ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
ΕΒΡΑΪΚΩΝ ΟΡΩΝ
Η εκφορά των όρων ακολουθεί τη σύγχρονη εβραϊκή γλώσσα (μοντέρνα εβραϊκά)
στην οποία δεν υφίστανται πλέον τα γράμματα δ και θ (ενώ υπήρχαν παλιά). Η
γραφή τους στα ελληνικά αποδίδεται χωρίς τις παλαιότερες συμβάσεις, όπως, για παράδειγμα, σσ ή σς προκειμένου να υποδηλωθεί το παχύ στην προφορά σίγμα, ή
οι καταλήξεις –ει και –ω για να υποδηλωθεί ο πληθυντικός αριθμός. Στις
χρονολογικές βραχυγραφίες χρησιμοποιούνται οι όροι π.κ.ε (προ κοινής εποχής)
και κ.ε. (κοινής εποχής) στη θέση των π.Χ. και μ.Χ. Ακόμη, παρόλο που στα
εβραϊκά κάθε λέξη με το άρθρο της γράφονται ενιαία, εδώ χρησιμοποιείται η
παύλα για να διαχωρίσει το άρθρο από την κύρια λέξη για εκπαιδευτικούς και
ετυμολογικούς λόγους (π.χ. Ρος α-Σανά [Πρωτοχρονιά] αντί για Ρος Ασανά [που
θα ήταν η πιστή απόδοση]).
[1]
Α
βέλ לֵבֲא (=ο πενθών, πληθ. αβελίμ): Αυτός που πενθεί. Το πένθος κρατάει ένα χρόνο. Πριν την ταφή ο πενθών αποκαλείται ονάν.
Αβελούτ ֲתוּלֵבא (=πένθος): Το έτος του πένθους μετά την ταφή ενός στενού συγγενή. Κατά το διάστημα αυτό οι πενθούντες δεν συμμετέχουν σε γιορτές και
γενικά σε εκδηλώσεις χαράς, ούτε σε τελετές γάμων και μπαρ μιτσβά, εκτός και αν
αυτές είχαν προγραμματιστεί πριν την ημερομηνία του θανάτου. Αβνταλά הֲָּלָּדְבַה (=διαχωρισμός): Ευλογία με κρασί, με μυρωδικά και μ’ ένα αναμμένο κερί που διαβάζεται στο τέλος του Σαββάτου και, σε μια συντομότερη μορφή, στο τέλος κάθε γιορτής. Κατά την προσευχή αυτή αναπέμπονται ευχαριστίες στον Θεό που διαχώρισε το άγιο από το βέβηλο, το φως από το σκοτάδι και το Σάββατο από τις υπόλοιπες μέρες της Δημιουργίας.
Αβραάμ Αβίνου וּניִֽבָּא םָהָרְבַא (=Αβραάμ, ο πατέρας μας): Αβραάμ, ο Πατριάρχης μας. Έτσι αποκαλείται στην εβραϊκή παράδοση ο Αβραάμ προκειμένου να δηλωθεί: 1) ότι είναι ο βιολογικός γεννήτορας των Εβραίων και 2) ο πατέρας του Ιουδαϊσμού, ο πρώτος Εβραίος. Σύμφωνα με τη Βίβλο έζησε εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια και θάφτηκε στο σπήλαιο Μαχπελά Ο βίος του περιγράφεται στη Γένεση (10,27―25,11).
Αγκαντά הָּדָּגַה (=διήγηση, πληθ. αγκαντότ): Έτσι ονομάζεται το γνωμικό και μυθολογικό μέρος της ραβινικής φιλολογίας Πρόκειται για συλλογή νουθεσιών που ενσωματώνει έθιμα, ιστορίες, ηθικές προτροπές, αποφθέγματα, λαϊκές παραδόσεις, θρύλους, αλλά και πρακτικές συμβουλές για κάθε έκφανση της ζωής, από το εμπόριο μέχρι την ιατρική, αποτελώντας μέσο διάδοσης θεμελιωδών νοημάτων, συχνά με αλληγορικό τρόπο, ανεχόμενη εξ’ αυτού ερμηνείες διαφόρων
επιπέδων. Συνοπτικά θα μπορούσε να ειπωθεί πως η αγκαντά είναι η φιλοσοφική, θρησκευτική και ηθική σημασία του ενδεδειγμένου τρόπου συμπεριφοράς.
Αγκαντά του Πέσαχ הָדָגַה ֶׁפ לֶׁש חַס (=διήγηση του Πέσαχ): Το κείμενο που αφηγείται την απελευθέρωση των Εβραίων από την αιγυπτιακή δουλεία και την έξοδό τους από την Αίγυπτο συνοδευόμενο από το τελετουργικό που ακολουθείται κατά την αφήγηση. Διαβάζοντας την Αγκαντά στο τραπέζι του Πέσαχ εκπληρώνεται η γραπτή εντολή σύμφωνα με την οποία κάθε Εβραίος πρέπει να διηγείται στα παιδιά του την ιστορία της απελευθέρωσης από τον ζυγό της
Αιγύπτου (Έξοδος 13,8-11).
Αγκμπαά הֲָּהָּבְֲגֲַה (=ανύψωση): Το έθιμο να σηκώνεται ψηλά ο κύλινδρος της
Τορά, ανοιχτός στο σημείο που διαβάστηκε η περικοπή της ημέρας και να
επιδεικνύεται, με μια πλήρη περιστροφή, στους πιστούς. (Στους Σφαραντίμ η
ανύψωση γίνεται πριν το διάβασμα βασισμένη σε ερμηνεία του Ταλμούντ). Γι’
αυτόν που καλείται να ανυψώσει την Τορά θεωρείται τιμητική πράξη.
[2]
Αζαρότ תוֹרָהְזַה (=προειδοποιήσεις, εν. αζαρά): Τα ποιήματα εκείνα που ψέλνονται στη συναγωγή κατά τη γιορτή του Σαβουότ και μιλούν με έμμετρο τρόπο για τις 613 Μωσαϊκές εντολές (μιτσβότ).
Άιν α-Ρα ֲעֲַרָּהֲןיַע (κακό μάτι): Μάτιασμα, βασκανία. Αναφέρεται αρκετές φορές
στο Ταλμούντ και στα καμπαλιστικά κείμενα. Για την εβραϊκή παράδοση δεν πρόκειται για πρόληψη αλλά για το φυσικό αποτέλεσμα υπερβολικής επίδειξης των ευλογιών ή των αγαθών που έχει κάποιος. Αποτέλεσμα που έρχεται να τον συνετίσει προκειμένου να σταματήσει με την επίδειξή του να τραβάει τη ζηλόφθονη προσοχή των άλλων.
Αλαχά הֲָּכָּלה (=η πεπατημένη, η ενδεδειγμένη πορεία, πληθ. αλαχότ): Είναι το νομικοθρησκευτικό μέρος του Ιουδαϊσμού. Πρόκειται για το σώμα των εβραϊκών θρησκευτικών νόμων όπως προκύπτουν από τον γραπτό και προφορικό Νόμο Πρόκειται δηλαδή για συλλογή κανόνων, νομοθετημάτων και διατάξεων που ρυθμίζουν τον εβραϊκό τρόπο ζωής εμπεριέχοντας όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας: τη γέννηση, τον γάμο, τη χαρά, το εμπόριο, την ηθική, τη θεολογία κ.ά. Εν συντομία θα μπορούσε να ειπωθεί πως η Αλαχά είναι ο τρόπος της συμπεριφοράς και συνίσταται από την πρακτική εφαρμογή των 613 μιτσβότ (Μωσαϊκών εντολών). Προσπάθειες να συγκεντρωθεί το σύνολο των κανόνων αυτών σε ένα περιεκτικό σύστημα, έγιναν από τον Ραμπάμ (Μαϊμονίδη) στο σύγγραμμα Γιάντ Χαζακά, τον Γιάκοβ μπεν Ασέρ στο σύγγραμμα Τουρίμ, και μερικές εκατοντάδες χρόνια μετά, από τον ραβίνο Γιοσέφ Κάρο στο βιβλίο του
Σουλχάν Αρούχ, το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Το τελευταίο θεωρείται μέχρι σήμερα η σημαντικότερη πηγή της Αλαχά.
Αλέινου וּנילָּע (=καθήκον μας): «Είναι καθήκον μας να δοξάζουμε τον Κύριο…». Η προσευχή που λέγεται στο τέλος των τριών καθημερινών λειτουργιών, πριν το
καντίς, στις νεομηνίες και μετά την τελετή περιτομής. Είναι μια από τις σημαντικότερες προσευχές του βιβλίου των Προσευχών. Σύμφωνα με την παράδοση αποδίδεται στον Ιησού του Ναυή μετά που κατέκτησε την Ιεριχώ Ενσωματώθηκε στην καθημερινή λειτουργία από τον 13ο αιώνα.
Αλέλ ללַה (=δοξολογία): Ύμνοι που αποτελούνται από τους ψαλμούς 113-118 και διαβάζονται κατά τη διάρκεια ορισμένων γιορτών του χρόνου.
Αλιγιά הָּיִלֲע (=ανάβαση, πληθ Αλιγιότ): 1) Ο όρος αναφέρεται στο κάλεσμα των πιστών να ανέβουν στο βήμα της συναγωγής προκειμένου να διαβάσουν μέρος από την εβδομαδιαία περικοπή της Τορά. Σύμφωνα με την Καμπαλά όταν ένας Εβραίος ανεβαίνει στο βήμα της Τορά, η ψυχή του ανυψώνεται σε ανώτερο
επίπεδο. 2) Έτσι ονομάζεται καθένα από τα κύματα επανεγκατάστασης των Εβραίων της Διασποράς στο Κράτος του Ισραήλ. Οι παλιννοστούντες «ανεβαίνουν»
γιατί επιστρέφουν στην ιερή Γη της Επαγγελίας.
Αμέν ןֲֵמָּא (=μακάρι, είθε, πράγματι): Λέξη που εκφωνείται από την κοινότητα προς
επικύρωση μιας ευλογίας (ή κατάρας), ή ως απάντηση σε δοξολογία του Θεού.
Απαντάται 14 φορές στην Τορά (Πεντάτευχο) και συνολικά 30 φορές σε όλη τη
[3]
Βίβλο, ως λέξη επιβεβαίωσης και συμφωνίας. Προέρχεται από τις λέξεις μααμίν (πιστεύω) και εμέτ (αλήθεια).
Αμιντά ֶׁהדיִמֱע (=ορθοστασία, πληθ. αμιντότ): Κεντρική προσευχή της ιουδαϊκής λειτουργίας η οποία λέγεται ψιθυριστά στο μέσον κάθε καθημερινής λειτουργίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πιστοί στέκονται όρθιοι με τα πόδια κλειστά σε ένδειξη σεβασμού (ακάθιστος ύμνος). Επειδή περιλαμβάνει δεκαοκτώ ευχές, ονομάζεται και Σμόνε-Εσρέ («18» στα εβραϊκά).
Αμοραΐμ םיִאָרוֹמָא (=σχολιαστές, εν. αμορά): Επιφανείς Εβραίοι δάσκαλοι και λόγιοι που σχολίασαν και ερμήνευσαν τη Μισνά. Διαδοχικές γενιές Αμοραΐμ, συνεχιστές των Ταναΐμ, μέσα σε περίοδο 300 χρόνων (200-500 κ ε.), προσέθεσαν διαδοχικά στρώματα σχολίων σε ήδη ταξινομημένο υλικό μέχρις ότου αυτό πάρει την οριστική μορφή του, περί το τέλος του 5ου αιώνα κ ε , με τη μορφή του Ταλμούντ. Οι Αμοραΐμ ήταν άνθρωποι εκπαιδευμένοι σε τεχνικές απομνημόνευσης, ικανοί να μεταφράζουν αυτοστιγμεί από την εβραϊκή στην αραμαϊκή και να ερμηνεύουν τη Μισνά Και τα δυο Ταλμουντίμ συμπληρώνονται από τις ερμηνείες, τις συζητήσεις, τα σχόλια και τις κρίσεις αυτών, το έργο των οποίων απαρτίζει τις Γκεμαρότ
Αμούντ דוּמַּע: Αναλόγιο που απαντάται σε μερικές συναγωγές και από το οποίο ο χαζάν (ψάλτης) αναπέμπει τις ψαλμωδίες. Το κύριο βάθρο από το οποίο διαβάζεται η Τορά ονομάζεται Μπιμά ή Τεβά (για τους Σφαραντίμ).
Ανινούτ תונינע: Η περίοδος του θρήνου μεταξύ θανάτου και κηδείας κατά την
οποία οι πενθούντες τελούν υπό έντονη συναισθηματική φόρτιση προσπαθώντας
να συνειδητοποιήσουν την πρόσφατη απώλεια. Κατά την περίοδο αυτή
απαλλάσσονται των ενεργητικών θρησκευτικών τους καθηκόντων (προσευχές κ.ά.) προκειμένου να ασχοληθούν απερίσπαστοι με την προετοιμασία της κηδείας, εντούτοις είναι υποχρεωμένοι να τηρούν τις παθητικές εντολές (π.χ. τη μη καταστρατήγηση του Σαββάτου). Μετά την ταφή ξεκινάει η περίοδος αβελούτ
Ανσέι Κνέσετ α-Γκντολά ְגַה תֶׁסֶׁנְכ יֵׁשְנַא הָלוֹד : Τα μέλη της Μεγάλης Συνέλευσης (γνωστή και ως Μεγάλη Συναγωγή ή Σύνοδος). Πρόκειται για συνέλευση νομοθετών από 120 περίπου σοφούς, που ιδρύθηκε από τον Εσδρά και έδρασε στην Ιερουσαλήμ μετά την Περσική περίοδο της εβραϊκής Ιστορίας, μεταξύ 500300 π.κ.ε. Κατά την παράδοση παρέλαβαν την Τορά από τους Προφήτες. Τα μέλη της ασχολήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τον κανόνα της Βίβλου υιοθετώντας πολλά βιβλία (Εζεκίας, Δανιήλ, Εσθήρ και Ελάσσονες Προφήτες). Επίσης, καθιέρωσαν τον σκελετό του τελετουργικού της Συναγωγής και επέλεξαν τις βασικές προσευχές και ευλογίες των λειτουργιών. Ένα από τα έργα τους ήταν και η προστασία της καθαρότητας της εβραϊκής γλώσσας στις προσευχές από την παρείσφρηση των τοπικών γλωσσών
Αντάμ םָּדָּא: (=άνθρωπος, ανθρωπότητα). Αδάμ (Γένεσις 2,22). Έτσι αποκαλείται ο βιβλικός πρωτόπλαστος και γενάρχης του ανθρώπινου γένους που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού (Γένεσις 1,26-27). Έχει κοινή ρίζα με τη
[4]
λέξη αντόμ (=κόκκινος) δηλαδή το χρώμα του πηλού από τον οποίο πλάστηκε (Γένεσις 2,7) Κατά το Ταλμούντ η λέξη εμπεριέχει τρεις έννοιες, από τα τρία γράμματα που την αποτελούν: Άλεφ: Ανταμά = γη, Ντάλετ: Νταμ = αίμα, και Μεμ: Μαρά = απείθεια. Η Καμπαλά τον αποκαλεί α-Αντάμ α-Ρισόν (αρχικό άνθρωπο) και θεωρεί ότι περιείχε εντός του όλες τις μελλοντικές ανθρώπινες ψυχές πριν υποπέσει στο προπατορικό αμάρτημα.
Αντασίμ םיִסַדֲה : Κλαδιά μυρτιάς που χρησιμοποιούνται στη γιορτή του Σουκότ. βλ. Άρμπαά μινίμ.
Αντλακάτ α-Νερότ ַקָלְדַהת תוֹרֵׁנַה (=άναμμα των κεριών): Τελετή που κάνει η
νοικοκυρά την παραμονή του Σαββάτου και τις γιορτές. Το έθιμο του ανάμματος δυο κεριών έχει τη βάση του στις δυο λέξεις «θυμήσου» και «τήρησε» που συνοδεύουν την εντολή του Σαββάτου στα βιβλία Έξοδος (20,8) και Δευτερονόμιο (5,12).
Αντόν Ολάμ םָּלוֹע ןוֹדֲא (=Κύριος του Κόσμου): Ένας από τους δημοφιλέστερους ύμνους, γραμμένος σε οκτασύλλαβο στίχο, που αποτελεί μέρος των καθημερινών λειτουργιών από τον 15ο αιώνα Περιέχει την εβραϊκή πίστη σ’ έναν Θεό που έπλασε από την αρχή όλα τα πράγματα και που φροντίζει χωριστά για κάθε άνθρωπο.
Αντονάι יָּנֹדֲא (=Κύριός μου, Βασιλιάς μου): Λέξη που αναφέρεται στον Θεό και χρησιμοποιείται αντί του ιερού τετραγράμματου ονόματος Γιοβά (Γιαχβέ), θεωρούμενη ότι εμπνέει ίσο θρησκευτικό σεβασμό σε βαθμό ώστε να μην προφέρεται σε κάθε περίσταση και γίνεται κατάχρηση αλλά να αντικαθίσταται από συνώνυμά της.
Αντοσέμ םֵׁשוּדֲא (=το όνομα του Κυρίου): Υποκατάστατο προκειμένου να λέγεται και να γράφεται η λέξη Θεός.
Αραβότ ַתוּב ְרַע (εν αραβά): Κλαδιά ιτιάς που χρησιμοποιούνται στη γιορτή του
Σουκότ. βλ. Αρμπαά μινίμ.
Αρβίτ תיבְרַע: Η καθημερινή βραδινή λειτουργία που αποκαλείται και Μααρίβ. Η
πρωινή ονομάζεται Σαχαρίτ και η απογευματινή Μινχά.
Άρμπα Κανφότ ָנְכ עַבְרַא תוֹפ (=τέσσερις γωνίες): Ο όρος αναφέρεται στις τέσσερις γωνίες με κρόσσια στο ειδικό εσωτερικό ένδυμα που φοράνε οι θρήσκοι, το ταλίτ
κατάν (Δευτερονόμιο 22,12).
Άρμπα Κοσότ תוֹסוֹכ עַבְרַא (=τέσσερα ποτήρια): Πρόκειται για τα τέσσερα ποτήρια
κρασί που πρέπει να πιεί καθένας που παρευρίσκεται στο σέντερ Πέσαχ. Σύμφωνα
με την ερμηνεία των ραβίνων τα τέσσερα ποτήρια αντιστοιχούν στα τέσσερα
ρήματα που είπε ο Θεός στον Μωυσή πριν ελευθερώσει τους Ισραηλίτες από την
[5]
Αίγυπτο: «Θα σας απαλλάξω από τη σκλαβιά Θα σας λυτρώσω… Θα σας ελευθερώσω… Θα σας κάνω λαό μου…» (Έξοδος 6,6-8)
Άρμπαά μινίμ מיִניִם עַב ְרַא (=τέσσερα είδη): Φρούτα και κλαδιά που χρησιμοποιούνται για να εκπληρωθεί η εντολή «Αγαλλιάσθε πριν τον Κύριο» κατά τη γιορτή του Σουκότ. Αυτά είναι: ένα κλαδί φοινικιάς, τρία κλαδιά μυρτιάς, δυο κλαδιά ιτιάς και ένα κίτρο Τα τέσσερα είδη δημιουργούν ένα μάτσο που ονομάζεται λουλάβ.
Αρόν α-Κόντες שדׄקה ןוֹרָא (=η Αγία Κιβωτός): Η Κιβωτός της Διαθήκης ή Κιβωτός της Σκηνής του Μαρτυρίου. Πρόκειται για το ιερότατο λατρευτικό σκεύος της
Βίβλου εντός του οποίου φυλάσσονταν οι πλάκες του Νόμου του Μωυσή με τις
Δέκα Εντολές (σκευοθήκη φύλαξης του Δεκαλόγου). Αρχικά βρισκόταν στα Άγια
των Αγίων (Κόντες α-Κοντασίμ) της Σκηνής του Μαρτυρίου και στη συνέχεια στον Ναό του Σολομώντα. Κατά τη ραβινική παράδοση όταν ο πρώτος Ναός καταστράφηκε (587 π.κ ε.), την Κιβωτό έκρυψε ο Ιερεμίας (ή κατ’ άλλους μεταφέρθηκε στη Βαβυλώνα) και δεν ξαναβρέθηκε. Έκτοτε, ομοίωμά της υπάρχει σε όλες τις συναγωγές του κόσμου με τη μορφή διακοσμημένου ερμαρίου, μέσα στο οποίο φυλάγονται οι κύλινδροι της Τορά και το οποίο βρίσκεται πάντα στον ανατολικό τοίχο, προσανατολισμένο δηλαδή προς την Ιερουσαλήμ. Οι Σεφαραδίτες και οι Ρωμανιώτες το ονομάζουν Εχάλ Η πόρτα του καλύπτεται από κεντητό παραπέτασμα που ονομάζεται παρόχετ.
α-Σεμ םֵׁשַה (=Το Όνομα): Μια από τις προσφωνήσεις του Θεού.
Ασέρετ Γιεμέι Τεσουβά הָבוּשְת יֵׁמְי תֶׁרֶׁשֲע (=δέκα μέρες της μεταμέλειας):
Πρόκειται για τις μέρες που μεσολαβούν από την πρώτη ως τις δέκα του μηνός
Τισρί, δηλαδή από το Ρος α-Σανά (Πρωτοχρονιά) η οποία εγκαινιάζει δεκαήμερη
περίοδο μεταμέλειας που κορυφώνεται το Γιόμ Κιπούρ. Ονομάζονται και Γιαμίμ Νοραΐμ (Ημέρες Δέους).
Ασέρετ α-Ντιβρότ תוֹרְבִדַה תֶׁרֶׁשֲע (=Δέκα Εντολές): Κατάλογος δέκα ηθικών
εντολών χαραγμένες σε δύο πέτρινες πλάκες και από τις δυο πλευρές, οι οποίες, σύμφωνα με τη Βίβλο, δόθηκαν στον Μωυσή από τον Θεό στο όρος Σινά (Έξοδος 24,12), δυο φορές (Έξοδος 34, 1-29) Οι εντολές αυτές αποτέλεσαν τη βάση ενός κώδικα ηθικής και ταυτόχρονα τη βάση της ιουδαϊκής θρησκείας καθώς και της
πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Ασκαβά הֲָּבֲָּכְשַא (πληθ. ασκαβότ): Μνημόσυνο.
Ασκεναζίμ םיִזַנְּכ ְּשַא (εν. Ασκεναζί Εσκεναζί): Ονομασία των Εβραίων της
Γερμανίας, της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και των απογόνων τους που ζουν σε άλλες περιοχές του κόσμου. Ο όρος προέρχεται από τη Βίβλο και αφορά έναν από τους απόγονους του Ιάφεθ, γιου του Νώε, από τους οποίους προήλθαν
διάφοροι λαοί σε διάφορες χώρες ο καθένας με την ιδιαίτερη γλώσσα του και τη
φυλή του και διαφοροποιήθηκαν σε έθνη (Γένεσις 10,3-6) Ασκενάζ είναι το
[6]
όνομα της Γερμανίας. Μέχρι τον 20ό αιώνα οι Ασκεναζίμ είχαν ως γλώσσα τα γίντις Στην Ελλάδα αποκαλούνται Ασκεναζίτες (εν. Ασκενάζι) Αφικομάν ןָמוֹקיִפֲא (=επιδόρπιο): Ένα κομμάτι ματσά που κρύβεται από τους γονείς πριν από το σέντερ Πέσαχ για να το βρουν τα παιδιά και να φαγωθεί στο τέλος του δείπνου όποιο το βρει ανταμείβεται με δώρα. Αυτό γίνεται για να παραμένει έντονο το ενδιαφέρον των παιδιών ως το τέλος της τελετής άλλωστε όλη η ιεροτελεστία γίνεται για αυτά Η ονομασία προέρχεται από την ελληνική λέξη «επίκομον» ή «επικόμιον» (επί-κομός) που σημαίνει αυτό που έρχεται μετά, το επιδόρπιο.
Αφταρά ה ָרָטְפַה (=επίλογος): Απόσπασμα από τα βιβλία των Προφητών που
διαβάζεται το Σάββατο, τις γιορτές και τις μέρες νηστείας, στη συναγωγή μετά την ανάγνωση της εβδομαδιαίας περικοπής της Τορά και που συνήθως (αλλά όχι πάντα) έχει σχέση με αυτήν. Λέγεται ότι η ανάγνωση αυτών των αποσπασμάτων ήταν η εβραϊκή απάντηση στην απαγόρευση ανάγνωσης της Τορά την εποχή του Αντίοχου του Επιφανούς. Στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στην «ουρά» των περικοπών. Η αφταρά διαβάζεται από τον τελευταίο που έχει κληθεί στην μπιμά για να διαβάσει μέσα από την Τορά και αποκαλείται μαφτίρ.
Αχαρονίμ םיִנוֹרֲחַא (=τελευταίοι): Όρος που αναφέρεται για να περιγράψει την
νεότερη γενιά ηγετικών μορφών ραβίνων που ξεκινάει μετά τη συγγραφή του
Σουλχάν Αρούχ το 1563 κ.ε. και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Οι Αχαρονίμ
διαδέχτηκαν τους Ρισονίμ (= πρώτοι).
Αχνασάτ Ορχίμ וֹא תַסָנְכַה םיִחְר (=φιλοξενία στον οδοιπόρο, στον ξένο): Πρόκειται
για μια από τις ύψιστες μιτσβότ (εντολές) που απαντάται πολύ νωρίς στις Γραφές
όταν ο Αβραάμ, παρόλο που είχε πολλούς υπηρέτες, αναλαμβάνει να πάει ο ίδιος
να διαλέξει ένα πρόβατο από το κοπάδι προκειμένου να προσφέρει γεύμα στους
τρεις αγγέλους που του παρουσιάστηκαν με τη μορφή οδοιπόρων (Γένεσις 18,18).
Β
αγικρά אָּרְּקִיַו (=Και κάλεσε): Το τρίτο βιβλίο της γραπτής Τορά (Πεντάτευχος)
που φέρει τον τίτλο από την πρώτη λέξη του κειμένου του: «Βαγικρά». Σύμφωνα
με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’) τιτλοφορείται Λευϊτικόν, επειδή
στο μεγαλύτερο μέρος του περιέχει τελετουργικές διατάξεις, την ευθύνη της
τήρησης των οποίων είχε το προερχόμενο από τη φυλή Λευί ιερατείο. Η αρχική ονομασία του βιβλίου ήταν Τοράτ Κοανίμ (Νόμος Ιερέων).
Βικούαχ ַחוּכִו (=λογομαχία, πληθ. βικουχίμ): Έτσι ονομάζονται οι θεολογικές συζητήσεις μεταξύ των Ιουδαίων διδασκάλων και αλλοεθνών σοφών που πότε είχαν απολογητικό και πότε πολεμικό χαρακτήρα. Από την ταλμουδική και τη μιντρασική φιλολογία γνωρίζουμε πως οι μεν Ταναΐμ (0-200 κ.ε.) συνδιαλέγονταν με επιφανείς Έλληνες και Ρωμαίους αλλά και γνωστικούς, ενώ οι Αμοραΐμ (200500 κ.ε.) συζητούσαν με χριστιανούς και ιουδαιοχριστιανούς. Συχνά μεταξύ των αντιπάλων, τα επιχειρήματα των οποίων είχαν να αντιμετωπίσουν οι Ιουδαίοι
[7]
δάσκαλοι, βρίσκονταν και Εβραίοι ελευθεριάζοντες τους οποίους οι ραβίνοι αποκαλούσαν Απικορσίν (Επικούρειους) Βιντούι יוּדִו (=παραδοχή, εξομολόγηση): Η παραδοχή των αμαρτημάτων που είναι το πρώτο απαραίτητο βήμα για τη λύτρωση απ’ αυτά και το κυριότερο χαρακτηριστικό της λειτουργίας του Γιόμ Κιπούρ Στην εβραϊκή θρησκεία η εξομολόγηση των αμαρτημάτων γίνεται απευθείας στον Θεό χωρίς τη διαμεσολάβηση άλλου προσώπου.
Γ
εσιβά הָבי ִשְי (=συνεδρίαση, πληθ. γεσιβότ): Θρησκευτικό σπουδαστήριο όπου τα αγόρια μελετούν τα ιερά κείμενα, και ειδικότερα την Τορά (γραπτή και προφορική), το Ταλμούντ και την Αλαχά Χαρακτηριστικό γνώρισμα των γεσιβότ είναι το σύστημα μελέτης που ονομάζεται χεβρούτα (παρεΐστικο). Σ’ αυτό, η εργασία γίνεται διαλεκτικά ανά ζεύγη συμμαθητών, με τρόπο που φωτίζει από διαφορετικές πλευρές τη σημασία τού υπό μελέτη κειμένου. Ο όρος «γεσιβά» αφορά έναν ολόκληρο κόσμο διακριτό από τον χασιδισμό, που περιλαμβάνει τις διάφορες σχολές διδασκαλίας του Ιουδαϊσμού και τους κυριότερους δασκάλους, μαθητές και ερμηνευτές του. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «καθήμενος» εννοώντας την καθιστή παρακολούθηση των μαθημάτων στους οίκους διδασκαλίας.
Γέτσερ α-Ρα עַרַה רֶׁצֵׁי (=το κακό μέσα σου): Η εγγενής ροπή προς το κακό που
παραβιάζει το θέλημα του Θεού. Η έκφραση προέρχεται από το βιβλίο της Γένεσης (6,5 & 8,21)
Γέτσερ α-Τοβ בוּטַה רֶׁצֵׁי (=το καλό μέσα σου): Οι καλές κλίσεις, δηλαδή η έφεση του πειθαρχημένου χαρακτήρα του ενάρετου ανθρώπου προς το καλό.
Γιαμίμ םיִמָי (=μέρες): Οι μέρες της εβδομάδας οι οποίες, σε ανάμνηση των
ημερών της Δημιουργίας, είναι αριθμητικές δηλ. Πρώτη (Ρισόν), Δευτέρα (Σενί), Τρίτη (Σλισί), Τετάρτη (Ρεβιί), Πέμπτη (Χαμισί), Έκτη (Σισί), πλην του Σαββάτου (Σαμπάτ) που φέρει ονομασία (η οποία σημαίνει «αργία») και είναι ημέρα ανάπαυσης.
Γιαμίμ Νοραΐμ םיִאָרוֹנ םיִמָי (Ημέρες Δέους): Πρόκειται για τις μέρες που ξεκινάνε με την εορτή του Ρος α-Σανά (Πρωτοχρονιά) και καταλήγουν σ’ αυτή του Γιόμ Κιπούρ (Ημέρα Εξιλασμού). Ονομάζονται έτσι διότι είναι μέρες περισυλλογής και προσευχής, κατά τις οποίες οι πιστοί δέονται προς τον Θεό για να συγχωρήσει τα
αμαρτήματα που διέπραξαν κατά την απερχόμενη χρονιά. Η ονομασία αυτή δεν συναντιέται ούτε στη Βίβλο ούτε στο Ταλμούντ, αλλά πρόκειται για μεσαιωνική επινόηση η οποία αντικατοπτρίζει την αλλαγή διάθεσης από τη χαρούμενη γιορτή της Πρωτοχρονιάς στην πιο συγκρατημένη μέρα περισυλλογής, νηστείας και μετάνοιας του Γιόμ Κιπούρ. Άλλη ονομασία τους είναι Ασέρετ Γιεμέι Τεσουβά (δέκα ημέρες μεταμέλειας).
[8]
Γιάντ דָּי (=χέρι): Ο μεταλλικός δείκτης που χρησιμοποιεί όποιος διαβάζει τον κύλινδρο της Τορά ώστε να μην αγγίζει με το χέρι του την περγαμηνή με το ιερό κείμενο.
Γιάντ βα-Σεμ םֵׁשָו דָי (=μνημείο με το όνομα): Το Μουσείο και Κέντρο έρευνας του Ολοκαυτώματος, που ιδρύθηκε το 1953 στην Ιερουσαλήμ. Η ονομασία προέρχεται από μια στροφή από το βιβλίο του Ησαΐα: «Μες στο ναό μου και στα τείχη μου θα τους δώσω μνημείο με το όνομά τους, ώστε να τους θυμούνται περισσότερο απ’ αυτούς που έχουν γιούς και θυγατέρες» (Ησαΐας 56,5). Δίνοντας αυτό το όνομα, εκπληρώνεται η ιδέα της ύπαρξης ενός εθνικού χώρου στον οποίο θα υπάρχουν όλα τα ονόματα αυτών που χάθηκαν και δεν έχουν κανένα απόγονο να φέρει το όνομά τους μετά τον θάνατό τους Μετά το Δυτικό Τείχος, το Γιάντ βα-Σεμ είναι ο
δεύτερος τόπος που επισκέπτονται περισσότερο οι τουρίστες στο Ισραήλ.
Γιάντ α-Χαζακά הָקָזֲחַה דָי (χείρα κραταιά): Πρόκειται για τον δεύτερο τίτλο της
Μισνέ Τορά, τον μεγάλο ταλμουδικό κώδικα του Μαϊμονίδη που συντάχθηκε σε
δεκατέσσερα βιβλία. Επειδή ο αριθμός δεκατέσσερα είναι η αριθμητική αξία της
εβραϊκής λέξης γιάντ (χέρι) γι’ αυτό και το έργο ονομάσθηκε και α-Γιάντ α-Χαζακά αντλώντας την ονομασία του από 5ο βιβλίο της Τορά (Δευτερονόμιο 6,21)
Γιγκντάλ לָּדְּגִי (=Θα μεγεθύνει): Ύμνος που ψέλνεται κατά την έναρξη της
πρωινής και στο κλείσιμο της βραδινής λειτουργίας. Την ποιητική απόδοση έκανε ο
Ραβί Ντανιέλ μπεν Γιεούντα τον 14ο αιώνα και αποτελείται από δεκατρείς γραμμές
στις οποίες συνοψίζονται οι δεκατρείς αρχές της εβραϊκής πίστης όπως τις
διατύπωσε ο Μαϊμονίδης στα σχόλιά του για τη Μισνά. Στο βιβλίο των Προσευχών
των Σφαραντίμ έχει προστεθεί και δέκατη τέταρτη γραμμή η οποία λέει: Αυτές οι δεκατρείς αρχές είναι το θεμέλιο της πίστης στον Θεό και την Τορά.
Γιοβά הָוהְי: Γιαχβέ Το τετραγράμματο άφατο όνομα του Θεού το οποίο ίδιος αποκάλυψε για πρώτη φορά στον Μωυσή (Έξοδος 3,14). Σύμφωνα με την τρίτη εντολή, οι Εβραίοι απαγορεύεται να προφέρουν μάταια το όνομα του Θεού. Μόνον
ο αρχιερέας πρόφερε το ιερό όνομα την ημέρα του Κιπούρ και οι ιερείς όποτε ευλογούσαν τον Ναό. Όμως, κατά την εβραϊκή παράδοση, μετά τον θάνατο του αρχιερέα Σιμόν α-Τσαντίκ (Σίμωνα του Δικαίου) οι ιερείς έπαψαν να θυμούνται το
όνομα και περί τα τέλη του Δεύτερου Ναού, ο ορθός τρόπος προφοράς του ξεχάσθηκε και από τον Αρχιερέα. [Στην εβραϊκή γραφή υπάρχουν μόνο σύμφωνα με συνέπεια όποιος δεν γνωρίζει εκ προοιμίου μια λέξη να μην είναι εύκολο να τη διαβάσει γιατί οι συνδυασμοί που προκύπτουν από το σύνολο των φωνηέντων
είναι πολλοί. Γι’ αυτό και η σημερινή απόδοση Γιοβά είναι (πιθανή μεν, αλλά)
εικασία]. Ετυμολογικά, η εβραϊκή παράδοση διακρίνει στο τετραγράμματο τα σύμφωνα που αποτελούν τους τρεις χρόνους, παρατατικό, ενεστώτα και μέλλοντα του ρήματος «είμαι», δηλαδή: ήταν, είναι, θα είναι. Ο Ην, ο Ων και ο Εσόμενος δηλαδή, συμβολίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αιωνιότητα και την ισχύ του Πλάστη.
Γιοβέλ לֵׁבי (=κριάρι): Ιωβηλαίο έτος. Κάθε πεντηκοστό έτος σύμφωνα με τη
Βίβλο (Λευιτικό 25, 8-17) ήταν έτος αγρανάπαυσης, ελευθερώνονταν οι δούλοι και
[9]
η γη επιστρεφόταν στους παλιούς ιδιοκτήτες της. Με τον τρόπο αυτό περιοριζόταν
η απληστία των ισχυρών και εξομαλύνονταν οι κοινωνικές αντιθέσεις ώστε όλοι οι Ισραηλίτες να απολαμβάνουν τα αγαθά της γης που τους χάρισε ο Θεός. Πήρε αυτή την ονομασία γιατί με το κέρας του κριαριού (σοφάρ) σάλπιζαν την έναρξη της ιερής αυτής χρονιάς.
Γιομ Κιπούρ רוּפִכ םוֹי : Η Ημέρα του Εξιλασμού. βλ. Κιπούρ
Γιομ Τοβ בוֹט םוֹי (=καλή μέρα): Η ονομασία αυτή δίδεται σε μέρες βιβλικών
εορτών, μερικές από τις οποίες είναι αργίες. Η Τορά συχνά αναφέρει ότι οι πιστοί πρέπει να αγαλλιούν με κάθε ευκαιρία γιορτής (Δευτερονόμιο 12,18 – 14,26 –16,11 & 14 – 26,11 – 27,7)
Γιομά אָמוֹי (=μέρα, στα αραμαϊκά): Ονομασία της Μεγάλης Ημέρας που δεν είναι άλλη από την Ημέρα του Εξιλασμού. Πρόκειται για πραγματεία του Ταλμούντ, που ασχολείται με τους νόμους οι οποίοι διέπουν το Γιόμ Κιπούρ
Γκαλούτ תוּלָג (εξορία, διασπορά): Η εκδίωξη του εβραϊκού λαού από τη χώρα του, τη Γη του Ισραήλ, και η διασπορά του σε ξένες χώρες για δυο περίπου χιλιετίες.
Στη Βίβλο, η εξορία μνημονεύεται ως η εσχάτη των ποινών που απειλούν τον λαό του Ισραήλ αν δεν τηρήσει τις εντολές του Θεού. Εντούτοις, υπάρχει και η υπόσχεση της επιστροφής στην πατρογονική γη αν επανέλθει στον σωστό δρόμο.
Γκαμπάι יאַבַג (=έφορος, εισπράκτορας): Επιστάτης της συναγωγής που δεν
προέρχεται από το ιερατείο (λαϊκός) και έχει καθήκοντα που συναρτώνται με το
διάβασμα της Τορά, την ύπαρξη των αναγκαίων για τις τελετές και γενικά την
επίλυση των πρακτικών θεμάτων που αφορούν τις θρησκευτικές λειτουργίες.
Συνώνυμη είναι η λέξη σαμάς
Γκαν Έντεν ןֶׁדֵׁע-ןַג : Ο κήπος της Εδέμ, ο Παράδεισος. Σύμφωνα με την εβραϊκή
παράδοση υπάρχει ένας ουράνιος κι ένας επίγειος κήπος, με τον δεύτερο να είναι
ένα απλό αντίγραφο του ανυπέρβλητου επουράνιου.
Γκαόν ןוֹאָג (=διάνοια, εξοχότης, πληθ. Γκεονίμ): Τιμητικός τίτλος των επικεφαλής των ακαδημιών της Σούρα και Πουμπεντίτα (Βαβυλωνία), κατά τη μεταταλμουδική περίοδο, από τον 7ο μέχρι τον 11ο αιώνα (625-1050 κ ε ) Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Βαβυλωνιακό Ταλμούντ κατέστη το κατ’ εξοχήν κείμενο αναφοράς για κάθε Ιουδαίο πιστό. Οι Γκεονίμ θεωρούνταν οι πνευματικοί ηγέτες της εβραϊκής διασποράς και δια της αποστολής απαντητικών επιστολών (ρεσπόνσα) στις κατά τόπους κοινότητες επέλυαν θρησκευτικά και κοινωνικά ερωτήματα αποσαφηνίζοντας δυσνόητα σημεία. Ο θεσμός των Γκεονίμ διήρκεσε
500 έτη και άρχισε να φθίνει με την παρακμή αυτών των εβραϊκών κέντρων που συνέπεσε με την άνοδο των Σελτζούκων Τούρκων (1076). βλ. Ρεσπόνσα
Γκεενά (αραμ.) אָנַהִג Γκεϊνόμ םוּנֲהַג (εβρ.): Γέενα. Καθαρτήριο Τόπος που προσδιορίζεται από την απομάκρυνσή του από τον Θεό και στον οποίο πηγαίνουν
[10]
οι αμαρτωλές ψυχές προκειμένου να εξαγνιστούν. Σύμφωνα με το Ταλμούντ η κάθαρση διαρκεί πολλές γενιές ενώ η Καμπαλά υποστηρίζει ότι η διάρκεια της κάθαρσης δεν ξεπερνά τους δώδεκα μήνες. Το όνομα προέρχεται από κοιλάδα της αρχαίας Ιερουσαλήμ, η οποία κατά τους παλιούς χρόνους υπήρξε τόπος θανατικών εκτελέσεων και σκουπιδότοπος της πόλης.
Γκεμαρά: βλ. Γκμαρά
Γκετ טֵׁג (=διαζύγιο, πληθ γκιτίν): Το έγγραφο του διαζυγίου (σε χειρόγραφη μορφή), που σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο είναι απαραίτητο να παραδώσει ο
άντρας στη γυναίκα του προκειμένου να είναι έγκυρο το διαζύγιο.
Γκιμάτρια ִגְטַמי הָיִר : Είναι η μέθοδος καταγραφής της αριθμητικής αξίας μιας λέξης και η σύνδεσή της με οποιαδήποτε άλλη λέξη με την ίδια αξία, προκειμένου να τις ερμηνεύσει ενιαία. Ετυμολογικά, κατά μια εκδοχή, προέρχεται από την ελληνική λέξη «γεωμετρία», ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως προέρχεται από την ελληνική
λέξη «γραμματεία» (γνώση της γραφής).
Γκλιλά הָליִלְג (=τύλιγμα κυλίνδρου): Η τελετή του τυλίγματος ενός υφάσματος και δεσίματός του γύρω από τους κυλίνδρους της Τορά μετά το διάβασμά της. Αυτός
που αναλαμβάνει τον τιμητικό αυτόν ρόλο ονομάζεται γκολέλ
Γκμαρά א ָרָמְג (=τελείωση, ολοκλήρωση): Γκεμαρά. Δομικό στοιχείο του Ταλμούντ
που περιέχει αναλύσεις και ερμηνείες πάνω στη Μισνά κυρίως στα αραμαϊκά
προκειμένου να ερευνηθούν τα βάθη της μέσα από συζητήσεις επιφανών ραβίνων
δασκάλων και λογίων που ονομάζονταν Αμοραΐμ (διάδοχοι των Ταναΐμ) Οι
Αμοραΐμ στη διδασκαλία τους συχνά χρησιμοποιούν τους λόγους των Ταναΐμ που δεν συμπεριλήφθηκαν στη Μισνά που κατέγραψε ο Γεουντά α-Νασί Αυτοί οι λόγοι που έμειναν απ’ έξω και που ονομάζονται μπαραϊτότ αντιπαραβάλλονται προς τη Μισνά και την πλουτίζουν, τη φωτίζουν, ανοίγοντάς της νέους ορίζοντες. Το έργο
των Αμοραΐμ παίρνει την οριστική γραπτή μορφή του 300 χρόνια αργότερα από τη
Μισνά, προς το τέλος του 5ου αιώνα, λαμβάνει το όνομα Γκμαρά και έκτοτε αποτελεί το σχολιαστικό δεύτερο και αναπόσπαστο μέρος, το οποίο μαζί με τη Μισνά συναπαρτίζει το Ταλμούντ. Υπάρχουν δυο Γκμαρότ: η Γκμαρά Γερουσαλμί (της Ιερουσαλήμ), που είναι το αποτέλεσμα της εργασίας των ραβινικών ακαδημιών της Ιουδαίας γραμμένη στη δυτική αραμαϊκή γλώσσα, και η Γκμαρά Μπαλβί (της Βαβυλώνας), που αντιπροσωπεύει τη δραστηριότητα ονομαστών ακαδημιών της Μεσοποταμίας και είναι γραμμένη στην ανατολική αραμαϊκή γλώσσα που μοιάζει πολύ με την εβραϊκή. Η Γκμαρά της Βαβυλώνας καταγράφηκε από τους Ραβ Ασί (352-427 κ.ε.) και τον μαθητή του Ραβ Ραβινά (π.420).
Γκμιλούτ Χασαντίμ םיִדָסֲח תוּליִמְג (=εκτέλεση καλών πράξεων): Μια αρετή που περικλείει κάθε είδους βοήθεια: επίσκεψη σε πάσχοντες, παρηγοριά σε πενθούντες, ελεημοσύνη σε φτωχούς, συνοδεία νεκρών στον τάφο κ.ά. Η Μισνά την κατατάσσει ανάμεσα σ’ αυτά για τα οποία δεν έχει προβλεφθεί κανένα όριο στην Τορά.
[11]
Γκνιζά הָזיִנְג (=κρύπτη, αποθήκη, πληθ γκνιζότ): Γκενιζά. Ιερό σκευοφυλάκιο για βιβλία. Πρόκειται για κρύπτη, συνήθως στη Συναγωγή, στην οποία αποτίθενται προσωρινά φθαρμένα ιερά βιβλία, έγγραφα θρησκευτικού περιεχομένου και λειτουργικά αντικείμενα, επειδή απαγορεύεται η καταστροφή τους λόγω της ιερότητάς τους Από καιρό σε καιρό, όταν συγκεντρώνονται πολλά, θάβονται στο νεκροταφείο στο πλαίσιο ειδικής τελετής.
Γκόι יוֹג (=έθνος, πληθ. Γκοΐμ): Βιβλικός όρος για τα έθνη συμπεριλαμβανομένου του έθνους του Ισραήλ. Αργότερα απέκτησε τη σημασία του Εθνικού, δηλαδή του μη Εβραίου, του αλλοεθνή, και κάποιες φορές χρησιμοποιείται μειωτικά (όπως το «πας μη Έλλην, βάρβαρος»).
Γκολέλ לֵׁלוֹג (αυτός που τυλίγει την Τορά): Το τιμώμενο πρόσωπο που τυλίγει την Τορά βλ. Γκλιλά
Γκομέλ ή Μπιρκάτ α-Γκομέλ ַהֵׁמוֹגל ִבְר תַכ (=ευλογία για τη διάσωση): Ειδική ευλογία που απαγγέλλει δημόσια στη συναγωγή κάθε πιστός που γλίτωσε κάποιον από τους τέσσερις μεγάλους κινδύνους όπως αυτοί αναφέρονται στους Ψαλμούς
107: αρρώστια, επιστροφή από μεγάλο ταξίδι διασχίζοντας ωκεανό ή έρημο, απελευθέρωση από άδικη φυλάκιση. Από τους Ψαλμούς φαίνεται να δόθηκε και η αφορμή της καθιέρωσης του εθίμου.
Έ
ιν Σοφ ףוֹס ןיֵׁא (=χωρίς τέλος, άπειρο): Προσωνυμία της Καμπαλά για τον προ της Δημιουργίας του κόσμου Θεό. Ο κρυφός Θεός που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός, να περιγραφεί ή να προσεγγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο. Η ύπαρξη και η φύση του μπορεί μόνο να υποτεθεί μέσα από τις εκπορεύσεις και τα σύμβολά του στον
κόσμο μας. Κατά το Ζοχάρ είναι η άνευ τέλους αρχή. Είναι η αρχική αυτοτελής
αιτία που επεκτείνεται παντού και πληροί τα πάντα και διατηρεί και συντηρεί τα
ανώτατα και κατώτατα όντα, μη επιδεχόμενη καμία μορφή ή σχήμα ή νοερή
αναπαράσταση. Είναι το αυθύπαρκτο Ον που δημιούργησε τα σύμπαντα Προ της Δημιουργίας ήταν το πλήρωμα των πάντων, χωρίς τίποτα να υπάρχει εκτός αυτού, αλλά στη συνέχεια περιορίστηκε χάριν της δημιουργίας των όντων.
Ελ לֵׁא (πληθ. Ελίμ): Θεός. Παραλλαγές της ίδιας λέξης είναι: Ελοΐμ (Θεός), Ελί (Θεέ μου), Ελοένου (Θεέ μας), Ελοά, Ελοάι (=Θεοί μου).
Ελ Σαντάι לֵׁא ַשיַד (=Θεός Παντοδύναμος): Η ονομασία του Θεού με την οποία αποκαλύφθηκε στον Αβραάμ (Έξοδος 6,3). Αυτό το όνομα αναγράφεται και στη μεζουζά
Ελοΐμ םיִהלֱֹא : Θεοί. βλ. Ελ.
[12]
Εμέτ תֶׁמֱא (=αλήθεια): «Η αλήθεια είναι ένας από τους πυλώνες στους οποίους
στηρίζεται ο κόσμος» (Ταλμούντ) Ο πυρήνας του εβραϊσμού είναι η πεποίθηση
πως ότι είναι δίκαιο είναι επίσης καλό και όμορφο. Σύμφωνα με τα Γνωμικά των
Πατέρων, μια από τις επτά ιδιότητες του σοφού είναι η αναγνώριση της αλήθειας.
Εμουνά הָנוּמֱא : Πίστη
Έρεβ ב ֶׁרֵׁע (=εσπέρα, σούρουπο, δειλινό): Παραμονή. Η ημέρα του ιουδαϊκού ημερολογίου που είναι ηλιοσεληνιακό― αρχίζει με τη δύση του ηλίου και διαρκεί μέχρι τη δύση της επόμενης ημέρας, σύμφωνα με τη Βιβλική διδασκαλία: «και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, ημέρα πρώτη» (Γένεσις 1,5) «Η μέρα βγαίνει μέσα από το σκοτάδι. Είναι όπως μια γέννα» (Σιμεόν μπεν Ζομά, Τανά). Γι’ αυτό όλες οι εβραϊκές γιορτές και το Σάββατο αρχίζουν με τη δύση του ηλίου της προηγούμενης μέρας και τελειώνουν με την εμφάνιση των τριών πρώτων αστεριών στον ουρανό της επόμενης.
Έρετς Ισραέλ לֵׁאָרְשִי ץֶׁרֶׁא (=Γη του Ισραήλ): Το Βιβλικό Ισραήλ. Γεωγραφική, ιστορική και πολιτική περιοχή της Μέσης Ανατολής και πέρασμα ανάμεσα στην Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη. Τα γεωγραφικά της σύνορα είναι: τα όρη του Λιβάνου στο βορρά, η συριακή έρημος και η έρημος της Αραβίας στα ανατολικά, η χερσόνησος του Σινά στα νότια και η Μεσόγειος θάλασσα στα δυτικά. Τα πολιτικά σύνορα άλλαζαν ανάλογα με τις ιστορικές καταστάσεις. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το σύγχρονο Κράτος του Ισραήλ Ερούβ בוּרֵׁע (μείξη, πληθ. ερουβίν): Πρόκειται για περιφραγμένο δημόσιο χώρο που ορισμένες κοινότητες φτιάχνουν στις συνοικίες τους με σκοπό να μπορούν οι θρήσκοι κάτοικοι ή επισκέπτες να μεταφέρουν αντικείμενα όπως καρότσια, ραβδιά, κλειδιά κ.ά αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τούς περιορισμούς για τη χρήση τους κατά το Σάββατο ή το Κιπούρ.
Ετς α-Ντάατ Τοβ βα-Ρα עַרְו בוֹט תַעַדַה ץֵׁע (=Δέντρο της γνώσης του καλού και του
κακού): Το δέντρο που βρισκόταν στη μέση του κήπου της Εδέμ και από το οποίο
απαγορευόταν να φάνε καρπούς ο Αδάμ και η Εύα (Γένεσις 2,9 & 16-17). Με την προτροπή, όμως, του φιδιού παρέβησαν τη θεϊκή εντολή κι έφαγαν από τον καρπό του προξενώντας τη βαριά τιμωρία του Θεού να αποπεμφθούν από τον κήπο της
Εδέμ και να καταδικαστούν σε θνητότητα (δηλαδή σε μελλοντικό θάνατο), αλλά και πόνο και κόπο. Η παρακοή αυτή της θεϊκής εντολής από τους πρωτόπλαστους ονομάστηκε προπατορικό αμάρτημα.
Ετς Χαΐμ םיִיַח ץֵׁע (=Δέντρο της Ζωής): 1) Το δεύτερο από τα δέντρα που
βρίσκονταν στη μέση του κήπου της Εδέμ. Όταν οι πρωτόπλαστοι παρέβησαν τη
θεϊκή εντολή, ο Θεός τοποθέτησε τα χερουβίμ και το πύρινο περιστρεφόμενο ξίφος
να το φυλάνε αν και δεν ήταν αρχικά απαγορευμένο ώστε να μη μπορέσουν να φάνε καρπούς κι απ’ αυτό γιατί παρείχαν αθανασία (Γένεσις 3,24). 2) Το δέντρο
της Καμπαλά, ένα διάγραμμα των δέκα επιπέδων συνειδητότητας ως θείες
εκπορεύσεις (σφιρότ), που χαρτογραφεί την ενεργειακή ροή (θεϊκή εκδίπλωση)
στο σύμπαν και στην ανθρώπινη ψυχή
[13]
Ετρόγκ גוֹרְתֶׁא : Κίτρο. Ένα από τα τέσσερα είδη που απαιτείται για τη γιορτή του
Σουκότ. Το κίτρο που θα χρησιμοποιηθεί για να ενωθεί με το λουλάβ πρέπει να
είναι πλήρες, να μην του λείπει τίποτα. Γι’ αυτό είναι σωστό να κόβεται λίγο πριν
ωριμάσει οπότε πέφτει ο ύπερος.
Εχάλ ή Εχάλ Κόντες שֶׁדׄק לָכיֵׁה (=ιερό ανάκτορο, ναός): Το ιερό της συναγωγής
μέσα στον οποίο φυλάγονται οι κύλινδροι της Τορά, κατά απομίμηση της Κιβωτού της Διαθήκης Ο όρος χρησιμοποιείται από τους Σεφαραδίτες και τους Ρωμανιώτες βλ. Αρόν α-Κόντες
Ζ
μιρότ תוֹרי ִמְז : Επιτραπέζιοι ύμνοι που τραγουδιούνται το Σάββατο την ώρα του φαγητού. Οι περισσότεροι αναφέρονται στο θείο δώρο του Σαμπάτ, που είναι από τους μεγαλύτερους θρησκευτικούς θησαυρούς του Ισραήλ, και για την πνευματική ανταμοιβή εκείνων που τηρούν πιστά αυτή την άγια μέρα. Οι περισσότεροι γράφτηκαν τα αρχαία χρόνια και έγιναν πολύ δημοφιλείς τον 16ο αιώνα υπό την επίδραση της Καμπαλά.
Ζόαρ רַהז (=λάμψη) ή Σέφερ α-Ζόαρ רַהזַה רֶׁפֵׁס (=Το βιβλίο της Λαμπρότητας): Ζοχάρ. Τίτλος του θεμελιώδους βιβλίου της Καμπαλά, το οποίο πιστεύεται ότι συνέγραψε ο Ταναΐτης διδάσκαλος Ραββί Συμεών Μπαρ Γιοχάι με τη βοήθεια του γιού του Ραββί Ελεάζαρ, στη δεκατριετή διαμονή τους σε σπήλαιο πλησίον της
Ιερουσαλήμ, κατά τη διάρκεια των ανθεβραϊκών διωγμών εκ μέρους των Ρωμαίων τον 2ο κ.ε. αιώνα. Εκεί ταξινόμησε αρκετά αξιόλογα μέρη που είχαν φτάσει σ’
αυτόν από τις προφορικές παραδόσεις της εποχής του. Οπωσδήποτε τα υπόλοιπα
μέρη του βιβλίου έχουν προστεθεί από άλλα χέρια σε διάφορες εποχές. Το έργο
έμεινε σε αφάνεια για πάνω από χίλια χρόνια μέχρι που το έφερε στο φως, περί τα τέλη του 13ου αιώνα στην Γκουανταλαχάρα της Ισπανίας, ο καμπαλιστής Ραβί Μοσέ ντε Λεόν. Πάντως, υπάρχουν πολλοί που αμφισβητούν αυτή την εκδοχή και το θεωρούν αμιγές έργο του δεύτερου. Ο όρος «ζόαρ» απαντάται στα βιβλία Ιεζεκιήλ (8,2) και Δανιήλ (12,3).
Ζουγκότ תוֹגוּז (=ζεύγη): Σοφοί λόγιοι, η πνευματική ηγεσία του εβραϊκού λαού, που προηγήθηκαν των Ταναΐμ κατά την περίοδο 200 π.κ.ε. έως τη γέννηση του Ιησού. Στα Γνωμικά των Πατέρων (Ταλμούντ) αναφέρονται πέντε ζεύγη ραβίνων, με τελευταίους τους Ιλέλ και Σαμάι οι οποίοι λογίζονται και σαν οι πρώτοι Ταναΐμ , ερμηνείες των οποίων περιέχονται στη Μισνά αλλά και σε άλλες εργασίες των Ταναΐμ Ο όρος προέρχεται από την ελληνική λέξη «ζεύγος» κι αυτό γιατί κατελάμβαναν τα δύο σπουδαιότερα αξιώματα (πρόεδρος και πρόεδρος δικαστηρίου) διοικώντας την κοινότητα.
Ζοχάρ: βλ. Ζόαρ
[14]
Ι
βρί איִרְבַה (=Εβραίος, πληθ. Ιβρίμ): Η αρχική σημασία του όρου δεν είναι βέβαιη. Πιθανόν να προέρχεται από τη ρίζα αβάρ που σημαίνει «διαβαίνω, διασχίζω», ίσως δηλώνοντας τη διάβαση από την ανατολική μεριά του Ευφράτη ποταμού από τον γενάρχη Αβραάμ, κατά θεϊκή εντολή, με προορισμό τη γη Χαναάν. Στη Βίβλο ως «Εβραίοι» χαρακτηρίζονται οι Ισραηλίτες που βρίσκονται σε καθεστώς ανελευθερίας, είτε ως μειονότητα στην Αίγυπτο είτε ως δούλοι. Μετά όμως την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, οι Ιουδαίοι χρησιμοποιούν τον όρο ως τιμητική ονομασία προκειμένου να αυτοχαρακτηριστούν.
Ιμπούρ רוּביִח (=γονιμοποίηση): Είσοδος μιας άλλης ψυχής σε ένα άτομο προκειμένου να «γονιμοποιήσει» πνευματικά την ψυχή του με σκοπό να εκπληρώσει ένα σημαντικό καθήκον, μια υπόσχεση, μια καλή πράξη ή εντολή που μπορούν να επιτευχθούν μόνο ένσαρκα. Ένα είδος προσωρινής «αγαθής κατοχής» την οποία όταν αντιλαμβάνεται ο κατεχόμενος παρέχει γενναιόδωρα τη συγκατάθεσή του. Το αντίθετο του ιμπούρ είναι το ντιμπούκ.
Ιρουσίν ןיִסוּרֵׁא (=αρραβώνας): Το στάδιο πριν το γάμο. Ενώ στα παλιά χρόνια ο αρραβώνας γινόταν καιρό πριν από το γάμο, από τον Μεσαίωνα και μετά γίνεται κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής αποτελώντας το πρώτο μέρος της και στη συνέχεια ακολουθεί το δεύτερο στάδιο που ονομάζεται νισουίν (γάμος).
Ίσρου Χαγκ גַח וּרְסִא (=επόμενη γιορτής): Έτσι ονομάζεται η επόμενη μέρα μετά
το τέλος των τριών προσκυνηματικών εορτών (Πέσαχ, Σαβουότ, Σουκότ) Επειδή
το έθιμο κατάγεται από την εποχή του Ναού και τη μέρα εκείνη επιστρέφανε οι
προσκυνητές από την Ιερουσαλήμ στους τόπους κατοικίας τους, θεωρείται ως
ημιαργία κατά την οποία παραλείπονται μάλιστα και κάποιες προσευχές που
διαβάζονται τις καθημερινές. Η ονομασία προέρχεται από τον Ψαλμό 118,27.
Κ
αάλ ָקלָה : Έτσι αποκαλούν τη Συναγωγή οι Σεφαραδίτες Εβραίοι. Η ρίζα προέρχεται
από τη λέξη Κεϊλά (=κοινότης, σύναξη, ποίμνιο). βλ. Μπετ α-Κνέσετ.
Καβανά הָּנָּוַּכ (=πρόθεση, πληθ. καβανότ): Η εσωτερική συγκέντρωση (εγρήγορση του πνεύματος) κατά την προσευχή. Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει
την αμεσότητα και το ειλικρινές δόσιμο σε μια προσευχή προκειμένου να
αποφευχθεί η αποστασιοποίηση του πιστού από τα λεγόμενα λόγω της συνήθειας που δημιουργείται από τη διαρκή επανάληψή της.
Καλ βα-Χόμερ רֶׁמחָו לַק (=απλό και σύνθετο): Εξαγωγή συμπερασμάτων
προχωρώντας από το ειδικό στο γενικό. Μια από τις δεκατρείς ταλμουδικές
ερμηνευτικές μεθόδους (κανόνες ανάλυσης), με την οποία οι Ιουδαίοι εξηγητές
ερμηνεύουν τις διατάξεις του μωσαϊκού νόμου, προβαίνοντες στη διατύπωση νέων
θεσπισμάτων πολλά από τα οποία αποτυπώθηκαν στο Ταλμούντ
[15]
Καλά הָלַכ (=νύφη): Μια εκ των μικρών πραγματειών του Ταλμούντ που
αναφέρεται σε θέματα αρραβώνα, γάμου και συγκατοίκησης ζευγαριού.
Καμπαλά ַקהָּלָּב (=παράδοση): Η ιουδαϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η απόκρυφη
παράδοση των Εβραίων. Οι μυστικιστές υποστηρίζουν ότι αποτελεί την εσωτερική
διάσταση της Τορά μια που ο μόνος τρόπος ενσυναίσθησης όλων των πιθανών
αποχρώσεών της είναι μέσω της προφητικής σοφίας που εμπεριέχεται στην Καμπαλά. Ουσιαστικά ερευνά την αιώνια, αναλλοίωτη και μυστηριακή θεϊκή φύση και τη σχέση της με τη θνητή και πεπερασμένη Δημιουργία, επιδιώκοντας να προσδιορίσει τόσο τη φύση του σύμπαντος όσο τη φύση και τον σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναζητά τα απόκρυφα νοήματα της Βίβλου εστιάζοντας ακόμα και στα στοιχειώδη συστατικά του κειμένου (λέξεις, γράμματα, τόνους) και χρησιμοποιώντας αριθμολογικές μεθόδους. Η καταγωγή της Καμπαλά χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας. Πολλοί θεωρούν ότι είναι συνομήλικη του Αδάμ ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι δόθηκε στον Μωυσή ταυτόχρονα με την Τορά (~1250 π.κ.ε.) αλλά σε προφορική μορφή. Αν και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι ρίζες της φτάνουν μέχρι τους ραβίνους που ήκμασαν στην περίοδο του δεύτερου Ναού, γύρω στα 515 π κ.ε , εντούτοις δεν υπάρχει κάποια απόδειξη για πριν από αυτή τη χρονολογία. Τόσο στα πρώτα στάδια της ύπαρξής της όσο και για πολλούς αιώνες μετά, η διδασκαλία της ήταν εντελώς προφορική. Ιστορικά αναδείχθηκε και ήκμασε κατά τον Μεσαίωνα (12ο αιώνα) στη νοτιοανατολική Γαλλία (Προβηγκία) και στην Ισπανία. Επανερμηνεύτηκε τον 16ο αιώνα στην τότε Οθωμανική
Παλαιστίνη και κατέστη περισσότερο δημοφιλής τον 18ο αιώνα μέσω του
χασιδιστικού κινήματος της Κεντρικής Ευρώπης.
Καμπαλάτ Σαμπάτ תַלָבַק ָבַשת (=υποδοχή του Σαββάτου): Είναι η λειτουργία που γίνεται την Παρασκευή το απόγευμα και περιλαμβάνει την ανάγνωση έξι ψαλμών (95-99 και 24), που αναφέρονται αριθμητικά στις έξι μέρες της Δημιουργίας καθώς
επίσης και την ανάγνωση του ειδικού ψαλμού του Σαμπάτ (Ψαλμός 92). Το κυριότερο όμως μέρος της λειτουργίας είναι ο ύμνος Λεχά Ντοντί Στη συνέχεια ακολουθούν οι 13 αρχές της εβραϊκής πίστης και στο τέλος, πριν το δείπνο, διαβάζεται το κιντούς. Στη Συναγωγή το κιντούς διαβαζόταν για να καλύψει τις ανάγκες των διερχομένων που τα παλαιότερα χρόνια έβρισκαν κατάλυμα σ’ αυτήν, ενώ τώρα συνεχίζεται απλώς ως έθιμο.
Καντίς שי ִדַק (=καθαγίαση): Θεμελιώδης προσευχή της εβραϊκής λειτουργίας προς δόξαν του Θεού με ταυτόχρονη επίκληση για την επικράτηση της βασιλείας Του επί
της γης, που αναφέρεται σε ένα από τα εσχατολογικά οράματα του Ιεζεκιήλ και συντέθηκε (στην αραμαϊκή διάλεκτο) κατά την εποχή του δεύτερου Ναού και αρχικά απαγγελλόταν στην αρχή και στο τέλος των θρησκευτικών συνελεύσεων. Κατόπιν προστέθηκε στην τελετουργία της συναγωγής και απαγγέλλεται στο τέλος κάθε λειτουργίας. Μόλις από τον Μεσαίωνα έγινε και προσευχή για τους πενθούντες αν και το κείμενο δεν κάνει αναφορά στον θάνατο αλλά λέγεται
προκειμένου να καταδειχτεί ότι παρόλο το πένθος συνεχίζουν να υμνούν τον
Κύριο
[16]
Καπαρά הָרָפַכ (=εξιλέωση): Έθιμο της παραμονής του Κιπούρ που βασίζεται στην ιδέα της ανταλλαγής της ζωής με μία άλλη. Στηρίζεται στο ίδιο τελετουργικό του
αποδιοπομπαίου τράγου από την εποχή του Ναού. Μετά την ανάγνωση
αποσπάσματος από το βιβλίο του Ιώβ, με έναν κόκορα (για άντρα) ή μία κότα (για γυναίκα) κάνουν τρεις περιστροφές πάνω από το κεφάλι του/της μετανοημένου/ης
καθόσον αυτός/ή λέει: «Αυτός/ή είναι ανταλλαγή για μένα, αντί για μένα, μια εξιλέωση για μένα. Αυτός ο κόκορας/η κότα θα βαδίσει προς τον θάνατο κι εγώ θα
βαδίσω προς μια καλή ζωή με ειρήνη». Ο κόκορας/κότα σφάζεται και δωρίζεται σε φτωχό προς βρώση. Αντί του κόκορα/κότα, το τελετουργικό μπορεί να γίνει και με μία χούφτα νομίσματα.
Καραΐμ מיִאָרָק (=αναγνώστες): Καραΐτες. Ιουδαϊκή αίρεση η οποία απέρριπτε τον ραβινικό ιουδαϊσμό στρεφόμενη αποκλειστικά στη μελέτη της γραπτής Τορά. Οι ερμηνείες των Καραϊτών επ’ αυτής ήσαν αποκλειστικά ορθολογιστικές και μακριά από ηθικές ή μυστικιστικές τάσεις. Δεν παραδέχονταν τη ραβινική παράδοση και τον προφορικό νόμο του Μωυσή και πρέσβευαν ότι η γραπτή Τορά ήταν πλήρης και επαρκής Καραΐτες υπάρχουν μέχρι σήμερα κυρίως στο Ισραήλ.
Καρέτ תֵׁרָכ (=αποκομμένος): Αποκηρυγμένος, αφορισμένος από τον εβραϊκό λαό. Ποινή που προβλέπει η Τορά για σοβαρές παραβάσεις όπως ειδωλολατρία, μη τήρηση του Σαββάτου, βρώση απαγορευμένων φαγητών κ.ά Στην πράξη αυτό σήμαινε εξοστρακισμό. Δεν εφαρμόζεται σήμερα παρά μόνο σε ορισμένες ομάδες Χασιντίμ, όπου το καρέτ μοιάζει με την πρακτική των Άμις να «αποφεύγουν» τον
ένοχο.
Κασέρ רֵׁשָכ ή αγγλ. Κόσερ (=κατάλληλο): Πρόκειται για την πιο γνωστή εβραϊκή
λέξη στον κόσμο. Συγκεκριμένα προσδιορίζει ό,τι είναι κατάλληλο προς βρώση και
σύμμορφο προς τους κανόνες διατροφής. Το αντίθετό του ονομάζεται τρεφ. βλ.
Κασρούτ
Κασρούτ תוּרְשַכ (=διατροφικός κανόνας): Το σύνολο των διαιτολογικών κανόνων
που ορίζουν ποια τροφή είναι κασέρ και ποιά όχι και ακόμη με ποιόν τρόπο πρέπει αυτές να αναμιγνύονται ή όχι, να μαγειρεύονται και να τρώγονται Το Λευιτικό (11) και Δευτερονόμιο (14, 3-21) περιέχουν τους βασικότερους νόμους της εβραϊκής διαιτητικής. Αργότερα προστέθηκαν και άλλοι κανόνες από τους ραβίνους. Οι βασικές κατηγορίες είναι τρεις: α) Η διάκριση μεταξύ επιτρεπομένων
και απαγορευμένων ζώων, ψαριών και πτηνών, β) Η απαγόρευση να τρώγεται αίμα
γιατί αυτό είναι φορέας της ζωής και γ) Η απαγόρευση να αναμιγνύεται το
κρέας με το γάλα. Η σφαγή των ζώων γίνεται από ειδικευμένους ιεροσφαγείς που
έχουν άδεια σοχέτ.
Κεϊλά הָליִהְק (=κοινότης, σύναξη, πληθ. κεϊλότ): Έτσι αποκαλούνται οι
Ισραηλιτικές Κοινότητες
Κεντουσά: βλ. Κντουσά
Κετουμπά: βλ. Κτουμπά
[17]
Κιμπούντ Αβ βα-Εμ וּבִכ ָו בָא ד ֵׁאם (=τιμή στον πατέρα και τη μητέρα): Η
οφειλόμενη στους γονείς τιμή. Το γεγονός ότι είναι η πέμπτη από τις Δέκα Eντολές
δείχνει τη μεγάλη σημασία που κατέχει ο σεβασμός στους γονείς για την εβραϊκή
θρησκεία. Εκείνη την εποχή η τιμωρία για τον παραβάτη ήταν ο λιθοβολισμός
Κινά הָניִק (=θρήνος, πληθ. κινότ ή κινίμ): Ποιητικό είδος που ήκμασε στην αρχαιότητα και συγγενεύει με την ελεγεία ή τον θρήνο. Ονομαζόταν και εχά (=πώς) από τη αρχική λέξη που συνήθως ξεκινούσε η πρώτη φράση του θρήνου, π.χ. «Πώς έπεσαν δυνατοί εν μέσω του πολέμου» (Β’ Σαμουήλ ή Βασιλειών Β’ 1,25). Οι θρήνοι για την άλωση και καταστροφή της Ιερουσαλήμ αποτελούν το τελειότερο δημιούργημα αυτού του λογοτεχνικού είδους Η κινά δεν εμπνεόταν μόνο από δημόσιες συμφορές, αλλά και από ατομικά δυστυχήματα. Στην απέραντη ταλμουδική γραμματεία βρίσκονται σπαρμένα θρηνητικά κινότ που απαγγέλθηκαν με την ευκαιρία του θανάτου μεγάλων νομοδιδασκάλων.
Κιντούς שוּדִק (=καθαγίαση): Ευλογία με κρασί για την καθαγίαση του Σαββάτου και των εβραϊκών γιορτών. Απαγγέλλεται το βράδυ της Παρασκευής πριν από το δείπνο, συνήθως από τον άντρα του σπιτιού, με ένα ποτήρι κρασί στο δεξί χέρι επειδή το κρασί είναι σύμβολο ευλογίας και χαράς. Αν δεν υπάρχει κρασί, το κιντούς μπορεί να γίνει και με ψωμί ή άλλες εναλλακτικές
Κιντούς α-Σεμ םֵׁשַה שוּדִק (=καθαγίαση του ονόματος του Θεού): Το αιώνιο και ιδανικό κίνητρο για όλες τις πράξεις του ανθρώπου. Διατύπωση που μαρτυρεί πως ο Θεός έχει την ανάγκη των ανθρώπων για να καταστήσει ιερό το όνομά του και
πως ταυτόχρονα οι άνθρωποι αγιάζονται και αυτοί σεβόμενοι τις εντολές του Θεού.
Κιντούς Λεβανά הָנָבְל שוּדִק (=καθαγίαση της νέας σελήνης): Συνηθίζεται στην
αρχή του μήνα (νεομηνία) όταν η σελήνη είναι ορατή. Συνήθως η σχετική
ακολουθία γίνεται κατά το πέρας του Σαββάτου. Το γέμισμα της νέας σελήνης
ταυτίζεται με την αναγέννηση του Ισραήλ.
Κιντουσίν ןיִשוּדיִק (=καθαγιασμός): 1) Το πρώτο μέρος της γαμήλιας τελετής ―που ονομάζεται και ιρουσίν (αρραβώνας)― κατά την οποία ο ραβίνος υποδέχεται το νέο ζευγάρι δίνοντας ευλογίες και συμβουλές, που θα πρέπει να κρατήσουν σαν οδηγό για την οικογενειακή ζωή τους. Ακολουθούν οι επτά ευλογίες με κρασί. Το κοινό ποτήρι είναι η συμβολική ένωση του καινούργιου ζευγαριού. Ύστερα δείχνει το δαχτυλίδι του γάμου στους μάρτυρες και ξεσκεπάζει το καλυμμένο με πέπλο πρόσωπο της νύφης για να βεβαιωθεί ότι είναι αυτή (αναφορά στην ιστορία του Λάβαν που έδωσε την Λέα και όχι την Ραχήλ στον Ιακώβ) Ο γαμπρός περνάει το δαχτυλίδι στον δείκτη της νύφης για να μη θεωρηθεί σαν απλό κόσμημα λέγοντας: «Μ’ αυτό το δαχτυλίδι ανήκεις σ’ εμένα σύμφωνα με τους νόμους του
Μωυσή και του Ισραήλ» και στη συνέχεια ακολουθεί η ανάγνωση της κετουμπά και
η υπογραφή της. 2) Πραγματεία του Ταλμούντ στη θεματική κατηγορία Γυναίκες
που αναφέρεται λεπτομερώς στους κανόνες και τα έθιμα του γάμου
[18]
Κιπά הָפִכ (=θόλος, κάλυπτρο, πληθ. κιπότ): Στρογγυλό κάλυμμα κεφαλής (μικρό καλπάκι), υφασμάτινο συνήθως, συχνά με κεντήματα, άλλες φορές πλεκτό, που φοριέται από τους άρρενες πιστούς κατά τη διάρκεια της προσευχής οι θρήσκοι το φέρουν συνεχώς σε ένδειξη ταπεινότητας και σεβασμού στην παρουσία του Θεού. Το να φέρει κανείς κιπά είναι σαν να τοποθετεί ένα συμβολικό όριο πάνω στο κεφάλι του σαν κατάδειξη της πεπερασμένης φύσης του αν και δεν αποτελεί εντολή (μιτσβά) αλλά έθιμο Διατίθεται σε πολλά είδη, τα δε χρώματα δεν έχουν
καμιά θρησκευτική σημασία αλλά μπορεί να δηλώνουν κάποια σχέση με κοινωνική
ομάδα. Συνώνυμα στα γίντις είναι: γιάμακα, γιάρμουλκε και κόπελ.
Κιπούρ רוּפִכ ή Γιόμ Κιπούρ רוּפִכ םוֹי (= Ημέρα του Εξιλασμού): Πρόκειται για τη
μεγαλύτερη και ιερότερη γιορτή του Ιουδαϊσμού, θεμελιωμένη στην Τορά (Λευιτικό 23,23-32). Αποκαλείται και Σαμπάτ Σαμπατόν (Σάββατο αργίας) με την έννοια της υπέρτατης αργίας Εορτάζεται τη 10η του μήνα Τισρί και είναι η τελευταία των δέκα ημερών ειλικρινούς ενδοσκόπησης και μετάνοιας του ανθρώπου για τα αμαρτήματά του προς τον Θεό μέσα στην απερχόμενη χρονιά, και της συμφιλίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους Την ημέρα αυτή οι ενήλικες πιστοί τηρούν υποχρεωτική αργία και απόλυτη νηστεία για την άφεση των αμαρτιών τους κατά τη διάρκεια του έτους Στα παλιά χρόνια την ημέρα αυτή ένας τράγος φορτωνόταν τα αμαρτήματα των ανθρώπων και διωκόταν στην έρημο (αποδιοπομπαίος) για να τα μεταδώσει στον Αζαζέλ, τον δαίμονα της ερήμου.
Κντουσά הָשֻדְק (=αγιοσύνη): Το τρίτο τμήμα της προσευχής αμιντά που αποτελεί μία ποιητική έξαρση της αγιοσύνης του Θεού. Η ανάγνωση αυτού του τμήματος
που απαγγέλλεται κατά την πρωινή και κατά τη μεσημβρινή προσευχή αλλά και
σε κάποιες γιορτινές μέρες υπαινίσσεται το όραμα του Ιεζεκιήλ για τη δόξα του Θεού (Ιεζεκιήλ 3,12 & Ησαΐας 6,3).
Κοέλετ Ραμπά הָבַר תֶׁלֶׁהק (=σχόλια Εκκλησιαστή) : Συλλογή σχολίων επί του βιβλίου Εκκλησιαστής της Βίβλου. Αποτελεί μέρος της μιντρασικής σειράς με το όνομα Ραμπά γι’ αυτό και ονομάζεται και Μιντράς Κοέλετ. Περιλαμβάνει αλληγορική ερμηνεία του βιβλικού κειμένου φράση προς φράση και διαιρείται σε τέσσερα τμήματα. Κατά τους μελετητές η σύνθεση της συλλογής έγινε επί της εποχής των Γκεονίμ (6ος αιώνας και μετά).
Κοέν ןֵׁהכ (=ιερέας, πληθ. Κοανίμ): Αρχαία ανώτατη ιερατική κάστα από την εποχή της εξόδου από την Αίγυπτο, που κατάγεται από τον Ααρών (αδελφό του Μωυσή), ιστορικά επιφορτισμένη με την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών, τις θυσίες ζώων και με τον εξιλασμό των αμαρτιών του ποιμνίου. Μετά την καταστροφή του Ναού, ο ρόλος τους περιορίστηκε προς όφελος των ραβίνων. Εντούτοις η γενεαλογία συνεχίζεται, και σήμερα ο όρος δηλώνει τον απόγονο του ιερατείου, ενώ το όνομα μεταβιβάζεται από τον πατέρα. Αν και δεν γίνονται πια θυσίες ζώων, υπάρχουν ακόμα στη λειτουργία κάποιες προφορικές παρεμβάσεις που ανήκουν αποκλειστικά σ’ αυτούς τους απογόνους, π.χ., ευλογίες και γιορτές. Οικογένειες που φέρουν το όνομα Κατζ, Κάπλαν και Καχάν είναι Κοανίμ.
[19]
Κοέν Γκαντόλ לוֹדָג ןֵׁהכ : Αρχιερέας Πρώτος υπήρξε ο Ααρών, ο αδελφός του Μωυσή. Ο αρχιερέας ήταν ο μόνος ο οποίος είχε δικαίωμα να μπει μια φορά τον χρόνο στα Άγια των Αγίων στη σκηνή του Μαρτυρίου αρχικά και στον Ναό του Σολομώντα στη συνέχεια.
Κoλ ή Καλ Νιντρέ יֲֵרְדנֲלָּכ (=όλοι οι όρκοι): Η πρώτη προσευχή της λειτουργίας
την παραμονή του Κιπούρ που διαβάζεται τρεις φορές και επαναλαμβάνεται από
το πλήθος και αφορά την τυπική αποδέσμευση των πιστών από τις υποσχέσεις που έδωσαν και δεν κράτησαν τη χρονιά που πέρασε. Η προσευχή αφορά μόνο τις υποσχέσεις προς τον Θεό και όχι εκείνες που έχουν αναληφθεί απέναντι στους ανθρώπους. Η προσευχή έχει τέτοια βαρύτητα που η παραμονή του Κιπούρ καλείται «εσπέρα του Κολ Νιντρέι». Η προσευχή είναι στα αραμαϊκά και τόσο ο συγγραφέας όσο και η σύνθεσή της παραμένουν άγνωστα.
Κολέλ לֵׁלוֹכ (=συνάθροιση, πληθ. κολελίμ): Ίδρυμα πλήρους φοίτησης πάνω σε θρησκευτικά θέματα. Πρόκειται για ανώτατες σπουδές πάνω στο Ταλμούντ και τη ραβινική φιλολογία. Όπως και στη γεσιβά, τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι τα σιουρίμ (θρησκευτικές διαλέξεις από ραβίνους) και το σύστημα μελέτης χεβρούτα που βασίζεται στη διαλεκτική ανάμεσα στους σπουδαστές με την καθοδήγηση του δασκάλου τους. Αντίθετα από τη γεσιβά, οι σπουδαστές ενός κολέλ είναι άντρες
μεγαλύτερης ηλικίας και παντρεμένοι. Τα κολελίμ καταβάλουν στους σπουδαστές τους μηνιαίο επίδομα φοίτησης.
Κόντες α-Κοντασίμ םיִשָדקַה שֶׁדק (=τα Άγια των Αγίων): Τα άδυτα των αδύτων.
Ιερός χώρος στο βάθος της Σκηνής του Μαρτυρίου αρχικά και στη συνέχεια στον
Ναό του Σολομώντα, στον οποίο φυλαγόταν η Κιβωτός της Διαθήκης. Στον χώρο
αυτόν δεν επιτρεπόταν η είσοδος πλην του Αρχιερέα και αυτού μόνο μια φορά τον
χρόνο κατά το Κιπούρ. Στους ιερείς επιτρεπόταν να φτάσουν μέχρι τα άγια (άδυτα)
δηλαδή τον χώρο πριν από τα Άγια των Αγίων.
Κότελ Μααραβί יבָּרֲעֲַמַה לֶתֲכֲַה (=Δυτικό Τείχος): Το γνωστό και ως Τείχος των
Δακρύων, το μοναδικό στοιχείο που έχει απομείνει από τον δεύτερο Ναό.
Πρόκειται για μικρό μόνο μέρος των πέτρινων δυτικών τειχών που συγκρατούσανε την ογκώδη βάση (επιφάνειας 144.000 τ.μ.) πάνω στην οποία δέσποζε ο Ναός που έκτισε ο Ηρώδης ο Μέγας και ο οποίος καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ρωμαίους το 70 κ.ε. Αν και το Δυτικό Τείχος δεν αποτελούσε μέρος του Ναού αυτού καθαυτού, στο πέρασμα του χρόνου απέκτησε βαθιά ιερότητα, ως τόπος έντονων θρησκευτικών συναισθημάτων. Είναι ο ιερότερος τόπος του Ιουδαϊσμού σήμερα, προς τον οποίο στρέφονται οι Εβραίοι όταν προσεύχονται, και από τους σημαντικότερους προορισμούς των τουριστών που επισκέπτονται το Ισραήλ.
Κόφερ רֶׁפכ (αντάλλαγμα, λύτρα): Ο κεφαλικός φόρος μισού σέκελ που έπρεπε υποχρεωτικά να πληρώνουν οι Ισραηλίτες άνω των είκοσι ετών κάθε φορά που γινόταν απογραφή πληθυσμού. Ο φόρος ήταν προσφορά προς τον Θεό και τα έσοδα απ’ αυτόν πηγαίνανε για τη συντήρηση της Σκηνής του Μαρτυρίου (Έξοδος 30,11-16).
[20]
Κοφέρ רֶׁפכ: Αιρετικός, άπιστος.
Κριά הָאיִרְק (=σκίσιμο): Διάρρηξη ιματίων λόγω πένθους από τους συγγενείς του νεκρού Έθιμο που δείχνει τη βαθιά συντριβή τους και προέρχεται από την εποχή του Ιακώβ, ο οποίος μαθαίνοντας τον θάνατο του γιου του Ιωσήφ, από τον πόνο και τη θλίψη του έσκισε τα ρούχα του και κάθισε κατάχαμα για επτά μέρες.
Κριάτ α-Τορά הָרוֹתַה תַאיִרְק (=ανάγνωση της Τορά): Έτσι αποκαλείται η δημόσια ανάγνωση της Τορά η οποία γίνεται τέσσερις φορές την εβδομάδα: Δευτέρα και Πέμπτη το πρωί και το Σάββατο πρωί και απόγευμα. Διαβάζεται επίσης τις γιορτές, καθώς και το Χανουκά, τις νεομηνίες και τις μέρες της νηστείας. Η ραβινική παράδοση θέλει τον ίδιο τον Μωυσή θεμελιωτή του θεσμού της ανάγνωσης τα Σάββατα, τις γιορτές και τις νεομηνίες, και τον Έσδρα ως εκείνον που καθιέρωσε την ανάγνωση κάθε Δευτέρα, Πέμπτη και Σάββατο απόγευμα
Κτουβίμ םיִבוּתְכ (=Γραφές): Έτσι αποκαλούνται τα 13 βιβλία του τρίτου και τελευταίου μέρους της Βίβλου (Τανάχ) σύμφωνα με την εβραϊκή διάταξη μεγάλο μέρος των οποίων περιλαμβάνουν ποιητικά και επιγραμματικά κείμενα. Αυτά είναι: Ψαλμοί, Παροιμίες του Σολομώντα, Ιώβ, Άσμα Ασμάτων, Ρουθ, Θρήνοι του Ιερεμία, Εκκλησιαστής, Εσθήρ, Δανιήλ, Έσδρας, Νεεμίας και τα Χρονικά (ή Παραλειπόμενα) Α’ και Β’. Τα βιβλία αυτά κατέχουν διαφορετική θέση στη μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’). Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι η σύμπτυξή τους σε ενιαίο κανόνα έγινε πολύ αργότερα απ’ ότι αναφέρει η παράδοση.
Κτουμπά הָבוּתְכ (=έγγραφο, πληθ. κτουμπότ): Το συμβόλαιο του γάμου, προικοσύμφωνο. Έγγραφο γραμμένο παλαιότερα στο χέρι και διακοσμημένο με περίτεχνες βιβλικές παραστάσεις, που διαβάζεται κατά τη γαμήλια τελετή και περιγράφει τις υποχρεώσεις του γαμπρού προς τη νύφη κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους (το περιεχόμενό του υπαγορεύεται από το Ταλμούντ). Σ’ αυτό καταγράφεται αναλυτικά η σε χρήμα (ή και σε είδος) προίκα της νύφης. Η ανάγνωση του γαμήλιου συμφώνου γίνεται από τον ραβίνο κατά την τελετή, η δε υπογραφή του από τον γαμπρό και δυο μάρτυρες είναι απαραίτητη κατά την τέλεση του γάμου. Μετά τον γάμο η κετουμπά φυλάγεται από τους γονείς ή άλλους συγγενείς της νύφης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και ως χρεόγραφο.
Λ
αγκ μπα-Όμερ ררֶׁמעָב ג"ָל (=33η του όμερ): Είναι η 33η από τις 49 μέρες της περιόδου που ξεκινάει από τη δεύτερη μέρα του Πέσαχ και φτάνει μέχρι το
Σαβουότ, τη γιορτή του Θερισμού Σύμφωνα με τη Βίβλο, τη δεύτερη μέρα του
Πέσαχ προσφερόταν στον Ναό ένα όμερ (μονάδα μέτρησης ίση με ένα δέμα)
κριθάρι (Λευιτικό 23,9-11) Μετά την καταστροφή του Ναού, η συνήθεια ατόνησε αλλά οι Εβραίοι συνέχισαν να μετράνε την περίοδο του Όμερ ένα έθιμο που
εξακολουθεί και σήμερα να διατηρείται. Είναι η μοναδική από τις 49 μέρες κατά την οποία επιτρέπονται οι γάμοι και οι εκδηλώσεις χαράς, γιατί όλη η υπόλοιπη περίοδος έχει συνδεθεί με πένθος από σφαγές Εβραίων, επιδημία χολέρας κατά
[21]
την οποία πέθαναν μαθητές του Ραββί Ακίβα (μεταξύ αυτών και ο επιφανής Ραββί Σιμόν Μπαρ Γιοχάι), τον 2ο κ ε αιώνα. Πολλοί από αυτούς είχαν εξασκηθεί να
μεταδώσουν προφορικά τα αυθεντικά αποσπάσματα της Τορά, γι’ αυτό και το πένθος για τη μεγάλη απώλεια. Η μέρα αυτή είναι σχολική αργία και στη Διασπορά οι Εβραίοι τη γιορτάζουν με εκδρομές και παιχνίδια ενώ στο Ισραήλ τη νύχτα κάθονται γύρω από φωτιές και τραγουδούν. Συμπίπτει με την 18η του μήνα Ιγιάρ. Η λέξη «λαγκ» προέρχεται από τη σύνθεση της αριθμητικής αξίας των γραμμάτων του εβραϊκού αλφάβητου λάμεντ (30) και γκίμελ (3).
Λασόν α-Κόντες שֶׁדקַה ןוֹשְל (=ιερή γλώσσα): Έτσι αποκαλούσαν οι ραβίνοι την
εβραϊκή γλώσσα για να τη διακρίνουν από την καθομιλούμενη αραμαϊκή αλλά και τις άλλες γλώσσες Έχει προβληθεί η άποψη ότι είναι ιερή γιατί διαθέτει ελάχιστες υβριστικές λέξεις και στερείται λέξεων για την πράξη και τα όργανα της αναπαραγωγής στα οποία αναφέρεται μόνο περιφραστικά. Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν ότι είναι η γλώσσα του Θεού στην οποία έδωσε την Τορά και την οποία χρησιμοποιούσαν οι προφήτες για να μεταδώσουν ανώτερες αξίες.
Λεχ λεχά ךְָל-ךְֶׁל (=πήγαινε σ’ εσένα): Αυτά τα λόγια χρησιμοποιεί ο Θεός δίνοντας
εντολή στον Αβραάμ να πάει στη Γη του Ισραήλ (Γένεσις 12,1) Οι σοφοί εξηγούν
πως αυτή η φράση συμβολίζει το ταξίδι του ανθρώπου στη ζωή και ότι η αλληγορική της έννοια είναι: «Πήγαινε στον εαυτό σου». Αυτό σημαίνει πως το πνευματικό ταξίδι ξεκινά πρώτα από την ενδοσκόπηση, δηλαδή να ανακαλύψει κανείς ποιος είναι και ποιες δυνάμεις φέρει μέσα του. Αυτή η διεργασία είναι που βοηθάει τον άνθρωπο να φτάσει στον προορισμό του ξεπερνώντας τα εμπόδια που θα βρεθούν στον δρόμο του.
Λεχά Ντοντί יִדוֹד הָכְל (=σπεύσε αγαπημένε μου): Ύμνος του Σαββάτου που συνέθεσε ο καμπαλιστής Ραμπί Σλόμο Αλεβί Αλκαμπέτς από το Σάφεντ, τον 16ο
αιώνα Στην εβραϊκή λογοτεχνία το Σάββατο αναφέρεται ποιητικά σαν «νύφη» ή
«βασίλισσα» ενώ «αγαπημένος» είναι ο ίδιος ο Θεός. Σήμερα ο ύμνος αυτός τραγουδιέται από τους Εβραίους όλου του κόσμου το βράδυ της Παρασκευής (Καμπαλάτ Σαμπάτ), ενώ έχει δεχτεί πολλές μελοποιήσεις.
Λευί יִוֵׁל (πληθ. Λευιίμ): Λευίτης. Άτομο που ανήκει στη θρησκευτική κάστα των
ιερέων που κατάγονται από τη φυλή του Λευί, τρίτου γιου του Ιακώβ. Οι Λευίτες
μετέφεραν την Κιβωτό της Διαθήκης και είχαν βοηθητικά θρησκευτικά καθήκοντα αρχικά στη Σκηνή του Μαρτυρίου και στη συνέχεια στον Ναό, βρισκόμενοι στην υπηρεσία των Κοανίμ (Αριθμοί 3 & 8,23-26). Μετά την καταστροφή του Ναού ο ρόλος τους περιορίστηκε αισθητά, όπως και των Κοανίμ, όμως η γενεαλογία συνεχίζεται.
Λουλάβ בָלוּל (πληθ λουλαβίμ): Κλαδί φοινικιάς που χρησιμοποιείται στη γιορτή του Σουκότ Με την ίδια ονομασία (χάριν απλοποίησης) ονομάζεται και το μπουκέτο που χρησιμοποιείται κατά την ίδια γιορτή και αποτελείται από τέσσερα φυτά: ένα κλαδί φοινικιάς, τρία κλαδιά μυρτιάς, δύο κλαδιά ιτιάς και ένα κίτρο. Το λουλάβ χρησιμοποιείται τις επτά πρώτες μέρες της γιορτής, πλην του Σαββάτου. Επειδή συμβολίζει τη χαρά, κατά τη διάρκεια ειδικής προσευχής, ο ραβίνος ή ο
[22]
χαζάν κουνάει αυτή τη δέσμη προς όλες τις κατευθύνσεις δείχνοντας έτσι την κυριαρχία του Θεού σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Ακόμη, γίνονται περιφορές (ακαφότ)
του λουλάβ γύρω από την τεβά ενώ συγχρόνως ψάλλεται το Ωσάνα, όπως γινόταν
και την εποχή του Ναού.
Μ
αασέρ רַשֲעַמ (=ένα δέκατο): Δεκάτη. Πρόκειται για το ένα δέκατο της ετήσιας
αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής που δινότανε από τους Ισραηλίτες ως
εισφορά στους ιερείς του Ναού οι οποίοι δεν είχαν άλλα έσοδα και δεν τους
επιτρεπόταν να έχουν ιδιοκτησία. Η εισφορά αυτή ήταν μιτσβά. (Αριθμοί 18,20-32)
Μαζάλ Τοβ בוֹט לָּזַמ (=καλή τύχη!): Ευχή που εννοεί τη θεόσταλτη χάρη.
Μακόμ םוֹקְמ (=τόπος): Ένα ακόμα όνομα που απέδωσαν στον Θεό οι σοφοί επειδή: Ο Θεός δεν βρίσκεται μέσα στο σύμπαν αλλά το σύμπαν μέσα σ’ Αυτόν Γι’
αυτό είναι «Ο Τόπος».
Μαλάχ ִכָּאְּלַמ : Άγγελος. Μαλαχί ִכָּאְּלַמי : Άγγελέ μου.
Μαόζ Τσουρ ררוּצ זוֹעָמ (=φρούριο από πέτρα): Ύμνος της γιορτής του Χανουκά που τραγουδιέται καθημερινά κατά το άναμμα των κεριών. Αποτελείται από έξι
στροφές και εξιστορεί, σε ποιητική φόρμα, την ιστορία του εβραϊκού λαού γιορτάζοντας τη σωτηρία του από τους εξής τέσσερις αρχαίους εχθρούς: Φαραώ, Ναβουχοδονόσορα, Αμάν και Αντίοχο Επιφανή Για τον τελευταίο αναφέρεται στο θαύμα εκείνο που έγινε κάνοντας τη λυχνία να κρατήσει αναμμένη για οκτώ μέρες παρά την ελάχιστη ποσότητα αγνού λαδιού που είχε. Όπως τα περισσότερα
εβραϊκά θρησκευτικά ποιήματα του Μεσαίωνα, έτσι κι αυτό είναι γεμάτο αναφορές
στη Βίβλο και τη ραβινική φιλολογία. Στην αρχή τραγουδιότανε μόνο στα σπίτια
αλλά στη συνέχεια αποτέλεσε μέρος της λειτουργίας της συναγωγής. Θεωρείται ότι γράφτηκε περί τον 13ο αιώνα κ.ε. κατά τη διάρκεια των σταυροφοριών.
Μαρόρ רוֹרָמ (πικρό, μαρούλι): Τα πικρά χόρτα του πασχαλινού δείπνου που συμβολίζουν την πίκρα της σκλαβιάς στην Αίγυπτο. Το Ταλμούντ αναφέρει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν και μαρούλια επειδή στην αρχή είναι γλυκά ενώ στη συνέχεια πικρίζουν. Κι αυτό γιατί στην αρχή οι Αιγύπτιοι τίμησαν με τη φιλοξενία
τους τους Ισραηλίτες και κατόπιν τους υποδούλωσαν.
Μασάχ ךְָסָמ (=παραπέτασμα): Παραπέτασμα της Σκηνής του Μαρτυρίου που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά και αποτελούσε την είσοδο της σκηνής. Η
κατασκευή του ήταν από ανθεκτικό λινό υφασμένο με πορφυρό, γαλάζιο και
κόκκινο μαλλί, κεντημένο καλλιτεχνικά (Έξοδος 26,36-37) Στη σκηνή υπήρχε και δεύτερο παραπέτασμα που ονομαζόταν παρόχετ.
Μασίαχ ַחיִשָמ (=κεχρισμένος): Μεσσίας. Κατά τους βιβλικούς χρόνους, οι ιερείς, οι βασιλείς του Ισραήλ, αλλά και ορισμένοι προφήτες επειδή, κατά την παράδοση, επιλεγόντουσαν από τον Θεό , χρίζονταν με λάδι Στον μετέπειτα Ιουδαϊσμό ο
[23]
όρος δηλώνει τον απόγονο της δυναστείας του βασιλιά Δαβίδ που θα επιλεγεί από
τον Θεό για να ενώσει ξανά όλες τις φυλές του Ισραήλ φέρνοντας ειρήνη, δικαιοσύνη, χτίζοντας εκ νέου τον Ναό και οδηγώντας όλους τους Εβραίους από τη
Διασπορά στη Γη του Ισραήλ. Εν ολίγοις, ο αναμενόμενος αγγελιοφόρος του κόσμου που έρχεται, ο λυτρωτής
Μασόρα הָרוּסְמ (=μετάδοση): Είναι ένας μηχανισμός οδηγιών που αφορούν στην
αντιγραφή και ανάγνωση του εβραϊκού κειμένου με σκοπό να διασφαλίσουν τη σωστή μετάδοση του βιβλικού κειμένου έτσι ώστε τα αντίγραφα να είναι ακριβή αντίτυπα του πρωτότυπου. Αποτελείται από διάφορα στοιχεία, όπως κουκίδες και γραμμές που λειτουργούν ως φωνήεντα, τόνοι και μελισματικά σημάδια. Αυτά προστέθηκαν στα εβραϊκά χειρόγραφα που ως τότε συμπεριλάμβαναν μόνο σύμφωνα και κατέστησαν τα κείμενα αναγνώσιμα κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ πριν δεν ήταν. Το έργο αυτό έφεραν σε πέρας οι «Μασορίτες», λόγιοι Εβραίοι (κληρονόμοι των παραδόσεων της Παλαιστίνης, της Βαβυλώνας και της Τιβεριάδας) που έδρασαν μεταξύ του 6ου και του 10ου αιώνα.
Ματσά הָצַמ (=άζυμο, πληθ. ματσότ): Άζυμο ψωμί (γαλέτα) που τρώγεται καθ’ όλη τη διάρκεια του εορτασμού του Πέσαχ, σε ανάμνηση του γεγονότος ότι οι Εβραίοι δεν είχαν χρόνο να περιμένουν να φουσκώσει το ψωμί κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. (Έξοδος 12,8 - Δευτερονόμιο 16,3 & 8)
Ματσεβά ָבֵׁצַמה (=μνήμα, ταφόπετρα): Το μνήμα που τοποθετείται στον τάφο αφού πρώτα το χώμα χωνέψει καλά. Η αναφορά σε μνήμα γίνεται για πρώτη φορά
στη Βίβλο όταν θάφτηκε η Ραχήλ στη Βηθλεέμ, και ο Ιακώβ έστησε μια λίθινη στήλη στον τάφο της (Γένεσις 35,16-20)
Μαφτίρ ריִטְפַמ (=τελευταίος): Έτσι ονομάζεται τόσο το τελευταίο μέρος της
εβδομαδιαίας περικοπής από την Τορά όσο και αυτός που το διαβάζει και για τον
οποίο η πρόσκληση να το διαβάσει θεωρείται τιμητική πράξη.
Μαφτίρ Γιονά הָנוֹי ריִטְפַמ: Το κείμενο από το βιβλίο του Ιωνά που διαβάζεται στις
απογευματινές λειτουργίες του Κιπούρ
Μαχζόρ רוֹזֲחַמ (=κύκλος, επανάληψη): Το προσευχητάριο των Εορτών.
Μαχπελά הָלֵׁפְכַמּ : Ονομασία σπηλαίου στη Χεβρώνα που αγοράστηκε από τον
Αβραάμ (Γένεσις 23) και στο οποίο θάφτηκαν οι τρεις Πατριάρχες του Ισραήλ, με τις συζύγους τους: Αβραάμ-Σάρα, Ισαάκ-Ρεβέκκα και Ιακώβ-Λέα.
Μεβαρχίμ α-Χόντες ְמ םיִכְרָב שֶׁדחַה (οι ευλογούντες τη νεομηνία): Το Σάββατο που προηγείται ή συμπίπτει με την νεομηνία κατά την πρωινή λειτουργία του οποίου απαγγέλλεται ειδική ευλογία για τον μήνα που έρχεται.
Μεγκιλά הָליִג ְמ (ειλητάριο, κύλινδρος, πληθ. μεγκιλότ): 1) Όπου γίνεται λόγος για μεγκιλά χωρίς να συνοδεύεται από όνομα, τότε πρόκειται για τη Μεγκιλάτ Εστέρ
[24]
(Το ειλητάριο της Εσθήρ). Διαβάζεται στη συναγωγή κατά την εορτή του Πουρίμ και υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές και παραμυθητικό για τους Εβραίους κατά τους μακρούς αιώνες της εξορίας τους. 2) Σ’ αυτή την ιστορία αναφέρεται και η πραγματεία Μεγκιλά του Ταλμούντ. 3) Στο λαϊκό ιδίωμα των γίντις, η λέξη μεγκιλά σημαίνει κάτι εκτενές, τραβηγμένο και υπερβολικά λεπτομερειακό. Δηλαδή, «Μη μου διηγηθείς όλη τη Μεγκιλά» σημαίνει: «Απάλλαξέ με από τις λεπτομέρειες, μίλα επί της ουσίας».
Μεγκιλότ ή Χαμές Μεγκιλότ תוֹלִגְמ שֵׁמָח (=πέντε κύλινδροι): Υπάρχουν πέντε ειλητάρια στη Βίβλο όλα τα υπόλοιπα ονομάζονται βιβλία και είναι: Εσθήρ, Άσμα Ασμάτων, Ρουθ, Ιερεμίας και Εκκλησιαστής. Καθένα απ’ αυτά διαβάζεται σε
συγκεκριμένη γιορτή. Η Εσθήρ το Πουρίμ, το Άσμα Ασμάτων το Πέσαχ, η Ρουθ το Σαβουότ, ο Ιερεμίας το Τισά μπε Αβ και ο Εκκλησιαστής το Σουκότ. Μεζουζά הָזוּזְמ (=παραστάτης θύρας, πληθ. μεζουζότ): Θήκη από ασήμι, ορείχαλκο ή ξύλο με όμορφες διακοσμήσεις, που έχει τον ρόλο φυλαχτού και τοποθετείται στον δεξιό παραστάτη της θύρας εισόδου των εβραϊκών σπιτιών (οι θρήσκοι την τοποθετούν σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού). Μέσα στη θήκη που τοποθετείται υπό γωνία περίπου σαράντα πέντε μοιρών υπάρχει μικρός παπυρικός κύλινδρος με είκοσι δυο γραμμές, που περιέχουν βιβλικούς στίχους γραμμένους με το χέρι (Δευτερονόμιο 6,4-9 & 11,13-21). Πρόκειται για τις δυο πρώτες παραγράφους της προσευχής Σεμά Ισραέλ που ξεκινάει ως εξής: «Άκουσε, ώ Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός μας, ο Κύριος είναι Ένας». Στο πίσω μέρος του
πάπυρου είναι γραμμένη η λέξη Σαντάι (Παντοδύναμος). Η μεζουζά αποτελεί σύμβολο της θεϊκής προστασίας και ιερότητας του σπιτιού και θυμίζει σ’ αυτούς
που μπαίνουν ή βγαίνουν την παρουσία του Θεού. Σύμφωνα με το έθιμο, όταν κάποιος περνάει μια πόρτα με μεζουζά την ακουμπάει και στη συνέχεια φιλάει τα
δάκτυλα που την άγγιξαν. Η τοποθέτηση της μεζουζά είναι μιτσβά.
Μέλεχ ךְֶׁלֶׁמ, μαλκά הָכְלַמ, μαλχούτ תוּכְלַמ: Βασιλιάς βασίλισσα, βασίλειο
Μενορά הָרוֹנְמ (=λυχνία): Επτάφωτη λυχνία που κατ’ εντολή του Θεού κοσμούσε
αρχικά τη Σκηνή του Μαρτυρίου και στη συνέχεια τον Ναό, και ήταν τοποθετημένη μπροστά από τα Άγια των Αγίων. Φιλοτεχνήθηκε από τον τεχνίτη Μπετσαλέλ (Βεσαλεήλ) και ο σχεδιασμός της είναι σαν δέντρο, εικονοποιώντας σύμφωνα με την παράδοση το Δέντρο της Γνώσης και το Δέντρο της Ζωής. Ήταν σφυρηλατημένη και φτιαγμένη από ατόφιο χρυσάφι, χωρίς δεσίματα και συγκολλήσεις από τη βάση της μέχρι την κορυφή σε ένα σώμα και σχηματισμένη από ένα και μόνο κομμάτι, και διακοσμημένη σύμφωνα με λεπτομερείς οδηγίες (Έξοδος 25,31-40). Εφοδιαζόταν με καθαγιασμένο λάδι ελιάς και τα λυχνάρια της έκαιγαν συνεχώς χωρίς ποτέ να σβήνουν (Έξοδος 27,20-21) Αποτελεί σύμβολο του περιούσιου λαού του Ισραήλ, ο οποίος, ως λυχνία, οφείλει να λάμπει και να μεταδίδει το φως της θεογνωσίας σε όλον τον κόσμο. Συναντιέται πολύ συχνά σε θρησκευτικά αντικείμενα και βιβλία, σκεύη, ταφόπλακες, νομίσματα, σφραγίδες, φυλαχτά και αρχαιολογικά ευρήματα. Σήμερα είναι το επίσημο έμβλημα του σύγχρονου Κράτους του Ισραήλ.
[25]
Μεχιλτά אָתְליִכ ְמ (=μέτρο, κανόνας): Επεξηγηματικά σχόλια στο νομικό μέρος του
βιβλίου της Εξόδου
Μιδράς: βλ. Μιντράς
Μιζμόρ רוֹמְזִמ: Ψαλμός.
Μιζράχ חָרְזִמ (=ανατολή): Μικρού μεγέθους διακοσμητική υφασμάτινη παράσταση
που σκοπό έχει να προσδιορίζει τον ανατολικό τοίχο κάθε σπιτιού έτσι ώστε ο καθένας να γνωρίζει την κατεύθυνση της Ιερουσαλήμ προς την οποία πρέπει να στρέφεται κάθε Εβραίος κατά τη διάρκεια της προσευχής Μίκβε הֶׁוְקִמ (=συλλογή [νερού]): Καθαρτήριο λουτρό. Πρόκειται για ειδική τελετουργική δεξαμενή που περιέχει καθαρό (βρόχινο) νερό στο οποίο εμβαπτίζονται προς εξαγνισμό οι γυναίκες πριν την τελετή του γάμου. Οι θρησκευόμενες λούονται και μετά την εμμηνόπαυση και μετά τον τοκετό Σε αντίστοιχο εξαγνισμό υποχρεούται και όποιος ασπάζεται την ιουδαϊκή θρησκεία επειδή ο οποιοσδήποτε πριν μπει στον Ναό όφειλε να είχε εξαγνιστεί Η κάθαρση αυτή έχει κυρίως πνευματικό και ηθικό χαρακτήρα και δευτερευόντως σωματικό.
Μιν ןיִמ (=αιρετικός, πληθ. μινίμ): Χαρακτηρισμός για Ιουδαίους που αποδέχονταν
εξω-ραβινικές αντιλήψεις.
Μινάγκ גָהְנִמ (= έθιμο, πληθ μιναγκίμ): Έθιμο που μετεξελίχθηκε σε τυπικό της λειτουργίας γιατί έχει διαρκέσει τόσο πολύ ώστε να καθίσταται πλέον δεσμευτικό για τη θρησκευτική πρακτική.
Μινιάν ןָיְנִמ (=μετρημένοι, απαρτία): Προκειμένου να γίνει οποιαδήποτε θεμελιώδης θρησκευτική προσευχή (λειτουργίες, πένθος κ.ά.), το εβραϊκό τυπικό
απαιτεί την παρουσία δέκα τουλάχιστον θρησκευτικά ενήλικων ανδρών. Ακλόνητη πεποίθηση των σοφών ήταν ότι όποτε δέκα τουλάχιστον Εβραίοι συγκεντρώνονταν
είτε να προσευχηθούν είτε να μελετήσουν τον Νόμο, η θεϊκή παρουσία βρισκόταν
ανάμεσά τους. Κι αυτό γιατί κανείς δεν είναι από μόνος του Εβραίος. Ο αριθμός
των δέκα ατόμων, ως τη μικρότερη κοινωνική υποδιαίρεση, αναφέρεται και στην Τορά (Έξοδος 18,21).
Μιντάτ α-Ντιν ןי ִדַה תָדִמ (=η ιδέα της Δικαιοσύνης): Στην εβραϊκή ηθική διδασκαλία, η Δικαιοσύνη θεωρείται σαν κολόνα που στηρίζει την ανθρώπινη κοινωνία. Αυτή η αρχή είναι αναγκαία για την ειρήνη του κόσμου και πρακτικά πιο εφαρμόσιμη σε σχέση με τη δύσκολα εφαρμόσιμη ηθική της αγάπης.
Μιντράς ָרְדִמ ש (=ερμηνεία, επεξήγηση, πληθ. μιντρασίμ): Η ερμηνευτική ραβινική μέθοδος με εξηγήσεις, ερμηνείες και σχόλια πάνω στη Βίβλο, καθώς και τα κείμενα στα οποία αποτυπώθηκαν αυτά Επιδίωξή της ήταν να προχωρήσει πέρα από την επιφάνεια του κειμένου και να φτάσει στο πνεύμα του. Επικεντρώνεται όχι μόνο στις λέξεις του κειμένου αλλά και στα γράμματα, τα οποία θεωρεί φορείς
[26]
σημασίας. Ένα μεγάλο μέρος της εβραϊκής φιλολογίας υπάγεται στην κατηγορία αυτή Η μιντρασική γραμματεία διαιρείται, όπως και η ταλμουδική, σε δυο είδη: σ’ εκείνα τα σχόλια που αναφέρονται σε ιστορικά και ηθικά τμήματα της Τορά (όπως κηρύγματα, ιστορίες, παραβολές, παροιμίες, ηθικά διδάγματα) και ονομάζονται Αγκαντά, και σ’ εκείνα που διευκρινίζουν νομικά της σημεία και ονομάζονται Αλαχά και που έχουν μεγάλη ομοιότητα με αντίστοιχα σημεία του Ταλμούντ. Αυτή η κολοσσιαία εργασία, που περιλαμβάνει τη ραβινική ερμηνεία ολόκληρης της
Βίβλου, είναι αποτέλεσμα πολλών αιώνων.
Μιντράς Κοέλετ ֶׁלֶׁהק שַרְדִמ ת : βλ. Κοέλετ Ραμπά
Μινχά ָחְנִמה (=παρών): Η καθημερινή απογευματινή λειτουργία. Πρόκειται για τη
δεύτερη από τις τρεις λειτουργίες κάθε μέρας. Η πρωινή ονομάζεται Σαχαρίτ και η
βραδινή Αρβίτ
Μισκάν Όελ Μοέντ דֵׁעוֹמ לֶׁהא ןַכ ְשִמ (=Σκηνή του Μαρτυρίου): Φορητός ναός, πρόγονος του Ναού της Ιερουσαλήμ και φυσικά της Συναγωγής. Κατασκευάστηκε κατ’ εντολή του Θεού μετά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο (Έξοδος 25,810 & Έξοδος 26-28) Αποτελείτο από δυο χώρους, ο μικρότερος εκ των οποίων βρισκόταν στο βάθος, ονομαζόταν τα Άγια των Αγίων και φιλοξενούσε την Κιβωτό της Διαθήκης. Στο χώρο αυτό επιτρεπόταν η είσοδος μόνο του αρχιερέα και μόνο μια φορά τον χρόνο.
Μισνά הָנְשִמ (=μάθηση δια της επανάληψης): Είναι η συλλογή και κωδικοποιημένη καταγραφή της προφορικής εβραϊκής παράδοσης και διδασκαλίας, όπως μεταδιδόταν από στόμα σε στόμα από τα πολύ παλιά χρόνια στην εβραϊκή
γλώσσα, με τη μορφή νόμων και παραδοσιακών κανόνων καθώς και ραβινικών
αποφθεγμάτων γύρω απ’ όλες τις πλευρές της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής.
Το έργο συμπληρώνει, επεξηγεί και καθιερώνει ένα σύστημα που αφορά τις
εντολές της Τορά. Λόγω των συνεχών διωγμών των Εβραίων κρίθηκε απαραίτητη
η γραπτή καταγραφή αυτών των παραδόσεων. Η αποφασιστική καμπή για την
επιτάχυνση της καταγραφής και συστηματοποίησής της εστιάζεται στην καταστροφή
του Δεύτερου Ναού το 70 κ ε όταν ο ραβίνος Ιωχανά Μπεν Ζακάι μεταδίδει την ιδέα ότι ο Εβραίος θα μπορούσε να ζήσει χωρίς πατρίδα και χωρίς Ναό, φτάνει να
τα αντικαταστήσει με τη γνώση και την αφοσίωση στον Ιουδαϊσμό. Η ιδέα αυτή πυροδότησε ζήλο για μάθηση και ιδρύθηκαν πολλές σχολές στις οποίες διδασκόταν
και ερμηνευόταν ο Ιουδαϊσμός ενώ ξεκίνησε η διαδικασία συλλογών με ραβινικά διδάγματα και παραδόσεις. Την τελική επιλογή, κωδικοποίηση και γραπτή μορφή τους έκανε ο Ραβί Γεουντά α-Νασί, στο τέλος του 2ου αιώνα κ.ε., από διδαχές 120 περίπου νομοδιδασκάλων που ονομάζονταν Ταναΐμ, διδασκαλίες που ταξινομήθηκαν και πήραν την οριστική γραπτή μορφή τους από τον ίδιο. Οι διδασκαλίες αυτές αφορούν βιβλικά, νομικά, λατρευτικά, κοινωνικά αλλά και πολλά άλλα θέματα και αποτελούν τον πυρήνα του Ταλμούντ Η σύνταξη της Μισνά έγινε δεκτή από όλους τους σοφούς της εποχής εκείνης και κατέστη το κύριο βιβλίο της προφορικής παράδοσης Θεωρήθηκε δε ιερό, με την έννοια ότι
όπως και η Βίβλος δεν ήταν δυνατόν ούτε να προστεθεί ούτε να αφαιρεθεί κάτι από αυτό. Η Μισνά τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1485 στην Ισπανία και κατόπιν
στη Νάπολη το 1492
[27]
Μισνέ Τορά הָרוֹת הֵׁנְשִמ (=δευτέρωση [επανάληψη] του Νόμου): Η μνημειώδης επιτομή του Εβραϊκού Νόμου που συνέταξε ο Μαϊμονίδης μεταξύ των ετών 1168 και 1177 κ.ε. σε δεκατέσσερα βιβλία. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας επιδίωξε να καταστήσει περιττή την προσφυγή στο Ταλμούντ για όλα τα επίμαχα νομοθρησκευτικά ζητήματα, γι’ αυτό και απέκλεισε από τον κώδικά του κάθε γνώμη ή αντίληψη που πιθανόν να είχε τη ρίζα της σε παλιές δεισιδαίμονες δοξασίες. Ουσιαστικά πρόκειται για συγκέντρωση και συστηματοποίηση με απλότητα όλων των νόμων της Αλαχά προσπαθώντας να ευκολύνει τον νόμο και να τον κάνει κατανοητό και ευνόητο. Γι’ αυτό και συμπεριέλαβε περιληπτικά τη ραβινική διαλεκτική, έργο που είχε ξεκινήσει τετρακόσια χρόνια νωρίτερα με τις Αλαχότ Πεσουκότ ο Γιεούντα Γκαόν (διευθυντής της Ακαδημίας της Σούρα στη Βαβυλωνία 758-762 κ.ε.) με τους μαθητές του. Η σύνθεση αυτή του Μαϊμονίδη, σε νομική γλώσσα που όμως είχε ποιητικό ύφος, υπήρξε αξεπέραστη και έγινε σημείο αναφοράς σε βαθμό που κανένα σοβαρό έργο πάνω σε θέματα εβραϊκής νομολογίας δεν συντάχθηκε έκτοτε χωρίς αναφορά στη Μισνέ Τορά.
Μιτσβά ְצִמהָו (=εντολή, πληθ μιτσβότ, μίτσβα στα γίντις): Πρόκειται για τις 613 θεϊκές εντολές που αφορούν ηθικούς κανόνες και αναφέρονται στην Τορά η τήρηση των οποίων υποδεικνύει τον τρόπο να ζει κανείς μια ενάρετη ζωή. (H αριθμητική αξία της λέξης Τορά ισούται με τον αριθμό 613). Από αυτές οι 248 είναι παραινετικές (όσα και τα μέλη του ανθρώπινου σώματος που ζητούν να αγιαστούν) ενώ οι 365 αποτρεπτικές (όσες και οι μέρες του χρόνου όπου καθημερινά πρέπει να αρνείται κανείς πράγματα) Η μιτσβά είναι θεμελιακή έννοια του Iουδαϊσμού ο οποίος εκφράζεται πιο σωστά με τη διαγωγή του Εβραίου παρά με τη θεολογία του επειδή βασίζεται κυρίως στην πράξη παρά στη θεωρία. Οι εντολές συγκροτούν τον πυρήνα της Διαθήκης (μπρίτ) που ο Θεός σύναψε αρχικά με τον Νώε, στη συνέχεια με τον Αβραάμ και τέλος με τον λαό του Ισραήλ. Η πλέον έγκυρη κωδικοποίηση των μιτσβότ περιέχεται στο βιβλίο Μισνέ Τορά του
Μαϊμονίδη. Επαγωγικά, ο όρος μιτσβά αναφέρεται και στην καλή πράξη.
Μοέλ לֵׁהוֹמ (=περιτομέας, πληθ. μοαλίμ): Ευσεβές άτομο (συνήθως ραβίνος) εκπαιδευμένο στη χειρουργική τεχνική προκειμένου να εκτελεί το τελετουργικό της περιτομής. Περιτομή που γίνεται από απλό χειρουργό δεν αναγνωρίζεται γιατί πρέπει να τελείται από κατάλληλο, από θρησκευτική άποψη, άτομο. βλ. Μπριτ Μιλά
Μοριά הָיִרוֹמ : Βουνό της Ιερουσαλήμ στο οποίο διέταξε ο θεός τον Αβραάμ να μεταβεί για να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ (Γένεσις 22,2). Στον ίδιο τόπο κατασκεύασε ο Σολομών τον Ναό (Β’ Χρονικών 3,1) και σύμφωνα με την παράδοση εκεί θα ανεγερθεί και ο τρίτος.
Μοσέ Ραμπένου וּנֵׁבַר השֹמ (=Μωυσής ο Διδάσκαλός μας): Ο μεγαλύτερος προφήτης, ηγέτης και διδάσκαλος του Ιουδαϊσμού.
Μοτσαέ Σαμπάτ ַש יֵׁאָצוֹמ ָבת : Έξοδος (λήξις) του Σαββάτου. Ο όρος αναφέρεται στη νύχτα του Σαββάτου που ακολουθεί μετά τη δύση του ήλιου.
[28]
Μουσάφ ָסוּמף (=πρόσθετος): Πρόσθετες προσευχές που λέγονται μόνο Σάββατα, νεομηνίες και γιορτές μετά την πρωινή λειτουργία, σε αντικατάσταση της θυσίας
που γινόταν στον Ναό το Σάββατο, κάθε αρχή του μήνα και τις γιορτές.
Μπάαλ Σεμ םֵׁש לַעַב (=κάτοχος του ονόματος, πληθ. μπααλέι Σεμ): Τίτλος που
αποδίδεται σε καμπαλιστές ραβίνους, κυρίως της ανατολικής Ευρώπης του Μεσαίωνα, που κατείχαν τη μυστική γνώση των ιερών ονομάτων του Θεού και που χάρις σ’ αυτήν μπορούσαν να εξασκούν την πρακτική Καμπαλά θεραπεύοντας, κάνοντας εξορκισμούς, μάγια και ευλογήσεις. Θεωρούνταν ότι είχαν ανοιχτό «δίαυλο» με τον Παράδεισο έλκοντας έτσι υπερφυσικές ιδιότητες που τις έβαζαν στην υπηρεσία των πασχόντων ανθρώπων. Ο πλέον επιφανής υπήρξε ο ραβίνος Ισραέλ Μπεν Ελιέζερ με το προσωνύμιο Μπάαλ Σεμ Τοβ.
Μπαμιντμπάρ ַבִמּ רָבְד (=Στην έρημο): Το τέταρτο βιβλίο της γραπτής Τορά (Πεντάτευχος) Ο τίτλος προέρχεται από την πρώτη λέξη του κειμένου του Σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’) τιτλοφορείται Αριθμοί, και οφείλεται στο ότι τα πρώτα κεφάλαιά του αναφέρονται σε μια απογραφή του ισραηλιτικού λαού κατά την αναχώρησή του από το όρος Σινά, ενώ και δεύτερη απογραφή αναφέρεται πριν την είσοδο στη Χαναάν. Το περιεχόμενο του βιβλίου καλύπτει περίοδο σαράντα ετών, όση και η διάρκεια που ο λαός του Ισραήλ περιπλανιέται στην έρημο. Η αρχική ονομασία του βιβλίου ήταν «Χουμάς Απεκουντίμ» (Βιβλίο των καταμετρημένων).
Μπαρ רַב: Γιος στα αραμαϊκά. βλ. Μπεν
Μπαρ Μιτσβά ַבר ִמ הָוְצ (=γιός της εντολής): Έτσι ονομάζεται το αγόρι που
έχοντας συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του, διαβάζει για πρώτη φορά στη
Συναγωγή μια περικοπή από την Τορά. Στην ηλικία αυτή η εβραϊκή θρησκεία τον
αναγνωρίζει ως θρησκευτικά ενήλικο και εφεξής τον θεωρεί υπεύθυνο και υπόλογο για τις πράξεις του. Με το ίδιο όνομα αποκαλείται και η αντίστοιχη τελετή της θρησκευτικής ενηλικίωσης. Μετά την τελετή της περιτομής, η γιορτή της θρησκευτικής ενηλικίωσης, είναι η σημαντικότερη στη ζωή ενός αγοριού γιατί συμβολίζει την ωριμότητα και το ξεκίνημα της ενσυνείδητης εβραϊκής ζωής. Στο Ισραήλ, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών και την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, μεγάλος αριθμός τελετών ενηλικίωσης γίνονται στο Κότελ Μααραβί (Τείχος των Δακρύων).
Μπαρούχ α-Μπα ךְוּרָב ַהאָב (=ευλογημένος ο ερχόμενος): Πρόκειται για παραδοσιακό χαιρετισμό καλωσορίσματος αντίστοιχο του ελληνικού «καλώς
ήλθες». Αποτελεί επίσης τίτλο και στίχο τραγουδιού που τραγουδιέται με διάφορες
αφορμές όπως, π.χ., η είσοδος της νύφης στη συναγωγή, σε μπατ μιτσβά κ.ά.
Μπαρούχ α-Σεμ םֵׁשַה ךְוּרָב (=ευλογημένο το όνομά Του): Η εβραϊκή απόδοση του
«Δόξα τω Θεώ», φράση που συχνά συναντιέται στο πάνω μέρος της σελίδας
πολλών θρησκευτικών κειμένων.
[29]
Μπασάρ βε-Χαλάβ ָשָב ְו ר בָלָח (=κρέας και γάλα): Ο εβραϊκός διαιτητικός νόμος απαγορεύει να μαγειρεύονται και να τρώγονται γάλα και κρέας μαζί. Για να
φαγωθεί ένα απ’ αυτά πρέπει να περάσουν ώρες ώστε να έχει προηγηθεί η πέψη του άλλου. Στα σπίτια των θρήσκων Εβραίων υπάρχουν ξεχωριστά μαγειρικά σκεύη που υποδέχονται κάθε κατηγορία και τα οποία δεν αναμιγνύονται με τα άλλα. βλ. Κασρούτ
Μπατ Μιτσβά הָוְצִמ תַב (=κόρη της εντολής): Έτσι αποκαλείται το κορίτσι που έκλεισε τα δώδεκα χρόνια και εφεξής, σύμφωνα με τη θρησκεία, οφείλει να τηρεί τις εντολές. Την ίδια ονομασία φέρει και η τελετή που επισφραγίζει το γεγονός
αυτό, η οποία στις περισσότερες κοινότητες γίνεται ομαδικά ενώ τα κορίτσια
ντύνονται στα λευκά. Το έθιμο είναι σχετικά καινούργιο, ήρθε από την Αμερική βασιζόμενο στην ισότητα των φύλων, και απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στις εβραϊκές κοινότητες όλου του κόσμου.
Μπέιν Αντάμ λα-Μακόμ וֹקָמַּל םָדָא ןיֵׁב ם : Τα καθήκοντα που αναφέρονται στη σχέση του ανθρώπου με τον Δημιουργό του.
Μπέιν Αντάμ λα-Χαβερό ָדָא ןיֵׁב ֲחַל ם ֵׁבוֹר : Τα καθήκοντα που αναφέρονται στη σχέση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος με τον πλησίον του.
Μπεν ןֵׁב (=γιός): Προτού γενικευτεί η χρήση των επωνύμων, οι Εβραίοι αποκαλούνταν με το μικρό τους όνομα και στη συνέχεια προσέθεταν τη λέξη
«γιός» πριν το μικρό όνομα του πατέρα τους, π.χ. Γιοχανά μπεν Ζακάν (Γιοχανά ο γιός του Ζακάν). Κάποιες φορές συναντάται και η λέξη μπαρ που σημαίνει γιός στα αραμαϊκά, π.χ. Σιμόν μπαρ Κοχμπά.
Μπεν Αντάμ םָדָא–ןֶׁב (=γιός του ανθρώπου): Άνθρωπος. Η λέξη αυτή αναφέρεται
107 φορές στη Βίβλο.
Μπεραχά: βλ. Μπραχά
Μπερεσίτ תי ִשאֵׁרְב (=Στην αρχή): Το πρώτο βιβλίο της γραπτής Τορά (Πεντάτευχος). Ο τίτλος προέρχεται από την πρώτη λέξη του κειμένου. Σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’) τιτλοφορείται Γένεσις. Το βιβλίο διαιρείται σε δυο μέρη που το καθένα έχει ως κύριο θέμα του μια δημιουργία: τη δημιουργία του κόσμου και τη δημιουργία του λαού του Ισραήλ Κόσμος και Ισραήλ οφείλουν την ύπαρξή τους στον Θεό, είναι έργα του ίδιου Δημιουργού. Η αρχική ονομασία του βιβλίου ήταν Σέφερ Μαασέ Μπερεσίτ (Βιβλίο της Δημιουργίας)
Μπερίτ: βλ Μπριτ
Μπερίτ μιλά: βλ. Μπριτ μιλά
Μπετ α-Κνέσετ תֶׁסֶׁנְכַה תיֵׁב (=οίκος συνάθροισης): Πρόκειται για τη συναγωγή, τον τόπο προσευχής των Εβραίων Όλες οι συναγωγές παρουσιάζουν περίπου τη ίδια
[30]
διάταξη όσον αφορά την εσωτερική διαμόρφωση του χώρου. Προσανατολισμένη
προς την Ιερουσαλήμ, στο κέντρο του τοίχου που βρίσκεται στο βάθος απέναντι
από την είσοδο της συναγωγής, τοποθετείται η Ιερή Κιβωτός (Αρόν α-Κόντες ή
Εχάλ) που περιέχει τους κυλίνδρους του Νόμου (Σέφερ Τορά). Η πόρτα εισόδου
της Ιερής Κιβωτού καλύπτεται με υφασμάτινο κεντητό παραπέτασμα (παρόχετ)
Στη βάση της, σε ορισμένες συναγωγές, υψώνεται ένα αναλόγιο (αμούντ) στο οποίο στέκεται ο ιεροψάλτης (χαζάν). Η παράδοση θέλει στη μέση του κτιρίου της συναγωγής να ορθώνεται μια εξέδρα (μπιμά, τεβά ή αλμεμόρ) απ’ όπου διαβάζεται η Τορά. Εντούτοις, σε πολλές συναγωγές υπάρχει ένα και μόνο βάθρο μπροστά από το Εχάλ που διαθέτει και έδρανο για την ανάγνωση της Τορά. Ο γυναικωνίτης βρίσκεται στον εξώστη. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός υιοθετείται ανάλογα με τον τόπο που βρίσκεται η κάθε συναγωγή, το ίδιο και η διακόσμηση. Στις συναγωγές δεν υπάρχουν αγάλματα, εικόνες, απεικονίσεις προσώπων, παραστάσεων ή άλλες, λόγω της ρητής απαγόρευσης: «Μη κάμεις εις σεαυτόν είδωλον μηδέ ομοίωμα τινός […] μη προσκυνήσης αυτά, μηδέ λατρεύσης αυτά, διότι εγώ Κύριος ο Θεός σου [ ]» (Έξοδος 20,4-5). Αν και η συναγωγή δεν αποτελεί ναό, ωστόσο δεν στερείται ιερότητας και χρήζει σεβασμού. Συνώνυμοι όροι είναι: Μπετ α-Τφιλά (Οίκος προσευχής), Καάλ, Σούλ.
Μπετ α-Μικντάς שָּדְּקִמַה-תיב (=Οίκος Άγιος): Ο Ναός του Σολομώντα, ο Ναός της
Ιερουσαλήμ, ο Οίκος του ονόματος του Θεού Κυρίου. Υπήρξαν τρεις διαδοχικοί Ναοί στην Ιερουσαλήμ, όλοι στην ίδια τοποθεσία, δηλ. στο όρος του Ναού (που είναι είτε το όρος Μοριά όπου ο Αβραάμ πήγε να θυσιάσει τον Ισαάκ, είτε το όρος Σιών στην κορυφή του οποίου βρίσκεται ο τάφος του βασιλιά Δαβίδ). Ο πρώτος Ναός ξεκίνησε να χτίζεται το τέταρτο έτος της βασιλείας του Σολομώντα, βασισμένος σε σχέδια του πατέρα του Δαβίδ (Α’ Χρονικών ή Παραλειπομένων Α’ 28), και ολοκληρώθηκε μετά από επτά χρόνια (955 π.κ.ε.) Μετά από τέσσερις αιώνες λειτουργίας καταστράφηκε ολοσχερώς από τα βαβυλωνιακά στρατεύματα
του Ναβουχοδονόσορα (587 π.κ.ε.) που εκτόπισαν τον εβραϊκό λαό. Ο δεύτερος
Ναός ξεκίνησε να χτίζεται από τους Εβραίους που επέστρεψαν στην Ιουδαία μετά την αιχμαλωσία τους στη Βαβυλώνα, με οικονομική βοήθεια από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο του Πέρση βασιλιά Κύρου του Μέγα, 50 χρόνια μετά την καταστροφή του πρώτου Ναού, και τελείωσε περίπου 20 χρόνια αργότερα (515 π.κ.ε.) υπό τη βασιλεία του Δαρείου. Ο Δεύτερος Ναός, γνωστός σαν Ναός του Ζοροβάβελ (έπαρχος της Ιουδαίας διορισμένος από τον Κύρο), κατά πολύ υποδεέστερος σε μέγεθος από αυτόν του Σολομώντα, έπεφτε λίγος σε σχέση με τον τρανό πρόγονό του, σφηνωμένος ανάμεσα στις δόξες του Σολομώντα και τη μεγαλοπρέπεια του Ηρώδη. Μολαταύτα, έμεινε εκεί για 500 περίπου χρόνια. Με το πρόσχημα ότι θα τον ανακατασκευάσει για να τον ξαναφέρει στο αρχικό σχέδιο του Σολομώντα, ο Ηρώδης ο Μέγας αντί να τον επεκτείνει τον κατεδάφισε ολοσχερώς και ανήγειρε τρίτο Ναό, ο οποίος ξεκίνησε να οικοδομείται το 19 π.κ.ε., η οικοδόμησή του οποίου διήρκεσε σαρανταπέντε χρόνια (μέχρι το 25 κ ε ), για να καταστραφεί κι αυτός 90 χρόνια αργότερα από τους Ρωμαίους (70 κ.ε.). Παρόλο που δεν υφίσταται εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, έγινε το πιο ισχυρό σύμβολο της ανθρώπινης αναζήτησης για το χαμένο ιδεώδες, μια εικόνα μεγαλείου του παρελθόντος, αλλά και του μέλλοντος. Σήμερα, εκτός από ένα μικρό μέρος του
δυτικού τείχους των θεμελίων του Ναού του Ηρώδη, τίποτε άλλο δεν έχει απομείνει. Τόσο το Δυτικό Τείχος (Κότελ Μααραβί) όσο και η παλιά πόλη της
[31]
Ιερουσαλήμ πέρασαν από τους Ιορδανούς στα χέρια των Ισραηλινών μετά τον πόλεμο των έξι ημερών (1967).
Μπετ α-Μιντράς שָרְד ִמַּה תיֵׁב (=Οίκος μελέτης, ιεροδιδασκαλείο, πληθ. μπατέι μιντράς): Χώρος μελέτης ραβινικών σπουδών, συχνά σε ξεχωριστό δωμάτιο της συναγωγής. Υπηρετώντας τη διπλή λειτουργία της μελέτης και της προσευχής, ήταν σχεδιασμένος για τη μελέτη της Τορά και της ταλμουδικής φιλολογίας. Παιδιά διαφορετικών ηλικιών και επιπέδων μπορούσαν, πριν και μετά τις καθημερινές λειτουργίες, να καθίσουν να μελετήσουν, συχνά μόνα τους. Σε περίπτωση αποριών
συμβουλεύονταν μεγαλύτερους μαθητές. Επαναλάμβαναν κάθε σελίδα τουλάχιστον έξι φορές απομνημονεύοντας τα κείμενα. Μάθαιναν τα σχόλια που είχαν γραφτεί κάνοντας χρήση ογκωδέστατων τόμων που περιείχαν σημειώσεις πάνω στα σχόλια αυτά. Στις συναγωγές που δεν διέθεταν τον απαραίτητο χώρο, η μελέτη γινόταν στην κύρια αίθουσα στην οποία λάμβαναν χώρα οι λειτουργίες.
Μπετ α-Τφιλά הָלִפְתַה תיֵׁב (=Οίκος προσευχής): βλ. Μπετ α-Κνέσετ.
Μπετ Ντιν ןיִד תיֵׁב (=ιεροδικείο, δικαστήριο, πληθ. Μπατέι Ντιν): Πρόκειται για το ραβινικό δικαστήριο, αρχαίο θεσμό των Εβραίων, που στη μεγάλη διάρκεια της εβραϊκής διασποράς, διατήρησε την εξουσία να επιτηρεί την κοινοτική τάξη και ασφάλεια, εξασκώντας ηθική πίεση στους διαδίκους Αποτελείτο από τρεις δικαστές, ένας από τους οποίους έπρεπε να είναι χρισμένος ραβίνος ώστε να γνωρίζει τον θρησκευτικό νόμο (αλαχά). Μπετ Ντιν αποκαλείται, επίσης, και το
Ουράνιο Δικαστήριο. Σήμερα το Μπετ Ντιν ασχολείται αποκλειστικά με θρησκευτικά θέματα.
Μπετ Ντιν α-Γκαντόλ ַהלוֹדָג תיֵׁב ןיִד (=ανώτατο δικαστήριο): Το ανώτατο εβραϊκό
δικαστήριο. βλ. Σανεντρίν
Μπεχόρ רוֹכְב (=πρωτότοκος, πληθ. μπεχορίμ): Στην εβραϊκή παράδοση ο
πρωτότοκος γιος ο οποίος είχε ιδιαίτερη αίγλη κατά τους βιβλικούς χρόνους που κληρονομούσε τόσο την περιουσία όσο και την αρχηγία της οικογένειας.
Μπιμά הָמיִב (=βήμα): Το υπερυψωμένο βάθρο (άμβωνας) της Συναγωγής, στο αναλόγιο του οποίου ακουμπάνε και ξεδιπλώνονται οι κύλινδροι της Τορά προκειμένου να αναγνωστούν. Επειδή στα μάτια του Θεού ο ραβίνος είναι ίσος με του υπόλοιπους πιστούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας κοιτάει προς το ερμάριο με τους κυλίνδρους της Τορά (Αρόν α-Κόντες ή Εχάλ) και όχι το εκκλησίασμα. Η ετυμολογική ρίζα της λέξης προέρχεται από την ελληνική λέξη «βήμα» Η σεφαραδίτικη λέξη για τη μπιμά είναι τεβά ενώ ορισμένοι Ασκεναζίμ το ονομάζουν αλμεμόρ από την αραβική ονομασία.
Μπιρκάτ α-Μαζόν ןוֹזָמַּה תַכְרִב (=δοξολογία για το φαΐ): Ευχαριστήρια προσευχή στο τέλος κάθε γεύματος που περιείχε ψωμί ή άζυμο όπως προστάζει η Τορά «οποιονδήποτε έχει φάει και χορτάσει να δοξολογεί τον Κύριο για την πλούσια χώρα που τους έδωσε» (Δευτερονόμιο 8,10).
[32]
Μπνέι Ορ ְב רוֹא יֵׁנ (=γιοί του Φωτός): Όρος που απαντάται στα εσσαϊκά κείμενα που βρέθηκαν στους πάπυρους της Νεκράς Θάλασσας και στα οποία οι «γιοί του Φωτός» πολεμούν τους «γιούς του Σκότους» στην έσχατη μάχη. Στη σύγχρονη εποχή αποτέλεσε την ονομασία ενός δικτύου ανθρώπων αφιερωμένων στην
πνευματική ανανέωση των Εβραίων μέσω της επανακαθιέρωσης των αρχαίων ιουδαϊκών παραδόσεων του μυστικισμού και του διαλογισμού, της ισότητας των φύλων και της εκστατικής προσευχής στις συναγωγές.
Μπντικάτ Χαμέτς ְבתַקיִד ץֵׁמָח (=ψάξιμο ενζύμου): Το τελετουργικό ψάξιμο φαγητών φτιαγμένων με προζύμι (μαγιά), πριν την παραμονή του Πέσαχ. Όσα βρεθούν είτε χαρίζονται είτε καταστρέφονται για να είναι το σπίτι καθαρό να υποδεχτεί τη μεγάλη αυτή γιορτή
Μπραχά הָכ ָרְב (=ευλογία, πληθ. μπραχότ): Μπεραχά. Οποιαδήποτε δημόσια ή ατομική προσευχή ξεκινάει με τη φράση «Ευλογητός ο Κύριος». Τρία είδη ευλογιών ξεχωρίζουν: 1) αυτές που διακρίνονται από την απόλαυση του φαγητού, του πιοτού και της όσφρησης, 2) αυτές που καταδείχνουν πως ορισμένες θρησκευτικές πρακτικές οφείλονται σε θεϊκές εντολές και 3) αυτές που εκφράζουν την πεποίθηση ότι οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή του καθένα, είτε είναι καλό είτε όχι, προέρχεται από τον Θεό. Μέσω αυτών των ευλογιών κάθε πιστός Εβραίος αναγνωρίζει ότι ο Θεός είναι η πηγή όλων των πραγμάτων και συνεπώς ομολογεί την εξάρτησή του από Αυτόν. Οποιοσδήποτε ακούει κάποιον να αναπέμπει ευλογία, απαντάει με τη λέξη «Αμέν». Η λέξη μπραχά προέρχεται από τη λέξη μπέρεχ (γόνατο), γεγονός που σημαίνει ότι η γονατιστή προσευχή ήταν συνηθισμένη πρακτική.
Μπριτ תיִרְב (=συμφωνία, δέσμευση): Πρόκειται για τη συνθήκη που ο Θεός σύναψε αρχικά με τον Νώε, στη συνέχεια με τον Αβραάμ και τέλος με τον λαό του
Ισραήλ.
Μπριτ Μιλά הָליִמ תיִרְב (=συμφωνία περιτομής): Προς επικύρωση της συνθήκης με τον Αβραάμ, ο Θεός πρόσταξε κάθε Εβραίος να περιτέμνεται. Με την περιτομή την όγδοη μέρα από τη γέννησή του, κάθε αρσενικό παιδί εισέρχεται και μετέχει στη
συνθήκη αυτή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η συνθήκη μαρτυρείται στο σώμα του εβραϊκού λαού αιώνια (Γένεσις 17,10-14).
Ν
αβί איִבָנ (=προφήτης, πληθ. Νεβιίμ): Ο όρος προέρχεται από τις λέξεις νιβ
σφατάγιμ (καρπός των χειλιών, δηλ. εκφορά του λόγου) κι αυτό γιατί οι προφήτες
ήταν ρήτορες σταλμένοι από τον Θεό, είτε για να μεταφέρουν μηνύματά του είτε για να διδάξουν. Ήταν πρότυπα αγιοσύνης και εγγύτητας στο θείο.
Νασί שָנ (=πρίγκιπας): Τίτλος που δινόταν στους προέδρους του Σανεντρίν (ανώτατο εβραϊκό δικαστήριο), οι οποίοι αναγνωρίζονταν σαν πατριάρχες (ηγέτες)
του εβραϊκού λαού από το Ρωμαϊκό κράτος. Ο πλέον γνωστός είναι ο Γεουντά αΝασί, ο οποίος κωδικοποίησε τη Μισνά στο τέλος του 2ου αιώνα κ.ε
[33]
Νεβιίμ םיִאיִבְנ (=Προφήτες): Το δεύτερο μέρος της Βίβλου που απαρτίζεται από 21 προφητικά βιβλία που είναι: Ιησούς Ναυή, Κριτές, Α’-Β’ Σαμουήλ, Α’-Β’ Βασιλέων, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ και τα 12 βιβλία των «μικρών» προφητών Ωσηέ, Αμώς, Μιχαίας, Ιωήλ, Οβδιού, Ιωνάς, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος, Ζαχαρίας και Μαλαχίας.
Νεβελά הָלֵׁבְנ (=ψοφίμι): Το ζώο που έχει πεθάνει από φυσικό θάνατο ή που δεν έχει σφαχτεί σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τους κανόνες διατροφής. Κατά τον ιουδαϊκό νόμο αυτά τα ζώα είναι ακάθαρτα και συνεπώς ακατάλληλα προς βρώση.
Νεβουά הָאוּבְנ : Προφητεία, έμπνευση.
Νεϊλά ִעְנהָלי (=κλείσιμο [πυλών]): Η πέμπτη και τελευταία λειτουργία του Κιπούρ Θεωρείται ως η τελευταία ευκαιρία του αμαρτωλού να προσευχηθεί για την άφεση των αμαρτημάτων που διέπραξε κατά τη διάρκεια της απερχόμενης χρονιάς. Όσο κρατάει το διάβασμα των προσευχών αυτών, το εχάλ παραμένει ανοιχτό. Μόλις ολοκληρωθούν, ηχεί το σοφάρ που σηματοδοτεί και το τέλος της γιορτής.
Νερ Ταμίντ דיִמָת רֵׁנ (=ανέσπερο φως): Το άσβεστο φως μπροστά από την Κιβωτό της Διαθήκης, αρχικά στη Σκηνή του Μαρτυρίου και μετέπειτα στον Ναό της Ιερουσαλήμ, που συμβολίζει την πανταχού παρουσία του Θεού (Έξοδος 27,20-21)
Κατ’ επέκταση το καντήλι που επικρέμεται μπροστά από το Εχάλ των συναγωγών.
Νες סֵׁנ (πληθ. νισίμ): Θαύμα.
Νεσαμά הָמָשְנ (=πνοή): Πνεύμα, ψυχή Η θεϊκή σπίθα του Θεού στον άνθρωπο
μέσω της πνοής (Γένεσις 2,7). Σύμφωνα με την Καμπαλά, πρόκειται για το τρίτο από τα πέντε επίπεδα της ψυχής, που σχετίζεται με τη νοημοσύνη και την επίγνωση του Θεού.
Νετιλάτ Γιαντάιμ תַליִטְנ ִיַדָים : Πλύσιμο των χεριών πριν και μετά το γεύμα με ταυτόχρονη ευλογία
Νέφες שפנ (=ψυχή): Ο βιβλικός όρος για την ψυχή που αφορά όλους τους ζώντες οργανισμούς και όχι μόνο τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την Καμπαλά, όσον αφορά τον άνθρωπο, πρόκειται για το πρώτο και κατώτερο επίπεδο της ψυχής που αντιστοιχεί στα φυσικά ένστικτα και τη ζωτική δύναμη του σώματος.
Νταγιάν ןָיַד : Ιεροδίκης, δικαστής.
Ντβάρ Μιτσβά הָוְצ ִמ רָבָד: Ιερή πράξη.
Ντβαρίμ םי ִרָבְד (=λόγοι): Το πέμπτο βιβλίο της γραπτής Τορά (Πεντάτευχος). Ο
τίτλος προκύπτει από τις πρώτες λέξεις του κειμένου του: Έλε α-Ντβαρίμ (Αυτοί
[34]
[
είναι] οι λόγοι). Σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’)
τιτλοφορείται Δευτερονόμιον, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από
επανάληψη της νομοθεσίας που παρατίθεται στο βιβλίο της Εξόδου. Πρόκειται για
έναν απολογισμό των περιπετειών της ερήμου και μια διασάφηση της νομοθεσίας
του Σινά, που γίνεται με τη μορφή τριών λόγων τους οποίους εκφωνεί ο Μωυσής
λίγο πριν τον θάνατό του. Η αρχική ονομασία του βιβλίου ήταν Μισνέ Τορά (Δευτέρωση του Νόμου) προερχόμενη από λέξεις που βρίσκονται στο ίδιο το κείμενο (Δευτερονόμιο 17,18).
Ντέρεχ Έρετς ץֶׁרֶׁא ךְֶׁרֶׁד (=ο τρόπος της γης): Πρότυπο συμπεριφοράς, η «πεπατημένη». Ο αποδεκτός και συνήθης τρόπος συμπεριφοράς του κόσμου. Είναι ένας από τους πιο μεστούς σε νοήματα ηθικούς κανόνες των Εβραίων.
Ντιμπούκ קוּבִד (=γαντζωμένος): Πονηρό πνεύμα δαίμονα ή πεθαμένου μοχθηρού προσώπου που μπαίνει μέσα σε ζώντα άνθρωπο, προσκολλάται στην ψυχή του, και τον στοιχειώνει ελέγχοντας τη συμπεριφορά του, μιλώντας με το στόμα του και προβάλλοντας μία κακή και εχθρική προσωπικότητα Έχει την έννοια του διφυούς και δισυπόστατου, του πλάσματος που ζει ανάμεσα σε δυο κόσμους. Σαν όρος πρωτοεμφανίστηκε σε γραπτά του 16ου αιώνα στην ανατολική Ευρώπη. Κατά τους καμπαλιστές, την εισβολή της διεφθαρμένης ψυχής ευνοεί η διάπραξη κάποιας αμαρτίας. Το κακό πνεύμα εγκαταλείπει το σώμα είτε αφού επιτύχει τον σκοπό του, είτε μετά από εξορκισμό.
Ντιν ִד ןי : Κρίση κατά το νόμο.
Ντιν Τορά ָּרוֹתּה ןיֲּ ד (=Εβραϊκό Δίκαιο): Οι νόμοι και οι κανόνες που ορίζονται στο
εβραϊκό δίκαιο. Πρόκειται για το νομικό σύστημα που χρησιμοποιείται στα ραβινικά
δικαστήρια βλ Μπετ Ντιν
Ο
λάμ α-Μπα םָלוֹע ָבַהא (=ο κόσμος που θα έρθει): Ο πνευματικός κόσμος, ο Παράδεισος, σύμφωνα με την ιουδαϊκή εσχατολογία Μετά την περιπέτεια του υλικού κόσμου, το επόμενο επίπεδο για τους δίκαιους θα είναι ένας κόσμος χωρίς θάνατο, αμαρτία, δοκιμασίες, φθόνο, μίσος, ανταγωνισμό, αναπαραγωγή, βρώση και πόση, και ο καθένας θα απολαμβάνει τη σοφία και την κατανόηση μέσα στη
λαμπρότητα της θείας παρουσίας. Πρόκειται για την εποχή του Μεσσία.
Ολέ הֶׁלוֹע (=αναβάτης, πληθ. ολίμ): 1) Ο πιστός που καλείται στη τεβά από τον ραβίνο για να αναγνώσει μέρος από την ημερήσια περικοπή της Τορά Η ανάγνωση αυτή θεωρείται τιμητική πράξη. 2) Ο επαναπατριζόμενος στο Ισραήλ. Έτσι αποκαλείται αυτός που πηγαίνει στο Ισραήλ για μόνιμη εγκατάσταση. Ο όρος συνδέεται με το γεγονός ότι όταν ένας Εβραίος επιστρέφει στα ιερά πάτρια εδάφη
εκεί που παραδόθηκε η Τορά , «ανεβαίνει» καθώς η ψυχή του ανυψώνεται σε ανώτερο επίπεδο.
[35]
Όμερ רֶׁמע (=μονάδα μέτρησης ίση με ένα δέμα): Η περίοδος που ξεκινάει από τη δεύτερη μέρα του Πέσαχ και διαρκεί 49 μέρες φτάνοντας μέχρι το Σαβουότ (Πεντηκοστή), τη γιορτή του Θερισμού. Σύμφωνα με τη Βίβλο, τη δεύτερη μέρα του Πέσαχ προσφερόταν στο Ναό ένα όμερ (δέμα) κριθάρι (Λευιτικό 23,9-11). Μετά την καταστροφή του Ναού, η συνήθεια της προσφοράς του κριθαριού ατόνησε, αλλά οι Εβραίοι συνέχισαν να μετράνε την περίοδο του Όμερ –ένα έθιμο που εξακολουθεί να διατηρείται και σήμερα. Επειδή οι μέρες αυτές συνδέονται με θλιβερές αναμνήσεις για τον εβραϊσμό (σφαγές της ρωμαϊκής περιόδου και των Σταυροφοριών καθώς και επιδημία χολέρας) τηρείται πένθος και δεν γίνονται γάμοι, με εξαίρεση την 33η μέρα που ονομάζεται Λαγκ μπα-Όμερ.
Ονάν ןָנוֹא: Έτσι αποκαλείται ο πενθών πριν την ταφή. Μετά την ταφή ονομάζεται Αβέλ.
Ονέγκ Σαμπάτ תָבַש גֶׁנע (=η χαρά του Σαββάτου): Ο όρος αναφέρεται στην υποδοχή του Σαββάτου την Παρασκευή το απόγευμα (Ησαΐας 58,13) Στις μοντέρνες συναγωγές προσφέρονται καφές και γλυκά, συχνά με τη συνοδεία κάποιας ομιλίας. Στη σημερινή εποχή έχει περισσότερο κοινωνικό παρά θρησκευτικό χαρακτήρα.
Π
αρασά הָשָרָפ (=τμήμα, περικοπή, κεφάλαιο, πληθ. παρασότ ή παρασιγιότ): Πρόκειται για τον χωρισμό της Τορά (Πεντάτευχος) σε 54 περικοπές (συνήθως θεματικές) έτσι ώστε να διαβάζεται μία ανά εβδομάδα δίσεκτου έτους (ανά τρία χρόνια προστίθεται και 13ος μήνας στο εβραϊκό ημερολόγιο που είναι ηλιοσεληνιακό για να εξισορροπείται με το ηλιακό) και να ολοκληρώνεται η ανάγνωσή της στο τέλος κάθε χρονιάς. Στα κανονικά έτη οι εβδομάδες είναι 50 με αποτέλεσμα να ενώνονται ανά δυο κάποιες μικρότερες περικοπές. Κάθε παρασά φέρει ειδική ονομασία που απορρέει από την πρώτη χαρακτηριστική λέξη του εβραϊκού κειμένου. Η τελευταία παρασά του έτους διαβάζεται πριν τη γιορτή Σιμχάτ Τορά που πέφτει μήνα Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, λίγες εβδομάδες μετά την
Πρωτοχρονιά και γιορτάζει την παράδοση της Τορά στο όρος Σινά, και αμέσως στη συνέχεια διαβάζεται από άλλο κύλινδρο η πρώτη παρασά από τη Γένεση για να καταδειχτεί ότι η Τορά είναι ένας ατέρμων κύκλος. Οι 54 περικοπές της Τορά βασίστηκαν στον συστηματικό κατάλογο που καταρτίστηκε από τον Μαϊμονίδη στο
πόνημά του Μισνέ Τορά. Η παρασά στο σύστημα της Παλαιστίνης ονομάζεται σιντρά.
Παρνάς סָנְרַפ (= έφορος, πληθ. παρνασίμ, θηλ. παρνασά): Υποστηρίζεται ότι ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη πρόνηος (πρώτος του ναού, αρχισυνάγωγος), ή πρόνοιος (προμηθευτής, εφοδιαστής). Οι ταλμουδικές πηγές αναφέρουν ότι ισχύουν και τα δυο, δηλαδή τόσο ο θρησκευτικός ηγέτης όσο και ο διαχειριστής των θρησκευτικών αναγκών της κοινότητας ιδιότητες που τα παλιά χρόνια συγκεντρώνονταν στο ίδιο πρόσωπο. Γύρω στον 16ο αιώνα υπήρξε διαχωρισμός αρμοδιοτήτων με τον ραβίνο να ασχολείται με τα αμιγώς θρησκευτικά θέματα, ενώ όλα τα υπόλοιπα που αφορούσαν την υποστήριξη και διαχείριση των
[36]
θρησκευτικών χώρων πέρασαν στα χέρια μιας επιτροπής, της επιτροπής των
Παρνασίμ. Έργο της είναι να επιστατεί τους θρησκευτικούς χώρους, να επιβλέπει
την ομαλή διεξαγωγή των λειτουργιών, να φροντίζει για την καταγραφή των
δωρεών και γενικά να επιτηρεί την καλή εκτέλεση κάθε δραστηριότητας που
τελείται στις συναγωγές
Παρντές סֵׁדְרָפ: 1) Πρόκειται για ακρωνύμιο (PaRDeS) των τεσσάρων επιπέδων
ερμηνείας ενός κειμένου της Τορά που προκύπτει από τις λέξεις: Peshat ֲטֲָּשְפ (=επιφάνεια) εννοώντας το επιφανειακό νόημα του κειμένου, Remez זֶׁמֶׁר (=υπαινιγμός) το αλληγορικό νόημα, Darash שַרָּד (=αναζήτηση) το μεταφορικό νόημα που προκύπτει μέσω ερμηνευτικών κανόνων από παρόμοιες περιπτώσεις και
Sod דוֹס (=κρυμμένο) εννοώντας το βαθύτερο, εσωτερικό, μυστικό νόημα του κειμένου Κάθε επίπεδο της ερμηνείας παρντές ερευνά το εκτεταμένο νόημα του κειμένου, ενώ ισχύει ο γενικός κανόνας ότι το εκτεταμένο νόημα δεν μπορεί να αντικρούει το απλό νόημα. Αυτό που υπονοείται με τον όρο παρντές είναι ότι αυτός που μέσω των τεσσάρων προσεγγίσεων μπορεί να εισέλθει στον κόσμο του κειμένου, μπορεί κατ’ επέκταση να εισέλθει στον παράδεισο. 2) Περιβόλι, οπωρώνας, περίκλειστη με φράχτη περιοχή. Ετυμολογικά προέρχεται από την περσική γλώσσα και πιθανολογείται η σχέση της με την ελληνική λέξη Παράδεισος. Σε κείμενα του εβραϊκού μυστικισμού ο όρος αυτός συμβολίζει τη Θεία Σοφία
Παρόχετ תֶׁכרָפ (=παραπέτασμα): Το ύφασμα που χώριζε τα Άγια από τα Άγια των Αγίων εντός των οποίων φυλαγόταν η Κιβωτός. Η κατασκευή του ήταν από ανθεκτικό λινό υφασμένο με πορφυρό, γαλάζιο και κόκκινο μαλλί, κεντημένο με χερουβίμ σύμφωνα με τις σαφείς εντολές του Θεού προς τον Μωυσή για την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου (Έξοδος 26,31-36). Μπροστά από το παραπέτασμα, στη βορινή πλευρά της σκηνής, ήταν τοποθετημένη η τράπεζα και απέναντί της μια χρυσή επτάφωτη λυχνία. Στον ναό του Σολομώντα, το παρόχετ βρισκόταν μπροστά από την πάντοτε ανοιχτή θύρα από την οποία εισερχόταν ο αρχιερέας στα Άγια των Αγίων. Κατά την ίδια αντίληψη, σήμερα βρίσκεται σε όλες τις συναγωγές χωρίζοντας το Αρόν α-Κόντες ή Εχάλ, το χώρο δηλαδή που φυλάγονται οι κύλινδροι της Τορά, από την υπόλοιπη Συναγωγή
Πασούκ קוּסָפ: Παράγραφος.
Πεά הָאֵׁפ (=άκρη, ακμή, πληθ. πεότ) ― Παγιές (γίντις): Πρόκειται για τις μπούκλες
που αφήνουν στους κροτάφους οι ορθόδοξοι Εβραίοι, σύμφωνα με τις επιταγές της
Τορά: «Μην κουρεύετε κυκλικά τις άκρες των μαλλιών σας» (Λευιτικόν 19,27).
Περασά (=τμήμα, πληθ. περασότ): Η λαντίνο εκδοχή της λέξης Παρασά
Πέσαχ חַסֶׁפ (=δρασκελιά, υπερπήδηση): Το εβραϊκό Πάσχα που σύμφωνα με τη
βιβλική αφήγηση γιορτάζει την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο (περί το 1250 π κ.ε.) και τη γέννηση του εβραϊκού έθνους. Ο όρος αναφέρεται στη δέκατη πληγή
κατά των Αιγυπτίων, όταν ο άγγελος του Θεού βλέποντας τις σημαδεμένες με αίμα
αρνιού εβραϊκές κατοικίες τις προσπερνούσε και έτσι θανατώνονταν μόνον οι
[37]
πρωτότοκοι γιοί των Αιγυπτίων (Έξοδος 12,23). Σημαίνει επίσης το «πέρασμα» από τη σκλαβιά στην ελευθερία Το Πέσαχ αρχίζει στις 15 Νισάν (πρώτος μήνας του θρησκευτικού έτους) και κρατάει εφτά μέρες στο Ισραήλ και οκτώ στη Διασπορά, στη δε διάρκειά του επιβάλλεται η βρώση μόνο άζυμου άρτου (ματσά) γι’ αυτό ονομάζεται και Γιορτή των Αζύμων. Ακόμη, είναι και η Γιορτή της Άνοιξης (Χαγκ α-Αβίβ) που η φύση ξαναγεννιέται μετά τον σκοτεινό χειμώνα και ξεκινούν η συγκομιδή και ο θερισμός του κριθαριού. Τις δυο πρώτες νύχτες, σε κάθε εβραϊκό σπίτι λαμβάνει χώρα ειδική τελετή σε συνδυασμό με γεύμα πριν από το οποίο εξιστορείται η ιστορία της εξόδου από την Αίγυπτο (Έξοδος 12,17). Κατά τη διάρκεια της τελετής η πόρτα του σπιτιού μένει ανοιχτή για να καλωσοριστεί ο Προφήτης Ηλίας που σύμφωνα με την παράδοση είναι ο προάγγελος του Μεσσία , ενώ τα παιδιά θέτουν ερωτήσεις σε τί διαφέρει αυτή η νύχτα από τις υπόλοιπες του χρόνου στις οποίες απαντά ο οικοδεσπότης. Η αλληγορική ερμηνεία της ιστορίας της Εξόδου λέει πως αν αντικατασταθεί η λέξη «Αίγυπτος» από τη λέξη «περιορισμοί», η λέξη «Φαραώ» από τη λέξη «εγώ» και διαβαστεί το κείμενο σε χρόνο ενεστώτα, τότε αναφέρεται στην αιώνια πάλη του ανθρώπου να απαλλαγεί από το χαμηλό κομμάτι του εαυτού του που τον κρατά υπόδουλο, ή αλλιώς στο πνευματικό ταξίδι από τη σκλαβιά στην ιερότητα Υπό αυτήν τη σκοπιά, η ματσά, συμβολίζει τη συστολή του εγώ γιατί σε αντίθεση με το ψωμί που φουσκώνει αποκτώντας όγκο και γεύση η ματσά είναι επίπεδη και άνοστη και «ξεφουσκώνει» το εγώ βοηθώντας τον καθένα να βρει τον αληθινό του εαυτό. Από τη δεύτερη νύχτα του Πέσαχ αρχίζουν να μετρούν οι 49 μέρες μέχρι το Σαβουότ (Πεντηκοστή).
Πέτσια (λαντίνο): Υποχρεωτική ετήσια εισφορά για τα ενήλικα μέλη των εβραϊκών
κοινοτήτων, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση, προς ενίσχυση των θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων
της Κοινότητάς τους. Ο όρος ετυμολογείται από τη λέξη petcho που στα λαντίνο
σημαίνει στήθος, μαστός.
Πιζμόν ְנוֹמְזִפ (πληθ πιζμονίμ): Στίχος ύμνου συνήθως ο πρώτος ή ο τελευταίος
της πρώτης στροφής ο οποίος επαναλαμβάνεται σαν ρεφραίν Οι στίχοι αυτοί μπορούν να εισαχθούν σε οποιοδήποτε σχεδόν μέρος της λειτουργίας μια που δεν
ανήκουν στο προκαθορισμένο τυπικό της και δεν είναι γραμμένοι στο βιβλίο των προσευχών
Πιντιόν α-Μπεν ןֵׁבַה ןוֹיְדִפ (=εξαγορά γιού): Η εξαγορά του πρωτότοκου γιού, την τριακοστή μέρα από τη γέννησή του, είναι μια συμβολική τελετή που γίνεται επειδή η Τορά αναφέρει ότι κάθε πρωτότοκο αρσενικό, από άνθρωπο μέχρι ζώο, ανήκει στον Θεό (Έξοδος 13,2 & 12-13). Γι’ αυτό και οι γονείς το «εξαγοράζουν»
από την υποχρέωση να υπηρετεί τον Ναό έναντι χρυσού ή ασημιού, αλλά επειδή η
τελετή έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα το τίμημα επιστρέφεται στην οικογένεια
Η τελετή δεν γίνεται για τα παιδιά των ιερέων, δηλαδή των Κοανίμ (Κοέν) και Λευιτών (Λευί), γιατί αυτά είναι εξ’ ορισμού αφιερωμένα στον Θεό (Αριθμοί 3,45).
Πιρκέι Αβότ תוֹבָא יֵׁקְרִפ (=Γνωμικά των Πατέρων): Τίτλος πραγματείας της Μισνά η
οποία ανήκει στη θεματική κατηγορία Νεζικίν (Ζημίες) του Ταλμούντ και
περιλαμβάνει απάνθισμα σοφών διδασκαλιών και ηθικών αποφθεγμάτων εξήντα
[38]
περίπου ραβίνων που έζησαν μεταξύ 3ου π.κ.ε. και 2ου κ.ε. αιώνα. Ο συμπυκνωμένος τρόπος έκφρασης ηθικών αξιών μαζί με τον απλό τρόπο διατύπωσής τους, καθιστούν τα Πιρκέι Αβότ ελκυστικά και κατανοητά όσο λίγα κείμενα θρησκευτικής φιλολογίας, κατέχοντας μια δυσανάλογα μεγάλη σημασία σε σχέση με τον μικρό τους όγκο Ενέπνευσαν ανά τους αιώνες χιλιάδες σχόλια και σχόλια επί σχολίων και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Έχει καθιερωθεί η ανάγνωση μέρους των κατά την απογευματινή λειτουργία των Σαββάτων της περιόδου μεταξύ των εορτών του Πέσαχ και του Ρος α-Σανά.
Πουρίμ םיִרוּפּ (= κλήροι, εν. πουρ): Η γιορτή των κλήρων, μια από τις
ελάσσονες γιορτές του εβραϊσμού, σε ανάμνηση της σωτηρίας των Εβραίων από τη συνωμοσία που εξύφανε για την εξόντωσή τους ο Αμάν, ο βεζίρης του βασιλιά της Περσίας Αχασβερός (Ξέρξης Α’ ή Ασουήρος) τον 5ο αιώνα π.κ.ε. Πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι ο Αμάν έριξε κλήρο για να ορίσει τη μέρα εξολόθρευσής τους (Εσθήρ 3,7). Γιορτάζεται στις 14 του μήνα Αντάρ. Την παραμονή το βράδυ και το πρωί ανήμερα διαβάζεται στη συναγωγή το βιβλίο της Εσθήρ (Μεγκιλάτ Εστέρ) Στο άκουσμα του ονόματος του Αμάν τα παιδιά χτυπούν τα πόδια τους και γυρίζουν τις ροκάνες τους για να μην ακούγεται το όνομά του το οποίο, όπως και η μνήμη του, πρέπει να σβηστούν μια που θεωρείται το αρχετυπικό σύμβολο του κακού και του διωγμού των Εβραίων Το Πουρίμ είναι οι εβραϊκές απόκριες, η πιο χαρούμενη γιορτή του εβραϊκού εορτολογίου, οι εορτάζοντες μεταμφιέζονται, ανταλλάσσουν δώρα και τρώνε γλυκά (δίπλες) που αποκαλούνται «οζνέι Αμάν» (αυτιά του Αμάν).
Πτιχά הָחיִתְפ (=άνοιγμα): Το άνοιγμα του Ερμαρίου των Περγαμηνών. (βλ. Αρόν α-Κόντες) Αυτό γίνεται από δυο άτομα που καλούνται τιμητικά από τον ραβίνο, ο πρώτος να ανοίξει το παρόχετ και την ξύλινη πόρτα και ο δεύτερος να βγάλει από τη θέση του τον ιερό κύλινδρο με την Τορά από την οποία θα αναγνωστεί η
περικοπή που αντιστοιχεί στη μέρα. Η ανάποδη διαδικασία ακολουθείται με το τέλος της λειτουργίας.
Ρ
αβ בַר (=μέγας, πολύς, αυθεντία): Ονομασία των δασκάλων της Βαβυλώνας, των Αμοραΐμ. Αυτοί δεν αποκαλούνταν Ραμπί ως ένδειξη σεβασμού προς όσους διέμεναν στην ιερή γη, επειδή η ιδιότητα του Ραμπί προϋπέθετε ένα είδος χειροτονίας (σεμιχά) που μπορούσε να τελεστεί μόνο στο Ισραήλ. Επιπρόσθετα, ο όρος αποτελεί προσφώνηση που χρησιμοποιείται όταν απευθύνεται κανείς προς κάποιον λόγιο Όταν στο Ταλμούντ η προσφώνηση Ραβ δεν συνοδεύεται από κάποιο όνομα, τότε πρόκειται για τον Άμπα Αρίχα (175-245 κ.ε.), ο οποίος πήγε στο Ισραήλ να σπουδάσει στην ακαδημία του Ραμπί α-Νασί και επέστρεψε στη Βαβυλώνα όπου ίδρυσε δική του ακαδημία στη Σούρα, το 219 κ.ε
Ραμπάν ןָבַר (=κύριος, δάσκαλος, πληθ. ραμπανίμ): Τιμητικός τίτλος για πρόσωπο που θεωρείται υψηλότερα στην ιεραρχία από τον ραβίνο. Ο πρώτος που έλαβε
αυτόν τον τίτλο ήταν ο Γκαμλιέλ α-Ζακέν (Γαμαλιήλ ο Πρεσβύτερος) εγγονός του
Ιλέλ και δάσκαλος του Σαούλ, του μετέπειτα απόστολου Παύλου, ο οποίος έζησε
τον ίδιο καιρό με τον Αγρίππα Α’ (έως το 44 κ ε ).
[39]
Ραμπί יִבַר (=κύριέ μου, δάσκαλέ μου, πληθ. ραμπανίμ) ― Ρέμπε (γίντις): Ραβίνος. Θρησκευτικός διδάσκαλος, μελετητής του Μωσαϊκού Νόμου. Ο όρος καθιερώθηκε τους πρώτους αιώνες κ.ε. Στη σημερινή εποχή, ο τίτλος αποδίδεται στον εξέχοντα θρησκευτικό λειτουργό που είναι εκπαιδευμένος τόσο σε θέματα εβραϊκού νόμου όσο και παράδοσης, προκειμένου να καθοδηγεί την κοινότητα, να απαντάει σε ερωτήματα και να λύνει διαφωνίες που αφορούν τον νόμο Στα παλαιότερα χρόνια συχνά ταυτιζόταν με τον ηγέτη μιας κοινότητας. Ο ραβίνος δεν είναι ιερέας και δεν διαθέτει περισσότερη εξουσία να τελέσει κάποιο τελετουργικό από οποιονδήποτε άλλο αρσενικό ενήλικο μέλος της κοινότητας. Ιερέας, σύμφωνα με την Τορά, επιφορτισμένος με ειδικές τελετές και θυσίες μπορεί να είναι μόνο ένας Κοέν, απόγονος του Αρχιερέα Ααρών. Από την καταστροφή του Ναού και μετά, οι ραβίνοι ανέλαβαν την πνευματική ηγεσία των εβραϊκών κοινοτήτων καθώς και την τέλεση των λειτουργιών.
Ραχμανούτ ְחַר ָמתוּנ (=συμπόνια): Το συμπάσχειν, η ικανότητα δηλαδή να
δημιουργεί κανείς κενό χώρο μέσα του για να δεξιωθεί τον άλλον.
Ρεμπ (γίντις): Τιμητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται κυρίως για τους λόγιους
έγγαμους άνδρες ως ισοδύναμος του «κύριος» και ακολουθείται από το όνομα του
προσφωνούμενου.
Ρεσπόνσα (=απάντηση, απόκριση, στα λαντίνο): Είναι η απαντητική ραβινική φιλολογία που ξεκίνησε τον 3ο αιώνα κ ε και αναπτύχθηκε την περίοδο των
Γκεονίμ, των διευθυντών των μεσοποταμιακών εβραϊκών ακαδημιών (625-1050 κ.ε.). Στα ταλμουδικά και μεταταλμουδικά χρόνια η φήμη των μεσοποταμιακών εβραϊκών ακαδημιών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε πολλοί Εβραίοι, συχνά από μακρινά μέρη, έστελναν στους επιφανείς ραβίνους ερωτήσεις για θρησκευτικά, λατρευτικά και θεολογικά ζητήματα που ήταν ανοιχτά στην ερμηνεία, με αποτέλεσμα την
ανάπτυξη της απαντητικής φιλολογίας, της λεγόμενης Responsa. Επρόκειτο δηλαδή για ένα σώμα γραπτών γνωμοδοτήσεων. Ο αντίστοιχος όρος στα εβραϊκά
είναι «Σεϊλότ ου-Τσουβότ» (ερωτήσεις και απαντήσεις). Οι απαντήσεις των Γκεονίμ γράφονταν σε τρεις γλώσσες: εβραϊκά, αραμαϊκά και αραβικά (κυρίαρχη γλώσσα
εκείνη την περίοδο). Η Ρεσπόνσα, έχοντας ιστορία 1.700 ετών, αποτελεί ιδιαίτερη κατηγορία της ραβινικής φιλολογίας και συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας μέσω του διαδικτύου.
Ρισονίμ םיִנוֹשא ִר (=οι πρώτοι): Όρος που αναφέρεται στους επιφανείς ραβίνους που αποφάσιζαν για θέματα του εβραϊκού νόμου ―πριν κωδικοποιηθεί αυτός με το βιβλίο Σουλχάν Αρούχ και οι οποίοι έζησαν μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα κ.ε. διαδεχόμενοι τους Γκεονίμ Ανάμεσα στους πλέον γνωστούς είναι οι Ρασί, Μαϊμονίδης και Ναχμανίδης
Ρος α-Σανά הָנָשַה שאר (=κεφαλή του χρόνου): Η εβραϊκή Πρωτοχρονιά. Γιορτάζεται την πρώτη και δεύτερη μέρα του μήνα Τισρί (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος) αφενός γιατί κατά την παράδοση η δημιουργία του κόσμου άρχισε την πρώτη μέρα αυτού του μήνα και αφετέρου γιατί τότε η φύση έχει ολοκληρώσει τον ετήσιο κύκλο της. Ο φθινοπωρινός αυτός μήνας πρώτος του χρόνου για το κοσμικό
[40]
έτος αλλά έβδομος για το θρησκευτικό , από παλιά θεωρείτο ο πιο κατάλληλος
για πνευματική συγκέντρωση γιατί η συγκομιδή έχει τελειώσει και ακολουθεί ένα
μικρό διάστημα ανάπαυσης πριν αρχίσουν ξανά τα έργα του νέου χρόνου.
Πρόκειται για μέρα απόλυτης ανάπαυσης κατά την οποία δεν επιτρέπεται καμία
χειρωνακτική εργασία (Λευιτικό 23,23-25) Ο νέος χρόνος φέρνει το άτομο ενώπιον του Θεού. Τα διδάγματα του προηγούμενου χρόνου αναφέρονται σε ιδέες όπως η αμαρτία, η μεταμέλεια και η ιδανική διαβίωση του ανθρώπου πάνω στη γη. Επειδή οι αντιλήψεις αυτές είναι τόσο βασικές, πριν από τη γιορτή υπάρχει μια περίοδος προπαρασκευής έτσι ώστε ο καθένας να μπορέσει να εναρμονισθεί με το πνεύμα και τη διάθεση αυτής της μέρας. Σε όλη τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα Ελούλ, τις καθημερινές, στο τέλος της πρωινής λειτουργίας, ηχεί το σοφάρ για να θυμίζει στους πιστούς τον ερχομό της γιορτής. Το Ρος α-Σανά σηματοδοτεί την έναρξη των δέκα ημερών μετάνοιας που κορυφώνονται το Γιόμ Κιπούρ (Ημέρα του Εξιλασμού). Ονομάζεται επίσης Γιόμ α-Ντιν (Ημέρα της Κρίσης) επειδή προσφέρει την ευκαιρία της αυτοκριτικής, ή Γιόμ α-Ζικαρόν (Ημέρα της Ανάμνησης) επειδή ο Θεός θυμάται όλα τα πλάσματά του εκείνη τη μέρα, ή Γιόμ Τρουά (Ημέρα του Σαλπίσματος) από τον ήχο του σοφάρ (Λευιτικό 23,25 & Αριθμοί 29,1)
Ρος Χόντες שֶׁדח שאר (=κεφαλή του μήνα): Νεομηνία. Επειδή το εβραϊκό ημερολόγιο αρχικά ήταν σεληνιακό, η αρχή του μήνα καθοριζόταν με την εμφάνιση του καινούργιου φεγγαριού στον ουρανό. Μόλις αυτό γινόταν ορατό ειδοποιούσαν το Σανεντρίν της Παλαιστίνης κι εκείνο, αφού πρώτα διαπίστωνε ότι η πληροφορία ήταν ακριβής, ανάγγελλε την αρχή του μήνα. Η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε όταν καθιερώθηκε το ημερολόγιο με καθορισμένες ημερομηνίες από τον Ιλέλ ΙΙ γύρω στα 360 κ.ε. Η νεομηνία θεωρείται σαν μικρή γιορτή και
διαβάζονται ειδικές προσευχές και ψαλμοί (Αριθμοί 10,10)
Ρούαχ ַחוּר (=αέρας, πνοή, πνεύμα): Το δεύτερο από τα πέντε επίπεδα της ψυχής
που, σύμφωνα με την Καμπαλά, αντιστοιχεί στα συναισθήματα και την ηθική του
ατόμου. Ο όρος γενικά συμβολίζει κάτι αόρατο που γίνεται αντιληπτό μόνο μέσα
από τις εκδηλώσεις του ανθρώπου, εκδηλώσεις που είτε εκφράζονται εξωτερικά
είτε λαμβάνουν χώρα μέσα του.
Ρουμπίσα (λαντίνο): Σύζυγος ραβίνου (αντίστοιχος του όρου «παπαδιά»).
Ρωμανιώτες (εν. Ρωμανιώτης): Ονομασία των Εβραίων της Ρωμανίας, δηλ. της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και των απογόνων τους. Πιθανόν να αποκλήθηκαν έτσι για να διακρίνονται από τους Ρωμιούς που ήταν χριστιανοί Οι Ρωμανιώτες έχουν ιστορία πάνω από 2.000 χρόνια, και μέχρι τον 15ο αιώνα, πριν τον ερχομό των Σεφαραδιτών, αποτελούσαν την πλειονότητα των Εβραίων στα Βαλκάνια και κυρίως στην Ελλάδα, διαφοροποιούμενοι από τον υπόλοιπο εβραϊκό κόσμο, τόσο ως προς την προφορική τους γλώσσα, την αποκαλούμενη γραικο-ιουδαϊκή ή ρωμανιώτικα ή γεβανικά (βλ. Γιαβάν) ―μία διάλεκτο με εβραϊκές προσμίξεις― όσο και ως προς τα έθιμά τους, τα οποία ακολουθούσαν ειδικό τυπικό, το Μινάγκ Ρωμάνια (Ρωμανιώτικο έθιμο). Είχαν κοινότητες στη Θήβα, Ιωάννινα, Χαλκίδα, Κέρκυρα, Άρτα, Κόρινθο και στα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ρόδο, στην Κύπρο και σε άλλα μέρη.
[41]
Σ
αβοραΐμ םיִא ָרוֹבָס (=ερμηνευτές): Επιφανείς ραβίνοι επικεφαλής των εβραϊκών
ακαδημιών της Βαβυλώνας την περίοδο μετά τους Αμοραΐμ (6ος-7ος αιώνας κ.ε.).
Έγραψαν προσθήκες στην Γκμαρά κυρίως για να αποσαφηνίσουν δευτερεύοντα
θέματα, δίδοντας στο Ταλμούντ την τελική του μορφή.
Σαβουότ תוֹעוּבָש (=εβδομάδες): Η γιορτή των Εβδομάδων, η εβραϊκή Πεντηκοστή. Ονομάζεται έτσι επειδή η μέτρηση για τον εορτασμό της ξεκινάει από τη δεύτερη
μέρα του Πέσαχ και διαρκεί επτά εβδομάδες. Η γιορτή αυτή είναι αφιερωμένη στην
παράδοση των Δέκα Εντολών από τον Θεό στο όρος Σινά αν και στην Τορά δεν
αναφέρεται ρητά η σύνδεση των δυο (Έξοδος 34,22 & Δευτερονόμιο 16,10) Κατέχει και γεωργική σημασία γιατί καθορίζει την αρχή του θερισμού. Είναι η δεύτερη από τις τρεις γιορτές του προσκυνήματος και η αρχή του καλοκαιριού. Μια σεφαραδίτικη παροιμία λέει: Σι νο σεβένκα Σαβουότ, νο σεκίτα σαμαρότ που σημαίνει: Αν δεν έρθει το Σαβουότ δεν βγάζουμε τα χοντρά ρούχα. Γιορτάζεται την 6η και 7η μέρα του μήνα Σιβάν (Μάιος/Ιούνιος), ενώ στο Ισραήλ διαρκεί μόνο μία μέρα. Τα σύμβολα της γιορτής είναι το μέλι, το γάλα, τα λουλούδια και οι πλάκες του Νόμου. Το μέλι και το γάλα συμβολίζουν την Τορά και τη μάθηση επειδή κατά την παράδοση η Τορά είναι γλυκιά σαν το μέλι και θρεπτική σαν το γάλα. Ως
έθιμο τρώγονται τροφές και γλυκίσματα βασισμένες στα δυο αυτά συστατικά, ενώ
σε πολλές κοινότητες της Διασποράς συνηθίζεται εκείνη τη μέρα να κάνουν εκδρομές και να τρώνε στην ύπαιθρο.
Σαλός Ρεγκαλίμ םִיַלְג ַר שוֹלָש (=τρία προσκυνήματα): Ο όρος αναφέρεται στις
τρεις γιορτές προσκυνήματος δηλαδή στις γιορτές εκείνες που οι Εβραίοι έπρεπε να
πάνε προσκυνητές στον Ναό της Ιερουσαλήμ. Όπως αναφέρεται στην Τορά: «Τρεις φορές το χρόνο θα γιορτάζετε για μένα» (Έξοδος 23,14-16 & Δευτερονόμιο 16).
Πρόκειται για τις τρεις χαρούμενες γιορτές του εβραϊκού ημερολογίου: το Πέσαχ, το Σαβουότ και το Σουκότ. Και οι τρεις αναφέρονται σε τρεις σημαντικούς
σταθμούς της ιστορίας των Ισραηλιτών αλλά ταυτόχρονα έχουν και αγροτικό χαρακτήρα. Το Πέσαχ σηματοδοτεί την έξοδο από την Αίγυπτο αλλά και τον
θερισμό του κριθαριού, το Σαβουότ την παράδοση της Τορά από τον Θεό αλλά και
τον θερισμό του σιταριού και το Σουκότ το ταξίδι μέσα στην έρημο προς τη γη της
Επαγγελίας αλλά και τη συγκομιδή της παραγωγής.
Σαμαέλ לֵׁאָמַּס (=φαρμάκι, δηλητήριο): Σαμαήλ. Σύμφωνα με τη ραβινική φιλολογία έτσι ονομάζεται ο πέμπτος από τους επτά αρχάγγελους, ο αρχάγγελος
του Κακού, που έχει στην υπηρεσία του δυο εκατομμύρια αγγέλους και ο οποίος κατηγορεί, παραπλανεί και καταστρέφει και θεωρείται ταυτόχρονα και καλός και κακός. Η παράδοση τον θεωρεί φύλακα άγγελο του Ησαύ και προστάτη της Εδώμ (Εντόμ, Ιδουμαία). Ονομάζεται και Σατάν (=κατήγορος) επειδή διαβάλλει (Διάβολος) τον άνθρωπο στο αυτί του Θεού. Είναι επίσης ο αρχάγγελος του Θανάτου. Παρόλο που προτρέπει τους ανθρώπους προς το κακό, βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού.
[42]
Σαμάς שָמַּש (=φωτοδότης): 1) Ονομασία του μεσαίου και ψηλότερα τοποθετημένου σε σχέση με τα άλλα βοηθητικού κεριού της χανουκιά, με το οποίο ανάβουν όλα τα υπόλοιπα. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη σέμες (ήλιος). 2) Έτσι αποκαλείται ο επιστάτης της συναγωγής.
Σαμπάτ תָבַש (=αργία): Σάββατο, η έβδομη μέρα της Δημιουργίας, η μέρα που ο Θεός ξεκουράστηκε (Γένεσις 2,2-3). Η αφιέρωση αυτής της μέρας στον Θεό απέχοντας από κάθε υλική δημιουργία και εργασία, είναι το περιεχόμενο της τέταρτης Εντολής («Να θυμάσαι την ημέρα του Σαββάτου, για να την ξεχωρίζεις και να την αφιερώνεις στον Κύριο» Έξοδος 20,8-11), η παραβίαση της οποίας επέσυρε ποινή θανάτου (Έξοδος 35,1-3), με εξαίρεση την περίπτωση που κινδυνεύει μια ανθρώπινη ζωή της οποίας η διαφύλαξη είναι ανώτερη από την τήρηση του Σαββάτου. Η μέρα αυτή δεν είναι μόνο μέρα ανάπαυσης αλλά και μέρα εξαγνισμού, γιατί δίνεται η ευκαιρία στον άνθρωπο να ξεχάσει τις καθημερινές φροντίδες και τις υλικές ασχολίες της ζωής και να αφοσιωθεί σε πνευματικά και θρησκευτικά ενδιαφέροντα. (Ισχύει απαρέγκλιτα για όλους όπως, π.χ., για τους σκλάβους, ακόμα και τους αλλόθρησκους. Πρόκειται για τον πρώτο στην Ιστορία φιλεργατικό νόμο). Το Σάββατο τηρείται σωστά όταν συνδυάζεται η σωματική ανάπαυση με την πνευματική ανάταση. Η λειτουργία του Σαββάτου στη συναγωγή διαφέρει από εκείνες που γίνονται τις άλλες μέρες της εβδομάδας. Την Παρασκευή το απόγευμα η λειτουργία ονομάζεται Καμπαλάτ Σαμπάτ (υποδοχή του Σαββάτου), ενώ το πρωί του Σαββάτου διαβάζεται δημόσια και ομαδικά η περικοπή της Τορά
που αντιστοιχεί σε εκείνη την εβδομάδα. Η κριάτ α-Τορά (ανάγνωση του Νόμου) γίνεται από εφτά άντρες που καλούνται να διαβάσουν μέσα από τον ιερό κύλινδρο και είναι ο καθιερωμένος και ανώτατος αριθμός των ανδρών που επιτρέπεται να
διαβάσουν από την Τορά το Σάββατο. Η δύναμη του Σαββάτου να μεταβάλλει μια
κοινή μέρα σε μέρα χαράς και πνευματικής ανάτασης, γίνεται περισσότερο αισθητή στην οικογένεια. Την Παρασκευή το βράδυ πάνω στο τραπέζι, που συμβολίζει τον βωμό του Ναού, υπάρχουν δυο ψωμιά (χαλότ) που συμβολίζουν τη διπλή
ποσότητα του μάννα που έριχνε ο Θεός στους Ισραηλίτες κάθε Παρασκευή για να
μη χρειαστεί να μαζέψουν την άγια μέρα του Σαββάτου. Στο ίδιο τραπέζι ανάβουν
δυο κεριά που συμβολίζουν τη διπλή εντολή «να θυμάσαι» και «να τηρείς» τη
μέρα του Σαββάτου (Έξοδος 20,8 & Δευτερονόμιο 5,12) ενώ ο πατέρας ευλογεί τα
παιδιά του Το κιντούς διαβάζεται πριν από το φαγητό και κατά τη διάρκεια του
φαγητού τραγουδιούνται ύμνοι. Τα απογεύματα του Σαββάτου γίνεται συγκέντρωση για μελέτη, αναψυχή και διασκέδαση. Ο γιορτασμός του Σαββάτου λήγει με την αβνταλά (διαχωρισμός [της ιερής μέρας από τις καθημερινές]) την αποχαιρετιστήρια τελετή. Το Σάββατο αποτελεί ένα από τα θεμέλια της ιουδαϊκής θρησκείας και έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά πως «περισσότερο από ότι ο εβραϊκός
λαός διατήρησε το Σάββατο, το Σάββατο διατήρησε τον εβραϊκό λαό». Μεταξύ άλλων το Σαμπάτ αποκαλείται «νύφη του Ισραήλ, η αδελφή ψυχή του εβραϊκού λαού»
Σαμπάτ α-Γκαντόλ לוֹדָגַה תָבַש (=Μέγα Σάββατο): Έτσι αποκαλείται το Σάββατο που πέφτει πριν τη γιορτή του Πέσαχ γιατί τότε ξεκίνησε η διαδικασία του
περάσματος του εβραϊκού λαού από τη σκλαβιά στην ελευθερία. Είναι εκείνο το
Σάββατο που οι Εβραίοι άλειψαν με αίμα αρνιού τους παραστάτες στις πόρτες των
σπιτιών τους για να περάσει ο άγγελος από πάνω και να μη θανατώσει τους
[43]
πρωτότοκους γιούς τους όταν ο Θεός εξαπέλυσε τη δέκατη πληγή στους Αιγυπτίους
Σαμπάτ Σαλόμ םוֹלָש תָבַש: Ευχή που σημαίνει «ειρηνικό Σάββατο».
Σαμπάτ Σαλόμ ου-Μεβοράχ ַשתָב ָש ךְָרבְמוּ םוֹל : Η απόκριση στην πιο πάνω ευχή που σημαίνει «Σάββατο ειρηνικό και ευλογημένο».
Σαμπατιόν ֶׁשןוֹיֵׁתְב : Σαββατίων. Μυθικός ποταμός της εβραϊκής παράδοσης. Πέρα από τον Σαββατίωνα πιστεύεται ότι μεταφέρθηκαν από τους Ασσύριους και τελικά χάθηκαν οι δέκα φυλές που απάρτιζαν το βασίλειο του Ισραήλ ενώ διασώθηκαν οι δυο που απάρτιζαν το βασίλειο της Ιουδαίας, η φυλή του Ιούδα και αυτή του Βενιαμίν. Το όνομά του πρέπει να το πήρε από το γεγονός ότι την ιερή μέρα αργίας του Σαββάτου σταματούσε η ροή του σε αντίθεση με τις υπόλοιπες έξι μέρες. Μνεία των θαυματουργών ιδιοτήτων του υπάρχει στο Ταλμούντ.
Σαμπατόν ָבַשןוֹת (=Σαββατικό έτος): Αγρανάπαυση. Έτσι ονομάζεται η διακοπή καλλιέργειας της γης κάθε έβδομο έτος, προκειμένου αυτή να αναπαύεται και να ανανεώνεται (Έξοδος 23,10-13 & Λευιτικό 25,1-7). Στη σημερινή εποχή ο όρος Σαμπατόν (αγγλ. Σαμπάτικαλ) αποδίδει τη μακρόχρονη απουσία κάποιου από την εργασία του προκειμένου να επιτευχθεί ένας στόχος. Για παράδειγμα, οι καθηγητές κάποιων πανεπιστημίων δικαιούνται κάθε έξι χρόνια ένα σαββατικό έτος επί πληρωμή, προκειμένου να αφιερωθούν στην έρευνα και να βελτιώσουν τις γνώσεις
τους ή να συγγράψουν κάποια μελέτη. Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιες
επιχειρήσεις προκειμένου τα στελέχη τους να εξελίξουν τις γνώσεις τους ή απλώς
και μόνο να ξεκουραστούν.
Σανεντρίν ןיִרְדֶׁהְנַס (=συνέλευση) : Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική
λέξη «συνέδριον». 1) Το ανώτατο εβραϊκό δικαστήριο κατά την ύστερη εποχή του
Δεύτερου Ναού και τους επόμενους αιώνες. Η δομή και τα παρακλάδια του
προέρχονται από τις οδηγίες του Ιοθόρ προς τον Μωυσή (Έξοδος 18,13-26). Το Μεγάλο Σανεντρίν (Μπέιτ Ντιν α-Γκαντόλ) αποτελείτο από 71 μέλη που συνεδρίαζαν καθημερινά πλην εορτών και Σαββάτου, είχε έδρα την Ιερουσαλήμ και ήταν η ανώτατη αρχή σε θρησκευτικά θέματα ενώ διόριζε τους δικαστές μικρότερων Σανεντρίν με 23 μέλη σε διάφορες πόλεις και στην Ιερουσαλήμ, που δίκαζαν ποινικά αδικήματα. Τα τοπικά δικαστήρια που αποτελούνταν από 3 τουλάχιστον μέλη δίκαζαν υποθέσεις αστικού δικαίου. Τα τελευταία συνέχισαν και στη Διασπορά στα μέρη όπου υπήρχαν ανεπτυγμένα εβραϊκά κέντρα , προεδρευόμενα από ραβίνους που ονομάζονται νταγιανίμ (δικαστές, κριτές) και είχαν αρμοδιότητες επί των τοπικών κοινοτικών υποθέσεων. Μετά την κατάργηση της κοινοτικής αυτονομίας τον 19ο αιώνα, τα δικαστήρια αυτά περιορίστηκαν μόνο σε θρησκευτικά θέματα και επιδιαιτησίες. Στο κράτος του Ισραήλ σήμερα, τα ραβινικά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα σε θέματα γάμου και διαζυγίου 2) Η τέταρτη πραγματεία της θεματικής κατηγορίας Νεζικίν (Ζημίες) του Ταλμούντ που αποτελείται από 11 κεφάλαια και ασχολείται με το Δίκαιο, τις ποινές και τις δικαστικές διαδικασίες.
[44]
Σαντάι יַדַש (=Παντοδύναμος): 1) Θεία προσωνυμία της Βίβλου που απαντάται συνήθως σε συνδυασμό με το θείο όνομα Ελ Με αυτό το όνομα παρουσιάστηκε ο Θεός στους πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ (Έξοδος 6,2-3). 2) Κρεμαστό φυλαχτό εντός του οποίου υπάρχει πάπυρος με το αρχικό γράμμα του Θεού.
Σανταγιά (ρωμανιώτικα, πληθ. σανταγιότ): Ασημένιο αναθηματικό πλακίδιο, ιδιαίτερο έθιμο της ρωμανιώτικης παράδοσης.
Σαντχάν ןָכְדַש (=προξενητής, πληθ. σαντχανίμ): Από τη λέξη σιντούχ (προξενιό).
Με δεδομένο ότι για πολλούς αιώνες οι εβραϊκοί γάμοι κανονίζονταν ως επί το
πλείστον από τους γονείς, ο σαντχάν διαδραμάτιζε ρόλο μεσολαβητή στην
παραδοσιακή εβραϊκή ζωή του παλιού καιρού. Επιπρόσθετα, μεσολαβούσε για συνεργασίες και «θεράπευε» τσακωμούς.
Σαχαρίτ תי ִרֲחַש (=όρθρος, χάραμα): Η καθημερινή πρωινή λειτουργία η οποία αποτελείται από πέντε βασικά μέρη. Κατά τη διάρκειά της οι άντρες φορούν τεφιλίν. Η απογευματινή λειτουργία ονομάζεται Μινχά και η βραδινή Αρβίτ.
Σβαρίμ ְש ָבִר םי (σπαστοί, διακοπτόμενοι): Σεβαρίμ. Ένας από τους τρεις ήχους του σοφάρ. Μοιάζει με βογγητό που αποτελείται από τρεις κοφτές, στακάτες νότες που ανεβαίνουν σε τόνο, με περίπου ένα δευτερόλεπτο διάρκεια η καθεμία. Συμβολίζει τη λύπη που αισθάνεται κάποιος που έχει αντιληφθεί την ανάρμοστη συμπεριφορά του και επιθυμεί να αλλάξει.
Σέβα Μπραχότ ֶׁשַב ְב ע תוֹכָר (=επτά ευλογίες) ή Μπιρκότ Νισουίν ןיִאוּשְנ תוֹכָרְב (=γαμήλιες ευλογίες): Είναι οι εφτά ευλογίες του γάμου που ψέλνονται από τον ιερουργό προς το τέλος της τελετής. Μετά, γαμπρός και νύφη πίνουν κρασί και στη συνέχεια ο γαμπρός σπάει με το πόδι του ένα ποτήρι, γιατί σε κάθε χαρά πρέπει να θυμούνται την καταστροφή του Ναού. Η πράξη αυτή σηματοδοτεί και το τέλος της
γαμήλιας τελετής.
Σελά הָלֶׁס : Καταληκτήρια λέξη στροφών ή ψαλμών που συναντάται 71 φορές στο
βιβλίο των Ψαλμών και 3 στον Αββακούμ. Το ακριβές νόημά της δεν είναι γνωστό.
Εικάζεται ότι πρόκειται είτε για λειτουργικο-μουσικό σημάδι, είτε οδηγία για παύση και σκέψη πάνω στη στροφή που μόλις ακούστηκε ή προκειμένου να δοθεί έμφαση
στο χωρίο ή ψαλμό που ακολουθεί. Επειδή οι ψαλμοί σε κάποια σημεία τους συνοδεύονταν από μουσική, πιθανότατα να πρόκειται για διάψαλμα, δηλαδή
σημάδι το οποίο όριζε σε ποια σημεία έμπαιναν οι σάλπιγγες των ιερέων και τα έγχορδα όργανα ανάμεσα στη ψαλμωδία των Λευιτών.
Σεμ םֵׁש (=όνομα) ή Σεμ Τοβ בוֹט םֵׁש (=καλό όνομα): Όταν η λέξη λέγεται μόνη της χωρίς να συνοδεύει κάποιο όνομα, εννοεί το κατεξοχήν ιερό όνομα, δηλαδή τον Θεό. Χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να γίνει απλή αναφορά του Θεού, π.χ. σε
ομιλία ή διδασκαλία, προκειμένου να αποφεύγεται η κατάχρηση των ιερών
ονομάτων Του.
[45]
Σεμά ή Σεμά Ισραέλ לֵׁא ָרְשִי עַמְש (=άκουσε Ισραήλ): Πρόκειται για τις αρχικές
λέξεις από την πρώτη και σημαντικότερη εντολή που μετέφερε ο Μωυσής στον λαό
του: «Άκουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός μας, ο Κύριος είναι Ένας». Το Σεμά είναι η
σπουδαιότερη προσευχή της εβραϊκής θρησκείας, απαγγέλεται κάθε μέρα πρωί και βράδυ και είναι η μόνη προσευχή που λέγεται κατά τον ίδιο τρόπο από την εποχή του Ναού. Ενσωματώνει τις κυριότερες αρχές της εβραϊκής πίστης μια που πρόκειται για αναμφισβήτητη και σημαντική ομολογία πίστης του λαού του Ισραήλ στον Ένα και μοναδικό Θεό, και υπήρξε το στήριγμά του ανά τους αιώνες και παρηγορία στους καιρούς των θλίψεων. Περιλαμβάνει τρεις παραγράφους από την Τορά: Δευτερονόμιο 6,4-9 & 11,13-21 και Αριθμοί 15,37-41. Την ώρα που αναπέμπεται, οι πιστοί καλύπτουν τα μάτια τους, αποκλείοντας έτσι κάθε πιθανή εξωτερική περίσπαση κι εξασφαλίζοντας την απόλυτη συγκέντρωση που απαιτείται.
Σεμότ תוֹמ ְש (=ονόματα): Το δεύτερο βιβλίο της Τορά (Πεντάτευχος). Ο τίτλος προέρχεται από τις πρώτες λέξεις του κειμένου του: «Βεέλε σεμότ» (Αυτά [είναι] τα ονόματα). Σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο’) τιτλοφορείται Έξοδος, από το κεντρικό θέμα του, δηλαδή την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Το βιβλίο περιλαμβάνει τέσσερα μέρη που αναφέρονται στην απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία της Αιγύπτου, την πορεία τους προς το όρος Σινά, τη συνθήκη που συνήψε εκεί ο Θεός μαζί τους και την οργάνωση της λατρείας τους. Η αρχική ονομασία του βιβλίου ήταν Σέφερ Γετσιάτ Μιτσράιμ (Βιβλίο αναχώρησης από την Αίγυπτο).
Σέντερ רֶׁדֵׁס (=τάξη, πληθ. σενταρίμ): 1) Το τελετουργικό δείπνο της πρώτης (για το Ισραήλ) νύχτας του Πέσαχ ―και των πρώτων δυο για τη Διασπορά― κατά τις οποίες διαβάζεται η Αγκαντά του Πέσαχ Αποκαλείται «τάξη» γιατί η όλη διαδικασία, πλούσια σε συμβολισμούς, είναι σαφώς καθορισμένη ακολουθώντας συγκεκριμένη σειρά. Ο σκοπός της τελετής είναι είναι να θυμίζει τα σπουδαία γεγονότα και διδάγματα από την Έξοδο και τα χρόνια της λύτρωσης (Έξοδος 12,14-20). Ο μυστικός δείπνος του Ιησού ήταν το Σέντερ εκείνου του έτους. Η πλήρης ονομασία του είναι Σέντερ Πέσαχ 2) Έτσι ονομάζεται καθεμία από τις έξι κύριες θεματικές κατηγορίες του Ταλμούντ οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε πραγματείες. Αυτές είναι: 1) Σπορές (αγροτικοί νόμοι), 2)
Γιορτή (Σάββατο και γιορτές), 3) Γυναίκες (γάμος, διαζύγιο, συμβόλαια), 4) Ζημίες (Αστικό και Ποινικό Δίκαιο), 5) Ιερά θέματα (τυπικό του Ναού και θυσίες) και 6) Καθάρσεις (κανόνες θρησκευτικής καθαρότητας).
Σεόλ לוֹא ְש : Έτσι αποκαλείται ο μετά τον θάνατο τόπος διαμονής των ανθρώπων, σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, σκοτεινής και σκιώδους, χωρίς προσωπικότητα και δύναμη, κάτι αντίστοιχο προς τον
αρχαιοελληνικό Άδη. βλ Γκεενά
Σέφα עַפֶׁש (=ροή): Θεϊκή εισροή, στιγμή θεϊκής παρουσίας. Καμπαλιστικός όρος
που εμφανίστηκε στην εβραϊκή φιλοσοφία του Μεσαίωνα για να περιγράψει τη
θεϊκή επιρροή.
[46]
Σεφαράντ/Σεφαραντί: Ισπανία/Εβραίος με ιβηρική καταγωγή. βλ. Σφαράντ/Σφαραντί
Σέφερ Τορά ה ָרוֹת רֶׁפֵׁס (=βιβλίο του Νόμου, πληθ. Σιφρέι Τορά): Έτσι αποκαλούνται οι κύλινδροι στους οποίους είναι με το χέρι γραμμένη από εκπαιδευμένους αντιγραφείς (σοφερίμ) η Τορά, δηλαδή τα πέντε πρώτα βιβλία της Βίβλου (Πεντάτευχος) Οι κύλινδροι είναι κατασκευασμένοι από περγαμηνές ραμμένες μαζί και τυλιγμένες σε ξύλινους ορθοστάτες. Κατά τη διάρκεια του έτους το δεξί μέρος του κυλίνδρου μεγαλώνει σταδιακά επειδή σ΄αυτό τυλίγονται τα διαβασμένα μέρη ενώ το αριστερό μικραίνει. Οι κύλινδροι βγαίνουν μόνο όταν χρησιμοποιούνται για τις λειτουργίες ενώ τον υπόλοιπο καιρό είναι φυλαγμένοι στο ιερό της συναγωγής, απομίμηση της ιερής κιβωτού. Όταν δεν διαβάζονται είναι καλυμμένοι με βελούδινο ή μεταξωτό κάλυμμα με διακοσμήσεις, στην κορυφή των ορθοστατών βρίσκονται ασημένια διαδήματα για στολισμό (κταρίμ ή ριμονίμ), ενώ ανάμεσά τους κρέμεται ασημένια επιστήθια πλάκα (τας) παρόμοια μ’ εκείνη που έφερε στο στήθος του ο Αρχιερέας κάθε φορά που έμπαινε στο αγιαστήριο, καθώς και ένας ασημένιος δείκτης (γιαντ ή μορέ) που χρησιμεύει για να παρακολουθείται η ανάγνωση χωρίς να ακουμπάει χέρι τον ιερό κύλινδρο.
Σεχινά הָנִכֶׁש (=εγκατάσταση): Η θεία Παρουσία. Σύμφωνα με τον Ιουδαϊσμό ο
άνθρωπος οφείλει να έχει πάντα συνείδηση της παρουσίας του Θεού που διατρέχει, θρέφει και γεμίζει τον κόσμο. Η λέξη αρχικά σήμαινε «τόπος διαμονής», «κατοικία» και προσδιόριζε την παρουσία του Θεού σε συγκεκριμένο τόπο και ειδικότερα στον Ναό του Σολομώντα. Κατά την παράδοση, η παρουσία Του εμφανίζεται πάντα όταν δέκα ενήλικοι άρρενες συγκεντρώνονται να προσευχηθούν (μινιάν). Στην Καμπαλά ο όρος σηματοδοτεί συχνά την ενυπάρχουσα θηλυκή πλευρά της θειότητας που κατ’ επέκταση ενυπάρχει και στο σύμπαν.
Σιβά הָעְבִש (=επτά): Το διάστημα των επτά ημερών πένθους που ακολουθούν την
ταφή ενός συγγενή πρώτου βαθμού, κατά τη διάρκεια των οποίων οι πενθούντες
συγκεντρώνονται στο σπίτι του νεκρού όπου κάνουν καθημερινά προσευχές. Δεν τρώνε κρέας, απέχουν από κάθε εργασία, οι άντρες δεν κόβουν τα μαλλιά τους και
δεν ξυρίζονται, κάθονται κατάχαμα σε ένδειξη πένθους και δέχονται επισκέπτες
που έρχονται να τους συλλυπηθούν και συμπαρασταθούν
Σιμχάτ Τορά ה ָרוֹת תַח ְמִש : Η χαρά (της αποκαλύψεως) του Νόμου. Συμπίπτει με
την τελευταία μέρα έβδομη για το Ισραήλ και όγδοη για τη Διασπορά― της γιορτής του Σουκότ λίγες εβδομάδες μετά το Ρος α-Σανά (Πρωτοχρονιά) και έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Την παραμονή το βράδυ και το πρωί της επόμενης μέρας γίνονται στη συναγωγή περιφορές των περγαμηνών με τον Νόμο (Σέφερ Τορά) συνοδευόμενες με ύμνους και τραγούδια, στο πλαίσιο της υπερηφάνειας και της χαράς των Εβραίων γιατί επιλέχθηκαν να τους δοθεί η Τορά. Στο Ισραήλ, οι περιφορές γίνονται στους δρόμους. Αυτή τη μέρα ολοκληρώνεται ο ετήσιος κύκλος ανάγνωσης της Τορά. Επειδή όμως το διάβασμά της πρέπει να είναι αδιάκοπο, μόλις διαβαστεί η τελευταία περικοπή του Δευτερονομίου, ανοίγεται μια δεύτερη περγαμηνή και ξεκινάει αμέσως νέος κύκλος ανάγνωσης με το διάβασμα των
πρώτων στίχων της Γένεσης.
[47]
Σιντούρ רוּדִס (=διάταξη, κανόνας): Το βιβλίο των καθημερινών προσευχών (Προσευχολόγιο) Το χαρακτηριστικό της εβραϊκής λατρείας δεν είναι η ατομική αλλά η ομαδική προσευχή. Η ανάγκη της δημόσιας προσευχής δημιούργησε μερικές παραδόσεις, που αργότερα κωδικοποιήθηκαν σε νόμους και αφορούσαν την ομαδική ανάγνωση ορισμένων προσευχών Η Μεγάλη Συναγωγή (Ανσέι Κνέσετ α-Γκντολά), κυρίαρχο σώμα για τα θρησκευτικά θέματα κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.κ.ε., επεξεργάστηκε τη λειτουργία της συναγωγής πάνω στις γραμμές που ακολουθούνται και σήμερα. Επιπρόσθετα, κανόνισε το ωράριο των προσευχών για το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ. Ορισμένες προσθήκες αναπτύχθηκαν μέχρι τα τέλη του 11ου κ.ε. αιώνα κι έκτοτε ελάχιστες αλλαγές έχουν γίνει. Το περιεχόμενο του σιντούρ είναι κατά τέτοιο τρόπο κατανεμημένο ώστε θα μπορούσε κάλλιστα να
ειπωθεί πως αποτελεί περιεκτικό εγχειρίδιο της εβραϊκής θρησκευτικής φιλοσοφίας.
Σιντρά ִס הָרְד (πληθ. σνταρότ): Περικοπή. Καθένα από τα 150 μέρη στα οποία χωριζόταν η γραπτή Τορά, κατά τα πρότυπα της παράδοσης της Παλαιστίνης, έτσι ώστε να ολοκληρώνεται η ανάγνωσή της κάθε τρία χρόνια και να αρχίζει ξανά από την αρχή. Αντίθετα από τις παρασότ ο χωρισμός των οποίων είναι θεματικός οι υποδιαιρέσεις των σνταρότ είναι κυρίως ποσοτικές και σημειωνόντουσαν στο περιθώριο των χειρόγραφων κειμένων. Τελικά επικράτησε και ισχύει μέχρι σήμερα το σύστημα της Βαβυλώνας, σύμφωνα με το οποίο η Τορά διαρείται σε 54 μέρη (παρασότ) έτσι ώστε η ανάγνωσή της να ολοκληρώνεται μέσα σ’ ένα χρόνο και να ξαναρχίζει από την αρχή σ’ έναν αδιάκοπο κύκλο. Σήμερα σιντρά ονομάζεται η παρασά που διαβάζεται το Σάββατο.
Σιουρ רוּעִש (=διάλεξη, μάθημα, πληθ. σιουρίμ): Πρόκειται για θρησκευτικό μάθημα, που διδάσκεται στις γεσιβότ και στα κολελίμ, πάνω στην ευρεία έννοια της Τορά όπως Μισνά, Γκμαρά, Αλαχά, Αγκαντά, Τανάχ κ.ά. Ακόμα, ο όρος σιούρ συνοδευόμενος από κάποιο γράμμα του αλφάβητου υποδηλώνει το επίπεδο της τάξης που φοιτούν οι σπουδαστές.
Σιρ α-Σιρίμ םיִרי ִשַה רי ִש (=Άσμα Ασμάτων): Το πιο όμορφο τραγούδι. Ποιητικό βιβλίο της Τορά που ανήκει στη κατηγορία Κτουβίμ (Γραφές) και αποτελείται από
έξι άσματα, το οποίο απέκτησε την τελική του μορφή πιθανότατα την περίοδο 450400 π.κ.ε. Συνιστά ανθολογία ερωτικών ή γαμήλιων τραγουδιών, στα οποία υμνείται, με ζωηρές εικόνες και λυρική γλώσσα, ο έρωτας. Ο έρωτας που φλογίζει τις ψυχές και τις σπρώχνει προς τα μεγάλα. Η συγγραφή του αποδίδεται στον βασιλιά Σολομώντα όταν αυτός βρισκόταν σε νεανική ηλικία αν και νεότερες εκτιμήσεις πρεσβεύουν ότι το ποίημα έχει γυναίκα δημιουργό. Η θέση ενός τέτοιου βιβλίου στη Βίβλο προκαλεί έκπληξη γι’ αυτό και θεωρήθηκε τόσο από τους ραβίνους όσο και τους ιερείς του χριστιανισμού σαν τραγούδι αλληγορικό, με θρησκευτικό νόημα, όπου η συζυγική αγάπη ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα είναι μεταφορά της σχέσης του Θεού με τον λαό του Ισραήλ. Το πιθανότερο όμως είναι να πρόκειται απλώς για μια σειρά ερωτικών τραγουδιών που οι πρώτοι ανθολόγοι του Βιβλικού Κανόνα, ωθούμενοι από μια υψηλή και εξευγενισμένη εθνική συνείδηση, δεν θελήσανε να τα αφήσουνε να χαθούν μέσα στον μεγάλο σίφουνα της προμαντευόμενης Διασποράς.
[48]
Σιφρά א ָּרְּפ ִס (=γραπτό, πληθ. σιφρέ): Εξηγητικά μιντρασικά σχόλια στο νομικό
περιεχόμενο (Αλαχά) του Λευιτικού Ο ίδιος όρος στον πληθυντικό αφορά τα
εξηγητικά σχόλια στο νομικό περιεχόμενο των Αριθμών και του Δευτερονομίου.
Σλιχότ תוֹחיִל ְס (=δεήσεις συγγνώμης, μετάνοιες, εν. σλιχά): Ονομασία των
πρόσθετων προσευχών που διαβάζονται στις λειτουργίες της εβδομάδας που ξεκινάει την Κυριακή πριν το Ρος α-Σανά (Πρωτοχρονιά) και τελειώνει το Γιόμ
Κιπούρ (Ημέρα Εξιλασμού). Λέγονται νωρίς το πρωί πριν την ανατολή και πριν την πρωινή λειτουργία.
Σλοσίμ םי ִשוֹל ְש (=τριάντα): Οι τριάντα πρώτες μέρες του πένθους. Στο τέλος τους γίνεται το δεύτερο μνημόσυνο και επίσκεψη των πενθούντων στο νεκροταφείο.
Μετά την περίοδο αυτή το πένθος γίνεται ελαφρύτερο και τελειώνει μετά την πάροδο ενός έτους
Σμινί Ατσέρετ ִמְש תֶׁרֶׁצֲע יִני (=όγδοη μέρα της ιερής συνάθροισης): Η όγδοη μέρα του Σουκότ και κατακλείδα της γιορτής στο Ισραήλ (στη Διασπορά διαρκεί εννέα μέρες) που πέφτει στις 22 του μήνα Τισρί και έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Στα αρχαία χρόνια συνδεότανε και με θυσία (Λευιτικό 23,36 & Αριθμοί 35-38). Αυτήν τη μέρα αναπέμπεται προσευχή για βροχή στην άγια Γη, γιατί χωρίς βροχή η χρονιά δεν θα είναι παραγωγική. Οι δεήσεις των Εβραίων της Διασποράς είναι σημάδι αδιάσπαστης ενότητας με τη Γη του Ισραήλ.
Σμονέ-Εσρέ הָרָשֲע הָנֵׁמ ְש (=δεκαοχτώ): Προσευχή που λέγεται σε όρθια στάση στο μέσο κάθε λειτουργίας. Η ονομασία της προκύπτει από τις Δεκαοχτώ Ευλογίες που περιείχε αρχικά ενώ σήμερα είναι δεκαεννιά. Ονομάζεται και αμιντά.
Σοά הָאוֹש (=καταστροφή): Ο εβραϊκός όρος για το Ολοκαύτωμα. Πρόκειται για
βιβλική λέξη που συναντάται 12 φορές στην Τορά (μια απ’ αυτές στην κατάρρευση
των τειχών της Ιεριχούς) και δηλώνει τη συνοδευόμενη από τρομακτικό πάταγο ολοκληρωτική κατάρρευση σε ερείπια, αφανισμό και ερήμωση μιας περιοχής. Σουκότ תוֹכֻס (=σκηνές, καλύβες, παραπήγματα, εν. σουκά): Η γιορτή της Σκηνοπηγίας. Μια από τις τρεις γιορτές προσκυνήματος (σαλός ρεγκαλίμ) με ιστορικό και αγροτικό χαρακτήρα, που γιορτάζεται σε ανάμνηση της διαβίωσης του εβραϊκού λαού σε πρόχειρα καταλύματα κατά την τεσσαρακονταετή περιπλάνησή του στην έρημο, καθ’ οδόν προς τη Γη της Επαγγελίας (Λευιτικό 23,33-36)
Ονομάζεται και γιορτή της Συγκομιδής επειδή συμπίπτει με την περίοδο της συγκομιδής των φρούτων (Έξοδος 23,16), θεωρείται και γιορτή ευχαριστιών για
τα άφθονα δώρα που έδωσε η φύση στον άνθρωπο τη χρονιά που πέρασε. Η
διάρκειά της είναι οκτώ μέρες στο Ισραήλ (εννέα στη Διασπορά) και αρχίζει στις δεκαπέντε του μήνα Τισρί Η σουκά που στήνεται κατά το έθιμο στη διάρκεια της γιορτής, έχει σκεπή από κλαδιά που τοποθετούνται χωρίς να είναι δεμένα μεταξύ τους έτσι ώστε η έλλειψη στερεότητας της καλύβας να συμβολίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από την προστασία του Θεού. Άλλο έθιμο είναι το λουλάβ (μπουκέτο από τέσσερα φυτά) που συμβολίζει τη χαρά και χρησιμοποιείται στις
[49]
ανάλογες λειτουργίες στη συναγωγή. Με τη λήξη της γιορτής του Σουκότ τελειώνει και η εορταστική περίοδος που άρχισε με το Ρος α-Σανά
Σουλχάν Αρούχ ךוּרָע ןָחלוּש (=στρωμένο τραπέζι): Βιβλίο που συνέγραψε στο Σάφεντ (Τσφάτ) ο σεφαραδίτης ραβίνος Γιοσέφ Κάρο το 1563 (τυπώθηκε στη Βενετία δυο χρόνια αργότερα) στο οποίο συνοψίζεται και κωδικοποιείται ο εβραϊκός νόμος (Αλαχά) Πρόκειται για πανδέκτη της ιουδαϊκής νομοθεσίας, για τον τελευταίο και πληρέστερο κώδικα αναφοράς των κανόνων του εβραϊκού τρόπου ζωής που ρυθμίζουν όλες τις λεπτομέρειες και όλες τις καταστάσεις της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής του Εβραίου , ο οποίος χαρακτηρίζεται μνημειώδης και χαίρει μεγάλης εκτίμησης μέχρι σήμερα. Ο Γιοσέφ Κάρο
χρησιμοποίησε σαν θεμέλια τον άλλο μεγάλο κώδικα, τη Μισνέ Τορά του
Μαϊμονίδη και μια δική του παλαιότερη εργασία με τίτλο Μπετ Γιοσέφ. Σοφάρ רֲָּפוֹש (=κέρας, πληθ. σοφαρότ): Το τελετουργικό κέρας κριαριού που αναφέρεται στη Βίβλο, ο ήχος του οποίου ακούστηκε πριν και μετά τη θεία αποκάλυψη του Νόμου στο όρος Σινά (Έξοδος 19,16-19 & 20,18) Με σοφάρ σάλπισαν οι Εβραίοι για να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς (Ιησούς του Ναυή 6,421) Τα παλαιότερα χρόνια το σάλπισμά του σηματοδοτούσε την έναρξη του έτους του Ιωβηλαίου (Λευιτικό 25,9-10), καλούσε τους Ισραηλίτες στη μάχη ή ανήγγειλε τη στέψη ενός βασιλιά. Στη σημερινή εποχή ηχεί ολόκληρο τον μήνα Ελούλ (εκτός Σαββάτων) για να θυμίζει τον ερχομό της γιορτής, την ημέρα του Ρος α-Σανά και στη λήξη του Γιόμ Κιπούρ. Οι τρεις διαφορετικοί ήχοι του οι οποίοι συνδυάζονται μεταξύ τους― είναι οι: τκιά, σβαρίμ και τρουά. Πιστεύεται ότι θα ηχήσει για να
αναγγείλει την έλευση του Μεσσία.
Σοφερίμ ִרְפוֹס םי : Ονομασία των επαγγελματιών αντιγραφέων (αναφέρονται και ως
«γραμματείς») των Εβραϊκών Γραφών (Τανάχ) από τις ημέρες του Έσδρα (5ος
αιώνας π κ ε ) και μετά για μια περίοδο χιλίων ετών περίπου. Η ετυμολογία προέρχεται από το ρήμα σαφάρ (καταμετρώ) γιατί μετρούσαν όλα τα γράμματα
που αντέγραφαν με σκοπό να ελέγξουν ότι τα αντίγραφα που επιμελούνταν ήταν
ακριβώς όμοια με τα πρωτότυπα. Τους διαδέχτηκαν οι Μασορίτες. Σοχέτ טֵׁחוֹש (=ιεροσφαγέας): Ο ειδικευμένος στη σφαγή ζώων και πτηνών
σύμφωνα με τις θρησκευτικές επιταγές. Ο σοχέτ καταφέρνει με επιδεξιότητα ακαριαίο θανατηφόρο χτύπημα στο ζώο ώστε να μην βασανιστεί αλλά και να μην διαισθανθεί τον επικείμενο θάνατο γεμίζοντας τοξίνες το σώμα του. Αμέσως μετά κόβει με πολύ κοφτερό μαχαίρι τις ζωτικές αρτηρίες στον λαιμό τού ζώου προκειμένου το αίμα του να τρέξει άφθονο και να αδειάσει πλήρως από το σώμα. Το αίμα θεωρείται φορέας της ζωής και δεν επιτρέπεται να τρώγεται (Λευιτικό 17,10-14).
Σφαράντ דַרָפְס (=Ισπανία): Το Βιβλικό όνομα της Ιβηρικής Χερσονήσου (Οβδιού 20).
Σφαραντί יִדַרָפְס (πληθ. Σφαραντίμ, ελλ. Σεφαραδίτης/ες): 1) Ονομασία των Εβραίων με καταγωγή από την Ιβηρική χερσόνησο (Σφαράντ στη Βίβλο), οι οποίοι
[50]
διεσπάρησαν κυρίως στα παράλια της Μεσογείου, μετά την εκτόπισή τους το 1492 από την Ισπανία (όπως καταγράφεται στο διάταγμα της Αλάμπρας) και από την Πορτογαλία (1497). Οι Σεφαραδίτες διαφοροποιούνται από τον υπόλοιπο εβραϊκό κόσμο τόσο εξαιτίας της ισπανο-ιουδαϊκής γλώσσας τους (λαντίνο) όσο και εξαιτίας των ιδιαίτερων εθίμων τους 2) Η ομιλούμενη από τους Σεφαραδίτες γλώσσα. βλ Λαντίνο
Σχιτά ְש ִחהָטי (=σφαγή): Σεχιτά. Η κατά την εβραϊκή θρησκεία μέθοδος σφαγής ζώων και πτηνών από τον σφαγέα (σοχέτ). Σύμφωνα μ’ αυτήν ο θάνατος πρέπει να επέλθει ακαριαία και χωρίς να τον διαισθανθεί το ζώο, αφενός για να μην πονέσει και αφετέρου να μην προλάβει να εκκρίνει τοξίνες στο σώμα του. Ακόμη, πρέπει το αίμα να φύγει ολοκληρωτικά από το σώμα του ζώου καθότι είναι ο φορέας της ζωής του (Λευιτικό 17,10-14). Μόνο αφού έχουν τηρηθεί οι παραπάνω διαδικασίες το φαγητό είναι κασέρ (κατάλληλο).
Τ
αανίτ תיִנֲעַת (=νηστεία): Η νηστεία στη διάρκεια της οποίας απέχει κανείς από φαΐ και από νερό. Η πλέον γνωστή είναι αυτή του Γιόμ Κιπούρ (Ημέρα Εξιλασμού) προκειμένου να ταπεινωθούν οι ψυχές (Λευιτικό 23,26-32)
Υπάρχουν και μικρότερες νηστείες όπως: Ταανίτ Μπεχορίτ (Νηστεία των Πρωτοτόκων) που γίνεται σαν ευχαριστία για τη σωτηρία των πρωτοτόκων των Ισραηλιτών πριν την έξοδό τους από την Αίγυπτο, Ταανίτ Τισά μπε-Αβ (Νηστεία 9ης του μήνα Αβ) σε ανάμνηση της καταστροφής του Πρώτου και του Δεύτερου Ναού, Ταανίτ Ασαρά μπε-Τεβέτ (Νηστεία της 10ης του μήνα Τεβέτ) σε ανάμνηση της
πολιορκίας της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορα, Ταανίτ Γκενταλιά (Νηστεία
του Γκενταλιά) για τη δολοφονία του Γκενταλιά απογόνου του βασιλικού οίκου του
Ιούδα, Ταανίτ Εστέρ (Νηστεία της Εσθήρ) σε ανάμνηση της νηστείας της Εσθήρ
πριν παρουσιαστεί στον βασιλιά για να τον παρακαλέσει να σώσει τον λαό της κ.ά.
Τααρά הָרהָט (=κάθαρση, πληθ. τααρότ): 1) Η τελετουργική κάθαρση του σώματος
του νεκρού, εσωτερικά και εξωτερικά για τον άντρα από άντρες κι από γυναίκες
για τη γυναίκα , σύμφωνα με τις επιταγές της εβραϊκής θρησκείας. 2) Τααρότ.
Μια από τις έξι κύριες θεματικές κατηγορίες του Ταλμούντ που αναφέρεται στους κανόνες θρησκευτικής καθαρότητας και αποτελείται από δώδεκα πραγματείες
Ταλίτ תיִלַט (=σάλι, πληθ. ταλιτότ) ― Ταλέτ (λαντίνο): Σάλι προσευχής με
κρόσσια, από μετάξι ή βαμβακερό ύφασμα, που στις τέσσερις γωνίες του έχει
ειδικά κρόσσια με κόμπους (τσιτσίτ), συχνά άσπρο με ρίγες λευκές ή μπλε ή
μαύρες, που φορούν στους ώμους (περιώμιο) οι άντρες στη Συναγωγή κατά τη
διάρκεια των πρωινών προσευχών και του Κιπούρ, προκειμένου να θυμούνται και
να εκτελούν τις θεϊκές εντολές (Αριθμοί 15, 37-41) Τα αγόρια το φοράνε για
πρώτη φορά κατά την τελετή της θρησκευτικής τους ενηλικίωσης (Μπαρ μιτσβά)
στα δεκατρία τους χρόνια.
Ταλίτ κατάν תיִלַט ןָטָק (=μικρό σάλι): Ορθογώνιο λινό ή μάλλινο ύφασμα με
κρόσσια (τσιτσίτ) στις τέσσερις γωνίες του και ένα μεγάλο άνοιγμα στη μέση για να
χωράει το κεφάλι. Φοριέται από τους θεοσεβούμενους Εβραίους κάτω από το
[51]
ρούχο τους και κρέμεται πάνω από το στήθος και την πλάτη προκειμένου να τους
υπενθυμίζει την υποχρέωση τήρησης των θεϊκών εντολών (Δευτερονόμιο 22, 12)
Ονομάζεται και αρμπά κανφότ (τέσσερις γωνίες).
Ταλμούντ דוּמְלַת (=μελέτη): Ταλμούδ. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα λιλμόντ που έχει την ετυμολογική του ρίζα στην ελληνική λέξη «μελετώ». Το Ταλμούντ
είναι η καταγραφή των ραβινικών ερμηνειών και υπομνημάτων γύρω από τον μωσαϊκό Νόμο ή, αλλιώς, η προφορική Τορά, που συνοδεύει αδιάσπαστα τη
γραπτή Τορά (Βίβλος ή Τανάχ). Είναι η ανθολόγηση αμέτρητων συζητήσεων μεταξύ λογίων, οι διάλογοί τους, τα σχόλια και τα συμπεράσματά τους, επί όλων των ζητημάτων που αφορούν τον άνθρωπο και την καθημερινή του ζωή, καθώς και τη σχέση του με τον Θεό. Πρόκειται για έναν απέραντο και μοναδικό πανδέκτη της ραβινικής σκέψης επί παντός επιστητού. Η καταγραφή του χρειάστηκε περίπου
επτά αιώνες (200 π.κ.ε. 500 κ.ε.). Συνίσταται από δύο επίπεδα: τη Μισνά και τη
Γκμαρά οι οποίες παρουσιάζονται μαζί, η πρώτη ως θέμα που σχολιάζεται από τη δεύτερη, και οι οποίες πλαισιώνονται από τα σχόλια του Ρασί και τα πιο πρόσφατα σχόλια επί των σχολίων των Τοσαφιστών Το περιεχόμενο του Ταλμούντ διαιρείται σε 6 κύριες θεματικές κατηγορίες (σνταρίμ) που υποδιαιρούνται σε 63 πραγματείες (μασεχότ) και αυτές με τη σειρά τους σε κεφάλαια (πσουκίμ), και αποτυπώνονται σε 63 διαφορετικούς τόμους Οι θεματικές κατηγορίες είναι: 1) Ζραΐμ=Σπορές (αγροτικοί νόμοι), 2) Μοέντ=Γιορτή (Σάββατο και γιορτές), 3) Νασίμ=Γυναίκες-σύζυγοι (γάμος, διαζύγιο, συμβόλαια), 4) Νεζικίν=Ζημίες (Αστικό και Ποινικό Δίκαιο και νόμοι για τις αγοραπωλησίες), 5) Κοντασίμ=Ιερά θέματα (τυπικό του Ναού και θυσίες) και 6) Τοχορότ=Καθάρσεις (κανόνες θρησκευτικής καθαρότητας και τρόποι εξαγνισμού) Μια ταλμουδική σελίδα είναι οργανωμένη με ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική που αναδυκνύει και επιτρέπει τη διαλεκτική της Αρχίζει, στο κέντρο, με το κείμενο της Μισνά. Από κάτω ακριβώς, πάντα στο μέσο της σελίδας, ακολουθεί το σχόλιο της Γκμαρά. Στο δεξί μέρος της σελίδας βρίσκονται τα σχόλια του Ρασί και στο αριστερό μέρος της τα τοσαφότ που είναι σχόλια επί των σχολίων του Ρασί Μέσα
από τον ανοιχτό αυτόν και διαρκή υπομνηματισμό ενός αρχικού κειμένου που
απουσιάζει (της γραπτής Τορά) και στο οποίο αναφέρεται το κεντρικό κείμενο της
Μισνά, απλώνονται τα αντιφατικά μεταξύ τους σχόλια, κύματα της ίδιας απέραντης
ταλμουδικής θάλασσας.
[52]
Το Ταλμούντ το οποίο είναι μέρος της ραβινικής φιλολογίας δεν είναι απλή προέκταση της Βίβλου. Αποτελεί ένα δεύτερο στρώμα σημασιών. Με κριτική διάθεση και πλήρη συνείδηση, αναδιατυπώνει τις σημασίες της Γραφής με ορθολογικό πνεύμα. Οι πραγματείες του δεν αφορούν τη θεολογία αλλά είναι συζήτηση επί του πρακτέου, αφορούν δηλαδή την Ηθική. Όσο για τον τρόπο του αυτός είναι λόγος και αντίλογος, επιχείρημα και αντεπιχείρημα, διαλεκτική δηλαδή. Πρόκειται για ένα προνομιακό πεδίο διαπάλης των ερμηνειών, ένα προϊόν
δημιουργικής διαλεκτικής δραστηριότητας, ένα ανοιχτό βιβλίο συζήτησης στο οποίο η συζήτηση παραμένει διαρκώς ανοιχτή. Υπάρχει σε δυο παράλληλες εκδοχές: το Ταλμούντ της Ιερουσαλήμ ή Παλαιστινιακό (Μισνά & την Παλαιστινιακή Γκμαρά) και το Ταλμούντ της Βαβυλώνας (Μισνά & Βαβυλωνιακή Γκμαρά), μεταγενέστερο κατά έναν αιώνα περίπου και σε έκταση τέσσερις φορές μεγαλύτερο. Το Ταλμούντ της Βαβυλώνας (δραστηριότητα των ονομαστών ακαδημιών που ήταν εγκατεστημένες στην
[53]
Μεσοποταμία), λόγω του πλουσιότερου σχολιασμού του, είναι αυτό που έχει καθιερωθεί περισσότερο Το Ταλμούντ είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του κόσμου και αν εξαιρέσουμε τη Βίβλο, επηρέασε την εβραϊκή ζωή και σκέψη όσο κανένα άλλο. Αποτέλεσε πλήρη συλλογή του εβραϊκού Δικαίου όλων των περιόδων της ιουδαϊκής ιστορίας και σοφή και αμερόληπτη εγκυκλοπαίδεια των ανθρώπινων γνώσεων της εποχής εκείνης.
Ταλμούντ Τορά הָרוֹת דוּמְלַת (=μελέτη του Νόμου): Πρωτοβάθμιο θρησκευτικό σχολείο για αγόρια των εβραϊκών κοινοτήτων που καλύπτει τις ηλικίες του δημοτικού σχολείου. Εκεί διδάσκονται την εβραϊκή γλώσσα, την Τορά και το Ταλμούντ. Προετοιμάζει τα παιδιά για γεσιβά ή για εβραϊκό κοσμικό γυμνάσιο. Τα πρώτα σχολεία δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες των ορφανών μια
που, σύμφωνα με την παράδοση, ο πατέρας ήταν ανέκαθεν ο πρώτος υπεύθυνος για τη διδασκαλία των παιδιών του (Δευτερονόμιο 11,19).
Τανά אָנַת (=απομνημονευτής, ερμηνευτής, δάσκαλος, πληθ. Ταναΐμ): Ονομασία των σοφών Εβραίων νομοδιδασκάλων οι οποίοι ερμήνευαν τις Γραφές και τις παραδόσεις την περίοδο 10-220 κ ε. επί κατοχής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Ο όρος εννοεί εκείνον που, αφού έχει σπουδάσει, αφομοιώσει και απομνημονεύσει όσα διδάχθηκε δια της επαναλήψεως από τους διδασκάλους του, είναι πλέον ικανός να λειτουργήσει και ο ίδιος ως μεταδότης αυτής της παράδοσης, αποτελώντας έναν ακόμη κρίκο στη μακρά αλυσίδα ανάπτυξης της προφορικής Τορά.
Τανάχ ךְ״ַנַת: Η Βίβλος (Παλαιά Διαθήκη για τους χριστιανούς) Η λέξη αποτελείται
από το ακρωνύμιο των αρχικών γραμμάτων: Τ για Τορά (Πεντάτευχος), Ν για
Νεβιίμ (Προφήτες), Χ για Κτουβίμ (Γραφές). Ολόκληρη η Βίβλος απαρτίζεται από
αυτά τα τρία τμήματα.
Τασλίχ ךְיִלְשַת (=εξοβελισμός): Έθιμο που ξεκίνησε τον Μεσαίωνα και λαμβάνει
χώρα την πρώτη μέρα του Ρος α-Σανά (ή τη δεύτερη αν η πρώτη πέφτει Σάββατο)
Πρόκειται για τελετή που γίνεται δίπλα σε υδάτινο στοιχείο (λίμνη, ποταμό, θάλασσα) με τη συνοδεία προσευχών, κατά την οποία οι πιστοί βγάζουν από τις τσέπες τους ψίχουλα και τα ρίχνουν στο νερό συμβολίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη ρίψη των αμαρτιών τους κατά την προηγούμενη χρονιά στα βάθη της θάλασσας
(Μιχαίας 7,19)
Τβιλά הָליִבְט (=εμβάπτιση): Έτσι αποκαλείται το τελετουργικό μπάνιο κάθαρσης που κάνει η νύφη στο μίκβε πριν παντρευτεί, οι θρήσκες γυναίκες μετά την έμμηνη ρύση και οποιοσδήποτε ετερόδοξος ασπάζεται τον Ιουδαϊσμό.
Τεβά הָבֵׁת (=βάθρο): Σεφαραδίτικος όρος για το υπερυψωμένο βάθρο (άμβωνας)
μέσα στη συναγωγή, στο οποίο διαβάζεται η Τορά και λέγονται οι προσευχές. Σε ρωμανιώτικες συναγωγές η τεβά βρίσκεται στο μέσον του δυτικού τοίχου, απέναντι
από το Εχάλ Αντίθετα, στις σεφαραδίτικες συναγωγές της Ελλάδας η τεβά βρίσκεται στο κέντρο της αίθουσας, κοιτάζοντας το Εχάλ. Ενίοτε βρίσκεται δίπλα
στο Εχάλ, πάντα κοιτάζοντας το. Οι Ρωμανιώτες διαβάζουν την Τορά
[54]
τοποθετώντας την σε όρθια θέση, καθώς θεωρούν ανάρμοστη την κεκλιμένη τοποθέτησή της κατά την ανάγνωση, ενώ οι Σεφαραδίτες την τοποθετούν με μια ελαφριά κλίση πάνω στο αναλόγιο. βλ. μπιμά
Τικ קיִתּ (=θήκη, πληθ. τικίμ): Η ειδική ξύλινη θήκη, με μορφή κυλίνδρου ή
πολυγωνικού πρίσματος, διακοσμημένη με εγχάρακτες ή ζωγραφικές παραστάσεις, που χρησιμοποιούν για τη φύλαξη του κυλίνδρου της Τορά οι Ρωμανιώτες και οι κοινότητες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη θήκη.
Τικούν ןוּקִת (=διόρθωση, αποκατάσταση): Επανόρθωση περασμένων πράξεων. Η
πνευματική διαδικασία ανάκτησης των θραυσμάτων του θεϊκού φωτός που παγιδεύτηκαν μέσα στον υλικό κόσμο έχοντας χάσει τη συνείδηση της παρουσίας του Θεού.
Τικούν Ολάμ םָלוֹע ןוּק ִת (=επανόρθωση, αποκατάσταση του κόσμου): Η εβραϊκή αντίληψη για την αποκατάσταση του κόσμου, ως υποχρέωση όλων των ανθρώπων να επαναφέρουν την κοινωνική δικαιοσύνη με την εξάλειψη των αρνητικών πράξεων Κάθε άτομο έχει μέρος της ευθύνης και πρέπει να δράσει για το κοινό καλό. Μ’ αυτόν τον τρόπο αποκαθίσταται η αρχική κατάσταση ισορροπίας που επιτυγχάνεται μέσα από την επιμελή τήρηση των μιτσβότ (εντολών). Ο όρος πρωτοαναφέρεται στη Μισνά στη θεματική κατηγορία Γυναίκες-σύζυγοι, στην πραγματεία Γκιτίν (Τεκμήρια), και συμπεριλαμβάνεται στην καθημερινή προσευχή Αλέινου που λέγεται τρεις φορές τη μέρα
Τικούν Χατσότ ִת ק צֲח ןוּ תוֹ (μεσονύκτια επανόρθωση): Προσευχή του μεσονυκτίου
που επικεντρώνεται στον θρήνο για την καταστροφή του Ναού. Αν και δεν τηρείται
από όλους τους Εβραίους, εντούτοις είναι προσφιλής στους Σεφαραδίτες και στους
Χασιντίμ.
Τιργκούμ ְרִת םוּג (=μετάφραση, πληθ. τιργκουμίμ): Όρος που περιγράφει τις
προφορικές μεταφράσεις (συχνά με περιφραστικό τρόπο) χωρίων της Βίβλου στην
καθομιλούμενη αραμαϊκή γλώσσα που μίλαγαν οι Εβραίοι κατά τις Βαβυλωνιακές περιόδους. Αν και οποιοδήποτε τιργκούμ απαγορευόταν να γραφτεί προκειμένου να μην αλλοιωθεί το πρωτότυπο κείμενο, εντούτοις εμφανίστηκαν κάποια γραπτά κατά τα μέσα του 1ου αιώνα κ.ε. που όμως δεν αναγνωρίστηκαν σαν γνήσια από τους πνευματικούς ηγέτες της εποχής. Σήμερα μόνο Εβραίοι από την Υεμένη
κάνουν χρήση των τιργκουμίμ στο λειτουργικό τους
Τισά μπε-Αβ בָא ְב הָעְשִת (=η ένατη μέρα του μήνα Αβ [Ιουλ.-Αυγ.]): Ημέρα πένθους και νηστείας σε ανάμνηση της καταστροφής του Πρώτου Ναού (587 π.κ.ε.) από τον Ναβουχοδονόσορα και του Δεύτερου Ναού (70 κ.ε.) από τον Τίτο και την επακόλουθη εξορία του εβραϊκού λαού από τη Γη του Ισραήλ. Την 17η ημέρα του προηγούμενου μήνα Ταμούζ (Ιούν. -Ιούλ.) ξεκινά εθνικό πένθος τριών εβδομάδων, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφεύγεται κάθε διασκέδαση, και το οποίο λήγει την ενάτη του μήνα Αβ. Στους κατοπινούς αιώνες κι άλλα θλιβερά συμβάντα σχετίστηκαν μ’ αυτήν την περίοδο, με τραγικότερα από όλα την εκδίωξη
[55]
των Εβραίων από την Ισπανία το 1492 και από την Αγγλία το 1290. Η μέρα αυτή συμβολίζει τον όλεθρο για τον εβραϊσμό, ωστόσο είναι συνδεδεμένη και με την πιο μεγάλη ελπίδα, αφού ορισμένοι ραβίνοι διδάσκουν πως μια τέτοια μέρα θα γεννηθεί ο Μεσσίας τον οποίο προσδοκά ο εβραϊκός λαός.
Τκιά הָעיִקְת (=σάλπισμα): Τεκιά. Ένας από τους τρεις ήχους του σοφάρ. Πρόκειται για έναν καθαρό, βαθύ, συνεχόμενο ήχο που αποτελείται από μία μόνο νότα και ο οποίος κόβεται απότομα. Πρόκειται για ήχο που καλεί τον άνθρωπο να ψάξει στην καρδιά του και να εγκαταλείψει τις αμαρτίες του. Είναι ο ίδιος ήχος που καλούσε σε συγκέντρωση τον κόσμο γύρω από τον Μωυσή. Η τκιά γκντολά (μεγάλη τκιά) διαρκεί τριπλάσιο χρόνο από την απλή ―που διαρκεί περίπου τρία δευτερόλεπτα―
και είναι ο ήχος που καλεί σε ειλικρινή μετάνοια.
Τοκέα ֵׁקוֹתַע (=σαλπιγκτής): Αυτός που φυσάει το σοφάρ στις Μεγάλες Γιορτές.
Τόου βα βόου וּהבָו וּהת (=χάος και σκοτάδι): Άβυσσος και έρεβος, αόρατη και
ακατασκεύαστη. Περιγραφή της κατάστασης της Γης μετά τη δημιουργία της και πριν από την εντολή του Θεού «Να γίνει φως» (Γένεσις 1,2).
Τορά ה ָרוֹת (=διδασκαλία, καθοδήγηση): Είναι γνωστή σαν «Νόμος» Υπό τη στενή έννοια πρόκειται για τον γραπτό Μωσαϊκό Νόμο που απαρτίζεται από τα πέντε πρώτα βιβλία της Βίβλου (Πεντάτευχος) που κατά την παράδοση δόθηκαν με θεϊκή αποκάλυψη στον Μωυσή στο όρος Σινά, μετά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο (Δευτερονόμιο 31,24-26). Θεωρείται το θεμέλιο της εβραϊκής θρησκείας και αφορά τόσο το πρακτικό όσο και το θεωρητικό μέρος. Σε αυτήν περιέχονται και
οι 613 μιτσβότ (εντολές). Η Τορά είναι πάντα χειρόγραφη σε περγαμηνή, με μορφή κυλίνδρου (ειλητάριο). Υπό την ευρεία έννοια πρόκειται για το σύνολο των
39 βιβλίων της Βίβλου ή Τανάχ (Παλαιά Διαθήκη για τους χριστιανούς) Υπό την
ευρύτερη έννοια ο όρος περικλείει όλη την εβραϊκή διδασκαλία, παράδοση, μελέτη
και διδάγματα, δηλαδή το σύνολο του προφορικού και γραπτού θρησκευτικού λόγου
Τορά σε-μπε-αλ Πε הָרוֹת לַעְבֶׁש הֶׁפ (=προφορική Τορά): Προφορική Διδασκαλία ή Προφορικός Νόμος. Το σύνολο του προφορικού θρησκευτικού λόγου που
περιλαμβάνει τους νόμους, τις διδασκαλίες, παραδόσεις, ερμηνείες μελέτες και τα διδάγματα που δεν είναι καταγεγραμμένα στη γραπτή Τορά. Τορά σε-Μπιχτάβ בָתְכִבֶׁש ה ָרוֹת (=γραπτή Τορά): Γραπτή Διδασκαλία ή Γραπτός Νόμος. Ο όρος, με την κυριολεκτική του έννοια, αναφέρεται στα πέντε πρώτα βιβλία της Βίβλου (Πεντάτευχος) που είναι: Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί και
Δευτερονόμιο. Με την ευρύτερη όμως έννοια του όρου, περιλαμβάνονται όλα τα βιβλία που περιέχονται στη Βίβλο ή Τανάχ (Παλαιά Διαθήκη).
Τοσαφίμ םיִפָסוֹת (=προσθέτοντες): Τοσαφιστές. Σχολή ερμηνευτών του Ταλμούντ, στη Γαλλία και στη Γερμανία, που συνέχισαν το σχολιαστικό έργο του Ρασί συγγράφοντας τις τοσαφότ (12ος-14ος αιώνας κ.ε.). Οι πρώτοι απ’ αυτούς ήταν οι διάδοχοί του (γαμπροί και εγγόνια) και οι μαθητές του Συνολικά έφτασαν τους
[56]
τριακόσιους, εφαρμόζοντας τις ίδιες μεθόδους υπομνηματισμού που είχε αναπτύξει ο Ρασί.
Τοσαφότ תוֹפָסוֹת (=προσθήκες, συμπληρώματα): Ερμηνευτικά σχόλια πάνω στο Ταλμούντ που συντάχθηκαν κατά τα μεσαιωνικά χρόνια από τους Τοσαφίμ και τα οποία βρίσκονται στο αριστερό μέρος κάθε σελίδας απέναντι από τα σχόλια του Ρασί αποτελώντας πλέον αναπόσπαστο μέρος του. Το ύφος τους είναι συχνά με
μορφή ερωταπαντήσεων ενώ τις περισσότερες φορές πρόκειται για σχόλια επί των
σχολίων του Ρασί.
Τοσέφτα ָתְפֶׁסוֹתא (=προσθήκη, συμπλήρωμα): Συλλογή του εβραϊκού προφορικού
Νόμου που καταγράφηκε την ίδια και λίγο μετά περίοδο με τη Μισνά στην οποία μοιάζει τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη διάταξη. Χωρίζεται κι αυτή στις ίδιες θεματικές κατηγορίες και πραγματείες, και είναι σαν κι εκείνη γραμμένη κυρίως στα εβραϊκά. Κάποιες φορές συμφωνεί κατά λέξη μαζί της και άλλες έχει σημαντικές διαφορές. Είναι αρκετά πιο περιγραφική από τη συνοπτική Μισνά ―που περιέχει τα ουσιώδη για λόγους απομνημόνευσης― καταλαμβάνοντας εξ’ αυτού τετραπλάσιο όγκο απ’ αυτήν, εμπλουτίζοντάς την με συμπληρωματικές ερμηνείες, διαλόγους και πρόσθετο υλικό ενώ κάποιες φορές συγκρούεται μαζί της για αποφάσεις πάνω στον ιουδαϊκό νόμο ή για την πατρότητά τους. Συχνά η Τοσέφτα αποδίδει την πατρότητα κειμένων σε συγκεκριμένους Ταναΐμ τα οποία στη Μισνά
φέρονται ανώνυμα. Αν και τα δυο έργα θεωρούνται χωριστά, τα περιεχόμενα και η
δομή τους διαπερνούν το ένα το άλλο. Σύμφωνα με την παράδοση η ανθολόγηση και επιμέλεια της Τοσέφτα έγινε από τον Ραββί Χιγιά (180-230 κ ε.) και τον
μαθητή του Ραβ Οσαγιά.
Του μπι-Σβάτ טָב ְשִב ו״ט (=15 του μήνα Σβατ): Γιορτή για τον νέο χρόνο των
δέντρων. Εποχή που στο Ισραήλ έχει περάσει ο χειμώνας και τα καινούργια
βλαστάρια των δέντρων προμηνύουν την άνοιξη. Η εποχή αυτή είχε ορισθεί για το
μέτρημα του ποσοστού των φρούτων (ένα δέκατο της συγκομιδής) που άλλοτε
δινόταν στον Ναό Σήμερα έχει πάρει οριστικά τον χαρακτήρα γιορτής αφιερωμένης στη φύση, η οποία συμβολίζει τους ακατάλυτους δεσμούς του
εβραϊκού λαού με τη Γη του Ισραήλ. (Η αριθμητική αξία του γράμματος τετ είναι 9
ενώ του βαβ 6, και συνεπώς το άθροισμά τους είναι 15).
Τουρίμ םיִרוּט ή Αρμπαά Τουρίμ םיִרוּט הָעָבְרַא (=τέσσερις σειρές): Σημαντικός
κώδικας της Αλαχά (νομικοθρησκευτικό μέρος του Ιουδαϊσμού) που συντάχθηκε από τον Ραβί Γιακόβ μπεν Ασέρ (1270-1340 κ.ε.). Ο τίτλος του υπαινίσσεται τις
τέσσερις σειρές από τρεις πολύτιμους λίθους η καθεμία, που κοσμούσαν το επιστήθιο με τα ονόματα των φυλών του Ισραήλ που φορούσαν οι Αρχιερείς, κάθε φορά που μπαίνανε στο αγιαστήριο
Τρεφά הָפֵׁרְט, ταρέφ ףַרָט (=χαλασμένο): Ακάθαρτη, απαγορευμένη ζωϊκή τροφή βάσει των εβραϊκών διατροφικών κανόνων. Το αντίθετο του κασέρ. Ο όρος περιλαμβάνει δυο κατηγορίες: Τα απαγορευμένα και τα ακατάλληλα λόγω προετοιμασίας. Στα πρώτα ανήκουν όλα τα ζώα που αναφέρονται στο Λευιτικό (11) και όλα τα πτώματα ακόμα και των επιτρεπόμενων προς βρώση ειδών. Στα
[57]
δεύτερα ανήκουν τα ζώα που δεν έχουν σφαγεί με τον κατάλληλο τρόπο, δηλαδή με θάνατο ακαριαίο και στη συνέχεια να έχουν αδειάσει εντελώς από το αίμα τους.
Τρουά ְת הָעוּר (=συναγερμός): Τερουά. Ένας από τους τρεις ήχους του σοφάρ. Τρίλια από εννέα κοφτές νότες που χωρίζονται σε τρεις ενότητες με τρεις νότες η καθεμία. Κάθε ενότητα διαρκεί ένα δευτερόλεπτο. Ο ήχος αυτός μοιάζει με συναγερμό που καλεί τον πιστό να σταθεί στο πλευρό του Θεού
Τσαντίκ קי ִדַצ (=δίκαιος, πληθ. τσαντικίμ): Ο όρος αναφέρεται στον ακέραια σωστό και δίκαιο (ενάρετο) άνθρωπο, υπονοώντας ότι οι δίκαιοι διαθέτουν πνευματική δύναμη. Τα σημάδια ενός δικαίου ―σύμφωνα με την εβραϊκή
αντίληψη― είναι αφενός το προσόν να επανορθώνει τα αμαρτήματά του, αφετέρου η ειλικρίνεια τού πνευματικού του σκοπού (σε συνδυασμό με τη συνεχή και ακούραστη προσπάθεια) να τον φέρει σε πέρας Η δικαιοσύνη θεωρείται ύψιστη αρετή για τον Ιουδαϊσμό. Ένας δίκαιος δεν είναι απαραίτητα ραβίνος, ενώ οι ραβίνοι (πνευματικοί δάσκαλοι) θεωρούνται εξ’ αντικειμένου δίκαιοι.
Τσαντικίμ Νισταρίμ םירָתסִנ םיִקיִדַצ (=κρυφοί Δίκαιοι) ή Λάμεντ Βαβ Τσαντικίμ
םיִקי ִדַצ ו"ל (=τριάντα έξι Δίκαιοι): Σύμφωνα με την ιουδαϊκή παράδοση το
πεπρωμένο της ανθρωπότητας στηρίζεται στους ώμους τριάντα έξι Δικαίων κάθε
γενιάς που είναι άγνωστοι τόσο μεταξύ τους όσο και στους υπόλοιπους
ανθρώπους. Αλλά ούτε και οι ίδιοι έχουν επίγνωση της έξοχης κατάστασής τους. Αν λείψει έστω κι ένας ο κόσμος θα φτάσει στο τέλος του. Ο αντίστοιχος όρος στα γίντις είναι Λαμεντβάβνικς. [Η δεύτερη ονομασία προέρχεται από την αριθμητική αξία των γραμμάτων λάμεντ (30) και βαβ (6)].
Τσεντακά: Δικαιοσύνη, αγαθοεργία, στο πλαίσιο της διόρθωσης του κόσμου (τικούν ολάμ) βλ. Τσντακά
Τσιμτσούμ םוּצְמִצ (=συστολή, περιστολή): Είναι η μερική απόσυρση του Θεού από
τα ανθρώπινα προκειμένου να αφήσει στον άνθρωπο την ελευθερία της επιλογής
του. Πρόκειται για έννοια που εισήγαγε στην Καμπαλά ο Ισαάκ Λούρια για να
περιγράψει το φαινόμενο της συστολής, του περιορισμού δηλαδή της θεϊκής δύναμης, όπου ο Ύψιστος περιόρισε τον άπειρο εαυτό του προκειμένου να
προκαλέσει ένα ρεύμα αέρα αφήνοντας στον άνθρωπο έναν περατό, αυτόνομο και ελεύθερο ενδιάμεσο χώρο˙ παίρνοντας τις αποστάσεις της, η θεϊκή δύναμη αυτοπεριορίζεται για να αφήσει χώρο σε μια ύπαρξη έξω από αυτήν. Έτσι θέτει τον εαυτό της σε κατάσταση εσωτερικής εξορίας. Ο Θεός αποσύρεται για να αφήσει χώρο στον άνθρωπο και στην ελεύθερη βούλησή του. Σ’ αυτήν την έννοια κατέφυγαν ορισμένοι ραβίνοι προκειμένου να ερμηνεύσουν το Ολοκαύτωμα
Τσιτσίτ תיִציִצ (=κρόσια): Τα κρόσια που κρέμονται από τις τέσσερις άκρες του σαλιού προσευχής και έχουν κόμπους από κορδόνι. Οι 39 φορές που στριφογυρίζει το κορδόνι γύρω από τους κόμπους συμβολίζουν το αριθμητικό ισοδύναμο της φράσης «Ο Θεός είναι Ένας». Ο ρόλος τους είναι να θυμίζουν στους Ισραηλίτες τις θεϊκές εντολές προκειμένου αυτοί να τις εκτελούν. Πρόκειται για ένα από τα
[58]
σημαντικότερα εξωτερικά σημάδια της παρουσίας του Θεού (Αριθμοί 15,37-41 & Δευτερονόμιο 22,12)
Τσνιούτ ְצִנתוּעי (=μετριοφροσύνη, σεμνότητα): Πρόκειται για ύψιστο ιδανικό για τον Ιουδαϊσμό. Άλλωστε ο Μωυσής περιγράφεται σαν πολύ ταπεινός άνθρωπος, περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο πάνω στη γη (Αριθμοί 13,3). Στη συλλογή των παροιμιών τού Σολομώντα αναφέρεται: «Όταν έρχεται η έπαρση, θα ‘ρθεί και η καταισχύνη· ενώ η σοφία είναι με τους ταπεινούς μαζί» (Παροιμίες 11,2).
Τσντακά הָקָדְצ (=δικαιοσύνη, αγαθοεργία): Στα βιβλικά χρόνια ό όρος ήταν συνώνυμος με τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, την ευγένεια, την ηθική ακεραιότητα, τη βοήθεια και την απελευθέρωση. Στα μεταβιβλικά χρόνια χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανακούφιση από τη φτώχεια ως πράξη δικαιοσύνης και ηθικής συμπεριφοράς. Κι αυτό γιατί στην εβραϊκή σκέψη η αγαθοεργία δεν είναι θέμα φιλανθρωπικού συναισθήματος και μεγαλοψυχίας, αλλά πράξη δικαιοσύνης ως υποχρέωση. Οι φτωχοί άνθρωποι έχουν δικαίωμα στο φαΐ, στην ένδυση και στη στέγη, δικαίωμα το οποίο πρέπει να γίνεται σεβαστό από τους περισσότερο ευνοημένους έτσι ώστε να αποκαθίσταται η ισορροπία (τικούν ολάμ).
Τσουβά הָבוּשְת (=απάντηση): Όρος που αναφέρεται στη μετάνοια, δηλαδή την επιστροφή στον Θεό και στον θρησκευτικό τρόπο ζωής μέσω της τήρησης των μιτσβότ (εντολών). Ο ψαλμός 51 είναι εξολοκλήρου αφιερωμένος στη μετάνοια.
Τσουβότ ή Σεελότ ου-Τσουβότ תוֹבוּשְתוּ תוֹלֵׁאְש (=ερωτήσεις και απαντήσεις): Πρόκειται για τη απαντητική ραβινική φιλολογία σε παντός είδους θρησκευτικά
ερωτήματα που έφταναν στους επιφανείς ραβίνους από όλα τα μέρη της γης. βλ. Ρεσπόνσα
Τφιλά ְּתּ הָּלִפ (=προσευχή, πληθ. τφιλότ): Η ρίζα της προέρχεται από τη λέξη «αυτοκρίνομαι». Η προσευχή για την εβραϊκή σκέψη προϋποθέτει την αυτοεξέταση κι’ αυτός είναι ο λόγος που οι προσευχές εδράζονται στην ενδοσκόπηση και την αυτοεπίγνωση.
Τφιλίν ןיִליִפְת (=φυλακτήρια): Δυο τετράγωνα κουτάκια (θήκες) από μαύρο δέρμα
που καταλήγουνε σε λουριά και που στο εσωτερικό τους περιέχουν μικρούς
κυλίνδρους από περγαμηνή στους οποίους αναγράφονται εδάφια της Τορά. Φοριούνται στη συναγωγή από κάθε άνδρα άνω των δεκατριών κατά τη διάρκεια της καθημερινής πρωινής προσευχής, εκτός Σαββάτου και γιορτών, κατά θεϊκή επιταγή (Δευτερονόμιο 6,8). Το ένα δένεται στο μέτωπο ανάμεσα στα μάτια (σύμβολο πνευματικής πίστης) και το άλλο ψηλά στο αριστερό μπράτσο κοντά στην καρδιά, του οποίου το λουρί αφού έχει τυλιχτεί εφτά φορές στο χέρι, καταλήγει στη παλάμη και τα δάχτυλα του αριστερού χεριού (σύμβολο δύναμης και θέλησης στην υπηρεσία του Θεού). Πνεύμα, συναίσθημα και δράση, δηλαδή. Τα αναγραφόμενα σ’ αυτά εδάφια είναι τέσσερα: Σεμά, η ενότης του θεού (Δευτερονόμιο 6,4-9), Το δόγμα της θείας δικαιοσύνης (Δευτερονόμιο 11,13-20), Η ευλογία των πρωτοτόκων (Έξοδος 13,1-10), Ανάμνηση του λυτρωμού από την Αίγυπτο (Έξοδος 13,11-16).
[59]