοτέχνες θυμούνται πότε-πότε την αρχαία Ελλάδα και γράφουν ευκαιριακά κάποιο ποίημα, για τον Ορέστη λ.χ. ή την Αντιγόνη, ο Φάλκος συνομιλεί μόνιμα με τους αρχαίους συγγραφείς. Το έργο του είναι αδύνατο να ερμηνευτεί σωστά και ν’ αποτιμηθεί, αν δεν συνυπολογιστεί το γεγονός αυτό. Ρώτησα τον Φάλκο γιατί δεν μεταφράζει τον Πίνδαρο, αλλά και άλλα αρχαία κείμενα με τα οποία ασχολήθηκε πολύ, όπως το Συμπόσιο του Πλάτωνα. Ειδικά το Συμπόσιο, για να μεταφραστεί μ’ επιτυχία, χρειάζονται και λογοτεχνικές ικανότητες και φιλοσοφικές γνώσεις, και ο Φάλκος έχει και τα δύο. Είπε πως είχε συμφωνήσει με έναν εκδότη να κάνει τη μετάφραση αυτή συνοδευμένη με σχόλια, αλλά καθώς καθυστερούσε, ο εκδότης ανέθεσε σε άλλον τη δουλειά. Αλλά ο Φάλκος δεν λυπήθηκε πολύ, γιατί θα έχανε δυο τρία χρόνια απ’ το δημιουργικό του έργο. Πρόσθεσε ότι το μεταφραστικό έργο, ακόμα κι όταν είναι επιτυχημένο όπως η μετάφραση του Συκουτρή-, είναι καταδικασμένο να ξεπεραστεί νωρίς, γιατί η γλώσσα μεταβάλλεται συνεχώς. «Το ίδιο δεν ισχύει για τη δημιουργική λογοτεχνία;» ρώτησα. «Έχεις δίκιο, είπε, αλλά ένα επιτυχημένο λογοτέχνημα ίσως να θέλουν να το διαβάσουν μετά από διακόσια χρόνια. Ποιος όμως θα θελήσει να διαβάσει μια μετάφραση αρχαίου κειμένου μετά από διακόσια χρόνια, όταν υπάρχει πάντα το πρωτότυπο, που μπορεί να ξαναμεταφραστεί σε γλώσσα πιο φρέσκια;» Μα πρόσθεσε με πίκρα ότι η τελική μοίρα όλων των ανθρωπίνων προσπαθειών και δημιουργημάτων είναι το σκοτάδι. Απλώς αναβάλλουμε την τελική διάλυση… Αλλά η θλιβερή αυτή θεώρηση δεν έκανε τον Φάλκο να παραλύσει. Εργάζεται ακατάπαυστα και σήμερα ακόμα που πέρασε τα εβδομήντα. Και στη δημιουργία του οι κύριοι εμψυχωτές, η ακένωτη πηγή από όπου αντλεί διδάγματα και θέματα και τρόπους, αυτοί με τους οποίους αδιάκοπα συνομιλεί, είναι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, τη γλώσσα των οποίων αισθάνεται «από μέσα», όπως λέει.

– 131 –


ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ

ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ Η ΟΔΥΝΩΣΑ ΔΙΑΝΟΙΑ Η πνευματική πορεία του Τάσου Φάλκου στα ελληνικά γράμματα υπήρξε μέχρι σήμερα διττή αφού, παράλληλα με τα φιλοσοφικά δοκίμια, τις εκτενείς φιλοσοφικές πραγματείες και τις μεταφράσεις έργων της αρχαίας γραμματείας, ο στοχαστής μάς έχει δώσει κι ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο, που εκτείνεται από την ποίηση μέχρι το διήγημα, το μυθιστόρημα, το θέατρο και τη σάτιρα. Ο ίδιος, μάλιστα, θεωρεί τον εαυτό του κυρίως εργάτη της λογοτεχνίας και λιγότερο της φιλοσοφίας. Ωστόσο, ένας τέτοιος αυτοπροσδιορισμός δεν έχει, εν προκειμένω, και μεγάλη σημασία, αν λάβουμε υπ’ όψη μας τους θεματικούς άξονες και τη στοχοθεσία του συγγραφέα. Κατά κανόνα, αυτές οι διακρίσεις γίνονται συμβατικά, για να συνεννοούμαστε πάνω στο είδος της γραφής που καλλιεργείται κάθε φορά από έναν άνθρωπο των γραμμάτων. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις, όπως εκείνη του Μιγέλ ντε Ουναμούνο ή του Χόρχε Λουίς Μπόρχες ή του Μωρίς Μάτερλινκ, που έμμεσα απαιτούν από τον αναγνώστη να αγνοήσει τις γνωστές κατηγοριοποιήσεις των φιλολογικών ειδών, που -έτσι κι αλλιώς- δεν έχουν να κάνουν με την ουσία του πράγματος. Η λογοτεχνική παραγωγή του Φάλκου μας δίνει μια παρόμοια ‘ελευθερία’. Και τούτο διότι τόσο την ποίησή του όσο και την πεζογραφία του δεν τις υποτάσσει σε λογοτεχνικά αξιώματα και υφολογικούς κανόνες. Εκείνο που τον ενδιαφέρει να μας εκθέσει είναι μια συγκεκριμένη φιλοσοφική προβληματική, η οποία προσδίδει και τον κυρίαρχο τόνο στη γραφή του. Ο λογοτέχνης, εδώ, δεν γράφει για να διασκεδάσει το αναγνωστικό του κοινό, δεν ασχολείται με επουσιώδεις περιπέτειες της ανθρώπινης ζωής, ούτε με μικροπροβλήματα της καθημερινότητας του μικροαστού -υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον και δίχως όφελος ούτε για τη λογοτεχνία ούτε για τον αναγνώστη. Ο Φάλκος βασανίζεται σε όλη του τη ζωή από ένα ανεπίλυτο πρόβλημα: το πρόβλημα του κακού. Το κακό που απασχολεί τον στοχαστή δεν παραπέμπει σε έκπτωτους αγγέλους, ούτε σε μια εμμενή ιδιότητα του Σύμπαντος, αλλά στην ίδια την Ιστορία. Και η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι κατάστικτη από εικόνες ζοφερές, που σκιαγραφούν τον άνθρωπο ως υπάνθρωπο και τις πράξεις του ως θηριωδίες. Ωστόσο από την καθαρά ανθρώπινη γεωγραφία ο συγγραφέας περνάει σε κάποια ακραία συμπεράσματα ως προς τις ιδιότητες του θείου, που -αν υπάρχεικαθορίζει ή έστω επιτρέπει την παρουσία και την ατιμωρησία του κακού. Είναι λοιπόν, το επίγειο κακό και τα ιστορικά αποτυπώματά του που απασχολούν κυρίως τον Φάλκο σταθερά και βασανιστικά. Η Ιστορία του 20ου αιώνα αποτελεί εύλογα γι’ αυτόν (και για όλους μας) τη σύνοψη της ζωώδους, παράλο-

– 132 –


Η ΟΔΥΝΩΣΑ ΔΙΑΝΟΙΑ

γης και παρανοϊκής βίας που, με ποικίλες αφορμές, έστειλε στον θάνατο πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, και που μισαλλόδοξα καταδίκασε ολόκληρη την ανθρωπότητα σε υπαρξιακή σύγχυση και πνευματική απογύμνωση. Έχοντας ως φόντο μια τέτοια συγκλονιστική νωπογραφία του σύγχρονου κόσμου, ο λογοτέχνης ολοφάνερα θεωρεί πολυτέλεια -αν όχι πρόκληση- το να μιλήσει για τον έρωτα ή για την τέχνη. Απαισιοδοξία; Δεν το ξέρω. Το βέβαιο είναι πως συμβαίνουν και καλά πράγματα στον άκεντρο και σκοτισμένο κόσμο μας. Το φως και το σκοτάδι αντιπαλεύουν, πράγμα που σημαίνει πως το αύριο δεν είναι προδιαγεγραμμένο, ούτε μοιραία σκοτεινό. Μόνο που τα χρώματα του κακού και του ολέθρου είναι πιο έντονα και ανεξίτηλα από εκείνα του αγαθού και της δημιουργικής αγάπης. Έτσι ίσως εξηγείται η απαισιόδοξη ματιά του Φάλκου πάνω στον παραπαίοντα και τραγελαφικό πολιτισμό μας. Η οπτική του συγγραφέα πάνω στη διαπάλη του καλού με το κακό, που προβάλλεται πάντα σε μια ιστορική οθόνη, αποφεύγοντας ωστόσο να απολυτοποιήσει την ιδέα της κατίσχυσης του κακού, διαφαίνεται στο έργο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, και συγκεκριμένα στην αφήγηση που αναφέρεται στα εικαστικά δοκίμια τεσσάρων σπουδαστών ζωγραφικής. Οι δύο απ’ αυτούς, που αδυνατούν να συμπλεύσουν με την νεανική αισιοδοξία του πρώτου και με τον απλοϊκό ρεαλισμό του δεύτερου συμφοιτητή τους, καταθέτουν τη θλίψη του ο ένας, την αμηχανία του ο άλλος, μπροστά στο ρημαγμένο τοπίο του σύγχρονου κόσμου. Αξίζει να τους ακούσουμε (σ. 135): «Αν τα καλά υπερτερούσαν τελικά, λέει με ειρωνεία ο τρίτος ο μαθητής, ή αν τα πράγματα ήτανε κάπως ισορροπημένα, τότε δεν θα καταβροχθίζαμε οι πάντες και τα πάντα. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο, όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά πως μέσα σε λίγες στιγμές διαγράφεται σαν βάρος άχρηστο πολιτισμός αιώνων. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, γιατί ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα, που τον διασχίζουν μόνο μερικές αναλαμπές, όσο για να τονίσουν το σκοτάδι». Και η επόμενη, επίσης αρνητική ματιά πάνω στον κόσμο, αν και ελαφρώς παραλλαγμένη κατά την προοπτική της: «Ο τέταρτος μαθητής δεν παρουσίασε έναν πίνακα, αλλά πολλά χαρτιά και δοκιμές. Ήταν κυρίως πρόσωπα, κάτι σαν άγγελοι, άλλοτε φωτεινοί κι άλλοτε μαύροι, που όμως δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ήταν κάπως ξεκάρφωτοι, και η εντύπωση αυτή τονίζονταν από τους κύκλους που περιέβαλλαν και κατά κάποιον τρόπο απομόνωσαν κάθε μορφή. ‘Εγώ, απολογήθηκε ο μαθητής, αυτά τα χρόνια αγωνίστηκα να καταλήξω κάπου. Έβαζα μπρος πότε τις φωτεινές μορφές, πότε τις σκοτεινές. Πότε μεγάλωνα τις μεν και μίκραινα τις δε. Άλλοτε αναζητούσα μερικά σημεία, που να συνδέουν κάπως τ’ ασυμβίβαστα, αλλά απέρριπτα στο τέλος κάθε συνδετική γραμμή. Έτσι μου έμεινε μόνο η προσπάθεια για μια σύνθεση, που ίσως είναι αδύνατο να γίνει, ή που δεν είμαστε προορισμένοι να πραγματοποιήσουμε εμείς’». Η οδυνηρή γεύση του ιστορικού κακού, που δομείται κάθε φορά πάνω στις αναυθεντικές και διάστροφες συνειδήσεις εκείνων που εκπροσωπούν την πολιτική εξουσία (ακόμη κι αν πρόκειται για μια υποθετική λαοκρατία), εντείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι έχει εκλείψει κάθε απόλυτο σημείο αναφοράς

– 133 –


ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ

του κοινού ανθρώπου, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως φορέας αντίστασης ενάντια στη δυναμική του κακού. Η σύγχυση ακολουθεί την επεκτατική τάση της βίας και του αίματος. Ποιο, εν τέλει, είναι το καλό και ποιο το κακό; Το αίτημα της δικαιοσύνης είναι συμβατό με τη χρήση της βίας εν ονόματι του δικαίου ή της συλλογικής σωτηρίας; Ποια ιδεολογία δεν εκπίπτει, όταν περνάει στα χέρια του τυφλού δογματισμού; Στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο και πάλι, κάποιο από τα πραγματικά πρόσωπα που ανακαλεί ο συγγραφέας καταθέτει ως αυτόπτης μάρτυρας την κατάντια της δικαιοσύνης στα χρόνια του Εμφυλίου, σε μια αφήγηση που αναφέρεται σε στιγμιότυπο λαϊκού δικαστηρίου, και που προσφέρει στον αναγνώστη τη γεύση του καθαρού μηδενός και της πλήρους ισοπέδωσης των πάντων. Να, το συμπέρασμα του αφηγητή (σσ. 101-2): «Και τότε είπα μέσα μου: ‘Τελείωσε! Εάν αυτοί που κόπτονται για τη δικαιοσύνη είναι εξ ίσου άδικοι μ’ όλους τους άλλους, τότε η υπόθεση της δικαιοσύνης είναι υπόθεση χαμένη οριστικά!’ Παράλληλα, άρχισε και ο αναμενόμενος εξευτελισμός της δικαιοσύνης από την άλλη την πλευρά. Δεν δίκασαν ποτέ κανέναν από τους πραγματικούς προδότες, τους ταγματασφαλίτες δηλαδή, που είχαν εξοντώσει κόσμο και κοσμάκη. Τους βάλανε να πολεμούνε τους κομμουνιστές, εξομοιώνοντας προδότες και ελληνικό στρατό! Μετά τους έδωσαν και πόστα υψηλά. Από την άλλη, καταδίκαζαν σε θάνατο και σε ισόβια με δίκες παρωδίες, χωρίς καμία απόδειξη, μόνο με την κατηγορία πως ήτανε αντίπαλοι και συνεπώς προδότες! Στα χρόνια αυτά η δικαιοσύνη κείτονταν σαν πτώμα μαχαιρωμένο κι από τις δυο πλευρές, πισώπλατα-κατάστηθα!». Όπως φαίνεται από το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του Φάλκου, το εγκόσμιο κακό έχει πολλές πατρίδες, δεν χαρακτηρίζει κανένα πεδίο δράσης κατ’ αποκλειστικότητα, είναι διάχυτο και μπορεί να ανιχνευθεί παντού: στον ναζισμό και στον σοσιαλισμό, στη δεξιά και στην αριστερά, στον Έλληνα και στον αλλοδαπό, στον διανοούμενο και στον άξεστο, στην κοσμική εξουσία και στον κλήρο. Παντού μπορούμε να συναντήσουμε σκοτεινά πλάσματα, άρρωστες συνειδήσεις, τερατώδη οράματα και ανεστραμμένα κοσμοείδωλα. Μέσα σ’ όλη αυτή τη σύγχυση που δεν διαθέτει στεγανά ηθικής, ο συγγραφέας διαδηλώνει την πεποίθησή του ότι δεν υπάρχει τόπος για την αθωότητα. Ο καθένας μας κουβαλάει ένα μερίδιο ευθύνης για ό,τι φρικιαστικό και αποτρόπαιο συμβαίνει στον κόσμο μας. Στη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Τουρκές η νύχτα, βρίσκουμε πάλι ίχνη αυτής της πεποίθησης, η οποία προδίδει την οδυνηρή βεβαιότητα του λογοτέχνη-στοχαστή ότι κι ο ίδιος ενέχεται, όπως όλοι μας, σ’ αυτήν την εκβαρβάρωση του σημερινού κόσμου. Στο αφήγημα «Το νησί», διαβάζουμε μια συγκλονιστική ομολογία ενός Έλληνα διανοούμενου (σ. 254): «Είναι πολλοί που λεν: ‘Εκείνος είναι εκείνος. Δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτά που κάνει εκείνος.’ Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω: ‘Εκείνος έφταιξε κι εγώ είμαι αθώος!’ Σε αθωώνει η κουτοπονηριά και ο εγωισμός… Κι όμως το ιδανικό μου ήταν να ζω χωρίς ντροπή. Ίσως ζητώ πάρα πολλά». Στο ίδιο βιβλίο, στο αφήγημα «Οι επτά σφραγίδες», ο συγγραφέας, εμμένοντας στο ζήτημα της ατομικής ευθύνης, θα μας δώσει το πορτραίτο ενός Τούρκου διαφορετικού από τη μάζα, που στοχάζεται και προβληματίζεται επίσης πάνω στο θέμα της ατομικής ευθύνης (σ. 107): «…μα πού είναι οι Δερβίσηδες

– 134 –


Η ΟΔΥΝΩΣΑ ΔΙΑΝΟΙΑ

και οι Σούφι μας; Μπορείς να βρεις πολλούς που ντρέπονται πραγματικά; Καμώνονται ότι ενδιαφέρονται για την τελείωση του εαυτού τους κι αδιαφορούν για όσα γίνονται τριγύρω τους, σάμπως ο άνθρωπος να είναι μια ξεκάρφωτη μονάδα! Όλους αυτούς δεν θέλω να τους ξέρω πια! Δεν θέλω Σούφηδες και προεδρίες. Θα ζήσω στη γωνιά μου σαν απλός χωριάτης». Το αίσθημα της ευθύνης, σε τελευταία ανάλυση, όταν η ανθρωπότητα ή κάποιος λαός περνάει δύσκολα και πονηρά χρόνια, είναι για τον συγγραφέα ένα βαρύ φορτίο, από το οποίο καμία αυθεντική συνείδηση δεν απαλλάσσεται οριστικά. Ο Φάλκος δεν θριαμβολογεί πάνω στα ερείπια και τις ντροπές του πολιτισμού μας. Το σκοτάδι, για το οποίο τόσο συχνά μιλάει, είναι μια ποιότητα που πρέπει να εξορκιστεί από τον κόσμο μας, μόνο που δεν βλέπει προς το παρόν τον τρόπο για να συντελεστεί ένα τέτοιο θαύμα. Εκείνο που κρατάει ως βεβαιότητα στα χέρια του, και που τον βυθίζει στην οδύνη, είναι το δεδομένο: το αισχρό ιστορικό παρελθόν και κάθε μίζερη στιγμή του ιστορικού παρόντος. Μ’ αυτά τα υλικά, πώς να προσδοκά το φως και πώς να βρει τον σφυγμό της πάλλουσας ζωής; Το ποίημά του με τον τίτλο «Το γκρίζο», από τη συλλογή Σχεδιάσματα με φως, είναι, νομίζω, μια εύγλωττη έκφραση αυτής της απώλειας των χρωμάτων μιας ζωής βιώσιμης και αξιοπρεπούς: Τώρα τον ξέρετε τον γκρίζο τρόμο Παρόν και μνήμες Αυτός που έρχεται μιλάει σαν τον Βοριά και φεύγει Καταρρακωμένος Ό,τι απόμεινε είναι φωτιά καμένη Στα γκρίζα θα ντυθώ στα γκρίζα Θα βυθιστώ στα γκρίζα

– 135 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ Θα αναφερθώ ιδιοτρόπως στο έργο του Τάσου Φάλκου. Μετά από μια επαναληπτική ματιά σ’ αυτό, γράφω τις «κρίσεις» μου. Αλλά οι φαινομενικά νοητικές κρίσεις, συγκρίσεις και αποτιμήσεις δεν είναι παρά μια συγκινησιακή μαρτυρία για τις χορδές που δονεί μέσα μας ένα έργο τέχνης, όταν βέβαια είναι γνήσιο και όταν εμείς διαθέτουμε τις κατάλληλες χορδές ή όταν μπορούμε να συντονιστούμε. Ο Φάλκος μας το λέει με τον δικό του τρόπο, και εγώ κάπως έτσι το νιώθω: Τίποτε δεν αξίζει περισσότερο για τον αγνό άνθρωπο απ’ ότι μια σταγόνα φωτός (Σχεδιάσματα με φως, σ. ιζ΄): Ας ανεβώ και πάλι στην κορφή που έλαμψε μέσα μου το φως Εδώ σιωπά η προσευχή στ’ αγνότερό της βάθος κι ο σεβασμός μένει βουβός Εδώ όποιος έχει λίγο φως μέσα στο χέρι το προσφέρει Στον ίδιο μένει το πως κράτησε μέσα στα δάκτυλά του λίγο φως Όμως η ισχύουσα πολιτικοοικονομική πραγματικότης απαιτεί πάντα, αποβλέπει εις και εφαρμόζει την ισχύν. Μία τέτοια «πολιτική» εξουδετερώνει τον έλεγχο που δύναται να ασκήσει ο Λόγος, η κρίσις και η φαντασία, και οδηγούμεθα εις το τραγικό δια το πνεύμα και την ανθρωπότητα σημείο της απόλυτης και μοιρολατρικής αποδοχής της τραγικής μας καταστάσεως, ωσάν να ήτο a priori καθορισμένη. Πιστεύω ότι μία τέτοια αποδοχή αποτελεί το χείριστο από κάθε άποψη. Υπάρχει όμως, πέρα απ’ αυτό, το μετα-χείριστο, η πλήρης δηλαδή καταστροφή εντός της οποίας δεν υπάρχει πλέον ούτε η δυνατότης συνειδητοποιήσεως του χειρίστου… Όμως οι εστεμμένοι εγκληματίες που κατευθύνουν τα του κόσμου απέκλεισαν τους καταρράκτες του Ηλίου (Σχεδιάσματα με φως, σ. πε΄): Εμείς δεν ξέρουμε το φως; Δεν ξέρουμε να τραγουδάμε;

– 136 –


Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Εσύ που νομοθέτησες το σκότος μάρανες το τραγούδι Η ανήκεστος εξουσιομανία, συνοδευμένη από την οικονομική αδηφαγία, αποτελεί την κακιστοδυναμική που αναζωπυρώνει διαρκώς τα αίτια της πολυποίκιλης οικουμενικής οδύνης. Ενώ η φύσις συμβάλλει τουλάχιστον εις την απομάκρυνσιν της δυστυχίας, η εξουσία επιβάλλει την εγκατάστασίν της. Από αυτόν τον κόσμο είναι αδύνατο να περάσεις δίχως να έρθεις αντιμέτωπος με το διαρκές πολιτικο-οικονομικο-θρησκευτικό έγκλημα (ως θύμα ή θύτης). Το αναπόφευκτο του πρώτου κάνει ασύλληπτο το μέγεθος του δευτέρου. Οι ενοχές ακολουθούν. Το λες στην Ιστορία της πόλης (Σχεδιάσματα με φως, σ. ξδ΄): […] Κι αργά τη νύχτα σβήνοντας πάνω της τα φώτα η πόλη βούλωνε τ’ αυτιά της πηδούσε μες στο κίτρινο βαθύτερα απ’ τις τύψεις Η Δικαιοσύνη υπόδουλος και δέσμια των ισχυρών, ενώ η επιστήμη επιδίδεται εις αναπαλαιώσεις της κολάσεως (Πλούτων, σ. 73): Ο λήσταρχος κι ο δικαστής μιλάνε για την ομορφιά κοιτάζοντας ένα ψοφίμι ενώ η επιστήμη λυσσασμένη σφάζει στην αγορά! Αυτά τα χρόνια γέννησαν κοβαλοκοίρανους, «ηγετικές» μορφές αποτρόπαιες, με τον μισό εγκέφαλο λειψό, καθότι λοβοτομημένες, όπως οι στυγεροί εγκληματίες (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 18):

Μέσα στη σύγχυση την αναρχία των καιρών υψώθηκε σαν το μενίρ γκάνγκστερ φιλόσοφος πολιτικός άρχοντας των νημάτων ήρεμος λοβοτομημένος Τα τέρατα τι άλλο θα δημιουργούσαν πλην τεράτων; (Τρεις μαρτυρίες, σ. 25): Γόνιμη η σκέψη του παλιού σοφού που γύρευε να ζευγαρώσει το θάρρος με τη σωφροσύνη Το έργο αυτό μιμήθηκαν κάθε

– 137 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

λογής πολιτισμοί που γνοιάζονται για σύνθεση κι αρμονική προσαρμογή των αντιθέτων Πιάνουν κόβουν στα δυο συνθέτουν Έτσι γεννήθηκαν οι πανθηροσπουργίτες οι κενταυροκουρούνες οι σκύμνοι κατσαριδοπόντικες και τ’ άλλα παγανά που τριγυρνούν ανάμεσά μας Η ίδια η Νύχτα αδυνατεί ν’ αναγνωρίσει ως δικά της τα έργα των ανθρώπων (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 29): […] Περνάει απέξω η Νύχτα σκεφτική και δεν μπορεί να επιθεωρήσει ούτε τις πράξεις που της αποδίδουν Στα χέρια των θεωρητικών της δύναμης, τα ιδεώδη έγιναν πλέον μορμολύκεια και πτωματώδη σκιάχτρα αποτρόπαια, που όμως θέλουν να περνούν ως φωτοδότες φάροι (Πλούτων, σ. 58): Σ’ αυτό το δάσος από τα σκουπίδια οι θεωρητικοί της αποσύνθεσης κι οι απολογητές των σκουληκιών υποστηρίζουν πως η γνησιότερη πηγή φωτός είναι των σκουπιδιών η αποσύνθεση και οι φωσφορισμοί της σήψης! Μερικοί εξαπατώνται ως προς τα ιδεώδη και τις προθέσεις των εξουσιαστών. Άλλοι διαβλέπουν κάτι, αλλά σιωπούν, καθότι αμείλικτοι νόμοι απαγορεύουν την διερεύνηση και καταγγελία της πρωταρχικής αιτίας. Επιπλέον ο δοσίλογος λόγος και η κόλαξ του «ρεαλισμού» φαντασία συνεργάζονται δουλικώς με την πολιτικο-οικονομική τυφόνοια. Η οδύνη των ανθρώπων πρέπει να αποδοθεί εις την «Μοίρα». Αν αποφασίσεις να την αποδώσεις εις την εξουσία, σκέψου πρώτα ότι απ’ αυτήν απουσιάζει η μεγαθυμία του «θεού»… Ελάχιστοι τελικά ξυπνούν από τον λήθαργο και την αναλγησία. Η δύναμις που απαιτείται από τους ελαχιστότατους που αντιδρούν είναι ανυπολόγιστος και σε ποσότητα και σε ποιότητα (Πλούτων, σ. 72): Οι χωροφύλακες πιάνουν ένα παιδί, του δείχνουν κάποια ανδρείκελα πίσω από ένα παραβάν «Αυτός είναι ο πατέρας σου κι η μάνα σου, του λένε. Τους βλέπεις; Κάθονται ψηλά. Φροντίζουν για τη δόξα σου!» […] Μα σαν πληθαίνουν οι επικριτές και βγαίνουνε στη φόρα μύριες αθλιότητες, τραβάει το παραβάν και βλέπει καθαρά τ’ ανδρείκελα τα καταματωμένα!

– 138 –


Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Αυτοί οι ελάχιστοι που αντιλαμβάνονται τι γίνεται μπροστά τους κραυγάζουν (Πλούτων, σ. 76): Άρρωστε λιγδωμένε ποντικέ με τον εγκέφαλο της σαύρας! Ενορχηστρώνεις την ασχήμια μας, για να μπορείς να κυβερνάς. Μη βαυκαλίζεσαι πως ήσουν χρήσιμος: Δεν υπηρέτησες παρά μονάχα τα σερνάμενα. Στο τέλος κέρδισες τη δόξα των σκορπιών! Εις ορισμένα λοιπόν -ελαχιστότατα- υποκείμενα-προπύργια αξιών ο λόγος και η φαντασία εξανίστανται. Απαιτούν να διερευνήσουν, να ελέγξουν, να καταγγείλουν, και εάν το επιτρέπουν τα διάκενα των συνθηκών, να συμβάλλουν στη διόρθωση ή κατάργηση των όρων που οδηγούν εις την προϊούσα απώλεια. Έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή κατά την οποία θα ήτο δυνατή η εμφάνισις τέτοιων ατόμων; Η περίπτωσις του Τάσου Φάλκου με αναγκάζει να απαντήσω αρνητικά. Όχι, δεν έχει παρέλθει. Λόγος και φαντασία εξανίστανται και ανακαλύπτουν μέθοδο και πρωτοφανή «σκηνικά», που αποκαλύπτουν την δαιμονική εικόνα των θυτών, ώστε και οι εις «προθανάτιο» λήθαργο ευρισκόμενοι να συνταράσσονται. Ο Φάλκος παραπέμπει όλες τις εκτρωματικές αυτές μορφές εις ένα «Δικαστήριο συνειδήσεων» (Τουρκές, Το δικαστήριο, σ. 257-261). Και αυτά αποτελούν πραγματικό επίτευγμα της συνεργείας του κριτικού λόγου και της ευρηματικής φαντασίας που αγωνιούν εις το χείλος αβυσσαλέου γκρεμού. Για να συγκεκριμενοποιήσει την κύρια αιτία της κοινωνικής αναλγησίας και αδικίας, ο Φάλκος ακτινογραφεί το μεδούλι, την πεμπτουσία της οθωμανικής και κεμαλικής Τουρκίας. Και πρώτα-πρώτα δείχνει τη διάπλαση του εξουσιαστικού ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστικό πως έτσι ξεκινάει το έργο του Τουρκές η νύχτα. Ο Φάλκος ανοίγει αμέσως τα χαρτιά του: «Το απόγευμα ο Κεμάλ υπέβαλε ξανά στον εαυτό του το εξής ρητορικό ερώτημα: «Εμένα ο πατέρας μου είναι Αλβανός, από αυτούς που υπέταξαν οι Τούρκοι. Η μάνα μου είναι Σλαβομακεδόνα -κατ’ άλλους βέβαια Εβραία, από αυτούς που αλλαξοπίστησαν. Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτούς που λεν πως είναι Τούρκοι; »Μα τι σημαίνει Τούρκος, Έλληνας, Αρμένιος ή Κούρδος; Και τι σημαίνει Ουαλλός, Σκωτσέζος, Ιρλανδός; Όλοι αυτοί υπηρετούν τη δύναμη που τους υπέταξε, σε τελευταία ανάλυση τον έναν. Ο Ναπολέων στην αρχή ονειρευόταν να ελευθερώσει την πατρίδα του την Κορσική από τους Γάλλους, που τους οδήγησε μετά στη δόξα, ώστε να δοξαστεί κι αυτός. Τα πάντα υπηρετούν τη δύναμη, το μόνο που αξίζει για έναν άντρα. Ο άνθρωπος του μεγαλείου δεν έχει σχέση με την ηθική και είναι φυσικά ο πλέον ευτυχής θνητός, εφόσον δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από την αίσθηση της δύναμης. […]» Λίγο μετά ο Κεμάλ ανέβηκε στον Χορτιάτη:

– 139 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

«Ήταν αργά και είχε πέσει αρκετή ομίχλη που θόλωνε τις επιφάνειες. Απέναντί του τώρα ορθωνόταν ένας τεράστιος βράχος, γκρίζος σαν από λάσπη, μυστηριώδης κι ασαφής. Και ξαφνικά του φάνηκε πως άκουσε μια μουσική θριαμβική από νταούλια και σουραύλια, που σκλήριζαν όλα μαζί. Και τότε απ’ τον βράχο ξεχώρισε ένας κολοσσός. Πρώτα διέκρινε τις φοβερές πατούσες του που έμοιαζαν με λόφους. Τα πήλινα ποδάρια του περνούσαν το βουνό. Το σώμα του ήταν φτιαγμένο από χαλάσματα, γκρεμίσματα, κοτρόνια, τούβλα, πέτρες, που σάλευαν, μετατοπίζονταν εδώ κι εκεί χωρίς να ησυχάζουν. Το πρόσωπο του γίγαντα χανόταν μες στην καταχνιά. Κι ενώ ο Κεμάλ κοίταζε με θάμβος κι αγαλλίαση, ο κολοσσός αυτός σήκωσε αργά τα χέρια του σάμπως για να τον αγκαλιάσει. Αυτό ο Κεμάλ το θεώρησε ως κάλεσμα της μοίρας του. »Τα όσα επακολούθησαν είναι αποτέλεσμα της Νύχτας που καραδοκεί.» (Τουρκές η Νύχτα, σσ. 18-20). Είναι βεβαίως φανερό ότι ο Φάλκος δεν αναφέρεται σε ένα σπάνιο και ιδιότυπο πρόσωπο, αλλά σε πλήθος ομοίων του, αναφέρεται δηλαδή σε έναν ανθρώπινο τύπο, που κατορθώνει να επιβληθεί και να χαρακτηρίζει πολιτεύματα και κράτη. Για επιβεβαίωση αυτού, ο Φάλκος συμπληρώνει: «Είκοσι χρόνια αργότερα ο Χίτλερ έλεγε: ‘‘Εάν νικήσουμε, τα εγκλήματά μας θα λησμονηθούν. Ποιος θυμάται σήμερα τα εγκλήματα του Κεμάλ;’’». Και ιδού οι καταστροφικές συνέπειες της δράσης παρόμοιων τύπων: «Οι Τούρκοι δεν μας σκλάβωσαν, κι εμάς κι άλλους λαούς, για να καλύψουν κάποιες υλικές ανάγκες τους -η Μικρασία έφτανε για να μας θρέψει όλους-, μα για να γίνουν ένδοξες και δυνατές κάποιες γενιές σουλτάνων. Οι βασιλιάδες κι οι δικτάτορες, ο Ναπολέων και ο Χίτλερ απέβλεπαν στο μεγαλείο. Εκείνο που κεντρίζει πολλούς από του σύγχρονους Αμερικάνους είναι η θέληση για δύναμη. Η δίψα για την εξουσία, για δόξα και τιμή έχει μια τάση προς το άπειρο. Συχνά τα «κύτταρά» τους μέσα μας αυξάνονται υπέρμετρα, γίνονται καρκινοπαθή και από εκεί μολύνουν τις ομάδες, τις πολιτείες και τα έθνη. Αλλά τις μολυσματικές επιδημίες τις δυναμώνει και τις συντηρεί το χρήμα. Όταν αυτά τα δυο συνδυαστούν, προκύπτει η τέλεια παλιανθρωπιά.» (Τουρκές, σ. 187). Η Ιστορία δείχνει ότι δεν πρόκειται να διορθωθεί το ελάχιστο. Τα ματωμένα ανδρείκελα θα είναι πάντα ισχυρά εφ’ ο ετάχθησαν. Εάν π.χ. η Δίκη, ο Πύργος, το Περιμένοντας τον Γκοντό εμφανίζουν μια αναπόδραστη κατάσταση σε μία έρημο, όπου εμφανίζονται έμπουσες, στον Καθηγητή Πλούτωνα ακόμη και οι Άρπυιες αποστρέφουν το βλέμμα των από τα δυσειδή έργα των ανθρώπων. «Χίλιοι διαβόλοι ενωμένοι φαίνονται αγγελούδια μπροστά σε πέντε δυνατούς και τρεις αρχομανείς», λέει ο Φάλκος με το στόμα μιας Άρπυιας (Πλούτων, σ. 135). Η τραγική συνείδησις κραυγάζει εις το μέσον μιας αβύσσου, όπου είναι αμφίβολο αν θα αντιλαλήσει ή αν θα τον καταβροχθίσει. Αλλά ακόμα κι αν αντιλαλήσει, δεν γνωρίζει αν θα υπάρξουν ώτα για τον αντίλαλο ή αν αυτός δεν θα πέσει τυραννικά πάνω στα ίδια ώτα του βοώντος... Ένα τέτοιο ερώτημα είναι τραγικό, αλλά κάθε πραγματικό ερώτημα στην εποχή μας δεν είναι δυνατόν παρά να είναι τραγικό. Οπωσδήποτε, ο Φάλκος χρησιμοποιεί την σατιρική του ικανότητα και ευρηματικότητα για να εξευτελίσει άγρια τους αρχομανείς, που καταδυναστεύουν

– 140 –


Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

την ανθρωπότητα. Λυπάμαι που δεν μπορώ να μεταφέρω εδώ ολόκληρο το αφήγημα Δεν πρέπει να μας εμποδίζουν οι νεκροί (Τουρκές, σ. 203 εξ.), που είναι ασφαλώς ένα κορύφωμα της μυθοπλαστικής ικανότητας του Φάλκου. Θα περιοριστώ σε λίγα αποσπάσματα: «Ας φανταστούμε κάποιον που μπαίνει σ’ ένα κτίριο παρόμοιο με της Βαβέλ. […] Ας πούμε ότι έχει πέντε βασικούς ορόφους ή πέντε σύνολα από πατώματα. Ο εισερχόμενος είναι καλοθρεμμένος, μ’ ακμαίες τις δυνάμεις του […] Από τους άλλους προσδοκά τη δύναμη που θα του προσπορίσει δόξα.» Πράγματι κατακτά τον πρώτο όροφο και αποκτά και οπαδούς. Η υποταγή του δεύτερου ορόφου είναι πολύ πιο εύκολη, καθώς η δύναμη αυξάνεται σαν χιονοστιβάδα. Αν κατακτήσει και τον τρίτο όροφο, θα γεύεται μια δόξα αιώνια. «Αλλά ο τρίτος όροφος είναι φασματικός. Τον κατοικούν εκείνοι που πολέμησαν γι’ αυτόν είτε ενάντια σ’ αυτόν κι έχασαν τη ζωή τους, τη μοναδική ζωή τους, ένα αγαθό χίλιες φορές πολυτιμότερο από τη δόξα κάποιου.» Στον όροφο αυτό φεύγει κυνηγημένος ανάμεσα σε διαδρόμους και χώρους εφιαλτικούς. Αλλά σ’ αυτόν τον μύθο, το πιο σημαντικό είναι ο τελευταίος όροφος: «Έτσι πλήρης ελπίδων για τελική δικαίωση ανέρχεται στον τελευταίο όροφο. Εδώ δεν συναντά καμιά αντίσταση, μα ούτε κι έρχεται κανείς να τον υποδεχτεί. Ανοίγει μία πόρτα και βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο με καθρέφτες. Ανοίγει κι άλλη πόρτα και πέφτει πάλι σε καθρέφτες. Αυτό γίνεται πάμπολλες φορές, ώστε στο τέλος δυσφορεί. Δεν θέλει πια να βλέπει το παραμορφωμένο πρόσωπό του, που αντικατοπτρίζει πλέον μόνο τη μοχθηρία, την οποία ήταν αναγκασμένος να καλλιεργεί. Θέλει να σπάσει τους καθρέφτες, μα διαπιστώνει ότι είναι άθραυστοι. Και ίσως μάλιστα δεν είναι καν καθρέφτες, αλλά ο ίδιος ο εαυτός του που τον παρατηρεί. Δεν θέλει πια να βρίσκεται σ’ αυτόν τον όροφο και θέλει να κατέβει κάτω, προς τους άλλους. Επιχειρεί λοιπόν μια κάθοδο, μα γρήγορα διαπιστώνει πως πόρτες δεν υπάρχουν πια κι οι λίγες σκάλες προς τα κάτω δεν βγάζουν πουθενά. Αντιλαμβάνεται στο τέλος πως παγιδεύτηκε μέσα στον εαυτό του και τελικά το βλέπει, ότι ολόκληρο το κτίριο είναι ο εαυτός του, δέσμιος και φύλακας συνάμα, περιέχον και περιεχόμενο, θύμα και θύτης, που τώρα πλέον δεν αξίζει τίποτε, έγινε όχι πρόσωπο, μα ένα σάπιο αντικείμενο, που βλέπει τον εαυτό του και μορφάζει...» Ο Φάλκος είναι βέβαια πολεμιστής και μάλιστα πολύ ισχυρός. Μα κι οι πολεμιστές είναι στιγμές που νιώθουν να λυγίζουν κάτω από το βάρος του αιώνιου εγκλήματος (Σχεδιάσματα με φως, σ. οε΄): Φως-νύχτα νύχτα-φως επίφαση αλλαγής Κι όλα θα συγκεντρώνονται στο μαύρο πάλι το σημείο Κουράστηκες και λύγισες Δεν είσαι από ατσάλι Τώρα θαρρείς πως όλα έγιναν πριν απ’ τον ήλιο

– 141 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

Όλα εκείνα που συνέβησαν και που συμβαίνουν συνεχώς αφήνουν στην καρδιά των ευαίσθητων ηθικά ανθρώπων μια στυφή γεύση κι ένα βαρύ κατακάθι ενοχής. Αλλά ακόμα και εδώ ο Φάλκος μιλάει κάποτε ειρωνικά, ίσως γιατί οι άνθρωποι αυτοί αρκούνται στη συναίσθηση της ενοχής και δεν κάνουν κάτι για ν’ αποτρέψουν το κακό, δεν καταγγέλλουν τους υπαίτιους, έστω και με τη «φαντασία», ανέχονται τα πάντα, διαλέγουν να ψηφίσουν κόμματα και ανθρώπους, όπως διαλέγουν ποδοσφαιρικές ομάδες κτλ. κτλ. Η στάση τους αυτή τους καθιστά άξιους ειρωνείας (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 56): μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε την πήγαμε στο σιδερά είπε πως θέλει πέταλα την πήγαμε στο νομικό είπε πως θέλει σίδερα την πήγαμε στον κυρ-γιατρό είπε πως έχει ανεμογκάστρι την πήγαμε στον κυβερνήτη μας είπε να την βάλει στο πεντάγωνο την πήγαμε και στον προφήτη μας είπε να την κάνουμε κομμάτια να γίνουνε πολλές καρδιές μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε πλήθαινε μέσα της η ενοχή Για τους πραγματικά ευαίσθητους, αυτούς που δεν διακρίνουν εγωιστικά τον εαυτό τους απ’ τους άλλους, αυτούς που νιώθουν ποιος είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτούς οι συνέπειες είναι πολύ πιο φοβερές (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 57): Είναι μια αίσθηση απερίγραπτη νιώθεις σάμπως τα κόκαλα να υποχωρούν αργά και να λυγίζουν αλλά τα κόκαλά σου δεν πονούν το βάρος πέφτει στην καρδιά και στα πνευμόνια πατιούνται πνίγονται κλωτσούν δεξιά κι αριστερά ενώ η ύπαρξή σου ολόκληρη υποχωρεί και γέρνει αργά στο χώμα Και μια περίεργη μορφή «τιμωρού», που όμως τιμωρεί μόνον αυτούς που είναι ευαίσθητοι ηθικά (γιατί οι τύψεις δεν έχουν καμιά πέραση επάνω στις αναίσθητες καρδιές) ακούγεται να λέει (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 58): Καμιά θεία δύναμη

– 142 –


Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

καμιά σοφία δεν με παρωθεί Μόνη της μ’ έπλασε η καρδιά του κόσμου Κάθε φορά που τ’ ανασταίνω βογκούνε τα πρησμένα μέλη ζητούνε να γυρίσουν πίσω Ποιος μίλησε για θάνατο; Εγώ τους σκελετούς και τα φαντάσματα τους ξεσηκώνω από τον τάφο τους δίνω σάρκες να πονάνε Δεν είναι το φάσμα του θανάτου που οδηγεί στην παραφροσύνη. Είναι η Αδικία που κατέχει όλα τα σκήπτρα. Η Θέμις όμως αδρανεί, και η Δίκη έφυγε οριστικά απ’ τις ψυχές πολλών κι από την κοινωνία των ανθρώπων (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 35): Κι αυτή η κλίμακα οδηγούσε κάποτε στην αίθουσα του Νόμου Βλέπετε εκεί στην άκρη των αναβαθμών διακρίνεται ακόμα η αρχή της απαγόρευσης Τα άλλα τα ’σβησε ο χρόνος Σήμερα ακόμα μερικοί βρίσκουν μες στη συνείδησή τους χαραγμένο ένα «μη» Αλλά δεν ξέρουν πια τι να προσθέσουν δίπλα του και μένουν με το «μη» το κολοβό σαν στιγματίες Ανάλογα στο Χρονικό των Δικαίων, σ. 79, διαβάζουμε: «Ο Νόμος σήμερα κατάντησε αφύλακτος ναός κάποιας παλιάς θρησκείας [...] Όλοι το ξέρουν ότι η πανάρχαια αίθουσα του Νόμου είναι από καιρό σιωπηλή και έρημη. […] Ο θρόνος είναι άδειος...» Και μόνο ελάχιστοι αγωνίζονται με ηρωικό μηδενισμό: «- Κι εσείς για ποιον αγωνίζεστε; -Γι’ αυτήν την άδεια αίθουσα, γι’ αυτόν τον άδειο θρόνο.» Σ’ αυτό το σαθρό βασίλειο όπου λυσσομανούν οι επηρμένοι άρπαγες κι οι βροτοφθόροι μεγακλέπτορες, ο ευαίσθητος άνθρωπος αισθάνεται υπόδικος, αναμένοντας δήμιο που δεν γνωρίζει ποιος είναι. Αδικημένος, αναμένοντας τη Θέμιδα, που όμως απουσιάζει. Ένοχος, αναμένοντας τη Νέμεση, που πιθανότατα θα τον προλάβει. Αθώος, αναμένοντας μια διέξοδο από ένα κολαστήριο τόσο πραγματικό, που μοιάζει σουρεαλιστικό σκηνικό αιώνων και τόπων, όπου πρωταγωνιστεί σαν μοναδικός κομπάρσος η ανθρώπινη τραγωδία. Οι κύριοι πρωταγωνιστές απουσιάζουν. Στέλνουν μόνο διατάγματα. Συμπεραίνεις γι’ αυτούς από την απουσία διεξόδου… Εάν απουσίαζαν τα συναισθήματα απ’ όλους τους ανθρώπους, τότε τουλάχιστον δεν θα αισθανόμασταν τη δυστυχία τη δική μας και των άλλων. Όμως απουσιάζουν από ορισμένους μόνο, κι αυτοί είναι που προκαλούν κατά κύριο λόγο τη δυστυχία των άλλων. Επειδή όμως δεν την αισθάνονται, δεν έχουν και μέτρο, ενώ κατέχουν παντοιοτρόπως τα διάφορα σκήπτρα.

– 143 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

Φάλκο, όσες σταγόνες αίμα από το σώμα της τραγωδίας κι αν διαποτίσουν τις σελίδες σου, αυτοί θα το εκλάβουν ως απλό χρώμα. Θα ρυτιδώσουν την ακμαία φαντασία σου, θα διακηρύξουν ψεύτικες τις αγωνίες σου και θα τυλίξουν με πισσόχαρτα της λήθης τον εξαίσιο λυρισμό σου. Όσο φως κι αν ρίξεις μέσα στα σκοτεινά υπόγειά τους και στα συφοριασμένα άντρα -και ρίχνεις φως πολύ- το σκότος επιστρέφει. Εσύ που «έζησες στον πιο πικρό αιώνα», το ξέρεις δυστυχώς καλά (Σχεδιάσματα με φως, σ. νζ΄): Αισθανόμουν σαν κάποιος που αμίλητος ανεβαίνει στο γκρίζο του δρόμου περιστέρια στο χέρι κρατώντας, όταν ξάφνου τα χρώματα λύγισαν και σκοτείνιασε πριν απ’ τη Δύση Και περίμεναν όλοι τα θαύματα μα στο νου τους γυρνούσαν τα γκρίζα Να φυλάξω το φως επιχείρησα της καρδιάς εκπληρώνοντας χρέος Και τη μέρα αφαιρούσα τα γκρίζα μα το βράδυ τα πρόσθετε η Νύχτα Μέσα στη Νύχτα που δημιουργούν οι μαινόλοι κράντορες, οι αμφαδοί και κρύφιοι κρύβονται και κρύβουν. Κι αν προσκομίζεις αποδείξεις, τις αμφισβητούν, τις διαψεύδουν μονολεκτικά, χωρίς να χρησιμοποιούν τεκμήρια και αποδείξεις. Ενώ εσύ αγωνιάς και δακρύζεις επάνω απ’ τις σελίδες σου, αυτοί θα πουν παραπλανητικά: «Για ποια μικρασιατική καταστροφή μιλάτε; Αυτές είναι φωτογραφίες από ένα θεατρικό σ’ ελληνοτουρκικό θέατρο, που έκανε μεγάλη επιτυχία!» Αλλά παρόλο που είναι ασύλληπτη η αναλγησία, η σκληρότητα και η βαρβαρότητα της πραγματικότητας, όμως έχει την Αχίλλειο πτέρνα της, και αρκεί ένας ονειροπόλος μ’ ένα βέλος ονείρου, όταν πλέον τον έχουν εξωθήσει στα άκρα, να την πετύχει. Κάποιος έστω απ’ αυτούς… Να μια ελπίδα που προτιμώ πολύ περισσότερο από την μαύρη παραδοχή… Αν μάλιστα οι περισσότεροι άνθρωποι του πνεύματος έκαμναν το χρέος τους, οι ελπίδες θα ήταν πιο βάσιμες. Αλλά αυτοί που θα έπρεπε να καταγγέλλουν σιωπούν ή φλυαρούν. Λες με απελπισία: «Μα ποιος ενδιαφέρεται ν’ αλλάξει την κατάσταση αυτή; Όχι, πάντως, οι άνθρωποι του πνεύματος. Αυτοί, όταν δεν ερωτεύονται τη γλώσσα ξεχνώντας όλα τ’ άλλα, όταν δεν εξυμνούν μια ποίηση ουδέτερη, όπως ο λύκος που ουρλιάζει στο φεγγάρι, όταν δεν επιδίδονται στην ομφαλοσκοπία, όταν δεν επιμένουν να μας διηγηθούν τις «εμπειρίες» τους, όταν δεν πάσχουν από παιδισμό, ώστε να θέλουν να διηγηθούν τα πάντα, γοητεύονται να στήνουν αινιγματικές παγίδες στα πνεύματα των δύστυχων που τους διαβάζουν. Οι λίγες εξαιρέσεις δεν φέρνουν φυσικά την άνοιξη. Κι είπα στον εαυτό μου: ‘‘Αφού οι άλλοι ανέχονται τα πάντα και δείχνουν ευχαριστημένοι, εσύ τι κάθεσαι κι αγωνιάς;’’ »Μα ήξερα στο βάθος μου πως δεν θα πάψω ν’ αγωνίζομαι. Όσο τουλά-

– 144 –


Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

χιστον το πνεύμα μου είναι ακμαίο, θα στιγματίζω τη μεγάλη Νύχτα που δημιούργησαν όλοι αυτοί.» (Τουρκές η Νύχτα, σ. 190). Το πόσο έχει δίκιο ο Φάλκος στις κρίσεις του για τη λογοτεχνία της εποχής μας, είναι, νομίζω, ολοφάνερο: Αυτή έχει εκπέσει σε αντιγραφή με ποικιλίες που ανακυκλώνονται παραλλαγμένες. Το τεράστιο τέλμα αυτών των παραλλαγών καθιστά την ανάγνωση ανιαρή. Η φαντασία η οποία αντιμάχεται την πραγματικότητα είναι πλέον άπτερη ή το πολύ με τεχνητά πτερά. Φυσικό λοιπόν η «πραγματικότης» να παραμένει ανεπηρέαστη ή να καγχάζει. Πόσο επικίνδυνο είναι το παρόν για το μέλλον φαίνεται και από το πόσο επικίνδυνο ήταν το παρελθόν για το παρόν. Όταν όμως έχεις εθισθεί στην αδιαφορία για το μέλλον, η κατάστασις γίνεται εκρηκτική για το παρόν. Αλλά για να μιλήσεις για τη δυστυχία και το σκοτάδι του παρόντος, θα πρέπει να έχει μιλήσει μέσα σου η δυστυχία, να έχεις βρεθεί σ’ απόλυτο σκοτάδι. Διαφορετικά, είναι σαν τα συλλυπητήρια των προέδρων, υπουργών κλπ. για κάποια ανώνυμα θύματα κάπου στον πλανήτη (Σχεδιάσματα με φως, σ. κγ΄): Φίλε δεν ξέρω να σου πω τι είναι φως άμα δεν είδες άστρα μεθυσμένα, τον ήλιο να χαμογελά και τη σελήνη να σου κλείνει μάτι Δεν ξέρεις προπαντός τι είναι φως αν δεν πληγώθηκες πολύ βαθιά άμα δεν βρέθηκες ποτέ σ’ απόλυτο σκοτάδι Πώς είναι δυνατόν να πιστεύουν πως το πρόσωπο του παρόντος είναι πολιτισμένο; Ένας γιγάντιος τρελός ηνίοχος σέρνει και οδηγεί την Γη με βλέμμα που φλογοβολεί. Στα δόντια σάρκες και οστά, στα χέρια αίμα και φωτιά… Να η Αμερική της «δόξης» και της «δύναμης» (Τρεις Μαρτυρίες, «Το τραγούδι της Σουζάνας», σ. 17): Σωπάστε τώρα κι ακούστε τη χοντρο-Σουζάνα Κιόλας ανοίγει αργά το στόμα βγαίνουν ποτάμια και μας ταξιδεύουν αλόγατα μας σεριανούν στις εξοχές πουλιά μας παίρνουν στα φτερά τους Μετά η Σουζάνα παίρνει φόρα ρουφάει τα πλαστικά πουλιά τ’ αλόγατα και τα ποτάμια μαζί με τους αλλοπαρμένους και κλείνει ξαφνικά το στόμα και γίνεται βαθύ σκοτάδι και τότε ακούς τον μαύρο πόνο που μεταβάλλεται σε λάσπη […]

– 145 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

Αλλά στον Καθηγητή Πλούτωνα ο Φάλκος ξεσκεπάζει όλο το εγκληματικό «μεγαλείο» της Αμερικής της ισχύος και της έπαρσης. Ο Καθηγητής, που ακούει στο όνομα Πλούτων (λέξη που παραπέμπει στον πλούτο, αλλά και στον Χάρο, ως απολύτως συνώνυμα), ο άνθρωπος που ανησυχεί μήπως τον ξεπεράσει κάποιος σε αναίδεια και αναισχυντία, γίνεται πρόεδρος της «μεγάλης» αυτής χώρας, που μετά το 1945 το μόνο μεγαλείο της είναι η εγκληματικότητα, εφόσον στους ιθύνοντες της χώρας επικράτησε η θέληση της δύναμης και της επιβολής. Σ’ ένα μακάβριο συμπόσιο, όπου συγκεντρώθηκε ό,τι πιο ποταπό, εξουσιαστικό και πολεμοχαρές υπάρχει στην Αμερική, ακούγονται προτρεπτικές φράσεις όπως οι παρακάτω (Πλούτων, σ. 61): -Όπου τριγμός οδόντων, βρυχηθμός-Κι εμείς κι εμείς! -Όπου μαχαίρι και σφαγή-Κι εμείς κι εμείς! […] -Κυριαρχία, δύναμη, εξουσία! -Κόβετε, σφάζετε, διχάζετε! Γκρεμίζετε, σαρώνετε, ποδοπατάτε! Κατασκοπεύετε, βυσσοδομείτε! Κυριαρχείτε, οικονομάτε! Ισοπεδώνετε, παγκοσμιοποιείτε! Στο συμπόσιο αυτό των βροτοφθόρων εθνοκαπήλων φέρνουν με τη βία τον Χάρο, ένα αστείο και φοβισμένο απ’ την αγριότητα των ανθρώπων γεροντάκι, και τον υποχρεώνουν να καταπιεί χιλιάδες …αυγά που γεννάει μια γυναίκα, δηλαδή να καταπιεί τη νέα γενιά των Αμερικάνων! Ο Χάρος αρνείται να καταπιεί τ’ αυγά, γιατί έχει πάθει …δυσπεψία απ’ το πολύ το τάισμα! (Πλούτων, σ. 62 εξ.). Ο ίδιος ο Καθηγητής Πλούτων απευθύνεται στους νέους της Αμερικής με τα εξής λόγια (Πλούτων, σσ. 77-78): «Νέοι, ελπίδα της Αμερικής, ανθρωπιστές χωρίς ανθρωπισμό, φορείς ιδανικών χωρίς ιδανικά, ειρηνιστές μαχαιροβγάλτες, λάγνοι χωρίς λαγνεία, ειλικρινείς υποκριτές, φιλάνθρωποι εκμεταλλευτές, καταφερτζήδες κι εξυπνάκηδες κάθε κατηγορίας, ακούστε με προσεκτικά! Τα έθνη που προκόψανε στην ιστορία είχαν ως έμβλημα κι ως ύψιστη αρχή το «θάβε και ξέχνα!». Άμα θυμόμασταν τους ερυθρόδερμους, πώς θα εξοντώναμε τους Βιετναμέζους; Πώς θα χτυπούσαμε τους Άραβες; Πώς θα διαλύαμε τους Γιουγκοσλάβους; Πώς θα εξοπλίζαμε τους Τούρκους για να δολοφονούν λαούς και για να καταλάβουνε την Κύπρο; Πώς θα υποστηρίζαμε σ’ όλο τον κόσμο τους δικτάτορες; Και πώς θα συνεχίζαμε τα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, της ίδιας της ζωής; […]» Από τα ευρήματα του Καθηγητή Πλούτωνα δεν μπορεί κανείς να μη μνημονεύσει την τελετή για τους νεκρούς του πολέμου. Μπροστά σ’ ένα φέρετρο, στηριγμένο λοξά στον τοίχο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ βγάζει λόγο: «…Διέσωσαν τον δυτικό πολιτισμό και το δολάριο. […] Στον Άδη θα γίνουν δεκτοί με ύψιστες τιμές και μάλλον πρόκειται ν’ αγιάσουν! Εμείς στο πρόσωπο του ενός τιμούμε όλους τους νεκρούς του δίκαιου αυτού πολέμου. Και τώ-

– 146 –


Ο ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

ρα πια τους στέλνουμε στα ύψη, στην αθανασία!» Ακολουθούν οι σκηνικές οδηγίες: «… Εκεί που ακουμπάει το φέρετρο, στον τοίχο, ανοίγει μια τρύπα τετράγωνη. Ακούγονται τριγμοί από γρανάζια αλάδωτα. Το φέρετρο ανέρχεται σιγάσιγά. Τα γρανάζια καθυστερούν, αγκομαχούν, σταματούν και ξαναρχίζουν. Το φέρετρο έχει σχεδόν εξαφανιστεί στην τρύπα, όταν ξαφνικά κάτι σπάζει, και το φέρετρο, με δαιμονισμένο θόρυβο, γυρνάει και πέφτει μέσα στη σκηνή! Ο αξιωματικός κάνει πως δεν κατάλαβε. Κάνει νόημα στον στρατιώτη. Αυτός τοποθετεί ξανά το φέρετρο στη θέση του. Το σπρώχνει λίγο προς τα πάνω, πατάει τα κουμπιά και τα γρανάζια ξαναρχίζουν. Επαναλαμβάνονται τα ίδια. Ο πρόεδρος οργίζεται: -Η αιωνιότητα μπορεί να τον αρνείται, αλλά κι εμείς θα της τον στέλνουμε αιωνίως!!!» (Πλούτων, σσ. 86-70). Οι επηρμένοι λυμεώνες του μεγαλείου και της δόξης (της Αμερικής στην προκειμένη περίπτωση. γιατί το ίδιο απολύτως ισχύει για όλους τους συνεπαρμένους από τη δύναμη) αναζητούν και επιβάλλουν ανδρείκελα εξ ίσου φαντασμένα, που θα υπηρετήσουν δουλικά τα σχέδιά των, όχι μόνο στη χώρα των, αλλά απανταχού της γης. Αυτά τα ανδρείκελα άλλοτε είναι απλώς φοβερά και άλλοτε γελοία και φοβερά, ανάλογα με την περίπτωση. Στη χώρα μας επέλεξαν κι επέβαλαν ένα ολότελα γελοίο πρόσωπο, φανατικό αντικομμουνιστή, όταν ουδείς υπήρχε «κίνδυνος» απ’ τους κομμουνιστές. Ο Φάλκος, για να τους καταγγείλει και για να δώσει οικουμενική ισχύ στις καταγγελίες του, χρησιμοποιεί στο έργο του Η σοφίτα ένα εύρημα που ισχύει για όλες τις εποχές και όλες τις συνθήκες. Μια έξωθεν επιβεβλημένη κυβέρνηση (και πότε άραγε οι Έλληνες επέλεξαν τους κυβερνήτες των;) θεωρεί ότι οι πολίτες κάνουν κατάχρηση του δημόσιου αέρα -δηλαδή της ελευθερίας- και αποφασίζει να περιορίσει την αναπνοή, με το πρόσχημα ότι ο αέρας είναι μολυσμένος κτλ. Ο γελοίος και φοβερός συνάμα εθνοκάπηλος δικτάτωρ ομιλεί στο ραδιόφωνο. Στην αρχή του ασυνάρτητου λεκτικά λόγου του ένα πρόσθετο ολίσθημα προδίδει την κρυμμένη έπαρσή του: «Δεν δύναμαι λέγω να αρθρώσω την συγκίνησίν μου ήτις με κατέχει εκ της παρουσίας μου... και εννοώ βεβαίως εκ της παρουσίας υμών, απευθυνόμενος εις υμάς ως μέσον επικοινωνίας από του βήματος τούτου! […] Η συμφιλίωσις του έθνους μας έφερεν εις την αρχήν, δια να γιατρέψωμεν το έθνος που νοσεί! […] Εφόσον οι προκάτοχοί μας κατηνάλωσαν τας πηγάς του έθνους, πρέπει ημείς να κάνωμεν οικονομίας! Παράδειγμα χαρακτηριστικόν της ασυλλόγιστης σπατάλης είναι εκείνη η σπατάλη ήτις κατηνάλωνεν ασυλλογίστως και αδιακρίτως δημόσιον και ιδιωτικόν αέρα. […] Δια ταύτα από σήμερον αποφασίζομεν, ελέγχομεν και περικόπτομεν δημόσιον και ιδιωτικόν αέρα. Έκαστος εξ ημών θα έχει ίσον όσος του χρειάζεται δια να ζήσει, χωρίς σπατάλας ασφαλώς και λαχανιάσματα. Θα επιφέρωμεν ελάττωσιν δια «αερομέτρων», ήτις κατανάλωσις θα ρυθμίζει το πόσος αήρ σου χρειάζεται εσένα και εμένα, δια να μη γίνονται σπατάλαι και αδικίαι, και ξυλώνομεν τα πλακάκια δια να βαρώμεν ο εις τους άλλους! […] (Η σοφίτα, σσ. 38-39). Ομολογουμένως η σάτιρα του Φάλκου «σπάζει κόκαλα». Και ισχύει για όλες τις εποχές.

– 147 –


ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ

Θα κλείσω τις παρατηρήσεις μου με κάποιες γενικότητες. Στο έργο του Φάλκου αυτοπαρουσιάζεται η ίδια η πραγματικότητα, με τραγική διακωμώδηση και σαρκασμό, με αμεσότητα, με λόγο δωρικό, σχοινοβατώντας μεταξύ ρεαλισμού, λυρισμού και σουρεαλισμού, όπου ακόμη και το πλέον δραματικό διατηρεί περιθώρια-δικλίδες αυτοσαρκασμού, εκτόνωσης έστω προσωρινής. Ο συγγραφέας μας δείχνει προπαντός την οργισμένη ματαιοδοξία του καινοφανούς πολιτισμού, που οδηγείται σε παταγώδη κατάρρευση κάτω από τα προπύργια της αλαζονείας του. Και πιστεύω ότι του ήταν πολύ δύσκολο κι οδυνηρό να γράψει αυτά που διαβάζουμε. Απαιτείται πολύ θάρρος, πόνος, αγωνία, ευθύνη και περισυλλογή. Για να επιτύχει τον σκοπό του, ο Φάλκος ως κύριο μέσο χρησιμοποιεί το εύρημα και τον καίριο λόγο, που έχει ζωηρή απήχηση στη συνείδηση. Θα μπορούσε να μνημονεύσει κανείς πλήθος αποσπάσματα από το Χρονικό των Δικαίων, από τη Σοφίτα, από τις Τρεις Μαρτυρίες, απ’ τον Καθηγητή Πλούτωνα, από το Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, από τα Σχεδιάσματα με φως, απ’ το Τουρκές η Νύχτα... Αλλά τα έργα του Φάλκου δεν στηρίζονται σε μερικά αποσπάσματα. Είναι ολόκληρα «συνειδησιακά αποσπάσματα», έργα για όσους διαθέτουν συνείδηση. Για τους υπολοίπους δεν είναι παρά πλαστικές άδειες σελίδες (ό,τι η συνείδησίς των)… Θα αρκεστώ λοιπόν σε μία ανακεφαλαίωση. Ο Φάλκος είναι ο οικουμενικός άνθρωπος, που συνενώνει στοχασμό και λυρισμό, ποίηση και φιλοσοφία, ποίηση και πεζογραφία με τρόπο αξεδιάλυτο και πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα. Ο Φάλκος είναι ο πιο σπουδαίος τραγικός νεοέλληνας συγγραφέας. Ο Φάλκος ανήκει στη χορεία των σημαντικών σατιρικών. Ο Φάλκος είναι μια φωτιά που αναλίσκεται, αλλά και κατακαίει την έπαρση των ισχυρών. Ο Φάλκος είναι ο τεράστιος καθρέφτης, όπου οι πορνοκοίρανοι της εξουσίας βλέπουν τον εφιαλτικό εαυτό τους. Ο Φάλκος είναι ο υπερβολικά ευαίσθητος ηθικά άνθρωπος, που νιώθει πότε-πότε να λυγίζει κάτω από βάρος του διαρκούς εγκλήματος. Ο Φάλκος είναι ο ανθρωπιστής και ο συνεχιστής των αρχαίων γραμμάτων, αυτός που ξαναπιάνει έναν Ορέστη και τον κάνει σύγχρονό μας. Ο Φάλκος είναι ο ποιητής-φιλόσοφος των ηθικών αδιεξόδων. Ο Φάλκος είναι πάνω απ’ όλα μια Συνείδηση της εποχής μας, και τελικά μια συνείδηση του κόσμου, εφ’ όσον τα προβλήματά του είναι διαχρονικά.

– 148 –


ΕΝΑΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ ΕΝΑΣ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ Υπάρχουν στον Τάσο Φάλκο δύο ιδιότητες φαινομενικά ασυμβίβαστες ή τουλάχιστον δύσκολα εναρμονιζόμενες. Από τη μια είναι ο ευαίσθητος και στοχαστικός ποιητής, που γράφει ποιήματα όπως «το ροζ» των Σχεδιασμάτων με φως: Καθώς σκεφτόμουνα το σκοτεινό κι ο νους μου γέμιζε εγκατάλειψη, τα τζάμια έφεραν το ροζ επάνω στο γραφείο μου Μια ταραχή παράξενη με συνεπήρε και βγήκα στο μπαλκόνι σύννεφα κατακόκκινα σκεπάζανε τον ήλιο ο ορίζοντας σιγόκαιγε με καφετί φωτιά μια αναμονή διαγραφόταν στον αέρα και τότε άνοιξε το σύννεφο και μια κολόνα φως στηρίχτηκε στη γη Κι από την άλλη υπάρχει ο σαρκαστής και ο πολεμιστής με τη σκληρότατη γλώσσα (Τρεις Μαρτυρίες, σ. 56): μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε την πήγαμε στο σιδερά είπε πως θέλει πέταλα την πήγαμε στο νομικό είπε πως θέλει σίδερα την πήγαμε στον κυρ-γιατρό είπε πως έχει ανεμογκάστρι την πήγαμε στον κυβερνήτη μας είπε να την βάλει στο πεντάγωνο την πήγαμε και στον προφήτη μας είπε να την κάνουμε κομμάτια να γίνουνε πολλές καρδιές μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε πλήθαινε μέσα της η ενοχή

– 149 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ

Η παρουσία στον ίδιο άνθρωπο του ευαίσθητου ποιητή και στοχαστή με τον σκληροτράχηλο πολεμιστή εξηγούνται, αν κανείς γνωρίζει την ψυχοσύνθεση και την ιστορία του Τ. Φ. Τις διευκρινίσεις που ακολουθούν τις οφείλουμε στον ίδιο, γιατί βέβαια δεν μπορεί κανείς να μαντέψει τι έζησε και τι συνέβαινε στην ψυχή του, τότε που από παιδί περνούσε στην εφηβεία και μετά στην ανδρική ηλικία, τότε δηλαδή που διαμορφωνόταν η προσωπικότητά του. Μας εξηγεί λοιπόν ο Φάλκος ότι σαν παιδί ήταν υπερβολικά ντροπαλός, διστακτικός και εσωστρεφής. Έξω δεν έβρισκε ανταπόκριση στις ευαισθησίες του. Παραιτήθηκε νωρίς από την προσπάθεια να επικοινωνεί μόνιμα με τους άλλους -είχε δυο τρεις καλούς φίλους, που τους έβλεπε σπάνια- και δεν ήθελε ούτε να επιβληθεί εκεί που μπορούσε άνετα να το κάνει. Αυτά όμως που γνώρισε στη ζωή του, Κατοχή, Εμφύλιος, αργότερα Δικτατορία, ο επί μακρόν βάναυσος παραγκωνισμός του στην περιοχή των γραμμάτων και στην πανεπιστημιακή καριέρα του, τον έκαναν να σκέφτεται ότι η ζωή είναι αβίωτη. Ο ήρωας των Δικαίων ενταφιάζοντας έναν απελπισμένο γέρο που γνώρισε μόνο συμφορές, σκέφτεται: «Ο γέρος είχε ονειρευτεί μια θάλασσα αυθεντική. Οι περισσότεροι από μας είχαμε υποψιαστεί κάποια πραγματική ζωή, που θα δικαίωνε τον θάνατό μας. Μα η ζωή που κάναμε δεν ήταν να την ζήσεις. Ο θάνατος αυτός ήταν να τον πεθάνεις;» (σ. 94). Ο Φάλκος λοιπόν βυθίστηκε στον εαυτό του και για πολλά χρόνια υπέφερε σιωπηλά. Θα περίμενε λοιπόν κανείς να γίνει ένας από τους αναρίθμητους συνεσταλμένους ευαίσθητους που διαρκώς σχετλιάζουν μιλώντας αόριστα για κάποια απροσδιόριστη δυστυχία, είτε γιατί φοβούνται είτε γιατί δεν θεωρούν άξιο της «τέχνης» την άμεση καταγγελία των πηγών της δυστυχίας τους και της γενικής συμφοράς. Θα μπορούσε λοιπόν να γίνει ένας από αυτούς που ο Φάλκος σατιρίζει ως εξής: για να βρεις την πραγματική του πόνου τους αιτία, δεν φτάνει δελφικός χρησμός ούτε νεκρομαντεία. Μα τελικά, από ευτυχείς ψυχολογικές διεργασίες, που μόνον ο ίδιος γνωρίζει, συνήλθε, ή ακριβέστερα συνέρχεται κατά καιρούς και χτυπά με την απόγνωση και την απελπισία ενός πληγωμένου και φυλακισμένου ζώου τις πηγές του εγκόσμιου κακού. Γι’ αυτό η πολεμική του έχει τόση ένταση και πάθος. Είναι η αντίδραση κάποιου που προσπαθεί να επιζήσει μέσα στον γενικό χαλασμό και την ηθική εξαθλίωση. Ο Φάλκος σκέφτεται απλά: Υπάρχουν τόσα βιολογικά και υπαρξιακά κακά που μας ταλανίζουν, τα γερατειά, οι αρρώστιες, οι θάνατοι προσφιλών προσώπων… Γιατί να προσθέτουμε εμείς άλλα τόσα; Κατέληξε να θεωρεί ως σπουδαιότερη πηγή των μαζικών εγκόσμιων κακών τη μεγαλομανία, τη θέληση για δύναμη, την τάση για επιβολή και εξουσία, αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν ύβρη, και αυτό έγινε ο κύριος στόχος των έργων του, και αυτό είναι ο βασικός κρίκος που τον συνδέει με την αρχαία Ελλάδα. Έτσι γεννήθηκαν οι Τρεις Μαρτυρίες, Η σοφίτα, Οι αετοί και τα κοράκια, οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, ο Καθηγητής Πλούτων, το Τουρκές η Νύχτα και άλλα αδημοσίευτα έργα. Το ότι ο Φάλκος ασχολείται συγχρόνως με τον στοχασμό και τη φιλοσοφί-

– 150 –


ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ

α, με τον λυρισμό και την πολεμική, είναι ζήτημα ψυχοσύνθεσης. Το ότι όμως μας δίνει έργα ισάξια σε όλες αυτές τις περιοχές είναι θέμα πολυσύνθετου ταλέντου.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Ο Τάσος Φάλκος γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1937 ένιωσε από νωρίς το απάνθρωπο πρόσωπο του κόσμου. Μια εποχή του αίματος και των δακρύων. Δεν μπορούσε παρά να επηρεαστεί δια βίου και σαν λογοτέχνης να ονειρεύεται καλύτερες μέρες μέσα από μια παγκόσμια ειρήνη. Καθηγητής Φιλοσοφίας μεταλαμπάδευε στους φοιτητές του και κατά συνέπεια στις επόμενες γενιές αυτό το όνειρο της ανθρωπιάς. Στο Χρονικό των Δικαίων (1976) με συγκλονιστικό τρόπο καταγράφει τις περιπέτειες των Ελλήνων (και Εβραίων) από τους Γερμανούς καταχτητές. Τα βασανιστήρια από τη μια μεριά και ο αγώνας της Αντίστασης από την άλλη δίνονται με αυθεντική αμεσότητα. Και για να δείξει τη σύγχυση του ανθρωποφάγου καιρού βάνει τον ήρωά του (Τηλέμαχο) που «δουλεύει» κοντά στους Γερμανούς να σκοτώνεται κάτω από τα διασταυρούμενα πυρά. Εκείνες τις μέρες, λέει ο Φάλκος, «ο νόμος κατάντησε αφύλακτος ναός κάποιας παλιάς θρησκείας». Από το πλούσιο και δυναμικό έργο του αποδείχνεται πως είναι ένας πολύπλευρος πνευματικός άνθρωπος, συγγραφέας με δικό του προσωπικό ύφος και με μια άνεση γραφής που κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Εκείνος ο πικρός στοχασμός που περιέχει ευαίσθητους κοινωνικούς προβληματισμούς, φανερώνει το δημιουργό που θέλει να στείλει παντού τα μηνύματά του και δεν γράφει μόνο για να γράφει. Τα βιβλία του είναι: La Mansarde (θεατρικό 1974), Οι Δίκαιοι (πεζογραφικό 1976), το Τρεις μαρτυρίες (ποιητικό 1982), τα Σχεδιάσματα με φως, κλπ. Θέλω να σταθώ για λίγο στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο (1999). Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι μέσα στα 67 κεφάλαια και στον επίλογο μπορούμε να δούμε πολλές ιστορίες της καθημερινής ζωής, αλλά και στοχασμούς και ποιητικά λυρικά στοιχεία. Η τοποθέτηση ανθρώπων και επεισοδίων στον καιρό του Εμφυλίου φανερώνει πως αρνείται να σβηστούν όλα όσα γίνανε εκείνον τον καιρό, για χάρη ποικίλων σκοπιμοτήτων και απόκρυψης θηριωδιών. Η Ιστορία δεν τροποποιείται ούτε μπορεί να διαστρεβλωθεί, αφού είναι, εκτός των άλλων, και ύψιστον μάθημα. Δεν υπάρχει μέλλον χωρίς παρελθόν. Και όπως λέει ο Ελύτης: άμα κόψουμε ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να κόβουμε ένα κομμάτι από το μέλλον. Σε ένα μικρό σημείωμα είναι δύσκολο να παρουσιαστεί το μέγεθος της δημιουργίας του Τάσου Φάλκου. Αν τα πνευματικά πράγματα του τόπου μας δεν ήταν προκατασκευασμένα για ορισμένους βραβειοδότες και βραβευόμενους, ο σημαντικός αυτός λογοτέχνης θα χαιρόταν την απονομή ενός Κρατικού ή Ακαδημαϊκού βραβείου. Το αξίζει γιατί τη θέση του στο χώρο των Ελληνικών Γραμ-

– 151 –


ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

μάτων την κέρδισε μόνο με το σπουδαίο έργο του. Τη Λογοτεχνία ο Φάλκος τη βλέπει και την υπηρετεί και σαν κοινωνικό φαινόμενο, αφού ο έντεχνος λόγος με τις αισθητικές και συναισθηματικές φορτίσεις πρέπει να εκφράζει τον Άνθρωπο, τη ζωή του και τις προσδοκίες του.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ Γνώρισα τον Τάσο Φάλκο χρόνια πριν, στο τέλος της δεκαετίας ’80, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα ως νέα επαγγελματίας και μητέρα... Οι αρχικές συναδελφικές αναμνήσεις (πριν ακόμα τον γνωρίσω ως μεγάλο στοχαστή και δημιουργό) ήταν η ζεστασιά της κοινωνικής συνεύρεσης γύρω του: στο ανθρώπινο, φιλικό και κυρίως πάντα ανοιχτό (με τη φροντίδα της Τιτίκας, της συντρόφισσάς του στη ζωή) σπίτι. Θυμάμαι ότι ήταν από τους ανθρώπους που έκαναν τη ζωή μου πιο εύκολη σε μια ξένη για μένα πόλη: Εξάλλου πιστεύω ότι ο καθένας από μας εκδηλώνει την «αλήθεια» του μόνο μέσα στη «μικρή καθημερινότητα»... Και μετά, «είδα» το έργο του! Αυτή τη σύνθεση δύναμης κι ευαισθησίας, με την οποία επιδιώκει να ερμηνεύσει, να διεισδύσει, ν’ αντισταθεί σε κοινωνικότητες, για ν’ αποκαταστήσει τον «Άνθρωπο» (που στις μέρες μας είναι το δραματικό ζητούμενο...). Τον άνθρωπο που αισθάνεται πικρία και αγωνία για τη φθαρτότητά του (ως προς τις ικανότητες, αλλά και ως προς αυτά που θα ήθελε να δημιουργήσει ή να γευτεί μέσα στον περιορισμό της ύπαρξής του). Η τραγική σύλληψη της ύπαρξης συνδέεται στενά με την ύπαρξη του πάθους. Τραγικότητα της γιορτής, τραγικότητα του ερωτικού πάθους, τραγικότητα της δικαιοσύνης, τραγικότητα των ρόλων που παίζουμε κατά καιρούς! Τα έργα του Τάσου Φάλκου που γνωρίζω είναι μια φιλοσοφική και λογοτεχνική ερμηνεία της υπαρξιακής αγωνίας και της κοινωνικής αδικίας, και μου θυμίζουν προδιαγραφές αρχαίας τραγωδίας: Στο δράμα, δεν υπάρχει λύση. Υπάρχει πολλαπλότητα λύσεων, όπου η επιλογή της μιας απ’ αυτές είναι τραγική, γιατί αφήνει τις υπόλοιπες δυνατότητες και εκφράσεις ανικανοποίητες: Είναι το δίλημμα γύρω από την ανθρώπινη δραστηριότητα: Η υπακοή στον εσώτερο νόμο έρχεται σ’ αντίθεση με τις επιταγές του «ηγεμόνα» ή με το νόμο της πολιτείας: Οποιαδήποτε επιλογή έχει δυσβάσταχτες επιπτώσεις! Η αποδοχή της «μοίρας» κι η ανάγκη να υπάρξει το άτομο μέσα στον κόσμο απαιτεί πρώτα απ’ όλα την κατανόηση της συνύπαρξης (της σχέσης με τους άλλους και με όλα), της οργανικής αλληλεγγύης μέσα στην τραγικότητα της ισότιμης διαφοράς, μοναδική ίσως πραγματικότητα που μπορούμε να ζήσουμε… (Στη σελίδα αυτή της Χρ. Κωνσταντοπούλου, θα προσθέσουμε ένα παλαιότερο σημείωμα που έριξε στη θυρίδα του Φάλκου μετά την πρώτη ανάγνωση δύο έργων του. Το σημείωμα διατηρεί την αξία του με την αυθορμησία του:)

– 152 –


ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ - ΣΜΑΡΩ ΓΑΪΤΑΝΙΔΟΥ

Μόλις τέλειωσα το διάβασμα και των δύο σας έργων [Οι Δίκαιοι, Η σοφίτα], και είμαι πραγματικά μαγεμένη. Είναι τιμή για τη λογοτεχνία μας να έχει τόσο δυνατά έργα -και είμαι ιδιαίτερα ευτυχισμένη που μου δώσατε την ευκαιρία να τα διαβάσω- παρόλο που δυο-τρεις φορές δεν άντεχα να συνεχίσω τους Δίκαιους [...] Πρώτη μου φορά έχω συναντήσει τέτοιο συναρπαστικό δέσιμο ευαισθησίας και δύναμης.

ΡΟΥΛΑ ΑΛΑΒΕΡΑ Η λογοτέχνις Ρούλα Αλαβέρα παρουσίασε με διάφορες ευκαιρίες το έργο του Τ. Φ., κυρίως απαγγελία ποιημάτων και αποσπασμάτων από το έργο του. Στις 30. 3. 2008 στα πλαίσια των «Λογοτεχνικών πρωινών της Κυριακής» που επιμελείται, προλόγισε, επέλεξε και παρουσίασε αποσπάσματα από ολόκληρο σχεδόν το έργο του Τ. Φ. που τα απάγγειλαν ηθοποιοί του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Σήμερα, παρά τον πρόσφατο θάνατο του συζύγου της καθώς και την περιπέτεια της υγείας της, έγραψε το παρακάτω σημείωμα: Ο Τάσος Αρβανιτάκης, φίλος παλιός, ευγενής, πάντα συγκρατημένος […] είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος που δεν επιδεικνύει τα χαρίσματά του, τουλάχιστον θα έλεγα πως έχει μία ικανότητα να τα εξαφανίζει, λιγομίλητος, μοναδικός γνώστης του αντικειμένου του. Δίπλα του μαθαίνεις και μαθαίνεις, χωρίς ποτέ προσωπικά, όποτε βρεθήκαμε, να νιώσω ότι πιέζομαι και ποτέ δε με υποχρέωσε πνευματικά, φιλοσοφικά, καλλιτεχνικά για να μου επιβάλλει τη δική του σκέψη. Ό,τι λέει και γράφει έχουν την ηθική ανδρεία του διανοούμενου, την ευθύνη και την υπογραφή του. Τον Τάσο τον αγαπώ μέσα από βαθιά εκτίμηση και εύχομαι να είναι καλά ο ίδιος και η οικογένειά του.

ΣΜΑΡΩ ΓΑΪΤΑΝΙΔΟΥ ΕΝΑΣ ΚΕΔΡΟΣ Καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Πόσο είναι αντάξιος αυτός ο τίτλος στον Τάσο Αρβανιτάκη! Αφιέρωσε μία ολόκληρη ζωή στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Δεν άφησε τον εαυτό του σχεδόν ούτε μία μέρα μακριά τους. Είναι σαν ένας όμορφος κέδρος, που τις ρίζες του τις βυθίζει στο έδαφος, για να πάρει δύναμη και γνώση από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, την οποία και κατέχει και υπεραγαπά, τις δε κορυφούλες του τις αφήνει να αγγίζουν το σήμερα που το ζει, το μελετά και το κρίνει. Την ευαισθησία του την κατάλαβα, όταν σε μια συζήτηση αναφερθήκαμε κάποτε στο ότι υπάρχουν και γονείς όχι καλοί, από τότε που υπάρχουν άνθρωποι. Μας ανέφερε δε ο Τάσος για παράδειγμα τον Περίανδρο, έναν από τους επτά σοφούς, τύραννο της Κορίνθου, που σκό-

– 153 –


ΣΜΑΡΩ ΓΑΪΤΑΝΙΔΟΥ -ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΒΒΑΘΑΣ

τωσε τη γυναίκα του Μέλισσα. Ο Περίανδρος είχε δυο γιους, δεκαεπτά και δεκαοκτώ χρονών. Όταν τα παιδιά πληροφορήθηκαν από τον παππού τους ότι ο πατέρας τους ήταν εκείνος που σκότωσε τη μητέρα τους, ο μεγάλος γιος αδιαφόρησε, ενώ ο μικρός πληγώθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν μιλούσε σε κανέναν και τελικά κατέφυγε στην Κέρκυρα, αποικία των Κορινθίων, και δεν δέχτηκε ποτέ να αναλάβει την τυραννίδα, όπως τον παρακαλούσε ο γέρος πια πατέρας του. Τελικά τον δολοφόνησαν στην Κέρκυρα παρερμηνεύοντας τις προθέσεις του πατέρα του. «Για τα πικρά συναισθήματα αυτού του παιδιού, κάποτε, αν βρω χρόνο, θέλω κάτι να γράψω», μας είπε ο Τάσος με συγκίνηση. [Σημ. του Τ. Φ.: Ανάμεσα στα σχέδια διηγημάτων -ποιος ξέρει αν προλάβω να πραγματοποιήσω- υπάρχει το παρακάτω με ημερομηνία 18. 2. 1983: «Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΥ Υπάρχουν μερικές μοναχικές μορφές που ταξιδεύουν μες στο χρόνο τυλιγμένες με μια ανείπωτη μελαγχολία. Δεν ήταν πρόσωπο μυθικό. Ήταν ο Λυκόφρων, ο μικρότερος γιος του Περίανδρου, του τύραννου της Κορίνθου. Ηρόδοτος, 3. 50-53. Η ηθική μας νοσταλγία ας τον ονομάσει Δικαίαρχο. Ο πατέρας του δολοφόνησε τη μητέρα τους. Όταν σε ηλικία δεκαεπτά χρονών ο Λυκόφρων πληροφορήθηκε ποιος σκότωσε τη μητέρα τους, πληγώθηκε τόσο πολύ, ώστε έπαψε να μιλάει σ’ όλους, αντίθετα με τον μεγαλύτερο αδερφό του που αδιαφόρησε. Τον απομάκρυναν από το σπίτι, τον απείλησαν, τον ανάγκασαν να ζητιανεύει, τον ξαναέφεραν στο σπίτι, μα το παιδί δεν άλλαζε συμπεριφορά. Ο πατέρας του και η αδερφή του προσπάθησαν να ξυπνήσουν μέσα του την επιθυμία της εξουσίας, αλλά ο γιος έβαζε πάνω απ’ όλα την ηθική και τη δικαιοσύνη και αρνήθηκε να αναλάβει την τυραννίδα που του πρόσφεραν επίμονα.» Η γνωστή ηθοποιός Σ. Γαϊτανίδου μου ζήτησε να συμπληρώσω ότι ο Περίανδρος -σε αντίθεση μ’ εμένα- κατέχει άδικα τον τίτλο του σοφού, ενώ δεν είπε τίποτε σπουδαίο και ήταν εγκληματίας. Υποθέτει ότι έγινε διάσημος με τις γνωστές μεθόδους. Προσθέτω ότι η ηθοποιός κα Γαϊτανίδου ερμήνευσε αποσπάσματα από το έργο μου, σε θεατρικό δρώμενο που οργάνωσε και επιμελήθηκε η λογοτέχνις κα Ρ. Αλαβέρα σε αίθουσα της Δ.Ε.Θ. ]

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΒΒΑΘΑΣ Στην «εφ’ όλης της ύλης» κριτική δεν ενδίδω, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχω εντρυφήσει σχολαστικά. Απλά έχω πάρει μια ιδέα τι εστί Τάσος Φάλκος, και σε ποιο μήκος κύματος κινείται. Φυσικά μένω -και επιμένω- σ’ αυτό που λέμε στάση ζωής και συγγραφικό ήθος. Ειδικότερα μ’ ενδιαφέρει, πρώτιστα, ο Φάλκος της αντίστασης, της συνείδησης, της μαρτυρίας. Και ειδικότερα της βιωματικής γραφής, αυτής που χαράσσεται λέξη-λέξη, με την καυτή ανάσα, του λαχανιασμένου ανθρώπου, που ήρθε για να μας φέρει κάποιο μήνυμα, και ξεφυσάει πάνω στο χαρτί και κάνει τις σελίδες να «φλέγονται»… Μ’ ενδιαφέρει γιατί δεν αναπαύ-

– 154 –


ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΒΒΑΘΑΣ

εται στις πανεπιστημιακές δάφνες του -μου δίνει την εντύπωση ότι θα τις προτιμούσε στο στιφάδο της μάνας του… Εξ ου και η εμπλοκή του στα κοινά, η κάθοδός του στην αγορά, εκεί που καραδοκεί η χλεύη του … Χριστιανόπουλου, και του κάθε χολερικού Χριστιανόπουλου… Συγκρούεται με το «εφήμερον αίσχος» που μας έχει προκύψει. Κι εδώ συναντιόμαστε, για να «ομονοήσουμε» και να συμπαραταχθούμε. Θα πρέπει να απαιτήσουμε, από κοινού, την ποιοτική αλλαγή, κι αν χρειαστεί να τα βάλλουμε με τα σημεία… και κυρίως με τα τέρατα που μας προέκυψαν. Να μιλήσουμε ως αυτόπτες μάρτυρες του καιρού μας, για τον ξεπεσμό των νεοελλήνων, για τον επώδυνο τρόπο που τον βιώνουμε… Στην ανάγκη να κάνουμε κάτι πιο βίαιο, να ρίξουμε μια δυνατή κλωτσιά σ’ εκείνους που συνέβαλαν σ’ αυτή την κατάντια, κι ανάμεσά τους τα ιδιοτελή καθάρματα της τηλεοψίας, που «χτύπησαν» στα χαμηλά ένστικτα της μεγάλης μάζας, την κράτησαν εσαεί απασχολημένη με κάτι, και φυσικά θησαύρισαν, γιατί εκεί μοιράζεται η μεγάλη πίτα της διαφήμισης. Ανοίγω μια παρένθεση εδώ να πω κάτι που κατέγραψα (ως αυτόπτης μάρτυρας). Ο Αλέξης Μινωτής και ο Γιάννης Τσαρούχης παρακολουθούν μια διάλεξη κάποιου, με τον οποίο δεν συμφωνούν. Σκουντάει ο ένας τον άλλον, να επιχειρήσει μια παρέμβαση, αλλά η ώρα περνάει και κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να πει κάτι. Κάποια στιγμή αγριεύει ο Μινωτής και με την στεντόρεια φωνή του λέει στον Τσαρούχη, που είναι πιο …επώνυμος. «Μίλα, ρε Γιάννη, όπου να ’ναι πεθαίνουμε! Πότε θα μιλήσουμε επί τέλους;…» Ο συγγραφέας Φάλκος δεν αρκέστηκε να διαχειριστεί τα του βίου του, τα του οίκου του, τα της καριέρας του, βγήκε προς τα έξω κι έψαξε να βρει, να διερευνήσει τις συνθήκες που ευνοούν την εξέλιξη ενός ανάξιου ή ενός υπερτιμημένου υποκειμένου και τις αντίστοιχες που συντρίβουν κι εκμηδενίζουν κάποιον άλλον άξιο, υποτιμημένο. Τον απασχόλησε πολύ το ελληνικό φαινόμενο, που συνοψίζεται σε τούτη την παράγραφο: Να μεταλλάσσεται το μηδέν σε νούμερο, και να διαπρέπει σε μια κοινωνία «μηδενικών» και να επιβραβεύεται εν μέσω ατίμων, η …ατιμία («Οι κύκλοι», από τη συλλογή Τρεις μαρτυρίες, σ. 26): Είναι πολλοί που γλίστρησαν και πέσανε βαθιά μες στ’ όνειρό τους Καθένας έγινε μονάρχης του εαυτού του κύκλος αυτόφωτος κι αυτάρκης Ανάμεσα σε ταραχή και κρότους πάνω τους πέφταν κι άλλοι κύκλοι σκουντιόνταν και λακτίζονταν πετιόνταν στο χαντάκι Συχνά τα βράδια μες στο λήθαργο οι ρημαγμένοι κύκλοι κάνουν έρωτα ενώνονται τα δυο μηδέν γεννιώνται τα μικρά μηδενικά

– 155 –


ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ

Θα επισημάνω εν κατακλείδι κάτι που γυροφέρνει στο μυαλό μου από τότε που μυήθηκα στα «φάλκεια» γραψίματα. Το είχε εκφράσει ο Γούντι Άλλεν, με τον δικό του τρόπο, κι εγώ το χρησιμοποιώ ως δάνειο. Ότι ένας άνθρωπος μπορεί να διαπρέπει σαν συγγραφέας και να υστερεί σαν άνθρωπος. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ έναν ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ-ΑΝΘΡΩΠΟ, που δεν υστερεί ως οντότητα ούτε στο ένα ούτε στο άλλο.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ Εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα ο Τάσος Φάλκος. Ξέρει τον κόσμο. Ξέρει τον άνθρωπο, και περιγράφει άριστα τις πτυχές της ψυχής του. Δεν λογοτεχνίζει. Είναι πραγματικός λογοτέχνης. Μέσα στα έργα του, με πίκρα τονίζει την απουσία της Αρετής, η οποία χάθηκε στην απάνθρωπη εποχή μας, και μάλλον δεν θα επιστρέψει ποτέ. Ο Φάλκος εξηγεί ότι έγινε δημιουργός εξ αιτίας της αδικίας που μας περιβάλλει. Χωρίς το αίσθημα δικαίου «δεν θα έβγαινε στο δρόμο» της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Ενώ οι περισσότεροι λογοτέχνες καλλιεργούν ένα ή δύο το πολύ είδη λόγου, λόγω κλίσεως ή για να έχουν επιτυχία με την ειδίκευση, εντύπωση προξενεί το ότι ο Φάλκος γράφει όλα τα είδη λόγου με την ίδια άνεση και δύναμη. Το σπίτι του είναι η λογοτεχνία και ξέρει καλά όλα τα δωμάτιά της. Προσπαθεί, με όλο του το έργο, να συνδεθεί με τα χαμένα νήματα της αρχαίας μας λογοτεχνίας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρω το βιβλίο του Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Ο ήρωάς του είναι ο σύγχρονος Ορέστης, που ενώ δεν εγκλημάτησε, κατατρύχεται από τύψεις, διότι δεν μπορεί να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους, και επομένως, τα έργα των άλλων τον ενοχοποιούν. Δυναμική παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Ο λόγος του είναι κοινωνική κραυγή και στηλίτευση. Γνωρίζει το καλό και το κακό και υπηρετώντας το πρώτο, μάχεται το δεύτερο. Απόδειξη ότι, όταν «άλλοι» προσπαθούσαν (και προσπαθούν) να καλύψουν την εις βάρος μου πράξη κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας, ο Φάλκος που γνώριζε την υπόθεση απ’ την αρχή, έκανε πράξη την αρετή του, στάθηκε εμπόδιο στην ανεντιμότητά τους, και με υπερασπίστηκε ως βασικός μάρτυρας στο δικαστήριο. Είναι το ζωντανό παράδειγμα ανθρώπου προς μίμηση. Όσο κι αν η μετριοφροσύνη του δεν του επιτρέπει να περιαυτολογεί, εμείς που ξέρουμε τον άνθρωπο και διαβάσαμε το έργο του, αναγνωρίζουμε την ανωτερότητά του.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ Ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Στέλιος Λουκάς δημοσίευσε στις εφημερίδες συνεντεύξεις και παρουσίασε με ευμενή σχόλια στις εκπομπές του «Ένα βιβλίο, ένα ταξίδι» όλα τα βιβλία που του έστειλε ο Τ. Φάλκος.

– 156 –


ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ

Πλην του Στέλιου Λουκά, και άλλοι δημοσιογράφοι και άνθρωποι του πνεύματος παρουσίασαν τουλάχιστον ένα έργο του Τ. Φ., όπως ο Γιάννης Τζανής, ο Δημήτρης Κούλπας, ο Βασίλης Λεβαντίδης, ο Νίκος Βολωνάκης, η Μάρνη Χατζηεμμανουήλ, η Μαρία Ζόνε, ο Βασίλης Τσιγάρας, η Εριέττα Ζέλλιου Μαστροκώστα, η Καίτη Χωτίδου, η Τάνια Μυλωνά κ.ά. Οι συνεντεύξεις αυτές και οι παρουσιάσεις θα δημοσιευτούν μελλοντικά, συνοδευμένες ενδεχομένως και από ορισμένες χαρακτηριστικές διαλέξεις του Φάλκου, στις οποίες εκφράζει προσωπικές απόψεις του για την τέχνη, τον δημόσιο βίο κτλ.

– 157 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ Ο ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ Τον Φάλκο τον γνώρισα την εποχή που λειτουργούσα την γκαλερί «Μικρή Στοά Τέχνης» στην Χρυσοστόμου Σμύρνης 12, σε δρόμο κάθετο στη Μητροπόλεως, ενώ συγχρόνως δίδασκα ζωγραφική και γλυπτική. Στο κέντρο της πόλης ήταν τότε συγκεντρωμένες όλες σχεδόν οι γκαλερί της Θεσσαλονίκης, ο «Κοχλίας», η «Πανσέληνος», η «Ενημέρωση, η «ΖΜ» και άλλες. Ο Φάλκος παρακολουθούσε όλες τις εκθέσεις. Εφόσον μάλιστα την εποχή εκείνη οι αίθουσες διδασκαλίας του Πανεπιστημίου όπου υπηρετούσε δεν ήταν μακριά από μας, συμβούλευε τους φοιτητές του να μας επισκέπτονται. Αργότερα έγινε και ο ίδιος «γκαλερίστας» πείθοντας τον Πρύτανη να του παραχωρήσει μία σάλα στο Πανεπιστήμιο, όπου να εκθέτουν οι εικαστικοί της πόλης. Όλους τους παρουσίαζε ο Φάλκος, και για μερικούς από αυτούς έγραψε και σημειώματα. «Θέλεις να μας φας τη δουλειά!», του έλεγαν οι συνάδελφοι αστειευόμενοι, ενώ οι Καθηγητές του εξωτερικού τον επαινούσαν και έλεγαν ότι θα εισηγηθούν να γίνει το ίδιο στα Πανεπιστήμιά τους. Δηλαδή ο Φάλκος καινοτόμησε στην περιοχή αυτή. Δυστυχώς η πανεπιστημιακή «γκαλερί» είχε άδοξο τέλος, ανεξάρτητο της θελήσεώς του. Ενάμιση χρόνο μετά το άνοιγμά της και εφόσον αυτή είχε αποκτήσει καλό όνομα, ο Φάλκος πήρε ετήσια άδεια. Οι διάδοχοί του δεν επέλεγαν διόλου αυτούς που θα εξέθεταν. Αρκούσε μία αίτηση στη γραμματεία! Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Όταν ο Φάλκος γύρισε από την άδειά του βρήκε μια αίθουσα δυσφημισμένη και «κλεισμένη», χωρίς καμιά επιλογή, για τα επόμενα τρία χρόνια! Αναγκάστηκε να εισηγηθεί το κλείσιμό της, και ο Πρύτανης, που άκουγε τις ίδιες δυσμενείς κριτικές, συμφώνησε. Ο Φάλκος μιλάει κι έχει γνώμη για πολλούς σπουδαίους ζωγράφους και γλύπτες, παλιούς και νέους, και είναι πολύ χρήσιμο να τον ακούς να αναλύει την τεχνοτροπία, μα προπαντός το πνεύμα τους. Έχει στη βιβλιοθήκη του τα «άπαντα» όλων των μεγάλων ή σημαντικών ζωγράφων. Καμιά φορά τα ξεφυλλίζουμε μαζί και συζητούμε. Έχει για όλους σεβασμό κι αγάπη, αλλά ξεχωρίζει μερικούς, που υποθέτει ότι τον επηρέασαν και στη λογοτεχνία του. Από τους νεότερους γλύπτες ξεχωρίζει τον Ροντέν, για τον οποίο έχει πραγματική λατρεία. Μες στη συνείδησή του είναι στο ίδιο βάθρο με τον Φειδία και τον Μιχαήλ Άγγελο, και θεωρεί τον Ρίλκε τυχερό που έζησε ένα διάστημα κοντά του κι επηρεάστηκε από την γλυπτική του (μου εξηγεί με ποιο τρόπο, παραθέτοντας ποιήματα του Ρίλκε). Στο Παρίσι, όπου ο Φάλκος έζησε συνολικά τρία χρόνια, επισκέφτηκε άπειρες φορές το μουσείο Ροντέν και προμηθεύτηκε πολλά βιβλία για το έργο του. Δέχεται ότι η επαφή του με το έργο του Ροντέν του αποκάλυψε πολλά μυστικά της

– 158 –


Ο ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

τέχνης, ενώ η «Πύλη της κολάσεως» του Γάλλου δημιουργού, όπως και το Μνημείο των Μεδίκων του Μιχαήλ Άγγελου ενίσχυσαν την τάση του για έργα σύνθετα και μακρόπνοα. Από το έργο του μαθητή του Ροντέν Μπουρντέλ θαύμασε ιδίως τη σειρά των προτομών που έκανε για τον Μπετόβεν. Αλλά τα μνημειώδη έργα του γλύπτη αυτού δεν τον συγκίνησαν καθόλου. Μιλάει με σεβασμό κι αγάπη για τον Θεοτοκόπουλο, τον Ρέμπραντ, τον Γκόγια, τον Ντελακρουά. Απ’ τους νεότερους ξεχωρίζει τον Βαν Γκογκ και τον Ρουό. Από τους Έλληνες ξεχωρίζει ιδίως τον ζωγράφο και χαράκτη Γαλάνη (έχει αρκετά βιβλία με εικονογραφήσεις του), τον Μπουζιάνη και τον Γουναρόπουλο (Γκουναρό). Αναφέρει όμως και τον Παρθένη και τον Μαλέα. Κάποιος Αθηναίος γκαλερίστας πούλησε κάποτε στον Φάλκο ένα νόθο πίνακα του Μαλέα. Τον πίνακα ο Φάλκος τον επέστρεψε, αλλά δεν πήρε πίσω τα λεφτά του… Το γεγονός αυτό μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω για τον Φάλκο ως συλλέκτη. Οι τοίχοι του σπιτιού του είναι καλυμμένοι με έργα ζωγραφικής. Ξεχωρίζουν δύο λινογραφίες του Α. Αστεριάδη. Έχει επίσης έργα του Γ. Δούκα, της Ιφ. Λαγάνα, της Ε. Μπέη, του Π. Παπανάκου, του Φ. Ζογλοπίτη, του Στ. Μαυρομάτη κ.ά. Έχει και κάποια έργα λαϊκών ζωγράφων. Οι τοίχοι του σπιτιού του δεν χωρούν όλα τα έργα που έχει, και μας τα δείχνει βγάζοντάς τα από ντουλάπες και πατάρια. Στα εικαστικά έργα πρέπει να προστεθούν αρκετά βιβλία με εικονογράφηση (ξυλογραφίες, χαλκογραφίες κτλ.). Μαζεύει επίσης παλιές γκραβούρες, αλλά και ρετρό διαφημιστικά και γενικά ό,τι του φαίνεται ενδιαφέρον από άποψη εικαστική. Αλλά ο Φάλκος αρνείται για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό του «συλλέκτη». «Είμαι απλώς φιλότεχνος, λέει. Δεν συγκεντρώνω έργα με ορισμένη τεχνοτροπία ή θεματική, αλλά απλώς γιατί μου αρέσουν.» Κάποια στιγμή της γνωριμίας μας τον ρώτησα αν ποτέ στο παρελθόν ζωγράφιζε. Γιατί συνήθως έτσι ξεκινούν οι φιλότεχνοι. Είπε πως πράγματι στη μέση εκπαίδευση τα κατάφερνε καλά με τη ζωγραφική. Μετείχε ενεργά στα σκηνικά των θεατρικών που ανέβαζαν, και μια φορά ζωγράφισε μόνος του ένα μεγάλο έργο που μπήκε αριστερά της σκηνής. Ο δάσκαλός του Γιάννης Κασόλας του έλεγε ότι θα γινόταν ζωγράφος, ενώ ο ζωγράφος και χαράκτης Γεώργιος Δούκας του έλεγε πειρακτικά: «μια φορά την έκθεση θα την κάνουμε!». Αλλά ο Φάλκος ήξερε από τότε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε, για δυο-τρεις λόγους σοβαρούς. Πρώτον δεν ένιωθε κάποιον «προορισμό», κάποια κλίση ιδιαίτερη για τη ζωγραφική. Εκείνο όμως που τον έκανε να την εγκαταλείψει, ήταν το γεγονός ότι η ζωγραφική δεν διαθέτει την προοπτική της κίνησης και του χρόνου, δεν μπορεί να παραστήσει την κίνηση και την εξέλιξη των συναισθημάτων και των ιδεών, και τα πράγματα αυτά τον ενδιαφέρουν πάνω απ’ όλα. Είπε σχετικά ότι ακόμα και ο αποκρυσταλλωμένος, κατασταλαγμένος και συνεπώς «ακίνητος» φιλοσοφικός λόγος δεν τον βόλευε, γιατί η σκέψη του βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση και σε εξέλιξη, και αυτά τα πράγματα μόνο η λογοτεχνία μπορούσε να τα παραστήσει με επιτυχία. Έτσι από πολύ νωρίς τον κέρδισε η λογοτεχνία. Διευκρίνισε όμως ότι στα λογοτεχνικά του έργα υπάρχει πολλή ζωγραφική, ιδίως στα Σχεδιάσματα με φως. Μια πενιχρή ιδέα για το τι θα γινόταν ενδεχομένως ο Φάλκος ως ζωγρά-

– 159 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ

φος, το δείχνουν μερικά παλιά σχέδια-σκίτσα που διατήρησε. Το ένα από αυτά μας δείχνει κάποιον καθισμένο στο δρόμο με το κεφάλι μέσα στα γόνατα, αλλά το τεράστιο χέρι του ορθώνεται κατακόρυφα με μία μούντζα (κοινωνική κατακραυγή). Ένα άλλο δείχνει ένα συνονθύλευμα θριαμβευτών νικητών με λόγχες, φλάμπουρα και μπαϊράκια που επιστρέφουν στην πόλη τους. Αλλά στην πύλη υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι και σακατεμένοι να τους υποδεχτούν (αντιπολεμική καταγγελία). Ανάλογο είναι και ένα σχέδιο που δείχνει έναν τεράστιο οβελίσκο, στην κορυφή του οποίου ένας νικητής κραδαίνει ένα ακόντιο, αλλά στον κορμό του οβελίσκου, σε διαδοχικές ζωφόρους, υπάρχουν νεκροί, σακατεμένοι, άνθρωποι σε απόγνωση κτλ., ό,τι δηλαδή στήριξε τη δόξα του. Ο Φάλκος εξηγεί ότι αυτά τα σκίτσα έχουν το αντίστοιχό τους στη λογοτεχνία του. Εξάλλου ένας πίνακας που ο Φάλκος αγόρασε στη Γερμανία δείχνει καρναβάλια, αλλά οι όψεις είναι πιο πολύ τραγικές παρά αστείες. Ο Φάλκος διευκρινίζει: «Τέτοιες είναι οι σάτιρές μου.» Όταν ο Φάλκος δεν μπορούσε πλέον ν’ αγοράζει έργα αξιόλογων ζωγράφων, εφόσον οι τιμές τους πήραν τα ύψη, στράφηκε προς την αγορά λαϊκών αντικειμένων, που τα επέλεγε κυρίως για την αισθητική τους, και όχι με άλλα κριτήρια: τη σπανιότητα, την περιοχή, το είδος (υφαντά, ξυλόγλυπτα) κτλ. Αγόραζε στην αρχή σποραδικά, στο τέλος σχεδόν καθημερινά. Παραπονιόταν γιατί ο δάσκαλός τους της λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο δεν τους μίλησε και δεν τους άνοιξε τα μάτια, τότε που υπήρχε στην αγορά πληθώρα εξαιρετικών λαϊκών αντικειμένων που προσφέρονταν φτηνά. Σήμερα έχει στην κατοχή του πάνω από τριακόσια ασημένια κοσμήματα, πολλές κεντημένες ποδιές, στολές, ρόπτρα κτλ. κτλ. Κι ενώ έχει δώσει όλους τους μισθούς του σ’ αυτά, λέει πως δεν του ανήκουν, αλλά ότι είναι κτήμα όλων. Γι’ αυτό εδώ και δεκαπέντε χρόνια προσπαθεί να τα χαρίσει σε κάποιον δημόσιο φορέα, που θα τα αξιοποιήσει. Απευθύνθηκε σχεδόν παντού, στο Πανεπιστήμιο, στον Δήμο Θεσσαλονίκης, στην «πολιτιστική» πρωτεύουσα, σε ξένους δήμους, κοινότητες και οργανισμούς, αλλά ακόμα δεν βρέθηκε τρόπος να αξιοποιηθούν τα αντικείμενα αυτά. Κάποιος που διετέλεσε αντιδήμαρχος πολιτισμού του είπε: «Είχαν να φαν από την προσφορά σου; Αλλιώς, γιατί να βάλουν την υπογραφή τους;». Πόσο το ωραίο και η καλαισθησία παίζουνε ρόλο στη ζωή του, φαίνεται κι απ’ τα έπιπλα της σάλας του. Όταν παντρευόταν, δεν πήρε κάποια φιγουρίνια και δεν πήγε στην αγορά, για να διαλέξει κάποια έπιπλα καλαίσθητα, μα τα σχεδίασε μόνος του! Αναζήτησε πρώτα στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες βιβλία με αρχαία ελληνικά ή βυζαντινά έπιπλα. Δεν βρήκε. Από την άλλη ήξερε ότι τα λεγόμενα «λαϊκά» έπιπλα -τα σκυριανά λ.χ.- κάθε άλλο παρά ελληνικά ήταν. Αποφάσισε έτσι να συνδυάσει γνήσια λαϊκά μοτίβα, τον ρόδακα και τα κυπαρίσσια, με βυζαντινά θέματα. Στη ράχη απ’ τις δύο πολυθρόνες του προσάρμοσε στη μέση βυζαντινά μοτίβα με κρήνες και πουλιά, που περιβάλλονται από δύο κυρτά στην κορυφή κυπαρίσσια, ενώ στον καναπέ που είναι πιο φαρδύς, εκτός από τα θέματα αυτά, στις άκρες έβαλε μισούς ρόδακες. Για τη ράχη των καρεκλών επέλεξε και διαμόρφωσε ένα σχέδιο από ιταλική καρέκλα εξαιρετικής λεπτότητας, ευγένειας και κομψότητας. Ελλείψει χρόνου, σχεδίασε μόνο τη ράχη και άφησε

– 160 –


Ο ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

στον ξυλογλύπτη και κατασκευαστή να κάνει τα υπόλοιπα, αφού αυτός τον διαβεβαίωσε ότι είχε σπουδάσει το έπιπλο στην Ιταλία. Το αποτέλεσμα είναι μια ράχη άξια για μουσείο και ένα ακαλαίσθητο και άγαρμπο σώμα, «όπως πολλές γυναίκες που έχουν ωραίο πρόσωπο, αλλ’ από σώμα!...», σχολιάζει. Εκείνο που επέτυχε και για το οποίο είναι υπερήφανος, είναι τα δύο πλατιά πόδια του τραπεζιού. Για τον σχεδιασμό τους δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο. Έκανε μια μεγάλη λύρα, που το κενό της έχει σχήμα αρχαίας ελληνικής υδρίας. Η εκτέλεση και οι λεπτομέρειες έχουν κομψότητα κι ευγένεια ανάλογες με τις καρέκλες. Με αφορμή τον ευκαιριακό σχεδιασμό επίπλων παρατηρεί ότι μπορεί κανείς να εργαστεί ανάλογα και στη λογοτεχνία, ν’ αντλήσει δηλαδή ωφέλιμα στοιχεία απ’ την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, τον λαϊκό πολιτισμό, την παράδοση της Δύσης και τον σύγχρονο κόσμο, με τον όρο όμως τα στοιχεία αυτά να μη παραμένουν ρόδακες και κρήνες, αλλά ν’ αφομοιώνονται και να οργανώνονται γύρω από άξονες σταθερούς, που θα έχει δημιουργήσει με πολύ μόχθο. Έχει ξεκάθαρες απόψεις επάνω σε βασικά θέματα, όπως τη διδασκαλία της ζωγραφικής. Υπάρχει η άποψη ότι ο καθένας πρέπει να ζωγραφίζει χωρίς πρότυπα. Ο μαθητής πρέπει να προσπαθεί απ’ την αρχή να «βρει τη γραφή του» και να καινοτομήσει. Ο δάσκαλος δεν διδάσκει τίποτε, αλλά παρακολουθεί τον μαθητή και συζητά μαζί του, όπως κι οι σπουδαστές μεταξύ τους. Ο Φάλκος διαφωνούσε ριζικά: «Ο εαυτός μας δεν «βρίσκεται» και δεν «ανακαλύπτεται», αφού μέσα μας δεν υπάρχει τίποτε σχηματισμένο, αλλά διαμορφώνεται αδιάκοπα, συνειδητά και υποσυνείδητα, μ’ αυτά που βλέπουμε ή υποψιαζόμαστε πως γίνονται τριγύρω μας. Αρχικά υπάρχει μόνο μια αόριστη κλίση γι’ αυτά που είδαμε κι ακούσαμε και μια επιθυμία να κάνουμε κι εμείς κάτι ανάλογο ή κάτι που, από έμφυτο εγωισμό και αρκετές φορές από ματαιοδοξία και διάθεση επαναστατική, το φανταζόμαστε καλύτερο. Αυτό σε πρώτη φάση μας καθιστά γελοίους -αφού μια μορφή γελοιότητας είναι το να νομίζεις ότι είσαι κάτι που δεν είσαι- αλλά και μας στηρίζει ψυχικά, ώστε να μην πνιγούμε κάτω από το βάρος και την υπεροχή των προγενέστερων. Έτσι ονειρευόμαστε ότι θα πάμε «πιο μπροστά» απ’ τους «παλιούς», ότι εμείς θα φτιάξουμε κάτι «καινούργιο» και «ανώτερο», χωρίς να έχουμε την παραμικρή ιδέα τι θα είναι αυτό.». Αντί γι’ αυτό, ο Φάλκος φρονεί ότι θα έπρεπε πρώτα ν’ ασκηθούμε μελετώντας την τεχνοτροπία, το ύφος και τη φιλοσοφία των μεγάλων δασκάλων, και αφού μάθουμε καλά τα πράγματα αυτά, να δούμε τι απ’ αυτά ταιριάζει στον δικό μας ψυχισμό και στη διαρκώς διαμορφούμενη φιλοσοφία μας, να το υιοθετήσουμε και να το προσαρμόσουμε στις δικές μας ανάγκες. Και ίσως κάποτε βρούμε τη δύναμη να προσθέσουμε κι εμείς μια γραμμούλα στα ήδη δημιουργημένα. Γι’ αυτό ο Φάλκος θεωρεί τα μουσεία σαν τους πραγματικούς δασκάλους της ζωγραφικής. Τονίζει ότι αν οι αρχαίοι Έλληνες μεγαλούργησαν, είναι γιατί σέβονταν την παράδοση και μαθήτευαν κοντά σε κάποιον σπουδαίο δάσκαλο. Ο καθένας έπαιρνε από τους προηγούμενους ό,τι καλύτερο είχαν, και αν είχε τα κότσια, πρόσθετε κάτι δικό του. Αυτό το λίγο το δικό του, μαζί με τα σπουδαία των άλλων που αξιοποίησε και αφομοίωσε, φάνταζε ήδη πάρα πολύ. Το ίδιο έγινε κατά τον Φάλκο και με τον κινηματογράφο. Μόλις κάποιος ανακάλυπτε κάτι ωφέλιμο κι ωραίο, αμέσως οι άλλοι το υιοθετούσαν και προχωρούσαν λίγο πα-

– 161 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ

ραπέρα. «Έτερος εξ ετέρου σοφός», έλεγαν οι αρχαίοι. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια ο κινηματογράφος, που ξεκίνησε από αφελείς φαρσοκωμωδίες, έγινε μεγάλη τέχνη. Οι ζωγράφοι των αρχών του εικοστού αιώνα με τη μανία τους να «καινοτομούν» σε όλα, ν’ αμφισβητούν την παράδοση και να μην ωφελούνται απ’ αυτήν, δεν έφτασαν την τέχνη της ζωγραφικής στα ύψη που την έφεραν άλλες εποχές. Εκτός από την ειδική σχέση με τους δασκάλους του παρελθόντος, ο νέος ζωγράφος, αν θέλει πραγματικά να προκόψει, πρέπει να διαβάζει λογοτεχνία και φιλοσοφία, για να μάθει τον άνθρωπο, να διευρύνει το πνεύμα του και να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του. Εδώ ο Φάλκος θυμάται ευχαρίστως ότι όταν ένας σπουδαστής ρώτησε τον Καθηγητή του στη Σχολή Καλών Τεχνών τι πρέπει να διαβάζει για να βελτιωθεί, εκείνος του απάντησε: «Πλάτωνα, κύριέ μου!» Με τέτοιες αντιλήψεις, ο Φάλκος περιγελάει τη μανία για «καινοτομία», που διέπει προπαντός τους ζωγράφους. Πολλοί θέλουν να δημιουργήσουν «νέες» φόρμες και «νέα» παράδοση, αρχίζοντας δήθεν απ’ το μηδέν. Αμφισβητούν όλους τους προηγούμενους σημαντικούς τεχνίτες, αγνοώντας το πανανθρώπινο και διαχρονικό της τέχνης τους. Δημιουργούν αδιάκοπα θνησιγενή «κινήματα», που πριν περάσουν δύο χρόνια άλλοι τ’ αμφισβητούν με τον ίδιο τρόπο. Μια σάτιρα του Φάλκου λέει: «κι αυτούς που κατεδάφιζαν θα τους κατεδαφίσω!». Το σύνθημα των ντανταϊστών «κάψτε τα μουσεία!» είναι στο βάθος σύνθημα όλων αυτών των «καινοτόμων». Κατά τον Φάλκο, η μανία για καινοτομία, αλλά και ο φόβος μήπως θεωρηθούν «εκτός εποχής» και μόδας κατέστρεψαν πολλά ταλέντα. Πολλοί δεν μπορούν να εκφραστούν πραγματικά με τους «σύγχρονους» τρόπους, που βέβαια γερνούν πολύ πριν φτάσουν στην εφηβεία. Ο Σεφέρης λ.χ. έλεγε πως το δικό του υποσυνείδητο -μια από τις «σύγχρονες» θεότητες- δεν παρήγε τίποτε αξιόλογο. Και -ευτυχώς γι’ αυτόν- αξιοποίησε την παράδοση. Αλλά ο Φάλκος θυμάται έναν Γάλλο ζωγράφο, που τα «μοντέρνα» έργα του σε μία έκθεση ομαδική στο Παρίσι δεν του έκαναν καμιά εντύπωση. Όταν όμως την ίδια μέρα είδε στο ατελιέ του έργα με πολλή ανθρωπιά και ζωντάνια, αλλά ζωγραφισμένα με παραδοσιακό τρόπο, έμεινε κατάπληκτος και τον ρώτησε γιατί δεν εξέθεσε αυτά τα έργα. «Μα πώς θα πουλήσω;» ήταν το παράπονο του δύστυχου καλλιτέχνη. Για τον Φάλκο στη θέση όλων αυτών των ματαιόδοξων «αναζητήσεων» πρέπει να μπαίνει η ανθρωπιά. Το ζωντανό και το ανθρώπινο πρέπει να μπουν στη θέση του «καινούργιου». Ο γνήσιος καλλιτέχνης πρέπει να σκάβει μέσα του αναζητώντας το πανανθρώπινο. Να απευθύνεται στα κύρια συναισθήματα, μα και στις βασικές ιδέες του ανθρώπου. Αν θες πραγματικά να συναρπάσεις, πρέπει ο ίδιος πρώτα να συγκινηθείς βαθιά. Κι αυτά δεν γίνονται με γραφικότητες και πόζες, με πειραματισμούς που δεν κατέληξαν σε κάτι, με παραδοξότητες και προκλήσεις, με πριμιτιβισμούς και με ναϊφισμούς, με κρυπτικότητα κι ακατανόητους συμβολισμούς, με καταργήσεις πότε του θέματος και πότε του αντικειμένου, με προβολή της αρρυθμίας και της ασχήμιας, με «έξυπνους» συνδυασμούς εικαστικών στοιχείων, κίνησης και μουσικής, που αποβλέπουν στην έκπληξη κτλ. κτλ. Όλα αυτά κατά τον Φάλκο είναι ανεξέλεγκτος συρμός, και κάνουν τον εικοστό αιώνα, όχι αιώνα αναζητήσεων και πειραματισμού, όπως πολλοί φαντάζο-

– 162 –


Ο ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

νται, αλλά αιώνα πόζας κι επιφάνειας, εφόσον δεν μιλάει ούτε στην καρδιά ούτε στο πνεύμα του ανθρώπου. Αυτά ισχύουν ειδικά για τα εικαστικά. Γιατί κατά τον Φάλκο οι λογοτέχνες τα πήγανε πολύ καλά. Οι συνετότεροι και πιο σημαντικοί δεν παρασύρθηκαν από τις «σύγχρονες» σειρήνες και συρμούς ή έκαναν μικρές παραχωρήσεις, και μας έδωσαν έργο πανανθρώπινο και διαχρονικό. Εδώ ο Φάλκος αναφέρεται με έμφαση στους λογοτέχνες Ταγκόρ, Ρίλκε, Σεν Ζον Περς, Κάφκα, Φώκνερ, Στάινμπεκ, Ντύρενματ, Μαξ Φρις, Πίντερ, Ουίλιαμς, Καμύ, Α. Μίλερ, Νερούντα, Σάμπατο, Μάρκες κ.ά. Για τη λογοτεχνία διευκρινίζει ότι ένας από τους τρόπους για να κερδίσεις τις καρδιές, είναι να σκύβεις μ’ όλη την ψυχή σου στα βάσανα και τα δράματα του κόσμου. Να υποφέρεις και να συμπάσχεις. Να περιγράφεις την απελπισία, τις αντινομίες και τα διλήμματά σου. Και φυσικά να στιγματίζεις το αντίθετο της ανθρωπιάς, το κακό και την κτηνωδία σε όλες τις μορφές της. Αυτό πιστεύει ότι έκαναν οι κλασικοί, κι αυτό κάνει κι ο ίδιος. Με τη θεωρία της τέχνης, την αισθητική, ο Φάλκος ασχολήθηκε αρκετά. Έγραψε ένα δοκίμιο για την «Τέχνη ως μίμηση», δημοσίευσε άρθρα με τίτλο «Τέχνη και φύση» και «Τέχνη και μίμηση». Στο έργο του για τον αθλητισμό έχει ένα εκτενές κεφάλαιο για τη σχέση της τέχνης με τον αθλητισμό, όπου αναπτύσσει ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες απόψεις. Η μελέτη του για την κίνηση στο έργο του Πλάτωνα περιλαμβάνει και τα εξής εκτενή κεφάλαια: «Η αρμονία και ο ρυθμός», «Η αισθητική συγκίνηση», «Η μίμηση», «Η θεϊκή έμπνευση». Σκόρπιες αισθητικές παρατηρήσεις υπάρχουν σε αρκετά σημεία των έργων του. Τον ρωτώ αν σκοπεύει να γράψει μια φιλοσοφία της τέχνης, μια αισθητική. Δεν το αποκλείει. «Αν ζήσω αρκετά», λέει. Με τον Τάσο ήμασταν πάντοτε φίλοι, αλλά «χανόμασταν» κατά διαστήματα, που μπορεί να διαρκούσαν και χρόνια. Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια πλησιάσαμε στενά, εξ αιτίας της δικής μου καλλιτεχνικής και συνάμα ερευνητικής δουλειάς. Ανέκαθεν με γοήτευε η αρχαία ελληνική αγγειογραφία, όπως επίσης και τον Φάλκο, που διδάχτηκε στο Πανεπιστήμιο και σχετικό μάθημα από τον Καθηγητή Μπακαλάκη. Σκέφτηκα λοιπόν να ζωγραφίσω επάνω σε βάζα σύμφωνα με την αρχαία αγγειογραφία, να τα σπάζω σε κάπως μεγάλα κομμάτια, να παίρνω τα βασικά κομμάτια και να τα κολλώ σε έναν πίνακα, «συμπληρώνοντας» με διακριτές γραμμές τα μέρη που δήθεν έλλειπαν. Το αποτέλεσμα πολλοί το έβρισκαν ενδιαφέρον, το ίδιο και ο Φάλκος. Ήθελα όμως τα κομμάτια που συνέθετα να είναι κατά δυνατόν «αυθεντικά», ψημένα με τους παλιούς τρόπους και με τα αυθεντικά χρώματα. Η επιθυμία αυτή με ώθησε στο να αναζητήσω τα μυστικά των αρχαίων φούρνων, όπου έψηναν τα αγγεία και το πώς επιτύγχαναν το σπάνιο αυτό μαύρο, που παρατηρούμε. Πειραματίστηκα σχεδόν είκοσι χρόνια. Σπάνια έλεγα στον φίλο μου πού έχω φτάσει. Φοβόμουν ότι δεν τον ενδιέφεραν η φυσική και η χημεία και τα προσωρινά πειραματικά δεδομένα. Όταν όμως θεώρησα πως κάπου έχω φτάσει και έπρεπε να διατυπώσω γραπτά τα αποτελέσματα της έρευνάς μου, τα βρήκα μάλλον σκούρα, γιατί δεν ανήκω σ’ αυτούς που χρησιμοποιούν με ευχέρεια τον λόγο. Απευθύνθηκα λοιπόν στον φίλο μου να με βοηθήσει. Δέχτηκε με ενθουσιασμό, και δυο-τρία χρόνια τώρα συνεργαζόμαστε για τη βελτίωση της διατύπωσης των αποτελεσμάτων της έρευνάς μου και την

– 163 –


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗΣ

αποσαφήνιση των ιδεών μου. Πρέπει να προσθέσω ότι ο Φάλκος εκτίμησε πολύ τη δουλειά μου, ώστε με παρουσίασε δύο φορές με λόγια κολακευτικά. Για το ερευνητικό μου έργο έλεγε κι εξηγούσε στο κοινό ότι έχει όλες τις απαιτήσεις σοβαρής πανεπιστημιακής έρευνας και ότι θα έπρεπε να διδάσκω στο Πανεπιστήμιο. Έκανα κάποιες κρούσεις, αλλά σκοντάφτω σε διάφορα εμπόδια. Στις Σχολές Καλών Τεχνών δεν υπάρχει τμήμα κεραμικής και αγγειογραφίας, ενώ υπάρχει σε ξένα πανεπιστήμια. Κάθομαι λοιπόν και καταστρώνω σχέδια για την ίδρυση ενός τέτοιου τμήματος. Αλλά η τύχη τους είναι αμφίβολη. Είναι γνωστό ότι στον τόπο μας δεν ενισχύεται καμιά καινοτομία. Όταν ο Φάλκος ζήτησε το 1966 να δημιουργηθεί -πρώτη φορά στον κόσμο- σχολή Δημιουργικής Λογοτεχνίας, κανένας δεν τον υποστήριξε. Και άλλες καινοτόμες εισηγήσεις του έπεσαν στο κενό της πανεπιστημιακής και της πολιτικής αβελτηρίας.

– 164 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ Όσοι γνώρισαν τον αδερφό μου παιδί έλεγαν πως μια μέρα θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος. Φαντάζομαι πως εννοούσαν ότι θα κάνει μια καλή καριέρα με ό,τι και ν’ ασχοληθεί. Για πολλά χρόνια το ότι έγραφε λογοτεχνία σχεδόν μόνο εμείς η οικογένειά του το ξέραμε. Οι γονείς μας, που δεν είχαν καμιά σχέση με τα γράμματα, νόμιζαν πως το γράψιμο είναι μια νεανική απασχόληση και εύχονταν να περάσει. Εγώ υποψιαζόμουν ότι κάτι συμβαίνει, αλλά δεν ήξερα τι. Ακόμα και σήμερα, που διαβάζω το έργο του και κριτικές γι’ αυτό, φοβάμαι ότι μόνο από διαίσθηση και όχι από γνώση αντιλαμβάνομαι τη μοναδικότητά του. Γι’ αυτό επιχειρώντας να γράψω λίγα πράγματα για τον αδερφό μου ανησυχώ μήπως τον φέρω στα δικά μου μέτρα. Θα περιοριστώ γι’ αυτό να καταγράψω μερικές πληροφορίες, εντυπώσεις και εμπειρίες, που ίσως τις αξιοποιήσουν άλλοι αρμοδιότεροι. Οι πρόγονοι της μητέρας μας κατάγονταν από τη Βόρειο Ήπειρο (Αργυρόκαστρο) και την Ήπειρο (Ζίτσα). Αλλά ο πατέρας της μητέρας μας και η ίδια γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ήδη απ’ τον παππού της Αναστάση είχαν πατρικό σπίτι. Ο προπάππους μας λοιπόν Αναστάσης, από τον οποίο πήρε το όνομα ο αδερφός μου, ήταν έμπορος και αλώνιζε τη Βαλκανική. Είχε κτήματα ακόμα και στη Ρουμανία, που τα πουλήσαμε μερικά χρόνια πριν πέσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Ο Αναστάσης είχε διάφορα μαγαζιά -ανάμεσά τους και μια ταβέρνα και ένα κρεοπωλείο- κοντά στην πλατεία Βαρδαρίου και λίγο μακρύτερα από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Το δίπατο πατρικό μας σπίτι ήταν στην οδό Προμηθέως αρ. 23, γωνία Αισώπου. Ο αδερφός μου κορόιδευε, αλλά ίσως στο βάθος κολακευόταν, που οι ασήμαντοι δρόμοι γύρω μας είχαν μεγάλα ονόματα: Προμηθέως, Αισώπου, Δάμωνος, Φιντίου, Ταντάλου, Αφροδίτης… Η μητέρα μας ήταν ορφανή από μητέρα και μεγάλωσε με έναν αδιάφορο γι’ αυτήν πατέρα και έναν μάλλον βάρβαρο αδερφό, σιδερά το επάγγελμα, που την καταπίεζε. Ο πατέρας αυτός στα νιάτα του ήταν -όπως τον περιγράφει η μητέρα μας- ο καλομαθημένος και αβρός γόνος πλουσίου πατέρα, με δικό του ιππήλατο αμάξι -παϊτόνι-, φορούσε άσπρα γάντια και πήγαινε σε γαλλικό σχολείο, πράγματα εξαιρετικά και για την εποχή εκείνη και για την περιοχή όπου ζούσαν. Δεν ήξερε να διαχειριστεί την περιουσία του, έχασε την ταβέρνα και το κρεοπωλείο, τον εγκατέλειψε η γυναίκα του και κατάντησε αλκοολικός. Η μητέρα μας ήταν άνθρωπος εξωστρεφής. Σ’ αυτό την έμοιασα εγώ, όχι όμως και ο αδερφός μου. Παράτησε το σχολείο πριν τελειώσει το δημοτικό και έμαθε ραπτική. Ας αναφέρω ένα περιστατικό από τα παιδικά της χρόνια. Έπαι-

– 165 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

ζαν, λέει, δύο αγόρια και ο ένας τίναξε στον άλλον ένα ξύλινο τσόκαρο, το τσόκαρο βρήκε το κοριτσάκι στο κεφάλι. Ο πατέρας του παιδιού που ήξερε ότι κανείς δεν νοιάζεται για το κορίτσι, αντί να το πάει στο φαρμακείο ή τον γιατρό, του έδωσε μια σοκολάτα. «Κι εγώ μασούσα τη σοκολάτα, έκλαιγα και τα αίματα έτρεχαν». Εδώ πρέπει να τονίσω ότι η μητέρα μας διηγιόταν με μεγάλη ζωντάνια. Χαιρόταν να μιλάει και το πρόσωπό της έλαμπε. Στις περιγραφές, τη φυσικότητα και τη ζωντάνια ο αδερφός μου δεν τη φτάνει. Το γράφω κι ας παρεξηγηθεί. Ίσως δεν υστερεί στους διαλόγους, που η μητέρα μας παράθετε με αφθονία για να ζωντανέψει τις διηγήσεις της. Θα πω ακόμα ότι στις διηγήσεις για επαρχιώτες έβαζε φράσεις από διάφορα ιδιώματα, μιμούμενη όχι μόνο τις λέξεις, αλλά και τον «αέρα», το «ήθος», όπως θα έλεγε ο αδερφός μου. Είχε μια φυσική «ηθοποιία». Οι φράσεις της έβγαιναν πηγαία. Εκτός από τα ελληνικά ιδιώματα, έμαθε πολύ καλά και τις γλώσσες που μιλιούνταν γύρω της, όπως τα ισπανοεβραίικα, που μιλούσαν οι γείτονές μας, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, όπως τα αρβανίτικα και τα σλαβομακεδόνικα. Μιλούσε άνετα τα ιταλικά που τα έμαθε από φίλες της, και όταν ήρθε μια χρονιά στο Βέλγιο, όπου έζησα αρκετά χρόνια με τον άντρα μου, μέσα σε λίγους μήνες που έμεινε συνεννοούνταν στα γαλλικά. Αντίθετα ο αδερφός μου παραδέχεται ότι με πολυετείς προσπάθειες έμαθε τα γαλλικά, διαβάζει, αλλά δεν γράφει, τα αγγλικά, και «σκοτώνει» τα γερμανικά. Με τη μελέτη έμαθε πολύ καλά τ’ αρχαία ελληνικά -και τις διαλέκτους- και λιγότερο καλά τα λατινικά. Βέβαια ξέρει όσο λίγοι τα νεοελληνικά, αλλά τα άλλα τα έμαθε απ’ τα βιβλία, ενώ η μάνα μας τα έμαθε απ’ τη ζωή. Αυτά τα λέω για να τονίσω ότι ο αδερφός μου κάτι πήρε και κάτι δεν πήρε από τη μητέρα μας. Η μητέρα μας ως έφηβη ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ήταν μέλος του γυναικείου συλλόγου της Θεσσαλονίκης ΑΕΚ, είχε δική της βάρκα, δική της κιθάρα και έκανε κοροϊδευτικές καντάδες στους νεαρούς, δεν άφηνε γιορτή για γιορτή, μεταμφιεζόταν, έβγαζε πλήθος φωτογραφίες, πότε με ρούχα χωροφύλακα (έστειλε κάποιον χωροφύλακα πίσω από θάμνους και της πέταξε τα ρούχα του, για να βγει φωτογραφία!), πότε επάνω στο ποδήλατό της κτλ. κτλ. Μερικές από αυτές τις φωτογραφίες τις διέσωσε ο αδερφός μου. Είχαν ξεφύγει από τον πατέρα μας, που έκαψε τις περισσότερες μόλις την παντρεύτηκε! Έπρεπε να «ξεχάσει αυτά που ήξερε», κατά την χυδαία έκφραση πολλών Νεοελλήνων. Αυτή η διάθεση για επιβολή πάνω στους άλλους ήταν κάτι που απωθούσε αφάνταστα τον αδερφό μου, που έβαζε ψηλά την ανεξαρτησία, όπως και η μητέρα μας εξάλλου, αλλά εκείνη αναγκάστηκε να υποταχτεί λόγω των συνθηκών διαβίωσης. Να πώς την περιγράφει ο αδερφός μου σε ένα νεανικό σχεδίασμα του 1958: « […] Είναι στραμμένη προς τον έξω κόσμο που από μικρή αγάπησε... Κοπελίτσα ακόμα, όταν ο αθλητισμός βρισκόταν στα σπάργανα στην πόλη μας, είναι μέλος ενός αθλητικού συλλόγου, της ΑΕΚ, που μόλις είχε ιδρυθεί. Αγοράζει βάρκα, ποδήλατο, έχει κιθάρα και παίζει για να κοροϊδέψει τις γειτόνισσες και τους νέους. Όλα της έχουν ένα χαρακτήρα εύθυμο, σφοδρό, διαβολεμένο. Τα πάντα σοφίζεται και μια καινούργια αλλαγή, για να εκπλήξει. Ξενυχτά για να τελειώσει κάποιο φουστάνι με απίθανα μέσα, που διηγείται με λεπτομέρειες […] Χρησιμοποιεί τούλια, ταφτάδες, γούνες κι εγώ δεν ξέρω τι, αλλάζει αδιάκοπα

– 166 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

εμφάνιση, όπως αλλάζει και ο τόνος της φωνής ή έκφραση των ματιών της [...] ανάμεσα στην περιγραφή αστράφτουν επεισόδια έξυπνα, κινημένα. Είναι ένα κύμα που σε παρασέρνει, ένα χαρούμενο παιχνίδισμα. Θ’ ακούσεις για τι; Για ένα χορό που δόθηκε από τους τάδε, για μια κοινή επίσκεψη. Σε παρασέρνει η γλύκα της φωνής, η ζωηράδα του τόνου, η ομορφιά του προσώπου, ο ενθουσιασμός της, η υγιεινή ανάγκη για αλλαγή, για πείραγμα, η πονηράδα των υπονοούμενων. Ο λόγος της γυναίκας αυτής που μόλις πήγε μερικές τάξεις στο δημοτικό, που αρχίζει γερμανικά και τα παρατάει -είχε μια συμπαθητική δασκάλα, που όταν έφυγε, σταμάτησαν και τα μαθήματα-, που κοροϊδεύει σε τέλεια ιταλικά τους Ιταλούς στην Πελοπόννησο αποκαλώντας τους κλέφτες και πετυχαίνει διαβατήρια για τους Έλληνες, κοροϊδεύοντας τους γραμματείς πως φοβούνται τους ανώτερούς τους, που δείχνει ελληνική περηφάνια, όταν εκείνοι ζητούν να μας ενισχύσουν, που χαριεντίζεται και λέει βρισιές κι ανέκδοτα σ’ άπταιστα ισπανοεβραίικα με τις εβραίισσες της γειτονιάς, που τους ράβει φορέματα, που πιάνει ώρες συζητήσεις στα βουργάρικα με τις γριές Γουμεντσιανές. Όλες τις γλώσσες που μιλήθηκαν εδώ τις ξέρει, ό,τι ζωντανό το υιοθετεί. Την ενθουσιάζει αφάνταστα που μπορεί να συνεννοείται με όλων των ειδών τους ανθρώπους. Οι χωριάτισσες την αγαπούν και την έχουν για δική τους. Τις πειράζει καλόκαρδα, φτάνει στην χαριτωμένη αθυροστομία, ενώ άλλοτε διηγείται ανέκδοτα, που σε κάνουν στην αρχή να τα χάνεις και μετά να γελάς ασυγκράτητα. Ο λόγος της γυναίκας αυτής είναι θαυμαστά έντεχνος. Συνδυασμένος με την αυθορμησία της ψυχής της και την ομορφιά του προσώπου, εξηγεί γιατί τόσο επιζητούν τη συντροφιά της. Η ζωηρή διήγηση διακόπτεται από λόγο σε πρώτο πρόσωπο, από αστραπές ενθυμήσεων, ποικίλλεται με κάθε στολίδι του λόγου, ποτέ φορτικά, ποτέ από υπολογισμό, από πρόθεση για ύφος -όλα αυτά τα αγνοεί. Τη μαγεύει η ηχηρή εναλλαγή των λέξεων, των σχημάτων του λόγου, που αγνοεί, μια διήγηση πλαστική μ’ εσωτερικό ρυθμό, αυτό που άλλοι προσπαθούν χρόνια να πετύχουν, δίνεται σα θείο δώρο σε μερικούς ανθρώπους. Στραμμένη προς τα έξω. Κοπελίτσα, την φανταζόμαστε, γλυκιά και λίγο αγριωπή, όπως τη δείχνει μια φωτογραφία κοντά στη μηχανή της. […]» Απ’ τις σελίδες που προηγήθηκαν και άλλες που δεν παραθέτω, ο αδερφός μου στο Χρονικό των Δικαίων, σσ. 59-60, κράτησε μόνο την τελευταία σύντομη περιγραφή. Κατά τα άλλα η μητέρα μας έχει εντελώς μεταπλαστεί. Όπως γίνεται πάντα, μία σειρά συμπτώσεων το έφερε, ώστε να συναντηθούν οι δρόμοι της μητέρας μας και του πατέρα μας. Αυτός ήταν ένας ξεκληρισμένος πρόσφυγας από τη Μικρασία. «Για σκέψου, λέει ο αδερφός μου. Εάν οι Τούρκοι δεν είχαν δολοφονήσει και ξεκληρίσει όλους τους Έλληνες της Μικρασίας, εμείς δεν θα υπήρχαμε!» Πολλές φορές μ’ εξέπληττε το πώς σκεφτόταν. Η οικογένεια του πατέρα μας είχε περάσει δράματα. Είχε μια μακρινή καταγωγή από την Κρήτη, τουλάχιστον από ένα σκέλος της, γι’ αυτό καμιά φορά ο πατέρας μου, θαυμάζοντας το μπόι μου -ήμουν ψηλότερη από τον ίδιο- με έλεγε «κρητικοπούλα», υπονοώντας ότι πήρα από την μακρινή καταγωγή τους. Πάνω σ’ αυτό, ο αδερφός μου όταν τον ρωτούσαν από πού κατάγεται, απαντούσε με κρυφή περηφάνια «από όλη την Ελλάδα». Και πράγματι οι πρόγονοί μας γεννήθηκαν και έζησαν στη Βόρειο Ήπειρο, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλονίκη, στη Μι-

– 167 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

κρασία, στη Λέσβο, στην Κρήτη και ποιος ξέρει πού αλλού. Την εποχή του ξεκληρίσματος του ελληνισμού -οι ξένες εφημερίδες εκτιμούσαν τον αριθμό μόνο των δολοφονημένων σε οκτακόσιες χιλιάδες με ένα εκατομμύριο- ο πατέρας μας ήταν ο δεύτερος από τέσσερα αδέρφια, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τον μεγαλύτερο αδερφό οι άλλοι δεν ήθελαν να τον δουν, γιατί, όπως μας έλεγε ο πατέρας μου, κατά την αποχώρησή τους, κι ενώ οι Τούρκοι δολοφονούσαν τους άμαχους στις ακτές, ο μεγάλος αδερφός κοίταξε να σώσει το τομάρι του και την αρραβωνιαστικιά του. Επιβιβάστηκε στις βάρκες εγκαταλείποντας τα άλλα αδέρφια του που ήταν πολύ μικρά και σώθηκαν τυχαία. Έλεγε ο πατέρας μας πως είδε τη μητέρα του στην ακτή ν’ αυτοκτονεί με γκρα -όπλο της εποχής-, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, που έτσι κι αλλιώς θα την βίαζαν και θα την σκότωναν. Αυτή η γιαγιά μας καταγόταν από το χωριό Παπάδος της Μυτιλήνης. Όταν κάποτε επισκεφτήκαμε το νησί, ρωτούσαμε τους γέρους μήπως κανείς την θυμόταν. Σχετικά με τους Τούρκους, ο αδερφός μου συνηθίζει να λέει: «Δεν λέω πως οι Τούρκοι και οι Γερμανοί είναι οι εγκληματικότεροι λαοί της ιστορίας. Απλώς εμείς αυτούς γνωρίσαμε στη ράχη μας. Αλλ’ απολύτως όμοιοι ήταν οι αρχαίοι Πέρσες, οι Αιγύπτιοι, οι Βησιγότθοι, οι Άραβες, οι Ταμερλάνοι και γενικά όσοι δημιούργησαν κράτη κι αυτοκρατορίες. Εγώ κοιτάζοντας έναν ήσυχο οικογενειάρχη σκέφτομαι ‘‘μπαγάσα μου, κάτω από ορισμένες συνθήκες θα γίνεις στυγερός εγκληματίας!’’. Τους μεγαλύτερους εγκληματίες των μαζικών σφαγών, ξεκληρισμών κτλ. τους δημιουργεί η θέληση για δύναμη και εξουσία.» Από μια ηλικία και μετά ο κύριος στόχος του αδερφού μου έγινε το να καταγγέλλει την έπαρση της εξουσίας κι αυτά που αναγκάζεται να κάνει είτε για να επεκταθεί είτε για να κρατήσει τα κεκτημένα. Λέει πως «όπου συγκεντρώνεται δύναμη στο τέλος θα προκύψουν συμφορές. Οι Τούρκοι, για να περισώσουν την αυτοκρατορία τους -που μετονόμασαν απλώς σε «κράτος»-, και σήμερα ακόμα δεν έχουν άλλο δρόμο απ’ το να εγκληματούν. Αλλιώς θα γίνονταν πολλά κομμάτια. Και τότε πάει η εξουσία και η δύναμη!» Με τα λίγα που είπα για τους προγόνους μας και τους γονείς μας, καταλαβαίνει κανείς από τι βάθος ψυχικό και ποια φιλοσοφία προέρχονται οι Δίκαιοι και το Τουρκές η Νύχτα. Αλλά γυρνάω στον πατέρα μας. Ο άνθρωπος αυτός με τα τεράστια δράματα στην πλάτη, έπρεπε κάπου να στεριώσει. Σ’ αυτό βοήθησε η εμφάνιση και η προσωπική επιβολή του. Ήταν μέσου αναστήματος, γαλανομάτης με μαύρα σγουρά μαλλιά, σοβαρός στο πρόσωπο, προσεκτικός στο ντύσιμό του -ένα ή δυο κουστούμια που δεν τα ταλαιπωρούσε και τα διατηρούσε χρόνια- με φωνή που όταν ήθελε ενέπνεε εμπιστοσύνη, αλλά συνήθως έβγαζε κραυγές ουρανομήκεις ανάκατες με βρισιές. Συνηθισμένος στόχος του ήταν ο πατέρας της μητέρας μας, που εμείς δεν τον γνωρίσαμε και που, όπως είπα, έχασε ένα μέρος της περιουσίας του, τον εγκατέλειψε η γυναίκα του και κατάντησε αλκοολικός από τις δυστυχίες. Τον άνθρωπο αυτό ο πατέρας μας τον έβριζε σ’ όλη τη ζωή του. Χωρίς να υπάρχει κανένας συγκεκριμένος λόγος, εκεί που καθόταν, ξεσπούσε σε βρισιές ή κάγχαζε και σατίριζε τον παππού μας. Εμείς πληγωνόμασταν, γιατί βλέπαμε ότι το έκανε για να ταπεινώσει τη μητέρα μας. Όταν οι θυμοί και οι βρι-

– 168 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

σιές του παραγίνονταν, εγώ το έβαζα στα πόδια, ενώ ο αδερφός μου έμενε εκεί, δεν ξέρω αν από θάρρος ή αν είχε παραλύσει. Μα ο πατέρας φυσικά δεν ήταν συνεχώς εξοργισμένος. Υπήρχαν εβδομάδες, μήνες, και -αργότερα που μεγαλώσαμε- χρόνια, όπου η συμβίωση ήταν υποφερτή και θα έλεγα καλή. Σε τέτοιες περιόδους φάνηκε μια σπουδαία ιδιότητα του πατέρα. Παρά τον οργίλο χαρακτήρα του και τη στάση του απέναντι στον παππού -ζωντανό και νεκρό- είχε ένα περίεργο και ισχυρό αίσθημα του δικαίου. Οι οικογενειακοί φίλοι που το παρατήρησαν αυτό, τον καλούσαν σαν διαιτητή και συμφιλιωτή. Εμείς τα παιδιά ήμασταν περήφανοι γι’ αυτό, και νομίζω ότι ο αδερφός μου κληρονόμησε τον ψυχισμό αυτό, την αγάπη του δικαίου. Εγώ είμαι μεγαλύτερη από τον αδερφό μου κατά τρεισήμισι χρόνια. Όταν γεννήθηκε ο αδερφός μου, εγώ ήμουν άρρωστη με μεταδοτική ασθένεια και βρισκόμουν αλλού μερικούς μήνες. Όταν ανάρρωσα και είδα ξαφνικά τον αδερφό μου, είπα «εγώ αυτό το παιδί θα το αγαπήσω». Ήταν ένα εντελώς ξανθό και λευκοδέρματο αγοράκι με μια μεγάλη μπούκλα στη μέση. Υπάρχουν μια-δυο φωτογραφίες που τον δείχνουν έτσι. Το προσωπάκι του ήταν ήρεμο, κάπως ντροπαλό και γλυκό. Ξεχώριζαν τα μεγάλα μάτια του, αλλά όλοι στην οικογένεια είχαμε μεγάλα μάτια. Εμείς όμως τα παιδιά είχαμε καστανά μάτια και όχι γαλανά, όπως μπορούσε να συμβεί, εφόσον ο πατέρας μας, ο πατέρας της μητέρας μας και ο αδερφός της είχαν γαλανά μάτια. Μεγαλώνοντας ο αδερφός μου τα ξανθά μαλάκια του σκούραναν, έγιναν καστανόξανθα και τέλος καστανά. Ο αδερφός μου το αποδίδει στο κλίμα της Ελλάδας, που δεν ευνοεί το ξανθό. Ένας συγγενής μας στη Γερμανία είναι πιο ξανθός από τους Γερμανούς. Αν ζούσε στην Ελλάδα, μάλλον θα γινόταν κι αυτός καστανός. Τον αδερφό μου σαν παιδάκι τον αγαπούσα πάντα, μα μερικές φορές ένιωθα ζήλια, γιατί οι γονείς μας και οι ξένοι έδειχναν μια προτίμηση γι’ αυτόν, είτε γιατί ήταν αγόρι είτε γιατί «τραβούσε» πιο πολύ. Ακόμα οι γονείς μας φέρονταν ηπιότερα στον αδερφό μου και δεν τον απειλούσαν με τιμωρίες, όπως εμένα. Είναι αλήθεια ότι ο αδερφός μου ήταν ένα ήρεμο παιδάκι, ενώ εγώ ήμουν «ζαβολιάρα» και απείθαρχη. Για ένα διάστημα λοιπόν χρειάστηκε να καταπολεμήσω τη ζήλια μου και σ’ αυτό με βοήθησαν συνετοί ηλικιωμένοι. Το 1942 φύγαμε -πλην του πατέρα μας- από την Θεσσαλονίκη, όπου θα πεθαίναμε από υποσιτισμό και καταφύγαμε για ένα διάστημα σε φιλική οικογένεια στο Κιάτο. Τους ανθρώπους αυτούς, την οικογένεια Χατούπη, τους ευγνωμονούσαμε σε όλη τη ζωή μας. Εκεί η μητέρα μας με τα ιταλικά της και τον εύθυμο χαρακτήρα της επενέβαινε στους Ιταλούς υπέρ των Ελλήνων, για να δώσουν άδειες μετακινήσεως ή να ελευθερώσουν μικροκλέφτες, εφόσον τότε πολλοί έκλεβαν για να ζήσουν. Οι Ιταλοί έρχονταν με τις κιθάρες τους στην κήπο της οικογένειας Χατούπη και τραγουδούσαν. Εμάς τα παιδιά προσπαθούσαν να μας καλοπιάσουν με γλυκά και κονσέρβες, αλλά εμείς ήμασταν δύσπιστοι. Κάποια στιγμή, πάντοτε επί κατοχής, γυρίσαμε στη Θεσσαλονίκη. Τα πράγματα έγιναν πάλι σκούρα. Ο αδερφός μου, που έτσι κι αλλιώς έτρωγε πολύ λίγο, έπαθε αδενοπάθεια. Ο πατέρας μας πήρε σβούρες και άλλα παιδικά παιχνίδια, να τα πουλήσει στα γύρω χωριά και να φέρει λίγο στάρι και λάδι, για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Αλλά στον σιδηροδρομικό σταθμό μπήκε, χωρίς να το

– 169 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

ξέρει, σε βαγόνι που προοριζόταν για γερμανούς και τον συνέλαβαν. Δεν έπρεπε να μείνει μέσα ούτε μία μέρα, γιατί μπορεί ξαφνικά να γίνονταν αντίποινα των γερμανών και να δολοφονούσαν αδιάκριτα αυτούς που βρίσκονταν στα κρατητήρια και τις φυλακές. Η μητέρα μου λοιπόν για να τη λυπηθούν, πήρε τον αδερφό μου, που τότε ήταν πέντε με έξι χρονών, και πήγε στην Κομαντατούρ, που τότε στεγαζόταν στο κτίριο της Βαλαγιάννη, απέναντι στη Μητρόπολη. Καθώς ανέβαινε τις φαρδιές σκάλες, του έλεγε: «Κλάψε, βρε!», Αλλά το κλάμα ήταν έμπνευση της στιγμής, δεν τον είχε δασκαλέψει, και γι’ αυτό δεν μπορούσε να κλάψει, έστω προσποιητά. Ήταν απλώς τρομοκρατημένος. Γιατί παρά την ηλικία του καταλάβαινε πως κάτι φοβερό μπορούσε να συμβεί, και ο αδερφός μου σε τέτοιες καταστάσεις δεν έκλαιγε, αλλά στεκόταν αποσβολωμένος. Μετά από πολλά χρόνια τις ίδιες αυτές σκάλες θα τις ανέβαινε συχνά για μερικά χρόνια, γιατί εκεί δίδασκε το μάθημα της εισαγωγής στη φιλοσοφία, ώσπου να κτιστεί το κτίριο που θα στέγαζε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Στην Κατοχή μια μέρα η μητέρα μας, συνοδευμένη από τον αδερφό μου, πήγε σε μια γειτόνισσα, να της ζητήσει μια βούρτσα του βαψίματος. Η γειτόνισσα της έδωσε τη βούρτσα από το εξωτερικό παράθυρο του ισογείου διαμερίσματός της. Καθώς την έπαιρνε η μητέρα μας, τους πλησίασε με φόρα ένας σκοτεινός άνθρωπος με ρεντιγκότα. Στο χέρι του κρατούσε ένα πιστόλι. Της είπε: «Να κάνεις τρισάγιο. Γιατί θα στ’ την άναβα από μακριά. Νόμιζα ότι γράφεις συνθήματα στους τοίχους.» Άλλοι όμως δεν ήταν τόσο τυχεροί. Τον αδερφό του φίλου μας ζωγράφου Γ. Δούκα τον σκότωσε τυχαία ένας ταγματασφαλίτης την ώρα που ο νέος έβγαινε από το σπίτι του. Χρόνια μετά έβλεπαν τον δολοφόνο να τριγυρνάει ανενόχλητος, όπως οι περισσότεροι προδότες και δολοφόνοι, εκτός από λίγους που πρόλαβαν να σκοτώσουν οι κομμουνιστές. Ακουγόταν ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις τους χρησιμοποιούσαν εναντίον των κομμουνιστών, με υπόδειξη των Άγγλων. Όλες αυτές οι αδικίες εγγράφονταν βαθιά στη συνείδηση του αδερφού μου. Την εποχή της Κατοχής βλέπαμε στους δρόμους ανθρώπους πεσμένους κάτω από ασιτία κι ακούγαμε για φρικαλεότητες σχεδόν κάθε μέρα. Για μας το χειρότερο ήταν τα αντίποινα που έγιναν στον Χορτιάτη, όπου έκαψαν στον φούρνο όλους τους άντρες του χωριού. Η μητέρα μας μάς είπε ότι είχε συναντήσει μια γυναίκα, που οι Γερμανοί είχαν κολλήσει ζεματισμένο λάστιχο στην κοιλίτσα του μωρού της. Το περιστατικό αυτό συγκλόνισε τον αδερφό μου. Το θυμάται στα πρώτα κεφάλαια των Δικαίων, αλλά και προς το τέλος του έργου, σ. 96, όπου πρόσθεσε μια δική του τρομαχτική εξέλιξη, που δείχνει για τι είχε ικανή την ανθρώπινη φύση: «Απ’ την κατοπινή εξέλιξη της ιστορίας αυτό μόνο γνωρίζουμε θετικά, πως την ώρα που η γυναίκα εκείνη, σπρωγμένη απ’ την αδικημένη της καρδιά κι από την άδική της φύση, έριχνε το μωρό στη θάλασσα με κάτι κεραμιδάκια δεμένα στ’ απαλά του χέρια, την ώρα εκείνη σε κάποια εκκλησία έψαλλαν το ‘‘Δόξα εν υψίστοις’’. Και η ντροπή του κόσμου θα συνεχιζόταν μέσα σ’ όλ’ αυτά τα χιλιοδαρμένα από την αδικία ζωντανά πτώματα, τα πεινασμένα για χαρά και λήθη, που τα κυνηγούσε και τα οιστρηλατούσε όχι κάποιο σκοτεινό προγονικό αμάρτημα, αλλά η ίδια η ανομία κι η ντροπή τους.»

– 170 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

Αυτό το «Δόξα εν υψίστοις» αποτελεί μια πρόκληση για τους ανυποψίαστους. Το 1943 άρχισαν να μαζεύουν τους Εβραίους. Εμείς στη γειτονιά μας είχαμε αρκετούς Εβραίους. Η μητέρα μας έραβε γι’ αυτούς, και τα Σάββατα, που δεν επιτρέπεται να κάνουν οτιδήποτε, έκανε γι’ αυτούς κάποιες απαραίτητες μικροδουλειές. Εγώ είχα μια φίλη που παίζαμε μαζί, την Στερινίκα. Ο αδερφός μου ήταν πολύ μικρός, για να έχει φίλους. Δεν θυμάται κανένα εβραιόπουλο. Θυμάται όμως τις λεηλασίες που έκαναν οι φτωχοί Έλληνες στα άδεια σπίτια των Εβραίων. Καθώς λεηλατούσαν ένα ψιλικατζίδικο, πετάχτηκε μια κουβαρίστρα. Ο αδερφός μου την πήρε και την πήγε στη μητέρα μας, που γέλασε καλόκαρδα, αλλά ειρωνικά. Ο πεντάχρονος αδερφός μου λέει πως καταλάβαινε πως συντελούνταν κάποια αδικία, αλλά δεν ήξερε τι. Το γέλιο της μητέρας μας τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και την άλλη μέρα έγινε κάτι που έκανε τεράστια εντύπωση στον αδερφό μου, ώστε να το θυμάται πάντα, και που δείχνει την πρόωρη διαμόρφωση της ηθικής συνείδησής του. Είδε τους δικούς μας να αφαιρούν από τα σπίτια των Εβραίων ακόμα και τα τζάμια! Αυτό για την εποχή της μεγάλης φτώχειας ήταν κάτι φυσικό. Κι εμείς στο σπίτι μας δεν είχαμε λεφτά ν’ αλλάξουμε τα σπασμένα τζάμια, και στα κομμάτια που έλειπαν βάζαμε χαρτιά, που τα κολλούσαμε με αλεύρι. Μα φαίνεται πως τη στιγμή που αδερφός μου είδε το περιστατικό συνειδητοποίησε ξαφνικά το μέγεθος της αδικίας. Σήμερα ακόμα, όταν το διηγείται, είναι έτοιμος σχεδόν να κλάψει. Πιστεύω πως γι’ αυτό στα έργα του το «ξαφνικά» και το «απότομα» παίζει σπουδαίο ρόλο. Αργότερα μάθαμε τι έγινε με τους Εβραίους. Όποιος διαβάζει τα έργα του αδερφού μου καταλαβαίνει τι έγινε μες στην ψυχή του. Αρκεί να αναφέρω το πρώτο επεισόδιο των Δικαίων, όπου ένας μηχανικός πυγμάχος λιανίζει έναν τυφλό. Χωρίς να είμαι πολύ διαβασμένη, διάβασα και εγώ τους κλασικούς μου. Θαρρώ λοιπόν ότι σε τραγικότητα, απελπισία και δύναμη δεν ξεπερνάει κανείς τον αδερφό μου, κι ας έγραψε μόνο μία σκηνή κατοχικής φρίκης. Μου είπε ότι δεν χρειαζόταν να γράψει άλλες, αφού αυτή τα λέει όλα. Με την επανάληψη το πράγμα θα χαλάρωνε και θα ξέφτιζε. Μετά ήρθε ο Εμφύλιος. Ο πατέρας μας, όπως οι περισσότεροι μικρασιάτες, ήταν βενιζελικός. Ο μεγάλος αδερφός του ήταν κομμουνιστής, αλλά δεν ήταν οργανωμένος. Ήταν από αυτούς τους μάλλον αφελείς ιδεολόγους, που δίχως πολλές γνώσεις αγόρευαν και μάλωναν στα καφενεία. Τον έπιασαν και τον έστειλαν στην εξορία. Ο πατέρας μας, μολονότι δεν τον συμπαθούσε, για χάρη των παιδιών του, πήγε στο νησί και τον έπεισε να υπογράψει δήλωση αποκηρύξεως του κομμουνισμού, οπότε τον απέλυσαν αμέσως. Τις δηλώσεις αυτές τις θυμάται ο αδερφός μου στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Εμείς τα παιδιά την εποχή εκείνη -ο Τάσος ήταν δέκα χρόνων- δεν καταλαβαίναμε τίποτε από πολιτική και κόμματα. Μονάχα απορούσαμε γιατί πολεμούν οι Έλληνες μεταξύ τους. Ανάμεσα στους συγγενείς μας και τους φίλους είχαμε θύματα κι από τις δυο πλευρές. Αναφέρονταν διάφορες φρικαλεότητες, που οι μεν τις απέδιδαν στους δε. Ως παράδειγμα, οι εφημερίδες έδειχναν έναν τάφο ομαδικό με τη λεζάντα ότι πρόκειται για θύματα των κομμουνιστών. Την ίδια ακριβώς φωτογραφία την έδειχνε άλλη εφημερίδα με την «διευκρίνιση» ότι

– 171 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

πρόκειται για θύματα των φασιστών. Ένας γνωστός μας φαντάρος του κυβερνητικού στρατού μάς είπε ότι ανασηκώνοντας από περιέργεια το κάλυμμα ενός στρατιωτικού αυτοκινήτου είδε καμιά εκατοντάδα κεφάλια ανταρτών, και έκτοτε είχε εφιάλτες. Το περιστατικό αυτό το χρησιμοποίησε ο αδερφός μου σε ένα έργο του, όπως και άλλες ιστορίες που ακούγαμε. Ό,τι αναφέρει σχετικά δεν είναι από διαβάσματα. Αργότερα ο αδερφός μου, αφού διάβασε πολλά, κι αφού άρθηκε το απόρρητο των ξένων κυβερνητικών εγγράφων, συμπέρανε ότι ο Εμφύλιος, με τις χιλιάδες θύματα και δράματα ήταν αποκλειστικά έργο ενός φανατικού ανθρώπου, του Τσόρτσιλ, που έκανε το παν να βγουν οι κομμουνιστές στο βουνό, για να τους εξοντώσει. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα πρακτικά του αγγλικού κοινοβουλίου, όπου ο Τσόρτσιλ λέει ότι οι Άγγλοι οφείλουν να ξεκινήσουν τον Εμφύλιο, ενώ οι αντίπαλοι του απαντούν ότι πρέπει να σκεφτεί την ιστορία, γιατί θα έχει το βάρος της αιματοχυσίας. Φαίνεται κι από τα απομνημονεύματα του Ντε Γκολ, απ’ τον οποίο ζήτησε επίσης να εξοντώσει τους κομμουνιστές. Ο Ντε Γκολ του απάντησε ότι δεν θα πειράξει ούτε μια τρίχα ενός Γάλλου. Εδώ στην Ελλάδα κανείς δεν τόλμησε ν’ αντιταχθεί φανερά και να καταγγείλει τα σχέδια του Τσόρτσιλ. Κανείς δεν τάχτηκε αναφανδόν υπέρ της συμφιλίωσης. Τον Κανελλόπουλο, όπως ο ίδιος γράφει, τον βολιδοσκόπησαν αν θέλει τον Εμφύλιο, κι όταν κατάλαβαν πως όχι, τον απέκλεισαν από πρωθυπουργό. Αλλά δεν κατήγγειλε το γεγονός και δεν αγωνίστηκε υπέρ της συμφιλίωσης. Αναζητήθηκαν και βρέθηκαν εκατέρωθεν, ενισχύθηκαν, υποστηρίχτηκαν και προβλήθηκαν τα ντόπια κτήνη, ακόμα και ιεράρχες. Ο Εμφύλιος βόλευε βέβαια και τους Ρώσους, που θα είχαν αλλού απασχολημένους τους δυτικούς. Αργότερα οι κοντόφθαλμοι Έλληνες κατηγορούσαν οι μεν τους δε για τον Εμφύλιο, ξεχνώντας εντελώς ότι το κύριο βάρος της αιματοχυσίας πέφτει κυρίως στον υποκινητή και εκτελεστή Τσόρτσιλ, που ήρθε ο ίδιος στην Ελλάδα, για να επιβλέψει προσωπικά την αιματοχυσία. Οι Έλληνες στρατηγοί έλεγαν στον αρχιστράτηγό του παραδίδοντας στα χέρια του τον ελληνικό στρατό: «Κύριε, ιδού ο στρατός σας!» Γι’ αυτούς τους λόγους ο αδερφός μου, που είναι υπέρμαχος της συμφιλίωσης και της ειρήνης, κατατάσσει τον Τσόρτσιλ στην ίδια κατηγορία με τον Χίτλερ και τον Στάλιν, και έγραψε εναντίον του ένα φοβερό ποίημα-επιτύμβιο: «μέσα στην σύγχυση / την αναρχία των καιρών / υψώθηκε σαν το μενίρ / γκάνγκστερ φιλόσοφος πολιτικός / άρχοντας των νημάτων / ήρεμος / λοβοτομημένος». Υπενθυμίζω ότι οι ψυχίατροι λοβοτομούν (κόβουν τον μισό εγκέφαλο) τους παράφρονες εγκληματίες. Στα 1944 οι σύμμαχοι βομβάρδισαν τις βάσεις των Γερμανών στην πόλη μας, κυρίως το λιμάνι. Το σπίτι μας δεν ήταν και πολύ μακριά. Να φύγουμε απ’ την περιοχή δεν προλαβαίναμε, γιατί οι βόμβες έπεφταν αδιάκοπα στα σπίτια και στους δρόμους. Το σπίτι μας ήταν από ξύλα και σοβάδες (μπαγδατί), και δεν θα μας προστάτευε από τις βόμβες. Έτσι καταφύγαμε στο μικρό υπόγειο ενός γειτονικού μαγαζιού, που είχε πλάκα από μπετόν. Εκεί ακούγαμε τις βόμβες να πέφτουν γύρω μας και να γκρεμίζονται τα σπίτια. Περιμέναμε τη σειρά μας, αλλά τη γλιτώσαμε. Όταν βγήκαμε από το υπόγειο, είδαμε γύρω σπίτια γκρεμισμένα. Σε μερικά έμειναν μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι. Τα γεγονότα αυτά και οι εικόνες ενέ-

– 172 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

πνευσαν στον αδερφό μου τα μισογκρεμισμένα σπίτια και τις ερειπωμένες εκκλησίες, που περιγράφει στα έργα του. Βέβαια τους έδωσε νόημα πολύ ευρύτερο, συμβολικό. Είναι ο ερειπωμένος πολιτισμός μας: «Λιγάκι παρακάτω παρατήρησε μια ασυνήθιστη κίνηση. Πεντέξι εργάτες καταγίνονταν να ρίξουν τον εξωτερικό τοίχο από μια παλιά εκκλησία, που είχε πια καταστραφεί από τον χρόνο και την πυρκαγιά. Η εκκλησία αυτή κάποτε ήταν όλο φως. Την κατοικούσαν τόσοι άνθρωποι γεμάτοι πίστη και ελπίδα. Μα σήμερα ήταν ένα ερείπιο σβησμένο, με τρύπες ανοιγμένες προς το χάος. […] »Βαδίζοντας σκεφτόταν πάντοτε την εκκλησία. Εκείνο το περίεργο και τραγικό ερείπωμα, η κατεδάφιση μετά, πως πήρανε τα τούβλα και τα ξύλα, το ακατανόητο κι άχρηστο πια κομμάτι από τοίχο που απέμενε πάνω στη γη, τα λησμονημένα στο βάθος θεμέλια... Όσο τα γύριζε όλα αυτά μες στο μυαλό του, έπαιρναν άλλες διαστάσεις.» (από το Χρονικό των Δικαίων, σσ. 31-33). Στα χρόνια του Εμφύλιου συνέβη στον αδερφό μου το εξής περιστατικό, που τον σημάδεψε δια βίου. Έπαιζε με τους φίλους του και τους συμμαθητές του στην απόληξη του σιδηροδρομικού σταθμού, εκεί που αποθήκευαν τα τρένα ή έκαμναν αργά μανούβρες. Τα παιδιά γύριζαν ο ένας εδώ και ο άλλος εκεί τα κλειδιά που αλλάζουνε γραμμή. Ο αδερφός μου δεν θυμόταν καν αν γύρισε κι αυτός κάποιο κλειδί. Συνέχισαν να παίζουν εκεί πέρα, γιατί δεν κατάλαβαν ότι έκαναν κάτι που δεν έπρεπε. Φαίνεται όμως ότι έγινε κάποιο ατύχημα, και δυο σιδηροδρομικοί έπιασαν τον αδερφό μου, που δεν έτρεξε να φύγει, κι αντί να τον πάνε στην αστυνομία, τον έδειραν μέχρι λιγοθυμίας, για να «ομολογήσει» ποιος τον έβαλε να κάνει «σαμποτάζ»! Ο δεκάχρονος αδερφός μου λίγο έλειψε να παραφρονήσει από το ξύλο. Ενώ ήταν πεσμένος κάτω, λιπόθυμος από τα χτυπήματα, οι κομμουνιστοφάγοι του έριχναν νερό, για να συνέλθει, και τον ξαναχτυπούσαν. Η ζημιά στο τρένο θα ήταν ασήμαντη, γιατί δεν ζήτησαν καν το όνομα του αδερφού μου, δεν κάλεσαν τους γονείς μας και δεν κατέγραψαν τίποτε. Διόρθωσαν απλώς κάποια μικροζημιά. Και επιπλέον τα «σαμποτάζ» δεν γίνονται εκεί που τα τρένα είναι σταματημένα. Έπρεπε όμως κάπου να εκφράσουν το αντικομμουνιστικό τους μίσος. Το ψυχικό τραύμα που προκάλεσαν σε ένα ανύποπτο, υπερβολικά ευαίσθητο και λεπτεπίλεπτο παιδί, όπως ο αδερφός μου, δεν θεραπεύτηκε ολότελα ποτέ. Φαίνεται πως στα χρόνια αυτά και εξ αιτίας των γεγονότων που περιέγραψα και άλλων που παραλείπω, άρχισε να σχηματίζεται η θέληση του αδερφού μου να πολεμήσει το κακό και την αδικία μ’ όλη τη δύναμή του. Το αίτημα για Δικαιοσύνη είναι κυρίαρχο στα περισσότερα έργα του. Για τον βομβαρδισμό της πόλης μας, ο αδερφός μου παρατηρεί ότι ο Ιωάννου, ένας άξιος λογοτέχνης της πόλης μας, τον έβλεπε από μακριά και τον περιέγραψε, ενώ εμείς τον ζήσαμε στο πετσί μας. Παρόμοια αυτός ο λογοτέχνης γοητεύτηκε σαν επισκέπτης από τον σιδηροδρομικό σταθμό, του άρεσε να φωτογραφείται εκεί και τον περιγράφει με γραφικότητα. Ο αδερφός μου λέει ότι αυτή είναι η διαφορά τους σαν λογοτέχνες. Ο Ιωάννου είναι θεατής, επισκέπτης και περιγραφικός, ενώ ο ίδιος μιλάει από «μέσα», είναι δραματικός και τραγικός. Ανάμεσα στα σχέδια για διηγήματα και νουβέλες του αδερφού μου υπάρχει και ένα με τον τίτλο Μαρία, έργο που εγκατέλειψε, γιατί, με την αρχική τουλά-

– 173 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

χιστον σύλληψη και μορφή, του φαινόταν αδύνατο. Αλλά στο έργο αυτό υπάρχει και ένα παιδί, που τα χαρακτηριστικά του ταιριάζουν από αρκετές απόψεις με εκείνα του αδερφού μου ως παιδιού: «Από τα πρώτα χρόνια στο δημοτικό ξεχώρισε απ’ όλους τους συμμαθητές του με την ήρεμη και συνεσταλμένη ευφυΐα του. Αυτή η διάκριση, που προπορεύτηκε πολύ απ’ τις πραγματικές του επιδόσεις, οφειλόταν σε κάποια ιδιαίτερη ακτινοβολία της φύσης του, που έκαμνε αργότερα τον διευθυντή να πει πως το παιδί αυτό ήταν ο καλύτερος μαθητής που πέρασε απ’ το σχολείο τους, ενώ δεν ήταν. Δεν είχε καν άριστα και μαθητές καλύτεροι υπήρχαν. Γύρω στα δέκα του χρόνια ήταν το αγαπημένο παιδί του δασκάλου και το είδωλο των συμμαθητών του, που επέμεναν να τον κηρύξουν αρχηγό της τάξης. Αλλά εκείνος προτιμούσε να στέκεται μακριά. Δεν άρεσε στην άδολη καρδιά του να εξουσιάζει. Και αρχηγία δίχως εξουσία δεν μπορούσε να την φανταστεί. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι λόγοι. Αισθανόταν να τον χωρίζουν σημαντικές διαφορές απ’ τ’ άλλα τα παιδιά. Βέβαια και που έπαιζε μαζί τους σαν μικρός χωριάτης, και τσάκωνε τους πάντες στο κυνηγητό ή πήδαγε απίστευτους για την ηλικία του πήδους με κείνη την παλαβή κι άτσαλη φόρα που έπαιρνε το ελαστικό κορμί του. Αλλά απέκλειε το να γίνει αρχηγός αυτών που άρχιζε πια να μην πολυκαταλαβαίνει, που απορούσε για το αδύναμο μυαλό τους, που δεν τους έπιασε ποτέ να κάνουν μια σκέψη της προκοπής ή να θαυμάσουν κάτι άξιο λόγου, αυτών που ούτε υποψιάζονταν πως τον πλήγωναν αδιάκοπα! »Τούτη η περηφάνια και η φυσική του τάση για μόνωση και περισυλλογή που εκδηλωνόταν ιδίως μετά από στιγμές ξεφάντωσης τον έκαμνε ν’ αποφεύγει τους άλλους όλο και πιο πολύ και να κλειστεί στον εαυτό του και στα διαβάσματά του. Αλλά στο βάθος του κανέναν δεν περιφρονούσε. Όταν μιλούσε σε κάποιον, έστω και στον χειρότερο, το ’καμνε μ’ όλη την απροσποίητη αιδημοσύνη κι ευθύτητα της καρδιάς του, έτσι που οι χειρότεροι ίσα-ίσα τον αγαπούσαν πιο πολύ. Μα όταν ήτανε να παραβρεθεί σε κάποια ποταπότητα, αυτοί που φταίγανε δεν βρίσκαν έλεος στα μάτια του.» Από παιδί ακόμα ο αδερφός μου είχε περίεργες ανησυχίες, που θα τις έλεγα «μεταφυσικές» και που εγώ δεν καταλάβαινα. Καμιά φορά παραξενευόταν από το γεγονός ότι ζούσε. Δεν επαναστατούσε, δεν φοβόταν, δεν ήθελε να πεθάνει. Ένιωθε μια ταραχή και μία αγωνία. Αλλά τα πράγματα αυτά τα έγραψε ο ίδιος για τον μικρό του ήρωα που ανέφερα προηγουμένως: « […] Η ίδια εκείνη ταραχή που καμιά φορά τον καταλάμβανε στη σκέψη ότι ζούσε. Πρώτη φορά την ένιωσε πολύ μικρό παιδί […] Πήγαινε τότε στην 3η ή 4η του Δημοτικού. Δεν πάει πολύς καιρός που πετάχτηκε από τον ύπνο του, για να ξεφύγει από έναν τρομερό γκρεμό. Ζούσε! Τι σήμαινε αυτό; Τι ήτανε οι άλλοι; Οι σκέψεις τού έφερναν ίλιγγο, ο ίλιγγος τού έφερνε σκέψεις. Έπρεπε να προλάβει, να γλιτώσει! Ψηλαφούσε το σώμα του, για να βεβαιωθεί γι’ αυτό. Αλλά και η σωματικότητά του τον τάραζε ακόμα πιο πολύ. […] Στην άκρη αυτή κάθε ψευτιά διαλυόταν σαν ονειροφαντασιά. Κι ίσως αυτό να τον προφύλαξε από το να ψευτίσει πρόωρα και τον βοήθησε να περισώσει ό,τι γινόταν από την αγνότητά του. […] »Στο μεταξύ υπήρχαν οι εχθροί κι η βαρβαρότητα. Τα κάστρα που υψώ-

– 174 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

νονταν κοντά τους τι άλλο μαρτυρούσαν; Επιδρομές, επιδρομές. Κι άλλες επιδρομές! Τρεις καταλήψεις, μια σκλαβιά πέντε αιώνων, μια κατοχή που την γνωρίσανε στα τρυφερά τους χρόνια. Θα είχαμε και συνέχεια;» Λιγάκι παρακάτω αναφέρεται σε μια άλλη πλευρά του εαυτού του, την μυστική και ποιητική: «Όταν δεν ήταν ταραγμένος, ο κόσμος και η ύπαρξη τού φαίνονταν σαν ένα μυστήριο, πως όλα πλάστηκαν να ’ναι αξήγητα. Μπορούσαμε να βλέπουμε, μα όχι και να κρίνουμε ή να επεμβαίνουμε. Πως είμαστε εδώ όχι για να χαρούμε, να τιμωρηθούμε ή να δράσουμε, μα μόνο για να δούμε. Ένα γαλήνιο βλέμμα που κοιτάζει το άγνωστο. Χαμογελά σα να το κατακτά -αυτό ήταν το στίγμα της ιδιοσυγκρασίας του- και τ’ αφήνει πάλι να βυθιστεί σαν άγνωστο, απλώς ευρεμένο και ιδωμένο. Ίσως η αίσθησή του, το απώτατο γνωστικό του όργανο, ίσως να είχε κάτι το φυτικό. Ένα λουλούδι που κοιτάζει τ’ άλλα. Όλα αυτά τον έσπρωχναν να μείνει μακριά απ’ τη ζωή κι από τη δράση. » Αλλά η πραγματικότητα, αυτή που έφτιαξαν οι άνθρωποι, ήταν σκληρή, αντίθετη από τον κόσμο της ψυχής του. Σκαλίζοντας την τρυφερή συνείδησή του δεν έβρισκε παρά πληγές και ξεριζώματα. Μια μακριά σειρά στα πεσμένα συντρίμμια…» Και ως σχέδιο για περαιτέρω επεξεργασία σημειώνει: «Η δραματική πορεία της τρυφερής κι ευαίσθητης συνείδησης ανάμεσα στη ζωή, το ξέκομμά της απ’ το γύρω περιβάλλον. Η πάλη ησυχαστικής και αγωνιστικής διάθεσης, τα σπέρματα ενός «προσώπου», του δίκαιου ατόμου. Συνδυασμός ιδανικού-πραγματικότητας.» Κι ακόμα: «Αυτός θα πολεμούσε κάθε στοιχείο χαοτικό και άμορφο του χαρακτήρα του. Δεν θ’ άφηνε ποτέ να βυθιστεί. Ακόμα και η ιδέα της μεταμόρφωσης, που τόσα χρόνια τον είχε συγκινήσει, του φαινόταν τώρα υπερβολικά χαοτική και σπηλαιώδης. Υποψιαζόταν πως ακόμα και η μυωπία που τον απειλούσε ήταν κι αυτή μια εγκατάλειψη.» Θα έλεγε κανείς ότι εδώ έχουμε την περιγραφή των παιδικών και νεανικών χρόνων του Τηλέμαχου των Δικαίων, του σπουδαιότερου alter ego του αδερφού μου. Μετά το δημοτικό σχολείο ο αδερφός μου πέρασε με εξετάσεις στο πρότυπο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, που ήταν ένα από τα καλύτερα σχολεία της Ελλάδας. Όπως μας είπε ο διευθυντής, πέρασε κυρίως με την έκθεση. Σαν μαθητής ήταν μέσου τύπου. Διακρινόταν πάντα στις εκθέσεις. Κάτι κατάφερνε και με τα αθλήματα, το τρέξιμο και το πήδημα, γιατί τον βοηθούσε η φυσική κατασκευή του, που κληρονόμησε απ’ τη μητέρα μας, αλλά δεν προπονιόταν διόλου. Στις μεσαίες τάξεις ξεχώρισε στα μαθήματα, αλλά ξανάπεσε μετά στον μέσο όρο. Ο λόγος του σκαμπανεβάσματος ήταν η κακή του εφηβεία και το ότι διάβαζε ακατάπαυστα εξωσχολικά βιβλία. Θα μιλήσω πρώτα για την εφηβεία του. Ο αδερφός μου ήταν ένα παιδί βαθύτατα αγνό. Είχε μια καθαρή κρυστάλλινη ψυχή, που την υπερασπιζόταν απέναντι στη χοντροκοπιά και τη μοχθηρία που τον περιέβαλλε. Ακόμα η ψυχή

– 175 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

του ήταν γεμάτη σεβασμό, αλλά δεν έβρισκε πού να αφιερώσει τον σεβασμό αυτό. Δοκίμασε τα θεία και το κατηχητικό, αλλά η οξυδέρκεια και το ρεαλιστικό του βλέμμα -που εξισορροπούσε μέσα του τον ιδεαλισμό- τον έκαμνε να βλέπει πολλή και ενοχλητική υποκρισία στην περιοχή αυτή. Μερικά θρησκευτικά βιβλία που διάβασε του φάνηκαν ακόμα πιο υποκριτικά, εκτός πραγματικότητας και ψεύτικα. Να βρει δασκάλους φωτισμένους δεν είχε δυνατότητα. Αργότερα θα βρει πού έπρεπε ν’ αφιερώσει τον έμφυτο σεβασμό του. Το αντικείμενό του θα γίνει η ίδια η ζωή, σε όλες τις μορφές της. Εξάλλου και στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, το σπουδαιότερο σύγγραμμά του είναι η Αιδώς, ο σεβασμός δηλαδή, το κύριο στήριγμα των αξιών, που την εξετάζει όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά σαν πανανθρώπινο φαινόμενο. Δίπλα στον σεβασμό και σε άμεση συνάρτηση μ’ αυτόν είναι η ντροπή. Κατά τον αδερφό μου, ντροπή αισθανόμαστε όταν παραβιάσαμε ή σκεφτόμαστε να παραβιάσουμε κάποιες αρχές ή αξίες που σεβόμαστε. Ακραίο ψυχικό φαινόμενο είναι η ντροπαλότητα, η αιδημοσύνη, που αισθάνεται κανείς χωρίς να έχει παραβιάσει ή να σκέφτεται να παραβιάσει τις αρχές του. Ακραία λεπτότητα κι ανησυχία της καθαρής ψυχής μήπως την θεωρήσουν ύποπτη και λερωμένη. Στον αδερφό μου η ντροπαλότητα ήταν υπερβολική, σχεδόν παθολογική, αφού κι ο ίδιος υπέφερε απ’ αυτήν. Για να κοιτάξει κάποιον κατά πρόσωπο, έπρεπε κάθε φορά να υπερνικά την φυσική του συστολή. Στον δρόμο βάδιζε συνήθως με χαμηλωμένα μάτια. Με τα χρόνια και με συνειδητή προσπάθεια το ξεπέρασε αυτό, αν και όχι εντελώς. Και σήμερα ακόμα αποφεύγει να κοιτάξει στα μάτια τους άλλους. Με ένα σύντομο βλέμμα με τα γεμάτα νόηση μάτια του αντιλαμβάνεται αμέσως με ποιον ή με ποια κατάσταση έχει να κάνει. Μια ξένη κοπέλα τον πρόσβαλε λέγοντας ότι το φευγαλέο βλέμμα του προδίδει ενοχή ή πονηρία, κι αυτός της απάντησε ότι το να κοιτάζεις τον άλλον σταθερά στα μάτια προδίδει έλλειψη ευγένειας, πρόκληση ή επιθετικότητα, αναλόγως. Ένα χωρίο απ’ το Χρονικό των Δικαίων εικονογραφεί παρόμοιες στάσεις, σε ανώτερο βέβαια και τραγικό σχεδόν επίπεδο. Στην έξαρση των διλημμάτων και των αντινομιών του ο ήρωας συναντά έναν καθολικό παπά. Να πώς τον περιγράφει (σ. 72): «[…] Γιατί το βλέμμα του στρεφόταν με πείσμα προς τα μέσα, άγνωστο σε τι κόσμο, ενώ με δυσαρέσκεια και επιφύλαξη […] δοκίμαζε τα έξω. Ήταν ένα βλέμμα με απόλυτη ευκαμψία κι ευκολία να μη βλέπει τίποτε, έστω και αν προσηλωνόταν κάπου. Δεν ήξερες αν ξεπερνάει το αντικείμενο ή στέκεται πριν απ’ αυτό. Ο Τηλέμαχος τον κοίταξε έντονα και με τέτοιο πάθος, ώστε ο γέρος αναγκάστηκε να τον αποδεχτεί. Χαμήλωσε τα μάτια του, αλλά με ασύγκριτη απλότητα, σαν να ’θελε να δείξει πως δεν ήταν σωστός ο τρόπος που τον κοίταζαν. Ήταν μια απαλά διδακτική ντροπή. έτσι τουλάχιστον μπορούσες να την πάρεις. Ο Τηλέμαχος χαμήλωσε κι αυτός το βλέμμα του. - Είσαι δυστυχισμένος, τέκνον, μουρμούρισε ο γέρος σκύβοντας το κεφάλι του που ήταν ήδη γερμένο αρκετά, και ετοιμάστηκε να φύγει.» Απ’ το χαμήλωμα των ματιών και το σκύψιμο του κεφαλιού αντιλαμβάνεται κανείς ότι έχει να κάνει με δύο αιδήμονες ανθρώπους, με δυο συγγενικές ψυχές.

– 176 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

Κι εγώ τουλάχιστον διακρίνω εδώ ολοκάθαρα τον αδερφό μου. Όταν λοιπόν οι ερωτικές ορμές εισέβαλαν ξαφνικά στην εφηβεία, συγκρούστηκαν άγρια με την αγνότητα και τη ντροπαλοσύνη του. Στη σύγκρουσή του με το εχθρικό για την υπόστασή του περιβάλλον, προστέθηκε μια σύγκρουση εσωτερική, που φαίνεται ότι ήταν φοβερή, αν κρίνω από το γεγονός ότι σ’ όλη την εφηβεία του ήταν γεμάτος σπυριά, ήταν αδιάκοπα σκυθρωπός κι έδειχνε απελπισμένος. Στο Χρονικό των Δικαίων γράφει συνοπτικά (σ. 38): «Όταν ήταν σχεδόν παιδί, η σεξουαλικότητα είχε ορμήσει μέσα του σαν βάρβαρος παρείσακτος που παραμέριζε τα οικεία, την τρυφερότητα και την αγνότητα. Αυτή η λαγνεία μ’ όσα του υπέβαλλε, τον γέμιζε ντροπή, και τελικά κατάστρεψε τα εφηβικά του χρόνια.» Παρόμοια στο έργο του Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο γράφει: «Η σεξουαλικότητα εισέβαλε στον κόσμο μου σαν ένας ξένος. Την ένιωσα σαν προσβολή για την αγνότητά μου. Πάντοτε καταπολεμούσα τις επιθυμίες μου. Δεν μπόρεσα ποτέ μου να συμβιβαστώ. Έτσι από πολύ νωρίς φορτώθηκα με άλυτα προβλήματα και αντιθέσεις.» (σ. 123). Όταν διάβασε τον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, μου είπε: «Βρήκα μια αδερφή ψυχή!». Ο βασικός του ήρωας, ο Τηλέμαχος, έχει κάτι από τον αθώο Ίωνα, τον Ιππόλυτο και τον Χριστό. Κι αυτά δεν είναι μίμηση και προαπόφαση, αλλά συγγένεια πηγαία. Εγώ τον παρότρυνα να ξεπεράσει την φυσική συστολή του και να φλερτάρει με συνομήλικά του κορίτσια, που δεν έλειπαν. Μάλιστα υπήρχαν ένα-δυο που τον καλόβλεπαν, εφόσον είχε πρόσωπο ευγενικό, αρρενωπό, μεγάλα μάτια, ήταν ψηλός και σοβαρός. Βγήκε μια-δυο φορές με κάποιο ευγενικό κορίτσι, αλλά η αιδημοσύνη τον εμπόδισε να πιάσει έστω το χέρι της, όπως τον συμβούλευα. Ντροπή και σεβασμός για τη γυναικεία φύση τον παρέλυαν. Έτσι ο αδερφός μου στερήθηκε για πολλά χρόνια μια από τις βασικές χαρές της ζωής. Ένιωθε πάντα στερημένος και καταπιεσμένος. «Πώς να γράψω ερωτική φιλολογία και πώς να περιγράψω τις γυναίκες, μου έλεγε. Σε μένα όλα πήγαν στραβά.» Πριν να μπει στο Πανεπιστήμιο ο αδερφός μου ήταν ένας μικρός σοφός. Διάβαζε ακατάπαυστα λογοτεχνία, φιλοσοφία, μελέτες για την τέχνη, ήταν κυριολεκτικά παμφάγος. Αφομοίωνε ό,τι ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία του και απέβαλε τα υπόλοιπα. Ό,τι δεν τον ενδιέφερε, δεν θυμόταν καν αν το διάβασε. Αστειευόμενος έλεγε ότι είχε βάλει στόχο, πριν βγάλει το γυμνάσιο, να έχει διαβάσει χίλια βιβλία. Το επέτυχε ασφαλώς όχι πολύ μετά. Εγώ επωφελούμουν απ’ τις γνώσεις που αποκτούσε, γιατί συχνά μου περιέγραφε με γλαφυρότητα την ουσία των έργων που διάβασε. Είχε από τότε την θαυμαστή ικανότητα τα δύσκολα θέματα να τα παρουσιάζει απλά και φυσικά. Όλη σχεδόν τη μόρφωσή μου την οφείλω στις αναλύσεις που μου έκαμνε ο αδερφός μου. Δεν διάβαζε από περιέργεια ή από απλή αγάπη. Τα έργα του Ντοστογιέφσκι τον συγκλόνιζαν, ενώ ορισμένα διηγήματα του Τσέχωφ και του Γκόρκι τον έκαμναν να κλαίει. Εγώ του έλεγα: «αν είναι να ταράζεσαι τόσο πολύ, καλύτερα να μη διαβάζεις!». Αλλά και με τους δικούς του ήρωες και τα «παθήματά» τους συχνά δακρύζει. Πάει να μας διηγηθεί τι έγραψε, και πριν το πει βουρκώνει. Όλα αυτά που γράφει τα ζει πολύ βαθιά. Και φαίνεται πως βρήκε τρόπους να μεταδώσει τη συγκίνησή του, γιατί πολλοί χαρακτηρίζουν τα έργα του συγκλονιστικά. Παράλληλα με τη λογοτεχνία, αγαπήσαμε τον κινηματογράφο, ιδίως τον

– 177 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

ιταλικό νεορεαλιστικό του Ντε Σίκα, του Φελίνι, του Βισκόντι. Στο φινάλε του Κλέφτη ποδηλάτων, εκεί που ο απελπισμένος ήρωας ταπεινώνεται επιπλέον μπροστά στο παιδί του, ο αδερφός μου έκλαιγε. Όταν μετά από πενήντα χρόνια αγόρασε την ταινία αυτή και πήγε να την παίξει στο σπίτι του, σταμάτησε την προβολή και άρχισε να κλαίει -παρασέρνοντας και τη γυναίκα του- καθώς θυμόταν το φινάλε. Είδαμε άπειρες φορές το Λα στράντα και τις Νύχτες της Καμπίρια του Φελίνι. Στα έργα αυτά η βαθύτατη ανθρωπιά του αδερφού μου έβρισκε το αντίστοιχό της. Γιατί δεν νομίζω πως υστερούν πολύ αφηγήματά του, όπως «Το σκοινί», «Ο άνθρωπος ξωκλήσι», «Η προσευχή», «Ο δάσκαλος» κ.ά. Εκτός από τον ιταλικό κινηματογράφο, αγαπήσαμε τα έργα και άλλων ξένων σκηνοθετών και ηθοποιών, όπως τον Πολίτη Καίην του Όρσον Ουέλες, το Λιμάνι της αγωνίας και το Βίβα Ζαπάτα του Ελία Καζάν, τα έργα του Ρενουάρ, του Ρενέ Κλαιρ, του Αϊζενστάιν, του Φριτς Λαγκ, του Καρλ Ντράγιερ, του Μπέργκμαν, του Κουροσάβα κ.ά. Με όλους αυτούς ο αδερφός μου βρίσκει διάφορες πνευματικές συγγένειες, και επιπλέον λέει ότι ο κινηματογράφος τον επηρέασε πολύ στην τέχνη του. Πολλοί τον παροτρύνουν να κάνει τα έργα του σενάρια. «Μα είναι σενάρια, τους λέει, αλλά ποιος θα τ’ ανεβάσει;» Του υποδεικνύουν τον Αγγελόπουλο και τον Βούλγαρη. «Αυτοί έχουν δικά τους θέματα», λέει, και με την συνηθισμένη του αδράνεια ως προς την αξιοποίηση των έργων του δεν κάνει τίποτε απολύτως. Πριν μπει στο Πανεπιστήμιο, τη χρονιά που δεν έδωσε εξετάσεις, ο αδερφός μου διάβασε τον Όμηρο στο πρωτότυπο. Παράλληλα διάβαζε μαθηματικά, για να δώσει εξετάσεις για το Πολυτεχνείο. Η σκέψη του ήταν η εξής. Να αναλάβει ως μηχανικός μερικές οικοδομές, να αποκτήσει σε δέκα ή δεκαπέντε χρόνια τα ελάχιστα έσοδα που του χρειάζονταν για να ζήσει, και μετά να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Επικράτησε όμως η ανησυχία του μήπως στο διάστημα αυτό απομακρυνθεί πολύ από τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό έδωσε τελικά απροετοίμαστος εξετάσεις στη φιλοσοφική και τη νομική. Πέρασε και στις δύο. Οι σχέσεις του αδερφού μου με τις καλές τέχνες ήταν πάντα πολύ καλές. Για τη λογοτεχνία δεν το συζητώ. Επάνω στη ζωγραφική είχε πολύ μεγάλες γνώσεις. Τον συγκινούσαν βαθύτατα ο Ρέμπραντ, ο Θεοτοκόπουλος, ο Γκόγια, ο Ρουώ και άλλοι με τους οποίους ένιωθε ψυχική συγγένεια. Ο ίδιος ζωγράφιζε αρκετά καλά, αλλά μετά το γυμνάσιο σταμάτησε να ζωγραφίζει, γιατί με τη ζωγραφική δεν μπορούσε να εκφράσει αυτά που ήθελε και όπως τα ήθελε. Στη γλυπτική ήταν συνεπαρμένος με τον Ροντέν, που τον κατέτασσε στη ίδια κατηγορία με τον Φειδία και τον Μιχαήλ Άγγελο. Την αρχιτεκτονική την αγαπούσε κάποτε ήθελε να γίνει αρχιτέκτων- και θαύμαζε τον Le Corbusier. Τον εντυπωσίαζαν κάποια μεγαλόπρεπα σχέδιά του για ναούς, που δεν πραγματοποιήθηκαν. Για όλα αυτά μιλούσε με πάθος και γνώση. Μόνο με τη μουσική δεν είχε τόσο καλές σχέσεις. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω το παράδοξο αυτό. Ο αδερφός μου τραγουδούσε πρόθυμα και είχε αρκετά καλή φωνή. Όταν ανακάλυψε τις ιταλικές άριες, όλη η γειτονιά τον άκουγε να «κραυγάζει» το La dona e mobile και άλλες άριες, όπως παλιότερα η γειτονιά άκουγε τον πατέρα μας να ωρύεται... Ένας Καθηγητής του που τον άκουσε να τραγουδάει σ’ εκδρομή, του συνέστησε να καλλιεργήσει τη φωνή του. Για τη μουσική στην αρχαιότη-

– 178 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

τα έχει γράψει πολλά στις μελέτες του. Επίσης αρκετές φορές κάνει παραλληλισμούς της λογοτεχνίας και της μουσικής. Σε τι λοιπόν υστερούσε; Πρώτον δεν έπαιζε κανένα όργανο, μόνο μεγάλος έπαιζε λίγη φυσαρμόνικα, για τον εαυτό του κυρίως. Όπως ο ίδιος ομολογεί, οι γνώσεις του στη μεγάλη ευρωπαϊκή μουσική είναι περιορισμένες και δεν ενδιαφέρθηκε να τις αυξήσει. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι δεν ένιωθε ποτέ την ανάγκη ν’ ακούσει μουσική, και μόνο όταν άλλοι έβαζαν κάποιο έργο, το απολάμβανε και το έκρινε. Η βασική εξήγηση που δίνει για το περιορισμένο ενδιαφέρον του για τη μουσική, είναι ότι τον αποσπά από τη δική του δημιουργία, του επιβάλλεται με τρόπο καταλυτικό και δεν του επιτρέπει να είναι ο εαυτός του. Την βλέπει δηλαδή κάπως σαν «αντίπαλο» της λογοτεχνικής του δημιουργίας. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί μια τραυματική μας εμπειρία. Σε μερικά από τα μισογκρεμισμένα από τον βομβαρδισμό σπίτια της περιοχής μας έμειναν μόνο οι εξωτερικοί τοίχοι. Εκεί μετά στεγάστηκαν κάποια μηχανουργεία, που εργάζονταν νυχθημερόν παρά τις απαγορεύσεις της αστυνομίας, που την καλούσαμε. Κάποιος αναίσθητος μηχανουργός απέναντί μας άνοιγε διάπλατα και μόνιμα τις τεράστιες πόρτες, ενώ οι τόρνοι του έκοβαν σίδερα, στεκότανε στην πόρτα του με τα χέρια στη μέση και μας κοίταζε ειρωνικά, ακόμα κι όταν επιτύχαμε δικαστική απόφαση ν’ ανοίξει είσοδο από την διπλανή πλευρά, ώστε να μην ακούγεται πάρα πολύ. Αυτό γινόταν στο δημοτικό και στα γυμνασιακά μας χρόνια, ώσπου αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε το πατρικό μας σπίτι, που βέβαια κανείς δεν ήθελε να το νοικιάσει, και να μπούμε στο νοίκι εμείς. Όλα αυτά τα χρόνια η ακοή μας ταλαιπωρήθηκε, πληγώθηκε, και δεν γινόταν λόγος ν’ ακούσουμε μουσική, αφού θα προσθέταμε νέους ήχους, στους ήδη βασανιστικούς. Τα χρόνια που προσφέρονταν ν’ ακούσουμε μουσική, να εκτιμήσουμε και να αφομοιώσουμε, εμάς μας κυνηγούσαν οι εφιαλτικοί ήχοι του τόρνου που κόβει σίδερα. Για πολλά χρόνια αφότου φύγαμε κυνηγημένοι απ’ τους ήχους, ο αδερφός μου δεν ήθελε ν’ ακούει τίποτε, ούτε και μουσική. Ήθελε απόλυτη ησυχία και βούλωνε μόνιμα τ’ αυτιά του, πράγμα που κάνει συχνά και σήμερα. Μονάχα έτσι ξανάβρισκε τον εαυτό του. Αλλά τα χρόνια αυτά δεν ήταν μόνο οι ήχοι που μας κυνηγούσαν. Για είκοσι και πλέον χρόνια, καθημερινά σχεδόν αποκαλύπτονταν καινούργια εγκλήματα των Γερμανών, όχι μονάχα εναντίον των Εβραίων. Ο αδερφός μου πήγαινε να τρελαθεί. Τι ήτανε λοιπόν ο άνθρωπος; Ποιος ρούφουλας θα κατάπινε τα εγκλήματα αυτά; Υπάρχει πράγματι Θεός, και αν υπάρχει, ποιες είναι οι ιδιότητές του; Είναι τάχα αγαθός; Και πώς επέτρεψε τα εγκλήματα αυτά; Δεν τα είχε προβλέψει φτιάχνοντας τον άνθρωπο όπως τον έφτιαξε; Και ποιο το νόημα να «δοκιμάσει» τα δημιουργήματά του; Στο νου του αδερφού μου τότε κυοφορήθηκαν όλα τα τρομακτικά ερωτήματα, τα διλήμματα και οι αντινομίες που θα διατυπώσει αργότερα στα έργα του. Το κύριο έργο του ήταν οι Δίκαιοι, όπου συμπύκνωσε όλες σχεδόν τις δυνατότητες και τη φιλοσοφία του. Λέει ότι τα άλλα έργα του πήγασαν από τη μεγάλη πηγή των Δικαίων. Μα για το έργο αυτό δεν νιώθω διόλου αρμόδια να μιλήσω, έστω συνοπτικά, όπως έκανα ως τώρα. Μπορώ απλώς να πω πως όλη η ψυχή του αδερφού μου βρίσκεται εκεί συμπυκνωμένη. Αλλά και στ’ άλλα έργα του ο αδερφός μου βάζει την ψυχή του, συχνά και

– 179 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

τη βιογραφία του. Αλλά για να πω τι είναι βιογραφικό και τι φανταστικό σε ένα έργο όπως οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, θα χρειαζόταν να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο. Εδώ θα περιοριστώ σε μερικά σημεία που αφορούν το πατρικό μας σπίτι και την οικογένειά μας. Με τα χρόνια, ο αδερφός μου εξωράισε και εξιδανίκευσε τη γειτονιά μας και το πατρικό μας σπίτι, που μας επέβαλαν βομβαρδισμούς, ξυλοδαρμούς, πατρική δεσποτεία και ήχους εξοντωτικούς. Στο κάτω-κάτω εδώ είχε γεννηθεί κι εδώ διέπλασε τα βασικά της προσωπικότητάς του. Το σπίτι μας ήταν κτισμένο στο στιλ της βαλκανικής αρχιτεκτονικής, δίπατο με φουρούσια, γωνιακό. Έγερνε λίγο στη γωνία, αλλά έμενε έτσι χρόνια. Αρκετά χρόνια έμεινε ακατοίκητο, ώσπου ο δήμος το κατεδάφισε, με τη δικαιολογία ότι μπορεί να έπεφτε. Ο αδερφός μου έγραψε γι’ αυτό το σπίτι το παρακάτω πολύ ανθρώπινο ποίημα, Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σ. 131: Πέρασα χτες απ’ την παλιά μου γειτονιά το πατρικό μας σπίτι δεν υπάρχει πια ένα παλιό κι όμορφο σπίτι βαλκανικής αρχιτεκτονικής Έγερνε απ’ τη μια πλευρά αλλά δεν έλεγε να πέσει ώσπου το κατεδάφισαν ως δήθεν επικίνδυνο Τα πράγματα που αντέχουν τους φοβίζουν Καθώς με βλέπουν να βαδίζω διστακτικός κι ευάλωτος τα μάτια τους πέφτουν επάνω μου σκληρά με παρακολουθούν χαιρέκακα μήπως με δουν να σταματώ να πέφτω Καρδιά, κάνε κουράγιο! Ακόμα κι αν λυγίσεις στάσου τουλάχιστον ορθή όπως παλιό ερείπιο Αυτό που γράφει ο αδερφός μου, ότι η μητέρα μας τον θεωρούσε δυστυχισμένο, είναι αληθινό. Τον έβλεπε να εργάζεται νύχτα και μέρα, να μη διασκεδάζει, να μην έχει φίλους, να μην τρέχει πίσω από γυναίκες, να είναι σοβαρός και συχνά σκυθρωπός και να διαμαρτύρεται για τις αδιάκοπες αδικίες και παραγκωνισμούς, που γίνονταν και στην καριέρα και στη λογοτεχνία του. Η ίδια ήταν απόλυτα εξωστρεφής, αγαπούσε υπερβολικά τη ζωή, που την έβλεπε και ως διασκέδαση, και φυσικά ήταν αδύνατο να καταλάβει έναν τόσο εσωστρεφή και συνεσταλμένο άνθρωπο, όπως ο γιος της. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η πικρία της ότι δεν σπούδασε γιατρός, όπως αυτή ονειρευόταν. Αυτό την έκανε να λέει ότι απέτυχε και στην καριέρα του, ενώ ήταν πια Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και είχε τιμηθεί απ’ την Ακαδημία! Ο αδερφός μου προσπαθούσε να της εξη-

– 180 –


Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ΤΑΣΟΣ

γήσει ότι δεν υποφέρει, αλλά δεν την έπεισε ποτέ. Έφυγε με την πίκρα ότι ο γιος της ήταν δυστυχισμένος. Πολύ μετά τον θάνατό της, ο αδερφός μου έγραψε γι’ αυτήν δύο βαθύτατα ανθρώπινα ποιήματα. Το πρώτο βρίσκεται στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σ. 152: Με βλέπεις πάντα λυπημένη σαν χελιδονομάνα που το παιδί της δεν πετάει Πετώ μητέρα ναι πετώ Είμαι ο πιο πτηνός απ’ τους καθηλωμένους Μα δεν αντέχω πια το φως Τις νύχτες παίρνω τα ύψη λάμνω ώρες ατέλειωτες γεμάτος αγωνία Το άλλο ποίημα βρίσκεται στα Σχεδιάσματα με φως, σ. μα΄, και έχει τον τίτλο Ο καφές. Βέβαια και το προηγούμενο θα είχε τη θέση του σ’ αυτήν τη συλλογή, αφού μιλάει για το φως: Καμιά φορά το βράδυ η μάνα μου η νεκρή μου ψήνει τον καφέ παρηγοριάς για τα όνειρα που θάφτηκαν «Τι ειρωνεία, λέει εγώ που αγάπησα το φως να πρέπει να παρηγορήσω κάποιον που προτιμά το σκότος!» «Μητέρα, λέω, βοήθα με και μη με κατακρίνεις Κι εγώ τ’ αγάπησα το φως όμως απελπισμένα.» Αλλά ο αδερφός μου εξιδανίκευσε και τον πατέρα μας, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην τραγωδία των παιδικών του χρόνων, τότε που οι Τούρκοι τους ξερίζωσαν απ’ την πατρίδα τους τη Μικρασία, εκεί που είδαν τη μητέρα τους ν’ αυτοκτονεί στην παραλία (Μαρτυρίες, σσ. 130-1): Το έντονο φως είχε υποχωρήσει κι ακινητούσαν τα νερά του κόλπου, όταν εκείνος αναδύθηκε σιγά-σιγά όπως παλιό ναυάγιο Καθότανε στην κουνιστή του πολυθρόνα μισοπαράλυτος μα ομιλητικός μιλούσε προς το άγνωστο

– 181 –


ΠΟΥΛΧΕΡΙΑ ΦΑΛΚΟΥ

σάμπως να διηύθυνε μια αόρατη ορχήστρα Εκείνη τη στιγμή τον σκέπασε σμήνος από πουλιά κι εκείνος πήρε να βυθίζεται ξανά Πρόλαβα και ξεχώρισα: «Εκεί στη Μικρασία...» Το σμήνος των πουλιών απομακρυνόταν. Και σ’ άλλα έργα του θυμάται τον πατέρα μας, όπως στο αδημοσίευτο θεατρικό Η συνάντηση, όπου «συναντάει» τον πατέρα μας, όπως δεν μπόρεσε να τον συναντήσει στη ζωή. Δυο πληγωμένες τραγικές συνειδήσεις… Αλλά ξαναγυρνώ στη μουσική. Εγώ είχα πια παντρευτεί και ζούσα σ’ άλλο σπίτι. Ο αδερφός μου ήταν ακόμα ανύπαντρος (παντρεύτηκε γύρω στα 38 του χρόνια). Τον επισκέπτομαι και τον βρίσκω ν’ ακούει εκστατικός και σχεδόν δακρυσμένος ένα έργο του Μπετόβεν, θαρρώ την Εισαγωγή στον Κοριολανό. Περιμένω να τελειώσει το έργο, οπότε ο αδερφός μου συνέρχεται ξαφνικά και λέει σα να συνέχιζε κάποια συζήτηση: «Τι το ήθελε όμως τόσο φόρτωμα και τόσα μπιχλιμπίδια;» Σκέφτεται λίγο και λέει: «Το ίδιο όμως έκαμνε και ο Αισχύλος…». Να έχει άραγε συμφιλιωθεί με τη μουσική; Ή αλλιώς, τα έργα του δεν είναι συμφωνίες με τραγικό μεγαλείο; Όπως είπα και στην αρχή, κατέθεσα συνοπτικά τις εμπειρίες και τις μνήμες που θεώρησα ενδιαφέρουσες και που αφορούν την κοινή με τον αδερφό μου ζωή. Άλλοι αρμοδιότεροι ελπίζω να τις αξιοποιήσουν.

– 182 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ 1976 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ 1992

– 183 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

Από τις επιστολές παραλείπονται οι ημερομηνίες, οι προσφωνήσεις, τα αναφερόμενα γεγονότα και άλλες πληροφορίες, και δίνονται μόνον οι προτάσεις που περιέχουν κρίσεις.

– 184 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

Α. ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΝΟΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ (Το παρακάτω κείμενο δόθηκε από την κριτικό στον συγγραφέα το 1966 και αφορά πρωτόλειο των Δικαίων, που είχε υποβληθεί σε διαγωνισμό αδημοσίευτου μυθιστορήματος. Οι Δίκαιοι τυπώθηκαν πρώτη φορά δέκα χρόνια μετά, το 1976.) Επιτέλους ένα βιβλίο με πραγματικά ποιητική υπόσταση και πρωτοτυπία ύφους, με ανάταση έμπνευσης και φαντασία των λεπτομερειών. Φράσεις που ξαφνιάζουν ευχάριστα με την απροσδόκητη εμφάνισή τους και στέκουν ωραία στη λάμψη μιας απομόνωσης απ’ το σύνολο. Βιβλίο πυκνό σε εντυπώσεις, στοχασμούς, οράματα, ιδέες - χωρίς περιγράμματα σαφή, με μια γοητεία του αόριστου, που δένεται με το συγκεκριμένο αρκετά σφιχτά, ώστε να διαγράφεται μια εποχή και μια ατμόσφαιρα, και πράγματα σκληρά κι επώδυνα πολύ για όσους τα έζησαν και τα θυμούνται. Η μέθοδος της υποβολής λειτουργεί θαυμάσια, φτάνει να μετατοπιστείς τόσο, ώστε να ακολουθήσεις τη γραμμή τους [...] Παρόλο που το βιβλίο είναι φορτωμένο με ιδέες που ασφυκτιούν και θέλουν να εκφρασθούν οπωσδήποτε, [...] έχει τα προτερήματα ενός πληθωρικού ταλέντου. Αναφαίρετά του προσόντα είναι η δυνατότητα του συγγραφέα να βλέπει μ’ ένα δικό του μεταπλαστικό τρόπο τα πράγματα, να υποβάλλει καταστάσεις, να δημιουργεί ατμόσφαιρα. Προσόντα που δεν πρόκειται να τα χάσει σ’ οποιοδήποτε μελλοντικό του βιβλίο. Ο προβληματισμός του βιβλίου απ’ τους πιο επίκαιρους: Το πρόβλημα της ένταξης του μοναχικού δίκαιου ατόμου σε μια παράταξη ή πίστη, οι διακυμάνσεις της ελεγχόμενης συνείδησης και οι ταλαντεύσεις μιας ηθικής επιταγής που τ’ αφήνουν στο τέλος μετέωρο μέσα στη μοναξιά του και έκθετο στα πυρά όλων των παρατάξεων. Το αίσθημα του δικαίου που απομονώνει φριχτά το άτομο στην κάθε οργανωμένη και τυφλή ομάδα. Το βιβλίο είναι εξαιρετικά πλούσιο και θα ’πρεπε να προσεχθεί ιδιαίτερα και για τις ιδέες του και για τον τρόπο που είναι γραμμένο. (Το κείμενο αυτό τυπώθηκε πολλά χρόνια μετά στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος στις 23. 3. 1999.)

– 185 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΛΑΒΕΡΑΣ (Για το ίδιο αδημοσίευτο πρωτόλειο των Δικαίων ο Τηλέμαχος Αλαβέρας έγραψε το παρακάτω σημείωμα με ημερομηνία 27. 12. 66:) Χρόνος του έργου -συμβατικός βέβαια, γιατί ουσιαστικά όλα τούτα μπορούνε να συμβούν σε οποιοδήποτε χρόνο- η Κατοχή. Μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ποιητική και με έναν τρόπο συνειρμικό δίδεται το δράμα της δίκης, της καταδίκης και εκτέλεσης, από τη σκοπιά του μοιραίου, του αναπότρεπτου πέρα από «ισμούς», και ως ένα βέβαια σημείο της ελευθερίας, δικαιοσύνης κτλ. Ο ήρωας του έργου ο Τηλέμαχος, γεωπόνος, ένα ξεκομμένο άτομο, όπως το θέλει ο συγγραφέας, εργάζεται σε μια γερμανική υπηρεσία κατά την Κατοχή στη Θεσσαλονίκη υπηρετώντας ουσιαστικά τις αντιστασιακές οργανώσεις (που είναι στην περίπτωση οι «Δίκαιοι»), γιατί με εντολή τους και για έναν ορισμένο σκοπό βρίσκεται στην υπηρεσία του εχθρού. Του ανατίθεται η αποστολή της εκτέλεσης του Γερμανού αξιωματούχου Steiger, στην οποία όμως δεν αποφασίζει να λάβει μέρος, και τελικά για τον λόγο αυτό έχει αποφασισθεί η εκτέλεσή του από την οργάνωση. Κατά τη στιγμή όμως εκείνη που θα αποδεχτεί ο ίδιος την απόφαση και θα περιμένει μοιρολατρικά το θάνατο, θα πεθάνει από φίλιες και εχθρικές σφαίρες, ενώ το σύμβολο του πόνου και της αγάπης μια υποθετική μητέρα θα παρακολουθεί ψηλά από ένα παράθυρο. Η Θεσσαλονίκη παρούσα κι εδώ, δίδεται όμως οπωσδήποτε, από μια γωνία που εξυπηρετεί την όλη οργάνωση του έργου, η οποία άλλωστε δεν είναι και τόσο τέλεια. […]. Βασικά εκείνο που λείπει από τούτο το έργο είναι η κυκλοφορία. (Οι Δίκαιοι πήραν τον α΄ έπαινο, με το εξής σκεπτικό, που συνέταξε ο Τηλέμαχος Αλαβέρας:) Ένα έργο με ποιητική υπόσταση, πρωτοτυπία ύφους και φαντασία των λεπτομερειών. Διαθέτει την ικανότητα να παρουσιάζει την διάβρωση του σύγχρονου μεταπολεμικού κόσμου με αξιόλογα ευρήματα, το διακρίνει, όμως, μια ψυχρότης ύφους και φόρτος ιδεών. (Όταν μετά από δέκα χρόνια συνεχούς επεξεργασίας τυπώθηκαν οι Δίκαιοι -1976- η υπόθεση παράμεινε περίπου η ίδια, αλλά προσθαφαιρέθηκαν πρόσωπα και επεισόδια, το έργο μίκρυνε σημαντικά, ενώ καμιά παράγραφος ή φράση δεν έμεινε ανέπαφη. Γι’ αυτό ο Φάλκος δίστασε αν έπρεπε να περιληφθούν τα παραπάνω κείμενα στα κριτικά σημειώματα. Ορισμένα όμως χαρακτηριστικά του έργου είχαν επισημανθεί σωστά.)

– 186 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΤΙΜΟΣ ΜΑΛΑΝΟΣ Βρίσκω το μέγεθος των τυπογραφικών στοιχείων του τίτλου του βιβλίου σας Οι Δίκαιοι υπερβολικά δυσανάλογο ως προς την αξία του περιεχομένου του. [Σημ. τα τυπογραφικά στοιχεία ήταν πολύ μικρά.] Δεν ξέρω αν είναι το πρώτο σας. Αν όμως είναι, να είστε βέβαιος ότι κάνατε στα γράμματά μας μια πρώτης τάξεως εμφάνιση, για την οποία και σας σφίγγω ειλικρινά το χέρι.

ΚΡΙΤΩΝ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΗΣ Διάβασα τους Δίκαιους δυο φορές [...] Η εντύπωσή μου είναι ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα ένας καινούριος πεζογράφος με λογοτεχνικές διαστάσεις ευρωπαϊκού επιπέδου. Πρώτη φορά χάρηκα ένα λόγο ρυθμισμένο στη βιωμένη ουσία της ζωής ή στης αναπλαστικής φαντασίας το βάθος. Ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση του ανεκδότου και στην ψυχομέτρηση των ηρώων αυτής της συγκλονιστικής περιπέτειας. Περιπέτειας χωρίς πολλές εξωτερικές πράξεις, αλλά με αναρίθμητες ψυχογραφικές ίντριγκες, που διαρθρώνουν ένα μύθο τραγικό. Ο πνευματικός σας οπλισμός σάς βοήθησε ν’ αποκρυσταλλώσετε σε έργο τέχνης μια βιοθεωρία ανθρώπινη, που αντιστρατεύεται τον τυπικό ηρωισμό και αποκαλύπτει τις απροσμέτρητες δυνατότητες του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος και όταν ακόμη έρχεται σε αντίθεση με το καθιερωμένο καθήκον. Το παράλογο σε σας δεν αναδείχνει τον εαυτό του μόνο και μόνο για να μας επαναβεβαιώσει τις ανακαλύψεις του Καμύ και άλλων. Είναι το στοιχείο, σε σας, που αποδείχνει πόσο μπορεί να παραπλανηθεί η βεβαιότητά μας ότι σκεφτόμαστε ορθά, με βάση τις προδιαγραφές της παράδοσης. Ο ήρωάς σας Τηλέμαχος είναι σε αντίθεση με όλα, γιατί οι σκοποί της ζωής δεν είναι αυτοί που θέτουμε εμείς σαν παράδοση, αλλά μπορεί να είναι και άλλοι. Σα θεατρικό έργο το μυθιστόρημα τούτο θα έκανε πάταγο. Ρίχνω την ιδέα της διασκευής του. Σας ευχαριστώ που βρεθήκατε μπροστά μου για να χαρώ τους χυμούς ενός πνευματικού καρπού ώριμου πια και τόσο χρήσιμου σε ώρες πνευματικής πείνας. Και σας εύχομαι καλό κουράγιο για νέες πνευματικές δημιουργίες.

ΤΑΣΟΣ Γ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Οι Δίκαιοι είναι ένα μυθιστόρημα πυκνής υφής και βαθύτατου προβληματισμού, με λόγον ακριβοζυγιασμένο και ουσιαστικό. Η αλήθεια, που συντηρούν στις σελίδες τους, πορεύεται από δρόμους πικρών εμπειριών με καλά διαγραφόμενους «τύπους» και «χαρακτήρες» και τον Τηλέμαχο, κεντρικόν ήρωα, στημένον αγέρωχα μέσα στην ερημία, αδέκαστα ανθρώπινον μέσα στον πόνο.

– 187 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΙΩΑΝΝΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ-ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ Συνταρακτικό το βιβλίο σας!.. Μόλις διάβασα τις πρώτες σελίδες, ήταν αδύνατο να τ’ αφήσω πριν φθάσω στο τέλος! Φοβερό να σκέπτεται κανείς ότι αυτά τα τρομερά που ιστορείτε, δεν είναι πλάσματα φαντασίας, αλλά γεγονότα, που η δυνατή σας πένα τα παρουσιάζει ακόμη πιο ζωντανά, πιο φρικτά.

ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Μόλις έλαβα το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι και παρακινήθηκα να του ρίξω τις πρώτες ματιές. Θα το διαβάσω σύντομα με το ενδιαφέρον που μου προξενεί.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΥ Διάβασα με ενδιαφέρον το αξιόλογο μυθιστόρημά σας.

GASTON-HENRY AUFRERE Je dois vous dire que je ne suis pas un critique d΄oeuvres qui ne sont pas des oeuvres poétiques. L΄étendue de mes relations avec de très nombreux poètes d΄un peu tous les pays du monde ne me permet pas en effet de m΄intéresser avec le même spin aux oeuvres en prose. Néanmoins, j΄ai lu votre roman Les Justes et j΄ai été «accroché» par le caractère de votre héros principal Télémaque. Vous posez le cas du problème de ma solitude et de la douleur humaine, et rien que cela, par votre argumentation et votre écriture, donne à votre livre un accent humain.

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ Ευχαριστώ για τους Δίκαιους. Μ’ ενδιέφερε πολύ η άποψη που προβάλλετε και χάρηκα που την τολμήσατε.

ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ Σας ευχαριστώ για τους Δικαίους. Είναι ένα λαμπρό πεζογράφημα, που πλουτίζει την ελληνική «κατοχική λογοτεχνία». Δε σας απήντησα, επειδή, εκ παραδρομής, έμενα με την εντύπωση ότι είχε τυπωθεί το 1977, οπότε θα κρινόταν από την επιτροπή «Βραβείου Μαρίας Ράλλη», της οποίας είμαι μέλος.

– 188 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΤΣΑΞΗΣ Η αφήγησή σας είναι ζωντανή και η ταραγμένη τόσο εποχή μέσα στην οποία κινούνται οι ήρωές σας, αποτελούν έναν άριστο καμβά για να εκδηλωθούν όλες οι ευαισθησίες και οι ψυχικές τρικυμίες της ανθρώπινης συνείδησης, που με τόση τέχνη περιγράφετε. Η γραφή σας μου άρεσε όπως ασφαλώς θα αρέσει σε πολλούς.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΙΑΛΟΥΡΑΚΗΣ Ευχάριστη έκπληξη υπήρξε για μας η ανάγνωση του μυθιστορήματος Οι Δίκαιοι του Τάσου Φάλκου, έκδοση Θεσσαλονίκης. Έχουμε δω ένα αφήγημα καλογραμμένο, που επιτρέπει να περιμένουμε μεστότερα επιτεύγματα. Ο κ. Φάλκος είναι, αναμφισβήτητα, πεζογράφος που θα μπορούσε, αν συνεχίσει ανοδικά την πορεία του, να έχει μια αξιόλογη θέση στη χορεία των νέων πεζογράφων μας. Ταχυδρ. των Αιγυπτιωτών, 25. 12. 1976

ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Σας ευχαριστώ για την προσφορά του εξαίρετου μυθιστορήματός σας Οι Δίκαιοι. Ελπίζω να γράψω εκτενέστερα γι’ αυτό.

ΠΕΤΡΟΣ Δ. ΓΛΕΖΟΣ Όπως δεν έτυχεν έως τώρα να έχω διαβάσει τίποτε δικό σας, διάβασα με πολύ ενδιαφέρον το μικρό μυθιστόρημα Οι Δίκαιοι και με χαρούμενη έκπληξη διαπίστωσα, πως βρίσκομαι εμπρός σ’ έναν προικισμένον και άξιον νέον πεζογράφον, που και η έμπνευσή του και η τεχνική του είναι έκτακτες. Το βιβλίο σας είναι θαυμάσιο: Εμπνευσμένο από τα μαύρα χρόνια της Κατοχής δίνει ήδη στα γεγονότα μια τέτοια απόσταση, που δεν μπορεί να το μετατρέψει σε χρονικό, αλλά αντίθετα το ανυψώνει σε ψυχογράφημα, το εκτείνει πέραν του συγκεκριμένου και το κάμνει «έργο». Και κοντά σ’ αυτή τη βασική αρετή, η όλη γραφή είναι άψογη, λαμπυρίζουν συνεχώς στοχασμοί και εικόνες εξαίρετες, κυμαίνεται το κείμενο αρμονικά μεταξύ λυρισμού και ρεαλισμού, μεταξύ φανταστικού και αληθινού, τα κεφάλαια δένονται μεταξύ τους χωρίς χάσματα, και ο μύθος μένει πάντα κυρίαρχος, για να απολήξει το όλον σε εκείνην την θαυμάσια φράση: «Τότε ψηλά σ’ ένα παράθυρο έγινε φως και μια γαλήνια μορφή στα μαύρα δέσποσε με την απέραντη σκιά της. Ήταν ίσως μια μητέρα». Μόνον, αν θα θέλατε και μια, ας την πω, δυσμενή κρίση, αυτή θα ήταν, πως κάπου-κάπου, πάντως ελάχιστα, στα τελευταία μόνον κεφάλαια του βιβλίου μπορεί να πει ένας πολύ δύστροπος ανα-

– 189 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

γνώστης, πως ξεφεύγει -ελάχιστα, επαναλαμβάνω- εδώ κι εκεί, προς κάποια «φιλολογικότητα» όχι επίμεμπτη βασικά, αλλά όχι συνταιριασμένη απόλυτα με το γενικό ύφος του. Αλλά, για το Θεό! Δεν πρόκειται να σας κάνω κριτική, δεν είμαι κριτικός! Είμαι απλώς ένας αναγνώστης, που θέλει ξανά με ειλικρίνεια και αγάπη να σας πει, πως χάρηκε πολύ για τη γνωριμία του μ’ έναν εξαίρετον νέον πεζογράφον.

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ Διαβάζω όλα τα βιβλία, που οι συνάδελφοι λογοτέχνες έχουν την καλοσύνη να μας στέλνουν. Χρονική δυσκολία βρίσκω στο να απαντώ, γιατί η απάντηση απαιτεί ιδιαίτερη σκέψη και προσοχή, πράγματα που οι επαγγελματικές μου ασχολίες, οι οικογενειακές μέριμνες και η προσπάθειά μου να συνεχίσω την ποίησή μου δεν μου επιτρέπουν. Κι έτσι αποφάσισα, καλά ή άσχημα, στα βιβλία που δεν μου προξένησαν εντύπωση να απαντώ με μια λίγο ή πολύ τυπική κάρτα, και στα βιβλία που εκτίμησα να αντιπροσφέρω δικό μου -επιζητώντας ίσως μ’ αυτό τον τρόπο την πρόκληση ίδιας εκτίμησης. Όπως καταλαβαίνετε από τα πιο πάνω, το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι ήταν από εκείνα που διάβασα με ενδιαφέρον. Έχετε στόφα πραγματικού πεζογράφου, δηλαδή, κατά τη γνώμη μου, ενός αφηγητού γεγονότων που μόνο μερικές φορές, καίριες βέβαια, παρεμβαίνει για να εκφράσει ή υποβάλει την άποψή του, διευκολύνοντας έτσι σύγχρονα την κατανόηση της θέσης του και της σύνθεσης. Σε μερικά σημεία φθάνετε τον υψηλό τόνο, βιβλικής εξάρσεως που ιδιαίτερα προσωπικά με γοητεύει, κυρίως όταν πρόκειται για τις γενικές σκέψεις πάνω στη ζωή και στη στάση μας στη ζωή. Εκείνο μονάχα που θα είχα να παρατηρήσω είναι ότι ορισμένες σκηνές (του ιερέως λ.χ.), αν και βοηθούν στο συμβολισμό του έργου, αφήνουν την εντύπωση ότι γράφτηκαν ξεπίτηδες γι’ αυτό -ότι είναι κατά ένα τρόπο «κατασκευασμένες»- και θα έπρεπε πιο άμεσα να δηλωθεί ο ρόλος τους στην ανάπτυξη. Νομίζω ότι η φιλοσοφική σας προδιάθεση και κατάρτιση σας παράσυραν λίγο. Λίγο όμως. Με τα πιο ειλικρινή μου συγχαρητήρια. Υ.Γ. Με ιδιαίτερο ταχυδρομείο σας στέλνω ένα παλιότερο βιβλίο μου, καθώς και το τελευταίο της γυναίκας μου, η οποία με παρακάλεσε να σας διαβιβάσω την εκτίμησή της.

ΛΙΝΑ ΔΩΔΟΥ Οι Δίκαιοι πήραν μια έξοχη μορφή, με κράτησαν δέσμια αρκετές ώρες, καθώς περνούσα μέσα από τα «δεσίματα» της προβληματικής και της πλοκής του έργου, και ακόμη χάρηκα ιδιαίτερα τους ηθικούς «μύθους» που συναιρούν την προβληματική αυτή. Σαν γραφή δεν μου ’μοιασαν καθόλου με άλλα μυθιστορήματα ή νουβέλες -ή όπως αλλιώς θα πρέπει να χαρακτηριστούν οι Δίκαιοιαπό αυτά που διαβάζουμε συνήθως στην σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Αλλά

– 190 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

μήπως είμαι parti pris υπέρ αυτού του φιλοσοφικού κλίματος που αποπνέουν οι Δίκαιοι; Δεν ξέρω. Πάντως εκεί έγκειται και η ιδιαιτερότητα του έργου και -για να το πούμε πιο απλά- από κει θα εξαρτηθεί το πόσοι θα μπορέσουν να το πλησιάσουν και να το νιώσουν. Είναι φανερό πως διαφέρει πολύ από την πληθώρα των έργων που είναι τόσο διαφανή και συγκεκριμένα στον τόπο και τον χρόνο, αλλά και την προέλευση και την κατεύθυνση της προβληματικής τους. [...] Είναι πράγματι κάτι άλλο αν γνωρίζεις τον συγγραφέα του βιβλίου που διαβάζεις. Κι εδώ το βιβλίο εκφράζει πραγματικά τον συγγραφέα. Εδώ όχι μόνο le style, αλλά le livre est l’homme.

ΝΙΚΟΣ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ευχαριστώ πολύ για το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι. Έχει ενδιαφέρον και σα γραφή και σα μύθος. Μου άρεσε.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ Ευχαριστώ πολύ για το ωραίο δώρο. Το διάβασα μονορούφι. Είναι ένα ζωντανό, σπαρταριστό κείμενο.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Έλαβα το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι. Στις σελίδες του παρηκολούθησα με ενδιαφέρον τον συνεχή προβληματισμό του ήρωα της ιστορίας σας, Τηλέμαχου. Σας ευχαριστώ θερμά για την ευγενική προσφορά του.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ Το βιβλίο σας προκαλεί συγκλονιστικές σκέψεις.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΕΡΑΜΕΥΣ Μ’ εγκάρδιες ευχαριστίες, αγαπητέ Τάσο, για την αναπόληση της «νυχτωμένης χώρας» της Κατοχής.

– 191 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ Διάβασα τους Δίκαιους. Πρέπει να πω ότι οι αναγνώσεις ήταν τρεις. Η πρώτη ανάγνωση μου έδωσε την αίσθηση μιας περίεργης υποβολής και μιας ατμόσφαιρας που αρχικά «φύτρωναν» χαρακτήρες, σχεδιασμένοι με χοντρό μολύβι, αλλ’ ωστόσο άφηναν μέσα μου τη σκιά τους που μεγάλωνε. Όλοι μεγάλωναν, μεγάλωναν: ο Τηλέμαχος, ο Στάιγκερ, ο Ιωσήφ, ο εξ Ιωάννου, ακόμα και ο Μπάρμπα-Σάντης και η Ήλια. Στην τρίτη ανάγνωση βεβαιώθηκα πως ζούσαν στη μνήμη μου και στη συνείδησή μου με την «ανθρωπιά» τους -όποια κι αν είναι αυτή. Μου αρέσει αυτό το είδος γραφής, γιατί άφησε μέσα μου τελειωτικά, (εκτός από τους χαρακτήρες, τα επεισόδια, τις περιγραφές, αρκετά δυνατές κάποτε στην ολιγάρκειά τους, και την «πλοκή» που ξετυλίγεται ανορθόδοξα και όμως πειστικά) μια έντονη υποβολή μες στη μαγεία μιας θεμιτής και όχι εκζητημένης «αφαίρεσης». Πιστεύω πως οι Δίκαιοι με τον καιρό θα βρουν τη δικαίωσή τους [...] Είναι ένα έργο άξιο, βγαλμένο από ιδιόρρυθμη και αληθινή συγγραφική φλέβα [...] Τούτο σας λέω: Σε μένα, το μυθιστόρημα αυτό [...] έπιασε τόπο μέσα μου, όσο ελάχιστα τα τελευταία χρόνια. Και ακόμα ο τρόπος γραφής, που πλησιάζει την ποίηση, όχι βέβαια τη λυρική, τη συνδετική, θέλω να πω. […]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ Θερμά συγχαρητήρια για το δυνατό πεζογράφημά σας -σκληρό κι ανθρώπινο συνάμα.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ι. ΛΑΖΑΝΑΣ Διάβασα με ενδιαφέρον το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι. Εμπνευσμένο από τα γεγονότα που συνετάραξαν τη χώρα μας την περίοδο της Κατοχής, αναλύετε τις ανθρώπινες συναισθηματικές συγκρούσεις με δεξιοτεχνία και με τόλμη. Εισδύετε εις βάθος και φέρετε στην επιφάνεια το ανθρώπινο δράμα. Με ύφος ασθματικό, θα έλεγε κανείς, αφηγείσθε. Και συναρπάζετε τον αναγνώστη! Νομίζω, ότι το βιβλίο σας αυτό θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα! Εγώ τουλάχιστον απεκόμισα την εντύπωση, ότι ανακάλυψα έναν νέο εκλεκτό πεζογράφο!

ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ Οι Δίκαιοι μ’ αφήσανε κυριολεκτικά άναυδο. Το διάβασα μονορούφι κι όταν το τελείωσα, ήμουνα εξουθενωμένος.

– 192 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ (ΗΒΗ ΣΚΑΝΔΑΛΑΚΗ) Σας ευχαριστώ και σας συγχαίρω για το εξαίρετο πεζογράφημά σας: Οι Δίκαιοι. Είναι το πρώτο σας βιβλίο, καθώς βλέπω, κι ωστόσο μαρτυρά δοκιμότητα. Σίγουρα είστε ένα αξιοσημείωτο ταλέντο. Σας σφίγγω το χέρι.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΡΑΚΛΗΣ Τώρα βρήκα την απαιτούμενη άνεση να διαβάσω τους Δίκαιους. Και τους διάβασα με πολύ ενδιαφέρον, που μεταβαλλόταν, συχνά, σε συγκίνηση. Ο Τηλέμαχός σας είναι ο εγκεφαλικός άνθρωπος, που προσπαθεί να θεμελιώνει την ηθική πράξη του πάνω σε μια λογική, σε μια σκοπιμότητα. Και διαρκώς αποτυγχάνει, γιατί ο κόσμος είναι παράλογος. Η Κατοχή, με την ανομία της και τον παράλογα -παραλογότατα- εύκολο θάνατο, ήταν ο καταλληλότερος χρόνος για να αναπτυχθεί ο διχασμός μιας συνείδησης, όπως αυτή του Τηλέμαχου. Ο ήρωάς σας πλησιάζει, σε πολλές σελίδες, κάποιους ήρωες του Καμύ ή, ακόμα πιο καλά, του Μαλρό -της Condition humaine π.χ. Και η προσέγγιση, το πλησίασμα αυτό θα ήταν πολύ πιο κοντινό, και αισθητικά, αν περισσότερη δράση (δράση, φυσικά, του είδους που δίνετε) αντικατάσταινε έναν αρκετά πλατειάζοντα -ιδιαίτερα στα ενδιάμεσα μέρη- προβληματισμό. Σας σφίγγω θερμά το χέρι.

ΝΙΚΟΣ Ε. ΜΗΛΙΩΡΗΣ Οι Δίκαιοι. Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα που μου το στείλατε το βιβλίο σας αυτό. Ένα πεζογράφημα που το πρόσεξα πολύ. Χαρακτηρίζεται από μια βαθύτητα στην περιγραφή και στην ερμηνεία των περιστατικών, που επιφέρει μια στοχαστικότητα στον αναγνώστη για τα προβλήματα και της ιστορίας και της ανθρώπινης μοίρας. Τα αναφερόμενα στη ζωή και στην ψυχολογία του κεντρικού ήρωα και που φτάνουν πολλές φορές σε ψυχαναλυτική έκταση, συγκροτούν μιαν εκφραστικήν ακεραιότητα. Οι παρατηρήσεις σ’ ορισμένα έχουν μια βέβαιη αποφθεγματικότητα: «Η φύση δεν έχει διλήμματα, δεν αποδέχεται μα ούτε και αρνείται [...]» και αλλού σταματάς σε ποίηση, βασικό βέβαια στοιχείο, σε επιτυχημένο λογοτέχνημα: «Οι γλάροι ξεχνιούνται πετώντας΄ γίνονται φως [...]» Και ακόμα το κείμενό σας είναι κι ένα αξιόλογο ντοκουμέντο της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη.

– 193 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ Ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι. Σας συγχαίρω για το λιτό και λυρικό ύφος του.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ Ευχαριστώ θερμά, κύριε Φάλκο, για την προσφορά του βιβλίου σας Οι Δίκαιοι, που η αφηγηματική σας ικανότητα μ’ έκαμε να το διαβάσω χωρίς διακοπή και με ζωηρό ενδιαφέρον.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΝΕΚΟΣ Την κατοχική φρίκη την δίνετε έξοχα.

ΓΚΙΚΑΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ Σου σφίγγω ζεστά το χέρι για το θαυμάσιο βιβλίο σου. Είσαι ένα σίγουρο, θετικό, αξιόλογο ταλέντο, και αν το βιβλίο σου αυτό είναι το πρώτο, τότε θα πρέπει να περιμένουνε τα γράμματά μας πολλά, πάρα πολλά από Σένα. Μαστορικό χέρι, κρατάει το θέμα, σαν τον ταύρο απ’ τα κέρατα, προχωρείς με καλπασμό στην ανέλιξη του μύθου, στην εναργή αναφορά των καταστάσεων, στην ανάδειξη των ηρώων. Όσο και αν, κάποτε, ο φιλοσοφικός στοχασμός ξεπερνάει τα όρια, όμως σε γενικές γραμμές φτάνει στον όρο «δοκίμιο», και μάλιστα με απαιτήσεις! Σ’ ευχαριστώ. Από καρδιάς σ’ ευχαριστώ και σου εύχομαι ολόψυχα καινούργιους λαμπρούς καρπούς, που τόση ανάγκη τους έχει η φτωχομάνα μας!

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΜΠΟΥΣΟΥΛΑΣ (Με ευκαιρία την ανάγνωση των Δικαίων) Νιώσε, ακόμα μια φορά, το ότι είσαι προορισμένος να φθάσεις πάρα πολύ υψηλά «εις των ιδεών την πόλη» κατά τη ρήση την καβαφική, και πως κάθε αντιξοότητα και κάθε αρνητική καμπή είναι διπλή τροφή στην όρεξη την τεράστια και την έφεση της Πένας σου!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ Τους Δικαίους τους τέλειωσα μόλις χθες. Μου άρεσε το βιβλίο αυτό. Μ’ αρέσει η γραφή σας και πάν’ απ’ αυτή η όλη σας συγγραφική συγκρότηση.

– 194 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

Έχετε άλλη δουλειά; Είστε νέος; Θα μου πείτε ποια σημασία έχει!.. Σωστά. Ουδεμίαν. Όμως εάν είστε πολύ νέος οι αναμενόμενες «ελπίδες» θα είναι πολύ μεγαλύτερες για τον αναγνώστη σας. Μ’ ενδιαφέρει προσωπικά πάρα πολύ η περίπτωσή σας.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ Η αφήγησή σας παραστατική στη ρεαλιστική παρουσίαση της πραγματικότητας. Η υπόθεση στην εξέλιξή της προκαλεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Υπάρχουν αξιοσημείωτες πεζογραφικές ικανότητες.

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ Πολύ σας ευχαριστώ για το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι. Πολύ με κράτησε, πολύ με ξεσήκωσε, πολύ με ταρακούνησε. Ξεχωριστή και δυνατή γραφή [...] Μόλις το πήρα το πήγα μέχρι τη μέση. Μα είπα να πάρω και μια ανάσα... Τόση ταραχή και δόνηση μεμιάς δε μου πάει... Και σήμερα, μπολιασμένη πια, το ξανάρχισα και το κατάπια!.. Συγχαρητήρια λοιπόν και για τούτη την επιτυχία, την καθήλωσή μου δηλαδή σε μια καρέκλα τόσες ώρες!.. Εύχομαι οι άλλες επιτυχίες, οι αναγνωρίσεις, τα Nobels κτλ. να έλθουν όλα μαζί…

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΣΙΩΠΗΣ Έχετε αναμφισβήτητα συγγραφικά προσόντα και δεν πρέπει να σας απασχολούν τυχόν αντίθετες απόψεις.

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΠΑΣ Το βιβλίο σας μ’ έχει βαθύτατα εντυπωσιάσει. Είναι η τρίτη φορά που το διαβάζω σήμερα, και παραπαίω μέσα στα αδιέξοδα του εφιαλτικού χώρου που μ’ έχετε παρασύρει. Το υλικό σας, δραματικό από τη φύση του, έχει οργανωθεί με εκπληκτική δεξιοτεχνία, με ένα πρωτότυπα μοντέρνο τρόπο γραφής, εντελώς προσωπικό, για να ολοκληρωθεί σε ένα μοναδικό αισθητικό επίτευγμα. Χαιρετίζω την παρουσία σας στην πνευματική μας ζωή και χαίρομαι ανυπόκριτα αυτό το παράξενο μήνυμα που μας έρχεται από τον Ελληνικό Βορρά.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΣΧΟΣ Ξαναδιάβασα τους Δικαίους [...] Χάρηκα τον ωραίο και βαθύ λόγο σας [...] Η ανάλυση που επιχειρείτε είναι δυνατή και πάει βαθιά. Έχετε περισσότερη από-

– 195 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

κλιση προς το φιλοσοφικό-δοκιμιακό λόγο και λιγότερη προς το λόγο της μυθιστορίας. Ώρες-ώρες μου θυμίζετε Camus ή Sartre. Ωστόσο, για τα ελληνικά πράγματα θα παιδευτείτε πολύ να βρείτε ένα κοινό για να σας αποδεχθεί, να σας υιοθετήσει. Λίγο πολύ πληρώνουμε αυτό το φόρο όλοι μας. Ο ποιητής και ο προφήτης δεν λογαριάζονται, μήτε πωλιούνται!

ΜΙΧΑΛΗΣ Κ. ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ Πιστεύω ότι σχεδιάσατε μια θαυμάσια τοιχογραφία με άρτιαν επιτυχίαν στις επί μέρους εικόνες. Οι χρωματισμοί σας πέραν της ωριμότητας, διέπονται από μια φρέσκια επινοητικότητα κι εις τις λεπτολογίες τους είναι θελκτικοί. Περιμένουμε δικαίως τις προσεχείς επεκτάσεις σας.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Διαβάσαμε το βιβλίο Οι Δίκαιοι του κ. Τ. Φάλκου. Είναι μια αξιοπρόσεχτη πεζογραφία ιδιαίτερα για τις τομές που κάνει στον αναπόφευκτο προβληματισμό όταν συγκρούεται στον ίδιο τον άνθρωπο, το υπαρξιακό δεδομένο της ανθρωπιάς και του πολιτισμού με το οποιοδήποτε άλλο σκληρό καθήκον της επικαιρότητας. Απ’ ό,τι γνωρίζουμε έχει αρχίσει και στον τόπο μας αυτού του είδους η αναφορά της πεζογραφίας, π.χ. Θύελλα και Γαλήνη του Νίκου Αθανασιάδη. Οι Δίκαιοι αναφέρονται στην περίπτωση κάποιου Έλληνα διερμηνέα στους Γερμανούς που αρνείται τελικά να γίνει συνένοχος με την αντίσταση για να σκοτωθεί ένας άνθρωπος, επειδή ήταν εχθρός. Μέσα σ’ αυτήν την ανέλιξη, βρίσκουμε αρκετά ευρήματα και τις απαραίτητες ευαισθησίες ειδικότερης ψυχογραφίας που στηρίζουν το υπαρξιακό δεδομένο. Αναλυτικά εδώ γράφουμε για τους κονφερανσιέ και τον βασανισμό του τυφλού. Την ονειροφαντασία για την εκτέλεση του Στάιγκερ. Την ομιλία του εξ Ιωάννου. Τη φράση: «Με κλείσατε σ’ ένα μουσείο μίσους» -σ. 63, τους διαλόγους με το νεκροθάφτη και τα σημεία όπου διαπιστώνεται η σαρτρική μοναξιά και απελπισία -σ. 107. Ωστόσο, έχουμε πολλές σελίδες με πλατειασμό που αφήνει και έντονα τα ίχνη δοκιμιογραφίας [...] Κι αυτό συμβαίνει -γνώμη μας- γιατί ο συγγραφέας δεν ενσωματώνει ευρηματικά την επιλεγμένη θεματογραφία στην όλη ροή του μύθου. Πρόσθετα είμαστε υποχρεωμένοι να γράψουμε για το τέλος του βιβλίου κι όπου ο συγγραφέας προσφέρει ένα άλλο είδος ποιότητας και μια πιο πυκνή και μια πιο ζωντανή φράση [...] Στις σελίδες αυτές δίνεται ανάγλυφα ο προβληματισμός του υπαρξιακού, ακούγεται η ελεύθερη φωνή ενός απόλυτα αδέσμευτου ανθρώπου και καταγράφεται, έστω μ’ αυτόν τον τρόπο, το δικαίωμα για μια επιλογή θανάτου. Φωνή της Αχαΐας, 6. 2. 1977

– 196 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ Ευχαριστώ θερμά και συγχαίρω για τους Δίκαιους

ΝΟΤΗΣ ΡΥΣΣΙΑΝΟΣ Σας ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι. Το διάβασα με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Κείνη η φριχτή εποχή, που όλοι εμείς οι παλιότεροι τη ζήσαμε σε όλη της την τραγικότητα, ζωγραφίζεται μέσα σ’ αυτό τόσο έντονα, που κυριολεκτικά με μάτωσε. Ιδιαίτερα οι σελίδες της «ταπείνωσης» ξεπερνάνε το μέτρο της μαρτυρίας και γίνονται Τέχνη στην μεγάλη δραματική της διάσταση. Δεν ξέρω αν έχετε ζήσει τούτα τα συγκλονιστικά επεισόδια. Μα σκέπτομαι ότι κι αν ακόμα τα ζήσατε ο ίδιος, πάλι χρειάζεται πολύ ταλέντο για ν’ αποδoθούν με τον τρόπο που τ’ αποδώσατε.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΩΜΑΣ Διάβασα τους Δίκαιους με μεγάλη προσοχή. Η συμβολική σας φρέσκα (sic) κλείνει ωραίες εικόνες και συγκινητικές (συχνά μέχρι αποστροφής) σκηνές [...] Έχετε στο χέρι σας εργαλείο δυνατό -την πένα- και στο μυαλό μια ξεχωριστή ευαισθησία. Εύχομαι ο συνδυασμός αυτός να σας πάει πολύ ψηλά.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ Με χαρά μου έλαβα το ωραίο βιβλίο σου Οι Δίκαιοι κι ευχαριστήθηκα διαβάζοντάς το από την εκφραστική του, κόσμια γλώσσα, την πειστική του αληθοφάνεια, την έντονη ανθρωπιστική του κοσμοθεωρία, ακόμη τη στοχαστική μαζί και λυρική του μουσικότητα. Συγχαρητήρια.

ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ …Κάθε αφήγημα, λογοτεχνικό ή ιστορικό, που σχετίζεται με τα φοβερά χρόνια της Κατοχής, ασκεί σ’ εμένα απωθητική επίδραση. Κλείνω αποφασιστικά το βιβλίο ή το δέκτη της τηλεοράσεως, για ν’ αποφύγω το διάβασμα ή το θέαμα. Ωστόσο, στην περίπτωση των Δίκαιων, κατενίκησα την αυθόρμητη αντιπάθειά μου και τους διάβασα. Για το θέμα δεν κάνω εξαίρεση. Με κράτησε όμως το αφηγηματικό σας ύφος και η ικανότητά σας για διείσδυση στα σκοτεινά άντρα της ανθρώπινης ψυχής. Από τη γλωσσική άποψη, έχετε το χάρισμα να χρησιμοποιείτε μια στρωτή, αψεγάδιαστη δημοτική, πράγμα που κατάντησε σπάνιο σήμερα, σε μια εποχή που Τύπος και Λογοτεχνία συναγωνίζονται σε γλωσσική ακαλαισθησία, ανακρι-

– 197 –


ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

βολογία και διαστρέβλωση του αισθητήριου του αναγνωστικού τους κοινού.

BΑΣΙΛΗΣ ΣΦΥΡΟΕΡΑΣ Το είχα κρατήσει για τα καλοκαιριάτικα διαβάσματά μου και πρέπει να σας πω ότι μ’ άρεσε πολύ. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι να είχα διαβάσει παλιότερα άλλο δικό σας. Εύχομαι να μου δοθεί πάλι η ευκαιρία να διαβάσω νέα σας κείμενα.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Έλαβα χτες το βιβλίο σας Οι Δίκαιοι […] Άρχισα κιόλας χτες βράδυ να το διαβάζω. Δεν γνωρίζω αν πραγματικά είναι το πρώτο σας βιβλίο. Μ’ εντυπωσιάζει η δύναμη κι η ζωηρότητα της γραφής του. Επεισόδια, όπως εκείνο του «θεάματος» είναι συνθεμένα με μαεστρία.

ΓΙΩΡΓΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ Πήρα τη δημιουργία σας Οι Δίκαιοι και την διάβασα προσεκτικά. Στάθηκε πραγματική αποκάλυψη για μένα και σ’ αυτό δεν συνέτεινε η πρώτη σοβαρή και δομημένη παρουσία σας στον χώρο του πεζού, αλλά η άρτια σύγχρονη μυθιστορηματική κατεργασία του προβληματισμού σας.

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Πολύ σας ευχαριστώ για την ευγενική σας χειρονομία να μου στείλετε τους Δικαίους σας. Είναι ένα βιβλίο γεροδεμένο, με στέρεη φιλοσοφική υποδομή, με άνεση στο γράψιμό του, και με υποβολή προοπτικών μιας σοβαρής προβληματικής για τον αναγνώστη.

– 198 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

Β. ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ Το μυθιστόρημα του Τάσου Φάλκου με τον τίτλο Το χρονικό των Δικαίων, […] αποτελεί μια ευαίσθητη απόπειρα μεταγραφής της αρχαίας τραγικής διάστασης της ύπαρξης στο σύγχρονο κόσμο. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι όχι μόνο οι συνιστώσες μεταβάλλονται αλλά και ότι η πνευματική του κατάθεση χρωματίζεται επιπρόσθετα και από τους διακριτικούς τόνους μιας θρησκευτικότητας που δεν είναι πια εκείνη του αρχαίου κόσμου. Το κεντρικό πρόσωπο του έργου αυτού είναι ο Τηλέμαχος, μια βασανισμένη συνείδηση που, τοποθετημένη από το συγγραφέα, σε μια οριακή για την ιστορία της χώρας μας κατάσταση, καλείται να αναμετρηθεί με τα γεγονότα που την υπερβαίνουν και, συνάμα, με τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Τηλέμαχος υπαρξιακά διττός, ένας δυνάμει Ορέστης και Ιησούς μαζί, βιώνει την τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου που αγωνίζεται να συμφιλιώσει μέσα του το αίτημα της δικαιοσύνης με την ανάγκη να πράξει, να επιθέσει την προσωπική του σφραγίδα στον κόσμο του. Ωστόσο το υπαρκτό κακό εγγράφεται στην Ιστορία επαναλαμβανόμενο επί αιώνες, και μάλιστα διαιωνιζόμενο εν ονόματι της δικαιοσύνης. Η δίκαιη πράξη εμπεριέχει μέσα της το σπέρμα της ηθικής αναίρεσής της, αφού κάθε πράξη που πραγματώνεται σε άδικους καιρούς φέρει πάνω της, αναπόφευκτα, το στίγμα της βίας και της ενοχής του ενεργητή της. Ολόκληρος ο κόσμος που περιβάλλει τον Τηλέμαχο είναι ένας κόσμος ζοφερός, στερημένος από μεταφυσικά ερείσματα, και για τούτο ισοπεδωτικός και μονοσήμαντος. Ο ήρωας του έργου συνειδητοποιεί με τρόμο πως η ενοχή είναι ο μοναδικός του κλήρος πάνω στη γη. Αν αποφασίσει να αντιδράσει στο ιστορικό κακό (που στην προκειμένη περίπτωση απεικονίζεται με τις θηριωδίες των Γερμανών κατακτητών), η πράξη του θα είναι μια πράξη βίας, η οποία, ανεξάρτητα από τα ηθικά της κίνητρα, θα είναι ακόμη μια επικύρωση του κακού μέσα στον κόσμο. Αν αποφασίσει να αδρανήσει μπροστά στη βίαιη πραγματικότητα, τότε η ίδια η αποχή από τη δράση θα είναι κάτι σαν πράξη αποδοχής του κακού. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιλογή παραμένει τραγική, μέσα στην ηθική της αμφισημία. «Γιατί να πρέπει να πεθάνω ένοχος, ακόμα κι αν παραμείνω έσχατα αθώος;». Αυτό είναι το μαρτύριο του Τηλέμαχου, που κανένας από μηχανής θεός και καμιά ουράνια δύναμη δε θα το άρει. Η ανθρώπινη οδύνη απομένει κενή νοήματος, ακαταξίωτη και, ωστόσο,

– 199 –


ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ

πιο αληθινή από ποτέ στα μάτια του νεαρού ήρωα, που αδυνατεί να επωμισθεί την ευθύνη τόσο του ήρωα όσο και του ασκητή. Μετέωρος υπαρξιακά, ακροβατώντας πάνω σ’ ένα χαώδες ανθρώπινο σύμπαν περιφρονημένο απ’ τον Θεό, βαδίζει προς το τίποτε σαν υπνοβάτης. Αυτόν τον όλεθρο θα του ετοιμάσουν εχθροί και φίλοι. Αλλά ο Τηλέμαχος έχει ήδη βγει από την ιστορία, ανίκανος καθώς είναι να προσθέσει κι ο ίδιος μια πράξη ντροπής στο ψηφιδωτό του εγκλήματος. Το αδιέξοδο οδηγεί ή στην τρέλα ή στο θάνατο. Ο ήρωας θα πεθάνει αδικαίωτος και παρανοημένος. Ωστόσο, έξω απ’ την ιστορία, πέρα απ’ αυτήν, ένα στιγμιαίο, επιθανάτιο όραμα έρχεται να σβήσει την απάντηση του ανελέητου μηδενός: «Τότε, ψηλά σ’ ένα παράθυρο έγινε φως και μια γαλήνια μορφή στα μαύρα δέσποσε με την απέραντη σκιά της. Ήταν ίσως μια μητέρα». Κάτι έχει, ίσως, απομείνει -για κάποιους άλλους καιρούς μελλοντικούς, όπου η οδύνη δε θα έχει πια την τελευταία λέξη. Ο συγγραφέας μάς δίνει ξεκάθαρα το προσωπικό του στίγμα με το Χρονικό των Δικαίων. Ιστορία και προσωπικό βίωμα, ηθική και μεταφυσική προβληματική υφίστανται αμοιβαία όσμωση μέσα στο έργο. Η καίρια λέξη που φαίνεται να υπογραμμίζεται στο λιτό και, συνάμα, πυκνό κείμενό του είναι η λέξη «ευθύνη». Δεν υπάρχει άλλοθι για την πράξη βίας, δεν υπάρχει άλλοθι για την ηθική ακινησία. Έτσι ή αλλιώς, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι ριζικά τραγικός, και η μοίρα του ανελέητη. Αλλά ίσως κάποτε το σκοτάδι να κατοικηθεί από χρώμα... Ρόπτρο, τεύχ. 5, Σεπτ. 1993, σσ. 105-6.

– 200 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΟΥΔΙΝΑΣ Η μετάπλαση των τραγικών ηρώων της αρχαιότητας στο Χρονικό των Δικαίων του Τάσου Φάλκου Ο Τάσος Φάλκος (Αρβανιτάκης) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου βίωσε τις συνέπειες της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, δύο από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τα οποία επηρέασαν βαθύτατα τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Στο Χρονικό των Δικαίων (1992), το οποίο αποτελεί μία ριζική ανάπλαση του πρώτου του μυθιστορήματος Οι Δίκαιοι (1976), αναδεικνύεται η έντονη επιρροή που ασκεί η αρχαία ελληνική σκέψη στο έργο του Φάλκου. Το Χρονικό εκτυλίσσεται στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Κεντρικός ήρωας είναι ο Τηλέμαχος, ένας Έλληνας που «σπούδασε στη Βιέννη» και εργάζεται σε γερμανική υπηρεσία με προϊστάμενο τον Στάιγκερ, έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό του γερμανικού στρατού και λάτρη της κλασικής αρχαιότητας, ο οποίος σύχναζε στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, μελετώντας έργα του Αισχύλου και του Σοφοκλή. Ο Στάιγκερ, λόγω της ενασχόλησής του με την αρχαία ελληνική γραμματεία, είχε γνωριστεί με τον επικούρειο φιλόσοφο Θεοδωρίδη, ο οποίος του σύστησε τον Τηλέμαχο, για να εργαστεί -στην ουσία να κατασκοπεύει- στην υπηρεσία των κατακτητών. Ο Τηλέμαχος και ο συνεργάτης και φίλος του Ιωσήφ παίρνουν εντολή από την αντίσταση να δολοφονήσουν τον Στάιγκερ. Από τη στιγμή αυτή ο Τηλέμαχος -θεωρώ πως η επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος κάθε άλλο παρά τυχαία είναι- βιώνει μία συνειδησιακή σύγκρουση, που λήγει με την άρνησή του να συμμετέχει στη δολοφονία. Η απόπειρα χωρίς τη συμμετοχή του αποτυγχάνει, ο ήρωας συλλαμβάνεται από τις γερμανικές αρχές, λόγω της αυθόρμητης απόφασής του να ανέβει στο Λευκό Πύργο, όπου ήταν εγκατεστημένα τα γερμανικά αντιαεροπορικά, ελευθερώνεται και τέλος πεθαίνει χτυπημένος συγχρόνως από τα πυρά των Γερμανών, όσο και των αντιστασιακών, οι οποίοι τον τιμωρούν για την άρνησή του, που συνέβαλε στην αποτυχία της απόπειρας. Η ζοφερή πραγματικότητα που ο Τηλέμαχος βιώνει λόγω της γερμανικής κατοχής, τον γεμίζει με αγανάκτηση, συναίσθημα το οποίο τον ωθεί στην απόφαση να συστρατευτεί με άλλους συμπολίτες του στο αντιστασιακό κίνημα. Ανάλογη οργή με αυτή του Τηλέμαχου αισθάνεται και ο Ορέστης στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια. Την οργή του Ορέστη την προκάλεσε η ανίερη πράξη της μητέρας του, να σκοτώσει τον σύζυγό της Αγαμέμνονα και να προσφέρει την εξουσία του βασιλείου των Μυκηνών στον εραστή της Αίγισθο. Ο Ορέστης επιστρέφει στις Μυκήνες, αποφασισμένος να εκδικηθεί ο ίδιος τον φόνο του Αγαμέμνονα, σκοτώνοντας τους δολοφόνους του:

– 201 –


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΟΥΔΙΝΑΣ

Δε θα προδώσει ο αλάθευτος χρησμός του Φοίβου, που μ’ έσπρωξε σ’ αυτόν τον κίνδυνο και τόσο με ξεσήκωσε λέγοντας φριχτές φοβέρες και ψυχρές μπόρες μέσα στα ζεστά μου σπλάχνα, αν έτσι αφήσω τους φονιάδες του πατέρα κι αν μ’ όποιο τρόπο σκότωσαν δεν τους σκοτώσω, με μια άγρια λύσσα που άλλη πλερωμή δε στέργει (Μετ. Ι. Ν. Γρυπάρη, «Εστία», σ. 243) Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μητέρα του στο παλάτι και είναι έτοιμος να διαπράξει τον φόνο της Κλυταιμνήστρας, ο Ορέστης βρίσκεται σε δίλημμα: από τη μία οφείλει να εκδικηθεί για τον φόνο του πατέρα του, και από την άλλη, για να συμβεί αυτό, θα πρέπει ο ίδιος να γίνει μητροκτόνος. Ο φίλος του Ορέστη Πυλάδης, ο οποίος τον συνοδεύει, βοηθάει τον κεντρικό ήρωα της τραγωδίας να ξεφύγει από το αδιέξοδό του, υπενθυμίζοντάς του το χρέος που έχει αναλάβει απέναντι στους Θεούς: Ορέστης: Τι λες Πυλάδη; Μάνα - πώς να τη σκοτώσω; Πυλάδης: Πού πάνε του Λοξία λοιπόν τότε οι μαντείες, της Πυθώς ο χρησμός κ’ η ορκοδεμένη πίστη; κάλλια όλους να ’χεις παρά τους θεούς εχθρούς σου. Ορέστης: Δίκιο έχεις, κρίνω! Και σωστή ’ναι η συμβουλή σου. (Ό.π. σσ. 265-6) Ανάλογο δίλημμα αντιμετωπίζει και ο πρωταγωνιστής του Χρονικού των Δικαίων, ο οποίος οφείλει να αποφασίσει αν θα συμμετέχει στον φόνο του Στάιγκερ, ή αν, υπολογίζοντας τα αντίποινα που θα ακολουθούσαν, θα μείνει αμέτοχος στη συνωμοσία, που είχαν οργανώσει τα μέλη της αντίστασης: «Ανάμεσα σε σιωπές και σε μισόλογα το πεπρωμένο του Τηλέμαχου είχε καθοριστεί. Αν δεν υπάκουαν, θα ήταν ένοχοι που άφηναν το κακό ν’ απλώνεται σαν την πανούκλα. Αν σκότωναν τον Στάιγκερ, θ’ ακολουθούσαν τα αντίποινα κι οι φόνοι των αθώων.» (Χρονικό των Δικαίων, σ. 42) Ο Τηλέμαχος, ως άνθρωπος προσηλωμένος στα ουμανιστικά ιδεώδη, δεν μπορεί να διαπράξει τον φόνο, διότι θα συμβάλλει στη διαιώνιση του κακού και θα προκαλέσει το αιματοκύλισμα κι άλλων αθώων. Ασφαλώς ο Τηλέμαχος βασανίζεται από το δίλημμα αυτό και προβληματίζεται για τη στάση που οφείλει να κρατήσει. Αυτός ο βαθύς προβληματισμός του Τηλέμαχου, πηγάζει από την υπέρμετρη ηθική ευαισθησία, που τον χαρακτηρίζει. Εξαιτίας μάλιστα αυτής της ευαισθησίας, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος του Φάλκου αισθάνεται ένοχος ακόμα και για τα εγκλήματα που συνέβησαν στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Και εδώ σημειώνεται και ένα είδος θεοδικίας:

– 202 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

«Αδελφέ, είπε απεγνωσμένα ο Τηλέμαχος. Γιατί να πρέπει να ζω στην ντροπή; Σε τι λοιπόν έφταιξα; Ποιος είναι ο Κριτής που με καταδικάζει προτού να κινήσω το δάχτυλό μου και πριν να γεννηθώ; Γιατί να πρέπει να πεθάνω ένοχος, ακόμα και αν παραμείνω έσχατα αθώος;» (σ. 74) Τα στοιχεία βέβαια αυτά, η καθολική ενοχή και η θεοδικία, δεν υπάρχουν στον προβληματισμό του Ορέστη του Αισχύλου, και αποτελούν την προσωπική συμβολή του Φάλκου στην επεξεργασία του θέματος. Η ευαισθησία που χαρακτηρίζει τον Τηλέμαχο είναι δείγμα της ψυχικής του αγνότητας. Στο θέμα της αγνότητας, θα λέγαμε πως ο Τηλέμαχος ομοιάζει κάπως με τον Ιππόλυτο, τον οποίο ο Ευριπίδης, στο ομώνυμο έργο του, παρουσίασε ως έναν άδολο νέο, που οι μόνες του ασχολίες είναι το κυνήγι και η γυμναστική: Θεράπων: Μα τότε πώς εσύ δεν προσκυνάς θεά σεβάσμια; Ιππόλυτος: Ποιαν λες; Φυλάξου μη μιλήσεις λάθος. Θεράπων: Την Αφροδίτη, που στις πόρτες σου έχεις τ’ άγαλμά της. Ιππόλυτος: Ταμένος της αγνότητας τη σέβομαι από μακριά. (Ιππόλυτος, μετ. Ιγν. Σακαλής, σ. 27) Ωστόσο, τον ήρεμο βίο του Ιππόλυτου θα ταράξει το ασίγαστο πάθος που νιώθει γι’ αυτόν η μητριά του Φαίδρα. Έτσι, όταν ο Ιππόλυτος πληροφορείται από την Τροφό για τον έρωτα της Φαίδρας, αισθάνεται ένοχος και ντροπιασμένος: Έτσι μου ’ρθες και συ, παλιογυναίκα, το κρεβάτι το άμωμο να μου παζαρέψεις του πατέρα μου. Τα λόγια σου απ’ τ’ αυτιά μου θα ξεπλύνω χύνοντας νερό τρεχούμενο. Και πώς να πράξω το κακό, εγώ που μόνο ακούοντάς το πιστεύω πως αμάρτησα; (Ό.π. σ. 63) Παρά την οργισμένη αντίδρασή του στην αποκάλυψη του μυστικού έρωτα της Φαίδρας, ο Ιππόλυτος δίνει όρκο να μην αποκαλύψει το μυστικό στον σύζυγο της Φαίδρας και πατέρα του, Θησέα. Τον όρκο του θα τηρήσει ο Ιππόλυτος ακόμη και τη στιγμή που αντιμετωπίζει τις λοιδορίες του πατέρα του, ο οποίος, αφού πρώτα τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να βιάσει τη Φαίδρα, στη συνέχεια τον εξόρισε. Στον δρόμο για την εξορία του, ο Ιππόλυτος τραυματίζεται θανάσιμα, όμως, τη στιγμή του θανάτου του, έρχεται η λύτρωση. Χάρη στην επέμβαση της θεάς Άρτεμης, ο Θησέας αντιλαμβάνεται πως άδικα κατηγόρησε τον γιο του και του ζητά συγχώρηση. Στο Χρονικό των Δικαίων, όπως και στον Ιππόλυτο του Ευριπίδη, η στιγμή του θανάτου είναι μια στιγμή λύτρωσης για τον πρωταγωνιστή: «Στα χείλη του ανέβηκε αίμα. Κάτι μουρμούρισε σαν για δικαιολογία και

– 203 –


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΟΥΔΙΝΑΣ

κύλησε στη λάσπη. Το πρόσωπό του έλαμπε όσο ποτέ.» (σ. 101). Από λογοτεχνικής απόψεως, μέσα από το Χρονικό των Δικαίων αναδεικνύονται οι λογοτεχνικές αρετές του συγγραφέα, ο οποίος, χάρη στην αφηγηματική του ικανότητα, προκαλεί το ζωηρό ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι έξι ενότητες που αποτελούν το μυθιστόρημα του Φάλκου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, γεγονός που συμβάλλει καθοριστικά στην αριστοτεχνική σύνθεση της πλοκής του έργου. Αν και το ύφος του είναι λιτό, ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει με εξαιρετικό τρόπο τον σύνθετο φιλοσοφικό του στοχασμό. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως με τη βοήθεια των εξαιρετικών περιγραφών του Χρονικού, ο Φάλκος επιτρέπει στους νεότερους, κυρίως, αναγνώστες του να σχηματίσουν μία σαφή εικόνα της γερμανοκρατούμενης Θεσσαλονίκης. Η ανάλυση, τέλος, του ψυχισμού του Τηλέμαχου και η παρουσίαση των μεταπτώσεων τις οποίες υφίσταται, ως αποτέλεσμα διαφόρων περιστατικών που συναντά κατά την περιπλάνησή του στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές και αποδεικνύουν πως ο Τάσος Φάλκος είναι ένας έξοχος παρατηρητής και γνώστης της ανθρώπινης ψυχής.

– 204 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ Το χρονικό των Δικαίων Δύσκολο είναι να κατατάξει κανείς το λογοτέχνημα αυτό του κ. Φάλκου. Δεν το κάνει ούτε ο ίδιος αυτό, όπως συνηθίζουν οι λογοτέχνες, όλοι σχεδόν, πιθανώς γιατί κρίνει σκόπιμο ότι πρέπει να γίνει πιο έντονος ο προβληματισμός του αναγνώστη του, τον οποίον έτσι κι αλλιώς προβληματίζει το κείμενό του. […] Τα όσα αποτυπώνονται στο Χρονικό (πράξεις, επαφές και συγκρούσεις προσώπων και ψυχικών καταστάσεων), διαδραματίζονται σε πέντε μόνο μέρες, που για την περίπτωση δεν είναι λίγες, γιατί η δόνηση των δρώμενων στο ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα, δύναται να αγκαλιάσει, να ευαισθητοποιήσει και να συνταράξει ισάριθμες εβδομάδες, μήνες, έτη και δεκαετίες. Γιατί πέρα από την καταπληκτική ιστορική εκτίναξή της, υπάρχει πάντοτε ο άνθρωπος, η μοναξιά του, η ανομία που τον αγκαλιάζει ασφυκτικά, η ντροπή και η οδύνη του. Στο χρονικό αυτό διάστημα το τόσο συγκεκριμένο (Δευτέρα-Παρασκευή), αλλά που ορίζεται από την ίδια τη φύση του, ταυτόχρονα, σαν τόσο αόριστο, κινείται μέσα στο χώρο του βιβλίου βασικά μόνο ένα πρόσωπο, ο Τηλέμαχος, και γύρω απ’ αυτόν, σαν ένα επίσης απτό πρόσωπο, ο γερμανός αξιωματικός Στάιγκερ και ορισμένα άλλα, που μόλις διαγράφονται στο προσκήνιο, για να δηλώσουν την παρουσία τους και να εξαφανισθούν αμέσως (ο ανακριτής Κρύγκερ, οι Εβραίοι, ο εξ Ιωάννου, ο Ιωσήφ, οι αντιστασιακοί, ο γέρος του υπογείου, ο φύλακας, η Ήλια) ή άλλα, που δεν υπάρχουν πια (η μητέρα). Ο συγγραφέας από την αρχή κάνει μια επίμονη κατάδυση μέσα στα παγωμένα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και προσπαθεί με το δυνατό ερευνητικό φως του, να εξερευνήσει και να φωτίσει όλες τις ανεξερεύνητες πτυχές της. Απώτερος σκοπός του είναι αναμφισβήτητα, να την θωπεύσει με τη ζεστή ανάσα του. Πριν από κάθε τι όμως αναλύει, στοχάζεται, θέτει ερωτηματικά και βγάζει συμπεράσματα. Ερευνητέον λ.χ. πώς ο Στάιγκερ που έχει κάνει ανθρωπιστικές σπουδές και λατρεύει το Ελληνικό πνεύμα, έχει πάνω στο γραφείο του ένα μικρό άγαλμα του Αισχύλου και πίσω του στον τοίχο τη φωτογραφία του Χίτλερ, του «λυσσασμένου αρχιδολοφόνου». Πώς ακόμα ο ίδιος συμμετέχει, έστω και παθητικά στο τσάκισμα της ψυχής και της προσωπικότητας δύο μισοπεθαμένων Εβραίων και βλέπει με τα μάτια της φρικτής ανοχής του, «το μηχάνημα που κομματιάζει τον απροστάτευτο τυφλό», κάτω από τα γέλια και την αχαρακτήριστη ικανοποίηση των μεθυσμένων γερμανών στρατιωτών κατακτητών. Είναι ο ίδιος αυτός, ο «καλλιεργημένος» και ευαίσθητος που λατρεύει την ποίηση του Αισχύλου, που έριξε την ιδέα να καούν ζωντανοί μέσα στον φούρνο, οι κάτοικοι ενός

– 205 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

χωριού στην περιοχή του οποίου σκοτώθηκε ένας χιτλερικός. Ο ίδιος ένιωσε έναν τρόμο ανεξήγητο σε μια στιγμή που ήταν «απροετοίμαστος και χαλαρός», όταν είδε τον Τηλέμαχο να βρίσκεται σε μια στιγμή έντασης και εγρήγορσης. Η ουδέτερη την ώρα αυτή ψυχή του, δέχτηκε τον καταιονισμό της αθέλητης επιβολής του άλλου, δίχως να είναι προετοιμασμένη για την ανάλογη αντίσταση. Παρεμβάλλονται ακόμα στη ροή της αφήγησης ο «εξ Ιωάννου», που μιλάει μπροστά στην Παναγία των Χαλκέων και καταλογίζει αυτός, ο ανορθωτής των ψυχών, την παραδοχή της μοίρας, ο Ιωσήφ, ο φίλος του ήρωα, με τον οποίον «ήταν κατά κάποιο τρόπο παραπληρωματικοί», η Ήλια, μια πραγματική ανάσα στην κατάθλιψη, ο φύλακας που εμφανίζεται πολλές φορές, γιατί πρέπει πάντοτε κάτι να φυλάει ή να συμβουλεύει το πρέπον, ο γέροντας μπάρμπα-Σάντης, που μαζί με ένα πουλάκι που έχει μέσα στο κλουβί, κλείνεται σ’ ένα θεοσκότεινο και παγωμένο υπόγειο, με την απόφαση να πεθάνει, να σβήσει. Είναι ακόμα το τοπίο με τα «χίλια δέντρα» και το «πετρωμένο πουλί», το φοβερό αδιέξοδο με τους ψηλούς τοίχους, και ο Πύργος, πάνω στον οποίο τον οδήγησε το αδιέξοδό του. Έρχεται κατόπιν η απόφαση του θανάτου, που προσφέρει απελευθέρωση από την ψυχική ασφυξία και ταυτόχρονα η επιθυμία «να ξαναζήσει έστω και με τον όρο να ξαναπεράσει όλους αυτούς τους δαίδαλους της απελπισίας και της μοναξιάς», μέσα σ’ ένα κόσμο «για πάντα στιγματισμένο από την ανομία κι από την ντροπή». […] Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο συγγραφέας είναι πανεπιστημιακός δάσκαλος, με αντικείμενο διδασκαλίας τη φιλοσοφία. Αυτό του παρέχει το προνόμιο να έχει πρόσβαση σε κάθε τι το επιστητό, που αφορά το αχανές στερέωμα της ψυχής. Είναι όμως -όπως προκύπτει- και ο ίδιος, σαν πνευματική προσωπικότητα, πλουτισμένος με τα ανάλογα εφόδια και ενισχυμένος με μια ολοκληρωμένη και ικανή λογοτεχνική δύναμη. Το βιβλίο του, αν και δύσκολο, δεν σ’ αφήνει να λυτρωθείς από τον καλόδεχτο εναγκαλισμό του. Σου προσφέρεται και το αναζητάς και πάλι. Δίχως να σε κουράζει ούτε το ίδιο, ούτε ο στοχασμός και ο προβληματισμός, που ο ερεθισμός και το κάλεσμά του σου προκαλούν. Ο κ. Φάλκος πιστεύω ότι πέτυχε το στόχο του. Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 28.8.1993 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, από αφιέρωση […] με τη δύναμη τη ψυχής και της γραφίδος του συγκλονίζει το πνεύμα του αναγνώστη του.

– 206 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Το χρονικό των Δικαίων Πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο αλληγορικό αφήγημα, που ο μύθος του εντάσσεται στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Μέσα από τους ήρωες και τα δρώμενα, ο συγγραφέας φέρνει σε φως την τραγική συνείδηση μιας εποχής, που συνεχίζεται (με άλλη όψη) και στις μέρες μας. Το έργο αυτό είναι η κατάθεση μιας μαρτυρίας, η ανατομία μιας ηθικής, η φιλοσοφία μιας μεταφυσικής, η αγωνία για το «άδειασμα» της εσωτερικότητάς μας από τις αξίες και την ανθρωπιά. Ο άνθρωπος, ως ιστορικό πρόσωπο, ζει σήμερα στον αστερισμό της οδύνης, και ζητάει τη λύτρωση σε χώρους που την επαυξάνουν. Και ο λόγος του συγγραφέα (που συχνά «ούτε κρύπτει, ούτε λέγει», αλλά «σημαίνει») είναι τροχιοδεικτικός του ανθρώπινου χρέους και της σωστής αναζήτησης της λύτρωσης. Ένας λόγος εμποτισμένος από συναισθηματική ευπάθεια και γνωστική οξυδέρκεια, διεισδυτικός και συμβολικός, λιτός και πυκνός, με πολλές λογοτεχνικές αρετές. Πλούσια εικονοπλασία, αφηγηματική χάρη, πρωτότυπα ευρήματα, τραγική φόρτιση των γεγονότων, οξεία ψυχολογική διείσδυση και έξαρση της λεπτομέρειας, πετυχαίνουν να ασκήσουν υποβολή στον αναγνώστη και να τον κάνουν να προβληματιστεί σοβαρά, πάνω στα καυτά υπαρξιακά, ηθικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα που θίγονται ή υποσημαίνονται στις εκατό σελίδες του τόσο καλογραμμένου αυτού βιβλίου. Προεκτάσεις στην Εκπαίδευση, τεύχ. 11, σ. 96, Μάρτιος-Μάιος 1993

ΣΟΦΙΑ ΛΙΠΑΡΙΔΟΥ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ ΤΟΥ Τ. ΦΑΛΚΟΥ […] Η δράση τοποθετείται στον χθεσινό μας κόσμο, έναν κόσμο ερήμωσης και απουσίας του θεού, με φανερή όμως προσπάθεια να έχουν τα στοιχεία μια διαχρονική διάσταση. Απ’ τον Τηλέμαχο, το κύριο πρόσωπο των Δικαίων, ένα άτομο ασκητικό, που έχει μια ιδιότυπη ηθική ευαισθησία αλλά και μια ψυχική αγνότητα, ζητούν να βοηθήσει στην εκτέλεση ενός εχθρού εγκληματία. Ο ήρωας βρίσκεται τότε μπροστά σε δίλημμα που αντιμετωπίζει κάθε δίκαιος που θέλει να απαλλαγεί απ’ το κακό. Αν δράσει, θα επιβεβαιώσει την καταστροφική δύναμη του ανθρώπου και την καθολική εξουσία του κακού. Αν μείνει αμέτοχος, θα περισώσει ίσως την αγνότητά του, αλλά θα είναι ένοχος απέναντι σ’ όσους ανάξια πάσχουν. Θα προτιμήσει τον δεύτερο δρόμο, που βέβαια θα τον οδηγήσει σε μια

– 207 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

μοναξιά απόλυτη, που έρχεται να προστεθεί στη γενική ερήμωση και την απουσία του Θεού. Σαν σφάγιο ιερό, ο ήρωας πεθαίνει χτυπημένος από ολόκληρη την πραγματικότητα: από τους φίλους που τον τιμωρούν για την απείθειά του, κι απ’ τους εχθρούς συγχρόνως. Αλλά επάνω στο άψυχο κορμί έρχεται να πέσει η μυστηριακή σκιά μιας μητέρας: «Τότε ψηλά σ’ ένα παράθυρο έγινε φως και μια γαλήνια μορφή στα μαύρα δέσποσε με την απέραντη σκιά της. Ήταν ίσως μια μητέρα». Πιστεύουμε πως πρόκειται για έργο αξιόλογο που αξίζει να προσεχτεί. Ο συγγραφέας του, εκτός από τον στοχασμό, διαθέτει συνθετικές και λογοτεχνικές αρετές όχι συνηθισμένες. Ταξιδιωτική Ενημέρωση, τεύχ. 114, Απρίλιος 1993

ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ Σας ευχαριστώ θερμότατα για την αποστολή του Χρονικού των Δικαίων. Ιδιαίτερα εκτιμάω [τον σχεδιασμό στην] πλοκή του μύθου καθώς και την γραφή σας. [σχόλιο: το κείμενο είναι δυσανάγνωστο]

ΤΑΣΟΣ Γ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Το Χρονικό των Δικαίων, γραμμένο έντεχνα, εγκλείει σε λόγο πυκνό και ουσιαστικό την Αλήθεια, που την υπηρετεί σ’ όλες τις σελίδες του με τρόπον υπεύθυνο. Υπάρχει άνεση στην αφήγηση, ενδιαφέρον στη ρεαλιστική της εκτύλιξη, ενώ η διαγραφή των «χαρακτήρων» στις εσώτερες διακινήσεις των ηρώων είν’ εύστοχη, με συνέπεια να έχουμε ολοκληρωμένο, στις σωστές διαστάσεις του, ένα αφήγημα όπου η τραγικότητα, επενδυμένη μια «φιλοσοφία», που τη χαρακτηρίζετε -πολύ ορθά- «μεταφυσική», συνιστά το κύριο στοιχείο του. Πιστεύω πως στέρεα είναι τα «υλικά», με τα οποία σκέπτεσθε να οικοδομήσετε τη Μητρόπολη της Οδύνης σας. Με χαρά θα διαβάσω και άλλα σας έργα.

ΜΑΡΙΑ ΠΑΛΛΑ Διάβασα το Χρονικό των Δικαίων και μου άρεσε πολύ η διάσταση της φιλοσοφίας που βάζετε μέσα στην αφήγηση. Είναι κρίμα που τα έργα σας δεν έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά […] Αν πάντως αυτό είναι το τίμημα της καλής λογοτεχνίας στις μέρες μας, για μένα είναι σχεδόν ευπρόσδεκτο.

– 208 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΣ Το Χρονικό των Δικαίων είναι πραγματικά φιλόδοξο έργο. Γραμμένο στην παράδοση των μεγάλων μυθιστορημάτων, δεν διαβάζεται για να περνάει η ώρα. Προβληματίζει σαν ένα νέο, βαθύ θεώρημα. Άλλωστε στο γράψιμό σας ερευνάτε κάποια θεωρήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χαίρομαι που συναντηθήκαμε λογοτεχνικά. Εύχομαι να είσθε καλά και να συνεχίζετε την παράδοση του Χρονικού.

ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Το χρονικό των Δικαίων Τον προσωπικό αγώνα μεταξύ καθήκοντος προς την πατρίδα, την παρέα/ομάδα, τους άλλους και την προσωπική ανθρώπινη συνείδηση περιγράφει ο Τάσος Φάλκος στο βιβλίο του, η υπόθεση του οποίου εξελίσσεται στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Στις σελίδες του περιγράφονται ιστορίες ανθρώπων «γεμάτων πίστη και ελπίδα» που κατέληγαν «ερείπια σβησμένα, με τρύπες ανοιγμένες προς το χάος». Μεταξύ αυτών υπάρχουν σκηνές από τους εξευτελισμούς στους οποίους υποχρέωναν οι Ναζί τους Εβραίους της συμπρωτεύουσας πριν τους οδηγήσουν στην εξόντωση της «τελικής λύσης». Χρονικά Ισραηλιτικού Συμβουλίου, τόμ. ΙΗ΄, αρ. 137, 1995

– 209 –


ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

– 210 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ 1982

– 211 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

– 212 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Είναι νύχτα. Ο Κεμάλ, που μόλις αποφοίτησε από την στρατιωτική Σχολή, βρίσκεται με φίλους του στον Χορτιάτη. Σε μια στιγμή απομονώνεται: «Ήταν αργά και είχε πέσει αρκετή ομίχλη που θόλωνε τις επιφάνειες. Απέναντί του τώρα ορθωνόταν ένας τεράστιος βράχος, γκρίζος σαν από λάσπη, μυστηριώδης κι ασαφής. Και ξαφνικά του φάνηκε πως άκουσε μια μουσική θριαμβική από νταούλια και σουραύλια, που σκλήριζαν όλα μαζί. Και τότε απ’ τον βράχο ξεχώρισε ένας κολοσσός. Πρώτα διέκρινε τις φοβερές πατούσες του που έμοιαζαν με λόφους. Τα πήλινα ποδάρια του περνούσαν το βουνό. Το σώμα του ήταν φτιαγμένο από χαλάσματα, γκρεμίσματα, κοτρόνια, τούβλα, πέτρες, που σάλευαν, μετατοπίζονταν εδώ κι εκεί χωρίς να ησυχάζουν. Το πρόσωπο του γίγαντα χανόταν μες στην καταχνιά. Κι ενώ ο Κεμάλ κοίταζε με θάμβος κι αγαλλίαση, ο κολοσσός αυτός σήκωσε αργά τα χέρια του σάμπως για να τον αγκαλιάσει. Αυτό ο Κεμάλ το θεώρησε ως κάλεσμα της μοίρας του. […] »Είκοσι χρόνια αργότερα ο Χίτλερ έλεγε: «Εάν νικήσουμε, τα εγκλήματά μας θα λησμονηθούν. Ποιος θυμάται σήμερα τα εγκλήματα του Κεμάλ;». Καθώς διάβαζα τη σελίδα αυτή από το νέο βιβλίο του Φάλκου Τουρκές η νύχτα, σσ. 19-20, ήρθαν στο νου μου δυο ποιήματα από τις πολύ προγενέστερες Τρεις Μαρτυρίες του, που προσεγγίζουν πάλι τις δύο αυτές «μορφές». Το πρώτο αφορά τον Κεμάλ, που ενώ ήταν αλβανοεβραίος ή σλαβοαλβανός, δεν ενδιαφερόταν διόλου να ελευθερώσει την πατρίδα του, αλλά να αποκτήσει δύναμη σώζοντας την οθωμανική αυτοκρατορία, που τότε κατέρρεε, όπως δηλαδή ο Ναπολέων, που αρχικά ονειρευόταν να ελευθερώσει από τους Γάλλους την πατρίδα του Κορσική, κατάλαβε όμως ότι τη δύναμη και τη δόξα θα την κατακτούσε μόνο μέσω της Γαλλίας. Όλοι αυτοί με την αρχομανία τους αιματοκύλησαν τους σύγχρονούς τους. Το ποίημα Κεμάλ έχει ως υπότιτλο τη φράση «σε μια απ’ τις γενοκτονίες μικρασιατικών εθνών» (σ. 10): -Εμείς δεν ήμασταν αυτοί που σφάξαμε που θάψαμε μη ψάχνεις για τον ένοχο τον ένοχο ποτέ δεν θα τον βρεις κρύβεται και ξεχνά φανατικά μες στις κοιλιές μας μέχρι που να τον αποδώσουμε ξανά στο φως φρέσκον αλώβητο και τουρκικό

– 213 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Και τώρα το ποίημα για τον Χίτλερ με τίτλο Αδόλφος (σ. 12): Αυτός ήτανε στείρος και το γνώριζε τίποτε να γεννήσει δεν μπορούσε εγέννησε λοιπόν ξανά τον εαυτό του τον διαίρεσε τον πρόσθεσε και τον πολλαπλασίασε γέμισε ολόκληρη την οικουμένη κουβαριασμένα φίδια Τόσο στο έργο αυτό όσο και σ’ άλλα, όπως η Σοφίτα και ο Καθηγητής Πλούτων, βασικός στόχος του Φάλκου είναι να σατιρίσει άγρια τους βάρβαρους και εγκληματικούς αρχομανείς και μεγαλομανείς, που σ’ όλες τις εποχές ταλανίζουν την ανθρωπότητα και αποτελούν μια από τις κύριες πηγές του εγκόσμιου κακού. Η τέχνη του Φάλκου είναι «στρατευμένη», αλλά στρατευμένη αποκλειστικά στην υπόθεση της ανθρωπιάς. Και φυσικά η θεωρία «η τέχνη για την τέχνη» είναι ό,τι πιο ξένο προς τη λογοτεχνία του Φάλκου. Για τον ίδιο λόγο η τέχνη αυτή αποκλείει τον ερμητισμό κάθε μορφής, τα πνευματώδη υπονοούμενα, τις συνειρμικές ακροβασίες του σουρεαλισμού και γενικά όσα απομάκρυναν τον κόσμο από τη λογοτεχνία και προπάντων από την ποίηση. Ακόμα, αν έρχεται κανείς στην ποίηση αναζητώντας τη ζεστασιά, το σκίρτημα, την αισθαντικότητα, το ξέσπασμα της συγκίνησης, δεν χρειάζεται να διαβάσει τον Φάλκο. Το ίδιο αν επιθυμεί να βρει φράσεις «πρωτάκουστες» και «πρωτοειπωμένες», στολισμένες με διάφορα λεκτικά στολίδια. Ο ποιητής δεν καταδέχεται καμιά πολυτέλεια, καμιά χλιδή. Ο λόγος του είναι διαπλασμένος με σφυριές. Συχνά έχει την απελπισμένη ένταση αυτού που κατορθώνει να κραυγάσει ανάμεσα στα χτυπήματα που δέχεται από κάποιον επαγγελματία πυγμάχο. Γι’ αυτό κι όλα τα ποιήματά του είναι εξαιρετικά πυκνά και σύντομα. Τα ποιήματα αυτά δεν σε «μαγεύουν»: Σε αποσβολώνουν. Υπάρχουν αναδρομές φρίκης. Βλέπουμε τους παλιούς αρχομανείς, αλλά καταλαβαίνουμε πως είναι σύγχρονοί μας. Ο Φάλκος το δηλώνει ξεκάθαρα απ’ την αρχή της συλλογής πως θέλει να στιγματίσει όλη αυτή τη φάρα των φονικών αρχομανών, σ’ όποιο έθνος κι αν ανήκουν (σ. 7): κι όλους εκείνους που η ζωή τους χώρεσε σε μια μονάχα μαχαιριά. Όλους εκείνους που το νόημα της ζωής τους συγκεφαλαιώθηκε σε μια δολοφονική κίνηση. Τέτοιες μορφές θα δούμε στα ποιήματα της συλλογής αυτής. Μετά απ’ όσα είπα, θα νόμιζε κανείς πως τα ποιήματα του Φάλκου είναι ακατέργαστες κραυγές φρίκης. Αλλά ο ποιητής αυτός είναι πάνω απ’ όλα ένας τεχνίτης. H σύλληψη η αρχική είναι αυτή που δίνει ώθηση στο ποίημα. Μετά όμως έρχεται η σκληρή δουλειά, έρχεται το μυαλό που, έστω ξαναμμένο, οργανώνει και διευθετεί το ασχημάτιστο και το χάος, σφίγγει τα περιγράμματα, ώστε να γίνουν εκρηκτικά, προβάλλει το εύρημα, απομονώνει τη φράση-έκπληξη. Ο

– 214 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Φάλκος απεχθάνεται τα πολύστιχα, μακρόσυρτα και ποταμοειδή ποιήματα, που δεν επιτρέπουν καν να γίνει λόγος για μορφή. Αντίθετα στο έργο του μας κερδίζει πριν απ’ όλα η μορφή, τα ευρήματα και οι εικόνες, που είναι «μοντέρνες», εξαιρετικά τολμηρές. Μια κυρίαρχη θέληση υποτάσσει τα πάντα σ’ έναν πυρήνα, σε μια στέρεη και πυκνή δομή. Κι όμως το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου ένα «παραδοσιακό» ποίημα, αν με τη λέξη αυτή εννοούμε κάτι το μη φρέσκο, το γνωστό και τετριμμένο. H φροντίδα της μορφής και της δομής δεν περιορίζεται στα επιμέρους ποιήματα, αλλά εκτείνεται και στο σύνολο. Ο Φάλκος οργανώνει αρχιτεκτονικά σύνολα, που κορυφώνουν εικόνες-ιδέες με καθαρά τραγικό περιεχόμενο, «κλαδιά που στο τέλος θα δώσουν το δένδρο», κατά την έκφραση του Σολωμού. Το ξέραμε απ’ την πεζογραφία του. Δεν ήταν όμως αυτονόητο ότι θα βρίσκαμε τα στοιχεία αυτά και στην ποίησή του. Οι περισσότεροι ποιητές τυπώνουν συλλογές με ποιήματα ελάχιστα αρχιτεκτονημένα, ακόμα κι αν υπάρχει θεματική ενότητα. Το βιβλίο του Φάλκου που εξετάζουμε αποτελείται από δύο συλλογές. Καθεμιά έχει 26 ποιήματα, που αρχίζουν, αναπτύσσουν και ολοκληρώνουν ένα συγκεκριμένο νόημα. Καθεμιά ξεκινάει με ένα ποίημα, που θα το χαρακτήριζα «εισαγωγικό», προχωρεί σε συγκεκριμένα ιστορικά πρόσωπα και καταστάσεις. Ακολουθούν ποιήματα που «γενικεύουν», ποιήματα «θεωρητικά», που όμως πρέπει ν’ αναζητήσεις τη «θεωρία» -γι’ αυτό λειτουργούν καθαρά ποιητικά-, για να καταλήξουμε σε ποιήματα «κορύφωσης», που συμπυκνώνουν νοηματικά και ποιητικά αυτά που εκφράστηκαν στα προηγούμενα. Όταν πιάνουμε στα χέρια μας ένα βιβλίο, και μάλιστα ποιητικό, περιμένουμε συνήθως να βρούμε τον ίδιο τον συγγραφέα να «εκφράζεται», να πάλλεται από συναισθήματα, να χαμογελά, να μας εκθέτει τα παιδικά του χρόνια, τους έρωτες, τη ζωή του, τις εσωτερικές συγκρούσεις, που τον οδήγησαν στη γνώση κάποιου πράγματος ή του εαυτού του. Τα πράγματα αυτά, ενώ υπάρχουν σ’ άλλα έργα, έχουν αποκλειστεί από τις Τρεις μαρτυρίες. Ο ποιητής σ’ αυτό το έργο του επέλεξε να παρασιωπήσει τα ατομικά, τα προσωπικά στοιχεία. Έχει αφομοιωθεί με το «εσύ», συμπάσχει με όλη την ανθρωπότητα, χωρίς να ξεχωρίζει τον εαυτό του. Και μόνο ο απεγνωσμένος σαρκασμός του μένει σαν «υπόλειμμα» του ατομικού, αλλά κι αυτός ο σαρκασμός από μια άποψη είναι το έσχατο όπλο όλων των πληγωμένων. Για να μας δώσει αυτό που θέλει, καταφεύγει -με συνέπεια κι επιμονή- στη σκηνοθεσία. Μας δείχνει. Αντί ν’ ακούμε την «προσωπική» φωνή του, παρακολουθούμε σύντομες σκηνές, όπου συχνά βάζει τους άλλους να μιλούν. O ποιητής αποσπά και σκηνοθετεί μικρά κομμάτια από ένα τεράστιο δράμα. Το ίδιο κάνει και στα άλλα έργα του. Σαν καλλιτέχνης ο Φάλκος είναι «οπτικός». «Ακούει» καλά, ξέρει καλά τη γλώσσα μας, μα προπαντός «βλέπει», βλέπει και με την τέχνη του μας αναγκάζει κι εμάς να δούμε. Έχει κανείς την υποψία ότι δεν θα ήταν καλλιτέχνης, αλλά μόνο φιλόσοφος, αν έπαυε να «βλέπει» αυτά που θέλει να πει. Σπανίως βλέπει στατικά, ακίνητες εικόνες, σαν ζωγράφος. Συνήθως βλέπει κινητικά, το έργο του αποτελείται από μία σειρά σκληρών και συγκλονιστικών secances, που ολοκληρώνουν στο τέλος μια παράσταση της ανθρώπινης συνείδησης και μια τραγωδία της ανθρωπιάς. Στο τέλος το τοπίο κα-

– 215 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

τακλύζεται από τεράστιες ενοχές. Και πρέπει να τονίσουμε ότι ο Φάλκος είναι ο κατεξοχήν ποιητής της ανθρώπινης συνείδησης. Το διαπιστώσαμε στα συγκλονιστικά διλήμματα των Δικαίων. Το βλέπουμε στο τέλος των Τριών μαρτυριών, στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σε όλο γενικά το έργο του. Κανένα ποίημα του Φάλκου δεν είναι πολυθεματικό, δεν σκορπίζεται. Του χρειάζεται ένα εύρημα σκηνοθετικό, που να εκφράζει μια κυρίαρχη ιδέα. Αυτό θα βάλει σε κίνηση τον τροχό και τα σφυριά. Εκείνο που εξουθενώνει τον ποιητή, κι εδώ και σ’ άλλα έργα του, είναι η αέναη επανάληψη του παγκόσμιου εγκλήματος, που υποβοηθείται σημαντικά από τον μηχανισμό της λήθης. Ξεχνάμε, συγχωρούμε και ξαναρχίζουμε ακριβώς τα ίδια, με φυσική αναγκαιότητα, αφού αποτινάξουμε τις τύψεις, που κάπως μας περιορίζουν. Αν άλλοι συγγραφείς θέλουν τον άνθρωπο «ελεύθερο», μακριά από παρελθοντολογικές τύψεις, ο Φάλκος προκρίνει την ενοχή, που βέβαια δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το «προπατορικό αμάρτημα». Φρονεί πως με τη λήθη οδηγούμαστε με τρόπο μαθηματικό στα ίδια ακριβώς εγκλήματα, εδώ και χιλιάδες χρόνια. Το θέμα αυτό επανέρχεται μ’ επιμονή και σ’ άλλα έργα του Φάλκου, και φυσικά στο Τουρκές η Νύχτα, όπου γίνεται κεντρικό. Ο Φάλκος μας καλεί να δούμε τις εντελώς παράλογες μορφές αυτής της αφιλόξενης και παραμορφωμένης χώρας. Γι’ αυτό και μερικές φορές ξεκινάει με τις δεικτικές αντωνυμίες «αυτοί», «αυτός» (σσ. 11, 12). «αυτή» (σ. 35), «αυτό» (σ. 38). Έτσι απλά, σχεδόν μονότονα. Ο ποιητής είναι βέβαιος πως αυτό που θα δούμε δεν είναι καθόλου μονότονο. Έτσι για έναν από τους μεγάλους πολυκτόνους του εικοστού αιώνα, τον Ιωσήφ Στάλιν, γράφει (σ. 11): Αυτόν κανένας δεν τον γέννησε κάθεται χρόνια αγέννητος στου μηδενός τους κόλπους άσπρισαν τα μαλλιά του λιώσανε τα χέρια του αν τον αγγίξεις θα θρυμματιστεί Είναι το σύμβολο του εκ γενετής νεκρού, που ανοίξαμε την κρύπτη του και προλάβαμε να τον δούμε πριν πέσει σε στάχτη. Είτε γεννήθηκε είτε έμεινε αγέννητος, είναι το ίδιο. Και να με ποια τιμωρία καταδικάζει τους θύτες η συνείδηση του πάσχοντος ανθρώπου: αυτόν κανένας δεν τον σκότωσε τα χρόνια κύλησαν γοργά κι η ώρα του θανάτου πέρασε δεν ζει κι ούτε πεθαίνει κάθεται σάμπως χτυπημένος από σιωπή Ο Φάλκος σκέφτεται ότι ο θάνατος είναι ένας ελάχιστος τίτλος τιμής για τους θνητούς. Αλλά αυτός που χτύπησε τη ζωή στη ρίζα της είναι σαν να μην

– 216 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

έζησε ποτέ, και δεν του αξίζει ούτε ο θάνατος. Τους αρχομανείς θύτες δεν θα τους χτυπήσει ο θάνατος, αλλά η απόλυτη σιωπή. Τι θα γινόταν αλήθεια, αν η παγκόσμια ιστορία είχε γραφεί μ’ αυτή τη βάση; Ας δούμε πάλι τη σκηνοθεσία για τον Χίτλερ, για να τη σχολιάσουμε (σ. 12): Αυτός ήτανε στείρος και το γνώριζε τίποτε να γεννήσει δεν μπορούσε εγέννησε λοιπόν ξανά τον εαυτό του τον διαίρεσε τον πρόσθεσε και τον πολλαπλασίασε γέμισε ολόκληρη την οικουμένη κουβαριασμένα φίδια Σατανική διάνοια φακίρη, που διαιρεί τον εαυτό του, τον προσθέτει και τον πολλαπλασιάζει, ώστε η φιδίσια μορφή του να επαναλαμβάνεται στο άπειρο. Έφτιαξε έτσι μια αηδιαστική οικουμένη, έναν ανατριχιαστικό φιδότοπο. Και ιδού μια μερική σκηνή απ’ τον φιδότοπο αυτό. Στη Γερμανία ένα τραίνο γεμάτο νεκρούς, πιθανότατα νεκρούς-ζωντανούς Εβραίους, ξεκινάει για κάποιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στον σταθμό απομένουν να τελειώσουν μια παρτίδα σκάκι ένας στρατηγός και ένας αξιωματικός. Παιχνίδι τραγικό. Κάτι συμβαίνει μέσα στην καρδιά του στρατηγού, γι’ αυτό και παίζει απρόσεχτα κι αφηρημένα. Ο αξιωματικός είναι φλύαρος, τον προειδοποιεί ότι θα χάσει. Ο στρατηγός δεν απαντά ή απαντά με σκέψεις, που φυσικά ο αξιωματικός αγνοεί. Αλλά ο ποιητής μας κρύβει στην αρχή τι πραγματικά σκέφτεται ο στρατηγός. Επιφανειακά σκέφτεται ανοησίες, για να μας αποκαλύψει στο τέλος μια τραγική σκέψη, μια τρομακτική προοπτική, που αποτελεί κιόλας ένα απ’ τα φοβερότερα πράγματα που γράφτηκαν ποτέ: -Χάσατε την παρτίδα στρατηγέ. Τι συλλογίζεστε; -Ελπίζω να ’φτασαν τα πτώματα στον προορισμό τους και να μη τριγυρνάν αιώνια μες στη Γερμανία (σ. 13). H Γερμανία είναι η ανθρώπινη συνείδηση, κατοικημένη από πτώματα, από ενοχές, που κινδυνεύουν να μη λιώσουν και να γυρίζουν αιώνια μέσα της! Αναμφίβολα ο Φάλκος είναι ο μεγάλος ποιητής της συνείδησης. Ιδού τώρα η φοβερή και γελοία συνάμα μοίρα ενός έντιμου ανθρώπου μέσα στο «φιδότοπο» (σ. 14): Ο υδραυλικός Ενώ λογάριαζες να ζήσεις σαν τη δρυ και να πεθάνεις σαν φωτιά μεγάλη Χανς, μες στην παραζάλη του πολέμου σε πέταξαν υδραυλικό στο Μπούχενβαλντ

– 217 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Κοντά στην πύλη σου είπαν «αλτ!» Κι ακόμα τα χέρια σου σκοπεύουν τ’ άστρα Πε μου, παιδί του Ρήνου με το σώμα το ξερό με την ξερή καρδιά και τη σοφή ψυχή τι σπούδασες υδραυλικός; Σου το ’χαν πει να μετοικήσεις στα βουνά της Ελβετίας Τώρα πεθαίνεις σε μια κρίση υδρωπικίας Στο ποίημα αυτό ο Φάλκος, εγκαταλείποντας τον ελεύθερο στίχο -που στην περίπτωσή του μόνο εξωτερικά είναι «ελεύθερος»- υιοθετεί τον υποταγμένο στον ρυθμό και το μέτρο στίχο, ακόμα και την ομοιοκαταληξία, και μάλιστα την εσωτερική. Αλλά ποιος είναι αυτός ο «υδραυλικός»; Είναι πρώτα απ’ όλα ο ίδιος ο ποιητής, που συστήνει στους άλλους, μα πιο πολύ στον εαυτό του, να μην κοιτάζει προσεκτικά τα ωραία μεγάλα ποτάμια: «μη δεις τα πτώματα που κατεβάζει το ποτάμι / κι αναγνωρίσεις τον εαυτό σου μέσα στους πνιγμένους» (ποταμοί, σ. 15). Ποιος ποιητής δεν θα ’θελε να ζήσει σαν τη δρυ και να πεθάνει σαν φωτιά μεγάλη; Τη φωτιά, τεράστιο σύμβολο για την ανθρωπότητα και ιδιαίτερα για τον Ηράκλειτο, τη μνημονεύει στο μότο του ο ποιητής. Σύμφωνα με τη θεωρία του Ηρακλείτου, η «ξερή» ψυχή, αυτή που έχει μέσα της λίγο από το θεϊκό πυρ, το οποίο σαν κεραυνός κατευθύνει αυτόν τον κόσμο, είναι σοφή, βρίσκεται δηλαδή σε επαφή με το όλον (πυρ ή λόγο) και γνωρίζει και υποτάσσεται στους νόμους που κυβερνούν τον κόσμο. Αυτήν την ενότητα ζητάει ο ποιητής και μαζί του όλη η τυραννισμένη ανθρωπότητα, που η ψυχή της τείνει να γίνει «υγρή», να σβήσει μέσα της η «θεία φωτιά», ν’ αποκοπεί οριστικά από το ον, να σβήσει, να πεθάνει οριστικά. Αλλά ο υδραυλικός αργοπεθαίνει μέσα στην «υγρότητα» του Μπούχενβαλντ. Μες στη διάσπαση αυτή του κόσμου, όπου η ενοποιός φωτιά έσβησε σχεδόν οριστικά (στον Ηράκλειτο η φωτιά δεν σβήνει ποτέ οριστικά, ο κόσμος υγροποιείται προοδευτικά, το πυρ υποχωρεί, μα μένει πάντα κάτι, που θα ξαναζωντανέψει τη φωτιά) η καρδιά του έχει υγροποιηθεί, έχασε κάθε ελπίδα ενότητας, ο άνθρωπος έγινε «υδρωπικός». Στις έντεκα σειρές του υδραυλικού ενώνονται αξεδιάλυτα η τραγική μοίρα της εποχής μας, η μοίρα του ποιητή, βαθύτατος φιλοσοφικός στοχασμός, άγριος σαρκασμός και αυτοσαρκασμός: «τι σπούδασες υδραυλικός;». Σάμπως δηλαδή, αν δεν είχε σακατευτεί με τη «υγρότητα» αυτού του κόσμου, θα σωζόταν δήθεν, αν γινόταν ερημίτης, αν μετοικούσε «στα ψηλά βουνά της Ελβετίας». Στο ποίημα παίζεται η ανθρώπινη ενότητα, και η ανθρώπινη ύπαρξη. Παίζεται και χάνεται. Προσωρινά; Για πάντα; Ο χρόνος θα δείξει, αν στην ψυχή του υδραυλικού, στην ψυχή του ποιητή, αν απέμεινε κρυμμένη κάποια σπίθα φωτιάς, κάποια ελπίδα ενότητας. Τα ποιήματα αυτά δεν το δείχνουν. Ο ποιητής βλέπει τον κόσμο μας και τον εαυτό του «υγρό», διασπασμένο. Το μόνο που τον ενοποιεί, αλλ’ όπως το βουρκόνερο «ενοποιεί» τη λάσπη, είναι η ενοχή, που θα τη δούμε παρακάτω σ’ όλο το μεγαλείο της. Σε μια παράσταση «πρώην νικητών στον πόλεμο» (σ. 16) ορμούν απ’ τα παράθυρα σπουργίτια-δολοφόνοι, που χαλούν τη γλυκανάλατη παράσταση.

– 218 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Πρόκειται βέβαια για κάποιες τύψεις της συνείδησης, που είναι όμως ενοχλητικές. Και οι ενοχές και οι τύψεις δυσαρεστούν τους θύτες («πρώην νικητές», όρα τα θύματα της Χιροσίμα), αυτούς που είχαν κι έχουν αρχηγούς «μορφές» όπως η παρακάτω (σ. 18): Μέσα στη σύγχυση την αναρχία των καιρών υψώθηκε σαν το μενίρ γκάνγκστερ φιλόσοφος πολιτικός άρχοντας των νημάτων ήρεμος λοβοτομημένος Μια ακόμα μορφή -και μια σκηνοθεσία- που υψώθηκε σαν το μενίρ, σαν τους τεράστιους μεγαλιθικούς μονόλιθους της Αγγλίας. Κι εδώ ο Φάλκος σχεδόν «επιδεικνύει» την έκτακτη ικανότητά του για συμπύκνωση. Εξελισσόμενη σκηνοθεσία έχουμε στη Σουζάνα (σ. 17), προφανώς την Αμερική. Ο Φάλκος δεν εννοεί το ενδεχομένως βαθιά κρυμμένο πρόσωπό της, αλλ’ αυτό που έδειξε στο Βιετνάμ, στην Κύπρο, στη Χιλή, στη Νικαράγουα, στο Ιράκ κτλ. κτλ., σαν μίμηση και συνέχεια της χιτλερικής Γερμανίας. Η ΧοντροΣουζάνα τραγουδά και συνεπαίρνει τους πάντες, αλλά μετά: μετά η Σουζάνα παίρνει φόρα ρουφάει τα πλαστικά πουλιά τ’ αλόγατα και τα ποτάμια μαζί με τους αλλοπαρμένους και κλείνει ξαφνικά το στόμα και γίνεται βαθύ σκοτάδι και τότε ακούς το μαύρο πόνο που μεταβάλλεται σε λάσπη τώρα η Σουζάνα πάει αλλού να τραγουδήσει Περιφερόμενη θεά Κάλι, που οι δολοφόνοι οπαδοί της την έραιναν με το αίμα των θυμάτων τους… Και αυτά ο Φάλκος τα τυπώνει το 1982, προτού οι Ηνωμένες Πολιτείες να εκδηλώσουν σαφώς τις κοσμοκρατορικές τάσεις τους! Μα η Σουζάνα, η θεά Κάλι, έχει και άλλα πρόσωπα. Και ένα από αυτά είναι και οι σιωνιστές. Ο τίτλος του ποιήματος είναι Πρωτόκολλα της Σιών (σ. 20), γιατί βέβαια οι Εβραίοι δεν είναι όλοι σιωνιστές: Κυνηγημένοι από τους Φιλισταίους αποδεκατισμένοι από τους Γερμανούς συμπιεσμένοι ανάμεσα στους Άραβες ’ξοκείλαμε στην έρημο

– 219 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

μα η έρημος θ’ ανθίσει κάποτε ο θεός θα τη χτυπήσει με τη βακτηρία του θα τιναχτεί μια θάλασσα τερμίτες Πόσο θλιβερά αληθινοί βγαίνουν αυτοί οι στίχοι, σήμερα, με την εβραϊκή επίθεση στη Γάζα, μια επίθεση που καταδίκασε -χλιαρά είναι αλήθεια- όλη η οικουμένη ή με την πρόσφατη φονική επίθεση στα πλοία που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια για τους Παλαιστινίους! Η παρουσία του θεού στους στίχους παραπέμπει στον θεό της Παλαιάς Διαθήκης, που αξίωσε από τους «εκλεκτούς» του να εξαφανίσουν δεκάδες πόλεις που προϋπήρχαν στη «γη της επαγγελίας», να εξαφανίσουν εφτά ολόκληρους λαούς, και που στη συνέχεια παραπονείται ότι δεν τον τιμούν αρκετά, ενώ ο ίδιος τους έδωσε «σπίτια που δεν έκτισαν, δέντρα που δεν φύτεψαν, αγρούς που δεν έσπειραν»… Πληγές επάνω στις πληγές του κόσμου. Χαρακτηριστικές μορφές δικτατόρων του 20ού αιώνα, όπως ο Πινοσέτ ή οι Απριλιανοί συνταγματάρχες σκιαγραφούνται με ανάλογο τρόπο (σσ. 21-22). Η σάπια ψυχή ενός από αυτούς περιγράφεται από τον ίδιο ως εξής: Μόνο η καρδιά μου γέμισε με τρύπες και πάνω της βομβούν οι μύγες Μετά το ποίημα αυτό εγκαταλείπονται οι ονομαστικές αναφορές, που φυσικά θα μπορούσαν να προχωρήσουν στο άπειρο, και περνάμε σε γενικεύσεις. Ακολουθούν δηλαδή ποιήματα που αντιμετωπίζουν με σφαιρικότητα το θέμα. Ο απόλυτα εγωκεντρικός χαρακτήρας των εξουσιαστών-θυτών και η σαδο-μαζοχιστική μανία τους περιγράφεται ως εξής (Το σαδιστικό όστρακο, σ. 23): Σπείρες συμμετρικές που καταλήγουνε στο κέντρο όλα τα δέχεται Εκπέμπει μόνο λύσσα Τριγύρω του ποθεί μιαν ερημιά απέραντη Έσχατη επιθυμία του να γίνει και ο ίδιος θύμα ενός μαρτυρίου να ’σβηνε, λέει, από τη μνήμη όλου του κόσμου Σ’ αυτή τη σκέψη αφρίζει από ηδονή Θα σταματήσω λίγο στο Φως και το θεριό (σ. 24): Φωτάκι μου μικρό μου φως τις σκοτεινές μου νύχτες με παρηγορούσες μα σαν πιάσαν οι μαύρες πείνες ονειρευόμουν να σε κάνω μια χαψιά Μα εσύ γλιστρούσες μες από τα δόντια μου δεν είχες χέρια πόδια να σ’ αρπάξω

– 220 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Όνειρο εσύ μικρό μου φως αναρωτιέμαι αν έχεις και καρδιά Κάπως απλοϊκά και με κίνδυνο να καταστρέψουμε την ποιητική εικόνα, θα λέγαμε ότι το θεριό -ή καλύτερα τα θεριά- είναι οι μορφές θυτών που προηγήθηκαν, και φυσικά το «φως» είναι οι ιδέες που φώτιζαν κάποτε την ανθρωπότητα και που κατάντησαν εκεί που κατάντησαν. Ας προσέξουμε το παιχνίδι του φωτός μέσα στα δόντια του θεριού. Παράξενη ερωτοτροπία τεράτων... Τα δύο επόμενα ποιήματα επιχειρούν μια δήθεν επιστημονικοφιλοσοφική, στο βάθος όμως βαθύτατα σαρκαστική, ερμηνεία της τερατογονίας. Και πρώτα το ποίημα Σύνθεση (σ. 25): Γόνιμη η σκέψη του παλιού σοφού που γύρευε να ζευγαρώσει το θάρρος με τη σωφροσύνη Το έργο αυτό μιμήθηκαν κάθε λογής πολιτισμοί που γνοιάζονται για σύνθεση κι αρμονική προσαρμογή των αντιθέτων Πιάνουν κόβουν στα δυο συνθέτουν Έτσι γεννήθηκαν οι πανθηροσπουργίτες οι κενταυροκουρούνες οι σκύμνοι κατσαριδοπόντικες και τ’ άλλα παγανά που τριγυρνούν ανάμεσά μας Ο παλιός σοφός είναι ο Πλάτων, που στον Πολιτικό του (308C εξ.) γύρευε να ζευγαρώσει τους ανδρείους με τους σώφρονες, ώστε να προκύψει μια ανθρώπινη ράτσα, που να συνδυάζει την ανδρεία με τη σωφροσύνη. Από τις αρχαίες θεογονίες μας σώθηκε αυτή του Ησίοδου. Ο Φάλκος κάνει λόγο για τη σύγχρονη τερατογονία: Αυτά τα πράγματα έχει να επιδείξει η εποχή μας. Τα καθημερινά εγωπαθή μικροτέρατα γεννιούνται ως εξής (κύκλοι, σ. 26): Είναι πολλοί που γλίστρησαν και πέσανε βαθιά μες στ’ όνειρό τους Καθένας έγινε μονάρχης του εαυτού του κύκλος αυτόφωτος κι αυτάρκης Ανάμεσα σε ταραχή και κρότους πάνω τους πέφταν κι άλλοι κύκλοι σκουντιόνταν και λακτίζονταν πετιόνταν στο χαντάκι Συχνά τα βράδια μες στο λήθαργο οι ρημαγμένοι κύκλοι κάνουν έρωτα ενώνονται τα δυο μηδέν γεννιούνται τα μικρά μηδενικά Υπενθυμίζουμε και το ποίημα για τον Χίτλερ, που διαίρεσε τον εαυτό του, τον πρόσθεσε, τον πολλαπλασίασε και γέμισε την οικουμένη φίδια κουβαριασμένα. Είναι κι αυτό μια τερατογονία. Τρεις χαρακτηριστικές τερατογενέσεις, πλημμυρισμένες από σαρκασμό, που μας γεννούν απόγνωση. Θέλουμε να πατήσου-

– 221 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

με αυτά τα σιχαμένα φίδια, αυτούς τους επικίνδυνους σκορπιούς. Αλλά το τραγικό είναι πως πρόκειται για συνανθρώπους μας, για ένα μέρος της ανθρωπότητας! Περιγράφοντας τις μορφές των μεγάλων πολυκτόνων, ο Φάλκος δίνει στην καθεμιά κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα, χωρίς όμως να επιδιώκει να τις διαφοροποιήσει σε βαθμό, που θα μας κάνει να σκεφτούμε ότι πρόκειται για διαφορετικές «ατομικότητες». Όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται ταιριάζουν περίπου σε όλες τις μορφές. Γιατί στην ουσία τους είναι περίπου ίδιες. Αυτό που τονίζει ο Φάλκος με τα πρώτα κιόλας ποιήματα είναι ότι η οικουμένη κατάντησε φιδότοπος. Σε άλλο έργο του χαρακτηρίζει τον εικοστό αιώνα ως τον «αθλιότερο που γνώρισε η ιστορία», εξαιτίας πάντα της δράσης των επηρμένων ισχυρών, των εξουσιαστικών, των αρχομανών, των μεγαλομανών, των φανατικών, των σοβινιστών, των πολεμοχαρών και των πολεμοκάπηλων. Την ίδια θέση αναπτύσσει με απόλυτη συνέπεια και επιμονή, αλλά με μεγαλύτερη ένταση και «μαύρο μεγαλείο» στα έργα του Τουρκές η Νύχτα και Ο Καθηγητής Πλούτων. Όπως ο Φρόιντ διερεύνησε την ερωτική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, ο Μαρξ την υλική, ο Φάλκος με όλο σχεδόν το έργο του μας δίνει την εξουσιαστική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, όπου τα κίνητρα είναι κυρίως ψυχολογικά. Όταν αυτά τα κίνητρα συνδυαστούν με τα υλικά, «τότε προκύπτει η τέλεια παλιανθρωπιά», λέει ο Φάλκος στο Τουρκές η νύχτα (σ. 187). Οι μορφές που αναφέρει ονομαστικά κείνται «παραδείγματος ένενεν». Το αποκρουστικό κήρυγμα όλων αυτών το συνόψισε ένας στρατηγός του Φράνκο: «Ζήτω ο θάνατος!». Για τον Φάλκο η εποχή μας είναι εποχή θανάτου. Και βέβαια ο Φάλκος δεν αρκείται στην καταγγελία και τον στιγματισμό. Ο ίδιος είναι φανατικός υπέρμαχος της ζωής. Αυτό φαίνεται κι από μόνο του, αλλά κι ο ίδιος το τονίζει με τα διάφορα alter ego που δραματοποιεί, όπως ο Τηλέμαχος των Δικαίων, ο ήρωας του αφηγήματος «Ο φύλακας» που περιλαμβάνεται στο Τουρκές η Νύχτα, ο ήρωας του αφηγήματος «Οι Δίκαιοι» του ίδιου έργου κ.ά. Μάλιστα ως φιλόσοφος επεξεργάζεται εδώ και καιρό ένα σύστημα ηθικής, που θα στηρίζεται ολόκληρο στην αξία της ανθρώπινης ζωής, και όχι σε κάποια μεταφυσική ή άλλη βάση. «Η αξία της ζωής απέναντι στις αξίες της ομάδας και της ιστορίας», γράφει στο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο (σ. 19). Και αλλού (σ. 130): «Η θέλησή του να συμβάλλει στον περιορισμό του εγκόσμιου κακού απαιτεί τον θάνατο ενός εχθρού. Μα η αγνότητά του και το γεγονός πως βάζει πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη ζωή, τον εμποδίζουν να σκοτώσει.» H μοίρα μας να μας σκοτώνουν οι συνάνθρωποί μας, επιδιώκοντας πότε τα αγαθά και πότε την εξουσία, αλλά συνήθως και τα δύο, και να ’μαστε γι’ αυτό υποχρεωμένοι να τους σκοτώσουμε με τη σειρά μας (ένα από τα κεντρικά θέματα των Δικαίων) βρίσκει την παρακάτω διατύπωση (Αρμονία, σ. 27). […] Στη φύση ο σκώληκας ο προαιώνιος ροκανίζει τις πλευρές του ισοσκελούς τριγώνου κι ο άνθρωπος που τον μιμείται κόβει μύτες αυτιά και ροκανίζει τις ψυχές Αρτιμελείς βρίσκεις μονάχα δολοφόνους

– 222 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Όταν περίσσεψε η αγανάκτηση για το έργο το άμετρο και καταλυτικό του σκώληκα και απόκτησαν δύναμη οι επικριτές οι νομοθέτες όρισαν: οφθαλμόν αντί οφθαλμού! Έτσι αυτός ο κόσμος μένει συνεχώς ακρωτηριασμένος Αυτό είναι σπαραγμός και τραγική θεώρηση του κόσμου ανάμεικτη και πάλι μ’ έναν ιδιότυπο σαρκασμό. Ποιος όμως τα νιώθει αυτά σαν «σκέψεις»; Σκέψη και ποίηση στον Φάλκο δένουν αξεδιάλυτα, συνήθως με τη μεσολάβηση μιας τραγικής εικόνας, που εκφράζει και τα δυο. Αλλά τα τέρατα που είδαμε χρειάζονται έναν χώρο για να στεγαστούν, γιατί αλλιώς «δεν μπορούν ν’ ανεχτούν τις ίδιες τους τις πράξεις». Ακόμα και η Νύχτα δεν μπορεί να τους καλύψει (Νύχτα και θόλος, σ. 29): […] Τότε σοφίστηκαν να φτιάξουν έναν θόλο τεχνητό κόλλησαν φόβους τρόμους και παγίδες τρύπωσαν και στεγάστηκαν κάτω απ’ τον ιδιωτικό τους ουρανό Περνάει απέξω η Νύχτα σκεφτική και δεν μπορεί να επιθεωρήσει ούτε τις πράξεις που της αποδίδουν Πόσο διαφορετική είναι αυτή η προσωποποιημένη Νύχτα από τη νύχτα των προρομαντικών και των ρομαντικών! Μια Νύχτα παράξενα τραγική. Παραλλαγή της θα δούμε στο τελικό ποίημα. Το θέμα αξίζει να ερευνηθεί πιο προσεκτικά. Στο ποίημα Η Όπερα διαβάζουμε ότι (σ. 30): Οι καιροσκόποι πήρανε τα σχέδια της όπερας και τα παράδωσαν στους μειοδότες Οι εργολάβοι τ’ άλλαξαν Νόθεψαν τα υλικά Η «όπερα», οι εκκλησίες και τ’ αγάλματα, εκφράζουν βέβαια τη θετική πλευρά της ζωής, τις ιδέες, το ίδιο το πνεύμα. Όλα αυτά έχουν φριχτά αλλοιωθεί. Το οικοδόμημα -ο δυτικός πολιτισμός- έχει ολόκληρο καταπέσει ή κατεδαφιστεί ως άχρηστο και ενοχλητικό: Σήμερα ακόμα σαν στήσεις αυτί θ’ ακούσεις απ’ το βάθος τις φριχτές παραφωνίες τ’ ανατριχιαστικά τριξίματα των δοξαριών των μουσικών που δεν προλάβανε να φύγουν

– 223 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Ο Φάλκος αναφέρεται στις δήθεν δημοκρατίες, τη δήθεν αμερόληπτη δικαιοσύνη ή την θλιβερή αλλοίωση του χριστιανισμού, που -κοντά στα άλλα- ευλογεί τα όπλα των πανθηροσπουργιτών και των λοιπών τεράτων, αντί να τα καταγγέλλει αυτά καθημερινά και με ένταση ανάλογη της μοχθηρίας τους. Τα ερειπωμένα κτίσματα ανήκουν στα σημαντικά σύμβολα του ποιητή. Ο ήρωας των Δικαίων φτάνει μπροστά σ’ έναν παλιό ναό που τον γκρεμίζουν: «H εκκλησία αυτή κάποτε ήταν όλο φως. Την κατοικούσαν τόσοι άνθρωποι γεμάτοι πίστη και ελπίδα. Μα σήμερα ήταν ένα ερείπιο σβησμένο, με τρύπες ανοιγμένες προς το χάος!...» Τώρα την κατεδαφίζουν, γιατί υπάρχει κίνδυνος να πέσουνε οι τοίχοι της επάνω στους περαστικούς. Οι ιδέες που μας έθρεψαν, με την αλλοίωσή τους, κατάντησαν ακόμα κι επικίνδυνες! Και λίγο παρακάτω: «Σκεφτόταν πάντοτε την εκκλησία. Εκείνο το περίεργο και τραγικό ερείπωμα, η κατεδάφιση μετά, πώς πήρανε τα τούβλα και τα ξύλα, το ακατανόητο κι άχρηστο πια κομμάτι από τοίχο που απέμενε πάνω στη γη, τα λησμονημένα στο βάθος θεμέλια... Κι αν λογαριάσεις τώρα τι κατάφεραν να κτίσουν οι νεότεροι σ’ αυτή την πόλη... Όσο τα γύριζε όλ’ αυτά μες στο μυαλό του, έπαιρναν άλλες διαστάσεις.» (Οι Δίκαιοι, σσ. 56-57). Στον Φάλκο δεν υπάρχει τίποτε που να μην στοιχειοθετεί μια τραγωδία. Κι εδώ έχουμε τραγωδίες και εσωτερικές και της εποχής μας. Τι σχόλιο να προσθέσει κανείς; Καταλαβαίνουμε μονάχα πόσο συνειδητά και με συνέπεια οικοδομεί το έργο του ο Φάλκος. H πρώτη συλλογή κλείνει με ένα ποίημα όπου ο στοχασμός, η μεταφυσική αγωνία, ο λεπτός σαρκασμός, η ηθική απόγνωση ενώνονται με τρόπο αξεδιάλυτο. Τρεις άνθρωποι από τρεις διαφορετικές σκοπιές κάνουν τραγικές διαπιστώσεις. Το ποίημα αξίζει να μνημονευτεί ολόκληρο, γιατί είναι από τα πιο σημαντικά που έγραψε ο Φάλκος (Τρεις μαρτυρίες, σ. 32): «Κάτω ήταν το πανηγύρι η μπόμπα βρήκε την καρδιά της πόλης! Ο ουρανός ήταν θαμπός Έδειχνε μάλιστα σπασμένος» «Ο ουρανός συμπεριφέρεται παράλογα όλες μας οι μετρήσεις δείχνουν ότι απομακρύνεται ιλιγγιωδώς» Αφού μάζεψε λίγες πέτρες μέσ’ από τις στάχτες συμπέρανε πως ο ουρανός είναι φενάκη υπάρχει μόνο το κενό και πότε-πότε λίγες στάχτες Τρεις μαρτυρίες έντιμων συμπολιτών μας: ο ουρανός απομακρύνεται ιλιγγιωδώς ο ουρανός είναι σπασμένος ο ουρανός είναι κενός με λίγες στάχτες

– 224 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Όσοι τους βασανίζει ο ουρανός ανέβαλαν την πτήση Η μπόμπα που «βρήκε την καρδιά της πόλης», είναι οι ατομικές που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ο ουρανός που έδειχνε «σπασμένος» είναι η συντριβή της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και ό,τι μπορεί να αντιπροσωπεύει ο ουρανός για τον δυτικό άνθρωπο (ιδέες, μεγαλείο, μεταφυσική κτλ.). Η δεύτερη «μαρτυρία», που αναφέρεται στην ιλιγγιώδη απομάκρυνση του ουρανού, φαίνεται κυρίως μεταφυσική (το θείο μας εγκαταλείπει, ιδέα που υπάρχει και σε άλλα έργα του Φάλκου), αλλά μπορεί να νοηθεί και ως απομάκρυνση οποιουδήποτε θετικού υπήρχε στη ζωή μας. Από όλ’ αυτά δεν απομένει παρά το κενό και λίγες στάχτες, που είναι η διαπίστωση του τρίτου μάρτυρα. Ακολουθεί η λεπτότατα ειρωνική αλλά και πικρότατη διαπίστωση: «Όσοι τους βασανίζει ο ουρανός ανέβαλαν την πτήση.» Με το ποίημα αυτό η τέχνη του Φάλκου έφτασε σε μια από τις κορυφώσεις της. Ο ίδιος έχει συναίσθηση του γεγονότος, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε τον τίτλο του ποιήματος αυτού ως τίτλο όλου του βιβλίου.

Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ H δεύτερη συλλογή, ή το δεύτερο μέρος με τίτλο Η Κολυμβήθρα, είναι απόλυτα δεμένο με το πρώτο και ως μορφή και ως εσωτερικός ρυθμός και ως εκτέλεση της ποιητικής ιδέας. Υπάρχει και εδώ το «εισαγωγικό» ποίημα. Κάποιος ξεναγεί κάποιους. Κι εμείς σαν τρίτοι παρακολουθούμε την ξενάγηση (Ο Νόμος, σ. 35): Κι αυτή η κλίμακα οδηγούσε κάποτε στην αίθουσα του Νόμου Βλέπετε εκεί στην άκρη των αναβαθμών διακρίνεται ακόμα η αρχή της απαγόρευσης Τα άλλα τα ’σβησε ο χρόνος. Σήμερα ακόμα μερικοί βρίσκουν μες στη συνείδησή τους χαραγμένο ένα «μη» Αλλά δεν ξέρουν πια τι να προσθέσουν δίπλα του και μένουν με το «μη» το κολοβό σαν στιγματίες Είδαμε ότι τα ερειπωμένα κτίσματα ανήκουν στα σημαντικά σύμβολα του ποιητή. Με την υποβλητική αυτή σκηνοθεσία του ναού του Νόμου, που έχει ερειπωθεί, παρακολουθούμε το αριστοτεχνικό πέρασμα από το γκρεμισμένο εξωτερικό τοπίο -την εποχή μας- στον ανάλογα διαβρωμένο εσωτερικό χώρο. Εδώ ο ποιητής περιγράφει μια ανθρωπότητα που είχε κάποτε κάποιες αρχές, δεχόταν κάποιες αξίες. Σήμερα όλ’ αυτά αποτελούν κάποια ακατανόητα και τραγικά ερείπια, που τα φωτίζει ένα φως αλλόκοτο που έχει ξεκοπεί απ’ την πηγή του. Επισημαίνω την τραγικά σαρκαστική φράση «και μένουν με το «μη» το κολοβό σαν στιγματίες». Αυτό προαναγγέλλει και το είδος ανθρώπου και ανθρωπότητας που θα δούμε στα ποιήματα της δεύτερης συλλογής. Μένει να διευκρινίσω πως ο Νόμος είναι από τα μεγάλα θέματα που βασανίζουν την καρδιά του ποιητή. Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τους Δί-

– 225 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

καιους (σσ. 89-90): « - […] Δεν ξέρω αν λέγοντας «Νόμο» εννοείτε αυτό που εννοώ εγώ, αλλά τον Νόμο σήμερα, όποιος επιθυμεί, μπορεί και να τον επισκεφτεί και να τον μελετήσει όπως έναν αφύλακτο ναό κάποιας παλιάς θρησκείας. […] Στην πύλη και στους διαδρόμους που οδηγούν στο Νόμο δεν υπάρχουν πια φρουροί. Μπορείτε ελεύθερα να τριγυρνάτε, ακόμα και να ασεβείτε εκεί μέσα. Δεν θα βρεθεί κανείς να σας απομακρύνει. […] Η αίθουσα του Νόμου είναι από καιρό σιωπηλή και έρημη. Το σκότος μόνο συμπυκνώνεται ιδιαίτερα σ’ ένα σημείο και δημιουργεί κάτι σαν δέσμη από μαύρο φως. Αν προσπαθήσεις, θα διακρίνεις ότι ο θρόνος, που διαγράφεται στο κέντρο αυτής της δέσμης, είναι άδειος». Στο ποίημα Ο νόμος των Τριών μαρτυριών έχει προστεθεί ο καταλυτικός σαρκασμός, μια από τις ισχυρές «ροπές» που ρύθμισαν την έμπνευση του Φάλκου. Και οι «μορφές» του δεύτερου κύκλου ξεπηδούν σαν κύματα. Αισθάνεται κανείς πως ο ποιητής δεν έχει παρά να διαλέξει όποιες του φαίνονται καταλληλότερες, πιο παραστατικές. Άνθρωποι που αγωνίζονται να καταπνίξουν τη συνείδησή τους (Ο νεαρός ναρκομανής στοχάζεται, σ. 36): κι αν μ’ ενοχλήσει η στυγερή συνείδησή μου ε τότε την στουπώνω με χασίσι που προορίζω για τους χοίρους και τους νέγρους Κυνηγοί κεφαλών, που πρώτα η δουλειά τους ήταν εύκολη, γιατί «υπήρχε το πάθος», μα τώρα δυσκόλεψαν τα πράγματα, ξύπνησε κάπως η συνείδηση κι άρχισαν ν’ αμφιβάλλουν. Τώρα το μόνο κίνητρό τους είναι το κέρδος (σ. 37): Τώρα που αρχίσαμε να δυσπιστούμε στη δουλειά μας εμφανίστηκαν οι συλλέκτες Πληρώνουν ευτυχώς καλά Σκεφτόμαστε όλους τους πουλημένους μειοδότες προδότες. Σήμερα τέτοιοι είναι αναρίθμητοι, πουλημένοι πολιτικοί, στρατηγοί που πρόδωσαν την Κύπρο, πράκτορες της CIA κτλ., άτομα που ναι μεν δεν υπήρξαν «ανθρωπιστές», έγιναν όμως τρισάθλιοι με την ενέργεια του συμφέροντος. Εδώ ανήκει το αιλουροειδές με τον άγριο και συνάμα φίνο φωτισμό του και τον εξαίσιο σαρκασμό (σ. 38): Αυτό το σπάνιο είδος που μοιάζει με λιοντάρι αλλά δεν είναι που μοιάζει και με πάνθηρα είναι ένα από τα λίγα ζώα που δεν επιζούν αιχμάλωτα Το θαυμαστό είναι πως οι γονείς του το συνέλαβαν και το γεννήσαν εν

– 226 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

αιχμαλωσία ιστορικός συμβιβασμός Μια λεπτομέρεια: ευνουχισμένο Εδώ ανήκει το κομψό και άρτιο Εις αρτίστα, που με την τελειότητά του θυμίζει τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Είναι άλλωστε επίγραμμα, που σατιρίζει τους αδιάφορους ηθικά και ανερμάτιστους καλλιτέχνες, που σε δεινούς καιρούς όπως η εποχή μας, αντί να κάνουν κάτι το ουσιαστικό, να υψώσουν τη φωνή τους, να καταγγείλουν, να πολεμήσουν αυτούς που μας φέρνουν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να καλυφτούμε με ενοχές, ασχολούνται με ερωτικές ιστορίες, με «δράματα» ατομικά ή με φαρσοκωμωδίες (σ. 40): Όλα τα ξένα τα παπούτσια τού πήγαιναν στο πόδι Γι’ αυτόν απόσταση απ’ τους άλλους δεν υπήρχε Κυκλοφορούσε μες στις σκονισμένες σάλες της καρδιάς τους ξορκίζοντας την ενοχή μ’ έρωτες δράματα και φάρσες Τώρα κείτεται πιο διάφανος κι από τη διαφάνεια χωρίς κανένα μυστικό Στο Τουρκές η νύχτα (σ. 190) ο Φάλκος γίνεται πιο συγκεκριμένος για το ποιους εννοεί: «Μα ποιος ενδιαφέρεται ν’ αλλάξει την κατάσταση αυτή; Όχι, πάντως, οι άνθρωποι του πνεύματος. Αυτοί, όταν δεν ερωτεύονται τη γλώσσα ξεχνώντας όλα τ’ άλλα, όταν δεν εξυμνούν μια ποίηση ουδέτερη, όπως ο λύκος που ουρλιάζει στο φεγγάρι, όταν δεν επιδίδονται στην ομφαλοσκοπία, όταν δεν επιμένουν να μας διηγηθούν τις «εμπειρίες» τους, όταν δεν πάσχουν από παιδισμό, ώστε να θέλουν να διηγηθούν τα πάντα, γοητεύονται να στήνουν αινιγματικές παγίδες στα πνεύματα των δύστυχων που τους διαβάζουν. Οι λίγες εξαιρέσεις δεν φέρνουν φυσικά την άνοιξη. Κι είπα στον εαυτό μου: «Αφού οι άλλοι ανέχονται τα πάντα και δείχνουν ευχαριστημένοι, εσύ τι κάθεσαι κι αγωνιάς;». Με τη σάτιρα ο Φάλκος επιδιώκει να τους κεντρίσει όλους αυτούς και να τους υπενθυμίσει το χρέος του πνευματικού ανθρώπου, που είναι πάνω απ’ όλα η υπεράσπιση της ανθρωπιάς και η καταδίκη της παλιανθρωπιάς. Προδοσία των ιδανικών τους έκαναν και οι Αυτόχειρες. Κάποιος απ’ αυτούς, έχοντας εγκαταλείψει την ποίηση και τη φιλοσοφία, επιδόθηκε με θέρμη στο εμπόριο, αλλά στο τέλος αυτοκτόνησε, γιατί φαλίρισε (σ. 41): […] Αργότερα αν ο θάνατος είναι αιώνιος όπως λένε θα δω μήπως για την κακοτυχιά μου φταίει το πώς προτίμησα τα λάδια απ’ τη φιλοσοφία Τώρα είμαι νέος νεκρός και δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ με τέτοια πράγματα Στις Μέρες του 1967 σατιρίζονται οι βολεμένοι, που μόνο με τα λόγια -κι

– 227 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

αυτό προς κάποιους έμπιστους- κατέκριναν τη δικτατορία (σ. 42) Έξω κυκλοφορούν εμβλήματα και τέρατα από τους κρότους βούλωσαν τ’ αυτιά του εισαγγελέα Μονάχα ο πάρεδρος αποφασίζει να τιναχτεί μες απ’ το δέρμα του να βγει στους δρόμους τσίτσιδος Μα κάθεται ήσυχος στη θέση του μασώντας το δεξί του χείλος Τι έκανε στα χρόνια αυτά ο Φάλκος; Στο δεύτερο χρόνο της δικτατορίας σχεδίασε τη Σοφίτα, μια αγριότατη σάτιρα κατά της δικτατορίας και κάθε μορφής καταπίεσης. Την επόμενη χρονιά, στο Παρίσι, την έγραψε απ’ ευθείας στα γαλλικά και κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να παιχτεί, ώστε να εξεγείρει τις ξένες συνειδήσεις. Δεν βρήκε ανθρώπους πρόθυμους να παίξουν τέτοιο έργο. Τώρα αν έκανε το χρέος του, αφήνουμε στους άλλους να το κρίνουν. Εκείνοι που υποτάχτηκαν και υπηρέτησαν πρόθυμα τα κελεύσματα των Ηνωμένων Πολιτειών, που μας επέβαλαν τη δικτατορία, σατιρίζονται και γελοιοποιούνται άγρια στο ποίημα Kassington place, που βέβαια παραπέμπει στην Washington και την CIA. Ένας απ’ αυτούς σκέφτεται να δείξει κάποια ανεξαρτησία απέναντι στον «Βεζίρη», προφανώς τ’ αμερικανικό αφεντικό του. Αλλά μετά φοβάται μήπως αυτός θυμώσει (σ. 44): Μα αν ο άξεστος αυτός θυμώσει και με δείρει; Το βρήκα θα χοροπηδήξω και θα ειπώ «Εγώ ποτέ δεν ήμουν αρχηγός μα γελωτοποιός» Ίσως να με κρατήσει για τζουτζέ στη χώρα του Οι αδιάφοροι, οι «κοιμώμενοι», τα «τρύπια πιθάρια» σατιρίζονται στα αντίστοιχα ποιήματα (σσ. 45-46): Τρώει τις βρωμιές που του πετούν και καταπίνει τα λασπόνερα μετά ξαπλώνει ανάσκελα στον ήλιο αδιάκοπα νυστάζει το αποδίδουν σ’ έλλειψη οξυγόνου με τον εαυτό του πολύ λίγο μοιάζει περισσότερο θυμίζει μια παλιά φωτογραφία σ’ ένα βιβλίο νυσταγμένο Στο Πιθάρι (σ. 45) βλέπουμε μια ανάλογη καρικατούρα, άκρως κωμική, που θυμίζει μακρινά τον Ιερώνυμο Μπος, αλλά και κάποια σύγχρονα κινούμενα σχέδια:

– 228 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Τα κόκκινα μαλλιά του βγάζουν κόκκινα λουλούδια τα πέτρινά του βλέφαρα μασούν αργά τις συγκινήσεις ενώ το στρογγυλό του στόμα μηρυκάζει κοράκια και κοκόρια μισογεμίζει το τρύπιο πιθάρι Ανάλογο είναι και το ποίημα Στον καφενέ (σ. 50), όπου σατιρίζονται οι ανυποψίαστοι βολεμένοι, που όμως δεν ανήκουν στα μεγάλα αρπακτικά, στους «πάνθηρες», οι άνθρωποι θα λέγαμε της μεσαίας αστικής τάξης: Απρόσβλητος περιχαρακωμένος μέσα στα περιττά κιλά του τεντώνεται στον καφενέ μια κιβωτός πλαστής ευημερίας και πού να φανταστεί τον πάνθηρα που συσπειρώνεται Τη συσπείρωση τέτοιων «πανθήρων» την δοκιμάζουμε πια καθημερινά σχεδόν, η εξανέμιση των οικονομιών του μέσου ανθρώπου, η καταλήστευση του δημοσίου χρήματος, οι στερήσεις των ελευθεριών με πρόσχημα την τρομοκρατία που οι ίδιοι προκαλούν, οι ηγεμονικές και φασιστικές τάσεις, πιθανότατα η νέα οικονομική κρίση και τόσα άλλα κακά, που απειλούν τους ανύποπτους και επαναπαυμένους, τους προς το παρόν «κιβωτούς πλαστής ευημερίας». Οι μορφές που είδαμε αποτελούν μια μικρή τοιχογραφία, που ο ποιητής θα μπορούσε να αυξήσει κατά βούληση, αλλά αυτοσυγκρατείται και περιορίζεται σε μερικά χαρακτηριστικά δείγματα. Ο νους μας πάει στον Αρχίλοχο. Ποιος θ’ άντεχε σε τέτοια βέλη; Οι σύντομες αυτές σάτιρες φανερώνουν τεχνίτη που ξέρει να εκφράζεται με ασυνήθιστη πυκνότητα και πληρότητα, ακόμα κι όταν δεν τον παρωθούν σημαντικές ιδέες. Αυτές τις συναντάμε στο «θεωρητικό» μέρος. Πρώτα είναι το Παραστρατημένο φως (σ. 47): Δεν ξέρει ποιος το παραπλάνησε Δεν ξέρει ποιος το εξανδραπόδισε αν το ρωτήσεις «ποιος είναι ο πατέρας σου;» θα σ’ απαντήσει «ο άνεμος» κι αν το ρωτήσεις πού πηγαίνει θα σ’ απαντήσει «στ’ άπειρο» κι αν το ρωτήσεις τ’ όνομά του θα σε τρελάνει στα ονόματα θα σ’ απαντήσει μ’ ένα λεξικό Οι ίδιες οι ιδέες κι οι αξίες είναι σήμερα κι αυτές «κολοβές σαν στιγματίες». Στο ποίημα Ο ευρηματικός καπνός (σ. 48) η σκηνοθεσία γίνεται πιο σύν-

– 229 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

θετη. Ας την παρακολουθήσουμε: Όταν πετάξαμε στη θράκα τα ρούχα τα παλιά για κάψιμο σηκώθηκε μαύρος καπνός Ξεχάσαμε από πού έβγαινε τον πήραμε για δυνατό κατακτητή Αρχίνησε να φτιάχνει σχέδια τον πήραμε για καλλιτέχνη Ζωγράφιζε τρύπιες ιδέες τον πήραμε για οραματιστή Ύστερα κάποιος σκέφτηκε κι άνοιξε πόρτα και παράθυρο Αλλά των πιο πολλών τα σπίτια μπούκωσαν τώρα στις καπνιές από καμένα ρούχα Τον καπνό που έβγαινε από τις ακαθαρσίες και την κόπρο της ανθρωπότητας πολλοί τον θεώρησαν σημαντικό, δυνατό κατακτητή, σπουδαίο καλλιτέχνη, οραματιστή. Και ξαφνικά μερικοί -λίγοι- μετά το πρώτο θάμπωμα, κατάλαβαν επιτέλους τι συμβαίνει κι άνοιξαν πόρτες και παράθυρα, για να ξεκαθαρίσει ο χώρος απ’ τη μπόχα των δικών τους ανθρώπων με τις πανάρχαιες φασιστικές ιδέες («τα ρούχα τα παλιά»). Όπως δηλαδή ο Ηρακλής πέρασε μέσα από τον στάβλο του Αυγεία τον Πηνειό και τον Αλφειό. Ξεκαθάρισε η συνείδηση. Ο άνθρωπος ξανάγινε άνθρωπος. Μα στη συνείδηση αυτή πόσοι θα φτάσουν; «Αλλά των πιο πολλών τα σπίτια / μπούκωσαν τώρα στις καπνιές / από καμένα ρούχα.» Αυτό είναι το δράμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι τραγική συνείδηση. Και δίνεται με μια εξαίρετη απλότητα και με μια φράση σίγουρη και καθαρή, που λες πως πλάστηκε για απομνημόνευση. Μια απλότητα που μόνο οι πραγματικοί καλλιτέχνες πετυχαίνουν. Υπάρχουν άνθρωποι του πνεύματος που ίσως ξεγελάστηκαν, αλλά έτσι κι αλλιώς υπηρέτησαν τον φασισμό. Είναι ο Ντ’ Ανούντσιο, ο Ezra Pound, ο Κνουτ Χάμσουν κ.ά. Υπάρχουν όμως και φιλόσοφοι όπως ο Heidegger, που δεν αποκήρυξε ποτέ -έστω εκ των υστέρων- τον φασισμό, και που δεν θεωρούσε την ηθική μέρος της φιλοσοφίας: «Αλλιώς θα έπρεπε ν’ αυτοκτονήσει», σαρκάζει ο Φάλκος. Αυτόν έχουν στόχο τους Τα δέντρα (σ. 49): Αυτή την άνοιξη κάθε πρωί μέσα στο λερωμένο φως βρίσκαμε μαραμένο κι ένα δέντρο Αλλά δεν χάνουμε το θάρρος μας

– 230 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

θα φέρουμε απ’ τη Γερμανία καινούργια δέντρα φιλοσοφικά που δεν προσβάλλονται από δυσωδίες που μεγαλώνουν και προκόβουν μέσα στο λερωμένο φως. Ο σαρκασμός είναι σκληρός και ίσως ανυπόφορος για όσους δεν αναλογίστηκαν βαθιά το τι συνέβη στα μέσα του εικοστού αιώνα. Ιδού ακόμα μια εξαιρετικά συνοπτική σκηνοθεσία, όπου ο βαθύς και γνήσιος πόνος συνδυάζεται με μια έντονη ειρωνεία (Αγιοσύνη, σ. 51): Άγγελοι ξεπεσμένοι έρχονται να μας φανερώσουν πως οι φωτιές που καιν παντού είναι θεόσταλτες Όσοι σταυρώθηκαν και κάηκαν να μην ανησυχούν μάλλον θ’ αγιάσουν Στον Φάλκο δεν αρέσουν οι ανέξοδες ελπίδες, μεταφυσικές ή άλλες. Εδώ ειρωνεύεται σκληρά τη διαδεδομένη άποψη ότι ο πόνος είναι χρήσιμος, γιατί τάχα σε βοηθάει «ν’ αγιάσεις», να γίνεις ηθικά καλύτερος, όταν οι άλλοι σε ληστεύουν και σε καίνε, αλλά και τις συναφείς απόψεις, ότι ο πόνος σε ωριμάζει, σε βοηθάει με την αντίθεση, ν’ αντιληφθείς τη σημασία του καλού κτλ. Τις απόψεις αυτές ο Φάλκος τις θεωρεί σοφιστείες, που πείθουν μόνο τους αφελείς. Οι «μάσκες» και τα «σίδερα» που συναντά παντού τρομοκρατούν τον δίχως αντιστάσεις και αδύναμο άνθρωπο και τον κάνουν να υποτάσσεται στα «τέρατα» (Δαγκάνες, σ. 52): […] Μάσκες και σίδερα παντού Τον κόσμο φοβηθήκαμε Πηδήσαμε έξω απ’ το πετσί μας Το πρώτο μας το σχήμα λησμονήσαμε Γινήκαμε δαγκάνες σιδερένιες Για να μασούν τα τέρατα Αλλά το ξεπούλημα είχε τρομαχτικές συνέπειες πάνω στη φυσική και ηθική υπόσταση του ανθρώπου. Στην Ερωμένη, την εξωτερικά «όμορφη και παχιά», σατιρίζονται οι αφελείς, που «κάπως την έβγαζαν», αλλά διαπιστώνουν ξαφνικά τι τους τάιζε η «ερωμένη» που εμπιστεύτηκαν, ο σύγχρονος πολιτισμός της τηλεόρασης λ.χ. (σ. 53): Ώσπου την είδαμε τι έτρωγε Μάσαγε τα φιδόχορτα Τρεφότανε με ποντικούς και πτώματα

– 231 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Κοιτάξαμε τον εαυτό μας Τα κόκαλά μας ήταν σάπια Μόλις στέκονταν Όλες αυτές οι καταστάσεις βρήκαν την αποφασιστική τους έκφραση στην Αρτιμέλεια, που από μόνη της αποτελεί μια αυτάρκη σκηνοθεσία. Το ποίημα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά της συλλογής. Αξίζει να το μνημονεύσουμε ολόκληρο (σ. 55): Σαν λασπωμένος δρόμος σε κοιλάδα φτάνει η πομπή στον κήπο Ο κήπος όμως είναι άδειος Στη μέση παίζει το παιδί «Τι θέλετε εσείς εδώ, τους λέει το παιδί. Αυτός ο κήπος είναι μόνο για γερούς ανθρώπους» «Εμείς δεν ήμασταν σακάτηδες, φωνάζουν οι σακάτηδες Μας γέλασαν μας πρόδωσαν» Ύστερα μπαίνουν μες στον κήπο τον ανασκάβουν τον μολύνουν τον τσαλαπατούν κι έπειτα ξεκινούν να βρούνε άλλο κήπο να παίζει μέσα το παιδί Κόσμος στιγματιών και ηθικά σακάτηδων, που νοσταλγούνε πότε-πότε την χαμένη τους ακεραιότητα και ανθρωπιά (κήπος-παιδί), μα προτιμούν συνήθισαν- το έργο της καταστροφής. Τα σύμβολα εδώ παίρνουν τεράστιες διαστάσεις. Είναι ισάξια των Δικαίων δοσμένα με μια εξαιρετική απλότητα. Να τώρα τι συμβαίνει μέσα στην καρδιά αυτής της ανθρωπότητας (σ. 56): Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε Την πήγαμε στο σιδερά είπε πως θέλει πέταλα την πήγαμε στο νομικό είπε πως θέλει σίδερα την πήγαμε στον κυρ-γιατρό είπε πως έχει ανεμογκάστρι […] Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε πλήθαινε μέσα της η ενοχή H τελευταία λέξη είναι αποφασιστική. H ενοχή μαζί με τη ντροπή που προέρχεται από την ενοχή, είναι έννοιες-κλειδιά στη δημιουργία του Φάλκου. Όχι η ενοχή για κάποια προπατορικά αμαρτήματα. Διαβάζουμε στους Δίκαιους: «Και η ντροπή του κόσμου θα συνεχιζόταν μέσα σ’ όλα αυτά τα χιλιοδαρμένα από την αδικία ζωντανά πτώματα, τα πεινασμένα για χαρά και λήθη, που τα κυνηγούσε και τα οιστρηλατούσε όχι κάποιο σκοτεινό προγονικό αμάρτημα, αλλά η ίδια η ανομία και η ντροπή τους» (σ. 110). Και παραπέρα: «Κι ο κόσμος θα ’μενε στιγματισμένος για πάντα από την ανομία κι από τη ντροπή; Ήταν τάχα δυνατόν στο μέλλον να εξαγοραστούν τα όσα έγιναν, το έγκλημα, η αδικία και η ενοχή, ο άδικος πόνος;» (σ. 114).

– 232 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Ο Φάλκος είναι ο σκηνοθέτης-ποιητής της σπαραγμένης, αθώας κι ένοχης συνάμα ανθρώπινης καρδιάς. Το καταθλιπτικό βάρος της ενοχής και της ντροπής ζωγραφίζονται με μια νέα σπαρακτική σκηνοθεσία (γέρνοντας, σ. 57): Είναι μια αίσθηση απερίγραπτη νιώθεις σάμπως τα κόκαλα να υποχωρούν αργά και να λυγίζουν Αλλά τα κόκαλα σου δεν πονούν το βάρος πέφτει στην καρδιά και στα πνευμόνια πατιούνται πνίγονται κλωτσούν δεξιά κι αριστερά ενώ η ύπαρξή σου ολόκληρη υποχωρεί και γέρνει αργά στο χώμα Κι αμέσως έπειτα εμφανίζεται η εξαιρετικά ιδιότυπη και πρωτότυπη μορφή του Τιμωρού, που αποτελεί μια κορυφαία σύλληψη του Φάλκου (σ. 58) Καμιά θεία δύναμη καμιά σοφία δεν με παρωθεί μόνη της μ’ έπλασε η καρδιά του κόσμου Κάθε φορά που τ’ ανασταίνω βογκούνε τα πρησμένα μέλη ζητούνε να γυρίσουν πίσω Ποιος μίλησε για θάνατο; Εγώ τους σκελετούς και τα φαντάσματα τους ξεσηκώνω από τον τάφο τους δίνω σάρκες να πονάνε Ιδού τέλος η Κολυμβήθρα, μια άρτια «κυκλική» σκηνοθεσία, όπως η αρτιμέλεια (σ. 59): Από νωρίς βγήκαμε στους αγρούς και περιμέναμε Θα ’ρχόταν λέει ο άγγελος ν’ αναταράξει τα νερά της κολυμβήθρας Πρόκειται φανερά για την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου ο άγγελος ερχόταν μια φορά το χρόνο κι ανατάραζε τα νερά της. Όποιος προλάβαινε να πηδήσει μέσα πρώτος, γιατρευόταν. Δηλαδή όχι όποιος το άξιζε, αλλά ο πιο θρασύς και βίαιος και όποιος είχε μπράβους! Μη χειρότερα, μα τέλος πάντων αυτός είναι ο μύθος. Ο Φάλκος τον παίρνει συμβολικά: Σκηνοθετεί ανθρώπους που αναμένουν το θαύμα:

– 233 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Τον περιμέναμε με το μυαλό με το στομάχι μας με τ’ άντερά μας Μα πώς να ’ρθει σε μας το θαύμα και η ανάσταση; Είμαστε σάμπως τραγικοί ηθοποιοί, που προσπαθούμε να «μπούμε» σ’ έναν ρόλο -να συμμετάσχουμε σε μια «παράσταση ανάστασης»- που δεν πιστεύουμε πραγματικά. Γίναμε τόσο δύσπιστοι, μετά από τόση συμφορά ή έχουμε μολύνει τόσο τον εαυτό μας, ώστε να είναι αδύνατο να έρθει όποιο θαύμα: κάποιος δοκίμασε και να προσευχηθεί τα λόγια του πέφταν σαν χόρτα μαραμένα Μονάχα έγκλημα και συμφορά τριγύρω μας και μέσα μας: Το βράδυ πέρασε ένας κυνηγός ρωτούσε για τους ποντικούς του τόπου μετά πέρασε ο φονιάς του κυνηγού Τον άγγελο κανείς τους δεν τον είχε δει Να ποιοι παρουσιάστηκαν αντί για τον άγγελο. Κυνηγοί και φονιάδες αντίγραφα πιστά του εαυτού μας. Έπειτα ο ουρανός σκοτείνιασε αρχίνησε να βρέχει πλημμύρισε κι η κολυμβήθρα τα πτώματα βγήκαν στην επιφάνεια τα μέτωπά μας στάζανε φαρμάκι ήμασταν έξαλλοι χειρονομούσαμε γυρίσαμε στα σπίτια μας γδυθήκαμε πέσαμε σε μια τρύπα δίχως τέλος Η κολυμβήθρα έγινε η συνείδηση της ανθρωπότητας, που είναι γεμάτη πτώματα, που πότε-πότε αναδύονται στην επιφάνεια. Μια τέτοια ανθρωπότητα είναι αδύνατο να καθαρθεί και να γνωρίσει το θαύμα, την ανάσταση. Μια ζοφερή και τραγική προοπτική! H ταχύτητα στην εναλλαγή των εικόνων, ο γοργός ρυθμός, που προς το τέλος γίνεται σαν ρόγχος ένοχου, που ξεψυχάει χωρίς να λυτρωθεί, είναι θαρρώ ένα επίτευγμα στην τέχνη του Φάλκου. Κι η συλλογή ετούτη κλείνει μ’ ένα απ’ τα τραγικότερα και πιο τρομαχτικά ποιήματα που έγραψε ο Φάλκος (ο ήλιος, σ. 60): Απάνω μας ήλιος χλωμός στιγματισμένος σταλάζει σιγανή μαύρη βροχή Θέλαμε να κρυφτούμε

– 234 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

τρύπωνε μες στην κάμαρά μας έσταζε πάνω μας ασήμι μαύρο φαρμακερό Τότε καλούσαμε τη νύχτα Η νύχτα απρόθυμη και φοβισμένη έμπαινε μες στην κάμαρά μας μα ο ήλιος έμπαινε μες στην καρδιά μας και τότε πια δεν ήταν τόπος να κρυφτείς Ο ήλιος είναι βέβαια το φως που αποκαλύπτει ανελέητα το ένοχο πρόσωπό μας. «Μέναν ακάλυπτοι / και δεν μπορούσαν ν’ ανεχτούν τις πράξεις τους», διαβάζουμε στο ποίημα Νύχτα και θόλος (σ. 29). Θέλουμε να σκεπαστούμε, να κρυφτούμε, να ξεφύγουμε τη «νομική» μας ευθύνη, την «εξωτερική» ενοχή. Αλλά ο ήλιος εισβάλλει στην κάμαρά μας, στους εσωτερικούς μας χώρους. Τότε καλούμε τη νύχτα, το σκοτάδι, χωνόμαστε για να κρυφτούμε πιο βαθιά, «μα ο ήλιος έμπαινε μες στην καρδιά μας / και τότε πια δεν ήταν τόπος να κρυφτείς». Είναι συντριπτικό αυτό το φοβερό παιχνίδι, αυτό το τραγικό «κρυφτό», που καταλήγει στην εσωτερικοποίηση της ενοχής, αυτό το παράξενο διαβρωτικό φως, που φωτίζει το ολιγόστιχο αυτό ποίημα. Για τα ποιήματα αυτά και πλείστα άλλα χωρία ή και ολόκληρα πεζογραφήματα με ανάλογη διείσδυση, επιμένουμε ότι ο Φάλκος είναι ο κατ’ εξοχήν ποιητής της συνείδησης, όπως άλλωστε και ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του. Στις Τρεις Μαρτυρίες, σχηματικά, συνοπτικά μιλώντας, μπορούμε να διακρίνουμε μερικές κατηγορίες ανθρώπων, που ο Φάλκος ζωγραφίζει, κυριολεκτικά ως ζωγράφος και ως σκηνοθέτης. Πρώτα είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για το εγκόσμιο κακό, οι «από χέρι» ασυνείδητοι, αυτοί που στην ανάλυσή μας τους αποκαλούμε «θύτες», οι «πάνθηρες» κατά τον Φάλκο, οι λήσταρχοι, οι εξουσιαστές, οι αρχομανείς, οι φανατικοί, άγριες μορφές που πνίγουν περιστέρια, για να πνίξουν την ενοχλητική συνείδηση. Μετά είναι οι πουλημένοι, αυτοί που πρόδωσαν τα ιδανικά τους, εξομοιώθηκαν και υπηρετούν συνειδητά τους εξουσιαστές. Μετά είναι οι κάπως βολεμένοι και αδιάφοροι, που όμως δίχως να το υποψιάζονται κινδυνεύουν συνεχώς να πέσουν στα νύχια του «πάνθηρα». Από την άλλη είναι οι αναρίθμητοι «καμένοι» και οι «σταυρωμένοι», που δεν έχουν σαφή συνείδηση της αιτίας για την οποία βρέθηκαν στην κατάσταση αυτή, και γι’ αυτό κραυγάζουν, θρηνούν, ολοφύρονται, αλλά κανείς δεν αντιλαμβάνεται την αιτία της δυστυχίας τους, εφόσον δεν δείχνουν και δεν καταγγέλλουν τους υπεύθυνους. Απέναντι σ’ όλους αυτούς στέκεται ο ποιητής της συνείδησης, που τον διακρίνει η τεράστια ηθική ευαισθησία, η συναίσθηση της ευθύνης και το αίσθημα συνενοχής, το πάθος για δικαιοσύνη… Ο κόσμος που αντιμετωπίζουμε είναι πραγματικά παράλογος, αλλά ο Φάλκος δεν τα βάζει κάτω: Αντί να προσφέρει ανέξοδες μεταφυσικές ή άλλες ελπίδες, αντιδρά με την συγκεκριμένη καταγγελία, με το άγριο γέλιο, με τον καταλυτικό σαρκασμό, με την άγρια σάτιρα. Μας λέει δυνατά: «Να ποιοι κατάντησαν την όμορφη Γη μας τόπο Κλαυθμώνος!».

– 235 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

ΤΑΣΟΣ Γ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Εξυπηρετείται, οπωσδήποτε, ζοφερή η αλήθεια σ’ αυτούς τους στίχους κι η ζωή μετουσιωμένη σε τέχνη -κάπως ψυχρή- απεικονίζεται σωστά μέσ’ από σύγχρονες, «διαιωνιζόμενες» παραστάσεις, όπου πρόσωπα-εφιάλτες διεκδικούν ακόμη τη μέθεξή μας σε αναδρομές φρίκης... Χρησιμοποιείτε καλά το γλωσσικό σας όργανο. Και χωρείτε σε βάθος, έστω και μ’ ελεγχόμενη «συγκίνηση», θα ’λεγα περισσότερο σαν ανατόμος μιας σκληρής πραγματικότητας, με δάχτυλα αισθαντικά.

ΡΕΝΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Κράτησα τα των σελίδων 25, 26, 29, 32, 35, 37, 47, 48 και 50. [Πρόκειται για σελίδες των Τριών Μαρτυριών. Τηλεφωνικά είπε ότι σκέφτεται να τα περιλάβει στη νέα έκδοση της ανθολογίας του.]

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ Η δουλειά σας τόσο στην ποίηση όσο και στο θέατρο νομίζω ότι πηγάζει από εμπειρίες όχι μόνο ιστορικές αλλά και εσωτερικές, βιωματικές, μιας γενιάς, που τις εκφράζετε μ’ έναν ειδικό κώδικα συμβόλων.

ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΑΒΡΙΗΛΟΓΛΟΥ Διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση και προσοχή τις δύο συλλογές ποιημάτων σας Τρεις Μαρτυρίες και Η κολυμβήθρα που είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε. Πραγματικά μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις και δυσκολεύομαι να βρω ποια από τα ποιήματά σας ήταν καλύτερα. Αυτό όμως που μου άρεσε περισσότερο ήταν η σκέψη που τα διέπει όλα, γιατί νομίζω ότι και η υλικότερη εμπειρία και η συναισθηματική προσέγγιση του κόσμου δεν ολοκληρώνεται και δε συνειδητοποιείται στο ακέραιο, αν δε συνοδεύεται από κάποια σκέψη που υποδηλώνει τον άνθρωπο και την ηθική του παρουσία. Θα μπορούσα να πω ότι μου άρεσαν οι περισσότερες από τις εικόνες που δίνετε στα ποιήματά σας, οι διαλεκτικές αντιθέσεις, αλλού έντονες, αλλού υποψιαζόμενες, η ειρωνεία πού και πού, η αναπόληση ή νοσταλγία, και αλλού η εγκαρτέρηση. Πάνω απ’ όλα όμως, μπορώ να το επαναλάβω, μου άρεσε η σκέψη που στηρίζει και φωτίζει κάθε γραμμή και στίχο των ποιημάτων σας.

– 236 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ Μ’ άρεσαν -από πρώτη ματιά- οι Τρεις Μαρτυρίες σου. Νομίζω πως έχεις κάτι δικό σου να πεις. Κι αυτό μετράει -σε ουσία και μορφή- μέσα στη σύγχρονη ποίηση. Λιτός και απέριττος ο λόγος σου, με μια πρωτοτυπία που δεν είναι αμελητέα.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ-ΜΙΛΛΙΕΞ Ποιήματα σαν την Ανταπόκριση, τον Αλέξανδρο, τον Ήλιο, το Μεγάλωνε η καρδιά μεγάλωνε με τον καβαφικό τους ήχο και τα βιώματα του νεοέλληνα που σέρνει μαχαίρια, προδοσίες, φόνους, ενοχές -αυτές τις ενοχές που κληροδοτήσαμε στους νέους- ίσως ν’ ανοίγουν έναν άλλο δρόμο, σε μιαν άλλη ποίηση.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ Εδιάβασα τα ποιήματά σας με πολύ ενδιαφέρον. Έχουν πρωτοτυπίαν, προφανή την γενική μόρφωσή σας, που δίδει στους στίχους σας στοχαστικότητα και προσωπικό ύφος έντονο. Και ο συμβολισμός τους, με εικόνες και εκφράσεις αξιοσημείωτες, πολυμερής.

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ Τα ποιήματά σας μου άφησαν καλήν εντύπωση. Μερικά, μάλιστα, μεγάλην εντύπωση. Τα μικρά ποιήματα είναι τα πιο δύσκολα, και βλέπω ότι σεις πότε με την αμεσότητα, πότε με έμμεσο τρόπο, αλλά πάντα με οξύτητα- δε φοβάστε τη συμπύκνωση. Δείχνετε καλά πως από αυτήν ξεκινούν οι εκρήξεις. Με κάπως δε λιγότερη οργή και ευφυΐα και κάπως περισσότερη, έστω και αφελή, συγκίνηση, θα είχατε φθάσει -έτσι νομίζω-, σε άριστα αποτελέσματα. Παρακαλώ να δεχθείτε, και από μέρους της γυναίκας μου [Κική Δημουλά], τα θερμά μας συγχαρητήρια.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Διάβασα ένα γράμμα -σπαθί- ευφυέστατο, που γράψατε στον Άθω Δημουλά σύζυγό μου. Το γράμμα σας αυτό με καθησυχάζει ότι θα μαντέψετε όσα δε σας γράφω. […]. Και περίεργο βέβαια, μέσα σ’ αυτή την οπισθοχώρησή μου να καταφέρω να χαρώ τρομερά με ό,τι έγραψαν για σας οι εφημερίδες. Χρειάζεται να σας ευχαριστήσω για τα καλά σας λόγια; Εξομολογούμενη,

– 237 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

δεν κάνω κάτι περισσότερο; Με πολλή εκτίμηση αληθινή

ΛΙΝΑ ΔΩΔΟΥ Ευχαριστώ για την αποστολή των Μαρτυριών, της φρίκης του 20ου αιώνα (Αδόλφος, Το σκάκι, Ο υδραυλικός, Κεμάλ, Ασέλγεια το ’67, Πινοσέτ) μα και των φρικαλεοτήτων κάθε εποχής (Αλέξανδρος, Μεμέτης, Φιλάδελφος), μαρτυριών γεμάτων σαρκασμό και ειρωνεία για τα πολιτικά (Αρμονία, Σύνθεση), τα κοινωνικά, τα ηθικά (Rebbeka Stanson, Τραγούδι της Σουζάνας, Όπερα), τα υπαρξιακά (Κύκλος, Το Δειλινό), του κόσμου τούτου, ή και για κείνα που ανήκουν -ή δεν ανήκουν- στο «βασίλειο των Αξιών» [...] Τα νερά της Κολυμβήθρας, από τ’ άλλο μέρος, δεν μοιάζουν να ’ναι θολά, όσο βαριά, βαθιά και αναταραγμένα. Τα νερά της Κολυμβήθρας φέρνουν ίλιγγο, πόνο, ασφυξία [...] Κι ωστόσο, απ’ εδώ είναι που πρέπει κάποτε να αναδυθεί, μια πιο φωτεινή μορφή, ένα πιο ιλαρό ποίημα [...]

ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Πολύ μ’ εντυπωσίασε η ποίησή σας, κ. Φάλκο. Βρήκα σ’ αυτή το «κάτι άλλο» έτσι όπως «χιμάει» στην ψυχή μας αφτιασίδωτη και ωραία.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Έλαβα την ποιητική συλλογή σας Τρεις Μαρτυρίες που μου εστείλατε. Προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση οι συμβολικοί στίχοι σας γραμμένοι με φιλοσοφική διάθεση.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ Οι ποιητικές συλλογές Τρεις Μαρτυρίες και Η κολυμβήθρα φέρνουν γνήσια ποιητικά σκιρτήματα.

ΣΟΦΙΑ ΛΙΠΑΡΙΔΟΥ Διακρίναμε μέσα στους στίχους σας το ελλειπτικό ύφος που συναντήσαμε στο Σεφέρη, το Ρίτσο και σε πολλούς άλλους Έλληνες ποιητές της χώρας μας, που πρωτόφερε ο Άγγλος Τ. S. Eliot. Διακρίναμε ακόμα την ευαισθησία στα φλέγοντα ζητήματα της ηθικής [...] και την όμορφη συμβολιστική γραφή στη συλλογή

– 238 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

σας. Ζήσαμε για μια στιγμή, μέσα από τον καλά δεμένο στίχο, εικόνες που μόλις τις φωτίζει λιγοστό φως και προσπαθήσαμε να τις τραβήξουμε στον τόπο που ανήκουν -«στο φως του μεσημεριού»- όπως είπε και ο Ελύτης. Είναι μια θαυμάσια τεχνική αυτή που κάνει τον αναγνώστη να πασχίσει να ανακαλύψει αυτό που θέλετε να δώσετε κερδίζοντάς τον μ’ αυτόν τον τρόπο. Πιστεύουμε ότι το όλο έργο είναι σύγχρονο, γιατί οι αξίες που μπαίνουν εδώ είναι διαχρονικές και η τεχνική νιόφερτη. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που υπάρχουν ακόμα καρδιές που βλέπουν τον πόλεμο και την καταπίεση σαν μάστιγα και όχι σαν δρόμο προς τα μπρος. [Ανάλογες διατυπώσεις της ιδίας στο περιοδικό Ταξιδιωτική Ενημέρωση, τεύχ. 42, Μάιος 1983.]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΕΛΟΣ Τα ποιήματά σας τα διάβασα με πολύ ενδιαφέρον. Βρήκα μέσα σ’ αυτά κάτι που μου θύμισε και τους Δίκαιους και τη Mansarde. Ένα ορισμένο κλίμα που είναι δικό σας και πιστοποιεί τη γνησιότητα της λογοτεχνικής ιδιοσυγκρασίας σας. Δεν είναι βέβαια οπτιμιστικό και ανταποκρίνεται στον πεσιμισμό της εποχής. Διαπιστώνω όμως ότι σε σας δεν είναι μίμηση, όπως στους περισσότερους, αλλά πηγαίο. Στα ποιήματά σας έχετε και το δικό σας προσωπικό ύφος. […] Θυμούμαι με πολλή αγάπη τα χρόνια της διδασκαλίας μου στη Θεσσαλονίκη καθώς και τους εκεί συνεργάτες μου. Υπήρξατε πάντοτε ένας άνθρωπος ευγενής, πρόθυμος και διακριτικός, προσόντα που εκτιμώ όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό και η εικόνα που έχω κρατήσει από την παρουσία σας στο Πανεπιστήμιο είναι από τις καλύτερες και τις πιο εγκάρδιες.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ Ευχαριστώ θερμά για την αποστολή των δύο έργων σας. Μέχρι τώρα διάβασα μόνο τις Τρεις Μαρτυρίες και γοητεύθηκα από την ανθρωπιά και την έντονη φιλοσοφική διάθεση. Κατέχετε τα μυστικά της ποίησης, του λόγου και του στίχου, μεταδίνετε τη συγκίνηση στον αναγνώστη και τον μεταφέρετε στις σφαίρες του στοχασμού σας.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ Θερμά σας ευχαριστώ για την καλοσύνη που είχατε να μου στείλετε το ποιητικό σας βιβλίο Τρεις Μαρτυρίες καθώς και για το θεατρικό σας Η σοφίτα. Και η μεν κρίση για τη Σοφίτα ανήκει σε άλλων την αρμοδιότητα, αλλά η ποίησή

– 239 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

σας με τον έντονα μαχητικό κοινωνικό της χαρακτήρα και το φιλοσοφικό της υπόβαθρο, δεν μπορεί ν’ αφήσει κανέναν αδιάφορο.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Διάβασα τα ποιήματά σας και αμέσως το μυαλό μου πήγε στα ποιήματα του Χάιντεγκερ […] Όχι βέβαια πως τον αντιγράφετε, αλλά να, η ίδια ακτινοβολία ήταν σαν αίσθησις.

ΜΙΧΑΗΛ Κ. ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ Πολύ σας ευχαριστώ για τις Μαρτυρίες. Νομίζω πως δεν λείπει τίποτε απ’ τα θαυμάσια κομματάκια σας. Και ατμόσφαιρα και πρωτοτυπία στα θέματα και νόημα σαφές σχεδόν σε όλα και το λεπτό σκώμμα που μ’ ασίγαστη πνοή παρακινά να τα ξαναδιαβάζομε.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Στις Τρεις Μαρτυρίες, στο ποιητικό βιβλίο του κ. Τ. Φάλκου, στεκόμαστε ιδιαίτερα στις σελίδες 16, 19, 20, 21, 26 και 50, όπου έχουμε μια γνήσια καταβολή διεργασίας και έμπνευσης. Παρατηρούμε ακόμα ότι στη φράση και στη λέξη η διασύνδεση της εννοιολογίας δεν σημειώνει φιλοσοφικό προσανατολισμό όπως γίνεται στη άλλη ποίηση, στις Μαρτυρίες. Ποιητής ο Τ. Φ., αλλά περισσότερο στοχαστής της θεατρικής διαλεκτικής φαίνεται να βαραίνει κάπως τον στίχο του μ’ αυτόν τον προβληματισμό, παρά την ευρηματική θέση, που κλείνει πολλές φορές, η ιδιάζουσα σκηνική κινητικότητα της αναφοράς. Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών, 21. 7. 1983

ΝΟΤΗΣ Κ. ΡΥΣΣΙΑΝΟΣ Θερμά σας ευχαριστώ για τις Τρεις Μαρτυρίες. Τις διάβασα με πολύ ενδιαφέρον. Είναι μια ποίηση πολύ προσωπική, που την πλημμυρίζει ο σαρκασμός. Σε πολλά ποιήματα σταμάτησα δυο και τρεις φορές. Ξέρω πως θα ξαναπάρω αυτό το βιβλίο στα χέρια μου.

– 240 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Σ’ ευχαριστώ για τη Σοφίτα που κρατώ να διαβάσω σ’ εύθετο χρόνο και τις Μαρτυρίες που διάβασα και τις χάρηκα για τη φρεσκάδα τους, το λιτό επιγραμματικό λόγο, τη σατιρική τους εμβέλεια και την ευστοχία τους.

ΖΗΣΗΣ ΣΚΑΡΟΣ Τα ποιήματα που διάβασα ως τώρα μ’ αρέσανε ειλικρινά. Έχουν κάτι το κοφτερό, σα να ’ναι ακονισμένα στην πέτρα της αλήθειας.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ Ο Τάσος Φάλκος που ζει στη Θεσσαλονίκη τύπωσε το θεατρικό La mansarde (1974) το πεζογραφικό Οι Δίκαιοι (1976) και το ποιητικό Τρεις μαρτυρίες (1982). Πρόκειται για έναν αξιόλογο λογοτέχνη που έχει ένα δικό του ύφος και μια άνεση γραφής που κρατάει τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Εκείνος ο πικρός σαρκασμός, τα με βαθιά ευαισθησία κοινωνικά και άλλα μηνύματα κάνουν την επαφή μας με το έργο του θελκτική και ωφέλιμη. Διαρκής ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (ΔΙΝΛ) τόμ. Ε΄

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΑΤΣΟΥ Σας ευχαριστώ για τις Τρεις Μαρτυρίες. Τις διαβάζω με αληθινό ενδιαφέρον.

ΚΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Πήρα μαζί μου και τις Τρεις Μαρτυρίες σου και βρήκα την ευκαιρία να διαβάσω και να θυμηθώ τον προβληματισμό σου: Πάντοτε δηκτικός, σαρκαστικός, ειρωνικός μ’ αυτούς που σοφίστηκαν να κρυφτούν πίσω από τον «Θόλο». Η «Αρμονία», ευρηματική. Οι «Αυτόχειρες» με διασκέδασαν. Όσο για την «Ασέλγεια το 1967» μου θύμισε παλιούς καιρούς στη Θεσσαλονίκη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ Αυτός ο κρημνιζόμενος κόσμος με τις αγκαθερές πατούσες του σηκωμένες στον ουρανό.

– 241 –


ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ – Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

– 242 –


Η ΣΟΦΙΤΑ

Η ΣΟΦΙΤΑ 1984

– 243 –


Η ΣΟΦΙΤΑ

Εκτενής ανάλυση της Σοφίτας : Δ. Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

– 244 –


Η ΣΟΦΙΤΑ

SIMONE DE BEAUVOIR J’ai lu avec intérêt votre pièce. J’en aime l’inspiration et je lui trouve des qualités: une progression dramatique, du suspense. L’allégorie, très transparente, lui donne quelque chose d’un peu démonstratif, un peu didactique -je ne pense pas qu’un théâtre l’accepte. Mais ici l’avis d’un homme de théâtre serait préférable au mien [...] En tous cas il est sur que vous avez du talent et je pense qu’avec un sujet un peu différent, moins symbolique, ou d’un symbolisme plus adroit vous pourriez réussir une pièce vraiment bonne. Je serais heureuse que vous me teniez au courant de vos travaux.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Η γαλλική μετάφραση του έργου σας είναι πραγματικό κατόρθωμα στιλιστικής δεξιότητος. Αλλά πέρ’ από αυτό, η δομή του έργου είναι επιτυχημένη θεατρικά, και οι υπαρξιακές προεκτάσεις των καταστάσεων σαφείς, et sans aucune sinuosité. Τι προβλέπετε για το παίξιμό του; Υπάρχουν προοπτικές;

DANIELLE DUMAS La Mansarde a retenu notre attention par ses qualités dramatiques qui, de bout en bout tiennent l’intérêt du lecteur/spectateur, par la métaphore de l’espace qui se rétrécit, par le regard politique angoissant qu’il pose sur une histoire de couple.

PIERRE EUCHART […] A l’heure actuelle je n’ai pas encore achevé de lire la pièce [La Mansarde]. Mais je la trouve intéressante quant au contenue et à la forme. Incontestablement elle possède intensité et sens des expressions, des formes de la vie. Je crois que c’est une critique futuriste des temps à venir, mais qu’est-ce qu’un auteur si ce n’est une personnalité capable d’envisager ce qui sera? J’espère donc que tu auras tout le succès nécessaire et évident. Je transmettrai à Garaudy comme tu me le demandes […] Celui-ci a perdu beaucoup de ses moyens en France et il semblerait qu’il soit dans une position d’incapacité d’être. Enfin je ferai, si je peux, lire ta pièce à des acteurs si j’en connais et par là … te rendre le [menu] service que je possède ... Mais en France tout est soumis aux moyens matériels que l’on possède.

– 245 –


Η ΣΟΦΙΤΑ

GUY SAUNIER J’ai lu avec intérêt Το χρονικό των Δικαίων et attendu beaucoup de plaisir de la lecture de la Mansarde.

ΤΑΣΟΣ Γ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Αυτή η Σοφίτα, πνιγμένη στην αγωνία της, όπως μια ψυχή -σε καιρούς χαλεπούς- κέρδισε το δικαίωμα της ζωής με την τόλμη να φέρει στο φως το «σκοτάδι» της ... Ακόμη κι ένα έργο έχει τη μοίρα του. Δεν σημαίνει αν δεν ανέβηκε στη σκηνή. Παίζεται και μέσα σε τούτες τις καλογραμμένες σελίδες, απ’ όπου εκπορεύονται τα νοήματά της. Έπρεπε να εκδοθεί. Να είστε ικανοποιημένος που το καταφέρατε. Πήρε τη θέση της στη συνείδηση. Το μέλλον της ανήκει. Πιστεύω πως κάποτε θα δικαιωθεί. Η επιβράβευση έρχεται συνήθως, αργότερα. ΠΕΤΡΟΣ ΓΛΕΖΟΣ Με πολύ ενδιαφέρον εδιάβασα το θεατρικόν σας έργον Η Σοφίτα [...] Είναι ένα έργο, που προκαλεί εντύπωση για την σατιρική και έντονη διάθεσή του κατά των δικτατοριών, που την εκφράζουν εξαίρετα ευρήματα, όπως αυτό του περιορισμού της παροχής στους ανθρώπους αέρος και άλλα. Αν θεατρικώς σημειώνεται στην Σοφίτα κάποια αδυναμία σκηνικής οικονομίας, αυτό θα το έδειχνε θετικά το ανέβασμά του στη σκηνή. Όμως η πνευματική και κοινωνική του αξία μένουν απαρασάλευτες. ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ενθουσιασμένος διαβάζω τις πολύτιμες εργασίες σου (που τόσο μέσα στα ενδιαφέροντά μου βρίσκονται). Τη Σοφίτα σου την απόλαυσα «μονορούφι». Τούτο μόνο σου λέω... Τι κρίμα που δεν ζούμε στην ίδια πόλη. Πολλά πράγματα θα είχε να δώσει ο ένας στον άλλο. Όμως, ελπίζω η πνευματική μας επαφή να είναι στενή και γόνιμη. Μας είναι σήμερα τόσο σπάνια η «σωστή» ανθρώπινη συντροφιά με τη «σωστή» σκέψη και ευαισθησία... ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΡΤΕΡ Τώρα που διάβασα τη Σοφίτα σας και τις Τρεις Μαρτυρίες σας, θέλω να σας εκφράσω την εκτίμησή μου και για τη δυνατή στοχαστική ποίησή σας και για την αξιόλογη δραματουργική σας εκφραστική. Τα έργα σας πέμπουν μηνύματα κοινωνικών ανησυχιών, που προβληματίζουν και ανασκάπτουν τη συνείδηση.

– 246 –


Η ΣΟΦΙΤΑ

ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΛΑΖΑΝΑΣ Διάβασα το θεατρικό σας έργο Η σοφίτα καθώς και το ποιητικό σας βιβλίο Τρεις Μαρτυρίες. Και το θεατρικό έργο και η ποιητική σας συλλογή είναι εμπνευσμένα από τα σύγχρονα προβλήματα. Είναι έργα αξιόλογα που συγκινούν τον αναγνώστη και του μεταδίδουν τον παλμό του δημιουργού τους.

ΝΕΣΤΩΡ ΜΑΤΣΑΣ Το διάβασα μ’ ενδιαφέρον. Βέβαια η ζωή του είναι στο θέατρο. Εκεί θα βρει τη δικαίωσή του. Κι εύχομαι αυτή τη δικαίωση να τη βρει όσο γρήγορα του αξίζει.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΡΑΚΛΗΣ …Χωρίς να είμαι διόλου ειδικός του θεάτρου, νομίζω ωστόσο πως μπορώ να πω, ότι ο λόγος σας είναι θεατρικότατος. Πρέπει ν’ ακούγεται πολύ ευχάριστα και άνετα, αφού άλλωστε ανάλογα και διαβάζεται. Τη σοβαρότητα των προθέσεών σας, αλλά και των δυνατοτήτων σας, δείχνει και το ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου σας. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, προκειμένου περί λογοτεχνίας, ό,τι προέχει είναι ο λόγος, στην ολική, συνθετική του συγκρότηση και έκφραση. Γι’ αυτό κι εγώ αυτόν σχολίασα πρώτα.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΙΛΛΙΕΞ Πραγματικά η Σοφίτα σας αν παίζονταν εκείνη την εποχή που γράφτηκε, θα ήταν μια φωναχτή διαμαρτυρία. Όμως και σήμερα, πολλαπλά ενδιαφέρει, κυρίως αυτό το εύρημα της «αναπνοής» και πού δεν πάει! Από τη Χιλή ίσαμε την Ινδία, τους θυσιασμένους στην εξουσία του Αμερικανικού κεφαλαίου, στον πυρηνικό πόλεμο, ίσαμε τον ίδιο αέρα της Αθήνας που αναπνέουμε.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΣΧΟΣ Διάβασα τη Σοφίτα, που είναι πράγματι συγκλονιστική μαρτυρία.

ΜΙΧΑΛΗΣ Κ. ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ Σας ευχαριστώ για την θαυμάσια Σοφίτα. Η με εμπειρία παρουσιαζόμενη πολυδαιδαλότητα των στιχομυθιών συντείνει στην πλήρη κατανόηση των γόνιμων απόψεών της και της διδαχής της.

– 247 –


Η ΣΟΦΙΤΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Σαν θεατρική γραφή [η Σοφίτα] κινείται πάνω σ’ ένα ρεαλιστικό δεδομένο αλλά και στηρίζεται παράλληλα στον προβληματισμό της βίας του παράλογου. Πρόσθετα ο συγγραφέας είναι δόκιμος σε μια φιλοσοφική άσκηση ποιότητας. Η Σοφίτα σαν θεατρικό έργο φαίνεται ότι δεν έχει την τύχη της σκηνής, όμως το κείμενο που συνοδεύει το έργο είναι χαρακτηριστικό για τα κυκλώματα καθώς και για την παρατεταμένη επικαιρότητα της υπόθεσης. Ημερήσιος Κήρυξ Πατρών 23. 1. 1986

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΡΟΖΟΣ Με χαρά και ευχάριστη έκπληξη έλαβα τα βιβλία σας και δεν χρειάσθηκε πολύ να επιβεβαιώσω την υψηλή ποιότητα του έργου σας και το «ήθος» της προσφοράς σας. Η αίσθηση της ευθύνης, το χρέος, η ανησυχία και η διανθρώπινη αίσθηση της αποστολής και η ανάγκη της προάσπισης των ιδανικών μας διαπερνάει το έργο σας. Το κάθε βιβλίο συμπληρώνει το άλλο και προεκτείνει τον προβληματισμό σας. Ιδιαίτερα πρόσεξα την ποίησή σας όπου κυριαρχεί ο σαρκασμός, η ειρωνεία και η εκφραστική πρωτοτυπία. Μια νεότροπη γραφή συνδυασμένη με [καιριότητα?], λιτό και προσεγμένο ύφος συνυφαίνεται με μια ευρηματικότητα που ξαφνιάζει και συγκινεί. Το θεατρικό σας ιδιαιτέρως συναρπαστικό. [...] Ελπίζω να βρω τον καιρό να γράψω εκτενέστερα για το έργο σας.

ΝΟΤΗΣ ΡΥΣΣΙΑΝΟΣ Σας ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο [Σοφίτα]. Το διάβασα με πολύ ενδιαφέρον. Η πρωτοτυπία του αντικατοπτρίζει, πολύ ζωηρά, την αγωνία της Εποχής. Νομίζω, ότι η κυρία Σιμόν ντε Μπωβουάρ έχει πολύ δίκιο. Το έργο σας δείχνει ότι είσαστε γεννημένος για να γράψετε θέατρο.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Συγχαίρω για τη Σοφίτα. Έργο δυνατό και ειλικρινές.

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Σας ευχαριστώ πολύ για τις Τρεις Μαρτυρίες (με τον άπειρο σαρκασμό τους) και τη Σοφίτα. […]. Εύχομαι να δείτε κάποτε το θέατρό σας από σκηνής.

– 248 –


Η ΝΥΧΤΑ

Η ΝΥΧΤΑ 1995 ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ 2009

– 249 –


Η ΝΥΧΤΑ

– 250 –


Η ΝΥΧΤΑ

Α. Η ΝΥΧΤΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ [...] Επέμενα να εξαντλήσω το βιβλίο σου [Η Νύχτα]. Να το εξαντλήσω; Δύσκολο, καθό το βρίσκω ανεξάντλητο. Τώρα που το τελείωσα είμαι σε θέση να σε συγχαρώ μετά λόγου: Είναι από τα συγκλονιστικότερα βιβλία που έχω διαβάσει΄ συγκλονιστικότερα όχι ως εκ του θέματος τόσο, όσο εκ της υφολογικής του συστάσεως και της δομής του, αλλά και των δραματικών καταστάσεων που το συνθέτουν. Τολμώ να πω πως υπό την γραφίδα σου οι δραματικές καταστάσεις αυτές εντείνονται τόσο, ώστε να καταντούν τραγικές. Ακόμα κι η λιτότης στην έκφραση και στην διήγηση συντελεί στην προβολή της τραγικότητος, λες κι η σιγή ομιλεί αφ’ εαυτής. Η ενιαία γραμμή του βιβλίου, η ενότης χρονικής, τοπικής και καταστασιακής θεματικότητος των επεισοδίων, τόσο ποικίλων, όσο και όμοιων -η μοίρα του αδύναμου εμπρός στην αδήριτη επέλαση της καταστροφής και στην απάνθρωπη συμπεριφορά του δειλού και περιστασιακώς δυνατού- παρέχουν στο βιβλίο το μέγα πλεονέκτημα της σπαρακτικής εντάσεως. Σιγά-σιγά ωρίμασε εντός μου η ιδέα, η βεβαιότης, η ανάγκη, να σου επιβάλω την γνώμη ν’ αναζητήσεις δυνατότητες κινηματογραφικής ερμηνείας του βιβλίου, έστω κι αν χρειαστεί να επιλέξεις ωρισμένα «κινηματογραφικότερου δυναμισμού» επεισόδια. Στρέψου -το εύχομαι διακαώς- προς την κατεύθυνση της αξιοποιήσεως του επιτεύγματός σου, το οποίον αξιολογώ ως αριστουργηματικό [...]

ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΝΥΚΤΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Η συλλογή των 20 διηγημάτων του Τάσου Φάλκου υπό τον τίτλο Η νύχτα είναι το τέταρτο κατά σειρά έργο του λογοτέχνη και πανεπιστημιακού που βλέπει το φως της δημοσιότητας. Έχουν προηγηθεί η Σοφίτα (θεατρικό σε αυτοτελή έκδοση), οι Τρεις μαρτυρίες (2 ποιητικές συλλογές σε αυτοτελή έκδοση), και Το Χρονικό των Δικαίων (μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Δόμος»).

– 251 –


Η ΝΥΧΤΑ

Στη Νύχτα (που βγήκε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Δελφίνι»), ο αναγνώστης συναντά μια προβληματική συγγενική, κατά βάση, μ’ εκείνη των άλλων έργων του συγγραφέα, αλλά ωστόσο πιο προσωπική, αφού εδώ ο γράφων είναι εκείνος που αναλαμβάνει την ευθύνη της αφήγησης, αυτοεκτιθέμενος τις περισσότερες φορές σε πρόσωπο πρώτο ενικό. Μολονότι τα αυτοβιογραφικά διηγήματα εναλλάσσονται με ιστορικές αφηγήσεις, είναι ολοφάνερο ότι ο Φάλκος συνδιαλέγεται σταθερά με την οδυνηρή ιστορία του τόπου μας χωρίς να μπορεί -και το σπουδαιότερο: χωρίς να θέλει- να την διαφορίσει από την προσωπική του ζωή. Σ’ αυτά τα σπαρακτικά κείμενα, το ιδεολογικό φόντο παραμένει ένα και αναλλοίωτο, βασανιστικό και επίμονο: η ατομική συνείδηση έχει χάσει οριστικά την πολυτέλεια να υπνώττει αμέριμνα μετά από τόσες ιστορικές τραγωδίες. Έτσι σκιαγραφώντας τον Αριστείδη Στεργιάδη (στο διήγημα με τον τίτλο Το ερώτημα), ή τον Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο (στο διήγημα Ένας Μητροπολίτης), ο συγγραφέας δεν αποστασιοποιείται ούτε υιοθετεί ύφος λιγότερο προσωπικό από τις στιγμές που περιγράφει δικές του, λιγότερο ιστορικές εμπειρίες (όπως λόγου χάρη, στο αφήγημα Άννα Καρύδη, ή στο Χάσμα). Ο θεματικός πυρήνας των είκοσι αυτών διηγημάτων είναι ο επιθανάτιος ρόγχος μιας χαμένης ελληνικής πατρίδας, της Μικρασίας. Ακόμα και σε αφηγήματα που δεν έχουν σχέση με το θέμα αυτό, υποβόσκει κάτι σαν διανοητική και συνάμα ηθική οδύνη, για ό,τι χάθηκε εκεί, τόσο αναπόφευκτα και μαζί τόσο αναπάντεχα, μεταβάλλοντας τα δεδομένα του ελληνισμού με τρόπο μοιραίο. Τα υλικά με τα οποία συνθέτει τις σύντομες ιστορίες του ο λογοτέχνης είναι ποικίλα. Οι ιστορικές γνώσεις και η μελέτη των «ντοκουμέντων» συμπληρώνονται από βιωματικές στιγμές της καθημερινής προσωπικής ιστορίας, αλλά και από φαντασιακές προσθήκες συμβολικών εικόνων σπάνιας δύναμης. Διηγήματα όπως Ο άνθρωπος-ξωκλήσι, Το σκοινί, Το ορυχείο ή Ανδρεία είναι τρομεροί φανταστικοί εφιάλτες, οι οποίοι επινοήθηκαν με βάση τις πραγματικές εφιαλτικές στιγμές που πέρασε ο ελληνισμός της Ιωνίας, και οι οποίοι μετέγραψαν την απτή παρελθοντική πραγματικότητα σε μια εικόνα φρίκης που αποτελεί επίσης αιμάσσουσα μαρτυρία. Η οπτική των κειμένων της Νύχτας είναι σταθερά φιλοσοφική, μολονότι ο λόγος τους είναι απλός, σαφής και έντονα «εικαστικός». Αθόρυβα και ανεπαίσθητα οι φιγούρες του Φάλκου φτάνουν να θίγουν μεγάλα υπαρξιακά θέματα με μια καθημερινή γλώσσα και σ’ έναν οικείο τόνο. Στο αφήγημα που έχει ως τίτλο Το ποτάμι, ο γέρος Μικρασιάτης, θαυμαστής του συγγραφέα, τελειώνει τον μονόλογό του με τις παρακάτω φράσεις: «Μου φαίνεται πως ο Ηράκλειτος ήταν κάποιος που τον βασάνιζαν ο ήλιος, οι φωτιές και τα ποτάμια της πατρίδας μας. Έβλεπε πως τα βρόμιζαν, σιχάθηκε και ξενιτεύτηκε. Μια μέρα όμως, ξαφνικά, ένιωσε ξεκομμένος από τις πηγές του. Μετά από χρόνια, γύρισε στον τόπο που γεννήθηκε, καθώς πέρσι εγώ. Αυτός ο ήλιος ήταν ίδιος και δεν ήταν. Ήτανε σάμπως να γεννιόταν άλλος καθημερινά. Πήγε και στο ποτάμι. Οι όχθες ήταν ίδιες και δεν ήταν, τα νερά ήταν ίδια και δεν ήταν, ο ίδιος ήταν ίδιος και δεν ήταν. Ένιωσε ότι ήτανε αδύνατο να ξαναβρεί εκείνη τη χαμένη ενότητα με την πατρίδα. Στάθηκε και συνέλαβε αυτή τη φράση

– 252 –


Η ΝΥΧΤΑ

που ταξιδεύει μέσα στους αιώνες: «Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι!» Έτσι η φιλοσοφία του, από προφητική και μυστική, έγινε τραγική.» Ο τρόπος γραφής του Φάλκου φέρει τη σφραγίδα μιας μακρότατης εντρύφησης στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Έχοντας μελετήσει, μεταξύ άλλων, τους τραγικούς μας ποιητές και τον Πλάτωνα επί πολλά χρόνια και με τη δέουσα επιστημονική ευλάβεια, ο συγγραφέας διαμόρφωσε ένα προσωπικό στοχαστικό ύφος λιτό, καθώς και μια στέρεη μέθοδο επεξεργασίας των θεμάτων που τον απασχολούν. Δεν παρενθεντολογεί, δεν φλυαρεί, και αφηγείται τις ιστορίες του δίχως άσκοπες διακλαδώσεις και περιττά επεισόδια. Ανοίγει μπροστά στον αναγνώστη «τα χαρτιά του» ευθέως, χωρίς να τον παραπλανά ούτε στιγμή σχετικά με τις προθέσεις του. Για τον Φάλκο, κανένα ιστορικό γεγονός δεν παρέρχεται εντελώς και ανεπιστρεπτί, ούτε είναι τόσο μακρινό όσο θέλει ο άνθρωπος να ελπίζει. Αυτό το μήνυμα προσλαμβάνω τουλάχιστον εγώ, όταν διαβάζω τα κείμενά του. «Το δημόσιο κακό πέφτει στο σπίτι καθενός. Η Δίκη πηδάει την αυλόπορτα και δεν μπορείς να της ξεφύγεις, αν καταφύγεις στο βάθος του σπιτιού σου...», διαβάζουμε στο κείμενό του με τον τίτλο Ένας παγκόσμιος οργανισμός. Καμία ιστορία (ακόμα κι αν είναι άκρως προσωπική ή α-πολιτική) δεν αποτελεί απλώς παρελθόν αποθηκεύσιμο σε αρχεία ή ημερολόγια, αλλά επανέρχεται τόσο πιο απειλητική κι επίφοβη όσο περισσότερο κάνουμε πως τη λησμονούμε. Το σταθερό πρόβλημα που τίθεται, βέβαια, εδώ (και που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη θεματική της Μικρασιατικής καταστροφής) είναι η ανθρώπινη εγκληματικότητα έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα στη βία την εγγεγραμμένη στην ιστορία. Χαρακτηριστική φυσιογνωμία που γεφυρώνει την ατομική με τη συλλογική βία αποτελεί ο Κωσταντής, στο διήγημα Δύο παράλληλοι, όπου ο αιμοχαρής και φίλερις άνδρας ενσωματώνεται στη στρατιά της Μικρασιατικής εκστρατείας και εκμεταλλεύεται χυδαία τη λίγη εξουσία που του παραχωρείται από την έκρυθμη πολιτική κατάσταση. Ας ακούσουμε λίγο τον αφηγητή: «Ο ελληνικός στρατός ήρθε στη Μικρασία και ζήτησε τη συμπαράσταση του Κωσταντή. Ο Κωσταντής δεν είχε αντίρρηση. Φτάνει να είχε να σκοτώνει. Καθώς δεν ήξερε από τακτική, τον έβαλαν να φυλάει τα νώτα. Αυτός φαντάστηκε πως είχε χρέος να ρημάζει τα χωριά που άφηναν πίσω τους. Ένας νεαρός ανθυπολοχαγός του είπε πως ντροπιάζει τον ελληνικό στρατό. Ο Κωσταντής του ’δωσε μια γροθιά που παραλίγο να τον σκότωνε. Κανείς δεν τόλμησε να τον τιμωρήσει. Τον έστειλαν όμως στη Σμύρνη, να συνοδέψει μια αποστολή από αιχμαλώτους. Από τους Τούρκους που του εμπιστεύτηκαν ξέκανε τους μισούς.» Συχνά η διερώτηση για τις σκοτεινές πηγές του κακού μέσα στο σύμπαν καταλήγει σε απαισιόδοξη κραυγή, όπως εκείνη του μαρτυρικού ιερέα στο διήγημα «Η προσευχή»: «Θεέ των προδοτών και των φονιάδων, και ήλιε σκοτεινέ της αδικίας! Εσύ που εξυψώνεις τον κακούργο και που περιφρονείς βαθιά την αθωότητα!..». Τέτοιες ζοφερές στιγμές απελπισίας συνδυάζονται μερικές φορές με ένα βασανιστικό αίσθημα ευθύνης που βιώνει ο στοχαστής για ό,τι καταστρέφεται άδικα μέσα σ’ έναν κόσμο όπου η σαρωτική δύναμη της βίας ερειπώνει ατιμώρητα πολιτισμούς και εξολοθρεύει λαούς.

– 253 –


Η ΝΥΧΤΑ

Φυσικά δεν θέλω να πω μ’ αυτό πως το μέλημα του συγγραφέα είναι να προτείνει κάποιο είδος συνειδητοποίησης και κινητοποίησης (πολιτικής ή ηθικής) στον αναγνώστη του. Αντίθετα, στα έργα του βλέπω μάλλον κάτι σαν ενδοσκόπηση, ακόμα και μια διάθεση αυτοκριτικής, μπροστά σε γεγονότα για τα οποία, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν ευθυνόμαστε εμείς οι απλοί άνθρωποι. Αλλά ο λογοτέχνης δεν φαίνεται να αισθάνεται καθόλου όπως ο απλός άνθρωπος που καταφεύγει εύκολα σε διάφορα άλλοθι, προκειμένου να κοιμάται ήσυχα τη νύχτα. Η Νύχτα του Φάλκου είναι νύχτα αγρύπνιας και επώδυνης διερώτησης πάνω στο εγκόσμιο κακό: μια νύχτα «λευκή», στοιχειωμένη από ένα αίσθημα ευθύνης, που δεν φιλοδοξεί να το μοιραστεί με κανέναν, αλλά απλώς το εκμυστηρεύεται σ’ εκείνους που τον διαβάζουν, κοινωνώντας τους την αγωνία ενός ποιητή-φιλοσόφου που δεν καταδέχεται να αγνοεί την Ιστορία. Νέα Εστία, 1-1-1998, σσ. 65-7

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ Διάβασα με προσοχή τη Νύχτα, το βιβλίο για το οποίο παρακλήθηκα να διατυπώσω μερικές σκέψεις. Στις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας λέει ότι αισθάνεται μια φυσική απέχθεια για τους πολιτικούς. Κατάλαβα όμως ότι το γεγονός ότι απευθύνθηκε σ’ εμένα, όντα πολιτικό, σημαίνει ότι εγώ είμαι η … εξαίρεση (χειροκροτήματα). Το σύνολο των αφηγημάτων αυτής της συλλογής έχει άξονα περιστροφής την Μικρασιατική τραγωδία, την μείζονα ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού, τα όσα διαδραματίστηκαν τότε, τον πόνο, τον θρήνο και τις οιμωγές, τους εξανδραποδισμούς, τους βιασμούς, τις σφαγές, μια εικόνα για την οποία ο George Horton, ο τότε Γενικός Πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη, είχε αργότερα γράψει στα υπομνήματά του προς το αμερικάνικο Υπουργείο Εξωτερικών και στο βιβλίο του Η κατάρα της Ασίας: «αισθάνθηκα» είπε «ντροπή γιατί γεννήθηκα άνθρωπος». Πώς εφτάσαμε σ’ αυτή την τραγωδία; Δύο χρόνια πριν ήμασταν ακριβώς σε απόσταση αναπνοής από την υλοποίηση του μεγάλου οράματος του Ελληνισμού, όπως το διατύπωσε ο λαϊκός ποιητής: «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαίεις, μη δακρύζεις! Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι!». Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον Αύγουστο του 1920 είχε υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Ελλάδα ήταν πια «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η Ελλάδα ευρίσκετο στην Σμύρνη ήδη από τον Μάιο του 1919 και μετείχε στην Αρμοστεία με στρατιωτικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς ο εθνικός διχασμός, το σαράκι της φυλής, «η διχόνοια που κρατάει ένα σκήπτρο, η δολερή», κατόρθωσε να θρυμματίσει τα όνειρα του Ελληνισμού. Και φτάσαμε τον Αύγουστο του 1922 στον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού, ο οποίος στις χιλιάδες των χρόνων της ιστορίας είχε υποστεί αλλεπάλληλες ξενικές κατοχές,

– 254 –


Η ΝΥΧΤΑ

σφαγές, εξανδραποδισμούς, εξαφανίσεις φυσικές, αλλά παρέμενε στις προαιώνιες εστίες του. Η ιστορία είναι παλαιά. Υπάρχει ένας διάλογος ανάμεσα στον Σπαρτιάτη στρατηγό Λεωτυχίδη και τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή, μετά την πεζομαχία της Μυκάλης, όπου η πρόταση του Σπαρτιάτη είναι να πάρομε τον Ελληνισμό της Ιωνίας, διότι δεν μπορούμε κάθε δύο και τρεις να διαθέτομε δυνάμεις και να κάνομε εκστρατείες εναντίον των Περσών, και να τον μεταφέρομε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Και τότε σηκώθηκε ο Ξάνθιππος και είπε ότι, εάν το κάνομε αυτό, και τον εχθρό δεν θα βλάψομε, τις ελληνίδες πόλεις όμως θα τις καταστρέψουμε, τον Ελληνισμό θα τον ξεριζώσομε και τον εχθρό θα τον φέρομε μέσα στα σπίτια μας, στην ηπειρωτική Ελλάδα (Ηρόδοτος 9,106). Φαίνεται ότι η άτεγκτη λογική του Ξανθίππου έπεισε τους Έλληνες στρατηγούς και ματαίωσαν εκείνο, το οποίο δυστυχώς στον εικοστό αιώνα μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια το διαπράξαμε. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων. Μαρτύρων με τη διπλή σημασία, που πόνεσαν και υπεβλήθησαν στου κόσμου τα βασανιστήρια, στην κτηνωδία του ανθρώπινου πολιτισμού (ο Β. Ουγκώ λέει ότι τα κτήνη είναι του Θεού, η κτηνωδία είναι των ανθρώπων). Ο συγγραφέας προσωπογραφεί και πρόσωπα του δράματος, τον εθνομάρτυρα και ιερομάρτυρα Σμύρνης Χρυσόστομο, εκείνον επίσης τον πανάθλιο ανισόρροπο Αριστείδη Στεργιάδη, τον Ύπατο Αρμοστή της Ελλάδος στην Σμύρνη, ο οποίος αφήκε μιαν από τις μελανότερες σελίδες της ιστορίας και ο οποίος δεν ετόλμησε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, αλλά εγκαταβίωσε στην Νίκαια της Γαλλίας. Ο συγγραφέας επίσης δεν μπορεί να αποφύγει τον πειρασμό της επαγγελματικής του ιδιότητας του δασκάλου της Φιλοσοφίας και να φιλοσοφήσει με βασικές έννοιες της ζωής. Τον απασχολεί αίφνης ένας ορισμός της ανδρείας, τον οποίο όμως δεν έδωσε ο Πλάτων στον Λάχη, και τελικά έδωσε ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Ευδήμεια (μεσότης ανάμεσα στη θρασύτητα και τη δειλία, 1221b 38 εξ. και 1228a 25 εξ.). Ο Αριστοτέλης είπε το περίφημο εκείνο «ου γαρ βουλόμεθα ειδέναι τι εστίν ανδρεία και τι δικαιοσύνη αλλ’ είναι ανδρείοι και δίκαιοι» (Ηθ. Ευδ. 1216b 22). Δουλειά μας δεν είναι να μάθομε τους ορισμούς της ανδρείας και της δικαιοσύνης. Καθήκον μας είναι να είμαστε ανδρείοι και δίκαιοι! Ο συγγραφέας ασχολείται επίσης με άλλες έννοιες της φιλοσοφίας, όπως τον κόρον και την ύβριν, βασικές έννοιες που μνημονεύουν ο Αισχύλος, ο Σόλων στον οποίον αναφέρεται, ο Πυθαγόρας με την γνωστή αποφθεγματική φράση «εισιέναι εις τα πόλεις πρώτον τρυφήν (μπήκε στις πόλεις πρώτα η ευμάρεια) είτα κόρον (μετά ο κορεσμός) είτα ύβριν». Το έργο καταπολεμεί την έπαρση και την ύβρη. Προσωπικά το χαίρομαι σα μια γέφυρα για την κλασική μας Γραμματεία που πάντοτε με συγκινεί. Κρατούμε στα χέρια μας ένα σημαντικό τέχνημα λόγου που ενσωματώνει διαχρονικές αξίες ελληνικού και αυτόχρημα ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο συγγραφέας αγγίζει -πρέπει να πω με ξεχωριστή προσοχή- και τις πτυχές που συνδέονται με ορισμένες δυστυχώς κυρίαρχες στα ΜΜΕ πολιτικές αντιλήψεις «κυριότητας» κομμάτων της Αριστεράς, που υποστηρίζουν «άλλο Τουρκία και άλλο τουρκικός λαός», ότι ο τουρκικός λαός είναι -ας πούμε- μια κοινωνία

– 255 –


Η ΝΥΧΤΑ

αγγέλων, που επιθυμεί την ειρήνη και τη συνεργασία με την Ελλάδα, αλλά ξέρετε, υπάρχουν και οι κακοί στρατηγοί και το στρατιωτικο-διπλωματικό σύμπλεγμα το οποίο κυβερνά την Τουρκία, και εκείνο τα μπερδεύει… Τις περιγραφές ορισμένων εγκλημάτων το απεχθές και το ειδεχθές ο συγγραφέας αποφεύγει να τα περιγράψει με ωμά λόγια, όπως και η αρχαία τραγωδία, που δεν εμφανίζει σφαγές επί σκηνής (εκτός από μερικούς μεταμοντέρνους σκηνοθέτες). Τα δίνει με ένα τρόπο, που αφήνει να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται, αλλά δεν θέλει να σε πονέσει, θέλει να σε προβληματίσει. Ο Τάσος Αρβανιτάκης χρησιμοποιεί όλο το υλικό για να μας δώσει μια ζωντανή αφήγηση, με ευαισθησία και αμεσότητα στην γραφή με δωρική λιτότητα αλλά και αττική χάρη. Ο λόγος του είναι «άλατι ηρτυμένος». Εύχομαι το έργο του να αναγνωριστεί. Γιατί έχει το μειονέκτημα ότι δεν ανήκει στο ... κράτος των Αθηνών. Εάν δρούσε στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, οι δυνατότητες προβολής και ανάδειξης του έργου του θα ήταν διαφορετικές. Αλλά κι εκεί ίσως δεν θα αναδεικνύονταν όπως του αξίζει, γιατί είναι άνθρωπος ευθυτενής και ακέραιος… [Από την παρουσίαση της Νύχτας στις 4. 6. 1998]

– 256 –


Η ΝΥΧΤΑ

ΒΑΪΟΣ ΛΑΖΟΣ ΕΝΑ ΥΠΕΡΩΚΕΑΝΙΟ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Με τον Τάσο Φάλκο-Αρβανιτάκη γνωριζόμαστε πολλά χρόνια. Υπηρετούμε στο ίδιο Πανεπιστήμιο, όπου μας διδάσκει φιλοσοφία και μεθοδολογία των επιστημών, συναντιόμαστε στη σύγκλητο ως εκπρόσωποι των Τμημάτων μας, σε επιτροπές, όπως η ερευνών και η καλλιτεχνική, και έχουμε πολύωρες συζητήσεις πάνω σε θέματα πανεπιστημιακά και καλλιτεχνικά. Υποθέτω λοιπόν πως τον γνωρίζω αρκετά καλά και ως άνθρωπο και ως δημιουργό. Θα ξεκινήσω με μια παραδοξολογία, που θα την εξηγήσω μετά. Μπορώ να πω ότι ο Φάλκος, ως άνθρωπος, είναι «κλειστός-ανοιχτός». Δεν δημιουργεί σκόπιμες φιλίες και κοινωνικές σχέσεις, δεν είναι γραμμένος σε κανένα κόμμα, οργάνωση ή σωματείο. Μετά τα εξήντα του γράφτηκε στην Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και σε αντίστοιχη των Αθηνών μετά από φιλική πίεση συναδέλφων του, αλλά σπάνια μετέχει στις δραστηριότητες των συλλόγων αυτών, σπάνια και μόνο τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει τα βιβλία του ή εμφανίζεται στην τηλεόραση σε σταθμούς τοπικής εμβέλειας, δεν επιδιώκει δηλαδή, ως όφειλε, να γίνει γνωστός στην Αθήνα και την άλλη Ελλάδα, δεν πάει καν σε συνέδρια για θέματα λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά, όπου θα τον γνώριζαν από κοντά πολλοί που τον εκτιμούν (πήγε, μου λέει, σε μερικά, αλλά απογοητεύτηκε εντελώς), και γενικά δεν κάνει ούτε τα «νόμιμα» για την προβολή του έργου του, στο οποίο έχει αφιερώσει ολόκληρη την ύπαρξή του με ένα πάθος που θα το χαρακτήριζα «πρωτοφανές» για τα ελληνικά δεδομένα. Στους περισσότερους που τον γνωρίζουν φαίνεται ευγενικός, μετριοπαθής, καλόκαρδος, αρκετά κοινωνικός, αλλά «κλειστός», κάποιος που δεν εξοικειώνεται εύκολα με τους άλλους και δεν επιδιώκει τη φιλία τους. Το γεγονός αυτό ο καθένας τους το ερμηνεύει όπως θέλει. Αν όμως ο Φάλκος καταλάβει ότι είσαι άνθρωπος με περιεχόμενο κι ευαισθησίες, ανοίγεται πραγματικά, ενδιαφέρεται για το τι σε απασχολεί, ζητάει επιμόνως να διαβάσει έργα σου, τα συζητεί, προτείνει διορθώσεις, ενθαρρύνει, επαινεί ό,τι καλό έχεις, ενδιαφέρεται για τη ζωή σου. Από την πλευρά του μιλάει για το έργο του και για τις αγωνίες της ψυχής του, σου εμπιστεύεται τα χειρόγραφά του και γενικά γίνεται φίλος ειλικρινής, όχι βέβαια φίλος της καθημερινής φιλίας, αυτός που συναντάς μια ή δυο φορές την εβδομάδα. Η απόλυτη αφοσίωση στο έργο του δεν του επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες. Έτσι μερικοί στους οποίους «ξανοίχτηκε» και δεν είδαν τη συνέχεια που αυτοί περίμεναν -την συχνή επαφή- θα τον θεώρησαν κι αυτοί «κλειστό». Άφιλος λοιπόν όχι, μα ούτε και «πολύφιλος», απ’ αυτούς που ειρωνεύεται ο Αριστοτέλης («όποιος έχει πολλούς φίλους δεν έχει κανέναν»).

– 257 –


Η ΝΥΧΤΑ

Η ευγένεια και η μετριοπάθειά του δεν τον εμποδίζουν να είναι άνθρωπος μαχητικός, όταν χρειάζεται. Στις προσλήψεις και τις προαγωγές ή στις επιτροπές που μετέχουμε αναζητεί πάντα το δίκαιο και το σωστό και δεν επηρεάστηκε ποτέ από πιέσεις, τηλεφωνήματα, απειλές κτλ., σε σημείο που οι πολιτικοί και άλλοι «παράγοντες» έπαψαν νωρίς να τον ενοχλούν και απευθύνονται αλλού. Δεν διστάζει ποτέ να ψηφίσει εναντίον του ρεύματος, τότε που οι άλλοι, βλέποντας από τη συζήτηση ότι η σωστή άποψή τους δεν θα επικρατήσει, την εγκαταλείπουν και ακολουθούν τον συρμό, για να μη προκαλέσουν δυσαρέσκειες. Μια έρευνα στα διάφορα πρακτικά θα ήταν αποκαλυπτική της μελετημένης και συνεπούς στάσης του σε όλα τα ζητήματα. Προσωπικά ευτύχησα να έχω καλούς δασκάλους στην κριτική, όπως ο Άγγελος Φουριώτης. Έχω όμως και την εξαιρετική τύχη να μπορώ να συνομιλώ με τον Φάλκο, να τον συμβουλεύομαι, να ζητώ διευκρινίσεις κτλ. Μπορώ λοιπόν να παρακολουθήσω πώς ο συγγραφέας κτίζει λέξη με λέξη και φράση με φράση ένα έργο σύνθετο, όπου όλα τα επιμέρους συστατικά τείνουν σε έναν ή λίγους βασικούς στόχους. Γιατί τα έργα του δεν είναι συνθεμένα στην τύχη, με βάση την στιγμιαία έμπνευση, αλλά κινούνται σταθερά γύρω από συγκεκριμένους άξονες, γύρω από έναν συγκεκριμένο κύκλο ιδεών, που τον απασχολούν βαθιά και τον τυραννούν. Επειδή τα έργα του Φάλκου είναι οργανωμένα σύνολα, μην προσπαθείτε να τα καταλάβετε διαβάζοντας μεμονωμένα ποιήματα, διηγήματα ή μερικές σελίδες από εκτενέστερα έργα. Διαβάζοντας ολόκληρα τα κείμενα θα δείτε να σας παρασύρει στα ποιητικά και τραγικά συνάμα οράματά του. Πήρα τη Νύχτα γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα με πρόθεση να διαβάσω μερικές σελίδες, πριν κοιμηθώ. Αλλά η Νύχτα μου έφαγε όλη τη νύχτα. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα ως το πρωί. Τα κείμενα του Φάλκου δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις, σε παρασύρουν, σε καθηλώνουν, σε προβληματίζουν αδιάκοπα, σε συγκλονίζουν. Θα έλεγα μάλιστα ότι αυτή είναι η κύρια ιδιότητά τους: το να συγκλονίζουν. Και σ’ αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι που έγραψαν για το έργο του. Και είναι φανερό ότι ο συγγραφέας, πριν συγκλονίσει τους άλλους, ο ίδιος πρώτα νιώθει βαθύτατα αυτά που γράφει και είναι συγκλονισμένος. Ο Φάλκος, χάρη στη δύναμη του λόγου του, την ένταση με την οποία αισθάνεται ό,τι γράφει και τον τραγικό φωτισμό των συλλήψεών του επιτυγχάνει αβίαστα και στον ύψιστο βαθμό αυτό που λέμε «μέθεξη». Ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό του Φάλκου, στενά συνδεδεμένο με το προηγούμενο, είναι η βαθύτατη ανθρωπιά. Και λέω στενά συνδεδεμένο, γιατί αν ο αναγνώστης δεν διαθέτει ο ίδιος ένα βάθος, ένα απόθεμα ανθρωπιάς, αν δεν διαθέτει αρκετή ηθική ευαισθησία, αν δεν συγκινείται από το δράμα του άλλου, αν αδιαφορεί για τις ακραίες συνειδησιακές καταστάσεις που τον οδηγεί η γραφίδα του Φάλκου, δεν πρόκειται φυσικά να συγκλονιστεί. Η ανθρωπιά του Φάλκου τρέφεται κυρίως από την αρχαία Ελλάδα, αλλά και από τη διδασκαλία του Χριστού, και τον προσεγγίζει με τους μεγάλους ανθρωπιστές συγγραφείς, όπως ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ντίκενς, ο Στάινμπεκ και άλλοι. Με την ανθρωπιά σχετίζεται και το αίσθημα του δικαίου, που κυριαρχεί σχεδόν σε όλα τα έργα του και που, όπως εξηγεί, είναι γέννημα της αδιάκοπης

– 258 –


Η ΝΥΧΤΑ

αδικίας που συνάντησε και συναντά σε όλη τη ζωή του. «Μα, του λέω, και άλλοι γνώρισαν και γνωρίζουν τις ίδιες αδικίες και γράφουν περί ανέμων και υδάτων…». Η αλήθεια είναι ότι ο Φάλκος είναι κάποιος που αισθάνεται βαθύτατα, που έχει τεράστια ηθική ευαισθησία. Το αίσθημα του δικαίου τον εξωθεί στην άγρια σάτιρα και στην πολεμική. Ο Φάλκος παλεύει με τη Νύχτα που δημιούργησαν οι άνθρωποι, αδιακρίτως φυλής ή τάξεως κοινωνικής ή οικονομικής. «Αν είχα χέρια να παλέψω, δεν θα ζητούσα να παλέψω μ’ έναν Τούρκο. Θα πάλευα με τη Νύχτα!» λέει ο ήρωας του τελικού αφηγήματος της Νύχτας, που είναι και το τελικό υψηλό δίδαγμα. Και μιλάει κάποιος που τον σακάτεψαν. Στα έργα του ο Φάλκος είναι διεισδυτικός, προχωρεί πάντοτε σε μεγάλο βάθος. Αυτό προϋποθέτει πραγματική και βαθιά γνώση των θεμάτων που διαπραγματεύεται. Ο Φάλκος εργάζεται απόλυτα συνειδητά. Οι φράσεις, οι παράγραφοι, τα επεισόδια και το σύνολο είναι απόλυτα μελετημένα, και προσπαθεί μ’ αυτά να διεγείρει με ακρίβεια τα συναισθήματα και τις σκέψεις που επιθυμεί. Αυτό δεν συμβαίνει με τους περισσότερους συγγραφείς, που εγκαταλείπονται στην «έμπνευση», στην «επιφοίτηση» και στα καπρίτσια της πέννας, εργάζονται δηλαδή ασυναίσθητα ή μισοσυνειδητά. Αν τους ρωτήσεις τι εννοούν στο τάδε σημείο, σου απαντούν συνήθως «ό,τι κατάλαβες», γιατί και οι ίδιοι δεν ξέρουν γιατί έγραψαν αυτή ή εκείνη τη φράση. Και συνήθως γεμίζουν τα έργα τους με φράσεις και επεισόδια χωρίς νόημα, που θα μπορούσαν να αλλαχτούν ή να σβηστούν. Ο Φάλκος δεν αποκλείει την «έμπνευση». Το αντίθετο μάλιστα. Θεωρεί ότι τα καλύτερα πράγματα που έγραψε, τα έγραψε κάτω από μια θαυμαστή και απρόσμενη αποκρυστάλλωση συναισθημάτων και εννοιών ή ξαφνική ανακάλυψη απρόσμενων σχέσεων, που μόνη της η ενέργεια του νου δεν θα είχε επιτύχει. Αλλά την έμπνευση αυτή ο «μέγας αρχιτέκτων» νους την οδηγεί, την επεξεργάζεται και την προσαρμόζει στον ευρύτερο στόχο του έργου. Μολονότι τα κείμενα του Φάλκου είναι συγκλονιστικά και δίνουν την εντύπωση ότι γράφτηκαν μεμιάς, κάτω από μια ισχυρή και συνεχή ώθηση, κάτω από έναν ακατάπαυστο ρυθμό (κάποιος γράφει ότι «πιάνει από τα κέρατα τον ταύρο»), ωστόσο ο Φάλκος επεξεργάζεται τα κείμενά του για πολλά χρόνια. Παλεύει συνεχώς μ’ αυτά. Του λέω «δος μου να δω τι γράφεις» και μου δίνει ένα μυθιστόρημα. Ώσπου να το διαβάσω, μου δίνει μια νέα επεξεργασία. Σε μια περίπτωση μου έδωσε τέσσερις μορφές, η μια πιο δυνατή από την προηγούμενη. Κι εγώ τουλάχιστον λυπάμαι που θα χαθούν οι παραλλαγές αυτές, που όλες περιέχουν και καλά στοιχεία. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από ένα έργο του που το τύπωσε ο ίδιος σε δύο ουσιαστικές παραλλαγές, εννοώ τους Δίκαιους, που σήμερα ο Φάλκος δέχεται και τις δύο εκδοχές τους. Σε απορία μου πώς καταφέρνει να μην αδικεί την πρώτη «αυθόρμητη» γραφή και προπαντός να μη φαίνεται καθόλου ο μόχθος που κατέβαλλε, απαντά με χιούμορ ότι δεν είναι συγγραφέας, αλλά «διορθωτής κειμένων», και σοβαρότερα: «Η διόρθωση των κειμένων είναι μια τέχνη πολύ δυσκολότερη και σοβαρότερη από τη συγγραφή. Οι εγωιστές, οι εύπιστοι και οι αφελείς πιστεύουν στην θεία επιφοίτηση, στο δήθεν αυθόρμητο, στο «έτσι μου ήρθε» και άλλες ανοησίες και δεν διορθώνουν τίποτε ή κάτι λίγα, για να μη «προδώσουν» την πρώτη έμπνευση. Καταδικάζουν έτσι το έργο τους με το να μη θέλουν να μάθουν την

– 259 –


Η ΝΥΧΤΑ

τέχνη που αποκαλώ «διορθωτική» και που χρειάζεται πολλά χρόνια και πολύ μόχθο για να την αποκτήσεις. Πράγματι ο άπειρος που καταπιάνεται να διορθώσει τα κείμενά του το πιθανότερο είναι να τα κάνει χειρότερα. Μόνο με πολυετή μόχθο και συνεχείς συνειδητοποιήσεις και κατακτήσεις θα φτάσει να διορθώνει με σιγουριά τα κείμενά του, ώστε να φαίνονται δροσερά και φρέσκα σαν να βγήκαν μόλις από το αμόνι του νου και της καρδιάς. Αλλά και όταν κάποτε κατακτήσεις αυτήν την τέχνη, πάλι πρέπει να διαθέτεις σ’ αυτήν χρόνο πολλαπλάσιο από όσον αφιέρωσες στη συγγραφή. Αν λ.χ. έγραψες ένα έργο σε ένα ή δύο χρόνια, θα χρειαστεί να το επεξεργαστείς τέσσερα, πέντε ή και δέκα χρόνια. Εγώ τα έργα που τυπώνω τώρα είναι της προηγούμενης δεκαετίας ή και εικοσαετίας.» Είναι φανερό ότι η μέθοδος του Φάλκου είναι συναφής με αυτήν του Σολωμού και του Καβάφη και ακριβώς αντίθετη μ’ αυτήν που προτείνουν οι σουρεαλιστές, και ότι η μάθηση και η άσκησή της χρειάζονται τεράστια υπομονή, που ελάχιστοι διαθέτουν. Αλλ’ ακριβώς στη μέθοδο αυτή οφείλεται η υψηλή ποιότητα των έργων του. Αν κανείς διαβάσει ένα έργο του Φάλκου, έστω και λιγοσέλιδο, του δημιουργείται η εντύπωση του επικού και του μεγαλείου. Αναρωτιέμαι πώς συμβαίνει αυτό. Ο Φάλκος μου εξηγεί: «Αν θέλεις να δώσεις την αίσθηση ενός μεγαλειώδους ποταμού όπως ο Νείλος, δεν χρειάζεται να περιγράψεις όλες τις χώρες, τις πολιτείες, τα χωριά και τα λιβάδια που διατρέχει. Δεν χρειάζεται να γράψεις ένα «μυθιστόρημα ποταμό», όπως λένε οι Γάλλοι. Αρκεί να δώσεις με δύναμη τις πανίσχυρες πηγές του και ένα μέρος αντιπροσωπευτικό απ’ αυτά που διατρέχει. Τα άλλα θα τα συμπληρώσει η φαντασία του αναγνώστη, που θα σ’ ευγνωμονεί που περιορίστηκες στα ουσιώδη και τον απάλλαξες από τριακόσιες και τετρακόσιες σελίδες.» Γιατί ο Φάλκος απεχθάνεται τα πολυσέλιδα έργα, όπως ο Πίνδαρος που ειρωνεύεται τη «σχοινοτένια» των προγενέστερών του και όπως οι αλεξανδρινοί, που έλεγαν «μέγα βιβλίον μέγα κακόν». Γενικά η πυκνότητα του Φάλκου τόσο στη φράση όσο και στην ευρύτερη σύνθεση είναι εντυπωσιακή, και την επιτυγχάνει με εξαιρετικά λιτά γλωσσικά μέσα. Ο Φάλκος γράφοντας τη Νύχτα, υιοθετεί μία προοπτική ολότελα διαφορετική από αυτήν που ακολούθησαν οι άλλοι συγγραφείς, που έγραψαν για τη Μικρά Ασία. Σε τι όμως συνίσταται αυτό το διαφορετικό, αυτό που κάνει αυτή τη Νύχτα να λάμπει σα διαμάντι στη λογοτεχνία μας; Το βλέμμα του Φάλκου αναζητεί πίσω στα γεγονότα, παλιά ή σύγχρονα, ό,τι αιώνιο υπάρχει. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο σύγχρονό μας και συνάμα τόσο κλασικό. Σ’ αυτό βεβαίως συμβάλλει και το ύφος του, που συνενώνει αβίαστα νεωτερικά και κλασικά στοιχεία. Όλα σχεδόν τα περιστατικά που περιγράφονται, ενώ από άποψη «ρεαλιστική» δεν θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στην «πραγματικότητα», ωστόσο δίνουν την εντύπωση πως είναι πιο «αληθινά» κι απ’ την πραγματικότητα, γιατί εκφράζουν την ουσία της. Αυτές οι σπαρακτικές ιστορίες, που ο συγγραφέας ξεριζώνει από μέσα του, του επιτρέπουν να καταδυθεί στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και να στοχαστεί πάνω στη μοίρα μας. Στο αφήγημα «Η προσευχή», ο μουφτής κι ο παπάς είναι συγκεκριμένα πρόσωπα με ιδιαίτερο χαρακτήρα που ζουν σε μια συγκεκριμένη εποχή. Μα με τον τρόπο που τους περιγράφει ο συγγραφέας, αισθάνεσαι ότι θα μπορούσαν να είχαν ζήσει και σ’ άλλες εποχές, και να είχαν συνδεθεί κάτω από άλλες συνθή-

– 260 –


Η ΝΥΧΤΑ

κες. Η μοίρα και των δυο είναι πανανθρώπινη, και συγκινεί εξίσου κι εκείνους που έζησαν τις συμφορές κι όσους δεν ξέρουν τίποτε απολύτως για την καταστροφή εκείνη. Στη σύντομη αυτή αφήγηση, περιέχονται τα πάντα, η ηθογραφία, η τοπογραφία, η ψυχολογία, και προπαντός οι τραγικές συνειδητοποιήσεις και οι τεράστιες ψυχικές καταστροφές. Το ίδιο ισχύει για όλους τους ήρωες, απ’ τον γραμματικό του χωριού και τον εφευρέτη ως το μέντιουμ και τον ιστορικό. Όλοι αυτοί οι ήρωες, χωρίς να είναι αφηρημένα σύμβολα ή «χαρακτήρες», έχουν κάτι το σύγχρονο και το αιώνιο μαζί. Διαβάζοντας κανείς τα «πεζογραφικά» έργα του Φάλκου, δεν είναι διόλου βέβαιος, αν αυτά που διαβάζει είναι πρόζα ή ποίηση δραματική, γιατί ο λόγος του έχει τις αρετές και των δύο. Γιατί ο Φάλκος συνειδητά επιδιώκει να εμπλουτίσει την πεζογραφία με τις αρετές της ποίησης, ιδίως την πυκνότητά της. Η τεχνική της Νύχτας είναι μοναδική. Ο συγγραφέας ξεκινάει να διηγείται κάτι με τα απλούστερα μέσα. Ο λόγος του είναι εξαιρετικά λιτός και δεν διαφαίνεται καμιά προσπάθεια για ύφος. Το κλίμα στην αρχή είναι χαμηλό, και ξαφνικά, χωρίς να το ’χεις καταλάβει πώς, βρίσκεσαι σε τεράστια ύψη. Ο λόγος παραμένει πάντα ίδιος, λιτός κι ανεπιτήδευτος, σχεδόν καθημερινός. Και όμως ο αέρας έχει πια αλλάξει. Εδώ πλέον φυσούνε άλλοι άνεμοι. Βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά σε καταστάσεις τραγικές, μπροστά σε μια αγωνιώδη αναζήτηση, μπροστά σε μια μεγάλη ποίηση. Ο Φάλκος έφτασε να μας μιλάει με θαυμαστή οικειότητα για τα πιο σπουδαία που μπορούν να συμβούν στον άνθρωπο, για τα μεγαλύτερα δράματα και για τις πιο υψηλές ιδέες. Αν κανείς διαβάσει ένα έργο του Φάλκου, θα διαπιστώσει τη δύναμη της γραφής και της σκέψης του, που κινείται σε πανανθρώπινο επίπεδο. Αν όμως διαβάσει περισσότερα από ένα έργα, τότε θα αντιληφθεί ότι το καθένα είναι ένα τμήμα ενός μεγαλειώδους συνόλου, που ο ίδιος, σε μια φάση της δημιουργίας του, ονόμασε «Μητρόπολη». Μ’ αυτό θέλει να πει «Μητρόπολη της Οδύνης» και εννοεί την Ελλάδα, που στα νεότερα χρόνια το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η οδύνη, που προκάλεσαν και προκαλούν το ξερίζωμα του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του, η επίθεση της Ιταλίας, η γερμανική κατοχή, ο εμφύλιος, οι δικτατορίες, η κατάπτωση της παιδείας, η εγκατάλειψη των ιδανικών, η κατάπτωση του πολιτικού ήθους, η γενικευμένη διαφθορά, η καταστροφή του πλανήτη γη... Αυτά βέβαια ισχύουν για τους ευαίσθητους και υπεύθυνους άνδρες, όπως ο Φάλκος, και όχι για τους αδιάφορους και τους παλιανθρώπους που αποτελούν την πλειοψηφία απανταχού της γης. Η δική μου κρίση είναι ότι ο Φάλκος -και το λέω μετά λόγου γνώσεως, με όση βαρύτητα μπορεί να έχει η εμπειρία μου- είναι ένας από τους σοβαρότερους εργάτες του πνεύματος όχι μόνο της πόλης μας, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Και σ’ εμένα τουλάχιστον δίνει την εντύπωση ενός υπερωκεάνιου στον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Δεν χωράει. Το γιατί δεν «ταξιδεύει» είναι θέμα που θα έχω ίσως την ευκαιρία να εξηγήσω άλλη φορά. Ευελπιστώ ωστόσο ότι, παρά την αδράνεια, το ανυποψίαστο, τη μικρότητα ή τον φθόνο πολλών συγχρόνων μας, παρά την έλλειψη αντάξιων κριτικών και πραγματικά καλλιεργημένου και απαιτητικού κοινού, παρά τη δική του εξοργιστική αδράνεια, το

– 261 –


Η ΝΥΧΤΑ

έργο του θα αναγνωριστεί ευρύτερα και ο Φάλκος, αφού μεταφραστεί, θα πάρει μια πολύ καλή θέση στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα. [Από την παρουσίαση της Νύχτας στις 4. 6. 1998]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ […] Mε τον Tάσο γνωρίστηκα στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν υπηρετούσαμε ως επιστημονικό διδακτικό προσωπικό στη Φιλοσοφική Σχολή του AΠΘ, εκείνος στο Σπουδαστήριο Φιλοσοφίας κι εγώ στο Σπουδαστήριο Βυζαντινής Ιστορίας, κι από τότε μας συνδέει μια αδερφική φιλία που την τροφοδοτεί το κοινό ενδιαφέρον μας για τη λογοτεχνία και τη δημιουργική έκφραση, η βαθιά και ειλικρινής εκτίμηση και αγάπη. Aπό τότε, πριν ακόμη αποτολμήσουμε τη δημοσίευση των έργων μας, ο καθένας έσπευδε και μέχρι σήμερα σπεύδει να δείξει τα κείμενά του στον άλλο, ν’ ακούσει την αυθόρμητη άποψη του άλλου και να ωφεληθεί από την κρίση ή τις διορθώσεις του. O Tάσος είναι ίσως ο μόνος που γνωρίζει σε βάθος όλο το λογοτεχνικό μου έργο κι εγώ πιστεύω ότι είμαι από τους λίγους που γνωρίζουν όλο το έργο του, τις φάσεις της δημιουργίας του, τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και γράφει, τους καημούς, τα μεράκια και τους προβληματισμούς του, αλλά και τους ευρύτερους στόχους της λογοτεχνικής προσφοράς του. Παρακολούθησα το έργο του να γεννιέται και κυρίως να ωριμάζει, γιατί ο Tάσος δε βιάζεται να πάει στο τυπογραφείο, μόλις κάποια έμπνευση του γεννήσει μια ιδέα που η αισθητική της επεξεργασία θα τη μετατρέψει σε λογοτέχνημα. O Tάσος ξέρει να περιμένει το ωρίμασμα, ξέρει να επιλέγει για δημοσίευση λίγα από τα πολλά που έχει γράψει, και ειλικρινά είναι όλα καλά, και με την αυστηρή επιλογή του κινδυνεύει να αδικήσει πολλά πνευματικά παιδιά του. Όμως ο Tάσος έχει μια δική του, σχεδόν αλάνθαστη αίσθηση της ωρίμανσης και της ολοκλήρωσης ενός έργου του, έχει πάντοτε ευρύτερους στόχους με τις συνθέσεις του και προσπαθεί να στήσει ένα έργο με συνέπεια, δική του αισθητική γραμμή και φιλοσοφία, κι όχι να γράψει κάποια σκόρπια κείμενα με βάση τις κατά καιρούς εμπνεύσεις του. Τυπικό παράδειγμα είναι το έργο του Διγενής Ακρίτας, όπου επιχειρεί να περιγράψει τη διφυή ανθρώπινη υπόσταση, το γήινο και θεϊκό στοιχείο, την ακραία οριακή κατάστασή του και την κεντρική ιδιότητα του φύλακα. Tο έργο αυτό, που ο Tάσος το θεωρεί έργο ζωής, το ξεκίνησε από τη δεκαετία του 70 κι ακόμη δεν αποφάσισε ότι ωρίμασε και έχει ολοκληρωθεί. Αυτή η υπομονή, η διαχρονική δημιουργία και η αίσθηση της ωρίμανσης είναι μια σπάνια καλλιτεχνική αρετή που τον χαρακτηρίζει και τον ξεχωρίζει. Σ’ όλα του τα έργα τον απασχολούν ευρύτερα προβλήματα, βαθύτατες συνειδησιακές συγκρούσεις, καημοί και οράματα που ξεφεύγουν από το προσωπικό και κινούνται στο πανανθρώπινο επίπεδο. O Tάσος είναι μια ευαίσθητη, ανήσυχη και ανοιχτή στα πανανθρώπινα φαινόμενα συνείδηση, που ωριμάζει

– 262 –


Η ΝΥΧΤΑ

μαζί με το έργο της, πασχίζοντας να κατανοήσει και να εκφράσει την εποχή της. Kατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας φιλίας μας παρακολούθησα πώς το ζοφερό σκοτάδι της δικτατορίας και η καταπίεση που άσκησε πάνω στη φωτεινή ελεύθερη συνείδησή του, γέννησαν το θεατρικό έργο Σοφίτα, μια κραυγή κι ένα ράπισμα για κάθε κατάσταση αυταρχισμού και ασέβειας προς την ελευθερία. Παρακολούθησα την αγωνία του στη σύνθεση των Δικαίων, καθώς ζούσε κυριολεκτικά τα μεγάλα διλήμματα, και τις συνειδησιακές συγκρούσεις του βασικού ήρωα του έργου, ενός ανθρώπου που προσπαθεί να έχει οδηγό μονάχα τη συνείδησή του, καθώς και την ανεξάντλητη επιμονή και υπομονή του να δουλεύει και να ξαναδουλεύει τα ποιήματα της συλλογής Μαρτυρίες, ώσπου να μείνει απόσταγμα η ποίηση στα ολιγόστιχα ποιήματα της τελικής τους μορφής (Οι τρεις μαρτυρίες, που όπως ομολόγησα μέσα μου πέρασαν τριπλό μαρτύριο από τον Tάσο, για να αποδεχτεί ότι ωρίμασαν και μπορούν να δημοσιευτούν.). H νύχτα είναι το πρώτο έργο της σειράς Mητρόπολη. Tα περισσότερα έργα της σειράς αυτής είναι αδημοσίευτα. O Tάσος Aρβανιτάκης, συγγραφέας απόλυτα συνειδητός, γράφει για το έργο του «Μετά από τριάντα χρόνια αναζήτησης του Απόλυτου, ο συγγραφέας έχει σχεδόν ολοκληρώσει τη Mητρόπολη, μια σειρά από αυτοτελή λογοτεχνικά έργα, που καταγράφουν τη σχέση μιας συνείδησης με την ιστορία του καιρού της, σχέση «επώδυνη και τραγική, απ’ την οποία πήγασε μια μεταφυσική και μια φιλοσοφία.». Και συνεχίζει: «Mε τον όρο Mητρόπολη, θέλει να πει Mητρόπολη της οδύνης, και εννοεί το χώρο αυτό που ζούμε εμείς οι Nεοέλληνες.». Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια σειρά από θέματα που ο συγγραφέας επαναφέρει σχεδόν σ’ όλα τα έργα του, είτε γιατί πάντα τον τυραννούν είτε γιατί αποτελούν τα κύρια δομικά υλικά του. Tα θέματα αυτά ας θεωρηθούν οι κολόνες του ναού που προσπαθεί να οικοδομήσει.». Ο συγγραφέας λοιπόν παραβάλλει το έργο με έναν ναό, με τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέρη και τα δομικά υλικά του, που μπορεί να προέρχονται από κάθε είδους λογοτεχνική παραγωγή. Η Μητρόπολη θα περιλαμβάνει πεζογραφία, ποίηση, θέατρο. Και όλα αυτά, όπως μπορούμε να εικάσουμε από τα δημοσιευμένα έργα και από την πνευματική συγκρότηση και θέληση του συγγραφέα, θα έχουν πραγματική συνοχή. Πρόκειται για μια σύλληψη που θα την χαρακτήριζα μεγαλειώδη. H νύχτα είναι μια συλλογή διηγημάτων που τα θέματά τους περιστρέφονται γύρω από τη μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη το ελληνικό γένος, αφού ξεριζώθηκαν δύο εκατομμύρια ψυχές, ριζωμένες για τρεις χιλιάδες χρόνια στην πατροπαράδοτη Mικρασία, του Ομήρου, του Θαλή, του Ηρακλείτου. Γύρω απ’ το αιώνιο πανανθρώπινο πρόβλημα της συμβίωσης, της επικοινωνίας, της σύγκρουσης και της αλληλοσφαγής των λαών και των εθνοτήτων. Φαίνεται πως το υλικό αυτό πέρασε στον Tάσο απ’ τον Mικρασιάτη πατέρα του, που με τη μυθοπλαστική ικανότητα που είχε, όπως μου έλεγε ο Tάσος, αλλά κι ο ίδιος το διαπίστωσα απ’ τη γνωριμία μου με τον πατέρα του, διηγιόταν με χαρισματικό τρόπο ιστορίες, γεγονότα, εμπειρίες προσωπικές και ξένες. Tο υλικό αυτό, τα συγκλονιστικά γεγονότα, η ασύλληπτη σημασία τους για τη ροή της ιστορίας του ελληνισμού και η οδύνη που φώλιασε στη νεαρή ψυχή του Tάσου κι έγινε μόνιμη πληγή για όσα χάθηκαν, το χρέος στον αξέχαστο πατέρα, το χρέος προς την αλήθεια, το χρέος προς το όραμα του φωτός που περι-

– 263 –


Η ΝΥΧΤΑ

μένουμε και δεν έρχεται, γέννησαν τούτο το βιβλίο, για να γίνουμε πιο πολλοί, όσοι θέλουμε να παλέψουμε με τη νύχτα, που δε λέει να ξημερώσει. Γιατί ο Tάσος δεν είναι ένας άνθρωπος που μας μοιράζει τον πόνο του για να ξαλαφρώσει ούτε προβάλλει τη νύχτα για να μας μαυρίσει την ψυχή και να μας παγιδεύσει σ’ αδιέξοδα διλήμματα, παράταιρες κραυγές και άσκοπα συνθήματα. Ένα παθιασμένο για το φως ηλιοτρόπιο είν’ η ψυχή του που δειλά μας δείχνει κατά πού θα φέξει ο ήλιος. Tα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής και του προσωπικού ύφους του Tάσου Φάλκου στο βιβλίο αυτό είναι: H συντομία και η λιτότητα στην αφήγηση, με την οποία κατορθώνει να πετύχει το ουσιαστικό και το καίριο, να φθάσει στο στόχο του, χωρίς να καταπονήσει τον αναγνώστη με γεμίσματα που δεν προσφέρουν τίποτε. H γραφή του, συχνά ελλειπτική, έχει μια ποιητικότητα και η τεχνική του αυτή, συνδυασμένη με τη δύναμη της απλότητας, την ανεπιτήδευτη χάρη, την αμεσότητα, το στοχαστικό και φιλοσοφημένο κοίταγμα, την τάση να προχωρεί σε βάθος μειώνοντας την ποσότητα, την τάση να προτάξει την αλήθεια και την ανθρωπιά, δίνει μια ιδιαιτερότητα και μια πρωτοτυπία στο γράψιμό του και στο ύφος του. Tα χαρακτηριστικά αυτά σε σημαντικό βαθμό τα εντόπισε η κριτική που είχε το βιβλίο αμέσως μετά την κυκλοφορία του. Κλείνοντας τη μικρή μου αυτή εισήγηση για το έργο του φίλου μου Tάσου (τι να πει κανείς για ένα τέτοιο έργο σε δέκα-δεκαπέντε λεπτά), θέλω να του ευχηθώ να ολοκληρώσει σύντομα τον Διγενή Aκρίτα -έργο ζωής- και να βρει χρόνο για να επεξεργαστεί και να τυπώσει ολόκληρη τη Μητρόπολη, ένα έργο πνοής που δεν μπορεί να μένει στα συρτάρια. [Από την παρουσίαση της Νύχτας στις 4. 6. 1998]

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΑ ΕΡΕΒΩΔΗΣ ΝΥΧΤΑ Ο συγγραφέας έχει δώσει έντονα το «παρών» του στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχει γράψει θέατρο και ποίηση. Έχει τονίσει ζωηρά την πνευματική φυσιογνωμία του με το πεζογράφημά του Το χρονικό των Δικαίων (1992). Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Φιλοσοφίας, έχει ακόμα στο ενεργητικό του αξιόλογα και άκρως ενδιαφέροντα φιλοσοφικά μελετήματα, που έχουν δημοσιευτεί αυτοτελώς ή σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά. [...] Η Νύχτα είναι μια τραγική πραγματικότητα που της παραστέκουν πιστοί φρουροί της ο Πόνος, το Έρεβος, ο σκληρός θάνατος. Όλα τα αφηγήματα έχουν κοινή αφετηρία. Κοινό θλιβερό τέλος. Και θλιβερό τέλος δεν είναι τόσο η σφαγή, η εξουθενωτική καταστροφή, η εκμηδένιση κάθε αξίας, οποιασδήποτε φύσης. Θλιβερή είναι η αλήθεια, η πραγματικότητα, και δείχνει αυτόν που είναι

– 264 –


Η ΝΥΧΤΑ

αίτιος του κακού. Κι αυτός είναι ο άνθρωπος και μόνο αυτός. Αυτός έφερε τη Νύχτα. Αυτός είναι η Νύχτα. «Αν είχα χέρια να παλέψω, δεν θα ζητούσα να παλέψω μ’ έναν Τούρκο. Θα πάλευα με τη Νύχτα». Αυτό λέει ο ανήμπορος ναυαγός που με κομμένα και τα δυο του χέρια, βλέπει κατάματα το ίδιο το κακό, που τσακίζει, την τσακισμένη απ’ το ίδιο τον εαυτό της ανθρωπότητα. Τα αφηγήματα του Τάσου Φάλκου σε συγκλονίζουν. Σου κόβουν κυριολεκτικά την ανάσα. Μέσα από μια απαράμιλλη δύναμη ύφους και καλλιτεχνική αρτιότητα που σε ξαφνιάζουν ευχάριστα με την αισθητική τους δύναμη, την ταχύτατη και απρόοπτη πολλές φορές διαφοροποίηση του συγκεκριμένου θέματος, νιώθεις συχνά αδύναμος ν’ αντιμετωπίσεις, με τη δύναμη της καρδιάς σου, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή, τη σκληρή πραγματικότητα που απεικονίζεται σ’ αυτά. Ο ίδιος, δεν δέχεται παθητικά τη σημερινή πραγματικότητα. Ζει ολόψυχα την αυριανή που οραματίζεται, όπως αυτός την οραματίζεται. Δίχως το πυκνό σκοτάδι της Νύχτας [...] Δεν βλέπει μπροστά του κανένα μηδέν. Δεν θέλει να φύγει έστω αξιοπρεπώς μέσα από το σήμερα, δίχως αγώνα και μάλιστα νικηφόρο [...] Δεν θέλει ακόμα να συντελεστεί η ολοκλήρωσή του μέσα στο χάος και την αβεβαιότητα του μηδενός. Κι εδώ διαλάμπει η δυναμικότητα της σκέψης του [...] Ο συγγραφέας σίγουρο είναι ότι κλείνει εντός του μια ανυπέρβλητη δύναμη, τόσο σαν ένα αυθυπόστατο πνευματικό ον, όσο και σαν μια δύναμη υλική, ανθρώπινη οντότητα. Απεχθάνεται τη Νύχτα με όλη τη δύναμη της ψυχής του, γιατί αγαπάει τον άνθρωπο [...] Περιμένουμε με εύλογη ανυπομονησία το νέο του βιβλίο, που θα μας δείξει σίγουρα το θετικό στίγμα του στη λυτρωτική πορεία του. Την πορεία του ολοκληρωμένου ανθρώπου. Πρωινός λόγος, Τρίκαλα, 7. 7. 1998

ΤΑΣΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Με λόγο σύντομο, πυκνό, «ιχνογραφούνται» καταστάσεις, απ’ όπου ξεπηδάει η αλήθεια -κύριο συστατικό της Νύχτας σου. Καλό βιβλίο, περιεκτικό [...] Νομίζω πως άξιζε τον κόπο να δοκιμάσεις σ’ ένα είδος αρκετά δύσκολο, όταν πρέπει να διασώσεις την «ουσία» μέσ’ από νοητικές διακινήσεις και προβληματισμούς της σύγχρονης πραγματικότητας. Ίσως δημοσιεύσω κάποια από τα κείμενά σου σ’ ένα από τα προσεχή φύλλα των «Νέων Οριζόντων», μηνιαίας εφημερίδας της Ν. Σμύρνης.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΤΣΑΞΗΣ Ευχαριστώ για [...] τη συλλογή των διηγημάτων σας με τον γενικό τίτλο Η

– 265 –


Η ΝΥΧΤΑ

Νύχτα. Τα διάβασα με ξεχωριστό ενδιαφέρον […] γιατί από την πρώτη στιγμή συγκράτησαν το ενδιαφέρον μου, με τη ζωντάνια του ύφους που τα χαρακτηρίζει και με τη «δύναμη της απλότητας» τόσο σπάνια, στα «φτιασιδωμένα» κείμενα, που είναι σήμερα του συρμού. Αληθινά χάρηκα το γράψιμό σας [...].

ΠΕΤΡΟΣ Δ. ΓΛΕΖΟΣ Σας ευχαριστώ πολύ για την προσφορά της συλλογής διηγημάτων σας Η νύχτα. Τα διάβασα με ιδιαίτερον ενδιαφέρον και με συγκίνηση, μπορώ να πω, γιατί ταιριάζουν με την σοβαρότητά των, την ψυχολογικήν των βαθύτητα και την ευαισθησίαν των στις σκληρές ημέρες θανάτου και άλλων πόνων, που περνώ την περίοδον αυτήν. Όμως όχι μόνον γι’ αυτό. Αλλά γιατί μέσα εις το πλήθος ασημάντων βιβλίων που λαμβάνω ξεχωρίζουν ως πρωτότυπα σοβαρά επαναλαμβάνω- κείμενα ενός στοχαζομένου ευαισθήτου ανθρώπου, ο οποίος έχει πολλά να πει και τα λέγει τόσον απλά, με τόσην οικειότητα [...] Είναι όλα εξαίρετα, συνεπή, μερικά πικρά πρωτότυπα. Όμως, αν ήταν δυνατόν να επιχειρήσω κάποια προτίμηση, θα εστεκόμουν στο διήγημα «Νόρα» για την λεπτότητά του και την υπαινικτικότητά του και στο διήγημα «Νύχτα» για την δραματικότητά του: Στην πυκνή απήχηση και στα δύο της Μικρασιατικής μας καταστροφής.

ΙΟΥΛΙΑ ΙΑΤΡΙΔΗ Έχει μιαν ιδιαιτερότητα το γράψιμό σας, τα θέματα είναι πρωτότυπα και άκρως ανθρώπινα [...] Ακόμα δεν βρέθηκε ο αμερόληπτος και μεγάλος συγγραφέας να πει για τούτη την πρώτου μεγέθους καταστροφή της ελληνικής πατρίδας ωραία διηγήματα, όπως Η Φυγή, Το ορυχείο, Η προσευχή, Ο μνήμων κ.ά. Και αυτό που κάνει εντύπωση είναι η διαφορά των θεμάτων. Είναι, αν θέλετε, τουλάχιστον για μένα, η αντικειμενικότητα. Η απόσταση και συνάμα η πραγματική αγάπη για τον άνθρωπο. Σε σας κάτι γίνεται πάντα, κάτι σημαντικό, πράγμα που οι Έλληνες σύγχρονοι συγγραφείς δεν το λογαριάζουν και κολυμπούν πάντα στα ίδια στάσιμα νερά της δικής τους και μόνο πραγματικότητας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΚΑΡΤΕΡ Η Νύχτα σας είναι ένα εξαίρετο λογοτεχνικό αφήγημα [...] το οποίο διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για το περιεχόμενό του ως θέμα και για το στυλ της γραφής του […] Δυνατή αφήγηση, σαφώς συγκινημένη […] Για τα Μικρασιατικά πολλά έχουν γραφτεί, μα σεις τα δίνετε συνδυάζοντας έξοχα τα πραγματικά γεγονότα με την δημιουργική φαντασία. […] Στα διηγήματά

– 266 –


Η ΝΥΧΤΑ

σας έχει εισχωρήσει κι ο φιλοσοφικός στοχασμός, που με πολλή επιδεξιοσύνη τον αρμόσατε στα κείμενά σας, εμπλουτίζοντάς τα […] Πιστεύω σ’ αυτό το είδος της πεζογραφίας, που προσανατολίζει, θαρρώ, και το μέλλον της [...] Έχετε κατακτήσει ένα προσωπικό ύφος έκφρασης, που αναγνωρίζεται και είναι σημαντικό στοιχείο για την τέχνη του λόγου.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ Ένιωσα μεγάλη αισθητική ικανοποίηση αυτές τις μέρες διαβάζοντας τον Ηράκλειτο και τη Νύχτα σας. Στάθηκα πολλή ώρα στο Ποτάμι και είπα ότι όταν ο συγγραφέας ξέρει τι λέει, καλά το λέει. Χάρηκα πολύ για τη σύμπτωση της γνωριμίας μας και θα ’θελα να συνεχίσουμε τη φιλία μας. [Προφορικά:] Η Νύχτα είναι το βιβλίο που θα μείνει.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΦΤΑΝΤΖΗΣ Ευχαριστώ για το βιβλίο σας Η νύχτα. Στα διηγήματά σας, η ιστορία χρησιμοποιείται με τα τραγικά στοιχεία της μετουσιωμένα σε ανεπιτήδευτη ποίηση. Απλώνετε ένα ευρύ ανθρώπινο ψηφοθέτημα με λόγο ζεστό, απέριττο και καθημερινό, που διατηρεί μια γοητευτική χάρη και αμεσότητα. Τα ανθρώπινα πορτραίτα συναρπαστικά, άλλοτε στα δόντια της νύχτας και άλλοτε παιχνίδια του πεπρωμένου.

ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ Ευχαριστώ [...] για το βιβλίο σας Η νύχτα, που με τη δύναμη της αφήγησης και τη θεματική του μου προξένησε ζωηρό ενδιαφέρον [...]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ Πολλές ευχαριστίες για την Νύχτα, όπου θαύμασα το φιλοσοφημένο κοίταγμα των ανθρώπινων περιπετειών [...]

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΩΣΤΙΔΗΣ Με στρωτή γλώσσα και ευκαιριακές επαναφορές σε στιγμιότυπα της τρέχουσας πραγματικότητας, ο κ. Φάλκος εικονίζει με χρώματα ζωηρά, περιστατικά του μικρασιατικού δράματος, την τουρκική σκληρότητα και απανθρωπιά, την

– 267 –


Η ΝΥΧΤΑ

άδικη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού, αλλά και τα παραστρατήματα κάποιων απ’ τη δική μας πλευρά. Στα αφηγήματα παρεμβάλλονται και φιλολογικές και φιλοσοφικές αποστροφές, προσαρμοσμένες όμως στη διηγηματική πρακτική του συγγραφέα [...] Σύγχρονη Σκέψη, Ιαν.-Φεβρ. 1996, σ. 6

ΣΟΦΙΑ ΛΙΠΑΡΙΔΟΥ Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ Έξοχη, αλλά ταυτόχρονα λιτή και απέριττη η πένα του συγγραφέα Τάσου Φάλκου στο βιβλίο του η Νύχτα, με ξέχωρη πικρία ενός σύγχρονου Έλληνα που ζει ένα παρελθόν δανεικό και παράλληλα δικό του, μέσα από την ιστορία, το παρελθόν κάποιου άλλου ή άλλων που βίωσαν την καταστροφή της ζωής τους, της πατρίδας τους, αλλά όχι και της εθνικής τους συνείδησης. Η «Νύχτα» που πέφτει σαν πέπλο μπροστά στα μάτια των λαών, αυτό που στη δική μας εποχή έχει γίνει πια συνήθεια, φαίνεται μέσα από το βιβλίο αυτό σαν ένας σκοταδισμός ριζωμένος στους αιώνες. Οι ρεαλιστικές αφηγήσεις, οι ωμές καμιά φορά αναπαραστάσεις είναι σκηνές βουλιαγμένες σ’ έναν κρυφό φόβο. Η ματαιότητα και η κούραση του «ανθρώπου-ξωκλήσι» φέρνουν με απλότητα και σοβαρότητα στο νου το κουρασμένο βλέμμα του σκλάβου, και του μετανάστη, του παιδιού μιας πατρίδας που δεν μπορεί πια να παλέψει, αλλά σέρνει τα βήματά της απελπισμένα. Η ενοχή και η ντροπή εκτοξεύονται σαν βέλη στις ξενικές καρδιές και στοχεύουν τις ευρωπαϊκές συνειδήσεις. Η λογοτεχνική ωριμότητα του Τάσου Φάλκου διαφαίνεται από λεπτές έννοιες που περνούν μέσα από σκληρά γεγονότα καθώς και από την ικανότητά του να προσδιορίζει με ελάχιστα λόγια την πανανθρώπινη ευθύνη για τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα και την ηθική, μια ηθική πολύ πλατιά, που έχει τη φωλιά της στη συνείδηση. Οι στοχασμοί του συγγραφέα περνούν μέσα από την λογοτεχνική του αξία και αναδεικνύονται ρίχνοντας φως στην ίδια του την ταυτότητα, που μοιραία ο αναγνώστης αποκαλύπτει και μένει άναυδος μπροστά στο ηθικό της μέγεθος. Η Νύχτα είναι κάτι που εξακολουθεί να υπάρχει, δεν ξεκίνησε από τις αγριότητες των Τούρκων. Ο παπάς και ο μουφτής που περπατούν μαζί εξακολουθούν να το κάνουν. Οι Έλληνες κρύβονται ακόμα στα «ξωκλήσια». Η «Νύχτα» είναι πικρή και, όπως πολύ εύκολα αποδεικνύει ο Φάλκος, δεν παλεύεται. Ακόμα!

ΝΕΣΤΩΡ ΜΑΤΣΑΣ «Περιπλανιέμαι» στη Νύχτα σας και ζω μέσα από τον άμεσο και ουσιαστικό λόγο σας ιστορίες και Ιστορία.

– 268 –


Η ΝΥΧΤΑ

Χάρηκα πολύ το γράψιμό σας. Το «μεδούλι» του είναι ποίηση. Εύχομαι δημιουργική δύναμη στο μοναχικό δρόμο σας.

ΚΩΣΤΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Προμηθεύτηκα το βιβλίο σας Η Νύχτα το οποίο και διάβασα. Ομολογώ πως μου άρεσε πολύ. Η αφηγηματική ικανότητα κυρίως η γνώση της καθομιλουμένης γλώσσας που είναι βέβαια μακρά από εκφραστικές και στείρες αναζητήσεις που όπως είπατε και σεις είναι του συρμού.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ Ευχαριστώ και συγχαίρω, αγαπητέ μου φίλε κ. Φάλκο, για την εξαίσια Νύχτα σας, που διάβασα σχεδόν απνευστί. Έχετε σελίδες με τραγικές διαστάσεις, αλλά τις δίνετε σα να ’ναι τα πιο απλά πράγματα του κόσμου. Έτσι, βλέποντας το βιβλίο αυτό, είδα και τις περιπέτειες της πεθεράς μου και των δικών της, που έζησαν εκείνες τις φοβερές ημέρες -κι εκεί κι εδώ μετά. Λέω να γράψω ένα μικρό σημείωμα στη «Νέα Εστία» [...]

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ Φιλοσοφία και λογοτεχνία Το βιβλίο [Η Νύχτα] έχει ένα παραδοσιακό άρωμα. Μου θύμισε Κόντογλου και Χρυσόστομο Σμύρνης. [...] Σε πολλές σελίδες αναρίγησα και βούρκωσα. Ο συγγραφέας ψάχνει το ουσιώδες πίσω από τα τραγικά γεγονότα, και χρωματίζει ανάλογα τις λογοτεχνικές σελίδες (όπως π.χ. τις φοβερές ώρες του Στεργιάδη). Ελπίζω οι κριτικοί να ιδούν και να φωτίσουν τις αρετές του βιβλίου. Εγώ θα ήθελα να δώσω εδώ ένα μικρό δείγμα γραφής του εκλεκτού συναδέλφου, από τη σ. 71 του βιβλίου: «[...] Στο μεταξύ κανένας όρθιος δεν είχε απομείνει στην ακτή. Όσοι γλίτωσαν απ’ τις σφαίρες κολυμπούσαν προς τα ξένα πλοία. Μια κανονιά απ’ την πλευρά της θάλασσας μ’ έκανε να στραφώ προς τα καράβια. Ένα συμμαχικό είχε χτυπήσει κάποιο σαπιοκάραβο, που ήταν φορτωμένο γυναικόπαιδα. Το είδα να βουλιάζει. Πολλοί από τους Έλληνες δεν είχαν καταλάβει τι έγινε, φαντάστηκαν ότι τους χτύπησαν απ’ τη στεριά οι Τούρκοι, και κολυμπούσανε προς τα συμμαχικά για να σωθούν. Είδα τους Αγγλογάλλους να τους απωθούνε με μακριά κοντάρια. Είδα και κάποιον ναύτη να δίνει μια σπαθιά στα χέρια που αρπάχτηκαν απ’ τα σκοινιά του πλοίου. Στη λάμψη της σπαθιάς κατάλαβα ποιος είναι

– 269 –


Η ΝΥΧΤΑ

ο άνθρωπος, και μέσα στην καρδιά μου ήρθαν και κάθισαν για πάντα η ενοχή και η ντροπή». Όταν η λογοτεχνία ξυπνά τέτοιες ενοχές μέσα μας, μας διευκολύνει να πάρουμε κάπως πιο σύντομο δρόμο για την κάθαρση του αριστοτελικού εκείνου ορισμού, των ανθρωπιστικών σελίδων. Νέα Εστία, τ. 1-3-96, σσ. 339-40

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Ο Τάσος Φάλκος αιφνιδιάζει με την τεχνική του. Παραθέτει ευρηματικά ένα παράλογο σαν κοινό παρονομαστή που μας θυμίζει Σαρτρ και Καμύ. Πλησιάζει περισσότερο στην ύπαρξη του πεπρωμένου και παραμερίζει τον ιστορικό κοινωνικά περίγυρο σαν δημιουργικό θεματικά, προσανατολισμό. Η αφήγηση είναι αρχικά λιτή και παραδοσιακή. Όμως μέσα από την ελλειπτική γραφή, αρκεί μια φράση ή λέξη, για να αλλάξει εννοιολογία ο προβληματισμός και η εντύπωση να πάρει οικουμενικότερη κατάθεση ευαισθησίας. Έχουμε εδώ μια ευρωπαϊκή ίσως, αλλά προσωπική γραφή, η οποία όμως δυσκολεύει σε πολλά σημεία την ανεπιφύλακτη θέση της αξιολόγησης [...] Αυτή η Νύχτα παραμένει μια ιδιαιτερότητα σύγχρονης γραφής που υπογραμμίζει ότι οι νυχτερινές ώρες της ονομασίας, πέρα από τις φοβερές μνήμες διαγράφουν και μια χαρισματική λογοτεχνική παρουσία. [Πελοπόννησος;] 5. 5. 1996

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΖΟΣ Σπεύδω να σας συγχαρώ για την καταπληκτική Νύχτα σας. Κάθε «διήγημα» και εύρημα-έκπληξη!.. Μια απαισιόδοξη θεώρηση της ανθρώπινης φύσης (την έχω κι εγώ), συνδυάζεται παράξενα με την αβεβαιότητα της κατάληξης, την υπαρξιακή ανησυχία, την ηθελημένη, πλην αληθινή, σύγχυση ανάμεσα στους ρόλους, τους αθώους και τους ένοχους... Ό,τι αναφέρεται στη μικρασιατική καταστροφή είναι συγκλονιστικό. Όπως Οι δύο παράλληλοι, Ο άνθρωπος ξωκλήσι, Το σχοινί [...] Η Φυγή εντυπωσιακή! Οι Δίκαιοι με προβλημάτισαν! Να η σωστή κατάληξη του βιβλίου: Προβληματισμός αλλά και κατάθλιψη, διάθεση οδυνηρής περίσκεψης, θυμός, κάθαρση, έκφραση ανησυχίας μιας σκέψης πραγματικά φιλοσοφημένης. Νομίζω πως το βιβλίο αυτό σημαδεύει την ωριμότητά σας και οριοθετεί την ως τώρα πορεία σας στο χώρο της δημιουργίας. Αβίαστα πετυχαίνετε τη σύζευξη λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, περνάτε το μήνυμα του στοχασμού σας στο λόγο, θυμίζετε τον Σαρτρ.

– 270 –


Η ΝΥΧΤΑ

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Έλαβα τη Νύχτα και σας ευχαριστώ. [...] εκτίμησα το ρέοντα λόγο, το απόλυτα προσωπικό ύφος. Και το τελικό δίδαγμα. Ο μεγάλος εχθρός δεν είναι οι Τούρκοι, είναι η Νύχτα.

ΜΙΧΑΗΛ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Η συλλογή αφηγημάτων υπό τον τίτλο Η Νύχτα είναι μεστή από ειλικρινή αισθήματα ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Σας συγχαίρω ειλικρινά για το τόσο επιτυχημένο αυτό δημιούργημά σας και εύχομαι να συνεχίσετε με την ίδια επιτυχία.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ (Με αφορμή την ανάγνωση της Νύχτας εκφράζει) «τις καλύτερες ευχές» του «για περίλαμπρα επιτεύγματα του πνεύματος.»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΣ […] Η Νύχτα έχει πολλές ιστορίες που σε καθηλώνουν. Εκείνη που με συγκλόνισε όμως ήταν η Άννα Καρύδη. Απλή, υποτονισμένη, τραγική.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ [...] Τα διηγήματά σας Η Νύχτα έχουν την ανεπιτήδευτη χάρη του λόγου, με τη σύντομη μεστότητά τους. Επειδή πηγάζουν από αληθινά γεγονότα, επιβάλλονται και κατακτούν με την πληρότητά τους. Πείθουν και συγκινούν. Άλλωστε η αναφορά τους στον μικρασιατικό ελληνισμό τα εξιδανικεύει ακόμα περισσότερο με τον επιτονισμένο ανθρωπισμό τους.

– 271 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Β. ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΙΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΣΗΣ Ανάμεσα σε δύο έγκυρα πεντασέλιδα, ένα προλογικό και ένα επιλογικό, το πρώτο της Χαράς Μπακονικόλα και το δεύτερο του Βάϊου Λάζου, εγκιβωτίζονται σ’ ένα τόμο τριακόσιων περίπου σελίδων μια σαρανταριά κείμενα του φιλοσόφου-ποιητή Τάσου Φάλκου. Ο ποιητής των κειμένων αυτών είναι ο διαπρεπής ερευνητής και δάσκαλος της προσωκρατικής και της πλατωνικής φιλοσοφίας Τάσος Αρβανιτάκης. Προσωπικά έχω τιμηθεί με την ενσωμάτωση σε μια εργασία μου με τον πλατωνικό Φαίδωνα των μεστών προλεγομένων του και με την ανυπόκριτη εκτίμηση της όποιας πνευματικής προσφοράς μου. Η επωνυμία του δεν είναι ψευδώνυμη. Αν και δεν έχει νομιμοποιηθεί με κάποια επίσημη γραφειοκρατική πράξη, έχει μονιμοποιηθεί από καιρό, κυρίως και πρωτίστως στα λογοτεχνικά του έργα. Στα επιστημονικά του όμως έργα αυτό δεν ήταν δυνατό, γιατί κατά τις κρίσεις για διορισμούς, προαγωγές κτλ. θα προέκυπτε πρόβλημα ως προς την ταυτότητα του επιστήμονα που επρόκειτο να κριθεί. Τελικά, σε μεταγενέστερα επιστημονικά έργα -όχι στα λογοτεχνικά- όταν πλέον δεν υπήρχε τυπικό θέμα περαιτέρω κρίσεων, το πατρικό επίθετο και το λογοτεχνικό ψευδώνυμο παραλληλίζονται ισότιμα. Τούτο δηλώνει ότι ο λογοτέχνης Φάλκος ταυτίζεται με τον επιστήμονα Αρβανιτάκη. Ως προς την επωνυμία «Φάλκος», υπέθεσα αρχικά ότι αναφέρεται στον επιφανέστατο λατίνο λυρικό ποιητή, του 1ου προχριστιανικού αιώνα, τον ελληνολάτρη πνευματικό άνθρωπο, που αναγνώρισε την υπεροχή του ελληνικού πολιτισμού έναντι του ρωμαϊκού με την περιώνυμη φράση του «Graecia capta agrestem victorem cepit» (=η κυριευμένη [από τους Ρωμαίους] Ελλάδα κυρίευσε τον αγροίκο νικητή της), τον Horatius Quintius Flacco. Ο μεγάλος λυρικός στο συνηθισμένο τρίπτυχο των ρωμαϊκών ταυτοτήτων παραθέτει, δίπλα στο «βαπτιστικό» του Οράτιος και στο οικογενειακό του (nomen gentile) Κόιντος, το προσωνύμιο (cognomen) Flaccus. Υπέθεσα λοιπόν ότι ο Τάσος Αρβανιτάκης θέλησε να παραλληλιστεί με τον λατίνο ποιητή, με βάση τη λεγόμενη «εκλεκτική συγγένεια», με έναν δηλαδή ποιητή που πρόκρινε τον ήσυχο βίο και την ηρεμία της ψυχής,

– 272 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

θεωρώντας τα σφοδρά πάθη την κυριότερη αιτία της ανθρώπινης κακοδαιμονίας. Ο Φάλκος, υπόψη του οποίου έθεσα την υπόθεσή μου, βρήκε τον συσχετισμό μου ενδιαφέροντα, γιατί, όπως είπε, εκτιμούσε τον λατίνο ποιητή που πρόσφατα ξαναδιάβασε ολόκληρο, και ότι μόνο υποσυνείδητα λειτούργησε αυτός ο λόγος, όταν επέλεγε το επώνυμο του γαμπρού του ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, διότι υπήρχε ήδη κάποιος συγγραφέας, φιλόλογος όπως ο ίδιος, με το ίδιο ακριβώς επώνυμο, όνομα και όνομα πατρός (Αναστάσιος Δημητρίου Αρβανιτάκης). Θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα ευτυχή, επειδή υπήρξα ένας από τους πρώτους αναγνώστες των κειμένων αυτών του Τάσου Φάλκου στην έντυπη παρουσία τους. Θα σας καλέσω, χωρίς να σας δεσμεύω με τις φιλολογικές αποτιμήσεις μου, να κάνουμε μια αναγνωστική περιδιάβαση στα κείμενα του τόμου αυτού. 1. ΔΥΟ ΜΟΡΦΕΣ

Το κείμενο αυτό διχάζεται σε δύο περιπτώσεις ανθρώπων που έπαιξαν τον ρόλο τους στις δεκαετίες του 1920. Η πρώτη είναι η περίπτωση του Κεμάλ και δίνεται με τον υπότιτλο «Τα νεανικά χρόνια ενός αρχηγού και η γέννηση ενός έθνους». Είναι η περίπτωση του Μουσταφά Κεμάλ, ενός τούρκου αξιωματικού γεννημένου στη Θεσσαλονίκη, αλβανικής και σλαβικής ή εβραϊκής καταγωγής, του ιδρυτή της νέας Τουρκίας, του επονομαζόμενου Ατατούρκ (πατέρα των Τούρκων). Η ποιητική φαντασία του Φάλκου τον παρουσιάζει σε μια εκδρομή με φίλους του στο Πανόραμα και στον Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης, όπου ο Κεμάλ οραματίστηκε το πεπρωμένο του. Ο σαρκασμός του Φάλκου είναι καταλυτικός, ανάλογος με την απέχθεια που αισθάνεται για τις λεγόμενες «ηγετικές μορφές» και που η εγκληματική δράση τους συσσωρεύει συμφορές και θρήνους στην ανθρωπότητα: «Ήταν αργά [είχε βγει έξω από την ταβέρνα χωρίς να γίνει αντιληπτός από την παρέα του] και είχε πέσει αρκετή ομίχλη, που θόλωνε τις επιφάνειες. Απέναντί του τώρα ορθωνόταν ένας τεράστιος βράχος, γκρίζος σαν από λάσπη, μυστηριώδης κι ασαφής. Και ξαφνικά του φάνηκε πως άκουσε μια μουσική θριαμβική από νταούλια και σουραύλια, που σκλήριζαν όλα μαζί. Και τότε απ’ τον βράχο ξεχώρισε ένας κολοσσός. Πρώτα διέκρινε τις φοβερές πατούσες του, που έμοιαζαν με λόφους. Τα πήλινα ποδάρια του περνούσαν το βουνό. Το σώμα του ήταν φτιαγμένο από χαλάσματα, γκρεμίσματα, κοτρόνια, τούβλα, πέτρες, που σάλευαν, μετατοπίζονταν εδώ κι εκεί χωρίς να ησυχάζουν. Το πρόσωπο του γίγαντα χανόταν μες στην καταχνιά. Κι ενώ ο Κεμάλ κοίταζε με θάμβος κι αγαλλίαση, ο κολοσσός αυτός σήκωσε αργά τα χέρια του, σάμπως για να τον αγκαλιάσει. Αυτό ο Κεμάλ το θεώρησε ως κάλεσμα της μοίρας του.» Εδώ ταιριάζει η ιταλόφωνη ρήση se e non vero, e buon trοvar (=αν δεν είναι αληθινό, ωστόσο είναι καλά διατυπωμένο). Κι ο συγγραφέας επιλέγει ως συνέπεια του δήθεν καλέσματος του πεπρωμένου του Κεμάλ: «Είκοσι χρόνια αργότερα ο Χίτλερ έλεγε: ‘‘Εάν νικήσουμε, τα εγκλήματά

– 273 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

μας θα λησμονηθούν. Ποιος θυμάται σήμερα τα εγκλήματα του Κεμάλ;’’» (σσ. 19-20) Απ’ την αρχή λοιπόν του τόμου ο Φάλκος μας δίνει τον κύριο στόχο του: Να καταπολεμήσει, όπως οι αρχαίοι συγγραφείς, την έπαρση των ισχυρών, την ύβρη, αυτήν που ο Ηράκλειτος λέει ότι πρέπει να την καταπολεμά κανείς περισσότερο κι από την πυρκαγιά και που ο Αισχύλος στιγματίζει έντονα στην αρχή του Προμηθέα Δεσμώτη, για να αναφέρουμε μόνο δύο από τις πολυάριθμες καταδίκες της ύβρης των ισχυρών, που διατύπωσαν οι αρχαίοι Έλληνες, που δεινοπάθησαν από την ύβρη, των Περσών λ.χ. Έτσι το έργο του Φάλκου συνδέεται άμεσα με την αρχαία γραμματεία. Είναι σύγχρονο και συγχρόνως κλασικό. Η δεύτερη περίπτωση είναι ο Στεργιάδης, ο σταλμένος από τον Ελευθ. Βενιζέλο στη Σμύρνη της Μ. Ασίας ως ύπατος αρμοστής, ένας «παράφρονας» κατά τη διατύπωση του μαρτυρικού μητροπολίτη Χρυσόστομου, ένα mutatis mutandis πανομοιότυπο του Λουδοβίκου 18ου της Γαλλίας: l’état c’est moi (=το κράτος είμαι εγώ). Διαισθανόταν την επικείμενη μικρασιατική καταστροφή: «φώναζε έξαλλος και χτυπούσε το κεφάλι του βίαια με τα χέρια του και στον τοίχο, ξεχνώντας βέβαια εκείνη τη στιγμή αυτό που σ’ άλλες περιστάσεις τόνιζε, ότι καλύτερα να σφάξει ο Κεμάλ τους Έλληνες παρά να έρθει στην Ελλάδα όλος αυτός ο συρφετός» (σ. 22). Αλλά η μοίρα του αλλόκοτου αυτού ανθρώπου ήταν ιδιότυπη, και αυτήν την ιδιοτυπία μάς την αποκαλύπτει παραστατικά ο Φάλκος: «Ο Στεργιάδης δεν είχε βέβαια το ανάστημα ενός Ιαβέρη. Η θέση όμως που τον έριξαν η μοίρα και η ιστορία ήταν άπειρες φορές πιο τραγική. Ήταν μικρός και βούλιαξε. Μα πρέπει να παραδεχτούμε πως οποιοσδήποτε στη θέση του θα βούλιαζε. Για ν’ αποφύγει το ανάθεμα της ιστορίας ότι εκκένωσε τη Μικρασία μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια, προτίμησε να πέσει επάνω του το ανάθεμα του αίματος, πως συνετέλεσε έστω και δίχως να το θέλει- στο σφάξιμο αθώων. Είτε το ένα έκαμνε είτε το άλλο, θα ήταν ο καταραμένος.» (σσ. 22-23). Ο Φάλκος βάζει τον Στεργιάδη να οραματίζεται το 1950 στη Νίκαια της Γαλλίας τρεις μέρες πριν πεθάνει: «Βρισκόταν, λέει, στην εξοχή, σε κάποιο ξέφωτο του δάσους. Και τότε βγήκε από τα δέντρα κάποιος που είχε μια βαριά πληγή. Μετά φάνηκε κάποιος άλλος κρατώντας το νεκρό παιδί του. Μετά χιλιάδες άλλοι, παιδιά, μητέρες, γέροι, σακάτηδες, τυφλοί. Όλοι αυτοί στάθηκαν σε απόσταση και δεν μιλούσαν. Σκεφτόταν να τους πει: «Εγώ είχα εντολές!» Αλλά τις εντολές δεν τις θυμόταν, και η καρδιά του περιέπεσε σ’ αμηχανία. Οι βολβοί των ματιών του αναστράφηκαν. Είδε το χάος μέσα του και τρόμαξε. Τότε πλησίασε μια φωτεινή μορφή. Στάθηκε διακριτικά κοντά του και με τη στάση της του έδειξε πως έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Ο Στεργιάδης κοντοστεκόταν. Ο άγγελος κατάλαβε πως ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. -Θα σ’ απαντήσω μόνο σ’ ένα ερώτημα, του είπε. Γι’ αυτό σκέψου καλά τι θα ρωτήσεις. Ο Στεργιάδης κοίταξε τριγύρω του και είδε τις μορφές που τώρα πλέον έμοιαζαν με δέντρα. Έπειτα κοίταξε τον εαυτό του, ψυχρά, χωρίς συναισθηματισμούς. Ολόκληρη η μάταιη ύπαρξή του υψώθηκε σ’ ένα ερώτημα και γέμισε τον χώρο.» (σ. 23).

– 274 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Το ερώτημα του Στεργιάδη δεν διατυπώνεται λεκτικά, διότι είναι σαφές: Είναι ένα τεράστιο κι αγωνιώδες μεταφυσικό ερώτημα ΓΙΑΤΙ, γιατί έγιναν όλα αυτά; Ποια δύναμη τα επέτρεψε; Τι άλλο θα ρωτούσε κανείς σε μια «φωτεινή», μεταφυσική οντότητα, που τον συνοδεύει στο κλείσιμο του βίου του; Γενικά τα θέματα που αναπτύσσονται σ’ αυτόν τον τόμο, δίνονται με τόση ένταση και τραγικότητα, ώστε αβίαστα θέτουν μεγάλα μεταφυσικά ερωτήματα, όπως και στην αρχαία τραγωδία. Αυτό διαφοροποιεί αποφασιστικά το πνευματικό τοπίο του Φάλκου από άλλους συγγραφείς που διαπραγματεύτηκαν την εποχή αυτή.

2. ΦΩΤΙΕΣ

Στο αφήγημα αυτό, που έχει κάποια στοιχεία αυτοβιογραφικά, δεσπόζει η μορφή της Τιτίκας, πρόσωπο υπαρκτό, που είχε διαισθητικές ικανότητες. Αυτή είχε προβλέψει στην γυναίκα του συγγραφέα που ήταν και συνονόματή της: «Γύρω στα τριάντα σου θα παντρευτείς έναν πανεπιστημιακό και δεν θα κάνετε παιδιά. Τον βλέπω. Είναι ψηλός και σκύβει λίγο […]» Τα υπόλοιπα του αφηγήματος είναι όλα φανταστικά. Η γυναίκα αυτή απαντά σε ερώτημα του αφηγητή: «Όλο και σπανιότερα [ενν. γυρνώ στη Μικρασία]. Και τι να κάνεις εκεί πέρα; Η χώρα είναι ένας τάφος! Και οι νεκροί είναι παράξενοι, τσακώνονται. Σ’ έναν λάκκο τοσοδά, όπου ποτέ δεν στοιβαχτήκανε τόσο πολλοί νεκροί, παρεξηγήσεις και καυγάδες είναι πράγματα καθημερινά!.. Βέβαια με τον καιρό κάπως ησύχασαν και περιμένουν. -Τι περιμένουν; - Φαίνεται ότι οι νεκροί είναι κουτοί. Τους ξεγελούν. Πιστεύουν πως θ’ αναστηθούν. Αλίμονο αν σηκώνονταν όσοι δολοφονήθηκαν εκεί!» (σσ. 25-26). Η Σμυρνιά Κασσάνδρα έβλεπε τεράστιες φωτιές που κόρωσαν, ανέβηκαν ψηλά και γέμισαν την έκταση καπνιές και στάχτες, που ανακαλούν στη μνήμη τις πνευματικές εμπειρίες του Φάλκου, φωτιές που τον εξουθενώνουν ως πνευματικό άνθρωπο, εκείνη της Αλεξάνδρειας που άναψε ο αραβικός φανατισμός πριν από χίλια πεντακόσια χρόνια κι εκείνη που άναψε το μουσουλμανικό αντίστοιχο στην κυριευμένη Πόλη πριν από πεντακόσια χρόνια, τότε χάθηκε οριστικά το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πνεύματος. Το αφήγημα κλείνει μ’ έναν σύντομο διάλογο ανάμεσα στον συγγραφέα και την Σμυρνιά μάντισσα: «-Πες μου, λοιπόν, Τιτίκα, πες μου, ποιος άγγελος ή διάβολος θα ’βρισκε τη διάθεση να σχεδιάσει και να βρει εκτελεστές για τέτοια έργα; Κι εκείνη μου απήντησε πολύ απλά: -Θεό ή άγγελο δεν είδα. Είδα όμως ανθρώπους που έβαζαν φωτιές» (σ. 28). Η ταπεινή γυναίκα, παρά την ιδιότητά της που την πλησιάζει προς το υπερφυσικό, αισθάνεται ότι δεν μπορεί να κινηθεί στην μεταφυσική περιοχή. Γι’ αυτό αρκείται στο να τονίσει την ανθρώπινη ευθύνη. 3. ΕΝΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

Στο αφήγημα αυτό, ένα από τα συντομότερα του τόμου, ο Φάλκος αφηγεί-

– 275 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

ται τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, που είχε χειροτονηθεί μητροπολίτης Δράμας το 1902 «με το ξεκίνημα του αθλιότερου αιώνα που γνώρισε η ιστορία» (πόσο μεγάλη συμπύκνωση των τουρκικών γενοκτονιών, των δύο ολέθριων παγκόσμιων και τόσων άλλων εγκληματικών πολέμων μέσα στον εικοστό αιώνα!). Ο Φάλκος καταθέτει στο κείμενό του ό,τι ακούστηκε στη Γαλλική Βουλή: «Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχτεί το καταφύγιο που του προσέφεραν. Τη στιγμή που έφευγε το άγημά μας, κατέφθασε ένας Τούρκος αξιωματικός μαζί με δύο στρατιώτες και ζήτησαν απ’ τον Χρυσόστομο να τους ακολουθήσει. Οδήγησαν τον ιεράρχη στα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών μπροστά σ’ ένα κουρείο. Εκεί του φόρεσαν μια άσπρη μπλούζα … ξερίζωσαν τα γένια του και τον μαχαίρωσαν, του έκοψαν τη μύτη και τ’ αυτιά …» Ο συγγραφέας επιλέγει με στοχαστική ειρωνεία: «Για μια στιγμή, στη δυστυχία του, [ο Σμύρνης] υπερφρόνησε. Φαντάστηκε πως τάχα η ανθρώπινη ζωή ήταν κάτι σπουδαίο, και ότι ο Θεός, εκτός απ’ το να την παράγει, είχε και κάποιο χρέος να την συντηρεί. Μα φαίνεται πως ήτανε ανίσχυρος μπροστά στην άγρια φύση του ανθρώπου. Αυτό που έκανε ο ίδιος σ’ όλη τη ζωή του, ήταν να περισώζει το έργο του Θεού. Τώρα που ο Δημιουργός απέτυχε, ο ίδιος δεν είχε λόγο πια να ζει.» (σσ. 30-31). Θυμίζουμε το αγωνιώδες ερώτημα του Στεργιάδη. Θα δούμε κι άλλες όψεις μιας οιονεί θεοδικίας. Συχνά ο Φάλκος από το συγκεκριμένο εκτινάσσεται στη μεταφυσική περιοχή και αναζητεί ή προκαλεί απαντήσεις. 4. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Το αφήγημα αυτό είναι ένα εξαίσιο δημιούργημα της μυθοπλαστικής φαντασίας του Φάλκου. Ένα συνηθισμένο παιχνίδι με σύσσωμη συμμετοχή των παιδιών ενός μη κατανομαζόμενου μικρασιατικού χωριού «θανατώνεται» από το φανατικό μένος της αντίπερα πλευράς. Η ύψωση του αετού είναι πρόκληση στο φανατισμό των άτακτων τούρκων πολεμιστών: «Εκείνη τη στιγμή το νήμα έκανε κοιλιά κι ο αετός χαμήλωσε, πλησίασε στον πέρα λόφο, απ’ την πλευρά των Τούρκων. Και τότε ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Ο αετός χτυπήθηκε, κλονίστηκε κι έχασε την ισορροπία του. Έκανε μια βουτιά, ξανασηκώθηκε και φάνηκε να ισορροπεί ξανά, έστω και πληγωμένος. Νέα ομοβροντία κι ο αετός χτυπήθηκε θανάσιμα στη ραχοκοκαλιά του, τινάχτηκε απότομα, έμεινε ακίνητος για μια στιγμή κι έπειτα στροβιλίστηκε πέφτοντας προς τα κάτω. Στους γύρω λόφους φάνηκαν οι Τσέτες.» (σ. 35). Θάνατος ενός παιδικού παιχνιδιού σε μια ανοιξιάτικη ημέρα! Συμβολικά και ο θάνατος του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. 5. ΦΥΓΗ

Στο αφήγημα αυτό υπάρχει μια προδήλωση: «Την ιστορία αυτή την έγραψα όπως την άκουσα. Δεν είχα μαγνητόφωνο μαζί μου. Θα άλλαξα μερικά. Μα κράτησα το ύφος.» (σ. 37). Πρόκειται όμως για το γνωστό λογοτεχνικό «τέχνασμα», που αποβλέπει στην αληθοφάνεια. Κι αυτή η ιστορία, όπως και όλες οι

– 276 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

άλλες είναι καρπός της δημιουργικής φαντασίας του συγγραφέα, που αργότερα, στο αφήγημα «Λούκιος ή όνος», μας εξηγεί ο ίδιος πώς ακριβώς λειτουργεί. Είναι ένα περιστατικό με τρία παιδιά κυνηγημένα από δολοφόνους. Προφανώς οι γονείς τους και οι δικοί τους ήδη δολοφονήθηκαν, κι αυτά προσπαθούν να σωθούν. Η πρόθεση του Φάλκου δεν είναι ιστορική ούτε δημοσιογραφική. Ένα τέταρτο ντόπιο παιδί, με το να φανερώσει στο χωριό τα τρία κυνηγημένα παιδιά, προκαλεί τον θάνατο ενός απ’ αυτά. Βρίσκεται έτσι ξαφνικά μπροστά στην αδήριτη πραγματικότητα και λέει εξουθενωμένο. «Γιατί τον σκοτώσατε;» Ένα από τα αγωνιώδη ερωτήματα του Φάλκου που απευθύνεται σε όλους, ανθρώπους και θεούς, είναι ο θάνατος των αθώων και ειδικότερα των παιδιών, είτε φυσικός είναι αυτός είτε δολοφονία. 6. Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ

Στο αφήγημα αυτό έχουμε το περιστατικό μ’ έναν κατ’ ανάθεση δάσκαλο κάποιου χωριού που βρίσκεται στη δίνη της Μικρασιατικής καταστροφής. Κατά τον αφηγητή (σ. 43) «Για την αλήθεια, ήταν ψευτοδάσκαλος. Δεν είχε βγάλει ούτε το δημοτικό. Τον είχαν κάνει δάσκαλο, γιατί μόνον αυτός γνώριζε μερικά κολλυβογράμματα και έψελνε στην εκκλησία. Τα παιδιά τον κορόιδευαν, γιατί ήταν πιο έξυπνα απ’ αυτόν, κι αυτός ήταν αναγκασμένος να τα δέρνει.» Ο «δάσκαλος» με κομμένες τις δυνάμεις του βρίσκεται στη διαδικασία μιας απέλπιδης προσπάθειας να γλιτώσει από το κυνηγητό των φανατικών. Ένας χωρικός που περνούσε καβάλα στον γάιδαρο ήταν μια τελευταία ελπίδα του, που ματαιώθηκε ωστόσο, ίσως επειδή δεν αντιλήφθηκε την κατάστασή του. Ο αφηγητής μας τον περιγράφει με γλαφυρό τρόπο: «Το ένστικτο αυτοσυντήρησης τον έκανε να διώξει τις πένθιμες σκέψεις που τον κατάκλυζαν αυτές τις μέρες κι έκανε πάλι μια προσπάθεια. Αλλά το σώμα του δεν απαντούσε. Δεν αισθανόταν πλέον πόνο στο στομάχι του ούτε στα χέρια ούτε στα πόδια, που ήταν σα να μην υπήρχαν. Κι όταν ακούστηκε γλυκόλαλο πουλί, τα πάντα άλλαξαν, μεταμορφώθηκαν, φωτίστηκε παράξενα ο κόσμος, έγινε ησυχία μαγική κι είδε τον εαυτό του, κάτι από τον εαυτό του, να βγαίνει από το σώμα του, να στέκεται μετέωρο και να κοιτάζει στοργικά το σώμα που κείτονταν εκεί, μα δεν πονούσε πια. Με τη σοφία εκατομμυρίων προγόνων ήξερε πως αυτό ήταν το τέλος του και δεν λυπόταν πια. »Και τότε σε μικρή απόσταση ακούστηκε ένας ήχος ανεπαίσθητος, ήχος ελάχιστος που έβγαινε από άνθρωπο, κάτι σαν παραμιλητό παιδιού. »Ολόκληρη η γήινη ύπαρξή του μπήκε αμέσως σε συναγερμό: Κοντά του βρίσκονταν παιδιά και είχαν την ανάγκη του! Με μια τεράστια προσπάθεια σταμάτησε τον θάνατό του, συγκέντρωσε τις τελευταίες του δυνάμεις, κατάφερε να κινηθεί. Σύρθηκε εύκολα σχεδόν προς την κατεύθυνση που άκουσε τον ήχο. Κάποιο αλάνθαστο ένστικτο τον οδηγούσε προς την άλλη δυστυχία. Το ένα απ’ τα δύο παιδιά ανάδευε ακόμα. Το άλλο φαινόταν πεθαμένο» (σσ. 42-43). Ο δάσκαλος έσωσε τα δύο παιδιά χύνοντας στα στόματά τους το αίμα του από τις φλέβες του που άνοιξε, εύρημα από τα σπάνια στην φιλολογία.

– 277 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Τα παιδιά αυτά τα υιοθέτησε κάποιος Τούρκος. «Η ανθρωπιά, λέει, ο Φάλκος, είχε σωθεί. [Ο δάσκαλος] μπορούσε να πεθάνει ήσυχος.» Αλλά, «λίγο προτού αναπαυθεί οριστικά κι ενώ τον είχαν τριγυρίσει λύκοι, ξεφύτρωσε μες στο μυαλό του μια σκέψη εξίσου οδυνηρή: Εκείνα τα παιδιά που έσωσε θα γίνονταν τουρκάκια, όπως οι αναρίθμητοι λαοί της Μικρασίας που είχαν ξεχάσει την καταγωγή τους. Και όλοι μαζί θα στρέφονταν ενάντια σε κάποια άλλη ράτσα, που διατηρούσε ακόμα την ταυτότητά της!» (σσ. 44-45). Οι λύκοι σε λίγο θα καταβρόχθιζαν τον προβληματισμένο δάσκαλο. Το σκοτάδι, η Νύχτα, είναι πλέον καταθλιπτική.

7. ΑΝΔΡΕΙΑ

Στο κείμενο αυτό ο Φάλκος μεταφέρει τις δήθεν συζητήσεις περί ανδρείας που έγιναν από μια εξαμελή ομάδα στο βιβλιοπωλείο «Λοξίας» της Θεσσαλονίκης. Με αφορμή την παρατήρηση κάποιου ότι ο Πλάτωνας στο διάλογό του Λάχης προσπάθησε να βρει τι είναι ανδρεία, αλλά δεν κατέληξε σε ορισμό της, ο αφηγητής λέει ότι έδειξε πώς κατά τη γνώμη του διαμορφώνονται οι αξίες, ότι μίλησε για το αίσθημα τιμής, που βοηθάει να ξεπεράσουμε τον φόβο του θανάτου, ότι έφερε παραδείγματα, ότι διατύπωσε ορισμούς, ότι ανέλυσε προσωπικά τα πάντα. Στη συνέχεια με την παρότρυνση της ομάδας ένας εβδομηντάρης παρακαθήμενος αναφέρθηκε σε δύο ιστορίες, μια δήθεν κωμική και μία σοβαρή, που ήταν σωστική για πολλούς ανθρώπους στην απεγνωσμένη προσπάθειά τους να περάσουν κατά την ώρα της μεγάλης φυγής από τα Μικρασιατικά παράλια στην αντίπερα Ρόδο, που τότε την κατείχαν οι Ιταλοί. Στην πρώτη ιστορία την προσοχή και τη συμπάθειά μας κερδίζει το εύρημα με την ξεχαρβαλωμένη τσάντα, όπου ο άσημος γραφιάς συγκέντρωνε και φύλαγε τα αιτήματα-βάσανα του κόσμου, που δεν ήταν στο χέρι του να ικανοποιήσει: «Οι χωρικοί, παρόλο που κατάλαβαν πως ήταν ένα κλοτσοσκούφι για τους δυνατούς, ωστόσο, στην απελπισία τους, καθώς δεν έβρισκαν κάποιον να τους ακούσει, πάλι κατέφευγαν σ’ αυτόν, και ίσως τώρα πιο συχνά. »Τώρα τι τα ’καμνε τα αιτήματα; Τα μάζευε σε μία μαύρη τσάντα, που ήταν ήδη ξεσκισμένη, όταν την απέκτησε. Ένας συνάδελφός του τον είδε κάποτε να κλαίει πάνω απ’ τα χαρτιά αυτά. »- Πραγματικά πολύ αστεία ιστορία! είπε ένας από τους ακροατές, σκουπίζοντας τ’ αριστερό του μάτι.» (σ. 50). Στη δεύτερη ιστορία πρέπει να εξάρουμε δύο εξαιρετικά ευρήματα. Το πρώτο είναι ο ήρωας που χαρακτηρίζεται από κατατονική απάθεια, εξαιτίας μιας παλαιότερης σφαγής που παρευρέθηκε, και ο οποίος με την πίεση των σημερινών συνθηκών ξαναβρίσκει τον εαυτό του και αναπτύσσει μια σωτήρια δραστηριότητα. Το δεύτερο είναι ο τρόπος διαφυγής των Ελλήνων: «– Εγώ έχω ένα σχέδιο […] Θα μπούνε στα καράβια και τις βάρκες μόνο τα γυναικόπαιδα και αν υπάρχει κανείς άρρωστος. Πίσω τους τα καράβια θα

– 278 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

σέρνουν σκάφες, κούτσουρα, πινακωτές, πόρτες, παράθυρα και ό,τι άλλο επιπλέει. Από αυτά θα κρατηθούν οι άντρες. Ίσως δυο-τρεις να πάθουν πούντα. Μα θα σωθούν οι περισσότεροι. […] »Εγώ, που ήμουνα παιδί, μπήκα στο δεύτερο καΐκι κι έβλεπα απ’ την πρύμνη μια μακριά σειρά από ξύλα κι από ανθρώπους που κρατιόνταν απ’ αυτά. Αυτή η μακριά πομπή κινιόταν αρκετά αργά, και όχι όπως υπολόγισαν. Αυτός σε μια στιγμή παράτησε το ξύλο που βαστούσε και βυθίστηκε. Ο κοντινότερός του κολύμπησε με δύναμη. Τον έφτασε. Μα δεν τον έσωσε. Μετά βεβαίωσε τους άλλους πως είχε πάθει συγκοπή.» (σσ. 53-54). Διαπιστώνουμε κι εδώ τις «σκηνοθετικές» ικανότητες του συγγραφέα, που είναι εμφανείς σχεδόν παντού. 8. ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

Με τον πλουτάρχειο αυτόν τίτλο ο Φάλκος συνθέτει ένα μεγάλο αφήγημα με δύο λαϊκούς κακούργους και έναν «μεγάλο αρχηγό», ισάξιο σε εγκληματικότητα, που οι δρόμοι τους έτυχε να συναντηθούν, όπως λέει ο συγγραφέας. Εξεταστέον αν ο Φάλκος θέτει τους εγκληματίες αυτούς σε απόλυτη αντίθεση με τις μορφές που δίνει ο Πλούταρχος ή αν υπονοεί ότι και οι ήρωες εκείνοι είχαν τις σκοτεινές πλευρές τους, σύμφωνα με την εισαγωγική πρόταση του Φάλκου «έχω μια φυσική απέχθεια για τους πολιτικούς και γενικά τους αρχηγούς σε όποιο έθνος κι αν ανήκουν.» (σ. 17). Το αφήγημα έχει έναν πρόλογο (σσ. 55-56) και δύο μέρη, το πρώτο στις σσ. 57-61 και το δεύτερο στις σσ. 61-72. Στην αρχή του αφηγήματος ο αφηγητής επιστρέφοντας από ένα μνημόσυνο για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915 με τον φίλο του Βαρτάν, επιδίδεται σε μια τραγική αριθμητική. Ακούγοντας τον μακάβριο αριθμό των Αρμενίων που εξοντώθηκαν από τους Τούρκους, δυσκολεύεται να τους ισοφαρίσει με τον αντίστοιχο αριθμό των εξοντωμένων Ελλήνων. Έλεγε ο αρμένιος Βαρτάν: «Ενάμιση εκατομμύριο μαχαιρωμένοι! […] Κι οι άλλοι να σκορπίσουνε στα πέρατα της γης!» Και ο αφηγητής αναλογιζόταν: «Πώς να τολμήσω ν’ αντιπαραβάλω τους δικούς μας δολοφονημένους; Το 1917 οι Τούρκοι είχαν σφάξει μόνο διακόσιες πενήντα χιλιάδες Πόντιους. Το 1922 πάλι έσφαξαν μόνο ένα εκατομμύριο Μικρασιάτες Έλληνες, εκτός αν λογαριάσουμε κι εκείνους που αφάνισαν με άλλους τρόπους την ίδια εποχή» (σ. 55). Επισημαίνω τη διπλή χρήση της λέξης «μόνο». Στα δύο τμήματα του μεγάλου αυτού αφηγήματος αναπτύσσονται οι παράλληλοι βίοι των δύο λαϊκών κακούργων, του Κωσταντή και του Κασίμ: «Ο Κωσταντής είχε πατέρα Έλληνα, μάνα Τουρκάλα, και θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα. Απ’ την πλευρά του ο Κασίμ είχε πατέρα Τούρκο και μάνα Ελληνίδα, και θεωρούσε τον εαυτό του Τούρκο. Ο Κωσταντής ήταν απότομος και θυμωσιάρης, αντίθετα με τον Κασίμ, που μόλο που στο βάθος του ήταν θηριώδης, κρατούσε κάποια ηρεμία εξωτερική.» (σ. 58). Ο Φάλκος διδάσκει ότι η μοχθηρία και η κακία δεν είναι θέμα φυλής.

– 279 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Οι δύο λαϊκοί ήρωες μονομαχούν, συμφιλιώνονται, συνεργάζονται με τη σύμπηξη συμμορίας, καταστρέφουν, βιάζουν. Η τουρκική κυβέρνηση, χωρίς να τους ταπεινώσει, τους όρισε τοποτηρητές περιοχών, τον Κωσταντή στην Αρμενία, τον Κασίμ στο Ικόνιο. Η μοίρα τους ξανάσμιξε στη γενοκτονία των Αρμενίων. Η δράση αυτών των δύο ανθρώπων μοιάζει παράλογη, αλλά επικεντρώνεται στο δοξολόγημα της δύναμης, όπου η κτηνωδία είναι ο κανόνας. Στο τέλος θα χτυπηθούν οι δυο τους σ’ έναν θανάσιμο αγώνα, που θα τους αφήσει νεκρούς στο χώρο της αδυσώπητης πάλης. Όσο για τον μεγάλο αρχηγό, τον υπαρκτό συνταγματάρχη Αχμέτ Ζακί, που δολοφονούσε με τα χέρια του τους Έλληνες, τον θεωρητικό υπέρμαχο της άποψης ότι η δύναμη είναι το ύψιστο αγαθό για τον άνδρα και ότι για την απόκτησή της δεν υπάρχουν ηθικοί φραγμοί (πβ. τον Μακιαβέλι), ο άνθρωπος αυτός παίρνοντας απάντηση στο ερώτημά του «ποιος τους σκότωσε αυτούς;» ότι «πάλεψαν και σκοτώθηκαν μονάχοι τους», κλείνει την αφήγηση με τη φράση: «Καλά …. καταλαβαίνω … Θέλω να θάψετε τα σώματα αυτά με ιδιαίτερες τιμές. Ήταν σπουδαία παλικάρια!» (σ. 72). Φυσικά πρόκειται πάλι για φρικτή ειρωνεία. Το ίδιο ακριβώς έλεγε και για όσους δολοφονούσε ο ίδιος… 9. Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ

Το «χιουμοριστικό» αυτό αφήγημα αναφέρεται σε κάποιον Φαίδωνα ρολογά, που κάνει την αναποτελεσματική επίδειξη μιας «εφεύρεσής» του τη μέρα που οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις Μικρασιατικές πόλεις τους, κάτι που ο αλλοπαρμένος νους του δεν είχε καταλάβει. Ο Φάλκος μάς τον συστήνει στην αρχή του αφηγήματός του: «Ο άνθρωπος αυτός έτρεχε μόνος του μπροστά. Έβλεπε με τη φαντασία του τον κόσμο πλουτισμένο με πράγματα που ακόμα δεν υπήρχαν. Αλλά καθώς δεν είχε κάποια πειθαρχία πνεύματος κι απεχθανόταν τη σκληρή δουλειά, που θα του επέτρεπαν να συνενώσει με τρόπο φυσικό το όραμα με τον ρεαλισμό, να διοχετεύσει το υπέρμετρο μέσα στο καθημερινό, φάνταζε διαρκώς αδέξιος και κάποτε γελοίος» (σ. 73). Παρά τις διαφορές, θυμόμαστε τον Σωκράτη του ανέκδοτου, ότι δήθεν ερευνώντας τα ουράνια, δεν έβλεπε μπροστά του κι έπεσε μέσα σ’ ένα λάκκο. Μπορεί κανείς επίσης να παραλληλίσει το ποίημα Albatros του Μποντλέρ, όπου τα μεγαλοπρεπή αυτά πουλιά είναι θαυμαστά όταν πετούν ψηλά, μα μόλις βρεθούν στη γη φαντάζουν γελοία. Λίγο πριν από την παταγώδη αποτυχία της εφεύρεσής του εκφώνησε ο Έλληνας Φαίδωνας στην πιο ακατάλληλη χρονική συγκυρία το συγκινητικό λογύδριό του: «Μόλις γυρίσω το τιμόνι αυτό, ο μόχθος καταργείται! Δεν θα χρειάζεται ν’ αρπάζετε ο ένας απ’ τον άλλον. Δε θα χρειάζονται σκλάβοι κι υποτελείς! Θα ζήσουμε σαν φίλοι ειρηνικά οι Έλληνες και οι Τούρκοι! Κανείς σουλτάνος ή παπάς, καμία ξένη δύναμη δεν πρόκειται να μας διχάσει!» (σ. 78). Ανάμεσα στα λάβαρα που ανέμιζε το τούρκικο ακροατήριό του και μέσα στη γενική θυμηδία πρέπει να εικάσουμε ότι το λογύδριο αυτό ακούστηκε ελληνιστί.

– 280 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

10. ΤΟ ΟΡΥΧΕΙΟ

Το σύντομο αυτό αφήγημα ξεκινά μ’ ένα ανολοκλήρωτο ερωτικό σκίρτημα ανάμεσα σ’ ένα ελληνόπουλο και σε μια τουρκοπούλα, καθώς το διακόπτουν πυροβολισμοί. Μια σφαίρα βρίσκει τον νεαρό, αλλά αφήνεται ασαφές αν πέθανε αμέσως. Με αλλοιωμένη όραση, δείγμα ότι είναι βαριά χτυπημένος κι ότι ενδεχομένως πέρασε σε άλλη σφαίρα, ο νέος μπαίνει στις στοές της περιοχής, που όπως φαίνεται μετά είναι οι διάδρομοι προς τον Άδη. Το παιδί προχωρούσε σπρωγμένο και σπρώχνοντας όλο και πιο βαθιά. Μόνο στο τέλος κατάλαβε ότι είχε εισχωρήσει στον Άδη: «Ένιωσε πού βρισκόταν, μονάχα όταν έφτασε σε μια τεράστια σπηλιά, που έμοιαζε μ’ ολόκληρη την οικουμένη. Μέσα της συνωστίζονταν εκατομμύρια άνθρωποι. Απάνω τους ο μαύρος θόλος, ένας μεγάλος μαύρος ουρανός, απελπισμένος.» (σ. 83). Οι ηθικές και μεταφυσικές προεκτάσεις αυτής της εκπληκτικής εικόνας δεν είναι δυνατό ν’ αποδοθούν στα πλαίσια της σύντομης περιήγησής μας στη Νύχτα. 11. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΞΩΚΛΗΣΙ

Το αφήγημα αυτό υποτίθεται ότι ο αφηγητής το έπλασε με βάση ένα περιστατικό με κάποιον που είχε κρυφτεί σ’ ένα ξωκλήσι, όπως λέει ο ίδιος στην αρχή. Στην πραγματικότητα βέβαια κι αυτή η δήλωση είναι επινόηση λογοτεχνική. Και το ξωκλήσι και φυσικά τα όσα συμβαίνουν σ’ αυτό είναι δημιουργήματα της ποιητικής και σκηνοθετικής δύναμης του αφηγητή, που του επιτρέπουν να πει αυτά που θέλει να πει. Ο ήρωας της αφήγησης είχε κατασκευάσει και είχε στήσει κοντά στη χαράδρα όπου είχε πέσει με το κάρο του ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον συνώνυμό του Άγιο Γιώργη. Σε ώρες ειρήνης ο ήρωας φρόντιζε το ξωκλήσι του. Μόλις έφτασαν τα προμηνύματα της επικείμενης προσφυγιάς, το μετέτρεψε σε άσυλοκατοικία του μετακινώντας το τις νύχτες σε μια αδιέξοδη προσπάθεια απομάκρυνσης από το χωριό του και άφιξής του στη θάλασσα, μόνη, αν και δύσκολη, διέξοδο των κατατρεγμένων. «Τη μέρα έβγαινε απ’ το καβούκι του. Κρυβόταν στα χωράφια, στις χαράδρες, όπου έβρισκε. Καμιά φορά φοβόταν και δεν έβγαινε απ’ το ξωκλήσι. »Στο μεταξύ απέκτησε και κάποια οικειότητα με τον Άγιο, που του ’χε πάρει αναγκαστικά το σπίτι. Ο Άγιος θα τον καταλάβαινε ασφαλώς. Αυτός ήτανε καβαλάρης, του άρεζαν οι ανοιχτωσιές, και δεν είχε ανάγκη ασφαλώς από ένα σκουριασμένο σπίτι. Αν πάλι ο Άγιος επέμενε να διεκδικεί αυτό που του ’χαν χαρισμένο, μπορούσαν να συγκατοικήσουν, βέβαια προσωρινά. […] »Συγκατοικούσανε λοιπόν περίπου μια βδομάδα, όταν, στον ύπνο του, φαντάστηκε πως τάχα ο ίδιος ήτανε ο Άγιος Γιώργης, και συμπονούσε τον φτωχό αυτό που τυραννιότανε στην ερημιά με δίχως τρόφιμα κι είχε χαθεί.» […] »Και κάποια μέρα, όπως σερνόταν, κατάλαβε πως εξαιτίας των βουνών, που δεν τα γνώριζε καλά, είχε διαγράψει έναν κύκλο κι είχε γυρίσει εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Δοκίμασε την πίκρα του ετοιμοθάνατου. Προσπάθησε ξανά να

– 281 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

σηκωθεί, να φύγει. Μα το ξωκλήσι παραβάρυνε» (σσ. 87-88). Και εδώ όπως στο ορυχείο, έχουμε μια τραγική μεταφυσική διερώτηση. Εδώ το θείο βαραίνει θανάσιμα πάνω στον πιστό. Αλλά και πλείστες άλλες προεκτάσεις μπορούν να ανιχνευτούν από ειδικότερους στα θέματα αυτά. 12. ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ

Στο αφήγημα αυτό ένας Έλληνας αιχμάλωτος δύο Τούρκων δεμένος με σχοινί προπορεύεται, αλλ’ οι κινήσεις του προσδιορίζονται φυσικά από τις διαθέσεις των δεσμωτών του. Στη συνέχεια και ενώ βαδίζουν μέσα στην έρημο, ο ένας από τους δύο Τούρκους αποχωρεί, θυμωμένος, επειδή κατά την άποψή του ο Έλληνας δέσμιος τούς οδηγεί όπου θέλει. Σε λίγο ο Τούρκος που έφυγε από τη θλιβερή αυτή «παρέα» βρίσκεται πεθαμένος. Οι δύο συνεχίζουν την αδιέξοδη πορεία τους, κάπως ξαλαφρωμένος ο Έλληνας από την βαριά πέτρα με την οποία ήταν φορτωμένος και ο Τούρκος από το βαρύ όπλο του. Στο σημείο αυτό ο Τούρκος παθαίνει μια illusion: «Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ο ίδιος ήταν ο δεμένος κι ότι ο άλλος [ο Έλληνας] τον τραβούσε από την άλλη άκρη του σκοινιού! Η φαντασία του ήταν ολότελα παράλογη, γιατί ο άλλος ήτανε μισόγυμνος -λοιπόν ξεφτιλισμένος- και ήταν φανερό ποιος ήταν ο αφέντης.» (σ. 91). Ο Τούρκος συνεχίζει να παθαίνει παραισθήσεις: «Λίγο προτού τους δέσει το κοινό τους πεπρωμένο, φαντάστηκε ο Τούρκος ότι κρατούσε κάποιον δεμένο με το σκοινί, αλλά κι ο ίδιος ήτανε δεμένος με σκοινί, όπου την άκρη τη βαστούσε κάποιος άλλος. Γύρισε πίσω του και είδε αναρίθμητους δεμένους με φλόγινα σχοινιά.» (σ. 92). Εδώ καταργούνται εντελώς οι φυλές. Όλοι είμαστε δέσμιοι άλλων και δεσμοφύλακες για άλλους. Αυτή είναι η πικρή φιλοσοφία που βγαίνει από αυτό το εντυπωσιακά ευρηματικό αφήγημα. 13. Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Στο αφήγημα αυτό αναπτύσσεται η σχέση δύο προϊσταμένων των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων της Μικρασιατικής Κιουτάχειας, του μουφτή της Ομάρ και του ιερέα Παπαζήση. Οι δύο ιερωμένοι, που ποίμαιναν τμήματα της πόλης τους είχαν δημιουργήσει μια αγαστή μεταξύ τους σχέση, παραμέριζαν τις διαφορές τους και λειτουργούσαν με αγαστή συνεργασία. «Βέβαια ο κοσμάκης δεν τα έβλεπε αυτά. Είχε καμένο το τομάρι του αιώνες τώρα, κι είχε μια δυσπιστία σε κάθε είδους εξουσία. […] Όλοι οι παπάδες είναι ίδιοι. Αν έλειπαν αυτοί, θα είχαμε ειρήνη!» (σ. 94). Η αρχική επιφύλαξη του πλήθους για τους δύο ιερωμένους μεταβλήθηκε γρήγορα με τα γεγονότα σε φανατισμό. Του Παπαζήση του σκότωσαν τον γιο και εξευτέλισαν τον ίδιο. Ο Μουφτής με την καθυστερημένη εκ των πραγμάτων παρέμβασή του προσπαθούσε ν’ αποκαταστήσει την τάξη. Αλλά ο Παπαζήσης είχε πάρει την απόφασή του. Ο Μουφτής που δεν μπορούσε εύκολα ν’ ακολουθήσει

– 282 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

έδεσε την κελεμπία του με το ράσο του Παπαζήση κι έφτασαν σερνάμενοι στην άκρη ενός γκρεμνού. Εκεί «γονάτισε ο Παπαζήσης και σήκωσε τα χέρια του ψηλά. -Θεέ των προδοτών και των φονιάδων, είπε, και ήλιε σκοτεινέ της αδικίας! Εσύ που εξυψώνεις τον κακούργο και που περιφρονείς βαθιά την αθωότητα!.. Πάνω σ’ αυτό ο μουφτής άφησε μια στριγκή κραυγή και κύλησε στο χώμα.» (σ. 97). Ο χριστιανός παπάς στην εξουθένωσή του είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο θεό του, ο μουσουλμάνος μουφτής δεν άντεξε το φανατισμό του όχλου που ως τότε ποίμαινε. Η προσευχή δεν ήταν προσευχή: Ήταν μια απελπισμένη ανθρώπινη διαμαρτυρία και είχε αγγίσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Μια ακόμα θεοδικία.

14. ΟΙ ΕΠΤΑ ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ

Το αφήγημα αυτό είναι το χρονικό εφτά διαδοχικών βασανιστηρίων που υφίσταται λίγο πριν από την έναρξη της προσφυγιάς των Μικρασιατών, ο Έλληνας Γεωργιάδης από τον φανατικό Τουρκές, που δεν θέλει να φύγουν οι Έλληνες από τη Μικρασία, όχι βεβαίως από αγάπη: «Χωρίς τους Έλληνες, λέει, ποιον θα ’χουμε να εξουσιάζομε;» (σ. 99). Στην επικείμενη ανταλλαγή των πληθυσμών είναι αντίθετος: «Τώρα ανταλλάσσουνε τους πληθυσμούς και δυναμώνουν την Ελλάδα! Στο τέλος στη συνείδησή του έπεσε ένα περίεργο σκοτάδι, που το διέσχιζαν εδώ κι εκεί τρελές ιδέες. […] Έβλεπε μια σειρά αλυσοδεμένους που χάνονταν στο βάθος, κι αυτός εμφανιζόταν ξαφνικά, και μ’ όλο που είχε ασήμαντη εμφάνιση, όλοι ξεφώνιζαν με τρόμο, γιατί το καταλάβαιναν ποιος ήταν ο Τουρκές!» (σ. 100). Μετά από εφτά σφραγίσματα στο σώμα του από τον Τουρκές με καυτό σίδερο, ο Γεωργιάδης ήταν σωριασμένος του πεθαμού. Τότε εμφανίστηκε ένας πρώην αξιωματικός, ο Σουφίρ, πολιτικός αντίπαλος του Γεωργιάδη στο χωριό του. «Στο στρατό έγινε υποχρεωτικά αξιωματικός, γιατί ήταν μορφωμένος. Σαν άνθρωπος στοχαστικός και οπαδός των Σούφι, απεχθανόταν τους στρατιωτικούς, που θαύμαζε ο Τουρκές.» (σ. 106). Ταπείνωσε τον Τουρκές και συνοδεύοντας τον Γεωργιάδη του μίλησε δείχνοντας την μεταστροφή του: «…Μα πού είναι οι Δερβίσηδες κι οι Σούφι μας; Πού είναι οι σοφοί μας; Μπορείς να βρεις πολλούς που ντρέπονται πραγματικά; Καμώνονται ότι ενδιαφέρονται για την τελείωση του εαυτού τους κι αδιαφορούν για όσα γίνονται τριγύρω τους, σάμπως ο άνθρωπος να είναι μια ξεκάρφωτη μονάδα! Όλους αυτούς δεν θέλω να τους ξέρω πια! Δεν θέλω Σούφηδες και προεδρίες. Θα ζήσω στη γωνιά μου σαν απλός χωριάτης.» (σ. 107). Είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο αφήγημα για το τι συνέβη στην Τουρκία και οπουδήποτε αλλού, όπου κατώτεροι πνευματικά εξουσίασαν ανώτερους. Η κατωτερότητα τούς έκανε να φέρονται όπως φέρονται. Γι’ αυτό και το όνομα του Τούρκου βασανιστή -Τουρκές- μπήκε στον τίτλο του τόμου.

– 283 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

15. Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ

Ο «γιος του παπά», ανώνυμο παιδί ανώνυμου ιερωμένου, είναι ένα πρόσωπο τραγικό. Θύμα του άκριτου φανατισμού ενός ημιμαθούς πατέρα, ανασκάπτοντας βρίσκει ένα ωραίο άγαλμα, εφήβου, για να το κατακερματίσει στη συνέχεια και κατάκοπος από την καταστροφική μανία του να συνταφεί στον λάκκο όπου έριξε τα θρύψαλα του κατακερματισμένου αγάλματος. Στο αφήγημα αυτό ο Φάλκος στηλιτεύει τον φανατισμό του παπά και φορτώνει στην ημιμάθεια εκείνου διατυπώσεις που, χωρίς να είναι, τις θεωρεί χριστιανικές: «Άθλιο παιδί! του είπε. Αντί να γίνεις χριστιανός, θ’ ακολουθήσεις τους παγανιστές που καταδίκασε η εκκλησία μας! Ο ασεβής Ηράκλειτος έλεγε πως τα πάντα είναι ένα, πως δηλαδή εμείς οι αμαρτωλοί, η φύση που εκμαυλίζει κι ο ύψιστος Θεός είμαστε ένα και το αυτό! Ο μιαρός ο Πυθαγόρας κι ο Πλάτων ο ερωτικός μίλησαν για την αρμονία και τη μουσική κάποιων ουράνιων σφαιρών, που δεν τις αναφέρουν οι Γραφές! Κι όλοι μαζί οι Έλληνες ξεφάντωναν σαν τράγοι κι υμνούσαν τη χαρά. Ο χριστιανός δεν χαίρεται και δεν γελάει, μα ζει μέσα στη θλίψη, παρακαλώντας τον Θεό να τον λυτρώσει από τα βάσανα της γης. Κοίτα μη πλανηθείς ξανά στους δρόμους της ελληνικής απώλειας και χάσεις την ψυχή σου!» (σσ. 109-110). Ο γιος του παπά, για να εξιλεωθεί από το «αμάρτημά» του, βάλθηκε να σκάβει με τα χέρια του ένα νέο πηγάδι, για να εκπληρώσει την ισόβια αυτοτιμωρία του. Για να λύσει τα προβλήματα που έδερναν την ψυχή του και να βρει μια διέξοδο από την αδιέξοδη στάση του παπά-πατέρα του, κατέφυγε σ’ έναν δάσκαλο, που ήταν ο αντίποδας του παπά. «Ο δάσκαλος είχε κι αυτός πολλά βιβλία. Μα τα βιβλία εκείνα έγραφαν τ’ αντίθετα από εκείνα που έλεγαν τα ιερά βιβλία. Τους Έλληνες τους παρουσίαζαν σαν δημιουργικό και καλλιτεχνικό λαό, που λάτρευε το φως, τη λογική, την αρμονία και την ομορφιά. Έλεγαν πως οι χριστιανοί πήραν πολλά απ’ αυτούς και πως ο πιο σημαντικός πολιτισμός της Δύσης στηρίχτηκε στα ελάχιστα που γλίτωσαν από την καταστροφική μανία. Ο δάσκαλος του εξήγησε πώς οι Ρωμιοί πήρανε ξαφνικά τ’ όνομα «Έλληνες». Παρά το ανελέητο κυνηγητό αιώνων κάποιοι αμετανόητοι επέμεναν να χρησιμοποιούν τ’ όνομα «Έλληνας» ως εθνικό.» (σ. 112). Η πηγή του ανώνυμου δασκάλου άγγιζε την ψυχή του νέου πιο πολύ από τα παθιασμένα λόγια του παπά-πατέρα του. Βρέθηκε σε κατάσταση ψυχικού διχασμού και, όταν ανοίγοντας ένα πηγάδι ως τιμωρία για το «ξεστράτισμά» του από τις πατρικές «νουθεσίες» πέρασε μια νύχτα εφιαλτική, πήγε τα μεσάνυχτα κι έκανε θρύψαλα το άγαλμα που απροσδόκητα είχε ξεθάψει. Και έσβησε η πνοή του ανάμεσα στα θρύψαλα αυτά. 16. Ο ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ

Η αφήγηση αυτή αφορά έναν βιβλιοπώλη της Σμύρνης που χάνει τη ζωή του κατά το διαγούμισμα της μικρασιατικής πόλης από τους επελαύνοντες Τούρκους στρατιώτες.

– 284 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Ο Φάλκος, ως τραγική αντίθεση με το τι θα συμβεί αμέσως μετά, παρουσιάζει τον βιβλιοπώλη πολύ αισιόδοξο για το μέλλον των ελληνικών γραμμάτων, στα οποία δεν ήταν μικρή η συνεισφορά των Μικρασιατών, και βάζει στο στόμα του υπεραισιόδοξου βιβλιοπώλη δηλώσεις γεμάτες έπαρση: «Δεν έχουμε να ζηλέψουμε καμιά ευρωπαϊκή λογοτεχνία, βεβαίωνε με σοβαρότητα. Σήμερα οι άριστοι των Ελλήνων είναι ισάξιοι με τους συναδέλφους τους στην Ευρώπη. Και θα τους ξεπεράσουν ασφαλώς! Προβλέπω μια υπέροχη ανθοφορία, και μάλιστα εδώ στην Ιωνία. Όλα πια το δηλώνουν ότι θα εκτιναχτούμε στα ύψη, και ο πολιτισμένος κόσμος θα προσβλέψει ξανά στην Ελλάδα. Εξ ανατολών το φως!» (σσ. 119-120). Ο βιβλιοπώλης υπήρξε εν μέρει θύμα της υπεραισιοδοξίας του, που τον απέκοψε από τη ρεαλιστική αποτίμηση των δεδομένων του κρίσιμου εκείνου καιρού. Είναι όμως και κάποιος που προσπαθεί να αντιτάξει το πνεύμα απέναντι στην ωμή βία, και γι’ αυτό συντρίβεται: «Η δολοφονική μανία των φαντάρων που μπήκαν μες στο μισοσκότεινο βιβλιοπωλείο ανακόπηκε προς στιγμή, καθώς τον είδανε ατάραχο να σφίγγει στην καρδιά του ένα βιβλίο. Υπέθεσαν ότι μπορεί να ήταν μωαμεθανός. -Κοράν, καρντά; Κοράν; Με ένα «ναι», σωζόταν. Θα ’φευγαν να σκοτώσουνε αλλού. -Όχι κοράν. Μπαλζάκ, Μπάρμπα-Γκοριό. -Εσύ Γκιαούρ! φώναξαν οι φαντάροι κι αμέσως τον κομμάτιασαν, αυτόν και το ανίσχυρο βιβλίο του, που επάνω στην αλλοφροσύνη του το έτεινε σα να ’τανε ασπίδα.» (σ. 122). Το αφήγημα δείχνει ακριβώς την αδυναμία του πνεύματος απέναντι στη βαρβαρότητα -όποιας εποχής. Το βιβλίο που κρατούσε ο βιβλιοπώλης -το πνεύμα- δεν μπορούσε να τον σώσει. 17. Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

Στο πολυσέλιδο αυτό κείμενο (σσ. 123-140) με πλήρη διατήρηση των λογοτεχνικών αρετών του ο Φάλκος με τα δύο επώνυμα πρόσωπα και με την όλη ανάπτυξη του κειμένου προβάλλει τον φιλόσοφο Τάσο Αρβανιτάκη, που εδώ ξεμυτίζει περισσότερο απ’ όσο στα άλλα κείμενα του τόμου ως εδώ με τον φιλόσοφο στοχασμό του. Για όσους και όσες είμαστε ενημερωμένοι για όσα σημαντικά μας έχει δώσει ο Τάσος Αρβανιτάκης με την πολύμοχθη αναστροφή του με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων (των προσωκρατικών, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη) είναι ευνόητο ότι συνθέτει ένα πορτρέτο φιλοσόφου με πρότυπο τον εαυτό του. Από τη μελέτη των φιλοσοφικών εργασιών του και από την πρόσφατη συνεργασία μου για την έκδοση του Πλατωνικού Φαίδωνα βεβαιώνω ότι μας κάνει χωρίς αυταρέσκεια, χωρίς ίχνος κακώς νοούμενης αυτοπροβολής, ένα πολύ γοητευτικό πορτρέτο του εαυτού του. Είναι ένα κείμενο έμφορτο με ειλικρινή αποτύπωση των φιλοσοφικών διερευνήσεών του, με διαυγή και ανυπόκριτη κατάθεση των κατασταλαγμάτων του από τη μακρόχρονη θητεία του στο χώρο της φιλοσοφίας.

– 285 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

18. Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Στο κείμενο αυτό ο Φάλκος στήνει μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση μετά από μια παράσταση του Μισάνθρωπου του Μολιέρου. Είναι ένα κείμενο με έντονο διαλογικό στοιχείο, με μια έμμεση θεατρικότητα. Δεν είναι -αλλά θα μπορούσε να γίνει- νέο θεατρικό έργο. Έχει όλες τις αρετές ενός θεατρικού έργου. Άλλωστε ο συγγραφέας στο ευρύ πλαίσιο του λογοτεχνικού έργου του έχει συνθέσει έξι νομίζω θεατρικά έργα -τα δύο μόνο είναι τυπωμένα- και μερικά μονόπρακτα, ατύπωτα επίσης για την ώρα. Εδώ, ύστερα από έμπρακτη εφαρμογή της θεατρικής τακτικής του και ως συνέχεια της φιλοσοφημένης διατριβής του στο κείμενο που προηγήθηκε, ασχολείται με την ποιητική λειτουργία, που έχει δώσει πλούσιους καρπούς στην ποιητική παραγωγή του. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Φάλκος δεν περισώζει τον ποιητή του κειμένου αυτού, όσο κι αν μέσα στο κείμενο αυτό ο ανώνυμος ποιητής (και με τον τίτλο του κειμένου και με την ανάπτυξή του) κυριαρχεί με τον λόγο του, με την αισθαντικότητά του, με την ανώτερη αντίληψή του για τη ζωή. Ο Φάλκος, ύστερα από ένα θλιβερό πρελούδιο (σ. 147), μας δίνει τον ποιητή να τσακίζεται ψυχικά, να τραυματίζεται θανάσιμα από μια συντροφιά Τούρκων και να δέχεται μια «χαριστική βολή» από τον πρωταγωνιστή της θεατρικής παράστασης που σχολιάζεται στο κείμενο αυτό. Όλα αυτά, η άκρατη αισιοδοξία κι η πίστη του ποιητή στην καλοσύνη του ανθρώπου, κι η τραγική μετάπτωση στην άκρατη απελπισία καθώς και τη δολοφονία του δίνονται με τρόπο εξαιρετικά δραματικό, ώστε το έργο συγγενεύει με αρχαία τραγωδία, την μετάπτωση λ.χ. του Οιδίποδα, όταν μαθαίνει ποιος είναι στην πραγματικότητα: Ο ποιητής αντιλαμβάνεται στο τέλος ποιοι είναι στην πραγματικότητα οι άνθρωποι που τον περιστοιχίζουν και που είχε τη διάθεση να τους εξιδανικεύει: «Οι Τούρκοι, λέει κάποιος στον ποιητή, βρίσκονται στο τραγικό αδιέξοδο να μην μπορούν να επιβιώσουν δίχως την αδικία. Αν όλοι οι λαοί που εξουσιάζουν σηκώσουν το κεφάλι, τι θ’ απομείνει απ’ την Τουρκία; Και φυσικά δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την αυτοκρατορία τους και να στραφούνε στον ανθρωπισμό. Μόλις στα 1915 εξόντωσαν ενάμισι εκατομμύριο Αρμένιους και σκόρπισαν τους άλλους στα πέρατα της γης. Και σε δυο χρόνια οι ίδιοι άνθρωποι έσφαξαν διακόσιες πενήντα χιλιάδες Πόντιους. […] Τώρα που βρίσκουν αφορμή, θα σας αφήσουν; Τα λέω αυτά, γιατί σας βλέπω ανυπεράσπιστο μέσα σε έναν κόσμο που ίσως δεν υποψιάζεστε καθόλου. -Δεν είμαι διόλου ανυπεράσπιστος! Έχω μια τέτοια αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή, που με στηρίζει σαν μαρμάρινη κολόνα! Δεν πρόκειται ποτέ να κλονιστώ! -Μοιάζετε με μια δύναμη της φύσεως, μπρος στην οποία πρέπει να υποκλιθώ! Εύχομαι να δικαιωθείτε!» Αμέσως μετά διαβάζουμε σε στυλ δημοσιογραφικό, φράσεις που βρίσκονται σε τραγική αντίθεση με όσα προηγήθηκαν: «– Στον Αδραμυττηνό κόλπο στη Σμύρνη δολοφονήθηκαν τριάντα χιλιάδες άμαχοι.

– 286 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

– Στο Αϊβαλί σφάχτηκε ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης με εντολή της τουρκικής εθνοσυνέλευσης. – Ορδές ξεριζωμένων βάδιζαν προς τη θάλασσα. Στο δρόμο τους αποδεκάτιζαν οι Τσέτες. – Ο ξένος τύπος υπολόγιζε τους δολοφονημένους άμαχους από επτακόσιες χιλιάδες ως ένα εκατομμύριο. Ο ποιητής είδε το φως να σπάζει μέσα του, να γίνεται συντρίμμια. Γκρεμίστηκαν εκείνα που τον στήριζαν, τσακίστηκε η ραχοκοκαλιά του. Έτρεχε μες στους δρόμους έξαλλος βγάζοντας άναρθρες κραυγές, έπιανε ξαφνικά τα πρόσωπα του κόσμου και τα κοίταζε, αλλά η όρασή του είχε σκοτιστεί. Σ’ αυτήν την ώρα της παράνοιας και της παραφροσύνης, τον έπιασε μια συντροφιά από Τούρκους και άρχισε να τον χτυπάει. Αιμόφυρτος και με πλευρά σπασμένα δεν ένιωθε καθόλου τα χτυπήματα κι ούτε κατάλαβε τη μαχαιριά που του ’δωσαν στην πλάτη. Τότε απ’ τη γωνιά του δρόμου φάνηκε ο Βάιλερ παρέα με τον Γάλλο πρεσβευτή. Ο Γάλλος το ’βαλε στα πόδια. Ο γερμανός αντίθετα πλησίασε κι έδωσε μια γροθιά στο καταματωμένο πρόσωπο του ποιητή. Το χτύπημα του γερμανού, που τον θεωρούσε φίλο, του στέρησε ακόμα και το τελευταίο πρόσχημα να ζει.» (σσ. 146-7). Οι ποιητές, αν ερμηνεύω σωστά την κατακλείδα του κειμένου, δεν είχαν πρόσχημα να ζουν σε τέτοιες απάνθρωπες εποχές. Αλλά και ποιες εποχές δεν ήταν απάνθρωπες; Κραυγή απαισιοδοξίας. Γι’ αυτό η αφήγηση ξεκινάει με τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου. Και ο αφηγητής επιλέγει: «Είκοσι χρόνια μετά οι γερμανοί γκρέμισαν και τα τελευταία ερείπια της εικόνας που είχαν πλάσει για τον άνθρωπο πολλές ευγενικές ψυχές με υλικά το όνειρο, τη φαντασία και τους πόθους της καρδιάς τους. Το 1945 ο Βάιλερ καταδικάστηκε σε ισόβια ως εγκληματίας πολέμου. Στη φυλακή έμεινε μόνο πέντε χρόνια και στη συνέχεια κατέλαβε μια θέση υψηλή στον κρατικό μηχανισμό της γερμανίας. Στα 1960, συνταξιούχος πια, πήγε ξανά στην Πόλη και αναζήτησε τον τάφο του ποιητή. Αλλά στα 1955 οι Τούρκοι, εκτός απ’ τους ναούς, τα σπίτια και τα μαγαζιά που έκαψαν, ξεπάτωσαν ακόμα και τους τάφους των Ελλήνων. Εκεί που κοίταζε τον Βόσπορο, άκουσε κάποιον πυροβολισμό και είδε ένα σμήνος από πουλιά που έφευγαν τρομοκρατημένα. Μετά έγινε ησυχία και μέσα στη γαλήνη ακούστηκε ένας θρήνος μακρινός και κάποια μελαγχολική σκιά διέσχισε τα σύννεφα.» (σ. 148). Τα κείμενα αυτά, τα γεμάτα ομορφιά και απόγνωση, καθώς και όλα τ’ αφηγήματα αυτού του τόμου, μας φανερώνουν έναν δραματικό ποιητή πρώτης γραμμής.

19. ΠΕΡΙ ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΤΑΦΩΝ

Στο σύντομο αυτό αφήγημα ο Φάλκος πλάθει μια υποθετική συζήτηση στην τουρκική βουλή για ένα θέμα του ανακινήθηκε από δημοσιογραφική πρωτοβουλία. Οι τάφοι των Ελλήνων στην Τουρκία είναι πάρα πολλοί. Τι πρέπει να

– 287 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

τους κάνουν; Τρεις ανώνυμοι βουλευτές διατυπώνουν τις προσωπικές απόψεις τους για το επίμαχο θέμα, ποιοι πρέπει να χαρακτηρίζονται ήρωες και ποιοι πρέπει να έχουν απαραβίαστο τάφο. Το αφήγημα είναι πλήρες σαρκασμού προς τους αιώνια αδίστακτους εξουσιαστές, προς τους υποκινητές του λαϊκού φανατισμού, που με τρόπο σχετικά νηφάλιο και σοβαρό προτείνουν πράγματα φρικτά. Κατά το κείμενο (σ. 151) «Σ’ αυτή τη συνεδρίαση δεν πάρθηκε απόφαση. Αλλά καθώς δημοσιεύθηκαν οι συζητήσεις στη βουλή, πολλοί πήγαν και ξήλωσαν τους τάφους των Ελλήνων, των Ποντίων και των Αρμενίων, ακόμα και των Εβραίων…» Αυτή ήταν η αναμενόμενη αντίδραση του φανατισμένου όχλου. Τα πάντα ξεκινούν από την κεφαλή.

20. Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ

Στο κείμενο αυτό ο Φάλκος, στο πλαίσιο πάντοτε των Μικρασιατικών αφηγημάτων του, μας παραθέτει τον μονόλογο ενός ανώνυμου «φαύνου», ενός ανθρώπου στον οποίο συνυπήρχαν στοιχεία και του αρσενικού και του θηλυκού γένους. Την ιδιαιτερότητά του αυτή, μας λέει, την επεσήμανε η μάνα του: «Να ’σαι περήφανος που έχεις όλους τους ανθρώπους μέσα σου κι όλα τα φύλα. Είσαι άνθρωπος ξεχωριστός και θα γίνεις σπουδαίος!» (σ. 153). Κάποτε δοκιμάζει να γίνει «άντρας», τότε που είχαν γενικευθεί οι σφαγές στον Μικρασιατικό χώρο: «Οι πάντες έσφαζαν τους Πόντιους και τους Αρμένιους. Και τη δουλειά αυτή την έκαμναν συχνά κι εκείνοι που δεν ήταν Τούρκοι. Είπα λοιπόν στον εαυτό μου: «Πάρε και συ ένα μπαλτά, να δείξεις ότι είσαι άντρας!» Μα η γυναίκα μέσα μου δεν μ’ άφηνε. Οι άνδρες φέρνουν θάνατο και οι γυναίκες τη ζωή! Έτσι αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τις γυναίκες.» (σ. 155). Ο άνθρωπος αυτός, ως «προστάτης ποιμνίου», περισώζει από την καταστροφή έναν άγνωστό του γέρο, σακάτη, χωρίς λαλιά και μνήμη, κάποιον δηλαδή με τον οποίο δεν μπορεί καν να επικοινωνήσει. Σε τέτοιο ύψος φτάνει η ανθρωπιά του συγγραφέα, που έπλασε αυτή την ιστορία. 21. ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Τα δύο πρόσωπα του διηγηματικού αυτού αφηγήματος είναι ένας επώνυμος Έλληνας και μια ανώνυμη Γαλλίδα. Συνταξιδεύουν προς την Άγκυρα σ’ ένα αργόσυρτο ταξίδι με το τρένο. Ο Έλληνας ιστορικός, αγανακτισμένος με την κουτοπονηριά των συναδέλφων του και την αναισθησία των φιλοσόφων της ιστορίας, προετοιμαζόταν να εξιστορήσει την ποταπότητα του εικοστού αιώνα. Η Γαλλίδα με την λίγη πείρα που έχει είναι ενθουσιασμένη με τους Τούρκους. Υποβάλλει στον συνταξιδιώτη της πολλά ερωτήματα και παίρνει τις διακριτικές απαντήσεις του. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής η γυναίκα βλέπει σε μια χαράδρα στο πλάι της σιδηροδρομικής γραμμής άπειρο πλήθος από κόκαλα που είχαν αποκαλυφθεί με την υποχώρηση -εξ αιτίας των βροχών- των χωμάτων που τα σκέπαζαν. Ο άνδρας προσπαθεί να αποσπάσει τη γυναίκα από το θέαμα που αντί-

– 288 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

κρισαν και αναφέρεται στις γενοκτονίες των Τούρκων. Η συνομιλήτριά του έχει τις ενστάσεις της: «Μα τρελαθήκατε λοιπόν! Μια χώρα τόσο όμορφη την κάνατε σφαγείο! Εγώ απ’ τη στιγμή που έφθασα εδώ βλέπω καλοσυνάτα πρόσωπα κι ανταποδίδω τα χαμόγελα!» (σ. 160). Ο ιστορικός της απαντά: «Κυρία μου, ο κόσμος προτιμάει το χαμόγελο, αλλά η δύναμη είναι αγέλαστη και σκυθρωπή σαν μολυσμένος τάφος!». Και της αφηγείται φρικιαστικές προσωπικές εμπειρίες, που τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ποιος είναι ο άνθρωπος (σσ. 161-162). 22. ΝΟΡΑ

Το αφήγημα αυτό έχει φαινομενικά ερωτικό χαρακτήρα, αλλά είναι μεταφορικό. Η επώνυμη γυναίκα, παρά την ιδιοτυπία της, αντιπροσωπεύει μια μερίδα από τους Μικρασιάτες που ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ ο άντρας της είναι κάποιος από τους Ελλαδίτες. Ο ανώνυμος άνδρας, παρόλο που η γυναίκα του τον απατούσε, της ήταν πιστός, αλλ’ ένιωθε ένοχος: «Αυτός ίσως είχε προδώσει τα όνειρά της, έστω και σε μια δεδομένη στιγμή, που θα ’πρεπε ν’ ανταποκριθεί. Ίσως να είχε ελπίσει υπερβολικά σ’ αυτόν, μόλο που ο ίδιος δεν είχε δώσει τροφή σε τέτοιες υπερβολικές ελπίδες. Ήταν ωστόσο ένοχος για τις ματαιωμένες της ελπίδες, που μόνη της είχε στηρίξει πάνω του. Ίσως ακόμη τις ελπίδες της να μην τολμούσε να τις στηρίξει πουθενά, αλλά να τρέφονταν από τις δικές τους ρίζες, και πάλι μόνες τους να γκρεμίζονταν μέσα της από το μέγεθός τους, το ασυμβίβαστο με την πραγματική ζωή. Όμως στα μάτια της αυτός ήταν ο φυσικός εκτελεστής κι υπεύθυνος, αυτός που δεν τον θεωρούσε άξιο για τίποτε -τι τάχα ήταν άξιος να της προσφέρει; Αυτός ήταν ο ένοχος.» (σσ. 164-5). Σε μια στιγμή η κοιμισμένη γυναίκα πετιέται και ξεφωνίζει: «Πρέπει να σώσεις τα παιδιά!» Όχι τα δικά τους, που δεν είχαν. Έβλεπε τ’ αδέρφια της που χάθηκαν στη Μικρασία, αλλά και όλα τα ανώνυμα παιδιά της Μικρασίας. Ο άντρας συνειδητοποιεί ξαφνικά την τραγωδία του ελληνισμού. Κάποιοι θεωρούν το αφήγημα αυτό ως το υποβλητικότερο αυτού του τόμου. 23. ΜΟΥΧΤΑΡ ΚΑΙ ΟΣΜΑΝ

Το αφήγημα αυτό χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο «ήρωας» είναι ο Μουχτάρ, στο δεύτερο ο αδελφός του ο Οσμάν, δύο αδελφοί που είναι τύποι εγκληματικοί. Ο πρώτος αποκτά στο τέλος κάποια ιδιότυπη συναίσθηση των εγκλημάτων του, ενώ ο δεύτερος «λυτρώνεται» από τις μόλις διαφαινόμενες τύψεις του, αναθέτοντας τα εγκλήματά του στη Λήθη. Ο Φάλκος κατακλείει το δεύτερο μέρος με ένα «όνειρο σημαδιακό» του Οσμάν. Στο όνειρο αυτό ο ήρωας διασχίζει έναν υπόνομο, που ξαφνικά χωρίζεται στα δύο. Αν πάρει την αριστερή κατεύθυνση, της Μνήμης, θα σέρνεται σε όλη τη ζωή του μέσα στον υπόνομο (τύψεις). Αν όμως πάρει τη δεξιά κατεύθυνση, της Λήθης, τότε θα λυτρωθεί. Και φυσικά διαλέγει την κατεύθυνση της Λήθης. «Έτσι παλεύοντας με μαύρες μνήμες, θάβοντας συνεχώς τα πτώματα, πέρασε

– 289 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

τον υπόνομο της λήθης χωρίς καθόλου να στραφεί, για να κοιτάξει πίσω του, και τέλος βγήκε σ’ ένα φως γλυκό και ήπιο. […] Ένιωσε να ξαναγεννιέται και να περνάει σε κάποιον κόσμο φωτεινό. Έτσι ο δύστυχος αυτός, που η ζωή τού αρνιόταν τις ανταμοιβές που άξιζε, βρήκε τ’ αρχαίο μονοπάτι της συγχώρησης και της δικαίωσης, όπως το βρήκαν ασφαλώς τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που έζησαν πριν από αυτόν. […] Αντίθετα με τον κακότυχο αδελφό του που διάλεξε τον οχετό της μνήμης, μπήκε στο στάδιο της ωριμότητας και της αποδοχής και ήταν πάλι πάνοπλος και πιο συνειδητός, για να εκτελέσει πράξεις ένδοξες, παρόμοιες μ’ αυτές που λάμπρυναν το παρελθόν του.» (σ. 182). Ο ποιητής και φιλόσοφος Φάλκος σαρκάζει το εγκληματικό μέρος της ανθρωπότητας, που καταφεύγει στη λήθη, για να απαλλαγεί από τις τύψεις. Η λήθη του παρελθόντος, λέει ο Φάλκος, εκτρέφει το μελλοντικό έγκλημα. 24. ΛΟΥΚΙΟΣ Ή ΟΝΟΣ

Το κείμενο αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Ο τίτλος του είναι δάνειος. Με τον ίδιο τίτλο τιτλοφόρησε έργο του ο Λουκιανός, ο επιφανέστερος από τους «σοφιστές» του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα, που με λεπτό και σαρκαστικό ύφος διακωμώδησε τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, τη ρητορική κ.ά. γελοιοποιώντας το έργο Μεταμορφώσεων λόγοι διάφοροι του συγχρόνου του συγγραφέα Λούκιου. Η συνειδητή επιλογή του τίτλου αυτού δεν είναι απότοκος συγγραφικής αμηχανίας, αλλά δείχνει την άνεση του Τάσου Φάλκου-Αρβανιτάκη να αλιεύει στα γόνιμα εδάφη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Εξάλλου η διαπραγμάτευση του κειμένου αυτού γίνεται με τρόπο παράλληλα σοβαρό και αστείο. Ο συνομιλητής του αποφαίνεται (σ. 189): «Φαίνεται πως είχε δίκιο ο Πλάτων, που έλεγε ότι ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να γράψει και τραγωδία και κωμωδία.» Κι ακόμη, είναι αξιοθαύμαστο το προοιμιακό κείμενό του (σ. 183), στο οποίο καταγράφεται ο βίος και η φιλοσοφία κατονομαζόμενου, (αλλ’ άγνωστου) ποιητή με το γλαφυρό ύφος των παλαιών λεξικογράφων, ένα λεκτικό επίτευγμα που σε καθηλώνει με την ευστοχία των διατυπώσεών του. Τέλος, στο κείμενο αυτό τολμώ να πω ανεπιφύλακτα ότι ο Φάλκος μάς αναπτύσσει την «ποιητική» του, μια θεωρητική τεκμηρίωση της συγγραφικής τέχνης του. Από τότε που η “Ars poetica” του λατίνου ποιητή Οράτιου άνοιξε το δρόμο για τη μελέτη των λογοτεχνικών θεμάτων, έχουν καταγραφεί πολλές «ποιητικές» λογοτεχνών. Έχω μελετήσει πολλές από αυτές. Η ποιητική του Φάλκου, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο αυτό, με γοήτευσε όσο λίγες. 25. Ο ΡΑΒΔΟΣΚΟΠΟΣ

Ραβδοσκοπία ή ραβδομαντεία λέγεται η ανακάλυψη υπόγειου στρώματος νερού ή μεταλλεύματος με τη χρησιμοποίηση διχαλωτής ράβδου από κλαδί λεπτοκαρυάς, που όταν την κρατά κάποιος από το ένα σκέλος, αυτό παθαίνει κραδασμούς σε περίπτωση που αυτός που το κρατά περνά πάνω από ροή νερού ή

– 290 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

και στρώμα ορυκτών. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε περιπτώσεις ορισμένων μόνο ανθρώπων και αποδίδεται σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα που ερεθίζουν το νευρικό σύστημα των ραβδοσκόπων. Στο αφήγημά του αυτό ο Φάλκος έχει δύο «ήρωες», τον Έλληνα Κωσταντή και τον ονοματισμένο Ομέρ, τον ραβδοσκόπο. Ο πρώτος εκτελώντας την τελευταία επιθυμία του πεθαμένου αδελφού του πάει στη Μικρασία να φέρει, αν τα βρει, τα κόκαλα του σκοτωμένου από τους Τούρκους πατέρα του. Ο δεύτερος αναπτύσσει και εξηγεί την τέχνη του της ραβδοσκοπίας, και μιλά για τη μύησή του στην τέχνη αυτή. Ο ίδιος, όταν δοκίμασε να την εφαρμόσει, έπεφτε πάνω σε νεκρούς! Γι’ αυτό θεωρούσε τον εαυτό του «φίλο των νεκρών». Ώστε το όνομα Ομέρ δεν είναι τυχαίο: Παραπέμπει στον Όμηρο, στη «Νέκυια», την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, αλλά και στον προπομπό των ψυχών. Ο άνθρωπος αυτός καθορίζει στον Κωσταντή την περιοχή στην οποία πρέπει να σκάψει, για να βρει ό,τι ζητά. Στη συνέχεια στον μεταξύ τους διάλογο ο Ομέρ δηλώνει την αγάπη του για τη ζωή και για την εξοικείωσή του με τους χώρους των νεκρών. Υπάρχει βέβαια προσέγγιση, αλλά και μεγάλη διαφορά από τη «Νέκυια» του Ομήρου, και στο θέμα αυτό θα άξιζε να αφιερωθεί μία μελέτη. Ο ραβδοσκόπος-Φάλκος, ο ποιητής, ο φιλόσοφος και πάσχων άνθρωπος, μπροστά στο χείλος της καταστροφής που έχει οδηγηθεί η ανθρωπότητα, κυρίως απ’ την έπαρση, την καταστροφική αρπακτικότητα και βουλιμία των ισχυρών, χρησιμοποιώντας ύφος κάπως σιβυλλικό, αλλά άκρως υποβλητικό, λέει ότι ακούει κάποιους απόκοσμους ήχους που βγαίνουν απ’ τα έγκατα της γης: «– ... Κάποτε απ’ τα βάθη... βαθύτερα κι απ’ τους νεκρούς, κάποτε ανεβαίνει ένας ήχος. [...] Κάτι σαν μια απόκοσμη βοή, σαν ένας ήχος απ’ την άβυσσο... Όταν πρωτάκουσα τον ήχο, τα χρειάστηκα πραγματικά. Φοβήθηκα πως μπήκα σε περιοχές που δεν επιτρεπόταν. Μα έκτοτε τον άκουσα ξανά αυτόν τον ήχο. […] Κάθομαι και ακούω κι έπειτα προσπαθώ να βρω το νόημά του. Αυτός ο ήχος βγαίνει ασφαλώς από μεγάλα βάθη πληγωμένα, ίσως από τα βάθη της καρδιάς της γης. Δεν ξέρω πώς να σου το πω αλλιώς, αλλά μου φαίνεται σαν ένα τέλος που αρνείται να παραδοθεί, σαν ένα τέλος που αντιστέκεται ακόμα.» (σσ. 196-7). Βέβαια «ο φίλος των νεκρών», τα «μεγάλα πληγωμένα βάθη», η «καρδιά της γης», το «τέλος που αντιστέκεται ακόμα» είναι ατόφια η ψυχή του ραβδοσκόπου Φάλκου, που οραματίζεται με συντριβή το επερχόμενο τέλος. 26. ΑΝΝΑ ΚΑΡΥΔΗ

Έτσι όπως με λεπτομέρειες περιγράφει τη «ηρωίδα» του αφηγήματος αυτού ο Φάλκος, ήταν ένα πρόσωπο υπαρκτό και δεν ζει πια με συσσωρευμένα παθήματα στη ζωή της. Είναι απ’ τις σπάνιες φορές που ο Φάλκος αντλεί από πραγματικά γεγονότα. Το σπίτι ήταν στην Ιερά οδό, όπως το περιγράφει, τα περιστατικά και το όνομα της γριάς είναι αυτούσια. Βέβαια και σ’ άλλα αφηγήματα δίνει ονόματα ανθρώπων προσφιλών του, αλλά αυτά που διηγείται δεν έχουν σχέση με τον χαρακτήρα ή τη ζωή αυτών που θέλει να τιμήσει δανειζόμενος το όνομά τους. Αντίθετα στο αφήγημα «Άννα Καρύδη» με βεβαιώνει πως ελάχιστες

– 291 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

λεπτομέρειες είναι φανταστικές. Ο συγγραφέας, συγκλονισμένος απ’ τον άδικο πόνο, δεν μπορεί να βρει στο μυθολογικό παρελθόν, που του είναι προσιτό, κάτι ανάλογο με την περίπτωση της Σμυρνιάς γερόντισσας, που η μοίρα χτύπησε τόσο βαριά -έχασε και τα τέσσερα παιδιά της- και που «νόμιζε πως τα παιδιά της ήταν ζωντανά κι ότι θα έρχονταν για να της κλείσουνε τα μάτια» (σ. 200). Ο Φάλκος κλείνει το κείμενο αυτό μ’ ένα αδυσώπητο ερώτημα και με αρνητικό παραλληλισμό μορφών που είχαν φταίξει, είχαν δείξει έπαρση κτλ. και είναι δυνατό να εξηγηθεί η τιμωρία τους: «Τι έκανε η Άννα; Το μόνο κατηγόρημά της ήταν ότι υπήρξε. Η μοίρα της Άννας -και έκτοτε κατάλαβα πως είναι εκατοντάδες και χιλιάδες που της μοιάζουν- είναι ένας μαύρος τοίχος, μονότονος, ατέλειωτος, παράλογος. Επάνω του τσακίζεται κάθε προσπάθεια να καταλάβεις και κάθε θεωρία ανθρώπινη. Το μόνο που κατάφερα ήταν όχι να καταλάβω, μα να την παρομοιάσω με τη Μικρασία, που δεν κατάφερε να σώσει τα παιδιά της» (σ. 201). 27. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Στο κείμενο αυτό συζητούν τα ελληνοτουρκικά, όταν άρχισε η εξέγερση των Ελληνοκυπρίων κατά των Άγγλων, πεντέξι Τουρκοκύπριοι και ένας ανώνυμος Τούρκος υποπρόξενος, που καθησυχάζει τους φοιτητές λέγοντας ότι ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων κατά των Άγγλων συμφέρει τελικά τους Τούρκους, που θα επέμβουν μόλις οι Έλληνες κλονίσουν την άποψη ότι η Κύπρος είναι Αγγλική. Εξάλλου οι Ευρωπαίοι θα προτιμήσουν την υπέρτερη δύναμη της Τουρκίας. Και κάνει αναφορά στην πραγματική πρόταση του πρύτανη του πανεπιστημίου της Istambul να θυσιάσουν 360 χιλιάδες στρατιώτες για να καταλάβουν την Κύπρο, τη Θεσσαλονίκη και την ενδοχώρα. Ένας φοιτητής τον ειρωνεύτηκε λέγοντας πως καλύτερα να θυσιάσουν ένα εκατομμύριο, για να καταλάβουν την Ευρώπη! Η συζήτηση είχε ανάψει. Τότε ένας παραμυθάς φοιτητής έπλασε έναν θρύλο ότι στα βάθη της Καππαδοκίας σ’ ένα χωριό οι Χριστιανοί φεύγοντας από τον τόπο τους θέλησαν να γκρεμίσουν την εκκλησία τους, για να μην μεταβληθεί σε τζαμί. Οι Τούρκοι βρήκαν μισογκρεμισμένο το ναό, αλλά στις μέρες που ακολούθησαν διαπίστωσαν ότι οι γκρεμισμένοι τοίχοι ξαναχτίζονταν. Παραφύλαξαν και αντελήφθησαν ότι τον έχτιζε ένας Τούρκος, επειδή αισθανόταν ντροπή για όσα είχαν συμβεί. Ο ευαίσθητος αυτός άνθρωπος στο τέλος παραφρόνησε και πέθανε σε άσυλο. Ο φοιτητής υπονοούσε φυσικά ότι οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να αισθάνονται ντροπή, και ότι σε έναν τέτοιο άγριο κόσμο οι ευαίσθητοι άνθρωποι όπως αυτός ο Τούρκος ή ο ομόλογός του Έλληνας ποιητής του ομώνυμου αφηγήματος- δεν μπορούν να επιζήσουν. Ο υποπρόξενος κατέκρινε τον Τούρκο που ανοικοδομούσε την εκκλησία και τόνισε ότι, «αν ο σκοπός κάθε υγιούς εξουσίας είναι το μεγαλείο και η δύναμη, τότε καθαγιάζεται η χρήση κάθε μέσου, ακόμη και του δόλου, της βίας, της προδοσίας, των ομαδικών σφαγών και της γενοκτονίας» (σ. 206). Και καταλήγει: «Αυτοί που νιώθουν τύψεις, κάποτε θα ξεχάσουν ή θα φύγουν από τη ζωή. Θα μείνει το κοινό καλό. Οι ζωντανοί δεν πρέπει να στοιβάζουν στο μυαλό τους τα

– 292 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

πτώματα που συσσωρεύσαμε στο παρελθόν.» Και προβάλλει έντονα τον τίτλο του αφηγήματος: «Δεν πρέπει να μας εμποδίζουν οι νεκροί!» (σσ. 206-7). Δεν πρέπει δηλαδή η μνήμη και οι τύψεις να εμποδίζουν τα μελλοντικά εγκλήματα. Τότε ο παραμυθάς, που «μισούσε αυτή την άθλια φιλοσοφία που δέσποσε στη χώρα του για χίλια χρόνια, καθώς από τη μια βόλευε τους συνεπαρμένους απ’ τη δύναμη κι από την άλλη έδινε μια «νόμιμη» διέξοδο στις καταστροφικές ορμές του πλήθους» πλάθει μπροστά τους έναν νέο μύθο, όπου καταδεικνύει με τρόπο έξοχο και παραστατικό την προοδευτική κατάκτηση της εξουσίας και την επιβολή σε μια χώρα -ή οπουδήποτε αλλού- ενός αδίστακτου αρχομανούς. Πρόκειται για μια εξοντωτική ανατομία του τρόπου με τον οποίο σχηματίζονται οι δυνάμεις επιβολής, οι δυναστείες, τα κράτη, τα τραστ, οι συμμαχίες άνομων συμφερόντων κτλ. Με τρόπο αδυσώπητο σατιρίζονται οι εραστές της εξουσίας, οι αρχομανείς, οι υβριστές, οι φαντασμένοι, οι ματαιόδοξοι, οι υπερφίαλοι, οι κενόδοξοι, οι άπληστοι, οι άρπαγες, οι δήθεν σωτήρες κτλ., όλη αυτή η άθλια φάρα που νέμεται ανέκαθεν την εξουσία, ταλανίζοντας φρικτά την ανθρωπότητα και που την έχει οδηγήσει στο χείλος της καταστροφής. Αυτός είναι ο κύριος στόχος του όλου έργου. Ο ποιητικός και σατιρικός οίστρος του Φάλκου κορυφώνεται στο τέλος του φιλοσοφικού αυτού μύθου, όπου ο συγγραφέας περιγράφει την πραγματική μοίρα του εξουσιαστή (σσ. 210-211): «Έτσι πλήρης ελπίδων για τελική δικαίωση ανέρχεται στον τελευταίο όροφο. [σημειωτέον ότι η κατάκτηση της εξουσίας γίνεται συμβολικά κατά ορόφους] Ανοίγει μία πόρτα και βρίσκεται σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο με καθρέφτες. Ανοίγει κι άλλη πόρτα και πέφτει πάλι σε καθρέφτες. Αυτό γίνεται πάμπολλες φορές, ώστε στο τέλος δυσφορεί. Δεν θέλει πια να βλέπει το παραμορφωμένο πρόσωπό του [...]. Θέλει να σπάσει τους καθρέφτες, μα διαπιστώνει ότι είναι άθραυστοι. Και ίσως μάλιστα δεν είναι καν καθρέφτες, αλλά ο ίδιος ο εαυτός του που τον παρατηρεί. […] Αντιλαμβάνεται στο τέλος πως παγιδεύτηκε μέσα στον εαυτό του και τελικά το βλέπει, ότι ολόκληρο το κτίριο είναι ο εαυτός του, δέσμιος και φύλακας συνάμα, περιέχον και περιεχόμενο, θύμα και θύτης, που τώρα πλέον δεν αξίζει τίποτε, έγινε όχι πρόσωπο, μα ένα σάπιο αντικείμενο, που βλέπει τον εαυτό του και μορφάζει...» Ο υποπρόξενος αντιλαμβάνεται φυσικά ότι ο «μύθος» είναι άγρια σάτιρα και καταδίκη για τον ίδιο και για όσους έχουν όμοια νοοτροπία. Οπότε επιλέγει: «Πραγματικά, πολλοί από τους μορφωμένους θέλουν κρέμασμα! Πώς είπες πως σε λένε;». Η μόνιμη αντίθεση του ανθρωπιστή κι ελεύθερου πνευματικά ανθρώπου με τον εξουσιαστή, που στα μέσα που χρησιμοποιεί περιλαμβάνεται η λογοκρισία, ο αποκλεισμός, η αστυνόμευση, η δίωξη, ο καταναγκασμός κτλ. 28. Ο ΦΥΛΑΚΑΣ

Το αφήγημα αυτό είναι σχετικά μεγάλο και χωρίζεται σε δύο μέρη: Ι Το σπίτι με το αέτωμα και ΙΙ Αρμαγεδδών. Στο αφήγημα τα δύο πρόσωπα, ο Νίκος Νικολαΐδης και ο Πέτρος Γκολίτσης, δημοσιογράφοι, συνταξιδεύουν στην περιοχή της μικρασιατικής Βιθυνίας.

– 293 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Μια ανωμαλία στον σιδηροδρομικό συρμό προκαλεί καθυστέρηση της συνέχειας του ταξιδιού και οι δύο φίλοι κατεβαίνουν από το τρένο, για να απολαύσουν το τοπίο. Στην ερημιά του χώρου βρίσκονται μπροστά σ’ ένα σπίτι με αέτωμα, ένδειξη ότι δεν είναι τουρκόσπιτο. Στην εξώπορτα προβάλλει ένας σεβάσμιος γέρος, που τους αφηγείται μια ιστορία. Στο σπίτι αυτό έμενε παλιότερα ένας γέρος αμφίβολης εθνικότητας, πιθανόν Έλληνας. Ένας νέος του χωριού που είχε καταληφθεί από άκρατο σοβινισμό έβαλε στόχο του αυτόν τον υποτιθέμενο Έλληνα, που όμως παλιότερα αγαπούσε και θαύμαζε: «Εγώ, σαν δάσκαλος που ήμουν, επιχειρούσα να πραΰνω την νεανική του έξαψη. Του έλεγα ότι ο γέρος στην άκρη του χωριού δεν ήταν ο εχθρός. […]. Δεν ήταν παρά κάποιος που ήθελε να ζήσει σαν τις πέτρες και τα φυτά που βρέθηκαν εδώ. […] Τα πράγματα επιδεινώθηκαν, όταν ο νέος άρχισε να βλέπει οράματα δόξας και μεγαλείου. Καμιά φορά τινάζονταν επάνω σάμπως να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. Ζούσαν ακόμα ξένοι στην πατρίδα του; Πώς ήταν δυνατό αυτό; Πώς το επιτρέπει ο Αλλάχ; Και ποιο είναι το χρέος μας;» (σσ. 219-220). Τελικά ο νέος με επιδεικτικό και πομπώδη τρόπο δολοφόνησε τον γέρο, διακήρυξε πως σκότωσε «τον τελευταίο Έλληνα στη Μικρασία» και έφυγε απ’ το χωριό. «Οι δημοσιογράφοι ένιωσαν πως είχαν παρακολουθήσει κάτι που έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, μια τραγωδία όμως απ’ την οποία έλειπαν η τιμωρία και η κάθαρση, γιατί η ύβρη τιμωρείται μόνο στη φαντασία των θνητών κι η κάθαρση στον κόσμο μας δεν είναι πλέον δυνατή.» «Κι εσύ πώς ξέρεις τόσες λεπτομέρειες;» ρωτάει ο ένας δημοσιογράφος. «– Ο γέρος ήταν φίλος μου και το παιδί εκείνο που τον σκότωσε ήταν ο γιος μου. Η αποκάλυψη αυτή έκανε την καρδιά τους να συγκλονιστεί και να γεμίσει από φόβο κι έλεος. Η τραγική μορφή του γέρου ψήλωσε και δέσποσε στον χώρο. Και πάλι ο Νικολαΐδης ρώτησε τρέμοντας σχεδόν: – Κι εσύ τι κάνεις εδωπέρα; – Αυτό θα σας το πει ο φίλος σας.» Στην επιστροφή προς το τρένο ο Νικολαΐδης ξαναρωτάει: «– Μα δεν μου είπες, […] Τι θέλει μέσα σ’ ένα σπίτι όπου ο γιος του σκότωσε τον ιδιοκτήτη; – Μα δεν καταλαβαίνεις πράγματα τόσο φανερά! Ο γέρος είναι ΦΥΛΑΚΑΣ! Όχι απ’ τους συνηθισμένους. – Φύλακας! Φύλακας; [..] Και ποιος τον έβαλε και τι φυλάει; – Ε, αϊ στο διάβολο λοιπόν! φώναξε οργισμένος ο Γκολίτσης.» Μα στην πραγματικότητα και ο Νικολαΐδης είχε καταλάβει: «– Το ήξερα απ’ την αρχή! Το ήξερα! Κατάλαβα μόλις τον είδα! Τέτοια τρελή απόγνωση! Και να επιμένει να φυλάει κάποιες αρχές που τον σκοτώνουν!» (σσ. 220-221). Ο γέρος, δίπλα στην αυτοτιμωρία, φύλαγε με απόγνωση την ανθρωπιά. Σωστά ο Φάλκος μας υποβάλλει την ιδέα ότι πρόκειται για μια αρχαία τραγωδία, που όμως δεν μιμείται καμιά απ’ τις γνωστές μας τραγωδίες, γιατί είναι εντελώς πρωτότυπη.

– 294 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

Στο δεύτερο μέρος του αφηγήματος, που είναι εξίσου σημαντικό, οι δύο συνταξιδιώτες βρίσκονται σε κατάσταση Αρμαγεδδώνα. Ο όρος αυτός είναι εβραϊκός, προέρχεται από τη λέξη Har-Magedon (=βουνό της Μαγεδόν, που αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, 16,14 εξ.) και δηλώνει τον τόπο όπου κατά τη συντέλεια του κόσμου θα συγκεντρωθούν οι αμαρτωλοί και θα συντριβούν με φοβερούς σεισμούς και χαλάζι που θα εξαφανίσουν τις πόλεις, τα νησιά και τα βουνά. Στη μεταφορική χρήση της λέξης που υιοθετεί ο Φάλκος, δεν είναι πια ο θεός που τιμωρεί «αμαρτωλούς», αλλά άνθρωποι που με τα σύγχρονά τους όπλα εξαφανίζουν πόλεις και χωριά και κάνουν ανθρώπινες εκατόμβες, κυρίως άμαχων και αθώων. Το τρένο των δημοσιογράφων σταματά ξαφνικά, γιατί σε κοντινή απόσταση η τουρκική αεροπορία και στη συνέχεια το πεζικό εξαφανίζουν τα κουρδικά χωριά. (Στην πραγματικότητα εξαφάνισαν περίπου χίλια κουρδικά χωριά). Σε ένα από τα ανασκαμμένα αυτά χωριά οι δημοσιογράφοι βρίσκουν έναν τραυματία Κούρδο, τον Φερχάτ. Τον περιποιούνται όσο μπορούν, αλλά αυτός τελικά ξεψυχά στα χέρια του ενός απ’ αυτούς. Η περιγραφή του θανάτου του προδίδει ασφαλώς μεγάλη τέχνη και ανθρωπιά (σ. 226 εξ.): «Τις τρεις πρώτες ημέρες η κατάσταση του ξένου, […] φαινόταν στάσιμη. Την τέταρτη όμως μέρα ο ξένος καλυτέρεψε τόσο πολύ, ώστε δημιουργήθηκε η αισιοδοξία πως θ’ αναρρώσει γρήγορα. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που επέζησαν, κι ας είχαν σφαίρες μέσα στο κορμί τους. […] Την Πέμπτη όμως μέρα ο τραυματίας χειροτέρεψε απότομα. Έβγαλε πυρετό και στάθηκε αδύνατο να φάει κάτι. Χωρίς να έχουν γνώσεις ιατρικής, κατάλαβαν πως η κατάστασή του ήταν σοβαρή. – Τώρα τι κάνουμε; έλεγε ο Νικολαΐδης. – Θα τον βοηθήσουμε ως το τέλος. […] – Πού βρίσκεις δύναμη να είσαι δίπλα σε κάποιον που πεθαίνει; – Αυτά τα πράγματα τα έχεις μέσα σου ή δεν τα έχεις.» […] «Στις μέρες που ακολούθησαν ο Νίκος γύριζε στην εξοχή, ανέβαινε σε κάποιο λόφο και κοίταζε τη φύση που ήτανε πανέμορφη. Μετά όμως το βλέμμα του πήγαινε στις τεράστιες τρύπες που άνοιξαν οι άνθρωποι. Τον έπιανε απόγνωση και γύριζε στο σπίτι, όπου έβρισκε τον Πέτρο να δροσίζει με πανιά βρεγμένα το μέτωπο του τραυματία ή να κρατάει το χέρι του, να του μιλάει ελληνικά με φράσεις μαλακές, και ας μη καταλάβαινε ο άλλος. Τη δεύτερη κρίσιμη μέρα βρήκε τον τραυματία μισοαναίσθητο να κρατάει το χέρι του Γκολίτση και να το ’χει κοντά στα χείλη του. Βγήκε αμέσως αναστατωμένος κλαίγοντας σχεδόν. Κοιμήθηκε στην εξοχή. Τα ξημερώματα που μπήκε για να δει τι γίνεται, βρήκε τον τραυματία ελαφρά ανασηκωμένο πάνω στο στήθος του Γκολίτση. Κατάλαβε ότι ο ξένος ήταν πια νεκρός. Του φάνηκε πως όλα γύρω ήταν βαθυκόκκινα και βυσσινιά.» Τελικά ο Γκολίτσης αποφασίζει να μείνει εκεί στο ρημαγμένο χωριό σαν φύλακας -της ανθρωπιάς-, όπως ο γέρος. Ο Νικολαΐδης προσπαθεί μάταια να τον μεταπείσει (σ. 229): «– Άαα!!!... Τι τρέλα είναι αυτή!! Μα παραφρόνησες λοιπόν;! Θα γίνεις φύλακας κι εσύ όπως ο γέρος;! Αλλά εκείνος ήταν γέρος. Έμενε στην πατρίδα του, στον τόπο που γεννήθηκε. Εσένα εδώ είναι η πατρίδα σου;... Θα τρελαθώ! Εσύ

– 295 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

είσαι νέος κι έχεις μπροστά σου ολόκληρη ζωή! Α! Θα θαφτείς μέσα στην ερημιά παρέα με χαλάσματα;! Ποια σχέση έχεις εσύ με τους νεκρούς αυτούς, που πια κανένας δεν τους ξέρει; Εδώ μες στα χαλάσματα και τους νεκρούς στο τέλος θα παραφρονήσεις ή θα γίνεις μισάνθρωπος! Συγχώρα με που τελευταία έγινα ευσυγκίνητος και κλαίω συνεχώς, αλλά μη μου το κάνεις αυτό, σ’ εμένα τον φίλο σου, που τώρα πια σε νιώθει όσο κανένας άλλος!» Πραγματικά νιώθει κανείς την ανατριχίλα και το δέος που εμπνέουν οι αρχαίες τραγωδίες. Το αφήγημα αυτό εμείς κρίνουμε ότι ανήκει στα άριστα του τόμου. Ο ίδιος θεωρεί ότι είναι το καλύτερο μικρό έργο που έγραψε ποτέ.

29. ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η αφόρμηση για τη σύνθεση του μεγάλου αυτού αφηγήματος είναι η έκδοση της ποιητικής συλλογής του συγγραφέα Σχεδιάσματα με φως. Είχα τότε την ευκαιρία να σχολιάσω την ποιότητα της συλλογής αυτής και χαίρομαι, που έδωσε την αφόρμηση για τη σύνθεση αυτού του αφηγήματος με τον από πρώτη ματιά παράξενο τίτλο του. Όπως βέβαια αναπτύσσεται το αφήγημα, αναδεικνύεται η ευστοχία του τίτλου. Από το 1884 και στη συνέχεια της χρονολογίας αυτής έγινε πασίγνωστο το «πέτρινο βιβλίο», που στην πραγματικότητα είναι ενεπίγραφες πλάκες, στις οποίες ένας δάσκαλος της φιλοσοφίας, ο Διογένης από τα Οινόανδα της αρχαίας Λυκίας, στη νοτιοδυτική Τουρκία (απέναντι στο Καστελόριζο), κατέγραψε την επικούρεια φιλοσοφία, που ήρθε να μας δώσει πολλά στοιχεία για τον μεγάλο και παρεξηγημένο φιλόσοφο Επίκουρο (341-270 π. Χ.). Ο φιλόσοφος Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης βρίσκει ευκαιρία να αναφερθεί με συντομία στη φιλοσοφία του Επίκουρου, που ήταν πολέμιος του δογματισμού και της αυθεντίας, θρησκευτικής ή άλλης, και ζητούσε να ερευνήσει κανείς μόνος του τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ζωής, τι είμαι, πώς αντιμετωπίζω τους θεούς και το θάνατο, πώς μπορώ να ευτυχήσω, είμαι ελεύθερος, γιατί να νοιάζομαι για τους άλλους; Ο συγγραφέας με τόλμη σχολιάζει δεδομένα της ελληνικής αρχαιότητας και των χριστιανικών χρόνων και με παρρησία, χωρίς προκαταλήψεις, μας δίνει με πόνο ψυχής τις τεράστιες απώλειες της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας (σ. 235 εξ.) και καταλήγει: «Αυτά που έγιναν στα Οινόανδα επαναλήφθηκαν αμέτρητες φορές στη Μικρασία, έπειτα στην Ελλάδα και αλλού. Από τον «καταχθόνιο» ελληνικό πολιτισμό δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα. Η Νύχτα είχε πάρει πίσω αυτά που της απέσπασαν άνθρωποι τολμηροί... Όταν μετά από χίλια χρόνια εμφανίστηκαν τα νέα όργανα της Νύχτας, δεν βρήκαν και πολλά έργα εικαστικά να εξαφανίσουν. Υπήρχαν όμως τα βιβλία. Μόνο στα υπόγεια της μονής των Βλαχερνών οι φωτισμένοι χριστιανοί είχανε συγκεντρώσει εκατοντάδες τόμους μ’ έργα των Ελλήνων, για να τα σώσουν από τους φανατικούς και τη φθορά. Μα και πολλοί απ’ τους κοινούς θνητούς διατηρούσανε στα σπίτια τους, έστω και καταχωνιασμένα,

– 296 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

τα έργα των προγόνων τους. Όλα αυτά οι Τούρκοι τα πετούσανε στους δρόμους και τα ’βαζαν φωτιά. Οι δρόμοι άναψαν και έγιναν γυαλί. Στις φλόγες των βιβλίων οι γενίτσαροι στέγνωναν τα ρούχα τους. Μέσα σε λίγες νύχτες ένας ολόκληρος πολιτισμός είχε καεί. [...] (σ. 241). »Ακόμα κι αν μετά από έρευνες επίμονες και πολυχρόνιες των άλλων Ευρωπαίων γνωρίζουμε πολλές πλευρές από το πνεύμα των Ελλήνων, αυτά τα πενιχρά απομεινάρια, που πίσω τους κινείται μια ατομική ψυχή και μοίρα, μας ρίχνουν σε βαθιά μελαγχολία για όλα όσα χάθηκαν με την ενέργεια της Νύχτας.»

30. Η ΣΠΗΛΙΑ

Στο κείμενο αυτό ο Φάλκος αναπτύσσει έναν μύθο για μια ιδιότυπη σπηλιά που βρίσκεται στο κέντρο της Μ. Ασίας. «Σε όσους στέκονται στο στόμιο της σπηλιάς, που είναι φαρδύ πάνω από πέντε μέτρα, δημιουργείται η αίσθηση του τρομακτικού και του υπερφυσικού. Γι’ αυτό κάποιοι θεώρησαν τη σπηλιά αυτή σαν αφαλό της γης. Παρόμοια σπηλιά υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά και στην παλιά Αμερική, και θεωρούνταν πάντα «ομφαλοί» της γης. Για κάποιες φοβερές σπηλιές κάποιοι πιστεύουν ότι καταλήγουνε στον Άδη, και αν κανείς επιθυμεί να τον επισκεφθεί ζωντανός, δεν έχει παρά να κατεβεί στο βάθος τους.» (σ. 243). Η σπηλιά του Φάλκου είναι, μεταφορικά, ένα χωνευτήρι της ανθρωπότητας. Εκείνος που κατέρχεται παρατηρεί σταδιακά σημαντικές διαφορές, αλλά και αλλοιώσεις της συνείδησης: «Το κύριο ενδιαφέρον είναι -αυτό το βεβαιώνουν όλοι- ότι καθώς κατέρχεται κανείς, μεταβάλλεται ριζικά η ψυχολογία, και οι αισθήσεις του ανθρώπου λειτουργούν διαφορετικά. Αυτό το αποδίδουν στην έκλυση αερίων ή ακτινοβολιών διαφορετικών στα διάφορα επίπεδα. Το βέβαιο είναι ότι στο δεύτερο επίπεδο της κατάβασης, ας πούμε έπειτα απ’ τα πενήντα μέτρα, δημιουργούνται ξαφνικά έντονες παραισθήσεις πως παρακολουθεί κανείς ένα τρισάθλιο θέατρο, όπου οι κεφαλές των θεατρίνων είναι όλες ίδιες -κάποιοι τις περιέγραψαν σαν μπάλες από καουτσούκ-, μα οι ενδυμασίες, τα καπέλα και τα εμβλήματά τους διαφέρουν. […] Τα εμβλήματα που βλέπουν οι σπηλαιολόγοι δεν θα τα αναφέρω, γιατί θα γέμιζαν ένα βιβλίο με πιθανό εξώφυλλο μια σβάστικα. Η μόνη λέξη που κραυγάζουν όλες αυτές οι σκοτεινές μορφές είναι «εγώ», που είναι δυνατό να ερμηνευτεί ως: «εγώ είμαι ανώτερος», «εγώ είμαι πιο δυνατός», «εγώ είμαι πιο ικανός να εξουσιάζω», «εγώ ανήκω σε μια ράτσα ανώτερη ή σε φυλή που διάλεξε ο θεός», «εγώ μπορώ να βλάπτω και να δολοφονώ με δίχως τιμωρία». […] Αυτοί που συνεχίζουν την κατάβαση με τα σκοινιά […] βρίσκονται πια σ’ αυτό που ονομάζουν «επίπεδο των θρήνων». Εδώ οι παραισθήσεις μεταβάλλονται, κι εκείνοι που κατέρχονται βλέπουν μπροστά τους ολοζώντανες τις δυστυχίες που έζησαν οι ίδιοι ή που τις άκουσαν από άλλους, αλλά και δυστυχίες που δεν άκουσαν ποτέ, αλλά τις επινόησε το σκοτισμένο τους μυαλό ή κάποιος άλλος που τις έβαλε εκεί. […] Οι λίγοι τολμηροί που συνεχίζουν την κατάβαση […] παρατηρούν ότι στους γρανιτένιους τοίχους της σπηλιάς κατρακυλούν διάφορα χρωματιστά ρυάκια, και υποστηρίζουν ότι άλλα απ’ αυτά προέρχονται απ’ τον θυμό και τη χολή

– 297 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

των θεατρίνων για όσους δεν τους αποδέχονται, από τις σάρκες που αλέθουν οι φονικές τους μηχανές, αλλά τα περισσότερα προέρχονται απ’ τον ιδρώτα και το αίμα των αθώων. Και όλα τα ρυάκια αυτά κατρακυλάνε προς τα κάτω, σε χωριστές τροχιές, που αργότερα συγχέονται και δημιουργούν κράματα αξεδιάλυτα. Από εδώ και πέρα οι φίλοι της κατάδυσης […] διατυπώνουν την υπόθεση, έστω την υποψία, πως τα ρυάκια αυτά, που είναι το απόσταγμα της οικουμένης, καταλήγουν σ’ ένα τεράστιο χυτήριο, όπου ανακατεύονται με λάσπη κι άλλα γαιώδη υλικά και χύνονται σε νέα φαινομενικά, αλλά παρόμοια με τα παλιά καλούπια. Έτσι δημιουργούνται οι νέοι άνθρωποι, με τη μορφή -σε πρώτο στάδιο- παράξενων αγγέλων-νυχτερίδων, αυτών που έβλεπαν να ανεβαίνουν, όταν αυτοί κατέβαιναν στο βάθος.» (σ. 244 εξ.) 31. ΤΟ ΝΗΣΙ

Το κείμενο αυτό αναφέρεται στην επίσκεψη του Σώτου Αβραμίδη σ’ ένα ανώνυμο ξερονήσι που το δέρνουν τα κύματα και οι άνεμοι της απέναντι μικρασιατικής ακτής. Ο «σκοπός» της επίσκεψης αυτής φανερώνεται καθαρά και από τη θέση του νησιού, αλλά κυρίως από το σημειωματάριο του επισκέπτη του ξερονησιού που βρέθηκε αργότερα. Ο παράξενος επισκέπτης παρουσιάζεται άνθρωπος με στοχασμό, αυτοαναλύεται και αναλύει δεδομένα της ιστορίας. Είναι αυτά που έπαθε η Ελλάδα σ’ όλους τους αιώνες από τον φοβερό άνεμο της Ανατολής. Ο ήρωας δεν καταδέχεται να λησμονήσει. Εκτίθεται στους φοβερούς ανέμους, που στην περίπτωσή του αποδείχτηκαν θανατηφόροι. Ο αδελφός του τού λέει τη στιγμή που ξεψυχάει: «Δυστυχισμένε, πώς κατάντησες τον εαυτό σου! Είχες ανέκαθεν την αφροσύνη ν’ αφήνεις ανοιχτές τις πόρτες σου στο έλεος των καιρών!». 32. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Προς το τέλος του τόμου, τα αφηγήματα κινούνται μέσα στον μικρασιατικό απόηχο και στο όργωμα των συνειδήσεων που αυτός προκάλεσε. Τρεις άνθρωποι μικρασιατικής καταγωγής διαλέγονται στο κείμενο αυτό. Ο ένας είναι ο συγγραφέας, που είναι μικρασιάτης απ’ την πλευρά του πατέρα του. Ο τίτλος του κειμένου χρησιμοποιείται μεταφορικά. Η γνωστή ατιμωρησία των τουρκικών, αλλά και γενικότερα των εγκλημάτων, γεννάει φοβερά ηθικά και μεταφυσικά ερωτήματα. Υπάρχει τάχα θεία Δίκη; Στην περιπατητική συζήτηση που κάνουν οι τρεις φίλοι κυριαρχεί αρχικά η ανάλυση του δικηγόρου Κ. Σιμωνίδη, που εκφράζει την σαρκαστική άποψη ότι οι δαίμονες κρατούν τεφτέρια των ανομιών και τιμωρούνε τους αθώους απογόνους των εγκληματιών μετά από πολλές γενιές (σ. 259). Στη συνέχεια λειτουργεί ανατρεπτικός ο δικαστής Μενέλαος Μαυρίδης, που λέει ότι ζητούν πάρα πολλά από τη δικαιοσύνη: «Λοιπόν αυτοί που ασχολούνται ερασιτεχνικά με τη δικαιοσύνη ξεκόλλησαν από την πρακτική ζωή μας το αίσθημα δικαίου και το ’βαλαν μες

– 298 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

στους ναούς! […]. Κι έπειτα της ζητούν να κάνει πράγματα που είναι αδύνατο να γίνουν. Πού να βρεθούν εκείνοι που εγκλημάτησαν στο παρελθόν; […] Και τι παράλογη ιδέα το να τιμωρηθούν είτε απλώς να νιώθουν ενοχές κάποιοι απόγονοί τους! Αντί να ωφεληθεί η ανθρωπότητα απ’ τη δικαιοσύνη, θα βυθιστεί σε απόγνωση! Και μάλλον δεν θα επιβιώσει κάτω από το βάρος τέτοιων ενοχών! […] Η δικαιοσύνη […] ρυθμίζει και δεν θέλει τίποτε να πει. Οι δικαστές της εφαρμόζουν τους νόμους των ανθρώπων. Στέκονται μπρος σ’ ένα παράθυρο, δικάζουν, κι έπειτα κλείνουν το παράθυρο και πάνε σπίτι τους, χωρίς να εκφέρουν κρίσεις για το ποιον της ανθρωπότητας ή των θεών». «Αυτά που λες τα σκέφτομαι κι εγώ καμιά φορά», λέει ο αφηγητής. «Και πού κατάληξες;» «Αντί να απελπίζομαι μέσα σ’ ένα άδειο δικαστήριο που εφαρμόζει νόμους κι οδηγίες, φτιάχνω ένα άλλο δικαστήριο με δικαστές τις συνειδήσεις.» (σσ. 259-261). Εφόσον λοιπόν η θεία Δίκη κωφεύει κι αδρανεί και η ανθρώπινη δικαιοσύνη ενεργεί μηχανικά, λίγοι άνθρωποι σοβαροί με οξυμμένη ηθική ευαισθησία και συνείδηση, φτιάχνουν ένα «δικαστήριο συνειδήσεων», κι αυτός θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος όλων των αφηγημάτων. Γιατί το βάρος της συνείδησης το συναντάμε σ’ όλα τ’ αφηγήματα. Είναι το «ειδικό βάρος» του Φάλκου ως λογοτέχνη και ως φιλοσόφου. 33. ΤΟ ΧΑΣΜΑ

Στο κείμενο αυτό ο συνομιλητής του Φάλκου είναι ένας συνταξιούχος γιατρός, συμπατριώτης του Μικρασιάτη πατέρα του. Το ενδιαφέρον στο κείμενο αυτό είναι το «χάσμα» που χρεώνει ο Φάλκος στον συνομιλητή του, που στην ουσία είναι ένα «φερέφωνο» του συγγραφέα. Το χάσμα αυτό αναφέρεται στο μεταφυσικό θέμα: «Δεν ήμουν άθεος. Ήμουν απλώς αδιάφορος για τη θρησκεία. Έβαζα, όπως λέτε, σε «παρένθεση» τη μεταφυσική. Δεν το απέκλεια να καταπιαστώ κάποτε και μ’ αυτήν. Το χάσμα μέσα μου το άνοιξε μια κάθετη σπαθιά, που νοηματικά έπαιρνε τη μορφή ενός απλού «γιατί», και φυσικά εννοώ «γιατί να σφάζονται οι αθώοι». Ξέρεις πως σ’ όλο τον πλανήτη γίνεται ένας φόνος κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτή είναι η πραγματική μας ιστορία.» Και ο συνταξιούχος γιατρός λέει για τον θεό: «Φτιάχνοντας όπως έφτιαξε τον κόσμο, ήταν υπεύθυνος για το κακό. Αν ήταν παντοδύναμος, θα είχε καταργήσει στο λεπτό την οικουμένη των ανθρώπων, αυτήν τη βασιλεία χοίρων και σκορπιών. Αλλά δεν το ’καμνε. Μας κοίταζε, όπως εμείς κοιτάμε τα κοκόρια που τα βάζουμε να σκοτωθούν.» Ο Φάλκος έχει υπόψη του και τροποποιεί την αρχαιοελληνική αντίληψη πως κάποτε οι θεοί αποφάσισαν να καταστρέψουν την ανθρωπότητα εξαιτίας της ανομίας της. Αυτές οι υποθέσεις είναι απότοκες της ηθικής απόγνωσης των ευαίσθητων ανθρώπων. Εκείνο που κατά τον Φάλκο μας βοηθάει κάπως να συνεχίσουμε είναι η άμβλυνση με τον χρόνο της ηθικής συνείδησης και η λήθη: «Με τέτοιες κι άλλες σκέψεις, κύλησε μια δεκαετία, ώσπου κατάλαβα πως μέσα μου το χάσμα γέμισε σιγά-σιγά με πέτρες, σάρκες, κόκαλα και λάσπες, κι έγινε πάλι αυτός ο τόπος που όλοι ξέρουμε, εδώ που περπατάμε, εγώ κι εσύ, σ’ αυτό το ήρεμο απόγευμα, που βγήκες για να ξανασάνεις λίγο.» (σ. 266).

– 299 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

34. Ο ΣΠΟΡΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΙΨΕΙ

Στο κείμενο αυτό ένας Έλληνας, ο Μάρκος Καπουσίδης, συναντά στη Σμύρνη τον Αράντ Σερχάντ, έναν Τούρκο κουρδικής καταγωγής, ύστερα από μια πεντηκονταετία. Στο παρελθόν, στο περιθώριο των μαχών του 1920-1921, ο Κούρδος κατεδίωκε τον Έλληνα, που βέβαια αμυνόταν σθεναρά. Σε μια στιγμή μια μεγάλη νεροποντή άρχισε να παρασύρει στο βαθύ ρέμα μια παράγκα Τούρκων προφανώς- που βρέθηκε μπροστά τους. Από μέσα ακούγονταν γυναικείες και παιδικές φωνές απελπισίας. Ο Έλληνας, από ανθρωπισμό, συγκράτησε με το σώμα του την πτώση της παράγκας, χωρίς να υπολογίσει ότι ο Κούρδος θα τον πυροβολούσε. Αλλά ο Κούρδος που είχε κι αυτός στο βάθος ηθικό μεγαλείο, ήρθε και τον βοήθησε στο έργο του. Η πράξη τους αυτή τους συμφιλίωσε. Τώρα στη συνάντησή τους κάνουν μια φιλική και εξομολογητική συζήτηση, που οδηγεί στη δικαιολόγηση του τίτλου του κειμένου αυτού. Ο Κούρδος είναι πολύτεκνος, ο Έλληνας άτεκνος, ο πρώτος χαίρεται την πολυτεκνία του και μένει εμβρόντητος, όταν ο συνομιλητής του τού αναπτύσσει τους λόγους της συνειδητής ατεκνίας του: «Κατηγορώ την εποχή μου και την αδικώ. Δεν θέλω αυτήν την αγωνία να την κληροδοτήσω στα παιδιά μου. Νιώθω σαν ένα εμπόδιο στη φυσική ροή του κόσμου. Η ράτσα μου πρέπει ν’ αφανιστεί!» (σ. 270). Με πολλούς τρόπους ο Φάλκος μας λέει αυτό που αισθάνεται πραγματικά: Ο ευαίσθητος και ηθικός άνθρωπος δεν έχει θέση σ’ αυτόν τον άγριο κόσμο, που προβλέπεται να γίνει αγριότερος: «Προβλέπω χρόνους χαλεπούς! […] Τα μέσα ενημέρωσης κι οι συνειδήσεις ελέγχονται απόλυτα απ’ τους χρηματιστές. Ήδη παραμερίζονται τ’ αρχαία γράμματα που αποτελούν εμπόδιο για τους αχρείους. Παντού ο λήσταρχος κάνει παρέα με τον δικαστή. Κι ενώ περιφρονείται η ζωή και καταστρέφεται η φύση, η επιστήμη ετοιμάζει μανιωδώς νέους γύρους θανάτου. Γι’ αυτούς που έχουν απομείνει άνθρωποι, ανοίγει νέα εποχή θλίψης και αγωνίας. Η ατομική αισιοδοξία δεν έχει νόημα μπρος στην απίστευτη θρασύτητα αυτών που κυβερνούν!» (σ. 271). Τα λόγια του Έλληνα φέρνουν σε κατάσταση σύγχυσης τον Κούρδο, που στην αμηχανία του ζητά από τον συνομιλητή του να χαρακτηρίσει τον εαυτό του. Κι εκείνος (στην κατακλείδα του κειμένου αυτού στη σ. 272) του απαντά: «Θαρρώ στο είπα ήδη. Είμαι ο σπόρος που πρέπει να λείψει». 35. Ο ΜΝΗΜΩΝ

Προχωρώντας προς το κλείσιμο του τόμου ο Φάλκος αισθάνεται την ανάγκη να υψωθεί λίγο πάνω απ’ το συγκεκριμένο σε γενικότερες ποιητικές και φιλοσοφικές συνάμα θεωρήσεις. Το αφήγημα «Ο μνήμων» -όπως και το αφήγημα «Το δικαστήριο»- κινείται μέσα στον ευρύτερο μικρασιατικό απόηχο. Είναι σαν ένα ποιητικό και φιλοσοφικό σχόλιο που εξετάζει μερικές πλευρές του θέματος ΜΝΗΜΗ, που είναι κεντρικό σε όλα σχεδόν τα έργα του Φάλκου. Γιατί η μνήμη σχετίζεται άμεσα με τα θλιβερά έργα της ανθρωπότητας, με τα οποία καταπιάνε-

– 300 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

ται ο Φάλκος. Θα τα θυμόμαστε αυτά ή θα τα λησμονούμε -όπως μας «συμφέρει»- σε μια προσπάθεια κατανόησης και αποτίμησης της ανθρώπινης ζωής; Στο τρομακτικό αυτό ζύγισμα του καλού και του κακού κατατείνουν όλα σχεδόν τα αφηγήματα αυτού του τόμου. Ώστε το συγκεκριμένο αφήγημα, ενώ εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση ενός ιντερμεδίου -αξιόλογου από μόνο του λογοτεχνικά-, ωστόσο συνδέεται οργανικά με τα υπόλοιπα αφηγήματα. Ένας ηλικιωμένος ανώνυμος Καθηγητής συναντά στη Φοιτητική Εστία έναν ανώνυμο φοιτητή του. Η επίσκεψη του Καθηγητή έχει τη σκοπιμότητά της: η μνήμη του είχε αρχίσει να εξασθενίζει κάπως αφύσικα, ενώ ο φοιτητής είχε τη φήμη ότι είχε ισχυρή μνήμη. Ο Καθηγητής, λοιπόν, υποπτεύεται ότι ο φοιτητής έχει βρει ή έχει επινοήσει κάποια μνημοτεχνική, που θα του ήταν ίσως δυνατό να την εφαρμόσει και στην προσωπική περίπτωσή του. Στη συνάντησή τους κολακεύει τον φοιτητή, επειδή έχει περίσσεια μνήμη, ενώ εκείνος έχει εξασθενημένη μνήμη. Ο φοιτητής αντιδρά: «Είμαι μια μνήμη. Δεν είμαι μια προσωπικότητα. Αυτά τα δυο δεν φαίνεται να συμβαδίζουν.» (σ. 275). Μα στη συνέχεια θα πει πιο ουσιαστικές αλήθειες: «Η ιστορία […] είναι σχεδόν μονάχα αίμα, και λίγα πράγματα καλά, διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Εσείς οι άλλοι λησμονείτε εύκολα τα βασικά, το προαιώνιο έγκλημα που έχει πλέον κατακλύσει κάθε γωνιά του είναι μας. Θυμάστε μόνο τα ελάχιστα καλά. Εμένα με ρωτάτε, που τα θυμάμαι όλα, αδιάκριτα, χωρίς επιλογή; Αλλά, για να ’μαι ειλικρινής, δεν χρειάζεται να με λυπάστε. Ακόμα κι όταν βλέπω όλ’ αυτά τα επώδυνα, τα βλέπω όπως κι εσείς, δηλαδή παρατακτικά, όπως τα ονόματα του καταλόγου, και δεν τα συσχετίζω μέσα μου και προπαντός δεν τα αθροίζω. Κι αυτό είναι θαρρώ εκείνο που μας σώζει όλους μας, κι εσάς κι εμένα. Σκεφτείτε ν’ άθροιζε κανείς, χωρίς αφαίρεση, αυτά που έκαναν οι άνθρωποι έστω και σε μια σύντομη περίοδο, σε μια ώρα, -τι λέω!- σ’ ένα δευτερόλεπτο! […] Πάρτε ένα χαρτί διαφανές, […] και ζωγραφίστε πάνω του μία ενέργεια συνηθισμένη, ας πούμε έναν βιασμό. Σ’ ένα άλλο χαρτί σχεδιάστε μιαν απάτη, σ’ άλλο μια προσβολή, σ’ άλλο μια ομαδική σφαγή κτλ. […] Πάρτε τώρα μπροστά σας όλα τα χαρτιά -που σας θυμίζω ότι είναι διαφανή- και βάλτε τα το ένα πάνω στ’ άλλο. Τι σχηματίζεται; Τίποτε το γνωστό, κάτι εντελώς ακατανόητο, παράλογο. Αλλ’ από μέσα πλέον αναδύεται μια μαύρη δύναμη, μια δύναμη τεράστια, συντριπτική: ο Διάβολος! […] Μα […] ευτυχώς οι σελίδες των βιβλίων μας δεν είναι διαφανείς. Και δεν κοιτάζουμε ποτέ αθροιστικά τα όσα είναι γραμμένα παρακάτω. Αυτό είναι το πλεονέκτημα όλων εκείνων που έχουν μια προσωπικότητα περιχαρακωμένη και ξεχωρίζουνε τον εαυτό τους απ’ τους άλλους, σα να ’τανε σελίδες χωριστές. Έτσι μπορούν να ξαναρχίζουν τα ίδια εγκλήματα, πάλι και πάλι, στο άπειρο.» (σσ. 277-8). Η ανθρωπότητα που λησμονεί, για να μπορέσει να ζήσει απαλλαγμένη από τύψεις κι ενοχές, επιδίδεται αιωνίως στα ίδια εγκλήματα, εφόσον τα λησμονημένα προγενέστερα εγκλήματα δεν βρίσκονται πια στη συνείδησή της, ώστε να την συγκρατήσουν κάπως. Από τα δύο φριχτά κακά, την διαρκή παρουσία στη συνείδηση του εγκληματικού παρελθόντος, κι από την πλήρη λησμονιά, τη διαγραφή, την άρνηση ότι μας βαρύνουν αυτά που έπραξαν τ’ αδέρφια μας, οι φίλοι μας, οι ομοϊδεάτες μας, οι συμπατριώτες μας κτλ., ο Φάλκος προκρίνει την πρώ-

– 301 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

τη κατάσταση, που οδηγεί μεν στην απελπισία και την κατάθλιψη, αλλά συγκρατεί κάπως τον άνθρωπο απ’ τα καινούργια εγκλήματα. Θεωρεί λοιπόν τον άνθρωπο πιο αποδεκτό σε μια κατάσταση ενοχής, παρά σε μια κατάσταση μη ενοχής κι ελευθερίας, όπως αυτή που προτείνει ο Σαρτρ, παραδείγματος χάρη. 36. ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ

Για την παρουσία στον τόμο αυτό του αφηγήματος «Οι Δίκαιοι» ισχύουν τα όσα γράψαμε για «Το δικαστήριο» και το «Ο μνήμων». Τα αφηγήματα αυτά μόνο φαινομενικά διαφέρουν από τα άλλα, με τα οποία έχουν ουσιαστική συνάφεια. Μάλιστα η παρουσία τους ολοκληρώνει το έργο, που χωρίς αυτά θα έμοιαζε κάπως λειψό, για έναν εννοείται απαιτητικό αναγνώστη. Το αξιοσημείωτο και στο βάθος σπαρακτικό αυτό αφήγημα έχει όμοιο τίτλο με το σπουδαιότερο ίσως έργο του Φάλκου, το μυθιστόρημά του Οι Δίκαιοι, που αργότερα ξανατυπώθηκε ριζικά αναπλασμένο με τον τίτλο Το Χρονικό των Δικαίων. Στο μυθιστόρημα εκείνο «δίκαιοι» αποκαλούνται έμμεσα οι άνθρωποι που προσπαθούν να αποσείσουν το κακό, την αδικία, είναι όμως γι’ αυτό αναγκασμένοι να καταφύγουν και οι ίδιοι στον φόνο, έστω των εχθρών. Στο έργο εκείνο αναπτύσσεται ο βαθύτατος προβληματισμός ενός από τους δίκαιους, ενός υπερβολικά ευαίσθητου και αγνού ατόμου, του Τηλέμαχου, που προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει την αγνότητά του μέσα στην γενική κατάπτωση και συμφορά. Οι Δίκαιοι του αφηγήματος που εξετάζουμε δεν έχουν σχέση ειδική με τους ομόλογούς τους του μυθιστορήματος. Είναι μια δήθεν ξεχωριστή τάξη ανθρώπων, που σπάνια παρουσιάζονται, και που το έργο τους εμφανίζεται σαν μυστήριο και μεταφυσικό, ενώ στο βάθος εκφράζουν τον σπαραγμό της καρδιάς του συγγραφέα, αλλά και καθενός που συμμερίζεται τις ευαισθησίες του: «Εκείνο που μας χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα, είναι η παθιασμένη αγάπη μας για τη ζωή, κάθε μορφή ζωής. Μια αγάπη εντελώς παράφορη […]. Όχι, δεν έχουμε επιχειρήματα πως η ζωή αξίζει να αγαπηθεί και να συντηρηθεί. Μήπως εσύ έχεις αντίθετα επιχειρήματα, οριστικά, αποφασιστικά; […] »Είμαστε ιερείς και μεσολαβητές. […] Δεν απευθυνόμαστε σ’ ένα ορισμένο πρόσωπο ή οντότητα, […] Εκπέμπουμε με σταθερότητα, διαχέουμε μια προσευχή, μια ικεσία, που δεν γνωρίζουμε ποιος θα την παραλάβει. […] σαν κάποιο σήμα που εκπέμπουν κάποιοι από έναν κόσμο που είναι δίπλα στην αυτοκαταστροφή, χωρίς να ξέρουν καν αν εισακούγονται, και με την υποψία πως θα ακουστούν, αφού συντελεστεί η καταστροφή. […]. »Όλοι λεγόμαστε Δίκαιοι, αλλά ανάμεσά μας μόνο ένας είναι Δίκαιος πραγματικά. Αυτός, μόλις φανερωθεί […] αρχίζει μια περίοδος αγαλλιάσεως και θρήνου. Γιατί ο Δίκαιος, ο μόνος, ο αυθεντικός, θα συγκεντρώσει πάνω του όλη τη συμφορά, και προορίζεται να ζήσει σε κατάθλιψη, γιατί αυτός δεν έχει αυταπάτες. Ξέρει καλύτερα από μας πόσο ανάξια είναι η ζωή που αγαπά, ξέρει τις σκοτεινές πλευρές της, και όμως εξακολουθεί ν’ αγαπά, ενστικτωδώς, σαν δύναμη της φύσης, με μια αγάπη εντελώς τεράστια. Εμείς λοιπόν είμαστε απλοί ικέτες, αυτός είναι ο Πάσχων. […] Πάντοτε μεταφορικά μιλώντας, μας σώζει μπρος στις

– 302 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

συνειδήσεις μας και μας βοηθάει να εκπέμπουμε ενέργεια σωστική, παράκληση γι’ αναβολή της τελικής καθαίρεσης.» (σσ. 282-3). Ποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο Δίκαιος, ο Πάσχων, υπάρχει ολοζώντανος μες στην καρδιά αυτού που τον συνέλαβε, μέσα στην διχασμένη και τραγική καρδιά του φιλοσόφου και ποιητή Φάλκου; 37. ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

Στο κείμενο αυτό ο Φάλκος συζητά μ’ έναν Μικρασιάτη, και αναφέρεται στην ηθική φιλοσοφία, που έχει απασχολήσει τον φιλόσοφο Τάσο Αρβανιτάκη σε πολύ αξιόλογες εργασίες του. Κυρίως όμως αναφέρεται στη δουλειά του για τον Ηράκλειτο, που κυκλοφόρησε το 1999. Ο Μικρασιάτης του αφηγήματος επισκέφτηκε την πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια: «Μετά από χρόνια γύρισε [ο Ηράκλειτος] στον τόπο που γεννήθηκε, καθώς πέρσι εγώ. Αυτός ο ήλιος ήταν ίδιος και δεν ήταν. Ήτανε σάμπως να γεννιόταν άλλος καθημερινά. Πήγε και στο ποτάμι. Οι όχθες ήταν ίδιες και δεν ήταν, τα νερά ήταν ίδια και δεν ήταν, ο ίδιος ήταν ίδιος και δεν ήταν. Ένιωσε ότι ήτανε αδύνατο να ξαναβρεί εκείνη τη χαμένη ενότητα με την πατρίδα. Στάθηκε και συνέλαβε τη φράση αυτή που ταξιδεύει μέσα στους αιώνες: «Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι!» Έτσι η φιλοσοφία του, από προφητική και μυστική, έγινε τραγική.» (σσ. 286-287). Στη μεταφορά αυτή και την μετάπλαση των θέσεων του εφέσιου φιλοσόφου λειτουργούν με αγαστή ενότητα ο φιλόσοφος και ο ποιητής Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης. 38. Η ΝΥΧΤΑ

Το τελευταίο κείμενο του τόμου, που με τον τίτλο του τον κλείνει συμβολικά, καλύπτεται από την αφήγηση ενός γέρου μικρασιάτη, του κυρ Σταύρου, που είχε χάσει το ένα χέρι του από ατύχημα και το άλλο από μια σπαθιά από κάποιον Τούρκο. Ο Φάλκος τον βάζει να μας μιλά για τις περιπέτειες της ζωής του και να ολοκληρώνει με την περίπτωσή του το μαρτυρολόγιο των αναρίθμητων Μικρασιατών που μέσα σ’ ένα φρικτό «πογκρόμ» έχασαν την αρτιμέλεια ή τη ζωή τους. Ο κυρ Σταύρος με τα προσωπικά δεδομένα του ήταν φυσικό να μισεί τους Τούρκους, όμως κάνει γι’ αυτούς αντικειμενικές, όσο μπορεί, παρατηρήσεις. «Παλαιότερα μιλούσαμε για τις γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ποντίων. Έζησα τον δικό μας τον ξεριζωμό. Τώρα γίνεται λόγος για την εξόντωση των Κούρδων. Έζησα από κοντά τους Τούρκους. Κάποιοι τους είναι αγαθιάρηδες και μπουνταλάδες. Πολλοί είναι καλοσυνάτοι, κι υπάρχουνε ανάμεσά τους αρκετοί που είναι τίμιοι και καθαροί. Δεν είναι ασφαλώς χειρότεροι από άλλους λαούς. Και κάθε τόσο το σκοτάδι κατεβαίνει μες στα μάτια τους! Τους κυριεύει φανατισμός κι η τρέλα της κυριαρχίας! Σφάζουνε τους λαούς της Μικρασίας. Μας σφάζουν και μας αδικούν, κι έπειτα μας μισούν, που μας αδίκησαν… Αν είχα χέρια να παλέψω, δεν θα ζητούσα να παλέψω μ’ έναν Τούρκο. Θα πάλευα με τη Νύχτα!» (σ.

– 303 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

293). Τις αποτιμήσεις μου τις έκανα στα επιμέρους αφηγήματα και δεν χρειάζεται να τις συνοψίσω εδώ. Μετά την περιήγησή μου στα κείμενα του τόμου αυτού διάβασα τις συνοπτικότερες, αλλά πολύ διεισδυτικές επισημάνσεις της Χαράς Μπακονικόλα, που προτάσσονται στη λογοτεχνική εργασία του Φάλκου, και του Βάϊου Λάζου, που επιτάσσονται. Ο φιλόσοφος-ποιητής ευγνωμόνως φιλοξενεί στο έργο του αυτό τις επισημάνσεις τους. Θα τους τιμήσω και εγώ αντιγράφοντας την τελευταία παράγραφο των ερμηνευτικών δοκιμίων τους. Η πρώτη σημειώνει. «Ο συγγραφέας δεν αισθάνεται καθόλου όπως ο απλός άνθρωπος, που καταφεύγει εύκολα σε διάφορα άλλοθι, προκειμένου να κοιμάται ήσυχα τη νύχτα. Η Νύχτα του είναι νύχτα αγρύπνιας και επώδυνης διερώτησης πάνω στο εγκόσμιο κακό: μια νύχτα «λευκή», στοιχειωμένη από ένα αίσθημα ευθύνης, που ο Φάλκος το εκμυστηρεύεται σ’ εκείνους που τον διαβάζουν, κοινωνώντας τους την αγωνία ενός ποιητή-φιλοσόφου που δεν καταδέχεται να αγνοεί την Ιστορία» (σσ. 11-12). Πράγματι, ο φιλόσοφος-ποιητής, ένας doctus poeta, είναι αποδέκτης των μεγάλων ανθρωπολογικών ερωτημάτων που γεννά η μελέτη της ιστορίας. Ο δεύτερος σχολιαστής σημειώνει για το αφήγημα «ο φύλακας»: «Το αφήγημα αυτό που ολοκληρώνεται με σκηνές άπειρης ανθρωπιάς και συζητήσεις εξίσου πολυσήμαντες, τόσο εξαιτίας της δραματικής του σύλληψης, όσο και της αριστοτεχνικής εκτέλεσης, είναι ασφαλώς ένα από τα δυνατότερα που έγραψε ο συγγραφέας και ίσως, κατά την ταπεινή μου πάντα κρίση, ένα απ’ τα σημαντικότερα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας» (σ. 301).

– 304 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

ΜΑΡΩ ΤΣΟΥΡΑΠΑ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ «Ο ΣΠΟΡΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΕΙΨΕΙ» ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ Εξαιτίας των σπουδών μου στη συγκριτική λογοτεχνία, έχω την τάση να αναζητώ στα έργα που διαβάζω ομοιότητες και διαφορές με άλλα προγενέστερα ή σύγχρονα, και μάλιστα όχι τις ολοφάνερες, αυτές που «βγάζουν μάτι», αλλά τις άλλες, τις λεπτότερες, που και ο ίδιος ο συγγραφέας μπορεί να μην τις υποψιάστηκε, γιατί είναι υποσυνείδητες. Ρώτησα τον Φάλκο, αν γράφοντας το αφήγημα «Ο σπόρος που πρέπει να λείψει», που περιλαμβάνεται στο έργο του Τουρκές η Νύχτα (σ. 267 εξ.), αν όταν το συλλάμβανε και το συνέθετε είχε στο βάθος της συνείδησής του το τέλος της Ιλιάδας, τη σκηνή της συνάντησης του Αχιλλέα με τον Πρίαμο, που ο Φάλκος θεωρεί ως κορυφαίο επεισόδιο στην παγκόσμια λογοτεχνία. Αφού σκέφτηκε λίγο, μου είπε: «Δεν νομίζω… Αλλά τώρα που το λες… Ίσως υποσυνείδητα.». Στο σημείωμα αυτό θα επιχειρηματολογήσω υπέρ κάποιας συνάφειας των δύο επεισοδίων, που είναι μεν μακρινή ως προς τα συγκεκριμένα γεγονότα, τους χαρακτήρες και τη φιλοσοφία των ηρώων, υπάρχουν όμως αναφορές ή καταβολές που προσεγγίζουν τα δύο επεισόδια. Ας δούμε πρώτα το σχετικό επεισόδιο της Ιλιάδας. Τα όσα προηγήθηκαν από τη συνάντηση του Πρίαμου με τον Αχιλλέα είναι λίγο-πολύ γνωστά, γι’ αυτό θα είμαι συνοπτική. Ο Πρίαμος αποφασίζει να πάει να βρει τον Αχιλλέα, για να τον παρακαλέσει να του δώσει το σώμα του γιου του Έκτορα, για να το θάψει. Κορυφαία στιγμή και από μόνη της, αλλά προπαντός από τον τρόπο της αφήγησής της από τον Όμηρο. Ποιος είναι ο Πρίαμος; Κάποιος που ο Αχιλλέας του σκότωσε όλα σχεδόν τα παιδιά! Και πάει να βρει τον φονιά των παιδιών του, να τον παρακαλέσει! Ποιος είναι ο Αχιλλέας; Κάποιος που ξέρει ότι δεν θα ζήσει πολύ, ότι θα πεθάνει νέος, και προσπάθησε γι’ αυτό τη σύντομη ζωή του να την κάνει ένδοξη. Πώς; Σκοτώνοντας παιδιά σαν εκείνα του Πρίαμου! Οπωσδήποτε και οι δύο μορφές είναι βαριά χτυπημένες και τραγικές, με διαφορετική τραγικότητα η καθεμιά. Και ίσως έχει δίκιο ο Αισχύλος, όταν έλεγε ότι οι ποιητές τρέφονται από τα ψίχουλα του τραπεζιού του Ομήρου. Το έργο του Φάλκου είναι προς το παρόν γνωστό μόνο σε λίγους, γι’ αυτό θα είμαι πιο αναλυτική. Στο αφήγημα «Ο σπόρος που πρέπει να λείψει» ένας Κούρδος καταδιώκει έναν Έλληνα απ’ τη στρατιά που υποχωρούσε. Ο Κεμάλ, με απατηλές υποσχέσεις ημιανεξαρτησίας, μετέβαλε τους Κούρδους σε απηνείς διώκτες των Ελλήνων. Αλλά ο συγκεκριμένος Κούρδος δεν έχει μοχθηρή και άγρια ψυχή. Ενεργεί όπως ενεργεί, γιατί νομίζει πως αυτό συμφέρει στην πατρίδα

– 305 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

του, παρόμοια κατά κάποιο τρόπο με τον Αχιλλέα. Μια συγκυρία, η προσπάθεια να σώσουν κι οι δυο τους μια τούρκικη οικογένεια που την παράγκα της παρέσερνε το ρέμα, πλησίασε ηθικά τους δυο εχθρούς. Έγιναν «άνθρωποι» μπρος στην κοινή μας μοίρα του θανάτου. Όλα αυτά βεβαίως δεν υπάρχουν στην Ιλιάδα. Πενήντα χρόνια μετά από το επεισόδιο αυτό ξανασυναντιούνται ο Έλληνας κι ο Κούρδος. Τι μεσολάβησε στο μεταξύ; Ως προς τους Κούρδους, το μαθαίνουμε από ένα άλλο αφήγημα της συλλογής, Ο φύλακας (β΄ μέρος, Αρμαγεδδών) που προηγείται. Δυο Έλληνες δημοσιογράφοι επισκέπτονται το Κουρδιστάν: «Το τρένο έτρεχε όσο του επέτρεπε η μηχανή του, όταν ακούστηκαν τ’ αεροπλάνα. Σχεδόν συγχρόνως με τον ήχο των μηχανών τους, ακούστηκαν υπόκωφες εκρήξεις. Οι βόμβες έπεφταν ως πεντακόσια μέτρα μακριά απ’ τις γραμμές. Η κάθε μια τους σήκωνε ένα τεράστιο μαύρο σύννεφο από χώματα, δέντρα φυτά και πέτρες. […] Μέσα σε μερικά λεπτά τ’ αεροπλάνα έριξαν σαράντα με πενήντα βόμβες! Μια βόμβα έπεσε αρκετά κοντά τους, ίσως επάνω στις γραμμές. Λίγο αργότερα τ’ αεροπλάνα έριχναν σε κάποιο άλλο μέρος. Μετά από λίγη ώρα ακούστηκαν τα οπλοπολυβόλα. Εξόντωνε ο στρατός ό,τι είχε απομείνει ζωντανό […] (σ. 222). «Ο Νίκος έκανε μια ανακάλυψη που τον συγκλόνισε. […] Σ’ ένα χωράφι βρήκε μια γελάδα, ένα γαϊδούρι και μερικές κατσίκες χτυπημένες με οπλοπολυβόλο! »-Τι σε παραξενεύει; […] Θα διάβασες την ιστορία με τον Σαμουήλ. Αυτός ο άγιος προφήτης είπε στους Εβραίους πως ο Θεός διέταξε να σφάξουν όλους όσους νίκησαν στη μάχη, μαζί και τα παιδιά και τις γυναίκες και τα ζώα. Και όταν εξαιρέθηκε απ’ τη σφαγή ένας μοναδικός αιχμάλωτος και λίγα ζωντανά, ο αιμοδιψής κι αιμοσταγής Θεός τους οργίστηκε τόσο πολύ, που αποφάσισε να αφαιρέσει τη βασιλεία απ’ τον Σαούλ, που τόλμησε ν’ αφήσει ζωντανά πεντέξι ζώα!.. Τώρα οι διάδοχοι του Σαμουήλ και του Σαούλ απανταχού της γης πήραν το μάθημά τους και δεν αφήνουν τίποτε απολύτως ζωντανό.» (σ. 227). Από το συγκλονιστικό αυτό αφήγημα γνωρίζουμε τι βάρος και τι δράμα κουβαλάει ο Κούρδος του αφηγήματος «Ο σπόρος που πρέπει να λείψει». Και τώρα συναντάει τον Έλληνα που πριν από πενήντα χρόνια κυνηγούσε να σκοτώσει. Τώρα είναι γέρος πολεμιστής (σ. 269 εξ.): «Αυτός που τώρα έβλεπε μπροστά του τίποτε δεν του θύμιζε, και ασφαλώς το ίδιο θα σκεφτότανε κι ο Κούρδος. Ο ίδιος ήταν ένας γέρος ασπρομάλλης, κι ο άλλος φαλακρός ολότελα σχεδόν. Ο άλλος είχε άσπρα γένια, κι ο ίδιος ήταν καλοξυρισμένος. Τα πρόσωπά τους άλλαξαν ολότελα. Ο ίδιος έμοιαζε χαρτογιακάς με πρόσωπο στοχαστικό, θλιμμένο, κι ο άλλος έμοιαζε με γέρο στρατηγό, που αναλώθηκε στη δράση. […] »Αγκαλιαστήκανε και δάκρυσαν. Αντάλλαξαν και λίγες φράσεις αντρικές, μα τρυφερές.» Ο Έλληνας δεν έκανε παιδιά, και το δικαιολογεί: «-Εγώ ανήκω σε μια ράτσα υπερβολικά ευαίσθητη. Πέρασα τη ζωή μου μες στην αγωνία. Θλίβομαι υπερβολικά για όσα γίνονται τριγύρω μας και με συ-

– 306 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

ντρίβει το κακό. Υπάρχουν μέρες όπου τρέμω: «Θεέ μου, λέω απελπισμένος, κάνε να μην ακούσω σήμερα για κάποια νέα κτηνωδία!» Κατηγορώ την εποχή μου και την αδικώ. Δεν θέλω αυτή την αγωνία να την κληροδοτήσω στα παιδιά μου. Νιώθω σαν ένα εμπόδιο στη φυσική ροή του κόσμου. Η ράτσα μου πρέπει ν’ αφανιστεί!». Ο Κούρδος λέει πως έκανε εφτά παιδιά κι ότι τα τρία τα έχασε στον αγώνα τους. Λέει ακόμα ότι οι Τούρκοι έχουν ισοπεδώσει χίλια χωριά τους και προσθέτει: «-Τώρα σας νιώθουμε καλύτερα εσάς τους Έλληνες. Στα 1921 μας έταζαν αυτοδιάθεση οι Τούρκοι, αν κυνηγήσουμε τους Έλληνες μαζί τους. Οι πιο σκληροί διώκτες σας ήμασταν εμείς οι Κούρδοι... Τώρα εξ ονόματος του κουρδικού λαού θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη από σένα, τον Μάρκο Καπουσίδη. Ο Καπουσίδης ένιωσε το πόσο επίσημη και σοβαρή ήταν εκείνη η στιγμή. Μα κάτι μέσα του εναντιωνόταν. -Τι νόημα έχει αυτό; μουρμούρισε. Σκέψου να έρθει ένας Τούρκος να σου πει: «Συγχώρα μας που κάψαμε χίλια χωριά σας!» […] -Και πώς θα ζήσουμε πνιγμένοι σ’ ενοχές; -Όταν θα φύγουμε εμείς, όλα θα ξεχαστούν. Προνόησε η φύση κι έδωσε τη λήθη, ώστε οι νέοι μας, απαλλαγμένοι απ’ τις προγονικές ενοχές, να επαναλαμβάνουν τα ίδια εγκλήματα ως τη συντέλεια του κόσμου. [… ...] Προβλέπω χρόνους χαλεπούς! […] Τα μέσα ενημέρωσης κι οι συνειδήσεις ελέγχονται απόλυτα απ’ τους χρηματιστές. Ήδη παραμερίζονται τ’ αρχαία γράμματα που αποτελούν εμπόδιο για τους αχρείους. Παντού ο λήσταρχος κάνει παρέα με τον δικαστή. Κι ενώ περιφρονείται η ζωή και καταστρέφεται η φύση, η επιστήμη ετοιμάζει μανιωδώς νέους γύρους θανάτου. Γι’ αυτούς που έχουν απομείνει άνθρωποι, ανοίγει νέα εποχή θλίψης και αγωνίας.» Αναγνωρίζει κανείς την τεράστια διαφορά της σκηνής της συνάντησης του Αχιλλέα με τον Πρίαμο από τη σκηνή της συνάντησης του Έλληνα με τον Κούρδο. Οι λόγοι της συνάντησης, οι περιστάσεις, η εμφάνιση, ο χαρακτήρας, η ψυχολογία και η φιλοσοφία των ηρώων είναι εντελώς αλλιώτικα. Δεν μπορεί όμως κανείς να παραγνωρίσει και κάποιες αναφορές. Και εξηγούμαι: Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για εχθρούς που υπήρξαν βλαπτικοί ο ένας για τον άλλον, αλλά τώρα είναι και οι δύο τραγικές μορφές, για διαφορετικό ο καθένας λόγο. Ο Κούρδος, όπως ο Πρίαμος, έχασε στον πόλεμο τρία απ’ τα παιδιά του. Και τα δυο επεισόδια έχουν ανθρωπιά, ιεροπρέπεια και μεγαλείο. Η μακροχρόνια θητεία του Φάλκου κι ο σεβασμός του για τα ομηρικά κείμενα προκύπτουν κι απ’ το επεισόδιο με τον Κούρδο. Αλλά η σχέση και ο παραλληλισμός σταματούν εδώ. Οι μορφές του Φάλκου στέκονται από μόνες τους, αυτοτελώς, με την εκπληκτική ζωντάνια τους, με την προσωπική ψυχολογία και φιλοσοφία τους, με το αίσθημα της Ευθύνης και την τεράστια αγωνία για τον άνθρωπο που τις διακρίνει.

– 307 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ Τουρκές η νύχτα Το κακό, οι πηγές του, οι μορφές του, η ευθύνη, η οδύνη και η τραγικότητα της ανθρώπινης ιστορικής περιπέτειας. Θέματα χρονικά και υπερκαιρικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και όχι μόνο. Αλήθειες (απλές, όπως είναι η αλήθεια) ένα με το μεδούλι της βίωσής τους: «Όποιος διαλέγει να υπερασπίζεται αδύναμους, πρέπει να ετοιμάζεται για να πεθάνει» (λόγος για τον μαρτυρικό μητροπολίτη Σμύρνης). «Ο άνθρωπος του μεγαλείου δεν έχει σχέση με την ηθική» (για τον Κεμάλ). «Η δύναμη θέλει να αυξάνεται στο άπειρο και δεν ανέχεται καμιά περικοπή». «Τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας οφείλονται στη θέληση για δύναμη, που έχει βάση ψυχολογική». Ξεκινώ από μια ενδεικτική αναφορά, γιατί το ανάγνωσμα του βιβλίου του Τάσου Φάλκου μου γέννησε κατ’ αρχήν το ερώτημα: Είναι ο ιστός της ιδέας που γίνεται διήγημα ή το διήγημα αρθρώνεται σε μια ή περισσότερες ιδέες; Αλλά το ερώτημα δεν έχει θέση, αφού η απάντηση είναι εν δια δυοίν. Ο ίδιος, βέβαια, ο συγγραφέας, μιλώντας για τη μέθοδό του λέει ότι είναι στοχασμός βαθύς πάνω σε κάποια γεγονότα, τόσο βαθύς ώστε να γίνει βίωμα (σ. 184). Αντάμωσε ο Τ. Φ. πρώτα τον Σολωμό ή όπως ο αγαπημένος του Εφέσιος σοφός σκάβοντας γην πολλήν εξόρυξε από την αρχή τον τραγικό πυρήνα των πραγμάτων, κι έχοντας και ποιητική ψυχή -στις δυο εκδοχές του όρου ποίηση, την πλατωνική ως λόγου που φέρνει από το μη ον στο ον, και ως καλλιέπειας- δημιούργησε τα σαράντα διηγήματα του έργου του; Το βέβαιο είναι ότι ο Μικρασιάτης συγγραφέας, όπως όσοι Μικρασιάτες επέζησαν από την τουρκική θηριωδία, δεν καταδέχτηκε, δικός του ο λόγος, να λησμονήσει την ιστορία, αφού «η γνήσια γη και η πατρίδα» των Μικρασιατών -γιατί όχι των ανθρώπων γενικά- «είναι η οδύνη». Κι εδώ πάλι η πρώτη μου αντίδραση υπήρξε ένα δεύτερο ερώτημα που καταγράφω με τον λόγο του νεοέλληνα ποιητή: «Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε». Σήμερα όμως που η παράλογη Νύχτα της βίας ξέφυγε από κάθε λογικό έλεγχο, θα ’λεγα ότι τα δρώμενα που φιλοσοφημένα ιστορεί ο Τ. Φ. στοιχειοθετούν το «ουδέν ανθρώπου δεινότερον», για να μην επιτρέψουν την αποστασιοποίηση, να αποτρέψουν από τον φανατισμό και τη μονοδιάστατη κρίση. Επαναφέροντας, θα ’λεγα, με τον δικό του τρόπο (ήθος) την εικόνα της πλατωνικής Πολιτείας με εκείνον τον Λεόντιο Αγλαίωνος, που άνοιξε ορθάνοιχτα μάτια να χορτάσει το θέαμα της φρίκης, ο Τάσος Φάλκος κάνει πράξη την κατηγορική προσταγή: «Λέγοντας ονομάζεις, καταγγέλλοντας ενεργείς», ενώ είναι ήδη ηρακλειτικός και σωκρατικός, όπως δείχνουν τα πιστεύω του για την εγρήγορση της συνείδησης: «να μην επιδιώκεις τη γαλήνη, να μην αφήνεις τη συνείδηση να κοιμηθεί» (σ. 254), «τα πάντα είναι ευθύνη και

– 308 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

χρέος για τον άνθρωπο», η θηριωδία δεν είναι μονοεθνική (βλ. το διήγημα ο βιβλιοπώλης), το ίδιο η μισαλλοδοξία (βλ. το πέτρινο βιβλίο), η αδιαφορία, ιδίως των ανθρώπων του πνεύματος, θα ’λεγα των κάθε λογής «ακαδημιών» που δεν αγωνίζονται ν’ αλλάξουν τα κακώς κείμενα, αντίθετα από τους γνήσιους φύλακες, τους δίκαιους «που μπορεί να γεννηθούν σε οποιαδήποτε γωνιά της γης». Γραφή, Τετράδιο λογοτεχνίας Πολιτιστικός Οργ. Δήμου Λαρισαίων, τεύχ. 66 (2009), σσ. 83-84

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ […] Διάβασα το βιβλίο [Τουρκές η νύχτα] και μου άρεσε. Λόγος σαφής, διαυγής, απλός και όχι απλοϊκός, προσεγγίζει και πραγματεύεται σημαντικά διαχρονικά θέματα με άνεση και μεταδοτική δύναμη ενός μεγάλου γνώστη της φιλοσοφίας από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Πάντρεμα της Φιλοσοφίας και της Λογοτεχνίας. Μπόλιασμα και μετάπλαση της φιλοσοφικής γνώσης σε λογοτεχνική έκφραση. Λόγος παραβολικός, παραινετικός, έμμεσα διδακτικός, θυμίζει κάπως τους μύθους του Αισώπου και τις παραβολές της Γραφής. Θα έλεγα πως ο διδακτισμός δεν είναι επιφανειακός και απλουστευτικός αλλά ουσιαστικός, ρηξικέλευθος και αφυπνιστικός΄ προβληματίζει, προτείνει και προτάσσει την διαρκή ατομική εγρήγορση απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, καταπίεσης και δογματισμού. Θίγει και ερμηνεύει με βάση τον ιστορικά διφυή χαρακτήρα του ελληνισμού την σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Επειδή τα περισσότερα από τα περίπου 40 διηγήματα είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα, θα μπορούσαν ίσως κάποια διηγήματα να μην συμπεριληφθούν, για να αποκτήσει το βιβλίο μεγαλύτερη δύναμη και πυκνότητα. Αναφέρω θετικά για παράδειγμα ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής, το συντομότατο διήγημα Άννα Καρύδη.

ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ […] Διάβασα το βιβλίο σου [Τουρκές η νύχτα] και πραγματικά μου άρεσαν οι ιστορίες σου. Ιδίως εκείνες που είναι μπολιασμένες με φιλοσοφικές σκέψεις και βέβαια όλα αυτά που γράφεις για τη Μ. Ασία. Μόνο νομίζω πως ο τίτλος το αδικεί το βιβλίο και το περιορίζει. Εκείνο το «Τουρκές» θα μπορούσε να λείπει.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Τουρκές η νύχτα Τον Τάσο Φάλκο τον έχω αξιολογήσει ως έναν εξαίρετο συγγραφέα. Αντι-

– 309 –


ΤΟΥΡΚΕΣ Η ΝΥΧΤΑ

προσωπεύει το σύγχρονο ύφος της ελλειπτικής κυρίως γραφής, ενώ το χαρισματικό εύρημά του παραμένει το κάποιο παράλογο της έμπνευσης. Και υπάρχει και η μοναδικότητα της πρωτογενούς και γνήσιας διεργασίας στην προσωπική κατάθεση. Στο καινούργιο βιβλίο του ο συγγραφέας παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα συγγραφής που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη για τον προβληματισμό του. Αναφέρεται σε περιπτώσεις ζωής και εθνικής διαβίωσης στις τουρκοκρατούμενες χώρες της Ανατολίας και καταγράφει πρόσθετα και το εξομολογητικό του εμβόλιμου στις πολιτικοϊστορικές διαπιστώσεις εκείνης της εποχής. Όμως εδώ βρίσκεται και η εξαιρετική συγγραφική τεχνική του Τ. Φ. γιατί αξιολογεί με υπαρξιακά σημεία την πολύπλευρη συμμετοχή κι όχι την τυποποιημένη αφήγηση από κάποιο και ένα τρίτο πρόσωπο (sic). Δηλαδή ο Τ. Φ. ποτέ δεν εγκαταλείπει το υπαρξιακό μαρτυρολόγιο προς χάριν της διαλεκτικής. Αντίθετα χρησιμοποιεί και τα δύο θεόπεμπτα αισθητήρια και δημιουργεί ποιότητα. Ακολουθεί εκείνους τους σπουδαίους της γενιάς του ’30.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ Τουρκές η νύχτα […] Αδίσταχτα υπογραμμίζουμε την προσφορά του Τάσου Φάλκου, ως μια αληθινή σύνθεση, προσαρμοσμένη στις καθιερωμένες δομές της αληθινής διηγηματογραφίας. […] Αξιοσημείωτα σαν επιστολικά γραμματόσημα, αποτυπωμένα μέσα στο νου, παραμένουν τα εμπεριεχόμενα λιτά πορτρέτα, μα τόσο αυθεντικά του Κεμάλ και του Στεργιάδη. Στην παράθεση των αφηγήσεων παρελαύνουν απτές οι πληγές του ξεριζωμού και της προσφυγιάς που δεν έκλεισαν ποτέ και που αμείλιχτες συνεχίζονται δυστυχώς στους επιγενόμενους. Μέσα από τις γραφές του Τ. Φ. ξεπηδάει ατόφιο και κατηγορηματικό το ιστορικό «γιατί», που θα παραμείνει αναπάντητο στους αιώνες. […] Είναι ένα βιβλίο από τα καλύτερα που κυκλοφόρησαν στους τελευταίους χρόνους. Σύγχρονη σκέψη, Μάρτιος-Απρίλιος 2009, αρ. 70

– 310 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ 1999

– 311 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

– 312 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

[Από την παρουσίαση των Μαρτυριών για έναν απόντα φίλο της 19. 3. 1999] ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ […] Πριν από τις παρουσιάσεις μας, που υπόσχομαι να είναι όλες σύντομες, ώστε να δοθεί ευκαιρία και στον λογοτέχνη να απαντήσει στις ερωτήσεις σας, οφείλω να δώσω τον λόγο στον Τάκη Βαρβιτσιώτη, τον σπουδαιότερο ίσως εν ζωή Έλληνα ποιητή, που έγινε πρόσφατα Ακαδημαϊκός. Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης εξεδήλωσε αυθόρμητα την επιθυμία να απευθύνει έναν χαιρετισμό. Τον παρακαλώ να πάρει τον λόγο. [Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης επαινεί τα τριάντα ποιήματα που περιέχονται στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, διαβάζει ένα από αυτά και προτείνει την αυτοτελή έκδοσή τους.] Όταν ο Τάσος Φάλκος εμφάνισε το πρώτο πεζογράφημά του, τους Δικαίους, ο καλύτερος τότε Έλληνας κριτικός, ο Τίμος Μαλάνος, χαιρέτησε ως εξής την παρουσία του στον χώρο της λογοτεχνίας: «Να είστε βέβαιος ότι κάνατε μια πρώτης τάξεως εμφάνιση στα γράμματά μας, για την οποία σας σφίγγω ειλικρινά το χέρι». Ακούσατε μόλις πριν λίγο τον Ακαδημαϊκό Τάκη Βαρβιτσιώτη να επαινεί την αμεσότητα, την πρωτοτυπία και τη δύναμη των τριάντα ποιημάτων που περιλαμβάνονται στο φαινομενικά πεζογραφικό έργο του Φάλκου Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Ο Σαρτρ, δια στόματος Σιμόν ντε Μπωβουάρ, επαίνεσε το θεατρικό έργο του Φάλκου Η Σοφίτα, που έχει εκδοθεί και στα γαλλικά (La mansarde). Είναι σε όλους γνωστό ότι ένα επιστημονικό έργο του Φάλκου που αναφέρεται στον αρχαίο αθλητισμό έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Πεζογράφος λοιπόν ο φίλος μου Τάσος Φάλκος -για μας τους συναδέλφους του Αρβανιτάκης- ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και φιλόσοφος. Μα όποιο έργο και να διαβάσεις, λογοτεχνικό ή επιστημονικό, βλέπεις τον ίδιο βαθύτατο προβληματισμό, το ίδιο ύφος, την ίδια εξαιρετική γραφή. Αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις να κάνεις με έναν άνθρωπο που θέλει να εκφραστεί με κάθε δυνατό τρόπο, και που διαθέτει πραγματικά πολλούς και πρωτότυπους τρόπους για να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του. Αντιλαμβάνεσαι τελικά πίσω από όλ’ αυτά την ίδια ακοίμητη συνείδηση. Διαβάζοντας τα έργα του Φάλκου μπορεί κανείς να επισημάνει αρκετά θέματα που επανέρχονται, με διαφορετικό πάντοτε τρόπο και με νέα οπτική. Αυτά, θα λέγαμε, αποτελούν τα κύρια δομικά υλικά του έργου του. Αναζήτησα να βρω

– 313 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

τι είναι εκείνο που δίνει την ενότητα στο έργο του, τι είναι εκείνο που μας κάνει να μην παραξενευόμαστε, όταν συναντάμε ποιήματα δίπλα στην πεζογραφία ή άρθρα επιστημονικά μέσα σε έργα λογοτεχνικά, όπως συμβαίνει στο νέο του έργο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, που από την άποψη αυτή αποτελεί μια πραγματική σύνοψη των ιδιοτήτων-ικανοτήτων του συγγραφέα και κλειδί της συνολικής δημιουργίας του. Πιστεύω ότι, εκτός από το ύφος, που διακρίνεται αμέσως από το προσωπικό του τόνο, την ενότητα του έργου του την δημιουργεί το γεγονός ότι ο Τάσος Φάλκος είναι κάποιος που συνδιαλέγεται επίμονα με την δραματική και εν πολλοίς τραγική ιστορία του αιώνα μας. Αυτό κάνει όταν γράφει τα μικρασιάτικα διηγήματα της Νύχτας, με τους βαθύτατα τραγικούς τόνους της. Αυτό κάνει στο Χρονικό των Δικαίων, που αναφέρεται στην γερμανική κατοχή. Αυτό κάνει στην τόσο μελαγχολική, αλλά στο βάθος αισιόδοξη Σοφίτα, που αναφέρεται στις δικτατορίες. Αυτό κάνει και τώρα στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, που τυπικά τοποθετείται στον Εμφύλιο κυρίως και στα χρόνια που ακολούθησαν. Η ιστορία που ενδιαφέρει τον Φάλκο δεν είναι η ιστορία των «υπνωττόντων» ιστορικών, που σχεδιάζουν ανώδυνα σχήματα με βάση κάποια προκαθορισμένη -και φυσικά συζητήσιμη- οπτική και σχέδιο επάνω σε καθαρά και ατσαλάκωτα χαρτιά. Δεν είναι απ’ αυτούς που χρησιμοποιούν λαβίδες αποστειρωτικές, σπρέι μικροβιοκτόνα και ροζ μπογιές, για να παρουσιάσουν τα γεγονότα. Ο Φάλκος βαδίζει με γυμνά τα πόδια επάνω στα καρφιά της Ιστορίας, δεν καταδέχεται την αποστείρωση και τη λήθη, που δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν. Θέλει να δείξει ωμά την ίδια την ωμότητά μας. Σε τελευταία ανάλυση, η στάση του είναι ηθική. Όχι ηθική του «ηθικολόγου», αυτή που στηρίζεται σε κάποιες τυπικές απαγορεύσεις ή κοινωνικούς κανόνες, αλλά ηθική που πηγάζει απ’ την καρδιά εκείνου που πληγώθηκε βαθιά, που ζει σε διαρκή απόγνωση και που μπροστά στο αιώνια επαναλαμβανόμενο εγκόσμιο κακό σκεπάζει με ντροπή το πρόσωπό του ή φωνάζει με απελπισία: «Άνθρωπε, φτάνει πια!». Εγώ τουλάχιστον αυτό το μήνυμα προσλαμβάνω από το παρακάτω ποίημα που καταχωρείται στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Λογάριαζα πολύ στον χώρο που ξεχώρισα και φύλαξα Αλλά οι τοίχοι είναι φτενοί και διάφανοι Σακάτηδες αυτοχειριασμένοι μου ξεσκεπάζουνε την ένοχη καρδιά τους Τι να την δω; Χιλιάδες χρόνια μας βαράει η μπόχα Τους απωθώ και κλείνω το δωμάτιο Αλλά εκείνοι μου τινάζουν ακατάπαυστα τον θάνατο την ενοχή την προδοσία Αυτή η ζώσα ιστορία, η ιστορία των ανομιών αλλά και των ανοιχτών πληγών της ανθρωπότητας προκαλεί δικαιολογημένα την απόγνωση σ’ εκείνους που έχουν το θάρρος να την αντιμετωπίσουν. Στα μικρασιατικά αφηγήματα που

– 314 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

τύπωσε με τον τίτλο Η Νύχτα, ο Φάλκος βάζει έναν ιστορικό να φτάνει με τρόμο και απόγνωση στη συνειδητοποίηση του απύθμενου εγκλήματος και της τραγικότητας της ιστορίας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο (σσ. 115-6): «-Είχα ακούσει ότι κάποιος Δοξιάδης είχε προτείνει να ιδρυθεί ένας παγκόσμιος οργανισμός, με έργο του μοναδικό να καταγράφει τα εγκλήματα της ανθρωπότητας! [...] Συμπέρανα ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν μισάνθρωπος, και θέλησα να τον γνωρίσω. [...] Ξέρετε, εμείς οι ιστορικοί, όλοι σχεδόν, είμαστε «φιλάνθρωποι» και ιδεαλιστές: Απ’ όλα όσα κάνει ο άνθρωπος, κρατάμε αποκλειστικά σχεδόν τα θετικά, αυτά που εξωραΐζουν την εικόνα του ανθρώπου. Στα σχέδια και στη γεωγραφία μας δεν έχουν θέση οι ποταμοί του αίματος, οι θάλασσες του εγκλήματος και τα βουνά των δολοφονημένων. »Όταν μίλησα με τον Δοξιάδη, μου είπε πως δεν έβλεπε μονάχα τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Από εμάς τους ιστορικούς ζητούσε να εκθέτουμε σε μια σωστή αναλογία τα όσα χρήσιμα έκαναν οι άνθρωποι και όσα τσαλαπάτησαν και ρήμαξαν. Έτσι σε κάθε πόλεμο θα έπρεπε να εκθέτουμε όχι μόνο την τακτική των στρατηγών κι εκείνα που επέτυχαν, αλλά να καταγράφουμε, και μάλιστα λεπτομερώς, ποιους δολοφόνησαν αυτοί, τα εγκλήματα που έκαναν, αρχίζοντας από τον στρατηγό και τελειώνοντας με τον τελευταίο φαντάρο. Μετά θα έπρεπε να καταγράφουμε τις ιστορίες εκείνων που δολοφονήθηκαν, αυτών που πέθαναν από ασιτία, αυτών που ξεριζώθηκαν και χάθηκαν, να δείχνουμε ποιες ήταν οι συνέπειες μες στην καρδιά του κόσμου […]. »Σκεφτόμουν συνεχώς αυτά που είχε πει, και που υποψιαζόμουν και εγώ αόριστα. Από τη μια σκέψη στην άλλη, κατάλαβα με τον καιρό ότι εμείς οι ιστορικοί είμαστε σαν τους τυμβωρύχους: Σκάβουμε ένα ολόκληρο νεκροταφείο, για να πάρουμε από τους νεκρούς ένα βραχιόλι ή ένα χρυσό δόντι. Για τους νεκρούς δεν λέμε τίποτε σχεδόν. […] Αυτά τα χρόνια προσπαθώ να γράψω την ιστορία του Εμφύλιου. Έχω απελπιστεί.»

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΠΟΥΣΙΔΗΣ Η πρώτη φράση που διαβάζει κανείς ανοίγοντας τις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο του Τάσου Φάλκου είναι η παρακάτω: «Και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;» Είναι μια φράση παρμένη από το ημερολόγιο του ήρωα και τοποθετημένη στην αρχή του έργου ως μότο, γιατί εκφράζει μια από τις κεντρικές θέσεις του έργου. Σ’ αυτόν τον κόσμο της συμφοράς και του ολέθρου όλοι μας έχουμε το μερίδιο της ενοχής. Ο ήρωας του έργου είναι κάποιος που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, και όμως νιώθει βαρύτατα ένοχος, ακριβώς γιατί η συνείδησή του διευρύνθηκε και έγινε συνείδηση της εποχής του. Γι’ αυτό δεν καταδέχεται να εξαιρέσει τον εαυτό του απ’ τι ενοχές, να επικαλεστεί τα διάφορα άλλοθι ή να καταφύγει στη λήθη. Η φράση λοιπόν «Και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;» εκφράζει μια ηθική και προφανώς μια φιλοσοφική θέση. Επίσης, η ίδια

– 315 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

φράση είναι σε πεζό λόγο: Τυπικά λοιπόν ανήκει στην πεζογραφία. Αλλά αυθόρμητα ο νους του ευαίσθητου αναγνώστη πηγαίνει στην ποίηση. Τη φράση αυτή, με τη συγκεκριμένη διατύπωση, μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να την γράψει. Περιέχει όλα τα στοιχεία του ποιητικού λόγου: Είναι περιεκτικότατη, εκφράζει μια ουσία και η διατύπωση είναι απροσδόκητη και ευρηματική: Αυτός είναι ο κύριος τρόπος της γραφής του Φάλκου. Δεν είσαι βέβαιος αν διαβάζεις ποίηση ή πεζογραφία ή αν αυτό που διαβάζεις είναι λογοτεχνία ή φιλοσοφία, γιατί είναι όλα αυτά μαζί, αδιάσπαστα συνενωμένα. Ας δώσω ακόμα ένα παράδειγμα, που είναι παρμένο πάντα απ’ το ημερολόγιο του ήρωα. Το απόσπασμα που θ’ ακούσετε περιγράφει με τρόπο έντονα σαρκαστικό τις θλιβερές και τραγικές συνέπειες της μάταιης αιματοχυσίας που μας επιβλήθηκε, αλλά για την οποία είμαστε συνυπεύθυνοι, εφόσον την αποδεχτήκαμε και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να ξεπεράσουμε ο ένας τον άλλον σε αγριότητα (σ. 23): «Άγγελοι ξεπεσμένοι έρχονται να μας φανερώσουν πως οι φωτιές που καιν παντού είναι θεόσταλτες. Όσοι σταυρώθηκαν και κάηκαν να μην ανησυχούν. Μάλλον θ’ αγιάσουν». Φιλοσοφία; Ποίηση; Πεζογραφία; Εγώ τουλάχιστον στη φράση αυτή θα δυσκολευόμουν να βάλω μια ετικέτα: Θα έλεγα απλά: Αυτός είναι ο Φάλκος. Και στην πεζογραφία του, αλλά προπάντων όταν εκφράζεται με στίχους, ο συγγραφέας νιώθει την ανάγκη να κάνει μια σκηνοθεσία, με την υψηλή έννοια του όρου. Έχει ζωηρή οπτική φαντασία, όχι στάσιμη, δηλαδή ζωγραφική, αλλά θεατρική ή κινηματογραφική. Παρακολουθούμε μια σκηνή, συνήθως έντονα δραματική, να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Στο παράδειγμα που επέλεξα σκηνοθετείται η αγωνιώδης προσπάθεια του ήρωα -και φυσικά του συγγραφέανα βγάλει κάποιο νόημα από αυτό το συνονθύλευμα φωτός και σκοταδιού που είναι η πραγματική ζωή. [Διαβάζει το ποίημα «Λιτανεία», σσ. 126-7]

ΤΑΝΙΑ ΜΥΛΩΝΑ [Σχετικά με την παραπάνω εκδήλωση] Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο Τις αφηγηματικές ικανότητες του Τάσου Φάλκου επαίνεσε ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης λέγοντας πως «διακρίνονται για την αμεσότητα και την πρωτοτυπία του ύφους» κατά την παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του συγγραφέα Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο [...] Στην εκδήλωση μίλησαν ακόμη ο ποιητής Μανώλης Καπουσίδης και ο Καθηγητής του ΑΠΘ Σωκράτης Δεληβογιατζής. Ο τελευταίος χαρακτήρισε τον Τάσο Φάλκο δυνατή και πρωτότυπη φωνή της λογοτεχνίας, αλλά και απόλυτα αδέσμευτο άνθρωπο που αντιστέκεται σε κάθε μορφής σκοπιμότητα, πολιτική ή ιδεολογική […] Αδέσμευτος (του Ρίζου) 31. 3. 1999

– 316 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ Ο συγγραφέας στο νέο του έργο επιχειρεί μια φιλοσοφική περιπλάνηση στα σκοτεινά μονοπάτια της Ιστορίας του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μια αινιγματική προσωπικότητα ενός Καθηγητή που ξετυλίγεται από το ενδιαφέρον του ψυχιάτρου του, ο οποίος εκθαμβώνεται από το παράξενο φως που εκπέμπει η φυσιογνωμία του ασθενή του. Το ύφος του έργου είναι νεωτερικό και προσεγγίζει την ποίηση. Η πολυεδρικότητα και η ελλειπτικότητα του έργου κρατούν τον αναγνώστη σε διαρκή αγωνία και ενδιαφέρον. Ο λυρισμός είναι διάχυτος σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος και η καταβολή των ιδεών ανάγεται στην αρχαιοελληνική παράδοση. Στο μυθιστόρημα θα διαγνώσει κανείς μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, που απορρέει από την μοναχική μα συνάμα τραγική φιγούρα του Δοξιάδη. Ωστόσο η δύναμη του μυθιστορήματος βρίσκεται στις συγκλονιστικές στιγμές, οι οποίες έχουν τον δικό τους συμβολικό χαρακτήρα και θέτουν τον αναγνώστη ενώπιον υπαρξιακών ερωτημάτων αιώνιας διάρκειας. Υπάρχει στο έργο μια έντονη και ενδελεχής ψυχογραφία του ήρωα Δοξιάδη, ο οποίος με έναν δικό του ηρωισμό προσπαθεί να ιάσει τις πληγωμένες ανθρώπινες συνειδήσεις. Η ανακούφιση όμως την οποία αναζητεί ο ήρωας μέσα σε τούτη την βαριά ατμόσφαιρα, έρχεται από τα ποιήματά του, στα οποία μπορεί να διακρίνει κανείς μια όαση ελπίδας. Ο συγγραφέας έντεχνα σκηνοθετεί την υπαρξιακή πάλη του Δοξιάδη με τις ενοχές της ιστορίας της ανθρωπότητας απάνω σ’ έναν καμβά σοφίας και στοχασμού. Οι ενοχές αυτές έχουν υιοθετηθεί από την προσωπικότητα του ήρωα, η οποία διαχέεται από μια αισθαντικότητα που έχει τις καταβολές της σε μια κοσμική πανανθρώπινη συνείδηση. Ασφαλώς ένα έργο πολύπλευρο και συγκλονιστικό, που ξεπερνά τα όρια του απλού μυθιστορήματος συνδυάζοντας έξοχα την πεζογραφία με τη φιλοσοφία και την ποίηση. Ημερησία Βέροιας 4.3.1999

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Σύνθετος προβληματισμός χωρίς ψεύτικες κατασκευές και πρωτοποριακός προσανατολισμός στην τεχνική του ύφους είναι τα βασικά σημεία που διακρίνουν το βιβλίο -Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο- του Τάσου Φάλκου. Ακόμα καταχωρούνται σαν αρχή της κάθε αναφοράς και ιστορικά στοιχεία τα οποία στην αναδρομή της μνήμης εξελίσσονται σε στέρεα πεζογραφία. Ο συγγραφέας ελέγχει τα όσα παραθέτει και τα όσα υπονοεί με ευρηματικές προσωπικές διασυνδέσεις. Η αφήγηση παρουσιάζεται σε πολλές διαδρομές που προσεγγίζουν σαν δεδομένο μύθου πολλά, αλλά και διαφορετικά επίπεδα κρυμμένου παράλο-

– 317 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

γου. Τα παρατιθέμενα κατ’ αριθμημένο κείμενο, 30 περίπου ποιήματα κρίνονται ως αυτοδύναμη προσφορά ποιότητος αλλά και παραπληρωματική αποκωδικοποίηση στην πειραματική αλλά και εντυπωσιακή θετικά γραφή. Το θεατρογενές εύρημα στο βιβλίο δεν είναι το πρόσωπο του Δοξιάδη, αλλά η παρουσία του ψυχαναλυτή. […] Την πρωτοπορία σήμερα -1999- για την πεζογραφία την αντιπροσωπεύουν: Ο Τάσος Φάλκος από την Θεσσαλονίκη, ο Γιάννης Φίλης από τα Χανιά και η Έρση Λάγκε από την Αθήνα. Οι λοιπές παρουσιάσεις και προβολές ανήκουν στα αλληλολιβανιζόμενα μέλη της γνωστής ομάδας. Ημερήσιος Κήρυξ, 1. 7. 1999

ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΦΥΛΑΣ Ο Τάσος Φάλκος […] κυκλοφόρησε το νέο του έργο με τίτλο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι μέσα στα 67 κεφάλαιά του και στον επίλογο, μπορούμε να δούμε πολλές ιστορίες καθημερινής ζωής, αλλά και στοχασμούς και ποίηση, ρεαλιστικά στοιχεία αλλά και λυρικά. Ακόμα ο αναγνώστης θα βρει επιτυχημένες ψυχικές αναλύσεις των ηρώων και ηρωίδων του αλλά και μαρτυρίες κοινωνικών φαινομένων και διαμαρτυρίες γι’ αυτά και φυσικά μηνύματα προς όλους και για όλα. Το γεγονός, ότι χρονικά οι υποθέσεις τοποθετούνται στις δύσκολες μέρες του Εμφυλίου, αποδείχνει πως οι Μνήμες δεν μπορούν να σβηστούν, όσο θα υπάρχουν πρωταγωνιστές ή θύματά του, όσο θα υπάρχουν συγγενείς εκτελεσμένων, εξόριστων, φυλακισμένων. Όσο θα υπάρχουν άνθρωποι -όπως ο Φάλκος- που με τις ευαισθησίες που έχουν, προσπαθούν να ερμηνεύσουν μέσα από τη Λογοτεχνία το γιατί να έγιναν όλα αυτά, γιατί εκείνη την εποχή είχε φτηνύνει η ζωή των ανθρώπων. Οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο είναι ένα βιβλίο συγκλονιστικό, υπεύθυνο και αντικειμενικό ως προς την ουσία του περιεχομένου. Ιστορεί τα πράγματα με σαφήνεια, μ’ ένα ύφος εντελώς προσωπικό -συχνά υπαινικτικό, όταν η πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία. Τα γνωστά ονόματα πνευματικών ανθρώπων, που αναφέρονται, τα ημερολόγια, τα ποιήματα και οι αναλύσεις συγκροτούν ακριβώς την ταυτότητα ενός νέου τρόπου γραφής, μιας λογοτεχνικής «σχολής» απ’ αυτές που τολμούν «ν’ ανοίξουν» ταλαντούχοι δημιουργοί, αλλά και ιδεολόγοι πολίτες που πιστεύουν πως οι νέες εποχές επιβάλλουν πάντα νέα καθήκοντα και οδηγούν σε νέους δρόμους. Πνευματική Ζωή, αρ. 132, σσ. 51-52

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΤΣΑΞΗΣ Η γραφή σας, με δικό της τρόπο, μια διηγηματική και μια αποφθεγματική με ξάφνιασε ευχάριστα. Ο Κώστας Δοξιάδης περνά στο επίκεντρο του ενδιαφέ-

– 318 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

ροντος του αναγνώστη σας αμέσως και γίνεται γρήγορα πρόσωπο «φίλιο». [...]

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΤΕΡ Θερμότατα σας ευχαριστώ για τις Μαρτυρίες σας, μαρτυρίες βιωμάτων και στοχασμοί ενός αληθινού πνευματικού ανθρώπου. Έχετε τόσο καλά κατακτήσει την τεχνική σας, ώστε να δίνετε στη γραφή σας εκείνη τη φόρμα που σας βοηθάει να εντάξετε σ’ αυτήν με πλήρη άνεση και την ποίησή σας και το φιλοσοφικό σας λόγο. Κι όλα, σε μια ιδιαίτερα στέρεη δομή, ευρηματική, αξιοθαύμαστη. Η αμεσότητα, εξάλλου, είναι η μεγάλη αρετή της εκφραστικής σας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ Οι Μαρτυρίες σας για τον Κώστα Δοξιάδη είναι ένα κείμενο συναρπαστικό. Σας ευχαριστώ που μου το προσφέρατε.

ΘΕΜΗΣ ΛΙΒΕΡΙΑΔΗΣ Διάβασα τα βιβλία σου Οι αετοί και τα κοράκια και το Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο […] Επειδή δεν μου αρέσουν τα «σχόλια», ένα θα σου πω «από καρδιάς»: ότι ανήκω στα άτομα που, ακόμα, χαίρονται και συγκινούνται όταν (σπάνια) κάποιος «αδελφός» μου μεταγγίζει αίμα ποιότητας. Ξαναφορτίζει τις δικές μου τάσεις, τα πιστεύω και τις αγωνίες μου. Καμιά φορά μάλιστα βουρκώνω κιόλας… Αυτό άλλωστε δεν είναι και το νόημα της τέχνης, η επιμειξία με τον άλλο;

ΜΑΡΙΑ ΠΑΛΛΑ Διάβασα ένα ακόμα βιβλίο σας […] και ξεφύλλισα τις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Νομίζω ότι είστε από εκείνους τους συγγραφείς που «ανακαλύπτει» κανείς, όπως γινόταν -ή γίνεται- με τα πολύτιμα μέταλλα. Γι’ αυτό ευθύνεται αρκετά νομίζω ο μόνιμος επαρχιωτισμός της πόλης μας.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΖΟΣ Το όλο ουσία και νόημα βιβλίο σας [...] Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο με εντυπωσίασε. Πολυεπίπεδο, πολυσύνθετο και διαπροσωπικό σ’ όλη του την δομή και την σύλληψη. Η αυτοενδοσκόπηση, ο ρεαλισμός συνδυασμένος μ’ έναν υψηλής τάσης λυρισμό, χωρίς εξάρσεις και περισσολογίες, γοητεύουν τον αναγνώστη. Τα νοήματα, πυκνά, βγαίνουν ωστόσο αβίαστα, όπως και οι καταστά-

– 319 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

σεις ζωής, οι τραυματικές εμπειρίες, οι απρόοπτες εξελίξεις... Ο ημερολογιακός τρόπος γραφής δίνει ποικιλία στο κατά τ’ άλλα στρωτό γράψιμο το ευθέως κατανοητό. Η διαπλοκή της υπόθεσης, οι παράλληλες και από πολλές πλευρές προσεγγίσεις, οι ποιητικές εικόνες και οι εύστοχες παρατηρήσεις (όλο στοχαστικότητα και αλήθεια) μ’ εντυπωσίασαν ιδιαίτερα κάνοντας το νέο αυτό έργο σας πρότυπο μοντέρνας σύλληψης και υπόδειγμα σωστής ψυχολόγησης. [...] Πετύχατε την ανανέωση κι έναν τρόπο διαφορετικής γραφής όλως αξιοσημείωτο. Τώρα μπορείτε να είστε βέβαιος για την αναγνώριση και την ευρύτερη παρουσίαση του εκλεκτού έργου σας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ Αυτό το βιβλίο δεν έχει ημερομηνία λήξης. [...] Ξαναδιαβάζω ένα κομμάτι που διάβασα τόσες φορές και νομίζω πως το διαβάζω για πρώτη φορά, ίσως γιατί τις προηγούμενες φορές δεν πρόσεξα κάποια λέξη, ίσως γιατί τα νοήματα είναι τόσο πολλά και συμπυκνωμένα, που δεν τυπώνονται όλα μεμιάς στη μνήμη. Είναι τόσο λιτό στην έκφραση, τόσο σφιχτοδεμένη κάθε πρόταση, που θαρρείς πως αν είχε μια λέξη παραπάνω, θα ήταν περιττή. Σα να διαβάζω αρχαίο διάλογο. Τα ποιήματα που περιέχονται μέσα δεν είναι εξαιρέσεις που συναντά κανείς σ’ ένα πεζό κείμενο. Όλο το βιβλίο είναι ένα ποίημα. Δεν θυμάμαι να ξαναβρήκα τόσα πρωτόγνωρα νοήματα σ’ ένα μόνο βιβλίο. Και πάντα τόσο επίκαιρο, αν κι αναφέρεται στο παρελθόν: «Ο λήσταρχος κι ο δικαστής μιλούσαν για την ομορφιά κοιτάζοντας μια καλιακούδα». Κι εκείνο το τόσο συνταρακτικό για τις μέρες αυτές: «η επιστήμη λυσσασμένη έσφαζε μες στην αγορά».

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο [...] με την ποίησή τους και τις αλήθειες τους, μ’ έκαναν πολλά να χαρώ, να συλλογιστώ και να ελπίσω «ότι στους προσεχείς αιώνες ίσως να μπει ο άνθρωπος στον αιώνα της λογικής».

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ Το βιβλίο σας Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο [...] με συνεπήρε και κατέληξα να το τελειώσω αυθημερόν. Έχετε μια γόνιμη και αδιάπτωτη διείσδυση στα πρόσωπα και τα πράγματα, έτσι που η ανέλιξή τους ως σκηνικά και ως επεισόδια δεν είναι φωτογραφικά, αλλά έχουν την ψυχογραφική χάρη έτσι όπως αποδίδονται. Η επιλογή σας είναι ευρηματική. Η τοποθέτηση των ηρώων σας ρεαλιστική με έναν λανθάνοντα πεσιμισμό, χωρίς όμως να στερούνται από τη διάχυτη ανθρωπιά.

– 320 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ Το χάρηκα το βιβλίο σας [Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο] για δυο λόγους: Για την πρωτοτυπία του και για το έλεος πάνω στις καταστάσεις και τους ανθρώπους. Εύρημα ο Κώστας Δοξιάδης, που γύρω του πλέκονται με αριστουργηματικό αφηγηματικό και στοχαστικό ύφος τα ιστορικά αλλά και κοινωνικά και πνευματικά φαινόμενα των ημερών μας. Όλα αυτά, μα και τα συμβολικά στοιχεία του βιβλίου, πού είναι οι κριτικοί κάλαμοι να τα αναλύσουν και να τα προβάλλουν, που ακόμα και από τις εφημερίδες απέχουν, πλην βεβαίως των εκάστοτε ημετέρων, ασχέτως αξίας προσφοράς; Το ήθος της εποχής...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΗΣ Είναι σαφές ότι αυτή «η μνήμη [που] δεν μπορεί να σκοτωθεί» σας καταδιώκει από την Κατοχή και τον Εμφύλιο με τόση ένταση που να βγαίνει από την πέννα σας ένα τόσο σημαντικό έργο. Έργο καλογραμμένο, με τους συμβολισμούς του και την αγωνία για δικαίωση σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει δικαίωση. Στο βιβλίο διαφαίνεται η θέση ότι στο παιχνίδι της εξουσίας και της βίας εκείνων των χρόνων δεν υπήρχαν κατ’ ανάγκην άγιοι και δαίμονες [...] Πρόκειται για βιβλίο για μυημένους, γραμμένο με τέχνη και εξαιρετική ευαισθησία. Εύχομαι [...] να μας δώσετε και άλλα δείγματα της αγωνίας σας.

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Χίλια ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε να μου στέλνετε τα βιβλία σας. Έλαβα, βέβαια, εγκαίρως τα Σχεδιάσματα με φως και τις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο […] μπορώ να πω ότι στάθηκα με πολύ σεβασμό απέναντί σας, κυρίως στο δεύτερο -συγχωρέστε με, με την ποίηση δεν έχω καλές σχέσεις τον τελευταίο καιρό, και δεν μπορώ να την προσεγγίσω. Το δεύτερο λοιπόν, οι Μαρτυρίες είναι ένα εντυπωσιακό φιλοσοφικό βιβλίο, με μια αγωνιώδη ενδοσκοπική αναζήτηση της ανθρώπινης συνείδησης. Δεν ξέρω αν μπορούμε να το πούμε μυθιστόρημα. Άλλωστε, όπως κι εσείς ο ίδιος λέτε, επιχειρείτε να θεμελιώσετε ένα νέο είδος, με μια σύμμειξη ποιητικών και πεζολογικών στοιχείων. Θα έλεγα ότι δεν είναι τόσο αυτή η εξωτερική μορφή που πάει να προσδιορίσει το καινοφανές του είδος, όσο ο αποσπασματικός χαρακτήρας των κεφαλαίων, ο τεμαχισμός της αφήγησης, κι η αφαίρεση του μυθιστορηματικού χρόνου, με ανακάτεμα πρωθύστερων αφηγηματικών σχημάτων. Ο εν πολλοίς διαπιστούμενος αυτοβιογραφικός τύπος του λόγου σας, κάνει το βιβλίο σας ιδιαίτερα ενδιαφέρον, κι αυτό υποστηρίζεται κι απ’ την ευστάθεια του γλωσσικού σας οργάνου, που υπηρετεί άριστα τις προθέσεις σας. Νομίζω ότι οι Μαρτυρίες σας είναι ένα τολμηρό άλμα στο πεδίο της τέχνης σας.

– 321 –


ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟΝΤΑ ΦΙΛΟ

ΚΑΙΤΗ ΧΩΤΙΔΟΥ […] Οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο ξεκινούν από την Κατοχή, ζουν τον Εμφύλιο και χάνονται στα σκοτεινά δρομάκια της δικτατορίας. Ο παρών και ταυτόχρονα Απών φίλος είναι η κατάθεση της τελευταίας ψυχής που περπατά πάνω στον παραλογισμό του πολέμου. Αναρωτιέται «γιατί να πρέπει να πεθάνει ένοχος ενώ παραμένει έσχατα αθώος». Ένα μυθιστόρημα που κινείται στην πραγματικότητα και φαντασία του Εμφυλίου, μέσα από λεπτές έννοιες και σκληρά γεγονότα, καθώς και την ικανότητα του συγγραφέα να προσδιορίζει με ελάχιστα λόγια την πανανθρώπινη ευθύνη. Περιοδ. Δυτικώς, τεύχ. 23, 2002

– 322 –


Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ 2001

– 323 –


Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ

Εκτενής ανάλυση του Καθηγητή Πλούτωνα : Δ. Ι. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

– 324 –


Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Ο Καθηγητής Πλούτων Τάσου Φάλκου Πανεπιστημιακός ο Τάσος Φάλκος διακρίνεται και ως συγγραφέας για τις πρωτοποριακές αναζητήσεις αλλά και τη φόρμα στις αναζητήσεις του. Και ανήκει στο στενό κύκλο που πέραν από την γνήσια και καθαρή ποιότητα της λογοτεχνικής έμπνευσης παραμένει και εκτός της γνωστής διαπλοκής. Το βιβλίο του Καθηγητή Πλούτωνα είναι ένα παρατεταμένο ξέσπασμα αγανάκτησης για ό,τι περιβάλλει σήμερα τις δομές και τους αρμούς της σύγχρονης κοινωνίας μας. Σαρκάζει, σατιρίζει, καταγράφει. Καθηγητής ο ίδιος αναφέρεται με σκεπτικισμό στον περίγυρο της παιδείας, στις διακρίσεις και υπογράφει με τόλμη τα άθλια δρώμενα που έχουν περάσει πλέον και στη δημοσιότητα. Ο Καθηγητής Πλούτων προσφέρει ακόμα και μια τεχνική θεατρογένεση, και τις αφετηρίες για ένα κινηματογραφικό σενάριο. Ημερήσιος, 9.1. 2005

ΝΟΤΗΣ ΡΥΣΣΙΑΝΟΣ [Το έργο σας Ο Καθηγητής Πλούτων] το διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί και σαν περιεχόμενο, αλλά και σαν μορφή, έχει ένα δικό του «ειδικό βάρος». Στο βιβλίο σας αυτό, στην πρωτοτυπία που παρουσιάζει ολόκληρο το Έργο σας, διαπιστώνεται και μια πρόσθετη πρωτοτυπία: Ο Καθηγητής Πλούτων δείχνει ότι γράφτηκε υπό την επήρεια ενός ακαταλάγιαστου θυμού. Ενός θυμού ιερού για ό,τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο. Προ ημερών, γράφοντας ένα άρθρο για το Κεντρί, με το οποίο σπιρουνίζει, ο κάθε δημιουργός, τον Πήγασό του, διατύπωνα την άποψη ότι ο Ρίτσος έγραψε τον Επιτάφιο με το κεντρί της αγανάκτησης, για την κοινωνική Αδικία, ενώ ο Ελύτης, στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό, με το κεντρί του θαυμασμού του, για τον ήρωα που θυσιάζεται για την Πατρίδα. Στο βιβλίο σας το κεντρί είναι ο Θυμός. Νομίζω ότι κανένας Έλληνας συγγραφέας, μέχρι σήμερα, δεν έχει αντιμετωπίσει επιθετικά το Κακό. Η μοιρολατρία και ο πεσιμισμός κυριαρχούν, ακόμα και σε δημιουργούς που ανήκουν στην «Αντίσταση». Με την ίδια απαισιοδοξία είχα αντιμετωπίσει κι εγώ, σ’ ένα μου μυθιστόρημα το 1959, το κοινωνικό μας γίγνεσθαι. Σε μια κοινωνία μηχανημάτων, έγραφα, περίτρομος και ανίκανος να την

– 325 –


Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ

τιθασέψει, ο Άνθρωπος, απεγνωσμένα προσπαθεί να επιζήσει. Εσείς προχωράτε στην Αντεπίθεση. Ο Καθηγητής Πλούτων, εκπροσωπώντας την Επιστήμη, που δουλικά παραδίνει, αντί πινακίου φακής, τα επιτεύγματά της σ’ έναν υπερφίαλο Δον Κιχώτη-Κυρίαρχο της γης, σαν τον διαιώνιο Σάντσο, στον ονειροπαρμένο Αφέντη του, είναι που κάνει το θυμό σας να ξεχύνεται σαν φιλιππικός ή σαν μια καταιγίδα, που με τους κεραυνούς, τις αστραπές και τα μπουμπουνητά της γεμίζει με δέος όλες τις καρδιές. Η αλήθεια του Έργου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Χρόνια τώρα, το ΣΟΣ της Οικουμένης προσπαθεί να φτάσει στον Ουρανό. Πιστεύω ότι ο τρόπος γραφής σας οδηγεί στην ανάγκη δημιουργίας, πέραν του κλασσικού ζωντανού θεάματος κι ενός τηλεοπτικού θεάτρου, ενός καινούργιου είδους τέχνης, που θα έχει ως κύριο στοιχείο το Λόγο, χωρίς να τον εγκλωβίζει, υποχρεωτικά, σε ένα Σκηνικό. Δεκαπέντε θαυμάσιες Εικόνες σημείωσα στο Έργο σας! Γιατί να μην τις χαρεί από το σπίτι του, ένας άνθρωπος, που αγαπάει το Θέατρο; Γιατί να περιοριζόμαστε στις κονσέρβες των θεατρικών έργων που παρουσιάζει τώρα ο κινηματόγραφος; Γιατί να μη δώσουμε και στην Τηλεόραση την ποιότητα που της λείπει; Πιστεύω ότι έχετε πολλά να προσφέρετε στα ελληνικά Γράμματα.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΤΣΑΞΗΣ Το βιβλίο σας Ο Καθηγητής Πλούτων [...] με ενδιαφέρον το πήρα στα χέρια μου γιατί η γραφή σας δεν μου είναι άγνωστη από άλλα αναγνώσματα στο παρελθόν που μου έδωσαν την ευκαιρία να την εκτιμήσω. […] Η «σάτιρα Μπούφα» όπως χαρακτηρίζετε το έργο σας αυτό, μου άφησε μια πικρή γεύση της πραγματικότητας την οποία με τόση δεξιοτεχνία σατιρίζετε. Παράξενο το έργο σας αυτό, αλλά πόσο αληθινό! και χρήσιμο, νομίζω.

ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Διάβασα «απνευστί» καταγοητευμένος τον Καθηγητή Πλούτωνα και θέλω να σου σφίξω το άξιο χέρι για το θαυμάσιο αυτό πνευματικό σου κατόρθωμα. Πρόκειται για μια σάτιρα που εμπεριέχει έκδηλα στοιχεία από τους λίβελους, τους σίλλους και τους φλύακες των αρχαίων. Η διακωμώδηση του τραγικού ενισχύει την τραγική ουσία του, και στοχεύει άνετα και καίρια στο συναίσθημα του δέκτη. Με εντυπωσίασαν τα τόσο πολλά ευρήματα της σύνθεσης αυτού του έργου και ιδιαίτερα η πλάγια αλληγορία που εναλλάσσεται με την ευθεία και θαρρετή παρρησία της γνώμης. Δυστυχώς οι εγκληματίες των λαών συχνά υπερψηφίζονται από το πλήθος… και κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο: «error communis facit jus». Με θαυμασμό και αγάπη

– 326 –


Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΡΤΕΡ Απόλαυσα και γέλασα με τον Καθηγητή σας. Ωραίος θεατρικός λόγος, πληθωρικός, με ευρήματα και εύστοχες αιχμές για τα διαδραματιζόμενα την σήμερον ημέρα. Αλλά μετά τη συνειδητοποίηση των λογοτεχνικών αρετών του έργου, αγανακτείς, μελαγχολείς, θυμώνεις… Οι εχθροί της ανθρωπότητας εικονίζονται ευδιάκριτα σε κάθε επεισόδιο-κεφάλαιο τούτης της σάτιρας, που προείπε για την κατάντια του κόσμου. Και δεν βλέπω, αγαπητέ μου, ν’ ανάβει ένα φως κάπου, καθώς εκείνη η τέταρτη άρπυια… Αν ελπίζεις, «θα πληγωθείς». Παρ’ όλα αυτά θα ’θελα πολύ να ελπίζω. Σας συγχαίρω για τις θέσεις σας, θέσεις ενός πνευματικού ανθρώπου, και σας εύχομαι ό,τι καλό.

ΑΝΝΑ ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ Σας εύχομαι […] κυρίως δύναμη «λέγοντας να ονομάζετε, καταγγέλλοντας να ενεργείτε». Ο Καθηγητής Πλούτων είναι έργο μεγάλης πνοής.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ Με θερμές ευχαριστίες για το βιβλίο σας Ο Καθηγητής Πλούτων -έκφραση ιερής αγανάκτησης δικαιολογημένης.

ΘΕΜΗΣ ΛΙΒΕΡΙΑΔΗΣ Ευχαριστώ για τον Πλούτωνα που τον «ρούφηξα» κυριολεκτικά. Όντως προφητικό...

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΑΣΧΟΣ Φίλτατε συνάδελφε, ευχαριστώ και συγχαίρω για τον εξαίσιο Πλούτωνα. Σε πολλά μου θύμισε τ’ ανέκδοτα των Ιησουϊτών για τους «συναδέλφους» Καθηγητές, καθώς και την «Κόλαση» του Δάντη. Πρέπει να το παίξει θίασος Καθηγητών!

– 327 –


Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΛΟΥΤΩΝ

ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Με τις ευχαριστίες μου για το βιβλίο σας Ο Καθηγητής Πλούτων, σάτιρα μπούφα, όπως σωστά το χαρακτηρίζετε, αλλά και βιβλίο ιδεών, καθώς άλλωστε και τα προηγούμενα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΛΑΤΣΑΣ Ο Καθηγητής Πλούτων, μια θεατρική προσφορά, μεταπλασμένη σε πεζό, χωρίς να χάνει τίποτε από την θεατρική της δομή. Διαπίστωσα ότι καίρια, δυνατά και άφοβα […] δώσατε με ακρίβεια την πολιτική, κοινωνική, αλλά προ πάντων την καθημερινή νίλα που μας μαστίζει. Έχω τη γνώμη, ότι η διδασκαλία του από σκηνής θα είχε πολλά να προσδώσει στην τρέχουσα παρωδία μας.

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Χίλια ευχαριστώ για την ευγενική σας καλοσύνη να μου στείλετε το βιβλίο σας Ο Καθηγητής Πλούτων […] από την πρώτη ματιά που του έριξα, είδα τον επαναστατικό του χαρακτήρα και το ιδιότυπο αγανακτισμένο γράψιμό του για τα όσα ολέθρια και καταλυτικά συμβαίνουν στην εποχή μας. Το κακό είναι ότι έχουμε αρχίσει οι πάντες να εθιζόμαστε σ’ αυτά και φτάνουμε στο σημείο να μην τα δίνουμε τη σημασία που πρέπει. Ευτυχώς που υπάρχουν μερικοί σαν κι εσάς να υψώνουν τη φωνή τους και να διαμαρτύρονται.

– 328 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ 1997, 2005

– 329 –


ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ

– 330 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ H τελευταία χρονικά ποιητική συλλογή του Τάσου Φάλκου Σχεδιάσματα με φως είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες. Της αισθαντικής ζωής η πρώτη ενότητα με τριάντα τρία ποιήματα, Της διορατικής ζωής η δεύτερη με είκοσι έξι ποιήματα και Της Τραγικής ζωής η τρίτη με δεκαέξι ποιήματα. Ο Φάλκος είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή περίπτωση λογοτέχνη. Οπωσδήποτε δε χωρά σε καλούπια και σε προκατασκευασμένα κλισέ. Είναι ένας λογοτέχνης «συνολικός», δεν ξέρω αν ο όρος αποδίδει αυτό που θέλω. Ακόμα και όσα από τα έργα του ξεκάθαρα για τους περισσότερους θα μπορούσαν να καταταχθούν στην πεζογραφία ή την ποίηση, η πρώτη ματιά σε ξεγελά επώδυνα. Ο Φάλκος είναι πεζογράφος και ποιητής. Και αυτό όχι επειδή έχει δημοσιεύσει πεζά και ποιητικές συλλογές μαζί, έτσι τουλάχιστον κυκλοφορήθηκαν, αλλά διότι, για να μείνω μόνο σ’ αυτό, τα πεζά του Φάλκου αποπνέουν μια μεγάλη δόση ποιητικότητας. Στο σημείωμά μου αυτό θα προσπαθήσω να μιλήσω για την προαναφερόμενη ποιητική συλλογή του. Πώς να μιλήσεις όμως αποσπασματικά για ένα έργο, που μόνο του δε βοηθά και πολύ να το κατανοήσεις και να το εκτιμήσεις, όσο βέβαια σου επιτρέπει ο Φάλκος να δεις από τις χαραμάδες που αφήνει, αφού είναι συνέχεια των όσων προηγούνται και όσων -πιθανότατα- θ’ ακολουθήσουν στο μέλλον; Η κατανόηση του όλου έργου του Τάσου Φάλκου, όπως και άλλων, γίνεται ευκολότερη, στο μέτρο του εφικτού, αφού ο αναγνώστης αλλά και ο μελετητής του δεν παραβλέψει τις σπουδές του, ιδιαίτερα τις φιλοσοφικές, και την όλη συγκρότηση του συγγραφέα. Ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του κλείνει το σημείωμά του ως εξής: Τα Σχεδιάσματα με φως αποτελούν ένα προσχέδιο της Ιστορίας του φωτός, από την αυγινή ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του. Το φως στο έργο του Φάλκου κατέχει κεντρική θέση. Για το γεγονός αυτό δεν είναι άμοιρη η φιλοσοφική του παιδεία. Φως και σκοτάδι μια αιώνια συνύπαρξη. Ένα δίδυμο που είναι μαζί, ένα ερμαφρόδιτο ον, ένας Ιανός της μυθολογίας, υπάρχει το ένα γιατί υπάρχει και το άλλο. Είναι σε ένα συνεχές αγώνισμα για το ποιος θα υπερισχύσει. Το φιλοσοφικό ερώτημα όμως παραμένει αιώνες. Ποιον συμφέρει η επικράτηση ή ήττα του ενός από τα δύο; Ο Κόσμος είναι ταυτόχρονα φως και σκότος, και το φως και το σκότος δε χωρίζονται, δεν έχουμε πουθενά μόνο το ένα ή το άλλο. Το σκότος δεν είναι α-

– 331 –


ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ πλώς η άλλη όψη, η άρνηση του φωτός, αλλά μέσα στο φως ενυπάρχει το σκότος, όπως και μέσα στο σκότος ενυπάρχει ένα φως, κι όλα αυτά πορεύονται, περιπλανιούνται. Και ενδυναμώνομαι απ’ αυτό το πιστεύω του Φάλκου, καθώς προσπαθώ να αποτιμήσω τη συλλογή του ως ένα όλον. Να γίνω πιο σαφής. Μπορεί κανείς να μη σταθεί στον τίτλο; Όσο και να μη θέλει να κάνει κάποια σημασιολογική ανάλυση του όρου Σχεδιάσματα. Γιατί Σχεδιάσματα; Είναι απόπειρες, είναι παιχνιδίσματα, είναι κάτι που δεν έχει σταθεροποιηθεί και παραμένει στη σφαίρα της συνεχούς αναζήτησης και δημιουργίας, του συνεχούς ρέοντος και αεί υπάρχοντος; Να πάω και πιο πέρα. Σχεδιάσματα με φως πάνω πού; Πάνω στο φως, όχι. Άρα πάνω ή μέσα στο σκότος. Και ακόμα, πώς να παραβλέψει κανείς τα χαρακτικά που συνοδεύουν το κείμενο; Είκοσι έξι χαρακτικά (αυτό του εξωφύλλου υπάρχει και μέσα στη συλλογή) που συνομιλούν αρμονικότατα και με το σύνολο της ποιητικής συλλογής, αλλά και το κάθε χαρακτικό με το αντικριστό του ποίημα. Tα χαρακτικά της Σλοβάκας Ingrid Zamecnikova προσδίδουν στην όλη συλλογή μια άλλη οντότητα. Τα Σχεδιάσματα με φως αποκτούν μέσα από το σκοτάδι των χαρακτικών περισσότερο φως, ζωή, ύπαρξη, νόημα και αξία. Η συλλογή χωρίζεται, όπως προαναφέραμε, σε τρεις άνισες ενότητες. Η πρώτη επιγράφεται Της αισθαντικής ζωής, οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν «αρχή επιστήμης ονομάτων επίσκεψις», μόνο που στην ποίηση η λογική της γλώσσας είναι διαφορετική, παρόλα αυτά όμως δεν παύει να είναι υποβοηθητική για την όποια κατανόηση. Η δεύτερη Της διορατικής ζωής, και η τρίτη Της τραγικής ζωής. Ο Φάλκος γράφει μοντέρνα, χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές της νεωτερικής ποίησης. Ο ρυθμός υπάρχει μέσα στις λέξεις, χωρίς να καταφεύγει σε εξωτερικά γνωρίσματα ομοιοκαταληξίας και άλλων παρεμφερών κλασικών κλισέ. Δεν υπάρχει πουθενά σημείο στίξης. Ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερα να αφήσει τη φαντασία και τη διαίσθηση, και ανάλογα με το λογοτεχνικό του έρμα να βυθοσκοπήσει τα ποιήματα του Φάλκου. Οι λέξεις απροσποίητα επιλεγμένες, καρφιά πολύχρωμα, μπηγμένες με μαστοριά στο κορμί των ποιημάτων. Στα τριάντα τρία ποιήματα της πρώτης ενότητας αυτό που κυριαρχεί είναι η ζωή, η χαρά, το φως στην αρχετυπική του διάσταση. Αυτό που ζωογονεί, που κυοφορεί, ζεσταίνει με το φως του. Αυτό το φως κατακλύζει όλη την ενότητα. Η συλλογή ξεκινά με το ποίημα Τοπίο με παιδί, ο τίτλος παραπέμπει σε πίνακα ζωγραφικής, όπου με μια νεκρή φύση, το τοπίο, και με ένα γέλιο του παιδιού γεννιέται ο κόσμος: Τοπίο με παιδί Ανάμεσα σε δυο σκοτάδια πλέει καφετιά βαρκούλα … …. … … … … … … Ο χρόνος το καφέ παιδί χαίρεται με τη ζωγραφιά του το γέλιο του φωτίζει τη βαρκούλα

– 332 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

Οι δυο λέξεις φως και σκοτάδι, το σκοτάδι υπονοείται τις περισσότερες φορές, είναι τα κυρίαρχα κλειδιά και μοτίβα των ποιημάτων. Από τα τριάντα τρία ποιήματα λείπουν μόνο από τρία ποιήματα. Ποιος όμως διαβάζοντάς τα δε θαμπώνεται από τη φωτεινή απουσία της παρουσία τους; Καθρέφτες Άμα σταθείς ανάμεσα σε δυο καθρέφτες θα ιδείς την ερημιά σου να βαθαίνει να παρασέρνει την καρδιά σου Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η διαφορετική και ευρηματική κάθε φορά λειτουργικότητα του φωτός, αλλά και του σκότους. Εδώ είναι κλειδωνιά φωτεινή, ρομφαία που ανοίγει εφτασφράγιστα μυστικά: Του Πύργου Στον Πύργο τον εφτάκλειστο Οι κλείδες είναι φως Και πάντα παραδίδονται Ενώ αντίθετα παρακάτω είναι φάρος που δίνει τη ρότα στη ζωή: Σκίτσο με βάρκα Βαρκούλα στον ωκεανό Επάνω της μια φλόγα από κερί αόρατο ……………… Πάνω στο κύμα έμεινε η φλόγα Το φως είναι δάσκαλος ζωής, προσφορά στον διπλανό, χωρίς καμιά ιδιοτέλεια για κατοχή αποκλειστική: Μας διδάσκει το φως ……………………… Εδώ όποιος έχει λίγο φως μέσα στο χέρι το προσφέρει Στον ίδιο μένει το πως κράτησε μέσα στα δάκτυλά του λίγο φως …………………… Εκείνο τρέχει χαρωπό δίνεται και χαρίζεται και πουθενά δεν στέκεται

– 333 –


ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ Ακόμη το φως είναι γνώση, είναι ζωή: Νησιά Υπάρχουνε στο πέλαγος νησιά θαμμένα κάτω από γαλάζιους όγκους ………………………………… Μάταια προσπαθούν να βγουν στο φως να υπάρξουν

Πώς όμως θα εκτιμήσεις το φως, πώς θα το χαρείς, πώς θα το ενσαρκωθείς; Πώς θα το βιώσεις μακριά και ξεχωριστά από το σκοτάδι; Σε κάποιον που ρωτάει τι είναι φως ……………………………… Δεν ξέρεις προπαντός τι είναι φως αν δεν πληγώθηκες πολύ βαθιά άμα δεν βρέθηκες σ’ απόλυτο σκοτάδι Μη μου μιλάς για μοίρες Αν το σκοτάδι φαίνεται παντοτινό παντοτινή κι η μοίρα του φωτός Από την άλλη το φως στηρίζει τον Κόσμο, ο Άτλαντας και Προμηθέας που κρατά την Πλάση: Το ροζ …………………………… ο ορίζοντας σιγόκαιγε με καφετί φωτιά μια αναμονή διαγραφόταν στον αέρα και τότε άνοιξε το σύννεφο και μια κολόνα φως στηρίχτηκε στη γη Επίσης το φως είναι η άγρυπνη συνείδηση των Ελλήνων: Φως ελληνικό Το φως που έκτισαν εδώ … … … … … … … … … … ... Γέμισε ο ουρανός μαύρες καπνιές

– 334 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

Και κάποια μέρα μια ηλιακτίδα ελάχιστη πέφτει επάνω στα σπασμένα μάρμαρα ………………………… Τότε δυο- τρεις αισθάνονται το δάγκωμα της ενοχής Για πόσο όμως το φως θα λειτουργεί αποτρεπτικά από μόνο του; Μέχρι πότε θα μας κρατά αποκαθαρμένους από τα αμαρτήματά μας, τα σφάλματά μας; Πώς και γιατί αλλοιώθηκε η φωτεινότητα του κόσμου; Νοσταλγία …………………………….. Πώς μαύρισαν τα χρώματα; Ποιος λέρωσε το φως; Και πώς μεγάλωσαν οι αποστάσεις; Και ο Φάλκος κλείνει την πρώτη ενότητα με το άκρως συμβολιστικό ποίημα: Βραδιάζει ………………………… Βράδιασε ξαφνικά μες στην καρδιά μας Κι όλο πυκνώνουν οι σκιές Στη δεύτερη ενότητα Της διορατικής ζωής σε είκοσι έξι ποιήματα, ολιγόστιχα και αυτά, η λειτουργία του φωτός και του σκότους μεταλλάσσεται, από το ζωογόνο φως περνάμε στο εφιαλτικό και δολοφονικό φως. Αυτή η μετάλλαξη γίνεται εμφανής στο ποίημα Μεταμόρφωση. Ένα φιλικό τοπίο γεμάτο αγάπη και φως μετατρέπεται σε εφιαλτικό, γεμάτο μαχαίρια: Μεταμόρφωση ……………………… πέσανε ξαφνικά τα φύλλα χωρίσανε μεμιάς τα δέντρα τα χέρια γιόμισαν μαχαίρια Όπως και στο επόμενο ποίημα, όπου το φως γίνεται βαθμιαία πρώτα γκρίζο και στη συνέχεια μαύρο: Δύο σκίτσα …………………… Λέγαν πως ήταν λάμψη

– 335 –


ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ πάνω σε χρώμα γαλανό Μα εμείς τον εγνωρίσαμε σαν γκρίζο σύννεφο που όσο πάει μαυρίζει Ο Φάλκος με τη φιλοσοφική σκευή του δίνει άλλες προεκτάσεις στα διανοήματά του. Η συνείδηση του μη εφικτού της ανθρώπινης φύσης, αλλά και η επίγνωση της απόλυτης καταδίκης να μην μπορεί να γνωρίσει το απόλυτο φως, τη γνώση, γιατί κουβαλά μέσα του από καταβολής του την άρνηση, το κενό, το Νείκος, το σκότος, βρίσκει απαντοχή, για να συνεχίσει τον αγώνα, στο μύθο των Δαναΐδων: Στο γκρίζο του δρόμου ………………………… Και τη μέρα αφαιρούσα τα γκρίζα Μα το βράδυ τα πρόσθετε η Νύχτα Σαν προφήτης από την εποχή της δημιουργίας του κόσμου, εβραϊκής ή ελληνικής, προφητεύει για τη διφυή φύση του ανθρώπου. Η Φιλία και το Νείκος, η Κακία και η Αρετή. Πάλη αιώνων για κατίσχυση του φωτός ή του σκότους. Η λύση δόθηκε από εξωγενείς παράγοντες, τώρα νικά το σκότος: Προϊστορία … … … … … … … … … …… Κι ένα πρωί ξυπνήσαμε και είδαμε πως ένας μαύρος τοίχος δυσοίωνος κι απρόσιτος υψώθηκε ανάμεσα στο φως κι εμάς Όλη η δεύτερη ενότητα αποπνέει αυτή την ατμόσφαιρα της συνεχούς πάλης του φωτός και του σκότους. Η νίκη του σκότους είναι σχεδόν δεδομένη παρά τις προσπάθειες, δυστυχώς καταδικασμένες, του ανθρώπου να αντισταθεί και να ξεφύγει από αμαρτήματα και λαθεμένες στοχεύσεις. Οι δυνάμεις του σκότους αποδεικνύονται ισχυρότερες. Και ο άνθρωπος αποδεικνύεται ένα τραγικό ον στα χέρια σκοτεινών και υπέρτερων δυνάμεων: Ο άλλος … … … … … … …... Είν’ ένας άλλος που ετοιμάζεται να σε πυροδοτήσει Ο άνθρωπος δεν αισθάνεται μόνο αδύναμος και ανήμπορος, αλλά του έ-

– 336 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

χουν εμφυσήσει την ιδέα ότι ευθύνεται κιόλας πως είναι ένοχος για ό,τι συμβαίνει: Ακτινοβολία …………………… τα προαιώνια πράγματα -πιάτο στιλέτο και καθρέπτηςπου μας συνόδευσαν στη μοίρα μας Φέγγουν τα πράγματα ακτινοβολούν την ενοχή Και για να πάμε προς τη λύση του δράματος έχουμε την επίκληση προς το αγνό φως πριν την καταστροφή: Ο πηλός Τώρα που έγινα μια μάζα από άνυδρο πηλό λυπήσου με εσύ φως αγνό Μη με ξεραίνεις άλλο Και κλείνει η δεύτερη ενότητα με την κατακραυγή του Άλλου, αυτού που μας καταδίκασε στο σκότος και την αμάθεια: Εσύ Εμείς δεν ξέρουμε το φως; Δεν ξέρουμε να τραγουδάμε; Εσύ που νομοθέτησες το σκότος μάρανες το τραγούδι Η τρίτη και τελευταία ενότητα της συλλογής, Της τραγικής ζωής, δεκαέξι ποιήματα και επτά χαρακτικά, είναι η συνέχιση της πορείας της ιστορίας του φωτός από την αυγινή ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του, όπως σημειώνει στο οπισθόφυλλο ο Τάσος Φάλκος. Είναι η ακατάλυτη δύναμη του φωτός, μέσα από δύσκολες συνθήκες, να αναδυθεί μέσα από το σκότος και να φωτίσει το Σύμπαν. Αυτή η διαπάλη είναι που σηματοδοτεί την τραγικότητα του ανθρώπου, που γνωρίζει τις δυσκολίες, αλλά δεν το βάζει κάτω. Και όπως συμβαίνει συνήθως στη ζωή, αυτό που μένει είναι η συνεχής εγρήγορση για τη θέαση της αλήθειας, του φωτός. Και η τραγικότητα του ανθρώπου επιτείνεται καθώς γνωρίζει το δύσκολο της προσπάθειάς του, αλλά από την άλλη τονίζεται το μεγαλείο του Ανθρώπου που συνεχώς άνω θρώσκει:

– 337 –


ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΕΣΠΑΡΗΣ Ίσκιοι Το φως περνούσε αμέριμνο ……………………… Κοίταξε να τις αποφύγει Γλίστρησε τριγύρω τους Δημιούργησε τεράστιους ίσκιους Το φως, μετά από πολλή προσπάθεια, περνά μέσα από μια ρωγμή. Και η ρωγμή γίνεται πλέον χάσμα: Το φως και η ρωγμή ………………………… Μα έκτοτε η ρωγμή έγινε πλέον χάσμα και βρέχει βρέχει καθημερινά μας κατακλύζει ένα φως ψυχρό Αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά δεν καταλήγει πουθενά Αυτό το φως είναι που «τρύπαγε τα μάτια με καρφίτσες»: Το λευκό …………………. εκείνο το λευκό ξωκλήσι τον ασβέστη που τρύπαγε τα μάτια με καρφίτσες άδειο ξωκλήσι λεηλατημένο που σκότωνε με τ’ άσπρο τα πουλιά Και ο ήλιος, η πηγή του φωτός, τώρα στάζει φαρμάκι: Ο ήλιος Απάνω μας ήλιος χλωμός στιγματισμένος σταλάζει σιγανή μαύρη βροχή …………………… Έσταζε πάνω μας ασήμι μαύρο φαρμακερό Κι όμως υπάρχει πάντα κάτι που ενδυναμώνει τον άνθρωπο στην επιμονή του. Ο Φάλκος μέσα από το μύθο του Σπηλαίου του Πλάτωνα μιλά για τον δε-

– 338 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

σμώτη άνθρωπο, που καθώς θυμάται, σύμφωνα με τη θεωρία των ιδεών, τα όντως όντα και όχι τα είδωλα, προσπαθεί συνεχώς να φτάσει προς το άνοιγμα του Σπηλαίου και να απελευθερωθεί από τα δεσμά της άγνοιας, του σκότους και των ειδώλων: Οι δεσμώτες … … … … … … … … … … ... Κουρέλια φωτεινά φτάνουν ως τους δεσμώτες Αναριγούνε οι ψυχές Θυμούνται Θυμούνται φως αληθινό και χρώματα …………………………… κάτι σαν οπτασία αγγέλου Και η τέλεια εναντίωση, η συνεχής πάλη του Καλού και του Κακού, του Φωτός και του Σκότους, όλη η πορεία της ανθρωπότητας επί γης: Εναντίωση Νέος αγάπησα το φως Έπειτα ήρθανε θεομηνίες θύελλες φωτεινές με λύγισαν έγινα δύσπιστος σκοτείνιασα πάρα πολύ Το πληγωμένο φως εντός μου συστρέφεται παντού σαν το πουλί το τρομαγμένο και δεν αφήνει να μπει νέο φως Το μέσα φως εναντιώνεται στο έξω. Και κλείνει η τρίτη ενότητα της συλλογής, αλλά και όλη η συλλογή χωρίς να έχει δοθεί καμία απάντηση. Και δε θα μπορούσε να έχει δοθεί. Αυτή είναι η Μοίρα του ανθρώπου. Να αναζητά το Φως, την Αλήθεια, τη Γνώση παλεύοντας γενναία και αποφασιστικά με το αρχέγονο Σκότος, αυτό που είναι η άλλη πλευρά του Φωτός: Εδώ λοιπόν σ’ αυτή την όχθη την φαγωμένη από το φως τη διψασμένη για το φως ποιος θα διαλύσει την απόφαση του σκότους;

– 339 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ Με τη συλλογή Σχεδιάσματα με φως ο Τάσος Φάλκος φτάνει σε έναν σταθμό και ίσως στο απόγειο της δημιουργίας του. Επιβεβαιώνει με τρόπο αυθεντικό ότι είναι ένας συγγραφέας μοντέρνος και κλασικός συνάμα. Οι ποιητικοί τρόποι και η γραφή, η ασυνήθιστη λεκτική τόλμη, τα ευρήματα, ο ελεύθερος στίχος, που ανήκουν όλα στη «σύγχρονη» εκφραστική, τον τοποθετούν ανάμεσα στους σύγχρονους τεχνίτες του λόγου. Από την άλλη όμως η θεματική, η εξαιρετική απλότητα και λιτότητα του λόγου, που φτάνει να εκφράζει τις υψηλότερες ιδέες με τα απλούστερα μέσα, με λέξεις καθημερινές και οικείες, η απόλυτη επεξεργασία του στίχου και του συνόλου τον τοποθετούν ασφαλώς ανάμεσα στους κλασικούς τεχνίτες. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τα Σχεδιάσματα με φως ως «ένα προσχέδιο της ιστορίας του φωτός, από την αυγινή ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του». Για μας τουλάχιστον, τα ποιήματα αυτά έχουν μια αισθητική και νοηματική πληρότητα, που κάθε άλλο παρά θυμίζει «προσχέδιο» και «σχεδίασμα». Ακριβέστερη είναι η έκφρασή του «ιστορία του φωτός». Το φως αντιμετωπίζεται ως φως φυσικό, που τρέφει δηλαδή και αναδεικνύει τα όντα, ως έννοια μεταφορική, ως έννοια θρησκευτική και ως έννοια φιλοσοφική. Ο Φάλκος έφτιαξε ένα σύνθετο οικοδόμημα οργανωμένο αυστηρά, που περιλαμβάνει οργανικά δεμένα την ποίηση και τη φιλοσοφία του. Εκείνο όμως που εκφράζει ο ποιητής με μεγάλη δύναμη και πρωτοτυπία, είναι η τραγική αλλοίωση του φωτός, που αντί πλέον να μας φωτίζει, έγινε δολοφονικό. Εννοούνται εδώ οι μεγάλες ιδέες που κάποιες στιγμές φώτισαν και στήριξαν την ανθρωπότητα και που στα χέρια των άθλιων και των εγκληματιών κατέληξαν αρνητικές και συχνά δολοφονικές. Στην πρώτη ενότητα το φως έχει την αρχέτυπη, θετική σημασία του: Πορτρέτο παιδιών κοντά σε ποτάμι … Και τα παιδιά βγαλμένα μόλις απ’ το χρυσαφί χαίρονται τραγουδώντας «Ήλιε ηλιάτορα δείξε τα καλούδια σου να τα δικά μας Πάρε την αγάπη σου δος μας την καρδιά μας. Φώτιζέ μας όπως σε φωτίζουμε» Ξεχύνονται μετά στις απλωσιές της εξοχής

– 340 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

κατρακυλάνε στις πλαγιές σαν άχνα ποταμίσια και σαν αναπνοή φωτός Ο ποιητής λυπάται που δεν μπορεί να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με το θετικό αυτό φως, να αναλωθεί η ύπαρξή του στο φως, γιατί δεν του το επιτρέπει η εγκόσμια υπόστασή του: Το φως και το νερό Νέος αγάπησα το φως Πώς όμως να το παραβάλω με τ’ ακοίμητο νερό; Εγώ μες στο νερό γεννήθηκα κάτω απ’ το σύννεφο και τον αέρα Και πώς να κατοικήσω μες στο φως; Θα με συνέτριβε μόνο σε μια στιγμή! Έτσι λοιπόν κάθομαι εδώ κι αντανακλώ το φως με τη νερένια ύπαρξή μου Το φως δεν είναι μονοσήμαντο, και η σημασία του εξαρτάται συχνά από την ψυχική διάθεση κι από την οπτική γωνία που το βλέπουμε:

Σε κάποιον που ρωτάει τι είναι φως Φίλε δεν ξέρω να σου πω τι είναι φως άμα δεν είδες άστρα μεθυσμένα, τον ήλιο να χαμογελά και τη σελήνη να σου κλείνει μάτι Δεν ξέρεις προπαντός τι είναι φως αν δεν πληγώθηκες πολύ βαθιά άμα δεν βρέθηκες ποτέ σ’ απόλυτο σκοτάδι Μη μου μιλάς για μοίρες. Αν το σκοτάδι φαίνεται παντοτινό παντοτινή κι η μοίρα του φωτός Ζώντας στο βάθος της θλίψης, εξ αιτίας του εγκόσμιου κακού, ο ποιητής αναζωογονείται από μια ακτινοβολία, που δεν μπορείς να πεις αν έχει εξωτερική ή εσωτερική προέλευση, γιατί είναι και τα δύο: Το ροζ Καθώς σκεφτόμουνα το σκοτεινό κι ο νους μου γέμιζε εγκατάλειψη

– 341 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

τα τζάμια έφεραν το ροζ επάνω στο γραφείο μου Μια ταραχή παράξενη με συνεπήρε και βγήκα στο μπαλκόνι σύννεφα κατακόκκινα σκεπάζανε τον ήλιο ο ορίζοντας σιγόκαιγε με καφετί φωτιά μια αναμονή διαγραφόταν στον αέρα Και τότε άνοιξε το σύννεφο και μια κολόνα φως στηρίχτηκε στη γη Κατόπιν, προοδευτικά, εξαιτίας της απομάκρυνσής μας από τις πηγές και της επακόλουθης διάσπασης της ενότητας, το φως αλλοιώνεται στην ουσία του, αδυνατεί πλέον να μας φωτίσει: Μοναχική σελήνη Μοναχική σελήνη συντρόφισσα των μυστικών μου τότε που ήμουν μόνος χωρίς τη μοναξιά σκόρπισε το χρυσάφι σου και μην αφήνεις να πυκνώσουν οι σκιές Δειλό κι ανήμπορο κατέβαινε ένα φως αχνό Το φως γίνεται πλέον άγριο σαν Ερινύα και μας γεμίζει τύψεις διαβρωτικές: Ως το πρωί Κρυμμένοι σ’ άλλα σώματα μ’ άλλες σκιές και μ’ άλλα χρώματα θα δέσουμε τα χέρια μας Μέσα σε κάποιο φως ανεκτικό θ’ αγκαλιαστούμε ως το πρωί που θα ’βγει ο ήλιος να μας κάψει Το φως διχάζεται και μας διχάζει: Εναντίωση Νέος αγάπησα το φως

– 342 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

Έπειτα ήρθανε θεομηνίες θύελλες φωτεινές με λύγισαν έγινα δύσπιστος, σκοτείνιασα πάρα πολύ Το πληγωμένο φως εντός μου συστρέφεται παντού σαν το πουλί το τρομαγμένο και δεν αφήνει να μπει νέο φως Το μέσα φως εναντιώνεται το έξω Αποκομμένο από τις ρίζες του, στα χέρια ανόσιων πλαστογράφων, γίνεται δολοφονικό: Το λευκό «Μάνα, πολύ μ’ αρέσει το λευκό, το φόρεμά μου τα λευκά φτερά» έλεγε το λευκό κορίτσι που δεν επρόλαβε να παντρευτεί Όμως η μάνα του θυμάται εκείνο το λευκό ξωκλήσι τον ασβέστη που τρύπαγε τα μάτια με καρφίτσες άδειο ξωκλήσι λεηλατημένο που σκότωνε με τ’ άσπρο τα πουλιά Ας δούμε ακόμα ένα ποίημα που έχει παραπλήσιο νόημα: Ήλιοι Γνωρίζω κάποιους ήλιους που ξέφυγαν από τις αλυσίδες και πέσανε βαριά στη λάσπη που κάψαν με το θειάφι τους το φιδοκτόνο χόρτο που σαν μαύρα άλογα πολεμιστών καλπάζουν μες στις τρύπες τ’ ουρανού Η τραγική απογύμνωση της ανθρωπότητας συντελείται μέσα σ’ ένα φως που «δεν ξεκινάει από πουθενά, δεν καταλήγει πουθενά»: Το φως και η ρωγμή

– 343 –


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΗΣ

Στην άκρη του ήταν ο Θεός Ήταν μια εποχή πολέμων και ξεσηκωμών τα σπίτια και τα δάση κάηκαν βγαίναν νεκροί κρατώντας άσπρες φλόγες μια φοβερή υποψία πλανιόταν μες στην κάπνα όταν παρουσιάστηκε το ράγισμα Δεν είδαμε και δεν ακούσαμε κανέναν κρότο μα είχε γίνει μια ρωγμή Μετά ησύχασαν τα πράγματα Χτίσαμε πάλι σπίτια κι αποσυρθήκαν οι νεκροί Μα έκτοτε η ρωγμή έγινε πλέον χάσμα και βρέχει βρέχει καθημερινά μας κατακλύζει ένα φως ψυχρό Αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά δεν καταλήγει πουθενά Στο βάθος της ψυχής ελάχιστων μένει μια νοσταλγία του «γνήσιου» φωτός: Οι δεσμώτες Καμιά φορά γίνεται μια μικρή ρωγμή επάνω στον ουράνιο θόλο και στάζει φως καφέ χρυσό Κουρέλια φωτεινά φτάνουν ως τους δεσμώτες Αναριγούνε οι ψυχές Θυμούνται Θυμούνται φως αληθινό και χρώματα σε μια κοιλάδα με βαθιά φυλλώματα όπου αναπαύεται τ’ αγέρι και μια μορφή να φέγγει χαμηλά κάτι σαν οπτασία αγγέλου Θα κλείσω τη σύντομη αυτή περιήγηση στα Σχεδιάσματα με φως με ένα ωραίο ποίημα που συμβαίνει να έχει και κλασική μετρική μορφή και δείχνει πόσο ο ποιητής μας σέβεται την παράδοση και πόσο έχει εντρυφήσει σ’ αυτήν: Στο γκρίζο του δρόμου Αισθανόμουν σαν κάποιος που αμίλητος ανεβαίνει στο γκρίζο του δρόμου περιστέρια στο χέρι κρατώντας όταν ξάφνου τα χρώματα λύγισαν

– 344 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

και σκοτείνιασε πριν απ’ τη Δύση Και περίμεναν όλοι τα θαύματα μα στο νου τους γυρνούσαν τα γκρίζα Να φυλάξω το φως επιχείρησα της καρδιάς εκπληρώνοντας χρέος Και τη μέρα αφαιρούσα τα γκρίζα μα το βράδυ τα πρόσθετε η Νύχτα

– 345 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

ΝΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ο Τυμφρηστός (κοινώς Βελούχι) είναι βουνό της Ευρυτανίας. Το DenfertRochereau είναι κομβικός σταθμός στο μετρό του Παρισιού. Δύο λέξεις που με εντυπωσίαζαν χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο, αφού δεν ξέρω τη σημασία τους και βέβαια δεν μπορώ να βρω καμιά σχέση μεταξύ τους. Η λέξη Τυμφρηστός είχε με κάποιο τρόπο κολλήσει στο μυαλό μου και την πρόφερα μεγαλοφώνως καθώς ανέβαινα κάποτε σε ένα άλλο βουνό, το Πήλιο. Ήμουν μόνος στο αυτοκίνητο και αν μπορούσε κανείς να με παρατηρήσει να κραυγάζω σε ποικίλους τόνους τη λέξη «Τυμφρηστός», θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι προσπαθώ να τραγουδήσω ένα τραγούδι, ενώ δεν ξέρω τη μουσική, και από τα λόγια του θυμάμαι μόνο μία λέξη. Αν αυτός ο φανταστικός παρατηρητής με σταματούσε και με ρωτούσε γιατί προφέρω με τόσον οίστρο αυτήν τη λέξη, δεν θα μπορούσα τότε να του δώσω καμιά εξήγηση. Αν με ρωτούσε σήμερα, θα τον παρέπεμπα στα Γραπτά του Ανδρέα Εμπειρίκου, και μάλιστα στο κείμενο «Jungfrau ή Η ηχώ των ωραίων». Ο ποιητής βρέθηκε τέλος της «σαιζόν», «μέσα στην άκρα σιωπή του Αλπικού τοπίου» και δεν ήξερε τι να κάνει. Να μείνει «μονάχος μεσ’ στα όρη» ή να κατέλθει στις πεδιάδες; Αποφάσισε λοιπόν να παίξει «το ευγενικό παιχνίδι της ηχούς». Αν η ηχώ ήτο μονή, θα κατέβαινε στις πεδιάδες, αν ήτο διπλή ή τριπλή θα έμενε στα όρη. Έμπηξε λοιπόν το αλπενστόπ του μες στο χώμα, έβαλε τις παλάμες του σε σχήμα χωνιού στο στόμα και έκραξε: «Τυμφρηστός!». Αν ο ίδιος φανταστικός παρατηρητής ή κάποιος Ελβετός ρωτούσε τον ποιητή γιατί έκραξε αυτή τη λέξη μέσα στο αλπικό τοπίο, θα έπαιρνε τη σωστή απάντηση. Κατά παρόμοιο τρόπο το Denfert-Rochereau είχε κολλήσει στο μυαλό μου και απολάμβανα να το προφέρω, όχι μόνον όταν ήμουν πριν πολλά χρόνια στο Παρίσι, αλλά και για πολύ καιρό αφότου γύρισα στην Ελλάδα. Δεν θα σας πω τι αισθανόμουν και γιατί, αφού μπορείτε να το αισθανθείτε κι εσείς διαβάζοντας το ποίημα Αι λέξεις του Ανδρέα Εμπειρίκου από τη συλλογή Οκτάνα : «Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων -των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων- ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυ-

– 346 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

φαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις «Ελελεύ,», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις «Chardon-Lagache», «DenfertRochereau», «Danton», «Odeon», «Vauban», και «Gloria, Gloria in excelsis». Βρέθηκα ένα ανοιξιάτικο ξημέρωμα στο Πυθαγόρειο της Σάμου και είδα τον ήλιο να ανατέλλει από τα βουνά της απέναντι Ιωνικής ακτής. Αξίζει κανείς να δει αυτό το υπέροχο θέαμα έστω για μια φορά, και αμέσως θα καταλάβει τον ρεαλισμό των στίχων: Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, / γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. Ομολογώ ότι τον Εμπειρίκο τον αγαπώ περισσότερο από τον Καβάφη. Αυτό όμως το ποίημα λες και γράφτηκε για να ισορροπήσει όλο το υπόλοιπο έργο του. Παρακάμπτει την ελληνιστική decadence, ξεπερνά τον σκεπτικισμό και την ηττοπάθεια και βροντοφωνάζει πάνω από τα ερείπια των ναών και τα ακρωτηριασμένα σώματα των αγαλμάτων «δεν πέθαναν…οι θεοί». Που σημαίνει, πέραν πάσης υποψίας θρησκευτικής ή αλυτρωτικής αναφοράς, ότι το φως και η διαύγεια της ατμόσφαιρας και του νου πάντα θα ζουν στην Ιωνία είτε γίνονται ορατά, δηλαδή αντιληπτά από τους σύγχρονους γηγενείς και τουρίστας είτε όχι. Ιωνικόν Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των, γιατί τους διώξαμεν απ’ τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των΄ και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή, αόριστη, με διάβα γρήγορο, επάνω από τους λόφους σου περνά. «Ο Οδυσσεύς Ελύτης, που την ψυχή του βάφτισε στα ιωνικά νερά του Ελληνικού Αρχιπελάγους» [«Του Αιγάγρου», από την Οκτάνα], είχε φτιάξει ένα ωραίο κολλάζ που θέλει να αποδώσει εικαστικά το «Ιωνικόν». Απόδειξη αυτού είναι ότι έχει κολλήσει πάνω αριστερά, αν θυμάμαι καλά, ολόκληρο το ποίημα. Αν ήταν ζωγράφος, θα είχε φτιάξει κάτι παρόμοιο με τον πίνακα του Dali “La naissance d’une divinité”, όπου σε ένα τοπίο που μοιάζει πολύ με τις ακτές της Ιωνίας γεννιέται στην ατμόσφαιρα μία αιθέρια μορφή ελληνικής θεότητος. Προφανώς ο ποιητής του Αιγαίου πίστευε ότι όχι μόνο δεν πέθαναν, αλλά εξακολουθούν να γεννιούνται «θεοί» στην ευλογημένη αυτή γη. Αυτό άλλωστε μπορεί ο καθένας και σήμερα να το διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια ένα ανοιξιάτικο ή και «Αυγουστιάτικο» ξημέρωμα στο Πυθαγόρειο της Σάμου βλέποντας με ζεστή καρδιά τον ήλιο να ανατέλλει από την απέναντι

– 347 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

ακτή. «Κασσώπη ή Κασσώπα (η). Αρχαία πόλις εν Ηπείρω, πρωτεύουσα της Κασσωπαίας. Ερείπια αυτής αναγνωρίζουσιν οι νεώτεροι ερευνηταί μεταξύ της μονής Ζαλόγγου και του χ. Καμάρινα. Η πόλις έκοψε νομίσματα κοινά του έθνους των Κασσωπαίων κατά τα έτη 342-168 π.Χ.» Αυτά μόνο γράφει το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη για την πόλη αυτή που ανακάλυψα ή μάλλον μου αποκαλύφθηκε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι μου στην Ήπειρο. Και λέω μου αποκαλύφθηκε, γιατί, καθώς κοιτούσα το ομιχλώδες τοπίο που εκτείνεται κάτω από το πέτρινο μνημείο του Ζαλόγγου, ξαφνικά για πολύ λίγο μια δέσμη φωτός πέρασε μέσα από την πυκνή νέφωση, και έκανε τα αρχαία ερείπια να αστράψουν ολόλευκα για μια ελάχιστη στιγμή. Αμέσως κατέβηκα σαν μαγνητισμένος αφήνοντας το μνημείο της νεότερης ιστορίας μας, για να βρεθώ ανάμεσα σ’ αυτά τα μάρμαρα, σε μια ολόκληρη πόλη χαμένη στα βουνά της Θεσπρωτίας και τελείως ξεχασμένη (δεν υπήρχε τότε ούτε μία πινακίδα) από τους Νεοέλληνες. Αντίθετα δεν ήταν καθόλου ξεχασμένη από ξένους και ντόπιους αρχαιοκάπηλους, ερασιτέχνες ή επαγγελματίες, που έκαναν τη «δουλειά» τους μπροστά μου μέρα μεσημέρι. Πρόκειται για μια πόλη άγνωστη στον πολύ κόσμο, ίσως λόγω της θέσης της, αλλά εξαιρετικά σημαντική, γιατί έχει διατηρηθεί σαν σύνολο, με τους ναούς, το σκαλιστό στο βράχο θέατρό της, και με πολλά από τα σπίτια της. Περιπλανήθηκα αρκετή ώρα μέσα στον ξέφραγο και αφύλακτο αυτό χώρο και φεύγοντας το σούρουπο αισθάνθηκα ντροπή κάπως σαν να με κατέκριναν οι αγράμματες γυναίκες που έπεσαν πιο πάνω. Ένιωσα κάτι σαν τύψεις που γρήγορα ξεχάστηκαν. Αν όμως ήμουν ποιητής, θα μπορούσα να είχα γράψει αυτό το ποίημα (Σχεδιάσματα με φως): Φως ελληνικό Το φως που έκτισαν εδώ πέτρα την πέτρα το γκρέμισαν οι πρόγονοί μας και το ρήμαξαν Γέμισε ο ουρανός μαύρες καπνιές Και κάποια μέρα μια ηλιαχτίδα ελάχιστη πέφτει επάνω στα σπασμένα μάρμαρα αποκαλύπτοντας μια ομορφιά αβάστακτη που μοιάζει να ’ρχεται απ’ την αθέατη πλευρά του κόσμου Τότε δυο-τρεις αισθάνονται το δάγκωμα της ενοχής Το διάβασα πρόσφατα στη συλλογή Σχεδιάσματα με φως του Τάσου Φάλκου, και ήταν σαν να μην πέρασε καθόλου ο χρόνος από εκείνη την ημέρα στο

– 348 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

Ζάλογγο. Αισθάνθηκα την ίδια ντροπή, τις ίδιες τύψεις σαν δάγκωμα ενοχής. Και μια θλίψη, γιατί τόσο το εξαίσιο φως της Ιωνίας όσο και μια ηλιαχτίδα ελάχιστη πάνω στα σπασμένα και περιφρονημένα μάρμαρα μας δείχνουν μιαν αβάσταχτη ομορφιά, που η θέα της μεγαλώνει τη δική μας ασχήμια. Αλλά ας προσηλωθούμε σ’ αυτή την ομορφιά και τη διαύγεια, που εκτός από θεούς γεννά και λέξεις. «Λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον». Λέξεις που μας τέρπουν και μας παρηγορούν, ονόματα με φως: Ονόματα με φως Διώνη Αφροδίτη Παρθενών Δίον Ελίνα σέλας Λίνος Ηλύσια Καλλίμαχος Ελλάς μα πρώτα της Δικαιοσύνης Ήλιος

ΑΝΩΒΟΛΙΩΤΗΣ (Γ. Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ) ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ: Σχεδιάσματα με φως Ποιητικός λόγος που συνυφαίνεται άρρηκτα με τα χαρακτικά επί των σελίδων του, ώστε να μιλάμε αυθόρμητα και για ιδανική νοηματική και εικαστική σύνθεση ενός ολοκληρωμένου καλλιτεχνικού βιβλίου. Εμείς -που αναγνωρίζουμε την πανελευθερία στην Τέχνη- αποδεχόμαστε και τα ερεθίσματα που προέρχονται από το μεταίχμιον του στοχασμού […] και της λυρικής διάθεσης. Μιας διάθεσης αλλά και τάσης, της οποίας οι τόνοι απολήγουν σε πολυσήμαντη ροϊκότητα. Ροϊκότητα, όμως, ως γίγνεσθαι εν τω ποταμώ του είναι. Και -πολύ φυσικά- τα ατμοσφαιρικά κυρίως θραύσματα και τα εκ του φωτός «διαμορφώματα» σηματοδοτούν και σπάνιον είδος πνευματικής και συναισθηματικής εξακτίνωσης του λόγου. Έτσι, στην ποίηση του Τάσου Φάλκου, αν κι εμφανίζονται σχεδιάσματα με πολυεδρικές διαθλάσεις αναλαμπών (όπου δεν απολείπουν και τα σκιάσματα κάποιων επιφανών «σκοτεινών» αντικατοπτρισμών, λες κι έλκουν την καταγωγή τους από το ηρακλείτειο «σκότος»), κατά βάθος η γραφή του έντεχνου λόγου του Ποιητή μας κατευθύνεται από δυναμική ψυχικών κραδασμών κι έλλογης όσο και υπερβατικής εμπνοής. Κι ακόμα, ως «έτι περισσότερον», ο χρόνος -στους στίχους του θεσσαλονικέα Ποιητή- αναδεικνύει τη συναίρεση παλαιών και σύγχρονων καιρών σε δίστρατο διάβημα υπαρξιακής αναρώτησης κι αναζήτησης του απόλυτου. Παραθέτουμε δείγμα γραφής από την εν λόγω συλλογή, ως προοίμιον ανθολόγησης ποιημάτων (του Τ. Φ.) στη «Σύγχρονη Σκέψη». Εκεί και η έκδηλη ροή του γνόφου μέσω σχεδιασμού φωτός:

– 349 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

Εσύ Εμείς δεν ξέρουμε το φως; Δεν ξέρουμε να τραγουδάμε; Εσύ που νομοθέτησες το σκότος μάρανες το τραγούδι

Του Πύργου Στον πύργο τον εφτάκλειστο οι κλείδες είναι φως και πάντα παραδίδονται Τι θ’ ανοιχτεί μ’ αυτές κανείς δεν ξέρει… Περιοδ. Σύγχρονη Σκέψη, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2006, αρ. 51

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ […] Από την πρώτη ενότητα «Της ήρεμης ζωής» ξεχώρισα τα ποιήματα «Θητεία», «Κύκλος», «Σε κάποιον που ρωτάει τι είναι φως», «Γυναίκα ανάμεσα σε καλάμια», «Το ροζ», «Μετέωρα», «Αναβολές», «Καθρέφτες», «Ο καφές», «Λιτανεία», «Νοσταλγία», «Βραδιάζει». Από τη δεύτερη ενότητα «Της διορατικής ζωής» τα ποιήματα «Το παραστρατημένο φως», «Ίσκιοι», «Ο άλλος», «Θαρρείς», «Ελπίδα», «Έκαιγε στην καρδιά μας», «Ο πηλός». Από την τρίτη τέλος ενότητα «Της τραγικής ζωής», τα ποιήματα «Ο ήλιος», «Τι γυρεύω», «Εναντίωση», «Ως το πρωί», «Εδώ λοιπόν». Τα τρία ποιήματα που έχω υπογραμμισμένα μου άρεσαν ιδιαίτερα. Τα βρίσκω λιτά, πηγαία και γνήσια εξομολογητικά. Στάθηκα και σε κάποιους στίχους ορισμένων άλλων ποιημάτων. [Ακολουθούν επιλεγμένοι στίχοι από τα ποιήματα «Μορφή», «Παρράσιος», «Νοσταλγία», «Στο γκρίζο του δρόμου», «Προϊστορία», «Το φως και η ρωγμή», «Εναντίωση».] Η ποιητική σου συλλογή διακρίνεται για το ενιαίο ύφος, τη λειτουργική σύνδεση ενοτήτων και ποιημάτων, τη στέρεα δομή, τη συνολικά καλή οργάνωση με κατά το πλείστον ισοδύναμα ποιήματα, την κλιμακωτή ανάπτυξη του θέματος, την αρμονική συνύπαρξη φιλοσοφικού στοχασμού και ποιητικού λόγου. Τα ποιήματα λιτά, απλά, διαυγή. Εκεί όπου υπάρχει γνήσια κατάθεση ψυχής και ο έντονα εξομολογητικός λόγος καταφέρνει να ενσωματώσει στοιχεία φιλοσοφικού

– 350 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

στοχασμού, τα ποιήματα αποκτούν τη μέγιστη αμεσότητα, αποτελεσματικότητα και δύναμη. Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν ο φιλοσοφικός στοχασμός τείνει να αποκτήσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η νοητική επεξεργασία του ποιήματος, αποδυναμώνει το ποίημα, του αποστερεί τη φρεσκάδα της φαντασίας και τη συγκίνηση των αισθημάτων.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ […] Η συγγραφική λειτουργία του Τάσου Φάλκου-Αρβανιτάκη, που ξεκίνησε πριν από τρεις δεκαετίες και παραλληλίστηκε χρονικά με το γόνιμο διδακτικό έργο του ως Καθηγητή της φιλοσοφίας, παρουσιάζει ένα ιδιότυπο ισοζύγιο ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία: οι εργασίες του υπηρετούν σχεδόν ισόποσα τις δυο όχι ασύμβατες αγάπες του. και η διφυΐα αυτή δεν είναι διχασμός, αλλ’ είναι μια αγαστή αλληλοσυμπλήρωση μιας μεστής ζωής, που ελαύνεται από όσα συγκινούν την ευαίσθητη ψυχή του και δονούν την παραγωγική σκέψη του. Στο σημείωμα αυτό μας ενδιαφέρει η πλευρά του ως ποιητή, που έχει δοκιμάσει τον εαυτό του σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη (ποιητικές συλλογές, διηγήματα, πεζογραφήματα, μυθιστορήματα, θέατρο) και ειδικότερα η πρόσφατη ποιητική συλλογή του. Κάτω από τον τίτλο της συλλογής στεγάζονται τρεις ομόκεντρες ενότητες, της ήρεμης (ή αισθαντικής) ζωής, της διορατικής ζωής και της τραγικής ζωής. Κέντρο αυτής της τριχοτομημένης, αλλ’ αδιαίρετης και ομοούσιας ύλης, είναι η ζωή, όπως την βλέπει, χωρίς να αποφορτίζεται από το φιλοσοφικό εξοπλισμό του, ο ποιητής Τάσος Φάλκος. Στο οπισθόφυλλο της συλλογής, λοιπόν, ο Τάσος Φάλκος μας βοηθά με λιτή αναφορά να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της ποιητικής αυτής συλλογής. «Μετά από σαράντα χρόνια -σημειώνει- αναζήτησης του απόλυτου ο συγγραφέας έχει σχεδόν ολοκληρώσει τη Μητρόπολη, μια σειρά από αυτοτελή λογοτεχνικά έργα, που καταγράφουν τη σχέση μιας συνείδησης με την ιστορία του καιρού της, σχέση επώδυνη και τραγική. Με το «Μητρόπολη» θέλει να πει «Μητρόπολη της Οδύνης» και εννοεί το χώρο αυτό που ζούμε εμείς οι Νεοέλληνες. Τα Σχεδιάσματα με φως αποτελούν ένα προσχέδιο της Ιστορίας του φωτός, από την αυγινή ώρα ως την εποχή της τραγικής αλλοίωσής του». Μας εξασφαλίζει, συνεπώς, μια ασφαλή πυξίδα, για να πλοηγηθούμε στη μέθεξή μας στα ποιητικά αυτά δημιουργήματα. Είμαι ως φιλόλογος «φύσει και θέσει» εραστής της λογοτεχνίας και ίσως νομιμοποιείται η οπωσδήποτε αυτάρεσκη δήλωσή μου ότι είμαι επαρκής αναγνώστης της -δε θα πω και αντίστοιχα επαρκής μελετητής της. Έχω μπροστά μου μια ποιητική συλλογή από εβδομήντα πέντε ποιήματα που στο σύνολό τους διακρίνονται από το γλαφυρό σμίλευμα των στίχων τους, από την αυτοτελή λειτουργία των νοημάτων τους, από την άρρηκτη σύνδεσή τους με το φως (που

– 351 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

συνωνυμεί εδώ με τη ζωή), από τα ηχοχρώματά τους (εννοώ τα χρώματα που θα δώσει η ηχηρή ανάγνωση των ποιημάτων αυτών), από τη φυσική σύνδεσή τους με ό,τι αποτελεί το ελληνικό και το πανανθρώπινο παρελθόν (στα ποιήματα αυτά παρελαύνουν ανιχνεύσιμες μνείες από θεωρήσεις της ελληνικής φιλοσοφίας), από τη συμπόρευσή τους με κριτικό πνεύμα με ό,τι αποτελεί έκφραση του παρόντος και από τους οραματισμούς του ποιητή για το βραχυπρόθεσμο ή το μακροπρόθεσμο μέλλον. Χάρηκα ιδιαίτερα την καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα της έκδοσης της ποιητικής αυτής συλλογής. Κοσμείται από τρεις δεκάδες περίπου χαρακτικά της Ingrid Zamecnikova από την Bratislava -το 1997 τα χαρακτικά αυτά πλαισίωσαν δεκαπέντε ποιήματα της ποιητικής αυτής συλλογής και τιμήθηκαν ως «το ομορφότερο βιβλίο της Σλοβακίας για το έτος 1997». [Το σημείωμα αυτό δημοσιεύτηκε με κάποιες περικοπές στο περιοδικό Πνευματική ζωή, αρ. 183, σ. 670.]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ Ο Τάσος Φάλκος, Καθηγητής πανεπιστημίου και γνωστός Θεσσαλονικέας διανοητής, έχει να επιδείξει ένα πολυποίκιλο έργο, επιστημονικό και λογοτεχνικό. Το έργο αυτό χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποιότητα και πρωτοτυπία, τόσο στον τρόπο γραφής όσο και στη θεματολογία. Οι Δίκαιοι, απ’ τα πρώτα του έργα που επανεκδόθηκε αργότερα, με τίτλο Το Χρονικό των Δικαίων, εμπεριέχουν τον πυρήνα της φιλοσοφικής του διάθεσης. Την εμποδισμένη δράση των ανθρώπων εκείνων που προσπαθούν να έχουν οδηγό μονάχα τη συνείδησή τους. Η τελευταία του δουλειά είναι μια ποιητική συλλογή, με τίτλο Σχεδιάσματα με φως, ένα λογοτεχνικό κόσμημα, καταστάλαγμα σαράντα και πλέον ετών γραφής. Η έκδοση περιλαμβάνει 75 ποιήματα, σχεδιασμένα από φως, γεμάτα φως, που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία σύνθεσης και γραφής. Ο ποιητής δράττει όλες τις φωτεινές πτυχώσεις και δημιουργεί ένα δικό του προσωπικό παζλ εικόνων και νοημάτων, που σαγηνεύει. «Ας ανεβώ και πάλι στην κορφή / που έλαμψε μέσα μου το φως / Εδώ σιωπά η προσευχή / στ’ αγνότερό της βάθος». Τα Σχεδιάσματα με φως είναι χωρισμένα σε τρεις ενότητες, που οριοθετούν και το περιεχόμενο του βιβλίου, σε ό,τι αφορά τη θεματική του: «της ήρεμης ζωής», «της διορατικής ζωής» και «της τραγικής ζωής». Χαρακτηριστικό του ποιητικού ύφους του Φάλκου είναι η σχετική ολιγοστιχία κι η γνώση στη χρήση των λέξεων και των φράσεων. Όπως θα έλεγε κι ο Πόε, ο ποιητής προσφέρει ένα βιβλίο χτισμένο αρχιτεκτονικά, όπου καμιά λέξη και φράση δεν είναι τοποθετημένη τυχαία. Παρ’ όλη τη φωτερή του όψη, το έργο τούτο δεν κρύβει την λυγμική του προδιάθεση, την ντυμένη με τη γνώση μιας τραγικής μοίρας: «Τι όμορφα που κάψαμε / τα ιδανικά μας τα φτερά μας / τέλεια καμένα τέ-

– 352 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

λεια / Μείναν μες την καρδιά μας λάκκοι με νερό / να καθρεφτίζονται τ’ αγρίμια / και τ’ αγριεμένα τα σπουργίτια / Πόση ομορφιά σε τούτο το τοπίο / το καταματωμένο / Πόση ομορφιά στο δειλινό / το καταματωμένο». Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά την ποιητική συλλογή Σχεδιάσματα με φως συνειδητοποιεί, ότι παρ’ όλον τον λεκτικό πλούτο της, δεν χρησιμοποιεί υπερβολικές και στομφώδεις εκφράσεις, κύριο χαρακτηριστικό του εύκολου εντυπωσιασμού. Ο Φάλκος, βαθύς μελετητής της ποιητικής τέχνης, αντλεί τα υλικά του από την παράδοση, χωρίς όμως η ποιητική του μορφολογία να είναι παρωχημένη. Κάθε άλλο. Ο στίχος του είναι ελεύθερος, όσο χρειάζεται, για να ισορροπεί απόλυτα σε έναν εσωτερικό ρυθμό, διαυγή και καθάριο. Η έλλειψη σκοτεινότητας δεν κατατάσσει την ποίησή του στον καθαρό μοντερνισμό, προσδίδει όμως σύγχρονη ματιά με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο. Οι υπερρεαλιστικές πινελιές υπάρχουν, όσο χρειάζεται, για τη διατήρηση των νοημάτων. Ο ποιητής αφήνει τον αναγνώστη να προβληματιστεί και να συλλογιστεί: «Άμα σταθείς ανάμεσα σε δυο καθρέφτες / θα ιδείς την ερημιά σου να βαθαίνει / να παρασέρνει την καρδιά σου». Ο ποιητής είναι ονειροβάτης μιας υπερβατικής πραγματικότητας. Ερευνά μέσα σε όλα τα έργα την ιδέα του Απολύτου και του Αγέραστου. Τα βιβλία του καταγράφουν τη σχέση μιας συνείδησης με την ιστορία του καιρού της, σχέση επώδυνη και τραγική. Πνευματική ζωή, τεύχ. 173, Μάρτιος-Απρίλιος 2007

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Η ποιότητα του στίχου καθώς κι η οικονομία του λόγου καθιστούν το έργο αυτό διαφορετικό και πολύτιμο.

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ Διαβάζοντας τα τελευταία ποιητικά έργα του Τάσου Φάλκου Σχεδιάσματα με φως καθώς και το ποιητικό σκέλος του μυθιστορήματος Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, είναι αδύνατον να μη καταγράψω την κατανυκτική συνειδησιακή ευαισθησία του συγγραφέα. Πέρα από τις τομές της ποιητικής του, η διανοητική του ανασκόπηση συντελείται τόσο στα βιώματα του ελληνικού ψυχισμού όσο και σε ευρύτερες πανανθρώπινες συνιστώσες της συλλογικής συνείδησης. Ποιητής με ιδιόμορφη εκφραστική αμεσότητα και με παραστατική στοιχειοθέτηση των συμβόλων-αρχετύπων, συνθέτει δομικά ερωτήματα του Υπαρξισμού με ιμπρεσσιονιστικές πινελιές της Ιστορίας. Ο συγγραφέας δεν ενστερνίζεται την ιστοριογραφία, αλλά προχωρά στην αποκωδικοποίηση διαχρονικών συμβόλων όπως αυτά εμφανίζονται δια μέσου της ανθρωπολογικής ιστορικότη-

– 353 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

τας. Καταλυτικός είναι ο ρόλος του Φωτός, ένα φως ως σύμβολο της ψυχικής καθαρότητας και αρχέτυπο ηθοπλασίας. Ως αντιθετικό-συμπληρωματικό στοιχείο του Φωτός παρουσιάζεται η Νύχτα, εκπροσωπώντας τις σκοτοδίνες της ενοχικής συνείδησης. Σκοτοδίνες που πηγάζουν από τον τραγικό χαρακτήρα της ανθρωπιστικής φαινομενικότητας. Χαρακτηριστικό επ’ αυτού είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Να φυλάξω το φως επιχείρησα / της καρδιάς εκπληρώνοντας χρέος / Και τη μέρα αφαιρούσα τα γκρίζα / μα το βράδυ τα πρόσθετε η Νύχτα.» Η υπαρξιακή αγωνία που αποτυπώνεται στην ποίηση του Φάλκου, αγγίζει εσώτερες χορδές του ανθρώπινου ψυχικού κόσμου στην προσπάθειά του να αποβάλλει την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας. […] Ο επιδέξιος χειρισμός των συμβόλων Φωτός-σκιάς (Νύχτας) είναι εφάμιλλος της εμφατικής χρήσης της τεχνικής του κιαροσκούρο από τους Rembrandt και Vermeer στον τομέα της ζωγραφικής. Για τους γνώστες του καλλιτεχνικού έργου του Τάσου Φάλκου, η ποιητική του κατάθεση στέκεται ως κορωνίδα στη βαθυστόχαστη και ανθρωπιστική «Μητρόπολη» (τίτλος που έχει δώσει ο συγγραφέας στο συνολικό του έργο). Μαζί με τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, ο Τάσος Φάλκος αποτελούν κεφάλαια του πνευματικού θησαυρού της συμπρωτεύουσας, στις πάμφτωχες των ημερών μας πνευματικές μαρτυρίες. Ημερησία Βέροιας, 23. 6. 2001

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ Ο Τάσος Φάλκος (Αρβανιτάκης), για τους πολλούς γνωστός ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, μας έχει δώσει μέχρι τώρα πλούσια δείγματα της λογοτεχνικής του παραγωγής σε πεζογραφήματα (μυθιστόρημα, διήγημα), θέατρο, αλλά και ποίηση, εκτός από τις ειδικές φιλοσοφικές μελέτες. Ανάμεσα στις ποιητικές του συλλογές δεσπόζουσα θέση, νομίζω, έχει η συλλογή με τίτλο Σχεδιάσματα με φως, 75 ποιήματα (2005), Ο τίτλος της συλλογής είναι δηλωτικός και εκφραστικός. Και θα πρέπει να θυμηθούμε ότι και άλλοι ποιητές μείζονες ή ελάσσονες (π.χ. Ελύτης, Οctavio Paz) μας έχουν δώσει κατά καιρούς, ωραία και ενδιαφέροντα ποιήματα φωτοτροπικά, να τα ονομάσουμε έτσι, με βάση το φως, το ουράνιο, το νοητό, περισσότερο αυτό που μας βοηθάει να σκάψουμε μέσα μας και να εντοπίσουμε τα ποικίλα ψεγάδια. Τα περισσότερα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, θα έλεγα επιγραμματικά, και αυτό είναι ένα μεγάλο προσόν. Το έργο είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες. Η πρώτη με τίτλο «της αισθαντικής ζωής» περιέχει 33 ποιήματα. Ο τίτλος του βιβλίου, που μας εισάγει μυστικά και αθόρυβα στην ποίηση και την ποιητική του, είναι Σχεδιάσματα με φως, είναι καταστάσεις. Ο ποιητής σε

– 354 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

πολλά ποιήματα και στίχους κρατάει ζωντανά ενσταντανέ, τις εικόνες εκείνες που τον σημάδεψαν σε εικόνες ρεαλιστικές, υπαρκτές καταστάσεις, αλλά και ονειρικές και φαντασιακές, όπως μας αποκαλύπτουν οι πρώτοι στίχοι του ποιήματός του με τίτλο Το άλλο φως: «ονειρευόμουν ένα φως / που θα βυθίζεται βαθιά / στων σπλάχνων τη σιωπή / θα καταυγάζει τις πηγές της θλίψης […]». Βέβαια, ο υποψιασμένος αναγνώστης ψυχανεμίζεται ευθύς εξ αρχής ότι ο ποιητής, ενώ έχει προ οφθαλμών το υλικό, το ενεργειακό μάλλον φως, έχει κατά νου το φως το απρόσιτο, το υπερυλικό, το ουράνιο, αφού μιλάει εκτός από το Δίον Ελίνα σέλας, Ηλύσια και Ελλάς, για τον Δικαιοσύνης Ήλιο, που μάλιστα τον τοποθετεί «πρώτο» στο ποίημά του Ονόματα με φως. Κατά τον ποιητή το φως μας διδάσκει, μια και το φως λάμπει μέσα μας και «τρέχει χαρωπό / δίνεται και χαρίζεται / και πουθενά δεν στέκεται». Τα νησιά και τα πουλιά, τα κλεισμένα μέσα σε κρύπτες, ως σύμβολα, «μάταια προσπαθούν να βγουν στο φως / να υπάρξουν». Εδώ έχουμε μια λέξη κλειδί: Για τον ποιητή η έξοδος προς το φως σημαίνει αυτόχρημα ζωή, και εναλλάσσεται με τη ζωή, ώστε να μπορούμε να πούμε φως=ζωή και ζωή=φως. Δεν έχει ο ποιητής οριστική απάντηση τι είναι φως, που ίσως, λογικά, θα το περιμέναμε, μια και κάνει σχεδιάσματα με φως, αλλά, διαλεκτικά, κανείς δεν μπορεί να εννοήσει τι είναι φως, «αν δεν βρέθηκε σε απόλυτο σκοτάδι κι αν δεν πληγώθηκε πολύ βαθιά» (Σε κάποιον που ρωτάει τι είναι φως). Εδώ έχουμε μια μεταφυσική του ποιητή αναγωγή, αφού μια μορφή κοντινή ή απόμακρη, αντλεί φως, «και μια κολόνα φως στηρίχτηκε στη γη», «καθώς σκεφτότανε το σκοτεινό» (Το ροζ). Υπάρχουν ποιήματα, όπως το Θαλασσινό τοπίο, οι Αναβολές, Μοναχική σελήνη και άλλα, που αναδίδουν τον τρυφερό υποκειμενισμό του ποιητή, τη μελαγχολία που τον καταλαμβάνει με τη δύση του φωτός, τότε που πυκνώνουν οι σκιές, την ανάμνηση των παιδικών του χρόνων, τη μοναξιά του, συντροφιά με το σεληνόφως. Αλλά πάντα προετοιμάζει τον εαυτό του όντας θλιμμένος: «κι άλλο δεν κάνω απ’ το ν’ απορροφώ το φως / προετοιμάζοντας την τελική πυράκτωσή μου» (Κύκλος). Το φως φέρνει στην επιφάνεια πολλά σκοτεινά, υπόγεια και ακατονόμαστα και ιδιαίτερα το φως το ελληνικό, όταν πέφτει «σε σπασμένα μάρμαρα / αποκαλύπτοντας μια ομορφιά αβάστακτη… τότε δυο-τρεις αισθάνονται / το δάγκωμα της ενοχής», Τότε όλοι μας έρχεται η στιγμή ν’ αναρωτηθούμε: ποιοι λερώνουν το φως;…(Νοσταλγία) Όλα αυτά στην πρώτη ενότητα με τίτλο «της ήρεμης ζωής». Στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «της διορατικής ζωής», συστεγάζονται 26 ποιήματα. Απ’ αυτά ξεχωρίζουν το Γκρίζο του δρόμου, Του βυθού, Προϊστορία, οι Ίσκιοι, Πλωτίνος κ.ά. Το resumé των ποιημάτων αυτής της ενότητας, δίνεται με άλκιμους στίχους, όπως: «φέγγουν τα πράγματα / ακτινοβολούν την ενοχή» (Ακτινοβολία), και: «Να σας μιλήσω δε μπορώ / το φως με πνίγει» (Φως δωρικό), και ακόμα: «φως-νύχτα, νύχτα-φως / επίφαση αλλαγής» (Θαρρείς), επίσης: «Αλλά δεν χάνουμε το θάρρος μας / θα φέρουμε καινούργια δένδρα που προκόβουν / μέσα στο λερωμένο φως» (Ελπίδα).

– 355 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

Τέλος, στην Τρίτη ενότητα με τίτλο «της τραγικής ζωής» υπάρχουν 16 ποιήματα, ολιγόστιχα και αυτά, με την αμφισημία του φωτός, Οι Ίσκιοι που δημιουργούνται απ’ το φως, επανέρχονται εδώ με το ομώνυμο ποίημα (πθ΄), αλλά υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα και ρωμαλέα ποιήματα, όπως Το φως και η ρωγμή, όπου ο ποιητής καταλήγει: «αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά / δεν καταλήγει πουθενά», Το κόκκινο, Στα χίλια δέντρα, Ο ήλιος, που μπαίνει μεσ’ την καρδιά και «δεν υπάρχει τόπος να κρυφτείς», Ο τυφλός που είδε το φως «να σπάζει μέσα του, να γίνεται συντρίμμια», Οι δεσμώτες κ.ά. Το σύνολο των στίχων συγκλίνει στο να μας πει, ότι το φως εντός μας, είναι πληγωμένο και «το μέσα φως εναντιώνεται το έξω» (Εναντίωση). Πρόκειται για μια ποίηση προσωποπαγή, αμφίσημη, πολυστρωματική, με υποφώσκοντα λυρισμό και μυστικά νοήματα, που καλείται ο αναγνώστης ν’ αποκρυπτογραφήσει και να έρθει σε «μέθεξη» με τον φωτοπεριχυμένο ποιητή, που ξέρει περίτεχνα να σχεδιάζει με φως και με σκιές.

ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ Από μια πρώτη ματιά, αξιολογώ ως λίαν ενδιαφέροντα τα Σχεδιάσματα με φως. Βέβαια, χρειάζονται ακόμη πολλές προσεγγίσεις, για να σχηματίσει κανείς μίαν ολοκληρωμένη άποψη. Γιατί την ποίηση δεν την «εννοείς», δεν την «ερμηνεύεις», την «κοινωνείς», την «μεταλαβαίνεις». Και κάτι τέτοιο προϋποθέτει χρόνο, προεργασία, τριβή. Συνεπώς ελπίζω ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε. Πάντως, και με την πρώτη επικοινωνία, έχω σημειώσει κάποια ποιήματα, όπως π.χ. τα ιθ΄, κα΄, κγ΄, λα΄. λς΄, μβ΄, μφ΄, ογ΄. οα΄, πε, ργ΄, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Τέλος, από εκδοτική και καλλιτεχνική άποψη, το επίτευγμα τέλειο. Άριστες οι ξυλογραφίες, με εντυπωσίασαν.

ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ Η ποιητική συλλογή σου Σχεδιάσματα με φως αποτελεί ένα καλλιτεχνικό γεγονός και ως έκδοση με τα εξαίρετα χαρακτικά (οι Σλοβάκοι θεωρούνται οι καλύτεροι χαράκτες του κόσμου), αλλά και ως περιεχόμενο, ποιήματα εμπλουτισμένα από βαθύ στοχασμό και λυρική ουσία, λιτά, επιγραμματικά, με ρυθμούς επιβλητικούς, αλλά και ολόφωτα από μια καθαγιασμένη απλότητα. Με δυο λόγια, μια σπουδαία ποιητική προσφορά. Ειλικρινά μένω έκθαμβος μπροστά σε μια τέτοια ποιητική πανδαισία και σου σφίγγω εγκάρδια το χέρι.

– 356 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Νομίζω ότι ο Τάσος Αρβανιτάκης (Φάλκος) καθώς έζησε στον πιο πικρό αιώνα αγάπησε «το φως το καλό», «φως ελληνικό» και μέθυσε τόσο που τον παράσυρε να τεχνουργήσει ένα πλήθος σχεδιάσματα με φως πολύτροπο και σαγηνευτικό, ώστε να κατορθώνουν να μας παρασύρουν. Πολλοί στίχοι του μαρτυρούν για την απόγνωση που συσσώρευσε η οδυνηρή εμπειρία του μέσα στον κόσμο του σκότους και των σκιών και ακόμα για τη σωτήρια μετέπειτα προσέλευση του φωτός. Γενικότερα θα έλεγα ότι πραγματικά η ποιητική γραφή του μας αποκαλύπτει μια συστάδα ωραίων και στιλπνών εικόνων που δεν μπορεί παρά «να έρχονται από την αθέατη πλευρά του κόσμου». Αισθάνομαι την ανάγκη να τον συγχαρώ με όλη μου την καρδιά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ Χάρηκα τους υπαρξιακούς προβληματισμούς, τις μνήμες, τα φιλοσοφικά ερωτηματικά -όλα εν λυρικώ έλληνι λόγω.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΤΣΑΞΗΣ Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πήρα στα χέρια μου και γεύτηκα τον ποιητικό σας λόγο στα Σχεδιάσματα με φως στην τόσο ωραία έκδοσή τους που είχατε την τόσο ευγενική σκέψη να μου προσφέρετε. Ο στίχος σας στοχαστικός και άρτια δομημένος με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή. Δεν έγραψα όμως αμέσως για να ευχαριστήσω τυπικά. Θέλησα να χαρώ σε ώρες κατάλληλες -που δυστυχώς δεν είναι πολλές. Από όσα δημοσιεύονται στο βιβλίο, βρίσκω πολλές συγγένειες στον λόγο μας. Και εγώ έγραψα ξενόγλωσσα κείμενα λογοτεχνίας, και ακόμα ασχολήθηκα με τη φιλοσοφία και τους προβληματισμούς της σε πολλά βιβλία μου. Πέρα από τον ποιητικό σας λόγο, που χάρηκα ειλικρινά να τον γνωρίσω, χάρηκα και την εικαστική διακόσμηση της Ingrid Zamecnikova που καθιστά το βιβλίο πολύτιμο και από την πλευρά αυτή.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Με καθυστερημένη έστω αγάπη, ρωτώ: «Αν το σκοτάδι φαίνεται παντοτινό, παντοτινή κι η μοίρα του φωτός» δικαιούμαι αυτή την έξοχη, παρήγορη αναλογία να την επεκτείνω έως: αν οι πληγές φαίνονται παντοτινές, παντοτινή κι η μοίρα της επούλωσής τους; Εύχομαι στον ουρανό του 2006 να ανατείλουν ειρηνικές μορφές και φαύνοι ανάμεσα σ’ ακίνδυνα θηρία και παντοτινή να είναι η μοίρα των ονείρων. Με βαθύτατη εκτίμηση

– 357 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Στον φίλτατο χαρισματικό συγγραφέα Τάσο Φάλκο Ευχαριστήριο αντίδωρο για τα υπέροχα Σχεδιάσματα με φως. Με την αγάπη μου και τα συγχαρητήριά μου

ΔΙΟΝΥΣΗΣ Α. ΚΑΡΑΤΖΑΣ Σας ευχαριστώ για το βιβλίο σας Σχεδιάσματα με φως, που μου έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω την ποίησή σας. Με φιλοσοφημένη αφέλεια ερμηνεύετε τη φύση και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι στίχοι σας είναι πολύχρωμοι στα νοήματα και πολύσημοι στον φωτισμό τους.

ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΚΑΡΤΕΡ Η ποίησή σας είναι γεμάτη πνευματικό φως! Σα σύμβολο, μα και σαν φαινόμενο, είναι πράγματι, ένα υπέροχο στοιχείο έμπνευσης. Αυτής της λυρικής έμπνευσης είναι τα δικά σας Σχεδιάσματα με φως. Εδώ υπάρχουν στίχοι λαμπεροί, εδώ αναδύεται ένας στοχασμός και μια ανήσυχη ευαισθησία για τα του κόσμου… Σας ευχαριστώ θερμά για την καλαίσθητη συλλογή σας.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΚΟΥΜΑΝΤΟΣ Πολύ χάρηκα την ποίησή σας και την ωραιότατη έκδοση. Ευχαριστώ που μου στείλατε τα Σχεδιάσματα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ Θερμές ευχαριστίες, αγαπητέ Τάσο, για την προσφορά της ποιητικής σου συλλογής Σχεδιάσματα με φως. Τα ποιήματα είναι υπέροχα. Στη βαθύτερη διαλεκτική σχέση «φως-σκοτάδι» αντανακλάται η τραγική εναλλαγή ελπίδας και πόνου, «φιλότητας» και «νείκους» με μια εξαίρετη μαεστρία στο χειρισμό του λόγου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ Τα Σχεδιάσματα με φως είναι ένα βιβλίο υπέροχο, θαυμάσιο και πολύ δυνατό. Στις σελίδες του κρύβεται μια ποίηση εξαίσια, την οποία χαρακτηρίζει λό-

– 358 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

γος πυκνός, αφαιρετικότητα, ρυθμός άψογος, καθώς και μια εσωτερική μουσική σπάνια και ωραία. Ακόμη, νοήματα βαθιά, αξίες προαιώνιες, ερωτήματα δύσκολα – η ζωή και ο θάνατος, η νεότητα, το φως, το σκοτάδι, το νερό και ο κύκλος των πραγμάτων, του προσδίδουν μια πνοή ευεργετική, μια στιβαρότητα που καθαγιάζει αλλά και μια τρυφερότητα που γαληνεύει ψυχές. Βιβλίο εξαιρετικό!

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΡΑΚΛΗΣ Παρακολουθώ, και συμμερίζομαι βέβαια, την αγωνία σας εκφρασμένη με τη σαρκαστική έκρηξη στον Καθηγητή Πλούτωνα ή, τώρα, με τα τυλιγμένα στο γκρίζο μιας εδραιωμένης πια (και πώς να γινόταν αλλιώς!) μελαγχολίας. Σχεδιάσματα με φως - φως που ανέτειλε κάποτε (ανατέλλει, θα έλεγα, σε κάθε γέννηση άνθρώπου) μέσα σε μια λάμψη προσδοκιών και ελπίδων, για να γνωρίσει -για να γνωρίζει, «ακαταπαύστως», όπως λέτε- «την τραγική αλλοίωσή» του. Πόση απελπισία κρύβει το έξοχο (όπως και πολλά άλλα της συλλογής σας) ποίημα Ελπίδα : Αυτή την άνοιξη κάθε πρωί βρίσκαμε μαραμένο κι ένα δένδρο Αλλά δεν χάνουμε το θάρρος μας θα φέρουμε καινούργια δένδρα που προκόβουν μέσα στο λερωμένο φως…. Με βαθιά εκτίμηση Υ.Γ. Τα χαρακτικά είναι απόλυτα συνταιριασμένα με την ατμόσφαιρα του βιβλίου, με τη διάθεση του ποιητή.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ Β. ΠΑΣΧΟΣ Από καρδιάς ευχαριστώ και συγχαίρω για την εξαίσια (έσωθεν και έξωθεν) συλλογή σας Σχεδιάσματα με φως. Έπρεπε κι εδώ να πάρει ως ομορφότερο βιβλίο κάποιο σημαντικό βραβείο. Το εύχομαι! Λικνίζομαι μέσα στους φωτεινούς στίχους σας και απολαμβάνω τον βαθύ λόγο σας.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΡΟΖΟΣ Θέλω θερμά να σας συγχαρώ για το βιβλίο που μου στείλατε. Τα Σχεδιάσματα με φως είναι σαφώς η κορυφαία προσφορά σας στο χώρο της τέχνης. Ποιήματα μεστά, υψηλόπνοα, καρποί βίωσης και ωριμότητας, μελέτης και υψη-

– 359 –


ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΦΩΣ

λού ιδεαλισμού. Εξαιρετική η έκδοση, η καλαισθησία έκδηλη. Ελπίζω κάποτε να σας γνωρίσω προσωπικά.

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ Στον ποιητή Τάσο Φάλκο, Λίγα φτωχά Ρινίσματα Μετάλλων στα πλούσια Σχεδιάσματα με Φως που μας χάρισε.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Η «Ευθύνη» κι εγώ σας ευχαριστούμε θερμά για την ευγενική προσφορά του μεγαλειώδους έκδοσης ποιητικού βιβλίου σας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Χ. ΧΑΛΑΤΣΑΣ Τρία πράγματα με καθήλωσαν με το διάβασμα της νέας ποιητικής συλλογής σας, Σχεδιάσματα με φως. Το πρώτο είναι οι τρεις ενότητες και η ποιητική τους αλληλουχία: Της ήρεμης ζωής - της διορατικής ζωής - και της τραγικής ζωής. Το δεύτερο είναι η πετυχημένη ένθεση των χαρακτικών της Ingrid Zamecnikova, που δεν είναι απλώς παραπληρωματική με εικόνες συνακολουθία της ποίησης, αλλά μια πετυχημένη αντιστοιχία. Το τρίτο είναι αυτή καθ’ εαυτή η εκτυπωτική εμφάνιση της συλλογής, αξιόλογη και επιβλητική και μπορεί να ειπεί κανένας άφοβα με ένα διάχυτο εσωτερικό εικαστικό παλμό. […] Το διακριτικό της ποιητικής σας είναι η εσωτερική άρρηκτη συνοχή, επιλεκτικά σπονδυλωμένη μέσα στη διαδοχή των εικόνων, που αφήνει τα μηνύματά της να κατασταλάξουν από την πνευματική γεύση του αναγνώστη. Ακριβώς η σύνθεση των στίχων έχει μια αφαιρετική αναγωγή σε τελείως απώτερες υπερρεαλιστικές ρίζες, με κάθοδο στο συγκεκριμένο. Αυτό ίσα-ίσα δημιουργεί άρρηκτο προσωπικό ποιητικό ύφος, που δεσπόζει στο σύνολο των ποιημάτων της συλλογής. Ξεχωριστά θα μπορούσε να υπογραμμιστεί με την επιλογή των λέξεων ένας διάχυτος διακριτικός ποιητικός λυρισμός.

– 360 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ

– 361 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

– 362 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ (Τμήμα Εισηγητικής Έκθεσης για την ένταξη του Τάσου Αρβανιτάκη στη βαθμίδα Αναπληρωτή Καθηγητή. Υποβολή 3.4.1986. Η έκθεση περιλαμβάνει συνοπτική παρουσίαση των παρακάτω έργων: 1) Η κοινωνικοπολιτική έννοια της φιλοτιμίας στο έργο του Πλάτωνα. Θεσσαλονίκη 1975, 2) Τιμή και «ατιμία» της φιλοσοφίας. Μια κοινωνική άποψη της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα και η αντίδραση του Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη 1976, 3) Το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα. Θεσσαλονίκη 1983. 4) Σέβας και φόβος των θεών στην αρχαία Ελλάδα. Θεσσαλονίκη 1984, 5) Αιδώς. Η φύση και η σημασία του σεβασμού και της ντροπής στην ηθική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Θεσσαλονίκη 1984, 6) Εισαγωγικά μαθήματα Φιλοσοφίας. Τεύχος Α΄ Θεσσαλονίκη 1985, και 7) Ηράκλειτος. Τα αποσπάσματα. Θεσσαλονίκη 1977.) Γενικό συμπέρασμα Ο υποψήφιος παρουσιάζει εκτεταμένο φιλοσοφικό έργο που αναφέρεται κυρίως στο χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας με προσανατολισμό την Ηθική και την κοινωνικοπολιτική σκέψη. Το έργο του δείχνει ότι κινείται με άνεση στα θέματα της κλασικής παιδείας και χρησιμοποιεί ορθά τις πηγές και τα κείμενα. Οι αναφορές του σε κλασικούς και σύγχρονους φιλοσόφους φανερώνουν την επιτυχή προσπάθειά του να διευρύνει κάθε φορά το ερευνητικό πλαίσιο του. Δεν διστάζει επίσης να πάρει κριτικές θέσεις και να προτείνει προσωπικές ερμηνείες σε αντιπαραβολή με απόψεις φιλοσόφων όπως του Κant, του Scheler, του Hartmann, και άλλων μελετητών του αρχαίου κόσμου. Ο κ. Αρβανιτάκης έχει να επιδείξει επιπλέον αναγνωρισμένο διδακτικό έργο δεκατεσσάρων ετών στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., ως βοηθός στην αρχή και στη συνέχεια ως επιμελητής, όπως επίσης και επτά ακαδημαϊκών ετών ανεξάρτητης αυτοτελούς διδασκαλίας ως ειδικός επιστήμων στην Α.Β.Σ.Θ. Κρίνοντας την ποιότητα του επιστημονικού ερευνητικού έργου του καθώς και την αποδοτικότητά του στην προφορική διδασκαλία η επιτροπή κρίνει ότι ο υποψήφιος συγκεντρώνει όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που προβλέπει ο Νόμος και προτείνει την ένταξή του στη θέση του Αναπληρωτή Καθηγητή χωρίς επιφυλάξεις. (Αποσπάσματα από το σχετικό Πρακτικό αρ. 18 της έκτακτης γενικής συνέλευσης του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης, της 13.6.1986.)

– 363 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

[… … …] ΒΑΛΑΛΑ: Θα έχετε υπόψη σας το υπόμνημα του κ. Αρβανιτάκη στο οποίο ο ίδιος αναλύει πιο εκτεταμένα το συγγραφικό του έργο. Εγώ μελέτησα τα έργα του και όπως καταλαβαίνετε έκαμα μία πολύ πιο συνοπτική παρουσίαση του έργου του. […] Ο κ. Αρβανιτάκης είναι απόφοιτος του ΑΠΘ και έχει κάμει αρκετά χρόνια στη Γαλλία. Από συζητήσεις που είχα κάμει με μερικούς Καθηγητές στο Παρίσι, οι οποίοι ήταν και δικοί μου Καθηγητές, διαμόρφωσα τη γνώμη ότι ο κ. Αρβανιτάκης έκανε σοβαρή έρευνα στο Παρίσι, πάνω στο χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας, η οποία κατά κύριο λόγο τον ενδιέφερε. Όταν επέστρεψε από τη Γαλλία έγινε επιμελητής της φιλοσοφικής Σχολής και είχε διδασκαλία ως εντεταλμένος υφηγητής, υπεύθυνη διδασκαλία και μετά ορισμένα χρόνια ήρθε εδώ στη Βιομηχανική. Το έργο του κ. Αρβανιτάκη είναι εκτεταμένο. […] Έχει να παρουσιάσει πράγματι σοβαρό έργο.[…]. Τη συγγραφική δραστηριότητα του κ. Αρβανιτάκη τη βλέπει κανείς να επεκτείνεται μέσα στο χρόνο χωρίς διακοπή. Ο ίδιος μου είπε ότι δέκα χρόνια τον απασχόλησε η έννοια της αιδούς και το πρόβλημα αυτό που αναλύεται μέσα σ’ αυτό το σημαντικό του έργο. Από την εποχή που γνώρισα τον κ. Αρβανιτάκη σαν επιμελητή και του είχα αναθέσει ορισμένα φροντιστηριακά μαθήματα, είχα διαπιστώσει ότι έχει αυτό που θα λέγαμε στη φιλοσοφία «άμεση επαφή με το αντικείμενό του», δηλ. τον απασχολούν προβλήματα. Έχει ένα θέμα το οποίο δεν ξεκαθαρίζει οριστικά, αλλά επανέρχεται σ’ αυτό και έχει μία συνεχή επαφή και μέσα από τη βιβλιογραφική έρευνα και μέσα από συναφή θέματα, τα οποία καθ’ οδόν μελετάει και ερευνά. Εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο του, είναι αυτή η συνεχής επαφή με το γνωστικό αντικείμενο. Άλλοι υποψήφιοι παρουσιάζουν ένα έργο το οποίο χαρακτηρίζω ως περιστασιακό. Δηλ. εν όψει μιας υποψηφιότητας κάθεται κανείς και κάνει μια μελέτη. Αυτό βέβαια δηλώνει μία προχειρότητα, που έχει τονιστεί πολλές φορές στο Πανεπιστήμιο. Το συγγραφικό έργο του κ. Αρβανιτάκη είναι μία διατριβή, σοβαρές μελέτες και ένα έργο το οποίο θα μπορούσε να είναι υφηγεσία, το έργο του για την αιδώ. Τα τελευταία 15 χρόνια τόσο σοβαρό έργο δεν έχω δει. Κι αυτό το λέω υπεύθυνα. […] Ο κ. Αρβανιτάκης έχει κάνει μία ανάλυση των μορφών της φιλοτιμίας, δηλ. της αγάπης για τις τιμές. Όλες οι διακρίσεις οι εννοιολογικές που έχει κάνει, γύρω απ’ αυτήν την έννοια είναι βασικές στο χώρο της αρχαίας ηθικής. Την έννοια της ηθικής θα πρέπει να την αντιληφθούμε με μια πολύ ευρεία σημασία. Έχει μέσα τη διάκριση του κοινωνικού στοιχείου, του πολιτικού και του ηθικού. Δεν είναι η ηθική με την έννοια των ηθικών κανόνων ή της χριστιανικής ηθικής. Δε θα έπρεπε δηλ. στην αντίληψη ορισμένων μελών του εκλεκτορικού σώματος και της ΓΣ να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι […] είναι ένα επί μέρους θέμα, πολύ περιορισμένο […] Η πρωτοτυπία στο έργο του κ. Αρβανιτάκη έγκειται στο ότι στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει μελέτη συστηματική της βαθιάς και σημαντικής έννοιας της αιδούς. […] Εκείνο που χαρακτηρίζει τον κ. Αρβανιτάκη, και αυτό το λέω μ’ όλη την υπευθυνότητα, είναι ότι δε θα δείτε πολλούς φιλοσόφους στο χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας, που να κινούνται με τόση άνεση στις αρχές της. Απλώς αν

– 364 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ξεφυλλίσετε το βιβλίο, για να έχετε μία σχετική εικόνα, θα δείτε τι συστηματική, διεξοδική έρευνα έχει κάνει ο κ. Αρβανιτάκης, που έχει μία πάρα πολύ καλή κλασική παιδεία. […] Η δυνατότητα να ελέγχει κανείς τις πηγές, δίνει μία ποιότητα στο ερευνητικό έργο του επιστήμονα. Στην εργασία του Σέβας και φόβος των Θεών δεν διστάζει από καθαρά επιστημονική άποψη να αντικρούσει και ν’ αναθεωρήσει π.χ. την άποψη του Verdenius, από πού μπορεί να προέρχεται το θρησκευτικό συναίσθημα. […] Ο κ. Αρβανιτάκης υποστηρίζει πάντοτε θεμελιωμένα […]. Ως προς τον προσανατολισμό του κ. Αρβανιτάκη στο χώρο της φιλοσοφίας, δεδομένου ότι η φιλοσοφία είναι ένας χώρος, όπου μπορεί κανείς ν’ αντιμετωπίσει επιμερισμούς, είναι κοινωνικοπολιτικός. Τον κ. Αρβανιτάκη τον ενδιαφέρει το πώς λειτουργούν οι έννοιες στο επίπεδο του ανθρώπου ο οποίος είναι ενταγμένος μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο. […]. Πάντοτε έχει ένα ανθρωποκεντρισμό στις σκέψεις του. Νομίζω ότι αυτό είναι εμφανές για οποιονδήποτε μελετήσει το έργο του. […] Ένα άλλο που θέλω να πω -και θα παρακαλούσα να το λάβετε σοβαρά υπόψη σας- είναι ότι, επειδή ο κ. Αρβανιτάκης είναι από τη φύση του ήπιος, δεν υποστηρίζει πάντοτε το καλώς εννοούμενο συμφέρον του. [Οι μη φιλόσοφοι του Τμήματος, χωρίς κανένα επιστημονικό, διδακτικό, ηθικό ή άλλο κριτήριο, και σύμφωνα με προειλημμένη απόφαση, κατατάσσουν τον Αρβανιτάκη στη χαμηλότερη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή! Το γιατί το εξηγεί ο συνάδελφός του Ευάγγελος Καρελλάς στο τμήμα «Ποικίλα» του τόμου αυτού. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1990, ο Αρβανιτάκης ζητάει την εξέλιξή του σε Αναπληρωτή Καθηγητή. Τώρα υπάρχουν δύο εισηγητικές εκθέσεις, της κας Τερέζας Πεντζοπούλου-Βαλαλά και του κ. Ευαγγέλου Μουτσοπούλου, που είναι και οι δύο Ακαδημαϊκοί.]

ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ (Από την εισηγητική έκθεση της 31.10.1990 για την εξέλιξη του Αναστασίου Αρβανιτάκη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή.) Στη διδακτορική του διατριβή ο υποψήφιος ερευνά και μελετά την έννοια της φιλοτιμίας, της αγάπης των τιμών και της δόξας στη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα. Είναι έκδηλη η προσπάθεια του υποψηφίου να διευρύνει το πλαίσιο της πλατωνικής θεωρήσεως και να αναζητήσει τη θέση της φιλοτιμίας στο χώρο της διαμορφώσεως της ηθικής των αρχαίων. Με βάση τον πλατωνικό λόγο επεκτείνεται στους αρχαίους συγγραφείς, πράγμα που προσδίδει πληρότητα στην έρευνά του. Ο υποψήφιος διακρίνει τρεις βασικές μορφές φιλοτιμίας, που εξετάζει αντίστοιχα στα τρία μέρη της διατριβής του: 1) την «κακή» φιλοτιμία με τις δύο όψεις που παρουσιάζει: α) αναζήτηση των κίβδηλων τιμών του πλήθους,

– 365 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

β) επιδίωξη των τιμών της αρετής με απατηλά μέσα. 2) την φιλοτιμία των «θυμοειδών» ανθρώπων (η φιλοτιμία που καθοδηγείται από το λόγο και που συνδέεται με την αιδώ). 3) Την φιλοτιμία «επ’ αρετή» (την ευγενή φιλοδοξία των αγαθών). Α΄ μέρος. Ο υποψήφιος παρουσιάζει την «αισχράν» φιλοτιμία, όπως εμφανίζεται στους δημόσιους άνδρες (ποιητές και σοφιστές), που επιδιώκουν τις τιμές των πολλών, και οδηγείται στο επιμέρους συμπέρασμα ότι για τον Πλάτωνα η κατώτερη φιλοτιμία είναι εμπόδιο στο δρόμο προς τη φιλοσοφία. Στο πλαίσιο της πλατωνικής ηθικής το κακό προέρχεται από την άγνοια. Η κακή φιλοτιμία είναι αποτέλεσμα κακής διαπαιδαγωγήσεως και απουσίας γνώσεως. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επιδιώξεως τιμών αρετής με απατηλά μέσα παρουσιάζεται η περίπτωση του Αλκιβιάδη. Στη συνέχεια διατυπώνονται απόψεις γύρω από την σχέση του «δίκαιου» πολίτη και των τιμών. Η συσχέτιση αυτή του επιτρέπει την αντιπαραβολή της κατώτερης φιλοτιμίας με συγγενείς έννοιες, όπως ματαιοδοξία, αρχομανία, φιλονικία, μεγαλαυχία. Β΄ μέρος. Ξεκινώντας από τη γνωστή θέση του Πλάτωνα ότι το θυμοειδές χαρακτηρίζεται από σωφροσύνη, αιδώ και αγάπη για αληθινή δόξα, ο κ. Αρβανιτάκης εξετάζει τη μορφή της φιλοτιμίας των «θυμοειδών» επισημαίνοντας ότι ο ρόλος της γίνεται θετικός μόνο όταν διέπεται από το λόγο, και παρουσιάζει το τιμοκρατικό άτομο, όπως το ζωγραφίζει ο Σωκράτης στην Πολιτεία. Ως συμπέρασμα διατυπώνεται η άποψη ότι, κατά τον Πλάτωνα, η φιλοτιμία του «θυμοειδούς», αν καθοδηγηθεί ικανοποιητικά (άσκηση γυμναστικής, μουσικής και φιλοσοφίας), οδηγεί στην ανδρεία και τη σωφροσύνη, ενώ, εάν εγκαταλειφθεί από το λόγο, μετατρέπεται σε κατώτερη φιλοτιμία. Γ΄ μέρος. Στο Γ΄, τέλος, μέρος εξετάζεται κατ’ αρχήν η στάση του σοφού απέναντι στις τιμές και κατά δεύτερο λόγο η χρήση των τιμών από το νομοθέτη ως ηθική αμοιβή του «αγαθού» πολίτη. Πρόκειται για μια συστηματική προσπάθεια να διερευνηθεί, για πρώτη φορά, ο ρόλος της φιλοτιμίας στο πλαίσιο της «αρχαίας πόλεως» με βάση την πλατωνική θεωρία. Η ιεράρχηση των μορφών της φιλοτιμίας και η φιλοσοφική τους ανάλυση φωτίζει πτυχές της πολιτιστικής και κοινωνικοπολιτικής ζωής των αρχαίων. Η άρτια φιλολογική ανάλυση συμβάλλει στην όλη ποιότητα της εργασίας. [… … … … …] Το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα. Στη μελέτη αυτή επιχειρεί ο κ. Αρβανιτάκης να δείξει μέσα από συγκεκριμένες αναφορές στα ομηρικά έπη, ότι το περιεχόμενο της ηθικής συνείδησης, όπως εμφανίσθηκε στην αρχαία Ελλάδα, δεν διαφέρει κατά τρόπο ουσιαστικό από αυτό της «σύγχρονης» συνείδησης. Η ανάλυση του θέματος αρχίζει με μια σκιαγράφηση της εξελικτικής πορείας που ακολούθησε η ανάπτυξη της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα

– 366 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

και επισημαίνεται το γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να οριστεί η ακριβής χρονική στιγμή για την εμφάνισή της. Στη συνέχεια προχωρεί ο κ. Αρβανιτάκης σε μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια ανασκευής των απόψεων γνωστών ερευνητών, όπως οι Wilamowitz, Snell και Dodds, οι οποίοι τοποθετούν την «πρώτη» παρουσία της ηθικής συνείδησης πολύ μετά τον Όμηρο. Στην άποψη του Snell ότι η παρουσία της ηθικής συνείδησης διαπιστώνεται με την έκφραση «σύνοιδα εμαυτώ», που λείπει από τα ομηρικά έπη, απαντάει ο κ. Αρβανιτάκης ότι, παρόλο ότι η ίδια η έκφραση απουσιάζει, εντούτοις δεν απουσιάζει το νόημά της. Αντικρούει την άποψη του Dodds ότι στον Όμηρο δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ εκούσιας και ακούσιας πράξης, επισημαίνοντας ότι η διάκριση αυτή είναι εμφανής στη διάκριση μεταξύ θεϊκής και ανθρώπινης ευθύνης, που συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοσυγκρούονται και να αλληλοαποκλείονται. Δεν δέχεται άλλωστε τον χαρακτηρισμό της ηθικής συνείδησης που δίνεται από τον Dodds, ως συνείδηση δεύτερης κατηγορίας, η οποία διέπεται από τη συνήθεια. Αντίθετα υποστηρίζει ότι ο ομηρικός άνθρωπος διέπεται από σημαντικές ηθικές αξίες χωρίς να του λείπει και η προσωπική απόφαση. Ύστερα από την εμπεριστατωμένη εξέταση των παραπάνω επιχειρημάτων οδηγείται ο κ. Αρβανιτάκης στα ακόλουθα συμπεράσματα: Η άποψη των μελετητών ότι πρέπει να αποφεύγουμε τον όρο «συνείδηση» όταν πρόκειται για την αρχαία Ελλάδα δεν ευσταθεί, όπως επίσης θα ήταν λάθος να αρνούμαστε την παρουσία της ηθικής συνείδησης όπου δεν υφίστανται κυρώσεις, όπως αισχύνη, τύψεις κτλ. Το γεγονός ότι παρατηρείται η ανάπτυξη ενός «υπερεγώ» στα μεταγενέστερα χρόνια δεν φανερώνει κάποια πραγματική ηθική πρόοδο απέναντι στη «γνώση» του αρχαίου Έλληνα πως παραβίασε τον ηθικό νόμο. Όσο για τη «λογοδοσία» σε μία εσωτερική φωνή, φαίνεται να είναι κάποιο χαρακτηριστικό που απλώς τονίστηκε, σε μια εποχή κλονισμού της εμπιστοσύνης σε παραδοσιακές αξίες. Τέλος, θα ήταν σφάλμα να μιλούμε για «σύγχρονη» συνείδηση. Άλλωστε, μία έρευνα στη σύγχρονη κοινωνία θα δείξει ότι η «αυτόνομη» συνείδηση, όπως προσδιορίζεται από τον χριστιανισμό, δεν αποτελεί μία κοινωνική πραγματικότητα, αλλά είναι ηθικό και εκπαιδευτικό ιδεώδες. Η εργασία αυτή του κ. Αρβανιτάκη, στην οποία αναπτύσσεται μία πειστική επιχειρηματολογία με πλούσιες αναφορές στα ομηρικά έπη και στα κλασσικά έργα του 5ου αιώνα, αποτελεί μία μελέτη σε βάθος με προσωπικά στοιχεία συμβολής στη λύση του προβλήματος για την παρουσία της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα. Σέβας και φόβος των θεών στην αρχαία Ελλάδα. Στην εκτεταμένη αυτή μελέτη ο κ. Αρβανιτάκης ερευνά τη θρησκευτική σκέψη και εμπειρία των αρχαίων λογοτεχνών και φιλοσόφων, στο πλαίσιο της έρευνάς του γύρω από τον σεβασμό και τον φόβο των θεών στην αρχαία Ελλάδα. Μία από τις βασικές θέσεις του υποψηφίου είναι ότι «οι αντιλήψεις για το θείο και η θρησκευτική μας εμπειρία προσδιορίζουν τα θρησκευτικά μας συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας απέναντι στο θείο» και ότι η θρησκεία των αρχαίων «δεν ήταν ποτέ ούτε εξελίχθηκε ποτέ σε θρησκεία φόβου». Ο υποψήφιος κάνει μία εμπεριστατωμένη παρουσίαση του ομηρικού κό-

– 367 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

σμου και του κόσμου του Ησίοδου, καθώς και των ορφικών και διονυσιακών μυστηρίων. Στηριγμένος στα αρχαία κείμενα δείχνει πως η λατρεία του Διονύσου στην αρχαία Ελλάδα ήταν απαλλαγμένη από κάθε στοιχείο φόβου. Στους ποιητές Αρχίλοχο, Θέογνη, Πίνδαρο αντλεί νέα επιχειρήματα για τη στήριξη της προσωπικής του ερμηνείας. Με ιδιαίτερη προσοχή εξετάζει τον ρόλο του φόβου στις αντιλήψεις για το θείο στους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Το ενδιαφέρον της μελέτης αυτής βρίσκεται στη συστηματική αναζήτηση των στοιχείων εκείνων που επιτρέπουν τη θεμελίωση των δύο υποθέσεων του υποψηφίου. Επιμέρους έρευνες υπάρχουν ασφαλώς γύρω από το ίδιο θέμα στη διεθνή βιβλιογραφία, και από αυτή την άποψη η πρωτοτυπία της εργασίας δεν έγκειται στην εκλογή του θέματος, αλλά στην ερμηνευτική διαπραγμάτευσή του. Ως θετική συμβολή της εργασίας θεωρεί η Επιτροπή τη συστηματική αντιπαράθεση των ερμηνειών γνωστών μελετητών του αρχαίου κόσμου που επιτρέπει τη σύνθεση προς το θέμα φιλοσοφικών αντιλήψεων. Αιδώς. Η φύση και η σημασία του σεβασμού και της ντροπής στην ηθική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για μια προσπάθεια να μελετηθεί, για πρώτη φορά, η σημαντική για την ηθική των αρχαίων έννοια της αιδούς που αποτελεί, για τον υποψήφιο, θεμελιώδη ηθική αξία. Η έρευνά του, που επεκτείνεται από την ομηρική εποχή έως τα χρόνια του Αριστοτέλη, έγινε με βάση τη συστηματική μελέτη των αρχαίων κειμένων (πηγών και δοξογραφικών μαρτυριών) καθώς και των θέσεων που ανέπτυξαν κατά καιρούς νεότεροι μελετητές του αρχαίου κόσμου. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται κάτω από το πρίσμα κοινωνικών και ψυχολογικών κριτηρίων, και αυτό του επιτρέπει να κάνει αναφορές σε κοινωνιολόγους όπως ο Durkheim ή ψυχολόγους όπως ο S. Frey και ο Ellis, που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την προβληματική της αιδούς. Η προσεκτική φιλολογική ανάλυση οδηγεί στη διατύπωση φιλοσοφικών θέσεων που υποστηρίζει ο υποψήφιος και που τον φέρνουν σε αντίθεση με απόψεις φιλοσόφων όπως ο M. Scheler, ο N. Hartmann, ο Bollnow, ο Soloviev κ.ά. Στο πρώτο κεφάλαιο «Προϋποθέσεις και βασικά χαρακτηριστικά» ο κ. Αρβανιτάκης εξετάζει τη σχέση των εννοιών του σεβασμού και της ντροπής και προτείνει τη διάκριση του σεβασμού σε 4 μορφές (ηθικός, κοινωνικός, αισθητικός και θρησκευτικός) στις οποίες αντιστοιχούν τρεις βασικές μορφές αισχύνης (ηθική, κοινωνική, αισθητική). Οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις που υποβαστάζουν την παραπάνω ανάλυση είναι α) ότι ο σεβασμός και η αισχύνη ανάγονται στον κόσμο των αξιών, β) ότι η αιδώς συνδέεται άμεσα με την αυτογνωσία και την αυτοσυνειδησία. Κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις ο υποψήφιος επιχειρεί λεπτές διακρίσεις ανάμεσα στις έννοιες της ενοχής, της ψυχής, του θαυμασμού κ.ά. και της έννοιας της αιδούς και προχωρεί σε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στο πρόβλημα της καταγωγής των αξιών. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις διάφορες σημασίες του όρου «αιδώς» (αιδώς-αιδείσθαι, αίσχος, αισχύνω, αισχύνη) τόσο στον Όμηρο

– 368 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

όσο και στα μετακλασικά κείμενα (στον Αριστοτέλη, τον Αριστόξενο, τους Στωικούς, τον Πλούταρχο). Η σημασιολογική ανάλυση του επιτρέπει να πάρει κριτική θέση απέναντι στις ερμηνείες του Schmidt (διαχωρισμός αιδούς-αισχύνης), του Festugière (αιδείσθαι-αισχύνεσθαι), του Gernet, του Bultmann κ.ά. Στα κεφάλαια Γ΄, Δ΄, και Ε΄ επιχειρείται η διεξοδική μελέτη της έννοιας της αιδούς στο επίπεδο της οικογένειας και της κοινωνίας γενικότερα (τονίζεται η κοινωνική διάσταση), στο χώρο της μάχης (κοινωνική και ψυχολογική διάσταση) και τέλος, στον εσωτερικό χώρο των συναισθημάτων (ψυχολογική διάσταση). Στο πλαίσιο της οικογένειας ο υποψήφιος μελετά την αιδώ σε σχέση με τα μέλη της οικογένειας στον κοινωνικό τους ρόλο (πατέρας, μητέρα) καθώς και με τους ξένους, κάτω από το πρίσμα της φιλοξενίας, στον ομηρικό και τον μεθομηρικό λόγο. Απορρίπτει την ερμηνεία του Verdenius που θεωρεί την αιδώ ως συναίσθημα κοινωνικής ευθύνης και αντιπροτείνει μιαν ηθική ερμηνεία της αιδούς (κεφ. Γ΄, σ. 129). Στηριγμένος στην παρατήρηση ότι στα μεθομηρικά χρόνια ο σεβασμός και ο φόβος των νόμων αντικατέστησαν την πατριαρχική θέμιδα, και ότι η αιδώς των νόμων γίνεται το ύψιστο χρέος του πολίτη, ο υποψήφιος ερευνά τη θεματική της αιδούς στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της αρχαίας «πόλεως». Ειδικότερα στο Δ΄ κεφάλαιο εξετάζεται η αιδώς ως ρυθμιστικός παράγοντας της συμπεριφοράς στη μάχη, με αναφορές στους ποιητές (Όμηρο, Τυρταίο, Πίνδαρο κτλ.) και στον Θουκυδίδη και τον Ευριπίδη και επιχειρείται η εννοιολογική προσέγγιση της αιδούς με τη φιλοτιμία. Στο Ε΄ κεφάλαιο ο υποψήφιος τοποθετείται στο ψυχολογικό επίπεδο και συσχετίζει την αιδώ με το ερωτικό συναίσθημα. Μελετά την «ερωτική αιδώ» στον άνθρωπο με αναφορές στις νατουραλιστικές θεωρίες του Diderot και του Stendhal καθώς και στις αναλύσεις του Γερμανού φιλοσόφου M. Scheler, ο οποίος συνδέει την αιδώ με τη σωματική και ζωική διάσταση του ανθρώπου. Ειδικότερα το πρόβλημα της καταγωγής της αιδούς το αντιμετωπίζει στο φως των ψυχαναλυτικών ερμηνειών, και τις προσωπικές του θέσεις τις θεμελιώνει στα σχετικά με το θέμα κείμενα του Πίνδαρου, της Σαπφούς, του Ευριπίδη. Η ευρύτερη αυτή έρευνα συμπληρώνεται με τη μελέτη της αιδούς από νομική πλευρά (η αισχύνη του ένοχου και του θύματος, το άσεμνο και η «προσβολή της αιδούς»). Ως γενικό συμπέρασμα ο υποψήφιος εκφράζει την άποψη ότι η μεγάλη σημασία της αιδούς στον αρχαίο κόσμο επιτρέπει να ονομαστεί ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός «πολιτισμός αιδούς», «σεβασμού δηλαδή των αξιών και των αρχών που απορρέουν απ’ αυτές». Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια ολοκληρωμένη και πρωτότυπη έρευνα που αναφέρεται κυρίως στην κοινωνική ηθική των αρχαίων Ελλήνων και που έρχεται να καλύψει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία. Το πλάτος του θέματος και η διεξοδική χρήση των αρχαίων πηγών μαζί με την φιλολογική προσέγγιση, που είναι απαραίτητο βοήθημα στην κατανόηση των φιλοσοφικών εννοιών της αρχαίας σκέψης, προσδίδουν στην εργασία αυτή συστηματικό και μεθοδικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί η πολύ επιμελημένη παρουσίαση των ευρετηρίων κυρίων ονομάτων, εννοιών και χωρίων στο τέλος του συγγράμματος. […]

– 369 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

Αγών. Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ο υποψήφιος διαρθρώνει την έρευνά του γύρω από δύο άξονες: -την παρουσίαση και τον συσχετισμό των δύο μορφών του αθλητισμού στην αρχαία Ελλάδα, του ομηρικού και του ολυμπιακού. -την παρουσίαση του αθλητισμού με αναφορά την τέχνη και τα γράμματα. Η θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στον μυθικό-ομηρικό και τον ολυμπιακό αθλητισμό γίνεται με βάση τη θρησκεία. Οι ομηρικοί αθλητικοί αγώνες δεν αποτελούν τιμητική εκδήλωση για τους θεούς. Αντίθετα, οι ολυμπιακοί αγώνες γίνονται υπό την αιγίδα της θρησκείας. Και ο τόπος τους είναι ιερός. Η όλη διοργάνωση των ολυμπιακών αγώνων γίνεται προς τιμήν των θεών. Η επίδραση του αθλητισμού πάνω στην τέχνη και τα γράμματα των Ελλήνων είναι η δεύτερη μεγάλη πτυχή του υπό διερεύνηση θέματος. Η διαπίστωση ότι τα αθλητικά θέματα είναι επαναλαμβανόμενα θέματα στην αρχαία τέχνη δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο. Το ενδιαφέρον ωστόσο προκαλείται με την διαπίστωση ότι μόνο οι αθλητές είχαν στην αρχαία Ελλάδα το δικαίωμα να έχουν ανδριάντες (δικαίωμα των θεών και των ηρώων). Όσον αφορά τη σημασία του αθλητισμού στα γράμματα, αρκεί να θυμηθούμε το αρχαίο έπος και την λυρική ποίηση, για να την εκτιμήσουμε σ’ όλο της το μέγεθος. Ο υποψήφιος ξεκινά από τον μυθικό αθλητισμό και οδηγείται σε συμπεράσματα που παρουσιάζουν πρωτοτυπία, γιατί είναι αποτέλεσμα δικής του αντιμετώπισης του προβλήματος. Έτσι, αναλύοντας τα είδη αγώνων (ψυχαγωγικοί, κατόπιν εξαναγκασμού, για απόκτηση αγαθού, επιτάφιοι, αγώνες με κοινωνικές και πολιτικές αφορμές, εκπαιδευτικοί) παρατηρεί ότι δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι νεκρικοί αγώνες είχαν τελετουργικό χαρακτήρα ή ότι η διεξαγωγή τους είχε αντίκτυπο στο πνεύμα των νεκρών. Οι αγώνες ως στοιχείο της καθημερινής ζωής των Ελλήνων και προσφιλής διασκέδαση, ήταν αναπόσπαστο στοιχείο κάθε εορταστικής εκδήλωσης γενικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επισημάνσεις του υποψηφίου ως προς τη μορφή παιχνιδιού των αθλητικών αγώνων. Ο ομηρικός κόσμος είναι το πλαίσιο όπου ο υποψήφιος ερευνά το θέμα του στην πρώτη φάση. Στη συνέχεια ο υποψήφιος μελετά τον ολυμπιακό αθλητισμό ως πανελλήνιο φαινόμενο, στα πλαίσια ευρύτερων θεωρητικών προβληματισμών, όπως π.χ. η σχέση του με την έννοια της πόλης-κράτους (αθλητές τώρα μπορούν να είναι όλοι οι πολίτες, και η δόξα του νικητή αντανακλά στην πόλη-κράτος) και στη σχέση του με τη θρησκεία, σχέση που έχει την προέλευσή της στη λατρεία των ηρώων. Το ενδιαφέρον του υποψηφίου επικεντρώνεται στη διερεύνηση των λόγων που επέβαλαν τη σύνδεση του αθλητισμού με τη θρησκεία (επιθυμία αίγλης και δόξας για τον τόπο, που συνεπάγεται και οικονομική άνθηση, αίγλη που κατοχυρώνεται με την προστασία των αγώνων από τους θεούς. Ο Ερμής και ο Απόλλων είχαν καθιερωθεί ως θεοί των αγώνων κ.ά.). Ο υποψήφιος δεν φαίνεται να υιοθετεί την άποψη ότι οι ολυμπιακοί αγώνες είχαν αυστηρό θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως και καθαρά λατρευτική καταγωγή, όπως έχει υποστηριχθεί από μελετητές όπως οι Ridgeway, Farnell, Cornford, και προχωρεί στη διατύπωση προσωπικών απόψεων ως προς τον αμετάβλητο χαρακτήρα των ολυμπιακών

– 370 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

αγώνων, υποστηρίζοντας ότι και εξέλιξη και βελτίωση στη διεξαγωγή των πανελληνίων αγώνων και στα είδη των αγωνισμάτων είχαν παρατηρηθεί. Το θέμα του αθλητισμού σε σχέση με τις εικαστικές τέχνες αντιμετωπίζεται γύρω από την αντίληψη στην αρχαιότητα για το σώμα και γύρω από την θεματική του σώματος στην απεικόνιση στα καλλιτεχνήματα. Το κεφάλαιο όπου ο υποψήφιος αναζητεί μέσα στους μεγάλους ποιητές (Όμηρο, Ησίοδο, Σιμωνίδη, Βακχυλίδη, Πίνδαρο) τη σημασία που είχε ο αθλητισμός και το αθλητικό πνεύμα κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, και ο υποψήφιος του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει ότι χωρίς την επική και την λυρική ποίηση δεν θα είχαν διασωθεί τα σημαντικά αυτά στοιχεία του αρχαίου πολιτισμού που συνδέονται με την άθληση. Πρόκειται για σοβαρή επιστημονική εργασία με αναφορές στις πηγές και εμφανή προσπάθεια να αναθεωρηθούν αντιλήψεις, που συχνά επικρατούν χωρίς να έχουν επαρκώς τεκμηριωθεί. […] Γενικό συμπέρασμα Ο κ. Α. Αρβανιτάκης είναι ώριμος επιστήμων με εκτεταμένο συγγραφικό έργο. Έχει προσανατολίσει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στο χώρο της αρχαίας ηθικής και κοινωνικοπολιτικής σκέψης. […] Η θεματική του έχει πολυδιάστατο χαρακτήρα, δεδομένου ότι ερευνά κοινωνικά φαινόμενα που άπτονται πολλών περιοχών (πολιτική, θρησκεία, τέχνη κτλ). Οι απόψεις του υποψηφίου παρουσιάζουν πρωτοτυπία και φανερώνουν ότι ο κ. Αρβανιτάκης μπορεί να χρησιμοποιεί γόνιμα τα αποτελέσματα της έρευνάς του.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ (Από την Εισηγητική έκθεσή του για την εξέλιξη του Αναστασίου Αρβανιτάκη στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Ημερομηνία κατάθεσης: 15. 10. 1990) […] Στην εργασία «Το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα» ο συγγραφέας υποστηρίζει την άποψη ότι η ηθική συνείδηση ήταν ήδη διαμορφωμένη κατά τα ηρωικά χρόνια και προχωρεί στην ανασκευή αντίθετων απόψεων γνωστών ερευνητών, όπως ο Wilamowitz, ο Snell και ο Dodds, οι οποίοι τοποθετούν την εμφάνισή της πολύ μετά τον Όμηρο. Κατά τον συγγραφέα δεν ευσταθεί η άποψη εκείνων που υποστηρίζουν ότι πρέπει να αποφεύγουμε τον όρο «συνείδηση», όταν πρόκειται για την αρχαία Ελλάδα. Το γεγονός ότι στα μεταγενέστερα χρόνια παρατηρείται η ανάπτυξη ενός «υπερεγώ» δεν φανερώνει κάποια πραγματική ηθική πρόοδο. Όσο για τη «λογοδοσία» σε μια εσωτερική φωνή, ο συγγραφέας κρίνει ότι πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που απλώς τονίστηκε σε μια εποχή κλονισμού της εμπιστοσύνης στις παραδοσιακές αξίες. Υποστηρίζεται τέλος ότι θα ήταν σφάλμα να μιλούμε για «σύγχρονη αυτόνομη» συνείδηση, διότι αυτή δεν αποτελεί μία κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ένα ηθικό και εκπαιδευτικό ιδεώδες.

– 371 –


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Κατά την υποστήριξη των απόψεών του ο συγγραφέας αναπτύσσει μια πειστική επιχειρηματολογία, με πλούσιες αναφορές στα ομηρικά έπη και στα κλασικά έργα του 5ου αι. Η άποψή του για τα επίπεδα ενοχής είναι πρωτότυπη, ενώ οι συνεχείς αναφορές στη σύγχρονη συνείδηση διευρύνουν τους ορίζοντες της εργασίας. Στην εργασία Σέβας και φόβος των θεών στην αρχαία Ελλάδα ο κ. Αρβανιτάκης αντικρούει τη θεωρία ότι η αρχαία ελληνική θρησκεία εξελισσόταν σε θρησκεία φόβου. Ο υποψήφιος αναζητεί προσεκτικά τα στοιχεία εκείνα που θεμελιώνουν τον σεβασμό και τον φόβο των θεών αντίστοιχα, στοχεύοντας πρώτα στη σαφή διάκριση ανάμεσα στις δύο έννοιες. Στη συνέχεια προχωρεί στην ανάλυσή του, η οποία στηρίζεται στην θέση ότι οι αντιλήψεις για το θείο και η θρησκευτική μας εμπειρία είναι εκείνα που προσδιορίζουν τα θρησκευτικά μας συναισθήματα. Η κύρια πρωτοτυπία της εργασίας αυτής έγκειται στην μεθοδική αρχή που την διέπει, ενώ εμφανής είναι η προσωπική ερμηνεία και άποψη του συγγραφέα κατά τη διαπραγμάτευση των επιμέρους θεμάτων. Η θέση που εισηγείται ο συγγραφέας της μελέτης είναι ότι όλοι οι εκφραστές του αρχαίου πνεύματος επιδίωκαν την απάλειψη του φόβου και την ενίσχυση του σεβασμού. Η εργασία αυτή του υποψηφίου, πέρα από την ευρεία εξοικείωση με τις πηγές, την πλούσια βιβλιογραφία και τον υπομνηματισμό, έχει αναμφισβήτητες ερευνητικές και συστηματικές αρετές και αποτελεί μια αξιόλογη συμβολή στην μελέτη του θέματος. Αιδώς. Η φύση και η σημασία του σεβασμού και της ντροπής στην ηθική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Η συστηματική αυτή έρευνα, η οποία ξεκινώντας από την ομηρική εποχή εκτείνεται έως τα ελληνιστικά χρόνια, έγινε με βάση την εξαντλητική μελέτη ολόκληρης της αρχαίας γραμματείας, καθώς και των θέσεων που ανέπτυξαν αναφορικά προς διάφορα επιμέρους θέματα νεότεροι μελετητές του αρχαίου κόσμου. Αναλύονται επίσης οι κύριες θεωρίες περί αιδούς που έχουν διαμορφωθεί ανεξάρτητα από τη μελέτη του αρχαίου κόσμου. Ο υποψήφιος λοιπόν δεν περιορίζεται στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά αντιμετωπίζει την αιδώ ως πανανθρώπινο και διαχρονικό φαινόμενο. Η θέση την οποία επιχειρεί να θεμελιώσει είναι ότι ο σεβασμός και η αισχύνη, οι δύο βασικές πλευρές της έννοιας της αιδούς, έχουν κοινό βάθος και ανάγονται στον κόσμο των αξιών. Η θέση αυτή θα τον οδηγήσει στο να αντικρούσει τους φιλοσόφους και τους ερευνητές που αναζητούν αλλού την πηγή της αιδούς. Κατά τον κ. Αρβανιτάκη, η αιδώς λειτουργεί σε ορισμένες μεγάλες περιοχές (οικογένεια, κοινωνία, έρωτας), δεν έχει όμως την καταγωγή της σε κάποια απ’ αυτές, άποψη από την οποία απορρέει πλήθος συνεπειών, διότι αρκετοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι αναζητούν την καταγωγή της αιδούς σε μια απ’ τις περιοχές αυτές (ιδιαίτερα την ερωτική). Ο συγγραφέας της μελέτης υποστηρίζει τη θέση ότι η μεγάλη σημασία της αιδούς στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό επιτρέπει να ονομαστεί ο πολιτισμός

– 372 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

αυτός «πολιτισμός αιδούς», σεβασμού δηλ. των αξιών και των αρχών που απορρέουν απ’ αυτές. Η ευρύτητα του ορίζοντα, η διεξοδική χρήση όλων των αρχαίων πηγών, η αντιμετώπιση των βασικών νεότερων θεωριών περί αιδούς, η πλουσιότατη βιβλιογραφία και ο συνεχής υπομνηματισμός προσδίδουν στην εργασία αυτή εξαιρετική πληρότητα. Πρόκειται αναμφίβολα για μια ολοκληρωμένη και πρωτότυπη συστηματική έρευνα η οποία αποκαλύπτει τη σημασία της αιδούς στην ηθική και κοινωνική ζωή των αρχαίων Ελλήνων, ενώ έχει συγχρόνως και διαχρονική διάσταση. Η απουσία ανάλογης εργασίας από την διεθνή βιβλιογραφία δείχνει επίσης την πρωτοτυπία και τη χρησιμότητά της. Αγών. Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. […] Το αθλητικό φαινόμενο ο κ. Αρβανιτάκης το εξετάζει προπάντων από την άποψη της φιλοσοφίας του πολιτισμού, αντιμετωπίζει όμως και άλλα φιλοσοφικά προβλήματα που θέτει το φαινόμενο αυτό, όπως π.χ. η σχέση σώματος και ψυχής, η σημασία της επίγειας ζωής κ.τ.λ. Στον Πρόλογο ο συγγραφέας της μελέτης διατυπώνει την πρόθεσή του να δείξει ότι ο αθλητισμός συνέβαλε στη διαμόρφωση των αξιών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Το γεγονός ότι οι νεότεροι φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν θεωρητικά με τον αθλητισμό εξηγείται με βάση τις αλλαγές της κοινωνικής συμπεριφοράς και τη δυσπιστία που αναπτύχθηκε απέναντι στο αισθητό. Στο Εισαγωγικό κεφάλαιο ο υποψήφιος υποστηρίζει ότι είναι δυνατό να καταταγούν οι πολιτισμοί -ή τα διάφορα στάδιά τους- ανάλογα με τη ζωηρότητα του ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται για τον αθλητισμό, ο οποίος περιέχει ένα δικό του ήθος και μια δική του φιλοσοφική αντίληψη για τη ζωή. Επειδή υποστηρίχτηκε -αλλά και αμφισβητήθηκε επίσης- ότι ο αθλητισμός είναι ένα τυπικά ελληνικό φαινόμενο, ο κ. Αρβανιτάκης προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης του θέματος: να θεωρηθεί δηλ. ο αθλητισμός ένα καθολικό ανθρώπινο φαινόμενο, και έπειτα να ερευνηθεί η έκταση, η ποιότητα και η βαρύτητά του μέσα στον συγκεκριμένο πολιτισμό. Αυτό, υποστηρίζει, θα επιτευχθεί αν διερευνηθεί η σχέση και ο βαθμός επίδρασης του αθλητισμού επάνω στις άλλες εκδηλώσεις του πολιτισμού. Με βάση την μεθοδική αυτή αρχή ο συγγραφέας της μελέτης εξετάζει αναλυτικά τη σχέση του αθλητισμού με τη θρησκεία, τις εικαστικές τέχνες και τα γράμματα. Καθένα από τα μέρη αυτά προϋποθέτει γνώσεις ειδικές της περιοχής και απαιτεί διαφορετική προσέγγιση. Γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι η εργασία αυτή αποτελείται στην ουσία από τρεις μονογραφίες, που βρίσκουν τη σύνθεσή τους στο τελικό κεφάλαιο. Στο Α΄ μέρος εξετάζεται ο μυθικός και ο ομηρικός αθλητισμός. Κατά τον συγγραφέα, ο αθλητισμός του μύθου και του έπους πρέπει να διακριθεί από τον ολυμπιακό, γιατί δεν έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία. Επιχειρώντας μία συστηματοποίηση των αθλητικών αγώνων που διεξάγονταν κατά την ομηρική εποχή, ο υποψήφιος προτείνει μία νέα διάκριση σε έξι κατηγορίες, ορίζοντας συγχρόνως και το περιεχόμενο της συνείδησης των αθλητών. Ιδιαίτερα επιμένει στους νεκρικούς αγώνες, για να υποστηρίξει με νέα επι-

– 373 –


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

χειρήματα την άποψη ότι στον Όμηρο οι αγώνες αυτοί δεν ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη λατρεία των νεκρών, αλλά αποτελούσαν την κοσμική πλευρά της ταφής των αριστοκρατών. […] Με ιδιαίτερη προσοχή αντιμετωπίζεται η συνδρομή των θεών στη νίκη. Ο συγγραφέας καταλήγει στο πρωτότυπο συμπέρασμα ότι η αθλητική νίκη έχει την πηγή της τόσο στον ανθρώπινο χώρο όσο και στον θεϊκό και ότι η μία οντολογική σφαίρα δεν καταργεί την άλλη. Η ανθρώπινη δράση σώζεται και δεν απορροφάται από την θεϊκή ενέργεια. Ο υποψήφιος αντιμετωπίζει επίσης τα ηθικά προβλήματα που προκύπτουν κατά την τέλεση των αγώνων, επιμένοντας ιδιαίτερα στις έννοιες της πρόκλησης και του δόλου. Με προσεγμένα επιχειρήματα αντικρούεται η άποψη ότι οι Έλληνες ήταν επιρρεπείς στον δόλο και ότι τον επιδοκίμαζαν ηθικά. […] Στο Β΄ μέρος εξετάζεται ο ολυμπιακός αθλητισμός, του οποίου επισημαίνεται το θρησκευτικό πλαίσιο. Επειδή οι στόχοι του αθλητισμού αφενός και της θρησκείας αφετέρου είναι διαφορετικοί, ο υποψήφιος αναζητεί τις αιτίες που εξώθησαν το ιερατείο να αναλάβει τη διοργάνωση των αγώνων. Ως κίνητρα ουσιαστικά θεωρούνται τα οικονομικά οφέλη και η ενίσχυση της λάμψης της θρησκείας. Υποστηρίζεται η άποψη ότι για να επιτευχθεί η σύνδεση θρησκείας και αθλητισμού, χρειάστηκε να προσαρμοστούν οι θρησκευτικές αντιλήψεις και αναλύεται στα καθέκαστα η προσπάθεια του ιερατείου να απορροφήσει τον αθλητισμό. Στο πλαίσιο αυτό αντικρούονται οι απόψεις των Ridgway, Farnell, Cornford και Thomson, οι οποίοι δίνουν ερμηνεία συμβολική και θρησκευτική σε ορισμένα αγωνίσματα. Ως προς τις ιστορικές και κοινωνικές προϋποθέσεις, ο συγγραφέας εξηγεί ότι ο ολυμπιακός αθλητισμός συνδέεται με την ανάπτυξη της πόλης-κράτους που επέτρεψε να δημιουργηθούν αθλητικές γιορτές, οι οποίες δεν υπήρχαν στην ομηρική εποχή, και τονίζει ότι φορείς του αθλητισμού δεν είναι πλέον κυρίως οι αριστοκράτες, όπως στον ομηρικό αθλητισμό. Διερευνώντας την ουσία του ολυμπιακού αθλητισμού, ο συγγραφέας διατυπώνει υποθέσεις για την αντίληψη που πρέπει να είχαν οι εκφραστές της ολυμπιακής ιδέας ως προς το σώμα και το αισθητό. Η δυνατότητα της καλλιτεχνικής αναπαράστασης, η οποία δόθηκε αρχικά μόνο στους αθλητές, τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σώμα ιδωμένο μέσα σε χώρο ιερό και καλλιτεχνικά πλασμένο έπαιρνε μια άλλη διάσταση, πλουτισμένο με την ιερότητα της θρησκείας και της τέχνης. Την παρακμή του Ολυμπισμού ο κ. Αρβανιτάκης την αποδίδει στην υπερβολή: υπερβολική δημοτικότητα, υπερβολικά βραβεία, υπερβολικό συναγωνισμό, επαγγελματισμό. Στο Γ΄ μέρος ερευνάται η σχέση του αθλητισμού με τις εικαστικές τέχνες. Τονίζεται ότι ο αθλητισμός επηρέασε την τέχνη των Ελλήνων σε βάθος και σε έκταση, τέτοια που δεν παρουσιάστηκε ποτέ ξανά στην ιστορία του πολιτισμού. Για να πλάσουν τους θεούς και τους ήρωες, οι καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν τις γνώσεις τις οποίες απέκτησαν στους χώρους του αθλητισμού. Εξάλλου πρώτοι οι αθλητές, ανάμεσα στους θνητούς, απέκτησαν το δικαίωμα να παραγγείλουν και να στήσουν ανδριάντα. Έτσι η τέχνη των Ελλήνων έως τον 5ο π.Χ. αι. εξει-

– 374 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

κονίζει μόνον αθλητές, φαινόμενο μοναδικό στην ιστορία του πολιτισμού, που υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι τα αθλητικά θέματα απουσιάζουν από τη νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη. Ως προς τη γυμνότητα των αθλητών, ο κ. Αρβανιτάκης δέχεται τις αρχαίες μαρτυρίες και υιοθετεί την ερμηνεία του Πλάτωνα ότι η γύμνωση σχετίζεται με τους ιδιαίτερους όρους της άθλησης και με τις κλιματολογικές συνθήκες. Με βάση τη θέση αυτή, αντικρούεται η άποψη ότι η γυμνότητα των αθλητών είχε νόημα θρησκευτικό. Η γυμνότητα άσκησε μια βαθιά επίδραση στην τέχνη των Ελλήνων. Κατά τον συγγραφέα, αποκάλυψε την ουσιαστική και αιώνια ομορφιά του ανθρώπινου σώματος. Γίνεται επίσης λόγος για τη συμβολή της άθλησης στην ομορφιά του σώματος με αναφορές στον Αριστοτέλη και άλλους συγγραφείς. Ο υποψήφιος υποστηρίζει ότι η αρχαία τέχνη, ενώ ήταν ιδεαλιστική -από την άποψη ότι απέκλειε τη δυσμορφία και τον ρεαλισμό- στηριζόταν ωστόσο στην πραγματικότητα. Και αυτό θεωρεί πως είναι το χαρακτηριστικό του ελληνικού ιδεαλισμού: «Θα λέγαμε ότι η τέχνη και η φιλοσοφία των Ελλήνων έχουν στραμμένο το ένα μάτι επάνω στην πραγματικότητα και το άλλο στο ιδεατό». Στην κατακλείδα του Γ΄ μέρους ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι Έλληνες καλλιτέχνες δεν ασπάστηκαν ποτέ τις απόψεις των ορφικοπυθαγορείων, που υποτίμησαν το σώμα, και ότι δεν απομακρύνθηκαν από την ομηρική αντίληψη για την ανθρώπινη υπόσταση και την επίγεια ζωή. Γενικότερα στο Γ΄ μέρος επιχειρείται να φωτιστεί η ιδιαίτερη και μοναδική σχέση του αθλητισμού με την αρχαία τέχνη, πράγμα που επιτυγχάνεται πολύ ικανοποιητικά με τη διατύπωση αξιόλογων αισθητικών παρατηρήσεων. Στο Δ΄ μέρος αντιμετωπίζεται η σχέση του αθλητισμού με τα αρχαία γράμματα. Υποστηρίζεται ότι πρόκειται για μία σχέση ουσιαστική, που δεν απαντάται στις λογοτεχνίες άλλων πολιτισμών. Με προσεγμένες αναλύσεις καθορίζεται ο ρόλος και η θέση του αθλητισμού στο έργο του Ομήρου, του Ησιόδου, του Σιμωνίδη, του Βακχυλίδη και του Πινδάρου. […] Ο Σιμωνίδης είναι εκείνος που εισήγαγε στα επινίκια το έντονο θρησκευτικό στοιχείο. Ο ποιητής δεν φαίνεται να πίστευε στη δυνατότητα της τέχνης να εξασφαλίσει την υστεροφημία. Η φήμη κατ’ αυτόν βυθίζεται τελικά στη γη. Τίποτε δεν θα εξαιρεθεί από τη φθορά. Αλλά αυτή η απαισιόδοξη φιλοσοφία δεν εμπόδισε τον Σιμωνίδη να ψάλει τα θετικά στοιχεία της ζωής. […] Ο Πίνδαρος είναι ο ποιητής που έδωσε μια λάμψη ασυνήθιστη -την τελευταία- στον κόσμο των αριστοκρατών και τα ιδεώδη του. Η θρησκευτική σκέψη του ποιητή και η εξαρτημένη απ’ αυτήν φιλοσοφία της πράξης αναλύονται πλατιά. […] Ο υποψήφιος διατυπώνει μία νέα άποψη, την οποία προτίθεται να υποστηρίξει. Το ιερατείο στην προσπάθειά του να επιβάλει την άποψη της θρησκείας στον αθλητισμό «δεν ήταν δυνατό να βρει καλύτερο θεωρητικό απολογητή από τον Πίνδαρο». […] Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Ελληνισμός και αθλητισμός», ο υποψήφιος επιχειρεί μια ευρεία σύνθεση, σε μία τελική προσπάθεια να προσδιορίσει τη σημασία και την ιδιαιτερότητα του αθλητικού φαινομένου στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, πράγμα που αποτελούσε και τον στόχο της όλης εργασίας.

– 375 –


ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Γενικά πρόκειται για μια μελέτη άριστα σχεδιασμένη, με σαφείς στόχους και άνεση στη διαπραγμάτευση. Όπως και οι άλλες εργασίες του υποψηφίου, διαθέτει πλούσιο υπομνηματισμό και εκτενή βιβλιογραφία. Η γνώση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού επέτρεψε στον κ. Αρβανιτάκη να πραγματοποιήσει ένα έργο συνθετικό και συστηματικό, που το χαρακτηρίζει η ανεξαρτησία στην κριτική αντιμετώπιση καθώς και η πρωτοτυπία στην μεθοδική αρχή και σε πολλά επιμέρους συμπεράσματα. […] Συμπέρασμα Οι εργασίες του κ. Αρβανιτάκη […] είναι ορθά δομημένες, γραμμένες με σαφήνεια και διαθέτουν πλούσιο υπομνηματισμό και εκτενή βιβλιογραφία. Η έρευνά του δεν περιορίζεται στους φιλοσόφους, αλλά επεκτείνεται και σε συγγραφείς άλλων κατηγοριών, εφόσον η χρησιμοποίησή τους συμβάλλει στη θεμελίωση των απόψεών του. Η αρχαία Ελλάδα χρησιμεύει στον υποψήφιο ως αφετηρία του προβληματισμού του, αλλά αναζητεί και πέραν αυτής τα διαχρονικά στοιχεία των φιλοσοφικών προβλημάτων που τον απασχολούν. Στη θεματολογία δεν παρατηρείται διάχυση. Ο υποψήφιος επικεντρώνει την έρευνά του στα μεγάλα θέματα της ηθικής φιλοσοφίας και της θεωρίας του πολιτισμού. Πολλά από τα θέματα ο υποψήφιος τα πραγματεύεται πρώτη φορά, ενώ δεν διστάζει να πάρει θέση κριτική και να προτείνει νέες ερμηνείες. Κάποιες επαναλήψεις από βιβλίο σε βιβλίο είναι ίσως αναπόφευκτες. Συνολικά το έργο του υποψηφίου συμβάλλει στην πρόοδο της επιστήμης. […] Το σύνολο του έργου του ξεπερνά τις συνηθισμένες απαιτήσεις για την κατάληψη της θέσης του Αναπληρωτή Καθηγητή. Ο κ. Αρβανιτάκης έχει να επιδείξει αναγνωρισμένο διδακτικό έργο 24 συνολικά ετών στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Π.Μ. και στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Τέλος η κοσμιότητα του ήθους του είναι γνωστή.

(Αποσπάσματα από το πρακτικό αρ. 9 της έκτακτης γενικής συνέλευσης της 14ης 12. 1990.) [… … … …] ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ: Κ. Αρβανιτάκη, η εργασία σας με τον τίτλο Αγών είναι μια εμπεριστατωμένη και πραγματικά σοβαρή εργασία. […] Θα παρακαλούσα, αν έχετε την καλοσύνη, να μας αναπτύξετε, πώς συνδέετε το έργο αυτό με τη φιλοσοφία. . ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Το θέμα αυτό ανήκει πιο πολύ στη φιλοσοφία του πολιτισμού. Συνεπώς έπρεπε να εξετάσω τις βασικές εκδηλώσεις του πολιτισμού, που, ως γνωστόν, είναι η θρησκεία, η ίδια η φιλοσοφία, οι τέχνες κτλ. Όπως όλοι ξέρουμε, θέματα φιλοσοφικά δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχει φιλοσοφική διαπραγμάτευση θεμάτων. Δηλαδή όλα τα θέματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φιλοσοφικής διαπραγμάτευσης. Προσπάθησα να συσχετίσω το φαινόμενο του αθλητισμού, που είναι μια πολύ βασική εκδήλωση πολιτισμού, με τις υπόλοιπες

– 376 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

εκδηλώσεις. Έκαμα λοιπόν μια αναλυτική προσέγγιση από την άποψη της θρησκείας, από την άποψη των εικαστικών τεχνών και από την άποψη της λογοτεχνίας. Η δομή της εργασίας και η πρόθεσή της είναι να δείξει τη σχέση αυτής της εκδήλωσης πολιτισμού με τις υπόλοιπες. Και όχι απλώς να τη δείξει, αλλά να δείξει τη βαρύτητα του φαινομένου αυτού. Και νομίζω άλλος τρόπος δεν υπήρχε. Θα έλεγα μάλιστα ότι τέτοιου είδους αντιμετώπιση δεν έχει ξαναγίνει. Ο λόγος είναι ότι αυτοί που αντιμετωπίζουν τέτοια θέματα, δεν είναι συνήθως φιλόσοφοι. Βρίσκονται, θα έλεγα, σε αμηχανία. […] Είναι λοιπόν η πρώτη φορά που αντιμετωπίζεται ένα τέτοιο θέμα με τρόπο φιλοσοφικό, μέσα στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του πολιτισμού. Γι’ αυτό δεν είναι μόνο η σχέση σώματος και ψυχής που αντιμετωπίζεται -και που είναι καθαρά φιλοσοφικό θέμα-, αλλά υπάρχει και στοχασμός πάνω στην ίδια τη φύση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αν είναι πολιτισμός ανταγωνιστικού τύπου και αν το φαινόμενο αυτό είναι συνδεδεμένο στενά και εκφράζει, ας πούμε, τον πολιτισμό αυτό. Όπως λέω στον πρόλογό μου, το φαινόμενο αυτό είναι κάπως παρεξηγημένο, γιατί όπως το γνωρίζουμε στα νεότερα χρόνια, θα έλεγα ότι δεν του έχουμε και μεγάλη υπόληψη. Ήθελα να δείξω ότι στον αρχαίο πολιτισμό είχε διαφορετική αντιμετώπιση. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ: Στην εργασία σας Η κοινωνικοπολιτική έννοια της φιλοτιμίας στο έργο του Πλάτωνα διακρίνετε τρεις μορφές φιλοτιμίας: (α) κακή, (β) «θυμοειδής» και (γ) «επ’ αρετή». Αν οι μορφές β΄ και γ΄ σχετίζονται με το τιμοκρατικό άτομο και το σοφό αντίστοιχα και αν δεχτούμε την κοινωνική διαστρωμάτωση των τριών τάξεων κατά τον Πλάτωνα, νομίζετε ότι η φιλοτιμία σχετίζεται με την τάξη των «δημιουργών», εμπόρων κ.τ.λ., δηλ. με την λεγόμενη γ΄ τάξη; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Ο Πλάτων δεν αντιμετωπίζει με τρόπο πολύ θετικό, θα έλεγε κανείς, την τρίτη τάξη και δεν κάνει αναλύσεις σχετικές με το θέμα. Για να προχωρήσω, θα έπρεπε να προχωρήσω στην περιοχή των υποθέσεων. Η παράλειψη δεν οφείλεται σε μένα, αλλά στον Πλάτωνα. […] ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτά τα τρία είδη φιλοτιμίας αντιστοιχούν στα τρία χαρακτηριστικά στοιχεία της ψυχής; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Όχι. Δεν υπάρχει αντιστοιχία. Αν είχα διαπιστώσει τέτοια αντιστοιχία, θα είχα διαρθρώσει την εργασία μου με βάση την τριμερή διάκριση της ψυχής. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ: Από το βιογραφικό σας, κύριε Αρβανιτάκη, βλέπω και με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ασχολείστε με τη λογοτεχνία και έχετε τιμηθεί γι’ αυτό. Λέτε ότι ο Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ επαίνεσαν ένα θεατρικό σας έργο. Πώς έγινε αυτό; Παίχτηκε αυτό το έργο; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Το έργο αυτό το έγραψα στα γαλλικά τότε που ήμουν στο Παρίσι και τους το έστειλα. Πήρα επιστολή γι’ αυτό, την οποία έχω. […] ΒΑΛΑΛΑ: […] Τα θέματα που ερευνά ο κ. Αρβανιτάκης τον απασχολούν βαθιά. Αυτό το έχω διαπιστώσει, γιατί τον γνωρίζω πολλά χρόνια. Τον απασχολούν πολύ οι αξίες. Ακόμα και το λογοτεχνικό του έργο είναι θέματα αξιών. […] ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ: Γνωρίζω τον κ. Αρβανιτάκη εδώ και πολλά χρόνια, από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου εργαζόταν. Εκτιμώ ιδιαίτερα το επιστημονικό του ήθος, αλλά και τη μέριμνα που επιδεικνύει στη δόμηση των φιλο-

– 377 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

σοφικών του κειμένων. Θεωρώ ότι διαθέτει συγγραφικές ικανότητες, τον διέπει μια αίσθηση αρτιότητας. Τα θέματά του εντάσσονται στον χώρο -κυριότατα- της ηθικής φιλοσοφίας ή -θα μπορούσαμε να πούμε- της φιλοσοφίας του πολιτισμού, και τα πραγματεύεται με τρόπο μεθοδικό, φροντίζοντας και την όσο γίνεται πληρέστερη τεκμηρίωσή τους. Ενδεχομένως να απουσιάζει από τις αναλύσεις του μια τάση αφαιρετικού στοχασμού, που για ορισμένους θα ήταν το κύριο συστατικό της φιλοσοφίας. Αλλά αυτό, σε ό,τι τον αφορά, εξηγείται έως και υπαγορεύεται από μια βιωματική διάσταση που χαρακτηρίζει τη σκέψη του, όπως το μαρτυρεί άλλωστε η λογοτεχνική του ενασχόληση. Επίκεντρο του φιλοσοφικού του ενδιαφέροντος είναι η αρχαία ελληνική διανόηση, όχι μόνο σε ό,τι το επεξεργασμένο από εννοιολογική άποψη παρουσιάζει -εννοώ κείμενα ακραιφνώς φιλοσοφικά, Πλάτωνας, Αριστοτέλης κτλ.- αλλά επεκτείνεται και ευρύτερα. Από την άποψη αυτή μπορεί να εκτιμηθεί ανάλογα, αφού προβαίνει σε απόπειρες «κατηγοριοποίησης», με αφετηρία ένα υλικό πρωτογενές αμορφοποίητο φιλοσοφικά, όπως π.χ. τα έργα των αρχαίων Ελλήνων ποιητών. Μια τέτοια μέθοδος σήμερα είναι νόμιμη και μάλιστα δεν στερείται οπαδών. Το σπάνιο τώρα της συμμετοχής του σε δημόσιες φιλοσοφικές εκδηλώσεις, όπως συνέδρια, διαλέξεις κτλ. -πράγμα που ενδεχομένως θα συμπαρασύρει και μια όχι έντονη διάχυση του έργου του, δείχνει την ιδιοτυπία της αφοσίωσής του στη συγγραφή. Η ασκητική αυτή πρακτική που χαρακτηρίζει τον κ. Αρβανιτάκη υποδηλώνει την άλλη όψη μιας θετικότητας που συνιστά το ίδιο του το έργο. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ: […] Το πρώτο που με εντυπωσιάζει από το επιστημονικό έργο του κ. Αρβανιτάκη, και κυρίως από την εκτενή τελευταία του μονογραφία Αγών. Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση πολιτισμού, είναι το γεγονός ότι επιλέγοντας κάποιες επιμέρους έννοιες και ενότητες, φιλοτιμία, συνείδηση, αθλητισμός, και ερευνώντας σωστά πηγές και βοηθήματα, ανάγεται σε ευρύτερους ορίζοντες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Φρονώ, παρ’ όλες τις κάποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις που θα είχε κανείς, πως κάνει σοβαρή επιστημονική εργασία. Από την καθαρή φιλολογική ανάλυση μεταβαίνει και σε ιστορικές διαστάσεις, θίγοντας εξαντλητικά το θέμα θρησκείας και αθλητισμού. […] ΑΥΓΕΛΗΣ: […] Ο κ. Αρβανιτάκης έχει μια μακρόχρονη θητεία στα εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Εγώ συμβαίνει να τον γνωρίζω από τη θητεία του στο τότε Φιλοσοφικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής, στο οποίο υπηρέτησε πολλά χρόνια, και προσέφερε, κοντά στις επιστημονικές, και πολλές άλλες υπηρεσίες. Σε ό,τι τώρα αφορά το συγγραφικό του έργο, δεν θα διαφωνήσω με την εισήγηση της κ. Βαλαλά και του κ. Ανδριόπουλου και θα είμαι θετικός. Θα ήθελα ωστόσο να παρατηρήσω και εγώ ότι η θεματική του θα πρέπει πρώτον να διευρυνθεί προς την κατεύθυνση μιας φιλοσοφικής προβληματικής που θα ξεπερνά τον χώρο της θεώρησης των αξιών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και δεύτερον να προσανατολιστεί περισσότερο προς τις ανάγκες ενός Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, στο βαθμό βέβαια που αυτό είναι εφικτό. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι η περιοχή που τον απασχολεί δεν έχει ενδιαφέρον, πράγμα που προκύπτει σαφώς από την εισηγητική έκθεση που ανέφερα. Θα ευχόμουνα τα προϊόντα της έρευνας να τα είχε καταστήσει προσιτά και στον ευρύτερο χώρο της διεθνούς φιλοσοφικής κοινότητας. Το ότι δεν το έκανε, ενδεχομένως εξηγείται από

– 378 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

την αφοσίωσή του πραγματικά στη διαμόρφωση ενός νεοελληνικού φιλοσοφικού λόγου και την αγάπη του που έχει για τον λόγο αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάνει το έργο του ως προς τον ερευνητικό χαρακτήρα. Δεν είναι η διεθνής κοινότητα που θα προσδιορίσει τον ερευνητικό χαρακτήρα ενός έργου. Δεν θέλω να πω αυτό. Μπορεί να γραφεί κάτι μόνο ελληνικά και να είναι σημαντικό. Αλλά αν ξεκινήσουμε από τα πανεπιστημιακά πράγματα, από τις διαδικασίες, από τον τρόπο που λειτουργούμε, βέβαια οι υποψήφιοί μας οφείλουν να το κάνουν κι αυτό. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ: […] Κάτι άκουσα από τον κ. συνάδελφο για το φιλοσοφικό αμορφοποίητο υλικό των ποιητών και λογοτεχνών, αν κατάλαβα καλά. ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ: Πρωτογενώς. ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ναι, θα ήθελα να πω ότι έχουν γίνει τέτοιου είδους εργασίες. Βέβαια, αν εννοείτε την ελληνική βιβλιογραφία, ναι. Αλλά έξω έχουν γίνει αρκετές εργασίες, και μάλιστα εντάσσονται σε έναν κλάδο που λέγεται φιλοσοφία της λογοτεχνίας. Δηλαδή αναλύονται φιλοσοφικά ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, οι ποιητές κ.τ.λ. Είναι κλάδος ο οποίος διδάσκεται σε μεγάλα Πανεπιστήμια. […] Να συνοψίσω με δυο-τρεις παρατηρήσεις ακόμη. Ο υποψήφιος αναλύει διεξοδικά καίρια κείμενα της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας, όχι μόνο φιλοσοφικά, και επιτυγχάνει να επισημάνει τις φιλοσοφικές έννοιες και τους προβληματισμούς και ειδικότερα τους σχετιζόμενους με την ηθική και κοινωνική φιλοσοφία και ευρύτερα με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Δεύτερο, παίρνει κριτική στάση. Αυτό είναι σημαντικό. Δεν καταγράφει, δεν περιγράφει. Επιχειρεί να τεκμηριώσει δικές του ερμηνείες, πράγμα που κρίνεται θετικό για έναν ερευνητή αυτής της κατηγορίας και σ’ αυτόν τον χώρο. Έχει μια πρωτοτυπία, υπό την έννοια ότι πρώτος έχει κάνει αυτού του είδους την εργασία. Βέβαια θα έλεγα ότι μπορούσε να αξιοποιήσει φιλοσοφικά περισσότερο τα διάφορα συμπεράσματά του από την φιλολογική ανάλυση, η οποία είναι από πολύ καλή μέχρι άριστη. Έχει στα δημοσιεύματά του ποσοτική επάρκεια. Θα επιθυμούσα και εγώ να ασχοληθεί και με άλλα φιλοσοφικά αντικείμενα και προβληματισμούς, και μάλλον θα έπρεπε να έχουν συγγένεια περισσότερη με το όλο πνεύμα της Σχολής. Εκτιμώ την διδακτική του πείρα και τις άλλες δραστηριότητές του και επίσης εκτιμώ την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, διότι μέσα του δείχνει μια ευαισθησία, μια διάσταση άλλη, την οποία εμείς πολύ θα θέλαμε και που αντιρροπεί μερικές φορές τους τεχνοκράτες, που ξέρουν βέβαια καλά το κομπιούτερ, ξέρουν τους λογαριασμούς, αλλά… υπάρχουν πολλά «αλλά». Λοιπόν, θα ευχόμουν να έχει και σε κάποια περιοδικά, μελλοντικά τουλάχιστον, δημοσιεύσεις, ώστε να έχει τον δημόσιο έλεγχο της επιστημονικής κοινότητας. Θα τον καταξίωνε καλύτερα, και μάλιστα σε ξένα περιοδικά. Τέλος εκτιμώ τις εκτιμήσεις του κ. Μουρέλου και του Καθηγητού του κ. Σουλ της Σορβόννης, των δύο αυτών, ιδιαιτέρως. ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ: […] Ένα άλλο θετικό, το οποίο νομίζω είναι σημαντικό, το είχα ακούσει […] από την κ. Βαλαλά, και σήμερα το επανέλαβε κάποιος από τους άλλους συναδέλφους. Μίλησε για μια αίσθηση αρτιότητας -νομίζω αναφερόταν στο ίδιο πράγμα- και το πρόσεξα κι εγώ διαβάζοντας το έργο, και θα πρέπει να πω ότι πραγματικά εντυπωσιάστηκα από την τεχνική -το περιεχόμενο δεν κάνει να το κρίνω-, από τη συστηματική προσπάθεια τεκμηρίωσης των απόψεων ή των επιχειρημάτων, τα οποία αναπτύσσονται στη δουλειά του. Είναι, θα

– 379 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

έλεγα, μια σχολαστική προσπάθεια η οποία γίνεται σ’ αυτό τον τομέα, και νομίζω ότι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. ΒΑΛΑΛΑ: Σε σχέση με αυτά που είπε ο κ. Ματσούκας. Είναι γεγονός ότι, όπως είπατε, δίνει την εντύπωση ότι κάνει φιλολογική προσέγγιση στα κείμενα. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι αυτό καθαυτό δεν είναι κακό. Στα σημερινά χρόνια όσοι ασχολούμαστε με τη φιλοσοφία, ξέρετε, έχουμε μια τραγική άγνοια κειμένων. Δεν ξέρουμε τ’ αρχαία. Δεν ξέρουμε τα κείμενα των φιλοσόφων. […] Από αυτή την άποψη ο κ. Αρβανιτάκης συνεχίζει μια ακαδημαϊκή παράδοση, την οποία είχα γνωρίσει στα φοιτητικά μου χρόνια. […] ΔΟΥΚΑΚΗΣ: Με τον κ. Αρβανιτάκη γνωρίζομαι από το 1970, στο Παρίσι, όταν εργαζόταν κι εκείνος κι εγώ για τα διδακτορικά μας. Οι εντυπώσεις μου συμπίπτουν μ’ αυτές τις οποίες διατυπώσατε όλοι, για την επιμέλειά του, τους προβληματισμούς του. Μπορώ να πω ακόμα ότι τα θέματα με τα οποία εργαζόταν τότε ήταν -πώς να σας το πω- δεν ξεκολλούσαν απ’ τη γλώσσα του. Δηλ. μπορώ να πω ένα πάθος και ένας έρωτας. Και σαν χαρακτήρα πολύ τον έχω εκτιμήσει […].

(Αποσπάσματα από την εισηγητική έκθεση για την εξέλιξη του Αναστασίου Αρβανιτάκη στη βαθμίδα του Καθηγητή. Μέλη της Εισηγητικής Επιτροπής: Τερέζα Πεντζοπούλου-Βαλαλά, Νικόλαος Ματσούκας, Σωκράτης Δεληβογιατζής.) «Το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα». Ο συγγραφέας επιχειρεί να περιγράψει με τρόπο διαχρονικό τη διαδικασία διαμόρφωσης της ηθικής συνείδησης. Υποστηρίζει ότι σε περιόδους σταθερότητας το άτομο είναι υπόλογο τόσο απέναντι στη συνείδησή του όσο κι απέναντι στις συνειδήσεις των άλλων που πρεσβεύουν τις ίδιες αξίες. Όταν όμως διασπάται η «κοινή συνείδηση», τα άτομα είναι υπόλογα προπάντων απέναντι στη συνείδησή τους ή το πολύ απέναντι στις συνειδήσεις των εξαιρετικών κριτών. Στο στάδιο αυτό το εμβαθυσμένο χρέος, η ευθύνη και οι τύψεις θεωρούνται αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ηθικής συνείδησης. Η ενδιαφέρουσα αυτή εξελικτική θεωρία επιτρέπει στον υποψήφιο να αντικρούσει τους ερευνητές που τοποθετούν σε κάποιο σημείο της εξέλιξης την εμφάνιση της συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα. Υποστηρίζεται ακόμα ότι υπάρχουν διάφορα επίπεδα ευθυνών-ενοχών. Σε ένα επίπεδο ευθύνονται οι θεοί και οι δαίμονες, σ’ ένα άλλο ο θυμός και σε ένα τρίτο η συνολική υπόσταση του ατόμου. Ο συνδυασμός των επιπέδων δεν καταργεί την ενοχή σε κάποιο από τα επίπεδα αυτά. Πρόκειται για μια καινούργια ηθική θεωρία σχετικά με τον ομηρικό άνθρωπο. Διατυπώνεται επίσης η πρωτότυπη άποψη ότι ορισμένες ηθικές κυρώσεις καλλιεργούνται κατά προτίμηση σε διάφορες εποχές και πολιτισμούς, ώστε να αποτελούν ένα είδος προτύπων κυρώσεων. Αιδώς. Η φύση και η σημασία του σεβασμού και της ντροπής στην ηθική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Η εκτενέστατη αυτή μονογραφία καλύπτει ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, θέτει πολλά νέα θεωρητικά προβλήματα και προάγει την ηθική φιλοσοφία.

– 380 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Κατά τον συγγραφέα, όρος απαραίτητος για την ορθή αντιμετώπιση του θέματος αυτού είναι η διαμόρφωση μιας θεωρίας, η οποία να ερμηνεύει την αρχαία εμπειρία και να βοηθάει να καταλάβουμε την καθολικότητα του ανθρώπινου αυτού φαινομένου. Η κύρια θέση του είναι ότι τον σεβασμό και τη ντροπή τον προκαλεί η παρουσία μιας αξίας, αντίθετα από τον φυσικό φόβο που γεννιέται από την απειλή. Οι απόψεις του συγγραφέα για την πηγή και τις σχέσεις των αξιών και του σεβασμού, καθώς και για τις σχέσεις του σεβασμού με την αισχύνη είναι πρωτότυπες και διαφέρουν ριζικά από τις απόψεις φιλοσόφων όπως ο Kant, ο Scheler, o Bollnow, o Soloviev κ.ά. Την καταπάτηση του σεβασμού δεν την εμποδίζει ο φόβος, αλλά η ντροπή. Η ηθική ντροπή συνοδεύει την αίσθηση της ηθικής μας απαξίας. Υπάρχουν μορφές αισχύνης που έχουν θεμελίωση κοινωνική ή αισθητική, δεν παύουν όμως να προϋποθέτουν την αναγνώριση κάποιων αξιών και προτύπων. Η αίσθηση της απόστασης από τα πρότυπα δημιουργεί την αισχύνη. Ο σεβασμός απορρέει από την νομοθετική και προστακτική λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης, ενώ η ντροπή από τον έλεγχό της. Αν η συνείδηση έχει αφομοιώσει τα προβαλλόμενα πρότυπα, δεν χρειάζεται την παρουσία τρίτων για να επιβάλλει τις κυρώσεις της. Σύμφωνα με μια βασική άποψη του συγγραφέα, η αιδώς δεν έχει την καταγωγή της σε κάποια ορισμένη περιοχή (οικογένεια, κοινωνία, πόλεμος, θρησκεία, έρωτας, δίκαιο). Φρονεί όμως ότι η αιδώς επηρεάζεται και χρωματίζεται από συγγενικά συναισθήματα και έννοιες που προσιδιάζουν στις περιοχές όπου λειτουργεί. Την εποχή της ακμής του γένους η θέμις καθόριζε τις ανθρώπινες σχέσεις. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ό,τι επέτασσε στο άτομο η θέμις, του το επέβαλλε εσωτερικά η αιδώς. Η αιδώς καλύπτει και τους ξένους, όπως επιβάλλει η ιερότητα του σπιτιού και του θεσμού της φιλοξενίας. Με την ανάπτυξη της κοινωνίας της πόλης περιορίζεται η πατριαρχική θέμιδα προς όφελος της δίκης. Κατά τον συγγραφέα, με την αλλαγή αυτή η αιδώς κρατάει την παλιά της θέση. Το ρ. προαιδούμαι εξέφραζε την ηθική υποχρέωση ν’ ανταποδώσει κανείς μια χάρη. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι η αιδώς, από το γένος και την πόλη, επεκτείνεται στους αλλοεθνείς. Ερευνάται αναλυτικά η λειτουργία της αιδούς στην περιοχή του πολέμου και ακολούθως στην περιοχή των συναισθημάτων και του έρωτα. Κατά τον συγγραφέα, ο ψυχικός μηχανισμός που προκαλεί τον σεβασμό και τη ντροπή ανατρέπει την διαδεδομένη αντίληψη ότι η αιδώς είναι πρωταρχικά συνδεδεμένη με την ερωτική ζωή. Ενδιαφέρον έχουν οι απόψεις του για τον ίαμβο και την αρχαία κωμωδία, που χαρακτηρίζονται από το άσεμνο. Γίνονται εδώ πρωτότυπες διακρίσεις. Ερευνάται η σημασία της αιδούς στην αγωγή και τονίζεται ότι οι πολιτισμένες κοινωνίες απευθύνονται στη νοημοσύνη και στο συναίσθημα της αιδούς, για να περιορίσουν τις αντικοινωνικές ροπές. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το ερώτημα αν θεωρούνταν η αιδώς ως μία από τις αρετές ή ως προϋπόθεση της αρετής. Σύμφωνα με την πάγια μέθοδό του, εξετάζει εξαντλητικά τις σχέσεις της αι-

– 381 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

δούς με τις επιμέρους αρετές σ’ ολόκληρη την αρχαία γραμματεία, διατυπώνοντας συχνά πρωτότυπες απόψεις. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιδώς εθεωρείτο δύναμη συνεκτική και θεμέλιο των άλλων αρετών. Η τελική θέση του είναι ότι η αιδώς δεν μπορούσε να έχει μια σπουδαιότερη θέση στην αρχαία ελληνική ηθική, εξαιτίας του ότι ηθική ποιότητα έχει μόνον ο κύκλος των ιδεών που διεγείρει την αιδώ. Στις τελικές αποτιμήσεις ο συγγραφέα προτείνει να ονομάσουμε τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό «πολιτισμό αιδούς». Αγών. Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στην εκτενή αυτή μονογραφία αντιμετωπίζεται ο αθλητισμός ως βασική εκδήλωση πολιτισμού ανάλογη με τη θρησκεία, το δίκαιο, τη φιλοσοφία. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί ήδη μια θέση διαφορετική από τις θέσεις άλλων ερευνητών, που δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί το πραγματικό βάρος του αθλητισμού στον αρχαίο κόσμο. Ο συγγραφεύς επιδιώκει να δείξει ότι ο αθλητισμός συνέβαλε στη διαμόρφωση των αξιών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ένα από τα κύρια προβλήματα που απασχολεί τον συγγραφέα είναι το αν ο αθλητισμός είναι ένα τυπικό ελληνικό φαινόμενο, όπως υποστήριξαν ορισμένοι ερευνητές, ή αν έχουν δίκιο εκείνοι που το αμφισβητούν αυτό, παρατηρώντας ότι η άθληση δεν ήταν αποκλειστικότης των Ελλήνων. Ο υποψήφιος προτείνει έναν καινούργιο τρόπο αντιμετώπισης του θέματος. Υποστηρίζει ότι πρέπει να θεωρήσουμε την άθληση σαν ένα ανθρώπινο καθολικό φαινόμενο, κι έπειτα να ερευνήσουμε την έκταση, την ποιότητα και τη βαρύτητα του φαινόμενου μες στο συγκεκριμένο πολιτισμό και προπαντός να καταδείξουμε τη σχέση του με τις άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού, τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τα γράμματα και τη φιλοσοφία. Αυτή η θέση δίνει νέα κατεύθυνση στην έρευνα, όσο και αν τα επιμέρους θέματα έχουν εξεταστεί και από άλλους. Στο πρώτο μέρος εξετάζεται ο μυθικός και ο ομηρικός αθλητισμός, που χαρακτηρίζονται από την απουσία μιας σχέσης ειδικής με τη θρησκεία. Με ιδιαίτερη προσοχή αντιμετωπίζονται οι νεκρικοί αγώνες, και υποστηρίζεται με νέα επιχειρήματα η άποψη ότι αυτοί οι αγώνες δεν αποτελούσαν ουσιαστικό μέρος της λατρείας των νεκρών. Εξετάζονται η σχέση του αθλητισμού με τη θρησκεία, και αντιμετωπίζονται ειδικά ηθικά προβλήματα. Ο συγγραφεύς επισημαίνει ότι όταν το ιερατείο ανέλαβε τη διοργάνωση των αγώνων, τροποποίησε τις αντιλήψεις γύρω από το θείο. Τονίζεται ότι η θρησκεία έπαιξε σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του αθλητικού προτύπου και συνεπώς συνέβαλε στη διαμόρφωση των αξιών του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Από τη σύνδεση του αθλητισμού με τη θρησκεία προήλθε η επισημότητα και η ιερότητα, ενώ οι εκεχειρίες περιόρισαν την άποψη ότι η άθληση είναι μια προετοιμασία για τον πόλεμο. Στο τρίτο μέρος τονίζεται ότι στα γυμναστήρια σημειώθηκε μια ισχυρή στροφή προς τη σωματικότητα και ότι η ελληνική τέχνη εξέφρασε προπάντων το μεγαλείο του ανθρώπινου σώματος. Διαπιστώνεται ότι οι Έλληνες τεχνίτες δεν ασπάστηκαν ποτέ την άποψη των ορφικοπυθαγορείων ότι το σώμα είναι τάφος

– 382 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

της ψυχής. Στο τέταρτο μέρος αντιμετωπίζεται το θέμα των σχέσεων του αθλητισμού με τα γράμματα. Στις αναλύσεις γίνονται διεισδυτικές αισθητικές παρατηρήσεις. Στο κεφάλαιο που αφορά στον Πίνδαρο αναλύεται το σύνολο της σκέψης του μεγάλου λυρικού. Στο τέλος συνοψίζονται τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, που τιμήθηκε απ’ την Ακαδημία Αθηνών. Μεθοδολογία και τεχνογραφία της επιστημονικής έρευνας. Ορισμένα μέρη της εργασίας αυτής στηρίζονται στη συγγραφική πείρα του συγγραφέα και περιέχουν συχνά και προσωπική άποψη επί των θεμάτων. Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα. Στο πρώτο μέρος αναπτύσσεται η γενική θεωρία της κίνησης, στο δεύτερο εξετάζεται η κίνηση της ψυχής και του σώματος (κίνηση της ψυχής, κοινές κινήσεις, κίνηση του σώματος). Το τρίτο μέρος αφορά τη μουσική και γυμναστική παιδεία στην άριστη πολιτεία. Στο τέλος συγκρίνεται ο Πίνδαρος με τον Πλάτωνα. Η εργασία κλείνει με γενικά συμπεράσματα. Αναλυτικότερα: Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η θεωρία της κίνησης μέσα από λεπτομερείς αναλύσεις του Κρατύλου, του Παρμενίδη, του Φαίδωνα, του Φαίδρου, της Πολιτείας, του Θεαίτητου, του Σοφιστή, του Πολιτικού, του Φίληβου, του Τίμαιου και των Νόμων. Ο συγγραφέας τονίζει ότι ο Πλάτων ενδιαφέρεται κυρίως για την πηγή και τον σκοπό της κίνησης, την οποία αντιμετωπίζει όχι ως σύγχρονος φυσικομαθηματικός, αλλά ως μεταφυσικός. Η κίνηση συνδέεται με τα προβλήματα του δημιουργού, της ψυχής, του νου, των ιδεών και των στοιχειωδών σωμάτων. Πρωταρχικός είναι ο ρόλος της και στην περιοχή της κοσμολογίας. Στον Κρατύλο η αναίρεση του ηρακλείτειου δόγματος γίνεται με γνωσιολογικά κριτήρια, και προϋποθέτει τη θεωρία των ιδεών. Το μεταβλητό δεν επιδέχεται γνώση. Η θεωρία της ροής των πάντων καταργεί κάθε σταθερό γνώρισμα, καταργώντας έτσι και τη γνώση. Ως προς τον Παρμενίδη, ο υποψήφιος υποστηρίζει ότι από τον διάλογο αυτό δεν διαφαίνονται ούτε οι πραγματικές αντιλήψεις του Παρμενίδη για την κίνηση ούτε οι απόψεις του Σωκράτη. Δέχεται ότι ο Πλάτων επιχειρεί να δείξει ότι αν η υπόθεση των «ειδών» στο φως μιας τυπικής λογικής οδηγεί σε παράδοξα, όμοια ένας καλός χειριστής της ίδιας λογικής μπορεί να δείξει ότι η υπόθεση των Ελεατών οδηγεί σε μεγαλύτερα παράδοξα. Στον Φαίδωνα επιχειρείται ο προσδιορισμός της αρχικής αιτίας και της πηγής της κίνησης. Ελέγχεται ο Αναξαγόρας, που ενώ υποστήριξε ότι ο νους διέπει τα πάντα, ωστόσο αναλύοντας τα καθέκαστα της δημιουργίας κατέφυγε σε μηχανιστικά αίτια. Ως αίτιο αναφέρονται οι ιδέες, πράγμα που επέσυρε την κριτική του Αριστοτέλη, ο οποίος φρονούσε ότι οι ιδέες δεν μπορούν να θεωρηθούν αίτια του είναι και του γίγνεσθαι. Στον ίδιο διάλογο υποστηρίζεται η σφαιρικότητα της γης, η ακινησία της κι η κεντρική θέση της στο σύμπαν. Στον Φαίδρο υποστηρίζεται η αυτοκινησία και το αεικίνητο της ψυχής, ιδέα

– 383 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

που ανήκει στον Αλκμαίωνα. Η ψυχή είναι υπεύθυνη για την αιώνια κίνηση των ουρανίων σωμάτων και τον κύκλο των φυσικών γεννήσεων. Στην Πολιτεία γίνονται αποδεκτές και η κίνηση και η ακινησία. Η κίνηση γύρω από έναν άξονα συνδυάζει την κίνηση και την ηρεμία, και ακριβώς η κίνηση αυτή θα θεωρηθεί ότι ταιριάζει στα αιώνια. Στον Θεαίτητο ελέγχονται οι οπαδοί της αέναης κίνησης, διότι δεν αποδέχονται τίποτε καθαυτό, ούτε καν μόνιμα παθητική ή μόνιμα ενεργητική κίνηση, απ’ τη συνεύρεση των οποίων γεννιόνται οι αισθήσεις και τα αισθητά. Εφόσον μεταβάλλονται ακόμα και οι έννοιες, είναι αδύνατο να ονομάσουμε οποιοδήποτε πράγμα. Καταργείται έτσι και η αίσθηση και η επιστήμη. Στον Σοφιστή υποβάλλονται σε κριτική οι αντιλήψεις των φίλων των ειδών, που ισχυρίζονται ότι ως προς τη γένεση υπάρχει η δύναμη του ποιείν και του πάσχειν, όχι όμως και ως προς την ουσία. Ωστόσο η ψυχή γνωρίζει και γνωρίζεται, και το «γνωρίζω» σημαίνει ποιείν τι, ενώ το αντικείμενο της γνώσης πάσχει τι. Το ποιείν και το πάσχειν θεωρούνται κινήσεις. Πρόκειται για κινήσεις που πραγματοποιούνται στο επίπεδο της γνώσεως, κινήσεις «γνωστικές», όπως ο συγγραφεύς προτείνει να ονομαστούν. Το ον πάσχει καθόσον γιγνώσκεται, και κατά τούτο κινείται. Αλλά δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι το παντελώς ον κινείται μόνο κατά το ότι γνωρίζεται. Ο συγγραφεύς τονίζει ότι αν με το παντελώς ον εννοήσουμε το σύνολο της μεταφυσικής πραγματικότητας, τότε το χωρίο αυτό είναι από τα πλέον αποφασιστικά για την εξέλιξη της θεωρίας των ιδεών. Τόσο οι οπαδοί της ακινησίας του όντος όσο και οι οπαδοί της αέναης ροής των πάντων καταργούν την επιστήμη, εφόσον η επιστήμη προϋποθέτει και πράγματα σταθερά, τις ιδέες. Το παντελώς ον περιέχει και την ακινησία και την κίνηση, η οποία θεωρείται ον. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ανάμεσα σ’ αυτά που περιλαμβάνονται στο παντελώς ον πρέπει να εννοήσουμε τη ζωή, την ψυχή και τον νου. Δυσκολεύεται όμως να προσθέσει την κίνηση σαν κάτι εκτός των ιδεών, εφόσον η κίνηση εμφανίζεται ως ένα μέγιστον γένος, ως ιδέα. Στον διάλογο αναγνωρίζονται πέντε μέγιστα γένη, το ον, η κίνηση, η ακινησία, το όμοιο (ταυτόν) και το ανόμοιο (θάτερον). Η κίνηση είναι, διότι μετέχει του όντος. Ο συγγραφεύς υποστηρίζει ότι αν η ανάγνωσή του τού προβληματικού αυτού χωρίου είναι σωστή, τότε η κίνηση εντάσσεται στη θεωρία των ιδεών, περνώντας στη σφαίρα των όντως όντων. Στον Πολιτικό ο Πλάτων αντιπαραθέτει την αταξία της ύλης και την τάξη που δημιουργείται με την επέμβαση του δημιουργού. Σ’ ορισμένες περιόδους ο δημιουργός στέκεται στο πηδάλιο του σύμπαντος, ενώ σε άλλες αποσύρεται, οπότε το πλοίο παίρνει την αντίστροφη φορά και συνεχίζει μόνο την πορεία του με κίνδυνο να ναυαγήσει. Τότε ο δημιουργός επεμβαίνει και σώζει τον κόσμο. Ο κόσμος, σαν δημιούργημα, δεν έχει την τελειότητα των αιώνιων όντων. Η αντιστροφή της πορείας του είναι κάτι που πηγάζει εξ ανάγκης απ’ τη φύση του. Υπεύθυνη για την αντίστροφη φορά είναι η σύμφυτος επιθυμία, μια τάση προς την αταξία και τη διάλυση, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «εντροπία», και που οφείλεται στη σωματική σύσταση του σύμπαντος, που διέπεται απ’ την ετερότητα και την ανομοιότητα. Κατά τον Φίληβο όλα τα υπαρκτά πρέπει να υπαχθούν σε τέσσερα γένη,

– 384 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

το άπειρο, το πέρας, το κράμα των δύο αυτών και την αιτία. Τα άλλα γένη διαπλάθονται απ’ την αιτία. Η τάξη στο σύμπαν δείχνει ότι αυτό δεν κυβερνιέται απ’ την τύχη, αλλ’ από κάποια φρόνηση. Στον Τίμαιο η ύπαρξη του δημιουργού θεμελιώνεται στο αξίωμα ότι καθετί που δημιουργήθηκε έχει ένα αίτιο. Ο δημιουργός ενώ είναι αγαθός, χρησιμοποίησε προϋπάρχοντα υλικά, που κινούνταν με άτακτη κίνηση. Ο κόσμος που δημιούργησε χαρακτηρίζεται ως ζώιον έμψυχον έννουν, τέλεον και παντελές. Ο συγγραφεύς δέχεται ότι το παντελές ζώιον είναι ένα είδος αθροίσματος όλων των επιμέρους ιδεών που αφορούν όσα έχουν ζωή, τα περιέχει όλα και δεν περιέχει τίποτε έξω απ’ αυτά. Υποθέτει ότι το παντελώς ον του Σοφιστή περιλαμβάνει περισσότερα, την ψυχή και τον νου. Ο συγγραφεύς υποστηρίζει ότι η έννοια της ανάγκης που εμφανίζεται στον Τίμαιο προκύπτει από το γεγονός ότι τα υλικά που χρησιμοποίησε ο δημιουργός είχαν ορισμένες ιδιότητες, πράγμα που επέβαλε περιορισμούς στην εφαρμογή των σχεδίων του. Υποστηρίζει ότι τα υλικά αυτά δεν είχαν «πρόθεση» να εναντιωθούν στα σχέδια του δημιουργού. Είχαν απλώς ιδιότητες τέτοιες, που τα οδηγούσαν να επανέλθουν στην παλιά χωρίς τάξη κατάστασή τους. Εξαιτίας όμως ακριβώς αυτών των ιδιοτήτων μπορούν να θεωρηθούν «συναίτια»: όλα μαζί αποτελούν την πλανωμένη αιτίαν. Η συνάντηση του νοητού με το αισθητό πραγματοποιείται σ’ έναν χώρο, που είναι συγχρόνως ον, χώρα (χώρος) και γένεση. Αποτελεί γενέσεως υποδοχήν, και κινείται ακατάπαυστα εξαιτίας των στοιχείων που μπαίνουν μέσα της. Η βάση των στοιχειωδών σωμάτων που εισέρχονται στη χώρα είναι γεωμετρική, αντίληψη αντίθετη με την πεποίθηση του Δημόκριτου ότι τα άτομα έχουν κάθε είδους ανώμαλο σχήμα και μέγεθος. Όπως τ’ άτομα του Δημόκριτου, έτσι και τα στοιχεία κινούνται ακατάπαυστα. Αναζητώντας τη μηχανική αιτία της κίνησής τους, θέτει ως αρχή ότι τα στοιχεία κινούνται εξαιτίας της ανομοιότητάς τους. Τα στοιχεία μπορούν και να μετασχηματιστούν, αντίληψη που απέκρουε ο Εμπεδοκλής. Για να εξηγήσει γιατί ο Πλάτων αποδίδει στον αισθητό κόσμο δική του κίνηση, ο συγγραφέας σκέφτεται ότι αν υποστήριζε ότι τα άτομα από μόνα τους μένουν ακίνητα και αναλλοίωτα, τότε δεν θα διέφεραν πολύ απ’ τις ακίνητες ιδέες. Κρίνει ότι η άποψη που αναγκάστηκε να υιοθετήσει ο Πλάτων αντέφασκε με την αντίληψη ότι η ψυχή είναι η πηγή της κίνησης. Ο δημιουργός έπλασε μόνον έναν κόσμο, σφαιρικό, στον οποίο απέδωσε ως κίνηση την περιστροφή γύρω από έναν σταθερό άξονα. Επισημαίνονται οι επιδράσεις του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή. Ο κόσμος οφείλει στην ψυχή και στον νου την ομαλή του κίνηση, τη ζωή και την αρμονία. Οι βασικές κινήσεις του ουρανού γίνονται σε δύο κύκλους, έναν εξωτερικό ή κύκλο του ταυτού (κίνηση των απλανών), κι έναν εσωτερικό ή κύκλο του ετέρου, που κινείται αντίθετα. Ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες μετέχουν στη γενική κίνηση του ετέρου, έχουν όμως και δική τους κίνηση. Η γη ίλλεται γύρω από τον άξονα του σύμπαντος, ρήμα που ερμηνεύεται είτε ως «συνωθείται», είτε ως «υφίσταται ταλαντώσεις», ώστε κατά τον υποψήφιο είναι αδύνατο να εικάσουμε περί της κίνησης ή μη της γης. Από γνωστική άποψη, η ψυχή του κόσμου, καθώς αποτελείται από τη φύση του «ίδιου» και του «άλλου», όταν έρχεται σ’ επαφή με το αισθητό κι ο κύκλος του «άλλου» πορεύεται ορθά, τότε σχηματίζει αληθινές δόξες. Ο χρόνος είναι

– 385 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

κυκλικός κι επαναλαμβανόμενος, όπως στην ελληνική παράδοση. Στους Νόμους τονίζεται ότι η ψυχή που είναι αυτοκίνητη, γεννήθηκε πριν απ’ τα σώματα κι επιβλέπει τις περιφορές που γίνονται στον ουρανό. Ο νους που εδρεύει στην ψυχή θεωρείται επίσης κύριος της περιφοράς των ουρανίων σωμάτων, αντίληψη που εξέφρασε πρώτος ο Αναξαγόρας. Τα ουράνια σώματα είναι θεϊκά, έχουν ζωή και σώμα και κινούνται απ’ τις ψυχές. Οι ψυχές αυτές ταυτίζονται με τους θεούς, ώστε τα πάντα είναι πλήρη θεών. Στους Νόμους επιχειρείται μια κατάταξη των κινήσεων, η οποία κατά τον συγγραφέα, αποβλέπει στο να τονίσει την αυτοκινησία. Ο Πλάτων, υποστηρίζει, δεν ενδιαφέρεται για την αφηρημένη κίνηση, αλλά για την κίνηση των μεγίστων, του νου, της ψυχής, του ουρανού, των ουρανίων σωμάτων και τέλος των στοιχειωδών σωμάτων. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι ο Πλάτων αντιμετωπίζει πλέον θετικά την κίνηση, ως σπουδαιότατο χαρακτηριστικό του αισθητού κόσμου. Ακόμα η κίνηση των νοητών θεωρείται ον με πραγματική μεταφυσική υπόσταση. Έτσι, κατά τον συγγραφέα, η κίνηση εισχωρεί στα αιώνια. Μετά τη θεολογία και την κοσμολογία ο συγγραφέας περνάει στην ανθρωπολογία. Το μέρος αυτό αποτελείται από τα κεφάλαια Η ψυχή και το σώμα πριν απ’ τον Πλάτωνα, Η ψυχή και το σώμα κατά τον Σωκράτη, Η ψυχή και το σώμα κατά τον Πλάτωνα, Η ψυχή και οι ιδέες, Το πνευματικό ενάντια στο φυσικό. Το κεφ. Η κίνηση της ψυχής που ακολουθεί χωρίζεται σε δύο μέρη: 1. το ταξίδι στον Άδη και η παλιγγενεσία, 2. Η κίνηση προς τη γνώση. Το επόμενο κεφ. Οι κοινές κινήσεις, χωρίζεται σε δύο μέρη: 1. Οι αισθήσεις, 2. Ηδονές και λύπες. Το μέρος κλείνει με το κεφ. Η κίνηση του σώματος. Ο συγγραφέας τονίζει ότι οι κύριες αντιλήψεις των ορφικών (αθανασία της ψυχής, επιβίωση μετά τον θάνατο, παλιγγενεσία) ενσωματώθηκαν στον πυθαγορισμό και τον πλατωνικό ιδεαλισμό. Στον Φαίδωνα, το σώμα ανήκει στον χώρο του γίγνεσθαι και της φθοράς, αποτελεί εμπόδιο στην προσπάθεια της αθάνατης ψυχής για γνώση και ηθική τελείωση. Ως το Συμπόσιο η ψυχή θεωρείται μονομερής, ενώ από κει και πέρα τριμερής. Στον Τίμαιο το επιθυμητικόν θα χωριστεί σε θρεπτική και συνουσιαστική ψυχή, ενώ ο χωρισμός των μερών θα γίνει κι ανατομικός. Για την κατασκευή της ανθρώπινης ψυχής οι θεοί χρησιμοποίησαν δεύτερα υλικά. Το σχήμα της είναι σφαιρικό και περιλαμβάνει τους κύκλους του «ίδιου» και του «άλλου», περιφορές, που αναφέρονται στο ον και στο γίγνεσθαι και που μπορούν να διαταραχτούν από εξωτερικές και εσωτερικές αιτίες. Στις κατώτερες ψυχές συντελούνται φυσιολογικές λειτουργίες, που εμποδίζουν τον άνθρωπο ν’ ακολουθήσει την ανώτερη ψυχή, που διέπεται από μια αρχή ομαλών κινήσεων. Εάν μια δυνατή ψυχή συνδεθεί με σώμα ασθενικό, του προκαλεί φυσιολογικές διαταραχές. Αν μια αδύναμη ψυχή συνδεθεί με σώμα ισχυρό, δεσπόζουν οι κινήσεις του σώματος κι επιβάλλουν τον κακό ρυθμό τους. Η μόνη σωτηρία είναι να μην ασκεί κανείς την ψυχή χωρίς το σώμα ούτε το σώμα δίχως την ψυχή. Ο συγγραφέας τονίζει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ο αισθητός κόσμος δικαιώνεται σχεδόν. Ανήκει στο μεγάλο παιχνίδι των ισορροπιών της ζωής. Ο συγγραφέας προτείνει επίσης τη διάκριση δύο ειδών κινήσεων της ψυ-

– 386 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

χής, μια «τοπική» και μια ποιοτική. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει η μετάβαση στον Άδη και η επάνοδός στην εδώ ζωή. Η ποιοτική κίνηση πραγματοποιείται με την κυριαρχία επάνω στις επιθυμίες και με την περιαγωγή στον κόσμο των ιδεών. Ο υποψήφιος παρατηρεί ότι μ’ αυτόν τον τρόπο η εγκόσμια ζωή αποκτά πολλαπλάσια σπουδαιότητα σε σχέση με τη ζωή στον Άδη. Τα θέματα αυτά αντιμετωπίζονται μέσα από λεπτομερείς αναλύσεις των μύθων του Γοργία, του Φαίδωνα και της Πολιτείας, μέσα από τις απόψεις του Μένωνα και του Τίμαιου, μέσα από τις αλληγορίες του Φαίδρου και της Πολιτείας και μέσα από τις θέσεις που αναπτύσσονται στον Σοφιστή. Κατά τον Πλάτωνα, αισθήσεις, ηδονές και λύπες ανήκουν στην κατηγορία των κοινών κινήσεων του σώματος και της ψυχής. Στον Φίληβο ορίζεται πως αίσθηση προκύπτει όταν με το ίδιο πάθημα κινούνται και το σώμα κι η ψυχή. Στον Τίμαιο διευκρινίζεται ότι η αίσθηση δημιουργείται όταν το σώμα προσκρούσει σ’ εξωτερικά σώματα, οπότε οι κινήσεις φτάνουν στην ψυχή με κυκλική διάδοση μορίων. Στην Πολιτεία η ηδονή και η λύπη θεωρούνται κινήσεις. Οι ηδονές που προκύπτουν από την απαλλαγή απ’ τη λύπη και την έλλειψη κίνησης είναι νόθες. Εδώ ανήκουν και όσες οφείλονται στην προσδοκία. Οι γνήσιες ηδονές ορίζονται ως πλήρωση ενός κενού του σώματος ή της ψυχής. Εάν το πληρούσθαι με όσα ταιριάζουν στη φύση του καθενός είναι ηδύ, αληθινότερη είναι η ηδονή εκείνου που όντας το ίδιο περισσότερο ον πληρούται με το ον. Γι’ αυτό οι ηδονές του πνεύματος είναι αληθινότερες. Στον Φίληβο οι ηδονές ανήκουν στο γένος του απείρου, γεννιούνται όμως μέσα στο μεικτό. Ηδονή θεωρείται η διαδικασία της επιστροφής του οργανισμού στην κανονική του κατάσταση μετά από μια διαταραχή. Η ψυχή προβλέποντας τα σωματικά παθήματα, μπορεί να νιώσει ηδονή. Το είδος αυτό των ηδονών που προκύπτει απ’ τη μνήμη δείχνει ότι οι επιθυμίες δεν ανήκουν στο σώμα, αλλά στην ψυχή. Η άποψη ότι οι ηδονές δεν είναι παρά απαλλαγή από τον πόνο, αντικρούεται από τον Πλάτωνα με το επιχείρημα ότι υπάρχουν ηδονές που δεν έχουν πρόσμειξη πόνου, όπως οι ηδονές της μάθησης. Ο άριστος βίος είναι μείγμα διανόησης και ηδονής. Στη συνέχεια ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πρόβλημα αν το σώμα έχει κίνηση ανεξάρτητη απ’ την ψυχή. Στον Φαίδρο και τους Νόμους λέγεται ότι η ψυχή κινεί το σώμα. Αλλά ο υποψήφιος διατυπώνει την υπόθεση ότι ο Πλάτων δεν έπαιρνε κατά γράμμα τη διαβεβαίωση αυτή, διότι α. Το σώμα με τα παθήματά του και με τις λειτουργίες της κένωσης και της πλήρωσης προκαλεί στην ψυχή ίδιους και κοινούς σεισμούς. β. Η ψυχή βρίσκει σθεναρότατη αντίσταση στην προσπάθειά της να καθυποτάξει το σώμα. γ. Το σώμα είναι προικισμένο απ’ τη φύση με το σκίρτημα, στο οποίο έχουν την πηγή τους ο χορός και η ωδή. Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει τα κεφ. Το Παιχνίδι, Η μουσική και η γυμναστική στα πλαίσια της πλατωνικής παιδείας, Το παιδικό παιχνίδι, Η κοινή καταγωγή της μουσικής και της γυμναστικής, Η μουσική, Η χορεία, Η γυμναστική. Το τελευταίο κεφ. περιλαμβάνει τις υποδιαιρέσεις: Η γυμναστική ως δίαιτα του υγιούς ανθρώπου, Οι πριν απ’ τον Πλάτωνα φιλόσοφοι και η γυμναστική, Οι παραδοσιακοί σκοποί της γυμναστικής, Οι σκοποί της πλατωνικής γυμναστικής.

– 387 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Ακολουθούν τα κεφ. Αξιολόγηση της γυμναστικής, Γενικές ρυθμίσεις, Ειδικές ρυθμίσεις. Στην περιοχή της παιδείας, η κίνηση με τη μορφή του χορού και της γυμναστικής αποτελεί βασικό κεφάλαιο. Στην πλατωνική πολιτεία η παιδεία πραγματοποιείται με τη γυμναστική και τη μουσική και κορυφώνεται με τη διαλεκτική. Αναζητώντας την καταγωγή του χορού, της γυμναστικής και της μουσικής ο υποψήφιος καταλήγει στις παρακάτω προτάσεις: α. Η όρχηση και η ωδή θεμελιώνονται στη φυσιολογία του ανθρώπου, στην οποία οφείλουμε το "σκίρτημα" και την αδιάκοπη τάση για κίνηση. β. Οι θεοί έβαλαν μέσα μας την αίσθηση του ρυθμού και της αρμονίας. γ. Από τη σύμμετρη κινητικότητα του σώματος απορρέει μια ευχαρίστηση, η οποία αντανακλά και στους θεατές. δ. Μουσική, χορεία και γυμναστική έχουν κοινή καταγωγή. ε. Η τέχνη είναι μίμηση. ζ. Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες χαρακτηρίζονται παιδιαί. Όλα τα παραπάνω στοιχεία αντιμετωπίζονται με πληρότητα και ισορροπία. Το ωραίο καθορίζεται από την ηθική. Χορεύοντας οι νέοι πρέπει να μιμούνται ενάρετους ανθρώπους. Απ’ τα γνωστά είδη χορού προκρίνονται η πυρρίχη και η εμμέλεια. Τα άλλα είδη γίνονται δεκτά με όρους ή αποκλείονται εντελώς, όπως οι βακχικοί χοροί. Η κωμωδία που μιμείται άσχημα σώματα και διανοήματα ανατίθεται στους δούλους. Μια επισκόπηση που επιχειρεί ο υποψήφιος απ’ τον Θαλή ως τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα δείχνει το έντονο ενδιαφέρον των σοφών για τον αθλητισμό. Ως παραδοσιακοί σκοποί της άθλησης καταγράφονται η διασκέδαση και η διάθεση για υπεροχή, η ενδυνάμωση του σώματος, η ομορφιά και η υγεία. Στον Θεαίτητο αναγνωρίζεται η κίνηση ως το πλέον καθολικό φαινόμενο. Οι έμβιοι οργανισμοί προήλθαν από την καθολική κίνηση που διέπει το σύμπαν. Η σωματική υγεία διατηρείται με τη γυμναστική και καταστρέφεται με την αδράνεια. Η κίνηση είναι αγαθό και για το σώμα και για την ψυχή. Το ίδιο ισχύει για ολόκληρο το σύμπαν. Εφόσον τα ουράνια σώματα εκτελούν τις κινήσεις τους, σώζονται. Αν σταματήσουν να κινούνται, θα διαλυθούν. Στους Νόμους εκτίθενται τα πλεονεκτήματα της πρώιμης ενασχόλησης με τη γυμναστική. Η κίνηση συμβάλλει στη σωστή κατανομή της τροφής, την ομορφιά και τη ρώμη. Η εξωτερική κίνηση αντισταθμίζει τις εσωτερικές «μανικές» κινήσεις. Εξαλείφονται έτσι οι φόβοι απ’ την ψυχή και το άτομο γίνεται ανδρείο. Το κάλλος γίνεται δεκτό ως στόχος της γυμναστικής. Γυμναστική και ιατρική καθαίρουν το σώμα, η πρώτη απ’ την ασυμμετρία, η δεύτερη απ’ τις αρρώστιες. Η γυμναστική αποκαθιστά το κάλλος του σώματος επαναφέροντας τη συμμετρία. Ο Πλάτων ζητά ν’ ανατεθούν στη διάνοια τα σχετικά με τη γυμναστική. Μ’ αυτό τον τρόπο, παρατηρεί ο υποψήφιος, η γυμναστική ξεφεύγει απ’ τον εμπειρισμό και γίνεται επιστημονική. Για την ισορροπία των μερών της ψυχής πρέπει να εκπαιδευτεί το θυμοειδές με τη γυμναστική και το λογιστικόν με τη μουσική. Μουσικώτατος και ευαρμοστότατος θεωρείται εκείνος που συνδυάζει άριστα μουσική και γυμναστική. Στον Τίμαιο η ισόρροπη καλλιέργεια της ψυχής και του σώματος στηρίζεται στη θεωρία των κύκλων του ταυτού (κίνηση της ψυχής και του νου) και του

– 388 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ετέρου (κίνηση των αισθητών). Αυτοί οι κύκλοι πρέπει να κινούνται αρμονικά και να μη διαταράσσει ο ένας την τροχιά του άλλου. Τα ασθενικά σώματα που κατοικούνται από ισχυρές ψυχές διασείονται και αρρωσταίνουν. Εάν αντίθετα επικρατήσουν οι κινήσεις του σώματος, η ψυχή γίνεται αμαθής. Ως σωτηρία προτείνεται η αρχή μήτε την ψυχήν άνευ σώματος κινείν μήτε σώμα άνευ ψυχής. Ο υποψήφιος τονίζει ότι στο πλατωνικό εκπαιδευτικό σύστημα η άθληση αποβλέπει κυρίως στην ενδυνάμωση των πολεμιστών. Παρατηρεί ότι στην πλατωνική πολιτεία καταργούνται όλα τ’ αθλήματα που δεν συμβάλλουν στη διάπλαση του πολεμιστή, ενώ προστίθενται άλλα, άγνωστα στους παραδοσιακούς χώρους της γυμναστικής, που υπηρετούν τον πόλεμο και μόνο. Παρατηρεί ακόμα ότι ο Πλάτων με πρωτότυπες φιλοσοφικές αναλύσεις έδωσε σπουδαιότητα και βαρύτητα στη γυμναστική, δεν μπορούσε όμως να την τοποθετήσει πιο ψηλά, γιατί αυτή ασχολείται με το αισθητό, και δεν μπορεί συνεπώς ν’ αποτελέσει μάθημα κατάλληλο για ν’ ανυψώσει την ψυχή στη θέαση του όντος. Το συμπέρασμά του είναι ότι ο Πλάτων κατανοεί απόλυτα τη σημασία της κίνησης και της γυμναστικής, στην οποία προσφέρει νέα ιατρικά και φιλοσοφικά ερείσματα. Φρονεί όμως ότι ως προς τον αγωνιστικό αθλητισμό ο Πλάτων απομακρύνεται απ’ την ελληνική παράδοση. Ακολουθεί σύγκριση του Πίνδαρου και του Πλάτωνα κυρίως στο πεδίο της γυμναστικής, και η εργασία κλείνει με γενικά συμπεράσματα. […]

ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Ο υποψήφιος έχει να παρουσιάσει πλούσιο διδακτικό έργο είκοσι οκτώ περίπου ετών. Στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, όπου σήμερα υπηρετεί, διδάσκει δύο μαθήματα της ειδικότητός του, για τη διδασκαλία των οποίων συνέταξε πανεπιστημιακές παραδόσεις, ενώ ένα τρίτο μάθημα της ειδικότητός του δίδαξε στη Θεολογική Σχολή ως Επισκέπτης Καθηγητής. Η διδασκαλία στηριζόταν σε σύγγραμμα του υποψηφίου με ταυτόσημο με το διδασκόμενο μάθημα περιεχόμενο. Πέραν αυτών διδάσκει παιδαγωγικά μαθήματα. Ο υποψήφιος απολαμβάνει της εκτίμησης των συναδέλφων του, και πρόσφατα η εκτίμηση αυτή έχει υλοποιηθεί με την υψηλή διάκριση που του απένειμε η Ακαδημία Αθηνών. Ο κύριος Αρβανιτάκης είναι ώριμος επιστήμων και συγκεντρώνει όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή. Χαρακτηριστικό των εργασιών του κ. Αρβανιτάκη είναι η βαθιά κατοχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας αλλά και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, εφόσον ο υποψήφιος είναι ένας από τους ελάχιστους στον τόπο μας που ασχολούνται και με τη σκέψη των μη φιλοσόφων συγγραφέων. Οι εργασίες του είναι συνθετικές, δεν περιορίζονται σε ένα πρόσωπο και καλύπτουν μεγάλα χρονικά διαστήματα, εκτεινόμενες συχνά ως τους νεότερους στοχαστές. Η επιλογή των θεμάτων δεν είναι ποτέ τυχαία, αλλά στηρίζεται στις βαθύτατες ανάγκες του συγγραφέα, πράγμα που τους παρέχει μια αυθεντικότητα. Κύριο ενδιαφέρον

– 389 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

του είναι το ηθικό γεγονός, αλλά στις νεότερες εργασίες έχει επεκταθεί με τρόπο οργανικό σε θέματα κοσμολογίας, μεταφυσικής, ανθρωπολογίας και μεθοδολογίας καλύπτοντας έτσι ένα ευρύ φάσμα της φιλοσοφίας. Δεν χρησιμοποιεί ποτέ αναλύσεις τρίτων, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στα κείμενα τα ίδια, τα πολιορκεί επίμονα και προτείνει συχνά νέες «αναγνώσεις» για όσα είναι σκοτεινά και ασαφή, αντικρούοντας με σθένος τις αναγνώσεις τρίτων. Στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή ο υποψήφιος παρουσιάζει μια σημαντική μονογραφία 350 περίπου σελίδων, άρθρα και αξιόλογες παραδόσεις. Η κρίση της επιτροπής στηρίζεται κυρίως στην εργασία αρ. 11. Η εκτεταμένη αυτή μονογραφία χαρακτηρίζεται από πολύπλευρη αντιμετώπιση του θέματος, αναζήτηση της καταγωγής των πλατωνικών θέσεων, και συνήθως και των επιδράσεων στους μεταγενέστερους, πρωτότυπη «ανάγνωση» επίμαχων πλατωνικών χωρίων, προσωπική άποψη για ένα πλήθος επιμέρους θέματα. Τέλος η σαφήνεια στην έκθεση, η φροντίδα για την ισόρροπη ανάπτυξη των θεμάτων και των κεφαλαίων, η εκφραστική άνεση, η βιβλιογραφική επάρκεια την καθιστούν πρότυπο. Και είναι προς τιμήν του ακαταπόνητου συγγραφέα της ότι σχεδόν κάθε νέα εκτεταμένη εργασία του είναι συνθετότερη και πλουσιότερη από τις προηγούμενες.

(Από το πρόσθετο εισηγητικό σημείωμα με ημερομηνία 7. 7. 1994 του Καθηγητή φιλοσοφίας Σωκράτη Δεληβογιατζή, που αφορά την εξέλιξη του Τάσου Αρβανιτάκη στη βαθμίδα του Καθηγητή.) 1. Σχετικά με το περιεχόμενο των εργασιών του υποψηφίου, παραπέμπουμε στη διεξοδική περιγραφή και ανάλυση του υπομνήματός του, που καθαυτό εξάλλου χρήζει προσοχής. 2. Συνολικά η επιστημονική δραστηριότητα του κ. Αν. Αρβανιτάκη, σε ό,τι μας αφορά, εντοπίζεται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η οποία αποτελεί προνομιούχο πεδίο του μελέτης και ενασχόλησης -αλλά, θα λέγαμε, και με εξακτινώσεις στη γενικότερη γραμματολογία της ίδιας περιόδου, εφόσον είναι ένας από τους λίγους φιλοσοφούντες στον τόπο μας που ενδιαφέρεται και για τη σκέψη μη φιλοσόφων συγγραφέων. Οι εργασίες του, όντως συνθετικές, παρουσιάζουν διαχρονικότητα, και η επιλογή της θεματικής απηχεί βαθύτερές του ανάγκες, πράγμα που προσδίδει ένα είδος αυθεντικότητας. Επίκεντρό του συνιστά το ηθικό γεγονός, αλλά στις πρόσφατες παραγωγές έχει επεκταθεί με τρόπο οργανικό σε ζητήματα κοσμολογίας, μεταφυσικής, ανθρωπολογίας και μεθοδολογίας. Για τις αναλύσεις του βασίζεται σε πρωτογενή γνώση των κειμένων, προτείνοντας συχνά νέες ερμηνείες, και σχεδόν κάθε καινούργια ερευνητική του προσπάθεια εμφανίζεται με περισσότερη πληρότητα από τις προηγούμενες. Ειδικότερα στην εκτεταμένη μονογραφία Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα σημειώνονται πολύπλευρη προσέγγιση του προβλήματος, αναζήτηση της καταγωγής των πλατωνικών θέσεων και συνήθως και των επιδράσεων στους μεταγενέστερους, πρωτότυπη ανάγνωση επίμαχων χωρίων, προσωπική άποψη για επιμέρους ζητήματα. Τέλος παρατηρούνται σαφήνεια στην έκθεση, φροντίδα για ισόρροπη ανάπτυξη των θεμάτων, εκφραστική άνεση, βιβλιογραφική επάρκεια.

– 390 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Ο υποψήφιος διαθέτει πλούσιο διδακτικό έργο είκοσι οκτώ περίπου ετών, τον διακρίνει ηπιότητα, δύναμη εργασίας, φιλικότητα και απολαμβάνει την εκτίμηση των συναδέλφων του. Τελευταία η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε τιμητική διάκριση. Ο κ. Αρβανιτάκης, τον οποίο γνωρίζω από παλιά, είναι ώριμος επιστήμονας με λογοτεχνικές επιδόσεις και συγκεντρώνει τα προσόντα για εξέλιξη στη βαθμίδα του Καθηγητή.

(Αποσπάσματα από το πρακτικό αριθμ. 6 της γενικής συνέλευσης του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας της 31ης 5. 1995.) ΒΑΛΑΛΑ: Μήπως θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε τι είναι αυτό το καινούριο στοιχείο που εισάγετε; Γιατί έχετε μια πρωτοτυπία στην ερμηνεία της τέχνης ως μιμήσεως στον Πλάτωνα. […] ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: […] Η κυρίαρχη αντίληψη στην αρχαιότητα είναι ότι η τέχνη είναι μίμηση. Υποστηρίζω ότι όταν ο Πλάτων λέει «μίμηση», εννοεί κυρίως περιεχόμενο, όχι τη μορφή. […] ΒΑΛΑΛΑ: Στη μεγάλη σας μονογραφία για την Κίνηση στο έργο του Πλάτωνα μιλάτε για την «νοητική» κίνηση στον Πλάτωνα. Στη διεθνή βιβλιογραφία, αυτή η αντίληψη της κινήσεως μέσα από τα διάφορα είδη της κινήσεως που έχει ο Πλάτωνας, δεν έχει υποστηριχθεί από άλλους; Δηλαδή στην τελευταία βιβλιογραφία πού βρίσκεται αυτό το θέμα; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Η σπουδαιότερη μονογραφία που προσεγγίζει το δικό μου θέμα είναι γραμμένη από τον Άγγλο Scemp, όπου δεν αντιμετωπίζει καθόλου αυτή τη μορφή κινήσεως, την οποία μάλλον εισάγω εγώ. Δεν τη συνάντησα πουθενά στη βιβλιογραφία. Ο Πλάτων θεωρεί κίνηση ακόμη και την ενέργεια του νου όταν στρέφεται για να γνωρίσει κάτι. Αλλά και το γιγνωσκόμενο, αυτό δηλαδή στο οποίο στρέφεται ο νους, και αυτό υφίσταται κατά κάποιον τρόπο μια κίνηση ή έστω έχει μια σχέση με την κίνηση. Αυτήν την κίνηση θεωρώ ότι πρέπει να την υπολογίζουμε σαν ξεχωριστή κατηγορία κινήσεως. Προτείνω δύο όρους δεν ξέρω αν θα επικρατήσει κανένας- να την πούμε είτε «νοητική» κίνηση είτε «λογική» κίνηση, αλλά μέσα σε εισαγωγικά, για να μη γίνει σύγχυση με αυτό που λέμε λογική. Ο Πλάτων στους Νόμους που κάνει μία απαρίθμηση των κινήσεων τις βγάζει δέκα, δεν την αναφέρει. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί. […] ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: Ήθελα να ρωτήσω χάρη της ιστορίας: κ. Αρβανιτάκη, παλαιότερα όταν γινόσασταν Αναπλ. Καθηγητής. Εγώ είχα εκφράσει την επιθυμία αν είναι δυνατόν με τη δική σας προσπάθεια να γινόταν κάποια προσέγγιση ως προς τα αντικείμενα που θεραπεύει το Τμήμα. Έχει γίνει κάτι; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Η δική μου συμβολή είναι ότι διδάσκω μεθοδολογία, δηλαδή πώς διεξάγεται μία επιστημονική έρευνα. Η προσεχής μελέτη μου όμως θα περιλάβει τμήματα, τα οποία θα αναφέρονται και στην οικονομία. […] Υπάρχουν αρνητικές απόψεις για το αν η οικονομία έχει σχέση με την ηθική. Αλλά η οικονομία εργάζεται για τη ζωή, είναι η απάντησή μου. Η ζωή κάνει τον καθένα που

– 391 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ασχολείται με αυτήν να έχει το αίσθημα της ευθύνης, και εφόσον μιλάμε για ευθύνη, είμαστε στο κέντρο της ηθικής. Η οικονομία λοιπόν είναι στο κέντρο της ηθικής. Αυτή είναι η ιδέα που θα υποστηρίξω. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ: Επειδή, κ. Αρβανιτάκη, λέτε ότι στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία δεσπόζουσα κίνηση είναι η κυκλική από τον Ηράκλειτο ακόμη. Στον Πλάτωνα, τι θέση έχει αυτή η κίνηση; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Η κυκλική κίνηση και ειδικότερα η κίνηση της σφαίρας, θεωρήθηκε ότι είναι η κατ’ εξοχήν κίνηση των αιωνίων σωμάτων. Φυσικά ο κόσμος δεν έχει αιωνιότητα, αλλά ο Δημιουργός του έδωσε μια αιωνιότητα, την οποία αν θέλει θα άρει, όμως δεν θα την άρει ποτέ. Και φυσικά δεν μπορούσε να του δώσει παρά την σφαιρική κίνηση, η οποία είναι η κίνηση της σφαίρας γύρω από τον άξονά της. Το σύμπαν κινείται με αυτόν τον τρόπο, η γη κινείται μ’ αυτόν τον τρόπο, ο νους που μετέχει και του αιώνιου και του πρόσκαιρου κι αυτός έχει περιφορές, οι οποίες διακρίνονται από μία τάξη και ομαλότητα, ενώ σ’ αυτές του ανθρώπου λείπει και η τάξη και η χάρη. ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ: […] Σε ποιο βαθμό απουσιάζει στην αρχαιότητα […] η έννοια του προσώπου, αυτή η έννοια της εσωτερίκευσης; Δηλαδή ο άνθρωπος τελικά, ως άτομο ορίζεται μέσα από μια προβολή του εαυτού του προς τα έξω. Μιλάτε για χρέος, ευθύνη, τύψεις, ενοχή. Βρίσκετε ότι αυτά είναι υπαρκτά στην αρχαιότητα, όμως κατά περίεργο τρόπο τα βρίσκουμε και σε άλλους υπαρξιακούς φιλοσόφους. Σε ποιο βαθμό θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στην αρχαιότητα για ένα είδος εσωτερίκευσης που θα φλέρταρε κατά κάποιο τρόπο την έννοια του προσώπου, της συνείδησης ή του εγώ; ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: Στις παλαιότερες κοινωνίες, όσο πάμε προς τα πίσω, το άτομο έχει μικρότερη σημασία, πιο πολύ έχει η ομάδα και η ομαδική συνείδηση. Το άτομο αργότερα ξεχωρίζει, η οικογένεια και η ευθύνη κάπως χαλαρώνουν και το άτομο αποκτά μια ανεξαρτησία. Ως παράδειγμα, σε περίπτωση σφάλματος τιμωρούνταν όλη η οικογένεια και όχι μόνο αυτός που έκανε το έγκλημα. Πρέπει να πω ότι υπάρχει μια ερμηνευτική τάση στην ευρωπαϊκή σκέψη, ότι η συνείδηση στην αρχαία Ελλάδα είχε χαρακτηριστικά που δεν τα συναντάμε σήμερα, και πρότειναν όσον αφορά την αρχαία Ελλάδα να μη χρησιμοποιούμε τον όρο «ηθική συνείδηση», διότι πρόκειται δήθεν για μια συνείδηση που διέπεται από αυτό που η ομάδα δέχεται και συνεπώς δεν έχουμε εσωτερικοποίηση κάποιον αξιών. Η θέση η δική μου είναι εντελώς διαφορετική: Κάνω λεπτομερέστατη ανάλυση των ομηρικών ποιημάτων, και βρίσκω ότι υπάρχουν εδώ όλα τα στοιχεία της συνείδησης. Πολλές φορές ο άνθρωπος επικαλείται και τη δική του συνείδηση και τη συνείδηση των άλλων. Αυτό έκανε τους Ευρωπαίους να θεωρήσουν ότι πρόκειται για μια «εξωτερική» ηθική, που δεν διέπεται από εσωτερικοποιημένους κανόνες. Θεωρώ ότι εφόσον η ομάδα είναι πολύ ισχυρή, την δένουν δεσμοί, τότε κριτές είναι τόσο η ίδια μας η συνείδηση όσο και η συνείδηση των άλλων, με τους οποίους συμφωνούμε. Όσο χαλαρώνουν οι δεσμοί με την κοινότητα, τόσο το άτομο αναλαμβάνει να σκέφτεται μόνο του και να τιμωρεί τον εαυτό του, εφόσον έκανε ένα σφάλμα. Αυτή είναι η θέση μου που είναι εντελώς διαφορετική από άλλους μεγάλους σύγχρονους ερευνητές. [… … … ]

– 392 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ: […] Σε προηγούμενη εξέλιξη είχα αναφερθεί σε ένα είδος μοναχικότητας που διακρίνει τον κ. Αρβανιτάκη. Δεν είναι άνθρωπος που συμμετέχει ευχαρίστως σε συνέδρια, συναντήσεις. Είναι θέμα χαρακτήρα. Αλλά νομίζω ότι με το υλικό που έχει ο ίδιος επεξεργαστεί σε διάφορα εκτεταμένα κείμενα […] αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί από τον κ. Αρβανιτάκη ευχερώς, με την έννοια ότι έχει κάτι να πει. Δεν το έκανε, και πράγματι δεν έχουμε την σαρωτική έξωθεν καλή μαρτυρία για τεχνικούς λόγους. Που σημαίνει ότι η ευθύνη μας εδώ και το έργο μας είναι δυσχερέστερο, γιατί και εμείς καλούμαστε να καταθέσουμε ορισμένα πράγματα ως εκλεκτορικό σώμα, ύστερα από πολύ προσεκτική μελέτη, για το έργο του κ. Αρβανιτάκη. ΒΑΛΑΛΑ: […] Η προσωπικότητα του κ. Αρβανιτάκη είναι να μην έχει ποτέ καμιά συμμετοχή στα κοινά. Είναι μοναχικός, συνδιαλέγεται με τον εαυτό του, και όλα αυτά εκφράζονται μέσα σ’ αυτά που γράφει. […] Ο κ. Αρβανιτάκης έχει ένα πράγμα που είναι σπάνιο. Κατατρώγεται, βασανίζεται από φιλοσοφικά ερωτήματα που αφορούν τον άνθρωπο. Σήμερα το θέμα των αξιών είναι πολύ επίκαιρο, σε όλους τους τομείς: στην οικονομία, στην πολιτική, στην ηθική. […] Ο κ. Αρβανιτάκης έχει σταθεί στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τις αξίες του. […] Η μονογραφία του για την Αιδώ είναι πάρα πολύ σημαντική. [… … …]. ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΤΖΗΣ: Θέλω να υπογραμμίσω ορισμένα πράγματα: Δεν περιορίστηκε μόνο σε επίπεδο σπουδών στο ελληνικό Πανεπιστήμιο, αλλά με υποτροφίες της βελγικής και της γαλλικής κυβερνήσεως, παρακολούθησε μαθήματα τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Παρίσι και συνεργάστηκε με ονόματα όπως ο Πέρελμαν (Βρυξέλλες), Σουλ, Αλκιέ, Ομπάνκ (Παρίσι). Αυτό το θεωρώ σημαντικό γιατί σε επίπεδο φιλοσοφίας αλλά και σε κάθε επίπεδο σήμερα, είναι αδιανόητο να μην έχουμε αυτήν την εμπειρία της επικοινωνίας τουλάχιστον σε επίπεδο σπουδών. Τις ερμηνείες δηλαδή που συγκεντρώνονται στην Κεντρική Ευρώπη. Θα ήθελα να υπογραμμίσω την μακρά πανεπιστημιακή του θητεία τόσο στον τομέα της φιλοσοφίας εδώ και με ανάθεση σε άλλες Σχολές, π. χ. τη Θεολογική. Και ένα τρίτο είναι η τιμητική διάκριση που του απένειμε η Ακαδημία Αθηνών, για το έργο του Αγών. Αυτό είναι ένα σημαντικό στήριγμα μιας υποψηφιότητας, δεδομένου ότι η Ακαδημία αποτελεί ιεραρχικά το ανώτατο ίδρυμα έρευνας. Προσωπικά στηρίχτηκα στο σύνολο του έργου του κ. Αρβανιτάκη. Δεν έμεινα μόνο στις εργασίες που εκπονήθηκαν στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή, μολονότι το έργο Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα συνιστά καθαυτό μια αξιόλογη κατάθεση στην Ελλάδα σήμερα. Λίγοι είναι αυτοί που συνεχίζουν να εργάζονται πάνω στην αρχαία ελληνική σκέψη και ιδιαίτερα πάνω στον Πλάτωνα, μολονότι τώρα με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού ορισμένα κείμενα του Πλάτωνα ή του Χέγκελ αποκτούν ιδιάζουσα σημασία. Αρκεί να αναφέρω ένα πράγμα: Καθώς μελετάει την κίνηση στο έργο του Πλάτωνα από το θεολογικό μέχρι το ανθρωπολογικό επίπεδο, τελικά προς το τέλος συνδυάζεται η αισθητική με την ηθική. Και αυτό είναι μια σημαντικότατη παρατήρηση, γιατί σε επίπεδο σχέσεων ηθικής και αισθητικής αποτελεί σήμερα τελευταίο κοινό τόπο, τόσο σε επίπεδο αναλυτικής φιλοσοφίας -αναφέρομαι σε κάποια κείμενα του Βιντγκενστάιν πάνω στην ηθική-, αλλά και σε κείμενα διαφορετικής σκέψης, όπως του

– 393 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Φουκώ, όπου η ηθική εκφέρεται με όρους αισθητικής. […] Το βιβλίο του Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα, που είναι εκτεταμένο και ουσιαστικό και στηρίζει την υποψηφιότητά του, χαρακτηρίζεται από μια ενδελεχή γνώση του Πλατωνικού έργου, το οποίο επισκέπτεται σε όλο το μήκος και σε όλο το πλάτος, αξιολογείται οτιδήποτε θα μπορούσε να υπηρετήσει την οικεία προβληματική, από ζητήματα θεολογίας και κοσμολογίας μέχρι και ζητήματα ανθρωπολογίας, μολονότι το ερώτημα «τι είναι ο άνθρωπος» δεν διερευνάται διεξοδικά και δεν είναι στις προθέσεις των αναζητήσεών του. Εδώ εξετάζεται η προέλευση και ο σκοπός της κίνησης στο έργο του Πλάτωνα, συνδέεται με προβλήματα Δημιουργού, αρχίζοντας από τον Κρατύλο, όπου αναιρείται ο Ηρακλείτειος λόγος της καθολικής ροής, μέχρι τον Τίμαιο, όπου το στοιχείο της «χώρας» που είχε κεντρικό ενδιαφέρον σε μια φάση της θεωρίας του Ντεριντά (θα επιθυμούσα να αναφερθεί ο κ. Αρβανιτάκης και σε τέτοια ζητήματα), πάντως εκτιμώ το έργο του. Έχει αρχαιολογικές αξιώσεις και διαστάσεις άμεσης κατόπτρισης, στενής περιγραφής, πλήρους και σαρωτικής επεξεργασίας των στοιχείων. Η ερμηνεία προκύπτει αναγκαστικά μέσα από μία δομική εξάντληση του υλικού, δηλαδή η μέθοδος ενός ανθρώπου που κατοπτεύει επί τόπου. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του έξοδο θεαματική. Διερευνάται η κίνηση σ’ όλο το φάσμα της Πλατωνικής σκέψης. Οι θέσεις του στο παντελώς ον του Σοφιστή συνιστά συμβολή στην προβληματική. Μολονότι θα ήθελα κι εδώ να συνδέσει το παρελθόν με το μέλλον με αφετηρία το πλατωνικό αυτό κείμενο. Θα επιθυμούσα να γίνουν αναφορές στον Χέγκελ και τον Μαρξ. Στο άρθρο «Η τέχνη ως μίμηση» δείχνεται το εύρος της θεωρίας της καλλιτεχνικής μίμησης, αλλά επικεντρώνεται στη σκέψη του Πλάτωνα. Τέλος στο άρθρο «Δεοντολογία της Επιστημονικής έρευνας» προσεγγίζεται η επιστημονική πρακτική στη βάση μιας πολιτικής της γνώσης που δεν μπορεί να απορφανίζεται από το ηθικό ή το αξιολογικό ζήτημα. Το στοιχείο, η μετατόπιση του πολιτικού με τη μοντέρνα σημασία, απουσιάζει νομίζω από το έργο του κ. Αρβανιτάκη. Περισσότερο τοποθετείται σε ένα επίπεδο αξιολογικής κριτικής, γιατί απουσιάζει το πολιτικό στοιχείο. Αλλά αυτή είναι η επιλογή του. Συνοψίζοντας, επισημαίνω την δομική ενασχόληση του κ. Αρβανιτάκη με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και σκέψη σε όλο της το εύρος. Επισημαίνω επίσης την επάρκεια στη χρήση των φιλοσοφικών εργαλείων και μια άνεση στην προσέγγιση των αρχαίων Ελληνικών κειμένων, και μια ευχέρεια στη χρήση της νεοελληνικής γλώσσας. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ: Με το έργο του κ. Αρβανιτάκη είχα ασχοληθεί και κατά την εξέλιξή του στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή. Η γνώμη μου τότε ήταν πολύ θετική. Στην προκειμένη περίπτωση το βασικό του έργο, Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα, δεσπόζει στην υποψηφιότητά του. Πρόκειται για ένα έργο συστηματικής φιλοσοφίας. Πηγές, βοηθήματα και δικές του εμβαθύνσεις παρουσιάζουν μια ολοκληρωμένη ανάπτυξη του θέματος, που είναι η κίνηση κατά Πλάτωνα. Φρονώ ότι δύο σημεία τα αναπτύσσει με υποδειγματική κριτική σκέψη. Επιλέγω τα πιο -κατά τη γνώμη μου- εντυπωσιακά: Το έργο του δημιουργού κατά τον Τίμαιο και το πρόβλημα του κακού μέσω της ευθύνης της ψυχής ή του σώματος

– 394 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

(αν ευθύνεται το σώμα). […] Η προσωπικότητα του υποψηφίου, το ήδη ερευνητικό και διδακτικό του έργο και οι διακρίσεις πείθουν ότι του αξίζει η εξέλιξη στη βαθμίδα του Καθηγητή. Και όλα αυτά εγγυώνται το ίδιο αποδοτικό έργο και στο μέλλον. Να σημειώσω εδώ ότι και οι απαντήσεις του υποψηφίου σήμερα στις ερωτήσεις μας, με ικανοποίησαν πλήρως. Αποδεικνύεται κάτοχος των θεμάτων. Τα περί δημοσιευμάτων, αναγνώρισης και συνεδρίων, κατά την ερώτηση του συναδέλφου κ. Βελέντζα, φρονώ ότι είναι ενδεικτικά και συνεκτιμώνται. Αλλιώτικα αντικαθιστούν την αυτοτελή αρμοδιότητα του εκλεκτορικού σώματος. Συμφωνώ με την κ. Βαλαλά ότι πολλά είναι συνάρτηση της προσωπικότητας. Ο Kant ήξερε μόνο ένα δρόμο και σήμερα τον ξέρουν όλοι. Πάντως και ο κ. Αρβανιτάκης έχει αναγνώριση. ΑΥΓΕΛΗΣ: Θα σημειώσω και εγώ κάποια πράγματα ξεκινώντας από τις καλές πλευρές της όλης παρουσίας του υποψηφίου. Έχει πολύ καλές σπουδές, αναφέρθηκε σ’ αυτό ο κ. Δεληβογιατζής. Ένα δεύτερο στοιχείο ότι είναι γνωστές οι επιδόσεις του κ. Αρβανιτάκη στη λογοτεχνία. Από τα κείμενα καταλαβαίνει κανείς ότι χειρίζεται καλά τον ελληνικό λόγο. Σε ό,τι αφορά το έργο του εκτιμώ την άμεση πρόσβαση που έχει στις πηγές, δεν μιλάει από δεύτερο χέρι, και βλέπω ότι αντλεί από βιβλιογραφία σε τρεις ξένες γλώσσες, Αγγλική, Γαλλική, Γερμανική, έχει τιμητικές διακρίσεις που αναφέρθηκαν και όσο τον γνωρίζω εγώ είναι άψογα συνεργάσιμος. Εγώ τον ξέρω σαν ένα άνθρωπο που δείχνει αισθαντικότητα και ευαισθησία. […] Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που πηγαίνουν μόνο σε συνέδρια. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κακό να συμμετέχει κανείς σε συνέδριο. Καλό θα ήταν ο κ. Αρβανιτάκης να ήταν πιο εξωστρεφής. Αλλά εδώ δεν κρίνουμε έναν άνθρωπο στη βάση του χαρακτήρα του. […] ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ: […] Το βλέμμα του κ. Αρβανιτάκη έχω τη γνώμη ότι δεν το έχει εφοδιάσει με φτερά, για να πετάει, αλλά μάλλον για να διεισδύει. Και είναι ενδιαφέρον αυτό και για τον χαρακτήρα του. Έχω τη γνώμη ότι η συγγραφή πρωτότυπων φιλοσοφικών εργασιών είναι σχετικά δυσκολότερη από άλλες επιστήμες που είναι εμπειρικές. Ο κ. Αρβανιτάκης είναι ένας μονήρης άνθρωπος, φιλόσοφος, «μη πολιτικό ή κοινωνικό ον», σε εισαγωγικά, με τη σύγχρονη έννοια, όμως είναι ένας άνθρωπος που σχεδόν σε συνεχή βάση βρίσκεται με το να βλέπει τη συνείδησή του περισσότερο ως δοκιμασία της ύπαρξής του και λιγότερο ως διευκόλυνση της ζωής του. ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ: […] Αξίζει να αναφέρω κάτι που είχε πει η κ. Βαλαλά σε προηγούμενη κρίση, ο σεβασμός στις πηγές και το γεγονός ότι ο κ. Αρβανιτάκης είναι από τους ανθρώπους που εξακολουθούν να επιμένουν να δίνουν στο τέλος μιας μονογραφίας ένα ευρετήριο κατά σελίδα που δείχνει την εργατικότητα και τη συστηματικότητα του ανθρώπου στην επιστημονική δουλειά που κάνει. Γενικά όταν τον κρίνει κανείς συνολικά, η θέση του μέσα στο Τμήμα, η στάση του, ήταν θετική και βοήθησε στην ποιοτική άνοδο του Τμήματος παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε έναν άλλο χώρο.

– 395 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Τον Τάσο Αρβανιτάκη γνώρισα πριν από πολλά χρόνια, όταν νεοφερμένη στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά και στην πόλη της Θεσσαλονίκης, πέρασα πρώτη φορά το κατώφλι του γραφείου της Β΄ Έδρας Φιλοσοφίας στο παλαιό κτίριο. Καθηγητής ήταν ο Νικόλαος Μπούσουλας. Δίπλα στο γραφείο βρισκόταν το Σπουδαστήριο Φιλοσοφίας. Ήταν το βασίλειο του Τάσου Αρβανιτάκη. Καθισμένος στο γραφείο του μπροστά σε μια στοίβα βιβλίων δούλευε. Σπάνια σταματούσε να μελετά΄ συνέβαινε μόνο σαν κάποιος του ζητούσε βοήθεια. Κόσμος του ο αρχαίος κόσμος των Ελλήνων. Ήταν το σπίτι του, ο χώρος του. Το διαπίστωσα όταν, μη γνωρίζοντας ακόμη την Βιβλιοθήκη -τότε δεν υπήρχαν τομείς- του ζήτησα ένα βιβλίο, μία αρχαία πηγή. Μου το έφερε αμέσως, ήταν, ακόμη το θυμάμαι, η Ευαγγελική Προπαρασκευή του Ευσεβίου Καισαρείας. Από τότε έως σήμερα προστρέχω στα φώτα του. Ποτέ δεν μου αρνήθηκε τη βοήθειά του. Τα ερωτήματά του αφορούσαν κατά κύριο λόγο τις ηθικές έννοιες, τις ηθικές αξίες. Γιατί είναι αυτές που διαμορφώνουν ήθη, έθιμα, θρησκευτικές υπολήψεις, μυθικές πίστεις. Αυτές όμως διαμορφώνουν και την δική μας στάση, ακόμη και στις πιο απλές καθημερινές πράξεις. Στη ζωή μας και στη σκέψη μας καθρεφτίζονται. Ας πάρουμε για παράδειγμα την αγάπη, τον πόθο των ανθρώπων για τιμές και εξουσία, που τους σπρώχνει στην επιθυμία να κυριαρχούν στους πολλούς. Συχνά βέβαια η επιθυμία αυτή είναι και ευγενική. Επιθυμούμε να έχουμε κοινωνική υπόληψη, αναγνώριση μιας αρετής. Έτσι προβάλλει η έννοια της «φιλοτιμίας» με το φιλοσοφικό ερώτημα τι είναι η φιλοτιμία, πώς λειτουργεί σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, όπως εκείνο που διαγράφει η πλατωνική φιλοσοφία. Θα σκύψει στο πρόβλημα ο Αρβανιτάκης, θα το ερευνήσει και θα το φέρει στο φως με την διδακτορική διατριβή του Η κοινωνικοπολιτική έννοια της φιλοτιμίας στο έργο του Πλάτωνα. Είναι γνωστή, σε όσους έχουν εξοικείωση με τον Σωκράτη, η αρνητική του κρίση για το πλήθος, τους «πολλούς». Οι πολλοί επιδιώκουν τις τιμές με ταπεινά ελατήρια. Το πλήθος είναι «ο μέγιστος σοφιστής», που διαμορφώνει την κοινή γνώμη, τους πάντες όπως θέλει. Αυτή η «μαζική αγωγή του πλήθους» στιγματίζεται από τον Πλάτωνα, που την προσωποποιεί στην πολιτική φυσιογνωμία του Αλκιβιάδη, του Κριτία, τους οποίους θεωρεί και υπευθύνους για την κατώτερη αυτή μορφή της φιλοτιμίας, που εκφράζει την έλλειψη φιλοσοφικής παιδείας. Η ταπεινή φιλοτιμία είναι εμπόδιο στον δρόμο προς τη φιλοσοφία την οποία επιζητούν οι πολλοί. Επιτίθενται βέβαια στον Πλάτωνα όσοι θεωρούν ότι ο ίδιος ο Πλάτων με τις αντιλήψεις του, είναι το εμπόδιο στην πολιτική σταδιοδρο-

– 396 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

μία των νέων. Έτσι γεννιέται το δεύτερο ερώτημα: Πρέπει να απομονώνεται ο νέος, στραμμένος στη φιλοσοφία, ή αντίθετα, να αφήνεται ελεύθερος στην επιδίωξη της εξουσίας; Καίριο ερώτημα και τότε και τώρα. Γνώρισμα γνήσιου φιλοσοφικού έργου είναι να φέρεται από ένα και μοναδικό ερώτημα, που ακολουθεί τον φιλόσοφο σε όλη τη ζωή. Η αναζήτηση μιας απαντήσεως τον οδηγεί στην αρχή σε πολλά μονοπάτια, όπου ο στοχασμός περιπλανάται, έως ότου βρεθεί στο ξέφωτο της αλήθειας, της δικής του αλήθειας. Για τον Τάσο Αρβανιτάκη το ερώτημα ήταν εκείνο της ανθρώπινης ψυχής΄ και η τοπολογία του: ο αρχαίος κόσμος. Αρχαίος κόσμος δεν σημαίνει να αποκρυσταλλωθεί η έρευνα για τον άνθρωπο μέσα σε άκαμπτο ιστορικό πλαίσιο. Η αρχαιότητα για τον Τάσο Αρβανιτάκη λειτούργησε ως γνώμων του ανθρώπου πέρα και πάνω από χρονικά πλαίσια. Αν όμως εκείνο που φωτίζει την ανθρώπινη ψυχή, αν αυτό που φανερώνει τις πτυχές της στο βάθος -εκείνο που ο Ηράκλειτος ονόμασε άβυσσο- και αν αυτό που της δίδει ζωή και ζωντάνια, είναι αυτό που ονομάζουμε με μια λέξη αξίες, τότε αναπηδά το ένα και μοναδικό, όπως είπα, ερώτημα: Τι είναι οι αξίες; Πώς διαμορφώνουν το ήθος; Πώς γεννιούνται και τι σημαίνουν για τον άνθρωπο; Είναι πράγματι άθλος η πορεία της ψυχής, την οποία ακολουθεί και η οποία τον έφερε από τον Όμηρο και τον αρχαϊκό κόσμο στους ελληνιστικούς χρόνους. Τον δρόμο τον είχαν ακολουθήσει και άλλοι μεγάλοι ξένοι ελληνιστές. Θα συζητήσει μαζί τους και θα δείξει τα σημεία όπου οι ερμηνείες τους λαθεύουν. Είναι βαθιά η πίστη του ότι, με όλες τις βαθιές γνώσεις τους, συμβαίνει να μην «πιάνουν» τη σημασία μιας λέξης, ενός όρου, όπως το ένστικτο της γλώσσας το φανερώνει στον Έλληνα στοχαστή. Έσκυψε με πάθος στις μεγάλες έννοιες, όπως φιλοτιμία, αιδώς, σέβας, φόβος των θεών, αγών, κίνηση σώματος και ψυχής. Τις ερωτήσεις τις ανέλυσε με το οξύ και διαπεραστικό βλέμμα ενός ανατόμου. Την ανατομία των αξιών και αρετών, θα έλεγα, του αρχαίου Έλληνα μας προσφέρει το φιλοσοφικό έργο του Τάσου Αρβανιτάκη με τις σημαντικές μελέτες του γύρω από κάθε έννοια χωριστά. Μπορεί ίσως η λέξη «ανατομία» να μην είναι δόκιμη, εδώ, αφού, για τον φιλόσοφο, ο αρχαίος κόσμος είναι κόσμος ζωντανός. Και επειδή είναι ζωντανός, γι’ αυτό και τον νοσταλγεί. Είναι ζωντανός, δεν είναι όμως παρών σε εμάς, ο αρχαίος κόσμος. Η απουσία του γεννά τη θλίψη, όχι γιατί πέρασε, αλλά ακριβώς γιατί, όσο ως ζωντανός πάνω από τον χρόνο να είναι, δεν μπορούμε εμείς να συνειδητοποιήσουμε, να βιώσουμε τη ζωή του. Η φιλοσοφική σκέψη του Τάσου Αρβανιτάκη κινήθηκε στον χώρο της ηθικής, του αρχαίου κόσμου με την διπλή σημασία της φιλοσοφικής ηθικής ως τέλους του βίου, αλλά και της ηθικής ως συνόλου κανόνων που διέπουν τα ήθη και τις θρησκευτικές προλήψεις. Προσεγγίζει την ελληνική αρχαιότητα με συγκίνηση, την οποία μεταφέρει και σε όλους εμάς που πιστεύουμε ότι η δική τους ζωή δεν διακόπτεται, αφού μέσα από τη ζωντάνια του δικού μας νου και του δικού μας κόσμου, ζει και αυτή μαζί μας. Η στενή επαφή του Αρβανιτάκη με τον αρχαίο κόσμο τον οδήγησε να αναρωτηθεί στο πλαίσιο της όλης ανθρώπινης ηθικής, ποια είναι η στάση του Έλληνα απέναντι στο θείο. Αυτό επιλέγω να είναι και το ξεκίνημα στον δρόμο να

– 397 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

φωτισθεί η φιλοσοφική του φυσιογνωμία. Σέβας και φόβος των θεών στην αρχαία Ελλάδα. Παρακάμπτοντας το πρώτο ερώτημα που έρχεται στον νου, όταν μιλούμε για το θρησκευτικό συναίσθημα των αρχαίων Ελλήνων, που είναι το πρόβλημα γενικά της αρχικής προελεύσεως της θρησκείας, της γενέσεώς της, ο Αρβανιτάκης ξεκινά την δική του έρευνα με ένα πρώτο δεδομένο. Με βάση ότι στους αρχαίους Έλληνες υπάρχει και ο σεβασμός αλλά και ο φόβος των θεών, προχωρεί σε συστηματική μελέτη των δύο αυτών, πιστός στη μέθοδο της αναλύσεως, που αποτρέπει από πανοραμικές και σαρωτικές κρίσεις, στην προσπάθεια να διαμορφώσει την εικόνα που τα εκφράζει. Τι προέχει, άραγε, ο φόβος ή το σέβας; Προσεκτικά σκύβει στα κείμενα για να φωτίσει τους ποιητές. Στον Πίνδαρο δεν υπάρχει φόβος των ανθρώπων για τους θεούς, αλλά σεβασμός. Είναι γνωστή η βαθιά θρησκευτικότητα αλλά και η πίστη στις αριστοκρατικές αξίες, του Πίνδαρου. Θεοί και άνθρωποι, παιδιά της ίδιας μητέρας, ξεχωρίζουν μόνο από την δύναμη των πρώτων. «Εν ανδρών, εν θεών γένος΄ εκ μιας δε πνέομεν ματρός». Ο άνθρωπος, ωστόσο, όσο και αν συγκρίνεται με τους θεούς, δεν είναι αθάνατος, εφήμερη η ζωή του, σκιάς όνειρο ο ίδιος. Μπορεί όμως, αν είναι καλή η φύση του, η φυά, να υψωθεί και να περάσει, νικητής, στον κόσμο του άφθαρτου. Γιατί από τους θεούς δίδονται στον άνθρωπο οι αρετές, ο Δίας είναι ο πάντων κύριος. Ο Ηρόδοτος βέβαια δεν δεσμεύεται, όπως ο Πίνδαρος, συμμερίζεται τις παραδεδομένες αντιλήψεις για τη δύναμη της Μοίρας, θεωρεί όμως τον άνθρωπο υπεύθυνο της τύχης του. Σπρώχνουν οι θεοί τους ανθρώπους στις επιθυμίες τους, οι ίδιοι όμως οι άνθρωποι λογαριάζουν και την τιμωρία της ύβρεως. Και όπως ο Μακρυγιάννης πιστεύει ότι ο θεός πολεμάει με τους Έλληνες, έτσι και στον Ησίοδο διαβάζουμε: τάδε γαρ ουκ ημείς κατεργασόμεθα αλλά θεοί τε και ήρωες… Θεογονία, 109. Σεβασμό εμπνέουν στους Έλληνες οι θεοί. Δεν τους αντικρίζουν ως αυθαίρετους τιμωρούς. Την ύβριν, στην οποία οι ίδιοι οι άνθρωποι τείνουν, αυτήν τιμωρούν. Γιατί τον θεϊκό νόμο κανείς δεν μπορεί να τον αγνοήσει ή να τον υπερβεί. Τα θεών μηδέν αγάζειν, Ικέτιδες, 1034-1061. Ας σταθούμε όμως στην τραγική μορφή του Προμηθέα. Παρέβη τα λόγια του Δία. Θέλησε να βοηθήσει τους ανθρώπους προσφέροντας τη φωτιά. Ενήργησε πέραν δίκης. Δεν είναι άδικη η οργή του Δία. Δεν μπορούμε, γράφει ο Αρβανιτάκης, άκριτα και πρόωρα να παίρνουμε μόνο το μέρος του Προμηθέως (σ. 65). Και εδώ είναι η καρδιά της τραγωδίας. Έκανε λάθος ο Προμηθέας, εκών έσφαλε, αλλά ήταν άδικη και η απόφαση του Δία ως προς τους θνητούς. Δίας και Προμηθεύς είναι «εκφραστές μιας αντίδρομης δίκης». Έτσι στην προμηθεϊκή τριλογία βρίσκονται να αντιμάχονται το θεϊκό και το τιτανικό στοιχείο. Δεν τον φοβήθηκε τον Δία ο Προμηθεύς. Ούτε φόβος αλλά ούτε και σέβας για τον Δία, υπάρχει στον Προμηθέα. Και όμως. Και η ύβρις και το θράσος και η άτη, που οδηγούν αναπόφευκτα στην αδικία, τιμωρούνται. Παράδειγμα: η Ορέστεια. Και τότε, μπροστά στον Δία, τον δίκαιο κυβερνήτη του κόσμου, ο άνθρωπος κυριεύεται από βαθύ αίσθημα ευσέβειας στους θεούς.

– 398 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

«Οι Έλληνες είναι ίσως ο μόνος λαός που αστειεύτηκε με τους θεούς του», γράφει ο Αρβανιτάκης, που σημειώνει ότι η διακωμώδηση δεν έφθασε ωστόσο στην ασέβεια. Ο Επίχαρμος, αργότερα ο Αριστοφάνης, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν τους θεούς με αστείο τρόπο. Ας προσέξουμε όμως: «Το γέλιο δεν καταργεί αναγκαστικά τον σεβασμό. απομακρύνει όμως ασφαλώς τον φόβο» (σ. 71). Να θυμίσουμε, εμείς εδώ, σε σύγχρονα συμφραζόμενα ότι αυτή ήταν ακριβώς η σκέψη του Umberto Ecco στο Το όνομα του ρόδου; Είναι καταλυτική εδώ η ρήση. Να διώξουμε το γέλιο, γιατί αυτό διώχνει τον φόβο, και ο φόβος πρέπει να υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου στην στενότερη σχέση του κοσμικού με το θείο στοιχείο. Κοινοί (ξυνοί) είναι ο Λόγος -η αρχή, το θείον- και σημαίνει και τον ανθρώπινο νου αλλά και την αρχή που κυβερνά τα πάντα. Δεν είναι ο θεός του Ηράκλειτου δημιουργός του κόσμου. Ούτε κάποιος θεός ούτε κάποιος από τους ανθρώπους τον δημιούργησε. Ήταν και είναι πυρ αείζωον. Και είναι η φωτιά, σαν την υλική όψη του Λόγου, η ουσία του κόσμου, η αιώνια ζωντάνια του που καθορίζει τις μεταβολές. Εύστοχα παρατηρεί ο Αρβανιτάκης αναλύοντας τον Ηράκλειτο, ότι για τους αρχαίους Έλληνες ό,τι ξεπερνά σε ανωτερότητα τον άνθρωπο, είναι θείο. Έτσι και η φωτιά, το πυρ είναι ανώλεθρον και αγέννητον. Θα δεχτεί έτσι ως μη παράλογη -καίτοι ανιστορική- την υπόθεση ότι ο θεός του Ηρακλείτου είναι ως ο «αιώνια υπάρχων Λόγος» ως προς το πνεύμα, και ως αιώνιο ζωντανό πυρ ως προς το σώμα, παρόλο που ο Ηράκλειτος δεν χωρίζει το σώμα από το πνεύμα. Εκεί όμως που ο Αρβανιτάκης προβάλλει την ουσία της θεολογίας του Ηράκλειτου, είναι όταν επισημαίνει με βάση τα αποσπάσματα πως ο Εφέσιος απομακρύνεται από την επική αντίληψη των θεών και την προσπάθεια των προγενεστέρων να ηθικοποιήσουν «το Πάνθεον». Δεν αποδίδονται στους θεούς και ιδιαίτερα στον Δία, τα ηθικά αιτήματα της εποχής. Αντίθετα, ο Λόγος, ως υπέρτατος θεός είναι εγγυητής της κοσμικής τάξης και του Νόμου που διέπει το σύμπαν και συνακόλουθα την ανθρώπινη ηθική τάξη. Δεν είναι «ηθικός» ο Λόγος, σαν να ήταν η ηθικότητα γνώρισμά του, αλλά είναι πηγή, μοναδική πηγή της κοσμικής και της κοινωνικής τάξης. Ο Δίας της παραδόσεως, ο Δίας του έπους στέκεται τώρα απέναντι στο ύψιστο θείον, τον Λόγο-πυρ. Και εκεί ο Ηράκλειτος φαίνεται πράγματι σκοτεινός, όταν από το ένα μέρος θέλει τον θεό να περιέχει μέσα του όλες τις αντιθέσεις (πόλεμος, ειρήνη κτλ.) και από το άλλο το «εν σοφόν», «ουκ εθέλει και εθέλει ξυνόν όνομα». Το σοφόν μπορεί να ονομασθεί Δίας (αιώνιος κυβερνήτης), αλλά και δεν μπορεί, αφού «ο Δίας της παράδοσης, αντίθετα από το σοφόν είναι θεότητα προσωπική που γεννήθηκε κάποτε και κυβερνά με τον τρόπο του». Θέλει να ανατρέψει την επική παράδοση ο Ηράκλειτος. Ο λόγος-πυρ, μη ανθρωπομορφική ύψιστη θεότητα, εμπνέει απόλυτα σεβασμό. Όχι φόβο. Ο Ηράκλειτος, ωστόσο ζούσε σε κοινωνία που δεχόταν πολλούς θεούς, τους θεούς της παράδοσης. Πώς «το πιο ανδρείο και ασυμβίβαστο πνεύμα της αρχαιότητας» αντιμετωπίζει αυτή την παράδοση; Προσεκτικά διατυπώνει τις σκέψεις του ο Αρβανιτάκης: Θαύμαζε τον Απόλλωνα, τον Άνακτα, που δεν λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει. Δεν ήταν απλό όνομα ο θεός του φωτός, αλλά οντότητα που την παίρνει στα σοβαρά.

– 399 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

Ήταν άραγε μονοθεϊστής ο Ηράκλειτος; Αν ήταν, για ένα σοβαρό θέμα, θα το είχε διατυπώσει επιγραμματικά, με τρόπο μάλιστα που θα μνημονευόταν η φράση από όλους τους μεταγενέστερους. Ήταν όμως ενιστής΄ δεχόταν μια ύψιστη θεϊκή αρχή από την οποία προέρχονται οι θεοί. Και οι θεοί, απαλλαγμένοι από σωματικότητα και βαθείς γνώστες του Λόγου είναι οι υπερασπιστές του θείου νόμου. Έτσι τελικά ο Αρβανιτάκης δεν δέχεται την άποψη του Dodds ότι «η θρησκεία του Ολύμπου με την ηθικοποιημένη μορφή της έτεινε να γίνει μία θρησκεία φόβου». Το γνωστό δεδιέναι θεούς σημαίνει ό,τι και το αιδείσθαι θεούς. Η θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, καταλήγει ο Αρβανιτάκης, ούτε ήταν ούτε εξελίχτηκε ποτέ σε θρησκεία φόβου. Ο καθαρός φόβος των θεών προκύπτει όταν ο άνθρωπος αισθάνεται το θεϊκό στοιχείο σαν κάτι το ξένο και το απειλητικό. Σ’ αυτόν τον φόβο το θείο αποστασιοποιείται και αποξενώνεται εντελώς. Αυτή όμως δεν είναι η θρησκευτική εμπειρία του αρχαίου Έλληνα. Όσο προχωρούμε στην έρευνα του Τάσου Αρβανιτάκη γίνεται κατανοητό ότι δεν τον ενδιαφέρει τόσο η έκθεση και μία περιγραφή του θρησκευτικού βιώματος στους τραγικούς και τους φιλοσόφους, όσο η αναζήτηση όλων εκείνων των στοιχείων που μπορούν να στηρίξουν την κεντρική του υπόθεση: ότι δηλαδή ο αρχαίος Έλληνας δεν φοβάται τους θεούς, τους σέβεται. Εάν ξεπεράσει τα όρια, ο θεός θα έρθει τιμωρός. Αυτό όμως το γνωρίζει ο άνθρωπος, είναι στο χέρι του να μην ξεχνά την δική του περατότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο της έρευνάς του ιδιαίτερο πράγματι ενδιαφέρον προκαλεί η ανάλυση της έννοιας του σεβασμού, της αιδούς. Και είναι το μεγάλο θέμα του έργου του Αιδώς. Η φύση και η σημασία του σεβασμού και της ντροπής στην ηθική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Υπήρξε άραγε θεότητα, ή πρόκειται για προσωποποίηση μιας ηθικής έννοιας; Υπήρξαν βωμοί αφιερωμένοι στην Αιδώ; Η παλαιότερη προσωποποίηση της αιδούς απαντά στον Ησίοδο. Στα Έργα και Ημέραι ο Βοιωτός ποιητής ζωγραφίζει πώς στην εποχή του σιδερένιου γένους, όπου η ύβρις και η αδικία θα θριαμβεύσουν, η Αιδώς και η Νέμεση σκεπάζοντας το πρόσωπό τους θα εγκαταλείψουν τους ανθρώπους. Η εικόνα αυτή έχει δώσει αφορμή για πολλές συζητήσεις. Ο Αρβανιτάκης συζητεί όλες τις εκδοχές, μελετά τα επιχειρήματα, για να καταλήξει ότι στα χρόνια του Ησιόδου είναι πολύ πιθανό να είχε καθιερωθεί η λατρεία της Αιδούς, που έπαιζε, ως ηθική έννοια, σημαντικό ρόλο και στον ομηρικό και τον ησιόδειο κόσμο. Συζητεί εκτενώς την περίπτωση του Άρατου (3ος αι. π.Χ.) του ποιητού από τους Σόλους της Κιλικίας, οπαδού των στωικών φιλοσόφων, και συγκεκριμένα το γνωστό, και μοναδικό σωζόμενο ποίημά του τα Φαινόμενα, όπου μεταφέρονται γνώσεις αστρονομίας στην ποίηση. Υποστηρίχθηκε ότι ο Άρατος δανείστηκε θέματά του από τον Ησίοδο, ιδίως όταν ερμηνεύει την Παρθένο (αστερισμό της Παρθένου) ως Δίκη, θεότητα που κατοικεί στον ουρανό, αφού εγκατέλειψε τη γη, στην χάλκινη εποχή, εποχή αδικίας και ασέβειας. Ο Αρβανιτάκης πιστεύει ότι ο Ησίοδος πρωτοτυπεί και δεν εμπνεύσθηκε

– 400 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

από ανατολικά πρότυπα. Ωραία παρουσιάζει την περιπετειώδη «ζωή» της Αιδούς. Στην αρχή έχουμε την προειδοποίηση ότι θα εγκαταλείψει, με φρίκη, τη γη (Ησίοδος). Ακολουθούν τα χρόνια που παραμένει μακριά, τα στωϊκά χρόνια (Θέογνης, Ευριπίδης), και τέλος, επιστρέφει στη γη και στους ανθρώπους στα χρόνια του Αυγούστου (Οράτιος). Η όλη έρευνα των ηθικών εννοιών οδηγεί στον Πλάτωνα που εισχώρησε όσο κανείς άλλος από τους φιλοσόφους, στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, και σ’ εκείνο το βάθος θα αναζητήσει ο Αρβανιτάκης την βασική έννοια που ενώνει όλα τα νήματα της πλατωνικής σκέψης. Είναι διάχυτη, σε όποιον διαβάσει το εντυπωσιακό έργο του Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα, η συγκίνηση που γεννάει μέσα του η επαφή με την πλατωνική φιλοσοφία, όπως διαφαίνεται στον Πρόλογο. Παραθέτουμε ένα αποκαλυπτικό χωρίο: «Εφόσον ως κίνηση νοείται κάθε φυσική, νοητική και μεταφυσική δραστηριότητα, αναγνωρίζεται αυτή ως ένα απ’ τα σημαντικότερα θέματα της φιλοσοφίας, αν όχι το σημαντικότερο. Ο Πλάτων ενδιαφέρεται πρωτίστως για την πηγή και τον σκοπό της κίνησης, και συνεπώς την αντιμετωπίζει όχι ως σύγχρονος φυσικομαθηματικός, αλλά ως μεταφυσικός. Η κίνηση σ’ αυτόν συνδέεται στενότατα με τα προβλήματα του δημιουργού, ως κινητήριας αρχής των πάντων, της ψυχής, ως κινητήριας αρχής του παγκόσμιου και του ανθρώπινου σώματος, του νου, ως κοσμητή του σύμπαντος και οδηγού της ανθρώπινης συμπεριφοράς, των ιδεών, ως σταθερών προτύπων του αενάως κινούμενου αισθητού κόσμου, των στοιχειωδών σωμάτων, ως ατάκτως και αλόγως κινουμένων και δευτερουργών αιτιών δημιουργίας του σύμπαντος. Πρωταρχικός είναι ο ρόλος της και στην περιοχή της κοσμολογίας.» (σ. 320). Πράγματι έναν Πλάτωνα φωτισμένο με τρόπο διαφορετικό προσφέρει ο Αρβανιτάκης. Η μέθοδος που ακολουθείται συνήθως, ιδίως στη διδασκαλία, είναι να παρουσιάζονται οι μεγάλες θεματικές με βάση τη διαίρεση -καθαρά τεχνητήσε κλάδους, όπως λ.χ. μεταφυσική, κοσμολογία, ηθική. Στο πλαίσιο αυτό εκτίθενται και αναλύονται οι θέσεις του Πλάτωνος. Ο Αρβανιτάκης χωρίς να ανατρέπει την σειρά, δεν την ακολουθεί. Συνέλαβε ότι η όλη πλατωνική φιλοσοφία μπορεί να αναπτυχθεί στη διερεύνησή της γύρω από μία κεντρική έννοια. Μια τέτοια έννοια επιτρέπει την ακτινωτή διερεύνηση και όχι αναγκαστικά μία ανάπτυξη κατά προτεραιότητα: πρώτα η οντολογική θεώρηση και στη συνέχεια η φυσική και η ηθική. Αυτή ακριβώς η κεντρική έννοια είναι εκείνη της κινήσεως. Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα είναι το έργο που θα συγκεντρώσει όλη την προσοχή του, αλλά και την φιλοσοφική φαντασία του Αρβανιτάκη. Και λέγω «φαντασία», γιατί η μελέτη της κινήσεως θα μπορούσε να είναι και μια απλή εισαγωγή στην κοσμολογική πλατωνική σκέψη. Ο Αρβανιτάκης όμως -και εδώ αποκαλύπτεται η φιλοσοφική του ματιά- από την αρχή μας εισάγει στο βάθος της πλατωνικής φιλοσοφίας: δεν αντιμετωπίζεται η κίνηση ως φυσικό φαινόμενο, αλλά ως κάτι πολύ πιο ουσιαστικό, αφού συνδέεται με την όλη προβληματική του νου, της ψυχής, του Δημιουργού και την κίνηση του σύμπαντος, αφού η ψυχή είναι αιτία της κινήσεως. Δεν προσφέρει προειδοποιητικά μια προκατανόηση της κοσμολογίας, για να οδηγηθεί από εκεί στους άλλους χώρους.

– 401 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

Κοσμολογία και θεολογία βαδίζουν μαζί. Και στον δρόμο τις συνοδεύει πάντα το ερώτημα για το ον: η πρώτη φιλοσοφία. Πώς όμως συνδέεται η κίνηση με το οντολογικό ερώτημα, όταν τόσα ξεχωριστά μυαλά, τόσο βαθείς στοχαστές την αρνήθηκαν; Δεν μπορεί ο Πλάτων να ξεκινήσει και να συνεχίσει τον δικό του δρόμο, εάν δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο, όπου πρωταγωνιστούν οι επιβλητικές προσωπικότητες ενός Παρμενίδη, ενός Ηράκλειτου. Αυτό το «ξεκαθάρισμα» εισάγουν οι δύο διάλογοι Κρατύλος -όπου έχουμε την κριτική της ηρακλείτειας θεωρίας- και Παρμενίδης, όπου ο Πλάτων επιδίδεται, μέσα από σφιχτή και δύσκολη ανάπτυξη, στην κριτική των Ελεατών φιλοσόφων. Ο Παρμενίδης είναι το αραβούργημα, θα έλεγα, της πλατωνικής δεξιοτεχνίας στην ανάπτυξη αυστηρής λογικής επιχειρηματολογίας. Η δεξιοτεχνία του επιτρέπει πράγματι να αφήσει να φανεί ότι η τυπική λογική οδηγεί σε λογικά αδιέξοδα. Διαβάζομε στον Αρβανιτάκη: «Εκείνο όμως που μου φαίνεται ως το σπουδαιότερο πόρισμα του Παρμενίδη είναι ότι η αφηρημένη τυπική λογική, όταν εφαρμοστεί σε θέματα οντολογίας, καταλήγει σε αξεπέραστα παράδοξα. Όταν απουσιάζει η ενόραση, η μυστική θέαση, τότε η τυπική λογική παραπαίει, ανίκανη να κρίνει μια θεωρία όπως αυτή των ιδεών.» (σ. 37). Η μυστική όμως θέαση δύσκολα, πολύ δύσκολα, σχεδόν ακατόρθωτα, μεταφέρεται σε άλλον, αν δεν υπάρχει προδιάθεση από την φύση. Γι’ αυτό προβάλλει ο μύθος. Το μυθικό σχήμα, εικονικό συχνά, έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να λέγει χωρίς να αποφαίνεται. Του αρμόζει, περισσότερο το «σημαίνει», παρά το «λέγει». Τα μονοπάτια της πλατωνικής σκέψης ανοίγονται τώρα και σ’ αυτά οδηγούμαστε: Φαίδων, Φαίδρος, Πολιτεία, Τίμαιος, για να σταθούμε στα πλατύτερα, μας φέρνουν κοντά στα βασανιστικά ερωτήματα, που βρίσκουν απάντηση σε εικότας λόγους, σε μυθικά σχήματα, στην βαθιά πίστη ότι η ψυχή είναι αρχή κινήσεως, κινήσεως απάσης αιτία άπασα (Νόμοι 466de). Τον Τίμαιο επικαλούνται αρκετές φορές στην νοερή συνάντηση πλατωνικής και χριστιανικής θεολογίας, και παρόλο που είναι μεγάλη η απόκλιση ως προς την δημιουργία του κόσμου. Ας πούμε όμως, για να μας χρησιμεύσει ως πέρασμα σ’ αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον άνθρωπο, δηλ. στη σχέση της ψυχής με το σώμα, ότι στον Τίμαιο έχουμε το μοτίβο για την ψυχή του κόσμου, πρώτο έργο του δημιουργού, που είναι αγαθός και άριστος των αιτίων. Και αυτή η αντίληψη της αγαθότητος του θεού είναι παλαιά, απαντά και στους ποιητές και στους στοχαστές, τους Έλληνες. «Σ’ ολόκληρη την ιστορία του ελληνικού πνεύματος παρατηρούμε μία προοδευτική ηθικοποίηση της έννοιας του θείου», γράφει ο Αρβανιτάκης (σ.105). Βέβαια το πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου παραμένει ίσως ανοικτό, όπως εκφράζεται από το ερώτημα: πότερον ην αεί γενέσεως αρχήν έχων ουδεμίαν ή γέγονεν (Τιμ. 28ab). Να θεωρήσουμε κατηγορηματική την πλατωνική επιλογή: γέγονεν. Με προσοχή και σκυμμένος στο κείμενο ο Τάσος Αρβανιτάκης αναζητεί να εμβαθύνει στην πίστη του Πλάτωνος με βάση ότι ο φιλόσοφος για κάθε πράγμα αναζητεί το πρότυπό του. Εδώ όμως ο δημιουργός είναι το ποιητικό αίτιο, και το πρότυπο λειτουργεί ως τυπική αιτία. Η κίνηση βέβαια παραμένει η κεντρική έννοια. Η ψυχή κινεί τον κόσμο, δηλαδή τον ουρανό και τα ουράνια σώματα. Για να εξηγήσει όμως τις κινήσεις καταφεύγει σε εικότας λόγους. Και

– 402 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

εδώ βέβαια αρχίζουν τα προβλήματα ερμηνείας των χωρίων του Τίμαιου, που ο συγγραφεύς παρουσιάζει, συζητεί, και για τα οποία προτείνει δικές του προσεγγίσεις. Ας σταθούμε όμως στα λόγια του Αρβανιτάκη «Το ξεκίνημα της φιλοσοφίας, του μεγαλύτερου αγαθού που δόθηκε στον άνθρωπο, γίνεται μέσα από την παρατήρηση των κινήσεων των ουρανίων σωμάτων» (σ. 137). Η ψυχή, όπως ορίζεται στους Νόμους, είναι η δυναμένη αυτήν αυτήν κινείν κίνησις (σ. 139). Δημιουργημένη πριν από το σώμα, έχει μ’ αυτό μια σχέση άρχοντος προς αρχόμενον. Ο δημιουργός έκανε έναν μόνο κόσμο, που αντανακλά την τελειότητα του προτύπου (εις όδε μονογενής ουρανός…Τιμ. 31ab). Ως κίνηση του απέδωσε την περιστροφή γύρω από έναν σταθερό άξονα, και αυτή είναι η κίνηση του νου. Και ακολουθούν τα βαθύτερα ερωτήματα. Πώς χωρίζεται η ψυχή από το σώμα; Υπάρχει κάτι που το ονομάζουμε ψυχή; Βοηθεί το σώμα την ψυχή ή μήπως αυτή θέλει ν’ απελευθερωθεί από αυτό; Δέσμια του σώματος ή συγκάτοικος; Δύσκολα ερωτήματα για όποιον θέλει με την δική του ερευνητική προσέγγιση, μακριά από παγιωμένα σχήματα σκέψης, στα οποία αρέσκονται οι πολλοί, να σκεφθεί την υφή της δυσκολίας και να σκύψει στην πηγή του προβλήματος. Και το πρόβλημα έχει ένα όνομα: το κακό. Προέχει στη μελέτη μιας σχέσης να προσδιορισθούν οι όροι της. Όσο δύσληπτη είναι αυτή, άλλο τόσο ανεξήγητοι παρουσιάζονται οι δύο όροι, δηλαδή η ψυχή και το σώμα, το αθάνατο και το θνητό στοιχείο στον άνθρωπο. Ξανά και ξανά στην αναζήτηση του ορισμού της ψυχής -ουσιώδες γνώρισμά της, το θυμίζουμε, είναι η κίνηση- ο Πλάτων περνά από διαφορετικά στάδια. Με βασική αντίληψη ότι ψυχή και σώμα είναι χωριστά, θα περάσει από μια πρώτη γενική σκέψη, ότι τα καλά οφείλονται στην ψυχή και τα κακά στο σώμα (Χαρμίδης), στον Φαίδωνα, όπου προβάλλει η αθανασία της ψυχής και η υπεροχή της ως προς το σώμα, εφόσον είναι ο τόπος των αρετών και των ηθικών αξιών, και στη συνέχεια στην τριμερή διάκριση της ψυχής: νους, καρδιά, επιθυμίες, (λογιστικόν, θυμοειδές και επιθυμητικόν). Η ψυχή είναι το αθάνατο μέρος του ανθρώπου, το σώμα είναι θνητό, φθείρεται, πεθαίνει (Φαίδρος). Βέβαια κανείς, ούτε ο Πλάτων, αρνήθηκε το σώμα. Πόσο ορθά όμως γνωρίζει κανείς κάτι, όταν είναι δέσμιος επιθυμιών; Υπόκειται σε πλάνη, σε σφάλματα, σε μη αλήθεια. Και αυτό συμβαίνει όχι από βούληση των αισθήσεων, αλλά από την ίδια τους τη φύση, που τις κάνει να είναι «κακοί μάρτυρες», για να θυμηθούμε τον Ηράκλειτο. Όταν οι αισθήσεις εξαπατούν, τότε χάνουμε την αλήθεια. Ο λόγος του Πλάτωνος είναι εδώ ευθύς: Το σώμα εξαπατά την ψυχή, όταν προσπαθεί με τη βοήθεια του σώματος να πλησιάσει την αλήθεια. Μήπως έτσι οι ποιητές έχουν δίκαιο, όταν λέγουν ότι ούτ’ ακούομεν ακριβώς ουδέν ούτε ορώμεν; (65b). Στον λόγο (στο λογίζεσθαι) η ψυχή μπορεί να συλλάβει την αλήθεια, όταν δηλαδή δεν εμποδίζεται από το σώμα, αλλά μόνη ωθείται να προσβλέπει στο πραγματικό (το ον). Έτσι και η ψυχή του φιλοσόφου, ερωτά ο Σωκράτης, ξεφεύγοντας από το σώμα δεν αναζητεί άραγε να βρεθεί μόνη της με τον εαυτό της; Η του φιλοσόφου ψυχή μάλιστα ατιμάζει το σώμα και φεύγει απ’ αυτού, ζητεί τε αυτή καθ’ αυτήν γίγνεσθαι. Το θέμα της σχέσης ψυχής και σώματος στον Πλάτωνα θα το πραγματευ-

– 403 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

θεί μέσα από τους διαλόγους, που ο Αρβανιτάκης διαβάζει με την ματιά του μελετητή που δεν θέλει απλώς να μεταφέρει θεωρίες, αλλά που ανατέμνει με το νυστέρι ενός χειρουργού. Μας προσφέρει τις πιο επιβλητικές, τις θαυμαστές σελίδες του Φαίδωνος, του Φαίδρου, της Πολιτείας, του Συμποσίου. Και ενόσω τις ξαναπιάνουμε μέσα από τον φακό της κινήσεως, δεν μπορούμε παρά να αναλογισθούμε πόσο άδικα, επιπόλαια, αβασάνιστα με εμμονή στον λεγόμενο «κακό» ιδεαλισμό, πολλοί Έλληνες διανοούμενοι στέρησαν από τον εαυτό τους την επαφή με τον συγκινητικά ανθρώπινο Πλάτωνα. Ας είναι. Στον Αρβανιτάκη οφείλουμε, στις ημέρες μας, μια ζωντανή προσέγγιση στην πλατωνική φιλοσοφία και στην πάντα αγωνιώδη αναζήτηση της αιτίας του κακού στον κόσμο. Πολλοί πιστεύουν ότι η πνευματική επιλογή ενός πνευματικού ανθρώπου, τι διαβάζει και ξαναδιαβάζει, τι ερωτήματα τον βασανίζουν και σε τι τείνει η όλη επαφή με στοχασμούς φιλοσοφικούς, φανερώνουν όλα την προσωπικότητά του, την στάση του στα πράγματα, την εσωτερικότητά του. Δεν είναι λάθος. Συναντώνται, στο έργο του Αρβανιτάκη, για την κίνηση στον Πλάτωνα χωρία, αποσπάσματα, που επιλέγει και παραθέτει, ως τα πιο χαρακτηριστικά, δεν μπορεί παρά να διαγνώσει κανείς εκεί μέσα τις δικές του σκέψεις, τις σκέψεις ενός ανθρώπου που σκύβει στα ερωτήματα ως δικά του ερωτήματα. Όπως είναι και δική του η αναγνώριση ότι ο Πλάτων σε τόσο καίρια ζητήματα (ψυχή, μελέτη θανάτου) δεν δίνει δογματικές. «Ο Σωκράτης, γράφει, αντιλαμβάνεται καλύτερα από μας ότι το ανθρώπινο πνεύμα σε τέτοια καίρια ζητήματα δεν μπορεί να φέρει αποδείξεις οριστικές. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να εκφέρει μύθους εικότας, δηλαδή μύθους σοβαρούς που έχουν πολλές ελπίδες να είναι αληθινοί… Το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να φτάσει στην απόλυτη αλήθεια. Στα καίρια φιλοσοφικά ζητήματα όπως η τύχη της ψυχής, το πιο πολύ που μπορεί να κάνει είναι να προσφέρει μιαν υψηλή «παραμυθία». Αυτό βέβαια είναι ένα μάθημα για τον δογματισμό και τη δοκησισοφία» (σ. 159), καταλήγει ο Αρβανιτάκης. Δεν είναι μονόδρομος η αναζήτηση του Πλάτωνος. Την αντίληψη πως η ψυχή είναι μονοειδής και απλή (Φαίδων, Συμπόσιο) θα την εγκαταλείψει ο Πλάτων, όταν θα μιλήσει για τριμερή διαίρεση που απεικονίζει η γνωστή παρομοίωση της ψυχής με άρμα, που οδηγείται στον άνω τόπο της αλήθειας, του δικαίου. Το ένα άλογο είναι κακό, έχει όλα τα γήινα ελαττώματα και δεν υπακούει στον νου. Αυτό σημαίνει ότι η ψυχή περικλείει ένα στοιχείο κακού. Πολλές είναι οι απορίες που μας δημιουργεί η μόνιμη πλατωνική αντίληψη για την πτώση και την εξορία της ψυχής. Ανάλογα με το μέρος της αλήθειας που αντίκρισαν, οι ψυχές μετενσαρκώνονται στην εδώ ζωή. Η ψυχή είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για το είδος της ζωής που επιλέγει ο άνθρωπος. Αυτό βέβαια την καθιστά κυρίως υπεύθυνη του κακού στον κόσμο «ως παρέχουσα την κίνηση, τον απαραίτητο δηλαδή όρο για να πραγματοποιηθεί το κακό. Αν πούμε πως έτσι αποφάσισαν οι θεοί ή η ανάγκη, δεν λύνουμε το πρόβλημα, μα επιρρίπτουμε αλλού τον παραλογισμό», σημειώνει ο Αρβανιτάκης. Να μείνουμε με την αμφιβολία, αναρωτιέται, ότι μπορεί και να υπονοεί ο Πλάτων την ύπαρξη, στον κόσμο, μιας αρχής του κακού; Έτσι ως προς το τελικό ερώτημα ποιος είναι ο κύριος υπεύθυνος, η ψυχή

– 404 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ή το σώμα, οδηγούμαστε φανερά σε κύκλο. Γιατί το μεν σώμα ακολουθεί τυφλά την φύση του, η δε ψυχή εμφανίζεται ως υπεύθυνη εφόσον έχει καθήκον να απαλλαγεί από την άγνοια και να μην επηρεάζεται από το σώμα. Εάν όμως «άγει» το σώμα, θα πρέπει να εξουδετερώνει τις σφαλερές κινήσεις. Ο Πλάτων όμως υποστηρίζει ταυτόχρονα ότι η σωματικότητα είναι απαραίτητος όρος για την ψυχή. Τότε όμως το σώμα «γίνεται όρος, η κύρια προϋπόθεση, ο εμπνευστής και ηθικός αυτουργός του κακού στον κόσμο.». Με μια αναφορά στον Όμηρο, στον οποίο είναι άγνωστη η πλατωνική θρησκευτική αντίληψη δυϊσμού ψυχής και σώματος, ο Αρβανιτάκης επισημαίνει την διαφορά Πλάτωνος και Ομήρου ως προς την ψυχή. Ο Όμηρος δεν κάνει διάκριση δύο στοιχείων, το ένα ανώτερο -πνευματικό, ψυχικό- από μια άλλη πηγή κακού -σωματικό και αισθητό. Και η ομηρική παράδοση από το ένα μέρος αλλά και η πλατωνική σκέψη είναι σημαντικές συνιστώσες του ελληνικού πνεύματος. Ο Πλάτων αντέστρεψε την κλίμακα αξιών του Ομήρου. «Το κύριο κοινωνικό στρώμα που εκφράζεται στον Όμηρο είναι μια πολεμική αριστοκρατία με τυπικά φεουδαρχικό σύστημα, υποτελείς, άρχοντες κτλ.» Σε μια τέτοια κλίμακα αξιών (ανδρεία, δύναμη, ομορφιά, δόξα) «το αθλητικό αγωνιστικό στοιχείο κατέχει φυσικά μια θέση πολύ υψηλή, αφού σχετίζεται άμεσα με την πολεμική ορμή». «Αυτή η αριστοκρατία, θυμίζει ο Αρβανιτάκης, δημιούργησε το ελληνικό ‘‘σωματικό ήθος’’, που απεικονίζεται στις εικαστικές τέχνες και έλαμψε στην ποίηση του Πινδάρου.» Αλλά ο Πλάτων δεν είναι απλώς εκφραστής αριστοκρατικών τάσεων. Είχε δική του θέληση: να στρέψει την αριστοκρατία προς το πνεύμα. Γι’ αυτό και το προβάδισμα στην ψυχή, στη βάση του δυϊσμού ψυχής και σώματος που υιοθέτησε ο Πλάτων. Ενδιαφέρον είναι το σημείο όπου ο Αρβανιτάκης εξηγεί αυτό που δημιούργησε συχνά συζητήσεις μεταξύ των μελετητών, εάν δηλαδή η ψυχή είναι ιδέα, δηλαδή ένα ύψιστο πρότυπο. Για ποιον και τίνος πράγματος θα ήταν ιδέα; Ψυχή και ιδέα βέβαια ανήκουν στα αιώνια πράγματα, έχουν όμως διαφορετική ουσία. Σε κανένα κείμενο του Πλάτωνος η ψυχή δεν ταυτίζεται με τις ιδέες, παρατηρεί. Πρέπει, άραγε τελικά, να δεχθούμε ότι πηγή του κακού είναι το σώμα; Το δίλημμα: το σώμα ή η ψυχή είναι υπεύθυνο για το κακό, είναι από τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα. Διχασμένες οι απόψεις γνωστών ερευνητών (όπως του Zeller, του Wilamowitz, του Taylor, του Guthrie) παρουσιάζονται συνοπτικά, για να μπορέσει, όπως γράφει ο ίδιος, να εκθέσει τις δικές του απόψεις. Κατ’ αρχήν είναι δύσκολο να σκεφθεί ο Αρβανιτάκης ότι άλλη ψυχή είναι αιτία του κακού, και άλλη των αγαθών. Χωρίς να μπορεί να δεχθεί μια μανιχαϊστική αντίληψη για τον νου στον Πλάτωνα, παρατηρεί ότι αρκετά πλατωνικά χωρία μιλούν για άφρονα για άνουν ψυχή. Βέβαια στην Επινομίδα φαίνεται να υποστηρίζει ότι η αγαθή ψυχή νικάει, αλλά η σκέψη του Πλάτωνος δεν είναι τόσο σαφής. Από εδώ και πέρα ο Αρβανιτάκης μας εισάγει στον θαυμαστό κόσμο των πλατωνικών μύθων. Και εκεί παρακολουθούμε την κίνηση της ψυχής στην κατάβαση στον Άδη, αλλά και στην κατάληξη στην νήσο των μακάρων. Γλαφυρός, συναρπαστικός στην απλότητα και την αμεσότητα ο λόγος του Αρβανιτάκη, μας μεταφέρει σε εικόνες της μοίρας της ψυχής, της τύχης των αδί-

– 405 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

κων, αλλά και των δικαίων, μέσα από τους εντυπωσιακούς πλατωνικούς διαλόγους. Έχει άραγε κανείς αναρωτηθεί πόσο κοντά, μέσα από τους αιώνες, μας μεταφέρουν τα λόγια του Σωκράτη με όσα εμείς, στα χρόνια μας, ακούμε στις τελετές ταφής στις εκκλησίες μας; Πόσο πολύ, άραγε, απέχουν τα λόγια του Σωκράτη στον Γοργία: τον μεν δικαίως τον βίον διελθόντα και οσίως επειδάν τελευτήση εις μακάρων νήσους απιόντα οικείν εν πάση ευδαιμονία […] τον δε δίκης δεσμωτήριον, ο δη τάρταρον καλούσιν ιέναι […] από τα λόγια που διαβάζονται στις νεκρώσιμες ακολουθίες; Μεθοδικά και συστηματικά εξετάζει ο Αρβανιτάκης και το θέμα της κινήσεως του σώματος, και το συναφές πρόβλημα της επιβολής της ψυχής στο σώμα (Φαίδων). Ούτε εύκολη ούτε απλή είναι αυτή η επιβολή. Η κίνηση του σώματος ωστόσο συνεπάγεται και την όλη αισθητική αντίληψη του Πλάτωνος, γιατί σ’ αυτή συνδυάζονται η αρμονία, ο ρυθμός, με άλλα λόγια η γυμναστική, η μουσική, ο χορός, που προκαλούν αισθητική συγκίνηση, και όλα αυτά φέρουν ξανά στο προσκήνιο το πρόβλημα των τεχνών και της μιμήσεως. «Την ιδέα ότι η τέχνη είναι μίμηση δεν φαίνεται να την επινόησε ο Πλάτων…» γράφει. «Δεν έθεσε όμως σε αμφιβολία την αντίληψη αυτή: την δέχτηκε και την ενσωμάτωσε στις θεωρίες του.». Την τόσο ευρέως διαδεδομένη και παραδεδομένη ιδέα ότι ο Πλάτων καταδικάζει τους ποιητές και γενικά τους καλλιτέχνες ως μιμητές την αναλύει ο Αρβανιτάκης και δίνει την προσήκουσα ερμηνεία. Όταν αναφέρεται στους καλλιτέχνες ο Πλάτων έχει βέβαια υπόψη του και τους καλλιτέχνες του καιρού του. Γι’ αυτό, σημειώνει, δεν πρέπει να γενικεύουμε: «Πρέπει να ξεχωρίσουμε, γράφει, δύο πράγματα. Εκείνο που πιστεύει ο φιλόσοφος πως κάνουν οι καλλιτέχνες του καιρού του (υπαρκτή τέχνη) κι εκείνο που θα ήθελε να κάνουν (ιδεώδης τέχνη), ώστε να ωφελήσουν την άριστη πολιτεία. Θαρρώ ότι τους βάζει σε δύο κατηγορίες. Εκείνους που μιμούνται και που τα έργα τους είναι μιμήσεις (καλλιτέχνες-μιμητές), κι εκείνους που είναι θεόπνευστοι.» (Ίων). Όταν όμως καταδικάζει τη μίμηση του αισθητού -τον αισθητικό ρεαλισμό-, δεν έβλεπε ο Πλάτων, αναρωτιέται ο Αρβανιτάκης, ότι πολύ μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Όμηρος, ο Πίνδαρος, ο Φειδίας, ο Πολύκλειτος, χρησιμοποιούν το αισθητό για να εξεικονίσουν μια ιδανική και υπερβατική πραγματικότητα; Γιατί τους ξεχνά; «Ο λόγος είναι προφανής: ναι μεν επιδίωκαν να εξεικονίσουν το υπεραισθητό -ο Πλάτων δεν θέλει να αναφέρει καν το γεγονός-, αλλά αυτό το υπεραισθητό το έβλεπαν αλλιώς.» Ο Πλάτων απαιτεί, σημειώνει ο Αρβανιτάκης, να φιλοσοφήσουν οι καλλιτέχνες, δηλαδή να μάθουν τι σημαίνει αισθητό, να γνωρίσουν τις ιδέες, ώστε να προσπαθούν να μιμηθούν τα όντως όντα, την γνήσια πραγματικότητα. (σ. 236). Ας μην επεκταθούμε. Το θέμα είναι τεράστιο. Με γνώση ο Αρβανιτάκης παρατηρεί και τις «αδικίες» του Πλάτωνος. Οι λόγοι για την θεϊκή μανία που ο Πλάτων δέχεται για τον ίδιο αλλά και για τους ποιητές, μας συγκινούν: πάντες γαρ οι τε των επών ποιηταί οι αγαθοί ουκ εκ τέχνης αλλ’ ένθεοι όντες και κατεχόμενοι πάντα ταύτα τα καλά λέγουσι ποιήματα. (Ίων 533e, σ. 237).

– 406 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

Ο κύκλος της μελέτης της κίνησης στον Πλάτωνα οδηγεί, όπως είναι φυσικό, σε μια άλλη μεγάλη έρευνα, όπου φωτίζεται η αξία του αθλητισμού στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Σε όλους ίσως τους αρχαίους πολιτισμούς οι αγώνες δεν ήταν μέρος της ζωής όσο στους Έλληνες. Όταν οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, ανήκει σε όλους εκείνους που παραμένουν προσηλωμένοι στα ελληνικά γράμματα και στο ελληνικό πνεύμα να ξαναθυμίσουν το νόημα στους πολλούς, ώστε να συνειδητοποιηθεί η βαρύτητα των λέξεων και να αναλογισθούμε όλοι μαζί τι σημαίνει «πολιτισμική κληρονομιά», που εύκολα αναφέρεται, αλλά πολύ λίγο βιώνεται. Ο αθλητισμός είναι αξία και αυτή η αξία, ως πολιτισμική αξία την προσέφεραν οι Έλληνες. Πράγματι, οι Έλληνες προσέφεραν στον κόσμο την αξία του αθλητισμού. Συνυφασμένος με την ιδέα του γερού και ωραίου σώματος, με την αντίληψη ότι οι νέοι και οι πολίτες γυμνάζονται και στον στίβο, αλλά και στην αγορά, κέντρο της πολιτικής ζωής, με την αναγνώριση της υπεροχής του νικητή μέσα από την άμιλλα, ο αθλητισμός καταξίωσε τον πολιτισμό των Ελλήνων. Γιατί όχι μόνο κατέδειξε τον ρόλο του στην όλη εκπαίδευση των νέων, αλλά κυρίως γιατί βρήκε την υψηλότερη έκφραση στον λόγο και στην τέχνη. Όμηρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης, Πίνδαρος έχουν δωρίσει στην ποίηση την υψηλότερη επική και λυρική έκφραση, στις περιγραφές των αγώνων και στους επινίκιους ύμνους. Οι αναπαραστάσεις αθλητών σε επιτύμβιες στήλες, οι ανδριάντες στην Ολυμπία, που έστηναν για τους νικητές, δικαίωμα αποκλειστικό των αθλητών, με τον περίφημο δισκοβόλο του Μύρωνος, στα κλασσικά χρόνια μας κάνουν να σκεφθούμε πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με στιγμές αθλητών ήταν, στην αρχή, η τέχνη των Ελλήνων. Και πάλι θα δούμε πόσο αυτό το στοιχείο απουσιάζει από την αναγεννησιακή και την νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη. Δημιούργημα των Ελλήνων, ο αθλητισμός ως αναπόσπαστο στοιχείο της πόλεως αντιμετωπίζεται πια σοβαρά και από τους φιλοσόφους. Το γυμναστήριο γίνεται κέντρο συναντήσεων και συζητήσεων, και στην πολιτική τους, με την ωραία ελληνική σημασία της λέξης, η άθληση του σώματος είναι κύριος παράγοντας της όλης εκπαιδεύσεως των νέων. Ο Πλάτων είναι ο φιλόσοφος του αθλητισμού, και ας μην το ξεχνούνε όσοι επιπόλαια του αποδίδουν χαρακτηρισμούς που δεν αρμόζουν στο μεγαλείο της φιλοσοφικής του ιδιοφυΐας. Αν σκεφθούμε, σε όλα αυτά, ότι ιδρυτής των ολυμπιακών αγώνων θεωρούνταν ο Ηρακλής και ότι τους νικητές, στα πρώτα χρόνια, αριστοκρατικής γενιάς, τους τιμούσαν σε ειδικές τελετές, ότι ο Ερμής και ο Απόλλων καθιερώθηκαν ως θεοί των αγώνων και ότι το μαντείο των Δελφών επενέβαινε υπέρ του αθλητισμού, μπορούμε να καταλάβουμε, γιατί ένα τόσο βαθύ αλλά και πλατύ φαινόμενο, όπως ο ελληνικός αθλητισμός, κίνησε ζωηρά το ενδιαφέρον ενός Έλληνος στοχαστού, φιλοσόφου, λογοτέχνου. Στον Τάσο Αρβανιτάκη χρωστούμε το μεγάλο επίτευγμα να παρουσιάσει σε ογκώδη μονογραφία την όλη του έρευνα γύρω από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με κέντρο τον αθλητισμό. Χρόνια ερευνητικής επίπονης εργασίας του επέτρεψαν να καλύψει, ακτινωτά όλες τις προεκτάσεις του αθλητισμού στον χώρο της μυθολογίας, της θρησκείας, της τέχνης, του λόγου, της φιλοσοφίας. Ο αθλητισμός φωτίζεται στο βαθύτερό του νόημα: στην σχέση του ανθρώπου με το σώμα του, στο ένστικτο της κινήσεως, στην ορμή για νίκη, όχι μόνο στις αρχαίες

– 407 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

πηγές, αλλά και στις εργασίες νεότερων ξένων ερευνητών, στηρίχθηκε, για να μεταφέρει στο τέλος, τα συμπεράσματά του. Στην αρχή σχεδόν της εργασίας, σ. 19, θέτει το βασικό πρόβλημα αν ο αθλητισμός είναι τυπικό ελληνικό φαινόμενο ή όχι, και απαντά ως εξής: «[ο ερευνητής] πρέπει να θεωρήσει ότι ο αθλητισμός είναι ένα καθολικό ανθρώπινο φαινόμενο, και από κει και πέρα να ερευνήσει την έκταση και την ποιότητα και τη βαρύτητα του φαινομένου μες στον συγκεκριμένο πολιτισμό που μελετάει, και προπαντός ν’ αναζητήσει και να καταδείξει τη σχέση και τις αλληλοεπιδράσεις με τις άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού, τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τα γράμματα, τη φιλοσοφία. Μόνο έτσι θα προσδιορίσει την ιδιαιτερότητα -αν βέβαια υπάρχει- του φαινομένου αυτού μες στον πολιτισμό που ερευνά.» Στην πρωτότυπη και ξεκάθαρη αυτή θέση θεμελιώνεται η όλη εργασία του. Ανάμεσα στον αθλητισμό του μύθου και του έπους απ’ τη μια και τον ολυμπιακό αθλητισμό από την άλλη, ο Αρβανιτάκης τραβάει μια διαχωριστική γραμμή, που στηρίζεται στο ότι οι αγώνες που περιγράφονται στον μύθο και στο έπος δεν έχουν μια σχέση ειδική με τη θρησκεία. Ο Όμηρος ποτέ δεν κάνει λόγο για αθλητικούς αγώνες που διεξάγονται προς τιμή των θεών. Ο Αρβανιτάκης πιστεύει ότι ο μη θρησκευτικός αθλητισμός είναι ο πιο παλιός. Για να διακρίνει τις διάφορες κατηγορίες αυτών των αγώνων εισάγει ένα νέο κριτήριο, το περιεχόμενο της συνείδησης των αθλητών και των θεατών. Έτσι οι αγώνες αυτοί ανάγονται στην περιοχή της ηθικής και του πνεύματος. Θα σταθώ στον τρόπο που ο Αρβανιτάκης βλέπει τον αθλητισμό μέσα από τα μάτια των φιλοσόφων. Το Ε΄ μέρος του βιβλίου: «Αθλητισμός και φιλοσοφία» έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί προβάλλει την απόσταση του ελληνισμού «από το πνεύμα του ασκητισμού, της αποκλειστικής προσήλωσης στον κόσμο της ψυχής. Η αρχαία φιλοσοφία, σπάνια εκφράζεται με περιφρόνηση πραγματική για το σώμα […] Οι Έλληνες φιλόσοφοι αντιλαμβάνονταν την αλληλεξάρτηση ψυχής και σώματος κι επέμεναν στη σημασία της σωματικής αγωγής. Η ενασχόληση με τον αθλητισμό προϋποθέτει πίστη στη δυνατότητα βελτίωσης του ανθρώπου και πόθο για τελειότητα. Η άθληση προάγει τη χαρά της ζωής και την αποδοχή του φυσικού, και ευνοεί την καλλιέργεια των κοινωνικών ενστίκτων […] Ένα απ’ τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του αρχαίου κόσμου, το ιδανικό της καλοκαγαθίας, της σύμμετρης ανάπτυξης των ψυχικών, των ηθικών και των σωματικών αρετών, δεν είναι δημιούργημα ενός θεωρητικού ή μιας σχολής. Τα έπλασε ένας ολόκληρος λαός μέσα στα γυμναστήρια και τις παλαίστρες» (σ. 185). Παρέθεσα ολόκληρο το απόσπασμα από την εισαγωγή στο μέρος που ερευνάται η σχέση αθλητισμού με τη φιλοσοφία. Είναι αποκαλυπτικός ο λόγος του Τάσου Αρβανιτάκη. Φωτίζει την μεγάλη διαφορά, την απόσταση που χωρίζει το ελληνικό πνεύμα, τον ελληνισμό από αντιλήψεις άλλων λαών που γυρίζουν την πλάτη στις αισθήσεις και απομονώνονται σε θεοκρατικά άκαμπτα σχήματα. Αγαθή πράγματι τύχη έφερε τον χριστιανισμό στα ίχνη και στο έδαφος της ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτές βέβαια είναι προσωπικές μου σκέψεις με αφορμή τα εύστοχα και καταλυτικά σχόλια του Τάσου Αρβανιτάκη. Και εδώ ακριβώς πρέπει να προσθέσω αυτό που αισθάνεται κανείς διαβάζοντας το έργο του για τον αθλητισμό: την επιθυμία να μελετήσει προσεκτικά τα κείμενα με όλες τις σημειώσεις. Γιατί

– 408 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

εκεί μέσα, βρίσκει, δίπλα στον πλούτο γνώσεων που του προφέρονται, την εξήγηση, τον λόγο για τον οποίο όλα τα ωραία που κληρονόμησε, αλλοιώνονται, φθείρονται και δεν θυμίζουν καθόλου τον κόσμο της προελεύσεώς τους. Ο αθλητισμός σήμερα με τη διατήρηση μιας λέξης «ολυμπιακοί αγώνες», έχει χάσει το νόημά του. Ούτε ηθική αξία, ούτε ενέχει πια πολιτισμική διάσταση. Ο αθλητισμός εκτιμάται σήμερα με τον πήχη μετοχών των επιχειρήσεων, με την αγοραπωλησία αθλητών, και με παρελάσεις και φιέστες που είναι η χαρά των επιχειρήσεων, που περιμένουν να αυξήσουν έτσι τα κέρδη τους. Παλεύουν οι χώρες να διεκδικήσουν την τέλεση των «Ολυμπιακών Αγώνων» στον τόπο τους. Κανένας από τους στόχους των αρχαίων αγώνων δεν τους υποκινεί. Το κέρδος είναι καθαρά χρηματικό, οικονομικό. Πώς να μην θυμηθούμε την απορία του Πέρση: τι περίεργος λαός οι Έλληνες! Αντί να δώσουν χρυσάφι στους νικητές των αγώνων, τους προσφέρουν δάφνινο στεφάνι! Εδώ και χρόνια, και με την αναβίωση των περίφημων Ολυμπιακών Αγώνων, δεν προσφέρονται πια δάφνινα στεφάνια. Ο χρυσός τα έχει αντικαταστήσει. Έτσι ξέπεσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο επίπεδο χρηματιστηρίου και επενδύσεων, με απώλειες ή κέρδη. Τα λόγια ακούγονται ηχηρά και υψηλά. Οι πράξεις όμως τα διαψεύδουν. Βέβαια οι αθλητές, τα νέα παιδιά που στέφονται Ολυμπιονίκες, χαίρονται, αισθάνονται «υπερήφανα». Και είναι ίσως η μόνη πράγματι γνήσια και συγκινητική στιγμή, όταν ανεβασμένα στο βάθρο βλέπουν τις σημαίες της χώρας τους να ανεμίζουν. Η υπερηφάνεια όλων μας είναι το μοναδικό, ίσως, αλλά μεγάλο αναντικατάστατο ηθικό κέρδος. Όλες αυτές οι σκέψεις έρχονται στον νου όταν παρακολουθούμε τον Τάσο Αρβανιτάκη να ρίχνει στον αθλητισμό τους προβολείς των φιλοσόφων. Και τι δεν μαθαίνουμε! Πως φιλόσοφοι όπως ο Εμπεδοκλής, είχε πάρει μέρος σε Ολυμπιακούς Αγώνες και νίκησε με κέλητα, πως ο σοφιστής Ιππίας ο Ηλείος ήταν ο πρώτος που συνέταξε καταλόγους Ολυμπιακών, ότι ο ίδιος ο Πλάτων, όπως λέγεται, είχε παλέψει στα Ίσθμια. Πως ο Διογένης από τη Σινώπη, ο κυνικός, παρακολουθούσε τους αγώνες, τα Ολύμπια και πως απάντησε ως εξής, όταν ερωτήθηκε εάν ήταν μεγάλο πλήθος στα Ολύμπια: «πολύς ο όχλος … ολίγοι δ’ οι άνθρωποι»! Μαθαίνουμε βέβαια ότι οι Ολυμπιονίκες δεν βελτίωναν καθόλου τα οικονομικά τους. Ο ίδιος ο Διογένης, έξυπνα και με την γνωστή του ετοιμότητα, είπε σε έναν Ολυμπιονίκη που γύρισε πάλι στην παλιά του δουλειά, να βόσκει πρόβατα (νέμω): ταχέως […] μετέβης από των Ολυμπίων εις τα Νέμεα. Υπήρξαν βέβαια και εκείνοι που ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας, όπως ο Ξενοφάνης βλέποντας πως οι υπερβολικές τιμές στους αθλητές ήταν για μερικούς αφορμή για επιδίωξη να καταλάβουν την εξουσία και πως τη νίκη στους αγώνες την επιζητούσαν οι τύραννοι, αλλά και οι επίδοξοι τύραννοι. Είναι άδικο, πίστευε ο Ξενοφάνης αλλά και ο Τυρταίος, να προηγείται η ρώμη της σοφίας. Σε δύο όμως φυσιογνωμίες που σφράγισαν την αθανασία του ελληνικού πνεύματος, στον Πίνδαρο και στον Πλάτωνα, θα αφιερώσει τις πιο εμπνευσμένες του, πιστεύω, στιγμές της όλης έρευνάς του ο Τάσος Αρβανιτάκης. Με κέντρο τις τέσσερις αρετές, τις κυρίαρχες στον ελληνικό κόσμο, την ανδρεία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την ευσέβεια, θα καταδείξει πώς αυτές λειτουργούσαν τόσο στο πλαίσιο της άθλησης στον στίβο και στους αγώνες όσο

– 409 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

και στο πλαίσιο της παιδείας, που σκοπό είχε τον καλό και αγαθό, τον πολίτη ο οποίος συμβάλλει στη βελτίωση της πόλεως. Ας σταθούμε στον Πίνδαρο. Κανένας ποιητής δεν ύμνησε με τόσο υψηλή λυρική ποίηση τους αθλητές. Μέσα εκεί όμως, μέσα στα επινίκια του Πινδάρου προβάλλουν οι αρετές εκείνες που θεμελίωσαν τον ελληνικό κόσμο. Και πρώτα πρώτα η ευσέβεια στους θεούς΄ παρόντες σε όλα τα ποιήματα, τους προσφέρονται προσευχές και θυσίες. Ο Πίνδαρος με την βαθιά θρησκευτική του πίστη, «είναι, γράφει ο Αρβανιτάκης, αναμφίβολα ένας απ’ τους μεγάλους θρησκευτικούς ποιητές της ανθρωπότητας.» (σ. 148). Την πίστη του την έχει αποτυπώσει στον στίχο του «απ’ τους θεούς πηγάζουν όλες οι αρετές των θνητών» (εκ θεών γαρ μαχαναί πάσαι βροτέαις αρεταίς…). Το βασικό στοιχείο στον άνθρωπο είναι η φυά, δηλαδή η φύση του, οι ιδιαίτερες έμφυτες ικανότητες, οι κληρονομημένες που «είναι κάτι σαν πεπρωμένο που γεννιέται μαζί με τον άνθρωπο. Αυτό το πεπρωμένο αποφασίζει για τα πάντα.» (σ. 164). Από εκεί και πέρα είναι έργο του προπονητή να αναπτυχθούν οι φυσικές ικανότητες, τα φυσικά δώρα, στον αθλητή, που θα πρέπει να έχει επιδείξει βέβαια μαζί με το θάρρος και την επιμονή και τον μόχθο στην συνεχή προπόνησή του. Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται η εύνοια των θεών. Είναι εξαιρετικά σημαντική η όλη έρευνα του Αρβανιτάκη. Στη διαδρομή της συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία και τα συνέθεσε σε μία ολική εικόνα που αναδεικνύει και μεταφέρει στον προσεκτικό αναγνώστη την υψηλή αξία του αθλητισμού, καθαρά ηθική. Καταδεικνύει ότι οι αρχαίοι Έλληνες ανέβασαν τον αθλητισμό στο επίπεδο του πνεύματος. Επέτυχε, πιστεύω, στη βασική και πρωτότυπη επιδίωξή του να καταδείξει ότι ο αθλητισμός δεν ήταν μια απλή, αλλά μια βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνισμού, όπως εξαγγέλλεται και στον υπότιτλο του έργου. Τοποθέτησε δηλαδή πειστικά τον αθλητισμό δίπλα στις άλλες βασικές εκδηλώσεις πολιτισμού, που είναι η τεχνολογία και η επιστήμη, οι καλές τέχνες, η ηθική, η νομοθεσία, η θρησκεία και η φιλοσοφία, και το επίτευγμα αυτό είναι, νομίζω, σημαντικό. Είναι καιρός κι εμείς να διδαχθούμε από την πηγή τι σημαίνει αθλητισμός, ή τουλάχιστον τι σήμαινε αθλητισμός για τον λαό που τον δημιούργησε. Άφησα για το τέλος την όλη σχέση του Τάσου Αρβανιτάκη με τη φιλοσοφία΄ αποτυπώνεται στη μελέτη του «Τιμή και ατιμία της φιλοσοφίας». Είναι βαθιά ριζωμένη η αλήθεια ότι η φιλοσοφία -μάθημα ιδιαίτερο δύσκολο- υψώνει τον νου, και καλλιεργεί τον άνθρωπο΄ χωρίς να προσφέρει πάντα απαντήσεις, τον βοηθάει εντούτοις να συνειδητοποιήσει τα προβλήματα της ζωής και του θανάτου. Αυτή την αλήθεια την συνοδεύει η εντύπωση ότι στους αρχαίους χρόνους, που ανέδειξαν μοναδικούς φιλοσόφους, η φιλοσοφία ήταν σεβαστή και επαινετή. Η εικόνα ωστόσο δεν αντικατοπτρίζει πάντα την πραγματικότητα. Γιατί και τότε, αλλά δυστυχώς και σήμερα, η φιλοσοφία αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη από όσους θεωρούν ότι κύριο μέλημα του ανθρώπου είναι η δράση και η επιτυχία στο κοινωνικοπολιτικό του πλαίσιο, αλλά τώρα πια και στο οικονομικό πεδίο. Σε τι χρησιμεύουν οι φιλόσοφοι στην κοινωνία; Τι προσφέρουν; Πώς μετέχουν στις αποφάσεις για τα κοινά; Τα ερωτήματα που πολλοί θα έθεταν επιτακτικά σήμερα, τα θέτει με ευθύ και ξεκάθαρο τρόπο ο Αρβανιτάκης, όταν ερωτά

– 410 –


ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ποια η αξία της φιλοσοφίας; Σ’ αυτό το τελευταίο ερώτημα έχουμε και την καταλυτική του απάντηση, την οποία πλαισιώνει η έρευνα των αρχαίων πηγών. Η επιφύλαξη απέναντι στη φιλοσοφία που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι δεν βοηθά τελικά τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον, χαρακτηρίζεται στην αρχαία Ελλάδα από τους εχθρούς της φιλοσοφίας με μία έκφραση: μιλούν για την «ατιμία» της φιλοσοφίας. Βέβαια η λέξη «ατιμία» δεν έχει τη σημερινή σημασία της κοινωνικής αμαύρωσης και του κοινωνικού στιγματισμού, αλλά σημαίνει απλώς την ανυποληψία, κάτι που είναι άχρηστο. Και θεωρείται τέτοια η φιλοσοφία από τους πολλούς, γιατί ο άνθρωπος που ασχολείται μ’ αυτήν δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και να επιβληθεί στον τομέα των δημοσίων υποθέσεων. Για τους αντιπάλους της φιλοσοφίας οι φιλόσοφοι είναι, από αυτήν την άποψη, άχρηστοι. Έντονη είναι η προσωπική αντίδραση του Αρβανιτάκη, που βρίσκει τον καλύτερο συνήγορο της φιλοσοφίας στον Πλάτωνα. Αν οι φιλόσοφοι δεν τιμώνται στις πόλεις, αυτό οφείλεται στους πολιτικούς, όχι στους φιλοσόφους. Πώς μπορούν να εκτιμήσουν την αξία των τελευταίων οι αμαθείς, που επιδιώκουν την εξουσία και αγνοούν την πραγματική φύση της πολιτικής. Η κριτική του Πλάτωνος είναι ανελέητη. Δεν είναι -όπως θα σκεφτόμασταν- οι συγκεκριμένοι σοφιστές η αιτία της κακοδαιμονίας της φιλοσοφίας. Είναι κάτι άλλο, ένας άλλος ανώνυμος αλλά μέγας σοφιστής, η γνώμη των πολλών, η κοινή γνώμη, όπως λέμε σήμερα. Γιατί το πλήθος είναι κυρίαρχο, ασκεί μια τρομερή εξουσία: επαινεί αλλά και κατακρίνει. Ποιος αντέχει στην γενική κατακραυγή; Ποιος δεν παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του πλήθους; Με τη στάση λοιπόν του πλήθους που είναι καθοριστική -και είναι βαριά η κατηγορία του Πλάτωνος, αφού οι έπαινοι στοχεύουν συχνά στην κολακεία- συμπαρατηρείται και ένα άλλο φαινόμενο, εξίσου σημαντικό, το οποίο ωστόσο δεν αφορά την έξωθεν μαρτυρία, αλλά τους ίδιους τους καλουμένους «φιλοσόφους». Το φαινόμενο έχει και αυτό ένα όνομα: πρόκειται για τους ψευτοφιλοσόφους, εκείνους δηλαδή που ισχυρίζονται ότι υπηρετούν τη φιλοσοφία, ενώ κατά βάθος, τη δυσφημούν. Είναι όλοι αυτοί που διατείνονται ότι την καλλιεργούν, και οι οποίοι ου κατ’ αξίαν αυτής άπτονται. Βέβαια η φιλοσοφία παρόλη τη δυσφήμιση παραμένει κάτι υψηλό. Οι «ανάξιες» όμως φύσεις όταν έρθουν σε επαφή με τη φιλοσοφία, δεν μπορούν να γεννήσουν παρά μόνο σοφίσματα. Είναι πράγματι εντυπωσιακά τα χωρία της Πολιτείας, όπου ο Πλάτων, ο ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, σκέφτεται ότι οι προικισμένες φύσεις, όταν δεχθούν κακή αγωγή, γίνονται και οι πιο κακές. Αξίζει να σταθούμε στο διεισδυτικό βλέμμα του Πλάτωνος: Οι ευγενείς φύσεις είναι εκείνες που επηρεάζονται από τους πύρινους λόγους των δημαγωγών. Ποιανού νέου η καρδιά δεν πάλλει, σαν τους ακούει να λένε αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν; Και τότε και τώρα, και στους εκεί μακρινούς χρόνους και στους εδώ, κοντινούς δικούς μας, το φαινόμενο είναι το ίδιο. Οι δημαγωγοί «άγουν τον δήμον». Εναντιώνεται ο Πλάτων, αγανακτεί και δυνατά υψώνει τη φωνή του σαν σε νοερό δικαστήριο. Η φιλοσοφία είναι για τους δικαίους, τους σώφρονες, τους ευμαθείς, τους ευθύνους. Στο όνομα ακριβώς του φιλοσοφικού ιδεώδους του «καλού καγαθού» η φιλοσοφία διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία. Γιατί ο συνετός και δίκαιος, ο κατ’ αξίαν φιλόσοφος, θα καταστήσει το επάγγελμα του φιλοσόφου

– 411 –


ΤΕΡΕΖΑ ΠΕΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΛΑΛΑ

σεβαστό: και το επιτήδευμα τιμιώτερον αντί ατιμωτέρου ποιήσει (Πολ. 539cd). Δεν εγκλωβίζεται όμως ο Πλάτων στο σύνθημα: «Η φιλοσοφία για τη φιλοσοφία». Η τελεολογική της διάσταση είναι γνωστή: οδηγεί στην αρετή. Από χρόνια έχει εδραιωθεί μέσα μου η αντίληψη ότι οι επιλογές μας πηγάζουν από κάτι βαθύτερο, ότι έχουν βαθιές και συχνά ανεξήγητες αιτίες. Ποια φιλοσοφία ή -πιο απλά- ποιος φιλόσοφος προσελκύει την προσοχή μας, δεν είναι κάτι τυχαίο ούτε συμπτωματικό. Δεν γνωρίζω εάν αυτή μου την αντίληψη τη συμμερίζονται πολλοί. Η περίπτωση του Τάσου Αρβανιτάκη πάντως φαίνεται να την ενισχύει. Είναι φανερό ότι η έννοια της αρετής τον έχει κυριεύσει, αφού η όλη του φιλοσοφική αλλά και καθαρά προσωπική του πορεία φέρει τη σφραγίδα της. Δεν είναι ιστορική η ματιά του Αρβανιτάκη στην αρχαία φιλοσοφία. Είναι διεισδυτική και ερμηνευτική. Οι αναφορές του σε φιλοσόφους δεν προέρχονται από επιθυμία να μελετήσει αλληλεπιδράσεις, ρεύματα, ένα ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά από μια εσωτερική ώθηση να σκάψει όλο και πιο βαθιά στον τόπο που διάλεξε να σταθεί. Εικάζω ότι σε πολλά από τα ερωτήματα που υπαγόρευσαν τις έρευνές του έχει ο ίδιος δώσει απάντηση μέσα από τη στάση του. Γιατί η φιλοσοφία είναι, για τον Τάσο Αρβανιτάκη, στάση ζωής. Και είναι σπάνιο στις ημέρες μας. Με περίσσεια ρητορεία μιλούν για «γνήσιο» για «αυθεντικό», άνθρωποι που έχουν περιχαρακωθεί στο μη αυθεντικό. Ο Αρβανιτάκης όμως διατηρεί την αυθεντικότητα μιας φιλοσοφικής φύσης, που συνειδητά απομακρύνθηκε από ό,τι μπορεί να φθείρει, να αλλοιώσει και τελικά, να βλάψει. Διατήρησε ανέπαφο τον εαυτό του. Και τον εαυτό του τον αναγνωρίζουμε στο μεγάλο φιλοσοφικό του επίτευγμα, την αφομοίωση των αξιών του αρχαίου κόσμου, αλλά και στην λογοτεχνική του βιωματική δημιουργία. Ξεπερνά το πλαίσιο του σημερινού αυτάρεσκου διανοούμενου, η μορφή και η προσωπικότητα του Τάσου Αρβανιτάκη. Πράγματι, εάν ο κανόνας της συνέπειας έργων και λόγων έχει ηθική διάσταση, εάν αυτή η συνέπεια γίνεται στάση ζωής, τότε για τον Τάσο Αρβανιτάκη τον ερευνητή και μελετητή της φιλοσοφίας, τον λογοτέχνη, ο αρχαίος έπαινος ην ακόλουθος τω βίω αποτελεί το ουσιαστικό γνώρισμά του ως πνευματικού ανθρώπου. Μακριά από την επιδιωκόμενη από τους πολλούς δημόσια προβολή, έχοντας πίσω του πλούσια χρόνια διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο, ο Αρβανιτάκης ζει τη φιλοσοφία στην κυριολεξία. Ως τρόπο ζωής επέτυχε να εναρμονίσει το φιλοσοφικό ύψιστο μάθημα της φιλοσοφίας με την δημιουργική ορμή στη λογοτεχνία. Βιώνει τις αξίες τους με τη γνησιότητα και την ευαισθησία και σεμνότητα που τον χαρακτηρίζουν. Ο Τάσος Αρβανιτάκης παραμένει παράδειγμα για τους πολλούς φιλοσοφούντες και δικαιώνει έμπρακτα την αποστολή της φιλοσοφίας να καλλιεργεί και να διαμορφώνει ήθος και γνώση. Κερδίζουμε όταν γνωρίζουμε από κοντά τον Τάσο Αρβανιτάκη.

– 412 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Πώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τον Τάσο Αρβανιτάκη ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο πνευματικό; Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του λογοτέχνη και φιλόσοφο, προτάσσοντας πότε τον έναν όρο και πότε τον άλλο, θέλοντας ασφαλώς να δηλώσει ότι έχει εξίσου τις δύο αυτές ιδιότητες και ότι δεν προέχει η μία της άλλης. Αλλά φιλόσοφος αποκλειστικά στα επιστημονικά-φιλοσοφικά έργα του, ενώ εμμέσως, λίγο ή καθόλου, στα λογοτεχνικά; Και πώς πρέπει να εννοήσουμε τη λέξη «φιλόσοφος» και «στοχαστής» για την περίπτωσή του; Οι ιδιότητες αυτές είναι απλώς παράλληλες, όπως π.χ. ένας δικηγόρος μπορεί να είναι και ζωγράφος; Ή μήπως αλληλοεξαρτώνται, συναντώνται και συναιρούνται ουσιαστικά, όπως στην περίπτωση του Ηράκλειτου, του Πλάτωνα, του Ευριπίδη, του Ντοστογιέφσκι, του Νίτσε, του Κάφκα, του Καμύ, για ν’ αναφέρουμε μερικούς; Είναι γνωστό ότι η λέξη φιλόσοφος χρησιμοποιήθηκε από τον Πυθαγόρα, όταν μιλώντας για τον εαυτό του έλεγε ότι είναι απλώς φίλος της σοφίας και όχι σοφός, δηλαδή αναζητητής και όχι κάτοχος της γνώσης. Βέβαια η λέξη «σοφία» δεν είχε τη σημασία της προχωρημένης θεωρητικής γνώσης, που της αποδίδει ο Πυθαγόρας. Και πριν αλλά και μετά από αυτόν (ακόμα και στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα) σήμαινε πρώτιστα την ευφυΐα, τη δεξιότητα σε κάποια τέχνη, τη φρόνηση, την πρακτική και πολιτική σύνεση και έπειτα τη γνώση των επιστημών, τη μάθηση, την παιδεία και τέλος τη φιλοσοφία (βλ. Liddell-Scott, λήμμα σοφία). Ως προς τις λέξεις «φιλοσοφία» και «φιλόσοφος» είναι απολύτως αδύνατο να δοθεί ένας ορισμός, που να καλύπτει τους φιλοσόφους όλων των εποχών και των φιλοσοφικών ρευμάτων. Οι ίδιοι οι φιλόσοφοι δε συμφωνούν καθόλου. Ο Πλάτων λ.χ. λέει ότι ο φιλόσοφος ερευνά την αλήθεια, αλλά δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Λέει ότι ο φιλόσοφος ερευνά το «ὄντως ὄν», το «παντελῶς ὄν», το «εἰλικρινῶς ὄν», αυτό που μένει αιωνίως αμετάβλητο, δηλαδή τις ιδέες.1 Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, ο Σωκράτης που δεν ήξερε τις ιδέες και ο Αριστοτέλης που αρνιόταν την ύπαρξή τους, δεν ήταν φιλόσοφοι. Το ίδιο θα εκπλαγεί κανείς αν διαβάσει τους ορισμούς που δίνουν για τη φιλοσοφία ο Bergson π.χ. ή ο Heidegger. Μαθαίνει ίσως τι επιδιώκουν οι ίδιοι, όχι όμως τι είναι φιλοσοφία. Πολλοί από τους ερευνητές δίνουν τέτοιους ορισμούς, που αποκλείουν πότε τον Ηράκλειτο, πότε τον Εμπεδοκλή, πότε τον Νίτσε, πότε τους 1. Πολιτεία 475b κ.ε.

– 413 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

ασχολούμενους με την ηθική φιλοσοφία, πότε μεγάλο μέρος του έργου «αποδεκτών» κατά τα άλλα γι’ αυτούς φιλοσόφων κτλ. Ο Αρβανιτάκης επιχείρησε να δώσει έναν ευρύτατο ορισμό, που όμως και ο ίδιος δε βρίσκει ικανοποιητικό. Η φιλοσοφία είναι ένα ανέβασμα πάνω από το συγκεκριμένο, αλλά με αφορμή το υπαρκτό και συγκεκριμένο. Ο φιλόσοφος ερευνά τις δυνατότητες του μυαλού, τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, τη σχέση του με τους συνανθρώπους και την πολιτεία, το ωραίο, και το τι οφείλει να πράττει. Υποθέτω ότι δεν εννοεί ότι ο φιλόσοφος τα κάνει όλα αυτά και ότι αν παραλείψει έναν τομέα δεν είναι φιλόσοφος, γιατί αλλιώς δε θα αποκαλούσε τον εαυτό του φιλόσοφο, εφόσον ο ίδιος δεν ασχολείται με όλους τους κλάδους της φιλοσοφίας. Ο Αρβανιτάκης έχει μια προτίμηση προς την ηθική φιλοσοφία και εξηγεί την κλίση του αυτή. Ο κύριος λόγος είναι ότι τον τυραννάει η ύπαρξη του κακού στον κόσμο, η αδικία, σε όλες τις μορφές της. Πράγματι, αν κανείς ήθελε να προσδιορίσει το βασικό μοχλό που κινεί ολόκληρη τη σκέψη του Τ. Αρβανιτάκη, αυτό που είναι το μέγιστο αίτημα της ύπαρξής του, θα εύρισκε αβίαστα πως αυτό είναι το αίσθημα του δικαίου. Αυτό τον ώθησε να κάνει το δίκαιο και την ηθική προνομοιούχα περιοχή των αναζητήσεών του. Δεν πρόκειται για μια πνευματική περιέργεια, αλλά για μια βαθύτατη υπαρξιακή ανάγκη. Για να εξηγήσουμε γιατί ο Αρβανιτάκης καταφεύγει στη λογοτεχνία για να εκφράσει φιλοσοφικές απόψεις, και μάλιστα συχνά προσωπικές και πρωτότυπες, πρέπει να ανατρέξουμε στα συγγράμματά του, προπαντός εκεί όπου μιλάει για τους πλατωνικούς μύθους, κι αυτό γιατί ο ίδιος ακολουθεί κυρίως την πλατωνική μέθοδο. Στα Εισαγωγικά μαθήματα φιλοσοφίας υποστηρίζει ότι η τέχνη στις υψηλές μορφές της χρησιμοποιεί όλες τις ψυχικές δυνάμεις του ανθρώπου, οι οποίες δένονται μεταξύ τους σ’ ένα αδιαχώριστο σύνολο. Έτσι σε σχέση με τις δύο άλλες εκδηλώσεις του πολιτισμού, όπως είναι η θρησκεία και η φιλοσοφία, η τέχνη υπερέχει σε πληρότητα. Υπάρχουν κλάδοι της φιλοσοφίας, όπως η Λογική ή η θεωρία της γνώσης, που αποκλείουν το συναίσθημα και τη φαντασία και απαιτούν αυστηρή δομή και μέθοδο. Από την άλλη μεριά, ο κλάδος της φιλοσοφίας, όπως είναι η μεταφυσική, που αναζητά να ερμηνεύσει τον κόσμο ως σύνολο, ακόμη και ό,τι ξεπερνά τα δεδομένα της εμπειρίας, εισχωρεί αναγκαστικά στο έδαφος της θρησκείας και της τέχνης. Αναγκάζεται λοιπόν να χρησιμοποιήσει, εκτός από το λογικό και την εμπειρία, όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της ψυχής, μαζί με τις καλλιτεχνικές, προκειμένου να προσεγγίσει εποπτικά τα απρόσιτα ζητήματα που φιλοδοξεί να διερευνήσει. «Τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα», υπογραμμίζει ο Αρβανιτάκης, «είναι ποιήματα στο είδος τους». Αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι ο φιλόσοφος, ιδιαίτερα όταν αδυνατεί να διεισδύσει στην ουσία του κόσμου με την ψυχρή λογική για να εκφράσει το απροσπέλαστο, έχει ανάγκη από τη βοήθεια της φαντασίας και της ποίησης. Χρειάζεται, δηλαδή, να καταφεύγει συχνά σε ποιητικά σχήματα: στο μύθο, τη μεταφορά, την παραβολή, την αλληγορία, την εικόνα. Ο Αρβανιτάκης μας παραπέμπει στους πλατωνικούς μύθους: το μύθο του Πρωταγόρα, του φτερωτού άρματος της ψυχής στον Φαίδρο, των δεσμωτών του σπηλαίου στην Πολιτεία και τόσους άλλους και καταλήγει:

– 414 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

«Ας μην ξεχνούμε πως η ιδέα ενός ενιαίου κόσμου είναι μια ατομική, σχεδόν ποιητική σύλληψη, και η προσπάθεια να εκτελέσουμε το σχέδιο αυτού του ενιαίου κόσμου απαιτεί τη συνδρομή όλων των δυνάμεων της ψυχής. Η ξερή λογική διανόηση δεν μπορεί παρά να δώσει συστήματα που φαίνονται λειψά».2 Πιο χαρακτηριστικά ακόμα είναι τα όσα ο Αρβανιτάκης γράφει στην πραγματεία του Πλάτων, Περί της κινήσεως: «Ο Πλάτων είναι πεπεισμένος ότι στα μεταφυσικά και οντολογικά ζητήματα το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι μια προσέγγιση. Η προσέγγιση αυτή επιτυγχάνεται καλύτερα με το μύθο (διαμυθολογεῖν). Όπως δεν μπορούμε να δούμε απευθείας με γυμνό μάτι τον εκτυφλωτικό ήλιο, πολύ λιγότερο δεν μπορούμε να δούμε απευθείας τις μεταφυσικές ουσίες. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε το μύθο. Ο μύθος στις περιπτώσεις αυτές είναι σύμφυτος με την ιδιαιτερότητα των υπό θεώρηση πραγμάτων. Έτσι ο Πλάτων καταφεύγει αδίστακτα στο μύθο, πράγμα που για έναν ορθολογιστή, όπως ο Αριστοτέλης, αποτελούσε ομολογία αδυναμίας».3 Ο πλατωνικός μύθος διαφέρει από τους συνηθισμένους μύθους. Παρουσιάζει μια σοβαρότητα που απορρέει από το θρησκευτικό, γνωστικό και ηθικό του χαρακτήρα. Όλοι οι μεγάλοι μεταφυσικοί ή εσχατολογικοί μύθοι του Πλάτωνα παρουσιάζουν βαθιά θρησκευτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι σ’ αυτούς εκθέτει κυρίως τις θρησκευτικές του δοξασίες, την πίστη του για την αγαθότητα του δημιουργού, τις τιμωρίες των κακών ψυχών, τις αμοιβές των καλών μετά θάνατο κτλ. Μολονότι η φαντασία είναι έντονα παρούσα σε όλους τους μεγάλους μύθους, ωστόσο ο ορθός λόγος είναι εκείνος που στις περισσότερες περιπτώσεις, κατά τον Αρβανιτάκη, «‘κρατάει το τιμόνι’ και κατευθύνει την έμπνευση». Άλλωστε, στην αρχαία ελληνική φιλολογία οι λέξεις μῦθος και λόγος είναι σχεδόν ταυτόσημες (βλ. Liddell-Scott). Η πρώτη σημασία της λέξης μύθος είναι λόγος ή ομιλία. Ο μύθος σημαίνει ακόμη διήγημα ή ιστορία, χωρίς τη διάκριση της αλήθειας ή του ψεύδους, και μόνο από τα χρόνια του Πινδάρου υπονοεί την πλαστή διήγηση. Αντίστοιχα ο λόγος σημαίνει κι αυτός, μεταξύ άλλων σημασιών, το λεγόμενο, καθώς και κάθε διήγηση, είτε ψεύτικη είτε αληθινή, και στη συνέχεια την πλαστή διήγηση ή το μύθο. Ο Πλάτων προσλαμβάνει όλη την ποικιλία σημασιών που ήταν γνωστές στην εποχή του και τις χρησιμοποιεί άλλοτε σε αντιδιαστολή και άλλοτε το ίδιο χωρίο το αποκαλεί συγχρόνως μύθο και λόγο.4 Σε ορισμένους διαλόγους, όπως λ.χ. στον Τίμαιο, μύθος και διαλεκτική συγχέονται. Συχνά βρίσκουμε στον ίδιο διάλογο τις ίδιες αλήθειες να εκφράζονται τόσο με τη μορφή λόγου όσο και με τη μορφή του μύθου, ενώ άλλες πάλι φορές αναπτύσσονται με λόγο αλήθειες που σε άλλο διάλογο εκφράζονται μέσω του μύθου. Οι πλατωνικοί μύθοι στοχεύουν συχνά στην επίτευξη κοινωνικής και ηθικής αρετής και αφορούν κυρίως στην τιμωρία της κακίας και την αμοιβή της αρετής. Άλλωστε η επίκριση της ποίησης και η καταδίκη του Ομήρου και των τραγι2. Εισαγωγικά μαθήματα φιλοσοφίας, τεύχ. Α΄ (Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα, 1985), σ. 20. 3. Πλάτων, Περί της κινήσεως (Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτρος, 1996), σσ. 190-1. 4. Βλ. λ.χ. Γοργία 523a. Πρβλ. Πρωταγόρα 320c κ.ε.

– 415 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

κών ποιητών που εκφράζονται και αυτοί με μύθο και όχι με λόγο, στηρίζεται ακριβώς στη γνώμη ότι τα έργα τους είναι ακατάλληλα –αν όχι καταστροφικά– για τη διάπλαση υγιούς ήθους. Οι μύθοι λοιπόν του Πλάτωνα δε μοιάζουν, δηλώνει ο Αρβανιτάκης, με τα παραμύθια που διηγούνται οι μητέρες και οι γέροι στα παιδιά ούτε με τις αλληγορίες του Αισώπου. Ούτε είναι απλές ποιητικές αφηγήσεις χωρίς θέση και με μοναδικό σκοπό την τέρψη. Οι μύθοι είναι ενταγμένοι στη φιλοσοφική προβληματική και επιδιώκουν κοινούς στόχους μαζί της. Αποβλέπουν, δηλαδή, «στην προβολή μεταφυσικών, κοσμολογικών, γνωστικών και ηθικών θέσεων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Πλάτων στους πιο σημαντικούς του μύθους «εγκαταλείπει τη συνηθισμένη παιγνιώδη και ειρωνική διάθεσή του», οπότε «ο λόγος του γίνεται εντελώς σοβαρός και κάποτε ιεροπρεπής». Σε σχέση με το λόγο, ο μύθος, απαιτεί, λόγω ορισμένων ιδιοτυπιών του, μια πιο προσεκτική ανάγνωση. Ο αναγνώστης οφείλει να γνωρίζει ότι η πειθώ αποτελεί συστατικό στοιχείο του πλατωνικού μύθου και ότι συχνά η διάθεση του Πλάτωνα να πείσει τους αναγνώστες του, προκειμένου να επιτύχει το στόχο του μύθου, τον οδηγούν σε τεχνάσματα, όπως η εισαγωγή λεπτομερειών ή ιστορικών στοιχείων που αποσκοπούν στη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια. Ακόμη, «οι απαιτήσεις της καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης και η αχαλίνωτη έμπνευση», συμπληρώνει ο Αρβανιτάκης, «οδηγούν τον Πλάτωνα στο να εισάγει … ουσιαστικότερες απόψεις, που δε θα τις έβαζε σε μια μη μυθική ανάπτυξη. Έτσι οι πλατωνικοί μύθοι πρέπει να παίρνονται εντελώς στα σοβαρά, όχι όμως να νοούνται κατά γράμμα σ’ όλες τις λεπτομέρειές τους».5 Στην ίδια εργασία για την κίνηση στο έργο του Πλάτωνα, στο κεφάλαιο «Ο εικώς μύθος» ο Αρβανιτάκης γράφει: «Ο Τίμαιος αποκαλεί αυτά που λέει άλλοτε λόγον ή λόγους και άλλοτε μῦθον, αδιακρίτως. Και αυτά που λέει έχουν την εμφάνιση μιας ιστορίας και ενός μύθου, ενώ συχνά υπενθυμίζει τον υποθετικό χαρακτήρα των λεγομένων του. Τι επιδιώκει μ’ αυτό ο Πλάτων; Να θεωρήσουμε την αφήγησή του ως μύθο, ως κάτι που δεν έγινε με πρόθεση σοβαρή και που δεν έχει βάθος φιλοσοφικό; Ή μήπως υπονοεί ότι η φύση των θεμάτων είναι τέτοια, ώστε είναι αδύνατο να βρει κανείς την αλήθεια, και στις υποθέσεις του δεν μπορεί κανείς παρά να δώσει χαρακτήρα μυθικό;» (σσ. 99-100). Ο Τίμαιος ξεκινώντας από τη διάκριση του εἶναι και του γίγνεσθαι, των αιωνίως αμετάβλητων και αγέννητων ιδεών, που τις συλλαμβάνουμε με την έλλογη νόηση (νοήσει μετά λόγου) και των αιωνίως μεταβαλλόμενων αισθητών που έχουν κάποτε γεννηθεί, που τα συλλαμβάνουμε με τη «δόξα» και τις αισθήσεις (δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως), δέχεται ότι ο αισθητός κόσμος αποτελεί εικόνα του νοητού προτύπου της. Τότε όμως οι προτάσεις που θα διατυπωθούν για την εξήγηση του προτύπου και της εικόνας του θα πρέπει να είναι της ίδιας τάξης με αυτά που πρόκειται να εξηγήσουν. Και επειδή η σχέση του εἶναι προς το γίγνεσθαι είναι ανάλογη με τη σχέση της αλήθειας προς την πίστη, οι προτάσεις για τον κόσμο, ο οποίος αποτελεί εικόνα του υποδείγματος, θα είναι εικόνες της αλήθειας 5. Βλ. Πλάτων, Περί της κινήσεως, ό.π., σσ. 190-92.

– 416 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

(εἰκότες λόγοι). Οι εἰκότες λόγοι συνιστούν, συνεπώς, μια ενδιάμεση γνωστική βαθμίδα ανάμεσα στην ἐπιστήμην και τη δόξαν,6 πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποσκοπούν στην αλήθεια, αλλά στη μέγιστη δυνατή αληθοφάνεια και δε φιλοδοξούν να εξομοιώνονται με την αλήθεια, αλλά μόνο με την εικόνα της. Χαρακτηριστικά ο Τίμαιος επισημαίνει στον Σωκράτη τα εξής: «Αν λοιπόν, Σωκράτη, δεν μπορέσουμε να διατυπώσουμε … ακριβείς συλλογισμούς για πολλά και ποικίλα ζητήματα … πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν καταλήξουμε στις πιο εύλογες εξηγήσεις (εἰκότας λόγους)· ώστε, πρέπει να αποδεχόμαστε για όλα αυτά την εύλογη εξιστόρηση (εἰκότα μῦθον) και να μη ζητούμε τίποτα περισσότερο».7 «Σε τι όμως αποβλέπει η έκθεση του Τίμαιου;», αναρωτιέται ο Τ. Αρβανιτάκης, και απαντά με αναφορά στο πλατωνικό χωρίο λέγοντας: Την ἰδέαν τῶν εἰκότων μύθων την επιδιώκει κανείς ἀναπαύσεως ἕνεκα τοὺς περὶ τῶν ὄντων ἀεὶ

καταθέμενος λόγους, τοὺς γενέσεως πέρι διαθεώμενος εἰκότας ἀμεταμέλητον ἡδονήν κτᾶται, μέτριον ἂν ἐν τῷ βίῳ παιδιάν καὶ φρόνιμον ποιοῖτο (Τίμ. 59cd).

Κατά τον Αρβανιτάκη, «με όλ’ αυτά ο Πλάτων μας καθιστά προσεκτικούς ως προς τις δυνατότητες και τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Τα περισσότερα απ’ όσα λέει τα θεωρεί πιθανά σε πολύ μεγάλο βαθμό και σύμφωνα με τον ορθό λόγο. Μπορεί μερικά τμήματα να είναι κάπως εύθραυστα και να έχουν τον χαρακτήρα της προσωρινότητας. Τα άλλα όμως είναι επιτεύγματα μιας ισχυρής διάνοιας που στηρίζεται σ’ ό,τι καλύτερο παρήγαγε η εποχή της. Ο Τίμαιος είναι ένας μύθος, αλλά ένας μύθος που εκφράζει αλήθειες, αυτές στις οποίες κατέληξε ο Πλάτων, προς το τέλος της ζωής του. Κι όταν αναγνωρίζει την αδυναμία του να προχωρήσει περισσότερο και με μεγαλύτερη βεβαιότητα, κάνει το ίδιο που κάνει η σύγχρονη επιστήμη, όταν σε πολλά καίρια θέματα αναγνωρίζει την αδυναμία της. Και φυσικά ο Πλάτων δεν δέχεται και δεν θέλει να δεχτούμε κατά γράμμα και τις παραμικρές πλευρές του μύθου». (σσ. 101-02). Ο Αρβανιτάκης προβληματίζεται γιατί ο Πλάτων περιέβαλε με μυθική μορφή τις απόψεις του για τους θεούς, τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου και δεν έκανε ό,τι ο Αριστοτέλης, δηλαδή, να περιοριστεί σε μια απλή έκθεση. Κατά τη γνώμη του, ο Πλάτων αντιλαμβανόταν πολύ καθαρά ότι για όλα αυτά τα ζητήματα δεν μπορούμε παρά να εκφραζόμαστε απλώς κατά προσέγγιση. Γιατί τα όρια της ανθρώπινης γνώσης για τη φυσική και τη μεταφυσική είναι περιορισμένα, ο αισθητός κόσμος μεταβλητός και η προσπέλασή μας στον αληθινό κό6. Η δόξα είναι η βαθμίδα της γνώσης που περιλαμβάνει την είκασίαν, η οποία ασχολείται με τις εικόνες των αισθητών πραγμάτων, και την πίστιν, που ασχολείται με τα ίδια τα αισθητά πράγματα. Η δόξα αναφέρεται συνήθως σε αισθητά αντικείμενα που ανήκουν στον κόσμο του γίγνεσθαι και της μεταβολής, σε αντίθεση προς την ἐπιστήμην που αναφέρεται σε νοητά αντικείμενα, στις ιδέες και τις έννοιες. Βλ. τη γραφική παράσταση των αντικειμένων της γνώσης στην Πολιτεία 509d -511e. 7. Τίμ. 29b-d. Βλ. Theopi Parisaki, “ The story of Atlantis and platonic mimesis”, in The Atlantis Hypothesis: Searching for a Lost Land, ed. by St. Papamarinopoulos (Athens: Heliotopos Publs., 2005), 38. Επίσης βλ. ίδια μελέτη στα ελληνικά, «Η διήγηση για την Ατλαντίδα και η πλατωνική μίμηση», περιοδικό Φιλοσοφεῖν, www.philosophein.web.auth.gr.

– 417 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

σμο των ιδεών δύσκολη και επίπονη. Για το σκοπό αυτόν ο μύθος κρίνεται καταλληλότερο μέσο. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτων ενσωματώνοντας το μύθο στην «πρωτότυπη σύνθεσή του συνεχίζει, προσαρμόζει και τελειοποιεί τα μέσα των προκατόχων του, των Ελεατών, των Πυθαγορείων, των σοφιστών» (βλ. σσ. 99-102). Στα αποσπάσματα αυτά ο Αρβανιτάκης μας δίνει στην ουσία τον τρόπο που θα ήθελε να διαβαστεί και ο ίδιος. Γιατί στο θέμα αυτό ακολουθεί κυρίως τον Πλάτωνα, αλλά και άλλους σημαντικούς φιλοσόφους, όπως τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Εμπεδοκλή, τον Νίτσε, τον Ουναμούνο, τον Σαρτρ κ.ά., που καταφεύγουν σε εννοιοπαραστάσεις. Με βάση τις παραπάνω απόψεις, ο Αρβανιτάκης γίνεται μαχητικός. Στον εμπνευσμένο πρόλογό του για τον Ηράκλειτο γράφει: «Η φράση “τα πάντα ρει” με προβληματίζει και με βοηθάει να καταλάβω ένα μέρος της αλήθειας. Αλλά η φράση “δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι” με καταπλήσσει και με συναρπάζει ως μεταφορά και ως σκηνοθεσία. Η μία απευθύνεται στη νόησή μου, η άλλη απευθύνεται στη νόηση και στην ευαισθησία μου συγχρόνως. Συνδυάζει με τρόπο έξοχο την ποίηση και τη φιλοσοφία. Συγκινεί και κερδίζει περισσότερα μέρη της ψυχής. […] και άλλοι προσωκρατικοί, αλλά κι ο Πλάτωνας επίσης, εργάζονταν παρόμοια. Συχνά εξέφραζαν τη σκέψη τους με τρόπο καλλιτεχνικό […] »Ας σημειώσω ότι ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που απαίτησε τον χωρισμό της φιλοσοφίας από την ποίηση, λέγοντας ότι προτιμάει εκείνους που εκφράζονται “διά λόγων”, δηλαδή με λογικά επιχειρήματα, και όχι “διά μύθων”. Με τη λέξη “μύθοι” εννοούσε προφανώς τα ποιητικά και γενικότερα τα καλλιτεχνικά μέσα. Οι νεότεροι εφάρμοσαν κατά κόρον την υπόδειξη αυτή. Οι ποιητές ξέχασαν τον Πίνδαρο και τους τραγικούς, που συνδύαζαν έξοχα τον στοχασμό με την ποίηση, και έτσι φτώχυναν την ποίηση, ενώ οι φιλόσοφοι απέκλεισαν τα καλλιτεχνικάποιητικά στοιχεία, και η φιλοσοφία κατάντησε μια κατάξερη πεδιάδα που την διασχίζουν πέντε ειδικοί».8 Ωστόσο, ορισμένοι φιλόσοφοι χρησιμοποιούν κάποτε την καλλιτεχνική δημιουργία, προκειμένου να καταστήσουν γνωστές τις ιδέες τους στο ευρύτερο κοινό. Με την τέχνη η γνώση μετατρέπεται σε βίωμα και μετουσιώνεται σε δράση, εκτός από την περίπτωση που ο φιλόσοφος είναι καλλιτεχνικά ανεπαρκής, οπότε το έργο του παραμένει στο επίπεδο του δοκιμίου.9 Ως προς το τελευταίο θέμα, ο Αρβανιτάκης διευκρινίζει ότι σ’ ένα λογοτεχνικό έργο δεν αξιολογείται μόνο η μορφή και η ποιότητα του λόγου, αλλά και η ποιότητα των νοημάτων του. Υψηλά νοήματα χωρίς λογοτεχνικές προϋποθέσεις δεν είναι από μόνα τους λογοτεχνία ούτε μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη λογοτεχνία εκείνη που ως μορφή είναι ανεκτή, αλλά εκφράζει φτωχά, τιποτένια, άκομψα και προκλητικά κτλ. νοήματα.10

8. Ηράκλειτος , Άπαντα, πρόλ.-μτφ. Τάσος Φάλκος- Αρβανιτάκης (Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτρος, 1999), σσ. 11-12. 9. Βλ. Εισαγωγικά μαθήματα φιλοσοφίας, ό.π., σ. 20. 10. Βλ. Οι αετοί και τα κοράκια (Θεσσαλονίκη, 1999), σσ. 5-6.

– 418 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

Για να ενισχύσει τις απόψεις του, παρατηρεί ότι η υψηλή τέχνη εμπεριέχει φιλοσοφία: «Η αρχαία τραγωδία, η πλαστική, η ζωγραφική της Αναγέννησης, του Rembrandt, του Θεοτοκόπουλου, του Goya, η μουσική του Μπετόβεν, η γλυπτική του Rodin, η ποίηση του Dante, του Novalis, του Rilke, του Neruda, που παρασταίνουν σε βάθος την ανθρώπινη ψυχή, περιέχουν πολλά φιλοσοφικά στοιχεία. Όπως ο μεγάλος φιλόσοφος είναι συχνά καλλιτέχνης, έτσι και ο πραγματικός καλλιτέχνης είναι με τον τρόπο του φιλόσοφος, μετουσιώνει σε δράμα και εικόνες τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς και περικλείνει στο έργο του ψυχολογικές και κοινωνικές αλήθειες, […] ηθικές αλήθειες, […] ορθολογικές αλήθειες, […] μεταφυσικές και κοσμολογικές αλήθειες. […] Η ιδεαλιστική τέχνη ζητάει ν’ αποκαλύψει τον υπεραισθητό κόσμο. Απεικονίζει γι’ αυτό τα πράγματα φωτεινότερα, ανώτερα απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, όπως το απαιτεί η ηθική νοσταλγία του ανθρώπου. Αντίθετα η ρεαλιστική τέχνη απεικονίζει την πραγματικότητα όσο μπορεί πιο πιστά, χωρίς να παραβλέπει τις ατέλειές της. Ο νατουραλισμός δεν παραλείπει τις ανατριχιαστικές και σιχαμερές λεπτομέρειες. Η κωμωδία, η σάτιρα, ο φουτουρισμός, ο κυβισμός, απεικονίζουν έναν κόσμο κατώτερο κι απ’ την πραγματικότητα. Δεν είναι λοιπόν αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι κάθε μορφή τέχνης προσπαθεί να αισθητοποιήσει ένα κομμάτι απ’ τον διανοητικό μας κόσμο».11 Σε μερικά επιστημονικά έργα του ο Αρβανιτάκης προσπαθεί να κρατηθεί ανάμεσα στους «τρόπους» του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Δε χρησιμοποιεί βέβαια ποτέ «καλλιτεχνικά» στοιχεία, μύθους παρομοιώσεις κτλ., αλλά αποφεύγει τις απόλυτα νοηματικές αφαιρέσεις και χρησιμοποιεί το παράδειγμα, που και ο Αριστοτέλης δεν αποφεύγει. Το ότι αυτό γίνεται από συνειδητή επιλογή και όχι από αδυναμία, φαίνεται από την ογκώδη πραγματεία του Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα, από τα εξίσου εκτεταμένα Προλεγόμενα στον Φαίδωνα, από τη μελέτη του επάνω στο Πρόβλημα της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα. Στα έργα αυτά ο Αρβανιτάκης ακολουθεί την αριστοτελική προτίμηση και υπόδειξη. Για να περάσουμε στο λογοτεχνικό έργο του Τάσου Αρβανιτάκη, αυτό αποτελεί μοναδικό κράμα νου και καρδιάς, στοχασμού και ευαισθησίας. Το κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό της δημιουργίας του είναι ο συγκερασμός λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Ο συγγραφέας θεωρεί πως η φιλοσοφία είναι το επιστέγασμα κάθε σοβαρής ανθρώπινης δραστηριότητας, πολύ περισσότερο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για να εκφράσει φιλοσοφικές ιδέες, παρουσιάζει δράση, επεισόδια, που έχουν τόση ένταση και δύναμη, ώστε σε αναγκάζουν να σκεφτείς μόνος σου αυτό που θέλει να σου πει. Γιατί ο Αρβανιτάκης μας πληροφορεί ότι φιλόσοφος δεν έγινε από ανάγκη «να γνωρίσει», όπως λέει ο Αριστοτέλης, αλλά από αγωνιώδη διερώτηση που προκαλούν οι φριχτές εμπειρίες που ο ίδιος έζησε, τα όσα πληροφορήθηκε και γενικά η θέα του κακού στον κόσμο. Στο γράψιμό του προσπαθεί –όπως ο ίδιος λέει– να καλύψει περισσότερες ανάγκες της ψυχής. Επισημαίνει ότι και ο νους, κατά τον Πλάτωνα, είναι όργανο ή ιδιότητα της ψυχής, και όχι όπως τον ξεχώρι11. Εισαγωγικά μαθήματα φιλοσοφίας, ό.π., σσ. 20-1.

– 419 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

σαν οι νεότεροι και τον έβαλαν αφύσικα αντίκρυ στην ψυχή. Γράφει, δηλαδή, με όλη την ψυχή και απευθύνεται σε όλη την ψυχή μας. Στον Αρβανιτάκη αυτά που ένας σχολαστικός θα τα έλεγε «διανοήματα», είναι κράματα αξεδιάλυτα ψυχής και νου. Οι «ιδέες» προκύπτουν αβίαστα από τα γεγονότα που περιγράφει, όπως από ένα κλαδί βγαίνει με τρόπο φυσικό ένα φύλλο ή ένα λουλούδι. Αλλά για να το επιτύχεις αυτό, χρειάζεται μακροχρόνια τριβή τόσο με τη ζωή όσο και με τη φιλοσοφία. Εξάλλου ο Αρβανιτάκης δεν εκθέτει μια φιλοσοφία έτοιμη, κλειστή, στατική, αλλά μια φιλοσοφία «ἐν τῷ γίγνεσθαι». Καθώς στοχάζεται κυρίως επάνω στη ζωή, μας παρουσιάζει ανθρώπινες καταστάσεις ολότελα χαρακτηριστικές, δίχως να κρύβει τίποτε, και μας καλεί να στοχαστούμε μαζί του. Ο ίδιος βρίσκεται αδιάκοπα σε μια αγωνιώδη αναζήτηση, που η έντασή της είναι αισθητή παντού. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης εκθέτουν και συζητούν προγενέστερες απόψεις που διατυπώθηκαν για κάποιο φιλοσοφικό πρόβλημα. Ο Αρβανιτάκης έκανε κάτι που φαίνεται ανάλογο, αλλά είναι πολύ διαφορετικό: Παρουσιάζει με τρόπο εξαιρετικά δραματικό το πώς διαμορφώνονται μέσα στην «ψυχή» ολόκληρη –όχι μόνο στο «μυαλό»– αντίθετες και αντιφατικές ιδέες, ώσπου να καταλήξει –αν ποτέ καταλήγει– σε κάποια που του φαίνεται επικρατέστερη. δε λέω «αληθινότερη», γιατί η ίδια η φιλοσοφία του Αρβανιτάκη απομακρύνει την έννοια αυτή. Προτείνει βέβαια απόψεις, αλλά αισθάνεσαι την αγωνία του πίσω από αυτά που λέει. Κι όταν ακόμη προτείνει κάτι που φαίνεται ακραίο, καταλαβαίνεις ότι αγωνιά, εύχεται να έχει κάνει λάθος, σε ικετεύει να τον αντικρούσεις. Και τελικά με το στοχασμό προκαλεί συγκίνηση, που είναι στοιχείο απαραίτητο για την τέχνη. Ο Αρβανιτάκης είναι αναμφίβολα ένας poeta doctus, ένας «σοφός ποιητής». Μιλώντας για τον Ντάντε, ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος αναφέρεται στους «απλοϊκούς και απληροφόρητους» κριτές και παρατηρεί: «Θεωρείται ότι ο πολύς στοχασμός, η πλησμονή του γνωστικού θησαυρίσματος γίνονται πέδη και φόρτος βλαπτικός. Πως το ποίημα ανασαίνει μονάχα σαν περιορίζεται στα μονότροπα συναισθήματα, στους απλούς διαλογισμούς και στη λιτή έκφραση. Είναι η περίπτωση της αναβρυστικής μελωδίας, που απευθύνεται άμεσα στην καρδιά και στην ακοή. Αλλά όρια και κανόνες δεν αντέχουν σε κριτικότερη εξέταση. Ένας απλός, αναβρυστικός ποιητής μπορεί, απλούστατα, να είναι απλοϊκός, χαμοσερνάμενος τυπικός, καθημερινός, ανίκανος να μεταδώσει ουσιαστική συγκίνηση και να προκαλέσει αληθινή αισθητική χαρά. Και ένας σοφός ποιητής, βαθύς στο νου και στην καρδιά, μπορεί τα πάντα, με τη δύναμη του οίστρου και του λόγου του να κατορθώνει και να είναι και απλός και πυκνός και αποκαλυπτικός και να μετουσιώνει και τη γνώση και την εμπειρία της ζωής και τις πραγματικότητες όλες σε ποίηση».12 Αυτά που λέει ο Παναγιωτόπουλος ισχύουν για όλους τους Έλληνες κλασικούς και ιδιαίτερα τους τραγικούς και τον Πίνδαρο, αλλά και για φιλοσόφους, όπως ο Πλάτων. ισχύουν επίσης και για τον Αρβανιτάκη, ο οποίος έχει γαλουχηθεί με την αρχαία ελληνική γραμματεία και φιλοσοφία, ιδιαίτε12. Αναφ. από τον Μ. Σταφυλά, στο περ. Πνευματική ζωή 162 (Μάης-Ιούνης 2005), σ. 18 κ.ε.

– 420 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

ρα την αρχαία τραγωδία και τον Πλάτωνα. Το πώς συνθέτει τα λογοτεχνικά του έργα, ποιητικά, πεζά ή θεατρικά, το εξέθεσε με γλαφυρότητα στο βιβλίο του Τουρκές η νύχτα. Αξίζει να παραθέσουμε το σχετικό χωρίο: «Βάζεις μες στο μυαλό σου γεγονότα της εποχής εκείνης ή όποιας άλλης εποχής, στοχάζεσαι βαθιά, ώσπου ο στοχασμός να γίνει βίωμα κι έπειτα αφήνεις την καρδιά σου να μιλήσει. […] Χρειάζεται να μάθεις να διακρίνεις το αιώνιο πίσω απ’ το τυχαίο και το καθημερινό. […] Χρειάζεται να έχεις κάποιο όραμα, να έχεις κατακτήσει μια φιλοσοφία, που να περνάει αβίαστα στο έργο σου. Για να τα γράψεις όλ’ αυτά, πρέπει να βρεις κάποιον παλμό δικό σου, που να εκφράζει τη δική σου ορμή, να κατακτήσεις κάποιο ύφος».13 Στην «ποιητική» αυτή ο Αρβανιτάκης πλησιάζει τον Σολωμό, που ήθελε πρώτα να στοχαστεί κανείς βαθιά και μετά να μιλήσει η καρδιά του. Τονίσαμε ότι ο στοχασμός του Αρβανιτάκη ξεκινάει από την ηθική κυρίως περιοχή, και ανιχνεύει τις πηγές του εγκόσμιου κακού. Η θέα, ο αναλογισμός τόσο του ιστορικού όσο και του παρόντος εγκλήματος τον αποσβολώνει. Πώς θα εξαγοραστεί το χυμένο αίμα κι αυτό που χύνεται αδιάκοπα; Τί γὰρ λύτρον πεσόντος αἵματος; αναρωτιέται ο Αισχύλος στις Χοηφόρες (στ. 48) και που ο Αρβανιτάκης χρησιμοποιεί ως μότο στο βασικό βιβλίο του Το χρονικό των Δικαίων. Πώς είναι δυνατό ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος από το τεράστιο φορτίο που τον καταβάλλει και στιγματίζει την ύπαρξή του; Το βασικό ερώτημα που θέτει με αγωνία ο Αρβανιτάκης είναι: Η ανθρώπινη κατάσταση είναι μια κατάσταση ντροπής; Ο Αρβανιτάκης είναι τελικά μια συνείδηση, μια συνείδηση της εποχής του. Το κύριο συστατικό της συνείδησης αυτής είναι το αίσθημα ευθύνης και συνευθύνης για όσα γίνονται στον κόσμο. Γιατί ο Αρβανιτάκης αδυνατεί ή δεν καταδέχεται να πει ότι είναι αμέτοχος και αθώος. Εδώ χρειάζονται μερικές σημαντικές επισημάνσεις. Για τον Αρβανιτάκη, όπως και για άλλους φιλοσόφους, ύπαρξη σημαίνει συνύπαρξη. Συχνά στα έργα του τονίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μια ξεκομμένη μονάδα, οι άνθρωποι δε σχηματίζουν μια γραμμή που αποτελείται από διακεκομμένες στιγμές, χωρίς συνάφεια μεταξύ τους. H αποδοχή όμως αυτού του γεγονότος τον οδηγεί σε κάτι τραγικό: Το τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι μας αφορά όλους μας άμεσα. Κανείς δεν είναι ανεύθυνος για την ύπαρξη του κακού, ακόμη κι αν δεν εγκλημάτησε ποτέ. «Και πού ακούστηκε ότι αρκεί η αθωότητα για να είσαι αθώος;» είναι το μότο των Μαρτυριών για έναν απόντα φίλο. Και αν το έγκλημα είναι μια κατάσταση ντροπής –εννοείται για όσους την αισθάνονται– τότε και η ανθρώπινη κατάσταση είναι μια κατάσταση ντροπής: «Είναι πολλοί που λεν: “Εκείνος είναι εκείνος. Δεν έχω σχέση εγώ μ’ αυτά που κάνει εκείνος”. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω: “Εκείνος έφταιξε κι εγώ είμαι αθώος!” Σε αθωώνει η κουτοπονηριά και ο εγωισμός» (Τουρκές, σ. 254). Εννοείται πως όλα αυτά ισχύουν για τον ηθικά ευαίσθητο άνθρωπο. Ο αδιάφορος, ο εγωιστής, ο αναίσθητος ηθικά δε νιώθει τίποτε απ’ αυτά. Το συμπέρασμα που βγάζει ο άνθρωπος με εκλεπτυσμένη ηθική συνείδηση συνθλίβει τον Αρβανιτάκη. Αρνείται να το δεχτεί, παρόλο ότι του επιβάλλεται σχε13. Τουρκές η νύχτα, Διηγήματα (Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτρος, 2008), σ. 184.

– 421 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

δόν ως αξίωμα. Την αγωνία του την εξέφρασε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στο Χρονικό των Δικαίων, όπου ο ήρωας καλείται να βοηθήσει στο φόνο ενός εχθρού. Παρόλο που αρνείται να πάρει μέρος στη δολοφονία, νιώθει να τον βαραίνουν αποφασιστικά τα εγκλήματα των άλλων, τα εγκλήματα της ανθρωπότητας, παρόντα και παρελθοντικά. Σε μια συζήτηση που είχε ο ήρωας με έναν καθολικό παπά, ψαύουμε πραγματικά αυτό που αποκαλέσαμε «εναγώνιο στοχασμό»: «- Πήγαινε, τέκνον, και πράξε σύμφωνα με τη συνείδησή σου. Τότε θα ζεις έξω απ’ την απογοήτευση. - Αν ακολουθούσα την υπόδειξή σας, θα ήμουν αθώος μπροστά στη συνείδησή μου κι ίσως μπροστά σ’ Εκείνον, μα ένοχος απέναντι στο χρέος μου προς τους ανθρώπους. - Ω, αυτό! έκανε ο γέρος. Μη δίνετε τόση σημασία στη Δράση! Δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς Εκείνον. - […] Δύσκολα τον καταλαβαίνω τον Θεό σας. Γιατί είναι κρυμμένος τόσο μακριά μας; […] Μα θέλω να ζω χωρίς ντροπή! - Ζητάς πολλά, τεκνίον, διότι η ντροπή είναι γραμμένη. - Ώστε προτού να γεννηθώ μου ετοιμαζόταν ένα περιβάλλον ντροπής; - Παρερμηνεύεις τα λόγια μου, είπε ο γέρος. Δεν ήθελα να πω αυτό. Η ντροπή είναι γραμμένη, διότι έχει προβλεφθεί. Δεν δίδεται στον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος γεννάται εντός της. Φέρεται μόνος προς αυτήν, διότι είναι άναρχος. Αλλά ο άναρχος δεν νιώθει την ντροπή του. Είναι καταραμένος. Ο δίκαιος μόνον πονά και θέλει να σώσει τους άλλους από τον άναρχο. Φέρεται έτσι μόνος και αυτός προς την ντροπή του. […] - Αδελφέ, είπε απεγνωσμένα ο Τηλέμαχος. Γιατί να πρέπει να ζω στην ντροπή; Σε τι έφταιξα; Ποιος είναι ο Κριτής που με καταδικάζει προτού να κινήσω το δάχτυλό μου και πριν να γεννηθώ; Γιατί να πρέπει να πεθάνω ένοχος, ακόμα και αν παραμείνω έσχατα αθώος;».14 Ο ύστατος στοχασμός του ήρωα του Χρονικού των Δικαίων, που πέφτει χτυπημένος από φίλια και εχθρικά πυρά συγχρόνως (δηλαδή από όλη την πραγματικότητα) είναι: «Και θα ’μενε ο κόσμος στιγματισμένος για πάντα από την ανομία κι από την ντροπή; Ήταν τάχα δυνατό στο μέλλον να εξαγοραστούν τα όσα έγιναν, το έγκλημα, η αδικία και η ενοχή, ο άδικος πόνος;» (σ. 100). Παρόμοια ένταση και αγωνία κυριαρχεί και όταν ο ήρωας στοχάζεται το νόημα της πιθανής συμμετοχής του στο φόνο του εχθρού, που θα προστεθεί στον ποταμό του αίματος. Εδώ αποκλείονται –και μάλιστα με τρόπο σχεδόν διαλεκτικό– οι διάφορες φιλοσοφικές και ηθικές εκδοχές, για να καταλήξει ο ήρωας σ’ αυτήν που τον εκφράζει ως άνθρωπο υπερβολικά ευαίσθητο ηθικά (Χρονικό, 54 κ.ε.). Από την αδήριτη σχέση μετοχής που συνδέει τα όντα προκύπτουν πολλές θετικές συνέπειες. Ο άνθρωπος μετέχει σε ο,τιδήποτε καλό δημιούργησαν και εξακολουθούν να δημιουργούν οι συνάνθρωποί του και, συνεπώς, χαίρεται και αισιοδοξεί. Η ύπαρξη εμφανίζεται ως ευεργεσία αγαθού δημιουργού. Αλλά εφόσον υπάρχει μετοχή, ο άνθρωπος μετέχει επίσης και στον ποταμό του εγκλήμα14. Το Χρονικό των Δικαίων (Αθήνα: εκδ. Δόμος, 1992), σσ. 72-4.

– 422 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

τος, παρελθοντικού και παρόντος. Δεν είναι δυνατό να μετέχει μόνο σε ό,τι τον «συμφέρει» ψυχολογικά και ηθικά. Αν πάλι δεχτούμε ότι τον άνθρωπο δεν τον αφορά και δε μετέχει σε καμία πράξη των άλλων, θετική ή αρνητική, επαινετή ή αποκρουστική, τότε αιωρείται μόνος του μέσα σε ένα απόλυτο υπαρξιακό κενό. Και οι δύο επιλογές καταλήγουν σε τραγικό αδιέξοδο, από το οποίο δεν μπορεί κανείς να βγει παρά μόνο κλείνοντας τα μάτια και υπνώττοντας, όπως ο κοινός άνθρωπος στον Ηράκλειτο, ή συγχωρώντας ό,τι τον ενοχοποιεί. Αλλά αυτό το αποκρούει η άγρυπνη φιλοσοφική συνείδηση: «Υπάρχει μια φιλοσοφία που συμβουλεύει να σταθείς σε μια γωνιά, να φυλαχτείς απ’ τους ανέμους που σαρώνουν, να ζήσεις κάπου στα κρυφά και να επιτύχεις ψυχική γαλήνη. Εγώ λέω το αντίθετο, ότι χρειάζεται να στέκεσαι απέναντι στον άνεμο, να μην επιδιώκεις τη γαλήνη, να μην αφήνεις τη συνείδηση να κοιμηθεί. Για ν’ αποκτήσεις ψυχική γαλήνη, χρειάζεται να φτιάξεις πανοπλία με υλικά τη λήθη, τη συγχώρεση (κυρίως του εαυτού σου), τη μυωπία, τον εγωισμό και την αναισθησία. Οι περισσότεροι σέρνονται μες στον δρόμο σαν χελώνες και τελικά μένουν ακίνητοι κάτω από το βάρος της πανοπλίας που φορούν» (Τουρκές, 253-54). Το αγωνιώδες αυτό δίλημμα, που ισχύει βέβαια μόνο για τις ηθικά ευαίσθητες καρδιές, ο Αρβανιτάκης το έθεσε γραπτά πρώτη φορά τότε που ήταν στις Βρυξέλλες, το 1964, με πρόθεση να συντάξει μια διδακτορική διατριβή πάνω σε αυτό το θέμα και άλλα συναφή. Αμήχανοι οι Καθηγητές του τον παρέπεμψαν σε άλλους εκτός Βελγίου φιλοσόφους, που όμως και αυτοί δεν αντιμετώπισαν ποτέ το δίλημμα αυτό. Έτσι δε θα είχε πού να παραπέμψει και θα μιλούσε μόνος του. Την οριστική διατύπωση του διλήμματος ο Αρβανιτάκης υπολογίζει να την κάνει σε μία πραγματεία όπου θα περιλάβει όλες, αν είναι δυνατό, τις φιλοσοφικές απόψεις του, κάτι ανάλογο –υπολογίζει– με το βιβλίο του Σοπενχάουερ Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση ή Το τραγικό αίσθημα της ζωής του Μ. Unamuno, φιλοσόφους με τους οποίους έχει κάποιες συγγένειες. Συνέπεια της ύπαρξης ως συνύπαρξης και της μετοχής-ενοχής είναι το να αντικρίζει ο Αρβανιτάκης τη γνώση του εαυτού μας και τη μνήμη μ’ έναν τρόπο ξεχωριστό που αποτυπώνεται στον ήρωα του Χρονικού των Δικαίων, έργου που τυπικά εξελίσσεται στην Κατοχή: «Εκείνο που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους σε περιόδους όπως η δική μας είναι μια μυωπία υπέρμετρη και μια υπερτροφία στο μηχανισμό της λήθης. Γιατί η μνήμη είναι θάνατος! Αν όλα όσα είδαμε και ζήσαμε εμείς κι εκείνα που σκεφτήκαμε ή κάναμε, αν όλα έμεναν στην επιφάνεια της συνειδήσεως και δεν καταχωνιάζονταν βαθιά, τότε τα σύνορα ονείρου, φαντασίας και πραγματικότητας θα είχαν εξαφανιστεί κι ολόκληρη η ζωή μας θα καταποντιζόταν μέσα σ’ εφιάλτες. Γιατί το καθετί θα ήτανε παρόν μπροστά μας, σαν να γινόταν εκείνη τη στιγμή. Κι αν σύγχρονα με τη ζωή μάς μεταβιβαζόταν και η μνήμη των αλλοτινών γενιών, τότε θα είχαν κλονιστεί ανεπανόρθωτα οι βάσεις της ζωής». Οι σκέψεις αυτές ανοίγουν πράγματι μια νέα φοβερή προοπτική. Και ο Αρβανιτάκης μετά τη θεωρία καταφεύγει σε ένα μύθο, όπως ο Πλάτων: «Για να συλλάβει κάπως το νόημα και τη χρησιμότητα της λήθης, κατέφευγε σε έναν μύθο. Καθώς γνωρίζουμε, ο Επιμηθέας δεν όπλισε ικανοποιητικά τον άνθρωπο για τη ζωή. Ο αδελφός του ο Προμηθέας, που ανέλαβε να διορ-

– 423 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

θώσει το κακό, έκλεψε και του έδωσε όχι τη φωτιά, αλλά τη μνήμη. Δεν ήταν όμως και αυτός αρκετά διορατικός, γι’ αυτό δεν φρόντισε να βάλει κάποια όρια στη μνήμη, για την οικονομία της ζωής. »Μεταβιβαζόταν λοιπόν η μνήμη μαζί με τη ζωή από τη μια γενιά στην άλλη. Ό,τι επινοούσε κι ανακάλυπτε η μια γενιά, το κληροδοτούσε στην άλλη δίχως κόπο και βιβλία. Μέσα σε λίγα χρόνια ο τεχνικός πολιτισμός και οι ανέσεις ξεπέρασαν κάθε προβλεπόμενο όριο. »Αλλά παρουσιάστηκε συγχρόνως και ένα απρόβλεπτο κακό. Η αγωνία και οι φόβοι, το μίσος και το έγκλημα όλων αυτών των χρόνων βάραιναν στη συνείδηση των νέων γενεών. Γιατί μες στο μυαλό του καθενός στοιβάζονταν οι γνώσεις μαζί με δισεκατομμύρια φόνους. Ο ίδιος άνθρωπος ήταν συγχρόνως ο Κάιν και ο Άβελ. Κι αφού διάκριση ανάμεσα στον δίκαιο και τον άδικο δεν ήταν δυνατό να υπάρξει, οι πάντες σκότωναν τους πάντες, ενώ ορδές ολόκληρες πηδούσαν στους γκρεμνούς ή πνίγονταν στη θάλασσα. Η μνήμη οδηγούσε τη ζωή στο θάνατο και την αυτοκτονία! »Τότε επενέβη ο Δημιουργός και νέκρωσε τα κύτταρα της ιστορικής μνήμης. Συγχρόνως άμβλυνε και την ατομική τη μνήμη, και έτσι σώθηκε η ζωή. »Βέβαια από την επέμβαση αυτή προέκυψαν μερικά κακά, που πρώτα δεν υπήρχαν. Ξεχώρισε ο δίκαιος από τον άδικο. Καθένας ήξερε μόνο την ιστορία του. Έτσι προήλθαν ο εγωισμός και οι ατομικές φιλοδοξίες... Μα το κακό ήταν μικρό, μπροστά στον αφανισμό που απειλούσε την ανθρώπινη ζωή. Και είναι ίσως έγκλημα να προσπαθούμε να θυμίσουμε στον άνθρωπο το ποιος υπήρξε και ποιος είναι. Η γνώση και η μνήμη είναι θάνατος.» (σσ. 68-70). Το κυρίαρχο αίτημα, το κυρίαρχο αίσθημα, αυτό που κάπως φωτίζει το ζοφερό σκοτάδι του εγκλήματος είναι το αίτημα της Δίκης, το αίσθημα του δικαίου, που απόμεινε σε μερικούς ανθρώπους: Ονειρευόμουν ένα φως που θα βυθίζεται βαθιά στων σπλάχνων τη σιωπή θα καταυγάζει τις πηγές της θλίψης κι έπειτα θ’ ανεβαίνει σοβαρό θ’ ανοίγει διάπλατα τις πόρτες κι η νύχτα θ’ αγριεύει άγρια θηρία θα πισωπατούν δείχνοντας δόντια στραφτερά Κι εκείνο θα βαδίζει αργά με τον ρυθμό του πεπρωμένου ώσπου να φτάσει εκεί στο κέντρο εκεί που κρίνονται τα πάντα φωτίζονται κι εξαργυρώνονται ή χάνονται κάτω απ’ το βάρος του φοβερού φωτός15 15. «Το άλλο φως» στα Σχεδιάσματα με φως (Θεσσαλονίκη: εκδ. Ζήτρος, 2005), σ. κε΄.

– 424 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

Αλλά ο Νόμος, που τρέφεται φυσικά από το αίσθημα του δικαίου, στην εποχή μας (που ο Αρβανιτάκης τη θεωρεί ως την αθλιότερη όλων των εποχών) κατάντησε σαν «αφύλακτος ναός κάποιας παλιάς θρησκείας». Κάποιοι όμως – ελάχιστοι– αγωνίζονται ακόμα «γι’ αυτήν την άδεια αίθουσα, γι’ αυτόν τον άδειο θρόνο».16 Εδώ ταιριάζει να αναφερθεί η περίεργη και φανταστική φυσικά γενιά των «Δικαίων», για την οποία γίνεται λόγος όχι στο Χρονικό των Δικαίων, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στο αφήγημα «Οι Δίκαιοι» της συλλογής Τουρκές η νύχτα. Εδώ ένας από τους «δίκαιους» αυτοπαρουσιάζεται: «Είμαστε φύλακες αυτόκλητοι. […] Λίγες αρχές, ελάχιστες, έχει διαπιστωθεί πως είναι σ’ όλους μας κοινές. Αλλ’ από κει και πέρα, ο καθένας μας ακολουθεί το ένστικτό του. […] Εκείνο που μας χαρακτηρίζει πάνω απ’ όλα, είναι η παθιασμένη αγάπη μας για τη ζωή, κάθε μορφή ζωής. Μια αγάπη εντελώς παράφορη […] Όχι, δεν έχουμε επιχειρήματα πως η ζωή αξίζει να αγαπηθεί και να συντηρηθεί. Μήπως εσύ έχεις αντίθετα επιχειρήματα, οριστικά, αποφασιστικά; […] Είμαστε ιερείς και μεσολαβητές. […] δεν απευθυνόμαστε σ’ ένα ορισμένο πρόσωπο ή οντότητα, αφού ανήκουμε σε όλες τις θρησκείες και μερικοί είναι άθεοι. […] Εκπέμπουμε με σταθερότητα, διαχέουμε μια προσευχή, μια ικεσία, που δεν γνωρίζουμε ποιος θα την παραλάβει. Αν σε βολεύει, εννόησ’ το αυτό σαν κάποιο σήμα που εκπέμπουν κάποιοι από έναν κόσμο που είναι δίπλα στην αυτοκαταστροφή, χωρίς να ξέρουν καν αν εισακούγονται, και με την υποψία πως θα ακουστούν, αφού συντελεστεί η καταστροφή. […] »Ο Δίκαιος, ο μόνος, ο αυθεντικός, θα συγκεντρώσει πάνω του όλη τη συμφορά, και προορίζεται να ζήσει σε κατάθλιψη, γιατί αυτός δεν έχει αυταπάτες. Ξέρει καλύτερα από μας πόσο ανάξια είναι η ζωή που αγαπά, ξέρει τις σκοτεινές πλευρές της, και όμως εξακολουθεί ν’ αγαπά, ενστικτωδώς, σαν δύναμη της φύσης, με μια αγάπη εντελώς τεράστια. […] Θα πείτε ποιο το όφελος, αν παρουσιαστεί μια τέτοια εξαιρετική συνείδηση; Για τους πολλούς κανένα. Εμάς όμως μας συντηρεί με το πικρό του φως, που θα εκπέμπει και όταν πια θα ’χει πεθάνει. Πάντοτε μεταφορικά μιλώντας, μας σώζει μπρος στις συνειδήσεις μας και μας βοηθάει να εκπέμπουμε ενέργεια σωστική, παράκληση γι’ αναβολή της τελικής καθαίρεσης» (σσ. 281-83). Αυτοί είναι οι ελάχιστοι, οι «εξαιρετικές συνειδήσεις» που νιώθουν βαθιά, δεν έχουν αυταπάτες και όμως αγαπούν, και βέβαια ένας τέτοιος είναι εκείνος που συνέλαβε αυτές τις ευγενικές και βαθύτατα ανθρώπινες μορφές. Αλλά στις καρδιές των περισσότερων ανθρώπων έχει σβήσει κάθε ηθική εντολή: «Κι αυτή η κλίμακα οδηγούσε κάποτε στην αίθουσα του Νόμου. Βλέπετε εκεί στην άκρη των αναβαθμών διακρίνεται ακόμα η αρχή της απαγόρευσης. Τα άλλα τα ’σβησε ο χρόνος. Σήμερα ακόμα μερικοί βρίσκουν μες στη συνείδησή τους χαραγμένο ένα “μη”. Αλλά δεν ξέρουν πια τι να προσθέσουν δίπλα του και μένουν με το “μη” το κολοβό σαν στιγματίες».17 16. Το Χρονικό των Δικαίων, ό.π., σ. 79. 17. Τρεις Μαρτυρίες. Η Κολυμβήθρα (Θεσσαλονίκη, 1982), σ. 35.

– 425 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

Διερευνώντας την καταγωγή του κακού ο Αρβανιτάκης, απ’ την ανθρώπινη περιοχή εξακτινώνεται στη μεταφυσική. Σε όλη τη διάρκεια του βίου και του έργου του διερωτάται με προφανή αγωνία κατά πόσο το ον ή ο θεός είναι υπεύθυνος για το κακό στον κόσμο. Προτείνει στον εαυτό του –και προφανώς και σ’ εμάς– αρκετές θέσεις-απαντήσεις, που όμως φαίνεται ότι καμιά δε θεωρεί ικανοποιητική, γι’ αυτό πιάνει και ξαναπιάνει το ίδιο πρόβλημα που τον βασανίζει διά βίου. Η πρώτη διαπίστωσή μας είναι ότι ο Αρβανιτάκης δε θέλει να δεχτεί ανεξέταστα την άποψη κάποιου δόγματος, χριστιανικού ή άλλου, και προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα με τη δική του εμπειρία και τις δικές του δυνάμεις, θέτοντας συνεχώς σε αμφιβολία, με πλείστα επιχειρήματα, την αγαθότητα του θείου. Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι δε δογματίζει, αλλά αφήνει συνεχώς το θέμα ανοιχτό, με την ελπίδα να βρει κάποτε μια ικανοποιητική απάντηση. Επειδή δεν έγραψε ως τώρα για το θέμα αυτό μια ειδική μονογραφία ή άρθρο, αλλά αφήνει τις απόψεις του διάσπαρτες εδώ κι εκεί –όπως κάνει ο Πλάτων για αρκετά θέματα– δεν ξέρουμε ποια κείμενα μελέτησε και τι απέρριψε. Για το έργο π.χ. του Leibnitz Θεοδικία, που ξέρουμε ότι γνωρίζει, δεν υπάρχει κάποια σαφής αναφορά. Από τα γραπτά του ξέρουμε μόνο ότι το θέμα το ερεύνησε και με αφορμή τον Πλάτωνα. Στην πραγματεία του Πλάτων, περί της κινήσεως διατυπώνει τις εξής ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: «Η άποψη [του Πλάτωνα] ότι ο θεός δεν δημιούργησε τα πάντα, αλλά εργάστηκε επάνω σε προγενέστερα υλικά έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα σε σχέση με την άποψη ότι ο θεός γέννησε τα πάντα από τον εαυτό του. Τα μειονεκτήματα είναι ότι περιορίζει αισθητά το μεγαλείο της δημιουργίας. Ο θεός δεν έκανε τα πάντα από την αρχή. Όπως ο άνθρωπος δημιουργός-τεχνίτης, βρήκε τα υλικά και τα διαμόρφωσε. Υπάρχει δηλαδή και κάτι έξω απ’ αυτόν, που […] περιέκλειε και στοιχεία ανυπότακτα στη θέλησή του ή τουλάχιστον δύστροπα. Όλα αυτά περιορίζουν κάπως τις δυνατότητες του δημιουργού και βάζουν κάποια όρια στην παντοδυναμία του. Για ν’ αποφύγει τέτοιους περιορισμούς ο χριστιανισμός πρόβαλε την εκ του μηδενός δημιουργία και την παντοδυναμία του δημιουργού στην απόλυτη μορφή της. Αλλά η πλατωνική λύση δίνει ίσως «λογικότερη» εξήγηση (αν βέβαια μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι οι λύσεις στην περιοχή αυτή) στην ύπαρξη της αταξίας –όπου αυτή παρατηρείται– και του κακού στον κόσμο: Υπεύθυνα είναι τα προϋπάρχοντα υλικά, που από τη φύση τους ρέπουν στην αταξία και κινούνται με τρόπο χαοτικό. Έτσι περιορίζεται μεν η παντοδυναμία του δημιουργού, αλλά ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για το κακό και για την αταξία επιρρίπτεται στα δύστροπα υλικά με τα οποία δούλεψε» (σ. 106). Στα λογοτεχνικά έργα του η αγωνία σχετικά με τις ιδιότητες του θείου, εμφανίζεται πολύ νωρίς, στο πρώτο έργο που τύπωσε, τους Δίκαιους, το οποίο επεξεργαζόταν πολλά χρόνια. «Σε τι λοιπόν έφταιξα; Ποιος είναι ο Κριτής που με καταδικάζει προτού να κινήσω το δάχτυλό μου και πριν να γεννηθώ; Γιατί να πρέπει να πεθάνω ένοχος, ακόμα και αν παραμείνω έσχατα αθώος;», αναρωτιέ-

– 426 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

ται ο ήρωας, και βέβαια ο συγγραφέας.18 Κάποτε η αγωνία αποκτά μια ένταση τόσο σπαρακτική, που εκδηλώνεται ακόμη και ως ασέβεια απέναντι στο θείο. Έτσι στο Τουρκές η Νύχτα ένας ιερέας λέει: «Θεέ των προδοτών και των φονιάδων, είπε, και ήλιε σκοτεινέ της αδικίας! Εσύ που εξυψώνεις τον κακούργο και που περιφρονείς βαθιά την αθωότητα!..» (σ. 97). Αν τα λόγια αυτά εκφέρονταν μονάχα τους, ως απλοί στοχασμοί, χωρίς τα συμφραζόμενα, χωρίς το γύρω δράμα και χωρίς τη συμμετοχή του συναισθήματος, θα ήταν καθαρή ασέβεια, και θα μπορούσε να τα γράψει ο κάθε ασεβής. Ιδού όμως κάτω από ποιες περιστάσεις ακούγονται. Ο ιερέας είναι χτυπημένος τραγικά από την ιστορία, έχασε όλα τα επίγεια στηρίγματά του. Βίασαν μπροστά στα μάτια του και σκότωσαν το γιο του, γκρέμισαν την εκκλησία του, τον έσυραν γυμνό και τον σκέπασαν με τα σπασμένα ξύλα της εκκλησίας με πρόθεση να τον κάψουν. Αλλά τον «έσωσε» προσωρινά ο φίλος του μουφτής. Ο ιερέας τότε παίρνει το δρόμο που βγάζει σ’ έναν γκρεμό. Ο μουφτής, που κατάλαβε τι συμβαίνει στην καρδιά του φίλου του, τον ακολουθεί. Προσπαθεί να τον μεταπείσει: «-Θα γίνεις όμοιος μ’ αυτούς; Θ’ αφήσεις την καρδιά σου να την κυριέψει η αγριότητα και θα στραφείς ενάντια στον Θεό; […] Μα είχαν κιόλας φτάσει στον απύθμενο γκρεμό. Εκεί γονάτισε ο Παπαζήσης και σήκωσε τα χέρια του ψηλά. “Θεέ των προδοτών και των φονιάδων, είπε, και ήλιε σκοτεινέ της αδικίας! Εσύ που εξυψώνεις τον κακούργο και που περιφρονείς βαθιά την αθωότητα!..” Πάνω σ’ αυτό ο μουφτής άφησε μια στριγκή κραυγή και κύλησε στο χώμα» (Τουρκές, σσ. 96-7). Τα φοβερά λόγια που ξεστομίζει ο ιερέας περικλείνουν άφατη πίκρα και απόγνωση για την αδικία που βασιλεύει σε όλη σχεδόν την έκταση του κόσμου μας. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού που αποκαλώ «αγωνιώδη στοχασμό» είναι ο διχασμός που φανερώνει ο Αρβανιτάκης, όταν αντιμετωπίζει μια από τις βασικές αντιλήψεις του Ηράκλειτου, ότι ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων (VS B 53). Η άποψη αυτή που ανύψωσε τον πόλεμο σε θετική και μάλιστα καθολική αρχή, βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τις αντιλήψεις του Ομήρου για την Έριδα, τη θεά του πολέμου, για την οποία εύχεται να εξαφανιστεί από τον κόσμο των θεών και των ανθρώπων.19 Την αρχή αυτή του Ηράκλειτου ο Αρβανιτάκης την αποδέχεται μόνο με το νου. Γιατί, όπως λέει, οι οδυνηρές εμπειρίες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου που ακολούθησε, αλλά και των αδιάκοπων αιματηρών πολέμων που ξεσπούν κάθε τόσο εδώ κι εκεί, κατέστησαν αποκρουστική για τον πάσχοντα άνθρωπο την αρχή αυτή.20 Εδώ επισημαίνουμε σφοδρή σύγκρουση του στοχαζόμενου με τον πάσχοντα άνθρωπο, σύγκρουση που δεν είναι δυνατό να καταλήξει χωρίς τη συντριβή του ενός από τους δύο. Έχουμε δηλαδή μια σύγκρουση τραγική και όχι την ηρακλείτεια σύγκρουση των αντιθέτων που καταλήγει σε ενότητα και αρμονία. Τη σύγκρουση

18. Οι Δίκαιοι (Θεσσαλονίκη, 1976), σ. 75. 19. Σ 107. Πβλ. Λ 73, Σ 535. Για το λόγο αυτό ο Ηράκλειτος θεωρεί άσοφο τον Όμηρο, VS Β 56. Σημειωτέον ότι και άλλοι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Πίνδαρος, Ολ. ΙΧ 40-1, και ο Πλάτων, Πολιτεία 378bc, απομακρύνουν τους πολέμους από τον κόσμο των θεών. 20. Ηράκλειτος, ό.π., σσ. 16-7.

– 427 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

αυτή ο Αρβανιτάκης την αποδίδει παραστατικά με το παρακάτω ποίημα που παραθέτει στο τέλος του προλόγου του για τον Ηράκλειτο και που είναι από τα πιο χαρακτηριστικά όλου του έργου του:21 ……………………… Γιε του νερού και της φωτιάς που σ’ οδηγεί ο κεραυνός […] Δείξε κι ονόμασε ξανά τα πράγματα. Γιατί μόνον εσύ μπορείς να διώξεις την ολέθρια στάχτη που συσσωρεύτηκε στα μάτια μας, εσύ ο αινιγματικός ο πάναγνος και λυπημένος […] Κύριε της θλίψης και της λύτρωσης, βόηθα κι εμάς τους βυθισμένους τους ξεκομμένους από τα μεγάλα σχέδια, εμάς που απ’ έξω το νερό μας πνίγει ενώ τα σπλάχνα μας τα κατακαίει θανάσιμη φωτιά. Εδώ θα επισημάνω ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της τέχνης του Αρβανιτάκη. Ο ίδιος είναι φανερό ότι παλεύει αδιάκοπα ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Συχνά το σκότος είναι απόλυτο σχεδόν, τουλάχιστον στο νόημα. Και όμως νιώθεις κάποιο φως πίσω από όλα αυτά. Αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που κάνει φωτεινά στον Αρβανιτάκη ακόμα και τα πιο σκοτεινά. Νομίζω ότι είναι η ομορφιά του λόγου, της μορφής. Εάν κανείς επέμενε ότι κάτω από τέτοια τραγική κατάσταση και συναισθηματική φόρτιση δεν είναι δυνατό να ερευνηθεί η αλήθεια, και ότι για το σκοπό αυτόν απαιτείται «νηφαλιότητα» και ψυχρός στοχασμός, δε θα είχε καταλάβει διόλου τη σκέψη του Αρβανιτάκη, όπως, άλλωστε, και του Ηράκλειτου, του Πλάτωνα, του Νίτσε και άλλων φιλοσόφων τέτοιας κατηγορίας. Ο Αρβανιτάκης τόσο εδώ όσο και αλλού μας δείχνει και επιμένει πως οι αποφάνσεις για τα μέγιστα δεν είναι προϊόντα καθαρού διαλογισμού. Στο σχηματισμό τους συμμετέχουν εξίσου ο νους, η εμπειρία και το συναίσθημα. Αν απομονώσεις το ένα από αυτά, δημιουργείς έναν ακατανόητο σκελετό. Θα μπορούσε λ.χ. κανείς να υποστηρίξει ότι ο Πλάτων συνέλαβε την υπόθεση του τέλειου κόσμου των ιδεών –που ο ψυχρός νους του Αριστοτέλη απορρίπτει– παρατηρώντας την ατέλεια του κόσμου μας, και επιστράτευσε μετά το νου, για να θεμελιώσει ό,τι συνέλαβε κάτω από συναισθηματική φόρτιση. Κατά τον Αρβανιτάκη, αν δεν αισθάνεσαι βαθιά, δεν μπορείς να φιλοσοφήσεις βαθιά, ιδίως όταν πρόκειται για τα μέγιστα. Αυτή είναι η θέση του. Τις κύριες σκέψεις του για τις ιδιότητες και την ποιότητα του θείου ο Αρβανιτάκης τις διατύπωσε επιγραμματικά στο αφήγημα «Ο φιλόσοφος» της συλλο21. Ηράκλειτος, ό.π., σσ. 19-20.

– 428 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

γής Τουρκές η νύχτα. Αξίζει να παραθέσουμε τις σχετικές σελίδες, γιατί αποτελούν μια πυκνή σύνοψη μιας ενδεχόμενης μελέτης. Ένας πατέρας που μόλις έχασε το μικρό παιδί του λέει στο φιλόσοφο, νομίζοντας ότι είναι ιδεαλιστής: «Εσείς οι ιδεαλιστές εξωραΐζετε και κουκουλώνετε το κακό, ώστε να απαλλάξετε τον Δημιουργό απ’ την συνενοχή ή την υπαιτιότητα για το κακό στον κόσμο. Και τι να πω εγώ που το τετράχρονο παιδί μου υποφέρει άδικα και θα πεθάνει σύντομα; […] Με λέει ο παπάς της ενορίας ότι εκείνος που έδωσε εκείνος και παίρνει πίσω, και πως το παιδί μου θα βρεθεί μαζί με τ’ αγγελούδια. […] Λέω σαρκαστικά, θα έχουνε συσσωρευτεί δισεκατομμύρια αγγελούδια και πια δεν θα χωράνε στον παράδεισο! Και τι σημαίνει αυτό το «δίνω-παίρνω», εφόσον προκαλεί τόσο μεγάλο πόνο; Δεν είναι μοχθηρία; […] Γιατί καμιά φορά μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι [ο Δημιουργός] μπορούσε και καλύτερα […]». Σ’ αυτά ο φιλόσοφος απαντά: «- […] Εγώ δεν κάνω όπως μερικοί συνάδελφοι, που όταν μιλούν για τα μεγάλα θέματα, αφαιρούν το αίμα, τη ραχοκοκαλιά, τους πνεύμονες και τα εντόσθια, γίνονται τόσο αφηρημένοι, απόμακροι κι αόριστοι, που καταντούν απάνθρωποι. […] Το παιχνίδι στο οποίο μετέχω αναγκαστικά δεν είναι ασφαλώς το πιο καλά επινοημένο. Οι όροι του οδηγούν αναπόφευκτα στη συντριβή μου. Εάν δεχτώ πως κάποιος έβαλε αυτούς τους όρους, τότε αυτός ο κάποιος –είτε Θεό τον πω είτε Δημιουργό– είτε δεν παίρνει σοβαρά τη ζωή, όπως την παίρνουμε εμείς, ή δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική, πάντα όπως μπορεί να την αντιληφθεί ο άνθρωπος. […] »Με φαίνεται πως κάποια πράγματα κονιορτοποιούν την άποψη πως ο Δημιουργός –πάντοτε αν υπάρχει– είναι αγαθός. Με συγκλονίζει προπαντός το γεγονός πως η ζωή στηρίζεται στην καταβρόχθιση άλλων ζωών, πως είναι ριζικά ένα φαινόμενο αλληλοσπαραγμού. […] Ποιος προγραμμάτισε αυτήν την τρέλα; Ως παντοδύναμος, μπορούσε λ.χ. να κάνει να τρεφόμαστε με φως, που αφθονεί στο σύμπαν. »Ο θάνατος, αν και αυτός προβλέφτηκε και σχεδιάστηκε, είναι η απόλυτη αδικία, το μεγαλύτερο έγκλημα και η απόλυτη αναλγησία. “Σου δίνω, κι έπειτα στο στερώ”! Είναι ο απόλυτος φεουδάρχης που χαρίζει και τελικά, ζηλότυπα και μοχθηρά, στερεί. […] Απ’ τους θανάτους, ο πιο φριχτά παράλογος και εγκληματικός είναι ο θάνατος των παιδιών. Εδώ αμέσως καταργείται κάθε ιδέα ενοχής – μια βάναυση ιδέα, ακόμα και για τους μεγάλους– και μένει η απόλυτη αναλγησία. […] »Η υποτιθέμενη πρόνοια δεν συμβιβάζεται βέβαια με την αταξία και την τυχαιότητα, που φαίνεται να βασιλεύει στο σύμπαν, και που συνήθως την θεωρούμε επιφανειακή, ενώ είναι ο βασικός παράγων δημιουργίας. […] Αλλά το πιο αδιανόητο απ’ όλα, είναι γιατί καθόρισε υπεροχές, ανωτερότητες, κατωτερότητες, δεύτερα υλικά και πρώτα, παλιό και νέο, αυθεντικό και νόθο, ακμή και παρακμή, που είναι από τις κύριες πηγές του εγκόσμιου κακού. […] »Μπροστά σε τέτοια γεγονότα και άλλα παραπλήσια ο άνθρωπος ανοιγοκλείνει τα μάτια του κατάπληκτος και αποσβολωμένος. Μόλις συνέλθει λίγο, επιχειρεί δεκάδες εξηγήσεις, που ποικίλλουν κατά καιρούς, και που επικρατούν ανάλογα με την επιμονή και τον φανατισμό αυτών που τις υποστηρίζουν. […]. Το

– 429 –


ΘΕΟΠΗ ΠΑΡΙΣΑΚΗ

μόνο βέβαιο είναι το γεγονός του εγκόσμιου κακού, αυτός ο απέραντος μαύρος τοίχος, επάνω στον οποίο συντρίβονται όλες οι προσπάθειές μας να καταλάβουμε»22 (Τουρκές, σσ. 135-9). Στο Χρονικό των Δικαίων επισημαίνεται και το μεγάλο θέμα της απομάκρυνσης του θεϊκού στοιχείου και του ίδιου του Θεού από τους ανθρώπους: «Η προκυμαία ήτανε νεκρή. Τα πλοία ήτανε σβηστά. Καμιά φωτιά σ’ αυτή τη χώρα που την εγκατέλειψαν οι άγγελοι» (σ. 82). Και στο τέλος του έργου: «Ποιος όμως θα τολμούσε να σημάνει μια τέτοια ελπιδοφόρα αγγελία, την ώρα που οι σάλπιγγες είχαν πετρώσει σ’ αυτή τη νυχτωμένη χώρα;» (σσ. 100-1). Και εδώ μεν δεν αποσαφηνίζεται η αιτία της απομάκρυνσης του θείου. Σε άλλα όμως χωρία φαίνεται ότι αυτό οφείλεται πιθανότατα στην απογοήτευσή του από τους ανθρώπους, που βέβαια αντανακλά την έντονη απογοήτευση του συγγραφέα. Το πράγμα αυτό γίνεται φανερό στο αφήγημα «Το χάσμα», της συλλογής Τουρκές η νύχτα. Μιλάει ένας ηλικιωμένος μικρασιάτης: «Το χάσμα μέσα μου το άνοιξε μια κάθετη σπαθιά, που νοηματικά έπαιρνε τη μορφή ενός απλού “γιατί” –και φυσικά εννοώ “γιατί να σφάζονται οι αθώοι”. Ξέρεις πως σ’ όλο τον πλανήτη γίνεται ένας φόνος κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτή είναι η πραγματική μας ιστορία. »Μια μέρα, δίχως να το ξέρω πώς, δοκίμασα και την ιδέα του Θεού, μήπως με βοηθήσει στην αμηχανία μου. Ας υποθέσουμε, είπα, ότι υπάρχει κάποιος γέρος-γέροντας, πατέρας όλων των τεράτων, και θλίβεται για την κατάντια μας. Και προσπαθούσα να τον φανταστώ σαν δύστυχο πατέρα μέσα στην φοβερότερη απόγνωση. Αυτός ο τρόπος σκέψης ήταν ανθρωπόμορφος, αλλά δεν είχα κι άλλον τρόπο για να καταλάβω. Σε λίγο δεν με ενδιέφερε το αν υπήρχε ένας τέτοιος γέρος. Μου έμενε ο σπαραγμός, που ήταν πραγματικός. Τον είχα μέσα μου, τον έψαυα. Σε λίγο χόρτασα τον σπαραγμό. Σκέφτηκα πως ετούτος ο πατέρας άφησε δυνατότητα για το κακό. Φτιάχνοντας όπως έφτιαξε τον κόσμο, ήταν υπεύθυνος για το κακό. Αν ήταν παντοδύναμος, θα είχε καταργήσει στο λεπτό την οικουμένη των ανθρώπων, αυτή τη βασιλεία χοίρων και σκορπιών. Αλλά δεν το ’καμνε. Μας κοίταζε, όπως εμείς κοιτάμε τα κοκόρια που τα βάζουμε να σκοτωθούν. Αυτές και άλλες παραπλήσιες σκέψεις έκαμνα κάθε μέρα» (σ. 265). Το πιο αγωνιώδες και τελικό ίσως ερώτημα-πρόβλημα που θέτει ο Αρβανιτάκης είναι το παρακάτω: Τελικά τι είναι ο κόσμος μας, όπως τον καταντήσαμε εμείς ή όπως τον έπλασε ένας υποτιθέμενος δημιουργός; Είναι ένας κόσμος φωτεινός, όπου οι σκιές έχουν παροδική σημασία, και πρόκειται κάποια στιγμή να εξαλειφθούν; Είναι ένα απόλυτο σκοτάδι χωρίς καμιά ελπίδα διαφυγής; Είναι ένας συνδυασμός φωτός και σκότους; Και πώς πρέπει να νοηθεί αυτός ο συνδυασμός; Θα αφαιρούμε ένα κακό για ένα καλό, και ό,τι μείνει ως υπόλοιπο, αυτό θα είναι το «κέρδος» και το νόημα της ζωής; Αυτήν τη «φοβερή αριθμητική», όπως την αποκαλεί, και που περιέχει βέβαια και το στοιχείο του σαρκασμού, μη βρίσκοντας άλλη λύση, ο Αρβανιτάκης την επιχειρεί κάθε τόσο και σε όλη τη ζωή 22. Βλ. Τουρκές η νύχτα, ό.π., σσ. 135-39.

– 430 –


Ο ΕΝΑΓΩΝΙΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ

του. Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματά του φαντάζεται κάποιον που «με απελπισία» προσπαθεί να ταιριάξει «αταίριαστα κομμάτια», ενώ στη συνέχεια παρακολουθεί «μια λιτανεία ανθρώπων και ψυχών». Η λιτανεία αυτή «κινούσε από μεγάλα βάθη», που είναι η ψυχή του ποιητή-φιλοσόφου, αλλά και το ιστορικό βάθος. Και ξαφνικά υψώθηκαν φωνές δοξαστικές σαν έκρηξη χιλίων μουσικών οργάνων τα χρώματα φωτίστηκαν και δέσαν με τη μουσική κι η γη φάνηκε ως μέρος του ουρανού τα πάντα ενώθηκαν και γίναν κρύσταλλο μουσικό Για μια στιγμή –μόνο για μια στιγμή– φαντάστηκα πως όλα δέναν μεταξύ τους πως είχαν κάποιο νόημα πως θα ’βρισκα το μυστικό τους Πάνω σ’ αυτό πήρε να σκοτεινιάζει θαμπώσανε τα χρώματα και κάποιος πήρε να φωνάζει με μια τρομαχτική φωνή κλονίστηκε η πορεία σκόρπισαν οι ψυχές σαν τα πουλιά κι ο κόσμος έγινε ξανά παράταιρα κομμάτια.23 Εκείνο που χαρακτηρίζει έντονα τη φιλοσοφική θεώρηση του Αρβανιτάκη είναι η μελαγχολία για το κακό, όπως αυτό εμφανίζεται στην προσωπική, την κοινωνική, την πολιτική, την κοσμική ή και τη μεταφυσική περιοχή. Το όλο πλέγμα συνθέτει μια τέλεια υπαρξιακή αναζήτηση και αγωνία, βυθισμένη συχνά στη θλίψη και που συχνά επίσης εκφράζεται με σαρκασμό: «Είμαι σε αδιέξοδο», λέει ο γιατρός στον Απόντα φίλο. Κι αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανοιχτά ή υποκρυπτόμενα, σαρκαστικά, συμβολικά ή ειρωνικά, επαναλαμβάνεται σ’ όλο το έργο του Αρβανιτάκη. Θα ήθελα να κλείσω με την επισήμανση ότι η φιλοσοφία του Αρβανιτάκη δεν μπορεί να θεωρηθεί αρνητική. Ο Αρβανιτάκης, όπως ο ήρωάς του των Μαρτυριών για έναν απόντα φίλο (130), «είναι αγωνιστής, ταγμένος με το μέρος της Φιλίας και των δυνάμεων της Συνοχής. Αν στο όνομα μιας δήθεν θετικής φιλοσοφίας εμφάνιζε ακμαία την Αγάπη και απέκρυπτε πως η Φιλία πάσχει, αν πρόσφερε ανέξοδα ελπίδες, θα είχε κάνει έργο επιπόλαιο».

– 431 – εκδ. Μ. Μπαρμπουνάκης, 1999), σσ. 23. Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, (Θεσσαλονίκη: 126-27.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τ. ΦΑΛΚΟΥ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Είναι ευρύτατα γνωστό ότι ο Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης ανήκει στη χορεία εκείνη των φιλοσόφων που, από τον Πλάτωνα ως τον Sartre, τον J. Ortega y Casset και τον George Santayana, συνδέουν τον φιλοσοφικό λογισμό με την Τέχνη. Υπό την έννοια αυτή όμως δεν εξωραΐζει ο Φάλκος-Αρβανιτάκης τα κείμενά του περιπλέκοντας τις φράσεις τους και διανθίζοντάς τες με λέξεις εύηχες, σε σημείο να απολήγουν συχνά κούφιες και βοερές, αλλά πολύ περισσότερο μεταφέρει ένα φιλοσοφικό προβληματισμό αυτούσιο μέσα σε ένα ρέοντα έντεχνο λόγο, ο οποίος υπερβαίνοντας τον αισθησιασμό και τη λεξιλαγνεία κατατείνει στην κατάθεση και περιγραφή προσώπων, γεγονότων και καταστάσεων με περιεχόμενο ακραιφνώς φιλοσοφικό· έτσι όχι μόνο τα λογοτεχνικά εργαλεία που χρησιμοποιεί ο Τ. Φάλκος-Αρβανιτάκης εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές, μύθοι κλπ. αλλά και η όλη κατάστρωση και πλοκή των θεμάτων της εργογραφίας του, καταδεικνύουν μια προσπάθεια υπαγωγής της φαντασίας στο Λόγο: Ο Τ. Φάλκος-Αρβανιτάκης απολήγει τελικά να θεραπεύει μ’ ένα τρόπο ουσιαστικό και περίτεχνα παραστατικό, την φιλοσοφική αλήθεια. Επίκεντρο των φιλοσοφικών θεωρήσεων του Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη, που όμως κατά τρόπο ανάγλυφο αναδεικνύεται και στο λογοτεχνικό του έργο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, 1999, αποτελεί το φαινόμενο της ζωής, στην εκδοχή εκείνη που συναντούμε κυρίως στην εργογραφία του Fr. Nietzsche,1 και μαζί με τη θεωρία του Genius, την ανθρωπολογική δηλ. θεωρία του,2 συνθέτει την πεμπτουσία του όλου φιλοσοφικού ορίζοντα του γερμανού Φιλοσόφου. Πουθενά αλλού στο έργο του Fr. Nietzsche δε γίνονται τόσο ευκρινείς η φαινομενολογία και η οντολογική συγκρότηση της ζωής, όσο στην περιγραφή της κατάστασης εκείνης που ο Nietzsche αποκαλεί Διονυσιακή· 3 γιατί στην περίπου εκστατική αυτή κατάσταση η ανθρώπινη ύπαρξη, ανυψωμένη πέρα από τον κόσμο των φαινομένων και με συντετριμμένο το Prinzipium Individuationis, εισέρχεται στην περιοχή του Απολύτου, που η βίωσή του θα χαρακτηρισθεί σαν «μέθη», 1. Ιδιαίτερα στα έργα του Die Geburt der Tragödie aus dem Geiste der Musik, 1872, Der Griechische Staat, 1872, και Philosophie im tragischen Zeitalter der Griechen, 1876. Οι αναφορές στις απόψεις του Fr. Nietzsche στο παρόν δημοσίευμα αντιστοιχούν σε εδάφια του έγκριτου πονήματος του Κ. Schlechta, Fr. Nitzsche, München-Darmstadt, 1958. Τομ. I-III, εκδ. Hauser GmbH, και αποδίδονται με αναφορά του Τόμου και της σελίδας, καθώς και στα έργα του Β. Δημόπουλου, Η περί παιδείας φιλοσοφία του Fr. Nietzsche, Διδ. Διατρ. Π.Τ.Δ.Ε. του Δ.Π.Θ., Αλεξ/πολη, 2003, (Παιδεία) και Η έννοια της ζωής και οι επιπτώσεις της στη νιτσεϊκή αγωγή και παιδεία, περιοδ. Επιστήμες της Αγωγής, 4, 2003, (Η έννοια της ζωής). 2. Πρβλ. Β. Δημόπουλου, Παιδεία, 46 κε.κε. Η έννοια της ζωής, σ. 127. 3. Πρβλ. Κ. Schlechta, I, passim. B. Δημόπουλου, Παιδεία, σ. 20.

– 432 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

«μαγεία», «έκσταση»4 και γενικά σαν μια αισθητική κατάσταση που πέρα από κάθε εμπειρική μορφή γνώσης, βιώνεται το Απόλυτο σαν Αρχέγονο Ένα· βρίσκεται σε «συμφιλίωση με τη Φύση»,5 σε ταύτιση και ομόνοια με όλα τα όντα, «το ευαγγέλιο της κοσμικής αρμονίας»,6 ένα βίωμα «υπερφυσικό, θεϊκό»7 που εμποτίζει τον άνθρωπο και τον μετατρέπει σε θεό: Η Ζωή αποτελεί θεϊκή μοναδικότητα. Στην καθημερινή του πραγματικότητα ωστόσο αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τη ζωή σαν ακόρεστη επιθυμία για ύπαρξη, και υπό την ασφυκτική συμπίεση των χρονικών κατηγοριών σαν διαρκή αυτοαντίφαση της επιθυμίας αυτής, ώστε στην έννοια αυτή, θα αποτελέσει τελικά η ζωή μια «σκοτεινή κινητήρια, ακόρεστα αυτοποθούμενη δύναμη»8 και «ένα αδιάσπαστο τετελεσμένο, ένα πράγμα που συντηρείται για να αρνηθεί τον εαυτό του, να τον κατασπαράζει και να του αυτό-εναντιώνεται»:9 Η Ζωή αποτελεί εγκλωβισμό στην προφάνεια του κόσμου της πολλαπλότητας και αυτοαντίφαση, ριγμένη στη χρονικότητα του γίγνεσθαι. Τη σχέση μεταξύ της καθημερινής πραγματικότητας που βιώνει ο άνθρωπος της καθημαγμένης από τις κατηγορίες του Χώρου, του Χρόνου και της Αιτιότητας και κατακερματισμένης σε αναρίθμητες υποκειμενικότητες του κοσμικού Είναι, δηλ. του Απολλώνιου και της έμπλεης αντιφάσεων αρχέγονης ενότητας, δηλ. του Διονυσιακού, αντιλαμβάνεται ο Nietzsche σαν σχέση ΑρχετύπουΑντιτύπου. Η εμπειρική πραγματικότητα του ανθρώπου στη δυαδικότητά της ως χαρά και λύπη, στην εναλλασσόμενη, δηλ. αυτοαντιφάσκουσα ενακολουθία του γίγνεσθαι, αποτελεί Αντίτυπο της οντολογικής συγκρότησης του Απολύτου ως Αρχετύπου: Η Ζωή αποτελεί έτσι, πέρα από τις δύο παραπάνω προκείμενες, σύνθεση της αρχέγονης ενότητας και αντίφασης, σύνθεση της αρχέγονης χαράς και πόνου· έναν πόνο, από τον οποίο βέβαια δεν είναι απαλλαγμένη ούτε και αυτή η περιούσια κατάσταση του Διονυσιακού, εφόσον ήδη «από την ύψιστη χαρά αρχίζει να συρίζει η κραυγή της απόγνωσης ή η νοσταλγική οιμωγή μιας ανεπανόρθωτης απώλειας».10 Στον ορίζοντα της καθημερινής πραγματικότητας, της διαρκούς αυτοαντίφασης και ακόρεστης πλεονεξίας για ύπαρξη, όμως η μεταφυσική ενότητα της ζωής εμφανίζεται να εκπροσωπεί και την αισθητική, καλλιτεχνική σύνθεση του Απολλώνιου με το Διονυσιακό· γιατί για το μεγάλο στοχαστή στον ορίζοντα αυτό της εμπειρικής πραγματικότητας «προσεγγίζει σαν σωτήρια, θεραπεύουσα μάγισσα η Τέχνη· μόνο αυτή είναι σε θέση να μετατρέψει τις αηδιαστικές σκέψεις πάνω στο εμετικό ή παράλογο της ύπαρξης σε παραστάσεις, με τις οποίες θα μπορούσε να συμβιώσει».11 Στην Τέχνη οδηγείται το άξεστο, τυφλό άλογο και 4. Κ. Schlechta, Ι, 24. Β. Δημόπουλου, οπ. παρ. το ίδ. 5. Κ. Schlechta, Ι, 25. Β. Δημόπουλου, οπ. παρ. το ίδ. 6. Κ. Schlechta, οπ. παρ. το ίδ., Β. Δημόπουλου, οπ. παρ. σ. 21. 7. Κ. Schlechta, οπ. παρ. το ίδ., Β. Δημόπουλου, οπ. παρ. το ίδ. 8. Κ. Schlechta, Ι, 229. Β. Δημόπουλου, Η έννοια της ζωής, σ. 127, παρ. 3. 9. Κ. Schlechta, Ι, 218. 10. Κ. Schlechta, Ι, 27. 11. Κ. Schlechta, Ι, 48. πρβλ. Β. Δημόπουλου, οπ. παρ. το ίδ.

– 433 –


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ

αέναα αυτοποθούμενο δυναμικό της ζωικής ύπαρξης σε λύτρωση και αυτό θα πρέπει να είναι η απώτερη αιτία που ο Τ. Φάλκος-Αρβανιτάκης επιλέγει τον έντεχνο λόγο ως διαμεσολαβητή και μεταφραστή των στοχαστικών του εμπνεύσεων. Το φαινόμενο της ζωής όμως στην έννοια που προαναφέρθηκε δε γίνεται κατανοητό από τον Φάλκο-Αρβανιτάκη σαν ένα φαινόμενο που εμπεριέχει μια τελολογία όπως φαντάστηκαν ο Αριστοτέλης ή ο W. Dilthey,12 η εκπλήρωση ή μη της οποίας θα μπορούσε να αποβεί κριτήριο και μετρονόμος αξιολόγησής του, αλλά ως ένα φαινόμενο bene fundantum, αυτάξιο, το οποίο τόσο όσον αφορά την οντολογική του συγκρότηση, ως ζωϊκή δύναμη, όσο και ως υποτμήμα μιας αιωνίου διάρκειας, δηλ. ως βίος θα πρέπει να γίνεται απολύτως σεβαστό και ανεξαιρέτως απαραβίαστο. Τη ζωή εξάλλου, ή καλύτερα τις δυνάμεις που εμπεριέχονται σ’ αυτήν, θεωρεί ο Τ. Φάλκος-Αρβανιτάκης αφετηρία και πηγή εκπόρευσης όλων των άλλων ψυχικών δυνάμεων, που αναδύονται και μορφοποιούν τον ψυχικό, συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου με προεξάρχον το συναίσθημα της φιλίας· 13 ένα συναίσθημα το οποίο στην Εμπεδόκλεια εκδοχή του εντέλλεται να αντιπαλεύσει το αντίθετό του, τις δυνάμεις του Νείκους, προκειμένου μέσα από την διαλεκτική τους διαπάλη στην αρένα του κόσμου, να επιτευχθεί η περιούσια εκείνη «αρμονίη» που στοχάστηκε ο μεγάλος σκοτεινός φιλόσοφος της αρχαιότητας14 και αποκλήθηκε σήμερα, ιδιαίτερα φευγαλέα και επιφανειακά «κοσμική ομοιόσταση». Με τη σύλληψη αυτή του Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη διατυπώνεται έτσι, έστω και νηγματικά, μια νέα πρόταση για τις ανθρώπινες σχέσεις που η αναγωγή της στις ηθικές εκείνες συντεταγμένες που συγκροτούν το κοινωνικό οικοδόμημα και κυρίως το ευ πολιτεύεσθαι, στην ευρύτερή του έννοια, θα αποτελούσε ένα τέτοιο σημαντικό αξιολογικό πρόταγμα, που θα ήταν τουλάχιστο ισάξιο με το γνωστό αίτημα για δικαιότερη ανακατανομή των κοινωνικών αγαθών, στις ανθρώπινες κοινωνίες· γιατί κανένας άνθρωπος σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της γης – εκτός ίσως από τις ιδιαίτερα καταπιεστικές και παθολογικές εκείνες περιπτώσεις, που υπερβαίνοντας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης15 εμφανίζονται να ευνοούν τον μηδενισμό – δε φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται τη ζωή ως ύψιστο και μοναδικά πολύτιμο αγαθό, άξιο να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο και από κάθε εσωτερική ή εξωτερική επιβουλή. «Ό,τι λοιπόν στηρίζει, ενθαρρύνει, προστατεύει, προάγει και εμπλουτίζει τη ζωή θα θεωρείται αγαθό και ηθι12. Για την τελολογία της αριστοτελικής σκέψης πρβλ. Κ. Γεωργούλη, Ιστορία της ελληνικής Φιλοσοφίας, 1975, σ. 285 κε. (εκδ. Παπαδήμα). Για την τελολογία της ψυχικής ζωής του W. Dilthey, πρβλ. W. Dilthey, Gesamelte Schrifte, IX, 19605, σ. 207 κε.κε. Χ. σ. 83, κε.κε. (εκδ. Teubner). 13. Εμπεδοκλής, απ. 28α κ.ε.κ.ε., 31 κε.κε., 37. 42., πρβλ. Β. Κύρκου, (επ.), H. Diehls-W. Kranz, Οι Προσωκρατικοί, τομ. Α΄, 2005, σ. 556 κε.κε., 562 κε.κε. (εκδ. Παπαδήμα). 14. Ηράκλειτος, π. Φύσεως απ. 8, 10 και κυρίως 51, 54 και 80, πρβλ. Β. Κύρκου, οπ. παρ., σ. 349, 355, πρβλ. Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη, Ηράκλειτος, Άπαντα, 1999, 76, 78, 98 (εκδ. Ζήτρος). 15. Πρβλ. Χ. Τομασίδη, Εισαγωγή στην Ψυχολογία, 1982, σσ. 13, 415, 437, 468, 534 (εκδ. Δίπτυχο). Α. Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Ψυχολογία Κινήτρων, 19998, σ. 63, (εκδ. Ελλ. Γράμματα).

– 434 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

κό. Ό,τι αντίθετα περιορίζει, δεσμεύει, δυσκολεύει, εκθέτει, εκμεταλλεύεται και φτωχαίνει τη ζωή θα ονομαστεί κακό και ανήθικο» θα σημειώσει ο Τ. ΦάλκοςΑρβανιτάκης.16 Η αναγόρευση του φαινομένου της ζωής σε θεμελιώδες ηθικό πρόταγμα, που υπερβαίνει κάθε άλλη ηθική επιταγή, η οποία αποτελεί την ευθυντηρία πάνω στην οποία εδράζεται το κοινωνικό μας οικοδόμημα, ακόμη και τις θρησκευτικές ηθικές εντολές μέσα από τις οποίες επιχειρήθηκε η ηθική συγκρότηση του ατόμου και επέκεινα η συγκρότηση και προώθηση των πολιτισμών μας, όπως «αγάπα τον πλησίον σου ως σε αυτόν» στον Χριστιανισμό, ή «αγάπα τον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής σου» στον Μωαμεθανισμό και άλλες παρόμοιες άλλων θρησκευτικών δογμάτων, απολήγει να αποτελεί την πλέον βαθυστόχαστη ηθική πρόταση του Ανθρωπισμού, εφόσον φαίνεται ν’ αποτελεί ταυτόχρονα σύνοψη και κορύφωμά του· ενδεχόμενη δε θεσμοθέτησή της σε ύψιστη ηθική αρχή και πολιτική αξιοποίησή της, από όλες τις χώρες του Κόσμου θα είχε σαν συνέπεια την περαιτέρω ανάπτυξη, εξέλιξη και ποιοτική αναβάθμιση των πολιτισμών που καλλιεργούνται σ’ αυτές. Θα πρέπει να αναφερθεί ωστόσο ότι σε αντιπαράθεση με την νιτσεϊκή αντίληψη για τη ζωή, που χαίρεται ακόμη και όταν βλέπει να χάνονται οι πιο περιούσιοι τύποι της επειδή γνωρίζει ότι είναι ανεξάντλητη,17 τη γενική δηλ. αντίληψη για αυτήν, ο Τ. Φάλκος-Αρβανιτάκης επενδύει με ιερότητα και σεβασμό κάθε μορφή ζωής. Με κριτήριο έτσι το απαραβίαστο της ζωής κάθε μεμονωμένου έμβιου όντος, «όχι της ζωής του ενός, ή των λίγων, αλλά της ζωής σε όλες τις μορφές της»,18 η αξιολόγηση κάθε επιβουλής της, ειδικά κάθε πολεμικής αντιπαράθεσης – φονικού εργαλείου εξάλειψης αναρίθμητων μορφών ζωής, κυρίως ανθρώπινων – απολήγει τελικά σε ωμή «ανθρωποθυσία» και ο πολιτισμός που εκθρέφει τις αντιπαραθέσεις αυτές, σε ένα «πολιτισμό ανθρωποθυσιών»· γιατί «κεντρικό νόημα της ανθρωποθυσίας είναι ότι η ανθρώπινη ζωή δε λογαριάζεται».19 Οι «δυνάμενοι» κατά συνέπεια -και με αυτό υπονοεί ο Τ. ΦάλκοςΑρβανιτάκης τους πολιτικούς ταγούς και τους «ισχυρούς πάσης φύσεως»- είτε θα πρέπει να επιχειρήσουν την αλλαγή των εγκληματικών αυτών αντιπαραθέσεων, είτε άλλως θα θεωρηθούν «υπεύθυνοι για την εξαφάνιση εκατομμυρίων ανθρώπινων ζωών», χαρακτηριζόμενοι συν τοις άλλοις και «καταστροφείς του φυσικού περιβάλλοντος, εφόσον υποβαθμίζουν τη ζωή και μακροπρόθεσμα προκαλούν την εξαφάνισή της».20 Γνωρίζοντας εν κατακλείδι αρκούντως τον Τ. Φάλκο-Αρβανιτάκη ως σκεπτόμενο άνθρωπο και γενικότερα ως ιδιοσυγκρασία, τόσο μέσα από το έργο του, όσο και από αρκετές ομιλίες του, είμαι πεπεισμένος ότι θα αναλώσει εφεξής κάθε ικμάδα του υπόλοιπου της ζωής που του τάχθηκε – και ευχόμαστε να είναι μακροχρόνιο – για την υλοποίηση του παραπάνω προτάγματος, για την αναγόρευ16. Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη, Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, 1999, σ. 117 κε. 17. Πρβλ. Β. Δημόπουλου, Παιδεία, σ. 158 κε. 18. Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη, Μεθοδολογία και Τεχνογραφία της επιστημονικής έρευνας, 1992, σ. 46, (εκδ. Παν. Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών). 19. Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη, Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, 1999, σ. 15 κε. 20. Τ. Φάλκου-Αρβανιτάκη, οπ. παρ. το ίδ.

– 435 –


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ

ση δηλ. του απαραβίαστου της ζωής κάθε έμβιου όντος, σε ύψιστη πρωταρχή, η οποία κοντά στην ευρέως γνωστή διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των οποίων βέβαια θα υπέρκειται ως αρχή γένους, θα αποτελέσει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα για τις ηθικές αντιλήψεις της ανθρωπότητας· ένα εγχείρημα που αξίζει ασφαλώς τη συνδρομή όλων μας, ιδίως των επιστημονικών και ευρύτερα ακαδημαϊκών και καλλιτεχνικών κοινοτήτων του Κόσμου μας.

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τ. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Το ότι η φιλία, με τη σημασία κυρίως της συμφιλίωσης, επανέρχεται με συχνότητα στο λογοτεχνικό έργο του Τάσου Αρβανιτάκη, είναι δηλωτικό ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να υπογραμμίσει την έννοια αυτή. Επειδή πρόκειται για έργα τέχνης, θα αποφύγω στην αρχή τον αφαιρετικό φιλοσοφικό λόγο και θα μιλήσω πρώτα για τη φιλία ως ψυχικό δεσμό μεταξύ δύο ατόμων, αναφέροντας συνοπτικά τα παραδείγματα φιλίας που υπάρχουν στο λογοτεχνικό έργο του Αρβανιτάκη. Ο συγγραφέας, φιλόσοφος, βαθύς γνώστης και θαυμαστής του Ομήρου, θα συγκινήθηκε από τη φιλία του Αχιλλέα και του Πάτροκλου, και επιχείρησε να δώσει δικές του μορφές φίλων. Στους Δίκαιους υπάρχει η εξαιρετική φιλία μεταξύ του Έλληνα Τηλέμαχου και του Ελληνοεβραίου Ιωσήφ, που δείχνει ότι η φιλία είναι πάνω από εθνικότητες και θρησκείες. Και οι δύο ήρωες είναι ομοϊδεάτες, αντιστασιακοί, και καλούνται να συμβάλουν στην εκτέλεση ενός Γερμανού. Αλλά ο Τηλέμαχος, με την ακραία ηθική ευαισθησία του, αισθάνεται ότι θα επακολουθήσουν νέοι φόνοι αθώων ως αντίποινα και ότι θα τροφοδοτήσουν και αυτοί τον προαιώνιο ποταμό αίματος. Το δεύτερο παράδειγμα φιλίας βρίσκεται στο έργο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σ. 88 κ.ε. Πρόκειται για μια φιλία «μονόπλευρη». Ένας μοναχικός άνθρωπος που δυσκολεύεται να εκφραστεί, στηρίζει υπερβολικές ελπίδες ηθικής συμπαράστασης σε κάποιον που δεν είχε υποψιαστεί το δράμα που περνούσε. Το τρίτο παράδειγμα βρίσκεται στο έργο Τουρκές η Νύχτα, σ. 267 κ.ε. Δύο άνθρωποι, ένας Έλληνας και ένας Κούρδος, βρίσκονται αντίπαλοι στη δίνη του μικρασιατικού πολέμου. Τελικά τους ενώνει μια ισχυρή φιλία, όταν σε μια θεομηνία σώζουν μαζί μια οικογένεια Τούρκων που κινδυνεύει. Μετά από πενήντα χρόνια, γέροι πια, έχουν μια συγκινητική συνάντηση.

– 436 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Ο ίδιος ο Αρβανιτάκης, άνθρωπος βασικά μοναχικός, αλλά βαθύτατα κοινωνικός, δεν είναι ασφαλώς άφιλος, μα ούτε και πολύφιλος. Ιδίως δεν επιδίωξε ποτέ συμβατικές, συμφεροντολογικές φιλίες, πράγμα που πολλές φορές τον ζημίωσε στην καριέρα του, όπου οι «φιλικοί» συνασπισμοί παίζουν σημαντικό ρόλο. Από το συγκεκριμένο ας περάσουμε τώρα στη θεωρία, κατά την προσφιλή μέθοδο του Πλάτωνα, που ακολουθεί και ο Αρβανιτάκης. Στις 17.8.2000 έκανε μια διάλεξη στη Νάουσα για τη φιλία στον Αριστοτέλη. Δεν κρατούσε όμως σημειώσεις, μίλησε κυρίως από στήθους, και έτσι δεν έχουμε καταγραφή που να μας διευκολύνει στο θέμα αυτό. Αναφέρουμε όμως το γεγονός, γιατί ο Αρβανιτάκης έκανε πολύ λίγες διαλέξεις στη ζωή του. Μιλούσε αποκλειστικά όταν τον ενδιέφερε πολύ το θέμα. Θα περιοριστούμε λοιπόν στα όσα γράφει στα λογοτεχνικά του έργα. Στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σ. 91 κ.ε., διαβάζουμε: «Το ένστικτο της ζωής είναι πρωτεύον και καθορίζει τη φιλοσοφία μας και τη συμπεριφορά μας. Μας εξωθεί στο να αγαπάμε τη ζωή και να την προστατεύουμε. Στο ένστικτο αυτό θεμελιώνεται και η φιλία.» Νομίζω ότι ο συγγραφέας σκόπιμα δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ένστικτο αυτοσυντήρησης» και δεν υιοθετεί την έκφραση του Σπινόζα, ότι καθετί που δημιουργήθηκε εμμένει στην ύπαρξή του. Στη δική του πρόταση έβαλε τη λέξη «ζωή», για να προσδώσει ευρύτερη σημασία, που διευκρινίζεται λίγο πιο κάτω: «Η βιολογική ζωή είναι συνύπαρξη. Είμαστε δημιουργήματα της φύσης που τη συνέχει η Φιλία […] ο Θεός δεν είναι μόνος, μα συνυπάρχει μ’ άλλες υπερφυσικές δυνάμεις […] Αφού λοιπόν ο άνθρωπος, ο κόσμος κι ο Θεός είναι συνύπαρξη, η φιλία και η συνοχή είναι πάνω απ’ όλα. Από εδώ πηγάζουν η αλληλεγγύη και η ανοχή.» Η διατύπωση «ένστικτο της ζωής» δηλώνει λοιπόν κάτι πολύ ευρύτερο από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Η ατομική ζωή αφομοιώνεται από τη συλλογική. Δεν αποκτά όμως τις συγκεκριμένες κοσμολογικές διαστάσεις που έχει στον Εμπεδοκλή, ο οποίος θεωρεί ότι ο κόσμος περνά αιωνίως και διαδοχικά από ένα στάδιο Φιλίας, όπου τα πάντα γίνονται ένα, για να περιπέσει μετά στο «καταραμένο» Νείκος, στην έριδα και την αντιπαλότητα, που γεννούν τον παρόντα κόσμο. Ο Αρβανιτάκης δεν υιοθετεί μια τέτοια κοσμολογική άποψη ούτε βέβαια την περιοδικότητα. Τοποθετείται αποκλειστικά στο ηθικό επίπεδο, που τον ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα. Τη φιλία την επεκτείνει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά και σε άλλα όντα του πλανήτη, δεν της δίνει όμως διαστάσεις κοσμικές. Ο ίδιος τοποθετεί τον εαυτό του στις δυνάμεις της συνοχής, αγωνίζεται για τη Φιλία και καταπολεμά σε όλο του το έργο του τις αιτίες που τη διασπούν, ακριβώς όπως ο ήρωας των Μαρτυρίων, για τον οποίο γράφει (σ. 130): «Ο Κώστας Δοξιάδης είναι αγωνιστής, ταγμένος με το μέρος της Φιλίας και των δυνάμεων της Συνοχής. Αν στο όνομα μιας δήθεν θετικής φιλοσοφίας εμφάνιζε ακμαία την Αγάπη κι απέκρυβε πως η Φιλία πάσχει, αν πρόσφερε ανέξοδα ελπίδες, θα είχε κάνει έργο επιπόλαιο.» Μιλώντας για τον Χριστό δεν τονίζει την αγάπη, αλλά τη συμφιλίωση. Παρουσιάζει τον Χριστό ως συμφιλιωτή. Ο ήρωας του έργου λέει σε κάποιον ιερέα

– 437 –


ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

που ευλογεί τα όπλα (σ. 19): «Το σκάνδαλο είναι ότι ενώ ο Χριστός τάχθηκε με το μέρος της Φιλίας, εσύ περιφρονείς τη θέλησή Του κι ευλογείς τα όπλα! Είσαι λοιπόν Αντίχριστος;» Και στη σελίδα 79 λέει: «Ο Χριστός επιθυμεί να ταυτιστεί με την Ειρήνη. Δεν θέλει τόσο να είναι νικητής, όσο συμφιλιωτής. Αλλά και στον Ηράκλειτο στο πρόσωπο του Θεού πραγματοποιείται η αρμονία και η συμφιλίωση των αντιθέτων. Θεός είναι η νύχτα και η μέρα, ο χειμώνας και το καλοκαίρι, ο πόλεμος και η ειρήνη, η πείνα και ο χορτασμός. Εξ αυτού συμπεραίνει ότι η κύρια δράση του Θεού στον κόσμο είναι η αρμονία και η συμφιλίωση των αντιθέτων. Το θείο είναι ειρηνικό και πράο. Τον Χριστό τον θεωρεί προπάντων συμφιλιωτή. »Αλλά εμείς στη θέση της Φιλίας που ενώνει, βάλαμε τις φιλίες που χωρίζουν. Ο Συμφιλιωτής δεν είναι πια κοντά μας. Το σκοτεινό πείσμα του ανθρώπου ανάγκασε το θείο ν’ αποσυρθεί. Έτσι, μια νύχτα ατελείωτη έχει πέσει.» Στο κείμενο αυτό ο Αρβανιτάκης υποδεικνύει και μια όψη της σχέσης του με τον Ηράκλειτο. Γιατί στον πρόλογό του για τον μεγάλο Ίωνα που θαυμάζει, εκφράζει την πικρία και την απογοήτευσή του για την αρχή «πόλεμος πατήρ πάντων», γιατί, παρόλο που φαίνεται να ισχύει καθολικά, εμείς δεν πρέπει να αδρανούμε, αλλά να επιδιώκουμε να εξαλείψουμε τον πόλεμο, την έριδα, το Νείκος, τουλάχιστον από τις σχέσεις των ανθρώπων. Εξάλλου, δεν είναι καθόλου Ηρακλείτεια η άποψη ότι ο Συμφιλιωτής «δεν είναι πια κοντά μας» και ότι γι’ αυτό έπεσε στους ανθρώπους «μια νύχτα ατέλειωτη». Η σκέψη αυτή θυμίζει κάπως την αρχαιοελληνική άποψη ότι οι θεοί αποφάσισαν να εξαφανίσουν το γένος των ανθρώπων εξαιτίας της ανομίας του (Αισχύλος). Στον Αρβανιτάκη ο Θεός δεν τιμωρεί, αλλά κάνει κάτι που οι συνέπειές του είναι φοβερότερες. Εγκαταλείπει απογοητευμένος τους ανθρώπους, με συνέπεια να πέφτει επάνω τους η ενοχή, εφόσον δεν υπάρχει πια ο «αίρων τας αμαρτίας» του κόσμου. Έχουμε δηλαδή μια εντελώς πρωτότυπη σύνθεση αρχαιοελληνικών και χριστιανικών αντιλήψεων, που αποβλέπει στο στιγματισμό του κακού. Βέβαια ο Αρβανιτάκης δεν είναι ένας δογματικός, χριστιανός ή μη, και δεν αποκλείει μια πιο «ρεαλιστική» και ελαφρώς μηδενιστική αντίληψη, που όμως υποκρύπτει μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο. Έτσι, στις Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, σ. 120, διαβάζουμε: «Φαίνεται να πιστεύει ότι τα πάντα είναι γέννημα συμπτώσεων και τύχης, κι ότι οι άνθρωποι, αφού ευρέθησαν σ’ αυτόν τον δίχως νόημα κόσμο, πρέπει να κανονίσουν τις σχέσεις τους, ώστε να μην έχουν πρόσθετους λόγους για να υποφέρουν.» Στο συγκεκριμένο ιστορικό πεδίο, τον εμφύλιο πόλεμο, ο Αρβανιτάκης περιγράφει την άκρα πικρία και απογοήτευσή του, γιατί αποκλείστηκε βίαια η συμφιλίωση και επικράτησαν το Νείκος, η έχθρα και η αντιπαλότητα, και καταγγέλλει έντονα τους υπευθύνους, ξένους και Έλληνες. Τα βέλη του στρέφονται ιδίως κατά του Τσόρτσιλ, γιατί, σύμφωνα με έγγραφα της εποχής, η απόφαση για τον εμφύλιο πάρθηκε μέσα στην αγγλική βουλή με πρόταση του Τσόρτσιλ, που στη συνέχεια έκανε το παν, ώστε να μην επικρατήσει η ιδέα της συμφιλίωσης ανάμεσα στους Έλληνες. Το να βρεθούν εκτελεστές των αποφάσεών του ανάμεσα στις

– 438 –


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ελληνικές παρατάξεις δεν ήταν δύσκολη υπόθεση: Βολιδοσκόπησε και επέβαλε πρόσωπα που δέχονταν την αιματοχυσία, έδωσε εντολή να προκληθούν ανυπόφορα οι αντίπαλοι, επέβλεψε προσωπικά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και είναι ο κύριος υπεύθυνος για τον εμφύλιο σπαραγμό. Ο ήρωας των Μαρτυριών βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση με τους υποκινητές του εμφυλίου, καταγγέλλει τους πρωτεργάτες, δεν πυροβολεί τον αντίπαλο και κατηγορεί τον ιερέα που ευλογεί τα όπλα. Σε μια άκρως συγκινητική και ανθρώπινη περίπτωση ο ήρωας παρουσιάζεται ως συμφιλιωτής ανθρώπων που έχουν αντίθετα φρονήματα (σ. 143 κ.ε.). Παρόμοια τα βέλη του Αρβανιτάκη στρέφονται ενάντια στους απριλιανούς δικτάτορες, αλλά και κάθε είδους δικτάτορες, που μερικές φορές με το πρόσχημα της συμφιλίωσης του έθνους απεργάζονται ακριβώς το αντίθετο. Ο γελοίος και φοβερός δικτάτορας της Σοφίτας λέει (σ. 39): «Η συμφιλίωσις του έθνους μας έφερεν εις την αρχήν», για να αποκαλύψει αμέσως στη συνέχεια ότι επιδιώκει το αντίθετο αποτέλεσμα. Στη φιλοσοφική διατριβή του, που έγραφε εν μέση δικτατορία, ο Αρβανιτάκης, με αφορμή τις σχετικές απόψεις του Πλάτωνα, αναφέρεται με έμφαση στη διασπαστική της ενότητας φιλοδοξία των στρατιωτικών. Στην τιμοκρατία, το πολίτευμα που εγκαθιδρύουν οι στρατιωτικοί, «συντελείται η ολέθρια για την πολιτική ζωή των ανθρώπων μεταστροφή των φυλάκων σε δεσπότες. Οι φύλακες καταλαμβάνουν πραξικοπηματικά την εξουσία και υποδουλώνουν τους πριν ελεύθερους συμπολίτες του, ενώ η πραγματική αποστολή τους είναι η διαφύλαξη της ελευθερίας των πολιτών.» (σ. 45). Ο Αρβανιτάκης με όλο το έργο του καταπολεμά κάθε μορφή «νείκους», αντιπαλότητας, όταν αυτή, για να επιτύχει τους σκοπούς της, χρησιμοποιεί ύποπτα, ανήθικα, αποκρουστικά κτλ. μέσα. Εντέλει ο Αρβανιτάκης θέλει να είναι ένας συμφιλιωτής. Τον ψυχισμό αυτό, που στην περίπτωσή του έγινε ηθική και φιλοσοφία, ίσως τον κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του. Μου ανέφερε ότι ως παιδί είχε εντυπωσιαστεί από το γεγονός ότι φίλοι της οικογένειάς του κατέφευγαν στον πατέρα του για να τους συμφιλιώσει. Την φυσική αυτή κλίση του που την ξεκαθάρισαν κάποια βιώματα, θα την ενίσχυσε ασφαλώς η θέση του Πλάτωνα, που, όπως ο ίδιος σχολιάζει στη μελέτη του για τη φιλοτιμία (φιλοδοξία, σ. 18): «Κατά τον Πλάτωνα, η σχέση που ταιριάζει ανάμεσα στους πολίτες είναι μία σχέση φιλίας, στην οποία δεσπόζουν τα συναισθήματα συμπαθείας. Εκείνο που συνδέει την πόλη είναι η «κοινωνία» της ηδονής και της λύπης, η συναισθηματική ενότητα, που δημιουργείται «όταν ό,τι μάλιστα πάντες οι πολίται των αυτών γιγνομένων τε και απολλυμένων παραπλησίως χαίρωσι και λυπώνται». Μέγιστο κακό που την διασπά είναι η «ιδίωσις», η εγωιστική απόλαυση της χαράς, όταν άλλοι χαίρονται και άλλοι λυπούνται με όσα συμβαίνουν στη πόλη ή σε κάποιους πολίτες.» Ο ίδιος από τα πανεπιστημιακά αξιώματα δέχτηκε μόνο να γίνει πρόεδρος, όταν τον έπεισαν ότι τον χρειάζονται για να συμφιλιώσει τις αντίπαλες ομάδες. Άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλία, όπως την προσδιορίσαμε, είναι η έννοια του φύλακα, που είναι απ’ τις πιο πρωτότυπες και δυνατές συλλήψεις του Αρβανιτάκη. Για το θέμα αυτό, θα άξιζε να γραφεί μια μονογραφία. Ο στόχος όμως του

– 439 –


ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

σημειώματος αυτού περιορίζεται στο να υπογραμμίσει τον τεράστιο ρόλο που παίζει η φιλία στο έργο του Αρβανιτάκη, όχι μόνο στην κοσμολογία και στη θρησκεία, αλλά και στην πολιτική και την ατομική ζωή.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΑΜΑΛΙΚΟΣ Ο σκοτεινός «προφήτης» ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ Πρόλογος-Μετάφραση ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ Το έργο που παρουσιάζουμε δεν αποτελεί μεμονωμένη προσπάθεια, αλλά εντάσσεται σε ένα σύνολο, με τίτλο «Αρχαίοι Συγγραφείς», στο οποίο το ακαδημαϊκό επιστημονικό δυναμικό της Θεσσαλονίκης δείχνει τον καλύτερο εαυτό του. Ήδη έχουν εκδοθεί (ή τυπώνονται) δώδεκα τόμοι φιλοσοφικών κειμένων (Αριστοτέλης, Πλάτων, Επίκτητος, Πλούταρχος), ενώ εν παραλλήλω (στη σειρά «Σκέψη») έχουν εκδοθεί συστηματικά κλασικά κείμενα (Diderot, Bacon, Locke, Le Bon) και συναφείς εργασίες. Τα Άπαντα του Ηράκλειτου μετέφρασε ο Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας κ. Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, ο οποίος έκρινε σκόπιμο να προτάξει πρόλογο που ξεφεύγει από τα συνήθη ακαδημαϊκά δεδομένα. Έναν πρόλογο που προσπαθεί -με έντονο το προσωπικό στοιχείο- να αποδώσει την προσωπική σχέση του μεταφραστή με τον Ηράκλειτο. Δεν πρόκειται για «εισαγωγή», αλλά για πρόλογο -και μάλιστα σε ύφος δραματικό, προορισμένο να προσηλυτίσει τον αναγνώστη στη μαγεία του Ηρακλείτου. Το καθαρά επιστημονικό μέρος καλύπτεται με την παρατιθέμενη μακροσκελή εργασία του W.K.C. Guthrie «Ηράκλειτος» (από το πολύτομο έργο του A History of Greek Philosophy) μεταφρασμένη από τους Ι. Χριστοδούλου και Τ. Δερβάνη. Τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου είναι από το γνωστό έργο των Diels και Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, χωρίς να περιλαμβάνεται εδώ και το κριτικό υπόμνημα. Όλα αυτά δείχνουν ότι έχουμε μια εκδοτική προσέγγιση σε «ασφαλείς» βάσεις, τόσο σε ό,τι αφορά την κριτική έκδοση (Diels, Kranz) όσο και τον επιστημονικό σχολιασμό της (Guthrie). Τουτέστιν, μια προσέγγιση εκπαιδευτικού τύπου, που στοχεύει να δώσει στον αναγνώστη ό,τι καλύτερο υπήρξε και άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου σχετικά με τον «σκοτεινό» Ηράκλειτο. Σε τούτο ακριβώς συνίσταται και η ιδιαίτερη αξία της εκδόσεως για το ευρύ κοινό. Διότι, αν

– 440 –


Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ «ΠΡΟΦΗΤΗΣ» ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

ληφθεί υπόψη η μέγιστη δυσχέρεια που παρουσιάζει η μετάφραση των αποσπασμάτων (με τη συχνότατη αμφισημία τους, που κάνει το ρόλο του μεταφραστή καθοριστικό για το τελικό νόημα), τότε πρέπει να πούμε ότι το εγχείρημα ήταν εξ αρχής ριψοκίνδυνο. Αλλά το αποτέλεσμα δικαιώνει το μεταφραστή - ο οποίος την αγάπη του για τον Ηράκλειτο συνδύασε με την άριστη νεοελληνική απόδοση. Είναι γνωστό ότι ο Ηράκλειτος ονομάστηκε «σκοτεινός» ήδη από την εποχή των συγχρόνων του, και λίγο αργότερα από τον Αριστοτέλη (στη Ρητορική), ο οποίος μάλιστα υποστήριζε ότι το ύφος του Ηρακλείτου είναι σκόπιμα ασαφές. Εκείνο που είναι αξιοσημείωτο είναι μια διαχρονική διαπίστωση, η οποία παρουσιάζεται κατά τους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς συμπεριέλαβε τον Ηράκλειτο (μαζί με τον Σωκράτη, τον Αβραάμ και άλλους) σε εκείνους που έζησαν τον Λόγο και θα έπρεπε να θεωρούνται χριστιανοί. Αναφέρει μάλιστα ο Ιουστίνος ότι γνώρισε κάποιον ο οποίος του εδήλωσε ότι έγινε χριστιανός αμέσως μόλις διάβασε τον Ηράκλειτο. Στις μέρες μας, ο Καθηγητής Χριστιανικής Δογματικής Ν. Ματσούκας έγραψε μια εργασία με τίτλο «Αν ο Ηράκλειτος ήταν Χριστιανός, θα ήταν προφήτης» -προφανώς ήθελε να πει «αν ο Ηράκλειτος ήταν Εβραίος…» Και τη συμπεριλαμβάνει μέσα στη Δογματική του, μαζί με τα αποσπάσματα του Ηρακλείτου, μεταφρασμένα. Όλοι αυτοί οι μελετητές που είδαν τον Ηράκλειτο έτσι (και o Guthrie και ο Αρβανιτάκης εδώ), πρόσεξαν το ύφος που χρησιμοποιεί την παραβολή, την εικόνα, τη μεταφορά, τον αινιγματικό αποκαλυπτικό λόγο. Αλλά κυρίως πρόσεξαν το λόγο για τον οποίο ένα τέτοιο ύφος καθίσταται αναγκαίο. Ο Ηράκλειτος είχε φθάσει σε τέτοια σύλληψη αληθειών, που η εποχή του δεν ήταν πνευματικά έτοιμη για να δεχθεί τα λόγια του, ούτε καν διέθετε τις προς τούτο γλωσσικές δυνατότητες και την ορολογία. Ως γνωστόν, ο Ηράκλειτος θεωρούσε τον εαυτό του προφήτη -αλλά επρόκειτο για προφήτη που περιφρονούσε βαθιά το «δήμο», αλλά και τους υπολοίπους φιλοσόφους που πρόλαβε. Περνά γενεές δεκατέσσερις τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη, τον Εκαταίο, γενικώς περιφρονεί την ανθρωπότητα. Αν βρήκε έναν καλό λόγο για τον Τεύταμο, τούτο μάλλον συνέβη διότι ο Τεύταμος είχε πει ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι κακοί». Με αυτή την άποψη για τους ανθρώπους, πολύ ορθά ο Guthrie παρατηρεί σαρκαστικά ότι ο ίδιος ο Ηράκλειτος σίγουρα θα χλεύαζε την ιδέα ότι ένας βάρβαρος του εικοστού αιώνα θα μπορούσε να βυθοσκοπήσει τα βάθη του λόγου του και αναμφίβολα θα μας παρέπεμπε στη δική του συμβουλή (απόσπ. 47), «Ας μη κάνουμε αστήρικτες εικασίες για τα μέγιστα ζητήματα». Δεν έχω κανένα λόγο να επεκταθώ σε αναφορές στον ίδιο τον Ηράκλειτο, όταν ο σκοπός μου είναι να αναφερθώ στον παρόντα τόμο περί του Ηρακλείτου. Αν πρόκειται αυτές οι κριτικές να βοηθήσουν ουσιαστικά τις εκδοτικές προσπάθειες και τον αναγνώστη (και αυτός είναι ο σκοπός μας εδώ), τότε οι «καλοί λογαριασμοί» με τα βιβλία αυτά είναι επιβεβλημένοι. Πρέπει λοιπόν να επισημάνουμε εδώ ένα φαινόμενο, το οποίο ισχύει και για άλλες εκδοτικές σειρές που εσχάτως εμφανίζονται στον τόπο μας.

– 441 –


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΖΑΜΑΛΙΚΟΣ

Ο κάθε εκδότης, λοιπόν, αναθέτει τη «διεύθυνση» της σειράς σε κάποιον ειδήμονα -και εδώ τη «διεύθυνση της σειράς» (όπως αναφέρεται) έχει ο κ. Ι. Χριστοδούλου. Δεν τον γνωρίζω, αλλά η φιλοπονία του είναι καταφανής. Φοβάμαι όμως ότι ξεπέρασε τα όρια, σε ό,τι αφορά την επιθυμία του να επιβάλει την παρουσία του λόγω της θέσεώς του. Και εξηγώ: Σε όλους τους έγκυρους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, είναι μάλλον η εξαίρεση να βλέπουμε το «διευθυντή της σειρά» πανταχού παρόντα, με τα κείμενά του. Στον τόπο μας (όπου έχουμε το τάλαντο να αλλοιώνουμε τους ξένους θεσμούς επί τα χείρω), οι αντίστοιχοι «διευθυντές» μόλις πάρουν τη θέση, κυριολεκτικά εκρήγνυνται. Γνωρίζω δύο τουλάχιστον αθηναϊκούς εκδοτικούς οίκους όπου, στον έναν, ο «διευθυντής της σειράς» (θρησκειολογία) είναι ο συγγραφέας τουλάχιστον των μισών βιβλίων της «σειράς», ενώ στον άλλο (εξωτερική πολιτική) ο «διευθυντής» είναι συγγραφέας όλων των βιβλίων της «σειράς», πλην ενός! Στην περίπτωση αυτή δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά αν η παρουσία του «διευθυντή της σειράς» ήταν πιο διακριτική, θα κέρδιζε και ο ίδιος. Στον παρόντα τόμο συνέταξε ένα Επίμετρο, το οποίο δεν συνεισφέρει τίποτε -πλην της προσωπικής του ανάγκης να εκφραστεί ο ίδιος. Ασφαλώς δεν προσθέτει τίποτε στην (εκ 200 σελίδων) παρατιθέμενη εργασία του Guthrie.Το χειρότερο είναι ότι το Επίμετρο στέκεται σε ευθεία σύγκρουση τόσο με τον Πρόλογο του κ. Αρβανιτάκη όσο και με την επίπονη προσπάθεια που έγινε να αποδοθεί μια κρυστάλλινη (κατά το δυνατόν) μετάφραση. Η φρασεολογία του Επιμέτρου γρονθοκοπείται με την παλλόμενη διαύγεια του Προλόγου. Διαβάζουμε λοιπόν σε αυτό το Επίμετρο για τη «φιλοσοφικότητα» του Ηρακλείτου, όπου υπάρχει μια «αισθητική του βίου… που…προφαίνεται…» (σ. 326), ενώ εμείς πρέπει να «αναδιαρθρώσουμε τα αποσπάσματα και να παράσχουμε μια καινοφανή διάταξη που θα εξηγείται αυτόκλητα» (σ. 327). Έτσι ο κ. Χριστοδούλου έλυσε ένα πρόβλημα δύο χιλιάδων ετών: Βάλτε τα Αποσπάσματα στη σωστή σειρά, και ο Ηράκλειτος θα γίνει αμέσως πλήρως κατανοητός. Και συνεχίζει ακάθεκτος -και όποιος αντέξει: Ο Ηράκλειτος «θεωρεί την γνωστική προφάνεια κατοχυρωμένη » (σ. 327). Επίσης μας πληροφορεί ότι: «Η γνωστική ευστοχία συμπορεύεται… με το ενισχυμένο αυτοσυναίσθημα» (sic, σ. 328). Στη συνέχεια, μας κατακεραυνώνει με «το αξιολογικό πρόσταγμα της γνώσης» (σ. 330), και, σαν να μην έφτανε αυτό, «η κατακύρωση της γνώμης στο θεϊκό ήθος, και το υπόρρητο (sic) προσδοκώμενο της επέκτασής της στο ανθρώπινο, επικυρώνει την εμμονή του στη σπουδαιότητα της γνωστικότητας» (σ. 330). Αποδίδεται μετά στον Ηράκλειτο «Η απόφαση για το επικρεμάμενο του κοσμικού αναπτύγματος» (σ. 331), για να έλθει ως κεραυνός στον ταλαίπωρο αναγνώστη το ακόλουθο: «Η ηρακλείτεια γνωσιοθεωρητική οχύρωση, που εγκυμονεί την αναμονή της αλλοίωσης, και επιτρέπει τη διάγνωση της διαφοράς μέσα στο ίδιο, είναι φιλοσοφικό επίτευγμα ολκής, που υπηρετεί την επιστημονικότητα της φιλοσοφίας» (σ. 331). Μαθαίνουμε μετά ότι «ο Ηράκλειτος προβάλλει στο κοσμικό ανάπτυγμα» την «ιδέα της ενιαίας συγκρότησης του πραγματικού, με όλη τη στιβαρή της προφάνεια και την ευρύτητα του εκτοπίσματός της» (σσ. 332-3). Δεν θα προχωρήσω άλλο. Θα πω μόνο ότι μέσα στις 14 τελευταίες σελίδες του τόμου ο «διευθυντής της σειράς» αυτόκλητος και με τις «δυνατότητες της εξουσίας» του, βάλθηκε να κάνει τον ταλαίπωρο αναγνώστη να ξεχάσει όσα με

– 442 –


Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ «ΠΡΟΦΗΤΗΣ» ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

τόση φιλοτιμία, στις προηγούμενες 324 σελίδες, πάσχιζε να του εξηγήσει ο Μεταφραστής, με τον Πρόλογο και την άρτια μετάφρασή του, καθώς και οι αναλύσεις του αξεπέραστου Guthrie. Φυσικά τίποτε δεν εμποδίζει τον αναγνώστη να σταματήσει το διάβασμα εγκαίρως. Εμείς τον διαβεβαιώνουμε ότι, αν δεν καταλαβαίνει τι γράφει το Επίμετρο, τούτο δεν οφείλεται σε έλλειψη φιλοσοφικής παιδείας του αναγνώστη. Και επίσης, θα συμφωνήσουμε μαζί του, αν ο αναγνώστης ισχυριστεί ότι, με τέτοια κείμενα, ο οποιοσδήποτε ωθείται μάλλον να μισήσει, παρά να πλησιάσει τον Ηράκλειτο -πριν καν διαβάσει τα κείμενά του. Το θέμα που τίθεται είναι το αιωνίως ζητούμενο της σαφήνειας, η οποία συνεκφαίνεται με τα γραφόμενα όσων έχουν αφομοιώσει το γνήσιο φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Οι νεφελώδεις και πομπώδεις εκφράσεις, ο στόμφος πίσω από τον οποίο κρύβεται η κοινοτοπία ή το τίποτα, ανήκουν κάπου αλλού -πάντως όχι στη φιλοσοφία. Συναφώς, στην προαναφερθείσα εργασία του, ο Καθηγητής Ν. Ματσούκας σημειώνει ότι η μετάφραση των αποσπασμάτων του Ηρακλείτου που ο ίδιος έκαμε, «υπαγορεύτηκε από ένα ζέοντα καημό: τουλάχιστον οι νέοι να εθιστούν στην ακριβή, λιτή, απλή και σαφή έκφραση […]. Ο Ηράκλειτος δεν είναι διόλου σκοτεινός φιλόσοφος. Σκοτεινοί και πολύπλοκοι είναι μύριοι όσοι υπομνηματιστές των έργων της αρχαιότητας -παλαιοί και νέοι με τις διατριβές τους. Άμποτε να ’ρχόταν ένας ευεργετικός και σαρωτικός χείμαρρος, και να εξαφάνιζε στην ανυπαρξία υπομνήματα και διατριβές των σοφών και να λευτέρωνε την απλότητα της αρχαίας σοφίας». Παρουσιάζοντας αυτόν τον τόμο, εμείς το καθήκον μας απέναντι στην ποιότητα των εγχωρίων πνευματικών πραγμάτων το εκτελέσαμε. Ας κάμουν και το δικό τους καθήκον οι συντελεστές αυτής της εκδοτικής σειράς. Περιοδ. Βιβλιοθήκη 18. 2. 2000

– 443 –


ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΪΜΑΚΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΪΜΑΚΗΣ ΤΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟ ΦΑΙΔΩΝΑ ΤΟΥ Τ. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Από τις εκδόσεις Ζήτρος κυκλοφόρησε το 2007 ένας τόμος με τον Φαίδωνα του Πλάτωνα σε μετάφραση και εισαγωγή Θεόδωρου Μαυρόπουλου. Από τον Τάσο Αρβανιτάκη ζητήθηκε να προλογίσει τον τόμο, αφενός γιατί είχε ήδη συνεργασθεί με τις συγκεκριμένες εκδόσεις1, και αφετέρου γιατί, για τον ελλαδικό χώρο, είναι ένας από τους καλύτερους γνώστες της αρχαιοελληνικής γραμματείας γενικότερα και του Πλάτωνα ειδικότερα. Ο Τ. Α. προφανώς εξέλαβε την πρόταση για έναν απλό πρόλογο ως πρόκληση για να αναμετρηθεί άλλη μια φορά με τον Πλάτωνα, και ειδικότερα με το πρόβλημα της ψυχής, που αποτελεί και το κύριο θέμα του Φαίδωνα. Ωστόσο, επειδή, όπως παρατηρεί ο ίδιος, το θέμα της ψυχής δεν απασχολεί τον Πλάτωνα μόνο στον Φαίδωνα, μερικές μάλιστα από τις σχετικές βασικές απόψεις του θέματος δεν θίγονται καν στο συγκεκριμένο διάλογο, εξέτεινε την έρευνά του στο σύνολο του πλατωνικού έργου, έτσι ώστε να δοθεί μία κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα των απόψεων του Πλάτωνα για την ψυχή. Κι επειδή στη φιλοσοφία δεν υπάρχει παρθενογένεση, δεδομένου ότι οι ιδέες διαμορφώνονται μετά από έναν εσωτερικό διάλογο των φιλοσόφων με ό,τι έχει προηγηθεί, πριν αναπτύξει τις σχετικές απόψεις του Πλάτωνα, πρόταξε μια ευρύτατη επισκόπηση των βασικών αντιλήψεων περί ψυχής στους Έλληνες, αρχίζοντας από τον Όμηρο και φτάνοντας στον Πλάτωνα, για να φανεί ακριβώς από πού άντλησε το υλικό του ο Πλάτων, με τι συμφωνεί ή τι αντικρούει. Έτσι εμφανίζεται ως προλεγόμενα στον Φαίδωνα του Πλάτωνα ένα κείμενο 338 συνολικά σελίδων -το οποίο θα μπορούσε εξίσου καλά να κυκλοφορήσει και ως μία ανεξάρτητη μελέτη, στην οποία άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει και τίτλο: «η μυθιστορία της ψυχής». Στο πρώτο μέρος, που είναι και το πιο σύντομο, εξετάζονται όσα έχουν προηγηθεί του Πλάτωνα: Όμηρος, Ησίοδος, Διόνυσος, Ορφικοί, προσωκρατικοί φιλόσοφοι και Σωκράτης, ο Πίνδαρος και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι σχετικές απόψεις του Πλάτωνα. Τις απόψεις αυτές τις αντλεί από όλο το έργο του Πλάτωνα και τις εντάσσει σε δύο μεγάλες θεματικές ενότητες. Η πρώτη είναι η ενότητα της κίνησης, επειδή στον Πλάτωνα η θεωρία της ψυχής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θεωρία της κίνησης. Η δεύτερη ενό1. Αναφέρομαι στη μετάφραση των αποσπασμάτων του Ηράκλειτου και στο βιβλίο με τίτλο Πλάτων, περί της κινήσεως.

– 444 –


ΤΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟ ΦΑΙΔΩΝΑ

τητα, η οποία ωστόσο δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη από την πρώτη, είναι η ενότητα της σχέσης της ψυχής με το σώμα. Σ’ αυτή του την αναζήτηση ο Τ. Α., εκτός από τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, στηρίζεται βεβαίως και στην πολύ πλούσια σχετική παράπλευρη βιβλιογραφία, την οποία γνωρίζει πολύ καλά και την αντιμετωπίζει πάντοτε κριτικά. Κύριος συνομιλητής του αναδεικνύεται ο Ε. Rohde με το βιβλίο του Psyche, που αν και είναι παλιό -η πρώτη έκδοσή του ήταν του 1893- εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για όποιον θέλει να ασχοληθεί με το πρόβλημα της ψυχής στην αρχαιότητα2. Πέρα από τις επιμέρους διαφωνίες που διατυπώνει σε συγκεκριμένες απόψεις του Rohde, θα ήθελα να επισημάνω και μία διαφορά που εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται επιφανειακή, είναι όμως ουσιαστική: Ο Rohde αφιερώνει στον Πλάτωνα μόνο 33 από τις 777 σελίδες του δίτομου έργου του3, και αυτό είναι φυσικό, αφού θέμα του είναι οι δοξασίες περί ψυχής των Ελλήνων από τον Όμηρο ως τους ελληνιστικούς χρόνους. Σ’ αυτές τις 33 σελίδες ο Τ. Α. αντιπαραθέτει τις 120 σελίδες του δικού του βιβλίου. Αυτό του δίνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του Rohde, αφού μπορεί έτσι, ερευνώντας το θέμα εξελικτικά, να φωτίσει το σύνολο των πλατωνικών αντιλήψεων περί ψυχής. Στο εύλογο ερώτημα, γιατί τιτλοφόρησε ένα επιστημονικό του κείμενο με τον τίτλο «η μυθιστορία της ψυχής», την απάντηση την δίνει ο ίδιος: «Ως επιστήμων είχα χρέος να εκθέσω με πληρότητα -όσο αυτό είναι δυνατό- τα εξαιρετικά πολύπλοκα δόγματα περί ψυχής των αρχαίων Ελλήνων. Δεν επιθυμώ όμως να είμαι ένας άβουλος και ουδέτερος καθρέφτης» (σ. 308). Μετά την έκθεση όμως αυτή οδηγείται στο συμπέρασμα ότι γύρω από την ασαφέστατη έννοια της ψυχής πλάστηκε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, που τροποποιήθηκε, διασκευάστηκε, στένεψε, διευρύνθηκε κτλ. ανάλογα με τις αντιλήψεις και τον ψυχισμό καθενός από τους διασκευαστές. Η μελέτη κλείνει με τη διατύπωση της προσωπικής θέσης του Τ. Α. απέναντι στο πρόβλημα της ψυχής, που θα μπορούσαμε να την συνοψίσουμε ως εξής: Ο ιδεαλισμός πήρε όλες τις γνωστές θετικές ανθρώπινες ιδιότητες και τις "κόλλησε" σ’ αυτό που αποκαλούσε "ψυχή". Ο υλισμός τις μετέθεσε σ’ αυτό που αποκαλούσε "σώμα" και "ύλη". Όμως οι ιδέες μας για τα σώματα και την ύλη έχουν αλλάξει ριζικά, χωρίς να έχουν αποκρυσταλλωθεί οριστικά. Αυτό που οι παλιοί αποκαλούσαν "ύλη" δεν είναι κάτι το ακίνητο και σταθερό, που περιμένει για να κινηθεί ή να μεταπλασθεί μια εξωτερική επέμβαση -των χεριών ή της "ψυχής"-, αφού είναι "σωμάτια" στροβιλιζόμενα ακατάπαυστα και συνεχώς αλλοιούμενα, σε τελευταία ανάλυση ενέργεια. Μόνο οι ατελέστατες αισθήσεις μας μάς δείχνουν ακινησία, επιφάνειες και τρισδιάστατο χώρο. Οι όροι "ψυχή", "πνεύματα", "δαίμων", "Άδης", "σώμα", "ύλη", "υλισμός", "ειδωλολατρία" κτλ. δεν εκφράζουν καμία απολύτως πραγματικότητα, είναι φορτωμένοι με άγνοια, εικασίες, 2. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την εύστοχα διατυπωμένη παρατήρηση του συγγραφέα, ότι "οι σοβαρές μελέτες δεν είναι σάντουιτς, για να μπαγιατέψουν" (σ. 317). Σημασία δεν έχει η χρονιά έκδοσης ενός βιβλίου, αλλά οι ιδέες του. 3. Παραπέμπω στην γερμανική έκδοση του 1910.

– 445 –


ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΪΜΑΚΗΣ

δοκησισοφίες, είναι παραπλανητικοί, στιγματισμένοι με φανατισμό. Για να εγκαταλειφθούν όμως οι όροι αυτοί, χρειάζεται προχωρημένος ανθρωπισμός, θάρρος και ανεξαρτησία σκέψης, πράγματα που σπανίζουν (σ. 308 εξ.). Ο συγγραφέας τείνει ακριβώς προς ένα νέο ανθρωπισμό, και αντιμετωπίζοντας κριτικά τόσο τον υλισμό όσο και τον ιδεαλισμό, καταλήγει σε μία υπέρβαση της παραδοσιακής αντίθεσης των δύο αυτών ρευμάτων, αμφισβητώντας τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η διάκριση και η αντίφαση αυτή. Βρίσκει ότι τόσο η έννοια της ύλης όσο και η έννοια του πνεύματος δεν εκφράζουν πραγματικότητες και μάλιστα αντιθετικές, εφόσον δεν ξέρουμε τι είναι ύλη, και η προοπτική να το μάθουμε, αντί να πλησιάζει, συνεχώς απομακρύνεται. Το ίδιο ισχύει και για την συγκεχυμένη έννοια της ψυχής, που αντιπαρατίθεται επίσης προς την απροσδιόριστη έννοια της ύλης. Τελικά, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, φαίνεται ότι ο Τ. Α. προτείνει να καταργήσουμε από το φιλοσοφικό λεξιλόγιο τους όρους "ύλη" και "πνεύμα", γιατί δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα υποτίθεται ότι λύνουν. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χρήσιμο και ενδιαφέρον κείμενο, με πολλές πρωτότυπες απόψεις, με τις οποίες μπορεί κανείς να μη συμφωνεί υποχρεωτικά, ένα όμως είναι σίγουρο: Χρειάζεται πολλή τόλμη για να μπορέσεις να προτείνεις ορισμένες από αυτές. Θα περιορισθώ σε ένα μόνο παράδειγμα. Σε μια εποχή που το αίτημα για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα έχει γίνει λίγοπολύ εθνικό ζήτημα, δεν είναι καθόλου εύκολο να διατυπώνει κανείς την παρακάτω άποψη: «Χαμογελώ, όταν καμιά φορά πληροφορούμαι τις ενέργειες κάποιων ανύποπτων ρομαντικών για επιστροφή των αρχαίων αγαλμάτων. Άμα το βλέπουν μόνο τοπικά (να επιστραφούν εκεί που κατασκευάστηκαν), τότε καλά. Αν όμως εννοούν ότι εμείς οι νεοέλληνες αποτελούμε τη συνέχεια κάποιων που έζησαν εδώ, τότε θεωρώ γελοία και ασυνάρτητη την απαίτηση να επιστραφούν τα έργα τέχνης στους απογόνους των μεγαλύτερων βανδάλων που γνώρισε η ιστορία» (σ. 78).

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ [Απόσπασμα της εισήγησης για την απονομή του βραβείου Ελένης και Πάνου Ψημένου της Ακαδημίας Αθηνών. Κρίνεται το έργο Αγών. Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, Θεσσαλονίκη 1989.] […] Το βιβλίο εξετάζει την εξέλιξη του αρχαίου αθλητισμού (μυθικός και ομηρικός αθλητισμός, ολυμπιακός αθλητισμός) και τις επιπτώσεις και αποδόσεις του στην τέχνη (εικαστικές τέχνες, γράμματα). Στο τέλος ο συγγραφέας παραθέτει, υπό μορφή συνθέσεως των ιδεών του, το κεφάλαιο «Αθλητισμός και ελληνισμός» στο οποίο διαπιστώνει ότι από τους κατά περίσταση και χωρίς πρόγραμμα αγώνες του ομηρικού αθλητισμού, στους οποίους πρωτοστατούν οι άρχοντες και για τους οποίους δεν ισχύουν αυστηροί κανόνες, ο θεσμός εξελίχθηκε σε αγώνες κατά τακτά διαστήματα, προς τιμή και υπό την προστασία διαφόρων θεοτήτων, οργανωμένους από τις πόλεις-κράτη της Ελλάδος των ιστορικών χρόνων,

– 446 –


ΤΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟ ΦΑΙΔΩΝΑ

στους οποίους μετείχαν οι πολίτες- εκπρόσωποι των πόλεων, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσεως και οικονομικής ισχύος, ενισχύοντας έτσι την ιδέα της ενότητας και της ταυτότητος ιδεών του Ελληνισμού. Κάνει επίσης τη διάκριση μεταξύ της αντιλήψεως των αρχαίων ότι το σώμα είναι το κύριο στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου και πρέπει να ασκείται και να καλλιεργείται, σε αντίθεση προς τις ιδέες του Πλάτωνος και των χριστιανών κατά τις οποίες η ψυχή κυριαρχεί και το σώμα υποτάσσεται. Για τον ομηρικό αθλητισμό όπως περιγράφεται στα ομηρικά έπη, υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες και ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να διερευνήσει εάν τα περιγραφόμενα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια απηχούν τα ισχύσαντα σε κάποια ιστορική περίοδο, και ποια. Στα άλλα κεφάλαια η συγκέντρωση του υλικού είναι ευσυνείδητη, κατατοπιστική και σχεδόν πλήρης. Το ύφος του βιβλίου είναι άμεσο, νευρώδες και προσωπικό […]. Το σύγγραμμα έχει πολλά προσόντα και αξιέπαινα στοιχεία […]. [Σημείωση: Στο τέλος του βιβλίου Αγών, σ. 330, ο συγγραφέας δηλώνει ότι θα αφιερώσει ξεχωριστή μονογραφία στις απόψεις του Πλάτωνα για τον αθλητισμό. Το 2003 πραγματοποίησε την υπόσχεσή του προσθέτοντας στο αρχικό έργο ένα νέο εκτενές μέρος 120 σελίδων, που περιλαμβάνει και όλους τους πριν από τον Πλάτωνα φιλοσόφους. Το έργο ξαναδουλεύτηκε εξ ολοκλήρου και τυπώθηκε με τον τίτλο Ο ελληνικός αθλητισμός. Αυτό το έργο κρίνουν τώρα οι Καθηγητές φιλοσοφίας. Σημειωτέον ότι το νέο αυτό έργο μεταφράστηκε στην αγγλική και τυπώθηκε το 2004.]

– 447 –


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ Ο Τάσος Αρβανιτάκης έχει τυπώσει συγγράμματα για θέματα ηθικής (αξιών, ηθικής συνείδησης κτλ.), μεθοδολογίας επιστημών, θρησκείας, κοσμολογίας, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας κ.ά. Η εργασία του για τον αθλητισμό στην αρχαία Ελλάδα έχει τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Ο συγγραφέας έχει συνήθως πρωτότυπες και ξεκάθαρες θέσεις και δε διστάζει να πει τη γνώμη του ή ν’ αντικρούσει απόψεις επιφανών μελετητών, όταν τα κείμενα που τις στηρίζουν δεν συμφωνούν μ’ αυτές. Ως φιλόσοφος και λογοτέχνης ο Τάσος μπορεί να θεωρηθεί χαλκέντερος. Τελευταίως, μετά την συνταξιοδότησή του, τύπωσε το 24ο βιβλίο του, ένα πόνημα 340 σελίδων, περί ψυχής στην αρχαία Ελλάδα, στο οποίο δεν αρκείται στην ενδελεχή έκθεση των αντιλήψεων των αρχαίων περί ψυχής και στις θέσεις των νεοτέρων ερευνητών, αλλά στο τέλος της εργασίας αυτής αντιμετωπίζει κριτικά το σύνολο των απόψεων περί ψυχής και σώματος. Η πρόταση ν’ ασχοληθώ με τις θρησκευτικές αντιλήψεις που περιέχονται, στο συγγραφικό έργο του Τ. Α. εμπίπτει κατά κάποιο τρόπο στην ειδικότητά μου, αλλά παρουσιάζει και ιδιάζον ενδιαφέρον, γι’ αυτό και την δέχτηκα. Ως γνωστό τον Φεβρουάριο του 1988, ως Πρόεδρος τότε του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, πρότεινα τον Τ. Α. να διδάξει στο Τμήμα ως Επισκέπτης Καθηγητής το μάθημα, «Εισαγωγή στη φιλοσοφία». Στη θέση αυτή υπηρέτησε για μία τριετία, σχεδόν αφιλοκερδώς, εξαιτίας της γνωστής γραφειοκρατίας. Εκτός των εισαγωγικών μαθημάτων φιλοσοφίας που μας δίδαξε, παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η μελέτη του Σέβας και φόβος των Θεών, όπου αναλύει με τρόπο σοβαρό και επιστημονικό τις βασικές συνισταμένες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, αντικρούοντας με επιχειρήματα πειστικά, που αντλεί από τα αρχαία κείμενα, την άποψη ικανών επιστημόνων ότι δηλαδή η αρχαία ελληνική θρησκεία εξελισσόταν ως θρησκεία φόβου. Γι’ αυτό του αναθέσαμε να διδάξει στο Τμήμα μας και το προαιρετικό μάθημα «Σέβας και φόβος των Θεών». Από όσο γνωρίζω από φοιτητές μας η διδασκαλία του υπήρξε κατά πάντα θετική. Η συνεργασία του με τους συναδέλφους της Σχολής διακρίθηκε για το άψογο ακαδημαϊκό του ήθος και ύφος. Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε, μεστά σε ακαδημαϊκό έργο, πλούσια σε εμπειρίες και τώρα καλούμεθα να κάνουμε απολογισμό του έργου που επιτελέσαμε… Σίγουρα, για το φιλοσοφικό έργο του Τάσου θα ασχοληθούν άλλοι, αρμο-

– 448 –


ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

διότεροι από εμένα. Με το λογοτεχνικό του έργο θα ασχοληθώ μόνο κατά το ποσοστό που εμπίπτει στην ειδικότητά μου, του θεολόγου, μολονότι η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει δυσκολίες. Η βασική δυσκολία που προκύπτει κατά την εξέταση ενός μη καθαρά θεωρητικού ή δογματικού έργου, όπως τα λογοτεχνικά, είναι το γεγονός ότι δεν μπορούν ν’ αποδοθούν στον συγγραφέα όλες οι απόψεις που καταγράφονται. Προφανώς η ιδιάζουσα μορφή του λόγου στα επίμαχα σημεία του ύφους του συγγραφέα δεν επιτρέπουν μία θεολογική θεώρηση και προσέγγιση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Θεολόγος. Με βάση την αρχή αυτή δεν θα προσγραφούν στον συγγραφέα οι απόψεις ενός τυφλωμένου από οποιοδήποτε πάθος, ενός φανατικού, ενός ανόητου, ενός εγκληματία ή γιατί όχι ενός που τον συνθλίβει ένα τραγικό γεγονός, που μπορεί να τον οδηγήσει ακόμα και στην ύβρη. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εκφράζονται οι σταθερές πεποιθήσεις του ανθρώπου, αλλά η φοβερή ψυχολογική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει. Με τα δεδομένα αυτά θεωρήσαμε ότι οι θέσεις που διατυπώνονται ή επανέρχονται με κάποια επιμονή ή που είναι σύμφωνες με τον άνθρωπο όπως τον γνωρίζουμε εκφράζουν τις πραγματικές αντιλήψεις του συγγραφέα. Όμως δεν αρκεστήκαμε μόνο σ’ αυτό, αλλά συμφωνήσαμε με τον συγγραφέα να σταχυολογήσει ο ίδιος από το συγγραφικό του έργο σημεία, με τα οποία δίδεται αφορμή στον αναγνώστη να εκφράσει γνώμη για το προβαλλόμενο θέμα, ώστε να μας διευκολύνει στη διατύπωσή του. Ως πρώτη γενική παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς, είναι ότι ο Τάσος Αρβανιτάκης δεν εκφράζει μια πίστη κατακτημένη, ήρεμη, κατασταλαγμένη. Εκείνο που προπάντων τον χαρακτηρίζει είναι μια αγωνιώδης αναζήτηση του θείου, που όμοιά της δεν γνωρίζω ανάμεσα στους νεοέλληνες λογοτέχνες ή φιλοσόφους. Και δεν αναζητεί με ένταση και πάθος μόνο του ύπαρξη του Θεού, αλλά και τις ιδιότητές του. Άλλο είναι το να δέχεσαι την ύπαρξη του Θεού και άλλο το να αναζητείς ποιες είναι οι βασικές ιδιότητές του θείου, αν είναι δηλαδή φιλικό, αδιάφορο, αντιφατικό, σκληρό, εκδικητικό ή συγχωρητικό κτλ. Αυτό σημαίνει ότι ο συγγραφέας δεν δέχεται ανεξέταστα τα βασικά χριστιανικά δόγματα, αλλά τελικά, όπως θα δούμε, δεν απομακρύνεται από αυτά. Το βασικό έργο, όπου διατυπώνονται οι θρησκευτικές απόψεις του είναι Οι Δίκαιοι, που αργότερα τυπώθηκε πλήρως μεταπλασμένο λογοτεχνικά -όχι και ιδεολογικά- με τον τίτλο Το Χρονικό των Δικαίων. Είναι φανερό ότι το κυρίαρχο θέμα είναι η δικαιοσύνη, τόσο η ανθρώπινη όσο και η θεϊκή. Ο ήρωας, ένα μοναχικό άτομο, που προσπαθεί να έχει πάντα οδηγό μόνο τη συνείδησή του, υπηρετεί στην Κατοχή σε μια γερμανική υπηρεσία, όπου τον τοποθέτησε η ίδια η αντίσταση, για να δίνει πληροφορίες. Σε κάποια στιγμή του ζητούν να συμμετάσχει στην εκτέλεση ενός Γερμανού. Και τότε μπαίνει το τεράστιο ηθικό πρόβλημα που αντιμετώπισε όχι μόνον ο ήρωας, αλλά ολόκληρη η ανθρωπότητα από καταβολής κόσμου. Ο εχθρός δολοφονεί και εγκληματεί με κάθε τρόπο τροφοδοτώντας το προαιώνιο ποτάμι του αίματος, που κατά τη χριστιανική αντίληψη ξεκίνησε από τον Κάιν. Αυτοί που υποφέρουν θέλουν ν’ απαλλαγούν απ’ τον φονιά όποιας εθνικότητας και αν είναι αυτός-. Είναι λοιπόν και αυτοί υποχρεωμένοι να σκοτώσουν, αυξάνοντας -κατά το μέρος που τους αναλογεί- τον ποταμό του αίματος. Πρόκειται κυριολεκτικά για μοίρα τραγική του ανθρώπου, για την οποία

– 449 –


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ

δεν υπάρχει ικανοποιητική απάντηση, θρησκευτική ή άλλη, και που θα βασανίζει πάντοτε τις ευαίσθητες ηθικά καρδιές. Ο ήρωας, ένας δυνάμει Ιησούς, αλλά και σωκρατικός -αφού ο Σωκράτης στον Γοργία, κήρυξε τη μη βία- αρνείται να σκοτώσει, έστω και τον εχθρό, και για τον λόγο αυτό πέφτει χτυπημένος συγχρόνως από φίλια και εχθρικά πυρά. Πριν όμως πέσει, ο ήρωας περνάει από έναν δαίδαλο μοναξιάς, απόγνωσης και απελπισίας και αναρωτιέται γιατί ο Θεός επέτρεψε να είναι έτσι τα πράγματα. Και φυσικά δεν βρίσκει καμιά απάντηση. Εδώ ακούγονται τα παρακάτω σπαρακτικά λόγια (ο ήρωας συζητάει μ’ έναν γέρο ιερωμένο): «-Πήγαινε, τέκνον, και πράξε σύμφωνα με τη συνείδησή σου. Τότε θα ζεις έξω απ’ την απογοήτευση. […] -Αν ακολουθούσα την υπόδειξή σας, θα ήμουν αθώος μπροστά στη συνείδησή μου κι ίσως μπροστά σ’ Εκείνον, μα ένοχος απέναντι στο χρέος μου προς τους ανθρώπους. -Ω, αυτό! έκανε ο γέρος. Μη δίνετε τόση σημασία στη Δράση! Δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς Εκείνον. -Μα τότε όλα θα βυθίζονταν στην αναρχία!... Δύσκολα τον καταλαβαίνω τον Θεό σας. Γιατί είναι κρυμμένος τόσο μακριά μας; […] -Δεν σας είπα παρά την άποψή μου, είπε ο γέρος. Ίσως να μην είναι η καλύτερη. Κι εγώ στα νιάτα μου ήταν στιγμές που επαναστατούσα. Εσείς, αν είστε τόσο ζωντανός και αν σας κυριεύει πάνω απ’ όλα το πάθος για τον άνθρωπο και τη ζωή, δεν έχετε παρά να δράσετε. Θα βρείτε ανακούφιση και παρηγοριά στην κοινή παραδοχή. -Αδελφέ, είπε απεγνωσμένα ο Τηλέμαχος. Γιατί να πρέπει να ζω στη ντροπή; Σε τι λοιπόν έφταιξα; Ποιος είναι ο Κριτής που με καταδικάζει προτού να κινήσω το δάχτυλό μου και πριν να γεννηθώ; Γιατί να πρέπει να πεθάνω ένοχος, ακόμα και αν παραμείνω έσχατα αθώος;... Εδώ και αρκετό καιρό μες στο μυαλό μου στριφογυρνάει διαρκώς η ιστορία εκείνη με τον δίκαιο Σαμουήλ: «και είπε Σαμουήλ προς Αγάγ ‘‘Καθότι ητέκνωσε γυναίκας η ρομφαία σου, ούτως ατεκνωθήσεται εκ γυναικών η μήτηρ σου’’ και έσφαξε ο Σαμουήλ τον Αγάγ ενώπιον Κυρίου.» Καταλαβαίνετε, τον έσφαξε ενώπιον Κυρίου. Κάποιος έπαιρνε επάνω του το κρίμα. Αλλ’ από τότε που ο Κύριος απέστρεψε το πρόσωπό του από τους ανθρώπους, το βάρος πέφτει επάνω μας. Και πώς να το βαστάξεις; Ο γέρος υποκλίθηκε δυο-τρεις φορές μπροστά στον Τηλέμαχο σαν να ’θελε μ’ αυτό να υποδηλώσει πως αναγνώριζε στο πρόσωπό του ένα άτομο κοινό, μα πεισματάρικο κι έτσι μοιραίο, γιατί ζητούσε να ξεφύγει απ’ το ριζικό του.» (Χρον. Δικαίων, σσ. 72-5). Στο χωρίο αυτό θα επισημάνουμε την αντίληψη ότι ο Θεός είναι «κρυμμένος» και ότι «ο Κύριος απέστρεψε το πρόσωπό του από τους ανθρώπους», προφανώς εξ αιτίας της ανομίας τους. Η άποψη της απομακρύνσεως του θείου επαναλαμβάνεται παρακάτω ακόμα δύο φορές, δείγμα ότι είναι βασική: «Ο Ήλιος της δικαιοσύνης είχε βυθιστεί πίσω από τη σιωπή κι ο κόσμος κατρακύλησε στην ανομία» (σ. 81), και στην επόμενη σελίδα: «Η προκυμαία ήτανε νεκρή. Τα πλοία ήτανε σβηστά. Καμιά φωτιά σ’ αυτή τη χώρα που την εγκατέλειψαν οι άγγελοι.» (σ. 82). Η ίδια αντίληψη εκφράζεται και στην ποιητική συλλογή Τρεις

– 450 –


ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Μαρτυρίες, και μάλιστα στο ποίημα απ’ το οποίο πήρε το όνομά της η συλλογή (σ. 32. Μιλούν τρεις άνθρωποι: α΄ αυτός που έριξε τη βόμβα στη Χιροσίμα, β΄ ένας διαστημικός επιστήμων και γ΄ ένας αστροναύτης): «Κάτω ήταν το πανηγύρι η μπόμπα βρήκε την καρδιά της πόλης! Ο ουρανός ήταν θαμπός Έδειχνε μάλιστα σπασμένος» «Ο ουρανός συμπεριφέρεται παράλογα όλες μας οι μετρήσεις δείχνουν ότι απομακρύνεται ιλιγγιωδώς» Αφού μάζεψε λίγες πέτρες μέσ’ από τη στάχτες συμπέρανε πως ο ουρανός είναι φενάκη Υπάρχει μόνο το κενό και πότε-πότε λίγες στάχτες Τρεις μαρτυρίες έντιμων συμπολιτών μας: ο ουρανός απομακρύνεται ιλιγγιωδώς ο ουρανός είναι σπασμένος ο ουρανός είναι κενός με λίγες στάχτες Όσοι τους βασανίζει ο ουρανός ανέβαλαν την πτήση Η απομάκρυνση-απουσία του θείου αποκλείει τη συγχώρεση και κάνει ώστε όλο το βάρος της ανομίας -με τις τύψεις και τη ντροπή που αυτή συνεπάγεται- να πέφτει στους ώμους μας. Αυτό εκφράζει το ποίημα Η κολυμβήθρα (σ. 59. Πρόκειται για την κολυμβήθρα του Σιλωάμ): Από νωρίς βγήκαμε στους αγρούς και περιμέναμε Θα ’ρχόταν λέει ο άγγελος ν’ αναταράξει τα νερά της κολυμβήθρας […] Κάποιος δοκίμασε και να προσευχηθεί τα λόγια του πέφταν σαν χόρτα μαραμένα […] Τον άγγελο κανείς τους δεν τον είχε δει Έπειτα ο ουρανός σκοτείνιασε αρχίνησε να βρέχει πλημμύρισε κι η κολυμβήθρα τα πτώματα βγήκαν στην επιφάνεια τα μέτωπά μας στάζανε φαρμάκι ήμασταν έξαλλοι χειρονομούσαμε γυρίσαμε στα σπίτια μας γδυθήκαμε πέσαμε σε μια τρύπα δίχως τέλος

– 451 –


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ

Το ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής, με τίτλο Ο ήλιος, εκφράζει ακριβώς τις τύψεις και τη ντροπή που αναφέραμε (σ. 60): Απάνω μας ήλιος χλωμός στιγματισμένος σταλάζει σιγανή μαύρη βροχή Θέλαμε να κρυφτούμε τρύπωνε μες στην κάμαρά μας έσταζε πάνω μας ασήμι μαύρο φαρμακερό Τότε καλούσαμε τη νύχτα Η νύχτα απρόθυμη και φοβισμένη έμπαινε μες στην κάμαρά μας μα ο ήλιος έμπαινε μες στην καρδιά μας και τότε πια δεν ήταν τόπος να κρυφτείς Στα σειρά αφηγημάτων Η Νύχτα, που αργότερα τριπλασιάστηκε σε έκταση και τυπώθηκε με τον τίτλο Τουρκές η Νύχτα, ο συγγραφέας περιγράφει την μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη ποτέ ο ελληνισμός μετά την άλωση της Πόλης. Εδώ περιγράφονται πολύ θετικά μορφές ιεραρχών, όπως ο Χρυσόστομος Σμύρνης, αλλά και κάποιοι ανθέλληνες φανατικοί, που αφορούν κυρίως το παρελθόν της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας. Αντίθετα προς τον Χριστό, που σύμφωνα με το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο εκφράζεται πολύ θετικά για τους Έλληνες, αυτοί οι κακοί χριστιανοί υπήρξαν καταστροφείς των ελληνικών μνημείων και έργων τέχνης. Ο συγγραφέας επαναφέρει το γνωστό αυτό θέμα, για να στιγματίσει όσους κατά τη γνώμη του παρεκτρέπονται από τον χριστιανισμό. Θα έλεγα ότι κι εδώ έχει ως πρότυπο τον Χριστό, που έδιωξε με το μαστίγιο τους αργυραμοιβούς από τον περίβολο του ναού. Τους ανθρώπους αυτούς ο συγγραφέας τους διαχωρίζει απόλυτα από τη διδασκαλία του Χριστού. Λέει ρητά: «Γιατί σε μια θρησκεία αγάπης και φιλίας, όταν αυτή διαδόθηκε αρκετά, εκτός από τις αγαθές ψυχές, που είναι πάντα ελάχιστες, προσχώρησε και πλήθος μισαλλόδοξων φανατικών» (σ. 235). Ώστε η κριτική του γίνεται με βάση τη διδασκαλία του Χριστού, που φαίνεται να την γνωρίζει πολύ καλά. Άλλες απόψεις περί του θείου στο βιβλίο αυτό είναι εκρήξεις ανθρώπων που τους συντρίβει κυριολεκτικά η ιστορία και κάποτε φτάνουν στην ύβρη. Αλλά, όπως προείπαμε, οι απόψεις αυτές δεν μπορούν ν’ αποδοθούν σοβαρά στον συγγραφέα, και δεν εκφράζουν ούτε τις σταθερές πεποιθήσεις εκείνων που τις εκφέρουν. Δείχνουν απλώς την απόγνωση στην οποία έχουν περιέλθει κάτω από το βάρος των ιστορικών γεγονότων. Στην ποιητική συλλογή Σχεδιάσματα με φως ο συγγραφέας βρίσκει ξανά το γνωστό θρησκευτικό του κλίμα και εκφράζει σαφώς προσωπικές θέσεις. Υπάρχει πρώτα μια άπειρη -θρησκευτική θα έλεγα- συμπόνια για τη δυστυχισμένη πλευρά της ανθρωπότητας (Λιτανεία, σ. μζ΄):

– 452 –


ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

Αυτούς που προχωρούν βαθιά συλλογισμένοι, Αυτούς που έσβησαν από παντού τα λόγια τους και δεν αναστενάζουν πια, Αυτούς που λύγισαν σαν τις μακριές λαμπάδες και γέρνουνε το χέρι τους στη γη, Αυτούς που τώρα ξεθωριάζουν μέσα στη φαντασία του Θεού, Άνθρωπε εσύ των νιάτων και της συμφοράς, μην τους περιφρονείς. Ήταν κι αυτοί παιδιά της γης και τ’ ουρανού και κράτησαν στα χέρια τους το φως. Άνθρωπε εσύ κλειστέ δυσπρόσιτε περήφανε, ρίξε τους μια ματιά καθώς βαδίζουν δίπλα-δίπλα σκοτεινοί κι από καρδιάς ελέησον Το φως της Δικαιοσύνης ή μάλλον το βαθύτατο αίτημα για δικαιοσύνη (Το άλλο φως, σ. κε΄) περιγράφεται με έναν πολύ προσωπικό και παραστατικό τρόπο: Ονειρευόμουν ένα φως που θα βυθίζεται βαθιά στων σπλάχνων τη σιωπή θα καταυγάζει τις πηγές της θλίψης κι έπειτα θ’ ανεβαίνει σοβαρό θ’ ανοίγει διάπλατα τις πόρτες κι η νύχτα θ’ αγριεύει άγρια θηρία θα πισωπατούν δείχνοντας δόντια στραφτερά Κι εκείνο θα βαδίζει αργά με τον ρυθμό του πεπρωμένου ώσπου να φτάσει εκεί στο κέντρο εκεί που κρίνονται τα πάντα φωτίζονται κι εξαργυρώνονται ή χάνονται κάτω απ’ το βάρος του φοβερού φωτός Σημαντικές ιδέες -πολιτικές, θρησκευτικές κτλ.- στα χέρια παραχαρακτών καταντούν αγνώριστες, απάνθρωπες ή και εγκληματικές (Ήλιοι, σ. νθ΄): Γνωρίζω κάποιους ήλιους που ξέφυγαν από τις αλυσίδες και πέσανε βαριά στη λάσπη που κάψαν με το θειάφι τους

– 453 –


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ

το φιδοκτόνο χόρτο που σαν μαύρα άλογα πολεμιστών καλπάζουν μες στις τρύπες τ’ ουρανού Η απομάκρυνση του ανθρώπου από το θείο και η φοβερή απογύμνωσή του βρήκε την τελειότερή της έκφραση στο ποίημα Το φως και η ρωγμή (σ. πκ΄) με το οποίο θα κλείσουμε το σημείωμα αυτό: Στην άκρη του ήταν ο Θεός Ήταν μια εποχή πολέμων και ξεσηκωμών τα σπίτια και τα δάση κάηκαν βγαίναν νεκροί κρατώντας άσπρες φλόγες μια φοβερή υποψία πλανιόταν μες στην κάπνα, όταν παρουσιάστηκε το ράγισμα Δεν είδαμε και δεν ακούσαμε κανέναν κρότο μα είχε γίνει μια ρωγμή Μετά ησύχασαν τα πράγματα Χτίσαμε πάλι σπίτια κι αποσυρθήκαν οι νεκροί Μα έκτοτε η ρωγμή έγινε πλέον χάσμα και βρέχει βρέχει καθημερινά μας κατακλύζει ένα φως ψυχρό Αυτό το φως δεν ξεκινάει από πουθενά δεν καταλήγει πουθενά Μετά την σύντομη αυτή περιήγηση στο λογοτεχνικό έργο του Τάσου Αρβανιτάκη, αν έπρεπε να βγάλω ένα γενικό συμπέρασμα, θα έλεγα ότι κατά τη γνώμη μου αυτός συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σπουδαιότερους θρησκευτικούς λογοτέχνες της νεότερης Ελλάδας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το έργο του είναι μόνο θρησκευτικό, εφόσον είναι και φιλοσοφικό, επιστημολογικό, κοινωνιολογικό, ψυχολογικό, πολεμικό κτλ. και οι ρίζες του είναι βαθιά ριγμένες και στην αρχαία Ελλάδα.

– 454 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

– 455 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

– 456 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

– 457 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΡΕΛΛΑΣ Ο ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ Τ. ΦΑΛΚΟΣ Με τον Τάσο Αρβανιτάκη (Φάλκο) γνωριστήκαμε και οι πορείες μας διασταυρώθηκαν τη ζοφερή εκείνη περίοδο, όταν στα ΑΕΙ επικρατούσε η απόλυτη κυριαρχία της καθηγητικής έδρας και η δουλική εξάρτηση από τον κάτοχο της έδρας των Ειδικών Επιστημόνων. Για τον διορισμό του στην ΑΒΣΘ στα τέλη του 1979 πληροφορούμαι από τον Τάσο τα εξής: Στην παλιά Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή υπήρχε το μάθημα της Εισαγωγής στη Φιλοσοφία, που το δίδασκε ως επισκέπτης ένας Καθηγητής από το ΑΠΘ. Ο Καθηγητής της ΑΒΣΘ Ζευγαρίδης έτυχε να διαβάσει τη διδακτορική διατριβή του Τάσου, και τη θεώρησε πρωτότυπη, «σαφέστατη», «απ’ τα καλύτερα βιβλία που διάβασε», όπως έλεγε. Τον πρότεινε και τον προσέλαβαν ως Ειδικό Επιστήμονα για το μάθημα αυτό. Το μέλλον του στη θέση αυτή ήταν σκοτεινό, γιατί τότε οι Ειδικοί Επιστήμονες δεν είχαν καμία δυνατότητα εξέλιξης. Ήδη είχε αποχωρήσει από την Φιλοσοφική Σχολή, όπου υπηρετούσε αρκετά χρόνια ως βοηθός και στη συνέχεια ως διδάκτωρ Επιμελητής, διότι και εκεί δεν είχε δυνατότητα εξέλιξης, εφόσον έπρεπε να χηρέψει κάποια θέση της ειδικότητάς του, για να την καταλάβει, και οι τότε υπηρετούντες ήταν πολύ νέοι. Οι νόμοι λοιπόν ήταν συνεχώς εις βάρος του, όταν άλλοι ευνοούνται σκανδαλωδώς, κάποτε από νόμους που προκαλούν οι ίδιοι. Η κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή, όπως και σε όλα τα ΑΕΙ, ήταν η εξής: Με λίγες εξαιρέσεις, στις υψηλές θέσεις είχαν αναρριχηθεί «με διάφορες γνωριμίες και τερτίπια» (όπως δήλωνε ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών Ήντεν για τους Έλληνες πολιτικούς), με ανεπαρκείς γνώσεις και χωρίς να διανύσουν την κλίμακα της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, απευθείας στην ανώτατη καθηγητική βαθμίδα. Αργότερα θεσμοθετήθηκε η θέση του «Ειδικού Επιστήμονα», με σκοπό να διοριστούν κάποιοι έμπειροι επιστήμονες, για να διδάξουν κάποιο αντικείμενο, το περιεχόμενο του οποίου οι Καθηγητές αγνοούσαν ή είχαν αμυδρή ιδέα γι’ αυτό. Το καθεστώς των Ειδικών Επιστημόνων της εποχής εκείνης μπορεί να συγκριθεί με το αντίστοιχο των δουλοπάροικων της φεουδαρχικής εποχής. Ο Καθηγητής–«ιδιοκτήτης» του Ειδικού Επιστήμονα μπορούσε απολύτως νόμιμα να τον προσλαμβάνει, να ανανεώνει τη θητεία και να τον απολύει όποτε ήθελε, αν λ.χ. εμφανιζόταν κάποιος με ισχυρότερο μέσο. Έτσι τον Φάλκο, που δεν ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει φιλικά ή πολιτικά ερείσματα, ώστε να κρατήσει την αμφίβολη και δίχως μέλλον θέση του, οι Καθηγητές αποφάσισαν κάποια στιγμή να τον απομακρύνουν και να αναθέσουν το μάθημα της φιλοσοφίας σε κάποιον που δεν σπούδασε φιλοσοφία, ήταν όμως στέλεχος πολιτικού κόμματος. Τελικά,

– 458 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

με σκαμπανεβάσματα, τους κράτησαν και τους δύο. Μετά το γεγονός αυτό εκλέχθηκα κι εγώ στη θέση του Ειδικού Επιστήμονα στην ΑΒΣΘ. Τότε συναντήθηκαν οι πορείες μας, που είχαν ολότελα διαφορετικές αφετηρίες. Το 1947 που ξεκίνησε ο Εμφύλιος ο Τάσος ήταν μόλις δέκα χρονών, και ζήτημα ήταν αν μάθαινε ή καταλάβαινε τι γίνεται γύρω του, ενώ εγώ ήμουν νέος άντρας και πήρα ενεργό μέρος στον Εμφύλιο. Αργότερα ο Φάλκος ενδιαφέρθηκε ζωηρά να μάθει τι είχε συμβεί τότε, και στα λογοτεχνικά του έργα αναφέρεται συχνά στην περίοδο εκείνη, χτυπώντας με τρόπο ιδιαίτερα άγριο τις ανομίες από τη σκοπιά του ανθρωπιστή, του θρεμμένου με ό,τι καλύτερο παρήγαγε η αρχαία Ελλάδα. Το 1981 που διορίστηκα, βρεθήκαμε στη βαθμίδα του Εδικού Επιστήμονα τέσσερα άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Τάσος με πολυετή αυτόνομη πανεπιστημιακή διδασκαλία, ενώ ορισμένοι από εμάς είχαμε διανύσει στο εξωτερικό Παρίσι, Ζυρίχη, Μόσχα- όλες τις βαθμίδες της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, και μετά την μεταπολίτευση εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας, για να επαναπατριστούμε. Όταν περάσαμε το κατώφλι του πανεπιστημίου, διαπιστώσαμε τη δεινή θέση μας. Βρεθήκαμε κάτω από την εξάρτηση και αφεθήκαμε στην κρίση ανθρώπων, πολλοί από τους οποίους ούτε τις απαιτούμενες γνώσεις είχαν ούτε προϋπηρεσία ούτε εμπειρία ούτε συγγραφικό έργο. Ο Φάλκος υπηρετούσε ήδη επτά χρόνια στην ΑΒΣΘ, όταν οι νόμοι επέτρεψαν την ένταξη των Ειδικών Επιστημόνων σε κάποια καθηγητική βαθμίδα, ανάλογα με τα προσόντα τους, που τα καθόριζε ο νόμος (έτη αυτόνομης διδασκαλίας, επιστημονικές εργασίες). Εκείνη την εποχή ο Φάλκος είχε τριπλάσια προσόντα από όσα απαιτούσε ο νόμος για την ένταξη στην πρώτη βαθμίδα. Συγκεκριμένα είχε 21 χρόνια διδασκαλίας -αντί των έξι που ζητούσε ο νόμος- και τρεις ογκώδεις μονογραφίες. Επειδή όμως γνώριζε ότι τα πραγματικά προσόντα δεν λαμβάνονται ποτέ υπόψη, και ότι η ανέλιξη στο πανεπιστήμιο εξαρτιόταν αποκλειστικά από την κομματική ή παραταξιακή σου θέση, τις υψηλές γνωριμίες και τις οργανωμένες φατρίες, ο Τάσος στην τελική αίτησή του ζήτησε να κριθεί ως Αναπληρωτής Καθηγητής. Οι Καθηγητές τον υποχρέωσαν να ζητήσει ένταξη σε ακόμα χαμηλότερη βαθμίδα. Στα πρακτικά που κρατήθηκαν ρωτάει την ολομέλεια αν υπάρχουν αντιρρήσεις για το επιστημονικό του έργο, για τη διδασκαλία του, για τη δημοκρατικότητα και την ηθική του. Δεν παίρνει καμιά απάντηση, και τον ρωτούν με επιμονή αν δέχεται την χαμηλότερη βαθμίδα. Τους λέει: «Δέχομαι, αλλά είναι ταπείνωση. Αν με θέλετε ως συνάδελφο, μη με ταπεινώνετε τόσο!». Επρόκειτο για μια ψυχρή εκτέλεση, που του στοίχισε νεύρωση του στομάχου, πίεση, και αργότερα, με προσθήκη νέων αφορμών, παρατεταμένη κατάθλιψη, απ’ την οποία μετά βίας συνήλθε. Σε ένα ποίημά του γράφει: «κουράστηκα και λύγισα. Δεν είμαι από ατσάλι». Αλλά και όσοι από εμάς δεν είχαμε προωθητικούς πυραύλους, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, σκύψαμε το κεφάλι ταπεινωτικά και υποχρεωθήκαμε να διανύσουμε από την αρχή, με την δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης πάνω από το κεφάλι μας, για δεύτερη φορά όλη την κλίμακα της ακαδημαϊκής ιεραρχίας, ενώ στην ίδια περίοδο άλλοι Ειδικοί Επιστήμονες, που στερούνταν παντελώς των απαιτουμένων τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων, βρέθηκαν ξαφνικά

– 459 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

από τους πρόποδες στην κορυφή. Το σκεπτικό που οδήγησε τους Καθηγητές των ανώτερων βαθμίδων σ’ αυτήν την ποταπή συμπεριφορά ήταν το ακόλουθο: Να μας κρατούν υποχείριους, μακριά από τις κρίσεις των νεοπροσλαμβανομένων και των υπό εξέλιξη μελών του ΔΕΠ, ώστε άνετα να προωθούν τους δικούς τους. Είναι δύσκολο να περιγραφούν η αγωνία, τα ψυχολογικά μαρτύρια και οι καταθλιπτικές καταστάσεις που γνωρίσαμε στη διάρκεια σειράς ετών. Όλοι σχεδόν καταφεύγαμε στα ηρεμιστικά, ενώ ο ένας από εμάς τους τέσσερις, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, που διετέλεσε Καθηγητής στη Ζυρίχη, υπέκυψε στο μοιραίο μετά από καρδιακό έμφραγμα. Δεν τολμώ να κρίνω τα έργα του Τ. Αρβανιτάκη. Δεν είναι της ειδικότητάς μου. Άλλωστε αυτό δεν χρειάζεται. Έχουν κριθεί ευμενώς από διακεκριμένους ειδικούς και από την Ακαδημία Αθηνών. Ευμενώς έχει κριθεί επίσης και από τα διάφορα συμβούλια κρίσης του Πανεπιστημίου σε όλες τις βαθμίδες που πέρασε (έξι συνολικά) μέχρι τη ανώτατη. Μπορώ όμως να αναφέρω αυτά που παρατήρησα στη μακρόχρονη γνωριμία μας. Ο Φάλκος έχει ασυνήθιστη δύναμη εργασίας. Ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή του τύπωσε δύο ογκώδη συγγράμματα, ένα φιλοσοφικό και ένα λογοτεχνικό, και, από ότι ξέρω, έχει έτοιμα για τύπωμα άλλα τρία! ανεβάζοντας τον αριθμό των τυπωμένων βιβλίων του στα 27. Δεν ασχολείται με κάποιο θέμα και δεν τυπώνει βιβλία, αν δεν έχει καινούργιες και πρωτότυπες θέσεις να παρουσιάσει. Δεν εργαζόταν «ευκαιριακά», με την προοπτική μιας προαγωγής, είχε πραγματική αφοσίωση, συνέχεια και συνέπεια. Κάθε του νέα εργασία ξεπερνούσε τις προηγούμενες σε έκταση και -κατά τους ειδικούς- σε ποιότητα. Σπάνια γράφει άρθρα. Προτιμούσε και προτιμά τις εκτεταμένες μονογραφίες, που απαιτούν πολυετή μόχθο -καθυστερούν φυσικά τις προαγωγές- και προπαντός ηρωισμό. Ψέγοντας αυτούς που γράφουν μόνο «αρθράκια» -και μάλιστα τρία άτομα για ένα άρθρο επτά σελίδων!- λέει ότι «καταντήσαμε αντιηρωικοί». Στο τέλος όλοι σχεδόν αναγνώρισαν την αξία του. Κάποιοι συνάδελφοι τον αποκαλούν «χαλκέντερο», και «τελευταίο των δεινοσαύρων». Με τον καιρό αναγνωρίστηκαν η τιμιότητά του, η έλλειψη φατριασμού, η αγάπη του δικαίου, αρετές που χρειάζονται πολύ χρόνο για να γίνουν αισθητές. Οι παλιοί «αρνητές» του τον πίεζαν να υποβάλει υποψηφιότητα για πρύτανης. Αρνήθηκε με το αιτιολογικό ότι θέλει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο επιστημονικό και το λογοτεχνικό του έργο. Θα ήθελα να υπογραμμίσω ένα θέμα που σχετίζεται άμεσα με τον χαρακτήρα του. Είναι η έννοια της ευθύνης. Ο ίδιος την αισθάνεται έντονα, το αποδεικνύει και με τη ζωή του και με το έργο του, αλλά και προσπαθεί να αφυπνίσει όσους δεν αισθάνονται το ηθικό αυτό συναίσθημα, που επιβάλλει πράξεις. Στις παραδόσεις του Μεθοδολογία και τεχνογραφία της επιστημονικής έρευνας (1992), στο κεφάλαιο «Δεοντολογία της επιστημονικής έρευνας» γράφει: «Καμιά ενέργεια του ανθρώπου που αφορά το σύνολο δεν είναι έξω από την ηθική, γιατί περιέχει την ευθύνη. […]. Λέγεται ότι η επιστήμη διέπεται από τον έρωτα της αλήθειας. Αυτό αποτελεί μια λειψή, μια κολοβή αρχή. Γιατί η επιστήμη διέπεται εξίσου απ’ τη βαθιά αγάπη της ζωής, όχι τη ζωή του ενός ή των λίγων,

– 460 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

μα τη ζωή σε όλες τις μορφές της. Όποιος δεν έχει την αγάπη αυτή δεν είναι επιστήμων αλλά έμπορος ή προαγωγός της γνώσης. Κάποτε είναι και παλιάνθρωπος. (σ. 49) […] Αμύθητα ποσά διατέθηκαν για την έρευνα και την προαγωγή των δολοφονικών τεχνών. Με κίνητρο το κέρδος, χιλιάδες επιστήμονες υπηρέτησαν το έγκλημα κι όχι τον άνθρωπο. Δεν είναι δυνατό να λέει ο επιστήμονας «Νίπτω τας χείρας μου. Δεν αναζητώ παρά την αλήθεια. Δεν θέλω να βλάψω κανέναν» ή «Εγώ δεν είμαι υπεύθυνος» (σ. 56). Η ευθύνη βέβαια επεκτείνεται σε όλες τις πλευρές της δραστηριότητας του ατόμου. Όταν αναλαμβάνεις την ευθύνη για την εκτέλεση κάποιου έργου, και ιδιαίτερα όταν εκλιπαρείς την ανάθεση αυτού του έργου, είσαι και υπόλογος. Σε περίπτωση επιτυχίας επαινείσαι και αμείβεσαι, και σε περίπτωση αποτυχίας τιμωρείσαι. Δεν μπορείς να αναλαμβάνεις επιλεκτικά μόνο την ανώδυνη πλευρά της ευθύνης και να αποποιείσαι με αστεία επιχειρήματα την επώδυνη, την ποινική, όπως κάνουν οι σύγχρονοι πολιτικοί μας, οι οποίοι αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη και αποποιούνται την ποινική. Αλλά ο Φάλκος προχωρεί παραπέρα. Υποστηρίζει μια ευθύνη καθολική. Οι πάντες είναι υπεύθυνοι για τα πάντα. Βέβαια αναφέρεται στο ηθικό και υπαρξιακό επίπεδο και όχι στο νομικό. Αντικρούει έντονα την άποψη ότι ο καθένας είναι μόνο ο εαυτός του, περιχαρακωμένος στις λίγες -έντιμες πιθανόν- πράξεις του, αμέτοχος στα όσα συμβαίνουν γύρω του και στον κόσμο. Η ύπαρξη, λέει, είναι συνύπαρξη. Όλοι μας είμαστε υπεύθυνοι για όλους. Την άποψη αυτή την εξέφρασαν βέβαια και άλλοι στοχαστές, ιδίως μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Πρόκειται για παράλληλη διαπίστωση πνευμάτων που τα σύντριψε η παρουσία τόσου κακού. Το πάθος με το οποίο εμφανίζεται η ιδέα αυτή στον Φάλκο της δίνει τη σφραγίδα της αυθεντικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ήρωας του λογοτεχνικού του έργου Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο βασανίζεται αδιάκοπα από το αίσθημα της ευθύνης για όσα συμβαίνουν γύρω του -μετέχει στον εμφύλιο με την πλευρά του κυβερνητικού στρατού- ώστε στο τέλος αρρωσταίνει σοβαρά, παρόλο που δεν έριξε ούτε μια σφαίρα. Θα τονίσω ότι στη διάρκεια της κοινής θητείας μας στο Πανεπιστήμιο διαπίστωσα ότι ο Αρβανιτάκης είναι άνθρωπος πραγματικά ερωτευμένος με την επιστήμη, φανατικός ερευνητής και λογοτέχνης, και συνεχίζει με την ίδια ένταση να ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, όπως διαπιστώνεται από το συγγραφικό του έργο και μετά τη συνταξιοδότησή του. Είναι ένας άνθρωπος που διακατέχεται από το αίσθημα της ευθύνης, και η λέξη αυτή θα μπορούσε να μπει ως γενικός τίτλος όλων των έργων του, φιλοσοφικών και λογοτεχνικών.

ΜΑΡΙΑ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ Ο Τάσος Φάλκος, φιλολογικό ψευδώνυμο του συναδέλφου μου, στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Τάσου Αρβανιτάκη, είναι ο άνθρωπος στον οποίο υπάρχουν και λειτουργούν αρμονικά δύο κόσμοι, δύο ιδιοσυγκρασίες, δύο αντιλήψεις του κόσμου μας. Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς ποια από τις δύο, η

– 461 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

επιστημονική ή η λογοτεχνική, υπερέχει. Αν και πιστεύω ότι και οι δύο αυτές υπάρξεις αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοζωογονούνται, χωρίς υποχρεωτικά η μία από τις δύο να υπερτερεί, ωστόσο υποψιάζομαι ότι ο Τ. Α. ή ο Τ. Φ. έχει συσσωρεύσει στα χρόνια που πέρασαν, μια πιο συμπυκνωμένη τρυφερότητα για τη λογοτεχνική του υπόσταση από όσο για την άλλη, την επιστημονική. Αυτή η προτίμηση, μπορεί να δικαιολογηθεί, ενδεχομένως, από το γεγονός ότι η επιστημονική του ενασχόληση εμφάνιζε, υποχρεωτικές πλευρές λειτουργικότητάς του, με συγκεκριμένο ωράριο πρόγραμμα και φυσική παρουσία, ενώ αντίθετα η λογοτεχνική του πρόσφερε την ψευδαίσθηση της απόλυτης ελευθερίας δράσης, από την οποία φαίνεται να έχει απόλυτη ανάγκη. Είναι βέβαιο, αλλά και πολύ ευχάριστο, το γεγονός ότι ο τιμώμενος κατόρθωσε να προβάλλει με πολλή επιτυχία και τις δύο πλευρές της ύπαρξής του και να επιβληθεί, τελικά, ως άτομο συγκροτημένο, με πληρότητα εσωτερικής και επαγγελματικής ζωής, με δυνατότητες πολυάριθμων επιλογών την κάθε στιγμή, με ακεραιότητα χαρακτήρα και με ευτυχή οικογενειακή ζωή, αλλά και πλαισιωμένος από πιστούς φίλους. Ο συνάδελφος Τάσος Αρβανιτάκης είναι άτομο που δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στον άυλο παρά στον υλικό κόσμο, που είναι καλός φίλος και έχει αίσθημα καθήκοντος. Τώρα που η -ας πούμε- υλική πλευρά του έχει συνταξιοδοτηθεί, θα είναι απολύτως ελεύθερος να απολαύσει την άυλη, την πιο αγαπημένη. Του εύχομαι λαμπρή επιτυχία στη συνέχεια της ζωής του.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ Στην τελευταία κρίση για προαγωγή του Τάσου Αρβανιτάκη (31.5.1995) έλεγα: «Το βλέμμα του κ. Αρβανιτάκη έχω τη γνώμη ότι δεν το έχει εφοδιάσει με φτερά, για να πετάει, αλλά μάλλον για να διεισδύει. Και είναι ενδιαφέρον αυτό και για τον χαρακτήρα του. Έχω τη γνώμη ότι η συγγραφή πρωτότυπων φιλοσοφικών εργασιών είναι σχετικά δυσκολότερη από άλλες επιστήμες που είναι εμπειρικές. Ο κ. Αρβανιτάκης είναι ένας μονήρης άνθρωπος, φιλόσοφος, «μη πολιτικό ή κοινωνικό ον», σε εισαγωγικά, με τη σύγχρονη έννοια, όμως είναι ένας άνθρωπος που σχεδόν σε συνεχή βάση βρίσκεται με το να βλέπει τη συνείδησή του περισσότερο ως δοκιμασία της ύπαρξής του και λιγότερο ως διευκόλυνση της ζωής του.» Ο χρόνος δεν μετέβαλε ουσιαστικά την άποψή μου αυτή. Τώρα που μια επιτροπή εξ ειδικών ανέλαβε να συγκεντρώσει, αλλά και να προκαλέσει νέες κρίσεις για τον άνθρωπο και το έργο του Τάσου, ανασύρω από τη μνήμη μου μερικά ενδιαφέροντα σημεία, που αφορούν αποκλειστικά τον άνθρωπο, γιατί βέβαια η ειδικότητά μου είναι διαφορετική. Τα γεγονότα αυτά ας θεωρηθούν απλές μαρτυρίες ενός συναδέλφου χωρίς προσπάθεια σύνθεσης. Όταν ήμουν πρύτανης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος μέσω του νομικού συμβούλου του είχε απευθυνθεί στο Πανεπιστήμιό μας για εξεύρεση

– 462 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

υποδιευθυντή. Ο Τάσος είχε μετάσχει με επιτυχία σε πολλές επιτροπές του Πανεπιστημίου και είχε διοικητική πείρα. Η ευσυνειδησία και η εργατικότητά του ήταν δεδομένες. Γνώριζε επίσης το αντικείμενο, γιατί είχε ήδη συγγράψει θεατρικά έργα και είχε επαφές με ανθρώπους του θεάτρου. Για τους λόγους αυτούς τον υπέδειξα στον νομικό σύμβουλο, ως τον καταλληλότερο από όλους μας, που είχαμε μεν διοικητική πείρα, αγνοούσαμε όμως τα του θεάτρου. Ο Τάσος δεν δέχτηκε τη θέση αυτή, που θα αύξαινε τα εισοδήματά του, μα προπαντός θα είχε την ευκαιρία να προτείνει να ανεβαστούν τα θεατρικά του έργα. Τότε δεν τον ρώτησα, αλλά αργότερα πληροφορήθηκα την αιτία. Μια νέα πρόσθετη απασχόληση θα του αφαιρούσε χρόνο από τη συγγραφή. Πήγε δηλαδή ενάντια στα καλώς νοούμενα συμφέροντά του, για να αφοσιωθεί στη δημιουργική δουλειά. Θεωρητικά αυτό φαίνεται σωστό, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πολλούς που θα είχαν το σθένος να αρνηθούν στην πράξη. Τη στάση του αυτή την επανέλαβε για μια ακόμα φορά και για πρόταση εξ ίσου σημαντική. Κάποια στιγμή υπήρχε δυστοκία ως προς εξεύρεση κατάλληλου προσώπου που θα αναλάμβανε την Πρυτανεία. Πολλοί συνάδελφοι σκεφτήκαμε τον Τάσο, που τον γνωρίζαμε ως άνθρωπο νοήμονα, έντιμο και εργατικό, υπεράνω παρατάξεων και φατριών, που με τον χρόνο είχε εξασφαλίσει είτε τη συμπάθεια είτε την ανοχή όλων των συναδέλφων. Του προτείναμε λοιπόν να θέσει υποψηφιότητα για το πρυτανικό αξίωμα. Αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε τη φιλοδοξία. Επανήλθαμε λέγοντας ότι δεν ήταν θέμα φιλοδοξίας, αλλά χρέους απέναντι στο Πανεπιστήμιο. Και τότε μόνο μας είπε την πραγματική αιτία: Ήθελε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο δημιουργικό του έργο. Μας είπε χαρακτηριστικά: «Θέλω ν’ αφήσω έργο!». Υπενθυμίζω ότι για τον ίδιο λόγο αρνήθηκε τη θέση του υποδιευθυντή του Κρατικού Θεάτρου. Η στάση του ήταν συνεπής και το αποτέλεσμα απτό: Ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή του, ο Τάσος τύπωσε δυο βιβλία και ετοιμάζει και άλλα. Μετά από ισχυρές πιέσεις, ο Τάσος δέχτηκε να αναλάβει Πρόεδρος του Τμήματός μας, γιατί τον φιλοτίμησαν ότι ήταν ο μόνος που, ως ουδέτερος, μπορούσε να συμφιλιώσει τις αντίθετες παρατάξεις και να φέρει ηρεμία στο Τμήμα. Αλλά ο Τάσος παραιτήθηκε από Πρόεδρος, όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να επιτύχει τον στόχο για τον οποίο δέχτηκε να εκλεγεί. Λίγο προτού παραιτηθεί, κατά την απονομή του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα στον Μ. Θεοδωράκη, ο Τάσος μου έδωσε ένα ποίημα που έγραψε γι’ αυτόν. Καθώς καθόμασταν στο αμφιθέατρο το έδωσα στον Θεοδωράκη. Αυτός το διάβασε, μας κοίταξε και ένευσε επιδοκιμαστικά. Ήμασταν με τον Τάσο στην επιτροπή επανδρώσεως του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, την ίδρυση του οποίου είχε ζητήσει ο Μ. Θεοδωράκης. Όλοι μας είχαμε αγωνία να προσελκύσουμε σπουδαίους δασκάλους, για ένα Τμήμα που απέβλεπε στην δημιουργία δεξιοτεχνών και όχι θεωρητικών και ιστορικών της μουσικής. Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχε η δυσκολία ότι επιφανείς σολίστ δεν είχαν δίπλωμα πανεπιστημιακό, ενώ άλλοι ασήμαντοι είχαν δύο και τρία διπλώματα! Ο Τάσος σύστηνε να προτιμήσουμε αυτούς που είχαν όνομα και επιφανή καριέρα. Τον τενόρο Παπούλκα, που ήταν ήδη Καθηγητής στη Βιέννη, δίσταζε όμως να αφήσει τη θέση του εκεί και να έρθει σ’ εμάς, ο Τάσος ήταν εκεί-

– 463 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

νος που τον έκανε να παρακάμψει τους δισταγμούς του. Την εποχή που ήμουν πρύτανης, ο Τάσος χάρισε στο Πανεπιστήμιό μας μια τεράστια συλλογή λαογραφικού υλικού, που μάζευε σαράντα χρόνια και στην οποία διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος των μισθών του. Εξ αιτίας της σπανιότητας σήμερα των αντικειμένων αυτών και της συνακόλουθης αύξησης της χρηματικής αξίας τους, μπορεί κανείς να πει ότι επέστρεψε στο δημόσιο το σύνολο σχεδόν των αποδοχών του. Αναζητήσαμε μαζί με τον Τάσο χώρο κατάλληλο για να δεχτεί τη συλλογή, και καταλήξαμε σε μία σάλα στο ισόγειο, που ήταν τότε διαθέσιμη. Αλλά χρειαζόταν κάποιο χρηματικό ποσό για να διασκευαστεί η σάλα σε μουσείο. Απευθυνθήκαμε, χωρίς επιτυχία, στην πολιτιστική πρωτεύουσα. Τελικά η έλλειψη κονδυλίων και ίσως και η ολιγωρία δεν επέτρεψαν ως σήμερα την αξιοποίηση της συλλογής αυτής. Πάντα την εποχή που ήμουν πρύτανης, ο Τάσος συνέταξε ένα αίτημα προς τον κ. Πρωθυπουργό, που του το παρέδωσα προσωπικά και το υποστήριξα προφορικά. Το αίτημα αφορούσε τη δημιουργία ιδρύματος προώθησης των ελληνικών θέσεων για το θέμα των Σκοπίων. Προέβλεπε τη δημιουργία μεταφραστικού κέντρου σε πολλές γλώσσες, τυπογραφείο, γραφείο προώθησης κτλ. Αφού επρόκειτο για θέμα επειγόντως εθνικό, ο Τάσος δεχόταν να αναλάβει τη διεύθυνση του ιδρύματος αυτού, και λόγω ειδικότητας, ως γνώστης της αρχαίας γραμματείας. Δεν είχαμε απάντηση. Μαζί με δυο τρεις άλλους, ο Τάσος πρότεινε κι ενέκρινα εγώ τη δημιουργία στο χώρο του Πανεπιστημίου μας μιας γκαλερί, όπου να εκθέτουν δωρεάν τα έργα τους οι ζωγράφοι της Μακεδονίας. Το καταστατικό το έγραψε ο Τάσος, που όσο ήταν εδώ -γιατί μετά πήρε ετήσια εκπαιδευτική άδεια- επέλεγε προσεκτικά τους καλλιτέχνες, έγραφε σημειώματα γι’ αυτούς και τους παρουσίαζε στις πρεμιέρες. Με τις πρωτοβουλίες αυτές στολίστηκαν οι σάλες του πανεπιστημίου μας με αρκετούς πίνακες ζωγραφικής, που άφηναν οι καλλιτέχνες. Σχετικά πάντοτε με την αισθητική και την καλαισθησία, θυμάμαι πως ο Τάσος υπέδειξε να έχει κάποια ελληνοπρέπεια η επίσημη στολή του Πανεπιστημίου μας, αλλά δεν εισακούστηκε. Θυμάμαι ακόμα ένα δευτερεύον περιστατικό, που ίσως όμως είναι άξιο κάποιας προσοχής. Ο Τάσος δεν ήταν οικονομολόγος, αλλά ο νόμος όριζε να ψηφίζουν στις προσλήψεις και τις προαγωγές όλοι οι Καθηγητές του Τμήματος, όπως κι εμείς ψηφίζαμε για νομικούς, κοινωνιολόγους και φιλοσόφους, χωρίς να έχουμε την ειδικότητα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ακολουθούσαμε συνήθως -δεν λέω πάντα- τις προτάσεις της τριμελούς επιτροπής εξ ειδικών. Αλλά σε αρκετές περιπτώσεις ο υποψήφιος είχε ελάχιστο και κοινοτοπικό έργο. Χωρίς λοιπόν να περιμένει να προσθέσει δημιουργική εργασία, και υπολογίζοντας στην επιείκειά μας, ζητούσε προαγωγή. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο Τάσος, που αντί για δύο χρόνια που μπορούσε να ζητήσει προαγωγή, έκαμνε πέντε, ώστε να παρουσιάσει έργο σημαντικό, ήταν αυστηρός, και σ’ ορισμένες περιπτώσεις καταψήφισε τον υποψήφιο. Σε κάποιον που διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό του είπα: «Ο Τάσος δεν έχει κακότητα». Εφόσον δεν σκοπεύω να κάνω σύνθεση των σποραδικών αναμνήσεών μου, προτιμώ να κλείσω με τη φράση αυτή.

– 464 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΣΚΑΛΙΔΗΣ [Κατά την απονομή τιμητικής πλακέτας, με ευκαιρία την αποχώρηση από την ενεργό υπηρεσία] […] Ιδιαίτερη φόρτιση συγκίνησης έχω με τον κ. Αρβανιτάκη, γιατί ορκιστήκαμε την ίδια μέρα […] Τάσο, σου εύχομαι […] να παράγεις με τον ίδιο ρυθμό που παράγεις και σήμερα, να διαβάζουμε τα βιβλία σου σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο […] Μείωσε την ένταση της πνευματικής δουλειάς, και να καταναλώνεις όσο η μέρα διαρκεί και όχι να μπαίνεις και στη νύχτα.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Είναι μεγάλη η χαρά μου και η ωφέλειά μου από την πνευματική συνάντησή μας πριν από λίγο καιρό. Δυστυχώς για μένα δεν έχω παρακολουθήσει την μακροχρόνια και γονιμότατη διαδρομή σας. Είχα πάντως την ευκαιρία, έστω και αργά, να απολαύσω δείγματα της παράλληλης λειτουργίας σας στους χώρους της ποίησης και της φιλοσοφίας. Το φραστικό παίγνιο που θα κάνω δεν είναι σχηματικό: επενδύσατε φιλοσοφικά τα ποιήματά σας και διατυπώνετε ποιητικά τους φιλοσοφικούς στοχασμούς σας. Οι πρόσφατες σελίδες των προλεγομένων σας […] με ενθουσίασαν […] τις διάβασα απνευστί. Είναι κείμενο γοητευτικά γραμμένο, έχει διεισδυτική διερεύνηση αντάξια ενός πλατωνιστή, δίνεται με ειλικρίνεια (και με τόλμη, θα έλεγα) και θα συζητηθεί αναμφισβήτητα κατά την εκτίμησή μου, όταν κυκλοφορήσει ο τόμος για τον Πλατωνικό Φαίδωνα. Θα μου χρειαστεί πάντως να ξαναδιαβάσω το κείμενο της περισπούδαστης αυτής μελέτης […] χαλάλι ο κάποιος κόπος για το σημαντικό κείμενο που έχω στα χέρια μου. […]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΟΓΙΟΓΛΟΥ Ως Πρόεδρος του Τμήματος αλλά και ως διευθυντής του Τομέα Ιστορία, Δόγμα, διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις σας γνωρίζω ότι ο κ, Αρβανιτάκης διδάσκει στο Τμήμα μας από τον Φεβρουάριο του 1988 το υποχρεωτικό μάθημα της «Εισαγωγής στη Φιλοσοφία» καθώς και το επιλεγόμενο φιλοσοφικό μάθημα «Σέβας και φόβος των Θεών», στη διαμόρφωση του οποίου συνέβαλε με την υπόδειξη της εισαγωγής του στο Τμήμα μας που έγινε ευμενώς αποδεκτή και με την αντίστοιχη επιστημονική εργασία του, που διανέμεται στους φοιτητές μας. Το ήθος και η δημοκρατικότητα του κ. Αρβανιτάκη, που υπηρετεί σε Ανώτατες Σχολές εδώ και 24 χρόνια, είναι γνωστά σε όλους και δεν χρειάζεται να

– 465 –


ΠΟΙΚΙΛΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ

εξαρθούν. Μπορεί κανείς να επαναλάβει ότι συνεργάζεται ομαλότατα με τους συναδέλφους του και είναι αγαπητός στους φοιτητές για την προσήνεια του χαρακτήρα του και την απόδοσή του στη διδασκαλία.

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΒΑΡΝΑΛΙΔΗΣ Ο Τομέας «Ιστορία Δόγμα Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές σχέσεις» μετά από ομόφωνη γνώμη των μελών του, και με έγκριση του Τμήματος Ποιμαντικής μου ανέθεσαν να σας εκφράσω θερμές ευχαριστίες για τη επί τριετία διδακτική προσφορά σας στο Τμήμα μας, κατά την οποία καλύψατε τις διδακτικές ανάγκες του Τομέα μας στο μάθημα της «Εισαγωγής στην Φιλοσοφία», καθώς και σε άλλα επιλεγόμενα μαθήματα του κλάδου σας. Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να επισημάνω ότι τόσο οι κ.κ. συνάδελφοι Καθηγητές όσο και οι κ.κ. φοιτητές του Τμήματος εξετίμησαν την άριστη συνεργασία, το ακαδημαϊκό ήθος, και την συνέπεια στην διδασκαλία σας, την οποία κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα προσφέρατε αφιλοκερδώς.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Αισθάνομαι την υποχρέωση να σας ευχαριστήσω θερμότατα για την πρόθυμη και δημιουργική συμβολή σας στο εκδοθέν από το Πανεπιστήμιο Πειραιώς τιμητικό αφιέρωμα για μένα. Η πρωτότυπη και καινοτόμος επιστημονική εργασίας σας, για την οποία επιθυμώ να σας συγχαρώ, αποτελεί για μένα ιδιαίτερη τιμή και ξεχωριστό κόσμημα της εκδοθείσης διτόμου συλλογής μελετών.

– 466 –


Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

– 467 –


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ Ο Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης αποφοίτησε από το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που την εποχή εκείνη ήταν από τα καλύτερα πρότυπα σχολεία της Ευρώπης. Λίγο μετά την αποφοίτηση μια ομάδα συμμαθητών του ανέλαβε να σκιαγραφήσει με τρόπο ελαφρά ευτράπελο όλους τους μαθητές αυτής της τάξης. Ιδού τι προφητικά σχεδόν έγραψαν για τον Τάσο: Ύψος πάνω από 1,80, αδύνατος, με μαλλιά καστανά, πράσα. Ανήκε στη μεγαλύτερη εκείνη ομάδα παιδιών που μπήκαν στο Πειραματικό με τις εισαγωγικές εξετάσεις του Γυμνασίου. Σαν μαθητής πάντα καλύτερος από τον μέσο όρο. Ως την τρίτη τάξη δεν διακρίθηκε, στα δύο όμως επόμενα χρόνια έδειξε ζωηρές χωριστικές τάσεις. Διαβασμένος και μη έχοντας καμιά σχεδόν εξωσχολική απασχόληση, επιχείρησε να γίνει ο διανοητικός άνθρωπος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη Μεταφυσική και την Ψυχολογία, κι όπως κατηγορήθηκε προσπάθησε να ακολουθήσει δική του βιοθεωρία. Στην αρχή μαχητικός, θέλησε να μεταδώσει τις ιδέες του στους άλλους, και οι εκθέσεις του κάποτε δίκαια θα χαρακτηρίζονταν ως επαναστατικές. Πείσθηκε -ήταν το μόνο πράγμα που παραδέχθηκε- πως δεν μπορούσε να πείσει κανέναν και κατέληξε πως κάθε άνθρωπος πρέπει να ζει με τις ιδέες του χωρίς να ενοχλεί τον γείτονά του. Το παρατσούκλι του ήταν Αρβάν και οφείλεται στον κ. Γαβριηλίδη, που για να του τονίσει τη σημασία της τελευταίας συλλαβής στην προφορά, του έκοψε μια μέρα τις τρεις τελευταίες συλλαβές του ονόματός του. Αξίζει να θυμίσουμε ακόμη ότι ήταν καλός ζωγράφος κι ακόμη καλύτερος αθλητής. Το σκάμμα θα έχει να διηγείται για τα άλματά του. Ως μαθητής στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής της ίδιας πόλης, ο Φάλκος-Αρβανιτάκης είχε την τύχη να έχει εξαιρετικούς δασκάλους που τον επηρέασαν σημαντικά και συνέβαλαν άμεσα ή έμμεσα στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Στα παρακάτω αποσπάσματα από συστατικές επιστολές, γράμματα κτλ. διαγράφεται η φυσιογνωμία και το ήθος του νέου τότε επιστήμονα.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ Θεσσαλονίκη 28 Μαρτίου 1964 Ο Αναστάσιος Αρβανιτάκης έκαμε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Πει-

– 468 –


Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

ραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως Καθηγητής στο Σχολείο αυτό και προπάντων ως Καθηγητής των φιλολογικών μαθημάτων και της Ιστορίας κατά τα δύο τελευταία χρόνια των σπουδών του στο γυμνάσιο είχα την ευκαιρία να τον παρακολουθήσω από κοντά και να εκτιμήσω το εξαίρετο ήθος του, την επιμέλειά του, τα έντονα πνευματικά του ενδιαφέροντα, την ανεξαρτησία της σκέψης του, την ασίγαστη αναζήτηση της αλήθειας, τη σεμνότητά του. Οι πανεπιστημιακές του σπουδές δικαίωσαν, νομίζω, τη γνώμη που είχα σχηματίσει για τον κ. Αρβανιτάκη. Πιστεύω ότι η συμπλήρωση των σπουδών του θα τον αναδείξει αξιόλογο επιστήμονα και στοχαστή.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΤΑΤΑΚΗΣ [διόρισε τον Τ. Αρβανιτάκη ως πανεπιστημιακό βοηθό] Θεσσαλονίκη 21 Μαρτίου 1964 Ο Αρβανιτάκης Αναστάσιος του Δημητρίου υπήρξε φοιτητής μου κατά τα έτη 1958-1960 εις τα μαθήματα της Ιστορίας της αρχαίας και νεωτέρας Φιλοσοφίας και της Παιδαγωγικής. Κατά το 1961 υπέστη με λίαν ικανοποιητικήν επίδοσιν την πτυχιακήν του εξέτασιν εις τα μαθήματα ταύτα. Κατά τα έτη της φοιτήσεώς του επέδειξε επαινετό ήθος, αλλά και αφοσίωσιν και ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια την γενικωτέραν φιλοσοφικήν του κατάρτισιν. Τα γεγονότα ταύτα μου επιτρέπουν να κρίνω ότι ο Αρβανιτάκης Αναστάσιος έχει την απαραίτητον επιστημονικήν θεμελίωσιν, αλλά και τας πνευματικάς εκείνας ικανότητας, αι οποίαι θα του επέτρεπον να χρησιμοποιήση κατά αποδοτικόν τρόπον πάσαν ευκαιρίαν παρεχομένην εις αυτόν δι’ ανωτέρας ειδικάς φιλοσοφικάς σπουδάς.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Θεσσαλονίκη 7 – 2 - 65 Αγαπητέ κύριε Αρβανιτάκη, Πολύ χάρηκα που, όπως βλέπω από το γράμμα σας, πραγματοποιήθηκε η τόσο ευγενική επιθυμία σας για ανώτερες σπουδές και μάλιστα σε δύο τόσο ενδιαφέροντες κλάδους. Είμαι βέβαιος ότι με τις πνευματικές ικανότητές σας και τον ζήλο που σας διακρίνει θα επωφεληθείτε όσο γίνεται καλύτερα από το σπουδαίο αυτό γεγονός. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το πρόγραμμα των σπουδών σας. Άργησα να σας εκφράσω τη χαρά μου, γιατί κοντά τρεις μήνες τώρα βρίσκομαι σε ωκεανό λύπης. Έχασα εντελώς απροσδόκητα, τη σύντροφο και στήριγμα της ζωής μου, τη γυναίκα μου.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Thessalonique, le 16 novembre 1969 J’ai l’honneur de recommander avec plaisir monsieur ARVANITAKIS

– 469 –


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Anastase, fils de Démettre, licencié de la Faculté des Lettres de l’Université de Thessalonique, non seulement parce qu’il suivit mes courts de philosophie générale et d’histoire de la philosophie pendant trois années avec un succès très remarquable, mais aussi parce qu’ après sa licence il fut nommé, étant proposé par moi, assistant au séminaire de philosophie de cette même Université. Depuis plus de trois ans il travaille à ce poste, tout en poursuivant ses recherches et études d’histoire de philosophie et de philosophie. Plus spécialement, monsieur Arvanitakis est actuellement en train de préparer sa thèse de doctorat sur un sujet de la philosophie de Platon. Les faits ci haut me donnent droit de croire qu’il fera le meilleur usage de toute aide qui lui permettrait de poursuivre ses recherches relatives à sa thèse.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΥΡΕΛΟΣ Θεσσαλονίκη 26 Απριλίου 1969 Ο κ. Αρβανιτάκης τυγχάνει βοηθός του Σπουδαστηρίου Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει ήδη αρχίσει να ετοιμάζει μίαν διδακτορική διατριβή επί ενός θέματος της Φιλοσοφίας, επιθυμεί δε να μεταβεί εις το εξωτερικό όχι μόνο δια να συμπληρώσει την εργασία του, αλλά και δια να έλθει εις στενωτέραν επαφήν μετά της ευρωπαϊκής σκέψεως παρακολουθών μαθήματα εις τα εκεί Πανεπιστήμια. Ο κ. Αρβανιτάκης τυγχάνει εις εξ εκείνων οι οποίοι θα κληθούν μία ημέρα να διδάξουν την Φιλοσοφία εις εν εκ των ελληνικών Πανεπιστημίων. Κατέχει καλώς την γαλλική, πράγμα το οποίον θα καταστήσει την παραμονή του εις το εξωτερικό πλέον καρποφόρο. Η νοημοσύνη του, αι ηθικαί του αρεταί και η συναίσθησις την οποίαν έχει του καθήκοντος με καθιστούν ιδιαιτέρως ευτυχή να τον συστήσω δια την χορήγησιν μιας υποτροφίας.

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ [Εισηγητική έκθεση] 24 Μαρτίου 1975 […] Ο κύριος Αναστάσιος Αρβανιτάκης, βοηθός του Σπουδαστηρίου Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, πλην των καθηκόντων του ως βοηθού ηργάσθη κατά τα τελευταία έτη με υποδειγματικόν ζήλον δια την εκπόνησιν της Διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Η φιλοτιμία εις τον Πλάτωνα» την οποίαν και υπεστήριξε επιτυχώς ενώπιον της ολομελείας της Φιλοσοφικής Σχολής λαβών τον τίτλο του Διδάκτορος της Φιλοσοφίας. Ο κ. Αρβανιτάκης εκτός της επιδόσεώς του εις την φιλοσοφίαν έχει πλείστα όσα ενδιαφέροντα και εις άλλους τομείς των Γραμμάτων, γνωρίζει ξένες γλώσσες, χειρίζεται θαυμάσια την Γαλλική, κατέχει πλήρως τη λογοτεχνία της και είναι εις εκ των πλέον καλλιεργημένων βοηθών της Φιλοσοφικής Σχολής. Είναι

– 470 –


Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

μετριοπαθής και ευγενής εις τους τρόπους, έχει ήπιο χαρακτήρα και η εν γένει παρουσία του εις το Πανεπιστήμιον είναι λίαν ευπρόσδεκτος. […] ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Θεσσαλονίκη 5 Ιουνίου 1979 Ο κ. Αναστάσιος Αρβανιτάκης διετέλεσε επί σειράν ετών βοηθός και Επιμελητής του Σπουδαστηρίου Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής. Κατά το διάστημα της θητείας του έλαβε εκπαιδευτική άδεια και υποτροφία από την Γαλλική Κυβέρνηση και μετέβη στο Παρίσι για να ακούσει φιλοσοφικά μαθήματα και να ετοιμάσει τη διδακτορική του διατριβή την οποία και πέρασε με επιτυχία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Όσο καιρό εργάστηκε κοντά μου στο Σπουδαστήριο της Φιλολογίας, είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω την προθυμία του, την διακριτικότητά του και την ευγένειά του. Ήδη ετοιμάζει πολυσέλιδο εργασία την οποία προτίθεται να υποβάλλει ως υφηγεσία. Τα θέματα με τα οποία ασχολείται ανάγονται εις το πρόβλημα των αξιών στην Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία. Μελετά έννοιες όπως η ανδρεία κτλ. Ο κ. Αρβανιτάκης διακρίνεται για την ερμηνεία αρχαίων φιλοσοφικών κειμένων -έχει ήδη μεταφράσει με επιτυχία αποσπάσματα του Ηράκλειτου-. Παράλληλα ασχολείται και με τη λογοτεχνία. Αποχωρώντας λόγω ορίου ηλικίας από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, κρατώ τις καλύτερες εντυπώσεις από τη συνεργασία του. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ [από επιστολή του] Θυμούμαι με πολλή αγάπη τα χρόνια της διδασκαλίας μου στη Θεσσαλονίκη καθώς και τους εκεί συνεργάτες μου. Υπήρξατε πάντοτε ένας άνθρωπος ευγενής, πρόθυμος και διακριτικός, προσόντα που εκτιμώ όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό και η εικόνα που έχω κρατήσει από την παρουσία σας στο Πανεπιστήμιο είναι από τις καλύτερες και τις πιο εγκάρδιες.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Thessalonique, le 28 novembre 1968 Je soussigné Evanghélos Moutsopoulos, Professeur à l’Université de Thessalonique, Directeur de l’Institut de Philosophie, atteste que M. Anastassios Arvanitakis, licencié en Philosophie, assistant à l’Institut de Philosophie de l’Université de Thessalonique, a fait preuve d’une activité scientifique remarquable. Ses connaissances dans le domaine de la philosophie, l’organisation de sa pensée, et sa maîtrise du français le désignent tout particulièrement pour obtenir une bourse du gouvernement français, ce qui lui permettrait d’élargir son champ de recherches, en utilisant les vastes ressources des bibliothèques fran-

– 471 –


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

çaises et en se mettant directement en rapport avec les représentants des disciplines philosophiques dans les universités de France. Son acharnement au travail me permet de prévoir que le séjour éventuel de M. Arvanitakis en France sera extrêmement fructueux.

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ι. ΜΠΟΥΣΟΥΛΑΣ Thessalonique, le 2 Décembre 1969 […] M. Anastassios Arvanitakis, assistant à l’Institut de Philosophie de notre Faculté, est un travailleur acharné, que distingue tant sa conscience scientifique que son excellent caractère. Il est en train de préparer actuellement une thèse de doctorat sur Platon (le thème de la pudeur dans la philosophie platonicienne). Monsieur Arvanitakis possède d’excellentes qualités d’esprit lui permettant de profiter de la façon la plus efficace de toute occasion d’études supérieures qui lui serait éventuellement offerte. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ Θεσσαλονίκη, 9 Νοεμβρίου 1977 Ο Επιμελητής της Β΄ Έδρας της Συστηματικής Φιλοσοφίας κ. Αρβανιτάκης έχει λαμπρή επιστημονική κατάρτιση. Υποστήριξε με επιτυχία τη φιλοσοφική διατριβή του «Η κοινωνικοπολιτική έννοια της φιλοτιμίας στο έργο του Πλάτωνα», επίσης δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Τιμή και ατιμία της φιλοσοφίας», στην Επιστημονική Επετηρίδα της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής (1976). Είναι εξάλλου κάτοχος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, πράγμα που του επέτρεψε να μεταφράσει τον δύσκολο και αμετάφραστο Ηράκλειτο, καθώς τον βοηθά σ’ αυτό και η εξαιρετική και αναγνωρισμένη επίδοσή του στα γράμματα. Έχει επίσης αναλάβει το δυσκολότατο έργο της μετάφρασης του Οιδίποδα επί Κολονώ του Σοφοκλή. Ανέλαβε επίσης με επιτυχία φροντιστηριακά μαθήματα πάνω στον Πλάτωνα και τον Ηράκλειτο. Εκτός από την θετική και ευοίωνη επιστημονική του ανέλιξη, ο κύριος Αρβανιτάκης διακρίθηκε πάντοτε για το άψογο ήθος του καθώς και τον σεμνό και μετριοπαθή του χαρακτήρα, επέδειξε άψογο πνεύμα συνεργασίας και πρωτοβουλίας τόσο στα επιστημονικά θέματα όσο και στην εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Είναι μεθοδικός και επιβάλλεται αβίαστα στους φοιτητές, οι οποίοι τον σέβονται και τον αγαπούν. Συνεργάζεται αρμονικά με τους συναδέλφους του και σέβεται τους προϊσταμένους του. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ [από επιστολή του προς τον διευθυντή της fondation hellénique στην πανεπιστημιούπολη του Παρισιού]

– 472 –


Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

Θεσσαλονίκη, 28 Φεβρουαρίου 1970 […] τολμώ να σ’ ενοχλήσω και πάλι, αναφορικά αυτή τη φορά με μια («μέχρι παθήσεως», όπως θα έλεγε ο καβαφικός στίχος) ενδιαφέρουσα περίπτωση πνευματική: πρόκειται για τον κύριο Αναστάσιο Αρβανιτάκη, βοηθό του Φιλοσοφικού Σπουδαστηρίου και αληθινό travailleur acharné. Ο κ. Αρβανιτάκης, που δεν είναι μόνο φιλοσοφικός μελετητής, αλλά έχει επιπλέον λογοτεχνικό «αγήρω πάθος» (σύμφωνα με την εξαίσια πλατωνική διατύπωση), ετοιμάζει από καιρό τώρα μια οξύτατα διεισδυτική από ψυχολογικής πλευράς μελέτη πάνω στην Αιδώ και τον Φόβο στον Πλάτωνα. Πάμπολλες φορές ως τώρα μου ανέπτυξε τις βασικές -όλο λεπτότατες αποχρώσεις- ιδέες του, και ομολογώ ότι αισθανόμουν ακούγοντάς τον την πνευματική εκείνη αγαλλίαση και τέρψη, που αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την παρουσία πνευματικότητος και δημιουργίας. […] Mε μεγάλη χαρά σύστησα τον κ. Αρβανιτάκη για να πάρει υποτροφία από την Γαλλική Κυβέρνηση, και με ακόμα μεγαλύτερη έμαθα την επιτυχία του. Πρόκειται να έρθει ως boursier στο Παρίσι (το θείο Παρίσι που τόσο τρομερά νοστάλγησα) αρχές-αρχές του προσεχούς Οκτωβρίου. Ξέροντας από δική μου πικρότατη πείρα πόσο νωρίς οφείλει να προβεί κανείς για να μπορέσει να βρει δωμάτιο στο Ελληνικό Περίπτερο (που ευτυχώς εσύ τώρα διευθύνεις) θερμά θα σε παρακαλούσα, αγαπητέ φίλε Κώστα, να μας βοηθούσες στο τόσο ζωτικό αυτό ζήτημα και ταυτόχρονα να μας αποστείλεις τα απαραίτητα σχετικά έντυπα. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ [από Εισηγητική έκθεση ανανέωσης θητείας] Εν Θεσσαλονίκη τη 4.12.1971 Ο κ. Αναστάσιος Αρβανιτάκης, βοηθός του υφ’ ημάς Σπουδαστηρίου Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, έχει λαμπράν επιστημονικήν κατάρτισιν και ενδιαφέρεται ζωηρώς δια την επιμόρφωσίν του. Εργάζεται δε υπό την εποπτείαν ημών μετ’ αόκνου προσπαθείας δια την σύνθεσιν της διδακτορικής του διατριβής υπό τον τίτλον: «Η αιδώς εις την πλατωνικήν φιλοσοφίαν». Δια την ολοκλήρωσιν δε αυτής μετέβη, κατόπιν συστάσεως ημών, εις Παρισίους, ως υπότροφος της γαλλικής κυβερνήσεως, από του Οκτωβρίου 1970, ένθα και νυν διατελεί. Εκ συχνής δε επικοινωνίας μετ’ αυτού, διεπίστωσα την θαυμαστήν πρόοδόν του εις την επεξεργασίαν και επιστημονικήν παρουσίασιν δυσκόλων φιλοσοφικών θεμάτων. Απόδειξιν τούτου αποτελεί η υποβληθείσα εις τριμελή επιτροπήν, ως απαιτεί ο Α.Ν. 553 δια την δευτέραν ανανέωσιν, λαμπρά μελέτη του εις την γαλλικήν υπό τον τίτλον Philotimia chez Platon: Η συγκρότησις του συγγραφέως εκ της εργασίας του αυτής αποδεικνύεται σαφώς και ανταποκρίνεται πλήρως εις τας απαιτήσεις του ως άνω νόμου. Θα επεθύμουν να τονίσω ότι ο κ. Αρβανιτάκης ως βοηθός του Σπουδαστηρίου ειργάσθη μεθ’ υποδειγματικού ζήλου δια την εύρυθμον λειτουργίαν του Σπουδαστηρίου […] και προσέφερεν ευγενώς και μετά προθυμίας τας υπηρεσίας του εις τους φοιτητάς. […]

– 473 –


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΛΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ 23. 3. 1964 Ο κύριος Αναστάσιος Αρβανιτάκης ήταν μαθητής μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1956 ως το 1961. Σ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του διακρίθηκε για την επιστημονική του ευσυνειδησία, την ευστροφία στην αντίληψη των δύσκολων θεμάτων, το ζωηρό ενδιαφέρον για τα μαθήματα και τα φροντιστήρια. Ο κύριος Αρβανιτάκης είναι σε θέση να αναλάβει και να φέρει εις πέρας θέματα επιστημονικά, για τον λόγο αυτό πιστεύω πως είναι άξιος να του δοθεί υποτροφία για ειδικές σπουδές στο εξωτερικό.

AGAPITOS G. TSOPANAKIS Thessalonique 25 Mars 1964 M. Anastassios Arvanitakis, licencié ès Lettres de l’Université de Thessalonique, a suivi mes cours de grec ancien durant la première et deuxième année de ses études. Maintenant il entend obtenir une bourse pour la France dans le but de s’occuper systématiquement de philosophie. M. Arvanitakis est un jeune homme calme, modeste et sérieux, qui en maintes occasions a montré qu’il a un intérêt vif pour la philosophie. Très probablement se trouve-t-il dans une période de tâtonnement que je souhaite fécond, et je crois qu’il tirera le maximum du profit de ses études en France.

PIERRE-MAXIME SCHUHL μέλος της γαλλικής Ακαδημίας (Μετάφραση) 31 Οκτωβρίου 1972 Βεβαιώνω ότι ο κ. Αρβανιτάκης χρησιμοποίησε άριστα τον χρόνο του κατά τα δύο χρόνια που πέρασε στο Παρίσι. Συμμετείχε αδιάλειπτα στις εργασίες του σεμιναρίου έρευνας και παρουσίασε ογκώδη δουλειά πάνω σε δύο θέματα σημαντικά: 1ον. Συγκέντρωσε πολυάριθμα και γερά ντοκουμέντα πάνω στην έννοια της αιδούς στον Πλάτωνα, πράγμα που θα του επιτρέψει να συντάξει μια σημαντική εργασία γι’ αυτήν την ουσιώδη έννοια, 2ον.Τελείωσε σχεδόν τη σύνταξη μιας πολύ προωθημένης μελέτης επάνω στην έννοια της φιλοτιμίας στον Πλάτωνα. Έχω μεγάλη εκτίμηση για τις ικανότητες διείσδυσης και ανάλυσης, καθώς και για τη δύναμη εργασίας και τον θεωρώ σαν έναν έξοχο και πολύ σοβαρό υποψήφιο διδάκτορα που θα γίνει στη συνέχεια ένας εξαίρετος Καθηγητής.

– 474 –


Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ [επιστολή του προς τον Καθηγητή Μπούσουλα, μετάφραση] 31 Οκτωβρίου 1972 Αναθέτω στον κ. Αρβανιτάκη να σας μεταβιβάσει τις καλές μου αναμνήσεις. Τον θεωρώ έξοχο πνεύμα. Εργάστηκε πολύ κατά τη διαμονή του στο Παρίσι, συγκεντρώνοντας σημαντικό υλικό πάνω στην έννοια της αιδούς στον Πλάτωνα, για την οποία είναι σε θέση να συντάξει μια εργασία που υπόσχεται πολλά, συντάσσοντας από την άλλη μια βαθιά μελέτη πάνω στην έννοια της φιλοτιμίας στον Πλάτωνα. Η πρώτη απ’ αυτές τις εργασίες του επέτρεψε να περάσει με πολύ καλούς όρους τη δεύτερη χρονιά του Τρίτου κύκλου. Τον θεωρώ ήδη από τώρα σαν έναν εξαίρετο και πολύ σοβαρό υποψήφιο του doctorat d’Etat. Εκτιμώ πολύ την ποιότητα της μεθόδου του, την αυστηρότητα της ανάλυσης, τη δύναμή του για εργασία και σκέφτομαι ότι μπορεί κανείς να περιμένει απ’ αυτόν άριστες δημοσιεύσεις και διδασκαλία υψηλής ποιότητας.

– 475 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΦΑΛΚΟΥ-ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗ 1937. Γεννιέται στη Θεσσαλονίκη από μητέρα γεννημένη σ' αυτή την πόλη, αλλά Βορειοηπειρώτισσα την καταγωγή, και από πατέρα Μικρασιάτη, με ρίζες στη Μυτιλήνη και την Κρήτη. 1941-5. Συγκλονιστικές εμπειρίες στα πρώτα παιδικά του χρόνια. Άνθρωποι πεσμένοι στο δρόμο από πείνα ή δολοφονημένοι, όπως ο γιος του ποδηλατά της γειτονιάς. Δολοφονία συγγενούς. Παραλίγο να δολοφονηθεί η μητέρα του, ενώ ο γιος στέκεται δίπλα της. «Να κάνεις τρισάγιο, που δεν σε πυροβόλησα από μακριά», της λέει ο ταγματασφαλίτης. Νόμισε ότι έγραφε συνθήματα στους τοίχους. 1942-1943. Προσωρινή διαμονή στο Διμηνιό (Κιάτο), όπου κατέφυγαν στο σπίτι φιλεύσπλαχνων φίλων, για να μη πεθάνουν από υποσιτισμό. Επιστροφή στο πατρικό σπίτι της οδού Προμηθέως 23, ανάμεσα στο Βαρδάρι και τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, όχι μακριά απ’ το λιμάνι της πόλης. 1944, Σεπτέμβριος. Επίθεση των συμμάχων, που απέβλεπε στην καταστροφή των γερμανικών πλοίων και εγκαταστάσεων στο λιμάνι. «Δεν χτυπούν εμάς, αλλά το λιμάνι», λέει καθησυχαστικά ο πατέρας στη σκοτεινιά του διπλανού υπογείου, όπου κατάφυγαν για να σωθούν. Ακούγονται υποχθόνιοι ήχοι των σπιτιών που γκρεμίζονται γύρω τους. Δίπλα τους το πατρικό τους σπίτι δέχεται τρεις βόμβες. Γέρνει, αλλά δεν πέφτει. Ο μελλοντικός λογοτέχνης Ιωάννου, δέκα χρόνια μεγαλύτερος και θεατής αυτός, τους παρακολουθεί από μακριά να καίγονται. 1948. Στα έντεκά του χρόνια δέρνεται στον σιδηροδρομικό σταθμό κι εξακολουθεί να δέρνεται και όταν πλέον λιγοθύμησε -θυμάται σαν απόηχο τα πρόσθετα παράλογα χτυπήματα της τυφλωμένης λύσσας-, για να «μαρτυρήσει τα ονόματα των σαμποτέρ». Επρόκειτο γι’ απρόσεκτη μανούβρα ενός τραίνου, και κάποιος είπε ότι έφταιγαν «κάτι παιδιά» που έπαιζαν εκεί. Το ξύλο και η αδικία του αφήνουν σημάδια ανεξίτηλα. Το αίσθημα δικαίου γίνεται κυρίαρχο. Καχυποψία προς κάθε είδους οπαδούς. Η γειτονιά όπου γεννήθηκε ήταν κακόφημη την εποχή εκείνη. Στην περιοχή τους οίκοι ανοχής, χυδαίοι άνθρωποι, προκλητικοί, ξενοδοχεία ύποπτα, φαντάροι πεινασμένοι. Νιώθει αδιάκοπα τον κίνδυνο. Μακρόχρονη κυριαρχία της ιδέας ότι η ζωή είναι αδύνατη για τον ευαίσθητο άνθρωπο. Κλείνεται στον εαυτό του, σχεδόν δεν έχει φίλους, και αναπτύσσει συναισθήματα κατωτερότητας, αλλά

– 476 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

κι ανωτερότητας σε σχέση με το περιβάλλον του. Όταν αργότερα θα συνειδητοποιήσει την κατάστασή του, θ’ αγωνιστεί κατά της βίας και της παλιανθρωπιάς με την απόγνωση ανθρώπου που τον στραγγαλίζουν. Γράφει για να επιζήσει. 1950-1955. Μπαίνει με εισαγωγικές εξετάσεις στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, σχολείο με εξαίρετους Καθηγητές, την εποχή εκείνη. Περνά χάρη στην έκθεση, όπως είπαν οι Καθηγητές, που εξακολουθούν μετά να επαινούν την ικανότητά του στη σύνθεση. Επηρεάζεται από την ηθική κλίση του διευθυντή τους Ι. Ξηροτύρη. Τα παιδιά του σχολείου, που ανήκουν στις ευπορότερες τάξεις, δεν τον αντιμετωπίζουν ως ίσο τους. Γνωρίζει τη μοναξιά. Στις δυσκολίες να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του προστίθεται μια βαριά εφηβεία. Την σεξουαλική διάθεσή του τη θεώρησε σαν κάποιον ξένο βάρβαρο, κυρίως λόγω της ψυχικής αγνότητάς του και της υπερβολικής ντροπαλότητάς του. Η σεξουαλικότητα, εμποδισμένη άλλωστε ολότελα στην εποχή αυτή, αντί να είναι μία πηγή χαράς, κατέστρεψε την εφηβεία του. Σαν άντρας αναδύθηκε μέσα από εφιάλτες. Από τα γυμνασιακά του χρόνια αγάπησε βαθιά την αρχαία ελληνική λογοτεχνία. Αυτό οφείλεται και στην επίδραση των δασκάλων του. Αποστηθίζει στο πρωτότυπο ολόκληρο τον Οιδίποδα Τύραννο. Στις τελευταίες τάξεις επηρεάζεται βαθύτατα από τα έργα του Νίτσε, του Σοπενχάουερ, του Ντοστογιέφσκι, ενώ τα βιβλία του Παπανούτσου για την Ηθική και την Αισθητική του ανοίγουν το δρόμο προς την οργανωμένη σκέψη. Είναι πια ένας βιβλιοφάγος. Μεταξύ άλλων: Σολωμός, Καβάφης, Σαίξπηρ, Μπαλζάκ, Ουάιλδ, Τσέχωφ… Την ίδια εποχή πρώτες προσπάθειες για σύνθεση ενός άτιτλου μυθιστορήματος με θέμα την απέχθειά του προς αυτούς που θέλουν να επιβληθούν στους άλλους, προς κάθε είδους «αρχηγούς» και «οδηγούς». Αργότερα θα προστεθεί και η περιφρόνησή του προς κάθε είδους οπαδούς. Πρώτα ολιγόστιχα ποιήματα, με χαρακτήρα έντονα σαρκαστικό. Τολμά και δείχνει μερικά στον κριτικό της λογοτεχνίας Σπανδωνίδη. Προς το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών και λίγο μετά επιχειρεί τη σύνθεση δύο θεατρικών, του Εμμανουήλ Παπά και του Νικηφόρου Φωκά, που έμειναν ανολοκλήρωτα. Δίπλα στον αγωνιστή Παπά κινείται μια σκοτεινή σεξπήρια και ντοστογιεφσική μορφή, προσωποποίηση του κακού. Πιο πρωτότυπο έργο είναι ο Φωκάς. Ο ήρωας είναι ένας μέθυσος που περιφρονεί και σατιρίζει άγρια τον εαυτό του. Πριν μπει στη Φιλοσοφική Σχολή διαβάζει στο πρωτότυπο την Ιλιάδα και λίγο μετά την Οδύσσεια. 1956-1961. Σπουδάζει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Θυμάται ευχαρίστως τον Ι. Κακριδή, που ήταν ένας άντρας επιβλητικός. Τα χρόνια αυτά επηρεάζεται βαθύτατα απ’ τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα. Από αγάπη καθαρή, για να μπορεί να τα ανακαλεί στη μνήμη όταν χρειαστεί, αποστηθίζει στο πρωτότυπο μεγάλα τμήματα της Ορέστειας, για την οποία σκέφτεται να γράψει μελέτη.

– 477 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

Με τους συμφοιτητές του αναπτύσσει σχέσεις αρκετά στενές. Έχει πια φίλους που τους συναντάει αρκετά συχνά. Γίνεται πιο κοινωνικός. Δεν κάνει λόγο για το παρελθόν του. Κανένας δεν υποψιάζεται το τι συμβαίνει μέσα του. 1957. Γράφει ένα αφήγημα για κάποιον που γλιτώνει από εκτελεστικό απόσπασμα. Αμέσως μετά σκέφτεται να το εντάξει σε ένα ευρύτερο σύνολο. Είναι η απαρχή των Δικαίων, που θα τον απασχολήσουν πολλά χρόνια, γιατί πιστεύει ότι το θέμα αυτό θα του επιτρέψει να εκφράσει τον ψυχισμό του και τις ιδέες του. 1958. Λυρικό «Δίπλα στο νερό». Επίσης ένα άτιτλο αισθηματικό αφήγημα, με επιδράσεις από τον Στέφαν Τσβάιχ. 1958. Με ξαφνική και ακατάπαυστη έμπνευση γράφει το συνθετικό έργο οι Λύκοι. Το προορίζει για ένα είδος ποιητικού θεατρικού έργου που δεν παίζεται, αλλά διαβάζεται. Το πρώτο σχεδίασμα, παρά τις ελλείψεις του, είναι καθοριστικό του ύψους, του ύφους και του ρυθμού. Αντιλαμβάνεται τη σημασία του έργου, αλλά αδυνατεί να το ολοκληρώσει, κυρίως γιατί δεν είχε την απαιτούμενη πείρα. Σκέφτεται συνεχώς το μυθιστόρημά του Οι Δίκαιοι. Δεν έχει ακόμα πολύ ξεκαθαρισμένες ιδέες, κι απ’ την πλευρά του ύφους, που είναι και το σπουδαιότερο για ένα έργο λογοτεχνικό, δεν έχει βρει τον δρόμο του. 1958. Σχεδιάζει ένα αρκετά ζωντανό πορτρέτο της μητέρας του, που αρχικά μπαίνει αυτούσιο στους Δίκαιους. Αργότερα μένουν μόνο λίγες φράσεις που τις λέει η νοσοκόμα. 1959. Οιδίπους. Πέρασε στα Σχεδιάσματα με φως με τον τίτλο «πορτρέτο τυφλού». Γράφει τα σονέτα Αχιλλέας, Νομοθέτες ή Αρμονία, Δάκρυα, Μαύρο φως. 1959-1960. Γράφει διάφορα πεζά λυρικά, σχεδιάζει το πορτρέτο του σε μια σειρά διηγημάτων. Σε άλλα γραπτά του αντιμετωπίζει την υπαρξιακή αγωνία της ζωής, τον απασχολεί το νόημα του πόνου, αναφέρεται στο μυστήριο ως μυστήριο. 1960. Οι Δίκαιοι. Γράφει τα εξής επεισόδια: Ο Τηλέμαχος συνομιλεί με τον δασοφύλακα. Ο γέρος στο υπόγειο μιλάει για τη θάλασσα-λίμνη. «Ένας συνεπαρμένος από τη φύση - αύριο η λύτρωση». Γύρω στο 1960 γράφει το θεατρικό Το όνειρο της πείνας και της ομορφιάς, όπου σατιρίζει έντονα τους κάθε λογής δυνάστες και καταγγέλλει την εξάρτηση και την κηδεμονία των ξένων δυνάμεων. Νεότερες επεξεργασίες και προσθήκες: 1985 και 2009. 1961. Οι Δίκαιοι. Γράφει: Σάτιρα του Χίτλερ. Για τον Σαμουήλ («Ο θεόσταλτος πλησιάζει»). Φανταστικές εκτελέσεις του Στάιγκερ. Οι αντιστασιακοί εκτελούν τον Τηλέμαχο - ως «Μητέρα». Νεότερη επεξεργασία ως 1964. 1962. Οι Δίκαιοι: «Αυτός που ξεφεύγει από το απόσπασμα θα είναι ο Ιωσήφ». Ήλια. Ο Τηλέμαχος συναντά τον γέρο στο υπόγειο. Η πόρνη. Με τον Ιωσήφ («Αλλά ο πόνος μας δένει σε μια τρομερή πολιτεία»). 1961-1963. 27μηνη στρατιωτική υπηρεσία στην Αεροπορία. Χρόνος νεκρός. Καθαρογράφει τους Δικαίους (πρώτη μορφή). Στον στρατώνα, σε ώρα υπηρεσίας, σχεδιάζει το επεισόδιο με τον καθολικό παπά, που είναι το χαρακτηριστικότερο αυτού του έργου. Πλησιάζει να βρει το ύφος του.

– 478 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

Στο έργο τελικά κυριαρχεί η ιδέα της εμποδισμένης δράσης, όπως και στην Ορέστεια, μα κάτω από άλλους όρους πλέον. Στην εποχή μας ο θεός έχει αποσυρθεί, και δεν υπάρχει κάποιος ν’ αναλάβει την ευθύνη του φονικού που σχεδιάζεται. Δεν έχουμε καμία κάλυψη μεταφυσική. Το βάρος κι η ευθύνη πέφτουνε αποκλειστικά στους ώμους μας, και όχι μόνον η ευθύνη για όσα κάναμε εμείς. 1964. Οι τρεις βοηθοί, σάτιρα των πανεπιστημιακών. Καθηγητής Πουλόπουλος, σάτιρα των πανεπιστημιακών (επεξεργασία ως Καθηγητής Πλούτων 1981). Οι δίκαιοι: Με τον γέρο στο υπόγειο (περιγραφή της εισόδου - θόρυβοι πόλης). «Το είδωλό του στον καθρέφτη». Πρώτη καθαρή γραφή των Δικαίων (χρφ). Κυνηγοί κεφαλών. Το σκάκι. Ιωσήφ (συμπλήρωμα 2006). Λογαριάζει να τυπώσει πέντε αφηγήματα με γενικό τίτλο Η θάλασσα, που εκφράζουν την πίκρα από τη διάψευση ελπίδων: Σαλτιμπάγκος (το πρώτο τυπωμένο κείμενό του), Ο χαρταετός (θα περάσει στο Τουρκές η νύχτα), Κατηγορία (ή Το ρόδι), Ενοχή (ή Νόρα, θα περάσει στο Τουρκές η νύχτα), Η θάλασσα (του 1960, παρμένο από τους Δίκαιους). Άλλα αφηγήματα: Circulation, Lapsus, Αμαζόνιος, Κυριακή απόγευμα (το δεύτερο τυπωμένο κείμενό του, που αργότερα θα περάσει στο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο), Απειλή (διασκευή του 1964), Αποπλάνηση (μπήκε στο Τουρκές η νύχτα), Ελπίδα. 1964-1965. Υποτροφία της βελγικής κυβέρνησης. Στις Βρυξέλλες μένει στην κατοικία του γαμπρού του Γεωργίου Φάλκου, του οποίου το επώνυμο θα πάρει αργότερα ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Προς το τέλος της διαμονής του μένει στη σοφίτα του ίδιου σπιτιού. Οι Βρυξέλλες του φαίνονται πόλη "παγωμένη" πνευματικά και "επαρχιώτικη". Φταίει βέβαια κι ο ίδιος που δεν επιδίωξε να κάνει επαφές με πνευματικούς κύκλους. Δημιουργεί τον πρώτο ουσιαστικό ερωτικό δεσμό του. Όπως και στην Ελλάδα, συνεχίζει να μελετά ξένη λογοτεχνία και φιλοσοφία, κατά προτίμηση μεταφρασμένη στα γαλλικά. Αυγουστίνος, Descartes, Hegel, Σέστωφ, Kierkegaard, Balzac, Baudelaire, Rilke, Milosz, Saint John Perse… Τους Βέλγους Verhaeren και Maeterlinck θα τους ανακαλύψει αργότερα. Δεν ξέρει ακόμα ούτε τον Rimbaud, που πέρασε απ’ τις Βρυξέλλες (τα έργα του βρέθηκαν εκεί σ’ ένα πατάρι). Τα ηθικά αδιέξοδα και αγωνίες, η έννοια της μετοχής, που συνεπάγεται καθολική ευθύνη κι ενοχή, η διαφορετική αντιμετώπιση της ιστορίας, η αδυναμία του ηθικού ατόμου να δράσει χωρίς να αυξήσει το γενικό κακό, οι μεταφυσικές συνέπειες της παρουσίας του κακού στον κόσμο κτλ. που τα εκθέτει γραπτά ως προσχέδιο για μια ενδεχόμενη μελέτη ή φιλοσοφική διατριβή φέρνουν σε αμηχανία τον Καθηγητή του, που του συνιστά να αποταθεί σε Καθηγητές εκτός Βελγίου. Στη σοφίτα της οδού Vanderborght, αρ. 4 των Βρυξελλών, μέσα σ’ έναν καταιγισμό έμπνευσης, αρχίζει τον σχεδιασμό του Διγενή Ακρίτα, όπου προσπαθεί να περιγράψει την διφυή ανθρώπινη υπόσταση, το γήινο και το θεϊκό στοιχείο (διγενής), αλλά και την ακραία, οριακή κατάστασή του (ακρίτας) και την κεντρική ιδιότητα του φύλακα. Ονειρεύεται να περικλείσει μέσα σε ένα έργο το Εν και το

– 479 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

Παν. Και φυσικά, από έλλειψη ανάλογων δυνάμεων, ένα έργο με τέτοιες φιλοδοξίες, θα παραμείνει σχέδια -εκατοντάδες- που περιμένουν ακόμα τη σύνθεση. 1965. Επιστροφή στη Θεσσαλονίκη. Διστακτικός πάντα και ντροπαλός, κλειστός σαν χαρακτήρας, όχι βέβαια όπως παλιά, δεν έχει επαφή και δεν επηρεάζεται απ’ τους πνευματικούς ανθρώπους της πόλης. Γνωρίζει όψιμα κι εκτιμάει τον Βαφόπουλο, τον Θέμελη και τον Πεντζίκη. Ο Θέμελης τον παρουσιάζει σε στενό κύκλο λογοτεχνών, όπου διαβάζει αποσπάσματα από τους Δίκαιους. Αργότερα ο Θέμελης θα του εμπιστευτεί το χειρόγραφο της ποιητικής του συλλογής Τα βιβλικά. Όταν αποφασίζει να κοιτάξει γύρω του, εντύπωση του προκαλεί το γεγονός ότι οι σοβαροί λογοτέχνες ζουν αποτραβηγμένοι ή αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη κάτω από τους προπηλακισμούς μιας ομάδας διωκτών, που απεχθάνονται την πνευματική δημοκρατία και προσπαθούν να επιβληθούν δυσφημίζοντας ή θάβοντας τους άλλους. 1965; Νουβέλα Μαρία. Η απογοήτευση του μικρού αδερφού της Μαρίας από τον προσκοπισμό, που είχε αγαπήσει, όταν συνειδητοποίησε ότι οι βάσεις του είναι σαθρές. Στο πνεύμα δηλαδή των πέντε αφηγημάτων του 1964. 1966. Διορίζεται πανεπιστημιακός βοηθός, με πρόταση του Καθηγητή Βασιλείου Τατάκη. Την ίδια χρονιά παίρνει μια λογοτεχνική διάκριση για τους αδημοσίευτους ακόμα Δίκαιους (δεύτερη μορφή), πράγμα που προκαλεί τα χλευαστικά σχόλια των διωκτών της πόλης. Ως βοηθός ασχολείται με θέματα ηθικής κυρίως φιλοσοφίας. Διδάσκει, μεταφράζει και τυπώνει Ηράκλειτο. Γράφει τα αφηγήματα: Ένοχοι, Το παιδί, Η γέφυρα, Ο ηθοποιός, Δέκα αδερφοί, Παραμύθι, Στιγμιότυπο, Carnegie, Θεός φυλάξοι (πέρασε στο Τουρκές η νύχτα, Οσμάν), Ο εισαγγελέας (πέρασε στο Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο). Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου γράφει τα περισσότερα αφηγήματα του Πορτρέτου: Το σπίτι, Θυμός, «Να χωρίσουμε!», Συναγερμός, [Κατηχητικό;], [Το κρυφτό;], Το κακό παιδί, Το γκολ, Επιβουλή, «Θα φύγω!», [Διαύγεια πνεύματος;], Μια αδικία, Μνήμη και Idyllion, Το γένος, [Ένας θάνατος;], [Παρένθεση;]. Τα βιβλία, Πυρετός, [Άννυ;], [Το παιδί;], [Η πόλη;]. 1967. Η πορεία, θεατρικό, σάτιρα ανολοκλήρωτη. Μια παράλογη πορεία της ανθρωπότητας (τυπικά στην Κίνα), όπου κανείς δεν ξέρει ούτε τον λόγο της ούτε την κατεύθυνση. Μετά από 50 χρόνια είδε πως και κάποιοι άλλοι είχαν ανάλογη ιδέα. Σε ένα ιταλικό κινηματογραφικό έργο κάποιος βαδίζει σε ένα χαοτικό τοπίο και τον ακολουθεί πλήθος ανθρώπων. Αποδεικνύεται ότι δεν ξέρει προς τα πού βαδίζει. Ανάλογα στο έργο Forest Gab, στο τέλος του οποίου ο αλαφροΐσκιωτος ήρωας τρέχει μπροστά και αλλάζει κατεύθυνση χωρίς να ξέρει το γιατί, ενώ τον ακολουθεί πλήθος ανθρώπων. «Πεζό» ποίημα: Διαφάνεια. Μεταξύ της 22ας Ιουλίου και 22ας Αυγούστου του 1967, με απροσδόκητη και ακατάπαυστη έμπνευση σχεδιάζει τα παρακάτω θεατρικά, που παραμένουν μισοτελειωμένα: 1. Μια ηθική προσωπικότητα, σε τρεις πράξεις (22-25 Ιουλίου). Η β΄ σημερινή πράξη το 1985, νέος τίτλος: Συνάντηση. Ο πατέρας στο υπόγειο 1995. 2. Jim, σε δύο πράξεις (10-11 Αυγούστου).

– 480 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

3. Ο χαρταετός, σε τρεις πράξεις (12-19 Αυγούστου). 4. Αντιπαροχή, σε τρεις πράξεις (21-23 Αυγούστου). 5. Τι θέλεις, τι γυρεύεις, μονόπρακτο (21 Αυγούστου) από αφήγημα του 1967. 6. Το θαύμα, σκετς 25. 8. 1967. Συνηθισμένος σε κάποια δυστοκία και στην ακατάπαυστη επεξεργασία των κειμένων του, τον ανησυχεί η ευκολία με την οποία γράφει θέατρο. Την ίδια χρονιά ολοκληρώνει το αδημοσίευτο θεατρικό Το Όνειρο της Πείνας και της Ομορφιάς και γράφει το θεατρικό Βαάλ, τμήματα του οποίου περνούν αργότερα στον Καθηγητή Πλούτωνα. 1968. Προσχέδιο της Σοφίτας, θεατρικού κατά της δικτατορίας και κάθε μορφής καταπίεσης. Ο τίτλος είναι μακρινή ανάμνηση της σοφίτας όπου διέμενε στις Βρυξέλλες και όπου έκανε τα σχέδια του Διγενή Ακρίτα. Την ίδια χρονιά: Ο εχθρός, θεατρικό. Στο τέλος-έκπληξη φανερώνεται ότι ο εχθρός του αντικρινού σπιτιού, τον οποίο ο ήρωας καταπολεμά με πάθος, είναι ο εαυτός του (επεξεργασία 1990). Επίσης: Αρχική ιδέα της Αναζήτησης (ο ήρωας παίζει σκάκι με τον πατέρα του), που αρχικά το προόριζε για θεατρικό σε τρεις πράξεις. Οι Δίκαιοι: Ο τυφλός Εβραίος στο καμπαρέ. 1969 Οι Δίκαιοι: Οι σιαμαίοι αδελφοί. Το φως του πρωινού - άλλο φως. Με τον φύλακα στην παραλία. Οπτασία της μητέρας («σε είδαμε»). Η μνήμη είναι θάνατος. Ο Δημιουργός νέκρωσε τη μνήμη. Φρικαλεότητες Γερμανών. Χορτιάτης - «Θάνατοι ξαφνικοί». Γενοκτονίες - αντίποινα. 1970-1972. Διαμονή στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης. Συμπληρώνει τη βιβλιογραφία του και ξεκαθαρίζει τις θέσεις του επάνω στην αιδώ στην αρχαία Ελλάδα (από τον Όμηρο ως τον Αριστοτέλη), που θα τον απασχολήσει και στα επόμενα χρόνια. Γράφει μια μελέτη για τις τιμές στον Πλάτωνα καθώς και για την έννοια της φιλοδοξίας, που θα αποτελέσει το θέμα της διδακτορικής του διατριβής. Από τους νεότερους Γάλλους φιλοσόφους ξεχωρίζει τον Henri Bergson και τον Gaston Bachelard. Ολοκληρώνει τη Σοφίτα στα γαλλικά. Άκαρπες προσπάθειες να δημοσιευτεί το έργο ή να παιχτεί ή έστω και να διαβαστεί. Μόνο ο Σαρτρ, μέσω της Σιμόν ντε Μπωβουάρ, του στέλνει ένα γράμμα ενθαρρυντικό. Φεύγοντας από ο Παρίσι καταθέτει τα χειρόγραφα στη Σορβόννη με το ψευδώνυμο Jean Philippe Hellino. Η άμεση επαφή του με το έργο του Auguste Rodin θα του προκαλέσει συγκλονισμό ανάλογο με εκείνον που του προκάλεσαν τα έργα του Αισχύλου και του Πλάτωνα. Επισκέπτεται αδιάκοπα το Μουσείο Rodin. Στο γειτονικό πολεμικό μουσείο Hôtel Des Invalides δεν πήγε ούτε μία φορά. Στο Παρίσι τις ώρες της ανάπαυλας γυρνάει στα παλιατζίδικα (marché aux puces). Ξυπνάει σιγά-σιγά μέσα του το ένστικτο του συλλέκτη. Αγοράζει βιβλία του 16ου και 17ου αιώνα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα προσέχει τα λαϊκά αντικείμενα και τα αγοράζει με μόνο κριτήριο την αισθητική τους. Από την αρχή σκέφτεται ότι τα αντικείμενα αυτά δεν του ανήκουν. Θέλει να περισώσει όσα μπορεί, ώστε τελικά να γίνουν κοινό κτήμα. 1974. Αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας δημοσιεύει τη Σοφίτα στα γαλλικά (La mansarde), το πρώτο δημοσιευμένο εκτενές έργο του.

– 481 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1975. Ονομάζεται διδάκτωρ με την εργασία του Η κοινωνικοπολιτική έννοια της φιλοτιμίας στο έργο του Πλάτωνα. Και πριν και μετά από την εργασία αυτή ασχολείται με το θέμα της αιδούς (σεβασμός και ντροπή) και επεκτείνεται σ’ ολόκληρη την αρχαία γραμματεία. Το τεράστιο αυτό έργο, που αρχικά το προόριζε για διδακτορική διατριβή, θα τον απασχολήσει πολλά χρόνια. Επιμένει στη μελέτη αυτή, πρώτα γιατί εκφράζει τον ιδιαίτερο ψυχισμό του και δεύτερο γιατί θεωρεί τον σεβασμό θεμέλιο της ηθικής ζωής. 1975. Οι Δίκαιοι: «Μεγάλο ζώο - προβοσκίδες». «Δεν ήταν πια το σπίτι του - χώρα που εγκατέλειψαν οι άγγελοι - Αποκοιμήθηκε ο Δημιουργός». Πεθαίνει ο γέρος - «υποσχεμένη θάλασσα - Οι σάλπιγγες είχαν πετρώσει». Ο μαύρος τοίχος που υψώθηκε στην εποχή Κάιν. Εκφορά γέρου («ο νους του γέμισε με θάνατο» - «ο θάνατος αυτός ήταν να τον πεθάνεις;»). Μπομπόσκυλα παραλοϊσμένα. Ο γέρος μικροθελήματα - μύριζε - πηγές που δροσίζουν και ξεπλένουν. Με φύλακα νεκροταφείου («φύση φυλακική»). 1976. Τυπώνει τους Δικαίους (τρίτη μορφή). Υπολογίζει ότι θα περάσουν πολλά χρόνια, ώσπου να φανεί η σημασία του έργου, που όμως αντιμετωπίζεται από πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων με απροσδόκητο ενθουσιασμό. 1976. Τυπώνει το άρθρο «Τιμή και ατιμία της φιλοσοφίας». 1979. Νυμφεύεται την Αριστέα (Τιτίκα) Τσουράπα, που γεννήθηκε στον Βόλο και σπούδασε Νομικά στη Θεσσαλονίκη. Ο αισιόδοξος και δραστήριος χαρακτήρας της αντιστάθμιζε την αδράνειά του σε πολλά θέματα. Η όποια προβολή του έργου του οφεόιλεται αποκλειστικά σχεδόν σ’ αυτήν. Δεν θα αποκτήσουν παιδιά. Με ευκαιρία την εθελουσία έξοδο, αποχωρεί από την φιλοσοφική σχολή, γιατί οι νόμοι τότε δεν επέτρεπαν κάποια εξέλιξη στη θέση του Επιμελητή που κατείχε. Σχεδόν αμέσως έπειτα (αρχές του 1980) διορίζεται ως Ειδικός Επιστήμων στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή, που αργότερα θα μετονομαστεί σε Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. 1980-1981. Κάτω από ισχυρή πίκρα και αγανάκτηση για τον δολοφονικό αιώνα μας, συνθέτει μια μεγάλη σειρά ποιημάτων. Στο ίδιο διάστημα επεξεργάζεται συνεχώς τα ποιήματα (τα καθαρογράφει 4-5 φορές). Αποφασιστική ήταν η 22. 5. 1980 που προσδιόρισε το κλίμα των ποιημάτων. Στα τέλη του Μάη 1980 τα χωρίζει σε δύο ομάδες. Αξίζει να μνημονευτεί η Μητρόπολη («όταν ο άγγελος») 5-8. 6. 1980, που αργότερα θα αποτελέσει το ακροτελεύτιο τμήμα των Λύκων. 1980. Οι λύκοι. Το κλείσιμο του έργου (1958) δεν τον ικανοποιούσε, ούτε ως ποιητικό-θεατρικό ούτε ως καθαρά ποιητικό που το έκανε μετά. Έμεινε έτσι στην άκρη είκοσι χρόνια. Αποφασιστική για την ολοκλήρωσή του ήταν η μέρα που συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η Λειτουργία («όταν ο άγγελος»), με τον παλιότερο τίτλο Η μητρόπολη, ήταν το κατάλληλο κλείσιμο των Λύκων. Το 1980 έγραψε για τους Λύκους: [δώματα] «αυτά τα δώματα - πληγές που χαίνουν». [πυρκαγιά] «που φούντωσε τη νύχτα». «Με τους νεκρούς δεν έχει δυσκολία». «Μπορεί κάποτε να ’μασταν… κούκλες ακρωτηριασμένες». Αποφασιστική ήταν η χρονολογία 21. 1. 1981, που έγραψε: [το δείπνο], με την παρατήρηση: «Θα

– 482 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

εναλλάσσονται σκηνές από τους λύκους με μια ανθρώπινη πορεία προς το απόλυτο, που θα συντρίβεται απ’ την πραγματικότητα.». Επίσης έγραψε: «να τριγυρνάτε στους γκρεμούς … νύχτα θα βουβαθεί». [ελπίδα] που «ορμάει στα ύψη». «Φορτώσαμε τ’ αρνιά … Πηνελόπη...». [το ράγισμα] «πώς ξεκινάει το σπάσιμο». [το Ανόμοιο] «οι δικαστές θα φρίξουν … και θα καταδικάσουν». Πριν σκεφτεί τη Λειτουργία, θεωρούσε πως το κομμάτι αυτό μπορούσε να είναι το τέλος του έργου. 1980. Σχεδιάσματα με φως. Γράφει -μεταξύ άλλων- την παρακάτω σειρά ποιημάτων, που τα αποκαλεί Σχεδιάσματα με φως, γιατί αντιλαμβάνεται ότι στη μορφή αυτή δεν έχουν πληρότητα: Καθρέφτες, Τα χρώματα, Μεταμόρφωση, Το παραστρατημένο φως, Το νέρινο, Απεγνωσμένα, Ίσκιοι, Του βυθού, Το κίτρινο, Ήλιοι, Ίσκιοι, Το λευκό, Το κόκκινο [=στην παραλία], Στα χίλια δέντρα, Το δειλινό, Ο ήλιος, Ο τυφλός και το φως, Ως το πρωί, Ο κρυμμένος. Γράφει επίσης το αφήγημα Ενοχή και μια μικρή σειρά ποιημάτων με γενικό τίτλο Ομοιώματα: Μαριονέτες, Παιδικές κούκλες, Κούκλες βιτρίνας, Κούκλες μάγων, Τάματα, Ομοιώματα θεών. Μεταξύ των ετών 1980-2 επεκτείνει την Αναζήτηση. Στις 5. 12. 1982 γράφει το φοβερό τέλος του έργου. Το 1983 αποφασίζει να το κάνει μυθιστόρημα και όχι θεατρικό. 1981. Σχεδιάσματα με φως: Άνθρωπος και τοπίο, Μετέωρα, Η κοιλάδα της Κατάρας, Ιστορία της πόλης, Φως δωρικό, Ο άλλος, Ακτινοβολία, Ελπίδα, Εναντίωση, Εδώ λοιπόν, Προτροπή (Ιαν. 1982). 1981. Ένας παγκόσμιος οργανισμός (πέρασε στη Νύχτα, ως τμήμα του Δικαστηρίου 1983 και 2000). 1982. Από τα ποιήματα των ετών 1980-1 ξεχωρίζει και τυπώνει δυο ομάδες με νοηματική ενότητα (Τρεις Μαρτυρίες, Η Κολυμβήθρα). Άλλα από τα ποιήματα αυτά ενσωματώνονται σε έργα όπως Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο και Ο Καθηγητής Πλούτων. Αρκετά παραμένουν «ορφανά». 1983. Τυπώνει το άρθρο «Το πρόβλημα της ηθικής συνείδησης στην αρχαία Ελλάδα», όπου αντικρούει απόψεις σημαντικών ελληνιστών που θεωρεί λαθεμένες. 1983. Σχέδια αφηγημάτων: Ο γιος του Περίανδρου, Η συντεχνία. Την ίδια χρονιά γράφει πολλά αφηγήματα για τη Μικρά Ασία: Μια πρόσκληση, Φωτιές 1983 και 1990, Αρ. Στεργιάδης 1983 (το τέλος: 1990), Ένας μητροπολίτης, Φυγή (1967, διασκευή 1983), Βίοι παράλληλοι, Κασίμ Ασλάν 1983 και 1990, Αϊβαλί 1983, Ο Εφευρέτης 1983 και 1990, Το ορυχείο, Ο άνθρωπος ξωκλήσι, Το σκοινί, Η προσευχή 1983 και1990, Ένας ιστορικός 1983 και 1990, Νόρα (από αφήγημα του 1964), το παλιότερο Μια σκοτεινή υπόθεση (πέρασε στο Μουχτάρ και Οσμάν), «Αρσένιος Μηνάς» (πέρασε στο Λούκιος ή όνος), Άννα Καρύδη, Το χάσμα, Το ποτάμι, Η Νύχτα. Επίσης: Περίληψη μιας σύντομης ζωής, Δύο παλιοί μικρασιάτες (Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), Τ’ όνειρο της νεκρής. Ένα από τα μικρασιάτικα αφηγήματα, Η Λίμνη, γραμμένη την ίδια χρονιά, θα μεταπλαστεί σε μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας θέλει να δείξει ότι καθένα από τα συμπυκνωμένα αυτά αφηγήματα είναι στην ουσία και ένα μυθιστόρημα.

– 483 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1984. Μεταφράζει και τυπώνει τη Σοφίτα στα ελληνικά. Θεωρεί ανώτερο το γαλλικό κείμενο, που έγραψε σε στιγμές γνήσιας έμπνευσης. 1984. Τυπώνει την εκτενή πραγματεία Αιδώς με υπότιτλο Η φύση και η σημασία του σεβασμού και της ντροπής στην ηθική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Το έργο ερευνά το θέμα από τον Όμηρο ως τον Αριστοτέλη. Του απομένει υλικό για μια συμπληρωματική πραγματεία, που θα αφορά την αιδώ ειδικότερα και λεπτομερέστερα στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Με τη συνηθισμένη του αδράνεια στο θέμα της διάδοσης του έργου του, το βιβλίο μένει αδιάθετο. Δεν το στέλνει ούτε στους συναδέλφους του ούτε στις μεγάλες βιβλιοθήκες. Το ξεχνά απλώς σε μια γωνιά και ασχολείται με άλλα έργα. 1984. Σέβας και φόβος των θεών. Το έργο βρίσκεται σε συνάφεια με το προηγούμενο, γιατί αφορά την αιδώ (σεβασμό) των θεών, αλλά αντιμετωπίζει τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων κάτω από ένα θέμα ειδικό: Αν αυτή εξελισσόταν σε θρησκεία φόβου, όπως υποστήριζαν σημαντικοί ελληνιστές. Καταλήγει στο αντίθετο συμπέρασμα. 1985-6. Βασικά σχέδια της Αναζήτησης. Τυπώνει τα Εισαγωγικά μαθήματα Φιλοσοφίας. Πρόκειται για βοηθητικές σημειώσεις, που το πρώτο τεύχος περιλαμβάνει μόνο την ηθική και προορίζεται για μη φιλοσοφική σχολή. Κατά τη διδασκαλία δινόταν βιβλιογραφία και πλήθος άλλα στοιχεία, έβγαιναν συμπεράσματα, ανάλογα με το ενδιαφέρον που έδειχναν οι φοιτητές. 1986. Οι Δίκαιοι. Γράφει τα εξής επεισόδια: Στάιγκερ - ανακριτής - Τηλέμαχος. Με τον Ιωσήφ, στο Βαρδάρι προς γεφυράκια - εργάζεται υπερωρίες. «Άκουγε μέσα του κομμάτια συμφωνίας - εισορμούσε το κενό». 1986. 9 Οκτωβρίου: Πρώτη μορφή του Χρονικού Δικαίων. Επίσης: «Το σπίτι μου γέρνει, αλλά δεν πέφτει». 1988-1990. Διδάσκει στη Θεολογική Σχολή ως Επισκέπτης Καθηγητής. 1988. Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Τα νούμερα εντός παρενθέσεων παραπέμπουν στα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου: (21) Ημερολόγιο Φωτεινής, (27) Δουκάκης, (41) Ομιλία Αντωνιάδη, (49) Με τον πατέρα, (50) Με την αδελφή, (54) Η αγωνία του θανάτου, (56) Ο τραγικός ιερέας, (59) Ο πατέρας πεθαίνει, (63) Η ξαδέρφη Οικονομίδου, (65) Ο λογοκριτής, (67) Ο τρομοκράτης, (53) Ο ζωγράφος 1988-1989. 1989. Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο: (1) Θα καταγράψω, (2) Λιθοξόος, λοχίας, (3) Ζησιάδης, ζωγράφος, (4) Αδελφή – ημερολόγιο, (9) Στο ιδιωτικό, (12) Σαμαριά, (13) Βοηθός Ιατρικής, (15) Το πάρτι, από παλιό θεατρικό, διασκευή 1989, (16) Στους δρόμους της πόλης, διασκευή 1989, (17) Ομιλία για το «ΟΧΙ», (19) Φάρσα με Υπουργό και προσθήκη ποιήματος, (20) Μαραγκόπουλος, (22) Μέρτεν, (24) Παλιός συμφοιτητής, (25) Μαθητεία του ζωγράφου -Μέρτεν, (39) Ο φιλόλογος Αντωνιάδης, (51) Με τον γέρο Μικρασιάτη, (52) Η κοπέλα της Μελενίκου, (55) Ο σιωπηλός τρελός, (58) Ο Παπαγαλάκιας, (66) Γράμμα του Αντωνιάδη. 1989. Αγών. Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Στην προσπάθειά του να βγει απ’ το μισόφωτο και ν’ αγκαλιάσει τις θετικές πλευρές της ζωής, ο συγγραφέας ασχολείται με το φαινόμενο του αθλη-

– 484 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

τισμού, που τον είχε απασχολήσει λίγο στα νιάτα του, και τυπώνει την εκτενή αυτή μονογραφία, που στην μη ολοκληρωμένη αυτή μορφή της (στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας υπόσχεται μια σημαντική επέκταση) κερδίζει τιμητική διάκριση της Ακαδημίας Αθηνών. 1990. Χρονικό των Δικαίων: Ο Θεοδωρίδης προτείνει τον Τηλέμαχο. Στάιγκερ - τέφρινο τοπίο - «κανένας δεν ερχόταν». Όραμα Αισχύλου. 1990. Η νύχτα: Ανδρεία. Το μικρασιάτικο αφήγημα Η Λίμνη (1983) μετασχηματίζεται σε μυθιστόρημα κατά τα έτη 1990-2. 1991. Διορίζεται μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, της οποίας συντάσσει το καθηκοντολόγιο. Ασχολείται σοβαρά με τα καλλιτεχνικά θέματα. Επιλέγει προσωπικά τους ζωγράφους που θα εκθέσουν σε ειδική αίθουσα του Πανεπιστημίου. Γράφει την Άρπυια, θεατρικό. Αργότερα ένα τμήμα του μπαίνει στο τέλος του Καθηγητή Πλούτωνα. Γράφει τα περισσότερα σχέδια του Εραστή της ανεμώνης. Η επεξεργασία συνεχίζεται στα έτη 1992 και 1993. 1992. Μεθοδολογία και τεχνογραφία της επιστημονικής έρευνας. Οι πανεπιστημιακές αυτές παραδόσεις διαφέρουν ουσιαστικά από Εισαγωγικά μαθήματα Φιλοσοφίας, εφόσον δεν πρόκειται για σημειώσεις, αλλά για ολοκληρωμένο βιβλίο. Την ίδια χρονιά: Η νύχτα: Ο μνήμων, Οι Δίκαιοι (το αφήγημα). Τυπώνει Το χρονικό των Δικαίων. Πρόκειται για ριζική ανάπλαση των Δικαίων, απ’ τους οποίους απέμειναν μόνον η αρχή και το τέλος. Με τον καιρό και με τις υποδείξεις φίλων, ο συγγραφέας τείνει να θεωρεί τα δύο έργα παράλληλες δημιουργίες. Απευθύνεται εγγράφως στον Δήμο Θεσσαλονίκης για να προσφέρει δωρεάν την τεράστια συλλογή του λαϊκών αντικειμένων, που περιλαμβάνει πάνω από 300 ασημένια κοσμήματα, πολλές στολές, συνολικά πάνω από χίλια παντοειδή λαϊκά αντικείμενα. Στις επανειλημμένες προσφορές και ενοχλήσεις του δεν παίρνει καμιά απάντηση. Κανείς δεν θέλησε να δει τα προσφερόμενα αντικείμενα. Ένας παλιός αντιδήμαρχος πολιτισμού του εξηγεί: «Στην Ελλάδα κανείς δεν βάζει την υπογραφή του, αν δεν έχει να φάει.» 1993. Σχεδιάσματα με φως: Το γκρίζο. Οι Δίκαιοι: σύγκρουση κομματιών της ψυχής. Διορίζεται πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Σε λίγο όμως παίρνει ετήσια εκπαιδευτική άδεια και ο θεσμός ατονεί. Εκλέγεται Αναπληρωτής Πρόεδρος του τμήματος οικονομικών επιστημών. 1994. Βρίσκεται στο Παρίσι με εκπαιδευτική άδεια. 1995. Τυπώνεται Η Νύχτα, με είκοσι αφηγήματα γραμμένα με αφορμή τον θάνατο του Μικρασιάτη πατέρα του. Με την ίδια θεματική και σε διαφορετικούς χρόνους γράφει το θεατρικό Η Συνάντηση και το μυθιστόρημα Η Λίμνη, που είναι έτοιμα για εκτύπωση. Ειδικότερα, το πρώτο μέρος της Συνάντησης βασίζεται στο θεατρικό Μια ηθική προσωπικότητα (1967), η σημερινή β΄ πράξη γράφτηκε το 1985, ενώ το τέλος με τον πατέρα στο υπόγειο γράφτηκε το 1995.

– 485 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1995-6. «Η τέχνη ως μίμηση». Άρθρο όπου προβάλλεται η άποψη ότι με τη λέξη μίμηση οι αρχαίοι Έλληνες δεν εννοούσαν την μηχανική, δουλική ή «νατουραλιστική» αντιγραφή, αλλά την μίμηση-παράσταση του ήθους. 1996. Η κίνηση στο έργο του Πλάτωνα. Με την ογκώδη αυτή πραγματεία στη σύνθεση της οποίας αφιέρωσε αρκετά χρόνια, ανέρχεται στην τελευταία καθηγητική βαθμίδα, 21 δηλαδή χρόνια μετά το διδακτορικό του, όταν πολλοί έγιναν Καθηγητές μόνο με το διδακτορικό τους. Θεωρείται θαύμα το ότι επέζησε σ’ αυτόν τον χώρο. Του υποδεικνύουν να προσφέρει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας την τεράστια συλλογή του λαϊκών αντικειμένων. Η προσφορά του γίνεται δεκτή (1997), εξευρίσκεται η κατάλληλη αίθουσα (στο ισόγειο), αλλά χρειάζονται κάποια χρήματα για τον μετασχηματισμό της αίθουσας σε μουσειακό χώρο. 1997. Σχεδιάσματα με φως, νέα ποιήματα: Τοπίο με παιδί, Του Πύργου, Σκίτσο με βάρκα, Ονόματα με φως, Πορτρέτο παιδιών κοντά σε ποτάμι, Το φως και το νερό, Θητεία, Κύκλος, Σε κάποιον που ρωτάει τι είναι φως, Ανταπόκριση, Το άλλο φως, Λιτανεία, Νοσταλγία, Στο γκρίζο του δρόμου, Θαρρείς, Νύχτα στην προκυμαία, Το φως και η ρωγμή, Στηρίζεσαι στο φως, Οι δεσμώτες, Σκότος και νηνεμία, Τι γυρεύω. 1997. Σχεδιάσματα με φως. Τυπώνονται 15 ποιήματα πλαισιωμένα με γνήσια χαρακτικά της Ingrid Zamecnicova. Το έργο τιμήθηκε ως «το ωραιότερο βιβλίο της Σλοβακίας για το έτος 1997». Από τα 50 συμφωνηθέντα και πληρωμένα αντίτυπα παραδίδονται στον συγγραφέα μόνο τα είκοσι. Άγνωστο αν τυπώθηκαν και τα άλλα τριάντα. Το Πανεπιστήμιο απευθύνεται στον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας για τα λίγα χρήματα που χρειάζονται για τη διαρρύθμιση της επιλεγμένης

αίθουσας σε μουσείο. Η υπεύθυνη για τα θέματα αυτά επιστήμων, παλαιά συνάδελφός του της φιλοσοφικής, καλείται να ελέγξει τα αντικείμενα, αλλά εξ αιτίας του ότι ο Φάλκος δεν την είχε αναγνωρίσει αμέσως, τον ειρωνεύεται μήπως τα βρήκε «στα παζάρια», δεν πηγαίνει να δει τα αντικείμενα, δεν χορηγείται κανένα ποσό (προφανώς εισηγήθηκε αρνητικά), δεν χορηγείται κανένα ποσό, ενώ στην ιδιαιτέρα πατρίδα του διευθυντή της πολιτιστικής πρωτεύουσας ιδρύεται λαογραφικό μουσείο, στην οδό Μητροπόλεως διατίθεται τεράστιο χρηματικό ποσό για την αγορά χώρου που θα στεγάσει παλιές μηχανές, που κάποιος συλλέκτης δεν τις χαρίζει, αλλά τις δανείζει, το Ολύμπιο μέγαρο αγοράζεται σε υπερδιπλάσια απ’ την κανονική του αξία κτλ. κτλ. Τα σκάνδαλα της πολιτιστικής πρωτεύουσας είναι τόσα πολλά και χοντροειδή, ώστε οι αφελείς Θεσσαλονικείς πιστεύουν ότι πολλοί θα βρεθούν στη φυλακή. 1998. Από όλες τις παρατάξεις πιέζεται ως ουδέτερος να αναλάβει την Πρυτανεία, αλλά αρνείται, με το αιτιολογικό ότι θέλει ν’ αφήσει πίσω του επιστημονικό και λογοτεχνικό έργο. Για τον ίδιο λόγο δεν δέχεται να αναλάβει την αντιπροεδρία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, όταν του ζητήθηκε μέσω του νομικού συμβούλου, παρόλο που ήταν μια ευκαιρία να διπλασιάσει τις αποδοχές του και να ανεβάσει κάποιο από τα θεατρικά του έργα. Οπορτουνιστής και «κομήτης» που εισπράττει μόνο χρήματα δεν θα δεχόταν ασφαλώς ποτέ να γίνει.

– 486 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1998. Σχεδιάσματα με φως: Μορφή, Γυναίκα ανάμεσα σε καλάμια, Το ροζ, Αναβολές, Θαλασσινό τοπίο, Φως ελληνικό, Ο καφές, Πουλιά, Παρράσιος, Μοναχική σελήνη, Μορφή, Προϊστορία (διασκευή 1998), Εσύ. 1998. Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο, τελικό. Γράφει τα παρακάτω κεφάλαια (οι αριθμοί εντός παρενθέσεων παραπέμπουν στα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου): (5) Ημερολόγιο συνταγματάρχη, (6) Στον Έβρο - απολυτήριο, (7) Παλιατζής, (29) Μπούσουλας, (30) Τατάκης, (31) Μαιευτήριο, (32) Ο γνωστός διώκτης της πόλης μας, (33) Καθηγητής εναντίον του, (36) «Με συναντάτε τυχαία» (Σακελλαρίου), (37) Ο στρατιωτικός Ιερέας, (38) Ο κήπος με τ’ αγάλματα, (43) Η αδελφή του Αντωνιάδη, (44) Παραβολή δασκάλου ζωγραφικής, (45) Ο Κρυωνάς, (46) Ο Εισαγγελέας, από αφήγημα του 1966, (47) «Κατάγομαι απ’ το Κιλκίς», (60) Το σμήνος των πουλιών, (68) Επίλογος. Την ίδια χρονιά: Τουρκές η νύχτα: Ο ραβδοσκόπος. Επίσης σχέδιο μυθιστορήματος Οι βάρβαροι. Ακόμα: Πρόζες του φανταστικού, 7-8 σύντομα άτιτλα πεζά, που συνδυάζουν το παράδοξο-φανταστικό στοιχείο με τον λυρισμό και τον στοχασμό. Με αυτά συνενώνει αρκετά παλιότερα γραπτά του -ιδίως του 1980- με παραπλήσια χαρακτηριστικά. 1999. Δέχεται και διορίζεται πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών, γιατί του ζήτησαν να συμφιλιώσει τις αντίπαλες ομάδες. Όταν όμως διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να επιτύχει αυτόν τον στόχο, παραιτείται. Τυπώνονται οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Το έργο γράφτηκε κυρίως μεταξύ των ετών 1988 και 1989 και αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο και στα χρόνια που ακολούθησαν. Το έργο ανήκει στην «ολική» λογοτεχνία, γιατί περιλαμβάνει όλα σχεδόν τα είδη λόγου. Στον εμφύλιο αναφέρεται και το ανολοκλήρωτο ακόμα έργο Η αναζήτηση, που επεξεργάζεται τώρα. Ηράκλειτος. Πρόλογος, κείμενα, μετάφραση, επιμέλεια. Επέλεξε να συνοδεύεται το έργο με μια μελέτη του Guthrie, γιατί δεν ήθελε να γράψει ο ίδιος «μελέτες» για πρόσωπα και θέματα, όταν είναι αδύνατο να προσθέσει κανείς πράγματα ουσιαστικά. Τουρκές η νύχτα: Ο χαρταετός (1964, διασκευή 1999), Ο σπόρος που πρέπει να λείψει. Τυπώνεται το έργο Οι αετοί και τα κοράκια, που καταγγέλλει τους πνευματικούς διώκτες και ενταφιαστές της Θεσσαλονίκης, με συνυπεύθυνους τους πανεπιστημιακούς «δασκάλους». Επί σαράντα και πλέον χρόνια όλοι σχεδόν οι σημαντικοί νεοέλληνες λογοτέχνες έχουν προπηλακιστεί, ενώ ο Φάλκος δεν μνημονεύεται ούτε σε απλές απαριθμήσεις των λογοτεχνών της πόλης! Ο συγγραφέας μέμφεται τον εαυτό του, γιατί δεν έφυγε απ’ τη σαπίλα αυτή, έστω και αργά, όταν ο Ακαδημαϊκός Ευάγγελος Μουτσόπουλος του πρόσφερε θέση Καθηγητή Φιλοσοφίας στην Αθήνα. Θυμάται τον Ηράκλειτο που καταριόταν τους συμπολίτες του. 2000. Τουρκές η νύχτα: Ο δάσκαλος, Αχμέτ Ζακί, Οι επτά σφραγίδες, Ο γιος του παπά, Ο ποιητής, Περί ηρώων και τάφων, Ο μονόλογος ενός Φαύνου,

– 487 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

Οσμάν, Λούκιος ή όνος, Δεν πρέπει να μας εμποδίζουν οι νεκροί, Ο φύλακας -Το σπίτι με το αέτωμα, Αρμαγεδδών, Το πέτρινο βιβλίο, Το νησί. 2001. Τυπώνεται o Kαθηγητής Πλούτων. Τα σχέδια για τον Καθηγητή Πουλόπουλο, τον Βαάλ και την Άρπυια συνενώθηκαν και αποτέλεσαν τον Καθηγητή Πλούτωνα, άγρια σάτιρα κατά του καθηγητικού κατεστημένου και των πολιτικών. Με τρόμο παρακολουθεί την προσπάθεια της Ελλάδας να αναλάβει την τέλεση των Ολυμπιακών αγώνων. Δεδομένης της απύθμενης διαφθοράς της πολιτικής και της δημόσιας διοίκησης, που συνοδεύεται με τερατώδεις μηχανισμούς συγκάλυψης και παραγραφής, τα μεγάλα έργα αποτελούν αφορμή ληστείας κολοσσιαίων διαστάσεων. Φοβάται ότι ο τόπος αυτός δεν θα μπορέσει ποτέ να συνέλθει από τέτοια αρπαγή, που θα προστεθεί στα δισεκατομμύρια που καταληστεύονται ετησίως. Η διαρκής αγωνία για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, για τις κυριαρχικές τάσεις των Αμερικανών και τις επεκτατικές των γειτόνων μας, η απόγνωση για την αδιάκοπη καταστροφή του πλανήτη, για την γενική κατάπτωση του ήθους, η συσσωρευμένη πίκρα για τον παραγκωνισμό του και πλήθος άλλων αιτίων συνετέλεσαν ώστε προς τα τέλη του 2001 να προσβληθεί από βαριά μορφή κατάθλιψης, που εκδηλώθηκε κυρίως ως «συγκινησιακή ακράτεια»: Έκλαιγε καθημερινά και ακατάπαυστα. Η συμπαράσταση της συζύγου του υπήρξε καθοριστική. Εκτός των άλλων, έλυσε μόνη της σοβαρά προβλήματα που τον απασχολούσαν τότε. Θεραπεύτηκε προς τα τέλη του 2003. Αργότερα θα περιγράψει την απελπιστική αυτή κατάσταση στη Λίμνη. 2002. Παρά την σοβαρή ασθένειά του, γράφει πάνω από 170 σάτιρες, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα του έμμετρου μυθιστορήματος Ο Ντίρος βασιλιάς. Η επεξεργασία και η σύνθεση συνεχίζονται στα επόμενα έτη. 2003. Τυπώνεται Ο ελληνικός αθλητισμός. Πρόκειται για ανάπλαση και σημαντική επέκταση του Αγών, όπως υποσχόταν στο τέλος του βιβλίου αυτού. Η επεξεργασία έγινε πριν ασθενήσει. 2004. Greek Athletics. Μετάφραση στα αγγλικά του Ελληνικός αθλητισμός. 2004. Δημοσιεύονται επιτομές που εκπόνησε ο συγγραφέας και των δύο προηγούμενων έργων, με αντίστοιχο τίτλο Ελλάς και αθλητισμός και Greece and athletics. 2004. Αυτοδίκαιη αποχώρηση από το πανεπιστήμιο, λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας. Είχε υπηρετήσει 37 χρόνια. 2005. Σχεδιάσματα με φως. Στη θέση των 15 ποιημάτων της προηγούμενης έκδοσης δημοσιεύονται 75 ποιήματα, γραμμένα μεταξύ των ετών 1980 και 1998, που χωρίζονται σε τρεις ενότητες. Τα χαρακτικά που τώρα συνοδεύουν τα κείμενα είναι απλές φωτογραφίες. 2006 Ιωσήφ: νέο συμπλήρωμα. 2007. Τουρκές η νύχτα: Τα νεανικά χρόνια ενός αρχηγού. 2007. Πλάτωνος Φαίδων, Προλεγόμενα. Αντί για πρόλογο στον Φαίδωνα που του ζητήθηκε, επεκτάθηκε σ’ ολόκληρο το έργο του Πλάτωνα και στη συνέχεια σ’ ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο, από τον Όμηρο ως τον Πλάτωνα. 2008. Τουρκές η νύχτα: Ο βιβλιοπώλης, Η σπηλιά.

– 488 –


ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

2008. Τυπώνεται το Τουρκές η Νύχτα. Αρκετά από τα αφηγήματα της Νύχτας έχουν ξαναπλαστεί και το συνολικό έργο τριπλασιαστεί. 2009. Επεξεργασία και προσθήκες στο Όνειρο της πείνας και της ομορφιάς. 2010. Τυπώνονται Οι λύκοι. Τα κύρια λογοτεχνικά του έργα καταγράφουν τις σχέσεις μιας συνείδησης με την ιστορία του καιρού της, σχέση επώδυνη και τραγική, απ’ την οποία πήγασε μια μεταφυσική και μια φιλοσοφία. Ο συγγραφέας λογαριάζει να τα τυπώσει κάποτε όλα μαζί (σε δύο ή τρεις τόμους) με γενικό τίτλο Η Μητρόπολη. Με το «Μητρόπολη» θέλει να πει Μητρόπολη της Οδύνης, και εννοεί τον χώρο αυτό που ζούμε εμείς οι Νεοέλληνες. Υπάρχει μια σειρά από θέματα που ο συγγραφέας επαναφέρει σχεδόν σ’ όλα τα έργα του, είτε γιατί πάντα τον τυραννούν είτε γιατί αποτελούν τα κύρια δομικά υλικά του. Τα θέματα αυτά ας θεωρηθούν οι κολόνες του ναού που προσπαθεί να οικοδομήσει.

– 489 –


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ (Οι συγγραφείς του παρόντος τόμου αναφέρονται στις σσ. 9-12)

Αγγελόπουλος 64, 184 Αθανασιάδης 202 Αθανασούλης 26, 53 Αϊζενστάιν 184 Ασχύλος 24, 41, 68, 94, 95, 114, 125 εξ., 207 εξ., 211, 261, 280, 311, 427 Αλαβέρα 15 Αλεξανδράκης 17, 95 Αναγνωστάκη 53 Αναγνωστάκης 23, 1 Αναξαγόρας 392 Αναξίμανδρος 18 Απολλώνιος 41 Άρατος 406 Αριόστο 16 Αριστοφάνης 23, 44, 70, 80, 405 Ασλάνογλου 23, 51 Αστεριάδης 165 Βαλερύ 120 Βαν Γκογκ 165 Βαρβιτσιώτης 23, 45, 50, 61, 319, 322, 360 Βάρναλης 26 Βασιλικός 51 Βαφόπουλος 23, 24, 50 Βενιζέλος 260, 280 Βισκόντι 184 Βιτράκ 71 Βολωνάκης 38, 96 Βούλγαρης 184

Δάντης 16, 41, 425 Διογένης 302 Δούκας 165 Έκκο 405 Έλιοτ 25, 244 Ελύτης 50, 108, 157, 331, 353, 360 Εμπειρίκος 352-3 Επίκουρος 302 Ευαγγέλου 23 Ευριπίδης 41, 68, 94, 125, 183, 209 εξ. Ζακί 286 Ζευγαρίδης 465 Ζιντ 41, 54 Ζογλοπίτης 165 Ζολά 41 Ηράκλειτος 71, 95, 98, 114, 136, 224, 258, 280, 290, 309, 405, 408, 424, 433-4, 447 Ηρόδοτος 261 Ησίοδος 27, 227, 406-7 Θασίτης 23 Θέμελης 23, 24, 50 Θεοδωράκης 470 Θεοδωρίδης 207 Θεοτοκόπουλος 165, 184 Θουκυδίδης 53, 135 Ιωάννου 23, 51 Ιονέσκο 70, 71 Ίψεν 80

Γαλάνης165 Γκαροντί 251 Γκίλιεν 25 Γκόγια 165, 184 Γκόρκι 183 Γουναρόπουλος 165

Καβάφης 24, 120, 353 Καζάν 184 Καζαντζάκης 16, 107

– 490 –


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Ντίκενς 264 Ντοστογιέφσκι 24, 27, 41, 48, 183, 264, 385 Ντράγιερ 184 Ντύρενματ 169

Κακριδής 136 Κάλεϊ 88 Καμύ 18, 24, 169, 199, 202 Κασόλας 165 Κάτος 50 Κάφκα 26, 146, 169 Κεμάλ 105, 145-6, 219, 279, 311 Κίρκεγκωρ 18, 26 Κλαιρ 184 Κάτσιρας 26, 53 Κουν 95, 96 Κουροσάβα 184

Ξενοφάνης 415 Ξηροτύρης 22 Όμηρος 27, 135, 184, 297, 311 εξ., 411, 414 Οράτιος 278, 296, 407 Ουέλες 184 Ουγκώ 118, 261, 264 Ουναμούνο 18, 138, 424, 429

Λαγάνα 165 Λαγκ 184 Λαζάνης 95 Λάιμπνιτς 432 Λουκάς 162 Λουκιανός 296

Παλαμάς 51, 62 Παπαδόπουλος 73, 446 Παναγιωτόπουλος 426 Παπανάκος 165 Παπάς 17, 35 Παπατσώνης 107 Παρθένης 165 Παρμενίδης 63, 424 Παρράσιος 104 Πεντζίκης 24, 51, 107 Περίανδρος 160 Περς 169, 226 Πεσσόα 25 Πίνδαρος 41, 114, 126, 137, 381, 416 Πινοσέτ 226 Πίντερ 87, 169 Πλάτων: πλήθος αναφορές Πλούταρχος 285 Πλωτίνος 97 Πολίτης 48 Πυθαγόρας 261, 290, 419

Μακρυγιάννης 404 Μαλάνος 17, 53, 319 Μαλέας 165 Μαλρώ 24, 41, 199 Μαν 26 Μαρξ 228 Μάρκες 169 Μάτερλιγκ 138 Μαυρομάτης 165 Μερκούρη 38, 55, 95 Μιχαήλ Άγγελος 16, 164, 184 Μολιέρος 292 Μπαλζάκ 41, 45, 264 Μπέη 165 Μπέργκμαν 26, 184 Μπετόβεν 165, 188, 425 Μπόρχες 138 Μπουρντέλ 165 Μπωβουάρ 38, 56, 70, 319, 383 Μυράτ 95

Ρεμπώ 120 Ρέμπραντ 165, 184, 360, 425 Ρενουάρ 184 Ρίλκε 25, 107, 114, 164, 169, 425 Ρίτσος 51, 331 Ρολάν 26 Ροντέν 16, 164, 184, 425 Ρουώ 165, 184 Ρώτας 53

Ναπολέων 146, 219 Νερούντα 169, 425 Νικηφόρου 23 Νίτσε 438 εξ. Ντ’ Ανούντσιο 236 Ντελακρουά165 Ντε Σίκα 184

– 491 –


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Σάμπατο 18, 26, 169 Σαπφώ 136 Σαρτρ 18, 24, 38, 56, 70, 202, 276, 319, 383, 424 Σεφέρης 120, 168 Σικελιανός 51, 107, 120 Σολωμός 18, 22, 24, 51 Σόλων 261 Σοπενχάουερ 16, 429 Σοφοκλής 41, 68, 94, 102, 125 εξ. Στάινμπεκ 264 Σταντάλ 41, 375 Στεργιάδης 258, 275, 280 Στεφανόπουλος 195 Στογιαννίδης Στρίντμπεργκ 80 Συκουτρής 137 Ταγκόρ 107, 169 Ταρκόφσκι 99, 103 Τάσσο 36, 41

Τατάκης 29 Τζόυς 16 Τσαρούχης 161 Τσέχωφ 53, 183 Τσόμσκι 87 Φειδίας 184 Φελίνι 184 Φουριώτης 264 Φρόιντ 124, 228 Φυσούν 95 Χάιντεγκερ 66-7, 236, 419 Χάμσουν 23, 236 Χειμωνάς 23 Χίτλερ 23, 105, 146, 211, 219 εξ., 227, 279 Χόρτον 260 Χουρμουζιάδης 96 Χριστιανόπουλος 501, 59, 161 Χρυσόστομος 258, 275, 280, 282, 459

Ξένοι συγγραφείς Rohde 452 Scheler 374, 375, 387 Scemp 397 Snell 373, 377 Verdenius 375 Wermeer 360 Wilamowitz 373 Yeats 124

Beckett 45, 46, 146 Dodds 373, 377, 406 Goethe 25, 36 Hesse 61 Hölderlin 25 Jung 124 Le Corbusier 184 Perinetti 95 Pound 236

– 492 –


ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

– 493 –


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.