Τζ. Ίρβινγκ Μανάττ, ΜΕΡΕΣ ΑΙΓΑΙΟΥ, alphatrust 2015

Page 1

1
2
3 ΜΕΡΕΣ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΤΖ. ΙΡΒΙΝΓΚ ΜΑΝΑΤΤ
4
1845-1915
5 ΤΖ. ΙΡΒΙΝΓΚ ΜΑΝΑΤΤ ΜΕΡΕΣ ΑΙΓΑΙΟΥ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΙΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Μετάφραση-προσαρμογή: Ισμήνη-Λουίζα Ταμβακάκη Πρόλογος: Αλέξανδρος Ε. Ζαγοραίος ΚΗΦΙΣΙΑ 2015

ISBN: 978-960-98019-7-3

Οι φωτογραφίες της παρούσας έκδοσης είναι από τα αρχεία του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, τα αρχεία του Πανεπιστημίου Brown των ΗΠΑ, και της
Συλλογής Walters, Βαλτιμόρη ΗΠΑ.
έκδοση:Δεκέμβριος 2015 Φιλμ,
Διόρθωση-επιμέλεια
6
έκδοση: 1914 1η ελληνική
μοντάζ: Ντίμης Καρράς
: Μαρία Σ. Παπαδοπούλου Εκτύπωση: Άγγελος Ελεύθερος Βιβλιοδεσία: “Libro d᾽ Oro” Υλοποίηση Έκδοσης: Εκδόσεις «Εκάτη», www.ekati.gr © Τατοΐου 21, Τ.Κ. 14561, Κηφισιά www.alphatrust.gr
Στην αγαπημένη μνήμη «του κοριτσιού με το βιολί», που τώρα κοιμάται στη μακρινή Κίνα, αφιερώνω αυτή την απλή καταγραφή των ημερών μας στο Αιγαίο, που της χρωστά τόση ευχαρίστηση και χάρη. 7
8
9 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος ......................... 11 Εισαγωγή ........................ 17
. Μια Ανδριακή ανίχνευση ............. 25 II. Μια Ανδριακή ανασκόπηση ............ 37 III. Ένα Κυριακάτικο πρωί στην Κάρυστο ..... 47 IV. Μια Θερινή αποδημία ............... 59 V. Μια λουτρόπολη του Αιγαίου ............ 71
. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα και η Σύρα .... 81 VII. Πικ Νικ στην Παλαιόπολη ........... 91 VIII. Μερικοί Παλαιοπολίτες με σάρκα και οστά... 97
.Κομμένες σελίδες Ανδριακής ιστορίας ..... 107 X. Αποκαλύψεις της Ηρωικής εποχής ......... 121 XI. Ένα Ανδριακό Μοναστήρι ............. 127 XII. Ο Άγιος Πέτρος και ο Κυλινδρικός Πύργος .. 139 XIII. Ανδριακή Θρησκεία και Πολιτισμός .... 149 XIV. Ένα σύγχρονο ελληνικό προσκύνημα ..... 163 XV. Ένα ταξίδι στη Νάξο ............... 175 XVI. Η ιστορική Νάξος ............... 183 XVII. Πάρος: το νησί του μαρμάρου .......... 209 XVIII. Η Ενετική Άνδρος ............... 237 XIX. Ένας Άνδριος προφήτης ............. 249 ΧΧ. Ένας Ανδριακός Παράδεισος ........... 257 ΧΧΙ. Μια αποχαιρετιστήρια επισκόπηση της Ανδριακής ζωής .... 269
I
VI
IX
10
11
Η μεταφορά στα ελληνικά του «Μέρες Αιγαίου» είναι μια ευχάριστη προσθήκη στη βιβλιοθήκη των αφηγήσεων ταξιδιωτών στην Ελλάδα. Ο συγγραφέας, Τζ. Ίρβινγκ Μανάττ, καθηγητής Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν, και για λίγο Πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα, γράφει την περιήγησή του στα ελληνικά νησιά μεταξύ του 1898 και 1913, μια εποχή μεγάλης αλλαγής στην Ελλάδα. Οι βαθιές του γνώσεις αρχαιολογίας και ιστορίας καθώς και οι ανέκδοτες παρατηρήσεις είναι βγαλμένες από το βλέμμα ενός Αμερικανού φιλέλληνα των Μεσοδυτικών Πολιτειών, και μας δίνουν μια περιγραφή των νησιών της Ελλάδας (κυρίως των Κυκλαδικών), των κατοίκων και των ηθών και εθίμων, συνδέοντας συχνά αυτές τις συνήθειες και τα έθιμα με τις αρχαίες τους ρίζες. Η παρούσα έκδοση αποτελείται από τον πρώτο τόμο, που αφορά κυρίως την Άνδρο, αλλά και άλλα Κυκλαδονήσια, ταξιδεύει ως τη Σάμο, τη Χίο και την Τροία. Ένα καλοκαίρι στις Κυκλάδες θα μπορούσε να προετοιμάσει ακόμα και έναν ακαλλιέργητο μαθητή να απολαύσει τον Όμηρο και να ανακαλύψει την εκλεκτή συντροφιά του Πλούταρχου. Οι τοπογραφικές περιγραφές του Μανάττ καθώς
Πρόλογος
12 και πολλές φωτογραφίες μάς δίνουν μια καλή ιδέα της εικόνας αυτών των νησιών εκείνη την εποχή, και σε πολλές περιπτώσεις δεν βλέπουμε μεγάλες διαφορές με το σήμερα. Επίσης, είναι σημαντικό πως πολλά από τα έθιμα και τα ήθη είναι ακόμα εκεί,100 χρόνια και πλέον από την έκδοση του βιβλίου. Η σχέση συγκριτικά με τη σημερινή γλώσσα, τα έθιμα και τη θρησκευτική παράδοση με την παλιά εποχή είναι συχνά διδακτική και διασκεδαστική. Η δυσκολία να πας από το ένα μέρος στο άλλο και να βρεις κατάλληλο κατάλυμα είναι ένα μόνιμο θέμα και ο συγγραφέας και η παρέα του δείχνουν τελικά να απολαμβάνουν την υπερβολική φιλοξενία του τοπικού μοναστηριού ή του δήμαρχου, και τα λιγότερο κατάλληλα καταλύματα χωρίς, όμως, ποτέ να διαμαρτυρηθούν. Ο Τζ. Ίρβινγκ Μανάττ γεννήθηκε σε ένα αγρόκτημα στο Μίλερσμπουργκ του Οχάιο το 1845. Κατατάχθηκε ως απλός στρατιώτης στην τεσσαρακοστή έκτημοίρα πεζικού κατά τον Εμφύλιο πόλεμο. Μετά τον πόλεμο πήγε στο Κολλέγιο Γκρινέλ και πήρε το πτυχίο του. Για ένα διάστημα εργάσθηκε στο Σικάγο και μετά πήγε στο Γέιλ να σπουδάσει Σανσκριτικά, Ελληνικά και Λατινικά,με αποτέλεσμα ένα διδακτορικό στη Φιλοσοφία. Δίδαξε Ελληνικά στο Πανεπιστήμιο Ντένισον στο Οχάιο για δύο χρόνια και μετά πήγε στη Γερμανία και σπούδασε Ελληνικά και
13 Γερμανικά με τον Γκέοργκ Κούρτιους και τον Γρίντριχ Ζάρνκε στη Λειψία. Έγινε Πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα για επτά χρόνια και το 1889 έγινε πρόξενος των Ηνωμένων Πολιτειών στην Αθήνα,επιστρέφοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες ως Διδάκτορας Ελληνικής Φιλολογίας και Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μπράουν. Ο καθηγητής Μανάττ πέθανε το 1915. Ο Μανάττ εργάσθηκε με τον Καθηγητή Χρήστο Τσούντα, τον συγγραφέα της «Μυκηναϊκής Εποχής», που ήταν διορισμένος από την ελληνική Κυβέρνηση να συνεχίσει την εργασία του Χάινριχ Σλήμαν. Μετέφρασε το βιβλίο στα αγγλικά και πρόσθεσε καινούργιο υλικό. Στις «Μέρες Αιγαίου» ο Μανάττ επισκέπτεται την Τροία το 1905 και ισχυρίζεται πως είναι αμερικανική ανακάλυψη· δύο αμερικανοί, οι αδελφοί Κάλβερτ, ο ένας Αμερικανός Πρόξενος και ο άλλος Βρετανός στα Δαρδανέλια,αγόρασαν την περιοχή εκεί και γύρω από την Τροία και,πιστεύοντας πως ο λόφος του Χισαρλίκ ήταν η τοποθεσία της Ομηρικής Τροίας, άρχισαν τις ανασκαφές. Τα λεφτά τους τελείωσαν και ο Σλήμαν ήρθε αρωγός και τα υπόλοιπα είναι ιστορία: «... η Τροία, η πρώτη αμερικανική κατάκτηση στην Ανατολή, αφού εξερευνήθηκε από έναν Αμερικανό πολίτη κάτω από την ασπίδα της Αστερόεσσας». Ο Μανάττ ήταν πολύ αυστηρός με τις
14 μεθόδους του Σλήμαν στην Τροία: «...Το έργο του Σλήμαν στην Τροία ήταν ένα αρχαιολογικό μακελειό». Ο Μανάττ συγκινείται με αυτά που υπέφεραν οι Έλληνες από τους Τούρκους και υποστηρίζει την ελληνική εξουσία των νήσων που είναι ακόμα υπό τουρκική κατοχή. Στην επίσκεψή του στη Χίο διηγείται τη σφαγή τού1822, επισκέπτεται ανθρώπους και τοποθεσίες, μόνο μερικές γενεές αργότερα, όταν η μνήμη και οι εντυπώσεις είναι ακόμα νωπές. Ένα μεγάλο μέρος της γοητείας αυτού του βιβλίου είναι οι περιγραφές του Μανάττ και η σχέση με τους νησιώτες Έλληνες. Περνά ένα καλοκαίρι στην Άνδρο και έχοντάς την ως βάση επισκέπτεται πολλά από τα γύρω νησιά και τις βόρειες Κυκλάδες. Οι παρατηρήσεις του για την Άνδρο δίνουν στον σημερινό επισκέπτη έναν από τους καλύτερους ταξιδιωτικούς οδηγούς στην αγγλική γλώσσα. Το βιβλίο αυτό είναι απλά ένας καλογραμμένος ταξιδιωτικός οδηγός από έναν Αμερικανό ερευνητή ερωτευμένο με την Ελλάδα και τα νησιά της. Αλέξανδρος Ε. Ζαγοραίος Πρόεδρος Συμβουλίου Επιτρόπων Γενναδείου Βιβλιοθήκης Σεπτέμβριος 2015
16
* Ο συγγραφέας έμεινε στην Αθήνα ως Πρόξενος της Αμερικής από το 1889 ως το 1893 και επισκέφθηκε ξανά την Ελλάδα το 1899, το 1905 και το 1913. Εισαγωγή Η ύπαρξη αυτού του βιβλίου οφείλεται σε έναν μόνο σκοπό. Να μοιραστείο συγγραφέας με τα συγγενή πνεύματα –όλων αυτών των πραγματικών εραστών της αρχαίας Ελλάδας– τις εντυπώσειςτου από το υπέροχο γαλάζιο Αιγαίο. Όμως, στα χρόνια που πέρασαν από τότε που αντίκρισε τα χρώματα του ουρανού και ανέπτυξε οικειότητα με τις εναλλαγές της διάθεσής του, αυτές οι εντυπώσεις έγιναν πιο σύνθετες *. Έτσι,το μικρό ημερολόγιο των καλοκαιριών στο Αιγαίο κατέληξε σε μια σειρά μελετών για τα νησιά. Αν, όμως, πολλές από αυτές τις σελίδες δείχνουν εμποτισμένες με φιλοσοφικές ή ιστορικές λαϊκές παραδόσεις, αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι η ατμόσφαιρα του Αιγαίου είναι τόσο φορτωμένη με μνήμες ενός μεγαλειώδους παρελθόντος, που κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει. Επίσης, τα βαριά μνημεία κάθε εποχής σε προκαλούν σε κάθε βήμα και τα μεγαλόπρεπα πρόσωπα του μύθου και της ιστορίας μπαίνουν στη ζωή σου εκείνη την στιγμή σχεδόν όπως οι άνδρες ή οι γυναίκες με τους οποίους μι17
18 λάς και συναλλάσσεσαι. Για να καταλάβεις τους σημερινούς Έλληνες, πρέπει να ξέρεις την παλιά ελληνική ζωή και να την ξέρεις καλά – τουλάχιστον αρκετά καλά ώστε να μην επιμένεις να επιβεβαιωθεί. Πιστεύω πως η ενότητα μπορεί να σωθεί αν χωριστεί σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι η απλή περιγραφή ενός Ανδριακού καλοκαιριού,με μερικές τυχαίες εκδρομές στις κοντινές Κυκλάδες. Σε αυτά τα κεφάλαια, που γράφτηκαν κυρίως επί τόπου και με διαφορετική διάθεση, προσπάθησα να δώσω μια πραγματική εικόνα της ζωής του νησιού,όπως εντυπωσιάζει έναν βάρβαρο που είναι ερωτευμένος με την Ελλάδα. Ως προς αυτό, το βιβλίο έχει μια σχετική συνοχή και πληρότητα. Το Δεύτερο Μέρος, από την άλλη πλευρά, περιλαμβάνει σχέδια και μελέτες άλλων νησιών –τα τελευταία δύο εκτός Αιγαίου–, που τα έχω εξερευνήσει αρκετά σε διάφορα χρονικά διαστήματα προηγούμενης παραμονής μου και αλλεπάλληλων επισκέψεών μου στην Ελλάδα. Από το μέρος αυτό,τα κεφάλαια για την Κέα και την Ιθάκη έχουν δημοσιευθεί στο «Μηνιαίο Ατλάντικ»,και αυτά για την Τροία (περιλαμβάνονται εδώ μόνο,γιατί το θέμα είναι πολύ σχετικό με τα κεφάλαια που ακολουθούν) και τη Λευκάδα στην «Ιντεπένταντ». Και τώρα αναδημοσιεύονται εδώ με την άδεια των εκδοτών αυτών των περιοδικών. Και τώρα θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι μοι-
19
τις περιπλανήσεις μου στα ελληνικά νερά, ή με βοήθησαν να τις καταγράψω. Σε όλους τους οικοδεσπότες,που ονόμασα ή όχι, σε αυτές τις σελίδες,σε όλη τη διαδρομή από την Ιθάκη στην Τροία, τους είμαι ευγνώμων για την ειλικρινή τους ελληνική φιλοξενία. Στους φίλους που κάθε τόσο διπλασίαζαν την ευχαρίστηση ή λιγόστευαν την ταλαιπωρία των νησιώτικων περιπάτων μου με την καλή τους συντροφιά. Εδώ θα ευχαριστήσω τον Κερ και τον Κουήν,τον Ουίλιαμς και τον Μπάροους και τον Τάκερ – το ζευγάρι αυτό πριν καλά καλά το καταλάβω πήγαν στα νησιά των ευλογημένων.Ο Καθηγητής Τζορτζ Μίσον Ουίτσερ και ο Δόκτωρ Δημήτριος Καλοποθάκης διάβασαν ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου στο πρόχειρο και βοήθησαν πολύ, και χρωστώ στον τελευταίο δύο περίφημες μεταφράσεις του Σιμωνίδη και της Σαπφούς. Πρέπει να εκφράσω τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου στη δεσποινίδα Δάφνη Καλοποθάκη που με τη βαθειά γνώση της για τα ελληνικά πράγματα, παλαιά και νέα, με εξυπηρέτησε και φρόντισε τα περιεχόμενα. Πολλές από τις καλύτερες εικονογραφήσεις τις χρωστώ στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας. Χάρη στον κ. Ομόλ, Διευθυντή τώρα στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι, μπόρεσα να αναπαραγάγω μερικές φωτογραφίες της Δήλου που είχε πάρει η Γαλλική Σχολή κατά τις τελευταίες εκσκαφές εκεί.
ράστηκαν
20 Τις φωτογραφίες της Λέσβου τις οφείλω στον καθηγητή Βερναρδάκη, στον μπέη Αριστάρχη και στη δεσποινίδα Κλωνάρη, μερικές από τη Χίο στον καθηγητή Ζολώτα και στον πρύτανη Χαντέλη· και γενικά για την ευγενική βοήθεια σ’ αυτό το κομμάτι είμαι υπόχρεος στον κ. Σέρλεϊ Κ. Άτσλι. Τέλος,πρέπει να ευχαριστήσω τον καθηγητή Γκίλντερσλιβ για τη βοήθειά του να πάρουμε την άδεια να αναπαράγουμε τον διάσημο πίνακα του Σερ Άλμα Ταντέμα με τη Σαπφώ και τον Αλκαίο,που τώρα ανήκει στον κ. Ουόλτερς από τη Βαλτιμόρη.Καθώς δεν το έβαλα στο κείμενο,επειδή το αντιλήφθηκα αργότερα, δεν μπορώ να μην αναφέρω και να μην προσθέσω τη χαριτωμένη ερμηνεία αυτού του πίνακα από το χέρι ενός διάσημου Ελληνιστή, στο πρόσωπο του οποίου η γνώση και το πνεύμα εναρμονίζονται με τρόπο αξιοθαύμαστο. «Ένα ημικύκλιο μαρμάρινων καθισμάτων, με λεπτές γραμμές και λεκέδες, ένα προπέτασμα από ελαιόδεντρα που ρίχνουν τα κλαδιά τους στον ουρανό και τη ζαφειρένια θάλασσα, ένας τραγουδιστής, μια γυναίκα που ακούει, που ο τρόπος που ακούει είναι τόσο έντονος που φαίνεται ότι τίποτα άλλο στον πίνακα δεν ακούει – ούτε το κορίτσι με το στεφάνι στα μαλλιά και τη λουλουδάτη εσθήτα,που στέκεται πλάι της και ακουμπά το χέρι με οικειότητα στον ώμο της. Ούτε εκείνη που,παρόλο που κρατά έναν κύλινδρο στο άλλο
21 της χέρι, το πρόσωπο της, τα στρογγυλά μάτια της δείχνουν μια ψυχή που ταιριάζει με το στεφανωμένο κεφάλι και τη λουλουδάτη εσθήτα. Είναι η περηφάνια της ζωής. Ούτε εκείνη στο πάνω κάθισμα, που κρατά το πηγούνι της με το χέρι και κρύβει το στόμα της με τα δάχτυλα και αφήνει το βλέμμα της στους δικούς της ρεμβασμούς. Ούτε η διπλανή της με το ατάραχο ύφος μιας τακτικής στην εκκλησία,που έμαθε την τέχνη να κάθεται και να μη σκέπτεται τίποτα. Ούτε ακόμα και η πιο απομακρυσμένη φιγούρα – εκείνη που άφησε το χέρι της απρόσεκτα στην πλάτη του καθίσματος και κοιτά μακριά τα νερά, λεςκαι θα της φέρουν κάτι. Ένας κριτικός λέει πως στόχος του ποιητή είναι να αποτυπώσει την υποστήριξη της Σαπφούς σε ένα πολιτικό σχήμα του οποίου ήταν αρχηγός, αν όχι ο προφήτης-αρχηγός, και ήρθε στη σχολή της Σαπφούς στη Λέσβο με την ελπίδα να εξασφαλίσει ακόμα μία φωνή που θα υπερασπιζόταν τις απόψεις του κόμματός του. Ο κριτικός φαίνεται πως έπιασε το μυστικό του καλλιτέχνη,και όμως ο Άλμα Ταντέμα ζωγράφιζε καλύτερα απ’ ό,τι νόμιζε. Ο Αλκαίος δεν προσπαθεί να κερδίσει τη βοήθεια της Σαπφούς στους στίχους της εκστρατείας του. Ο νέος ποιητής τραγουδά στην ιέρεια των Μουσών ένα καινούργιο τραγούδι με καινούργιο ρυθμό,και καθώς αυτή το ακούει,αισθάνεται πως υπάρχει εκεί μια ένταση ζυγισμένης δύναμης που δεν έχει ακόμα φτάσει
22 σε αυτή. Είναι η πρώτη αποκάλυψη για εκείνη ενός ρυθμού που κυριαρχεί στον δικό της. Είναι αλήθεια πως,όταν ο Αλκαίος στη συνέχεια δεν ζήτησε τη βοήθειά της στην πολιτική αλλά το χέρι της ερωτευμένος και την φλέρταρε μ’ αυτή τη μουσική, εκείνη επίσης είχε πιάσει τη μουσική και του απήντησε με τη δική του μελωδία». Αυτά είναι αρκετά για έναν πρόλογο, όμως δεν μπορώ να μην προσθέσω ακόμα μία λέξη. Τα γεγονότα έδωσαν σ’ αυτό το χωρίς αξιώσεις βιβλίο μια δεύτερη πρόθεση. Θέλω να βοηθήσει, αν και ταπεινά, να σχηματίσει το κοινό μια γνώμη, μια συμπάθεια, που θα απαγορεύσει την περαιτέρω άρνηση απέναντι στην ιστορική κληρονομιά αυτών των νησιών, που πρόσφατα απαλλάχτηκαν από τον τουρκικό ζυγό. Με τη Θεσσαλονίκη και τα Γιάννενα και την Κρήτη, που πρακτικά επέστρεψαν στη μικρή μητέρα πατρίδα, θα ήταν παραπάνω από τρέλα να αμφισβητηθεί η πρόδηλη μοίρα των νησιών του Αιγαίου. Όταν η Ήπειρος και η Μακεδονία ήταν ακόμα βουτηγμένες στη βαρβαρότητα, ενώ η ίδια η Αθήνα ήταν ακόμα μια πρωτόγονη κοινότητα χωρίς μόρφωση, αυτά τα νησιά ήταν η εστία του ελληνικού πολιτισμού. Η Επική και η Λυρική ποίηση άνθισε, η Ιστορία και η Φιλοσοφία γεννιόνταν στα νησιά και στις ακτές της Ανατολίας. Οι πρακτικές τέχνες της συγκόλλησης του σίδερου και της χύτευσης του μπρούντζου και οι αρχές
23
επιστήμης (π.χ. ουπολογισμός μιας έκλειψης)
την ίδια προέλευση, και αργότερα η Ελληνική επιστημονική ιατρική ήταν το δώρο της μικρής Κω. Δεν θα εκτεθώ σε μια κατηγορία προγονοπληξίας – αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη που ο σημερινός Πρωθυπουργός της Ελλάδας επινόησε για να εκφράσει την ιδέα (σε αμερικανική διάλεκτο) πως είναι «χτυπημένος» από τους προγόνους του. Όμως, αν η αρχή της εθνικότητας ισχύει κάπου, τα νησιά του Αιγαίου ανήκουν στην Ελλάδα από αμνημόνευτους χρόνους. Οι Έλληνες στην αυγή της ιστορίας έμειναν Έλληνες στη φυλή και τη γλώσσα, ενάντια σε κάθε αλλαγή μέχρι σήμερα. Πράγματι, ήταν σε μεγάλο βαθμό χάρη σε αυτά που η μικρή φωτιά του ελληνικού πολιτισμού έκαιγε στις σκοτεινές εποχές και ήταν από τα πρώτα που τη μετέτρεψαν σε φλόγα στα νεότερα χρόνια. Έναν αιώνα πριν,όταν η Αθήνα ήταν ένα βρώμικο τουρκικό χωριό, η Χίος με το γυμνάσιό της τηςκαι το χημείο της, τη δημόσια βιβλιοθήκη της και το τυπογραφείο, τα νοσοκομεία και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, τα εργοστάσια μεταξιού και τα ναυπηγεία και το εμπορικό κύρος της, ήταν μια λαμπρή ευρωπαϊκή πόλη. Πώς έχασε αυτή την υψηλή περιουσία προσπάθησα να το πω στο κεφάλαιο XXVI και πιστεύω πως κανείς δεν θα διαβάσει αυτή την ιστορία χωρίς να οδηγείται στην απόφαση να κάνει ό,τι μπορεί για να διορθώσει το μεγάλο λάθος. Επί-
της
είχαν
24 σης, πιστεύω πως ο αναγνώστης αυτού του βιβλίου θα βοηθηθεί για να κατανοήσει την ιταλική διεκδίκηση αυτού που πρόσφατα ονομάζουν nostropelago. Η Γένοβα και η Βενετία πέρασαν από το Αιγαίο και το χρησιμοποίησαν τόσο άσχημα που οι Τούρκοι έγιναν δεκτοί σαν απελευθερωτές. Αν οι νησιώτες είχαν ξεχάσει έναν χρόνο πριν αυτή τη διοίκηση,η μνήμη τους αφυπνίζεται στη Ρόδο σήμερα. Η Ιταλία έχει τόση θέση στη Ρόδο όση έχει η Ελλάδα στη Σικελία. Ο πολιτισμένος κόσμος θα πληρώσει τώρα ένα μέρος της ανυπολόγιστης οφειλής του στην αρχαία Ελλάδα,επιμένοντας σε ιστορική δικαιοσύνη και σε τίμιο παιχνίδι στη διευθέτηση των λογαριασμών ενός πολέμου στον οποίο οι Έλληνες του σήμερα φάνηκαν ισάξιοι εκείνων που πολέμησαν στον Μαραθώνα ή σκοτώθηκαν στις Θερμοπύλες; Πριν από είκοσι χρόνια δεν θα μπορούσα να κάνω αυτήν την έκκληση· όμως, ο λαός που δέχθηκε χωρίς παράπονο τις απερίγραπτες κακουχίες της εκστρατείας στην Ήπειρο και την πολιορκία των Ιωαννίνων και δεν πήραν τα μυαλά του αέρα την ώρα της νίκης ή στις προκλήσεις δόλιων συμμάχων, σ’ αυτόν τον λαό μπορείς να εμπιστευτείς την ευθύνη της φυλής του.
. Αθήναι, 30 Ιουνίου 1913
J.I.M
25 Ι Μια Ανδριακή ανίχνευση Με τη φιλειρηνική πρόθεση να βρω σπίτι για το καλοκαίρι, πήγα για δεύτερη φορά στην Άνδρο, με το εβδομαδιαίο ατμόπλοιο από το Λαύριο.Έφθασα ένα καλοκαιρινό βραδάκι (6 Ιουλίου1892) και, καθώς το μικρό ψαροχώρι, το Μπατσί, είχε μόνο ένα αξιοπρεπές σπίτι για ενοικίαση και ήμουν ο μόνος πιθανός ενοικιαστής, χρειάστηκε μόνο μία ώρα, το πρωί, για να κλείσει η συμφωνία. Έτσι είχα όλη την ημέρα στη διάθεσή μου, ώσπου ναεπιστρέψει το πλοίο από τη Σύρα και να με πάρει πίσω στην Αθήνα. Ξεκίνησα αμέσως για τις δροσερές καταπράσινες κοιλάδες του Νότου, οι οποίες είχαν στοιχειώσει τη φαντασία μου μετά την πρώτη σύντομη παραμονή μου στην Άνδρο, τον προηγούμενοχρόνο. Είχα αφήσει τους αγρότες στα Μεσόγεια της Αττικής να αλωνίζουν και βλέπω από την κορυφή του πρώτου λόφου, πέρα από την πηγή του χωριού, τον Άνδριο χωρικό να παίζει τον ίδιο ρόλο. Η κορυφή του λόφου γίνεται αίφνης εντυπωσιακό παρατηρητήριο με συναρπαστική θέα −πιάνει την Εύβοια, τηνακτογραμμή της Αττικής, τη Γυάρο, τη Σύρα, την Κέα και την Κύθνο , είναι ο βωμός της Δήμητρας, που στο
26 αλώνι της μια γυναίκα και ένα αγόρι κουβαλούν δεμάτια. Αυτά τα ανδριακά αλώνια φτιάχνονται ισιώνοντας έναν μεγάλο βράχο και κτίζοντας έναν προσήνεμοτοίχο από την ίδια του την πέτρα. Σε ένα από αυτά τα κυκλικά αλώνια, με τρία μέτραπερίπου διάμετρο και περιφραγμένο από έναν χαμηλόπέτρινο τοίχο, στην άκρη του γκρεμού, το αλώνισμα είναι στο αποκορύφωμα: ένα βόδι, μια αγελάδα και ένα μοσχάρι με δεμένα τα κέρατά τους, κάνουν αργά τον κύκλο, τσαλαπατώντας τον σπόρο, ενώ ένα μικρό αγόρι ακολουθεί με έναν μεγάλο κουβά για να μαζεύει τις ακαθαρσίες και ένας γεροδεμένος νεαρός οδηγεί το ζευγάρι. Θέλει μία μέρα, μου λέει, για να γίνει η δουλειά, και η τελική συγκομιδή μπορεί να είναι τρία μπούσελ (1 μπούσελ = 30 λίτρα). Αυτό, όμως, δεν είναι κακή σοδειά για αυτούς τους γυμνούς βράχους, πουδεν θα σε έπειθαν ότι είναι χωράφια εάν δεν είχες για τεκμήριο τα δεμάτια που τα πατούσαν πέτρες για να μη τα πάρει ο αέρας, και τα βλέπεις σε όλες τις αιμασιές καθώς ανεβαίνεις πιο ψηλά στην ενδοχώρα. Είναι φανερό πως οι θεοί της Άνδρου βασιλεύουν ακόμα εδώ και ο Θεμιστοκλής δύσκολα θα έπαιρνε τον φόρο του σήμερα. Όμως, αν ψάξεις θα βρεις και οάσεις. Είναι οι κοιλάδες, με τις πολλές πηγές από τα βουνά, που είναι γεμάτες με οπωροφόρα και κήπους. Εδώ το νερό πέφτει αργά κάτω σε μια απάγκια γούρνα, που τη σκιάζει μια μεγάλη ελιά στη
27 μία άκρη και συκιές από την άλλη, ενώ η ίδια η πηγή κρύβεται από έναν πράσινο τοίχο από καλάμια που φτάνουν τα τέσσερα ως πέντε μέτρα ύψος. Ακόμα, σε ένα στενό μονοπάτι στον βράχο βρίσκεις μια κοπέλα να τραβά νερό· αρκεί να βάλει τη μεγάλη στάμνα της κάτω από το μικρόπέτρινοχείλος στην άκρη του δρόμου, όπου το νερό ρέει προερχόμενο από μια αόρατη πηγή. Και ακόμα πιο ψηλά βρίσκεις το πετράδι της κοιλάδας − ένα τεράστιο κύπελλο σκαμμένο στη σπηλιά του βράχου, όπου τρέχει το μικρό ρυάκι: εκεί στη δροσερή σκιά βρίσκεται η λίμνη που δίνει ζωή, σβήνει τη δίψα και τραγουδά τόσο καθαρά όπως ο Πίνδαρος Ἄριστον μέν ὕδωρ. Οι νησιώτες πράγματι πρέπει να συμφωνήσουν με τα λόγια του ποιητή για την αξία του νερού, γιατί το Αιγαίο είναι η πηγή των ψαριών τους και οι πηγές των βουνών κάνουν ταυπόλοιπα. Είχα φτάσει στο τρίτο αλώνι, όπου ένα αγόρι μάζευε το λιχνισμένο κριθάρι και μια χαριτωμένη μικρή κοπέλα περίμενε, με το γεύμα του, κάτω από τη μεγάλη συκιά, όταν ένα μικρό μποστάνι στα πόδια μου,μου θύμισε το φτωχό ανδριακό πρωινό που είχα φάει και την προοπτική να φάω ξανά μόνο με τη δύση του ηλίου. Έτσι βιάστηκα να δυναμώσω με ένα μεγάλο κρεμμύδι −βασική τροφή για τους Άνδριους− και ζουμερά μούρα από ένα δέντρο στην άκρη του δρό-
28 μου. Δυστυχώς, αυτό το απλό προάριστο που τόσο αθώα επέτρεψα στον εαυτό μου, χάλασε μια χαρούμενη μέρα. Ξάπλωσα να ξεκουραστώ για μεσημέρι στις ρίζες μιας πελώριας ελιάς, όταν εμφανίζεται ένας νεαρός Αλβανός, έτοιμος για κουβέντα, αλλά στην πραγματικότητα κατασκοπεύοντας τον καταπατητή. Έρχεται να μεζαλίσει με ομηρικές ερωτήσεις για την πατρίδα μου και την επίσκεψή μου. Ευτυχώς δεν ξέρει καλά ελληνικά και εγώ ξέρω λίγα αλβανικά, για να κάνουμε συζήτηση, και αφήνομαι προς το παρόν στην προστασία της μοναξιάς της φύσης. Όχι, όμως, για πολύ. Συνεχίζοντας προς τα πάνω, γιατί το δροσερό πράσινο σε τραβά ακόμα πιο ψηλά, ακούω ξαφνικά φωνές από κάτω. Δύο νεαροί νησιώτες ξεφωνίζουν «Έλα κάτω» και με επιφύλαξη γυρίζω πίσω να ρωτήσω τι συμβαίνει. Ευγενικά αλλά επίμονα, με βομβαρδίζουν με περισσότερες ομηρικές ερωτήσεις, και για να μην πολυλογώ, βρίσκομαι στα χέριακλητήρων που λένε πως τους έστειλε ο Δήμαρχος να με συλλάβουν − μια απόδειξη υπερβάλλοντος ζήλου, φαντάζομαι, που στα ελληνικά μου ταξίδια τον έζησα λίγο και για αυτόν άκουσα πολλά. Ήταν αρκετά ενοχλητικό, όμως, αφού διεκδίκησα το διαχρονικό δικαίωματου ελεύθερου περιπάτου και προειδοποίησα τουςεξυπηρετικούς φύλακες, «Αύριο δεν θα είστε κλητήρες», τους ακολούθησα χωρίς βιάση ως την άκρη του χωριού και μετά πήρα τον δρόμο για το σπί-
29 τι του κυρ-Φίλιππου. Αφού τον σήκωσα στις τρεις η ώρα από τη σίεστα του, του είπα την ιστορία και εκείνος επέμεινε να πάμε αμέσως στον Δήμαρχο. Αυτός οαξιωματούχος, που σηκώθηκε επίσης από τον μακρύ ύπνο τού μεσημεριού στο πατάρι του μαγαζιού του, που είχε χωμάτινο πάτωμα −γιατί είναι και μαγαζάτορας εκτός από Φύλακας της ειρήνης δείχνει αμήχανος όταν του παρουσιάζομαι και τον ευχαριστώγια τον κόπο του να με συλλάβει. Έτσι του αναφέρω την περιπέτεια μου στους λοφους και εκείνος αγανακτισμένος φωνάζει τον μοναδικό του κλητήρα, έναν μικροσκοπικό, ρυτιδωμένο, με γκρίζα γένια, με κοντομάνικο, όπως ο αρχηγός του,χωρίς κανέναδιακριτικό της ιδιότητάς του εκτός από ένα γκλομπ. Δεν είναι κανένας από τους κλητήρες που περιγράφω στη συνέχεια. Ακολουθεί μια σύντομη έρευνα και ο κλητήρας dejure τους παρουσιάζει. Με τα στρατιωτικά τους κασκέτα και τα αλβανικά τους σακάκια, αυτοί μοιάζουν περισσότερο με ανθρώπους εξουσίας παρά το πρωτοπαλίκαρο του Δημάρχου, που διαφέρει μόνο στο γκλομπ, το οποίο έχει γραμμές σαν τον στύλο στο μαγαζί των μπαρμπέρηδων, ενώ τα δικά τους δεν έχουν. Από εδώ και μπρος θα γυρεύω αποδεικτικά και θα εξετάζω τα γκλομππροτού δεχτώ να πάω μέσα. Είναι καθαρά εθελοντές, που χωρίς να γνωρίζουν τον παλιό ελληνικό νόμο, έκαναν με δική τους απόφαση την απαγωγή, ή άτυπη σύλλη-
* Οι παλαιοί Έλληνες άφηναν φαγητά για τους πεινασμένους ταξιδιώτες μπροστά από τον Ερμή και την Εκάτη, που βρίσκονταν σαν στήλες σε κάθε σταυροδρόμι· και τα φρούτα στα δέντρα των δρόμων ήταν ελεύθερα για όλους. ψη – για καταπάτηση,νομίζω. Είχα δηλαδή καταπατήσει τις αιμασιές τους και πιάστηκα επ’ αυτοφόρω να σκαρφαλώνω στα πιο ψηλά, απόμερα εδάφη τους. Επίσης, δεν είχα συνομιλήσει με τον φύλακα (που τώρα έβλεπα ποιος ήταν) όταν ήρθε να με ρωτήσει κάτω από την ελιά; Τι πιο ύποπτο! Θυμάμαι ακόμα πως από την κορυφή της κοιλάδας ακούστηκαν φωνέςπρος αυτούς που ήρθαν να με συλάβουν από μια ομάδα ανδρών μετουφέκια και μερικές γυναίκες–φύλακες της ακρόπολης, έτοιμους για διαμάχη, και τότε άρχισα να καταλαβαίνω τι θα γινόταν. Μπροστά στον Νόμο οι νεαροί αλήτες είπαν ξεκάθαρα πως ανέλαβαν πρωτοβουλία χωρίς εντολή, και έδρασαν στο όνομα του Δημάρχου, και όλα αυτά, όμως, γιατί ο ξένος πήρε ένα κρεμμύδι και μούρα από ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου.Το Ανδριακό κρεμμύδι δεν είναι η Ιερά Ελαία, όσο για τα μούρα, όπως τα δικά μας τα ξυνόμηλα, είναι ελεύθερα για όλους ώσπου να πέσουν κάτω ώριμα και να λερώσουν το χώμα με τον κόκκινο χυμό τους. Ακόμα και στον αθηναϊκό Κηφισό μπορείς να τσαλαπατήσεις σε τέτοιο χυμό. Ενώ τα φύλλα τρέφουν τους μεταξοσκώληκες, το μούρο είναι η σπατάλη της φύσης, εκτός από τα μέρη όπου βγαίνει μια κακή ελληνική ρακή από αυτά* . 30
Τελικά, η κατηγορίαδεν έπιασε στο δικαστήριο, όμως η Εξοχότης τουείδε πολύ αυστηρά δύο πράγματα, ότι χρησιμοποίησαν το όνομά του επί ματαίω και ότι η κατηγορία προσέβαλε έναν ξένο και εκπρόσωπο μιας μεγάλης δύναμης! Ο γιος του Δημάρχου, φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο, συμβουλεύτηκε το νόμο, μάλλον το Σύνταγμα – δεν νομίζω να προχώρησε περισσότερο. Και γιατί άλλωστε, αφού η υπόθεση είχε ξακαθαρίσει: ο σεβασμός που αρμόζει στους εκπροσώπους ξένων δυνάμεων δεν είχε ήδη εκδηλωθεί πριν από την ανακοίνωση του lèsemajeste; Επίσης είχαν προσβάλει την Αρχή. Ο δήμαρχος το έλεγε και το ξανάλεγε και δεν ξεχνούσε τι είχε γίνει «εξ ονόματός του». Σκέφτηκα πως ήταν ώρα να ζητήσω επιείκεια για τους υπαίτιους, ότανπαρουσιάστηκε ένας αξιωματικός με τρεις gensd’ armes, τους αφαίρεσε τα μαχαίρια τους (όλοι οι χωρικοί έχουν ένα οπλοστάσιο) και τους οδήγησε στο κρατητήριο. Αχ, οι καλοί μου φίλοι, ήδη σήμερα δεν ήταν πια κλητήρες. Πάντως έκανα τη πρότασή μου για επιείκεια. Ο Δήμαρχος μου επιτρέπει να παραβλέψω το διεθνές παράπτωμα, όμως ποτέ την προσβολή της εξουσίας του, «εξ ονόματός του» επαναλάμβανε εντυπωσιακά, και δεν ήταν ο Δήμος της Άρνης ένα είδος εξουσίας εξατομικευμένης σε εκείνον;Ο Αριστοφάνης κάλλιστα μπορούσε να το είχε γράψει. Ήταν περίεργη κατάσταση καιχρειαζόταν διπλωματία. 31
32 Γι’ αυτό μετά από πολλά κεράσματα –γλυκά, καφέ, και απ ’ όλα– ο κυρ-Φίλιππος και εγώ επιστρέψαμε στο αρχοντικό, όπου σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο με δαντελένιες κουρτίνες, στο πάνω πάτωμα, ξάπλωσα να ξεκουραστώ. Ή μάλλον να διαβάσω, γιατί ο φοιτητής της νομικής μού έδωσε ένα συγκλονιστικό βιβλίο: Οι Βίοι Επιφανών Άνδριων από την Αρχαιότητα ως Σήμερα, γραμμένο σε ανεκτά ελληνικά από τον Αρχιεπίσκοπο της Σταυρούπολης και τυπωμένο στην ανδριακή πρωτεύουσα. Αυτό το σκουριασμένο έγγραφο των 136 σελίδων σε απομακρύνει από κάθε σκέψη ύπνου και ξυπνά για μένα σε κάποιο βαθμό το ηρωικό παρελθόν του μικρού νησιού. Όμως, το άφησα να περιμένει. Κατά το ηλιοβασίλεμα –ένα θέαμα θεϊκής ομορφιάς – έρχεται ο οικοδεσπότης μου να μου πει πως οι φίλοι των ενόχων μαζεύτηκαν στου Δήμαρχου και με ρωτά αν μπορούσα να επέμβω πάλι για χάρη τους. Ευχαρίστως είπα, και βρισκόμαστε πάλι μπροστά στους βρακάδες γέροντες από την κοιλάδα, στοιχισμένους σε γραμμή μπροστά στον πέτρινο τοίχο. Ούτε ίχνος μεταμέλειας στα πρόσωπά τους, μόνο μια μικρή αυστηρότητα, όπως αυτή που δεν θα ταίριαζε στους άνδρες του Πλούταρχου ή του Ομήρου. Αυτές οι κοιλάδες, όπως όλες στη βόρεια Άνδρο, είναι κατοικημένες από Αλβανούς, αλλά οι Αλβανοί δηλώνουν πως έχουν ξεπηδήσει από την Αρχαία Πελασγική
33 φυλή. Όμως, οΡιτζγουέϊ απέδειξε τώρα πως οι Πελασγοί ήταν οι πρωτόγονοι Έλληνες που δημιούργησαν τον Μυκηναικό πολιτισμό, μιλούσαν καλά αιολικά και ανακάλυψαν το εξάμετρο, και μ’ αυτή τη διάλεκτο και σε αυτό το μέτρο συνέθεσαν την Ιλιάδα για τους Αχαιούς κατακτητές! Έτσι, οι αναφορές που κάνω στον Όμηρο βρίσκουν νέα δικαίωση. Ας είναι έτσι, αυτά τα ελληνικά νησιά είναι το καλύτερο σχολείο της φύσης και τα πτυχία της της δεν πρέπει να υποτιμούνται. Επαναλαμβάνω την παράκλησή μου στον Δήμαρχο και οι γηραιότεροι χαίρονται, όμως ο αξιωματούχος είναι ανυποχώρητος. Έχει ήδη γράψει στην Κυβέρνηση στην Αθήνα – αποτελεί σπάνια ευκαιρία για να γραφτεί στα πρακτικά και πρέπει να περιμένει τις ευχαριστίες τους. Υπαινίσσομαι πως καθώς δεν φεύγει ταχυδρομείο ως αύριο, μπορούμε να πάρουμε πίσω το γράμμα, και παρατηρώ πως η καλήδιπλωματία αποφεύγει να ξεσηκώνει διεθνή θέματα εκτός από πολύ σοβαρές περιπτώσεις· πώς μου αρκεί να θεωρήσουμε την περίπτωση σαν ένα κουτό αστείο που τελείωσε με τη συγγνώμη και μια συχώρεση όπως η Εξοχότης του ξέρει τόσο καλά να αποδίδει. Τελικά, κάμπτεται, αλλά ζητά ένα γραπτό πρωτόκολλο για να καλυφθεί προς τους ανώτερους. Έτσι, με τον κλητήρα της πόλης πηγαίνω στο δημαρχείο –μια τετράγωνη πέτρινη καλύβα με γυμνό πάτωμα, επιπλωμένη με ένα πρόχειρο τραπέζι και δύο σκαμνιά– και συντάσσω το
34 έγγραφο σε λίγες γραμμές στα ελληνικά, πράγμα που εκπλήσει τον φοιτητή της νομικής, ο οποίος δηλώνει πως δεν βρήκε παρά μόνο ένα λάθος. Εξηγώ πως δεν είναι έκθεση στα ελληνικά, αλλά ένα κρατικό έγγραφο που θα κριθεί από το αποτέλεσμα. Οπότε πίνουμε όλοι ο ένας στην υγεία του άλλου ανδριακό ρετσινάτο και ελπίζουμε –σε διπλωματικη γλώσσα– πως η υπόθεση έκλεισε. Όμως, αν ο Άνδριος Πλούταρχος, ο καλός Αρχιεπίσκοπος της Σταυρούπολης συνέχιζε τους δικούς του Βίους, χωρίς αμφιβολία μερικοί από εμάς θα παίρναμε μέρος σε αυτούς! Τι σπουδαίος δάσκαλος της γλώσσας είναι η Εμπειρία – κυρίως όταν είναι κανείς σε δύσκολη θέση και πρέπει να βγει από αυτή χάρη στα ελληνικά! Φέρνει κοντά τους ανθρώπους και λύνει τη γλώσσα που κομπιάζει. Επιπλέον, για να μάθει κανείς μια γλώσσα, πρέπει να απομακρυνθεί από όλες τις άλλες. Είναι πολύ εύκολο να ξεγλιστράς σε μια πιο οικεία όταν μπορείς. Ο χαραμοφάης θα κόψει ξύλα όταν πεινά και ο ηλίθιος Βάρβαρος θα μιλήσει ελληνικά – αν χρειαστεί. Υποψιάζομαι πως υπάρχει πλήθος από παιδιά στα σχολεία και στα κολλέγιά μας που δεν θα μάθουν ποτέ παρά μόνο αν βρεθούν σε τέτοιο κίνδυνο και απομόνωση, και θα γλιτώναμε χρήματα αν σκορπίζαμε μερικές φουρνιές παιδιά με πλοία στα «Νησιά της Ελλάδας». Θα κέρδιζαν πολλά περισσότερα εκτός από τη γλώσσα: την ανακάλυψη της φύσης στα
35
της, την αναβίωση της αρχαίας ζωής, που επιζεί χάρη στη δύναμη και την απλότητά της! Ένα καλοκαίρι στις Κυκλάδες θα προετοίμαζε ακόμα και τον Φιλισταίο μαθητή να απολαύσει τον Ομηρο και να βρει εκλεκτή συντροφιά στον Πλούταρχο. Αυτό που χρειάζονται τα ελληνικά μας είναι μια στάλα πραγματικότητα, τη ζεστή ανάσα της ζωής: να πετάξεις τα σάβανα και να κυλήσεις την πέτρα. Τα ελληνικά δεν έχουν πεθάνει – τουλάχιστον έξω από το σχολείο! Όμως, μας περιμένει το δείπνο του κυρ-Φίλιππου. Στεκόμαστε γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, η μικρή Ελενίτσα λέει το «Πάτερ Ἡμῶν», και μετά ορμάμε. Είναι ένα εξαιρετικό δείπνο, όμορφα σερβιρισμένο και μοιρασμένο (πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά στην ελληνική επαρχία) από τις γυναίκες της οικογένειας – η γυναίκα του Φίλιππου και η αδελφή της, η τελευταία μια σοβαρή, σιωπηλή γυναίκα, η πρώτη έχει μια αθηναϊκή ζωντάνια. Τη συντροφιά αποτελούν ο θείος του Φίλιππου, ένας αδελφός και ένας ανιψιός. Ατυχώς, όλοι έχουν προσέξει το ντύσιμό τους εκτός από τον θείο, που δουλεύει στο πέλαγος, Αρχιψαράς στην Παλαιόπολη, και φορά την τοπική στολή.Είναι σαν την κρητική εκτός από τις ψηλές μπότες, δηλαδή: κόκκινο φέσι ακόμα και στο τραπέζι, κεντημένη ζακέτα από μπλέ ύφασμα, φαρδιά βράκα από μπλέ ντρίλι, σαν φούστα χωρισμένη στα δύο και μα-
καλύτερά
36 ζεμένη στα γόνατα, μακριές κάλτσες και χαμηλά παπούτσια. Ο Ψαράς είναι ίδιος τύπος με τους γέροντες της κοιλάδας και ένα τέλειο δείγμα πρωτόγονων τρόπων, από τα καλύτερα που παράγει ακόμα και η Άνδρος. Όταν τελείωσε το δείπνο, ανεβαίνουμε τη φαρδιά σκάλα και μαζευόμαστε στο πάνω μπαλκόνι με τις καμάρες, να πιούμε έναν υπέροχο τούρκικο καφέ και να απολαύσουμε τη μουσική από τηνορχήστρατου Φίλιππου – ένα είδος ακορντεόν με κουδούνια. Μετά πάμε περίπατο στην ημικυκλική παραλία και ξαπλώνουμε στην άμμο να μελετήσουμε τη Σελήνη καθώςαπλώνει την ήρεμη γοητεία της στην επιφάνεια της γαλάζιας θάλασσας, ενώ ο οικοδεσπότης μου μιλά για το μεγάλο του ξενοδοχείο στην Πόλη (όπως αποδίδεται για συντομία σε όλο το Λεβάντε η Κωνσταντινούπολη) και για την οικογένεια Χαλά, της οποίας είναι ο αρχηγός. Το Μέγαρο Χαλά είναι ολοκαίνουργιο, για την ακρίβεια ημιτελές και σχεδόν χωρίς έπιπλα. Έτσι, η φιλοξενία προς το παρόν είναι πρόχειρη αλλά καθαρή και γλυκιά σαν τον αέρα του βουνού. Θα κοιμόμουν βασιλικά, αν δεν είχαν προηγηθεί οι πολλοί καφέδες και ο ίδιος αυτός βουνίσιοςαέρας δεν είχε ελευθερωθεί και βρυχόταν λες για να καταστρέψει το σύμπαν. Όλη τη νύχτα ούρλιαζε, όμως, όταν ξημέρωσε, τα βουνά ήταν ακόμα εκεί.
37 ΙΙ Μια Ανδριακή ανασκόπηση Στην ανδριακή ιστορία μου παιδαγωγός μου ήταν ο Ποσειδώνας. Αφού κανόνισα την καλοκαιρινή διαμονή μας στο Μπατσί, πήρα πάλι το πλοίο νωρίς το πρωί, το μικρό «Μίνα» περιμένοντας πως θα κοιμόμουν το βράδυ στο σπίτι μου στην Αθήνα. Όμως, όταν φυσούν οι Ετησίες, όλα τα σχέδια αλλάζουν, και το ταξίδι κράτησε τέσσερις μέρες.Το μικρό καράβι είχε ταλαιπωρηθεί από τη Σύρα στα δόντια του αέρα, όμως έγινε μια μπουνάτσα το πρωί και έτσι μπήκε εύκολα στο λιμάνι του Γαυρίου, που βρίσκεται μισή ώρα στον βορρά. Όμως, ώσπου να πάρει τους επιβάτες και το φορτίο, ο γερο-Βορέας ελευθερώθηκε πάλι με όλο το αιολικό του σόι να τον ενθαρρύνει. Κατευθείαν από τη Θράκη στα Ανδριακά βουνά φυσούσε και φυσούσε και φούσκωνε τα μάγουλά του, ώσπου να πέσει ο ήλιος, και μετά με την ανατολή ο ψευτοπαλικαράς σηκωνόταν και ξανάρχιζε φρέσκοςφρέσκος. Εν τω μεταξύ, στεκόμαστε στο προστατευμένο λιμάνι και παρακολουθούσαμε καθώς βουτούσε και τίναζε ψηλά αφρισμένα κύματα. Είδατε ποτέ αυτή τη δύναμη του αέρα, με το κύμα που αρχίζει σαν βιαστικήθαλασσινή ομίχλη και στολίζειμε ουράνια τόξα
– με την Ίριδα να διασκεδάζει με τιςδροσοσταλίδες! Σε έναν τόπο όπου το απόγευμα είναι μακρύ, δεν χάνεις τίποτα να μείνεις ξαπλωτός όλη μέρα στο λιμάνι του Γαυρίου και να παρακολουθείς την καταιγίδα στη θάλασσα. Ακόμα λιγότερο, όταν η θάλασσα και ο ουρανός και το σκιερό βουνό ζωντανεύουν το παραμύθι του νησιού, παλιό όπως οι λόφοι, καθώς η μνήμη το συλλαβίζειλέξη προς λέξη. Δεν έχεις παρά να ανοίξεις το μάτι του νου και οιεποχές γυρνάνε πίσω. Ο κόσμος είναι πάλι νέος και σ ’ αυτό το λιμάνι μπαίνει μια σβέλτη καμπυλωτή γαλέρα, που την κινούν πολλά όμορφα κουπιά. Πάνω από τη συντροφιά των ναυτώνστέκουν το κεφάλι και οι ώμοι μιας ηρωικής φιγούρας, με πορφυρό χιτώνα: είναι ο Αγαμέμνων, που μπαίνει εδώ μετά από μια άγρια φουρτούνα (όπως η δικιά μας σήμερα) που τον βρήκε έξω από τον Καφηρέα, αφού επισκέφθηκε τον σεβάσμιο Βασιλιά Άνιο,για να του πει πως η ταλαιπωρία της Τροίας τελείωσε. Έτσι, βλέπουμε μια ευχάριστη όψη του Αχαιού αυτοκράτορα, προτού τραβήξει για τις πολύχρυσές Μυκήνες και τη φρικτή του μοίρα. Γινόμαστε μαρτυρες της Ανδριακής φιλοξενίας, καθώς ο Άνδριος πρίγκιπας παραγγέλνει το ψητό και μετάπροσφέρει στον Βασιλιά του Κόσμου ως αποχαιρετιστήριο δώρο ένα αρχοντικό ανδριακό μοσχάρι. Ωιμέ! Καθώς η βασιλική γαλέρα απομακρύνεται, το μοσχάρι με νοσταλγία πηδά από 38
* Η ιστορία της επίσκεψης του Αγαμέμνονα είναι αναμφισβήτητα μετα-Ομηρική· και ο έξυπνος κριτικός θα έλεγε ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο απίθανο από την ιστορία με το βόδι. Ωστόσο, με τα μάτια μου σε αυτό το συγκεκριμένο λιμάνι έχω δει την πράξη να επαναλαμβάνεται, αν και σε αυτή την περίπτωση το κακόμοιρο βόδιξαναπιάστηκε και μεταφέρθηκε στη Σύρο. Η ροπή της ιστορίας είναι να επαναλαμβάνεται, αλλά φαίνεται λίγο ιδιαίτερο ότι σε καμία άλλη θάλασσα δεν έχω δει ποτέ κάτιανάλογο προς αυτό το κολυμβητικό κατόρθωμα του βοδιού. **Γιός του Ανίου, πρώτος οικιστής της Άνδρου, από τον οποίο πήρε και το όνομά της. (σ.τ.Μ.) το σκάφος και κολυμπά πίσω στη στεριά.* Ο χρόνος γυρίζει πάλι πίσω και ο κόσμος είναι ακόμα νέος· ο Ιερώνυμος ο Άνδριος βγαίνει από το λιμάνι, κερδίζει στον αγώνα πάλης τον ΉλειονΤισαμενό, –που αργότερα θα υπηρετήσει τους Σπαρτιάτες στις Πλαταιές ως μάντης τους– στην Ολυμπία και στήνεται ανδριάντας του εκεί στην Άλτη. Και μετά τον βλέπουμε να επιστρέφει στο λιμάνι της πατρίδας του με την αμάραντη ελιά στο μέτωπο. Ο μεγαλύτερος γιος του Άνδρου ** και της Φήμης, ένας ολυμπιονίκης, ένα όνομα που θα μείνει αθάνατο στις σελίδες του Ηρόδοτου, όταν έρθει ο Ηρόδοτος μέσα στους αιώνες – ο Άνδρος δεν θα ζήσει σπουδαιότερη μέρα! Περήφανε Άνδρο! Αχ, και καημένε Άνδρο. Γιατί ξετυλίγεται μια άλλη περίοδος και τώρα είναι μια πρεσβεία από το εξωτερικό, με τη γοητευτική ανα39
40 τολίτικη ενδυμασία, τη βλέπουμε να εισπλέει στο στενόλαιμο λιμένα. Φέρνει τους χαιρετισμούς του Δαρείου (που χαράχθηκαν με τη σφήνα) και παρακαλά τον Άνδρο να τους δώσει λίγη γη και ύδωρ! Ο Άνδρος δεν έχει το θάρρος να τους πει όχι – περίεργο, όπως θα δούμε, και την επόμενη φορά που ανοίγουμε το μάτι του μυαλού μας η σκηνή παραμένει, όμως οι ηθοποιοί είναι καινούργιοι. Γιατί την προηγουμένη χάθηκε ο κόσμος και νίκησε στη Σαλαμίνα, και αυτή τη φορά είναι οπιο έξυπνος Έλληνας όλων των αιώνων, μετά τον Οδυσσέα, που παρουσιάζεται ως πρωταγωνιστής. Το μικρό λιμάνι γεμίζει κόσμο με τον θριαμβευτή πανελλήνιο στόλο και ακούμε τη συζήτηση των αρχηγών. Είναι ο Θεμιστοκλής, που παίρνει τον λόγο: «Οιγαλέρες των Βαρβάρων μάς προσπέρασαν, όμως ο Ξέρξης είναι ακόμα στην Αττική. Πρέπει να επιταχύνουμε την καταδίωξη. Πρέπει νατρέξουμε στον Ελλήσποντο και να κόψουμε τις γέφυρες». «Όχι», λέει ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, «να κόψουμε τις γέφυρες είναι η τελευταίακαταστροφή. Να ανακόψουμε την υποχώρηση των Περσών και την απελπισία τους, αυτό θα είναι η καταδίκη της Ελλάδας. Άστον να φύγει – τώρα που κουράστηκε». «Ναι, ναι, σωστό!» ακούστηκε από κάθε πελοποννησιακή φωνή. Και τότε βλέπουμε την παλιά αλεπού να αναδιπλώνεται:
41 «Πολύ σωστά, Σπαρτιάτη. Με τη βοήθεια των θεών τον νικήσαμε – αυτόν που γκρέμισε τους ναούς τους και έκαψε τα ομοιώματά τους, που ακόμα μαστίγωσε και δέσμευσε την ιερή θάλασσα. Ο Βάρβαρος έφυγε: καλό ξεμπέρδεμα. Ας γυρίσουμε στα σπίτια να καλλιεργήσουμε τα χωράφια μας». Έτσι, το συμβούλιο διαλύεται και ο πολυμήχανος Αθηναίος, που κρατά τις γέφυρές τουσε λειτουργία, κάθεται κάτω με κερί και γραφίδα να χαράξει ένα μήνυμα. Κοιτάς πάνω από τον ώμο του και βλέπεις πως το απευθύνει στον Ξέρξη και λέει τα εξής: «Ο Θεμιστοκλής ο Αθηναίος, επιθυμώντας να σε εξυπηρετήσει, συγκράτησε τους Έλληνες, που σκόπευαν να κυνηγήσουν τα πλοία σου και να γκρεμίσουν τις γέφυρες στον Ελλήσποντο. Τώρα, λοιπόν, μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου με την ησυχία σου». Και κλείνει με βουλοκέρι την πλάκα κρυφογελώντας, όπως θα ’λεγε κανείς: «Άλλη μια άγκυρα σε σίγουρο μέρος». Όμως, θα γίνουμε μάρτυρες και άλλης μίας επιχείρησης με την Άνδρο ως θέμα και ως σκηνικό. Οι Πελοποννήσιοι πήγαν να σπείρουν τα χωράφια τους, ο Αθηναίος παραμένει να θερίσει για λίγο για λογαριασμό του. Η Άνδρος πρέπει να κανονίσει γι’ αυτό γη και ύδωρ. Βλοσυροί και αυστηροί είναι οι Άνδριοι προύχοντες καθώς έρχονται στο συμβούλιο και πάλι ο Θεμιστοκλής παίρνει τον λόγο:
* Τα ανδριακά νομίσματα έφεραν την κεφαλή του Διονύσου.
Άνδριοι, είστε προδότες για την Ελλάδα. Η Ελλάς ζητά αποζημίωση».
Η Άνδρος δεν έχει τίποτα να δώσει σε σένα, ω, Θεμιστοκλή
.
Όμως, πρέπει να δώσετε, γιατί φέραμε μαζί μας για να ενισχύσουμε τις διεκδικήσεις της Αθήνας δύο από τους πιο ισχυρούς θεούς της, την Πειθώ και την Ανάγκη. Αφήστε τους Διονύσους* σας». «Όχι, Αθηναίε. Πράγματι, η Αθήνα πρέπει να είναι μια μεγάλη και ευτυχισμένη πόλη, αφού έχει τόσο εύκολους θεούς, όμως εμείς οι Άνδριοι είμαστε φτωχοί και πονάμε τη γη και έχουμε δύο ανάξιους θεούς, που είναι κολλημένοι πάνω μας και δεν εγκαταλείπουν ποτέ το νησί – για την ακρίβεια τη Φτώχεια και την Απελπισία. Στο όνομα αυτών των θεών αρνούμαστε να πληρώσουμε χρήματα, γιατί η δύναμη της Αθήνας δεν ταιριάζει με την αδυναμία μας». Αυτή είναι η απάντηση των Άνδριων, με τη στήριξη των ανδριακών όπλων, ώσπου ο Αθηναίος, δεν επιμένει και πάει να σβαρνίσει τους φτωχούς Καρυστινούς με τα ίδια γνωστά λόγια για γη και ύδωρ. Είναι οιγνωστοί ετοιμόλογοι Άνδριοι, που παλεύουν στα ίσιαμε την Αθηναϊκή διπλωματία στα καλύτερά της. Ακόμα και ο καφετής γυμνός βράχος που υψώνεται πάνω από την άγριαθάλασσα, αντηχεί την 42
«
«
»
«
* Για κάθε λεπτομέρεια, ουσιαστικά, ο Ηρόδοτος, VIII, 108111, είναι ο εγγυητής μας και συνηγορεί για αυτόν εν μέρει ο χρόνος, έχοντας διασώσει τη χάλκινη στήλη της οποίας οι ερπετικές σπείρες από την αθάνατη απογραφή της Σαλαμίνας και των Πλαταιών ήταν χαραγμένες σχεδόν είκοσι τέσσερις αιώνες πριν. Σε αυτή τη χάλκινη στήλη που έχω δει παλαιότερα στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, μπορούμε ακόμα να διαβάσουμε τα ονόματα: Κεῖοι, Μάλιοι, Τένιοι, Νάξιοι, Κύθνιοι, Σίφνιοι. πρόκληση: ζήτησε φόρο από μένα αν τολμάς. Κάθε υψηλή θέση μοιάζει με βάθρο της Φτώχειας και της Απελπισίας ενάντια στα οποία η Πειθώ και Ανάγκη μπορούν να παρακαλούν και να πιέζουν μάταια. Η απορία είναι πού βρήκαν αρκετή γη για τους Μήδους! Πράγματι, η Άνδρος στερήθηκε αυτή την ελληνική δόξα που έξι από τις αδελφές της τις Κυκλάδες κέρδισαν, αλλά ποιος μπορεί να δει αυτά τα νησιά να είναι εκεί γυμνά στο πέρασμα των μυριάδων Μήδων και να μην αναρωτηθεί γι’ αυτή την αδυναμία;* Πάντως, οκατακτητής από την Ανατολή έχει προς το παρόν εξουδετερωθεί –για την ακρίβεια για είκοσι αιώνες– και η επόμενη ιστορική φυσιογνωμία που εισπλέει σ’ αυτό το λιμάνι είναι ο Αλκιβιάδης. Η Αθήνα βρίσκεται στο τέλος της με τους Δωριείς, όμως ποτέ ένα δωρικό χέρι δεν είχε να κάνει με πιο θανατηφόρα χτυπήματα, όπως αυτάτου υπέροχου αχαΐρευτου, γιου από τα σωθικά της, που έπαιξε το παιχνίδι της προδοσίας στον υπέρτατο βαθμό και μετά 43
44 –συγχωρέθηκε, κολακεύτηκε, γιορτάστηκε– ξανάρχεται επικεφαλής των δυνάμεών της να πιέσει τους φτωχούς Άνδριους. Έχει και αυτός να κανονίσει λογαριασμούς με την Άνδρο, όμως πάλι η Άνδρος είναι πιο δυνατή. Τον βλέπουμε να αποβιβάζει τις δυνάμεις του, να κατατροπώνει τους νησιώτες που ήρθαν να τον συναντήσουν, να τους κυνηγά για οχτώ μίλια ή περισσότερο ως τη Σκάλα του Διαβόλου των ανδριακών βράχων, ως την ακρόπολη του νησιού με τη φρουρά των Σπαρτιατών. Μια ματιά στα άγρια τείχη είναι αρκετή γι’ αυτόν, έχει κάνει την εμφάνισή του –σ ’ αυτό ήταν πάντα καλός– και τον βλέπουμε να στήνει το τρόπαιό του (κάτι επίσης που κατάφερνε) και να αποπλέει αφήνοντας πίσω τον Κόνωνα, να κάνει την δύσκολη δουλειά της καθυπόταξης ικανότερα. Όμως, εδώ το σκηνικό αλλάζει πολύ αργά. Οι Ετησίεςαντέχουν να φυσούν σαράντα μέρες τέτοια εποχή, όμως και αυτέςείναιλίγες γι’ αυτή την παρέλαση των τριών χιλιάδων χρόνων. Για οικονομία, ας αφήσουμε τους Μακεδόνες να περάσουν καμαρωτά τον σύντομο αιώνα ως κυρίαρχοι του νησιού και να βιαστούμε, αφού ο Βασιλιάς Άτταλος ακολουθεί και η Ρώμη διαδέχεται την Εξοχότητά του της Περγάμου, για να αφήσουμε δρόμο με τη σειρά στους Βυζαντινούς, όπως εκείνοι στους Ενετούς, που κυριαρχούν εδώ για δέκαγενιές, ώσπου η ανατολή να επιστρέψει στο
45 πρόσωπο των ακατανόμαστων Τούρκων και η Άνδρος δέχεται για διακόσια εξήντα χρόνια την Αρμένικη μεγαλοψυχία, ώσπου οι καμπάνες να χτυπήσουν ξανά –επιτέλους, και για πάντα, ελπίζουμε–για την ελευθερία που χάθηκε στην Χαιρώνεια είκοσι δύο αιώνες πριν.
46
47 ΙΙΙ Ένα Κυριακάτικο πρωί στην Κάρυστο Τελικά, ήταν καλή η μέρα στο λιμάνι του Γαυρίου,αν και δεν ταξιδέψαμε αναπαυτικά, ούτε κοιμηθήκαμε μαλακά. Ευτυχώς είχα πάρει μαζί ένα καλάθι ανδριακάβερίκοκα για να γαρνίρω τα ψητά, σαν αυτά που μου προμήθευσε ο θερμαστής-μάγειρας του «Μίνα», και το ταρακούνημά μου στηγέφυρα με προμήθευεπολύ καθαρό αέρα. Για την ακρίβεια, ήταν μια γερή θύελλα, όλη τη νύχτα. Το πρωί σηκώθηκα με μια αίσθηση θαλασσοδαρμένου, για να ξεκινήσω σύντομα μια άλλη μέρα στο μικρό σαλόνι. Γιατί είναι πολύ δύσκολο να βγεις με κουπιά στη στεριά και το άθλιο χωριό δεν φαίνεται ελκυστικό. Το μόνο ελκυστικό πράγμα στα περίχωρα είναι ένα μοναστήρι στην κορυφή του λόφου, αυτό όμως θέλει δύο ώρεςανάβαση, με μεγάλες πιθανότητες να σε αρπάξει ο γεροΒορέας και να σε βουτήξει στα βαθιά. Ο Ρος μάς λέει πως την ίδια εποχή πριν από πενήντα χρόνια κόντεψε να τον πάρει ο αέρας από την Παλαιόπολη, και οΒορέαςέχει γυμνάσει τους μυς του και φουσκώσει τα μάγουλά του από τότε. Έτσι, πέρασα την ημέρα ξαπλωμένος στην καμπίνατου καταστρώματος, που η μυρωδιά της δεν είναι ανυπόφορη όταν τη συ-
48 νηθίσεις και διάβασα του Μηλιαράκη το «Άνδρος, Κέως» και το «Βίοι» του Αρχιεπισκόπου, που ευτυχώς είναι τα μόνα βιβλία στο σακίδιό μου. Στις έξι ο αέρας πέφτεικαι σηκώνουμε άγκυρα επιτέλους με όλη τη λαμπρότητα του ηλιοβασιλέματος, που το πιάνουμε τώρα στην ανατολική πλευρά του βουνού. Πόσο εξιδανικεύει το σκηνικό και δίνει την αίσθηση πως η καταιγίδα έχει περάσει. Αν αφαιρέσεις τα νερά αυτού του λιμανιού με το αμφιθεατρικό βουνό, έχεις ένα τέλειο στάδιο για τους Τιτάνες. Όσο τέλειο ήταν το ηλιοβασίλεμα στο Γαύριο, καθώς περνάμε τον φάρο, βλέπουμε άλλο ένα ηλιοβασίλεμα πάνω από την Κάρυστο, που κάνει την επιφάνεια της θάλασσας να μοιάζει με λιωμένο χρυσάφι. Όμως, δεν είχε προλάβει ο Ακτινοβόλος Θεός να σκύψει πάνω σ’ αυτή τη λαμπερή δόξα, όταν ο Ποσειδώνας σηκώνεται με οργή και ο Βορέας έρχεται ουρλιάζοντας και εμείς σίγουρα δεν τη γλυτώνουμε. Μια ανεβαίνοντας ψηλά και μια βουτώντας όσο γίνεται βαθιά, το καραβάκι μας χτυπιέται μπρος και πίσω ανάμεσα σε δύο γενναίους θεούς, ώσπου εισπράττουν τηνορθόδοξη ελεημοσύνη και κανείς μας δεν παζαρεύει τα «ψιλά». Μόνο μερικοί από εμάς χαμογελούν ελαφρά, όταν θυμόμαστε πόσο οικονομικός είναι ο ναύλος της ημέρας. Επιτέλους μπαίνουμε στους δρόμους της Καρύστου και ρίχνουμε άγκυρα για τη νύχτα, ή κατά τη διάρκεια της δυσαρέσκειας των βασικών θεοτήτων.
49 Δεν έχουμε την αίσθηση του αποκλεισμού αυτή τη φορά, γιατί ποτέ δεν έφτασα σ’ αυτήν την άκρια της Εύβοιας χωρίς να νιώσω τη γοητεία της. Όμορφη σε θέα και πλούσια σε παράδοση, η Κάρυστος έπρεπε να προσελκύει πολλούς ταξιδιώτες και φοιτητές που ρίχνουν μόνο ματιές από τη γέφυρα των διερχόμενων πλοίων. Είναι αλήθεια πως η μοντέρνα πόλη στην παραλία δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, ενώ έχει ανεκτούς φαρδείς και στρωμένους δρόμους ενώ χτίζεται ένα καλό δημαρχείο με χρήματα ενός τοπικού ευεργέτη, που έκανε μια αξιοπρεπή περιουσία στην Αίγυπτο. Όμως, η εκβάθυνση του λιμανιού ανελκύει κομμάτια από ένα ένδοξο Παρελθόν – μεγάλα κομμάτια γκρίζου μάρμαρου, κολώνες χωρίς ραβδώσεις, εξαιρετικές ιωνικές βάσεις· όλα δείχνουν ότι στο παρελθόν υπήρξαν ευγενέστερες κατασκευές από αυτές που βλέπουμε σήμερα. Πιθανόν να ανήκαν στον Ναό του Απόλλωνα (έτσι λέγεται), του οποίου μερικά θεμέλια είναι ακόμα στη θέση τους. Όμως, η πρώτη μας σκέψη βγαίνοντας στη στεριά είναι να διακόψουμε τη μακρά νηστεία μας – πράγμα που δεν είναι εύκολο σε όλα τα ελληνικά χωριά και κυρίως νωρίς στο κυριακάτικο πρωινό. Μετά από έρευνα βρίσκουμε ένα καφενείο που ανοίγει νωρίς, το «Καφηρέας» (παρά την αλβανική κατοχή,αυτή η άκρη της Εύβοιας δεν έχει χάσει εντελώς τα παλιά ελληνικά ονόματα, Καφηρέας, Γεραιστός, Κάρυστος), αλλά για πανδοχείο
50 με τέτοιο σπουδαίο όνομα δεν είναι πολύ ενδιαφέρον. Όμως, ο παχύς μαύρος καφές και τα φρεσκοβρασμένα αυγά είναι η κατάλληλη πολυτέλεια μετά από σαραντα οχτώ ώρες στο menage του «Μίνα». Έτσι αναζωογονημένοι, ενώ οι γυναίκες πήγαιναν όλες μαζί στη μεγάλη εκκλησία για την πρωινή λειτουργία, ξεκινήσαμε για μια ανάβαση προς την επιβλητική ακρόπολη. Είναι κάτι ανακατεμένα απότομα βράχια και μονοπάτια με πέτρες ώσπου να φτάσουμε την πράσινη ζώνη πάνω από την πόλη – μια ζώνη από μικρά αμπέλια με τα πατητήρια τους, δεντρόκηποι με λεμονιές, πορτοκάλιές, ελιές, συκιές, καρυδιές, όλα μαντρωμένα από κυπαρίσσια, και πέτρινους τοίχους στολισμένους με βατόμουρα. Από την πράσινη οδό φτάνουμε σ’ αυτό που δίνει ζωή σε όλα αυτά – ένα ποτάμι στο βουνό, που γουργουρίζει προς τα κάτω, πάνω από μεγάλους σκαμμένους βράχους και ανάμεσα σε μεγάλες κοτρώνες: το Μεγάλο Ρέμα,στη λαϊκή γλώσσα. Συναντάμε το ρέμα σε έναν γραφικό ανεμόμυλο. Στον καιρό του,το νερό διοχετευόταν μέσα από ένα ακατέργαστο πέτρινο υδραγωγείο κάτω από κρεμαστούς βράχους, ώσπου να γίνει καταρράκτης έξι μέτρων περίπου, για να γυρίσει τη ρόδα. Τώρα, όμως, ο παλιός μύλος δεν δουλεύει και το νερό από τον αγωγό τρέχει χαρούμενα προς τους βράχους κάτω προς όποια κατεύθυνση θέλει. Για καλύτερονερό θα πρέπει να πας μακριά. Κάτω από τον μύλο είναι ένας με-
51 γάλος πλάτανος. Έχει τις ρίζες του σε ένα σωρό κοτρώνες, στη μέση του ρυακιού, ενώ από πάνω το ρέμα είναι σκεπασμένο με νεαρά πλατάνια και ανθισμένες πικροδάφνες. Προχωρώντας σε ένα άγριο σκιασμένο μονοπάτι,συναντάμε συνεχείς πομπές χωρικών και γαϊδουριών, που φορτωμένοι πηγαίνουν στην κυριακάτικη αγορά. Φτάνουμε σε έναν άλλο μύλο με πιο μικρή ροή όπου μια νεαρή κοπέλα πλένει ρούχα στο νερό που περνά ήρεμα δίπλα της. Υπάρχουν εδώ δέκα τέτοιοι μύλοι: από όπου παίρνει και το χωριό το όνομά του: Μύλοι. Τίποτα δεν είναι πιο χαρακτηριστικό και φιλόξενο στην ελληνική ύπαιθρο από τους παλιούς νερόμυλους, κυρίως όταν ο πεζοπόρος βρίσκει έναν να αλέθει το άλεσμά του σε ένα μοναχικό μέρος, όπως βρήκα εγώ ένα ζεστό μεσημέρι σε μια άγρια περιοχή στον λόφο της Αργολίδας. Πώς να ξεχάσω τη σταρένια φραντζόλα που μας πρόσφερε ο μυλωνάς ζεστή από τον υπαίθριο φούρνο –ήταν μία από τις δωδεκάδες που είχε αλέσει στο μύλο του εκείνο το πρωί– και το κομμάτι τυρί από το μεγάλοκεφάλι που έκοψε με το σπαθί του, από την επανάσταση, για να μας φιλέψει. Το Μεγάλο Ρέμα με τη σειρά από μύλους, ένα μίλι μακριά από τη θάλασσα και σε ίδια απόσταση από το υπερκείμενο Κάστρο, είναι φανερό πως δείχνει τον δεσμό της αρχαίας πόλης με τη θάλασσα. Ο λόφος του Κάστρου που ήταν η ελληνική ακρόπολη, είναι
τώρα ένα από τα πιο δυνατά και με θέα ενετικά κάστρα στην Ελλάδα. Στέκει στην άκρη ενός μεγάλου γκρεμού στη μεριά της θάλασσας, και συνεχίζει πίσω κάθετα. Μοιάζει σαν μεγάλες Μυκήνες στην όψη και το βουνό Όχη που υψώνεται από πίσω και το σκεπάζει με τον τεράστιο όγκο του, και το κάνει να μοιάζει ακόμα περισσότερο. Από την κορυφή του πάνω χωριού (Παλαιοχώρα) έχει κανείς μια ικανοποιητική θέα των τειχών του Κάστρου και της πράσινης ζώνης των γύρω κήπων. Πίσω στο ρέμα πάλι, πίνουμε από αυτές τις πολύτιμες βρύσες που η Ελλάδα χρωστά στους παλιούς Ενετούς άρχοντές της: είναι μια εξάκρουνη, παρόλο που τώρα βγάζει νερό μόνο από τέσσερα από τα έξι στόμια. Το στόμιο είναι ένα ρηχό στρογγυλό δοχείο που μαζεύει, με έναν σωλήνα, το νερό από τον βράχο. Η μεγαλύτερη πολυτέλεια ήταν αυτό το νερό που μου σέρβιραν είτε εδώ είτε στην άγρια Αρκαδία είτε στον ζεστό και σκονισμένο δρόμο από τη Σχιστή οδό στους Δελφούς. Η ίδια η Κασταλία ή η Ιπποκρήνη εκτός απότη μαγεία της ιστορίας τους, δεν προσφέρουν γλυκύτερο ρόφημα. Κατεβαίνοντας, μας προσπερνά στον χαμηλότερο μύλο ένας γραφικός και πρόσχαρος νησιώτης, έτοιμος να με κάνει να αφήσωτην πορεία μου και να μας οδηγήσει εκείνος. Έτσι, ακολουθούμε το ρυάκι μέσα από οπωροφόρα, αμπέλια και κήπους, το όνειρο του 52
* Αρχαίες επιγραφές αναφέρουν λιμενοφύλακες στην Κάρυστο: προφανώς ο Δήμος εισέπραττε μόνος του τα τέλη τότε και χρειαζόταν μια λιμενοφυλακή γι’ αυτόν τον σκοπό. ποιητή. Ο καινούργιος φίλος μου κάθε τόσο φωνάζει «παράδεισος» με όλη την έννοια της λέξης. Οπότε, τώρα μπορώ να ισχυριστώ πως έστω ένας Έλληνας θαυμάζει το περιβάλλον, και όχι ποιητής –όπως μαθαίνω τώρα– αλλά ο δημοτικός κήρυκας της πόλης. Ενώ καθόμαστε κάτω από τις δύο μεγάλες μουριές που σκιάζουν την αγορά της Καρύστου –όλοι οι χωρικοί που συναντήσαμε το πρωί στον πρωινό περίπατό μας και αρκετοί άλλοι είναι μαζεμένοι εδώ, είναι η μεγάλη αγορά–, ο φίλος μού ζητά συγγνώμη και ένα λεπτό αργότερα τον ακούω να φωνάζει για μια δημοπρασία. Το αγαθό που δημοπρατείται είναι το προνόμιο του λιμενικού ταμία. Μου είπαν πως ο δημος θα πάρει ένα κατ’ αποκοπή ποσό επτά χιλιάδων δραχμών και ο φοροεισπράκτορας θα πάρει ό,τι αφήσει η εμπορική κίνηση.* «Μεγάλη αγορά», Κυριακή πρωί στην αρχαία Ομηρική Κάρυστο όταν ο Ελεφήνορας, – εκπρόσωπος του Άρη, οδήγησε μερικούς από τους μακρυμάλληδες Άβαντες στην Τροιά! Σήμερα οι Καρυστινοί δεν συνταράσσονται από το Ανατολικό Ζήτημα στη φάση της Τροίας, ούτε έχουν τίποτα να πουν για τη φάση των Περσών, όταν οΘεμιστοκλής ζήτησε αποζημίωση για τον αναγκαστικό μηδισμό τους και κα53
54 τέστρεφε τη γη τους – αυτούς τους όμορφους κήπους στιςκοιλάδες που περάσαμε ονειροπολώντας. Τίποτα απ ’ αυτά δεν υπάρχουν στη σκιερήπλατεία με τις μουριές, αλλά η διαμάχη αφορά στην αξία ενός κακόμοιρου μικρού κόκκινου γουρουνιού, που ο ιδιοκτήτης του την ορίζει στις οχτώ δραχμές, ενώ ο μοναδικός πλειοδότης φαίνεται πως είναι ο φίλος μου, οτελάλης, που τώρα επέστρεψε στην ιδιωτική ζωή, και προσφέρει έξι δραχμές και επιμένει με σθένος ότι αυτή είναι υψηλή τιμή μεταξύ φίλων. Και είμαι σίγουρος πως το γουρουνάκι δεν άξιζε τόσοούτε για τα δεδομένα της Εύβοιας. Πουθενά αλλού δεν υπάρχει η γνωστή ελληνική περιέργεια –το ενδιαφέρον να δουν, να ακούσουν και να πουν κάτι καινούργιο– τόσο έντονη όσο σ’αυτές τις επαρχιακές πόλεις, και ο σπάνιος ξένος επισκέπτης πολιορκείται. Στο μικρό καφενείο στην κορυφή της παλιάς πολης (Παλαιοχώρα) συνάντησα μερικούς όμορφους γέροντες με την παραδοσιακή νησιώτικη στολή, που θυμούνταν την εποχή που οι Τούρκοι κρατούσαν ακόμα το Κάστρο και υποστήριζαν την ελληνική του καταγωγή παρά τηναποδεκτή δοξασία πως αυτή η άκρη της Εύβοιας είναι όλη αλβανική. Και πράγματι, προσπαθώντας να δοκιμάσω τα οικογενειακά ονόματα, βρήκα πως συνήθως είναι καθαρά ελληνικά, όπως Ελευθερίου, Οικονόμου, και τέτοια. Η συζήτηση εκεί ήταν ήρεμη και εποικοδομη-
55 τική, όμως δεν ήταν το ίδιο κάτω στη γεμάτη κόσμο αγορά. Το στρογγυλό μου τραπέζι στον «Καφηρέα» περικυκλώθηκε από μια ομάδα ανθρώπων, οχτώ ή δέκα, και έναν σεβάσμιο παπά, λιγομίλητο και περιορισμένης αντίληψης, που τον έβαλαν μπροστά ως συνομιλητή μου, ώσπου αντικαταστάθηκε από τον σχολάρχη ή τον Δάσκαλο του Ελληνικού Σχολείου, που έχει διδακτορικό από το Εθνικό Πανεπιστήμιο. Φυσικά, η συζήτηση γυρίζει γύρω από τα σχολεία και παρατηρώ την ελάχιστη συμμετοχή των κοριτσιών σε σύγκριση με τα αγόρια. Μια ερώτηση τίθεται που αφορά την παιδεία των γυναικών από την άποψη του δέκατου ένατου αιώνα και είμαι αναγκασμένος να πω πως ούτε ο παπάς ούτε ο δάσκαλος έδειξαν ιδιαίτερη γνώση ή ενδιαφέρον για το θέμα. Όμως, το πλήθος ενδιαφερόταν ν’ ακούσει μια καινούργια θεωρία και, καθώς είχα πάρει την πρωτοβουλία να ανοίξει η μεγάλη Πολυτεχνική Σχολή της Αθήνας στις γυναίκες, ήταν πολύ ευχάριστο να το διαδώσω και να το ενισχύσω. Μετά από αυτή τη διάλεξη πήγα με τον δάσκαλο να δούμε τις τοπικές αρχαιότητες, και η βόλτα ανταμείφθηκε όταν είδα ένα πολύτιμο συγκινητικό έγγραφο που πιθανόν να είχε κάτι να πει για τη διαπαιδαγώγηση των γυναικών στην αρχαία Κάρυστο. Στην παραλία, ανάμεσα στα στρέμματα αρχαίων όγκων που ήδη ανέφερα, υπάρχει ένα κατάλευκο μάρμαρο που
* Ή υπήρχε, κατά κοινή παραδοχή, όταν το επισκέφθηκα. Από τότε, όμως, ο Χερ Βίγκαντ ανέλαβε να αποδείξει με πολλή αληθοφάνεια πως η κατασκευή δεν είναι καθόλου ναός αλλά πιθανόν ένας φάρος του τέταρτου αιώνα ανάμεσα στις Κυκλάδες ή τη Χίο και το Πεντελικό. μόλις βγήκε από τη θάλασσα, και από αυτό έχω τη χαρά να αντιγράψω μια επιγραφή που κανένας αρχαιολόγος δεν είχε δει. Ο όγκος είναι μια βάση αγάλματος και καταγράφει το γεγονός ότι «η Φρύνη, η θυγατέρα τουΠραξαγόρα και σύζυγος του Ευρυτίδη, ιέρεια της Αρτέμιδας και του Απόλλωνα, εξ ιδίων αφιέρωσε το άγαλμα της Αρτέμιδας ως τάμα». Αχ, Φρύνη, ήταν αθάνατη τύχη να δώσεις στη θεά αυτό το άγαλμα «εξ ιδίων» και η πράξη αυτή έκανε το όμορφο όνομά σου να επιπλεύσει πάνω από είκοσι αιώνες λήθης.Και πόση βιογραφία χάραξε η σμίλη σ’ αυτόν το μικρό χώρο: πόσους επιφανείς αρχαίους μάταια θα ψάχνουμε να μάθουμε τόσα πολλά. Δώσε μου έναν ποιητή για μία ώρα εκεί πάνω στην κοιλάδα και θα δεις ξανά την όμορφη Φρύνη όπως ζούσε, και το λιβάνι από τον βωμό των διδύμων της Λητούς θα γλυκάνει αυτό τον αέρα που αναπνέεις. Και αν είναι πραγματικός ποιητής, που κάνει τη δουλειά του με τον παλιό τρόπο, τι ωραίο σκηνικό θα κεντήσει με τους στίχους του. Θα είσαι μάρτυρας στους γάμους του Δία και της Ήρας, που όντως τελέστηκαν εκεί πάνω στο βουνό Όχη, όπου υπάρχει ακόμα εκεί ο ναός του δύστυχου ζευγαριού.* Και πάλι, αν αυτός ο ναός είναι 56
ήδη κάτι από τη σεβαστή αρχαιότητα, θα δεις τον Νέστορα με τον Διομήδη και τον Μενέλαο στην επιστροφή τους από την Τροία να μπαίνουν τη νύχτα στον Γεραιστό, για να θυσιάσουν πολλά μηριαία οστά μικρών μοσχαριών στον θεό της θάλασσας, που φούσκωσε τα πανιά τους. Και για άλλη μία φορά, όταν ο μύθος του Ομήρου με τη σειρά του θα έχει γίνει αρχαία ιστορία, θα δεις τους Μήδους στον δρόμο προς τον Μαραθώνα να πολιορκούν και να υποβιβάζουν την Κάρυστο τόσο αποτελεσματικά που δέκα χρόνια μετά τα πλοία της κατ’ ανάγκη ενώνονται με τον στόλο του Ξέρξη στη Σαλαμίνα και οι άτυχοι Καρυστινοί πρέπει αναγκαστικά να δεινοπαθήσουν κάτω από τα δόντια του Θεμιστοκλή. Όμως, είναι μεσημέρι και τα πανιά μας τραβούν προς την Αττική ακτή. Η θάλασσα είναι ακόμα φουρτουνιασμένη, όμως η διαδρομή μέσα από το Λαύριο είναι ομαλή και αρκετά αναπαυτική. Είναι αλήθεια πως πήραμε από την Κάρυστο ένα καλό φορτίο ζωντανών – γαϊδούρια, μοσχάρια, αρνιά και κατσίκια· αυτά στριμώχνονται στο πλωριό και πρυμνιό κατάστρωμα, ώστε οι υπόλοιποι επιβάτες να πρέπει να περιοριστούν στη μικρή καμπίνα δύο επί τριών μέτρων ή στη γέφυρααπό πάνω. Και αυτή η περιοχή είναι ακόμα διεκδικήσιμη, επειδή τα κατσίκια επιμένουν έντονα να περνούν από την καμπίνα, και καθώς έχει ναυτία η γηραιά κυρία πλάι μου, κάνει καυγά όταν 57
58 τα πουλερικά της, που είναι κάτω από το τραπέζι της καμπίνας μεταφέρονται αναγκαστικά. Πώς κακαρίζουν και ξεφωνίζουν από χαρά καθώς πλησιάζουμε την Αττική ακτή! Με πολλή χαρά πατάμε το αττικό χώμα και πόσο ξεκούραστο είναι το ταξίδι με τον μικρό Αττικό σιδηρόδρομο, με τις σκιές του απογεύματος που στέλνει ο Υμηττός να μακραίνουν τόσο απαλά πάνω από τους κήπους των Μεσογείων. Και όντως το πρόωρο ηλιοβασίλεμα μάς βρίσκει κάτω από το βουνό, ενώ μία ώρα αργότερα, καθώς περνάμε τον Υμηττό, έχουμε ένα δεύτεροστον Κιθαιρώνα με χρυσοπόρφυρα σύννεφα.
59 IV ΜιαΘερινή αποδημία Ο δυνατός ήλιος του μεσοκαλόκαιρου στην Αθήνα δεν συνιστά τοπίο που ευνοεί την υγεία και είμαστε ευτυχείς να του γυρίσουμε την πλάτη. Το αργό ταξίδι με τον σιδηρόδρομο για το Λαύριο ήταν κάθε άλλο παρά μια ευχάριστη εκδρομή για κάποιους μικρούς ανάπηρους, όμως μόλις είδαμε τη θέα και νιώσαμε τη μυρωδιά της θάλασσας στο Θωρικό, όλα τα μάτια γυάλισαν από ευχαρίστηση. Και όταν πλεύσαμε έξω από το λιμάνι του Λαυρίου σε ήρεμα νερά, μας συνόδευσε μια ουράνια γαλήνη, με τα πρόσωπα να τα φυσά η ελαφριά θαλασσινή αύρα, καταλαβαίνουμε πως οι οιωνοί είναι καλοί και οι Κυκλάδες υπόσχονται υγεία και δροσιά. Δεν βαριέται κανείς σ’ αυτό το διάσημο θαλάσσιο μονοπάτι, σε άλλους καιρούς τον δρόμο του εκστρατεύοντα Αγαμέμνονα, και του Μήδου εισβολέα, όπως είναι σήμερα ο δρόμος του ταξιδιού και της κυκλοφορίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Το ίδιο το καράβι, φτιαγμένο σεμοντέρνες γραμμές από μια σκοτσέζικη εταιρία στον Πειραιά, είναι ένα πλωτό θέαμα – ένας εύρωστος ανθρώπινος σωρός με πολύχρωμα ρούχα, είναι όλοι στο κατάστρωμα γιατί η καμπί-
60 να δεν είναι ούτε ευρύχωρη ούτε ευχάριστη. Ένα γουρούνι στοτσιγκέλι που ταλαντεύεται στην πρύμνη μετράει το ύψος των κυμάτων και μπροστά μουγκρίζει μια μαύρη αγελάδα με στριμμένα κέρατα. Αν εξαιρέσεις τοκούνημα, το γουρούνι και η αγελάδα απολαμβάνουν όλα τα προνόμια των επιβατών της πρώτης θέσης, μαζί με τον μεταξοντυμένο ηγούμενο από το μοναστήρι του νησιού του, τον καμαρωτό δόκιμο από την ναυτική ακαδημία, τη μεγάλη κυρία από την Αθήνα με το ύφος της Αυλής, τον φουστανελά κύριο της παλιάς σχολής και τους γραφικούς νησιώτες κάθε ηλικίας, φύλου και κατάστασης. Με αυτή την «elite» κοινωνία αποπλέουμε από τις ακτές της Αττικής. Ευθεία εμπρός, σε μήκος οχτώ μιλίων, από το Θωρικό στο Σούνιο, ξεπροβάλλει μια λεπτή σφήνα βράχου, που στην αρχή φαίνεται σα να μας κλείνει τον δρόμο: είναι το Μακρονήσι. Ψυχρό και γυμνό, προφυλάσσει τα λιμάνια του Λαυρίου, αλλά το ίδιο δείχνει εγκαταλελειμμένο. Μόνο μία καλύβα φαίνεται, καθώς το περνάμε δυτικά, βόρεια και ανατολικά. Όμως, αυτός ο άγριος βράχος, σαν κάθε άλλο ελληνικό σημείο, έχει την περίφημη ιστορία του. Οι αρχαίοι το ονόμαζαν το νησί της Ελένης, επειδή (όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας) η Ελένη και ο Μενέλαος στάθηκαν εκεί μετά τη λεηλασία της Τροίας, ενώ ο Στράβων το ταυτίζει με την Κρανάη, όπου η ξανθιά καλλονή ξεκουράστηκε στη φυγή της με τον Πάρη
61 «από την όμορφη Λακεδαίμονα», για να φυλάξουν τον ένοχο μήνα του μέλιτος. Αν η ιστορία είναι αληθινή, ο Πάρης δεν ήταν τόσο βουτυρόπαιδο, όπως τον παρουσιάζει η παράδοση. Μάταια ψάχνει κανείς για ένα μέρος να αποβιβαστεί. Και για τον μήνα του μέλιτος, δεν γινόταν να βρει κανείς μακρύτερα και χειρότερα. Το όνειρο αυτού του αρχαίου γαμήλιουταξιδιού χάλασε από μιαηχηρή φωνή, και εκεί δίπλα στο πλοίο αντικρύζουμε ένα πελώριο δελφίνι που θα μπορούσε να μεταφέρει τον Αρίωνα και να μη νιώσει το βάρος του. Είναι ένα ευχάριστο θέαμα σ’ αυτά τα νερά, όπως είναι ευχάριστος και ο ήχος να ακούς τους ναύτες μας να χαιρετίζουν το κλασικό πλάσμα με το ίδιο όνομα που ήταν γνωστό στον Όμηρο και τον Ηρόδοτο. Αφού περάσαμε τοβόρειο σημείο της Μακρόνησου, ο δρόμος μας είναι πλέον ανοικτός. Ξεδιπλώνεται μια μακρινή ανοικτή προοπτική. Στον Βορρά, στη μία πλευρά η ανώμαλη ανάγλυφη ακτογραμμή της Αττικής, στην άλλη πλευρά του καναλιού η πίσω πλευρά της γυμνής Εύβοιας,με νησάκια γεμάτα συκιές, τους Πεταλιούς, τόσο μεγάλοι ώστε να εξυπηρετούν την παρούσα Βασιλική Μεγαλειότητα της Ελλάδας με αμπέλια και πατητήρια – και ανάμεσα στις δύο ακτές λάμπει ο ασφαλής δρόμος του νερού, που κάποτε πήγαινε στην Αθήνα το χρυσάφι και το σιτάρι της Θράκης, την ξυλεία της Μακεδονίας και τα άλο-
62 γα της Θεσσαλίας. Τι εικόνες έρχονται στη μνήμη καθώς το μάτι ταξιδεύει σ’ αυτό το κανάλι: ο στόλος του Αγαμέμνονα, που περιμένει τον άνεμο στην Αυλίδα, οι γαλέρες του Μήδου να το σκάνε από τον Μαραθώνα, οι μυριάδες του Ξέρξη, που αντιμετωπίστηκαν μέχρι τέλους από τον Λεωνίδα και τη χούφτα των ηρώων του στις Θερμοπύλες. Όμως, τα πρόσωπα και τα πανιά σημαδεύουν τις Κυκλάδες, αυτό το λαμπερό δαχτυλίδι μαργαριταριών με κέντρο τη Δήλο. Μια λαμπερή αλυσίδα από αυτά παρατείνει την Αττική χερσόνησο, η Κέα (σχεδόν την αγγίζεις), η Κύθνος, η Σέριφος, η Σίφνος, μια άλλη διπλή αλυσίδαεπιμηκύνει τη μακριά ευθεία της Ευβοιας – η Άνδρος, η Τήνος και η Γιάρος, η Μύκονος και η Σύρος (με τη Δήλο στριμωγμένη ανάμεσά τους), η Πάρος και η Νάξος, ενώ μια μακριά αλυσίδα από ηφαιστειογενή νησάκια από τη Μήλο ως την Αμοργό κλείνει τονκύκλο στον Νότο. Δεν φαίνονται όλα τα ενδιάμεσα σημεία, όμως αρκετά από αυτά βρίσκονται αρκετά κοντά ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι είναι βράχια για να περνούν οι Κύκλωπες το Αιγαίο. Ας κάνουμε μια παύση με την τοπογραφία και το παρελθόν. Αρκεί για σήμερα η ευλογία τους Η θεραπευτική δύναμη της θάλασσας είναι μοναδική – ειδικά στο Αιγαίο, όταν η ανάσα είναι βάλσαμο και ντύνεται με όλα τα ουράνια χρώματα. Και μόνο να πλέ-
63 εις σ ’ αυτή την πορφυρή μυρωμένη Γαλήνη είναι μια πρόγευση των Ηλυσίων Πεδίων ή του Παράδεισου, ή για ό,τι μπορεί η πίστη μιας χώρας και η φαντασία να σχεδιάσει για κατοικία των Ευλογημένων. Όμως, πρέπει να επαγρυπνείς για τα χούγια της και, συχνά, να περιμένεις να θυμώσει. Μπαίνουμε στην Κάρυστο και μένουμε εκεί μία ώρα απολαμβάνοντας το τοπίο άλλη μία φορά. Βγάζουμε τα τετράδια για να σχεδιάσουμε και τα μολύβια και ασχολούμαστε με τις γραμμές της επιβλητικής ακρόπολης. Όμως, το θεμα είναι πολύ μεγάλο και ο χρόνος λίγος. Τα μάτια μου πάνε στην κορυφή της Όχης, ελπίζοντας να φτιάξω τα ερείπιααυτού τουαρχέγονου ναού στο σημείο που έσμιξαν ο Δίας και η Ήρα –και άρχισε η Ολύμπια δυσφορία–, ασφαλώς όμως αυτό είναι θέμα αναρρίχησης και πρέπει να περιμένει. Γλιστράμε προς την Άνδρο σε ένα πορφυρόχρυσο μονοπάτι, γιατί πίσω μας είναι ο ήλιος που βουλιάζει στους λόφους της Εύβοιας, και το λιμάνι του Γαυρίου μάς δέχεται καθώς πέφτει το σκοτάδι. Ανησυχούμε για τη στάση, που αποδεικνύεται μεγάλη. Ξέρουμε πολύ καλά πως το νησί που οι θεοί του είναι η Φτώχεια και η Απελπισία, είναι σήμερα αρκετά πλούσιο σε κοπάδια, γιατί πήραμε στο σκάφος κάπου διακόσια κεφάλια, πρόβατα και κατσίκια για την αγορά της Σύρας. Η φόρτωση στο Αιγαίο, και με ζωντανό φορτίο μάλιστα, δεν είναι όπως σ’
εμάς. Ακόμα και στον Πειραιά δεν υπάρχουν προβλήτες – οι επιβάτες βγαίνουν και μπαίνουν με λάντζες. Στο Λαύριο πάντως υπάρχει μια μικρή ξύλινη προβλήτα, όπου μπορείς να σκαρφαλώσεις για να μπεις στο βαρκάκι. Το Γαύριο έχει μια καλή πέτρινη προβλήτα, αλλά δεν φτάνει ως τα βαθιά. Πάνω σ ’ αυτή οδηγούνται τα ζώα και από εκεί τασπρώχνουν σε μικρές βάρκες και με κουπιά πάνε στο πλοίο. Εδώ τα μεγάλα ζώα υψώνονται με σχοινιά – τέσσερις ναύτες τα κουμαντάρουν φωνάζοντας «ίσα –ίσα», ενώ πρόβατα και κατσίκια εκσφενδονίζονται βίαια σαν πτώματα. Το θαύμα είναι ότι κάποια φτάνουν στην αγορά ζωντανά. Έναν χρόνο πριν ήμουν μάρτυρας σε μια σκηνή βίας που μου άναψε τα αίματα, και τώρα πάλι τα ίδια. Την προηγούμενη φορά ένα μοσχάρι πήδηξε στο νερό, προφανώς προτίμησε τη βαθειά θάλασσα απότον Διάβολο της απανθρωπιάς. Όμως, το φτωχό ζώο πήρε και τα δύο, γιατί, αφού το τράβηξαν έξω από το νερό με ένα σχοινί δεμένο στο λαιμό του, το τράβηξαν στο πλάι του πλοίου και στη γέφυρα με τον ίδιο βάρβαρο τρόπο, σχεδόν πνιγμένο. Ένα άλλο ταυράκι προσπαθεί να ελευθερωθεί πηδώντας έξω από το βαρκάκι, καθώς είναι από κάτω μας, και κολυμπά με θάρρος τον μισό δρόμο ως τη στεριά, προτού το αρπάξουν δύο αγόρια με ένα άλλο βαρκάκι. Παρακολουθώντας την καταδίωξη, αναρωτιόμαστε τι θα του κάνουν, γιατί είναι φανερά εξου64
* Βλέπε σελίδα 39. θενωμένο και να το φορτώσουν στο βαρκάκι είναι αδύνατον. Τα παιδιά νομίζουν πως είναι εύκολο. Ο ένας βουτά για το σχοινί και μπαίνει πάλι μέσα στο λεπτό, ο άλλος τραβά για το πλοίο. Το φτωχό ζώο είναι ανάσκελα, και δεν κάνει προσπάθεια, το τραβούν πάνω και ανυψώνεται όσο πιο βίαια γίνεται, όμως παραμένει ζωντανό. Είναι παράξενο πώς η ιστορία επαναλαμβάνεται: ένας παλιός συγγραφέας μάς λέει πως ο ναός της Αθηνάς της Ταυροπόλου στην Άνδρο κτίστηκε στο σημείο όπου ένα μοσχάρι, που είχε δοθεί στους Ατρείδες από τον Βασιλιά Ανιο, πήδηξε από τη γαλέρα του Αγαμέμνονα και κολύμπησε ως τη στεριά. Και, αφού ταξίδεψα σε πολλές θάλασσες, βλέπω την Ομηρική σκηνή να ξαναζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου σε αυτό το Ανδριακό λιμάνι* . Τελειώσαμε το φόρτωμα και δεν έχει μείνει πόντος άδειος στο κατάστρωμα. Ατυχώς, τα ανάπηρά μας είναι κλεισμένα στη μικρή καμπίνα, που και οι δύο πόρτες είναι φραγμένες με ζωντανά. Μόνο, καθώς μπαίνουμε στο Μπατσί,υπάρχει λίγος χώρος για να βγούμε. Είναι 9 η ώρα και αποβιβαζόμαστε σε ανδριακό χώμα, ή μάλλον σε ανδριακούς βράχους – και αναρωτιόματε αν θα μας συναντήσει ο Φίλιππος, ή τουλάχιστον θαστείλει για τα κρεβάτια που έχει παραγγείλει από την Αθήνα μ’ αυτό το πλοίο, και τα οποία 65

πρέπει

«Στο σπίτι».

«Όχι». «

66
να στηθούν για να κοιμηθούμε. Οι κάτοικοι του Μπατσίου μαζεύονται στον βράχοπροσέγγισης, όπωςσυνηθίζεται, και δεν λείπουν οι χαμάληδες. Μικροί και μεγάλοι, είμαστε δέκα και τα κιβώτιά μας, οι βαλίτσες και τα καλάθια είναι ακόμα περισσότερα. Μια παλιά γνωριμία από την τελευταία μας παραμονή εδώ, ο γιος του παπά του χωριού, μας αναλαμβάνει και διευθύνει την πομπή. Σκαρφαλώνουμε τα βράχια, ακολουθώντας τους χαμάληδες, ο καθένας με ένα αναμμένο κερί, ώσπου ξαφνικά σε αδιέξοδο τοίχο ανοίγει μια πόρτα και μας υποδέχονται σε άγνωστα μέρη. Δεν είναι το Mεγάλο Σπίτι ούτε ο Φίλιππος, που μας υποδέχεται, αλλά οαδελφός του Φίλιππου στην ταπεινή του κατοικία, που επικοινωνεί μέσα από την καμάρα με το μαγαζί του από κάτω. Είναι ένα περίεργο μέρος, καθώς μπαίνουμε μέσα με κεριά, όμως αρκετά φωτεινό, με φιλόξενο ύφος. Το απαραίτητο γλυκό έρχεται αμέσως και το σπίτι είναι δικό μας.
Αλλά πού είναι ο Φίλιππος;
«
»
δεν πήρε το τηλεγράφημά μου;
«Γιατί,
»
Και το πλοίο δεν έφερε τα κρεβάτια μας για το Μεγάλο Σπίτι;
»
ο αδελφός του Φίλιππου, ο δικηγόρος στην
«Όχι κρεβάτια». «Όμως,

Αθήνα,

67
θα το κανόνιζε, και μας είπε να έρθουμε και
θα ήταν έτοιμα. Και έχω το γράμμα του Φίλιππου
τσέπη
Με έναν πυρσό να μας φωτίζει τον δρόμο στα στριφογυριστά πέτρινα μονοπάτια, πάνω κάτω και πάλι πάνω,δύο από μας σκαρφαλώσαμε στο Μεγάλο Σπίτι. Ο Φίλιππος δεν είχε πάρει κανένα τηλεγράφημα, δεν έχει κρεβάτια, ο δικηγόρος «ξέρει γράμματα, αλλά δεν ξέρει
«
«
». Ξανασκαρφαλώνουμε στου αδελφού Γιάννη –κάναμε δύο οικογενειακά συμβούλια: συμπέρασμα, οι έξι από μας, με τους ανάπηρους, μένουν με τον Γιάννη, και οι άλλοιτέσσερις–, ξανασκαρφαλώνουμε στου Φίλιππου και ευτυχώς πάμε για ύπνο. Όμως, ξυπνάμε με κάτι που δεν είχαμε συμφωνήσει. Όχι σεισμό, αλλά ένα οικιακό ηφαίστειο σε έκρηξη. Ο Φίλιππος μπορεί να διευθύνει ένα ξενοδοχείο στην Πόλη, αλλά στο Μπατσί παίζει δεύτερο βιολί. Η ηγεσία της οικογένειας βρίσκεται υπό αμφισβήτηση και η συμφωνία μας απειλείται με ναυάγιο πάνω στη θύελλα. Αρχίζουμε να πιστεύουμε πως θα ήταν εξίσου αναπαυτικά σε μια πιο ταπεινή κατοικία και το πρωί ο Φίλιππος μας προτείνει το ένα σπίτι μετά το άλλο, της μητέρας του, του γαμπρού του, του αδελφού του. Το χωριό φαίνεται πως ανήκει στην οικογένεια Χαλά και
όλα
στην
μου».
από ξενοδοχεία».
Έχετε, όμως, στρώματα;»
Ναι, για δυο-τρεις
68 ολα τα νοικοκυριά είναι έτοιμα να μας δεχτούν με την άδεια του Φίλιππου. Όμως, δεν υπάρχει κανένα αρκετά μεγάλο που να μας χωρά. Τελικά, συμφωνήσαμε (προσωρινά) πως θα μείνουμε στο σπίτι του Γιάννη και μερικοί στο Μεγάλο Σπίτι, και για δύο μέρες μένουμε στα σκαλοπάτια, ας πούμε. Η Άνδρια υπηρέτρια για όλες τις δουλειές, που μας υπηρετούσε έναν χρόνο στην Αθήνα, έχασε κάτι από την κατσικίσια σβελτάδα της, με την οποία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στα κατσάβραχα του Κατάκοιλου στην κορυφή του νησιού, και τώρα τίθεται το θέμα να φτιάξουμε πρόχειρα ένα ανορθωτικό μηχάνημα ή να αδειάσουμε τη σκάλα. Επίσης, το σπίτι του Γιάννη, παρόλο που είναι χτισμένο στα θαλασσοβρεγμένα βράχια, είναι κλειστό, μόνο το μαγαζί βλέπει τη θάλασσα και τη θαλασσινή αύρα, ενώ τα δωμάτια στην πάνω ταράτσα είναι πολύ κοντά με άλλασπίτια, που αποκλείουν το φως και τον αέρα, και οι ανάπηροι μαραίνονταν. Κάτι έπρεπε να γίνει. Αυτό έγινε με ένα γράμμα στον Φίλιππο, γραμμένο στα πιο ευγενικά ελληνικά που ξέρω – για την ακρίβεια ένα διπλωματικό τελεσίγραφο. Τωρα άλλο είναι να χρησιμοποιείς εξουσία και άλλο προνόμια. Καταφεύγοντας στην αρχική συνθήκη του Μπατσίου (τησυμφωνία μου με τον Φίλιππο) πιέζω το θέμα της οικιακής ηγεμονίας χωρίς να είμαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Γίνονται συμβούλια επί συμβουλίων, όλη η φατρία Χαλά συμ-
69 μετέχει, το γράμμα ξεφυλλίζεται, μελετάται και συζητιέται – πιθανόν με λεξικό, γιατί δεν είναι στην ανδριακή διάλεκτο. Και τελικά φέρνει αποτέλεσμα. Θα πάρουμε τα δωμάτια που αρχικά είχαμε κλείσει στο Μεγάλο Σπίτι στο κεφαλόσκαλο, και τοχωριουδάκι λεηλατείται άμεσα για να προσφέρει την επίπλωση. Τριάντα έξι ώρες μετά την άφιξή μας ο Φίλιππος έλαβε το τηλεγράφημα, το είχα στείλει μόνο εξήντα ώρες προτού αναχωρήσουμε από την Αθήνα. Πρέπει να προσθέσω, όμως, πως με τον ίδιοαγγελιαφόρο έλαβα κάτι άλλο από την Αθήνα μόνο δώδεκα ώρες παλιό. Το καλώδιο περνά μπροστά από το παράθυρό μας, αλλά το πλησιέστερο γραφείο είναι στην πρωτεύουσα, την Άνδρο, στην άλλη πλευρά του νησιού, τέσσερις ώρες απόσταση, σε έναν κάκιστο χωματόδρομοπάνω από το βουνό. Γι’ αυτό έχουν μόνο δύο ταχυδρομεία την εβδομάδα, και ένα τηλεγράφημα από την Αθήνα είναι τόσο μπαγιάτικο όταν το λάβεις όσο ένα γράμμα από το Λονδίνο. Το δικό μου μήνυμα αναγγέλλει την άφιξη στην Αθήνα του Πρεσβευτή μας στη Ρώμη, του Κυβερνήτη Πόρτερ, και ενός άλλου συμπατριώτη, που θα μου κρατά συντροφιά στις βόλτες μου στο Αιγαίο, του Καθηγητή Κερ του Πανεπιστήμιου του Ουισκόνσιν. Πίσω στην Αθήνα, λοιπόν, για να τους υποδεχτώ! Όμως, το ατμόπλοιό μας επέστρεψε από τη Σύρα το ίδιο βράδυ, σάλπαρε και είναι ήδη μακριά, και η επόμενη ευκαιρία μου
70 είναι σε μία εβδομάδα. Αυτή είναι η επικοινωνία μεταξύ της ελληνικής πρωτεύουσας και της ανδριακής λουτρόπολης. Όμως, αυτό την κάνει πιο χαλαρωτική και μετά από λίγη σκέψη ευχαρίστησα το «Μίνα», που είχε φύγει.
71 V Μια λουτρόπολη του Αιγαίου Το ιδανικό θέρετρο πρέπει να έχει ταχυδρομείο μία φορά την εβδομάδα και τίποτα άλλο. Τότε, ο κόσμος θα έμενε αρκετά ώστε να ηρεμήσει και να δροσιστεί και να λογικευτεί. Αρκεί να μην ψάχνουν πολλοί ψαγμένοι το ίδιοσημείο, μία οικογένεια ή δύο με έναν καλεσμένο ο καθένας είναι αρκετοί. Έτσι μπορούν να απολαύσουν το ασυνήθιστο και ναμάθουν κάτι από την παράξενη ζωή των άλλων. Μέχρι και σήμερα, το Μπατσί είναι αυτό το είδος λουτρόπολης. Ενώ η ευγενής Αθήνα δραπέτευε από τις φοβερές ζέστες του περασμένου καλοκαιριού στην Κηφισιά ή το Φάληρο, τον Πόρο ή τα Μέθανα –από την πολυκοσμία της πρωτεύουσας στα γεμάτα στέκια–, το σκάσαμε σ’ αυτό το απλό Ανδριακό ψαροχώρι, μοναδικοί ξένοι επισκέπτες για τη σεζόν. Τα σπίτια ήταν κοντά και ζούσαν πρωτόγονα, αλλά τα καταφέραμε. Εφέτος από την πείρα μας ήρθαμε νωρίτερα και μείναμε περισσότερο, για να διαλέξουμε τοκατάλυμά μας και να το κρατήσουμε αν είμαστε τυχεροί, αλλά δεν μπορούμε να βασιστούμε στο παλιό μονοπώλιο. Ήδη μια Γερμανίδα κυρία με το παιδί της και την νταντά εγκαταστάθηκαν σε μία
72 από τις κοιλάδες μία ώρα μακριά, και το επόμενο καράβι θα φέρει επισκέπτες από τις υπερατλαντικές ακτές. Όμως, αρκετά για σήμερα. Φανταστείτε έναν μικρό κόλπο σ’ έναν βράχο του βουνού ζωσμένο από τη θάλασσα να ανοίγεται στον νοτιά σε μια ήρεμη καλοκαιρινή θάλασσα – αυτό το ανθισμένο Αιγαίο, λαμπερό με τη φωτεινότητα του μαρμάρου, που το Ομηρικό μάτι έχει ήδη συλλάβει και το Ομηρικό πνεύμα έκανε αιώνιο με τη λέξη <μαρμάριος>. Όχι το απεριόριστο πλάτος του ωκεανού με τον ατέλειωτο ορίζοντα που σου δίνει μια υπερφυσική αίσθηση νοσταλγίας, αλλά μια προσεκτική, άνετη, στολισμένη με νησιά θάλασσα, που τη διασχίζει το μάτι χωρίς ανησυχία, με ελαφρότητα, που πότε ξεκουράζεται στην Τζια με το απαλό περίγραμμακαι τις ένδοξες ποιητικές αναμνήσεις, πότε στην Κύθνο, που στέκει σαν ζυγαριά πάνω στο νερό, πότε στη Γυάρο, ο πιο κοντινός αλλά και πιο μοναχικός βράχος! Ανεβείτε πιο ψηλά και από νησί σε νησί η θάλασσα θα ανεβάσει τους θησαυρούς της, ώσπου από τον θόλο της Κουβάρας αυτά τα μαργαριτάρια της Ελλάδας θα σχηματίσουν ένα στέμμα στα μάτια σας. Έτσι είναι το Μπατσί κοιτώντας προς τα έξω, έτσι και η θεραπεία του μυαλού που προσφέρει. Ο μικρός κόλπος διαθέτει τρεις τέλειες αμουδιές, η μία είναι κάτω από τα παράθυρά μας και εκεί είναι και ο στόλος του Μπατσίου, επτά χαριτωμένα δι-
73 κάταρτα καῒκια. Πάνω από εκεί το χωριό κρέμεται στα βράχια και στις δύο πλευρές του στενού φαραγγιού που φέρνει κάτω το νερό του βουνού, και γίνεται ρυάκι ή χείμαρρος ανάλογα με τις εποχές. Μπορεί να υπάρχουν πενήντα σπίτια και το Μεγάλο δικό μας Σπίτι τα έχει όλα από κάτω. Ίσια απέναντι από τον κόλπο βλέπουμε μια άλλη παραλία – ένα μισοφέγγαρο μεκέρατα άγριου βράχου. Εκεί κάναμε το βραδινό πικ νικεχθές, και τα μικρά κολύμπησαν το καθένα με δυο μεγάλες κολοκύθες-σωσίβια. Ξάπλωσα στον βράχο που προεξείχε και στοχαζόμουν ένα νέο μυστήριο. Στέρεα βαλμένες στον βράχο σαν να είχαν φυτρώσει, στέκονται σε μικρά διαστήματα τρεις τέλειες αρχαίες κολώνες – η μία από φίνο λευκό μάρμαρο με ελικοειδή χάραξη και κάπου δύο μέτρα ύψος. Τώρα είναι μόνο δέστρες για πρυμάτσες – γιατί οι Άνδριοι, όπως ο ομηρικός ναύτης χαλαρώνει τον κάβο από μια τρύπια πέτρα (πεῖσμα δ’ ἒλυσαν ἀπό τρητοῖο λίθοιο. Ιλιάδα Ι, 436), όμως από πού και πότε ήρθαν εδώ; Ποια ιστορία θα μπορούσαν να πουν για την αρχαία πόλη που είναι μερικά μίλια μακριά, ή πιθανόν ποιό μεγαλύτερο μύθο για τηνΙερή Δήλο όχι ιδιαίτερα μακριά για τον Άνδριο πλατσικολόγο; Το μικρό ακρωτήρι που μας δίνει αυτή την παραλία δίνει και προστασία στο μικροσκοπικό λιμάνι; πάνω από αυτό το χαμηλό ύψωμα βλέπουμε από τα παράθυρά μας άλλη λίγη θάλασσα και μετά μια
74 φωλιά από μικροσκοπικά νησάκια που στέκονται έξω από το στόμιο του λιμανιού του Γαυρίου, μετά ένα ακόμα χαμηλό κομμάτι θάλασσα και τέλος τα αττικά βουνά σαν σύννεφα. Αυτή είναι η διαδρομή μας το ηλιοβασίλεμα. Όμως, η παραλία του Μπατσίου είναι η μεγαλύτερη καμπύλη όπου ο κόλπος στρέφεται προς τον Βορρά. Είναι γεμάτα πέντε λεπτά δρόμος από λόφο σε λόφο πάνω στη μαλακιά άμμο και, όταν τελειώσει ο περίπατός σου, η Μητέρα Φύση έχει έτοιμα τα πάντα γιαεξαγνιστικές τελετές. Υπάρχουν αποδυτήρια σκαλισμένα στους βράχους και μεγάλα επίπεδα ράφια στον βράχο για τις βουτιές και την ηλιοθεραπεία. Από όλα τα Νιουπορτ, ταΜπράιτον και τα Φάληρα του κόσμου κανένα δεν προσφέρει πιο υπέροχες ανέσεις. Καιστη φύση και όλα για πάρτη σου. Κανείς δεν έχει πιάσει σφυρί εδώ. Και αυτή η παραλία διακρίνεται και για κάτι άλλο: από πάνω της έχει μια μεγάλη έκταση επίπεδη –πρέπει να είναι τρία εκτάρια–, τόσο επίπεδη που μπορείς να ξαπλώσεις χωρίς να τσουλήσεις – και αρκετά πράσινη, παρόλο που οι νοτιάδες φυσούν την άμμο για να τη χαλάσουν. Έτσι, έχεις το Μπατσί προς τα πάνω και προς τα κάτω, η εικόνα συμπληρώνεται όταν σηκώσεις το βλέμμα σ’ αυτούς τους αθάνατους λόφους.Γιατί αυτά τα νησιά είναι αποκομμένες οροσειρές ή βουνοκορφές. Αν ξαναφέρεις τη θάλασσα, θα έχεις υπέροχα νησιά:
75 τον Υμηττό, το Πεντελικό και την Πάρνηθα! Σκούπισε το Αιγαίο και κάνεις μια Σουηδία από τις Κυκλάδες! Η Άνδρος είναι σαν τους συντρόφους της –αν και,εκτός από τη Νάξο, μεγαλύτερη όλων. Πάνω σε ένα ανακάτεμα από ανώμαλες πλαγιές το μάτι ταξιδεύει ψηλά στην κορυφή – ο συμμετρικός θόλος της Κουβάρας, που δεσπόζει πάνω από 900 και πλέον μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Η πιο ψηλή κορυφή στις Κυκλάδες (τουΖα στη Νάξο) είναι μόλις τριάντα μέτρα ψηλότερη. Αν θέλετε κι άλλη τοπογραφία, πρέπει να σκαρφαλώσετε. Ο σκοπός μας στο Μπατσί είναι να ξεκουραστούμε και σκοπεύουμε να το πετύχουμε. Αφού βολευτήκαμε στο Μεγάλο Σπίτι, αρχίσαμε να ζούμε. Όχι έντονα, γιατί, ώσπου να ωριμάσουν τα φρούτα, η αγορά είναι φτωχή. Ακόμα και το ψάρι είναι σπάνιο, ενώ το βούτυρο είναι ακόμα άγνωστο, όμως τα αγνά ζώα του βουνού τα πρόβατα και τα κατσίκια δίνουν εκλεκτό γάλα που φτιάχνει σπάνια τυριά, αν τα πάρεις όταν είναι ακόμα υγρά και γλυκά. Το Ανδριακό αγελαδίσιο γάλα είναι πολύτιμο γιατί ταΐζει μόνο τα μοσχάρια, έτσι τα βοοειδή της Άνδρου είναι περιζήτητα σε όλη την Ελλάδα για τη δύναμη και την αντοχή. Από την ιστορία του δώρου του Αγαμέμνονα μπορούμε να συμπεράνουμε πως ήταν πάντα έτσι: γιατί η αρχαία φιλοξενία θα κατευόδωνε με ό,τι καλύτερο τον μουσαφίρη. Το ανδριακό ψωμί δεν
76 είναι για τους απαιτητικούς, είναι ένα χοντρό πράγμα. Μπορείς να βρεις καλά αυγά και πολλά, και πολύ μικρές πατάτες και φρέσκα φρούτα και σπάνιο κόκκινο κρασί. Ακόμα και τώρα μπορείς να στείλεις ένα αγόρι με ένα καλάθι στη μουριά. Σε δεκαπέντε μέρες θα απολαμβάνουμε την πολυτέλεια των σταφυλιών και των σύκων. Μπορεί να πετύχεις κανένα πουλερικό, όμως για ένα γεύμα ψάξε να βρεις ένα παχύ αρνί και να το ψήσεις ολόκληρο στον φούρνο του χωριού ή να το σουβλίσεις στο σπίτι, στο ύπαιθρο. Ένα τέτοιο ολοκαύτωμα είχαμε εχθές και μέσα στην ευτυχία μας λησμονήσαμε να ζηλέψουμε αυτούς που κατοικούν σε βασιλικά σπίτια. Είναι αλήθεια πως δεν είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο να τρως και να πίνεις, όμως η καθημερινή ζωή σε ένα νησί χωρίς τη λαϊκήαγορά δεν θα ήταν ευχάριστη. Όμως, η φύση, η καλή νταντα, έχει άλλες υποχρεώσεις, και το παιδί στα γόνατά της μεγαλώνει ακόμα και σε ένα φτωχικό κελάρι. Πριν ανοίξουμε τα μάτια μας το πρώτο πρωί στο Μπατσί, τα μικρά είχαν πάει για ψάρεμα και ήδη γάντζωναν ψαράκια με τα δάχτυλά τους. Και τι εβδομάδα μας περίμενε! Τα μακριά ξεκούραστα πρωινά στο πάνω μπαλκόνι με το όνειρο να διαβάσουμε να διαλύεται από το θέαμα της πραγματικότητας. Είχα φορτωθεί με λογοτεχνία για να βυθιστώστη ζωή των αρχαίων Ελλήνων, και να! Οι αρχαίοι Έλληνες δου-
77 λεύουν κάτω από τα μάτια μας – ψαρεύουν συναλλάσσονται, παλεύουν, σκάβουν, κτίζουν, κουβαλούν νερό από την πηγή του χωριού, πλένουν πάνω στις λείες πέτρες στο ποταμάκι, λιχνίζουν κριθάρι στην κορυφή του λόφου στα αλώνια, βόσκουν τα μικρά κοπάδια τους και οργώνουν τα κτηματάκια τους, που τα φτιάχνουν έτσι που έξω από τα παράθυρα κάτω είναι ένας μικρός κήπος, εκεί που ήταν ένα ανοικτό χάσμα δεκαπέντε μέρες πριν. Δεν είναι αυτός ο λαός, αυτή η ζωή, που ο Αγαμέμνων και ο Θεμιστοκλής και ο Αλκιβιάδης βρήκαν εδώ! Όταν ανοίγουμε τα μάτια μας κάθε πρωί, ακουμπάνε στον γυμνό καφέ βράχο πέρα, που ήταν ο τόπος του Σιμωνίδη, που σχεδόν αδράζεις το χέρι του από τη στενή θάλασσα όλους αυτούς τους καλοκαιρινούς αιώνες. Η τζιώτικη λύρα σταμάτησε, όμως υπάρχει ακόμα μουσική σ’ αυτά τα νερά. Μετά τη σιέστα μας, τον μεσημεριανό μας ύπνο –και δεν είναι σύντομος σ’ αυτά τα νησιά του αιώνιου απογεύματος– ξεκινάμε βιαστικά για το πικ νικ του ηλιοβασιλέματος. Μεγάλα καλάθια με τροφές, σύνεργα μπάνιου, ψαρικά, impedimenta μιας πομπής που καταλήγει από τονψαρομάλλη πρόξενο ως τον τετράχρονο «Σνιπ»– στόχος της παρέλασης το καθαρό ευρύχωρο ιστιοπλοϊκό Φανερωμένη, με τον γεροδεμένο καπετάνιο, τον Γιώργη, στο ένα κουπί και τον γέρο βοηθό του, τον μπαρμπα-Γιάννη, στο άλλο. Μπαίνουμε και ξεκινά-
78 με για τον ήσυχο κολπίσκο με την αμμουδιά, με μια πηγή κοντά και μια πράσινη κοιλάδα. Με το ρυθμικό βούτηγμα των κουπιών ξεσηκώνεται το πνεύμα της μουσικής και βγαίνει το βιολί της μικρής Σάρας. Κανένας μαύρος σε φυτεία δεν θα ενθουσιαζόταν περισσότερο με το Άσε κάτω την τσάπα και το φτυάρι Και πιάσε το βιολί και το δοξάρι από τους Άνδριους βαρκάρηδες που βλέπουν το μαύρο κουτί να ανοίγει και τα γυμνασμένα δάχτυλα να παίζουν με τις χορδές. Και όταν οι καθαρές νότες κελάρισανκαι εννέα μεγάλες και μικρές φωνές πιάνουν τα λόγια μιας απλής μελωδίας, λοιπόν, παρά τους αυλούς και τις φλογέρες, οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήξεραν τίποτα από αυτή τη μουσική.Θα ήταν ωραίο να ακούσεις τον Σιμωνίδη να διδάσκει μια χορωδία πέρα στη μακρινή Καρθαία, κι εκπληκτικό βοήθημα στη μελέτη μας του αρχαίου δράματος· όμως για πραγματική απόλαυση δώσε μου το «SwaneeRiver», ή το «Annie Laurie» ή το «Home, SweetHome», ανακατεμένο με τις σταγόνες του βιολιού, καθώς πλέεις στο ακίνητο Αιγαίο το ηλιοβασίλεμα ή το φεγγαρόφωτο. Και μετά να σκαρφαλώσεις στην άμμο –να χαθείς στοκύμα, που παίζει μαζί σου και σε γυρίζει πίσω σε μια λάμψη νέας ζωής–, να πέφτεις με καινούργια
79 όρεξη στο λιτό γεύμα πάνω στα βράχια, μια απόλαυση πέρα από νέκταρ και αμβροσία. Μετά βλέπεις το ηλιοβασίλεμα καθώς απλώνει την κόκκινη λάμψη του πάνω στη θάλασσα, ή σηκώνει τα πορφυρά λάβαρά του στη Δύση, ώσπου η Αττική ακτή να σηκωθεί καθαρή στη μεταμορφωτική φωταγωγία! Στις εννέα μπορεί να σκεφθείς να επιστρέψεις για χατήρι των παιδιών –και η διαδρομή της επιστροφής κάτω από την πανσέληνο σου λέει να φορέσεις τον σκούφο για τον ύπνο και, με το νανούρισμα της θάλασσας, που σε ακολουθεί και σβήνει όλες τις λέξεις εκτός από μία: αναπαύσου. Έτσι πέρασε η πρώτη εβδομάδα μας στο Μπατσί. Είχαμε αδειάσει ένα νοσοκομείο, τρόπος του λέγειν και δεν φέραμε γιατρό. Όμως, η καλύτερη νοσοκόμα, ο πρίγκιπας ανάμεσα στους γιατρούς, μας ανέλαβε. Η Φύση και η Θάλασσα έκαναν τη δουλειά τους. Τα μικρά, που μία βδομάδα πριν έβραζαν στον πυρετό, έσκαγαν από υγεία – κολυμπούσαν σαν παπιά και σκαρφάλωναν τα βράχια σαν κατσικάκια.
80
* Η ετυμολογία που θέλει τη λέξη «αιγαίο» από το «αιγίς» με την έννοια του καταιγίδα, θύελλα, είναι απολύτως πειστική την κατάλληλη εποχή. VI Η φουρτουνιασμένη θάλασσα και η Σύρα Έτσι, έφυγα για μία εβδομάδα για δουλειά στην Αθήνα, και, όταν τελείωσα, ξεκίνησα για το Ανδριακό καταφύγιό μας, μαζί με τον καθηγητή Κερ, για να μείνει λίγο μαζί μας. Αντί να επιστρέψουμε από το Λαύριο, αποφασίσαμε να πάρουμε ένα πλοίο από τον Πειραιά για τη Σύρα, ώστε να δούμε περισσότερα από τα ενδιάμεσα νησιά και να κανονίσουμε αργότερα μια επίσκεψη στη Δήλο. Αυτή ήταν μια φοβερή απόφαση – υπερβολικής αισιοδοξίας. Παρόλο που ήταν ένα ήρεμο καλοκαιρινό πρωινό (28 Ιουλίου), όταν ξεκινήσαμε από τον Πειραιά με το μεγάλο «Επτάνησος» της Ελληνικής Εταιρίας, άρχισε να βρέχει καθώς περνούσαμε το Σούνιο, και η φουρτουνιασμενη* θάλασσα μας έδωσε ένα καλό ταρακούνημα, ώσπου να ρίξουμε άγκυρα στη Σύρα. Κάναμε σχεδόν δώδεκα ώρες αντί οχτώ από τον Πειραιά και βιαστήκαμε να ψάξουμε για κατάλυμα και φαγητό. Αν ζητήσεις ένα καλό ξενοδοχείο οπουδήποτε στο Λεβάντε, μπορείς να είσαι βέβαιος πως θα σε οδηγήσουν σε ξενοδοχείο με το όνομα «Hotel 81

d’ Angleterre» ή «Grande Bretagne».

«Hoteldel’ Europe» ή «desEtrangers».

82
μια λεπτή κολακεία, που δίνει στους υπηκόους της Μεγαλειότητός της παντού μια επιλογή ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες λέξεις του χάρτη, ενώ οι προσκυνητές από όλο τον κόσμο κατά κανόνα βρίσκουν πιο οικείο ένα
Είναι
Είναι γενικά πιο σίγουρο να διαλέξεις το ξενοδοχείο σου από το όνομα και να κατακλιθείς υπό την προστασία των βρετανικών όπλων – όχι πως αυτά εξασφαλίζουν την ευζωία, όμως είσαι σίγουρος πως, αν πας πιο πέρα, θα βρεις χειρότερα. Έτσι, αυτό αποδείχτηκε στη Σύρα, όπου το «Angleterre» είναι ασυζητητί το καλύτερο από ένα σωρό κακά. Η κουζίνα του χειροτέρεψε αντί να κατευνάσει τη ναυτία μας, όμως δεν σκοπεύαμε να μείνουμε πολύ. Δειπνήσαμε, κάναμε ένα τηλεφώνημα και στις έντεκα επιβιβαστήκαμε στο «Μίνα», που θα έφευγε τα μεσάνυχτα και θα μας άφηνε στο Μπατσί στον δρόμο προς το Λαύριο. Ξαπλώσαμε στους πάγκους στη γέφυρα κάτω από τα άστρα που τρεμόσβηναν, ανυποψίαστοι, αλλά, μόλις αφήσαμε τον μώλο,ο Βορέας έπεσε πάνω μας με λύσσα και βρεθήκαμε στη χειρότερη τρικυμία της εποχής. Στο τιμόνι είναι ένας καινούργιος, που μιλά αγγλικά, όχι από αυτά της αυτοκρατορίας. Ο θερμαστής έξαλλος έρχεται πάνω να επαναλάβει πως η αποθήκη του κάρβουνου πλημμύρισε και η φωτιά σβήνει. Αρκεί να περάσουμε το στε-
83 νό και να βρεθούμε υπήνεμα της Τήνου,λέει ο τιμονιέρης, όμως μάλλον στον πάτο θα πάμε. Το κάθε τράνταγμα ίσως είναι το τελευταίο, κανένα τέτοιο καρυδότσουφλο δεν μπορεί να αντέξει αυτή την καταιγίδα. Έτσι, τελικά ο τιμονιέρης αρχίζει να το αντιλαμβάνεται –ο καπετάνιος δεν φανερώθηκε στη γέφυρα, είπαν πως κοιμάται κάτω– και το καράβι αναπλέει και γυρνάει πρύμα για τη Σύρα. Μετά από τέσσσερις ώρες σ’ αυτή τη θάλασσα ακόμα και το «Hoteld’ Angleterre» έμοιαζε φιλόξενο. Καταλύσαμε εκεί και βρήκαμε δωμάτιο και τα πιο γλυκά και καθαρά κρεβάτια, – θεόσταλτα, όπως αποδείχτηκε. Γιατί έπρεπε να περάσουμε τρεις μακριές μέρες και νύχτες εκεί, προτού η θάλασσα και τα κύματα ηρεμήσουν· και μετρεις δόσεις στα βαθιά κόντευα να πάθω ναυτία και στη στεριά. Αν δεν ήταν το ευχάριστο δωμάτιο που έβλεπε σε μια χαριτωμένη μικρή πλατεία, και η φροντίδα του καθηγητή, θα περνούσα άσχημα, όμως χάρη σ’ αυτά άντεξα και τα φαγητά που μου έφερνε ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές του «Angleterre»,ο οποίος μαζί με τον ιδιοκτήτη και τον λαντζέρη (απ’ ό,τι κατάλαβα) ήταν όλο το προσωπικό της επιχείρησης. Η Σύρα έχει μια καλή αγορά, και πάρα πολλά φρούτα, όμως από το μενού του ξενοδοχείου, γραμμένο σε φρικτά ελληνικά νόμιζες πως το νησί είχε αποκλειστικά και μόνο μοσχάρι. Τώρα το μοσχάρι το απεχθάνομαι από μικρός και το
να το έχω μπροστά στη μύτη μου για τρεις μέρες έκανε τη λέξη «βιδελάκι», σε μπάσταρδαλατινικά, μια καινούργια φρίκη. Ήταν αρκετά βασανιστικό να είσαι αποκλεισμένος στη Σύρα με τη Δήλο σε δύο ώρες απόσταση. Γιατί η Δήλος ήταν ο στόχος μας, καθώς η Σύρα δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, εκτός από την γραφικότητά της. Μια όμορφη εικόνα, πράγματι, καθώς την βλέπεις από την ακτή, με την καινούργια πόλη να ανηφορίζει το λόφο από τη θάλασσα, ενώ πίσω και ψηλά βρίσκεται η παλιά Σύρα, ένας απότομος συμμετρικός κώνος στρωμένος με σπίτια και στην κορυφή μια όμορφη εκκλησία. Από τον Μεσαίωνα ως τον πόλεμο της Ανεξαρτησίαςαυτή η ακρόπολη που τρυπά τον ουρανό, ήταν η πόλις – απρόσιτη για τους κουρσάρους, που σάρωναν τις θάλασσες, και απόρθητη από τη φύση της. Όταν έσκασε το σύννεφο του πολέμου και το Ανατολικό Αιγαίο βασανίστηκε από τους Τούρκους, οι Χιώτες και οι Ψαριανοί, που ξέφυγαν από τον άγριο σφαγιασμό των νησιών τους, ήρθαν εκεί και έβαλαν τα θεμέλια μιας καινούργιας πόλης, που συντομα έγινε η εμπορική μητρόπολη των Ελλήνων και έτσι ήταν ώσπου ξεπεράστηκε από τον Πειραιά και την Πάτρα τα τελευταία χρόνια. Αυτή η καινούργια πόλη βρίσκεται πιθανόν στην τοποθεσία της αρχαίας ελληνικής – που μάλλον εγκαταλείφθηκε στις αρχές του Μεσαίωνα, όταν κτίστηκε η πάνω πόλη. Από την αρ84
* εὐβοτος, εὐμηλος, οἰνοπληθής, πολύπυρος. Οδύσσεια, ο 404. χαία πόλη οι νέοι ιδρυτές οπωσδήποτε έθαψαν όλα τα ερείπια που θα βρήκαν, μόνο μερικά καθίσματα του θεάτρου και μερικοί ογκόλιθοι του ναού του Ποσειδώνα του Ασφαλείου και της Αμφιτρίτης λένε πως φαίνονται ακόμα. Αν κρίνουμε από τη σιωπή της ιστορίας, ούτε ηπόληούτε το νησίείχαν μεγάλη σημασία στην αρχαιότητα. Τα Ομηρικά ποιήματα πράγματι περιγράφουν το νησί –αν το αναγνωρίσουμε ως τη χώρα του βασιλικού χοιροβοσκού Εύμαιου– ως «γόνιμη σε κοπάδια, σε ποίμνια, σε κρασί, σε κριθάρι»* αλλά δεν μοιάζει τέτοια σήμερα. Αντίθετα, η όψη της είναι απόλυτα άγονη και όλος ο πληθυσμός δείχνει να συγκεντρώνεται στην πρωτεύουσα και την παλιά Σύρα. Δεν υπάρχει πολύ τρεχούμενο νερό και υπάρχουν λίγα δέντρα εκτός από τους δημόσιους κήπους, όμως το νησί λένε πως παράγει αρκετό καλαμπόκι και κρασί: με αρκετή δυσκολία αποφασίζω να το χαρακτηρίσω ως οἰνοπληθής ή πολύπυρος. Όσο για τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα, είδαμε πως η αγορά της Σύρας εξαρτάταιαπό την Εύβοια και την Άνδρο. Για τον πληθυσμό, μας έφτασαν ελάχιστες πληροφορίες. Το νησί αναφέρεται συχνότερα ως το σπίτι του φιλοσόφου Φερεκύδη καιλέγεται πως είχε Ιωνοποιηθεί από Αθηναίους εποίκους, υπό τον Ιππομέδοντα και πως είχε παραδοθεί με προδοσία αρ85
86 γότερα από κάποιον Κιλλίκωντα στους Σαμιώτες, και εμφανίζεται στις λίστες των φορολογουμένων ως μέλος της πρώιμης Αθηναϊκής Συμμαχίας. Μετά εξαφανίζεται από την ιστορία, παρόλο που μερικές εναπομείνασες επιγραφές δείχνουν πως συνέχιζε να είναι μια σχετικά ευημερούσα κοινότητα ως την εποχή της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στον ύστερο Μεσαίωνα ήταν κτήση των Δουκών της Νάξου. Συνεχίζοντας στα θεμέλια της αρχαίας πόλης, οι Χιώτες έχτισαν όσο καλύτερα μπορούσαν, και η Σύρα του δέκατου ένατου αιώνα αναμφίβολα ξεπέρασε όλες τις προγενέστερες σ’ αυτό το σημείο – τουλάχιστον εμπορικά. Έγινε αυτό που ήταν η Δήλος παλιά, ο μεγάλος κεντρικός σταθμός του Λεβαντίνικου εμπορίου. Είναι λίγο περισσότερο από μία δεκαετία από τότε που κάθε δυτικός ταξιδιώτης έπρεπε να περάσει από την Σύρα στον δρόμο του για την Αθήνα: αυτό ήταν τοπραγματικό εμπορικό κέντροτου Ελληνικού Βασιλείου. Το εμπόριο έτρεχε, τα ναυπηγεία ανθούσαν, η πόλη πλούτιζε. Αν περπατήσεις στη βόρεια πλευρά της νέας πόλης, θα δεις την απόδειξηστους μεγάλους καθαρούς δρόμους και τη μικρή χαριτωμένη πλατεία, όλα στρωμένα με πλάκες μαρμάρου. Γύρω από την περιοχή της πλατείας καλοχτισμένα ξενοδοχεία, καφενεία, αγορές, και στη μια πευρά το μαρμάρινο δημαρχείο – ένα από τα ωραιότερα κτίρια της Ελλάδας. Η γειτονική εκκλησία, κτισμένη από κα-
87 θαρό μάρμαρο χωρίς τσιμέντο, είναιπιο ευγενική κατασκευή και από τη Μητρόπολη της Αθήνας – για να μην πούμε για την υπέροχη θέα και το χαριτωμένο παρκάκι με το Μνημείο με το Λεοντάρι, που βρίσκεται αντικριστά. Αυτό τοτετράγωνο έχει δημόσια κτίρια που βλέπουν τη θάλασσα, το καθένα από τα οποία δεσπόζει σε ένα ημικύκλιο νησιών, με τη Μύκονο, τη μεγάλη και τη μικρή Δήλο να απλώνονται συγκεντρωμένες ίσια μπροστά σου. Αυτή είναι η όψη της Σύρας προς τη θάλασσα στον Βορρά. Προς τα νότια, λίγο πιο πίσω από το λιμάνι είναι η λεωφόρος της Ποσειδωνίας – ο αγαπημένοςδρόμος της πόλης, γιατί η Σύρα έχει άμαξες και έναν αμαξιτό δρόμο προς τα λουτρά, τρεις ώρες απόσταση. Περπατήσαμε στη λεωφόρο Ποσειδωνίας προς ταναυπηγεία, όπου δέκα πλοία ήταν στα σκαριά σε διάφορα στάδια κατασκευής. Μετά γυρίσαμε προς τα μέσα και μας έδειξαν ένα αριστοκρατικό σπίτι που βρίσκεται στη μέση ένος πλούσιου κήπου σε ένα ύψωμα με θέα, όλη η ιδιοκτησία και οι κήποι νοικιαζόταν για εξήντα δραχμές – δηλαδή λιγότερο από δέκα δολάρια τον μήνα. Ομολογία παρακμής· η κατασκευή σιδηρόδρομων στην Ελλάδα εξέτρεψε το εμπόριο προς την Πάτρα και τον Πειραιά, και ο τελευταίοςγρήγορα επανάκτησε το παλιό του γόητρο με αποτέλεσμα η Σύρα να ξεπέσει· η μεγάλη Ελληνική ατμοπλοϊκήεταιρία, το πιο δυνατό οι-
88 κονομικά ίδρυμα, πτώχευσε και η δραστηριότητά της είναι στα χέρια μιαςσκοτσέζικης εταιρίας στον Πειραιά. Ο βόμβος της βιομηχανίας και ο θόρυβος του εμπορίου σε μεγάλο ποσοστό χάθηκε. Και τα άδεια κτίρια περισσεύουν. Η πόλις του Ερμή (Ερμούπολη), που είχε δίκαια ονομαστεί έτσι για τη σύντομη και λαμπρή καριέρα της, έχει περάσει την ακμή της· αν αυτή η γενιά των Ερμουπολιτών δεν είχε βάλει κατά μέρος αρκετά χρήματα, η επόμενη θα δει χορτάρια να φυτρώνουν στα μαρμάριναπεζοδρόμια. Μας είπαν πως το όμορφο δημαρχείο ήταν μόνο ένα μνημείο υποθηκευμένο στην υπερηφάνεια και την απρονοησία, και ήδη το επτά τοις εκατό είχε αρχίσει να πονάει. Είναι μακρύς δρόμος χωρίς επιστοφή και η παλιά Σύρα τον βλέπει από την αετοφωλιά της και λέει ένα εφησυχαστικό «στο είχα πει». Είναι δύοκόσμοι η ακτή και το βουνό. Οι παλιοί κάτοικοιείναι ρωμαιοκαθολικοί κατά κύριο λόγο απόγονοι Ενετών. Έχουν εγκαταλείψει από καιρό την ακτή και τα θαλασσινά βράχια. Ξεπούλησαν τηνπεριουσία τους εκεί στους νεοφερμένους (όλοι ελληνορθόδοξοι Έλληνες) και απλώθηκαν στο εσωτερικό, όπου υπήρχε μια μικρή κοιλάδα με ένα μικρό ποταμάκι για νερό. Έτσι, έγιναν πλούσιοι, για νησιώτες, σε κοπάδια και φρούτα – ο βασικός πλούτος σε κάθε περίπτωση, ενώ έβλεπαν τη φούσκα να φουσκώνει και να λάμπει και να
89 σκάει εκεί κάτω. Καθώς σκαρφαλώναμε προς τη βαθειάπηγή του χείμαρρου που χωρίζει τις δύο κοινότητες, ο συνοδοιπόρος μας –ένας Έλληνας κατοικος που ήταν στην υπηρεσία του προξενείου μας– είχε πολλά να μας πει για τις περίεργες σχέσεις και αντιπάθειες. Όχι μόνο υπάρχει ένα μεγάλο κενό ανάμεσά τους στο θέμα της θρησκείας, διαφέρει και η διάλεκτός τους σε τέτοιο βαθμό, που είναι δύσκολη η επικοινωνία. Και το αποκορύφωμα είναι η μόνιμη διαφορά για τα κοινά σύνορα. Η παλιά Σύρα διεκδικεί ένα άγονο μέρος κάτω από την πηγή του χείμαρρου και η νέα Σύρα δεν παραχωρεί ούτε πόντο: είναι ζήτημα που ξεκινάει πολέμουςστα ελληνικά κράτη που είχαν πληθυσμούς τόσο στριμωγμένους, που δύο-τρία στρέμματα περιοχής ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση. Τώρα, ενώ οι δύο Σύρες φαίνονται να είναι μία πόλη από κάθε άποψη, ώσπου να βρεθείς ανάμεσα τους, υπάρχουν δύο πόλεις ή δήμοι – ο καθένας με τηδικιά του διοίκηση. Σε περίπτωση πολέμου η παλιά Σύρα θα είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα: αν χρειαζόταν, θα άφηνε μερικούς βράχους να κυλήσουν κάτω και θα έλυναν το πρόβλημα με τους κατοίκους της ακτής. Τελικά, τη Δευτέρα το πρωί (1η Αυγούστου) έπεσε ο αέρας και το «Μίνα» ξεκίνησε. Είχαμε καλό ταξίδι, με καλή ορατότητα, και βλέπαμε με μιας Νάξο και Πάρο, τα νησιάγύρω από τη Δήλο, και Γυάρο και Τήνο, ανάμεσα από τα οποία περνούσαμε. Τη νό-
90 τια και δυτική ακτή της Άνδρου την παραπλεύσαμε από κοντά, και το μεσημέρι μάς βρήκε στο νησί και στο Μεγάλο Σπίτι στο Μπατσί, με μια αίσθηση πως, αν και μετά από κάμποση ταλαιπωρία, ένα μεγάλο μέρος των Κυκλάδων μεταγράφτηκε από τον χάρτη στο μυαλό μας. Και παρόλο το maldemer, η θαλασσοθεραπεία συνεχίστηκε στο σπίτι. Τα πρόσωπα που μας υποδέχτηκαν ήταν τόσο φρέσκα όσοκαταπονημένοι είμαστε εμείς.
91 VII Πικ Νικ στην Παλαιόπολη Ο Γιώργης είχε ήδη ειδοποιηθεί για τον περίπατο και το πρωί μάς βρήκε πάλι έτοιμους με όλες τις εκδρομικές αποσκευές, και με το βιολί, στοιβαγμένα στην καλή «Φανερωμένη», και με την πλώρη στραμμένη προς την Παλαιόπολη. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, η ημέρα τέλεια και όλοι οι ναύτες χαρούμενοι πλην ενός.Η φουρτούνα συνέχισε να τον επηρεάζει κι επί μέρες τρέκλιζε σαν μεθυσμένος. Όμως, ακόμα και έτσι ο στόχος είχε πολύ ενδιαφέρον. Eίχαμε ήδη περάσει ευχάριστα απογεύματα σε κάθε μικρό λιμανάκι ανάμεσα στο Μπατσί και την αρχαία πόλη, είχαμε πιει από τις πηγές στο βουνό, και περπατήσαμε τις κοιλάδες. Όμως η Παλαιόπολη ήταν μια καινούργια ανακάλυψη σε ομορφιά – ακόμα μια απόδειξη του πόσο ευτυχείς ήταν οι επιλογές τοποθεσίας των αρχαίων ελλήνων είτε πρόκειται για ναούς ή για πόλεις. Η εκλογή εδώ δεν έγινε βάσει ενός καλού λιμανιού, γιατί στην πραγματικότητα λιμάνι δεν υπάρχει. Ο κόλπος ανοίγει σαν πιάτο αντί να στενεύει σε μπούκα. Είχε γίνει προσπάθεια για την ασφάλεια στην αγκυροβολία με καιρό, καθώς μαρτυρούν τα ερείπια ενός πρωτόγονου αρχαίου μώλου. Όμως,
92 είναι φανερό με την πρώτη ματιά στην παραλία, όπως βεβαιώνεται και από τους αρχαίους συγγραφείς, πως το πραγματικό λιμάνι της πρωτεύουσας ήταν το Γαύριο, κάπου οχτώ με δέκα μίλια βόρεια. Ο μικρός μας όρμος στο Μπατσί είναι το πλησιέστερο καταφύγιο και αυτό μάλλον ακατάλληλο. Τότε, γιατί η αρχαία πόλη δεν τοποθετήθηκε πάνω από το Γαύριο; Πιθανόν γιατί ο ιδρυτής ο Άνδρος, επειδή ήταν γιος του ποταμού Πηνειού, ήθελε πολύ δροσερό νερό και το βρήκε εδώ. Βλέποντας το τοπίο, δύσκολα θα μπορούσε να διαλέξει άλλο σημείο. Από τη θάλασσα φαίνεται ένα απέραντο αμφιθέατρο – ένα ημικύκλιο μεγαλοπρεπών λόφων και στην κορυφή ο θόλος της Κουβάρας, που δεσπόζει σε όλη την Άνδρο και μεγάλο μέρος από το Αιγαίο. Στο κέντρο του μεγάλου θεάτρου ανεβαίνει η «κακή σκάλα», όπως τη λένε: είναι πράγματι ένας μαύρος χείμαρρος, που αρχίζει από την κορυφή και, πράγμα αφύσικο, τρέχει ακόμα και σε περίοδο ξηρασίας – ότανοι χειμωνιάτικοι χείμαρροι φουσκωμένοι πρέπει να είναι υπέροχο θέαμα. Κάτω από αυτά τα τείχη των βουνών έστεκε η αρχαία πόλη –το κοῖλον του μεγάλου θεάτρου– με το στενό επίπεδο της παραλίας στη θέση της ορχήστρας, που το μάτι της μνήμης πρέπει να απλωθεί προς τη θάλασσα. Αράξαμε σ’ αυτό το μικρό κομμάτι άμμου που τώρα ήταν μια πρόχειρη αποθήκη για τα κρεμμύδια και τα άλλα εξαγώγιμα είδη της περιοχής και ξεκινάμε
93 για πάνω, όπως συνήθως, από τη στεγνή κοίτη του χειμάρρου, γυρεύοντας σκιά και πηγή. Είναι δύσκολο να περπατήσεις τον δρόμο αυτόν χωρίς να σκοντάψεις σε παλιά μάρμαρα στο κανάλι ή να τα δεις κτισμένα στις όχθες του. Μισό μίλι σκαρφάλωμα μάς φέρνει στις χαμηλότερες πηγές, που σκιάζονται από όμορφες παλιές ιτιές – ένα δέντρο σπάνιο στην Ελλάδα. Το νερό στάζει από έναν μεγάλο βράχο σε μια μεγάλη λεκάνη, και μετά κυλά και σχηματίζει μια στέρνα και από εκεί πάλι κατρακυλά κάτω στα βράχια. Εδώ συγκεντρώνουμε τα impedimenta και ετοιμάζουμε το πικ νικ. Η μικρή Ελένη χώνει ένακομμένο καλάμι στον χαραγμένο βράχο από πάνω και αυτό το μικρό υδραγωγείο γεμίζει τα ποτήρια μας με καθαρό κρύο νερό. Πιο πάνω τα παιδιά ανακαλύπτουν αυτό που ανακηρύσσουν «θρόνο του κισσού» –μια ιτιά που γέρνει τριγυρισμένη από τον διονυσιακό κισσό– και πάλιτραβούν την προσοχή μας με τις τρέλες τους. Εν τω μεταξύ, μετά την καθυστερημένη αναχώρησή μας και το μακρύ ταξίδι, είναι μεσημέρι και μια ντουζίνα λιμοκτονούντες είναι έτοιμοι. Ανάβουμε τη φωτιά, τα κόκκινα μπαρμπούνια ψήνονται, βγαίνει το τσάι και τα καλάθια αδειάζουν πάνω στον μεγάλο λείο βράχο, που έχει ετοιμαστεί για τραπέζι από πολλές γενεές πριν. Οι υπόλοιποι από εμάς πέφτουν πάνω με όρεξη να γλείφουμε και τα πιάτα, όμως ένας παίζει
94 με το γεύμα, ο εκκολαπτόμενος δικηγόρος, ο Μάικλ, που ήδη τον συστήσαμε σε σχέση με μια ανδριακή causecélèbre. Αρκείται σε μια μπουκιά φαγητό και αναλαμβάνει τη μυστηριώδηεπιχείρηση να στερέψει την κάτω στέρνα, πρώτα σκάβοντας ένα καινούργιο κανάλι και μετά βγάζοντας το υπόλοιπο νερό. Ο νεαρός πρέπει να ξόδεψε δύο σκληρές ώρες σ’ αυτή τη δουλειά και τελικά καταλαβαίνουμε τι ήθελε να κάνει: η στέρνα είναι μια κατσαρόλα με χέλια και, αφού την άδειασε, προσπαθεί να καμακώσει με ένα πιρούνι τέσσερα χέλια που έμειναν να παλεύουν στη λάσπη. Δεν είναι: τα καλύτερα χέλια, τα πιο χαριτωμένα και τα καλύτερα–Πρωτότοκα από πενήντα κόρες της λίμνης, –όπως αυτά που έφερε ο Θηβαίος από την Κωπαΐδαστον Δικαιόπολη στους Αχαρνείς– και είναι πολύ αργά για να τα φάμε στο δείπνο, όμως την άλλη μέρα στόλισαν το τραπέζι μας. Αφού τελειώσαμε το γεύμα, απλώσαμε χαλιά στα βράχια, στη σκιά της δροσερής ιτιάς και όποιος ήθελε ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε. Οι δύο από μας δεν θέλουν τίποτα άλλο – ο ζαλισμένος προσκυνητής με το δίκιο του, και η μικρή κοπέλα με το βιολί για παρέα. Οι υπόλοιποι, αφού ξεκουράστηκαν λίγο, σκόρ-
95 πισαν – μερικοί για πλιάτσικο (με την άδεια μας) στα αμπέλια και τους κήπους για την επόμενη πείνα του σούρουπου, άλλοι με τον καθηγητή για να βρουν τα χνάρια της αρχαίας πόλης. Εμείς, που μείναμε, απολαμβάνουμε την ανάπαυσή μας ως αργά το απόγευμα. Τότε αρχίζει να μαζεύεται η παρέα, φέρνοντας τη συγκομιδή τους. Πρώτοι ενοχλητικοί, δύο ψαράδες, μας ενοχλούν με αλβανική διάλεκτο, προορισμένη ειδικά για να εξαντλήσει ακόμα κι έναν άνθρωπο, ώσπου η μικρή κοπέλα σηκώνει το δοξάρι της και τελειώνουν οι μπελάδες μας. Το βραδάκι, οι άτακτοι επιστρέφουν με γεμάτα καλάθια και εφόδια αρχαιολογικά, το βιολί έχει κάνει τους βράχους, να μοιάζουν με κοινό, και το θέατρο της Παλαιόπολης χαίρεται μια απλή όπερα – ίσως την πρώτη σε δεκαπέντε αιώνες. Το ηλιοβασίλεμα δίνει σήμαόπως τον παλιό καιρό, οι σκιές από τις ιτιές σκουραίνουν, και πάλι το τραπέζι μας στρώνεται πάνω στον βράχο. Μετά πάμε κάτω στην παραλία και κολυμπάμε και επιστρέφουμε πίσω στο Μπατσί, υπό το γλυκό φως του φεγγαριού, με τον μυώδη Γιώργη και τον μπαρμπαΓιάννη να κάνουν κουπί στο ρυθμό της μελωδίας του βιολιού και των φωνών.
96
97 VIII Μερικοί Παλαιοπολίτες με σάρκα και οστά Στην πρώτη μας επίσκεψη κάτωαπό τις ιτιές, δεν είχα δει παρά μόνο μια ποιμενική μοναξιά, εκεί που άλλοτε χτυπούσε η καρδιά της πόλης. Έτσι, μία εβδομάδα αργότερα συμπλήρωσα το πικ νικ με ένα πιο κοπιώδες προσκύνημα. Τώρα δεν ήταν το υπνωτικό κούνημα της «Φανερωμένης», αλλά μια ορειβασία· και με έπεισε πως ο Αλκιβιάδης ίσως ήταν στρατηγός του σαλονιούτελικά. Ήταν το ίδιο μονοπάτι όπου εκείνος και ο Θεμιστοκλής και ο Πτολεμαίος και ο Άτταλος πρέπει να πήραν για να πολιορκήσουν ή να καταλάβουν την πρωτεύουσα, και τώρα μπορώ να καταθέσω πως δεν ήταν εύκολο πράγμα να ανέβεις αυτούς τους λόφους και μετά να τους κατέβεις. Δεν μπορούσα να έχω καλύτεροσυνοδό από τον Δόκτορα Πάουλ Βόλτερς, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου των Αθηνών, που καβάλησε ένα πολύ ανθεκτικό μουλάρι, ενώ το δικό μου μεταφορικό μέσο ήταν η μικρογραφία του γαϊδουριού του Καίσαρα, με πόδια αρκετά πιο κοντά από τα δικά μου. Ο καλός μας φίλος ο Γιάννης, ο μαγαζάτορας, μας οδηγούσε και είχαμε και έναν αγωγιάτη να προγκί-
98 ζει τα ζώα. Όποιος έχει κάνει ταξίδι στο εσωτερικό της Άνδρου θα ξέρει πως δεν είναι περίπατος να οδηγείς έναν γάιδαρο πάνω κάτω στη Σκάλα του Διαβόλου, που θεωρείται δρόμος· εκεί ο στεριανός τραβάει το κουπί του. Αν για κάποιον μπορεί η ταλαιπωρία να είναι μεγαλύτερη, αυτός είναι ο αναβάτης που τα πόδια του σέρνονται στα κοφτερά βράχια, ή μαγκώνουν στους πέτρινους τοίχους, ενώ το κεφάλι του κινδυνεύει συνέχεια από τα αγκάθια του βάτου και τουπουρναριού, που κρέμονται από πάνω. Είναι δυόμισι ώρες από το Μπατσί στην Παλαιόπολη και είναι δύσκολες ώρες, αν και η απόσταση δεν ξεπερνά τα πέντε με έξι μίλια. Διακόπτεται από πολλέςκοιλάδες, η καθεμιάσωστή όαση μετά τα γυμνά βράχια, με πολλές βρύσες ή πηγές, και σε κάθε προφυλαγμένο σημείο τα σύκα σκάνε στον ήλιο και τα ώριμα τσαμπιά γεμίζουν το έδαφος ή κρέμονται από τους τοίχους. Μια τελευταία δύσκολη ανάβαση και η Παλαιόπολη απλώνεται από κάτω μας – ακόμα πιο γραφική, αν και λιγότερο μυστηριώδης από ό,τι φαινόταν από τη θάλασσα. Γιατί το τείχος του βουνού είναι από πίσω μας και το μεγάλο κοίλωμα που απλώνεται κάτω ως την άκρη του νερού είναι ένα δάσος από οπωροφόρα και κήπους, και κατά διαστήματα ξεχωρίζει ένα λευκό σπιτάκι ή ένας χιονάτος περιστεριώνας. Αφήνουμε τον δρόμο, στέλνουμε τα ζώα να ανεβούν
99 μια άλλη απότομη ανηφόρα, και περνάμε στις μικρές αιμασιές με χωράφιαπρος το χωριό, που με τα τριάντα παλιά σπίτια αντικαθιστά την αρχαία πόλη. Είναι τόσο πλούσια η βλάστηση σε αυτό το προνομιούχο σημείο, που μόνο έξισπίτια στο χωριό μπορεί να δει κανείς και που όλα έχουν μια θέα στη θάλασσα, ικανή να οδηγήσει στην απόγνωση τον καλλιτέχνη. Η πρώτη μας επίσκεψη είναι στον παπά του χωριού. Μας υποδέχεται φιλόξενα σε ένα μεγάλο δροσερό δωμάτιο με χωμάτινο πάτωμα, και επιπλωμένο με έναν ωραίο καναπέ και μερικές καρέκλες, και ένα τραπέζι καλυμμένο με ζυμάρια πολύ λεπτά, έτοιμα να ψηθούν. Η σύζυγος, μια στρογγυλοπρόσωπη μικρόσωμη γυναίκα, εμφανίζεται γρήγορα με τα αναπόφευκτα γλυκά και το νερό, και μετά πέφτουμε στην αρχαιολογία. Δεν υπάρχει χειρότερη πηγή πληροφοριών σε τέτοια θέματα από τον Έλληνα παπά. Ο αγαπημένος μας γέρος Αρχιμανδρίτης της Αθήνας είχε ζήσει τη μισή ζωή του κοντά σε ένα μεγάλο ιστορικό μνημείο και δεν ήξερε τι ήταν. Σε μια περιοχή έξω από τον δρόμο της Αργολίδας, συνάντησα κάποτε έναν παπά που είχε λειτουργήσει δεκαοχτώ χρόνια σε μια μικρή εκκλησία πάνω στα ερείπια ενός ναού της Δήμητρας και όμως δεν συνειδητοποιούσε πως η Παναγία που υπηρετούσε δεν ήταν η πρώτη Μητέρα του Πόνου που λατρευόταν σε εκείνο το σημείο. Έτσι και με τον παπά μας στην Παλαιόπολη, στην πρώτη μας
100 ερώτηση για την ακρόπολη μας είπε πως δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα εδώ, μια γνώμη που έβρισκεσύμφωνους όλους τους χωρικούς. Αν και ένας από αυτούς ήξερε για την Ακρόπολη της Αθήνας. Και αίφνηςσυνειδητοποιήσαμε ότι η λέξη <ακρόπολις> είχε πάψει να είναι ουσιαστικό – την είχε εκδιώξει η λέξη «κάστρο». Όμως, στη διάρκεια αυτών των ερωτήσεων ακόμα και ο Δόκτωρ Βόλτερς άρχισε να αμφιβάλλει για την ύπαρξη της ακρόπολης – υποστηρίζοντας πως μια τέτοια πόλη που θα στεκόταν σε τέτοιες ανωφέρειες, ήταν από μόνη της ακρόπολη. Παρ’ όλη την έλλειψη γνώσεων –ήταν φανερό πως ήταν αγράμματος– ο καλός παπάς είναι ο μόνος προεστός της Παλαιόπολης σε θέματα πνευματικά όσο και θρησκευτικά. Δεν υπάρχει κανένα σχολείο σ’ αυτήν την κοινότητα με τα τριάντα νοικοκυριά, εκτός από ό,τι τους παρέχει εκείνος, και πιθανώς περιορίζεται στην κατήχηση. Με τη συντροφιά του καλού ανθρώπουεπισκεπτόμαστε μετά τον Αριστείδη, το θείο του Γιάννη –τον γερο-ψαρά που είχαμε ήδη συναντήσειτην πρώτη μέρα στο τραπέζι του Φίλιππου. Ένας κακός ρευματισμός κάνει ακόμα πιο βαρύ το δωρικό του ύφος, καθώς μας υποδέχεται κάτω από τη στέγη του. Είναι το αρχοντικό της περιοχής, με ένα ευρύχωρο και επιβλητικό «μέγαρο»– στο ισόγειο το χώμα πατημένο και στρωμένο, λείο και σταθερό, κάθε στοιχείο
101 στο χώρο, από τους κόκκινους κορμούς των κυπαρισσιών που σχηματίζουν το ταβάνι ως τον όμορφο ναργιλέ στη γωνία, μιλά για καθαριότητα και άνεση. Σε λίγο μπαίνει βιαστικά η νοικοκυρά – μια οικοδέσποινα που ο Αριστοφάνης στις καλές του θα την έβγαζε στη σκηνή. Κοντή, παχουλή, γεμάτη με φωτεινό χιούμορ, θάλεγες πως γεννήθηκε γελώντας και γελώντας θα πήγαινε πίσω στον ουρανό, γιατί έτσι ήταν το φυσικό της. Δεν είναι χωριάτισσα, είναι γεννημένη και μεγαλωμένη στην καινούργια πρωτεύουσα της Άνδρου στην απέναντιπλευρά του νησιού και πολύ υπερήφανη γι ’ αυτό. Καθώς νιαουρίζει και κελαηδάει, μπαίνει ένα τρίτο πρόσωπο στη σκηνή, είναι η κόρη του σπιτιού, πάλι με το δίσκο με τα γλυκά και το νερό· μια χαριτωμένη δεσποινίδα, παχουλή σαν τη μητέρα της και με την ήρεμη αξιοπρέπεια του πατέρα της. Έχει το ύφος κυρίας, παρόλο που δεν έχει δει ποτέ την Αθήνα και δεν βγήκε ποτέαπό αυτά τα ανδριακά βράχια, και πιθανόν να μην πέρασε ποτέ την πόρτα σχολείου. Την ακολουθεί αμέσως ο γιος του σπιτιού, ένας νεαρός Ερμής, ρωμαλέος, που η απροσποίητη χάρη του μας κατέκτησε όλους στο πικ νικ κάτω από τις ιτιές. Με τις πρώτες τελετουργίες της φιλοξενίας επιστρέφουμε στα κοινωνικά, αφήνοντας τον παπά, όπως μας είπε η κυρία Αριστείδου, να ανάψει τη φωτιά στην κουζίνα και να βοηθήσει να μαγειρέψει το δείπνο, ένα υπόδειγμααλληλοβοήθειας για όλους τους κληρικούς
της επαρχίας – μια ανάμνηση, επίσης, μακρινή και ταπεινή, της εποχής που οι Αχαιοί πρίγκιπες έσφαζαν μόνοι τα βόδια τους και τα έψηναν πάνω από τη εστία της αίθουσας του θρόνου. Μεταξύ των πρωινών μας επισκέψεων ήταν μία που τόνισε ακόμα περισσότερο την αντίθεση της αιώνιας δοσοληψίας του παλιού με το καινούργιο. Ήταν έναταπεινό σπίτι και μια απλή οικοδέσποινα, με το αναλλοίωτο ανδριακό πνεύμα – αυτό της ασυναίσθητης λεπτότητας στα καθήκοντα της φιλοξενίας. Μετά τα συνήθη γλυκά και το νερό, από ένα κρυφό συρτάρι η καλή κυρία φέρνει ένα κομμάτι μάρμαρο, ποτισμένο στο χρώμα του ηλιοβασιλέματος, που ο κόσμος γνωρίζει καλά ως τηνεπιτομή του Παρθενώνα. Είναι μια πλάκα, όχι μεγαλύτερη από δεκαπέντε επί οκτώ εκατοστά, και τοανάγλυφο αναπαριστά την Κυβέλη, κρατώντας ένα κύπελλο και ένα κύμβαλο στα χέρια της, και με τα λιοντάρια της στην ποδιά, θρονιασμένη στο ιερό της, ενώ ο Ερμής και η Εκάτη (σφυρηλατημένοι σε ελαφρύ ανάγλυφο στις παραστάδες) δείχνουν να φυλούν τις πύλες της. Το κομμάτι, παρόλο που είναι Ελληνικό –δεύτερος αιώνας ίσως–, είναι δουλειά τεχνίτη, παρά καλλιτέχνη, όπως ήταν συνήθως τέτοια αφιερώματα. Όμως, το υπέροχο μάρμαρο και η πιστή αναπαράσταση της μυθολογίας το κάνει πραγματικά ενδιαφέρον. Τι όμορφο πράγμα να το βρεις στον κήπο σου – ένα αρχείο πρωτόγονης θρησκείας, 102
* Στα προαιώνια ελληνικά «ἀνανεύειν» ένας μορφασμός που καλύπτει κάθε άρνηση. που ηφθορά είκοσι αιώνων δεν κατέστρεψε ούτε γράμμα. Καθώς βγαίναμε, προσέξαμε πως ο μπροστινός κήπος είναι σπαρμένος καλαμπόκι. Έτσι, ο νέος κόσμος λιάζεται στη γλύκα και το φως της αρχαίας Ελλάδας, κι έτσι επιστρέφει. Σε ένα σημείο αφιερωμένο στη Μητέρα των Θεών, το λευκόχρυσο καλαμπόκι στην ακμή του! Μας τρέχουν τα σάλια καθώς επιστρέφουμε στου θείου Αριστείδη για φαγητό. Περνάμε από τη μικρή κουζίνα, που η στέγη της χρησιμεύει για ξυλαποθήκη, και σε ένα δωμάτιο με μεγάλο χαμηλό στέγαστρο, που ανοίγει στην αυλή, μας παρουσιάζουν ακόμα ένα μέλος της οικογένειας, και αυτό εξίσου ενδιαφέρον με τον τρόπο του, όπως η Μαρμάρινη Κυρία με τα Λιοντάρια. Είναι η γιαγιά, που δηλώνει «εκατό χρόνων με εκατό παιδιά»– και τα δύο ισχυρισμοί, έχω λόγους να πιστεύω, βάσιμοι. Και κάθεται εκεί στητή, ξαίνει τη ρόκα της με ζωηρά μάτια και καθαρό μυαλό, για τα οποία ούτε η κόρη ούτε η εγγονή μπορούν να καυχηθούν. Είναι από την πρωτεύουσα, τη χώρα, και απαντούσε στις ερωτήσεις μου για τον Θεόφιλο Καΐρη και το σχολείο του χωρίς δισταγμό. Όμως, όταν μίλησα για την περίεργη θεολογία του, στράβωσε το πηγούνι της.* Το βρίσκω πολύ δύσκολο να κάνω τους Άνδριους να μιλήσουν για το θέμα. 103
* Η «Αθηναϊκή Εστία» (24 Ιανουαρίου, 1895) μνημονεύει με λεπτομερείς αποδείξειςτον θάνατο ενός Ναξιώτη, του Ιάκωβου Δέτση, στην ηλικία των 156 χρόνων. Και η στατιστική μάς λέει ότι για άτομα95-100 ετών, η Ελλάδα έχει μια σχέση 1:12.000 ενώ η Γαλλία 1:83.000, ενώ για τα άνω των 100 ετών, η Ελλάδα έχει 1:16.678 και η Γαλλία 1:382.000. Ο Έλληνας έχει επταπλάσιες πιθανότητες από τον Γάλλο να φτάσει τα 95, και είκοσι μία φορές περισσότερες να ξεπεράσει τον αιώνα. Ο Δόκτωρ Όρνσταϊν, αρχίατρος του Στρατού, υπήρξε αυθεντία στο θέμα και αποδίδει αυτή τη μακροβιότητα στο καλό κλίμα, τον καθαρό αέρα, την απλή διατροφή, τη σωματική υπεροχή και τη σπανιότητα των κληρονομικών ασθενειών.Όλα τα ανωτέρω μεγιστοποιούνται σε ένα απομακρυσμένο νησί όπως η Άνδρος. Apropos σχετικά με την ελληνική μακροζωίακαι τα αίτια αυτής, ο γερο-Τουρνεφόρ, με αφορμή επίσκεψη σε μοναστήρι της Παναγίας στη Σάμο σημειώνει κάποια περίεργα δεδομένα: Η γηραιά κυρία είναι η πρώτη βεβαιωμένη αιωνόβια που συνάντησα στο νησί, όμως λένε πως υπάρχουν πάρα πολλές, όπως και σε όλη την Ελλάδα. Σπάνια παίρνεις αθηναϊκή εφημερίδα όπου στις νεκρολογίες να μην υπάρχει ένας, και όχι σπάνια η ηλικία που αναφέρεται είναι δέκα και είκοσι χρόνια πάνω από τα εκατό. Όμως, οι Έλληνες αγαπούν τα στρογγυλά νούμερα και τις υπερβολές και δεν υπήρχαν μητρώα την εποχή των Τούρκων. Έτσι, οι ηλικίες τωνγέρων είναι καθαρά θέμα παράδοσης και τις δέχεσαι κατά δήλωση. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία. Οι μισοί ενήλικοι που συναντάς γύρω από το Μπατσί διεκδικούν την καρπερή κυρία ως γιαγιά τους.* 104
«Ανάμεσα σε άλλες σπανιότητες μας έδειξαν τον Πρύτανη της Ανθρωπότητας, αν μπορώ να τον αποκαλέσω έτσι· έναν έντιμο καλόγερο 120 ετών, που απασχολείται ακόμα με την ξυλογλυπτική και δουλεύοντας τον μύλο. Μας πληροφόρησαν ότι ποτέ στη ζωή του δεν ήπιε τίποτε άλλο από κρασί και κονιάκ. Προκειμένου να αντικρούσω όσους πίνουν κρασί στην υπερβολή, θα αναφέρω ένα ακριβώς αντίθετο παράδειγμα: ο κ. Λαζόπουλος, ελληνικής ιθαγένειας και πρόξενος της Βενετίας στη Σμύρνη, δεν ήπιε ποτέ τίποτε άλλο εκτός από νερό κι όμως έζησε ως τα 118 χρόνια· όμως εκείνο που συμβάλλει περισσότερο στο να τιμήσουμε τη μνήμη του είναι ότι είχε μια κόρη 18 ετών και άλλη μία 85, χωρίς να αναφέρουμε έναν γιο που πέθανε σχεδόν εκατοντούτης». Ο γαμπρός της ο Αριστείδης είναι αξιόλογος. Η περιουσία του είναι αρκετές εκατοντάδες μέτρα σε κατακόρυφη έκταση και οι αιμασιές τουσυγκράτησαν αρκετή θρυμματισμένη πέτρα για να συντηρήσουν μια πληθώρα από ελιές, συκιές και αμπέλια – όλα παραφορτωμένα, χάρη σε πολύ όργωμα και σταθερό πότισμα από τις αδιάκοπες πηγές. Κάτω από τηνκατοικία του –όλα εδώ είναι «κάτω από» ή «πάνω από» και οι όροι δεν υπαινίσσονται κυριολεκτικά ορόφους– ο μύλος του γυρίζει με τη συνηθισμένη υδατόπτωση από ένα ψηλό αυλάκι και αλέθει το σιτάρι το δικό του και των γειτόνων. Τέτοιες ιδιοκτησίες με ένα σχετικά μεγάλο σπίτι και ένα ψαροκάικο, κάνουν την οικογένεια την πρώτη της Παλαιόπολης. Βρήκαμε ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι, που στρώθηκε για μας τους τέσσερις, τον αγωγιάτη και τον 105

οικοδεσπότη

106
μητέρα και η κόρη σε αυτή την πρωτόγονη κοινωνία σπάνια κάθονται με τους καλε-
Για Μεγάλη Σαρακοστή το γεύμα ήταν πολύ
σαλάτα, φρούτα και ένα σπιτικό κρασί αρκετά καλό, αρετσίνωτο. Για επιδόρπιο είχε υπέροχα ροδάκινα από τον μπαξέ, πολύ μεγάλα και όμορφα, αλλά, όπως συνήθως, αρκετά άγουρα. Εδώ σπάνια βρίσκεις καλά ροδάκινα, αχλάδια ή μήλα – μία αιτία είναι γιατί δεν τα αφήνουν να ωριμάσουν στο δέντρο, και οι Έλληνες υποτιμούν τα δικά τους τροπικά φρούτα, γιατί είναι άφθονα. Έτσι, ο ξένος είναι βέβαιος πως θα του προσφέρουν αυτά που θα πετούσε στο σπίτι του, ενώ τα πιο υπέροχα φρούταχαλάνε γύρω του. Τα μούρα που φτάνουν για πολλά φλυτζάνια κόκκινο κρασί, είτε γίνονται σπονδή στη Μητέρα Γη είτε γίνονται ένα πολύ δυνατό μπράντι (μουρορακί), ενώ τα άγρια βατόμουρα –θείο έδεσμα–αφήνονται να ξεραθούν στους πέτρινους τοίχους.
μας. Η
σμένους.
καλό – ψάρι, αυγά, πατάτες,
107 IX Κομμένες σελίδες Ανδριακής ιστορίας. Στους πρωινούς περιπάτους μας σκοντάψαμε πάνω σε πολλά κομμάτια ανδριακής αρχαιότητας –είδαμε αρκετά από ένα βαθύ φόντο στο όποιο οι κάτοικοι της Παλαιόπολης του σήμερα προβάλλουν ανάγλυφα. Τη λέμε παλιά πόλη για συντομία και οικειότητα, και είναι θεμιτό, όπως το Παλαιόπολις, θεωρείται όνομα από τους χωριάτες. Δεν είναι κύριο όνομα ούτε εδώ ούτε πουθενάαλλού. Δείξε οπουδήποτε στην Ελλάδα μια νεκρή πόλη –όπως έκανα μια μέρα στην Αίγινα– και ρώτησε τον ξεναγό «τι είναι αυτή η παλιά πόλη;» και θα έρθει η απάντηση σαν ηχώ «παλιόπολη». Είτε «Παλαιοχώρι»–που είναι πιο συνηθισμένο–, είτε το λιγότερο συνηθισμένο Παλαιόπολη, όπωςεδώ, ο όρος υπονοεί πάντα κάτι το πανάρχαιο, παρόλο που ο χωρικός σπάνια διακρίνει ανάμεσα στην Οθωμανική και τη Μυκηναϊκή αρχαιότητα. Θυμάμαι έναν αιγοβοσκό που έβοσκε το μικρό κοπάδι του στολιγοστό γρασίδι στην κατηφόρα, ακριβώς κάτω από τα τείχη της Ακρόπολης στην Αθήνα, και ο οποίος με διαβεβαίωσε πως ο Περικλής είχε πολεμήσει τους Τούρκους· και ένας Άνδριος νεαρός
108 που τον έλεγαν Λεωνίδα, μου είπε πως το σπουδαίο όνομά του ήταν ενός αρματολού που πολέμησε στις Πλαταιές. Στην ακμή της, χωρίς αμφιβολία, η ανδριακή πρωτεύουσα δεν λεγόταν παρά απλά Άνδρος, όπως οπουδήποτε υπήρχε μόνο μία νησιώτικη πόλη. Η Κέα με την τετράπολή της ήταν η μία εξαίρεση και η Ρόδος και η Λέσβος ήταν οι άλλες. Αυτός ήταν ο κανόνας και δεν μπορεί να ήταν διαφορετικά αν λάβουμε υπόψη πως η αρχαία πόλη ήταν τα πάντα και τα περίχωρα τίποτε άλλο παρά μια βάση για προμήθειες. Η Αττική ήταν ένας γεωγραφικός όρος, όμως ποτέ δεν είχε την ελάχιστη πολιτική σημασία: όλα συνοψίζονταν στην Αθήνα. Η Άνδρος, τώρα, χωρίς αμφιβολία, έγινε Παλαιόπολη ή Παλιά πόλη όταν –προφανώς περίπου τον ενδέκατο αιώνα– ερημώθηκε για να στηθεί μια νέα πρωτεύουσα με το παλιό όνομα στην άλλη πλευρά του νησιού. Εδώ τότε, μετά από μια αμνημόνευτη καριέρα, έμεινε στην ερημιά της για γεμάτα χίλια χρόνια, όταν η ησυχία έσπασε από μια χούφτα ανθρώπων σαν αυτή που βλέπουμε τώρα να ζούνε εδώ την ήσυχη ζωή τους. Όμως, αυτή η πόλη φάντασμα δεν έμεινε χωρίς μαρτυρίες. Η Νέα Άνδρος ασφαλώς πήρε ό,τι μπορούσε για να κτίσει τα νέα τείχη, όμως ο ενδέκατος αιώνας δεν νοιαζόταν για το Παρελθόν. Τα αρχεία της αρχαίας Άνδρου –όχι πάνω σε παπύρους ή περγαμηνές,
109 αλλά σε πέτρα– δεν άξιζε να μαζευτούν στη στέγη του νησιού. Έτσι, το έδαφος είναι «γεμάτογράμματα», όπως λένε οι χωριάτες, και η τσάπα και το φτυάρι, ακόμα και οι μουσούδες των χοίρων βγάζουν αυτές τις μαρμάρινες σελίδες – όχι μόνοκείμενα, αλλά κάπου-κάπου ξεκάθαρα κείμενα. Πράγματι, με λίγο σκάψιμο και κόλλημα κανείς μπορεί να συγκεντρώσει τις κομμένες σελίδες της Ανδριακής ιστορίας, να ξανακτίσει τους αρχαίους βωμούς και να στήσει τους αρχαίους μαρμάρινους θεούς, ακόμα να ψάλει την ακριβή λειτουργία που συντέθηκε και υμνήθηκε σ’ αυτό το σημείο. Όμως, τα γεγονότα είναι καλύτερα από τις γενικότητες. Ας περιπλανηθούμε και να σημειώσουμε καθώς προχωράμε πως υπάρχουν δύο τρόποι να κάνεις αρχαιολογία στην Ελλάδα – ο δύσκολος με το φτυάρι και ο άλλος με το να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και να παρατηρείς τους τοίχους. Εδώ πάντως το φτυάρι δεν έκανε επιστημονική δουλειά ακόμα, ο κάθε χωριάτης που μπορούσε να σηκώσει έναν κορμό αγάλματος, ένα ανάγλυφο ή μια επιγραφή, το είχε αμέσως κτίσει στην πρόσοψη του σπιτιού του, είτε όρθιο είτε ανάποδα, όπως νάναι. Αν ήταν μόνο ένα κομμάτι, πάειστο υπέρθυρο, αν είναι περισσότερα, μπαίνουν εκείπου θα είναι πιο εντυπωσιακά διακοσμητικά. Το πρώτο παράδειγμα που συναντάμε είναι μια στήλη από υπέροχο μάρμαρο, που έχει μια μεγάλη
110 επιγραφή με χαρακτήρες του τέταρτου αιώνα. Δυστυχώς, τα γράμματα είναι μικρά και στον δυνατό ήλιο του μεσημεριού δεν μπορέσαμε να τη διαβάσουμε και δεν μπορέσαμε να επιστρέψουμε. Τα πήγαμε καλύτερα στο σπίτι του Γιάννη Λουκρέζη,που η πάνω ταράτσα έχει μια απαράμιλλη θέα στη θάλασσα. Στο υπέρθυρό του, και προεξέχοντας λίγο από τις δύο μεριές, βρίσκεται μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα κάπου δυο μέτρα μήκος και τρία φάρδος. Έχει ασβεστωθεί προσεκτικά μαζί με τον υπόλοιπο τοίχο, αλλά μέσα από τον ασβέστη μπορείς ακόμα να διαβάσεις ένα Ύμνο στην Ίσιδα, χαραγμένο σε τέσσερις στήλες, κάπου 180 γραμμές, όταν εδώ ήταν μια ανθούσα ρωμαϊκή πόλη, και εδώ όπως και στη Δήλο και την Αθήνα οι θεοί της Αιγύπτου συναναστρέφονταν τους θεούς της Ελλάδας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπήρχε εδώ ένας ναός της Ίσιδας, καθώς βρήκαμε έναν άλλο του Σέραπη και της Ίσιδας κάτω από την αθηναϊκή Ακρόπολη, και μας θύμισε το παράπονο του Αριστοφάνη πως «η Αθήνα έγινε Αίγυπτος από ένα πλήθος ξένων θεών». Εδώ μπορούμε να βάλουμε μια πιθανή χρονολογία για την είσοδο του Αιγυπτιακού πολιτισμού, γιατί το 308 π.Χ. ο ΠτολεμαίοςΣωτήρας έφερε στην Άνδρο μια στιγμιαίαανακούφιση από τον Μακεδονικό ζυγό, και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης για αυτήν την παρέμβαση οι Άνδριοι ίσως έκτισαν ένα σπίτι για τη «βα-
111 σίλισσα της Αιγύπτου, με το λινό φόρεμα, την καθισμένη σε χρυσό θρόνο Ίσιδα, τηνπρωτότοκη κόρη του Βασιλιά Κρόνου», όπως την ονομάζει αυτό το ασβεστωμένο μάρμαρο. Ακόμα, μπορούμε να το αποδώσουμε στο τέλος του επόμενου αιώνα, όταν ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης επικράτησε του Αντίγονου σε ναυμαχία ανοιχτά της Άνδρου, και η Αίγυπτος διατήρησε τις Κυκλάδες για τα επόμενα σαράντα χρόνια. Ο ίδιος ο ύμνος αναφέρεται από τον Μπεργκ στον τρίτο ή τέταρτο αιώνα της δικής μας ιστορικής περιόδου, κατά τονΖαουπέ ακόμα και τον πέμπτο. Ο ύμνος σχολιάστηκε έντονα όταν ο Λούντβιχ Ρος τον βρήκε και τον εξέδωσε πενήντα χρόνια πριν, παρόλο που δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο ο νέος Ύμνος μας των Δελφών προς τον Απόλλωνα με την παρτιτούρα.Αναφορικά σ’ αυτό, είναι μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση που ο Μ. Ομόλ, στον οποίο οφείλουμε τη Δελφική ανακάλυψη το 1895, είχε στις λαμπρές ανασκαφές του στη Δήλο ανακαλύψει έναν Άνδριο ποιητή του Δήλιου Απόλλωνα, όμως χωρίς τους ύμνους του. Η επιγραφή είναι ένα διάταγμα της Δήλου «να στεφανωθεί με δάφνες ο Δημοτέλης, γιος του Αισχύλου, Άνδριος ποιητής, για τις υπηρεσίες του στον ναό και την πόλη της Δήλου και για τους Δήλιους μύθους που συνέταξε»– που φυσικά ο Ομόλ θεωρεί ύμνους λιτανειών, που θα τους έψελναν στις γιορτές του Απόλλωνα. Και χρονολογεί τον Άνδριο ποιητή
112 ως σύγχρονο του Καλλίμαχου της Αλεξάνδρειας, δηλαδή το 260 π.Χ. Η απόκρουση του Βρέννου και των Γαλατών του, που ήταν η αφορμή για τον ευχαριστήριο ύμνο που βρέθηκε πρόσφατα στους Δελφούς και χρονολογείται λιγότερο από είκοσι χρόνια νωρίτερα (279 π.Χ.). Πιο κάτω στη χαράδρα βρίσκουμε ένα υπέροχο κομμάτι αρχαίαςαιμασιάς, πενήντα δρασκελιέςμήκος και κάπουέξι μέτραύψος, τοποθετημένης κανονικά με πελώριουςμονόλιθους σχιστόλιθου, ορισμένοι σε κυκλώπειο όγκο. Δεν θα ήτανασήμαντη μια πόλη που ετοίμαζε τέτοια θεμέλια για τους ναούς της. Εδώ οι κομμένες σελίδες υποδεικνύουν δύο δημόσια κτίρια, ένα Πρυτανείο ή Δημαρχείο και έναν ναό του Απόλλωνα.Αναλογιζόμαστε ότι μπροστά μας βρίσκεται ένα ιερό άλσος με τη σκιά από τις ιτιές – και όντως το δέντρο ταιριάζειστην Περσεφόνη, και το νερό που τρέχει από τον βράχο συντηρεί τις Νύμφες. Όμως, σ’ αυτό το σημείο ή εδώ κοντά ξέρουμε πως λατρευόταν ο λαμπρός θεός και το σπίτι του ήταν κάτι σαν το Ουέστμινστερ Άμπεϊ για τους Άνδριους. Για να αποκτήσεις εκεί επιτύμβια στήλη, έπρεπε να έχεις φτάσει στον κολοφώνα της δόξας. Εδώ, για παράδειγμα, είναι ο συνονόματος του θεούΑπολλώνιος, γιος του Απολλωνίδη από την Κύμη, που ευεργέτησε την πόλη, για το οποίο η Σύγκλητοςκαι ο Δήμος ψήφισαν γι ’ αυτόν και τους απογόνους του να απολαμβάνουν
113 διά βίου όλα τα προνόμια του πολίτη που εκείνοι απολαμβάνουν –ο καινούργιος πολίτης να διαλέξει τη φυλή και τη φατρία του (όπως στην Αθήνα)– και ο γραμματέας έχει εντολή να καταγράψει το διάταγμα,δηλαδή να το χαράξει σε μαρμάρινη πλάκα που θα τοποθετηθεί στον Ναό του Απόλλωνα, και το δημόσιο ταμείο να πληρώσει τον χαράκτη. Το γεγονός ότι ο γραμματέας ακολούθησε τις εντολές το γνωρίζουμε γιατί εδώ βρίσκεται το τεκμήριο του Απολλώνιου, σε θαυμάσια κατάσταση, παρότιη ιθαγένειά του αυτά τα δύο και πλέον χιλιάδες χρόνια ήταν σε άλλη χώρα. Υπήρχαν και άλλες υαλογραφίες στον ναό του Απόλλωνα, αν και τώρα έχουν μεταφερθεί στο Γαύριο. Έπρεπε να αναστηλωθεί, έτσι το έβαλα στη θέση του εδώ, ως μια από τις πιο θλιβερές σελίδες αυτών των χαμένων αρχείων. Είναι, πράγματι, ένατεκμήριο του διεθνούς πολιτισμού. Ο ήχος του ύμνου της Ίσιδας έχει πεθάνει μέσα από τα χρόνια και δεν βρίσκει ηχώ στις καρδιές μας, όμως ένας αρχαίος Έλληνας γιατρός, πολέμησε τον λοιμό και το έκανε τόσο καλά που η Σύγκλητος και ο Δήμος ψήφισαν να τον στεφανώσουν με χρυσό στέμμα και να το αναγγείλουν στους «αγώνες» και να τοποθετήσουν το διάταγμα στον Ναό του Απόλλωνα – αυτό είναικάτι για το οποίο νιώθεις τησυγκίνηση ακόμα και στο μάρμαρο. Αυτός ο καλός γιατρός,που το όνομα του έπρεπε να φορά το χρυσό στέμμα για πάντα στα χρονικά της συντεχνίας
* Στους Ελληνιστικούς χρόνους το κάθε νησί είχε τη Βουλή και τον Δήμο, όμως οι τίτλοι ποικίλλουν. Στην Άνδρο οι στρατηγοί στέκουν πλάι στους πρυτάνεις και τους άρχοντες. του, ήταν ο Αρτεμίδωρος, γιος του Μηνόδοτου – όχι κανένας στυγνός χασάπης, αλλά ένας καλόκαρδος γιατρός, όπως πολλοί απ’ αυτούς που ξέρουμε. Το μάρμαρο μιλά για την «ευσυνειδησία του,την επιμέλειά του και τον ζήλο του, ώστε οι άρρωστοι να λαμβάνουν την κατάλληλη φροντίδα και θεραπεία» · μια λεπτομέρεια που αντέχει τη φθορά των αιώνων και μας πάει πίσω στην πολυκοσμία της πόλης της χτυπημένης από τον θάνατο και τον ηρωικό θεραπευτή που κονταροχτυπιόταν μαζί του! Γι’ αυτό οι Στρατηγοί εκείνης της χρονιάς* ανακήρυξαν το στέμμα και μάλιστα στους Αγώνες. Γιατί ο Δόκτωρ Αρτεμίδωρος είναι μαχητής και ένας αθλητής με όλη του την ευαισθησία. Όμως, ο λοιμός δεν είναι η μόνη δοκιμασία ούτε το μόνο χρυσό στέμμα του γιατρού. Έχει καταγραφεί και η πείνα και μια γενναιόδωρη δωρεά κριθαριού για τη δύσκολη περίσταση. Υπάρχει το μαρμάρινο τεκμήριο, δυστυχώς ραγισμένο και φθαρμένο τόσο που το όνομα του ευεργέτη έχει χαθεί. Όμως, η απονομή του στέμματος είναι εκεί και δύο ακόμα νέα στοιχεία μαζί του. Το διάταγμα θα τοποθετηθεί όχι στον ναό αλλά στην αγορά, όπου αναμφίβολα θα βοηθήσει περισσότερο το ηθικό του λαού. Και ηστέψη θα 114
ανακοινωθεί στους αγώνες θεάτρου. Και τι δεν πλήρωναν για ένα κάθισμα σ’ αυτό το επαρχιακό θέατρο όταν παίζονταν οι τραγωδίες! Ήταν μια ευγνωμονούσα πόλη, όμως όλες οι δημόσιες ενέργειές της δεν ήταν αντάξιες ελεύθερων πολιτών. Για παράδειγμα, κτισμένα σε έναν τοίχο κήπου είναι δύο μνημεία ρωμαϊκής επιρροής και ελληνικής δουλοπρέπειας – βάσεις αγαλμάτων που έχει βάλει ο Δήμος, ένα για την κόρη του Καίσαρα και το άλλο για έναν ανθύπατο. Στη μία με δυσκολία ξεχωρίζει το όνομα μιας όμορφης Ιουλίας, η άλλη είναι ένα όμορφο κομμάτι σε τέλεια κατάσταση και γράφει: «Ο Λαός στον Πούμπλιο Βινίκιο, τον ανθύπατο, τον προστάτη και ευεργέτη, για κάθε αρετή».Ο Γάιος Βέρες, χωρίς αμφιβολία, πήρε πολλές τέτοιες μαρμάρινεςφιλοφρονήσεις στον καιρό του. Είναι θλιβερό για τον Πούμπλιο να έχει το πατρίκιο πατρώνυμοταλαιπωρημένο από το ελληνικό αλφάβητο σε Ουινίκιο, και ακόμα πιο θλιβερό να σκεφτείς πως η μαρμάρινη μορφή του θρέφει μια ασβεστοκάμινο, ενώ η βάση που τον ανακηρύττει παράγοντα κάθε αρετής πάει νακαλύψει τον τοίχο ενός κήπου. Έτσι, ο γηραιότερος και μεγαλύτερος σύγχρονός του λέει: Αυτοκρατορικέ Καίσαρα, νεκρός, έχοντας γίνει λάσπη, Μπορεί να κλείσεις μια τρύπα να μην περνάει ο άνεμος. 115
116 Και πράγματι ένας μαρμάρινος Καίσαρας δεν θα περνούσε πουθενά καλύτερα από εδώ, γιατί λίγο πιο πάνω στο φαράγγι υπάρχει μια άλλη αφιέρωση: «Στον Σωτήρα και Ιδρυτή του Ακατοίκητου Κόσμου, Αυτοκράτορα Τραϊανό, τον Ολύμπιο». Με τόσα πολλά στην επιφάνεια, δεν αμφιβάλλει κανείς πως με λίγο επίμονεςανασκαφές εδώ θα βρεθούν σημαντικά πράγματα. Ανακάλυψε το Πρυτανείο και θα ανακαλύψεις την εστία από όπου οι περιπετειώδεις Άνδριοι έφερναν την ιερή φωτιά για να ανάψουν μια νέα εστία στη Θράκη – ειδικά στα Στάγειρα, που τρεις αιώνες αργότερα θα γεννούσε τον μεγαλύτερο σοφό δάσκαλο του κόσμου.Η Άνδρος γέννησε τη μητέρα πόλη του Αριστοτέλη. Και από αυτήν την κυψέληξεκίνησε ένα σμήνος στις απαρχές του έβδομου αιώνα που κατέκλυσε την περιοχή της Θράκης με άλλες αποικίες, ιδιαίτερα την Άκανθο, για την ίδρυσή της οποίας ο γεροΠλούταρχος διηγείται αυτήν την πονηρή ιστορία: Οι Άνδριοι και οι Χαλκιδαίοι, σε μια εξόρμηση για την ίδρυση αποικιών στη Θράκη, όταν έμαθαν πως οι βάρβαροι κάτοικοι είχαν φύγει, έστειλαν δύο κατάσκοπους –έναν Άνδριο και έναν Χαλκιδαίο– να κατοπτεύσουν το μέρος. Μόλις έφτασαν αυτοί οι δύο και είδαν πως οι βάρβαροι είχαν πράγματι φύγει, ο Χαλκιδαίος έσπευσε να καταλάβει στο όνομα της Χαλκίδος, όμως ο Άνδριος σήκωσε ψύχραιμα το ακόντιό του και το πέταξε ανάμεσα από τις πύλες. Αυτή η
117 κίνηση των Άνδριων –κάτι στο οποίοη Οκλαχόμα δεν έχει ακόμα βελτιωθεί– ξεκίνησε μια πρόωρη αμφισβήτηση συνόρων – μία από τις πρώτεςπου θα μπορούσε να απασχολήσει ένα διεθνές δικαστήριο διαιτησίας. Η επιτροπή αποτελείτο από Σάμιους, Ερυθραίους και Παριανούς – οι δύο πρώτοι κρίνουν υπέρ του ακοντίου, ενώ ο τρίτος εξέφρασε μια διαφορετική άποψη υπέρ εκείνου που «πάτησε» πρώτος.Από τότε, λέει ο Πλούταρχος, οι Άνδριοι πήραν όρκο να μην έρθουν ποτέ σε γάμο με Παριανούς. Χωρίς αμφιβολία, μικρό ή μεγάλο μέρος της ιστορίας –πιθανόν και το ίδιο αυτόδιάταγμα της Συγκλήτου και του Δήμου να σταματήσουν να συνάπτουν γάμους με τους παλιούς γείτονές τους, τους Παριανούς– να περιμένει το φτυάρι ή τον κασμά να το ανακαλύψει. Και πρέπει να υπάρχει κιένα άλλο τεκμήριο που κείταιδίπλα του που τονίζει την ειρωνεία της τύχης – που καταγράφει πώς η μητέρα τόσων διάσημων αποικιών αποικήθηκε με τη σειρά της. Δύο αιώνες από τότε που ο ακοντιστής είχε πάρει την Άκανθο στο φτερό, ας πούμε, ο Περικλής τιμώρησε την Άνδρο για τις Λακωνικές της προτιμήσεις, μοιράζοντας τα βράχια της σε 250 Αθηναίους κληρούχους, και το αθηναϊκόκτηματολόγιο πρέπει να καταγράφηκε εδώ όπως και στην Αθήνα – π.χ.τοποθετώντας ένα μαρμάρινο αντίγραφο σ ’ αυτό το Δημαρχείο. Όταν
118 βρεθεί, θα φανερώσει τις αρχαίες μεθόδους αρπαγής γης. Αυτά είναι μόνο άτακτα ψήγματα ιστορικών πηγών, όμως δεν είναι μόνο γράμματα που κρύβει μέσα της η γη. Στο μικρό αμπέλι που στεκόμαστε, με τους τοίχους με ονόματα αυτοκρατόρων και διοικητών, κρύβονται και άλλοι θησαυροί. Τουλάχιστον,μας έχει ήδη δώσει τέτοιους θησαυρούς. Εξήντα χρόνια πριν ο Δημήτριος Λουκρέζης έσκαβε στο κτήμα του ανάμεσα στις μουριές και το καλαμπόκι, όταν η τσάπα του χτύπησε μια πελώρια πλάκα από σχιστόλιθο. Με τη βοήθεια των τριών ρωμαλέων γιων του μπόρεσε να τη σηκώσει και έτσι παρουσιάστηκε ένας μεγάλος οικογενειακός τάφος με ασβεστωμένους και ζωγραφισμένους τοίχους. Στο πίσω μέρος υπήρχε ένας πιο χαμηλός τοίχος, που σχημάτιζε ράφι, κάπου μισό μέτρο ύψος και φάρδος, και σ’ αυτό το ράφι στεκόταν ακόμα όρθια μια μαρμάρινη γυναίκα σε φυσικό μέγεθος, που της έλειπε μόνο το κεφάλι, ενώ πεσμένος στο μαλακό χώμα (όπως πληροφόρησε τον Φίντλερ ο Λουκρέζης) και ακέραιος βρισκόταν το υπέροχο μάρμαρο που είναι τώρα γνωστό ως ο Ερμής της Άνδρου – μία από τις δόξες του Αθηναϊκού Μουσείου. Οι κριτικοί συμφωνούν πως είναι ένα όμορφο αντίγραφο της δουλειάς του Πραξιτέλη ή της σχολής του, και ότι ανήκει στην καλύτερη περίοδο της ελληνικής τέχνης, ίσως του τέταρτου αιώνα π.Χ., και ενώ η ιδα-
119 νική ομορφιά του Ολύμπιου Ερμή τον ξεπέρασε, ακόμα κερδίζει τον γενικό θαυμασμό. Βέβαια, δεν περιμέναμε αριστουργήματα της γλυπτικής στους τάφους – τουλάχιστον στην Ελλάδα της ιστορικής περιόδου. Στην Αίγυπτο σίγουρα οι μαρμάρινοι θεοί θάβονταν με τους νεκρούς για να τους προστατέψουν από τους δαίμονες και σκλάβους από τερακότα για νατους υπηρετούν. Σε όλες τις Κυκλάδες βρίσκουμε προϊστορικούς τάφους γεμάτους με μαρμάρινα ειδώλια – πάντα μητρικά, λες και η Ιερή Μητρότητα θα ακολουθούσε το παιδί στην κοιλάδα της σκιάς και παραπέρα. Όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με την κλασική εποχή, που είχε ξεπεράσει τις απλοϊκότητες της αρχαίας θρησκείας, και δεν μπορώ να εξηγήσω τον ενταφιασμένο Ερμή. Ο Λούτβιχ Ρος νόμιζε πως μπορούσε: ήταν για τη μνήμη ενός Άνδριου νεαρού που του απέδωσαν μετά θάνατον τιμές ήρωα. Αν ήταν άγαλμα πορτρέτο, ίσως να είχε ποζάρει ο γιος του θείου Αριστείδη –τόσο μεγάλη ήταν η ομοιότητα–, όμως ο Ρος μάς λέει πως αυτές οι ηρωικές φιγούρες δεν ήταν πορτρέτα, αλλά απέδιδαν εξιδανικευμένες μορφές καθ’ ομοίωσιν ενός Αχιλλέα, ενός Απόλλωνα ή ενός Ερμή. Από την άλλη, ο Καββαδίας ερμηνεύει αυτό το μάρμαρο ως έναν Χθόνιο Ερμή στον ρόλο του ψυχοπομπού. Είναι αυτή η διάχυση της δημοκρατίας, καθώς και η μοναδική τελειότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης
* Αναφορά σε εδάφιο της βίβλου (Ζαχαρίας 3:10) που φέρνουν εμάς τους σύγχρονους σε δύσκολη θέση. Η θρησκεία δεν ήταν λιγότερο σεβαστή στην περιορισμένη Ραμνούντα απ’ ό,τι στην αυτοκρατορική Αθήνα, την απομακρυσμένη Λυκόσουρα από την κοσμοπολίτικη Ολυμπία, και η θρησκεία δεν ήταν πάντα συνυφασμένη μετην τέχνη. Γι’ αυτό βρίσκουμε τον Φειδία και τον Δαμοφώντα και τον Πραξιτέλη σαν στο σπίτι τους ακόμα και στην επαρχία. Και η πρωτεύουσα ενός νησιού με το στάδιο και το θέατρο και τη γερουσία και τους ναούς, πρέπει να είχε πολλά μαρμάρινα αντικείμενα, εξίσου όμορφα με τον Άνδριο Ερμή. Και είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να γλυτώσουν από τη σύληση που έτυχαν σε πιο πολυσύχναστα μέρη. Τι ωραίο σημείο για αρχαιολογική έρευνα. Σκοντάφτοντας σ’ αυτά τα διάσπαρταμάρμαρα, βρίσκεσαι αίφνης στην άκρη που προεξέχει ενός αρχαίου κτιρίου πάνω από το οποίο βρίσκεται οργιώδης βλάστηση από καρποφόρα. Οι ατίθασες κληματαριές έχουν τυλιχτεί στις συκιές, και σύκα και τσαμπιά κρέμονται σε σπάταλη αφθονία. Η Παλαιόπολη μπορεί να απολαύσει τα δικά της αμπέλια και συκιές* χωρίς να λογοπαίξουμε. 120
X Αποκαλύψεις της Ηρωικής εποχής Από αυτή τη γωνιά της κληματαριάς και της συκιάς δέκα λεπτά απότομης ανάβασης μας φέρνουν στη Μεγάλη Πύλη – δύο τεράστιοι μονόλιθοι από σχιστόλιθο και ένας τρίτος για υπέρθυρο, όλοι μισοκαλυμμένοι με κισσό. Αυτές οι στήλες της πύλης είναι πάνω από τρία μέτρα ύψος και το υπέρθυρο σχεδόν διόμισι μέτρα μήκος, με ανάλογες τις άλλες διαστάσεις, δηλαδή η πύλη είναι πολύ λιγότερο επιβλητική και ευρύχωρη από την πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες. Αν σταθείς στα μισά του δρόμου μιας πολύ απότομης ανηφόρας, μέσα από το περίγραμμα της πύλης έχεις μια καταπληκτική θέα της θάλασσας· τώρα είναι ένα σεντόνιαφρού μαστιγωμένο από τα χτυπήματα του βοριά. Έτσι, τα προβλήματα της Άνδρου πάνε ζευγάρι. Οι άνθρωποι που έθαψαν τους μαρμάρινους θεούς –έκτισαν και τις πύλες τους εκεί που δεν υπήρχε τείχος; Γιατί αυτή η μοναχική πύλη κτίστηκε πάνω στον γκρεμό; Ήταν η είσοδος ενός ναού –να μαντέψουμε–και αυτή η απότομη κατηφόρα ήταν το τέμενος του Απόλλωνα; Οι εικασίες είναι εύκολες και μπορώ να κάνω ακόμα μία: θέλω να υποθέσω πως ήταν η πύλη 121
122 μιας πρωτόγονης πόλης. Είναι μόλις λίγο πιο ογκώδης από τις πύλες της Τίρυνθας και των Μυκηνών, και ποιος θα διαφωνήσει ότι δεν είναι εξίσου πρωτόγονη; Εκεί που δεν αλλάζουν οι μόδες είναι δύσκολο να χαράξεις χρονολογικούς διαχωρισμούς. Στην Τήνο ο Λούντβιχ Ρος –ο καλύτερος αρχαιολόγος της εποχής του– εξέλαβε λανθασμένα έναν νέο σταύλο ως προϊστορικήκατοικία, δεν υπήρχε τίποτα να τα ξεχωρίσει. Όμως, αυτή η Κυκλώπεια Πύλη δεν είναι χθεσινή και είναι φανερό πως δεν υψώθηκε εκεί μόνη της. Τα Κυκλώπεια κομμάτια που είχαμε προσέξει στο Ελληνιστικό τείχος μπορεί κάποτε να ήταν μέρος ενός πρωτόγονου τοίχου που είχε αυτήν την είσοδο. Αυτή δεν είναι η μόνη Κυκλώπεια δημιουργία στο νησί: τμήματα τέτοιου τείχους υπάρχουν σε αρκετά σημεία κατά μήκος της δυτικής όχθης από εδώ ως το Γαύριο,και το πιο σημαντικό, ο κυλινδρικός Πύργος του αγίου Πέτρου έχει κτιστεί με τον γενικό τύπο του θησαυροφυλακίου των Μυκηνών και του Ορχομενού. Έπειτα υπάρχει στο άνω τείχοςτης ακρόπολης, το οποίο πρωτοβλέπουμε όταν κατηφορίζουμε το βράδυ. Στη βορεινή πλευρά πρέπει να στέκουν τουλάχιστον τριακόσια μέτρα, αν μπορείς να πεις ότι αυτό τοερείπιο στέκεται. Ήταν αργά για να το εξετάσουμε από κοντά· και μια τρίτη επίσκεψη να εξετάσουμε την ακρόπολη απέτυχε: γιατί καθώς βαδίζαμε από το Μπατσί και προσεγγίζαμε από το ορεινό μονοπάτι,
123 βρήκαμε τόσο θυελλώδη άνεμο που δεν στεκόμαστε στα πόδια μας και μας φύσηξε πίσω στο χωριό. Το τείχος είναι κτισμένο με μεγάλες πλάκες σχιστόλιθου, με σχισμές, όπως αυτές που δίνει το ξύλο πεύκου,με τις ευθύγραμμες παράλληλες ίνες στην επιφάνειά του, και καθώς απλώνεται στην απότομη ανωφέρεια, δίνει μια πολλή περίεργη όψη. Γιατί ένα τέτοιο τείχος, ή κάθε τείχος σ’ αυτόν τον απότομο γκρεμό, χρειαζόταν καν να κτιστεί –εκτός από τον γέρο Κύκλωπα μεθυσμένο– στην αρχή προβληματίζει. Κάποιος μπορεί να σκεφθεί πως η φύση είχε βάλει εδώ ένα φρούριο που δεν χρειαζόταν οχύρωση, και στη λάθος θέση. Όμως, η θέση αυτής της ακρόποληςκαι η φύση του λιμανιού, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ρίχνει φως σε περισσότερα από ένα κεφάλαια της Ανδριακής ιστορίας. Γιατί, για παράδειγμα, ο Αλκιβιάδης, να οδήγησε τον στρατό του από το Γαύριο οχτώ η δέκα μίλια πάνω στα άγρια μονοπάτια των βουνών, πολέμησε και κατατρόπωσε τους Άνδριους στον δρόμο του, αντί να σταθεί κάτω από τις ίδιες τις πύλες της πόλης και να την ρημάξει; Είναι φανερό πως η πόλη που δεν είχε λιμάνι ήταν απόρθητη από τη θάλασσα, έτσι το κάστρο στήθηκε πάνω από τον ορεινό δρόμο από το Γαύριο, το μόνο καταφύγιο που το νησί πρόσφερε στον εχθρικό στόλο. Αν ο Αλκιβιάδης και ο Θεμιστοκλής πριν από αυτόν βρήκαν τους Άνδριους σ’ αυτή την αετοφωλιά και πίσω
124 από αυτά τα τείχη, είναι ξεκάθαρο γιατί παραιτήθηκαν από την πολιορκία. Αν ο βασιλιάς Άτταλος τα πήγε καλύτερα (200 π.Χ.), ήταν επειδή βρήκε τους Άνδριους να μισούν τη Μακεδονική φρουρά. Καθώς, η παρούσα αφήγηση περιγράφει διακοπές και όχι έρευνες, έχει κανείς την πολυτέλεια να ενδώσει σε υποθέσεις χωρίς υποχρέωση. Οι ενδείξεις που σημειώσαμε μιλώντας για την πύλη, συμφωνούν με τη λογοτεχνική παράδοση –δεν θα το πούμε ιστορία– του νησιού. Αρχικά ήταν μια απλή φωλιά για τους Κάρες πειρατές, που διώχτηκαν από το Αιγαίο από τον αρχαίο κρητικό βασιλιά των θαλασσών Μίνωα, που μετά κατοικήθηκε από τους Πελασγούς ή τους Μινύες. Τώρα, ο Ανδρεύς, γιος του Θεσσαλού ποταμού Πηνειού, μπερδεύεται στους μύθους με τους Βοιωτούς Μινύες του Ορχομενού – μια παράδοση που σίγουρα ενισχύθηκε όταν η αρχιτεκτονική του Ορχομενού απαντάται κατ’επανάληψη σε ένα νησί που τον διεκδικεί ως έναν αρχαίο άποικο κι επώνυμο. Αν αυτοί οι συσχετισμοί έχουν κάποια αξία, μπορούμε να αναπλάσουμε μια Πελασγική ή Μινυακή –τώρα πρέπει να λέμε Μυκηναϊκή ή Μινωική– Άνδρο, που τοποθετείται κάπου στη δεύτερη χιλιετηρίδα πριν από την εποχή μας – μια καλά οχυρωμένη πόλη, ενωμένη με το λιμάνι της ογδόντα στάδια μακριά από έναν δρόμο που σιγουρα ήταν οχυρωμένος σε κάθε κοιλάδα, αν όχι σε όλη την έκταση.
125 Ήταν μια παλιά πόλη ήδη όταν ο Αγαμέμνων έκανε στάση στον νόστο του – για να βρει ένα φυσικό κάστρο πιο ισχυρό από του Πρίαμου και το δικό του. Όμως, δεν ήταν πλούσιο σε χρυσό ή πολύτιμο σε τέχνη. Η Άνδρος ήταν πλούσια σε κοπάδια, όπως είναι και σήμερα – ταβοοειδή της είναι ακόμα το καμάρι του Αιγαίου. Είναι το καλύτερο σημείο που οι Αχαιοί με τις όμορφες πανοπλίες διάλεξαν για ένα φαγοπότι μετά από το σκαμπανέβασμα στη θάλασσα, και είναι καλύτερο από ένα χρυσό κύπελλο, ή ένα στολισμένο σπαθί, το καλοθρεμμένο βόδι με το οποίο ο Βασιλιάς Άνιος κατευόδωσε τον καλεσμένο του. «Σωστά», παρατήρησε ο Άνδριος σχολιαστής, «αλλά ήξερε πως το ζώο μπορούσε να κολυμπήσει». Ο Άνδριος όλων των γενεών με διορατική ματιά αντιλαμβανόταν την κατάλληλη ευκαιρία να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Ο Θεμιστοκλής το ανακάλυψε και ο σημερινός παραθεριστής δεν το αμφισβητεί.
126
127 XI Ένα Ανδριακό Μοναστήρι Δεν ήταν η πρώτη μου επίσκεψη σ’ αυτό το μοναστήρι πάνω στο λόφο και δεν είχα ξεχάσει τους κινδύνους της διαδρομής. Ο σύντροφός μου, τον περασμένο χρόνο, ο γέρος Μακεδόνας, με είχε διαβεβαιώσει πως ο δρόμος ήταν καλός και εύκολος – έτσι με εξαπάτησε να τον περπατήσω μαζί του. Το αποτέλεσμα με έπεισε ότι όσον αφορά στους δρόμους ο πιο αγνός Έλληνας δεν είναι καλύτερος από έναν Κρητικό. Η λεωφόρος αποδείχθηκε ένα κάθετο σκαρφάλωμα, για δύο ώρες, πάνω από καταράχια και ξερολιθιές, χωρίς να θυμίζει σε τίποτα μονοπάτι – κάτι αντίστοιχο δεν υπάρχει στον κόσμο εκτός από τον δρόμο για τη Νεφελοκοκκυγία. Αλλά μετον γέρο Μακεδόνα να τον περνά με ηρεμία στα εβδομήντα πέντε, ποιος ήμουν εγώ να γκρινιάζω; Αυτή τη φόρα πήραμε γαϊδούρια και με την καθοδήγηση ενός νησιώτη γεννημένου και μεγαλωμένου εδώ ακολουθήσαμε έναν δρόμο πιο πρακτικό από την ευθεία πορεία πέρσι. Ήμασταν μια γραφική πομπή καθώς ανεβοκατεβαίναμε τα πέτρινα σκαλιά, οι επτά από μας μικροί και μεγάλοι, και καθώς το προσκύνημα ήταν ένα προγραμματισμένο δείπνο, ακόμα
128 και οι καλόγεροι περίμεναν να μας υποδεχτούν. Μας δέχτηκαν αμέσως στην καγκελόπορτα και πήγαμε πάνω στο διαμερίσματα του ηγούμενου, όπου μας σέρβιραν γλυκό και καφέ και μας έδειξαν ήσυχα σημεία για να ξεκουραστούμε από την ανάβαση και να ετοιμαστούμε για το δείπνο. Ανανεωμένοι, μαζευτήκαμε γύρω από το φιλόξενο τραπέζι, μαζί με τον νεαρό Ηγούμενο, τον σεβάσμιο προκάτοχό του και τρεις από τους αδελφούς. Ήταν καθαρά ένα επίσημο δείπνο και έδειξε τι μπορούσαν να κάνουν οι αδελφοί. Υπήρχαν τα βασικά πιάτα με κρέατα, όλα μαλακά και σερβιρισμένα με τέχνη από τον μακρυμάλλη μοναχό –με ορεκτικά, επιδόρπια, φρούτα, κρασί και καφέ μέχρι κορεσμού. Τρώγαμε επί δύο ώρες δείπνο και η συζήτηση δεν κόπασε. Ο ίδιος ο Ηγούμενος ήταν ο νεότερος από τους οικοδεσπότες μας και ντροπαλός σαν κορίτσι – ένας άνδρας σπάνιας ομορφιάς, ακόμα και για Έλληνας. Είχε αναλάβει τα καθήκοντά του μετά την περσινή επίσκεψή μας, όταν βρήκαμε το ίδρυμα σε κρίση και τους αδελφούς στη μέση μιας θερμής προεκλογικής περιόδου, ας πούμε. Γιατί εκλέγουν μόνοι τους τον επικεφαλής(με προϋπόθεση την επικύρωση της Κυβέρνησης) και παραδέχονται πως οι πολιτικές μέθοδοι των αμαρτωλών δεν τους είναι άγνωστες. Όμως, όποια και να είναι η μέθοδος, φαίνεται πως αυτή τη φορά διάλεξαν επάξια. Ο καινούργιος επικεφαλής διαδέχεται τον θείο
129 του, που ήταν στην υπηρεσία δεκαπέντε χρόνια – ένας χαρούμενος παχουλός γέροντας, που η εγκάρδια περιέργειά του τόνωνε τησυζήτηση ακόμα και σε μια ξένη γλώσσα. Και οι άλλοι αδελφοί δεν ήταν λιγότερο περίεργοι, και ο ένας απόαυτούς –ο αδελφός Αθανάσιος–, ένας άνδρας με κοψιά ποιητή, με μια φοβερή ομοιότητα με τον δικό μας Λονγκφέλοου – σχεδόν καθοδηγούσε τη συζήτηση. Αυτός ο αδελφός μάς είχε περιποιηθεί πέρσι, επειδή έλειπε ο Ηγούμενος, και μας είχε δώσει ενδείξεις μιας πολύ ιδιαίτερης εμπειρίας, που θα προβλημάτιζε τους ψυχολόγους. Ήταν μια συντροφιά που δεν τη συναντάς συχνά και η συζήτηση πήρε μια ασυνήθιστη τροπή. Εδώ είχαμε πέντεάνδρες γεννημένους και μεγαλωμένους σε ένα νησί έκτασης μικρότερης από διακόσια τετραγωνικά μίλια (σαν αυτό να μην ήταν αρκετός περιορισμός), εθελοντικά αποκλεισμένους σ’ αυτό το μοναστήρι στην κορυφή του βουνού – και όμως, ο καθένας τους άξιος να κοσμήσει μια σύγκλητο. Και πλάι τους ένα άλλο παιδί του νησιού και παιδικός τους φίλος – που αντί να κλειστεί σε κελί, γιατί η Άνδρος ήταν πολύ μεγάλη γι’ αυτόν, βρήκε τον δρόμο του στον μεγάλο καινούργιο κόσμο, έμαθε τη γλώσσα και τους τρόπους, πήρε τα πτυχία του στις τέχνες, την ιατρική και τη θεολογία και επιπλέον μια σύζυγο ανάμεσα στις κόρες του τόπου και τώρα επιστρέφει στους γενέθλιους βράχους, για να κάνει το καλό και να επικοινωνήσει.
130 Και τώρα εμείς, έξι βάρβαροι, γαλουχημενοι σ’ αυτόν τον νέο κόσμο και αναθρεμμένοι από τη νεότητα του να έχει αδηφάγα περιέργεια για όλα τα αρχαία και (ιδιαίτερα) τα Ελληνικά. Με τη σύγκρουση αυτών των δύο περιεργειών, η δική μας για τα αρχαία και η δική τους για τα νέα και έναν μεσολαβητήβουτηγμένο στις δύο ατμόσφαιρες, δεν χρειάζονται φτερωτές λέξεις για να λαμπρύνουν το γεύμα. Περίεργοι για τον νέο κόσμο, είναι περιέργως πώς αδιάφοροι για τη δική τους μεγάλη ιστορία. Οι στίχοι του Ομήρου πέφτουν στο κενό, ακόμα και για αυτόν με την όψη του Λονγκφέλοου. Οι παραδόσεις του δικού τους μικρού νησιού φαίνονται ξένες. Ο αρχαίος πύργος στέκεται στην περιοχή τους, αλλά δείχνουν να ξέρουν λίγα και να νοιάζονται λιγότερο. Δεν υπήρχε κανένας παλιός Έλληναςσυγγραφέας στο μέρος και είδα μόνο έναν από τους Πατέρες, αλλά τιθησαυρό φωτισμένων εγγράφων θα χαίρονταν τα μάτια μας! Τέλος, τελειώνουμε τον καφέ μας και σκορπίζουμε για τη σιέστα, και μετά μας δείχνουν το μοναστήρι και μας ανοίγουν τους θησαυρούς τους. Είναι ένα τεράστιο ακανόνιστοκτιριακό συγκρότημα που καλύπτει περίπου ένα στρέμμα βράχου, κτισμένο φυσικά από αυτόν τον σχιστόλιθο. Η θέα επιβλητική, προς την ανοικτή θάλασσα και ανατολικά και δυτικά. Όταν ο καιρός είναι καθαρός,μπορείς να δεις αμέσως τα βουνά της Αττικής και το σκιασμέ-
131 νο περίγραμμα της Χίου. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι επιβλητικοί με αμυντικούς πύργους, έτσι που από απόσταση το κτίριο μοιάζει με κάστρο – που πράγματι πρέπει να ήταν σε παλιές ανησυχες εποχές. Τα κτίρια είναι διαφορετικών χρονολογιών και πότε μπήκαν τα τωρινά θεμέλια κανείς δεν ξέρει. Όμως, κάπου τριακόσια χρόνια πριν (1577) ήρθε ένας επισκέπτης που κατέγραψε αυτά που είχε βρει. Ήταν ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, οφίλος δι’ αλληλογραφίας του Μάρτιν Κρούσιους, που επισκεπτόταν αυτά τα νησιά ως έξαρχος του Πατριάρχη. Η αναφορά του μπορεί ακόμα να διαβαστεί εκεί που την έγραψε, στο τέλος του χειρόγραφου Βιβλίου των Κανόνων στη βιβλιοθήκη. Από εκεί μαθαίνουμε πως μια αρχαία εκκλησία είχε τότε ξανακτισθεί με πύργο και κελιά και τοίχους να την περιβάλλουν: πως «εδώ κατοικεί ο Άνδριος επίσκοπος, που τον αγαπά ο Θεός, ο Αρσένιος, ενώ ο πιο σεβαστός Ηγούμενος, ο Ιωσήφ, με δεκαπέντε μοναχούς, ακολουθεί τον δρόμο της αρετής προσευχόμενος για την ψυχή τους και την ψυχή όλων των χριστιανικών ψυχών, κάνοντας ελεημοσύνες καθημερινά και ταίζοντας όλους όσοι περνούσαν από αυτό το νησί, της Άνδρου – εφόσον το μοναστήρι ήταν στον δρόμο τους». Από τον αριθμό των κελιών και τον απολογισμό του Θεβενό (1655) ξέρουμε πως οι δεκαπέντε μοναχοί έγιναν εκατό. Και η παράδοση της φιλοξενίας συνεχίζεται χωρίς διακοπές, όπως τη βρήκαμε
132 σημερα. Στη διάρκεια του Ιερού Αγώνα της Ανεξαρτησίας, το Μοναστήρι έπαιξε έναν πιο πατριωτικό ρόλο από ό,τι έπαιξαν οι Άνδριοι στον Μαραθώνα. Ήταν γεγονός πως υπήρχε μια γραμματεία του ελληνικού ναυτικού σ’ αυτά τα μέρη και τα αρχεία που υπάρχουν ακόμα δείχνουν πως ξοδεύτηκαν για «συμπαράσταση στο έθνος» πάνω από 22.000 δραχμές τις χρονιές 1822-’24. Και υπάρχουν αποδεικτικά πως προσέφεραν εθελοντικά βοήθεια στον εθνικό σκοπό από την αρχή ως το τέλος του πολέμου. Από τα δεκατρία μοναστηριακά ιδρύματα μαζί με ένα ορφανοτροφείο, που υπήρχαν στο νησί, δέκα έχουν κλείσει προ πολλού και τα υπάρχοντα τους πέρασαν κατά μεγάλο μέρος στα τρία που έμειναν. Παρόλο που αυτό δεν είναι το πλουσιότερο, έχει ένα εισόδημα περίπου δεκατριών χιλιάδων δραχμών και πολλά κτήματα στο νησί και αλλού. Το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του Γαυρίου ανήκει σ’ αυτήν, όπως και ο Κυλινδρικός Πύργος. Αλλά η δόξα του έχει χαθεί, μόνο τα κελιά στον Βορρά και Ανατολικά κατοικούνται, τα υπόλοιπα είναι ερείπια. Τώρα οι μοναχοί ακολουθούν την ιδιόρυθμη ζωή, ο καθένας με τους κανόνες του, και όχι το κοινοβιακό σύστημα. Δεν υπάρχει κοινή τραπεζαρία, ο κάθε μοναχός έχει το δικό του νοικοκυριό στον χώρο του. Στην πρώτη μας επίσκεψη ο αδελφός με την ποιητική κοψιά όχι μόνο έκανε τον καφέ, αλλά μαγείρεψε καισέρ-
133 βιρε τοδείπνο με ταχέρια του. Φυσικά, υπάρχει άπλα με τη συρρίκνωση του πληθυσμού. Ήμουν πολύ περίεργος να δω τα χειρόγραφα και τώρα μας τα άνοιξαν ελεύθερα. Κάθε μοναστήρι έχει το σκευοφυλάκιόν του, όπου φυλάσσουν κυρίως τα ιερά άμφια, αλλά αυτό έχει και άλλους θησαυρούς. Υπάρχουν περίπου εκατό χειρόγραφα, πολλά από αυτά με πλούσια εικονογράφηση. Το ένα που προηγείται στη λίστα και μας γοήτευσε περισσότερο είναι ένα Ευαγγέλιο γραμμένο σε 342 σελίδες περγαμηνής και κάθε σελίδα έχει 20 αράδες. Η καλλιγραφία είναι εξαιρετική και το έργο τέλεια διατηρημένο. Στην αρχή κάθε ευαγγελίου υπάρχει το πορτρέτο του συγγραφέα. Επιπλέον, στο Κατά Ματθαίον στο εξώφυλλό του απεικονίζεται η Γέννηση του Χριστού, στο Κατά Μάρκον η βάπτιση, στο Κατά Λουκάν η γέννηση του Ιωάννη του Βαπτιστή, στο Κατά Ιωάννην η Ανάσταση. Στο τέλος περιγράφεται η ιστορία του χειρόγραφου: «Με εντολή του Παναγιότατου Αρχιεπισκόπου Ιωάννου της Κύπρου, γραμμένο από τον ιερέα Εμμανουήλ Αγιοστεφανίτη. Τελείωσε τον Ιούνιο του 1156». Ως έργο τέχνης, αυτό το χειρόγραφο, μετην υπέροχη εικονογράφηση έχει πολύ ενδιαφέρον και υπάρχουν ακόμα δύο περγαμηνές «Ευαγγέλια», που δείχνουν να είναι από το ίδιο χέρι. Στα 87 χειρόγραφα, καταλογογραφημένα από τον Μηλιαράκη, ένας μη ειδικός δεν βρίσκει τίποτα σημαντικό,
134 όμως ένας Ρέντελ Χάρις μπορεί φωτίσει κάποιον αληθινό θησαυρό εδώ. Γιατί παρ’ όλη τη χάρη που χρωστάμε στους μοναχούς που διαφύλαξαν πολύτιμα γραπτά στις σκοτεινές εποχές, δεν ήταν πάντα έξυπνοι ή προσεκτικοί φύλακες. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την αφήγηση του Κλαρκ (Ταξίδια vi, 42 κ.ε.) για τα παραμελημένα σκουπίδια του μοναστηριού της Πάτμου από όπου έσωσε το ανεκτίμητο χειρόγραφο του Πλάτωνα – που τώρα είναι ο κυριότερος θησαυρός της βιβλιοθήκης Μποντλέαν και το ασφαλές θεμέλιο της Πλατωνικής φιλολογίας. Στη χαριτωμένη μικρή βυζαντινή εκκλησία είναι μια εικόνα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής του δέκατου τρίτου αιώνα. Και μπροστά από την εκκλησία –από τον τοίχο της για την ακρίβεια– τρέχει μια κρήνη, η μοναδική στον ιερό περίβολο, αν και υπάρχει μια πιο δυνατή απέξω. Το νερό της εσωτερικής κρήνης βγαίνει από μία σπηλιά πίσω από το τέμπλο και μπαίνει έρποντας μέσα από ένα στενό πέρασμα πίσω από το ιερό. Πήγα από εκεί με έναν αδελφό να μου φωτίζει με κερί μέσα στη σπηλιά, που είναι δύο μέτρα σε ύψος και φάρδος. Γύρω της τρέχει ένα βαθύ κανάλι που μαζεύει τα νερά που στάζουν και τα πηγαίνει έξω στη στέρνα που τροφοδοτεί τη βρύση. Έτσι διαμορφώνονται οι συνθήκες για μια ευλαβική απάτη, που φαίνεται να συνέβαινε στην Άνδρο, όπως και σε άλλα μέρη στην αρχαία Ελλάδα. Τρεις αρχαίοι συγ-
135 γραφείς, ανάμεσά τους ο Παυσανίας, μας πληροφορούν για μια πηγή στον ναό του Διόνυσου στην Άνδρο, που έρρεε κρασί αντί για νερό στη γιορτή του Θεού. Δεν βρέθηκε ούτε μία πέτρα από αυτόν τον ναό, αλλά στο νησί υπάρχουν τρεις εκκλησίες κτισμένες πάνω από πηγές. Μία από αυτές στις Μένητες, θεωρείται ευρέως ότι διαδέχτηκε τον Ναό του Διονύσου, όμως η ροή του νερού είναι άφθονη και δύσκολο να τη χειριστείς, και επιπλέον δεν υπάρχουν ίχνη αρχαιότητας σ’ αυτήν την πλευρά του νησιού. Συμφωνώ με τον Μηλιαράκη πως αυτό το μοναστήρι προσφέρει περισσότερες πιθανότητες. Η πηγή εδώ είναι εντελώς κρυμμένη και η ροή είναι τόσο λεπτή που θα ήταν απλό να σταματήσουν το νερό και να ρίξουν κρασί, είτε για μία μέρα είτε για επτά. Ακόμα, η θέση είναι τόσο κοντά στο πρώτο κέντρο οικισμού. Ακριβώς από κάτω σε ένα χωράφι φαίνεται ακόμα ένα κομμάτι του Κυκλώπειου τείχους και ο δρόμος από το Γαύριο στην Παλαιόπολη θα πρέπει να περνούσε κοντά. Πράγματι, στο σημείο υπάρχουν λίγα σημάδια αρχαιότητας – κυρίως μια επιγραφή στον τοίχο της αυλής, που δίνει μια λίστα των στρατηγών της χρονιάς. Ανυποθέσουμε πως το μοναστήρι είχε κτιστεί τον δωδέκατο αιώνα και είχε πράγματι διαδεχθεί στην τοποθεσία έναν αρχαίο ναό, θα περίμενε κανείς να βρει πιο αξιόλογα ευρήματα. Αν υποθέσουμε πως ο ναός είχε κτιστεί από Ανδριακό σχιστόλιθο, όπως ο πύρ-
136 γος που στέκεται μόλις δύο μίλια πιο εκεί, όλο το υλικό μπορεί να είχε εξαφανιστεί με το επόμενο κτίσιμο,χωρίς να είναι αναγνωρίσιμο. Εδώ ή αλλού, έχει μικρή σημασία, αφού γνωρίζουμε πως οι Άνδριοι μαζεύονταν για να λατρεύσουν τον εύθυμο θεό. Δεν χρειάζεται να πούμε πως τα αμπέλια και το πατητήρι που κάθε νοικοκύρης απολαμβάνει σήμερα δεν είναι κάτι καινούργιο κάτω από τον Ανδριακό ήλιο· το πιστοποιούν όλα τα ανδριακά νομίσματα, που είναι ανεξεραίτως σφραγισμένα με την εικόνα του Διόνυσου. Και ενώ οι παλιοί συγγραφείς δεν άφησαν εγκώμια για την ποιότητα του ανδριακού κρασίου, ο μύθος για την πηγή κρασιού σπάνια υπονοεί ξηρασία ή έλλειψη. Έτσι, μπορούμε να θυμηθούμε την αρχαία σκηνή όταν ο απλός λαός του νησιού, ντυμένοι τα καλά τους, μαζεύονταν για τη γιορτή του χαρούμενου θεού. Είναι αρχές Μαρτίου και αυτοί οι βράχοι είναι ολάνθιστοι, ο αέρας είναι γεμάτος άρωμα και μελωδία και το ροδόχρουν της αυγής σαν πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από το κρασί. Τώρα είναι ο μήνας των λουλουδιών,τα Ανθεστήρια,με το άνοιγμα των βαρελιών σήμερα και τη γιορτή των κανατιών αύριο. Στολίζουμε τα μέτωπά μας με τα πρώτα ανθισμένα λουλούδια και ξεκινά το μεθοκόπι. Όταν χορτάσαμε από αυτά, αφήνουμε τις γιρλάντες μας στον βωμό του θεού, παίρνουμε τον πονοκέφαλό μας και φεύγουμε. Υπάρχει καλύτερη στιγμή, από οικονομι-
137 κής απόψεως, για να τρέξει το κρασί, ή, λειτουργώντας ηθικά, για να το κλείσεις; Το όνειρο διαλύεται από τους πανηγυρικούς ήχους της καμπάνας του δειλινού και πάμε με τους αδελφούς στον εσπερινό. Το κρασί τους μπορεί να είναι χειρότερο από ό,τι παλιά, αλλά υπάρχει μια απλοϊκή σεβαστικότητα στη λατρεία τουςπου δεν υπήρχε παλαιότερα. Έτσι, οι καρδιές μας τους εύχονται τη γαλήνη του Θεού, καθώς τους αφήνουμε αθόρυβα στις προσευχές τους και κατηφορίζουμε πάλι στον κόσμο.
138
139 XII Ο Άγιος Πέτρος και ο Κυλινδρικός Πύργος Στη μέση του δρόμου μεταξύ Μοναστηριού και του Γαυρίου στέκεται το σημαντικότερο ορόσημο της Ανδριακής αρχαιότητας, ο Κυλινδρικός Πύργος Ελληνιστικής ή κατ’ άλλους προϊστορικής εποχής, με το γραφικό χωριό «Άγιος Πέτρος» να το συνδέει με το γνωστό παρόν. Αυτό είναι ο στόχος της επόμενης περιήγησης ένα δροσερό πρωινό του Αυγούστου, και μας οδηγεί σχεδόν σε έναν εύκολο παραθαλάσσιο δρόμο, όπου μας συναντά ένας κυβερνητικός υπάλληλος με μια ταχυδρομικήτσάντα. Μεταφέρει την αλληλογραφία από την Άνδρο στο Γαύρο, πέντε ώρες ταλαιπωρία πάνω από τα βουνά, το κάνειδύο φορές την εβδομάδα, και ο μισθός του είναι οχτώ δολάρια τον μήνα. Το κάνει, όμως, παλικαρίσια και δεν θα μπορούσαμε να βρούμε εύκολα ένα τόσο καλοβαλμένο ταχυδρόμο στην πατρίδα. Καθώς περνάμε τον Φούρνο, το Μοναστήρι σκαρφαλωμένο στο βουνό μοιάζει με φωτογραφία. Μετά διασχίζουμε το χαμηλό ακρωτήρι και βρισκόμαστε στα πόδια της κοιλάδας του Αγίου Πέτρου, που έχει στην κορυφή ένα αλπικό χωριό, κάτω από το οποίο φαίνεται ο Πύργος. Αν ο δρόμος μας ήταν εύκολος
140 ως εδώ, τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Είναι δύσκολο να βρεις κάτι πιο ελικοειδές και βασανιστικό στο νησί, και σίγουρα θα είχαμε χάσει τον δρόμο αν δεν αναλάμβαναν τα παιδιά να μας οδηγήσουν. Περνώντας από τον χαμηλό δρόμο του χωριού, γυρεύοντας ψωμί για το γεύμα μας, καθώς το δικό μας το είχαμε μυστηριωδώς παραλείψει, συναντάμε μια γυναίκα με φωτεινό πρόσωπο που αναγνωρίζει τον Μακεδόνα και μας παίρνει ψηλά στο απότομο μονοπάτι στο σπίτι της. Είναι ένα τυπικά ανδριακό σπίτι – κτισμένο σε σχήμα γωνίας και ανοικτό μόνο στον Νότο. Μας υποδέχτηκαν σε ένα μεγάλο μακρύ δωμάτιο με χωμάτινο πάτωμα, που ανοίγει σε μια μικρή κρεβατοκάμαρα, με ένα κρεβάτι αριστούργημα, που είναι κτισμένο ψηλά ως τα μισά του ταβανιού. Από εκεί ένα σκαλί κατεβάζει σε ένα μακρύ και φαρδύ δωμάτιο αργαλειού, και πιο εκεί σε ένα μικρό κελάρι και, τέλος, σε μια γωνιακή κουζίνα, που κλείνει την άγρια αυλή στο ένα μέρος, όπως το «μεγάλο δωμάτιο» στο άλλο. Η φωτιά στην κουζίνα καίει πάνω στο χωμάτινο έδαφος στη μια γωνία και ο καπνός βγαίνει ανάμεσα από τα δοκάρια και τον καβαλάρη της στέγης Αυτό είναι το σπίτι όπου βρήκαμε την χωριάτισσα οικοδέσποινανα πλέκει για τον χωρικό άντρα της κάλτσες από το πιο φίνο μετάξι – όλη η δουλειά δική της, από την εκτροφή των μεταξοσκωλήκων, ως το τε-
141 λευταίο στάδιο. Στο δωμάτιο με τον αργαλειό κρέμονται δίχτυα ψαρέματος από το ίδιο λεπτό μετάξι της ίδιας προέλευσης. Με τα πόδια στο χωμάτινο πάτωμα, κάτω από ένα ταβάνι από άγριες πλάκες σχιστόλιθου πάνω σε κόκκινα δοκάρια κυπαρισσιού, βλέπουμε αυτά τα σημάδια μιας σχεδόν εξαφανισμένης βιομηχανίας. Και δεν ξαφνιαστήκαμε όταν είδαμε απάνω στο χοντροκομμένο τραπέζι κυάλια θεάτρου και έναν όμορφο ναργιλέ σε μια εσοχή του τοίχου. Στο σπίτι υπάρχει ένα βιβλίο – ο Ὀνειροκρίτης. Και αυτό μας προετοίμασε να μάθουμε πως η οικοδέσποινα ήταν μια «σοφήγυναίκα», που μπορούσε να κάνει πιο πολλά με δέκα λέξεις και ορισμένα μαγικά στην αστροφεγγιά από ό,τι όλοι οι γιατροί του νησιού μαζί. Αλλά είχε υπηρετήσει στη Σύρα και την Αθήνα και αυτό ίσως ήταν ξενική σοφία. Μας προσφέρουν εξαιρετικό τούρκικο καφέ με ρακή και μετά στο τραπέζι απλώνεται το γεύμα μας με ό,τι υπήρχε στο σπίτι. Έρχεται εν τω μεταξύ μια κοπέλα από το χωριό να γνωρίσει τους επισκέπτες: μια βουκολική, φυσική ομορφιά με μια λάμψη που ταιριάζει στο όνομά της – Αθηνά. Ένας όμορφος τύποςκοριτσιού της Άνδρου, αλλά κάπως πιο προσεγμένη, αφού είχευπηρετήσει σε Αθηναϊκό σπίτι. Έτσι πρέπει να ήταν η Άνδρια ηρωίδα του Μένανδρου, η Χρυσηίς, που έχουμε ένα ξαναδουλεμένο πορτρέτο της στην «Άνδρια» του Τερέντιου: ένα κορίτσι όμορφο και στονανθό της νιότης
142 οδηγείται από τη φτώχεια και τους κακούς συγγενείς στην Αθήνα – όπου στροβιλίζεται ήαμαρτάνει, καθώς την οδηγείη ανάγκη. Ο Άγιος Πέτρος προσφέρει ένα καλό δείγμα χωραφιών σε απόκρημνα μέρη, ακόμα και για την Άνδρο. Εδώ, για παράδειγμα, είναι μια μικρή αιμασιά κτισμένη για να συγκρατεί μία μοναδική ελιά. Και το ίδιο το χωριό κρέμεται. Είναι περιτοιχισμένο, όπως η επιβλητική κορυφογραμμή του όρους Ρέθι, νοτιοανατολικά, και μια πιο χαμηλή κορυφογραμμή νοτιοδυτικά, όπου οι πιο ψηλές ανηφοριές συναντιούνται και σχηματίζουν το κρεβάτι ενός χείμαρρου, που τον χειμώνα καταλήγει σε έναν μεγάλο κόλποαπό κάτω. Κοντά στην κορυφή της χαράδρας είναι σκαρφαλωμένο το χωριόκαι τετρακόσια μέτρα πιο κάτω,δυτικά του χείμαρρου και μερικές εκατοντάδεςμέτρα πάνω από αυτόν υψώνεται ο Πύργος – που είναι περίπου σε ίση απόσταση (ας πούμε μισή ώρα) από το λιμάνι του Γαυρίου δυτικά και με τη θάλασσα στον Νότο. Απέναντι από τη χαράδρα στα νοτιανατολικά και σε χαμηλότερο επίπεδο είναι ερείπια αρχαίου λατομείου σιδήρου, που ξανάνοιξαν τελευταία δοκιμαστικά και δείχνουν μία αξιόλογη επιφανειακή παραγωγή. Ο Πύργος έχει σχήμα κυλινδρικό, 21 μέτρα περίμετρο στη βάση, και περίπου το ίδιο σε ύψος – που δεν μειώθηκε, όπως βλέπουμε από μερικές πέτρες της οροφής που είναιακόμα στη θέση τους. Στον Βορ-
143 ρά και την Ανατολή, εκεί που το έδαφος είναι πιο ψηλό υπάρχουν τριάντα τρεις σειρές από πέτρες, που ποικίλλουν σε μέγεθος από είκοσι ως εξήντα εκατοστά, και που όλες σχηματίζουν μια τέλεια καμπύλη. Στις άλλες πλευρές όλης της κατασκευής στο κάτω μέρος διακρίνεται το βραχώδες υπόστρωμα και υπάρχουν ακόμα δέκα πρόσθετες σειρές από πολύ πιο ογκώδη κομμάτια. Ο ίδιος ο Πύργος, δηλαδή, βγαίνει από μια κατασκευή ανάλογη με τους λεγόμενους Θησαυρούς των Μυκηνών και του Ορχομενού. Αυτή η βάση, τέσσερα μέτρα υψηλή, είναι κτισμένη κυρίως από πελώριες ακατέργαστες πέτρες, μερικές από τις οποίες είναι τέσσεραμέτρα μήκος, ένα ύψος, και δύο μέτρα πάχος, δηλαδή δυο φορές ο όγκος του μεγαλύτερου ογκόλιθου στην οχύρωση της Τίρυνθας. Αυτοί οι ογκόλιθοι δεν ενώνονται με κονίαμα, και η πάνω και η κάτω επιφάνειά τους είναι αρκετά λεία από το τέλειο κόψιμο του σχιστόλιθου, ενώ το τελείωμα είναι ακανόνιστο, αλλά καλλιτεχνικό κατά την Πελασγική μόδα. Η καμπύλη εξωτερική επιφάνεια είναι εντελώς ακατέργαστη, οι πέτρες προεξέχουν μέσα έξω, όπως νάναι. Πάνω σ’ αυτή τη βάση είναι στημένη η τεράστια κατασκευή του Πύργου – η πέτρα σφυρηλατημένη ως την κορυφή, για να δώσει την εντύπωση ενός τελειωμένου κυλίνδρου. Η μόνη είσοδος στον Πύργο είναι η πόρτα στο κάτω επίπεδο, αλλά πάνω από αυτό τρία
144 παράθυρα, το ένα πάνω από το άλλο, κοιτούν στον Νότο την ιλιγγιώδη κατηφόρα και πάνω από την πεδιάδα που είναι κοντά στη θάλασσα. Στα βορειοανατολικά προς το Γαύριο είναι τρία στενάανοίγματα (ή πολεμίστρες), για να περνά το φως και να εκτοξεύονται βέλη. Το υπόγειο του Πύργου είναι, όπως είπα, μια κατασκευή όπως στους λεγόμενους Θησαυρούς των Μυκηνών και του Ορχομενού, μόνο που είναι πάνω από το έδαφος και φυσικά δεν έχει τη σκεπαστή πρόσβαση ή τον δρόμο, και αντί για μια επιβλητική πύλη, έχει μια λίγο μεγαλύτερη από μισό τετραγωνικό μέτρο και, όπως η μεγάλη πύλη της Παλαιόπολης, πλαισιώνονται απόδύο κάθετες πλάκες εκατέρωθεν, με ένα υπέρθυρο· η καθεμία έχει το πάχος του τοίχου που είναι ακριβώς δύο μέτρα, ενώ στο κατώφλι δεν υπάρχει τίποτα παρά ο ζωντανός βράχος. Το εσωτερικό του θόλου δημιουργεί μια τέλεια αψίδα, όπως στις Μυκήνες με τη συμμετρική επικάλυψη διαδοχικών σειρών από πέτρες, αν και δεν φαίνεται να συνεχίζεται αυτό μέχρι την κορυφή, που τώρα είναι σπασμένη και αφήνει ένα άνοιγμα στον πάνω πύργο, με περίπου τρία μέτρα διάμετρο. Μπορεί κανείς να μπει σ’ αυτό το στρογγυλό δωμάτιο και να το εξετάσει προσεκτικά χωρίς να βρει καμία επικοινωνία με τον Πύργο και ο Δοκτωρ Βόλτερς είχε μια τέτοια εμπειρία. Σκύβοντας για να περάσεις την κάτω είσοδο, δεν μπο-
145 ρείς να κοιτάξεις πάνω, αλλά πάνω από το κεφάλι σου είναι ένα ορθογώνιο άνοιγμα στον παχύ (δύο μέτρα) τοίχο, με χερούλια και στηρίγματα για τα πόδια, από όπου μπορεί ένας-ένας χωριστά να σκαρφαλώσει ή να κατέβει. Είναι μια πολύ έξυπνη επινόηση, γιατί ένας άνδρας στην κορυφή αυτού του πηγαδιού με ένα μακρύ δόρυ μπορούσε να κρατήσει το κάστρο μόνος του ενάντια σε έναν επισκέπτη που είτε ήθελε να ληστέψει το κοπάδι από κάτω ή (πράγμα απίθανο) να προσπαθήσει να ανέβει προς το χωριό. Εννέα φορές στις δέκα, με την καταπακτή κλειστή από πάνω, ο εχθρός μπορεί να έμπαινε χωρίς να ανακαλύψει την κρυμμένη σκάλα. Ακριβώς πάνω από αυτό το πέρασμα είναι ένα παράθυρο (ή μια πόρτα) κάπου ένα μέτρο επί δύο, που φωτίζει τον πρώτο όροφο –2,30 μέτρα ύψος–, τον καθαυτό Πύργο, και από αυτό το επίπεδο μια σπειροειδής σκάλα, φτιαγμένη από εσωτερικές προεξοχές σε ενάμισι μέτρο οδηγεί στην κορυφή. Σε ύψος κάπου επτά μέτρωνυπάρχει ένα χάλασμα κάπου δύο μέτρων, αλλά μετά από αυτό τα σκαλιά είναι ανέπαφα. Παρόλο που τα πατώματα είναι τα περισσότερα κατεστραμμένα, τα ίχνη που απομένουν δείχνουν έξι ορόφους. Από απόσταση ο Πύργος φαίνεται εντελώς ανέπαφος, όμως υπάρχουν ραγίσματα στην κορυφή στη νοτιοανατολική καμπύλη, που δείχνουν επικίνδυνα. Ενώ ονειροπολώ στο Θησαυροφυλάκιο, μπαίνει ο
146 Λεωνίδας, ένας νεαρός από το χωρίο, που με είχε δει εδώ πέρσι με τον Γαβριήλ τον καλόγερο. Τον ρώτησα για τον μεγάλο Λεωνίδα και τον περιέγραψε σαν Κλέφτη που έπεσε στις Πλαταιές, και συνεχίζει για να πει τη γνώμη του πως αυτός ο Πύργος ανήκε στους Κλέφτες. Αναμφίβολα, αλλά η υπόθεση θυμίζει άλλες σκηνές και σε κάνει να ονειρευτείς μια άλλη εποχή. Οι Κάρες πειρατές είχαν περάσει την ακμή τους – χίλια χρόνια προτού η γενέτειρά τους δανείσει τη φιλοπόλεμη βασίλισσά της στον στρατό του Ξέρξη ή γεννήσει τον Πατέρα της Ιστορίας να διατηρήσει ζωντανή για πάντα τη σοφία της και την ανδρεία της! Οι Μινύες χάλασαν τις φωλιές τους και τους πέταξαν έξω και η πρώτη τους φροντίδα ήταν να φυλαχτούν από την εκδίκησή τους. Αρχηγός τους είναι ο Ανδρεύς, γιος του Θεσσαλού Πηνειού και ιδρυτή του Ορχομενού, από όπου έφερε τους αρχιτέκτονές του. Θα είχαν ξεκινήσει από την Ιωλκό, όπως ο Ιάσονας, ή από την Αυλίδα, όπως ο Αγαμέμνων, σε κάθε περίπτωση θα κατευθύνονταν από τονΓέραιστο κατευθείαν απέναντι στο Γαύριο, που θα πρέπει να ήταν η φωλιά των πειρατών. Αλλά δεν ταίριαζε σε μια αρχαία πόλη, που απέφευγε τη θάλασσα και γύρευε πάντα τη σταθερότητα της φύσης. Τουλάχιστον υπήρχε καλή γη εδώ και η μοναδική λύση επικοινωνίας με τους συγγενείς στην ήπειρο. Όπου και αν στήσουν την πόλη τους, αυτό πρέπει να είναι το λιμάνι τους.
147 Πώς προστάτευαν το λιμάνι πολύ άμεσα, δεν υπάρχουν μνημεία να μας πουν, εκτός αν πράγματι ο Κυλινδρικός Πύργος έκανε όλη τη δουλειά. Κρυμμένος από το λιμάνι από το επιβλητικό φαράγγι, ακόμα ελέγχει κάθε προσπάθεια να το πλησιάσεις, και –το πιο σημαντικό– κυριαρχεί σε μια γόνιμη πεδιάδα και στα μοναδικά αποθέματα σιδήρου στο νησί, που ακόμα αποδεικνύουν πολύ αρχαία εκμετάλλευση. Καθώς κοιτώ τον Πύργο, φαντάζομαι πως θα έδινε το σινιάλο για τον εχθρό που πλησιάζει, παρέχοντας άπλετο χρόνο να σταλεί βοήθεια στο Γαύριο, που είναι μισή ώρα μακριά, αν –πράγμα απίθανο– αυτός ο πρωτόγονος λαός συναντούσε τους εχθρούς του στην παραλία. Πρέπει να τους φανταστούμε μάλλον να καταλαμβάνουν τις κοιλάδες ανάμεσα στο λιμάνι και την πόλη για την επιβίωσή τους και να διασφαλίζουν όσο καλύτερα μπορούσαν τον κατεστραμμένο δρόμο που τα ενώνει. Λοιπόν, ο Πύργος μιλάει μόνος του. Η κατασκευή τόσο οικεία, πριν ή μετά τους κτίστες των Μυκηνών και του Ορχομενού, προσφέρεται εδώ σε άλλες χρήσεις. Γίνεται αμέσως ένα είδος Θησαυροφυλάκιου και η βάση ενός παρατηρητήριου – δηλαδή συγχρόνως ένα καταφύγιο και ένα κάστρο. Μια κάθοδος πειρατών γίνεται αντιληπτή, σε μισή ώρα τα κοπάδια οδηγούνται στο Θησαυροφυλάκιο(που τώρα είναι αυτόβουλα επικαρπωτές) και οι κάτοικοι μαζεύονται από την κρυφή σκάλα στον Πύργο, κουβαλώντας τη φορητή
148 περιουσία τους. Δεν θα ήταν μεγάλη σε μέγεθος αυτή αν (όπως το φανταζόμαστε), κατοικούσαν στα χωράφια μόνο για να σπείρουν και να θερίσουν, και κλείνονταν τον χειμώνα στην περιτοιχισμένη πόλη τους.
149 XIII Ανδριακή Θρησκεία και Πολιτισμός Η πρώτη μου περιπέτεια με ανδριακό δρόμοσυνέβη πολύ νωρίς – ήταν μέρος της πρώτης μας καλοκαιρινής εξερεύνησης.Γινόταν ένα πανηγύρι σε μια μικρή εκκλησία στο Κατάκοιλο και από τις μέχρι τότε γνώσεις μας το Κατάκοιλο έμοιαζε να βρίσκεται στην κορυφή του νησιού. Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί – δύο γαϊδούρια για τις γυναίκες και τα παιδιά, ενώ εμείς οιτέσσερις ή πέντε ξεκινήσαμε με τα πόδια.Ο δρόμος είναι κυρίως μια ανάβαση σε βράχους πάνω και κάτω στον λόφο – το πιοσημαντικό είναι η ανάβαση χωρίς να έχει σημασία πού πηγαίνεις.Όμως, κατεβαίνοντας τον τελευταίο μακρύ λόφο, φτάνεις σε ένα πραγματικά Αρκαδικό τοπίο: ένα λαμπερό δροσερό ρέμα που περνά πάνω από πέτρες και κάτω από πλατάνια, ένας χαριτωμένος μύλος στην όχθη και μια φορτωμένη βερυκοκιά από πάνω, ενώπιο πέρα υψώνεται μια απότομη πλαγιά του βουνού, πουπάει προς την κορυφή με άφθονο πράσινο και εκεί ανάμεσα κουρνιάζει το Κατάκοιλο. Ακόμα και να κοιτάξεις ψηλά σε τρομάζει καιείμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε εδώ το πικ νικ μας στους σκιερούς βράχους κοντά στο κελαριστό ρέμα. Όμως, το πανηγύρι είναι από πάνω,
150 η λέξη είναι υψηλότερο, και ξεκινήσαμε για την τελευταία αναρρίχηση. Μας φέρνει τελικά στο χωριό που είναι σκαρφαλωμένο σε πέτρινους γκρεμούς με τις δύο εκκλησίες και τα λίγα σκόρπια σπίτια. Σε ένα από αυτά μετά απόπολλά απότομα σκαλιά, σκαρφαλώνουμε για ξεκούραση. Στη μεγάλη σκεπαστή βεράνταμάς καλωσορίζει η οικοδέσποινα, ενώ τα γλυκά τα σερβίρει η κόρη του σπιτιού, που έκανε την προίκα της στην Αλεξάνδρεια και τώρα γύρισε στο σπίτι να παντρευτεί. Ξεκούραστοι, σκαρφαλώνουμε από ελικοειδή στενά δρομάκια ανάμεσα σε υψηλούς πέτρινους τοίχους, φορτωμένους με κρασάτα μούρα, που μας δροσίζουν καθώς σερνόμαστε. Η εκκλησία της Παναγίας είναι γεμάτη από ανθρώπους και θολή από θυμίαμα.Το απλό χωρίς παράθυρα κτίριο, σφυρηλατημένο από το πάτωμα ως το ταβάνι με σχιστόλιθο, από τον οποίο είναι κτισμένη η ίδια η Άνδρος, είναι ένας απλός βωμός, αλλά η θρησκεία δεν εξαρτάται από Παρθενώνες ή Ουεστμίνστερ. Ο Δίας ή η Ήρα θα έβρισκαν έναν απλό νυφικό βωμό στο Όρος Όχη, και ο Απόλλωνας δεν θα είχε τίποτα να καυχηθεί για τη Δήλια Κύνθο. Αυτοί οι χωρικοί ασκούν τη λατρεία τους με προσήλωση και θα ευχόμουν να βλέπαμε τον μισό από το σεβασμό τους στις εκκλησίες μας. Είναι σίγουρο πως δέχονται την πίστη τους χωρίς αμφισβήτηση, και πολλές φορές είναι καθήκον να πούμε πόση από την πίστη τους έχει
151 ακόμα τις ρίζες στον Όλυμπο. Αλλάποιος από εμάς είναι αναμάρτητοςγια να ρίξει τον πρώτο λίθο; Όχι εμείς: γι ’ αυτό τους αφήσαμε να κουνάνε τα θυμιατά και να ψάλουν τις λιτανείες τους και περιπλανηθήκαμε μέσα από τα σκιερά δρομάκια στη θέση που μας πρόσφεραν για την ψυχαγωγία μας. Είναι ένααγρόκτημα δώδεκα επιπέδων, που το ύψος του ξεπερνά το πλάτος του. Και περιέργως, είναι ιδιοκτησία ενός αμερικανού πολίτη που γεννήθηκε εδώ και τώρα κατοικεί στη μεγαλύτερη πατρίδα πέρα από τη θάλασσα. Πριν από πολλά χρόνια ο νεαρός τότε Άνδριοςπήρε τον δρόμο για τη Σμύρνη και από εκεί για τη Νέα Υόρκη, πήγε στο πανεπιστήμιο, σπούδασε ιατρική και θεολογία, παντρεύτηκε μια Αμερικανίδα, με την οποία και μαζί με τα παιδιάτους περνούν από τότετο μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού σ’ αυτό το κακοφτιαγμένο σπίτι στην κορυφή του Κατάκοιλου, και τον χειμώνα στο μεγαλύτερο σπίτι του στην παραλία στο Μπατσί, που την εποχή εκείνης της επίσκεψης ήταν το σπίτι μας. Τώρα, μετά την επιστροφή του στην Αμερική, το σπίτι χρησιμεύει μόνο για κατοικία του δάσκαλου, που αργοβαδίζει από το Μπατσί και βρίσκει πως μια διαδρομή την εβδομάδα είναι αρκετή. Ο παπάς του χωριού φροντίζει το αγρόκτημα και αμοίβεται. Γιατί η μία μετά την άλλη οι αιμασιές, είναι κυριολεκτικά φορτωμένες με φρούτα –βερίκοκα, αχλάδια, ρόδια, σύκα, λεμόνια, πορ-
152
ελιές, κυδώνια, καρύδια, μούρα, βατόμουρα, σταφύλια–, σε τέτοια αφθονία και τελειότητα που θα ήθελε κανείς να είναι πάλι παιδί με ελαστικάεντόσθια. Στο παλιό σπίτι τρώμε, ξαπλώνουμε στο έδαφος κάτω από τις συκιές, σκαρφαλώνουμε πάνω κάτω τα δώδεκα πατώματα της φάρμας του Αναστάσιου Ζαραφωνίδη και σκεπτόμαστε τη ζωή εδώ της Αμερικάνας γυναίκας του σ’ αυτό το ασυνήθιστο περιβάλλον.Φανταζόμαστε τον δάσκαλο, να σκαρφαλώνει από το Μπατσί και να κατοικεί εδώ όλη την εβδομάδα: εδώ είναι η μικρή του αποθήκη – μια σακούλα χοντρό αλάτι, μερικά κομμάτια μεγάλα σαν αυγό πουλιού, με μια στρογγυλή πέτρα για να τα λιώσει, λίγη μαύρη κόρα, έξι αυγά, και το θυμάρι εκεί έτοιμο να ανάψει τη φωτιά της κουζίνας ανάμεσα σε δύο κοτρώνες στη μέση του φυσικού πέτρινου πατώματος. Τέλος, χορτάτοι από ξεκούραση και ησυχία, πήγαμε κάτω στην πίστα του χορού, όπου οι νέοι και τα κορίτσια χορεύουν τόσο σοβαρά σα να προσεύχονταν ακόμα. Η «ορχήστρα» είναι μια επίπεδη στρογγυλεμένη ταράτσα μπροστά στο κρασοπωλείο, και ο χορός η συνέχεια της πρωινής λειτουργίας. Δεν υπάρχουν φανταχτερές ενδυμασίες και η κίνηση δεν έχει ζωή, και ο πιο αυστηρός ηθικολόγος δεν θα εύρισκε κάτι να κριτικάρει. Όμως, είχαμε μια επιτυχία: ανάμεσα στα όμορφα κορίτσια που χόρευαν σ’ αυτό το πανηγύρι διαλέξαμε μια ιδιαίτερα φρέσκια, όμορφη
τοκάλια,
153 και μαζεμένη και, όταν ήρθαμε στην Αθήνα για να ανάλαβουμε το σπιτικό, ήρθε μαζί μας να μας υπηρετήσει. Η Άνδρια δεν μας απογοήτευσε. Όταν αποφασίσαμε να επιστρέψουμε, και τα δύο ζώα μας είχαν εξαφανιστεί, και περιοριστήκαμε στον Άδωνι της ημέρας και ένα μοναχικό μουλάρι για να μας συνοδεύσει και να μας μεταφέρει. Όμως, αντί το μουλάρι να έρθει σε μας, πρέπει εμείς να πάμε στο μουλάρι και πηγαίνοντας πέσαμε στα χέρια μιας κυρίας από το Κατάκοιλο με διαθέσεις φιλοξενίας. Το σπίτι της (διατείνεται) είναι στον δρόμο για να πάρουμε το μουλάρι και πρέπει να πάμε από εκεί. Είναι μια φοβερή ανηφόρα, όμως όταν φτάσαμε στην κορυφή, σε ένα μακρύ χαμηλό δωμάτιο η κυρία μας δείχνει με υπερηφάνεια έναν σωρό ξύλα που τα αποκαλεί αμερικάνικο κρεβάτι και επιμένει να το δοκιμάσουμε για τη νύχτα – άπλετη άνεση για όλους μας μέσα και ολόγυρα. Και πράγματι, μετά από αυτήν την ανάβαση οποιοσδήποτε καναπές είναι φοβερή πρόκληση. Όμως, δεν υποκύπτουμε. Έτσι, με τα πολλά σερβίρονται τα γλυκά, ανοίγεται και ένα παλιό σεντούκι και μας φορτώνει αχλάδια και, τέλος, με πολλά «χαίρετε» και «προσκυνώ» κατορθώνουμε να το σκάσουμε και να ψάξουμε το μουλάρι – ουτοπικός «μύθος» αρχίζουμε να σκεπτόμαστεπριν να το βρούμε. Μοχθώντας στη βραχώδη κατηφόρα, βεβαιώθηκε η υποψία μας, δηλαδή ότι είχαμε στην ουσία πα-
154 ρασυρθεί σ’ αυτή την ανάβαση από ένα φιλόξενο ψεύδος.Επιστρέφουμε στον ίδιο δρόμο απ’ όπου οι εξαντλημένες κυρίες είχαν παρασυρθεί με τη βεβαιότητα πως δεν ήταν ο δρόμος του μουλαριού. Είναι ο δρόμος της πρωινής μας αναρρίχησης και φαίνεται πιο μακρύς κατεβαίνοντας παρά ανεβαίνοντας. Τέλος, μας βγάζει στο μουλάρι κοντά στον παλιό μύλο στο Αρκαδικό ρέμα, φορτώνουμε τις πιοαδύναμες από τον γυναικείο πληθυσμό και αφήνουμε να πάει με τα πόδια πάνω σ’ αυτά τα απερίγραπτα μονοπάτια τον παλιό Μακεδόνα, τον εβδομήντα πέντε καλοκαιριών, μια νεαρή Ελληνίδα γυναίκα με ένα βυζανιάρικο στα χέρια και τα υπόλοιπα. Ήταν ένας κακός περίπατος, με πολύ παραπάτημα, καθώς έπεφτε η νύχτα χωρίς φεγγάρι, ενώ ήμασταν ακόμα μακριά από τον προορισμό μας. Όμως, κρατήσαμε την όρεξή μας και στο κάτωκάτω δεν χάσαμε. Έναν χρόνο αργότερα, στις 12 Αυγούστου,ξαναεπισκέφθηκα το Κατάκοιλο – αυτήν τη φορά με τη συντροφιά του ντόπιου που είχα υιοθετήσει, που έχει τοαγρόκτημα με τα δώδεκα επίπεδα. Καθώς βγαίναμε από το Μπατσί πάνω στα αργοκίνητα γαϊδούρια μας, είναι σε εξέλιξη μια αντιδικία κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, όπως τον παλιό καιρό – είναι η οικογένεια Χαλά εναντίον του Δημάρχου και μόνο ένα επεισόδιο μιας μακροχρόνιας διαμάχης.Καθώς ανε-
155 βαίνουμε, συζητάμε για τη γεωργία και την οικονομία και ο Άνδριος Αμερικάνος επιμένει πως το νησί είναι έτοιμο να βουλιάξει στον πάτο της θάλασσας κάτω από το βάρος των υποθηκών που έχουν βάλει στους τοκογλύφους της Χώρας. Όμως, τα στοιχεία που βλέπουμε, δείχνουν άνεση αν όχι πλούτο, ακόμα και οι σκεπές των σπιτιών είναι αποθήκες σπόρων και φρούτων που στεγνώνουν στον ήλιο. Συναντάμε ξανά την Αρκαδική κοιλάδα με το ρυτιδωμένο ποταμάκι, και τον σκιερό μύλο που μας καλεί να ξεκουραστούμε, και πάλι το Κατάκοιλο σκαρφαλωμένο στο βουνό μάς παρακινεί να ανεβούμε. Γιατί είναι η τελευταία μέρα του σχολείου και θα παρακολουθήσουμε την «αποφοίτηση». Το κτίριο του σχολείου είναι απλά τέσσερις τοίχοι ανδριακού σχιστόλιθου, με κορμούς από κυπαρίσσια στη στέγη, με μια μεγάλη αψίδα που το χωρίζει στη μέση. Tο πάτωμα είναι τσιμέντο, η έδρα του δάσκαλου ένα είδος ξύλινου κουτιού και τα θρανία πάγκοι απλοί χωρίς πλάτη. Και τα παράθυρα είναι ξύλινα – δεν υπάρχει γυαλί πουθενά. Στο κουτί του στέκεται ο δάσκαλος με το κοντομάνικο, με το ξεθωριασμένο σακάκι στους ώμους, ενώ κάπου είκοσι δωδεκάχρονα παιδιά και λιγότερο κάθονται στους πάγκους. Φτάσαμε πια μεσημέρι και βρήκαμε άκρα ηρεμία καθώς περιμένουμε τον παπά, που θα εξετάσει στο μάθημα των θρησκευτικών. Μας έδωσαν σκαμνιά – δεν υπάρχουν κα-
* Εννοεί την Ερασμιακή προφορά.
στο σχολείο. Παρουσιάζεται ο παπάς και ξεκινάει δουλειά. Ένα από τα παιδιά λέει μια προσευχή, στέκονται όλοι και ακολουθεί η κατήχηση – στη
της οποίας ο γερο-Μακεδόνας προσθέτει αρκετό κήρυγμα. Τώρα έρχεται η πρώτη τάξη (τέσσερα παιδιά), με τον Ηρόδοτο στα νέα ελληνικά φυσικά: είναι η ιστορία του Άργους, με την οποία ξεκινά η μεγάλη Ιστορία. Ο δάσκαλος βάζει ασκήσεις σε τύπους και τόνους, προφορικά και στον μαυροπίνακα. Τα αγόρια στον πίνακα δοκιμάζουν ξανά τη φρίκη της ελληνικής γραμματικής και γίνεται, αν δεν ήταν πάντα εκεί, η σταύρωση, όπως με τη δική μας αγγλική κακογραφία. Εμείς που μαθαίνουμε τη γλώσσα κυρίως με το μάτι,* είμαστε σε πλεονεκτική θέση έναντι των Ελλήνων στην ορθογραφία, εκείνοι πάλι έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα όταν πρέπει να τονίσουν, γιατί τούτοείναι θέμα αυτιού. Μετά τον Ηρόδοτο ήταν μια αριθμητική άσκηση, που ανησύχησε τα παιδιά με βάρβαρακλάσματα και αφαιρέσεις, τις οποίες σίγουρα δεν θα συναντήσουν έξω από το σχολείο. Μετά από αυτό έρχεται μια πιο ορθολογική στροφή στην Ελληνική Ιστορία, που δεν σταματά στον θάνατο του Αλέξανδρου, αλλά φτάνει στον δέκατο ένατο αιώνα και τον ΙερόΑγώνα. Ένα από τα παιδιά απαγγέλλει το εμπνευσμένο ποίημα του Ζαλοκώστα «Το χάνι της 156
ρέκλες
διάρκεια
Γραβιάς»– όχι όλο, γιατί έχει εβδομήντα τετράστιχα. Πόσο ζωντανά μας θύμισε τη σκηνή μας ένα χρόνο πριν κάτω από τις μεγάλες βελανιδιές της Δωρίδος, στο ίδιο έδαφος που ο Οδυσσέας με 180 άνδρες στάθηκε ενάντια σε 3000 Τούρκους το 1821. Η Γραβιά πρέπει να συνδέεται με τις Θερμοπύλες στη μνήμη μου, γιατί την επόμενη νύχτα κοιμηθήκαμε στον λοφίσκο όπου έπεσε ο Λεωνίδας. Πάνω σ’ αυτό, το σχολείο σηκώνεται και τραγουδούν όλοι μαζί τον Ύμνο του Ρήγα: ὡς πότε παλλικάρια νὰ ζῶμεν ’ς τὰ στενὰ μονάχοι ’ς ἂν λεοντάρια ’ς ταῖς ’ράχαις ’ς τὰ βουνὰ Στην καλλιφωνία δεν θα έπαιρναν έπαινο, όμως το παλικαρίσιο πνεύμα περίσσευε. Τώρα έρχεται η τρίτη τάξη με την Οδύσσεια – σπουδαίο ωραίο παραμύθι που γοητεύει έστω και στη νέα ελληνική πρόζα. Μετά η δεύτερη τάξη με αυτό το συναρπαστικό μικρό σχολικό βιβλίο «Ηρωικοί Χρόνοι», που λέει ξανά στους νέους της Νέας Ελλάδας τα αιώνια δροσερά παραμύθια του σπουδαίου παρελθόντος. Τελευταία από όλους τα μικρά, με το Αλφαβητάριό τους διαβάζουν συλλαβές με εξαιρετικήάρθρωση. Είναι τέσσερα από αυτά τα νήπια, ανάμεσά τους και ένα 157
158 κορίτσι – το μοναδικό στο σχολείο, γιατί δεν υπάρχει σχολείο για κορίτσια πιο κοντά από το Μπατσί. Γι’ αυτό η Άνδριά μας έμαθε γράμματά στο σπίτι μας στην Αθήνα. Πήρα την ευκαιρία να βοηθήσω τον συνάδελφό μου, τον δάσκαλο του Κατάκοιλου, στην εξέταση. Αφού εξέτασε για την αρπαγή της Ιούς και τον Μύθο του Κροίσου, ψάχνω να φέρω στη μνήμη των παιδιών, από τις όχθες του Ίναχου και του Πακτωλού, το δικό τους νησί και την ιστορία του. Θα μου πουν τα παιδιά τι έχει να πει ο Ηρόδοτος για την Άνδρο; Όχι, δεν ήταν στα μαθήματα αυτό. Ο Θεμιστοκλής με τις δάφνες της Σαλαμίνας φρέσκιες στο μέτωπο, εξαπατημένος και νικημένος από τους Άνδριους θεούς, την Φτώχεια και την Απελπισία – αυτή η παλιά ιστορία είναι καινούργιο για αυτούς. Μήπως γνωρίζουν κανέναν άλλο μεγάλο Αθηναίο που έβαλε ως στόχο να νικήσει τον Άνδρο και απέτυχε; Όχι, και ο Αλκιβιάδης είναι ένας ξένος σε ένα επεισόδιο στη λαμπρή ολέθρια καριέρα του, που πρέπει να είναι γνωστή σε αυτούς. Όσο για τον Άτταλο, δεν έχουν ακούσει ποτέ το όνομά του. Ο επίμονος εξεταστής προσπαθεί ξανά κάτι διαφορετικό, από την ιστορία της επανάστασης, στους θεσμούς και τα επιτεύγματα της Άνδρου – να βγει από το βιβλίο και να ξυπνήσει το αγόρι. Τι γίνεται μ’ αυτόν το δήμο και την κυβέρνηση; Τι εξάγουν από το νησί και τι εισάγουν; Πόσα
159 στρέμματα έχει ο πατέρας σου, ο Λεωνίδας ή ο δικός σου ο Περικλής στην αιμασιά του; Τι ξέρεις για τη γεωργία; Ο δάσκαλος διασκέδαζε και τα αγόρια είχαν μπερδευτεί, αυτές δεν ήταν επαγγελματικές ερωτήσεις για να τις απαντήσουν μόνο με αυτό το σήκωμα του σαγονιού που είναι χαρακτηριστικά ελληνικό και σημαίνει «δεν ξέρω και δεν με νοιάζει». Κι εδώ φαίνεται πόσο περιφρονεί το σχολείο τα οικεία – η φύσηείναι τιμωρημένη και το βιβλίο τα πάντα. Όπως είπε ένας σύγχρονοςΈλληνας συγγραφέας πολύ σωστά: «Αντί για άλλα άχρηστα πράγματα, όπως η γεωγραφία και η ιστορία της Παλαιστίνης, έπρεπε να διδάσκεται μια βασική γνώση βοτανολογίας, φυσιολογίας, φυσικής ιστορίας, φυσικής και ηθικής. Ο αμόρφωτος Άνδριος σήμερα πιστεύει πως οι νεκροί να αναστηθούν και να βασανίσουν τους ζωντανούς, γιατί μήπως δεν πιστεύουν στους βρικόλακεςπαντού στην Ελλάδα; Πιστεύουν πως η φυματίωση είναι μια θηλυκή Ερινύα, που στέκεται στις τέσσερις γωνίες του δωματίου, εκεί που ένας φυματικός έχει πεθάνει και μπορεί να αρπάξει όποιον μπει μέσα. Σ’ εσάς και μόνο εσάς, γενιά του μέλλοντος, επαφίεται να καταργήσετε αυτό το άσκοπο εκπαιδευτικό σύστημα και να οργανώσετε ένα καινούργιο, που θα βασίζεται στις καθημερινές ανάγκες και απαιτήσεις του ελληνικού λαού, που διψά για αληθινή διδασκαλία». Όταν πρωτοδιάβασα αυτά τα λόγια του Μηλια-
160 ράκη, τα είδα με δυσπιστία. Λίγους μήνες αργότερα διάβασα στην «Άνδρο», τη μικρή εφημερίδα που βγαίνει κάθε εβδομάδα στην πρωτεύουσα του νησιού, μια ανατριχιαστική ιστορία με τίτλο: «Οι Βρυκόλακες και οι νεκροί: γιος διαμελίζει το σώμα της μητέρας του». Τα στοιχεία που παρατίθενται αναλυτικά είναι σε συντομία τα εξής: Στο χωριό της Βουρκωτής, στο βουνό απέναντι από το Κατάκοιλο, ένας χωρικός είχε ενοχλήσεις από έναν όγκο που τον απέδιδε στις νυχτερινές επισκέψεις ενός εχθρού που είχε πεθάνει τρεις μέρες πριν. Χωρίς να χάσει καιρό με γιατρό, πήγε στον τάφο τη νύχτα, ξέθαψε το σώμα και, σύμφωνα με το έθιμο, κάρφωσε το μαυρομάνικο μαχαίρι του στην καρδιά του νεκρού, για να καρφώσει το σατανικό πνεύμα, και μετά έκοψε τα μέλη, για να αποφύγει οριστικά τις περιπλανήσεις. Ένας συγγενής του βεβηλωμένου νεκρού ανακάλυψε το γεγονός και το κατήγγειλε στην πρωτεύουσα με φοβερές νομικές απειλές, αλλά δεν έγινε τίποτα. Γιατί; Ο συγγενής είχε έναν γιο που η γυναίκα του είχε συνεχώς πυρετό. Αυτήν τη δυστυχία την απέδιδε ο νεαρός σύζυγος στη μητέρα του, που είχε πεθάνει πρόσφατα. Καθώς η γριά γυναίκα είχε πεθάνει χωρίς να δει ένα πολυπόθητο εγγόνι, πίστευαν ότι επισκεπτόταν το κρεβάτι της συζύγου το βράδυ και τη βασάνιζε. Γρήγορα ο γιος ξέθαψε το σώμα της μητέρας του και τη διαμέλισε! Αυτό εξηγεί γιατί σταμάτησαν οι ενέργειες
161 για την άλλη υπόθεση. Και ο εκδότης της «Άνδρου» συνεχίζει: « Από τότε αυτές οι θλιβερές και χυδαίες προλήψεις για τους βρυκόλακες και για τη δράση τους στους ζωντανούς είναι γενικά πιστευτές. Πιστεύουμε πως μια ανασκαφή στο νεκροταφείο της Βουρκωτής θα δείξει πως ούτε ένας τάφος σχεδόν δεν είναι απαραβίαστος » . Και σαν φάρμακο προτείνει να επιστρέψουμε στο αρχαίο ελληνικό έθιμο της αποτέφρωσης! Μετά από μια απλή ομιλία του γερο-Μακεδόνα που προτρέπει σε επιμέλεια και φιλαλήθεια, σηκωνόμαστε να τραγουδήσουμε όλοι μαζί όρθιοι ακόμα μία φορά – φυσικά έναν στρατιωτικό σκοπό: Ὁ καλὸς ὁ στρατιώτης πρέπει νἄχη ’ς τὸ πλευρὸ τὸ τουφέκι τοῦἐν πρώτοις καὶ γεμάτο καὶ γερό. Και τέλος, συντάσσονται τα πρακτικά των εξετάσεων και υπογράφονται από τον εκπρόσωπο του Δημάρχου, τον παπά και δύο χωριανούς, και μετά από αυτό μεταφερόμαστε στο Δείπνο της Αποφοίτησης. Μας το σερβίρει η γυναίκα του δασκάλου, που είναι από τις εξυπνότερες και καλύτερες Άνδριες, στο σπίτι του Άνδριου Αμερικάνου φίλου, που έχει τοαγρόκτημα των δώδεκα επιπέδων, και είναι ένα γεύμα τόσο
162 άφθονο και ορεκτικό όπως θα το επιθυμούσε κάθε τίμιος άνθρωπος. Ο δάσκαλος έχει το δικό του μικρό σπίτι πάνω από το Μπατσί –καλλιεργεί το καλαμπόκι του και το κρασί, τις ελιέςκαι τα σύκα, τα γουρούνια και τα κατσίκια– και όλα αυτά τα φροντίζει η εξαιρετική γυναίκα του. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσαν να έχουν γεμάτο το κελάρι τους, και το έξυπνο παιδί τους για σπουδές στο γυμνάσιο στη Σύρα. Γιατί μετά από τριάντα χρόνια υπηρεσίας σ’ αυτό το σχολείο –όπου διδάσκει έντεκαμήνες τον χρόνο– ο μισθός του δασκάλου είναι μόνο 160 δολάρια τον χρόνο. Μετά την επίσκεψή μας έμαθα πως προήχθη σε μια πιο επικερδή και λιγότερο κουραστική εργασία: γραμματέας του Δήμου. Τον περιμένει αυτόν και τους δικούς του η ευημερία.
163 XIV Ένα σύγχρονο ελληνικό προσκύνημα Δύο φορές τον χρόνο κανείς μπορεί να μπαρκάρει από σχεδόν κάθε λιμάνι για την Τήνο, γιατί αυτό το νησί αντικατέστησε την Ιερή Δήλο ως τόπος προσκυνήματος, καιεκεί στο Μεγάλο και το Μικρό Πανηγύρι, τον Απρίλιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, συγκεντρώνονται Έλληνεςαπό τρεις ηπείρους. Αυτό το πληροφορήθηκα την πρώτη φορά που ταξίδεψα με τον μικρό Αττικό σιδηρόδρομο από την Αθήνα στο Λαύριο: κάθε σταθμός στα μεσόγεια ήταν πλημμυρισμένος από γραφικούς χωρικούς με γιορτινά ρούχα και φορτωμένους μεαποσκευές μεταναστών. Το τρένο ήταν μεγάλο, όμως όχι κατάλληλο για όλον τον πληθυσμό, και ενδεχομένως πολλά χωριά θα έμεναν να περιμένουν το επόμενο. Όταν φθάσαμε στο Λαύριο, το τρένο ξεφόρτωσε το παρδαλό του φορτίο πάνω στα βρώμικα μικρά πλοία, που ήδη σφύριζαν «επιβιβαστείτε». Ήταν το ανοιξιάτικο προσκύνημα στην Τήνο. Τώρα στις 26 Αυγούστου μία από αυτές τις ίδιες ιερές γαλέρες (εκχυδαϊσμένες από τον ατμό αντί στεφανωμένες με λουλούδια) φτάνει στο Μπατσί και συναντώ το πλήθος των προσκυνητών. Δεν είναι ωραία μέρα αλλά ο Ποσειδώνας μάς βοήθησε με μια σχε-
164 τικά ήρεμη θάλασσα. Έτσι, στις επτά και μισή, στο μισοσκόταδο, βρισκόμαστε να ρίχνουμε άγκυρα στο λιμάνι μας. Λιμάνι με αυστηρά κριτήρια δεν είναι, ένας ανοικτός κόλπος που μοιάζει πολύ στην Παλαιόπολη. Ωστόσο, έχει κτιστεί ένας μακρύς στενός μώλος από τον Βορρά και ένας άλλος νοτιοανατολικά, σχεδόν περικλείοντας ένα μικρό λιμάνι για καταφύγιο μικρών σκαφών. Έξω από αυτό ρίχνουν άγκυρα τα μεγαλύτερα πλοία, και προτού νααγκυροβολήσουμε καλά-καλά, ένα σωρό βαρκάρηδες μας περιστοίχισαν με τον φορτικό τους τρόπο. Όποιος έχει ποτέ αποβιβαστεί στον Πειραιά ή την Πάτρα ή τη Σύρα, δεν θα άκουγε ή θα διάβαζε χωρίς να χαμογελάσει μια πρόσφατη ποιητική αναφορά ενός Βουλευτή που χαρακτήριζε τις ακτές της Ελλάδας ως «σιωπηλές σαν την αυγή της δημιουργίας». Ακόμα και εδώ, στην απόκεντρη Τήνο, για να δικαιολογήσει κανείς την περιγραφή, πρέπει να φανταστεί μια κανονική αυγή 4ης Ιουλίου. Για να αποφύγω τη μάχη των βαρκάρηδων, περιμένω να φύγει το πλήθος και μετά να πάω ήσυχα μόνος μου. Όμως, μόλις έφθασα στον μικρό μώλο, σε ελάχιστη απόσταση από το πλοίο, βρήκα πως έπρεπε να πληρώσω γι’ αυτή την υποχόνδρια συμπεριφορά. Η δραχμή που πλήρωσα ήταν τρεις ή τέσσερις φορές η τιμή των προσκυνητών, αλλά ο βαρκάρης μου επέμενε για το διπλάσιο ποσό κι έτσι η αποβίβαση μού στοίχισε όσο το ταξίδι από την Άνδρο.
165 Αυτό ήταν το βάπτισμά μου στηντηνιακή ταρίφα, όπως ανακάλυψα όταν ξεκίνησα να βρω ένα κατάλυμα. Γιατί η Τήνος, ο στόχος δέκα χιλιάδων προσκυνητών ετησίως, έχει πανδοχεία για να στεγάσει το πολύ εκατό άτομα. Αλλά, όπως θα δούμε, η πόλη γίνεται ταβέρνα για την περίσταση. Με ένα αγόρι για οδηγό και χαμάλη, τα βήματά μου με πάνε στο «Ωραία Ελλάς» στην πάνω πόλη, κοντάστην εκκλησία της Παναγίας, όμως το «Ωραία Ελλάς» είναι γεμάτο. Το εστιατόριο πλάι προσφέρει ένα από τα δύο κρεβάτια σε ένα δωμάτιο για δέκα δραχμές τη νύχτα ή όλο το δωμάτιο για είκοσι δραχμές. Σε ένα φωτογραφείο εκεί κοντά υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο με κρεβάτι για δεκαπέντε δραχμές. Ευτυχώς μαθαίνω για μια μικρή ταβέρνα («Ξενοδοχεῖον ἡ ΤᾹνος») κοντά στο νερό και εκεί ο Πέτρος μού δίνει ένα μικρό υπνοδωμάτιο για πέντε δραχμές – όχι περισσότερο από ό,τι θα πλήρωνε κανείς σε ένα καλό Αθηναϊκό ξενοδοχείο. Ήταν καθαρό και άνετο και, αν ο Πέτρος είναι ακομα εκεί, το μέρος μπορούν να το βρούν οι προσκυνητές που αρνούνται να πληρώσουν το ενοίκιο ενός μηνός για ένα βράδυ. Αφού εγκαταστάθηκα, είμαι έτοιμος να πάω μαζί τους, αφού είναι άγια μέρα. Έτσι, στις εννέα η ώρα ξεκινάμε μέσα από στενά, ελικοειδή δρομάκια για την εκκλησία του δέκατου πέμπτου αιώνα, όπου συνωστίζονται τώρα οι πιστοί. Είναι γεμάτη κόσμο, που
κινείται μέσα και έξω – σταματούνμόνο για να αφιερώσουν ένα κεράκι και να φιλήσουν τις εικόνες των αγίων. Το κερί ανάβει και τα λιβανιστήρια χορεύουν και στέλνουν ψηλά σύννεφα μυρωδάτα, οι ιερείς με τα άμφια και οι αφοσιωμένοι πιστοί, όλα συνθέτουν μια σκηνή περίεργη, επιβλητική και εντυπωσιακή. Πριν νασυνηθίσουν τα μάτια σ’ αυτό, ακούω το όνομά μου και αισθάνομαι το πιάσιμο ενός γνωστού χεριού. Είναι ο φίλος μου, ο καλλιτέχνης Λαμπάκης, που είχα ξεχάσει την Τηνιακήκαταγωγή του μέχρι να διασταυρωθούμε εδώ – μιααληθινή ελληνική ευτυχία να έχω έναν έξυπνο ή καταληπτό ξεναγό. Γιατί ο Λαμπάκης δεν είναι μόνο γεννημένος για αυτό, είναι (κατά κάποιο τρόπο) απόφοιτος της Ευαγγελίστριας, είναι κατηρτισμένος και περήφανος για την παράδοση του νησιού του. Γεννημένος σε ένα χωριό στο βουνό (τον Μουντάδο) τόσο φυτεμένο στην πρωινή σκιά του Κεχροβουνίου, όπου ο ήλιος δεν ανατέλλει εκεί πριν από τις έντεκα –το αγόριχωρίς λωτούς για να τσιμπολογάει– μεγάλωσε σε μια χώρα όπου τα απογεύματα είναι σχεδόν ατελείωτα. Όμως, έξω από αυτό τον παράδεισο της ραστώνης βρήκε τον δρόμο του – φωτισμένο ίσως από το όνομά του, σπούδασε τέχνη στο Μόναχο, μισθοδοτημένος από την Ευαγγελίστρια, και τώρα δέχεται παραγγελίες από το Παρίσι. Οι δύο αδελφοί του από την ίδια μισοσκόταδη καταγωγή, είναι επίσης τακτοποιημένοι στην Αθή166
* Έτσι, και στην Αγιάσο της Λέσβου: «Στη διάρκεια του Πανηγυριού η εκκλησία γίνεται πανδοχείο και οι γυναίκες επιτρέπεται να κοιμηθούν εκεί τη νύχτα» (Νιούτον, Ταξίδια στο Λεβάντε, τόμ. ii, 6). να – ο ένας είναι ο πιο κορυφαίος από τους συμπατριώτες του στη Χριστιανική Αρχαιολογία. Εγκαταλείποντας τον ναό, όπου οι ψαλμοί και το κούνημα των θυμιατών θα συνεχιστούν ως τα μεσάνυχτα, προχωράμε προς τη μεγάλη εκκλησία του προσκυνήματος. Ο δρόμος είναι μια φαρδιά λεωφόρος, πρόχειρα καλυμμένη με μάρμαρο, και από τις δύο πλευρές παράγκες μικροπωλητών. Ξεκινά από τον Βορρά και τελειώνει στα κάγκελα του μεγάλου άνισου ορθογώνιου που βρίσκεται μισό μίλι από τη θάλασσα και αρκετά πιο ψηλά από την πόλη. Έξω από τα κάγκελα αυτού του περίβολου σε κάθε πλευρά μιας στρωμένης με βότσαλα ημικυκλικής αυλής υπάρχει μια μαρμάρινη βρύση και ένα άλσος με οπωροφόρα. Κατά μήκος των ανοικτών περιστυλίων, περπατάμε με δυσκολία πάνω από εκατοντάδες ξαπλωμένα σώματα – άνδρες, γυναίκες και παιδιά που ξάπλωσαν για τη νύχτα στα «φυσικά τους στρώματα». Έξω από αυτά τα περιστύλια, απλώνονταιτα καταλύματα, πιασμένα από άλλους πιο τυχερούς προσκυνητές, ένα μικρό ξωκλήσι είναι γεμάτο κι αυτό, ακόμα και τα πλατύσκαλα έχουν καταληφθείαπό παρέες που ροχαλίζουν.* Το σκηνικό δεν είναι καινούργιο, γιατί τον παλιό καιρό στη Δήλο και την Επίδαυρο οι θεοί άνοι167
* Πρβλ. την ιστορία της Νέας Μονής στη Χίο. γαν το σπίτι τους, όπως κάνει εδώ ηΠαρθένος. Μάλιστα, πριν από τις μέρες δόξας της Δήλου, αυτό το σημείο ήταν το μέρος συγκέντρωσης των κατοίκων του Ιονίου: εδώ στη μέση ενός ιερού αλσύλλιου έστεκε ένας εντυπωσιακός ναός του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης, με τα αναψυκτήρια και τις διασκεδάσεις για όλους αυτούς που συγκεντρώνονταν στων θεών το μεγάλο πανηγύρι. Καθώς η θεότητα του Μεγαλόπρεπου Κύματος μοιραζόταν τις τιμές του νησιού με τον θεό του Πορφυρού Σταφυλιού, δεν θα έλειπε το κέφι. Ούτεκαι τώρα λείπει και το βρήκαμε όταν επισκεφθήκαμε ξανά το ιερό πανδοχείο το μεσημέρι, όταν το νοικοκυριό των προσκυνητών ήταν στα πάνω του· τραπέζια απλώνονταν και κανείς δεν έδειχνε τόσο φτωχός που να μην ήθελε ένα σωστό γεύμα ή, σε απλά αγγλικά, ένα γεύμα της προκοπής. Πώς γίνεται τόσο επακριβώς να επαναλαμβάνει σε αυτό το σημείο η αρχαία Ελλάδα τον εαυτό της στη σημερινή; Εδώ υπάρχει μια γνωστή ιστορία: η Ελλάδα είναι γεμάτη εκκλησίες και μοναστήρια της Παναγίας της Φανερωμένης και αυτό είναι το πιο αξιοσημείωτο. Η ιστορία ξεκινά όταν το 1823 μια μοναχή ονειρεύτηκε ότι βρήκε εδώ μια εικόνα της Μητέρας του Θεού, οι πιστοί έσκαψαν και τη βρήκαν.* Το θαύμα έγινε γνωστό μακριά· προσκυνητές συγκεντρώθηκαν από την Ανατολή για να γιορτάσουν τη 168
* Ομοίως τα έσοδα από τους προσκυνητές στην Αγιάσο της Λέσβου (όπου η Παναγία κάνει θαύματα) πρόσφεραν στο χωριό ένα θαυμάσιο υδραγωγείο και στα Μόρια ένα μεγάλο σχολείο (Νιούτον: ό.π.). Βλέπε και την Εκατονταπυλιανή της Πάρου (κεφ. xviii). Γιορτή του Ευαγγελισμού, και με τα δώρα τους και την αμισθί εργασία των Τηνιακών, πριν ακόμα τελειώσει ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας η μεγάλη μαρμάρινη εκκλησία είχε κτιστεί. Με τα εισοδήματα να αυξάνονται, προστέθηκαν πτέρυγες για τους κληρικούς και έγινε πρόβλεψη για τους προσκυνητές, χτίστηκαν ένα σχολείο και ένα νοσοκομείο, και όλο το ίδρυμασυντηρείται χωρίς να επιβαρύνεται η κοινότητα με φόρους. Για την ακρίβεια η εκκλησία έκτισε και συντηρεί την πόλη, έκανε τις αποβάθρες, έστρωσε τους δρόμους, έβαλε το νερό και ενθάρρυνε την τέχνη. Ο φίλος μου ο Λαμπάκης, όπως ήδη προείπα, είχε ήδη ωφεληθεί, και στο μεγάλο του σαλόνι κρέμεται ένα αξιόλογο έργο του Ιωσήφ, που εξηγεί το όνειρο του Φαραώ, μια προσφορά ευγνωμοσύνης ενός άλλου απόφοιτου. Στη διάρκεια της επίσκεψής μας στο σκευοφυλάκιο, ενώ ο ίδιος ο διάκος μάς έκοβε ένα μεγάλο κομμάτι από ένα εφτάζυμο ψωμί με εξήντα πόντους διάμετρο, βλέπαμε τους προσκυνητές, καθώς έφερναν τις προσφορές τους – αυγά, φρούτα, ρούχα, μεταξωτά, αρνιά στολισμένα με κορδέλες και τέτοια. Όλα αυτά τα δώρα τα πουλάνε και τα χρήματα προστίθενται στα εισοδήματα της εκκλησίας (κάπου δύο εκατομμύρια δραχμές τον χρόνο) για κοινωφελείς εργασίες και φιλανθρωπίες.* 169
Ίσως, το μυστικό αυτού του πλούτου οφείλεται στην θεραπευτική ικανότητα της Παναγίας της Φανερωμένης. Στη σκοτεινή κρύπτη της εκκλησίας, εκεί που ανακαλύφθηκε η εικόνα, βρήκα πλήθη να γεμίζουν τα δοχεία τους με άγιο νερό και χώμα από το ευλογημένο σημείο. Και η ίδια η εκκλησία είναι γεμάτη από τάματα, όπως κάποτε ο ναός της Επιδαύρου. Καταρχάς, η εικόνα που αποκαλύφθηκε –που χρειάζεται καινούργια αποκάλυψη, γιατί μόνο τα μάτια της φαίνονται μέσα από τη σκαλιστή εργασία που την περιβάλλει– είναι γεμάτη με διαμάντια (μερικά από αυτά δώρα από τσάρους και βασιλιάδες) και το πλαίσιο είναι διακοσμημένο με ασήμι και χρυσό, σφυρηλατημένα σε άπειρα σχήματα. Εδώ ένα χέρι, εκεί ένα πόδι, αλλού ένα στήθος – αναμνηστικά των μελών που γιατρεύτηκαν, για να θυμίζουν πως η εικόνα που ανακαλύφθηκε θαυματουργά κάνει ακόμαθαύματα· και όχι μόνο από πάνω και πάνω της, αλλά από τις πολλές λάμπες κρέμονται τα τάματα αυτών που δέχθηκαν τη θεραπευτική δύναμη. Ο φίλος μου ο καλλιτέχνης με σοβαρότητα μας αναφέρει μία-μία τις περιπτώσεις, καθώς εξετάζουμε αυτά τα αφιερώματα, όπως καζάνια, κούνιες, πλοία και ψάρια από ασήμι και χρυσό. Εδώ, π.χ., κρέμεται ένα μεγάλο ασημένιο πλοίο με ένα χρυσό ψάρι που τρυπά την καρίνα. Αυτή είναι η ιστορία: «Ένα μεγάλο πλοίο, που το παρέσυρε η 170
* Δύο από τις αφιερωματικές πλάκες που αναφέρουν θεραπείες, από τις οποίες, σύμφωνα με τον Στράβωνα, το ιερό ήταν γεμάτο, μπορεί κανείς να τις δει στο σκοτεινό και βρώμικο μουσείο στην Επίδαυρο. Μία από αυτές που παραδίδονται στο πλαίσιο της εκπαίδευσης των σύγχρονων γιατρών, είναι αυτή μιας Κλειούς που ήταν έγκυος πέντε χρόνια. «Ήρθε και κοιμήθηκε στον ξενώνα του Ιερού και το πρωί, μόλις έφυγε από το ιερό, γέννησε έναν γιο που αμέσως πλύθηκε στη στέρνα και περπάτησε με τη μητέρα του» (Φρέιζερ, Παυσανίας, iii,249). τρικυμία, παρουσίασε μια ρωγμή και βούλιαζε. Ο καπετάνιος κάλεσε την Παρθένο της Τήνου να τον σώσει από το ναυάγιο και αμέσως παρουσιάστηκε ένα μεγάλο ψάρι, κολύμπησε μέσα στην τρύπα και τη βούλωσε. Το πλοίο ήρθε στο λιμάνι με επιτυχία και το έχεις εδώ σε καθαρό ασήμι, όπως και το καλό ψάρι σε καθαρό χρυσό». Όταν ρώτησα πότε έγινε αυτό, ο φίλος απάντησε χωρίς δισταγμό: «Α, λίγα χρόνια πριν». Την παλιά μαρμάρινη «βιβλιοθήκη» στην Επίδαυρο* την ξεπερνά αυτή η μοντέρνα περίπτωση. Ούτε το Αμφιαράειον στον Ωρωπό ή το Ασκληπιείον στην Αθήνα πρόσφερε πιο ενδιαφέροντα αναθήματα. Πράγματι, η αρχαία Ελλάδα δεν μας άφησε ούτε τα μισά τέτοια περίεργα, εκτός από τον μικρό άνδρα που κουβαλάει ένα κολοσσιαίο πόδι (όλα από καλό Πεντελικό μάρμαρο), που τελευταία ο Δόκτωρ Ντέρπφελντ ανέσκαψε σε κάτι μικρά ιαματικά λουτρά, κοντά στους Εννέα Κρουνούς, όπου ο Σοφοκλής υπηρέτησε κάποτε ως ιερέας. Αν ποτέ ο γαλήνιος ποιητής έσκασε ένα 171
χαμόγελο, θα ήταν όταν ο ασθενής σε ανάρρωση έφερε αυτό το δώρο στον βωμό. Το ό,τι δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο κάτω από τον ελληνικό ουρανό μάς το θυμίζει ο Φιλόχωρος όταν μας λέει πως ο Ποσειδώνας λατρευόταν εδώ σαν σπουδαίοςγιατρός. Ο θεός της θάλασσας φαίνεται πως ήταν γιατρός της τάξης του Αγίου Πατρικίου, γιατί η παράδοση λέει πως έστειλε μυριάδες πελαργούς να καταστρέψουν τα φίδια που έδιναν στην Τήνο το αρχαίο της όνομα «Οφιούσα». Είναι πιθανόν το επώνυμο του νησιού να μην έβγαινε από τον όφιν, αλλά τον οφίτη – πάντως μόνο στην Τήνο οι αρχαίοι έβγαζαν αυτό το υπέροχο με φλέβες μάρμαρο, που σίγουρα μοιάζει με δέρμα φιδιού και που ακόμα το παίρνουν σε μεγάλα κομμάτια με φάρδοςτριάντα πόντους. Ό,τι κι αν έκανε ο Ποσειδώνας για την υγεία του κόσμου, υπήρχε κάποιος άλλος αρχαίος άξιος, που η δουλειά του ακόμα τον ακολουθεί. Αυτό ήταν ο Βοριάς, με το κρησφύγετό του στην κορυφή από γρανίτη του Όρους Κυκνία εκεί ψηλά – όπου ο Ηρακλής σκότωσε και έθαψε δύο από τους κομπορρήμονες γιους του. Αυτός ο φιλαλήθης ταξιδευτής, ο Πας βαν Κρίνεν –αυτός που ανακάλυψε το σκελετό του Ομήρου να κάθεται στητός με την πένα στο χέρι σε έναν μεγάλο τάφο στην Ίο– είδε εκεί τα ερείπια ενός υπέροχου ναού του Αιόλου. Και πως ο θεός του Ανέμου με όλη την οικογένεια ακόμα ταλαιπωρεί το σημείο 172
* 14 Φεβρουαρίου 1836, επίσκεψη που επιβεβαιώνεται από μια πλάκα στην πρόσοψη της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Ο Όθωνας επισκέφθηκε το νησί πέντε φορές στη διάρκεια της βασιλείας του και ο βασιλιάς Γεώργιος συνεχίζει την παράδοση. και κανείς δεν μπορεί να ρωτήσει όποιον αποτολμά να βγει από το λιμάνι σ’ αυτά τα μέρη, τι ώρα η Κυκνία φοράει τη νεφελώδη κουκούλα της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αρχαίοι προσκυνητές προς τη Δήλο έκαναν σπονδές στον θεό της τρικυμίας καθώς περνούσαν, όμως η κατάρα του ναύτη είναι η ευλογία του στεριανού, γιατί ο γεροβοριάς καθαρίζει τον αέρα γλυκά και δεν αφήνει δουλειά στον γιατρό. Το νησί έχει ακόμα το χάρισμα και μια ιατρική γραμματεία – εδώ, για παράδειγμα, είναι το «Voyageà Tine, suivi d’untraitedel’ Asthme» του Δόκτορα Ζαλώνη (Παρίσι 1809), το οποίο όχι μόνο περιγράφει θαυμάσια το νησί όπου γεννήθηκε, αλλά αποτελεί και μια πολύ οξυδερκή μελέτη του τότε εξαπλωθέντος λοιμού. Βρήκα τον φίλο μου τον Λαμπάκη με τη μητέρα του να κατοικούν ένα περίεργο παλιό κάστρο πάνω από τη θάλασσα με ένα επιβλητικό μέγαρο μέσα, για το οποίο λένε πως ο παλιός Βασιλιάς Λουδοβίκος χόρεψε εκεί όταν ο γιος του ο Όθωνας πήρε τον θρόνο της Ελλάδας.* Το σπίτι χρονολογείται από τις μέρες της Ενετοκρατίας και θυμίζει τη Βερόνα. Εδώ ο καλλιτέχνης βρίσκει την έμπνευσή του, είτε κοιτά προς τη θάλασσα με τα κυκλικά νησάκια, ή τη στεριά όπου 173
174 το βουνό ανεβαίνει σε έναν πελώριο όγκο κόκκινου γρανίτη πάνω από προστατευμένα χωριά, μοναστήρια και περιστεριώνες.Όμως, προτιμά ναπιάνει ασυνήθιστες όψεις της πρωτεύουσας του νησιού. Αυτή τη στιγμή ο ζωγράφος γίνεται πατριώτης. Στο λιμάνι δύο ελληνικά θωρηκτά κανονιοβολούν για να χαιρετίσουν την εορταστική πομπή, που τη συνοδεύει το Ναυτικό, καθώς γεμίζει τη μικρή πλατεία και σταματά για να απαντήσει στα εθνικά κανόνια με τον Εθνικό Ύμνο. Το Τηνιακό πανηγύρι δεν είναι μόνο το προσκύνημα των πιστών, είναι μια πατριωτική επίδειξη. Εδώ οι Έλληνες της Σκλαβιάς από όλη την Ανατολή έρχονται να φιλήσουν το χώμα της ελεύθερης Ελλάδας, και η Ελεύθερη Ελλάδα φροντίζει να τους δεχθεί με τις καλύτερες και πιο γενναίες επιδείξεις. Όπως η Αθήνα συνήθιζε να στέλνει τις υπέροχες «θεωρίες» στη Δήλο, έτσι τώρα στέλνει τα θωρηκτά της στην Τήνο – και πιο ευχάριστη από τη μονότονη λειτουργία, και πιο γλυκιά από τον Εθνικό Ύμνο στον προσκυνητή που έρχεται από μακριά είναι ημουσική των ελληνικών κανονιών. Ακούγοντας αυτή τη μουσική και κοιτάζοντας αυτή την παρδαλή πομπή –όλοι με το ίδιο αίμα και την ίδια πίστη–, αναρωτιέται κανείς γιατί μια νέα και πιο εκλεκτή Συμμαχία της Δήλου δεν μπορούσε να γίνει εδώ στην Τήνο.
175 XV Ένα ταξίδι στη Νάξο Είχα πρόθυμα παρατείνει την παραμονή μου στην Τήνο από δύο μέρες σε δύο εβδομάδες,όμως η Πάρος και η Νάξοςμού έγνεφαν να φύγω από τον ομιχλώδη Νότο.Έτσιεπιβιβάστηκα στο «Επτάνησος», ήδη γεμάτο με τους προσκυνητές που επέστρεφαν,και σε ένα ταξίδι απόλυτα ήρεμο περάσαμε στη Σύρα. Αποβιβαστηκαμε εκεί στις δέκα. Βρηκα δύο ξενοδοχεία το «Αγγλία» και το «Ευρώπη», γεμάτα ως την τελευταία μπράντα. Και αφού δεν υπήρχε ένα «Hotel d’ Amerique», με οδήγησαν στον λόφο σε ένα αμερικάνικο προξενικόίδρυμα. Εκεί μετά από αρκετό χτύπημα στην πόρτα και κουδούνισμα ήρθε κάτω πρώτα ένα αγριο σκυλί και λίγο αργότερα ο οικοδεσπότης ο Κύριος Πάντοβα, που συνδυάζει τα καθήκοντα διδασκάλου και τηναξιοπρέπεια του Προξενικού Πράκτορα των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την τελευταία ιδιότητα, τα καθήκοντά του δεν είναι τακτικά, και όχι κουραστικά, και παρόλο που πλησιάζουν μεσάνυχτα,έρχεται με καλή διάθεση να υποδεχτεί τον αρχηγό του από την πρωτεύουσα. Και τώρα βρίσκομαι βολεμένος σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα που κοιτά τη Δήλο.
* Το τελικό πρόγραμμα σε σχέση με τα δρομολόγια στις Κυκλάδες ήταν καθησυχαστικό: ανάμεσα στις Κυριακές μπορείς να περάσεις δύο μέρες στη Νάξο, δύο ακόμα στην Πάρο και μία στην Ίο και να επισκεφθείς τη Μύκονο και την Τήνο, ή μπορείς να δώσεις δύο μέρες, μία στη Νάξο και μία στηνΠάρο, και τρεις στη Θήρα. Ξύπνησα στιςπεντέμισι με ένα υπέροχο φλιτζάνι καφέ, κατέβηκα βιαστικά για να προφτάσω το «Επτάνησος» που θα σήκωνε άγκυρα για τη Νάξο στις επτά. Είχα δηλαδή αρκετή ώρα για πρωινό και για να σχεδιάσω (με τη βοήθεια του φίλουΜακ Τάγκαρτ της Ναυτιλιακής Εταιρίας Μακ Ντάουαλ) το πρόγραμμα της εβδομάδας.* Και είναι εννέα η ώρα όταν ξεκινάμε, αφήνοντας τον Ποσειδώνα και τον Θησέα και κάθε άλλη κλασική κατεργαριά στην άκρη. Μετά το ταρακούνημα που είχα τραβήξει σ’ αυτά τα νερά έναν μήνα πριν, ήταν απόλαυση να βλέπεις την Κυκνία που βράζει καταιγίδες χωρίς ούτε ένα σύννεφο και να νιώθεις τη γαλάζια θάλασσα κάτω τόσο ήρεμη όσο και ο γαλάζιος ουρανός από πάνω. Εκτός από τις υπέροχες μέρες που περνάς σ’ αυτά τα νησιά είναι και η χαρά να πλέεις σ’ αυτήν την ονειρεμένη θάλασσα με το ένα μετά το άλλο τα νησιά να αναδύονται δίνοντας σάρκα και πνοή σε αυτή στην παλιά, πολύ παλιά ιστορία. Έτσι, καθώς βγαίνουμε από την μπούκα του λιμανιού, έχουμε κάτω από τα μάτια μας τα νησιά της Δήλου, με το χαλαρά σπαστό περίγραμμα, απλωμένα χαμηλά στο νερό, ώσπου ν’ 176
ανέβουν σε αρκετό ύψος στη βόρεια άκρη της Μυκόνου – πεδίο μάχης του Ηρακλή και των Γιγάντων.Και μετά, καθώς πάμε Νότια, βγαίνει η Σέριφος πιο καθαρά στα δεξιά μας, με τη μοναχική πόλη της στο αρχαίο τμήμα πάνω από ένα καλό λιμάνι και ακριβώς κάτω από την παλαιά ακρόπολη, που τώρα τη στεφωνώνει ένα μεσαιωνικό κάστρο. Η Σέριφος έχει μια περίπλοκη φήμη. Εδώ ήταν που ο Δίκτυς ο ψαράςψάρεψε το σκαλιστό ξύλινο σεντούκι που είχε μέσα τη Δανάη και τον Περσέα μωρό, που το αθάνατο νανούρισμά του ηχεί ακόμα στις καρδιές μας – χάρη στου Σιμωνίδη τους αθάνατους στίχους. Εδώ, επίσης, αργότερα, όταν ο Βασιλιάς Πολυδεύκτης ξέχασε να συμπεριφερθεί σαν κύριος –ως εγγονός του Αίολου πρέπει να ήταν άγριοαγόρι–, ο Περσέας με ένα τίναγμα της κεφαλής της Γοργόνας μετέτρεψε τη Μεγαλειότητά του και όλους τους υπηκόους σε πέτρα. Και ποιος άλλος ξέρει ότι το μετάλλευμα μαγγάνιο, που το μικρό νησάκι στέλνει στην Αμερική για την παρασκευή του δικού μας χάλυβα Μπέσεμερ μπορεί να εξορύσσσεται από τους πετρωμένους αρχαίους, ή ότι ο σουγιάς σουθα περιέχει λίγο από τη Μεγαλειότητα της Σερίφου; Η καινούργια γενιά των Ιώνων από την Αττική ήταν από καλύτερο υλικό. Με τους γείτονές τους της Σίφνου και της Μήλου αρνήθηκαν γη και ύδωρ όταν οι άλλοι νησιώτες υποτάχθηκαν στους Πέρσες, και 177
*Η δήλωση είναι τώρα εντελώς επιβεβαιωμένη από τις ανασκαφές των Γάλλων στους Δελφούς, εάν το όμορφο οικοδόμημα με τη ζωοφόρο από πάριο μάρμαρο, που βρέθηκε σχεδόν άθικτη, αντιστοιχεί με το θησαυροφυλάκιο των Σιφναίων. οι Τριήρεις της Σερίφου ήταν με τη σωστή πλευρά στη Σαλαμίνα. Ως πιστοί σύμμαχοι της Αθήνας, τότε και στις Αυτοκρατορικές της μέρες, η Σέριφος δικαιούται καλύτερημεταχείρισηαπό τον σαρκασμό της Αττικής κωμωδίας. Η Σίφνος δημιουργεί μια καλύτερη εικόνα, με τη μεγαλύτερη της έκταση και υψόμετρο και το γυμνό και ξεκάθαρο περίγραμμα. Το πέτρωμα είναι ασβεστόλιθος, ενώ της Σερίφου είναι κυρίως σχιστόλιθος με ελάχιστο γρανίτη. Σε ένα υψηλό οροπέδιο σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα είναι φυτεμένη μια αξιοσημείωτη πόλη, κυκλωμένη από οπωροφόρα και κήπους: αυτό είναι το Κάστρο και καταλαμβάνει το σημείο της αρχαίας Σίφνου. Το νησί μοιάζει να δικαιολογεί την παλιά του φήμη της γονιμότητας σε καλαμπόκι, κρασί και λάδι, όμως τα λατομεία χρυσού και αργύρου (που η ετήσια παραγωγή τους μοιράζεται στους κατοίκους, ήδη από τον έκτο αιώνα π.Χ. και τους καθιστά τους πλουσιότερους νησιώτες) έχουν στερέψει. Από το ένα δέκατο του μεταλλεύματος (όπως μας λέει ο Ηρόδοτος) έκτισαν και αφιέρωσαν στους Δελφούς ένα θησαυροφυλάκιο πιο ωραίο από όλα τα άλλα* και η αγορά τους και το δημαρχείο ήταν 178
διακοσμημένα με Παριανό μάρμαρο – μάλλον η πρώτη χρήση αυτού του μαρμάρου στην αρχιτεκτονική. Ίσως γι’ αυτό ρωτούσαν το μαντείο πόσο θα διαρκούσε η ευημερία τους, αλλά δεν κατάλαβαν πολλά από τη Δελφική απάντηση: Όταν ταέδρανα των Πρυτάνεωνλάμψουν ολόλευκα στο νησί της Σίφνου με λευκά φρύδια όλοι στην αγορά – τότε θα χρειαστεί η σοφία ενός αληθινού μάντη. Κίνδυνος θα απειλήσει από ξύλινο επισκέπτη και έναν αγγελιαφόρο στην πορφύρα. Ο κίνδυνος ήρθε (524 π.Χ.) με μία μοίρα κοκκινομάγουλων γαλέρων που τις χειρίζονταν Σαμιώτες εξόριστοι, οι οποίοιζητούσαν δέκα τάλαντα για να συνεχίσουν τον πόλεμο με τον τύραννό τους Πολυκράτη. Αλλά απέτυχαν να κατανοήσουν το σημάδι οι Σιφναίοι και αρνήθηκαν, οπότε «ο ξύλινος επισκέπτης και ο αγγελιαφόρος στην πορφύρα» τούς κέρδισαν στη μάχη, λεηλάτησαν το νησί και πήραν μόνοι τους τα εκατό τάλαντα. Αυτό ήταν η αρχή της κακοδαιμονίας, που πρέπει να κορυφώθηκε όταν (κατά τον Παυσανία) από τσιγγουνιά σταμάτησαν να δίνουν τη δεκάτη τους στους Δελφούς και έτσι η θάλασσα πλημμύρισε και έθαψε τα μεταλλεία τους. Οιανασκαφές του Ρος στο σημείο αυτό δείχνουν πως έγινεπράγματι τέτοια καταστροφή. 179
* Σ.τ.Μ. αρχαίο όνομα της Αντιπάρου. Αφήνοντας τον Ωλίαρο* λίγο στα δεξιά μας, μπαίνουμε στις 11.30 π.μ. στο ευρύχωρο και πολύ ανοιχτό λιμάνι στη βορειοανατολική πλευρά της Πάρου, όπου βρίσκεται κρυμμένη η πόλη, ώσπου να πας γύρω από τον φάρο στη στεριά. Η όψη του νησιού, έτσι όπως είναι γυμνή, είναι ακόμα ευχάριστη. Έχει το γνωστό πεντελικό χρώμα, μόνο με λιγότερο κυρίαρχο το γκρι. Όμως, αφού θα περάσουμε εδώ τρεις μέρες, αυτές οι εντυπώσεις μπορούν να περιμένουν. Καθώς ξεκινάμε πάλι το ταξίδι μας, κοντά στις άγριες ακτές της Πάρου, ένα δελφίνι μάς κρατά συντροφιά για λίγο – είναι το δεύτερο πλάσμα αυτού του είδους που συναντώ στα ελληνική νησιά. Ένας γραφικός φάρος σε ένα κατακόρυφο ακρωτήρι δείχνει την είσοδο του βόρειου λιμανιού της Πάρου, τη Νάουσα, που ο Μπουρσιάν το θεωρούσε μετά το Ναβαρίνο το πιο όμορφο της Ελλάδας, και το οποίο είναι πράγματι (όπως παρατήρησε ο Ρος) αρκετά μεγάλο ώστε να προφυλάξει τους στόλους του κόσμου. Εδώ στάθηκε ο Ρώσικος στόλος το 1771 όταν η Αικατερίνη ΙΙ έπαιζε το ανήθικο παιχνίδι της με τους Έλληνες, και εδώ ο Πας βαν Κρίνεν, που τριγύριζε στο Αιγαίο αρκετά χρόνια ήδη, εντάχθηκε στο στράτευμα και του ανατέθηκεαπό την Αικατερίνη να επιστρατεύσει τους νέους των Κυκλάδων στην Υπηρεσία της. 180
Από τη Νάουσα και μετά η Παριανή ακτή παρουσιάζει μια σειρά από γραφικούς κόλπους και κανάλια. Και γύρωαπό το βορειοανατολικό άκρο βλέπουμε αυτήν την πλευρά της Πάρου, που κατεβαίνει ίσια στη θάλασσα, ενώ ένα μεγάλο μαρμάρινο βουνό, η Μάρπησσα, υψώνει τον όγκο της στο κέντρο. Το κανάλι ανάμεσα στην Πάρο και τη Νάξο είναι μόλις πέντε μίλια πλάτος και στενεύει πιο κάτω σε τρία. Μέσα απ’ αυτό βλέπουμε λίγο την Ίο και τη Σίκινο σε ένα θαμπό μαύρο στον Νότο, και από αρκετά στόματα ακούω το όνομα Νιο... Αυτή η παραφθορά είναι ήδη κοινή, όμως είναιακόμα ασυνήθιστο να ακούς Νικαρία, αν και είναι καθιερωμένο στους χάρτες. Το Ν σ’ αυτές τις παραφθορές είναι το τελευταίο κατάλοιπο από το εἰς τήν (Ἰον κτλ.), μειώνοντας αρχικά σε όπως ʾς τήν πόλιν – που οι Έλληνες το προφέρουν ’ς τήμ βόλιν και την παραφθορά από τους Τούρκους σε Σταμπούλ.Μερικές φορές δίνεις κάτι και το παίρνεις από αλλού, έτσι και η Νάξος για πολύ καιρό ήταν γνωστή ως Αξία. Είναι δύο η ώρα όταν ρίχνουμε άγκυρα στο πέρασμα της Νάξου, γιατί λιμάνι δεν είναι, και με κουπιά πάμε στη στεριά με αναζωογονημένη την πίστη μας στο Αιγαίο. 181
182
183 XVI Η ιστορική Νάξος Η Νάξος, φυτεμένη σαν από παλιά σε έναν λόφο που ξεπηδά από την ακτή και πέφτει κατευθείαν ξανά στα τρία άλλα ακρωτήρια,είναι γραφικότατη – ένα κάστρο του Εδιμβούργου, με τα σοκάκια, στημένο μόνο του στη θάλασσα. Όσο όμως και αν είναι γραφική,σε απολαύσεις χάνει.Το ξενοδοχείο όπου με πηγαίνει ο αχθοφόρος μέσα από τα δρομάκια είναι λίγο καλύτερο από στάβλος στρωμένος με άγριες πέτρες, εκτός από την κουζίνα που είναι χωμένη σε μια γωνία. Από αυτό το ισόγειο πρόχειρα σκαλιά οδηγούν σε μια μεγάλη σοφίτα με αρκετά κρεβάτια και ανοίγματα ολόγυρα, στενά, μικρά κελιά, όπως στουςστενόμακρους κοιτώνεςτου Ουάιτ Χαρτ στο Πίκγουικ. Δεν υπάρχει θέα κι όσο για τον εξαερισμό είναι μόνο εσωτερικός,αν εξαιρέσεις τις ρωγμές του τοίχου. Αναβάλλοντας το θέμα του ύπνου, παραγγέλνω το δείπνο μου από τις κατσαρόλες που εκτίθενται,και ένα ωραίο καρπούζι για να φύγει από το στόμα μου η γεύση, έτσι όλα καλά. Εντωμεταξύ,εμφανίστηκε ο οικοδεσπότης,που ήταν αόρατος ως τότε, και μου είπε (όπως κατάλαβα) πως έχει ένα «μοναστηριακό δωμάτιο» από πάνω. Αρπάχτηκα από τη λέξη,γιατί
184 θυμήθηκα τις χαρούμενες μέρες του Ρος με τον Πατέρα Άγγελο στο Μοναστήρι των Καπουτσίνων, όμως το μοναστήρι όπου με πάει τώρα δεν είναι παρά μια ασβεστωμένη τρώγλη με ένα μοναχικό κελί στη διάθεσή μου. Αν, όμως, η Νάξος δεν διαθέτει πολυτελή καταλύματα,είμαι τουλάχιστον βέβαιος για τον Ναξιώτη που θα με βοηθήσει να αξιοποιήσω στον μέγιστο βαθμό τον χρόνο μου στη σύντομη αυτή επίσκεψη. Ανάμεσα στις αθηναϊκές μας γνωριμίες βρήκαμε τον πιο ευφυή, τον Μιχαήλ Δαμιράλη, έναν αφοσιωμένο φοιτητή και μεταφραστή του Σέξπιρ, που τώρα είναι σε διακοπές (γιατί ανήκει στο προσωπικό της Εθνικής Τράπεζας στο νησί του). Τον βρήκα να μένει με το θείο του το ΔοκτοραΔαμιράλη – αρχίατρος της περιοχής και πολλές φορές εκπρόσωπός της στην ελληνικήκυβέρνηση. Ο γιατρός έχει ένα χαριτωμένο πέτρινο σπίτι στο μικρό ακρωτήρι πάνω από την Αρχαία Πύλη και τα παλιά μάρμαρα στα πατώματα φανερώνουν το ενδιαφέρον του για τη Ναξιώτικη αρχαιολογία. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη,ξεκίνησα με τον φίλο μου για το κτήμα του γιατρού πίσω από τον λόφο του Κάστρου. Στον δρόμο περάσαμε από μια πηγή όπου οι Ναξιώτισσες κοπέλες παίρνουν ακόμα νερό, όπως θα έκαναν και όταν η Αριάδνη ξύπνησε από το μεσημεριανό της ύπνο και ανακάλυψε πως ο Θησέας την είχε εγκαταλείψει και,για
185 να παρηγορηθεί,παντρεύτηκε τον Διόνυσο και την αθανασία. Γιατί αυτή είναι η «πηγή της Αριάδνης» και το Ναξιώτικο κρασί είναι ακόμα το φάρμακο για την πληγωμένη αγάπη. Ο κήπος του γιατρού αποδεικνύεται ευχάριστο σημείο, προστατευμένο από τον άνεμο από τεράστιες πράσινες καλαμιές και φυτεμένο με λεμονιές, πορτοκαλιές κίτρα, ροδακινιές, αχλαδιές συκιές και άλλα οπωροφόρα αρδευόμενα όλα από ένα πηγάδι που δούλευε μουλάρι· στα διπλανά αμπέλια, διακοσμημένα με ένα πέτρινο πάγκο και μαρμάρινο τραπέζι, δειπνούμε με τα πλούσια τσαμπιά που κόβει ο Δαμιράλης ολόκληρες αγκαλιές και τα ξεπλένει στο καθαρό τρεχούμενο νερό. Από την πηγή της Αριάδνης και αυτούς τους τροπικούς κήπους είναι δύσκολη η μετάβαση στην αθλιότητα και τα ερείπια της πόλης, αλλά ο οικοδεσπότης μου, ο Αλέξανδρος, μου έδωσε έναν ξεναγό και σκαρφαλώνουμε και στρίβουμε μέσα από μονοπάτια, που τα περισσότερα έχουν καμάρες από πάνω, με σπίτια που δεν έχουν μόνο μία πρόσοψη, ώσπου να βγούμε επιτέλους στην πίσω πόρτα της παλιάς Νάξου. Περνώντας την καγκελόπορτα ξυπνήσαμε τον μοναδικό καλόγερο στο μοναστήρι των Καπουτσίνων, που δεν θυμίζει καθόλου άξιο διάδοχο του Πατέρα Άγγελου του Ρος και είναι πολύ χαρούμενος που ξεφορτώνεται έναν ξένο που δεν προέρχεται από την αγαπημέ-
* Σε αυτή την περιγραφή έχω αντλήσει από το πρώιμο δοκίμιο του Έρνστ Κούρτιους Νάξος, Βερολίνο 1842 **«Οι κάτοικοι της Νάξου» παρατηρεί παραδόξως ο γεροΤουρνεφόρ, «προσποιούνται ότι ο θεός είχε μεγαλώσει ανάμεσά τους και αυτή η τιμή τούς προσέφερε παντοτινή ευθυμία». Ως απόδειξη, ο ιερέας του Διονύσου την κλασική εποχή υπογράφει ως επώνυμος άρχων τα Ναξιώτικα νομίσματα, που είναι σφραγισμένα με την κεφαλή του θεού με μούσια και στεφάνι. νη του Ρώμη.Υπάρχουν εσωτερικές αυλές και εκκλησίες και πάνω από όλα ένα σωρό χαλάσματα,που ήταν ο πύργος του Μάρκου Σανούδου πριν από επτά αιώνες,όπως και το ίδιο σημείο ήταν η έδρα του Λύγδαμη κάπου δεκαεπτά αιώνες πιο πριν. Το πρώτο σπίτι στο τετράγωνο ακριβώς κάτω από το τείχος, φέρει μια μαρμάρινη πλάκα διακοσμημένη με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και με την επιγραφή «1875: Σωμάριπα». Έτσι,ένας απόγονος του σπιτιού που δέσποζε στην Άνδρο έξι-επτά αιώνες πριν,κρατά ακόμα το κάστρο του Σανούδου και του Λύγδαμη. Τι πέρασμα της Ιστορίας προσφέρει ο Πύργος αυτόςτου Λόφου!* Η Νάξος ήταν πάντα το μαργαριτάρι του Αιγαίου, ο κήπος των Κυκλάδων,όπως είναι μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό και ο Διόνυσος αισθανόταν σαν σπίτι του εδώ και η όμορφη Αριάδνη, αν και ο Θησέας τής έπαιξε άσχημο παιχνίδι, γρήγορα παρηγορήθηκε ξυπνώντας κοντά στην πηγή για να βρει έναν θεό του κρασιού με χρυσαφένια μαλλιά και με ζουμερά δώρα στις διαταγές της.** Από την προϊστο186
ρική εποχή περνάμε εδώ στην εποχή των εμπόρων της Φοινίκης και των Κάρων πειρατών και του βασιλιά της θάλασσας Μίνωα (πατέρα της Αριάδνης), που τους καθάρισε και έβαλε τάξη στο Αιγαίο – ακόμα δεν έχουμε ξεκάθαρη γνώμη, ούτε έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τον ερχομό των Ιώνων,που κατέλαβαν τα δώδεκα νησιά τα οποία περιβάλλουν την Ιερή Δήλο. Όμως, η Νάξος πρέπει να είχε κρατήσει την ηγεμονία αυτής της πρώτης συμμαχίας στο Αιγαίο, δικές τους πρέπει να ήταν η πιο ρωμαλέα παράταξη στρατιωτικών δυνάμεων και οι πιο πλούσιες δωρεέςστις γιορτές στη Δήλο. Και δεν ήταν επαρχιακή δόξα, γιατί μαζί με αυτούς οι Ίωνες και των δύο ηπείρων μαζεύονταν στον βωμό του Απόλλωνα – η κεντρική εστία του ευρύτερου Ιωνικού κόσμου, που ενώνει με τα δεσμά του συγγενικού αίματος και του πολιτισμού τις δύο ακτές που έβλεπαν η μία την άλλη με πανάρχαια εχθρότητα. Καθώς σηκώνεται το πέπλο και η καταγεγραμμένη ιστορία αρχίζει, βλέπουμε πως η ίδια κοινωνική πάλη εδώ στιγματίζει την ανάπτυξη της ελληνικής πόλης κράτους γενικά. Η αριστοκρατία των γαιοκτημόνων με το προσωνύμιο «παχεῖς», που χωρίς αμφιβολία ξεπήδησε από τις πρώτες οικογένειες της Ιωνικής μετανάστευσης, βρίσκει το μονοπώλιο των προνομίων και της δύναμης να απειλείται. Για τιςπαραγωγικές τάξεις που καταφέρνουν να αποκτήσουν πλούτο και κύρος ξε187
προβάλλει ένας αρχηγός,ο Τελεσταγόρας, ένας ευγενής τόσο αγαπητός στους λαϊκούς ανθρώπους, που γεμίζουν δωρεάν το τραπέζι του και,όταν η αριστοκρατία παζαρεύει τις τιμές,η απάντηση είναι πάντα: «Μπα, καλύτερα να τα δώσουμε στον Τελεσταγόρα μας παρά να σου το πουλήσουμε!». Έτσι, «οἱπαχεῖς» ξεφεύγουν και ταλαιπωρούν τον ευγενή δημαγωγό και τις κόρες του, και τότε ο λαός ξεσηκώνεται εναντίον τους και η Νάξος μπαίνει σε καθεστώς τυραννίας. Ένας άλλος Ναξιώτης ευγενής, ο Λύγδαμης, δίνει ένα χέρι βοηθείας στον Πεισίστρατο στον τελευταίο του σφετερισμό. Ο Πεισίστρατος πληρώνει το χρέος τοποθετώντας τον σύμμαχό του ως τύραννο εδώ, και ο τελευταίος βοηθά τον Πολυκράτη στην τυραννία της Σάμου. Έτσι, μια τριπλή συμμαχία συνδέει το Αιγαίο. Σε αυτόν τον πύργο ο Λύγδαμης κρατούσε τους Αθηναίους ομήρους του Πεισίστρατου και από εδώ μπορούσε να βλέπει τα περισσότερα από τα δώδεκα νησιά που αναμφίβολα βρίσκονταν υπότην επιρροή του. Τι έκανε ο Πεισίστρατος για την Αθήνα το δείχνει ακόμα το μεγάλο υδραγωγείο από τον Υμηττό, και το διάσημο όρυγμα του Ευπαλίνου μιλά για την κοινωνική δράση του Πολυκράτη, ενώ αγάλματα διάσπαρτα από τη Σάμο ως τη Βενετία μαρτυρούν μια σχολή γλυπτικής της Νάξου,που δούλευε τα δικά τους χονδρόκοκκα μάρμαρα πολύ πριν και κατάτη διάρκεια της βασιλείας του Λύγδαμη. Πράγματι, ο Αρι188
* Από την επίσκεψή μου και μετά, ο Μπρούνο Σάουερ (Ath. Mitth., xvii, 37-39) ανακάλυψε σχεδόν πενήντα έργα από Ναξιώτικο μάρμαρο – ανάμεσά τους ένα από τα γιγαντιαία λιοντάρια που τώρα φυλάσσουν το Οπλοστάσιο στη Βενετία, ως τον κολοσσιαίο Απόλλωνα (ή, όπως πιστεύει, Διόνυσο), που ξαπλώνει άπρεπα, παγιδευμένος κοντά στο μεταλλείο στο νησί – και επίμονα υποστηρίζει τη θέση του πως όλα αυτά είναι παραγωγή τον λαξευτών της ναξιώτικης πέτρας και χρονολογούνται από το 650 ως το 500 π.Χ. Για έναν αιώνα και πλέον (650-540) αυτοί οι καλλιτέχνες αφιερώθηκαν να τεμαχίζουν πρόχειρα αλύγιστους (stiff) γυμνούς Απόλλωνες για τη Δήλο: μάρτυρας η Μεγάλη Βάση που υπάρχει ακόμα στην αρχική της θέση, παρόλο που ο κολοσσός “από την ίδια πέτρα” που ήταν εκεί τοποθετημένος,δεν υπάρχει πλέον· και ως προς την τεχνοτροπία θυμίζουν τον αρχαϊκό Απόλλωνα από τη Θήρα στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Στο τελευταίο μισό του έκτου αιώνα, αναμφίβολα κάτω από την νέα ώθηση που δόθηκε με την τριπλή συμφωνία των συμμάχων, η οποία διεύρυνε τον ορίζοντα του νησιώτικου κόσμου, η Ναξιώτικη σχολή ελίσσεταιλίγο και τα έργα της τα ζητούν όχι μόνο στη Δήλο, αλλά όπου κυριαρχούσε η λατρεία του Απόλλωνα – όπως αποδεικνύουνευρήματα στο Άκτιο, τα Μέγαρα, την Αθήνα, το Πτώον και τη Σάμο. Από αυτά τα πρώιμα έργα τα περισσότερα είναι από την εποχή της βασιλείας του Λύγδαμη (ας πούμε 530-520 π.Χ.). Όλα είναι από Ναξιώτικο μάρμαρο και (ο Σάουερ υποστηρίζει) από Ναξιώτικα εργαστήρια, εκτός από μία μεμονωμένη περίπτωση,ένα πολύ γνωστό έργο που υπογράφει ένας Ναξιώτης γλύπτης, αλλά είναι από ξένο υλικό και ξενικής προέλευσης, δηλαδή τη στήλη του Ορχομενού από γαλάζιο στοτέλης μάς λέει πως, όταν ο Λύγδαμης, πήρε τα ηνία της διακυβέρνησης,εκποίησε τα υπάρχοντα των εξόριστων «παχέων», ακόμα και ένανμεγάλοαριθμό ημιτελών αναθημάτων – μερικά από τα οποία ακόμα μπορούν να αναγνωριστούν ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα της αυλής του Δόκτορα Δαμιράλη.* 189
Βοιωτικό μάρμαρο –τώρα βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα–, με το εμπνευσμένο ανάγλυφο ενός άνδρα που προσφέρει μια ακρίδα στον σκύλο του, και που υπογράφει ο Αλξήνωρ της Νάξου – έργο που ανάγεται σε ημερομηνία κατοπινή του 500 π.Χ. Η λογοτεχνία μέχρι τώρα δεν μας έχει πει τίποτα γι᾽αυτούς τους Ναξιώτες γλύπτες, όμως ο Παυσανίας διατήρησε για εμάς το όνομα ενός Ναξιώτη λαξευτή πέτρας – του Βύζη, του πρώτου που ανακάλυψε μια μαρμάρινη κεραμιδοσκεπή πολύ πίσω στον έβδομο αιώνα π.Χ. Όμως, η Σπάρτη νικά τον Λύγδαμη,καθώς και τους τυράννους της ηπειρωτικής χώρας, και αποκαθιστά τους «παχεῖς»– που, όμως, ξαναδιώκονται και τώρα βρίσκουν καταφύγιο στον τύραννο της Μιλήτου. Ο Αρισταγόρας,που πολύ καιρό εποφθαλμιούσε τις Κυκλάδες, ακούει με ενδιαφέρον τους εξόριστους,καθώς συζητούν για τη γονιμότητα της Νάξου και τον στρατό με τις οχτώ χιλιάδες ασπίδες και τα πολλά μακριάσκάφη, και με τη φαντασία του βλέπει ήδη τη Μίλητο πρωτεύουσα των Κυκλάδων και τον εαυτό του κυρίαρχο. Όμως, οι δυνάμεις του δεν αρκούν για να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες και να κερδίσει το νησί,και καλεί τον Αρταφέρνη – χρησιμοποιώνταςστους Πέρσες το ίδιο δόλωμα που είχε τσιμπήσει ο ίδιος. Έτσι, την άνοιξη του 499 π.Χ. ένας συμμαχικός στόλος τριακοσίων σκαφών επιτίθεται στο νησί, όμως οι κυβερνήτες τσακώθηκαν στον δρόμο και οι Πέρσες προειδοποιούν τους νησιώτες που φυλάσσουν το κάστρο και αντιστέκονταιστην τετράμηνη πολιορκία με επιτυχία. Περιορισμένος από παντού και 190
με τον φόβο της σύγκρουσης με την Περσία, ο Αρισταγόρας ξεκινά την Ιωνική επανάσταση – έτσι πυροδοτεί μια σειρά ενεργειών, που ο θόρυβός τους θα ακουστεί στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα, και τελικά στις φλογερές κατακτήσεις του Αλέξανδρου. Είναι μια σειρά γεγονότων (όπως παρατηρεί ο Κούρτιους) «που οδηγεί από την οργή των Ναξιωτών ευγενών για τον Τελεσταγόρα στα ερείπια της Περσέπολης».Ασφαλώς,αυτή η παλιά ακρόπολη δεν είναι μικρό ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία. Στον δρόμο για τον Μαραθώνα ο Πέρσης παίρνει εκδίκηση καίγοντας πόλη και ναούς και τραβώντας μαζί του αιχμάλωτους τους λίγους που δενείχαν καταφύγει στα βουνά. Δέκα χρόνια αργότερα η Νάξος,κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, επανδρώνει τέσσερις τριήρεις για τον στόλο του Ξέρξη, όμως λίγο πριν ξεκινήσει η μάχη στη Σαλαμίνα, ο τρίαρχόςτους ο Δημόκριτος γρήγορα τις εντάσσει στην εθνική πλευρά, και τα κατάφερε τόσο καλά που κέρδισε έναν καλό λόγο από τον ιστορικό και μία ευγενική ελεγεία από τον δαφνοστεφανωμένο – ποιητή του πολέμου. Τρίτος στη γραμμή της μάχης οδηγούσε ο Δημόκριτος όταν οι Έλληνες Πολέμησαν δυνατά στη Σαλαμίνα με τους Μήδους στη θάλασσα. Πέντε ήταν τα πλοία των εχθρών που πήρε 191
και ένα έκτο που ξανακέρδισε
το Δωρικό πλήρωμα από το βαρβαρικό χέρι.
Πλαταιές πάλι συμπαραστάθηκεστον αγαθό σκοπό και χωρίς αμφιβολία στη Μυκάλη. Όμως, για όλα αυτά, σύντομα ένιωσε το βαρύ χέρι της Αθήνας,καθώς ήταν η πρώτη που έσπασε τον δεσποτικό έλεγχο της αυτοκρατορικής πόλης και μαστιγώθηκε για να επανέλθει – και να δει τα πλούσια χωράφια της να δοθούν πάλι σε Αθηναίους άρπαγες γης· ο πατέρας του Ευθύφρονα ανάμεσά τους. Όταν πέφτει με τη σειρά της η Αθήνα, η Νάξος με το δίκιο της καλωσορίζει την ηγεμονία των Σπαρτιατών και θα σταθεί ενάντια στη νέα Αθηναϊκή Συμμαχία. Έτσι, αυτή η παλιά ακρόπολη μαρτυρά μία ακόμα κρίση στην ελληνική ιστορία, γιατί στο στενό που πλένει αυτές τις μαρμάρινες ακτές ο Χαβρίας συγκρούεται με τον στόλο των Λακεδαιμονίων (376 π.Χ.) και κάνει πάλι την Αθήνα Κυρία του Αιγαίου, μαζί με τη Νάξο. Από εκείνη την εποχή περνά από χέρι σε χέρι – από τους Πτολεμαίους με τους υιοθετημένους Αιγύπτιους θεούς και τους Ρωμαίους που τη μετατρέπουν σε έναν κόλπο όπως το Μπότανυ Μπέι, και συνέχεια έτσι, ώσπου να σβήσουν τα φώτα της αρχαίας ιστορίας. Τα χρόνια περνούν χωρίς σημάδια και η μόνη φωτεινή στιγμή που βλέπουμε τη Νάξο,μας δείχνει τον 192
Έσωσε
Στις
* Ο ευγενής Ιουδαίος είναι ακόμα κάτι νεωτερικό στον δέκατο έκτο αιώνα και η ιστορία του Δούκα Ιωσήφ Νάζη (αλλιώς Χοάο Μικέθ) αξίζει να ειπωθεί. Μαζί με άλλους πρόσφυγες από θρησκευτικούς διωγμούς στην πατρίδα του, υποχρεώθηκε να εκχριστιανιστεί, κατόπιν διεκδίκησε θρησκευτική ελευθερία (και σέκελ) από την Ημισέληνο. Και χάρη στις ικανότητές του και την πλούσια εβραία με την οποία κλέφτηκε, έγινε ο Ρότσιλντ της εποχής του. Με τα δάνεια, τα ωραία δείπνα και τα εκλεκτά κρασιά, έγινε προστατευόμενος του διαδόχου Σελίμ, ώσπου αυτός του υποσχέθηκε να τον χρίσει Βασιλέα της Κύπρου εφόσον την κατακτούσε. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ο Σελίμ ανέλαβε τον θρόνο την ώρα που οι δυΜάρκο Σανούδο, έναν σταυροφόρο ευγενή από τη Βενετία, που ξανακτίζει τον πύργο του Λύγδαμη και από εκεί να εκστρατεύει για να καταλάβει τις Κυκλάδες, ώσπου να βασιλέψει εδώ ως πρίγκιπας της Λατινικής Αυτοκρατορίας και Δούκας του Αιγαίου. Ο πρώτος στη γραμμή που απολαμβάνει το αξίωμα για εκατόν εξήντα πέντε χρόνια (1207-1372μ.Χ.). Γιατί οι Σανούδοι έκτισαν το βασίλειό τους σε πιο σταθερές βάσεις από αυτές της σύντομης Λατινικής Αυτοκρατορίας και κυβέρνησαν κάτω από τη νέα Ελληνική Αυτοκρατορία και κράτησαν τη δική τους με πείσμα ενάντια στον Τούρκο. Όμως, κάποια στιγμή ο Φραντσέσκος Κρίσπι της Μήλου υφαρπάζει(διαπράττοντας φόνο) το αξίωμα του δούκα και τον ακολούθησαν άλλοι έντεκα της σειράς του (1372-1566), που πέφτουν σε τρικυμιώδεις εποχές,και τελικά παραχωρείται ο θρόνος του Αιγαίου σε έναν πλούσιο Πορτογάλο Εβραίο!* Αυτός ο πρίγκιπας από το Ισ193
σαρεστημένοι της Νάξου είχαν εξεγερθεί κατά του εικοστού πρώτου και τελευταίου Δούκα, του Ιάκωβου Κρίστι, του πτωχευμένου και που στράφηκε, όπως οι επαναστάτες εναντίον του Λύγδαμη, στράφηκαν προ είκοσι αιώνων, για βοήθεια στην Ανατολή. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ο Σελίμ αμέσως κατονόμασε τον εβραίο τραπεζίτη και έμπορο οίνου ως άρχοντά τους με τον τίτλο Ιωσήφ Ναζή, με τη χάρη του Θεού, Δούκα του Αιγαίου Πελάγους και κύριο των δώδεκα νήσων. Έτσι (όπως παρατηρεί ο Κούρτιους), ο πρώτος στόχος του φιλόδοξου εβραίου να απλώσει την επιρροή του στα πλούσια σε αμπέλια νησιά του Αιγαίου, επετεύχθη· γιατί η δεκάτη του κρασιού (έφτανε τις 15.000 κορώνες τον χρόνο) ήταν πρωταρχική και η πρώτη του επιχείρηση ήταν να εξαπολύσει επίθεση στην Τήνο ώστε να προσαρτήσει το νησί που παρήγαγε το περίφημο Μαλβαζία. Όμως, η απληστία και η φιλοδοξία του δεν είχαν κορεστεί, και θεωρείται ότι προκάλεσε την πυρκαγιά στο οπλοστάσιο της Βενετίας ώστε να εξασθενήσει τη δημοκρατία και να επισπεύσει την πτώση της Κύπρου, στην οποία επρόκειτο να βασιλέψει. Παραταύτα, ο στόχος του ποτέ δεν επετεύχθη: όχι μόνο δεν έχασε την Κύπρο η Βενετία, αλλά επρόκειτο να ξανακερδίσει για λίγο τον έλεγχο της Νάξου. ραήλ,με πολλές επιχειρήσεις στο Χρυσό Κέρας και βέβαιος μόνο για τη φθονερή υποδοχή στο καινούργιο του βασίλειο, αρκέστηκε να κυβερνά μέσω αντικαταστάτη, ενός Ισπανού αριστοκράτη, του Φραντσέσκο Κορονέλο, που τον έστειλε από το παλάτι του στο Πέρα και ο οποίος διοικούσε τη Νάξο με μεγάλη αποδοχή, όσο ζούσε. Αυτό ήταν το τέλος των δουκών στο Αιγαίο και από τότε η Νάξος διοικούνταν απευθείας από την Πύλη, πληρώνοντας την καθιερωμένη συμμετοχή στον Καπουντάν Πασά στην ετήσια περιοδεία του, παρ’ όλες τις εκάστοτε προσπά194
* Τουρνεφορ «Ταξίδι στην Ανατολή» i, 229. θειες των Φράγκων να φέρουν πίσω τις ημέρες της φεουδαρχίας. Ώσπου ήρθε η ώρα, και το όνειρο του ποιητή πως η Ελλάδα μπορεί ακόμα να είναι ελεύθερη, γίνεται πραγματικότητα για τη Νάξο και την αδελφή της, τις Κυκλάδες, αν όχι για όλα τα νησιά της Ελλάδας. Από τους τριάντα αιώνες που μας κοιτούν ψηλά από το παλιό κάστρο, η ιστορία μάς δίνει μικρά και σκόρπια στοιχεία. Όμως, ένας παλιός ταξιδευτής μάς άφησε μια ενδιαφέρουσα εικόνα της Νάξου, όπως τη βρήκε διακόσια χρόνια πριν. Καθώς Το Ταξίδι του Τουρνεφόρ δεν είναι εύκολο να το βρει ο καθένας, είτε στην πρωτότυπη γαλλική έκδοσή του, ή στην ιδιότυπη παλιά αγγλική μετάφραση, δοκιμάζω να την ξαναζωντανέψω εδώ:* «Το κάστρο βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο της Πόλης – είναι κυκλικό και στα πλάγια έχει μεγάλους Πύργους, και εκεί μέσα είναι μια μεγάλη πλατεία που οι τοίχοι της είναι πολύ παχείς και αυτό ήταν το Παλάτι των Δουκών. Οι απόγονοι των Λατίνων ευγενών που εγκαταστάθηκαν στο νησί υπό την ηγεμονία των πριγκίπων αυτών κατέχουν ακόμα τη σκήτη αυτού του πύργου. Οι Έλληνες, που είναι πολλοί περισσότεροι, απολαμβάνουν τα πάντα από τον Πύργο ως τη θάλασσα. Η εχθρότητα ανάμεσα στους Έλληνες και 195
196 τη Λατινική αριστοκρατία είναι αγεφύρωτη: οι Λατίνοι θα προτιμούσαν να κάνουν δεσμό με τον χειρότερο χωριάτη παρά να παντρευτούν Ελληνίδες γυναίκες: αυτό τους έκανε να εξασφαλίσουν από τη Ρώμη την άδεια να παντρεύονται με τους Γερμανούς εξαδέλφους. Οι Τούρκοι αντιμετωπίζουν αυτούς τους δύο ειδών κυρίους ακριβώς το ίδιο. Μόλις φτάσει ο χαμηλότερος Μπέης μιας φορτηγίδας, ούτε οι Λατίνοι ούτε οι Έλληνες τολμούν να εμφανιστούν παρά μόνο με κόκκινα σκουφιά, όπως οι δούλοι στις γαλέρες, και τρέμουν μπροστά στους πιο ασήμαντους υπαξιωματικούς. Μόλις αποσύρονται οι Τούρκοι, η Ναξιώτικη αριστοκρατία ξαναποκτά την πρότερη Υπεροψία. Δεν βλέπεις παρά μόνο σκούφους βελούδινους και δεν ακούς παρά μόνο για Γενεαλογικα Δέντρα: μερικοί συμπεραίνουν πως κατάγονται από τους Παλαιολόγους ή τους Κομνηνούς, άλλοι από τους Ιουστινιανούς, τους Γκριμάλντι, τους Σωμαρίπα. » Ο Μεγάλος Άρχοντας δεν χρειάζεται να φοβάται καμιά Επανάσταση σε αυτό το νησί· τη στιγμή που ένας Λατίνος κινείται, οι Έλληνες ειδοποιούν τον Κατή και, αν ένας Έλληνας ανοίξει το στόμα του, ο Κατής ξέρει τι εννοούσε πριν το κλείσει. Οι Κυρίες εδώ είναι κωμικά ματαιόδοξες, τις βλέπεις να επιστρέφουν από την εξοχή μετά τον τρύγο με μια ακολουθία 30 ή 40 γυναικών, οι μισές με τα πόδια και οι μισές με γαϊδούρια – η μία κουβαλά στο κεφάλι
197 της μια βαμβακερή πετσέτα ή δύο, ή μια φούστα της Κυρίας της, μια άλλη προχωρά κρατώντας στο χέρι ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα πήλινο βραστήρα ή μερικά πήλινα πιάτα. Όλα τα έπιπλα του σπιτιού βγαίνουν στη φόρα και η Κυρία σοβαρή, καβάλα κάνει την είσοδό της στην πόλη, με ένα είδος Θριάμβου επικεφαλής αυτής της πομπής. Τα παιδιά είναι στη μέση αυτής της καβαλαρίας και ο σύζυγος συνήθως ακολουθεί στο τέλος της πομπής. Οι ευγενείς της Ναξίας μένουν πάντα στην εξοχή, στα Κάστρα τους, που είναι αρκετά όμορφοι τετράγωνοι πύργοι, και επισκέπτονται ο ένας τον άλλον πολύ σπανίως: η εργασία τους είναι κυρίως το κυνήγι. Όταν έρθει ένα φίλος να τους δει, διατάσσουν έναν από τους υπηρέτες να οδηγήσει τον πρώτο χοίρο ή μοσχάρι που μπορεί να πετύχει στα χωράφια τους: έτσι το ζώο, αποκομμένο, όπως το λένε, κατάσχεται και σφάζεται σύμφωνα με το έθιμο της χώρας, και γιορτάζουν πάνω από το κουφάρι». Τέτοια είναι η εικόνα της Ναξιώτικης κοινωνίας, όπως τη σκιαγραφεί αυτός ο αξιόλογος προκάτοχος του Εντμόντ Αμπού, που μας δείχνει, επίσης, πως η ηγεμονία του Τούρκου, όπως και οι ανέσεις των Ελλήνων, περιοριζόταν από τους Φράγκους κουρσάρους. «Οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να εμφανιστούν πολύ σε αυτά τα νησιά πριν από την αποχώρηση των Πει-
ρατών, που πολύ συχνά πήγαιναν και τους έπιαναν από τα γένια και τους έπαιρναν μαζί τους στα πλοία και τους έκαναν σκλάβους. Οι Πειρατές μας μερικές φορές είχαν προστατεύσει τη Χριστιανοσύνη περισσότερο από τους δραστήριους ιεραπόστολους: το βεβαιώνει το ακόλουθο παράδειγμα. Λίγα χρόνια πριν δέκα ή μια δωδεκάδα οικογένειες της Νάξου αγκάλιασαν τη Μωαμεθανική θρησκεία· οι Χριστιανοί της Λατινικής κοινότητας έβαλαν τους Πειρατές να τους αρπάξουν και να τους πάνε στη Μάλτα. Από τότε κανείς δεν σκέφθηκε πως άξιζε τον κόπο να γίνεις Μωαμεθανός στη Νάξο. Οι πιο φημισμένοι πειρατές του Αρχιπελάγους δεν είχαν τίποτα το φοβερό εκτός από το όνομα. Ήταν άνδρες ποιότητας και ξεχωριστής γενναιότητας, που απλώς ακολουθούσαν τη μόδα των καιρών στους οποίους ζούσαν. Οι Κύριοι ντε Βαλμπέλ, Γκαρντάν, Κολόνγκ δεν έγιναν υποναύαρχοι του βασιλικού στόλου αφότου ταξίδεψαν ενάντια στους απίστους. Πόσοι Ιππότες της Μάλτας δεν βλέπουμε να υποστηρίζουν στο Λεβάντε το όνομα της χριστιανοσύνης κάτω από τα λάβαρα της θρησκείας. Αυτοί οι κύριοι αποδίδουν δικαιοσύνη λογοδοτώντας στον εαυτό τους. Αν ένας Έλληνας προσβάλλει έναν χριστιανό της Λατινικής κοινότητας, ο τελευταίος δεν χρειάζεται παρά να παραπονεθεί στον πρώτο Καπετάνιο που μπαίνει στο λιμάνι. Ο Έλληνας καλείται και τον παίρνουν αν αρνηθεί να υπακούσει, και τον ραβδίζουν 198
* Δεν είναι μεγάλο ποσό, αν μπορούμε να εμπιστευτούμε έναν Άγγλο οποίος επισκέφθηκε το νησί πριν από τον Tournefort (Bernard Randolph, «Η σημερινή κατάσταση των νησιών του Αρχιπελάγους», Οξφόρδη, 1687): «Ένας Γάλλος έμπορος αγόρασε 5.000 βαρέλια κρασί, ενώ ήμουν εκεί, που του κόστισαν μισό δολάριο ανά βαρέλι, το οποίο είναι περίπου μισή κορώνα αγγλική για 15 γαλόνια καλό κρασί. Ποσότητες από διάφορα είδη είναι άφθονες,πέρδικες και άλλα πουλερικά είναι εδώ σε πληθώρα. Οι κάτοικοι ζουν καλύτερα από τους περισσότερους νησιώτες, εφάμιλλα με τους κατοίκους της Τήνου και της Χίου.Ο συνολικός πληθυσμός», προσθέτει, «δεν είναι πάνω από 5.000». αν έχει κάνει σφάλμα. Οι Καπεταναίοι σταματούν τις προσφυγές στον νόμο, χωρίς δικηγόρους ή συνηγόρους. Η απόδειξη μεταφέρεται στο πλοίο και η παράταξη εναντίον της οποίας γίνεται η δίκη καταδικάζεται να ικανοποιήσει με Χρήματα ή στεγνό μαστίγωμα. Όλα αυτά γίνονται δωρεάν από τους Δικαστές, χωρίς αμοιβή ή ανταμοιβή, εκτός ίσως από ένα βαρέλι κρασί ή ένα καλό παχουλό μοσχάρι».* Ακολουθώντας τις οδηγίες του γερο-μοναχού, κατεβαίνουμε από την πρόσοψη του κάστρου και μπαίνουμε μέσα με τον οικοδεσπότη μου, που όντας συμπατριώτης του Τρικούπη από το Μεσολόγγι έδωσε στο πανδοχείο του το όνομα «Αιτωλοακαρνανία». Είναι εγκαταστημένοςεδώ είκοσι χρόνια,ενίοτε ως κλητήρας στα μεταλλεία σμύριδας, τρόπον τινά αρχαιολόγος, επειδή είχε υπηρετήσει ως δραγουμάνος στον Ρίτσαρντ Λέψιους, τον Άλμπερτ Θαμπ, τον Ερεν199
200 μπούργκ και άλλους ξένους επισκέπτες στο νησί.Και ενώ η εμφάνιση δεν τον βοηθά,αποδεικνύεται αξιοπρεπέστατος οικοδεσπότης. Το βράδυ τρώω ωραία παϊδάκια αρνιού,ψημένα στα κάρβουνα, με κρεμμύδια, πεπόνι και ανεκτό ρετσινάτο. Και με όλα αυτά χαίρομαι να κάθομαι στο άθλιο σπίτι του και να συζητώ μαζί του και με τους περαστικούς επισκέπτες του. Όμως, για τις αποπνικτικές νύκτες μου στο πατάρι –στριμωγμένος σε ορθή γωνία με τον γερο-Παριανό,που έγινε ο συνοδοιπόρος μου στα ταξίδια από εκεί και πέρα– ας μη μιλάμε καλύτερα. Η δεύτερη Ναξιώτικη μέρα μου αφιερώθηκε στην ύπαιθρο. Ξεκινώντας στις δέκα, με ένα γαϊδούρι και οδηγό, πήραμε τον δρόμο ανάμεσα στο κάστρο και την παραλία,μέσα από δρόμους τόσο στενούς,που μερικές φορές ο πεζός έπρεπε να στριμωχτεί σε ένα άνοιγμα πόρτας για να αφήσει τον αναβάτη να περάσει. Αν και η πόρτα είναι συχνά φτιαγμένη από καθαρό λευκό μάρμαρο – σε πολλά σημεία έντεχνα σκαλισμένη. Όμως, οι δρόμοι της υπαίθρου δημιουργούν μια ευχάριστη αντίθεση – ένας φαρδύς πλακοστρωμένος καρόδρομος, χωρίς ίχνη από ρόδες, καθώς η Νάξος φαίνεται να είναι απαλλαγμένη από κάρα ή άμαξες – με απέραντα αμπέλια και από τις δύο πλευρές, μαντρωμένα με ψηλά καλάμια ή πιο συχνά με φράκτες αλόης, όπου το απαλό πράσινο δίνει μια πιο ευχάριστη εντύπωση παρά οι γκρίζοι ανδριακοί τοίχοι
201 από σχιστόλιθο. Οι χωρικοί, κουβαλώντας τα σταφύλια στην αγορά, μας χαιρετούν με ένα «γεια σας» (εν συντομία το εἰς τήν υγιείαν σας): στο νησί του Διόνυσου,πράγματι όταν λένε στην υγεία σου, αυτό είναι ο κοινός χαιρετισμός. Μετά από μισή ώρα σε αυτή την πλούσια πεδιάδα, σιγά σιγά ανεβαίνουμε σε μια κομματιασμένη ύπαιθρο,στρωμένη με πελώριουςβράχους γρανίτη, που θυμίζουν τη Νέα Αγγλία, και ξεκουράζεσαι στην πηγή στο σταυροδρόμι κάτω από τον πλάτανο – μια πιο ταιριαστή πηγή της Αριάδνης από αυτή στην άκρη της πόλης. Πάνω από την πηγή είναι ένα εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι, στο οποίο στέκεται ένα μεγάλο βυζαντινό κιονόκρανο και μια Ιωνική βάση. Με αυτά τα στοιχεία μπορεί κανείς να στήσει τρεις τόπους λατρείας. Είναι,πράγματι,κατάλληλο σημείο για να καλέσεις έναν ιδρυτή ναού: καθαρός γρανίτης για να κτίσεις,και μια υπέροχη θέα είτε στρέψεις τα μάτια στους λόφους του γρανίτη ή στη χαμογελαστή θάλασσα και πιο πέρα στα μαρμάρινα βουνά της Πάρου. Κάτω από εμάς,σε ένα είδος επίπεδης λεκάνης, είναι μια κωμόπολη – πλούσιοικήποιγύρω απόμια ομάδα κτιρίων, εν μέρει παλιά ενετικά, με ένα λευκό ελληνικό μέγαρο στο κέντρο. Ο φαρδύς δρόμος στα δεξιά, που μόλις είχαμε αφήσει, οδηγεί από μια λευκή μαρμάρινη γέφυρα σε ένα χαριτωμένο χωριό πάνω στους λόφους. Και νότια η πεδιάδα παρουσιάζει μια

Wasser

Feuer und

202 πράσινη έκταση αντάξια της παλιάς Νάξου. Καλοσπαρμένη και καλοποτισμένη, δίνει δύο συγκομιδές τον χρόνο, μία κριθάρι και μια δεύτερη βαμβάκι ή πεπόνι. Συνεχίζοντας γύρω από το βουνό από έναν δρόμο χαραγμένο στο ζωντανό γρανίτη, ακολουθούμε τη φορά ενός χειμάρρου σκεπασμένη από πλατάνια και πικροδάφνες,και έτσι μπαίνουμε στην Αρκαδική κοιλάδα με τα δύο χωριά. Το μεγαλύτερο,οι Μέλανες, μισή ώρα ανατολικά, είναι ο προορισμός μας. Ακολουθώντας πάντα τη ροή του νερού, όπου κάπουκάπου σχηματίζεται μια δεξαμενή, και με άφθονα πλατάνια, ανηφορίζουμε πάνω από μια αποκάλυψη λευκού μαρμάρου στο χωριό.Είναι στο νότιο μέρος της κοιλάδας, ενώ τα περίφημα περιβόλια που προκάλεσαναυτό το ζεστό ταξίδι, είναι από την άλλη, και περνώντας από εκεί δεν υπάρχει τρόπος να γυρίσουμε στο μονοπάτι μας για μία ώρα.Ο αγωγιάτης εσκεμμένα με παράσυρε, με σκοπό να επισκεφθεί το σπίτι του με δικά μου έξοδα. Γιατί το καφενείο του χωριού με τη χαριτωμένη Καλλιόπη,την ιδιοκτήτρια,είναι δική του οικογενειακήεπιχείρηση. Όμως, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσες να βρεις ένα ζεστό μεσημέρι: υπήρχε μια δροσερή σκιά, φρέσκα αυγά, καλό ψωμί, σύκα που έλιωναν στο στόμα, γλυκύτατα σταφύλια και Ναξιώτικο κρασί,όπως αυτό που νέος ήπιε ο Ερνστ Κούρτιους πενήντα χρόνια πριν –hell wie
der
aber voll
Geist, (διά-
Quelle,
203
όπως το νερό του πηγαδιού,όμως όλο φωτιά και οινόπνευμα), όπως το λέει (στο «Νάξος»,σελ. 7).Μετά από αυτή τη γιορτή, που κορυφώθηκε με έναν καλό τούρκικο καφέ και μια μικρή σιέστα, είμαι σχεδόν έτοιμος να συγχωρήσω τον μικρό κατεργάρη, ώσπου ανακάλυψα πως καιροφυλαχτούσε ψύχραιμα στο σπίτι,και το διαβολάκι του καφενείου θα τον διαδεχόταν στην υπηρεσία μου. Τότε,πράγματι, ένιωσα την αδυναμία μου στο ελληνικό υβρεολόγιο και θα ήθελα λίγη από την αναίδεια του Αρχίλοχου. Απέναντι από το φαράγγι χωρίς γέφυρα λάμπουν τα κάτασπρα σπίτια των «Κήπων» και ο ψηλός τετράγωνος πύργος,που ήταν το πρώτο κάστρο του Σανούδου στη Νάξο. Αυτή η περιοχή με το δάσος από ελιές, πορτοκάλια και λεμόνια, πρέπει να ήταν πάντα οι «Κήποι» par excellence του νησιού – το καλύτερα συντηρημένο κατάλοιπο της αριστοκρατικής τάξης των γαιοκτημόνων που περιφρόνησαν τον Τελεσταγόρα, από την εποχή των μεγάλων εξερευνητών της αυλής του Δούκα,τους οποίους διασκέδαζαν τα τραγούδια των Τροβαδούρων,όταν έβγαιναν στον αέρα εκεί όπου άλλοτε αντηχούσαν οι ωδές της Σαπφούς και του Ανακρέοντα.Φαντάσου τις σκηνές που γνώρισε αυτός ο τωρινός ήρεμος παράδεισος όταν –δώδεκα χρόνια πριν ο Κολόμβος βρει τον νέο κόσμο– οι πρίγκιπες και οι ευγενείς των Δώδεκα νησιών μαζεύονταν στη Ναξιώτικη Αυλή για να παρασταθούν
φανο
σε έναν επίσημο γάμο, του οποίου τα γλέντιακρατούσαν έναν μήνα. Ο Πίνδαρος σε μία από τις καλύτερες ωδές του μας λέει πως «στη λαμπερή Νάξο πέθαναν παλιά, λένε, τα παιδιά της Ιφιμέδειας, ο Ώτος και εσύ, αναιδή πρίγκιπα Εφιάλτη», και εδώ στις Μέλανες αυτός ο απολαυστικός Γερμανός, ο Πατς βον Κρίνεν, βρήκε την επιγραφή-ορόσημο του ιερού(ὅρος τεμένους τοῦ Ὠτου καὶ Ἐφιάλτου) – ένα εύρημα το οποίο επιβεβαιώνει πλήρως ο Λούντβιχ Ρος. Αν αυτός ήταν ο τάφος των γιγάντων, όπως υπέθεσε ο Πατς, ήταν αρχοντικά φυλαγμένος. Στα βορειοανατολικα η Κόρωνοςυψώνει την κοφτερή λαμπερή πυραμίδα της και πιο ανατολικά και νότια μια άλλη μαρμάρινη κορφή διαγράφεται. Γιατί τα βουνά της Νάξου είναι γρανιτένιοι όγκοι,που στην κορυφή έχουν κοφτερό μάρμαρο. Αυτό εξηγεί το επίθετο του Πίνδαρου (λιπαρά),που βάζει τη Νάξο στην ίδια κατηγορία με τη «λαμπερή, στεφανωμένη με βιολέτες Αθήνα» του; Πίσω στο σπίτι στις 5.20, λίγη ξεκούραση και μετά πάλι με κουπί στο νησάκι,για να δούμε το ηλιοβασίλεμα μέσα από τηνπερίφημη Πορτάρα. Είναι μια πύλη σχηματισμένη από τρεις πελώριους μονόλιθους, οι αψιδοστάτες έχουν κάπου οκτώμέτρα ύψος και το υπέρθυρο έξιμέτρα μήκος, και δίνουν μια πόρτα τουλάχιστον έξι επί τέσσεραμέτρα καθαρά – όλα από 204
* Τώρα του Ποσειδώνα χάρη στη σκαπάνη του Στάες. το άγριο λευκό μάρμαρο από το οποίο οι Ναξιώτες γλύπτες πελεκούσαν τους πρωτόγονους κολοσσιαίους Απόλλωνες,και τη μεγάλη βάση στη Δήλο,που ακόμα περήφανα δηλώνει: «Είμαι από μία πέτρα μόνο». Η Ελλάδα είναι πλούσια σε αρχαίες πύλες, που έχουν χάσει όμως την αποστολή τους. Έχω ήδη αναφέρει αυτήν της Άνδρου. Στην Αθήνα έχουμε την αριστοκρατική πύλη της Αθηνάς της Αρχηγέτιδας και την εξεζητημένη του Αδριανού. Στη Μεσσήνη, κάτω από το όρος Ιθώμη, την υπέροχη κυκλική πύλη που έκτισε ο Επαμεινώνδας.Οι περισσότερες λένε την δική τους ιστορία: μόνο αυτή της Άνδρου στέκεται βουβή και περιμένει τη φαντασία να τηβοηθήσει. Αυτή η Πύλη της Νάξου τώρα είναι ένα μισοκρυμμένο μυστικό, γιατί από πίσω της, μισοξεσκέπαστα, υπάρχουν τα θεμέλια του σηκού ενός ναού, η παράδοση λέει του Διόνυσου. Αυτό πρέπει να είναι αλήθεια αν λάβουμε υπόψη τα πρωτεία του θεού του κρασιού στη Νάξο. Ο ιερέας του ήταν «επώνυμος αρχή» στο νησί, και τα νομίσματα είχαν χαραγμένη τη μορφή του. Φαίνεται δε πως έφεραν και το όνομά του (Διονύσια, όπως και Δία). Έτσι,ο ναός εδώ θα έστεκε όπως και της Αθηνάς στο Σούνιο* ,για να προκαλεί ή να καλωσορίζει όσους έρχονται στο κατώφλι του θεού. Σε αυτό το καθήκον τώρα τον έχει διαδεχθεί 205
μια μικρή ασβεστωμένη εκκλησία στην άκρη του άγριου παλιού γρανιτένιου μόλου,όπου οι ναύτες προσεύχονται στην Παναγία του Λιμανιού. Άλλη μια σκληρή νύχτα στο «Αιτωλοακαρνανικό» μου κελάρι και συνέρχομαι με τον καφέ και τα αυγά του πρωινού – πληρώνω τον λογαριασμό μου (12,5 δραχμές για δύο μέρες διασκέδαση,μαζί με τον οδηγό και την καβαλαρία για την εκδρομή μου στις Μέλανες) και πάμε κάτω στην παραλία. Δεν έχει πλοίο, η μηχανή χαλασμένη στην Αμοργό και η άφιξη εδώ αβέβαιη. Ο αέρας και τα κύματα ουρλιάζουν στον κυματοθραύστη.Απειλήθηκα να περάσω με γάιδαρο στον Άγιο Προκόπιο, μία ώρα μακριά, καθώς τα πλοία δεν μπαίνουν στο λιμάνι με τέτοιακακοκαιρία. Ο Δαμιράλης με έναν στρατιωτικό φίλο έρχεται μαζί μου στην ακροθαλασσιά και μου συστήνει τον Σομμαρίπα, που φυσικά μας προφέρει καφέ al fresco και πολλή συζήτηση. Ο τωρινός εκπρόσωπος των παλαιών αρχόντων της Άνδρου είναι ξανθός σαν Σκανδιναβός,με μια μακριά γκρίζα γενειάδα,και υπηρετεί το λειτούργημα του συμβολαιογράφου. Το μαρμάρινο σπίτι κάτω από τον γκρεμισμένο πύργο του Σανούδου είναι δικό του και το εξοχικό του είναι ανάμεσα σε αυτούς τους όμορφους κήπους που είδα χθες στις Μέλανες. Ο τετράγωνος πύργος εκεί, μου λέει, ήταν το σπίτι όπου ο Μάρκος κατέφευγε για να χαλαρώσει και να διασκεδάσει, και το πρώτο όπου εγκα206
* O Λάμπων της Αίγινας «μεταξύ των αθλητών είναι σαν τον Ναξιώτικο μπρούντζινο ακονόλιθο ανάμεσα στις άλλες πέτρες». Η σμύριδα είναι το βασικό προϊόν της Νάξου, όπως το μάρμαρο για την Πάρο. ταστάθηκαν Ενετοί στη Νάξο. Αν μείνω ακόμα λίγες μέρες,θα με πάει στο μεταλλείο σμύριδας στα ανατολικά του νησιού, επτά ώρες απόσταση. Λαχταρώ για έναν πινδαρικό ακονόλιθοτης Νάξου* και θα χαιρόμουν την παρέα ενός Ενετού αριστοκράτη, βελτιωμένου ύστερα από επτά αιώνες εξελληνισμού, όμως το πρόγραμμά μου δεν αντέχει αυτήν την παρεκτροπή. Ρωτώ για την οικογένεια Παλαιολόγου, που πέρασα από τον κήπο τους στον δρόμο για την εξοχή, και είδα χαμόγελα γύρω. Είναι ένα όνομα που το οικειοποιήθηκαν μόλις προχθές, όπως λένε οι Έλληνες,στη θέση ενός λαϊκού. Γνωρίζοντας τους τρόπους της επαρχίας, το πιστεύω. Δεν μπορείς να βασιστείς στα ελληνικά επίθετα, και οι Μπαρότσι,από τους οποίους αγόρασα δύο δοχεία για μουστάρδα για ένα λεπτό,μπορεί να μην κατάγονται από Ενετούς γαλαζοαίματους. Η Νάξος έχει την αγορά της, που μου θυμίζει εκείνη του Άργους και τις πρώτες σελίδεςτου Ηρόδοτου: αυτό το μικρό τετράγωνο άμμου κοντά στην αποβάθρα δεν είναι μόνο ο απογευματινός περίπατος της élite των Ναξιωτών –παράγουν και ένα εντυπωσιακά τολμηρό και αστικό θέαμα–, αλλά εδώ απλώνονται τα είδη εισαγωγής προς πώληση. Το πιο δια207

».

208 κριτό είδος τώρα είναι τα σιφναίικα κεραμεικά – ένα απλό, κόκκινο είδος,βαρύ σαν πέτρα. Η μικρή προβλήτα είναι καλυμμένη με μεγάλα κοφίνια με φρούτα (ανάμεσά τους και ο καρπός του κίτρου) και πάνω στην άμμο μεγάλες στοίβες πεπόνια – και όλα περιμένουν το καράβι. Αυτά τα προϊόντα κι ένα φορτίο από μοσχάρια για την αγορά της Σύρας, είναι η κυρίως εξαγωγή. Γύρω στις 12.30 το ατμόπλοιο έπαιρνε τη στροφή στο ακρωτήρι Προκόπιος. Προμηθεύτηκα φρέσκα αυγά και πεπόνι στου Αλέξανδρου, έγραψα το όνομά μου, πήγα με τον Δαμιράλη να πάρω το εισιτήριό μου για την Πάρο και να πάω με τη βάρκα στο
Επτάνησος
«
209 XVII Πάρος: το νησί του μαρμάρου Τέσσερις μέρες για την πατρίδα του Αρχίλοχου και του Σκόπα, με τα μαρμάρινα βουνά και την Εκκλησία την Εκατονταπυλιανή! Δεν ήταν με λίγησυγκίνηση που πάτησα τη μαρμάρινη προβλήτα της Πάρου, και ο ενθουσιασμός της στιγμής πρόλαβε τις κακοτυχίες, γιατί δεν ήξερα πολλά πράγματα: πού να βρω κρεβάτι ή κατάλυμα για την παραμονή μου. Μία εβδομάδα πριν μπορεί να είχα ακολουθήσει τους προσκυνητές και να είχα κοιμηθεί στην Παναγία την Εκατονταπυλιανή, που είναι ανοιχτή στο πανηγύρι της. Όμως, οι προσκυνητές ήδη έφευγαν καθώς ερχόμασταν εμείς. Όμως, είχα ένα γράμμα, δείγμα φιλίας, από τον Σεξπηρικό μου φίλο στη Νάξο,προς τον εξάδελφό του, τον νεότερο Δόκτορα Δαμιράλη, που τον βρήκα να παίζει μια ήσυχη παρτίδα χαρτιά στο μικρό καφενείο και που αμέσως με αναθέτει στη φροντίδα του αστυνόμου ή του αρχηγού της αστυνομίας. Αυτός ο αξιωματούχος,που έχει αρμοδιότητες αντίστοιχες με εκείνες που είχε ο παλιός πρόξενος, οι οποίες όμως συνήθως εκτελούνται στις μέρες μας από τον επαρχιακό δήμαρχο, μου εξασφάλισε καθαρό, ευάερο κατάλυμα στο σπίτι ενός κηπουρού έξω από την
210 πόλη. Εκεί πήγα με τον Απόστολο, τον κηπουρό, που θα ήταν ο Παριανός ξεναγός μου, με τη γελαστή γυναίκα του να ικανοποιεί τις ανάγκες μου – παρόλο που τέσσερις μέρες ήταν λίγες για να τη μεταμορφώσουν σε ιδανική Αγγλίδα οικοδέσποινα· και με τον φέρελπι Γιάννη, έναν μαθητή της Ελληνικής Σχολής, που θα ήταν ο κατηχούμενός μου στην Παριανή ιστορία. Έτσι άνετα εγκαταστημένος και ανανεωμένος μετά από έναν θαυμάσιο νυχτερινό ύπνο, που το χρειαζόμουν μετά τις ταλαιπωρίες της Νάξου, είμαι έτοιμος να ανακαλύψω την Πάρο. Και εδώ η μοντέρνα πόλη προσκολλάται στην αρχαία τοποθεσία και είναι ως επί το πλείστον κτισμένη από τα υλικά της αρχαίας πόλης. Πράγματι, η ακρόπολις είναι λιγότερο επιβλητική σε σύγκριση με την παλιά ακρόπολη του Λύγδαμη στο γειτονικό νησί, γιατί είναι ένα μικρό ύψωμα που βγαίνει κάπου δώδεκα μέτρα κάθετα από τη θάλασσα και πέφτει ομαλά προς το εσωτερικό. Αλλά ο φράγκικος πύργος που το στεφανώνει, προκαλεί μεγαλύτερη αίσθηση από τον πύργο του Σανούδου στη Νάξο. Πράγματι,είναι το πιο εντυπωσιακό συνονθύλευμα από αρχαία μάρμαρα που θα δεις στην Ελλάδα.Ο βορειοανατολικός πύργος στέκει ακόμα σε ύψος είκοσι μέτρων,και από εκεί ξεκινά προς τον Νότο, κάνοντας μια γλυκιά στροφή, ένα κομμάτι από το τείχος του κάστρου,κάπου εκατό μέτρα σε μήκος και δώδεκα ύψος. Ο πύργος και
211 το τείχος είναι κτισμένα ολοκληρωτικά από Παριανό μάρμαρο – κλεμμένο από δύο ναούς που κάποτε στέκονταν εκεί κοντά. Ο ίδιος ο πύργος έχει στην πρόσοψη αρχαίους σπονδύλους κιόνων, επιστύλια και τρίγλυφα, ανακατεμένα με δύο πελώρια ενεπίγραφα κομμάτια. Ενώ το τείχος,πάνω από μια χοντροφτιαγμένη βάση, παρουσιάζει στην αρχή μια σειρά ογκώδη επιστύλια και μετά δύο σειρές από μεγάλα ορθογώνια κομμάτια, μετά μία σειρά από σπονδύλους κιόνων βαλμένους κάθετα και μετά άλλες δύο σειρές από μικρότερα ορθογώνια κομμάτια, που πάνω τους τρίγλυφα, μικρά κομμάτια και άγριες πέτρες είναι στοιβαγμένες ακανόνιστα. Έτσι οι Ενετοί μετέτρεψαν τους ναούς σε νταμάρια, και με τη σειρά τους οι σημερινοί Παριανοί διέλυσαν τον πύργο των Ενετών για να κτίσουν ή τουλάχιστον να μπαλώσουν τα σπίτια τους. Στον Ρος είπαν το 1835 ότι,απ’ όσο μπορούσαν να θυμηθούν, ένας Άγγλος φόρτωσε ένα πλοίο από αυτές τις Παριανές κολώνες και άλλα παρόμοια για τη Μάλτα. Και ξέρουμε πως το Παριανό Μάρμαρο είχε πάρει τον δρόμο του για την Αγγλία πολύ πιο πριν. Όμως, θα κατανοήσουμε καλύτερα τα ερείπια της μαρμάρινης πόλης όταν θα ανακαλύψουμε το λαμπρό υλικό στην πηγή του. Στη διάρκεια του προγεύματός μουο Απόστολος έκλεισε (για το ελάχιστο ποσό των τριών δραχμών) γαϊδούρια, για να πάμε μαζί στα λατομεία. Έτσι,ξεκινήσαμε στις δέκα με τον μικρό
212 Γιάννη για παρέα. Δεν είναι καλός ο δρόμος μέσα από την μικρή πεδιάδα που βρίσκεται ανατολικά από την πόλη, γιατί το μεγαλύτερο μέρος είναι άγριο και χωμάτινο, με λίγη βλάστηση που οφείλεται ολοκληρωτικά σε φρεάτια ποτίσματος. Υπάρχουν λίγα δέντρα εκτός στους κήπους των προαστίων, όπως αυτόςεκεί που έμενα. Παρόλο που μας λένε πως κάποτε η πεδιάδα ήταν ένα τέλειο κομμάτι δάσους με ελιές, ώσπου ήρθαν τα Ενετικά στρατεύματα, που κατέλαβαν το νησί εννέα ή δέκα χρόνια πριν από την πολιορκία της Κάντιας, και έκοψαν ή ξερίζωσαν τα δέντρα για καυσόξυλα. Στον Βορρά, πράγματι, όπου οι κοιλάδες του βουνού βγάζουν στην πεδιάδα, μπορεί κανείς ακόμα να δει πλούσια χωράφια και οπωροφόρα. Και αμέσως κάτω στην πόλη περνάμε από κομμάτια γης με βαμβάκι, με τις λευκές μπάλες μόλις να έχουν ανοίξει. Έτσι,οι γυναίκες που είχαμε δει να στρίβουν τις ρόκες τους στα στενά δρομάκια, δεν πήγαιναν μακριά για την πρώτη ύλη. Οι τοίχοι των χωραφιών και οι ερειπωμένες εκκλησίες στην άκρη του δρόμου είναι φτιαγμένα από μάρμαρα από όλα τα μέρη των αρχαίων κτισμάτων – μια ξεκάθαρη ένδειξη πως η αρχαία Πάρος ήταν σπουδαία πόλη. Σε μισή ώρα έχουμε περάσει τη χωμάτινη πεδιάδα και ξεκινάμε μια ανάβαση με στροφές. Μια όμορφη διαδρομή με το γαϊδούρι σε μια ορεινή περιοχή μάς φέρνει στα λατομεία. Εκεί βρίσκουμε μεγάλα κτίρια
213 και τις προϋποθέσεις μεγάλης επιχείρησης. Όμως, δεν υπάρχουν εργάτες – μόνο μία γριά φύλακας, που φέρνει μια λάμπα μεταλλωρύχου και τρία κεριά για να μας φωτίσει κάτω στα μαρμάρινα βάθη. Το κυρίως λατομείο ανοίγει προς τα ανατολικά ενός στενού φαραγγιού,που απλώνεται προς τον Νότο από αυτό το σημείο. Και η κατάβαση γίνεται με έλκυση σε σιδηροδρομικές γραμμές με μια κλίση 45 μοιρών. Τώρα αυτή η αχρησιμοποίητη τροχιά είναι στρωμένη με Παριανά θραύσματα και σε ορισμένα σημεία έχουν φυτρώσει μεγάλες τσουκνίδες, πράγμα που δυσκολεύει το πέρασμα. Αλλά πού αλλού θα βρούμε ένα τούνελ σιδηρόδρομου που προχωρά ως και εκατό μέτρα μέσα από λαμπερό Παριανό μάρμαρο; Από τον πάτο,εκατό γιάρδες και περισσότερο κάτω από την είσοδο, παρεκκλίνουν προς τα δεξιά και τα αριστερά χαμηλές στενές αρχαίες γαλαρίες,που τις ερευνήσαμε ώσπου το κρύο και η υγρασία μάς ειδοποίησαν να φύγουμε, και με κόπο βγήκαμε στο φως της μέρας. Πάνω από αυτό το λατομείο στα νοτιοδυτικά και αρκετές εκατοντάδες πόδια πιο ψηλά υπάρχουν άλλα δύο φρεάτια, που και τα δύο δείχνουν μεγάλη εκμετάλλευση. Και ένα από αυτά το βρήκαμε επίσης συνδεδεμένο με τη σιδηροδρομική γραμμή,έτοιμη να μεταφέρει κάτω στο λιμάνι τα όμορφα κομμάτια που είναι εκεί απλωμένα σε μεγάλο αριθμό. Παρόλο που αυτό φαίνεται να είναι μόνο ένα επιφανειακό λατομείο, υπάρχει ένα
άνοιγμα ακριβώς από κάτω και σχεδόν καλυμμένο με θάμνους,που (σύμφωνα με τον Φίντλερ) είναι το στόμα του αρχαίου λατομείου γλυπτικής. Δεν είχαμε χρόνο ούτε ανάσα για άλλη κατάβαση, ούτε μπορούσαμε να ψάξουμε για το τραχύ ανάγλυφοτης Γιορτής του Πανός,που ακόμα κοσμεί τη σπηλιά του λατομείου,όπου μέχρι σήμερα οι βοσκοί βρίσκουν καταφύγιο με τα κοπάδια τους στη μεσημεριάτικη ζέστη. Αυτό το απλοϊκό έργο έχει περιγραφεί συχνά, αλλά ποτέ τόσο εύγλωττα όσο από τον γέρο Τουρνεφόρ, που το είδε προτού οι Βάνδαλοι και ο Χρόνος να το καταστρέψουν: «Αυτό το Ανάγλυφο» λέει, «έχει ενάμισι μέτρο μήκος και το πιο ψηλό του σημείο είναι εβδομήντα πέντε εκατοστά, η βάση του είναι επίπεδη και η κορυφή είναι αρκετά ανώμαλη, γιατί ο Εκτελεστής το προσάρμοσε στο σχήμα του Βράχου. Παρόλο που το Έργο έχει ταλαιπωρηθεί από τον Χρόνο,δείχνει να είναι κάτι Βακχικό ή, αν θέλετε, ένας γάμος της Υπαίθρου, που περιέχει είκοσιεννέα πρόσωπα αρκετά καλά σχεδιασμένα, αλλά άσχημα τοποθετημένα. Από τα είκοσι αυτά πρόσωπα,που είναι σε μία Γραμμή, τα έξι μεγαλύτερα έχουν ύψος σαράντα τρία εκατοστά και παριστάνουν νύμφες να χορεύουν σαν να φιλονικούν. Είναι μια άλλη που κάθεται στην αριστερή πλευρά και που μοιάζει να τραβιέται για να μη χορέψει,παρόλο που την πιέζουν. Ανάμεσα σεαυτές τις φιγού214
*«Ταξίδι στο Λεβάντε» (i, 213). Για το κείμενο της επιγραφής, βλ. Στιούαρτ «Αθηναϊκές Αρχαιότητες». Ο Τόζερ στα «Νησιά του Αιγαίου» (115 κ.ε.) λέει πως, όταν επισκέφθηκε το νησί το 1874, ένα κομμάτι του έργου είχε αποκοπεί πρόσφατα και το πήρε ένας ξένος. Όμως, το βρήκαν και τότε βρισκόταν στο Μοναστήρι στο κιβώτιο στο οποίο το είχαν επιστρέψει. ρες παρουσιάζεται το Κεφάλι ενός Σάτυρου με μια μεγάλη γενειάδα, ο οποίος ξεκαρδίζεται στα γέλια. Στο δεξί μέρος υπάρχουν δώδεκα μικρότερες φιγούρες,που δείχνουν να είναι μόνο θεατές. Ο Βάκχος κάθεται στην κορυφή του ανάγλυφου, με αυτιά γαϊδάρου και μια πελώρια κοιλιά, περιστοιχισμένος από πρόσωπα σε διάφορες στάσεις, δείχνουν όλοι απόλυτα ευχαριστημένοι, ιδιαίτερα ένας Σάτυρος που στέκεται μπροστά,με αυτιά και κέρατα ταύρου! Τα κεφάλια αυτού του κομματιού δεν τελείωσαν ποτέ, ήταν το καπρίτσιο ενός γλύπτη, που παρέκκλινε από τον στόχο του καθώς φόρτωνε το μάρμαρο,και που έγραψε στη Βάση του ανάγλυφου ΑΔΑΜΑΣ ΟΔΡΥΣΗΣ ΝΥΜΦΑΙΣ “ο Αδάμας Οδρύσης αφιερώνει αυτό το μνημείο στα κορίτσια της Εξοχής”»*. Αφού είδαμε όλες αυτές τις πηγές της αρχαίας λαμπρότητας και ομορφιάς, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ τον σημερινό τους ιδιοκτήτη. Ο κύριος Δαμίας, απλός και γραφικός και η αρκετά χαριτωμένη γυναίκα του μας υποδέχθηκαν με καφέ και μελόπιτα που περιποιεί τιμή στις Παριανές μέλισσες.Για τριακόσια χρόνια (μου λέει) η οικογένειά του έχει και 215
ασχολείται με το κτίριο αυτού του μοναστηριού του Αγίου Μηνά. Είναι ένα γραφικό τετράγωνο στην κορυφή της χαράδρας που περιστοιχίζει το φαράγγι του λατομείου δυτικά. Κτισμένο στη σκάλα είναι ένα άγρια λαξευμένοανάγλυφο δύο ανθρώπινων μορφών σε ροζ απόχρωση –που βρέθηκαν στο λατομείο και πιθανόν να συγγενεύουν με τα σκαλίσματα του Αδάμαντα. Στα κελιά κρέμονται ασκοί κρασιού. Το μικρό εκκλησάκι,που ακόμα λειτουργείται μία αφορά τον μήνα από έναν παππά από την πρωτεύουσα, έχει έναν δικέφαλο βυζαντινό αετό σε στρογγυλό μαρμάρινο πλαίσιο στο πάτωμα, και ένα απλό εικονοστάσιο με πολλές τρομακτικές εικόνες,όπως ο «Αποκεφαλισμός του Βαπτιστή», «Η θυσία του Αβραάμ» και η σκηνή με τη μηλιά στον Παράδεισο. Ψηλά απλώνεται ένα είδος ζωφόρου με δώδεκα βιβλικά θέματα, το πρώτο παρουσιάζει τη Ρεβέκα στο Πηγάδι. Κρίνοντας από αυτά τα δείγματα,η Παριανή ζωγραφική δεν φτάνει το επίπεδο της Παριανής γλυπτικής. Ανεβαίνουμε στην οροφή και μια υπέροχη θέα απλώνεται από κάτω και από πάνω μας. Ο κύριος Δαμίας είναι ιδιοκτήτης όλης της περιοχής ως την κορυφή του Προφήτη Ηλία (Μάρπησσα), ακόμα και του μοναστηριού, του λατομείου, μερικών αμπελιών, ενός πολυπληθούς περιστεριώνα και ενός πλούσιου κοπαδιούαιγοπροβάτων. Έχει καλό νερό, καλό μέλι, υπέροχο αέρα και,επειδή είναι μονάρχης όλων όσων 216
* Ανάμεσα στα έργα που ο Παυσανίας συγκεκριμένα αναφέρει πως έγιναν από Παριανό μάρμαρο ήταν η Ουράνια Αφροδίτη του Φειδία στην Αθήνα, ο Σάτυρος του Πραξιτέλη στα Μέγαρα, Η Τύχη στην Κόρινθο, η Ήρα στον Φλιούντα, ο Ασκληπιός και η Επιόνη στην Επίδαυρο, το κολοσσιαίο άγαλμα της Τύχης στην Ερμιόνη, η Μητέρα των Θεών του Δαμοφώντα στη Μεσσήνη, ο Αδριανός στην Ολυμπία, και ο Διόνυσος του Κάλαμη στην Ταθωρείαπό το σπίτι του στην κορυφή, τι άλλο να θέλει κανείς; Θέλει ωστόσο να πουλήσει όλη την επιχείρηση, βουνά και μοναστήρι, λατομεία μαρμάρου, τα πάντα,και να φύγει μακριά,για να σπουδάσει τα έξι παιδιά του. Είπα πως θα το πω στον κόσμο και δεν μπορώ να σκεφθώ πιο συναισθηματική επένδυση από αυτή που προσφέρεται εδώ: 350.000 δραχμές ή (με σημερινές τιμές συναλλάγματος) 50.000$ είναι το ποσό που ζητά.Με αυτά τα ψίχουλα ο κάθε πλούσιος από μας μπορεί να αποκτήσει βουνά Παριανού μαρμάρου – το μάρμαρο που το καθαρό λευκό του χρώμα έδωσε επιτυχημένες παρομοιώσεις στον Πίνδαρο και τον Θεόκριτο και όχι μόνο· το ίδιο λατομείο πρόσφερε το υλικό με το οποίο οι Αλκμεωνίδεςξαναέκτισαν τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, ένα γεγονός που στη διάρκεια του χρόνου είχε σοβαρές συνέπειες στην Αθηναϊκή ιστορία. Επίσης, έδωσε την «Αφροδίτη της Μήλου» και τον Ερμή της Ολυμπίας και πράγματι τα περισσότερα από τα έργα της κλασικής ελληνικής γλυπτικής,που σώζονται ή χάθηκαν.* Η Πάρος δεν ήταν διάσημη μόνο για το μάρμα217
νάγρα. Ο Δόκτωρ Κλάρκ («Ταξίδια», vi, 135) αποδίδει την επικράτηση του Παριανού μαρμάρου στη σωζόμενη ελληνική γλυπτική όχι σε κάποια προτίμηση και στη χρήση του σε μεγαλύτερο βαθμό από τους αρχαίους, αλλά στο γεγονός ότι σε μεγαλύτερο ποσοστό από άλλα μάρμαρα έχει την ιδιότητα να «σκληραίνει με την έκθεση στον ατμοσφαιρικό αέρα» και έτσι «αντέχει στην αποσύνθεση ανά τους αιώνες». Με άλλα λόγια, χρωστάμε τα παριανά μας έπαθλα όχι στο αρχαίο γούστο αλλά στην επιβίωση του πιο κατάλληλου υλικού. ρό της αλλά και για τους γλύπτες της. Για να μην πάμε πίσω στην αρχαϊκή τέχνη, που έχει τρία ή τέσσερα παριανά ονόματα, βρίσκουμε τον Φειδία να τον στηρίζουν τρεις Παριανοί,που το έργο τους συχνά θεωρείται δικό του. Από την Πάρο προήλθε ο αγαπημένος μαθητής του μεγάλου μάστορα,ο Αγοράκριτος, ο γλύπτης της Νέμεσης της Ραμνούντας, ενός έργου που συνήθως αποδίδεται στον ίδιο τον Φειδία. Και πράγματι, αν κρίνουμε από τα υπέροχα ανάγλυφα που στολίζουν τη βάση και που πρόσφατα αποκαταστάθηκαν και τοποθετήθηκαν στο Εθνικό Μουσείο, το έργο του ήταν αντάξιο του δάσκαλου. Από την Πάρο ήταν και ο Θρασύβουλος, καλλιτέχνης του αγάλματος,από χρυσό και ελεφαντοστούν,του Ασκληπιού στην Επίδαυρο με τον πλούσια διακοσμημένο θρόνο. Και ο Κολώτας, που λέγεται πως δούλεψε με τον Φειδία για το μεγάλο χρυσελεφάντινο Δία στην Ολυμπία. Ένας άλλος Παριανός, ο Λοκρός, σφυρηλάτησε την Αθηνά που στέκεται κοντά στον Άρη του Αλκαμένη στο ιερό του θεού του πολέμου στον Άρειο Πάγο, και 218
* Ακόμη περισσότερα έχει πιστωθεί η Πάρος. Ο Clarke μιλά για την ερειπωμένη πόλη ως «άθλιο απομεινάρι της πόλης που φημίζεται για τη γέννηση του Φειδία και του Πραξιτέλη». Ο Φειδίας ήταν σίγουρα Αθηναίος, αλλά ο Overbeck και άλλες αυθεντίες συμφωνούν ότι ο Πραξιτέλης ήταν εγγονός του Πάριου γλύπτη τον οποίο ο Παυσανίας (ν, 20) καλεί Πασιτέλη – ίσως μια παραφθορά του Πραξιτέλη. Σ’ αυτόν τον παριανό παππού ο Overbeck αποδίδει αρκετά έργα συνήθως πιστωμένα στον μεγάλο Αθηναίο εγγονό, μεταξύ άλλων η Ήρα στις Πλαταιές και οι Δώδεκα Θεοί στα Μέγαρα. ο Παριανός Αρίστανδρος ήταν ο γλύπτης της «γυναίκας με τη λύρα» (υποτίθεται πως είναι η Σπάρτη),που ο Παυσανίας είδε στις Αμύκλες. Όμως, έλαχε στον γιο αυτού του Αρίστανδρου να ανεβάσει την Πάρο στην πρώτη θέση στον κόσμο της τέχνης της Ελλάδας: αυτός ο γιος ήταν ο Σκόπας, αρχιτέκτονας και γλύπτης, μια μεγάλη μορφή τον τέταρτο αιώνα, όπως ο Φειδίας τον πέμπτο, του οποίου οι ναοί και τα αγάλματα των ναών στόλιζαν τις πόλεις της Ιωνίας,όπως και αυτές της ηπειρωτικής χώρας, και που το Μαυσωλείο των Καρίων αποτέλεσε το αποκορύφωμα της μνημειακής τέχνης.* Επιστρέφουμε με το γαϊδούρι από τη γραμμή του σιδηροδρόμου, μια μεγάλη πρόοδος σε σχέση με τους συνηθισμένους δρόμους του νησιού. Και μετά την απαραίτητη ξεκούραση και φρεσκάρισμα πάω στις 5:30 να συναντήσω τον αστυνόμο. Σε ένα μεγάλο σπίτι με λίγα έπιπλα μας υποδέχονται δύο νεαρές κυρίες χωρίς τον οικοδεσπότη. Έρχονται και δύο από τα ξα219
220 δέλφια τους, ένας φοιτητής της ιατρικής από το Πανεπιστήμιο και ένας νεαρός δικηγόρος. Στη διάρκεια της συζήτησης μαθαίνω πως ανήκουν όλοι στην οικογένεια των Κρίσπι. Φαίνεται πως ο αστυνόμος είναι ο σημερινός αρχηγός της οικογένειας, μέλη της οποίας διοικούσαν τη Νάξο ως δούκες για διακόσια χρόνια (1372-1566),και έχει αρκετές φορές εκπροσωπήσει την Πάρο στην ελληνική Βουλή, όπως και ο ανιψιός του ο δικηγόρος. Με αυτούς τους επιφανείς κυρίους και τον Δόκτορα Δαμιράλη κάνω το πρώτο μου προσκύνημα στην Εκατονταπυλιανή, που το ιερό της είναι όπως της Ευαγγελίστριας της Τήνου και γιορτάζει την ίδια εποχή. Σαν πανδοχείο φιλοξενεί και κατά κάποιο τρόπο συντηρεί τους προσκυνητές – τους προσφέρει σταφύλια και σύκα δωρεάν, όπως στην αρχαιότητα (σύμφωνα με τον Πλούταρχο) στους Δελφούς πρόσφεραν μερίδες αλεύρι και φασόλια και στη Δήλο αλάτι, ξύδι και λάδι μαζί με πετρέλαιο και κλινοσκεπάσματα για να τους βοηθήσουν.Και δεν σταματά η φιλανθρωπία με το πανηγύρι: όλο τον χρόνο αυτή η οργανωμένη εκκλησία στο Αιγαίο λειτουργεί ως οίκος ευσπλαχνίας με δωρεάν καταλύματα για τους φτωχούς της Πάρου, και έχει και γιατρό διορισμένο που του ζητούν να επισκέπτεται αμισθί τους φτωχούς της Πάρου και της Αντίπαρου επίσης. Το εισόδημα από τα κτήματα και τα χωράφια και από τα δώρα των πιστών βοηθά να
221 προσφέρονται αυτές οι υπηρεσίες και επίσης να φιλοξενείται, αν όχι να συντηρείταιη Ελληνική Σχολή. Είναι πράγματι το πιο ευχάριστο σημείο μέσα και έξω από την πόλη, και ενστικτωδώς κανείς συγχαίρει τους φύλακες της Παναγίας της Πάρου,γιατί στη ζέστη του μεσημεριού περνά μία από τις εκατό πύλες και βρίσκεται στο μεγάλο τετράγωνο με ένα κομμάτι δροσερού πράσινου κήπου σε κάθε πλευρά – ένας μεγάλος κέδρος να κυριαρχεί στον μοναδικό και αρχοντικό φοίνικα δανείζοντας κομψότητα ο ένας στον άλλο. Αρχιτεκτονικά η εκκλησία είναι μοναδική,όπως και το Κάστρο. Η Αυτοκράτειρα Ελένη (όπως μας είπαν) την ξεκίνησε με υλικά από δώδεκα κίονες ενός κατεστραμμένου Ελληνικού ναού, και έτσι σχηματίστηκε το μικρό εκκλησάκι,που μετά ενώθηκε με το μεγαλύτερο ιερό και ακόμα αποτελεί μέρος του. Η Παριανή παράδοση συμπληρώνει πως η μεγάλη εκκλησία κτίστηκε από έναν μαθητή του αρχιτέκτονα της Αγίας Σοφίας, που (όπως συνήθως σε αυτούς τους μύθους) ξεπέρασε τόσο τον δάσκαλο που ο τελευταίος τον πέταξε από την κορυφή της εκκλησίας. Αυτή τη διάνθιση του παριανού θρύλου, όπως μου την είπε ένας άλλος Κρίσπι, και μάλιστα ειδήμων σε αυτά, πρέπει να την κρατήσω μυστική – όπως ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας θα είχαν κάνει ευλαβικά πριν από μένα! Όποιος και να ήταν ο αρχιτέκτονας, δεν είχε συνεί-
222 δηση και λεηλάτησε τους αρχαίους ναούς για υλικά. Ακόμα και το σταυροειδές Βαπτιστήριο, που θεωρείται μοναδικό στο είδος του, δείχνει να είναι κτισμένο από παγανιστικά υλικά καθώς και Παριανά κομμάτια. Μια παλιά παγανιστική Αγία Τράπεζα είναι κάτω από τη χριστιανική, που φυσικά κρύβει μια θαυματουργή θεραπευτική πηγή. Και κάτω από το σοβάτισμα οι κολώνες του μοναστηριού κρύβουν ακόμα τις ελληνικές επιγραφές. Από την εκκλησία πάμε να ψάξουμε ίχνη του τείχους της πόλης και του ναού που συνδέεται με τη φοβερή περιπέτεια της μοίρας τού νικητή του Μαραθώνα. Σε έναν τοίχο δέκα λεπτά νοτιοανατολικά από τη μοντέρνα πόλη ο Ρος βρήκε μια πέτρα με την επιγραφή «Δήμητρος καρποφόρου», και ο γηραιότερος της οικογένειας Κρίσπι μού λέει για ένα κομμάτι μαρμάρου που είχε δει ο ίδιος και του οποίου η επιγραφή το ταυτοποιούσεως βάση του αγάλματος της Δήμητρας.Ο τοίχος του χωραφιού είναι κυρίως από μεγάλα κομμάτια μαρμάρου και λίγο πιο κάτω σε μια κοίτη χειμάρρου υπάρχουν καθαρά ίχνη ενός παλιού τείχους. Αυτό,λοιπόν, είναι το πιο ενδιαφέρον σημείο της Πάρου – τόσο μοιραία συνδεδεμένο με τα πιο θλιβερά επεισόδια της ελληνικής ιστορίας. Είναι μια ιστορία χιλιοειπωμένη,όμως κανείς πρέπει να μας συγχωρέσει που θα την πούμε άλλη μία φορά εδώ– κυρίως γιατί βλέπω τον νεαρό φίλο μου
223 τον Γιάννη,που είναι γεννημένος για μάθηση και καθώς είναι και φοιτητής Ελληνικών ζητά μια επανάληψη του θέματος. Ξέρει σίγουρα, πως ένας Αθηναίος στρατηγός ήρθε να τιμωρήσει τους Παριανούς και «χτυπήθηκε»–«εκεί πάνω στο φρούριο» (νομίζει). Όμως, δεν θυμάται το όνομα του στρατηγού και σπάει το κεφάλι του πολλή ώρα προτού να θυμηθεί το όνομα του Μαραθώνα. Μετά την αείμνηστη μέρα του Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης πρέπει να ένιωσε ένα είδος παντοδυναμίας στην Αθήνα. Και εκμεταλλεύεται αυτό το κύροςαπαιτώντας έναν στόλο για μια εκστρατεία που θα πρόσθετε στη δόξα της πόλης του, αλλά θα γινόταν αποκλειστικά υπό τις διαταγές του.Αγνοώντας κάθε προηγούμενο και κάθε προκατάληψη, γιατί ακόμα και τότε η Αθήνα ήταν μια μεγάλη βουλή και διοικούνταν με διαβούλευση,του δόθηκαν οι δυνάμεις. Και ο Μιλτιάδης με την πρόφαση πως θα τιμωρούσε τους Παριανούς γιατί ενώθηκαν με τους Μήδους πριν από τον Μαραθώνα, αλλά στη πραγματικότητα από προσωπική εμπάθεια, έπλευσε εκεί, ζήτησε από τους Παριανούς μια μεγάλη αποζημίωση (100 τάλαντα) και, όταν αρνήθηκαν,λεηλάτησε το νησί και πολιόρκησε την πόλη είκοσιέξι μέρες. Μετά έφερε αναστάτωση με κάθε τρόπο. Σύμφωνα με την παριανή ιστορία, σε συνεννόηση με μια γυναίκα αιχμάλωτη,που ήταν στην υπηρεσία του ναού, πέρασε τη νύχτα στον περίβολο,
224 εκεί που δεν επιτρέπονται άνδρες. Αλλά,προτού εκπληρώσει την ανίερη πρόθεσή του (όποια και αν ήταν), τον έπιασε πανικός και πήδηξε από τον τοίχο πάλι – με μόνο έναν εξαρθρωμένο γοφό να προδίδει την περιπέτειάτου. Έτσι ανάπηρος επιστρέφει στην Αθήνα με άδεια χέρια να αντιμετωπίσει τον όχλο πάνω στην Πνύκα – έναν όχλο πρόθυμο να σταυρώσει,όπως και να στεφανώσει,τους ήρωές του. Κατηγορούμενος από τον Ξάνθιππο (τον πατέρα του Περικλή), παρά τρίχα και χάρη στη μνήμη του Μαραθώνα σώθηκε από το κώνειο. Αλλά σύντομα πέθανε από τις άδοξες πληγές του, αφήνοντας τον γιο του τον Κίμωνα να εξοφλήσει το πρόστιμο των πενήντα ταλάντων που του επιβλήθηκε από τον θυμωμένο Δήμο. Έτσι είναι η ουσία της ιστορίας κατά την Βουλγάτα. Όμως, αν διαβάσεις ανάμεσα στις γραμμές, δεν θα κατηγορήσουμε τον καημένο τον Μιλτιάδη ακόμα και όταν Βρίσκουμε το όνομά του συνώνυμο του Κράτους, Να τραγουδιέταιχλευαστικά στην πόλη. Γιατί συνέχιζε μόνο το έργο του Μαραθώνα,όπως ο Ξάνθιππος ο ίδιος μία δεκαετία αργότερα συνέχιζε το έργο της Σαλαμίνας, προσπαθώντας να καθαρίσει το Αιγαίο από την Περσική επιρροή. Ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να βάλει πρόστιμο στους Άν-
225 δριους με τον ίδιο τρόπο και επίσης απέτυχε, παρόλο που η Πάρος πλήρωσε το πρόστιμό της χωρίς να περιμένει άλλη πολιορκία(Ηρόδοτος, viii, 112), όμως τότε η στάση της Αθήνας ήταν ευνοϊκή στο να ασκείται πίεση και κανείς δεν νοιαζόταν να τον κατακρίνει. Το γεγονός ότι ο Μιλτιάδης είχε καλό ελληνικό σκοπό να βάλει σε τάξη την Πάρο, αυτό φάνηκε από την κατοπινή της πορεία – πάντα καθυστερούσε τις αποφάσεις της μέχρι να δει προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα. Ήταν μια καλή ελληνική πολιτική να μαστιγώσει τα νησιά μετά τον Μαραθώνα, όμως αυτό απαιτούσε τον στόλο του Θεμιστοκλή,που δεν είχε ακόμα κατασκευαστεί για να το κατορθώσει. Και (αν εμπιστευτούμε τον Ότφριντ Μίλερ) αυτό το σημείο μπορεί να συνδεθεί περαιτέρω με τη σκληρή αντεκδίκηση του εγκαταλελειμμένου Παριανού ποιητή, που «ο θυμός του όπλισε τους ιάμβους του». Πράγματι, ο Αρχίλοχος παραδέχεται πως είναι υπηρέτης «Ἐνυαλίοιο ἄνακτος, καὶ Μουσέων ἐρατὸν δῶρον», όμως η οικογένειά του είχε προπολλού αφοσιωθεί στην ευγενική Μητέρα (που τη λατρεία της ο παππούς του ποιητή είχε μεταφέρει στην απολίτιστηΘάσο), της οποίας ήταν ο δαφνοστεφής ποιητής. Το πώς αυτό το λειτούργημα μπορεί να δώσει πολύ καυστικό γέλιο, αυτό μπορεί κανείς να το δει στον μυστικό χορό των «Βατράχων». Εδώ, λοιπόν, δύο αιώνες πριν από τον Μιλτιάδη, μπορούμε να φανταστούμε
226 τον ποιητή να φορά την τήβεννο και να άδει: «Δήμητρος ἁγνᾹς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων» επιπλέον στολίζοντας τον ύμνο με πικρά βέλη που κάνουν το εορταστικό πλήθος να τρέμει,ενώ καρφώνουν τον προδότη Λυκάμβη και την όμορφη Νεοβούλη στη στιγμή. Μπορεί να μην κρεμάστηκαν,όμως πέτυχε τον κομπασμό του: «Κανείς δεν πρόκειται να με ζημιώσει με το αζημίωτο». Δεν μπορώ να παρακολουθήσω περισσότερο τον Ποιητή, γιατί ήδη η πρώτη μου μέρα είναι πολύ γεμάτη, όμως με όλα αυτά κοιμήθηκα υπέροχα ως την αυγή, οπότε και έμεινα να παρακολουθώ τους αργούς αγγελιαφόρους του ήλιου πάνω στη Μάρπησσα και να βλέπω τη σπάνια καθαρότητα της Παριανής ατμόσφαιρας που ξεπερνά και «τον πιο διάφανο αέρα» της Αττικής. Από την ονειροπόλησή μου με έβγαλε η καλή μου οικοδέσποινα με καφέ με γάλα,με φρέσκα αυγά, και δροσερά φρούτα από τον κήπο κάτω από τα παράθυρά μου. Αυτό με γέμισε για την καινούργια μέρα και συναντήθηκα με τον δικηγόρο της οικογένειας Κρίσπι και τον εξάδελφό του, που ήταν κάποτε καθηγητής στο γυμνάσιο της Χίου, και είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Επισκεφθήκαμε ξανά το κάστρο και τη μεγάλη εκκλησία, που οι πύλες είναι περίπου εκατό αν λογαριάσεις τις πόρτες, τα παράθυρα και τις αψίδες.
227 Και μετά εξετάσαμε τα μαρμάρινα έργα εκεί κοντά. Εδώ,όπως και στο ορυχείο, η εταιρία που μίσθωσε τα παλιά φρεάτια του Δαμία για πέντε χρόνια –οι όροι είναι 50.000 δραχμές και ένα μερίδιο σε κάθε κυβικό πόδι μαρμάρου που θα βγάζουν– έκανε μια μεγάλη εγκατάσταση. Υπάρχει μια πολύ καλή προβλήτα σιδηροδρόμου με βίντσια για να φορτώνονται τα πλοία, εργαστήρια με όλα τα απαραίτητα εργαλεία, ένα εξαιρετικό υπόστρωμα δρόμου, που οδηγεί σωστά από το τέρμα του ορυχείου στην προβλήτα, με μηχανές έλκυσης, και στα καταστήματα των ορυχείων και στα σπίτια των εργατών – όλα εγκατεστημένα πριν από δέκα χρόνια με κόστος ένα εκατομμύριο φράγκα,και τώρα ολική ζημιά. Οι Παριανοί αποδίδουν στην κακοδιαχείριση αυτήν την παράλυση της μοναδικής σημαντικής βιομηχανίας τους, και καθώς οι Αθηναίοι γλύπτες χρησιμοποιούν σήμερα Πεντελικό μάρμαρο, ακόμα και για τις πιο λεπτεπίλεπτες περιπτώσειςστις οποίες δεν αρμόζει, αφού είναι σχεδόν αδύνατον να βρεις Παριανό, λίγος δυτικόςορθολογισμός και ενέργεια μπορεί να βγει σε καλό εδώ. Αναμφίβολα το όρος Μάρπησσα ήταν Παριανό χρυσορυχείο τον παλιό καιρό: αυτό το ήξερε ο Μιλτιάδης πολύ καλά όταν πρότεινε να οδηγήσει τους συμπατριώτες του εκεί που θα έβρισκαν εύκολα άφθονο χρυσάφι, αλλά και όταν ζήτησε από το μικρό νησί τα εκατό τάλαντα αποζημίωση. Και ο παλιός Παριανός ήξερε πώς να δου-
228 λέψει το ορυχείο του και να το εκμεταλλευτεί αντί τα όχι τόσο γόνιμα χωράφια του. Με άλλα λόγια,ήταν καλός επιχειρηματίας και γι’ αυτό εκείνον καλούσαν πρώτο όταν προέκυπταν διεθνείς διαφορές και κομματικοί καυγάδες και χρειαζόταν διαιτησία. Σε μια αντίστοιχη υπόθεση έχω ήδη αναφερθεί,αλλά μια πιο αξιοσημείωτη περίπτωση αναφέρεται στον Ηρόδοτο (v. 29). Ο λαός της Μιλήτου,εξαντλημένος από δύο γενεές πολιτικής σύγκρουσης, κάλεσε τους Παριανούς ειρηνοποιούς και εκείνοι,αφού διέσχισαν την ερειπωμένη περιοχή και πρόσεξαν μερικά κτήματα που ήταν καλοσυντηρημένα, παρέδωσαν τη διοίκηση στους ιδιοκτήτες αυτών των κτημάτων, εξαγγέλλοντας πρακτικά έτσι την απαράβατη αρχή πως όποιος κοιτά τη δουλειά του, αυτό είναι το πρώτο προσόν για να αναλάβεις τα κοινά. Είναι ένα μάθημα που,όταν το μάθεις καλά,θα αποκαταστήσει την ευημερία και την καλή διοίκηση παντού! Ο απογευματινός μου περίπατος με τον καθηγητή, περνώντας μια σειρά ανεμόμυλους πάνω σε μαρμάρινους βράχους και ένα κομμάτι γης με αρχαίους τάφους αρκετά κατεστραμμένους για να ταΐσουν τα γειτονικά ασβεστοκάμινα, μας έφερε σε μια όμορφη πηγή κάπου δεκαπέντε λεπτά νότια της πόλης,όπου οι χωρικοί ποτίζουν τα ζώα τους και τα κορίτσια γεμίζουν τις στάμνες τους. Εδώ (λέει ο Ρος) βρέθηκε παλιά ένας ναός με μια αφιέρωση στον Ασκληπιό, και
229 ο Καθηγητής μού λέει πως υπάρχουν πολλά αφιερώματα στον Θεραπευτή θεό που βρέθηκαν στη γειτονιά. Εδώ,λοιπόν,βρισκόταν ακόμα ένα από αυτά τα ιερά θεραπευτήρια, το πιο διάσημο από αυτά που μελετήσαμε στην Επίδαυρο και κάτω από την Αθηναϊκή ακρόπολη. Όσο για την πηγή,βασική ιδιοκτησία κάθε Ασκληπιείου, αυτή εδώ ήταν η καλύτερη. Ακόμα περισσότερο,αφού η αρχαία Πάρος έπαιρνε πάντα το νερό της κυρίως από πηγάδια, όπως κάνει ακόμα. Αυτή η σπάνια πηγή στην άκρη της πόλης δύσκολα θα γλίτωνε από μια ιερή χρήση. Και είναι ένα υπέροχο σημείο είτε για θυσιαστήριο είτε για θεραπευτήριο – σε μια μαλακιά κατηφόρα, ακουμπισμένη σε απότομους μαρμάρινους βράχους και ακριβώς πάνω από τη θάλασσα.Αυτή τη στιγμή,με τον ήλιο να δύει πάνω στη Σίφνο και τα Παριανά κορίτσια να βγάζουν νερό, η σκηνή είναι πιο όμορφη από αυτή που οι ασθενείς του θεού είδαν ποτέ κάτω από τον Βράχο-βωμό της Αθήνας ή την περιφραγμένη κοιλάδα της Επιδαύρου. Πρωί με τη δροσούλα την τρίτη Παριανή μέρα, ο Απόστολος και εγώ καβαλικέψαμε τα γαϊδουράκια μας για άλλη μία εκδρομή – αυτή τη φορά προς τον Νότο. Ήθελα να δω την Παριανή βλάστηση, αν υπήρχε, και να δω απέναντι την Αντίπαρο. Και επίσης να επισκεφθώ μερικές πρόσφατες εκσκαφές,για τις οποίες ένας χωρικός (χωρίς δουλειά και με δύο γαϊδού-
230 ρια για ενοικίαση με τρεις δραχμές τη μέρα) μου έπλεξε το εγκώμιο. Ο δρόμος ήταν εξαιρετικά καλός στο μεγαλύτερο μέρος, όμως η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Νότια ακριβώς της πόλης υπάρχουν αρκετά όμορφα αμπέλια, και για ένα μίλι ή και περισσότερο οι τοίχοι των χωραφιών είναι γεμάτοι με κομμάτια μαρμάρου, πολλές φορές με σπασμένες επιγραφές. Λίγο πιο κάτω περνάμε από το εξοχικό του Κρίσπι, ένα όμορφο μέρος με ένα δάσος κήπων, μια ομάδα ευγενικά πλατάνια και έναν δενδρόκηπο από ροδιές γεμάτες με γυαλιστερά φρούτα, γιατί δεν είναι η ελιά ή τα σύκα αλλά το ρόδι που προηγείται στην Πάρο. Καθώς διασχίζουμε την κορυφογραμμή προς τη θάλασσα, συναντάμε ένα μοναστήρι της Μεταμόρφωσης,σκαρφαλωμένο σε μια υψηλή θέση αλλά καθόλου ρομαντικό. Το νερό είναι άσχημο, ακόμα και το γλυκό τριαντάφυλλο, που μας πρόσφερε μια παχουλή γηραιά καλόγρια,είναι άγευστο. Το μέρος στεγάζει τριάντα τέτοιες γηραιές καλόγριες, που περνούν τη μέρα τους γνέθοντας βαμβάκι και γκρινιάζοντας για τη φτώχεια τους. Αδύνατον να φανταστείς μια πιο ηλίθια και πεζή ζωή. Τα πλαίσια στις πόρτες είναι από αρχαία μάρμαρα, και ένα από αυτά έχει μια επιγραφή (που μισοδιαβάζεται κάτω από το ασβέστωμα), που αποδεικνύει πως ο Παριανός δήμος είχε ακολουθήσει τη μέθοδο της κολακείας με τους Ρωμαίους αφέντες. Οι καλόγριες με παρακάλεσαν να το
231 διαβάσω και με ρώτησαν αν ήταν με ελληνικά γράμματα. Έτσι κατάλαβα πως αυτές οι ευλαβικές γυναίκες δεν ήταν διόλου προετοιμασμένες να ανακουφίσουν την μοναξιά τους με λογοτεχνία. Κατεβαίνοντας από το Μοναστήρι, έχουμε την Αντίπαρο απέναντί μας, και έτσι την ακολουθούμε στο μισό μήκος της. Σε ένα σημείο από κάτω μας είναι μια μικρή εκκλησία και το μόνο που χρειάζεται είναι να κατέβεις και να ανοίξεις την πόρτα για να φέρεις μια βάρκα από την άλλη πλευρά και να σε πάει εκεί. Στη χαμηλή πεδιάδα στο βόρειο σημείο του μικρού νησιού είναι μια μικρή πόλη κάτασπρη, αρκετά ελκυστική, από απόσταση, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Δεν εμφανίζει στοιχεία που να φανερώνουν τοπική παραγωγή, αλλά λέγεται πως είναι πιο πλούσια από τη μεγαλύτερη γειτόνισσα και παράγει όχι μόνο κριθαρένιο ψωμί αλλά και κρασί και βαμβάκι για εξαγωγή. Η πόλη είναι το σημείο εκκίνησης για τη διάσημη σπηλιά που βρίσκεται σε δύο ώρες απόσταση από έναν κακό δρόμο στο βουνό και μετά η πρόσβαση γίνεται μόνο με σχοινί και σκάλα. Σπηλιές και ορυχεία, όμως, δεν είναι κατάλληλα για ασθματικούς και αρκούμαι σε μια θέα της Αντιπάρου από μακριά. Μία ώρα πιο πέρα στον Νότο,στην πιο ξηρή και εγκαταλελειμμένη πεδιάδα,φτάνουμε στην άθλια πέτρινη καλύβα του Γιάννη Δάβολου, που η φήμη του
στο σκάψιμο έφτασε στ’ αυτιά μου. Μπαίνουμε για να αποφύγουμε τον καυτό ήλιο. Ένα άγριο μαξιλάρι πάνω σε έναν αναποδογυρισμένο κουβά προσφέρεται στον ξένο αντί για καρέκλα,και ένα κούτσουρο εξυπηρετεί τον Απόστολο για τον ίδιο σκοπό. Ένα βρώμικο κρεβάτι στη μια γωνιά του δωματίου και μια καλοθρεμμένη κόρη,πράγμα καθόλου ασυνήθιστο,κάθεται και γνέθει βαμβάκι στην άλλη γωνία. Ένα δωμάτιο δίπλα έχει τις προμήθειες της οικογένειας και μοιάζει περισσότερο με στάβλο από ό,τι το πρώτο. Φώναξαν τον Γιάννη και ήρθε από τα χωράφια με ένα πρωτόγονο ρούχο από βρώμικο λευκό βαμβάκι,καλλιεργημένο, υφασμένο και φτιαγμένο εκεί επί τόπου. Όμως, είναι ψηλός και ευθύς σαν φοίνικας, με ένα καλό πρόσωπο,και μιλά ελληνικά που μοιάζουν κλασικά σε αντίθεση με την ακατάληπτη ομιλία του Απόστολου.Τον ρωτάμε για τις ανακαλύψεις του και φέρνει ένα σπασμένο μαρμάρινο κομμάτι με μια επιτάφια επιγραφή (καθ όλα χριστιανική)και λίγα κεραμεικά και όμορφες πήλινες λυχνίες από τον ίδιο τάφο. Μόνο αυτά και τίποτα άλλο – μιλά για αγάλματα, αλλά δεν μπορεί να τα φέρει, και αυτό μετά από τρεις ώρες ιππασία την πιο ζεστή μέρα της εποχής!Όμως, μας οδηγεί μέσα από τα ξεραμένα χωράφια στους τάφους του κάτω από μια μαρκίζα από σχιστόλιθο, εκατό βήματα ή περισσότερο μακριά από τη θάλασσα. Και σε αυτή την έρημη μεριά ξέρουμε πως τουλά232
* Η ορθογραφία σε αυτή την πέτρα δείχνει ότι μία χιλιετία πριν ο Έλληνας πρόφερε τα φωνήεντα και τους διφθόγγους του το ίδιο με σήμερα: έχουμε ι για η, ᾽, ει, (κοίμησιν, δώσις, ἰς) και η για αι, όπως σήμερα στο ᾑ (=αι) γωναῖκες. Μια ανεπηρέαστη ετερογραφίαείναι ο καλύτερος ταριχευτήςτων έναρθρων ήχων. χιστον χίλια χρόνια πριν έζησαν άνδρες και πέθαναν στο όνομα της Χριστιανικής πίστης. Και μάλιστα ήταν ευσυνείδητοι ως προς τα χρέη τους, γιατί σε μια παλιά ταφόπλακα ακόμα μπορούμε δούμε το εξής: «Σε παρακαλώ, Δοσίμη κόρη μου, μετά που θα κοιμηθώ να δώσεις σ’ αυτούς που θα με βάλουν στο αιώνιο σπίτι μου οχτώ ασάρια στον καθένα».Ο καλός άνθρωπος που θα ήταν ιδιοκτήτης αυτού του άχαρου κτήματος χίλια χρόνια πριν, σκέφθηκε τα έξοδα της κηδείας του και αυτό μόνο υπάρχει άθικτο και καθαρό. Έφυγε το όνομά του, όμως η Δοσίμη τα πήγε καλύτερα, και έτσι πιστεύουμε πως πλήρωσε τα ασάρια γρήγορα και με χαρά. Είναι μία και μισή η ώρα όταν επιστρέφουμε στην πόλη, ζεσταμένοι και κουρασμένοι όμως όχι εντελώς απογοητευμένοι. Είδα τουλάχιστον την άλλη πλευρά της Πάρου. Έφαγα φρέσκα αυγά και φρούτα από τονδροσερό κήπο και μετά από έναν καλό ύπνο κι ένα μπάνιο με άλατασυνήλθα εντελώς. Και τι όμορφη Παριανή μπανιέρα – μια σκάφη που το μάρμαρο είχε καταστραφεί στο χείλος. Μετά από αυτό τα κύματα σκάνε και μεταφέρομαι στα Ηλύσια Πεδία 233
καθώς άλλο ένα ηλιοβασίλεμα πάνω από τη Σίφνο τελειώνει την τρίτη Παριανή μου μέρα. Το τελευταίο νωχελικό πρωινό – μαζεύω τα πράγματα και εξοφλώ τον λογαριασμό. Δεν βρήκα πιο ευχάριστο κατάλυμα στις περιπλανήσεις μου στο Αιγαίο από αυτό με τον Απόστολο και την καλή του γυναίκα, και η τιμή είναι μάλλον μέτρια. Όταν ήρθα με τον Αστυνόμο, ζήτησαν δεκαπέντε δραχμές για τέσσερις μέρες διαμονής και τις κατέβασαν στις δέκα. Μετά, όταν σκέφθηκα να μεταφέρω την οικογένειά μου από την Άνδρο εδώ για τον ελληνικό Σεπτέμβριο, η οικογένεια των Κρίσπι μού έδειξεεκεί κοντά το καλύτερο σπίτι στην πόλη, μισοεπιπλωμένο, που (μου είπαν) απέφερε 300 δραχμές τον χρόνο, και ανέλαβαν αμέσως να φέρουν όλα τα αναγκαία σε ένα νοικοκυριό,ακόμα και τα σεντόνια και τα τραπεζομάντηλα,για συνολικά εξήντα δραχμές τον μήνα. Στην Αθήνα θα πληρώναμε 300 δραχμές τον μήνα για ένα τέτοιο σπίτι χωρίς έπιπλα. Όταν ο οικοδεσπότης μου άκουσε αυτή την πρόταση αμέσως μου πρόσφερε το σπίτι του επιπλωμένο για πενήντα δραχμές. Το σπίτι,όπως συνήθως,είναι υπερυψωμένο, γιατί το ισόγειο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για αποθήκη. Και αποτελείται από ένα μεγάλο τετράγωνο καθιστικό που ανοίγει σε δύο υπνοδωμάτια στη μία πλευρά, σε μία τραπεζαρία και μία μικρή κουζίνα στην άλλη. Όλα είναι καθαρά και συμπαθητικά και το κρεβάτι μου μια 234
* Ασφαλώς, δεν έχω διάθεση να ενδώσω σε αποχαιρετισμό της Πάρου, όπως φαίνεται να έκανε ο γλυκόπικρος ποιητής: ἔα Πάρον, καὶ σῦκα κεῖνα καὶ θαλάσσιον βίον (Μακριά από την Πάρο, τα σύκα της και τη ζωή της θάλασσας.) πολυτέλεια μετά τις κατακόμβες της Νάξου. Το σχήμα του είναι τετράγωνο και η διαγώνιός του αρκεί για να τεντωθεί ένας άνδρας δυο μέτρα. Όμως, η απόλυτη δροσιά του και ελευθερία από άλλα πρόσωπα αντισταθμίζουν το μειονέκτημα. Αποχωρίζομαι τους φίλους μου σκοπεύοντας να ξαναγυρίσω και να το πάρω όλο, αφήνοντάς τους να μείνουν σε ένα απλό αγροτόσπιτο που είχαν εκεί κοντά.* Ο Απόστολος,που δεν ξέρει γράμματα, είναι σφιχτοχέρης,εκτός από το να πουλά τα ζαρζαβατικά, κάνει και τον χασάπη και φτιάχνει ρακή. Αν ο μέσος Έλληνας είχε το επιχειρηματικό πνεύμα του και την ολιγάρκειά του,η Ελλάδα θα έβγαινε σύντομα από το χρέος και θα ήταν μια χαρά. Στις 11 π.μ. επιβιβάζομαι στο «Ποσειδών» και στις 3μ.μ. αποβιβάζομαι στη Σύρα. Μετά από πέντε ώρες εκεί,ξαναεπιβιβάζομαι στο ίδιο αξιόπιστο σκάφος,και ξυπνώ το πρωί καθώς μπαίνει στον Πειραιά. Μετά από οχτώ μέρες καλήςέως υπέροχης μεταχείρισης, το Αιγαίο έχει ξανακερδίσει την καλή μου γνώμη. 235
236
237 XVIII Η ΕνετικήΆνδρος Μπορεί κανείς να περάσει τη ζωή του στη μία πλευρά της κορυφογραμμής ενός νησιού και να μη δει ποτέ την άλλη. Μονίμως μπερδεμένος με τα προγράμματά μου, έφτασα στην πρωτεύουσα της Άνδρου επιτέλους, όχι σκαρφαλώνοντας αλλά κάνοντας τον περίπλου – και μάλιστα περνώντας μέσω Αθήνας και Σύρας. Ήταν ένα υπέροχο δροσερό πρωινό του Σεπτέμβρη όταν αποπλεύσαμε από τη Σύρα, με μια θάλασσα καθρέφτη· μια θάλασσα που είχα γνωρίσει πολύ καλά με θύελλες. Στη σημαία μας ανέμιζε η φιγούρα του Ολύμπιου σιδηρουργού να υψώνει το σφυρί του στο αμόνι του, και φυσικά το πλοίο ήταν το «Ήφαιστος». ΜπορείοΈλληνας να ταξιδέψει και με μια μπανιέρα, αλλά το όνομά της θα είναι σπουδαίο – εκτός αν το έχει βαπτίσει σκωτσέζος. Ο δικός μας «Ήφαιστος», πράγματι, δεν ήταν καθόλου μπανιέρα και οι τέσσερις ώρες του ταξιδιού ήταν εξαιρετικές,όχι μόνο λόγω του πεντακάθαρου ουρανού αλλά και χάρη και σε μιαευχάριστη παρέα: ένας επιβλητικός γερουσιαστής με φέσι και φουστανέλα, αλλά με μια γνήσια Ομηρική συμπεριφορά, που έχει
238 κατάστημα στην Άνδρο.Ήταν και ο έξυπνος νεαρός με τα φωτεινά μάτια από το γυμνάσιο της Σύρας, που ενδιαφερόταν πολύ για τονΜηλιαράκη μου,γιατί βρίσκει εκείαπεριόριστο θαυμασμό για το γενέθλιο ανδριακό χωριό του, και μετά από αυτό γνωρίζω τον πατέρα του, έναν Συριανό έμπορο και πανέξυπνοΈλληνα. Εν τω μεταξύ περνάμε τη δυτική πλευρά της Τήνου –μία ακόμα κορυφογραμμή που αποσχίστηκε από την Άνδρο στον γεωλογικό χρόνο–, κάνοντας στάση μόνο στα Υστέρνια, ένα λιμάνι που έχει πίσω του ένα ορεινό χωριό,από όπου βλέπουμε να κατεβαίνουν ένα κοπάδι λευκοντυμένες μοναχές. Οι κατωφέρειες και οι χαράδρες είναι όμορφα καλλιεργημένες και το χωριό είναι γραφικό,όμως η ζωή σ’ αυτή την αετοφωλιά δεν μπορεί να είναι γαλήνια. Γιατί ένα στραβοπάτημα θα σε γκρέμιζε τουλάχιστον ένα μίλι κάτω,με τόπο προσγείωσης τη θάλασσα.Όμως, τα Υστέρνια δεν είναι ασυνήθιστα ούτε για το υψομετρικό τους ούτε για την επισφαλή ισορροπία. Υπάρχουν πολλές τέτοιες αετοφωλιές στις Κυκλάδες και λίγο πιο πέρα υπάρχει μια άλλη, που έχει ενδιαφέρον για μένα γιατί εκεί γεννήθηκε ο καλλιτέχνης φίλος μου ο Λαμπάκης. Φωλιασμένοκάτω από μια προεξοχή του νησιού, το μέροςαπολαμβάνει σχεδόν ένα αιώνιο απόγευμα, γιατί ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ εκεί (έτσι μου είπαν) πριν από τις έντεκα.
239 Είναι ένα μικρό πέρασμα που ο Εγκέλαδος έσκισε ανάμεσα στα νησιά, και ακόμα και εκεί το στενεύεουν ακόμα περισσότερο τα βραχονήσια που γλίτωσαν από την τρίαινα. Πλέοντας ανάμεσα από αυτά τα στενά (Στενό το γράφουν οι ελληνικοί χάρτες) βλέπουμε μια πρώτη όψη της Άνδρου από την ανατολική πλευρά. Εδώ είναι ο μεγάλος κόλπος του Κορθίου –δεν υπάρχει κατάλληλο λιμάνι. Το πλοίο μένει μία ώρα να ξεφορτώσει και να πάρουμε επιβάτες και εμπορεύματα. Και έτσι έχουμε την ευκαιρία να δούμε με ησυχία αυτόν τον νότιο δήμο που βγάζει του διάσημους κτίστες του Λεβάντε. Οι Κόρθιοι κτίστες είναι περιζήτητοι σε όλη την Ανατολή. Και η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη, όπως είναι τώρα, έχουν κτιστεί σε μεγάλο μέρος από τη δική τουςεπιδεξιότητα και τη συστηματική τους εργασία. Η Αθήνα έχει τη δική τους αποικία στη βορειοδυτική πλαγιά του Λυκαβηττού –όπως και η Σύρα, η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη έχουν τις δικές τους συνοικίες Κορθίων– και ήδη τους έχουμε δει να χτίζουν στο Μπατσί. Το χωριό τους έχει μια εμφάνιση αντάξια της φήμης τους. Είναι χτισμένο μάλλον στις πλαγιές παρά στα απόκρημνα, ψηλά σημεία,και τα σπίτια,παρόλο που δεν είναι εντυπωσιακά,δεν είναι κολλητά μεταξύ τους αλλά σε απόσταση το ένα από το άλλο και τα κοσμούν κήποι. Κάποτε η πρωτεύουσα του φαίνεται πως ήταν σημαντικόςσταθμόςστη διάρκεια της
240
όπως μαρτυρούν τα ερείπια ενός Ενετικού πύργου και τείχους που στεφανώνουντην κορυφή του βουνού βορειοανατολικά. Αυτή η ακρόπολη –σε περισσότερα από 600 μέτρα πάνω από τη θάλασσα– περιβαλλόταναπό τείχος με πάχος δυο μέτρα και είχε ενισχυθεί ακόμα περισσότερο με έναν εσωτερικό πύργο. Η όλη οχύρωση ήταν τόσο ευρύχωρη που μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο για όλο τον πληθυσμό του δήμου.Το Κόρθι ήταν η αγαπημένηέδρα των Τούρκων σε όλη την περίοδο της ηγεμονίας τους (από το 1566 ως την Ανεξαρτησία) και αυτό φαίνεται από τους πολλούς τετράγωνους πύργους που ακόμα προικίζουν τη λεγόμενη Καμπάνια, που τώρα κατοικούνται από τους Κόρθιους αριστοκράτες. Είναι αρκετά γραφικοί μέσα στο πράσινο τοπίο με τις λεμονιές, που έχουν αντικαταστήσει τις ελιές και τις μουριές. Νωρίς το απόγευμα μπήκαμε στο ανοιχτό λιμάνι της Άνδρου, ένα λιμάνι εκτεθειμένο και επικίνδυνο όσο ασφαλές και προστατευμένο είναι αυτό του Γαυρίου. Καταλαβαίνεις αμέσως γιατί οι προϊστορικοί άποικοι διάλεξαν την πλευρά όπου δύει ο ήλιος. Ακόμα και αν ο Άνδρος είχε αποπλεύσει από την Ανατολή, δεν θα εισέπλεε ποτέ από εδώ, ούτε στο Κόρθι ούτε στην Παλαιόπολη. Καθώς ερχόταν από βορειοδυτικά,το πρώτο λιμάνι που μπήκε τον έκανε να μην ψάχνει πιο πέρα – το Γαύριο ήταν το λιμάνι για
Ενετοκρατίας(1207-1566μ.Χ.),
241 το οποίο τον προόριζε η μοίρα.Η καταστροφή της παλιάς πρωτεύουσας και το χτίσιμο της διαδόχου (ίσως ήδη κατά τον ενδέκατο αιώνα) στην άλλη πλευρά δεν μπορούσε να αλλάξει ένα δεδομένο τόσο καθιερωμένο στα συμβούλια της δημιουργίας. Παρ’ όλα αυτά, το ανοιχτό λιμάνι της Άνδρου προσφέρει την πιοχαριτωμένηθέα της φύσης που οι Κυκλάδες μού έχουν χαρίσει. Η πόλη είναι χτισμένη πάνω σε μια γλώσσα γης,ή μάλλον ενός βράχου, που πέφτει κατευθείαν στον κόλπο και έτσι τον κάνει διπλό λιμάνι. Είναι, επίσης, διπλή η πόλη,η παλαιότερη προς τη θάλασσα, η μεσαιωνική, όπου μπαίνεις από μια καγκελόπορτα και η οποία αποτελείται από ενετικά σπίτια πάνω σε στενά ελικοειδή δρομάκια. Η νεότερη (προς τη στεριά) είναι χτισμένη και στις δύο πλευρές ενός φαρδιού υπερυψωμένου δρόμου λαξευμένου στον βράχο. Ίσως να μην υπάρχει σημείο στο Αιγαίο όπου κανείς μπορεί να απομονώσει καλύτερα και να μελετήσει ξεχωριστά αυτή τη ρομαντική εποχή της Ενετοκρατίας. Αλλού η Βενετία έχτισε πάνω σε αρχαία ελληνικά ερείπια, όμως εδώ οι λαμπρές ελληνικές εποχές απουσιάζουν για να διεκδικήσουν την προσοχή. Ακόμα και η Ρώμη και το Βυζάντιο σπάνια παρεμβαίνουν. Πράγματι,δεν είναι απίθανο αυτή η Ανατολική πρωτεύουσα της Άνδρου να δημιουργήθηκε αρκετά αργότερα αφότου η Ελλάδα γύρισε την πλάτη
της στη Ρώμη και έστρεψε το πρόσωπό της στην Ανατολική Αυτοκρατορία, όμως δεν μπορούμε να υποθέσουμε οτιδήποτε πριν από τους Ενετούς. Δεν έχουν περάσει ακόμα ούτε επτά αιώνες που ο Δόγης ο Ενρίκο Ντάντολο, ως αρχηγός της τέταρτης Σταυροφορίας, οδήγησε τη γαλέρα του έξω από το Μεγάλο Κανάλι, επικεφαλής ενός στόλου,που πρέπει να κοκκίνισε τη λιμνοθάλασσα. Όμως, η Βενετία δεν έχασε ποτέ από τα μάτια της το εμπόριο κατά τις Σταυροφορίες και η πόλη του Κωνσταντίνου ήταν καλύτερη ευκαιρία από τον Ιερό Τάφο. Έτσι, τον Μάρτιο του 1204 βλέπουμε τον Δόγη και τον Γάλλο σύμμαχό του στο Χρυσό Κέρας, να ποντάρουν στις κτήσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.Με αυτόντον λαχνόη Νύφη της Αδριατικήςπροσαρτά το Αιγαίο. Ήταν μια γενναία αρπαγή και η Βενετία προχώρησε στην κατάκτηση τόσο πονηρά όπως έκανε ο Άνδριος λογχοφόρος στη Θράκη.Ο πόλεμος ήταν μια δαπανηρή υπόθεση και το πλιάτσικο φθηνό. Εκεί από όπου ο αρχαίος βασιλιάς της θάλασσας ο Μίνωας είχε εκδιώξει τους γυρολόγους Φοίνικες και τους Κάρες πειρατές χιλιετηρίδες πριν, ο Ενετός σταυροφόρος εγκατέστησε μια αριστοκρατία πειρατών. Ηγερουσία αποφάσισε πως κάθε Ενετός ή σύμμαχος που είχε τη θέληση και τον τρόπο να καταλάβει ένα νησί ή μέρος της ηπειρωτικής χώρας στο Ελληνικό Αιγαίο, θα μπορούσε να διατηρεί κληρονομικάέσοδα και κυριαρχι242

κά

* Νάξος, Βερολίνο, 1842
Κούρτιους
«
Ελλάδα βγήκε σε πλειστηριασμό στο παλάτι του Δόγη, όπως μοιράστηκε με τους Στιούαρτ ο Νέος Κόσμος ανάμεσα στους Άγγλους ευγενείς.Η διαταγή πέρασε γρήγορα σαν πυρκαγιά σε δάσος από τα παλάτια της Βενετίας. Οι νεαροί ευγενείς οργάνωσαν ομάδες, προσέλαβαν μισθοφόρους,εξόπλισαν γαλέρες για άγρια περιπέτεια, και σύντομα οι Λομβαρδοί και οι Ενετοί ευγενείς με τιςμοίρες τους βγήκαν από τις λιμνοθάλασσές τους για να διεκδικήσουν πριγκιπικές κορώνες στο Αιγαίο».Ανάμεσά τους και ο ανιψιός του Δόγη, ο Μαρίνος Δάνδολος, που μαζί με τους σιδερόφρακτους ιππότες έπλευσε κατευθείαν για την Άνδρο, που κατέκτησε(1207) και διοίκησε ως τον θάνατό του το 1233. Η ιστορία της Κατάκτησης μπορεί να διαβαστεί στα αρχεία της Βενετίας – η Άνδρος δεν έχει αρχεία δικά της μεταγενέστερα των σπασμένων μαρμάρων της Παλαιόπολης. Και ξέρουμε πως ο καινούργιος αφέντης του νησιού ήταν κυρίως απών –διοικώντας το μικρό πριγκιπάτο από το παλάτι του στο Μεγάλο Κανάλι, όντας σημαίνον πρόσωπο στα πολιτικά της Βενετίας,όπου παρά λίγο να γίνει Δόγηςχάρη σε μια ισοψηφίακαι υπηρέτησε το κράτος σε σημαντικές αποστολές,ώσπου στο τέλος δολοφονήθηκε για τη σκληρότητά του.Στομεταξύ είχε 243
δικαιώματα. «Έτσι,» παρατηρεί ο
* ,
η
244 εποικήσει την Άνδρο με τόσους πολλούς Λατίνους που ο Ινοκέντιος ο Τρίτος την έκανε καθολική επισκοπή, όμως δεν άφησε κληρονόμο στα κληρονομικάτου έσοδα. Έτσι,μικροί πόλεμοι διαδοχής γέμισαν τον αιώνα, αν και το νησί παρέμεινε στην οικογένεια για κάπου 280 χρόνια προτού το αρπάξειο παλιός του εχθρόςη Πάρος –πάλι με παντρολογήματα– κάτω από την ηγεμονία των Σανούδων και Σωμαρίπα για έναν και περισσότερο αιώνα. Αυτή η μακριά αλληλουχία απόΆνδριουςΔούκες από το 1207 ως το 1566 δεν ταιριάζει εδώ, όμως πόσα γενναία ειδύλλια υποδηλώνει. Έξω από αυτή την πύλη του κάστρου,που αναμφίβολα έχτισε ο Δούκας Μαρίνο, πρέπει να πέρασε η κόρη του Λουίτζι Κορνάρου στον γάμο της με τον Μαρίνο Φαλιέρι μόλις τέσσερις αιώνες πριν. Και την προηγουμένη στη Νάξο συναναστρεφόμουν με τον τελευταίο των λόρδων Σωμαρίπα, έναν απλό συμβολαιογράφο,που η μαρμάρινη κατοικία του στέκεται στην ακρόπολη όπουβασίλεψαν ο Λύγδαμης και ο Σανούδος. Γιατί μετά από τριακόσια εξήντα χρόνια διακυβέρνησης, το λατινικό στοιχείο είχε στεριώσει πολύ βαθιά για να εξαφανιστεί από τους Τούρκους. Έτσι και μέχρι σήμερα μια απογραφή Ανδριώτικων οικογενειακών ονομάτων δείχνει ένα μεγάλο ποσοστό λατινικών, όπως Καλβοκορέση, Κουιρίνη, Καστελάνι και άλλα. Όμως, στη γλώσσα και τη θρησκεία το ενε-
245 τικό στοιχείο είναι καθαρά εξελληνισμένο: δεν υπάρχει Καθολική εκκλησία σε ανάμνηση της επισκοπής του Ινοκέντιου,ούτε υπάρχει ιερέας αυτού του τάγματος στο νησί εδώ και έναν αιώνα. Στη ναυτική διάλεκτο υπάρχει μία εισροή ιταλικών λέξεων, όμως αυτή οφείλεται περισσότερο στους ναυτικούς παράστους κατακτητές, και η μόνη γνήσιαΕνετικήπαρακαταθήκη φαίνεται πως είναι η λέξη paganus για ένα αβάπτιστο μωρό,που στα κοινά ελληνικά είναι δράκος. Ένα μεγάλο κτήμα πράγματι ακόμα ονομάζεται φέουδο, καταμαρτυρώντας έτσι την επιμονή των θεσμικών όρων. Συνηθίζεται να θεωρούμε τηνΕνετοκρατία ως αδιάλειπτη συμφορά. Νομίζω πως θα υπάρχει αντίλογος. Αν η Βενετία κατάπιε την Ελλάδα, χώνεψε τόσο πολύ το φαγητό, που άξιζε βασιλικη ανταμοιβή. Όχι πολύ πριν ο Δάνδολος σηκώσει τη σημαία του Αγίου Μάρκου εδώ, μια ροδοδάκτυλος αυγή για τα ελληνικά γράμματα είχε αμυδρά φωτίσει την Ανατολή. Η γλώσσα που δεν είχε σωπάσει εντελώς,άρχισε πάλι να τραγουδά με μια μακρινή ηχώ της αρχαίας της γλυκύτητας, και οι Λατίνοι κατακτητές βρήκαν πως άξιζε να μάθουν ελληνικά για περισσότερους από έναν λόγους. Αυτό οφειλόταν χωρίς αμφιβολία σε τρεις αιώνες ενός τέτοιου εξελληνισμού ώστε ο Άλδος Μανούτιος να μπορέσει να μαζέψει στη Βενετία έναν στρατό από Έλληνες λόγιους και τυπογράφους για να πε-
246 τύχουν το μεγαλεπήβολο έργο της διάσωσης της ακόμα σωζόμενης λογοτεχνίας της αρχαίας Ελλάδας από τα χειρότερα. Δεν ξέρουμε αν ο Άλδος συγκέντρωσε το προσωπικό από την Άνδρο, όμως ξέρουμε πως λίγο αργότερα η Άνδρος έδωσε έναν βιβλιοθηκάριο στο Βατικανό και επιμελητή του έργου τού Προκόπιου στο πρόσωπο του Νικόλα Αλαμάνου, που έκτοτε πήγε στη Ρώμη,τριακόσια χρόνια πριν, για να αρχίσει την καριέρα του ως Γραμματέας του Καρδινάλιου Μποργκέζι. Το όνομά του, που ακόμα το φέρει μια οικογένεια σ’ αυτόν τον δήμο, καθαρά προδίδει τη Λατινική του προέλευση. Αυτό το στοιχείο το οφείλω στον Άνδριο Πλούταρχο, τον Αρχιεπίσκοπο της Σταυρούπολης, που το καημένο μικρό «ΒίοιΕπιφανών Ανδρίων»–τυπωμένο εδώ στην Χώρα– αποδείχθηκε χρυσωρυχείο για μένα. Συγκεκριμένα, επιβεβαιώνει ένα επίπεδο πολιτισμού από τον δέκατο πέμπτο αιώνα και μετά, που πρέπει να έκανε την Άνδρο ένα πρόσφορο έδαφος για επιστράτευση για τους Άλδους και τους επίγονούς τους.Χωρίς αμφιβολία λόγω επαγγέλματος ο δικός μου Πλούταρχος καταφεύγει στους κληρικούς, αλλά στον δικό του κατάλογοτων άξιων Ανδρίων υπάρχουν δύο Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (ο Διονύσιος το 1660 και ο Γαβριήλ το 1702), ένας πατριάρχης Αλεξανδρείας (ο Ματθαίος, 1747) και ένας άλλος επίσκοπος Διονύσιος σε κάποια ξεχασμένηεπι-
247
Μετά έρχεται ένας διάκονος Αυξέντιος,που έκανε περισσότερο εκκλησιαστικό θόρυβο από όλους τους προηγούμενους, εξαπολύοντας άγριες πολεμικές ενάντια στους παπιστές και τους Αρμινιανιστές, προτείνοντας ένα δικό του σχίσμα Αναβαπτιστών και τραβώντας σε μεγάλο βαθμό την προσοχήσαν προφήτης και θαυματοποιός στο Χρυσό Κέρας, ώσπου ο Μέγας Τούρκος μπουχτίζει από τη φασαρία που ξεσηκώνουν τα άπιστα παιδιά του, προσκαλεί τον διάκονο σε μια βαρκάδα στον Βόσπορο και ξεχνά να τον φέρει πίσω. Η Βενετία διατήρησετην Άνδρο πάνω από εκατό χρόνια αφότου ο Τούρκος περιχαρακώθηκε στην Αθηναϊκή Ακρόπολη, πιθανόν κάνοντας κάτι για να κρατήσει τα γράμματα ζωντανά σε μια περίοδο που η Αθήνα έδειχνε να έχει χαθεί από τον χάρτη και τη μνήμη του κόσμου. Όμως, δεν μπορούμε να κλείσουμε τους λογαριασμούς ανάμεσα στους Ενετούς και τους Έλληνες χωρίς να προσθέσουμε ένα μακάβριο χρέος. Ήταν σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια να κερδίσει τη χαμένη της αυτοκρατορία στο Αιγαίο,που η Βενετία, ο σωτήρας της ελληνικής λογοτεχνίας, κατέστρεψε το ασύγκριτο μνημείο της ελληνικής τέχνης. Ήταν ο Μοροζίνι –που έχει ένα όνομα που συναντάμε στους άρχοντες της Άνδρου τον δέκατο πέμπτο αιώνα– που το 1688 βομβάρδισε και ανατίναξε τον Παρθενώνα.
σκοπή.
248
* Έδειχνε ένα σύντομο και απλό πιστεύω: Θεόν σέβου, Θεόν αγάπα, όμως οι σιωπές του ήταν ύποπτες για το Ορθόδοξο Δόγμα. XIX Ένας Άνδριος προφήτης Όμως, καθυστερήσαμε πολύ στον καφέ στη μικρή πλατεία της οχυρωμένης πόλης του Μαρίνο,με τους λίγους διψασμένους πλατάνους για σκιά. Βγαίνοντας από την πύλη του κάστρου, βρισκόμαστε πάλι στον μοντέρνο κόσμο με τα τετράγωνα πρακτικά οικοδομήματα. Αυτή η πόλη που εκτείνεται προς τη στεριάείναι στην ουσίαέναςίσιος δρόμος, φαρδύς, με μια σειρά από γερά,απλά μαγαζιά και σπίτια εκατέρωθεν. Όμως, ακόμα και εδώ δεν μπορούμε να αποφύγουμε ένα σπουδαίο παρελθόν. Ψηλά, πάνω από τον φαρδύ δρόμο βρίσκεται το Ελληνικό Σχολείο, ένα μεγάλο κτίριο από τούβλα σ’ ένα ευρύχωρο οικόπεδο. Αυστηρά απλό και χωρίς φτιασίδια,όπως δείχνει, το σχολικό κτίριο λέει πολλά στον μελετητή της Ανδριακής ιστορίας. Γιατί πρόκειται για το ίδρυμα κάποιου άγνωστου πέρα από τον Ελληνικό ορίζοντα, που όμως συγκλόνισε βαθιά τον Ελληνικό κόσμο – τον Θεόφιλο Καΐρη της Άνδρου. Φωνήσάλπισμα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας,με εγκυκλοπαιδική μόρφωση, πρωτοπόρος στη φιλανθρωπία αλλά σχισματικός στη θρησκεία, η θεοσέβειά του * ήταν 249
250 για τους χυδαίους ασέβεια και έκλεισε τη μακριά γραμμή μαρτύρων, ανάμεσα στους οποίους ο Σωκράτης ήταναπό τους πρώτους,όχι πίνοντας το ανώδυνο κώνειο αλλά με μια άκρως οικτρή εξορία, φυλάκιση και θάνατο. Όταν γραφτεί το ρομάντζο της Άνδρου, το πιο ξεχωριστό του κεφάλαιο θα είναι αυτό για τον Θεόφιλο τον θεοσεβή. Ακόμα πιο περίεργο είναι πως κάποτε ανάμεσα στους μαθητές του στις Κυδωνιές ήταν ο Φιρμίν Ντιντό, που μας είπε κάτι για την αδελφή του Θεόφιλου, lacharmanteEvanthie, μία από τις πιο μορφωμένες γυναίκες της εποχής της, που μιλούσε τέλεια γαλλικά, ιταλικά και αρχαία ελληνικά και ξεχνιόταν διαβάζοντας τα «Principia» του Νεύτωνα. Για μια δασκάλα της Ανατολής το 1816, και αυτή είναι η θέση της Ευανθίας στην ιστορία, αυτές δεν ήταν συνηθισμένες γνώσεις. Για τον Άνδριο μάρτυρα δεν υπάρχει άλλο μνημείο,και αυτό που έκτισε ο ίδιος το κατέλαβε προ πολλού η κυβέρνηση που τον βασάνισε. Αυτή η κυβέρνηση τον είδε να απορρίπτει τα μετάλλια που του πρόσφεραν και να αρνείται μια έδρα στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, γιατί πάνω από όλα ο Άνδριος δάσκαλος ήταν ένας πατριώτης φιλάνθρωπος και είχε κάνει σκοπό της ζωής του να φωτίσει και να ανυψώσει τους πιο αδύναμους από τους συγχωριανούς του. Ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη,ώσπου μάζεψε του οβολούς για να χτίσει το Ορφανοτροφείο και να το εξο-
251 πλίσει με τα απαραίτητατης σύγχρονης εκπαίδευσης. Για πέντε χρόνια δούλεψε εδώ δυναμικά, όμως μετά οι παλιέςιδέες χτύπησαν συναγερμό. Δικάστηκε για τη θεοσέβειά του και καταδικάστηκε σε απομόνωση σε ένα μοναστήρι στη Σκιάθο, από όπου σύντομα μεταφέρθηκε σε ένα άλλο μοναστήρι στη Θήρα. Εδώ, δύο χρόνια αργότερα,καθώς αυτός ο τρόπος δίωξης δεν μπόρεσε να τον κάνει να αναγνωρίσεικαι να αποδεχθεί το λάθος των απόψεών του, καταδικάστηκε σε εξορία από το βασίλειο. Και έχουμε το επίσημο έγγραφο εκτέλεσης της απόφασης από τον τότε νομάρχη της Θήρας (Μ. Αναγνωστόπουλο),που δεν είναι λιγότερο οικτρό από την σκηνή του αποχωρισμού στο «Φαίδων». «Ήταν μια συγκινητική στιγμή», γράφει ο νομάρχης, «καθώς ο γέροντας αγκάλιαζε τον καθένα από τους παριστάμενους με πικρά δάκρυα και είπε: “Φίλοι μου αφήνω το χώμα της αγαπημένης μου πατρίδας – το χώμα που έβρεξα με τα δάκρυά μου και το αίμα μου, που διέσχισα με ζέστη και κρύο, ρακένδυτος και ξυπόλυτος, αψηφώντας τους κινδύνους και παροτρύνοντας τους Έλληνες για ελευθερία”». Και ο Νομάρχης συμπληρώνει: «Θα ήταν ασήκωτο βάρος στη συνείδησή μου να μην ομολογήσω τον πόνο μου καθώς θυμάμαι τους κινδύνους που πέρασε αυτός ο γέροντας όταν η Ελλάδα πάλευε με τον θάνατο και ο Έλληνας στρατιώτης χρειαζόταν τη θεϊκή έμπνευση του πατριωτισμού. Όταν αυτός ο δάσκα-
λος του έθνους τού εμφυσούσε το πάθος της ελευθερίας, ωθώντας τον στον ένδοξο θάνατο παρά την καταραμένη δουλεία...Ήταν αυτός που ήταν,και μετά από όσα τράβηξε για να εξασφαλίσει την ελευθερία της πατρίδας του, είχε ασφαλώς το δικαίωμα να νιώθει βαθιά μέσα του έναν αβάστακτο πόνο όταν τον ανάγκαζαν να εγκαταλείψει το χώμα που τον είχε γεννήσει και αναθρέψει». Βρήκε άσυλο στο Λονδίνο, όπου δίδαξε τα επόμενα δύο χρόνια, ή μέχρι το Σύνταγμα,που υποχρεώθηκε να δεχτεί ο Βασιλιάς Όθων και στο γράμμα –αν όχι στο πνεύμα του– θρησκευτική ανοχή και άνοιξε τον δρόμο της επιστροφής του. Κάτω από αυτή την ασπίδα επέστρεψε στο Ορφανοτροφείο του και ανέλαβε πάλι το βαρύ καθήκον. Άνοιξε τις πόρτες στην αρχή σε τριάντα ορφανά, τα έντυσε, τα τάισε, τα περίθαλψε, τα μόρφωσε –ήταν πατέρας, φύλακας, γιατρός γι’ αυτά–, ώσπου η φήμη του γέμισε την Άνδρο με μαθητές που μαζεύτηκαν από όλη την Ελλάδα και το Ορφανοτροφείο είχε εξακόσια παιδιά να στεγάσει.Ακόμα, φαίνεται, πως δούλευε μόνος, παρόλο που τα μαθήματα του σχολείου (όπως τα απαριθμεί ο Άνδριος βιογράφος του) δίκαια συγκροτούν την εγκυκλοπαίδεια της εποχής. Πράγματι,το Ορφανοτροφείο του Θεόφιλου πρέπει να ξεπερνούσε τότε το Πανεπιστήμιο του Όθωνα. Από τους μαθητές του πιθανόν να μην υπάρχει σωζόμενος κατάλογος, όμως 252
* Όταν πέθανε ο Ανδρέας Συγγρός στην Αθήνα το 1899, είχε ήδη ξεπεράσει σε φιλανθρωπία όλους τους προηγούμενους ευεργέτες από τον Ηρώδη τον Αττικό και μετά, και συνολικά τα δώρα στη φυλή του, μέσα στο Βασίλειο και εκτός, πιθανόν να έφθαναν το ποσό των 5.000.000 δολαρίων, που θα ήταν τόσα για την Ελλάδα όπως και 15.000.000 δολάρια στην Αμερική. ένα όνομα ανάμεσά τους είναι πασίγνωστο στην Ελλάδα και μπορεί ν’ αναφερθεί ως απόδειξη πως η δουλειά του δασκάλου δεν πέθανε μ’ αυτόν. Είναι το όνομα του Ανδρέα Συγγρού, του πιο γενναιόδωρου απ’ όλους τους σύγχρονους ευεργέτες ανάμεσα στους Έλληνες.Τα πρώτα χρόνια μόρφωσης που πέρασε εδώ –πρέπει να ήταν η πρώτη τετραετία (1844-’48) μετά την επιστροφή του Δασκάλου– το νεαρό αγόρι από τη Χίο χωρίς αμφιβολία αποκόμισε τα ερεθίσματα που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του και καθόρισαν την καριέρα του. Και σήμερα η Αθήνα και η Ελλάδα έχουν την αφθονία και το εύρος των έξυπνων φιλανθρωπικών έργων του –μουσεία, σχολεία, εκκλησίες, φυλακές,
πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, κάθε αρωγή για τους δυστυχείς,και πάντα δοσμένα για να προωθήσουν, να ανορθώσουν και όχι να εξαθλιώσουν.* Όμως,οι καλέςπράξεις δεν μπορούσαν να θωρακίσουν τον Άνδριοπερισσότερο απ’ ό,τι τον Αθηναίο, τον Σωκράτη,και η καταδίωξη ξέσπασε πάλι. Το 1852 λόγω μιας νέας κατηγορίας γιααίρεση δι253
αναμορφωτήρια, εργαστήρια,
κάστηκε κεκλεισμένων των θυρών στο Κακουργιοδικείο στη Σύρα και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια και δέκα μέρες φυλάκιση στη φυλακή της Σύρας. Πέθανε εκεί τον Ιανουάριο του 1853 και το σώμα του (μας είπαν) έκανε το γύρο τουνησιούσε ένα Μαλτέζικο εμπορικό πλοίο και πετάχτηκε σαν σκυλί – χωρίς χριστιανική ταφή. Ο Σωκράτης είχε καλύτερη μεταχείριση στα χέρια των Ένδεκα! Βρήκα το Ορφανοτροφείο του μάρτυρα κλειστό, αλλά με τη βοήθεια μερικών μικρών παιδιών με δυνατά πνευμόνια κατάφερα να ξυπνήσω τον φύλακα που κοιμόταν μέσα. Είχε κάνει αυτοσχέδιο κρεβάτι στη χαμηλή βάση πίσω από το μακρύ γραφείο, σαν αυτά στην αίθουσα του χημείου. Από αυτό το βήμα, σε τάξεις τριακοσίων μαθητών που στοιβάζονταν στη μεγάλη τετράγωνη αίθουσα, ο ιδρυτής ανέπτυσσε τη Φυσική και τη Μεταφυσική του, περιλαμβάνοντας σίγουρα και τις δοξασίες για τις οποίες βασανίστηκε. Λυπήθηκα που δεν είδα τη μεγάλη βιβλιοθήκη,που μαζί με το κτίριο του ορφανοτροφείου πέρασε στα χέρια του κράτους. Εν κατακλείδει, το Ελληνικό Σχολείο της Άνδρου πρέπει να είναι ανάμεσα στα καλύτερα στην επαρχιακή Ελλάδα,όμως υπολείπεται κατά πολύ τουπαλιού Ορφανοτροφείουως εκπαιδευτικό ίδρυμα. Όχι μόνο δεν διδάσκειτα άλλλα ελληνόπουλα, αλλά η Άνδρος σήμερα χρειάζεται να στείλει τα αγόρια της στη Σύρα ή την Αθήνα για το Γυμνάσιο, 254
* Ευτυχώς, η δήλωση στη σελίδα 250 δεν ισχύει πλέον. Μια προτομή του Καΐρη έχει επιτέλους στηθεί (1912) στη μικρή δημόσια πλατεία τους, προσφορά των Άνδριων συμπατριωτών του. για να μηναναφερθούμεστις ανώτερες σπουδές.* Για μια πρωτεύουσα νησιού 2.000 κατοίκων, η Άνδρος δεν προσφέρει πολλά στον σπάνιο επισκέπτη.Με τους φίλους μου στο «Ήφαιστος» βρήκα τον δρόμο για το κεντρικό ξενοδοχείο: ήταν σε ένα από τα μεγαλύτερα αρχοντικά, όμως έπιανε μόνο ένα είδος γωνιάς στο υπόγειο που άνοιγε στην πίσω αυλή. Είχε μια μικρή κουζίνα,μια τραπεζαρία και τρία μικροσκοπικά υπνοδωμάτια. Ο ξενοδόχος δέχθηκε να βάλει ένα μικρό ράντζο στο μικρό δωμάτιο που ήδη έμενε ο μοναδικός πελάτης, ένας νεαρός δικηγόρος από τη Σύρα. Ένας κυβερνητικός που έφθασε με το ίδιο πλοίο τακτοποιήθηκε σε ένα δωμάτιο-κουτί χωρίς παράθυρο που εγώ είχα αρνηθεί. Δεν υπάρχει πιο περίεργο πράγμα αρχικά από την σχεδόν απόλυτη έλλειψη ξενοδοχείων στην επαρχιακή και νησιώτικη Ελλάδα. Η Τήνος που δέχεται στα δύο μεγάλα πανηγύρια κάπου δέκα χιλιάδες προσκυνητές, μπορεί μετά βίας να στεγάσει σαράντα επισκέπτες στις δύο μικρές ταβέρνες. Η Νάξος είναι ακόμα χειρότερη και η Πάρος δεν έχει κανενός είδους πανδοχείο.Στην τελευταία μου επίσκεψη εκεί μια συστατικήεπιστολή μού εξασφάλισε κατάλυμα στο σπίτι ενός κηπουρού κοντά στην πόλη. Όμως, το θέμα του φαγητού ήταν με255
256 γάλο πρόβλημα. Δύο αιτίες γι’ αυτήν την κατάσταση είναι η έλλειψη τακτικών ταξιδιωτών (κυρίως η σπάνιαεμφάνισηενός ξένου) και η παραδοσιακή φιλοξενία,που δεν επιτρέπει στον Έλληνα να διώξει κάποιον από το κατώφλι του. Για τον ξένο που δεν καταλαβαίνει τα έθιμα και την καθημερινή γλώσσα της ελληνικής υπαίθρου είναι σοβαρό, όμως για κάποιον που ξέρει τη χώρα και δεν είναι απαιτητικός θα περάσει αρκετά καλά. Με τον οικοδεσπότη του «Ξενοδοχείου η Αφθονία» δεν πείνασα,αν και ήταν ημέρα νηστείας. Κοιμήθηκα καλά και έκανε μια καλή συμφωνία με έναν αγωγιάτη να με πάει πάνω από τα βουνά στο Μπατσί.
257 ΧΧ Ένας Ανδριακός Παράδεισος Την άλλη μέρα –ήταν Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου–με τονΔικηγόρο συγκάτοικο και δυο μουλαράδες ξεκίνησα νωρίς να επισκεφθώ en route τους δύο φίλους μου από το «Ήφαιστος» στους Μένητες. Ο δρόμος είναι θαυμάσιος γι’ αυτά τα νησιά, τόσο λείος και εύκολος σαν λεωφόρος και φαρδύς για δύο άμαξες – ένας τέλειος αμαξιτός δρόμος,αν και ακόμα δεν έχω συναντήσει άμαξα στο νησί. Ένα μεγάλο μέρος είναι λαξευμένοςεντελώς στον βράχο στο ένα μέρος ή και τα δύο. Ήταν σίγουρα καλός δρόμος τον Μεσαίωνα, καθώς οιΕνετοί και αργότερα οι Τούρκοι άρχοντες είχαν την έδρα τους στα ορεινά χωριά όπου οδηγεί, όμως η ελληνική κυβέρνηση λίγα χρόνια πριν, με μεγάλη δαπάνη, έφερε αυτά τα τεσσεράμισι χιλιόμετρα στην εξαιρετική παρούσα κατάστασή τους. Αν η εργασία μπορούσε να συνεχιστεί το ίδιο συστηματικά, η Άνδρος θα είχε μια καινούργια γοητεία για τον επισκέπτη και καινούργιες ευκολίες για τους κατοίκους της. Ακολουθώντας τη μακριά ελικοειδή κορυφογραμμή της οποίας η Ανδριακή γλώσσα είναι το τέρμα, ο δρόμος περνά από μια μαγευτική περιοχή –«μια απ ’ τις ωραιότερεςεξοχές στον κόσμο» έκρινε ο Τουρ-
258 νεφόρ,διακόσια χρόνια πριν. Προς Βορά και Νότο οι πλαγιές του βουνού είναι γεμάτες με πορτοκαλιές, λεμονιές και ελιές,ενώ μέσα στο πλούσιο πράσινο λάμπει πού και πού ένας λευκός περιστεριώνας, ένα σπίτι, και κάποιο χωριό,και κάτω από το φρύδι της απότομης κορυφής στον νότο, ένα αυστηρό παλιό μοναστήρι, που ακόμα κατοικείται (όπως μας είπαν) από δεκαπέντε μοναχούς. Πάνω στον δρόμο βρίσκεται η χαριτωμένη μεσαιωνική Μεσαριά, ένα χωριό με τούρκικους πύργους αγκαλιασμένους από μπαξέδες. Από τα καφασωτά παράθυρα ενός από αυτούς τους πύργους,για να ενισχυθεί η μεσαιωνική εντύπωση, ένα όμορφο κορίτσι μάς κοιτάζει.Ίσως είναι ο ίδιος πύργος όπου ο Τουρνεφόρ υπέβαλε «τα σέβη του στον Αγά που διοικούσε το νησί» δύο αιώνες πριν,και η περιγραφή του γερο-Γάλλου (στην ιδιόμορφη παλιά αγγλική μετάφραση που κρατώ) αποκαθιστά μερικά χαρακτηριστικά που ο χρόνος έχει σβήσει. «Ο Αγάς ζει σε έναν παλιό τετράγωνο πύργο, κι ανεβαίνεις δεκατέσσερα πέτρινα σκαλιά, όπου είναι τοποθετημένη μια ξύλινη σκάλα του ίδιου μήκους. Στην παραμικρή υποψία πειρατών η σκάλα τραβιέται πάνω και τα μουσκέτα είναι έτοιμα για την υποδοχή. Όλο το νησί είναι γεμάτο με τέτοιους πύργους, όπου οι προεστοί του νησιού έχουν την κατοικία τους: είναι ισχυροί και έχουν μόνο παράθυρα υπερώου και φεγγίτες, όπως τα μπουντρούμια στις φυλακές.»
259 Αφήνοντας τη Μεσαριά, και μαζί της και τον αμαξιτό δρόμο, φτάνουμε στο σπίτι του καινούργιου φίλου μου του Μανούσου, στους Μένητες – ένα χωριό που καλύπτει και τις δύο πλευρές μιας χαράδρας. Το σπίτι είναι άλλος ένας τούρκικος πύργος ανακαινισμένος,παράθυρα και πόρτες έχουν ανοιχτεί στον πρώτο όροφο,παρόλο που τα έπιπλα είναι εμφανώς μεσαιωνικά. Ως τοποθεσία και ως προς τη θέα δεν υπάρχει άλλη καλύτερη: πάνω από τους κήπους στις αιμασιές βλέπει στην απεραντοσύνη της ηλιόλουστης θάλασσας με τη γραμμή της Χίου να διαφαίνεται αμυδρά πέρα στον ορίζοντα. Μετά τα καλωσορίσματα και μια μικρή ανάπαυλα, με οδηγούν στο κέντρο του ενδιαφέροντος – στην εκκλησία της Αναλήψεως (που έχει το περίεργο όνομα Κούμουλος), που η τοπική παράδοση την θέλει να είναι η διάδοχος του Ανδριακού ναού του Διόνυσου. Ο δρόμος μέχρι εκεί είναι ένα όνειρο δροσερών κήπων και κυματιστών ρυακιών – με τόσο κρύο και κρυστάλλινο νερό που αναγαλλιάζει η ψυχή του ανθρώπου. Και η εκκλησία όπου ανεβαίνουμε είναι το κεφαλάρι όλων αυτών των πηγών. Χτισμένη στον τοίχο της είναι μια όμορφη μαρμάρινη βρύση με τρία στόμια,που από το ένα αναβλύζει το νερό.Αυτή την εποχή η ροή είναι μέτρια και το αρχαίο θαύμα δύσκολα γίνεται πιστευτό. Η ιστορία λέει –αναφέρεται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς– πως εδώ στην
* Είχα λησμονήσει τον Κρητικό Τάφο του Διός και το πρόδηλο γεγονός πως ήταν εξαιτίας του καυχήματός τους ότι τον έχουν εκείνοι, από όπου βγήκε η ρήση γι’ αυτούς τους φιλαλήθεις ανθρώπους ενός από τους ποιητές τους: «Όλοι οι Κρητικοί είναι ψεύτες». Άνδρο στο πανηγύρι του Διονύσου η πηγή του θεού για μία μέρα (ή επτά)έρρεε κρασί αντί για νερό. Και φυσικά θα ήταν αρκετά εύκολο,αν ο ναός σκέπαζε αυτή την πηγή, για έναν έξυπνο ιερέα να σταματήσει το νερό και να βάλειόσο κρασί ήθελε. Όμως, αυτά, όπως είδαμε,είναι η μεσαιωνική και η μοντέρνα πλευρά της Άνδρου, την αυθεντική ανδριακή αρχαιότητα πρέπει να την αναζητήσουμε στη δυτική ακτή. Εκεί έχω εντοπίσει με μεγάλη ικανοποίηση την αρχαία πηγή κρασιού και ο καθένας μπορεί να τη βρει με τη φροντίδα των φίλων μου, του Ηγούμενου και των αδελφών της Αγίας Μονής. Εδώ δεν μπορώ να πω πολλά με ειλικρίνεια. Γιατί ο ντόπιος αρχαιολόγος,ο Αχιλλέας,μου δείχνει πράγματι τον Τάφο του Διόνυσου μπρος από την πόρτα της εκκλησίας, και στην ένστασή μου πως οι θεοί είναι αθάνατοι και δεν χρειάζονται τάφους* απαντά απότομα πως αυτό ισχύει για τον Θεό μόνο,όχι για τους θεούς. Ακόμα και στην Αρκαδία Ο Μεγάλος Πάνας πέθανε· και η Αρκαδική Άνδρος μπορεί να θάψει μαζί του τον χαρούμενο θεό που η μορφή του είναι χαραγμένη στα αρχαία τους νομίσματα. 260
Κατεβαίνοντας από την εκκλησία,δροσιστήκαμε στο καφενείο ενός ντόπιου που έχει γνωρίσει τον κόσμο ως ναύτης και μιλά τρεις λέξεις αγγλικά και έχει τον θαυμασμό των συγχωριανών του, και επισκεφθήκαμε τον μυλωνά που ο μύλος του έχει στοιβαγμένα σακιά από δέρμα προβάτου, γεμάτα κριθάρι,και δουλεύει με το νερό του ναού-εκκλησίας· σίγουρα το αλεύρι θα έχει λίγη γεύση κρασιού. Η γυναίκα του μυλωνά και η γηραιά μητέρα της μας δέχονται με ειλικρινή ανδριακή ευγένεια, κερνώντας μας γλυκό μαστίχα και λεμόνι με υπέροχο δροσερό νερό. Δειπνήσαμε καλά στου κυρ-Μανούσου με λαγό, περιστέρια,κρασί από τη Θήρα,εκλεκτά σταφύλια και κακά μήλα από τα κτήματά του.Στο τραπέζι μού ήρθε η ιδέα να γυρέψω την τσάντα μου και να τους μεταφράσω την αφήγηση του Φίντλερ από την επίσκεψή του στους Μένητες πάνω από πενήντα χρόνια πριν: «Σε μισή ώρα φτάσαμε στου δημογέροντα, ενός ηλικιωμένου κύριου που ζούσε σε ένα κτίριο σαν πύργο. Το όνομά του ήταν Βαβάτσης και του κτιρίου Μένθες. Το γράμμα από τον Έπαρχο στην αρχή αρνήθηκε να το διαβάσει. “Για ποιο λόγο;” είπε. “Ξέρω από μόνος μου πώς πρέπει να περιποιηθώ ξένους και κυρίως τους ανθρώπους του Βασιλιά.” Του επεσήμανα πως ίσως να υπήρχε κάτι περισσότερο από μια σύσταση. Μετά το διάβασε και είπε: “Είμαι αρκετά γέ261
* Ο Φίντλερ ήταν ο φυσιοδίφης στο Πανεπιστήμιο του Βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα και οι έρευνές του ήταν ισάξιες με τις αρχαιολογικές έρευνες του συναδέλφου του Ρος, και το «Ταξίδι του στην Ελλάδα» (ReisedurchGriechenland, 1834-37) είναι ακόμα ανεκτίμητο. ρος και αυτό είναι το σπίτι μου, έτσι δεν χρειάζεται να μου υποδείξουν πώς να συμπεριφερθώ στους ανθρώπους του Βασιλιά.”… Καθίσαμε σε ένα τραπέζι φορτωμένο με Πιλάφι, Κρέατα και Σαλάτες. Το κρασί ήταν υπέροχο σαν Μαδέρα, όμως πιο γλυκό και πιο αρωματικό. Στο σαλόνι κρεμόταν ένα ενετικό μουσκέτο και ένα ξίφος καβαλαρίας που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του». Όταν τελείωσα την πρώτη φράση της μετάφρασης από στρυφνά γερμανικά σε χειρότερα ελληνικά, ακούστηκε μια φωνή από την κυρία στην κεφαλή του τραπεζιού –«Ο παππούς μου!». Είχα διαβάσει αρκετές φορές τον Φίντλερ* και αναρωτιόμουν τι να απέγινε ο δημογέροντας και το πυργόσπιτο, και τώρα από μια ευχάριστη σύμπτωση έτρωγα στο τραπέζι στο ίδιο δωμάτιο όπου όχι μόνο ο Φίντλερ αλλά και ο ίδιος ο βασιλιάς Όθωνας είχαν φιλοξενηθεί. Ο μικρός Αντρέας, μια τυχαία γνωριμία πάνω στον «Ήφαιστο» και αφοσιωμένος μου σύντροφος εδώ, είναι ο δισέγγονος του Δημογέροντα και η μητέρα του είναι η εγγονή του γέρου και η κληρονόμος του. Μου είχε ήδη πει το επίθετότης, Βαβάκη,όμως δεν είχα σκεφτεί 262
να το αναγνωρίσω στο γερμανικό Wawátzes–αν και όπως το προφέρουν στα γερμανικά είναι αρκετά κοντά στην προφορά που άκουσε τότε και που ακόμα ακούγεται– μόνο που το tz ή το tch αντί για το κάπα μοιάζει πλέον χωριάτικο. Η παράδοση της επίσκεψης του Βασιλιά Όθωνα δεν είχε αρχίσει να σβήνει,όμως η οικογένεια δεν είχε ακούσει ποτέ για το βιβλίο του Φίντλερ και έτυχε σε έναν ξένο από τον ΝέοΚόσμο να τουςγνωρίσει τη λογοτεχνική τους φήμη. Ο κυρ-Μανούσος, που είναι ένας εύπορος έμπορος της Σύρας,έχει διαμορφώσει τον παλιό πύργο σε ένα χαριτωμένο εξοχικό και έρχεται εδώ με την οικογένειά του να περάσει το ζεστό καλοκαίρι. Ευτυχισμένος άνθρωπος που έχει τέτοιο καταφύγιο και τόσο κοντά. Αφού είδα κάπου έξι πρωτεύουσες αυτών των νησιών, συμπεραίνω πως η Άνδρος με τα κοντινά μεταξύ τους χωριά έχει δικαίωμα να θεωρείται η Σαρατόγκα των Κυκλάδων. Ο τέλειος δρόμος, τα ορεινά χωριά που λιάζονται στο χαμόγελο και τη μυρωδιά της θάλασσας, αέρας, νερό, σκιά, φρούτα – όλα τα στοιχεία συγκεντρωμένα της δίνουν μια μοναδική γοητεία. Και τα σπίτια, στην πόλη και το χωριό, είναι ασυνήθιστα καλά και η ενοικίαση (μου λένε) είναι εύκολη και φθηνη. Το πρωί δεν έβρισκα τον μικρό μου φίλο τον Ανδρέα, όταν ξαφνικά πετάχτηκε μέσα στο δωμάτιό μου 263
264 σε έναν πυρετό ενθουσιασμού. Στο χέρι του κρατούσε ένα λεπτό ραβδί καλυμμένο με μέλι και κερί, και πάνω σ’ αυτό φτερούγιζε ένα πουλί, με τα πόδια και το ράμφος κολλημένα στο κολλώδεςυλικό.Στον «Ήφαιστο» είχα ρωτήσει για το δέμα των ραβδιών που ο νεαρός κουβαλούσε, όμως η εξήγηση ήταν λέξεις που δεν κατάλαβα καλά,και τώρα μου έφερε μια πολύ απτή απόδειξη. Τον ακολούθησα μέσα στα οπωροφόρα δέντρα και βρήκα τα ραβδιά του σκορπισμένα εδώ κι εκεί στα κλαδιά. Το μέλι τραβούσε τα πουλιά και το κερί τα παγίδευε. Οι ξόβεργες για πουλιά ήταν μια παλιά ελληνική συνήθεια, όπως μαθαίνουμε από τον Πεισθέταιρο στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη: Ὥσπερ δ’ ἤδη τοὺς μαινομένους βάλλουσ’ ὑμ὚ς. Κἀν τοῖς ἱεροῖς π὚ς τις ἐφ’ ὑμῖν ὀρνιθευτὴς ἵστησι βρόχους, παγίδας, ῥάβδους, ἕρκη, νεφέλας, δίκτυα, πηκτάς· εἶτα λαβόντες πωλοῦσ’ ἁθρόους· Ο Ανδρέας πιάνει τα πουλιά του με τις ίδιες ξόβεργες και τα λέει με το ίδιο όνομα (ράβδος)όπως ο Αριστοφάνης περίπου εικοσιτέσσερις αιώνες πριν, όμως δεν ξέρει αυτό το στοιχείο όπως και ένα άλλο πιο σημαντικό – πως η διασκέδασή του είναι τόσο
265 βάναυση από παλιά που ο Πλάτωνας την καταδίκα-
στους «Νόμους»: «Να απαγορεύεται ο ύπουλος τρόπος να πιάνουμε τα πουλιά,που δεν είναι αντάξιος των ελεύθερων ανθρώπων, να περάσει στο μυαλό κανενός νέου». Ο αγωγιάτης μου θα επέστρεφε στις 2:00, πήγε 3:00 μέχρι να έρθει, αφού έστειλα να τον ψάξω, γιατί εν τω μεταξύ το μουλάρι είχε εξουθενωθεί. Σε κάθε περίπτωση δεν ήταν διατεθειμένο να ξεκινήσει τώρα και χρειάστηκε κάμποσο σπρώξιμο. Ο δρόμος από τις Μένητες στην Παλαιόπολη είναι αρκετά κακός, αν και καλύτερος από τους δρόμους γύρω από το Μπατσί. Μέσα από το χωριό του Πιτροφού υπάρχει μια σειρά από σκαλιά στον βράχο, όμως το χωριό με τους κήπους του και τα φορτωμένα με ροδάκινα δέντρα ήταν μια ανακούφιση έστω και για τον χειρότερο δρόμο. Στην κορυφή του νησιού, κοιτώντας και τις δύο θάλασσες, συναντήσαμε μια πομπή χωριάτες που γύριζαν από το Πανηγύρι στην Παλαιόπολη. Και από αυτά τα ύψη πάνω από εκείνο το μέρος μάς έρχονται οι ήχοι της γιορτινής μουσικής από κάτω. Από όλες τις θέες της αρχαίας πόλης αυτή είναι η κορυφαία. Ο δρόμος ακολουθεί την πλαγιά του βουνού πάνω από τριακόσια μέτρα,σχεδόν κάθετα πάνω από την παλιά πόλη,που η ίδια είναι στα μισά αυτού του ύψους πάνω από τη θάλασσα. Εδώ ο σχι-
σε
στόλιθος είναι φαγωμένος σε φανταστικά σχήματα και τα διάσπαρτα κομμάτια γύρω είναι τόσο τεράστια που υποψιάζεσαι την ύπαρξη ενόςορυχείου Τιτάνων. Αντί για λεπτές φέτες που βρίσκεις αλλού, εδώ υπάρχουν κομμάτια πέντε με επτάτετραγωνικά και με πάχος ένα μέτρο, τόσο λεπτά κομμένα σαν φέτες πευκόξυλου. Όποιοι και αν ήταν οι πρωτόγονοι κτίστες της αρχαίας Ανδριακής πόλης, το υλικό τους δεν ήταν δύσκολο ούτε να ανασκαφθεί ούτε να μεταφερθεί· χρειαζόταν μόνο να ανασηκώσουν αυτά τα αγκωνάρια και να τα αφήσουν να τσουλήσουν.Γιατί η ακρόπολη (όπως βλέπουμε τώρα), καθώς βρίσκεται κάτω από το ορυχείο και πάνω από την πόλη, έχει από πίσω μια πλατφόρμα επίπεδη – μικρά χωράφια για την ακρίβεια,που πρόσφερανσπουδαίο εργαστήρι για Κύκλωπες ή Μινύες. Η κατάβαση από αυτά τα ύψη είναι πιθανόν το πιο επικίνδυνο μονοπάτι του νησιού και χρειάζεται ένα πολύ σίγουρο μουλάρι και καλό φως ημέρας. Αυτό το τελευταίο δεν το είχαμε,γιατί ήταν σχεδόν ηλιοβασίλεμα όταν ξεκινήσαμε την κατάβαση. Όμως,αποζημιωθήκαμε: ο ήλιος ήταν αρκετά συννεφιασμένος και έδινε αυτή την περίεργη εντύπωση, γνώριμη στον Ομηρικό ποιητή, που τώρα συναντούσα για δεύτερη φορά μόνο – αυτή του «οἴνοπος πόντου».Εκτός από κοντά στην ακτή, όπου το χρώμα ήταν ένα περίεργο πράσινο, όλη η θάλασσα ήταν μια πλημμύρα πλού266
* Στην Αρχαία Ελλάδα, επίσης, το μουλάρι έχαιρε εκτίμησης. «Γιατί (λέει ο Πίνδαρος στον υπέροχο Έκτο Ολυμπιόνικο) αυτά τα μουλάρια ξέρουν πολύ καλά τον δρόμο σ ’ αυτή τη διαδρομή, όπως και σε άλλες, που στην Ολυμπία κέρδισαν στεφάνια: ώστε επιβάλλεται να ανοίξουμε γι’ αυτά τις πόρτες του τραγουδιού». σιου κόκκινου κρασιού – που όλα τα μάτια το έβλεπανκαι κανείς δεν μπορούσε να το περιγράψει διαφορετικά. Αυτό συνεχίστηκε για μισή ώρα, όταν πυκνά σύννεφα βροχής μαζεύτηκαν στην Κουβάρα, η θάλασσα σκούρυνε και ο αττικός ορίζοντας φάνηκε πορφυρός. Καθώς σκουντουφλούσαμεμετά το ηλιοβασίλεμα με την καταιγίδα και το σκοτάδι να πλησιάζουν, είχαμε τη θάλασσα σε όλα τα χρώματα και τις αποχρώσεις της. Όμως,σίγουρα δεν ήταν ευχάριστος περίπατος, με μόνο το μουλάρι να μας προστατεύει από σπασμένα κόκκαλα ή ακόμα χειρότερα.Στις συχνές ερωτήσεις μου για τον δρόμο, η απάντηση του αγωγιάτη ήταν σταθερά η ίδια: «το μουλάρι ξέρει»* και είχε δίκιο. Φτάσαμε ακέραιοι,ακόμα και ο ξυπόλητος αγωγιάτης δεν έδειχνε άσχημα μετά από έξι ώρες πεζοπορίας στους Ανδριακούς βράχους. 267
268
269 ΧΧΙ Μια αποχαιρετιστήρια επισκόπηση της Ανδριακής ζωής. Στις δώδεκα Σεπτεμβρίου η Κουβάρα έδωσε τα σημάδια της, όπως είχαμε δει το προηγούμενο βράδυ και το πρωί νωρίς βρίσκει τους χωρικούς στις σκέπες των σπιτιών να μαζεύουν τα σύκα και τους σπόρους (που τα είχαν βάλει εκεί να στεγνώσουν),και να ετοιμάζονται για την αναμενόμενη καταιγίδα.Τα βουνά και η θάλασσα παίρνουν ένα πιο σοβαρό ύφος, όμως είναι μια άλλη αποκάλυψη ομορφιάς. Στο κάτω κάτω είναι μόνο μια ελαφριά ψιχάλα, και πριν από το μεσημέρι η φύση επιστρέφει στην ηρεμία της. Όμως, είναι μια προειδοποίηση πως το καλοκαίρι τελείωσε και ο καιρός περνά γρήγορα. Πριν από το τελευταίο αντίο στο νησί θέλω να συγκεντρώσω μερικές παρατηρήσεις μου για την Ανδριακή ζωή και οικονομία,που μπορεί να μην ενδιαφέρουν μόνο τον αργόσχολο αναγνώστη,αλλά να είναι ένα ωφέλιμο μάθημα στους δικούς μας γιους του μόχθου. Αυτό μπορεί να γίνει πιο ολοκληρωμένα τώρα που έχω δει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού και γνωρίστηκα με τον κόσμο και τον τρόπο που ζουν. Το οικονομικό πρόβλημα είναι: έχουν ένα νησί βρα-
270 χώδες τριάντα χιλιόμετρα επί δώδεκα σε έκταση και έναν πληθυσμό 25.000 ψυχές – πρέπει ή να ζήσουν ή να πεθάνουν; Οι Άνδριοι στα δόντια των αρχαίων θεών τους τη Φτώχεια και την Απελπισία, πολέμησαν το πρόβλημα και επέζησαν.Όχι μόνο δενλιμοκτονούν, αλλά αντιμετωπίζουν με αγώνα να μην υπάρχουνάστεγοι, ζητιάνοι ή πεινασμένοι στο νησί. Αρχικά, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτοί οι Άνδριοι δεν είναι αμιγώς ελληνικής καταγωγής. Πράγματι,οι περισσότεροι από αυτούς που έζησα ανάμεσά τους, ας πούμε το ένα τρίτο του πληθυσμού του νησιού,στους δήμους του Γαυρίου και της Άρνης είναι αλβανικής καταγωγής. Ως τέτοιοι προφασίζονται πως είναι απόγονοι των Πελασγών και ως εκ τούτου από τους αρχαιότερους Έλληνες.Οι Αλβανοί εδώ είναι οι μόνοι αυτού του είδους στις Κυκλάδες και πρέπει να βρήκαν τονδρόμο τους από τη Εύβοια στους Μεσαιωνικούς χρόνους. Όποια και να είναι η καταγωγή τους, έχουν εξελληνιστεί κυρίως στη γλώσσα και τα έθιμα, όμως δεν είναι τόσο της διασκέδασης και είναι πιο εργατικοί. Οι Νότιοι δήμοι της Άνδρου και του Κορθίου, που αποτελούν τα δύο τρίτα του πληθυσμού, είναι Έλληνες αναμεμειγμένοι με την παλιά Ενετική γενιά. Τώρα, πρώτον, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι καλά εγκαταστημένοι. Έχω ήδη αναφερθεί σε μερικά από τα σπίτια τους, αλλά θέλω να δώσω μια καλύτερη πε-
271
των υλικών και της κατασκευής.Αν και χωρίς δάσος και εργοστάσιο ξυλείας, το νησί έχει πολύ υλικό οικοδομής. Μπορείς να πεις πως είναι μια μεγάλη αποθήκη οικοδομικών υλικών. Το αρχοντικό, όπου μένουμε,έχει χτιστεί από το έδαφος πάνω στο οποίο βρίσκεται – σχεδόν κυριολεκτικά. Καθώς στέκεται στο χείλος μιας χαράδρας σχιστόλιθου, το ξεκαθάρισμα των θεμελίων έδωσε ένα μεγάλο μέρος για τα απαραίτητα υλικά του χτισίματος. Γιατί τα περισσότερα ήταν σε απόσταση αναπνοής, και το κάθε κομμάτι στο μεγάλο σπίτι κουβαλήθηκε στην πλάτη των ανδρών. Ούτε ζωντανό ούτε ρόδα χρησιμοποιήθηκε σ’ όλη την εργασία. Ούτε σανίδα ούτε πρόκα δεν μπήκε στους τοίχους. Μόνο όταν έφθασαν στα πατώματα, τις πόρτες, τα παράθυρα, τις σκάλες και τις κουπαστές στις βεράντες –πολυτέλειες του πλουσιόσπιτου–,ο Φίλιππος χρειάστηκενα κοιτάξει πέρα από το οικόπεδό του για υλικά. Παρ’ όλα αυτά είναι τώρα κάτοχος μιας τριώροφης έπαυλης, δυνατής και ευρύχωρης και αρκετά καλαίσθητης για να ικανοποιεί κάθε λογική κοινωνική φιλοδοξία. Και στο ίδιο το κτίριο έχει δημιουργήσει ωραίους χώρους ή (όπως θα λέγαμε στην Άνδρο) αιμασιές,όλες περιστοιχισμένες με το ίδιο υλικό καιήδη παρέχουν τις προμήθειες για το τραπέζι του. Γιατί εδώ το μόνο πράγμα στο οποίο γίνεται οικονομία είναι στη γη. Η αιμασιά μπροστά από το σπίτι, όπου μπαίνεις από μια όμορφη πέ-
ριγραφή
τρινη είσοδο, θα ήταν κανονικά ένα πλακόστρωτο. Όταν την είδαμε την πρώτη φορά, ήταν μια μακριά τάφρος, δηλαδή ο τοίχος της πεζούλας είχε γίνει,αλλά το χώμα για να την γεμίσει δεν είχε βρεθεί ακόμα. Σε λίγες μέρες είχε γεμίσει και είχε γίνει επίπεδη, όμως αντί να τη δούμε στρωμένη, την είδαμε φυτεμένη. Και τώρα είναι μια μεγάλη λωρίδα κήπου με ένα μικρό ρυάκι για πότισμα και ένα στενό μονοπάτι στο πλάι. Μίλησα για το αρχοντικό μόνο για να περιγράψω τις Ανδριακές δυνατότητες στην αρχιτεκτονική, όχι γιατί αποτελεί τυπικό παράδειγμα. Ο τύπος είναι αρκετά απλός και το υλικό δεν αλλάζει. Για τα θεμέλια απλά σκάβεις ένα μέρος της πλαγιάς του βράχου,ώσπου το οριζόντιο και κάθετο μέρος να συναντηθούν,και έχεις ένα τέλειο ράφι από βράχο με πάτωμα και πλάτη που δεν θα χρειαστούν ποτέ επισκευή. Μπορείς μερικές φορές να εξοικονομήσεις και τους πλαϊνούς τοίχους από τη φύση με τον ίδιο τρόπο, όμως αυτό κατά κανόνα αποφεύγεται για λόγους υγιεινής.Μετά χτίζεις τους υπόλοιπους τοίχους,που μπορεί να είναι από κομμάτια σχιστόλιθου, μεεξήντα ως ενενήντα πόντους πάχος και καλά αρμοσμένα. Η τοποθέτηση της οροφής είναι πιο περίπλοκη: κορμοί κυπαρισσιών τοποθετούνται ώστε να ενώνουν τον έναν τοίχο με τον άλλο, και πάνω σ’ αυτούς διαγώνια ένα στρώμα από καλάμια, που σκεπάζεται με 272
* Αυτός ήταν ακριβώς ο κυρίαρχος τύπος οροφής στις Μυκήνες, 1500 π.Χ., ή εκεί γύρω, και στην Τροία 500 χρόνια ακόμη νωρίτερα, καθώς συνεχίζει το καθιερωμένο στιλ στην Τρωάδα μέχρι σήμερα. τη σειρά του με ένα στρώμα από βούρλα και μετά πάνω από όλα αυτά απλώνεται χωμάτινος πηλός,που βρέχεται και ποδοπατιέται και ισιώνεται ώστε να γίνει λείος.* Αν το σπίτι έχει δεύτερο πάτωμα,πάνω από το έδαφος, γίνεται πάλι με τον ίδιο τρόπο. Αυτές οι σκεπές, που τώραδίνουν τη θέση τους σε σκεπές από κεραμίδια στα χωριά, δε μένουν για πάντα αδιάβροχες και ο πηλός χρειάζεται τακτική ανανέωση. Σε μια γειτονική σκεπή παρατηρώ από το παράθυρό μου μια σκηνή κατασκευής σκεπής σήμερα. Επτά βρακοφόροι νησιώτες χορεύουν πάνω στον υγρό πηλό,ενώ ένας σπρώχνει το μαρμάρινο κύλινδρο και όλοι μαζί συνοδεύουν τραγουδιστά με αστεία στιχάκια τη δουλειά. Είναι το παλιό ελληνικόέθιμο να τραγουδούν και να χορεύουν στους γάμους, όπως το κάνουν και οι γυναίκες στα Μέγαρα,και όπως είδα τις γυναίκες στις βαμβακοφυτείες στη Λίμνη Κωπαΐδα να τραγουδούν με την κίνηση της τσάπας τους. Ένα σπίτι που χτίζεται τώρα είναι για μένα ένα καθημερινό μάθημα οικονομίας και επιμέλειας. Οι κτίστες είναι Κόρθιοι οικοδόμοι,που έρχονται επτά ώρες πάνω από τα βουνά από τη νότια πλευρά του νησιού και δουλεύουν για τέσσερις ή πέντε δραχμές (50273
274 60 σεντς με τη σημερινή ισοτιμία) τη μέρα. Με αυτά ζουν και συντηρούν την οικογένεια, και μου λένε πως ο αρχιμάστορας μ’ αυτή την οικοδομήεξασφάλισε ένα καλό εισόδημα και μια καλή προίκα για την κόρη του. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι δεν ζητούν ακριβές διασκεδάσεις: για στέγη έχουν μια παράγκα που τους παρέχει ο εργοδότης και τα κρεβάτια τους είναι κουβέρτες πάνω σε στοίβες από βούρλα. Για φαγητό με μία δραχμή τρώνε άφθονα. Αυτοί οι Κόρθιοι,όπως ήδη έχω πει,είναι περίφημοι κτίστες και τους ζητούν από την Αθήνα ως την Κωνσταντινούπολη. Στην τελευταία μου επίσκεψη στην Παλαιόπολη, με φιλοξένησε σε ένα καινούργιο σπίτι –μισοτελειωμένο για την ακρίβεια– ένα χαρούμενο νεαρό ζευγάρι, που χαιρόταν το πρώτο του μωρό. Ο Σταμάτης είχε πάει στον στρατό στην Αθήνα και η Κατίνα είχε πάει για δουλειά στην Κωνσταντινούπολη. Τώρα με τις μικρές οικονομίες τους εγκαταστάθηκαν στο νησί τους. Το καινούργιο σπίτι ήταν εξαιρετικά σχεδιασμένο – με ένα μεγάλο ψηλοτάβανο καθιστικό, με μια φαρδιά πόρτα και τρία παράθυρα, δύο κρεβατοκάμαρες και ένα πατάρι από πάνω, μία τραπεζαρία, κουζίνα και αποθήκη. Το συνολικό κόστος μου είπαν έφτασε τα300 δολάρια περίπου μαζί με το οικόπεδο.Μπορείς εύκολα να επισκεφτείς ωραία σπίτια,αλλά βρίσκεις λιγότερη ευγένεια. Η Κατίνα έσπευσε να μας προσφέρει τα γλυκά της από μαστίχα, που ήταν γευ-
275 στικότατα, και μετά μας ετοίμασε ένα γεύμα από ψωμί κριθαρένιο, αυγά, τυρί και φρέσκο γάλα από τα μαστάρια των δικών της κατσικιών, και για επιδόρπιο διαλεκτά σταφύλια και καρύδια από τον κήπο της, και στο τέλος σέρβιρε τούρκικο καφέ σε εκείνα τα κομψά μικρά πορσελάνινα φλιτζάνια,που με έκπληξη συνάντησα αρκετες φορές σ’ αυτά τα ταπεινά νησιώτικα σπίτια. Πόσο περισσότερο άξιζε το ελληνικό όνομα αυτό το νοικοκυριό ανάμεσα στα ερείπια της Παλαιόπολης, από το να κάνεις τονυπηρέτη και την καμαριέρα στη μοντέρνα Αθήνα. Είναι πιο εύκολο να χτίσεις ένα σπίτι παρά ένα κτήμα στην Άνδρο, όμως η Ανδριακή εργατικότητα κατόρθωσε και αυτό το τελευταίο. Μετά από προσπάθειες αιώνων μετέτρεψε τα γυμνά βουνά σε γελαστούς κήπους. Με αιμασιές και άρδευση έκαναν θαύματα. Ο Θεός δίνει τα βράχια και τους σκληρούς χειμώνες και τους άγριους ανέμους του καλοκαιριού. Εκεί που χίλιες ψυχές σε αδράνεια θα πέθαιναν της πείνας, είκοσι χιλιάδες και περισσότεροι με κόπο και οικονομία έχουν αρκετά και για περίσσευμα.Το κεφάλαιο της φύσης: ο βράχος είναι πιο πλούσιος απ’ ό,τι δείχνει.Σε άλλα μέρη της Ελλάδας ο ασβεστόλιθος πίνει τη βροχή και αφήνει τη γη διψασμένη. Εδώ ο σχιστόλιθος τη ρουφά σα σφουγγάρι, αλλά μόνο για να τη χύσει πάλι έξω σε πάμπολλες πηγές στα βουνά,που είναι η ζωή της γης. Ο ασβέστης καίει τη
276 βλάστηση, ο σχιστόλιθος τη μετατρέπει σε γόνιμο χώμα. Έτσι,οι ανδριακοί βράχοι προσφέρουν στο χώμα και στο νερό και ο Άνδριος φτιάχνει την αιμασιά του και οδηγεί τη μικρήστέρνα για να την ποτίσει. Όταν βάλει το πόδι του, ας πούμε,σε μια αιμασιά χώμα ή σε δώδεκα τέτοιες, φυτεύει την ελιά του, το σύκο του και το αμπέλι του, λίγο κριθάρι ή σιτάρι, τα κρεμμύδια του,τις πατάτες και τα φασόλια. Ενάντια στους βόρειους ανέμους βάζει ένα φράγμα από κυπαρίσσια, με κλήματα ενδιάμεσα, ή ψηλές καλαμιές σε τριπλές σειρές. Έχει κατσίκια, και πρόβατα για το μαλλί, το γάλα και το τυρί, το τελευταίο πασίγνωστο για την αγνότητά του,καθώς τα κοπάδια τρέφονται ψηλά στο βουνό και δεν υπάρχει αναδευτήρας βουτύρου στο νησί, και το τυρί χρησιμεύει αντί για βούτυρο. Φυσικά,υπάρχει πάντα το οικόσιτο γουρούνι, που θα μπει στο αλάτι και στην άλμη για τον χειμώνα. Μετά τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου τον Οκτώβριο ακολουθούν τα χοιροσφαγία σε όλο το νησί, και σ’ αυτό τον τόπο της απλής ζωής ένα γουρούνι στην άλμη είναι πολυτέλεια. Ένα καλοστημένο σπιτικό θα έχει τον γάιδαρό του,πιθανόν μία αγελάδα ή δύο για όργωμα και αναπαραγωγή,και σπάνια για γάλα. Η Άνδρος είναι διάσημη μετά τη Νάξο ως η πιο παραγωγική στις Κυκλάδες. Μέχρι πριν από τριάντα χρόνια το κυρίως προϊόν ήταν το μετάξι,που το παρήγε ένα εργοστάσιο με ατμό στην πρωτεύουσα.
277
με αυτή την όμορφη βιομηχανία οι Άνδριοιαπέκτησαν πλούτο και απολάμβαναν ανέσεις άγνωστες στη ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά έπεσε η ερισύβηκαι οι παλιές μουριές ξεριζώθηκαν και αντικαταστάθηκαν με λεμονιές και ελιές. Από αυτές που απέμειναν δεν χρησιμεύουν,όπως είδαμε,παρά μόνο για να ρίχνουν το κόκκινο κρασί τους στη γη ή να το κάνουν μια άθλια ρακή με απόσταξη.Κάπου-κάπου βλέπεις τα παιδιά να μαζεύουν τα φύλλα για να ταΐσουν τους μεταξοσκώληκες και υπάρχει ακόμα μια βιοτεχνία μεταξιού στο νησί,όμως είναι καθαρά οικοτεχνία ασήμαντη οικονομικά. Σε ένα πρωτόγονο καλύβι σε ένα από αυτά τα ανδριακά σπίτια είδα τη χωρική σύζυγο να πλέκει μεταξωτές κάλτσες για τον χωρικό σύζυγό της, ενώ μεταξωτά δίχτυα κρέμονταν στον άγριο τοίχο – και τα δύο δικά της χειροτεχνήματα,ξεκινώντας από το κουκούλι,σε όλα τα στάδια ως το τελικό αποτέλεσμα. Δεν χρειάζεται να πούμε πως αυτή είναι μια εργασία ραφιναρίσματος. Τώρα τα πρωτεία έχει το λεμόνι.Τα λαγκάδια και οι πλαγιές γύρω από την πρωτεύουσα και το Κόρθι είναι πανέμορφα μ’ αυτό το γλυκό πράσινο και η ετήσια παραγωγή υπολογίζεται στα είκοσι εκατομμύρια, που το μεγαλύτερο τους μέρος εξάγεται.Αυτό το εμπόριο θα μπορούσε να αναπτυχθεί και να δώσει στον κόσμο μια νέα απόλαυση αν η Άνδρια νοικοκυρά έστελνε στο εξωτερικό τα κονσερβοποιημένα μικρά πρά-
Και
278 σινα λεμόνια,που είναι μικρά σαν καρύδια,και τα ακόμα πιο νόστιμα γλυκά από τα άνθη λεμονιάς. Όμως, είναι μυστήριο η Άνδρια νοικοκυρά, είναι απρόθυμη να φτιάξει ή να παράγει πέρα από την καθιερωμένη φιλοξενία στο σπίτι της. Αυτές τις τελευταίες μέρες μάς κάλεσαν σε πολλά τοπικά πανηγύρια,ένα από τα οποία είναι ο ορμαθός των σύκων.Αυτή η αναφορά σε Ανδριακές απολαύσεις δεν έχει αξία αν ο αναγνώστης δεν έχει νιώσει να τρέχουν τα σάλια του για τα απολαυστικά Ανδριακά σύκα.Περίπου από την πρώτη Αυγούστου τα χαρήκαμε στο τραπέζι, στη θάλασσα και στη στεριά –στις αναρριχήσεις μας στο βουνό,από τα γεμάτα κοφίνια ή τα φορτωμένα δέντρα–, με το πλούσιο κόκκινο ή το καθαρό κεχριμπάρι τους να προκαλεί το μάτι, όπως το απολαυστικό μέλι τους έχει συγκινήσει και γεμίσει τον άνθρωπο. Ποιος δεν θυμάται τη συγκίνηση της νεότητάς του όταν έβρισκε ένα όψιμοκαρπούζι ανάμεσα στις σειρές των καλαμποκιών, όταν η πρώτη παγωνιά είχε κάνει την κόκκινη καρδιά του πηγή χαράς – ένα είδος ουράνιας φράουλας σε ένα πράσινο κέλυφος;Με τέτοια αγαλλίαση και περισσότερη ακόμα ορμώ σε μια συκιά στην πλαγιά του λόφου, όπου κάθε τόσο ένα σύκο έχει ξεμείνει και το έχει μετατρέψει ο ήλιος σε διάφανο κύπελλο μελιού. Οι Ολύμπιοι σπάνια είχαν καλύτερο φαγητό παρ’ όλο το νέκταρ και την αμβροσία.
279 Όμως, έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε που οι συκιές παρέδωσαν την αφθονία τους να σκορπιστεί στις κρεβατίνες των καθαρών πράσινων βούρλων απλωμένων στις ταράτσες των σπιτιών, και τώρα, αφού έχουν στεγνώσει στον ήλιο, έρχεται η στιγμή να περαστούν σε αρμαθιά. Ένα μεγάλο δωμάτιο έχει γεμίσει μ ’ αυτά σαν σιταποθήκη και δώδεκα γυναίκες, κορίτσια και παιδιά μαζεύονται για το παιχνίδι. Είναι σαν σύναξη γυναικών για μπαλώματαόπου αντί για κλωστή έχουντον βλαστό του καλαμιού, όπου πάνω του περνούν τα σύκα σε κρίκους. Είναι μια χαρούμενη σκηνή, καθώς συναγωνίζονται οι γυναίκες μεταξύ τουςκαι οι κοπέλες με τις κοπέλες,για να μετατρέψουν αυτό τον ανακατεμένο όγκο σε χαριτωμένες γιρλάντες, ενώ το κουτσομπολιό ανταγωνίζεται τα επιδέξια δάχτυλα. Ακόμα πιο ευχάριστα είναι όταν, στην προκειμένη περίπτωση, ετοιμάζεται γάμος στο σπιτικό και μια ασυνήθιστη σοδειά μούστου έρχεται από το οικογενειακό πατητήρι. Γιατί στο κάτω-κάτω το κρασί είναι η κορωνίδαστο ημερολόγιο των απολαύσεων του νησιού. Βρήκαμε μόνο άγουρα σταφύλια όταν ήρθαμε – τώρα γνωρίσαμε το φρούτο της Ανδριακής κληματαριάς σε όλη του την αφθονία και ποικιλία και νοστιμιά. Είχαμε παρακολουθήσει το αμπέλι καθώς τύλιγε τους κόκκινους καρπούς του ανάμεσα στα πράσινα κλαδιά της συκιάς ή τα έκρυβε στο έδαφος (γιατί συνηθίζεται εδώ
280 το αμπέλι να κατευθύνεται στη γη για να προστατεύεται από τον αέρα και να συγκρατεί την υγρασία) και τώρα είδαμε τις Άνδριες κοπέλες να ποδοπατούν τα σταφύλια με ξαναμμένα πόδια. Και ο μούστος –αυτό το νέο κρασί που δεν είναι τίποτα άλλο από την γνήσια καρδιά του σταφυλιού – τι αθώα ευχαρίστηση προσθέτει στο πανηγύρι μας του περάσματοςτων σύκων. Αλλά οι Ανδριακές σκηνές πολλαπλασιάζονται στον νου και μπροστά στα μάτια μας καθώς η παραμονή μας μικραίνει. Είναι το τελευταίο λίχνισμα του ποδοπατημένου σταριού στο αλώνι στην κορυφή του κόσμου. Τουλάχιστον από το μπαλκόνι μου προς τον νοτιά οι χωρικοί με τα ξύλιναδίκρανα του λιχνίσματος ακολουθούν τις αγελάδες του μαγγανοπήγαδου και μοιάζουν να αλωνίζουν στην άκρη της γης. Παντού αυτά τα αλώνια στις κορυφές του λόφου, που συχνά είναι μαντρωμένα με ψηλά κτισμένους σχιστόλιθους, για να φυλαχτούν από τον αέρα,που σκουπίζει τα άχυρα και τον σπόρο και τα φτυάρια του λιχνίσματος – και τους ανθρώπους και τα ζώα ακόμα. Είχα και εγώ την ταλαιπωρία μου στα ανεμοδαρμένα ύψη της Παλαιόπολης! Τελικά,ξημερώνει η τελευταία μας μέρα στην Άνδρο. Προτού,όμως, ξημερώσει –στις 4 η ώρα–,από το πάνω μπαλκόνι ρίχνω μια τελευταία ματιά στην Ανδριακή ζωή. Είναι η τελετή προς και από την πηγή
281 –μια μεγάλη πομπή κοριτσιών με ακουμπισμένες στον ώμο τους στάμνες νερού στο μισό τους μπόι–,μια όμορφη ζωγραφιάμε φόντο την αργή ανατολή. Χαμηλά, ένα καράβι αραγμένο και στα βράχιαμια ομάδα χωρικών, με τα γαϊδούρια τους φορτωμένα σακιά με κρεμμύδια (κυρίως για εξαγωγή), που τα ζυγίζουν με καντάρια στους ώμους δύο ανδρών προτού τα φορτώσουν στο καράβι. Ένα άλλο καράβι που έφθασε το βράδυ,ξεφορτώνει κεραμίδια, που άλλοι χωρικοί τα μεταφέρουν σε κιβώτια στις πλάτες άλλων γαϊδουριών.Πιο πέρα οι ψαράδες –πουδουλεύουν στη βαθιά νύχτα– μπαλώνουν τα δίχτυα τους. Έτσι, η δουλειά της ημέρας έχει ξεκινήσει,αν και είναι ακόμα πρωί όταν το «Μίνα» μπαίνει στο λιμάνι. Όταν τελειώνουν οι αποχαιρετισμοί, έχουμε όλοι επιβιβαστεί στο πλοίο για την Αθήνα.
282
283

ΟΙΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΙ. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα κείµενα του 15ου και 16ου αιώνα (2000).

Christopher Wordsworth, GREECE, Historical, pictorial and descriptive. Αγγλική έκδοση (2001).

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ 1821-1921, Οικονοµολογικά (2001).

Α. Κ. Ιωνίδης, ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ

νική έκδοση (2002).

.

Alexander Con. Ionides, Α GRANDFATHER S TALE. Αγγλική έκδοση (2002).

Δηµήτριος Βικέλας, Η ΖΩΗ ΜΟΥ (2003).

Κόµης Πέτρος Γκάµπα, Ο ΒΥΡΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ. Ελληνική έκδοση (2004).

Count Peter Gamba, LORD BYRON S LAST JOURNEY TO GREECE. Αγγλική έκδοση (2004).

Ερρίκος Σλήµαν, ΙΛΙΟΝ, Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΤΡΩΩΝ. Ελληνική έκδοση (2005).

284

Άλλες
της
εκδόσεις
ΠΑΠΠΟΥ
Ελλη-

Henry Schliemann, ILIOS, THE COUNTRY AND THE CITY OF TROJANS. Αγγλική έκδοση (2005).

Γεώργιος Μουζάλας Καλβοκορέσσης, ΤΕΣΣΕΡΑ

1838-1842. (2 τόµοι, 2006). Ν. Α. Τοµπάζης, ΑΦΗΓΗΣΗ

. (2007). Παναγιώτης Ποταγός, ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ

. (2 τόµοι, 2008).

Κ. Ι. Φ. Ιωνίδης, Η ΙΣΤΟΡΙΑ

(Αυτοβιογραφία, 2009).

Δρ. ΡίχαρντΛέβινσον, ΣΕΡ ΜΠAΖΙΛ ΖΑΧAΡΩΦ, Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΝΔΡΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (2010).

Γεώργιος Κρητικός & Ρίτσαρντ Βάινερ, Ο ΤΖΩΡΤΖ ΤΟΥ ΡΙΤΖ (Αυτοβιογραφία, 2011).

Γιόραν Σιλντ, ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ (2012).

Χ. Ν. Φ. Κίττο, ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (2013)

Σάββας Γεωργίου, ΤΟ ΤΑΞΊΔΙ ΤΗΣ «ΧΑΡΑΣ» (2014)

ΕΤΗ
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝΑΡΧΗΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΙΑΡΧΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΓΟΥΙΛΚΣ ΚΑΤΑ ΤΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΣΤΑ ΣΙΚΙΜ ΙΜΑΛΑΪΑ
ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΩΝ ΠΟΤΑΓΟΥ
ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ
ΕΤΗ
ΕΝΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΥ
285

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.