ΤΑΣΟΣ ΦΑΛΚΟΣ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ

Page 1

[1]


Η ΝΥΧΤΩΜΕΝΗ ΧΩΡΑ Τι γαρ λύτρον πεσόντος αίματος; Χοηφόροι 48

ΣΑΒΒΑΤΟ ΒΡΑΔΥ Βγαίνοντας στην πλατεία Ελευθερίας είχε ένα δυσάρεστο συναπάντημα. Ο Στάιγκερ, ο Σούμπερτ και ένας κάποιος Χανς, στέκονταν, μπροστά σ’ ένα στρατιωτικό καμπαρέ. Ο Στάιγκερ άκουγε ήρεμος, ενώ ο Χανς μιλούσε χειρονομώντας. Πρώτος διέκρινε τον Τηλέμαχο ο Σούμπερτ. Σχεδόν αμέσως ο Στάιγκερ στράφηκε προς την κατεύθυνση που κοίταζε ο λοχίας και πρόλαβε τον Τηλέμαχο που ετοιμαζόταν να λοξοδρομήσει. Ο Τηλέμαχος χαιρέτησε βιαστικά κι έκανε να τους προσπεράσει. Ο Χανς του έκοψε το δρόμο. – Δεν έρχεσαι μαζί μας; είπε. – Μα... Έχω κάποια δουλειά... – Έλα και μια φορά, μαζί μας! επέμενε ο Χανς. Κι αν σ’ ενοχλεί ο Σούμπερτ, μην του δίνεις σημασία. – Και γιατί να τον ενοχλώ εγώ; διαμαρτυρήθηκε ο Σούμπερτ. – Τους βρήκα να μαλώνουν, είπε ο Στάιγκερ, και έπρεπε να τους συμφιλιώσω. Τώρα το αποφάσισα να μπω κι εγώ μαζί τους στο καμπαρέ. Ελάτε, αν θέλετε, μαζί μας. Πιάσαν έναν Εβραίο πού κρυβόταν. Τον έφεραν εδώ για να διασκεδάσουν λίγο τα παιδιά... Εγώ έχω παραβρεθεί και άλλοτε. Συνήθως πρόκειται γι’ ανούσια κι ακατανόητα παιχνίδια. – Τότε δεν σας καταλαβαίνω... – Ωστόσο, φίλε μου, ωστόσο... Ο Τηλέμαχος ήταν αποφασισμένος να μην τους ακολουθήσει. Μα ήδη τον πίεζαν κι οι τρεις τους μαλακά προς το καμπαρέ. Δεν είχε περιθώρια ν αρνηθεί. Πολλά απ’ τα παράθυρα του καμπαρέ δεν είχαν τζάμια, αλλά τενεκέδες που τους σκέπαζαν κουρτινάκια. Μέσα στην περιορισμένη σάλα ήταν στοιβαγμένοι πλήθος άνθρωποι. Πολλοί πατούσαν πάνω στα τραπέζια και στα βαρέλια ή ήταν σκαλωμένοι γύρω σε μια κολόνα στη μέση της σάλας, πράγματα βέβαια περίεργα γι’ ανθρώπους της τευτονικής φυλής. Όλα αυτά ήταν σημάδια πως κάτι το εξαιρετικό έμελλε να συμβεί. Έκαμνε ζέστη εκεί μέσα, κι αυτό ήταν απίθανο να προερχόταν από κάποια σόμπα. Μόλις φάνηκε στην είσοδο ο Στάιγκερ, έγινε ησυχία σχεδόν απόλυτη. Αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια αυτοσχέδια φανφάρα που ήταν εγκατεστημένη πίσω από το μπαρ, κι αμέσως εισέβαλαν χορεύοντας μπαλέτο δυο σιχαμένοι τύποι, ντυμένοι με ενδυμασίες ταϊτινής χορεύτριας. Οι τύποι ήταν γνώριμοι στους θαμώνες, αν έκρινε κανείς από τον τρόπο που τους υποδέχτηκαν. – Αυτούς τους κρατούν εδώ σαν είδος κονφερανσιέ εξήγησε ο Στάιγκερ. Είναι Εβραίοι που γνωρίζουν τα γερμανικά. Η εισαγωγική παράστασή τους είναι περιορισμένη μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Έχουν ελευθερία να επινοούν ή να παραλλάσσουν τα ευρήματά τους, αλά πρέπει να υποτάσσονται στους προκαθορισμένους στόχους. Μετά από μερικές φιγούρες μπαλέτου, που μόνον αυτοί θεωρούν απαραίτητες, αρχίζουν την «ταπείνωση». Θα δείτε σε λίγο τι σημαίνει αυτό. Μα οι φιγούρες του μπαλέτου δεν έλεγαν να σταματήσουν, ώστε στο τέλος οι φαντάροι αναγκάστηκαν ν΄ ανακαλέσουν στην τάξη τους ξεβιδωμένους χορευτές. «Ταπείνωση! Ταπείνωση!», φώναζαν και χτυπούσαν τα τραπέζια με τα ποτήρια της μπύρας. Τα άθλια πλάσματα αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του κοινού.

[2]


Όπως γρήγορα διαπίστωσε ο Τηλέμαχος, «ταπείνωση» εννοούσαν το να εξακοντίσουν ο ένας εναντίον του άλλου τις πιο σιχαμερές βρισιές για τους γονείς τους, τη ράτσα τους και τη θρησκεία τους, που τις συνόδευαν με μια γροθιά στο πρόσωπο του άλλου. Οι επαναλήψεις, καθώς φαίνεται, ήταν απαγορευμένες, γιατί αν κάτι επαναλάμβαναν, φώναζαν οι φαντάροι : «Επανάληψη!». και τότε εκείνος που υπέπεσε στο σφάλμα, αντί να δώσει, δεχόταν μια γροθιά. Γρήγορα οι κονφερανσιέ εξάντλησαν όλο το υβρεολόγιό τους στα γερμανικά και σ’ όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Συνέχισαν στα ισπανικά. Μα πάλι εξαντλήθηκαν σε λίγο και στέκονταν απορημένοι, άθλιοι, καταματωμένοι, έτοιμοι να αναλυθούν σε δάκρυα απ’ την αδυναμία τους να θυμηθούν ή να επινοήσουν άλλες βρισιές. – Συνεχίστε, γουρούνια! φώναζαν οι φαντάροι. Κάντε επαναλήψεις! Κατόπιν έβαλαν χορευτές να κάνουν κι άλλες ανούσιες ηλιθιότητες, να πούμε πρόστυχους γλωσσοδέτες, να κάνουν εξομολόγηση σε ένα όργανο αντρικό, να φάνε απ’ το πάτωμα χυμένα φαγητά κτλ. Απ’ όλα αυτά ο Τηλέμαχος δεν συγκράτησε παρά την κτηνώδη χαρά των θεατών μπροστά στον άθλιο υποβιβασμό της ανθρώπινης φύσης. Ανακοίνωσε την παρατήρησή του στον Στάιγκερ, πού έσπευσε να συμφωνήσει. – Σωστά. Μα είμαστε στον πρόλογο. Δεν άναψαν ακόμα. Πραγματικά εκείνη τη στιγμή οι δύο χορευτές οδηγούσαν μπροστά στο μπαρ που είχαν μεταβάλει σε σκηνή έναν άνδρα μάλλον κοντό, που δεν χρειαζόταν και πού να ψάξεις για την εθνικότητά του. Έκφραση, μύτη, μέτωπο, σχηματισμός κρανίου, Εβραίος εκατό τα εκατό, και μάλιστα καρικατούρα Εβραίου. Ο νεοφερμένος στάθηκε σαστισμένος μη ξέροντας σε ποια κατεύθυνση να στραφεί. Οι δυο συμπατριώτες δίπλα του διόρθωσαν τη στάση του και βιάστηκαν να τον παρουσιάσουν: «Η Αυτού Εξοχότης ο Εβραίος!», είπαν. Ένας πανζουρλισμός θριάμβου ανάμεικτος με ήχους της φανφάρας διαδέχτηκε τα λόγια τους. Εκείνος κλονίστηκε λίγο και έφερε το ένα χέρι στο λαιμό του, ενώ το άλλο το άπλωσε στο κενό σάμπως για ν’ απωθήσει κάτι ή να στηριχτεί. Ο Τηλέμαχος που ως εκείνη τη στιγμή δεν τον είχε καλοπροσέξει, αναπήδησε. Το πρόσωπο του νεοφερμένου πρόδιδε βέβαια έκπληξη κι απελπισία, μα ήταν φανερό ότι τα μάτια δεν βλέπαν πουθενά. Άρπαξε τον Στάιγκερ απ’ το μανίκι και τον έσεισε. – Ο άνθρωπος αυτός είναι τυφλός! Δίπλα τους ένας άγνωστος ανέλαβε να τους διαφωτίσει. – Τους ρίξανε ακτίνες Χ στα μάτια, για να τον κάνουν να βλέπει στο σκοτάδι κι ανάμεσα απ’ τα ρούχα. Τώρα θα διαπιστώσουμε αν το πείραμα είχε επιτυχία. Πραγματικά εκείνη τη στιγμή τρεις φαντάροι που είχαν βγει μπροστά καλούσαν τον τυφλό να βρει ποιος απ’ τους τρεις τους είχε κρύψει έναν αναπτήρα μες στην τσέπη του. Ο δύστυχος Εβραίος περιέφερε εδώ κι εκεί τα μάτια του που βλέπαν στο κενό. – Δείξε κάποιον απ’ όλους, κτήνος! φώναζαν οργισμένοι οι φαντάροι. Τότε ο ένας από τους συμπατριώτες του πήρε το χέρι του τυφλού και έδειξε μ’ αυτό έναν από τους τρεις φαντάρους. Εκείνος σήκωσε ψηλά τον αναπτήρα που είχε κρύψει. – Το βρήκε! Ζήτω! ξεφώνισαν όλοι μαζί με συνοδεία της φανφάρας. Το βρήκε! Να μας ζήσεις, Ραίντγκεν! – Κοιτάχτε τι ρεμάλια θέλουν να μας κυβερνήσουν! φώναξε κάποιος απ’ το βάθος. Και τότε ξεσηκώθηκε ένα κύμα γέλιου που σ’ έκανε να ξεκουφαίνεται. – Εγώ δεν είμαι σιωνιστής! διαμαρτυρήθηκε ο τυφλός και έφερε τα χέρια του στο πρόσωπό του. – Σιωνιστής ή όχι θα πληρώσεις! Αυτός είναι ο κανόνας! Ο ένας απ’ τους δύο χορευτές, για να εκτονώσει την ατμόσφαιρα, τους είπε: – Εγώ όμως, καλέ, είμαι σιωνιστής. Να το θυμάστε αυτό ! Και όλοι έσκασαν στα γέλια.

[3]


– Τώρα να δούμε αν ξέρει από γεωμετρία, είπε ο άλλος χορευτής. Πες μας την πρωτεύουσα της Βιρμανίας. Μετά από κάποιο δισταγμό ο τυφλός φάνηκε να ψελλίζει κάτι. – Πιο δυνατά! φώναξε ο συμπατριώτης του. – Ραγκούν. – Μπράβο! φώναξαν οι φαντάροι χωρίς πολύ ενθουσιασμό. – Τώρα πες μας τρεις πόλεις του Κονγκό. – Στάνλειβιλ, Λεοπόλβιλ, Ελιζαμπεθβίλ, είπε ο τυφλός χωρίς καμιά δυσκολία. Οι καταματωμένοι χορευτές έκαναν νόημα στους φαντάρους να χειροκροτήσουν. Πεντέξι χειροκρότησαν απρόθυμα. – Τώρα αν μας πεις πέντε πόλεις της Γερμανίας, είσαι ελεύθερος. Τελείωσαν τα μαρτύριά σου. – Νταχάου, Μπέλσεν, Μπουχενβάλντ, Φρόσενμπεργκ, Μάουτχάουζεν, Νάτσβάιλερ, Νοιενγκάμε... – Αυτά είναι στρατόπεδα! Δεν είναι πόλεις! φώναξαν οι φαντάροι κι οι κονφερανσιέ. – Δεν ξέρω να υπάρχουν άλλες πόλεις εκειπέρα! είπε ο τυφλός αποφασιστικά. Οι θεατές πετάχτηκαν επάνω. – Να τιμωρηθεί! Το μηχάνημα! Φέρτε το μηχάνημα!!! Οι δυο κονφερανσιέ πετάχτηκαν με κωμικές κινήσεις ως την πλαϊνή πόρτα. Σε λίγο ξαναφάνηκαν σέρνοντας ένα αλλόκοτο μηχάνημα απαρτισμένο από τα πιο ετερόκλητα υλικά. Πάνω σε ένα σκελετό φτιαγμένο από ξύλο κι από λαμαρίνες ήταν τοποθετημένα δυο μοτέρ, λουριά, γρανάζια, λάμπες αυτοκινήτου, έμβολα, μια αρπάγη... Όλα μαζί δημιουργούσαν την εντύπωση ενός εφιαλτικά μεγεθυσμένου εντόμου. Έσπρωξαν το μηχάνημα μπροστά στον τυφλό. Μετά έβαλαν σε μια πρόζα το καλώδιο που τροφοδοτούσε το μοτέρ, και το μηχάνημα άρχισε να σείεται ολόκληρο. Αναβόσβηναν λάμπες και χτυπούσαν τενεκέδες. Συγχρόνως πρόβαλαν απειλητικά δυο χοντρά έμβολα, που στην άκρη τους είχαν προσαρμοσμένα γάντια πυγμαχίας. Ήταν ένας μηχανικός πυγμάχος! Τα έμβολα καθώς και η αρπάγη πετάγονταν σε ακανόνιστα διαστήματα, αλλά δεν έφταναν τον τυφλό. – Πλησίασε! Πλησίασε και χτύπα! φώναζαν οι φαντάροι. Χτύπα κι εσύ γουρούνι! Χτύπα! Να δούμε ποιος θα βγει νοκ-άουτ. Ο τυφλός πάντοτε δεν καταλάβαινε, κι έστρεφε το κεφάλι του σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Τότε ο ένας κονφερανσιέ τον πλησίασε και του μίλησε βιαστικά και χαμηλόφωνα, ενώ τον έσπρωχνε συγχρόνως μαλακά προς το μηχάνημα. Εκεί τον έπιασε η αρπάγη, και το μηχάνημα, με μια ξαφνική επιτάχυνση, άρχισε να τον γρονθοκοπεί σε όλο του το σώμα, ενώ οι συμπατριώτες του χορεύανε τριγύρω του μπαλέτο στους ήχους της φανφάρας. Οι γερμανοί χτυπούσαν παλαμάκια και σπάζαν τα τραπέζια και τις καρέκλες από τον ενθουσιασμό τους. – Η μηχανή είναι πιο έξυπνη απ’ αυτόν! Μπράβο, Χορστ, χρυσοχέρη! – Βάρα κι εσύ! φώναζαν άλλοι στον τυφλό, πού ανίκανος να φυλαχτεί απ’ τα χτυπήματα κινδύνευε να πολτοποιηθεί. Την ώρα που ο Τηλέμαχος ετοιμαζόταν να κραυγάσει, κάποιος τράβηξε το καλώδιο απ’ την πρίζα, κι η μηχανή σταμάτησε το γρονθοκόπημα. Για μερικά λεπτά ο τυφλός έμεινε κρεμασμένος στην αρπάγη. Μετά φάνηκε να συνέρχεται. Προσπάθησε να στηριχτεί στα πόδια του. Δίπλα του οι κομφερανσιέ μετρούσαν. Προτού φτάσουν στα δέκα, ο δύστυχος τυφλός είχε κατορθώσει να σταθεί στα πόδια του. Τότε ξανάβαλαν το καλώδιο στην πρίζα, κι η μηχανή ξανάρχισε το γρονθοκόπημα. Ακούστηκαν ξανά οι παροτρύνσεις των φαντάρων. Μετά την Τρίτη όμως επανάληψη ο τυφλός έμεινε κρεμασμένος στην αρπάγη μορφάζοντας και φτύνοντας αίμα. – Νοκ–άουτ! φώναξαν οι φαντάροι.

[4]


Μετά του δώσανε να πιει ποτό, κι αυτός μισοσυνήλθε. Απ’ τις κινήσεις του κι από τις αντιδράσεις του φαινόταν ότι το μυαλό του είχε σκοτιστεί. –Βάλτε τον τώρα να μιλήσει! φώναξε ένας φαντάρος. Πάρτε του πρες κονφεράνς. Ο ένας κονφερανσιέ μπήκε στο νόημα. Πήρε από το μπαρ ένα τεράστιο σημειωματάριο και προσποιήθηκε πως καταγράφει. – Είμαστε Ελβετοί δημοσιογράφοι και μάθαμε για τα βασανιστήρια στα οποία σας υπέβαλαν. Θα θέλατε να δώσετε μια συνέντευξη στον τύπο;... Μμ, είστε ο χημικός Μώζε, έτσι δεν είναι; – Ναι, μα θα πρόκειται για παρεξήγηση, είπε ο τυφλός. Δεν σας γνωρίζω, και δεν μου δώσατε κανένα σημάδι αναγνώρισης. – Σημάδι αναγνώρισης! Τι λέει;, ρώτησε κάποιος δυνατά. – Θα εννοεί τα χάλκινα πλήκτρα! φώναξε κάποιος απ’ το βάθος και χτύπησε για κοροϊδία συνθηματικά τους τενεκέδες που έφραζαν τα παράθυρα. Ο Τηλέμαχος αναπήδησε. Το σύνθημα αναγνώρισης των αντιστασιακών ήταν σωστό! Ή μήπως ξεγελιόταν; – Ώστε το ξέρετε κι αυτό! είπε με τρόμο ο τυφλός, που καθώς φαίνεται μισοέβρισκε κι έπειτα πάλι ξαναέχανε τα λογικά του. – Πρέπει να ξέρετε ότι γνωρίζουμε καταλεπτώς ό,τι σας αφορά. Τότε κάποιο τραπέζι έσπασε, και οι φαντάροι που βρίσκονταν πάνω σ’ αυτό πέσαν πάνω στους άλλους προκαλώντας πανδαιμόνιο. – Εκείνο που μας ενδιαφέρει, συνέχισε ο κονφερανσιέ αδιαφορώντας για τη φασαρία, είναι πως βλέπετε εσείς τα πράγματα και ποια εξήγηση δίνετε σ’ όλα αυτά, ποια είναι η αντίδρασή σας, η εσωτερική θέλω να πω, γιατί τα άλλα τα γνωρίζουμε. – Τι εννοείτε; – Αν θέλετε ν’ απαλλαγείτε απ’ αυτούς, πέστε μας γρήγορα τη γνώμη σας για την κατάσταση. Είστε, λένε, απελπισμένος... – Τώρα καταλαβαίνω που το πάτε! ξεφώνισε ο τυφλός συσπώντας τις γροθιές του. Δεν είμαι σαν κι εσάς εγώ! Δεν είμαι ένα πτώμα, για να ξαπολυθείτε πάνω μου! Είμαι ακόμα ζωντανός εγώ, κι άδικα θα με περιμένατε! Λοιπόν αν ήθελαν να συζητήσουνε στα σοβαρά, έπρεπε να τους πει ότι δεν έβρισκε τα πράγματα και τόσο τραγικά. Κατά την γνώμη του υπήρχαν λόγοι περισσότεροι για ελπίδα παρά γι’ απελπισία. Και πιο καλά να πολεμάς παρά να παραιτείσαι. Βέβαια μία κατοχή ήταν μια έκτακτη κατάσταση. Αλλά η ζωή, αν και λιγάκι εμποδισμένη από τον τρόμο και τη σαστιμάρα, εξακολουθούσε να κυλάει χωρίς ολοφάνερα χάσματα. Το ότι σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές, μετακινήσεις πληθυσμών, πρωτάκουστες αποδημίες και εξαφανίσεις, όλα αυτά δεν θεωρούνταν «λύση της συνέχειας» ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Μα και το μέλλον θα τα πήγαινε καλά. Οι θεωρητικοί μας έβρισκαν ότι η τωρινή ανώμαλη κατάσταση οφειλόταν σε κάποιο λάθος, που ήταν δυνατό να διορθωθεί. Δεν είχαμε λοιπόν μπροστά μας κάτι το παράλογο, αφού μπορούσαμε να ζυγίζουμε στα δάχτυλά μας τις αιτίες και να τις αναλύουμε όσο εξονυχιστικά επι. θυμούμε. Απέτυχε η παιδεία μας οι άνθρωποι υποδουλώθηκαν σε ποταπές ιδέες και έγιναν φανατικοί. Ζώντας στην πιο μεγάλη άγνοια, άφησαν να πιστέψουν πως τα γνωρίζουν όλα και ότι όλα επιτρέπονται. Μα γενικά καμιά τάξη δεν σάλεψε, κανένα παραπέτασμα δεν σκίστηκε. Ποιος ξέρει τι άλλο θα κατέβαζε το μισοσκοτισμένο του μυαλό, αν δεν τον έκοβε πάνω στην τελευταία φράση του μια ασυνήθιστα σκληρή και κοφτερή φωνή. – Πες μας για την ντροπή! Για την ντροπή σου ! Αλλά για πια ντροπή; Ο τυφλός άπλωσε το χέρι του με φρίκη προς το μέρος της φωνής. – Για την ντροπή, για την ντροπή σου!!! κραύγαζαν τώρα όλοι μαζί σηκώνοντας τα χέρια σε γροθιές. Ο τυφλός συνήλθε ξαφνικά και συγχρόνως απέκτησε –για πρώτη φορά– την αξιοπρέπεια της καταστάσεώς του. Το πρόσωπό του ηρέμησε απόλυτα και από κει και πέρα έμεινε βουβός.

[5]


Γύρω ξεχύθηκε ένας πανζουρλισμός θριάμβου που αποκορύφωσε η φανφάρα παίζοντας εμβατήρια φασιστικά. Η ατραξιόν για σήμερα είχε τελειώσει. Στο δρόμο της επιστροφής βρέθηκε να βαδίζει μόνος με τον Στάιγκερ, που ήταν πάντα σκεφτικός και συνοφρυωμένος. – Εκείνο το μηχάνημα δεν σας θυμίζει κάπως την πολεμική μας μηχανή; είπε ο Στάιγκερ με καγχασμό. Στράφηκε και τον κοίταξε λιγάκι. – Θα σκέφτεστε πως θέλω να σας δοκιμάσω...Ξεχάστε μια στιγμή πως είμαι προϊστάμενος σας... Γνωρίζετε την ελληνολατρία μου. Σας έχω πει πως έγραψα μια πραγματεία για την ελληνική φιλία. Θέλω να με θεωρείτε φίλο σας (είπε το «φίλος» στα ελληνικά). Και σαν απόδειξη φιλίας, αφήστε να σας αγκαλιάσω. Έτσι δεν κάνετε εδώ; Αλλά το αίμα του Τηλέμαχου χοροπηδούσε συγχυσμένο μες στις φλέβες του στην επαφή του με τον γερμανό εγκληματία. Γιατί ο θαυμασμός κι ο σεβασμός του Στάιγκερ περιοριζόταν στους αρχαίους. Ευτυχώς μια γερμανική περίπολος που φάνηκε από μακριά ανάγκασε τον Στάιγκερ να τραβήξει το χέρι του. Ο γερμανός βάδιζε τώρα μόνος. Αέρας σάρωνε κατά διαστήματα τους νυχτωμένους δρόμους. Έτριζαν ξαφνικά οι πόρτες κι οι σκεπές. Στο δρόμο σέρνονταν χαρτιά και τενεκέδες. Να ήταν τάχα όλα χωρίς νόημα; Κι η πέτρα που έκανε να εξαφανιστεί κλωτσώντας την, κι η γνωριμία του με τον Τηλέμαχο, κι αυτός ο ουρανός που τώρα ήτανε κλειστός και δεν μπορούσες να ξεφύγεις, έπρεπε να καθηλωθείς στον εαυτό σου κι ας μην το ήθελες, τουλάχιστον ετούτη τη στιγμή. Και πώς να δεις τον εαυτό σου μες στην ερημιά; Ακόμα κι η ψυχή, αν θέλει να γνωρίσει τον εαυτό της, πρέπει να κοιταχτεί σ’ άλλη ψυχή. «Σ’ εσάς τους γερμανούς οι Έλληνες ασκούν δικτατορία», έλεγε ο Ντανιέλ. Και τι να δεις και να θαυμάσεις στους Λατίνους; Οι γνήσιοι συνεχιστές του ελληνισμού ήταν οι γερμανοί. Για τους νεοέλληνες, ας μη μιλάμε. Ένας ντόπιος φασίστας είπε ότι από τους νεοέλληνες θα άφηνε μονάχα έναν στους εκατό. Μονάχα έτσι θα καθάριζε η ράτσα που ήταν μολυσμένη από τους τουρκόσπορους. Αλλά ο Στάιγκερ δεν είχε τέτοια εντολή. Το μόνο που μπορούσε να προσφέρει για την εξυγίανση του τόπου ήταν τ’ ντίποινα σε αυξημένους αριθμούς. Μια πόρτα άνοιξε και σύρθηκε ένας τενεκές. Δεξιά του, στη γωνιά, ξεχώρισε ένα χέρι. Το χέρι ήταν σιωπηλό, και τώρα έβλεπε ότι ανήκε σε παιδί. Και η ψυχή ήταν το νυχτοπούλι, έβγαλε μια στριγκή κραυγή, σάμπως να έτριβες ξερά καλάμια. Σε λίγο έφτασε στο ύψος της Καμάρας. Χτύπησε δυνατά την μπότα του και κοίταξε ξανά εκείνους τους παλιούς στρατιώτες που βρίσκονταν σε κίνηση σταματημένη, κάτι τραβούσαν, κάτι πολιορκούσαν, κάτι ζητούσαν να του πουν με τη μαρμάρινη χοντροκοπιά τους. Τέχνη λατινική. Όπως ο Στίρνερ που αναχωρώντας για το ανατολικό του είχε ψιθυρίσει στα ελληνικά το «ύβρις», και τώρα κείτεται με μία τρύπα στη θέση της καρδιάς. Και η ψυχή; Μα ποια ψυχή; Οι ζωντανοί βουλιάζουν ο καθένας μέσα στη δική του τρύπα. Στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, που πήγαινε για να ζητήσει τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή, συνάντησε τον Θεοδωρίδη, τον επικούρειο φιλόσοφο. Απ’ τη συνάντηση αυτή προέκυψαν και κάποια γεγονότα που θ’ αποκτούσαν σημασία στη ζωή του. Ρώτησε τον καθηγητή μήπως γνωρίζει κάποιον νέο που να κατέχει τα γερμανικά. – Τι να τον κάνετε; ρώτησε ο Θεοδωρίδης. – Μας χρειάζεται για την υπηρεσία μας. – Δύσκολα να βρεθεί. Σε ένα μήνα ειδοποίησαν τον Στάιγκερ πως πέρασε ο Θεοδωρίδης να τον δει. – Μας πήρανε τα περισσότερα γραφεία, διαμαρτυρήθηκε ο Θεοδωρίδης, όταν συναντήθηκαν. Στοιβάζουν τα βιβλία στα υπόγεια, και θα σαπίσουν. Κάντε κάτι για να

[6]


σωθούν, τουλάχιστον αυτά. Και τώρα για το θέμα σας. Θαρρώ πως βρήκα κάποιον που σας κάνει. – Θα ξέρει βέβαια καλά γερμανικά. – Σπούδασε στη Βιέννη, γεωπονία. – Ποιος να το έλεγε ότι ο κόσμος πάει στη Βιέννη για να σπουδάσει γεωπονία! Ο Θεοδωρίδης ανασήκωσε τους ώμους του. – Θα βρήκε ίσως κάποια υποτροφία. Και του ’δωσε ένα χαρτί με ένα όνομα και μια διεύθυνση. Η πρώτη εντύπωση που έκανε ο Τηλέμαχος στον Στάιγκερ ήταν μάλλον καλή. Εκείνο που σε προδιέθετε ευνοϊκά ήταν μια ένταση εσωτερική που κατά κάποιο τρόπο φώτιζε το πρόσωπό του. Το πρόσωπο αυτό δεν ήταν τυπικά νεοελληνικό. Ήταν λιτό και αυστηρό, και έμοιαζε μ’ ενός φραγκισκανού καλόγερου που είχε συναντήσει στη Γαλλία. Ο Στάιγκερ θ’ αναρωτιόταν πάντα αν βρέθηκε ποτέ κανένας άντρας η γυναίκα που να ελκυστεί ερωτικά από την αυστηρή κι ασκητική αυτή ομορφιά. Αργότερα ο Στάιγκερ συμπλήρωσε τις πρώτες εντυπώσεις του. Κατάλαβε πως πίσω απ’ την αυστηρότητα κρυβόταν ένας άνθρωπος λεπτός και κατά βάθος ντροπαλός. Αλλά μια μέρα που άνοιξε απότομα την πόρτα, πέτυχε τον Τηλέμαχο σε μια στιγμή τεράστιας έντασης κι εγρήγορσης. Ο Στάιγκερ που ήτανε απροετοίμαστος και χαλαρός, ένιωσε έναν τρόμο ανεξήγητο. Αργότερα πέρασε μερικές στιγμές ζητώντας ν’ αναλύσει αυτό ο βλέμμα που του ’κανε κατάπληξη. Γύρω από τα μάτια έβλεπες την κούραση, αυτήν την κούραση από την ένταση και τη συγκέντρωση πολλών ετών. Αυτή καλά. Την αναγνώριζε. Αλλά τι ήτανε εκείνο που έκαμνε αυτό το βλέμμα τόσο φοβερό. Ήτανε μια συνείδηση που καταδίκαζε απόλυτα; Ή μήπως είχε γελαστεί; Μήπως δεν είχε δει παρά τους τρόμους που φώλιαζαν μες στην ψυχή του; Μα τελικά ποιος ήταν ο Τηλέμαχος; Πώς δέχτηκε να εργαστεί στους γερμανούς; Η πρώτη υποψία γεννήθηκε στον Στάιγκερ τη μέρα που ο Θεοδωρίδης, ο άνθρωπος που του είχε υποδείξει τον Τηλέμαχο, έβγαλε στο παράθυρό του την ελληνική σημαία, για να υποδεχτεί τους φοιτητές πού διαδήλωναν. Με τον σοφό δεν ασχολήθηκαν. Δεν ήθελαν περιπλοκές. (Άλλο το πώς τον έδιωξαν απ’ τη δουλειά του οι νεοέλληνες συνάδελφοί του: Σ’ αυτό δεν έφταιγαν οι γερμανοί). Όσο για τον Τηλέμαχο, ο Στάιγκερ δεν θέλησε να τον απομακρύνει, όπως του υπέδειξαν. Παρόλ’ αυτά ο Τηλέμαχος, παρά τη φαινομενική προσήνειά του, παρέμενε κλεισμένος στον εαυτό του. Δεν ήταν βέβαια εχθρικός, αλλά κρατούσε σε απόσταση τον γερμανό. Ο Στάιγκερ του μίλησε για τις παλιές μελέτες του και τόνισε πως τελευταία ξαναδιάβαζε τους Πέρσες του Αισχύλου. Αυτός λοιπόν ο αλλοπρόσαλλος φανατικός προείκαζε τη συντριβή της γερμανίας; Ένα σχεδόν θανάσιμο παιχνίδι που έπαιζε ο Στάιγκερ εδώ και κάμποσο καιρό ήταν να προσπαθεί να ταυτιστεί με τον Τηλέμαχο και να επισκοπεί αυτά που έκαμνε ο Στάιγκερ. Το αποτέλεσμα κάποιες φορές ήταν συντριπτικό. Αλλά την άλλη, το συγχυσμένο του μυαλό απέκλειε με πείσμα κι αγανάκτηση την ιδέα ενός κριτή, κάποιου που ήταν πάνω απ’ αυτόν. Ποιος θα μπορούσε να τον κρίνει, αυτόν, αυτόν που έφτιαχνε τη νέα ανθρωπότητα, τις νέες συνειδήσεις, που ξεκαθάριζε τη γη απ’ τους λεπρούς. Τέτοιες στιγμές η έπαρση κι όλα τα ταπεινά του συναισθήματα διεκδικούσαν με φανατισμό τα δικαιώματά τους. Αυτό μεταφραζόταν σε καταδίκες των τουρκόσπορων γι’ αντίποινα. Δεν τις διέταζε αυτός –δεν ήταν η δουλειά του– μα τις υπέβαλλε στον Μέρτεν. Πριν δεκαπέντε μέρες έφτασε στα άκρα. Έξω απ’ το Χορτιάτη σκότωσαν έναν γερμανό γιατρό που πήγε να εξετάσει το νερό. Τ’ αντίποινα θα επακολουθούσαν αναπόφευκτα. Μα την ιδέα να κάψουνε στον φούρνο τους άνδρες του χωριού την υπέβαλε ο Στάιγκερ. Εκτελεστής ο Σούμπερτ ο λοχίας. Δύο μέρες έπειτα απ’ το έγκλημα ο Στάιγκερ είχε έναν εφιάλτη.

[7]


Βάδιζε μόνος σ’ ένα έρημο τοπίο, που ήταν άσπρο σαν από τέφρα λευκή. Είχε την αίσθηση πως κάποιος τον ακολουθούσε. Στρεφόταν κάθε τόσο πίσω του, αλλά δεν έβλεπε παρά το τέφρινο τοπίο. Και όμως ένα ρίγος που ένιωθε τον έπειθε πως κάποιος ήταν πίσω του. Συνάντησε σε λίγο έναν άνθρωπο που μόνον η ματιά του και τα γκρίζα γένια του ξεχώριζαν απ’ το λευκό τοπίο. Πλησίασε και ρώτησε. – Εσύ που βλέπεις πέρ’ από τα πράγματα, πες μου, ποιος είναι αυτός που με ακολουθεί; Ο άνθρωπος κοίταξε πίσω του και είπε. – Δεν βλέπω τίποτε, εκτός απ’ την ντροπή. – Δεν είναι δηλαδή ο θάνατος; – Δεν είσαι προορισμένος για το θάνατο, αλλά για τη σιωπή. Βάδιζε τώρα μήνες, ίσως χρόνια, κι είχε την αίσθηση πως σ’ όλη τη ζωή του άλλο δεν έκαμνε παρά να περπατάει σε τούτο το λευκό τοπίο. Δεν τον ανησυχούσε τίποτε παρά το πως με τον καιρό η ερημιά τριγύρω του μεγάλωνε. Στο τέλος έφτασε κοντά σ’ έναν γκρεμό κι εκεί κοντά ήταν ένα λευκό δωμάτιο. Μπήκε εκειμέσα και περίμενε κοιτώντας τα λευκά κι αστραφτερά πλακάκια. Κυλούσαν οι εβδομάδες και οι μήνες. Κανένας δεν ερχόταν.

ΚΥΡΙΑΚΗ Εδώ και μερικές στιγμές είχε επιδοθεί σε ένα στυγερό παιχνίδι : Κάθε φορά που θα ’φτανε σε κάποια πόρτα με το δεξί του πόδι, θα ήταν τάχα αθώος. Αλλιώς θα ήταν ένοχος. Θα πρόσθεσε στο τέλος της διαδρομής τις αθωότητες, τις ενοχές, και θα ’βγαζε τα συμπεράσματά του. Το παν ήταν να παίζει τίμια, να μην υπολογίζει με ποιο πόδι έμελλε να φτάσει. Χρειαζόταν λοιπόν να κάνει βήματα ψυχρά, μηχανικά και ανεξάρτητα από την κατατρομαγμένη του καρδιά. Στο ραντεβού που είχε στη Παναγία των Χαλκέων θα μάθαινε την τελική απόφαση. Ως τότε δίσταζαν ‘ γιατί αν σκότωναν τον Στάιγκερ, θ’ ακολουθούσαν νέα αντίποινα και φόνοι των αθώων. Η προσοχή του αποσπάστηκε από τη φασαρία που γινόταν μπροστά σ’ ένα παλιό αρχοντικό. Από τα λίγα που άκουσε και είδε κατάλαβε πως οι αρμόδιοι του δήμου προσπαθούσαν να συνετίσουν κάποιον ανθρωπάκο, ώστε να εγκαταλείψει οριστικά το σπίτι αυτό που ήταν ετοιμόρροπο. Σε μια στιγμή ο ανθρωπάκος άφησε τους άλλους, όρμησε στον Τηλέμαχο και τον αγκάλιασε από τη μέση. – Ελάτε, κύριε, να μαρτυρήσετε! Δέστε, το σπίτι μου, δεν πέφτει! Γέρνει, αλλά δεν πέφτει! Ένας αρμόδιος ξανάρχισε τις νουθεσίες. – Μας λένε οι μηχανικοί ότι θα πέσει από ώρα σ’ ώρα! Θα πάρεις και τους άλλους στο λαιμό σου! Άφησε πια τον κύριο και λογικέψου! – Και πού να πάω να καθίσω; Ή μήπως θα μου βρείτε άλλο σπίτι; Ελάτε, κύριε, να μαρτυρήσετε! Είχε μια βλάβη στα θεμέλια. Έγειρε κι έμεινε εκεί. Γιατί να πέσει τώρα; – Μην τον λυπάστε, είπε κάποιος δίπλα τους. Είναι μαυραγορίτης. Πλουτίζει με το αίμα των φτωχών! – Βρε, ποιος πλουτίζει; είπε κάποιος άλλος. Αυτός τρέφει μονάχος του δέκα νομάτους. Τότε ακούστηκε ένα τρίξιμο, κι όλοι πετάχτηκαν μακριά. Το σπίτι νικημένο απ’ το βάρος του γκρεμίστηκε με γδούπο. Σοφάδες, τούβλα και καδρόνια βρέθηκαν όλα στο υπόγειο. Κι ενώ ήταν κάτι που όλοι το περίμεναν, Έδειχναν σαστισμένοι. Αναρωτιόνταν μήπως είχαμε νεκρούς, κι οι ίδιοι πάλι διαβεβαίωναν ότι το σπίτι ήταν άδειο.

[8]


Αμέσως μόλις καταλάγιασε ο κουρνιαχτός, πολλοί πλησίασαν και κοίταξαν από κοντά. Πλησίασε και ο Τηλέμαχος. Είδε τον ανθρωπάκο που έσκυψε και άγγισε μιαν άσπρη πέτρα, που είχε αποκαλυφθεί από την πτώση. Ήταν ένα κιονόκρανο ιωνικό. Κοίταξε το ρολόι του κι έτρεξε προς την Παναγία των Χαλκέων. Γύρω απ’ το ναό είχε συγκεντρωθεί ένα ασυνήθιστα μεγάλο πλήθος. «Ούτε στην Ανάσταση δεν μαζεύονται τόσοι!», στοχάστηκε απορημένος. Βέβαια, τώρα το θυμόταν. Σήμερα, Κυριακή, θα μιλούσε στην Παναγία των Χαλκέων ο εξ Ιωάννου, μια προσωπικότητα που η φήμη της απλωνόταν ολοένα στα χρόνια αυτά. Ο Τηλέμαχος, όταν πρωτάκουσε το όνομα αυτό του ήρθε να γελάσει, μόλο που τον διαβεβαίωναν πως ο εξ Ιωάννου ήταν μεγάλος ρήτορας και δάσκαλος. Το όνομα φαινόταν σαν μίμηση κακόζηλη παλιών σχημάτων, Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, λόγου χάρη. Και έπειτα συνέβαινε να είναι τόσο κοινό –υπενθύμιζε μια ολόκληρη σειρά από κοινούς ομώνυμους προγόνους– και συγχρόνως τόσο επιδεικτικό, γιατί έφερνε στο νου Προδρόμους, Ευαγγελιστές και Χρυσοστόμους... Τουλάχιστον ήταν καμιά προδρομική φυσιογνωμία ο εξ Ιωάννου; Πάνω σ’ αυτό ο Τηλέμαχος είχε δυσκολευτεί να σχηματίσει μια καθαρή ιδέα, γιατί δεν είχε θετικές πληροφορίες. Φαινόταν μάλλον δάσκαλος της πρακτικής αρετής, που βοηθούσε επιπλέον τους ανθρώπους να υπομένουν τις παρούσες συμφορές. Μα όλ’ αυτά με τέτοιο τρόπο, που στην αρχή ο Τηλέμαχος –εξαιτίας της φυσικής καχυποψίας του, αλλά και των θολών πληροφοριών που είχε– τον υποψιαζόταν. Σιγά-σιγά όμως το όνομα, με την επανάληψη και με τον άμετρο σεβασμό που το τύλιγαν, στερεώθηκε μέσα του. Οικοδομήθηκε στο τέλος μέσα στη συνείδησή του μια φλογερή προσωπικότητα, γεμάτη πάθος για τον άνθρωπο, ένας ατρόμητος κατήγορος του κακού, ένας δάσκαλος τέλος, που ήξερε να στηρίζει τις καταπονημένες και κακές από εξάντληση ψυχές προτού να καταποντιστούν ή ν’ αποκτηνωθούν. Κινημένος από μια ακατανίκητη περιέργεια, αλλά και από μια υπέρμετρη ελπίδα, πλησίασε και χώθηκε ανάμεσα στο πλήθος. Επειδή το εσωτερικό του ναού ήταν πολύ μικρό, είχανε στήσει μια ψηλή εξέδρα μπροστά στην πλαϊνή πύλη, αυτήν που βλέπει προς την Εγνατία. Από κει πάνω μιλούσε ο εξ Ιωάννου. Η πρώτη εντύπωση που έκανε στον Τηλέμαχο ήταν πολύ καλή. Ο εξ Ιωάννου ήταν γέρος πια (ως τώρα ήταν ερημίτης στ’ Αγιονόρος, και τώρα με την κατοχή παρουσιαζότανε στον κόσμο). Το ένδυμα του –ένα σκούρο ράσο– ήταν γερό και καθαρό. Ήταν καλό σημάδι το ότι δεν παρίστανε τον κουρελή. Θα ήταν καταπονημένος κι άρρωστος απ’ τις περιοδείες σ’ όλη την Ελλάδα, γιατί η ηλικία του δεν δικαιολογούσε το πως τον στήριζαν από το μπράτσο δύο οπαδοί του. Κι οι δυο τους είχανε σκυμμένο το κεφάλι, για να εξαφανίσουνε την παρουσία τους και να προβάλλουνε τον ρήτορα. Μα δεν χρειαζόταν και προσπάθεια γι’ αυτό. Ο εξ Ιωάννου ήταν μορφή που «ξεκολλούσε» από παντού. Ψηλός και με κεφάλι ανατολίτικο, μεγάλο, μύτη γρυπή και μάτι αετίσιο. Με τ’ αραιά μαλλιά και τη λευκή γενειάδα του φάνταζε γι’ άγιος βυζαντινός, μόνο που τα χείλη του ήταν κάπως ενοχλητικά γήινα και σπάζανε τον κυρίαρχο τόνο της μορφής του. Καρφωνόταν παραξενεμένο το βλέμμα του πάνω σ’ αυτά, μα γρήγορα ξεχνούσες. Εξάλλου ήταν ζήτημα αν τολμούσε κανείς να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο. Εκτός από το ανήλεο βλέμμα, σ’ απόδιωχνε κι ο τόνος της φωνής, μιας φωνής από χρόνια ξεχασμένης, που τώρα ξυπνούσε σε μεγάλους ήχους και μαστίγωνε τα πλήθη. Όμως γιατί αυτή η βιβλική τακτική; Πότε θα έχυνε το βάλσαμο των λόγων του; Πότε θα πρόσφερε τη λύτρωση που όλοι λαχταρούσαν; Αλλά ο εξ Ιωάννου μιλούσε μόνο για την ανομία των ανθρώπων (ο λόγος του ήταν άμεσος κι απαλλαγμένος από φορτικές εικόνες κι από εκφράσεις βιβλικές) και έφτασε να πει –γιατί εδώ φαινόταν ότι ήθελε να καταλήξει– πως είμαστε άξιοι της μοίρας μας και της σκληρής συμφοράς που μας βρήκε, και πως, κατοπινά, εμείς φταίγαμε για το χειροτέρεμα, γιατί σκοτώναμε τους γερμανούς, αυτά τα προορισμένα για την τιμωρία

[9]


μας όντα (πάνω σ’ αυτό ανέφερε για παράδειγμα τον φόνο στον Χορτιάτη του γερμανού γιατρού). Ο Τηλέμαχος τον κοίταξε έντονα μη πιστεύοντας στ’ αυτιά του. Πώς άξιοι της μοίρας μας! Αυτό κανείς, ακόμα και στην σκοτεινότερη απόγνωση, δεν είχε το δικαίωμα να το προφέρει! Και προπαντός όχι ο εξ Ιωάννου, ο ανορθωτής των ψυχών! Έτσι, όταν σε μια στιγμή ο ρήτορας ελευθερώθηκε από τους δύο οπαδούς του, που έπεσαν τώρα θεατρινίστικα και σαν προσυνεννοημένα στα πλάγια αφήνοντας τον γέρο να στηριχτεί στα πόδια του –στο κάτω-κάτω μπορεί να μην είχε ποτέ την ανάγκη τους για να στηριχτεί– όταν ο γέρος φώναξε βραχνά και αναπόδραστα : «Είμαστε όλοι ένοχοι και καταδικασμένοι!», νιώθοντας φρίκη κι αηδία με όλη ετούτη τη φριχτή σκηνοθεσία στράφηκε και διασχίζοντας αποφασιστικά το πλήθος απομακρύνθηκε σαν κυνηγημένος. Στρίβοντας στην πρώτη γωνία στάθηκε λίγο για να ξανασάνει. Ένιωθε πάντοτε κατάπληξη και βαθύτατη πικρία. Το ’βλεπε τώρα καθαρά πως ο εξ Ιωάννου ήταν ένας φτωχός τρελός που λυσσομανούσε μπρος στα ερείπια της ιστορικής διάψευσης. Αφού δεν είχε πραγματοποιηθεί η βασιλεία της Αγάπης, ο κόσμος ήταν ένοχος και καταδικασμένος!... Καταλάβαινε τώρα γιατί οι γερμανοί τον άφηναν ανενόχλητο να κηρύσσει και να προκαλεί τεράστιες συγκεντρώσεις. Ίσως κιόλας να τον ενίσχυαν ή πάντως να τον διευκόλυναν. Εκείνη τη στιγμή έρχονταν προς το μέρος του μεγάλες ανθρώπινες μάζες. Το «κήρυγμα» είχε τελειώσει. Μες στο μυαλό του γύριζαν τα τελευταία λόγια του εξ Ιωάννου. Τόσο απελπισμένο και κακό πρόσωπο δεν είχε δει ποτέ του! Και τι επίδραση μπορούσε να είχε πάνω σ’ όλα αυτά τα πλήθη! Κοίταζε τις μορφές του κόσμου, να βγάλει συμπεράσματα. Του φάνηκε ότι το βλέμμα τους ήταν τώρα διστακτικό και απορροφημένο. Αλλά μπορεί και να γελιόταν. Αν πρόσεχες καλύτερα, θα ’βλεπες πως η επίδραση του εξ Ιωάννου δεν προχωρούσε και πολύ βαθιά. Γιατί το κύριο χαρακτηριστικό τους, η γκρίζα κι άχρωμη εμφάνιση, εξουδετερωνόταν από κάποια φανερή ενόχληση –δείγμα ζωής– που διαβαθμιζόταν ως το σιωπηλό άγχος και την αγωνία. Πρόσωπα βέβαια συγκρατημένα, χωρίς πραγματικό παλμό, χωρίς ξεπέρασμα. Απ’ τα πικρά στόματά τους κρεμόταν σαν κλωνάρι ξεραμένο η λύτρωση. Μα κάποιο αρχαίο πείσμα κι εγκαρτέρηση συσσωρεύονταν στο βάθος του ματιού τους. Τα κύματα του κόσμου τον παρέσερναν μακριά. Σε λίγο ένιωσε πως προχωρούσε μόνος του. Σε μια στροφή συνάντησε κάποιον που είχε δει να απαγγέλλει ποιήματα στα τραμ. Τον σταμάτησε. Έβγαλε ένα μικρό χαρτονόμισμα που είχε μες στην τσέπη του και του το πρότεινε. Εκείνος δεν το πήρε. Δεν ήταν ζήτουλας. Αμειβόταν για την απαγγελία του. – Πάρ’ το, επέμενε ο Τηλέμαχος, και πες μου γιατί σταματάς ν’ απαγγέλλεις στις στάσεις. Ο ποιητής τον παραμέρισε ευγενικά και πέρασε. Το νόμισμα ήταν μπροστά στα πόδια του. Λίγο πιο κάτω μερικά παιδιά έπαιζαν μ’ ένα σκοινί. Πηδούσαν μ’ αυτό ή το τραβολογούσαν. Δίπλα τους άλλα τίναζαν ψοφίμια, ενώ άλλα παρίσταναν τα πτώματα ξαπλώνοντας καταγής σ’ απίθανες στάσεις. Κοίταξε το χαρτονόμισμα. Στάθηκε λίγα μέτρα παραπέρα περίμενε να δει ποιος θα βρισκόταν να το πάρει. Πέρασαν μερικοί διαβάτες. Δεν το είδαν. Σ’ ένα μικρό το ’δειχνε με το δάχτυλο, αλλά εκείνο δεν κατάλαβε. Τον κοίταζε απορημένο. Αισθανόταν μια περίεργη μέθη, ίσως εξαιτίας του υποσιτισμού. Γρήγορα έχανε την αίσθηση της πραγματικότητας. Τρύπωσε πίσω από κάτι τενεκέδες και προσπαθούσε

[10]


να κάνει κάτι που του είχαν απαγορεύσει, μα δεν θυμόταν τι. «Σε είδαμε, σε είδαμε!», του ’λεγε φωνή από ψηλά. Στράφηκε κι είδε πάνω στον εξώστη τη μητέρα του. Ήταν απόγευμα αργά ή είχε αντηλιά και δεν μπορούσε να την διακρίνει. Μα ήταν σίγουρος πως ήτανε αυτή. Δίπλα της ήταν ένα πρόσωπο αντρικό, που δεν του θύμιζε τίποτε. Πατούσε με το ένα πόδι στο πεζούλι του εξώστη και κοίταζε μακριά... Τίναξε το κεφάλι του για να συνέλθει. Λιγάκι παρακάτω παρατήρησε μια ασυνήθιστη κίνηση. Πεντέξι εργάτες καταγίνονταν να ρίξουν τον εξωτερικό τοίχο από μια παλιά εκκλησία, που είχε πια καταστραφεί από τον χρόνο και την πυρκαγιά. Η εκκλησία αυτή κάποτε ήταν όλο φως. Την κατοικούσαν τόσοι άνθρωποι γεμάτοι πίστη και ελπίδα. Μα σήμερα ήταν ένα ερείπιο σβησμένο, με τρύπες ανοιγμένες προς το χάος. Οι κατεδαφιστές δεν ήταν ασφαλώς επαγγελματίες. Απ’ την αδεξιότητά τους, έβλεπες ότι δεν είχαν ξανακάνει τη δουλειά αυτή. Δυο τρεις που ήταν μέσα τραβούσανε τον τοίχο με σκοινιά, ενώ οι υπόλοιποι απέξω τον έσπρωχναν με τα καδρόνια. Συγχρόνως έπρεπε ν’ απομακρύνουν τα παιδιά που γύρευαν να πλησιάσουν. Αλλά ο τοίχος, που φαινόταν ετοιμόρροπος, δεν έλεγε να πέσει. – Και γιατί θέλετε να τον γκρεμίσετε αυτόν τον τοίχο; ρώτησε έναν εργάτη που στριφογυρνούσε εδώ κι εκεί αφήνοντας στους άλλους να κάνουν τη δουλειά. Πρόκειται μήπως να κτιστεί ξανά η εκκλησία; Ο εργάτης τον κοίταξε παράξενα, κι αυτός αισθάνθηκε σαν να ’χε ξεστομίσει κάτι ολότελα παράλογο. – Υπάρχει κίνδυνος να πέσει επάνω στους διαβάτες, είπε στο τέλος ο εργάτης. Με μια συλλογική προσπάθεια, κι αφού προηγουμένως οι απέξω παράτησαν τα καδρόνια που αποδείχτηκαν ανώφελα και πιάσαν τα σκοινιά, πέτυχαν τον σκοπό τους. Ο τοίχος –το μεγαλύτερο μέρος του δηλαδή– έπεσε με πάταγο ξεσηκώνοντας ένα κύμα σκόνης που τους σκέπασε ολότελα. Το κομμάτι του τοίχου που έμεινε όρθιο δεν έδειχνε πια απειλητικό. Το χτύπησαν μερικές φορές με τα καδρόνια, κι αφού βεβαιώθηκαν για τη στερεότητα του –άχρηστη βέβαια στερεότητα κι ασύμφορη επιπλέον, καθώς φάνηκε αμέσως μετά– άρχισαν να ξεχωρίζουν από τους σοφάδες τα τούβλα και τα ξύλα, που θα τους ήταν βέβαια χρήσιμα. Ίσως κιόλας αυτή να ήταν η αμοιβή τους. Αλλά μήπως το ότι δήθεν ο τοίχος ήταν επικίνδυνος δεν ήταν παρά μια πρόφαση για να τον γκρεμίσουν και να πάρουν τα υλικά; Αλλά τι θέλεις τι γυρεύεις; Ο τοίχος ήταν άχρηστος έτσι κι αλλιώς. Το περιστατικό αυτό τον είχε απορροφήσει. Κάποιο ασθενοφόρο που ακούστηκε από μακριά του θύμισε πως είχε να κάνει μια επίσκεψη στο Δημοτικό Νοσοκομείο, που την ανέβαλλε εδώ και αρκετές ημέρες. Βαδίζοντας σκεφτόταν πάντοτε την εκκλησία. Εκείνο το περίεργο και τραγικό ερείπωμα, η κατεδάφιση μετά, πώς πήρανε τα τούβλα και τα ξύλα, το ακατανόητο κι άχρηστο πια κομμάτι από τοίχο που απέμενε πάνω στη γη, τα λησμονημένα στο βάθος θεμέλια... Όσο τα γύριζε όλα αυτά μες στο μυαλό του, έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Μέσα στους διαδρόμους συσσωρεύονταν κρεβάτια και στρώματα στρωμένα καταγής. Για να περάσεις ανάμεσά τους χρειαζόταν μεγάλη προσοχή. Γωνιές από κουβέρτες κι από κάθε λογής σκεπάσματα κάλυπταν ολόκληρο σχεδόν τον ελεύθερο χώρο. Δίσταζες να πατήσεις πάνω τους, γιατί φοβόσουν μήπως κάτω απ’ τις προεξοχές βρισκόταν κάποιο πόδι ή χέρι. Κάποιοι από τους άρρωστους τον κοίταζαν με βλέμμα ανέκφραστο, μισοσβησμένο, αλλά οι πιο πολλοί αδιαφορούσαν, Ακούγονταν αδιάκοπα ροχαλητά ανάμεικτα με βόγκους. Όλο και κάποιος άλλαζε πλευρό ή μισοσηκωνόταν.

[11]


Η πόρτα του Παιδιατρικού ήταν κλειστή, αντίθετα με τις πόρτες των άλλων θαλάμων που παρέμεναν ανοιχτές, ίσως για να ζεσταίνονται και οι διάδρομοι, αν βέβαια άναβαν ποτέ τις σόμπες. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει την πόρτα, κάποιος τον τράβηξε απ’ το σακάκι. Γύρισε και αντιμετώπισε ένα περίεργο σκυλίσιο βλέμμα, που δεν φαινόταν να ζητάει ή να δίνει τίποτε. Αυτή η ύπαρξη που ήτανε συγχρόνως μια μη ύπαρξη, αυτά τα μάτια παρανοϊκού, το συσπασμένο κι άδειο πρόσωπο... Δίπλα του κάποιος απομάκρυνε με βία το χέρι του άρρωστου. Η βάρβαρη αυτή επέμβαση έσωσε κατά κάποιο τρόπο την κατάσταση, γιατί ο Τηλέμαχος είχε ανοίξει διάπλατα τα μάτια του κι ένιωθε να βυθίζεται μέσα στο βλέμμα του ηλίθιου. Ανοίγοντας την πόρτα βρέθηκε ξαφνικά απροετοίμαστος απέναντι σε πολυάριθμα βλέμματα παιδιών. Ένιωσε φοβερή αμηχανία. Για να κοιτάξει κάποιον κατά πρόσωπο, του χρειαζόταν να υπερνικήσει πρώτα κάποια φυσική συστολή, αδυναμία που του είχε μείνει από τα παιδικά του χρόνια. Με τους ενήλικες τα πράγματα ήταν σχεδόν απλά ‘ ίσως γιατί οι λογαριασμοί που έχεις ή που φαντάζεσαι πως έχεις μαζί τους τονώνουν τη βούληση και περιορίζουν το συναίσθημα. Με τα παιδιά όμως τα έχανε ολωσδιόλου. Ένιωθε κυριολεκτικά αφοπλισμένος... Στράφηκε πίσω προς την πόρτα, για να κερδίσει χρόνο, να συνέλθει. Μετά περιέφερε το βλέμμα του μέσα στη σάλα. Η σάλα ήταν ψηλοτάβανη και με τεράστια παράθυρα. Πρόσεξε πως μέσα στη σάλα υπήρχαν και πολλά κρεβάτια ηλικιωμένων. Τότε διέκρινε το βλέμμα της. Ήταν μισογερμένη στο κρεβάτι και στήριζε το πρόσωπό της στην παλάμη. Ήξερε πως ερχόταν γι’ αυτήν και τον περίμενε χωρίς ανυπομονησία. Στα χείλη του ανέβηκε μια λέξη: Ήλια ! Όταν πλησίασε, το κορίτσι άλλαξε τακτική και έσπευσε να τον υποδεχτεί. Τον πήρε απ’ το χέρι και τον έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι της. – Τι καλά που με φέρατε εδώ! Έκανα τόσους φίλους! Αυτόν εδώ τον λένε Νίκο. Ξαναθυμόταν τη σκηνή. Τα δυο αγόρια προσπαθούσαν να πετάξουν το σακί μεσ’ απ’ το φορτηγό των γερμανών. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε ολοταχώς και τα παιδιά πήδησαν κάτω. Μα μέσα στην καρότσα έμεινε ένα παιδί, ένα κορίτσι μελαψό. Πήδησε και σβαρνίστηκε στο δρόμο. Δοκίμασε να σηκωθεί μα δεν μπορούσε. Είχαν περάσει από τότε δέκα μέρες. – Και πότε βγαίνεις, μικρό μου; – Σε λίγο, είπαν οι γιατροί. Κάνατε τόσες μέρες να ’ρθείτε... – Και που θα πας μετά; – Μα... στους δικούς μου. – Και ποιοι είναι οι δικοί σου; Μήπως εκείνα τα παιδιά; – Έχω και μια γιαγιά... Πέστε σ’ εκείνο το παιδί να μου δώσει την μπάλα μου. Αυτό δεν μπορεί να παίξει. Την κρατάει από πείσμα, για να μην παίζω εγώ. Στο διπλανό κρεβάτι φούσκωνε και ξεφούσκωνε την κοιλίτσα του ένα παιδάκι τριών περίπου χρονών. Σου είχε μια όψη αρπακτική, ένα μάτι φοβερό! Δίπλα του ξαγρυπνούσε η μητέρα του, γυναίκα άσχημη, πικρό προφίλ, σαν σμέρνας. «Κάπου την ξέρω αυτήν», σκέφτηκε ο Τηλέμαχος. – Και τι έχει ο γιος σου, κυρά μου; – Τίποτε, ψέλλισε η γυναίκα φοβισμένη. – Μα εσύ δεν είσαι απ’ τον Χορτιάτη; – Ναι, έκαψαν τον άντρα μου στο φούρνο και κόλλησαν ένα ζεματισμένο λάστιχο στην κοιλιά του παιδιού. Έμεινε κάμποσες στιγμές αμίλητος. Κοιτούσε πότε το παιδί και πότε τη γυναίκα. – Κι εσύ, κυρά μου, τι θα κάνεις τώρα; – Δεν ξέρω... Λέω να πάω για ντιζέζ. Έχω καλή φωνή. Το ‘λεγε και μια φιλενάδα μου ντιζέζ... – Όμως και το παιδί μαζί σου! Μην το παρατήσεις πουθενά. – Καλέ, αφού είμαι κοντά του...

[12]


Ένιωθε τώρα ένα αρκετά περίεργο συναίσθημα. Δεν ήξερε πως να το προσδιορίσει. Εκείνη τη στιγμή το παιδί έβγαλε το χεράκι του απ’ τα σκεπάσματα και τίναξε μακριά με περιφρόνηση ένα πάνινο τόπι. Ο Τηλέμαχος στράφηκε να το πιάσει. Τότε διέκρινε στην πόρτα μια γυναίκα που τον κοίταζε επίμονα με βλέμμα σοβαρό. Χωρίς να ξέρει το γιατί, στο νου του ήρθε η αόριστη εκείνη γυναικεία μορφή που έβλεπε πότεπότε στον εξώστη. Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. – Είναι η προϊσταμένη μας, είπε η Ήλια. Έρχεται κάθε μέρα και μας βλέπει. Είναι πολύ περήφανη, και όλα τα παιδιά την αγαπάμε, γιατί έχει κάτι μάτια!.. Εγώ δέστε τι αστεία μάτια που έχω, χι χι! (προσπάθησε να δώσει τόνο κωμικό στο βλέμμα της). Μα για να σας κοιτάει έτσι, θα πει πως πρέπει να φύγετε. Ο φύλακας τον είδε από μακριά και του άνοιξε την πόρτα. – Φεύγοντας ο γιατρός με μάλωσε, γιατί σας άφησα να μπείτε. Ωστόσο μη στενοχωριέστε για μένα. Μου είπε μόνο :«Να προσέχετε, κύριε!» Μα το ‘μαθε, δεν ξέρω πως, και η προϊσταμένη, κι ήρθε και μου ‘κανε σκηνή... Έπειτα κι αν με διώξουν, αυτό θα είναι μόνο πρόσχημα... Μα εσείς είστε πολύ χλωμός. – Θα ’ναι του φυσικού μου. – Χμ! Σας πρόσεξα και πριν. Ναι, βέβαια. Να προσέξετε. – Και πώς την λένε την προϊσταμένη; – Ας το ξεχάσουμε αυτό... – Έχω δικό μου λόγο να την συναντήσω. Ξέρετε μήπως τη διεύθυνσή της; – Κάθεται κάπου στην Προμηθέως... γωνία Αισώπου, θαρρώ. Αλλά μου φαίνεστε πολύ χλωμός, επέμενε ο φύλακας παίζοντας το ένα του μάτι που ήτανε κι αλλήθωρο. Δεν πίνετε καμιά γουλιά; – Ποτό, μάλιστα, είπε ο Τηλέμαχος, ενοχλημένος πάντως από τη στοργή του φύλακα, κι έφερε βιαστικά στα χείλη του το μπουκάλι. Μα στην πρώτη γουλιά πόνεσαν τα σπλάχνα του (τι διάβολο! Οινόπνευμα ήταν;), έβηξε κι έφτυσε αμέσως όσο απέμενε στο στόμα του. Ο φύλακας τον χτύπησε στην πλάτη. Παίρνοντας τον κατήφορο βγήκε στην Αγίου Δημητρίου. Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου κι έπεσε καταπρόσωπο με μια γυναίκα που ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο με την πλάτη. Είχε τα χείλη της βαμμένα έντονα, πολύ επάνω απ’ τις πραγματικές γραμμές τους. Πρόσεξε πως τα τόξα των ματιών της ήταν πολύ μεγάλα σε σχέση με το άλλο πρόσωπο, ενώ τα μάγουλά της ήταν πεταγμένα σαν τατάρικα, πράγμα που τονιζόταν από το μικρό σαγόνι της. Καθώς ήταν από τη φύση του συγκρατημένος, αντέδρασε και σκέφτηκε να φύγει. Έκανε δυο-τρία βήματα. Αλλά η σκέψη της γυναίκας που περίμενε τον καθήλωσε. – Θέλω να φάω πρώτα, είπε η γυναίκα. Εδώ κοντά είναι μια ταβέρνα. Την ακολούθησε μηχανικά. «Μα τι διάβολο έπαθε; σκεφτόταν. Ετούτο το χυδαίο μούτρο...» Υπήρχε τάχα λόγος σοβαρός να βγει από τον μακροχρόνιο ασκητισμό; Κάθισαν στο τραπέζι και παράγγειλαν ούζο και μεζέδες. Για μια στιγμή δαγκώθηκε καθώς θυμήθηκε το μεσημεριανό του ραντεβού στην Παναγία των Χαλκέων. Κάκιζε τον εαυτό του που είχε φύγει και πού δεν ξαναγύρισε μετά, όταν διαλύθηκαν τα πλήθη. Μα η γυναίκα απέναντί του δεν τον άφηνε να πολυσκεφτεί. [Από το στόμα της που ήτανε μεγαλωμένο με κραγιόν έμπαζε τις μπουκιές και τις μασούσε ηδονικά με το μικρό της σαγονάκι.] Όταν ήταν σχεδόν παιδί, η σεξουαλικότητα είχε ορμήσει μέσα του σαν βάρβαρος παρείσακτος που παραμέριζε τα οικεία, την τρυφερότητα και την αγνότητα. Αυτή η λαγνεία μ’ όσα του υπέβαλλε, τον γέμιζε ντροπή, και τελικά κατάστρεψε τα εφηβικά του χρόνια.

[13]


Κατάλαβε με τρόμο πως η γυναίκα αυτή τον οδηγούσε προς τα εβραίικα μνήματα, που οι γερμανοί τα είχαν καταστρέψει. Είχε ακούσει πως αυτό το μέρος κατάντησε τόπος ερωτικής συνεύρεσης, και δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Γιατί η λαγνεία διάλεξε τον τόπο αυτό για να εκφραστεί; Ήταν τάχα μια ριζική ασέβεια απέναντι στον θάνατο ή μήπως ήταν κάτι σαν αντίδραση ζωής απέναντι στον θάνατο; Το πως το μέρος ήταν βολικό, δεν πέρασε απ’ το μυαλό του. Ποιος αδιάκριτος θα ερχόταν την ώρα αυτή στα μνήματα; Στο δρόμο της επιστροφής κατηγορούσε τον εαυτό του για επιπολαιότητα, πως επιδίωξε στο βάθος τη ματαίωση του ραντεβού, όταν μπροστά του εμφανίστηκε ο Ιωσήφ. – Πού χάθηκε ο θαυμαστός μας κύριος Τηλέμαχος; είπε ο παιδικός του φίλος. – Μ’ εξόργισε το κήρυγμα εκείνου του καλόγερου... Πως βρέθηκε εδώ; – Σ’ έχασα μες στο πλήθος. Περίμενα μετά, μα είχες εξαφανιστεί. Σκέφτηκα να σε βρω στο σπίτι σου, αλλά δεν γύρισες εκεί. Και μην κοιτάς μ’ αυτό τον τρόπο! – Πώς κοιτώ; – Δεν ξέρω... Κάνεις τον άλλον να αισθάνεται σαν ένοχος... Προχώρησαν αμίλητοι. Αν και ο Τηλέμαχος επέμενε ότι στη φιλική τους σχέση τα πιο πολλά τα πρόσφερε ο Ιωσήφ, το δικαιότερο θα ήταν να πούμε ότι ο ένας τους συμπλήρωνε τον άλλον και ότι ήταν κατά κάποιο τρόπο παραπληρωματικοί. Ο Τηλέμαχος ανήκε στους ανθρώπους που μια μοίρα περίεργη ή κάποιο λάθος βιολογικό τους στέρησε ακόμα κι από τον μικρό βαθμό σκληρότητας κι αναισθησίας, που βοηθάει τα όντα να επιζούν. Ανήκε δηλαδή σ’ αυτούς που, δίχως να το θέλουν, κάνουν υπόθεση δική τους τις συμφορές του άλλου, που μόλις πληροφορηθούν κάποια καινούργια κτηνωδία, βγάζουν ένα περίεργο επιφώνημα κι η όρασή τους αναστρέφεται. Μα όπως καθετί που έγινε και γεννήθηκε έτσι κι αυτός, παρόλο που υπέφερε, επέμενε στην ύπαρξη του, έστω μηχανικά έστω και δίχως λόγο. Ο Ιωσήφ που διέθετε μια μέση ευαισθησία έπαιρνε την ανάλογη απόσταση από τα γεγονότα, ξεχώριζε τον εαυτό του απ’ τους άλλους, ήταν αυτό που λέμε πιο ρεαλιστής. Πονούσε βέβαια γι’ αυτά που γίνονταν τριγύρω του, αλλά προσωρινά, δεν τα ‘παιρνε κατάκαρδα και δεν γινόταν έρμαιο των καταστάσεων και των συναισθημάτων, και συνεπώς του έμενε μεγαλύτερη διάθεση ν’ αγωνιστεί ενάντια στα δεινά. Ήταν λοιπόν σε θέση να ελέγξει τη ζωή του και να την οργανώσει σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι ο Τηλέμαχος. Συνολικά ήταν φτιαγμένος από ανθεκτικότερα υλικά. Αυτό το μαρτυρούσε ακόμα και το παρουσιαστικό του. Ήτανε σχετικά ψηλός και σωματώδης με χέρια σιδερά ή γλύπτη. Το πρόσωπό του έμοιαζε σάμπως φτιαγμένο από κομμάτια πέτρας κάπως ακατέργαστης –δεν είχε πάρει απ’ την Εβραία μάνα του που ήταν λεπτεπίλεπτη. Η ήρεμη αυτοπεποίθηση κι η χαμογελαστή του σοβαρότητα είχαν μια ευεργετική επίδραση επάνω στον Τηλέμαχο. Ένιωθε ασφαλής που είχε κάποιον να τον συγκρατεί, όταν τα συναισθήματα κι οι σκέψεις τον οδηγούσαν στ’ άκρα και στα αδιέξοδα. Και μολονότι ήταν συνομήλικοι, ένιωθε τον Ιωσήφ σαν να ‘τανε πατέρας του. Ο Ιωσήφ ήταν γι’ αυτόν σαν ένα είδος άγκυρας ή πέτρας, που αφήνει βέβαια το πλοίο να πάει δεξιά κι αριστερά. μα δεν τ’ αφήνει και ν’ απομακρυνθεί από κάποιο κέντρο βαρύτητας. Απ’ την πλευρά του ο Τηλέμαχος με την ποιητική διάθεση και με την τολμηρή του σκέψη τον έσπρωχνε μπροστά και τον βοηθούσε στο να κρατάει ανοιχτή μια πόρτα προς το χάος, που ο θετικισμός και οι υλιστικές του τάσεις τον εξωθούσαν να την κλείσει. Βρίσκονταν τώρα στην Κολόμβου και βάδιζαν προς τον Βαρδάρι, και ασφαλώς θα έφταναν στην παιδική τους γειτονιά, το ποταμάκι με τα γεφυράκια, στον Σταθμό. Έλπιζαν ασυναίσθητα να βρουν εκεί κάτι να θυμηθούν, κάτι να πάρουν θάρρος. Γιατί, μετά από τις πρώτες φράσεις, ανάμεσά τους είχε πέσει μια σιωπή. Άλλοτε η σιωπή τους ήταν ευεργετική. Μα τώρα πια τους χώριζε παρά τους ένωνε. – Μαθαίνω πως εργάζεσαι υπερωρίες για τους γερμανούς, είπε ο Ιωσήφ.

[14]


– Με κλείσατε σ’ ένα μουσείο μίσους! είπε ο Τηλέμαχος μορφάζοντας, χωρίς διάθεση, ν’ απαντήσει στο πείραγμα του φίλου του. Και τώρα με το ζήτημα του Στάιγκερ... Αλήθεια, μερικές φορές θα προτιμούσα να ήμουν κάποιος άλλος... – Τι άλλος δηλαδή; – Ξέρω κι εγώ... Να ‘μουν κλεισμένος σ’ ένα εργαστήριο και να εργαζόμουνα με πάθος, σάμπως η γνώση να ‘φερνε τη λύτρωση... – Αναγνωρίζει κανείς αυτές τις ευαίσθητες καρδιές, είπε μισοειρωνικά ο Ιωσήφ. Νιώθουν εξόριστες μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Πιστεύουν πως θα έπρεπε να είχαν γεννηθεί σε κάποια άλλη εποχή, σε κάποιον άλλο κόσμο φωτεινότερο. Αλλά ο πόνος μας δένει σε μια πολιτεία τρομερή και μας υποχρεώνει να προσηλωνόμαστε εδώ στα χαμηλά. Θέλησε να προσθέσει κάτι, αλλά δίστασε. Απ’ τη μεριά του ο Τηλέμαχος θέλησε να ρωτήσει κάτι, αλλά συγκρατήθηκε. Τι να ρωτήσει; Ήταν φανερό. Οι δισταγμοί που προκαλούσαν τα αντίποινα είχαν ξεπεραστεί, κι αποφασίστηκε να δολοφονηθεί ο Στάιγκερ. Κι οι δυο τους θα βοηθούσαν στην εκτέλεση, όπως είχε καθοριστεί. Έφτασαν στην Αισώπου και κοίταζαν τα μέρη που περπάτησαν αγκαλιασμένοι ή έπαιξαν ποδόσφαιρο. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Τα σπίτια σκοτεινά. Παράθυρα και πόρτες ήτανε κλειστά. Αυτός ο κόσμος είχε σφραγιστεί γι’ αυτούς. Αντάλλαξαν ακόμα δυο-τρεις λέξεις και όρισαν ακόμα μια συνάντηση. Θα συζητούσαν για τις λεπτομέρειες του φόνου. Ανάμεσα σε σιωπές και σε μισόλογα το πεπρωμένο του Τηλέμαχου είχε καθοριστεί. Αν δεν υπάκουαν, θα ήταν ένοχοι που άφηναν το κακό ν’ απλώνεται σαν την πανούκλα. Αν σκότωναν τον Στάιγκερ, θ’ ακολουθούσαν τα αντίποινα κι οι φόνοι των αθώων.

ΔΕΥΤΕΡΑ Άκουγε πάλι μέσα του κομμάτια κάποιας συμφωνίας που τον αποκαθήλωναν και τον ανέβαζαν. Κι εκεί που η προσδοκία αποκορυφωνόταν, η μουσική χανόταν ξαφνικά. Σχηματιζόταν μέσα του ένα κενό, ένα αφόρητο κενό, που το διαδεχόταν η αδυναμία κι η αίσθηση πως τάχα τον αδίκησαν. Στριφογυρνούσε μέσα στο δωμάτιό του αγγίζοντας τις σκόνες στο τραπέζι και στους τοίχους, Άθελα πρόσεξε πως οι αγαπημένες του φωτογραφίες στον τοίχο είχαν φθαρεί ανεπανόρθωτα απ’ τον καιρό, τη μούχλα και τα έντομα. Υπάρχουν κάποια αντικείμενα που επάνω τους δείχνει αμέσως η βρωμιά. Όμως τα πιο πολλά βρωμίζουν αργά και ανεπαίσθητα, και στο τέλος διαπιστώνεις πως πρέπει να τα πετάξεις. Μα κι όλο το δωμάτιο είχε τα χάλια του. Τα σανιδώματα είχαν αρχίσει να στραβώνουν. Τα παράθυρα είχαν κυρτώσει τόσο που δεν έκλειναν καλά. Οι τοίχοι ήταν πληγιασμένοι. Έπιπλα δεν υπήρχαν μέσα στο δωμάτιο εκτός από ένα τραπέζι και ένα σεντούκι που χρησίμευε συγχρόνως και για κάθισμα. Υπήρχαν μόνο κάτι κάσες στοιβαγμένες, όπου σωροί βιβλία ρημάζονταν από τα έντομα. Πολλά πράγματα εκειμέσα θέλανε πέταμα από καιρό. Τα μάτια του πέσαν επάνω στον καθρέφτη. Στάθηκε λίγο ξαφνιασμένος. Δεν αναγνώριζε αλήθεια εύκολα αυτό το κουρασμένο καθημερινό του πρόσωπο μ’ αυτό το μελαγχολικό και φευγαλέο βλέμμα. «Αν μόνο αυτό το παραξενεμένο και το φθαρμένο προσωπείο καταδικαζόταν, σκέφτηκε, θα ξέφευγε το άλλο το βαθύτερο;» Ας εξετάσουμε τη δυνατότητα αυτή. Ετούτο το συγκεκριμένο πρόσωπο των αποφάσεων και της δραστηριότητας ήταν τάχα ένας παρείσακτος, ένα επίχρισμα, μια μάσκα, που ήταν δυνατό να τα’ αφαιρέσει, να το απορρίψει και να το απαρνηθεί, όταν θα λερωνόταν από την ανάγκη; Η μήπως κάθε χαρακιά και σπίλωση αποτυπωνόταν απαράλλαχτα και στο βαθύτερο πρόσωπό του;

[15]


Βέβαια είχε λόγους να πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο αυτή η συγκεκριμένη περιπλάνηση και δράση. Η ύπαρξη εξακοντίζεται πέρ’ απ’ την ιστορία. Αλλά τι θα ’ταν πέρ’ από τις πράξεις του; Μια αχλύ, το παν και τίποτε, ένας δέκτης χωρίς ταυτότητα και στίγμα πορείας. Οι πράξεις και οι αποφάσεις του ήταν η ιστορία του, ο εαυτός του. Και δεν μπορούσε να τ’ απαρνηθεί όλα αυτά χωρίς τον κίνδυνο ν’ ακρωτηριαστεί. Κάθισε στο σεντούκι και προσπάθησε ν’ αναλογιστεί τις συνέπειες μιας εκλογής συνειδητής. Θα ’πρεπε άραγε να παραδοθεί στο ένα απ’ τα δυο μισά του, σχίζοντας κι απορρίπτοντας το υπόλοιπο μισό; Μα έτσι η ισορροπία του θα ήταν επισφαλής και η ζωή του όλη μια επικίνδυνη ακροβασία... Αλλά μπορεί και να γελιόταν. Μπορεί ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα πράγματα να ήτανε μονόπλευρος... Δεν ήταν τάχα επικίνδυνο να στηριχτεί μονάχα στις δυνάμεις του; Το φως του πρωινού, μπαίνοντας από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και τις σπασμένες γρίλιες, κυκλοφορούσε κατά όγκους μέσα στο δωμάτιό του. Τα αντικείμενα τριγύρω του φωτίζονταν με φως διαφορετικής εντάσεως. Άλλοτε έδειχναν χαρούμενα και φιλικά, κι άλλοτε σκυθρωπά και απειλητικά... Είχε μια δύναμη τρομαχτική και απαράδεκτη το φως αυτό. Μπορούμε παίζοντας να μεταβάλλει την ουσία των πραγμάτων! Και τότε που βρισκόταν η αλήθεια; Δεν μπορεί! Θα ’πρεπε να υπάρχει, πέρ’ από τούτο το ευκίνητο και φευγαλέο φως, θα ’πρεπε να υπάρχει κάποιο φως αυθεντικό και σταθερό, που θα ’δειχνε τα πράγματα στ’ αληθινό τους νόημα και τις σωστές τους διαστάσεις! Μα πού βρισκόταν αυτό το φως; Άνοιξε το παράθυρο με κάποιο δισταγμό. Για μια στιγμή χαλάρωσε η συνείδησή του και μέσα του εισέβαλε ο έξω κόσμος. Το στενό τοπίο έδειχνε πάντα ίδιο. Ο στενός δρόμος. δυο–τρία δέντρα χωρίς φύλλωμα κι ο άνθρωπος που ταΐζει τα πουλιά. Το σπίτι χωρίς σκεπή κι ο χαμηλός τοίχος. Θαμπόχρωμα χειμερινά λουλούδια με μακριούς μίσχους ολόρθα ή γερμένα σε πέτρες. Κάποια ανεπαίσθητη κίνηση σαν της άμμου σε παράλληλες γραμμές. Ψηλά, όχι μακριά από τα σπίτια, ο γκριζωπός τοίχος του ουρανού χωρίς τίποτε να προμηνύει. Μόνο μια υδρία στην άκρη κάποιου παραθύρου ξάφνιζε με το πορτοκαλί της χρώμα. Μετά πέρασε ο αέρας και πήρε την πρωινή ησυχία των πραγμάτων. Ο ουρανός φλογίστηκε από κάποια κρίση φωτός, που όμως δεν τον διαπέρασε ολότελα. Ξεχώρισαν εδώ κι εκεί χρωματιστές νησίδες. ...Βάλθηκε να πιστεύει ότι η λύση του προβλήματός του ήταν ένα απτό, ας πούμε, αντικείμενο, που δεν μπορούσε να το βρει, γιατί ήταν καλά κρυμμένο. Αλλά όταν θα το έβρισκε, α, τότε!... Βάδιζε τώρα μέσα στον μακρύ και σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στο υπόγειο. Είχε την υποψία πως κάπου θα σκοντάψει, μα για την ώρα ξεγελιόταν. Βραδυπορούσε με αμηχανία. Ο χλιαρός αέρας, μια παλιά μυρουδιά κρασίλας και λιγότερο μούχλας δημιουργούσαν ένα περιβάλλον χαύνωσης και μέθης. Οι θόρυβοι της πόλης έσβησαν εδωμέσα, όπου εγκαταλελειμμένα έπιπλα και άλλα αντικείμενα παλιά σάπιζαν αβοήθητα μες στο σκοτάδι. Ξαφνικά κοντοστάθηκε. Είχε ακούσει κάποιο ελαφρό σούρσιμο πολύ κοντά του. Ποντίκια. Υπήρχαν λοιπόν ακόμα ποντίκια;... Μια πόρτα ψηλά σε κάποιο πάτωμα έκλεισε με πάταγο, κι αυτό τον έκανε να ξεθαρρέψει. Με δυναμωμένο το προαίσθημα πως κάπου θα σκοντάψει, καθώς μάλιστα λογάριαζε πως δεν βάδιζε στην ευθεία, αλλά ζιγκ-ζαγκ, σαν ένας μεθυσμένος, άπλωσε πάλι τα χέρια του στο κενό. Γελιόταν πάντα. Εδώ κιόλας κοντά θα έπρεπε να βρίσκεται κι η πόρτα. δυο βήματα, τρία βήματα, δεξιά του. Τα δάχτυλα μόνο ακουμπούσαν σε κάτι μαλακό και λιπαρό που δεν κατάλαβε τι ήταν. Τραβήχτηκε αμέσως συγχυσμένος. Γύρω επικρατούσε ησυχία. Ψηλαφώντας βρήκε την πόρτα και την έσπρωξε. Τον ξάφνιασε μια ηλιαχτίδα που έπεσε επάνω του.

[16]


Ο μπάρμπα-Σάντης δεν ήταν εκεί. Αυτό παραξένεψε λίγο τον Τηλέμαχο. Κανονικά θα ‘πρεπε να τον βρει εδώ, στο γωνιακό, που ήταν κάπως περιποιημένο. Προχώρησε στο διπλανό δωμάτιο και έσπρωξε την πόρτα. –Εδώ είσαι, γέρο; ρώτησε μπάζοντας το κεφάλι του κι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει τίποτε, μόλο που το σκοτάδι νοθεύτηκε από το άνοιγμα της πόρτας. Καθώς έσπρωξε περισσότερο την πόρτα, μπήκε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο μια λουρίδα φως, συνέχεια απ’ το γωνιακό. Ακούστηκε φτερούγισμα ξαφνιασμένο. Μετά έγινε πάλι ησυχία. Τι διάβολο συνέβαινε! Ο γέρος είχε κουβαλήσει εδωμέσα το κλουβί με το πουλί! Και πως θ’ αντέξει στο σκοτάδι; Πάνω σε ένα τρίκυκλο καροτσάκι της αγοράς διακρινόταν τώρα ξαπλωμένος ο γέρος. – Ε, μπαρμπα-Σάντη, κοιμάσαι; ξαναρώτησε πλησιάζοντας. – Ναι, μουρμούρισε με δυσφορία ο γέρος. Τι θέλεις; – Σκέφθηκα να σε δω... Σ’ αφήνουν μήπως νηστικό; – Όχι. Τι θέλεις; Τον μπαρμπα-Σάντη ο Τηλέμαχος τον είχε σαν πατέρα. Ο γέρος έκαμνε μικροθελήματα. Όσα όμως κέρδιζε, δεν του ‘φταναν να ζήσει, ιδίως τώρα με την κατοχή, που οι άνθρωποι πείνασαν κι αυτοί και ξέχασαν τον γέρο. Ο Τηλέμαχος πλήρωνε τον σπιτονοικοκύρη για λογαριασμό του γέρου, για να του επιτρέπει να μένει στο υπόγειο και να του δίνει και κανένα πιάτο φαΐ. Ξόδευε έτσι ένα μέρος από τον μισθό του, μα ήταν ευχαριστημένος, γιατί μάθαινε τόσα από τον γέρο, κι επιπλέον είχε κάποιον να του φορτωθεί με τις αγωνίες ή με τους ξαφνικούς ενθουσιασμούς του. Αλλά ετούτη τη φορά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Ένιωθε φοβερή αμηχανία. Δεν ήξερε πως ν’ αρχίσει. Πρόσεξε τότε πως ο γέρος μύριζε άσχημα ‘ μια μυρουδιά που θύμιζε ψοφίμι. – Μα εδώ είναι θεοσκότεινα, μουρμούρισε ενοχλημένος. Θ’ ανοίξω το παράθυρο. Και κατευθύνθηκε προς το παράθυρο που το ‘φραζε ένας τενεκές. – Α, όχι, όχι! φώναξε νευρικά ο γέρος. ας’ το, σου λέω, σατανά, και μπάζει κρύο! – Καλύτερα τότε να σε πάω στο διπλανό, επέμενε ο Τηλέμαχος με ξυπνημένη ενεργητικότητα. – Μη, και θα φύγει η ρόδα! Μη με τραντάζεις ! – Ας είναι... Μα σου λέω, δίπλα είναι ζεστότερα. Έχει και τζάμι. – Εγώ μ’ αρέσει εδώ! Ο Τηλέμαχος ανασήκωσε τους ώμους του. Αλλά ταράχτηκε μετά καθώς υποψιάστηκε ότι ο γέρος καθόταν εκειπέρα θεληματικά και σάπιζε μες στο σκοτάδι. – Μα εσύ δεν έχεις αρκετά σκεπάσματα, επέμενε βλέποντας τώρα καθαρότερα. Πάω να σου φέρω μια κουβέρτα. – Δεν θέλω. Δεν κρυώνω. Συνήθισα και δεν με πιάνει ο καιρός. Γκιχ, γκιχ! Να, μόνο πιάνεται τα’ αριστερό μου πόδι. Γι’ αυτό δεν βγαίνω στη δούλεψη... Βφφ! Καλά το λες, κάνει κρύο εδωμέσα. Το νιώθεις μόλις κουνηθείς... Για φέρε εκείνο το μπουκάλι! Στο διάβολο, είναι άδειο... Διώξε επιτέλους εκείνη τη γάτα! Κάθεται εκεί και με κοιτάζει με τις ώρες. Εκτός αν είναι ψόφια. Ανοησίες. Δεν ψοφάν οι γάτες... Μα δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος απ’ τους δυο βρωμάει... Το πουλί, μάλιστα ‘ ψόφησε τώρα δα! Νόμιζα ότι ήταν ψόφιο από μέρες... Μονάχα τώρα αντιλαμβανόταν πόσο παράλογη και άτοπη ήταν η ενέργειά του. Είχε κατέβει να ζητήσει τη βοήθεια ενός αβοήθητου και καταποντισμένου. Δεν ήτανε τα γηρατειά κι η μοναξιά πριν απ’ τον θάνατο. Ήταν μια πίκρα ολοκληρωτική: ο γέρος κλείστηκε στο υπόγειο με την απόφαση για να πεθάνει. Μαζί του στο χαμό πήρε και το πουλί, που το ‘ξερε πως δεν θ’ αντέξει στο σκοτάδι. Εκείνο το κακόμοιρο σκίρτησε μόλις μπήκε λίγο φως κι έπειτα τα κακάρωσε. Ο γέρος σάπιζε αργά μες στο σκοτάδι. Στο νου του ξαναρχόταν το τελευταίο περιστατικό μπροστά στ’ αντικρινό σπίτι.

[17]


Καθώς στάθηκε μπρος στον γερμανό εκείνος ο ασπρομάλλης Εβραίος με τη λευκή γενειάδα ως τη μέση, σταματήσαν οι θρήνοι, και τα μικρά παιδιά στήριζαν πάνω του τ’ απελπισμένο βλέμμα τους. Τότε ο γερμανός γρύλισε ενοχλημένος και πυροβόλησε τον γέρο. Ακόμα ένα χτύπημα παράλογο πάνω στην πόρτα της οδύνης... Ο μπάρμπα-Σάντης, που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή αυτή, δεν είπε τίποτε. Μόνο την άλλη μέρα παραπονέθηκε για το πόδι του και κλείστηκε στο υπόγειο. – Ξέρεις, στην αρχή θύμωνα που δούλευες στους γερμανούς, είπε απότομα ο γέρος υψώνοντας τη φωνή του και δείχνοντάς τον με το δάχτυλο. Αλλά σιγά-σιγά άλλαξα γνώμη. Κανείς, για να επιζήσει, κάνει ό,τι μπορεί... – Το βρίσκω λογικό να θέλεις να με πληγώσεις, είπε ο Τηλέμαχος’ αλλά το ξέρεις πως εργάζομαι για την αντίσταση. – Ναι, ναι. Θυμήσου τον Χορτιάτη! Είσαστε όλοι μακελάρηδες. Τότε και οι δυο τους παρασύρθηκαν από ένα φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί τελευταία. Από κάποιον περισσότερο ή λιγότερο φανερό λόγο, πυροβολισμό, διακοπή ρεύματος ή από άλλη, σκοτεινή αιτία, απλωνόταν κυματιστά μια ηρεμία ανυπόφορη. – Τι να συμβαίνει πάλι έξω; μουρμούρισε με σύγχυση ο γέρος. Στο νου του ο Τηλέμαχος αναμετρούσε το χάσμα που τούς χώρισε απότομα. Έφτασε τρέχοντας σχεδόν στον τόπο της δουλειάς του, στην Κομμανταντούρ. Στάθηκε λίγο για να ξανασάνει. Ένας φρουρός με κράνος κι οπλοπολυβόλο στεκόταν μπρος στην είσοδο. Κάποιος που οδηγούσαν τώρα μέσα δύο φαντάροι στάθηκε ξαφνικά και γύρεψε να φύγει. Χειρονομούσε με απόγνωση καθώς τον έσπρωχναν. Καθώς η ατμόσφαιρα σκοτείνιασε λιγάκι, το βλέμμα του σηκώθηκε ψηλά. Έσερνε ο αέρας και σκορπούσε πάνω από την πόλη μια χλιαρή κομματιαστή ομίχλη. Ανάμεσα στα ξεφτισμένα κρόσσια της βουλιάζανε ή κολυμπούσαν κομμάτια από ξαφνιασμένο φως μιας άγνωστης προέλευσης. Και πάνω απ’ όλα, πάνω από τα γείσα κι από τ’ ανοιχτά παράθυρα, στο ύψος του σχισμένου σ’ αλλόκοτα σχήματα ουρανού, αργοσαλεύει ένα λάβαρο, ένα τεράστιο λάβαρο μ’ αγκυλωτό σταυρό, σαν μια τεράστια νυχτερίδα. Α, ο Βαρδάρης έπρεπε να φυσήξει δυνατότερα και να σαρώσει... Κάθησε στο γραφείο και δοκίμασε να εργαστεί, μα δεν μπορούσε. Στο διπλανό γραφείο κάποιος έγραφε στη γραφομηχανή. Από την ένταση των ημερών, έγινε υπερευαίσθητος στους ήχους: Τα πλήκτρα ηχούσαν σαν σφυριές στ’ αυτιά του. Σηκώθηκε και Έκλεισε την πόρτα του που ήταν ανοιχτή. Έγινε κάπως ησυχία. Μα τότε ακούστηκε εκείνη η πνιχτή κραυγή. Ερχόταν ασφαλώς από πολύ βαθιά, απ’ το υπόγειο. Και ασφαλώς μονάχα αυτός, με την υπερευαισθησία του, μπορούσε να την ακούσει. Κάποιος καλούσε σε βοήθεια, κάποιος σφάδαζε κι αυτός, ο μόνος που τον άκουγε, στεκόταν εκειπέρα ανήμπορος, ανίκανος να κάνει οτιδήποτε, εκτός απ’ το ν’ ακούει... Στο διπλανό η γραφομηχανή σταμάτησε. Κάποιος χαριεντιζόταν με τη γραμματέα. Δεν πάνε να πνιγούν! Συμπλήρωσε αρκετά δελτία που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερο έλεγχο και τα ‘βαλε στην άκρη. Ακούστηκε μια φοβερή βροντή. Πολύ κοντά τους. Ο κεραυνός θα έπεσε στη θάλασσα. Πετάχτηκε να κλείσει το παράθυρο. Κάποιος του είπε πως τον ζήτησε ο Στάιγκερ. Έκλεισε το παράθυρο και βγήκε. Ο Στάιγκερ δεν ήταν μόνος στο γραφείο. Μαζί του ήταν κι ένας άλλος αξιωματικός. Κοίταζε τον Τηλέμαχο με ένταση σάμπως να προσπαθούσε να τον μελετήσει ή να τον εξουσιάσει. Το γαλάζιο και υπολογισμένο ψυχρό βλέμμα του ενόχλησε τον Τηλέμαχο και τον προδιέθεσε άσχημα. – Ο κύριος Τηλέμαχος, είπε ο Στάιγκερ, είναι ένας τέλειος δίγλωσσος. Σπούδασε στη Βιέννη. – Χαίρω πολύ. Υπολοχαγός Κρύγκερ. Είμαι κι εγώ Βιεννέζος! Σπουδάσατε φιλολογία ή μήπως νομικά; – Τίποτε απ’ τα δυο, είπε κάπως ξερά ο Τηλέμαχος, που ήταν σχεδόν βέβαιος ότι ο ξένος ήταν ενημερωμένος. – Ο κύριος Τηλέμαχος σπούδασε γεωπόνος, είπε φιλόφρονα ο Στάιγκερ.

[18]


– Α, και διστάζει να το πει; Η επιστήμη του είναι θαρρώ απ’ τις καλύτερες! ΄Ας επωφεληθώ λοιπόν από τις γνώσεις του. Πέστε μου, είναι αλήθεια αυτό που ακούγεται συχνά, πως τάχα η μητέρα φύση αδιαφορεί για τα παθήματα των τέκνων της; Η απροσδόκητη αυτή ερώτηση, που είχε σχέση μάλλον με την ηθική, φαινόταν προετοιμασμένη. Αλλά η προσοχή του Τηλέμαχου είχε διασπαστεί, καθώς είδε με έκπληξη ότι επάνω στο γραφείο του προϊσταμένου του υπήρχε τώρα μία προτομή. Του Αισχύλου! Ένα ωραίο αντίγραφο από γύψο. Κι ο Χίτλερ πάνω απ’ το κεφάλι του; Ο λυσσασμένος αρχιδολοφόνος δίπλα στον πιο μεγάλο ποιητή της Δίκης! – Με συγχωρείτε, δεν κατάλαβα τι με ρωτήσατε, είπε στον ξένο αξιωματικό. – Εγώ την έφερα την προτομή, είπε ο Κρύγκερ στωικά. Αν βέβαια το εγκρίνετε... Αλλ’ ας αφήσουμε τη δύσκολη περιοχή της φύσης και της ηθικής... Πως βλέπετε τις νίκες του στρατού μας; – Αν δεν κάνω λάθος, είστε ο ανακριτής Κρύγκερ... – Ναι, αλλά τώρα συζητάμε φιλικά. – Φιλικά; Ο ανακριτής σκοτείνιασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως ξαναβρήκε τον εαυτό του. – Καλά να πάθω. Έχετε δίκιο, κύριέ μου. Δεν είναι εύκολο να ξεχαστώ... Να ‘ρθείτε όμως να με βρείτε εκτός υπηρεσίας. Θα δείτε ότι ξέρω να διασκεδάζω. Θα περιμένω τηλεφώνημά σας, αν βέβαια με συγχωρήσατε... Λοιπόν μια απ’ αυτές τις μέρες. Ο Στάιγκερ, αφού προβάδισε τον Κρύγκερ, γύρισε κάπως δυσαρεστημένος. – Γιατί αυτή η στάση, κύριε Τηλέμαχε, απέναντι σε κάποιον που σας έδειξε συμπάθεια; – Δεν είδατε πως με ανέκρινε; – Ναι, βέβαια, το παράκανε. Αλλά σας κάλεσε να βγείτε κι εσείς δεν απαντήσατε... – Γιατί σας έφερε την προτομή αυτή; Γνωρίζει βέβαια όσο κι εσείς ποιος είναι ο Αισχύλος. Ο Στάιγκερ έγινε κατακόκκινος και χτύπησε με τη γροθιά του το γραφείο. – Τον άθλιο! Θα μου το πληρώσει!!! Άρπαξε τον Αισχύλο και τον πέταξε μακριά. Μετά έβγαλε το μαντήλι του και σκουπίστηκε. Γρήγορα συνερχόταν, – Του είχα πει για σας. Μου ζήτησε να σας γνωρίσει. Αλλά ξεχάστε το. Πέστε πως δεν τον είδατε. Βγαίνοντας πρόλαβε να δει τον Στάιγκερ που σήκωσε από το πάτωμα την προτομή. Σπασμένη ασφαλώς. Γύρισε στο γραφείο του και έπιασε ν’ αναλογίζεται. Από τις αναλύσεις του προέκυπταν πολλά δυσάρεστα. Πρώτα επιβεβαιωνόταν η συμπάθεια του Στάιγκερ απέναντί του. Ο προϊστάμενος του τον είχε επαινέσει ασφαλώς στον ξένο, κι αυτός, για την ασφάλεια του Στάιγκερ, θέλησε να εξετάσει ποιος ήταν ο Τηλέμαχος. Παράλληλα είχε κι αυτός προσέξει ότι ο Στάιγκερ αμφιταλαντευόταν. Φοβήθηκε μήπως τον επηρέαζαν και πάλι οι ανθρωπιστικές σπουδές του, και θέλησε να βεβαιωθεί. Του χάρισε την προτομή του Αισχύλου, που ήταν ο αντίποδας του Χίτλερ. Δεν αποκλείεται ο Στάιγκερ να του είχε κάνει λόγο για τον ποιητή... Ο προϊστάμενός του έφτασε να τον προτιμά απ’ τον αυστριακό, κι αυτό ο Τηλέμαχος δεν το ήθελε καθόλου. Δεν ήθελε η στάση του απέναντι στον Στάιγκερ να επηρεαστεί από το αίσθημα φιλίας κι από την αφοσίωση του γερμανού. Αυτός ο Κρύγκερ, μ’ όλη τη χοντροκοπιά του, ήταν έξυπνος. Οι ερωτήσεις που του έκανε ήταν καλά υπολογισμένες. Ο ανακριτής έμοιαζε να’ χει πει στον Στάιγκερ: «Να δεις, εγώ ρωτώντας θα τον ξεσκεπάσω».Και θα ‘πεσαν τ’ αυτιά του που δεν έμαθε τίποτε... Μα μήπως είχε βγάλει συμπεράσματα; Αν ο Τηλέμαχος ήταν περιπαθής οπαδός του φασισμού, δεν θα κοίταζε βέβαια ν’ αποφύγει τις ερωτήσεις.

[19]


Πέρα απ’ αυτά όμως τι γνώριζε και τι υποψιαζόταν; Πως ο Τηλέμαχος ανήκε στην αντίσταση; Κι αν το ’ξερε ήδη αυτό και τώρα υποψιαζόταν τα χειρότερα; Κόντευαν να σχολάσουν και δεν είχε εργαστεί σχεδόν καθόλου. Μες στο μυαλό του διευθετούσε κομμάτια από εικόνες και σκηνές μιας εκτελέσεως συμβολικής που προσπαθούσε από ώρα να χαράξει, για να μπορέσει να προσδιορίσει πιο καλά το νόημα της συμμετοχής του στην εκτέλεση του Στάιγκερ. «Προς τα χαράματα η πόρτα του χτυπά. Ανοίγει συγχυσμένος. Τα πρόσωπα των ξένων είναι αποφασιστικά. Ταράσσεται και η ψυχή του περιπίπτει σε αγωνία... Καθυστερεί με διάφορες προφάσεις... Τον τραβούν... Εκλιπαρεί για μια αναβολή... Αποφασιστικά τον σέρνουν και τον οδηγούν στον τόπο της εκτέλεσης. Έχει πια ξημερώσει...Ο άγγελος της θείας Δίκης οδηγεί το χέρι τους... Ο Νόμος και η Τάξη έχουν αποκατασταθεί» Αλλά αυτή η Τάξη ήταν κάτι το ανεπίστρεπτα απωλεσμένο. Του έλειπε εξάλλου το ένστικτο της πίστης που θα τον μετουσίωνε σε όργανο του Νόμου και θ’ απομάκρυνε την ενοχή για την δολοφονία. Ιδού μια πιθανότερη αναπαράσταση, όπου ο φωτισμός γινόταν προσιτότερος και οι ανθρώπινες προοπτικές ευρύνονταν σημαντικά. «Αργά το απόγευμα η πόρτα του χτυπά. Υπήρξε αρκετά νοήμων, ώστε ν’ αντιλαμβάνεται ότι η ώρα του μπορούσε να σημάνει ξαφνικά. ‘‘Κύριοι, τους λέει, οι παρατάξεις μας στον πόλεμο αυτό βρέθηκαν αντιμέτωπες. Στη δίνη του πολέμου αναγκαστήκαμε να φτάσουμε στα άκρα. Υπήρξα άτεγκτος απέναντί σας. Μα είχα εντολές των ανωτέρων μου. Αναγνωρίζω το δικαίωμά σας να μου φερθείτε σύμφωνα με τα συμφέροντά σας.’’ Στον τόπο της εκτέλεσης το βάρος του θλιβερού καθήκοντος τους παραλύει προς στιγμήν. Χρειάζεται να σκέφτονται αδιάκοπα το ύψος και τη σκοπιμότητα της αποστολής τους, για να υπερνικούν την φυσική απέχθεια που προκαλεί η αναγκαστική αυτή εκτέλεση. Θέλει να τους βοηθήσει. Συμφέρει σ’ όλους να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα. ‘‘Αναγνωρίζω ότι εγκλημάτησα απέναντι στον άνθρωπο, τους λέει, μα το ‘κανα για την πατρίδα. Αν η πατρίδα μου έσφαλε, θα δικαστεί από την Ιστορία.’’ Οργίζομαι με την επιμονή του να επιρρίπτει την ευθύνη στους άλλους. Τα τελευταία λόγια του κόβονται από τη λάμα του εγχειριδίου που βυθίζεται στο στήθος του. Κανένα κρίμα δεν βαραίνει τους εκτελεστές. Όλοι θα συμφωνήσουν πως η ανθρώπινη ζωή, νοούμενη σαν κάτι το αυθεντικό κι ανεπανάληπτο, είναι ανεξαγόραστη και αναφαίρετη. Αλλά δεν είναι έγκλημα η αφαίρεση της ζωής ενός ατόμου που αποκήρυξε την ανθρωπιά και είναι επικίνδυνο για την ανθρώπινη κοινότητα». Μα όλ’ αυτά δεν ήτανε παρά πολιτική δικαιοσύνη... Συνέχισε να βηματίζει πάνω κάτω. Νέα εικόνα σχηματιζόταν αυθόρμητα μες στη συνείδησή του και εξαφάνιζε τα ίχνη κάθε προηγούμενης. «Προς τα μεσάνυχτα παραβιάζουν την πίσω πόρτα του σπιτιού του. Πρέπει να ενεργήσουν αθόρυβα και μυστικά και στο σκοτάδι. Τον βρίσκουν καθισμένο στο γραφείο του να μελετά νέα εγκλήματα. Τον αφοπλίζουν και του δένουνε τα χέρια. ‘‘Αντιλαμβάνομαι τη θέση μου, τους λέει καθησυχαστικά. Ήμουνα δήμιος και ήσασταν τα θύματά μου. Τώρα οι ρόλοι αντιστράφηκαν’’. Ο σαρκασμός του πωρωμένου δήμιου τους κάνει έξω φρενών. Τι σχέση είχανε αυτοί με τα εγκλήματά του; Το έργο το δικό τους ήταν υψηλό. Αν έμεναν ατιμώρητοι οι Στάιγκερ, ο κόσμος θα συνέχιζε την πτώση του στην αναρχία. Ο ίδιος άλλωστε το είχε προκαλέσει και το φονικό αυτό, κι ήταν ο κύριος υπεύθυνος και ο φονιάς μαζί. «Αλλά στον τόπο της εκτέλεσης τσιμπιούνται μεταξύ τους και κλωτσιούνται στα κρυφά, να πάρουν θάρρος. Προσμένουν την ταραχή του, που θα είναι γι’ αυτόν όσο και για κείνους μια παραδοχή. Ευτυχώς μες στη δική τους ταραχή δεν τον διακρίνουν και καλά, κάποιος τινάζει πάνω του ένα κασκέτο ή κάποιο προσφάι, ορμούν και τον αδράχνουν. Βιαστικοί, θέλουν να πάρουν θάρρος από το γεγονός του τολμήματός τους. Αλ-

[20]


λά στην επαφή του τους κατακλύζει η κρύα αίσθηση του θανάτου. Το αίμα τους αναπηδάει, και μένουν αδειανά τα ακροδάχτυλά τους. Ο θάνατος τους απομάκρυνε, μα και τους ταύτιζε αποφασιστικά». Και πού λοιπόν ξεχώριζαν ο δίκαιος από τον άδικο; Ας φανταστούμε πως ο δίκαιος κι ο άδικος είναι δυο Σιαμαίοι αδελφοί. Ο άδικος περιφρονεί και ειρωνεύεται τον αδελφό του. «Οι νόμοι σου δεν είναι παρά ασπίδα των δειλών, του λέει, και δεν είναι μακριά ο χρόνος που θα θρυμματιστούν κάτω απ’ τα χτυπήματα των ισχυρών, που θα ξυπνήσουν επιτέλους και θα νιώσουν σαν τον γίγαντα που αλυσόδεσαν οι νάνοι». Ο δίκαιος του απαντά ότι αισθάνεται αποστροφή γι’ αυτούς τους φιλοχρήματους, φανατικούς και πωρωμένους άρπαγες που προσπαθούν ν’ αποτυπώσουν τη χυδαία τους μορφή επάνω στη ζωή. Ο άδικος υπενθυμίζει στον δίκαιο ότι οι δυο τους δεν είναι παρά κομμάτια απ’ το ίδιο κύτταρο, όπως όλοι οι άνθρωποι προέρχονται από την ένωση ή τον χωρισμό παρόμοιων κυττάρων. Τα ένστικτα, οι φόβοι κι οι επιθυμίες είναι σε όλους ίδια, και συνεπώς είναι ανώφελη η διάκριση σε δίκαιους και άδικους. «Δεν έχει σημασία, λέει ο δίκαιος, που έχουμε κοινά τα ένστικτα. Εκείνο που μας ξεχωρίζει είναι η διαφορετική στάση. Ο άνθρωπος δεν είναι παρά στάση». Ο άδικος τον πρώτο καιρό φοβάται και μιμείται τους τρόπους του δικαίου. Μάλιστα καταλήγει να τον ξεπεράσει, γιατί βαδίζει προγραμματισμένα και προσπαθεί να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες, όπου θ’ αποδειχτεί η υποθετική δικαιοσύνη του. Αλλά τα βράδια που ξυπνούσε η οργή και ο φανατισμός, πετά το προσωπείο κι αποφασίζει να φερθεί σύμφωνα με τα ένστικτά του. Κατηγορεί τον αδελφό του πως είναι υποκριτής και ματαιόδοξος, πως παριστάνει και αυτός τον δίκαιο, γιατί νομίζει πως μ’ αυτό θα αποκτήσει δύναμη και φήμη. Κι είναι γνωστό πως με την κάλυψη του νόμου γίνονται οι φριχτότερες παρανομίες. Ο αδελφός του προσπαθεί να τον πραΰνει με λόγια μαλακά και λογικά. Την ανθρωπότητα δεν την αποτελούν μονάχα ένας άνθρωπος, όπως κι οι δυο τους δεν είναι ένας, αλλά δύο. Το κτήνος είναι απροστάτευτο απέναντι στο ίδιο του το μίσος κι η βία βάλλει με ηλιθιότητα ενάντια στον εαυτό της. Στο τέλος έπρεπε να σεβαστεί τον αδελφό του, με τον οποίο ήταν αναπόσπαστα δεμένος και είχαν ίσα δικαιώματα ζωής. Ο άδικος φαίνεται προς στιγμήν να πείθεται. Αλλά τη νύχτα, εν αγνοία του αδελφού του, οργανώνει ανομίες και εγκλήματα. Ο δίκαιος το πρωί αισθάνεται τι έκανε ο αδελφός του. «Τα εγκλήματά του σου στρέφονται εναντίον μου, του λέει. Είμαι αναγκασμένος να σε καταγγείλω». Δεν θα προλάβεις, λέει ο άδικος, γιατί θα σε σκοτώσω!» Ο δίκαιος βλέπει τώρα πως δεν του μένει άλλη διέξοδος. Αμύνεται, παλεύει κι ανταποδίδει τα χτυπήματα. Ο αδελφός του γέρνει χτυπημένος καίρια –κλονίζεται κι ο δίκαιος. Ο αδελφός δεν ακούει πια –και η δική του ακοή έχει καταποντιστεί. Τα μάτια τους ανοιγοκλείνουν μπάζοντας σκοτάδι... Βρισκόταν στην περιοχή του Πυροσβεστείου κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εδώ κοντά καθόταν η προϊσταμένη που είχε συναντήσει στο νοσοκομείο. Έτσι του είχε πει ο φύλακας. Ήθελε να την ξαναδεί. Προχώρησε προς την Αισώπου χωρίς να ξέρει ακριβώς τι θα ’καμνε, τι θα ρωτούσε. Στη γωνία Αισώπου-Προμηθέως κοντοστάθηκε αναποφάσιστος. Ακούμπησε στο τέλος σε μια απ’ τις γωνιές που ήταν εργοστάσιο, για να μπορεί να εποπτεύει τις άλλες τρεις γωνίες. Απ’ τους γονείς του, θυμόταν μόνο τον πατέρα του. Μεγάλωσε κοντά σε μια γριά θρησκόληπτη, που είχε γιο της έναν δάσκαλο αυστηρό (αυτός τον έβαλε ν’ αποστηθίσει την «Ορέστεια»). Τώρα πώς η προϊσταμένη του θύμιζε τη μάνα του, που δεν την είχε δει καν σε φωτογραφία; Κάποια στιγμή σ’ ένα από τ’ απέναντι παράθυρα φάνηκε η προϊστάμενη κρατώντας μια πετσέτα. Πλησίασε αυθόρμητα. Διαπίστωσε ότι το βλέμμα της γυναίκας αυτής ασκούσε επάνω του κάποια μαγνητική επίδραση. Η προϊσταμένη του έγνεψε να μπει στην κατοικία της.

[21]


– Η συμπεριφορά μου θα σας ξενίζει ασφαλώς, της είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Μα θα με καταλάβετε μόλις σας δώσω εξηγήσεις. Υποτίθεται πως όταν κάποιος χάσει τη μητέρα του πολύ νωρίς, στον πρώτο χρόνο της ζωής του... – Α, θα ’σαστε ο γιος της Λίνας! Της μοιάζετε πολύ. Ο Τηλέμαχος έμεινε για λίγο σιωπηλός. – Την είχατε γνωρίσει; ρώτησε στο τέλος χαμηλόφωνα. – Με τη μητέρα σας ήμασταν συμμαθήτριες. Μα δεν ήμασταν και στενές φίλες’ ίσως γιατί μοιάζαμε κάπως εξωτερικά, καταλαβαίνετε... Έπειτα η μητέρα σας ήταν άνθρωπος διαφορετικός. – Πώς ήταν δηλαδή; – Τι να σας πω; Ήταν μοναχικός και πονεμένος άνθρωπος. Ίσως να ήταν άρρωστη από τότε... Σταθείτε, ίσως βρω κάποια φωτογραφία της. Πήγε και άνοιξε ένα συρτάρι, απ’ όπου έβγαλε μια στοίβα παλιές φωτογραφίες. Μετά από μια σύντομη έρευνα ξεχώρισε μια φωτογραφία και του την έδειξε. Ένα κορίτσι ροδαλό 14 με 15 χρονών καθόταν πίσω από μια μηχανή ραψίματος. Το βλέμμα της ήταν ακόμα άγουρο, αλλά φαινόταν εύθυμο και ζωηρό, κι ο χαρακτηρισμός της προϊσταμένης δεν «κολλούσε». Και γενικά η φωτογραφία αυτή δεν τον βοηθούσε διόλου ν’ αποσαφηνίσει τη μορφή εκείνη πάνω στον εξώστη. – Είσαστε βέβαιη ότι αυτή η φωτογραφία... – Μα ασφαλώς! Κοιτάξτε την υπογραφή της από πίσω. Αλλά η ράχη της φωτογραφίας ήταν λευκή. – Πάντως αυτή ήταν η Λίνα, είπε η προϊσταμένη. Ίσως να σας ξενίζει η ζωντάνια του προσώπου της. Μα ήταν εύθυμη και ζωηρή επίσης. – Κατά τη γνώμη σας, αν ζούσε η μητέρα μου, τι θα περίμενε απ’ το παιδί της; – Τι να σας πω;... Κρατήστε, αν θέλετε, τη φωτογραφία. Είδε πως η προϊσταμένη κρατούσε τώρα ένα ποτήρι γάλα, που το απίθωσε επάνω στο τραπέζι. – Αυτό θα σας κάνει καλό, του είπε μαλακά. Είστε πολύ χλωμός. Πήρε μηχανικά το γάλα και το ‘φερε στα χείλη του... Θυμήθηκε ξανά εκείνη τη μορφή επάνω στον εξώστη. Νόμισε ότι κάποιος του χαμογελούσε, κι η ευτυχία του για μια στιγμή ήταν ανείπωτη. Βάδιζε τώρα μόνος μες στη νύχτα. Βαδίζοντας ένιωσε ξαφνικά την ερημιά όλων των δρόμων που ανοίγονταν μπροστά του. Τι είχε κάνει αλήθεια αυτή την αποφασιστική ημέρα; Είδε τον γέρο στο υπόγειο. Έκανε μια περίεργη συζήτηση με τον Κρύγκερ και τον Στάιγκερ. Ξεχάστηκε με την προϊσταμένη. Σ’ αυτό το μεταξύ σκεφτόταν μ’ απεγνωσμένη ένταση. Μα όλες οι προσπάθειές του να βρει κάποιο τρόπο να ξεπεράσει την κοινή μας μοίρα, που βάραινε τη φορά αυτή επάνω του, τσακίζονταν πάνω σ’ αυτόν τον μαύρο τοίχο που υψώθηκε στην εποχή του Κάιν ανάμεσα σ’ εμάς και τον Θεό. Σε λίγο άρχισε να βρέχει, μια ψιλή βροχή. Κι ήτανε σαν την άλλη τη βροχή, που επί αιώνες τώρα ξεγύμνωνε τα πράγματα και τ’ άφηνε φτωχά και έρημα.

ΤΡΙΤΗ Προς τα χαράματα, τότε που ξαστερώνουν οι ιδέες εκείνων που υποφέρουνε πολύ, μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, είδε κάτι σαν όνειρο που δεν του φάνηκε καλό. Μετά από περιπλάνηση βρισκόταν σ’ ένα τρίστρατο, κι αναρωτιόταν ποιόν απ’ τους δρόμους να τραβήξει. Και τότε είδε μια μορφή που ήταν τυλιγμένη σε λευκό μανδύα να ‘ρχεται προς το μέρος του. Όταν ο άνθρωπος πλησίασε, είδε πως ήταν ο Αισχύλος. Το μέτωπο του γέρου δεν ήταν πια το γρανιτένιο μέτωπο που γνώριζε, μα ήταν ζαρωμένο σαν του τζίτζικα. Τα λευκά φρύδια του ανεβοκατέβαιναν ανήσυχα. Στ’ αριστερό του χέρι κρατούσε έναν πάπυρο, ενώ με το δεξί στηριζόταν στη βακτηρία. Όταν πλησίασε αρκετά και διέκρινε τα μάτια του, είδε πως ήτανε λευκά σαν από γύψο.

[22]


Τα μάτια αυτά δεν βλέπαν πουθενά, και μάλλον το ένστικτο τον οδηγούσε. Θαρρείς πως έβγαινε απ’ τη νύχτα και βιάζονταν να ξαναβυθιστεί σ’ αυτήν. Έτρεξε προς το μέρος του και είπε: – Δάσκαλε... Ο γέρος κοντοστάθηκε απορημένος. Μες στο λαχταρισμένο του μυαλό στοιβάχτηκαν μεμιάς χιλιάδες ερωτήματα. Ποια ήτανε η σημασία ενός χωρίου; Πως έκλεινε ο «Προμηθέας»; Ας αξιωνόταν ν’ ακούσει λίγους στίχους από αυτούς που δεν θα διάβαζε ποτέ, γιατί είχαν χαθεί... Μα η ταραχή του τον εμπόδιζε να κάνει τέτοιες ερωτήσεις. – Δάσκαλε, είπε τέλος. Εσύ που γνώρισες την τάξη των θεών και των ανθρώπων, βοήθα με! Ο δάσκαλος δεν απαντούσε. Αλλά το γεγονός πως κοντοστάθηκε και δεν τον είχε προσπεράσει, μια τέτοια εξαιρετική τιμή του έφερε δάκρυα στα μάτια. Τόλμησε να σκεφτεί ότι ο γέρος είχε ίσως διάθεση να τον ακούσει. – Δάσκαλε, γίνε μου οδηγός σ’ αυτούς τους σιδερένιους δρόμους κι οδήγα με όπως μ’ οδήγησες στα νιάτα μου! Κι όπως η βακτηρία του σεβάσμιου γέρου έμενε καρφωμένη εκεί στο δάπεδο και δεν κινιόταν, τόλμησε να του πει: – Πες μου, κι αν οι θεοί μας άφησαν και αν το δικαστήριο εκείνο που δίκαζε τους ένοχους δεν είναι πλέον έξω, αλλά μέσα μας, ποιους νόμους πρέπει ν’ ακολουθήσει; Τους θεϊκούς ή τους ανθρώπινους; Αλλά ο γέρος, χτυπώντας με ορμή τη βακτήρια του στο έδαφος, έδειξε ότι ήταν ανυπόμονος ν’ αναχωρήσει. Και τότε ο Τηλέμαχος του έπιασε τ’ αριστερό του χέρι, εκείνο που κρατούσε τον τυλιγμένο πάπυρο, γονάτισε και είπε απελπισμένα: – Το ξέρω πως στον πάπυρο αυτό έχεις γραμμένους τους ουράνιους νόμους. Άσε με να διαβάσω! Απ’ την πολλή ορμή που δέχτηκε ο γέρος, άφησε να του φύγει ο πάπυρος, κι αμέσως άρχισε ν’ απομακρύνεται με βήματα πλατιά, ώσπου τον σκέπασαν η καταχνιά κι η νύχτα. Άνοιξε αυτόν τον πάπυρο, που για να τον κερδίσει, είχε παραβιάσει έναν μακροχρόνιο σεβασμό. Τον άνοιξε και είδε ότι ήταν άδειος. Δεν πήγε στο γραφείο. Είπε πως είναι άρρωστος. Πλανιόταν μες στις γειτονιές. Ήταν μεσημέρι. Απ’ το υπόγειο ενός σπιτιού ακούγονταν βαριά τραγούδια. Κάποιος τραγούδησε με φωνή τενόρου έναν γοργό σκοπό. «Κορόιδο Μουσολίνι!» Σταμάτησε απότομα. Εκεί κοντά, σε μια στοά ερειπωμένη, ανάμεσα σε σάπια κασόνια, μια γυναίκα έδινε το κορμί της. Άσπριζε ένα επιβλητικό κομμάτι από μηρό. Ήταν αδιάντροπη; Ερωτευμένη; Την βίαζαν; Ή μήπως ήταν καμιά τρελή; Δεν μπορούσε να υποφέρει ένα σκληρό φως που ξεγύμνωνε τα βάθη κι έδειχνε τις τραχιές αιχμές. Τα μάτια του από την κούραση κι από τη μυωπία δεν βλέπαν καθαρά. Αλλά εκείνη τη στιγμή τον πλησίασαν κάτι χτικιάρικα μπαμπόσκυλα, που έτρεχαν εδώ κι εκεί σαν παραλοϊσμένα. Βέβαια τα σκυλιά δεν είχαν ένα στόχο’ αλλά εκείνος φαντάστηκε πως θέλαν να τον κυνηγήσουν, κι οι τρόποι του τον πρόδωσαν. Παρόλο που τάχυνε το βήμα του, τον έφτασαν σχεδόν αμέσως. Τρέχοντας ολοένα μες στα πόδια του, του έφραζαν το δρόμο. Δεν ήθελε να τα κλωτσήσει, για να μη λερωθεί από την ψώρα και τα αίματα που είχανε στις ξεγδαρμένες γούνες τους. Στάθηκε μόνο και τα κοίταξε. Δυο-τρία στάθηκαν κι εκείνα και τον κοίταζαν. Τα μάτια τους ήταν μισοσβησμένα. Απ’ τα μουσούδια τους έτρεχαν σάλια βρωμερά. Οι γλώσσες τους κρέμονταν σαν τα παλιοκούρελα. Ένιωσε ξαφνικά σαν ένοχος, κι αρχίνησε να τρέχει.

[23]


Στο δάσος των Χιλίων Δένδρων οι θάμνοι ευώδιαζαν ακόμα. Ένα πουλί βιδώθηκε στον αέρα. Έκαμνε σαν τρελό. Ο ίδιος έτρεχε’ λαχάνιασε’ σταμάτησε πάνω σ’ ένα υψωματάκι. Οι πέτρες γυάλιζαν πολύτιμες’ μα οι κορμοί των δέντρων και οι βράχοι είχαν ένα χρώμα σκουροπράσινο που συνεχώς αλλοιωνόταν. Κοίταζε τώρα προς την πόλη που την σκέπαζε σιγά-σιγά κάποια μεταξωτή ομίχλη. Του φάνηκε πως οι χρωματιστές επιφάνειες ανασηκώνονταν και ξεκολλούσαν από τους γκρίζους όγκους. Είδε λοιπόν ξανά τα προαιώνια, το θάμνο, το πουλί, το δέντρο και τη μεγάλη ομορφιά. Αλλά ο ίδιος ήταν διχασμένος και ταπεινωμένος. Τι γύρευε λοιπόν μέσα στην τόση ομορφιά; Κι όμως η φύση έκλεινε στους κόλπους της χωρίς καμιά δυσκολία τη γέννηση και τη φθορά, την ομορφιά και την ασχήμια, τον επηρμένο και τον ταπεινό, τον ένοχο και τον αθώο... Ή μήπως ήταν υπερβολική μια τέτοια άποψη; Μήπως ο Κρύγκερ είχε δίκαιο; Μήπως η φύση ήταν έξω από την ηθική κι απ’ την επώδυνη ιστορία του ανθρώπου; Α! Χρειαζόταν να ξεχάσεις! Να χαίρεσαι όταν υπάρχει μπρος σου κάτι να χαρείς, και να λυπάσαι μόνον όταν έχεις μπρος σου αφορμή για λύπη’ όπως εκείνα τα θαλασσινά μαλάκια, που χαίρονται όταν τρων και που ανιούν όταν δεν βρίσκουν τι να φάνε... Η ομίχλη που κατέβαινε από ψηλά του τύλιξε το κεφάλι. Εκεί που κοίταζε το χώμα, ξεπρόβαλε ένας σκορπιός. Δεν είχε δει ποτέ του ένα τέτοιο έντομο, αλλά το γνώριζε από φωτογραφίες. Ο σκορπιός έτρεξε και μπήκε κάτω από μια πέτρα. Γύρισε με το πόδι του την πέτρα, και το μεγάλο έντομο έμεινε πάλι εκτεθειμένο. Μάλιστα παγιδεύτηκαν τα πόδια από την πέτρα. Το κοίταζε με περιέργεια. Να κουβαλάς παντού μαζί σου ένα τέτοιο όπλο! Τότε θυμήθηκε πως δήθεν ο σκορπιός, άμα βρεθεί σε αδιέξοδο, σκοτώνει τον εαυτό του. Κι όμως αυτός δεν έκαμνε καμιά κίνηση... Ίσως να διατηρούσε την ελπίδα να ξεφύγει. Πήρε τα σπίρτα του και άναψε κάτι κλαδάκια, με δυσκολία βέβαια, γιατί δεν ήταν και πολύ ξερά. Σε λίγο πρόσθεσε και άλλα. Σκόρπισε τα κλαδιά τριγύρω απ’ τον σκορπιό και τον απελευθέρωσε από την πέτρα. Εκείνος περιέτρεξε ένα γύρο, και γρήγορα κατάλαβε πως παγιδεύτηκε. Μα η φωτιά δεν ήταν και πολύ κοντά του. Έσπρωξε τα κλαδιά κοντύτερα και πρόσθεσε και άλλα... Σε μια στιγμή είδε την ουρά του σκορπιού να ανασηκώνεται. Μα οι πολλές καπνιές, η μυωπία και η σαστιμάρα τον εμπόδισαν να δει περισσότερο... Σε λίγο έσβησε η φωτιά. Απ’ τον σκορπιό δεν είχε απομείνει τίποτε... Σηκώνοντας το βλέμμα του διέκρινε κάποιον άνθρωπο ως εκατό μέτρα μακριά του. Ο άγνωστος φαινόταν να τον παρακολουθεί. Ίσως να ήταν περίεργος ή ν’ ανησύχησε για τη φωτιά. Για να τον ξεφορτωθεί, πήγε τριάντα βήματα πιο κάτω και στάθηκε πάνω σε μία τούμπα. Μα τότε ακριβώς ο ξένος κινήθηκε κι ερχόταν προς το μέρος του. Τώρα που ήταν αρκετά κοντά, ο Τηλέμαχος είχε την ευκαιρία για να τον προσέξει. Τα ρούχα που φορούσε ίσως να ήταν κάποτε στολή (αγροφύλακα, δασοφύλακα ή κάτι τέτοιο). Πηλήκιο πάντως δεν φορούσε. Ούτε κανένα άλλο σημάδι είχε που να φανερώνει την ιδιότητά του. Το πρόσωπό του δα, αρκετά στυγνό, μα όχι κι εντελώς αποκρουστικό, Έδινε την εντύπωση νεκροθάφτη. Ανοιγόκλεινε σαν ενοχλημένος τα μάτια του και τελικά τα κάρφωσε στη γη. – Πώς από δω; ρώτησε τον Τηλέμαχο, όταν πλησίασε πολύ. Η φωνή του ήταν θαμπή και ευχάριστη. Ο Τηλέμαχος κούνησε τους ώμους του χαμογελώντας. Ο άγνωστος θέλησε να τον παρασύρει παραπέρα γέρνοντας προς το μέρος του και συνεχίζοντας το βάδισμά

[24]


του. Ο Τηλέμαχος έμεινε σταθερός στον τόπο του σκαλίζοντας με το πόδι του το χώμα, που στο σημείο αυτό ήταν ιδιαίτερα μαλακό. – Ζητάτε κανέναν δικό σας; – Όχι, έγνεψε ο Τηλέμαχος χαμογελώντας πάντα. – Ζητάτε μήπως κανένα πτώμα; – Πτώμα! ανέκραξε ο Τηλέμαχος. Μα τρελαθήκατε! – Καλά, καλά, είπε ο άγνωστος καρφώνοντας και πάλι τα μάτια του στη γη. Ωστόσο τι γυρεύετε εδώ; – Τίποτε. Ήρθα ν’ ανασάνω. Εσείς ποιος είστε; – Ο δασοφύλακας. – Έχει λοιπόν αυτό το δάσος δασοφύλακα; – Γιατί ανάψατε φωτιά; – Έκαψα έναν σκορπιό. – Τόση φωτιά για έναν σκορπιό; – Μάλιστα, τόση! Αισθανόταν μια αόριστη ανησυχία. Κάτι του πλάκωνε την καρδιά και τον καθήλωνε. – Πραγματικά δεν ψάχνετε κανέναν; – Σας είπα, έρχομαι να ξεσκάσω. – Να σας πιστέψω δηλαδή; Ο Τηλέμαχος ανασήκωσε τους ώμους του. – Μα θα υπάρχει κάποια εξήγηση, επέμενε ο δασοφύλακας. Προχωρώντας μου τη λέτε. – Καμιά! αντέτεινε ο Τηλέμαχος προσέχοντας τώρα πως το αριστερό μάτι του άγνωστου ήταν αλλήθωρο. Αυτό κιόλας ελάττωνε τη στυγνότητα της μορφής του. «Μα που τον έχω ξαναδεί αυτόνα;», είπε μέσα του. – Είστε φυσιολάτρης; – Α, όχι! Μολονότι σπούδασα γεωπόνος, δεν έχω πραγματικές σχέσεις με τη φύση. Δεν την καταλαβαίνω και καλά. Η φύση δεν έχει διλήμματα. Δεν αποδέχεται, μα ούτε και αρνείται... Θαρρείς πως είναι μόνο επιφάνεια... Ο άγνωστος τον κοίταζε με περιέργεια, ενώ το πλάκωμα επάνω στην καρδιά του γινόταν συνεχώς πιο έντονο. Σούφρωνε τα φρύδια. Του φαινόταν πως έπρεπε να συνεχίσει να μιλάει, για να μη ναρκωθεί. – Ωστόσο έρχεστε συχνά εδώ, επέμενε ο δασοφύλακας. – Σας είπα, η φύση δεν έχει συνείδηση, δεν έχει σκοπούς. Αλλά υπάρχει ασφαλώς εδώ κάτι που μου ξεφεύγει. Εκείνο που με καταπλήσσει πάνω απ’ όλα είναι το ότι η ζωή υπάρχει και κυλάει ανεμπόδιστα, χωρίς να νοιάζεται για την ψυχρή αδιαφορία του ουρανού... Τα μηνίγγια του βάραιναν. Το βλέμμα του είχε θολώσει και δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε τον ανθρωπάκο που τον κοίταζε κατάπληκτος. Αισθανόταν πως δύσκολα θα ξεκολλούσε από κει τα πόδια του. – Αλλά, για το καλό σας, φύγετε από δω ή πάτε παρακάτω! – Α, και γιατί, παρακαλώ; – Γιατί... εδωπέρα που πατάτε είναι θαμμένοι είκοσι νομάτοι!... Τους σκότωσαν γι’ αντίποινα. – Λέτε ψέματα! είπε ο Τηλέμαχος φέρνοντας τα χέρια του στους κροτάφους. Γιατί δεν τους έθαψαν στο νεκροταφείο; – Ήταν πιο πρακτικό, γιατί εδώ τους σκότωσαν... Μα ελάτε! Πρέπει να σας βοηθήσω. – Το ξέρετε και δεν μου το λέγατε τόση ώρα, ψέλλισε ο Τηλέμαχος. – Δεν ήθελα να σας τρομάξω. Προσπάθησα να σας απομακρύνω... Πώς αισθάνεστε τώρα; Δεν πίνετε καμιά γουλιά για να συνέλθετε; – Μάλιστα! Τώρα σας θυμήθηκα! Και τότε θέλατε να με ποτίσετε οινόπνευμα! Τι παίρνετε απ’ το νοσοκομείο;

[25]


– Πώς; – Αφήστε με λοιπόν! είπε ερεθισμένος ο Τηλέμαχος και τράβηξε το χέρι του. Έμπαινε πια στη πόλη από έναν δρόμο ξεχασμένο, κι ένιωσε πάλι τη ναυτία που προκαλούνε οι νεκροί στους ζωντανούς. Λοιπόν στ’ αλήθεια περπατάμε καθημερινά ανάμεσα σε αναρίθμητους παράλογους θανάτους. Θάνατοι μαζικοί και απαράλλακτοι: μια σφαίρα στον καθένα και σ’ ορισμένο σημείο του κρανίου. Θάνατοι ξαφνικοί που σε γεμίζουν σαστιμάρα, με μια πελώρια τρύπα στην κοιλιά ή με μαχαίρι στην πλάτη κρυφά κι αδέξια μπηγμένο. Θάνατοι καμωμένοι από πίσσα κι από στάχτη, μακριά από προσώπου Κυρίου. Μπουλντόζες σπρώχνουν τα κορμιά μες στη χαράδρα. Και οι νεκροί στοιβάζονται μέσα μας μ’ ανεστραμμένες παλάμες, με στήθια ανοιγμένα, με καρφώματα στα δόντια τα γεννητικά τους μόρια!... Αλλά εκείνο που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους σε περιόδους όπως η δική μας είναι μια μυωπία υπέρμετρη και μια υπερτροφία στο μηχανισμό της λήθης. Γιατί η μνήμη είναι θάνατος! Αν όλα όσα είδαμε και ζήσαμε εμείς κι εκείνα που σκεφτήκαμε ή κάναμε, αν όλα έμεναν στην επιφάνεια της συνειδήσεως και δεν καταχωνιάζονταν βαθιά, τότε τα σύνορα ονείρου, φαντασίας και πραγματικότητας θα είχαν εξαφανιστεί κι ολόκληρη η ζωή μας θα καταποντιζόταν μέσα σ’ εφιάλτες. Γιατί το καθετί θα ήτανε παρόν μπροστά μας, σαν να γινόταν εκείνη τη στιγμή. Κι αν σύγχρονα με τη ζωή μάς μεταβιβαζόταν και η μνήμη των αλλοτινών γενιών, τότε θα είχαν κλονιστεί ανεπανόρθωτα οι βάσεις της ζωής. Για να συλλάβει κάπως το νόημα και τη χρησιμότητα της λήθης, κατέφευγε σε έναν μύθο. Καθώς γνωρίζουμε, ο Επιμηθέας δεν όπλισε ικανοποιητικά τον άνθρωπο για τη ζωή. Ο αδελφός του ο Προμηθέας, που ανέλαβε να διορθώσει το κακό, έκλεψε και του έδωσε όχι τη φωτιά, αλλά τη μνήμη. Δεν ήταν όμως και αυτός αρκετά διορατικός, γι’ αυτό δεν φρόντισε να βάλει κάποια όρια στη μνήμη, για την οικονομία της ζωής. Μεταβιβαζόταν λοιπόν η μνήμη μαζί με τη ζωή από τη μια γενιά στην άλλη. Ό,τι επινοούσε κι ανακάλυπτε η μια γενιά, το κληροδοτούσε στην άλλη δίχως κόπο και βιβλία. Μέσα σε λίγα χρόνια ο τεχνικός πολιτισμός και οι ανέσεις ξεπέρασαν κάθε προβλεπόμενο όριο. Αλλά παρουσιάστηκε συγχρόνως και ένα απρόβλεπτο κακό. Η αγωνία και οι φόβοι, το μίσος και το έγκλημα όλων αυτών των χρόνων βάραιναν στη συνείδηση των νέων γενεών. Γιατί μες στο μυαλό του καθενός στοιβάζονταν οι γνώσεις μαζί με δισεκατομμύρια φόνους. Ο ίδιος άνθρωπος ήταν συγχρόνως ο Κάιν και ο Άβελ. Κι αφού διάκριση ανάμεσα στον δίκαιο και τον άδικο δεν ήταν δυνατό να υπάρξει, οι πάντες σκότωναν τους πάντας, ενώ ορδές ολόκληρες πηδούσαν στους γκρεμνούς ή πνίγονταν στη θάλασσα. Η μνήμη οδηγούσε τη ζωή στο θάνατο και την αυτοκτονία! Τότε επενέβη η Δημιουργός και νέκρωσε τα κύτταρα της ιστορικής μνήμης. Συγχρόνως άμβλυνε και την ατομική τη μνήμη, και έτσι σώθηκε η ζωή. Βέβαια από την επέμβαση αυτή προέκυψαν μερικά κακά, που πρώτα δεν υπήρχαν. Ξεχώρισε ο δίκαιος από τον άδικο. Καθένας ήξερε μόνο την ιστορία του. Έτσι προήλθαν ο εγωισμός και οι ατομικές φιλοδοξίες... Μα το κακό ήταν μικρό, μπροστά στον αφανισμό που απειλούσε την ανθρώπινη ζωή. Και είναι ίσως έγκλημα να προσπαθούμε να θυμίσουμε στον άνθρωπο το ποιος υπήρξε και ποιος είναι. Η γνώση και η μνήμη είναι θάνατος. Χωρίς να το ’χει καταλάβει πώς, βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σ’ ένα ψηλό τοίχο. Ήταν πολύ συγκεντρωμένος, για να νιώσει αμέσως που είχε πέσει. Στράφηκε ασυναίσθητα στ’ αριστερά, εκεί που το στενό προεκτεινόταν λίγο. Πάλι τοίχος. Τότε μονάχα στάθηκε και κοίταξε τριγύρω του: Χώρος τετράγωνος, κλειστός, έτοιμος να ξεφύγει προς τα πάνω. Μερικά οχήματα που πέρασαν μακριά, στον μεγάλο δρόμο, υπογράμμισαν την ησυχία που επικρατούσε εδωμέσα. Έπρεπε να το παραδεχτεί πως είχε πέσει σ’ αδιέξοδο. Το γεγονός αυτό του προκάλεσε μια έντονη δυσαρέσκεια.

[26]


Η πρώτη σκέψη του ήταν να γυρίσει αμέσως από εκεί που μπήκε. Σκέφτηκε όμως έπειτα πως ήτανε δυσάρεστο να ξανακάνει τον ίδιο δρόμο. Δεν ήθελε προπαντός να παραδεχτεί πως είχε πέσει σ’ αδιέξοδο, αυτός, που γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή ολόκληρη την πόλη. Ξανακοίταξε τριγύρω του με προσοχή. Στον τετράγωνο αυτό χώρο διέξοδος δεν υπήρχε. Ένας, δυο, τρεις τοίχοι ψηλοί ως τρία μέτρα κι από πάνω συρματόπλεγμα. Πόρτα δεν υπήρχε, που κι αν υπήρχε, δεν μπορούσε παρά να φράζει στον αυλόγυρο κάποιων αποθηκών. Ήταν άτοπο και αδικαιολόγητο να δοκιμάσει να πηδήσει αυτόν τον ψηλό φράχτη. Το λογικό ήταν να γυρίσει αμέσως πίσω. Μα είχε χάσει κιόλας χρόνο. Αυτό του φαινόταν πως δικαιολογούσε την επιμονή του να βρει μια διέξοδο. Άρχισε μάλιστα να φαντάζεται πως για την ώρα δεν είχε τίποτε σημαντικότερο να κάνει, παρά ν’ ασχοληθεί με τη λύση του προβλήματος, από την οποία εξαρτιόνταν πολλά. Τώρα δεν ήταν πια και τόσο εύκολο να υποχωρήσει... Σκέφτηκε τότε να μετρήσει το μήκος των τριών τοίχων, σάμπως αυτό να είχε κάποια σημασία. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και τα χρησιμοποίησε για μέτρο. Στη δεύτερη ή Τρίτη ολόσωμη στροφή που έκανε, ένιωσε ξαφνικά πως κάποιος τον κοιτούσε. Σταμάτησε με χέρια ανοιγμένα, κολλημένος στον τοίχο. Πώς βρέθηκε ο άνθρωπος αυτός εκεί; Ή μήπως ήταν από την αρχή, και δεν τον είχε καταλάβει; Ο άγνωστος θα τον περνούσε για μεθυσμένο ή τρελό... Μα τώρα συνειδητοποιούσε ότι απέναντί του ήταν ένας λιανός καθολικός παπάς, με γλυκό ήθος, ολότελα γέρος. Θα μάζευε βοήθεια –για τους φυλακισμένους ίσως–, γιατί το δεξιό του χέρι ήταν απλωμένο, μα σε μια στάση κωμική. Δεν ήταν υψωμένος μόνον ο βραχίονας, μα ολόκληρο το χέρι, ενώ τα δάχτυλα συσπάζονταν σαν για ν’ αδράξουνε μ’ απελπισία. Μα ήταν μόνο μια σύσπαση νευρική. Και θα ‘λεγες ότι το χέρι είχε ξυλιάσει σ’ αυτή τη στάση, αν δεν έτρεμε ολόκληρο ακολουθώντας το γενικό τρέμουλο του σώματος. Πάνω σ’ αυτό το χέρι έγερνε το κεφάλι, από κούραση, μα ίσως κι από άλλο λόγο. Γιατί το βλέμμα στρεφόταν με πείσμα προς τα μέσα, άγνωστο σε τι κόσμο, ενώ με δυσαρέσκεια και επιφύλαξη –για ν’ ανταποκριθεί στην εντολή του εράνου– δοκίμαζε τα έξω. Ήταν ένα βλέμμα με απόλυτη ευκαμψία κι ευκολία να μη βλέπει τίποτε, έστω και αν προσηλωνόταν κάπου. Δεν ήξερες αν ξεπερνάει το αντικείμενο ή στέκεται πριν απ’ αυτό. Ο Τηλέμαχος τον κοίταξε έντονα και με τέτοια πάθος, ώστε ο γέρος αναγκάστηκε να τον αποδεχτεί. Χαμήλωσε τα μάτια του, αλλά με ασύγκριτη απλότητα, σαν να ‘θελε να δείξει πως δεν ήταν σωστός ο τρόπος που τον κοίταζαν. Ήταν μια απαλά διδακτική ντροπή’ έτσι τουλάχιστον μπορούσες να την πάρεις. Ο Τηλέμαχος χαμήλωσε κι αυτός το βλέμμα του. – Είσαι δυστυχισμένος, τέκνον, μουρμούρισε ο γέρος σκύβοντας το κεφάλι του που ήταν ήδη γερμένο αρκετά, και ετοιμάστηκε να φύγει. Από το βλέμμα του κι από την όλη του εμφάνιση και στάση φαινόταν άγιος, αλλά άγιος αναχωρητής. – Αδελφέ..., ψιθύρισε διστακτικά ο Τηλέμαχος. Η απαλή αυτή λέξη, που έμοιαζε μάλλον με λυγμό, συγκράτησε τον γέρο. – Ίσως να μην μπορώ να σε παρηγορήσω, είπε. Μα θα υπάρχουν άλλοι αξιότεροί μου... Βλέποντας όμως την προσδοκία του Τηλέμαχου κάτι λαμπύρισε μέσα του και πρόσθεσε σαν για παρηγοριά. – Πήγαινε, τέκνον, και πράξε σύμφωνα με τη συνείδησή σου. Τότε θα ζεις έξω απ’ την απογοήτευση. – Απλοποιείτε προς όφελός μου το πρόβλημα, είπε ο Τηλέμαχος χωρίς να λογαριάσει πως τα λόγια του γέρου ήταν μάλλον μια βιαστική παρηγοριά ριγμένη στην τύχη. Το πως μιλούσε γι’ άλλους αξιότερούς του, ήταν φανερό πως δεν το έκαμνε από ταπεινοφροσύνη. Ήταν μάλλον μια υπεκφυγή, γιατί προτού να τον ακούσει, του λέει πως θα υπάρχουν άλλοι αξιότεροι. Δεν σήμαινε απαραίτητα ότι ο γέρος αναγνώριζε

[27]


όλο το πλάτος της δυστυχίας του Τηλέμαχου’ ή κι αν αναγνώριζε, αδιαφορούσε και βιαζόταν να φύγει. Μα τα λίγα αυτά λόγια του και η εμφάνισή του δεν μπορούσαν παρά να έχουν μια τεράστια απήχηση μες στη συνείδηση του Τηλέμαχου. – Αν ακολουθούσα την υπόδειξή σας, θα ήμουν αθώος μπροστά στη συνείδησή μου κι ίσως μπροστά σ’ Εκείνον, μα ένοχος απέναντι στο χρέος μου προς τους ανθρώπους. – Ω, αυτό! έκανε ο γέρος. Μη δίνετε τόση σημασία στη Δράση! Δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος προς Εκείνον. – Μα τότε όλα θα βυθίζονταν στην αναρχία!... Δύσκολα τον καταλαβαίνω τον Θεό σας. Γιατί είναι κρυμμένος τόσο μακριά μας; – Διότι επιζητείς την χαρά. Δεν είμαστε εδώ δια να ευτυχήσουμε, τέκνον. Αυτό δεν είναι πουθενά γραμμένο. – Θα ένιωθα ίσως ασφυξία σ’ έναν κόσμο χαράς. Μα θέλω να ζω χωρίς ντροπή! – Ζητάς πολλά, τεκνίον, διότι η ντροπή είναι γραμμένη. – Ώστε προτού να γεννηθώ μου ετοιμαζόταν ένα περιβάλλον ντροπής; – Παρερμηνεύεις τα λόγια μου, είπε ο γέρος. Δεν ήθελα να πω αυτό. Η ντροπή είναι γραμμένη, διότι έχει προβλεφθεί. Δεν δίδεται στον άνθρωπο, ούτε ο άνθρωπος γεννάται εντός της. Φέρεται μόνος προς αυτήν, διότι είναι άναρχος. Αλλά ο άναρχος δεν νιώθει την ντροπή του. Είναι καταραμένος. Ο δίκαιος μόνον πονά και θέλει να σώσει τους άλλους από τον άναρχο. Φέρεται έτσι μόνος και αυτός προς την ντροπή του. – Κι η λύτρωση; – Δεν ξέρομε πολλά γι’ αυτό. Πασκίζομε, μα πάντοτε κατρακυλάμε πίσω στον εαυτό μας. – Δεν ξέρω αν πρεσβεύετε κάποια επίσημη άποψη, είπε ο Τηλέμαχος νευριασμένος, ή αν είστε –με τον τρόπο σας– οπαδός του εξ Ιωάννου’ μα δίνετε την εντύπωση ενός σοφιστή. Είμαι ακόμα ζωντανός εγώ! Μάλιστα παραείμαι! – Δεν σας είπα παρά την άποψή μου, είπε ο γέρος. Ίσως να μην είναι η καλύτερη. Κι εγώ στα νιάτα μου ήταν στιγμές που επαναστατούσα. Εσείς, αν είστε τόσο ζωντανός και αν σας κυριεύει πάνω απ’ όλα το πάθος για τον άνθρωπο και τη ζωή, δεν έχετε παρά να δράσετε. Θα βρείτε ανακούφιση και παρηγοριά στην κοινή παραδοχή. – Αδελφέ, είπε απεγνωσμένα ο Τηλέμαχος. Γιατί να πρέπει να ζω στην ντροπή; Σε τι έφταιξα; Ποιος είναι ο Κριτής που με καταδικάζει προτού να κινήσω το δάχτυλό μου και πριν να γεννηθώ; Γιατί να πρέπει να πεθάνω ένοχος ακόμα και αν παραμείνω έσχατα αθώος;... Εδώ και αρκετό καιρό μες στο μυαλό μου στριφογυρνάει διαρκώς η ιστορία εκείνη με τον δίκαιο Σαμουήλ «και είπε Σαμουήλ προς Αγάγ ‘Καθότι ητέκνωσε γυναίκες η ρομφαία σου, ούτως ατεκνωθήσεται εκ γυναικών η μήτηρ σου’ και έσφαξε ο Σαμουήλ τον Αγάγ ενώπιον Κυρίου. Καταλαβαίνετε, τον έσφαξε ενώπιον Κυρίου.» Κάποιος έπαιρνε επάνω του το κρίμα. Αλλ’ από τότε που ο Κύριος απέστρεψε το πρόσωπό του από τους ανθρώπους, το βάρος πέφτει επάνω μας. Και πώς να το βαστάξεις; Ο γέρος υποκλίθηκε δυο-τρεις φορές μπροστά στον Τηλέμαχο σαν να ‘θελε μ’ αυτό να υποδηλώσει πως αναγνώριζε στο πρόσωπό του ένα άτομο κοινό, μα πεισματάρικο κι έτσι μοιραίο, γιατί ζητούσε να ξεφύγει απ’ το ριζικό του. Το βράδυ αυτής της μέρας συνάντησε ξανά τον Ιωσήφ.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΙ ΠΕΜΠΤΗ Η άρνηση του Τηλέμαχου προκάλεσε κατάπληξη. Η απόπειρα που έγινε την άλλη μέρα, δίχως τη συμμετοχή του, απέτυχε. Ο Ιωσήφ πιάστηκε ζωντανός. Η εκτέλεσή του ήταν βέβαιη. Τα γεγονότα μεταδόθηκαν αυτόματα το πρωί. Συντριμμένος ο Τηλέμαχος αποφάσισε να δει τον Ιωσήφ για τελευταία φορά, αν εκείνος τον δεχόταν.

[28]


Σκέφτηκε κάποια πρόφαση για τους φύλακες. Με την ταυτότητά του κάτι θα κατάφερνε. Ήταν απόγευμα αργά. Τον οδήγησαν σ’ ένα σκοτεινό κελί, μα όχι τόσο σκοτεινό όσο φάνηκε στην αρχή. Ο Ιωσήφ ήταν καθισμένος επάνω σ’ ένα ξυλοκρέβατο γυρισμένος στο πλάι. Στον τοίχο πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν μια εικόνα. Τα χρώματά της είχαν λεηλατηθεί απ’ τον καιρό κι από την υγρασία. Αυτό το πρόσεχες, γιατί μόνο το σημείο εκείνο φωτιζόταν κάπως –άγνωστο από πού– κι έσπαζε λίγο το σκοτάδι. Ο έγκλειστος κάτι αντιλήφθηκε και γύρισε προς την πόρτα. Αλλά καθώς δεν διέκρινε τίποτε, επειδή ο διάδρομος ήταν σκοτεινός ακόμα, αδιαφόρησε. Χρειάστηκε να χτυπήσει ο φρουρός την πόρτα με κάποιο κλειδί! Ο Ιωσήφ σηκώθηκε ‘ κάτι διέκρινε και όρμησε στα κάγκελα. Ο Τηλέμαχος πισωπάτησε. Ήταν σημάδι έχθρας; Τον μισούσαν; Αυτός περίμενε την περιφρόνηση... Χωρίς περιστροφές, ο Ιωσήφ άρχισε να διηγείται βιαστικά. – Ήταν ίσως ψυλλιασμένοι, όπως το υπέθεσε. Εγώ περίμενα μέσα στη νύχτα σφίγγοντας το πιστόλι μου... Μπορεί και να με σκότωναν μετά ή και προτού προλάβω. Όμως θα πέθαινα για την Ιδέα. Οι γλάροι ξεχνιούνται πετώντας’ γίνονται φως... Αλλά συνέρχονται μόλις βρεθεί στο στόμα τους ένα ψάρι: Η στιγμή που ανταμώνεις τον Στάιγκερ!... Τότε διαπιστώνεις πως όλα είναι σκοτεινά. Ως τώρα ξεγελιόσουν. Διακρίνεις την μπόχα. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι μυρίζουμε σαν τα τραγιά! Παραμονεύουμε σ’ αυτές τις ακτές καμακώνοντας σκοπούς που ξεψυχούν στα χέρια μας!... Μένουμε έτσι διχασμένοι ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στην άρνηση και την κατάφαση... Αλλά αν πρόκειται, έστω αν πρόκειται να υπηρετήσεις μόνο τη θέρμη της καρδιάς σου!...Να βοηθήσουμε τον Νόμο, και ας κυλήσουμε στο μισοσκόταδο! Ο διάδρομος ήταν σχετικά απλός, και ήταν δύσκολο να καταλάβεις από που αναδύονταν όλες αυτές οι σκιές που τον διέσχιζαν. Ρώτησε ξαφνικά τον φύλακα που προπορευόταν μήπως σ’ αυτή τη φυλακή είχανε κλείσει πρόσφατα κάποιον τυφλό Εβραίο. Ο φύλακας, δίχως να απαντήσει, άλλαξε κατεύθυνση και τον οδήγησε μπροστά σ’ ένα κελί πενήντα μέτρα παραπέρα. Εκεί σταμάτησε κι ακούμπησε στον τοίχο με χέρια σταυρωμένα. Ο Τηλέμαχος πλησίασε και κοίταξε από τα κάγκελα. Ο έγκλειστος φορούσε το προσωπείο της γαλήνης. – Με συγχωρείτε..., ψέλλισε διστακτικά. Ο τυφλός έδειξε λιγάκι παραξενεμένος. Συμμάζεψε αργά τα μέλη του, αλλά δεν είπε τίποτε. – Δεν με γνωρίζετε, είπε στο τέλος ο Τηλέμαχος. – Είστε ο ιερέας; – Ο ιερέας;... – Τι με θέλετε; – Το Σάββατο με υποχρέωσαν να μπω σε ένα καμπαρέ. Εκεί σας είδα. – Α, έκανε ο τυφλός. – Ανήκουμε στην ίδια οργάνωση. – Μήπως σας έστειλαν, είπε αυθόρμητα ο τυφλός, αλλά μετάνιωσε αμέσως και μάσησε τα λόγια του. – Ήρθα να δω τον Ιωσήφ. – Είναι εδώ ο Ιωσήφ; – Μάλιστα, εξαιτίας μου. – Τι θέλετε να πείτε; – Αρνήθηκα συνεργασία σε μια εκτέλεση. Μονάχοι τους, απέτυχαν. – Για το Θεό! Και τι σας ώθησε;. – Υπάρχει κάτι μέσα μου που δεν τολμώ να το μολύνω. Απλώθηκε βαριά σιγή. Στο τέλος είπε ο τυφλός.

[29]


– Η θέση σας είναι χειρότερη απ’ τη δική μου... Νομίζετε ότι μπορώ να κάνω τίποτε για σας; – Τίποτε... Ας ρωτήσω μόνο αυτό που σκόπευα απ’ την αρχή... Είστε Εβραίος και αγωνιστής. Θα ‘θελα να μου πείτε για το νόημα του Νόμου. – Του Νόμου; Και με ρωτάτε εσείς;... Ο Νόμος σήμερα κατάντησε αφύλακτος ναός κάποιας παλιάς θρησκείας... – Τι θέλετε να πείτε; – Όλοι το ξέρουν ότι η πανάρχαια αίθουσα του Νόμου είναι από καιρό σιωπηλή και έρημη. Ο θρόνος είναι άδειος... – Κι εσείς για ποιόν αγωνίζεστε; – Γι’ αυτήν την άδεια αίθουσα, γι’ αυτόν τον άδειο θρόνο. Ο τενεκές που έφραζε το παράθυρο χαμηλά στο υπόγειο δεν βρισκόταν στη θέση του. Ίσως να είχε μόνος του κυλήσει ή κάποια γάτα να τον είχε παρασύρει. Μα δεν μπορούσες να διακρίνεις μέσα εξαιτίας της διαφοράς του φωτισμού. Σκέφτηκε πως ο μπάρμπα-Σάντης μπορούσε να ‘χε ξεψυχήσει. Το μέτωπο του γέρου ήταν φωτεινό, μα καταλάβαινες ότι βρισκόταν πια στα τελευταία του. Έκλεινε το μάτι στον Τηλέμαχο κοιτάζοντας συνάμα προς τη γωνιά, όπου ήταν ακουμπισμένο το ξύλο με τους δυο τενεκέδες που κουβαλούσαν το νερό. – Η αλήθεια είναι... πως ο ένας τενεκές θέλει κόλλημα. Κατά τα άλλα όμως είναι ένας γερός τενεκές... – Γεροσοφιστή! Θυμήθηκες το κρασί, και νιξ λεφτά... Θα κοιτάξουμε για καλαϊτζή.. – Τηλέμαχε, παιδί μου, δεν ξέρω αν σ’ έχω πει... Γεννήθηκα στο εσωτερικό της Λέσβου, κοντά σ’ ένα κεφαλοχώρι. Ο πατέρας έκαμνε τον επιστάτη σε κάτι κτήματα. Μακριά, πολύ μακριά ξαπλωνόταν η θάλασσα. Για μένα θάλασσα ήταν η μεγάλη περιπέτεια. Το σύνορο του κόσμου και το πέρασμα στο χάος... Θυμάμαι μια φορά ανέβηκα στο λόφο και κοίταζα τη θάλασσα. Και ξαφνικά τινάχτηκε η καρδιά μου και μέσα μου άνοιξε η πληγή... Ήμουν σαν πετραδάκι απορριγμένο. Μα είχα μέσα μου τη θάλασσα. Εκείνο τον καιρό ο πατέρας χρειάστηκε να με στείλει στου αδελφού του, στη Μακεδονία, να μάθω γράμματα και να εργάζομαι στο μαγαζί. «Έχει θάλασσα εκεί; ρωτάω’ αλλιώς δεν πάω!» «Έχει». λέει ο γέρος μου. Φτάνω και βλέπω μ’ αγανάκτηση πως εκεί γύρω θάλασσα δεν υπήρχε. Περνάει μια βδομάδα και πηγαίνω στο θείο μου. «Θείε, του λέω, θέλω να με πας στη θάλασσα! Εγώ με τέτοια συμφωνία ήρθα εδώ». «Βρε παιδί μου, η θάλασσα είναι πολύ μακριά. Καμιά φορά, αν πάει κανένα αμάξι...» «Θείε, τουλάχιστον να την βλέπω. Δεν φαίνεται από δω πουθενά;» Με παίρνει ο θείος μου και με πηγαίνει σ’ ένα ξάγναντο έξω απ’ το χωριό. «Να τη!», μου λέει και μου την δείχνει. Μακριά φαινόταν ένας κόλπος κλειστός ανάμεσα σε κάτι βουνά. Καν τίποτε... Πάλι καλά όμως... Από τότε κάθε Κυριακή ανέβαινα στο ύψωμα κι αγνάντευα τη θάλασσα ώσπου να βραδιάσει... Μια μέρα έρχεται ένας τσοπάνης και μου λέει’ «Τι κάνεις, μωρέ, ‘δω τόσες ώρες; Σε βλέπω και δεν ξέρω τι να πω». «Ξέρεις, εγώ είμαι θαλασσινός, του εξηγώ, και δεν μπορώ δίχως θάλασσα». «Θάλασσα!», λέει αυτός απορημένος. «Να, εκειπέρα», λέω. «Ποια θάλασσα, βρε θεομπαίχτη; Αυτό εκειπέρα είναι λίμνη!...» Με γέλασαν. Σωστά. Να η ζωή μου κι ό,τι προσδοκούσα. Μα μήπως η θάλασσα έπαψε να υπάρχει; «Φωτεινό συμπέρασμα τρελού», σκεφτόταν ο Τηλέμαχος. «Δεν ωφελεί παρά τον εαυτό του». Μα η γαλήνη που απλώθηκε τριγύρω τον απομάκρυνε από τις αντιδράσεις του. Πλησίασε και είδε πως ο γέρος είχε ξεψυχήσει... «Θα ‘βρισκε τάχα την υποσχόμενη θάλασσα;», στοχάστηκε ο Τηλέμαχος μόλις του πέρασε το πρώτο ρίγος. «Ή μήπως θα πλανιόταν πάλι στις όχθες κάποιας σταματημένης λίμνης;»

[30]


Πήρε και σταύρωσε τα χέρια του. Τα χέρια αυτά τον είχαν αγκαλιάσει κάποτε. Και τώρα κείτονταν μοναχικά και συντριμμένα. Αναδυόταν πάλι μέσα στη συνείδησή του αυτή η απολιθωμένη ερημία που κρυβόταν στο βάθος της καρδιάς του. Κρίνοντας πως δεν ήταν ανάγκη ν’ ανησυχήσει και τους άλλους, τώρα, δεκάμισι το βράδυ, ανέβηκε στο δωμάτιό του. Είχε το αίσθημα μιας απουσίας, μιας άδικης εγκατάλειψης. Ξάπλωσε με τα ρούχα και δοκίμασε να κοιμηθεί. Μα τα μηνίγγια του χτυπούσαν. Το αίσθημα της εγκατάλειψης έπαιρνε τώρα άλλες διαστάσεις. Ένιωθε ένα ρίγος, έναν άλλον ίλιγγο. «Θαρρείς κι αποκοιμήθηκε ο Δημιουργός», σκεφτόταν. «Ο Ήλιος της δικαιοσύνης είχε βυθιστεί πίσω από τη σιωπή κι ο κόσμος κατρακύλησε στην ανομία...»Τώρα το ‘νιωθε ξαφνικά το σπίτι αυτό δεν ήταν πια το σπίτι του. Μπήκαν κλέφτες, ληστές, το κούρσεψαν, το μόλυναν ‘ κρέμονται στο σκοτάδι τα παράθυρα κι οι πόρτες σαν φτερά κομμένα... Του ήταν πια αδύνατο να μείνει άλλο μέσα στο έρημο και σιωπηλό δωμάτιο που είχε χάσει την ψυχή του.

Στη σκάλα είδε μια γυναίκα που περίμενε μπροστά στην πόρτα της. Η γυναίκα τον κοίταξε βλοσυρά κι έκανε ν’ αποσυρθεί. – Το ξέρετε πως πέθανε ο γέρος στο υπόγειο; της είπε. – Α, πέθανε ο μπάρμπα-Σάντης!... Ελένη! Πού είναι η Ελένη; Την πρόστυχη! Θα μου γυρίσει όταν όλοι θα ‘ναι στο ποδάρι! Ελένη, Ελένη... Ήταν ξανθιά ή καστανή;... Προσπαθώντας θυμήθηκε τ’ απελπισμένα κι άπληστα μάτια της, όπως τα είχε ανταμώσει μια φορά στο δρόμο. Ήταν ασφαλώς πολύ λεπτή. Λέγανε μάλιστα πως ήταν χτικιασμένη. Βάδιζε τώρα βιαστικά μέσα στα λασπωμένα στενορύμια. Μα τρεμουλιάζανε τα μέλη του. Το στόμα του γινότανε φαρμάκι. Σε λίγο έφτασε στην προκυμαία. Κοίταξε και δεν είδε παρά μια μαύρη απλωμένη έκταση. – Είναι επικίνδυνο να τριγυρνάτε τέτοια ώρα στο λιμάνι, του είπε από πίσω μια φωνή. Ω, Θέ μου! Ήτανε αυτός ο δαίμονας, ο δασοφύλακας! Σίγουρα τώρα θα ‘καμνε τον νυχτοφύλακα του λιμανιού... – Δεν είχα που να πάω, είπε ο Τηλέμαχος ξερά. – Μα πρέπει να φυλάγεστε. Εχτές το βράδυ ξέφυγε κάποιος απ’ τις φυλακές. Προσέξτε μη σας πιάσουν, και τότε δεν γλιτώνετε. Έτσι έχασα το ένα μου παιδί. – Χάσατε δηλαδή κι άλλα παιδιά; – Τα ’χασα και τα τρία, είπε ο φύλακας σκύβοντας το κεφάλι. Ήμουν μακριά τους, και δεν μπόρεσα να τα φυλάξω. – Καλά, θα φυλαχτώ. Σας το υπόσχομαι. Χαιρέτησε και βιάστηκε να απομακρυνθεί. Η προκυμαία ήτανε νεκρή. Τα πλοία ήτανε σβηστά. Καμιά φωτιά σ’ αυτή τη χώρα που την εγκατέλειψαν οι άγγελοι. Στο βάθος της παραλίας διακρινόταν αμυδρά ο γκρίζος όγκος του Λευκού Πύργου. Από παιδί ήθελε ν’ ανεβεί στον Πύργο, μα δεν τον άφηναν. Αργότερα το ξέχασε. Σκέφτηκε τότε να πραγματοποιήσει την παλιά επιθυμία του. Το πως ο πύργος μπορούσε να ήταν κλειδωμένος, δεν το σκέφτηκε παρά μόνο τη στιγμή που έσπρωχνε την πόρτα. Αλλά η πόρτα ήταν ανοιχτή. Κοίταξε μέσα και δεν είδε παρά σκοτάδι. Γρήγορα όμως το βλέμμα του προσαρμόστηκε και διέκρινε έναν ακανόνιστο χώρο και δεξιά τις σκάλες. Ένα φως ακαθόριστο πρέπει να ερχόταν μάλλον

[31]


από ψηλά κι όχι από την πόρτα που μισάνοιξε. Κλείνοντας πίσω την πόρτα διαπίστωσε ότι η υποψία του ήταν δικαιολογημένη. Κάπου ψηλά πρέπει να ’καιγε κάποιο φως. Δοκίμασε το πρώτο σκαλοπάτι και είδε πως μπορούσε κανείς ν’ ανεβεί χωρίς να συναντάει δυσκολίες και προβλήματα. Στο τέταρτο ή πέμπτο σκαλοπάτι νόμισε ότι βρήκε το ρυθμό της σκάλας, που σκαρφάλωνε κυκλικά στον πύργο. Τα σκαλοπάτια βέβαια ήταν ασύμμετρα, μα δεν δημιουργούσαν και πολλές εκπλήξεις. Η ελπίδα μάλιστα ότι ψηλά θα ήταν φωτεινότερα σ’ έκαμνε να επιθυμείς ν’ ανέβεις γρηγορότερα. Η αμυδρή κι αόριστη αυτή ελπίδα καθώς και η διάθεση να κινηθεί ζωηρά, έκαναν την καρδιά του να χτυπήσει. Ένιωσε την επιθυμία να τιναχτεί ψηλά, όσο γινόταν πιο ψηλά, παρόλο που το ήξερε ότι ο αριθμός των σκαλοπατιών ήταν πεπερασμένος. Πήρε ορμή κι άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα ύψη... Όσο η καρδιά του ανέβαινε ψηλά και τα πόδια του ακολουθούσαν, ήταν μια εξαίσια εμπειρία. Ολόκληρη η μάταιη ζωή του ανυψωνόταν σ’ ίλιγγο πρωτοφανέρωτο. Σε μια στιγμή ένιωσε ελευθερωμένος, σαν να μην είχε παρελθόν και μέλλον... Μα ξαφνικά τρύπωσε μέσα του η αμφιβολία. Ως που μπορούσε ν’ ανεβεί; Πόσες στροφές του έμεναν ακόμα; Και τι είχε μες στα χέρια του, εκτός από την εμπειρία,... Τρέχοντας πάντα σκόνταψε πάνω σ’ ένα χονδρό ξύλο που είχε κυλήσει στις σκάλες (δίπλα υπήρχαν κι άλλα τέτοια ξύλα στηριγμένα στην πόρτα ενός κελιού). Δοκίμασε το αριστερό του πόδι. Το κούνημα δεξιά κι αριστερά, κινήσεις ολότελα άσκοπες: ήξερε πως το πόδι του δεν είχε πάθει τίποτε απολύτως. Αλλά είχε συνέλθει, κι αυτό δεν ήταν εύκολο να το παραδεχτεί. Κοίταξε δίπλα του τη σιδερένια πόρτα του κελιού –είχε περάσει τόσες πόρτες! Τι γύρευε λοιπόν σ’ αυτόν τον πύργο, τον κατ’ ευφημισμόν «λευκό, στον κόκκινο» πύργο, τον πύργο του αίματος, όπου στα χρόνια τα παλιά φυλάκιζαν τους θανατοποινίτες, όχι μονάχα τους κακούργους, μα και τους Έλληνες και όσους σήκωσαν κεφάλι στον κατακτητή που κάθησε στην πόλη πέντε αιώνες; Οι Άραβες παλαιότερα, οι Άβαροι, οι Τούρκοι, οι κατακτητές... Οι γερμανοί είχαν στημένα στην ταράτσα αντιαεροπορικά! Δίπλα στο πάρκο καμουφλαρισμένα παραμόνευαν τα πάντσερ... Ποιος θα σκοτώσει ποιόν! Στον πύργο αυτό συμπυκνωνόταν ολόκληρη η ανθρώπινη μοίρα! Κι αυτός να τρέχει να ξεφύγει –πού και πώς και από ποιόν; Απ’ την εξάντληση κι από την πείνα μαύριζαν τα μάτια του. «Και θα ‘μενε ο κόσμος στιγματισμένος για πάντα από την ανομία κι από την ντροπή; σκέφτηκε ξαφνικά. Ήταν τάχα δυνατό στο μέλλον να εξαγοραστούν τα όσα έγιναν, το έγκλημα, η αδικία και η ενοχή, ο άδικος πόνος;» Ένιωθε μαχαιριές στα σπλάχνα. «Αν δεν κινούμαι πολύ, σκέφτηκε, κι αν προσπαθήσω να μη σκέφτομαι, ίσως να ησυχάσει το στομάχι μου». Έβγαλε από μέσα την μπλούζα του και τύλιξε το κεφάλι του. Ζαλίστηκε λίγο και σε μια στιγμή βρέθηκε σε κάποια τεράστια, ψυχρά κι αθόρυβα δωμάτια, όπου ένιωθε έναν αόριστο φόβο, όπως καμιά φορά παιδί. Σε μια στιγμή του φάνηκε πως κάποιος τον ακούμπησε μαλακά στα μαλλιά. Έστρεψε το κεφάλι του χαμογελαστός. Ήταν δυο γέροι μελαψοί με άσπρα γένια. Κάτι του ‘λεγαν, μα δεν άκουγε τι. Ο αέρας έπαιρνε μακριά τη φωνή τους. Στην κατασκήνωση ξυπνούσαν απροετοίμαστοι και συγχυσμένοι, φορούσανε στο δρόμο τα μακρόταλα φουστάνια ή τυλιγόντουσαν σε κάποιο κλινοσκέπασμα, άλλοι τους σταματούσανε στο δρόμο, δείχνανε κι εξηγούσαν. Κι όλο πλησίαζαν αργά, διστακτικοί και πάλι φεύγαν. Και μόνο τα μικρά παιδιά έρχονταν και ζητιάνευαν, ζητούσαν να χορέψουν... Κι ολοένα ξυπνούσαν κι έρχονταν κι άλλα παιδιά μαυριδερά κι αγριωπά, γλυκά, ξεβράκωτα ή με μακριά φουστάνια που σέρνονταν στο χώμα. Τότε πια πήρε να χαράζει. Εκείνη τη στιγμή ξεχώρισε από μακριά η Ήλια μέσα στην πρωινή της ομορφιά. Στο πέρασμά της όλοι χαμηλώναν το κεφάλι δαμασμένοι. Δεν μπορεί κανείς κοιτάζοντάς την να την στοχαστεί παρά ανάμεσα σε παπαρούνες σε ώρα ανοιξιάτικη ή σ’ ώρα καλοκαιρινή γερμένη σ’ ολόχρυσα στά-

[32]


χυα, όταν τα στεφανώνει η ανατολή του ήλιου, Ήλια. Οι γυναίκες μιλούσαν ήδη για μελλοντική καταστροφή της ράτσας, συνδέοντας με το παιδί τον πρόσφατο διωγμό τους, και για τη σπίθα που θα τους αναγεννούσε, αποκαλώντας την Λιογέννητη. Αλλά εκείνη, ανύποπτη, βάδιζε ανέμελα, πάνω απ’ όλους, πέρα απ’ όλους, Ήλια, χαμογελαστή. «Τι κάνεις εδώ!», του ‘λεγε απ’ τα βάθη μια άγρια γερμανική φωνή. Συγχρόνως δέχτηκε στα πλευρά του μια δυνατή κλωτσιά. Τινάχτηκε επάνω και βρέθηκε μπροστά στην κάνη ενός όπλου.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ολόκληρο το πρωινό τον άφησαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο της Γκεστάπο. Κατά τις δώδεκα τον επισκέφτηκε ένας γερμανός αξιωματικός συνοδευόμενος από έναν ανθρωπάκο με τριγωνικά χαρακτηριστικά. Ο υπαξιωματικός στάθηκε λίγο κοιτάζοντας την Τηλέμαχο. Έμοιαζε να αναρωτιέται που τον είχε ξαναδεί. Μόλις διαπίστωσε πως ο Τηλέμαχος μιλούσε τα γερμανικά, είπε στον Έλληνα που τον συνόδευε να φύγει. Εκείνος βγήκε δυσαρεστημένος. Ο υπαξιωματικός του υπέβαλε μερικές τυπικές ερωτήσεις που αφορούσαν τ’ όνομά του, τη διεύθυνση κατοικίας, τη δουλειά του. Όταν ο Τηλέμαχος δήλωσε ότι εργάζεται στους γερμανούς, ο υπαξιωματικός μουρμούρισε «αυτό είναι» κι έκανε μια κίνηση του χεριού σαν να ‘λεγε: «και τότε τι σας έφεραν εδώ;» Οπωσδήποτε συμβουλεύτηκε τα χαρτιά του και ρώτησε τον Τηλέμαχο γιατί ανέβηκε και ξάπλωσε στον λεγόμενο Λευκό Πύργο. Ο Τηλέμαχος του είπε σχεδόν την αλήθεια. Ήθελε πάντοτε ν’ ανεβεί σ’ αυτόν τον πύργο. Ποιος τον καταλάβαινε αυτήν την επιθυμία; Μόνο που διάλεξε ακατάλληλη ώρα. Μα είχε πιει λιγάκι/ Παραδεχόταν τώρα ότι η ενέργειά του ήταν εντελώς παράλογη. «Ναι, μα ξαπλώσατε στα σκαλοπάτια» «Ένιωσα ξαφνικά αδιαθεσία. Σας είπα ότι είχα πιει». Ο υπαξιωματικός σημείωσε βιαστικά ό,τι του είπε ο Τηλέμαχος και βγήκε δίχως να υποβάλει άλλες ερωτήσεις. Σε λίγο έπιασε μια μπόρα, απ’ αυτές που δεν κρατούν πολύ. Άκουγε τον αέρα να σφυρίζει μες στους δρόμους. Κατά τις τέσσερις το απόγευμα φάνηκε ένας γερμανός αξιωματικός. Ήταν ο Κρύγκερ. Δίχως να χαιρετήσει ή να δείξει πως αναγνώρισε τον Τηλέμαχο, άρχισε αμέσως την ανάκριση. – Σε ποια οργάνωση ανήκετε; (και όπως ο Τηλέμαχος σιωπούσε) Βέβαια στους Χαλκείς. Αυτό λένε τα πλήκτρα που βρέθηκαν στην τσέπη σας. Κι οι συναντήσεις σας, τουλάχιστον οι σπουδαιότερες, γίνονται φυσικά στην Παναγία των Χαλκέων. Είστε πιο χαμηλά κι από ερασιτέχνες... Κοίταξε λίγο τα χαρτιά του και συνέχισε. – Με ποιους ήσασταν προτού ν’ ανεβείτε στον Πύργο; – Ήμουνα μόνος στο δωμάτιό μου. – Και πίνατε μονάχος σας; – Δεν έπινα. Έτσι το είπα... – Βγαίνοντας έξω τα μεσάνυχτα ποιους θα συναντούσατε; – Κανέναν. – Και τότε γιατί βγήκατε; – Ήταν αδύνατο να μείνω στο δωμάτιό μου. – Γιατί αυτό; Πήρε φωτιά το σπίτι; – Άμα το σπίτι γίνει ακατοίκητο, το εγκαταλείπεις. – Και το δικό σας πότε έγινε ακατοίκητο; – Δεν το ‘ξερα ως τότε. Το είδα ξαφνικά...

[33]


– Κι αυτό προς τα μεσάνυχτα... Εδώ μας λέτε ότι ανεβήκατε στον Πύργο από περιέργεια, για να πραγματοποιήσετε μια επιθυμία που είχαμε από παιδί! Και σας ρωτώ: Διαλέξατε τα χαράματα για ν’ ανεβείτε σ’ έναν πύργο, όπου καθώς γνωρίζατε ήταν στημένα αντιαεροπορικά; – Ήταν πραγματικά παράλογο... – Για μας όμως δεν υπάρχουν πράγματα παράλογα! – Το ξέρω. – Τι ξέρετε δηλαδή; – Πιστεύετε ότι στον κόσμο σας δεν υπάρχουν πράγματα παράλογα. – Ενώ υπάρχουν ίσως στον δικό σας... Μα ας αφήσουμε τις ασυναρτησίες κι ας δούμε τι γυρεύατε στον Πύργο. Πιστεύετε ότι στην πόλη αυτή δεν υπάρχουν αρκετοί γερμανοί, για να την υπερασπιστούν... Οπωσδήποτε, για να διαπιστώσετε την ετοιμότητά μας, αποφασίσατε να σκαρφαλώσετε στον Πύργο. Αλλά αδιαθετήσατε, σας έπιασε, ας πούμε σκοτοδίνη, και ξαπλώσατε. – Φαντάζομαι πως η εξήγηση αυτή δεν σας ικανοποιεί. – Ναι, ασφαλώς δεν είναι ικανοποιητική. Και να μου πείτε γρήγορα τον λόγο, τον πραγματικό, που ανεβήκατε στον Πύργο, για να τελειώνουμε με σας. Καθώς ο Τηλέμαχος σιωπούσε, πρόσθεσε. – Φαίνετε ότι βιάζεστε να εκτελεστείτε. – Σας επαναλαμβάνω πως ανέβηκα αυθόρμητα, χωρίς να το πολυσκεφτώ. – Πολύ καλά. Θα σας διευκολύνω με μια εξήγηση που σας συμφέρει. Ας υποθέσουμε πως καταφύγατε στον Πύργο για να προφυλαχτείτε από κάποιον. – Από ποιον; – Εσείς θα μας το πείτε αυτό! Μπορεί να εξοργίσατε τους συντρόφους σας. Κάποια απείθεια, ας πούμε. Είδατε κάποιον σύντροφό σας, φοβηθήκατε και ανεβήκατε στον Πύργο να κρυφτείτε. – Λαμπρή υπόθεση! Αλλά προσωπικά, αν εργαζόμουν για την αντίσταση, δεν θα κατέφευγα ποτέ σε σας, για να με προφυλάξετε. – Τι σχέση είχατε με τον αντάρτη που επισκεφτήκατε στη φυλακή; – Ήταν φίλος μου. Έμαθα ότι πιάστηκε και πήγα να τον δω προτού τον εκτελέσουν. – Κι αυτό χωρίς άλλο σκοπό. Μόνο για να τον δείτε... Μήπως γνωρίζετε τι απέγινε ο φίλος σας; – Πρέπει να εκτελέστηκε, είπε με κάποιο δισταγμό ο Τηλέμαχος, που βέβαια παραξενεύτηκε με την ερώτηση αυτή. – Καλά. Για σήμερα αρκετά. Αύριο θα τα ξαναπάρουμε απ’ την αρχή. Εδώ ο ανακριτής σηκώθηκε και βγήκε. Σε μισή ώρα ξανά η πόρτα και φάνηκε ο Στάιγκερ, και ο Τηλέμαχος εξήγησε αμέσως τον ήπιο της ανάκρισης. Ο Στάιγκερ είχε το χέρι του δεμένο μ’ έναν πλατύ επίδεσμο. Δεν τον συνόδευε κανένας. Κάθησε στην καρέκλα κι έμεινε μερικά λεπτά αμίλητος. Στο τέλος είπε. – Με διαβεβαίωσαν ότι ανήκετε στην αντίσταση. Μου είπαν για το επεισόδιο στον Πύργο και για το ότι επισκεφτήκατε τον Ιωσήφ στη φυλακή. Ο Κρύγκερ πάντοτε σας υποπτευόταν. Είναι αλήθεια όλ’ αυτά; Ο Τηλέμαχος έμεινε σιωπηλός. Μα και ο Στάιγκερ δεν βιάστηκε να τον ξαναρωτήσει. – Τι σχέση είχατε με τον Ιωσήφ και ποιος ήταν ο ρόλος σας στην απόπειρα εναντίον μου; – Μου ζήτησαν να σας παρασύρω στην ενέδρα, αλλά αρνήθηκα. Πρέπει να διευκρινίσω πως δεν αρνήθηκα από συμπάθεια για σας ή από φόβο. – Θα αποδίδετε ίσως στην ανθρώπινη ζωή περισσότερη αξία απ’ όση έχει στην πραγματικότητα...Ή μήπως σας συγκράτησαν τα αντίποινα που θα επακολουθούσαν; – Ό,τι και να ‘καμνα, θα ήμουν ένοχος.

[34]


– Και προτιμήσατε την αποχή από τη δράση... Απ’ ό,τι βλέπω, είστε ένα ξοφλημένος άνθρωπος, που ανήκει ήδη στο μηδέν... Μα μη νομίσετε πως σας οικτίρω. Δεν θα μπορούσα να το κάνω τουλάχιστον εγώ. Γιατί από έναν δρόμο εντελώς διαφορετικό έφτασα σ’ ένα αποτέλεσμα ανάλογο με το δικό σας. Παρά την ανθρωπιστική παιδεία μου, ήμουν γεμάτος έπαρση. Κάποια στιγμή δεν με ικανοποιούσε πλέον η δουλειά του ερευνητή, το κλείσιμο στις βιβλιοθήκες, μακριά απ’ τα γεγονότα των καιρών. Η ιδέα ανωτερότητας της ράτσας, που την απέκλεια με το μυαλό, κολάκευε το υποσυνείδητό μου. Άφησα να πιστέψω πως τριγύρω μου γινόταν κάτι το σημαντικό και πως ο κόσμος ήταν δυνατό να ξαναγεννηθεί. Αρκούσε να κατανικηθούν οι αντιστάσεις... Και τώρα θυμηθείτε την «ταπείνωση» και το μηχάνημα που κομματιάζει τον απροστάτευτο τυφλό! Να που κατάντησε η δράση που ονειρευόμουν!...Μα πως να το παραδεχτώ; Διχάστηκα ‘ τη μια φερόμουνα σαν άνθρωπος, την άλλη σαν το κτήνος... Αυτή η απόπειρα εναντίον μου μού κέντρισε την φιλαυτία και την έπαρση. Αυτός ο άξεστος χωριάτης με το χοντροκομμένο πρόσωπο, θα θέλει να μ’ εκμηδενίσει!.. Έτσι αποφάσισα ν’ ασχοληθώ προσωπικά με την εκτέλεσή του, για να χορτάσω από κοντά τη συντριβή του... Στο δρόμο βάδιζε με θάρρος, δίχως διόλου φόβο. Το προσεγμένο και περήφανο βάδισμά του μπορούσε να εξηγηθεί απ’ τη διάθεση που κάνει μερικούς που βρίσκονται στις κρισιμότερες στιγμές του βίου τους να δίνουν σημασία σε πράγματα που σ’ όλη τη ζωή τους τούς φάνηκαν αδιάφορα... Μα όχι! Κοιτάζοντάς τον πιο καλά, κατάλαβα ότι γι’ αυτόν δεν ίσχυαν αυτά τα ψυχολογικά... Τώρα το μάντευα. Ήταν αλλιώτικος ο άνθρωπος αυτός. Έβλεπες μια παλιά αδιαλλαξία, ένα αρχαίο πείσμα. Ήταν απ’ τους ανθρώπους που στις σκοτεινές αυτές μέρες του διχασμού ζήλευα και μισούσα. Και ξαφνικά έγινε κάτι αναπάντεχο, που όμως όλοι το περίμεναν στο βάθος. Ο αντάρτης είχε κατορθώσει να λυθεί και κλωτσώντας και παλεύοντας σαν ταύρος κατάφερε να ξεφύγει από τα μουδιασμένα χέρια αυτών που πρόλαβαν στην αρχή να τον πιάσουν. Μα πρέπει να σας περιγράψω εδώ τον τόπο, για να καταλάβετε όλη την ποταπότητα, όλο το μίσος της ενέργειάς μου. Ήταν εδώ μια κοιλάδα με χωράφια, χωρίς χαντάκια, σχεδόν χωρίς δέντρα. Οι βράχοι ήταν πολύ μακριά, σ’ ένα χιλιόμετρο απόσταση. Ήταν ωραίο να σκοπεύεις έναν κινούμενο στόχο πάνω σ’ αυτήν την ελάχιστα ανώμαλη γη. Όλοι στέκονταν δίβουλοι, μουδιασμένοι. Εγώ είχα παραλύσει. Εκείνη τη στιγμή έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Συνταράχτηκα ολόκληρος. Είχα χάσει την έννοια του εαυτού μου και του χώρου. Πρέπει να ‘μεινα κάμποσο έτσι, και ξαφνικά όρμησα σαν ξεβιδωμένος, μορφάζοντας απαίσια. Μπροστά μου πρόλαβα για μια στιγμή να δω το κανονικό και γρήγορο τρέξιμο του αντάρτη. Τον έφτανα. Απείχα μόνο λίγα μέτρα. Και κάποιος από σύγχυση έριξε έναν πυροβολισμό που μ’ έκανε να κυλιστώ στο χώμα. Εδώ σταμάτησε ο Στάιγκερ κι έμεινε σιωπηλός αρκετή ώρα. Μετά σηκώθηκε αργά και βγήκε. Απ’ όλη αυτή την ιστορία ο Τηλέμαχος δεν συγκράτησε παρά εκείνο το παράλογο κυνηγητό και την εντύπωση ενός προσώπου που έδειχνε πότε άγριο και πότε αποσυντεθειμένο. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το γεγονός ότι ο Ιωσήφ ήταν ελεύθερος. Μα και στον ίδιο δήλωσαν σε λίγο ότι ήταν ελεύθερος (βέβαια χάρη στην επέμβαση του Στάιγκερ). Ήταν ελεύθερος να φύγει. Σηκώθηκε μηχανικά. Να φύγει, μα να πάει που;... Έξω η καταιγίδα είχε κοπάσει και μόνον ο αέρας πλανιόταν θλιβερά εδώ και εκεί. Βγήκε και ξαναβρέθηκε στους δρόμους τους γνωστούς της δυστυχίας και της μοναξιάς. Τότε ακούστηκε από μακριά μια πένθιμη καμπάνα. Σκίρτησε. Ίσως να θάβανε τον γέρο του. Έτρεξε προς το σπίτι.

[35]


Τον είχαν κουβαλήσει πριν μερικά λεπτά. Στα μισά της διαδρομής πρόλαβε το ξόδι. Η συνοδεία ήταν απρόσμενα μεγάλη. Δεν ήταν εύκολο να φανταστεί πως τόσοι άνθρωποι θα γνοιάζονταν για την ταφή του γέρου. Ήταν εκεί πεντέξι γέροι και καμιά δεκαριά γριές που δεν γνώριζε. Πρόσεξε ακόμα ένα νέο άτομο με ρεπούμπλικα, επίσης άγνωστό του, που φάνταζε πολύ ψηλός από την αδυναμία. Του φάνηκε πως άκουσε χάλκινα πλήκτρα. Ένα άτομο παχύ με τραγιάσκα που βάδιζε κοντά στον οδηγό του κάρου στράφηκε και τον κοίταξε. Ο δρόμος ήταν αρκετά μακρύς και όλοι προχωρούσαν ανυπόφορα αργά, όχι τόσο εξαιτίας της λάσπης όσο γιατί οι γέροι κι οι γριές δυσκολεύονταν να περπατήσουν. Για μια στιγμή φάνηκε πως είχε κάτι απλό, κάτι το καθησυχαστικό, κάτι το λασπώδες, όλη αυτή η σιωπηλή συνοδεία που βάδιζε αργά μέσα στο σούρουπο που ήταν κιόλας νύχτα. Και ίσως να ‘νιωθε πραγματική γαλήνη κι ανακούφιση ανάμεσα σ’ αυτά τα θαμπά πρόσωπα που έσβηναν σιγά-σιγά, αν δεν υπήρχε μέσα του αυτό το γκρέμισμα, αυτός ο τοίχος που γκρεμιζόταν αργά μέσα στη σιωπή... Σε λίγο φτάσαν στο νεκροταφείο. Οι προετοιμασίες της ταφής, η αναμονή του ιερέα, οι μασημένες ψαλμωδίες του επαγγελματία, όλα αυτά εμπόδιζαν κάθε πραγματική αντίδραση. Αλλά την ώρα που έριχναν το πρώτο χώμα ο νους του γέμισε με θάνατο. Ένιωσε αγωνία μπροστά σ’ αυτό το χάσμα όπου τελειώνουν όλοι οι δρόμοι. Ο γέρος είχε ονειρευτεί μια θάλασσα αυθεντική. Οι περισσότεροι από μας είχαμε υποψιαστεί κάποια πραγματική ζωή, που θα δικαίωνε τον θάνατό μας. Μα η ζωή που κάναμε δεν ήταν να την ζήσεις. Ο θάνατος αυτός ήταν να τον πεθάνεις; Ο λάκκος ήταν κάπως φαρδύς και δεν έλεγε να γεμίσει. Του φάνηκε κιόλας πως οι νεκροθάφτες καθυστερούσαν επίτηδες. Και μ’ αυτή την παγωνιά... Φεύγοντας τελευταίος γύριζε και κοίταζε πίσω του. Όπου ξαφνικά βλέπει κάποιον μ’ ένα μικρό κασόνι. Κάτι μίλησε με τους νεκροθάφτες και κατέβασαν κι οι τρεις τους το κασόνι στο λάκκο! Έτρεξε ξοπίσω από τον άνθρωπο εκείνο. Παραλίγο να τον χάσει. Πίσω από ένα δέντρο έπεσε επάνω του. Μόλις τον είδε άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. – Μα εσείς δεν είστε ο δασοφύλακας; – Ναι, ασφαλώς μουρμούρισε ο άλλος σαστισμένος. Οι περιστάσεις, ξέρετε... Θέλουν να με πάψουν κι από δασοφύλακα. Βοηθώ εδώ με την ελπίδα να με πάρουν φύλακα του νεκροταφείου. – Φύλακα; Πάλι φύλακα; Για τους νεκρούς και τις καντήλες; – Όλα τα πράγματα χρειάζονται έναν φύλακα. – Μα εσείς δεν είστε σε θέση να εμποδίσετε κανέναν! – Τους εξηγώ, τους νουθετώ. Δεν τους καταναγκάζω. Τον αδικούσε ασφαλώς υποτιμώντας τη μανία του να φυλάγει κάτι. Ο άνθρωπος αυτός, είτε γιατί δεν μπόρεσε να προστατέψει τα παιδιά του είτε για κάποιο άλλο λόγο, φαινόταν να έχει βαθύτερη συναίσθηση του πόσο ραγισμένα κι εγκαταλελειμμένα ήτανε τα πράγματα, και γύρευε να τα φυλάξει με μια περίεργη επιμονή που την χρωμάτιζε η συναίσθηση της ματαιότητας της προσπάθειάς του. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, στο βάθος κι οι δυο τους φύση «φυλακική». Γιατί κι ο ίδιος ένιωθε ένα χρέος να διαφυλάξει κάτι μέσα του. Ένιωθε σάμπως να του εμπιστεύτηκαν κάτι πολύτιμο, κάτι πολύ μεγάλο, κι οι χώροι που γνώριζε, τα σπίτια όπου έζησε δεν ήταν κατάλληλα να το δεχτούν, να το φυλάξουν. Γι’ αυτό και αναγκάστηκε να το πάρει όλο στην καρδιά του. Το γεγονός αυτό σημάδεψε τα βήματά του και τη μοίρα του... Τα πράγματα λοιπόν που φύλαγαν ήταν διαφορετικά, κι οι τρόποι τους αλλιώτικοι. Μα ήταν και οι δυο τους φύλακες. – Αρχίζω να σας συμπαθώ, μα την αλήθεια... Μα πως το κάνατε αυτό που είδα; – Α, μην ανησυχείτε. Αυτό στα χρόνια μας είναι σχεδόν κανονικό. Πάρα πολλοί νεκροί, καταλαβαίνετε... Δεν θέλαμε μονάχα να το κάνουμε μπροστά σας. – Και πως δεν ήρθε κανείς στην ταφή του παιδιού; – Α, ήτανε μιανής κοντοχωριανής μου.

[36]


– Από τον Χορτιάτη; – Έμενε στον Χορτιάτη, μα ήταν απ’ τ’ Ασβεστοχώρι. Ήταν η γυναίκα εκείνη που ο Τηλέμαχος συνάντησε στο νοσοκομείο με το μωρό που του είχαν κολλήσει ζεματιστά λάστιχα στην κοιλιά. Έχουν να πουν, διηγήθηκε σύντομα ο φύλακας, πως ο πεθερός ρίχτηκε στη γυναίκα του γιου του, πως το παιδί ήταν μάλλον δικό του και πως μετά απ’ αυτό ο γιος παράτησε σπίτι κι οικογένεια και βγήκε στο βουνό. Απ’ την κατοπινή εξέλιξη της ιστορίας αυτό μόνο γνωρίζουμε θετικά, πως την ώρα που η γυναίκα εκείνη, σπρωγμένη απ’ την αδικημένη της καρδιά κι από την άδική της φύση, έριχνε το μωρό στη θάλασσα με κάτι κεραμιδάκια δεμένα στ’ απαλά του χέρια, την ώρα εκείνη σε κάποια εκκλησία έψαλλαν το «Δόξα εν υψίστοις». Και η ντροπή του κόσμου θα συνεχιζόταν μέσα σ’ όλ’ αυτά τα χιλιοδαρμένα από την αδικία ζωντανά πτώματα, τα πεινασμένα για χαρά και λήθη, που τα κυνηγούσε και τα οιστρηλατούσε όχι κάποιο σκοτεινό προγονικό αμάρτημα, αλλά η ίδια η ανομία κι η ντροπή τους. – Φυλαχτείτε μόνο, συμβούλεψε ο φύλακας, γιατί σας παρακολουθούν δύο νομάτοι. Κρυφτήκαν εκεί πίσω σας στα πεύκα. Μπροστά σας, σ’ απόσταση πενήντα μέτρα, πίσω απ’ το μεγάλο πεύκο είναι ένα μαυσωλείο που είναι ανοιχτό, θαρρώ. ΄Ίσως να τους ξεφύγετε μες στο σκοτάδι... – Θέλετε δηλαδή να κάνω σαν κι εσάς! Δεν μπορώ εγώ να βολευτώ οπουδήποτε. – Είστε ελεύθερος να με αγνοείτε, είπε ο φύλακας με ταπεινοφροσύνη. Εγώ για το καλό σας... – Στο διάβολο κι εσείς κι εκείνα τα κοράκια! Βάδισε προς την έξοδο χωρίς καμιά προφύλαξη. Τότε τον πλησίασαν οι δύο άγνωστοι που είχε επισημάνει. Είχαν το ένα χέρι στη τσέπη χτυπώντας ελαφρά χάλκινα πλήκτρα. Μπήκανε δεξιά κι αριστερά του πιέζοντάς τον κι αναγκάζοντάς τον να συνεχίσει το βάδισμα. Εκείνος που φορούσε τραγιάσκα είχε τόσο ακανόνιστα χαρακτηριστικά, που έδειχνε συμπαθητικός και μόνον απ’ αυτό. Ήταν παχύς, πολύ κοντύτερος απ’ τον Τηλέμαχο κι ανέπνεε με δυσκολία. Η ζέστα του κορμιού του συνέφερε τον Τηλέμαχο. Ο δεύτερος φορούσε ακριβό ρεπούμπλικο, κακοπαθημένο ασφαλώς τώρα, που σκίαζε τα λεπτά κι ευγενικά χαρακτηριστικά του. Το ευκίνητο μα υπερβολικά λεπτό κορμί του ήταν όσο περίπου και του Τηλέμαχου, λιγάκι ίσως χαμηλότερο. – Πρέπει να μας ακολουθήσετε! Εκτελούμε εντολές! είπε ο πρώτος (αν και τα λόγια του ήταν περιττά: ήδη τον πίεζαν προς την έξοδο του τελευταίου δρόμου). Κριθήκατε επικίνδυνος και συνεργάτης του εχθρού. Εγώ όμως, από αυτά που άκουσα, πιστεύω ότι είστε απλώς ένας άχρηστος άνθρωπος. – Τελειώνουμε, Πέτρο! είπε ο άγνωστος με το ρεπούμπλικο σφίγγοντας τα δόντια του από το κρύο. Άσε τις συζητήσεις! – Είναι ακατανόητη η στάση σας! επέμενε ο άλλος. Καλά’ δεν κάνετε εσείς για τέτοιες δουλειές. Αλλά να μας τον φέρνατε σ’ εμάς... Διάβολε, κι όλ’ αυτά σε τέτοια χρόνια... Μας ατιμάζετε! Προδώσατε τον παιδικό σας φίλο!...Καλά, εγώ είμαι τραχύς. Μα δεξιά σας περπατάει ένας έντιμος άνθρωπος με καλλιέργεια ξεχωριστή, που μόνος του προσφέρθηκε –όπως κι εσείς εξάλλου– να βοηθήσει τον αγώνα για τη λευτεριά. Και δεν δίστασε να σκοτώσει. Σε μια περίπτωση που αναγκάστηκε να παλέψει, κατέβαλε τον εχθρό μ’ ένα κονσερβοκούτι που βρέθηκε τυχαία στα χέρια του. Ο Τηλέμαχος υποκλίθηκε ελαφρά, σιωπηλός, προσέχοντας τώρα τα γαλάζια μάτια του άγνωστου με το ρεπούμπλικο. Οι άνθρωποι αυτοί μιλούσαν μόνο για να ζεσταθούν’ όχι πως δίσταζαν ή αμφιταλαντεύονταν. Το θέμα του θανάτου του ήταν αποφασισμένο, κι αυτό τον ελευθέρωνε ξαφνικά. Τον έριχνε στην τόσο οικεία μα και μισητή μοναξιά του, όπου καμιά αγάπη δεν μπορούσε να εισχωρήσει. Και στην αρχή ίσως να ένιωθε κάποια ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς τους αποφασισμένους που παίζαν τόσο κωμικά τον ρόλο των εκτελεστικών οργάνων της Δίκης, που τώρα εύλογα τον χτυπούσε, γιατί την είχε αρνηθεί. Μα τώρα δεν τον απασχολούσε τίποτε, παρά πως η απόσταση απ’ αυτούς κι απ’ όλη την ανθρωπό-

[37]


τητα που αυτοί αντιπροσώπευαν και πού στο όνομά της τον χτυπούσαν –εξαιτίας των περιστάσεων ασφαλώς’ αλλιώς θα τον άφηναν να σαπίσει μόνος του– το χάσμα ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ αυτούς γινόταν ολοένα αγεφύρωτο. – Τελειώνουμε, Πέτρα Ανησυχώ. Μην προχωρούμε παραπέρα! – Μόνος σου αποφάσισες, είπε ο άγνωστος με την τραγιάσκα σκύβοντας λυπημένα τους ώμους του. Εσύ το προκάλεσες αυτό το φονικό και είσαι υπεύθυνος και ο φονιάς μαζί. Στο χέρι του έστιλβε κιόλας το μαύρο μέταλλο. Τότε απ’ τη γωνιά του δρόμου φάνηκε μια γερμανική περίπολος. Οι άγνωστοι βλαστήμησαν και πυροβόλησαν καθώς υποχωρούσαν για να φυλαχτούν. Οι γερμανοί ανταπέδωσαν τα πυρά. Μια σφαίρα πήρε τον Τηλέμαχο στο χέρι. Το χέρι του κρεμάστηκε σαν φτερό κομμένο. Έφερε ήρεμα τα δάχτυλά του στην πληγή. Συνέχισε να προχωρεί προς την κατεύθυνση των γερμανών. Πέρασαν μερικές στιγμές. Οι σφαίρες τώρα σφύριζαν τριγύρω του. Προφανώς κάποια ομάδα είχε εξουδετερώσει την άλλη ή κιόλας και οι δυο ομάδες, από κοινού, έριχναν τώρα εναντίον του. Εκείνος βάδιζε ατάραχος, χωρίς να σταματά, στη μέση του δρόμου. Η άλλη σφαίρα τον βρήκε κάπου ψηλά στο στήθος προς τον δεξιό του ώμο. Τα χέρια που τον έδεναν με τη ζωή μαράθηκαν, σιώπησαν. Στην ύστατη αυτή στιγμή του φάνηκε πως θα μπορούσε να ξαναζήσει, να ξαναζήσει έστω και με τον όρο να ξαναπεράσει όλους αυτούς τους δαίδαλους της απελπισίας και της μοναξιάς. Επειδή είχε πληρώσει, το μέρισμά του από την ντροπή παρουσιαζόταν μειωμένο, κι αυτό τον έκαμνε να βρίσκει υποφερτά όλα τα άλλα και να φαντάζεται πως η ντροπή του θα μετριαζόταν, θα εξαφανιζόταν ίσως, αν γυρνούσε, αν γαντζωνόταν στη ζωή, όπως τώρα γαντζωνόταν στον θάνατο, για να ξεφύγει απ’ αυτήν. Αλλ’ αντιλαμβανόταν τώρα ξαφνικά όλο το μίσος, όλη την απανθρωπιά της στάσης του. Στο τέλος της ζωής του, που διαγραφόταν σαν μια σειρά από απελπισμένες κι άκαρπες προσπάθειες να ξεφύγει από το ριζικό του, είχε γίνει συνεργός σε μια πράξη ντροπής, τη μόνη ίσως πραγματική πράξη βίας στη ζωή του, που ήταν κιόλας τερατόμορφη: Άφηνε ή προτιμούσε να τον δολοφονήσουν –μα τι άλλο μπορούσε να κάνει;– δολοφονώντας έτσι μέσα του και την πραγματικότητα. Είχε για μια φορά ακόμα αποδειχτεί κάτι αυταπόδεικτο κι ανώφελο: Η ανομία κι η ντροπή μας απ’ αυτήν. Αλλά ποιος όρισε πως η ζωή είναι ασυμβίβαστη με την ντροπή και με την ανομία; Ήταν αστεία πάντοτε η σκέψη πως όλα έτειναν προς τον στραγγαλισμό μας. Τα πράγματα απλώς πορεύονταν ή δεν πορεύονταν, αδιάφορο. Δεν είχαν προπαντός έναν στόχο. Το λάθος ίσως να βρισκόταν στον εαυτό του. Εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι ζούσαν συμβιβασμένοι με το ριζικό τους. Ζούσαν και αγωνίζονταν. Κι αν ήταν σε θέση, αν ήθελαν και αν τολμούσαν να «κοιτάξουν», τότε ποια λύση τάχα να τους συγκρατούσε; Πως δεν ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την ντροπή τους, αφού αυτή ήταν δοσμένη και πως αν είχαν τη δυνατότητα, θα ‘καμναν καθετί για να την αποφύγουν; Πως δεν τους ανήκε λοιπόν, όπως δεν τους ανήκαν τα μέλη, το κεφάλι ή τα παιδιά τους που τους πρόδωσαν; Πως όφειλαν γι’ αυτό να συνεχίσουν, έστω με τίμημα την αύξηση της γενικής ντροπής’... H άλλη σφαίρα τον χτύπησε στα πλευρά και τον ανάγκασε να γονατίσει. «Κι ο κόσμος θα ‘μενε για πάντα στιγματισμένος από την ανομία κι από ντροπή; Ήταν τάχα δυνατό στο μέλλον να εξαγοραστούν τα όσα έγιναν, το έγκλημα, η αδικία και η ενοχή, ο άδικος πόνος;». Ποιος όμως θα τολμούσε να σημάνει μια τέτοια ελπιδοφόρα αγγελία, την ώρα που οι σάλπιγγες είχαν πετρώσει σ’ αυτή τη νυχτωμένη χώρα; Στα χείλη του ανέβηκε αίμα. Κάτι μουρμούρισε σαν για δικαιολογία και κύλησε στη λάσπη. Το πρόσωπό του έλαμπε όσο ποτέ. Τότε ψηλά σ’ ένα παράθυρο έγινε φως και μια γαλήνια μορφή στα μαύρα δέσποσε με την απέραντη σκιά της. Ήταν ίσως μια μητέρα.

[38]


[39]


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.