Λεξικό Εντομολογικών Όρων - Κ. Θ. Μπουχέλος

Page 1

Κωνσταντίνος Θ. Μπουχέλος

EΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών



1

Π ρ ό λ ο γ ο ς και Ε ι σ α γ ω γ ή Η Εντομολογία με κατέκτησε από τα παιδικά χρόνια μου καθώς, πλάι στον αείμνηστον πατέρα μου γεωπόνο - εντομολόγο Θεόδωρο Κ. Μπουχέλο, στον Φυτοπαθολογικό Σταθμό Πατρών ή στους αγρούς, παρατηρούσα με ενδιαφέρον τα αξιοθαύμαστα μικροσκοπικά συνήθως ζωύφια με τα 6 πόδια, τα κερατάκια, το γυαλιστερό καβούκι ή τις πολύχρωμες πτέρυγες. H ερμηνεία από τον υπομονετικόν πατέρα-γνώστη των αξιοθαύμαστων επιδόσεων και της σημασίας των εντόμων για τον άνθρωπο, τα φυτά και το γενικότερο περιβάλλον, μου ενέπνευσε αμέριστο το ενδιαφέρον για την επιστήμη της εντομολογίας με την οποίαν έκτοτε ασχολούμαι ως υποψιασμένος μαθητής γυμνασίου, φοιτητής της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, ως μεταπτυχιακός φοιτητής της Σχολής Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου και της Ανωτάτης Σχολής Γεωπονικών Επιστημών του Μontpellier της Γαλλίας,

ως ερευνητής στο

Μπενάκειο

Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και τα τελευταία 18 χρόνια ως διδάσκων στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Γ.Π.Α.). Έκτοτε, και από το 2008, παραμένω Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου μας, πιστός της Εντομολογικής Επιστήμης. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου, κυρίως στα συναφή ερευνητικά ιδρύματα (1970 – 1990) και το Γ.Π.Α. (1990 – 2008), πάρα πολλές φορές αντιμετώπισα τις αγωνιώδεις απορίες φοιτητών υποψηφίων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος αλλά και συναδέλφων εντομολόγων για το πώς θα μπορούσε να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα η ορολογία την οποία συναντούσαν σε ξένα συγγράμματα ή να εξηγήσουν τη θέση και τη χρησιμότητα οργάνων και εξαρτημάτων του σώματος των εντόμων και των ακάρεων αλλά και ορολογία σχετική με το πλήθος των επιμέρους επιστημών που εμπλέκονται στην προέλευση, αναπαραγωγή, ανάπτυξη, βιοοικολογία, αντιμετώπιση κ.ά. των αρθροπόδων αυτών.


2 Το ιστορικό του παρόντος πονήματος είναι μία μάλλον πονεμένη ιστορία που χρονολογείται από της ιδρύσεως της Εντομολογικής Εταιρείας Ελλάδος (1979) της οποίας ήμουν ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ. της όταν είχε προταθεί η συγγραφή ενός «Λεξικού Εντομολογικών Όρων». Η δική μου μάλιστα πρόταση ήταν η σύνταξη ενός εγχειριδίου που να περιλαμβάνει τα «κοινά ονόματα των εντόμων ανά την Ελλάδα», έργο που θα ήταν επιστημονικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος ταυτοχρόνως, χωρίς όμως να υπάρξει συνέχεια. Η αλήθεια είναι ότι ενώ το «λεξικό» ξεκίνησε με καλούς οιωνούς, η εργασία διεμερίσθη και φυσικά, εξηνεμίσθη. Διαπιστώνοντας ότι συνεχώς απομακρύνεται η ιδέα της συγγραφής ενός τέτοιου λεξικού, πήρα την απόφαση να επιχειρήσω μόνος ένα τέτοιο έργο. Έτσι, πριν από μερικά χρόνια, ξεκίνησα την προσπάθεια, χωρίς δεσμεύσεις και προθεσμίες, διαθέτοντας τις όποιες ελεύθερες ώρες που μου επέτρεπαν να έχω τα επαγγελματικά και οικογενειακά καθήκοντά μου. Προσφάτως, θεώρησα ότι το έργο που μέχρι τώρα ύφαινα υπομονετικά και χωρίς άγχος, αν και όχι πλήρες επί του παρόντος, θα ήταν αρκούντως κατατοπιστικό και ότι θα μπορούσε να κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους με την ευχή και την ελπίδα ότι κάποτε, κάπως θα τους χρησιμεύσει. Είναι γεγονός ότι θα ήταν προτιμότερο και χρησιμότερο να είχε συνταχθεί ένα γλωσσάρι στο οποίο τα λήμματα να ήσαν οι ελληνικοί όροι και να ακολουθούσαν οι επεξηγήσεις, με παράθεση των αντιστοίχων όρων της αγγλικής ή της λατινικής. Τούτο όμως θα συναντούσε μεγάλες δυσκολίες που, κατά την ταπεινή άποψή μου, οι κυριότερες είναι: η απουσία όχι μόνο μιας πλήρους ελληνικής βιβλιογραφίας επί των σχετικών όρων, αλλά και η έλλειψη μιας ομοφωνίας μεταξύ των συναδέλφων λόγω των ποικίλων ονομασιών και ερμηνειών που δίδονται από διαφορετικές «σχολές». Προφανές είναι επίσης ότι, το να περιληφθεί σε ένα λεξικό το σύνολο των όρων των σχετικών με τα έντομα, σημαίνει την πραγματοποίηση μίας κολοσσιαίας εργασίας που θα ήταν ίσως εφικτή με πολλές εργατοώρες αρκετών ειδικών.


3 Στο παρόν ερμηνεύεται η πλειονότης των όρων της αγγλικής και της λατινικής, των σχετικών με τα έντομα και οι βασικοί από τα ακάρεα, τους οποίους συναντά κανείς σε σχετικά ξενόγλωσσα κείμενα. Περιλαμβάνονται όροι της μορφολογίας, ανατομίας, βιολογίας, φυσιολογίας, κυτταρολογίας, εμβρυολογίας, γενετικής, και οικολογίας των ανωτέρω οργανισμών καθώς και κοινές ονομασίες αρκετών ειδών τους, όπως αναφέρονται στην αγγλική κυρίως βιβλιογραφία. Όσον αφορά στη συστηματική, αναφέρονται τα taxa αλλά μέχρι τις οικογένειες. Δεδομένου ότι, οι περισσότεροι όροι, κυρίως μάλιστα των βιολογικών επιστημών έχουν ελληνική καταγωγή, όταν τούτο δεν είναι καταφανές, γίνεται και η ετυμολογική ανάλυσή τους για του λόγου το αληθές. Δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι το παρόν πόνημα είναι ακριβώς αυτό που θα ικανοποιούσε πλήρως τις ανάγκες του τόσο δύσκολου όσο και ατίθασου κοινού όπως είναι οι εντομολόγοι, ιδίως οι συμπατριώτες μου, ούτε θα υποστηρίξω ότι το περιεχόμενο αποτελείται από θέσφατα. Απλώς είναι μία «κατά Μπουχέλον» απόδοσις των όσων όρων συνέλεξα, επικουρούμενος από μια σειρά ελληνικών και ξένων βοηθημάτων. Οι όσες ατέλειες και παραλείψεις πιστεύω ότι θα τύχουν συγχωρήσεως με κύριο ελαφρυντικό το του πρώτου επιχειρούντος. Τέλος, επειδή δεν θα περάσει απαρατήρητη, η παρατηρούμενη αναρχία στην ορθογραφία αρκετών λέξεων και ιδίως στη χρήση του τελικού ν, δεν είναι παρά μία μικρή εκδήλωση ανυπακοής και διαμαρτυρίας του γράφοντος, γνωστού αντιρρησία συνειδήσεως, για τις αλλεπάλληλες, λοβοτομικές για τον ελληνικόν εγκέφαλο, γλωσσικές μεταρρυθμίσεις των ελληνικών υπουργείων από παιδείας… διότι: …όλες οι γλώσσες μπορούν να εξελιχθούν, εκτός από μια: την τέλεια ελληνική στην οποία κάθε αλλαγή, μόνο φθοράν επιφέρει..

Κ. Θ. Μπουχέλος


4

Το κατά Κ. Θ. Μπουχέλον

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

«Καλώ δ’ἔντομα, ὃσα ἔχει κατά τό σώμα ἐντομάς, ἢ ἐν τοῖς ῠπτίοις ἢ ἐν τούτοις καί τοῖς πρανέσι ή ἐν αμφοῖν… Ἀριστοτέλης: «Περί ζώων Ἱστορίαι» (487,34)


5

Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Α Ι (Σ Υ Ν Τ Μ Η Σ Ε Ι Σ) Ονόματα Τάξεων:

Arch.: Archaeognatha, Blat.: Blattaria, Col.: Coleoptera, Coll.: Collembola, Derm.: Dermaptera, Dipt.: Diptera, Emb.: Embidiina, Eph.: Ephemeroptera, Gryll.:

Grylloblattodea,

Hem.:

Hemiptera,

Het.:

Heteroptera,

Hym.:

Hymenoptera, Is.: Isoptera, Lep.: Lepidoptera, Mant.: Mantodea, Mec.: Mecoptera, Meg.: Megaloptera, Od.: Odonata, Orth.: Orthoptera, Phasm.: Phasmida, Phth.: Phthiraptera, Plann.: Planipennia, Plec.: Plecoptera, Prot.: Protura, Psoc.: Psocoptera, Rhaph.: Rhaphidioptera, Siph.: Siphonaptera, Str.: Strepsiptera, Thys.: Thysanoptera, Trich.: Trichoptera, Zor.: Zoraptera, Zyg. : Zygaentoma

εν. = ενικός

Οικογ. = Οικογένεια

πλ. = πληθυντικός

Υπεροικ. =Υπεροικογένεια

♂ = άρρεν ♀ = θήλυ

Υποοικ. = Υποοικογένεια

βλ. = βλέπε

Κ.Ν.Σ. = Κεντρικόν Νευρικόν Σύστημα

αντ. = αντίθετον

Ν.Σ. = Νευρικόν Σύστημα

επίθ. = επίθετον

Σ.Ν.Σ = Στοματογαστρικόν Νευρικόν Σύστημα

συν. = συνώνυμον


6

Κύρια Νεύρα Πτερύγων Α = Anal (πυγαίον, εδρικόν) C = Costa (πλευρικόν) Cu = Cubitus (ωλενικόν) CuA = Cu Anterior (πρόσθιος ωλενικός κλάδος) CuP = Cu Posterior (οπίσθιος ωλενικός κλάδος) H = Humeral (βραχιόνιον) M = Medius (μέσον) MA = M anterior (πρόσθιον μέσον ) MP = M posterior (οπίσθιον μέσον) R = Radius (κερκιδικόν) Sc = Subcosta (υποπλευρικόν)


7

Kύριες Π Η Γ Ε Σ και Β Ο Η Θ Η Μ Α Τ Α A Dictionary of Entomology, D.J. Headrick & G. Gordh (2003) CABI Publ. UK, USA Anatomie, Systématique, Biologie, Chopard, L. (1949) In: Grassé, P. P. Traité de Zoologie Vol. 9. Insectes Ed. Masson, Paris A Textbook of Arthropod Anatomy, Snodgrass, R.E. (1952) Comstock Publ. Ass., Ithaca N. Y. Dictionaire des Termes d’ Entomologie E. Séguy (1967) Ed. P. Lechevalier, Paris Elsevier’s Dictionary of Entomology in Latin, English, German. French and Italian, Murray Wrobel (2001) Elsevier Publ. Co Εncyclopaedia of Entomology, Utpal Veerender (2006) Unmol Publications, New Delhi Etymologisches Wörterbuch des Griechiscen, Hoffman J.B. (1950) Verlag Oldenbourg, München Glossary to Say’s Entomology, Thomas Say (1825) S.A. Mitchel Publ. Phila USA Lexicon (4γλωσσο Λεξικό Επιστηµονικών & Τεχνικών Όρων (2004) Univ. Studio Press, Θες/νίκη Λεξικόν Λατινοελληνικόν, Σ.Α. Κουµανούδη (1958) Εκδ. Χ.Α. Σπανού, Αθήναι Lexicon (4γλωσσο Λεξικό Επιστηµονικών & Τεχνικών Όρων (2004) Univ. Studio Press, Θες/νίκη Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης Liddel & Scott (1901) A.Κωνσταντινίδου, Αθήναι Οµηρικόν Λεξικόν, Μιχ. Κωνσταντινίδη (1912) Εκδ. Ι. Σιδέρη, Αθήναι Principles of Insect Morphology, Snodgrass, R. E. (1993) Cornell University Press, Ithaca Taxonomist’s Glossary of Genitalia in Insects, Tuxen, S.L. (1970) 2d edition Munkgaard, Copenhagen The Torre - Bueno Glossary of Entomology (1989) The N.Y. Entomol. Soc. & Am. Mus. of Nat. Hist. Webster’s New Collegiate Dictionary (1956) G. & C. Merriam Co Publ. Mass., USA


8

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΝΤΟΜΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ A abbreviate, βραχύνω, συντοµεύω, περικόπτω abbreviated, συντετµηµένος, περιορισµένος, « κουτσουρεµένος » abdomen, κοιλία, το τρίτο (οπίσθιο) κύριον τµήµα (tagma) του σώµατος του εντόµου abdomere, βλ. abdominal segment abdominal, κοιλιακός, ό,τι ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλίαν abdominal appendages, κοιλιακά εξαρτήµατα π.χ. abdominal feet βλ.prolegs abdominal filaments, κοιλιακά νήµατα, οι κέρκοι (cerci) των Ephemeroptera abdominal forceps, κοιλιακές λαβίδες, οι στύλοι (styli) των ♂ Mecoptera abdominal ganglia, κοιλιακά γάγγλια, 1 γάγγλια της κοιλιακής νευρικής αλύσου (ventral nerve cord), 2 γάγγλια (ganglia) ποικίλα σε αριθµόν, ευρισκόµενα µεταξύ του πεπτικού σωλήνος (alimentary canal) και των µεγάλων κοιλιακών µυών (ventral muscles) abdominal gills, κοιλιακά βράγχια abdominal groove, κοιλιακή αύλαξ abdominal plate, κοιλιακή πλάξ· στα ♂ των Lepidoptera: mappa abdominal pouch, κοιλιακόν σακκίδιον· στα ακµαία των Lepidoptera: σφραγίς (sphragis) abdominal puncture, κοιλιακός πόρος· στις προνύµφες και νύµφες των Culicidae (Dipt.): ο πόρος (puncture) που βρίσκεται στο µέσον της νωτοπλευρικής περιοχής των III-V κοιλιακών δακτυλίων (abdominal segments) abdominal region, κοιλιακή περιοχή βλ. abdomen abdominal segment, κοιλιακός δακτύλιος, δακτυλιοειδής υποδιαίρεσις της κοιλίας των εντόµων abdominal spiracle, αναπνευστικόν στίγµα, ένα από τα στίγµατα ή τρήµατα (spiracles) τα οποία ευρίσκονται από ένα ζεύγος σε κάθε κοιλιακόν δακτύλιο (abdominal segment) abdominal sucker, κοιλιακός µυζητήρ, κολλώδες όργανον στους II-VII κοιλιακούς δακτυλίους (abdominal segments) των προνυµφών των Blepharoceridae (Dipt.) abduction, αποµάκρυνσις, απαγωγή π.χ. η κίνησις του ισχίου (coxa) µακριά από το σώµα abductor muscle, απαγωγός µυς, κάθε µυς µε τη βοήθειαν του οποίου εκπτύσσεται, εκτείνεται ή αποµακρύνεται από το σώµα του εντόµου ένα όργανον ή εξάρτηµα (appendage) αντ. adductor muscle


9 abductor coxae, απαγωγός (µυς) ισχίου, ο µυς του ισχίου (coxa) ο οποίος κατευθύνει την κίνησίν του προς τα έξω αντ.adductor coxae abductor mandibulae, απαγωγός (µυς) γνάθων, ο µυς ο οποίος ανοίγει το άνω ζεύγος των γνάθων (mandibulae) aberrant, παρεκλίνων, ο αποκλίνων του συνηθισµένου ή φυσιολογικού τύπου aberration, απόκλισις, ανωµαλία, εκτροπή abiogenesis, αβιογένεσις, αυτόµατος γένεσις abnormal, µη φυσιολογικός, ανώµαλος abnormality, ανωµαλία, απόκλισις από το φυσιολογικόν, 1 µία κατασκευή, λειτουργία ή κατάστασις που διαφέρει από την συνηθισµένη δυσµορφίαν ή τερατοµορφίαν, 2 µία κατάστασις ασθενείας aboral, µε κατεύθυνσιν εκτός του στόµατος, µακριά από το στόµα aboriginal, αυτόχθων, πρώτος, αρχικός, γηγενής aborted, αποτυχηµένος (εκτρωτικός), 1ανεπτυγµένος κατά τρόπον ώστε να είναι ακατάλληλος για φυσιολογικήν λειτουργία· 2 τετριµµένος, συνήθης ή ατροφικός abortion, έκτρωσις, αποβολή, ατελής ανάπτυξις ή µη ανάπτυξις φυσιολογικού εξαρτήµατος ή οργάνου abraded, αποξεσµένος, τριµµένος, ξυσµένος ή γυαλισµένος abrupt, απότοµος ή χωρίς διαβάθµισιν abscised, abscissus (από + σχίζω), αποσχισµένος, αποκοµµένος καθέτως µε ευθύ συνεχές περιθώριον abscissa, απόκοµµα, απόσχισµα, ένα λιγότερο ή περισσότερο αποχωρισµένο ή ευδιάκριτο τµήµα ενός νεύρου (vein) πτερύγων. π.χ απόσχισµα του κερκιδικού νεύρου (radius) absconding, σµηνουργία, αναχώρησις ολόκληρης αποικίας ιδιαιτέρως κοινωνικών δραστήριων (eusocial) µελισσών για εγκατάστασιν φωληάς σε νέα τοποθεσία absconditus, κρυµµένος absolute refractory period, απολύτως δυσάγωγος περίοδος αδρανείας absorption, απορρόφησις, η παθητική ή ενεργητική διαδικασία απορροφήσεως των προϊόντων της πέψεως από τα κύτταρα του στοµάχου (midgut) και του οπισθίου εντέρου (hindgut) Acalypterae = Acalypteratae = Acalypterata Acalypteratae, τµήµα των Schizophora (Dipt.: Brachyptera) µε τις Υπεροικ. Conopoidea, Nerioidea, Tephritoidea, Opomyzoidea, Sciomyzoidea, Lauxanioidea, Sphaeroceroidea και Ephidroidea


10 acalyptratae Diptera, ακαλυπτράτα Diptera, Diptera µε την κατώτερη καλύπτρα (lower calypter) απούσα ή υποτυπώδη (vestigial) acantha (πλ. acanthae), άκανθα, οξύληκτη µονοκύτταρη λεπτή προέκτασις του εξωσκελετού βλ. cuticular bristle acanthoides (ακανθοειδές)· στα ακάρεα: eupathidium, famulus acanthoparia (πλ. acanthopariae), ακανθοτοίχωµα·στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): ακανθοειδείς περιοχές του χείλους του τοιχώµατος (paria), δηλ. του ζεύγους των πλευρικών περιοχών του epipharynx acanthophorites, ακανθοφορίται acanthus βλ. acantha, spine, spur, pricle acariform, ακαρεόµορφος, µε σχήµα ή µορφήν ακάρεος Acari (Acarida, Acarina), Τάξις της Κλάσεως Arachnida η οποία περιλαµβάνει ακάρεα (mites) και κρότωνες (ticks) acaricide, χηµική ουσία µε ακαρεοκτόνον δράσιν acarine disease, τραχειακή ακαρίασις, ασθένεια των τέλειων (adult) µελισσών που προκαλείται από το παρασιτικόν άκαρι Acarapis woodi acarodomatiun -a (άκαρι + δωµάτιον), µορφολογικές κατασκευές σε φυτά οι οποίες χρησιµεύουν ως καταφύγια ακάρεων acaudal, acaudate, (επιθ. caudal) χωρίς ουρά, άνουρος, κολοβόκερκος accessory, δευτερεύων, βοηθητικός, προσαρτηµένος σε κάθε κύρια κατασκευή accessory appendages, δευτερεύοντα ή βοηθητικά (accessory) εξαρτήµατα ή όργανα (appendages)· στα ♂ των Odonata: ο γεννητικός οπλισµός (genitalia) accessory blade, βοηθητική λεπίς. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): λεπτό, πεπλατυσµένον εξάρτηµα της λεπίδος (blade), συνήθως σµήριγγα (seta), το οποίον βρίσκεται στο βασικό άρθρον της κεραίας (προσαρτηµένο µε την λεπίδα στη βάση) ή επάνω στην άνω γνάθο (mandibula) βλ.seta subdentalis accessory boss, βοηθητικός ύβος· στα Hypogastruridae (Col.): η θέσις στην οποίαν οι οπίσθιοι βραχίονες (posterior arms) του οπισθαντεννικού οργάνου (postantennal organ) περικλείουν µίαν διόγκωσιν (knob) ή ένα έπαρµα (prominence) accessory burrows, βοηθητικαί στοαί, δευτερεύουσες « τυφλές » ή ψευδείς στοές, χωρίς έξοδον στο έδαφος, που κατασκευάζονται από έντοµα εδάφους πλησίον της µητρικής κανονικής στοάς π.χ. µερικά Sphecidae (Hym.) accessory canal of spermatheca, βοηθητικός αγωγός (ductus) της σπερµατοθήκης


11 (spermatheca) βλ.diverticulum ductus accessory carinae, βοηθητικαί τρόπιδες· στα Orthoptera: οι πλευρικές τρόπιδες του προσώπου (lateral facial carinae) accessory cell, βοηθητικόν κελλίον, 1 κελλίον (cell) πτέρυγος που συνήθως δεν είναι εµφανές, 2 κλειστόν κελλίον της προσθίας πτέρυγος των τελείων των Lepidoptera που

σχηµατίζεται από την συνένωσιν δύο κλάδων του κερκιδικού (radius) νεύρου accessory cilia, βοηθητικοί κροσσοί, επιµήκεις τρίχες (συνήθως ευθείες) που φέρονται στις άκρες των πτερύγων στα Thysanoptera ή η σειρά κροσσών (fringe) πολλών Tubulifera accessory circulatory organ, βοηθητικόν κυκλοφορικόν όργανον, παλλόµενον όργανον (pulsatile organ) βοηθητικόν του νωτιαίου αγγείου (dorsal vessel) accessory clasper, βοηθητική αρπαγών. στα ♂ των Micropterygidae (Lep,): προεξοχή κοντά στη βάση των αγκίστρων (unci) που φέρει πολλές σµήριγγες (setae) accessory copulatory processes, βοηθητικαί συζευκτικαί αποφύσεις βλ. accessory copulatory sclerites accessory copulatory sclerites, βοηθητικοί συζευκτικοί σκληρίται accessory diverticulum, βοηθητικόν εγκόλπωµα, κολπική (vaginal) τυφλή, σακκοειδής αναδίπλωσις. στα ♀ των Siphonaptera: duplicatura vaginalis accessory fecundation canal, βοηθητικός αγωγός γονιµοποιήσεως· στα ♀ των Heteroptera (Hem.): diverticulum ductus accessory genital glands, βοηθητικοί γεννητικοί αδένες·στα ♀ έντοµα: οι κολλητήριοι αδένες (colleterial glands). στα ♂ έντοµα: οι βοηθητικοί αδένες που εκβάλουν στον εκσπερµατικόν αγωγό (ejaculatory duct) βλ.colleterial glands, ectadenia, glandulae accessoriae, glandulae sebaceae και sebific glands accessory genitalia, βοηθητικός γεννητικός οπλισµός (genitalia). στα ♂ των Odonata: ο γεννητικός οπλισµός του II κοιλιακού δακτυλίου (abdominal segment ΙΙ) accessory gland, βοηθητικός αδήν, κάθε δευτερεύων αδένας του αδενικού συστήµατος accessory gland duct, αγωγός βοηθητικού αδένα (gland) στο αναπαραγωγικόν σύστηµα των εντόµων accessory gonopore, βοηθητικός γονοπόρος (gonopore)· στα τέλεια έντοµα: το εξωτερικόν άνοιγµα των βοηθητικών γεννητικών αδένων (accessory genital glands) ή των κολλητήριων αδένων (colleterial glands) που ενώνεται µε τον γονοπόρον (gonadal gonopore)


12 accessory heart, βοηθητική καρδία βλ. pulsatile organ accessory lobes, βοηθητικοί (κοιλιακοί) λοβοί βλ. corpora ventralia accessory male genitalia, ♂ βοηθητικός γεννητικός οπλισµός·σε µερικά ♂ Schizopteridae (Het.): σύνθετες νωτοκοιλιακές προγεννητικές (pregenital) κατασκευές οι οποίες λαµβάνουν το σπέρµα από τον κύριον γεννητικόν οπλισµόν (primary genitalia) και πραγµατοποιούν την σπερµατέγχυσιν accessory mandibular sclerite, βοηθητικός γναθικός σκληρίτης. στις προνύµφες των Tabanoidea (Dipt.): ραβδοειδής σκληρίτης της κεφαλικής κάψας (head capsule) που φέρει την γναθικήν ψήκτρα (mandibular brush) accessory oral sclerites, δευτερεύοντες στοµατικοί · σε προνύµφες µερικών Calliphoridae και Muscidae (Dipt.): σκληρίτες στενώς συνδεδεµένοι µε το ζεύγος των άνω γνάθων (mandibles) που βρίσκονται ανάµεσα ή κάτω από αυτές accessory organ, βοηθητικόν όργανον. στα ♀ των Lepidoptera: appendix bursae accessory papilla, δευτερεύουσα θηλή. στα Collembola: εξωσκελετική θηλή (papilla) στην κορυφή (apex) της κεραίας πλευρικώς και επιπλέον της κανονικής επακρίας συσταλτής θηλής (apical retractile papilla) accessory pulsatory organ, βοηθητικόν πάλλον όργανον (pulsatile organ) accessory pulsative organs, βαλβιδοφόροι αντλίες βοηθητικές της κυκλοφορίας της αιµολέµφου, συνήθως κοντά στο νωτιαίον αγγείον (dorsal vessel) accessory sac, βοηθητικός σάκκος, οι βοηθητικοί γεννητικοί αδένες (accessory genital glands) των ♀ εντόµων accessory salivary gland, βοηθητικός σιελογόνος αδήν. στα Heteroptera (Hem.): σωληνοειδής (tubular) ή κυστοειδής (vesicular) αδένας που συνδέεται µέσω ενός σωλήνος (duct) µε τον κύριον σιελογόνον αδένα (principal salivary gland) accessory scent glands, βοηθητικοί οσφρητικοί αδένες. στα Heteroptera (Hem.): µικροί αδένες οσφρήσεως, που συνδέονται µε την δεξαµενήν οσµών (scent reservoir) του µεταθωρακικού οσφρητικού αδένος (metathoracic scent gland) accessory seta, δευτερεύουσα θριξ (τρίχα) accessory sexual characters, δευτερεύοντες γενετικοί χαρακτήρες βλ. secondary sexual characters, κατασκευές και όργανα (πλην των γονάδων) που συνθέτουν το αναπαραγωγικόν σύστηµα συµπεριλαµβανοµένων των βοηθητικών αδένων (accessory glands) και του εξωτερικού γεννητικού οπλισµού (external genitalia) accessory subcostal vein, βοηθητικόν υποπλευρικόν νεύρον·στα ακµαία των Plecoptera: ο


13 κλάδος του υποπλευρικού νεύρου (subcosta) που διακλαδίζεται προς την κορυφήν (apex) της πτέρυγος accessory teeth, βοηθητικοί οδόντες. στις προνύµφες των ανωφελών κουνουπιών (Dipt.: Culicidae): οµάς καρφοειδών δοντιών στο µεσονωτιαίον περιθώριο της άνω γνάθου (mandible) που βρίσκεται ακριβώς πίσω από τη βάση του οπισθίου νωτιαίου οδόντος (posterior dorsal tooth) µε την οποίαν συνδέεται στενώς· σε προνύµφες µερικών Culicidae: µικρότερη οµάδα παροµοίων κατασκευών στενώς συνδεδεµένων µε τον οπίσθιον νωτιαίον οδόντα (posterior dorsal tooth) accessory tergal plate, βοηθητική τεργιτική πλάξ· σε µερικές προνύµφες ανωφελών κουνουπιών (Dipt.: Culicidae): ένας από τους µικρούς, µεσαίους (median) ή υποµεσαίους (submedian) ραχιαίους (dorsal) σκληρίτες που βρίσκονται οπισθίως των τεργιτικών (tergal) πλακών των I-VII κοιλιακών δακτυλίων (abdominal segments) accessory testis, δευτερεύων όρχις. σε πολλά ♂ Coleoptera: το σφικτά συσπειρωµένο (coiled) µεσαίον τµήµα του σπερµαταγωγού (vas deference) που αποτελεί δεξαµενήν σπέρµατος accessory tympanal membrane· στα τέλεια Lepidoptera: δευτερεύουσα τυµπανική µεµβράνη του ακουστικού τυµπάνου. µορφολογικώς: ένα µεµβρανώδες τµήµα του οπισθονώτου (postnotum) accessory vein, δευτερογενές νεύρον, 1 δευτερογενώς ανεπτυγµένο νεύρον στις πτέρυγες των εντόµων, 2 ο επιπλέον κλάδος ενός επιµήκους (longitudinal) νεύρου. π.χ στα ακµαία των Symphyta (Hym.): το τελευταίο προς τα οπίσω (posterior) νεύρον της εδρικής (anal) περιοχής της προσθίας πτέρυγος (forewing), π.χ το τρίτον εδρικόν (anal, Α3) νεύρον βλ.intercalary vein accessory ventral condyle, βοηθητικός κοιλιακός κόνδυλος, 1 επιπλέον (συµπληρωµατικός) κόνδυλος (condyle), 2 αρθρωµένη προεξοχή της κοιλιακής (ventral) όψεως της άνω γνάθου (mandible) που τοποθετείται περίπου στο µέσον (mesad) του κανονικού κοιλιακού κονδύλου (regular ventral condyle) accidental host, τυχαίος ξενιστής acclimation, εγκλιµατισµός, αντίδρασις του εντόµου στην αλλαγήν της θερµοκρασίας αναλόγως προγενεστέρας εµπειρίας του acclimatization βλ.acclimation acclivous, ανηφορικός, ανερχόµενος, αυξάνων οµαλώς accommodation, προσαρµογή (στην όρασιν), η ικανότης αλλαγής της εστιάσεως του


14 οφθαλµού accrescent, accrescente, επαυξανόµενος, αυξάνων σταδιακώς σε πάχος προς την κορυφήν (apex) accretion, επαύξησις· η σφραγίς (sphragis) στα Lepidoptera -aceous, -aceus, -ειδής (κατάληξις λέξεων), παρόµοιος µε κάποιον ή µε την φύσιν κάποιου π.χ. setaceous = σµηριγγοειδής acephalic head capsule, ακεφαλική κεφαλική κάψα· στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.: Brachycera): η συρρικνωµένη κεφαλική κάψα (head capsule) που αποσύρεται µέσα στον θώρακα (thorax) acephalous, ακέφαλος, χωρίς κεφαλή (head), χωρίς ευδιάκριτη κεφαλήν acephalous larva, ακέφαλος προνύµφη· στα Muscomorpha (Dipt.): προνύµφη χωρίς ευδιάκριτη κεφαλική κάψα (head capsule) βλ.acephalic head capsule Acercaria, Οµάς hemimetabolous εντόµων η οποία περιλαµβάνει τις Τάξεις: Psocoptera, Phthiraptera, Thysanoptera και Hemiptera Acercarida = Acercaria Acerentomoidea, Υποτάξις των Protura µε τις Οικογ.: Protentomidae και Acerentomidae acerata, ακέρατα, αρθρόποδα χωρίς πραγµατικές κεραίες (antennae) π.χ Arachnida και Xyphosura acerous, ακέρατος, χωρίς κεραίες (antennae), π.χ. Protura acetabular angle, κοτυλική γωνία· στα τέλεια Siphonaptera: η γωνία που σχηµατίζεται από τα 2 περιθώρια της κοτυλοειδούς προεξοχής (acetabular projection) acetabular bristle(s), κοτυλική σµήριγξ· στα τέλεια Siphonaptera: οι κοτυλικές τρίχες (setae) acetabular caps, κοτυλικαί καλύπτραι (caps)· στα Hemiptera: η ισχιακή κοιλότης (coxal cavity) acetabular projection, κοτυλική προεξοχή· στα ♂ Siphonaptera: η απόφυσις ή προεξοχή κοτυλών (processus acetabuli)· στα ♂ Siphonaptera: η προεξοχή της σταθερής αποφύσεως (process) της αρπαγώνος (clasper) που φέρει τις κοτυλικές τρίχες (acetabular setae) acetabular setae, κοτυλικές τρίχες (σµήριγγες). στα ♂ Siphonaptera: 1 ή 2 µακρές τρίχες (setae) που εκφύονται πάνω στο οπίσθιον περιθώριον της σταθεράς αποφύσεως (process) της αρπαγώνος (clasper), συχνά από µίαν ουραία (caudal) προεκβολή του τελευταίου


15 acetabuliform, κοτυλόµορφος, 1 όµοιος µε ρηχόν δίσκο (κοίλωµα) µε πλευρές περισσότερο ή λιγότερο καµπτόµενες προς τα µέσα, 2 σχήµατος ή µορφής κοτύλης (acetabulum) ή ισχιακής κοιλότητος (coxal cavity) acetabulum (πλ. acetabula), κοτύλη, µικρή κυπελοειδής κατασκευή (κοιλότης) στην οποίαν αρθρώνεται ένα σωµατικόν εξάρτηµα (π.χ.ισχιακή κοιλότης) acetylcholine, ακετυλοχολίνη, διαβιβάζουσα χηµική ουσία στις διεγείρουσες συνάψεις (synapses) εντός του Κ.Ν.Σ. (central nervous system), η οποία παράγεται στο προσυναπτικόν κλωνίον (presynaptic fiber) acetylcholine esterase, ακετυλοχολινεστεράση, ένζυµον το οποίο διασπά την ακετυλοχολίνην (acetylcholine) µετασυναπτικώς (postsynaptically) acetyl coenzyme A, ακετυλοσυνένζυµο Α, ένζυµον που εµπλέκεται στην σύνθεσιν ακετυλοχολίνης (acetylcholine), στην ενέργειαν µεταβολισµού και στον ενδιάµεσον µεταβολισµόν acetyl dopamine quinone, ακετυλοντοπαµινοκινόνη, αρωµατικός δακτύλιος που συνδέει πρωτεΐνες σε µιαν διαδικασία σκληροποιήσεως γνωστήν ως «δέψις κινόνης» (quinone tanning) acetyl glucosomine, ακετυλογλυκοζαµίνη, κυρία υποµονάς του πολυσακχαρίτη χιτίνη (chitin), συστατικού του εξωσκελετού (cuticle) των εντόµων achatine, achatinus, αχάτινος, οµοιάζων µε τις γραµµές του αχάτη µε περισσότερους ή λιγότερους οµόκεντρους κύκλους achrestogonomes (άχρηστος + γόνιµος), αχρηστογόνιµα. σε λίγα είδη των Isoptera: πτερωτές µορφές (alates) οι οποίες παραµένουν στη φωληά µετά την σµηνουργία (swarming), χάνουν τις πτέρυγές τους (wings), οι γονάδες τους (gonads) γίνονται ατροφικές και δεν παίζουν κανέναν ρόλο στην διατήρησιν της αποικίας achromatic, αχρωµατικός, αχρωστικός, χωρίς χρώµα achromatin, αχρωµατίνη, το τµήµα του κυτταρικού πυρήνα που δεν βάφεται µε χρωµατίνην (chromatin) acia, λεπτή επιδερµική (cuticular) πλάκα της άνω γνάθου (mandible) acicula, (πλ. aciculae), ακίς, βελονίς, βελόνα ή άκανθα (spine), µικρή λεπτή άκαµπτη βελόνα ή ακανθοειδής ακίδα· στα ♀ Tubulifera (Thys.): ζεύγη, σκληροποιηµένων παχύνσεων στο περιθώριον του εξωσκελετού (cuticle) του κοινού ωαγωγού (common oviduct) που εµφανίζονται σε σωρούς από κυρτές βελόνες στους VIII και IX κοιλιακούς δακτυλίους (abdominal segments)


16 acicular, ακιδοειδής, βελονοειδής, σχήµατος βελόνης· µε µακρύ και λεπτό άκρον aciculate, aciculatus (λατ.), ακιδωτός, εµφανιζόµενος σαν επιφανειακώς ξυσµένος (γρατσουνισµένος) µε βελόνα ή εφοδιασµένος µε ακίδες (aciculae) βλ.rastrate και scarified aciculate seta, ακιδωτή θρίξ, τρίχα (seta) επενδυµένη µε λεπτές βελονοειδείς αποφύσεις κατά µήκος του στελέχους της (stem) acid glands, οξικοί αδένες, αδένες δηλητηρίου acid scent, οξική οσµή, οξεία, δριµεία οσµή acidopore, οξικός πόρος. στα τέλεια Formicinae (Hym.: Formicidae): ο πόρος του τροποποιηµένου υποπυγίου (hypopygium) µέσω του οποίου εκτοξεύονται δηλητηριώδεις εκκρίσεις βλ.nozzle acidotheca, νυµφικόν περίβληµα του ωοθέτη (ovipositor) acies, ακµή, αθήρ, η ακραία κατάληξις ενός περιθωρίου acinacicate, acinaciform, ξιφοειδής, καµπτόµενος και φαρδυνόµενος προς το σηµείον καµπής, µε κολοβωµένο (truncate) άκρον (apex) acinose, acinous, βοτρυοειδής, ραγώδης, µε συνεχείς κοκκιδώσεις όπως εκείνες του βατόµουρου βλ.colliculate, granulate και papillate acinus (πλ. acini), άκινος 1 µε κοκκιδώσεις όπως εκείνες του βατόµουρου 2 οι ακραίοι (τελικοί) εκκριτικοί αγωγοί των αδένων (glands) acone eye, ακωνικός οφθαλµός, τύπος οφθαλµού των εντόµων στον οποίον το οµµατίδιον (ommatidium) δεν έχει ούτε κρυσταλλικόν ούτε υγρόν κώνο (cone), στη θέση του οποίου υπάρχει µια οµάς επιµήκων (elongate) διαφανών κυττάρων βλ.acone ommatidia acone ommatidia, ακωνικά οµµατίδια, οµµατίδια (ommatidia), στα οποία τα κύτταρα του Semper (Semper cells) δεν παράγουν ξεχωριστόν φακόν (lens), αλλά έχουν καθαρό κυτταρόπλασµα και καταλαµβάνουν την περιοχήν που κανονικώς πληρούται από τον κώνο, π.χ µερικά Col. (Coccinellidae, Staphylinidae και Tenebrionidae), µερικά Diptera και Heteroptera acoustic communication, ακουστική - ηχητική επικοινωνία. στα Cicadellidae και Fulgoroidea (Hem.: Auchenorrhyncha): η µετάδοσις του ήχου µέσω του φυτικού υποστρώµατος βλ.calling song acoustic nerve, ακουστικόν νεύρον acraein, προστατευτική ή αποκρουστική έκκρισις ορισµένων πεταλούδων (Lepidoptera)


17 acridophagus, ακριδοφάγος, τρεφόµενος µε ακρίδες (grasshopers) (Orthoptera), τρεφόµενος µε ουσίες οι οποίες για τον άνθρωπο έχουν δριµείαν - πικρή γεύσιν acroblast, ακροβλάστης· κατά την ανάπτυξιν ενός ακροσώµατος (acrosome): το κάλυµµα που περικλείει τον προακροσωµικόν κόκκον (proacrosomal granule) acrocercus, (πλ. acrocerci), ακρόκερκος, κέρκος (cercus). στα ♂ Lepidoptera: κατασκευή στην εσωτερική πλευρά (επιφάνειαν) της βαλβίδος (valva) acrodendrophily (άκρον + δένδρον + φίλος), ακροδενδροφιλία, η τάσις κάποιων δασικών εντόµων να κατοικούν στις κορυφές των δένδρων acrogynium (πλ. acrogynia), ακρογύνιον. στα ♀ Protura: το υποτιθέµενον ακραίον (distal) τµήµα του λεπιδωτού γεννητικού οπλισµού (squama genitalis), που µπορεί να συσπειρωθεί µέσα στο περιγύνιον (perigynim) και αποτελείται από το στέλεχος (stipes) και ζεύγη στύλων (styli) acron, άκρον, προστόµιον (prostomium). 1 στο έµβρυον (embryo) των αρθροπόδων: η περιοχή της κεφαλής (head) προσθίως του τριτεγκεφαλικού (tritocerebral) σωµίτη (somite) 2 το πρώτο προστοµατικόν (preoral) τµήµα της κεφαλής acroparia (πλ. acropariae), ακροπαρειά. στις προνύµφες των Scarabaeidae (Col.): το πρόσθιον τµήµα της παρειάς (paria) που φέρει σµήριγγες (bristles) οι οποίες είναι συνήθως µακρές acroperiphallus (πλ. acroperiphalli), ακροπεριφαλλός. στα ♂ Protura: το ακραίον (distal) τµήµα του περιφαλλού (periphallus) το οποίον ενδέχεται να µπορεί να συσπειρωθεί µέσα στον βασιπεριφαλλόν (basiperiphallus) acrophallus, ακροφαλλός. στα ♂ Diptera: το τµήµα του άκρου του φαλλού (distiphallus) που φέρει τον γονοπόρον (gonopore) acropod, ακροπόδιον, προταρσός (pretarsus) acrosome, ακρόσωµα, το πρόσθιον άκρον της κεφαλής του ωρίµου σπερµατοζωαρίου (sperm), µπροστά από τον πυρήνα, το οποίο πιθανώς σχετίζεται µε την προσκόλλησιν του σπερµατοζωαρίου στο ωόν και µε την λύσιν (lysis) της λεκιθικής µεµβράνης (egg membrane) ώστε να διευκολύνεται η είσοδος του σπερµατοζωαρίου acrosternite, ακροστερνίτης, το στενό περιθωριακόν άκρον (flange) του κοιλιακού στέρνου προσθίως (anterior) της antecosta µιας ορισµένης στερνικής (sternal) πλακός, το οποίον περιλαµβάνει την προηγουµένη κυρίαν µεσοτµηµατικήν σκληροποίησιν· στα ♂ Lycaenidae (Lep.): ο σκληρίτης (sclerite) της µεσοτµηµατικής µεµβράνης (intersegmental membrane) µεταξύ των VIII και IX στέρνων (sterna), περισσότερο ή


18 λιγότερο συνενωµένος (fused) µε το κεφαλικόν (cephalic) περιθώριον του χαλινού (vinculum) που µερικές φορές φέρει εξειδικευµένες πτεροειδείς τρίχες acrostichal(s), ακρόστιχος, στο άκρον κάποιας σειράς π.χ. τριχών· στα τέλεια Diptera: οι ακρόστιχες σµήριγγες (acrostichal setae) acrostylus (πλ. acrostyli), ακροστύλος, στα Protura: το ακραίον (distal) τµήµα του στύλου (stylus)· στα ♂ Lepidoptera: κατασκευή στην εσωτερική πλευράν της βαλβίδος (valva) acrotarsus = apicotarsus acrotergal, ακροτεργικός, από ή σχετικός µε τεργίτην (tergite) acrotergite, ακροτεργίτης, το εµπρόσθιον (συχνά ατροφικό) µέρος δευτερεύοντος τµήµατος του σώµατος εντόµου acrotrophic egg tube, ακροτροφικός ωοφόρος σωλήνας βλ.telotrophic ovariole acrotrophic ovariole, τελοτροφικός (ακροτροφικός) ωοφόρος σωλήν στα Hemiptera και σε πολλά Polyphaga (Col.) όπου τα τροφοκύτταρα (trophocytes, nurse cells) ευρίσκονται στη βλαστικήν ζώνην (germarium) και συνδέονται µε κάθε αναπτυσσόµενον ωοκύτταρον που διαθέτει πρωτοπλασµικόν τροφικόν σωλήνα βλ. telotrophic ovariole acrydian, ακριδόµορφος, ακρίς, είδος ακρίδος actin, ακτίνη, πρωτεϊνικό νήµα, το κυριότερο συστατικόν των µυϊκών ινιδίων (muscle fibrils) Actinedida = Prostigmata actinopilin· στα ακάρεα της Υποτάξεως Acariformes (Actinotrichida): ουσία που διαθλά το πολωµένο φως και απαντάται στις διπλοδιαθλαστικές τρίχες famuli ή eupathidia Actinotrichida (Acariformes): Υποτάξις ακάρεων µε τρίχες (setae) που περιέχουν actinopilin βλ. Anactinotrichida action potential, δυναµικόν δράσεως, τυποποιηµένον σήµα το οποίον « ταξιδεύει » µέσω των νευρικών κύτταρων (nerve cells) προερχόµενον από την αποπόλωσιν (depolarization) της µεµβράνης του νευρικού άξονος (axon membrane), σχετικό µε αλλαγές στη διαπερατότητά της activation, ενεργοποίησις. στην εµβρυολογία: η έναρξις της αναπτύξεως του εµβρύου µέσα στο ωόν activation center, κέντρον ενεργοποιήσεως, περιοχή κοντά στον οπίσθιον πόλον του ωού η οποία εµπλέκεται στην παραγωγήν της εµβρυϊκής ζώνης (germ band) και στην εξελίξίν της που ακολουθεί βλ. differentiation centre active ingredient, δραστική ουσία, το τοξικόν µέρος ενός εντοµοκτόνου σκευάσµατος active space, ο χώρος µέσα στον οποίον η συγκέντρωσις µιας φεροµόνης (pheromone) ή


19 οποιοδήποτε άλλης ουσίας (που συµπεριφέρεται µε όµοιον τρόπο) είναι ίσο ή πάνω από την οριακήν συγκέντρωσιν (threshold concentration) actual penis, πραγµατικός φαλλός. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ενδόσωµα (endosoma) acuductate (acuducted, acuductus), ακιδωτός, βελονοειδής, οξύς (aciculate) aculea (pl: aculeae), µικροτρίχιον, τρίχα, µε µορφή άκανθας. στα τέλεια των Diptera: µια από τις άκανθες (spicules) που µοιάζουν µε µικροτρίχια (mictotrichia) και περιέχονται στo γνάφαλον (tomentum), βλ. aculeus Aculeata, Οµάς των Hymenoptera µε τις Υπεροικ. Chrysidoidea, Tiphioidea, Formicoidea, Scolioidea, Vespoidea, Sphecoidea και Apoidea βλ. Apocrita aculeate, aculeatus, οξύληκτος, κεντροφόρος, 1 οπλισµένος µε βραχείες αιχµές, 2 εφοδιασµένος µε άκανθες, µε µικροτρίχια, 3 οπλισµένος µε αιχµηρόν κέντρον (sting) όπως στα Hymenoptera aculeate-serrate, κεντροφόρος-πριονοειδής, οπλισµένος µε πολυάριθµες αιχµηρές απολήξεις, κεκλιµένες προς το ένα άκρον (όπως τα δόντια του πριονιού) aculeate Hymenoptera, µέλη των Aculeata (Hym.) aculeatus βλ. aculeate aculeus (πλ. aculei) (ακίς-ακίδος), άκανθα. στα ♀ Odonata:µικρό αιχµηρόν άκρο που αφορά στις πρόσθιες και µεσαίες γοναποφύσεις (gonapophyses). στα τέλεια Lepidoptera: µικροτρίχιο (microtrichium). στα ♂ Tipulidae (Dipt.): αιχµηρή άκανθα που προεξέχει κάτω από το περιθώριον του VIII στερνίτη, στα ♀ Hymenoptera: ωοθέτης που µοιάζει µε κεντρί (sting) acumen (pl. acumina), ακίς, κεντρίον. σε µερικά ♂ Chrysopidae (Plan.): κεντρικός οδούς (δόντι) της δοκού (tignum) acuminate (acuminated, acuminatus), οξύληκτος, (acute) acupunctate, acupunctatus, διάστικτος, γεµάτος στίγµατα (punctate) acus, ακίς, βελόνη. στα κεντροφόρα Hymenoptera: η δεύτερη γοναπόφυσις (gonapophysis) acutangulate, οξυγώνιος, ότι σχηµατίζει ή καταλήγει σε οξείαν γωνία acutangulate, acutangulus, οτι σχηµατίζει ή καταλήγει σε ορθή γωνίαν acute, οξύληκτος ή οξυγώνιος (ετυµ: ακίς, άκανθα κ.λ.π.) acute, οξύληκτος, που καταλήγει ή σχηµατίζει γωνίαν µικρότερη από την ορθήν acutilingual, οξύγλωσσος, µε αιχµηρή γλώσσα ή στοµατική δοµή, όπως σε µερικές µέλισσες (Hym.: Apoidea)


20 acutilingues, οξύγλωσσες µέλισσες (Hymenoptera: Apoidea), µε κοντή και αιχµηρή γλώσσα βλ. obtusilingues acutolobus (pl. acutolobi), οξύλοβος. σε ♂ Blattopteroidea: η προεξοχή του αριστερού επιφαλλού (epiphallus) acyl-coenzyme A, ακυλ-συνενζυµον Α, ενδιάµεσον προϊόν µεταβολισµού κατά την παραγωγήν τριγλυκεριδίων στα κύτταρα του λιπώδους σώµατος (fat body) ad-, (πρόθεµα) = προς, επί, παρά τινά adanal lobes, παραεδρικοί λοβοί. στις προνύµφες των Scatopsidae (Dipt.): ζεύγος σκληρυµένων λοβών πάνω και πίσω από την έδρα (anus) adanale, παραεδρικός (στερνίτης), ο τέταρτος εδρικός σκληρίτης (axillary sclerite) της πτέρυγος εντόµου adaptation, προσαρµογή, 1 κατάστασις εγκλιµατισµού σε ένα συγκεκριµένο περιβάλλον όπως τα χαρακτηριστικά µιας κατασκευής µιας λειτουργίας ή ενός οργανισµού, 2 η διαδικασία µε την οποίαν επιτυγχάνεται µια τέτοια προσαρµογή 3 η ικανότης ενός ζώντος οργανισµού να προσαρµοσθεί σε αλλαγές των περιβαλλοντικών συνθηκών 4 η ικανότης του οφθαλµού να προσαρµοσθεί σε µεταβολές της εντάσεως του φωτός adaptive oceli, προσαρµοστικά οµµατίδια βλ. stemmata adaptive radiation, απόκλισις προσαρµογής µελών µιας µεµονωµένης φυλετικής σειράς σε µια σειρά µάλλον ποικίλων καταφυγίων (niches) και ζωνών προσαρµογής (adaptive zones) additional lateral plates, πρόσθετες πλάγιες πλάκες. σε ♀ Mecoptera: πλαγιοτεργίτες (laterotergites) addled (egg), αποτυχηµένος, «κλούβιος». όρος που χρησιµοποιείται από µελισσοκόµους για να περιγράψουν ωά που απέτυχαν να εκκολαφθούν, προνύµφες που απέτυχαν να νυµφωθούν και για νύµφες και τέλεια µελισσών (Hym.: Apidae) που δεν πέθαναν από κάποια ασθένεια αλλά µάλλον από γενετικές ανωµαλίες (genetic anomalies) addorsal, παραραχιαίος, κοντά (όχι ακριβώς στη µέση) της άνω επιφανείας του σώµατος addorsal line, παραραχιαία γραµµή. σε προνύµφες Lepidoptera: επιµήκης γραµµή λίγο παράπλευρη της ραχιαίας γραµµής (dorsal line) µεταξύ αυτής και της υποραχιαίας γραµµής (subdorsal line) adduction, προσαγωγή, η κίνησις του ισχίου ή άλλου µέλους ή εξαρτηµατος προς το σώµα αντ. abduction adductor muscle, προσαγωγός µυς, κάθε µυς που έλκει ένα εξάρτηµα προς το σώµα ή φέρνει


21 τµήµατα του σώµατος σε παράθεσιν µεταξύ τους αντ. abductor = απαγωγός adductor coxae, προσαγωγός ισχίου, o µυς του ισχίου που το κατευθύνει προς το σώµα βλ. abductor coxae adductor mandibulae, προσαγωγός άνω γνάθων, o µυς που σύρει προς τα µέσα ή κλείνει τις άνω γνάθους (mandibules) adecticous pupa (δάκνω, δήγµα), α-δηκτική νύµφη, νύµφη µε ακίνητες γνάθους, π.χ. στα Diptera, Coleoptera, Siphonaptera, στα περισσότερα Lepidoptera και Hymenoptera Adelgoidea, Υπεροικ. για τις Οικογ.: Adelgidae και Phylloxeridae (Hem.: Sternorrhyncha) adeloceratous (άδηλος = µη εµφανής), αδηλοκέρατος, αδηλόκερος, µε κρυφές (άδηλες) κεραίες Adelomorpha = Incurvarioidea adelphoparasite, αδελφοπαράσιτον, ετερόνοµον υπερπαρασιτοειδές adenopodite, αδενοποδίτης, ανερχόµενος κέρκος προερχόµενος από τον ΧΙ κοιλιακόν δακτύλιο των Symphyla εφοδιασµένος µε µεταξογόνους αδένες (spinning glands) adenoma, αδένωµα. σε προνύµφες των Lepidoptera: ο αυχενικός αδένας (cervical gland) adenotrophic viviparity, αδενοτροφική ζωοτοκία, ζωοτοκία στην οποία πλήρως ανεπτυγµένα ωά µε χόριον (chorion) παράγονται και προωθούνται στη µήτρα (uterus), ακολουθεί η εµβρυακή ανάπτυξις όπως στην ωοζωτοκία (ovoviviparity)· όταν όµως η προνύµφη εκκολαφθεί, παραµένει στη µήτρα και τρέφεται από ειδικούς µητρικούς αδένες. η έξοδος λαµβάνει χώραν όταν η προνύµφη είναι πλήρως ανεπτυγµένη και ακολουθεί νύµφωσις εντός µικρού χρονικού διαστήµατος κατά το οποίον δεν τρέφεται ελεύθερα π.χ. Glossina (Glossinidae) και Pupipara (Dipt.) adenylluciferin, αδενυλλουσιφερίνη· κατά την παραγωγήν φωτός: η ενεργοποιηµένη µορφή και πρόδροµος ουσία της αδενυλοξυλουσιφερίνης (adenyloxyluciferin) adenyloxyluciferin, αδενυλοξυλουσιφερίνη, οξειδωµένη µορφή της αδενυλλουσιφερίνης (adenylluciferin), η οποία παράγει φως µέσω αυτοµάτου µεταπτώσεως σε χαµηλότερης ενέργειας αδενυλοξυλουσιφερίνη Adephaga, µία από τις 4 Υποτάξεις των Coleoptera η οποία περιλαµβάνει κυρίως χερσαία και υδρόβια αρπακτικά έντοµα adephagan (adephagid, adephagous), αδηφάγον έντοµον, µέλος των Adephaga adermata, αδέρµατα, έντοµα στις νύµφες των οποίων οι πτέρυγες και τα άλλα µέρη του σχηµατιζοµένου τελείου διακρίνονται µέσα από το νυµφικόν δέρµα adfrontal areas, παραµετωπικές περιοχές. σε προνύµφες Lepidoptera: οι περιοχές µεταξύ


22 των γραµµών εκδύσεως (ecdysial lines) και των παραµετωπικών ραφών (adfrontal sutures) adfrontal pieces, παραµετωπικά τµήµατα βλ. adfrontal areas adfrontal sclerities, παραµετωπικοί σκληρίται. σε προνύµφες Lepidoptera: ζεύγος στενών, λοξών σκληριτών που χωρίζουν το µέτωπον (frons) από τις επικρανιακές πλάκες (epicranian plates) βλ.adfrontals adfrontal setae, παραµετωπικαί τρίχες. σε προνύµφες Lepidoptera: ένα ζεύγος τριχών, (AF1 και AF2 ), πάνω στις παραµετωπικές περιοχές (adfrontal areas) της κεφαλικής κάψας (head capsule) adfrontal sutures, παραµετωπικαί ραφαί. σε προνύµφες Lepidoptera: ραφές που χωρίζουν τις παραµετωπικές περιοχές (adfrontal areas) από το µετωποεπιστόµιον (frontoclypeus) adfrontals, παραµετωπικοί (σκληρίται), ζεύγος στενών, λοξών σκληριτών που χωρίζουν το µέτωπον (frons) από τις επικρανιακές πλάκες (epicranian plates). σε προνύµφες Lepidoptera: oι παραµετωπικές περιοχές (adfrontal areas) adhesive anal macroseta, κολλώδης εδρική σµήριγξ. σε µερικές νύµφες Pentaneurini (Dipt.: Chironomidae): νηµατοειδής εδρική σµήριγγα (ευκρινώς µεγαλύτερη των γειτονικών της) που περιβάλλεται στα 2/3 της κορυφής της από πυκνόρευστη κολλώδη ουσίαν adhesive discs, κολλώδεις δίσκοι. σε µερικά ♂ Siphonaptera: µια σειρά προεξοχών σε σχήµα µανιταριού στην εσωτερικήν επιφάνεια της κεραίας οι οποίες εφαρµόζονται στον 2º στερνίτη του ♀ κατά τη διάρκειαν της συζεύξεως adhesive hair, κολλώδης τρίχα adhesive sacs, κολλώδεις σάκοι. σε Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): ζεύγος θυλακοειδών προβολών του σώµατος ανάµεσα στο µεσαίον ζεύγος ποδών (midlegs) adhesive secretions, κολλώδεις εκκρίσεις adiaphanous, adiaphanus, αδιαφανής, σκοτεινός, που έχει µόνο επιφανειακήν διαφάνεια ώστε να µην τον διαπερνά το φως adipohemocyte, λιποαιµοκύτταρον. σε Lepidoptera, Diptera και αντιπροσωπευτικά είδη άλλων Τάξεων: αιµοκύτταρον που χαρακτηρίζεται από διαθλώντα σταγονίδια λίπους και άλλα εγκλείσµατα adipokinetic hormone, λιποκινητική ορµόνη, ορµόνη από τους αδενικούς λοβούς των corpora cardiaca η οποία εισάγει στον µεταβολισµό των λιπών (συνήθως


23 τριγλυκεριδίων) αποθηκευµένων στον λιπώδη ιστό (fat body) adipoleucocyte βλ. adipohemocyte adipose tissue, λιπώδης ιστός (fat body) Adiscota, παλαιός όρος για έντοµα που γίνονται τέλεια χωρίς τον σχηµατισµό imaginal disc βλ. Discota admedian sclerites, ενδιάµεσοι σκληρίται. σε ♀ Cimicidae (Het.): οι gonocoxites του VIII κοιλιακού τµήµατος adminiculum (pl, adminicula), υποστήριγµα, ενίσχυσις ή στήριγµα. 1 ένα από τα πολύ µικρά δόντια πάνω στην νωτιαία επιφάνεια της κοιλίας νυµφών εδάφους 2 υπερυψωµένες, οδοντωτές γραµµές σε µερικές νύµφες βλ.gonosterne, aedeagal guide adnate, προσφυής, παραφυής, γειτονικός, προσκολληµένος ή συναναπτυσσόµενος, στενώς συνδεδεµένος adoption substance, ουσία “υιοθεσίας”, έκκρισις που παρουσιάζεται από κοινωνικόν παράσιτο (social parasite) το οποίον προκαλεί το έντοµο-ξενιστή (host insect) να το δεχθεί ως µέλος της δικής του αποικίας (colony) adoral, παραστοµατικός, προς την κατεύθυνσιν του στόµατος adpressed, συµπιεσµένος, κείµενος ή πιεσµένος πάνω σε κάτι, προσφυής, συναφής (contiguous) adsperse, adspersus, πυκνώς εστιγµένος, κηλιδωµένος, σηµαδεµένος µε µικρά στίγµατα, πολύ κοντά το ένα µε το άλλο βλ. atomarius, irrorate και maculate adult, τέλειον (ώριµον, ενήλικον, ακµαίον) 1 πλήρως ανεπτυγµένο και σεξουαλικώς ώριµον άτοµο, 2 το τελευταίον στάδιο στον βιολογικόν κύκλον των αρθροπόδων adult transport, η µεταφορά (απόσυρσις) ενός τέλειου εντόµου µιας αποικίας από ένα άλλο µέλος της ίδιας αποικίας (συνήθως κατά την διάρκειαν µεταναστεύσεως της τελευταίας). στα µυρµήγκια (Hym.:Formicidae): πολύ συχνός και στερεότυπος τρόπος συµπεριφοράς adultoid reproductive, τελειοειδές αναπαραγωγικόν (άτοµον). στους ανώτερους τερµίτες (Isoptera): ένα αναπληρωµατικό αναπαραγωγικόν άτοµο που γίνεται πλήρως σεξουαλικώς ώριµο το οποίο δεν διασπείρεται αλλά γίνεται λειτουργικό αναπαραγωγικόν (µορφολογικώς δυσδιάκριτο από τους ιδρυτές βασιλιά ή βασίλισσα) µέσα στη φωλιά που γεννήθηκε και σπανίως αναπτύσσεται σε αποικίες όταν υπάρχει δραστήριο κύριον αναπαραγωγικόν (primary reproductive) του ιδίου φύλου βλ. supplementary reproductive aduncate (aduncatus, aduncus), γαµψός, βαθµιαίως κυρτός σε όλη του την έκτασιν.


24 (αναφέρεται σε µέρη του σώµατος) adventitia (tunica), εξωτερικός χιτών, η εξωτερική στιβάς του ελαστικού συνδετικού ιστού της καρδίας του εντόµου adventitious, επιγενής, παρείσακτος, τυχαίος adventitious suture, επιγενής ραφή, τυχαία ραφή. σε τέλεια Diptera: πλάγια / λοξή ραφή του συντεργίτη (syntergite) adventitious veins, επιγενή νεύρα, τυχαία νεύρα 1 δευτερεύοντα νεύρα της πτέρυγος που δεν είναι ούτε βοηθητικά (accessory) ούτε παρεµβαλλόµενα (intercalary).

2 συνήθως µια

συνεχής σειρά εγκαρσίων (διασταυρούµενων) νεύρων (crossveins) adventral line, παρακοιλιακή γραµµή. σε προνύµφες των Lepidoptera: γραµµή που εκτείνεται κατά µήκος του σώµατος κοιλιακώς µεταξύ της µεσαίας γραµµής (median line) και των βάσεων των ποδών. adventral tubercle, παρακοιλιακόν φυµάτιον. σε προνύµφες των Lepidoptera: το ακραίον κοιλιακό φυµάτιον επί των κοιλιακών τµηµάτων I-IX που φέρει την πρωτογενή τρίχα (primary seta) V1 ή sigma βλ.ventral group aedeagus, aedaeagus, aedoeagus (άγει προς το αιδοίον), αιδοιαγός, το άρρεν όργανο συζεύξεως συνήθως αποτελούµενο από το πέος (penis) ή φαλλόν (phallus) και τα παραµερή (parameres) aedalati, πτερύγια αιδοιαγού. σε ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): ζυγά πλευρικά θηκοειδή µέρη του αιδοιαγού aedeagal apodemal rod, αποδεµατική ράβδος του αιδοιαγού. σε ♂ Siphonaptera: απόφυσις (apophysis) aedeagal apodeme, απόδεµα του αιδοιαγού. σε ♂ Siphonaptera: δίσκος που προκύπτει από την βάσιν του αιδοιαγού και επεκτείνεται εµπρός και ανω του ενδοφαλλού (endophallus) αποτελούµενον από το µεσαίον έλασµα (lamina media) και τα πλευρικά ελάσµατα (laminae laterales). στα περισσότερα ♂ Diptera: απόδεµα του φαλλού (phallapodeme). στα ♂ Hymenoptera: το απόδεµα της βαλβίδος του φαλλού (apodeme of penis valve) aedeagal appendages, εξαρτήµατα αιδοιαγού. σε ♂ Achichidae (Hem.: Auchenorrhyncha: Fulgoroidea): σκληροποιηµένες επιµήκεις κινητές “ράβδοι” συνδεδεµένες µε το εγκάρσιον υποστήριγµα του φαλλού (transverse strut) aedeagal crypt, κρύπτη αιδοιαγού. σε ♂ Trichoptera: φαλλοκρύπτη (phallocrypt)


25 aedeagal foramen, τρήµα αιδοιαγού. σε ♂ Heteroptera (Hem.): βασικόν τρήµα. σε ♂ Hymenoptera: βασικόν άνοιγµα προς το εσωτερικό (lumen) του αιδοιαγού όταν οι βαλβίδες του (penis valves) είναι συγχωνευµένες ή εφάπτονται κοιλιακώς και ραχιαίως aedeagal furrow, αυλάξ αιδοιαγού. σε ♂ Gelastocoridae (Het.): αυλάκωσις του δεξιού παραµερούς (paramere) aedeagal guide, οδηγός αιδοιαγού. σε πολλά ♂ Diptera: µερικώς συνενωµένοι λοβοί που βρίσκονται προς το µέσον του οπισθίου ορίου του υπανδρίου (hypandrium) µεταξύ των εσωτερικών κοιλιακών βάσεων των γονοποδίων (gonocoxites) και της προσθιοκοιλιακής βάσεως του αιδοιαγού aedeagal lamellae, ελασµάτια αιδοιαγού. σε ♂ Siphonaptera: πλευροκοιλιακοί λοβοί του palliolum ή end chamber aedeagal lobe, λοβός αιδοιαγού. σε µερικά ♂ Chironomidae (Dipt.): λεπτός µεµβρανώδης λοβός του φαλλού (penis) προσαρτηµένος στο φαλλoαπόδεµα (phallapodeme), βλ. επίσης aedeagus lobes aedeagal paraphysis, παράφυσις αιδοιαγού. σε ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): ζυγή ή µη απόφυσις της φαλλοβάσεως (phallobase) συνήθως προσαρτηµένη σε συνδετικήν κατασκευή (connective) και µερικές φορές στο στέλεχος (shaft) του φαλλού aedeagal pouch, θύλαξ αιδοιαγού. σε ♂ Culicidae (Dipt.): ο µεµβρανώδης θύλακος ή κοιλότητα µέσα στην οποίαν συσπειρώνεται ο αιδοιαγός όταν βρίσκεται σε ηρεµία. σε ♂ Siphonaptera: ελυτροειδής θύλακος (κολεός) από τον οποίον βγαίνει ο αιδοιαγός (aedeagus) aedeagal rods, ράβδοι αιδοιαγού. σε ♂ Hymenoptera: τα παραµερή (parameres) aedeagal sclerite, σκληρίτης αιδοιαγού. σε ♂ Dixidae και ορισµένα Culicidae (Dipt.) π.χ. Aedes υπογένος Verrallinα: υποστηρικτικός σκληρίτης στη µίαν και την άλλην πλευράν του φαλλού. στα περισσότερα ♂ κουνούπια: ένα από τα ζεύγη των πλευρικών σκληροποιηµένων µερών του αιδοιαγού aedeagal shaft, στέλεχος αιδοιαγού. σε Fulgoroidea (Hemiptera: Auchenorrhyncha): το εγγύτερον (προς την βάσιν) τµήµα του αιδοιαγού πριν από το ακραίον τµήµα του (flagellum). σε Delphacidae (Fulgoroidea): ο αιδοιαγός (aedeagus) aedeagal sheath, θήκη (κάλυµµα) αιδοιαγού. σε ♂ Tabanoidea (Dipt.): κωνικού σχήµατος θήκη του αιδοιαγού σχηµατιζοµένη από την πλευρικήν συνένωσιν (συγχώνευση) του οδηγού (aedeagal guide) µε τα παραµερή (parameres)


26 aedeagal spicule, ακίς αιδοιαγού. σε µερικά ♂ Culicidae (Dipt.): µια από τις συνήθως πεπλατυσµένες ακίδες που φέρονται στην κορυφήν (apex) του αιδοιαγού aedeagal strut, aedeagal support, δοκός αιδοιαγού. σε ♂ Heteroptera (Hem.): κατώτερη απόφυσις (inferior process) aedeagal tines, περόναι αιδοιαγού. σε ♂ Tabanoidea (Dipt.): οι πλευρικές διακλαδώσεις του τρικλαδούς αιδοιαγού aedeagal valves, βαλβίδες αιδοιαγού. σε ♂ Caelifera (Orth.): ραχιαίον και κοιλιακόν ζεύγος σκληροποιήσεων (sclerotizations) στην ενδοφαλλικήν µεµβράνην που περιορίζουν τον αγωγόν του φαλλοτρήµµατος (phallotreme duct) βλ.επίσης dorsal και ventral aedeagal valve aedeagus, αιδοιαγός. σε ♂ έντοµα: 1 το ακραίον µέρος του φαλλού (phallus) διακρινόµενον από την φαλλοβάσιν (phallobase) ή τα ενωµένα µεσοµέρη (mesomeres), 2 εισδύον όργανον αποτέλεσµα του συνδυασµού των γοναποφύσεων (gonapophyses) του IX κοιλιακού τµήµατος. σε ♂ Archaegnatha, Ephemenoptera και Plecoptera: το όργανον οχείας (penis). σε ♂ Psocoptera: τα παραµέρη (parameres). σε ♂ Phthiraptera: όλη η γεννητική συσκευή. σε ♂ Anoplura (Phthir.): o γεννητικός σάκκος µαζί µε τις διάφορες σκληροποιήσεις των τοιχωµάτων του. σε µερικά ♂ Phthiraptera: τµήµα του φαλλού που φέρει τον γονοπόρον (gonopore). σε ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): σωληνοειδές σκληροποιηµένο όργανο συζεύξεως που είναι συνέχεια του εκσπερµατικού αγωγού (ductus ejaculatorius) και συνθέτει µαζί µε την φαλλοβάσιν (phallobasis) το πραγµατικό όργανον οχείας: το πέος (penis) ή φαλλόν (phallus). σε ♂ Heteroptera (Hem.): το ακραίον τµήµα του φαλλού (ενδόσωµα) + το ακραίον τµήµα (basicojunctiva) του εγγυτέρου τµήµατος του φαλλοσώµατος (phallosoma). σε ♂ Coleoptera: το όργανον οχείας (penis) ή όργανο οχείας + κάλυµµα (tegmen). σε ♂ Strepsiptera: σκληροποιηµένο αιχµηρόν καµπυλωµένο προς τα άνω εξάρτηµα του ΧI κοιλιακού τµήµατος που µερικές φορές καταλήγει σε άγκιστρον (hook). σε ♂ Neuroptera: το όργανον οχείας και συµπληρωµατικά εξαρτήµατα (παραµερή, υποµερή). σε ♂ Raphidiidae (Raphid.): υποβαλβίς (hypovalva). σε ♂ Chrysopa (Plan.: Chrysopidae): ψευδοφαλλός (pseudopenis). σε ♂ Wesmaelius (Plan.: Hemerobiidae): µεσάγκιστρον (mediuncus). σε µερικά ♂ Hemerobiidae (Plan.): arcessus (άρκησσος). σε ♂ Neochauliodes (Megal.: Corydalidae): παραµερή (parameres). σε ♂ Mecoptera:


27 όργανον οχείας και συµπληρωµατικά εξαρτήµατα ή πέος (penis). σε ♂ Trichoptera: ακραίον τµήµα του φαλλού (εάν διαιρείται) ή ολόκληρο το όργανον οχείας. σε ♂ Lepidoptera αιδοιαγός (aedoeagus). σε ♂ Diptera: ολόκληρο το εισδύον όργανον µέχρι του σηµείου όπου συγχωνεύεται µε τις βαλβίδες του (penis valves). σε ♂ Chironomidae (Dipt.): εισδύον όργανον που προέρχεται από τον συνδυασµόν των γοναποφύσεων ΙΧ και των εξαρτηµάτων του φαλλού (phalli) που το πλαισιώνουν. σε ♂ Culicidae (Dipt.): το κεντρικόν σώµα του φαλλοσώµατος (phallosome), ή το ακραίον τµήµα του φαλλού. σε ♂ Siphonaptera: το εξωτερικόν τµήµα του φαλλοσώµατος συµπεριλαµβανοµένου του τελικού θαλάµου (end chamber) που φέρει ένα µεγάλο βασικόν απόδεµα (basal apodeme). σε ♂ Hymenoptera: δίλοβον εισδύον όργανο, ο φαλλός και οι βαλβίδες του ή ολόκληρος ο γεννητικός οπλισµός (genitalia). aedeagal lobes, λοβοί αιδοιαγού. σε ♂ Bittacidae (Mec.): φαλλοάγκιστρα (penunci = dorsal valves) aedoeagus, αιδοιαγός. σε ♂ Lepidoptera: το σωληνοειδές, σκληροποιηµένο και λιγότερο ή περισσότερο προεξέχον τµήµα του οργάνου οχείας (penis), που περιέχει την αναστρεφόµενην κύστιν (eversible vessica) και περιβάλλεται από την χειρίδα (manica). σε ♂ Coleoptera: o αιδοιαγός (aedeagus). σε ♂ Culicidae (Dipt.): το µεσόσωµα (mesosoma), τα παραµέρη (parameres) και οι βασικοί δίσκοι (basal plates). σε ♂ Thysanoptera: το προϊόν συγχωνεύσεως του µεσοµερούς αποτελούµενον από τη θήκην του φαλλού (phallotheca) την εσωτερικήν θήκην (endotheca) και τον ψευδοφαλλόν (pseudovirga) ή τον ενδοφαλλόν (endophallus) aedoeotype, aedoeotypus (pl. aedoeotypi), αιδοιότυπος. σε ακµαία Lepidoptera: το πρώτο δείγµα ενός είδους του οποίου ο γεννητικός οπλισµός (genitalia) έχει µελετηθεί και έχει περιγραφεί ή απεικονισθεί Aegerioidea = Sesioidea aeneous, aeneus, χαλκόχρους, µε ζωηρό µπρούτζινο ή χρυσοπράσινο χρώµα aenescent, χαλκίζων aequale, aequata (ίκελος = equal), ίσος, ισάξιος aequilate, aequilatus (aequus = ίσος + latus = ευρύς), ισοευρύς, µε το αυτό εύρος σε κάθε σηµείον του Aequipalpia, πρώην Υποτάξις των Trichoptera των οποίων τα τέλεια διαθέτουν isopalpi


28 aerial, εναέριος· κατ΄ επέκτασιν: τύποι ιπταµένων εντόµων ειδικώς εκείνοι που έχουν άπτερες δηλ. µη ιπτάµενες µορφές aerial plankton, εναέριον πλαγκτόν, µικρά έντοµα εξαπλούµενα δια των αερίων ρευµάτων aeriduct, aeriductus, αεραγωγός, 1 αναπνευστικόν στίγµα ή τρήµα, εξωτερικόν άνοιγµα του τραχειακού συστήµατος κατά µήκος του σώµατος (spiracle), 2 στις ακέφαλες προνύµφες των Diptera: Syrphidae: προεκτάσεις που µοιάζουν µε ουράν µυός (ποντικού). σε µερικά υδρόβια Heteroptera: αναπνευστικός σίφων (respiratory siphon) aerobic, αερόβιος, που αναπτύσσεται ή ευδοκιµεί µόνο µε την παρουσίαν ατµοσφαιρικού αέρα aerobiosis, αεροβίωσις, η φάσις της αναπνοής κατά την οποίαν το οξυγόνο είναι διαθέσιµο για να χρησιµοποιηθεί για τις οξειδωτικές ανάγκες του οργανισµού κατά την οποίαν πραγµατοποιείται η πλήρης αποδόµησις των σακχάρων µε παρουσίαν οξυγόνου (εφαρµόζεται ειδικώς στον µεταβολισµό των υδατανθράκων) aerodynamics, αεροδυναµική, η επίδοσις κατά την πτήσιν aeropyles, αεροπύλαι. στα ωά του εντόµου: λεπτοί πόροι που συνδέονται µε κενά αέρος στα εσωτερικά και εξωτερικά πλέγµατα του χορίου (chorion). σε αναπνευστικόν βράγχιον: λεπτοί πόροι που συνδέουν το πλάστρον (plastron) µε το αναπνευστικόν τρήµα (spiracle). σε νύµφες Chironomidae (Dipt.): άνοιγµα από τον αναπνευστικόν θάλαµο έως τον θώρακα aeroscepsy, αεροσκεψία, η αντίληψις για τον ήχο ή την οσµήν µέσω του αέρος διά των κεραιών aerosol, αερόλυµα, σωµατίδια λεπτώς διασκορπισµένα στον αέρα aerostatic, αεροστατική, η ικανότητα των εντόµων να κρατούν την ισορροπία τους στον αέρα aerostats, αεροστάται. σε τέλεια Diptera: ένα ζεύγος µεγάλων αεροσάκκων στη βάση της κοιλίας aeruginose (aeruginous, aeruginus), κυανοπράσινον, το χρώµα του σκουριασµένου χαλκού Aeshnidea = Aeshnoidea Aeshnoidea, Υπεροικ. των Anisoptera (Odonata) µε τις Οικογ. Petaluridae, Gomphidae, Aeschnidae και Cordulegastridae aestival, θερινός, καλοκαιρινός, αυτός που απαντάται το καλοκαίρι aestivation, διαθερισµός, τύπος διαπαύσεως (diapause) κατά την διάρκεια παρατεταµένων συνθηκών ξηρασίας ή υψηλών θερµοκρασιών ανάλογος της διαχειµάσεως (hibernation)


29 aetiology, αιτιολογία (etiology) afferent, κεντροµόλος, που µεταφέρει προς τα µέσα ή προς το κέντρον τα ερεθίσµατα προς τον εγκέφαλον (όπως ένα νεύρο) afferent canal, κεντροµόλος δίαυλος. σε ♀ Lepidoptera: ο πιο µεµβρανώδης από τους 2 πιο στενώς συνενωµένους αγωγούς, που µαζί αποτελούν τον αγωγόν της σπερµατοθήκης (ductus spermathecae), ο οποίος χρησιµεύει στην µεταφοράν σπέρµατος (sperm) από τον σπερµατικόν αγωγό στο urticulus βλ.efferent canal afferent nerve, νευράξων, κεντροµόλος νευρικός άξονας afferent neurone, κεντροµόλος νευρών, αισθητήριο νευρικόν κύτταρο affinis, συγγενικός, όµοιος στην δοµήν ή την ανάπτυξιν afterbody, υστερόσωµα. σε Coleoptera: όλο το πίσω από το πρόνωτον σώµα afternose, οπίσθιον επιστόµιον, άνω επιστόµιον, τριγωνικό κοµµάτι κάτω από τις κεραίες και πάνω από το επιστόµιο (clypeus) βλ. postclypeus agamic, agamous, αγαµικός, παρθενογενετικός, παραγόµενος χωρίς σύζευξιν ή γονιµοποίησιν ωών βλ. parhenogenetic agamospecies, παρθενογενετικόν είδος, είδος χωρίς αναπαραγωγήν µε σεξουαλικήν πράξιν agamogenesis, παρθενογένεσις (parthenogenesis) Agathiphagoidea, Υποτάξις των Aglossata (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Αgathiphagidae age-grading, o προσδιορισµός της φυσιολογικής ηλικίας ενός εντόµου age polyethism, ηλικιακός πολυεθισµός, η κανονική αλλαγή ρόλων εργασίας στα κοινωνικά έντοµα, καθώς αυξάνεται η ηλικία τους βλ. temporary polyethism agglomerate, συσσωρεύω ή µαζεύω agglomerate pores, συσσωρευµένοι πόροι. σε Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): σύνθετοι πόροι κηρού (κεριού) agglutinate, συγκολληµένος, ενωµένος σε µια µάζα aggregate, άθροισµα, 1 µία οµάδα ειδών διαφορετικών από υπογένος (subgenus) µέσα σε ένα γένος (genus), 2 µία οµάδα ειδών µέσα σε ένα υπογένος, 3 ή οµάδα υποειδών ενός είδους η οποία δηλώνεται µε το όνοµα της οµάδος του είδους τοποθετούµενο µέσα σε παρένθεση aggregated, συγκεντρωµένος aggregation, συνάθροισις, µια οµάδα µεµονωµένων ατόµων, αποτελουµένων από περισσότερα άτοµα που προέρχονται από ένα µόνον ζεύγος συζευγµένων ατόµων ή από µιαν Οικογένεια τα οποία έχουν συγκεντρωθεί στο ίδιο µέρος αλλά δεν κατασκευάζουν


30 φωληές ή δεν ανατρέφουν απογόνους µε συνεργατικόν τρόπον βλ.colony aggressive display, επιθετική επίδειξις, τελετουργική εκδήλωσις ζώων του ιδίου χώρου που συνήθως καταλήγει σε αποχώρησιν ενός από τους αντιπάλους πριν από την πραγµατική φυσικήν επαφή µεταξύ τους aggressive mimicry, επιθετικός µιµητισµός, µιµητισµός στον οποίον το αρπακτικόν (predator) οµοιάζει µε δυνητική πηγή τροφής ή µε δυνητικόν σύντροφο (mate) της λείας (prey) Aglossata, Υποτάξις των Lepidoptera µε µόνη την Υπεροικ. Agathiphagoidea Agnatha = Ephemeroptera agnathous, άγναθος, χωρίς γνάθους (jaws), π.χ. τα νευροπτεροειδή στα οποία οι στοµατικές κατασκευές είναι ατροφικές Agrioidea = Zygoptera agroecosystem, αγροοικοσύστηµα, το σχετικώς τεχνητόν οικοσύστηµα σε ένα γεωργικό περιβάλλον aheneus, χαλκόχρους, µε ζωηρό µπρούτζινο ή χρυσοπράσινο χρώµα (aeneous) aileron, πτερυγίδιον, λέπιον στην βάσιν των προσθίων πτερύγων ορισµένων εντόµων. στα Diptera: alula, squame ή tegula. στα Dytiscidae: (Col.): µικρόν λέπιον κάτω από τη βάση των ελύτρων, υποτυπώδης πτέρυγα βλ.squamule air sacs, αερόσακκοι, διογκωµένα τµήµατα (µε λεπτά τοιχώµατα) των τραχειών (tracheae) air speed, ταχύτητα αέρος, ταχύτητα ιπταµένου εντόµου σε σχέση µε τα µόρια του αέρα µέσα στον οποίον κινείται βλ.ground-speed air stores, αποθήκαι αέρος ή φυσικά βράγχια (physical gills) air straps, αεροταινίαι. στα Belostomatidae (Het.): ζεύγος ταινιοειδών εξαρτηµάτων που προέρχονται από το VIII κοιλιακόν τµήµα και χρησιµεύουν ως αναπνευστικά σιφώνια (respiratory siphon) για την πρόσληψιν ατµοσφαιρικού αέρα air tube, αεροσωλήν, στις προνύµφες Culicidae (Dipt.): σιφώνιον (siphon) air vesicles, αερόσακκοι (air sacs) akinesis, ακίνησις, κατάστασις ακινησίας που µοιάζει µε ύπνο, οφειλοµένη σε έλλειψιν ερεθισµάτων (stimuli) ιδιαιτέρως µετά από απώλεια ή καταστροφήν αισθητηρίων οργάνων όπως οι κεραίες ala (πλ. alae), πτέρυξ, 1 η πλήρης έκτασις των πτερύγων συµπεριλαµβανοµένων και των νεύρων, 2 πτέρυγα ή οποιαδήποτε κατασκευή που µοιάζει µε πτέρυγαν βλ. blade alae cordis, καρδιακές πτέρυγες, 1 πτερυγοειδείς ταινίες από ινώδη ιστόν που αναρτούν την


31 καρδίαν από το περικάρδιον, 2 πτερυγοειδείς µύες (alary muscles) alacardo, η ακραία περιοχή του γόµφου (cardo) της κάτω γνάθου (maxilla), disticardo alacercus, τελικόν νηµάτιον (filum terminale) alae, στα ♂ Siphonaptera: νωτοπλευρικά περιαυχένια (φλάντζες) του palliolum βλ.ala alae valvae, βαλβιδικόν άκρον. στα ♂ Lithosiinae (Lep.: Arctiidae): το ακραίον τµήµα της βαλβίδος (valva) alaforamen, ινιακόν τρήµα, το τρήµα προς το άνοιγµα µέσα από το οποίον διέρχεται ο τροφικός αγωγός (alimentary canal) βλ.occipital foramen alaglossa, γλωσσίς, οι γλωσσίδες του κάτω χείλους όταν συγχωνεύονται σε µίαν και µόνην πλάκα (plate) βλ. ligula alar, alary, πτερυγικός, ό,τι αναφέρεται σε ή µοιάζει µε πτέρυγα alar appendage, πτερυγικόν προσάρτηµα βλ.alula, anal lobe alar area, πτερυγική περιοχή, στις προνύµφες των Coleoptera: η τεργιτική (tergal) περιοχή ακριβώς κάτω από την περιοχήν του επιπλεύρου (epipleuron) στα κοιλιακά τµήµατα όπου φέρονται συνήθως τα αναπνευστικά τρήµατα (spiracles) alar brush, πτερυγική ψήκτρα. στα τέλεια Diptera: πτερυγοειδής ψήκτρα ποδός εντόµου (scopula alaris) alar frenum, πτερυγικός χαλινός. στα τέλεια Diptera: µικρός σύνδεσµος που διαχωρίζει την υπερµασχαλιαίαν (supraalar) κοιλότητα της πτέρυγος σε πρόσθιον και οπίσθιον τµήµα. στα τέλεια Hymenoptera: µικρός σύνδεσµος που διασχίζει την υπερµασχαλιαίαν αύλακα προς τη βάση της πτέρυγος alar pocket, πτερυγικός θύλαξ. στα ♂ Danaidae (Lep.): αδενική περιοχή στην επιφάνεια της οπισθίας πτέρυγος που παράγει φεροµόνην alar squama, πτερυγικόν λέπιον. σε ορισµένα Diptera: εξωτερικόν λέπιον (squama) alariae, νωτιαίες πτερυγικές προεξοχές alaraliae (πλ. alaraliaes), οι προπτερυγικές (prealaraliae) και οι οπισθοπτερυγικές (postalaraliae) γέφυρες alarima, γλωσσιδική σχισµή, η σχισµή (rima) ανάµεσα σε δύο παραγλώσσες (paraglossae) alarm-defense system, προειδοποιητικόν ή αµυντικόν σύστηµα, αµυντική συµπεριφορά η οποία λειτουργεί επίσης ως προειδοποίησις κινδύνου εντός της αποικίας, συµπεριλαµβανοµένης και της χρησιµοποιήσεως (από συγκεκριµένα είδη µυρµηγκιών) (Hym.: Formicidae) χηµικών αµυντικών εκκρίσεων που αντιγράφουν τις φεροµόνες συναγερµού (alarm pheromones)


32 alarm pheromone, φεροµόνη συναγερµού, χηµική ουσία που ανταλλάσσεται µεταξύ µελών του ιδίου είδους και η οποία επιφέρει µιαν κατάστασιν ετοιµότητος ή συναγερµού για την αντιµετώπισιν κοινής απειλής alarm-recruitment system, σύστηµα συναγερµού ή στρατολογήσεως, σύστηµα επικοινωνίας που στρατολογεί τα άτοµα της ίδιας φωλιάς σε ένα συγκεκριµένο µέρος ώστε να βοηθήσουν στην υπεράσπισιν της αποικίας, πχ. το σύστηµα ιχνών των κατωτέρων τερµιτών (Isoptera) το οποίον χρησιµοποιείται για να συγκεντρώσει τα µέλη της αποικίας εναντίον εισβολέων alarm signals, σήµατα συναγερµού, χαρακτηριστικά σήµατα συναγερµού µεταξύ κοινωνικών εντόµων του ιδίου είδους alarm substance, ουσία (φεροµόνη) συναγερµού στα Formicidae, Vespidae και Apoidea (Hym.) και στα Isoptera alary muscles, πτερυγοειδείς µύες, τα ζεύγη εγκαρσίων µυών τα οποία είναι προσαρτηµένα στην καρδία και τη στηρίζουν· συνήθως διατάσσονται σε οµάδες ινών που έχουν το σχήµα βεντάλιας ή πτέρυγος βλ.alae cordis alary muscles, οι πτερυγοειδείς µύες που στηρίζουν την καρδίαν (νωτιαίο αγγείο, dorsal vessel, heart) alary polymorphism, πτερυγικός πολυµορφισµός, δύο ή περισσότερες µορφές πτερύγων στο ίδιο είδος που σχετίζονται ή όχι µε το φύλον alatae, πτερυγωτός, ο έχων πλευρικές προεκτάσεις που µοιάζουν µε πτέρυγες, όπως στην κνήµη (tibia) ή στα ωά ορισµένων εντόµων alate, alatus, πτερωτός, πτερωτή µορφή, που διαθέτει πτέρυγες βλ.apterous alate lobes of aedeagal apodeme, πτερυγοειδείς λοβοί του αποδέµατος του αιδοιαγού. σε ορισµένα τέλεια Siphonaptera: πτεροειδείς κυκλικές ή ελλειπτικές προεκτάσεις στο απόδεµα του αιδοιαγού (aedeagal apodeme) που καλύπτουν µέρος του µεσαίου ελάσµατος (lamina) alavertex, ινίον, µέρος της κορυφής της κεφαλής (vertex) στην κοιλιακήν του όψιν, ινιακή χώρα (occiput) albi, λευκο -, συνθετικόν µορφής του λευκού χρώµατος (albus) albicans, λευκόχρους, µε λευκόν χρώµα albidus, υπόλευκος, λευκός µε σκοτεινήν χροιά albinism, αλβινισµός, απουσία χρωστικών (pigments) ιδίως µελανίνης (σε µεµονωµένα άτοµα ενός είδους που συνήθως είναι έγχρωµα)


33 albinistic, αλβινιστικός, αλφινικός, αλφικός, τείνει προς το λευκόν ή ξεθωριάζει προς το λευκόν (σε φυσιολογικώς σκοτεινές ή σκούρες µορφές) albino, αλµπίνο, αποχρωµατισµένο άτοµον ενός είδους που συνήθως είναι έγχρωµον (κεχρωσµένο) albumen, το λεύκωµα (ασπράδι) του ωού βλ.albumin albumin, αλβουµίνη, (λευκωµατίνη), η πρωτεΐνη που αποτελεί το λεύκωµα του ωού, βλ. albumen albuminoid, αλβουµινοειδές, που µοιάζει ή που έχει τον τύπον της αλβουµίνης (albumin) albuminoid spheres, αλβουµινοειδή (λευκωµατοειδή) σφαιρίδια, η ωσινόφιλα σωµάτια που σχηµατίζονται από αποσπώµενους κόκκους χρωµατίνης (chromatin) των λιποκυττάρων (fat cells) και απελευθερώνονται στο αίµα κατά την έκδυσιν (moulting) και την µεταµόρφωσιν (metamorphosis) albus, λευκός, καθαρό λευκό, το χρώµα της κιµωλίας alcohol, αλκοόλ, οινόπνευµα, απλό οργανικόν µόριον που περιλαµβάνει υδροξυλική οµάδα (OH_) βλ. ethyl alcohol και methyl alcohol alecithal egg, αλεκιθικόν ωόν, µικρό ωόν εφοδιασµένο µε πολύ λίγη θρεπτικήν ουσίαν βλ. lecithal egg aleyrodiform, αλευροδόµορφος, που µοιάζει στην µορφή και στο σχήµα µε το Aleyrodes (Hem.: Sternorrhyncha: Aleyrodidae) Aleyrodina = Aleyrodoidea Aleyrodoidea, Υπεροικ. των Sternorrhyncha (Hem.) µε µόνη την Οικογ. Aleyrodidae aleutaceous, aleutaceus, alutaceous, alutaceus, ρυτιδωµένος, δερµατώδης, σχεδόν ωχροκαστανός, ο καλυπτόµενος από πολύ µικρές ρωγµές όπως στο ανθρώπινο δέρµα και σκληρός στην υφή, βλ. coriaceous και coriarious alfalfa mosaic, µωσαϊκόν µηδικής, ασθένεια της µηδικής, των φασολιών και του καπνού που προκαλείται από ραβδόµορφον ιό µε µη έµµονη µετάδοση από πολλά είδη αφίδων (Hem.: Sternorrhyncha: Aphididae) alfalfa witches’ - broom, «σκούπα της µάγισσας» της µηδικής, ασθένεια της µηδικής που προκαλείται από µυκόπλασµα µεταδιδόµενο µέσω του εντόµου Scaphytopius acutus cirrus (Hem.: Auchenorrhyncha: Cicadelidae) algophagus, αλγοφάγος, τρεφόµενος µε φύκη alienicola (πλ. alienicolae), αλλογενής. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): παρθενογενετικά, ζωοτόκα ♀ που αναπτύσσονται κατά κύριον λόγον στον δευτερεύοντα


34 ξενιστή και συχνά διαφέρουν σηµαντικώς από τα θεµελιωτικά (fundatrices) και τα µεταναστευτικά (migrants) άτοµα alifer, alifera (πλ. aliferae), πλευρική πτερυγική προεξοχή aliform, πτερυγοειδής, που µοιάζει µε πτέρυγα aliform muscles, πτερυγοειδείς µύες, µύες που στηρίζουν την καρδίαν βλ.alary muscles alimentary canal, τροφικός αγωγός, πεπτικός σωλήν, αγωγός που διασχίζει το σώµα από το στόµα έως την έδρα (anus) και αποτελείται από το ενδοδερµικόν µεσέντερον (mesenteron) και από τα εκτοδερµικά: στοµόδαιον (stomοdaeum) και πρωκτόδαιον (proctodaeum) alimentary castration, τροφική στείρωσις, στείρωσις στις κάστες εργατών και οπλιτών σε ορισµένες κοινωνίες εντόµων που προκαλείται από διατροφικήν ανεπάρκεια alimentary water, τροφικόν ύδωρ, νερό που προσλαµβάνεται µε την τροφήν ή ως τροφή alimentation, θρέψις, τροφοδότησις ή πρόσληψις τροφής alinotum, ραχιαίος σκληρίτης (tergite) του µεσο - ή του µετα-θώρακος που φέρει την πτέρυγα βλ.eunotum aliphatic (άλειφαρ=λίπος), αλειφατικός, όρος που εφαρµόζεται στην ανοικτήν αλυσίδα, ή την λιπαρή σειράν υδρογονανθράκων alitrunk, το µεσόσωµα (mesosoma), δηλαδή ο συγχωνευµένος θώραξ και ο πρώτος κοιλιακός δακτύλιος (propodaeum) στα τέλεια των µυρµηγκιών βλ.pterothorax alizarine, αλιζαρίνη, διαφανές πορτοκαλοκόκκινον χρώµα alkaline, αλκαλικός, που έχει αντίδρασιν αλκαλικού υλικού ως αποτέλεσµα της περίσσειας υδροξυλικών ιόντων (OH_) έναντι ιόντων υδρογόνου (H+) σε διάλυµα µε pH µεγαλύτερο του 7,0 alkaline alcohol, αλκαλική αλκοόλη, αλκοόλη 70% στην οποίαν έχουν προστεθεί σταγόνες διαλύµατος δισσανθρακικού νατρίου (NaHCO3) 0,1% alkaline gland, αλκαλικός αδήν, ο αδένας του Dufour (Dufour’s gland) alkaloid, αλκαλοειδές, ουσία φυτικής προελεύσεως µε ισχυρή φαρµακευτικήν δράση που χαρακτηρίζεται από την περιεκτικότητα σε άζωτον καθώς και από την ιδιότητα συνδυασµού της µε οξέα για σχηµατισµόν αλάτων allantoic acid, αλλαντοϊκόν οξύ, υπόλειµµα του µεταβολισµού του αζώτου που απαντάται στα απεκκρίµατα των προνυµφών και τελείων Lepidoptera και προνυµφών στα Hymenoptera, προϊόν της αλλαντοΐνης (allantoin) µετά από επίδρασιν της αλλαντοϊνάσης (allantoinase) allele, άλληλος, αλληλόµορφος, καθεµία από τις εναλλακτικές εκφράσεις (καταστάσεις) ενός


35 γονιδίου (locus) allelochemic, αλληλοχηµικόν, ουσία που επηρεάζει µεµονωµένα άτοµα ή πληθυσµούς ενός είδους διαφορετικού αυτού της πηγής βλ.allelochemical allelochemical, αλληλοχηµική ουσία µε επίδρασιν στην επικοινωνία µεταξύ ειδών (βλ. allomone, kairomone, pheromone, synomone) allelomorph, αλληλόµορφος (allele) alliaceous, σκορδώδης, που µυρίζει όπως το σκόρδο alligate, alligatus, προσδεδεµένος, προσδεδεµένος ή ανηρτηµένος από ένα νήµα, όπως η χρυσαλίς του γένους Papilio (Lep.: Papilionidae) alliogenesis, αλλογένεσις, µορφή αναπτύξεως η οποία περιλαµβάνει εναλλαγήν γενεών όπως στα Cynipidae (Hym.) allochronic species, αλλoχρονικά είδη. στην Παλαιοντολογία: είδη που δεν εµφανίζονται κατά την ίδια χρονικήν περίοδον βλ.synchronic species allochthonous (άλλος + χθών = γη), αλλόχθων, από άλλο µέρος, είδος που έχει µεταναστεύσει από άλλες περιοχές βλ.autochthonous allometric growth, αλλοµετρική ανάπτυξις, 1 ανάπτυξις κατά την οποίαν τα µέλη σώµατος αναπτύσσονται σε ασυνήθιστους γι’ αυτά ρυθµούς, 2 ανάπτυξις κατά την οποίαν ο ρυθµός αναπτύξεως ενός τµήµατος του οργανισµού διαφέρει από τον αντίστοιχον ρυθµό ενός άλλου µέρους ή του συνόλου του σώµατος, 3 ανάπτυξις που εµφανίζει αλλοµετρίαν (allometry) allometrosis, αλλοµέτρωσις, η παρουσία (κατά το ίδιο χρονικόν διάστηµα) διαφορετικών ειδών κοινωνικών εντόµων ή διαφορετικών φυλών (races) ή βασιλισσών (gynes) σε µίαν αποικία allometry, αλλοµετρία, κάθε σχέση µεγέθους µεταξύ δύο µελών του σώµατος που µπορεί να εκφραστεί µε τον τύπον y = bxa, όπου a και b ανάλογες σταθερές βλ.allometric growth allomone, αλλοµόνη, 1 αλληλοχηµική ουσία που προσδίδει πλεονέκτηµα προσαρµογής στον οργανισµό που την εκπέµπει, 2 χηµική ουσία επικοινωνίας επωφελής γιά τον οργανισµό ποµπό διά της επιδράσεως που αυτή έχει στον οργανισµό - δέκτη alloparalectotype, αλλοπαραλεκτότυπος, αντιπροσωπευτικόν δείγµα από αρχικό υλικό διαφορετικού φύλου από τον ολότυπον (holotype) που καθορίζεται µετά την πρώτη δηµοσίευσιν του είδους alloparasitoid, αλλοπαρασιτοειδές, ετερόνοµον παρασιτοειδές (heteronomous parasitoid) allopatric, αλλοπατρικός, 1 σε πληθυσµούς ή είδη: η αµοιβαία κατάληψις αποκλειστικών


36 γεωγραφικών περιοχών, 2 µη αλληλοκαλυπτόµενες γεωγραφικές κατανοµές ειδών ή taxa αντ. sympatric allopatric hybridization, αλλοπατρικός υβριδισµός, υβριδισµός ανάµεσα σε δύο αλλοπατρικούς πληθυσµούς (είδη ή υποείδη) κατά µήκος µιας καλώς καθορισµένης ζώνης επαφής βλ.sympatric hybridization allopatric speciation, αλλοπατρική ειδοπλασία, 1 ειδοπλασία που εξαρτάται από γεωγραφικά σύνορα για την διατήρησιν της αναπαραγωγικής αποµονώσεως, 2 σχηµατισµός ειδών κατά την διάρκειαν γεωγραφικής αποµονώσεως βλ.sympatric speciation allosematic resemblance, αλλοσηµατική οµοιότης. στον (Batesian mimicry) µιµιτισµόν· η οµοιότης ενός ακινδύνου ζώου µε ένα δηλητηριώδες ή αποκρουστικό που παρέχει προστασίαν στο πρώτο καθώς οι θηρευτές (predators) αποστρέφονται και τα δύο βλ. aposematic allatectomy, αλλατεκτοµή, η ολική αποκοπή του αδένος corpora allata allotype, αλλότυπος, 1 ένας παράτυπος (paratype) του αντιθέτου φύλου στον ολότυπον (holotype), 2 το µη προσδιορισµένο από τον I.C.Z.N. 3 ένα προσδιορισµένον είδος αντιθέτου φύλου από τον ολότυπον (holotype) alluring coloration, δελεαστικός χρωµατισµός· 1 στα αρπακτικά είδη: τα σχέδια ή τα χρώµατα εκείνα που προσελκύουν άλλα είδη εντόµων 2 µια µορφή «επιθετικού» µιµιτισµού alluring scent glands, αδένες δελεαστικής οσµής, αδενικές κατασκευές που εκλύουν (διαχέουν) οσµήν η οποία υποτίθεται ότι προσελκύει το αντίθετο φύλον βλ.scent glands allux, (ad-luxus = παρά την άρθρωσιν). στα τέλεια Curculionoidea (Col.): το γειτονικόν προς την τελευταίαν άρθρωσιν του ταρσού τµήµα alpha-chlorophyll, άλφα-χλωροφύλλη, δοµή χλωροφύλλης που παράγει τα χρώµατα των εντόµων βλ.beta-chlorophyll alpha female, α-female, άλφα-θήλυ, α-θήλυ. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): το φυσιολογικόν θήλυ όταν αυτό συνυπάρχει µε το παρεκκλίνον β-θήλυ (β-female), ή µία ενδιάµεσος (κατασκευαστικής φύσεως) κατάστασις µεταξύ του τερατογενούς και του φυσιολογικού ♀ alpha portion, τµήµα α. στα τέλεια Siphonaptera: το (συνήθως εντόνως σκληροποιηµένον) πρόσθιον ή νωτιαίον τµήµα του σκληρίτη του Ford (Ford’s sclerite) alpha taxonomy, ταξινόµισις Α, το ταξινοµικόν επίπεδον που αφορά στον χαρακτηρισµόν και την ονοµασίαν των ειδών βλ. beta taxonomy και gamma taxonomy


37 alternation of generations, εναλλαγή γενεών, κυκλική εναλλαγή µεταξύ παρθενογενετικών και ερµαφροδίτων γενεών, π.χ. Cynipidae (Hym.) και Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha) βλ.heterogeny altruism, αλτρουϊσµός, 1 αυτοκαταστροφική συµπεριφορά που εκδηλώνεται προς όφελος άλλων, 2 συµπεριφορά που επηρεάζει δυσµενώς το άτοµον αλλά είναι επωφελής σε άλλα altus, υψηλός, υψωµένος πάνω από ένα συνηθισµένο επίπεδον Alucitoidea, Υποτάξις των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ.: Tineodidae και Alucitidae alula (πλ. alulae), βασικός λοβός πτέρυγος. στα τέλεια Diptera: περιορισµένο, µεµβρανώδες βασικό τµήµα του οπίσθιου ορίου της πτέρυγος σε απόστασιν από την άνω καλύπτρα (upper calypter) και κοντά στον εδρικόν λοβό (lobe). στα ♀ Lepidoptera: ζεύγος «πτερυγίων» της χειρίδος (manica) πλαγίως ως προς την σύνδεσιν µε τον αιδοιαγόν. στα τέλεια Coleoptera: η επεκτεινοµένη µασχαλιαία µεµβράνη της πτέρυγος βλ. cuilleron alular incision, πτερυγική εγκοπή, ακραία εντοµή (εγκοπή) που χωρίζει περιφερειακώς τον βασικόν λοβό (alula) από την υπόλοιπη πτέρυγα alular lobe, βλ. alula alulet, πτερυγίδιον. στα τέλεια Diptera: ο λοβός στο βασικό οπίσθιον τµήµα της πτέρυγος βλ. alula και anal lobe alutaceous, ρυτιδωµένος, δερµατώδης (βύρσινος), γεµάτος µικρές ρωγµές όπως το δέρµα του ανθρώπου ή η ξεραµένη λάσπη βλ.coriaceous, coriarius alveolate, alveolatus, κυψελώδης, 1 µε οµαλές, βαθιές, γωνιώδεις κοιλότητες (alveoli) που χωρίζονται µε λεπτά χωρίσµατα, 2 σχηµατισµένος από κύτταρα ή κυψελίδες βλ. areolate, goffered και reticulate alveolation, κυψέλωσις, 1 σχηµατισµός από κύτταρα ή κυψελίδες, 2 που διαθέτει κύτταρα ή κυψελίδες alveole, κυψελίς, κελλίον όπως αυτό της κηρήθρας alveolus (πλ. alveoli), σκαφίς, τριχική µεµβράνη, µεµβρανώδης δακτύλιος ή κοίλωµα που περιβάλλει τη βάση τρίχας (seta) ή λεπίου (scale) βλ.tormogen cell amazon, αµαζών, µυρµήγκι του γένους Polyergus (Hym.: Formicidae) που παίρνει σκλάβους άτοµα άλλων ειδών βλ. dulosis ambient vein, περιβάλλον νεύρον, 1 νεύρον που µερικώς κυκλώνει την πτέρυγα κοντά στο περιθώριό της, 2 κατασκευή που µοιάζει µε φλέβα και σκληραίνει το περιθώριον της πτέρυγος ambipharynx, περιφάρυγξ, η µεµβράνη κατά µήκος του µεσαίου περιθωρίου του εγγύτερου


38 άκρου της κάθε γνάθου (mandible) που διαµορφώνει την πλευρικήν όψιν του προφάρυγγα (prepharynx) Amblycera, Υποτάξις των Phthiraptera µε τις Οικογ.: Abrocomophagidae, Boopiidae, Gyropidae, Laemobothriidae, Menoponidae, Ricinidae, και Trimenoponidae ambrosia, αµβροσία, 1 ο µύκης που καλλιεργείται από τα ξυλοφάγα Scolytidae (Col.), 2 το µέρος του µύκητα που αναπτύσσεται στις στοές των Scolytidae (Col.) και καταναλώνεται από τις προνύµφες τους. στα Apidae (Hym.): bee bread ambrosia beetle, είδος ξυλοφάγου κολοεοπτέρου Scolytidae (π.χ. Xyleborus spp.) το οποίον καλλιεργεί στις στοές του µύκητες τύπου αµβροσία (ambrosia) ως τροφή της προνύµφης του ambulacra, τα βαδιστικού τύπου άκρα (πόδες) των εντόµων ambulacrum, ακροτάρσιον· στα ακάρεα: οι όνυχες (claws) και το ενδοπόδιον (empodium) του pretarsus ambulate, βαδίζω, 1 η εµπρός – πίσω κίνησις, 2 το βαδίζειν γενικώς ambulatoria, βαδίζοντα, τα µέλη των Orthoptera των οποίων τα πόδια είναι προσαρµοσµένα µόνο για βάδισµα π.χ. Phasmida ambulatorial, ambulatory, βαδιστικός, κατασκευή του σώµατος που χρησιµοποιείται για βάδιση - κίνηση - προώθηση (gressorial) ambulatorial setae, βαδιστικές τρίχες· σε ορισµένα Coleoptera: ειδικευµένες τρίχες ή σµήριγγες που βρίσκονται στο κάτω µέρος των κοιλιακών τµηµάτων ambulatorial warts, βαδιστικοί όζοι. σε προνύµφες εντόµων: σαρκώδεις προεξοχές (ampullae) που χρησιµεύουν ως όργανα κινήσεως (συνήθως περιορισµένες στα κοιλιακά τµήµατα κοιλιακώς ή νωτιαίως και σπανίως πλευρικώς) βλ.callus ambulatory βλ.ambulatorial ambulatory combs, βαδιστικαί κτένες. στις προνύµφες Dixidae (Dipt.): εγκάρσιες σειρές τριχών (µε κατεύθυνσιν προς τα πίσω) στο κάτω µέρος των κοιλιακών τµηµάτων V-VII ambulatory ridges, βαδιστικαί παρυφαί. στις προνύµφες των Diptera: ερπυστικές παρυφές (creeping welts) ambulatory rosette, βαδιστικός ρόδαξ, σύµπλεγµα µαλακών πελµάτων στα άκρα του τελευταίου κοιλιακού τµήµατος ορισµένων προνυµφών Raphidioptera που χρησιµεύει για συγκράτησιν και στήριξιν amebocyte, αµοιβαδοκύτταρον, πλασµατοκύτταρον (plasmatocyte) ameiotic parthenogenesis, αµειωτική παρθενογένεσις, αποµικτική παρθενογένεσις


39 (apomictic parthenogenesis) amensalism, αλληλοπάθεια, τύπος συµβιωτικής σχέσεως κατά την οποίαν ο ένας σύντροφος αναχαιτίζεται ενώ ο άλλος δεν επηρεάζεται Ametabola, αµετάβολα, 1 εξάποδα χωρίς µεταµόρφωσιν δηλαδή χωρίς αλλαγήν της µορφής του σώµατος (κατά την ανάπτυξίν τους προς το τέλειον) όπου τα «ατελή στάδια» στερούνται γεννητικών εξαρτηµάτων (genitalia) και έχουν µικρότερο µέγεθος, 2 παλαιός όρος για πρωτόγονα άπτερα εξάποδα µε αµετάβολη ανάπτυξη περιλαµβανοµένων των Protura, Collembola, Diplura, Archaeognatha και Zygentoma βλ. heterometabolous, holometabolous αντ.Metabola ametabolous βλ.Ametabola ametaboly, αµεταβολία, η κατάστασις του να είσαι αµετάβολος ametamorphic, αµετάβολος, χωρίς αλλαγήν της µορφής (ametabolous) amitosis, αµίτωσις, 1 διαίρεσις κυττάρου µε σχάσιν χωρίς µεταβολή της δοµής του πυρήνος, 2 διαίρεσις κυττάρου χωρίς σχηµατισµόν χρωµοσωµάτων ή ινιδίων ατράκτου (spindle fibers) amitotic, αµιτωτικός, µη µιτωτικός ή ο χωρίς µίτωσιν (mitosis) ammochaeta (πλ. ammochaetae), αµµοχαίτη· στα τέλεια των µυρµηγκιών (Hym.: Formicidae): τύπος µακρών άκαµπτων καµπυλωτών τριχών που εµφανίζονται κατά δέσµες στο άνω µέρος της κεφαλής και χρησιµοποιούνται για τον καθαρισµόν των ποδών. στα τέλεια Masarinae (Hym.:Vespidae): επιµηκυσµένες τρίχες στην κεφαλήν χρησιµοποιούµενες για µεταφοράν κόκκων χώµατος βλ.psammophore ammophilus, αµµόφιλος, ψαµµόφιλος (psammophilous) amnion, άµνιον, η λεπτή στιβάς που καλύπτει τη βλαστική ζώνη (germ band) η οποία θα δώσει το έµβρυον (embryo) amnion cavity, αµνιακή κοιλότης βλ.amniotic cavity amnion folds, αµνιακές πτυχώσεις βλ.amniotic folds amnios, άµνιος, το πρώτο αποβαλλόµενον δέρµα της προνύµφης όταν η έκδυσις συµβαίνει σχεδόν αµέσως µετά την έξοδο από το ωόν amniotic, αµνιακός, του άµνιου ή ο αναφερόµενος σε αυτό amniotic cavity, αµνιακή κοιλότης. στο αναπτυσσόµενον ωό: ο χώρος ή η κοιλότητα που σχηµατίζεται από τις αµνιακές πτυχώσεις και περιέχει την βλαστική ζώνη (germ band) amniotic folds, αµνιακαί πτυχώσεις, πτυχώσεις που προκύπτουν στο άκρον της βλαστικής ζώνης (germ band) του ωαρίου και βρίσκονται κοντά στο στόµιον της αµνιακής


40 κοιλότητος του εµβρύου (embryo) amniotic fluid, αµνιακόν υγρόν, το υγρόν που περιβάλλει το έµβρυον µέσα στο ωόν και το οποίο καταπίνεται από το έντοµο πριν από την εκκόλαψιν amniotic pore, αµνιακός πόρος, µόνιµον άνοιγµα της αµνιακής κοιλότητος κατά την ανάπτυξιν ορισµένων εντόµων amoeba, αµοιβάς, µονοκύτταρος ευκαρυωτικός οργανισµός χωρίς περίβληµα που αλλάζει σχήµα µε ακανόνιστη διαστολή και συστολή των ψευδοποδίων του (pseudopodia) amoeba disease, amoebic disease, αµοιβάδωσις, 1 ασθένεια των τελείων µελισσών (Hym.: Apidae) που προκαλείται από το Malpighamoeba mellificae. αµοιβάς που αναπτύσσεται και τελικώς εγκυστούται στον αυλόν (κοιλότητα) των σωλήνων του Malpighi, 2 ασθένεια των ακρίδων κατά την οποίαν η αµοιβάς Malemba locustae µολύνει κυρίως τους σωλήνες του Malpighi (Malpighian tubules) amoebiasis, αµοιβάδωσις, κάθε ασθένεια στην οποίαν ο παράγων που την προκαλεί είναι κάποια αµοιβάδα βλ.amoeba disease και amoebic dysentery amoebic dysentery, αµοιβαδική δυσεντερία, ασθένεια του ανθρώπου και των ζώων που προκαλείται από το Entamoeba histolytica και διαδίδεται µε την οικιακήν µύγα Musca domestica και διάφορες µύγες των Οικογενειών Calliphoridae και Sarcophagidae (Dipt.) amoebiform, αµοιβαδόµορφος, ο έχων την εµφάνισιν ή τις ιδιότητες µιας αµοιβάδος βλ. amoeboid amoebocyte, αµοιβαδοκύτταρον amoeboid, αµοιβαδοειδής, ο έχων τη µορφήν ή τις κινήσεις αµοιβάδος βλ.amoebiform amorpha, άµορφα, τα έντοµα εκείνα στα οποία η νύµφη δεν έχει οµοιότητα µε το τέλειον άτοµο Amphibicorisae, Amphibiocorisae, υποδιαίρεσις των Heteroptera ( Hem.) µε τα υµιυδρόβια Gerromorpha και Leptopodomorpha ampherotocy (αµφί+τείκτω), αµφιτοκία (amphitoky) amphibiotica, αµφιβιοτικά, ψευδονευρόπτερα έντοµα µε υδρόβιες νύµφες και εναέρια τέλεια συµπεριλαµβανοµένων των Plecoptera, Ephemeroptera και Odonata Amphientometae, Οµάς της Υποτάξεως Troctomorpha (Psoc.) µε τις Οικογ.: Amphientomidae, Musaposcidae, Troctopsocidae, Manicapsocidae και Compsocidae Amphiesmenoptera, Οµάς των Holometabola µε τις Τάξεις Trichoptera και Lepidoptera amphigony, αµφιγονία, εγγενής αναπαραγωγή amphimixis, αµφιµιξία, 1 η ανάµιξις του βλαστικού πλάσµατος (germ plasm) δύο ατόµων, 2


41 αναπαραγωγή που περιλαµβάνει σύντηξιν 2 απλοειδών πυρήνων δηλαδή γαµετών πυρήνων (gamete nuclei) amphiodont, αµφιόδοντος. στα ♂ Lucanidae (Col.): γνάθοι διαµέσου µεγέθους δηλ.µεταξύ µεγάλων (teleodont) και µικρών (priodont) γνάθων βλ.mesodont amphiploid, αµφιπλοειδής, πολυπλοειδές που παράγεται από διπλασιασµόν των χρωµοσωµάτων ενός υβριδίου δηλαδή ένα άτοµον µε 2 σχεδόν διαφορετικές σειρές χρωµοσωµάτων amphipneustic respiration, αµφιπνευστική αναπνοή, αµφιπνευστικόν αναπνευστικόν σύστηµα (amphipneustic respiratory system) amphipneustic respiratory system, αµφιπνευστικόν αναπνευστικόν σύστηµα, 1 το αναπνευστικό σύστηµα των προνυµφών στο οποίο µόνον το πρώτο θωρακικόν (thoracic) και το τελευταίο ή 2 τελευταία κοιλιακά (abdominal) ζεύγη τραχειακών ανοιγµάτων είναι λειτουργικά 2 αναπνευστικόν σύστηµα µε το µεσοθωρακικό και ένα ζεύγος οπίσθιων κοιλιακών τραχειακών ανοιγµάτων λειτουργικά, π.χ. στις προνύµφες Psychodidae στις προνύµφες Thaumaleidae στις περισσότερες Psychodidae και στα περισσότερα Brachycera (Dipt.): αναπνευστικόν σύστηµα µε µόνον τα πρόσθια και οπίσθια τραχειακά ανοίγµατα λειτουργικά amphitocy (amphitoky, amphitokous parthenogenesis, deuterotoky), αµφιτοκία, παρθενογένεσις κατά την οποίαν το θήλυ παράγει απογόνους και των δύο φύλων βλ. arrhenotocy και thelytocy ample, ευρύς, µεγάλος, επαρκής σε µέγεθος, ευρύχωρος amplected, περικαλυπτόµενος, ο έχων την κεφαλή µέσα σε κοιλότητα του προθώρακος (prothorax) amplexiform coupling, επικαλυπτικός δεσµός, τύπος πτερυγικού δεσµού στα Lepidoptera στον οποίον δεν υπάρχει χαλινός (frenulum) και ο µεγάλος βραχιόνιος λοβός (humeral lobe) της οπίσθιας πτέρυγος προβάλει κάτω από την προσθίαν πτέρυγα. στα Papilionoidea και σε ορισµένα Bombycoidea (Lep.): πτερυγικός δεσµός µε εκτεταµένην περιοχήν επικαλύψεως ανάµεσα στην πρόσθια και οπίσθια πτέρυγα ampliate, ampliatus, µετρίως ευρυµένος ή διεσταλµένος amplificate, amplificatus, διευρυµένος, διεσταλµένος, ενισχυµένος, µεγεθυµένος amplixicate, amplixicatus, διεσταλµένος ampulla (πλ. ampullae), λήκυθος (ιατρ.), φλυκταινώδης προεξοχή, σαρκώδης φυσσαλίδα ή εξόγκωµα, διεύρυνσις σωληνοειδούς οργάνου ή πόρου. στα ♂ έντοµα: το ακραίον


42 τµήµα των εµβρυακών γονοπόρων. στις νύµφες των Orthoptera: εκτατός σάκκος µεταξύ κεφαλής και προθώρακος χρησιµοποιούµενος από τα νεαρά άτοµα για να διαφύγουν από την ωοθήκην και αργότερα κατά την έκδυσιν. στις ορθοπτεροειδείς Τάξεις: διεύρυνσις της καρδίας στο σηµείον όπου το όστια (ostia) διαπερνά το τοίχωµα. στα Heteroptera (Ηem.): µια φλυκταινώδης διεύρυνσις στο µέσον του προσθίου περιθωρίου του προθώρακος. στα ♂ Noctuidae (Lep.): δακτυλοειδής ή στρογγυλεµένη απόφυσις της εσωτερικής επιφανείας της. κεντρικής περιοχής της βαλβίδος (valva). στα ♂ Geometridae και Noctuidae (Lep.): η µεγαλύτερη διαίρεσις της βαλβίδος που κατέχει την κεντρικήν εσωτερική επιφάνειά της. στα ♂ Rhopalocera (Lep.): το µεγαλύτερο τελικόν τµήµα της βαλβίδος. στα τέλεια Diptera: µεγαλύτερη (greater) ή µικρότερη (lesser ampulla) ampullaceous, φιαλώδης, ληκυθώδης ampullaceous sensillum, φιαλοειδές αισθητήριον (οργανίδιο) ampulliform, φιαλοειδής, όµοιος µε φιάλην, φιαλόµορφος, ληκυθόµορφος amygdaliform, αµυγδαλοειδής, σε σχήµα αµυγδάλου amylase, αµυλάση, πεπτικόν ένζυµο που περιέχεται συνήθως στο σάλιο (saliva) που παράγεται από τους χειλικούς αδένες (labial glands) και καταλύει την υδρόλυσιν των α(1-4) γλυκοζιδικών δεσµών στους πολυσακχαρίτες µετατρέποντας κατά συνέπειαν τα άµυλα σε µαλτόζη και δισσακχαρίτη και το γλυκογόνον σε γλυκόζη amyloidosis, αµυλοΐδωσις, παθολογική κατάσταση στις συζευγµένες βασίλισσες µελισσών (Hym.: Apidae) που προκαλεί πρόωρη παραγωγή κηφήνων (drones) και σχετίζεται µε την απόθεσιν αµυλοειδούς στο κυτόπλασµα του επιθηλίου της σπερµατοθήκης των προσβεβληµένων βασιλισσών amylolytic, αµυλολυτικός, από ή σχετικός µε το ένζυµον αµυλάση που έχει την δράση ή την επίδρασιν της αµυλάσης anabolic, αναβολικός, σχετικός µε τη µετατροπήν από τροφή σε ζωικόν ιστό (αντ. katabolic) anabolisme, αναβολισµός, η οικοδόµησις των µεταβολικών διαδικασιών, 1 οι αντιδράσεις του σώµατος των ζώων που παράγουν πρωτεΐνες, λίπη και υδατάνθρακες από τις τροφές, 2 ενισχυτικός µεταβολισµός κατά τον οποίον οι απλές ενώσεις µετατρέπονται σε πιο σύνθετες σε αντίδρασιν που απαιτεί ενέργειαν anacerores, ανακήρορες. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): εδρικοί κηρογόνοι πόροι Anactinotrichidia, τα Parasitiformes ακάρεα χωρίς actinopilin στις setae


43 anaerobic, αναερόβιος, ικανός να ζήσει χωρίς οξυγόνον αντ. aerobic anaerobiosis, αναεροβίωσις, η αναπνευστική κατάστασις σε συνθήκες χωρίς οξυγόνο ή ανεπαρκείς σε οξυγόνο (κατά το µεταβολισµόν των υδατανθράκων ιδίως όπου η διάσπασις των σακχάρων συνεχίζεται χωρίς την µεσολάβησιν οξυγόνου) anagenesis, αναγένεσις, η εξέλιξις µιας καταγωγής σε αντιδιαστολήν µε την ειδογένεση (speciation) βλ.cladogenesis anagram, ανάγραµµα, όνοµα εντόµου που διαµορφώνεται από την αναδιάταξιν των γραµµάτων µιας λέξεως ή µιας φράσεως π.χ. Ptinus - Niptus anal, εδρικός, 1 πλησίον της έδρας (anus) ή στο τελευταίον τµήµα της κοιλίας, 2 προς την έδραν, 3 αναφερόµενος ή συνδεόµενος µε την έδρα ή µε το τελευταίο κοιλιακόν τµήµα anal angle, εδρική γωνία. στην οπίσθια πτέρυγα: 1 η γωνία η πλησιέστερη στο άκρον της κοιλίας όταν οι πτέρυγες εκτείνονται, 2 η γωνία µεταξύ των εσωτερικών και εξωτερικών περιθωρίων κάθε πτέρυγος, 3 η οπίσθια γωνία των προσθίων πτερύγων. στα ♂ Noctuidae (Lep.): µια γωνία της καλύπτρας (cucullus) που σχηµατίζει την οπισθοκοιλιακήν γωνία της βαλβίδος (valva) anal apparatus, εδρική συσκευή. στα Heteroptera (Hem.): τα X και XI κοιλιακά τµήµατα anal appendages, εδρικά εξαρτήµατα, εξωτερικά γεννητικά µόρια. στα Odonata: κινητά προσαρτήµατα στο άκρον της κοιλίας. στα ♂ Embiidina: οι κέρκοι (cerci) . στα τέλεια Planipennia: ο εκτοπρωκτός (ectoproct). στα ♂ Bittacidae (Mec.): οι κλάδοι του επιανδρίου (epiandrium). στα Lepidoptera: οι βραχείες πλευρικές αποφύσεις του καλύµµατος (tegumen) anal area, εδρική περιοχή, το οπίσθιον µέρος της πτέρυγος που υποστηρίζεται από τα εδρικά νεύρα βλ. vannus anal block, εδρικόν σύνολον (οµάδα). στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): o εδρικός σωλήν (anal tube) + ο κέρκος (anal style) anal blood sinus, εδρικός αιµοκόλπος˙ στις πτέρυγες των ♂ Embiidina: κωνοειδής κόλπος στη θέση του εδρικού νεύρου (anal vein) που διογκώνεται µε την πίεσιν του αίµατος κατά την πτήσιν anal bristle, εδρική σµήριγξ. στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.): εδρική σµήριγγα ευκρινώς µεγαλύτερη των γειτονικών της (anal macroseta) anal cell, εδρικόν κελλίον, 1 κελλί (πτέρυγος) οπισθίως ενός εδρικού νεύρου 2 στα Diptera: εδρικόν κελλίον εκτός του πτερυγιδίου (alula) 3 οπίσθιον πηχιαίον κελλίον πτέρυγος


44 (posterior cubital cell) anal cerari, εδρικοί κηρογόνοι (πόροι). στα Pseudococcidae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): το δέκατο όγδοον (ή τελευταίο) ζεύγος πόρων στους εδρικούς λοβούς (anal lobes) anal claspers, εδρικαί αρπαγόνες. στις προνύµφες των Amphiesmenoptera: εδρικοί ψευδόποδες (anal prolegs) anal claw, εδρικός όνυξ. στις προνύµφες των Trichoptera: ένα σκληροποιηµένο άγκιστρον (hook) στο άκρον εδρικού ψευδόποδος ή µερικές φορές µε ένα ή περισσότερα βοηθητικά άγκιστρα anal cleft, εδρική σχισµή. στις νύµφες και τα ♀ Coccoidea, π.χ. Coccidae (Hem.: Sternorrhyncha): κενό διάστηµα ή ρωγµή που οδηγεί από το εδρικόν άνοιγµα (opercula) στο οπίσθιο περιθώριον του σώµατος anal collar, εδρικόν περιλαίµιον. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): ένας εγκάρσιος ή δακτυλιοειδής διατµηµατικός σκληρίτης µεταξύ του πυγοφόρου (pygofer) και του εδρικού σωλήνος (anal tube)˙ στα ♂ Psyllidae (Hem.: Sternorryncha): ένας σκληρίτης στη βάση (επάνω ή πλησίον του σηµείου προσφύσεως) του εδρικού σωλήνος (proctiger) anal comb, εδρικόν κτένι. στις προνύµφες των Lepidoptera: χιτινισµένη λεπτή αιχµηρή προεκβολή (περόνη ή κτένι) στην κάτω επιφάνεια της εδρικής πλάκας τοποθετηµένο στο µέσον και πλησίον του εδρικού ανοίγµατος που χρησιµοποιείται για την αποβολήν των περιττωµάτων. στις προνύµφες των Coleoptera: ουρογόµφοι (urogomphi). στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): κτένι του εδρικού σηµείου (anal point) anal cone, εδρικός κώνος. στα ♂ Cryptostemmatidae (Het.): εδρικός σωλήν (anal tube). στα Lepidoptera: σκληρίτης κάτω από τον ωοθέτη (ovipositor) anal crossing, εδρική διασταύρωσις. στις πτέρυγες των τέλειων Odonata, όπου το εδρικόν νεύρον (anal vein) διακλαδίζεται στο οπίσθιο µέρος του anal crossvein, εδρικόν χιαστί νεύρον. 1 στα τέλεια Diptera: ο δεύτερος κλάδος του προσθίου πηχιαίου (ωλενικού) νεύρου (cubitus) στο (CuA2) όταν επεκτείνεται προς τα πίσω για να συναντήσει το πρώτο εδρικόν νεύρον (1A) κλείνοντας κατά συνέπειαν το οπίσθιον ωλενικόν κύτταρον (posterior cubital cell), 2 ένα µη κύριο διασταυρούµενο νεύρον anal disc, εδρικός δίσκος. στις προνύµφες των Simuliidae (Dipt.): το δίκην µυζητήρος σηµείον προσκολλήσεώς των στο τέλος της κοιλίας τους


45 anal fan, εδρικόν ριπίδιον (βεντάλια). στις πτέρυγες: vannus anal feeding, λήψις τροφής ή διατροφή µέσω της έδρας anal field, εδρική περιοχή. στα Mastotermitidae (Isoptera): τα πολυάριθµα διακλαδιζόµενα νεύρα στον εδρικό λοβό (anal lobe) της οπισθίας πτέρυγος. στα Orthoptera: η περιοχή που αντιστοιχεί στην εδρική περιοχή των οπίσθιων πτερύγων (tegmina) anal filaments, εδρικά νήµατα. στα Ephemeroptera: κέρκοι (cerci) anal fimbria, εδρικοί κροσσοί. στα Hymenoptera: κροσσοί γύρω από την έδραν anal fin, εδρικόν πτερύγιον. στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.): εδρικός λοβός (anal lobe) anal flap, εδρικόν πτερύγιον. στα ♂ Auchenorryncha (Hem.): ο πρόσθιος λοβός του εδρικού σωλήνος που αποτελεί ολόκληρο το Χ κοιλιακόν τµήµα (abdominal segment)˙ στα ♂ Embiidina: επιπρωκτός (epiproct) anal fold, εδρική πτυχή, κεκαµµένη γραµµή (αύλαξ). στα Mastotermitidae (Isoptera) και στις κατσαρίδες (Blattaria): µια ευδιάκριτη πτυχή στην οπισθία πτέρυγα µεταξύ του πρώτου εδρικού νεύρου (1st anal vein) και της εδρικής περιοχής (anal field): περιορισµένη ή απούσα σε άλλες Οικογ. τερµιτών οι οποίες στερούνται εδρικού λοβού (anal lobe) anal foot, εδρικός πους (εδρικόν πόδι). στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): το άκρον του σώµατος τροποποιηµένον ώστε να λειτουργεί ως στήριγµα ή λαβή anal forceps, εδρικαί λαβίδες. σε µερικά ♂ Coleoptera: ισχυρώς χιτινισµένη κατασκευή των γεννητικών οργάνων (genitalia) που προεξέχει της κοιλίας. στα ♂ Aleyrodidae (Hem.: Sternorryncha): αρπαγώνες (claspers) anal fork, εδρική περόνη. στις προνύµφες των Coleoptera: ουρογόµφοι (urogomphi) anal fringe, εδρικός κροσσός, ακανόνιστο οπίσθιον περιθώριο του σώµατος που αποτελείται από υπερεδρικές πλάκες (supraanal plates) και χιτινισµένες τρίχες του εδρικού δακτυλίου π.χ. στα Tachardiidae (Hem.: Sternorryncha: Coccoidea) βλ. fringe anal furrow, γοµφική αύλαξ (στην πτέρυγα) anal gills, εδρικά βράγχια. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): εδρικές θηλές (anal papillae). στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): εδρικοί σωληνίσκοι (anal tubules). σε µερικές προνύµφες υδροβίων Syrphidae (Dipt.: Muscomorpha): δακτυλοειδείς αποφύσεις του τοιχώµατος του ορθού εντέρου (rectum) εκβάλλουσες στο µέσον του σώµατος της προνύµφης (θεωρείται ότι έχουν αναπνευστικήν ή


46 ωσµωρυθµιστικήν λειτουργίαν anal glands, εδρικοί αδένες, εξωδερµικοί αδένες του πεπτικού σωλήνος που εκβάλουν σε αυτόν κοντά στο οπίσθιον άκρον της έδρας και εκκρίνουν είτε λιπαντικό είτε κόµµι µετάξης είτε κάποιο άλλο εξειδικευµένο υλικό. στα τέλεια Coleoptera: πυγιδιακοί αδένες (pygidial glands) anal hooks, εδρικά άγκιστρα. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): χιτινισµένες ζυγές αποφύσεις του εδρικού σωλήνος ή του εδρικού περιλαιµίου (anal collar). στις προνύµφες των Lycaenidae (Lep.): µια περιοχή πολλών µικροσκοπικών αγκίστρων που συνδέει το οπίσθιον τέλος του σώµατος µε ένα µετάξινο µαξιλαράκι (pad) anal horn, εδρικόν κέρας. στα Collembola: εδρική άκανθα (anal spine). στις περισσότερες προνύµφες Sphingidae (Lep.): κέρας µε µορφήν άκανθας τοποθετηµένο ραχιαίως στο µέσον του VIII κοιλιακού τµήµατος anal legs, εδρικοί ψευδόποδες (anal prolegs) anal lid, εδρικόν κάλυµµα. στα Heteroptera (Hem.): εδρικός σωλήνας (anal tube) anal lobe(s), εδρικός λοβός, λοβός στο οπίσθιον µέρος της πτέρυγος δηλ. ευδιάκριτο σαν βεντάλια τµήµα της οπισθίας πτέρυγος των Mastotermitidae (Isoptera) και των κατσαρίδων (Blattaria) που περιέχει τα νεύρα της εδρικής περιοχής διπλωµένο (στην ανάπαυση) κάτω από το πρόσθιον µέρος της πτέρυγος και κατά µήκος της εδρικής πτυχής (anal fold) - ενώ περιορίζεται σηµαντικά στην πρόσθια πτέρυγα των Mastotermitidae και στην οπίσθια πτέρυγα όλων των άλλων οικογενειών των Isoptera. στα Eriococcidae, στα Cerococcidae και στα Lecanodiaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): οπισθία προεξοχή του δέρµατος στο οπίσθιον άκρον (apex) του σώµατος (ένα σε κάθε πλευρά). στα τέλεια Hymenoptera: λοβός ζυγού (jugal lobe). στα τέλεια Diptera: το βασικόν µέρος της πτέρυγος πίσω και κάτω από το εδρικόν νεύρον και µακράν του πτερυγιδίου (alula). στα τέλεια Diptera: εύκαµπτη µάλλον τριγωνική περιοχή που περιέχει 2 το πολύ κλάδους του εδρικού (anal) νεύρου. στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.): πλευρικοί παρατεργίτες του εδρικού τµήµατος (σύµπλεγµα των τµηµάτων IX, X και XI) µερικές φορές απόντες σε ορισµένα Orthocladinae βλ.paddle anal loop, εδρικός βρόχος (θηλιά). στα τέλεια Anisoptera (Od.): µια περιοχή της οπισθίας πτέρυγος η οποία περιλαµβάνει µια οµάδα κυττάρων µεταξύ του οπίσθιου ωλενικού (CuP) και των εδρικών νεύρων (1A και 2Α), η οποία µπορεί να είναι ή στρογγυλή,


47 επιµήκης ή ποδόσχηµη anal macroseta, εδρική µακροσµήριγξ. στις νύµφες Chironomidae (Dipt.): συνήθως ισχυρή (κατά κανόνα ακραία και συχνά αγκιστροειδής ) χιτινισµένη σµήριγγα (συνήθως από 3 σε κάθε εδρικόν λοβό) anal margin, εδρικόν περιθώριον, η γραµµή που επεκτείνεται κατά µήκος του κατωτέρου ή εσωτερικού άκρου της πτέρυγος από τη βάση προς την εδρικήν γωνία (anal angle) anal membrane, εδρική µεµβράνη. στα τέλεια Odonata: membranule anal opening, εδρικόν άνοιγµα, έδρα anal operculum, εδρικόν πώµα (κάλυµµα), ραχιαίον τόξον του X κοιλιακού τµήµατος. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): operculum. στις προνύµφες των Lepidoptera: εδρική πλάξ (anal plate) anal organ(s), εδρικόν όργανον -α. στα Collembola: 2 τροποποιηµένες τρίχες που προκύπτουν από φυµάτιον (εξόγκωµα) κοιλιοκεφαλικώς της έδρας και συνήθως κάµπτονται ουραιονωτιαίως˙ στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): εδρικά κύτταρα µέσα στην εδρική πλάκα που γενικώς θεωρείται ότι έχουν ωσµωρυθµιστικήν λειτουργίαν anal orifice, εδρικόν στόµιον, έδρα βλ.anal opening anal pads, εδρικά προσκεφαλίδια, ζυγές κατασκευές (σαν µαξιλαράκια) που βρίσκονται σε κάθε πλευράν της έδρας (anus) anal papilla(e), εδρική θηλή(αι). στα Collembola: φυµάτιον (εξόγκωµα) που φέρει την έδρα. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): προκέρκος (procercus) βλ.anal papillae. σε πολλές υδρόβιες και ηµιυδρόβιες προνύµφες των Nematocera (Dipt.): λεπτές, αποφύσεις που προκύπτουν από το περιεδρικόν προσκεφαλίδιον (perianal pad). στις προνύµφες Culicidae (Dipt.): 4 µαλακές λευκές προεξοχές στο IX κοιλιακόν τµήµα που σχετίζονται µε την πρόσληψιν ιόντων. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): εδρικοί σωλήνες (anal tubules). στις προνύµφες Trichoptera: επιµήκεις λοβοί που προβάλλουν µέσα από το εδρικόν άνοιγµα anal plate(s), εδρική πλάξ -κες. στις εµβρυϊκές προνύµφες: ο IX τεργίτης. στα Orthoptera: επίπρωκτος + παράπρωκτοι (epiproct + paraprocts). στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): σκληροποιηµένη κατασκευή που συνδέεται µε την εδρικήν συσκευή η οποία δεν περιέχει πόρους και δεν έχει µορφήν δακτυλίου. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): Χ στέρνον (sternum X). στα Neuropteroidea: εκτοπρωκτός


48 (ectoproct). στα ♀ Coleoptera: ο αποµένων σκληρίτης στην ραχιαία επιφάνεια του X σωµατικού τµήµατος (tergum X). στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): µια µάλλον ευδιάκριτη πλάξ που περιβάλλει κοιλιακώς την έδραν (anus) στο τελευταίο κοιλιακό τµήµα µε λεπτότερο εξωσκελετικό περίβληµα (cuticula) από το υπόλοιπον προνυµφικό σώµα˙ στις προνύµφες των Lepidoptera: ασπιδόµορφον κάλυµµα του νώτου του τελευταίου τµήµατος (anal shield) anal pore field, εδρική περιοχή πόρων. στα Psylloidea (Hem.: Sternorrhyncha): µια περιοχή που διαµορφώνεται από ένα συγκεντρικόν ζεύγος περιεδρικών δακτυλίων ή πόρων (inner and outer circumanal rings) anal processes, εδρικαί προεκβολαί. σε πολλές νύµφες Trichoptera: σκληροποιηµένες προεξοχές (διαφορετικές από αυτές που περιέχουν αναπτυσσόµενα γεννητικά εξαρτήµατα) διαφόρων µορφών στο άκρον της κοιλίας (abdomen) anal proleg, εδρικός ψευδόπους, ψευδόποδας προς την έδραν ή τον τελευταίο κοιλιακόν δακτύλιο anal prolegs, εδρικοί ψευδόποδες. στις προνύµφες Amphiesmenoptera: ζυγοί ψευδόποδες του τελευταίου κοιλιακού τµήµατος anal pyramid, εδρική πυραµίς. στις νύµφες των Anisoptera (Od.): οµάδα οπισθίων εξαρτηµάτων που σχηµατίζει ακανθοειδή οπλισµόν γύρω από την έδρα περιλαµβάνοντας τον επιπρωκτόν (epiproct), τους κέρκους (cerci) και τους παράπρωκτους (paraprocts) anal ring, εδρικός δακτύλιος. στις νύµφες και τα ♀ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): µια υπερυψωµένη δακτυλιδοειδής κατασκευή που περιβάλλει την έδραν και συνήθως φέρει πόρους και χιτινισµένες σµήριγγες βλ.anal plate. στα Auchenorrhyncha (Hem.): anal tube. στα ♀ Plectoptera: abdominal segment X anal ring hairs, τρίχες του εδρικού δακτυλίου, σµήριγγες του εδρικού δακτυλίου anal ring setae, χιτινισµέναι σµήριγγες του εδρικού δακτυλίου. στα ♀ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): ποικίλου αριθµού χονδρές χιτινισµένες σµήριγγες του εδρικού δακτυλίου (anal ring) anal ring spines, άκανθες του εδρικού δακτυλίου. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): anal ring setae anal scale, εδρικόν λέπιον, µια από τις πλευρικές προεξοχές του ωοθέτου των Cynipidae (Hym.) που βρίσκεται εξωτερικώς και κάτω από το πλευρικόν λέπιον (lateral scale)


49 anal sclerite, εδρικός σκληρίτης. στα ♂ Rhyacophilidae (Trich.): ισχυρώς σκληροποιηµένες ζυγές ή µη προεξοχές, κάτω από το άκρον του Χ τεργίτη (tergite X) anal segment, εδρικόν τµήµα, το ακρότατον τµήµα της κοιλίας. στα Auchenorrhyncha (Hem.): εδρικός σωλήν (anal tube). στα Heteroptera (Hem.): το XI κοιλιακόν τµήµα εγκολπωµένο στο Χ κοιλιακόν τµήµα. στα τέλεια Diptera: εδρικός σωλήνας (proctiger). στα τέλεια Siphonaptera: εδρικοί λοβοί (anal lobes) ένας νωτιαίως και ένας άλλος κοιλιακώς της έδρας anal setae, εδρικαί χιτινισµέναι σµήριγγες. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): µια ή περισσότερες προεξέχουσες χιτινισµένες σµήριγγες των εδρικών λοβών (anal lobes). στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): ακραίες χιτινισµένες σµήριγγες του προκέρκου (procercus) ή (όταν αυτός απουσιάζει): χιτινισµένες σµήριγγες που εισέρχονται στην µεσοοπισθίαν γωνία (mesocaudal angle) του προ-εδρικού τµήµατος (preanal segment) anal shield, εδρική ασπίς, εδρικός δίσκος (anal plate) anal siphon, εδρικός σίφων. στις προνύµφες Culicidae (Dipt.): αναπνευστικόν σιφώνιον (αναπνευστικός σωλήνας) anal slit, εδρική σχισµή, σχισµοειδές εδρικόν άνοιγµα εγκάρσιο ή παράλληλο προς τη µεσαία γραµµή του σώµατος του εντόµου (meson) anal spine(s), εδρική άκανθα(ες). στα Poduromorpha και Isotomidae (Coll.): µια µεγεθυµένη χιτινισµένη σµήριγξ (συνήθως αµβλεία και κωνική) τοποθετηµένη σε µιαν ανυψωµένην θηλή (papilla) επάνω ή πλησίον του οπισθίου περιθωρίου του VIII κοιλιακού τµήµατος. στα ♂ Noctuidae (Lep.): µακριά τρίχα ή άκανθα της καλύπτρας (cucullus) ή του βαλβιδίου (valva), στο ή πλησίον του εδρικού τρίγωνου. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): εδρικός στύλος (anal style) ή εδρικά άγγιστρα (anal hooks) anal strut, εδρικόν στήριγµα. στις προνύµφες των Siphonaptera: τα ζυγά ακραία κοιλιακά εξαρτήµατα anal sucker plate, εδρικός µυζητήρ (βεντούζα), σύνθετον προσκολλητικόν όργανο στο οπίσθιο venter των hypopus των Astigmata ακάρεων anal suckers, ζεύγος τροποποιηµένων τριχών πλησίον του anal opening των ♂ Astigmata ακάρεων ώστε να συγκρατούνται επί των ♀ κατά την precopula και copula (σύζευξιν) anal style(s), εδρικός στύλος(οι). στα Auchenorrhyncha (Hem.): ΧΙ κοιλιακόν τµήµα, κέρκοι (cerci)


50 anal stylet(s), εδρικόν στυλέτον -α, κέρκος. στα περισσότερα ♀ Siphonaptera: επιµήκης προεκβολή που φέρει µιαν ακραίαν επιµήκη χιτινισµένην σµήριγγα και µίαν (ή λίγες) µικρές προακραίες χιτινισµένες σµήριγγες σε κάθε πλευρά της εδρικής νωτιαίας επιφανείας (anal tergum) πίσω από το αισθητήριον οργανίδιον (sensilium) anal tergal bands, εδρικές ραχιαίες ταινίες. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): βασικές και υποπλευρικές έως µεσαίες σκοτεινές ταινίες ή αποδέµατα του IX τεργίτη anal tergal setae, εδρικές ραχιαίες χιτινισµένες σµήριγγες. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): χιτινισµένες σµήριγγες του IX τεργίτη anal triangle, εδρικόν τρίγωνον. στις πτέρυγες µερικών Anisoptera (Od.): ευδιάκριτη τριγωνική περιοχή που ορίζεται εµπρός από το νεύρον Α και µακράν από το νεύρον A3 anal tube, εδρικός σωλήν. στα ♂ Zoraptera: άγκιστρον (uncus). στα Auchenorrhyncha (Hem.): X κοιλιακόν τµήµα ως σωληνοειδής νωτιαία προβολή πίσω από τον πυγοφόρον (pygofer). στα Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): εδρικός σωλήν (proctiger). στα Heteroptera (Hem.): Χ κοιλιακόν τµήµα που περιβάλλει το εγκολπωµένο ΧΙ κοιλιακό τµήµα˙ στα Lepidoptera: εδρικός σωλήν (tuba analis) anal tube collar, περιλαίµιον του εδρικού σωλήνα. στα ♂ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): εδρικόν περιλαίµιον (anal collar) anal tubercle, εδρικόν φυµάτιον. στα Collembola: εδρική θηλή (anal papilla) anal tubercles, εδρικά φυµάτια. σε ορισµένα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): ζεύγος χαρακτηριστικών στρογγυλεµένων ή κωνικών αποφύσεων από µια σε κάθε πλευράν της έδρας (anus) anal tubules, εδρικά σωληνάρια. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): 1-3 (συνήθως 2) ζεύγη κατά κανόνα επιµήκων (αλλά και ωοειδών, κωνικών κ.λπ.) εξαρτηµάτων του εδρικού τµήµατος άνωθεν και µεταξύ των οπισθίων παραπόδων (parapods) βλ.anal papillae anal valve(s), εδρική βαλβίς(δες). στα Collembola: ένας από τους 3 λοβούς (1 νωτιαίος και 2 πλευροκοιλιακοί) του VI κοιλιακού τµήµατος που περιβάλλουν το εδρικόν άνοιγµα˙ στις νύµφες των Anisoptera (Od.): µυώδεις βαλβίδες που βρίσκονται πίσω από τον βραγχιακόν θάλαµον (branchial chamber) και ελέγχουν το µέγεθος του εδρικού ανοίγµατος. στα Isoptera: παράπρωκτοι. στα Phasmida: επιπρωκτός + παράπρωκτοι. στα ♂ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): εδρικός σωλήν (proctiger). στα ♂ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): νωτιαίος δίσκος (dorsal plate). στα ♂ Auchenorrhyncha


51 (Hem.), σκληρίτες του εδρικού στύλου (anal style). στα ♂ Lepidoptera: βαλβίδες (valvae). στα Lepidoptera: εδρικές θηλές (papillae anales) anal veins, (Α), εδρικά νεύρα. στα πτερυγωτά έντοµα (Pterygota): διαµήκη µη διακλαδισµένα νεύρα πίσω από το οπίσθιον ωλενικόν νεύρον (CuP = cubitus posterior) που αρθώνονται στη βάση της πτέρυγος µε τον τρίτον µασχαλιαίον σκληρίτη και κατέχουν τον γόµφον (clavus) της πτέρυγος. όλα τα αδιαίρετα διαµήκη νεύρα (1A, 2A κλπ.) µε γενικώς ουδέτερη ράβδωσιν που προκύπτει από έναν κοινό σκληρίτη (anal brace) πίσω από το οπισθοωλενικό (postcubital = empusal) νεύρον και στα Neoptera µεταξύ της γοµφικής αύλακος (claval furrow) και της πτυχής του ζυγού (jugal fold). στα τέλεια Odonata: τα από το 6ον έως το 9 ον διαµήκη νεύρα που συνήθως είναι βραχυµένα analis, προεκβολή που διαµορφώνεται από το εδρικόν (anal) και το ωλενικόν (cubital) νεύρον της πτέρυγος analogous, ανάλογος, παρόµοιος στη λειτουργία αλλά διαφορετικός στην προέλευσιν και δοµήν π.χ. οι πτέρυγες των πτηνών και των εντόµων είναι παρόµοιες αλλά δεν µπορούν να επισηµανθούν µε το ίδιο χαρακτηριστικόν γνώρισµα στον κοινό πρόγονο των 2 συγκρινοµένων taxa βλ.homologous anamorphic (development), αναµορφική (ανάπτυξις), όταν τα ατελή στάδια έχουν λιγότερα κοιλιακά τµήµατα από το τέλειον πρβλ.epimorphic development anamorphosis, αναµόρφωσις, τύπος µεταµόρφωσεως κατά τον οποίον τα νεανικά στάδια παρουσιάζουν λιγότερα κοιλιακά τµήµατα από το τέλειον. στα Protura: η προσθήκη τριών κοιλιακών τµηµάτων µετά την εκκόλαψιν του πρώτου σταδίου από το ωόν βλ. epimorphosis anapleural, αναπλευρικός, από τον ή ο ανήκων στον αναπλευρίτη (anapleurite) anapleural suture, αναπλευρική ραφή. στα τέλεια Diptera: ραφή που διαχωρίζει το ανεπίστερνον (anepisternum) από το κατεπίστερνον (katepisternum) anapleurite, αναπλευρίτης, νωτιαία υπερισχιακή σκλήρυνσις ενός γενικευµένου θωρακικού πλευρού (pleuron) anapophysis, αναπόφυσις. στα ♀ Lepidoptera: πρόσθιες αποφύσεις (apophyses anteriores) anapterygota, αναπτερύγωτα, εκφυλισµένα άπτερα έντοµα από πτερωτούς προγόνους Anareolata = Phasmatidea anastomosing, αναστοµούµενος βλ.anastomose


52 anastomose, anastomosis, αναστόµωσις, συµβολή ή στενή σύνδεσις δύο γραµµών (όπως τα νεύρα της πτέρυγος ή τα αγγεία του αίµατος ή τα νεύρα). στα Plecoptera: εγκαρσία χορδή (transverse cord) anatergite, ανατεργίτης. σε µερικά τέλεια Diptera: το νωτιαίον τµήµα του πλευροτεργίτη του οπισθίου µέρους του πτεροθωρακικού νώτου που φέρει τα φράγµατα (phragmata) τα οποία στηρίζουν επιµήκεις µύες βλ.longitudinal muscles και postnotum anatomical planes, ανατοµικά επίπεδα, φανταστικά επίπεδα του σώµατος του εντόµου βλ. horizontal plane, sagittal plane και transverse plane anatomy, ανατοµία, επιστήµη της εσωτερικής µορφολογίας όπως αποκαλύπτεται από την ανατοµήν βλ.morphology anatrepsis, ανάτρεψις· κατά την βλαστοκίνησιν (blastokinesis): το πέρασµα του εµβρύου από την κοιλιακήν στην ραχιαίαν όψιν του ωού (αντ.catatrepsis) Anatriata = Lonchopteroidea (Dipt.) anautogenous, αναυτογενής, µερικά ♀ κουνούπια (Culicidae, Simulidae) και άλλα Diptera που τρέφονται µε αίµα καθώς και παρασιτοειδή Hymenoptera τα οποία γεννούν τα ωά τους µόνο µετά από γεύµα βλ.autogenous anautogeny, αναυτογονία, αδυναµία των ♀ εντόµων να δηµιουργήσουν ωά χωρίς προγενέστερο γεύµα µε πρωτεϊνούχον τροφήν, π.χ. αίµα στην περίπτωσιν των ♀ Culicidae (Dipt.) βλ.autogeny anceps, ξιφοειδής συνήθως αµφίστοµος (ensiform) ancestor, πρόγονος, πρόωρη µορφή ή τύπος από τον οποίον αναπτύσσεται ένας πιο πρόσφατος οργανισµός βλ.stem group και stem species ancestral, primitive, προγονικός, πρωτόγονος, κληρονοµηµένος από µιαν πιο παλαιότερη µορφήν ή πρόγονον anchor process, αγκιστρώδης ή αγκυρώδης απόφυσις. σε µερικές προνύµφες Diptera (π.χ. Cecidomyiidae): στέρνον (breastbone, sternum) βλ.sternal spatula ancipital, δικάρινος, δικέφαλος. µε δύο αντίθετα άκρα ή γωνίες ancora (πλ. ancorae), άγκυρα -ες. στα ♂ Coelifera (Orth.): ζεύγος προσθίων κερατοειδών αποφύσεων του επιφαλλού (epiphallus) andrium, άνδριον. στα ♂ Muscidae (Dipt.): το οπίσθιον τµήµα της µετακοιλίας που περιλαµβάνει τα IX και X κοιλιακά τµήµατα συµπεριλαµβανοµένων και των οργάνων της οχείας (copulatory apparatus). στα ♂ Muscomorpha (Dipt.): τροποποιηµένο IX


53 τµήµα της κοιλίας. στα ♂ Diptera: γεννητικόν τµήµα (genital segment) βλ. hypopygium, androecium androconia, ανδροκόνια. στα ♂ Lepidoptera και Trichoptera: επιµήκη οσφρητικά λέπια που συχνά εµφανίζονται στις πτέρυγες και εκπέµπουν φεροµόνες φύλου (sex pheromones). στα Scutelleridae και µερικά άλλα Pentatomomorpha (Het.): µονοκυτταρικοί αδένες που οµαδοποιούνται σε κηλίδες επί της κοιλιακής χώρας µε το κοίλον σµηριγγοειδές αδροκόνιον στερεωµένο µέσα σε µικρή κυψελίδα ή κοίλωµα (alveolus) androecium (άνδρας + οικία), ανδρωνίτης, υποπύγιον (hypopygium) androgynous, ανδρογυνία, ανδρόγυνος, µε τους χαρακτήρες και των δύο φύλων (♂ και ♀) (ensiform) andromorph, ανδρόµορφος. στα τέλεια Odonata ειδικώς των Coenagrionidae: το ♀ µε λαµπρον χρώµα όπως το ♂ βλ. heteromorph androparae, ανδροπαραγωγά. στα Aphidoidae (Hem.: Sternorrhyncha): ζωοτόκα (viviparous) ♀ τα οποία παράγουν αποκλειστικώς ♂ androphore, ανδροφόρος. στα Cynipidae (Hym.): παρθενογενετικόν ♀ το οποίο γεννά µόνο ♂ ωά βλ.gynophore andropodites, ανδροποδίται. στα ♂ Diptera: παραµερή (parameres) androtraumatic insemination, ανδροτραυµατική σπερµατέγχυσις. στα ♂ Phallopirates (Het.: Enicocephalidae): πιθανός τρόπος σπερµατεγχύσεως όταν το ♂ µπορεί να περάσει το σπέρµα στο ♀ µόνον αφού σπάσει το άκρον του δικού του οργάνου οχείας (copulatory organ) androtype, ανδρότυπος, καθορισµένος τύπος ♂ δείγµατος βλ.type anecdysis, ανέκδυσις, µακρά παθητική περίοδος µεταξύ δύο µεταµορφώσεων ενός εντόµου ή κάποιου άλλου αρθροπόδου κατά την οποίαν δεν φαίνεται να υπάρχει καµία προετοιµασία για την επόµενη µεταµόρφωση Anectropoda = Orthandria anellifer (πλ. anelliferi), δακτυλιδιοφόρος. στα ♂ Lepidoptera: το οπισθοπλευρικόν τµήµα του δακτυλιδίου (anellus) σε επαφήν µε (και λίγο-πολύ ενωµένο) µε την εσωτερικήν επιφάνεια της εγγύτερης περιοχής της βαλβίδος (valva) και το οποίον µερικές φορές εµφανίζεται ως µια ευδιάκριτη κατασκευή anellus (πλ. anelli), δακτυλίδιον. στα ♂ έντοµα γενικώς: σκληροποίησις του εσωτερικού


54 τείχους της φαλλοκρύπτης (phallocrypt) ή της φαλλοθήκης (phallotheca) που συχνά διαµορφώνει δακτύλιον ή αγωγόν (σωλήνα) στη βάση του αιδοιαγού (aedeagus). στα ♂ Lepidoptera: σκληροποιηµένη κατασκευή που στηρίζει και συχνά περιβάλει το ακραίον τµήµα του αιδοιαγού αρθρώνεται µε τις βάσεις των αρπαγώνων (harpes) και (µε το κοιλιακόν τµήµα του) διαµορφώνει έναν µεσαίον δίσκο (juxta) κάτω από τον αιδοιαγόν που ονοµάζεται. σε µερικά τέλεια Hymenoptera: ένα ή περισσότερα πολύ µικρά δακτυλιοειδή τµήµατα στη βάση του µαστιγίου της κεραίας (antennal flagellum), αµέσως µετά τον ποδίσκον (pedicel) anellus lobes, λοβοί του δακτυλιδίου. στα ♂ Geometridae (Lep.): ζεύγος πλευρικών αποφύσεων του δακτυλιδίου (anellus) anemic, αναιµικός, ανεπαρκής σε ποσότητα ή ποιότητα αίµατος anemophilous, ανεµόφιλος, ισχύει σε φυτά προσαρµοσµένα για γονιµοποίησιν µε την βοήθεια του αέρα βλ.entomolophilous anemotaxis, ανεµόταξις, 1 προσανατολισµός ή αντίδρασις στα ρεύµατα του αέρα, 2 τάσις µερικών εντόµων να πετούν µέσα σε ρεύµα αέρα anemotropism, ανεµοτροπισµός, αντίδρασις στα ρεύµατα του αέρα ή στην µετακίνηση του ανέµου anepimeral suture, ανεπίµερος ραφή. στα τέλεια Diptera: διεπίµερος διαχωριστική ραφή (transepimeral suture) anepimeron, ανεπίµερον, η διαίρεσις του επιµέρου (epimeron) σε δύο τµήµατα από µιαν ραφή (anepimeral suture). στα τέλεια Diptera: το ανώτερον τµήµα του µεσεπιµέρου (mesepimeron) που διαχωρίζεται από το κατεπίµερον (katepimeron) από την διεπίµερον ραφήν (transepimeral suture) anepisternal cleft, ανεπίστερνος σχισµή. σε πολλά τέλεια Diptera: η κάθετη σχισµή που διαιρεί το ανεπίστερνον (anepisternum) anepisternal membrane, ανεπιστερνική µεµβράνη. στα τέλεια Simuliidae (Dipt.): ασυνήθιστα µεγάλη ανεπιστερνική σχισµή (anepisternal cleft) anepisternal setae, ανεπιστερνικαί σµήριγγες. στα τέλεια Diptera: σµήριγγες που φέρονται στο ανεπίστερνον (anepisternum) anepisternal suture, ανεπιστερνική ραφή. στα τέλεια Diptera: αναπλευρική ραφή (anapleural suture) anepisternite, ανεπιστερνίτης, ανεπίστερνον (anepisternum)


55 anepisternum, ανεπίστερνον, η διαίρεσις του επιστέρνου (episternum) σε δύο τµήµατα από µια ραφή (anepisternal suture). στα τέλεια Diptera: ανώτερον τµήµα του µεσεπιστέρνου (mesepisternum), που διαχωρίζεται από το κατεπίστερνον (katepisternum) από την αναπλευρικήν ραφήν (anapleural suture) anepisternum II, ανεπίστερνον ΙΙ. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): το νωτιαίον τµήµα του επιστερνικού τµήµατος του αναπλεύρου (anapleuron) που διαχωρίζεται από το κεντρικόν τµήµα ή προεπίστερνον (preepisternum) από την αναπλευρικήν ραφήν (anapleural suture) και διαιρείται σε τρία τµήµατα: πρόσθιον, µεσαίο και οπίσθιον ανεπίστερνον II (anterior, median and posterior anepisternum II) aner (ανήρ = άρρεν), ♂ έντοµον. ισχύει κυρίως για τα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) angle, γωνία (των tegmina), επιµήκης ράχις (ridge) σχηµατιζοµένη κατά µήκος του internomedian νεύρου της πτέρυγος µε απότοµη κάµψιν από το οριζόντιο στο κάθετο τµήµα όταν κλείνει angular area, γωνιαία περιοχή. στα Hymenoptera: 1 η οπισθία από τις τρείς περιοχές στο µετάνωτον (metanotum) µεταξύ της πλευρικής και πλευρικής τρόπιδος (carinae), 2 τρίτη πλευρική περιοχή angular pupa, γωνιώδης νύµφη (pupa angularis), νύµφη µε πυραµιδοειδές ή γωνιώδες άκρον angulate, angulatus, γωνιώδης, ο σχηµατισµός γωνίας, όταν 2 περιθώρια συναντώνται σε γωνίαν angulate setae, γωνιώδης σµήριγξ. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): ελασµατοειδής (lamellate) σµήριγξ (σαν µπαστούνι του γκολφ) της µεσαίας λαβίδος (median volsella) µε λεπτόν µίσχο και ευρύτερο γωνιώδες άκρον angulation, γωνίωσις, γωνιώδες τµήµα. στα ♂ Lepidoptera: σηµείον του Bayard (Bayard’ s point) anguli frontales, µετωπικαί γωνίες. στις προνύµφες των Coleoptera: πρόσθιες προεξοχές του µετώπου (frons) που βρίσκονται πλευρικώς της ρινικής (nasale) προεξοχής (ρύγχους) angulose, γωνιώδης, που έχει γωνίες anguloso-undulate, γωνιο-κυµµατοειδής (τεθλασµένος), µε πορείαν λίγο-πολύ τεθλασµένη (ζιγκ-ζαγκ) ή µε εναλλασσόµενους οξείς κόλπους (sinuses) angulus, γωνία, γωνιώδης. στα ♂ Lepidoptera: angulus valvae angulus valvae, γωνία βαλβίδος. στα ♂ Lepidoptera: νωτοκεφαλική γωνία (dorsocephalic


56 angle) της βαλβίδoς (valva) angustate, angustatus, στενούµενος, δυσαναλόγως στενός (κυρίως προς το άκρον) angustate antenna, στενούµενη κεραία στην οποίαν τα ενδιάµεσα και τα τελικά άρθρα είναι λεπτότερα από τα υπόλοιπα anholocyclic species, ανολοκυκλικόν είδος. στα Aphididae (Hem., Sternorrhyncha): τα παρθενογενετικά είδη χωρίς έµπτερον µορφήν φύλου και µε ξενιστές µόνο ποώδη θερινά φυτά (βότανα) anhydrobiose, anyhydrobiosis, ανυδροβίωσις, λήθαργος των εντόµων που προκαλείται από χαµηλήν υγρασία ή από ξηρασίαν anhydropic egg, ανυδροπικόν ωόν, λεκιθικόν ωον (lecithal egg) µεγάλο σε µέγεθος και µε άφθονη λέκιθον βλ.alecithal egg aniso- (πρόθεµα) = άνισον anisomorpha, ανισόµορφα, οµάδες εντόµων στα οποία η µεταµόρφωσις είναι ποικίλου χαρακτήρος Anisopodoidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Nematocera (Dipt.) των Bibionomorpha ή των Psychodomorpha µε την Οικογ. Anisopodidae Anisoptera, Υποτάξις των Odonata µε τις Υπεροικ. Aeshnoidea και Libelluloidea anisopterous, ανισόπτερος, 1 µε ανόµοιες τις πρόσθιες και τις οπίσθιες πτέρυγες, 2 σχετικός µε τα Anisoptera (Od.) anisopterous penis, φαλλός Ανισοπτέρων, όργανον µεταφοράς των σπερµατοζωαρίων στα ♂ τέλεια άτοµα της Υποτάξεως Anisoptera (Od.) προερχόµενον από το τρίτο κοιλιακόν τµήµα anisotropic, ανισοτροπικόν, το σκοτεινό τµήµα των µυικών ινιδίων (myofibrils, sarcostyles) Anisozygoptera, Υποτάξις των Odonata µε µόνη την Οικογ. Epiophlebiidae βλ. Anisoptera και Zygoptera ankylosed, αγκυλωµένος, δύσκαµπτος ή άκαµπτος (στις αρθρώσεις) ankylosis, αγκύλωσις, η ένωσις ή συγκόλλησις των σκληρών µερών για τον σχηµατισµό µιας δοµής. δυσκαµψία ή ακαµψία αρθρώσεως annelet, δακτυλίδιον. στα ακµαία Hymenoptera: η δακτυλίωσις της κεραίας βλ.annellus annectant, συνδέων ή ενδιάµεσος annellus, δακτυλίδιον. στα ακµαία Hymenoptera: η δακτυλίωσις της κεραίας βλ.annelet annual colony, ετησία αποικία. στα κοινωνικά Hymenoptera: αποικία που διαρκεί µόνο µίαν εποχήν και καταστρέφεται ολόκληρη στο τέλος της περιόδου αυτής


57 annular, δακτυλιοειδής, σχηµατισµός που έχει το σχήµα ή µοιάζει µε δακτύλιον annular- biforous spiracle, δακτυλιοειδές δίπορον τρήµα, αναπνευστικόν τρήµα (ή στίγµα) µε το κυρίως άνοιγµα να φέρει δύο µεγάλους βοηθητικούς ή δευτερεύοντες θαλάµους (air- tubes) annular lamina, δακτυλιοειδές έλασµα. στα άρρενα άτοµα της Οικογένειας Formicidae (Hym.): το 9ον τµήµα του στέρνου (sternum) annular organ, δακτυλιοειδές όργανον, κωδωνοειδές αισθητήριον όργανον βλ.campaniform sensillum annular spiracle, δακτυλιοειδές τρήµµα, απλό σχεδόν δακτυλιοειδές αναπνευστικόν τρήµα που έχει ένα µόνο άνοιγµα χωρίς βοηθητικούς θαλάµους (chambers) annular zone, δακτυλιοειδής ζώνη βλ.peripheral pad Annulata, τα ζώα που εµφανίζουν τµηµατοποιηµένον σώµα και περιλαµβάνουν τα Φύλα Annelida, Arthropoda και Onychophora annulate, annulatus, δακτυλιωτός, 1 που περιβάλλεται από δακτύλιον διαφορετικού χρώµατος, 2 διαµορφωµένος σε τµήµατα που µοιάζουν µε δακτύλιον (δακτυλιοειδής) annulate aedeagus, δακτυλιωτός αιδοιαγός, στα ♂ της Υποτάξεως Phytophaga και σε κάποιες άλλες κατηγορίες εντόµων (Col.) στα οποία το βασικόν τµήµα του αιδοιαγού διαµορφώνει έναν κλειστόν δακτύλιο γύρω απο το πέος (µε το οποίον συνδέεται χαλαρώς επιτρέποντας εκτεταµένες κινήσεις του) οπότε τα παραµέρη (parameres) περιορίζονται µερικές φορές σε ένα ζεύγος αποφύσεων προσκολληµένων στο βασικόν τµήµα annulet(s), δακτυλίδιον, στενός κύκλος ή δακτύλιος διαφορετικού χρώµατος. στις προνύµφες των εντόµων: ένας από τους µικρούς δακτυλίους στους οποίους ένα τµήµα του εντόµου διαιρείται µε πλήρεις εγκάρσιες συσφίξεις (constrictions) δαντελώσεις (crenulations) ή πτυχές (plicae) annuliform, δακτυλιόµορφος, µε µορφήν δακτυλίων ή δακτυλιοειδών τµηµάτων Annulipalpia, Υποτάξις των Trichoptera µε τις Ανθυποτάξεις Spicipalpia και Curvipalpia Annulosa = Annulata annulus (πλ. annuli), δακτύλιος, 1 δακτυλιοειδής σχηµατισµός που περικλείει ένα άρθρον ένα διαχωριστικό τµήµα του σώµατος του εντόµου - µιαν κηλίδα ή ένα σηµείο βλ. annulet 2 δακτυλιοειδής υποδιαίρεσις του µαστιγίου της κεραίας· στα Heteroptera (Hem.): εδρικός σωλήν (anal tube)· στα ♂ τέλεια άτοµα της Οικογένειας Lycaenidae (Lep.): vinculum· στα ♀ Hymenoptera: ενισχυτικές αποφύσεις (struts) στο ένα ή και


58 στα δύο άκρα ενός τµήµατος µιάς γοναποφύσεως (gonapophysis) annulus antennalis, δακτύλιος κεραίας, ο δακτυλιοειδής σκληρίτης της κεφαλής στον οποίον εισχωρεί η βάσις της κεραίας annulus receptaculi, δακτύλιος σπερµατοθήκης. στα τέλεια ♀ της Οικογ. Carabidae (Col.): ο σκληροποιηµένος δακτύλιος στο τοίχωµα της σπερµατοθήκης (spermatotheca) annulus sterni ΙΧ, δακτύλιος ΙΧ στερνίτη. στα ♂ άτοµα της Οικογ. Geometridae (Lep.): 1 το 9ον δακτυλιοειδές στερνικόν τµήµα, 2 µέρος του δεσµού (vinculum) annulus tergi ΙΧ, δακτύλιος IX τεργίτη. στα ♂ ακµαία τoυ γένους Eupithecia (Lep., Geometridae): το κάλυµµα (tegumen) anogenital segments, εδρογεννητικά τµήµατα (δακτύλιοι). στην Οικογένεια Sminthuridae (Col.): το 5ον και 6ον κοιλιακά τµήµατα anogenital tagma, εδρογεννητικόν τµήµα, τα τελευταία κοιλιακά τµήµατα (terminalia) και τα µέρη τους τροποποιηµένα σε γεννητικά εξαρτήµατα anomalous, ανώµαλος, ασυνήθιστος, που διαφέρει πολύ από τον συνηθισµένο τύπον anophore, εδροφόρος. στα ♂ της Υποτάξεως Dipsocomorpha: ο εδρικός σωλήν Anoplura, Υποτάξις των Phthiraptera βλ. Amblycera, Ischnocera και Rhynchophthirina anopleure, επίµερον, η οπισθία υποδιαίρεσις του πλευρού (pleuron) του θώρακος η οποία χωρίζεται απο το επίστερνον (episternum) µε την πλευρικήν αύλακα (epimere, epimeron). στα ♂ Lepidoptera: ραχιαία απόφυσις της φαλλοβάσεως (phallobase) anoprocessus, εδρική απόφυσις. στα τέλεια άτοµα των Neuroptera: η ανωτάτη απόφυσις κάθε ηµίσεως του εδρικού τµήµατος (anal segment) ansa, λαβή. στα Geometridae (Lep.): ο σκληροποιηµένος βραχίων στην εσωτερική πλευρά κάθε τυµπανικής µεµβράνης (tympanic membrane) ant(s), µυρµήγκια, τα άτοµα της Υπεροικ. Formicoidea (Hym.) ant mimicry, µιµητισµός µυρµηγκιών, η οµοιότης µε τα µυρµήγκια που απαντάται σε άλλες Τάξεις εντόµων όπως π.χ. το πρώτο νυµφικόν στάδιον του εντόµου Extratosoma tiaratum των Phasmida: Phasmatidae βλ.myrmecomorphy antacava, κοίλωµα κεραίας, η βασική υποδοχή της κεραίας (torulus) antacoila, αντεννοφόρος, απόφυσις κεραίας, αξονοειδής απόφυσις στο σηµείον υποδοχής της κεραίας βλ.antennifer antacorium (πλ.antacoria), κόριον (δέρµα) κεραίας, 1 η εύκαµπτη µεµβράνη µεταξύ των τµηµάτων της κεραίας, 2 στενός δακτύλιος µεµβράνης µεταξύ της κεραίας και της


59 κεφαλής βλ.corium, intersegmental membrane antafossa, αύλαξ κεραίας, επιµήκης κοιλότης µέσα στην οποίαν κείνται οι κεραίες όταν δεν χρησιµοποιούνται βλ.antennal groove antapophysis, στα ♀ Lepidoptera: apophyses anteriores antarolium, προαρόλιον, µεγάλο pulvillus antartis, σκήπος ή σκάπος (scapus, scape) της κεραίας antaxial setae, αξονικαί τρίχες, στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): µακρές αισθητήριες τρίχες στην κοιλιακήν όψη των έξω και έσω λοβών (galea και lacinia) των κάτω γνάθων (maxillae) συνήθως επάνω σε υψηλό λεπτόν φυµάτιον (tubercle) ante, (πρόθεµα) = προ βλ. antiantealar, προπτερυγικός, έµπροσθεν της προσθίας πτέρυγος (front wing) antealar area, προπτερυγική περιοχή. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): η πλευρική περιοχή της ασπίδος (scutum) στο επίπεδο του παρατεργίτη (paratergite) ο οποίος φέρει τα προπτερυγικά λέπια (antealar scales) και τρίχες (setae) antealar seta, προπτερυγική θρίξ. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): µια από τις τρίχες που βρίσκονται σε κατά µήκος σειράν επί της προπτερυγικής περιοχής (antealar area) της ασπίδος (scutum) αµέσως άνωθεν του παρατεργίτη (paratergite) antealar sinus, προπτερυγική αύλαξ. στα τέλεια Odonata: κοίλη (αυλακοειδής) περιοχή που εκτείνεται λοξώς έµπροσθεν της βάσεως κάθε προσθίας πτέρυγος anteapical, προακραίος, εγγύτερος του ακραίου σηµείου (apex) anteapical cell, προακραίον κύτταρον. στα τέλεια Cicadellidae (Hem.: Auchenorrhyncha): κύτταρον στο ακραίο µέρος της πτέρυγος anteclypeus, προεπιστόµιον, το κατώτερον ήµισυ του επιστοµίου (clypeus) όταν υπάρχει εµφανής διαχωριστική γραµµή µεταξύ αυτού και άνω χείλους (labrum). στα Odonata: η κατώτερη από τις δύο υποδιαιρέσεις του επιστοµίου (clypeus) βλ.postclypeus antecosta, προσθιοπλευρική (παρυφή), η προσθία υποπεριθωριακή παρυφή στην εσωτερική επιφάνεια του τεργίτη ή του στερνίτη που αντιστοιχεί στην κύρια διατµηµατική πτυχή (intersegmental fold) στην οποίαν προσαρτώνται οι επιµήκεις µύες· στα Trichoptera: η ραφή στους στερνίτες και τους τεργίτες κοντά στο πρόσθιον περιθώριον (anterior margin) antecostal ridge βλ.antecosta antecostal sulcus, προσθιοπλευρική αύλαξ (ραφή), διατµηµατική αύλαξ που ορίζει την πτυχήν µεταξύ των κυρίων τµηµάτων του σώµατος βλ.intersegmental groove


60 antecostal suture βλ.antecostal sulcus antecoxal piece, προσθιοϊσχιακόν τµήµα, ο εσωτερικός σκληρίτης µεταξύ του απλού ή διηρηµένου δισκοειδούς εξαρτήµατος πριν από τη βάση του προσθίου ποδός (trochantin) και του επιστέρνου (episternum) ή µεταξύ του ιδίου δισκοειδούς εξαρτήµατος και της προϊσχιακής γέφυρας (precoxal bridge)· σε µερικά τέλεια Coleoptera: η πλάκα (plate) προ του οπισθίου ισχίου που αποτελεί το οπίσθιον τµήµα του µεταστέρνου (metasternum) antecoxal sclerite, προϊσχιακός σκληρίτης, ο σκληρίτης του µεταστέρνου ακριβώς έµπροσθεν του οπισθίου ισχίου antecubital, προπηχιαίος (προωλένιος). στα τέλεια Odonata: τα προοζικά (antenodal) εγκάρσια νεύρα ή προοζικά τµήµατα του πλευρικού νεύρου antefurca, προδίκρανον, εσωτερική διχαλωτή απόφυσις (προεξοχή) του προστέρνου (prosternum) στην οποίαν προσαρτώνται µύες βλ.furca antehumeral, προβραχιόνιον, στο διάστηµα ακριβώς πριν την από την έκφυσιν των πτερύγων antehumeral stripe, προβραχιόνιος ταινία. στα τέλεια Odonata: αποχρωµατισµένη ταινία (άχρωµη ράβδωσις) περίπου παράλληλη στην εσωτερική πλευρά της βραχιόνιας ραφής (humeral suture) antemedian (bristles), προµεσαίες (σµήριγγες), οι σµήριγγες που βρίσκονται πριν από το µεσαίον τµήµα του ποδός antenna (πλ. antennae) (ανατείνω = τεντώνω), κεραία, αντέννα. στις νύµφες και στα τέλεια έντοµα: ζυγό αρθρωµένον εξάρτηµα απο ένα σε κάθε πλευράν της κεφαλής. λειτουργεί ως αισθητήριον όργανον και φέρει µεγάλον αριθµό αισθητηρίων (sensilla) antenna cleaner, καθαριστής κεραίας. στα τέλεια Hymenoptera: 1 κοίλωµα στην εσωτερική βάση του πρώτου ταρσοµερούς του εµπροσθίου ταρσού που είναι εφοδιασµένο µε σειράν σµηρίγγων (antennal comb) και το οποίον καλύπτεται απο µία κινητήν απόφυσιν στο άκρον της κνήµης σχηµατίζοντας ένα άνοιγµα υποδοχής της κεραίας, 2 κατασκευή στην πρόσθια κνήµη που µοιάζει στη µορφή ή λειτουργεί παροµοίως µε τον καθαριστήν κεραίας των τελείων Hymenoptera· στα τέλεια Lepidoptera: η επίφυσις (epiphysis) antennal comb, κτένι κεραίας (ξέστρον). στα τέλεια Hymenoptera: σειρά σµηρίγγων που σχηµατίζουν αύλακα κοντά στο εγγύτερον άκρον του εµπροσθίου ταρσού σχηµατίζοντας µιαν κατασκευήν που µοιάζει µε κτένα για τον καθαρισµό της κεραίας βλ.strigil


61 antennal appendage, εξάρτηµα κεραίας. στα ♂ Phthiraptera (Amblycera και Ischnocera): η προεξέχουσα κατασκευή στο πρώτο ή στο τρίτο τµήµα της κεραίας antennal base, βάσις κεραίας. στα Collembola (ειδικώς στην Οικογ.Onychiuridae): η διαφοροποιηµένη περιοχή του εξωσκελετού (cuticula) στη βάση της κεραίας antennal blade, λεπίς κεραίας. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): η λεπίδα (συνήθως στο άκρον του βασικού τµήµατος της κεραίας) που έχει κοινό σηµείον εκφύσεως µε την βοηθητικήν λεπίδα (accessory blade) antennal clava, κορύνη κεραίας. στα τέλεια Siphonaptera: το ακροτελεύτιον τµήµα της κεραίας που συνήθως υποδιαιρείται σε 9 τµήµατα (flagellomeres) antennal club, ρόπαλον κεραίας, διογκωµένα (λίγο - πολύ ακραία) άρθρα µιάς ροπαλοειδούς κεραίας (clubbed antenna) antennal comb, κτένι (ξέστρον) κεραίας. στα ακµαία Hymenoptera: οµοίως µε antenna comb βλ.strigil antennal file (ρίνη = λίµα) κεραίας. στα Hypogastruridae (Coll.): περιοχή στο 4ον άρθρο της κεραίας που φέρει µικρές κοντές και ενίοτε αγκιστροειδείς κοιλιακές χιτινισµένες σµήριγγες antennal formula, τύπος κεραίας, αντεννικός τύπος. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): 1 απαρίθµησις των άρθρων της κεραίας µε κριτήριον το µήκος τους ξεκινώντας απο τα µακρύτερα άρθρα και οµαδοποιώντας εκείνα (του ιδίου µήκους) άλλων εντόµων 2 η ταξινόµησις των άρθρων της κεραίας µε κριτήριο το µήκος τους ή την αύξουσα σειρά τους ξεκινώντας από το πρώτο antennal fossa, αντεννική αύλαξ ή κοιλότης, κοίλωµα µέσα στο οποίο κείνται οι κεραίες όταν δεν χρησιµοποιούνται· στα τέλεια Diptera: αύλαξ κεραίας (antennal groove). στα τέλεια Siphonaptera: βαθείες αύλακες στα πλάγια της κεφαλής µέσα στις οποίες «αναπαύονται» οι κεραίες βλ.scrobe και torulus) antennal fovea, αντεννικόν βοθρίον. σε µερικά Derbidae (Hem.: Auchenorrhyncha: Fulgoroidea): περιοχή σχήµατος U που σχηµατίζεται από την φολιδωτή προέκτασιν των πλευροκοιλιακών τρόπιδων (carinae) του πρόνωτου οι οποίες περιβάλλουν την κεραία· στα τέλεια Diptera: η αύλακα κεραίας (antennal groove)· σε µερικά τέλεια Hymenoptera: η συµπιεσµένη περιοχή που περιβάλλει τη βάση της κεραίας (torulus) antennal foveolae, αντεννικά βοθρίδια. στα Orthoptera: τα µικρά βοθρία µεταξύ της µετωπικής παρυφής (frontal costa) και των πλευρικών τρόπιδων (carinae) από τα οποία


62 εκβάλλουν οι κεραίες antennal furrows, αντεννικαί αύλακες. σε µερικά τέλεια Hymenoptera: επιµήκεις κοιλότητες ή αύλακες που εκτείνονται από τα πρόσθια βοθρία - κατά µήκος του πλαγίου περιθωρίου της βάσεως κεραίας (torulus) - στο µέτωπον κοντά στα πλευρικά οµµατίδια και κατόπιν κατά µήκος της κορυφής της κεφαλής (vertex) στην ινιακήν ράχιν (occipital ridge) βλ.antennal scrobe, antennal fovea, vertical furrows, lateral foveae, ocellar furrows και interocellar furrows antennal groove(s), αντεννικαί αύλακες. στα τέλεια Diptera: το ζεύγος αυλάκων στο πρόσωπο (face) που υποδέχεται τις κεραίες όταν δεν χρησιµοποιούνται. στα τέλεια Curculionoidea (Col.): βοθρία κεραίας (antennal scrobes) µέσα στα οποία κείνται οι κεραίες όταν δεν χρησιµοποιούνται. στα Hymenoptera: το κυρτό τµήµα των αυλάκων της κεραίας (antennal furrows) που εκτείνεται συµµετρικώς και στις δύο πλευρές της κεφαλής µεταξύ των προσθίων βοθρίων των κεραιών και της µετωπικής κορυφής (frontal crest). στους ψύλλους (Siphonaptera): η βαθειά αυλάκωσις ακριβώς πίσω απο τους οφθαλµούς που χωρίζει την κεφαλή σε δύο περιοχές βλ.antennal fossa και antennal fovea antennal lobes, αντεννικοί λοβοί, ζεύγος λοβών του δευτερεγκεφάλου (deutocerebrum) που αφορούν στις κεραίες antennal organ(s), αισθητήρια οργανίδια κεραιών. στα Collembola: οι αισθητήριες κατασκευές του ακραίου τµήµατος των κεραιών. στα Eumastacidae (Orth.): το οργανίδιον που βρίσκεται στην ακροκοιλιακήν (ventrodistal) γωνία ενός από τα ακραία άρθρα της κεραίας antennal nerve, αντεννικόν νεύρον, νεύρον της κεραίας, το νεύρο που εκτείνεται από τον δευτερεγκέφαλον και νευρώνει την κεραίαν antennal papilla, αντεννική θηλή, θηλή της κεραίας. στα Collembola: 1 η θηλή που βρίσκεται υποκορυφαίως και πλαγιονωτιαίως στο 3ο άρθρον της κεραίας, 2 αµβλεία (µε λεπτόν τοίχωµα) αύλαξ ελεύθερη σε ξεχωριστές κοιλότητες ή κοινή µερικές φορές κρυµµένη σε ξεχωριστούς θύλακες antennal process, αντεννική απόφυσις. στα τέλεια Diptera: οι µετωπικές (frontal) αποφύσεις µέσα στις οποίες εισάγονται οι κεραίες antennal prominence, αντεννική προεξοχή. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): ο πρόσθιος πλευρικός λοβός του κρανίου (cranium) που φέρει κεραίαν


63 antennal puncture, αντεννικός πόρος. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): ο µικρός πόρος που βρίσκεται νωτιαίως κοντά στη βάση της κεραίας antennal ratio (AR), αντεννικός λόγος. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): ο λόγος του µήκους του βασικού τµήµατος της κεραίας προς το συνολικόν µήκος των υπολοίπων τµηµάτων της· στα τέλεια των Chironomidae (Dipt.): το κλάσµα µε αριθµητήν το άθροισµα των µηκών του κορυφαίου άρθρου του µαστιγίου κεραίας (και των άρθρων κοντά σε αυτό) και παρανοµαστήν το άθροισµα των µηκών των βασικών άρθρων του µαστιγίου της κεραίας antennal sclerite, αντεννικός σκληρίτης (δακτύλιος) (annulus antennalis) antennal scrobe(s), αντεννικαί αύλακες (βοθρία). σε ορισµένα τέλεια Hymenoptera: το ζεύγος µετωπιαίων αυλάκων όπου κείνται τα βασικά τµήµατα των κεραιών όταν αυτές δεν χρησιµοποιούνται βλ.antennal groove και antennal fovea antennal seam, αντεννική ραφή. στα τέλεια των Calyptratae και σε ορισµένα Muscomorpha (Dipt.): η επιµήκης νωτοπλευρική ραφή του ποδίσκου της κεραίας antennal segment, αντεννικόν τµήµα (antennomere), το δεύτερο προστοµατικόν (preoral) πλευρικόν τµήµα της κεφαλής που φέρει την κεραία µεταξύ του άκρου (acron) και και του ενδιαµέσου (intercalary) τµήµατος antennal socket, αντεννικόν κοίλωµα βλ.torulus antennal spine, αντεννική άκανθα. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): η λεπίς της κεραίας (antennal blade) antennal suture, αντεννική ραφή, η εξωτερική διόγκωσις που σχηµατίζει µια εσωτερική ράχις για ενδυνάµωσιν της περιφερείας των αυλάκων των κεραιών· στα τέλεια του Culiseta annulata: η παρυφή του σκήπου (scape) κοντά στις αντεννικές αύλακες antennarium, ο δακτυλιοειδής σκληρίτης που οριοθετεί την περιφέρεια κάθε εύκαµπτης µεµβράνης (antacorium) µεταξύ των τµηµάτων της κεραίας antennary nerve βλ.antennal nerve Antennata = Mandibulata antennate, antennatus, αυτός που διαθέτει κεραίες antennation, αφή µε χρήση κεραιών οι οποίες λειτουργούν είτε ως αισθητήρια όργανα διερευνήσεως είτε για την παραγωγήν σήµατος αφής µε άλλα έντοµα antennifer, αντεννοφόρος, η αξονοειδής κατασκευή στην περιφέρεια των αυλάκων των κεραιών που σχηµατίζει ειδικήν αρθρική υποδοχή της βάσεως του σκήπου (scape) επιτρέποντας τις ελεύθερες κινήσεις των κεραιών προς όλες τις κατευθύνσεις· στα


64 τέλεια των Culicidae (Dipt.): η κατασκευή του σκήπου (scapus) που αρθρώνεται µε το δεύτερον τµήµα (pedicel) της κεραίας βλ.torulus antenniferous, αντεννοφόρος, αυτός που φέρει κεραίες antenniform, αντεννόµορφος, κατασκευασµένος όπως µία κεραία ή έχων την εµφάνισιν κεραίας antennomaxillary lobes, αντεννογναθικοί λοβοί. στις προνύµφες των Muscidae (Dipt.): ο λοβός της κεφαλικής κάψας που φέρει µιαν αντεννική και µια γναθικήν αισθητήρια θηλή (sensory papilla) antennomere, αντεννοµερές, ένα από τα τµήµατα της κεραίας η οποία αποτελείται από τον σκήπο (scape) τον µίσχο (pedicel) και τα υπόλοιπα άρθρα ενός πολύαρθρου µαστιγίου (flagellomeres) βλ.antennal segment antenno-ocular pouches, αντεννο-οφθαλµικοί θύλακες. στις προνύµφες των Muscidae (Dipt.): το ζεύγος πλευρικών θυλάκων στο οποίον υπάρχουν οι ιστοβλαστικές καταβολές (histoblastic rudiments) των κεραιών και των συνθέτων οφθαλµών και το οποίον σχηµατίζεται από τις εγκολπούµενες νωτιαίες περιοχές της κεφαλής πάνω στις οποίες πρόκειται να σχηµατιστούν οι κεραίες και οι οφθαλµοί antennular region, αντεννική περιοχή του εγκεφάλου, δευτερεγκέφαλος βλ. deutocerebrum antenodal, προκοµβικός, εµπρός ή πριν από έναν κόµβον (nodus) της πτέρυγος και ειδικώς στις πτέρυγες των Odonata· στα τέλεια Odonata: το πρόσθιο εγκάρσιον νεύρον πτέρυγος (antenodal vein) antenodal cells, προκοµβικά κελλία. στα τέλεια των Agrionidae (Od.): τα τµήµατα της πτέρυγος που ορίζονται µεταξύ του µικρού τοµέα (Μ4) και του άνω τοµέα του τριγώνου Cu1 και µεταξύ του τετραγωνικού τοµέα (quantragle) και του συνόλου των νεύρων που κατεβαίνει από το ανώτερο νεύρον της πτέρυγος (nodus). antenodal costal spaces, προκοµβικοί πλευρικοί χώροι. στα Odonata: τα τµήµατα της πτέρυγος που ορίζονται από το ανώτερο πρόσθιο υποπλευρικόν (subcosta) και το πλευρικόν νεύρο (costa) της πτέρυγος από τη βάση έως τον κόµβον (nodus) antenodal crossveins, προκοµβικά εγκάρσια νεύρα. στα τέλεια Odonata: οι νευρώσεις των πτερύγων που εκτείνονται µεταξύ του πλευρικού νεύρου (costa) και του υποπλευρικού νεύρου (subcosta) της πτέρυγος εγγύτερον του κόµβου (nodus) anteocular, προοφθάλµιος, έµπροσθεν του οφθαλµού· στα Collembola: µία ιδιαίτερη κατασκεύη (εµπρός από τους οφθαλµούς) µε µη προσδιορισµένην λειτουργίαν


65 anteoculus, προοφθαλµικός. στα Heteroptera (Hem.): το τµήµα της κεφαλικής κάψας που εκτείνεται (σε κάτοψιν) έµπροσθεν των οφθαλµών antepectus, υπόστερνον, η κάτω πλευρά του προθώρακα (prothorax) antepenultimate, προτελευταίος π.χ.άρθρον κεραίας antepleuron, επίστερνον, ο πρόσθιος σκληρίτης του πλευρού (pleuron) βλ. episternum anteprocoxal membrane, προσθιοϊσχιακή µεµβράνη. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): η µεµβράνη που βρίσκεται προσθίως του ισχίου των προθωρακικών ποδών (forecoxa) µεταξύ του προσθίου ισχίου (forecoxa) και του προεπιστέρνου (proepisternum) anteprocoxal scale, προσθιοϊσχιακόν λέπιον. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): ένα από τα λέπια που εµφανίζονται σε µικρές οµάδες επί της προσθιοϊσχιακής µεµβράνης (anteprocoxal membrane) antepronotal lobes, πρόσθιοι προνωτιαίοι λοβοί. στα τέλεια των Nematocera (Dipt.): µεγάλες πλευρικές περιοχές του προσθίου τµήµατος του προνώτου (antepronotum) antepronotal scale, πρόσθιον προνωτιαίον λέπιον. στα τέλεια των Culicidae (Diptera): ένα από τα οµαδοποιηµένα λέπια στο πρόσθιον τµήµα του προνώτου που σχηµατίζουν, µερικές φορές, µιαν τούφα (tuft) antepronotal seta, προσθία προνωτιαία χιτινισµένη σµήριγγα. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): κάθε χιτινισµένη σµήριγγα που υπάρχει στο πρόσθιον τµήµα του προνώτου antepronotals, πρόσθιαι προνωτιαίαι (σµήριγγες). στα τέλεια και τις νύµφες των Chironomidae (Diptera): οι χιτινισµένες σµήριγγες του προσθίου τµήµατος του προνώτου που διαιρούνται σε µεσαίες και πλευρικές χιτινισµένες σµήριγγες antepronotum, πρόσθιον προνώτον. στα τέλεια Diptera, ειδικά στα Nematocera: το πρόσθιον τµήµα του πρoνώτου που φαίνεται σαν τριχωτός λοβός ακριβώς άνωθεν του προεπιστέρνου (proepisternum) antepygidial bristles, πρόσθιαι πυγιδιακαί σµήριγγες βλ.antepygidial setae antepygidial setae, πρόσθιαι πυγιδιακαί τρίχες. στα τέλεια της Τάξεως Siphonaptera: µία ή περισσότερες χιτινισµένες σµήριγγες στο επάκριον περιθώριο του VII τεργίτη anterior, πρόσθιος π.χ. πρόσθιον ζεύγος ποδών ή πτερύγων βλ.cephalad anterior acrostichals, πρόσθιαι ακροστοιχιακαί. στα τέλεια Diptera: οι πρόσθιες ακροστοιχιακές τρίχες (acrostichal setae) anterior angle, προσθία γωνία, η γωνία του θώρακος κοντά στην κεφαλήν anterior apodeme of endophallic plate, ενδοφαλλικόν απόδεµα. στα ♂ Orthoptera:


66 endophallic apodeme anterior apophyses, πρόσθιαι αποφύσεις. στα ♀ Lepidoptera: apophyses anteriores anterior arculus, πρόσθιον τοξοειδές (νεύρον). στις νευρώσεις των πτερύγων: το µέρος εκείνο του τοξοειδούς (arculus) που αποτελεί τµήµα του µεσαίου νεύρου (media) anterior arms of tentorium, πρόσθιοι κλάδοι των ακροµερών βλ.anterior tentorial arms anterior basalare, προσθία βάσις πτέρυγος. στα τέλεια Diptera: το πρόσθιον τµήµα της διηρηµένης βάσεως της πτέρυγος βλ.posterior basalare anterior branch, πρόσθιος κλάδος, προσθία κυρτή διακλάδωσις του κυρίου επιµήκους νεύρου της πτέρυγος anterior branch of third vein, πρόσθιος κλάδος του 3ου νεύρου. στις πτέρυγες των Diptera: το τέταρτο κερκιδικόν (radial) νεύρον (R4) του Comstock anterior clypeus, προεπιστόµιον, το κατώτερον ήµισυ του επιστοµίου όταν δεν υπάρχει γραµµή ή οριοθέτησις µεταξύ αυτού και του άνω χείλους βλ.anteclypeus anterior connecting leaf of gonapophysis VIII, προσθία συνδετική µεµβράνη της γοναποφύσεως VIII. στα ♀ Heteroptera (Hem.) γενικώς: η µεµβρανοειδής σύνδεσις της VIII γοναποφύσεως µε τον VIII ισχιακόν γονοσκληρίτη anterior connecting leaf of gonapophysis IΧ, προσθία συνδετική µεµβράνη της IX γοναποφύσεως. στα ♀ Heteroptera (Hem.): ο σύνδεσµος µεταξύ της IX γοναποφύσεως και του IX ισχιακού γονοσκληρίτη anterior cornu βλ. precornua anterior crop, πρόσθιος πρόλοβος. σε πολλά Auchenorrhyncha και Sternorrhyncha (Hem.): το πρόσθιον τµήµα του διεσταλµένου τµήµατος του πεπτικού σωλήνος µετά τον οισοφάγον βλ.crop anterior crossvein, πρόσθιον εγκάρσιον νεύρον πτέρυγος. στα τέλεια Diptera: εγκάρσιον νεύρον µεταξύ του κερκιδικού (radius) και του µεσαίου (media) νεύρου πτέρυγος anterior cubitus, προσθιοωλενικόν νεύρον πτέρυγoς βλ.cubitus anterior anterior dorsal tooth, πρόσθιος άνω οδούς. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): ο πρόσθιος από τους δύο άνω πρόσθιους οδόντες της άνω γνάθου (mandible) που φέρει συνήθως µίαν ή δύο ακίδες (cusps) anterior dorsocentral area, προσθία νωτοκεντρική περιοχή. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): η νωτοκεντρική περιοχή προς την κεφαλήν (antealar area) µέχρι την πλευρικήν περιοχή του ασπιδίου (scutum) στη θέση του παρατεργίτη που φέρει χιτινισµένες


67 σµήριγγες (setae) και λέπια (scales) anterior dorsocentral bristles, πρόσθιες νωτοκεντρικές σµήριγγες. στα τέλεια των Diptera: η σειρά σκληρών τριχών σε κάθε πλευρά προ της εγκαρσίας ασπιδικής (scutal) ραφής βλ. dorsocentral setae anterior dorsocentral scale, πρόσθιον νωτοκεντρικόν λέπιον. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): ένα από τα λέπια που εµφανίζονται σε µία (λίγο ή πολύ διακριτή) γραµµή που τοποθετείται έµπροσθεν των οπισθίων ασπιδικών λεπίων (scutal scales) της προσθίας νωτοκεντρικής περιοχής του ασπιδίου (scutum) anterior dorsocentral seta, προσθία νωτοκεντρική σκληρή τρίχα (bristle). στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): οι νωτοκεντρικές σκληρές τρίχες που εµφανίζονται στην πρόσθια νωτοκεντρικήν περιοχή σε µία ή περισσότερες σειρές βλ.anterior dorsocentral bristles anterior fibula(e), προσθία περόνη. στα ♀ Heteroptera (Hem.): οι πρόσθιες περόνες (fibulae anteriores) ή η οπισθία συνδετική µεµβράνη της VIII γοναποφύσεως anterior field, προσθία περιοχή. στα ψευδέλυτρα των Orthoptera: η περιοχή του επιµήκους νεύρου (costa) που αποτελεί το ανώτερο πρόσθιον περιθώριο της πτέρυγος (costal fold) anterior gonapophysis, προσθία γοναπόφυσις. στα ♂ Muscomorpha (Dipt.): οι προγονίτες (pregonites). στα τέλεια ♂ Diptera: τα γονοπόδια (gonopods). στα ♀ Odonata, Orthoptera, Psocoptera και Heteroptera: η πρώτη γοναπόφυσις anterior gonopods, πρόσθια γονοπόδια. στα ♀ Psocoptera: τα πρώτα βαλβίδια (valvulae) anterior hard plate, άνω σκληρή πλάξ. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): η ακανόνιστη προσθία πλακοειδής περιοχή του επιστοµικού ουρανίσκου (clypeopalatum) που φέρει µίαν ή περισσότερες τρίχες γεύσεως anterior hooklike processes, πρόσθιες αγκιστροειδείς αποφύσεις. στα ♂ Orthoptera: τα πρόσθια άγκιστρα (ancora) του επιφαλλού (epiphallus) anterior intercalary vein, πρόσθιον δευτερεύον νεύρον. στα τέλεια Diptera: ένας κλάδος του κυρίου νεύρου (Μ2) anterior intervalvula, προσθία διάµεσος βαλβίς. στα ♀ Orthoptera: η οπισθία διάµεσος βαλβίδα (inferior intervalvula) anterior intestine, πρόσθιον τµήµα εντέρου, το τµήµα του οπισθίου εντέρου µεταξύ του µεσεντέρου (midgut) και του ορθού (παχέως) εντέρου (rectum) βλ.colon και ileum anterior labral muscles, πρόσθιοι µύες άνω χείλους, ένα από τα δύο ζεύγη επιµήκων µυών που κινούν το άνω χείλος (labrum) και εδράζονται στο πρόσθιο περιθώριον της βάσεως


68 του άνω χείλους anterior lacinial chaeta, προσθία χαίτη του εσωτερικού λοβού της κάτω γνάθου. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): η πιο πρόσθια χαίτη του εσωτερικού λοβού της κάτω γνάθου (lacinia) που βρίσκεται πάνω απο το βασικονικόν αισθητήριον (basiconicum sensillum) του εξωτερικού λοβού της κάτω γνάθου (galea) και οπισθίως της παραξονικής τρίχας (paraxial seta) anterior lamina, πρόσθιον ελασµάτιον. στα ♂ Odonata: πρόσθια µικρή λεπτή ελασµατοειδής κατασκευή (lamina anterior) στα γενετικά όργανα (genitalia) anterior lateral sclerites, πρόσθιοι πλευρικοί σκληρίτες. στα ♂ Dermaptera: το πρόσθιο πλευρικόν τοίχωµα της βασικής περιοχής του φαλλού (penis) anterior mandibular articulation, πρoσθία άρθρωσις του άνω ζεύγους γνάθων. στις προνύµφες των Diptera: το νωτιαίο σηµείον αρθρώσεως της άνω γνάθου µε την κεφαλικήν κάψα· η συνδετική γραµµή µε την οποίαν έρχονται σε επαφή ο νωτιαίος κόνδυλος (dorsal condyle = preartis) µε τον πρόσθιον κόνδυλο (precoila) κατά την κίνησιν των άνω γνάθων anterior media βλ.media anterior (MA) anterior median process, µεσοπρόσθιος προεξοχή. στις προνύµφες των Anophelinae (Dipt.: Culicidae): ανυψωµένος θάλαµος ή οζοειδής µεµβρανώδης περιοχή που βρίσκεται οπισθίως της µεσογραµµής του προσθίου λοβού (anterior lobe) του αναπνευστικού τρήµατος (spiracle) anterior mesanepisternum, πρόσθιον µεσανεπίστερνον. σε µερικά τέλεια Diptera: το τριγωνικό πρόσθιον τµήµα του µεσανεπιστέρνου που φέρει το µεσοθωρακικό αναπνευστικόν τρήµα χωριζόµενο απο το οπίσθιο µεσανεπίστερνον και το µεσοκατεπίστερνον µε την ανεπιστερνική σχισµή (anepisternal cleft) anterior mesenteron rudiment, πρόσθιον στοιχειώδες µεσέντερον. στην εµβρυακή µορφή του εντόµου: η προσθία οµάς των κυττάρων της υποτυπώδους κοιλιακής ενδοδερµίδος απο την οποίαν αναγεννάται το µεσέντερον (mesenteron) anterior mesepimeral scale, πρόσθιον µεσεπιµερικόν λέπιον. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): ένα από τα µεσεπιµερικά λέπια που βρίσκεται σε οµάδα λεπίων στο κεφαλονωτιαίον τµήµα του µεσανεπιµέρου (mesanepimeron) anterior nodule of median flap, προσθία διόγκωσις (nodule) του µεσαίου πτερυγίου, συνήθως µε µικρή ακίδα (microspiculate)· σε µερικά ♂ Dihybocerus (Emb.:


69 Embiidae): η προσθία διόγκωσις που βρίσκεται στο ενδιάµεσον πτερύγιον του Χ τεργίτη anterior notal wing process, προσθία νωτιαία πτερυγική απόφυσις, ο πρόσθιος λοβός του πλευρικού περιθωρίου του ραχιαίου σκληρίτη του µεσοθώρακος, που φέρει το alinotum και στηρίζει τον «λαιµό» του πρώτου µασχαλιαίου σκληρίτη (axillary sternite) anterior oblique suture, προσθία λοξή αύλαξ. σε µερικά τέλεια των Aculeata (Hym.): η αύλαξ που εκτείνεται από το υποπτερυγικόν βοθρίον (subalar pit) εως την επικνηµικήν τρόπιδα (epicnemal carina) anterior palatal bar, προσθία ράβδος ουρανίσκου. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): η εγκαρσία χειλεοουρανισκική κατασκευή που σχηµατίζεται από ένα ζεύγος πολύ σκληροποιηµένων πλευρικών µερών και από ένα βραχύ και εύκαµπτο παρένθετον τµήµα anterior palpi, χειλικαί προσακτρίδες βλ.labial palpi anterior parameres, πρόσθια παραµερή. στα ♂ Muscomorpha (Dipt.): οι προγονίτες (pregonites). σε ♂ Machilidae (Archaeognatha): οι γοναποφύσεις του VIII κοιλιακού τµήµατος anterior parapods, πρόσθιοι παράποδες. σε προνύµφες µερικών Chironomidae (Dipt.): οι παράποδες (parapods) στον προθώρακα που µερικές φορές συγχωνεύονται βλ. prolegs anterior pharynx, πρόσθιος φάρυγξ, το προεγκεφαλικόν τµήµα του φάρυγγα (pharynx) στα έντοµα στα οποία υπάρχει διαφοροποιηµένος οπίσθιος φάρυγγας (posterior pharynx) όπισθεν του εγκεφάλου anterior phragma, πρόσθιον φράγµα, ένας από το ζεύγος εσωτερικών λοβών οι οποίοι προβάλλουν µέσα στην κοιλότητα του µεσοθώρακος (mesothorax) και χρησιµεύουν στη σύνδεσιν (προσάρτησιν) ενός µυός anterior plate, προσθία πλάξ. σε ♀ Lepidoptera: προκολπικόν ελασµάτιον (lamella antevaginalis), antevaginal plate anterior point, πρόσθιον σηµείον. σε ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): προσθιοπλευρική γωνία στην βάση του στύλου (style, stylus) anterior process, προσθία προεξοχή. σε ♂ Siphonaptera: πρόσθιον νωτιαίον τελοµερές (telomere dorsalis) anterior process of terebra, προσθία προεξοχή του ωοθέτου. σε ♀ Odonata: προσθία γοναπόφυσις (gonapophysis) anterior promontory, προσθία προέκτασις (προεκβολή). σε ακµαία Culicidae (Dipt.): η


70 ευρεία µεσαία περιοχή του µεσονώτου στο πρόσθιον άκρο της ακρόστιχης περιοχής (acrostichal area), η οποία (λίγο ή πολύ) προεκτείνεται πάνω από τον αυχένα προς την κεφαλήν anterior pronotal setae, πρόσθιες σµήριγγες του προνώτου. σε νύµφες Chironomidae (Dipt.): µεσαία σµήριγξ του προσθίου προνώτου (antepronotum) anterior pronotum, πρόσθιον πρόνωτον. σε τέλεια Nematocera (Dipt.): το πρόσθιον µέρος του προνώτου (pronotum) anterior ramus, πρόσθιος κλάδος. σε ♀ Heteroptera (Hem.): το οπίσθιον συνδετικό τµήµα της γοναποφύσεως VIII anterior sclerite of second coxopodite, πρόσθιος σκληρίτης του δευτέρου ισχιοποδίτη. σε ♀ έντοµα: gonangulum anterior scutal fossal seta, προσθία χιτινισµένη σµήριγξ της ασπιδικής κοιλότητος. σε τέλεια Culicidae (Dipt.): µία από τις χιτινισµένες σµήριγγες (που βρίσκονται σε οµάδα) του προσθιοπλευρικού περιθωρίου της ασπιδικής κοιλότητος (scutal fossa) επάνω από το οπίσθιον άνοιγµα του προσθίου προνώτου (antepronotum) anterior scutellar ridge, προσθία ράβδωσις (ράχις) ασπιδίου. σε τέλεια Culicidae (Dipt.): η εξωτερική ράχις που εκτείνεται από την προσθιοπλευρικήν γωνία του ασπιδίου ή θυρεού (scutellum) µέχρι τη βάση της οπισθίας νωτιαίας πτερυγικής προεξοχής (notal wing process) anterior spiracles, πρόσθια (αναπνευστικά) στίγµατα. σε τέλεια και προνύµφες των Diptera: ζεύγος µεσοθωρακικών αναπνευστικών στιγµάτων που έχουν «µετακινηθεί» προς τα εµπρός και βρίσκονται στην προσθιοραχιαίαν γωνία του ανεπιστέρνου (anepisternum) κοντά στην σύνδεση του πρόνωτου µε το µεσόνωτον anterior spiracular lobe, πρόσθιος αναπνευστικός λοβός. σε προνύµφες Culicidae και Dixidae (Dipt.): προσθία, άζυγος προεκβολή του αναπνευστικού τρήµατος που µοιάζει µε κάλυµµα (ιατρ. κρηµνός) anterior spiracular lobe plate I, πρόσθιος αναπνευστικός λοβός της 1ης πλακός. σε προνύµφες Culicidae (Dipt.): ο εσωτερικός σκληρίτης (ο εγγύτερος στα αναπνευστικά τρήµατα) του προσθίου αναπνευστικού λοβού του αναπνευστικού τρήµατος (spiracle) anterior spiracular lobe plate II, πρόσθιος αναπνευστικός λοβός της ΙΙας πλακός. σε προνύµφες Culicidae (Dipt.): ο λίγο ανεπτυγµένος εξωτερικός σκληρίτης (ο εγγύτερος στον VIII κοιλιακόν δακτύλιο VIII ή το ακραίον περιθώριον του σιφωνίου = siphon)


71 του προσθίου αναπνευστικού λοβού του αναπνευστικού τρήµατος (spiracle) anterior squama, πρόσθιον λέπιον. σε πτέρυγες τελείων Diptera: το εξωτερικόν λέπιον (outer squama) anterior stigmatal tubercle, πρόσθιον στιγµατικόν φυµάτιον. σε προνύµφες των Lepidoptera: µια προεξοχή στα αναπνευστικά τρήµατα των θωρακικών και των κοιλιακών δακτυλίων anterior surstylar lobe, πρόσθιος επιστύλιος λοβός. σε τέλεια Muscomorpha (Dipt.): δευτερεύων λοβός του επανδρίου (epandrium) anterior tentorial arms, πρόσθια σκηνιδιακά άκρα, οι εγκολπώσεις του εξωσκελετού που ανορθώνονται από τα πρόσθια σκηνιδιακά κοιλώµατα στην υποπαρειακή ραφήν (subgenal suture) ή στην επιστοµιακήν ραφή (epistomal suture), οι οποίες αποτελούν µέρος του σκηνιδίου (tentorium) anterior tentoral pits, πρόσθια σκηνιδιακά κοιλώµατα, τα εξωτερικά βοθρία στις παρειακές ή επιστοµικές ράχεις· µερικές φορές επιµήκη (βλ. anterior tentorial arms) anterior tentorium, πρόσθιον σκηνίδιον. σε τέλεια Diptera: πρόσθιοι σκηνιδιακοί βραχίονες (arms) anterior trapezoidal tubercle, πρόσθιον τραπεζοειδές φυµάτιον. σε προνύµφες των Lepidoptera: απόφυσις των θωρακικών και κοιλιακών δακτυλίων anterior tuberosity, πρόσθιον όγκωµα. στα περισσότερα έντοµα: το πρόσθιον µέρος δύο προεξεχουσών ανυψωµένων (που µοιάζουν µε ώµο) περιοχών στην βάση της πτέρυγος anterior valves, πρόσθιαι βαλβίδες. σε ♀ έντοµα: πρώτες γοναποφύσεις. σε ♀ Plecoptera: κοιλιοβαλβίδες ή κοιλιακές βαλβίδες (ventrovalvulae) του ωοθέτου anterior valvulae· σε ♀ έντοµα: πρώτες γοναποφύσεις. στα Phasmida: κατώτερες βαλβίδες. σε ♀ Orthoptera και Heteroptera (Hem.): πρώτες γοναποφύσεις (first gonapophyses) πρώτες γοναποφύσεις anterior ventral cervical sclerite, πρόσθιος κοιλιακός αυχενικός σκληρίτης. στα Dermaptera: πρόσθιος κοιλιακός (ventral) σκληρίτης του αυχένος (cervix) anterior vertical ridge, προσθία κατακόρυφος ράχις. σε τέλεια Siphonaptera: ράχις που βρίσκεται πλησίον και είναι παράλληλη µε το πρόσθιον περιθώριον του µετεπιστέρνου (metepisternum) anterior wall, πρόσθιον τοίχωµα. σε ♀ Miridae (Hem.: Heteroptera): το µέρος του θύλακος οχείας (bursa copulatrix) που βρίσκεται µεταξύ των προσθίων περονών και κάτω από


72 την οροφήν του (roof) anterior wing-root, προσθία « ρίζα » πτέρυγος. σε τέλεια Culicidae (Dipt.): η εγγύτερη περιοχή της πτέρυγος που περιλαµβάνει τα βασικά µέρη του πλευρικού νεύρου (costa), του κερκιδικού (radius) και της κώπης (remigium) anterior wings, πρόσθιαι πτέρυγες (forewings), πρόσθιον ζεύγος πτερύγων antero-, (πρόθεµα) = πριν από, στο πρόσθιον µέρος κάποιου anteroadmedian lines, προσθιοµεσαίαι γραµµαί. σε τέλεια Hymenoptera: πρόσθιες γραµµές του µεσοασπιδίου (mesoscutum) κοντά στη µεσαία γραµµή του anterodorsal, προσθιονωτιαίος, προς το εµπρόσθιον µέρος και το νώτον. σε τέλεια Diptera: σµήριγγες ποδών στη « συνάντηση » προσθίων και νωτιαίων προσώπων (faces) anterodorsal endomere, προσθιονωτιαίον ενδοµερές. σε ♂ Anoplura (Phthir.): νωτιαία σκλήρυνσις κοντά στη βάση του γεννητικού σάκκου (genital sac) anterolateral, προσθιοπλευρικός, ευρισκόµενος στο πρόσθιον µέρος και προς τα πλάγια anterolateral spiracular lobe, προσθιοπλευρικός αναπνευστικός (τρηµατικός) λοβός. σε προνύµφες κουνουπιών (Dipt.: Culicidae και Dixidae): ένα από τα πρόσθια εκ των δύο αµφιπλεύρων ζευγών των προεκτάσεων της αναπνευστικής συσκευής που µοιάζουν µε πτερύγια και είναι ασθενώς ανεπτυγµένα (δυσδιάκριτα) στη φυλή Mansoniini anterolateral spiracular lobe plate I, προσθιοπλευρικός αναπνευστικός λοβός του I σκληρίτη. σε προνύµφες Culicidae και Dixidae (Dipt.): ο εσωτερικός σκληρίτης (ο πλησιέστερος στα αναπνευστικά ανοίγµατα) ενός από τους προσθιοπλευρικούς αναπνευστικούς λοβούς της αναπνευστικής συσκευής (spiracular apparatus) anterolateral spiracular lobe plate II, προπλευρικός αναπνευστικός λοβός του II σκληρίτη. σε προνύµφες Culicidae και Dixidae (Dipt.): ο συχνά ασθενώς οριοθετηµένος εξωτερικός σκληρίτης, ο πιο κοντινός κοιλιακός δακτύλιος (VIII στερνίτης) ή το ακραίον περιθώριον του σιφωνίου (siphon) ενός από τους προσθιοπλευρικούς αναπνευστικούς λοβούς της αναπνευστικής συσκευής (spiracular apparatus) anteromedian bare space, προσθιοµεσαίον γυµνόν διάστηµα. σε τέλεια Culicidae (Dipt.): η περιοχή µεταξύ των ακροστιχικών (acrostichal) και νωτοκεντρικών (dorsocentral) χιτινισµένων σµηρίγγων περίπου επάνω στο πρόσθιον ήµισυ της ασπίδος (scutum) anteromedian palatal brush, προσθιοµεσαία υπερώιος ψήκτρα. στις περισσότερες προνύµφες Culicidae (Dipt.): η ακραία άζυγος υπερώια ψήκτρα που σχηµατίζεται από µερικές από τις επιµήκεις ίνες που είναι προσκολληµένες στον προσθιοµεσαίο υπερώιον


73 λοβό anteromedian palatal filament, προσθιοµεσαίον υπερώιον νήµα. σε προνύµφες Culicidae (Dipt.): οποιοδήποτε χειλοϋπερώιον (labropalatal) νήµα µεταξύ των έσω άκρων των πλευρικών υπερώιων περιοχών anteromedian palatal lobe, προσθιοµεσαίος υπερώιος λοβός. σε προνύµφες Culicidae (Dipt.): ο ακραίος µονός χειλοϋπερώιος (labropalatal) λοβός που συνήθως φέρει µιαν ψήκτρα από νήµατα (filaments) anteromedian palatal penicular area, προσθιοµεσαία υπερώιος (palatal penicular) περιοχή. σε πολλές προνύµφες Culicidae (Dipt.): η εξειδικευµένη περιοχή του εξωσκελετού που φέρει µιαν ψήκτρα επάνω στον προσθιοπλευρικόν υπερώιον λοβόν (anterolateral palatal lobe) anteromesal, προσθιοµέσος, εµπρός και κατά µήκος της µεσαίας γραµµής του σώµατος anteroventral, προσθιοκοιλιακός, εµπρός και κάτω ή στην κατώτερη πλευρά. σε τέλεια Diptera: σκληρές τρίχες ποδιών στο σηµείον συναντήσεως του προσθίου και του κοιλιακού προσώπου (face) anteroventral endomere, προσθιοκοιλιακόν ενδοµερές. σε ♂ Anoplura (Phthir.): κοιλιακή σκλήρυνσις κοντά στη βάση του γεννητικού σάκκου (genital sac) antescutal depression, προασπιδικόν εντύπωµα. σε τέλεια Zelinae (Hym.: Braconidae): ένα εγκάρσιον εντύπωµα µεταξύ του προσθιονωτιαίου µέρους του προνώτου και του µεσαίου λοβού του µεσοασπιδίου (mesoscutum) antevaginal plate, προκολπική πλαξ, προκολπικόν ελασµάτιον (lamella antevaginalis) anthobian, ανθόβιος, τρεφόµενος µε άνθη: αφορά σε ορισµένα Lamellicornia Col. στα οποία το κάτω χείλος εκτείνεται πέραν του σιαγωνίου (mentum) anthocyanins, ανθοκυανίναι, φυτικές χρωστικές ουσίες που ενσωµατώνονται στους ιστούς και συµβάλλουν στον κυανό ή ερυθρό χρωµατισµόν µερικών εντόµων anthogenesis, ανθογένεσις, η παραγωγή παρθενογενετικώς ♂ και ♀, όπως σε ορισµένες αφίδες (Hem.: Sternorrhyncha: Aphididae) anthonome, ανθονοµή, προνυµφική στοά σε άνθος anthophila, ανθόφιλα. στα Hymenoptera: είδη στα οποία η βασική ένωσις του οπισθίου ταρσού είναι διεσταλµένη και χνοώδης π.χ.µέλισσες (Apoidea) anthophilous, ανθόφιλος, 1 που συχνάζει σε άνθη ή που προτιµά τα άνθη, 2 που τρέφεται µε άνθη, 3 αφορά σε έντοµα που λειτουργούν ως φορείς γύρεως, 4 στοµατικά εξαρτήµατα τροποποιηµένα προς κατανάλωσιν ανθέων


74 anthracine, anthracinus, ανθράκινος, ανθρακόχρους, βαθύ γυαλιστερό µαύρο µε γαλαζωπή χροιά anthraquinone, ανθρακινόνη. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): χρωστική ουσία κινόνης που σχηµατίζεται από τη συµπύκνωσιν τριών δακτυλίων βενζολίου, π.χ. καρµινικόν οξύ βλ.aphin anthrax, άνθραξ, βακτηριολογική ασθένεια του ανθρώπου και άλλων ζώων που προκαλείται από το Bacillus anthracis και µεταδίδεται από τα Tabanus spp. (Dipt.: Tabanidae) anthropophilus, ανθρωπόφιλος, 1 που προτιµά τον άνθρωπο, 2 αφορά σε έντοµα που δείχνουν προτίµησιν στο ανθρώπινο αίµα anti-, αντι-(πρόθεµα) = ενάντιος, αντίθετος βλ.ante antibiosis, αντιβίωσις, σχέσις µεταξύ δύο ή περισσοτέρων οργανισµών η οποία είναι καταστρεπτική για έναν ή περισσότερους από αυτούς antibody, αντίσωµα. σε σπονδυλωτά: σφαιρίνη ορού η οποία παράγεται στο αίµα ενός ανοσοποιηµένου ζώου ως αντίδρασις στην εισαγωγήν ξένου αντιγόνου βλ.antigen, antiserum και serology) anticlyepus, προεπιστόµιον (anteclypeus) anticoagulant, αντιπηκτικόν, οποιαδήποτε ουσία η οποία αποτρέπει την θρόµβωσιν ή την πήξιν του αίµατος π.χ. ο σίαλος (σάλιο) των αιµοµυζητικών εντόµων anticoagulatory, αντιπηκτικός, που δρα για να αποτρέψει την πήξιν anticoagulin, αντιπηκτίνη, 1 έκκρισις ενός ζώου που δρα για να αποτρέψει την πήξιν του αίµατος, 2 ουσία που εκκρίνεται από ορισµένα µυζητικά αρθρόποδα και η οποία αποτρέπει την πήξιν του αίµατος του θηράµατός τους ή εµποδίζει την δράσιν της πηκτίνης (coagulin) anticrypsis, αντίκρυψις, η απόκρυψις του χρωµατισµού και της συµπεριφοράς (crypsis) που επιτρέπει σε έναν θηρευτή να πλησιάσει το θήραµά του απαρατήρητος ή (συχνότερα) επιτρέπει στο θήραµα να πλησιάσει τον θηρευτή χωρίς αυτό να τον βλέπει anticryptic colors, αντικρυπτικά χρώµατα, χρώµατα που χρησιµοποιούνται από τον θηρευτή για απόκρυψιν προκειµένου να διευκολυνθεί η επίθεσίς του στο θήραµα anticus, µετωπικός (πρόσθιος), που ανήκει ή που κατευθύνεται προς το µέτωπον (frons) antidiuretic hormone, αντιδιουρητική ορµόνη, ορµόνη που αυξάνει την κατακράτησιν ύδατος από το ορθόν έντερο και µειώνει τον ρυθµόν της εκκρίσεως ύδατος από τους σωλήνες του Malpighi (Malpigian tubes) µε αποτέλεσµα τη µειωµένη έκκρισίν του antigen, αντιγόνον, ουσία (κυρίως πρωτεΐνη) ικανή να προκαλεί σύνθεσιν αντισωµάτων όταν


75 εισαχθεί στη ροή του αίµατος των σπονδυλωτών ή (στα έντοµα) άλλη προστατευτική, λυτική ή θανατηφόρος ουσία βλ. ανοσιογόνο (immunogen) antigenic, αντιγονικός, µε τις ιδιότητες ενός αντιγόνου antigeny, αντιγονία, αντίθεσις ή ανταγωνισµός των φύλων που περιλαµβάνει όλα τα είδη φυλετικής ποικιλοµορφίας antigonadotropin, αντιγοναδοτροπίνη, ορµόνη που σταµατά τη λεκιθογένεσιν (vitellogenesis) σε νεαρότερα ωοκύτταρα antiperistalsis, αντιπερίσταλσις, 1 οι αντίστροφες µυικές συσπάσεις, 2 οι περισταλτικές κινήσεις του εντέρου antipygidial bristles, αντιπυγιδιακαί σµήριγγες, σκληρές τρίχες αντιπυγιδίου. σε τέλεια Siphonaptera: αντιπυγιδιακές σκληρές σµήριγγες antiserum, αντιορός, ορός αίµατος που περιέχει συγκεκριµένα αντισώµατα. βλ. αντίσωµα (antibody) και αντίδρασις πρεσιπιτίνης (precipitin reaction) antisquama, αντιλέπιον, αντιφολίς. σε τέλεια Diptera: η ανώτερη καλύπτρα (upper calypter) του πτερυγικού λοβού antistyle, αντίστυλον. σε ♂ Hesperiidae (Lep.): µια προεξοχή του στυλοφόρου (stylifer) της βαλβίδος (valva) antitegula, αντικεραµίς. σε τέλεια Diptera: αντιλέπιον (antisquama) antixenosis, αντιξένωσις, ακαταλληλότητα ή ασυµβατότητα µεταξύ φυτού - ξενιστή και εντόµου όσον αφορά στην ανθεκτικότητα antlered larvae, ελαφόκεροι προνύµφαι. σε ορισµένα Notodontidae (Lep.): νεοεκκολαφθείσες προνύµφες οι οποίες έχουν ένα ζεύγος µεγάλων (σαν του ελαφιού) κεράτων ραχιαίως στον πρώτο θωρακικόν δακτύλιο ή άλλες κερατοειδείς αποφύσεις στους κοιλιακούς δακτυλίους antlia, αντλία. σε τέλεια Lepidoptera: προβοσκίς (proboscis). σε τέλεια Diptera: φαρυγγική αντλία (pharyngeal pump) Antliata, παλαιά ονοµασία για µυζητικά έντοµα, κυρίως Lepidoptera και Diptera. Antliophora, υποθετικά µονοφυλετικά έντοµα µεταξύ των Holometabola συµπεριλαµβανοµένων των Mecoptera και Diptera antovipositor, αντωοθέτης. σε ♀ Telmatogetoninae (Dipt.: Chironomidae): ωοθετική συσκευή που αποτελείται από άλλα στοιχεία (εκτός των VIII και IX γοναποφύσεων και των VIII και IX γονοστύλων) αλλά συµπεριλαµβάνει τους κέρκους και τον IX τεργίτη


76 antrum (πλ., antra), άντρον, κοιλότης, κόλπος. σε ♀ Lep. (Nymphalidae): το πιο ουραίο µέρος του αγωγού σπερµατοθήκης όταν είναι πιο πολύ σκληρυµένο και διαφοροποιηµένο από το υπόλοιπον του αγωγού ants’eggs, ωά µυρµήγκων, νύµφες µυρµηγκιών (Hym.: Formicidae), κοινώς και κακώς καλούµενα «ωά» όταν χρησιµοποιούνται ως τροφή ψαριών κλπ annullus, δακτύλιος. σε ♂ Sphingidae (Lep.): περιοχή του αιδοιαγού (µερικές φορές ισχυρώς σκληρυµένη) αµέσως όπισθεν της ζώνης (zone) anus (πλ. ani), πρωκτός, έδρα, το άνοιγµα στο οπίσθιον άκρον της πεπτικής οδού µέσα από το οποίο περνούν τα κατάλοιπα των τροφών. στα ασπιδιοφόρα κοκκοειδή (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): ένα µάλλον κυκλικό άνοιγµα στη νωτιαία επιφάνεια του πυγιδίου (pygidium) µε ποικίλη θέσιν ως προς τα περιγεννητικά (circumgenital) στόµια των πόρων (pore orifices) aorta, αορτή, το πρόσθιο στενό τµήµα του νωτιαίου αγγείου (dorsal vessel) που ανοίγει προς την κεφαλήν και στερείται σχισµοειδούς ανοίγµατος (ostia) βλ.καρδία (heart) aortal chamber, αορτικός θάλαµος, θωρακική διεύρυνσις της αορτής (aorta) aortic valve, αορτική βαλβίς, ο µηχανισµός κλεισίµατος του νωτιαίου αγγείου των εντόµων στη σύνδεσιν της αορτής µε την καρδίαν apertum, άνοιγµα. σε τέλεια Coleoptera: ειδικό κύτταρον που ανοίγει προς τη βάση της οπισθίας πτέρυγος aperture opening, άνοιγµα (σπερµατοθήκης). σε ♀ Heteroptera (Hem.): orificium receptaculi apex (πλ. apices), κορυφή, άκρον κάθε κατασκευής αποµακρυσµένο από τη βάση. επάκρια γωνία πτέρυγας. σε ♂ Orthoptera: κοιλιακή βαλβίδα αιδοιαγού. σε ♂ Coleoptera: αποµακρυσµένο τµήµα του πέους σε απόστασιν από το σχισµοειδές άνοιγµα (ostium) του νωτιαίου αγγείου. σε ♂ Siphonaptera: ακραίος βραχίων (distal arm). σε ♂ Lepidoptera: επάκρια γωνία (apical angle) apex (πλ. apices) (άπω = µακράν), κορυφή, άκρη, ακραίο (απώτερον) σηµείο (αντ. basis) apex abdominis, κοιλιακόν άκρον, το τέλος της κοιλίας (cremaster) aphagia, αφαγία. στην παθολογίαν των ασπονδύλων: η ανικανότητα λήψεως τροφής Aphaniptera = Siphonaptera Aphelocheiroidea, Υπεροικ.στην Υπόταξιν των Nepomorpha (Hem.: Heteroptera) που συµπεριλαµβάνει µόνο τα Aphelocheiridae (τα οποία περιλαµβάνονται γενικώς στα


77 Naucoroidea) aphid, αφίς (αφίδα, µελίγκρα), µέλος της Υπεροικ. Aphidoidea (Hem.: Sternorrhyncha) βλ. plant-louse aphideine, αφιδίνη, αφιδολουτεΐνη, αφιδοωχρίνη (aphidilutein) aphidicolus, αφιδόβιος, που συχνάζει σε αποικίες αφίδων (Hem,: Sternorrhyncha: Aphididae) όπως συνήθως τα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) Aphidina = Aphidoidea Aphidiformes = Aphidimorpha aphidilutein, αφιδοωχρίνη, κιτρινωπό υγρόν που βρίσκεται στο σώµα των αφίδων (Hem.: Sternorrhyncha: Aphididae) βλ.aphideine aphidivorus, αφιδοφάγος, τρεφόµενος µε αφίδες (aphidophagous) Aphidoidea, Υπεροικογένεια των Sternorrhyncha (Hem.) που συµπεριλαµβάνει τις Οικογένειες Aphididae, Adelgidae και Phylloxeridae Aphidomorpha, Οµάς των Sternorrhyncha (Hem.) που συµπεριλαµβάνει τις Υπεροικογένειες Aphidoidea και Coccoidea aphidophagous, αφιδοφάγος, που τρέφεται µε αφίδες ή θηρεύει αφίδες (Hem.: Auchenorrhyncha: Aphidoidea) aphin, αφίνη, χρωστική ουσία κινόνης µε έναν πυρήνα 7 συµπυκνωµένων δακτυλίων βενζολίου που βρίσκεται στην αιµολέµφο των αφίδων (Hem.: Sternorrhyncha: Aphididae) και προσδίδει πορφυρόν ή µαύρο χρώµα σε όλο το έντοµο βλ. ανθρακινόνη (anthraquinone) aphrodisiac, αφροδισιακόν, µια ουσία που παράγεται και από τα δύο φύλα του εντόµου και διευκολύνει την σύζευξιν ή προετοιµάζει το αντίθετο φύλο για σύζευξη αφού τα δύο φύλα προσεγγίσουν το ένα το άλλο aphrodisiac pheromone, αφροδισιακή φεροµόνη, φεροµόνη φύλου ή σεξουαλική φεροµόνη (sex pheromone), αφροδισιακόν (aphrodisiac) apiary, µελισσουργείον, µελισσοκοµείον, µέρος όπου εκτρέφονται µέλισσες ή υπάρχει µία οµάδα κυψελών apicad, κορυφαίως, προς την κορυφήν apical, επάκριος, κορυφαίος, επάνω ή κοντά στο ακραίο σηµείον (κορυφή) οποιασδήποτε κατασκευής (αντ.basal) apical angle, επακρία γωνία, η γωνία της πτέρυγος στην κορυφή της. σε ♂ Lepidoptera: η νωτοουραία γωνία της βαλβίδας (valva)


78 apical appendage, επάκριον προσάρτηµα. σε ♂ Diptera: διστιστύλος (dististylus) ή γονοστύλος (gonostylus). σε ♂ Siphonaptera: η επέκτασις του εγγυτέρου άκρου του µεσαίου ελασµατίου (median lamina) που µοιάζει µε έλικα αναρριχητικού φυτού apical area, επάκριος περιοχή, επάκριον κύτταρον πτέρυγος. σε ♂ Ensifera (Orth.): ακραίο άκρο του νωτιαίου πεδίου της προσθίας πτέρυγος, οπισθίως του καθρέπτη (mirror). σε τέλεια Apocrita (Hymenoptera): µισχική (petiolar) περιοχή του πρώτου κοιλιακού δακτυλίου apical arm, επάκριος βραχίων. σε ♂ Siphonaptera: ακραίος βραχίονας (distal arm) apical bulb, επάκριος βολβός. στα Collembola: µια θηλή στο ή πλησίον του άκρου του 4ου άρθρου της κεραίας (συνήθως τοποθετηµένη σε βαθειά υποδοχή) µερικές φορές αποσυρµένη και γι’ αυτό ορατή µόνο σε διαυγασµένο παρασκεύασµα. σε ♀ Heteroptera (Hem.): σπερµατική κάψουλα (capsula seminalis) apical cell, επάκριον κύτταρον, εξειδικευµένο (συνήθως µεγάλο τροφικόν κύτταρον) του άνω άκρου του ορχικού σωλήνος (testicular tube). σε µερικά έντοµα: κύτταρον κοντά στo άκρoν της πτέρυγος. σε τέλεια Trichoptera: τα κύρια κύτταρα κατά µήκος της κορυφής (apex) της πτέρυγος (αριθµηµένα από το 1 ως το 5 αντιστοίχως) από το πρόσθιον προς το οπίσθιο µέρος: S1, S3, M1, M3 και Cu1 και ποικιλοτρόπως παρόντα ή απόντα apical chamber, επάκριος θάλαµος, η βλαστική ζώνη (germarium) σε έναν τελοτροφικόν (telotrophic) - ακροτροφικόν ωοφόρον σωλήνα (egg tube) apical comb, επάκριος κτένα. σε ♂ Psocoptera: κτένα στον IX τεργίτη apical complex, επάκριον σύµπλεγµα. σε ♂ Heteroptera και Diptera: συνκύτιον (syncytium) µε πολλούς πυρήνες στην βλαστική ζώνη (germarium) του σπερµατοφόρου σωλήνος (testis follicle) του όρχεος, που παρέχει τροφήν στα σπερµατογόνια (spermatogonia) apical crossvein, επάκριον νεύρον. στις πτέρυγες µερικών τέλειων Syrphidae και πολλών Calyptratae (Dipt.): αισθητώς κεκαµµένον τµήµα του Μ1+2 νεύρου apical filament, επάκριον νήµα. στα Collembola: τελική προβολή ενός από τα αγκιστροειδή ονυχοειδή ελασµάτια (unguicular lamellae) που εκτείνονται πέραν του υπολοίπου του οργάνου apical intersegmental fold, επακρία µεσοτµηµατική πτυχή. σε ♀ Culicidae (Diptera): πτυχή


79 (που συνήθως κατευθύνεται προς την κεφαλήν) της µεσοτµηµατικής µεµβράνης ανάµεσα στο οπίσθιον περιθώριον του VIII στερνίτη και το κατώτερον κολπικόν χείλος (vaginal lip) που φέρει (επί της οπισθίας µεσαίας περιοχής της) την νησίδα (insula, islet) apical lateral spines, επάκριαι πλευρικαί άκανθες. σε ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): εδρικά άγγιστρα (annal hooks) apical lobe, επάκριος λοβός. σε ♂ Culicidae (Dipt.): υποακραίος λοβός (subapical lobe) apical margin, επάκριον περιθώριον, το εξωτερικό περιθώριον της πτέρυγος εντόµου. apical membrane, επάκριος µεµβράνη. σε ♂ Siphonaptera: vexillum apical opening, επάκριον άνοιγµα. σε ♂ Coleoptera: σχισµοειδές άνοιγµα (ostium) του πέους (phallus) apical orifice, επάκριον στόµιον. σε ♂ Coleoptera: σχισµοειδές άνοιγµα (ostium) του πέους apical plate, επάκριος πλάξ. σε πολλά Heteroptera (Hem.): µεσαία κοιλιακή κατασκευή στο άκρον του κάτω χείλους (labial apex) apical portion of upper organ, επάκριον τµήµα του άνω οργάνου (upper organ). σε ♂ Hesperiidae (Lep.): άκανθα, άγκιστρον (uncus) apical process, επάκριος προεξοχή. σε ♂ Lygaeidae (Hem.: Heteroptera): προεξοχή του γονοπόρου (gonopore). σε µερικά ♀ Helotrephidae (Hem.: Heteroptera): ακραίον τµήµα του τροποποιηµένου ωοθέτη που ανήκει στον IX κοιλιακόν δακτύλιον apical processes, επάκριαι προεξοχαί, τελικές προεξοχές apical processes of aedeagus, επάκριαι προεξοχαί αιδοιαγού. σε ♂ Orthoptera: τα ελεύθερα µέρη των αιδοιαγικών βαλβίδων. σε ♂ Mecoptera: νωτιαίες βαλβίδες (dorsal valves) apical sector, επάκριος τοµεύς. σε τέλεια Planipennia: ένα από τα διαµήκη νεύρα στο επάκριον τµήµα της πτέρυγος apical sclerite, επάκριος σκληρίτης. σε ♂ Siphonaptera: σκληρίτες του Ford (Ford’s sclerites) apical sclerite of phallosome, επάκριος σκληρίτης του φαλλοσώµατος. σε ♂ Siphonaptera: άγγιστρα (hamuli) apical scutellars, επάκριαι ασπιδικαί σµήριγγες. σε τέλεια Diptera: επάκριες χιτινισµένες σµήριγγες του ασπιδίου (θυρεού) (apical scutellar setae) apical scutellar setae, επάκριαι χιτινισµέναι σµήριγγες του θυρεού (ασπιδίου). σε τέλεια


80 Diptera: επάκριον ζεύγος σµηρίγγων του περιθωρίου στο ασπίδιον (scutellum) του µεσονώτου (mesonotum) βλ. υποακραίες (subapical) και βασικές (basal) χιτινισµένες σµήριγγες του ασπιδίου (scutellar setae) apical setae, επάκριαι χιτινισµέναι σµήριγγες. στις κεραίες τελείων Chironomidae (Dipt.): ευθείες, δύσκαµπτες, σκοτεινόχρωµες χιτινισµένες σµήριγγες στην ή κοντά στην κορυφήν (apex) apical spurs, επάκριαι εγκεντρίδες. σε τέλεια Diptera: εγκεντρίδες (κέντρα) της κνήµης (tibial spurs) apical sternite, επάκριος στερνίτης. σε ♀ Cicadoidea (Hem.: Auchenorrhyncha): ο τελευταίος κοιλιακός στερνίτης (“last” abdominal sternum) apical style, κοιλιακός στύλος. σε µερικά ♀ Helotrephidae (Het.): επακρία προεξοχή (apical process) apical transverse carina, επακρία εγκάρσια τρόπις. σε τέλεια Hymenoptera: η τρόπις που διασχίζει το µετάνωτο πίσω από τo µέσον του και διαχωρίζει την µεσαία περιοχή (median area) από την µισχικήν περιοχήν (petiolar area) βλ.area apical tube, επάκριος σωλήν. σε ♀ Gerromorpha (Hem.: Heteroptera): σωλήν της σπερµατοθήκης (spermathecal tube) apical tuft, επάκριος θύσανος. σε τέλεια Lepidoptera: προεξέχουσες µάζες από τρίχες ή λέπια επάνω στους οπίσθιους κοιλιακούς δακτυλίους (πιθανώς για επίδειξιν, διασποράν οσµής ή κάλυψιν των ωών) βλ.corethogyne apical valves, επάκριαι βαλβίδες. σε ♂ Coelifera (Orth.): οι ακραίες βαλβίδες διηρηµένου πέους ή το ακραίον ήµισυ µη διηρηµένου πέους apically, επακρίως, προς, ή µε κατεύθυνσιν προς την κορυφήν (apex) apicodorsal lobe, ακρονωτιαίος λοβός. σε ♂ Culicidae (Dipt.): υποακραίος λοβός (subapical lobe) apicodorsal, ακρονωτιαίος. σε ♂ Tanypodinae (Dipt.: Chironomidae): η ισχυρότερη ακρονωτιαία χιτινισµένη σµήριγξ του γονοκοξίτη (gonocoxite) apicolateral, ακροπλευρικός, που βρίσκεται επακρίως (apically) και προς τα πλάγια (lateraly) apicomedian sclerite, ακροµεσαίος σκληρίτης. σε ♂ Siphonaptera: ένας από τους σκληρίτες του Ford (Ford’s sclerites) apicoventral lobe, ακροκοιλιακός λοβός. σε ♂ Culicidae (Dipt.): επάκριος µεσοκοιλιακός


81 λοβός (ventromesal lobe),η πιο ακραία περιοχή της κοιλιακής επιφανείας του γονοκοξίτη (gonocoxite) apiculate, apiculatus, καλυµµένος µε βραχείες - όρθιες - σαρκώδεις αιχµές apiculis, oρθία σαρκώδης βραχεία αιχµή apiculus,. σε Hesperiidae (Lep.): αιχµηρό ακραίον τµήµα του ροπάλου της κεραίας apimyiasis, µυίασις µελισσών, µυίασις του τελείου της µέλισσας (Hym.: Apidae) που προκαλείται από προνύµφες του Senotainia tricuspis Meigen (Dipt.: Sarcophagidae), Rondanioestrus apivorus de Villers (Oestridae) και ορισµένα άλλα είδη των Diptera apisthognathous, οπισθόγναθος (opisthognathous) apitoxin, µελισσοτοξίνη, το δηλητήριο του κεντρίσµατος των µελισσών (Hym.: Apoidea) που αποτελείται κυρίως από ένζυµα που παράγουν ισταµίνην και από πρωτεΐνες χαµηλού µοριακού βάρους apivorus, µελισσοφάγος, που τρέφεται µε µέλισσες aplasia, απλασία, η αποτυχία οργάνων ή ιστών να αναπτυχθούν, η έµφυτος απουσία ενός οργάνου ή ιστού apneustic respiration, απνευστική αναπνοή, 1 αναπνοή µέσω του δέρµατος ή µέσω τραχειακών βραγχίων, 2 αναπνοή χωρίς εξειδικευµένα εξωτερικά αναπνευστικά όργανα (αναπνευστικά στίγµατα ή βράγχια) και µε το τραχειακόν σύστηµα συνήθως απόν ή στοιχειώδες apneustic respiratory system, απνευστικόν αναπνευστικόν σύστηµα. σε υδρόβιες προνύµφες των Diptera: τραχειακόν σύστηµα χωρίς λειτουργικά αναπνευστικά στίγµατα (spiracles) βλ. oligopneustic, polypneustic respiratory system Apocrita, Υπόταξις των Hymenoptera στα τέλεια της οποίας ο πρώτος (Ι) δακτύλιος της κοιλίας είναι ενωµένος µε τον θώρακα για να σχηµατίσει το προπόδιον (propodeum, alitrunk) και οι προνύµφες τους είναι άποδες βλ.Symphyta apocritan, Απόκριτον, µέλος της Υποτάξεως Apocrita (Hym.) apodal, apode, apodous, άπους, οργανισµός ο οποίος στερείται ποδών apodema, απόδεµα. στα ♂ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): 1 ευδιάκριτη εγκαρσία ζώνη που διασχίζει τον θώρακα έµπροσθεν του ασπιδίου (scutellum), 2 λεπτή κάθετη χιτινισµένη πλάκα που εκτείνεται από την εσωτερικήν επιφάνεια (µέσα στη σωµατικήν κοιλότητα) στο κάθε επίστερνον (episternum) apodemal, αποδεµατικός, του, αναφερόµενος σε ή µε την µορφήν ενός αποδέµατος (apodema)


82 apodemal plate, αποδεµατική πλάξ. σε ♂ Dermaptera: η βασική σύνδεσις του γεννητικού οπλισµού apodemal rod of endophallus, αποδεµατική ράβδος του ενδοφαλλού. σε ♂ Siphonaptera: µια ράβδος που ακολουθεί από πλησίον την κυρτότητα του ενδοφαλλού παρέχοντας σηµείον συνδέσεως για µύες που φύονται νωτιαίως πάνω στο αιδοιαγικόν απόδεµα (aedeagal apodeme) από τη βάση του αιδοιαγού του ΙΧ στέρνου ή (ανάλογα µε την Οικογένεια) στο τείχος του αιδοιαγικού σάκκου (aedeagal pouch) apodemal strut, αποδεµατικόν στήριγµα. σε ♂ Siphonaptera: µια επέκτασις του µεσαίου ελασµατίου (median lamina) του αιδοιαγικού αποδέµατος µέσα στον αιδοιαγό προς τα πίσω η οποία στηρίζει τον εσωτερικό σωλήνα (tubus interior) του apodeme(s), απόδεµα(-τα), χιτίνινα εσογκώµατα του εξωσκελετού (χρησιµεύοντα ως τένοντες στα έντοµα, τα οστρακόδερµα και άλλα αρθρόποδα) στα οποία προσφύονται οι µύες. σε ♀ Trichoptera και Lepidoptera: ραβδοειδείς προβολές που ξεκινούν από το πρόσθιον περιθώριον των σκληρίτων στους δακτυλίους VIII και IX βλ.apophysis, furca και phragma apodeme of aedeagus, αιδοιαγικόν απόδεµα. στα Auchenorrhyncha και Sternorrhyncha (Hem.): νωτιαία ζυγή ή µονήρης προεξοχή στη βάση του αιδοιαγικού στελέχους (shaft). στα Cixiidae, (Hem.: Auchenorrhyncha: Fulgoroidea): η βάσις του αιδοιαγού πριν από το µαστίγιον (flagellum). στα Derbidae: η βάσις του αιδοιαγού πριν από το στέλεχος (shaft) apodeme of gonobase, γονοβασικόν απόδεµα. σε ♂ έντοµα: προεκβολή του συνενωµένου τµήµατος 1(gonobase) του ΙΧ γονοκοξίτη (gonocoxite IX) στην οποίαν εισέρχονται µύες του IX γονοκοξίτη και από την οποίαν ξεκινούν πολλοί εγγενείς µύες γονοκοξιτών και γοναποφύσεων (gonapophyses) apodeme of gonocoxite, γονοκοξιτικόν απόδεµα. σε ♂ Culicidae (Dipt.): µια αποδεµατική συνέχεια της εγγυτέρας µεσονωτιαίας γωνίας του γονοκοξίτη που ενώνεται ή αρθρώνεται µε το βασικόν µέρος του basal piece βλ.gonocoxal apodeme apodeme of hemitergite IX, απόδεµα του ΙΧ ηµιτεργίτη. σε ♀ Hymenoptera: πρόσθιον απόδεµα του ΙΧ ηµιτεργίτη apodeme of penis valve, απόδεµα της βαλβίδος του πέους (φαλλικής βαλβίδος). σε ♂ Hymenoptera: βασικό απόδεµα της βαλβίδος του πέους που συνήθως εκτείνεται στην κοιλότητα (lumen) της γονοβάσεως (gonobasis)


83 apodeme of stylet, απόδεµα του στυλέτου. σε ♀ Hymenoptera: απόδεµα στη βάση του βολβού του κεντρίου (sting bulb) apodeme of tergum IX, απόδεµα του ΙΧ τεργίτη. σε ♂ Siphonaptera: πρόσθιον απόδεµα του ΙΧ τεργίτη apodeme lobe, αποδεµατικός λοβός. σε ♀ Chironomidae (Dipt.): µικρός λοβός (µε απόδεµα ή µε σκληρυµένη βάση) µεταξύ των κύριων πλευροκοιλιακών και µεσονωτιαίων λοβών της VIII γοναποφύσεως (gonapophysis VIII) apodemes of cingulum, αποδέµατα του προσαγωγίου (cingulum). σε ♂ Coelifera (Orth.): ζεύγος βραχιόνων που κατευθύνονται από το προσαγώγιον (cingulum) προς την κεφαλήν apodemes of male hypopygium, αποδέµατα του άρρενος υποπυγίου. σε ♂ Chironomidae (Dipt.): εσωτερικά σκληρυµένα µέρη του υποπυγίου (hypopygium) Apoditrysia, συλλογική ονοµασία για όλα τα Ditrysia (Lep.) εκτός από τις Υπεροικ. Tineoidea, Yponomoidea και Gelechioidea apodous larva, άπους προνύµφη, προνύµφη χωρίς θωρακικούς πόδες. βλ. ολιγόπους προνύµφη (oligopod larva) και πολύπους προνύµφη (polypod larva) apoid, µελισσοειδής, που µοιάζει µε προνύµφην µέλισσας (Hym.: Apidae) Apoidea, Υπεροικ. των Aculeata (Hym.) που περιλαµβάνει τα Apoidea και τα Sphecoidea apolar, απολικός (αφορά στα κύτταρα), χωρίς διαφοροποιηµένους πόλους και χωρίς εµφανώς ακτινοειδείς προεξοχές, apolysis, απόλυσις. κατά την έκδυσιν: 1 ο διαχωρισµός της παλαιάς επιδερµίδος από τα υποκείµενα επιδερµικά κύτταρα (epidermal cells), 2 ο διαχωρισµός του παλαιού από τον νέον εξωσκελετόν (cuticula) πριν από την έκδυσην (ecdysis) apomictic parthenogenesis, αποµικτική παρθενογένεσις, παρθενογένεσις στην οποίαν κατά την διαίρεσιν ωριµάσεως (maturation division) του ωοκυττάρου (oocyte) δεν γίνεται καµία µειωτική διαίρεσις (reduction division) ούτως ώστε ο απόγονος να έχει την ίδια γενετική σύσταση µε την µητέρα του και να είναι όλοι ♀ - κάτι που συµβαίνει συχνά στα Blattidae (Blatt.), Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha), Tenthredinidae (Hym.) και στα Curculionidae (Col.) βλ.automictic parthenogenesis και thelytocy apomorphic, αποµορφικός, σχετικώς παραγόµενος ή εξειδικευµένος (όταν συγκρίνονται 2 ή περισσότεροι οµόλογοι τύποι χαρακτηριστικών) apomorphy, αποµορφία, η δηµιουργία χαρακτηριστικού ή τύπου χαρακτηριστικού


84 apophyseal cup, κύπελλον αποφύσεως. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): κυπελλοειδές εξάρτηµα φερόµενον στο ελεύθερον άκρον µιας στερνικής αποφύσεως που υποδέχεται την σύνδεσιν ορισµένων θωρακικών µυών (thoracic muscles) apophysis (πλ. apophyses), απόφυσις -εις, µία επιµηκυσµένη προέκτασις του εξωσκελετού είτε εσωτερικώς είτε εξωτερικώς βλ.apodeme, furca και phragma. στα ♂ Blattopteroidea: το νωτο-βασικόν εξάρτηµα του δεξιού επιφαλλού (epiphallus). στα ♂ Μiridae (Het.): το επάκριον εξάρτηµα του παραµερούς (paramere). στα ♂ Siphonaptera: η αποδεµατική ράβδος (apodemal rod). στα ♂ Lepidoptera: οι πρόσθιες και οπίσθιες αποφύσεις (apophyses anteriores και posteriores) apophysis anterior (πλ. apophyses anteriores), προσθία απόφυσις. στα ♀ Lepidoptera: τα ισχυρώς σκληροποιηµένα ζεύγη αποδεµάτων του VIII κοιλιακού τµήµατος τα οποία εκτείνονται προς την κεφαλήν (cephalad) και χρησιµεύουν ως µυϊκός σύνδεσµος· µερικές φορές επιµήκη ή διχαλωτά (forked) apophysis interna (πλ.apophyses internae), εσωτερική απόφυσις, στα ♀ Blattopteroidea: ζεύγος σκληριτών τοποθετηµένο στη βάση του ωοθέτου (ovipositor) apophysis lateralis (πλ.apophyses laterales), πλευρική απόφυσις. στα ♀ Planipennia: πλευρικές προεξοχές των συγχωνευµένων παραµερών (parameres) apophysis posterior (πλ.apophyses posteriores), οπισθία απόφυσις. στα ♀ Lepidoptera: τα ισχυρώς σκληροποιηµένα ζεύγη αποδεµάτων των εδρικών θηλών (papillae anales) του IX κοιλιακού τµήµατος που προεξέχουν προς την κεφαλήν (cephalad) παίζοντας τον ρόλον µυϊκού συνδέσµου· µερικές φορές επιµήκη ή διχαλωτά (forked) apophysis inferior, κατωτέρα απόφυσις, φαλλοαπόδεµα (phalloapodeme) apophysis of tergum ΙΧ, απόφυσις του IX τεργίτη. στα ♀ Orthoptera: ο ακροτεργίτης (acrotergite) apophysis of valvifer, απόφυσις του βαλβιδοφόρου, το µεταξύ των βαλβίδων (διαβαλβιδιακόν) απόδεµα (intervalvular apodeme) apophysis proxima (πλ. apophyses proximae), εγγυτέρα απόφυσις. στα ♂ Planipennia: τα συµπιεσµένα εγγύτατα άκρα των συγχωνευµένων παραµερών (parameres) apophysis superior, ανωτέρα απόφυσις. στα ♂ Diptera: ο επίφαλλος (epiphallus) apophystegal plates, στα ♀ Orthoptera: τα οπίσθια βαλβίδια (posterior valvulae) apopygeal appendages, αποπυγαία εξαρτήµατα. στα ♂ Podopinae (Hem.: Heteroptera): τα παράνδρια (parandria)


85 aposematic coloration, αποσηµατικός χρωµατισµός, o προειδοποιητικός χρωµατισµός aposematism, αποσηµατισµός, αναγνώρισις προειδοποιητικών σηµάτων επικοινωνίας (όπως χρωµατικών ερεθισµάτων) γιά την αποφυγήν απωθητικής δράσεώς τους apostatic selection, αποστατική επιλογή, όταν τα αρπακτικά (predators) προτιµούν τους κυρίαρχους πληθυσµούς θηραµάτων παραβλέποντας τους σπανιώτερους (ολιγοπληθείς) aposymbiotic, αποσυµβιωτικός, χωρίς συµβίωτα, γενικώς χωρίς αµοιβαία (mutualistic) συµβίωτα (symbionts) apotheca (πλ. apothecae), αποθήκη. στα ♂ Arrhenophanidae (Lep.): ο µεµβρανώδης σάκκος που σχηµατίζεται από εγκόλπωσιν του διαφράγµατος (diaphragma) στο VIII κοιλιακόν τµήµα (segment) και συχνά προεκτεινόµενος στο VII κοιλιακόν τµήµα. Το άνοιγµά του συνδέεται µε το δακτυλίδιον (anellus) και το κοιλιακόν τοίχωµα του εδρικού σωλήνα (tuba annalis) και χρησιµεύει ως υποδοχεύς για την µονίµως προεξέχουσα κύστιν (vesica) apotome, αποτοµή, 1 το πρόσθιον µέρος σωµατικού τµήµατος στο σηµείον όπου τούτο διαιρείται από εγκαρσίαν πτυχήν, 2 γενικώς το τµήµα (µέρος) ενός οργάνου. στα Japygidae (Dipl.): µία βραχεία προσθία υποδιαίρεσις του κάθε κοιλιακού στερνίτη που χωρίζεται µε µίαν µεµβρανώδη πτυχήν από το υπόλοιπον της πλακός. στις προνύµφες των Diptera: η µετωποεπιστοµιακή αποτοµή (frontocypeal apotome) apotorma (πλ. apotormae), αποστρόφος. στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): το εξάρτηµα που εξέχει εµπρός από τον στρόφον (torma) µεταξύ του πτερνοστρόφου (pternotorma) και του εσωτερικού άκρου του στρόφου (torma) πάντα τοποθετηµένο εξωτερικώς των θυσάνων (phobae) apotype, ο υπότυπος (hypotype) apparatus vestibularis, πρόθυρος συσκευή. στα ♀ Mecoptera: το µεσογύνιον (medigynium) appeasement, κατευνασµός, η ενεργητική αναχαίτισις των φυσιολογικών επιθετικών ή αρπακτικών ενστίκτων appeasement substance, κατευναστική ουσία, η έκκρισις ενός κοινωνικού παρασίτου που περιορίζει την επιθετικότητα των εντόµων-ξενιστών και συµβάλλει στην αποδοχήν του παρασίτου από την αποικίαν των ξενιστών (host colony) appendage, εξάρτηµα, οποιοδήποτε τµήµα, εξάρτηµα ή όργανον, συνδεδεµένο µε άρθρωσιν στο σώµα ή σε οποιαδήποτε άλλη κύρια κατασκευή του σώµατος appendage vein, προσηρτηµένον νεύρον. στα τέλεια Diptera: βραχύ νεύρον στη γωνία µιας


86 καµπής appendices, αποφύσεις, παραρτήµατα (συνήθως τυφλά). στα ♂ Ephemeroptera: οι γενόστυλοι (genostyles). στα ♂ Coelifera (Orth.): οι πλευρικοί σκληρίτες του επιφαλλού (epiphallus). στα τέλεια Planipennia: ο εκτοπρωκτός (ectoproct). στο Sisyra (Sisyridae) οι ενδοαποφύσεις. στα ♂ Mecoptera: οι υποβαλβίδες (hypovalvae) appendices conjunctivae, παραρτήµατα συνδετικής µεµβράνης. στα ♂ Heteroptera (Hem.): οι αποφύσεις της συνδετικής µεµβράνης (conjuctiva) appendices copulatorii, προσαρτήµατα συζεύξεως. στα ♂ Lepidoptera: οι βαλβίδες (valvae) appendices genitales, γεννητικά προσαρτήµατα, γενικώς οι γοναποφύσεις. στα ♂ Japygidae (Diplura): 2 δακτυλοειδή εξαρτήµατα στα πλάγια της γεννητικής θηλής (papilla genitalis) appendices inferiores, κατώτερα προσαρτήµατα. στα ♂ Lepidoptera: οι βαλβίδες (valvae) appendices preanales, προ-εδραία προσαρτήµατα. στα ♂ Trichoptera: µε εξαίρεσιν τα Limnephilidae: οι ζυγές σµηριγγοειδείς νωτοπλευρικές αποφύσεις του X κοιλιακού τµήµατος βλ.dorsal process και superior appendages appendices subapicales, υποακριαία προσαρτήµατα. στα ♂ Planipennia: τα πλευριτολέπια (pleuritosquamae) appendices superiores, ανώτερα προσαρτήµατα. στα ♂ Bittacidae (Mec.): το επιάνδριον (epiandrium) appendices vesicae, κυστικά προσαρτήµατα. στα ♂ Heteroptera (Hem.): οι κυστικές αποφύσεις (processus vesicae) appendicial, προσαρτηµατικός, συµπληρωµατικός, σχετικός µε προσαρτήµατα (appendices) appendicle, appendicula, προσαρτηµατίδιον, µικρόν προσάρτηµα. σε ορισµένα έντοµα: µικρός σκληρίτης στο άκρον του άνω χείλους (labrum) appendicular, προσαρτηµατικός, του ή ο αναφερόµενος σε ένα εξάρτηµα. appendicular gland, προσαρτηµατικός αδήν. στα ♀ Diptera: βοηθητικός γεννητικός αδένας appendicular ovipositor, προσαρτηµατικός ωοθέτης. σε ορισµένα ♀ έντοµα: ο ωοθέτης που σχηµατίζεται από τα προσαρτηµένα µέρη των VIII και IX κοιλιακών τµηµάτων, βλ. oviscapt appendiculate, προσαρτηµατοφόρος, που φέρει προσαρτήµατα (εξαρτήµατα)


87 appendiculate marginal cell, προσαρτηµατοφόρον περιθωριακόν κύτταρον. στα τέλεια Hymenoptera: περιθωριακόν κύτταρον µε το νεύρο που σχηµατίζει το οπίσθιο περιθώριο της πτέρυγος να φτάνει σε µικρή απόσταση κάτω από το άκρον του κυττάρου appendix (πλ. appendices), παράρτηµα, ένα συµπληρωµατικό ή πρόσθετο µέρος ή τµήµα. στα τέλεια των Heteroptera: η σφήνα (cuneus). στα τέλεια Cicadellidae (Hem.: Auchenorrhyncha): ο ακραίος λοβός κατά µήκος του εδρικού περιθωρίου της προσθίας πτέρυγος. στα ♀ Leukanitis (Lep.: Noctuidae): ένας µικρός σωληνοειδής βραχίων του θύλακος οχείας (bursa copulatrix) από τον οποίο ξεκινά ο σπερµαταγωγός (ductus seminalis). στα ♀ Lepidoptera: εξάρτηµα.του θύλακος (appendix bursae) appendix analis, (πλ appendices anales), εδρικόν προσάρτηµα. στα ♂ Τrichoptera: τα ανώτερα προσαρτήµατα (superior appendages) appendix angularis (πλ.appendices angulares), γωνιώδες παράρτηµα. στα ♂ Argynnis (Lep.: Nymphalidae): οι ζυγές (συχνά τριγωνικές) αποφύσεις µάλλον παράγωγες του δέρµατος ή των µίσχων του που συχνά χρησιµεύουν στο να αρθρώνουν το δέρµα και τις νωτοκεφαλικές (dorsocephalic) γωνίες των βαλβίδων (valvae) appendix bursae, παράρτηµα θύλακος. στα ♀ Lepidoptera: µια προσθία δευτερογενής εγκόλπωσις του θύλακος οχείας (corpus bursae) appendix dorsalis (πλ.appendices dorsales), ραχιαίον παράρτηµα. στα Ephemeroptera: το τελικόν νηµάτιον (filum terminale). στις νύµφες και τα ♂ Anisoptera (Od.): το κατώτερο εδρικόν προσάρτηµα που κείται άνωθεν της έδρας (annus). στα ♂ Bittacus (Mec.: Bittacidae): η προς τα άνω κατευθυνοµένη από τον XI κοιλιακόν τεργίτη (abdominal tergite ΧΙ) απόφυσις appendix dorsalis teguminis, ραχιαίον παράρτηµα δέρµατος. στα ♂ Νoctuidae (Lep.): το λοβοειδές εξάρτηµα επάνω στο δέρµα (tegumen) appendix externa supera, ανώτερον εξωτερικόν παράρτηµα. στα ♂ Diptera: το ανώτερον εξάρτηµα (appendix supera) appendix genitalis, γεννητικόν παράρτηµα. στα ♂ Strepsiptera: ο αιδοιαγός (aedagus) appendix intermedia (πλ. appendices intermediae), ενδιάµεσον παράρτηµα. στα ♂ Tipulidae (Dipt.): το υπόλοιπον του γονοστύλου (dististylus) µετά από τον διαχωρισµό του ανωτέρου προσαρτήµατος (appendix supera) appendix of spermatheca, παράρτηµα σπερµατοθήκης. στα ♀ Siphonaptera: hilla, (χόλιξ =


88 ελάχιστος σε µέγεθος) appendix of tail of spermatotheca, παράρτηµα της ουράς της σπερµατοθήκης. σε ορισµένα ♀ Siphonaptera: ο χόλιξ (hilla) ή η ουρά της σπερµατοθήκης που φέρει µιαν µικρή ακραίαν θηλή (apical papilla) appendix preanalis (πλ. appendices preanales), προεδραίον παράρτηµα. στα ♂ Rhyacophila (Trich.: Rhyacophilidae): οι πλευρικοί λοβοί (lateral lobes). σε άλλα ♂ Trichοptera: τα ανώτερα προσαρτήµατα (superior appendages) appendix seta, τρίχα παραρτήµατος. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): το δακτυλοειδές, λεπιοειδές προς τριχοειδές ή περιορισµένον εξάρτηµα του χειλικού περιθωρίου (labial margin) appendix supera (πλ. appendices superae), ανώτερον παραρτήµα. στα ♂ Tipulidae (Dipt.): το διαχωρισµένο εξωτερικόν τµήµα του γονoστύλου (dististylus) appendotomy, παραρτηµατεκτοµή, η απώλεια προσαρτηµάτων από Arthropoda που συµπεριλαµβάνει αυτοτοµήν (autotomy) αυτοπλασίαν (autoplasy) και αυτοβλάστησιν (autotilly) appetitive flight, πτήσις επιθυµίας, η πτήσις που εµπεριέχει τοπικές κινήσεις ποικίλου µήκους και προσανατολισµού και σχετίζεται: µε την τροφή, την αναζήτηση συντρόφου για σύζευξη, την διαφυγή από πιθανούς εχθρούς, την ανεύρεση καταλλήλων θέσεων ωοτοκίας, την υπεράσπιση της περιοχής και άλλες συναφείς δραστηριότητες applied entomology, εφηρµοσµένη εντοµολογία, η οικονοµική εντοµολογία, η εφαρµογή της θεωρητικής εντοµολογίας στον έλεγχο των εντόµων-εχθρών apposed, παρατιθέµενος, αποθετικός, που έχει τη µία επιφάνεια απέναντι από την άλλη apposition eye, αποθετικός οφθαλµός. 1 στα ηµερόβια έντοµα: ένας σύνθετος οφθαλµός ο οποίος απορροφά τις πλάγιες ακτίνες του φωτός στα έγχρωµα τοιχώµατα του οµµατιδίου, 2 ο σύνθετος οφθαλµός που σχηµατίζει µίαν εικόνα µωσαϊκού, π.χ., µία εικόνα αποτελούµενη από µεγάλον αριθµό κοκκίδων ή φωτεινών σηµείων apposition image, αποθετική εικών, η εικόνα µωσαϊκού που παράγεται από οφθαλµούς προσαρµοσµένους στο φως βλ.superposition image appress, το πιέζειν εναντίον τινός appressed, στενώς εφαρµοσµένος σε κάτι appressed, συµπιεσµένος, στενώς εφαρµοσµένος σε κάποιο σηµείο appressed seta, εφαπτόµενη σµήριγγα που εκτείνεται παραλλήλως και συχνά σε επαφή µε την επιφάνεια του σώµατος ή του εξαρτήµατος από το οποίον φύεται


89 apterergate, άπτερος εργάτης. στις σφήκες (Hym.: Vespidae): µια άπτερη εργάτρια σε είδος του οποίου κανονικά οι εργάτριες είναι πτερωτές apterodicera, απτεροδίκερα, χωρίς πτέρυγες και µε 2 κεραίες apterogyne, απτερόγυνον. στα κοινωνικά έντοµα: ένα άπτερο ♀ σε είδος του οποίου κανονικά τα ♀ είναι πτερωτά apterous, apterus, χωρίς πτέρυγες, άπτερος βλ.brachypterous, macropterous και micropterous apterous neotenic, νεοτενή άπτερα. στους τερµίτες (Isoptera): οι αναπαραγωγικοί εργάτες apterous neotenic, αναπαραγωγικόν εργατοειδές των τερµιτών (Isoptera) βλ. ergatoid aptery, απτερυγία, η άπτερος κατάστασις π.χ. η απουσία πτερύγων βλ.brachyptery, macroptery και microptery apterygogenea, απτερυγογένια, τα έντοµα που είναι άπτερα σε όλα τα στάδια αναπτύξεώς τους έτσι ώστε να υποτίθεται ότι κατάγονται από πρόγονους οι οποίοι ποτέ δεν ήσαν πτερωτοί βλ.pterygogenea Apterygota, παλαιά ονοµασία για άπτερα και αµετάβολα έντοµα όπως: Protura, Collembola, Diplura, Zygentoma και Archaeognatha aquamarine, aquamarinus, γαλαζοπράσινο, ωχροπράσινο χρώµα στο οποίον επικρατεί το µπλε και λίγο γκρι aquatic, υδρόβιος, προσαρµοσµένος να ζει στο νερό, που ζει µέσα στο νερό βλ. semiaquatic Aquatila, παλαιά ονοµασία που έχει δοθεί σε υδρόβιες µορφές των Nepomorpha Arachnida, Κλάσις των Chelicerata (Arthropoda) που περιλαµβάνει τις Τάξεις: Scorpiones, Uropygi, Schizomida, Amblypygi, Palpigradi, Araneae, Ricinulei, Pseudoscorpionida, Solpugida, Opiliones και Acari arachnoideous, arachnoideus, αραχνοειδής, που µοιάζει µε ιστόν αράχνης araneiform, αραχνόµορφον, αραχνοειδές στην εµφάνιση (µορφή) Araneae, Araeida, Τάξις των Arachnida όπου περιλαµβάνονται οι αράχνες arboreal, δενδρόβιος, που ζει µέσα, επάνω ή µεταξύ των δέντρων arborescent, δενδροειδής, διακλαδισµένος όπως οι κλάδοι ενός δένδρου arborizations, δενδροειδείς απολήξεις, λεπτές διακλαδιζόµενες τελικές ίνες των νευρικών αξόνων ή των παραπλεύρων (collaterals) arbovirus, (arthropod - borne virus), αρµποϊός (ιός µεταφερόµενος από αρθρόποδα) που προκαλεί arboviruses


90 arboviruses, αρµποϊώσεις, µεγάλη οµάδα RNA ιών που µεταδίδονται στον άνθρωπο και σε άλλα σπονδυλωτά κυρίως µε τα Diptera και περιλαµβάνουν αυτούς που προκαλούν τον κίτρινο πυρετό, τον δάγκειο πυρετό και ποικίλες εγκεφαλίτιδες arcessus (πλ. arcessi), άρκησσος, στα Planipenia, κατασκευή κινητή συνδεδεµένη κοιλιακώς µε το άνω µεσαίο τµήµα της γοναψίδας (gonarcus) arch, τόξον, αψίς. στα ♂ Orthoptera: το γεφύριον (ponticulus). στα ♂ Orthoptera: το ζύγωµα (zygoma). σε ορισµένα τέλεια Siphonaptera: οι ζυγές σκληροποιηµένες κυρτές ράβδοι (bars) στην περιοχήν της παρειάς (gena) σχηµατίζοντας µέρος του σκηνιδίου (tentorium) συχνά σκεπασµένο από τον οφθαλµό arch, arcus, τόξον, αψίδα Αrchaeococcoidea, Υπεροικ. των Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha) µε τις Οικογ. Margarodidae, Ortheziidae και Phenacoleachiidae archaic, αρχαϊκός, όχι πια επικρατών τύπος archecerebrum, παλαιοεγκέφαλος βλ.archencephalon arched nerves, αψιδωτά νεύρα, 2 νεύρα που ξεκινούν από τα 2 άνω βασικά τµήµατα των περιοισοφαγικών συνδετικών (circumoesophageal connectives) τα οποία συνδέουν το κεντρικόν (Κ.Ν.Σ.) και το στοµατογαστρικόν (stomatogastric) νευρικόν σύστηµα arched plate, αψιδωτή πλαξ. στα Lecanodiaspididae (Hem.: Coccoidea): µια στενή σκληροποιηµένη ράβδος σε σχήµα ηµικυκλίου περιβάλλουσα το πρόσθιον άκρο της εδρικής συσκευής και συνδεδεµένη µε τις εδρικές πλάκες (anal plates) archedictyon, παλαιοδίκτυον, το πρωταρχικόν δίκτυον νεύρων που χαρακτηρίζει τις πτέρυγες πολλών από τα πιο αρχαία απολιθώµατα εντόµων. στα Mastotermitidae και τα Hodotermitidae (Is.): το σύνθετο δίκτυο ή πλέγµα των ακανόνιστων µικρών νεύρων µεταξύ των κυρίων νεύρων στα κορυφαία 3/4 και των δύο πτερύγων συµπεριλαµβανοµένου και του εδρικού λοβού (anal lobe) archencephalon, παλαιοεγκέφαλος βλ.archirebrum archenteric, αρχεντερικός, του ή που αναφέρεται στο αρχέντερον (archenteron) archenteron, αρχέντερον, ο αρχέγονος στόµαχος, µια απλή θήκη τροφής περιτοιχισµένη απο ειδικά πεπτικά κύτταρα (digestive cells) βλ.gastrocoele archetype, αρχέτυπος, 1 υποθετικός τύπος ή µορφή από την οποίαν υποτίθεται ότι έχει πηγάσει µια ολόκληρη οµάδα υπαρχουσών µορφών, 2 υποθετικός προγονικός τύπος που προέκυψε από την εξάλειψιν εξειδικευµένων χαρακτήρων Archostemata, Υποτάξις των Coleoptera µε τις Οικογ. Ommatidae, Cupedidae και


91 Micromalthidae arch- shaped chitinous framework, αψιδοειδής χιτίνινος σκελετός. στα ♂ Planipennia: η γοναψίς (gonarcus) Arctoperlaria, Υποτάξις των Plecoptera που περιλαµβάνει Systellognatha και Euholognatha βλ.Antarctoperlaria rcuate, arcuatus, τοξοειδής, µε µορφήν αψίδος ή σαν τόξο arcuate, τοξωτός, θολωτός, κυρτωµένος µόνο προς µίαν κατεύθυνσιν (πρβλ. µε sinuate) arcuate thickening, τοξοειδής πάχυνση. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): µια µερική ή πλήρης σαν θηλιά ταινία της επιδερµίδας (cuticula) που εκτείνεται προσθίως του νωτιαίου τµήµατος της σχήµατος U ράβδου (U-shaped rod) της άνω γνάθου. arcuate vein, τοξοειδές νεύρον (πτέρυγος) arcuato-emarginate, µε τοξοειδή ή κυρτήν εκτοµήν arculus, µικρόν τόξον, εγκάρσιον νεύρον πτέρυγος από το οποίο ξεκινά εµφανώς το µεσαίο νεύρο (medius). στα τέλεια Odonata: τοξοειδές νεύρον που συνδέει το κερκιδικόν (radius) µε το µέσον (medius) κοντά στη βάση της πτέρυγος σχηµατίζοντας ένα επίµηκες τρίγωνον. στα τέλεια Auchenorrhyncha: ένα εγκάρσιο µικρό νεύρο που φτάνει σχεδόν µέχρι το οπίσθιον ακραίον χείλος της προσθίας πτέρυγος. στην πτέρυγα των τελείων Diptera: η προσθία διακλάδωσις του µέσου νεύρου (medius). στην πτέρυγα των τελείων Chironomidae: ο µικρός ισχυρός σε σχήµα L σκληρίτης ο ευρισκόµενος στα άκρα του βραχιολίου (brachiolum) στο επίπεδον του βραχιονίου (humeral) εγκάρσιου µικρού νεύρου και της ακροτάτης οδοντώσεως του ακροπτερυγίου (alula). στα τέλεια Culicidae (Dipt.): το εγκάρσιον νεύρον µεταξύ του κερκιδικού (radius) και του ωλενικού (cubitus) νεύρου και κοντά στη βάση της πτέρυγος. στα τέλεια Trichoptera: µικρή φυσαλίδα (bulla) -συχνά υαλώδης- στο οπίσθιον ακραίο περιθώριο της προσθίας πτέρυγος που σχηµατίζεται από την επάκρια συγχώνευση ενός ή περισσοτέρων από τα ακόλουθα νεύρα: του ριπιδοειδούς (plical ή cubitus anterior) του οπισθοωλενικού (empusal ή cubitus posterior) και του πρώτου και δεύτερου εδρικού νεύρου (anal veins) arcus (pl., arcus), τόξον, το τµήµα ενός κύκλου (λιγότερο από το ήµισυ). στα ♂ Caelifera (Orthoptera): το µεσαίον τµήµα του επιφαλλού (epiphallus) όταν αυτό είναι σχισµένο στη µέση. στα ♂ Caelifera (Orth.): το τόξο που σχηµατίζεται από τους προσθίους βραχίονες των κοιλιακών βασικών βαλβίδων (vasivalvulae) στον θάλαµον (chamber).


92 σε ορισµένα ♀ Helotrephidae (Het.): οι τοξοειδώς συγχωνευµένες δεύτερες βαλβίδες. στα ♀ Pentatomoidea (Het.): οι συγχωνευµένες γοναποφύσεις του IX κοιλιακού τµήµατος που σχηµατίζουν έναν σκληρίτη σε σχήµα V στο νωτιαίον τοίχωµα του κόλπου (vagina) µεταξύ του ανοίγµατος του κοινού ωαγωγού (oviductus communis) εγγύτερον και του ανοίγµατος του σπερµατοδόχου (orificium receptaculi) προς το άκρον area (pl., areae), περιοχή, ζώνη, κύτταρον της πτέρυγος. στα τέλεια Apocrita (Hymenoptera): ένα ή περισσότερα κύτταρα στο προπόδιον (propodeum) εγκλειόµενα από τρόπιδες βλ.areola area apicalis, ακραία περιοχή. στα Phasmida: τριγωνικόν βοθρίον στην κάτω πλευρά της κνήµης του δευτέρου και τρίτου ζεύγους ποδών area communis, κοινή περιοχή. στα τέλεια Siphonaptera: δυσδιάκριτη κυκλική ή ωοειδής περιοχή στην κεφαλικήν κάψα (σχηµατιζόµενη από την συγχώνευσιν των δύο πλευρών της) προς σχηµατισµόν του κεντρικού κονδύλου (tuber) συχνά καλυπτόµενη από το πρώτον τµήµα της κεραίας area cribiformis (πλ. areae cribiformes), διάτρητος ζώνη, περιοχή. στα ♂ Siphonaptera: ζώνη µε µικροσκοπικές οπές στο τοίχωµα της πήρας (bulga) που περιβάλλει το στόµιον (orifice) του σωλήνα της σπερµατοθήκης. area fusoria (πλ. areae fusoriae), συγχωνευτική περιοχή. στα ♂ Siphonaptera: η νωτιαία περιοχή της συγχωνεύσεως των 2 πλευρών του αποδέµατος (apodema) του IX τεργίτη area porosa (πλ. areae porosae), πορώδης περιοχή. σε πολλά ♂ Thysanoptera: οι αδενώδεις περιοχές των στερνιτών area scapularis, περιοχή του «ώµου». στα τέλεια Orthoptera: η κερκιδική (radial) περιοχή της πτέρυγος. area spiculosa (πλ.areae spiculosae), ακανθώδης περιοχή. στα ♂ Siphonaptera: η περιοχή που καλύπτεται µε ακίδες (spiculae) στην εσωτερικήν πλευράν του νωτιαίου τµήµατος του VIII τεργίτη area ulnaris, ωλένειος περιοχή. στα τέλεια Orthoptera: η µεσαία περιοχή της πτέρυγος (ulna cubitus) area valvularum pilosa (πλ. areae valvularum pilosae), τριχώδης περιοχή βαλβίδων. στα ♂ Zygaena (Lepidoptera: Zygaenidae): η «θαµνώδης» µε µακριές τρίχες προακραία περιοχή της µικρής βαλβίδoς (valvula)


93 area verticalis, κατακόρυφος περιοχή. στα Podorumorpha (Coll.): περιοχή της κεφαλής µεταξύ και ακριβώς πίσω από τους οφθαλµούς που συνήθως φέρει 1-2 ζεύγη ‘V’ σµηρίγγων («V» setae) arenaceous, αµµώδης ή σαν την άµµο βλ.arenose arenicolus, ψαµµόφιλος, που συχνάζει ή ζει σε αµµώδεις περιοχές arenose, επιφανειακώς αµµώδης ή τραχύς σαν την άµµο βλ.arenaceous areocell (areole = άλως), δισκοκύτταρον. στα τέλεια Lepidoptera: το κλειστό κύτταρον της προσθίας πτέρυγος που σχηµατίζεται από την συγχώνευσιν του δίσκου µε το βασικόν κύτταρον (basal cell) areola ( πλ. areolae), δίσκος, άλως. σε ορισµένα Hemiptera: ένα µικρό κύτταρο στις πτέρυγες. στα Lepidoptera, ένα µικρό διάστηµα ή άνοιγµα στη στενή επιφάνεια ενός λεπίου πτέρυγος. στα τέλεια Apocrita (Hym.): η κεντρική από τις τρεις µεσαίες περιοχές του προποδίου (propodeum) βλ.area areola postica, οπίσθιος δίσκος. στα τέλεια Psocoptera: ανοιχτό κύτταρον µεταξύ των διακλαδώσεων του προσθίου ωλενικού (cubitus anterior) νεύρου της προσθίας πτέρυγος areolate, εφοδιασµένος µε δίσκους (areolae) σαν δίκτυο, διηρηµένος σε έναν αριθµό µικρών ακανόνιστων διαστηµάτων βλ.alveolate, goffered και reticulate areole, areola, άλως, δίσκος, κλειστή περιοχή, κελλίον (κυρίως σε πτέρυγες). στα τέλεια Lepidoptera: πρόσθετον (βοηθητικόν) κύτταρον πτέρυγος βλ.basal areole areolet, µικρόν κύτταρον πτέρυγος. στα τέλεια Ichneumonidae (Hym.): το µικρό υποπεριθωριακό κύτταρο απέναντι από το δεύτερο διαλείπον νεύρο arenotokous parthenogenesis, αρρενοτόκος παρθενογένεσις, η παραγωγή απλοειδούς άρρενος απογόνου από αγονιµοποίητα ωά π.χ. οι κηφήνες στις µέλισσες argentate, αργυρωµένος, λάµπων, λευκο-ασηµί βλ.argenteous argenteous, argenteus, αργυρούς, το ασηµί χρώµα, ο ασηµένιος βλ.argentate argentophilic cells, αργυρόφιλα κύτταρα, κύτταρα στις εδρικές θηλές (annal pappilae) ή στα πρωκτικά βράγχια (rectal gills) των υδροβίων προνυµφών εξειδικευµένα στην πρόσληψιν ιόντων argillaceous, argillaceus, αργιλώδης, µε υφήν εµφάνισιν ή χρώµα του πηλού (άργιλλος) arginase, αργινάση, ένζυµο που διαχωρίζει την ουρία από την αργινίνη (arginine) arginine, αργινίνη, απαραίτητο για την διατροφή των εντόµων αµινοξύ arid, άνυδρος, ξηρός, κάθε περιοχή στην οποία η φυσιολογική βροχόπτωσις είναι ανεπαρκής


94 (για την συνήθη γεωργική παραγωγή χωρίς άρδευσιν) στην οποίαν επικρατούν συνθήκες ερήµου arista, αθήρ (άγανον). 1 στα ανώτερα Diptera: τα περιορισµένα σε µέγεθος µαστιγοµερή (flagellomeres) της κεραίας που ακολουθούν το συνήθως µεγεθυµένο πρώτο µαστιγοµερές (postpedicel) της, 2 σµηριγγοειδές εξάρτηµα στις κεραίες των ανωτέρων Cyclorrhapha (Dipt.) αντίστοιχον του µαστιγίου (flagellum) των Nematocera (Dipt.) aristate, αγανοειδής, τριχοειδής (σαν τρίχα) που έχει ή φέρει ένα άγανον (= arista) π.χ.η κεραία των ανωτέρων Diptera aristiform, αγανόµορφος, µε τη µορφή ή την εµφάνισιν ενός αθέρα (αγάνου) aristomere, αγανοµερές, άρθρον του αγάνου (arista) βλ.flagellomere aristopedia, αγανοπεδία, µια ανωµαλία της αναπτύξεως κατά την οποίαν το άγανον (arista) µπορεί να ωριµάσει σε µορφή ποδός Arixeniina, Υποτάξις των Dermaptera µε την Οικογ. Arixeniidae ή Οικογ. των Forficulina (Labioidea) arm(s), βραχίων -ες. στα Hypogastruridae (Coll.): ένας επιµηκυσµένος λοβός του οπισθίου αντεννικού οργάνου (postantennal organ). στα Orthoptera: το brachium. στα ♂ Heteroptera (Hem.): η ανωτέρα πλευρική (πλαγία) απόφυσις. στα ♂ Heteroptera (Hem.) και στα ♂ Aradidae (Het.): τα αναρτητικά (κρεµαστικά !) αποδέµατα (suspensorial apodemes). στο ♀ Dytiscus (Col.: Dytiscidae): τα ηµίση του IX τεργίτη. στα ♀ Mecoptera: τα ελάσµατα (lamnae). στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): το ισχιοστερναπόδεµα (coxosternapodeme) ή η γεννητική περόνη (genital fork) armatura genitalis (πλ.armaturae genitales), γεννητικός οπλισµός. στα ♀ και ♂ τέλεια έντοµα: οι τροποποιήσεις των VII-X κοιλιακών τµηµάτων και των εξαρτηµάτων τους για τις δευτερογενείς αναπαραγωγικές λειτουργίες armature, οπλισµός, οι ακανθώδεις ή χιτινώδεις αποφύσεις στους πόδες το σώµα ή τις πτέρυγες ή στα κερατοειδή ή τυλώδη (corneus) µέρη των γεννητικών κατασκευών. στα ♂ Siphonaptera: οι κατασκευές στην κορυφήν του εσωτερικού αγωγού (tubus interior) που περιλαµβάνουν τις: νωτιαία πλευρική και κοιλιακή σκληροποιήσεις ή οδόντες armatus, οπλισµένος, στερεωµένος µε άκανθες ή όνυχες ή άλλες χιτινώδεις αποφύσεις armillate, armillatus, ψελλιοφόρος, µε περιβραχιόνιον, µε υπερυψωµένον δακτύλιον διαφορετικού ιστού


95 arolana (πλ. arolanae), το αρόλειον (arolium) των τελείων Hymenoptera arolella, µικρόν αρόλειον (arolium) στα Hemiptera aroliar pad, προσκολλητικός λοβός κοιλιακώς του προταρσού (pretarsus) arolium (πλ.arolia), αρόλειον, µαξιλλαροειδής ή σακκοειδής κατασκευή µεταξύ δύο ονύχων στον προταρσόν (pretarsus). στα Orthoptera: ο τελευταίος λοβός µεταξύ των ονύχων του προταρσού (pretarsus). σε µερικά τέλεια Diptera: ενδιάµεση σακκόµορφη προεξοχή από το άκρον του προταρσού βλ.empodium, euplantula, pulvillus arrhenotokous, αρρενοτόκος, ικανός γιά παραγωγήν µόνον αρρένων απογόνων όπως κηφήνων στις µέλισσες arrhenotoky, αρρενοτοκία, παρθενογενετική αναπαραγωγή αρρένων από αγονιµοποίητα ωά π.χ. σε αρκετά Hymenoptera:Apoidea arrhenotoky, αρρενοτοκία, παρθενογενετική αναπαραγωγή αρρένων από µη γονιµοποιηθέντα ωά artatenton, προταρσικός τένων (pretarsal tenton) arthium, άρθριον· στα Pseudotetramera και Trimera (Col.): µικροσκοπικό κρυφό ταρσοµερές arthrodial, αρθρικός, επι αρθρώσεων που επιτρέπουν κίνηση προς κάθε κατεύθυνσιν arthrodial membrane, αρθρική µεµβάνη, λεπτό σαν µεµβράνη εκτατό στρώµα του εξωσκελετού (cuticula) όπως µεταξύ των τµηµάτων (δακτυλίων) του σώµατος βλ. επίσης conjunctiva arthrodial membrane, αρθρική µεµβάνη, εύκαµπτη άρθρωσις ή µεσοτµηµατική µεµβράνη arthromere, αρθροµερές, σωµίτης (somite) arthropleuron, αρθρόπλευρον, πλευρικός σκληρίτης, πλευρόν (pleuron) arthropod, αρθρόποδον, µέλος του Φύλου Arthropoda Arthropoda, Αρθρόποδα, ευρύ Φύλον που περιλαµβάνει τα Οστρακόδερµα (Crustacea), Χηληκέρατα (Chelicerata), Εξάποδα (Hexapoda) και Μυριάποδα (Myriapoda) arthropodines, αρθροποδίναι, οµάδα ειδικών πρωτεϊνών που σχετίζονται µε την χιτίνη στον εξωσκελετό των εντόµων arthrostyli, αρθροστύλοι. στα ♂ Ephemeroptera: γονοστύλοι (genostyles). στις προνύµφες των Megalodontoidea (Hym.: Symphyta): υποεδρικά εξαρτήµατα (subanal appendages) articulation, άρθρωσις βλ.joint articular sclerite, αρθρικός σκληρίτης, µεµονωµένη µικρή κινητή χιτίνινη πλάξ µεταξύ του


96 σώµατος του εντόµου και µιάς πτέρυγος article, άρθρον, υποδιαίρεσις κάθε τµήµατος ή αρθρωµένου εξαρτήµατος ή κατασκευής articular area, περιοχή αρθρώσεως, βάσις της πτέρυγος articular corium, αρθρική µεµβράνη, η µεµβράνη της αρθρώσεως του ποδός articular membrane, αρθρική µεµβράνη, δακτύλιος από λεπτήν µεµβράνη που ενώνει µία τρίχα (seta) στη βάση της µε το τρίχωµα του τριχοπόρου (trichopore) articular pan, αρθρικόν πινάκιον, κυπελλοειδές ή δισκοειδές κοίλωµα που σχηµατίζει τον θύλακα όπου εφαρµόζει ο κόνδυλος (condyle) articulate, αρθρώνω, ενώνω µε άρθρωσιν articulate aedeagus, αρθρωµένος αιδοιαγός. στα περισσότερα Adephaga και Staphylinoidea (Col.): αιδοιαγός συνήθως ασύµµετρος µε µη σκληροποιηµένο το βασικόν τµήµα του (φαινοµενικώς απόν) και µε παραµερή αρθρωµένα στον φαλλό µε πραγµατικόν κόνδυλον articulated apex, αρθρωµένον άκρον (κορυφή). στα ♂ Culicidae: distylus articulation, άρθρωσις, κινητό σηµείο ή περιοχή όπου ενώνονται δυο τµήµατα βλ. joint articulatory apparatus, αρθρωτική συσκευή. στα ♂ Heteroptera (Hem.): σύστηµα πλακών και αποδεµάτων για την συγκράτηση του φαλλού και τη σύνδεση των κινητικών µυών του (motor muscles) κατά µήκος του φαλλοσώµατος (phallosoma) που περιλαµβάνει βασικές πλάκες (basal plates) και νωτιαίους συνδετικούς (dorsal connectives) articulatory epideme, αρθρωτικόν επίδεµα, µερικώς χιτινοποιηµένη µεµβράνη µε την οποίαν οι πτέρυγες συγκρατούνται στον θώρακα articulatory processes, αρθρωτικαί αποφύσεις. στα ♂ Lepidoptera: appendices angulares του καλύµµατος (tegumen) artificial selection, τεχνητή επιλογή, 1 το αντίθετο της φυσικής επιλογής (natural selection), 2 επιλογή µέσω εκτροφής εντόµων όπως σκόπιµη επιλογή κλώνων του Drosophila για γενετική µελέτη artis, το σηµείο αρθρώσεως (articulation) ενός εξαρτήµατος µε το σώµα artus, µέλος (σώµατος), ένα κινητόν εξάρτηµα του σώµατος, limp ascending intestine, ανερχόµενον έντερον. γενικώς στα Auchenorrhyncha (Hem.): το τρίτον τµήµα του µεσεντέρου (midgut), o επιµήκης λεπτός σωλήνας ο οποίος στρέφεται προς τα εµπρός για να επανέλθει στον θάλαµον φίλτρου (filter chamber) Aschiza (α+σχισµή = χωρίς σχισµήν), σειρά των Muscomorpha (Dipt.) που περιλαµβάνει τις Υπεροικογένειες Lonchopteroidea, Phoroidea και Syrphoidea χαρακτηριζόµενες από την


97 απουσία πτιλινικής σχισµής (ptilinal fissure) ascoid, ασκοειδές, τύπος τριχοειδούς αισθητηρίου µε δύο ή περισσότερους παλαµοειδείς βραχίονες που απαντάται στην κεραία µερικών Diptera (Psychodidae) και Lepidoptera (Micropterygidae, Opostegidae) asexual reproduction, αγενής πολλαπλασιασµός (parthenogenesis) Asiloidea, Υπεροικ. των Orthorrhapha (Dipt.) µε τις Οικογ.: Therevidae, Scenopinidae, Asilidae, Apioceridae, Mydidae και Bombyliidae Asilomorpha, Ανθυποτάξις των Brachycera (Dipt.) µε τις Υπεροικ. Asiloidea, Bombylioidea και Empidoidea Asiopsocoidea, Υπεροικ. των Caecilietae (Psoc.) µε την Οικογ. Asiopsocidae aspect, όψις, η κατεύθυνσις προς την οποίαν µία επιφάνεια είναι στραµµένη ή εκείνη από την οποία την βλέπουµε asper (asperous, asperate, asperatus, asperses), τραχύς, ανώµαλος βλ.salebrose, scabrous, squarrose asperities, ανωµαλίες (επιφανειών), στίξεις, µικρά ακανθοειδή αγκιστροειδή ή στιγµοειδή εξογκώµατα συχνά διατεταγµένα σε σειρές asphyxiation, ασφυξία, απώλεια αισθήσεων λόγω ελλείψεως οξυγόνου και περισσείας διοξειδίου του άνθρακος aspirator, απορροφητήρ, απορροφητική συσκευή για συλλογή εντόµων aspis, σκληρυµένη πλαξ άνωθεν του aspidosoma των ακάρεων astegasime ( µη στεγάσιµος )· σε πολλά Prostigmata και Astigmata ακάρεα: µε τα chelicerae νωτιαίως εκτεθειµένα (µη στεγασµένα) από το ατροφικόν ή απόν rostral tectum βλ.stegasime Astigmata, παλαιά ονοµασία για Υποτάξιν ακάρεων µε όχι εµφανή stigmatal openings aspidosoma, η προσθία νωτιαία περιοχή του prosoma στα Acarifomia ακάρεα assembly, συνάθροισις, κατάστασις κατά την οποίαν άτοµα ενός είδους (µε ειδικά σήµατα που εκπέµπουν) συγκεντρώνονται πριν από µίαν δραστηριότητα π.χ. λήψιν τροφής, σύζευξιν ή διαχείµασιν associative (association) neuron, συνδετικός νευρώνας, νευρικό κύτταρο του Κ.Ν.Σ. που µεσολαβεί µεταξύ αισθητηρίων και κινητικών ή άλλων συνδετικών κυττάρων βλ.interneurone associative learning (-memory), συνειρµική (συσχετιστική) µνήµη, η ικανότης συσχετισµού προηγουµένων ερεθισµάτων και εντυπώσεων assurgent, υψούµενος πλαγίως, κεκαµµένος στη βάση προς τα κάτω και κατόπιν προς τα άνω


98 (σε όρθια θέση) όπως τα κλαδιά δένδρων astaxanthin, ασταξανθίνη, χρωστική ξανθοφύλλης πολύ κοινή στα Αρθρόποδα Asteioidea, Υπεροικ. των Schizophora στα Muscomorpha (Dipt.: Brachyptera) µε τις Οικογ. Teratomyzidae, Periscelididae, Aulacigastridae, Anthomyzidae και Asteiidae asteriform, αστερόµορφος, µε µορφήν και σχήµα αστέρος (starlike) asteronome, αστερονοµή, προνυµφική στοά µε σχήµα αστέρος ή δακτύλων asthenia (α + σθένος), ασθένεια, απώλεια δυνάµεων, εξασθένησις, αναπηρία asthenobiose, asthenobiosis, ασθενοβίωσις, καθυστέρησις αναπτύξεως (η οποία συµβαίνει κυκλικώς µετά από µερικές ενεργές γενεές) προκαλούµενη από την συσσώρευσιν στους ιστούς του σώµατος τοξικών εκκρίσεων assymmetric, assymetrical, ασύµµετρος, µη συµµετρικός assymetrical scale, ασύµετρον λέπιον, ελασµατοειδές λέπιον (τροποποιηµένη τρίχα) εµφανώς µε ανόµοια ανάπτυξις στις δύο όψεις ενός επιπέδου παράλληλου στο επίπεδον του λεπίου asymmetry, ασυµµετρία, ετεροανισοµέρεια, ανοµοιοµορφία στην πλευρικήν ανάπτυξιν, απουσία συµµετρίας στην µορφή ή την ανάπτυξιν µελών ή εξαρτηµάτων του σώµατος asymptotic, ασύµπτωτος, πλησιάζει αλλά δεν συναντάται (όπως σε νευρώσεις πτερύγων) asynchronous muscle, ασύγχρονος µυς, που συσπάται πολλές φορές ανα νευρικήν ώσιν όπως πολλοί µύες πτήσεως και αυτοί που ελέγχουν το τύµπανον (tymbal) του τέττιγος (τζιτζικιού) atavism, αταβισµός, προγονισµός, επαναστροφή προγονικών χαρακτήρων Atrachelia (α+τράχηλος), Coleoptera στα οποία δεν υπάρχει ορατή σύσφιγξις (constriction) µεταξύ της κεφαλής και του προθώρακος π.χ. Curculionoidea atrium (πλ. atria), (αίθριον), κόλπος, κάθε θάλαµος σε είσοδον σωµατικού ανοίγµατος όπως π.χ. στο τραχειακόν αναπνευστικόν σύστηµα (spiracular atrium)· στα Phytoseioid: Mesostigmata ακάρεα (Phytoseidae, Blattisociidae, Otopheidomenidae): βαλβιδοειδής περιοχή του sperm access system atrium genitale, genital atrium, ο θάλαµος που σχηµατίζεται από το υπάνδριον (hypandrium) και περιέχει τον φαλλόν (penis) στα άρρενα Psocoptera atrium of spiracle, τρηµατικός θάλαµος (spiracular atrium) atroceruleous (atroceruleus, atrocoeruleus), µε σκοτεινό µπλέ-µαύρον χρωµατισµό Αtropetae, Οµάς της Υποτάξεως Trogiomorpha (Psoc.) που περιλαµβάνει τις Οικογ. Lepidopsocidae, Trogiidae και Psoquilidae atrophied, ατροφικός, µε περιορισµένον µέγεθος βλ.embryonic και rudimentary


99 atrophy, ατροφία, µείωσις µεγέθους ιστού, οργάνου ή τµήµατος µετά την πλήρη ανάπτυξιν του εντόµου που οφείλεται σε αχρηστίαν, βλάβην ή ασθένειαν βλ.quantitative atrophy, hypoplasia (υποπλασία) atropurpureus, µε χρωµατισµόν σκοτεινό ερυθροκυανό ή πορφυρόν προς µαύρο atrous, atrus, µέλας, σκοτεινόχρωµος βλ. ater atrovelutinus, µε βελούδινον µαύρον χρωµατισµόν atrovirens, µε χρωµατισµόν σκοτεινοπράσινο προς το µαύρο attachment fibres, προσδετικές (συνδετικές) ίνες, πυκνές ίνες που περνούν µέσα από διαύλους πόρων (pore canals) µεταξύ της επιδερµίδος (epicuticula) και των ηµιδεσµοσωµάτων (hemidesmosomes) όπου οι µύες συνδέονται µε τον εξωσκελετόν (cuticula) attenuate (attenuated, attenuatus), εξασθενών, λεπτυνόµενος, κωνοειδής, βαθµιαίως σµικρυνόµενος σε οξύ άκρον attenuation, εξασθένησις. στην παθολογίαν των ασπονδύλων: διαδικασία µειώσεως της ζωτικότητος ενός µικροοργανισµού attigent, εφαπτόµενος attractant, ελκυστικόν, 1 ουσία που προκαλεί θετικήν αντίδρασιν κατευθύνσεως, 2 χηµικές ουσίες µε θετικήν έλκυσιν για έντοµα συνήθως σε µικρές συγκεντρώσεις και από αρκετά µεγάλην απόστασιν atypic, atypical, άτυπος, µη σύµφωνος µε δοθέντα τύπον, µε όχι συνήθη µορφήν Auchenorrhyncha, Υποτάξις των Hemiptera που περιλαµβάνει τα Fulgoroidea, Cicadoidea, Cercopoidea και Cicadeloidea βλ.Coleorrhyncha, Heteroptera και Sternorrhyncha auditory, ακουστικός, σχετικός µε την αίσθησιν της ακοής auditory nerve, ακουστικόν νεύρον, εκείνο που συνδέει το χορδοτονικόν όργανον (chordotonal organ) µε γάγγλιον του Ν. Σ. auditory organ, ακουστικόν όργανον βλ.tympanal organ auditory peg, ακουστικόν καρφίον βλ.scolopale auditory sense, ακοή aulaeum, αυλαία, παραπέτασµα. στις προνύµφες των κουνουπιών (Dipt.: Culicidae): κοιλιακόν τοίχωµα του σιαγωνίου (mentum) βλ.ventromentum aulax (πλ. aulaces), αύλαξ, αύλακες. στα ♀ Hymenoptera: αύλαξ στην νωτιαία διακλάδωσιν της γοναποφύσεως VIII στην οποία εφαρµόζει µία «γλώσσα» (rachis, rhachis) της


100 κοιλιακής διακλαδώσεως της ΙΧ γοναποφύσεως aurantiacus, aurantius, πορτοκαλί (χρωµατισµός) aurate = auriculate auratus, -aurate (αύρος = χρυσός), χρυσοκίτρινος, χρυσίζων βλ.auriculate aurelia, χρυσαλλίς aurelian, λεπιδοπτερολόγος (lepidopterist) aureolate, φωτοστεφής, περιβαλλόµενος από διάχυτον φως ή έγχρωµον δακτύλιον aureole, φωτοστέφανος, δακτύλιος φωτεινού χρώµατος διαχεοµένου προς τα έξω aureous, aureus, χρυσός ή χρυσού χρώµατος βλ.auratus aurichalceous, aurichalceus, χρυσοχαλκόχρους auricle(s) (ούς, ωτός), ωτίον, 1 εξάρτηµα που µοιάζει µε µικρόν ους (αυτί) 2 θάλαµος της καρδίας των εντόµων. σε µερικά ♂ Anisoptera (Od.): καρδιακή κοιλότης (oreillete). σε Heteroptera (Hem.): κατασκευή διαφόρων σχηµάτων στο µετάπλευρον (metapleuron) των τελείων ατόµων που βοηθά την διασπορά των προϊόντων των οσµηρών αδένων (scent glands). στα ♀ Melitaea (Lep.: Nymphalidae): µικρές ζυγές εγκολπώσεις στα πλάγια του οπισθοκολπικού ελάσµατος (lamella postvaginalis). στην µέλισσα: συµπιεστής γύρεως (pollen press, pollen compressor). στα Hymenoptera: Andrenidae: βραχεία µεµβρανώδης προεξοχή πλαγίως επί της γλωσσίδος (ligula) auricula (πλ. auriculae), λοβός ωτός, ωτίον (µικρό αυτί). στα ♂ Coelifera (Orth.): εξωτερική προεξοχή του λόφου (lophus) του επιφαλλού (epiphalus) εάν αυτός διαιρείται βλ.auricle auricular, ωτικός, 1 του ή αφορών στο auris ή στο ωτίον (auricula), 2 ο χώρος ή η κοιλότης που περιβάλλει το νωτιαίον αγγείο (dorsal vessel) auricular openings, τα ανοίγµατα της καρδίας βλ.ostia auricular valva (πλ. valvae), βαλβίς καρδιακής κοιλότητος, µηχανισµός σε κάθε καρδιακόν άνοιγµα (ostium) που εµποδίζει το ρευµα επιστροφής της αιµολέµφου µέσα στο περικάρδιον (pericardial sinus) auriculate, auritate, auritus, ωτοειδής, µε το σχήµα του ωτός (αυτιού) ή του πτερυγίου του βλ.aurate auriculate antenna, ωτοειδείς κεραίες, κεραίες στις οποίες ένα από τα βασικά άρθρα τους διαπλατύνεται σε ωτοειδή (earlike) ασπίδα ή ωτοειδές κάλυµµα που σκεπάζει µερικώς τα υπόλοιπα auriculo-ventricular (valves), κολπο-κοιλιακαί (βαλβίδες), οι εξωτερικές βαλβίδες της


101 καρδίας µεταξύ της κοιλότητος (auricular space) και των θαλάµων (chambers) autapomorphy, αυταποµορφία, µοναδική αποµορφία (apomorphy) τελικού taxon σε ένα κλαδόγραµµα (cladogram) autochthonous (αυτός = ίδιος + χθών = γή) αυτόχθων, ιθαγενής, γηγενής, για είδη που προέρχονται από την ιθαγενή πανίδα ή χλωρίδα σε αντιδιαστολήν µε εκείνα που µεταναστεύουν από άλλες περιοχές βλ.allochthonous autogenus, autogeny, αυτογενής, αυτογονία. σε ♀ κουνούπια και άλλα νύσσοντα Diptera ή άλλα έντοµα (π.χ. Ephemeroptera): η ικανότης εναποθέσεως των πρώτων ωών τους, πριν από την κατανάλωσιν πρωτεϊνικής τροφής όπως αίµατος autoinfection, αυτοµόλυνσις, αυτολείµωξις, προσβολή ενός ξενιστή (host) από µικροοργανισµόν ή ιόν (virus) που αναπτύσσεται µέσα ή επάνω στο ίδιο το σώµα του automictic parthenogenesis, αυτοµεικτική παρθενογένεσις, παρθενογένεσις όπου υπάρχει κανονική µειωτική διαίρεσις (reduction division) στη φάση ωριµάσεως του ωοκυττάρου, ακολουθούµενη από συνένωσιν των 2 πυρήνων ούτως ώστε να διατηρείται ο διπλοειδής αριθµός των χρωµατοσωµάτων και να παράγονται µόνον θήλεα (π.χ. Phasmidae, Coccoidea, Psychidae) automimicry, αυτοµιµητισµός autonomic ganglia, αυτόνοµα γάγγλια του στοµατογαστρικού νευρικού συστήµατος (stomatogastric nervous system) autonomic nerves, αυτόνοµα νεύρα του στοµατογαστρικού Ν. Σ. autonomic nervous system, αυτόνοµον Ν. Σ. ή στοµατογαστρικόν Ν. Σ. autoparasitism, αυτοπαρασιτισµός. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): επιστροφή των συζευχθέντων θηλέων στην προηγούµενη αποικία µε αποτέλεσµα πολυγυνίαν (polygyny) autoparasitoid, αυτοπαρασιτοειδές ή ετερόνοµον υπερπαρασιτοειδές (heteronomous hyperparasitoid) autophagocytosis, αυτοφαγοκυττάρωσις, απορρόφησις του συσταλτού µυϊκού ιστού (contractile muscular tissue) από κύτταρα των ιδίων µυϊκών ινών αντί από λευκοκύτταρα (leucocytes) autopolyploid, αυτοπολυπλοϊδές, πολυπλοϊδές προερχόµενον από διπλασιασµόν µιάς σειράς διπλοϊδών χρωµατοσωµάτων autosome, αυτόσωµα, κάποιο χρωµόσωµα διαφορετικό του φυλετικού (sex chromosome) autospasy, αυτό(από)σπασις, απόσπασις ή απώλεια εξαρτηµάτων του σώµατος αρθροπόδων


102 από εξωτερικήν δύναµην autοtilly (τίλλω = αποσπώ), αυτοακρωτηριασµός, απώλεια εξαρτηµάτων του σώµατος αρθροπόδων µε αυτοακρωτηριασµόν (self ambulation) autotomize, αυτοτέµνωµαι, διαπράττω αυτοτοµίαν όπως π.χ. οι ακρίδες οι οποίες απορρίπτουν πόδες τους autotomy, αυτοτοµία, αντανακλαστική απώλεια (αποκοπή), απόρριψις εξαρτήµατος του σώµατος συνήθως για άµυνα βλ.autospacy (-σπάζω) και autotilly (-τίλλω) autotype, αυτότυπος, κάθε δείγµα εντόµου που προσδιορίζεται από τον συγγραφέα του είδους και συγκρίνεται µε τον τύπον ή σύντυπον (cotype) του ιδίου είδους auxilia (πλ. auxiliae) (αυξάνω, auxim, augeo), βοηθητικός, επικουρικός, επαυξητικός ,µικρή πλάξ κάτω από την βάση του προταρσικού όνυχα (pretarsal claw), auxillae auxiliary, βοηθητικόν - επικουρικόν (άτοµο). στις µέλισσες: gyne δηλ. δυνητικώς αναπαραγωγικόν άτοµον που γίνεται εργάτης (worker) στην κοινωνία της αποικίας auxiliary (plates) = auxiliae auxiliary sclerites, βοηθητικοί σκληρίτες. στα ♂ Arixenia (Derm.: Arixenidae): σκληρίτες του φαλλικού λοβού (penis lobe) auxiliary worker, βοηθητικός εργάτης. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): άτοµα δούλοι ή που δουλώνουν (σκλαβώνουν) άλλα άτοµα βλ.dulosis, slavery auxillae = auxiliae axial, αξονικός axilla (πλ. axillae), µασχάλη. σε µερικά Symphyta και Chalcididae (Hym.): το οπίσθιον µέρος της µεσοασπίδος (mesoscutum) χωριζόµενο µε την διασπιδικήν άρθρωσιν (transcutal articulation). σε πολλά Apocrita (Hym.): µία από τις δύο µικρές οπισθοπλευρικές πλάκες της µεσοασπίδος, χωριζόµενες από το υπόλοιπον της ασπίδος (scutum) µε την διασπιδικήν άρθρωσιν axillar carina, µασχαλιαία τρόπις. στα τέλεια Apocrita (Hym.): τρόπις (καρίνα) η οποία ορίζει την ραχιαία µασχαλιαίαν επιφάνεια (dorsal axillar surface) από την πλευρικήν (lateral axillar surface) axillaries = pteralia axillaris, µασχαλιαία (νεύρωσις), η δεύτερη και τρίτη εδρική νεύρωσις (anal veins) της πτέρυγος axillary, µασχαλιαίος, στη διχάλα ή την γωνίαν προελεύσεως δύο σωµάτων ή την γωνίαν διακλαδώσεως


103 axillary, µασχαλιαίος, τοποθετηµένος στη γωνία µεταξύ δύο µερών, όπου δηλαδή ένα µέλος ενώνεται µε το σώµα ή δύο σκληρίτες συναντούν ο ένας τον άλλον π.χ. η περιοχή στη βάση της πτέρυγος όπου φέρει την άρθρωσή της µε το σώµα του εντόµου axillary area, µασχαλιαία περιοχή, vannus. στα τέλεια Diptera: axillary region axillary cell, µασχαλιαίον κελλίον (κύτταρον). στα τέλεια Diptera: εδρικόν κύτταρον (anal cell) της πτέρυγος axillary muscles, µασχαλιαίοι µύες, από το πλευρόν (pleuron) ενός πτερυγοφόρου τµήµατος του θώρακος προς στον πρώτο και τον τρίτο µασχαλιαίο σκληρίτη (axillary sclerites) axillary plates, µασχαλιαίες πλάκες. στα τέλεια Diptera: µασχαλιαίοι σκληρίτες (axillary sclerites) axillary region, µασχαλιαία περιοχή, η περιοχή της βάσεως της πτέρυγος που περιέχει τους µασχαλιαίους σκληρίτες axillary sclerites, µασχαλιαίοι σκληρίτες, οι σκληρίτες της µασχαλιαίας περιοχής στα έντοµα µε καµπτόµενες πτέρυγες (βλ. 1st, 2d, 3d, 4th axillary sclerites) axillary vein, µασχαλιαία νεύρωσις. στα τέλεια Ephemeroptera και Orthoptera: intercalary vein. στα τέλεια Diptera: το δεύτερο στέλεχος της εδρικής νευρώσεως (anal vein = A2) όταν αυτή υπάρχει. στις οπίσθιες πτέρυγες των Symphyta (Hym.): η τρίτη εδρική νεύρωσις axiliary vein, βοηθητικόν νεύρον (πτέρυγος). στα τέλεια Diptera: το υποπλευρικόν νεύρον (subcosta) Axioidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Col.) µε µόνη την Οικογ. Axiidae axis (πλ. axes), άξων, 1 η προεκβολή στη βάση ενός ελύτρου (elytron) επάνω στην οποίαν αυτό στρέφεται, 2 η κεντρική γραµµή οποιασδήποτε κατασκευής περί την οποίαν ή κατασκευή στρέφεται ή περιστρέφεται. στα ♀ Panorpidae (Mec.): το µεσαίον τµήµα του µεσογυνίου (medigynium) κατά µήκος του αγωγού της σπερµατοθήκης (spermathecal duct) που αποτελείται από αποδέµατα (apodemes) axis-cylinder, κύλινδρος άξονος, το τµήµα νευρικής ίνας που αποτελείται από νευρικά ινίδια (fibrillae) και καλύπτεται από µεµβρανώδη θήκην (membrane sheath) axon, νευράξων, 1 η κύρια επιµήκυνσις (νευρική ίνα) ενός νευρικού κυττάρου (nerve cell), 2 προβολή νευρικού κυττάρου που οδηγεί τις νευρικές ώσεις (impulses) από το ένα κύτταρο στο άλλο βλ.επίσης dendrite axoneme, αξόνηµα, axial filament


104 Axymyioidea, Υπεροικ. των Nematocera (Dipt.) µε µονη την Οικογ. Axymyiidae Axymyiomorpha, Ανθυποτάξις των Nematocera (Dipt.) µε την Υπεροικ. Axymyioidea azure, azureus, γαλάζιος, χρώµατος ανοιχτό - µπλε του ουρανού (sky blue) azygos, azygous, άζυγος. στα ♂ Coleoptera: το άζυγον τµήµα των genitalia όπως άζυγος σπερµαταγωγός ή ωαγωγός (genital ducts) azygos tube, άζυγος αγωγός. στα ♂ Lepidoptera: ο εµβρυϊκός σωλήν ο οποίος αναπτύσσεται σε αιδοιαγόν (aedoeagus)


105

B baccate, (baccatus, berrylike). µαργαριτώδης, (κοκκώδης, κοκκιώδης), αφορά σε κυστοειδείς ωοθήκες από την επιφάνειαν των οποίων «πηγάζουν» οι βραχείς ωοφόροι σωλήνες (ovarian tubes) Bacillidea, Ανθυποτάξις των Phasmida που περιλαµβάνει: Bacilloidea, Phylloidea, Necroscioidea και Phasmatoidea bacilliform sclerite, βακτηριοειδής σκληρίτης. στα ♂ Caliptera (Dipt.): processus longus Bacilloidea, Υπεροικ. των Bacillidea (Phasm.) µε τις Οικογ.: Bacillidae και Bacunculidae bacillus (πλ. bacilli), σκληροποιηµένα επιµήκη ραβδία (rods) στα τοιχώµατα του αγωγού σπερµατοθήκης (ductus bursae) back, ράχις, η άνω επιφάνεια του σώµατος βλ.dorsum bacteria (εν.bacterium), βακτήρια, βακτηρίδια, οµάδα µικροσκοπικών προκαρυοτικών οργανισµών bacteriosis, βακτηρίωσις, κάθε νοσηρότης ή κατάστασις ασθενείας οφειλοµένη σε βακτήρια baculi (εν. baculus), ραβδία. σε ♀ Coleoptera: ραβδοειδείς αποφύσεις του tergum ή του sternum IX baculiform, ραβδοειδής baculum (πλ. bacula), ραβδίον. σε µερικά Osmylidae (Plan.): λεπτό στήριγµα στη µια πλευρά του gonarchus, υποστηρικτική σκληρυµένη ράβδος (rod) παράλληλη µε τους κλάδους (rami) των γονοποδίων (gonopods) badius, ορφνός, πυρρόχρους, στο χρώµα της φωτιάς baenomere, θωρακικόν τµήµα του σώµατος baenopoda, θωρακικοί πόδες baenosome, θώραξ (thorax) Baetiscoidea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε τις Oικογ.: Siphonuridae και Prosopistomatidae Baetoidea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε τις Oικογ.: Siphlonuridae, Baetidae, Oniscigastridae, Ameletopsidae και Ametropodidae balanser, ισορροπιστής. στα τέλεια Diptera: αλτήρ (halter)


106 bald, φαλακρός, γυµνός (investitus) band, ταινία, εγκαρσία σήµανσις πλατυτέρα της γραµµής (line) band, ταινία, λωρίδα, ζώνη, εγκάρσιον σηµείον φαρδύτερο από γραµµήν bar, ράβδος, βραχεία ευθεία και ισοπαχής ταινία (ζώνη) barbate, barbatus, barbed, πωγωνοφόρος, γενειοφόρος. στις κεραίες: η ύπαρξις θυσάνων ή δεσµών τριχών ή σµηρίγγων σε κάθε πλευρά των ενώσεων των άρθρων. στην κοιλίαν: η ύπαρξις επιπέδων θυσάνων από τρίχες στα πλάγια ή στο άκρον της barbula (πλ. barbulae), barbule, πωγώνιον (µικρόν γένειον). στις προνύµφες των Scarabaeidae (Col.): η µικρή τούφα τριχών στα πλάγια της κοιλίας πλησίον της περιοχής της έδρας (anal region) bar eye, σύνθετος οφθαλµός µεταλλαγµένων Drosophila (Dipt.: Drosophilidae) µε πολύ µικρόν αριθµό οπτικών µονάδων bare, γυµνός, χωρίς επένδυσιν βλ.glabrous barette, στα τέλεια Diptera: κατεπίµερον (katepimeron) barley yellow dwarf, κίτρινος νανισµός της κριθής, ιολογική ασθένεια των σιτηρών µεταδιδόµενη µέσω ειδών αφίδων (Hem.: Sternorrhyncha: Aphididae) Barth’s organ, όργανον του Barth. σε µερικά ♂ Notodontidae (Lep.): πτυχωτός σάκκος (sacculus) - συνήθως διπλωµένος σαν ακκορντεόν - που περιέχει ανδροκόνια (androconia) και διογκούται κατά την ερωτοτροπίαν basad, βασικώς, στην κατεύθυνσιν της βάσεως ή προς τη βάση basal, βασικός, επάνω ή πλησίον του σηµείου προσφύσεως στο κυρίως σώµα (αντ. apical) basal abdominal sternum, βασικόν κοιλιακόν στέρνον. στα τέλεια Siphonaptera: το στέρνον II (sternum II) καθώς το στέρνον I (sternum I) απουσιάζει basal anal area, βασική εδρική περιοχή. στα Anisoptera (Od.): σαφώς οριζοµένη περιοχή στη βάση της πτέρυγος µεταξύ των Cu + A, της εδρικής διασταυρώσεως του δευτερεύοντος κεντρικού νεύρου (anal crossing) και του δευτερεύοντος εδρικού νεύρου A basal anal cell, βασικόν εδρικόν κύτταρον. στα τέλεια Plecoptera: κύτταρον πτέρυγος πλησίον της βάσεώς της µεταξύ του πρώτου (1Α) και του δευτέρου (2Α) εδρικών νεύρων


107 basal ancor, βασική άγκυρα. στα ♂ Setipalpia (Plec.): σκληροποιηµένη πλάξ µεταξύ των ηµιτεργιτών (hemitergites) του tergum X συνδεόµενη µε τον υπερεδρικόν λοβόν (supraanal lobe) µέσω του basal bar basal apodeme(s), βασικόν απόδεµα, αποδέµατα του βασικού τµήµατος του περιφαλλού (periphallus) ή του περιγυνίου (perigynium). στα ♂ Diptera: φαλλοαπόδεµα (phallapodeme) basal apparatus, βασική συσκευή. στα Heteroptera (Hem.): αρθρωτική συσκευή (articulatory apparatus) basal arch, βασική αψίς (αψίδα). στα ♂ Blattaria: τοξοειδής ισχυρώς σκληροποιηµένη περιοχή των πρώτων γοναποφύσεων (1st gonapophyses) προς την κατεύθυνσιν της κεφαλής (cephalad) basal area, βασική περιοχή (πτέρυγος). στα ♂ Ensifera (Orth.): η ραχιαία περιοχή της προσθίας πτέρυγος µεταξύ του προνώτου (prοnotum) και του οργάνου παραγωγής ήχου (stridulum). στα τέλεια Apocrita (Hym.): η προσθία από τις 3 µεσαίες περιοχές του propodeum basal areole, βασικόν κελλίον (πτέρυγος), µικρό κελλί (cell) στη βάση της πτέρυγος µεταξύ του υποπλευρικού (subcosta, Sc) και του κερκιδικού (radius, R) νεύρου basal arms of sting seath, βασικοί βραχίονες της θήκης του κεντρίου, κλάδοι των δεύτερων βαλβιδίων (second valvulae) basal articulating membrane, βασική µεµβράνη αρθρώσεως (antacoria) basal band, βασικός δεσµός. σε πολλές νύµφες κουνουπιών (Dipt.: Culicidae): ηµικυκλική ή ευθεία ταινία του εξωσκελετού που αντιπροσωπεύει το χείλος του γναθικού δικράνου (mandibular rake) basal bar, βασική ράβδος. σε ♂ Isogeninae (Plec., Perlodidae): σκληροποιηµένη λεπιδόµορφος πλάκα που ενώνει τον υπερεδρικό λοβό (supraanal lobe) µε την βασική άγκυρα (basal anchor) basal bridge, βασική γέφυρα. σε ♂ Hymenoptera: νωτιαία γέφυρα των βαλβίδων του φαλλού (penis valves) basal bulb, βασικός βολβός. σε ♀ Gerridae (Hem.: Heteroptera): ο βασικός βολβός του αγωγού του σπερµατικού υποδοχέως (ductus receptaculi) χωρίς τον σωλήνα γονιµοποιήσεως (fecundation canal) πριν από την αντλίαν (pump) βλ. basal sac


108 basal callus, βασικός τύλος (κάλος) . σε τέλεια Tabanidae (Dipt.): ένας από τους πολλούς τύλους (κάλους) του µετώπου (frons) basal cell, βασικόν κελλίον. στα Odonata: επίµηκες κελλίον (στις πτέρυγες) µεταξύ του κερκιδικού (radius) και του ωλενικού (cubitus) νεύρου ακριβώς πριν από το τοξοειδές (arculus). σε τέλεια Diptera: τα βασικά κερκιδικά ή τα µεσαία κελλία. σε τέλεια Trichoptera: 1-3 κελλία που περικλείονται από τα plical, embolar και τα 1ον και 2ον εδρικά (πυγαία) νεύρα basal costal cell (bc), βασικόν πλευρικόν κελλίον. σε τέλεια Diptera: κελλίον (κύτταρο) στη βάση της πτέρυγος οριζόµενο από το πλευρικόν (costal), το υποπλευρικόν (subcostal) και στο άκρον από το βραχιόνιον (humeral) νεύρον basal dorsomesal lobe, βασικός ραχιοµεσαίος λοβός. σε ♂ Culicidae (Dipt.): βασικός λοβός στο µεσαίο περιθώριο της ραχιαίας επιφανείας του γονοκοξίτη (gonocoxite) basal fold, βασική πτυχή. σε πτέρυγα: γραµµή κάµψεως (πτυχώσεως) µεταξύ της βάσεως του µεσοωλενικού πεδίου (mediocubital field) και της µασχαλιαίας (axillary) περιοχής που σχηµατίζει µίαν εξέχουσα κυρτήν πτύχωσιν στη συνεπτυγµένη πτέρυγα. σε Coelifera (Orth.): προέκτασις (σαν ελεύθερη απαλή πτύχωση) της εκτοκεφαλικής µεµβράνης (ectocephalic membrane) υπεράνω του ζυγώµατος (zygoma). σε ♂ Heteroptera (Hem.): articulatory apparatus basal foramen, βασικόν τρήµα. σε ♂ Heteroptera (Hem.): η είσοδος στην φαλλικήν κοιλότητα (phallic cavity) φρασσοµένης ή όχι από ένα χώρισµα (septum) basal lateral arm, βασικός πλευρικός βραχίων. σε ♂ Culex (Dipt.: Culicidae): βασική προέκτασις του παραπρωκτού (paraproct) µε οπισθίαν ή κοιλιακήν κατεύθυνσιν basal line, βασική γραµµή. σε πολλά Lepidoptera: εγκαρσία γραµµή εκτεινοµένη κατά µήκος της προσθίας πτέρυγος από το ήµισυ της διαδροµής µέχρι πολύ πλησίον της βάσεως basal lobe, βασικός λοβός. στα περισσότερα ♂ Coleoptera: basal piece. σε ♂ Coccinellidae (Col.): το ακραίο άζυγον τµήµα του termen που µερικές φορές περιβάλλει τον φαλλόν. σε ♂ Culicidae (Dipt.): λοβός στο βασικόν άκρον του basistylus (coxite). σε ♂ Chironomidae (Dipt.): inferior volsella. στα


109 περισσότερα ♂ Diptera: basistylus basal lobe of termen, βασικός λοβός του καλύµµατος. σε Catopsilia (Lep.: Pieridae): uncus anticus basal mandibular sclerite, βασικός γναθικός σκληρίτης. στις προνύµφες των περισσοτέρων Orthorrhapha, Brachycera (Dipt.): το βασικόν τµήµα της διηρηµένης άνω γνάθου (mandible) basal medial cell , βασικόν µέσον κελλίον. στην πτέρυγα των τελείων Diptera: κελλί µεταξύ του µέσου (media) και του ωλενικού (cubitus) νεύρου όπισθεν του βασικού κερκιδικού κελλίου (radial cell) basal medial apodeme, βασικόν µεσαίον απόδεµα. σε ♀ Culicidae (Dipt.): απόδεµα που εµφανίζεται επι της µεσαίας γραµµής στη βάση της κοιλιακής επιφανείας του οπισθίου γεννητικού λοβού (postgenital lobe) basal median lobe, βασικός µέσος λοβός. σε ♂ Chironomidae (Dipt.): superior volsella basal mesal lobe, βασικός µέσος λοβός. σε ♂ Culicidae (Dipt.): µικρός λοβός ή σκληρίτης προσθιοµεσαίως επι του γονοκοξίτη (gonocoxite) και πιθανώς οµόλογος µε το πορπίδιον (claspette) basal metabolism, βασικός µεταβολισµός, ο αργού ρυθµού µεταβολισµός ενός αναπαυοµένου ζώου basal orifice, βασικόν στόµιον. σε ♂ Coleoptera: άνοιγµα του φαλλού προς τη βάση του µέσα στο οποίο εισέρχεται ο εκσπερµατικός αγωγός (ejaculatory duct) basal palpal hair, βασική προσακτριδική θριξ (τρίχα). σε µερικά ♀ Anopheles (Dipt.: Culicidae): µία από τις πολλές εµφανείς τρίχες του βασικού τµήµατος (palpomere) των γναθικών προσακτρίδων (maxillary palpi) basal plate(s), βασική πλάξ, ο άζυγος σκληρίτης στη βάση της πτέρυγος από τον οποίον ξεκινούν τα περισσότερα οριζόντια νεύρα basal process, βασική προεξοχή. σε ♂ Lepidoptera: προεξοχή του (γεννητικού) οπλισµού στην εσωτερική πλευράν της βαλβίδος (valva) basal radial cell, βασικόν εδρικόν (πυγαίον) κύτταρον. στις πτέρυγες των τελείων Diptera: κύτταρον στο εδρικόν ήµισυ της πτέρυγος µεταξύ του κερκιδικού (radius) και του µέσου (medius) νεύρου basal ring, βασικός δακτύλιος. σε ♂ Protura: basiperiphallus. σε ♂ Diptera π.χ.


110 Trichoceridae: δακτυλιοειδής συγχώνευσις του tergum και του sternum IX. σε προνύµφες Culicidae (Dipt.): µίσχος ο οποίος στηρίζει µία η περισσότερες τρίχες. σε ♂ Hymenoptera: σκληρυµένος δακτύλιος που περιβάλλει τα παραµέρη (parameres) προς τη βάση τους basal sac, βασικός σάκκος. σε ♀ Gerridae (Hem.: Heteroptera): ο βασικός σάκκος του αγωγού του σπερµατικού υποδοχέως (ductus receptaculi) χωρίς τον σωλήνα γονιµοποιήσεως και πριν από την αντλία βλ basal lobe basalare, επιπλευρίτης του episternum από τον οποίον ξεκινούν οι πρόσθιοι πλευρικοί µύες της πτέρυγος βλ.anterior και posterior basalare basalis, ο κύριος γναθικός σκληρίτης ο οποίος αντιστοιχεί µε το stipes της maxilla base, βάσις, το πλησιέστερο στο σώµα τµήµα κάθε εξαρτήµατος ή κατασκευής. στον θώρακα: το τµήµα πλησίον της κοιλίας. στην κοιλία: το πλησιέστερον στον θώρακα, το µέρος του οργάνου στο οποίο αυτό προσφύεται, το τµήµα ενός εξαρτήµατος ή κατασκευής µε το οποίον προσφύεται σε άλλο τµήµα πλησιέστερο προς το κέντρον του σώµατος π.χ.basicardo, basitarsus, basisternum, basistylus κ.ά. αντ.apex basement membrane, βασική µεµβράνη,1 η µεµβράνη που σκεπάζει την εσωτερικήν επιφάνεια των οφθαλµών σε συνέχεια της περιβάλλουσας επιδερµίδος µεµβράνη κάτω από µίαν επιθηλιακήν στιβάδα (epithelial layer)

3

2

η

µεµβράνη

υποστηρίζουσα επιθηλιακά κύτταρα αποτελούµενη από άµορφο αδενικό υλικό (πιθανώς έναν µυκοπολυσακχαρίτη µε ενσωµατωµένες ίνες κολλαγόνου) basiala. σε τέλεια Diptera: prearcular field basiandropodite. σε ♂ Diptera: basistylus, gonocoxite basicalypter. σε τέλεια Diptera: η κατώτερη καλύπτρα (lower calypter) basicardo, η βασική περιοχή του γόµφου (cardo) basicercus. σε ♀ Culicidae (Dipt.): το πρώτο τµήµα του κέρκου (cercus). σε Orthoptera: βασιποδίτης του κέρκου (cercal basipodite) basiconic peg (receptor, sensillum), βασικωνικόν αισθητήριον, καρφοειδές αισθητήριον οργανίδιον µε µικροσκοπικούς πόρους προς υποδοχήν χηµικών ερεθισµάτων basicosta, η εγγύτερη στο σώµα υποπεριθωριακή παρυφή (submarginal ridge) του εσωτερικού τοιχώµατος ενός τµήµατος του ποδός


111 basicostal sulcus, (-suture), η εσωτερική αύλακα ενός τµήµατος του ποδός η οποία σχηµατίζει την basicosta basicoxa. σε τέλεια Diptera: το βασικό τµήµα της διηρηµένης eucoxa βλ.disticoxa basicoxite, το συνήθως στενό χείλος του ισχίου (coxa) πλησίον του basicostal sulcus και της εσωτερικής παρυφής του (basicosta) basidorsal lobe. σε ♂ Chironomidae (Dipt.): inferior volsella basigalea, η προς την βάση διαίρεσις του εξωτερικού λοβού (galea) της γναθικής προσακτρίδος (palpus maxillaris) basilaire, σκληρίτης του «λαιµού» βλ.jugulum, gula, occipital foramen) basilar membrane, λεπτή διαφανής µεµβράνη που χωρίζει τα ραβδία και τους κώνους του οφθαλµού από τον οπτικόν λοβόν (optic lobe) basilar piece· στα Mesostigmata ακάρεα: µεσαία εσωτερική κατασκευή µε την οποίαν οι όνυχες (claws) αρθρώνονται στο ambulacrum basilar sclerite·σε µερικά Prostigmata ακάρεα: σκληροποιηµένη κατασκευή όπου προσαρµόζεται ο cheliceral muscle και αρθρώνεται µε τον κινητόν cheliceral digit (δάκτυλον) basilar space, βασικόν διάστηµα. σε τέλεια Odonata: κύτταρον στη βάση της πτέρυγος που ορίζεται από το κερκιδικόν (radius), το ωλενικόν (cubitus) νεύρο, το arculus και τη βάση της πτέρυγος basimandibula = pleurostoma = trochantin of the mandible basisternal carina, βασιστερνική τρόπις. σε Acalyptrata, Muscomorpha και άλλα Diptera: µεσαία κάµψις του προθωρακικού βασιστέρνου η οποία σχηµατίζει ένα εσωτερικό καρινοειδές (τροπιδοειδές) απόδεµα στο οποίο προσφύεται ο κινητικός µύς του ισχίου (coxa) basisternum, βασιστέρνον, ο κύριος σκληρίτης του προσθίου ευστέρνου (eusternum anterior) [στη βάση των στερνικών αποφύσεων (sternal apophyses) ή της στερνοπλευρικής ραφής (sternocostal suture)] µεταξύ του προστέρνου (presternum) και του sternellum basistyle, basistylus, βασιστύλος. σε ♂ Protura: το βασικόν τµήµα του στύλου (stylus) basitarsal, βασιταρσικός, του ή αφορών στον βασιταρσόν (basitarsus) basitarsus, βασιταρσικός, το εγγύτερον στο σώµα ή βασικόν ταρσοµερές (tarsomere)


112 basitibial plate, βασικνηµική πλάξ. σε τέλεια Aculeata (Hym.): µικρή πλάξ ή λεπιοειδής προεξοχή στη βάση της οπισθίας κνήµης (hind tibia) basituberculum (πλ. basitubercula), βασικόν φυµάτιον. σε ♂ Mecoptera: βασικός οδούς (δόντι) στην εσωτερικήν επιφάνειαν του στύλου (stylus) basivalvula (πλ. basivalvulae) στα ♀ έντοµα: µικροί σκληρίτες στη βάση των πρώτων βαλβίδων (first valvulae). σε ♂ Isoptera: ζυγοί σκληρίτες στη διατµηµατική µεµβράνη (intersegmental membrane) µεταξύ των στέρνων VIII και ΙΧ. σε ♀ Isoptera: µικροί ζυγοί σκληρίτες στη βάση των κοιλιακών βαλβίδων (ventral valves). σε ♀ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): ζεύγος µεσονωτιαίων αποφύσεων των κοιλιακών βαλβίδων (ventral valvulae) basivolsella (πλ. basivolsellae). σε ♂ Hymenoptera: το κύριον τµήµα της volsella Batesian mimicry, Βατεσιανός µιµητισµός, όταν ένα εδώδιµον είδος προστατεύεται προσποιούµενο την εµφάνισιν (µορφήν) ενός µη εδωδίµου είδους (π.χ. τα µικρολεπιδόπτερα Sessiidae την µέλισσα) βλ.Müllerian mimicry bathmis, βαθµίς, το πτερόστιγµα (pterostigma) bead, σφαιροειδής, χάνδρα (κοµβολογίου) bead-like, κοµβολογιοειδής (moniliform) beak, ρύγχος, ευδιάκριτη επιµήκυνσις του µετώπου (front, frons) στην κεφαλή συνήθως των Coleoptera: Curculionidae βλ.snout, rostrum) beak, ρύγχος, τα προεξέχοντα στοµατικά εξαρτήµατα ενός ρυγχωτού ή ρυγχοφόρου εντόµου βλ.proboscis, rostrum bearded, γενειοφόρος, περιστοιχισµένος από τρίχες βλ.barbated bee bread, τροφή µελισσών, µίγµα από µέλι και γύρη για τις προνύµφες των αναπτυσσοµένων εργατριών - µελισσών bee milk, βασιλικός πολτός (royal jelly) bees, µέλισσες, τα τέλεια Hymenoptera της Υπεροικ. Apoidea beetle, σκαθάρι, τέλειoν της Τάξεως Coleoptera beewax, κηρός µελίσσης, το υλικό µε το οποίον κατασκευάζονται οι κηρήθρες (honeycombs) αποτελούµενο από µίγµα εστέρων, λιπαρών οξέων και υδρογονανθράκων µεγάλου µοριακού βάρους που εκκρίνεται από τους κηρογόνους αδένες (wax glands) bell organ, κωδωνοειδές όργανον (campaniform sensillum) belly, κοιλία, το δεύτερο (µεσαίον) τµήµα (tagma) του σώµατος των εντόµων (βλ.


113 venter, abdomen) belonoid, βελονοειδής, µε µορφή βελόνης beset, περιστοιχισµένος, πυκνώς περιβαλλόµενος κυρίως από εξωσκελετικές αποφύσεις (cuticular outgrowths) beta - female, τερατογενές θήλυ βλ alfa - female Bethyloidea = Chrysidoidea bialar (bialate, bialatus), δίπτερος, µε δύο πτέρυγες biarcuate, biarcuatus, διπλώς τοξοειδείς biareolate, biareolatus, µε δύο κύτταρα ή περιοχές βλ.bilocular biarticulate, biarticulatus, µε δύο αρθρώσεις, δίαρθρος Bibioniformia = Bibionoidea Bibionoidea, Υπεροικ. των Nematocera (Dipt.) µε τις Οικογ.: Bibionidae και Pachyneuridae Bibionomorpha, Ανθυποτάξις της Υποτάξεως Nematocera (Dipt.) µε τις Υπεροικ.: Pachyneuroidea, Βibionoidea και Sciaroidea bicarinate, bicarinatus, µε δύο τρόπιδες (καρίνες) bicaudate, bicaudatus, µε δύο ουρές ή εδρικές αποφύσεις bicolour (bicolorate, bicoloratus, bicolored, bicolorous), δίχρωµος biconvex, φακοειδής, διπλώς κυρτός (lenticular ή lens shaped) bicornute, bicornutus (δι + cornu = κέρας), δικέρατος, µε δύο προεξοχές της κεφαλής bicuspidate, bicuspidatus, µε δύο αιχµές bidactylate, bidactylatus, µε δύο δακτυλίους ή δακτυλοειδείς αποφύσεις bidentate, bidentatus, µε δύο οδόντες bidenticulate, bidenticulatus, µε δύο µικρούς οδόντες bifasciate, bifasciatus, (δι + φασκία), µε δύο ταινίες, ζώνες ή δέσµες bifid, bifidus, δισχιδής, διχαλωτός, σχισµένος ή διηρηµένος σε δύο µέρη βλ.bipartite biflabellate, biflabellatus, µε διπλό ριπίδιον (βεντάλια). σε κεραίες των οποίων τα άρθρα φέρουν ριπιδοειδείς αποφύσεις και στις δύο πλευρές τους bifollicular, µε δύο θύλακες ή θυλάκια biforus, δίθυρος, µε δύο ανοίγµατα (πόρους) biforous spiracles, δίθυρα (αναπνευστικά) στίγµατα. σε προνύµφες Κολεοπτέρων: στίγµατα (τρήµατα) τα οποία διαθέτουν δύο εισόδους εφοδιασµένα µε ζεύγος εµφανών αεραγωγών (air tubes)


114 bifurcate, bifurcatus, διχαλωτός, µερικώς διηρηµένος ή σχισµένος στα δύο bifurcation, διχάλα, το σηµείο όπου παρατηρείται µία σχάσις (διακλάδωσις) bigibbous, δίυβος, µε δύο φαρδιά στρογγυλεµένα εξογκώµατα (ύβους) στη ράχη biguttate, biguttatus, µε δύο σηµεία µε µορφή σταγόνας bilabiate spiracle, δίχειλον (αναπνευστικόν) στίγµα, επίµηκες ή δακτυλιοειδές στίγµα (τρήµα) µε ζεύγος προεξεχόντων χειλέων εσωτερικώς του περιτρήµατος (spiracular frame, peritreme). ό’τι διαθέτει δύο χείλη σε σχισµοειδή είσοδον bilamellar (bilamellate, bilamellatus), µε ή διηρηµένος σε δύο ελασµάτια ή φύλλα (laminae, lamellae, plates) bilateral, αµφίπλευρος, µε δύο ίσες ή συµµετρικές πλευρές bilateral symmetry, αµφίπλευρος συµµετρία, τύπος συµµετρίας στην οποίαν τα διάφορα µέρη και εξαρτήµατα του σώµατος είναι διευθετηµένα οµοίως δεξιά και αριστερά ενός επιπέδου bilaterally symmetrical, αµφιπλεύρως συµµετρικός, µε δύο ίσες ή συµµετρικές πλευρές σε σχέση µε έναν κατά µήκος άξονα biliary vessels, χοληφόρα αγγεία, Μαλπιγιανά σωληνάρια, σωλήνες του Malpighi (Malpighian tubes) bilineate, bilineatus, µε δύο γραµµές bilobate (bilobatus, bilobed), δίλοβος, µε δύο λοβούς bilocular, µε δύο κύτταρα ή διαµερίσµατα ή θήκες (loculi) βλ biareolate biloculal pores, σε Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha), δερµατικοί πόροι διαφόρων τύπων µε δύο µικρούς χώρους (loculi) bimaculate, bimaculatus, µε δύο στίγµατα, σπίλους (spots) ή κηλίδες (maculae) binary, δυαδικός. στην ζωολογική ονοµατολογία: διώνυµος (binomical, binomial) binary name, διώνυµον (binomen) binary (binomial) nomenclature, διώνυµος ονοµατολογία, το σύστηµα ονοµατολογίας όπου ένα είδος (και όχι άλλο taxon) ορίζεται από ένα διώνυµον (binomen) δηλαδή τον συνδυασµό δύο ονοµάτων από τα οποία το πρώτο είναι το όνοµα του γένους (= genus) και το δεύτερο ένα ειδικότερο όνοµα του είδους (= species) και που τα δύο µαζί αποτελούν την επιστηµονικήν ονοµασίαν (όνοµα) του είδους binotate, binotatus, µε δύο στρογγυλά σηµεία ή σηµάδια binnucleate eggs, διπύρηνα ωά, ωά µε δύο πυρήνες που µπορεί να περιέχουν


115 διαφορετικά γονίδια καθώς ίσως γονιµοποιήθηκαν από δύο διαφορετικά σπερµατοζωάρια εξηγώντας την ύπαρξιν γυνανδροµόρφων (gynandromorphs) binus, διττός (ζυγός, διπλός) bioassay, bidogical assay, βιοδοκιµή, η µέτρησις του δυναµικού κάθε ερεθίσµατος (φυσικού, χηµικού, βιολογικού, φυσιολογικού ή ψυχολογικού) βάσει της αντιδράσεως που προκαλεί σε ζων υλικό biochemical lesion, βιοχηµική βλάβη. στην παθολογία των ασπονδύλων: η αρχική αλλαγή στα κύτταρα των ιστών από κάθε βλάβη που είναι ορατή µε το µικροσκόπιο biocoenosis, βιοκοίνωσις, κοινωνία ζώντων οργανισµών όπου το σύνολο των ειδών και ατόµων που (αµοιβαίως επιλεγµένα κάτω από µέσες εξωτερικές συνθήκες ) διαβιώσεως συνεχίζουν να κατέχουν δεδοµένην περιοχήν biological classification = natural classification biological control, βιολογική καταπολέµησις 1 η χρησιµοποίησις από τον άνθρωπο ζώντων οργανισµών για την καταπολέµησιν (συνήθως περιορισµόν) ανεπιθύµητων ζώων ή φυτών 1 η δράσις παρασιτοειδών αρπακτικών ή παθογόνων σε ξενιστές ή θηράµατα η οποία τους προκαλεί µείωσιν του πληθυσµού τους σε επίπεδο κατώτερον εκείνου που θα υπήρχε εάν απουσίαζαν οι ανωτέρω παράγοντες bioluminescence (βίος + λύκη = φως), βιοφωταύγεια, βιοφωτοβολία, η παραγωγή ψυχρού φωτός από µερικά έντοµα, ψάρια και άλλους οργανισµούς µέσω οξειδώσεως της λουσιφερίνης (luciferin) µε την δράσιν της λουσιφεράσης (luciferace) biometry, βιοµετρία, η εφαρµογή µαθηµατικών στατιστικών µεθόδων σε βιολογικά γεγονότα ή φαινόµενα bionomics, βιονοµία, κλάδος της βιολογίας που ασχολείται µε τις σχέσεις µεταξύ οργανισµών και του περιβάλλοντός τους biopterin, βιοπτερίνη, µια πτερίνη (χρωστική) µε γαλάζιον φθορισµόν που βρίσκεται στα βοηθητικά χρωστικά κύτταρα µεταξύ των οµµατιδίων (ommatidia) των συνθέτων οφθαλµών του Drosophila (Dipt.: Drosophilidae) biordinal crochets, διτακτικοί κροσσοί· σε προνύµφες Λεπιδοπτέρων: κροσσοί σε µονοσειραϊκόν κύκλον ή γραµµή αλλά µε δύο αλληλοδιάδοχα (alternating) µήκη βλ uniordinal crochets


116 biosystematics = taxonomy biota, βιόκοσµος, η πανίς (fauna) και η χλωρίς (flora) ενός ενδιαιτήµατος (habitat) ή µιάς περιοχής biotic, βιοτικός, που αφορά στον βιόκοσµο (biota) biotic insecticide, βιοτικόν εντοµοκτόνον, οργανισµός που χρησιµοποιείται για να περιορίσει έναν τοπικόν πληθυσµό επιζηµίου εντόµου βλ.microbial insecticide) biotic potential, βιοτικόν δυναµικόν, εκτίµησις του υψηλοτέρου βαθµού αυξήσεως κάθε είδους ζώου εφόσον αυτό αφεθεί µόνο του και αποµονωµένο από τους φυσικούς εχθρούς του - τις ασθένειες ή άλλους ανασχετικούς παράγοντες biotin, βιοτίνη = C10H16N2O3S, βασική για τα έντοµα υδροδιαλυτή βιταµίνη biotype, βιότυπος, οµάδες εντόµων αρχικώς αναγνωριζόµενες από την αλληλεπίδρασίν τους µε γενετικώς σταθερές ποικιλίες (varieties) ή κλώνους (clones) φυτών - ξενιστών, κλώνος κάποιου είδους εντόµου bipartite, bipartitus, χωρισµένος σε δύο µέρη bipectinate, bipectinatus, (δι + πέκτος = κτένα), αµφικτενοειδής, κεραία κτενοειδής και στις δύο πλευρές bipectinate blade, αµφικτενοειδής λεπίς (λάµα), πεπλατυσµένη βελονοειδής άκανθα µε δύο σειρές βελονιδίων (aciculae = ακίδες) ή µικρών οδοντοειδών αποφύσεων bipolar, διπολικός, µε δύο πόλους από έναν σε κάθε άκρον ενός άξονος bipolar cell, διπολικόν κύτταρον, διπολικόν νευρικόν κύτταρον (νευρών) bipolar nerve cell, νευρικόν κύτταρον (νευρών), κύτταρον του περιφερειακού νευρικού συστήµατος µε βραχύ δενδρίτη (dendrite) που λαµβάνει τα ερεθίσµατα και άξονα (axon) που φθάνει στο κεντρικόν γάγγλιον (central ganglion) bipupillate, bipupillatus, µε δύο (οφθαλµικές) κόρες, οµµατίδια εντόµων µε δύο (συνήθως διαφορετικού χρώµατος) κόρες (pupils, pupillae) biradiate, biradiatus, µε δυο ακτίνες (radii) biramose, biramosus, δίκλωνος, µε δύο κλάδους (rami), biramous biramous, δίκλωνος, που έχει διχαλωτά ή διπλά εξαρτήµατα biserial crochets, δίσειρα άγγιστρα. σε προνύµφες των Lepidoptera: άγγιστρα µε τα εγγύτερα άκρα τους διευθετηµένα σε δύο (συνήθως οµόκεντρες ) σειρές (series)


117 biserrate, biserratus, αµφιπριονοειδής, πριονωτός και στις δύο πλευρές κάθε αντεννικού άρθρου biosetose, bisetosus, bisetous, δίτριχος, µε δύο τρίχες (setae) bisexual, ερµαφρόδιτος, που έχει και τα δύο φύλα (♂ και ♀) ευδιάκριτα και ξεχωριστά στο ίδιο άτοµον (hermaphrodite) bisinuate, bisinuatus, µε δύο εγκολώσεις, κοιλώτητες ή τοµές biting lice, δηκτική (δάκνουσα) φθειρ (ψείρα), µέλος των Υποτάξεων Amphycera και Ischnocera (Phthir.) biting (mouth parts), µασητικός τύπος στοµατικών εξαρτηµάτων που χαρακτηρίζεται από ισχυρές γνάθους biting mouthparts, µασητικά στοµατικά εξαρτήµατα (chewing mouthparts) bituberculate, bituberculatus, µε δύο ευδιάκριτα φυµάτια (tubercles) biuncinate, biuncinatus, µε δύο άγκιστρα ή γαµψούς όνυχες (uncus= όνυξ) bivalvate (bivalvatus, bivalve), αποτελούµενος από δύο κοµµάτια ή βαλβίδες ενωµένες ώστε να σχηµατίζουν σωλήνα π.χ. η προβοσκίς των εντόµων bivittate, bivittatus, µε δύο επιµήκεις ζώνες ή ταινίες (vittae) bivoltine, µε δύο γενεές το χρόνο βλ.univoltine, multivoltine) bivouac, υπαίθριος (προσωρινός) καταυλισµός· στα Hym.: Formicidae: µάζα των εργατών µέσα στην οποίαν βρίσκουν καταφύγιον η βασίλισσα και τα επωαζόµενα νεαρά άτοµα (brood) black-spot area, περιοχή του µελανού σηµείου. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.), το (µεσοκοιλιακώς κατευθυνόµενον)σκοτεινόχρωµο µεσαίον τµήµα του παραεπιστοµικού λοβού (paraclypeal lobe) blade, λάµα, λεπίς 1 κάθε λεπτή και επίπεδη κατασκευή σαν φύλλο ή σπαθί ή µαχαίρι 2

επιµήκης πεπλατυσµένη συνήθως σκληρή (άκαµπτη) ακίς (spicula). στα

Collembola: ο κύριος κλάδος της κάτω γνάθου (maxilla). στα τέλεια Diptera: η κυριώτερη περιοχή της πτέρυγος σε απόστασιν από τον µίσχο (stalk). στα τέλεια Hym.: ελασµάτιον (leminium) blastem, βλάστηµα, εµπύρηνη πρωτοπλασµατική στιβάς πριν από το βλαστόδερµα (blastoderm) blastocoels (coeloma = κοίλωµα), βλαστική κοιλότης, η κοιλότης εσωτερικώς του βλαστιδίου (blastula) blastoderm(a), βλαστόδερµα, η συνεχής περιφερειακή κυτταρική στιβάς που


118 περιλαµβάνει την λέκιθον (vitellus, yolk) βλ.blastula blastodermic cells, βλαστοδερµικά κύτταρα, βλαστοµερίδια (blastomeres) blastogenesis βλαστογένεσις· στα κοινωνικά έντοµα: θεωρία που προσπαθεί να εξηγήσει (κυρίως) την διαφοροποίησιν που δηµιουργεί τις κάστες (castes) blastokinesis, βλαστοκίνησις, οι κινήσεις του εµβρύου (embryo) µε τις οποίες αλλάζει προσανατολισµό εντός του ωού blastomeres, βλαστοµερίδια, κύτταρα αυλακώσεως (cleavage cells) που προκύπτουν από την διαίρεσιν του ωού ή του πυρήνος του και τα οποία σχηµατίζουν το βλαστόδερµα (blastoderm) blastopore, βλαστοπόρος, το στόµιον της κοιλότητος γαστριδιώσεως (gastrulation cavity) κατά την εµβρυϊκήν ανάπτυξιν blastula, βλαστίδιον, πρώϊµον στάδιον του εµβρύου κατά το οποίον η µόνη κυτταρική στιβάς είναι το βλαστόδερµα (blastoderm) Blattaeformia = Blattiformida Blattaria, Τάξις εξωπτερυγωτών εντόµων µε τις Υπεροικ. Blattoidea και Blaberoidea Blattodea = Blattaria blattoid neck, βλαττοειδής «λαιµός». στα Forficulina (Derm.): µε τον οπίσθιον κοιλιακόν αυχενικόν σκληρίτη µικρόν σε µέγεθος blattoid orders, Τάξεις βλαττοειδών (Blattoidea) blattoid - orthopteroid orders = Polyneoptera Blatoidea, µια από τις 2 Υπεροικογένειες των Blattaria που περιλαµβάνει τις Οικογ. Blattidae και Cryptocercidae Blattopteroidea, Υπερτάξις η οποία περιλαµβάνει: Blattaria, Mantodea και Isoptera blattopteroid orders = Blattopteroidea blind, τυφλός, χωρίς οφθαλµούς blind duct, τυφλός αγωγός. στα ♀ Siphonaptera: αγωγός εκφυλισµένης σπερµατοθήκης σε είδη µε µίαν µάλλον παρά µε δύο σπερµατοθήκες (spermathecae) blind ocellus, τυφλόν οµµατίδιον, οµµατίδιον χωρίς κεντρικόν σηµείον ( pupil = κόρη οφθαλµού) blister mite, είδος των ακάρεων Eriphyoidea που προκαλεί φλυκταινοειδείς κηκίδες


119 (blister- like galls) στα φύλλα των φυτών blood, αίµα. στα έντοµα: αιµολέµφος (hemolymph) blood cells, αιµοκύτταρα (hemocytes) blood channel, αιµοδίαυλος. σε µερικές αρπακτικές προνύµφες των Coleoptera δίαυλος (κανάλι) [είτε εσωτερικό µε τη µορφή αγωγού ή σωλήνα (Gyrinidae) είτε εξωτερικό µε τη µορφή ανασκαφής ή αύλακος (Cantharidae)] που φθάνει συνήθως (σε τελικό µήκος) το µήκος του εσωτερικού περιθωρίου της άνω γνάθου (mandibula) βλ.blood tube blood corpuscules, αιµοσφαίρια, (hemocytes) blood forming organ, αιµοποιητικόν όργανον, (hemopoietic organ) blood gills, αιµοβράγχια. σε υδρόβιες νύµφες: σωληνοειδείς ή νηµατοειδείς ή δακτυλόµορφες αναπνευστικές εγκολπώσεις του σωµατικού τοιχώµατος ή του πρωκτοδαίου (proctodeum) µέσα στις οποίες κυκλοφορεί αίµα. σε µερικές προνύµφες Chironomidae (Dipt.): πλευρικά σωληνάρια (lateral tubules) ή κοιλιακά σωληνάρια (ventral tubules) blood plasma, πλάσµα αίµατος blood sugar, σάκχαρον (συνήθως δισσακχαρική τρεχαλόζη) στην αιµολέµφον blood tube, στις προνύµφες των Coleoptera: blood channel bloodworm, προνύµφη µερικών Chironominae (Dipt.: Chironomidae) η οποία έχει ζωηρό ερυθρό χρώµα λόγω παρουσίας αιµογλοβίνης (hemoglobin) blotch, µεγάλη κηλίς, µεγάλο ακανονίστου σχήµατος σηµάδι ή κηλίδα. σε µερικά Symphyta (Hym.) µεγάλη υπόλευκη µεµβράνη µεταξύ του θώρακος και της κοιλίας blotch mine, αποχρωµατισµένη κηλίς ή φλύκταινα σε φύλλο φυτού που προκαλείται από µικρή προνύµφην εντόµου (Gracillariidae: Lep. και Agromyzidae: Dipt.) η οποία ορύσσει µεταξύ της άνω και κάτω επιδερµίδος blunt, αµβλύς, όχι µυτερός στο άκρον body, σώµα, κορµός (corpus). σε ♂ Coleoptera: ο φαλλός (penis)· στα ακάρεα: idiosoma body cavity, σωµατική κοιλότης body of clasper, σώµα της πόρπης (clasper) . στα Siphonaptera: basimere body of pennis, σώµα του φαλλού. στα ♂ Odonata: το δεύτερον τµήµα του


120 prophallus body of spermatheca, σώµα σπερµατοθήκης. στα ♀ Siphonaptera: πήρα, θυλάκιον (bulga) bombifrons, φλυκταινοµέτωπος, µε φλυκταινώδη προεξοχήν στο µέτωπο (frons) bombons, φλυκταινώδης, σφαιρικός ή διογκωµένος bombicinous, bombicinus, βοµβυκόχρους, µε ωχροκίτρινον χρώµα όπως το νεοϋφασµένο µετάξι Bombycoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ.: Apatelodidae, Bombycidae, Eupterodidae, Anthelidae, Brahmaeidae, Lasiocambidae, Endromidae, Lemoniidae, Ratardidae, Carthaeide, Oxytenidae, Cercophanidae και Saturnidae Bombylioidea, Υπεροικ. των Asilomorpha (Dipt. Brachycera) µε τις Οικογ.: Acroceridae, Nemestrinidae, Bombyliidae και Hilarimorphidae borer, ορύκτης, προνύµφη ή τέλειον έντοµο που τρυπά ή κάνει στοές σε ξύλο ή άλλο φυτικό υλικό boring bristle, η διατρητική σµήριγξ. στα ♀ Hymenoptera: η πρώτη γοναπόφυσις (first gonapophysis) boss, εξόγκωµα, ύβος (καµπούρα). στις προνύµφες κουνουπιών: σκληρυµένη ανορθωµένη περιοχή χωρίς πλέγµα (grid) στη βάση της κοιλιακής ψήκτρας (ventral brush) Bostrychiformia, Οµάς των Polyphaga (Col.) µε τις Υπεροικ. Dermestoidea και Bostrychoidea Bostrychoidea, Υπεροικ. των Bostrychiformia (Col.: Polyphaga) µε τις Οικογ.: Bostrychidae, Anobiidae, Ptinidae και Lyctidae bothriotrix (θρίξ -τριχός), βοθριόθριξ. στα Sminthuridae (Coll.): ασυνήθιστα λεπτή, εύκαµπτη µακριά τρίχα βλ.trichobotrium bothrium, βοθρίον. στα Heteroptera (Hem.) και άλλα: κοίλωµα ή φυµάτιον (tubercle) από το οποίον ξεκινά ένα trichobothrium botryoidal, βοτρυοειδής, σε συστάδα (cluster) όπως ένα τσαµπί σταφύλια bound pupa, εφαπτοµένη νύµφη (pupa contigua) brace vein, στηρικτικόν νεύρον, λοξό εγκάρσιον νεύρο. στα τέλεια Odonata: λοξό εγκάρσιο νεύρο πίσω από το εγγύτερο άκρον του πτεροστίγµατος (pterostigma). στις πτέρυγες των τελείων Diptera: πρόσθιος κλάδος της media


121 brachielytra, βραχέα έλυτρα (elytra) brachial, βραχιόνιος, σαν βραχίων (arm) brachial cells, βραχιόνια κελλία. στα τέλεια Hymenoptera: κλειστά κύτταρα (πτέρυγος) κοντά στη βάση της brachial nerves, βραχιόνια νεύρα πτέρυγος. στα τέλεια Hymenoptera: brachial veins = επιµήκη νεύρα της πτέρυγος brachiola (πλ. brachiolae), στα ♂ Tortricidae (Lep.): λεπτή τριχωτή δακτυλοειδής προεξοχή του καλύµµατος (cucullus) brachiolum, µικρός βραχίων. στις πτέρυγες των τελείων Chironomidae (Dipt.):η πλατειά και ισχυρώς σκληροποιηµένη βάσις του radius και του subcosta νεύρων πτέρυγος βλ stem vein brachium (πλ. brachia), βραχίων, συλληπτικός εµπρόσθιος πούς (fore tibia). στα ♂ Coelifera (Orth.): άνω οπισθοκοιλιακή προεξοχή των laminae phalli που ενώνει τον κοιλιακόν φαλλικόν σκληρίτη. στα Heteroptera: Hem.: cubitus anterior της πτέρυγος brachycerous, βραχύκερος, µε κοντές κεραίες Brachyptera, Υποτάξις των Diptera που περιλαµβάνει τις Ανθυποτάξεις Tabanomorpha, Asilimorpha και Muscomorpha βλ.Nematocera Βrachy(o)stomata, βραχύκερα Diptera µε κοντή προβοσκίδα brachypterism, βραχυπτερία, βραχύπτερος, µε κοντές ή συντετµηµένες κεραίες βλ.brachypterous, apterous, macropterus, micropterus) brachypyline (βραχύς + πύλη), ακάρεα µε χωριστά genital και anal plates (συχνά τα Oribatida) βλ.macropyline bracteae, βράκτια. σε µερικά Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): προεκβολές στα πλευρά των πρώτων κοιλιακών τµηµάτων brain, εγκέφαλος, το υπεροισοφαγικόν γάγγλιον του Νευρικού Συστήµατος το οποίο κείται άνωθεν του οισοφάγου (oesophagus) και αποτελείται από τα protocerebrum, deutocerebrum και tritocerebrum (πρωτο-, δευτερο-, τριτεγκέφαλος) brain appendages, εξαρτήµατα του εγκεφάλου. στις προνύµφες των Muscidae (Dipt.), δύο σάκκοι από ένας σε κάθε πλευράν του εγκεφάλου brain hormone, εγκεφαλική ορµόνη, προθωρακοτρόπος ορµόνη (prothoracotropic hormone)


122 branched hair, διακλαδούµενη τρίχα. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): ramose seta branchia (πλ.branchiae), αναπνευστικά βράγχια (gills) branchial, βραγχιακός branchial basket, branchial chamber, βραγχιακός θάλαµος. στις νύµφες των Anisoptera (Od.): το πρόσθιον (µε βράγχια) τµήµα του ορθού εντέρου (rectum) του οποίου η σύσπασις διώχνει το νερό προς τα έξω σπρώχνοντας το έντοµο προς τα εµπρός βλ.rectal gills branchiate, εφοδιασµένος µε βράγχια branchiopneustic, βραγχιοπνευστικός, τύπος αναπνοής προνυµφών στις οποίες τα αναπνευστικά στίγµατα (spiracles) υποκαθίστανται λειτουργικώς από βράγχια (gills) brassy, µε χρώµα ορειχάλκου (µπρούντζου) breast,στήθος, στέρνον (pectus) breastbone, στερνική σπαθίς (σπάτουλα). στις προνύµφες Cecidomyiidae (Dipt.): sternal spatula breathing, αναπνοή (respiration) breathing pore, αναπνευστικός πόρος (spiracle) breviate, βραχυµένος π.χ κεραίες µε περίπου το µήκος της κεφαλής breviorate, βραχυµένος για κεραίες µακρότερες της κεφαλής αλλά µικρότερες του µήκους του σώµατος brevis, βραχύς, κοντός Brevitentoria, Ανθυποτάξις των Integripalpia (Trichoptera) µε τις Υπεροικ. Sericostomatoidea και Leptoceroidea bridge, γέφυρα. στα τέλεια Odonata: bridge vein. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ponticulus transversalis bridge of anterior phallotreme sclerites, στα ♂ Orthoptera, εγκαρσία αψιδοειδής συνδετική κατασκευή µεταξύ των ραχιαίων σκληριτών του φαλλού (dorsal aedeagal sclerites) bridge of epiphallus, στα ♂ Orthoptera: αψίς (arcus) brin, µεταξόνηµα. στους µεταξοσκώληκες (Lep.: Bombycidae): το ρευστό µετάξινο νήµα που βγαίνει από κάθε σιελογόνον αδένα (salivary gland) Brindley’s glands, αδένες του Brindley. στα τέλεια Reduviidae και σε άλλα Cimicomorpha (Hem.: Heteroptera): ζυγοί οσφρητικοί αδένες µε τα


123 ανοίγµατα τους πλευροραχιαίως στην ένωση θώρακος µε την κοιλίαν bristle, σµήριγξ, σκληρή τρίχα συνήθως βραχεία µε αµβλύ άκρον βλ.macrotrichia bristle balbe, στα ♀ Hymenoptera: first gonapophysis bristle bearer, φορεύς σµήριγγος. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): procercus bristle comb, κτένι σµηρίγγων. στα Zygentoma: σειρές από µακροχαίτες (macrochaetae, macrosetae) broad mite ή tea mite, το φυτοπαρασιτικόν Oribatid άκαρι Polytarsonemus latus bromatia (βρώσις = τρώγειν), βρωµάτια τα ογκίδια µυκήτων οι οποίοι καλλιεργούνται από µυρµήγκια για τροφή τους bronchiae, βρόγχιαι, τραχειόλια, τραχειόλαι (tracheoles) bronze, bronzus, µπρούτζινος (στο χρώµα) brood, σύνολο ατόµων που προέρχονται από εναπόθεσιν οµάδος ωών τα οποία εκκολάφθηκαν περίπου συγχρόνως και τα οποία συνήθως αναπτύσσονται και ωριµάζουν την ίδιαν εποχή, «φουρνιά» brosse, ψήκτρα, βούρτσα από τρίχες. στα Apiodea (Hym.): scopa brunneus, καστανός, µε κοκκινωπό σκούρο - καστανό χρώµα brush-footed butterflies, πεταλούδες µε ψήκτραν στους πόδες. στα Nymphalidae (Lep.): επειδή έχουν (κυρίως τα άρρενα)προσθίους ταρσούς µε µακριές τρίχες (hairs) brush pedestal, βάθρον τριχών. στις νύµφες Chironomidae (Dipt.): procercus bucca (πλ. buccae), στόµα. στα τέλεια Diptera: παρειά (gena) buccal, στοµατικός αναφερόµενος στο στόµα και σπανίως στις παρειές buccal appendages, στοµατικά εξαρτήµατα (µόρια) buccal armature, στοµατικός οπλισµός. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): κεφαλοφαρυγγικός σκελετός (cephalopharyngeal skeleton) buccal cavity, στοµατική κοιλότης, το πρόσθιον τµήµα του προσθίου εντέρου µεταξύ του στόµατος και του φάρυγγος (pharynx) βλ.preoral cavity buccal cone, στοµατικός κώνος. σε µερικά Neanurinae (Coll.), επιµήκης αιχµηρή στοµατική περιοχή σχηµατιζοµένη κυρίως από το κάτω χείλος (labium) buccal funnel, στοµατικόν χωνίον. στα Phthiraptera: το σωληνοειδές πρόσθιον έντερον στην περιοχή της κεφαλής που εκτείνεται έως τον φάρυγγα buccate, buccatus, φουσκωµένος (µπουκωµένος) ειδικώς στις παρειές (genae,


124 checks) buccopharyngeal, στοµατοφαρυγγικός buccula (πλ. bucculae), παραγναθίς. στα περισσότερα Heteroptera: περιαυχαίνιον (κολλάρο) σε κάθε πλευρά του πρώτου τµήµατος του κάτω χείλους (labium) bud, οφθαλµός, βλάστηµα (µπουµπούκι). στις παρθενογενετικές ζωοτόκες αφίδες (Hemiptera: Aphididae): προεκβολή του εσωτερικού του σώµατος η οποία αναπτύσσεται σε νέο άτοµο budding, εκβλάστησις. στα κοινωνικά έντοµα: διάσπασις αποικίας (colony fission), η αγενής αναπαραγωγή στις αφίδες βλ.parthenogenesis bud mite, είδος ακάρεων Eriophyoidea που προκαλεί κηκίδες σε οφθαλµούς φυτών bug, κόρις, κοριός, έντοµον της Υποτάξεως Heteroptera (Hem.) βλ.true bug bulb of sting, βολβός κεντρίου. στα ♀ Aculeata (Hym.): το διογκωµένο βασικόν τµήµα των συνενωµένων δευτέρων βαλβίδων (second valvulae) bulbous, βολβοειδής, διογκωµένος σαν βολβός bulbus (πλ. bulbi), βολβός, η βάσις του βάθρου (scapus) της κεραίας. στα ♂ Lepidoptera: vesica bulbus arteriosus, διόγκωσις της αορτής (aorta) στην ένωσή της µε την καρδίαν (heart) bulbus ejaculatorius. στα ♂ Lepidoptera: απόληξις του εκσπερµατικού αγωγού (ductus ejaculatorius) στη βάση του αιδοιαγού (aedoeagus). στα ♂ Diptera: ισχυρώς µυώδης συριγγοειδής κατασκευή του εκσπερµατικού αγωγού (ductus ejaculatorius) bulbus epiphalli. στα ♂ Coelifera (Orth.): ζεύγος προεκβολών (µε οπισθίαν κατεύθυνσιν) στα πλάγια της ancora του epiphallus bulga, πήρα, θυλάκιον. στα ♀ Siphonaptera: το φαρδύ βασικόν τµήµα της σπερµατοθήκης (spermatheca) bulla (πλ. bullae), φυσσαλίς (φουσκάλα, φλύκταινα). στην πτέρυγα των τελείων Hymenoptera: fenestra bulla seminalis. στα ♀ Ditrysia (Lep.): σακκοειδής εγκόλπωσις του σπερµαταγωγού (ductus seminalis). στα ♀ Lepidoptera: bulla spermatica bullate, bullatus, φλυκταινοειδής bullula (πλ.bullulae), bullule, µικρά φυσσαλίς


125 Buprestoidea, Υπεροικ. των Elateriformia (Col.: Polyphaga) µε µόνη την Οικογ. Buprestidae bursa (πλ.bursae), θήκη (θύλακος) ή σάκκος bursa copulatrix, θύλαξ οχείας. στα ♀ ορισµένων Τάξεων: τροποποιηµένος κόλπος. στα ♀ Diptera: bursa inseminalis. στα ♀ Coleoptera: bursa conceptionis bursal duct, bursal sac. στα ♀ Coleoptera: αγωγός που ενώνει την bursa copulatrix µε τον κόλπον (vagina) bursicon, µπουρσικόνη, νευροπεπτιδική ορµόνη η οποία ρυθµίζει την σκλήρυνσιν και σκοτεινότητα του εξωσκελετού µετά την έκδυσιν bursiform, θυλακοειδής, µε σχήµα σάκκου, υποσφαιρικός butterfly, πεταλούδα, κοινή ονοµασία για άτοµα των Rhopalocera (Lep.) όπου περιλαµβάνονται οι Υπεροικ. Hesperioidea, Papilionoidea και µερικές φορές τα Hedyloidea Byrrhoidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε µόνη την Οικογ. Byrrhidae


126

C caddisfly, µέλος της Τάξεως Trichoptera caducous, caducus, εύπτωτος, ασταθής, ευκόλως αποσπώµενος, φυλλοβόλος (deciduous) caducous muscles, αποπίπτοντες µύες, προνυµφικοί µύες οι οποίοι παραµένουν επί µικρόν χρονικό διάστηµα στο τέλειον άτοµον caedal pouch, caecal tube, θύλακος τυφλού εντέρου (midgut caecum) caecum (πλ. caeca), τυφλόν έντερον, σακκοειδής ή σωληνοειδής κατασκευή ανοιχτή µόνο στο ένα άκρον της Caecilietae, Οµάς της Υποτάξεως Psocomorpha (Psoc.) µε τις Οικογ. : Caeciliidae, Stenopsocidae, Amphipsocidae, Polypsocidae και Asiopsocidae Caecilioidea, Υπεροικ. των Caecilietae (Psoc.) µε την Οικογ. Caeciliidae caecum (πλ. caeca), τυφλός (χωρίς άνοιγµα) σωλήνας ή σάκκος caelate, caelatus, γεγλυµµένος (φέρων γλυφάς), «σκαλιστός», µε διαφόρου µορφής αναγλυφές στην επιφάνειάν του Caelifera, Υποτάξις των Orthoptera µε τις Υπεροικ. Acridiodea, Tetrigoidea και Tridactyloidea caenogenesis (coenogenesis, cenogenesis), κοινογένεσις caenogenetic, cenogenetic, κοινογενετικός Caenoidea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε τις Οικογ. Neoephemeridae, Caenidae, Baetiscidae και Prosopistomatidae caeruleous, caeruleus, κυανούς, χρώµα µπλέ του ουρανού caerulescent, κυανίζων, µε τη χροιάν του κυανού (sky blue) caeseus, caesious, caesius, γλαυκός (γκριζοµπλέ ή ανοιχτό γαλάζιο µε λίγο µαύρο) caespiticolous, χλοόβιος, που ζει σε χλοώδεις βοσκές ή σε πρασινάδα calathiform, καλαθόµορφος calcanea, πτέρνη, προταρσικός καθελκτήρ µύς (pretarsal depressor muscle) βλ.unguiflexor, unguitractor calcar, calcarium, πτερνιστήριον, κέντρον (πλήκτρον, σπηρούνι), κινητή ακανθοειδής απόφυσις calcarate, calcaratus, µε κινητήν ακανθοειδή απόφυσιν calcospherites, ασβεστοσφαίρια. στις προνύµφες των φυτοφάγων Diptera: εναποθέσεις ασβεστίου στον λιπώδη ιστόν (fat body)


127 calculi, λίθοι από ασβεστούχα άλατα σε σηµεία των σωλήνων Malpighi calie(s)· στους υπόγειους τερµίτες ( Isoptera): όταν µία φωληά συνδέεται µε άλλες µέσω στοών (galleries) callar area, διάµεσος περιοχή. στα Heteroptera (Hem.): το µεσαίον τµήµα του προνώτου (pronotum) πίσω απο το collum που περιλαµβάνει τους calli και αντιστοιχεί σε µέγεθος µε την προθωρακικήν κοιλότητα του σώµατος (prothoracic body cavity) Calliduloidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. Callidulidae και Pterothysanidae calling organ, καλούν όργανον. στα ♂ Orthoptera: συρρικτικόν όργανον, που παράγει συρριγµόν (σφύριγµα, τερέτισµα) calling song, καλoύν άσµα, ήχοι παραγόµενοι από Cicadellidae και Fulguroidea (Hem.: Auchenorrhyncha) για προσέλκυσιν αντιθέτου φύλλου του ιδίου είδους calliphorin, καλλιφορίνη. στις προνύµφες του Calliphora (Dipt.: Calliphoridae): πρωτεΐνη συντιθέµενη στον λιπώδη ιστόν και αποθηκευόµενη στην αιµολέµφον, αποδίδουσα άφθονα αµινοξέα κατά την µεταµόρφωσιν του εντόµου calliphorin(e), καλλιφορίνη, πρωτεϊνη που παράγεται στο λιπώδες σώµα και αποθηκεύεται στην αιµολέµφο των νυµφών στα Calliforidae (Dipt.) callose, calloused, εφοδιασµένος µε τύλους = κάλους (calli) callosity, τύλωµα, παχύ εξόγκωµα (lump) σκληρότερο από τα πέριξ του (callus) callow, νεοσσός, τρυφερός, µαλακός (teneral) callow workers, νεαροί εργάται, νεοεκκολαπτόµενοι εργάτες (Hym.) των οποίων ο εξωσκελετός είναι ακόµη µαλακός και ελαφρώς κεχρωσµένος callus (πλ. calli), τύλος, κάλος, εξόγκωµα της cuticula callus cerci, τύλος κέρκου. στα περισσότερα τέλεια Planipennia και Megaloptera: τύλος του εξωπρωκτού (ectoproct) που φέρει τριχοβοθρία (trichobothria) calobiosis (καλός + βίος) καλοβίωσις, µορφή συµβιώσεως στα κοινωνικά έντοµα, κατά την οποίαν ένα είδος (συνήθως το ♀) ζει στη φωληά και εις βάρος άλλου για κάποιο διάστηµα (temporary -) ή συνεχώς (permanent -) calotodomus (nests) (καλός + domus = δώµα), φωλιές σφηκών (Hym.) στις οποίες οι combs περιβάλλονται από φάκελον (envelope) calva, επικράνιον (epicranium) calvescens, φαλακρίζων calvus, φαλακρός, χωρις τρίχες calx, calicis, (πλ. calces), χάλιξ (χαλίκι). στα ♂ Siphonaptera: προσθία αιχµηρή προεκβολή του


128 προσθιοκοιλιακού τµήµατος του palliolum - συνήθως κάτωθεν του fulcrum από το οποίον ξεκινά µία απόφυσις calyciform, καλυκοειδής, µε µορφήν κάλυκος ή κυπέλλου calyculate (antennae), καλυκοειδής (κυπελλοειδής) κεραία: µε καλυκοειδή άρθρα το ένα µέσα στο άλλο calypteres (εν. calypter), καλύπτραι. στην πτέρυγα των τελείων Diptera: δύο βασικοί λοβοί σχηµατιζόµενοι από το οπίσθιον βασικόν τµήµα της axillary membrane κοντά στην alula (βλ. lower calypter upper calypter) calyptodomus (καλύπτω + δώµα) φωλιές σφηκών (Hym.: Vespidae) που εσωκλείονται σε στρώµµατα χαρτονιού που κατασκευάζουν οι ίδιες calyptras = calypter calyptral fold, καλυπτρική πτυχή, πτυχή µεταξύ lower και upper calypteres calyptral fringe, καλυπτρικός κροσσός, από τρίχες κατά µήκος του οπισθίου περιθωρίου των calypteres Calyptrata, Calyptratae, τµήµα των Schizophora στα Muscomorpha (Dipt. Brachyptera) µε τις Υπεροικ. Muscoidea, Oestroidea και Hippoboscoidea calyptrate Diptera, Diptera µε καλώς ανεπτυγµένη lower calypter π.χ. Tabanidae, Acroceridae κ.ά. calyptron = calypter calyx (πλ. calyces), κάλυξ, κυπελλοειδής προέκτασις κυρίως του ωαγωγού (oviduct) στον οποίο καταλήγουν οι ωοθήκες (ovaries)· στα ακάρεα Mesostigmata (Phytoseiidae, Blattisociidae, Otopheidomemidae, Podocinidae): δακτυλιοειδής κατασκευή στο sperm access system που περιβάλλει τη βάση του vesicle βλ. cervix calyx glomeruli, κάλυξ σπειράµατος (glomerula) camera, θάλαµος. στα τέλεια Hymenoptera: auxillia του ταρσού camera genitalis, γεννητικός θάλαµος. στα ♀ Siphonaptera: κοιλότης κάτω από το proctiger περικλειοµένη πλευρικώς από τα περιαυχένια (flanges) του VII tergum η οποία (στο εσωτερικό τοίχωµά της) περιέχει το gonotreme camouflage, παραλλαγή, χρωµατισµός του εντόµου που συγχέεται µε το περιβάλλον βλ΄crypsis, masquerade, mimesis campaniform organ = campaniform receptor = campaniform sensillum campaniform sensillum, κωδωνόµορφον αισθητήριον, δέκτης µηχανικών ερεθισµάτων που φαίνεται εξωτερικώς σαν περιοχή µε λεπτή cuticula


129 campanulate, campanulatus, κωδωνοειδής, σε σχήµα κώδωνος (καµπάνας) campodeiform larva, καµποδεόµορφος προνύµφη, προνύµφη η οποία στα πρώτα τουλάχιστον στάδιά της (early stages) µοιάζει µε του Campodea (Dipt.: Campodeidae) δηλ. ολιγόποδη - πρόγναθη και µε µόνα κοιλιακά εξαρτήµατα τους κέρκους (cerci) canal, δίαυλος (κανάλι) canaliculate, canaliculatus, σωληνοειδής ή αυλακωµένος κατά µήκος, σωµατικόν εξάρτηµα µακρύ και κοίλον που µοιάζει µε λούκι ή δίαυλον (κανάλι) βλ.porcate, sulcate canaliculus (πλ.canaliculi), σωληνίσκος. στα Ortholitha (Lep.: Geometridae): επιµήκης µετρίως σκληρυµένη κατασκευή που στηρίζει ή οδηγεί τον aedoeagus canalis(πλ. canales), στα ♀ Lepidoptera: ductus bursae canalis reseptaculi, στα ♀ Lepidoptera:το εγγύτερον (στο σώµα) µη σπειροειδές τµήµα του ductus receptaculi canalis seminalis, στα ♀ Lepidoptera: ductus seminalis ή εν µέρει ductus bursae canalis spiralis (canales spirales), στα ♀ Lepidoptera: το µεσαίο σπειροειδές τµήµα του ductus receptaculi ή ολόκληρος ο ductus receptaculi canalis vestibuli, το ακραίο µη σπειροειδές τµήµα του ductus receptaculi που εκβάλλει µέσα στον προθάλαµο (vestibulum) cancelate, cancelatus, χιασµένος, δικτυωτός, µε επιµήκεις γραµµώσεις διακοπτόµενες απο διαγώνιες βλ.clathrate, reticulate canella, στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): τρηµατική αύλαξ (αναπνευστικών στιγµάτων) canescent, canus, πολιός, λευκόφαιος (περισσότερο λευκός παρά γκρίζος) canines, κυνόδοντες. στα Ephemeroptera: δύο ισχυρώς χιτινισµένες άκανθες (spines) που βγαίνουν από τις γνάθους προς συγκράτησιν της τροφής cannibalism, cannibalistic, καννιβαλισµός, αρπαγή και κατανάλωσις µελών του αυτού είδους cannula (canna = κάλαµος, καλάµι) καλαµίσκος, σωληνίσκος cantharidin, κανθαριδίνη. στα τέλεια π.χ. του Lytta vesicatoria Meloidae (Col.) και στα Oedemeridae (Col.): χηµική ουσία από τα elytra που προκαλεί µεν φλύκταινες στα δέρµα του ανθρώπου αλλά χρησιµοποιείται ως αφροδισιακόν cantharophily, κανθαροφιλία, η επικονίασις των φυτών από Coleoptera (κάνθαροι, σκαθάρια) Cantharoidea, Υπεροικ. των Elateriformia (Col.: Polyphaga) που περιλαµβάνει την Οικογ. Cantharidae κ.ά. canthus, κανθός, η χιτινώδης προεξοχή η οποία διαιρεί σχεδόν τελείως τον οφθαλµό µερικών


130 εντόµων σε άνω και κάτω ήµισυ cap cell, κορυφαίον κύτταρον, το ακραίο ή περιφερειακόν κύτταρον ενός αισθητηρίου οργάνου όπως στα χορδοτονικά (chordotonal organs) βλ.scolopidia capacitation, ενεργοποίησις, η ωρίµασις του σπερµατοζωαρίου (sperm) µέσα στο ♀ capillaceous, capilaceus, τριχοειδής βλ. capillary capillaris, των τριχών capillary (antenna), τριχοειδής κεραία όπου τα άρθρα είναι µακρά και λεπτά µε χαλαρήν άρθρωσιν (articulation) capillary vessel, τριχοειδές αγγείον, πολύ λεπτός σαν τρίχα σωλήνας capillate, capillatus, τριχωτός, σκεπασµένος µε µακρές λεπτές τρίχες capillus (πλ. capilli ή capilli – orum), τρίχα, τρίχωµα, κόµη (µαλλιά κεφαλής) ή τριχώδες φυτών capitate (capitatus, capitulatus, capitulate), κεφαλωτός, φέρων κεφαλήν, µε ακραία ροπαλοειδή πάχυνσιν π.χ. capitate antenna βλ.clavate capitated, capitatus, ροπαλοειδής, µε εµφανή εξόγκωσιν στο άκρον πρβλ. clavate capitate hair, τρίχες µε ροπαλοειδή άκρα capitate processes, κεφαλωτά αποδέµατα (apodemes). στα ♂ Heteroptera (Hem.): µανιταρόµορφα άκρα των ραχιαίων συνδετικών των basal plates όπου προσφύονται οι εκτατήρες µύες (protractor muscles) penis) capitellum, capitulum, κεφαλίς. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): όζος (knob) του αλτήρος (halter) ή lamella: σε ♀ Lepidoptera: ροπαλοειδής προεξοχή ενός signum στο εξωτερικόν τοίχωµα του corpus· στα ακάρεα: gnathosoma capricorn beetle (long – horned beetle), µακρόκερα Coleoptera της Οικογ. Cerambycidae caprification, ερινεασµός, η γονιµοποίησις της ♀ συκιάς µε γύριν από µη εδώδιµα άρρενα σύκα µέσω του ψήνα της συκιάς Blastophaga psenes (Hym.: Agaonidae) capsula, capsule (πλ. capsulae), καψάκιον, µικρή κάψα. στα ♂ Siphonaptera: το εξωτερικόν τοίχωµα κοιλότητος που διέρχεται κάτω από το colon capsula seminalis (-seminis), σπερµατικός θύλαξ. στα ♀ Coleoptera: spermatheca capsular, καψοειδής, θυλακώδης caput, κεφαλή (head) carabidoid (larva), προνύµφη δευτέρου σταδίου των Carabidae (Coleoptera) βλ.caraboid Carabiformia = Adephaga Caraboidea, η µόνη Υπεροικ. των Adephaga (Col.) µε τις Οικογ. Carabidae, Rhysodidae, Haliplidae, Hygrobiidae, Amphizoidae, Noteridae, Dytiscidae και Gyrinidae


131 caraboid, ότι µοιάζει µε προνύµφην των Carabidae (Col.) carbohydrace, υδατανθρακάση, καρβοϋδράση, πεπτικόν ένζυµον το οποίον διασπά τους υδατάνθρακες της τροφής βλ.amylase, chininase, fructidase, invertase και trehalase carbonarius, ανθρακώδης, µαύρος του κάρβουνου cardia, καρδία (heart), καρδιακή µοίρα στοµάχου (gizzard) cardiac, καρδιακός cardiac sinus, καρδιακός κόλπος, το κανάλι του αιµοκοιλώµατος (hemocoele)· στο έµβρυον: τροφικός αγωγός (alimentary canal) cardiac sphincter, -valve, -valvule, καρδιακός σφιγκτήρ, stomodeal valve cardinal, γοµφικός, που αφορά στον γόµφον (cardo) cardinal cell, γοµφικόν κύτταρον (πτέρυγος). στα τέλεια Odonata: triangle cardinal striae, γοµφικαί ραβδώσεις. στις προνύµφες των Chironominae (Dipt.: Chironomidae): κατασκευές στο µεσαίο µεµβρανώδες τµήµα του γόµφου (cardo) που εφάπτονται µε ραβδώσεις των µεσοκοιλιακών πλακών (vetromedial plates) cardinales, γοµφικαί (ράβδοι), ράβδοι που ενώνουν το κάτω χείλος µε την κυρίως κεφαλήν cardioblastes, καρδιοβλάσται, µια σειρά κυττάρων του εµβρύου από τα οποία προέρχεται η καρδία (heart) cardiocoelum, καρδιοκοίλωµα (pericardial sinus) cardiopeptide, καρδιοπεπτίδιον, νευροπεπτιδική ορµόνη η οποία ερεθίζει το νωτιαίο αγγείο (καρδιά) προκαλώντας τη ροή της αιµολέµφου cardo (πλ. cardines), γόµφος, στροφεύς, η εγγύτερη άρθρωση του protopidite, η βασική υποδιαίρεσις της γνάθου (maxilla). στα ♂ Coleoptera: basal piece. στα Hymenoptera: basal ring cardo, γόµφος, βασικός σκληρίτης της κάτω γνάθου κείµενος πλησιέστερον του στελέχους (stipes) και προσαρτηµένος στην κεφαλήν carina (πλ. carinae), τρόπις –ιδος, καρίνα, ανορθωµένον περιθώριον (όχι απαραιτήτως υψηλόν ή οξύ) carinate, carinatus, τροπιδοειδής, καρινοειδής , ο διαθέτων τρόπιδα (καρίνα), τρόπιδες ή αρκετές κατά µήκος λεπτές ανορθωµένες γραµµές, carinulate βλ. επίσης: costate, cristate, ecarinate, porcate carinula (πλ. carinulae), µικρά τρόπις. στα Curculionidea (Col.): η ανορθωµένη γραµµή στό µέσον κατά µήκος του ρύγχους (rostrum) carinulate, carinulatus, καρινοφόρος, µε πολλές κατά µήκος τρόπιδες (carinae) βλ.costulate,


132 cristulate cariose, cariosus, σαπρός, σαρακοφαγωµένος, µε κοιλώµατα και εξελκώσεις (uncerations) βλ. vermicular, vermiculate carneose, carneous, carneus, σαρκώδης, σαρκόχρους, λευκός µε ερυθρά χροιάν carnivore, carnivorous, σαρκοφάγος, έντοµο που θηρεύει άλλα έντοµα και τρέφεται µε τη σάρκα τους (predacious) carnose, carnosus, σαρκώδης carotene, carotin, καροτένιον, καροτίνη, καροτενοειδής χρωστική βλ.xanthophyll carpophagous, καρποφάγος carpopodite, καρποποδίτης,το τµήµα του ποδιού που αντιστοιχεί στην κνήµην (tibia) carpus, καρπός (πτέρυγος), το pterostigma των Odonata, το άκρον της radius και cubitus των προσθίων πτερύγων στο οποίο διπλώνουν εγκαρσίως cardilaginous, cardilaginus, χόνδρινος, από χόνδρον carton, χαρτόνι 1 το χάρτινο κατασκεύασµα των Hymenoptera για την κατασκευή της φωληάς τους 2 ουσία από αποχωρήµατα (excreta) και µισοχωνευµένο ξύλο ή χλόη και οργανικά υλικά στις εσώτερες στοές της τερµιτιέρας (termitarium) των τερµιτών (Is.) caruncle, caruncula, σακίδιον, σαρκώδες οζίδιον, µαλακή γυµνή σαρκώδης προεξοχή ή εξόγκωµα case fatality rate, αναλογία θνησιµότητος κατά περίπτωσιν, ο αριθµός νεκρών ανά 100 περιπτώσεις µίας ασθενείας βλ.mortality rate casta (πλ. castes), caste(s), κάστα, µορφολογικώς διακριτή οµάδα ατόµων του ιδίου είδους κοινωνικού εντόµου µε συνήθως διαφορετικήν συµπεριφορά castaneous, castaneus, καστανόχρους, µε ανοιχτό καστανο-κόκκινο χρώµα caste polyethism, πολυεθισµός κάστας, πολυεθισµός (polyethism) µέσω του µηχανισµού του οποίου οι κάστες ειδικεύονται στο να υπηρετούν διάφορες λειτουργίες castration, ευνουχισµός, κάθε διαδικασία που παρεµβαίνει ή εµποδίζει την παραγωγήν ωρίµων ωών ή σπέρµατος στις γονάδες ενός οργανισµού catabolism, καταβολισµός, 1 η µεταβολική διαδικασία διασπάσεως, 2 αντιδράσεις του σώµατος οι οποίες διασπούν ή καταστρέφουν πρωτεΐνες λίπη ή υδατάνθρακες βλ.anabolism catalepsy, καταληψία, κατάστασις ακινησίας κατά την οποίαν το έντοµο είναι απαθές στα ερεθίσµατα π.χ. στα Phasmida cataphracted, cataphractus, κατάφρακτος, µε πλεγµένα ή πυκνώς τοποθετηµένα λέπια (scales) catatrepsis, κατατροπή, κατάτρεψις, κατά την βλαστοκίνησιν (blastokinesis) των εντόµων όταν το έντοµο αφήνει την ραχιαία θέση του για να ξαναβρεθεί στην αρχικήν κατάστασή του


133 δηλ.στην κοιλιακή θέση µέσα στο ωόν αντ. anatrepsis catch, δεσµός. στα Collembola: tenaculum catena (πλ catenae), άλυσος (καδένα) . στα ♂ Anoplia (Lep.: Noctuidae): σειρά λεπιοειδών οδοντώσεων διευθετηµένων οριζοντίως κατά µήκος µεµβρανώδους δίσκου ο οποίος καλύπτει το εγγύτερον τµήµα του αιδοιαγού (aedoeagus) catenate, catenatus, αλυσωτός, µε επιµήκη συνενωµένα εξογκώµατα όπως οι δεσµοί µιάς αλυσίδας βλ.catenulate, consute cateniform, αλυσοειδής µε µικρότερους δεσµούς απο τον catenate caterpillar, κάµπη, ευκέφαλος και πολύπους προνύµφη των Lepidoptera ή των Hymenoptera: Tenthredinidae (ψευδοκάµπη) βλ.eruciform larva caterpillar, κάµπη, προνύµφη των Lepidoptera catoprocessus, κατωτέρα προεξοχή· στα τέλεια Planipennia: η κατώτερη προεξοχή του καθενός ηµίσεως του εδρικού δακτυλίου (anal segment) του σώµατος cauda (πλ. caude), ουρά, κάθε προεξοχή που µοιάζει µε ουράν, κάθε προέκτασις του εδρικού δακτυλίου (anal segment). στα Aphidoidea (Hem.: Sternorrhyncha): τροποποιηµένη κατασκευή του κοιλιακού ΙΧ τεργίτη (tergum IX). στα Heteroptera (Hem.): εδρικός σωλήν (anal tube) βλ.caudula cauda, ουρά, το ακραίον (οπίσθιον) µέρος του σώµατος caudad, οπισθίως, προς την κατεύθυνσιν της ουράς , προς το ουραίον τµήµα του σώµατος (posteriad) caudal, ουραίος, επί ή προς την «ουράν» του εντόµου caudal, ουραίος, αφορών στην cauda ή στο εδρικόν άκρον του σώµατος του εντόµου caudal comb, ουραίον κτένι. σε µερικά Psocoptera: σειρά οδοντοειδών προεξοχών στο οπίσθιον περιθώριον του clunium caudal fan, ουραίον ριπίδιον (βεντάλια). στις προνύµφες των κουνουπιών (Dipt.: Culicidae): πτεροειδείς σµήριγγες (bristles) στον ΙΧ εδρικόν δακτύλιον διατεταγµένες σαν βεντάλια caudal filaments, caudal lamellae, ουραία νηµάτια, νηµατοειδείς προεξοχές στο οπίσθιον άκρον της κοιλίας. στα Ephemeroptera: cerci, filum terminale. στις νύµφες των Zygoptera: caudal gills caudal gills, ουραία βράγχια. στις νύµφες των Zygoptera (Od.): τα τρία φυλλοειδή (ελασµατοειδή) εξωτερικά τραχειακά βράγχια caudal gill(s), οπίσθια τραχειακά βράγχια· στις νύµφες των Zygoptera (Od.): 3 φυλλοειδή


134 (foliaceous) ελασµατοειδή εξωτερικά τραχειακά βράγχια στο οπίσθιον µέρος του σώµατος caudal setae, ουραίαι τρίχες, µακρές νηµατοειδείς προεξοχές στο άκρον της κοιλίας πολλών εντόµων. στα Ephemeroptera: cerci caudal style, ουραίος στυλος, appendix dorsalis βλ.filum terminale caudal sympathetic system = stomatogastric nervous system caudal vesicle, ουραία κύστις. στις προνύµφες των Braconidea (Hym.): το αναστρεφόµενον οπίσθιον έντερο (hint gut) που χρησιµεύει στην ανταλλαγήν αερίων caudate, caudatus, µε προεκτάσεις ή προεξοχές σαν ουρά caudate larva, κερκοφόρος προνύµφη, προνύµφη µε επίµηκες σαρκώδες εδρικόν εξάρτηµα στον τελευταίο κοιλιακόν δακτύλιο όπως η προνύµφη των Apocrita (Hym.) caudocephalic, εδροκεφαλικός, σε ευθεία γραµµή απο την κεφαλή µέχρι την ουρά caudula, µικρή ουρά caulis (πλ. caules), καυλός (στέλεχος) 1το µαστίγιον (funiculum) της κεραίας ή µαστίγιο + µίσχος (pedicel) 2 το κεράτινο βασικόν τµήµα των γνάθων. στα ♂ Tortricidae (Lep.): µεσαία ραβδοειδής κατασκευή κοιλιακώς του αιδοιαγού που ενώνει juxta και anellus. στα ♂ Hymenoptera: gonobase + gonocoxites + volselae caulis paramerus, στέλεχος παραµερών, στα ♂ κυρίως των Saldidae (Het.: Hemiptera) caulonome (καυλός + νοµή), στελεχονοµή, στοά σε φυτικό στέλεχος cavaera, κοίλωµα στα Coccoidea (Homoptera: Hem.): τραχειακός σωλήνας κάθε αναπνευστικού τρήµατος (spiracle) που εκτείνεται προς έναν θάλαµον cavate, cavatus, σπηλαιώδης cavernicοlus, σπηλαιόβιος, τρωγλοδύτης, ζει εντός σπηλαίων, troglodytic, troglobiont cavernicula vaginae. στα ♀ Siphonaptera: ραχιαίες ενδοαναπτύξεις (ingrowths) του κόλπου (vagina) προς το πίσω µέρος του vestibulum vaginae cavernous, σπηλαιώδης, διηρηµένος σε µικρά κοιλώµατα cavity, κοιλότης cecidium, κηκίς (κηκίδα), φυτικόν ογκίδιον (gall), παραµορφωτική αντίδρασις φυτικών ιστών προκαλουµένη από επέµβασιν ζωϊκών οργανισµών (cecidozoa) cecidogenic, κηκιδογόνος, που σχηµατίζει κηκίδες όπως οι προνύµφες των Cecidomyiidae (Dipt.) cecidozoa, ζώα που προκαλούν κηκίδες (galls) στα φυτά cecum of colleterial gland· στα ♀ Lepidoptera: ductus sebaceus cecum of spermathecal gland· στα ♀ Lepidoptera: ductus receptaculi


135 cecid, κηκίς, παραµορφωτική αντίδρασις φυτικών ιστών προκαλουµένη απο την επέµβασιν ζωϊκών οργανισµών (cecidozoa) συχνά εντόµων βλ.gall cecidozoa, ζώα που προκαλούν κηκίδες (galls) cell, κύτταρο, κελλίον, τµήµα πτέρυγος οριζόµενον από νευρώσεις cellular, κυτταρικός cellulase, κυτταρινάση, πεπτικόν ένζυµον παραγόµενον από το έντοµο ή από συµβιωτικούς µικροοργανισµούς του στοµάχου (gut) ικανό να υδρολύσει την κυτταρίνην (cellulose) cellule, κελλίον πτέρυγος, ειδικώς ένα κλειστό κελλί (κύτταρο) cellulose, κυτταρίνη, πολυσακχαρίτης που αποτελεί το κύριο συστατικό των κυτταρικών τοιχωµάτων των φυτών cement glants, σµηγµατογόνοι αδένες. στα ♀ Lepidoptera: glandulae sebaceae cement layer, σµηγµατική στιβάς, πολύ λεπτή στιβάς της epicuticula εξωτερικώς της κηρώδους σχηµατισµένη από σκληρυµένες εκκρίσεις των dermal glands· στο Rhodnius (Hem.: Heteroptera: Reduviidae): extrachorion του ωού βλ.extrachorion και suprachorionic layers cement sac, στα ♀ Lepidoptera: saccus sebaceus cenogenesis, καινογένεσις 1 τύπος αναπτύξεως φυτού ή ζώου που δεν επαναλαµβάνει το εξελικτικό ιστορικόν της οµάδος του βλ.palingenesis 2 εµφάνισις χαρακτηριστικών στην ανάπτυξιν του οργανισµού προς προσαρµογήν του σε συνθήκες του περιβάλλοντος cenogenous, καινογενής, που παράγει απογόνους : µια φορά ως ωά (oviparous) και την άλλη ως νεαρά (viviparous) π.χ. αφίδες centrad, προς το κέντρον ή το εσωτερικόν central area, στα ♂ Geometridae: diaphragma central body, µάζα νευροπιλήµατος (neuropile) στο κέντρον του protocerebrum η οποία είναι αναλογικώς µεγαλύτερη σε έντοµα που επιδεικνύουν υψηλότερα επίπεδα συµπεριφορικής πολυπλοκότητος π.χ. στα κοινωνικά (social, eusocial) central bone, στα ♀ Coleophoridea (Lep.): σκληροποιηµένη κεντρική ράχις του ductus bursae central foveola, κεντρικόν εντύπωµα. στα Orthoptera: median foveola central girdle, κεντρικός ζωστήρ. σε µερικές νύµφες λεπιδοπτέρων: µετάξινο νήµα που µαζί µε το cremaster προσδίδει κεντρικήν στήριξιν central nervous system, Κεντρικόν Νευρικόν Σύστηµα (Κ.Ν.Σ.), η κεντρική σειρά των συνενωµένων γαγγλίων που εκτείνεται κατά µήκος του σώµατος και περιλαµβάνει τον εγκέφαλον και την κοιλιακήn γαγγλιακήν άλυσον (ventral nerve cord)


136 central plate. στα Rhyacophilidae (Trich.): ραχιαία απόφυσις του ΙΧ κοιλιακού δακτυλίου central region = costal region (πτέρυγος) centripetal, κεντροµόλος, προς το κέντρον centris, κεντρίς, κεντρίον. στα κεντροφόρα Hymenoptera: (sting) centrolecithal egg, ωόν µε τη λέκιθον (yolk) συγκεντρωµένη στο κέντρον του centrosome, κεντρόσωµα, σφαιρικόν σωµατίδιον που εµφανίζεται εκτός του πυρήνος (nucleus) ενός κυττάρου cephalad, προς ή στην κατεύθυνσιν της κεφαλής του εντόµου cephalic, κεφαλικός, που ανήκει ή είναι προσηρτηµένος στην κεφαλήν cephalic apotome, κεφαλική αποτοµή. στις προνύµφες των Nematocera και τα ορθόρραφα Brachycera (Dipt.): frontoclypeal apotome cephalic artery, κεφαλική αρτηρία, µία υποδιαίρεσις της αορτής (aorta) που εισέρχεται στην κεφαλή cephalic bristles, στα τέλεια Diptera: εξειδικευµένες σµήριγγες της κεφαλής cephalic fans, κεφαλικά ριπίδια (βεντάλιες), κινητές κατασκευές στο άνω χείλος (labrum) των προνυµφών Culicidae, Dixidae και Simulidae (Dipt.) βλ lateral palatal brush cephalic fovae, κεφαλικά βοθρία. στα ♀ Eumeninae (Hym.: Vespidae): βοθρία πίσω από τα οµµατίδια (ocelli) στο µέτωπον της κεφαλής (frons, occiput) cephalic foramen = occipital foramen (τρήµα) cephalic gland, κεφαλικός αδήν. στα Isoptera: frontal gland cephalic heart. στα Odonata: ειδικό παλλόµενον όργανον που εξασκεί πίεσιν στο κέλυφος του ωού και (κατά την εκκόλαψιν) σπρώχνει προς τα έξω ένα κυπελλοειδές κάλυµµα (operculum) cephalic lobes, κεφαλικοί λοβοί, λοβοί της κεφαλής του εµβρύου. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): δύο λοβοί του τµήµατος της κεφαλής χωριζόµενες από κοιλιακήν επιµήκη αύλακα (furrow) cephalic neck, κεφαλικός λαιµός· στα Heteroptera (Hem.): το συνεσφιγµένον τµήµα της κεφαλής που εισχωρεί (κατά το µεγαλύτερο µέρος του) στον προθώρακα cephalic papillae, κεφαλικαί θηλαί. σε προνύµφες Culicidae (Dipt.): ζυγές προεξέχουσες κυστοειδείς διαστολές των κεφαλικών αρθρικών µεµβρανών (articulatory membranes) cephalic pole, κεφαλικός πόλος,το άκρον ενός επιµήκους ωού που βρίσκεται (όταν είναι µέσα στον ωοφόρον σωλήνα) προς την κατεύθυνσιν της κεφαλής της µητέρας (ovariole)


137 cephalic salivary glands, στη µέλισσα (Hym.: Apidae): ζεύγος αδένων στο οπίσθιον τοίχωµα της κεφαλής cephalic skeleton. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): κεφαλοφαρυγγικός σκελετός (cephalopharyngeal skeleton) cephalic stomodeum, το τµήµα του stomodeum που συνεχίζεται στην κεφαλή cephalic tubercles, κεφαλικά φυµάτια· στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.: φυµάτια (tubercles) πιο συχνά στην µετωπικήν αποτοµήν (frontal apotome) που συνήθως φέρουν frontal setae cephalic vesicle, κεφαλική κύστις, απλός σάκκος σχηµατιζόµενος από την ένωσιν του φάρυγγος της προνύµφης και των εκτροπών του (diverticula) cephalinger, στα τέλεια Diptera: η προσθία προεξοχή του αυχενικού (cervical) σκληρίτη ο οποίος αρθρώνεται µε τον µετωπικόν κόνδυλον του κρανίου (cranium) cephalization, κεφαλοποίησις, η συγκέντρωσις των αισθητήριων οργάνων στο πρόσθιον µέρος του σώµατος προς την κεφαλή ή µόνο στην κεφαλή cephalocaudal suture, κεφαλοπισθία ραφή. στα Vespidae (Hym.): η µεσαία ραφή που διαιρεί το mesepistenum cephalon, η νωτιαία ή µετωπική επιφάνεια του κεφαλικού άκρου του σώµατος του εντόµου (κυρίως στα υπόγναθα είδη) cephalonotal sulcus, κεφαλονωτιαία αυλάκωσις. στα Helotrephidea (Hem.: Heteroptera): µερικώς αποσβεσµένη αυλάκωσις (sulcus) µεταξύ της συγχωνευµένης κεφαλικής κάψας και του pronotum (στα τέλεια) και η εκδυσιακή γραµµή (ecdysial line) (στις προνύµφες) cephalopharyngeal skeleton, κεφαλοφαρυγγικός σκελετός. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): µέρος της κεφαλής που σχηµατίζει ισχυρώς σκληροποιηµένον εσωτερικόν σκελετό αποτραβηγµένον µέσα στα θωρακικά τµήµατα και αποτελεί ένα εγκολπωµένο τµήµα των στοµατικών µορίων βλ.buccal armature, cephalic skeleton, cephaloskeleton, head skeleton cephalophragma. σε µερικά Orthoptera: χώρισµα σε σχήµα V που διαιρεί την κεφαλή σε πρόσθιον και οπίσθιον θάλαµο (chamber) cephalosome = prosoma cephalotheca, κεφαλοθήκη, το κάλυµµα της κεφαλής κατά το νυµφικόν στάδιον cephalothorax, κεφαλοθώραξ· στα Arachnida και Crustacea, στις νύµφες των Culicidae (Dipt.) και τα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): ενωµένα κεφαλή και θώραξ· στα ♀ Strepsiptera: ενωµένα κεφαλή, θώραξ και πρώτος κοιλιακός δακτύλιος


138 cephalothoracic shield· στα ακάρεα Eriophyoidea: prodorsal shield Cephoidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Symphyta (Hym.) µε την Οικογ. Cephidae cerambycoid, κεραµβυκοειδής (προνύµφη), ευθεία πεπλατυσµένη ή κυλινδρική και γυµνή (χωρίς τρίχες) Ceraphronoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) που περιλαµβάνει τα Ceraphronoidea και τα Megaspilidae ceraran setae, cerarian setae, τρίχες κηρού. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): κωνικές τρίχες των cerari cerari, cerarii, στις νύµφες και τα ♀ Pseudococcidae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccidoidea): συστάδες πόρων µε τρία ανοίγµατα (trilocular) και όρθιες τρίχες (setae) τοποθετηµένες πλαγιονωτιαίως στο σώµα συχνά επάνω σε σκληροποιηµένην επιφάνεια ceras (πλ. cerata), κέρας -ατα. στα ♂ Geometridae (Lep.) ζυγές αιχµηρές σκληροποιηµένες προεξοχές εκτεινόµενες όπισθεν του ουραίου VIII κοιλιακού δακτυλίου µέσα σε πλευρικές αυλακώσεις της κοιλίας - συνήθως εξέχουσες του ουραίου µέρους του σώµατος ceratheca, ceratotheca (κερατοθήκη = κεραιοθήκη), το µέρος του νυµφικού δέρµατος που περικλείει τις κεραίες Ceratophylloidea, η µια από τις 2 Υπεροικ. των Siphonaptera που περιλαµβάνει την Ceratophyllidae και άλλες Οικογένειες cercal appentage, εξάρτηµα του κέρκου. στα ♂ Taeniopterygidea (Plec.): προεξοχή του βασικού λοβού του κέρκου (cercus) cercal basipodite, βασιποδίτης του κέρκου· στα Orthoptera: σκληρίτης στη βάση του κέρκου cercal callus, τύλος (κάλος) του κέρκου. στα τέλεια Neuroptera: callus cerci cercal sclerite, σκληρίτης του κέρκου. στα ♂ Culicidae (Dipt.): αρκετά σκληροποιηµένη περιοχή µεταξύ των paraprocts στην ραχιαία επιφάνεια του proctiger ή ένα από τα ζεύγη σκληριτών στην ίδια περιοχή cercal setae, τρίχες του κέρκου. στα τέλεια ♂ Culicidae (Dipt.): τρίχες επι του proctiger cercaria, κερκάρια, 1 βασιποδίτης (basipodite) του κέρκου, 2 προνυµφική µορφή των τρηµατωδών σκωλήκων cerci inferiores, κατώτεροι κέρκοι. στα ♂ Bittacidae (Mec.): epiandrium cerciform appendage, κερκοειδές εξάρτηµα (filum terminale) cercina (πλ. cercinae). στα ♂ Argynis (Lep.: Nymphalidae): σκληροποιηµένη πριονοειδής προεξοχή στο ραχιαίον τµήµα της βαλβίδος (valva)


139 cercobranchiate, κερκοβράγχια. στις νύµφες των Zygoptera (Od.): caudal gills cercoid, κερκοειδές. στα ♂ Troides (Lep.: Papilionidae): κοιλιακή προεξοχή του uncus cercopods, κερκόποδες, ποδόµορφον εξάρτηµα στον τελευταίο κοιλιακόν δακτύλιον. στα Ephemeroptera: cerci Cercopoidea, Υπεροικ. των Auchenorrhyncha (Hem.) µε τις Οικογ. : Cercopidae, Aphrophoridae, Machaerotidae και µερικές φορές Clastopteridae cercus (πλ. cerci), κέρκος, εξάρτηµα συνήθως ζυγό του ΧΙ κοιλιακού δακτυλίου αλλά που συνήθως φαίνεται ότι ανήκει στον Χ. στα τέλεια Neuroptera: ectoproct. στα ♂ Sialis (Megaloptera: Sialidae): utriculus (-li). στα ♂ Coniopteryx (Plan.: Coniopterygidae): entoprocessus. στις προνύµφες των Coleoptera: urogomphi. στα ♂ Trichoptera: appendices preanales ή superior appendages κ.λ.π. cercus basipodites, στα ♂ Embiidina: µικροί σκληρίτες στην µεµβράνη των κέρκων cerebellum, µικρός εγκέφαλος, υποοισοφαγικόν γάγγλιον (suboesophageal ganglion) cerebral ganglion, εγκεφαλικόν γάγγλιον (εγκέφαλος) βλ.brain cerebrum, εγκέφαλος (brain) cereus, κηροειδής, µαλακός cernuus, cernus, πρηνής, σκυφτός, µε το άκρον προς τα κάτω cerodecyte, κηροκύτταρον, οινοκύτταρον που παράγει κερί ceroris (πλ. cerores), κήρωρ (κήρωρες)· στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): πόρος εξόδου κηρού βλ.anacerores cerumen, κυψελίς, µίγµα ρητίνης και κηρού που χρησιµοποιείται από τα Hymenoptera: Apoidea: (Apinae, Meloponinae) για την κατασκευή της φωληάς τους cervical, αυχενικός (του τραχήλου ή του λαιµού), ο σχετιζόµενος µε τον αυχένα ή τράχηλον (cervix) cervical ampullae, αυχενικαί λήκυθοι (φύσιγγες). σε πολλά Orthoptera: ζυγοί λοβοί νωτιαίως στην µεµβράνην του «λαιµού» οι οποίοι διογκώνονται για να σπάσει το κέλυφος του ωού ή ο παλαιός εξωσκελετός κατά την έκδυσιν (ecdysis) cervical condyle, αυχενικός κόνδυλος. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): η οπισθία απόφυσις του αυχενικού σκληρίτη η οποία αρθρώνεται µε το proepisternum cervical foramen, αυχενικόν τρήµα. στις προνύµφες των Coleoptera: occipital foramen cervical gland(s), αυχενικοί αδένες. σε προνύµφες µερικών Lepidoptera: (Notodontidae, Noctuidae και Arctiidae): αναστρεφόµενος αµυντικός αδένας του προθώρακος αµέσως


140 πίσω από την κεφαλήν. στις προνύµφες των Xyelidae (Hym.): πλευρονωτιαίοι αδένες µεταξύ κεφαλής και θώρακος cervical link plate, αυχενική συνδετική πλάξ. στα Siphonaptera: µικροί σκληρίτες που συνδέουν το πλαγιοοπίσθιον περιθώριον της κεφαλικής κάψας µε τον προθώρακα cervical organ, αυχενικόν όργανον. στα τέλεια Diptera: ζεύγος τριχωτών πλακιδίων ενός σκληρίτη µεταξύ των πλευρικών αυχενικών σκληριτών τα οποία είναι εφοδιασµένα µε αισθητήρια cervical organ sclerite, σκληρίτης αυχενικού οργάνου, ο σκληρίτης που φέρει το cervical organ cervical sclerites, αυχενικοί σκληρίται, χιτινώδη πλακίδια στην µεµβράνη µεταξύ κεφαλής και θώρακος cervical shield, αυχενική ασπίς· στις προνύµφες των Lepidoptera: prothoracic shield cervical triangle, αυχενικόν τρίγωνον (epicranial notch, vertical triangle) chervicalia = cervical sclerites cervix (πλ. cervices), αυχήν (αυχένες), η µεµβρανώδης περιοχή µεταξύ κεφαλής και προθώρακος, το στενό σηµείον µεταξύ κεφαλής και θώρακος (neck). στα ♀ Lepidoptera: ductus bursae βλ.collar· στα ακάρεα: βλ.calyx cervix bursae, αυχήν της θήκης. στα τέλεια Lepidoptera: διαφοροποιηµένη περιοχή µεταξύ ductus bursae και corpus bursae συνήθως µε ειδικές σκληροποιήσεις ή εγκολπώσεις στα τοιχώµατά της cespiticolous, χλοόβιος, κάτοικος χλοωδών περιοχών cestiform (caestiform), µε µορφήν ζώνης cestus (πλ. cesti), ιµάς, ζώνη. στα ♀ Tortricidae (Lep.): ένας ή περισσότεροι σκληρίτες του µεσαίου ή και του βασικού τµήµατος του ductus bursae συνήθως σχηµατίζοντες ελικοειδή (σκολιάν) ταινία σαν ζώνη chaeta (πλ. chaetae), χαίτη, σµήριγξ, επιµήκης προεκβολή του εξωσκελετού (cuticula) είτε αρθρωµένη (seta) ή όχι (spine) chaeta media. σε προνύµφες µερικών Chironomidae (Dipt.): κάπως αποµονωµένη και διαφοροποιηµένη τρίχα (seta) στο άνω χείλος (labrum) chaetoparia (πλ.chaetopariae)· στις προνύµφες Scarabaeidae (Col.): το εσωτερικόν της paria σκεπασµένο µε σµήριγγες chaetophorous, χαιτοφόρος, σµηριγγοφόρος (bristle – bearing) chaetosema (πλ. chaetosemata), χαιτόσηµα -τα, συστάς ή σύµπλεγµα αισθητηρίων σµηρίγγων στην κεφαλή ορισµένων Lepidoptera


141 chaetotaxal, χαιτοταξικός chaetotaxy, χαιτοταξία, η διάταξις ονοµασία και µελέτη των τριχών και σµηρίγγων κάθε τµήµατος του σώµατος του εντόµου Chalastogastra = Symphyta chalastogastrous, χαλαστόγαστρος, µε την κοιλία χωρίς σύσφιξιν στη βάση της όπως στα τέλεια Symphyta βλ.clistogastrous chalaza (πλ. chalazae), χάλαζα, τριχοφόρον ογκίδιον (σαν σπυρί) επί του σωµατικού τοιχώµατος (body wall) chalceous, chalceus, χαλκόχρους Chalcidoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) που περιλαµβάνει µεταξύ πολλών Οικογ. και την Chalcididae chalybeate (chalybeatus, chalybeous, chalybeus), χαλυβδόχρους, µε χρωµατισµόν µπλέ του χάλυβος (ατσαλιού) chamber, θάλαµος, η ανα σωµατικόν δακτύλιον (segment) διόγκωσις της καρδίας (heart) champagne - cork organs, όργανα σε σχήµα φελλού σαµπάνιας βλ.ampullaceous sensilla channeled, µε βαθειές αύλακες ή διαύλους (κανάλια) βλ.caniculate, fluted, striate, strigate channel of processus gonopori, στα ♂ Heteroptera (Hem.): median groove chaperon, clypeus (επιστόµιον) ή anteclypeus chaplet, διάδηµα, κύκλος αγγίστρων ή άλλων µικρών προεξοχών στο άκρον ενός µέλους σώµατος ή εξαρτήµατος character, χαρακτήρ, χαρακτηριστικόν: µορφή, χρώµα ή κατασκευή που χρησιµεύει στην αναγνώρισιν , περιγραφήν ή ορισµόν των διαφόρων taxa βλ.taxonomic character character gradient, διαβάθµισις (κλίσις) χαρακτήρος (cline) character matrix, µήτρα (καλούπι) χαρακτήρων, παρουσίασις σε πίνακα της καταστάσεως των διαφόρων χαρακτήρων της υπο παρατήρησιν οµάδος taxa character weighing βλ.a priori και a posteriori weighing checklist, κατάλογος, σκελετός ταξινοµήσεως µιάς οµάδος taxa για γρήγορη αναφορά και σύντοµη αναγνώρισιν cheek, παρειά (µάγουλο), το πλευρικόν µέρος της κεφαλής µεταξύ του συνθέτου οφθαλµού και του στόµατος που περιλαµβάνει gena και subgena βλ.parafacial cheek groove, αύλαξ παρειάς. στα τέλεια Diptera: genal groove chela, χηλή, το τελικόν τµήµα ενός µέλους του σώµατος που φέρει (όπως ο κάβουρας) πλάγιον κινητόν όνυχα (νύχι)


142 chelae, χηλαί. στα ♂ Mecoptera: styli chelate, λαβιδοειδής, µε δύο απέναντι όνυχες, σαν πένσα (τανάλια) Cheleutoptera = Phasmida chelicera (πλ. chelicerae), χηληκεραία, 1το λαβιδοειδές πρώτο τµήµα εξαρτηµάτων των τελείων Chelicerata οµόλογον των δευτέρων κεραιών των Crustacea, 2 οι συλληπτικοί όνυχες (chela) των προσθίων ποδών των Phymatinae (Hem.: Heteroptera: Reduviidae) 3· στα ακάρεα: χαρακτηριστικόν µέλος του gnathosoma µε ένα σταθερό βασικόν άρθρον και 2 ακραία (εκ των οποίων το ένα κινητό) και µε ποικίλες µορφές αναλόγως των διατροφικών απαιτήσεων κάθε κατηγορίας ακάρεων cheliceral muscle, ο µυς που κινεί τα chelicerae Chelicerata, Υποφύλον των Arthropoda που περιλαµβάνει τα Arachnida και τα Merostomata cheliferous, cheliferus, χηλοφόρος, µε ή καταλήγων σε λαβίδα ή χηλή (chela) cheliform, χηλόµορφος cheloniform, χελωνόµορφος chemical communication, χηµική επικοινωνία µέσω φεροµονών (pherοmones) chemoreception, χηµειοϋποδοχή, η αντίληψις µέσω χηµικών ερεθισµάτων όπως η γεύσις, η όσφρησις κ.ά. βλ.contact chemoreception, olfaction chemoreceptor, χηµιοϋποδοχεύς, αισθητήριον όργανον µε οµάδα κυττάρων ευαίσθητων στις χηµικές ιδιότητες ενός υλικού βλ.basiconic peg, coeloconic sensillum, plate organ chemotaxis, χηµειοτακτισµός, κινητική αντίδρασις σε χηµικά ερεθίσµατα (στα ζώα) π.χ. όσφρηση, γεύση chemotropism, χηµειοτροπισµός, η αντίδρασις φυτών σε χηµικά ερεθίσµατα cheyletid, µέλος της Οικογ. Cheyletidae (Prostigmata) των ακάρεων chewing lice, µασητική (δάκνουσα) φθείρ (ψείρα) bitting lice chewing mouthparts, µασητικά στοµατικά εξαρτήµατα (µόρια), µε γνάθους προσαρµοσµένες για µάσηση chiasma, χίασµα, διασταύρωσις νεύρων ενός νευρικού κέντρου chiasmata, χιάσµατα, σηµεία γενετικών διασκελισµών κατά την µειωτικήν διαίρεσιν του κυττάρου Chiastomyaria = Opisthoptera chigger, η παρασιτική προνύµφη ακάρεως των Trombiculοidea (Postigmata: Parasitengona) τα οποία προκαλούν δερµατίτιδες στα Σπονδυλωτά chiloscleres, στις προνύµφες των Camponotini (Hym.: Formicidae): ζεύγος εµφανών


143 βαθυκαστανών σηµείων σε κάθε πλευρά του άνω χείλους (labium) Chironomoidea,Υπεροικ. των Culicimorpha (Dipt. Nematocera) µε τις Οικογ. Chironomidae, Ceratopogonidae, Simulidae και Thaumaleidae chirping, τερέτισµα, συριγµός (ήχος εντόµου), stridulation chisel, στα Psocoptera: lacinia chitin, chitine, χιτίνη, το κύριον συστατικόν του εξωσκελετού των Arthropoda, πολυσακχαρίτης αποτελούµενος απo γλυκοζαµίνην (glucosamine) και ακετυλογλυκοζαµίνην (acetyl glucosamine) που εκκρίνονται απo την επιδερµίδα (epidermis) chitin synthesis inhibitor, αναστολέας (παρεµποδιστής) συνθέσεως χιτίνης, εντοµοκτόνο που εµποδίζει τον σχηµατισµό (σύνθεσιν) της χιτίνης chitinase, χιτινάση, ένζυµο που ενεργοποιεί την πέψη της χιτίνης chitinization, χιτίνισις, η διαδικασία εναποθέσεως ή «παραγεµίσµατος» µε χιτίνην (βλ. sclerotization) chitinized, χιτινισµένος, γεµισµένος ή σκληρυµένος µε χιτίνην chitinophilus, χιτινόφιλος, µικροοργανισµός σχετικός µε την χιτίνη ή και τρεφόµενος µε αυτήν chitinous, χιτίνινος, αποτελούµενος από χιτίνην βλ.sclerotized chitinous apodeme of epipharynx. στις προνύµφες των Culicidae: (Dipt): torma chitinous bag, χιτίνινος σάκκος. στα ♀ Nabidae (Hem.: Heteroptera): pseudospermatheca chitinous cradle, χιτίνινον λίκνον. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): οι χιτίνινοι βραχίονες που σχηµατίζουν τον ενδοσκελετόν (endoskeleton) της κεφαλής chitinous plate. στις προνύµφες Scarabaeoidea: nesium chitinous receptacle. στα ♀ Pyrrhocoridae (Hem.: Heteroptera): orificium receptaculi chitinous rods (ραβδία). στα ♂ Heteroptera (Hem.): struts chitinovore, χιτινοβόρος, µικροοργανισµός ικανός να πέψει χιτίνην chitose, χιτινόζη, άλας γλυκοζαµίνης υποπροϊόν διασπάσεως της χιτίνης chloride cells. στα υδρόβια έντοµα: συγκέντρωσις εξειδικευµένων κυττάρων στο επιθήλιον των κοιλιακών βραγχίων (abdominal gills) που απορροφούν άλατα από το νερό για την ωσµωρύθµισιν (osmoregulation) choride epithelium. στις προνύµφες των Trichoptera: ωοειδείς περιοχές τροποποιηµένου εξωσκελετού (η κάθε µία περιβαλλόµενη από λεπτήν σκληροποιηµένη γραµµήν γύρω από ορισµένους κοιλιακούς δακτυλίους) για την απορρόφησιν ιόντων


144 Chloropoidea, Υπεροικ. των Schizophora - Acalyptrata (Dipt.: Brachycera) µε τις Οικογ. : Chloropidae, Milichidae, Carnidae, Tethinidae και Canacidae cholera, χολέρα, βακτηριακή ασθένεια προκαλούµενη από το Vibrio comma και µεταδίδεται µε την οικιακή µύγα και διάφορα Calliphoridae ή Sarcophagidae (Dipt.) cholinesterase, χολινεστεράση, ένζυµον του σωµατικού ιστού που υδρολύει ή διασπά την ακετυλοχολίνην (acetylocholine) chorda, χορδή, στέλεχος διαφόρων νεύρων της προσθίας πτέρυγος των Orthoptera chordal area, χορδική περιοχή. στα ♂ Grylloidea (Orth.): περιοχή της πτέρυγος οριζοµένη από τα mirror, harp και το εξωτερικόν χείλος της πτέρυγος chordotonal ligament, χορδοτονικός δεσµός, κατασκευή που ενώνει ένα σκολοποφόρον (scolopophore) µε το τοίχωµα του σώµατος chordotonal organ, χορδοτονικόν όργανον, αισθητήριον όργανον (µηχανοδέκτης) ευαίσθητο στις δονήσεις που αποτελείται από ένα ή περισσότερα επιµήκη κύτταρα τα σκολοπίδια (scolopidia) και σχηµατίζει επιµήκη κατασκευήν προσκοληµένην στα δύο άκρα του σωµατικού τοιχώµατος (body wall) βλ.Johnston’s organ, subgenal organ και tympanal organ chordotonal nerve, ακουστικόν (auditory) νεύρον chordotonal receptor = chordotonal organ chords, χορδαί. στα ♂ Grylloidea (Orth.): κυρτά νεύρα (anal και cubital) στην χορδικήν περιοχήν (chordal area) της προσθίας πτέρυγος chorion, χόριον, το εξώτατο κάλυµµα του ωού εκκρινόµενον από λεκιθικά κύτταρα το οποίον µπορεί να είναι και πολύστιβον περιλαµβάνει δε: endochorion, exochorion και wax layer chorionic, χοριακός, του χορίου ή του κελύφους του ωού chorionin, χοριονίνη, σκληροπρωτεΐνη που αποτελεί το κύριον µέρος του χορίου του ωού choroid, choroides, χοριοειδής χιτών του οφθαλµού, η µαύρη βασική µεµβράνη του ommatidium chorology, χωρολογία βλ.biogeography chorotype, χωρότυπος, απολιθωµένον είδος που έχει συλλεχθεί απο το ίδιο στρώµα µε τον τύπον (type) αλλά απο γειτονικήν περιοχήν chromatic spheres, χρωµατικαί σφαίρες, µάζες χρωµατίνης (chromatin) αποβαλλόµενες από τα διαιρούµενα κύτταρα οι οποίες και κατατρώγονται από τα φαγοκύτταρα (phagocytes) chromatine, χρωµατίνη, µικροί κόκκοι χρωστικής που συµπληρώνουν το χρωµόπλασµα (chromoplasm) ενός κυτταρικού πυρήνος


145 chromatocytes, χρωµατοκύτταρα, chromocyte cells. σε µερικές προνύµφες Nematocera (Dipt.): κεχρωσµένα µεσοδερµικά κύτταρα στο λιπώδες σώµα που είναι δυνατόν να µεταναστεύσουν σχηµατίζοντας νέα χρωµατικά σχήµατα chromatolysis, χρωµατόλυσις, φάσις της ιστολύσεως (histolysis) στις προνύµφες (larvae) κατά την οποίαν η χρωµατίνη συγκεντρώνεται σε συµπαγείς µάζες στα οζίδια (nodules) του ιστολυοµένου ιστού chromatophore, χρωµατοφόρος, ενδοκυτταρικόν σώµα που φέρει χρωστικήν chromidia, χρωµίδια, πρωτεϊνικά σφαιρίδια τα οποία εµφανίζονται πρώτα κοντά στον πυρήνα λεκιθοκυττάρου (yolk cell) και αργότερα µεταναστεύουν προς την περιφέρειάν του και µεγεθύνονται chronogen, χρωµογόνον, πρώτη ύλη για τη σύνθεσιν µελανίνης chromogenic phase, φάσις χρωµογενέσεως. στα Muscomorpha (Dipt.): το τελευταίο νυµφικόν στάδιον πριν από την έξοδον του τελείου κατά το οποίον εµφανίζονται στο σώµα: το χρώµα και τα εξαρτήµατά του chromophile, χρωµόφιλον (-α), ενδιάµεσος τύπος αιµοκυττάρων µεταξύ prohemocytes και plasmatocytes chromophilic leucocyte = chromophile chromophore, χρωµοφόρον, µόριον που παράγει χρώµα chromoprotein, χρωµοπρωτεΐνη, χρωµοφόρον + µόριον πρωτεΐνης chromoptic phase στις νύµφες των Muscomorpha (Dipt.): η φάσις µετά την τελειοµορφικήν (teleomorphic phase) στην οποίαν αρχίζει η χρώσις των συνθέτων οφθαλµών chromosomal inversion, χρωµοσωµική αντιστροφή, η αντιστροφή της σειράς των γονιδίων σε κάποιο τµήµα του χρωµοσώµατος chromosome, χρωµόσωµα, σωµατίδια DNA µε έντονον χρωµατισµό (περισσότερον ορατά κατά την κυτταρικήν διαίρεσιν)στον πυρήνα του κυττάρου chrysalis, crysalid, χρυσαλλίς, η pupa obtecta των λεπιδοπτέρων chrysalis, (πλ. chrysalides), χρυσαλλίς, πλαγγών· στα Lepidoptera 1 το ενδιάµεσον στάδιον µεταξύ προνύµφης και τελείου 2 νύµφη µε σκληρόν περίβληµα chrysargyrus, ασηµί χρυσίζον chrysopterin, χρυσοπτερίνη, πτερίνη που δηµιουργεί το κίτρινο χρώµα π.χ. στο Conopteryx rhamni (Lep.: Pieridae) chyle, χυλός, η µάζα της τροφής αφού περάσει από τον προστόµαχον (gizzard) αναµεµιγµένη µε σίελον έτοιµη για αφοµοίωσιν (assimilation)


146 chyme, χυµός, η µισοχωνεµένη τροφή στο µικρό έντερον (ileum) cibarial, cibarian, που αφορά στην τροφική κοιλότητα (cibarium) ή τα στοµατικά εξαρτήµατα (mouth parts) cibarial pump, προστοµατική αντλία, τροποποιηµένο cibarium (και σχετικές κατασκευές) που σχηµατίζουν αναρροφητικήν αντλία cibarial teeth, προστοµατικοί οδόντες· σε µερικά ♀ Culicidae (Dipt.): σειρά ειδικευµένων οδόντων (cones και rods) στο οπίσθιον περιθώριον του cibarium cibarium, προστοµατική κοιλότης. κοιλότης στη βάση του hypopharynx και την κάτω επιφάνειαν του επιστοµίου (clypeus) cibibia, τροφικός αγωγός (food canal) Cicadellidea, Cicadelloidea, Υπεροικ. των Auchenorrhyncha (Hem.) µε τις Οικογ. : Cicadellidae, Membracidae, Aetalionidae, Hylicidae και Eurymelidae Cicadidea, Cicadoidea, Υπεροικ. των Auchenorrhyncha (Hem.) µε τις Οικογ. Cicadidae και Tettigarctidae Cicadomorpha = Cicadoidea cicatrices, ουλαί. στα Margarodidea (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea) µεγάλες πορόµορφες κατασκευές στην κοιλίαν συχνά περικλειόµενες από σκληροποιηµένην στεφάνη (rima) cicatricose (cicatricosus, ή cicatrose, cicatrosus), γεµάτος ουλές βλ.impressed, lacunose, variolate cicatrix (πλ. cicatrices), ουλή, ανορθωµένο στερεόν σηµείον, ουλοειδής κατασκευή βλ.cicatrices cilia (εν. cilium), βλεφαρίδες, σειρές µετρίων ή λεπτών τριχών τοποθετηµένες σε θύσανον ή απλές γραµµές και λεπτές διασκορπισµένες τρίχες σε µίαν επιφάνεια ή περιθώριον. στα Lepidoptera: κροσσωτά λέπια κατά µήκος του περιθωρίου της πτέρυγος cilia of the posterior orbit. στα τέλεια Dipera: postocular setae ciliate, ciliated, ciliatus, βλεφαριδωτός, µε σειρά παραλλήλων τριχών ή βλεφαρίδων στο περιθώριον ciliations. στα Collembola π.χ. µερικά Isotomidae: λεπτές προεξοχές που σχηµατίζουν µία ή περισσότερες εγκάρσιες σειρές στην κοιλιακήν (εσωτερική) επιφάνεια του labrum cimicine, κορεώδης οσµή. στα Heteroptera (Hem.): εκκρίσεις µεταθωρακικών αδένων µε δυσάρεστην οσµή για την άµυνα του εντόµου Cimicoidea, Υπεροικ. των Cimicomorpha: Heteroptera µε τις Οικογ.: Anthocoridae,


147 Cimicidae, Plokiophilidae και Polyctenidae Cimicomorpha, Οµάς των Heteroptera µε τις Υπεροικ. Cimicoidea και Reduvioidea και τις Οικογ. Miridae, Nabidae, Thaumastocoridae κ.ά. cimier, λοφίον· στις χρυσαλίδες των Pieridae (Lep.): λοφίον της κεφαλής cinctus, ζωσµένος µε έγχρωµην ταινία, cingulatus cinereous, cinereus, cinerescens, σταχτύς, µε το χρώµα της στάχτης, γκρί µε µαύρο cingula (cingulae), ζώνη, έγχρωµη ταινία. στα Lepidoptera: girdle. στα ♂ Lepidoptera: saccus + vinculum cingulate, cingulatus, ζωσµένος µε µία ή περισσότερες cingulae ή ταινίες βλ.επίσης cinctus cingulum (πλ. cingula). ζώνη, ζωστήρ. στα ♂ Coelifera (Orth.): µεγάλος σκληρίτης στην εξωφαλλικήν µεµβράνην (ectophallic membrane) στα ♂ Siphonaptera: µεµβρανώδες διάφραγµα που περικλείει τον aedeagus και σχηµατίζει τη βάση της phallocrypt cinnabarine, κινναβάρινος, µε το χρώµα του κινναβάρεως ή του ερυθρού οξειδίου του υδραργύρου (HgS) cinnamomeous, cinnamomeus, καστανό του Cinnamomum (κανέλλας) circa, περίπου ή πλησίον σε κάτι circadian rhythm, κιρκαρδικός (ηµερονύκτιος) ρυθµός, επαναλαµβανόµενος ρυθµός συµπεριφοράς (behaviour) µε περιοδικότητα περίπου 24 ωρών circinal, circinate, circinatus, κυκλοτερός, σπειροειδώς τυλιγµένος όπως η προβοσκίδα µιας πεταλούδας circiter, περί ή τριγύρω circular plate, ελαφρώς σκληρυµένη περιοχή στο εσωτερικό νωτιαίον τµήµα του posterior spiracular plate circulation, κυκλοφορία, κίνησις της αιµολέµφου προκαλουµένη από παλµικές κινήσεις της καρδίας και των βοηθητικών οργάνων circulative transmission, κυκλοφορική µετάδοσις, όταν ιοί περνούν από το τοίχωµα του στοµάχου στην αιµολέµφον του φορέα (vector) κατόπιν στους σιελογόνους αδένες (salivary glands) και εκβάλλονται µε το σίαλον (σάλιο) βλ.viral transmission circulatory system, κυκλοφορικόν σύστηµα, το αιµοκοίλωµα (hemocoel) και το νωτιαίον αγγείον (dorsal vessel) µέσω των οποίων κυκλοφορεί η αιµολέµφος (hemolymph) circulus, κύκλος, κρίκος. στις νύµφες και τα ♀ Pseudococcidae και Putoidae (Hem., Sternorrhyncha, Coccoidea): προσκολλητικόν όργανον circum-, (πρόθεµα), τριγύρω από, σε όλες τις πλευρές, κυκλικώς


148 circumanal, περιεδρικός, που περιβάλλει την έδραν (anus) circumanal papilla, περιεδρική θηλή. στα Collembola: anal papilla circumanal pore ring. στα ♀ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): δακτύλιος αδενικών πόρων γύρω από την έδραν circumgenital pores, περιγεννητικοί πόροι. στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): µικροί κυκλικοί πόροι διατεταγµένοι σε οµάδες γύρω απο το γεννητικόν άνοιγµα circumocular, περιοφθάλµιος, γύρω απο τον οφθαλµό circumocular sulcus = ocular sulcus circumoesophageal commissures (connectives), σύνδεσµοι µεταξύ του εγκεφάλου και της κοιλιακής νευρικής αλύσου (ventral nerve cord) που περιβάλλουν το στοµόδαιον (stomodeum) circumoral, περί ή γύρω από το στόµα citrine, citrinus, κίτρινος λεµονιού clade, κλάδος, υποθετική µονοφυλετική οµάς, οµάδα οργανισµών κατά προτίµησιν µονοφυλετικών (απoγόνων ενός κοινού προγόνου) cladistic, κλαδιστικός, που αφορά σε cladistic analysis ή cladistic classification cladistic analysis, φυλογενετική ανάλυσις κατά την οποίαν τα taxa οµαδοποιούνται µε βάσιν την σχετικήν προσφατότητα της κοινής γενεαλογίας τους cladistic classification, τύπος φυσικής ταξινοµήσεως στον οποίον αναγνωρίζονται µόνον υποθετικά µονοφυλετικά taxa βλ evolutionary classification cladistics, οι αρχές των cladistic analysis και cladistic classification cladistics, κλαδιστική, ταξινοµικόν σύστηµα όπου οµαδοποιούνται µόνον κλάδοι (clades) cladocerous, κλαδόκερος, µε διακλαδούµενα κέρατα ή κεραίες cladogenesis, κλαδογένεσις, διαφοροποίησις της σειράς καταγωγής µε διαχωρισµόν (splitting) βλ.speciation, anagenesis cladogram, κλαδόγραµµα, διάγραµµα το οποίο απεικονίζει την διακλαδούµενην ακολουθία σηµαινουσών συγγενειών µεταξύ οργανισµών βασιζοµένων στην κατανοµήν κοινών χαρακτήρων κληροδοτουµένων από τον ίδιον πρόγονο βλ.synapomorphies cladogram, κλαδόγραµµα, διακλαδούµενο διάγραµµα βασισµένο στην κατανοµή των synapomorphies clasp, δεσµός. στα Collembola: tenaculum clasp filament. στα ♂ Culicidae (Diptera): distylus


149 clasper(s), πόρπη, δεσµός, συνδετικά όργανα για συγκράτησιν του ♀ κατά την σύζευξιν. στα ♂ Ephemeroptera: gonostyles. στα ♂ Blattopteroidea: apophysis. στα ♂ Embidiina: left cercus. στα ♀ Anoplura (Phthir.): paraprocts. στα ♂ Psocoptera: µεγάλο άγγιστρον στους paraprocts του hypandrium. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): anal hooks ή styles. στα ♂ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): forcepts. στα ♂ Aleyrodidae (Hem. Stern.): λαβιδοειδές ζεύγος κινητών προεξοχών του IX κοιλιακού δακτυλίου. στα ♂ Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): ζεύγος κωνικών κοιλιακών προεξοχών στις δύο πλευρές του φαλλού (penis) . στα ♂ Heteroptera (Hem.): paramers. στα ♂ Mecoptera: epiandrium. στα ♂ Trichoptera: inferior appendages ή gonopods. στα ♂ Noctuidae (Lep.): προεξοχή προσαρτηµένη στην valva. στα ♂ Lepidoptera: valvae ή clavus. στα ♂ Diptera: gonopods, basistylus, gonostylus, surstyli. στα ♂ Siphonaptera: parameres, basimere clasper lobe. στα ♂ Siphonaptera: basimere ή processus basimeris ventralis claspette, µικρή πόρπη, πορπίδιον. σε µερικά ♂ Nematocera (Dipt.): εξάρτηµα του basistylus. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): volsella ή superior volsella claspette, µικρή πόρπη claspette filament στα ♂ Culicidae (Diptera): εξειδικευµένη ακραία τρίχα της claspette συνήθως απλή ή φυλλοειδής (foliform) claspette stem. στα ♂ Culicidae (Dipt.): το βασικόν τµήµα της claspette clasping apparatus. στα ♂ Siphonaptera: parameres clasping organ(s). στα ♂ Sminthurides (Coll.: Sminthuridae): τα τροποποιηµένα 2 και 3 τµήµατα της κεραίας. στα ♂ Zoraptera: ζεύγος dorsal lobes και ζεύγος lateral lobes στο basal plate. στα ♂ Siphonaptera: parameres clasping organ, συλληπτικόν όργανον, harpe (αρπαγών) clasps. στα ♂ Lepidoptera: valvae class, Κλάσις, Υποδιαίρεσις ενός phylum ή subphylum που περιλαµβάνει έναν αριθµό Τάξεων (orders) classification, ταξινόµησις, η οριοθέτησις, κατάταξις και συστηµατοποίησις των taxa βλ. artificial classification και natural classification βλ.taxonomy clathrate (clathratus, clathrose, clathrosus), κιγκλιδωτός, δικτυωτός βλ.cancellate, reticulate claustral colony founding, ίδρυσις εγκλείστου αποικίας. στα Isoptera: η διαδικασία κατά την


150 οποίαν οι βασίλισσες ή βασιλικά ζεύγη εγκλείονται σε κελλία και ανατρέφουν την πρώτη γενεά εργατών µε θρεπτικά υλικά των ιστών τους claustrum, κλείστρον, µηχανισµός ζεύξεως των πτερύγων clava, ρόπαλον (club) π.χ. antennal club της κεραίας clava pennis. στα ♂ Lepidoptera: vesica claval commisure. στα Heteroptera (Hem.): η ένωσις των hemelytra κατά µήκος του clavus στην κεντρική γραµµή του σώµατος πίσω από το άκρον του scutellum claval furrow, αύλαξ που χωρίζει το clavus από το remigium της πτέρυγος claval furrow, κεκαµµένη γραµµή (αύλαξ) στην πτέρυγα χωρίζουσα το clavus από το remigium clavate, ροπαλοειδής claval organ. στα Heteroptera (Hem.): όργανον µε µικροτρίχια στην οπισθοκοιλιακήν επιφάνεια του clavus της προσθίας πτέρυγος για να συγκρατεί την οπισθίαν πτέρυγα κατά την πτήσιν claval suture. στα τέλεια Heteroptera: ραφή της προσθίας πτέρυγος που χωρίζει το clavus από το corium claval veins. στα τέλεια Hemiptera: εδρικά νεύρα πτερύγων ενωµένα στο άκρον τους clavate, ροπαλοειδής clavate, clavatus, γοµφοµένος, ροπαλοειδής (clublike), βαθµηδόν ογκούµενος προς το άκρον όπως η clavate antenna βλ.capitate clavate hairs. στα Collembola: tenent hairs clavate process. σε µερικά ♂ Myrmeleontidae (Plan.): προεξοχή µε πυκνόν θύσανον (tuft) τριχών στη βάση του οπισθίου περιθωρίου της οπισθίας πτέρυγος clavate setae. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): περιθωριακές τρίχες πεπλατυσµένες στο άκρον Clavicornia, Υποοµάς των Coleoptera µε ροπαλοειδείς κεραίες clavicula, κλειδία βλ.procoxae clavicular lobe. στα Auchenorrhyncha (Hem.): το τµήµα (λοβός) της οπισθίας πτέρυγος πίσω από τα εδρικά νεύρα (anal veins) clavulus, ηλίσκος, µικρός ήλος (καρφίδιον) frenulum clavus (πλ. clavi), ήλος (καρφί), γόµφος. στην πτέρυγα: η περιοχή πίσω από την claval furrow βλ. antennal club. στα Heteroptera (Hem.): η εδρική περιοχή (anal area) του ηµιελύτρου (hemelytron) η οποία έχει συνήθως παράλληλες πλευρές και είναι εντόνως γωνιώδης. στα


151 Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): clypeus. στα ♂ Noctuidae (Lep.): προεξοχή του ραχιαίου περιθωρίου του sacculus. στα τέλεια Hymenoptera: περιοχή της πτέρυγος µεταξύ claval furrow και jugal fold. στα τέλεια Chalcidoidea (Hym.): γόµφος (κόµβος) στο άκρον του stigmal vein clavus (πλ. clavi), γόµφος, περιοχή της πτέρυγος οριζοµένη από το claval furrow και το οπίσθιον περιθώριο (posterior margin). στα Heteroptera: η οξυγώνιος εδρική περιοχή του ηµιελύτρου (hemelytron) claw, όνυξ (νύχι), προταρσικός όνυξ, αγκιστροειδής συνήθως ζυγή κατασκευή στο άκρον του προταρσού βλ.pretarsal claw, unguis claw(s), όνυξ (νύχι), αιχµηρή αγγιστροειδής κατασκευή π.χ. pretarsal claw claw hairs. στα Heteroptera (Hem.): µικροτρίχια (microtrichia) στην εξωτερικήν επιφάνεια ενός όνυχα (claw) claw plate. στα Heteroptera (Hem.): unguitractor claws of last segment. στα ♂ Mecoptera: styli cleavage, αυλάκωσις. στην ανάπτυξιν του εµβρύου: η διαίρεσις του αρχικού µονοκυττάρου ωού σε αριθµόν κυττάρων (blastomeres) βλ.holoblastic cleavage και meroblastic cleavage cleft, ρωγµή, σχισµή, διχαλωτός. στα ♂ Coelifera (Orth.): σχισµοειδές κοιλιακόν άνοιγµα του phallotreme Cleistogastra = Clistogastra cleptobiosis, κλεπτοβίωσις, µορφή συµβιώσεως στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) κατά την οποία µικρόσωµα είδη έχουν τις φωληές τους κοντά στις φωληές µεγαλοσώµων ειδών τρεφόµενα µε απορρίµµατα ή ενεδρεύουν τους εργάτες (workers) κλέβοντας την τροφή που µεταφέρουν cleptoparasitism, κλεπτοπαρασιτισµός, η παρασιτική σχέσις όπου ένα ♀ αναζητεί θήραµα ή αποθηκευµένη τροφή άλλου ♀ ( συνήθως άλλου είδους ) και τα χρησιµοποιεί προς εκτροφήν των γόνων του (offspring) βλ.social parasitism Cleroidea, Υποοικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ. Cleridae, Trogositidae, Chaetosomatidae και Phleophilidae cline, κλίσις, διαβάθµισις, βαθµιαία και σχεδόν συνεχής αλλαγή ενός χαρακτήρος σε σειράν γειτονικών πληθυσµών, απόκλισις χαρακτήρος στην οποίαν η κατασκευή ή η φυσιολογία ενός οργανισµού αλλάζει κατά την γεωγραφική σειράν του clip(s), συνδετήρες. σε ♀ Coleophoridae (Lep.): σωληνοειδείς κατασκευές σκεπασµένες µε


152 πυκνές βραχείες µαύρες άκανθες πλευρικώς της κεντρικής ράχεως του ductus bursae Clistogastra = Apocrita clistogastrous, κλειστόγαστρος, µε µίσχον προ της κοιλίας (abdomen) όπως τα τέλεια των Apocrita βλ.chalastogastrοus clithrum (πλ. clithra), κλείθρον. σε προνύµφες Scarabaeidae (Col.), ζυγόν βραχύ σκλήρωµα (sclerome) στο πρόσθιον τµήµα του περιθωρίου του epipharynx που χωρίζει την corypha από την paria clitoris, κλειτωρίς. στα ♀ Lepidoptera: signum cloaca (πλ. cloacae), κλοάκη (αµάρα), κοινός θάλαµος στο οποίον εκβάλλει το έντερον (intestine, rectrum) και οι γεννητικοί αγωγοί cloaca valves. στα ♀ Dytiscidae (Col.): οι βαλβίδες του VIII στερνίτη cloacal, ότι αφορά στην cloaca ή το rectrum clone, κλώνος, απόγονος ενός ασεξουαλικώς αναπαραγοµένου οργανισµού closed cell, κλειστόν κύτταρον (κελλίον), κελλίον πτέρυγος περικλειόµενον από νευρώσεις βλ. open cell closed clavus, κλειστός γόµφος. στα Fulgoroidea (Hem., Auchenorrhyncha): όταν η claval suture εκτείνεται µέχρι το περιθώριον της πτέρυγος closed coxal cavity, κλειστή ισχιακή κοιλότης. στα τέλεια των Coleoptera: ισχιακή κοιλότης κλεισµένη στο οπίσθιον µέρος από σκληρίτην του ιδίου θωρακικού τµήµατος (πρόσθιες ισχιακές κοιλότητες) ή πλήρως περιβαλλόµενη από στερνικούς σκληρίτες χωρίς να προσεγγίζεται από πλευρικούς (µεσαίες ισχιακές κοιλότητες) closed cell, κλειστόν κύτταρον, περιοχή της πτερυγικής µεµβράνης περικλειοµένη από νευρώσεις αντ.open cell closing apparatus of spiracle, ο µηχανισµός ανοίγµατος και κλεισίµατος ενός αναπνευστικού στίγµατος που πραγµατοποιείται είτε από τα χείλη του αιθρίου (atrium) είτε από µιαν βαλβίδα (valva) του εσωτερικού άκρου του atrium closing band, η κινητή βαλβιδική πτυχή του closing apparatus του spiracle closing bow, το σκληρό αλλά ελαστικόν χείλος του εσωτερικού του closing apparatus of spiracle απέναντι από την valva closing hairs, το τρίχωµα που σκεπάζει την επιφάνειαν του σώµατος του εντόµου και των εξαρτηµάτων του προσδίδοντάς τους χνοώδη εµφάνισιν club, ρόπαλον κεραίας, διογκωµένα (λίγο ή πολύ) ακραία άρθρα µίας κεραίας clubbed, clubbed, ροπαλοειδής, µε το ακραίο τµήµα (ή τµήµατα) διογκωµένα, τύπος κεραίας


153 διογκωµένης ή πεπλατυσµένης στο άκρον ή στα τελευταία άρθρα της βλ capitate και clavate clunial prolongation. στα ♀ Psocoptera: κοιλιακή επιµήκυνσις του clunium µε ζυγές γοναποφύσεις στο άκρον clunicula (πλ. cluniculae), πυγίδιον. στο ♂ του Ornithoptera (Lep.: Papilionidae), κοχλιαριοειδής πριονοειδής απόφυσις του εσωτερικού της valva clunium (πλ. clunia), γλουτός, πυγή. στα ♀ Psocoptera: οι συνενωµένοι VIII - X τεργίτες. στα ♂ Psocoptera: οι συνενωµένοι IX - X τεργίτες cluster, συστάς, δέσµη, συσσώρευσις clustering, οµαδοποίησις, η συνήθεια των εντόµων να συνενώνονται σε οµάδες πριν από την σύζευξη ή την διαχείµαση ή λόγω χαµηλών θερµοκρασιών clypanguli, τα τµήµατα του clypeus που φέρουν την precoila clypealia (πλ. clypealiae), η µικρή τριγωνοειδής ή τετραγωνοειδής περιοχή σε κάθε πλευρικόν άκρον του postclypeus βλ.paraclypeus, lateroclypeus clypeal pragma. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): επίπεδον απόδεµα που αρχίζει από το ορατόν τµήµα του clypeus και φθάνει στο πλευρικόν περιθώριον του cibarium. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): clypeal phragmata clypeal suture, επιστοµική ραφή (epistomal suture), διαγώνιος ραφή που χωρίζει το clypeus σε anteclypeus και post clypeus clypeate, clypeatus, ασπιδοειδής (shieldlike) clypeate head (caput clypeatum), πεπλατυσµένη κεφαλή µε φαρδύ επίπεδον περιθώριο στα clypeus και frons clypeiform, ασπιδόµορφος (shield - shaped, clypeus - shaped) clypeocephalic prolongement, επιστοµιοκεφαλική επιµήκυνσις. στα Ephemeroptera: µικρή στρογγυλευµένη προβολή που ξεκινά από το πρόσθιον όριον της κεφαλής µεταξύ των κεραιών clypeofrontal, που αφορά στο clypeus και το frons µαζί clypeofrontal phragmata. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): dorsal cornua clypeolabral, επιστοµιοχειλικός, που αφορά ταυτοχρόνως στο clypeus και το labrum clypeolabrum. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): σκληρίτης ή άλλη περιοχή που φέρει τις clypeal setae και τουλάχιστον µια labral seta clypeolus = anteclypeus


154 clypeopalatum. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): το τµήµα της υπερώας (palatum) που σχηµατίζεται από την κάτω επιφάνειαν του clypeus, η οροφή του cibarium clypeus, επιστόµιον, «γείσο» 1 το τµήµα της κεφαλής του εντόµου κάτω από το µέτωπον (frons) στο άνω άκρον του οποίου προσφύεται το άνω χείλος (labrum) 2 περιοχή της κεφαλής η οποία είτε συγχωνεύεται µε το µέτωπον είτε χωρίζεται από αυτό µε την επιστοµική ραφήν (epistomal suture) ή την µετωποεπιστοµικήν ραφήν (frontoclypeal suture) clypeus anterior = anteclypeus clypeus posterior = postclypeus clypofrons, η εγκαρσία γραµµή που σχηµατίζει το οπίσθιον όριον του clypeus στην εξωτερικήν επιφάνεια της κεφαλής και του εγκολπωµένου τµήµατός της coactus, συµπυκνωµένος, βραχύς και συµπαγής coadunatus, συνενωµένος, ενωµένος µαζί στη βάση, έλυτρα µονίµως ενωµένα κατά µήκος της ραφής (suture) coagulate, πηγνύω (πήζω), αλλάζω από υγρόν σε γέλην (γέλη = gelly, ζελέ) coagulation, πήξις, σχηµατισµός θρόµβων ή γέλης (gelly) όπως στους cystocytes coagulin, κοαγουλίνη (θροµβίνη), συνθετικόν του αίµατος που επικουρεί στην πήξιν του αίµατος coagulocyte, cystocyte coagulum, θρόµβος, πηγµένη µάζα όπως στο αίµα coalescent, συµφυής, ενωµένος και αναπτυσσόµενος µαζί µε κάτι άλλο coalite, coalitus, συνενωµένος, συµφυής, δύο τµήµατα συνήθως ενωµένα σε τµήµα του µήκους τους αλλά ευκρινώς διαχωριζόµενα coarctate, coarctatus, συνεσφιγµένος, στενώς συνενωµένος coarctate, coarctatus -a, περιορισµένος, έγκλειστος βλ.larva coarctata, pupa coarctata, pharate coarcate larva, συνεσφιγµένη προνύµφη, προνύµφη παρόµοια µε το puparium των Diptera όπου το δέρµα του προηγουµένου σταδίου δεν αποβάλλεται τελείως αλλά παραµένει προσκοληµένο στο ουραίον τµήµα του σώµατος (larva coarctata) coartate pupa, συνεσφιγµένη νύµφη, νύµφη στην οποίαν τα µέλη του µελλοντικού τελείου εντόµου περικλείονται σε παχυµένην (συνήθως κυλινδρικήν θήκη ή κάλυµµα) που συχνά είναι το σκληρυµένο δέρµα της προνύµφης. σε πολλά Cyclorrhapha: Diptera: η νύµφη που παραµένει κλεισµένη στο δέρµα της προνύµφης (puparium, pupa coarctata) coccidicolous, κοκκοειδόβιος, τρεφόµενος από τα µελιττώµατα που εκκρίνουν τα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha)


155 coccidivorous, κοκκοειδοφάγος, τρεφόµενος µε ή θηρευτής των Hemiptera: Coccoidea coccids, κοκκοειδή, µέλη της Οικογ. Coccidae coccineous, coccineus, κόκκινος, άλικος (cochineal red) coccoid, κοκκοειδές, µέλος της Υπεροικ. Coccoidea: Sternorrhyncha (Hem.) Coccoidea,Υπεροικ. των Sternorrhyncha (Hem.) βλ.Neococcoidea cocephalic, συνκεφαλικός, µε πρόγναθον κεφαλήν όπου υφίσταται µόνο το τρήµα (foramen) cochineal, κοχενίλλη, ερυθρά βαφή από αποξηραµένα σώµατα των κοκκοειδών Dactylopius cacti ή Dactylopius coccus (Hem.: Sternorrhyncha: Eriococcidae) βλ.carminic acid cochleariform setae (κοχλιάριον = κουτάλι), κοχλιαρόµορφοι τρίχες, ακραίες ελασµατοειδείς τρίχες µε σχήµα κουταλιού της median volsella στο Microsepta (Dipt.: Chironomidae) cochleate (cochleatus, cochleiform) (κοχλίας = σαλίγκαρος), κοχλιοειδής, σπειροειδώς συνεστραµµένος cochlearium, κοχλιάριον. στα ♂ Hymenoptera: gonostylus cockroach, κατσαρίδα, µέλος της Τάξεως Blattaria coccoon, βοµβύκιον (κουκούλι), το κάλυµµα της νύµφης αποτελούµενο µερικώς ή εξ’ ολοκλήρου από µετάξινα νήµατα που πλέκουν πολλές προνύµφες των Lepidoptera (Bombycoidea), Siphonaptera, Trichoptera και πολλών Hymenoptera coccoon, κουκούλι, βοµβύκιον, είδος θήκης (συνήθως κλειστής) υφασµένης κυρίως µε µετάξινα νήµατα µέσα στην οποίαν διαµένουν προνύµφες ή νύµφες coccoon breakers = cocoon cutters cocoon cutters, βοµβυκιοκόπται. σε νύµφες µερικών Lepidoptera: κατασκευές ή αποφύσεις της κεφαλής µε τις οποίες η νύµφη διατρυπά το βοµβύκιον για να εξέλθει cocoonase, βοµβυκάση, πρωτεολυτικόν ένζυµον στα Bombycidae και Saturnidae (Lepidoptera) εκκρινόµενον από την επιφάνεια της galea των νεαρών τελείων το οποίον υγραίνει και µαλακώνει το µετάξι του βοµβυκίου επιτρέποντας την έξοδον του τελείου coecal, τυφλός,κλειστός, περατούµενος σε κλειστόν σωλήνα ή θύλακον coecum (πλ. coeca), τυφλός σάκκος ή σωλήν, θηλή, σειρά εξαρτηµάτων µε άνοιγµα προς τον πεπτικόν σωλήνα στην ένωση του gizzard µε τον chylific ventricle βλ. caecum, midgut caecum coecum penis, κάλυµα πέους· στα ♂ Lepidoptera: τυφλή προέκτασις του aedeagus πέραν του σηµείου εισδοχής του ductus exaculatorius coeloblast, κοιλοβλάστης, το ενδόδερµα (endoderm) σε στενήν έννοια coeloconic sensillum, κοιλοκωνικός αισθητήρ, αισθητήρας αποτελούµενος από κωνικόν στύλον


156 βυθισµένον σε υποδοχήν του σωµατικού περιβλήµατος που χρησιµεύει στην όσφρησιν και την αντίληψιν της υγρασίας και θερµοκρασίας coelom, κοίλωµα. στα Arthropoda: αιµοκοίλωµα (hemocoel) coelomic sacs, κοιλωµατικοί σάκκοι, ζυγοί σάκκοι του εµβρύου που ξεκινούν από το µεσόδερµα κάθε σωµατικού τµήµατος αποτελούµενοι από µίαν κοιλιακήν σωµατική στιβάδα και µίαν νωτιαία σπλαχνικήν στιβάδα εκ των οποίων η τελευταία συγχωνεύεται µε τον epineural sinus για να σχηµατίσει το αιµοκοίλωµα (hemocoel) Coenagrionoidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Zygoptera (Od.) µε τις Οικογ. : Coenagrionidae, Platystictidae, Protoneuridae, Platycnemidae, Lestoideidae, Pseudostigmatidae και Megapodagrionidae coenobiosis, κοινοβίωσις, οριστική (µόνιµη) συναναστροφή διαφόρων ειδών ζώων και φυτών coenocyte, κοινοκύτταρον, µεγεθυµένος πρωτοπλάστης (protoplast) του οποίου οι διαιρέσεις του πυρήνος δεν ακολουθούνται από κυτταροπλασµικήν αυλάκωσιν (cleavage) coenogenous, κοινογενής, ωοτόκος σε µίαν εποχή του έτους και ωοζωοτόκος σε µίαν άλλη όπως στα Aphididae (Hem. Sternorrhyncha) coeruleous, coeruleus, γαλάζιο του ουρανού (sky – blue) βλ.caeruleus coevolution, συνεξέλιξις, όταν δύο ή περισσότεροι πληθυσµοί αλληλοεπιδρούν τόσο στενά ώστε ο καθένας να δρά ως ισχυρή δύναµις επιλογής στην εξέλιξη του άλλου µε αποτέλεσµα βαθµιαίες αµοιβαίες προσαρµογές coila, κόνδυλος, condyle coiled, σπειροειδής, όπως η συνεστραµµένη προβοσκίς των τέλειων στα Lepidoptera coiled accessory gland. στα ♀ Gerridae (Hem. Heteroptera): spermathecal tube coiled duct. στα Gerromorpha (Hem. Heteroptera): fecundation canal coiled tubular duct. στα Ranatrinae (Hem. Heteroptera: Nepidae) receptaculum seminis coition, coitus, σύζευξις, συνουσία col- (πρόθεµα), µαζί, µεcolabiosis = calobiosis Coleoptera, Τάξις χαρακτηριζοµένη από τέλεια άτοµα µε ισχυρώς χιτινισµένες τις πρόσθιες πτέρυγες (έλυτρα) που συνήθως ενώνονται µεταξύ τους (κατά µήκος στο µέσον της ράχεως) ώστε να σχηµατίζουν θήκην (κολεόν) και µε προνύµφες ευκέφαλες ολιγόποδες ή άποδες Coleopterida, Coleopteroidea, Οµάς ολοµεταβόλων εντόµων που περιλαµβάνει τα Coleoptera και τα Strepsiptera


157 Coleorrhyncha, Υποτάξις των Hemiptera µε µόνη την Υπεροικ. Peloridioidea coleopteroid, κολεοπτεροειδής, µε µορφήν κολεοπτέρου (Coleoptera) collagen, κολλαγόνον, συστατικόν των συνδετικών ιστών των Σπονδυλωτών (Vertebrates) και της βασικής µεµβράνης (basement membrane) µερικών εντόµων collagenase, κολλαγενάση, πρωτεολυτικόν πεπτικόν ένζυµο παραγόµενο από τις προνύµφες του Hypoderma (Oestridae) και από µερικά Calliphoridae (Dipt.) που επιδρά επί του κολλαγόνου των ζωϊκών ιστών collar, περιλαίµιον (κολλάρο). στα τέλεια Lepidoptera: patagia βλ.cervix collateral, παράπλευρος, πλάγιος κλάδος του νευράξονος (axon) collateral, colleterial, κολλητήριος collatoria, άνοιγµα του αγωγού των κολλητηρίων αδένων στα ♀ και των βοηθητικών γεννητικών αδένων στα ♂ Collembola, Κλάσις ή Τάξις ενδογνάθων εντόµων της Υπερτάξεως Hexapoda collenchyma, κολλέγχυµα. στις κηκίδες (galls) των Cynipidae (Hym.): η στιβάς αµέσως µετά την επιδερµίδα όπου τα κύτταρα έχουν παχέα τοιχώµατα και φαίνονται συµπαγή και κρυσταλλικά colleteria. στα ♀ Lepidoptera: glandulae sebaceae colleterial glands, κολλητήριοι αδένες. στα ♀ έντοµα: βοηθητικοί αδένες που εκκρίνουν ουσίαν για τη στερέωση των ωών σε υπόστρωµα. στα ♂ έντοµα: βοηθητικοί γεννητικοί αδένες. στα ♀ Lepidoptera: glandulae sebaceae colliculate, λοφώδης, καλυµµένος µε χαµηλά στρογγυλευµένα υψώµατα βλ.acinose, granulate, papillate colliculum, λοφίον (λοφίσκος) . στα ♀ Lepidoptera: σκλήρυνσις του εγγυτέρου τµήµατος του ductus bursae, συνήθως σωληνοειδής ή σχοινοειδής, που αποτελεί συνέχειαν του ostium bursae βλ.andron και cone cilligate, colligatus, συνδεδεµένος, προσκοληµµένος κάπου αλλά όχι κινητός colloid, κολλοειδής, κατάστασις υλικού που είναι άµορφον και χωρίς κρυσταλλική δοµή collophore, κολλοφόρον. στα Collembola: ventral tube collophore, κολλοφόρος, ο κοιλιακός σωλήνας των Collembola collum (πλ. colla), λαιµός, τράχηλος. στα Heteroptera: collar. στα ♂ Siphonaptera: neck collum bursae. στα ♀ Lepidoptera: ductus bursae collum spermatophori. στα Lepidoptera: σωληνοειδής «λαιµός» που συνδέει τα aperture και


158 frenum µε το σώµα (corpus) του σπερµατοφόρου (spermatophore) colon, κώλον, το τµήµα του οπισθίου εντέρου (hint gut) µεταξύ του ileum και του rectum. στα Lepidoptera: tuba analis colonizing flight. στα Isoptera: πτήσις προς δηµιουργίαν νέας αποικίας (dispersal flight) colony, αποικία, οµάδα ατόµων που κατασκευάζει φωληές και ανατρέφει απογόνους µε συνεργατικόν τρόπον colony fission, διάσπασις αποικίας, σµηνουργία, αύξησις του αριθµού αποικιών µε την αναχώρησιν µιάς ή περισσοτέρων αναπαραγωγικών µορφών συνοδευοµένων από οµάδες εργατών από την γονική φωληά βλ.swarming colony odor, οσµή αποικίας, η οσµή των σωµάτων των κοινωνικών εντόµων που είναι χαρακτηριστική σε κάθε αποικίαν ούτως ώστε ένα άτοµο να µπορεί να αναγνωρίσει τα µέλη της φωληάς του βλ.nest odor και species odor colpus (πλ. colpi), κόλπος. στα ♀ Hymenoptera: αύλαξ στην προεξοχήν του δακτυλίου (annulus), οριοθετική µεµβράνη µεταξύ των τµηµάτων της gonapophysis com- (πρόθεµα), τύπος του con- ή cocomate, comatus (κόµη = τριχωτόν κεφαλής), κοµηφόρος, τριχωτός στο άνω µέρος της κεφαλής ή µόνο της κορυφής (vertex), µε µακριές εύκαµπτες τρίχες στο άνω µέρος comb, κηρήθρα, στιβάς κελλιών εκτροφής νεογνών ή νυµφών µελισσών σε κανονικήν διευθέτηση χαρακτηριστική πολλών ειδών σφηκών και µελισσών (Hym.) βλ.antenna comb και honeycomb combs, κτένες, κτένια στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): ορισµένες τρίχες στην άνω επιφάνειαν των κάτω γνάθων (maxillae) µε τις οποίες καθαρίζονται οι ψήκτρες (brushes)· στα τέλεια Hymenoptera: strigilis βλ.ctenidia combs, κηρήθρες Υµενοπτέρων κατασκευασµένες από πολλά εξαγωνικά κηρώδη κελία για την ανατροφήν των νεαρών ατόµων και αποθήκευσιν µέλιτος commensal, οµόσιτος, είδος που επωφελείται από τον οµοσιτισµόν (commensalism) commensalism, οµοσιτισµός, συµβίωσις κατά την οποίαν άτοµα ενός είδους επωφελούνται ενώ του άλλου είδους δεν επηρεάζονται comminute, κονιορτοποιώ , τρίβω ένα στερεόν σώµα σε λεπτά σωµατίδια (σκόνη) commissura, commissure, συµβολή, αρµός, 1 στις πτέρυγες των Coleoptera: η ένωσις στο costal νεύρον στο σηµείον όπου αυτές κάµπτονται σε εγκαρσίαν πτυχή (αναδίπλωσις), 2 το νευρικόν σχοινίον (nerve cord) που ενώνει δύο γάγγλια, 3 η «γέφυρα» που ενώνει δύο σώµατα ή κατασκευές π.χ.τραχειακούς σωλήνες


159 commissura (πλ. commissurae). στα ♂ Lepidoptera: η άρθρωσις του κάθε pedunculus µε το vinculum commissural tracheal trunks, εγκάρσιοι τραχειακοί κορµοί, τραχειακοί κορµοί από τη µια πλευράν του σώµατος στην άλλην οι οποίοι σχηµατίζονται από αναστόµωσιν των νωτιαίων και κοιλιακών τραχειών κάθε πλευράς βλ.dorsal tracheal και ventral tracheal commissure common name, κοινή (ιδιωµατική) ονοµασία (vernaculal name) common oviduct, κοινός ωαγωγός, σε αυτόν που καταλήγουν οι δύο ωαγωγοί των θηλέων (lateral oviducts) και ο οποίος εκβάλλει στον κόλπον (vagina). στα ♀ έντοµα: oviductus communis common salivary duct, κοινός σιελοφόρος αγωγός. σε πολλά Diptera: το κοινό µεσαίον τµήµα των σιελοφόρων αγωγών που εκβάλλει στην σιελοφόρον αντλίαν (salivary pump) communal, κοινοτικός, κατάστασις ή τύπος µιάς οµάδος ατόµων στην οποίαν τα µέλη µίας γενεάς συνεργάζονται στην κατασκευή της φωληάς αλλά δεν ασχολούνται µε τη φροντίδα των νεογνών communalism, κοινοτισµός, η συνεργασία εντόµων διαφόρων κοινωνικών τάξεων (castes) µέσα σε µίαν αποικία communicable disease, µεταδοτική ασθένεια communicatory activities, δραστηριότητες που αφορούν σε µεταφοράν πληροφοριών και επηρεάζουν την διάθεσιν και τις δραστηριότητες άλλων ατόµων του ιδίου είδους community, κοινωνία. στην Οικολογία: τα ζώα και τα φυτά δοθέντος ενδιαιτήµατος (habitat) comose, κοµηφόρος, λοφιοφόρος, µε θύσανον ή βούρτσα τριχών (κόµη) στην κεφαλή βλ.comate, comatus compacted, σύµπακτος, στερεωµένος, συνενωµένος compatitive exclusion, ανταγωνιστικός αποκλεισµός, αρχή κατά την οποίαν δύο είδη δεν µπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιον τόπο εάν δεν έχουν ίδιες οικολογικές απαιτήσεις companate, companatus, εξοµαλυµένος, επιπεδωµένος complemental (complementary) reproductive, αναπληρωµατικόν αναπαραγωγικόν, ειδικές µορφές φύλου στα Termitidae (Isopt.) που αντικαθιστούν τα αναπαραγωγικά ♂ (king) ή ♀ (queen) της αποικίας και παράγονται από νύµφες µε ειδικήν διατροφήν complete metamorphosis, πλήρης µεταµόρφωσις, η µεταµόρφωσις / ανάπτυξις στα ολοµετάβολα (Holometabola) έντοµα η οποία συνήθως περιλαµβάνει 4 στάδια: ωόν, προνύµφη, νύµφη και τέλειον, το καθένα διαφορετικό από τα άλλα βλ.incomplete


160 metamorphosis) complex, σύµπλεγµα. στην Οικολογία: οµάς ή συνένωσις οργανισµών. στη Συστηµατική: ουδέτερος όρος (neutral term) που αφορά αριθµό συγγενών ταξινοµικών µονάδων των οποίων η ταξινόµησις είναι δύσκολη ή συγχέεται βλ.group complicant, συµπλεκόµενον (έλυτρον), όταν το ένα έλυτρον (elytron) εκτείνεται επάνω στο άλλο και το καλύπτει µερικώς complicate, complicatus, πτυχωτός, µε κατά µήκος πτυχώσεις, πολύπλοκος (αντιθ.simple) composite, compositus, σύνθετος compound, σύµπλοκος, αποτελούµενος από πολλά όµοια ή ανόµοια µέρη compound eye, σύνθετος οφθαλµός, σύνολον οµµατιδίων (ommatidia) όπου το καθένα από αυτά ενεργεί ως απλoύς φακός (facet) του οφθαλµού compound nest, σύνθετος φωλέα, φωληά που περιέχει αποικίες δύο ή περισσοτέρων ειδών κοινωνικών εντόµων όπου οι διάφορες στοές αναστοµούνται και µερικές φορές αναµιγνύονται αλλά οι νεοσσοί (brood) κάθε είδους παραµένουν χωριστά βλ.mixed nest compound wax pores, σύνθετοι κηρογόνοι πόροι. στα Aleyrodidae (Hem. Sternorrhyncha): µεγάλοι κυλινδρικοί πόροι µε µεγάλα ανοίγµατα στη ραχιαίαν υποπεριφέρεια της νύµφης οι οποίοι παράγουν επιµήκη κυλινδρικά ραβδία κηρού compressed, compressus, συµπιεσµένος, πεπλατυσµένος από πλευρικήν πίεσιν compressor of labrum, απλούς ή ζυγός µύς συνδεδεµένος µε τα πρόσθια και οπίσθια τοιχώµατα του άνω χείλους (labrum) concatenate, concatenates (catena = άλυσος), συνδεσµευµένος σε αλυσιδωτή σειράν concave, concavus, κοίλος (αντιθ. convex) concave vein, κοίλον νεύρον (πτέρυγος), το µεγαλύτερο νεύρον πτέρυγος που διατρέχει αύλακαν βλ.convex vein concavoconvex, κυρτοκοίλος, τρυπηµένος ή κοίλος στη µίαν επιφάνεια και στρογγυλεµένος ή κυρτός στην άλλη (όπως ένα τµήµα µίας κούφιας σφαίρας) conceiled, κρυµµένος, αποσυρµένο τµήµα σώµατος σαν να κρύβεται conceiling coloration, χρωµατισµός αποκρύψεως (cryptic coloration) concentrated, συγκεντρωµένος, συµπυκνωµένος conceptaculum (πλ.conceptacula) seminis, δοχεία σπέρµατος. στα ♀ Cimicidae (Hem. Heteroptera): µεσοδερµικά όργανα αποθηκεύσεως σπέρµατος από διαφοροποίησιν των ωαγωγών (oviducts) conchate, conchatus (concha = κόγχη), κογχοειδής, κογχυλιοειδής (shelllike)


161 concinne, κοµψός, λεπτός (neat, fine) concolor, concolorous, οµόχρους (οµοιόχρωµος) concolores, οµοιόχρωµοι (πτέρυγες), όταν οι πτέρυγες των Lepidoptera έχουν το ίδιο χρώµα στην άνω και την κάτω επιφάνειά τους concretion, σύµπηξις, συσσώρευσις µερών, τµηµάτων ή σωµατιδίων concurrent, συµβάλλον (συντρέχον, συµπίπτον), το νεύρον πτέρυγος που ξεκινά µόνο του αλλά όταν συναντήσει άλλο συµβαδίζει µε αυτό conditioned reflex, εξηρτηµένον αντανακλαστικόν, δραστηριότης του νευρικού συστήµατος προκαλουµένη από εξωτερικές συνθήκες (external conditious) conducting chamber, θάλαµος µεταβιβάσεως (σπέρµατος). στα ♂ Heteroptera (Hemiptera): ejaculatory reservoir conductivity, αγωγιµότης, η ιδιότης του νευρικού ή άλλου πρωτοπλασµατικού ιστού να µεταφέρει (µέσω αυτού) αλλαγές της µεταβολικής δραστηριότητος του εντόµου conduplicate, conduplicatus, αναδιπλωµένος condylar, κονδυλικός, του κονδύλου condyle, κόνδυλος, κάθε προεκβολή µε την οποίαν ένα εξάρτηµα αρθρώνεται σε µίαν επιφάνεια ή κοιλότητα π.χ. η βάσις της γνάθου µε την κεφαλήν (dorsal και ventral condyle) condylus of lamina media. στα ♂ Siphonaptera: lobus fulcri medialis Condylognatha, Condylognathida, Οµάς των εντόµων που περιλαµβάνει τα Thysanoptera και τα Hemiptera cone, κώνος. στους συνθέτους οφθαλµούς: crystalline cone στα Thysanoptera: η κωνική κατασκευή της κεφαλής που περιλαµβάνει τα στοµατικά εξαρτήµατα (mouthparts) confertus, στιβαγµένος, στριµωγµένος, πυκνός, αθρόος conflected, συσσωρευµένος, πολυπληθής βλ.sparse confined, περιορισµένος confluent, συρρέων, όπως δύο κηλίδες όταν ενώνονται σε µίαν confused, συγχεόµενος, συγκεχυµένος, όπως σηµάδια µε αόριστον περίγραµµα βλ.intricate, obscure congeneric, συγγενές, είδος του αυτού γένους µε ένα άλλο (που συγκρινόµενο µε άλλο είδος) συµφωνεί σε όλους τους χαρακτήρες του γένους congested, συσσωρευµένος, συµφορηµένος (conglomerated) conglobate, συσφαιρωµένος, συγκεντρωµένος σε βώλον ή σφαίρα (sphere) conglobate gland. στα ♂ Blattaria: αδένας αγνώστου λειτουργίας που εκβάλλει στον


162 εκσπερµατικόν αγωγό (ejaculatory gland) ανάµεσα στα phallomeres conglomerated = congested congruens, σύµπτωσις, ισοτιµία, ισοδυναµία· στη Συστηµατική: 1 ο βαθµός αντιστοιχίας µεταξύ διαφορετικών ταξινοµήσεων, 2 ο βαθµός αντιστοιχίας ενός χαρακτήρος σε δοθείσαν Ταξινόµησιν conical peg of gonostylus. στα ♀ Pamphiliidae (Hym.): lamnium conicoacuminate (κώνος + ακίς), ακιδοκωνικός, µυτερός κώνος coniform larva, κωνόµορφος, προνύµφη οξεία στην κεφαλή και διογκωµένη στο οπίσθιον άκρον της Coniopterygoidea, Υπεροικ. των Planipennia µε µόνη την Οικογ. Coniopterygidae conjoined, συνενωµένος conjugate, συζυγής, συζευγµένος, µαζί σε ζεύγος conjugation, σύζευξις, συγχώνευσις του ♂ και ♀ γαµέτη κατά την εγγενή αναπαραγωγήν conjuctiva (πλ. conjuctivae), συνδετική (µεµβράνη), διατµηµατική µεµβράνη (intersegmental membrane). στα ♂ Heteroptera (Hem.): ενδιάµεσον µεµβρανώδες τµήµα του φαλλού (phallus) όταν το εγγύτερον και το απώτερον φαλλόσωµα (phallosoma) είναι σκληροποιηµένα. στο τυµπανικόν όργανον των Noctuidae (Lep.): λεπτή λευκή µεµβράνη χωρισµένη από το tympanum από µία σκληροποιηµένη ράχιν (epaulette) conjunctiva, conjunctival membrane, συνδετική µεµβράνη βλ.intersegmental membrane) conjuctivus, συζευκτικός, γναθικός σκληρίτης µεταξύ molar και basalis conjunctura, συζευκτική, η άρθρωσις µιάς πτέρυγος στον θώρακα connate, µε κοινήν προέλευσιν (ο όρος χρησιµοποιείται συνήθως για τις νευρώσεις πτέρυγος όταν αυτές διακλαδίζονται από ένα κοινό στέλεχος) connate, connatus, συµφυής, συγγενής (εκ γενετής), ενωµένος στη βάση ή καθ’ ολόκληρον το µήκος του, όπως νευρώσεις πτέρυγος που ξεκινούν από το ίδιο σηµείον connecting rod, συνδετήριος ράβδος. στα ♂ Diptera: processus longus connective (nerves), 1 νεύρα που συνδέουν συνήθως τα ζυγά κατά µήκος νευρικά σχοινία, 2 ίνες (cords) που συνδέουν τα γάγγλια (ganglia) του Κ.Ν.Σ. connective tissue, συνδετικός ιστός, ιστός που συνδέει άλλους ιστούς µεταξύ τους connexivum, συνδετήριον. στα Heteroptera (Hem.): απότοµη πλευρική παρυφή της κοιλίας και γραµµή επαφής µεταξύ ventral και dorsal laterotergites connivent, συµβάλλων, πλησιάζων, πτέρυγες διπλωµένες κατά την ανάπαυσιν κατά τρόπον ώστε να ενώνονται µε ακρίβεια στις αντίστοιχες παρυφές τους


163 Conopoidea, Υπεροικ. των Schizophora των Muscomorpha (Dipt. : Brachycera) µε µόνη την Οικογ. Conopidae consolidated, παγιωµένος, στερεωµένος, συνενωµένος µε κάποιο γειτονικόν τµήµα αλλά ευκόλως αποσπώµενος conspecific, συνειδικός, ανήκων στο ίδιο είδος consperse, conspersus, διάστικτος, κατάστικτος (ditted, spotted) conspicuous, ευδιάκριτος, εµφανής, καταφανής conspurcate, conspurcatus, λερωµένος, ακανονίστως εστιγµένος µε αποχρωµατισµένα ή σκουρόχρωµα στίγµατα constricted, συνεσφιγµένος, συµπιεσµένος constricted, constrictus, συµπιεσµένος, στενούµενος, συνεσφιγµένος, στενός στο µέσον και ευρύτερος στα άκρα consute, consutus, συρραµένος, µε πολύ µικρές ανυψώσεις στη σειρά σε µικρές αποστάσεις µεταξύ τους (διαφορετικού χρώµατος από τη γενικήν επιφάνεια) που µοιάζουν µε ραφήν βλ. catenate contact chemoreception, χηµειοϋποδοχή επαφής, χηµειοϋποδοχή η οποία προκύπτει από κατ’ ευθείαν επαφή του εντόµου µε χηµικήν ουσίαν σε υγρή µορφή ή σε διάλυµα µε σχετικώς υψηλές συγκεντρώσεις βλ.olfaction contact poisons, δηλητήρια επαφής, εντοµοκτόνα που θανατώνουν µε άµεση επαφή τους µε το έντοµο contamination, µόλυνσις. στην Παθολογία των Ασπονδύλων: «φιλοξενία» ή επαφή µε µικροοργανισµούς ή παράσιτα χωρίς η σχέσις αυτή να µπορεί να χαρακτηρισθεί commensalistic, mutualistic ή parasitic contiguous, συνεχόµενος, συναφής, γειτονικός, απτόµενος continuous variation, συνεχής ποικιλότης, όπου τα άτοµα διαφέρουν µεταξύ τους κατά άπειρες µικρές βαθµίδες βλ.discontinuous variation και polymorphism contorted, συνεστραµµένος contour, περίγραµµα, περιφέρεια contract (contracted, contractus), συνεσταλµένος contractile, συσταλτός, συστελλόµενος contrasting, που εµφανίζει αντίθεσιν ή διαφοράν συγκρινόµενο µε κάποιο άλλο control, έλεγχος, αντιµετώπισις, η συγκράτησις ή η προσπάθεια ώστε να διατηρηθεί η πυκνότης πληθυσµού εντόµων ή άλλων ανεπιθύµητων ζωϊκών οργανισµών κάτω από το επίπεδον


164 οικονοµικής ζηµιάς για τον άνθρωπο conus (πλ. coni), κώνος. στα ♂ Zoraptera (Cyclophora) Lep.: Geometridae: ροπαλοειδής προεξοχή του οπισθίου τµήµατος της valvula. στο ♂ Leucanitis (Lep.: Noctuidae): βραχεία προεξοχή από το sacculus ή harpe convergence, σύγκλισις, οµοιότητα µεταξύ δύο µορφών (τύπων) που έχουν πολύ µακρινούς προγόνους ή προέλευσιν βλ.divergence και parallelism convergent, converging, συγκλίνων convex, κυρτός (αντιθ. concave) convex vein, κυρτόν νεύρον (πτέρυγος), κύριον επίµηκες νεύρον πτέρυγος που διατρέχει ράχιν (ridge) βλ.concave vein convolute (convoluted, convolutes), περιελιγµένος, σπειροειδώς τυλιγµένος, όπως οι πτέρυγες όταν τυλίγονται γύρω από το σώµα convolution, περιέλιξις, όπως κάτι τυλιγµένο γύρω από τον εαυτόν του Copeognatha = Psocoptera copious, άφθονος Copromorphoidea = Alucitoidea coprophage, coprophagus, ο τρεφόµενος µε κόπρον ή άλλα περιττώµατα copulation, σύζευξις µεταξύ ♂ και ♀ για αναπαραγωγήν copulatory opening, γεννητικόν άνοιγµα, άνοιγµα για την σύζευξιν (στο ♀ αναπαραγωγικόν σύστηµα) corbicula, κάνιστρον, το «καλαθάκι» στον ταρσό των οπισθίων (συλλεκτικών) ποδών της µέλισσας όπου τοποθετείται η γύρις από τα πρόσθια (σµηκτικά) πόδια Cordulegastroidea, Υπεροικ. των Anisoptera (Od.) µε την Οικογ. Cordulegastridae Coreoidea, Υπεροικ. των Pentatomomorpha (Hem. : Heteroptera) µε Οικογ. όπως τα: Coreidae, Alydidae, Rhopalidae, Hyocephalidae και Stenocephalidae corial glands, χοριακοί αδένες. στις πτέρυγες των Plokiophilidae (Het.: Cimicοidea): πολυάριθµοι µεγάλοι µονοκύτταροι αδένες µε βραχέα κωνικά ανοίγµατα στη νωτιαίαν επιφάνεια του corium coriarius, δερµατώδης βλ.alutaceous, coriaceous corium, χόριον, δερµίς, η εύκαµπτη µεµβράνη µεταξύ των σωµατικών τµηµάτων ή των εξαρτηµάτων τµηµάτων βλ.conjunctiva και intersegmental membrane· στα Heteroptera (Hem.): το εγγύτερον στο σώµα (δερµατώδες ή άλλως διαφοροποιηµένο) τµήµα της προσθίας πτέρυγος βλ.cuneus και embolium


165 corium (πλ. coria), κόριον (= δέρµα, σκύτος, βύρσα) 1 τµήµα του ηµιελύτρου (στην πρόσθια πτέρυγα) των Heteroptera 2 περγαµηνοειδές σκληρό δερµατώδες τµήµα διαφοροποιούµενο από το clavus και απο το µαλακότερο µεµβρανώδες τµήµα που συχνά υποδιαιρείται πλαγίως στο exocorium και εσωτερικώς στο endocorium 3 η εύκαµπτη µεµβράνη µεταξύ των τµηµάτων και εξαρτηµάτων του σώµατος βλ.conjunctiva και intersegmental membrane Corixoidea, Υπεροικ. των Nepomorpha (Heteroptera: Hem.) µε την Οικογ. Corixidae cornea, κερατοειδής, λεπτός χιτών (εφυµενίς) που καλύπτει τον σύνθετον ή τον απλόν οφθαλµό (ocellus) corneagen cells, κερατογόνα κύτταρα, επιδερµικά κύτταρα που παράγουν τον κερατοειδή φακόν (corneal lens) των οµµατιδίων και που αργότερα γίνονται πρωταρχικά (pigment cells) corneagen layer, κερατογόνος στιβάς, στιβάς αχρώµων διαφανών κυττάρων κάτω από την cornea του οφθαλµού η οποία εκκρίνει και στηρίζει τον φακό (lens) corneagenous cells = corneagen cells corneagenous cell, κερατογόνον κύτταρον, ένα από τα διαφανή κύτταρα κάτω από τον κερατοειδή χιτώνα (cornea) τον οποίον εκκρίνει και συγκρατεί corneal hypodermis = cornean layer corneal lens, κερατοειδής φακός. στον απλόν οφθαλµό (ocellus): η συνέχεια της επιδερµίδος επάνω στον ocellus βλ.corneal lens corneal lens, κερατοειδής φακός, επιδερµικός φακός του ommatidium, του ocellus ή του stemma corneal nipples, θηλαί του κερατοειδούς. σε µικρά τέλεια Lepidoptera: µικρές προεξοχές στην επιφάνειαν της cornea στα ommatidia των συνθέτων οφθαλµών οι οποίες αυξάνουν την οπτικήν οξύτητα µειώνοντας την αντανάκλασιν του φωτός από την cornea corneous, corneus, κεράτινος, κερατώδης 1 από σκληρήν ή χιτινώδη ουσίαν 2 µε δοµήν κέρατος (horn) cornicle(s), σιφώνια. στα Aphididae (Hem. Sternorrhyncha) σωληνοειδείς κατασκευές σε κάθε πλευρά των V και VI κοιλιακών τεργιτών από τις οποίες εξωθούνται alarm pheromones corniculae, κεράτια. στα Diptera: σκληροποιηµένα πτερύγια ή «καπάκια» επάνω στην κοιλότητα που σχηµατίζεται από τον cervical organ sclerite (sella) και των διογκωµένων lateral cervicalia corniculus (πλ. corniculi), κεράτιον. στα ♀ Orthoptera: τα σκληρά άκρα των first- και second valvulae τα οποία ανοίγουν τρύπες στο έδαφος για την εναπόθεσιν των ωών. στα


166 Aphididae (Hem. Sternorrhyncha): cornicles, honey tubes. στις προνύµφες των Coleoptera: urogomphi· στα ακάρεα: ακανθοειδείς (µε διάφορες µορφές) προεξοχές του gnathosoma µε τις οποίες νύσσονται τα σωµατικά υγρά της λείας ώστε στη συνέχεια να µυζηθούν· στα parasitiform ακάρεα: κερατοειδής απόφυσις µε διάφορες µορφές στο subcapitulum υποστηρικτική των salivary styli βλ.external malae corniform, κερατόµορφος, όπως τα κέρατα ταύρου cornu (πλ. cornua), κέρας. στα Anisoptera (Od.): flagella. στα ♂ Orthoptera: ancora. στα ♂ Cicadidae (Hem. Auchenorrhyncha): κερατοειδής απόφυσις στην οποίαν καταλήγει η vesica. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): προεκβολές στο νωτιαίον άκρον της cibarial pump. στις προνύµφες Muscomorpha (Dipt.): ζυγοί βραχίονες του tentoropharyngeal sclerite (dorsal και ventral cornua). στο Apis (Hym.: Apidae): προεκβολή της bursa του endophallus. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): 1 δύο κερατοειδείς προεξοχές του cephalopharyngeal skeleton που κατευθύνονται προς τα πίσω 2 οι προεξέχουσες πλευρικές γωνίες του οπισθίου άκρου του basipharynx cornua of paramere. στα ♂ Coleoptera: titillators (γαργαλίδες) cornua tegminis. στα ♂ Coleoptera: parameres cornute, cornutus, κερασφόρος, ο φέρων κέρας ή κερατοειδείς προεξοχές. στα ♂ Lepidoptera: σκληροποιηµένος οπλισµός της vesica. στα ♂ Mnesarchaeidae (Lep.): άκανθες και προεξοχές του σκληροποιηµένου τµήµατος του aedoeagus. στα ♀ Pyralidae (Lepidoptera): µικρά πρίσµατα ή άκανθες που αποτελούν το signum cornuti decidui (εν. cornutus deciduus), καταπίπτοντα κέρατα. στα ♂ Lepidoptera: κεράτια της vesica που αποκόπτονται και παραµένουν στην bursa copulatrix corona (πλ. coronae), στέµµα. στα ♂ Noctuidae: περιθωριακός εξοπλισµός από σκληρές τρίχες, άκανθες ή οδόντες (συνήθως σε σειράν) επί του cuculus coronal branch = coronal ecdysial line coronal ecdysial line. στα ατελή έντοµα: το µεσαίο άζυγον τµήµα της ecdysial cleavage line βλ. coronal suture coronal lobes. στις προνύµφες των Chironomini (Dipt.: Chironomidae): ραχιαίοι σκληρυµένοι λοβοί προς το οπίσθιον µέρος της postoccipital margin coronal pores. στις προνύµφες των Chironomidae: πόροι πλησίον της coronal suture και της coronal seta στον κρανιακόν θύλακον (head capsule)


167 coronal ringe. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): εγκόλπωσις της cuticula που ορίζεται εξωτερικώς από την coronal suture coronal setae. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): τρίχες του coronal triangle στις προνύµφες των ιδίων εντόµων: κεφαλικαί τρίχες (cephalic setae) πλησίον του οπισθοραχιαίου περιθωρίου της head capsule επι της coronal suture coronal suture. στα τέλεια έντοµα: το µεσαίο άζυγον τµήµα της επικρανιακής ραφής (epicranial suture) βλ.epicranial arms coronal suture, µετωπική ραφή, το κεντρικό στέλεχος της επικρανιακής ραφής που εκτείνεται από το οπίσθιον τµήµα της κεφαλής προς τα εµπρός coronal triangle. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): η περιοχή µεταξύ των dorsal arms της coronal suture coronate, coronatus -i, εστεµµένος, φέρων στέµµα (corona). στα τέλεια Lycaenidae (Lep.): οι πλευρικές σκληροποιηµένες κατασκευές στην περιοχή της έδρας (anal region) coronula, στεφάνη, κύκλος ή ηµικύκλιον από άκανθες (spines) στο άκρον της κνήµης (tibia). στα τέλεια Formicinae (Hym.: Formicidae): κυκλικό χωνί από τρίχες γύρω από το άκρον του acidopore corpora (εν.corpus), σώµατα, σωµάτια corpora inserta, µεταβιβαστικά σωµάτια (corpora allata) corpora optica, οπτικά σωµάτια· σε ορισµένα έντοµα: τα νωτιαία οπτικά τµήµατα του εγκεφάλου (brain) corpora pedunculata (εν. corpus pedunculatum), µισχωτά σωµάτια, ζυγές µισχωτές µάζες στο protocerebrum για ολοκληρωµένην όρασιν των κοινωνικών Hymenoptera corpora ventralia (εν. corpus ventrale)· στα κοιλιοπλευρικά τµήµατα του εγκεφάλου: τα κοιλιακώς κείµενα σωµάτια του protocerebrum corpotentorium = tentorial bridge corpus adiposum, λιπώδης ιστός (fat body) corpus allatum (πλ.corpora allata), ζεύγος µικρών ωοειδών ενδοκρινών αδένων εξωτερικής προελεύσεως συνδεόµενο µε τα stomodeal ganglia πίσω από τον εγκέφαλο και το οποίον παράγει την νεοτενίνην ή νεοτίνην (juvenille hormone) corpus bursae, κυρίως σώµα της σπερµατοθήκης corpus bursae. στα ♀ Lepidoptera: το διογκωµένο σακκοειδές ακραίον τµήµα της bursa copulatrix corpus cardiacum (πλ.corpora cardiaca), ζυγοί ενδοκρινείς αδένες κείµενοι πλησίον της


168 αορτής (aorta) και πίσω από τον εγκέφαλον (brain) οι οποίοι παράγουν και αποθηκεύουν νευροoρµόνες (neurohormones) corpus cardiacum (πλ. corpora cardiaca), καρδιακά σωµάτια, ζεύγος οργάνων συχνά στενώς συνδεόµενο µε την αορτήν (aorta) που αποθηκεύει και ελευθερώνει ορµόνες των νευροεκκριτικών κυττάρων του εγκεφάλου που έχουν σχέσιν µε τον καρδιακόν παλµό και άλλες φυσιολογικές λειτουργείες corpus forcipis. στα ♂ Protura: basiperiphallus corpus luteum, ωχρόν σωµάτιον, η µάζα εκφυλισµένων λεκιθικών κυττάρων (follicle cells) που µένει στο ωοθυλάκιον (egg chamber) µετά την απελευθέρωσιν του ωού corpus of clasper. στα ♂ Siphonaptera: basimere corpus scolopale, αισθητήριον ραβδίον, σκολοπίδιον (scolopale) corpus seminalis. στα ♀ Cimex (Het.: Cimicidae): διόγκωσις της βάσεως κάθε ωοφόρου σωλήνος (ovariole) προερχοµένη από λεκιθικά κύτταρα στην οποίαν αποθηκεύεται σπέρµα corpus spermatophori. στα Lepidoptera: το σακκοειδές σώµα ενός σπερµατοφόρου (spermatophorum) corpuscle, σωµατίδιον, µικρό κύτταρον, αιµοκύτταρον correlated characters, συσχετισµένοι, χαρακτήρες που σχετίζονται είτε ως εκδηλώσεις ενός προγονικού συµπλέγµατος γονιδίων είτε επειδή συσχετίζονται λειτουργικώς corrode, διαβιβρώσκω, κατατρώγω, όπως από σκουριά ή σήψη corrodent, κάθε άτοµο των Psocoptera Corrodentia = Psocoptera corrugated, ρυτιδωµένος, αυλακωµένος, πτυχωτός, µε εναλασσόµενες ράχεις και αύλακες corselet, prothorax των Coleoptera cortex, φλοιός, η εξωτερική ή επιφανειακή στιβάς του εγκεφάλου ή γαγγλίων cortial cells, φλοιώδη κύτταρα cortical cytoplasm = periplasm cortical layer = periplasm corticinus, φλοιώδης, µε τη µορφή ή την υφήν φλοιού βλ.fatiscent, fissate, rumose corticolous, φλοιόβιος, µέσα ή κάτω από φλοιόν φυτών cortinus, κοράκινος, βαθύ µαύρο γυαλιστερό χρώµα µε πρασινίζουσα λάµψη corypha (πλ. coryphae), κορυφή. στις προνύµφες Scarabeiodea (Col.): η άζυγος προσθία περιοχή του epipharynx µεταξύ των clithra coryphate (coryphatus, capillatus), τριχωτός


169 corysterium. στα ♀ έντοµα: βοηθητικοί γεννητικοί αδένες cosmopolitan, κοσµοπολίτικος, που απαντάται σε ολόκληρον σχεδόν τον κόσµο π.χ.τα περισσότερα έντοµα αποθηκών Cossoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. : Cossidae, Metarbelidae και Dudgeoneidae costa (πλ. costae), πλευρά, πλευρικός, κάθε ανυψωµένη ράχις στρογγυλεµένη στην παρυφή της,. στα ♂ Lepidoptea: ραχιαίον περιθωριακόν τµήµα της valva costa (C), πλευρικόν νεύρον, το πρόσθιο περιθώριον µιας πτέρυγος, το επίµηκες νεύρον που αποτελεί το ανώτερο πρόσθιον περιθώριον της πτέρυγος costa of sacculus. στα ♂ Lepidoptera: ραχιαίον περιθώριον του sacculus costal, πλευρικός, της costa costal area, πλευρική περιοχή, το τµήµα της πτέρυγος αµέσως πίσω από την costal margin costal brace, πλευρικός δεσµός. στις πτέρυγες των Ephemeroptera: χονδρό βραχύ νεύρο από το costa (C) µέχρι την πρώτη διακλάδωση του radius (R) προς τη βάση του costal break, πλευρική θραύσις (σπάσιµο, τσάκισµα). στα τέλεια Diptera: σηµείο του costa νεύρου όπου η σκληροποίησις είναι αδύναµη ή απούσα ώστε το νεύρο να φαίνεται σπασµένο βλ.humeral break, subcostal break costal cell, πλευρικόν κύτταρον (κελλίον), η περιοχή της πτέρυγος µεταξύ costa (C) και subcosta (Sc) νεύρον costal crossveins. στις πολύνευρες πτέρυγες εντόµων: οι διασταυρούµενες (crossveins) µεταξύ costa (C) και subcosta (Sc) costal field, πλευρικόν πεδίον. στα Orthoptera: η περιοχή των tegmina που συνορεύει µε το άνω περιθώριο της πτέρυγος (costa) costal fold, πλευρική πτυχή. στα ♂ Lepidoptera: εκτεταµένη πλευρική (costal) περιοχή τυλιγµένη επάνω ή κάτω από την πρόσθια πτέρυγα που συνήθως καλύπτει ειδικά λέπια ή τρίχες τα οποία διασπείρουν φεροµόνες π.χ.androconia costal fold, πτύχωσις των προσθίων πτερύγων κοντά στο πλευρικό περιθώριον (costal margin) costal fracture. σε πολλά Heteroptera: βραχεία συνήθως διαγώνιος γραµµή στην προσθία πτέρυγα που χωρίζει το cuneus από το λοιπό corium costal fracture, ρωγµή ή αδύνατο σηµείον του πλευρικού περιθωρίου (costal margin) στα Hymenoptera που διαιρεί το corium χωρίζοντας το cuneus από το embolium costal hinge. στα τέλεια Odonata: nodal furrow


170 costal lobe, πλευρικός λοβός. στα ♀ Helotrephidae (Hem. Heteroptera): ασύµµετρη προέκτασις του προσθίου περιθωρίου της δεξιάς προσθίας πτέρυγος costal margin, πλευρικόν περιθώριον, το πρόσθιον περιθώριον της πτέρυγος είτε διαθέτει costa νεύρον είτε όχι costal membrane, πλευρική µεµβράνη. στα ♀ Helotrephidae (Hem. Heteroptera): συνδετική µεµβράνη του εγγυτέρου χείλους της valva µε τα: tegumen και vinculum costal nervure, πλευρικόν νεύρον πτέρυγος (costa) costal plate. στα τέλεια Diptera: tegula costal region, πλευρική περιοχή, γενικός όρος για την περιοχή της πτέρυγος πλησίον του costa (C) νεύρου costal sclerite = humeral plate costal spines, πλευρικαί άκανθες. στις πτέρυγες ορισµένων Lepidoptera: σειρά από ελαφρώς κυρτές ακανθοειδείς τρίχες επί του costa (C) και της οπισθίας πτέρυγος (κοντά στη βάση της) οι οποίες κρατούν τις πτέρυγες ενωµένες βλ.pseudophrenulum costal vein = costa (C) costalis, µικρό νεύρο (venella) στο κεφαλικό περιθώριον της βάσεως της πτέρυγος (rotaxis) costate, costatus, µε κατά µήκος πλευρές (costae) πιο χονδρές από τις τρόπιδες (carinae) βλ. carinate, cristate, porcate costiform, πλευροειδής, µε µορφήν costa ή ridge costoradial, αφορών στα costa και radius νεύρα της πτέρυγος costula. στα Hymenoptera: µικρή ράχις που χωρίζει τη µέση εξωτερική µεταθωρακική περιοχή σε δύο µέρη βλ.costule costulate, costulatus, µε πιό προεξέχουσες ράχεις από το costate cotyla, cotyle, κοτύλη (επί αρθρώσεων) cotyloid cavity, κοτυλοειδής κοιλότης, coxal cavity cotype = syntype = paratype countershading, αντισκίασις, crypsis κατά την οποία γίνεται αντισταθµιστική ρύθµισις του χρώµατος του σώµατος ως αντίδρασις σε αλλαγές της εντάσεως του φωτός counter tympanic membrane, αντι-τυµπανική µεµβράνη. στα tymbanal organs των τελείων Noctuidae (Lepidoptera): δευτερεύουσα µεµβράνη όµοια µε την τυµπανικήν αλλά χωρίς αισθητήριον όργανον (πιθανώς βοηθητική αντηχητική κατασκευή) coupling, ζεύξις, όπως των ♂ και ♀ genitalia που προηγείται της συζεύξεως (copulation) ή στις πτέρυγες: wing coupling, claustrum


171 courtship, ερωτοτροπία, ανταλλαγή σηµάτων µεταξύ των δύο φύλων η οποία δείχνει την καταλληλότητα του είδους και (όσον αφορά στο ♀) την προθυµίαν για σύζευξιν courtship feeding, θρέψις ερωτοτροπίας, προσφορά τροφής από το ♂ στο ♀ πριν από την σύζευξιν cover, κάλυµµα. στα ♂ Blattopteroidea: hypophallus coverlet, µικρόν κάλυµµα. στα ♀ Lepidoptera: lodix cowl, καλύπτρα (κουκούλα). στα ♂ Plecoptera: βαθύς µεµβρανώδης θύλακος σχηµατιζόµενος από εγκόλπωσιν του epiproct που περιέχει τον supraanal lobe. στα ♀ Culicidae (Dipt.): περιοχή µεταξύ postgenital plate και postatrial sclerite coxa (πλ. coxae) (οίαξ = πηδάλιον, αγγλ. cox), ισχίον, το βασικόν τµήµα του ποδός µε το οποίον αυτό αρθρώνεται στο σώµα βλ. coxopodite· στα ακάρεα: το βασικόν τµήµα του ποδός αρθρωµένο (Parasitiformes) ή συµφυές (Acariformes) µε το σωµατικόν τοίχωµα (body wall) coxa genuina, γνήσιον ισχίον. σε µερικές Τάξεις: το εµφανές πρόσθιον τµήµα ενός διογκωµένου meron βλ.coxa vera coxa rotatoria, περιστρεφόµενον ισχίον, ισχίον µε µονοκόνδυλη άρθρωσιν (joint) coxa scrobiculata, βοθριοειδές ισχίον, ισχίον µε δικόνδυλη άρθρωσιν (joint) coxa vera, αληθές ισχίον, σε πολλά έντοµα: το πρόσθιον τµήµα των µεσο - και µετα-θωρακικών ισχίων (coxa genuina) coxacava, coxafossa, ισχιακή κοιλότης (coxal cavity) coxal, ισχιακός coxal bridge, ισχιακή γέφυρα (precoxal και postcoxal bridge) coxal cavity, ισχιακή κοιλότης, το άνοιγµα ή ο χώρος µέσα στον οποίον αρθρώνεται το ισχίον (coxa) coxal corium, ισχιακόν χόριον, η αρθρική µεµβράνη που περιβάλλει τη βάση του ισχίου (coxa) coxal condyle, ισχιακός κόνδυλος. στα Acalyptrata Muscomorpha (Dipt.): πλευρική προεκβολή αρθρωµένη µε το ισχίον (coxa) coxal epipodyte = epipodite coxal file, ισχιακή ρίνη (λίµα). σε µερικά υδρόβια Coleoptera: σειρά γραµµώσεων λίγο επάνω από το οπίσθιον ισχίον (coxa) του ♂ : πιθανώς κατασκευή παραγωγής ήχου (stridulatory) coxal gills, ισχιακά βράγχια. στις νύµφες των Ephemeroptera: µεµβρανώδεις εκφύσεις επάνω ή πλησίον της βάσεως του ισχίου (coxa)


172 coxal gland, ισχιακός αδήν, εκκριτικός αδήν στη βάση των ποδών στα Onychophora και σε αρκετά Chelicerata. στα Thysanura: labial glands coxal lobe, ισχιακός λοβός. στις προνύµφες των Coleoptera: κοιλιακή συνήθως τριγωνική περιοχή από το hypopleurum προς το meson του sternum coxal lobes, ισχιακοί λοβοί. στα ♂ Aelothripidae (Thys.): αγγιστροειδή ή ακανθοειδή εξαρτήµατα του IX στερνίτη coxal organ. στα Psocoptera: Pearman’s organ coxal plate. στα Archaeognatha και Zygentoma: coxite. στα τέλεια Haliplidae (Col.): ευρεία προέκτασις του οπισθίου ισχίου (hind coxa) coxal processs, coxifer. σε µερικά ♂ Mycetophilidae (Diptera): ειδική προεκβολή επί του ισχίου (coxa) coxal stylets, ισχιακά στυλέτα. σε πολλά Archaeognatha: στυλέτα (µικροί στύλοι) των θωρακικών ισχίων II ή II και III. στα Zygentoma: styli: coxal vesicles, ισχιακαί φλύκταινες (κύστεις) βλ.exsertile vesicles coxale. στα ♂ Ephemeroptera: styliger coxapodeme, ισχιακόν απόδεµα. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): απόδεµα σχηµατιζόµενον από τα σκληροποιηµένα όρια του basal foramen ή από το άνοιγµα του gonocoxite προς την σωµατικήν κοιλότητα (body cavity) coxifer, ισχιοφόρος, ο πλευρικός άξων του ισχίου coxite (s), κοξίτης. στα τέλεια έντοµα: coxopodite. στα Archaeognatha και Zygentoma: επίπεδα εξαρτήµατα στους κοιλιακούς στερνίτες (abdominal sterna) που συχνά φέρουν styli και exsertile vesicles. στα ♂ Grylloblattodea: gonocoxae. στα ♂ Thysanoptera: πλάγια τµήµατα του ΙΧ στερνίτη. στα ♂ Diptera: basistylus. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): gonocoxite. στο ♂ Sarcophaga (Diptera: Sarcophagidae): surstyli. στα ♂ Siphonaptera: basimere. στα ♂ Hymenoptera: gonocoxite. στα ♀ Neuroptera: gonapophyses laterales. στα ♀ Coleoptera: hemisternites coxomarginale = basicoxite coxopleural, ισχιοπλευρικός, που αφορά σε coxa και pleura µαζί coxopleural streak, ισχιοπλευρική ράβδωσις. σε µερικά τέλεια Sarcophagidae, Calliphoridae, Muscidae και Tachinidae (Diptera): εντύπωµα µε µορφήν ραφής που χωρίζει το katepimeron από το meron


173 coxopleure = antepleuron coxopleurite, ισχιοπλευρίτης, ο σκληρίτης θωρακικού pleuron κοντά στο ραχιαίον περιθώριο του ισχίου (coxa) που φέρει την ραχιαία ισχιακήν άρθρωσιν coxoplodal arch = gonarchus coxopodite, ισχιοποδίτης (κοξοποδίτης). στα Arthropoda: 1 το βασικόν τµήµα του ποδός οµόλογον του ισχίου (coxa), 2 το βασικόν τµήµα του γονοποδίου (gonopod). στα Archaeognatha και Zygentoma: coxite. στα ♂ Grylloblattodea: gonocoxae. στα ♂ Corydalidae (Meg.): epiproct. στα ♂ Diptera: basistylus ή gonocoxite. στα ♂ Hymenoptera, Mecoptera και Agulla (Raphid.: Raphidiidae): gonocoxites coxopodite of cercus. στα Orthoptera: cercal basipodite coxopodite of segment VIII. στα ♀ Neuroptera: gonapophyses posteriores coxopodite of segment IX. στα ♂ Plega και Climaciella (Plan.: Mantispidae): gonarcus. στα ♂ Dysmicohermes (Megal.: Corydalidae): catoprocessus. στα ♂ Mecoptera: gonocoxites. στα ♀ Neuroptera: gonapophyses laterales coxosternal, του coxosternum coxosternal plate = coxosternum coxosternapodeme. στα ♀ Chironomidae (Dipt.): απόδεµα του IX coxosternite σχεδόν ενωµένο έµπροσθεν µε τον κλάδο (ramus) της IX γοναποφύσεως και οπισθοπλευρικώς προσηρτηµένος στον IX γονοκοξίτη coxosternite, κοξοστερνίτης (ισχιοστερνίτης), στοιχείον (ή στοιχεία) της βάσεως ενός coxo- ή pleurοsternum. στα ♂ Symhyta (Hym.): το εµφανές sternum IX που σχηµατίζει κοιλιακώς ένα substernal plate που περικλείει την genital capsule. στα ♀ των ανωτέρω: υπολείµµατα των sternum VIII και IX µεταξύ των gonocoxites VIII και IX coxosternum, στερνίτης που περιλαµβάνει τις βάσεις των άκρων (limp bases) coxotrochanderal joint, η άρθρωσις µεταξύ coxa και trochander βλ.femorotibial joint crag, κρηµνός, αυχήν (cervix) cranial, του κρανίου (cranium) cranium, κρανίον, το σκληρυµένο συµπαγές περίβληµα της κεφαλής βλ.epicranium craspedum (πλ. craspeda), κράσπεδον. στα Thysanoptera: οπισθία επιµήκυνσις των κοιλιακών tergites και / ή sternites µερικών Thripidae crassa (πλ. crassae), πάχυνσις, κατά µήκος παχύνσεις σε κάθε postgena, γναθικά αποδέµατα (mandibular apodemes)


174 crassus, παχύς, πρησµένος (tumid) crateriform, κρατηρόµορφος, όπως ένα αβαθές χωνίον ή ένα βαθύ κύπελλον (bowl): αναφέρεται σε εντυπώµατα (depressions) crawler, έρπον. στα Coccoidea και Aleyroidea (Hem. Sternorrhyncha): το πρώτο δραστήριον στάδιον του εντόµου cremaster, κρεµαστήρ -ες, αγγιστρώδεις άκανθες στο νωτιαίο ή το κοιλιακό οπίσθιον άκρον της νύµφης των Lepidoptera που χρησιµεύουν στην στήριξή της σε υπόστρωµα ή στο εσωτερικό του βοµβυκίου ή βοηθούν στην ελευθέρωσίν της λίγο πριν από την έξοδο (emergence) του τελείου cremastral, που αφορά στον cremaster crenate, crenatus, crenulate, οδοντωτός, µε οµοιόµορφες εγκοπές σαν στρογγυλεµένα µικρά δόντια στο περιθώριο crenate, δαντελωτός, οδοντωτός στην περιφέρεια όπως µερικά φύλλα φυτών crenulate, crenate, δαντελωτός, µε µικρά στρογγυλεµένα δόντια crenulations, µικροκυµµατώσεις, 1 γλυφίδες, µικρές µάλλον βαθειές γλυφές, 2 εγκάρσιες ράχεις ή πτυχές crepidium, κρηπίδιον. στα τέλεια Hymenoptera: κοιλιακή πτυχή (ventral ptyche) crepis (πλ. crepides), κρηπίς (κρηπίδες). στις προνύµφες των Scarabeoidea (Col.): η ελαφρώς σκληροποιηµένη (κοίλη στο πρόσθιον τµήµα της) µεσαία εγκαρσία ράβδος στην περιοχήν του haptolachus crepitation, κροταλισµός, τριγµός. στα Brachinini (Col.: Carabidae): ήχος τριγµού παραγόµενος από την εκκένωσιν αµυντικών εκκρίσεων crepuscular, o δραστηριοποιούµενος ή ιπτάµενος κατά το λυκόφως (σούρουπο) βλ. matinal crescent sclerite, ηµισεληνοειδής (δρεπανοειδής) σκληρίτης. στα ♂ Siphonaptera: tectum crescentic, crescentiform, ηµισεληνοειδής crest, λοφίον, κορυφή (crista) crested = cristate crevice, σχισµή, χαραµάδα (ως καταφύγιον εντόµων) cribellum, κοσκίνιον, πεπλατυσµένη κατασκευή σαν κόσκινο, κοντά στην άνω επιφάνεια της άνω γνάθου (mandible) που αποτελεί τµήµα του spinneret cribrate, cribratus, εστιγµένος (punctate), διάτρητος cribriform, µε στίγµατα ή διατρήσεις όπως σε ένα κόσκινο cricket, γρύλλος, µέλος της Υπεροικογενείας Grylloidea (Orth.)


175 cricoid sclerite, κρικοειδής σκληρίτης. στα ♂ Oncopeltus (Lygaeidae) και άλλα Heteroptera (Hem.): βρεγµατική διαφοροποίησις του endosoma που οριοθετεί την conjunctiva (disticonjunctiva) από την distal vesica crinite, crinitus, εύκοµος, τριχωτός, σκεπασµένος µε πολύ µακριές εύκαµπτες τρίχες crispus, ούλος, ουλόθριξ (βοστρυχώδης), µε περιθώριο ακανόνιστα κυµµατοειδές σαν µπούκλα (βόστρυχος) crista, ακρολοφία, προεξέχουσα επιµήκης τρόπις (carina) στην άνω επιφάνεια µέρους του σώµατος ή της κεφαλής. στο Blatta (Blattaria: Blattidae): σχοινοειδής ράχις κατά µήκος της νωτιαίας επιφανείας του περιβλήµατος του ωού. στα ♂ Lepidoptera: θύσανος τριχών στην εσωτερικήν επιφάνεια κάθε sacculus. στα τέλεια Lepidoptera: ειδική επένδυσις µε τρίχες ή λέπια. στα ♂ Geometridae (Lep.): τριχωτή ή λεπιδωτή προεξοχή της juxta σε κάθε πλευρά του aedoeagus crista (πλ. cristae), λοφίον, κορωνίς, κορυφή, προεξέχουσα επιµήκης τρόπις (carina) στην άνω επιφάνειαν της κεφαλής ή του σώµατος crista acoustica. στα Tettigoniidae (Orth.): το κύριο χορδοτονικόν όργανο συνδεδεµένο µε το tympanal organ στον πρόσθιον αιµοκοιλωµατικόν χώρον της κνήµης (tibia) crista dorsalis. στα ♂ Chironomidae (Dipt.) ακρονωτιαίον σκληροποιηµένο έλασµα (lamella) του gonostylus crista obliqua. στο Argynis (Lep.: Nymphalidae): λοξή (oblique) οδοντωτή προεκβολή της µέσης βασικής περιοχής της valva cristae. στα τέλεια Lepidoptera: εξειδικευµένη επένδυσις από τρίχες ή λέπια βλ. crista cristate, cristatus, λοφιωτός, µε προεξέχουσα τρόπιδα (carina) ή λοφίο (crest) στην επιφάνεια βλ.carinate, cristulate, costate, porcate cristate, cristatus, ρυτιδώδης, µε ρυτιδωµένο ή αυλακωµένο περιθώριο cristate, cristatus βλ.carinate cristiform, λοφιόµορφος cristula, µικρόν λοφίον cristulate, cristulatus, µε πολλά µικρά ηµισεληνοειδή λοφία croceous, croceus, κρόκινος, µε το χρώµα του κρόκου, κίτρινο σαφρανίου, κιτρινοκόκκινο crochet(s), άγκιστρον, κάθε µικρό αγκιστροειδές όργανο. στις προνύµφες των Lepidoptera: κυρτές άκανθες ή άγκιστρα στα πέλµατα (planta) των ψευδοπόδων (prolegs). στα ♂ Ephemeroptera: genostyles. στα ♂ Siphonaptera: ζυγοί αγκιστροειδείς σκληρίτες από τα


176 εσωτερικά τοιχώµατα του aedeagus. στις προνύµφες του Atrichopogon (Ceratopogonidae), Atherix (Athericeridae), Chironomidae και Thaumaleidae (Diptera): σχετικώς µεγάλες αγκιστροειδείς άκανθες στους ψευδόποδες. στα ♂ Hymenoptera: parameres crook, κύρτωσις. στα τέλεια Hesperidae (Lep.): το κυρτωµένο άκρον της κεραίας crop, πρόλοβος, το διογκωµένο τµήµα του πεπτικού σωλήνος πίσω από τον οισοφάγον (oesophagus) ή πλαγία παρεκτροπή ενούµενη µε τον οισοφάγον µέσω στενού σωλήνος όπως στα τέλεια Diptera και στα περισσότερα τέλεια Lepidoptera crop, πρόλοβος, το διεσταλµένον τµήµα του πεπτικού σωλήνος µετά τον οισοφάγον (oesophagus) στο οποίον συγκρατείται η τροφή πριν αυτή περάσει αργά προς τον στόµαχον βλ.oesophageal diverticulum cross, διασταύρωσις, απόγονος δύο διειδικών τύπων (intraspecific forms) βλ. hybrid cross - bar. στα ♂ Nepidae (Hem.: Heteroptera): ponticulus transversalis cross nerve = suboesophagal commisure (Ν.Σ.) cross pieces. στα ♀ Blaberoidea (Blattaria): ζεύγος συνθέτων σκληριτών πλευρικώς των second valvifers cross ribs. στα τέλεια Lepidoptera: προεξέχοντα υποστηρίγµατα διευθετηµένα εγκαρσίως στις παρυφές των λεπίων (scales) crossvein, εγκάρσιον νεύρον πτέρυγος εκτεινόµενο µεταξύ διαµήκων (οριζοντίων) νεύρων και συχνά διασυνδέοντάς τα crossveins, εγκάρσια νεύρα που ενώνουν τα κύρια νεύρα των πτερύγων crotchet plates. στα ♂ Siphonaptera: hamuli crotchets, κυρτές άκανθες ή άγκιστρα στους ψευδόποδες (prolegs) των καµπών των Lepidoptera crown, στέµµα, κορώνα, η κορυφή της κεφαλής στα Lepidopera βλ.coronet, corona, vertex cruciate, cruciatus, χιαστός, σταυρωτός cruciate bristles· συνήθως στα Diptera: κάθε ζεύγος σµηρίγγων (bristles) κατευθυνοµένων προς το µέσον του σώµατος (mediad) και των οποίων τα άκρα διασταυρώνονται cruciform, µε το σχήµα του σταυρού, σταυροειδής cruciform pore. στις νύµφες και τα ♀ Eriococcidae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): µικρή ωοειδής κατασκευή (µε σταυροειδές άνοιγµα στο κέντρον της) τοποθετηµένη συνήθως κοιλιακώς κοντά στο περιθώριο µεταξύ θώρακος και κεφαλής crumena, βαλάντιον. σε ορισµένα Hemiptera µε γναθικές σµήριγγες πολύ µακρύτερες από το ρύγχος (rostrum): µακρός εσωτερικός θύλακος στην κεφαλή, που υποδέχεται τις


177 σµήριγγες όταν αυτές αποσύρωνται crura, πόδες ή ειδικώτερα οι κνήµες crura cerebri, περιοισοφαγικοί σύνδεσµοι (circumoesophagal connectives) crural cavity, κοιλότης του µηρού που υποδέχεται το (αρθρούµενο σε αυτόν) άκρον της κνήµης crypsis, απόκρυψις, παραλλαγή, ιδιότης του οργανισµού που τον κάνει να µην διακρίνεται από το περιβάλλον ή το υπόστρωµα, camouflage βλ.επίσης masquerate, mimesis) cryptic, κρυπτικός, κρυµµένος µε παραλλαγήν (camouflage) π.χ. χρώµατος cryptobiosis, κρυπτοβίωσις, η κατάστασις ζώντος οργανισµού κατά τη διάρκεια της οποίας δεν παρουσιάζει ορατά σηµεία ζωής και ο µεταβολισµός του αναστέλλεται cryptobiotic, κρυπτόβιος, ζών κάτω από κάλυµµα όπως πεσµένα φύλλα - πέτρες ή νεκρόν φλοιό δένδρων cryptocephalic substage, κρυπτοκέφαλον υποστάδιον. στα Muscomorpha (Dipt.): η αρχική µορφή της νύµφης στην οποίαν οι πόδες και οι καταβολές πτερύγων (wing buds) είναι ανεστραµµένα (προς τα έξω) ενώ η κεφαλή παραµένει µέσα στον θώρακα Cryptocerata = Nepomorpha cryptogastra (κρυπτός + γαστήρ = κοιλία), κρυπτόγαστρα, µε την κοιλίαν (venter, belly, abdomen) σκεπασµένη ή κρυµµένη cryptogastrus abdomen. στα τέλεια Coleoptera: κοιλία στην οποία ο στερνίτης II είναι µεµβρανώδης και κρύβεται µέσα στην οπίσθια ισχιακήν κοιλότητα (hind coxal cavity) π.χ. στα Curculionidae cryptogyne, κρυπτόγυνος. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): βασίλισσες που δεν διακρίνονται από τους εργάτες cryptonephric system (cryptonephridial system, cryptonephry), κρυπτονεφρικόν σύστηµα, περίπτωσις κατά την οποίαν οι σωλήνες Malpighi (Malpigian tubules) σε πολύπλοκη σύνδεση µε το ορθόν έντερον (rectum) επιτρέπουν την παραγωγή στερεών περιττωµάτων cryptonephridial system, κρυπτονεφρικόν σύστηµα. σε πολλά Coleoptera και προνύµφες Lepidoptera: κατάστασις κατά την οποίαν τα Μαλπιγγιανά σωληνάρια (Malpighian tubules) συνδέονται στενώς µε το rectum σχηµατίζοντας στην επιφάνειά του µίαν συνεστραµµένη στιβάδα cryptonephridial tubes, µαλπιγγιανοί σωλήνες (Malpigian tubules) των οποίων τα άκρα δεν είναι ελεύθερα µέσα στην σωµατική κοιλότητα αλλά είναι προσκολληµένα σε διάφορες περιοχές του εντέρου cryptonephry = cryptonephridial system


178 cryptopentamera, όταν σε ταρσόν (tarsus) µε 5 άρθρα - το 4ο άρθρο - είναι µικρό και κρυµµένο cryptopleury. σε µερικά τέλεια Hymenoptera: όταν το propleuron καλύπτεται σε µεγάλον βαθµό ή ολόκληρο από το πλευρικόν τµήµα του προνώτου (pronotum) Cryptostigmata, παλαιά ονοµασία για τα ακάρεα Oribatida cryptotetramera, όταν σε ταρσό (tarsus) µε 4 άρθρα το ένα από αυτά είναι µικρό και κρυµµένο cryptothorax, ένας υποτιθέµενος θωρακικός δακτύλιος µεταξύ του meso- και meta-thorax cryptozoic, κρυπτοζωϊκός, οργανισµός ο οποίος ζεί σε κρυφές θέσεις π.χ. κάτω από φλοιούς δένδρων, πεσµένα φύλλα, πέτρες κ.λ.π. crystalline, κρυστάλλινος, διαφανής όπως το κρύσταλλο crystalline body, κρυσταλλοειδές σώµα, διαφανές τµήµα του διοπτρικού µηχανισµού του οφθαλµού (κάτω από τον κερατοειδή) αποτελούµενον από κύτταρα και κυτταρικά προϊόντα και έχει ωοειδές ή κωνικό σχήµα βλ.crystalline cone και crystalline lens crystalline cone, κρυσταλλοειδής κώνος, σκληρό διαφανές διαθλαστικόν σώµα στους ευκωνικούς (eucone) οφθαλµούς - εκκρινόµενον από οµάδα 4 κυττάρων - που βρίσκονται κάτω από τον κερατογόνο χιτώνα (corneagen layer) ή τον κερατοειδή χιτώνα (cornea) crystalline cone, κρυσταλλώδες κωνίον, σκληρό υαλώδες σώµα κείµενο κάτω από τον κερατοειδή χιτώνα (cornea) ενός οµµατιδίου (ommatidium) crystalline humor, κρυσταλλοειδής χυµός (crystalline body) crystalline lens, κρυσταλλοειδής φακός. στα stemmata προνυµφών µερικών εντόµων: ωοειδής φακός πίσω από την εφυµενίδα (cuticle) crystalline tract, κρυσταλλοειδής χώρα. στους ακωνικούς (acone) και εξωκωνικούς (exocone) οφθαλµούς: λεπτοί διαθλαστικοί κλώνοι (strands) κυττάρων του Semper (Semper cells) που κατευθύνονται εσωτερικώς προς τα retinula cells crystalloid leucocyte = cystocyte ctenidial spine, κτενιδιακή άκανθα. στα τέλεια Diptera: σχετικώς µεγάλη σµήριγγα µεταξύ αυτών που αποτελούν το ctenidium του εµπροσθίου µηρού. στα τέλεια Siphonaptera: τροποποιηµένες άκανθες που σχηµατίζουν τις: helmet, genal, pronotal και abdominal combs ctenidiobothria (εν. ctenidiobothrium). στα Psocoptera: τρίχες µε κτενοειδή λέπια στη βάση τους, απαντώµενες στις οπίσθιες κνήµες και τους ταρσούς ctenidium (πλ. ctenidia), κτενίδιον, κτενοειδής κατασκευή. στα Psocoptera: ctenidiobothria. στα Polyctenidae (Hem.: Heteroptera: Cimicoidea): κτενοειδείς σειρές πεπλατυσµένων


179 ακανθών. στα τέλεια Diptera: κτενοειδής σειρά µικρών ακανθών (spinules) στο άκρον της προσθοκοιλιακής επιφανείας του προσθίου µηρού. στα τέλεια Siphonaptera: κτένες τριχών που κατευθύνονται προς τα πίσω. στα ♀ Hymenoptera: άκανθες στους annuli των gonapophyses cteniophore, κτενιοφόρος. σε µερικά ♂ Notodontidae (Lep.): προεκβολή σε κάθε προσθιοπλευρική γωνία του IV κοιλιακού στερνίτη µε ακανθοειδείς τρίχες στο άκρον Cu = cubitus CuA = cubitus anterior cubital, που αφορά ή ανήκει στο cubitus (νεύρον πτέρυγος) cubital area, ωλενική περιοχή της πτέρυγος που βρίσκεται µεταξύ του κυρίου στελέχους του cubitus και του anal vein cubital cell(s), ωλενικά κύτταρα (κελλία), κύτταρον πτέρυγος που ορίζεται από το cubitus ή έναν από τους κλάδους του cubital cellule, το κύτταρον πτέρυγος εντόµου µεταξύ του radial cellule και του νεύρου που εκφύεται κοντά στην απόληξιν του cubitus νεύρου cubital fork, ωλενικόν δίκρανον (διχάλα), διακλάδωσις ή σηµείον διαχωρισµού των κλάδων του cubitus cubital furrow. στα Heteroptera (Hem.): απλή ή διχαλωτή πτυχή ή αύλαξ στο remigium της οπισθίας πτέρυγος πίσω από το Cu νεύρο βλ.claval furrow cubital nerve = cubital nervure, cubitus cubital pecten, ωλενική κτένα. στις οπίσθιες πτέρυγες µερικών Gelechioidea (Lep.): κτένα από σκληρές ευθείες τρίχες στο άνω µέρος της cubitus posterior που κατευθύνονται προς τα άνω και ελαφρώς προς τα πίσω cubital plate. στα Odonata και Neoptera: ο σκληρίτης στη βάση της πτέρυγος από τον οποίον προέρχονται τα cubitus, plical vein και empusal vein cubital vein = cubitus, (Cu) cubitoanal, ωλενοεδρικός, αναφέρεται µαζί στο cubitus και το anal νεύρον της πτέρυγος cubitomarginal ridge. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): ασθενής ράχις ή κυρτή πτυχή της πτερυγικής µεµβράνης παράλληλη µε το περιθώριον της πτέρυγος cubitus (Cu), ωλενικόν ή πηχιαίον, το έκτο επίµηκες νεύρον της πτέρυγος αµέσως πίσω από το media µε δύο πρωτεύοντες κλάδους: cubitus anterior (CuA) µε CuA1 και CuA2 και cubitus posterior (CuP)


180 cubitus anterior (CuA), πρόσθιος κλάδος του cubitus βλ.ulnar vein cubitus posterior (CuP), οπίσθιος κλάδος του cubitus cuboidal, κυβοειδής, όµοιος µε κύβον cuckoo bees, µέλη της Οικογ. Nomadidae (Hym.) cuckoo spit. στα Cercopidae (Hem.: Auchenorrhyncha): spittle (= πτύελον) Cucujiformia, Οµάς των Polyphaga (Col.) µε τις Υπεροικ. Cucujoidea, Cleroidea, Lymexyloidea, Chrysomeloidea και Curculionoidea Cucujoidea, Υπεροικ. των Cucujiformia (Polyphaga: Col.) µε την Οικογ. Cucujiidae µεταξύ πολλών άλλων cucullate (cucullated, cucullatus), µε κουκούλα, καλύπτρα (κάλυµα κεφαλής) ή µε σχήµα κουκούλας cucullus, καλύπτρα κεφαλής βλ.capilitium. στα genitalia των ♂ Lepidoptera: το τελικόν τµήµα της harpe cuilleron = alula Culicoidea, Υπεροικ. των Culicomorpha: (Nematocera: Dipt.) µε τις Οικογ. Culicidae, Chaoboridae και Dixidae Culicomorpha, υποδιαίρεσις της Υποτάξεως Nematocera (Dipt.) µε τις Υπεροικ. Culicoidea και Chironomoidea culmen (πλ. culminis), κορυφή, κολοφών, η επιµήκης τρόπις (carina) µιάς προνύµφης (caterpillar) των Lepidoptera cultellate, µαχαιροειδής cultellus (πλ. cultelli), η αιχµηρή µαχαιροειδής προβοσκίς µερικών αιµοµυζητικών Diptera ή µία από τις λεπιδοειδείς λόγχες της cultrate, cultratus, µε το σχήµα κλαδευτηρίου culus, πρωκτός, έδρα cumulate, σωρευµένος (σε οµάδες ή σωρούς) cumuliform swarm, σωρειτόµορφον σµήνος, τύπος ιπταµένου σµήνους ακρίδων όπου το σµήνος εκτείνεται προς τα άνω σε πυργοειδή µορφήν βλ.stratifor swarm cumulus, σωρός π.χ. σωρός κυττάρων του αναπτυσσοµένου ωού (επί συννέφων: σωρείτης) cunaxid, αρπακτικόν άκαρι της Οικογ. Cunaxidae (Prostigmata) cuneal incisure. στα Heteroptera (Hem.): costal fracture cuneate (cuneatus, cuneiform), σφηνοειδής cuneiform aedeal apodeme, σφηνοειδές απόδεµα του αιδοιαγού


181 cuneus, σφήνα, το ακραίο τµήµα του corium στις πτέρυγες των Heteroptera που χωρίζεται από το embolium µε την costal fracture cuneus (πλ. cunei), σφήν, έµβολος (σφήνα). σε µερικά Heteroptera: συνήθως τριγωνική οπισθιοπλευρική περιοχή του corium χωριζόµενη από αυτό µε την costal fracture. στα ♂ Lepidoptera: σκληροποιηµένες κατασκευές της vesica CuP (cubitus posterior), οπίσθιος ωλενικός (κλάδος νεύρου πτέρυγος) Cupediformia, Οµάς των Archostemata (Col.) µε µονη την Υπεροικ. Cupedoidea Cupedoidea, η µόνη Υπεροικ. των Archostemata (Col.) µε τις Οικογ. Ommatidae, Cupedidae και Micromalthidae cupola organ, θολωτόν όργανον (campaniform sensillum) cupreous, cupreus, χαλκόχρους cuprophilic cell(s), χαλκόφιλα κύτταρα, κύτταρα του στοµάχου που απορροφούν ιόντα χαλκού cup(s), κύπελλον. στις πτέρυγες των Nymphalidae (Lep.): οσµηρά ανοίγµατα καλυµµένα από µεµβράνην µε µικρόν πόρον (τρύπα) στο κέντρον cupule, κυπελλοειδές όργανον. στα ♂ Hymenoptera: basal ring. στα ♀ Lithosiinae (Lep.: Arctiidae): θύλακοι του VII στερνίτη σε κάθε πλευρά του lamella cupules, µυζητικές προεκβολές που σκεπάζουν την κάτω επιφάνειαν των ταρσών στα ♂ Dytiscidae (Col.) cupuliferous, o φέρων cupules ή µικρά κύπελλα cupuliform, κυπελλοειδής βλ.cyathiform Curculionoidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε κύρια Οικογ. την Curculionidae curl grub, σκαραβαιοειδής προνύµφη cursory, cursorial, δροµικός, κατάλληλος για τρέξιµο (πρβλ.ambulatory και gressorial): βαδιστικός Cursorida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς των εντόµων που περιλαµβάνει τις Τάξεις: Zoraptera, Isoptera, Blattaria και Mantodea curvate, curvatus, κυρτωµένος, καµπυλωµένος curved scales. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): paraligula Curvipalpia, Ανθυποτάξις των Annulipalpia (Trich.) που περιλαµβάνει τα Philopotamoidea και τα Hydropsychoidea βλ.Spicipalpia cusp, ακµή, αιχµηρόν άκρον. στις προνύµφες των Culicidae (Diptera): µία από τις αιχµηρές προεκβολές κοντά στο άκρον των νωτιαίων οδόντων (dorsal teeth) και του βοηθητικού κοιλιακού (κάτω) οδόντος της άνω γνάθου


182 cuspidal (cuspidate, cuspidatus), αιχµηρός, µυτερός βλ.Acuminate cuspis (πλ. cuspides), αιχµή, ακµή. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): εξωτερικός ακραίος ακίνητος δάκτυλος (finger) της inferior και superior volsella. στα ♂ Hymenoptera: εξωτερικός ακραίος ακίνητος δάκτυλος της volsella cuspis volselaris. στα ♂ Hymenoptera: cuspis custodite, custoditus, φυλαγµένος, προστατευµένος cutaneus, δερµικός cutaneous respiration, δερµατική (άδηλος) αναπνοή, αναπνοή µέσω της επιφανείας του σώµατος όπως στα Protura - στα περισσότερα Collembola - ωά εντόµων -υδρόβια και παρασιτικά έντοµα cutex (cuticula, cutis), εφυµενίς, δέρµα (intergument) cuticle, cuticula, εφυµενίς, έκκρισις της επιδερµίδος (epidermis) που καλύπτει ολόκληρο το σώµα του εντόµου καθώς και τις εξωτερικές εγκολπώσεις του όπως τα stomodeum, proctodeum και tracheae βλ. endocuticle, epicuticle, exocuticle και procuticle cuticle, εξωτερικό σκελετικό περίβληµα που εκκρίνεται από την δερµίδα, εξωσκελετός του εντόµου από χιτίνη (chitin) και πρωτεΐνη µε διαφοροποιηµένες στρώσεις και περιβάλλει τα σωµατικά τµήµατα (tagmata) cuticula exterior. στα ♂ Sphingidae (Lep.): η εξωτερική επιδερµίδα του aedoeagus cuticula interior. στα ♂ Sphingidae (Lep.): η εσωτερική επιδερµίδα του aedoeagus cuticular, επιδερµικός cuticular appendages, επιδερµικά εξαρτήµατα, εκφύσεις της επιφανείας του σώµατος συνενωµένες µε µεµβρανώδη άρθρωσιν π.χ. setae, spurs βλ.cuticular processes cuticular lens = corneal lens cuticular nodules, επιδερµικά οζίδια, µικρές κωνικές οζώδεις εκφύσεις όπως τα cuticular appendages και τα cuticular processses cuticular projection = cuticular outgrowth cuticular processes, εκφύσεις που αποτελούν εξ ολοκλήρου µέρος της επιδερµίδος στερεώς ενωµένες µε αυτήν (χωρίς µεµβρανώδη άρθρωσιν) π.χ. µία άκανθα (spine) βλ.cuticular appendages cuticular wing. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): το διεσταλµένο µεµβρανώδες τµήµα κάθε λοβού του οργάνου Nuttal και Shipley (Nuttal and Shipley’s organ) cuticulin, επιδερµίνη, υλικόν που συµπληρώνει το παχύτερο εσωτερικόν τµήµα της epicuticula, σύµπλοκον (αποτελούµενο κυρίως από δεψικές λιποπρωτεΐνες) που σχηµατίζει την λεπτή


183 εξωτερικήν epicuticula cuticulin layer, η εσωτερική και η εξωτερική epicuticles πλην των wax- και cement layers cutworm, ονοµασία της προνύµφης των Noctuidae (Lep.) που τρεφόµενη αποκόπτει τα φυτά στην επιφάνεια του εδάφους (κοφτοσκούληκο) cyaneus, cyaneous, κυανούς (dark – blue) cyanescent, κυανώδης nogenic, κυανογόνος, που παράγει υδροκυανικό οξύ cyathiform (κυάθιον = γαβάθα) κυαθόµορφος cyathotheca, το κάλυµµα του θώρακος της νύµφης cyclical polymorphism, τύποι διαφορετικοί µεταξύ τους εµφανιζόµενοι διαδοχικώς σε διάφορες γενεές κατά την διάρκεια του βιολογικού κύκλου βλ.alternation of generations cyclolabia, η βραχύτερη λαβίδα στις «ψαλλίδες» (Dermaptera) όταν οι δύο λαβίδες έχουν διάφορετικό µήκος η κάθε µία cyclomerism, κυκλοµερισµός. στην δηµιουργίαν του µεταµερισµού (metamerism): οι εντερικές λάχνες (θηλές) - που είναι ακτινοειδώς (radially) συµµετρικές στον πρόγονο - γίνονται αµφιπλευρικώς (bilaterally) συµµετρικές cyclomorphosis, κυκλικός πολυµορφισµός (cyclical polymorphism) cyclopiform larva, κυκλοποειδής προνύµφη (cyclopoid larva) cyclopoid larva· στα Hymenoptera µε υπερµεταµόρφωσιν (hypermetamorphosis): προνύµφη που χαρακτηρίζεται από µεγάλον και διογκωµένον κεφαλοθώρακα (cephalothorax) cyclops, κύκλωψ, κληρονοµική παραµόρφωσις των µελισσών (Hym. Apidae) όπου οι δύο σύνθετοι οφθαλµοί συγχωνεύονται στην κορυφήν (vertex) της κεφαλής Cyclorrhapha, υποδιαίρεσις των Brachyptera (Dipt.) στα οποία το τέλειο έντοµο εξέρχεται από το puparium σπρώχνοντας προς τα έξω ένα κυκλικόν κάλυµµα cyclorrhaphous Brachycera = Muscomorpha cyclostome mouth. στα Hymenoptera: hypoclypeal depression cydariform (κύδαρος = είδος µικρού πλοίου), κυδαρόµορφος, σφαιροειδής αλλά κολοβωµένος στις δύο αντίθετες πλευρές cylindraceous (cylindraceus, cylindrate, cylindrical), κυλινδρικός cymbiform (κύµβη = λέµβος, πλοιάριον), λεµβοειδής, κοίλος δίσκος µε ανορθωµένα περιθώρια (navicular) Cynipoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.): µε τις Οικογ.: Cynipidae, Charipidae, Eucoliidae, Liopteridae,Ibaliidae και Figitidae


184 cyphosomatic larva (κύφος = κύρτωµα, «καµπούρα»), κυφοειδής προνύµφη, κυρτή προνύµφη, προνύµφη µε την νωτιαίαν επιφάνεια κυρτή και την κοιλιακήν επίπεδη cypsella (πλ.cypsellae), κυψέλη (κοίλον αγγείον) στα ♀ Hymenoptera: περιθωριακή εγκοπή (emargination) µεταξύ των οδόντων της gonapophysis, η κοιλιακή ή νωτιαία απόληξις του colpus cyst, κύστις, σάκκος ή φλύκταινα π.χ.sperm cyst cyst stage, στάδιον κύστεως. στα Margarodidae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): ενδιάµεσον στάδιο µε σχήµα µαργαριταριού, χωρίς πόδια και υποτυπώδεις κεραίες βλ.ground pearls cystocyte, κυστοκύτταρον· στα ♀ έντοµα: follicle cell, στα ♂: cyst cell cytochrome, κυτόχρωµα· στους µύες πτήσεως των εντόµων: χρωστική σε εξαιρετικώς µεγάλες συγκεντρώσεις cytocidal, κυτταροκτόνος, κάθε τι που θανατώνει κύτταρα cytogenetics, κυτταρογενετική, η συγκριτική µελέτη των χρωµοσωµατικών µηχανισµών και συµπεριφοράς σε πληθυσµούς και taxa και της επιδράσεώς τους στην κληρονοµικότητα βλ.chromosome cytology cytology, κυτταρολογία, η µελέτη της δοµής, της φυσιολογίας του κυττάρου και των µερών αυτού cytoplasm, κυτταρόπλασµα, το πρωτόπλασµα του κυττάρου χωρίς τον πυρήνα cytoplasmic polyedrosis, πρωτοπλασµατική πολύέδρωσις, ίωσις των εντόµων (συνήθως προνυµφών Lepidoptera) χαρακτηριζοµένη από πολυεδρικά έγκλειστα σωµάτια (polyedra) στα επιθηλιακά κύτταρα του στοµάχου (midgut) cytotaxonomy, η χρήσις της κυτταρολογίας και της κυτταρογενετικής στην διευκρίνισιν των σχέσεων των taxa και η σύγκρισις των χρωµοσωµατικών σειρών (sets) συγγενών ειδών


185

D Dacnonypha, Ανθυποτάξις της Υποτάξεως Glossata (Lep.) µε τις Υπεροικ. Catapterygoidea και Eriocranoidea dactylopodite, δακτυλοποδίτης· σε µερικά Arthropoda π.χ.Protura, Crustacea: ονυχοειδές τµήµα στο άκρον του ποδός dactyl, dactylus, δάκτυλος (finger ή toe). στα Gryllotalpidae (Orth.: Grylloidea): τα µεγάλα ακραία δόντια της πεπλατυσµένης foretibia damselfly, µέλος της Υποτάξεως Zygoptera (Od.) dances, χοροί, στερεότυπες κινήσεις των συλλεκτριών µελισσών (Hym.: Apidae) για αναγγελία πηγών τροφής π.χ. round dance, waggle dance dark - adapted eye, σύνθετος οφθαλµός προσαρµοσµένος σε χαµηλές φωτεινές ακτινοβολίες βλ.light - adapted eye dart(s), βέλος, ακόντιον. στα ♀ Hymenoptera: sting ή first gonapophyses Dasciliformia = Dasciloidea + Elateriformia Dasciloidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ. Dascilidae και Rhipiceridae dash, παύλα, βραχεία διακεκοµένη γραµµή ή σηµείον dasygastres (δασύς + γαστήρ), µέλισσες (Hym. : Apoidea) µε κατασκευές µεταφοράς γύρεως την κοιλίαν βλ.ventral scope daubing, διαβροχή δι’εξεµέσεως, τρόπος αντιµετωπίσεως, από τα Bombus (Hym.: Apoidea) κάποιου εισβολέα στην κυψέλη µε υγρά του στόµατός τους daughter cell, θυγατρικόν κύτταρον, κύτταρο παραγόµενο από κάποιο προηγούµενο µε µίτωσιν (mitosis) day-degree, ηµεροβαθµός, µέτρον του φυσιολογικού χρόνου, το γινόµενον: χρόνου επι την άνω κάποιου ορίου θερµοκρασίαν day-eye, οφθαλµός προσαρµοσµένος για το φως dealate, dealated, αποπτερυγωµένος, άτοµο που έχει απορρίψει τις πτέρυγές του (συνήθως µετά την σύζευξιν) dealation, απώλεια πτερύγων προκαλούµενη από το ίδιο το έντοµο. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) και σε άλλα έντοµα: η εγκατάλειψις των πτερύγων από τις βασίλισσες κατά ή αµέσως µετά από την γαµήλιον πτήσιν (nuptial flight) και πριν από την ίδρυσιν νέας αποικίας. στους τερµίτες (Isoptera): η απόρριψις των πτερύγων των ♂


186 και ♀ αναπαραγωγικών ατόµων κατά µήκος της basal suture µετά την πτήσιν διασποράς (dispersal flight) death feigning, προσποιητός θάνατος. στα Phasmida - πολλά Coleoptera - προνύµφες και τέλεια των Lepidoptera κ.ά. έντοµα: thanatosis decaectopophysis, ♂ Chironomidae (Dipt.): inferior volsella decalatecoria. στα Isoptera: εύκαµπτη µεµβράνη µεταξύ sternum και tergum X decapophysis· στα ♀ έντοµα: ειδική απόφυσις στις δοµές του X abdominal segment decapygidium. στα Isoptera: πυγίδιον που σχηµατίζεται µετά από τον X κοιλιακόν δακτύλιον decasternal coria. στα Isoptera: εύθραυστη µεµβράνη µεταξύ των στερνιτών IX - X decaton, δέκατον, το δέκατον (Χ) τµήµα του σώµατος του εντόµου decavalvae. στα ♀ έντοµα: second gonapophyses decavalvifer. στα Orthoptera: second gonocoxa decephalic, δικέφαλος, µε πρόγναθον κεφαλή όπου το foramen χωρίζεται σε δύο µέρη deciduous, καταπίπτων, φυλλοβόλος, deciduous cornuti, αποπίπτοντα κέρατα (cornuti decidui) declinate, declinatus, κλίνων, αποκλίνων declivent, declivous, declivus, πρανής, κατωφερής decolorate, αποχρωµατισµένος, ξεβαµένος decticous pupa (δάκνω, δήγµα), δηκτική νύµφη, νύµφη ελευθέρα (exarate) µε κινητές αρθρωτές γνάθους οι οποίες χρησιµεύουν στο να βοηθούν το έντοµο να ανοίξει το βοµβύκιον και να εξέλθει (Megaloptera, Rhaphidioptera, Planipennia, Trichoptera και µερικά Lepidoptera) αντ.adecticous decumbent, κατακλινόµενος, κλίνων προς τα κάτω decurrent, συντρέχων, συµπίπτων decurved, λυγισµένος ή καµπυλωµένος προς τα κάτω decussate, decussatus, χιαστός, διασταυρούµενος, τοµή 2 γραµµών υπό γωνίαν π.χ. οι σµήριγγες µερικών Diptera (cruciate bristles) decussation, χιασµός βλ.decussate defaunate, αποπανίζω, αποµακρύνω από έναν οργανισµό την συµβιωτική πανίδα του γιά την οποίαν είναι ξενιστής defecation, αποπάτησις, η αποβολή των περιττωµάτων (feces) defence autotomy, αµυντική αυτοτοµή βλ.autotomy


187 defensive behavior, αµυντική συµπεριφορά διαιρούµενη σε πρωτογενή (primary) µε cryptic coloration και resting behavior και δευτερογενή (secondary) µε chemical defense, defense autotomy, defensive secretions, flight, stridulation και active flighting defensive glands, αµυντικοί αδένες. στα Phasmida: ζεύγος αδένων του προθώρακος οι οποίοι εκκρίνουν αµυντικές ουσίες (defensive secretions) defensive mechanisms, µηχανισµοί αµύνης, µηχανισµοί για την αποφυγή ή παραπλάνησιν των αρπακτικών (predators) όπως: προειδοποιητικός ή αποκρυπτικός χρωµατισµός, αυτοτοµή, εκκρίσεις, τρίχες κνισµού (urticating hairs) defensive secretions, αµυντικές εκκρίσεις, καυστικά, ερεθιστικά ή δυσώδη υγρά που εξαπολύονται από τα έντοµα για άµυνα. στα Phasmida: µονοτερπένια και ακτινιδίνες που παράγονται από defensive glands definition, ορισµός, λεκτική περιγραφή των χαρακτήρων που διαφοροποιούν ένα taxon βλ. delimitation, description diagnosis και differential diagnosis definitive accessory host, ξενιστής µέσα στον οποίον διεξάγεται η σεξουαλική δραστηριότης ενός παρασίτου definitive accessory reservoir, ξενιστής (έντοµο ή άλλος οργανισµός) στον οποίον υπάρχουν φυσικά αποθέµατα του σεξουαλικώς ωρίµου σταδίου ένος παρασίτου deflected, αποκλίνων προς τα κάτω deflected, κεκαµµένος, τσακισµένος προς τα κάτω deflexus capsulae. στα ♂ Siphonaptera: όταν το κοιλιακόν άκρον του πλευρικού τοιχώµατος της capsula αποκλίνει προς το εσωτερικόν της µε τένοντα διαδράµοντα προς την κατεύθυνσιν της κεφαλής (cephalad) defoliator, αποφυλλωτής, έντοµο που απογυµνώνει δένδρα ή άλλα φυτά από τα φύλλα τους είτε τρεφόµενο µε αυτά είτε µεταδίδοντας ιώσεις ή µύκητες που έχουν το ίδιο αποτέλεσµα deformed, παραµορφωµένος, συνεστραµµένος ή σε ασυνήθιστη µορφή. στα Coleoptera: κεραίες οζώδεις (µε κόµβους) ή συνεστραµµένες όπως των ♂ Meloidae degenarate, εκφυλίζω, επιδεινώνω, αλλάζω προς το χειρότερο degenerate slave makers, µυρµήγκια slave makers (Hym.: Formicidae) που επιτρέπουν στα φιλοξενούµενα ♀ να ζήσουν και να συνεχίσουν την ωοτοκία τους οπότε σχηµατίζονται µικτές αποικίες (mixed colonies) degenerating hemocyte, εκφυλιζόµενον αιµοκύτταρον, γηράσκοντα αιµοκύτταρα διαφόρων


188 ειδών σε διάφορα στάδια διαλύσεως degenaration, εκφυλισµός, βαθµιαία φθορά ή απώλεια λειτουργίας τµήµατος ή οργάνου του σώµατος, µετάβασις από ανώτερη σε κατώτερη µορφήν dehise, ελευθερώνω, ανοίγω για την εκκένωσιν περιεχοµένου dehiscence, ελευθέρωσις, το άνοιγµα του νυµφικού περιβλήµατος για την έξοδον του τελείου στα Lepidoptera dehydrogenase, αφυδρογονάση, ένζυµο που καταλύει την αφυδρογόνωση dehydrogenation, αφυδρογόνωσις, αφαίρεσις οξυγόνου από ένα κύτταρον, βλ. oxidation dejectamenta, περιττώµατα (excreta) delamination, διαστρωµατικός αποχωρισµός , αποφλοίωσις delimitation, οριοθέτησις, οριοθεσία. στην Ταξινόµηση: τυπική αναφορά στους χαρακτήρες ενός taxon όπου τίθενται όρια βλ.definition, diagnosis, differential diagnosis, description deltoid, δελτοειδής, στο σχήµα του ∆ µε προεκτεινόµενη την κορυφήν delusory parasitosis, παραληρηµατική παρασίτωσις, νευρική διαταραχή η οποία προκαλεί στο θύµα την αίσθηση ότι δέχεται επίθεση από φανταστικά αρθρόποδα (αράχνες, κατσαρίδες κ.ά.) βλ.entomophobia demarcated, οριοθετηµένος demarcation, οριοθέτησις βλ.delimitation deme, δήµος, τοπικός πληθυσµός ενός είδους όπως η κοινότης συνδιατρεφοµένων ατόµων σε ένα ενδιαίτηµα (habitat) demi-, (πρόθεµα) µισός βλ.cemidemidiate, ηµικυκλικός dendriform, dendritic, δενδροειδής (arborescent) dendrite, δενδρίτης, ακίς διακλαδούµενη µε την µορφήν δένδρου dendrites, dendrons, δενδρίτες, δενδρώνες, λεπτώς διακλαδιζόµενοι κλάδοι που ξεκινούν από νευρικόν κύτταρον dendrogram, δενδρόγραµµα, σχεδιάγραµµα µε σχήµα δένδρου ώστε να φαίνονται οι βαθµοί συγγενείας βλ. cladogram, phenogram, phyllogenetic tree dendroid, δενδροειδής, µε σχέδια µορφής θάµνου ή δένδρου βλ.branched dendrophagus, dendrophagous, ο τρεφόµενος µε ξυλώδεις ιστούς (δένδρων) deque, denque fever, δάφκειος, δάγκειος πυρετός, ιογενής ασθένεια του ανθρώπου σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Αφρικής και Αµερικής που µεταδίδεται από τα


189 Aedes spp. (Dipt.: Culicidae) dens (πλ.dentes), οδούς (δόντι), οδοντοειδής απόφυσις. στα Collembola: επίµηκες εγγύτερον (στο σώµα) τµήµα των ακραίων δικράνων του manubrium. dentes: οδόντες ή αιχµηρές αποφύσεις στην εσωτερική πλευρά της mandible density - dependent factors, παράγοντες των οποίων η επίδρασις εξαρτάται από την πυκνότητα δεδοµένου πληθυσµού densonucleosis, πυκνοπυρήνωσις, θανατηφόρος ασθένεια του Galleria mellonella (Lep.: Pyralidae) προκαλούµενη από ιόν dentacerores, οδοντοκήρορες, επιµήκεις cerores της µεσαίας σειράς των orbacerores οι οποίοι προκαλούν ανωµαλίες στην περιπρωκτικήν µεµβράνην βλ. denticulate pores dental papilla, οδοντική θηλή. σε µερικά Collembola: βασική νωτιαία προβολή του dens dental sac, οδοντικός σάκκος. σε µερικά Collembola: ακραία προεκβολή του dens µε λεπτά τοιχώµατα dental (dentate) sclerite, οδοντικός σκληρίτης. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): µικρός οδοντοειδής σκληρίτης κάτω από τη βάση της mandible βλ.ectostomal sclerite dental spine, οδοντική άκανθα. σε µερικά Collembola: µία από τη σειρά τροποποιηµένων τριχών κατά µήκος της εσωτερικής νωτιαίας βάσεως του dens dentale, dentatus, οδοντωτός dentate - serrate, οδοντωτός - πριονωτός, µε ισοϋψείς οδοντώσεις όπως του πριονιού denticle, denticulus, µικρός οδούς, oδοντίσκος. στα Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): µικρό δόντι κοντά στο µέσον της κοιλιακής όψεως του όνυχα (claw) denticulate (denticulated, denticulatus), µε µικρές οδοντώσεις ή εγκοπές (notches) denticulate pads. στα ♂ Dermaptera: αποσκληρηµένες περιοχές του distal lobe µε µικρές οδοντώσεις denticulate pores = dentacerores denticulus (πλ. denticuli). στα ♂ Siphonaptera: µικρή οδοντοειδής προεξοχή στο πρόσθιον περιθώριον του telomere που αντιστοιχεί σε εγκοπή (fovea) της εσωτερικής πλευράς του basimere dentiform, όµοιος µε την κατασκευήν ή την εµφάνισιν δοντιού dentigerous plate. οδοντική πλάξ. στα ♀ Aeshnidae (Od.): ο X στερνίτης σκεπασµένος µε µικρές άκανθες ή προεξέχων σαν δίκρανον


190 dentigerous process = dentigerous plate dentigerous tubercle = dentigerous plate denudate, denudated, denuded, απογυµνωµένος χωρίς λέπια - τρίχες ή όποιαν επένδυση βλ.glabrus, immaculate, investutus, nude denude, απογυµνώνω deorse, deorsum, προς τα κάτω (downwords) depauperate colony, πτωχεύουσα αποικία, θνήσκουσα αποικία κοινωνικών εντόµων dependent, εξαρτώµενος, ανηρτηµένος (κρεµάµενος προς τα κάτω) deplanate, deplanatus, εξωµαλυµένος, επιπεδωµένος (complanate) deportation, απέλασις, µετακόµισις· στα κοινωνικά έντοµα: µεταφορά τελείων σε νέα φωληά ή µεταφορά νεαρών εργατών από τον αγρό στη φωληά deposit excretion, αποθετική απέκκρισις, απόθεσις τελικών προϊόντων του µεταβολισµού ως ενδοκυτταρικών κόκκων αντί αποβολής τους ως περιττώµατα depressed, depressus, πεπιεσµένος, πεπλατυσµένος βλ.compressed depressor muscle, καθελκτήρ µύς, µύς που κατεβάζει ή συµπιέζει ένα εξάρτηµα του σώµατος Deratoptera = Orthoptera derived character, παράγωγος, δευτερεύων, χαρακτήρ που διαφέρει υλικώς από την προγονική κατάσταση ή τροποποιείται σε σχέση µε την προγονική ή πρωτόγονη κατάσταση βλ.apomorphy derma, dermis, δέρµα, δερµίς, η εσωτερική και συνήθως παχύτερη στιβάς της cuticula κάτω από την epidermis dermal, δερµικός, που αφορά στην epidermis dermal glands, επιδερµικοί αδένες, 1 µονοκύτταροι αδένες που εκκρίνουν κερί – τρίχες – φεροµόνες – µετάξι - ερεθιστικές ουσίες κ.ά., 2 επιδερµικοί αδένες που εκκρίνουν εκδυτικό υγρόν (moulting fluid) που περιέχει ένζυµα τα οποία ρευστοποιούν την endocuticula πριν από την έκδυσιν βλ.exocrine glands dermal light sense, επιδερµική αίσθησις φωτός, ευαισθησία στο φως από επιδερµικά κύτταρα εκτός των οπτικών δεκτών dermal papillae, επιδερµικαί θηλαί, πολυάριθµες µικρές προεξοχές στην επιφάνεια του σώµατος Dermanyssina, Dermanyssiae, Σειρά ακάρεων Mesostigmata µε δευτερεύον sperm access system στο ♀ και spermatodactyl στο ♂ dermanyssoid, µέλος των ακάρεων Dermanyssoidea (Mesostigmata)


191 Dermaptera, Τάξις των Polyneoptera (Insecta: Pterygota) στην οποίαν υπάγονται τα Forficulidae (earwings) Dermatopterida, Dermatopteroidea, Οµάς των Polyneoptera (Insecta: Pterygota) µε την υπάρχουσα Τάξιν Dermaptera και την εκλειπούσαν Protelytroptera dermatoblasts, δερµατοβλάσται. στο έµβρυον των εντόµων: λεπτή εξωτερική στιβάς κυττάρων αποχωρισµένων από τα κύτταρα του εξωδέρµατος (ectoderm) και τα οποία σχηµατίζουν το κοιλιακόν τοίχωµα του σώµατος βλ.neuroblasts Dermatoptera = Dermaptera Dermestoidea, Υπεροικ. των Bostrychiformia (Col.) µε τις Οικογ. : Dermestidae, Derodontidae, Thorictidae και Sarothridae dermomuscular, δερµατοµυϊκός desclerotization, αποσκληροποίησις, απώλεια σκληροτίνης (sclerotin) στα συνήθως σκληροποιηµένα µέρη ή κατασκευές descriptive taxonomy, περιγραφική ταξινόµησις, alpha taxonomy deserticolous, ερηµόβιος, που ζει σε ερήµους desiccate, αποξηραίνω desiccation, αποξήρανσις desmergate, δεσµεργάτης, στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): ενδιάµεσον άτοµον µεταξύ οπλίτη και εργάτη desquamation, απολέπισις, αφαίρεσις των λεπίων (π.χ.πτερύγων) detached notum, αποκοληµµένον νώτον. στα Aculeata (Hym.): η αποκολλώµενη προέκτασις του νώτου των IX γοναποφύσεων (gonapophyses IX) detached rhaches (εν. rhachis). στα ♂ Hymenoptera: οι ράχεις (rhachies) κάθε κοιλιακού κλάδου (ramus) στην gonapophyseal midsection οι οποίες αποκολλώνται από τους rami και ενώνονται για να σχηµατίσουν µόνον έναν σκληρίτη (ανεξάρτητον του gonopod) που αποτελεί τον πυθµένα των gonapophyses (στα Siricidae και Cephidae) determinate, detarminatus, συγκεκριµένος, καθορισµένος, µε καλώς καθορισµένο περίγραµµα ή ευκρινή όρια (fixed, marked out) detonans, detonant, εκρηκτικός (exploding) βλ.crepitation detritovore, detritivorous, θρυµµατοφάγος, ετερότροφος ζωϊκός οργανισµός τρεφόµενος µε οργανικά (ζωϊκά ή φυτικά) θρύµµατα βλ.saprophagous detritus, φθαρµένο, σαπισµένο ή θρυµµατισµένο υλικό deuterotoky = amphitoky


192 deutocerebral, του ή ανήκων στο deutocerebrum deutocerebral commisure, δευτερεγκεφαλικός σύνδεσµος deutocerebral region = deutocerebrum deutocerebral segment = antennal segment deutocerebrum, δευτερεγκέφαλος, το δεύτερο (µεσαίον) τµήµα του εγκεφάλου (cerebrum, brain) τα γάγγλια του οποίου περιλαµβάνουν τους λοβούς των κεραιών και της οσφρήσεως - γεύσεως deutogyne (δεύτερος + γυνή), η διαχειµάζουσα ή διαθερίζουσα µορφή των ακάρεων Eriophyidae διάφορος της protogyne deutonymph, deuteronymph, δευτερονύµφη, νύµφη δευτέρου σταδίου σε έντοµα και ακάρεα deutoplasm, δευτερόπλασµα, λέκιθος ωού deutotergite, δευτεροτεργίτης, το δεύτερο νωτιαίον τµήµα της κοιλίας (abdomen) developmental cycle, αναπτυξιακός κύκλος, η περίοδος από την γονιµοποίησιν του ωού µέχρι την έξοδο του τελείου εντόµου βλ.life cycle developmental polymorphism, αναπτυξιακός πολυµορφισµός, διαφορές του ρυθµού αναπτύξεως και του αριθµού εκδύσεων µέσα στον ίδιο πληθυσµό developmental (growth) threshold, όριον (κατώφλι) αναπτύξεως, η θερµοκρασία κάτω από την οποίαν το έντοµο δεν αναπτύσσεται deviation rule, κανών αποκλίσεως, κανόνας κατά τον οποίον ένα αδελφό είδος θα είναι πιο διαφορετικό από τον κοινόν πρόγονο κάποιου άλλου αδελφού είδους (sister species) dexitorma, δεξιοτόρµα, στις προνύµφες Scarabaeidae: συνήθως λεπτό σκλήρωµα που εκτείνεται προς τα µέσα από την δεξιά γωνία του epipharynx dextrad, προς τα δεξιά, εκτεινόµενος ή κατευθυνόµενος προς τα δεξιά dextral (δεξί = dexter), δεξιός στη δεξιά πλευρά της µεσαίας γραµµής του σώµατος ή εξαρτήµατος dextrocaudad, δεξιοουραίως, εκτεινόµενος λοξώς µεταξύ του dextrad και της ουράς dextrocephalad, δεξιοκεφαλικώς, εκτεινόµενος λοξώς µεταξύ του dextrad και της κεφαλής dextron, δεξιόν, η δεξιά πλευρά του σώµατος di -, δι-, διπλός, 2 (δύο) dia -, διά-, διά µέσου diagnosis βλ.definition, delimitation, description, differential diagnosis dialysis, διάλυσις, 1διαχωρισµός των συστατικών διαλυµάτων µέσω περατής µεµβράνης, 2διαφοροποιητική αραίωσις συστατικών σε διάλυµα µέσω καταλλήλου µεµβράνης που


193 διευκολύνει τον διαχωρισµό τους dialysing, διαχωρισµός µέσω διαλύσεως Diandria, όρος χρησιµοποιούµενος για τα Dermaptera µέλη των Forficulina µε δύο φαλλικούς λοβούς (penis lobes) σε αντιδιαστολήν µε τα Monandria έναν λοβό βλ. Catadermaptera diapause, διάπαυσις, 1 ανάσχεσις του µεταβολισµού και της αναπτύξεως των διαφόρων σταδίων του εντόµου - µη οφειλοµένη απαραιτήτως στις επικρατούσες συνθήκες, 2 κατά την ανάπτυξιν του εµβρύου: η περίοδος αναπαύσεως µεταξύ anatrepsis και catatrepsis βλ.dormansy, quiescence diapause hormone, ορµόνη διαπαύσεως, ορµόνη που παράγεται από νευροεκκριτικά κύτταρα του υποοισοφαγικού γαγγλίου (subesophageal ganglion) και επηρεάζει την µελλοντικήν ανάπτυξη των ωών diaphanous, diaphanus, διαφανής diaphragm, δάφραγµα, λεπτή διαχωριστική µεµβράνη. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): genital phragm. στα ♂ Heteroptera (Hem.): το εσωτερικόν τοίχωµα του pygophore που χωρίζει την γενικήν σωµατικήν κοιλότητα από τον γεννητικόν θάλαµο (genital chamber) diaphragma of the spermatheca. σε µερικά ♀ Siphonaptera: διάφραγµα µε κυκλικόν άνοιγµα που χωρίζει το bulga από τον hilla diaphragma (πλ. diaphragmata). στα ♂ Lepidoptera: εγκάρσιο φύλλο ή µεµβράνη που κλείνει την σωµατική κοιλότητα στο πίσω µέρος της (caudally). στα ♂ Heteroptera (Hem.): diaphragm. στα ♂ Rhopalidae (Hem.: Heteroptera): inferior process diarthrosis, διάρθρωσις, άρθρωσις που επιτρέπει την κίνησιν diaspicera. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): οµάς 3 κυττάρων της ceratuba diastase, διαστάση (αµυλάση) diastole, διαστολή, φάσις επιβραδύνσεως του καρδιακού παλµού λόγω χαλαρώσεως των καρδιακών µυών υποβοηθούµενης από ελαστικά νηµάτια που στηρίζουν την καρδίαν ή µερικές φορές από συστολήν των πτερυγοειδών µυών (aliform muscles) βλ.systole diastolic, διαστολικός diastomian type (σωστό: distomian = δύο στόµια), διαστοµ(ατ)ικός τύπος. στα τέλεια Heteroptera: µεταθωρακική οσµηρή κατασκευή που εκβάλλει µε δύο στόµια σχετιζόµενα µε τις metacoxal cavities του metapleuron


194 diathesis, προδιάθεσις, κληρονοµούµενη ιδιοσυγκρασιακή κατάστασις µε την οποίαν ένα άτοµον είναι ευπαθές σε ορισµένην ασθένεια diatom rake, κτένα (τσουγράνα) διατόµων. στις νύµφες των Ephemeroptera: κατασκευή της galea αποτελούµενη από σµήριγγες ή κτενοειδείς άκανθες χρησιµοποιούµενη για την απόξεσιν διατόµων από λίθους ή άλλα αντικείµενα diaton. στα Heteroptera (Hem.): το µέγιστον πλάτος της κεφαλής µεταξύ των οφθαλµών dicerous, dicerus, δίκερως, µε δύο κεραίες (antennae) dichetae, τα Muscomorpha (Dipt.) των οποίων η proboscis αποτελείται από δύο µέρη dichoidy, διχοειδισµός, η ικανότης Acariformes ακάρεων να κάµπτουν το σώµα τους στα δύο µεταξύ των ποδών ΙΙ-ΙΙΙ µε την βοήθεια της εύκαµπτης sejugal (protero hysterosomatic furrow) βλ.ptychoidy dichoptic (δίχα + οπτίλλος = οφθαλµός), διχοπτικός. στα τέλεια Diptera: όταν οι οφθαλµοί χωρίζονται ευκρινώς στο µέσον τους βλ.holoptic dichotomy, διχοτόµησις, διχοτοµία, διακλάδωσις ενός στελέχους σε 2 ίσους και αποκλίνωντες κλάδους (στην φυλογένεσιν επί προγονικών σειρών - στη νεύρωσιν των πτερύγων - στην ταξινόµησιν των ειδών) dichromatism, διχρωµατοψία, η αντίληψις δύο χρωµάτων dicondylar, δικόνδυλος, σύνδεσις εξαρτηµάτων (π.χ. γνάθων) µε δύο σηµεία αρθρώσεως (κονδύλους) dicondylic, δικόνδυλος, µε δύο condyles dicondylic joint, δικόνδυλος άρθρωσις στο πόδι εντόµου: ένωση τµηµάτων µε δύο άρθρωση σε δύο σηµεία Dictyoptera = Blattaria + Mantodea + Isoptera βλ.Blattopteroidea Dictyopterida, Οµάς των Polyneoptera (Insecta) µε τις πρόσφατες Τάξεις: Zoraptera, Blattaria, Isoptera και Mantodea και την εκλειπούσα Protoblattoidea dictyosome, δικτυόσωµα(-τα), σύµπλεγµα µεµβρανών πιθανόν για την κατεργασίαν κυτταρικών υλικών και εκκρίσεων didactyle, didactylus, διδάκτυλος, µε 2 ισοµήκεις ταρσούς (tarsi) didymous, didimus, δίδυµος, διπλός diecious, δίοικος, dioecious, dioic differential diagnosis βλ.diagnosis, definition, description differentiention center, κέντρον διαφοροποιήσεως. στο έµβρυον: κέντρον ελέγχου στη θέση του µελλοντικού θώρακος βλ.activation center


195 difformis, δύσµορφος, παραµορφωµένος (deformed) diffracted, διατεθλασµένος, αποκλίνων προς διάφορες κατευθύνσεις diffuse, diffusus, διάχυτος diffusion, διάχυσις, βαθµιαία µίξις 2 παρακειµένων αερίων, υγρών ή υγρού και αερίου diffusion tracheae, τραχείαι διαχύσεως, κυλινδρικές τραχείες µε στερεά τοιχώµατα βλ.ventilation tracheae digestion, πέψις, η διάπασις των µεγάλων µορίων τροφής µε την επίδρασιν ενζύµων είτε µέσα στον πεπτικόν σωλήνα (alimentary canal) είτε εξωστοµατικώς βλ.extraoral digestion digestive cells, πεπτικά κύτταρα, τα εκκριτικά ή απορροφητικά κύτταρα του κοιλιακού επιθηλίου digestive system = alimentary canal digestive tract, γαστρεντερικός σωλήν, το τµήµα του alimentary canal µετά τον crop όπου γίνεται η αφοµοίωσις (assimilation) digit, digitus, δάκτυλος, δακτυλοειδής κατασκευή digitate, digitatus, δακτυλοειδής ή µε δακτυλοειδείς αποφύσεις digitiform, δακτυλόµορφος digitoid appendage, δακτυλοειδές εξάρτηµα. στα ♂ Siphonaptera: telomere digitoid process, βλ.digitoid appendage digitule(s). στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): ζεύγος κεφαλωτών τριχών στο εσωτερικό της βάσεως των ταρσικών ονύχων (tarsal claws) στο εξωτερικό ακραίο περιθώριο του ταρσού digging, σκαπτικός, ορυκτικός, προσαρµοσµένος για εκσκαφήν όπως οι πρόσθιοι πόδες του Gryllotalpa και των τελείων Scarabeidae βλ.fossorial) digitulus. στα ♀ Orthoptera: egg guide digitus (πλ. digiti), 1 η τελευταία άρθρωσις του ταρσού που φέρει τους όνυχες (claws), 2 µικρό εξάρτηµα προσαρτηµένο στη lacinia της maxilla, distitarsus. στα ♂ Noctuidae (Lep.): µικρή θηλή (papilla) στην εσωτερική πλευρά του cucullus κοντά στην εδρική γωνία της valva. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): εσωτερικός ακραίος κινητός δακτύλιος της superior volsella. στα Drosophilidae (Dipt.): οι πλευρικές πλάκες του oviscapt. στα ♂ Hymenoptera: εσωτερικός ακραίος κινητός δακτύλιος της volsella βλ.digit digitus fixus, σταθερός δάκτυλος, το κινητόν άρθρον του άκρου των chelicerae που φέρει οδόντα και άγγιστρον αντιθέτως προς τον κινητόν movable digit βλ.fixed digit


196 digoneutic (δύο + γονεύω = γεννώ), διγονευτικός π.χ. έντοµα µε δύο επωάσεις – νεοσσιές «φουρνιές» (broods) digoneutism, διγονευτισµός, η δυνατότης παραγωγής δύο επωάσεων (broods) σε µίαν εποχήν dilate, dilatatus, dilated, διαπλατυσµένος, δυσαναλόγως διευρυµένος, διεσταλµένος dilated, διογκωµένος, διευρυµένος, διεσταλµένος dilation, διαστολή dilator (πλ.dilatores), διαστολεύς, κάθε µύς που λειτουργεί για να διευρύνει ή να ανοίγει µίαν κατασκευήν. στο Pediculus humanus (Phthiraptera: Anopl.): mesomeral arch dilator buccalis, διαστολεύς στόµατος (mouth dilator) dilator cibarii, ένας από το ζεύγος µυών που ξεκινούν από το πρόσθιον τοίχωµα του cibarium και εισέρχονται στην epipharyngial επιφάνειάν του dilator muscle of spiracle· στο αναπνευστικό στίγµα (spiracle): µύς που ανοίγει είτε το εξωτερικό είτε το εσωτερικό closing apparatus του atrium dilator muscles of alimentary canal, µύες εκτεινόµενοι από το εσωτερικόν του σωµατικού τοιχώµατος (body wall) προς τον πεπτικόν σωλήνα (alimentary canal) dilator pharyngealis, διαστολεύς (µύς) του φάρυγγος (pharynx) dilatores pharyngis frontales = frontal dilators of the pharynx dilatores pharyngis postfrontales = postfrontal pharyngeal dilators dilute, dilutus, αµυδρoύ χρώµατος, λεπτυσµένος, αραιωµένος dimerus, dimerous, διµερής, αποτελούµενος από δύο µέρη, µε ζεύγη εξαρτηµάτων, τύπος µε δύο tarsomeres όπως σε οµάδες των Hemiptera dimidiate (dimitiatus, dimidius), ηµισευµένος· στα έλυτρα: όταν αυτά καλύπτουν µόνον το ήµισυ της κοιλίας βλ.abbreviate dimidiate fascia, δέσµη συντετµηµένη dimorph, dimorphic, dimorphous, δίµορφος, διµορφικός, απαντών µε δύο ευδιάκριτες µορφές (τύπους) dimorphism, διµορφισµός, διαφορά στη µορφή - χρώµα κ.λ.π. µεταξύ ατόµων του ιδίου είδους π.χ.εποχικός, φυλετικός ή γεωγραφικός διµιρφισµός βλ.polymorphism, sexual dimorphism dinergate, δινεργάτης. στα Formicidae (Hym.): οπλίτης µε πολύ ογκώδη κεφαλήν και γνάθους dinergatogyne. στα Formicidae (Hym.): ανάµικτη µορφή συνδυάζουσα χαρακτηριστικά


197 οπλίτη (dinergate) και ergatogyne dioecious, δίοικος, µε ευδιάκριτα τα φύλα (sexes), µονοφυλετικός (unisexual), ♂ και ♀ γαµέτες σε διαφορετικά άτοµα βλ.bisexual Diopsoidea, Υπεροικ. των Schizophora - Acalyptrata των Muscomorpha (Dipt. : Brachycera) µε τις Οικογ.: Diopsidae, Psilidae, Tanypezidae και Strongylophthalmiidae dioptrate, διοπτρικός, απλός οφθαλµός (ocellus) µε την κόρη (pupil) χωρισµένη µε µίαν διαγώνιον γραµµή dioptric, διοπτρικός, διαθλαστικός, που βλέπει µέσω διαθλάσεως (refraction) του φωτός dioptric apparatus, διοπτρική συσκευή, το εξωτερικόν διαφανές µέρος οπτικού οργάνου, αποτελούµενον από την cornea και συνήθως από το subcorneal crystalline body dioptric layer, διαθλαστική στιβάς (του οφθαλµού) βλ.tapetum diphagus parasitoid, διφάγον παρασιτοειδές. στα Aphelinidae (Hym.): είδος του οποίου το ♂ και το ♀ είναι παρασιτοειδή του ιδίου είδους ξενιστή αλλά τρέφονται µε διαφορετικόν τρόπο βλ.heterotrophic parasitoid και heteronimous hyperparasitoid diploergate, διπλοεργάτης. στα Formicidae (Hym.): άτοµα µε χαρακτηριστικά των major και media workers Diplogangliata = Arthropoda diploid, διπλοειδής, µε δύο σειρές χρωµατοσωµάτων (2ν) που είναι ο φυσιολογικός αριθµός για όλα τα κύτταρα εκτός των ωρίµων γενετικών κυττάρων (βλ. haploid, polyploid) Diploptera, Diplopteryga και Hymenoptera (π.χ.Vespidae) µε πτέρυγες που διπλώνουν κατά µήκος κατά την ανάπαυσιν Diplura, πρωτόγονη Κλάσις ή Τάξις απτέρων ενδοπτερυγωτών εντόµων µε µακρές νηµατοειδείς κεραίες Dipsocoromorpha, Ανθυποτάξις των Heteroptera (Hem.) µε τις Οικογ. Cryptostemmatidae, Dipsocoridae, Hypsipterygidae, Schizopteridae και Stemmatocryptidae Diptera, Τάξις ενδοπτερυγωτών εντόµων µε τέλεια που έχουν ένα ζεύγος πτερύγων (τις πρόσθιες) ενώ οι οπίσθιες έχουν µορφήν µικρών ροπαλοειδών αλτήρων (halters) και προνύµφες άποδες (apodous) dipterocecidium, διπτεροκικίς, κηκίδα προκαλούµενη από Diptera dipterous, δίπτερος, που ανήκει ή έχει τους χαρακτήρες των Diptera direct flight, άµεσος πτήσις, πτήσις στην οποίαν η προς τα κάτω κίνησις των πτερύγων


198 (downstroke) ελέγχεται κατ’ ευθείαν από τον basalare muscle βλ. indirect flight direct flight muscles, µύες ευθείας πτήσεως, µύες προσαρτηµένοι στην πτέρυγα - για πτήση σε κατ’ ευθείαν γραµµή (αντ. indirect flight muscles) direct metamorphosis = incomplete metamorphosis direct wing muscles, οι µασχαλιαίοι (axillary) και νωτιαίοι (dorsal) µύες της πτέρυγος direct response, κατευθυνοµένη ανταπόκρισις, ανταπόκρισις σε ερέθισµα, είτε µε προσανατολισµόν προς αυτό (tropism) είτε µε κίνησιν προς ή αποµάκρυνσιν από αυτό (tactism) βλ.complex behabior directing tube. στις προνύµφες των Lepidoptera: η προσθία διαίρεσις του silk-spinning aparatus (spinneret) directive coloration, κατευθυντήριος χρωµατισµός, σηµεία ή χρώµατα που τείνουν να παραπλανήσουν τον εχθρό director(es) penis, κατευθυντήρ(ες) φαλλού. στο Cyrestis (Lep.: Nymphalidae): κάθετη χειροειδής σκληροποιηµένη απόφυσις έµπροσθεν του ostium bursae dirigo (πλ. dirigones), κατευθυντήρ(ες). στα ♂ Odonata: διάφορες αποφύσεις κοντά στη βάση της κοιλίας που διευκολύνουν τον προσανατολισµό των accessory genitalia στο abdominal segment II disc, disk, δίσκος, 1 κεντρική άνω επιφάνεια κάθε τµήµατος 2 όλη η εντός περιθωρίου περιοχή 3 κεντρική περιοχή πτέρυγος, 4 στα Orthoptera: η εξωτερική επιφάνεια του οπισθίου µηρού disc of valva, δίσκος βαλβίδος. στα ♂ Lepidoptera: valvula disca, το σηµείο προσφύσεως µεγάλου µυός στο σώµα, που (στην εξωτερικήν επιφάνειά του ) φαίνεται σαν δίσκος ή δακτύλιος discal, δισκικός, του δίσκου discal area, δισκική περιοχή. στις πτέρυγες: η πιο κεντρική περιοχή ή η περιοχή που καλύπτει το discal cell discal bristles, δισκικαί σµήριγγες. στα τέλεια Diptera: discal setae discal cell, δισκικόν κελλίον (κύτταρον). στα τέλεια Lepidoptera: µεγάλο, κεντρικό κύτταρο της πτέρυγος. σε µερικά τέλεια Diptera: κλειστό κύτταρο κοντά στο µέσον της πτέρυγος. στα τέλεια Hymenoptera: first discoidal cell discal crossvein = discoidal crossvein discal elevation, δισκική ανόρθωσις. στα Tingidae (Hem.: Heteroptera): η ανορθωµένη


199 (από το πέριξ της επίπεδον) κεντρική περιοχή της προσθίας πτέρυγος discal medial cell. στα τέλεια Muscomorpha (Dipt.: Brachycera): discal cell discal medial-cubital crossvein (dm-cu). σε µερικά Nematocera και Orthorrhapha: Brachycera και σε όλα τα Muscomorpha (Dipt.): ένωσις του τρίτου κλάδου του media (M3) και του medial crossvein discal patch, δισκική κηλίς. σε µερικά ♂ Hesperidae (Lep.): λοξή λωρίδα εξειδικευµένων µαύρων λεπίων στον δίσκο (disc) των προσθίων πτερύγων discal sclerite. σε µερικά Muscomorpha (Dipt.): δίσκος της labella ο οποίος φέρει προστοµατικούς οδόντες (prestomal teeth) discal scutellar bristles. στα τέλεια Diptera: discal scutellar setae discal scutellar setae. στα τέλεια Diptera: τρίχες επί του δίσκου του mesoscutellum discal scutellars = discal scutellar setae discal seta. σε µερικά Cocoidea (Hem.: Sternorrhyncha): µεγάλη µονή τρίχα στο οπίσθιον ήµισυ της νωτιαίας επιφανείας του operculum discal setae. στα τέλεια Diptera: ένα ή περισσότερα ζεύγη σκληρών τριχών κοντά στο µέσον του νώτου (dorsum) των κοιλιακών δακτυλίων πριν από το οπίσθιον περιθώριον (hind margin) discal vein. στα Lepidoptera: το εγκάρσιο νεύρο που κλείνει το discal ή το median νεύρο πτέρυγος (από το R5 έως το M1) discaloca. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): µικρή στρογγυλή προεξέχουσα περιοχή στο µέσον της κοιλιακής όψεως του οπισθίου µέρους του σώµατος disciform, δισκοειδής βλ.discoid discleritous, κατάστασις στην οποίαν τεργίτες και στερνίτες είναι ευδιάκριτοι και ξεχωρίζουν µεταξύ τους βλ.synscleritous discocellular nervure–veins. στα τέλεια Lepidoptera: discal vein discocellulars. στα τέλεια Lepidoptera: τα βραχέα, µάλλον εγκάρσια νεύρα που κλείνουν (µε τα άκρα τους) κάποιο κύτταρον πτέρυγος discoid, discoidal, µε το σχήµα δίσκου βλ.disciform discoidal area, δισκοειδής περιοχή, η µεσαία περιοχή ή πεδίον ενός οργάνου (κυρίως των πτερύγων). στα Orthoptera: η περιοχή των tegmina µεταξύ της οπισθίας (anal) και της προσθίας (costal) περιοχής. στα Tingidae (Hem.: Heteroptera): περιοχή της


200 προσθίας πτέρυγος όπισθεν της subcostal περιοχής discoidal areolet. στις πτέρυγες των Odonata: ένα από τα κύτταρα που υπάρχουν σε σειρές στην εξωτερική πλευρά µεταξύ του βραχέως τοµέα (short sector) και του άνω τοµέα (upper sector) του τριγώνου discoidal cell (DC), δισκοειδές κύτταρον. στα τέλεια Psocoptera: κύτταρον της προσθίας πτέρυγος εκεί όπου συναντάται το cubital crossvein (Cu) µε το media (M). στα Odonata: το τετράπλευρο κύτταρον. στα Diptera: median cell· στα Trichoptera: ανοικτό ή κλειστό κύτταρον στη µασχάλη του κερκιδικού τοµέα (sector radii). στα Hymenoptera: ένα ή περισσότερα median cells στο ακραίον ήµισυ της πτέρυγος, περιλαµβανοµένου και του discoidal cell discoidal crossvein. στα τέλεια Diptera: το νεύρο που χωρίζει το discal από το basal medial cell (M3) discoidal field = discoidal area discoidal nervule. στα Lepidoptera: το M1 νεύρον πτέρυγος discoidal pores. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): πολύ µικροί πόροι (pores) κοντά στους οφθαλµούς. στα Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): µικροί πόροι ακανονίστως διασκορπισµένοι στην άνω (dorsal) ή και την κάτω (ventral) κοιλιακήν επιφάνεια των τελείων discoidal triangle. στα τέλεια Odonata: triangle discoidal vein, δισκοειδές νεύρον. στα τέλεια Hymenoptera: anterior cubitus (CuA) εκτεινόµενο κατά µήκος του οπισθίου περιθωρίου του first median cell discoideous = discoideus = discoidal discolor (discolorate, discolored, discolorous), ετερόχρους, ποικιλόχρους, µε διάφορα χρώµατα βλ.variegated discontinuous variation, ασυνεχής ποικιλοµορφία, όταν τα άτοµα ενός δείγµατος εµπίπτουν σε κλάσεις µη επικαλυπτόµενες σταδιακώς µεταξύ τους βλ.continuous variation, polymorphism discrete, discretus, διακεκριµένος, διακριτός discrimen, διάκρισις, διάστασις (χωρισµός), διάστηµα. στα τέλεια Coleoptera: µεσαία επιµήκης αύλαξ (sulcus) του pterothorax που τονίζει εγκόλπωσιν του sternum discriminal line, διαχωριστική γραµµή (discrimen)


201 discs, δίσκοι. στις προνύµφες των Coleoptera: οι κοιλιακές κινητικές αποφύσεις discus, δίσκος, επίπεδος κυκλική πλάξ discus of maxilla, 1 δίσκος ή στέλεχος του κάτω χείλους (maxilla), 2 το δεύτερο τµήµα της maxilla που γειτονεύει µε το σηµείον προσφύσεώς της disease transmission, µετάδοσις ασθενείας, εξάπλωσις ασθένειας σε ανθρώπους ζώα ή φυτά µέσω εντόµων τα οποία χρησιµεύουν ως φορέας ή ενδιάµεσος ξενιστής του παθογόνου π.χ. viral transmission disharmonic growth, δισαρµονική ανάπτυξις (allometric growth) disjoined, disjointed, εξαρθρωµένος, αποσυνδεδεµένος (disjunct) disjunct, disjunctus, αποσπασµένος, αποχωρισµένος (disunited) disjugal plane· στα ακάρεα: το επιπεδον που διαχωρίζει το prosoma disk = disc dislocated, εξαρθρωµένος, µετατοπισµένος dispersal flight, πτήσις εξαπλώσεως. στα Isoptera: µαζική εποχική έξοδος (exodus) των πτερωτών αναπαραγωγικών από τη φωληά µε σκοπό τον εποικισµό (colonization) βλ.nuptial flight και mating flight dispersed, dispersus, διάσπαρτος, µε διασκορπισµένα σηµεία ή µικρές γλυφές βλ.sparse display, επίδειξις, έκθεσις, παρουσίασις, σχέδιον κατασκευής ή συµπεριφοράς που χρησιµεύει ως σήµα οπτικής επικοινωνίας για άλλα άτοµα του ιδίου είδους (conspecific) disposed, διευθετηµένος ή σχεδιασµένος disruptive coloration, διασπαστικός χρωµατισµός, κρύψις (crypsis) κατά την οποία το περίγραµµα του εντόµου διακόπτεται οπτικώς ώστε µέρη αυτού να φαίνεται ότι χάνονται στο βάθος dissepiment, διάφραγµα, διαχωριστικό τοίχωµα π.χ. χωρίσµατα (septa) των κοιλωµατικών σάκκων (coelom sacs) του εµβρύου, λεπτό περιτύλιγµα (envelope) στα µέλη της pupa obtecta distacalypteron = antosquama = squama = antitegula distadentis (πλ. distadentes), οι οδόντες του απωτέρου άκρου της mandibula distagalea = distigalea distad, προς το απώτερον τέρµα distal, ακραίος, απόµακρος, 1 πλησίον ή προς το ελεύθερον άκρον κάθε εξαρτήµατος, 2 το πιο απόµακρον από το σώµα τµήµα ενός εξαρτήµατος (αντ.proximal)


202 distal arm (of sternum IX). στα ♂ Siphonaptera: οπίσθιος βραχίων του ΙΧ κοιλιακού στερνίτη distal brustia. στα Chironomidae (Dipt.): pecten mandibularis distal cell, στις πτέρυγες: κύτταρον πτέρυγος οριζόµενον από τους κλάδους εγκαρσίων νεύρων distal lobe. στα ♂ Dermaptera: το ακραίον τµήµα του φαλλού (penis) ανάµεσα στα παραµερή (parameres) distal lobe of harpagones. στα ♂ Neuropteroidea: stylus distal meatus (πόρος, δίοδος). στα ♂ Anisoptera (Od.): το ακραίον άνοιγµα του seminal duct distal median plate. στα τέλεια Diptera: δίσκος στη µεσαία περιοχή της βάσεως της πτέρυγος που χωρίζεται από τον proximal median plate µε την basal fold. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): δίσκος της βάσεως της πτέρυγος πίσω από τον proximal median plate βλ. second median plate distal process, ο περιφερειακός κλάδος ή ένας από τους πολλούς ακραίους κλάδους ενός αισθητηρίου νευρικού κυττάρου (nerve cell) distal process of harpe. στα ♂ Pieridae (Lep.): µέρος της harpe distal process of sternum X. στα ♂ Neuroptera: mediuncus distal retinular cells, iris pigment cells, χρωµοκύτταρα της ίριδος), πυκνώς κεχρωσµένα κύτταρα που περιβάλλουν τα crystalline cone - cells και την corneal hypodermis distal rhachis. στα ♂ Hymenoptera: µέρος των rhachies στα άκρα των gonapophyses όχι συνενωµένων µεταξύ τους αλλά που να σχηµατίζουν προεξέχοντες ανάγλυφους σκληρίτες (sclerites) distal segment of gonostyli. στα ♂ Mecoptera: stylus distal segment of penis. στα ♂ Zygoptera: glans (βάλανος) distal sensory area. στις προνύµφες Scarabaeidae: haptomerum distal tubular gland. στα ♀ Heteroptera (Hem.): glandula apicalis (σε σκωληκοειδή αδένα) distalia, flafellum, (µαστίγιον) κεραίας distant, απόµακρος, απέχων (π.χ.αποστασιοποίησις µερών του σώµατος µέσω ραφών ή εγκοπών)


203 disticalypter. στα τέλεια Diptera: upper calypter disticardo, η ακραία περιοχή της cardo disticercus. σε µερικά ♀ Diptera. second segment of cercus (δεύτερο τµήµα του κέρκου) distichous, distichus, δίστιχος, διµερής, χωρισµένος στα δύο distichous antennae, κτενοειδείς κεραίες στις οποίες οι προεξοχές (δόντια), ξεκινούν από την κορυφή κάθε τµήµατος και κλίνουν προς τα εµπρός σε οξείες γωνίες disticonjuctiva -vae. στα ♂ Heteroptera (Hem.): το εγγύτερον τµήµα του endosoma που περιλαµβάνει το ejaculatory reservoir disticoxa. στα τέλεια Mycetophilidae (Dipt.): το ακραίον τµήµα της midcoxa βλ.basicoxa distigalea, το ακραίον τµήµα της galea distimentum. στις προνύµφες Chironomidae (Diptera): νωτιαίος δίσκος (συνήθως οδοντωτός) του µε διπλόν τοίχωµα mentum (πώγων) distimere. στα ♂ έντοµα: telomere. στα ♂ Diptera: dististylus ή gonostylus distiphallus (-lli). στα ♂ Diptera: ακραίον τµήµα του aedeagus βλ.basiphallus distiproboscis. στα τέλεια Diptera: prementum που φέρει την labella distipulvillus. στα Heteroptera (Hem.): ακραίον µεµβρανώδες ή τριχωτό µέρος του pulvillus dististipes, το ακραίον τµήµα του maxillary stipes dististyle, gonostyle. στα ♂ Diptera: gonostylus. στα ♂ Chironomidae (Dipt.) και Mecoptera: dististylus dististylus -li. στα ♂ Mecoptera: stylus. στα ♂ Diptera: ακραίον τµήµα των gonopods βλ.gonostylus distitarsal, του distitarsus (ακροταρσός) distitarsus, το ακραίον tarsomere distivolsella (-lla) . στα ♂ Hymenoptera: cuspis (αιχµή) distivolselar apodeme. στα ♂ Hymenoptera: απόδεµα της cuspis distolateral lobes, στα ♂ Siphonaptera: ζυγοί ωοειδείς λοβοί που συνορεύουν είτε µε το ακραίον τµήµα του median dorsal lobe είτε µε τον σκληρίτη του Ford (Ford’s sclerite) ditrysian type of genitalia, 1 ♀ genitalia µε δύο γεννητικούς πόρους (ανοίγµατα) έναν για σύζευξιν και έναν για εναπόθεσιν ωών, 2 ♀ genitalia των Lepidoptera στα οποία τα ανοίγµατα των vagina και bursa copulatrix είναι ξεχωριστά βλ.monotrysian και


204 exoporian types diuresis, διούρησις, αύξησις εκκρίσεως υγρού από τους Malpigian tubules (αµέσως µετά την λήψιν τροφής) προκαλούµενη από ορµόνην βλ.diuretic hormone diuretic hormone, διουρητική ορµόνη, ορµόνη που προκαλεί diuresis diurnae, ηµερόβια (συνήθως πεταλούδες που πετούν την ηµέρα) diurnal, ηµερόβιος, ενεργός κατά τις ώρες της ηµέρας βλ.crepuscular, matinal nocturnal diurnal rhythm, ηµερήσιος ρυθµός (δραστηριότητος) divaricable, διασκελίζων,ικανός να ανοίγει τα «σκέλη» του divaricate, divaricatus, διασκελισµένος, διχαλωτός ή χωρισµένος σε 2 κλάδους π.χ. πτέρυγες που ανοίγουν προς τα πίσω ή όνυχες ταρσού developmental (growth) threshold, ουδός (όριον, κατώφλιον) αναπτύξεως, η θερµοκρασία κάτω από την οποίαν το έντοµο δεν αναπτύσσεται divergence, απόκλισις, διαφοροποίησις ενός είδους µε την απόκτησιν νέων χαρακτηριστικών βλ.anagenysis convergence divergent, αποκλίνων diverse, διάφορος, ποικίλος diversity, ποικιλοµορφία diverticulum (-la), εκτροπή, κάθε τυφλή ή σακκοειδής έκφυσις αγγείου π.χ. midgut caecum. στα ♀ Pentatomoidea (Hem. Heteroptera): diverticulum ductus diverticulum ductus. στα ♀ Heteroptera (Hem.): σωληνοειδής ή σακκκοειδής εκτροπή του ductus reseptaculi divided dorsal shield, διηρηµένον νωτιαίον ασπίδιον· στα ακάρεα Mesostigmata: τέλεια µε συνήθως 2 άνισους dorsal shields dividens (vena), διηρηµένη φλεψ (φλέβα = νεύρον πτέρυγος). στα Orthoptera: vena dividens division of labor, καταµερισµός εργασίας βλ.polyethism dog-ear marks, στα Hym. (Apoidea): µικρά τριγωνοειδή ανοικτόχρωµα σηµάδια αµέσως πίσω από τις κεραίες (antennae) dolabrate, dolabratus, dolabriform, σκεπαρνόµορφος, αξινοειδής domatium (πλ. domatia) (δωµάτιον = µικρόν δώµα), φυτικός θάλαµος προς στέγασιν ορισµένων αρθροπόδων, κυρίως µυρµηγκιών (βλ.myrmecophyta)· στα ακάρεα: acarodomatia dome organ, θολωτόν όργανον, campaniform sensillum


205 dominance, κυριαρχία, φυσική επικράτησις ατόµων ή ειδών επί τη βάσει εµφανούς εξουσιασµού, δυνάµεως, επιρροής κ.λ.π. dominant, κυρίαρχος, 1 χαρακτήρ (χαρακτηριστικόν) πιο συνεχής και εµφανής από άλλους, 2 τύπος ή σειρά που βρίσκεται σε µεγάλους αριθµούς (γενών, ειδών και ατόµων), 3

άλληλον (allele) που προσδιορίζει τον φαινότυπον (phenotype) ενός ετεροζυγωτού (heterozygote) βλ.heterozygous, homozygous, recessive dormancy, λήθαργος, κατάστασις αναπαύσεως ή ηρεµίας που επέρχεται σε περιόδους κατά τις οποίες οι κλιµατικές συνθήκες δεν ευνοούν την φυσιολογική δραστηριότητα του οργανισµού ή όταν πρόκειται να συγχρονισθούν ορισµένα δρώµενα του βιολογικού κύκλου (βλ.diapause, πρβλ.quiescence) dormancy = quiescence dormant, κοιµώµενος, αδρανής, διαθερίζων (aestivating) dorsad, προς το νωτιαίον ή το οπίσθιον µέρος του εντόµου dorsal, νωτιαίος, ραχιαίος , στην άνω επιφάνεια του σώµατος dorsal abdominal scent gland, νωτιαίος οσφρητικός αδήν κοιλίας· στις προνύµφες Heteroptera (Hemiptera): ζυγός ή άζυγος οσφρητικός κοιλιακός αδένας βλ. metathoracic scent gland dorsal aedeagal bridge. στα ♂ Culicidae (Dipt.): εγκαρσία σκλήρυνσις που ενώνει τους aedeagal sclerites κοντά στην έδρα (anus) dorsal aedeagal sclerites. στα ♂ Cyrtacanthacridinae (Orth.: Acrididae): νωτιαίες ισχυρώς σκληροποιηµένες κατασκευές στη µεµβράνη του φαλλοτρήµατος (phallotreme membrane) dorsal aedeagal valves. στα Cyrtacanthacridinae (Orth.: Acrididae): anterior apical processes of aedeagus βλ.aedeagal valves dorsal amnioserosal sac, νωτιαίον όργανον του εµβρύου µερικών εντόµων (σε όψιµο στάδιο) σχηµατιζόµενο από το διαρραγέν συνεπτυγµένο amnion και την serosa (χοριακή µεµβράνη) dorsal anal lobe. στα Siphonaptera: ο νωτιαίος λοβός του proctiger dorsal anal plate. στα Aphidoidea (Hem.: Sternorrhyncha): πλάξ διαφόρων σχηµάτων, µε τρίχες προς την anal aperture dorsal aorta = aorta dorsal apodeme, νωτιαίον απόδεµα. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): µικρή προεξοχή στην νωτιαία (εσωτερικήν) επιφάνεια της οπισθίας hard plate


206 dorsal apodeme of aedeagus. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): το νωτιαίον τµήµα της κυψελίδος (socle) dorsal apotome, νωτιαία αποτοµή. στα ατελή έντοµα: η κρανιακή περιοχή που ορίζεται πλευρικώς από τις frontal ecdysial lines και (στο άκρον της) από µία φανταστική γραµµή µεταξύ των πιο ακραίων τµηµάτων των frontal ecdysial lines βλ.frontal apotome dorsal appendices, νωτιαία εξαρτήµατα. στα ♂ Coelifera (Orth.): ζεύγος κινητών σκληριτών επάνω στις apical valves του φαλλού (penis) dorsal arms of the tentorium, νωτιαίοι βραχίονες του tentorium, εµφανείς δευτερεύουσες εκφύσεις των προσθίων βραχιόνων του tentorium που προεκτείνονται µέχρι τη βάση των κεραιών (antennae) dorsal axillar surface, νωτιαία µασχαλιαία επιφάνεια. στα τέλεια Apocrita (Hym.): το νωτιαίον τοίχωµα του ακραίου θαλάµου (palliolum) όταν αυτός είναι διογκωµένος dorsal blastoderm = serosa dorsal blood vessel, νωτιαίον αγγείον (dorsal vessel) dorsal bridge of dorsal phallotreme sclerite. στα ♂ Orthoptera: ponticulus dorsal bristles, στα τέλεια Diptera: dorsocentrals dorsal brush. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): οµάδα τριχών που φύονται από την dorsocaudad angle του Χ κοιλιακού δακτυλίου (abdominal segment X) dorsal cavity, νωτιαία κοιλότης. στα ♂ Grylloidea (Orth.): µεγάλος θύλακος κοιλιακώς του pseudepiphallus gonopore. στα ♂ Tettigonioidea (Orth.): titillator cavity dorsal chitin rods. στα ♂ Nepidae (Hem. Heteroptera): basal plates dorsal condyle, νωτιαίος κόνδυλος· στα γναθωτά έντοµα: ο νωτιαίος κόνδυλος της mandibula που αρθρώνεται στο pteurostoma βλ.ventral condyle dorsal closure, ο σχηµατισµός του νωτιαίου τοιχώµατος (dorsal wall) που περιβάλλει την λέκιθο στο έµβρυον dorsal connectives, νωτιαία συνδετικά. στα ♂ Heteroptera (Hem.): τα αποδέµατα των basal plates που καταλήγουν σε κεφαλωτή προεξοχή στην οποίαν εισέρχονται οι µύες του φαλλού (phallus) dorsal cornua, νωτιαία κεράτια. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): οι νωτιαίοι βραχίονες του tentoropharyngeal sclerite dorsal crest. σε µερικά Collembola: κάθετον επίµηκες ελασµάτιον (lamella) στο νώτο του


207 VI κοιλιακού δακτυλίου. στα ♂ Lepidoptera: tegumen + uncus dorsal diaphragm, νωτιαίον διάφραγµα, 1 το κυριώτερο χώρισµα του αιµοκοιλώµατος (hemocoele) που εκτείνεται κατά µήκος της κοιλιακής κοιλότητος πάνω από τον πεπτικό σωλήνα (alimentary canal), 2 οι πτερυγοειδείς µύες (και η σχηµατιζόµενη µε αυτούς µεµβράνη), που χωρίζουν το pericardial sinus από το perivisceral sinus dorsal disk. στα Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): ωοειδής δίσκος που σκεπάζει την µεσαία περιοχήν του νώτου της νύµφης (pupa) dorsal ecdysial line, νωτιαία γραµµή εκδύσεως κατά µήκος της οποίας σχίζεται ή κάµπτεται η επιδερµίς κατά την έκδυσιν (ecdysis) dorsal evagination of bursa copulatrix. στα ♀ Hydrometra (Het.: Hydrometridae): vaginal pouch dorsal field. στα Orthoptera: η οριζόντιος περιοχή των κλειστών προσθίων πτερύγων dorsal flap. στα ♂ Culicidae (Dipt.): τµήµα του basistylus (coxite) όταν αυτός χωρίζεται από µεσαίαν λωρίδα ή µεµβράνην dorsal fringe. σε προνύµφες πολλών Culicidae (Diptera): ένας από τους φαρυγγικούς κροσσούς στο νώτον του νωτοπλευρικού φαρυγγικού σκληρίτη (laterodorsal pharyngeal sclerite) του πλευρικού περιθωρίου του φάρυγγα (pharynx) βλ.primary secondary dorsal fringes dorsal gland, νωτιαίος αδήν. στις προνύµφες των Lycaenidae (Lep.): αναστρεφόµενον αδενικόν όργανον µεσονωτιαίως του VII κοιλιακού δακτυλίου (abdominal segment VII) dorsal gland orifices. στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha): dorsal pores dorsal glands. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): dorsal pores dorsal gonapophyses. στα ♀ Psocoptera: valvae dorsales. στα ♀ Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): η άζυγος (µονήρης) γοναπόφυσις του IX κοιλιακού δακτυλίου (abdominal segment IX) dorsal gonocoxal bridge. στα ♂ Hymenoptera: βασική σκληροποιηµένη γέφυρα µεταξύ των γονοκοξιτών νωτιαίως (dorsum) dorsal groove. στα τέλεια των Vespidae (Hym.): αυλάκωσις από το epicranium µέχρι τον episternal scrobe στο mesepisternum dorsal group of setae. στις προνύµφες Lepidoptera: οι πρωτογενείς D1 και D2 τρίχες του θώρακος και της κοιλίας


208 dorsal hair tuft. στις προνύµφες Culicidae (Dipt.): θύσανος µακρών τριχών στο οπίσθιο νωτοµέσον του IX κοιλιακού δακτυλίου (abdominal segment IX) dorsal hooks. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): anal hooks dorsal labral sclerite. στις προνύµφες των Diptera (π.χ. Culicidae): median labral plate dorsal laterotergite(s) . στα Heteroptera (Hem.): η νωτιαία πλάξ ενός κοιλιακού laterotergite (dorsal, external και inner laterotergite) dorsal light reaction, διαγώνιος προσανατολισµός κατά τον οποίον η νωτιαία επιφάνεια του σώµατος διατηρείται συνεχώς κάθετη προς µίαν φωτεινή πηγή (π.χ.Odonata) dorsal light reflex = dorsal light reaction dorsal lip, νωτιαίον χείλος. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): διαγώνιος ισχυρώς χιτινισµένη πλάξ που στηρίζει νωτιαίως το ουραίον (caudal) άκρον του anal tube dorsal line, νωτιαία γραµµή. στις προνύµφες των Lepidoptera: µεσαία νωτιαία επιµήκης γραµµή dorsal lobe, νωτιαίος λοβός. στα ♂ Argynninae (Lep. Nymphalidae): ampulla dorsal lobe of aedeagus. στα ♂ Siphonaptera: απλός ή υποδιηρηµένος λοβός στο νωτιαίον περιθώριον του aedeagus. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): median volsella dorsal lobe of apodemal strut. στα ♂ Siphonaptera: lobus fulcri medialis dorsal lobe of fulcrus. στα ♂ Siphonaptera: lobus fulcri medialis dorsal lobe of paramere. στα ♂ Neuroptera: superprocessus dorsal lobe of penis. στα ♂ Orthoptera: dorsal aedeagal valve dorsal lobe of segment IX. στα ♂ Plecoptera: hemitergal processes dorsal mandibular spine. σε προνύµφες πολλών Culicidae (Dipt.): µικρή άκανθα νωτιαίως της βάσεως της dorsal mandibular seta dorsal maxillary suture, νωτιαία γναθική ραφή. στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): ραφή επί της νωτιαίας επιφανείας της κάτω γνάθου (maxilla) dorsal muscles, νωτιαίοι µύες, επιµήκεις µύες της ράχεως (dorsum) µε επιµήκεις ίνες προσκοληµένες συνήθως στις intersegmental folds ή στις antecistae των διαδοχικών terga dorsal ocelli, νωτιαία οµµατίδια, απλοί οφθαλµοί των τελείων εντόµων, συνήθως 2 ή 3 dorsal oral brush. στις προνύµφες πολλών Culicidae (Dipt.): κροσσός ή κάλυµµα από νήµατα επάνω ή πλησίον του dorsal oral sclerite


209 dorsal oral sclerite. σε προνύµφες πολλών Culicidae (Dipt.): µικρή ηµισεληνοειδής πλάξ µέσα στο στόµα και επάνω στη µεσαία γραµµή του νωτιαίου τοιχώµατος του φάρυγγος (pharynx) dorsal organ, νωτιαίον όργανον. στο έµβρυον: primary dorsal organ dorsal ostioles. στα Pseudococcoidae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): ostioles dorsal parameres νωτιαία παραµερή. στα ♂ Aeolothripidae (Thys.): dorsal pair of parameres. στα ♂ Neopanorpa (Mec.: Panorpidae): paired dorsal processes of aedeagus βλ.penunci dorsal paratergite. στα Heteroptera (Hem.): dorsal laterotergite dorsal phallic lobes. στα ♂ Ensifera (Orth.): paired dorsal lobes of phallus dorsal phallic valves. στα ♂ Mecoptera: dorsal valves dorsal pharyngeal sclerite. σε προνύµφες πολλών Culicidae (Dipt.): ένα από τα ζεύγη του νωτιαίου τοιχώµατος του φάρυγγος (pharynx) dorsal plate(s), νωτιαίες πλάκες. στα ♀ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): η νωτιαία των genital plates (apical plate) που φέρει την έδρα (anus). στα ♀ Nepidae (Hem.: Heteroptera): gonapophyses of abdominal segment IX. στις προνύµφες των Buprestidae (Col.): πλάξ ή δίσκος στη νωτιαία επιφάνειαν του διογκωµένου δακτυλίου πίσω από την κεφαλήνν. στα ♀ Hydropsychidae (Trich.): οι ευρείες οπίσθιες γωνίες του abdominal tergite VIII. στις προνύµφες Trichoptera: ο νωτιαίος σκληρίτης που «γεφυρώνει» την εύκαµπτη µεµβρανώδη ένωση µεταξύ του lateral claw ενός anal proleg dorsal pores. στα Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): κηρογόνοι πόροι (wax pores) dorsal pouch. στα ♀ Heteroptera (Hem.): vaginal pouch dorsal premental teeth. σε προνύµφες µερικών Culicidae και Dixidae (Dipt.): σειρά οδόντων σε κάθε πλευράν της midline του labiohypopharynx αµέσως κάτω (ventral) από τον σιαλογόνον αγωγό (salivary meatus) dorsal process. στα ♂ Trichoptera: 1 άζυγη (µονήρης) νωτοεδρική προεκβολή του IX κοιλιακού δακτυλίου, 2 ή ζυγή ή άζυγη κατασκευή προερχοµένη από την συγχώνευση των δύο ανωτέρων προεκβολών dorsal process (of corpus of clasper) . στα ♂ Siphonaptera, proccessus basimeris dorsal process of tergum IX. στα ♂ Mecoptera: epiandrium


210 dorsal processes. στα ♂ Lentridae (Plec.): σκληροποιηµένες τροποποιήσεις των V - X τεργιτών dorsal ptyche, νωτιαία πτυχή. στα ♂ και ♀ Symphyta, ♀ Parasitica και στα περισσότερα ♂ Hymenoptera: επιµήκης µεσαία αναδίπλωσις (πτυχή) του corium σε κάθε IX γοναπόφυσιν (gonapophysis) που αποτελεί νωτιαίον όριον του ωοφόρου σωλήνος (egg canal) και συνέχεια του εκσπερµατικού αγωγού (ejaculatory duct) dorsal ramus, νωτιαίος κλάδος. στα ♂ Hymenoptera: dorsal ramus of gonapophysis IX, στα ♀ Hymenoptera: νωτιαίον απόδεµα κατά µήκος γονοποδίου που το συνδέει µε βάσιν γονοκοξίτη. στις προνύµφες Anophelinae (Culicidae) και Dixidae (Diptera): ραβδοειδής κατασκευή που συνδέει τους cibarial bars νωτιαίως του hypopharynx dorsal ring of sacculus. στα ♂ Coleophoridae (Lep.): νωτιαία ράχις του προεκτεινόµενου προς τα πίσω µεσαίου τµήµατος της valva dorsal rod. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ponticulus transversalis dorsal sac. στα ♀ Cantacaderinae (Hem.: Heteroptera: Tingidae): vaginal pouch dorsal scale, το τµήµα του καλυπτηρίου λεπίου στα Diaspididae (Hem.: Heteroptera: Sternorrhyncha) που κείται στο άνω µέρος του εντόµου (το ventral scale βρίσκεται στο κάτω µέρος του) dorsal sclerite. στις προνύµφες Trichoptera: ο νωτιαίος σκληρίτης στον ΙΧ δακτύλιον (segment IX) dorsal sclerite of capsule. στα ♂ Siphonaptera: central sclerite dorsal sclerite of pumping bulb. στα ♂ Siphonaptera: tectum dorsal sensory organs. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): αισθητήριοι λοβοί στον δακτύλιον της κεφαλής (head segment) πιθανώς µη οµόλογες των αληθών κεραιών (true antennae) dorsal setae. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): dorsocentrals. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): cibarial setae πλαγίως και/ή πίσω από την anterior hard plate του clypeopalatum dorsal sinus = pericardial sinus dorsal space. στις προνύµφες των Limacodidae (Lep.): η περιοχή µεταξύ των subdorsal ridges dorsal spur. στις προνύµφες των Syrphidae (Dipt.): πολύ αιχµηρή άκανθα ή ανυψωµένη ράχις του posterior spiracular plate στο µέσον του circular plate


211 dorsal staples. στα Heteroptera (Hem.): ponticulus transversalis dorsal stylet. στα Phthiraptera: το ανώτερον ζυγό stylet των στοµατικών εξαρτηµάτων (trophi) dorsal supports. στα ♀ Nepidae (Heteroptera Hem.): gonocoxites of abdominal segment IX dorsal talon, νωτιαίος όνυξ (νύχι) . στα ♂ Embidiina: ονυχοειδής προεξοχή στο άκρον του αριστερού ή δεξιού tergal process dorsal tentorial arm, πλευρική προεξοχή του προσθίου tentorial arm dorsal tooth. στα ♂ Siphonaptera: οπλισµός του tubus inferior dorsal triangle. στα τέλεια Trichoptera: αδαµαντοειδές τµήµα του µετώπου (frons) ακριβώς επάνω από τις κεραίες dorsal tubercle. σε µερικά Coccoidea: Coccidae (Hem.: Sternorrhyncha): submarginal tubercle (φυµάτιον), στα ♂ Siphonaptera: νωτοβασική διόγκωσις του tubus interior dorsal tubular spinnerrets. στα Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): dorsal pores dorsal valve(s), νωτιαίαι βαλβίδες. στα ♂ Orthoptera: dorsal aedeagal valve, στα ♀ Grylloblattoidea: second valvulae. στα ♀ Isoptera: νωτιαίον ζεύγος βαλβίδων του IX στερνίτη. στα ♀ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): πλευρικά τµήµατα των άζυγων νωτιαίων γοναποφύσεων (gonapophyses) που κατευθύνονται προς το άκρον της κοιλίας. στα ♂ Mecoptera: ζυγοί νωτιαίοι λοβοί του aedeagus dorsal valvulae, νωτιαίαι βαλβίδες. στα ♀ Odonata: lateral gonapophyses, στα ♀ Isoptera: dorsal valves. στα ♀ Orthoptera: posterior valvulae. στα ♀ Psyllidae (Hem. Sternorrhyncha): οπίσθιον ζεύγος βαλβίδων του IX στερνίτη (sternum IX). στα ♀ Auchenorrhyncha: θήκη πριονιού (sawcase) dorsal vessel, νωτιαίον αγγείον, 1 συσταλτό επίµηκες αγγείον, αποτελούµενο από την αορτή (aorta) και την καρδίαν (heart), 2 κυρία αντλία της αιµολέµφου (κυκλοφορικόν σύστηµα), 3 επιµήκης σωλήν µέσα στη νωτιαία περικαρδιακήν κοιλότητα dorsal arched middle plate. στα ♂ Siphonaptera: velum dorsally, ραχιαίως, στη νωτιαία περιοχή του σώµατος dorsellum. στα τέλεια Hymenoptera: το κεντρικόν τµήµα του metanotum dorsolateral region, νωτοπτερυγική περιοχή (στα Diptera) dorsocaudal, ραχιαίως και προς την «ουρά» του εντόµου


212 dorsocaudal angle of sacculus. στα ♂ Coleophoridae (Lep.): η νωτοοπισθία γωνία του µεσαίου τµήµατος της valva που εκτείνεται προς τα πίσω dorsocentral area, νωτοκεντρική περιοχή. σε πολλά τέλεια Nematocera (Dipt.): επιµήκης περιοχή του scutum σε κάθε πλευρά της acrostichal area που εκτείνεται από τον post pronotal lobe (humeral lobe) προς την prescutellar area και φέρει (στα Culicidae) τα dorsocentral scales, setae και setulae dorsocentral bristles = dorsocentral setae dorsocentral setae, νωτοκεντρικαί τρίχες. στα Diptera: υποπλευρική σειρά τριχών στο scutum. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): τρίχες της dorsocentral area. στις νύµφες Chironomidae (Dipt.): 2 - 4 υποπλευρικές σειρές τριχών στον κεφαλοθώρακα αντίστοιχες µε τις dorsocentrals των τελείων βλ.acrostichal setae dorsocentrals = dorsocentral setae dorsoflexion. στα ♂ Diptera: νωτιαία κάµψις του ακραίου τµήµατος της κοιλίας (abdomen) dorsohumeral region, νωτοβραχιόνιος περιοχή. στα Diptera: χώρος οριζόµενος από τα: πρόσθιον όριον του thorax, transverse suture, dorsopleural suture και dorsocentral region dorsolateral, νωτοπλευρικός dorsolateral organs. στις προνύµφες των Lycaenidae (Lep.): ζεύγος αναστρεφοµένων σωληνοειδών οργάνων, νωτοπλευρικώς του VIII κοιλιακού δακτυλίου (abdominal segment VIII) dorsolateral suture, νωτοπλευρική ραφή. στις προνύµφες των Coleoptera: µία µάλλον δυσδιάκριτη αύλαξ αµέσως κάτω από την parascutal area (που φέρει spiracle) η οποία (ενώ στην κοιλία είναι παράλληλη µε την ventrolateral suture) στον θώρακα είναι πιο λοξή dorsolum = mesoscutum dorsomedials. στα τέλεια Diptera: acrostichal setae dorsomedian spine of spermatophore. στα ♂ Gryllidae (Orth.): quiding rod dorsomesal, νωτοµεσαίος, επάνω και κατά µήκος της µεσαίας γραµµής (midline) dorsomesal lοbe, νωτοµεσαίος λοβός. στα ♀ Chironomidae (Dipt): κεντρικός εσωτερικός λοβός της gonapophysis VIII που περιβάλλει τον κόλπον (vagina) dorsopleural line, νωτοπλευρική γραµµή, η γραµµή διαχωρισµού του dorsum και της


213 πλευρικής περιοχής του σώµατος, που συνήθως είναι πτυχή ή αύλαξ dorsopleural suture, νωτοπλευρική ραφή. στα τέλεια Diptera: η πλευρική ραφή µεταξύ dorsum και pleuron από τους βραχίονες (humeri) µέχρι τη βάση της πτέρυγος (χωρίζει το mesonotum από το pleuron) dorsoposterior pouch. στα ♀ Cydnidae, Scutelleridae και Pyrrhocoridae (Hem.: Heteroptera): vaginal pouch (θύλαξ, σάκκος) dorsoprocessus. σε µερικά ♂ Neuroptera: απλή νωτιαία προέκτασις στο µέσον του tergum IX dorsoscutellar bristles. στα τέλεια Diptera: discal setae dorsotentoria, νωτιαίοι βραχίονες του tentorium dorsovaginal glands. στα ♀ Heteroptera (Hem.): ringed glands dorsovalvae. στα ♂ Mecoptera: dorsal valves dorsovalvulae. στα ♀ έντοµα: gonoplacs dorsoventral, νωτοκοιλιακός, από την άνω έως και την κάτω επιφάνειαν του σώµατος dorsulum, 1 το µεσόνωτον (mesonotum) προ του ασπιδίου (scutellum) που φέρει τις πτερυγικές θήκες (wing sockets) 2 το mesoscutellum dorsum, νώτον, άνω (ραχιαία) επιφάνεια του σώµατος, ράχις double apodeme, διπλούν απόδεµα. στα ♂ Diptera: phallapodeme double ocellus, διπλούν οµµατίδιον doublure. σε µερικά Diapriidae (Hym.: Proctotrupoidea): αναδίπλωσις τεργιτών κατά µήκος της gaster Doyere’s cone, κώνος του Doyere, η απόληξις νευρικής ίνας (nerve fibre) επάνω ή µέσα σε ένα µυϊκόν κύτταρον (muscle cell) dragonfly, µέλος της Υποτάξεως Anisoptera (Od.) draw thread, ο µεταξογόνος αδένας των Lepidoptera Drepanoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε την Οικογ. Drepanidae driver ants, µέλη της Υποοικογενείας Dorylini (Hym.: Formicidae) ειδικώς του γένους Anomma drone, κηφήν. στα κοινωνικά Apoidea (Hym.): η ♂ µέλισσα η οποία αναπτύσσεται από µη γονιµοποιηµένο ωάριο drum, τύµπανον. στα Cicadidae (Hem.: Auchenorrhyncha): tymbal dry wax, ξηρός κηρός. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): κηρός µε αλευρώδη δοµήν


214 που δεν περιέχει υδαρή συστατικά Dryopoidea, Υποοικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ.: Eulichadidae, Callirhipide, Ptilodactylidae, Chelonaridae, Heteroceridae, Limnichidae, Dryopidae, Lutrochidae, Elminthidae και Psephenidae duaspiracle, αναπνευστικόν τρήµα (spiracle) του II κοιλιακού δακτυλίου duct, αγωγός, δίαυλος ή σωλήν µεταφοράς εκκρίσεων από κάποιον αδένα στο σηµείο απελευθερώσεώς τους duct, αγωγός, σωλήνας ducteole, ductule, αγωγίσκος, µικρός αγωγός ductifer, αγωγοφόρος. στα Heteroptera (Hem.): µικρή σκληροποιηµένη αψίς ή ρόπαλον γύρω από τον ductus seminis στο σηµείο που εισέρχεται στον φαλλόν (phallus) από το foramen ductus ductless gland, endocrine gland (αδήν χωρίς αγωγόν) ductus bullae. στα ♀ Lepidoptera: 1 αγωγός από τον ductus seminalis προς την bulla seminalis, 2 το τµήµα του ductus seminalis από τον ductus bursae προς την bulla seminalis ή τον ductus bullae ductus bursae. στα ♀ Lepidoptera: σωλήν διαφόρου µήκους που ενώνει το ostium bursae µε το corpus bursae. στα ♀ Siphonaptera: το ακραίον τµήµα της bursa copulatrix. στα ♀ Coleoptera: bursal duct ductus bursae copulatricis. στα ♀ Siphonaptera: ductus bursae ductus communis, κοινός αγωγός. στα ♀ Siphonaptera: τµήµα του ductus spermatheceae µεταξύ του ανοίγµατος του ductus obturatus και bursa copulatrix ductus ejaculatorius, εκσπερµατικός αγωγός. στα ♂ έντοµα: εξωδερµικός (µεσαίος και άζυγος) εκφορητικός σωλήν που εκβάλλει στον γονοπόρον (gonopore) του άκρου του πέους (penis) ή στον ενδοφαλλόν (endophallus). στα ♂ Heteroptera (Hem.): µεσαίος εξωδερµικός εκφορητικός αγωγός κοντά στον φαλλόν (phallus) που βυθίζεται στον ductus seminis επί του foramen ductus βλ.ejaculatory duct) ductus ejaculatorius duplex (διπλούς). στα ♂ Lepidoptera: vasa deferentia ductus ejaculatorius partium (εν µέρει). στα ♂ Heteroptera (Hemiptera): vesica ductus ejaculatorius simplex (απλούς). στα ♂ Lepidoptera: ductus ejaculatorius ductus inferior penis. στα ♂ Eupithecia (Lep.: Geometridae): fultura inferior ductus intrabursalis. στα ♀ Zygaenidae (Lep.): αγωγός που συνδέει την prebursa µε το


215 corpus bursae ductus obturatorius. στα ♀ Siphonaptera: τυφλός αγωγός (blind duct) ductus odoriferus, οσµοφόρος αγωγός. στα ♀ Lepidoptera: αγωγός που συνδέει έναν glandula odorifera µε τον oviductus communis ductus receptaculi. στα ♀ Heteroptera (Hem.) και Coleoptera: ductus spermathecae. στα ♀ Lepidoptera: το απλούν αγγείον που ενώνει το receptaculum seminis µε το vestibulum ductus receptaculi seminis. στα ♀ Siphonaptera: ductus spermathecae ductus sebaceus, αγωγός σµήγµατος. στα ♀ Lepidoptera: ο απλούς αγωγός που ενώνει glandulae sebaceae µε το vestibulum ductus seminalis, αγωγός σπέρµατος, σπερµαταγωγός. στα ♀ Heteroptera (Hem.): ductus receptaculi. στα ♀ Coleoptera: seminal canal. στα Ditrysia (Lep.): ο αγωγός που συνδέει την bursa copulatrix µε το vestibulum του κοινού ωαγωγού (oviductus communis) και επικοινωνεί (καθ’ οδόν) µε την bulla seminalis (εάν υπάρχει). στα ♂ Lepidoptera: ductus ejaculatorius + vesica. στα ♀ Siphonaptera: ductus spermathecae ductus seminalis communis, κοινός σπερµαταγωγός. στα ♀ Siphonaptera: ductus communis ductus seminalis. σπερµαταγωγός. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ο µεσαίος εξωδερµικός αγωγός του φαλλού (phallus) από το foramen ductus προς τον δευτερεύοντα γονοπόρον (secondary gonopore) - συχνά διαφοροποιούµενος σε proximalis και distalis ductus seminalis conjunctivae. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis proximalis ductus seminis distalis. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis στο ακραίον (distal) τµήµα (endosoma) του φαλλού ductus seminis proximalis. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis στο εγγύτερον (proximal) τµήµα (phallosoma) του φαλλού ductus seminis vesicae. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis distalis ductus spermathecae, αγωγός σπερµατοθήκης· στα ♀ έντοµα: ο αρχικός αγωγός µέσω του οποίου το σπέρµα εισέρχεται στην spermatheca (receptaculum seminis) από τον κόλπο (vagina) ή τον θάλαµον οχείας (bursa copulatrix)


216 ductus superior. στα ♂ Lepidoptera: transtilla ductus superior penis, στα ♂ Eupithecia (Lepidoptera: Geometridae): fultura superior Dufour’s gland, αδήν του Dufour. στα Aculeata (Hym.): µικρός αδένας, απλός (µε λεπτά αδενικά τοιχώµατα και εύθραυστη µυϊκήν θήκην), ο οποίος εκκρίνει το αλκαλικό στοιχείον του δηλητηρίου ή διάφορες φεροµόνες και εκβάλλει στον αγωγό δηλητηρίου (poison duct) κοντά στη βάση του κεντρίου (sting) dulosis, δούλωσις, σχέσις κατά την οποίαν: εργάτες ενός παρασιτικού (δουλωτικού) είδους µύρµηγκος (Hym.: Formicidae) επιδράµουν στις φωληές ενός άλλου είδους, κυριεύουν τα επωαζόµενα στάδια (συνήθως νύµφες) και ζούν εκεί ως σύνοικοι dum - dum fever = kala - azar duodenum, δωδεκαδάκτυλον (chylific ventricle), το πρώτον τµήµα του πεπτικού σωλήνος αµέσως πίσω από την είσοδο των σωλήνων του Malpighi (Malpighian tubules) dun, στα Ephemeroptera: subimago dupion, 1 βοµβύκιον (κουκούλι) υφασµένο από δύο προνύµφες, 2 το τραχύ µετάξι που προέρχεται από ένα τέτοιο κουκούλι duplicate, duplicatus, διπλούς (double) duplicated cilia. διπλές βλεφαρίδες. στα Thysanoptera: accessory cilia duplication, δίπλωσις. στα τέλεια Hymenoptera: το εσωτερικόν έλασµα του οπισθίου περιθωρίου ενός τεργίτη ή στερνίτη duplicatura vaginalis, δίπλωσις του κόλπου (vagina), στα ♀ Siphonaptera: δακτυλοειδές εκκόλπωµα (diverticulum) στην οροφή του κόλπου (vagina) durus, σκληρός (πιθανώς και: δούρειος = ξύλινος)


217

E ear, ούς (αυτί). στα Orthoptera: tympan organ (στην πρόσθια κνήµη ή στον πρώτο κοιλιακόν δακτύλιον) eardrum, τύµπανον ωτός (tympanum) earth mite, µέλος της Οικογ. Penthaleidae (Prostigmata: Eupodoidea) των ακάρεων earwing, «ψαλλίδα», µέλος της Τάξεως Dermaptera κυρίως εκείνων που διαθέτουν ευκρινείς λαβιδοειδείς κέρκους (cerci) ebenine, εβένινος, µαύρο όπως ο έβενος (ebony) eburneous, eburneus, ελεφάντινος, λευκόν ελεφαντοστού ecalcarate, ecalcaratus, χωρίς άκανθες ή καλκάρια (calcaria) ecarinate, ecarinatus, χωρίς τρόπιδα (carina) βλ. carinate ecaudate, χωρίς εξάρτηµα ή κατασκευή µε σχήµα ουράς (π.χ. ecaudate wing) ecdysial cleavage line, εκδυσιακή γραµµή αποσχίσεως· στα ατελή έντοµα: γραµµή σε σχήµα ανεστραµµένου Υ στη νωτιαία µεσο-γραµµή της κεφαλής (που συνεχίζεται στον θώρακα) και κατά µήκος της οποίας σχίζεται το εξώδερµα κατά την έκδυσιν (ecdysis) βλ.epicranial suture ecdysial fluid, εκδυσιακόν υγρόν, moulting fluid ecdysial line = ecdysial cleavage line ecdysial membrane, εκδυσιακή µεµβράνη, λεπτή µεµβράνη ευρισκοµένη µεταξύ της παλαιάς και της νέας cuticula κατά την έκδυσιν (ecdysis) ορισµένων εντόµων ecdysial scar, εκδυσιακή ουλή, σε µερικά έντοµα: ουλή στην νέα cuticula που σηµαίνει ύπαρξιν προηγουµένως ενός spiracle ecdysial line, εκδυσιακή γραµµή. στις προνύµφες Lepidoptera: ecdysial cleavage line ecdysis, έκδυσις, η αποβολή του δέρµατος ecdysis, έκδυσις, το τελευταίο στάδιον της αποβολής του εξωσκελετού κατά την διαδικασίαν της αποβολής του σωµατικού περιβλήµατος ecdyson, ecdysone, εκδυσόνη, στεροειδής ορµόνη εκκρινοµένη από τους προθωρακικούς αδένες η οποία µετατρέπεται σε 20-υδροξυεκδυσόνη και ενεργοποιεί την έκκρισιν του moulting fluid από αδένες της επιδερµίδος ecdysteroids, στεροειδή εκδύσεως, γενικός όρος για τα στεροειδή που εµπλέκονται στην έκδυσιν (ecdysis) echinate, echinatus, εχινωτός, µε πυκνές - βραχείες - σκληρές άκανθες όπως ο εχίνος (αχινός)


218 echinulate, µε πολύ µικρές άκανθες echinulations, εχινώσεις. στα ♂ Embiidina: καρφοειδείς τροποποιηµένες τρίχες (setae) στην εσωτερικήν επιφάνεια (συνήθως επί λοβού) του βασικού τµήµατος του αριστερού κέρκου (cercus) eclosion, εκκόλαψις, η διαφυγή του τελείου εντόµου από το περίβληµα (cuticula) της νύµφης, του βοµβυκίου ή του puparium ή (στα ηµιµετάβολα έντοµα) από το περίβληµα του τελευταίου νυµφικού σταδίου βλ.hatching eclosion hormone, ορµόνη εκκολάψεως, νευροπεπτίδιον µε διάφορες λειτουργίες σχετιζόµενες µε την έξοδον του τελείου εντόµου και την αύξησιν της εκτατότητος του εξωσκελετού ecological, οικολογικός, σχετιζόµενος µε τις αλληλεπιδράσεις των οργανισµών και του περιβάλλοντός τους ecological isolation, οικολογική αποµόνωσις, κατάστασις κατά την οποίαν η αλληλοµιξία (interbreeding) δύο ή περισσότερων συµπατρικών (sympatric) πληθυσµών, παρεµποδίζεται από διάφορους παράγοντες βλ.geographic isolation, reproductive isolation ecological race, οικολογική φυλή, τοπική φυλή η οποία οφείλει τα πιο εµφανή χαρακτηριστικά της στην επιλεκτικήν επίδρασιν ειδικού περιβάλλοντος ecological subspecies, οικολογικόν υποείδος (ecological race) ecology, Οικολογία ή περιβαλλοντική βιολογία, η µελέτη των αλληλεπιδράσεων µεταξύ οργανισµών και του περιβάλλοντός του βλ.autecology, synecology ecomone, οικοµόνη, επικοινωνιακόν σήµα προερχόµενον είτε από έναν οργανισµόν είτε από το αβιοτικόν περιβάλλον ecomorphe, οικοµορφή. στα Hypogasteridae και Isotomidae (Coll.): κατασκευαστικώς τροποποιηµένος τύπος (µορφή) π.χ. ατροφικά στοµατικά µόρια ή τροποποιηµένες κοιλιακές άκανθες ο οποίος πιθανώς συνδέεται µε την διάπαυσιν ή µε δυσµενείς συνθήκες ecomorphosis, οικοµόρφωσις, τροποποίησις της µορφής οφειλοµένη σε περιβαλλοντικούς κυρίως παράγοντες economic injury level, επίπεδον οικονοµικής ζηµίας, 1 η µικρότερη πυκνότης (πληθυσµού) εχθρού που µπορεί να προκαλέσει οικονοµικήν ζηµίαν, 2 πυκνότης (πληθυσµού) εχθρού που προκαλεί ζηµίαν ίσην µε το κόστος προλήψεώς της economic threshold, οικονοµικός ουδός (κατώφλιον), η πυκνότης ανερχοµένου πληθυσµού δοθέντος εχθρού στην οποίαν πρέπει να ληφθούν µέτρα αντιµετωπίσεώς του ώστε να µην φθάσει το economic injury level ecophenotypic variation, οικοφαινοτυπική µεταβολή, µία µη γεννετικής φύσεως τροποποίησις του


219 φαινοτύπου (phenotype) σε ειδικές οικολογικές συνθήκες - ειδικώς εκείνες του ενδιαιτήµατος (habitat) ecospecies, οικοείδος, οµάς πληθυσµών τόσο συγγενών ώστε να µπορούν να ανταλλάσουν ελευθέρως γονίδια χωρίς οι απόγονοί τους να χάνουν την γονιµότητα ή το σφρίγος τους ecosystem, οικοσύστηµα, το αβιοτικόν περιβάλλον µιάς µεγαλοκοινότητος (biome) ή µιάς κοινότητος (community) ectadenia, εξωαδένια. στα ♂ έντοµα: βοηθητικοί αδένες εξωδερµικής προελεύσεως που εκβάλλουν στον εκσπερµατικόν αγωγόν (ductus ejaculatorius) ectoblast, εξωβλάστης, έξω βλαστικόν δέρµα, το εξωτερικόν τοίχωµα ενός κυττάρου (ectoderm) βλ.epiblast ectoderm, εξώδερµα, έξω βλαστικόν δέρµα· κατά την ανάπτυξιν του εµβρύου: η βλαστική ζώνη (στιβάδα) που γεννά το νευρικόν σύστηµα και το περίβληµα (integument) ή δέρµα βλ.endoderm, mesoderm ectodermal, εξωδερµικός Ectognatha, Ectognathata, υποθετική µονοφυλετική Οµάς (ίσως και ισοδύναµη των Insecta) που περιλαµβάνει: Archaeognatha και Dicondylia ectognathous, εξώγναθος, µε προβάλλοντα (προεξέχοντα) στοµατικά εξαρτήµατα π.χ. Insecta βλ.endognathous ectohormone, εξωορµόνη (αδόκιµος ονοµασία της φεροµόνης) ectolabium = labium ectoparameres. στα ♂ Gryloidea (Orth.): πλευρικές ή πλευροκοιλιακές εκφύσεις του pseudepiphallus. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): aedeagal lobe ectoparasite, εκτοπαράσιτον, παράσιτικός οργανισµός που ζει εξωτερικώς επάνω και εις βάρος ενός άλλου ζώου το οποίον και θανατώνει βλ.endoparasite ectoparasitoid, εκτοπαρασιτοειδές, ζωικός οργανισµός που αναπτύσεται εξωτερικώς ενός άλλου ζώου-ξενιστή, τρέφεται από λύσιν της συνεχείας του εξωτερικού περιβλήµατός του εµποδίζει την ανάπτυξίν του - το παραλύει ή και το θανατώνει ectoperitrophic space, εκτο(εξω)περιτροφικός χώρος, το διάστηµα µεταξύ της περιτροφικής µεµβράνης (peritrophic membrane) και του τοιχώµατος του στοµάχου (midgut) ectophagous, εκτοφάγος, τρεφόµενος εκτός του σώµατος του θηράµατος ή του ξενιστή ectophallic membrane, εξωφαλλική µεµβράνη. στα ♂ Caelifera (Orth.): το εξωτερικόν κάλυµα του φαλλού (phallus) ectophallic valves, εξωφαλλικαί βαλβίδες. στα ♂ Eumastidae (Orth.): ζεύγος σκληροποιηµένων


220 βαλβίδων ως συνέχεια της εξωφαλλικής µεµβράνης (ectophallic membrane) που σχηµατίζει το άκρον του aedeagus ectophallus, εξωφαλλός. στα ♂ έντοµα: εξωτερικό φαλλικόν τοίχωµα σε αντιδιαστολήν µε τον endophallus. στα ♂ Hymenoptera:penis ectoplasm, εξώπλασµα, εξωτερική στιβάς του πρωτοπλάσµατος ενός κυττάρου ectoproct(s), εξωπρωκτός. στα τέλεια Neuropteroidea: η µία πλάξ του ζεύγους πλακών του Χ τεργίτη (tergum X) που περιβάλλουν τον πρωκτό ή έδρα (anus) και συνήθως φέρουν trichobothria. σε µερικά Planipennia: συνεπτυγµένος µε τον ΙΧ τεργίτη. στα Raphidioptera: πιθανώς µαζί µε στοιχεία του ΧΙ τεργίτη ectoptygma, εξώπτυγµα, στο έµβρυο: serosa ectoskeletal, εξωσκελετικός, (exoskeletal) ectostomal sclerite, εξωστοµατικός σκληρίτης. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): dental sclerite ectosymbiont, εξωσυµβίωτον, συµβίωτον (symbiont) που συνδέεται µε τις κοινωνίες των ξενιστών (host colonies) - κατά την διάρκεια τουλάχιστον µέρους του βιολογικού κύκλου του - µε σχέσιν διαφορετικήν του εσωτερικού παρασιτισµού (internal parasitism) ectotheca, εξωθήκη. στα ♂ Corixidae (Hem.: Heteroptera): lamina ventralis ectotrachea, εξωτραχεία, η εξωτερική επιφάνεια ή στιβάς της τραχείας (trachea) Ectotrophi = Ectognatha ectotrοphous, εξώτροφος (ectognathous) Ectropoda = Strophandria edaphic, εδαφικός, του εδάφους edaphic factor, εδαφικός παράγων, η επίδρασις των ιδιοτήτων του εδάφους στους οργανισµούς edeagus = aedeagus = aedoeagus edentate (edentatus, edentulous), νωδός, χωρίς δόντια edge, περιθώριον, χείλος, άκρον (margin, acies) edge, χείλος περιθωρίου editum (πλ. edita). στα ♂ Calyptrata π.χ. Glossina (Dipt.: Glossinidae): surstyli. στα ♂ Noctuidae (Lep.): µικρή, στρογγυλευµένη, τριχώδης προεκβολή του εσωτερικού της valva κοιλιακώς της ampula και πλευρικώς της κεντρικής περιοχής edoeagus = aedeagus = aedoeagus effaced, σβησµένος (µη ορατός) effector, αντιδρόν, ενεργόν, εκτελούν όργανον του σώµατος (κυρίως µυς ή αδένας) το οποίον


221 ενεργοποιείται απο νευρικά ερεθίσµατα και αντιδρά αναλόγως efferent, απαγωγός, που µεταφέρει κάτι προς τα έξω ή µακράν efferent canal, απαγωγός δίαυλος (κανάλι). στα ♀ Lepidoptera: 1 ένας από τους δύο στενώς συµπορευοµένους και ελικοειδώς συνεστραµµένους αγωγούς οι οποίοι συνιστούν τον ductus spermatothecae 2 εσωτερικός απαγωγός δίαυλος (internal fertilisation canal) που χρησιµεύει στην µεταφοράν σπέρµατος από το utriculus µέσω της vesicle προς τον κόλπον (vagina) efferent neuron ή neurone, απαγωγόν νευρικόν κύτταρον, κύτταρον που µεταφέρει τις ώσεις (impulses) από τα γάγγλια προς µύες ή αδένες δηλ.κινητικόν κύτταρον (motor nerve cell) efferent nerve, απαγωγόν νεύρον, νεύρον που κατευθύνεται από το νευρικόν κέντρον (nerve center) προς την περιφέρειαν δηλ. ο άξων (axon) ενός κινητικού κυττάρου efferent system, απαγωγόν σύστηµα. στα ♂ Coleoptera: συλλογικός όρος για τους απαγωγούς αγωγούς και απαγωγούς αδένες: vesiculae seminales και ductus ejaculatorius effluvium, εκροή, έκκριµα µε δυσάρεστην οσµήν effractor, διαρρήκτης. στα ♂ Pthiraptera: προέκτασις προς τα πίσω της mesomeral arch egestion, εκφορά, αποβολή υλικών, άδειασµα egg, ωόν, 1 απλούν κύτταρον ικανό να γονιµοποιηθεί και που περιέχει: το σπέρµα (germ cell) την αναγκαία λέκιθον (yolk) για την θρέψη του και µία καλυπτήρια µεµβράνη 2 ωάριον ή κύτταρον της ωοθήκης (ovary) 3 το πρώτο στάδιον του εντόµου egg buster, διαρρήκτης ωού, προεξέχον σηµείον, άκανθες ή ράχεις στην κεφαλή ή άλλο σηµείον του εµβρύου που χρησιµεύουν στην διάρρηξιν (ρήξιν) του κελύφους (shell) κατά την εκκόλαψιν (hatching) egg cap, κάλυµµα ωού. σε µερικά Heteroptera : κάλυµµα (καπάκι) επάνω στο σώµα του ωού, το οποίο σπρώχνεται από το εκκολαπτόµενο έντοµο προς τα έξω egg case, θήκη ωών, ωοθήκη ή κάλυµµα που παρασκευάζεται ή εκκρίνεται από το έντοµο για να κρατήσει την µάζα των ωών του συγκεντρωµένη βλ.ootheca egg calyx, ο κάλυξ του ωαγωγού egg chamber, ωοθυλάκιον, ένα από τα θυλάκια (follicles) ενός ωοφόρου σωλήνος (ovariole) που περιέχει ένα ωοκύτταρον (oocyte) egg guide, οδηγός ωών. στα ♀ Caelifera (Orth.): µέση ουραία προεξοχή του subgenital plate. στα ♀ Leptophlebiidae (Ephem.): προεξέχουσα σκληροποίησις του VII ή του VIII στερνίτη egg guides, οδηγοί ωών. στα ♀ Diptera: hypogynial valves. στα ♀ Chironomidae (Dipt.): gonapophyses VIII


222 egg passage, δίοδος ωών. στα ♀ Coleoptera: median oviduct egg plate. στα ♀ Plecoptera: subgenital plate egg pod. στα Acrididae (Orth.): µάζα ωών κάτω από το έδαφος συγκρατούµενη από αφρώδες έκκριµα egg pouch, θύλακος ωών, ootheca egg raft, σχεδία ωών. σε µερικά γένη Dipt.: Culicidae: οµάδα καθέτων ωών που επιπλέει στην επιφάνεια του νερού egg shell, κέλυφος (τσόφλι) ωού, χόριον (chorion) egg tooth = egg burster egg tube, ωοφόρος σωλήν (ovariole) egg valve, στα ♀ Ephemeroptera: egg guide ή subgenital plate eigth-shaped pores, (8-shaped pores), πόροι σχήµατος 8. στις νύµφες και στα ♀ Asterolecaniidae, Cerococcidae, Lecanodiaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): επίπεδες ωοειδείς κατασκευές αποτελούµενες από δύο γειτονεύοντες κύκλους που εµφανίζουν το σχήµα του «8» eight-shaped tubular duct, (8-shaped tubular duct), κυλινδρικός αγωγός σχήµατος «8». π.χ. στα Phoeniococcidae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): κυλινδρική κατασκευή µε κεντρικό χώρισµα που εµφανίζεται ως «8» eight gonocoxites. στα ♀ Berothidae (Plan.): postgenitale eight hemitergites. στα ♀ Apoidea (Hym.): πλευρικά υπολείµατα του VIII κοιλιακού τεργίτη eight parasternites. στα ♀ Heteroptera (Hem.): gonocoxites of abdominal segment VIII (αδοκίµως) ejaculator, εκσπερµατιστής. στα ♂ Diptera: sperm pump ejaculator sac. στα ♂ Diptera: ejaculator ejaculatory apodeme, εκσπερµατικόν απόδεµα (aedeagal apodeme). στα ♂ Muscomorpha (Dipt.: Brachycera): µεσαία µονή προέκτασις της σπερµατικής αντλίας (sperm pump), ανεξάρτητη του aedeagal apodeme ejaculatory bulb, εκσπερµατικός βολβός. στα ♂ Isoptera: διογκωµένη σφαιρική απόληξις του εκσπερµατικού αγωγού (ejaculatory duct) που δέχεται τον δεξιό και αριστερό vasa deferentia. στα ♂ Diptera: bulbus ejaculatorius ή sperm pump. στα ♂ Siphonaptera: µυώδες (σχεδόν σφαιρικόν) όργανο µέσα στο οποίο το σπέρµα αναµιγνύεται µε έκκρισιν των βοηθητικών αδένων (accessory glands) πριν περάσει στο πέος (penis) ejacularory canal, εκσπερµατικός δίαυλος (κανάλι), ductus ejaculatorius


223 ejaculatory duct, εκσπερµατικός αγωγός. στα ♂ έντοµα: ductus ejaculatorius, στα ♂ Reduviidae (Hem.: Heteroptera): ductus seminis proximalis. στα ♂ Diptera: sperm duct. στα ♂ Siphonaptera: tubus interior. γενικώς: ο αγωγός που οδηγεί από τον κοινόν σπερµαταγωγό (vas deferens) στον γονοπόρον (gonopore) µεταφέροντας το σπέρµα (semen ή sperm) ejaculatory pump, εκσπερµατική αντλία. στα τέλεια Diptera: sperm pump ejaculatory reservoir, εκσπερµατική δεξαµενή. στα ♂ Pendatomomorpha, Dipsocoromorpha και Nepidae (Hem.: Heteroptera): πολύπλοκη διαφοροποίησις του εγγυτέρου (προς το σώµα)άκρου του ductus seminis distalis στο endosoma ejaculatory sac, εκσπερµατικός σάκκος. στα ♂ Caelifera (Orth.): διαπλάτυνσις του ductus ejaculatorius. στα ♂ Phthiraptera: endophallus, στα ♂ Diptera: sperm sac ejaculatory vesicles, εκσπερµατικαί κύστεις. στα ♂ Ensifera (Orth.): ζεύγος κύστεων (συνήθως ωοειδών) κοντά στην έξοδον του ductus ejaculatorius elabrate, χωρίς (άνω) χείλος (labrum) elaiphores, ελαιοφόροι (αδένες), ειδικοί αδένες των ανθέων οι οποίοι εκκρίνουν έλαια συλλεγόµενα από µέλισσες (Hym.: Apoidea) elastes, ελασταί. στο Machilis (Archaeognatha: Machilidae): ελαστικά όργανα των κοιλιακών δακτυλίων που βοηθούν στην πργµατοποίησιν αλµάτων elastic, ελαστικός, εύκαµπτος elate, elatus, εξέχων, υψηλός elater, ελατήρ. 1 στα Collembola: furcula, 2 µέλος της Οικογ. Elateridae (Col.) elateriform larva, ελατηριόµορφος προνύµφη π.χ. προνύµφη των Elateridae, Tenebrionidae κ.ά. Coleoptera δηλ. επιµήκης, κυλινδρική, ορθοσωµατική (orthosomatic) µε σκληρόν εξωσκελετόν Elateriformia, Οµάς των Polyphaga (Col.) µε τις Υπεροικ. Byrrhoidea, Dryopoidea, Buprestoidea, Rhipiceroidea, Elateroidea και Cantharoidea elaterium (πλ. elateria), ελατήριον. στα ♀ Hymenoptera: εξωσκελετική στρόφιγξ (µεντεσές) µεταξύ των ενωµένων κλάδων των IX γοναποφύσεων (gonapophyses IX) Elateroidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ. Artematopidae, Elateridae, Eucnemidae, Cebrionidae, Cerophytidae, Perothopidae και Throscidae elbowed antenna, γονατοειδής κεραία (geniculate antenna) electroantennogram (EAG), ηλεκτροαντεννογράφηµα, καταγραφή του συνολικού δυναµικού ενός αριθµού οσφρητικών υποδοχέων (olfactory receptors) που απαντούν σε ένα ερέθισµα


224 (stimulus) electroretinogram, ηλεκτροαµφιβληστροειδογράφηµα, καταγραφή των δυναµικών που διέπουν τον οφθαλµό ή όλον τον οπτικό λοβό elephant lice, µέλη της Υποτάξεως Rhyncophthirina (Phthir.) elephantiasis, ελεφαντίασις, η διόγκωσις των άκρων του ανθρώπου που προκαλείται από νηµατώδεις σκώληκες (Nematoda: Filariidae) οι οποίοι µεταφέρονται από ♀ του Culex fatigans (Dipt.: Culicidae) Eleutherata, µορφές εντόµων µε ελεύθερες χωριστές maxillae Eleutherogonides, Eleutherogonida, taxon των ακάρεων Prostigmata αποτελούµενο από τα Rhaphignathina και τα Heterostigmata και περιλαµβάνει τα πιο ενδιαφέροντα φυτοπαρασιτικά είδη eleuthero(to)gony, όταν κατά την εµβρυϊκήν ανάπτυξιν η ράχις (νώτον) του εντόµου σχηµατίζεται χωρίς την συµµετοχή των σχετικών µεµβρανών elevated, elevatus, ανυψωµένος, τµήµα υψηλότερο από τα γύρω του elevator, ανυψωτήρ, µύς που χρησιµεύει στην ανύψωσιν κινητού εξαρτήµατος eleventh sternite, ενδέκατος στερνίτης, στα ♂ Inocellia (Raphi.: Inocelliidae): gonarchus elimination, εξάλειψις, αποβολή, η φυσιολογική αποβολή κάθε άχρηστης ή περιττής ουσίας από τους ιστούς του σώµατος ellinguatus, άγλωσσος, µορφή εντόµου όπου οι κάτω γνάθοι ενώνονται µε το κάτω χείλος βλ.synista elite, εκλεκτός, µέλος αποικίας που παρουσιάζει πρωτοβουλίες και ενεργητικότητα άνω του µετρίου ellipsoidal, ελλειψοειδής (elliptical) elliptical, ellipticus, ελλειπτικός, επιµήκως ωοειδής (oblong oval) Εllipura, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει Collembola και Protura elongate, elongatus, επιµήκης, πολύ πιο µακρύς από πλατύς elongate, επιµήκης elongated plasmatocyte, επίµηκες πλασµατοκύτταρον, πλασµατοκύτης µε πολύ λεπτά ατρακτοειδή άκρα elute, elutus (e = ξε, χωρίς + luo = λούζω), ξεπλυµένος, δυσδιάκριτος elytral, ελυτρικός, του ελύτρου elytral hypomeron, ελυτρικόν υπόµερον. στα τέλεια Coleoptera: epipleural fold elytral interval, ελυτρικόν διάστηµα. στα Coleoptera: κυρτή επιµήκης περιοχή µεταξύ των elytral striae ή interneurs


225 elytral ligula, ελυτρική γλωσσίς. στα τέλεια Coleoptera (π.χ. Dytiscidae): γλωσσοειδής προεξοχή της εσωτερικής επιφανείας του πλαγίου περιθωρίου του ελύτρου (elytron) που τελειοποιεί την ένωση του µε τους κοιλιακούς στερνίτες elytriform, ελυτροειδής, µε το σχήµα ή την µορφή ελύτρου elytriform wings, ελυτροειδείς πτέρυγες, στα Strepsiptera: pseudoelytra elytrin, ελυτρίνη (χιτίνη) elytron (πλ. elytra) (ελυτρόω = καλύπτω, περιστεγάζω), έλυτρον (κάλυµµα, περίβληµα, θήκη), οι χιτινισµένες ή δερµατώδεις πρόσθιες πτέρυγες των Coleoptera οι οποίες χρησιµεύουν ως κάλυµµα των οπισθίων πτερύγων και όλης ή µέρους της κοιλίας βλ. hemelytron και tegmen Εlytroptera = Coleoptera emarginate (emarginated,emarginatus), πολυσχιδής, δαντελωτός, µε οδοντωτό περιθώριον (notched) emarginated collar, οδοντωτόν περιλαίµιον. στα ♂ Lepidoptera: VIII στερνίτης (sternum VIII) emargination, ψαλιδισµένο περιθώριον, περικοπή περιθωρίου embiid, µέλος της Τάξεως Embidiina Embiidina, Embioptera, Τάξις των Neoptera (Insecta) γνωστά ως web spinners embolar, εµβολικός, του ή που αφορά στο embolium embolar groove, εµβολική αύλαξ. στα Heteroptera (Hem.): κοίλη αύλαξ της προσθίας πτέρυγος παράλληλη µε την costal margin βλ. median furrow embolium, εµβόλιον, υποπεριθωριακόν τµήµα του corium στη βάση της costal fracture embossed, ανάγλυφος βλ.sculptured embryo chains, άλυσοι εµβρύων (στα πολυεµβρυϊκά ενδοπαράσιτα) embryology, εµβρυολογία, η µελέτη της αναπτύξεως του εµβρύου embryonic period, εµβρυϊκή περίοδος, το τµήµα του βιολογικού κύκλου του εντόµου µεταξύ της γονιµοποιήσεως και της εκκολάψεως του ωού emendatus, τροποποιηµένος, διορθωµένος emergence, εκκόλαψις, η έξοδος του τελείου εντόµου emergence, ανάδυσις, εµφάνισις, η εµφάνισις του τελείου (ακµαίου) emigration, µετανάστευσις, η µετακίνησις µιάς αποικίας από τη θέση της φωληάς της σε άλλην emmet, µύρµηξ, µυρµήγκι (Hym.: Formicidae) Empidiformia, Empidoidea, Υπεροικ. των Orthorrhapha (Dipt.) της Υποτάξεως Brachycera (Dipt.) µε τις Οικογ. Empididae και Dolichopodidae empodial appendage, στα Collembola: unguiculus


226 empodial hair, στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): digitule empodium (πλ.empodia), ενδοπόδιον, κεντρική άκανθα ή λοβοειδής προεξοχή (π.χ. pad) στον προταρσό (pretarsus) των Diptera, και Heteroptera· στα ακάρεα: άζυγος κατασκευή αναφυοµένη µεταξύ των tarsal claws που συνήθως φέρει: tenent hairs, πυκνές setulae ή έχει ( στα Eriophyoidea) την µορφήν ενός featherclaw empusal vein, το συνήθως κυρτόν επίµηκες νεύρον πτέρυγος που ξεκινά από το cubital plate και καταλήγει λίγο πριν από την claval furrow· στις πτέρυγες των Neoptera: first anal vein, post cubitus ή second postcubitus enarthrosis, ενάρθρωσις, άρθρωσις µε µορφήν σφαίρας µετά υποδοχής encapsulation, ενθυλάκωσις, αντίδρασις του ξενιστή σε ενδοπαρασιτοειδές κατά την οποίαν ο εισβολέας περιβάλλεται από αιµοκύτταρα τα οποία πιθανόν να σχηµατίσουν θύλακον (κάψουλα) encased pupa, έγκλειστος νύµφη, νύµφη σε θήκη ή σε βοµβύκιον (cocoon) encephalon, εγκέφαλος, το µέρος της κεφαλής που περιέχει το υποοισοφαγικόν γάγγλιον (cerebrum) encircled, κυκλωµένος end apparatus, τελική κατασκευή· σε επιδερµικόν αδένα: κατασκευή σε συνέχεια του αγωγού µέσα στην κοιλότητα αδενικού κυττάρου end chamber, τελικός θάλαµος, το germarium ενός γοναδικού σωλήνος (gonadal tube). στα ♂ Siphonaptera: ευρύς θάλαµος του aedeagus· στα ♀ Siphonaptera: camera genitalis end organ, τελικόν όργανον, στο νευρικόν σύστηµα: οι περιφερειακοί υποδοχείς (για εξωτερικά ερεθίσµατα) στο άκρον µιάς νευρικής ίνας (nerve fiber) endapophyses, ενδοαποφύσεις. στα ♂ Orthoptera: apodemes (π.χ. του cingulum) endemic, ενδηµικός, ταξινοµική οµάς η οποία περιορίζεται σε δεδοµένην γεωγραφικήν περιοχήν endemic typhus, ενδηµικός τύφος, ασθένεια προκαλούµενη από το Rickettsia mooseri και µεταδίδεται στον άνθρωπο από τον ψύλλο Xenopsylla cheopis και στα τρωκτικά από άλλους ψύλλους ψείρες ακάρεα ή τσιµπούρια endemicity, ενδηµικότης, η αναλογία % µελών τοπικού είδους ή γένους που περιορίζεται σε δεδοµένην γεωγραφικήν περιοχήν endemism, ενδηµισµός, η παρουσία ταξινοµικών οµάδων που περιορίζονται σε δεδοµένην περιοχήν Endeosigmata, παραφυλετικόν σύνολον ακάρεων Sarcoptiformes (συνήθως ανηκόντων στα Prostigmata) µε τις Οικογ. (µεταξύ άλλων): Nanorchestidae, Bimichaeliidae, Alicorhagiidae,


227 Terpnacaridae endite (ένδον = εντός, µέσα), ενδίτης, µέρος ή λοβός εξαρτήµατος που κατευθύνεται προς τη µεσαία γραµµή του σώµατος (π.χ. galea και lacinia της κάτω γνάθου), mesal endite lobes, τα galea και lacinia της κάτω γνάθου (maxilla) endite processes, στα ♂ Embiidina: circus - basipodites endo- (πρόθεµα: ενδο-), εντός, µέσα endoapophysis, ενδ(ο)απόφυσις, στα ♂ Chironomidae (Dipt.): apodemes of ♂ hypopygium, στα ♀ Chironomidae: gonapophysis IX endoblast, ενδοβλάστης, εσωτερική στιβάς που σχηµατίζεται από εγκόλπωσιν του βλαστοδέρµατος (blastoderm) endocardium, ενδοκάρδιον,η εσωτερική µεµβράνη επιστρώσεως της καρδίας (heart) endochorion, ενδοχόριον, η εσωτερική µεµβράνη του χορίου (chorium) ωού εντόµου endocorium, ενδοκόριον. στα Heteroptera (Hem.): το οπίσθιον τµήµα του corium µεταξύ exocorium και clavus endocranium, ενδοκράνιον, η εσωτερική επιφάνεια του κρανίου (cranium) endocrine glands, ενδοκρινείς αδένες, εξειδικευµένοι αδένες εκτός του Νευρικού Συστήµατος οι οποίοι παράγουν ορµόνες οι οποίες διοχετεύονται κατ΄ευθείαν στην αιµολέµφο (hemolymph) ή εµµέσως µέσω αποθηκευτικών οργάνων π.χ. corpora cardiaca, corpora allata και prothoracic glands βλ.endocrine organs και neurosecretory cells endocrine organs, ενδοκρινή όργανα, νευροεκκριτικά κύτταρα του Κ.Ν.Σ. ή ενδοκρινείς αδένες, οι οποίοι παράγουν ορµόνες (hormones) endocrine system, Ενδοκρινικόν Σύστηµα, το σύνολον των endocrine organs του σώµατος endocuticle, endocuticula, εσωτερική δερµίς, το µαλακό διαφανές και εύκαµπτον µέρος του χιτινώδους περιβλήµατος του σώµατος που βρίσκεται µεταξύ της σκουρότερης exocuticle και της στιβάδος του Schmidt (Schmidt’s layer) βλ.exocuticle endoderm, ενδόδερµα, βλαστική στιβάς σχηµατιζόµενη από εγκόλπωσιν (invagination) του blastoderm κατά την γαστριδίωσιν (gastrulation) και δίδει το µεσέντερον (midgut) βλ.ectoderm και mesoderm endodermal, ενδοδερµικός, του ενδοδέρµατος endoecie (εντός + οικία) ενδοοικία. στα Isoptera: το κεντρικόν τµήµα υπογείου φωληάς που περιέχει τα ωά και τα νεαρά άτοµα endogenus rythm, ενδογενής ρυθµός, ωρολογιακή ή ηµερολογιακή δραστηριότης, συνήθως εικοσιτετράωρη (circadian), ανεπηρέαστη από εξωτερικές συνθήκες


228 endogynal processes,· στα ακάρεα: σκληροποιηµένες κατασκευές (απλές ή πολύπλοκες) κάτωθεν του genital shield συνήθως σε Mesostigmata (Parasitidae, Zerconidae) και Trigynaspida endogynum = endogynal processes endomeral plate. στα ♂ Mallophaga (Phthiraptera): mesomeral arch endomeres, ενδοµερή. στα ♂ Phthiraptera: mesomeres. στα ♂ Culicidae (Dipt.): parameres. σε µερικά ♂ Chironomidae (Dipt.): appendages ή lobes του hypopygium, όταν προέρχονται µόνον από την gonapophysis IX και δεν περιλαµβάνουν µέρη του gonocoxite ή της inferior volsella endomesoderm, ενδοµεσόδερµα, η εσωτερική στιβάς του µεσαίου τµήµατος της αρχικής ζώνης του εµβρύου (σχηµατιζοµένη από εγκόλπωσιν) από την οποίαν διαφοροποιούνται τα endoderm και mesoderm endomitosis, ενδοµίτωσις, αντιγραφή χρωµατοσωµάτων χωρίς κυτταρικήν διαίρεσιν endoparameres, ενδοπαραµερή, το πλευρικόν άκρον της peronea που εµφανίζεται εσωτερικώς ως ένα ισχυρό paramere. στα ♂ Orthoptera: laminae phalli. στα ♂ Chironomidae (Diptera): phallapodeme. στα ♀ Chironomidae (Dipt.): coxosternal apodeme endoparasite(s), εσωτερικά παράσιτα, παράσιτα τα οποία εγκαταλείπουν τον ξενιστή πριν την νύµφωσιν βλ.ectoparasites και endoparasitoid endoparasite, ενδοπαράσιτον, παράσιτικός οργανισµός που ζει εσωτερικώς και εις βάρος ενός άλλου ζώου το οποίον και δεν θανατώνει endoparasitoid, ενδοπαρασιτοειδές, ζωϊκός οργανισµός του οποίου οι ατελείς µορφές αναπτύσσονται στο εσωτερικόν του σώµατος του ξενιστή (host) endoperitrophic space, ενδοπεριτροφικός χώρος, ο χώρος του στοµάχου που περικλείεται από την περιτροφικήν µεµβράνην (peritrophic membrane) endophagus, ενδοφάγος, ο τρεφόµενος µε το εσωτερικόν του ξενιστή endοphallic apodeme, ενδοφαλλικόν απόδεµα. στα ♂ Cyrtacanthacridinae (Orthoptera: Acrididae): το πρόσθιον τµήµα του endophallic plate endophallic cavity, ενδοφαλλική κοιλότης, η κοιλότης στην οποίαν εκβάλλει ο γονοπόρος (gonopore). στα ♂ Caelifera (Orth.): spermatophore sac endophallic chamber, ενδοφαλλικός θάλαµος. στα ♂ Coleoptera: internal sac endophallic diverticulum -la, ενδοφαλλική εκτροπή -αί. στα ♂ Heteroptera (Hem.): δύο (στα Tingidae) ή µία (στα Vianaididae) εκτροπές του ductus seminis endophallic duct, ενδοφαλλικός αγωγός. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis proximalis.


229 στα ♂ Pentatomoidea (Hem.: Heteroptera): ductus seminis distalis endophallic hilt, ενδοφαλλική λαβή. στα ♂ Tabanoidea (Dipt.): basiphallus endophallic membrane, ενδοφαλλική µεµβράνη. στα ♂ Caelifera (Orth.): η µεµβράνη που καλύπτει τις εσωτερικές κοιλότητες του φαλλού endophallic plates, ενδοφαλλικαί πλάκες (ελάσµατα). στα ♂ Orthoptera: laminae phalli endophallic sac, ενδοφαλλικός σάκκος. στα ♂ Orthoptera: θύλαξ του endophallus που περιέχει ejaculatory sac, spermatophore sac και phallotreme endophallic sclerites, ενδοφαλλικοί σκληρίται. στα ♂ Orthoptera: σκληρίτες της endophallic membrane endphallic sperm reservoir, ενδοφαλλική δεξαµενή σπέρµατος. στα ♂ Lygaeidae και Malchidae (Hem.: Heteroptera): ejaculatory reservoir endophallic tines, ενδοφαλλικαί περόναι. στα ♂ Tabanoidea (Dipt.): aedeagal tines endophallic tubes, ενδοφαλλικοί σωλήνες. στα ♂ Diptera: ένας ή περισσότεροι µεµβρανώδεις σωλήνες που περικλείουν τον endophallus endophallus (πλ. endophalli), ενδοφαλλός, στα ♂ έντοµα: ο εσωτερικός σάκκος ή σωλήν του φαλλού (phallus) εγκολπούµενος στο άκρον του aedeagus. στα ♂ Blattopteroidea: hypophallus + phallus. στα ♂ Psocoptera: radula. στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis distalis ή ductus seminis (συνολικώς). στα Diptera: ένας από τους 3 µεµβρανώδεις εσωτερικούς σωλήνες του aedeagus. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): αναστρεφόµενον τµήµα του ♂ εισδύοντος οργάνου που ενίοτε φέρει άκανθες ή virga στο άκρον του. στα ♂ Siphοnaptera: επιµήκης σακκοειδής συνέχεια του tubus interior που περικλείει το true penis endophilic, ενδόφιλος, οργανισµός που προτιµά να ζει σε εσωτερικούς χώρους όπως τα έντοµα αποθηκών ή κατοικιών endophytic, ενδοφυτικός, αυτός που ζεί και τρέφεται µέσα στον φυτικόν ιστόν βλ.borer, miner, exophytic endophytic oviposition, ενδοφυτική ωοτοκία, τύπος ωοτοκίας στα Anisoptera (Od.) όπου τα ωά εισάγονται µέσα στα φύλλα ή τα στελέχη των υδροβίων φυτώνµε την βοήθεια ωοθέτη (ovipositor) endoplasm, ενδόπλασµα, το εσωτερικόν ή κεντρικόν µέρος του κυτταροπλάσµατος (cytoplasm) endopleural ridge = pleural ridge endopleurite, ενδοπλευρίτης, εσωτερική προεξοχή της cuticula (σχήµατος Υ στα πλευρά του


230 θώρακος) αποτελούµενη από την pleural ridge και pleural apophysis endopodite, ενδοποδίτης, ο µεσαίος κλάδος (στέλεχος) ενός εξαρτήµατος µε δύο κλάδους endopolyploidy, ενδοπλοειδία, πολυπλοειδία κατά την οποίαν τα σωµατικά κύτταρα έχουν υποστεί έναν ή περισσότερους κύκλους ενδοµιτώσεως (endomytosis) π.χ. τα κύτταρα των σιελογόνων αδένων του Gerris (Hem.: Heteroptera: Gerridae) endoprocessus, ενδοπροεκβολή. στα ♂ Neuroptera: µία από το ζεύγος πλαγίων προεκβολών του gonarchus. στα ♂ Heteroptera (Hem.): suspensorial apodeme(s) Endopterygota = Holometabola endopterygote, ενδοπτερυγωτός, µε ενδοπτερυγωτήν ανάπτυξιν πτερύγων endopterygote , ενδοπτερυγωτά, Holometabola έντοµα στα οποία οι πτέρυγες αναπτύσσονται µέσα σε θύλακες του εξωσκελετού και αποκαλύπτονται µετά την απελευθέρωσιν της προνύµφης ή της νύµφης από τον παλαιόν εξωσκελετό (apolysis) βλ.exopteryrote endoskeletal, ενδοσκελετικός endoskeletal rod = apodeme endoskeleton, ενδοσκελετός, σύνολον σκληροποιηµένων προεξοχών που εκτείνονται από το εξωτερικό σωµατικόν τοίχωµα προς το εσωτερικόν του σώµατος και χρησιµεύουν για την στήριξιν των µυών. στα ♂ Chironomidae (Dipt.): αποδέµατα (apodemes) του ♂ hypopygium βλ. apodeme, phragma και tentorium endosmosis, ενδώσµωσις endosoma (πλ. endosomata), ενδόσωµα. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): aedeagus, στα ♂ Heteroptera (Hem.): ακραίον τµήµα του phallus χωρίς συνδέσµους endosomal diverticulum(-a), ενδοσωµατική εκτροπή. στα ♂ Tingidae (Heteroptera: Hem.): endophallic diverticula endosomal sperm reservoir, ενδοσωµατική δεξαµενή σπέρµατος. στα ♂ Colobathristidae (Hem.: Heteroptera): ejaculatory reservoir endosternal, ενδοστερνικός endosternal ridge, ενδοστερνική ράχις, η σχήµατος Υ ένωσις των συγκλινουσών ράχεων από τις βάσεις των αποφύσεων (apophyses) endosternite, ενδοστερνίτης, εσωτερική επιδερµική εγκόλπωσις ενός θωρακικού στενίτη (sternum) ως θέσις προσφύσεως µυός βλ.furca και sternal apophysis endosternum, ενδόστερνον, η εσωτερική επιφάνεια του sternum endotendon(s), ενδοτένοντες. στα Siphonaptera: virga penis endotergite, ενδοτεργίτης (phragma)


231 endotheca, ενδοθήκη. στα ♂ έντοµα: το εσωτερικόν τοίχωµα της phallotheca. στα ♂ Phthiraptera: endophallus. στα ♂ Heteroptera: (Hem.): conjunctiva. στα ♂ Trichoptera: µεµβρανώδης συµπίεσις του άκρου της phallobase από την οποίαν εκφύονται ο aedeagus και τα parameres (όταν υπάρχουν) endothermy, ενδοθερµία (επιθ. endothermic), η ικανότης αυξήσεως της σωµατικής θερµοκρασίας πάνω από αυτήν του περιβάλλοντος endothorax, ενδοθώραξ, οι εσωτερικές κατασκευές ή εκφύσεις του θώρακος endotoky, ενδοτοκία (ovoviviparity) endotoxin(s), ενδοτοξίνη(-αι), ουσίες παραγόµενες από µικροοργανισµούς οι οποίες δεν εκκρίνονται στο άµεσον περιβάλλον αλλά περιορίζονται µέσα στο µικροβιακόν κύτταρον και ελευθερώνονται µε αυτόλυσιν (autolysis) endotrachea, ενδοτραχεία, η intima της τραχείας (trachea) Entotropha = Diplura enervis, άνευρος, χωρίς φλέβες ή νεύρα (επί πτερύγων) engraved, χαραγµένος βλ.exsculptate Enicocephaloidea, Enicocephalomorpha, Ανθυποτάξις των Heteroptera µε την Οικογ. Enicocephalidae enlarged portion of spermathecal duct, διεσταλµένον τµήµα του αγωγού σπερµατοθήκης. στα ♂ Siphonaptera: pars dilatata ennaton, έννατον, ο ένατος δακτύλιος του σώµατος των εντόµων ensate (ensatus, ensiform), ξιφοειδής (µε δύο ακµές: φαρδύς στη βάση και αιχµηρός στο άκρον) entad, ental, ο εκτεινόµενος από το εξωτερικόν προς το εσωτερικόν του σώµατος enteric caeca ( coeca), τυφλόν έντερον (midgut caeca) enteric discharge, εντερική κένωσις, αµυντική ενέργεια του εντόµου µε εξέµεσιν (στόµα) ή αποπάτησιν (πρωκτός) enteric epithelium, εντερικόν επιθήλιον, στιβάς κυττάρων του πεπτικού σωλήνος κειµένη επί της βασικής µεµβράνης (basement membrane) enteric valve, εντερική βαλβίς. στα Isoptera: η βαλβίς που ενώνει το πρώτο τµήµα του οπισθίου εντέρου (hind gut) µε το δεύτερο (paunch) enterokinase, εντεροκινάση, ένζυµον παραγόµενο στα καλυπτήρια κύτταρα (lining cells) του δωδεκαδακτύλου (duodenum) και το οποίον ενεργοποιεί την θριψίνην (trypsin) enterolith, εντερόλιθος, σύµπηξις (λίθος) σχηµατιζοµένη στον πεπτικόν σωλήνα (alimentary canal)


232 enterolithiasis, εντερολιθίασις, η παρουσία εντερολίθων (enteroliths) στον πεπτικόν σωλήνα π.χ. στο rectum της βασίλισσας στις µέλισσες (queen honeybee) enteromyiasis, εντεροµυίσις, µόλυνσις των εντέρων σε Σπονδυλωτά από προνύµφες των Diptera enteron, 1 πεπτικός σωλήν (alimentary canal), 2 έντερον (intestine) entocranium, ενδοκράνιον (tentorium) entocuticle = endocuticle entodorsum = endotergum Entognatha, Entognathata, υποθετική µονοφυλετική Οµάς των εντόµων που περιλαµβάνει τα Collembola, Diplura και Protura entognathous, ενδόγναθος, µε στοµατικά µόρια εντός θυλάκων βλ.ectognathous entoleter, «εντολέτερ», συσκευή µε φυγοκεντρικήν ισχύ για θανάτωσιν εντόµων (κυρίως εχθρών των αποθηκευµένων σιτηρών) entoloma, εδρικόν περιθώριον (anal margin) πτερύγων entomic, εντοµικός, αναφερόµενος σε έντοµα entomiasis, εντοµίασις, τραυµατική βλάβη ζωϊκών ιστών προκαλούµενη από έντοµα entomogenous, εντοµογενής entomography, εντοµογραφία, η περιγραφή εντόµου ή του βιολογικού κύκλου του entomolin, entomoline, εντοµολίνη (chitine) entomologist, εντοµολόγος, ο συλλέγων και µελετών τα έντοµα entomology, Εντοµολογία, ο κλάδος της Ζωολογίας που ασχολείται µε τα Hexapoda (Entoma) entomopathogen, εντοµοπαθογόνον, οργανισµός ο οποίος προκαλεί ασθένειες ειδικώς σε έντοµα Entomophaga = Coleoptera + Strepsiptera entomophagous, εντοµοφάγος, αυτός που κυρίως καταναλώνει έντοµα ή µέρη αυτών βλ. insectivorous entomophilic, εντοµοφιλικός, 1 αυτός που αρέσκεται σε έντοµα, 2 βακτηρίδια, µύκητες, πρωτόζωα και νηµατώδεις που σχετίζονται µε έντοµα βλ.entomophilous entomophilous, εντοµόφιλος, φυτό που δέχεται επικονίασιν (pollination) ειδικώς από έντοµα entomophily, εντοµοφιλία, η επικονίασις ανθέων από έντοµα entomophobia, εντοµοφοβία, αφύσικος φόβος για έντοµα βλ.delusory parasitosis Entomophthorales, Τάξις Ζυγοµυκήτων µε περίπου 150 είδη παθογόνα στα έντοµα entomophytic, εντοµοφυτικός, σχέσις µεταξύ φυτικών µικροοργανισµών και εντόµων βλ.entomophytous entomophytous, εντοµόφυτος, φυτικοί οργανισµοί αναπτυσσόµενοι επάνω ή µέσα σε έντοµα βλ.entomogenous,entomophytic


233 entomopox virus (EPV), ευλογοϊός εντόµων, ιός που µοιάζει µε τον ευλογοϊόν των σπονδυλωτών και έχει βρεθεί σε Coleoptera, Lepidoptera και Diptera entomosis, εντόµωσις, ασθένεια προκαλούµενη από παρασιτικόν έντοµο entomotaxy, εντοµόταξις, η διατήρησις και προπαρασκευή εντόµων προς µελέτην entomotomy, εντοµοτοµία (εντοµο - ανατοµία), η επιστήµη που ασχολείται µε την εσωτερική µορφολογία (ανατοµία) των εντόµων entoparasite = endoparasite entopleuron, ενδόπλευρον (pleural apophysis) endoprocessus, ενδοπροεκβολή. στα ♂ Neuroptera: µία από το ζεύγος πλαγίων προεκβολών του gonarchus entoptygma, στο έµβρυον: amnion entosternum, ενδοστερνίτης, furca ή sternal apophyses, endothorax entotergum, ενδοτεργίτης, ράχις σχήµατος V στην κάτω επιφάνεια του notum, µε το άκρον του προς τα εµπρός entothorax, ενδοθώραξ (endosternum) entotrophous, ενδότροφος (endognathus) endozoa, ενδόζωα, τα ζώα που ζούν µέσα στο σώµα άλλων ζώων envelope (εµβάλλω = εισάγω), φάκελος, θήκη από χαρτόνι ή κερί που περιβάλλει τη φωληά κοινωνικού εντόµου π.χ. σφήκας (Hym.: Vespidae) enveloping cell, περιβάλλον κύτταρον, το ενδιάµεσον κύτταρον αισθητηρίου οργάνου - πιθανώς αντίστοιχον του τριχογόνου κυττάρου (trichogen cell) environment, περιβάλλον, το σύνολον των φυσικών χηµικών και βιοτικών συνθηκών που επηρεάζουν έναν οργανισµό βλ.habitat, niche enzootic disease, ενζωοτία, ενζωοτική ασθένεια, στην παθολογία των Ασπονδύλων: ασθένεια συνεχώς παρούσα σε έναν πληθυσµό βλ.epizootic enzyme, ένζυµον, φυσικός οργανισµός καταλύτης (συνήθως πρωτεϊνη) eo- (ηώς = αυγή, πρωία, πρόδροµος), (πρόθεµα) προeonymph, προ-νύµφη στα Symphyta (Hym.): το τελευταίο προνυµφικό στάδιο µεταξύ της ενεργού προνύµφης (active larva) και της αληθούς νύµφης (true pupa) βλ.prepupa eonymphal stage, eonymph, βλ.propupa, semipupa eoplasmatocyte, προ- πλασµατοκύτταρον (plasmatocyte) µε πολύ ευκρινή οξεόφιλον (acidophilic) πυρήνα και πιο ανοιχτόχρωµον βασεόφιλον (basophilic) κυτταρόπλασµα eoplasmatocytoid, προ- πλασµατοκυτταροειδές, πλασµατοκύτταρον (plasmocyte) µεταξύ


234 eoplasmatocyte και microplasmatocyte Eosentomidea, Υποτάξις των Protura µε την Οικογ. Eosentomidae epalpate, χωρίς προσακτρίδες (palpi) epandrial lobes, λοβοί επανδρίου (epandrium). στα ♂ Mecoptera: dorsal abdominal tergum IX epandrium (πλ. epandria), επάνδριον. στο ♂ (των Diptera κυρίως): ο ένατος κοιλιακός τεργίτης epaulet. στα τέλεια Diptera: tegula βλ. humeral plate Epermenioidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε την Οικογ. Epermeniidae epaulette. στα τέλεια Noctuoidea (Lep.): σκληροποιηµένη ράχις που χωρίζει το tympanum από την conjunctiva Ephemerata = Ephemerida = Ephemerina = Ephemeroptera Ephemereloidea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε τις Οικογ.: Ephemerelidae, Leptohyphidae και Tricorythidae Ephemeroidea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε τις Οικογ. Behningiidae, Potamanthidae, Euthyplocidae, Polymitarcyidae, Ephemeridae και Palingeniidae Ephemeroptera, Τάξις των Paleoptera (Insecta) µε τέλεια των οποίων οι οπίσθιες πτέρυγες είναι πολύ µικρότερες των προσθίων Ephidroidea, Υπεροικ. των Schizophora - Acalyptrata στα Muscomorpha (Dipt.) µε τις Οικογ.: Drosophilidae, Ephydridae, Curtonotidae, Diastatidae, Camillidae, Chloropidae, Cryptochetidae,Tethinidae και Canacidae epi-, (πρόθεµα): -επί, άνω, επάνω epiandrial lobes, λοβοί επανδρίου (epiandrium). στα ♂ Mecoptera: νωτιαία κοιλιακά εξαρτήµατα του abdominal tergum IX epiandrium (πλ. epiandria), επάνδριον. στα ♂ Mecoptera: το εκτεινόµενο προς τα πίσω τµήµα (συχνά ζυγό) του tergum IX. στα ♂ Diptera: periandrium epiandropodite (πλ. -dites), επιανδροποδίτης. στα ♂ Diptera: dististylus epiandrum· στα ακάρεα Holothyrida: πλατιά κοίλη διϊσχιακή περιοχή µε το ♂ genital opening epiblast, επιβλάστη, έξω βλαστική πλάξ, η εξωτερική βλαστική στιβάς του εµβρύου (embryo) epicephalon, επικέφαλον. στα περισσότερα τέλεια Brachycera και σε όλα τα Muscomorpha (Dipt.): ευκρινής µεσαίος σκληρίτης στο ινίον (occiput) epicnemis, επικνηµίς. σε µερικά Arachnida: ακίνητη βοηθητική άρθρωσις στη βάση της κνήµης epicnemian carina, επικνηµική τρόπις epicnemium, επικνήµιον. σε πολλά τέλεια Apocrita: (Hym.): τµήµα του mesepisternum επάνω


235 από την epicnemial carina epicondyle, επικόνδυλος, νωτιαίος κόνδυλος της mandible epicranial, επικρανιακός, σχετικός µε το epicranium epicranial arm(s), επικρανιακός βραχίων. στα τέλεια έντοµα: ένας από τους βραχίονες της Yshaped epicranial suture βλ.frontal suture epicranial notch, επικρανιακή εγκοπή. στις προνύµφες των Lepidoptera: V-shaped dorsomedial space, οριοθετούµενη πλευρικώς από τις οπίσθιες προεκβολές της κεφαλικής κάψας epicranial lobe, επικρανιακός λοβός. στις προνύµφες Lepidoptera: ο πλευρικός ανώτερος κυρτός λοβός της κεφαλής epicranial plates, επικρανιακαί πλάκες, δυο (2) εξωσκελετικές πλάκες οι οποίες καλύπτουν την ραχιαία επιφάνειαν της κεφαλής βλ.epicranium epicranial stem, επικρανιακός κορµός. στα τέλεια έντοµα: coronal suture epicranial suture, επικρανιακή ραφή, γραµµή σχήµατος Υ στο µέτωπο (vertex, frons, occiput) της κεφαλής (επάνω από τις κεραίες) όπου γίνεται η σχάσις (σχίσιµο) για τη δηµιουργία του νέου εξωσκελετού κατά την έκδυσιν (ecdysis) βλ.coronal suture και ecdysial cleavage line epicranium, επικράνιον, το άνω µέρος της κεφαλής απο το µέτωπον (frons) µέχρι τον αυχένα (cervix) που περιλαµβάνει: frons, vertex και genae βλ.epicranial plates. στα τέλεια Diptera: vertex epicuticle,η λεπτή, άκαµπη εξωτερική στιβάς του εξωσκελετού που καλύπτει την εξωδερµίδα epicuticle, epicuticula, εφυµενίς, η λεπτή εξωτερική στιβάς της επιδερµίδος που σκεπάζει την exocuticle epicuticular filaments, νήµατα της εφυµενίδος, τελικές διακλαδώσεις των pore canals µέσα στην epicuticle epideme, επίδερµα (articulatory epideme) epidemic typhus, επιδηµικός τύφος, ασθένεια του ανθρώπου και των τρωκτικών προκαλούµενη από το βακτηρίδιον Rickettsia mooseri και µεταδιδόµενη στον άνθρωπο από το Pediculus humanus (Phthir.: Anoplura), το Xenopsylla cheopis (Siphonaptera) και το Liponyssus bacoti (Acari) βλ.endemic typhus epidermal, επιδερµικός epidermal layer, επιδερµική στιβάς. στις κηκκίδες των Cynipidae (Hym.): η εξωτερική επένδυσις της κηκκίδος epidermata, επιδέρµατα, αφύσικες αποφύσεις ή ανωµαλίες του δέρµατος epidermis, επιδερµίς, η εκτοδερµική στιβάς κυττάρων του εξωσκελετού τα οποία εκκρίνουν την


236 cuticle epididymis, επιδιδυµίς 1 το συµπαγές συνεστραµµένον τµήµα του vas deferens 2 συνεστραµµένοι εκφορητικοί αγωγοί, συσσωρευµένοι στο οπίσθιον τµήµα των όρχεων (testes) epigaeic, επίγειος, που ζεί ή τουλάχιστον αναζητεί την τροφή του επάνω στο έδαφος βλ.hypogaeic epigamic, επιγαµικός, που χρησιµεύει στην έλκυσιν του άλλου φύλου κατά την εποχήν της αναπαραγωγής epigamic behavior, επιγαµική συµπεριφορά, ερωτοτροπία (courtship) epigamic coloration, χρώµατα που επιδεικνύονται από ζώα κατά την ερωτοτροπίαν epigamic selection, επιλογή φύλου (sexual selection) epigastrium, επιγάστριον, ο πρώτος ολόκληρος κοιλιακός σκληρίτης της κοιλίας epigenesis, επιγένεσις, υποθετική κατάστασις κατά την οποίαν ένας οργανισµός αναπτύσσεται µε εµφάνιση νέων κατασκευών και λειτουργιών βλ.preformation epigenetic period, επιγενετική περίοδος, ο χρόνος µετά την ένωσην των ♂ και ♀ γονάδων κατά τον οποίον σχηµατίζονται τα όργανα του σώµατος epiglossa = epipharynx epiglottis, επιγλωττίς (epipharynx) epignathous, επίγναθος, µε τα στοµατικά εξαρτήµατα κατευθυνόµενα προς την κεφαλή (cephalad) βλ.prognathous epigusta, το τµήµα του propharynx πίσω από τον epipharynx και τις tormae epigynium (πλ. epigynia), επιγύνιον. στα ♀ Diptera, tergum IX ή tergite of abdominal segment VIII epigynum, επίγυνον. στις ♀ αράχνες (Arachnida: Araneae): external genitalia· στα ακάρεα Dermanyssina (µε δευτερεύον ♀ genital system): το εξωτερικόν genital opening, ovipore epilabium, επιχείλιον (κάτω χείλους = labium). στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): ligula epilabrum, επιχείλιον (άνω χείλους = labrum). στα Myriapoda: σκληρίτης σε κάθε πλευράν του άνω χείλους (labrum) epilimnion, επιλίµνιον, το ανώτερον από το 3 στρώµµατα (τα άλλα: thermocline και hypolimnion) του ύδατος των βαθέων λιµνών που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα οξυγόνου και αφθονίαν ζωής epilobe, επιλοβός, 1 στα Carabidae (Col.): στο mentum, όπου αντιστοιχεί σε µία µερικώς διηρηµένην γλωσσίδα (ligula) 2 πλευρικόν εξάρτηµα ενός διλόβου (bilobed) mentum epimegetic, επιµεγέθης, το µεγαλύτερο µιάς σειράς εντόµων τα οποία παρουσιάζουν πολυµορφισµόν (polymorphism)


237 epimeral parapterum = subalare epimeral suture, επιµερική ραφή, το ουραίον τµήµα της στερνοπλευρικής ραφής (sternopleural suture) epimere(s). επιµερές, στα ♂ Megalomus (Plan.: Hemerobiidae): endoprocessus. στα ♂ Mecoptera: dorsal valves. στα ♂ Lepidoptera: νωτιαία προεξοχή της phallobase epimeron (πλ. epimera), επίµερον, η οπισθία υποδιαίρεσις του πλεύρου (pleuron) στον θώρακα η οποία χωρίζεται από το επίστερνον (episternum) µε την πλευρικήν ραφή (pleural suture) epimeron II. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.: σκληρίτης της άνωθεν του δευτέρου ισχίου (coxa II) και πίσω από τα anepisternum II και preepisternum II epimorphic development = epimorphosis epimorphic development, επιµορφική ανάπτυξις, όταν ο αριθµός των κοιλιακών τµηµάτων είναι προκαθορισµένος στο έµβρυον πριν από την εκκόλαψιν, epimorphosis βλ.anamorphic development epimorphosis, επιµόρφωσις, ανάπτυξις κατά την οποίαν όλοι οι δακτύλιοι του σώµατος έχουν διαφοροποιηθεί στο έµβρυον προ της εκκολάψεως βλ.anamorphosis epineural sinus, επινευρική κοιλότης· στο έµβρυον του εντόµου: το διάκενο που δηµιουργείται κυρίως από τον διαχωρισµόν της λεκίθου (yolk) από το έµβρυον, άνωθεν της περιοχής της κοιλιακής νευρικής αλύσσου (ventral nerve cord) και αποτελεί την αρχή της µόνιµης σωµατικής κοιλότητος (body cavity) epineurium, επινεύριον, η µεµβράνη που επενδύει ένα νευρικόν γάγγλιον epinotal spines, επινώτιοι άκανθες. στα τέλεια Myrmecinae (Hym.; Formicidae): άκανθες στο epinotum που προστατεύουν τον µίσχο (pedicel) epinotum, επινώτιον. στα τέλεια Hymenoptera: 1 propodeum 2 η νωτιαία όψις του pronotum epiopticon, επιοπτικόν (medula externa) epiphallic spine, επιφαλλική άκανθα. σε µερικά ♂ Enicocephalidae (Hem.: Heteroptera): το ευδιάκριτο µεσαίον τµήµα του pseudosternite epiphallus (πλ.epiphalli), επιφαλλός. στα ♂ Blattopteroidea: ζεύγος βαλβίδων νωτιαίως του φαλλού (penis). στα ♂ Caelifera (Orth.): ανεξάρτητος σκληρίτης άνωθεν του dorsocephalic τµήµατος του φαλλού. στα ♂ Grylloidea (Orth.: Ensifera): pseudepiphallus. στα ♂ Rhaphidiophoridae (Orth.: Ensifera): pseudosternite. στα περισσότερα ♂ Ensifera (Orth.: titillator. στα ♂ Thysanoptera: αδοκίµως χρησιµοποιείται γιά τον endophallus που προκύπτει από το periandrium (phallobase) και φέρει τον γεννητικόν πόρον (genital orifice)


238 . στα ♂ Diptera (κυρίως Brachycera): εξωτερική προεκβολή του basiphallus που προκύπτει από την µεσοοπισθίαν επιφάνειάν του epipharyngeal, επιφαρυγγικός epipharyngeal armature, επιφαρυγγικός οπλισµός. στα αρπακτικά τέλεια Dolichopodidae (Dipt.): οδοντοειδείς ή λεπιοειδείς αποφύσεις στις πλευρές του άνω χείλους (labrum) epipharyngeal bar, επιφαρυγγική ράβδος. στις προνύµφες πολλών Nematocera (Dipt.): µεσαίος σκληρίτης στον epipharynx (µε ψύκτρα ή τρίχες) µεταξύ των premandibles και πίσω από τα µεσαία άκρα των tormae epipharyngeal comb, επιφαρυγγική κτένα. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): pecten epipharyngis epipharyngeal process, επιφαρυγγική προεκβολή. σε µερικά Heteroptera (Hemiptera): στενή συνέχεια του epipharynx πέραν του άκρου του labrum, που καλύπτει τον εγγύτερον τοµέα της stylet groove epipharyngeal scletite, επιφαρυγγικός σκληρίτης. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.: Brachycera): θυριδοειδής σκληρίτης, άνωθεν του προσθίου περιθωρίου του hypopharyngeal sclerite. στις µέλισσες (Hym.: Apoidea): ζεύγος ταινιοειδών τµηµάτων, που εκτείνονται οπισθίως των δύο πλευρών της βάσεως του epipharynx βλ.hypopharyngeal sclerite epipharyngeal sense organ, επιφαρυγγικόν αισθητήριον όργανον. στα Heteroptera (Hem.): πρόσθιες (x) και οπίσθιες (y) οµάδες αισθητηρίων του epipharynx (προφανώς σχετικές µε την θρέψιν) βλ.x organ και y organ epipharyngeal wall, επιφαρυγγικόν τοίχωµα, οι µεµβρανώδεις εσωτερικές επιφάνειες των clypeus και labrum epipharynx, επιφάρυγξ, , µεµβρανώδης οροφή που οδηγεί στο στόµα του εντόµου epipharynx, επιφάρυγξ, η κοιλιακή (κάτω) επιφάνεια του κάτω χείλους, η µεµβρανώδης οροφή του στόµατος. στις προνύµφες των Scarabeoidea (Col.): η σύνθετη στοµατική περιοχή, η οποία σχηµατίζει την έσω και κάτω επίστρωσιν του labrum και εκτείνεται κάτω από το clypeus epiphysis, επίφυσις. σε πολλές Οικογένειες Lepidoptera: φυλλοειδής ή ακανθοειδής προεκβολή στην εσωτερικήν όψη της foretibia, η οποία χρησιµεύει για τον καθαρισµό των κεραιών βλ.antenna cleaner epipleural fold, επιπλευρική πτυχή. στα τέλεια Coleoptera: η ανυψωµένη κατώτερη παρυφή του epipleuron epipleural rod, επιπλευρική ράβδος. στα ♂ Diptera: processus longus


239 epipleurite, επιπλευρίτης, 1 ανώτερη πλευρική πλάξ (όταν το pleuron χωρίζεται οριζοντίως σε 2 µέρη π.χ. anepisternum και anepimeron) 2 οι basalar και subalar σκληρίτες (σωµατικού δακτυλίου που φέρει πτέρυγες) διαφοροποιούµενοι από τα ανώτερα άκρα των episternum και epimeron epipleuron (πλ. epipleura), επίπλευρον. στα τέλεια των Coleoptera: το πλευρικώς αποκλίνον ή συγκλίνον τµήµα του ελύτρου (elytron) όταν τα έλυτρα είναι κλειστά epipleurum, επίπλευρον. στις προνύµφες των Coleoptera: η πλευρική περιοχή αµέσως άνωθεν της ventrolateral suture και κάτω από την alar area epipodite, επιποδίτης, εξωτερικός λοβός του coxopodite που συνήθως φέρει βράγχια (gills) epiproct, επίπρωκτος, το νωτιαίον τµήµα του XI κοιλιακού δακτυλίου· στα Plecoptera: supraanal lobe. στα τέλεια Raphidiidae (Raph.): ectoproct. στα ♂ Ascalaphidae και Myrmeleontidae (Plan.): abdominal sternum IX. στα ♂ Nymphes (Plan.: Nymphidae): mediuncus, στα Mecoptera: supraanale. στις προνύµφες Lepidoptera και τα ♀ Diptera: supraanal plate epiproct, λοβός πάνω από τον πρωκτόν (anus), το ραχιαίον τµήµα του ΧΙ ουροστερνίτη Epipsocetae, Οµάς στην Υποτάξιν Psocomorpha (Psoc.) µε τις Οικογ. : Epipsocidae, Neurostigmatidae, Dolabellopsocidae, Ptiloneyridae και Cladiopsocidae epipygium (πλ. epipygia), επιπύγιον. στα τέλεια Hymenoptera: ο τεργίτης του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου βλ.epiproct και hypopygium epistematic colors, χρώµατα επισηµάνσεως, αναγνωριστικοί χρωµατισµοί των εντόµων, στο πλαίσιον της µιµήσεως (mimicry) episite, episitic, επίσιτος (predator, predacious) episternal, επιστερνικός episternal fissure, επιστερνική σχισµή. στα τέλεια Diptera: anepisternal cleft episternal lateral = preepisternum episternal paraptera = basalar sclerites episternal scrobe, επιστερνικόν βοθρίον. σε περίπου όλα τα τέλεια Apocrita (Hymenoptera): λακκίσκος (µικρός λάκκος) στο mesepisternon λίγο προ του epimeron episternal sulcus, επιστερνική αύλαξ. στα τέλεια Vespidae (Hym.): το νωτιαίον τµήµα του scrobal sulcus episternal suture, επιστερνική ραφή, το πρόσθιον τµήµα της sternopleural suture episternites, επιστερνίτης, το άνω ζεύγος των εξαρτηµάτων που σχηµατίζουν τον ωοθέτη (ovipositor) στις ακρίδες


240 episternum (πλ. episterna), επίστερνον, ο πρόσθιος σκληρίτης του pleuron που βρίσκεται πίσω από την pleural suture. στα Apocridoidea (Orth.): µικρός σκληρίτης ο οποίος προεξέχει κάτω από το πρόσθιον τµήµα των pronotal lobes. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): preepisternum episternum (πλ.episterna), επίστερνον, η προσθία υποδιαίρεσις του πλεύρου (pleuron) στον θώρακα η οποία χωρίζεται από το επίµερον (epimeron) µε την πλευρικήν ραφή (pleural suture) epistoma, επιστόµιον, το στοµατικόν περιθώριο ή σκληρίτης ακριβώς πίσω από το χείλος (labrum) π.χ. anteclypeus, clypeus ή frontoclypeus, στα τέλεια Diptera: lower facial margin epistomal plate, επιστοµατική πλάξ. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): κυκλικός ή γωνιώδης σκληρίτης προσθιονωτιαίως και µεταξύ των βραχιόνων του intermadiate sclerite (epistomal sclerite) epistomal ridge, επιστοµική ράχις, η εσωτερική προέκτασις της epistomal suture epistomal sclerite, επιστοµικός σκληρίτης· στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): epipharyngeal scletite (epistomal plate) epistomal sulcus = epistomal suture epistomal suture, αύλαξ η οποία ενώνει τα πρόσθια άκρα των subgenal sutures και σχηµατίζει (εσωτερικώς) µίαν ισχυρή epistomal ridge (frontoclypeal suture) epistomal suture, επιστοµική ραφή (βλ. frontoclypeal suture) epistome (epistomis, epistomum), επίστοµα· στα ακάρεα: το gnathotectum των Mesostigmata epitendon, επιτένων. στα ♂ Siphonaptera: λεπτόν εξάρτηµα επάνω στο πρόσθιον άκρον του aedeagal apodeme epithelial, επιθηλιακός epithelial layer, επιθηλιακή στιβάς, κάθε κυτταρική στιβάς που επικαλύπτει µίαν επιφάνεια ή όργανον του σώµατος epithelial sheath, επιθηλιακή θήκη. σε µερικά έντοµα: 1 εξωτερική επένδυσις από φαρδιά κύτταρα της tunica intima 2 το τοίχωµα ενός testicular tubule συνήθως µε δύο στιβάδες epithelium, επιθήλιον, η κυτταρική στιβάς που καλύπτει µίαν επιφάνεια ή εσωτερικώς µίαν κοιλότητα π.χ. στοµάχου ή εντέρου epitorma (πλ. epitormae). σε προνύµφες µερικών Scarabaeoidea (Col.): ράβδος ως προέκτασις του εσωτερικού άκρου της laeotorma epitorma anterior (προσθία). στις προνύµφες Coleoptera: epitorma κατευθυνοµένη προς το άκρον του epipharynx


241 epistorma posterior (οπισθία). στις προνύµφες Coleoptera: epitorma κατευθυνοµένη προς την βάση του epipharynx epizoon (πλ. epizoa), επίζωον, φυτικόν ή ζωϊκόν εκτοπαράσιτον (ectoparasite) epizooty, επιζωοτία, 1 στην Παθολογία των Ασπονδύλων: έξαρσις ασθενείας όπου παρατηρείται ασυνήθιστα µεγάλος αριθµός περιστατικών 2 ασθένεια ή φάσις ασθενείας µε µεγάλην θνησιµότητα epizootic, επιζωοτικός, ζών ή παρασιτών σε ζώα εξωτερικώς ή στην επιφάνειά τους epizygum (πλ.epizyga), επίζυγον. σε προνύµφες µερικών Scarabeoidea (Col.): η επιµήκης πλάξ ή ράβδος που εκτείνεται από το zygum προς το cithrum στην δεξιά πλευρά του epipharynx epomia, επωµία. σε µερικά τέλεια Coleoptera: τρόπις πλαγίως και κατά µήκος εγκαρσίας αύλακος του προνώτου που υποδέχεται τον πρόσθιον µηρόν Eproboscidea = Pupipara epupillate, χωρίς κόρην οφθαλµού, µε ατελές οφθαλµικόν σηµείον (ocellate spot, pupil) equal (είκελος = όµοιος), του ιδίου µήκους, µεγέθους ή σχήµατος equate, εξισωµένος, επιφάνεια χωρίς µεγάλες ανυψώσεις ή καταπτώσεις equidistant, ισαπέχων, µε την ίδια απόσταση από κάτι equilibrium, ισορροπία. στην Χηµεία: η κατάστασις η οποία επιτυγχάνεται όταν ολοκληρωθεί µία αµφίδροµος αντίδρασις equitant, επικαλυπτόµενος (overlapping) EPV = entomopox virus eradication, εκρίζωσις, εξολόθρευσις, η οριστική αποµάκρυνσις, καταστροφή ή εξαφάνισις ζώντος οργανισµού από το περιβάλλον του erect, erectus, ανορθωµένος, όρθιος erectile, ανορθώσιµος, επί εξαρτήµατος (τρίχας ή άλλης προεξοχής του σώµατος) που µπορεί να εκταθεί και να παραµείνει άκαµπτος ereisma,( έρεισµα = στήριγµα) . στα Sminthuridae (Coll.): furcula eremochaetus (έρηµος + χαίτη = τρίχες), ερηµόχαιτος. στα Diptera: µε γενικήν απουσία τριχών eremophilous (έρηµος + φίλος), ερηµόφιλος, επί ζώων που ζουν σε ερηµικές ή ξηρικές περιοχές βλ.xerophilus eremosymbiont, ερηµοσυµβίωτον, είδος που ζεί σε φωληά µυρµήγκων (µόνο για την προστασία του) χωρίς να παίρνει από ή να συνεργάζεται µε την κοινωνία τους ergatandromorph, εργατανδρόµορφον, ένα µυρµήγκι το οποίον συνδυάζει χαρακτηριστικά ♂ και εργάτη (worker)


242 ergatandrous, όταν στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) υπάρχουν ♂ άτοµα µε µορφή εργάτη (worker) ergataner (εργάτης + ανήρ). ένα ♂ µυρµήγκι (Hym. Formicidae) που (έχοντας χάσει τις πτέρυγές του) µοιάζει µε εργάτην (worker) ergate, εργάτης. στα µυρµήγκια (Hym. Formicidae): worker ergatogynandromorph, εγρατογυνανδρόµορφος. στα Hym. Formicidae: σύνθετη µορφή που εκδηλώνει gynandromorphy µε χαρακτηριστικά εργάτη (worker) ergatogyne (εργάτης + γυνή). στα Formicidae (Hym.): κάθε µορφολογικώς ενδιάµεση µορφή µεταξύ εργάτη (worker) και βασίλισσας (queen) ergatoid, εργατοειδής. στα Isoptera: ergatoid reproductive στα Formicidae: (Hym.): ergatogyne ergatoid male, άρρεν εργατοειδές. στα Formicidae (Hym.): ergatomorphic male ergatoid reproductive, αναπαραγωγικόν εργατοειδές. στα Isoptera: αναπληρωµατικό αναπαραγωγικό άτοµο χωρίς ίχνος πτερυγικών καταβολών (wing buds) και εξωτερική µορφήν προνύµφης ergatomorphic male, εργατόµορφον άρρεν. στα Formicidae (Hym.): άτοµο µε κανονικά ♂ γεννητικά όργανα και σώµα εργάτη (workerlike body) ergatotelic type. στα κοινωνικά έντοµα: οµάς στην οποίαν εκδηλώνονται στην βασίλισσα (queen) µόνο δευτερεύοντα ένστικτα ενώ ο εργάτης (worker) διατηρεί τα πρωτεύοντα ένστικτα σε πλήρη δράσιν ergonomics, εργονοµία, η ποιοτική µελέτη της εργασίας, των επιδόσεων και της αποδοτικότητος ergosterol, εργοστερόλη, διαιτητική στερόλη µε δράσιν παροµοίαν της cholesterol ericeticolous, ζει σε φτωχές, αµµώδεις ή χαλικώδεις περιοχές erineum (πλ. erinea), ερινεός, οι εριώδεις κηκίδες που δηµιουργούνται από ακάρεα Prostigmata: Eriophyoidea στα φυτά erinose mites, ακάρεα Prostigmata: Eriophyoidea που δηµιουργούν erinea στα φυτά Eriocranioidea, η µόνη Υπεροικ.της Υποτάξεως Dacnonypha (Lep.) µε τις Οικογ. : Acanthopteroctenidae, Eriocranidae και Lophocoronidae eroded, erose, erosus, διαβρωµένος, φαγωµένος, µασσηµένος (όπως φύλλα µε περιφερειακές ακανόνιστες οδοντώσεις από προνύµφες εντόµων) eriophyid (eriophioid), που ανήκει ή αναφέρεται σε µέλη της Οικογ. των ακάρεων Eriophyidae της Υπεροικ. Eriophyoidea eruca, ερούκη, προνύµφη, κυρίως κάµπια πεταλούδας (Lepidoptera)


243 eruciform larva, ερουκόµορφος προνύµφη, που µοιάζει µε κάµπια (πολύποδη) π.χ. προνύµφες των Symphyta (Hym.) erucina = eruciform larva erucivorous, εκείνος που τρέφεται (ως παράσιτό τους) µε κάµπιες eruptive cell spherule cell erythraeous, erythraeus, ερυθρός, σαν το χρώµα του αρτηριακού αίµατος erythrine, erythrinus, ερύθρινος, σαν το χρώµα της πλίνθου (τούβλο) erythroic, erythrous, ερυθροειδής (reddish) erythropsine, ερυθροψίνη, χρωστική ουσία στους οφθαλµούς των νυκτοβίων εντόµων που εµποτίζει τα στοιχεία του αµφιβληστροειδούς (retinal elements) erythropterin(e), ερυθροπτερίνη, κόκκινη χρωστική πτερίνης escutcheon, ένα ασπιδοειδές κάλυµµα στον θώρακα. στα τέλεια Coleoptera: scutellum escutellate, escutellatus, exscutellatus, χωρίς scutellum esoderma = endocuticle esophagus = oesophagus espundia, δερµατική νόσος του ανθρώπου προκαλούµενη από το Πρωτόζωον Leismania brasiliensis και µεταδιδόµενη µέσω του Lutzomyia spp. (Dipt.: Psychodidae) essential character = specific caracter ester, εστήρ, οργανική ένωση σχηµατιζόµενη από αντίδρασιν αλκοόλης και οργανικού οξέως estivation = aestivation ethanol, αιθυλική αλκοόλη ethocline, ηθοκλίµαξ, διαβάθµισις συµπεριφορών που παρατηρούνται µεταξύ συγγενών ειδών και αντιστοιχούν σε στάδια µιάς απλής εξελικτικής τάσεως ethology, Ηθολογία, η µελέτη της συµπεριφοράς ζώων etiolated, χλωρωτικός, λευκασµένος από έλλειψιν φωτός, bleached etiological agent, αιτιολογικός παράγων, η αιτία ασθενείας σε φυτά και ζώα βλ.pathogen etiology, αιτιολογία, η µελέτη των αιτίων µιάς ασθενείας eucaryote(s), ευκαριωτικός(-οι), οργανισµοί µε καλώς ανεπτυγµένον πυρήνα (nucleus) και µειωτικήν διαίρεσιν (meiosis) βλ.procaryotes eucephalic head capsule, ευκέφαλος κεφαλική κάψα. στις περισσότερες προνύµφες Nematocera (Diptera): καλώς ανεπτυγµένη και ολικώς εκτεθειµένη κεφαλή µε γνάθους συνήθως οδοντωτές eucephalous larva, ευκέφαλος προνύµφη, µία συνήθως άπους προνύµφη µε καλώς ανεπτυγµένη


244 κεφαλικήν κάψα βλ.acephalous και hemicephalus larva Eucinetiformia, Οµάς των Polyphaga (Col.) µε µόνη την Υπεροικ. Eucinetoidea Eucinetoidea, Υπεροικ.των Eucinetiformia µε τις Οικογ. : Clambidae, Eucinetidae και Scirtidae eucoiliform larva, σπειρόµορφος προνύµφη. στα Hymenoptera µε hypermetamorphosis π.χ. Eucoilidae: πρώϊµος προνύµφη µε 3 ζεύγη µακρών θωρακικών εξαρτηµάτων και χωρίς κεφαλικήν προεξοχή και σειράν τριχών που διαθέτει η teleaform larva eucone eyes, ευκωνικοί οφθαλµοί (eucone ommatidia) eucone ommatidia, ευκωνικά οµµατίδια, οµµατίδια στα οποία υπάρχει ένας κρυσταλλικός κώνος (crystaline cone) παραγόµενος από 4 Semper cells eucoxa, η προσθία διαίρεσις του ισχίου (coxa). στα τέλεια Diptera: η προσθία περιοχή του µεσοϊσχίου (midcoxa) εξαιρουµένου του meron Eudermaptera, Υποτάξις των Dermaptera µε τις Οικογ.: Spongiphoridae (Labiidae), Chelisichidae και Forficulidae eudextral. στα ♂ Coleoptera: ότι ανήκει µορφολογικώς στην δεξιά πλευρά του εντόµου eudorsal. στα ♂ Coleoptera: το µορφολογικώς νωτιαίον (dorsal) Euheteroptera, υποδιάιρεσις των Heteroptera που περιλαµβάνει τα: Dipsocomorpha, Neoheteroptera και Panheteroptera βλ.Enicocephalomorpha Euholognatha, Ανθυποτάξις των Plecoptera στην Υποτάξιν Arctoperlaria µε τα Nemouroidea και την Οικογ. Scopuridae eulabium = prementum eumegetic, ευµεγεθικός, ευµέγεθος, ενδιάµεσος τύπος σειράς εντόµων µε πολυµορφισµόν µεγέθους (polymorphism) Eumecoptera, Υποτάξις των Mecoptera µε τις Οικογ.: Boreidae, Notiothaumidae, Panorpidae, Choristidae, Nannochoristidae, Apteropanorpidae και Bittacidae Eumetabola, υποθετική µονοφυλετική Οµάς µε τα Paraneoptera και Holometabola eunotum, ευνώτον, η πλάξ του notum έµπροσθεν του postnotum που φέρει τις πτέρυγες. στα τέλεια Diptera: η πιο φαρδειά πλάξ (plate) του mesonotum που φέρει τις πτέρυγες Eugnatha = Helminthmorpha Euheteroptera, υποδιαίρεσις των Heteroptera που περιλαµβάνει τα: Dipsocomorpha, Neoheteroptera και Panheteroptera βλ.Enicocephalidae Euorthoptera, οι Τάξεις των Orthopteroids εκτός των Dermaptera eupathidium (πλ. eupathidia) (ευπάθεια = ευαισθησία) κοίλη τρίχα (πιθανώς χηµειοδεκτική) µε άνοιγµα (pore) στο άκρον του palptarsus των ακάρεων βλ. acanthoides


245 euphallic organs. ευφαλλικά όργανα· στα ♂ άτοµα: εµβρυολογικώς οµογενής, ενότης διαφορετική των pseudophallic organs προερχοµένη από τους penis lobes της προνύµφης και τοποθετηµένη µεταξύ των ΙΧ και Χ κοιλιακών τµηµάτων euplantula, –ae, µαξιλαροειδείς κατασκευές στην κοιλιακήν επιφάνεια των ταρσικών υποτµηµάτων (tarsal subsegments) eupleuron = anapleurite Euplexoptera = Dermaptera Eupsocida = Psocomorpha eurazygos. στα ♂ Coleoptera: το ευρύ ακραίον τµήµα του azygos eurazygotic portion = eurazygos eury- (πρόθεµα), ευρύ-, µε µεγάλο εύρος eurygamous, ευρύγαµος, αυτός που απαιτεί µεγάλον χώρο γιά σύζευξιν όπως η αναγκαιότης της πτήσεως σµηνουργίας των κηφήνων στις µέλισσες βλ.stenogamous eurygamy, ευρυγαµία, η αδυναµία συζεύξεως σε περιορισµένον χώρο π.χ. πολλά Diptera είναι αναγκαίο να σµηνουργήσουν προς σύζευξιν βλ.stenogamy eurythermal, ευρύθερµος, ικανός να επιζεί σε µεγάλο εύρος θερµοκρασιών euryvalent organism, πολυδύναµος οργανισµός, ικανός (λόγω προσαρµογών) να αντιµετωπίσει µεγάλην ποικιλία περιβαλλοντικών συνθηκών eusinistral. στα ♂ Coleoptera: ότι ανήκει µορφολογικώς στην αριστερή πλευράν του σώµατος eusocial(s), οµάδα ατόµων που εκδηλώνουν συνεργασίαν στην ανατροφή των νεογνών, την αναπαραγωγική κατανοµή εργασίας και µε τα στείρα άτοµα να εργάζονται επ’ ωφελεία των αναπαραγωγικών eusternum, 1 η ενδοτµηµατική κοιλιακή πλάξ ενός θωρακικού τµήµατος 2 ευρύς σκληρίτης εκτεινόµενος προς τα πλάγια και άνω της πλευρικής περιοχής 3 ο πρόσθιος στερνίτης του sternum. στις προνύµφες Coleoptera: η προσθία στερνική περιοχή έµπροσθεν της ραφής µεταξύ των furcal pits Eusthenioidea, Υπεροικ. των Plecoptera µε τις Οικογ. Eustenidae και Diamphipnoidae eustipes = basistipes = stipes Eutracheata, Arthropoda που περιλαµβάνουν τα Έντοµα (Insecta) µε καλώς ανεπτυγµένο τραχειακόν σύστηµα βλ.Tracheata eutrochantin = coxopleurite eutrophication, ευτροφισµός, η υπέρµετρος αύξησις (φυσική ή τεχνητή) των θρεπτικών συστατικών ενός οργανισµού


246 euventral. στα ♂ Coleoptera: στην κοιλιακήν όψιν (µορφολογικώς) evacuating fluid, εκκενωτικόν υγρόν, υγρό (µε χαµηλήν ωσµωτικήν πίεσιν σε εξωτερική δεξαµενή) το οποίον σπρώχνει το σπέρµα να βγει από την ampulla του σπερµατοφόρου π.χ.στο Acheta (Orth.: Gryllidae) evacuation, εκκένωσις, η αποβολή των αχρήστων προϊόντων από το πεπτικόν σύστηµα evaginable = eversible evaginate = evert evagination, εγκόλπωσις βλ.invagination evanescent, φθίνων, εξαφανιζόµενος ολίγον κατ’ ολίγον Evanioidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) µε τις Οικογ.: Evaniidae, Aulacidae και Gasteruptiidae evaporative area, περιοχή εξατµίσεως. στα Heteroptera (Hem.): evaporatorium evaporatorium, εξατµιστήριον. στα Heteroptera (Hem.): το τµήµα του χιτίνινου περιβλήµατος (cuticula) το συνδεόµενον µε το άνοιγµα (orifice) που έχει τροποποιηθεί ώστε να βοηθά την ταχείαν εξάτµισιν των προϊόντων των οσµηρών αδένων eversible, αναστρέψιµος, ανατρέψιµος eversible gland, ανατρέψιµος αδήν. στα τέλεια Saldidae (Hem.: Heteroptera): αδένας στην διατµηµατική (intersegmental) µεµβράνη επί του οπισθοπλευρικού περιθωρίου του VII στερνίτη eversible membrane, αναστρέψιµος µεµβράνη. στα ♂ Lepidoptera: vesica eversible sac, αναστρέψιµος σάκκος (θύλακος). στα Hypogasturidae (Coll.): δίλοβος σακκοειδής κατασκευή µεταξύ των 3 και 4 άρθρων της κεραίας κοιλιακώς. στα ♂ Grylloblattodea: θύλακος ενωµένος µε ή µέρος του αριστερού phallomere. σε µερικά ♂ Megaloptera: urticuli eversible vesicules, αναστρέψιµα κυστίδια. στα Collembola: ζεύγος θυλάκων στο άκρον του νωτιαίου αγγείου (ventral tube) οι οποίοι αναστρέφονται υπό την πίεσιν της αιµολέµφου και αποσύρονται µε την βοήθειαν επισπαστήρων µυών (retractor muscles) βλ. exsertile vesicles evolutionary biology, Εξελικτική Βιολογία, κλάδος της Βιολογίας των Οργανισµών που εστιάζει στα πρότυπα και µηχανισµούς των εξελικτικών αλλαγών evolutionary taxonomy, Εξελικτική Συστηµατική, natural classification ex- (πρόθεµα), από, πριν από ex larva, εκ της προνύµφης, συνήθως για είδη που έχουν εκτραφεί από προνύµφες ex ovum, εκ του ωού, είδη ή άτοµα που έχουν εκτραφεί από το στάδιον του ωού ex parte, µερικώς


247 examinium . στα τέλεια Hymenoptera: ventral ptyche exarate, exaratus (εκ + άροσις), σκαµµένος, µε γλυφές και αύλακες βλ. impressed exarate pupa, 1 ελευθέρα νύµφη µε γλυφές στην επιφάνειά της 2 τύπος νύµφης µε πόδες και πτέρυγες ελεύθερα από το σώµα και την κοιλία κινουµένην (οπότε η νύµφη έχει περιορισµένην κινητικότητα) exarticulate, exarticulatus, χωρίς ευδιάκριτες αρθρώσεις exarticulate antenna, κεραία µε ένα άρθρον exasperate, exasperatus, τραχύς, ανώµαλος (asperate) excalcarate, excalcaratus, χωρίς κέντρον ή πλήκτρον (calcar) excaudate = ecaudate excavate, excavatus (εκ + σκάπτω), ανασκαµµένος, excavated excentric, έκκεντρος essentric excind, περικεκοµµένος, µε γωνιώδη εγκοπήν στο ένα άκρον, exindate excised (εκ + σχίζω), εκτετµηµένος, µε βαθειά τοµήν / εγκοπήν (σχίσιµο) excision, εκτοµή, βαθειά τοµή excrementaceous, excrementous, περιττωµατικός, από ή όµοιος µε περιττώµατα (excrements) excrescence, ανώµαλον εξόγκωµα / έκφυσις, συνήθως παθολογικής φύσεως excreta, απεκκρίµατα, περιττώµατα, τα άχρηστα προϊόντα που εγκαταλείπονται από το έντοµον κυρίως από τον πεπτικόν σωλήνα βλ.feces excretion, απέκκρισις, η λειτουργία της απαλλαγής του οργανισµού από προϊόντα του µεταβολισµού αποθηκεύοντάς τα σε αδιάλυτη µορφή ή διώχνοντάς τα από το σώµα βλ. storage secretion excretory organs, όργανα απεκκρίσεως π.χ. ileum, labial glands, Malpighian tubules, midgut, nephrocytes, rectum excretory system, Απεκκριτικόν Σύστηµα excurrent, λεπτυσµένος, στενώς επιµηκυσµένος exite, εξωτερικός λοβός κάθε εξαρτήµατος ή µέλους σώµατος exo-, έξω-, εκτός, χωρίς exochorion, εξωχόριον, παχεία εξωτερική στιβάς κυττάρου ή του χορίου (chorion) ενός ωού εντόµου που έχει µία µικρήν οπή ή µικροπύλη (micropyle) στο ένα άκρον του exocone eye, εξωκωνικός οφθαλµός, σύνθετος οφθαλµός αποτελούµενος από εξωτερικά οµµατίδια (exocone ommatidia) exocone ommatidia, εξωκωνικά οµµατίδια, οµµατίδια στα οποία ο κερατοειδής φακός (corneal


248 lens) είναι αµφίκοιλος µε επιµήκη κωνική προέκταση στο εσωτερικό και τα κύτταρα του Semper (Semper cells) δεν σχηµατίζουν κρυσταλλικόν κώνο (crystalline cone) βλ.acone και eucone ommatidia exocorium, εξωκόριον. στις πρόσθιες πτέρυγες των Heteroptera (Hem.): το τµήµα του corium εµπρός από το radius νεύρο βλ.embolium και cuneus exocrine gland, εξωκρινής αδήν, 1 αδένας οι εκκρίσεις του οποίου ελευθερώνονται µέσω ενός αγωγού ή σωλήνα, 2 οµάδα εκκριτικών κυττάρων τα προϊόντα των οποίων ελευθερώνονται εκτός σώµατος βλ.endocrine gland exocuticle, exocuticula, εξωδερµίς, το εξωτερικό (σκουρόχρωµο / χιτινισµένο) τµήµα της δερµίδος (cuticula) που δεν υφίσταται στα καµπτόµενα ή αρθρούµενα σηµεία του σώµατος exoderm = exoderma = exocuticula exodont mandibles, εξώδοντες γνάθοι. σε µερικά τέλεια Apocrita (Hym.): γνάθοι σπαθιδοειδείς (spatulate) και κυρτές προς τα έξω exoloma. στις πτέρυγες των εντόµων: apical margin exophytic, εξωφυτικός, 1 ο σχετιζόµενος µε το εξωτερικόν του φυτικού ιστού, 2 ο τρεφόµενος εξωτερικώς των φυτικών ιστών, 3 ο τρεφόµενος εκτός του φυτού (βλ. endophytic) exophytic oviposition, εξωφυτική ωοθεσία, είδος ωοθεσίας στα Anisoptera (Od.) των οποίων τα ωά είτε ρίπτονται ελευθέρως στο νερό είτε προσκολλώνται στην επιφάνειαν υδροβίων φυτών exopodite, εξωποδίτης, 1 ο εξωτερικός κλάδος διχαλωτού εξαρτήµατος, 2 το τρίτον τµήµα της γναθικής προσακτρίδος (maxillary palp) exoporian, εξωπόριος (τύπος genitalia). στα Exoporia (Lep.): όταν vagina και ductus bursae ανοίγουν χωριστά και ενώνονται µε µίαν εξωτερική αύλακα (πόρον) κατά µήκος της οποίας περνούν τα σπερµατοζωάρια βλ.monotrysian και ditrysian Exopteraria, Exopterygota, οι Τάξεις των εντόµων exopterygota χωρίς ίσως τα Paleoptera exopterygote, exopterygotous, εξωπτερυγωτός. στα Paleoptera, Polyneoptera και Paraneoptera: τύπος αναπτύξεως των πτερύγων σε εξωτερικές θήκες της νωτιαίας επιφανείας του σώµατος της νύµφης (nymph) exosceletal plates, εξωσκελετικαί πλάκες (sclerites) exosceleton, εξωσκελετός, ο (εξωτερικός) σκελετός του εντόµου που αποτελείται από σκληρή cuticula στην εσωτερική επιφάνεια της οποίας προσκολλώνται οι µύες (muscles) exosoma. στα ♂ Heteroptera (Hem.): phallotheca exotic, εξωτερικός, 1 όχι ιθαγενής στο µέρος που βρίσκεται 2 ένα εισαγόµενον είδος, 3 κάθε είδος που βρίσκεται εκτός των ορίων µιάς χώρας της οποίας εξετάζεται η πανίδα


249 exotoky = ovipary exotoxin(s), εξωτοξίνη(-αι). στην Παθολογία των Ασπονδύλων: δηλητηριώδεις ουσίες που παράγονται από µικροβιακό κύτταρο και ελευθερώνονται στο περιβάλλον χωρίς το κύτταρο να καταστρέφεται βλ.endotoxin expalpate, expalpatus, χωρίς προσακτρίδες (palpi) expanse, άνοιγµα (πτερύγων), η απόστασις µεταξύ των ακραίων σηµείων (apex, apices) ή άλλου πλατύτερου σηµείου των πτερύγων, όταν είναι τελείως ανοιγµένες expansion skating, ολίσθησις εξαπλώσεως. στα Gerroidea (Hem.: Heteroptera): η διασπορά υγρού (π.χ.σιάλου) στην επιφάνεια του νερού που µειώνει την επιφανειακή τάσιν επιτρέποντας στο έντοµο να κινηθεί πολύ πιο γρήγορα expiratory, εκπνευστικός, της εκπνοής, όταν η κοιλία συσπάται και ο αέρας (ο περιεχόµενος στις αναπνευστικές τραχείες) σπρώχνεται προς τα έξω explanate, explanatus, εκπεπταµένος, απλωµένος προς τα έξω και σε πλάτος (επί περιθωρίου, margin) explant, έκφυτον, αποκοµµένον τµήµα ιστού ή οργάνου που χρησιµοποιείται για το ξεκίνηµα µιάς in vitro καλλιέργειας explicate, ανεπτυγµένος, ξετυλιγµένος, χωρίς πτυχώσεις βλ.plicate exploratory trail, εξερευνητικόν ίχνος, οσφρητικόν ίχνος που αφήνουν οι προπορευόµενοι εργάτες (advance workers) µιάς οµάδος προς συλλογήν τροφής· στα Hymenoptera: Formicidae: µέσον επικοινωνίας explosive cell = spherule cell exposed, εκτεθειµένος, ορατός αντ.concealed exsculpate, exsculptus, εγχάρακτος, µε ακανόνιστα ( µάλλον επιµήκη ) κοιλώµατα, σαν χαραγµένος exscutellate, exscutellatus, χωρίς scutellum exserted, exsertus, προβάλλων, προεξέχων exsertile, εξωθούµενος, ικανός να προεκταθεί ή να εξωθηθεί exsertile vesicles, εξωθούµενες κύστεις, ζεύγος κύστεων στην κάτω επιφάνεια των κοιλιακών δακτυλίων στα Protura, Diplura, Archaeognatha και Zygentoma, µε τις οποίες απορροφάται νερό από το υπόστρωµα βλ.evertible vesicles exsertion, προεξοχή, προεκβολή, προέκτασις µιάς γραµµής ή διακοσµητικής κατασκευής πέραν της κανονικής τροχιάς της extant, υπάρχων, σωζόµενος, 1 ένα taxon που έχει ζώντες αντιπροσώπους, 2 ένα είδος που ακόµη


250 υπάρχει ή διασώζεται extension of sacculus. στα ♂ Noctuidae (Lep.): ακραία προεκβολή του sacculus extension plate = unguitractor extension sole = unguitractor extensor muscle, εκτείνων µύς, ο µύς ο οποίος εκτείνει ή τεντώνει ένα εξάρτηµα του σώµατος extensor row. στα τέλεια Diptera: σειρά σµηρίγγων στην άνω επιφάνειαν του µηρού (femur) exterior edge = costal margin (πτέρυγος) exterior palpi = maxillary palpi exterior paramere. στα ♂ Hymenoptera: gonostylus external apodeme, εξωτερικόν απόδεµα. στα ♂ Culicidae (Dipt.): αποδεµατική βασική συνέχεια εξωτερικής ή πλευρικής σκληροποιήσεως του gonocoxite external area, εξωτερική περιοχή. στα τέλεια Apocrita (Hym.): η ανώτερη από τις 3 περιοχές του propodeum µεταξύ της µεσαίας και της πλευρικής επιµήκους τρόπιδος external genitalia, εξωτερικά γεννητικά όργανα (genitalia). στα Muscomorpha (Dipt.): ο γεννητικός δακτύλιος (genital segment / andrium) και οι συναφείς κατασκευές external lobe of posterior gonopod. στα ♀ Psocoptera: valvae externae external lobe. στα ♂ Coleoptera: basal piece external malae· στα ακάρεα: corniculi external medial area. στα Hymenoptera: η µεσαία από τις 3 areas µεταξύ της µεσαίας και της πλευρικής επιµήκους τρόπιδος (second lateral area) external medullary mass = epiopticon external parameres. στα ♂ Psocoptera: parameres external process, εξωτερική προεκβολή. σε ♂ Culex (Dipt.: Culicidae): το κύριον µέρος του lateral plate όπου διακρίνεται µία προεκβολή external respiration, εξωτερική αναπνοή, η διαδικασία της µεταφοράς των αερίων της αναπνοής µέσω του σωµατικού τοιχώµατος external wall, εξωτερικόν τοίχωµα. στα ♂ Heteroptera (Hem.): το εξωτερικόν τοίχωµα του φαλλού που περιβάλλει τον ductus seminis extrareceptor, εξωτερικόν αισθητήριον όργανο για την πρόληψιν εξωτερικών ερεθισµάτων extinct, εκλειπόν, ένα taxon που δεν έχει ζώντες αντιπροσώπους extracorion, το εξωτερικόν κάλυµµα του ωού βλ.suprachorionic layers extraembryonic, εξωεµβρυϊκός extraembryonic field = serosa = dorsal blastoderm extraepicardial, εξωεπικάρδιος, χωρίς το ή εκτός του epicardium


251 extragenital insemination, εξωγεννητική γονιµοποίησις. σε πολλά Cimicoidea (Hem.: Heteroptera): γονιµοποίησις εκτός της γεννητικής περιοχής βλ.traumatic insemination extraintestinal, εξωεντερικός extranidal, εκτός της φωληάς ή της κυψέλης extraocular antennae, κεραίες στο εξωτερικόν των οφθαλµών ή σε απόστασιν από αυτούς extraoral cavity, εξωστοµατική κοιλότης (preoral cavity) extraoral digestion, εξωστοµατική πέψις, όταν το σίαλον (σάλιο) - µε τα πεπτικά ένζυµά του τοποθετείται ή εισάγεται στην τροφή και ακολουθεί η αναρρόφησή της από το έντοµο extrinsic articulation, εξωτερική άρθρωσις, τύπος αρθρώσεως όπου οι αρθρικές επιφάνειες εφάπτονται του εξωτερικού των σκελετικών τµηµάτων exudation, έκχυσις, έκκρισις τροποποιηµένου εκκριµατικού προϊόντος από εξωκρινείς αδένες exudatoria. στα Pseudomyrminae (Hym.: Formicidae) και σε τερµίτες (Isoptera): ειδικές θηλές ή εξαρτήµατα της προνύµφης τα οποία εκχέουν έκκριµα ελκυστικό για τους εργάτες της αποικίας exuviae (εν. exuvium), έκδυµα -ατα, το απορριπτόµενον δέρµα προνυµφών ή νυµφών κατά την έκδυσιν (ecdysis). σε µερικά Diptera: puparium exuvial fluid, υγρόν εκδύσεως (moulting fluid) exuvial glands, αδένες εκδύσεως (moulting glands) exuvial space, εκδυτικόν διάστηµα, το διάστηµα µεταξύ epidermis και cuticula µετά την apolysis exuviate, εκδύοµαι, υφίσταµαι έκδυσιν (moulting) exuviations = ecdysis eye, οφθαλµός· στα έντοµα: σύνθετος (compound) ή απλός (ocellus) οφθαλµός eye bridge, οφθαλµική γέφυρα. σε µερικά Nematocera (Dipt.) π.χ. Sciaridae και Cecidomyidae: στενή σειρά φακιδίων επάνω από τις κεραίες που ενώνει τους συνθέτους οφθαλµούς


252

F 1 face, πρόσωπον, το ανώτερον ή το εξωτερικόν τµήµα ενός µέρους ή εξαρτήµατος

του σώµατος·2 σε ορθόγναθα έντοµα: το πρόσθιον τµήµα της κεφαλής το µεταξύ των συνθέτων οφθαλµών άνωθεν του στόµατος και κάτωθεν του vertex) στις µέλισσες: εκτείνεται µεταξύ των οφθαλµών και κάτωθεν των κεραιών·στα υπόλοιπα Hymenoptera: η περιοχή µεταξύ των κεραιών και του clypeus στα Ephemeroptera: η σύµπτυξις front και vertex· στα Diptera:το πρόσθιον τµήµα της κεφαλής µεταξύ στόµατος - κεραιών - οφθαλµών και παρειών (genae) facet, οµµατίδιον συνθέτου οφθαλµού αρθροπόδων (corneal facet) facetted eye, σύνθετος οφθαλµός (compound eye) facial angle(s), γωνίαι προσώπου, οι γωνίες που σχηµατίζονται κατά τη σύνδεσιν των face και vertex facial bristles. στα τέλεια Diptera: supravibrissal setae facial carina, τρόπις προσώπου. στα τέλεια Diptera: µεσαία ράχις που χωρίζει τις αντεννικές αύλακες (antennal grooves) facial depression = antennal groove facial fovea, βοθρίον (εντύπωµα) προσώπου. στα τέλεια µελισσών (Hym.: Apoidea): η συµπιεσµένη περιοχή πλαγίως του torulus στην perocular area facial impression, εντύπωµα προσώπου. στα τέλεια Diptera: genal groove facial mask. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): απλό ή σύνθετο σχέδιο αυλακώσεων στην κοιλιακήν επιφάνεια της κεφαλής που διοχετεύει τις τροφές προς το στόµα facial orbits = frontal orbits facial plate. στα τέλεια Diptera: το κεντρικόν τµήµα µεταξύ των frontogenal ραφών (sutures) facial tubercle. στα τέλεια Diptera: facial carina facial warp, στα τέλεια Diptera: genal groove


253 facilitation, διευκόλυνσις (ερεθίσµατος), η δίοδος νευρικών ώσεων (impulses) από ειδικόν δίαυλο (channel) συναπτικών συνδέσεων (synaptic connections) κατά την εγκατάστασιν ενός αντανακλαστικού facioorbital bristles. στα τέλεια Diptera: frontoorbital setae facultative diapause, προαιρετική διάπαυσις, η διάπαυσις στα multivoltine έντοµα που συνήθως επιφέρεται µειώνοντας την φωτοπερίοδο και την θερµοκρασία και τερµατίζεται αυξάνοντάς τες facultative parasite, προαιρετικόν παράσιτον 1 παράσιτο που αλλάζει ξενιστήν, 2 οργανισµός που ζεί σε ελεύθερη µορφή αλλά κάτω από ορισµένες συνθήκες µπορεί να ακολουθήσει παρασιτικόν τρόπο ζωής facultative slavery, προαιρετική δουλεία, όταν µυρµήγκια που µπορούν να ζήσουν και χωρίς δούλους (slaves) εξαναγκάζουν άτοµα σε δουλείαν fadetime, χρόνος εξατµίσεως, το διάστηµα από την απελευθέρωσιν (release) µιας φεροµόνης (pheromone) µέχρι την πλήρη εξαφάνισίν της από τον χώρο δράσεώς της falcate, falcatus, falciform (φολκός = στρεβλός, γωνιώδης), δρεπανοειδής, αγγιστροειδής π.χ. όταν η ακραία περιοχή (apex) µιας πτέρυγος είναι βαθειά κοµµένη στο κάτω µέρος της, εµφανιζόµενη ως οξεία και λίγο κυρτή falling reflex, αντανακλαστικόν πτώσεως, αντανακλαστική δράσις µε την οποίαν ένα έντοµο (σε ελάχιστον χρόνο) ευθυγραµµίζει το σώµα του και: ή προσγειώνεται στα πόδια του ή ανακτά την πτήσιν του fallopian tubes = oviduct falsadentes. στα τέλεια Diptera: prestomal teeth false claspers. στα ♂ Lepidoptera: ramus false comb, ψευδοκτένα. στα τέλεια Siphonaptera: spiniform νευρωµένες, ακανθοειδείς σµήριγγες τοποθετηµένες σε κτενοειδή διάταξιν false head, ψευδοκεφαλή. σε προνύµφες των Syrphidae (Dipt.): ευρύ σφαιρικό κεφαλικόν τµήµα ή τµήµατα µε ευκρινή σύσφιξιν οπισθίως false legs, ψευδόποδες (pseudopodia ή prolegs) false ovipositor, ψευδοωοθέτης. στα ♀ Trichoptera: ο IX κοιλιακός δακτύλιος όταν είναι λεπτός και αποσυρόµενος false spider mite, µέλος της Οικογ. των ακάρεων Tenuipalpidae (Prostigmata) π.χ. Brevipalpus


254 false spiracles. στα Nepidae (Hem.: Heteroptera): κατασκευές κοντά σε αναπνευστικά στίγµατα (spiracles), µη συνδεδεµένα µε το τραχειακόν σύστηµα false vein(s), ψευδονεύρα (πτέρυγος). στα τέλεια Diptera (κυρίως Nematocera): πτυχοειδείς παχύνσεις της µεµβράνης της πτέρυγος µεταξύ των κυρίων νεύρων falx (πλ. falces), δρέπανον, άγγιστρον (φαλτσέτα)· στα τέλεια Siphonaptera: εσωτερική πάχυνσις του σωµατικού περιβλήµατος (body wall) από την µίαν αντεννική αύλακα έως την άλλην. στα ♂ Lycaenidae (Lep.): ζεύγος ισχυρώς χιτινισµένων βραχιόνων, κυρτών ή γωνιωδών, αρθρωµένων στο οπίσθιο περιθώριο του tegumen κάτω από τη βάση του uncus family, Οικογένεια, ταξινοµική βαθµίδα µεταξύ Υπεροικογενείας και Υποοικογενείας family name, η επιστηµονική ονοµασία της Οικογενείας που πάντοτε λήγει σε -idae farctus, γεµάτος, χορτασµένος farinaceous, farinaceus, farinose, farinosus, αλευρώδης, µε µορφή και υφή σκόνης βλ.pollinose, pruinose, pulverulent και rorulent fascia, δέσµη, ταινία, εγκαρσία ταινία ή φαρδειά γραµµή (σπάργανο, φασκιά) fasciate, fasciatus, «δεµένος» µε ταινίες ή φαρδειές γραµµές (φασκιωµένος) fascicle, fasciculus, µικρή δέσµη. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): στενώς συνεσφιγµένη δέσµη 6 βελονοειδών στοµατικών εξαρτηµάτων (stylets) δηλ.labrum + 2 mandibles + 2 laciniae + hypopharynx , που σχηµατίζει το νύσσον / µυζητικόν όργανο fasciculate, fasciculatus, τυλιγµένος, «δεµένος» επιφανειακώς µε «ταινίες» µακρών τριχών fascicula (πλ.fasciculae), δέσµη µυϊκών ινών fasciculate antenna, κεραία της οποίας κάθε άρθρο έχει και µία δέσµη µακρών τριχών fastigium, ακραία, κωνική δέσµη. σε πολλά Orthoptera: 1 το πρόσθιο τµήµα του vertex που εκτείνεται πέραν των οφθαλµών, 2 προεξέχουσα γωνία µεταξύ vertex και face fat body, λιποσωµάτιον, λιπώδες σώµα, µάζα κυττάρων τα οποία υπήρξαν τροφοκύτταρα (trophocytes) εγκλεισµένη σε µεµβρανώδη θήκην και αιωρούµενα ελευθέρως µέσα στην αιµοκοιλότητα fat cell, λιποκύτταρον


255 fatigue, κόπωσις, κάµατος fatiscent, σχισµένος, καταπονηµένος, µε επιφανειακές ρωγµές και σχισµές βλ.corticinus, fissate, rimose fauna, η πανίς, το σύνολο των ζωϊκών ειδών µιάς περιοχής faveolate = alveolate featherclaw, ο ισχυρώς διηρηµένος αµφικτενοειδής όνυξ (νύχι) στο empodium των ακάρεων Eriophyoidea feather mite, άκαρι των Astigmata που ζει σε πτέρωµα πτηνών fecal, περιττωµατικός fecal pellets, περιττωµατικά σφαιρίδια· στα Kalotermitidae και Termopsidae (Isopt.): αφυδατωµένα περιττώµατα (feces) σε σχήµα εξαγωνικόν πρισµάτων αντιστοιχούντα στο σχήµα του rectum feces, περιττώµατα, άχρηστα υποπροϊόντα αποβαλλόµενα από τον πρωκτόν (anus) βλ.excreta, frass fecula, τα περιττώµατα των εντόµων fecundation = fertilization fecundation canal, δίαυλος αναπαραγωγής. στα ♀ Heteroptera (Hem.): λεπτός (συνήθως σκληροποιηµένος) αγωγός κατά µήκος του νωτιαίου τοιχώµατος του κοινού ωαγωγού (common oviduct) fecundation pump, αντλία αναπαραγωγής. σε µερικά Gerromorpha (Hem.: Heteroptera): διευρυµένη περιοχή του fecundation canal fecundity, γονιµότης, ο µέσος αριθµός ωών που γεννά ένα έντοµο feeler, αισθητήριον όργανον π.χ. κεραία προσακτρίδα female, θήλυ, το φύλο στο οποίο αναπτύσσονται ωάρια και ωά αναπαριστώµενο µε το αστρονοµικόν σύµβολο της Αφροδίτης (♀) female pronucleus, ο πυρήν του ωοκυττάρου (egg cell) female reproductive system, θήλυ αναπαραγωγικόν σύστηµα αποτελούµενο από: ζεύγος ωοθηκών (ovaries), ζυγούς και άζυγον ωαγωγόν (oviduct), κόλπον (vagina), βοηθητικούς αδένες και συνήθως µίαν σπερµατοθήκη (spermatheca) femina, το θήλυ άτοµον, αυτό που ανήκει στο θηλυκό φύλο (sex) femoral armament, µηριαίος οπλισµός. στα Blattaria: η διάταξις ακανθών διαφόρων ειδών και µεγεθών στους µηρούς του πρώτου ζεύγους ποδών femorate, femoratus, µε αφύσικον ή ασυνήθη µηρό (femur)


256 femoroalary organs, ηχοπαραγωγός συσκευή µερικών Orthoptera όπου ο οπίσθιος µηρός τρίβεται επάνω στα tegmina των ψευδελύτρων femorotibial, µηροκνηµιαίος, αναφερόµενος στον femur και την tibia ή στην µεταξύ τους άρθρωση (femorotibial joint), γόνυ, γόνατο (genu) femorotrochanteric, αναφερόµενος στον femur και τον trochanter femur (πλ. femora), µηρός, το τρίτο και συνήθως ισχυρότερο τµήµα του ποδός αρθρωµένο στο σώµα του ισχίου (coxa) και του τροχαντήρα (trochanter) και ακολουθούµενο από την κνήµη (tibia) fenestra (πλ. fenestrae), άνοιγµα, παράθυρον, 1 διαφανές, υαλώδες σηµείον, 2 παραθυροειδείς διατρήσεις σε µία µεµβράνη, 3 διαφανές σηµείον σε νεύρο πτέρυγος. στα Odonata: το γεννητικόν άνοιγµα στην κοιλιακή επιφάνεια του ΙΙ κοιλιακού δακτυλίου. στα Blattaria: µικρή, ανοιχτόχρωµη, µεµβρανώδης περιοχή στην βάση των κεραιών. στα Isoptera: fontanelle fenestrate, fenestrated, fenestratus, θυριδωτός, µε διαφανείς περιοχές ή παραθυροειδή ανοίγµατα (fenestrae) όπως οι πτέρυγες µερικών Lepidoptera fenestrate membrane. στον σύνθετον οφθαλµό: η µεµβράνη στη βάση των ommatidia στην ένωσή τους µε το οπτικό νεύρο βλ.retina fenestrate ocellus = occelate spot fenestrella, θυρίδιον. σε µερικά Orthoptera: διαφανές οφθαλµοειδές σηµείον στην εδρική περιοχή των tegmina ferreous, ferreus, σιδηρώδης, µε το µεταλλικό γκρίζο του γυαλισµένου σιδήρου ferrugineus (ferrugineus, ferruginosus, ferruginus), σιδηρίζων, χρώµα κοκκινοκαστανό της σκουριάς fertility, γονιµότης, ικανότητα για αναπαραγωγή fertilization, γονιµοποίησις, η είσδυση του σπερµατοζωαρίου στο ωάριον και η ένωσή του µε τον πυρήνα του βλ.copulation, insemination fertilize, γονιµοποιώ festivus, εοταστικός, ποικιλµένος µε λαµπερά χρώµατα festooned, στολισµένος µε “γιρλάντες” διαφόρων σχηµάτων fetid, δύσοσµος (melodorous) fiber, ις - ινός, νήµα, νηµατοειδής κατασκευή κάθε ιστού fibril, fibrilla (πλ.fibrilae), ινίδιον, η λεπτώτερη ινώδης κατασκευή µυός ή νεύρου βλ.muscle sarcostyle


257 fibrillated, σχηµατισµένος ή αποτελούµενος από fibrils fibrin, φιβρίνη (= ινιδίνη), πρωτεϊνικός παράγων σταθεροποιήσεως του ινώδους που βρίσκεται στο αίµα ή άλλα σωµατικά υγρά fibrinogen, ινωδογόνον, πρωτεϊνική ουσία του αίµατος ή άλλων σωµατικών υγρών σχετιζοµένη µε την παραγωγή της fibrine fibroin, φιβροΐνη, σκληρή εσώτερη πρωτεΐνη της µετάξης (silk) fibula (πλ. fibulae), αγκτήρ, περόνη. στα τέλεια Trichoptera και µερικά Lepidoptera: jugal lobe. στα ♀ Lycaenidae (Lep.): sterigma fibula vaginalis (πλ. fibulae vaginales), κολπική περόνη. στα ♀ Siphonaptera: σκληροποιηµένη περιοχή του ραχιαίου τοιχώµατος του κόλπου (vagina) αµέσως άνωθεν της κολπικής πτυχής (duplicatura vaginalis) fila (εν. filum), νήµατα fila ovipositorius, νήµατα ωοθέτου. στα ♀ Phasmida: οι inferior valvulae όταν ξεπερνούν το άκρον της κοιλίας filaceous, νηµατώδης, µε νήµατα ή ίνες filament, νήµα, κλωστή, 1 επιµήκης, λεπτή προεκβολή ίσης διαµέτρου σε όλο της το µήκος, 2 ένα επίµηκες εξάρτηµα του σώµατος ή οργάνου, 3 επιµήκης νηµατοειδής προεκβολή του penis ή του supraanal lobe filamentous, νηµατοειδής, filate, filiate, filiform filate antenna, νηµατοειδής κεραία filator, νηµατοποιός, αυτός που κατασκευάζει νήµα όπως οι κάµπιες των Lepidoptera file, λίµα, οδοντωτή συνήθως κατασκευή η οποία µε την τριβή της σε ανώµαλην επιφάνεια (scraper) παράγει ήχους όπως τριγµούς ή συριγµούς (stridulation) βλ.stridulitrum filiform, νηµατοειδής, νηµατόµορφος Filippi’s glands, αδένες του Filippi, ζυγοί βοηθητικοί αδένες σχετιζόµενοι µε τους µεταξογόνους αδένες (silk glands) βλ.Lyonnet’s gland filose, µε νήµα, καταλήγων σε νηµατοειδή προεκβολήν filter apparatus, προεκβολές του τοιχώµατος του atrium µερικών αναπνευστικών στιγµάτων (spiracles) filter chamber. στα Cicadoidea, Cercopoidea, σε πολλά Cicadelloidea και στα Sternorrhyncha (Hem.): µέρος του πεπτικού σωλήνος στο οποίο τα 2 άκρα


258 του στοµάχου (midgut) και η αρχή του οπισθίου εντέρου δένονται µαζί σε µία µεµβρανώδη και µυϊκή θήκη filtering apparatus. στις προνύµφες µερικών Nematocera (Diptera): pharyngeal filter filum (πλ.fila), νήµα. στο Machilis (Archaeognatha: Machilidae): filum terminale (πλ.fila terminalia), τελικόν νήµα στα Archaeognatha, Zygentoma και Ephemeroptera: ο XI τεργίτης προεκτεινόµενος σε µεσαίο εξάρτηµα fimbria, κροσσοί, χονδρές βλεφαριδωτές τρίχες στο τέλος κάθε τµήµατος. στα τέλεια Lepidoptera: marginal scales βλ.cilia fimbriate, fimbriatus, κροσσωτός, τµήµα ή κατασκευή που τελειώνει ή περιβάλλεται από τρίχες ανίσου µήκους fimbriate antenna, σµηριγγοειδής κεραία στο κάθε άρθρον της οποίας υπάρχει µία απλή πλάγια τρίχα fimbriate plates. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): pectinae finger, δάκτυλος. στα ♂ Siphonaptera: telomere. στην κάτω γνάθον: the digitus first anal vein, 1A, πρώτον εδρικόν νεύρον, το νεύρο πτέρυγος ακριβώς πίσω από το cubitus first axillary plate = first axillary sclerite first axillary sclerite, πρώτος µασχαλιαίος σκληρίτης first basal cell. στα τέλεια Diptera: basal radial cell (πτέρυγος) first clypeus = postclypeus first connecting membrane. στα ♂ Coleoptera: σωληνοειδής µεµβάνη που ενώνει τον φαλλόν (penis) µε το tegmen first fibula(e), πρώτη περόνη. στα ♀ Heteroptera: Hem.: οπίσθιον συνδετικό φύλλο της VIII γοναποφύσεως first-form reproductive. στα Isoptera: primary reproductive first genital sclerite. στα ♂ Muscomorpha (Dipt.: Brachycera): syntergosternite first gonapophyses. στα ♀ έντοµα: οι γοναποφύσεις του VIII κοιλιακού δακτυλίου που σχηµατίζουν τις πρόσθιες ή κοιλιακές λάµες (blades) του ωοθέτη (ovipositor) first gonapophysis. στα ♂ Hymenoptera: volsella


259 fissate, fissatus, ρωγµώδης, µε σχισµές ή ρωγµές βλ.corticinus, fatiscent, rimose fissile, fissilis, εύσχιστος, πολυσχιδής όπως οι πτεροειδείς (plumose) πτέρυγες ή οι ελασµατοειδείς (lamellate) κεραίες fission, σχάσις, διχοτόµησις fissiparous, αναπαραγώµενος µε σχιζογονίαν (fissiparity ή scissiparity) δηλ. µε αγενή αναπαραγωγή όπου ο γονεύς διαιρείται σε δύο και κάθε τµήµα γίνεται νέο άτοµο fissure, fissure, ρωγµή, στενό επίµηκες άνοιγµα (slit) fissus = fissate fistula (πλ.fistulae), συρίγγιον, λεπτός αγωγός. στα Lepidoptera: ο δίαυλος (channel) που σχηµατίζεται από την ένωσιν των τµηµάτων της προβοσκίδος. στα ♂ Siphonaptera: επίµηκες, λεπτό, ηµιµεµβρανώδες εξωτερικόν µέρος του tubus interior fixed hairs = microtrichia fixed process. στα ♂ Siphonaptera: processus basimeris fixed digit, σταθερός δάκτυλος· στα ακάρεα: η ακραία προέκτασις του µεσαίου άρθρου των chelicerae (συνήθως µε οδόντες και άγγιστρον) αντιθέτως προς το κινητόν άρθρον movable digit flabella(ae), ριπίδιον (βεντάλια) . στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): ριπιδοειδείς περιθωριακές τρίχες flabellate, ριπιδοειδής, σαν βεντάλια π.χ. flabella antennae των ♂ Rhipiceridae (Col.) flabelliform = flabellate flabellum, ριπίδιον. στα Hymenoptera (Apoidea): κοχλιαριοειδής λοβός στο άκρον της ligula flaccid, χαλαρός, αδύναµος, πλαδαρός flagellar segment, τµήµα πολυάρθρου µαστιγίου κεραίας, flagellomere flagellate (flagellatus, flageliform), µαστιγιοειδής flagellum, µαστίγιον 1 µικρή µαστιγιοειδής προεκβολή 2 το τρίτο µέρος της κεραίας µετά τον ποδίσκον (pedicel) 3 η «ουρά» ενός σπερµατοζωαρίου flammate, flameus, φλογώδης, µε πύρινον-ερυθρό χρώµα flange, περιαυχένιον, κολλάρο, «φλάντζα», κυκλικώς προέχουσα στεφάνη ή χείλος flap of clasper. στα ♂ Siphonaptera: processus basimeris


260 flap(s). στα ♀ Lepidoptera: papillae anales flash coloration, κρυφοί χρωµατισµοί ή σχέδια τα οποία εµφανίζονται αιφνιδίως όταν ένας οργανισµός απειλείται flasklike sense organ = coeloconic sensillium flat mite = false spider mite flavescent, χρυσόξανθος, σιτόχρους προς το κίτρινο flavotestaceous, µε ανοιχτοκαστανοκίτρινον χρωµατισµό flavous, ξανθός flavovirens, κιτρινοπράσινος flaxseed, το puparium του Mayetiolla destructor (Dipt.: Cecidomyidae) flea, φθείρ (ψείρα), µέλος της Τάξεως Siphonaptera fleshy filament, σαρκώδες νήµα (ίνα). σε µερικές προνύµφες Rhopalocera: Lep.: εύκαµπτη λεπτυσµένη προεκβολή του σωµατικού τοιχώµατος flexible, εύκαµπτος, µε ελαστικές ιδιότητες, ευλύγιστος flexion, κάµψις. στα ♂ Diptera: η κάµψη του ακραίου τµήµατος της κοιλίας βλ.ventro-, dorso- και lateroflexion flexion line, γραµµή κάµψεως, η γραµµή κατά µήκος της οποίας κάµπτεται η πτέρυγα κατά την πτήσιν βλ.fold line flexor = flexor muscle flexor membranes, µεµβρανώδεις περιοχές µεταξύ των προταρσικών ονύχων (pretarsal claws) flexor muscle, καµπτήρ µυς, ο µυς ο οποίος κάµπτει κάθε αρθρωµένη κατασκευή flexor row. στα τέλεια Diptera: µία ή περισσότερες σειρές σµηρίγγων κατά µήκος της κατώτερης επιφανείας του µηρού (femur) flexuose (flexuosus, flexuous), πολυκαµπής, ελιγµατώδης flexure. στα ♂ Caelifera (Orth.):εύκαµπτον σκληροποιηµένο τµήµα του πέους (penis) που ενώνει τις βασικές µε τις ακραίες βαλβίδες του (valves) flicker vision, όρασις αναλαµπών, όρασις βασιζοµένη στην πραγµατική ή την προφανή κίνηση παρά στην στατική µορφή του αντικειµένου flocculent, φλοκώδης, µε ή από νιφάδες flocculus (πλ.flocculi), νιφάς, µικρός φλόκος σε µερικά Hymenoptera: τριχωτό εξάρτηµα του οπισθίου ισχίου floccus, µαλλός, κνάφαλον, φλόκος, τούφα µαλλιού


261 floor, δάπεδον. στην Ανατοµία των εντόµων: το κατώτερο εσωτερικό τοίχωµα κάθε κοιλότητος floor of genital cavity. στα ♂ Lepidoptera: diaphragma flora, χλωρίς, οι φυτικοί οργανισµοί µιάς περιοχής βλ.biota, fauna flosculus, ανθήδιον (µικρόν άνθος). σε µερικά Fulgoroidea (Hem.: Auchenorrhyncha): µικρό, σωληνοειδές, ηµισεληνοειδές, εδρικόν όργανο µε κεντρικόν στύλο fluted, πτυχωτός, αυλακωµένος βλ.channeled, canaliculate fluviatile, ποτάµιος, στις όχθες ποταµών ή ρευµάτων fly (πλ.flies), µύϊα (µύγα), µέλος της Τάξεως Diptera fold, πτυχή (flexion line ή fold line) fold line, γραµµή κατά µήκος της οποίας διπλώνει η πτέρυγα κατά την ανάπαυσιν βλ.flexion line folded membrane. στον Ι κοιλιακό δακτύλιο των Cicadidae (Hem.: Auchenorrhyncha): η µεµβράνη στο πρόσθιον τοίχωµα της κοιλιακής κοιλότητος του χορδοτονικού οργάνου (chordotonal organ) foleaceous, foleaceoys, foliate, foliaceous, φυλλοειδής, σαν φύλλο follicle, θυλάκιον, 1 κυτταρικός σάκκος ή σωλήνας 2 µικρή κοιλότης, σάκκος ή σωλήν 3 ωοκύτταρον µε το περιβάλλον αυτό επιθήλιον βλ.egg chamber και testis follicle follicle cells, κύτταρα του follicular epithelium follicular, ωοθυλακικός, του ωοθυλακίου follicular epithetlium, θυλακικόν επιθύλιον, στιβάς κυττάρων που περικλείουν το αναπτυσσόµενον ωοκύτταρον (oocyte) folliculus, 1 θύλακος, 2 κουκούλι (cocoon) fontanelle, πηγή. στους οπλίτες των Termitidae και Rhinotermitidae (Isopt.): πόρος στην µετωπική περιοχή της κεφαλής ο οποίος ελευθερώνει εκκρίµατα του µετωπικού αδένος (frontal gland) fontanelle plate. στα Termitidae (Isopt.): ανυψωµένη περιοχή στην κορυφή της κεφαλής όπου υπάρχει η fontanelle food canal, δίαυλος τροφής. στα έντοµα µε µυζητικά στοµατικά εξαρτήµατα: δίαυλος (κανάλι) επάνω από το cibarium, µέσω του οποίου γίνεται η κατάποσις της τροφής


262 food meatus, στόµιον τροφής. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): το άνοιγµα που δηµιουργείται από την συνένωσιν των στοµατικών εξαρτηµάτων άνωθεν του cibarium food plant = host plant food pump, αντλία τροφής. στα τέλεια Diptera: cibarial pump food reservoir, δεξαµενή τροφής. στα τέλεια Lepidoptera: crop foot, tarsus ή pretarsus. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): ακραία προέκτασις του style όµοια µε πόδα foot-shaped loop. στις πτέρυγες των Odonata: cubitoanal loop foot spinners = web spinners foot shield, ασπίς ποδός. στις προνύµφες των Lepidoptera: η χιτίνινη πλάκα στο εξωτερικόν του ψευδόποδος (proleg) foodstalk, stipes της κάτω γνάθου (maxilla) forager, συλλέκτης. στα κοινωνικά έντοµα: µέλος της κάστας των εργατών που συλλέγει τροφή και την µεταφέρει στην αποικία foramen, τρήµα, οπή, 1 άνοιγµα στο σωµατικό περίβληµα για την δίοδο αγγείου ή νεύρου, 2 κάθε άνοιγµα σε κάποιο σωµατικό άκρον (apex), 3 το άνοιγµα ενός βοµβυκίου (cocoon) foramen ductus (πλ.foramina ductus). στα ♂ Heteroptera (Hem.): µικρό άνοιγµα σε φράγµα (septum) ή διάφραγµα που κλείνει το basal foramen foramen magnum, foramen occipitale, ινιακόν τρήµα foramina (εν.foramen), µικρά ανοίγµατα του σωµατικού περιβλήµατος. στα Orthoptera: subgenual organs foraminal, τρηµατικός, που αφορά σε τρήµα forceps (πλ.forcipes), λαβίς, -ίδος, τσιµπίδα (τανάλια, πένσα) στο άκρον της κοιλιάς µερικών εντόµων είτε γιά συγκράτησιν του ♀ από το ♂ κατά την σύζευξιν ή γιά άµυνα forceps base. στα ♂ Ephemeroptera: stytiger, forceps basis forceps limbs. στα ♂ Ephemeroptera: fenostyles forceps superior. στα Asilidae (Dipt.): το epandrium µε τους surstyli forcipate (forcipated, forcipatus), λαβιδοφόρος forcipate claspers. στα ♂ Diptera: gonopods


263 forcipes exteriores, εξωτερικαί λαβίδες. στα ♂ Blattopteroidea: hypophallus. στα ♂ Pentatomoidea (Hem.: Heteroptera: Tessaratomidae): processus phallothecae forcipes inferiors, ανώτερες λαβίδες. στα ♂ Blattopteroidea: epiphallus. στα Muscomorpha (Dipt.): surstyli forcipes interiors, εσωτερικαί λαβίδες. στα ♂ Pentatomoidea (Hem.: Heteroptera: Tessaratomidae): processus conjunctivae 2 forcipes intermediate, ενδιάµεσοι λαβίδες. στα ♂ Tessaratomidae (Hem.: Heteroptera): processus conjunctivae 1 forcipes superiors. ανώτατες λαβίδες. στα Muscomorpha (Dipt.): cerci. στα ♂ Siphonaptera: parameres forcipula (πλ. forcipulae). στα ♂ Diptera: gonopods forcipiform, λαβιδοειδής, µε τη µορφή λαβίδος ή πένσας Ford’s sclerites, σκληρίται του Ford. στα ♂ Siphonaptera: ζεύγος σκληριτών διαφόρου µορφής ραχιαίως και συνήθως κοντά στο άκρον του tubus interior fore - (πρόθεµα), προ -, πρόσθιος, προς την κεφαλή π.χ.forewings forfex, -icis, ψαλλίς, ζυγή εδρική κατασκευή η οποία ανοιγοκλείνει οριζοντίως σαν ψαλλίδι forficate, forficatus, forcipate fork, δίκρανον (διχάλα, πηρούνι). στα ♂ Coleoptera: ζυγές προεξοχές (αποφύσεις, αποδέµατα) του tegmen ή του penis, spicules. στα πτερωτά Trichoptera: apical cell form, forma, τύπος, τα άτοµα ενός είδους που διαφέρουν από τα υπόλοιπα του είδους π.χ ecological forms, seasonal forms formative cell = trichogen cell formic, µυρµηκικός π.χ. οξύ formica (αιολ. βύρµαξ), µύρµηξ, µυρµήγκι (Formicidae:Hym.: Apocrita) formicarium, formicary, µυρµηκοφωληά Formicoidea, Υπεροικ. των Aculeata (Hym.: Apocrita) µε µόνη την Οικογ. Formicidae formicinus, µυρµήκειος, του µύρµηκος formicula, µικρό µυρµήγκι


264 fornicate, fornicatus, αψιδωτός, κοίλος εσωτερικώς και κυρτός εξωτερικώς πρβλ. φούρνος fossa (πλ.fossae), βοθρίον, κόλπωµα fossil, απολίθωµα, υπόλειµµα ίχνος φυτού ή ζώου προηγουµένων γεωλογικών Περιόδων π.χ. αποτύπωµα σε πέτρωµα ή έγκλεισµα σε ήλεκτρον (κεχριµπάρι) fossoria, ορυκτικά (έντοµα) π.χ. τα Gryllotalpidae (Orth.) fossorial, ορυκτικός, σκαπτικός fossula (πλ. fossulae), µικρόν βοθρίον βλ.scrobe fossulate, fossulatus, βοθριωτός, µε ελλειψοειδή εντυπώµατα βλ.exsculpate, lacunose, scrobiculate fourth axillary plate, 4η µασχαλιαία πλάξ, σκληρίτης στη βάση της πτέρυγος αρθούµενος στο άκρον µε τον 3ο µασχαλιαίον σκληρίτη (third axillary sclerite) fourth longitudinal vein. στα τέλεια Diptera: µέρος του media posterior νεύρου της πτέρυγος fovea (πλ. foveae), βοθρίον, όρυγµα βλ.foveola foveate, foveatus, foveolate, foveolatus, βοθριωτός, µε πολλά κανονικά εντυπώµατα (βοθρία) βλ.foveolate, lacunose, punctuate foveola (πλ.foveolae), µικρόν βοθρίον (fovea), foveolet fowl mite, µέλος των ακάρεων Dermanyssoidea (Mesostigmata) παρασιτικόν των πτηνών π.χ. Dermanyssus, Ornithonyssus fractate, τεθραυσµένος (σπασµένος), γονατοειδής (geniculate) fractate antenna, γονατοειδής κεραία (geniculate antenna) fractus (Fράγνυµι = σπάζω κάτι), τεθραυσµένος (σπασµένος) βλ.geniculate fragmentum, θραύσµα, απόσπασµα. στα ♂ Planipennia: paramere frass, στερεά περιττώµατα προνύµφης εντόµου, φυτικά τµήµατα (π.χ. πριονίδι) µαζί µε περιττώµατα που απεκρίνονται από ξυλοφάγα έντοµα free mesodermal cell = hemocyte free pupa = exarate pupa free wax cell. στην αιµολέµφον των Aphidoidea και Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): oenocyte frenal area. στα τέλεια Chalcididae (Hym.): σκληρίτης πίσω από το mesoscutellum βλ. mesopostnotum


265 frenates, τα έντοµα που διαθέτουν frenulum frenelum. στο ♂ Zygaena (Lep.: Zygaenidae): ισχυρώς σκληροποιηµένα ελασµάτια (lamellae) του lamina gastralis στόν aedoeagus frenular bristles, σµήριγγες του frenulum. σε πολλά ♀ Lepidoptera: οι σµήριγγες που αποτελούν το frenulum frenulum, χαλινίσκος (µικρός χαλινός). σε πολλά τέλεια Lepidoptera: άκανθα (spine) στα ♂ ή σµήριγγες (bristles) στα ♀, που ξεκινούν από τη βάση του costa νεύρου των οπισθίων πτερύγων και τις ενώνουν µε τις πρόσθιες κατά την πτήσιν. στα Cicadidae (Hem.: Auchenorrhyncha): το τριγωνικό πλευρικόν τµήµα στο mesonotum που συνδέει µε την trochlea (τροχαλία) frenulum hook, άγγιστρον χαλινίσκου. σε πολλά Lepidoptera: retinaculum frenum (πλ. frena), χαλινός, µηνισκοειδές ή τριγωνικό οπισθιοβασικόν τµήµα της πτέρυγος των Odonata και Trichoptera βλ.tendo. στα Heteroptera (Hem.): η πλευρική αύλαξ του ανωτέρου περιθωρίου του scutellum στην οποίαν προσαρµόζεται ή «πιάνει» το clavus του hemelytron fringe, περιθωριακή σειρά τριχών ή κροσσών (φράντζα) froghopper, µέλος της Υπεροικογένειας Cercopoidea (Hem.: Auchenorrhyncha) frons, frontis, µέτωπον, πρόσοψις, 1 µονός σκληρίτης της κεφαλής µεταξύ των epicranial arms που φέρει τον median ocellus, 2 το ανώτερον πρόσθιον τµήµα της κρανιακής κάψας (συνήθως ένας ευδιάκριτος σκληρίτης) µεταξύ epicranium και clypeus. στα Siphonaptera: το τµήµα του προσθίου ραχιαίου τοιχώµατος της κεφαλής έµπροσθεν της antennal groove και του falx. στα Diptera: το τµήµα του vertex (κορυφή) από τη βάση της κεραίας µέχρι την ανώτερη βάση της κεφαλής. στις προνύµφες Chironomidae (Diptera): frontal apotome frons basalis. στα ♂ Hymenoptera: ventral gonocoxal bridge front = frons frontal, µετωπιαίος βλ.anterior frontalia. στα τέλεια Diptera: interfrons frontals. στα τέλεια Diptera: σµήριγγες κατά µήκος του εσωτερικού χείλους των parafrontals. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): δέσµη τριχών µερικές φορές παρούσα κοιλιακώς ανάµεσα στις inner vertical setae


266 frontoclypeal, του frontoclypeus frontoclypeus, µετωποεπιστόµιον, το µέτωπο (frons) µαζί µε το επιστόµιον (clypeus) όταν η µεταξύ τους ραφή είναι δυσδιάκριτη. στις προνύµφες των Diptera: frontoclypeal apotome βλ.epistoma frontogenal suture, subantennal suture epicranial arm. στα τέλεια Diptera: νωτιαία ραφή από το anterior tentorial pit προς την βάση της πτέρυγος fronto-orbital, µετωποκογχικός (της κόγχης του οφθαλµού) frontopariental region, µετωποβρεγµατική περιοχή. στις προνύµφες των Symphyta (Hym.): η νωτιαία περιοχή του epicranium πλευρικώς των µετωπικών ραφών. (frontal sutures) froth glands, αδένες αφρού fulcral, του fulcrum (υποµόχλιον) ενός µοχλού ή παροµοίου µηχανισµού fulcrum, υποµόχλιον, στήριγµα, υποστήριγµα. στα ενδόγναθα εξάποδα (Protura, Collembola, Diplura): σκληρίτης σχήµατος Υ µέσα στην κεφαλή: στα ♂ Lycaenidae (Lep.): σκληροποιηµένο µεσοκοιλιακόν υποστήριγµα του aedoeagus και µέρους του fultura inferior. στα ♂ Siphonaptera: apodemal strut: στα τέλεια Muscomorpha (Dipt.):U- shaped clypeus και σκελετός της cibarial pump. στα ♀ Chironomidae (Dipt.): pivot (στροφεύς) του ΙΧ γονοκοξίτη επάνω στον κόµβο (knob) του gonocoxapodeme. στα τέλεια των ιδίων: cibarial pump. στις προνύµφες των ιδίων: υποστηρικτικά αποδέµατα του premento – hypopharyngeal complex. στα ♀ Hymenoptera: ΙΧ τεργίτης ή οι ΙΧ γονοκοξίτες µαζί (Aculeata). στα ♂ Lepidoptera: juxta fulcrum penis, υποστήριγµα πέους. στα ♂ Anthomyiidae (Dipt.): το σύµπλεγµα που αποτελούν το hypandrium οι pre- progonites και το εισδύον όργανον µε τα εξαρτήµατά του fulgid, fulgidus, αστράπτων, στιλπνός, λάµπων, λαµπερός Fulguriformes, Fulgoroidea, Fulgoromorpha, Υπεροικ. των Auchenorrhyncha (Hem.) µε την Οικογ. Fulgoridae µεταξύ άλλων fuliginus, fuliginosus, αιθαλώδης, µε χρώµα καπνιάς fultella. στα ♂ Tephtitoidea: aedeagal apodeme εφοδιασµένο µε ζεύγος πλευρικών αποφύσεων που φθάνουν στο hypandrium fultura (πλ. fulturae), έρεισµα, στήριγµα, στηρικτικός σκληρίτης. στα ♂ Hepialidae


267 (Lep.): ζεύγος ορθογωνίων σκληριτών που προεκτείνονται από τον ΙΧ σκληρίτη στο εσωτερικό της κοιλιάς fultura penis, στήριγµα του πέους. στα ♂ Lepidoptera: περιεκτικός όρος για όλα τα σκληροποιηµένα µέρη του diaphragma όπως: fultura inferior, fultura superior, anellus, transtilla και juxta fulvescent, µε fulvus απόχρωσιν fulvid, fulvous, fulvus, πυρρόχρους, χρυσόχρους, κιτρινοκόκκινος fulvo - aeneous, χαλκόχρυσος, µε µπρούτζινο χρώµα fumate = fumatous = fumeus fumeus, καπνώδης fumose = fumeus function, λειτουργία (τµήµατος του σώµατος ή οργάνου) fundament, θεµέλιον, η απαρχή ή θεµελίωσις µιάς κατασκευής στο έµβρυον fundarima, σχισµή, γραµµή ή αύλακα που ορίζει την γραµµή συνενώσεως των stipulae fundatrigenia. θεµελιωτικόν θήλυ. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): θυγάτηρ του θεµελιωτικού (fundatrix) που ζει στον πρωτεύοντα ξενιστή fundatrix (πλ. fundatrices), θεµελιωτικόν. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): άπτερο ζωοτόκο παρθενογενετικόν ♀ που εµφανίζεται την άνοιξη από διαχειµάσαντα ωά fundus, πυθµήν, βάσις (πάτος) funeral pheromone, επικήδειος φεροµόνη, ουσία που εκλύεται από τα κοινωνικά έντοµα και υποδηλώνει ότι κάποιο µέλος είναι νεκρό fungicolous, µυκητόβιος, που ζει σε µύκητες fungivorous, µυκητοβόρος, µυκητοφάγος, που τρέφεται µε µύκητες fungus comb. στις φωληές των Mastotermitinae (Isopt.: Termitidae): σπογγώδες, σκούρο κοκκινοκαστανό υλικό που παρασκευάζουν (ως υπόστρωµα γιά την εκτροφή µυκήτων) οι εργάτες από περιττώµατα fungus garden, ειδικός θάλαµος µέσα στη φωληά µερικών µυρµήγκων (Hym.: Formicidae: Myrmecinae: Attini) όπου καλλιεργούν µύκητες ως τροφήν. στα Mastotermitinae (Isopt.: Termitidae): fungus comb funicle, funiculus, λεπτόν σκοινίον, το προς το ρόπαλον τµήµα του µαστιγίου (flagelum) της κεραίας. σε έντοµα µε ροπαλοειδείς (geniculate) κεραίες:


268 funicle + pedicel funiculate, funiculatus, µαστιγοειδής δηλ.µακρός, λεπτός µε πολλά εύκαµπτα άρθρα funis, σχοινίον: στα τέλεια Diptera: η απόληξις των pseudotracheae funnel, περιτροφική µεµβράνη (peritrophic membrane) furca (πλ.furcae), δίκρανον furcae maxillares. στα Psocoptera: laciniae furcal arms, οι βραχίονες του furca µέσα στον θώρακα furcal orifice = furcal pit furcal pit, εξωτερικό βοθρίον του θωρακικού στέρνου που «µαρκάρει» το εγκολπωµένο δίκρανον (furca) furcasternal suture. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): discrimen furcasternum, ευδιάκριτο τµήµα του sternum µερικών εντόµων που φέρει το furca βλ.sternuellum furcate, furcated, furcatus, δίκρανος furcella, µια spina του θωρακικού στέρνου furcellina, το βοθρίον ή πάχυνσις της εξωτερικής επιφανείας του spinasternum που σηµειώνει την εγκόλπωσιν της spina (ακίς) furcina, sternal apophyseal pit furcula, δίκρανον, πηδητικό κοιλιακό όργανο των Collembola συνήθως διχαλωτό (forked) furcula supraanalis. στα Orthoptera: suranal fork fusiform, ατρακτοειδής, φαρδύς στο µέσον και λεπτυνόµενος προς τα άκρα furred, γούνινος, µε πυκνό κατακεκλιµένο τρίχωµα που µοιάζει µε γούνα furuncular, δοθιηνοειδής, σαν σπυρί «καλόγερος» fuscescent, καστανωπός, µε καστανήν απόχρωση fuscoferrugineus, καστανοκόκκινος fuscopiceus, καστανοκόκκινος κοκκινόµαυρος, πισσόχρους µε καστανήν απόχρωσιν fuscorufus, κοκκινοκαστανός, µε το χρώµα συκωτιού fuscotestaceous, θαµπός, καστανοκόκκινος fuscous, fuscus, σκούρος καστανός προς το µαύρο, κοκκινόµαυρος fused, συγχωνευµένος, όπως 2 χωριστοί σκληρίτες συµβάλλουν και αποκτούν κοινόν περιγραµµα


269 fusus (πλ. fusi), κλωστήρ, άτρακτος (αδράχτι), όργανον αποτελούµενον από 2 παλινωδούντα µέρη που αποδίδουν νήµατα fusi piliformis, fusi spiniformis. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): plates fusiform, fusiformate, ατρακτοειδής, φαρδύς στο µέσον στενεύοντας προς τα άκρα fusiform leucocyte = plasmatocyte fusion plate. στα ♂ Capniidae (Plec.): εσωτερική πλάξ (plate) που ενώνει τις subanal plates fustis (πλ. fustes), σκυτάλη. στα ♀ Phlaeothripidae (Thys.): µονήρης σκληροποιηµένη πάχυνσις στην οροφή του κόλπου (vagina) εµφανιζοµένη ως ράβδος ή ρόπαλον του ΙΧ κοιλιακού δακτυλίου fusulus, µικρή άτρακτος


270

G galarastra, τα ξέστρα (rastra) στην galea της κάτω γνάθου (maxilla) galea (πλ. galeae), κόρυς, κράνος, ο εξωτερικός από τους δύο λοβούς της maxilla, συνήθως δίαρθρος, συχνά καλυπτροειδής: υπόκειται σε µεγάλες τροποποιήσεις στα Hymenoptera και Diptera ενώ στα τέλεια των Glossata (Lep.) ενώνεται ώστε να σχηµατίσει την proboscis. στα τέλεια Diptera: maxillary blade galeafimbrium = galarastra galearia, κρανοφόρος. στα τέλεια Hymenoptera: ο τριχοφόρος λοβός του basigalea galearis. στα τέλεια Lepidoptera: proboscis galeate, κρανοφόρος, µε κράνος galeotheca, το τµήµα της νυµφικής θήκης που καλύπτει το galea gall, κηκίς, όγκος, ανώµαλη ανάπτυξις των φυτικών ιστών προκαλουµένη από διαφόρους οργανισµούς που ερεθίζουν το φυτό gall mite, άκαρι των Eriophyoidea που προκαλούν κηκίδες (galls) στα φυτά gall nuts, κηκίδες σκληρές, σφαιρικές, ξύλινης υφής gall wasp, µέλος των Cynipidae (Hym.: Cynipoidea) που προκαλεί κηκίδες σε φυτά galla = gall galleries. στα Embiina: στοές και θάλαµοι από µετάξινο νήµα και σκουπίδια. συνήθως περιττωµατικά gallicola (πλ. gallicolae), κηκιδόβιος, έντοµο που κατασκευάζει και ζεί σε κηκίδες, ειδικώς τα εδαφόβια στάδια των Phylloxeridae και Adelgidae (Hem.: Sternorrhyncha) galliphagous, κηκιδοφάγος, τρέφεται µε κηκίδες ή τους ιστούς τους gallivorous, κηκιδοβόρος (galliphagous) galvanotropism, γαλβανοτροπισµός, κίνησις λόγω ερεθίσµατος από ηλεκτρικό ρεύµα gamergate, γαµεργάτης. σε πολλά Ponerinae (Hym.: Formicidae): γονιµοποιηµένος ωοτοκών εργάτης που αναλαµβάνει την αναπαραγωγήν της βασιλικής κάστας gamete, γαµέτης, αναπαραγωγικό κύτταρο, σπερµατοζωάριο ή ωάριο µε απλοειδή (ν) αριθµό χρωµατοσωµάτων gametocyte, γαµετοκύτταρον, κύτταρο που παράγει γαµέτες βλ.microgametocyte, macrogametocyte gametogenetic egg, γαµετογενετικόν ωόν. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): το ωόν των αληθών µορφών φύλου βλ.pseudovum


271 gamma taxonomy = evolutionary biology gamogenesis, γαµογονία, γαµετογένεσις, αναπαραγωγή µε γονιµοποίησιν, εγγενής πολλαπλασιασµός βλ.parthenogenesis ganglia allata = corpora allata gangliform = ganglioform = ganglioniform, γαγγλιοειδής ganglion (πλ.ganglia), γάγγλιον, νευρικόν κέντρο αποτελούµενο από κυτταρική µάζα και ίνες ganglion ventriculare = hypocerebral ganglion ganglionate, ganglionic, γαγγλιακός, µε ή από γάγγλια gaseous plastron, αεριούχον plastron. στα υδρόβια έντοµα: plastron gaster, γαστήρ (κοιλία). στα τέλεια Apocrita (Hym.): το διογκωµένον τµήµα της κοιλίας µετά τον µίσχο που περιλαµβάνει τους ΙΙΙ (ή ΙV) έως τον Χ κοιλιακούς δακτυλίους βλ. metasoma· στα ακάρεα: η κοιλία του idiosoma gasterotheca, γαστεροθήκη, το τµήµα της θήκης του νυµφικού καλύµµατος που περικλείει την κοιλία gastral groove, γαστρική αύλαξ, αυλακοειδής εγκόλπωσις στο µέσον της κοιλιακής πλακός (ventral plate) του ωού gastric, γαστρικός, ανήκων στον κυρίως στόµαχον (midgut). στα τέλεια Apocrita (Hym.): ότι ανήκει στην gaster gastrilegous, µε κάνιστρα γύρεως κάτω από την κοιλία gastrocoele, γαστροκοίλωµα, κοιλότης γαστριδιώσεως (gastrulation) βλ.archenteron gastrocoeli, θυρίδια. σε µερικά τέλεια Hymenoptera: thyridia gastroileal fold, γαστροειλεϊκή πτυχή, το όριο µεταξύ του εντέρου και του χυλοφόρου στοµάχου (ventricule) όπου σχηµατίζεται µία βαλβίς gastrula, γαστρίδιον. στο έµβρυο των εντόµων: 1 το στάδιον κατά το οποίο το έµβρυο έχει την µορφή σάκκου, 2 το έµβρυο µετά την γαστριδίωση (gastrulation) gastrulation, γαστριδίωσις, η διαδικασία του σχηµατισµού της gastrula. στην ανάπτυξη του εµβρύου: ο σχηµατισµός µεσοδέρµατος και εξωδέρµατος µε εγκόλπωσιν του βλαστοδέρµατος (blastoderm) gated rythm, περιοδικός ρυθµός, περιοδική συµπεριφορά ενός πληθυσµού που συµβαίνει µόνο µία φορά στην ζωή του ατόµου π.χ. µαζική εµφάνιση (emergence) ακρίδων gathering hairs, τρίχες συλλογής, οι µαλακές, πεπλατυσµένες, συχνά αγκιστροειδείς τρίχες στην γλώσσα (glossa) των µελισσών (Apoidea) και άλλων Hymenoptera Gause’s Rule, Κανών του Gause, θεωρία κατά την οποίαν δύο είδη µε όµοιες οικολογικές


272 απαιτήσεις δεν µπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο µέρος βλ.competitive exclusion Geadephaga, Οµάς χερσαίων Οικογ. της Υποτάξεως Adephaga (Col.) που περιλαµβάνει: Carabidae, Rhysodidae, Pausidae, Cicindelidae και Trachypachidae Gelastocoroidea = Ochteroidea Gelechioidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. : Gelechiidae, Oecophoridae και Coleophoridae gelatinous, ζελατινώδης, viscid gelly, γέλη, ζελέ geminate, geminatus, ζυγός, δίδυµος, επιζευγµένος, διττός, διευθετηµένος κατά ζεύγη 2 οµοίων µερών (double, twinned, paired) geminate pores, δίδυµοι πόροι. στα ♀ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): paired pores geminivirus, διδυµοϊός, ιός των φυτών µε ισοµετρικά ενδοκυτταρικά έγκλειστα (illusion bodies) µεταδιδόµενος κυκλοφορικώς µε διάφορα έντοµα π.χ. Auchenorrhyncha (Hem.) geminous = geminus = geminate gemma, γονοβλαστίδιον, οφθαλµός ή παρόµοιος οργανικός όγκος gemmate, gemmatus, µαρµαρύσσων, µε µαρµαρυγήν (µε µεταλλικά ή ανοιχτόχρωµα σηµεία) gemmation, εκβλάστησις, αγενής αναπαραγωγή, budding gemmiparous, βλαστογενής, αναπαραγώµενος µε εκβλάστησιν gena (πλ.genae), παρειά (µάγουλο), το τµήµα του κρανίου σε κάθε πλευρά κάτω από τους οφθαλµούς genacerores, γονοκήρορες. στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): circumgenital pores genal bridge, παρειακή γέφυρα. σε µερικά τέλεια Hymenoptera: γέφυρα που σχηµατίζεται πίσω από το κάτω χείλος (labium) από την συνένωσιν των παρειών (genae) βλ.hypostomal και postgenal bridge genaponta = hypostomal bridge genatasinus. στα ♂ Muscomorpha (Dipt.): genital pouch gene, γονίδιον, µονάδα κληρονοµικότητος φερόµενη σε χρωµόσωµα και µεταδιδοµένη από γενεά σε γενεά από τους γαµέτες (gametes) gene flow, γονιδιακή ροή, η ανταλλαγή γενετικών παραγόντων µεταξύ πληθυσµών οφειλόµενη στη διασπορά ζυγωτών (zygotes, gametes) gene frequency, γονιδιακή συχνότης, η αναλογία επί % του γονιδίου σε έναν πληθυσµό gene pool, γονιδιακόν απόθεµα (δεξαµενή), το σύνολον των γονιδίων δοθέντος πληθυσµού σε


273 ορισµένον χρονικόν διάστηµα generation, γενεά, από δεδοµένο στάδιον του βιολογικού κύκλου µέχρι το αυτό στάδιον του απογόνου βλ.brood genetic drift, γενετική εκτροπή (παρέκλισις), γενετικές αλλαγές σε πληθυσµούς οφειλόµενες µάλλον σε τυχαία φαινόµενα παρά σε επιλογήν genetic load, γενετικόν φορτίον στα ερµαφρόδιτα (αµφοτερόφυλα, αµφίφυλα, διφυλετικά) είδη: τα βιολογικώς κατώτερα οµοζυγωτά που παράγονται σε κάθε γενεά µε διαχωρισµόν (segragation) genetic recombination, γενετικός ανασυνδυασµός, η ανακατάταξις του γενετικού υλικού κατά την µείωσιν (meiosis) genicular arc, γονάτιος αψίς. στα Orthoptera: semilunar process geniculate, geniculatus, γονατοειδής, αποτόµως κεκαµένος σε αµβλείαν γωνία όπως οι κεραίες του µυρµηγκιού (Hym.: Formicidae) geniculum, γονατίδιον, µικρό γόνατο ή κάµψις geniculus (penis). στα ♂ Sphingidae (Lep.): coecum penis genital acetabulum, γεννητικόν άνοιγµα· στα ακάρεα: εγκόλπωσις που περιέχει τα genitalia ή στα Hydrachnida τις genital papillae genital aperture, γεννητικόν άνοιγµα (genital opening) genital apodeme, γεννητικόν απόδεµα. στα ♂ Phthiraptera: basal apodeme genital arch, γεννητική αψίς. στα ♂ Diptera: epandrium genital armature, γεννητικός οπλισµός, armature genitalis genital atrium, γεννητικός κόλπος (αίθριον). στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): βασικόν άνοιγµα του αιδοιαγού. στα ♂ Heteroptera (Hem.): γεννητικός θάλαµος (genital chamber) genital block, γεννητικόν σύνολον. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): genital chamber + styles + phallic organs genital capsule, γεννητική κάψα. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): ο ΙΧ κοιλιακός δακτύλιος. στα ♂ Heteroptera (Hem.): pygophore genital cavity, γεννητική κοιλότης. στα ♀ και ♂ Plecoptera: genital chamber. στα ♀ Isoptera: vestibulum. στα ♂ Heteroptera (Hem.): genital chamber. στα ♂ Lepidoptera: η κοιλότητα που περικλείεται από τις valvae genital chamber, γεννητικός θάλαµος. σε µερικά ♂ έντοµα: κοιλιακή εγκόλπωσις µεταξύ των


274 ΙΧ και Ι κοιλιακών στερνιτών που περιλαµβάνει τα phallic organs. στα ♀ Heteroptera (Hem.): vagina. στα ♀ Lepidoptera: sinus vaginalis. στα ♀ Siphonaptera: camera genitalis κ.λ.π. genital duct, γεννητικός αγωγός (gonoduct). στα ♂ Coleoptera: ductus ejaculatorius genital fossa, γεννητική τάφρος. στα ♂ Odonata: fenestra genital hook(s), γεννητικόν άγγιστρον (-α). στα ♂ Plecoptera: copulatory hook genital lamella, ♀ Chironomidae (Dipt.): cercus genital lobes, γεννητικοί λοβοί. σε µερικά Odonata: το προεξέχον άκρον των οπισθοπλαγίων γωνιών του ΙΙ τεργίτη. στα ♂ Plecoptera: hemitergal processes. στα ♂ Zoraptera: clasping organs. στα ♀ Chironomidae (Dipt.): circus genital meatus, γεννητική δίοδος (πόρος, στόµιον). στα ♂ Odonata: το άνοιγµα του γεννητικού αγωγού στην κοιλιακήν επιφάνεια του ΙΧ κοιλιακού δακτυλίου βλ.genital opening genital opening, γεννητικόν άνοιγµα, το άνοιγµα στην κοιλιακήν επιφάνεια του ductus ejaculatorius (♂) ή του ductus communis (♀). στα ♂ Plecoptera: το εξωτερικόν άνοιγµα της γεννητικής κοιλότητος (cavity) βλ.primary gonopore genital orifice. στα ♀ Diptera: genital opening genital palps. στα ♀ Coleoptera: styli genital papilla(e), primary genital papillae. στα ♂ Collembola: papilla genitalis· στα ακάρεα: 1-3 ζεύγη προεκβολών συνήθως αποσυροµένων στο genital vestibule βλ.genital succer genital phragm, γεννητικός φραγµός. στα ♂ Delphacidae (Hem.: Auchenorrhyncha): εγκάρσιον τοίχωµα του pygofer genital plate(s). στα ♂ Collembola: papilla genitalis. στα ♀ Collembola: V κοιλιακός στερνίτης έµπροσθεν του genital opening. στα ♀ Plecoptera: subgenital plate. στα ♀ Isoptera: hypogynium. στα Phthiraptera: subgenital plate. στα ♂ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): hypandrium ή proctiger. στα ♀ Psyllidae: ventral dorsal plate. στα ♀ Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): sternum. στα ♂ Cicadomorpha (Auchenorrhyncha) και σε µερικά ♂ Enicocephalidae (Hem.: Heteroptera): ζεύγος πλακών οπισθοκοιλιακώς του ΙΧ κοιλιακού στερνίτη. στα ♂ Pentatomoidea (Hem.: Heteroptera): superior lateral process. στο ♂ Sialis (Megaloptera: Sialidae): gonarcus. στα ♀ Coleoptera: hemisternites. στα ♀ Lepidoptera: sterigma. στα ♀ Megaloptera:


275 medigynium. στα ♂ Hymenoptera: VII κοιλιακός στερνίτης genital pore. στα ♂ Odonata: genital meatus. στα ♂ Coleoptera: gonopore genital pores. στα ♂ Ephemeroptera: τα ανοίγµατα των σπερµαταγωγών (sperm ducts) στο άκρον του πέους. στα ♀ Strepsiptera: ανοίγµατα των genital canals µέσα στο brood canal genital pouch, γεννητικός θύλακος. στα ατελή ♂ έντοµα: µεσοπρόσθιος εγκόλπωσις του σωµατικού τοιχώµατος µεταξύ του ΙΧ και Χ στερνίτη που περιλαµβάνει τους πρωτογενείς φαλλικούς λοβούς (primary phallic lobes). στα ♂ Muscomorpha (Dipt.): θύλακος κάτω από το hypandrium που δέχεται τα άκρα των surstyli και cerci genital ridges, γεννητικαί ράχεις. στο έµβρυον: παχύνσεις του σπλαχνικού τοιχώµατος (sphlachic wall) του µεσοδέρµατος στην κοιλιακήν επιφάνεια του σώµατος, οµάδες κυττάρων που αποτελούν υπολείµµατα των όρχεων ή των ωοθηκών genital ring, γεννητικός δακτύλιος. σε πολλά ♂ Nematocera (Dipt): basal ring genital sac, γεννητικός σάκκος. στα ♂ Phthiraptera: endophallus genital segment(s), τα τµήµατα που κυρίως εµπλέκονται στον σχηµατισµόν των αναπαραγωγικών οργάνων βλ.terminal segments genital sheath, γεννητική θήκη. στα ♂ Strepsiptera: aedeagus genital spike, γεννητικόν στέλεχος. στα ♂ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): penis seath genital styles, γεννητικοί στύλοι. στα ♂ Ephemeroptera: genostyles. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): styles genital succers· στα ακάρεα: genital papillae genital tube(s), γεννητικοί σωλήνες. στα ♂ Coleoptera: οι µεµβράνες που συνδέουν penis µε tegmen. στα ♀ Lepidoptera: ductus bursae genital tubercules, γεννητικά φύµατα. στα ♀ Coleoptera: styli genital valve(s), γεννητικαί βαλβίδες. στα ♀ Odonata: lateral gonapophyses. στα ♂ Cicadodea (Hem.: Auchenorrhyncha): οριζόντιος πλάξ τριγωνική ή ηµισεληνοειδής του ΙΧ κοιλιακού στερνίτη. στα ♀ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): ventral plate genital plates. στα ♀ Coleoptera: hemisternites. στα ♂ Mecoptera: gonocoxites genital vestibule, γεννητική πύλη (είσοδος)· στα ακάρεα: ο genital chamber που περιέχει τις genital papillae και το genital opening ενώ κλείνεται από ένα ζεύγος genital valves genitalia, γονικά άρθρα, εξωτερικά γεννητικά όργανα, εξωδερµικές κατασκευές του ♂ ή του ♀


276 που εµπλέκονται στην σύζευξιν, γονιµοποίησιν και ωοτοκίαν genitoanal chamber. στα Aculeata (Hem.): ο θάλαµος που περιέχει τον ωοθέτη (ovipositor) ή τα ♂ genitalia και τον anal proctiger genitoanal cone. σε µερικά ♂ Phthiraptera (κυρίως Ischnocera): νωτιαίος κώνος που σχηµατίζεται από τους ΙΧ - ΧΙ κοιλιακούς δακτυλίους και το γεννητικόν και το εδρικόν άνοιγµα genoholotype = orthotype genolectotype = logotype genome, γονιδίωµα, το γενετικό υλικό ενός οργανισµού π.χ. σειρά χρωµοσωµάτων µε τα γονίδια που περιέχουν genostyles, γονοστύλοι. στα ♂ Ephemeroptera: type species, η γενετική δοµή ενός ατόµου ή taxon βλ.phenotype genu (πλ.genua), γόνυ (γόνατον), η µηροκνηµιαία άρθρωσις· στα ακάρεα: το 4ον τµήµα του ποδός µεταξύ femur και tibia genus (πλ. genera), γένος 1 σύνολον ειδών που συµφωνούν σε κάποιον χαρακτήρα ή σειρά χαρακτήρων 2 taxon που περιλαµβάνει ένα είδος ή οµάδα ειδών κοινής φυλλογενετικής προελεύσεως 3 σειρά παροµοίων ειδών µε σχετικώς πρόσφατης κοινής γενεαλογίας 4 ταξινοµική βαθµίς µεταξύ της Οικογένειας και του είδους 5 ένα taxon της βαθµίδος του γένους genus group, στην ταξινοµικήν ιεραρχία, η οµάδα των taxa µεταξύ family group και species group που περιλαµβάνει taxa της βαθµίδος genus και subgenus genus-group name, το επιστηµονικόν όνοµα κάθε genus ή subgenus που περιλαµβάνει ονοµασίες γιά συλλογικές οµάδες και γιά ichnotaxa του επιπέδου genus group genus name = generic name genus novum, “gen. nov.” ή “g. n.”, νέον (µη περιγραφέν έως τώρα) γένος Geodephaga = Geadephaga geographic isolate, γεωγραφικώς αποµονωµένος πληθυσµός που χωρίζεται µε γεωγραφικούς φραγµούς από το κυρίως σώµα του είδους geographic orientation, γεωγραφικός προσανατολισµός, η επέκτασις της συνήθους διαδροµής αναζητήσεως (straight run) ενός εντόµου που φθάνει µέχρι την εξάπλωσιν (dispersal) ή την µετανάστευσιν (migration) geographical barriers, γεωγραφικοί φραγµοί, γεωγραφικά στοιχεία που αποµονώνουν πληθυσµούς και εµποδίζουν την ανταλλαγή γονιδίων µεταξύ τους


277 Geometroidea, σύµπλεγµα των Ditrysia (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Geometridae geophagus, γεωφάγος, ο τρεφόµενος µε έδαφος (που περιέχει οργανική ύλη) geophilous, γεώφιλος, ζεί στο έδαφος geotaxis, γεωτακτισµός, κίνησις του εντόµου σε σχέση µε το έδαφος ή τη γή, τάσις γιά κίνησιν προς ή µέσα στη γή (θετικός) ή από την γή (αρνητικός) geotropism, γεωτροπισµός, αντίδρασις ως προς την βαρύτητα geraniol, γερανιόλη, φεροµόνη που αποθέτουν οι µέλισσες γιά να σηµειώσουν µίαν πηγή αφθόνου νέκταρος (nectar) germ ball, αναπαραγωγικά κύτταρα σε προνύµφες από τα οποία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αναπτύσσονται νεαρά άτοµα µε εκβλάστηση (budding) germ band, βλαστική σειρά, η περιοχή παχυµένων κυττάρων στην κοιλιακή πλευρά του blastoderm η οποία γίνεται έµβρυον germ cells, γαµετογόνα (βλαστικά) κύτταρα, αναπαραγωγικά κύτταρα που προορίζονται να γίνουν ωάρια ή σπερµατοζωάρια και τα οποία διαφοροποιούνται από τα σωµατικά κύτταρα κατά το στάδιον της αυλακώσεως (cleavage) germ disc = germ band germ plasm, βλαστικόν πλάσµα, το τµήµα του germ cell το οποίο φέρει τους κληρονοµικούς χαρακτήρες βλ.somatoplasm germ tract, βλαστική χώρα, η κυτταροπλαστική περιοχή της blastula που περιέχει τα germ cells (posterior polar plasm) germarium (πλ. germaria), βλαστική ζώνη. στα ♂: τµήµα του περιβλήµατος (θυλακίου) των όρχεων (testis) όπου τα germ cells παράγουν spermatogonia. στα ♀: τµήµα του ωοφόρου σωλήνα (ovariole) όπου τα ωογόνια παράγουν oogonia germinal band = germ band germinal disc = germinal band germinal epithelium, βλαστικόν επιθήλιον, επιθηλιακός ιστός που αναπτύσσεται σε γαµέτες (sex cells) germinal layers, βλαστικαί στιβάδες, οι 3 στιβάδες του κυττάρου κατά την πρώϊµη ανάπτυξη του εµβρύου (δηλ.ecto-, meso-, endoderm) germinal vesicle, βλαστικόν κυστίδιον, ο πυρήνας του ωού του εντόµου Gerroidea, Υπεροικ. των Gerromorpha (Hem. :Heteroptera) µε τις Οικογ.: Hermatobatidae, Veliidae και Gerridae Gerromorpha, Ανθυποτάξις των Heteroptera µε τις Οικογ. Mesoveliidae, Macroveliidae,


278 Hydrometridae, Hebridae, Paraphrynoveliidae, Hermatobatidae, Gerridae και Veliidae gestation, κυοφορία, η περίοδος κατά την οποίαν το έµβρυον ωριµάζει µέσα στο σώµα του ♀ γονέα giant cell, γιγαντοκύτταρον (teratocyte) giant chromosome = polytene chromosome giant fiber, ο νευρικός άξων ενός νευρικού γιγαντοκύτταρου giant neuron, γιγαντονευρών, 1 νευρικόν κύτταρο µε άξονα µεγάλης διαµέτρου που διευκολύνει την µετάδοσιν ώσεων, 2 interneurone στην κοιλιακήν γαγγλιακή άλυσο µε πολύ µεγαλύτερη διάµετρο από τους υπολοίπους gibba, ύβος, κύρτωµα, στρογγυλεµένο εξόγκωµα ή προεξοχή. στα Pyralidae (Lep.): εξόγκωµα στον ΙΧ κοιλιακό στερνίτη της νύµφης (pupa) gibbose, gibbosus, πολύ κυρτός, προεξέχων, συνεστραµµένος βλ.gibbus gibbose) gibbous, gibbus, κυρτωµένος (καµπούρης), κεκαµµένος βλ.gibbose gill, βράγχιον, ειδικόν αναπνευστικό όργανο διαφόρων µορφών στα ατελή στάδια υδροβίων εντόµων γιά την πρόσληψιν οξυγόνου από το νερό βλ.physical gill, spiracular gill, tracheal gill gill tuft, θύσανος (τούφα) βραγχίων, οµάδα νηµατοειδών βραγχίων συνήθως πλευρική gilvous, gilvus, κίτρινος βλ.flavous gin traps, µηχανικαί παγίδες. στις νύµφες των Coleoptera: αµυντικά όργανα από τοπικήν σκλήρυνσιν (απέναντι κειµένων) άκρων γειτονικών κοιλιακών τµηµάτων girdle, ζώνη. στα ♂ Lepidoptera: µετάξινη ταινία µε την οποίαν συγκρατείται η νύµφη σε πολλά Papilionoidea και µερικά Geometridae. στα ♂ Siphonaptera: cingulum gizzard, προκοιλίδιον (προγαστρίδιον). το τµήµα του πεπτικού σωλήνος αµέσως µετά τον πρόλοβον (crop) και πριν από το µεσέντερον (midgut) µε κύρια λειτουργία την «προετοιµασία» της στερεάς τροφής προς πέψιν και απορρόφησιν από τον στόµαχον glaber, glabrous, λείος, γυµνός, χωρίς χνόωσιν ή αναγλυφές βλ.denudate, immaculatus, investitus, nude gladium, ξίφος. στα Blattopteroidea: valvulae internae glairy, λευκωµατώδης gland, αδήν, όργανον ή κατασκευή (συνήθως πολυκύτταρο και σπανίως µονοκύτταρο) µε λειτουργία τη σύνθεση ειδικών χηµικών συστατικών βλ.endocrine gland, exocrine gland gland orifice, πόρος αδένος. στα Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): το εξωτερικόν άνοιγµα µέσω του οποίου ένας αδένας εκκρίνει


279 gland spine, άκανθα αδένος. στις νύµφες και τα ♀ Coccoidea: µικρού µεγέθους σκληροποιηµένη άκανθα µε εσωτερικόν σωληνοειδή αγωγόν gland tubercule(s), φυµάτιον(α) αδένος. στα Diaspididae (Hem. Sternorrhyncha: Coccoidea): µικρά σκληροποιηµένα φυµάτια (µε σωληνοειδείς αγωγούς και διογκωµένη βάσιν) σε οµάδες κατά µήκος του κοιλιακού περιθωρίου στον θώρακα και κοιλίαν gland of Filippi, αδήν του Filippi. στις προνύµφες των Lepidoptera: Lyonnet΄s gland glands of Batelli, αδένες του Batelli. στις νύµφες Cercopidae (Hem. Auchenorrhyncha): µεγάλοι υποδερµικοί αδένες στις πλευρικές περιοχές των VII και VIII κοιλιακών δακτυλίων glandubae. στις προνύµφες των Symphyta (Hym.): δερµατώδεις αδένες µε σκληροποιηµένους δακτυλίους κοντά στο εξωτερικό άνοιγµά τους glandula apicalis, επάκριος αδενίσκος. σε µερικά ♀ Heteroptera: µικρός αδένας προσκολληµένος στην capsula seminalis της σπερµατοθήκης glandula appendicularis. στα ♀ Heteroptera (Hem.): diverticulum ductus ή glandula apicalis glandula reseptaculi. στα ♀ Lepidoptera: απλός, νηµατοειδής αδενίσκος συνδεδεµένος µε το άκρον του receptaculum seminis glandula vaginalis. στα ♀ Siphonaptera: αδένας εκβάλλων στο vestibulum vaginae glandula accessoria, βοηθητικός αδήν (οργάνων αναπαραγωγής) glandulae appendiculares. στα ♂ Lepidoptera: ζυγοί αδένες (glandulae sebaceae) που εκβάλλουν στο vasa deferentia glandulae mucosae. αδενίσκοι βλέννης, οι βοηθητικοί αδένες στη βάση του vasa deferentia, το έκκριµµα των οποίων αναµιγνύεται µε το σπερµατικόν υγρόν (semen) και σχηµατίζει τα seminal packets glandulae odoriferae, οσµηροί αδενίσκοι. στα ♀ Lepidoptera: ζεύγος αδένων που εκβάλλουν στον κοινόν ωαγωγό (oviductus communis) κοντά στο ostium του ωαγωγού - προφανώς για την έκκρισιν οσµηρών ουσιών glandulae sebaceae, σµηγµατογόνοι αδενίσκοι, στα Lepidoptera: ζεύγος ενίοτε ενωµένων αδένων, συνδεοµένων µε το vestibulum ή τον εκσπερµατικόν αγωγόν (ductus ejaculatorius). στα ♂ εκκρίνουν τους spermatophores, στα ♀ εκκρίνουν κολλητικήν ουσία για την στερέωση των ωών µεταξύ τους ή στο υπόστρωµα εναποθέσεως glandular, αδενικός, µε χαρακτήρα ή λειτουργίαν αδένος: όρος χρησιµοποιούµενος στην


280 περιγραφή εξειδικευµένων, τριχών, ακάνθων και σχετικών αποφύσεων glandular bristle, αδενική σµήριγξ, σκληρή αδενική τρίχα (seta) glandular haeta = glandular bristle glandular hairs, αδενικαί (κνιστικαί) τρίχες glandular pore, αδενικός πόρος. στα Coccoidea (Hem.: Srernorrhyncha) πόρος κηρού (wax pore) glandular pouches, αδενικοί θύλακες. στα ♀ Coelifera (Orth.): ζεύγος θυλάκων µε εκβολήν στον genital chamber glandular setae, αδενικαί τρίχες, σωληνοειδείς τρίχες για την αποβολή των εκκρίσεων των dermal glands glandular tube, αδενικός σωλήν. στα ♀ Gerromorpha (Hem.: Heteroptera): diverticulum ductus glandular vesicules, αδενικαί κύστεις. στα ♀ Orthoptera: glandular pouches glandularium (πλ. glandularia) αδενικόν σύµπλεγµα στα υδρόβια ακάρεα Hydracarina glans (πλ. glandes), βάλανος. στα ♂ Odonata: το ακραίο ή τελικόν τµήµα του prophallus. στα ♂ Tephritoidea (Dipt.): διογκωµένη κατασκευή στο άκρον µακρού, συνήθως συνεστραµµένου basiphallus glans penis, βάλανος πέους. στα ♂ Lepidoptera: vesica glassy, υαλώδης, διαφανής glaucus, glaucus, γλαυκός, κυανοπράσινος glia tissue, κολλώδης γλοιώδης ιστός, κυτταρικός υποστηρικτικός ιστός του νευρικού συστήµατος (νευρογλοίωµα) glial cells, κολλώδη (γλοιώδη) κύτταρα, κύτταρα που σχηµατίζουν µονωτική / προστατευτική θήκη γύρω από ένα νευρικό κύτταρο globate = globose globose, globosus, σφαιρικός ή σφαιροειδής globular appendix. στα ♂ Plecoptera: vesicle globuli cells, σφαιροειδή κύτταρα. εξειδικευµένα συνδετικά κύτταρα του εγκεφάλου, µικρού µεγέθους, φτωχά σε κυτταρόπλασµα και µε έντονους χρωµατικούς πυρήνες globulin, γλοβουλίνη, σφαιριδίνη glochis, γλωχίς, ακανθωτό σηµείον. στα Heteroptera (Hem.): µικρό νεύρο της οπίσθιας πτέρυγος σχετιζόµενο µε το ωλενικό (Cu) νεύρο


281 glomerate, glomeratus, συσσωρευµένος σε σφαιρίδια glomerule, glomerulus (πλ.glomeruli), µικρή σύµπακτος µάζα τελικών διακλαδώσεων νευρικών κυττάρων σε ένα νευρικό κέντρον (nerve center) glomerulous, αποτελούµενος από glomerules glossa (πλ. glossae), γλώσσα, εσωτερικό ζεύγος λοβών στο άκρον του prementum του κάτω χείλους (labium). στα τέλεια Lepidoptera: proboscis. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): ligula. στα τέλεια Hymenoptera: µεσαίος λοβός στο άκρον του prementum βλ.ligula, paraglossa glossaria, ευκρινώς χιτινισµένη περιοχή της latarima των glossae glossarium, γλωσσάριον. στα τέλεια Diptera: labrum - epipharynx Glossata, Υποτάξις που περιλαµβάνει τα περισσότερα Lepidoptera τα χαρακτηριζόµενα από την παρουσίαν proboscis glossotheca, γλωσσοθήκη, το τµήµα της νύµφης (pupa) που καλύπτει την γλώσσα (tongue) glucosamine, γλυκοζαµίνη, χηµικό συστατικό της χιτίνης (chitin) glume(s), λέπυρον(α). στα τέλεια πολλών Chalcidoidea, Cynipoidea, και Proctotrupoidea (Hym.): επιµήκεις ράχεις στα τµήµατα του µαστιγίου κεραίας gnat, σκνίπα, µικρή µύγα (Dipt.: Nematocera), κυρίως σε σµήνη ♂ για σύζευξιν gnath, γνάθος. στα ♂ Lepidoptera: gnathos gnathal, γναθικός gnathal region, γναθική περιοχή, το πρώτο από τα 3 τµήµατα του εµβρυϊκού κορµού από το οποίον προέρχονται αι άνω γνάθοι και η πρώτη και δεύτερη κάτω γνάθος βλ.gnathocephalon gnathite, γναθίτης, γνάθος ή γναθοειδές εξάρτηµα βλ.mouthparts gnathobase, γναθοβάσις, κάποιο από τα τµήµατα της βάσεως εξαρτήµατος κοντά στο στόµα που χρησιµοποιείται κατά την λήψιν τροφής. στα Έντοµα: galea και lacinia Gnathomorpha, υποθετική µονοφυλετική Οµάς των Arthropoda που περιλαµβάνει Tritolobitomorpha και Mandibulata gnathopoda, γναθόποδα 1 ονοµασία για τα Arthropoda, 2 το πρώτο ζεύγος ποδιών στα Έντοµα, κυρίως στα Crustacea gnathos (πλ.gnathi), γνάθος gnathothoracic, γναθοθωρακική (περιοχή), ο συνδυασµός γναθικής (gnathal) και θωρακικής (thoracic) περιοχής gnathosoma, γναθόσωµα· στα ακάρεα: το πρόσθιον µέρος ενός ακάρεως (mite) ή κροτωνος


282 (ricinuleid) που αποτελείται από τα τµήµατα των chelicerae και των pedipalps και χωρίζεται από το υπόλοιπον σώµα (idiosoma) µε δακτύλιον ή µαλακήν µεµβράνη βλ.capitulum gnathosomal capsule· στα ακάρεα Prostigmata: συνένωσις των στοιχείων του gnathosoma (chelicerae + subcapitulum) σε απλήν κατασκευή: συνήθως στα Myobiidae (Heterostigmata) και Cheyletoidea βλ.tegmen gnathotectum, γναθοοροφή· στα ακάρεα Mesostigmata: µία συχνά µεµβρανώδης προεκβολή του προσθίου περιθωρίου της βάσεως του capitulum πολύ χρήσιµη για ταυτοποίησιν µέχρι και το είδος gnathus = gnathos gnotobiotic, γνωτοβιοτικός (οργανισµός), οργανισµός σχετικός µε gnotobiotics gnotobiotics, γνωτοβίωσις, γνωτοβιολογία, τοµέας της Βιολογίας που αφορά εκτροφήν ή καλλιέργειαν οργανισµών µόνων τους ή µε άλλα εντελώς γνωστά είδη οργανισµών (ασηπτοσυµβιωτικοί) goblet cells, κυπελλοειδή κύτταρα. στα Ephemeroptera, Plecoptera και τις προνύµφες Lepidoptera: κύτταρα του κυρίως στοµάχου (midgut), µεταξύ των κιονοειδών (κυλινδρικών) κυττάρων (columnar cells) goffered, κυψελοειδής βλ.alveolate, areolate, cancellate, clathrate και reticulate gonacanthus, γονάκανθα. στα ♂ Diptera: epiphallus gonad, γονάς, 1 ωοθήκη ή όρχις, 2 εµβρυϊκή καταβολή ενός από αυτά σχηµατισµένη από κύτταρα του σπλαχνικού µεσοδέρµατος τα οποία περικλείουν τα βλαστικά κύτταρα (germ cells) gonadial, γοναδικός, των γονάδων gonadial tube, γοναδικός σωλήν, ένας από τους λεπτούς σωλήνες που καλύπτουν το βλαστικόν επιθήλιο (germinal epithelium) gonadotropic hormone, γοναδοτρόπος ορµόνη, κάθε ορµόνη που ερεθίζει την προλεκιθογενετικήν ανάπτυξιν των ωοκυττάρων και την λεκιθογένεσιν gonadotropin = gonadotropic hormone gonangulum. στα ♀ έντοµα: σκληρίτης προσκολληµένος κοιλιακώς στη βάση της πρώτης gonapophysis και ραχιαίως αρθρωµένος µε την δεύτερη gonacoxa και τον IX κοιλιακόν τεργίτη (abdominal tergum IX) πιθανώς οµόλογος προς την προσθιοραχιαία γωνίαν του IX ισχίου (coxa) gonapophysis (πλ.gonapophyses), γοναποφύσεις, τα εξαρτήµατα που περιβάλουν τον gonopore, genitalia


283 gonapophyses anteriores, πρόσθιαι γοναποφύσεις. στα ♀ έντοµα: first gonapophyses. στα ♀ Coleophoridae (Lep.): second gonapophyses gonapophyses laterales, πλάγιαι γοναποφύσεις. στα ♀ Planipenia: πλευρικές βαλβίδες (valves) του ovipositor. στα ♀ Boreidae (Mec.): κατώτερες βαλβίδες του ovipositor gonapophyses of abdominal segment VIII = first gonapophyses gonapophyses of abdominal segment IX = second gonapophyses gonapophyses posteriors, οπίσθιαι γοναποφύσεις. στα ♀ έντοµα: second gonapophyses. στα ♀ Coleophoridae (Lep.): apophyses anteriores gonapophysis VIII. στα ♀ Hymenoptera: first gonapophyses: το κινητό µέρος του ωοθέτη ή του κεντρίου (sting). στα ♀ Chironomidae (Dipt.): hypogynial valves gonapophysis IX. στα ♂ Hymenoptera: µεσαίο εξάρτηµα στον gonocoxite IX που σχηµατίζει το εισδύον όργανον. στα ♀ Hymenoptera: µεσαίο αρθρωτόν εξάρτηµα στον gonocoxite IX. στα ♀ Chironomidae (Diptera): vaginal apodeme gonapsis (πλ. gonapsides), γοναψίς (αψίδα). σε µερικά ♂ Chrysopidae (Planipennia): εσωτερική κατασκευή µε προεκτεινόµενο άκρον προς τη ραχιαία µεµβράνη του sternum IX gonarcus, γοναψίς (arcus). στα ♂ Megaloptera, Planipennia και Raphidioptera: αψιδωτή κατασκευή κάτω από το εδρικόν τµήµα (anal segment) και επάνω από τον aedeagus gongylidium (πλ.gongylidia), γογγυλίδιον(α), διογκωµένα άκρα υφών συµβιωτικών µυκήτων τους οποίους καλλιεργούν και µε τους οποίους τρέφονται τα Attini (Hym.: Formicidae) gonites, γονίται. στα ♂ Diptera: parameres, pregonites gonobase, γονοβάσις. στο Chimaciella (Planipennia: Mantispidae): gonarcus. στα ♂ Hymenoptera: basal ring gonobasis. στα ♂ Simulidae (Dipt.): basal ring gonobasite. στα Zygentoma: coxite gonocardo. στα ♂ Hymenoptera: basal ring gonochaeta(ae), γονοχαίτη(αι). στα ♀ Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): τρίχες επί των gonapophyses gonoclavus(i). στα ♀ Mecoptera: axis gonocondyle, γονοκόνδυλος. στα ♂ Hymenoptera: apodeme of gonobasis gonocoxa(ae). στα ♀ έντοµα: το βασικό άρθρον των γεννητικών τµηµάτων. στα


284 Grylloblattoidea: σκληρίτες του IX κοιλιακού τµήµατος που φέρουν stylus gonocoxal apodeme. στα ♂ Hymenoptera: πρόσθιον απόδεµα των gonocoxites που προεκτείνεται στην κοιλότητα της gonobase. στα ♂ Nematocera και τα ορθόρραφα Diptera: διακριτή εσωτερική προεκβολή του gonocoxite gonocoxal arms, γονοϊσχιακοί βραχίoνες. στα ♂ Hymenoptera: σκληρωτικές επιµηκύνσεις των gonocoxites που ενωµένες σχηµατίζουν τις gonocoxal bridges gonocoxal bridges, αί γέφυρες. στα ♂ Hymenoptera: βασικές σκληρωτικές γέφυρες µεταξύ gonocoxites: κοιλιακή (ventral) και ραχιαία (dorsal) gonocoxal process, ή προεξοχή. στα Zygentoma: προεξοχή του coxite στρεφόµενη προς τα οπίσω (caudad) gonocoxapodeme, γονοϊσχιακόν απόδεµα. στα ♀ Chironomidae (Diptera): ράχις ή απόδεµα παχυµένον εσωτερικώς κατά µήκος του πλαγιοοπισθίου περιθωρίου του gonosternite VIII εµφανιζόµενον ως περιορισµένος gonocoxite VIII gonocoxite(s), οι coxites των γονοποδίων (gonopods) gonocrista(ae). σε µερικά ♂ Chrysopidae (Planipennia): απλές ή ζυγές οδοντωτές πλάκες στην ραχιαία µεµβράνη του IX στερνίτη (sternum IX) gonoduct, γονοαγωγός, ο αγωγός που οδηγεί από µία γονάδα προς το γεννητικό άνοιγµα. στο ♀: oviduct. στο ♂: vasa deferentia (vas deferens) gonoforceps (πλ. gonoforcipes), γονολαβίς. στα ♂ Heteroptera (Hemiptera): gonocoxite µόνος η συνενωµένος µε τον gonostylus gonofurca(ae), γονοδίκρανον. στα ♂ Diptera: σκληρίτης στη βάση των parameres ενωµένος µε το gonosternum (gonostern) gonolacinia. στα ♂ Hymenoptera: digitus gonopods, γονοπόδια, τα εξαρτήµατα των γεννητικών τµηµάτων gonopodium = gonopod gonopore, γονοπόρος, το εξωτερικόν άνοιγµα γεννητικού αγωγού στα ♂: ductus ejaculatorius. στο ♀: oviductus communis gonopore of spermatheca, γονοπόρος σπερµατοθήκης. στα ♀ Psocoptera: spermapore gonosaccus, (πλ. gonosacci), γονοσάκκος. στα ♂ Neuroptera: απλές ή ζυγές εγκολπώσεις από διαπλάτυνση του µεµβρανώδους ιστού που σχηµατίζει το οπίσθιον σωµατικόν τοίχωµα της κοιλίας


285 gonosomite, γονοσωµίτης. στα ♂ έντοµα: genital segment gonostern, γονοστέρνον. στα ♂ Diptera: άζυγος σκληρίτης στη βάση των parameres και των gonostyli, µέρος του hypandrium gonosternite, γονοστερνίτης, υπογεννητικός σκληρίτης από τη συνένωση του coxosternite µε τους gonocoxites gonostipes. στα ♂ Mecoptera: γονοκοξίτης ή βασικό τµήµα του genital style. στα ♂ Diptera: basistylus ή gonocoxite στα ♂ Hymenoptera: gonocoxite gonostipital arms (-βραχίονες). στα ♂ Hymenoptera: gonocoxal arms gonostyle, γονοστύλος. στα ♂ Odonata: style. στα Mecoptera: stylus gonostylus (πλ. gonostyli), ο στύλος (stylus) γεννητικού τµήµατος gonotergite, γονοτεργίτης, ραχιαίος γεννητικός σκληρίτης gonotrema, γονοτρήµα. στα ♀ Diptera: γεννητικόν άνοιγµα gonotreme, gonotrema gonyodon (γόνυ = γόνατο + οδούς = δόντι), γονυοδούς. σε µερικά Noctuidae (Lep.): οδοντοειδής αρθρωτή προεξοχή στο άκρον του µηρού (γόνυ) gonytheca, γονυθήκη (γονατοθήκη), η επιφάνεια αρθρώσεως του µηρού µε την κνήµην gracile (gracilis), λεπτός, ισχνός gradate, διαβαθµισµένος, διευθετηµένος ή αναµεµιγµένος αρµονικώς όπως µε χρώµατα: όρος χρησιµοποιούµενος σε νεύρα πτερύγων (gradate crossveins) grade, βαθµός, Tάξις, οµάς ζώων σε ταξινοµικόν επίπεδον αναλόγων και όχι απαραιτήτως µονοφυλετικών ειδών gradual metamorphosis, βαθµιαία µεταµόρφωσις , απλή µεταµόρφωσις των Paurometabola (παύρος = πτωχός) εντόµων graminivorous, σιτηροβόρος (σιτηροφάγος), τρεφόµενος µε Graminae granivorous, σποροφάγος, τρεφόµενος συνήθως µε σπόρους σιτηρών granose, granosus, µε κόµβους (moniliform) granular, κοκκώδης, κοκκιώδης (granulate, granulose) granulate, granulatus, κοκκιώδης, σκεπασµένος ή κατασκευασµένος από πολύ µικρούς κόκκους (granules) granule, granulum, κοκκίδιον granulocyte, κοκκιοκύταρον, κοκκώδες αιµοκύτταρον granulose = granulate grasserie βλ.jaundice


286 grasshopper, ακρίς (ακρίδα) µέλος της Υπεροικογ. Acridoidea (µε βραχείες κεραίες) ή της Tettigonioidea (µε µακρές κεραίες) (Orth.) greater abdomen, µείζων κοιλία. στα Sminthuridae (Coll.): τα 4 πρόσθια κοιλιακά τµήµατα ενωµένα greater ampulla, µείζων λήκυθος (φύσιγγα, αµπούλα). στα τέλεια Calyptrate (Dipt.: Muscomorpha): βολβώδης διεύρυνσις στο βασικό τµήµα του pleural wing process greater ocellars, µείζονες οφθαλµικαί. στα Diptera: οφθαλµικές τρίχες gregarious, αγελαίος, απαντώµενος συνήθως σε συγκεντρώσεις βλ.social gregarious parasitism, αγελαίος παρασιτισµός, η ανάπτυξις 2 ή περισσοτέρων προνυµφών παρασιτοειδών σε έναν ξενιστή gregarious phase, αγελαία φάσις, µορφή ή φάσις µερικών Phasmatida (Orth.: Acrididae), προνυµφών Lepidoptera και άλλων εντόµων χαρακτηριστική σε µεγάλες πυκνότητες πληθυσµών βλ.kentromorphism και solitary phase gressorial, gressorious, gressorius, βαδιστικός, µε πόδια κατάλληλα για βάδισµα grinding teeth, µυλόδοντες, αλεστικά δόντια βλ.mola Gripopterygoidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Antarctoperlaria (Plec.) µε τις Οικογ. Austroperlidae και Gripopterygidae griscent, στακτόχρους, γκριζωπός griseous, griseus,στακτύς, γκρίζος grooming, περιποίησις, η χρησιµοποίηση ποδιών ή γνάθων για την αποµάκρυνσιν τεµαχιδίων ξένων υλών από το σώµα. στα κοινωνικά έντοµα: ο καθαρισµός της επιφανείας του σώµατος των συνοίκων της φωληάς τους ground pearls, µαργαρίτες (µαργαριτάρια) εδάφους. εγκυστωµένες ατελείς µορφές των Margarodidae (Hem.: Sternorrhyncha) για µακρές περιόδους διαπαύσεως σε αντίξοες συνθήκες ground speed, ταχύτης εδάφους, η ταχύτης πτήσεως εντόµου µετρουµένη µε την κίνησή του σχετικώς µε το έδαφος βλ.air speed group, Οµάς, σύνολον taxa βλ.collective, family, genus, species και taxonomic group groop predation, οµαδική θήρευσις, η θήρευσις και σύλληψις ζώντος θηράµατος από οµάδες συνεργαζόµενων ζώων όπως στα Hym.: Formicidae (µυρµήγκια) groop selection, οµαδική επιλογή, όπου η φυσική επιλογή συντελείται µάλλον σε επίπεδον αποικίας ή οµάδος Οικογενειών παρά σε έναν απλόν οργανισµό grouped glands, οµαδοποιηµένοι αδένες. στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha:


287 Coccoidea): circumgenital pores grouped orifices of spiracles, οµαδοποιηµένα ανοίγµατα (πόροι) στιγµάτων. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): spiracular pore band growth regulator, ρυθµιστής αναπτύξεως, συνθετική χηµική ένωσις η οποία προάγει, αναχαιτίζει ή γενικώς τροποποιεί την κανονική ανάπτυξιν οργανισµού grub, προνύµφη εντόµου σκαραβαιόµορφος δηλ. άποδη µε µικρήν κεφαλήν, λίγα αισθητήρια όργανα και σαρκώδες κυλινδρικόν σώµα π.χ. των Hymenoptera: Apoidea και µερικών Coleoptera (Curculionidae, Scolytidae) Gryllacridodea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Ensifera (Orth.) µε τις Οικογ. : Gryllacrididae, Stenopelmatidae, Rhaphidophoridae, Cooloolidae και Schizodactylidae Grylliformida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς των Polyneoptera (Insecta) που περιλαµβάνει τα Protorthopterida και τα Orthopterida Grylloblattaria, Grylloblattodea, Τάξις απτέρων γναθωτών εξωπτερυγωτών εντόµων Grylloidea, Υπεροικ. των Ensifera (Orth.) µε τις Οικογ. Gryllidae, Myrmecophilidae και Gryllotalpidae guard setae, καταφρακτικαί τρίχες. στα Collembola: τροποποιηµένες τρίχες στο αισθητήριον όργανον του τρίτου αντεννικού τµήµατος. στα Miridae (Hem.: Heteroptera): ευδιάκριτες τρίχες στο νωτιαίο άκρον του ταρσού (tarsus) guarded pupa, καταφρακτική ή φυλασσοµένη νύµφη προστατευόµενη από µερικώς ανοιχτό βοµβύκιο guest, φιλοξενούµενος, έντοµο που ζεί σε φωληά άλλου είδους µη τρεφόµενον αναγκαστικώς από τον ξενιστή (host) π.χ. social symbiont guide, οδηγός. σε µερικά ♂ Enicocephalidae (Hem.: Heteroptera): περιορισµένα υπολείµµατα των εξωτερικών genitalia guiding rod, ράβδος οδηγός. στα ♂ Gryllidae (Orth.): αυλακωτή ράβδος ή λοβός που οδηγεί τον σπερµαταγωγό (spermatophore duct) gula, «λαιµός». στα πρόγναθα έντοµα: κοιλιακή πλάξ σχηµατιζόµενη από τα συνενωµένα κατώτερα άκρα του οπισθίου ινίου (postocciput) gulamental plate = gulamentum gulamentum, gula και submentum ενωµένα σε έναν σκληρίτη gular, σχετικός µε την gula gular peduncle, (-µίσχος). στα Coleoptera: gulamentum gular plate = gula


288 gular suture, η διαχωριστική ραφή (γραµµή) µεταξύ gula και genae (παρειαί). στα πρόγναθα έντοµα: η προσθιοκοιλιακή προέκτασις της postoccipital suture Gularostria = Sternorrhyncha gullet, οισοφάγος gulomental, ότι αναφέρεται στην περιοχή που καλύπτει τα gula και mentum (µέτωπο) gustatory, γευστικός (αισθητήριο γεύσεως), σχετικός µε την γεύσιν gutta, στιγµή, στίγµα, σταγών guttate, guttatus, στικτός (spotted) guttiform, σταγονοειδής, µε σχήµα σταγόνος Gymnocerata, διαβάθµισις Οµάδος των Heteroptera (Hem.) µε ελευθέρως κινούµενες, ευδιάκριτες κεραίες βλ. Cryptocerata gymnodomus (γυµνός + δώµα). κοινωνικές σφήκες (Hym.: Vespidae) των οποίων η φωληά έχει κελλιά (combs) χωρίς σκέπασµα gymnogastra (γυµνός + γαστήρ). στα Hymenoptera: είδη µε ορατή κοιλία βλ.cryptogastra gymnoptera (γυµνός + πτέρυξ), είδος εντόµου στο οποίο οι µεµβρανώδεις πτέρυγες δεν καλύπτονται µε λέπια (scales) gynaecaner (γυνή + ανήρ), ♂ µυρµήγκι (Hym.: Formicidae) που µοιάζει µε ♀ και έχει τον ίδιο αριθµό αντεννικών άρθρων gynaecoid, γυναικοειδές. στα αγελαία, πολυµορφικά Tubulifera (Thys.): ο τύπος του ♂ που µοιάζει µε ♀ gynandromorph, γυνανδρόµορφον, κάθε έντοµο που συνδυάζει δευτερεύοντα ♂ ή ♀ χαρακτηριστικά στο ίδιο άτοµο (όχι απαραιτήτως ερµαφρόδιτο) βλ.bilateral gynandromorph, hermaphrodite και intersex gynarchy, γυναρχία, οργάνωσις κοινωνίας στην οποίαν το ♀ είναι ιδρυτικόν και κυρίαρχο άτοµο gynatrial complex· στα Gerromorpha και άλλα Heteroptera (Hemiptera): όρος αναφερόµενος στο τµήµα εκείνο των εσωτερικών ectodermalia που αποτελείται από τον gynatrial sac, spermathecal tube και fecundation canal gynatrial glands. στα ♀ Heteroptera (Hem.): δακτυλιωτοί αδένες (ringed glands) gynatrial sac. στα ♀ Heteroptera (Hem.): κολπικός θύλακος (σάκκος) vaginal pouch gynatrium. στα ♀ Orthoptera: γεννητικός θάλαµος (genital chamber) gyne, γυνή (♀). στα Hymenoptera: βασίλισσα (queen) gynecoid, γυναικοειδές. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): gamergate


289 gynephore (γυνή + φέρω), γυνηφόρος. στα Cynipidae (Hym.): παρθενογεννετικόν ♀ που εναποθέτει µόνον ♀ ωά βλ. androphore gynergate, γυνεργάτης. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): µωσαϊκός τύπος που συνδυάζει χαρακτηριστικά εργάτη και βασίλισσας gynetype (γυνή + τύπος), γυνοτύπος, τύπος ♀ gynium, γύνιον. στα ♀ Diptera: VIII κοιλιακός δακτύλιος όπου ο τεργίτης (ραχιαίος) καλείται epigynium και ο στερνίτης hypogynium gynopara (πλ. gynoparae), είδος Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha) µε εναλλακτικόν ξενιστή, όπου τα µεταναστευτικά του φθινοπώρου επιστρέφουν στον πρωτεύοντα ξενιστή (primary host) όπου παράγουν ωοτόκα (oviparae) gyri cerebrales, εγκεφαλικαί έλικες (corpora pedunculata) gyroscopic organ, γυροσκοπικόν όργανον. στα τέλεια Diptera: αλτήρες (halters)


290

Η Η-shaped sclerite. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.: Brachycera): hypopharyngeal sclerite habena (πλ.habenae), ιµάς (ιµάντας), ηνία habitacle, habitaculum, οικητήριον, οικία. στα Isoptera: το κεντρικόν τµήµα της επίγειας φωληάς τους habitat, ενδιαίτηµα, ο τόπος διαµονής και διατροφής εντόµου ή κοινωνίας εντόµων µε τα φυσικά ή βιοτικά χαρακτηριστικά του βλ.envinronment, niche habituation, εθισµός, η βαθµιαία µείωσις ανταποκρίσεως σε ένα ερέθισµα habitus, µορφή, γενική µορφή και εµφάνισις haem-, βλ.hem- (π.χ. haemocoel = hemocoel) hair, τρίχα, λεπτό εύκαµπτο νήµα ίσης διαµέτρου σε όλο το µήκος του βλ.macrotrichium ή microtrichium hair bed = hair plate hair-fields ή hair-scales = spinules hair pencil. στα ♂ Lepidoptera: αισθητήριος χρωστήρ (πινέλο) περιεχόµενος σε corema ή σε alar pocket. στις προνύµφες των Lepidoptera: συστάς µακρών παραλλήλων τριχών (setae) που βγαίνουν από pencil ή verricule hair plate, περιοχή του σώµατος (συνήθως πλησίων αρθρώσεων)µε συστάδα λεπτών αισθητηρίων (αφής) τριχών hair sac. στα Plutellidae (Lep.): corema (στον ΙΧ στερνίτη) hair sensillum = trichoid sensillum hairworm, µέλος της Τάξεως Nematomorpha hairy eye, χνοώδης οθφαλµός. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): σύνθετος οφθαλµός του οποίου τα macrotrichia µεταξύ των corneal lenses είναι µακρότερα από το ύψος του φακού (βλ. pubescent eye) hairy lobes, χνοώδεις λοβοί. στα ♂ Lepidoptera: anellus lobes halophilus (άλς = θάλασσα + φίλος), αλόφιλος (θαλασσόφιλος), κατοικεί σε περιοχές µε σχετικώς υψηλές συγκεντρώσεις ιόντων αλάτων βλ.estuarine, intertidal, marine Halterata = Halteriptera = Diptera haltere -s, αλτήρ (αλτήρες). στα τέλεια Diptera: οπίσθιες πτέρυγες τροποποιηµένες ως αισθητήρια όργανα διατηρήσεως της πτητικής σταθερότητος του εντόµου


291 hamadens, ειδική οδοντοειδής προέκτασις της lacinia πλησίον των maxadentes hamate, hamatus, αγκιστροειδής hammer, σφύρα (σφυρί). στα Acroneuriinae (Plec.: Perlidae): φυµάτιον ή ονυχοειδές παράρτηµα στο οπίσθιον τµήµα του ΙΧ στερνίτη (subgenital plate). στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductifer hammer. shaped sclerites. στα ♂ Siphonaptera: subhamuli hamula. στα Collembola: tenaculum (δεσµός) hamular hook, άγγιστρον δεσµού. στα ♂ Libellulidae (Od.): ισχυρώς κεκκαµένον άγγιστρο στον βασικό λοβόν του posterior hamulus hamular process, προεξοχή δεσµού. στα ♂ Odonata: δίκρανον (διχάλα) του hamulus βλ.hamular hook hamuli (εν.hamulus), µικρά άγγιστρα, αγγιστροειδείς προεξοχές των genitalia. στα ♂ Odonata: hamuli anteriores και hamuli posteriores. στα ♂ Siphonaptera: crochets. στα ♂ Hymenoptera: parameres (gonocoxites + gonostyli + volsellae) βλ.hamulus hamuli anteriores, (πρόσθιοι-). στα ♂ Odonata: ζεύγος αγγίστρων (clasps) έµπροσθεν του fenestra για την συγκράτησιν του ♀ hamuli posteriores (οπίσθιοι-). στα ♂ Odonata: ζεύγος αγγίστρων (clasps) όπισθεν του fenestra για την συγκράτησιν του ♀ hamus (πλ. hami), άγγιστρον Hancock’ glands, αδένες του Hancock. σε µερικά Orthoptera: Ensifera: Oecanthinae: αδένες του µετανώτου που εκκρίνουν υγρό µε το οποίον τρέφονται τα ♀ κατά την σύζευξιν hand βλ. manus hangingfly, µέλος της Οικογ. Bittacidae (Mec.) βλ scorpionfly haplodiploidy, απλοδιπλοειδία, όταν τα ♂ προέρχονται από απλοειδή ωά και τα ♀ από διπλοειδή Haplogastra, Οµάς των Polyphaga (Col.) που περιλαµβάνει τα: Staphylinoidea, Histeroidea, Hydrophiloidea και Scarabaeoidea haplogastrous abdomen (απλός + γαστήρ), απλόγαστρος κοιλία. σε µερικά τέλεια Coleoptera (πχ. Scarabeidae): κοιλία στην οποίαν ο ΙΙ στερνίτης περιορίζεται σε µικρή τριγωνικήν πλάκα σε κάθε πλευράν του βλ.adephagous -, cryprogastrus - και hologastrus abdomen haploid, απλοειδής, µε µόνο µίαν απλή σειράν χρωµατοσωµάτων (ν) όπως οι γαµέτες (gametes) βλ.diploid και polyploidy haplometrosis. στα µυρµήγκια (Hym. Formicidae): η ίδρυσις νέας αποικίας από ένα µόνο γόνιµο


292 ♀ haplotype, απλότυπος, τυπικόν είδος κάποιου γένους που συµπεριλαµβάνεται κατά την ίδρυσιν του γένους χωρίς όµως να αποτελεί και τον τύπον του γένους αυτού haptomerum, απτόµερον. στις προνύµφες Scarabeoidea (Col.): η µεσοπρόσθιος περιοχή του epipharynx harp, άρπα. στα Grylloidea (Orth.): η περιοχή της προσθίας πτέρυγος µεταξύ του mirror και του stridulum harpactophagous, αρπακτοφάγος βλ.predaceous harpago (πλ.harpagones), αρπαγών. στα ♂ έντοµα: κινητές φαλλικές ή περιφαλλικές προεξοχές του ΙΧ κοιλιακού δακτυλίου µε συσφικτικήν λειτουργίαν harpagon. στα ♂ Megaloptera: catoprocessus harpe(s), άρπη (δρεπανοειδές ξίφος), στα ♂ genitalia πολλών εντόµων π.χ.valva, dististylus, postgonite, parameres, gonopods, surstyli, paraphallus, harpago harvesting ants, µυρµήγκια θερισταί, µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) που αποθηκεύουν σπόρους στις φωληές τους hastate, hastatus, λογχοειδής µε τις βασικές γωνίες ανοιχτές π.χ. δόρυ µε πέλεκυν στη βάση hastate pupil, κόρη οφθαλµικού σηµείου (ocellate spot) hastate hastiform = hastate hatched, διαγραµµισµένος, χαραγµένος βλ.striate, strigate hasching, εκκόλαψις, η διάρρηξις του φλοιού του ωού κατά την έξοδον του εντόµου βλ. eclosion hatching spine(s) = egg burster haustellate, µυζητικός βλ.mandibulate Haustelloidea, µονοφυλετική Οµάς µε τις Τάξεις: Siphonaptera και Diptera haustellum, αντλία, γενικώς η proboscis· στα τέλεια Diptera: το άκρον της proboscis Hayes’ plate (ή Hayes’sense cone). στις προνύµφες Scarabaeoidea (Col.): nesium head, κεφαλή, το πρώτον ή πρόσθιον από τα 3 κύρια µέρη (taxa) του σώµατος των εντόµων που αρθρώνεται στον θώρακα και φέρει: τα στοµατικά εξαρτήµατα (mouthparts), τους οφθαλµούς (eyes) και τις κεραίες (antennae) και αποτελείται από 7 αρχέγονα τµήµατα: ocular (protocerebral), antennal (deutocerebral), intercalary (tritocerebral), mandibular, superlingual, maxillary και labial (second maxillary) head capsule, κεφαλική κάψα, η σκληρή σύµπακτος θήκη που σχηµατίζουν οι συνενωµένοι σκληρίτες της κεφαλής δηλ. epicranium, frons, clypeus, genae και gula βλ.cranium hearing, ακοή, η µηχανική υποδοχή των δονήσεων που φέρονται µέσω του αέρος, ύδατος ή


293 υποστρώµατος hearing organ = tympanal organ heart, καρδία, το οπίσθιον τµήµα του νωτιαίου αγγείου (dorsal vessel) βλ. aorta heart chamber, καρδιακός θάλαµος, µία από τις ανά σωµατικόν δακτύλιον διογκώσεις της καρδιάς βλ.ampulla Hebroidea, Υπεροικ. των Heteroptera: Gerromorpha µε την Οικογ. Hebridae Hedyloidea, Υπεροικ.των Rhopalocera (Lep.) µε την Οικογ. Geometridae heel, πτέρνα. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): η µεσαία γωνία της βάσεως του style. σε προνύµφες µερικών Coleoptera: προέκτασις της βάσεως του tarsunculus απέναντι από τον όνυχα (claw). στα ♂ Siphonaptera: calx. στα τέλεια Hymenoptera: tibial spur helcodermatus (έλκος + δέρµα), cariose (σαπροδέρµατος) Heleomyzoidea, Υπεροικ. των Schizophora (Dipt. : Brachycera: Cyclorrhapha) µε τα Heleomyzidae κ.ά. Οικογένειες heliciform, ελικόµορφος helicoids process, ελικοειδής απόφυσις heliconome, ελικονοµή, σπειροειδούς µορφής ελικοειδής στοά βλ.ophionome heliophobic (ήλιος + φόβος), µε αρνητικόν ηλιοτροπισµόν abdomen heliotactic (ήλιος + τάσσοµαι), µε θετικόν ηλιοτροπισµόν heliotropism, ηλιοτροπισµός, η κίνησις των εντόµων σχετικώς µε τον ήλιο, ειδική περίπτωσις phototropism helocerus, (ήλος = καρφί + κεραία), ηλόκερος, µε ροπαλοειδή κεραίαν helus (πλ. heli), ήλος (καρφί), ήλοι. στις προνύµφες Scarabeoidea (Col.): άκανθα µε κάλυµµα στην περιοχή του haptomerum hemal, αιµατικός, σχετικός µε το κυκλοφορικόν σύστηµα hematocyte = hemocyte hematophagous, αιµατοφάγος hematophagy, αιµατοφαγία hemelytron (πλ. hemelytra), ηµιέλυτρον, η πρόσθια πτέρυγα των Heteroptera (Hem.) βλ.elytron και termen Hemerobioidea, Υπεροικ. των Planipennia µε τις Οικογ. Hemerobiidae, Chrysopidae και Psychodidae hemi (ηµι-), ήµισυ (µισό) hemicephalic head capsule, (ηµικέφαλος-). σε προνύµφες Diptera (συνήθως Orthorrhapha):


294 κεφαλική κάψα µερικώς αποσυρµένη µέσα στον θώρακα hemielytron = hemelytron Hemimerina, Υποτάξις των Dermaptera µε την Οικογ. Hemimeridae Hemimeroptera = Hemiptera Hemimetabola, πρώην υποδιαίρεσις των Pterygota που περιλαµβάνει τα Odonata, Plecoptera και Ephemeroptera hemimetabolous, ηµιµετάβολος, µε ατελή µεταµόρφωσιν και µε τις ατελείς µορφές υδρόβιες hemipneustic respiration, ηµιπνευστική αναπνοή, τύπος αναπνοής στα έντοµα κατά την οποίαν ένα ή περισσότερα ζεύγη αναπνευστικών στιγµάτων είναι κλειστά βλ.holopneustic και peripneustic respiration hemipteroid orders, ηµιπτεροειδείς Τάξεις, Paraneoptera Hemipteroidea = Acercaria hemipupa, ηµινύµφη. σε µερικά παιδογενετικά Cecidomyidae (Dipt.): σχεδόν σφαιρική µορφή νύµφης µε ή χωρίς ίχνη πτερύγων και ποδών βλ.pupal paedogenesis hemispheric, hemispherical, ηµισφαιρικός hemisternites. στα Ephemeroptera: paraprocts στα ♀ Coleoptera: οι δύο σκληρίτες του ΙΧ κοιλιακού στερνίτη που περιβάλλουν την vulva hemitergal processes. στα ♂ Plecoptera: δακτυλιοειδείς προεκβολές των hemitergites του Χ τεργίτη (tergum X) hemitergites. τα διηρηµένα ηµίση των ΙΧ και Χ κοιλιακών τεργιτών hemizygous, ηµίζυγος, άτοµο µε έναν µόνον απλοειδή αριθµόν χρωµατοσωµάτων όπως τα περισσότερα ♂ Hymenoptera βλ.haploid hemocoel, αιµόκοιλον, 1 κοιλότης ή κοιλότητες του σώµατος του εµβρύου µεταξύ του µεσοδέρµατος (mesoderm) και των άλλων βλαστικών στιβάδων, 2 γενική σωµατική κοιλότης µέσα στην οποίαν πλέει το αίµα hemocoelic, αιµατοκοιλικός, αιµοκοιλικός hemocoelic insemination, (αιµοκοιλική σπερµατέγχυσις)· σε µερικά Cimicoidea και Nabidae (Hem.: Heteroptera) και Strepsiptera: εναπόθεσις του σπέρµατος στην σωµατικήν κοιλότητα του εντόµου (αντί στο αναπαραγωγικό σύστηµα) βλ.traumatic insemination hemocoelous viviparity, αιµοκοιλική ζωοτοκία, ζωοτοκία κατά την οποίαν η ανάπτυξις λαµβάνει χώραν στο hemocoel του ♀ γονέως βλ.paedogenesis hemocyanin, αιµοκυανίνη, φορέυς οξυγόνου στο αίµα των αρθροπόδων: ανάλογος της αιµοσφαιρίνης (hemoglobin) των άλλων ζώων κατά την λειτουργίαν και την χηµικήν


295 σύνθεσιν αλλά που περιέχει χαλκόν αντί σιδήρου hemocyte, αιµοκύτταρον hemocytoblast, αιµοκυτοβλάστη (prohemocyte) hemocytopoietic organ, hemopoietic organ, αιµοποιητικόν όργανον hemoglobin, αιµοσφαιρίνη, αναπνευστική χρωστική (φορέυς οξυγόνου) στην hemolymph µερικών εντόµων hemolymph, αιµολέµφος, το «αίµα» των εντόµων αποτελούµενο από το υγρόν plasma µέσα στο οποίον αιωρούνται εµπύρηνα κύτταρα (hemocytes) haemolytic, αιµολυτικός, που προκαλεί διάσπασιν ή καταστροφήν των αιµοκυττάρων (blood cells) hemophagous = hematophagous hemopoiesis, αιµοποίησις, η παραγωγή νέων hemocytes hemopoietic organ, αιµοποιητικόν όργανον, κάθε οµάς κυττάρων που θεωρείται ότι παράγει νέα αιµοκύτταρα hemorrhage, αιµορραγία, κάθε απελευθέρωσις αίµατος από σπασµένο αγγείο hemostatic diaphragm, αιµοστατικόν διάφραγµα. στα Orthoptera και Phasmida: διάφραγµα µεταξύ τροχαντήρος (trochander) και µηρού (femur) που µειώνει την απώλειαν αιµολέµφου κατά την αυτοτοµίαν του ποδός hemostatic membrane = hemostatic diaphragm hemoxanthine, αιµοξανθίνη, αλβουµινοειδές διαλελυµένο στο αίµα του εντόµου µε αναπνευστικήν και θρεπτικήν αποστολή henion (πλ. henia), ηνίον. στα ♂ Olethreutini (Lep.: Tortricidae): ταινιοειδής σύνδεσµος µεταξύ του µέσου της gnathos και του ραχιαίου τµήµατος του anellus ως στοιχείον του diaphragma hepatic, hepaticus, ηπατικός 1 σχετικός µε το ήπαρ (συκώτι), 2 χρώµα ήπατος (καστανοκόκκινο), 3 σχετικό µε εκκρίσεις hepatic caecum, ηπατικόν τυφλόν (έντερο), midgut caecum hepatic cells = nephrocytes hepatic pouch, ηπατικός θύλακος, midgut caecum hepaticolor, καστανοκόκκινος βλ.hepatic Hepialoidea, Υπεροικ. των Exoporia (Lep.) µε τις Οικογ. : Paleosetidae, Neotheoridae, Anomosetidae, Prototheoridae και Hepialidae Heptageniodea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε τις Οικογ. Oligoneuriidae, Heptagenidae και


296 την εκλιπούσα Epeoromimidae herbiphagy, χορτοφαγία herbivore, χορτοβόρος, χορτοφάγος, τρεφόµενος µε φυτά χωρίς ξυλώδη ιστόν βλ. xylophagous και phytophagus hereditary, κληρονοµικός heredity, κληρονοµικότης, η µετάδοσις προγονικών χαρακτήρων hermaphrodite, hermaphroditic, hermaphroditism (Ερµής + Αφροδίτη), ερµαφρόδιτος, ερµαφροδιτικός, άτοµον µε ωοθήκες και όρχεις βλ.gynandromorphy και intersex hasmosis, ώσµωσις. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): colony fission hetero-, ετερο- (πρόθεµα), άλλος, διάφορος Ηesperioidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. Hesperidae και Megathymidae Heterobathmioidea, η µόνη Υπεροικ. της Υποτάξεως Heterobathmiina µε την Οικογ. Heterobathmiidae heterobathmy, ετεροβαθµία, µωσαϊκού τύπου κατανοµή (µεταξύ συγγενών ειδών) αρχεγόνων (primitive) και παραγώγων χαρακτήρων βλ.mosaic evolution Heterocera, µικρολεπιδόπτερα (moths), Lepidoptera µε κεραίες άλλου τύπου εκτός από ροπαλοειδείς µε τις Υποτάξεις: Zeugloptera, Exoporia, Monotrysia και τα περισσότερα των Ditrysia βλ.Rhopalocera heterochrome, ετερόχρωµος, σε είδη όπου υπάρχουν 2 χρωµατικοί τύποι στο ίδιο φύλο ένας από τους οποίους είναι όµοιος (homoeochrome) µε αυτόν του αντιθέτου φύλου heterochrony, ετεροχρονισµός, όταν ένας οργανισµός αναπτύσσεται κατά σχήµα, µέγεθος και ωριµότητα σε στάδια πρωϊµότερα ή οψιµότερα από τα κανονικά Heterodactyla = Brachycera (Dipt.) εκτός των Tabanomorpha heterodynamic ή heterodynamous (life cycle), ετεροδύναµος βιολογικός κύκλος κατά την διάρκειαν του οποίου υπάρχει και περίοδος διαπαύσεως (diapause) βλ.holodynamic heteroecy = heteroecism heteroecism, ετεροοικισµός, κατάστασις κατά την οποίαν ένα παράσιτο θηρεύει σε δύο ξενιστές οι οποίοι προσβάλλονται αλληλοδιαδόχως (είτε από διαδοχικές γενεές είτε συνεχώς) κατά την ανάπτυξιν του παρασίτου heterogametic sex, ετερογαµετικόν φύλον, φύλον µε ένα ζεύγος ανοµοίων φυλετικών χρωµατοσωµάτων (XY) heterogamy, ετερογαµία, ανισογαµία, εναλλαγή εγγενούς και παρθενογενετικής αναπαραγωγής βλ.alternation of generations


297 Heterogastra, σύνολον ειδών στα Polyphaga (Col.), µε gryptogastrous ή hologastrous κοιλίαν που περιλαµβάνει τα: Elatetiformia, Cucujiformia και Scarabeiformia (Dasciloidea) βλ.Haplogastra heterogeneous, ετερογενής, που διαφέρει στο είδος, ανόµοιος κατά την ποιότητα heterogenesis = heterogeny heterogeny, ετερογονία, αλλοµετρική ανάπτυξις Heterogyna, τα µυρµήγκια (Hym. Formicidae) ως αναφορά στους διαφόρους τύπους ♀ (βασίλισσα και εργάτρια) σε αντιδιαστολήν µε τα ♂ Heteromera = Tenebrioidea heteromerous, ετεροµερής, π.χ. όταν τα 3 ζεύγη των ταρσών διαφέρουν µεταξύ τους ως προς τον αριθµό των tarsomeres π.χ. Heteromera (Col.) Heterometabola = Exopterygota heterometabolous, ετεροµετάβολος, paurometabolous ή hemimetabolous µε έντοµα εξωπτερυγικής αναπτύξεως των πτερύγων Heteromorpha = Endopterygota heteromorphic, ετερόµορφος, holometabolous hypermorphosis, hypermetamorphosis, υπερµεταµόρφωσις, η αντικατάστασις (µετά την αποκοπήν του) ενός οργάνου ή τµήµατος του σώµατος από άλλο heteromorphs, ετερόµορφα, τέλεια ♀ Odonata ανόµοια στον χρωµατισµό βλ.andromorphs Heteroneyra = Monotrysia heteroneurous venation, ετερόνευρος νεύρωσις, περιορισµός ή σύµπτυξις νεύρων στα Monotrysia και Ditrysia (Lep.) heteronomous, ετερόνοµος, µε δύο τµήµατα διαφόρου ποιότητος αναπτύξεως ή λειτουργίας heteronomous hyperparasitoid, ετερόνοµον υπερπαρασιτοειδές. στα Aphelinidae (Hym.): είδος στο οποίον το ♂ αναπτύσεται ως υπερπαρασιτοειδές ενός ξενιστή ενώ το ♀ ως κανονικόν παρασιτοειδές ενός άλλου ξενιστή βλ.diphagous parasitoid και heterotrophic parasitoid heteronomous parasitoid, ετερόνοµον παρασιτοειδές. στα Aphelinidae (Hym.): παρασιτοειδές που εκδηλώνει heteronomy heteronomy, ετερονοµία. στα Aphelinidae (Hym.): η κατάστασις όπου (στο ίδιο είδος) η σχέσις του ♂ µε τον ξενιστή διαφέρει από αυτήν του ♀ heteropalpi, ετεροπροσακτρίδες, προσακτρίδες µε διαφορετικόν αριθµό άρθρων στο ♂ και στο ♀ π.χ. σε µερικά Trichoptera heteroparthenogenesis = heterogamy


298 Heterophaga = Myxophaga + Polyphaga (Col.) Heteroptera, Υποτάξις των Hemiptera µε heteropterous µέλη Heteropteroidea = Coleorrhyncha + Heteroptera (Hem.) heteropterous, ετερόπτερος, µε πρόσθιες πτέρυγες διαµορφωµένες ως ηµιέλυτρα (hemelytra) heterosis, ετέρωσις, ευρωστία υβριδίου, ανώτερη προσαρµογή µεταξύ ετεροζυγωτών (heterozygotes) heterostigmata· στα ακάρεα Heterostigmatina: η φυλετικώς διµορφική (παρούσα στα ♀ απούσα στα ♂) κατάστασις του stigmatal - trachaeal αναπνευστικού συστήµατος Heterostigmatina (= Heterostigmata), σειρά ακάρεων Prostigmata που περιλαµβάνει τα Tarsonemida και άλλα συγγενή heterotroph, ετερότροφος, οργανισµός που χρειάζεται και οργανική ύλη από το περιβάλλον δηλ. όλα τα ζώα και οι µύκητες heterotrophic, ετεροτροφικός, είδος παρασιτοειδούς όπου το ♂ παρασιτεί άλλον ξενιστή από το ♀ βλ. diphagous parasitoid και heteronomous parasitoid heterozygous, ετερόζυγος, µε διαφορετικά αλληλόµορφα (alleles) σε οµολόγους γενετικούς τόπους (loci) δύο µητρικά (parental) χρωµατοσώµατα βλ.homozygous hexachaetus, εξάχαιτος. σε µερικά τέλεια Diptera: όταν τα στοµατικά εξαρτήµατα έχουν 6 νύσσοντα (διατρητικά) στυλέτα (stylets) π.χ. ♀ κουνούπια (Culicidae) hexanephric, εξανεφρικός, µε 6 Malpighian tubules Hexapoda, Υπερκλάσις του Φύλου Arthropoda που περιλαµβάνει τα Colembola, Protura, Diplura και την Κλάσιν Insecta hexapodal (hexapodous, hexapodus), εξάποδος, µε 6 πόδια hibernaculum, διαχειµαστήριον, θήκη ή κάλυµα από φύλλο φυτού ή άλλο υλικό µέσα στο οποίον η προνύµφη κείται προς διαχείµασιν hibernate, διαχειµάζω, περνώ τον χειµώνα σε κατάστασιν ηρεµίας hibernation, διαχείµασις, κατάστασις ηρεµίας σε περίοδον χαµηλών θερµοκρασιών βλ.aestivation και diapause Hick’s bottles. στις κεραίες των µελισσών και µυρµηγκιών (Hym. Aculeata): campaniform sensilla Hick’s papillae, θηλαί του Hick. στα τέλεια Diptera: µικρές καρφοειδείς προεξοχές στην βάση του αλτήρος (halter) βλ.organ of Hicks hilla (πλ. hillae), (χόλιξ, = εντερίδιον). στα ♀ Siphonaptera: το µικρόν ακραίο τµήµα της spermatheca


299 hind angle, οπισθία γωνία. στην πρόσθια πτέρυγα των Lepidoptera: anal angle hind gut, οπίσθιον έντερον, εκτοδερµικόν τµήµα του πεπτικού σωλήνος από το τέλος του midgut µέχρι την έδρα (anus) που περιλαµβάνει Malpighian tubules και rectal glands βλ.foregut και midgut hind intestine = hind gut hind leg, οπίσθιος πούς, πόδι του µεταθώρακος hind unguis, οπίσθιος όνυξ, νύχι στα πίσω πόδια του εντόµου hind wing(s), οπισθία πτέρυξ (πτέρυγες), πτέρυγα που φύεται στον µεταθώρακα hinge, στρέφοµαι, στρόφιγξ θύρας (µεντεσές), «άρθρωσις». στα ♂ Dermaptera: σηµείον προσαρτήσεως των parameres στον φαλλόν (penis). στα ♂ Pentatomidae (Hem.: Heteroptera): µικρή µεµβράνη µεταξύ του articulatory apparatus και της phallotheca. στα ♀ Culicidae (Diptera): το σηµείον αρθρώσεως µεταξύ των upper και lower lips hinged flaps, αρθρωτά πτερύγια. στα ♂ Podopinae (Hem.: Heteroptera: Pentatomidae): parandria Hippoboscoidea, Υπεροικ. των Muscomorpha (Dipt.) µε τις Οικογ.: Hippoboscidae, Nycteribiidae και Streblidae βλ.Pupipara hirsute, hirsutus, τριχωτός, ανώµαλος, δασύτριχος, µε µακρές πυκνές τρίχες hispid, hispidus, σµηριγγώδης, µε αραιές, βραχείες και σκληρές τρίχες Histeroidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ. Histeridae, Sphaeritidae και Synteliidae histogenesis, ιστογένεσις. στα τέλεια των Holometabola: η διαδικασία αναπτύξεως εξαρτηµάτων από προϊόντα ιστολύσεως (histοlysis) histology, ιστολογία, η µελέτη των ιστών των οργανισµών histolysis, ιστόλυσις, η διάσπασις - εκφυλισµός - διάλυσις του οργανικού ιστού. στα Holometabola έντοµα: διαδικασία κατά την οποίαν προνυµφικοί ιστοί διασπώνται σε υλικά που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την ανάπτυξιν ιστών του τελείου εντόµου histopathology, ιστοπαθολογία, η µελέτη ανωµάλων αλλαγών στην δοµήν των ιστών histosiphon = stylostome hive aura = hive odor hive odor, η χαρακτηριστική µυρωδιά της κυψέλης των µελισσών hoary, πολιός (λευκόφαιος) holocephalus larva, ολοκέφαλος προνύµφη, προνύµφη µε πλήρως ανεπτυγµένην κεφαλικήν κάψα βλ.acephalous και hemicephalous


300 holocrine (gland), ολοκρινής (αδήν), αδένας µε holocrine secretion holocrine secretion, ολοκρινής έκκρισις, η απελευθέρωσις ενζύµων στην κοιλότητα του µεσεντέρου (midgut) ή σιελοφόρου αγωγού (salivary duct) µε αποσύνθεσιν των εκκριτικών κυττάρων holocyclic species, ολοκυκλικόν είδος, τα είδη των Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha) µε ελάχιστα χειµερινά φυτά - ξενιστές (χωρίς µετανάστευσιν σε θερινά φυτά - ξενιστές) και µε εγγενή αναπαραγωγήν βλ.anholocyclic species holodorsal shield· στα ακάρεα: κάλυµµα που σκεπάζει ολόκληρο το dorsum ενώ στα Mesostigmata φαίνεται ότι προέρχεται από την ένωση των podonotal και opisthonotal shields holodynamic (lifecycle), ολοδυναµικός (βιολογικός κύκλος), βιολογικός κύκλος µε συνεχή ανάπτυξιν χωρίς περίοδον διαπαύσεως βλ.heterodynamic hologastric shield· στα ακάρεα Mesostigmata: κάλυµµα της κοιλιακής και της εδρικής περιοχής βλ.ventrianal schield hologastrous abdomen, ολόγαστρος κοιλία (µε 6 ή 7 κοιλιακούς δακτυλίους ορατούς) Holognatha = Filipalpia Holometabola, έντοµα µε πλήρη µεταµόρφωσιν δηλ. µε νυµφικόν στάδιον µεταξύ προνύµφης και τελείου π.χ. Lepidoptera, Coleoptera, Neuroptera, Hymenoptera κ.ά. holometabolous, ολοµετάβολος, όπως τα Holometabola βλ.ametabolous, hemimetabolous και paurometabolous holopneustic (respiration), ολοπνευστική (αναπνοή), µε όλα (και τα 10) αναπνευστικά στίγµατα λειτουργικά βλ.apneustic, hemipneustic holoptic (eyes), ολοπτικοί (οφθαλµοί), σύνθετοι οφθαλµοί οι οποίοι προεκτείνονται ραχιαίως και πλησιάζουν ο ένας τον άλλον βλ.dichoptic holotype, ολότυπος, µοναδικόν δείγµα είδους ή υποείδους που είναι γνωστό κατά τον χρόνο της περιγραφής του holoventral schield· στα ακάρεα Mesostigmata: κάλυµµα όλου του ♂ venter που περιλαµβάνει τις: intercoxal region, ventral region και anal region homelytron(-a), έλυτρον(-α), elytron homeochrome, homeochromous, οµοιόχρωµος βλ. heterochromus homeomerous, οµοιοµερής, ισοµερής (isomerous), αποτελούµενος από όµοια τµήµατα π.χ. µε όµοιον αριθµό ταρσικών άρθρων σε όλους τους πόδες βλ.heteromerous homoesis, οµοίωσις, η αντικατάστασις κατεστραµένου εξαρτήµατος του σώµατος µε άλλο Homilopsocidea, Οµάς των Psocomorpha (Psoc.) µε τις Οικογ. Peripsocidae, Lachesillidae,


301 Pseudocaeciliidae, Archipsocidae κ.ά homochromy, οµοιοχρωµία, αλλαγή του χρώµατος ώστε να µοιάζει µε αυτό του περιβάλλοντος homochronous, οµοιόχρονος, π.χ. αλλαγές που συµβαίνουν στους απογόνους στην ηλικία που συνέβησαν στους γονείς homodynamic (life cycle), οµοδυναµικός (βιολογικός κύκλος), holodynamic (life cycle) homodynamous, οµοδύναµος, διαδοχικώς οµόλογος, οµολογία των metameres Homeodactyla = Tabanomorpha homogametic sex, οµογαµετικόν φύλον, φύλον στο οποίο υπάρχει ένα ζεύγος όµοιων sex chromosomes βλ.heterogametic sex homogeneous, οµοιογενής, του ίδιου είδους ή φύσεως, όµοιος στην υφή ή στα τµήµατα του σώµατος homogenous, οµογενής, όµοιος στην κατασκευήν λόγω καταγωγής του homoideus crochets, οµοειδείς κροσσοί. στις προνύµφες των Lepidoptera (Noctuidae): κροσσοί ίσου µήκους διατεταγµένοι κατά µήκος του µέσου του ψευδόποδος (proleg) homoiothermal, οµοιόθερµος, θερµόαιµος ζωϊκός οργανισµός homolog, οµόλογος κατάστασις χαρακτηριστικού π.χ. homologous chromosome homologous, οµόλογος, ζεύγος χαρακτηριστικών που απαντώνται σε διαφορετικούς οργανισµούς και προέρχονται το ένα από το άλλο π.χ. ζεύγος χρωµατοσωµάτων που ενώνονται κατά την µείωσιν (meiosis) βλ.analogous homology, οµολογία, αντιστοιχία στον τύπον της δοµής (µερών ή οργάνων διαφορετικών οργανισµών) οφειλοµένη σε διαφοροποίησιν του ιδίου ή αντιστοίχου µέρους ή οργάνου κάποιου µακρινού προγόνου βλ.serial homology Homomorpha, Homorpha, έντοµα των οποίων τα ατελή άτοµα (immatures) οµοιάζουν µε τα τέλεια (adults) homonomous, οµόνοµος, µε οµόλογα τµήµατα διευθετηµένα σε εγκάρσιον άξονα µε όµοιαν ανάπτυξιν και λειτουργίαν homoosis = homoeosis = homeosis Homoptera, Υποτάξις των Hemiptera που περιλαµβάνει Coleorrhyncha, Sternorrhyncha και Auchenorrhyncha homotenous, οµοτενής, διατηρεί την αρχέγονη µορφή homozygous, οµόζυγος, µε όµοια άλληλα (alleles) σε δύο οµόλογες θέσεις ενός διπλοειδούς ζεύγους χρωµατοσωµάτων βλ.heterozygous honey bee, µέλισσα, µέλος του γένους Apis (Hym.: Apidae) (κυρίως του οικιακού είδους A.


302 melifera) honeybee tracheal mite, το άκαρι Tarsonemidae Acarapis woodi που παρασιτεί τις τραχείες των µελισσών honey pot, honeypot, κελλίον µέλιτος, κελλί της κηρήθρας για την αποθήκευσιν µελιού από τις µέλισσες honey stomach, στόµαχος µέλιτος. στα Hymenoptera (Apidae): διεύρυνσις του οισοφάγου που χρησιµεύει ως δεξαµενή υγρών. στις µέλισσες: το τµήµα του στοµάχου όπου το νέκταρ αναµιγνύεται µε ένζυµα των σιελογόνων αδένων και µετατρέπεται σε µέλι honey tubes, αγωγοί µέλιτος. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): cornicles honeycomb, κηρήθρα, σύνολον εξαγωνικών κελλίων (από κερί µελισσών) όπου αποθηκεύεται το µέλι honeydew, µελιτώδης έκκρισις, 1 υδαρές διάλυµα που περιέχει σάκχαρα και εκκρίνεται από την έδρα (anus) των Aphidoidea και Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha) επίσης των Membracidae και των περισσοτέρων Fulgoroidea (Hem.: Auchenorrhyncha), 2 έκκριµα της επιφανείας των κηκίδων (galls) hood, καλύπτρα. στα Tingidae (Hem.: Heteroptera): το ανορθωµένο πρόσθιον τµήµα του προθώρακος που συχνά καλύπτει την κεφαλήν hooklets, αγκιστρίδια (hamuli). στις νύµφες των Chironomidae (Diptera): κυρτωµένες προς τα πίσω άκανθες στον ΙΙ κοιλιακόν τεργίτη ή άλλού hooks, άγκιστρα, σκληροποιηµένες περόνες (prongs) µε κυρτωµένο άκρον. στα ♂ Lepidoptera: falces. στα ♂ Siphonaptera: λοβοί του αιδοιαγού horizontal plate, οριζόντιος πλάξ. στα ♂ Micropterygidae (Lep.): µικρός σκληρίτης µεταξύ των βάσεων των valvae και του ΙΧ κοιλιακού στερνίτη hormone, ορµόνη, καταλυτικός παράγων ο οποίος παράγεται από ενδοκρινικόν όργανον (αδένα), µεταφέρεται συνήθως µέσω της αιµολέµφου και εµφανίζει την επίδρασίν του σε σηµεία του σώµατος σε απόστασιν από το σηµείον εκκρίσεώς του horn, κέρας hornworm, κάµπια των Lepidoptera: Shingidae µε ραχιαίαν άκανθα ή κέρας στον VIII κοιλιακόν δακτύλιον horny, κερατώδης, παχυµένος και σκληρυµένος horny ring, κερατώδης δακτύλιος. στα ♂ Hymenoptera: basal ring host, ξενιστής, 1 οργανισµός επάνω ή µέσα στον οποίον ζει ένα παράσιτον, 2 το φυτό µε το οποίον


303 τρέφεται κάποιο έντοµο βλ. accidental host, natural host, normal host, typical host και host - plant host alternation, εναλλαγή ξενιστών. στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): κυκλική εναλλαγή µεταξύ πρωτεύοντος (primary) και δευτερεύοντος (secondary) φυτού - ξενιστή µε εναλλαγή των γενεών host plant, φυτόν - ξενιστής, το φυτικόν είδος επί του οποίου ένα είδος εντόµου τρέφεται και αναπτύσσεται βλ.food plant host specificity, εξειδίκευσις σε ξενιστή, ο βαθµός µε τον οποίον ένα είδος εντόµου εξειδικεύεται σε ένα ή περισσότερα είδη ξενιστών βλ. monophagous, oligophagous, polyphagous humeral, βραχιόνιος, 1 του ώµου η του βραχίονα, 2 του προσθίου βασικού τµήµατος της πτέρυγος humeral angle, βραχιόνιος γωνία, η γωνία στη βάση του πλευρικού (costal) περιθωρίου της πτέρυγος humeral lobe, βραχιόνιος λοβός, 1 περιοχή επαφής της οπισθίας µε την πρόσθια πτέρυγα, 2 λοβός στην βάση του πλευρικού περιθωρίου της οπισθίας πτέρυγος humeral plate, βραχιόνιος πλάξ, ο πρόσθιος προµασχαλιαίος (preaxillary) σκληρίτης στη βάση της πτέρυγος ο οποίος στηρίζει το πλευρικόν νεύρον (costal vein) βλ.basicosta και tegula humerus (πλ. humeri), ώµος, βραχίων, βραχιόνιον νεύρον πτέρυγος (H) hump, ύβος (καµπούρα). στις προνύµφες των Integripalpia (Trich.), αποσυρόµενη προεξοχή στην πλευρική και την ραχιαία πλευρά του Ι κοιλιακού δακτυλίου hyaline, hyalinus, υαλώδης, διαφανής (glassy) hyaline cell, υαλώδες κύτταρον, cystocyte Hyblaeoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Hyblaeidae hybrid, υβρίδιον, ο απόγονος δύο ατόµων που ανήκουν σε διαφορετικά είδη το καθένα hybridation, υβριδισµός, η διασταύρωσις ατόµων που ανήκουν σε 2 ανόµοιους φυσικούς πληθυσµούς κυρίως είδη βλ.allopatric hybridization Hydrachnoidea, Υπεροικ. των Acarina µε π.χ. την Οικογ. Hydrachnellidae (water mites) Hydradephaga, Οικογ. υδροβίων Adephaga (Col.) π.χ. Amphizoidae, Dytiscidae, Gyrinidae, Haliplidae. Hygrobiidae, Noteridae Hydrocorisae = Nepomorpha hydrofuge, (ύδωρ + φυγή) υδρόφυγος, που απωθεί το νερό, τρίχες ή εξαρτήµατα υδροβίων εντόµων για διακοπήν της επιφανειακής τάσεως του νερού και πρόσληψιν οξυγόνου Hydrometroidea, Υπεροικ. των Heteroptera της Ανθυποτάξεως Gerromorpha µε τα αρπακτικά: Paraphyrnoveliidae, Macroveliidae και Hydrometridae


304 hydrophile (hair), υδρόφιλος θρίξ, τρίχα που ελκύει το νερό βλ.hydrophobe (hair) Hydrophiloidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε υδρόβια και υµιυδρόβια είδη των Οικογ. Limnebiidae, Hydraenidae, Spercheidae και Georyssidae hydrophilous (ύδωρ + φίλος), που προτιµά το νερό ή ζει τουλάχιστον µερικώς µέσα στο νερό βλ.hygrophilous hydrophobic (ύδωρ + φόβος), αυτός που αποφεύγει το νερό hydropic (egg), υδρωπικόν ωόν (lecithal egg) hydropyle, υδροπύλη, εξειδικευµένη κατασκευή µεταξύ epicuticle και endocuticle για την πρόσληψιν νερού π.χ. ωά Acrididae hydrostatic organs, υδροστατικά όργανα. όργανα σε νύµφες µερικών γενών Chaoboridae (Diptera): ηµισεληνοειδή όργανα στις πλευρικές όψεις του θώρακος και προς την ουράν για την αντιµετώπισιν της πιέσεως του νερού hydrotropism, υδροτροπισµός, αντίδρασις του εντόµου ως προς το νερό hydrokinesis, υδροκίνησις, προσανατολισµός σε διαφορά υγρασίας hygrophilus (υγρός + φίλος), που προτιµά και ζει σε υγρές περιοχές hygroreceptor, υγροδέκτης, δέκτης που αντιδρά σε αλλαγές της σχετικής υγρασίας hymen, υµήν, µεµβράνη (συνήθως διαχωριστική) Hymenoptera, Τάξις ολοµεταβόλων Neoptera (Insecta) µε κύριο χαρακτηριστικό (στα έµπτερα άτοµα) τα 2 ζεύγη µεµβρανωδών πτερύγων µε το πρόσθιο µεγαλύτερο από το οπίσθιο Hymenopterida, Hymenopteroidea, Οµάς Holometabola εντόµων µε µόνη την Τάξιν Hymenoptera hyoid, υοειδής, µε το σχήµα του ελληνικού υ (ypsilon) hyoid sclerite, υοειδής σκληρίτης. στα τέλεια Muscomorpha (Dipt.): ηµισεληνοειδής (U-shaped) σκληρίτης σχετιζόµενος µε την cibarial pump στη βάση του πεπτικού σωλήνος hypandrial apodeme, απόδεµα του υπανδρίου (hypandrium) στα Diptera hypandrial arms, κλάδοι του υπανδρίου, οι οπίσθιες διαιρέσεις του hypandrium στα Diptera hypandrial sclerite. στα ♂ Phthiraptera: σκληρίτης στο ραχιαίον τοίχωµα του υπογεννητικού λοβού (subgenital lobe) hypandrial valves. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): genital plates hypandrium (πλ.hypandria), υπάνδριον. στα ♂ έντοµα: subgenital plate hypandrium internum, εσωτερικόν υπάνδριον. στα ♂ Neuroptera: εσωτερικό σκληρυµένο όργανο στη βάση του εκσπερµατικού αγωγού (ductus ejaculatorius) hypandropodites. στα ♂ Diptera: claspette


305 hypermetamorphosis, υπερµεταµόρφωσις, ανάπτυξις µε διαδοχικές προνυµφικές µορφές διαφορετικής εµφανίσεως hyperparasite, υπερπαράσιτον, παράσιτο που ζεί επάνω ή µέσα σε άλλο παράσιτο hyperparasitism, υπερπαρασιτισµός, όταν παρασιτοειδή τρέφονται µε άλλα παρασιτοειδή hyperplasia, υπερπλασία, η αύξησις του αριθµού των λειτουργικών µονάδων (κυττάρων) ενός οργάνου hyperpneustic, υπερπνευστικός, µε υπεράριθµα αναπνευστικά στίγµατα (spiracles) στο ίδιο τµήµα του σώµατος π.χ. στον θώρακα µερικών Diplura hypertrigonal space, υπερτριγωνικός χώρος. στα τέλεια Anisoptera (Od.): supratriangular space hypertrophy, υπερτροφία, αύξησις σε µέγεθος (βάρος) και λειτουργικήν ικανότητα ενός οργάνου ή ιστού χωρίς παράλληλη αύξηση του αριθµού των δοµικών µονάδων από τις οποίες εξαρτώνται οι αντίστοιχες λειτουργίες hypha (πλ. hyphae), υφή (υφαί), κάθε ένα από τα νηµατοειδή τµήµατα που απαρτίζουν το µυκήλιον ενός µύκητα Hyphomycetes, ατελείς µύκητες µε αγενή (asexual) πολλαπλασιασµόν όπου περιλαµβάνονται πολλά εντοµοπαθογόνα είδη hypistoma = hypopharynx hypnody, υπνωδία βλ.quiescence hypnosis, ύπνωσις, κατάστασις κατά την οποίαν όλες οι αντιδράσεις ενός οργανισµού ακινητοποιούνται βλ.stereokinesis hypnotheca, υπνοθήκη. στα Meloidae (Col.): semipupa hypoblast = endoderm hypocauda (πλ.hypocaudae). στα ♀ Beronidae (Plan.): µακρές δακτυλοειδείς προεξοχές από το κατώτερον περιθώριο κάθε gonapophysis lateralis hypocerebral ganglion, υποεγγεφαλικόν γάγγλιον, µέρος του stomatogastric nerve system που συνδέεται πλευρικώς µε τα corpora cardiaca και οπισθίως µε τα ingluvial ganglia hypochilum, υποχείλος. στις προνύµφες των Nematocera (Dipt.): hypostoma. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): mentum hypocondyle, υποκόνδυλος, ventral condyle της mandibula hypocular suture, υποοφθαλµική ραφή. στα Corixidae (Hem.: Heteroptera): βραχεία ζυγή αύλαξ της κεφαλικής κάψας οπισθοκοιλιακώς των οφθαλµών hypoderm, hypodermis βλ.epidermis


306 hypodigm, υπόδειγµα, ολόκληρο το υλικό που είναι στην διάθεση του συστηµατικού και αφορά σε ένα είδος hypogaeic, υπόγειος, subterranean cryptobiotic (αντ.epigaeic) hypogenum, υπόγενον. στα ♀ Isoptera: hypogynium hypoglottis, υπογλωττίς. σε πολλά τέλεια Coleoptera: σκληρίτης ή εξωδερµικόν στοιχείον µεταξύ mentum και prementum hypognathous, υπόγναθος, µε την κεφαλή κάθετη στο σώµα και τα στοµατικά εξαρτήµατα προς τα κάτω βλ prognathus, opisthognathous hypogynium, υπογύνιον. στα ♀ έντοµα: VIII στερνίτης. στα ♀ Isoptera: subgenital plate ή hypogenum hypomegetic, υποµέγεθες, το µικρότερο σε µέγεθος µιας σειράς εντόµων τα οποία εµφανίζουν πολυµορφισµόν βλ.minor hypomere(s), υποµερή. στα ♂ έντοµα: κοιλιακή προεξοχή της phallobase. στα ♂ Phthiraptera: parameres. στα ♂ Neuroptera: ventral paired processes του aedeagus. στα ♂ Mecoptera: ventral parameres hypomeron (πλ.hypomera), υπόµερον, στα τέλεια Coleoptera: pronotal hypomeron ή epipleural fold hyponome, υπονοµή, υπόνοµος (mine) hypophallus, υποφαλλός. στα ♂ Blattopteroidea: βαλβίς στη αριστερή πλευρά κοιλιακώς του φαλλού που φέρει το phallotrema ή epiphallus. στα ♂ Thysanoptera: parameres. στα ♂ Calyptratae (Dipt.): σκληροποιήσεις του distiphallus hypopharyngeal, υποφαρυγγικός, του hypopharynx hypopharynx, υποφάρυγξ, µεσαίος λοβός ακριβώς πίσω από το στόµα εφοδιασµένος µε χηµειοδέκτες. στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): labial lonchus hypophysis, υπόφυσις. στα ♂ Heteroptera (Hem.): προεξοχή(-ες) του εξωτερικού τοιχώµατος του pygophore όπως τα hypandrium και parandria hypoplasia, υποπλασία, ελατττωµατική ή ατελής ανάπτυξις συστήµατος οργάνου ή ιστού ώστε να µην φθάνει το κανονικό µέγεθος βλ.atrophy hypopleuron, υπόπλευρον. στα τέλεια Diptera: katepimeron ή meron hypopleurum, υπόπλευρον. στις προνύµφες Coleoptera: η πλευρική περιοχή αµέσως κάτω από την ventrolateral suture hypopneustic respiration, υποπνευστική αναπνοή, hemipneustic ή oligopneustic respiration


307 hypoproct, υποπρωκτός, κοιλιακή πλάξ του proctiger. στα ♀ Diptera: subanal plate hypoptera = hypoptere = tegula hypopus (πλ.hypopi), η ετεροµορφική deutonymph πολλών Astigmata ακάρεων (π.χ. Saproglyphidae) όπου ο οργανισµός έχει µικρό µέγεθος και ανεπτυγµένoυς suckers ή claspers hypopyge, υποπύγιον. στα ♂ Heteroptera (Hem.): pygophore hypopygidium, υποπυγίδιον. στα ♂ Hymenoptera: IX στερνίτης hypopygium, υποπύγιον. στα τέλεια έντοµα: οπίσθιον τµήµα της κοιλίας. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): pygofer. στα ♂ Lepidoptera: ο ακροτελεύτιος στερνίτης. στα ♂ Diptera: ΙΧ κοιλιακός δακτύλιος. στα ♀ Diptera: genital segments ή terminalia. στα τέλεια Hymenoptera: ο τελευταίος ορατός κοιλιακός στερνίτης hypopygium circumversum, περιεστραµµένον υποπύγιον. στα ♂ Cyclorrhapha (Dipt.): υποπύγιον στραµµένο κατά 360ο hypopygium inversum, ανεστραµµένον υποπύγιον. σε µερικά ♂ Nematocera και ορθόρραφα Brachycera (Dipt.): υποπύγιον στραµµένο κατά 180ο hypopygium retroversum = hypopygium inversum hyposternum = preepisternum hypostigmal area, υποστιγµατική περιοχή. στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): ελαφρώς σκληρυµένη µεµβρανώδης περιοχή του προσθίου mesanepisternum ακριβώς κάτω από το µεσοθωρακικό αναπνευστικό στίγµα (spiracle) hypostoma, υπόστοµα, η περιοχή της subgena πίσω από την άνω γνάθον (mandibula) βλ. submentum· στα Parasitiformia ακάρεα: hypostome, το πρόσθιον τµήµα του subcapitulum που φέρει τα corniculi και τις hypostomal setae hypostomium, υποστόµιον στις προνύµφες των Nematocera (Dipt.): hypostoma. στις προνύµφες Chironomidae (Nematocera: Dipt.): mentum hypostylus (πλ. hypostyli), υποστύλος(-οι). στα ♂ Nymphes (Plan.: Nymphidae): paramere hypotendon, υποτένων. στα ♂ Siphonaptera: apophysis hypotome, υποτοµή. στις µέλισσες (Hym.: Apidae): κατασκευή µεταξύ vosella και penis. στα ♂ Hymenoptera: ΙΧ κοιλιακός στερνίτης hypotype, υποτύπος, δείγµα (όχι του τύπου) επί του οποίου βασίζεται συµπληρωµατική περιγραφή εντόµου hypovalva (πλ. hypovalvae), υποβαλβίς - δες. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): genital plates.


308 στα ♂ Raphidioptera και µερικά Planipennia: εξέχον ακραίον τµήµα του IX κοιλιακού στερνίτη. στα ♀ Diptera: hypogynial valves hysterosoma· στα ακάρεα: το idiosoma όπισθεν της sejugal furrow µεταξύ των ποδών ΙΙ – ΙΙΙ hysterosomal ή hysterosomatic, υστεροστοµατικός, που ανήκει ή αφορά στο hysterosoma


309

Ι Ichneumonoidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Apocrita (Hym.) µε τις Οικογ. : Ichneumonidae, Apozygidae, Aphidiidae, Braconidae, Paxylomatidae και Agriotypidae ICZN, International Commission of Zoological Nomenclature identification, ταυτοποίησις, ο προσδιορισµός της ταξινοµικής ταυτότητος ενός ατόµου βλ. classification ideotype, ιδεότυπος, δείγµα το οποίον ονοµάζεται από τον συγγραφέα µετά από σύγκρισή του µε τον τύπο (type) χωρίς να είναι τοπότυπος (topotype) βλ.homeotype idiobiont, ιδιοβίωτον, παρασιτοειδές το οποίον παρεµποδίζει την περαιτέρω ανάπτυξιν του ξενιστή παραλύοντας ή θανατώνοντάς τον βλ.koinobiont idiosoma (ίδιος = διακριτός + σώµα)· στα ακάρεα: το κύριον tagma του σώµατος που περιλαµβάνει το opisthosoma και µέρος του prosoma Idiostoloidea, Υπεροικ. των Pentatomomorpha µε την Οικογ. Idiostolidae ignitus, λάµπων, φλογερός ileocolon, ειλεοκόλον, το πρόσθιον τµήµα του οπισθίου εντέρου από τον στόµαχον µέχρι το ορθόν έντερο (rectum) όταν δεν διαφοροποιείται εµφανώς σε ileum και colon ileum, ειλεός, µη διαφοροποιηµένη περιοχή του οπισθίου εντέρου µεταξύ του pylorus και του colon ή rectum βλ.small intestine imaginal, σχετιζόµενος µε το τέλειον έντοµο (imago) imagination, η διαδικασία σχηµατισµού του τελείου εντόµου imagine, τέλειον έντοµον (imago) imago (πλ.imagines, imagos ή imagoes), το τέλειο και σεξουαλικώς ώριµο άτοµο imagochrysalis· στα ακάρεα Parasitengona: το στάδιον της τριτονύµφης, ο σχηµατισµός καλυπτοστατικής επιδερµίδος µέσα στην δευτερονυµφικήν όπου και αναπτύσσεται το τέλειον immaculate, immaculatus, άσπιλος, χωρίς σηµάδια, κηλίδες ή ανάγλυφον βλ.denudate, glabrous, investitus και nude immarginate, immarginatus, χωρίς περιθώριον

309


310 immature, ατελής, ανώριµος, µορφή εντόµου (νύµφη ή προνύµφη) πριν από το τέλειο immersed, immersus, βυθισµένος βλ.inserted, imbedded immobile, ακίνητος, χωρίς κίνησιν immoveable finger. στα ♂ Siphonaptera: processus basimeris immunity, ανοσία, 1 αντίστασις φυτών σε προσβολές εντόµων, 2 αντίστασις εντόµων σε παθογόνα immunogen, ανοσογόνον, αντιγονική ουσία που δίνει ερέθισµα για εµφάνισιν ανοσίας σε κάποιο έντοµο imperfect, imperfectus, ατελής (immature) imperforate, αδιάτρητος, µη διατρητός implicate, implicates, περιπεπλεγµένος (infolded) impregnate, εµποδίζω, γονιµοποιώ impressed, impressus, εντυπωµένος, µε αβαθείς εντυπώσεις (βαθουλώµατα) ή σηµάδια βλ.cicatrose, lacunose, variolate impression, εντύπωσις, εντύπωµα επί επιφανείας impubis, άτριχος (hairless) impunctate, impunctatus, άστικτος, χωρίς στίγµατα βλ. punctatus inaequalis, άνισος, ανώµαλος, ανόµοιος Inaequipalpia, πρώην Υποτάξις των Trichoptera όπου τα τέλεια φέρουν heteropalpi βλ.Aequipalpia inanition, εξάντλησις λόγω ασιτίας, ασιτία inarticulate, χωρίς άρθρωσιν (articulation), χωρίς σωµατικά τµήµατα (segments) inaurate, inauratus, χρυσοκίτρινος inborn (desease), κληρονοµούµενη, συγγενής, σύµφυτος (ασθένεια) incanus, λευκόφαιος, πολιός (hoary) incased (pupa), εγκλεισµένη (νύµφη) incertae sedes, αβεβαία ταξινοµική θέσις inchworm, προνύµφη Geometridae (Lep.) βλ.looper incipient, αρχόµενος να εµφανίζεται incised, incisus, σχισµένος ή κοµµένος incision, τοµή ή σχισµή incisura axillaries, µασχαλιαία σχισµή (axillary incision) πτέρυγος

310


311 incisurae, σχισµαί. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): σχισµές στο περιθώριον του pygidium inclinate, inclinatus, κεκλιµένος (προς τη µέση γραµµή του σώµατος) όπως οι τρίχες των τελείων Diptera βλ.lateroclinate, proclinate, reclinate inclusus, έγκλειστος, ολικώς ή µερικώς κρυµένος incomplete metamorphosis, ατελής µεταµόρφωσις, βιολογικός κύκλος χωρίς το στάδιον της νύµφης βλ.complete metamorphosis inconspicuous, αφανής, διακριτός µετά δυσκολίας in copula, εν συζεύξει, κατά την σύζευξιν (copulation, mating) incrassate, incrassated, incrassatus, παχυµένος, αποτόµως διογκωµένος σε κάποιο σηµείο (κυρίως κοντά στο άκρον) incubate, επωάζω incubation, επώασις, η εµβρυϊκή περίοδος του ωού µέχρι την εκκόλαψιν incubation period, περίοδος επωάσεως, η χρονική περίοδος από την είσοδον ή εισαγωγήν µικροοργανισµών στο σώµα ενός ζώου µέχρι την εµφάνισιν συµπτωµάτων και δειγµάτων µίας µολυσµατικής ασθενείας incumbent, incubens, επικεκλιµένος, κεκλιµένος επί άλλου incumbent wings, επικεκλιµέναι πτέρυγες, πτέρυγες που κείνται οριζοντίως στη ράχη κατά την ανάπαυσιν του εντόµου incunabulum = cocoon Incurvariformes = Incurvarioidea = Incurvariina Incurvarioidea,Υπεροικ. των Monotrysia (Lep.) µε τις Οικογ.: Cesidosidae, Incurvariidae, Heliozelidae, Adelidae, Crinopterygidae και Prodoxidae incurvate (incurvatus, incurved), λυγισµένος ή κυρτωµένος προς τα µέσα indentation, οδόντωσις idependent vein, ανεξάρτητον νεύρον (πτέρυγος). στα τέλεια Lepidoptera: το πρώτο µεσαίο νεύρον (first median vein – M1) indeterminate, indeterminatus, αδιευκρίνιστος, αόριστος, απεριόριστος, απροσδιόριστος indicum = indigo indigenous, γηγενής, αυτόχθων (native) indigo, βαθύ κυανο - ιώδες (violet blue)

311


312 indirect flight, έµµεσος (πλαγία) πτήσις. στα τέλεια Ephemeroptera και Neoptera: πτήσις κατά την οποίαν η κίνησις των πτερύγων ελέγχεται εµµέσως από ραχιοκοιλιακούς µύες του pterothorax indirect metamorphosis, complete metamorphosis indirect wing muscles, πλάγιοι µύες της πτέρυγος, ραχιαίοι (dorsal) και ραχιοστερνικοί (tergosternal) µύες του meso- και metathorax induction, επαγωγή. 1 στην ανάπτυξιν του εµβρύου: η ενεργοποίησις συγκεκριµένου γονιδίου (gene). 2 στην παθολογία των Ασπονδύλων: η ενεργοποίησις λανθάνοντος παθογόνου indumentum, ένδυµα, κάλυµµα από τρίχες, λέπια κ.λ.π. indurated, induratus, σκληρυµένος, αποσκληρυµένος indusium, χιτωνίσκος. 1 στο έµβρυον των Tettigoniidae (Orth.): τρίτον περιτύλιγµα ως αποστροφή της serosa έµπροσθεν της κεφαλής, 2 θήκη που κατασκευάζει η προνύµφη induvia, ένδυµα, κάλυµµα. 1 στα Ephemeroptera: χιτινώδης κατασκευή απλωµένη µεταξύ των συνθέτων οφθαλµών, 2 βρίσκεται επίσης στην κοιλιακή πλευρά των VIII και IX κοιλιακών δακτυλίων βλ.Palmer’s organ inermis, inermous, άοπλος, χωρίς αυλακώσεις, άκανθες ή άλλες οξείες προεκβολές βλ. munite, mutic infection, µόλυνσις, είσοδος ή εισαγωγή παθογόνου µικροοργανισµού σε επιδεκτικόν (ευαίσθητο) οργανισµό infectious disease, λοιµώδης νόσος infectivity, λοιµογόνος δράσις inferior, κάτωθεν ή όπισθεν ευρισκόµενος inferior lobe, οπίσθιος λοβός (lacinia) της κάτω γνάθου inferior valvulae, οπίσθια βαλβίδια. στα ♂ Phasmida: gonapophyses των gonopods του VIII κοιλιακού δακτυλίου inferior wings, οπίσθιες πτέρυγες inferiors. στα ♂ Zygoptera: cerci infertility, αγονία, στειρότης, αδυναµία προς αναπαραγωγήν infestation, προσβολή, παρασιτική µόλυνσις infiltration, διήθησις

312


313 inflatable sacs, διασταλτοί σάκκοι (θάλαµοι). στα ♂ Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha), σακκοειδείς λοβοί στα πλάγια του aedeagus inflated, inflatus, διογκωµένος, φουσκωµένος βλ. tumid, bullate inflected, inflexus, κεκλιµένος, µε κλίσιν υπό γωνίαν προς τα έσω inflected skeleton = endoskeleton infra - , (πρόθεµα) = κάτωθι, υποκάτω infraanal plates, υποεδρικαί πλάκες (paraprocts) infrabuccal cavity, υποστοµατική κοιλότης, infrabuccal chamber infrabuccal chamber, υποστοµατικός θάλαµος. στα τέλεια των Formicidae (Hym.): θύλακος κάτωθεν της οροφής της στοµατικής κοιλότητος και για την αποθήκευσιν τροφής infracercal plates· στα Orthoptera: paraprocts infraclypeus = anteclypeus infracapitulum· στα ακάρεα: το capitulum ή gnathosoma (µερικές φορές το subcapitulum) infracoxal = subcoxal infradistal plate. σε µερικά Enichocephalidae (Hem.: Heteroptera) οι συνενωµένοι ακραίοι δακτύλιοι των γεννητικών πλακών (genital plates) infraepimeron = katepimeron infraepisternum, = katepisternon infragenital, υπογεννητικός (subgenital) infraorder, Ανθυποτάξις, προαιρετική κατηγορία κάτω από την Υποτάξιν (Suborder) infringing, παραβιάζων, σφετεριστής, καταπατών (encroacher) infumated, infumatus, καπνισµένος (στο χρώµα) infunda, χοάνη. στα Hemiptera: αντλία σιέλου (salivary pump). στα Coccoidea (Hem.): hypopharynx infundibulum, χοανοειδής δίοδος, µε σχήµα χοάνης infuscate (infuscated, infuscatus), φαιός, καπνοϋποµέλας ingestion, λήψις τροφής, κατάποσις τροφής προς πέψιν ingluvial, στοµαχικός, του στοµάχου (crop) του εντόµου ingluvial ganglia, στοµαχικά γάγγλια, ζεύγος γαγγλίων του στοµατογαστρικού νευρικού συστήµατος που ενώνει το οπίσθιον τµήµα του προσθίου (foregut) και του µεσαίου εντέρου (midgut)

313


314 ingluvies, στόµαχος, πρόλοβος ( crop) ingurgitation, κατάποσις injury, βλάβη, τραύµα (trauma) π.χ. από προσβολήν εντόµου σε φυτά inate behaviour, έµφυτος συµπεριφορά, χωρίς θέλησιν και µάθησιν inner lobe of maxilla = lacinia inner valves, εσώτερες βαλβίδες. στα ♀ Isoptera: εσώτερον ζεύγος βαλβίδων στον IX κοιλιακόν στερνίτη. στα ♀ Grylloblattodea: third valvulae. στα ♀ Auchenorrhyncha (Hem.): second gonapophyses. στα ♀ Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): το µεσαίον τµήµα της dorsal gonapophysis innervate, νευρώνω innotate, innotatus, χωρίς σηµάδια βλ.notate inocular antenna, ενοφθάλµιος κεραία, της οποίας η βάσις περιβάλλεται µερικώς ή ολικώς από τον σύνθετον οφθαλµό inquiline, σύνοικος, ζωικός οργανισµός στη φωληά κάποιου άλλου και ο οποίος µοιράζεται µε αυτόν την τροφή βλ.inquilinism inquilinism, συνοίκησις, συµβιωτική σχέσις κατά την οποίαν ο ένας από τους δύο οργανισµούς ζει επάνω ή µέσα στο σώµα του άλλου ή στη φωληά του χωρίς να βλάπτει ο ένας τον άλλον insect, έντοµον, µέλος της Κλάσεως Insecta βλ.hexapod Insecta, Κλάσις της Υπερκλάσεως Hexapoda που περιλαµβάνει τα Archaeognatha, Zygentoma και τα Pterygota insectary, εντοµοτροφείον, χώρος ή κτίριον όπου εκτρέφονται έντοµα insecticide, εντοµοκτόνον, τοξική (χηµική συνήθως) ουσία που χρησιµοποιείται για θανάτωσιν και έλεγχον των εντόµων insectivore, insectivorous (insect +βορά = τροφή), εντοµοφάγος insectorubin, εντοµορουβίνη, καστανόν χρώµα στην επιδερµίδα και τον εξωσκελετό των εντόµων συνήθως µαζί µε µελανίνην (melanin) insectoverdin, εντοµοβερδίνη, µίγµα καροτενοειδών (κίτρινο) και σκουρο-πράσινου χρώµατος που προέρχεται από την τροφή και προσδίδει πράσινο χρώµα στην αιµολέµφο inseminated, γονιµοποιηµένος, ♀ που έχει δεχθεί σπέρµα (semen) insemination, γονιµοποίησις, η µεταφορά σπέρµατος από το ♂ στο ♀ βλ.copulation, fertilization

314


315 inserted, insertus, ένθετος, παρεµβαλλόµενος π.χ. inserted head = κεφαλή µερικώς ή ολικώς µέσα στον θώρακα insertion, παρεµβολή, το σηµείον προσαρτήσεως κινητών µερών του σώµατος insectistasis, η διατήρησις σε σταθερά επίπεδα του πληθυσµού των εντόµων αποθηκών βλ.social homeostasis insolation, ηλίασις (λιάσιµο), η έκθεση στις ηλιακές ακτίνες inspiration, εισπνοή inspiratory, εισπνευστικός, της εισπνοής instar, ενδιάµεσον στάδιον, στάδιον µεταξύ των εκδύσεων σε νύµφη ή προνύµφη π.χ. το πρώτο (first instar) είναι εκείνο µεταξύ του ωού και της πρώτης εκδύσεως βλ.stadium instinctive behaviour, έµφυτος (ενστικτώδης) συµπεριφορά, όπου οι εµπλεκόµενες νευρικές οδοί (pathways) είναι κληρονοµούµενες και όχι επίκτητες insula (πλ. insulae), νησίς -ίδες. σε µερικά ♀ Culicidae (Dipt.): µικρός µεσαίος σκληρίτης στο κατώτερο κολπικόν χείλος (lower vaginal lip) βλ.inslet insula plate = insula interger, ακέραιος, υγιής, χωρίς εγκοπές integrated control = integrated pest management integrated pest management (IPM), η χρησιµοποίησις του πλέον καταλλήλου συνδυασµού µεθόδων περιορισµού του πληθυσµού εντόµου (κάτω του οικονοµικού ορίου) µε τις λιγώτερες δυνατόν δυσάρεστες επιπτώσεις στο περιβάλλον και τους οργανισµούς - µη στόχους integument, κάλυµµα (σώµατος), το εξωτερικόν στρώµα του σώµατος του εντόµου που περιλαµβάνει την epidermis και την cuticula και κείται επάνω στην βασική µεµβράνη (basement membrane) βλ.cuticle και exoskeleton inter- (πρόθεµα), µεταξύ interantennal, διαντεννικός, µεταξύ των βάσεων των 2 κεραιών interarticular, διαρθρικός, 1 µεταξύ άρθρων ή τµηµάτων του σώµατος, 2 µεταξύ αρθρώσεων intercalary, εµβόλιµος, επιπρόσθετος, παρεµβαλόµενος π.χ. νεύρον πτέρυγος ή άλλη κατασκευή π.χ. intercalary plate intercaste, διάµεσος κάστα (κοινωνική τάξις). στα κοινωνικά έντοµα: κάστα µεταξύ 2 αναγνωρισµένων τοιούτων

315


316 intercellular, διακυτταρικός, µεταξύ των κυττάρων interference (colors), χρώµατα συµβολής, παρεµβαίνοντα (χρώµατα), χρώµατα φθορίζοντα που προέρχονται από αντανάκλασιν του φωτός σε υπερκείµενες επιφάνειες σε αποστάσεις αντιστοιχούσες στα αντίστοιχα µήκη κύµατος του φωτός όπως στα λέπια των πτερύγων των Lepidoptera interfοllicular (tissue), διαλεκιθικός (ιστός), ο ιστός που χωρίζει διαδοχικά λεκιθικά κύτταρα στον ωοφόρο σωλήνα (ovariole) interfrontalia. στα τέλεια Diptera: frontal vitta inerior edge = anal margin interior palpi = labial palpi intermaxillaire = galea intermediate, ενδιάµεσος intermediate host, ενδιάµεσος ξενιστής, ο ξενιστής από τον οποίον πέρασαν τα αγενή στάδια ενός παρασίτου intermediate moult, ενδιάµεσος έκδυσις. στα Blattaria, Isoptera, Mantodea και Orthoptera: έκδυσις που προϋποθέτει απόλυσιν (apolysis) πριν από την εκκόλαψιν και την ελευθέρωσιν του σωµατικού περιβλήµατος του εµβρύου intermediate valves. στα ♀ Isoptera: second gonapophyses intermediate valvulae. στα ♀ Orthoptera: second gonapophyses internal chiasma, optic lobe, οπτικός λοβός internal genitalia, εσωτερικά γεννητικά όργανα. στα ♀ έντοµα: συλλήβδην η σπερµατοθήκη µε τον βοηθητικόν αδένα της, ο γεννητικός θάλαµος και ο κόλπος internal hypostomatic (hypostomal) setae· στα ακάρεα Mesostigmata: το µεσαίον από τα 3 ζεύγη υποστοµατικών τριχών που χαρακτηρίζουν την πρωτονύµφην internal parasite = endoparasite internal respiration, εσωτερική αναπνοή, η διαδικασία της οξειδώσεως που ακολουθεί τον µεταβολισµόν στα κύτταρα των ζωϊκών ιστών internal sac, εσωτερικός θύλακος (σάκκος). στα ♂ Coleoptra: εγκολπωµένη κοιλότης του άκρου του φαλλού (penis) όπου εκβάλλει ο εκσπερµατικός αγωγός και η οποία αναστρέφεται κατά την σύζευξιν interneural, µεταξύ των νεύρων µιάς πτέρυγος interneurone, διάµεσος νευρών, συνδετικόν νευρικόν κύτταρον 316


317 internomedian vein. στις πτέρυγες των Orthoptera: cubitus anterior internomedial neurone = association nerve cell interocular, διοφθαλµικός, µεταξύ των 2 σύνθετων οφθαλµών interpolated name, παρεµβαλλοµένη ονοµασία, ονοµασία που τίθεται µετά το όνοµα του γένους εντός παρενθέσεων για να δηλώσει υπογένος, µετά από οµάδα γενών για να δηλώσει σύνολον ειδών ή µετά το όνοµα του είδους για να δηλώσει σύνολον υποειδών intersegmental, διατµηµατικός, µεταξύ των δακτυλίων του σώµατος intersexual selection = epigamic selection interspace, µεσοδιάστηµα. στα τέλεια Coleoptera: interval. σε µερικά Orthoptera: βαθειά εγκοπή ή αύλαξ στο οπίσθιον περιθώριον του metasternum. στα τέλεια Lepidoptera: διαστήµατα µεταξύ νεύρων των πτερύγων που δεν περιλαµβάνονται σε κλειστά κύτταρα (closed cells) intersternal fold, διαστερνική πτυχή. στα ♀ Isoptera: πτύχωσις της διατµηµατικής µεµβράνης των VII και VIII κοιλιακών στερνιτών κοντά στην αρχή της σπερµατικής αύλακος (spermatic groove) intersternum, διαστερνίτης, µεγάλος στερνίτης του θώρακος ακριβώς πριν από την κοιλία, οπισθοπλευρίτης (postpleurite) interstitial, ενδιάµεσος, διάµεσος, µεταξύ δύο τµηµάτων ή δακτυλίων interstitial line, η εξέχουσα ράχις µεταξύ δύο γραµµώσεων (striae) ή στίξεων (punctures) intertergite, διατεργίτης, ένα από τα segmentalia µεταξύ τεργιτών βλ. postnotum interval, διάστηµα, ο χώρος µεταξύ 2 κατασκευών ή αναγλυφών interventricular valve, µεσοκοιλιακή βαλβίς, το εσωτερικόν άνοιγµα µεταξύ των θαλάµων της καρδίας (heart) interventricular valvule, µεσοκοιλιακόν βαλβίδιον, µικρή καρδιακή βαλβίς έµπροσθεν της semilunar valve intestine, οπίσθιον έντερον (hind gut) intima (tunica intima), εσωτερικός χιτών, το εσωτερικό εξωδερµικόν (cuticular) στρώµα του προσθίου και οπισθίου εντέρου και των τραχειών intorted, intortus, ενεστραµµένος, στραµµένος προς το εσωτερικόν intra- (πρόθεµα) = ένδον, έσωθεν, µεταξύ intracellular, ενδοκυτταρικός

317


318 intracranial, ενδοκρανιακός intralecithal cleavage, ενδολεκιθική αυλάκωσις (meroblastic cleavage) intraocular, ενδοφθάλµιος, µέσα στον σύνθετον οφθαλµό intrasexual selection, ενδοφυλετική επιλογή, επιλογή φύλου βασιζοµένη σε αλληλεπιδράσεις συνήθως µεταξύ αρρένων ατόµων intrauterine, ενδοµητρικός, ανάπτυξις του νεαρού ατόµου όταν η εκκόλαψις συµβεί µέσα στον κόλπον του θήλεως βλ.ovoviviparous, viviparous intricate, intricatus, πολύπλοκος, συγχεόµενος βλ.confused και obscure intrinsic (articulation), εσωτερική (άρθρωσις), όταν τα σηµεία επαφής της είναι σκληρηµένες προεκβολές µέσα στην αρθρική µεµβράνη intra (πρόθεµα), εντός introgressive hybridization, διεισδυτικός υβριδισµός, εισδοχή ενός ή περισσοτέρων γονιδίων ενός είδους στο σπερµατικόν υγρό άλλου είδους µε αποτέλεσµα τον υβριδισµόν intromittent, εισδύων, σχεδιασµένος για εισχώρησιν ή εισδοχήν intromittent organ, εισδύον όργανον. στα ♂ έντοµα: όργανο µεταφοράς του σπερµατικού υγρού από το ♂ στο ♀ π.χ. aedeagus, penis ή phallus introrse, introrsum, εσωστρεφής, προς τα µέσα ή προς το σώµα intrusus, εσέχων, αντίθετον του προεξέχων invagination, εγκόλπωσις, θύλακος ή µικρός σάκκος από αναδίπλωσιν της εξωτερικής επιφανείας βλ.evagination invasion, εισβολή, η διείσδυσις µικροοργανισµού µέσω των εξωτερικών τοιχωµάτων του σώµατος ενός οργανισµού - ξενιστή invertebral, invertebrate, ασπόνδυλος, χωρίς σπονδυλικήν στήλην investitus, χωρίς ένδυµα, χωρίς λέπια ή τρίχες βλ.denudate, glabrous, nude involucrate, involucratus, ενελειγµένος, περιβληµατικός involucrum (envelope = εντός + βάλλω), είληµα, θήκη, έλυτρον, κάλυµµα, περιείληµα involute, involuted, involutus, περίπλοκος, ασαφής involution (of the embryo), παλινδρόµησις, υπόστροφος εξέλιξις ioterium (ιός = δηλητήριον). στα τέλεια Hymenoptera: αδένας ή σάκκος δηλητηρίου IPM, Integrated Pest Management

318


319 iridescence, ιριδισµός, παραγωγή διαφόρων χρωµάτων από διάθλασιν του φωτός π.χ. στο σώµα των Odonata, πτέρυγες των Lepidoptera, έλυτρα των Coleoptera iris, ίρις, 1 βαθύχρωµος χρώσις του primary pigment cell που περιβάλλει την διοπτρικήν συσκευήν ενός ommatidium, 2 έγχρωµος κύκλος που περικλείει την κόρη (pupil) ενός ocellate spot iris cells = primary pigment cells irritability, ερεθιστικότης, η αντίδρασις ενός οργανισµού σε ερεθίσµατα irrorate, irrorated, irroratus, φακιδωµένος ή κηλιδωµένος, σκεπασµένος µε µικρά σηµεία ή κηλίδες βλ.adsperse, atomarius, farinose, maculate isabelline, ισαβέλλιον (χρώµα), καστανοκίτρινο ischia = pleura ischiopodite, ισχιοποδίτης. στα Insecta: το τρίτον τµήµα του ποδός που είναι συγχωνευµένο µε τον trochanter Ischnocera,Υποτάξις των Pthiraptera µε τις Οικογ. Trichodectidae, Phylopteridae και Heptaprosogastridae βλ.Amblycera, Anoplura και Rhynchophthirina island, νήσος, αποµονωµένο τµήµα σε κάθε κατασκευήν, τµήµα σώµατος ή σώµα islet = insula insula , νησίς, διαφορετικού χρώµατος σχήµα µέσα σε µία ζώνην ή περιοχήν isolating mechanisms, αποµονωτικοί µηχανισµοί, ιδιότητες ατόµων οι οποίες προλαµβάνουν αλληλοµιξίαν µε άτοµα διαφορετικών πληθυσµών Isomera, τα Coleoptera στα οποία όλοι οι ταρσοί (tarsi) έχουν ίσον αριθµό ταρσοµερών (tarsomeres) isomerous, ισόµερος, µε ίσον αριθµό ταρσοµερών σε όλους τους ταρσούς isometric growth, ισοµετρική ανάπτυξις, όταν ο ρυθµός αναπτύξεως ενός τµήµατος του σώµατος είναι ο ίδιος µε ενός άλλου τµήµατος στο ίδιο σώµα isometry, ισοµετρία, όταν οι σχετικές αναλογίες των τµηµάτων του σώµατος παραµένουν σταθερές µε την αλλαγή του συνολικού µεγέθους του εντόµου βλ.allometry isomorphous, ισόµορφος, µε την ίδια µορφήν, εµφάνισιν ή κατασκευήν isopalpi, προσακτρίδες (palpi) µε τον ίδιον αριθµό άρθρων και στα δύο φύλα isopneustic, ισοπνευστικός, όταν τα 2 θωρακικά και 8 κοιλιακά αναπνευστικά τρήµµατα (spiracles) είναι όλα επάνω στις διατµηµατικές (intersegmental) µεµβράνες (µόνο σε µερικά έµβρυα)

319


320 Isoptera, Τάξις των Neoptera µε πολυµορφικά, γναθωτά, εξωπτερυγωτά άτοµα που ζουν σε κοινωνίες και εµφανίζουν διάφορες κοινωνικές οµάδες (castes) iteropalpous, επανατόκος, τύπος βιολογικού κύκλου όπου η αναπαγαγωγή συµβαίνει 2 ή περισσότερες φορές βλ.semelparous (µονοτόκος) Ithonoidea, Υπεροικ. των Plannipennia µε την Οικογ. Ithonidae και ενίοτε και την Polystoechotidae Ixodida, Υποτάξις των Acari που περιλαµβάνει τις Οικογ.: Argasidae (soft ticks) και Ixodidae (hard ticks)

320


321

J Jassidoidea = Cicadelloidea Jassidomorpha = Cicadelloidea + Cercopoidea jaundice, νουκλεοπολυέδρωσις του µεταξοσκώληκος Bombyx mori (Lep.: Bombycidae) βλ.grasserie jaw, σιαγών. στα έντοµα µε µασητικά στοµατικά µόρια: mandible ή maxilla jaw capsule, γναθικός θύλακος (κάψουλα)· στα taxa που έχουν διαφοροποιηµένη κεφαλή: η θήκη που περιέχει τα στοµατικά εξαρτήµατα Johnston’s organ, όργανον του Johnston, χορδοτονικόν (ακουστικόν) αισθητήριον όργανο στο δεύτερο τµήµα της κεραίας joint, άρθρωσις (articulation) jointlet. στα Archaeognatha: ενδιάµεσον µικρό άρθρον µεταξύ των τµηµάτων του µαστιγίου (flagellum) της κεραίας Jordan’s organ, όργανον του Jordan. στα τέλεια Lepidoptera: chaetosema jowl, σιαγών, παρειά (gena) jubate, jubatus, χαιτήης, µε χαίτην δηλ. µε µακρές πλαγιασµένες τρίχες jugal bristles, ζυγωµατικαί σµήριγγες jugal fold, ζυγωµατική πτυχή. στα περισσότερα Neoptera: πτυχή πίσω από την τελευταία anal vein της πτέρυγος που χωρίζει το jugum από το clavus jugal lobe, ζυγωµατικός λοβός. στα Hymenoptera: λοβός στη βάση της οπισθίας πτέρυγος κοντά στον claval lobe. στα τέλεια Lepidoptera και Trichoptera: jugum Jugatae, Λεπιδόπτερα (Zeugloptera, Dacnonypha, Exoporia) στα οποία οι πτέρυγες κατά την πτήσιν ενώνονται µε jugum αντί frenulum jugular, τραχηλικός, του λαιµού ή του αυχένος (τραχήλου) jugular sclerite, αυχενικός σκληρίτης (cervical sclerite) jugulum, λαιµός, ινιακόν τρήµα 1 ο σκληρίτης πίσω από το submentum, 2 η κοιλότης του οπισθίου µέρους της κεφαλής όπου η κεφαλή ενώνεται µε τον «λαιµό» του εντόµου 3 η κάτω πλευρική περιοχή του προθώρακος jugum (πλ. juga), ζυγός, ζεύγλη, βασική περιοχή της πτέρυγος που ορίζεται από την


322 ζυγωµατικήν πτυχήν (jugal fold). σε ορισµένα τέλεια Lepidoptera και Trichoptera: λοβός ή προεξοχή στη βάση των προσθίων πτερύγων η οποία συγκρατεί τις οπίσθιες πτέρυγες κατά την πτήσιν. στα Heteroptera (Hem.): mandibular plate jumping plant-louse, άτοµον της Υπεροικ. Psylloidea (Hem.: Sternorrhyncha) juncture, ζεύξις, αρµός. στα ♂ Culicidae (Dipt.): το δάπεδο του χώρου µεταξύ της βάσεως του gonocoxite και του proctiger σε ανάλογη επαφή µε: gonocoxite, basal piece, paramere, aedeagus ή proctiger juvenile hormone, ορµόνη νεότητος, σεσκιτερπένιον που παράγεται από τoυς αδένες corpora allata και ελευθερώνεται µέσα στην αιµολέµφο επηρεάζει δε τα ακόλουθα: δεκτικότητα του ♀, αλλαγήν χρώµατος, διάπαυσιν, καρδιακόν παλµό, ανάπτυξιν προνύµφης, µεταµόρφωσιν, µετανάστευσιν, µυϊκήν αυτόλυσην, ωογένεσιν, πολυµορφισµόν και τροποποιεί την επίδρασιν της εκδυσόνης (ecdysone) και της prothoracotrophic hormone βλ.neotenin, neotine juvenile stage, νεαρό στάδιον, κάθε µετεµβρυϊκόν στάδιον αναπτύξεως πριν από το σεξουαλικώς ώριµο τέλειον (larva, nymph, pupa) juxta. στα ♂ Lepidoptera: σκληρυµένη πλάξ (συνήθως ασπιδοειδής) που περιβάλλει και υποστηρίζει τον aedeagus. στα ♂ Noctuidae (Lep.): distiphallus. στα ♂ Calliphoridae (Dipt.): το αναστρεφόµενον µεµβρανώδες τελικόν τµήµα του distiphallus juxtacardo, παραγόµφος. στις προνύµφες των Coleoptera: τµήµα του γόµφου (cardo) εκτεινόµενον από τον κυρίως γόµφον προς το submentum juxtastipes, παραστύπος. στις προνύµφες Coleoptera: τµήµα του στύπου (stipes) εκτεινόµενον από τον κυρίως στύπον προς το mentum


323

K kairomone, καιροµόνη, αλληλοχηµική ουσία (allelochemical) προσαρµοζόµενη στον οργανισµό που την δέχεται kappa. στα τέλεια Diptera: palpiger kappa group, οµάς k (τριχών). στις προνύµφες Lepidoptera: lateral group βλ.prespiracular setae karyological character, καρυολογικός χαρακτήρ, χαρακτήρας που αφορά στη δοµή ή τον αριθµό χρωµατοσωµάτων karyolymph, πυρηνόπλασµα, πρωτόπλασµα µέσα στον πυρήνα κυττάρου βλ. nucleoplasm, karyoplasm (στα ανώτερα ζώα) karyotype, καρυότυπος, η όλη σειρά χρωµατοσωµάτων (chromosome set) katabolic, καταβολικός βλ.anabolic katobolism, καταβολισµός katapleure, κατάπλευρον (preepisternum) katatergite, κατατεργίτης. στα τέλεια Diptera: κοιλιακή υποδιαίρεσις του laterotergite βλ.anatergite katatrepsis, κατάτρεψις. κατά την βλαστοκίνησιν (blastokinesis): το πέρασµα του εµβρύου από την νωτιαίαν όψη του ωού στην αρχικήν θέση του (στην κοιλιακήν όψη) katepimeron, κατεπίµερον, το κατώτερο τµήµα του διηρηµένου epimeron katepisternal sulcus, αύλαξ του κατεπιστέρνου. σε µερικά τέλεια Simulidae (Dipt.): οριζόντια αύλακα που χωρίζει το katepisternum σε άνω και κάτω µέρος katepisternum, κατεπίστερνον, το κάτω µέρος του διηρηµένου episternum katyid, µέλος της Υπεροικ. Tettigonoidea (Orth.) keel, τρόπις (καρίνα). στα ♂ Gelastocoridae (Hem.: Heteroptera): hypandrium kentromorphism, κεντροµορφισµός, αλλαγές σε χρώµα, σχήµα, ανατοµικές αναλογίες και συµπεριφορά ορισµένων εντόµων προκαλούµενες από αντίδρασιν σε υψηλές πυκνότητες πληθυσµών βλ.gregarious phase, solitary phase Kehyon cells, κύτταρα του Kehyon, οµάδα κυττάρων επάνω στον calyx των corpora pedunculata του εγκεφάλου keratin, κερατίνη, αδρανής ζωϊκή πρωτεΐνη συγγενής της χιτίνης (chitin) των εντόµων


324 keratinase, κερατινάση, ένζυµο ικανό να « πέψει » την κερατίνη σε αναερόβιες συνθήκες kermes, 1 βαθυκόκκινο χρώµα από ξηραµένα ♀ Kermes ilicis (Hem.: Sternorrhyncha), 2 γένος των Hemiptera: Sternorrhyncha: Coccoidea kermesinus, µε βαθυκόκκινο χρώµα 9-ketodecenoic acid = queen substance key, κλείδα (ταξινοµική), κατάταξις σε πίνακες µε χαρακτηριστικά ειδών, γενών κλπ. που χρησιµεύει για την ταυτοποίησιν των taxa βλ.dichotomous key kidney-shaped, νεφροειδής (reniform) kin groups, συγγενείς Οµάδες, Σειρές ατόµων των οποίων τα µέλη έχουν γενετικώς στενή συγγένεια επειδή τα περισσότερα έχουν τους ίδιους γονείς kinesis, κίνησις, κινητική δραστηριότης οργανισµού λόγω κάποιου ερεθίσµατος kinetopause, κινητόπαυσις, παύσις δραστηριότητος χωρίς απαραιτήτως ανάσχεσιν της αναπτύξεως του οργανισµού king, βασιλεύς. στους τερµίτες (Isoptera): ♂ πρωτεύον αναπαραγωγικόν άτοµον (συνήθως χωρίς πτέρυγες) Kingdom, Βασίλειον, ο υψηλότερος βαθµός ιεραρχίας στην ταξινόµησιν των εµβίων όντων. στη Ζωολογία: Animalia (Ζώα) klinokinesis, κλινοκίνησις, αλλαγή πτητικών κινήσεων των εντόµων όταν συναντήσουν δυσµενείς συνθήκες klinotaxis, κλινοτακτισµός, κίνησις εντόµου προς ορισµένην κατεύθυνσιν σχετικώς µε κάποιο ερέθισµα π.χ. phototaxis (φωτοτροπισµός) βλ.menotaxis knee, γόνυ, µηροκνηµιαία άρθρωσις knife-blade, λεπίς (λεπίδα). στα ♀ Incurvariidae (Lep.): σκληροποιηµένα µέρη των ΙΧ και Χ κοιλιακών δακτυλίων που σχηµατίζουν τέµνουσα συσκευήν ή ovipositor knob, όζος, κόµβος. στα τέλεια Diptera: η διογκωµένη κεφαλή του αλτήρος (halter) koinobiont, κοινοβίωτον, παρασιτοειδές που επιτίθεται σε εκτεθειµένα ή µη προστατευµένα ατελή έντοµα επιτρέποντάς τους να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και επί κάποιο χρονικό διάστηµα µετά την ωοτοκίαν του


325

L labella, χειλάριον, µικρόν χείλος. σε µερικά τέλεια Diptera: ζυγοί στοµατικοί λοβοί στο άκρον της proboscis προερχόµενοι από τις χειλικές προσακτρίδες (labial palpi) βλ.labellum labellar, χειλαριακός, του χειλαρίου (labella) labellar sclerite, χειλαριακός σκληρίτης. 1 στα τέλεια Culicidae (Dipt.): µία από τις αρκετές εξωδερµικές πλάκες που φέρει κάθε labellum, 2 ο εξέχων βασικός σκληρίτης σε κάθε labellum labellum. στη µέλισσα (Hymenoptera: Apidae): flabellum βλ.labella labia (εν. labium), περίτρηµα του αναπνευστικού στίγµατος (spiracle). στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): cicatrices. στα ♀ Hymenoptera: 2 θηλές (papillae) στο ΙΧ κοιλιακόν τµήµα labiae. στα ♀ Lepidoptera: papillae anales labial, κάτω χειλικός, που ανήκει ή αναφέρεται στο labium labial glands, χειλικοί αδένες, αδένες που εκβάλλουν µε κοινόν αγωγό µεταξύ της βάσεως του hypopharynx και του labium ή στον hypopharynx που συνήθως παράγουν σίαλον ή όπως στις προνύµφες των Lepidoptera και Trichoptera µετάξι labial lonchus, χειλική λόγχη· στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): το χειλικόν τµήµα του hypopharynx όταν σχηµατίζει µικρή σκληροποιηµενην πλάκα που εµφανίζεται ως κοιλιακή λεπτή τριγωνική προεξοχή της cibarial pump labial palp (πλ. palpi palps), χειλική προσακτρίς, εξάρτηµα (µε 1-5 τµήµατα) του κάτω χείλους του εντόµου φερόµενον επί του palpiger labial plate, κάτω χειλική πλάξ. 1 στις προνύµφες των Nematocera (Dipt.): hypostoma. 2 περιορισµένο σκληροποιηµένο και συνήθως οδοντωτό κάτω χείλος στις προνύµφες πολλών Οικογενειών υδροβίων Diptera. 3 στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): mentum labial segment, κάτω χειλικόν τµήµα, το τελευταίο γναθικόν τµήµα της κεφαλής που φέρει το labium labial suture, κάτω χειλική ραφή, η ραφή µεταξύ prementum και postmentum labial triangle, κάτω χειλικόν τρίγωνον. στα Collembola: η κοιλιακή εξωτερική επιφάνεια του ενός ηµίσεως του κάτω χείλους µεταξύ των περιθωρίων των labial sclerite, labial appendages και median ventral groove Labiata = Symphyla + Hexapoda


326 Labiduroidea = Catadermaptera labiella = hypopharynx labile, labilis, ασταθής, ευµετάβλητος labiogenal articulation· στα ακάρεα: η εύκαµπτη συνένωσις στο venter του subcapitulum που επιτρέπει στις genae να αρθρώνονται στο mentum Labioidea, Υπεροικ. (κατά πολλούς) των Dermaptera µε τις Οικογ. Carcinophoridae, Spongiphoridae και Arixeniidae labiopedia, χειλοποδία, γενετική µετάλλαξις όπου οι χειλικές προσακτρίδες αντικαθίστανται από πόδες (π.χ. στο Tribolium confusum) labipalp(s) = labipalpi = labial palpi labis (πλ. labides), λαβίς -δες. στα ♂ Lepidoptera: ζυγές τριχωτές ή οδοντωτές προεξοχές των νωτοπλευρικών τµηµάτων της fultura superior ή transtilla labium (πλ. labia), κάτω χείλος, συγχωνευµένες δεύτερες κάτω γνάθοι (maxillae) πίσω από τις πρώτες κάτω γνάθους απέναντι από το άνω χείλος (labrum) labium superius = labrum labral, ανω χειλικός, του labrum labral brush, άνω χειλική ψήκτρα (βούρτσα). σε προνύµφες µερικών Nematocera (Diptera): lateral palatal brush labral fan, άνω χειλικόν ριπίδιον (βεντάλια). στις προνύµφες των Simuliidae (Dipt.): ζυγή µισχωτή ριπιδοειδής κατασκευή από τα πλευρά του labrum labral lamella, άνω χειλικόν ελασµάτιον. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): ένα έως αρκετά (λεία έως κτενοειδή) µικρά ελάσµατα µεταξύ των setae anteriores επί του labrum και του tormal bar labral lever, άνω χειλικός µοχλός. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): νωτιαίον αγγιστροειδές απόδεµα σε κάθε πλευρά του labrum labral nerve, άνω χειλικόν νεύρον, νεύρον εκτεινόµενον από τον τριτεγκέφαλον (tritocerebrum) µέχρι το labrum labral papillae, άνω χειλικαί θηλαί. στα Collembola: προεκβολές προς το άκρον της νωτιαίας επιφανείας του labrum labral sclerites, άνω χειλικοί σκληρίτες. σε προνύµφες µερικών Chironomidae (Diptera): ευδιάκριτοι σκληρίτες στη νωτιαία επιφάνεια του labrum που φέρουν τις S1 και S2 labral setae


327 labral sensillum, άνω χειλικόν αισθητήριον. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): ο περισσότερο εξέχων µεσαίος τύλος (peg) του bisensillum (µερικές φορές οξύς) επάνω σε οζίδιον (tubercle) που έτσι φαίνεται να αποτελείται από 3 τµήµατα labral setae, άνω χειλικαί τρίχες. στις προνύµφες Chironomidae: οι S1 και S2 κεφαλικές τρίχες των labral sclerites ή των αντιστοίχων περιοχών labral suture, άνω χειλική ραφή, η ραφή µεταξύ labrum και clypeus labralia. στις προνύµφες Chironomidae (Dipt.): tormal bar ή labral margin labralia. στα τέλεια Hymenoptera: epipharynx labraris, στα Hymenoptera: ο σωλήν που σχηµατίζουν οι glossae labrecula, στα τέλεια Hymenoptera: το µικρό εγκάρσιον χείλος στην είσοδο προς τον basipharynx labrofrontal lobes, χειλοµετωπικοί λοβοί, tritocerebrum labrofrontal nerve, χειλοµετωπιαίον νεύρον, βραχύς νευρικός κορµός από το πρόσθιον τµήµα του tritocerebrum o oποίος δίδει µετωπιαία (frontal) και άνω χειλικά (labral) νεύρα labropalatum, χειλική υπερώα. στα τέλεια Culicidae: (Dipt.): το τµήµα της υπερώας (palatum) που σχηµατίζεται από την στοµατικήν επιφάνειαν του άνω χείλους (labrum) labrum, άνω χείλος, η κατάληξις του επιστοµίου (clypeus) έµπροσθεν του στόµατος labrum-epipharynx. στα τέλεια Diptera: το labrum µε την µορφή απλού κεντρικού στυλέτου (lancet) lac dye, χρωστική λάκας, κόκκινο χρώµα παραγόµενο από την λάκα του ♀ Laccifer lacca (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea: Kerridae) lac glands, αδένες λάκας. σε µερικά Kerridae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): επιδερµικοί αδένες οι οποίοι εκκρίνουν λάκαν (lac) laceratus, λακερός, ρακώδης, κατεσχισµένος lacinella, µικρή lacinia, ο πλευρικός λοβός της lacinia όταν αυτή είναι δίλοβη lacinia(e), λακίς (-ίδες), 1 λεπίδα (blade), 2 η εσωτερική των 2 gnathobases της 1ης maxilla, 3 ο έσω λοβός της maxilla (αρθρωµένος στο stipes) που φέρει ψήκτρες από τρίχες ή άκανθες βλ.galea lacinia exterioris, ο έξω λοβός της maxilla, galea lacinia interioris = lacinia lacinia mandibulae, λακίς της άνω γνάθου (mandibula). στις προνύµφες των ολοµεταβόλων εντόµων: σαρκώδης ή µεµβρανώδης προεξοχή της προσθίας ή µεσαίας όψεως της


328 mandible βλ. prostheca και lacinia mobilis lacinia mobilis, κινητή lacinia. σε µερικά Diplura και νύµφες Ephemeroptera: πλακοειδές εξάρτηµα στο άκρον της mandible βλ.prostheca lacteal, γαλακτώδης lacteus, γαλακτόχρους lacuna (πλ.lacunae), λακκίσκος, βοθρίον, κοίλωµα lacunate, lacunosous, λακκώδης, γεµάτος κοιλώµατα βλ.excavated, foreate, impessed και variolate laevis, laevigatus, λείος, οµαλός (αντ. asperus) lagena receptaculi, λάγηνος σπερµατοδόχου. στα ♀ Lepidoptera: διόγκωσις του βασικού τµήµατος του glandula receptaculi ή του spermathecal utriculus lageniform, lagenoid, λαγηνόµορφος, λαγηνοειδής, µε σχήµα φιάλης lamella(e), έλασµα, φύλλον, λεπίς. λεπτή πλάξ ή φυλλοειδής απόφυσις. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): plates. στα ♂ Boreidae (Mec.): σκληρυµένον τµήµα του aedeagus. στα ♀ Leptoceridae (Trich.): ευδιάκριτον ζεύγος πλαγίων πλακών σε κάθε πλευράν του οπισθίου εξωτερικού ανοίγµατος του genital chamber. στα ♂ Siphonaptera: laminae του aedeagal apodeme lamella antevaginalis (πλ.lamellae antevaginales), προκολπικόν έλασµα. στα ♀ Lepidoptera: το πρόσθιον τµήµα του sterigma lamella basalis infera, κάτω βασικόν έλασµα. στα ♂ Tipulidae (Dipt.) : VIII κοιλιακός στερνίτης lamella basalis supera, άνω βασικόν έλασµα. στα ♂ Tipulidae (Dipt.): VIII κοιλιακός τεργίτης lamella postvaginalis, µετακολπικόν έλασµα. στα ♀ Lepidoptera: το οπίσθιον (συχνά νωτιαίον) τµήµα του sterigma lamella terminalis infera, άνω τελικόν έλασµα. στα ♂ Tipulidae (Dipt.): hypandrium lamella terminalis supera, κάτω τελικόν έλασµα. στα ♂ Tipulidae (Dipt.): epandrium lamellate, lamellatus, ελασµατοειδής lamellate antenna, ελασµατοειδής κεραία, ροπαλοειδής κεραία όπου το ρόπαλον (club) αποτελείται από φυλλοειδείς επιφάνειες π.χ. στα τέλεια Scarabeidae βλ.flabellate antenna lamelles. στα Cocoidea (Hem.: Sternorrhyncha): lobes Lamellicornia = Coleoptera µε ελασµατοειδείς κεραίες π.χ. Scarabeoidea lamelliform, ελασµατόµορφος, ελασµατοειδής


329 lamina, lamella. στα ♂ Odonata: lamina anterior. στα ♂ Lepidoptera: tegument lamina annularis. στα ♂ Hymenoptera: basal ring lamina externa, έξω λεπίς, paraglossa lamina interna, έσω λεπίς, ligula lamina media, µέση λεπίς. στα ♂ Siphonaptera: µεσαία πλάξ του aedeagal apodeme lamina oblonga, επιµήκης λεπίς. στα ♀ Hymenoptera: second gonocoxa lamina subgenitalis, υπογεννητική λεπίς, πλάξ κάτωθεν των genitalia συχνά οµώνυµη του subgenital plate lamina supraanalis, επιπρωκτική λεπίς, στις νύµφες των Anisoptera, µικρός νωτιαίος σκληρίτης στα τοιχώµατα του κυκλικού δακτυλίου που περιέχει τον πρωκτόν (anus). στα Phasmida: epiproct. στα Orthoptera: µέρος του epiproct lamina ventralis, κοιλιακή λεπίς. στα ♂ Nepomorpha (Hem.: Heteroptera): σκληρυµένη λεπίς που ξεκινά από το σηµείον συνενώσεως των ligamentary processes και ακολουθεί κατά µήκος κοιλιακώς το phallosoma. στα ♂ Zygaenidae (Lep.) µαζί µε την lamina dorsalis: ακανθοειδείς µεµβράνες του άκρου του aedoeagus laminae abdominales, κοιλιακαί λεπίδες. στα ♀ Lepidoptera: papillae anales laminae aedeagales, λεπίδες αιδοιαγού. στα ♂ Hymenoptera: parameres laminae anales, εδρικαί λεπίδες. στα ♀ Lepidoptera: papillae anales laminae genitals, γεννητικαί λεπίδες. στα ♂ Auchenorrhyncha: (Hem.): genital plates laminae phalli, φαλλικαί λεπίδες. στα ♂ Caelifera (Orth.): laminae subanales, υποεδρικαί λεπίδες. στα Grylloblattodea και Orthoptera: paraprocts laminate, laminatus, laminosus, ελασµατοειδής, φυλλοειδής laminiform, ελασµατόµορφος lamnadens, lamellatus. στα τέλεια Diptera: discal sclerite της labella lamna (πλ. lamnae), lamella. στα ♀ Mecoptera: πλευρικαί ζυγές κατασκευές του medigynium lana, έριον (µαλλί). σε µερικά τέλεια Lepidoptera (πεταλούδες): οι µακρές τρίχες της κοιλίας, (abdomen) lanate, lanatus, εριώδης, χνοώδης (µαλλιαρός) lance, lancea, λόγχη. στα ♀ Hymenoptera: gonapophysis lanceolate, lanceolatus, λογχοειδής lancet, νυστέρι, στυλέτο, τροποποιηµένο στοµατικόν εξάρτηµα. στα ♀ Aculeata (Hym.): first


330 gonapophyses χωρίς τα rami lanosus, εριώδης lanuginisus, χνοώδης lanugo, χνούς (χνούδι) lapidicolous, λιθόβιος, κάτω από βυθισµένους λίθους βλ.cryptobiotic lappet(s). στα ♀ Lepidoptera: papillae anales large crossvein, µέγα διασταυρούµενο νεύρον (πτέρυγος), discal medial-cubital crossvein large intestine, παχύ έντερον, κόλον έντερον (colon) larva (ae), είδωλον, προνύµφη, το νεαρό έντοµο που µόλις αφήνει το ωόν (egg) και διαφέρει µορφολογικώς πολύ από το τέλειον (adult) larval, προνυµφικός βλ.nymphal larval eyes. προνυµφικοί οφθαλµοί. στις προνύµφες Nematocera και ορθόρραφα Brachycera (Dipt.): stemmata larval heteromorphosis = hypermetamorphosis larvapod, ψευδόπους, proleg larvarium, λαρβάριον, φωληά / καταφύγιο κατασκευασµένο από προνύµφη βλ.cocoon, hibernaculum larviparous, προνυµφοτόκος, που γεννά προνύµφες αντί ωών π.χ. ορισµένα Diptera βλ.viviparous larviposition, προνυµφοτοκία larvipositor, προνυµφοθέτης. στα προνυµφοτόκα Diptera: τροποποιηµένος ωοθέτης larvule, η νεαρή προνύµφη Ephemeroptera χωρίς ανεπτυγµένο αναπνευστικό, κυκλοφορικό και νευρικό σύστηµα lashed, βλεφαριδωτός, µε σχεδόν πλήρη σειράν σκληρών τριχών γύρω από τον σύνθετον οφθαλµό latatergum = laterotergite laterad, προς τα πλευρά και σε απόσταση από τη µεσαία γραµµή του σώµατος lateral, πλευρικός lateral abdominal gills. σε µερικά Calopterygidae (Anis.): πλευρικά κοιλιακά γάγγλια lateral apical lobes, πλευρικοί ακραίοι λοβοί. στα ♂ Pentatomoidea (Hem.: Heteroptera): parandria lateral claspers, πλευρικοί σφιγκτήρες. στα ♂ Geometridae (Lep.): valvae lateral eyes· στα ακάρεα: πλευρικοί οφθαλµοί, 1-3 ζεύγη απλών οφθαλµών (ocelli) συνήθως


331 πλευρικώς του postdorsum lateral filaments, πλευρικά νήµατα. µακρά αιχµηρά εξαρτήµατα στο περιθώριον της κοιλίας υδροβίων προνυµφών lateral glandular pouches, πλευρικοί αδενώδεις θύλακοι. στα ♂ Orthoptera: ejaculatory vesicles lateral gonapophyses, πλευρικαί γοναποφύσεις. στα ♀ Odonata: µέρος του ovipositor. στα ♀ Orhoptera: posterior valvulae. στα ♀ Psocoptera: valvae externae lateral gonopods, πλευρικά γονοπόδια. στα ♀ Psocoptera: valvae externae lateral hooks, πλευρικά άγγιστρα. στις προνύµφες Muscomorpha (Dipt.): mouth hooks lateral muscles, πλευρικοί µύες, οι νωτοκοιλιακοί µύες συγχρόνως διατµηµατικοί (intersegmental) και ενδοτµηµατικοί (intrasegmental) lateral ocelli = stemmata lateral opisthonotal (opirthosomatic) glands· στα ακάρεα Sarcoptiformes: ζεύγος αδένων στο opirthosoma µε µεγάλα solenostomes βλ.oil glands lateral pharyngeal glands = hypopharyngeal glands lateral plate(s), πλευρικαί πλάκες. στα ♀ Nepidae (Hem.: Heteroptera): γοναποφύσεις του VIII κοιλιακού δακτυλίου. στα ♂ Siphonaptera: parameres. στα ♂ Siphonaptera: laminae laterales. στις προνύµφες Muscomorpha (Diptera): tentoropharyngeal sclerite lateral process(es). στα ♂ Plecoptera: stylets. στα ♂ Urostylidae και Coreidae (Hem.: Heteroptera): parandria lateral tracheal trunk, πλευρικός τραχειακός κορµός, ο επιµήκης τραχειακός κορµός (σε κάθε πλευράν του σώµατος) που συνδέεται µε τα πλευρικά αναπνευστικά τρήµατα (spiracles) laterals. στα ♂ Heteroptera: parameres latericeous, lateritius, πλινθόχρους, µε χρώµα κεραµιδί laterosternite(s), πλευροστερνίτης -αι, 1 το πλευρικόν τµήµα ορισµένου θωρακικού στερνίτη που προέρχεται από τον στερνικόν πλευρίτη (sternopleurite) της subcoxa, 2 µικρός σκληρίτης στην πλευρική περιοχήν της κοιλίας (πλευρίτης). στα Isoptera και Dermaptera: χωριστές πλάκες των πλευρών του eusternum. στα ♀ Ensifera (Orth.): µικρός σκληρίτης στο πλευρικόν τοίχωµα του eusternum. στα Heteroptera (Hem.): πλευρικές υποδιαιρέσεις των sterna των προγεννητικών κοιλιακών δακτυλίων (π.χ. σε υδρόβια είδη). σε µερικά τέλεια Ichneumonidae (Hym.): χωριστό πλευρικόν τµήµα του abdominal sternite


332 laterostigmatal, πλευροτρηµατικός, επί των πλευρών και αµέσως άνωθεν του αναπνευστικού τρήµατος (spiracle) laterotergite(s), πλευροτεργίτης(-αι), πλευρική σκλήρυνσις του νώτου (dorsum) ξεχωριστή από τον κύριον µεσαίον τεργίτη. στα Heteroptera: Hem.: dorsal και ventral laterotergites. στα ♀ Panorpidae (Mec.): πρόσθετες πλευρικές πλάκες των VII και VIII κοιλιακών δακτυλίων. στα τέλεια Diptera: το πλευρικόν τµήµα του postnotum σε κάθε πλευράν του mediotergite. στα τέλεια Culicidae (Dipt.): το πλευρικόν τµήµα του I κοιλιακού τεργίτη λίγο ή πολύ χωρισµένο από το µεσαίο νωτιαίο τµήµα βλ.paratergite lateroventral, πλευροκοιλιακός, πλευρικός και κάτω από το µεσαίον οριζόντιον επίπεδον latescent, άδηλος, λανθάνων latigynal (latigynial) schields· σε µερικά ♀ parasitiform ακάρεα: ζεύγος σκληριτών (θυρεών) πλευρικώς του mesogynal schield προς προστασίαν του genital opening Latreille’s segment, τµήµα του Latreille. στα τέλεια Apocrita (hymenoptera): propodeum latus, φαρδύς latuscula, οµµατίδια latusculum, πλευρίον. στα τέλεια Diptera: notopleuron Lauxanioidea, Υπεροικ. των Schizophora (Dipt.: Brachycera) µε τις Οικογ. Lauxanidae, Chamaemyiidae και Periscelididae ή Υπεροικ. στα Schizophora - Acalyptratae των Muscomorpha (Dipt.: Brachycera) µε τις Οικογ. Lauxanidae και Chamaemyiidae law of disharmony, νόµος της δυσαρµονίας βλ.allometry leaf insect, µέλος των Phylloidea, (Phasm.) leaf miner, φυλλορύκτης, έντοµο που ζεί και τρέφεται από το µεσόφυλλον µεταξύ της άνω και της κάτω επιφανείας του φύλλου κάποιου φυτού leaf-shaped appendages, φυλλοειδή εξαρτήµατα. στα ♀ Phasmida: funnel-shaped appendages leaf-shaped ventral sclerite, φυλλοειδής κοιλιακός σκληρίτης. στα ♂ Siphonaptera: virga ventralis leafhoppers, µέλη των Οικογενειών Cicadellidae και Eurymelidae (Hem.: Auchenorrhyncha: Cicadelloidea) leaflet of aedeagus, φυλλάριον αιδοιαγού. στα ♂ Anophelinae (Diptera: Culicidae): επιµήκης φυλλοειδής κατασκευή στο apex του aedeagus οµόλογος των ventral arms του Culex lecithal egg, λεκιθικόν ωόν, σχετικώς µεγάλο ωόν γεµάτο λέκιθον βλ.alecithal egg


333 lectoallotype, λεκτοαλλότυπος. δείγµα αρχεγόνου υλικού προσδιορισµένου αργότερον του αρχεγόνου και είναι αντιθέτου φύλου από τον λεκτότυπον (lectotype) βλ.allotype lectotype, λεκτότυπος, σύντυπος (syntype) οριζόµενος ως δείγµα τύπου µε απλήν ονοµασίαν απαραίτητη για την καθιέρωσιν ονόµατος είδους ή υποείδους leg, πούς (πόδι). στα Hexapoda: ένα από τα ζυγά εξαρτήµατα του θώρακος που χρησιµοποιούνται για κίνησιν ή στήριξιν και αποτελούνται συνήθως από coxa, trochanter, femur, tibia και pretarsus βλ.proleg legion, Λεγεών, οµάδα γενών κατωτέρα της Φυλής (tribe) legionary ant, λεγεωνάριος µύρµηγξ (army ant) legnum, το περιθώριον ενός λεπίου (squama) legula(e), λοβός(οι). στα τέλεια Lepidoptera εύκαµπτες εκφύσεις µε µορφήν λωρίδος ή γλώσσας στο χείλος του haustellum lens, φακός (του οφθαλµού), κερατοειδής (corneal) ή κρυσταλλοειδής (crystalline) lenticular (lenticulate, lenticulatus), φακοειδής, διπλόκυρτος lentic, στάσιµος (ύδατα), που ζεί σε στάσιµα νερά (λίµνες, δεξαµενές, έλη) lenticular organ, φακοειδές όργανον. στα Acridoidea (Orthoptera): οργανίδιον στην ακρονωτιαία γωνίαν καθενός από τα ακραία άρθρα µιάς κεραίας Lepidoptera, Τάξις των Holometabola (Insecta) όπου τα τέλεια έχουν 2 ζεύγη µεµβρανωδών πτερύγων σκεπασµένων και στις δύο επιφάνειες µε λέπια (scales) και των οποίων οι προνύµφες είναι ευκέφαλες και πολύποδες lepidopteran, λεπιδόπτερον, µέλος της Τάξεως Lepidoptera lepidopteric acid, λεπιδοπτερικόν οξύ, πράσινη χρωστική από τα λέπια των πτερύγων των Lepidoptera lepidopterin, λεπιδοπτερίνη, προϊόν αποσυνθέσεως πρωτεΐνης που βρίσκεται στα Lepidoptera lepidopterous, λεπιδοπτερικός, που αφορά σε Lepidoptera lepidotic acid, λεπιδοτικόν οξύ, κίτρινη χρωστική από τα λέπια των Lepidoptera lepis, λεπίς (λεπίδα), λέπιον Lepismoidea = Zygentoma leprous, leprosus, λεπιδωτός, φολιδωτός leptophragmata, λεπτοφράγµατα, ειδικευµένα κύτταρα που προσδένουν τους κρυπτονεφριδικούς σωλήνες Malpighi στην περινεφρικήν µεµβράνην (perinephric membrane) Leptophlebioidea, Υπεροικ. των Ephemeroptera µε µόνη την Οικογ. Leptophlbiidae


334 Leptopodoidea, Υπεροικ. στα Leptopodomorpha των Heteroptera (Hem.) µε τις Οικογ. Omanidae και Leptopodidae Leptopodomorpha, Ανθυποτάξις των Heteroptera (Hem.) µε τις Υπεροικ. Saldoidea και Leptopodoidea leptos, λεπτός, µικρός lesser ampulla, ελάσσων (µικρότερη) λήκυθος. σε µερικά τέλεια Calliphoridae και Sarcophagidae (Calyptrate: Dipt.): το διογκωµένο πρόσθιον τµήµα του pleural wing process βλ.greater ampulla lesion, λύσις συνεχείας ιστού, βλάβη, τραύµα βλ.biochemical lesion Lestinoidea, Υπεροικ. της Υποταξεως Ζygoptera (Od.) µε τις Οικογ. Lestidae και Chlorolestidae lestobiosis, ληστοβίωσις. στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): σχέσις κατά την οποίαν αποικίες µικρών σε µέγεθος ειδών δηµιουργούν φωληές στα τοιχώµατα φωληάς µεγαλυτέρων σε µέγεθος ειδών και τρέφονται µε τα εκολαπτόµενα νεαρά ή «ληστεύουν» τα αποθέµατα τροφής τους lethargic, ληθαργικός, ανενεργός letisimulation, thanatosis (προσποίησις θανάτου) leucoblast, λευκοβλάστη (prohemocyte) leucocyte, λευκοκύτταρον (plasmatocyte) leucopoietic organ, λευκοποιητικόν όργανον (hemopoietic organ) leucopterine, λευκοπτερίνη, λευκή χρωστική των λεπίων των τελείων Lepidoptera (κυρίως Pieridae) levator(muscle), ανελκτήρ (ανυψωτικός), µύς προς ανόρθωσιν εξαρτήµατος levator tendon, ανελκτήρ (ανυψωτικός) τένων· στα ακάρεα: ο µυς που κινεί τον movable digit των chelicera levelling, επιπέδωσις (ισοπέδωσις). στα εδαφόβια είδη: η αποµάκρυνσις ή διάλυσις των σωρών χώµατος κοντά στην είσοδο της φωληάς τους lever (apparatus), µοχλός. στα ♂ Heteroptera (Hem.): articulatory apparatus levers of penis, µοχλοί πέους. στα ♂ Siphonaptera: virga penis levigate, levigatus, λείος, επιφάνεια συνήθως λάµπουσα χωρίς προεξοχές ή εντυπώσεις βλ. glabrous, nitid, politus levulose, λεβουλόζη, fructose Libelluloidea, Υπεροικ. της Υποταξεως Anisoptera (Od.) µε τις Οικογ. Libellulidae,


335 Corduliidae και Synthemidae liber, ελεύθερος, free lice (εν.louse), φθείρ (ψείρα), µέλος της Τάξεως Phthiraptera life cycle, κύκλος ζωής, βιολογικός κύκλος, η σειρά των αλλαγών στην ανάπτυξιν των ατόµων που περιλαµβάνει: γονιµοποίησιν, αναπαραγωγήν και θάνατον και την αντικατάστασιν των ατόµων αυτών από µία νέα γενεά (generation) life stage, στάδιον ζωής, κάθε διακριτή περίοδος της ζωής ενός εντόµου π.χ. στα Holometabola: ωόν, προνύµφη, νύµφη και τέλειον βλ.instar και stadium ligament(s), σύνδεσµος, ταινία ή φύλλο σκληρού ινώδους ιστού µεταξύ δύο µερών ή τµηµάτων (segments). στα ♂ Heteroptera (Hem.): ligamentary processes. στα ♂ Zygaenidae (Lepidoptera): saccus ligamentary processes, συνδετικαί προεξοχαί. στα ♂ Heteroptera (Hem.): σκληρυµένες οπισθο-κοιλιακές προεκτάσεις των basal plates ligamentous processes. στα ♂ Saldidae (Hem.: Heteroptera): ligamentary processes light-adapted eye, φωτο-προσαρµοσµένος οφθαλµός, σύνθετος οφθαλµός προσαρµοσµένος σε υψηλές εντάσεις φωτός βλ.dark-adapted eye light-compass reaction, αντίδρασις φωτεινής πυξίδος, 1 προσανατολισµός και κίνησις κατά ορισµένην γωνία σε σχέση µε τις φωτεινές ακτίνες, 2 η ικανότης κινήσεως σε ευθεία γραµµή διατηρώντας τον ήλιο σε σταθεράν πρόσπτωσιν επί του αµφιβληστροειδούς φακού του οφθαλµού (π.χ. µυρµήγκια) light-producing organs, όργανα παραγωγής φωτός, φωτοβόλα όργανα διεσπαρµένα σε όλο το σώµα ή συγκεντρωµένα σε ορισµένες περιοχές όπως στην κεφαλή ή στο άκρον της κοιλίας βλ. luminescence ligneous (ligneous, ligniform), ξυλώδης lignicolous = lignicollis, ξυλόβιος lignivorous, ξυλοβόρος (xylophagous) ligula (πλ. ligulae), γλωσσίς (ονοµασία για glossae και paraglossae) ligulate, ligulatus, γλωσσοειδής, πολύ πιο µακρύς από πλατύς ligulate sclerite(s), γλωσσοειδείς σκληρίται. στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): ραβδοειδείς σκληρίτες στη θέση των subhypostomal sclerites liguloid arch, γλωσσοειδής αψίς. στις προνύµφες του Calliphora (Dipt.: Calliphoridae): labral sclerite limaciform larva, λειµακόµορφος προνύµφη, άποδος προνύµφη µε τη µορφή του Limax


336 (γυµνοσάλιαγκα) βλ.slug, caterpillar limb, µέλος π.χ. πόδες (legs) limb basis, βάσις µέλους, το πρώτο βασικόν τµήµα εξαρτήµατος που στηρίζει τον telepodite (coxopodite) limbus, όριον, κράσπεδον, χείλος. στα Cicadidae (Hem.: Sternorrhyncha): η περιοχή κατά µήκος του εξωτερικού και οπισθίου περιθωρίου της πτέρυγος limpid, διαυγής, καθαρός και διαφανής (π.χ. µεµβρανώδεις πτέρυγες) line anastomosis, γραµµή αναστοµώσεως. στα τέλεια Trichoptera: cord linea, γραµµή (line) linea ventralis, κοιλιακή γραµµή στα Protura: η κοιλιακή αύλαξ που ξεκινά από τη βάση του κάτω χείλους (labium) και προεκτείνεται προς τα πίσω σε µικρήν απόσταση πίσω από τις plicae orales. στα Collembola: η κοιλιακή αύλαξ από τη βάση του labium µέχρι το άκρον του ventral tube linear γραµµικός, επί ευθείας γραµµής lineate, lineated, lineatus, γραµµωτός lineola (πλ.lineolae), λεπτή γραµµή lineolet, µικρή lineola lingua, γλώσσα ή υποφάρυγξ. στα Collembola, Diplura και Archaeognatha: ο µεσαίος λοβός του hypopharynx µεταξύ των superlinguae. στα τέλεια Lepidoptera και Diptera: proboscis. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): ligula. στα τέλεια Hymenoptera: glossa lingua spiralis, σπειροειδής γλώσσα. στα τέλεια Lepidoptera: proboscis lingual glands, γλωσσικοί αδένες. στα Psocoptera και Phthiraptera: lingual sclerites (στην κοιλιακήν όψιν του hypopharynx) lingual sclerites, γλωσσικοί σκληρίται, ζυγοί σκληρίτες του hypopharynx στερεωµένοι µε αναρτητικούς σκληρίτες (suspensory sclerites) που δέχονται µύες του tentorium και του labium linguiform, γλωσσοειδής lingula (πλ. lingulae), γλωσσικός σκληρίτης. στα Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): δακτυλοειδής ή επιµήκης κατασκευή κάτω από το operculum και µέσα στο vasiform orifice. στα Auchenorrhyncha (Hem.): εδρικός στύλος (anal style). στο ♂ Melitaea (Lepidoptera: Nympalidae): γλωσσοειδής κατασκευή που κλείνει την φαλλικήν αύλακα


337 (penis groove). στα ♂ Syrphidae (Diptera): µονή (άζυγη) προεξοχή του hypandrium. στις µέλισσες (Hym.: Apoidea): glossa link plates, συνδετικαί πλάκες. στα τέλεια Siphonaptera: µικροί πλευρικοί σκληρίτες που συνδέουν (όχι σε όλα τα είδη) την κεφαλή µε τον προθώρακα, τον προθώρακα µε τον µεσοθώρακα, τον µεσοθώρακα µε τον µεταθώρακα και τον µεταθώρακα µε τον Ι κοιλιακόν δακτύλιο linkage, σύνδεσις, η σχέσις των γονιδίων που προκύπτει από την ύπαρξή τους στο ίδιο χρωµόσωµα βλ.sex linkage liocyte, χρωµόφιλον κύτταρον lip, χείλος. στα ♂ Heteroptera (Hem.): hypandrium lipid epicuticula, λιπιδική επιδερµίς, το εξωτερικό µέρος της epicuticula των προνυµφών στα ανώτερα Diptera lipochromous, άχρωµος Lipognatha· στα Phthiraptera: (Rhynchophthirina + Anoplura) lipolytic, λιπολυτικός - µέσω του ενζύµου λιπάση (lipase) lipoproteins, λιποπρωτεΐναι, διγλυκερίδια που έχουν σχέσιν µε πρωτεΐνες της hemolymph Lipoptera = Mallophaga liquefaction, υγροποίησις, µετατροπή σε υγρόν littoral, παράλιος, που ζει σε παράλια οικοσυστήµατα litura, κηλίς, δυσδιάκριτο σηµείο µε αχνό περιθώριο livid, lividus, µολυβδόχρους, κυανόµαυρος lobate, lobatus, λοβώδης, διαιρούµενος µε βαθειές εγκοπές lobe, lobus, λοβός στρογγυλευµένη περιοχή ή προέκτασις. στα ♀ Neuropteroidea: stylus. στα ♂ Lepidoptera: valvae βλ.lobus lobiform, λοβοειδής loboids. λοβοειδή. στα ♂ Siphonaptera: οι λοβοί του aedeagus Lobopodia = Onychophora + Arthropoda lobulate, λοβωµένος, διηρηµένος εσωτερικώς, µε πολλούς λοβούς ή λοβίδια lobulus, λοβίδιον (µικρός λοβός)· στα τέλεια Diptera: allula πτέρυγος. σε µερικά τέλεια Hymenoptera: claval lobe του jugal lobe στην οπίσθια πτέρυγα lobus (πλ. lobi), λοβός. στα ♂ Siphonaptera: η νωτιαία (προσθία) προεξοχή (lobus 1) ή η κοιλιακή (οπισθία) προεξοχή (lobus 2) του processus basimeris ventralis


338 lobus externus (πλ. lobi externi), έξω λοβοί. στα Protura: 2 µακροί αιχµηροί ή αγγιστροειδείς λοβοί στο stipes της maxilla που συγχέονται ως laciniae lobus inferior, άνω λοβός, lacinia της κάτω γνάθου (maxilla) lobus internus, έσω λοβός. στα Protura: λοβός της maxilla, που συγχέεται ως galea, στο άκρον του stipes lobus maxillae = galea lobus superior = galea locomotory, κινητικός locomotory spinules, κινητικά ακανθίδια. στις προνύµφες των Diptera: τα ακανθίδια των ψευδοπόδων locusts, ακρίδες, µέλη της Οικογ. Acrididae (Orth.: Acridoidea) lodix (πλ. lodices), χλαίνη· στα ♀ Noctuidae (Lep): µεσοοπισθία κατασκευή στο abdominal sternum VII που σχεδόν καλύπτει τα sterigma και sinus vaginalis logotype, λογότυπος, τύπος του είδους βλ. haplotype και orthotype Lonchopteroidea, Υπεροικ. των Aschiza στα Muscomorpha (Dipt. : Brachycera) µε µόνη την Οικογ. Lonchopteridae long - horned beetles, µέλη της Οικογ. Cerambycidae (Col.) long - horned grasshopper, µέλος της Υπεροικ. Tettigonoidea long - tongued bees, µέλισσες (Hym.: Apoidea) µε τις Οικογ. Megachilidae, Apidae και Anthophoridae longicorn, µακρύκερος, µε τις κεραίες ίσου ή µεγαλυτέρου µήκους από αυτό του σώµατος π.χ. Cerambycidae (Col.) Longicornia, η Οικογ. Cerambycidae (Col.): long horned beetles longipennate, µακρόπτερος, µε µακρές πτέρυγες longitudinal, επιµήκης, κατά µήκος, στην κατεύθυνσιν του µεγάλου άξονος του σώµατος loop, βρόχος, θηλιά. στα ♂ Ditrysia και Heteroneura (Lep.): retinaculum looper, προνύµφη Geometridae ή άλλων Lepidoptera που κινείται αναδιπλούµενη (λόγω ελείψεως µεσαίων ψευδοπόδων) σχηµατίζοντας µε το σώµα της θηλιά (loop) lophus (πλ. lophi), λοφίον, κορυφή, στα ♂ Caelifera (Orth.): οπισθία προεξοχή του epiphalus, διαιρούµενη ή όχι lorum (πλ. lora), λώρος, λωρίδα, χιτινισµένες ταινίες που συνδέουν το submentum µε την cardo της maxilla, µικρά κορδόνια στη βάση της proboscis. στα τέλεια Diptera: maxillary tendon. στα Hemiptera: maxillary plate


339 lotic, ρέων, που ζει σε κινούµενα νερά louse (εν.lice), ψείρες, µέλη της Τάξεως Phthiraptera lubricate (lubricatus, lubricus), γλυστερός, ολισθηρός lucid (lucidate, lucidatus, lucidus), φωτεινός, στίλβων, λάµπων luciferous, φωτοδότης, φωτοφόρος, που εκπέµπει φώς lucifugus (λύκη = φως + φυγή), φωτόφοβος, αυτός που αποφεύγει το φως lumen (πλ. lumina), φέγγος, ο περικλειόµενος χώρος ή κοιλότητα κάθε οπής ή φλύκταινας σε όργανο ή κατασκευήν του σώµατος luminescence, φωταύγεια luminescent, φωταυγής, φωτοβόλος lunar sclerite, µηνοειδής (ηµισεληνοειδής) σκληρίτης. στα ♂ Siphonaptera: tectum lunate, lunatus, ηµισεληνοειδής lunula (πλ.lunulae), lunule, σεληνίς, µηνίσκος lunular sclerite = lunar sclerite lunulate, lunulatus (βλ.lunate), αποτελούµενος από σειράν µικρών lunules lura (πλ. lurae), ασκός, κοιλία. στα ♀ Siphonaptera: διαφοροποιηµένο τµήµα της bursa copulatrix που ανοίγει προς τον κόλπον (vagina) lurid, luridus, ωχρός, πελιδνός lutein, ωχρίνη, λουτεΐνη, χρωστική κίτρινης ξανθοφύλλης π.χ. στην προνύµφη του Sphinx (Lep: Sphingidae) luteotestaceous, µε χρώµα βαθύ κίτρινο του πηλού luteous, luteus, κίτρινος lycopene, λυκοπένιον, ερυθρά χρωστική στο Coccinella (Col: Coccinellidae) και στο Pyrrhocoris (Het.: Pyrrhocoridae) Lygaeoidea, Υπεροικ. των Pentatomomorpha (Het.) µε την Lygaeidae κ.ά.Οικογ. Lymexiloidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε µόνη την Οικογ. Lymexylidae lymph gland, λεµφαδήν (λεµφαδένας). στις προνύµφες των Drosophila (Dipt.: Drosophilidae): αιµοποιητικόν όργανον lymphatic, λεµφικός, που παράγει ή µεταφέρει ή έχει σχέσιν µε την αιµολέµφο (hemolymph) lymphocyte, λεµφοκύτταρον, plasmatocyte lymphocyte of Hollande, λεµφοκύτταρον του Hollande: prohemocyte Lyonnet’s gland, αδήν του Lyonnet. στις προνύµφες των Lepidoptera: µικρός αδένας που ενώνει τον αγωγό του labial gland και πιθανώς « λιπαίνει » τον αγωγό από τον οποίον


340 περνά το µετάξι lyra (πλ.lyrae), λύρα. στα ♂ Geometridae (Lep.): ο VIII στερνίτης σε σχήµα λύρας (µουσικού οργάνου) lyrate, lyriform, σε σχήµα λύρας lyre. στις προνύµφες των Lepidoptera: το άνω τοίχωµα ή το περιθώριον του spining tube lysolecithin, λυσολεκιθίνη, µία από τις ουσίες του δηλητηρίου των µελισσών και των σφηκών (Aculeata: Hym.)


341

M M, µέσον νεύρον πτέρυγος (media, medius) m, µέσον διασταυρούµενον νεύρον πτέρυγος (medial crossvein) M appendage, Μ εξάρτηµα. στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): µεσοκοιλιακόν εξάρτηµα του prementum MA, media anterior, πρoσθιο - µέσον νεύρον πτέρυγος Machiloidea = Archaeognatha macraner, (µακρός + άνερ= ♂), ασυνήθιστα µεγάλο ♂ µυρµήγκι macrergate, (µακρός + εργάτης) ασυνήθιστα µεγάλο µυρµήγκι - εργάτης macrocephalic female. στα κοινωνικά Halictidae (Hym.: Apoidea): ένα µεγαλύτερο σε µέγεθος ♀ (µε δυσαναλόγως µεγάλη κεφαλή) που είναι συνήθως το ωοτόκον της αποικίας macrocephalic phase, µακροκέφαλος φάσις. στα Muscomorpha (Dipt.): η φανεροκέφαλος νύµφη (phanerocephalic pupa) πριν εµφανιστούν οι κατασκευές του τελείου εντόµου macrochaeta(e), µακροτρίχιον, macroseta macrocyte, µακροκύτταρον, plasmatocyte macrogyne (µακρός + γυνή), ασυνήθιστα µεγάλη βασίλισσα µυρµηγκιών macrolabia. στα Dermaptera: µακροί κέρκοι (cerci) Macrolepidoptera, Lepidoptera µε σχετικώς µεγαλόσωµα τέλεια και τις Υπεροικ.: Hesperioidea, Papilionoidea, Hedyloidea, Geometroidea, Mimallonoidea, Bombyccoidea, Sphingoidea και Noctuoidea βλ.Microleridoptera macronyssid, αιµοµυζητικόν παρασιτικόν άκαρι µέλος της Οικογ. Macronyssidae π.χ. Ornithonyssus macrophagous, τρεφόµενος µε µεγάλα τεµαχίδια τροφής macrophthalmic, µεγαλόφθαλµος, µε µεγάλους συνθέτους οφθαλµούς πιο µεγάλους από των άλλων συγγενών ειδών βλ.microphthalmic macroplastron, µακροπλάστρον, στιβάς τριχών (που αποθηκεύουν αέρα και χρησιµεύουν ως φυσικά βράγχια) µακρότερες εκείνων του plastron macropore, µακροπόρος. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): κηρογόνος πόρος macropterous form, µακρόπτερος τύπος εντόµου (π.χ. στα Isoptera) βλ.apterous,


342 brachypterous και micropterous macropterous reproductive, µακρόπτερα αναπαραγωγικά άτοµα· στους τερµίτες (Isoptera): alates macroseta(e), µακροτρίχιον, τρίχα εµφανώς µεγαλύτερη και παχύτερη των γειτoνικών· κύριο ταξινοµικό χαρακτηριστικό στους πόδες ΙV των ακάρεων Phytoseiidae macrotrichia (εν. macrotrichium). στα τέλεια Diptera και Trichoptera: τριχοειδή αισθητήρια (trichoid sensilla) βλ.microtrichia macula, κηλίς (κηλίδα) maculate, maculated, maculatus, κηλιδωµένος, µε επιφανειακά σηµεία βλ.adsperse, atomarius, irrorate maculose = maculosus = maculate madreporiform, µαδρεπορικός (µητροπορικός), µε κοραλιοειδή µορφήν. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): cribriform plates magenta, µαγεντιανή χρώσις, πορφυροκόκκινο χρώµα maggot, σχαδών. στα περισσότερα Muscomorpha (Dipt.): ακέφαλη και άποδος προνύµφη µε το κεφαλικόν άκρον µυτερό και το οπίσθιον κολοβωµένο major duct· στα Mesostigmata ακάρεα Phytoseiidae, Blattisociidae, Otopheidomenidae: σωληνοειδής αγωγός ποικίλου µήκους από το solenosome προς το atrium major soldier, µείζων οπλίτης. σε είδη των Isoptera µε διµορφικές κάστες: ο πιό µεγαλόσωµος τύπος οπλίτη major worker, µείζων εργάτης. στα Isoptera (τερµίτες) και τα µυρµήγκια: το µέλος της υποκάστας των µεγαλυτέρων σε µέγεθος εργατών που ειδικεύονται στην άµυνα Malacodermata, Οµάς των Polyphaga (Col.) µε την Υπεροικ. Cantharoidea και τις Οικογ.: Melyridae, Lymexylidae, Dascillidae και Cleridae Malacopsylloidea, Υπεροικ. των Siphonaptera µε τις Οικογ. Malacopsyllidae και Rhopalopsyllidae mala ή mola, λοβός γνάθου mala mandibularis = mola mala maxillae, κάθε λοβός της κάτω γνάθου (maxilla) δηλ.η galea ή η lacinia male, άρρεν, το φύλο που διαθέτει όργανα γιά παραγωγή σπερµατοζωαρίων µε το


343 αστρονοµικό σύµβολον του Άρεως (♂) male hooks. στα ♂ Heteroptera (Hem.): parameres male plates. στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): genital plates male squama genitalis. στα Protura: τα εξωτερικά ♂ genitalia αποτελούµενα από τον periphallus και distal phallus male ventral organ. σε µερικά ♂ Onychiuridae (Coll.): µιά ή περισσότερες συστάδες τριχών στο κάτω µέρος των II, III και IV κοιλιακών δακτυλίων malleoli, σφυρία, αλτήρες· στα τέλεια Diptera: halters Mallophaga,πρώην Υποτάξις των Phthiraptera που περιλαµβάνει Ischnocera και Rhynchophthirina βλ.Amblycera Malpighian glands, Μαλπιγγιανοί αδένες, αδένες κατά µήκος των Malpighian tubes που στις προνύµφες µερικών Coleoptera και Neuropteroidea που χρησιµεύουν στο να «κλώθουν» µετάξι Malpighian tubes = Malpighian tubules Malpighian tubules, Μαλπιγγιανά σωληνάρια, µακροί, λεπτοί αγωγοί που ξεκινούν από το σηµείον όπου ενώνεται ο µέσος µε τον οπίσθιον στόµαχο και εµπλέκονται: στη σύνθεση των αµινοξέων, την απέκριση νιτρωδών, την ρύθµιση των αλάτων και του ύδατος, την παραγωγή µετάξης, απεκρίσεων και φωτός παίζοντας τον ρόλο «νεφρών» του εντόµου mammiform, µαστοειδής, µε την µορφήν µαστού ή θηλής mammilate (mammilated, mammilatus), θηλοειδής βλ.papillate mandibles, άνω γνάθοι, το πρώτο ζεύγος των σιαγώνων (γνάθων) στα έντοµα µε διάφορες µορφές, αναλόγως του στοµατικού τύπου του κάθε εντόµου mandibular, γναθικός mandibular brush. γναθική ψύκτρα· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): seta interna mandibular brushes· γναθικαί ψύκτρες· στις προνύµφες των Tabanoidea (Dipt.): οµάς νωτοπλευρικών ακανθών στις γνάθους mandibular comb· γναθικόν κτένι· σε προνύµφες µερικών Nematocera (Dipt.): pecten mandibularis mandibular fossa· γναθική κοτύλη· στις προνύµφες των Coleoptera: κοτύλη (acetabulum) της κεφαλής που υποδέχεται τον νωτιαίον κόνδυλο της γνάθου mandibular ganglia, γναθικά γαγγλια, οι νευρικές µάζες που ελέγχουν τις γνάθους


344 και αποτελούν µέρος του υποοισοφαγικού γαγγλίου mandibular glands, γναθικοί αδένες· στα Archaeognatha, στα Zygentoma, Blattopteroidea, Coleoptera και Hymenoptera: ζυγές σακκοειδείς κατασκευές στο άνοιγµα της κεφαλής κοντά στη βάση των γνάθων. στις προνύµφες Lepidoptera: σωληνοειδείς σιελογόνοι αδένες στον θώρακα που επικοινωνούν µε το στόµα µέσω ανοίγµατος στη βάση της γνάθου. στο Apis (Apidae) και σε µερικά µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): σακκοειδές άνοιγµα αδένος στην εσωτερικήν γωνίαν κάθε γνάθου (mandible) που παράγει φεροµόνες οι οποίες αφορούν στον έλεγχον της αποικίας (π.χ. alarm pheromones των εργατών) mandibular lever, γναθικός µοχλός. στα Hemiptera: χιτινισµένη κατασκευή στη βάση της γνάθου η οποία µε την βοήθεια µυών διευκολύνει την κίνησιν του στυλέτου (stylet) mandibular nerves, ζυγά νεύρα που ξεκινούν από το υποοισοφαγικόν γάγγλιον και νευρώνουν τις γνάθους mandibular palp, γναθική προσακτρίς. στα Ephemeroptera: lacinia mobilis mandibular plate, γναθική πλάξ· στα Hemiptera: πλάκα πλευρικώς του επιστοµίου (clypeus) και άνωθεν του maxillary plate mandibular pouch (seath), γναθική θήκη. στα Thysanoptera: εγκόλπωσις της κεφαλής που περιέχει την µοναδική λειτουργικήν άνω γνάθo mandibular scrobe, γναθική αύλαξ· σε µερικά τέλεια των Coleoptera: πλατειά και βαθειά αύλακα στην εξωτερική πλευρά της mandible mandibular tooth· γναθικός οδούς (δόντι)· στα τέλεια Culicidae (Dipt.) µία προεξοχή από την σειρά οδοντοειδών προεξοχών κατά µήκος του εξωτερικού περιθωρίου της άνω γνάθου (mandible) Mandibulata, 1 έντοµα µε µασσητικού τύπου στοµατικά εξαρτήµατα, 2 υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει Crustacea, Myriapoda και Hexapoda (Insecta) mandibulate, γναθωτός, που διαθέτει µασητικά στοµατικά εξαρτήµατα manducate, manducatus, µασητικός mane, χαίτη. σε µερικά Siphonaptera: σειρά χαιτοειδών σµηρίγγων στο νώτον του θώρακος ειδικώς στα Ischnopsyllidae manica (πλ. manicae), χειρίς (γάντι). στα ♂ Lepidoptera: η εσώτερη στιβάς του


345 εγκολπωµένου anellus στον aedeagus manitrunk, manitruncus: prothorax mantid, µέλος της Οικογ. Mantidae (Mant.) Mantis, Mantis religiosa, το « αλογάκι της Παναγίας » (Mantodea: Mantidae) Mantispoidea, Υπεροικ. των Plannipenia µε τις Οικογ. Mantispidae, Berothidae και Sisyridae mandle cell, κερατοειδές κύτταρον (corneagen cell) του αµφιβληστροειδούς του οµµατιδίου (ommatidium) mandle of phallosome. στα ♂ Siphonaptera: palliolum Mantodea, Τάξις εντόµων γναθωτών, αρπακτικών και εξωπτερυγωτών Mantoidea = Mantodea manubrium (πλ. manubria), λαβή. στα Collembola: η µεγάλη µεσαία οδοντοφόρος βάσις της furcula. στα ♂ Dermaptera: µεµβρανώδης προέκτασις του IX κοιλιακού στερνίτη υποστηρικτική του γεννητικού οπλισµού. στα ♂ Zoraptera: πεταλοειδής βασική πλάξ (basal plate). στα ♂ Coleoptera: µόνη προεξοχή του tegmen ή του penis. στα τέλεια Elateridae (Col.): το τµήµα του mesosternum που εφαρµόζει στην κοιλότητα του prothorax. στα τέλεια Siphonaptera: κοιλιακή προέκτασις µε σχήµα λαβής του clasper body (apodeme of tergum IX). στα τέλεια Chironomidae: brachiolium στη βάση της πτέρυγος. στις προνύµφες των Diptera: metacephalic rod. στα ♂ Hymenoptera: gonocoxite ή parapenial lobe manubrium dorsale. στα ♂ Siphonaptera: apodeme of tergum IX manus, χείρ (χέρι) = foretarsus (ο ταρσός των προσθίων ποδών) mappa (πλ. mappae), µάκτρον (πετσέτα). στα ♂ Sterrhinae (Lep.: Geometridae): φαρδειά σκληρυµένη προεξοχή του οπισθίου άκρου του VIII κοιλιακού στερνίτη (abdominal sternum VIII) marcescent, συρρικνωµένος, ζαρωµένος: shriveling margaritaceous, margaritaceus, µαργαριτώδης βλ.nacreous Margarodoidea = Archaeococcoidea margin, margo(-inis), περιθώριον, µετώπιον marginal, του περιθωρίου marginal vein. στα τέλεια Chalcidoidea και Scelionidae (Hym.): τµήµα του νεύρου


346 κατά µήκος του περιθωρίου της πτέρυγος marginate, marginatus, margined, 1 µε ανορθωµένο λεπτό περιθώριο, 2 µε το περιθώριο να καταλήγει σε πεπλατυσµένο όριον, 3 µε κοφτερό ή τροπιδοειδές χείλος margo externus, έξω περιθώριον. στα ♂ Lepidoptera: το περιθωριακό χείλος της valva marine, θαλάσσιος βλ.estuarine, intertidal, littoral marmoraceous, marmorate, marmoratus, µαρµαρώδης marsupium, µάρσιπος, ο θύλακος µέσα στον οποίον µερικά Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha) µεταφέρουν ωά και νεαρά άτοµα mask, προσωπίς (µάσκα). στα Odonata: τροποποιηµένον εκτατόν κάτω χείλος (labium) της νύµφης το οποίον περικλείει τα υπόλοιπα στοµατικά εξαρτήµατα masked pupa, νύµφη χωρίς ελεύθερα εξαρτήµατα βλ.coarctate και obtect pupa masticate, µασώ mastication, µάσησις masticatory, µασητικός mastigium(a), µαστίγιον, τηλεσκοπικόν εδρικόν νήµα σε µερικές κάµπιες (προνύµφες Lepidoptera) προς απόκρουσιν επιθέσεων παρασιτοειδών mating, σύζευξις, σειρά διαδικασιών σχετικών µε την γονιµοποίησιν των ♀ από τα ♂ βλ copulation, courtship mating glight: nuptial flight, γαµήλιος πτήσις mating gland, αδήν συζεύξεως. στα ♂ Ephemeroptera: ένας από τους µεγάλους σφαιροειδείς αδένες τους βυθισµένους στην υποδερµικήν στιβάδα του forceps mating plug. στα Lepidoptera: sphragis mating spines: στα ♀ Ephemeroptera: σύνθετες κωνικές άκανθες που καλύπτουν την κάτω επιφάνειαν της egg valve και συγκρατούν τα ♂ genitalia κατά την σύζευξιν matrone· στo Aedes (Dipt.: Culicidae): ουσία αποτελούµενη από 2 πρωτεΐνες η οποία περιέχεται στους βοηθητικούς αδένες (accessory glands) του ♂ και µεταφερόµενη στο ♀ το κάνει µη επιδεκτικό σε περαιτέρω συζεύξεις


347 maturation period, περίοδος ωριµάσεως, το µέρος του βιολογικού κύκλου του εντόµου µεταξύ της εµφανίσεως του τελείου (eclosion) και της σεξουαλικής ωριµάσεώς δηλ.του σχηµατισµού γαµετών maturation zone, ζώνη ωριµάσεως, το τµήµα του σπερµατοφόρου σωλήνος µετά την ζώνην αναπτύξεως (growth zone) στο οποίο λαµβάνουν χώραν οι διαιρέσεις του σπέρµατος maxilla (πλ. maxillae), κάτω γνάθος, το δεύτερο ζεύγος γνάθων στα έντοµα µε µασητικά στοµατικά εξαρτήµατα maxillaria: hypostoma maxillary, γναθικός maxillary lobe, γναθικός λοβός (galea) maxillary palp ή palpus, γναθική προσακτρίς, εξάρτηµα της maxilla µε 1 – 7 τµήµατα maxillary plate, γναθική πλάξ. στα Hemiptera: πλάκα πλευρικώς του clypeus. στις προνύµφες των Diptera: hypostoma maxillary segment, γναθικόν τµήµα, το τµήµα της κεφαλής όπου φέρονται οι maxillae maxime, maximus, ανώτατος, µεγαλύτερος maxipalp = maxipalpus = maxillary palps mayfly, µέλος της Τάξεως Ephemeroptera mealworm, η προνύµφη του Tenebrio (Col.: Tenebrionidae) mealy, αλευρώδης (farinose) measuring worm, προνύµφη Geometridae (Lep.): looper meatus, σωλήν, στόµιον (αγωγού) macaglossa, το prementum των Mecoptera mechanical vector, µηχανικός φορεύς, ενδιάµεσος ξενιστής mechanoreceptor, µηχανικός υποδοχεύς, αισθητήριον ή οµάδα αισθητηρίων για mecanoreception βλ.campaniform sensillum, chordotonal organ, trichoid sensillum, tympanal organ meconium, µηκόνιον, 1 η ουσία που εκκρίνεται από ορισµένα ολοµετάβολα έντοµα αµέσως µετά την έξοδό τους από την χρυσαλίδα (chrysalis) ή την νύµφη (pupa), 2 το πρώτο απεκκριτικό υλικό πού αφήνουν τα νεοεξερχόµενα από νυµφικήν διάπαυσιν έντοµα Mecoptera, Τάξις γναθωτών ολοµετάβολων Neoptera (Insecta)


348 Mecopterida = Panorpoidea Mecopterodea = Mecoptera Mecopteroidea, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει: Trichoptera, Lepidoptera, Mecoptera και Diptera βλ.Panorpoidea medalaria, προσθιονωτιαία προεξοχή των πτερύγων medalifera = posterior basalare Medamoptera = Siphonaptera medi-, (πρόθεµα) µεσοmedia (M), 1 το 5ο επίµηκες σύστηµα (Μ) νεύρων στις πτέρυγες. 2 στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): media worker media anterior (MA), πρόσθιος κλάδος του νεύρου media (M) media posterior (MP), οπίσθιος κλάδος του νεύρου media (M) media worker, µέσος εργάτης. στα πολυµορφικά µυρµήγκια (Hym: Formicidae) µε 3 ή περισσότερες υποκάστες εργατών µε βάση το µέγεθός τους: οι εργάτες που ανήκουν σε υποκάστες µεσαίου µεγέθους βλ.minor workers και major workers mediad, προς το µέσον, ή στο µεσαίο επίπεδο του σώµατος medial cell, µεσαίον κελλίον, κελί (κύτταρο) πτέρυγος το οποίο συνορεύει προς τα άνω µε το µέσον νεύρον (M = media) ή µε έναν απο τους κλάδους του medial crossvein, µεσαίον εγκάρσιο νεύρον που ενώνει τους δύο κλάδους του µέσου νεύρου (M = media) mediale, ο δεύτερος µασχαλιαίος (axillary) σκληρίτης median, διάµεσος, στο κέντρο, του κέντρου, κατά µήκος της µεσαίας γραµµής του σώµατος median apodeme. στα ♂ Plecoptera: basal ancor median area, διάµεσος περιοχή 1 στις πτέρυγες των Orthoptera: η περιοχή µεταξύ του κερκιδικού radius (R) και µέσου media (M) νεύρου 2 στα τέλεια Apocrita (Hym.): το µέσον του propodeum median carina, διάµεσος τρόπις 1 στα Orthoptera: διάµεσος νωτιαία ράχις στην κεφαλή 2 στον προθώρακα: η ράχις κατά µήκος του µέσου του προνώτου median caudal filament, διάµεσον οπίσθιον νήµα. στα Ephemeroptera: filum terminale ή median caudal seta ή median circus median dorsal lobe, διάµεσος νωτιαίος λοβός. στα ♀ Plecoptera: supraanal lobe.


349 στα ♂ Siphonaptera: ακραία προέκτασις του αποδέµατος του aedeagus median ecdysial line = coronal ecdysial line median endomere. στα ♂ Chironomidae (Diptera): median volsella median fingerlike process. στα ♂ Zoraptera: uncus median foramen. στα ♂ Coleoptera: basal orifice median frontal nerve, νεύρωσις του Σ.Ν.Σ., που εκτείνεται: από το µετωπικόν (frontal) γάγγλιον µέχρι το τοίχωµα του φάρυγγος (pharynx) median gonopods. στα ♀ Psocoptera: valvae dorsales median gonopore. στα ♀ Coleoptera: το άνοιγµα (πόρος) του κοινού ωαγωγού (oviductus communis) προς τον κόλπον (vagina) median lethal dose (LD50), µέση θανατηφόρος δόσις, η δόσις η οποία θανατώνει τα µισά άτοµα ενός πειράµατος ή median effective dose median line = meson median lobe. στα ♂ Embiidina: προεκβολή του hypandrium. στα ♂ Coleoptera: penis. στα ♀ Plecoptera: σκληροποίησις του ανοίγµατος του γεννητικού αγωγού (genital duct) median lobe of labium. στα Odonata: mentum median notch, διάµεσος εγκοπή. στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): εγκοπή στο άκρον του pygidium βλ mesal notch median orifice. στα ♂ Coleoptera: ostrium median oviduct. στα ♀ έντοµα: oviductus communis median plane, µέσον επίπεδον, το φανταστικό κάθετο επίπεδο που διαιρεί το σώµα των ζώων σε δεξιό και αριστερό τµήµα median process, διάµεσος προεξοχή. στα ♂ Heteroptera (Hem.): hypandrium median ridge, διάµεσος ράχις. στα ♂ Siphonaptera: lamina media median seta. στα Ephemeroptera: filum terminale median spermatheca. στα ♀ Heteroptera (Hem.): receptaculum seminis median suture, µέση ραφή, επιµήκης ραφή στη µεσαία γραµµή των tergites και sternites median unpaired seclerite, µέσος άζυγος στερνίτης στα τέλεια Chironomidae (Diptera): sternapodeme


350 median valves. στα ♀ Auchenorrhyncha (Hem.): second gonapophyses median vein, media (M), µεσαίον νεύρον πτέρυγος mediary segment. στα τέλεια Hymenoptera: propodeum medico-legal entomology, ιατροδικαστική εντοµολογία, κλάδος της ιατροδικαστικής (forensic) στον οποίον (σε περιπτώσεις εγκληµατικών ενεργειών) χρησιµοποιούνται έντοµα προς διαπίστωσιν του µεταθανατίου διαστήµατος medifurca, δίκρανον (furca) του mesosternum medioventral line. στις προνύµφες των Lepidoptera: η γραµµή κατά µήκος του µέσου της κοιλιακής πλευράς medipectus = mesosternum medius, µεσαίος, media (M) νεύρον πτέρυγος medlure, συνθετικό ελκυστικό για το Ceratitis capitata (Dipt.: Tephritidae) medulla interna, εσωτερικός µυελός, η εγγύτερη (στο σώµα) νευροπιληµατική µάζα (neuropile mass) του οπτικού λοβού (optic lobe) medulla externa, εξωτερικός µυελός, νευροπιληµατική µάζα (neuropile mass) του οπτικού λοβού (optic lobe) µεταξύ της lamina gaglionaris και του medulla interna mega-, megalo-, (πρόθεµα) µεγαλοmegacyte, µεγακύτταρον, πολύ µεγάλο κύτταρο µε άχρωµα κενοτόπια (vacuoles) στην αιµολέµφο του Forficula (Derm.: Forficulidae) Megalodontoidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Symphyta (Hym.) µε τις Οικογ. Megalodontodae και Pamphilidae Megaloptera, Τάξις των Holometabola ή Υποτάξις των Neuroptera Megalyroidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) µε µόνη την Οικογ. Megalyridae megetic, µεγεθικός, επί αποκλίσεων µεγέθους σε πολυµορφικά έντοµα: βλ epimegetic, eumegetic, hypomegetic meiosis, µείωσις, 1 διαδικασία διαιρέσεως κυττάρων κατά την οποίαν ο διπλοειδής (2ν) αριθµός χρωµατοσωµάτων γίνεται απλοειδής (ν), 2 ελάττωσις (reduction) του µεγέθους µέρους του σώµατος σε σύγκρισιν µε το φυσιολογικό meiotic parthenogenesis, αυτοµεικτική (automictic) παρθενογένεσις melanism, µελανισµός, ασυνήθιστη σκουρότητα του χρώµατος οφειλοµένη σε αύξησιν της µελανίνης (melanin) melanochroic, µελανοχρωµατικός, µε σκούρο χρώµα


351 melanosis, µελάνωσις, ασθένεια των βασιλισσών µελισσών (Hym.: Apoidea) χαρακτηριζοµένη από αλλαγήν του χρώµατος των ωών προς το µαύρο και η οποία προκαλεί στειρότητα meliphagous, meliphagus, µελιφάγος, ο τρεφόµενος µε µέλι melittin, µελιττίνη, τοξική πρωτεϊνική ουσία στο δηλητήριο των µελισσών melittophile, µελισσόφιλος, κάθε παράσιτο ή αρπακτικό της κοινωνίας των µελισσών melittophily, µελισσοφιλία, η επικονίασις των ανθέων από µέλισσες melliferous, µελιφόρος, έντοµο που παράγει µέλι και συλλέγει νέκταρ και γύρη π.χ. µέλισσες (Apoidea) και µερικές σφήκες (Hym.: Vespidae) melocephalic, µηλοκέφαλος, µε ψευδοϋπόγναθον τύπο κεφαλής melolonthoid, µηλολονθοειδής, όµοιος µε το Melolontha (Col.: Scarabeidae) Meloidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ. Meloidae, Mordellidae, Rhipiphoridae, Anthicidae, Pedilidae και Euglenidae member, µέλος του σώµατος, εξάρτηµα membrana = membrane membranaceus, membranaceus βλ.membranous membrane, µεµβράνη, λεπτή, εύκαµπτη, συνήθως διαφανής ταινία ιστού membranοus, µεβρανώδης, λεπτός και µάλλον διαφανής (π.χ. πτέρυγες) ή λεπτός και εύκαµπτος π.χ. cuticula membranule, µεµβρανούλα· στα τέλεια Anisoptera (Od.): µικρή αδιαφανής περιοχή πίσω από το πρώτο εδρικόν νεύρο (1Α) στη βάση της οπισθίας πτέρυγος membrum virile, ανδρικόν µέλος· στα άρρενα Auchenorrhyncha (Hem.): aedeagus meniscoidal, µηνισκοειδής, κυρτόκοιλος (από τη µία κυρτός και από την άλλη κοίλος) menotaxis, µενόταξις, όταν ένας οργανισµός κινούµενος, διατηρεί σταθερή γωνία σε σχέση µε κάποιο ερέθισµα (π.χ.φωτεινή πηγή) όπως τα µυρµήγκια βλ.klinotaxis mental, σιαγώνιος, σχετικός µε το mentum (σιαγώνα) mental plate = labial plate mental setae, σιαγώνιες τρίχες· στις νύµφες των Odonata: τρίχες της εσωτερικής επιφανείας του prementum mental suture, σιαγώνιος ραφή, η γραµµή µεταξύ submentum και gula


352 (mentasuture) mental tectum, σιαγώνιος οροφή· σε µερικά ακάρεα Oribatidae: προεκβολή του mentum µε δίαρθρον subcapitulum mentum ( πλ. menta), σιαγών (πηγούνι), το ακραίον τµήµα του postmentum βλ.prementum και submentum· στα ακάρεα Oribatidae: το τµήµα της βάσεως του subcapitulum πιθανώς οµόλογον του labium των άλλων Arachnida meracanthus, µεράκανθα· σε µερικά Psyllidae (Hom. Sternorrhyncha): ευδιάκριτη κωνική οπισθία προεκβολή του οπισθίου ισχίου (hind coxa) merdivorous, κοπροφάγος, τρεφόµενος µε κόπρον ή περιττώµατα βλ.scatophagus meriston, µεριστόν, ο εγγύτερος δακτύλιος του αντεννικού µαστιγίου (flagellum) merocrine, µεροκρινής, που αφορά στην merocriny merocriny, µεροέκκρισις, η διέλευσις ενός πεπτικού ενζύµου στον στόµαχο ή σε σιελογόνον αγωγό µέσω των τοιχωµάτων των εκκριτικών κυττάρων meroistic egg tube, µεροϊστικός ωαγωγός, meroistic ovariole meroistic ovariole, ωαγωγός στον οποίον υπάρχουν τροφοκύτταρα (trophocytes) βλ.panoistic, polytrophic και telotrophic ovariole meron, το οπίσθιον τµήµα του basicoxite Meronida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς µε τα Eurypterida και Xiphosura meropleurite, µεροπλευρίτης· στα ανώτερα Diptera: το συνεπτυγµένον meron και catepisternum meropleuron ( πλ.meropleura)· στα ανώτερα Diptera: meropleurite ή meron meropodite, µηροποδίτης· γενικώς στα Αrthropoda: το τέταρτο τµήµα του ποδός που αντιστοιχεί στον µηρό (femur) merosome, µερόσωµα, metamere mesad, µέσως, προς το µεσαίον µέρος ( meson) του σώµατος του εντόµου mesadene gland , µεσοδερµικός αδήν· σε µερικά ♂ Heteroptera: ζεύγος αδένων µεσοδερµικής προελεύσεως που εισέρχονται νωτιαίως στον εκσπερµατικόν αγωγό (ejaculatory duct) βλ.mesadenia και ectadenia mesadenia, βοηθητικοί γεννητικοί αδένες µεσοδερµικής προελεύσεως που έχουν σχέσιν µε το vasa deferentia mesal, τοποθετηµένος επί ή εντός του meson του σώµατος mesal plates, µέσαι πλάκες· σε µερικά Hem.: Sternorrhyncha: οι κέρινες πλάκες που βρίσκονται στο meson µεταξύ των dorsal plates του µεσοθώρακα του


353 µεταθώρακα και του Ι κοιλιακού δακτυλίου mesanepimeral ridge, στα τέλεια των Culicidae (Diptera): µία εσωτερική ράχις (ridge) κατά µήκος του κοιλιακού περιθωρίου του mesanepimeron για την πρόσδεση των πτερυγικών µυών mesanepimeron, το anepimeron του µεσοθώρακα mesarima, µέση σχισµή, η σχισµή (rima) που χωρίζει τις glossae mesenteron, µεσέντερον, mid gut mesepimeron (πλ.mesepimera), το epimeron του µεσοθώρακα mesepisternal groove ή sulcus, µεσεπίµερος αύλαξ ( στα τέλεια Diptera) mesepisternal suture· στα τέλεια Culicidae (Dipt.): η οροθετική γραµµή κατά µήκος του οπισθίου mesanepisternum βλ.katepisternal sulcus mesepisternum (πλ.mesepisterna), το episternum του µεσοθώρακος meskatepisternum, το katepisternum του µεσοθώρακος mesobasisternnm· στα τέλεια Diptera: το basisternum του µεσοθώρακος mesoblast, το mesoderma του εµβρύου mesoblastic, µεσοβλαστικός, του µεσοδέρµατος του εµβρύου mesoblastic somites, µεσοβλαστικοί σωµίται, υποδιαιρέσεις τµηµάτων του mesoderma του εµβρύου mesocephalic pillars, µεσοκεφαλικοί κίονες (στύλοι)· στη µέλισσα: 2 µεγάλες, λοξές, ισχυρώς χιτινισµένες ράβδοι οι οποίες σχηµατίζουν στήριγµα µεταξύ του προσθίου και του οπισθίου τοιχώµατος της κεφαλής mesocerebrum, deutocerebrum, µεσεγκέφαλος ή δευτερεγκέφαλος mesocoxa, midcoxa, ισχίον του µεσαίου ζευγους ποδών mesocuticula, µεσοδερµίς, ελαστικόν παράγωγο της procuticula, µεταξύ exocuticula και endocuticula mesoderm, µεσόδερµα· στο έµβρυον του εντόµου: ο µεσοβλαστικός ιστός που µετατρέπεται σε µόνιµη µεσαία στιβάδα του κυττάρου και αργότερα σε σπλαχνικούς και σωµατικούς µύες, λιπώδη ιστόν και γονάδες (gonads) Mesodermaptera, Ανθυποτάξις των Catadermaptera (Derm.) µε τις Οικογ. Carcinophoridae και Labiduridae mesodond, µεσόδοντος (τύπος)· στα ♂ Lucanidae (Col.): γνάθοι µέσου µεγέθους µεταξύ των teleodont (µεγάλου) και των priodont (µικρού) µεγεθους γνάθων mesofemur, µηρός του µεσαίου ζεύγους ποδών (midfemur) mesogynal (mesogynial) shield, µεσογύνιος θυρεός· σε ♀ ακάρεα Oribatidae:


354 άζυγος µέσος σκληρίτης για την προστασίαν του genital opening mesomeron, το meron του θώρακος mesomeros· στα τέλεια Lepidoptera: οι ΙΙ-V κοιλιακοί δακτύλιοι βλ.metameros meson, η µεσαία γραµµή του σώµατος mesonotum, µεσονώτον, το notum του µεσοθώρακος βλ.scutum mesopedes, µεσόποδες, το µεσαίο ζεύγος ποδών mesopleuron, (πλ.mesopleura), το pleuron του µεσοθώρακος· στα τέλεια Dipera: mesanepisternum mesosoma (πλ.mesosomata), το µεσαίο tagma από τις 3 κύριες υποδιαιρέσεις του σώµατος των εντόµων δηλαδή συνήθως ο thorax mesosome· στα Phthiraptera: οι σκληρίτες του endophallus· στα ♂ Diptera: aedeagus· στα άρρενα Heteroptera: endosoma mesosternum, το sternum του µεσοθώρακος mesotergum = mesonotum Mesostigmata, Τάξις Parasitiformes ακάρεων µε ζεύγος stigmatal openings στο µέσον του σώµατος mesothoracic, µεσοθωρακικός mesothorax, µεσοθώραξ, ο µεσαίος δακτύλιος του θώρακος που φέρει τα midlegs και τις forewings Mesoveloidea, Υπεροικ. των Heteroptera: Gerromorpha µε την Οικογ. Mesoveliidae meta-, µετα-, πρόθεµα που προσδιορίζει το οπίσθιον (συνήθως το τρίτο) µέρος µιας κατασκευής στο σώµα του εντόµου ( π.χ. metathorax) metabolic water, µεταβολικόν ύδωρ βλ.tissue water metabolism, µεταβολισµός, το σύνολον των διεργασιών στους ζώντες οργανισµούς βλ. anabolism, basal metabolism, katabolism metabolous, µετάβολος (-α), ο υφιστάµενος µεταµόρφωσιν ή µετασχηµατισµόν π.χ. pauro-, hemi- ή holometabolous βλ.ametabolous metacephalic rods, µετακεφαλικαί ράβδοι· στις ηµικεφαλικές προνύµφες των ορθορράφων Brachyptera (Dipt.): ζεύγος επιµήκων νωτιαίων σκληριτών του θώρακος στη θέση του πίσω µέρους της κεφαλής metacerebrum, µετεγκέφαλος (tritocerebrum) metacoxal cavity, µεταϊσχιακή κοιλότης· στα τέλεια Culicidae (Dipt.): η ισχιακή κοιλότης του metathorax metacoxal plate, µεταϊσχιακή πλαξ· στα τέλεια Coccinellidae (Col.): το τµήµα του


355 πρώτου ορατού κοιλιακού στερνίτη, έµπροσθεν της ventral line metafemur, οπίσθιος µηρός (hind femur) metafurca, το δίκρανον του metasternum metagenesis, η διαδοχή των γενεών metagnatha, έντοµα που τρέφονται χρησιµοποιώντας γνάθους ως ατελή άτοµα και ως τέλεια άτοµα κυλινδρικήν προβοσκίδα π.χ.τα Lepidoptera βλ.menognatha και menorrhyncha metagonia, η εδρική γωνία πτέρυγος metala, oπισθία πτέρυξ (hind wing) metaloma, το εδρικόν περιθώριον πτέρυγος metamere, µεταµερές ,σωµατικόν τµήµα που προέρχεται από πρωταρχικήν διαίρεση (διάτµησιν) βλ.σωµίτης ( somite) metameric segmentation, πρωταρχική διαίρεσις (διάτµησις) του σώµατος (primary segmentation) metameron, το meron του metathorax metameros,· στα τέλεια Lepidoptera: τα κοιλιακά τµήµατα VI-VIII βλ.mesomeros metamorphosis, η σειρά αλλαγών τις οποίες διέρχεται ένα έντοµο από το ωόν µέχρι το στάδιον του τελείου βλ.complete metamorphosis και incomplete metamorphosis metanepisternum,· στα τέλεια Diptera: το anepisternum του metapleuron metanotal gland, µετανωτιαίος αδήν· στο ♂ Οecanthus (Orth.: Τettigoniidae) και µερικά Blattaria: µεγάλος αδένας που παράγει εκκρίσεις µε τις οποίες τρέφεται το ♂ metatanotal groove, µετανωτιαία αύλαξ· σε µερικά τέλεια Hymenoptera: διαγώνιος αύλαξ στην ένωση του mesonotum µε το metanotum metanotals, µετανωτιαίες τρίχες· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): τρίχες του postnotum που σκεπάζουν τις θήκες των αλτήρων (halteres) metanotum, το tergum (νωτιαίος τεργίτης) του metathorax· στα τέλεια Diptera: mediotergite metapedes, µετάποδες, οι οπίσθιοι πόδες (hind legs) metaphragma, το οπίσθιον (τελευταίο) εσωτερικό χώρισµα (διάφραγµα) του θώρακος metapleuron (πλ.metapleura), το pleuron (πλευρικός σκληρίτης) του metathorax metapneustic respiratory system, µεταπνευστικόν αναπνευστικόν σύστηµα· σε


356 προνύµφες συνήθως των Diptera (π.χ. Culicidae): ολιγοπνευστικός τύπος αναπνοής στον οποίον λειτουργεί µόνο το τελευταίο ζεύγος των κοιλιακών αναπνευστικών στιγµάτων (spiracles) metapodal shields (plates, platelets, sclerites). στα Mesostigmata ακάρεα: σύµπλεγµα µικρών σκληροποιηµένων κατασκευών διαφόρων σχηµάτων όπισθεν των coxae IV metapodeon· στα Hymenoptera: gaster (γαστήρ) Metapterygota, Οµάς που περιλαµβάνει τα Odonata και τα Neoptera χωρίς τα Ephemeroptera metapygidium (πλ.metapygidia),· στα Dermaptera: η δεύτερη πλάκα των opisthomeres metascutellum, το scutellum (θυρεός) του metathorax metascutum, το scutum (ασπίδιον) του metathorax metasoma ( πλ.metasomata), η οπισθία κύρια διαίρεσις του σώµατος των εντόµων η οποία στις περισσότερες Οµάδες αντιστοιχεί στην κοιλίαν (abdomen) ·στα τέλεια των Apocrita (Hym.): gaster metaspiracle, αναπνευστικόν τρήµα (στίγµα) του µεταθώρακος, metathoracic spiracle metasternal, µεταστερνικός metasternum, ο στερνίτης (sternum) του µεταθώρακος metastethidium, µεταστηθίδιον ( metathorax) metastethium (µετά+στήθος), µεταστήθιον (metasternum) metastoma,· στα Orthoptera: ο υποφάρυγξ (hypopharynx) metatarsus( πλ.metatarsi), ταρσός οπισθίων ποδών (basitarsus, hind tarsus) metathoracic, στον ή του metathorax metathoracic spiracle = metaspiracle metathorax, ο τρίτος θωρακικός δακτύλιος ή τµήµα, το οποίον φέρει τους οπισθίους πόδες και πτέρυγες metatibia, κνήµη οπισθίου ποδός (hind tibia) metazona, οπισθία ζώνη· στα Orthoptera : η νωτιαία επιφάνεια του prothorax πίσω από την κυρίαν αύλακα (principal sulcus) metecdysis, µετέκδυσις, η « τρυφερή» περίοδος του σώµατος του εντόµου αµέσως µετά την έκδυσιν (teneral period) metochy, µετοχή (µετέχω, µέθεξις), κοινωνία, συνοίκησις βλ.inquilinism


357 metopic suture, µετωπική ραφή (coronal suture) metopidium, µετωπίδιον· στα Membracidae (Hem.: Αuchenorrhyncha) η επικλινής άνω επιφάνεια του prothorax micans ( mica = µαρµαρυγίας), λάµπων βλ.glabrus, nitid, pollitus micellae, µικύλλια, επιµήκη υποµικροσκοπικά κρυσταλλικά µέρη των ινών της χιτίνης σε παράλληλη διάταξη µε τους άξονές τους micraner, (µικρός + ανήρ), ασυνήθιστα µικρό ♂ µυρµήγκι (Hym. Formicidae) micrergate, µικρεργάτης, νάνο µυρµήγκι-εργάτης, microergate microbiota, µικροβίωτα, η µικροχλωρίδα και η µικροπανίδα ενός οργανισµού Microcoryphia = Archaeognatha microcephalic phase, µικροκεφαλική φάσις· στα Muscomorpha (Dipt.): η πρώϊµη φάσις του phanerocephalic substage κατά την οποίαν η κεφαλή του εντόµου είναι πολύ µικρή microchaeta, µικροχαίτη (µικρή τρίχα), setula microergate = micrergate microgyne, (µικρός + γυνή), µικρού µεγέθους (νάνος) βασίλισσα µυρµηγκιών microhabitat, µικροενδιαίτηµα, το άµεσον ενδιαίτηµα ενός οργανισµού microlecithal eggs, µικρολεκιθικά ωά, alecithal eggs Microlepidoptera, γενικός όρος για τα µικρού µεγέθους Lepidoptera (moths) όπου περιλαµβάνονται τα: Micropterygoidea, Eriocranioidea, Hepialoidea, Incurvarioidea, Nepticuloidea, Tineoidea, Yponomeutoidea, Gelechioidea, Cossoidea, Sesioidea, Tortricoidea και µερικές φορές τα: Pyraloidea και Zygaenoidea micropapillae, µικροθηλαί· στο Entomobrya (Col. Entomobryidae): πολύ µικρές προεξοχές των χειλικών θηλών ( labral papillae) microphagy, µικροφαγία, η θρέψις µε µικροοργανισµούς micropterogyne, ( µικρός + πτερόν + γυνή), θήλεα άτοµα συνήθως Formicidae (Hym.) µε πολύ µικρές ή υποτυπώδεις πτέρυγες micropterous, µικρόπτερος , µε πτέρυγες πολύ µικρές ή υποτυπώδεις (πιο µικρές από τα brachypterous) βλ.apterous,macropterous Micropezoidea, Υπεροικ. της Σειράς Schizophora των Cyclorrhapha (Dipt. : Brachyptera) µε τις: Cypselosomatidae, Micropezidae, Pseudopomyzidae, Neriidae και Megamerinidae microphagy, η διατροφή µε µικροοργανισµούς


358 Micropterygoidea, η µόνη Οικογ. των Zeugloptera (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Micropterygidae microptery, µικροπτερυγία, microperism micropyle, µικροπύλη, ένα από τα µικροσκοπικά ανοίγµατα του chorion του ωού διαµέσου του οποίου το ωόν γονιµοποιείται microseta (πλ. microsetae), µικροτρίχες, τρίχες εµφανώς πιο µικρές από τις γειτονικές τους microsomites, µικροσωµίται, µικροί δευτερεύοντες δακτύλιοι (somites) στο έµβρυον οι οποίοι αργότερα γίνονται σωµατικά τµήµατα ( segments) microspines, µικροάκανθαι, µικροσκοπικές άκανθες του σωµατικού τοιχώµατος του εντόµου ορατές µόνο µε πολύ ισχυρό µικροσκόπιο microtholi (εν. microtholus) ( µικρός+θόλος)· σε µερικά ♂ Chrysopidae ( Plan.): θολωτά όργανα των κοιλιακών τµηµάτων microthorax, µικροθώραξ, λεπτός (σαν λαιµός προθώρακας) π.χ. στα Odonata microtrichia (εν.microtrichium), µικροτρίχια, µικρές άκανθες ή τρίχες στην επιφάνεια της wing membrane microtymbal, µικροτύµπανον. στα Arctiidae (Lep.) : αυλακωµένο metepisternum που (καµπτόµενο µέσω µυών) παράγει υπερήχους βλ.tymbal middle clasper, µέσος σφιγκτήρ. στα ♂ Hym.: digitus middle plate, µέση πλαξ. στα ♂ Siph.: lamina medi middle tale, µέση ουρά· στα Ephemeroptera: filum terminale midcoxa, ισχίον του µεσαίου ζεύγους ποδών midfemur, µηρός του µεσαίου ζεύγους ποδών midgut, µέσος στόµαχος, η κεντρική περιοχή του πεπτικού σωλήνος ( alimentary canal ) µεσοδερµικής προελεύσεως (χωρίς κυτταρικόν περίβληµα) όπου λαµβάνει χώρα η πέψις και η απορρόφησις της τροφής midintestine, µεσέντερον, midgut midlegs, οι πόδες του mesothorax midunquis, µέσος όνυξ, όνυξ (νύχι) ενός midleg migrant, µεταναστευτικός, οργανισµός που προέρχεται από migration migration, µετανάστευσις, αποδήµησις, µαζική µετακίνησις εντόµων κατά την οποίαν περιορίζονται η θρέψις και η αναπαραγωγή και κυριαρχεί πτητική δραστηριότης εκτός των ορίων του ενδιαιτήµατός τους migratory flight, µεταναστευτική πτήσις


359 Milichioidea, Υπεροικ. των Schizophora - Acalyptratae (Dipt.: Brachycera) µε τις Οικογ.: Milichidae, Sphaeroceridae, Braulidae, Tethinidae και Canacidae milk glands, γαλακτοφόροι αδένες· σε µερικά ζωοτόκα ♀ Diptera: εξειδικευµένοι βοηθητικοί αδένες της µήτρας ( uterus ) που παράγουν εκκρίσεις µε τις οποίες τρέφονται οι προνύµφες Mimallonoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Mimallonidae mimesis, µίµησις, µιµητισµός, mimicry mimic, µιµητικός, είδος που µοιάζει πολύ µε είδος άλλης οµάδος mimicry, µιµητισµός, η οµοιότης ενός είδους (model =πρότυπον) µε ένα άλλο (mimic = µιµητικόν) που ζουν και τα δύο στην ίδια περιοχή mine, στοά ορατή κάτω από την επιδερµίδα φυτικού ιστού προκαλουµένη από προνύµφη βλ leaf mine miniate, miniatus, µε φωτεινό κόκκινο χρώµα minima, · στα µυρµήγκια ( Hym. Formicidae): ο µικρότερος σε µέγεθος διµορφικός εργάτης ( minor worker) minor soldier,· στους τερµίτες (Isoptera) και στα µυρµήγκια (Hym.Formicidae) µε διµορφικές κάστες: µέλος της υποκάστας µε τους µικρότερους σε µέγεθος οπλίτες minor worker, στους τερµίτες ( Isoptera) και στα µυρµήγκια (Hym. Formicidae) µε διµορφικές κάστες: µέλος της υποκάστας µε τους µικρότερους σε µέγεθος εργάτες minute, minutus (µινύθω = ελαττώνω), πολύ µικρός mirror, καθρέπτης· στα ♂ Tetigonoidea και Grylloidea (Orth.): µεµβρανώδης περιοχή που χρησιµεύει ως ηχητικός πίναξ κατά το τερέτισµα (stridulation) βλ. chordal area, harp· στα Cicadidae (Hem. Auchenorrhyncha): µεµβρανώδης περιοχή που αποτελεί µέρος του Pearman’s organ mite, άκαρι· µέλος της Τάξεως Acari (Arachnida), εξαιρουµένης της Υποτάξεως Ixodida που περιλαµβάνει τους κρότωνες (τσιµπούρια) mitrate, µιτροειδής, που έχει το σχήµα της µίτρας (τιάρας) των επισκόπων mixed nest, µικτή φωλεά, φωλιά κοινωνικών εντόµων µε αποικίες 2 ή περισσότερων ειδών βλ.compound nest mixed segment, µικτόν τµήµα· σε µερικά Termitidae (Isoptera): το τµήµα του πεπτικού σωλήνος όπου το µεσέντερον (midgut) επεκτείνεται και στο οπίσθιον έντερον (hind gut)


360 Mnesarchaeoidea, Υπεροικ. των Exoporia (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Mnesarchaeidae mobile, κινητόν (εξάρτηµα), εξάρτηµα µε δυνατότητα να κινείται (π.χ.πτέρυξ, κεραία, γνάθος) mola (molar, molar lobe), η ανώµαλη αλεστική επιφάνεια της άνω γνάθου (mandible) που αντιστοιχεί στην subgalea της κάτω γνάθου (maxilla) όταν η άνω γνάθος είναι σύνθετη molar plate, στα Collembola: ο προεξέχων βασικός λοβός (basal lobe) µίας τυπικής γνάθου που κατευθύνεται προς την κεντρική γραµµή της κεφαλής, συνήθως εφοδιασµένος µε πολλές σειρές οδόντων molt, έκδυσις ( moult) molula, γόνυ (γόνατο), η άρθρωσις µηρού/κνήµης monecious, monoeciοus, µόνοικος (ερµαφρόδιτος) moniliform, κοµβολογοειδής, σαν από χάνδρες, µε ευκρινείς συσφίξεις µεταξύ διαδοχικών τµηµάτων του moniliform antenna, κοµβολογοειδής κεραία, µε αντεννοµερή (antennomeres) σαν χάνδρες mono -, ( πρόθεµα) µονό -, µονός, µόνος ή µόνον ένας monobasic, µονοβασικόν, γένος µε ένα µόνο είδος monochromatic, µονοχρωµατικός, µονόχρωµος monodactyle, monodactylus, µονοδάκτυλος, µε µόνο έναν κινητόν όνυχα στο άκρον του ποδός π.χ. στο Pediculus (Phthir.) monodomous, (µονός + δώµα), µε µόνο µία φωληά για κάθε αποικία monogamous, µονογαµικός, αναπαραγωγή όπου ένα ♀ γονιµοποιείται από µόνο ένα ♂ monogamy, µονογαµία, η περίπτωσις του µονογαµικού, µε µόνο έναν σύντροφο monogenic, µονογονιδιακός, προσδιοριζόµενος από µόνο ένα γονίδιο βλ.polygenic Monognatha = Onychophora monogynaspine (monogynaspid)· στα ακάρεα Mesostigmata: µέλος της Υποτάξεως Monogynaspida µε µόνο έναν γεννητικόν θυρεό (genital shield) στο τέλειο ♀ ο οποίος φέρει ένα ζεύγος ή καθόλου setae monogynous, µονόγυνος, αποικία κοινωνικών Hymenoptera όπου υπάρχει µόνον ένα γόνιµο ♀: ή βασίλισσα monogyny, µονογυνία, στα κοινωνικά έντοµα: η ύπαρξις στη φωληά µόνο µίας


361 λειτουργικής βασίλισσας βλ.polygyny monomeri, µονοµερή, ταρσοί εντόµων µε ένα ταρσοµερές (tarsomere) monometrosis = monogyny monomorphic, µε µόνο µίαν µορφή βλ.dimorphic και polymorphic monophagous, monophagus, ο τρεφόµενος µε µόνον ένα είδος τροφής π.χ ένα είδος φυτού βλ.oligophagous και monophagous monophasic allometry, µονοφασική αλλοµετρία, πολυµορφισµός στον οποίον η γραµµή παλινδροµήσεως έχει µόνο µίαν κλίσιν· στα Formicidae (Hym.): ο όρος σηµαίνει ότι µερικά από τα µετρηθέντα µέρη του σώµατος δεν είναι ισοµετρικά. monothalamous gall, µονοθάλαµος κηκίς, κηκίδα µε µόνο µίαν κοιλότητα (θάλαµον) που περιέχει µόνο µία προνύµφη εντόµου monophyletic, µονοφυλετικός, 1 που προέρχεται από έναν προγονικόν τύπον, 2 Οµάς που περιλαµβάνει έναν πρόγονο και όλους τους απογόνους του, 3 οµαδοποίησις µε βάσιν την synapomorphy βλ.paraphyletic και polyphyletic monotrochous, µονότροχος, τέλειον των Hymenoptera χωρίς τον έναν trochantellus Monotrysia, Υποτάξις των Lepidoptera µε τις Υπεροικογένειες: Nepticuloidea, Palaephatoidea, Ticherioidea και Incurvarioidea που περιλαµβάνει µικρολεπιδόπτερα (moths) µε ετερόνευρες πτέρυγες (heteroneuran venation) και µονοτρηµατικόν (monotrysian) τύπον ♀ γεννητικών οργάνων (genitalia) monotrysian (type of) genitalia, όταν σε ♀ Lepidoptera υπάρχει κοινόν άνοιγµα για σύζευξη και ωοτοκία βλ.exoporian και ditrysian type monotype, µονότυπος, ο ολότυπος (holotype) ενός είδους που βασίζεται σε µόνον ένα δείγµα monotypic, monotypical, µονοτυπικός, που περιέχει µόνον ένα αµέσως υποδεέστερον taxon π.χ.γένος µε ένα είδος ή είδος µε ένα υποείδος morbidity, στην παθολογίαν των Ασπονδύλων: νοσηρότης morph, µορφή, οποιοσδήποτε γενετικός τύπος που υπολογίζεται στον πολυµορφισµόν (polymorphism) morphology, µορφολογία, η µελέτη της εξωτερικής κατασκευής του σώµατος morphopathology, µορφοπαθολογία, ο κλάδος της παθολογίας που ασχολείται µε νοσηρές αλλαγές στα κύτταρα, ιστούς και όργανα βλ.physiopathology


362 morphospecies, µορφοείδος, είδος που αναγνωρίζεται βάσει µορφολογικών διαφορών βλ.phenon και species mortality rate, δείκτης θνησιµότητος, ο αριθµός θανάτων ανά µονάδα πληθυσµού σε δεδοµένην χρονική περίοδο morula, µορίδιον, στο Melitaea (Lep. Nymphalidae): µικρή ακανθώδης κατασκευή άνωθεν της οστιακής πτυχής (ostium fold) του aedoeagus και µέρους της κύστεως (vesica) mosquito, (πλ.mosquitoes ή mosquitos), µέλος της Οικογ. Culicidae (Dipt.) moth, µικρολεπιδόπτερον, µέλος της Τάξεως Lepidoptera µε µικρό σχετικώς µέγεθος και µη ροπαλοειδείς κεραίες motile, κινούµενο ή δυνάµενο να κινηθεί motor nerve, κινητικόν νεύρον, αυτό που ελέγχει την κίνησιν motor nervous system, Κινητικόν Νευρικόν Σύστηµα, το τµήµα του Νευρικού Συστήµατος που µεταδίδει στους µύες εξωτερικά ερεθίσµατα για κίνησιν µερών του σώµατος motor neurone, κινητικός νευρών, νευρικόν κύτταρον µε άξονα που καταλήγει σε κάποιον τελεστή (effector) moula, στα έντοµα: το βολβοειδές εγγύτερον άκρον της κνήµης (tibia) moult (molt), εκδύοµαι, η περίοδος που διαρκεί η έκδυσις (moulting) moulting, έκδυσις, ο περιοδικός σχηµατισµός νέου εξωσκελετού (cuticula) που συχνά συνοδεύεται από κατασκευαστικές αλλαγές του σωµατικού περιβλήµατος και άλλων οργάνων moulting fluid, υγρόν εκδύσεως, υγρό εκκρινόµενον από αδένες της επιδερµίδος για να διαλύσει την ενδοδερµίδα µε ενζυµικήν δράσιν moulting glands, οι επιδερµικοί αδένες που εκκρίνουν το υγρόν εκδύσεως (moulting fluid) moulting hormone, ορµόνη εκδύσεως, εκδυσόνη (ecdysone) mouth, στόµα, το ανώτερον άνοιγµα του πεπτικού σωλήνος mouth beard, µύσταξ (µουστάκι), στα Asilidae (Dipt.): mystax mouth cavity, στοµατική κοιλότης (preoral cavity) mouth fork, στοµατικόν δίκρανον· στα Psocoptera: οι ζυγοί έσω λοβοί (laciniae) των κάτω γνάθων mouth parts, στοµατικά εξαρτήµατα (µόρια), συλλογική ονοµασία για άνω χείλος (labrum), άνω γνάθον (mandible), κάτω γνάθον (maxilla), κάτω χείλος


363 (labium) και υποφάρυγγα (hypopharynx) βλ.buccal appendages, jaws MP, µέσον οπίσθιο νεύρον πτέρυγος (media posterior) movable digit· στα ακάρεα: κινητός δάκτυλος, το πιο ακραίον τµήµα των chelicerae (συνήθως οδοντωτό) αντιθέτως προς το fixed digit mucilaginous, γλισχρασµατώδης, βλεννώδης mucoreous, βλεννώδης ή µουχλιασµένος mucron, ακίς (ακίδα), ακµή (όψις)· στα Collembola: mucro, µικρή οξεία και κοφτερή προεξοχή, το τρίτο (τελευταίο) τµήµα της furcula· στα ακάρεα: ακανθοειδής προεξοχή στο venter του movable digit π.χ. στο Proctolaelaps mucronate, mucronatus, οξύληκτος, µυτερός mucus, γλοιός, βλέννη, κολλώδες έκκριµα mucus gland, βλεννώδης αδήν mud cells, χωµάτινα κελλία, κελλιά από χώµα που κατασκευάζουν τα Eumeninae, Vespidae και µερικά Sphecidae Müller’s organ, όργανον του Müller, οµάδα πολλών σκολοποφόρων που σχηµατίζουν εξόγκωµα στην εσωτερικήν επιφάνεια του τυµπάνου (tympanum) Müller’s thread, νήµα του Müller, σύνδεσµος του ωοφόρου σωλήνα (ovarial ligament) multangulate, πολυγωνικός, µε πολλές γωνίες multi -, (πρόθεµα) πολύ- (αριθµητικό) multiarticulate, multiarticulatus, πολυαρθρωτός, µε πολλές αρθρώσεις multicellular, πολυκύτταρος, αποτελούµενος από 2 ή περισσότερα κύτταρα multicellular processes, πολυκύτταρες προεξοχές του εξωτερικού σωµατικού τοιχώµατος συνήθως µεγάλες και ακανθοειδείς multicolonial, πολυκοινωνικός, όταν πληθυσµός κοινωνικών εντόµων διαιρείται σε αποικίες οι οποίες αναγνωρίζουν σύνορα στις φωληές τους multifid, multifidous, multifidus, πολυσχιδής, µε πολλές σχισµές multiforous spiracle, πολυσχιδές τρήµµα, αναπνευστικό τρήµα (στίγµα) µε 3 ή περισσότερα βοηθητικά ανοίγµατα στο ή κοντά στο περίτρηµα (peritreme) multilocular pores, πολυτοπικοί πόροι· στις νύµφες και τα ♀ Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): πόροι στην επιφάνεια του σώµατος µε περισσότερα από 3 ανοίγµατα multiordinal crochets, πολυτακτικοί κροσσοί· σε προνύµφες Lepidoptera: κροσσοί


364 σε 1 σειρά αλλά µε πολλά εναλλασσόµενα µήκη multiparasitism, πολυπαρασιτισµός, συµπίπτων παρασιτισµός εντόµου από 2 ή περισσότερα είδη παρασίτων multipartite, πολυµερής, αποτελούµενος από πολλά µέρη multiplicate, πολύπτυχος, µε πολλές πτυχές multivoltine, µε άνω της µίας γενεάς το έτος βλ.bivoltine, univoltine mumia, νύµφη, pupa mummylike, µοµιοειδής, νύµφη εντόµου µε όλα τα εξαρτήµατα σε σταθερή θέση ενωµένα µε το σώµα βλ.obtect pupa (νύµφη κεκαλυµµένη) munite, munitus, οχυρός, σώµα εφοδιασµένο µε άκανθες ή ανώµαλες εκφύσεις muricate, muricatus, τραχύς, ανώµαλος muscidian, σχετικός µε τα Muscidae (Dipt.) muscidiform larva, κωνικού σχήµατος προνύµφη των Diptera βλ.coniform larva muscle, µυς, µέρος του ιστού από εξειδικευµένα κύτταρα η σύσπασις των οποίων κινεί εξαρτήµατα και όργανα του σώµατος βλ.skeletal και visceral muscles muscoid, µυιοειδής, σαν µύγα Muscoidea, Υπεροικογένεια των Schizophora (Brachycera:Dipt.) που περιλαµβάνει τις Οικογένειες: Muscidae, Anthomyiidae, Gasterophilidae, Hippoboscidae, Streblidae και Nycteribiidae, χωρίς την Oestroidea βλ.Pupipara Muscomorpha, Υποτάξις των Brachycera (Dipt.) που περιλαµβάνει Aschiza και Schizophora ισοδύναµα των Cyclorrhapha muscularis, η µυική «θήκη» που επενδύει όλα τα µέρη του πεπτικού σωλήνος του εντόµου musculated, µυώδης, εφοδιασµένος µε µύες musculature, µυικός ιστός mushroom bodies, µανιταροειδή σώµατα· στον εγκέφαλον: corpora pedunculata mushroom shaped gland, µανιταροειδής αδήν (του Huxley), η µεγάλη συµπαγής µάζα που σχηµατίζεται από τους ♂ γεννητικούς αδένες βλ.accessory genital gland, ectadenia, mesadenia mutic, muticus, άοπλος, χωρίς τα συνήθη εξαρτήµατά του βλ.inermis mutilate, mutilatus, ακρωτηριασµένος, κοµµένος, ατελής mutualism, αµοιβαιότης, συµβίωσις όπου αναγκαστικώς επωφελούνται τα µέλη και των δύο συµετεχόντων ειδών βλ.symbiosis mycangium (πλ.mycangia) (µύκης+αγγείον), θυλακοειδείς υποδοχείς ειδικοί για να


365 φέρουν συµβιωτικούς µύκητες όπως στα Coleoptera: Scolytidae mycetophagus, µυκητοφάγος, ο τρεφόµενος µε µύκητες Mycetophiliphormia = Sciaroidea Mycetophiloidea, Υπεροικογένεια των Nematocera (Dipt.) µε τις Οικογένειες: Mycetophilidae, Sciaridae, Hyperoscelididae, Scatopsidae, και Cercomyiidae βλ Sciaroidea mycosis, µυκητίασις, ασθένεια προκαλούµενη από µύκητες mycotoxicosis, µυκοτοξίνωσις, ασθένεια προκαλούµενη από µυκοτοξίνες (mycotoxins) mycotoxin, µυκοτοξίνη, τοξίνη παραγόµενη από µύκητες myelin, µυελίνη, λευκή λιπώδης ουσία που περιβάλλει ορισµένες νευρικές ίνες myelophagοus (µυελός=ψίχα+φαγείν), που τρέφεται µε την εντεριώνη (ψίχα) µικρών βλαστών myiasis, µυΐασις, ασθένεια ή βλάβη προκαλούµενη από προνύµφες Diptera όχι απαραιτήτως παρασιτικές βλ.apimyiasis και pseudomyiasis mymariform larva, ενδοφάγος προνύµφη πολλών Mymaridae και Trichogrammatidae (Hymenoptera) χωρίς ευδιάκριτην σύσφιξιν µεταξύ κεφαλοθώρακος και κοιλίας και µε κωνικήν προεξοχήν εµπροσθίως της κεφαλής myoblast, µυοβλάστης, κύτταρον που παράγει µυικόν ιστόν myofibrilla (πλ.myofibrillae), µυοϊνίδια, στα µυικά κύτταρα: λεπτά νηµάτια από µυοσίνη και ακτίνη βυθισµένα στο σαρκόπλασµα και εκτεινόµενα από το ένα έως το άλλο άκρον της µυικής ίνας (myofibril) myofibrils = myofibrilla myiology, µυιολογία, η µελέτη των Diptera myology, µυολογία, η µελέτη των µυών myiophily, µυιοφιλία, το σύνδροµον της επικονιάσεως ανθέων από έντοµα των οικογενειών Syrphidae και Bombyliidae (Dipt.) myotome (µυς+τοµή), µυοτοµή, διαίρεσις των µυών του σώµατος κατά µεταµερές (metamere) myrmecoclepty (µύρµηξ + κλοπή), ο τύπος συµβιώσεως όπου το είδος το ξενιζόµενον σε µυρµηγκοφωλιές Atelura (Zygentoma: Lepismatidae) « κλέβει» εµεσόµενο µέλι από το ένα µετά το άλλο στόµα διερχoµένων µυρµηγκιών myrmecology, µυρµηκολογία, η µελέτη των Formicidae (Hym.)


366 myrmecomorph, µυρµηκόµορφα, άλλα έντοµα εκτός των Formicidae (Hym.) που µοιάζουν µε µυρµήγκια myrmecophage, µυρµηγκοφάγος, έντοµον που τρέφεται µε µυρµήγκια (Formicidae: Hym.) αλλά δεν ζει µαζί τους π.χ. Myrmeleontidae (Plan.), αράχνες κ.ά. myrmecophile, myrmecophilοus, µυρµηγκόφιλος, έντοµον που παρασιτεί ή συζεί µε µυρµήγκια, οργανισµός που περνά τουλάχιστον ένα µέρος της ζωής του σε κοινωνία µυρµηγκιών myrmecophily, µυρµηκοφιλία, η σχέσις µεταξύ µυρµηγκιών και ξενιζοµένων εντόµων myrmecoxene, µυρµηκόξενος, σύµφιλος ( symphile), οργανισµός σε φωληά µυρµηγκιών Myrmeleontoidea, Υπεροικογένεια των Planipennia µε τις Οικογ,: Myrmeleontidae, Nymphidae, Ascalaphidae και Nemopteridae, myrmeophile = myrmecophile mystacine, mystacinous, µυστακοφόρος, µε κροσσόν από τρίχες άνωθεν του στόµατος mystax, µύσταξ (µουστάκι), τρίχα ή τρίχες στο άνω χείλος (labrum) mytiliform (µύτιλος= µύδι), µυτιλοειδής, µε µορφήν ή σχήµα µυδιού Myxophaga, Υποτάξις των Coleoptera µε µόνo µίαν Υπεροικογένεια την Sphaerioidea µε άτοµα µικρού µεγέθους (< 1 mm) και προνύµφες υδρόβιες


367 Ν nacreous, µαργαρώδης, µε την ιριδίζουσα λάµψιν της «µητέρας» του µαργαριταριού δηλ. της εσωτερικής επιφανείας των οστράκων που παράγει το µαργαριτάρι naiad, ναϊάς (νύµφη των υδάτων), η υδρόβιος νύµφη των ηµιµεταβόλων εντόµων Odonata, Ephemeroptera, και Plecoptera nail, όνυξ (νύχι), claw naked, γυµνός, νύµφη χωρίς κουκούλι (cocoon) ή άλλο κάλυµµα (nude) naked eyes, γυµνοί οφθαλµοί· στα τέλεια των Chironomidae (Dipt.): σύνθετοι οφθαλµοί µε µικροτρίχια µεταξύ των κερατοειδών φακών (corneal lenses) µικρότερα από το ύψος των φακών βλ.hairy eyes nanitic workers, νάνοι εργάτες, στα µυρµήγκια (Hymenoptera) ή στους τερµίτες (Isoptera): οι εργάτες που έχουν υποστεί ασιτίαν Nannolepidoptera = Nepticuloidea Nanopsocetae, Oµάς στην Υποτάξιν των Troctomorpha (Psocoptera) που περιλαµβάνει τις Οικογένειες : Liposcelidae, Pachytroctidae και Sphaeropsocidae nasal carina, ρινική ράχις·στα Ephemeroptera: επιµήκης ράχις της κεφαλής έµπροσθεν του µεσαίου οφθαλµιδίου (middle ocellus) που µοιάζει µε µύτη ορώµενη από τα πλάγια nasal suture, ρινική ραφή (frontoclypeal suture) nasale, στις προνύµφες των Coleoptera: προέκτασις του µετώπου (frons), που σχηµατίζεται είτε από την σύµπτηξιν των frons, clypeus και labrum είτε µόνον από τα frons και clypeus οπότε το κάτω χείλος (labrum) είναι µικρό και κρυµµένο κάτω από την ρινικήν προέκτασιν nascent, νεήλατος, εν τω γεννάσθαι, που αρχίζει να υπάρχει ή να αναπτύσσεται Nassanov’s gland, αδήν του Nassanov, στις εργάτριες µέλισσες (Hymenoptera: Apidae): αδένας κάτω από την διατµηµατικήν µεµβράνην (intersegmental membrane) µεταξύ των κοιλιακών στερνιτών VI και VII ο οποίος παράγει φεροµόνην naso· στα ακάρεα: άζυγος ρινοειδής προβολή του idiosoma στην περιοχή του rostrum (πιθανώς οµόλογη του rostral tectum) η οποία προεκτείνεται άνωθεν των chelicerae nasus, ρις (µύτη), το τµήµα της κεφαλής του εντόµου στο οποίον αρθρώνεται το άνω χείλος (labrum)


368 που λέγεται και postclypeus· στα Odonata: το επιστόµιον ( clypeus ) ή η τροποποίησίς του· σε µερικά Isoptera:Termitidae: ρυγχοειδές όργανον των οπλιτών· στα τέλεια των Tipulinae ( Dipt.: Tipulidae): µικρή προέκτασις του ρύγχους · σε µερικά Hymenoptera: η προς τα άνω κατάληξις του προσώπου nasutiform termite = nasute soldier nasute soldier, µακρύρρινος (µυταράς) οπλίτης · στα Nasutermitinae (Isopt.: Termitidae): οπλίτης µε ρυγχοειδή προέκτασιν της κεφαλικής κάψας ( nasus ) που χρησιµεύει στο να εκτοξεύει δηλητηριώδες ή κολλώδες αµυντικόν έκκριµα nasutoid soldier, “ναζουτοειδής” οπλίτης· σε µερικά Rhinotermitidae ( Ιsopt.): οπλίτης µε πολύ µακρύ και αυλακωτό άνω χείλος ( labrum ) κατά µήκος του οποίου ρέουν αµυντικά εκκρίµµατα· (δεν πρέπει να συγχέεται µε τον γνήσιον nasute soldier) natatorial (natatorious, natatory), νηκτικός (κολυµβητικός) όπως τα πόδια των υδροβίων Heteroptera και Coleoptera natatory lamellae, νηκτικά ελάσµατα, επιµήκη ελάσµατα στις οπίσθιες κνήµες (tibiae) των Tridactylidae: (Orth.) natural classification, φυσική ταξινόµησις, ταξινοµικόν σύστηµα που βασίζεται στη σχέση ή τη συγγένεια των εµβίων όντων µεταξύ τους βλ.cladistic και evolutionary classification natural control, φυσική καταπολέµησις, η µείωσις του πληθυσµού εντόµων-εχθρών µε τις δυνάµεις της φύσεως π.χ. κλιµατικές συνθήκες, αρπακτικά, παράσιτα, ασθένειες βλ.biological control natural host, φυσικός ξενιστής, ο ξενιστής στον οποίον συνήθως βρίσκεται ο παθογόνος οργανισµός ( ή το παράσιτο ) και µέσα στον οποίον το παθογόνο µπορεί να ολοκληρώσει την ανάπτυξή του natural selection, φυσική επιλογή, ο άνισος ανταγωνισµός των γονοτύπων στο γονιδιακόν απόθεµα της εποµένης γενεάς (µέσω διαφορών στη θνησιµότητα και την αναπαραγωγικήν επιτυχία ) που προκαλείται από περιβαλλοντικά συστατικά βλ.artificial και sexual selection Naucoroidea, Υπεροικογένεια των Heteroptera στην Υποτάξιν των Nepomorpha που περιλαµβάνει τα υδρόβια αρπακτικά Aephelocheiridae και Naucoridae navicula ( πλ. naviculae), σκαφίδιον, ο τρίτος µασχαλιαίος σκληρίτης ( third axillary sclerite ) navicular, navicularis, σκαφοειδής neala, ζυγός ( πτέρυγος), jugum, jugal lobe neanic, νεανικός, αναφέρεται στο στάδιον της νύµφης (pupal stage)


369 neanide, νεάνις (-ίδος), άλλη ονοµασία της νύµφης (nymph, pupa) neck, λαιµός, cervix, collar· στα Heteroptera (Hem.): cephalic neck necrophagous, necrophagus, νεκροφάγος, ο τρεφόµενος µε νεκρά ή σηπόµενα ζώα βλ.saprophagous necrophoresis, νεκροφόρησις, στα κοινωνικά έντοµα (π.χ. µυρµήγκια): η µεταφορά των νεκρών ατόµων της κοινωνίας µακριά από την φωληά necrosis, νέκρωσις, φθίσις, σήψις, φθορά, παρακµή necrotic, νεκρωτικός, σε νεκρή ή φθίνουσα κατάσταση nectopod, νηκτικός πους, πόδι για κολύµβηση Neelipleona, Υποτάξις των Collembolla µε µόνη την Οικογένεια των Neelidae µε σφαιρικόν σώµα και κοιλία συνενωµένη (χωρίς ορατόν χώρισµα) µε τον σχετικώς φαρδύ θώρακα negative tropism ή negative taxis, θετικός τροπισµός ή τακτισµός, αποµάκρυνσις από απωθητικόν ερέθισµα βλ. positive tropism ή positive taxis Nematocera, Υποτάξις των Diptera µε τις Ανθυποτάξεις: Tipulomorpha, Blephariceromorpha, Axymyiomorpha, Bibionomorpha, Psychodomorpha, Ptychopteromorpha, και Culicomorpha nematocerous, νηµατόκερος, µε νηµατοειδείς κεραίες nematocyte, νηµατοειδές (σκωληκοειδές) κύτταρον Nemocera = Νematocera nemoglossata, νηµατόγλωσσα, οι µέλισσες ( Ηymenoptera: Apoidea) µε νηµατοειδή glossa nemoricolous (nemus -oris = δρυµός,άλσος), δρυµόβιος Nemouroidea, Υπεροικ. στην Ανθυποτάξιν Euholognatha (Plecoptera: Arctoperlaria) µε τις Οικογένειες: Taeniopterygidae, Notonemouridae, Nemouridae. Capriidae, Leuctridae Neococcoidea, Οµάς των Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha) µε τέλεια ♀ µε ευδιάκριτη τρίχα (seta) στο άκρο του κάτω χείλους και ♀ χωρίς πολύεδρους σύνθετους οφθαλµούς neogallicolae – gallicolae, νεοκηκιδόβια - κηκιδόβια, τα δίµορφα θεµελιωτικά άτοµα της φυλλοξήρας (Hem. Sternorrhyncha: Phylloxeroidea) τα οποία θα γίνουν κηκιδόβια neogallicolae - radicolae, νεοκηκιδόβια - ριζόβια, δίµορφα θεµελιωτικά άτοµα της φυλλοξήρας (Hem. Sternorrhyncha: Phylloxeroidea) τα οποία θα περάσουν στις ρίζες και θα γίνουν ριζόβια Νeoheteroptera, Υποδιαίρεσις των Heteroptrera που περιλαµβάνει Gerromorpha και


370 Panheteroptera βλ.Euheteroptera Neolepidoptera, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει όλα τα µυζητικά (haustelate) Lepidoptera δηλαδή τα: Exoporia, Monotrysia και Ditrysia Neomecoptera, Τάξις στην οποίαν ανήκει η Οικογένεια Boreidae των Mecoptera Neontology, Nεοντολογία, η επιστήµη που ασχολείται µε τους προσφάτους οργανισµούς βλ. Paleontology Neopseustina, Ανθυποτάξις της Υποτάξεως Glossata µε την Υπεροικογένεια Neopseustoidea Neopseustoidea, η µοναδική Υπεροικ. των Neopseustina µε µία Οικογ. τα Neopseustidae Neoptera, Aνθυποκλάσις της Κλάσεως Insecta που περιλαµβάνει τα Polyneoptera, Paraneoptera, και τα Holometabola Neopterygota = Neoptera neoteini = neoteny neotenin, νεοτενίνη, ορµόνη νεότητος ( juvenile hormone) neotenic, νεοτενής, που διατηρεί τους χαρακτήρες των ατελών σταδίων στο τέλειον άτοµο neotenic reproductive, νεοτενή αναπαπαγωγικά, στα Isoptera (τερµίτες): άτοµα που διατηρούν νεανικούς χαρακτήρες και αποκτούν «δικαιώµατα» όταν εκλείψει το βασιλικόν ζεύγος βλ.ergatoid reproductive και nymphoid reproductive neoteny, νεοτενία, η διατήρησις των νεανικών χαρακτήρων στο τέλειον άτοµον neotype, νεότυπος, δείγµα είδους ή υποείδους για το οποίον δεν ορίζεται holotype, lectotype ή syntype(s) nephridium (πλ.nephridia), νεφρίδιον (νεφρίδια), Μαλπιγγιανό σωληνάριο (Malpigian tubule) nephrocyte, νεφροκύτταρον, κύτταρο που αναλαµβάνει από την αιµολέµφο ξένες χηµικές ουσίες µεγάλου σχετικώς µοριακού βάρους τις οποίες ίσως δεν µπορούν να αναλάβουν τα Μαλπιγγιανά σωληνάρια (Malpigian tubules) nepionic (nepos = απόγονος ,έκγονος), νεποτικόν, εκγονικόν στάδιον αναπτύξεως αµέσως µετά το εµβρυϊκόν (embryonic) Nepoidea, Υπεροικογένεια των Heteroptera που περιλαµβάνει τα υδρόβια αρπακτικά Nepidae και Belostomatidae Nepomorpha, Aνθυποτάξις των Heteroptera που περιλαµβάνει τις «παράλιες» Οικογένειες: Gelastocoridae και Ochteridae και τις γνήσιες υδρόβιες: Corixidae, Notonectidae, Helotrephidae, Naucorididae, Belostomatidae, και Nepidae


371 Nepticuloidea, Υπεροικογένεια των Ηeteroneura ( Lep.) που περιλαµβάνει τις Οικογένειες Nepticulidae και Opostegidae nerve, νεύρον, δέσµη νευρικών ινών η οποία µεταδίδει νευρικές ώσεις nerve cord, νευρική άλυσος, κοιλιακή νευρική άλυσος (ventral nerve cord) nerve fiber, νευρική ίνα, νευρικός άξων ή άλλος κλάδος νευρικού κυττάρου nerve ganglion, νευρικόν γάγγλιον, νευρικόν κέντρον αποτελούµενον από νευρικά κύτταρα και ίνες nerve tract, νευρική οδός, πλέγµα από νευρικές ίνες σε νευρικόν κέντρον nerve trunk, νευρικός κορµός, δέσµη κινητικών ή/και αισθητηρίων νευρικών ινών του περιφερικού νευρικού συστήµατος nervous system, Νευρικόν Σύστηµα ( Ν.Σ.), αποτελούµενο από το Κεντρικόν Νευρικόν Σύστηµα (Κ.Ν.Σ. ) και το Στοµατογαστρικόν Ν. Σ. nervulation, nervuration, νεύρωσις (venation) πτέρυγος, το σύνολον των νεύρων (veins) µίας πτέρυγος nervule, nervure, νεύρον πτέρυγος (vein of wing) nest aura, nest odour, αύρα ή οσµή φωλεάς· στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) η χαρακτηριστική οσµή της φωληάς που βοηθά τους ενοίκους της να την αναγνωρίζουν από γειτονικές φωληές άλλων αποικιών nest robbing, cleptobiosis, κλεπτοβίωσις, µορφή συµβιώσεως στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) κατά την οποίαν µικρόσωµα είδη έχουν φωληές κοντά στις φωληές µεγαλοσώµων ειδών τρεφόµενα µε απορρίµµατα ή ενεδρεύουν τους εργάτες (workers) κλέβοντας την τροφή τους nettling hairs, κνηστικές τρίχες (urticating hairs) neuraforamen, τρήµα, άνοιγµα (foramen) µέσα από το οποίον περνά το Νευρικόν Σύστηµα neural, νευρικός, ότι αφορά ή συνδέεται µε το Νευρικόν Σύστηµα neural lamella, νευρικόν έλασµα, µη κυτταρική άµορφη στιβάδα η οποία η οποία παρέχει µηχανική στήριξη στο Νευρικόν Σύστηµα βλ.nerve seath neuration, νεύρωσις (το σύνολο των νεύρων) µιας πτέρυγος ( venation) neurelemma, νευρείληµµα, η εξωτερική θήκη µίας νευρικής ίνας, η εµπύρινη θήκη νευρικού ιστού που καλύπτει γάγγλια, νευρικούς κορµούς και τελικά κλωνία neurite, νευρίτης, νευρικός άξων, η προέκτασις µονοπολικού νευρικού κυττάρου που φέρει τον άξονα και τον δενδρίτη ( dendrite )


372 neuroblast, νευροβλάστη, κύτταρον του εµβρύου που θα δώσει νευρικά κύτταρα neurocyte = perikaryon neuroglia, neurogloea, νευρογλοία, υποστηρικτική κατασκευή του νευρικού ιστού που αποτελείται από νευρογλοιακά κύτταρα (glial cells) neurohemal organs, νευροαιµατικά όργανα, όργανα ειδικευµένα στην ελευθέρωσιν ορµονών µέσα στην αιµολέµφο (hemolymph) π.χ.corpora cardiaca neuromere, νευροµερές, στο έµβρυον του εντόµου: η εµβρυϊκή απαρχή ενός τµηµατικού γαγγλίου (segmental ganglion) neurone, νευρών, νευρικόν κύτταρον (nerve cell ) neuropile, νευροπίληµα, σύµπλεγµα προσαγωγών, απαγωγών και διαβιβαστικών νεύρων µε τα νευρογλοιακά (glial) υποστηρικτικά στοιχεία τους neuropore, νευροπόρος, το άνοιγµα της επιδερµίδος κάτω από µίαν τρίχα από όπου θα διέρχεται τριχογόνον κύτταρον ( trichopore) Neuroptera = Neuropteroidea = Planipennia Neuropterida = Neuropteroidea, neuropterous, νευρόπτερον, που σχετίζεται µε Neuroptera neurosecretion, νευροέκκριµα, έκκριµα των νευροεκριτικών κυττάρων (neurosecretory cells) που περιέχει νευροεκριτικές ορµόνες (neurosecretory hormones) neurosecretory cells, εκκριτικά κύτταρα, κύτταρα που υπάρχουν συνήθως στα γάγγλια του Κ.Ν Σ. και είναι η πηγή των neurosecretions π.χ.brain neurosecretory cells neurosecretory hormone, νευροεκκριτική ορµόνη, ορµόνη αποτελούµενη από µικρές πρωτεΐνες ή πεπτίδια που παράγονται στο Κ.Ν.Σ. π.χ. diapause ή eclosion hormone neurospongium = neuropile neurotoxin, νευροτοξίνη, τοξίνη που επηρεάζει την λειτουργία του νευρικού συστήµατος neuter, ουδέτερος· στα Isoptera και Hymenoptera: εργάτης ή µη αναπαραγωγικόν ♀ neutral synoekete (συν + οικητής), ουδέτερος σύνοικος ( inquiline) niche, καταφύγιον, ενδιαίτηµα (habitat) nidamentun, η ζελατινώδης µάζα µέσα στην οποίαν το Chironomous (Dipt. Chironomidae) εναποθέτει


373 όλα τα ωά του µαζί nidi ( εν.nidus), αναγεννητικά, «εκκολαπτικά» κύτταρα, οµάδες αναγεννητικών κυττάρων στο επιθήλιον του µεσαίου εντέρου (midgut) nidificate, φωλιάζω, ετοιµάζω υποδοχέα για τα ωά nidification, η κατασκευή της φωληάς niger, µέλας (µαύρος), σκουρόχρωµος night vision, νυκτερινή όρασις από οφθαλµούς προσαρµοσµένους στο σκότος nigrescent, υποµέλας ( µαυριδερός ) nit, τα ωά µυζητικής ψείρας (Phthir.: Anoplura) όταν είναι προσκολληµένα σε τρίχα nitid, nitidus, στιλπνός, γυαλιστερός, αντανακλών το φως (λαµπρός) βλ.politus niveus, χιονώδης, χρώµατος καθαρού λευκού µε κυανήν ανταύγεια Noctuoidea, Υπεροικογένεια των Ditrysia (Lep.) που περιλαµβάνει τις Οικογένειες: Noctuidae, Arctiidae, Notodontidae, Lymandriidae κ.ά. nocturnal, νυκτόβιος βλ.crepuscular, diurnal, matinal node, όζος, κόµβος, γόνατον βλ.nodus· στα Heteroptera (Hemiptera): costal fracture nodicorn, οζόκερος, µε κεραίες στις οποίες το κάθε άρθρο τους φέρει διογκωµένο άκρον nodose, nodosus, οζώδης, µε πολλούς κόµβους βλ.nodulate nodular = nodulate nodular hook, άγκιστρον δεσµού· στα Psocoptera: ο σύνδεσµος των πτερύγων κατά την πτήσιν nodular sclerite, οζώδης σκληρίτης· στα Lepidoptera: epaulette, αποκολληµένη περόνη του metepimeron nodulate, οζώδης, πολύοζος, επιφάνεια µε πολλούς αναγλύφους κόµβους ή εξογκώµατα βλ.acinose, colliculate, torulose, tuberculate, vericose nodule, nodulus, οζίδιον, µικρός όζος· σε µερικά τέλεια των Psocoptera: το σηµείον όπου το οπίσθιον ωλενικόν (CuP) και το εδρικόν νεύρον (1Α) συναντώνται κοντά στο περιθώριο της πτέρυγος nodulose (nodulοus, nodulosus) = nodulate nodus ( πλ. nodi), όζος, κόµβος (node)· 1 στα τέλεια των Odonata: το ισχυρό εγκάρσιο νεύρο (crossvein) πτέρυγος κοντά στο µέσον του πλευρικού περιθωρίου (costal margin) της πτέρυγος το οποίον ενώνει τα νεύρα: costa, subcosta και radius, 2 εγκοπή που σηµειώνει την θέσιν ενός εξέχοντος εγκαρσίου


374 νεύρου περί το µέσον του προσθίου χείλους της πτέρυγος· στα τέλεια των Apocrita (Hym.): petiole ή postpetiole nomadic phase, νοµαδική φάσις· στα Dorylinae (Hymenoptera: Formicidae) γνωστά ως « army ants»: η περίοδος κατά την οποίαν η αποικία είναι πιο δραστήρια στην αναζήτηση τροφής, κινείται από το ένα προσωρινό καταφύγιο (bivouac) στο άλλο, η βασίλισσα δεν γεννά ωά και τα περισσότερα άτοµα της «φουρνιάς» (brood) είναι προνυµφικού σταδίου βλ statary phase nomenclature, ονοµατολογία, σύστηµα ονοµάτων µε πληροφορίες για τον σχηµατισµό και τη χρήση τους βλ. binominal και zoological nomenculture noninclusion (nonoccluded) virus, µη έγκλειστος ιός, ιός εντόµων ο οποίος απαντάται ελεύθερος στους ιστούς και δεν εγκλείεται σε κρυστάλλους, κοκκίδια κ.ά.· υπάρχει σε προνύµφες των Diptera, Lepidoptera, Coleoptera και σε προνύµφες και τέλεια των Hymenoptera nonnucleate, απύρηνος, χωρίς πυρήνα no persistent transmission, µη έµµονος µετάδοσις, µετάδοσις ιώσεων των φυτών κατά την οποίαν το έντοµο - φορέας είναι ικανό να µολύνει φυτά επί σχετικώς µικρή χρονικήν περίοδο norma (πλ. normae), κανών, ραβδοειδής - γονατοειδής κατασκευή στη βάση του orbiculus (juxta) normal host, φυσικός ξενιστής βλ natural host, typical host nose, ρις (µύτη), σε µερικές νύµφες Chironomidae (Dipt.), ακροπλευρική προέκτασις της πτερυγικής θήκης (wing sheath) nosemosis, νοζέµοσις, νοζεµίασις,ασθένεια των τελείων της µέλισσας προκαλούµενη από το πρωτόζωον Nosema apis το οποίον αναπτύσσεται στα επιθηλιακά κύτταρα του µεσεντέρου (midgut) nostril, ρώθων (ρουθούνι), rhinarium notal, νωτιαίος, ραχιαίος (dorsal) notate, notatus, σηµειωµένος (σηµαδεµένος), µε πολλά σηµάδια (spots) βλ.impressed, innotate, maculate και ordinate notched, µε εγκοπές, οδοντωτός (συνήθως επί περιθωρίου) notepisternum = anepisternum notocephalon· στα Notonectidae (Hem.: Heteroptera): vertex


375 notodont (νώτον = ράχις + οδούς = δόντι), µε οδοντωτήν ράχη π.χ.οι προνύµφες των Notodontidae (Lep.) Notodontoidea, Υπεροικογένεια των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογένειες: Notodontidae, Thaumatopoeidae, Dioptidae και ενίοτε Thyretidae και Arctiidae notogaster·στα ακάρεα: το νωτιαίον hysterosoma ή στα Oribatidae: ο θυρεός που καλύπτει την νωτοπλευρικήν όψιν του hysterosoma Notonectoidea, Υπεροικογένεια των Nepomorpha (Heteroptera: Hem.) µε τις Οικογενειες: Notonectidae, Pleidae και Helotrephidae notopleural, νωτοπλευρικός, σχετικός µε το notopleuron notopleuron (πλ.notopleura), νωτόπλευρον· στα ανώτερα Diptera: η βυθισµένη και καθαρώς οριοθετηµένη περιοχή στο άνω τµήµα του scutum µεταξύ του pronotal lobe και της βάσεως της πτέρυγος Notoptera = Grylloblattodea notoptera· στα τέλεια των Coleoptera: οι παράλληλες ράχεις ή παχύνσεις στο οπίσθιον τµήµα του metascutum notopterale, ο πρώτος µασχαλιαίος σκληρίτης ( first axillary sclerite) notopteraria· στα τέλεια Coleoptera: η µεσαία αύλαξ του metascutum Notostigmata, παλαιός όρος για τα ακάρεα Opilioacarida (= Opilioacariformes) που φέρουν νωτοπλευρικά stigmatal openings nototheca (νώτον + θήκη), το τµήµα που καλύπτει την άνω επιφάνεια της κοιλίας της νύµφης notum (πλ. nota), νώτον, το tergum θωρακικού τµήµατος (pronotum, mesonotum, metanotum) βλ.eunotum, tergum και tergite novasternal coria· στα Isoptera: η εύκαµπτη µεµβράνη (corium) µεταξύ των VIII και IX στερνιτών nozzle, εξέχον στόµιον, ρύγχος· στα τέλεια των Formicinae (Hym.: Formicidae): το τροποποιηµένο hypopygium που φέρει τον acidopore nucha, αυχήν (σβέρκος), η άνω επιφάνεια του cervix που ενώνει την κεφαλήν µε τον θώρακα nuclear polyedrosis = nucleopolyedrosis nucleate, nucleated, εµπύρηνος, που έχει πυρήνα nucleolus, πυρηνίσκος, ευκρινής (συνήθως σφαιρική) περιοχή του ευκαριωτικού πυρήνα


376 (eukaryotic nucleus) αποτελούµενη από συµπυκνωµένα ινίδια (fibrils) και κόκκους (granules) πλούσια σε RNA και πρωτεΐνες nucleopolyedrosis, νουκλεοπολυέδρωσις, µία συνήθως θανατηφόρος ασθένεια των προνυµφών ορισµένων Lepidoptera και Hymenoptera χαρακτηριζοµένη από τον σχηµατισµόν (στους πυρήνες των προσβεβληµένων κυττάρων) πολυεδρικών εγκλείστων σωµατιδίων (polyedra) nucleus, πυρήν, ευκρινές διαφοροποιηµένο σώµα (σφαιρικό ή ωοειδές) βυθισµένο στο περιεχόµενο του κυττάρου το οποίον έχει βασική σηµασία για την φυσιολογία του κυττάρου και την κληρονοµικότητα nude, nudus, γυµνός, ακάλυπτος, χωρίς τρίχες, λέπια ή άλλην επένδυση στην επιφάνειά του βλ.denudate, glabrus, investitus nulliparus (nullus = καθόλου + parere = τίκτω), άτοκος· στα έντοµα: µε κανένα αναπτυσσόµενο ωόν nuptial feeding, γαµήλιος θρέψις (courtship feeding) nuptial flight, γαµήλιος πτήσις· στα κοινωνικά Hymenoptera (µέλισσες, µυρµήγκια): η πτήσις βασίλισσας και αρρένων προς αναπαραγωγήν nurse, τροφός (παραµάνα)· στα Hymenoptera: νεαρή εργάτρια µέλισσα (Apidae) ή µικρό µυρµήγκι εργάτης (Formicidae) το οποίον ασχολείται µε την εκτροφήν των προνυµφών και την φύλαξιν ωών και νυµφών nurse cell, τροφικόν κελλίον, τροφοκύτταρον (trophocyte) µεροϊστικού ωοφόρου σωλήνα (meroistic ovariole) ή τροφοκύτταρον ωοθήκης ή όρχεων nutricial castration, τροφικός ευνουχισµός· στις κοινωνίες των µελισσών (Hym.: Apidae) η απώλεια της γονιµότητος µέσω επιλεκτικής διατροφής στο στάδιο της προνύµφης από τις (nurses) τροφούς nutritive chamber, τροφικός θάλαµος· στους τελοτροφικούς ωοφόρους σωλήνες: germarium nutritive cord, τροφικός αγωγός· σε έναν τελοτροφικόν ωοφόρον σωλήνα (telotrophic ovariole): κυτταροπλασµική προεκβολή που ενώνει κάθε ωοκύτταρον (oocyte) µε τον τροφικόν πυρήνα του (germarium) nygma (πλ.nygmata)· νύγµα -ατα, σε µερικά τέλεια των Neuropteroidea, Mecoptera και Trichoptera και των Symphyta (Hym.): υποτιθέµενα αισθητήρια σηµεία στις πτέρυγες nymph, νύµφη, ατελές στάδιο των Hemimetabola π.χ.Heteroptera (Hem.) βλ.larva και naiad nympha inclusa, νύµφη συνεσφιγµένη βλ.pupa coarctata, coarctate pupa nymphal, νυµφικός, 1 της ή που αφορά σε νύµφη, 2 το ατελές στάδιον της νύµφης (nymph) βλ.larval nymphiparous, νυµφοτόκος, που γεννά κατευθείαν νύµφες (nymphs) βλ.larviparus, pupiparus nymphoid reproductive, νυµφοειδές αναπαραγωγικόν· στα Isoptera: αναπαραγωγικόν άτοµον


377 (συµπληρωµατικό ή αντικαταστάσεως) µε στοιχειώδεις πτέρυγες (wing buds) nymphochrysalis, το πρωτονυµφικόν στάδιον των Parasitengona ακάρεων


378

Ο obconic, obconical, υποκωνικός, σαν ανεστραµµένος κώνος obese, obesus, παχύς, ογκώδης (συνήθως επί κοιλίας) βλ.physogastric oblate, oblatus, πεπλατυσµένος (π.χ.οι πόλοι σφαιροειδούς) obligatory diapause, υποχρεωτική διάπαυσις· στα έντοµα µε µία γενεά το έτος (univoltine): διάπαυσις που συµβαίνει (κατά κανόνα) σε µη ευνοϊκή για το έντοµο εποχήν του έτους obligatory parasite, υποχρεωτικόν παράσιτον, παράσιτο που ζει αποκλειστικώς σε έναν ξενιστή obligatory parthenogenesis, υποχρεωτική παρθενογένεσις, παρθενογένεσις στην οποίαν η αναπαραγωγή γίνεται αποκλειστικώς χωρίς άρρενα άτοµα oblique, obliquus, πλάγιος, λοξός oblique sternals, πλάγιοι στερνικοί, πολύ βραχείς µύες που ενώνουν τα παρακείµενα άκρα των κοιλιακών στερνιτών (sterna) oblique tergals, πλάγιοι νωτιαίοι, βραχείς µύες που ενώνουν τα παρακείµενα άκρα των κοιλιακών τεργιτών (terga) obliterate (obliterated, obliterates), αφανής, σβυσµένος , ασαφής oblong, oblongus, επιµήκης, µακρόστενος oblong plates, επιµήκεις πλάκες· στα ♀ Aculeata (Hym.): second gonocoxae obovate, obovatus, αντοωειδής, ωοειδής µε το στενότερο άκρον προς τα κάτω obpyriform, ανταπιοειδής, απιοειδής (σαν αχλάδι) µε το στενό άκρον προς τα κάτω obscure, obscurus, σκοτεινός, µη ευδιάκριτος βλ.confused και intricate obsolescent, απαρχαιούµενος, υπό εξαφάνισιν obsolete, obsoletus, σχεδόν εντελώς απών, µη διακρινόµενος, ατελώς ανεπτυγµένος βλ.rudimentary και vestigial


379

obtect, obtected, obtectus, κεκαλυµµένος, σκεπασµένος obtect pupa, κεκαλυµµένη νύµφη, νύµφη ή χρυσαλλίς ( chryssalis) των Lepidoptera στην οποίαν οι πτέρυγες και τα λοιπά εξαρτήµατα είναι συµπιεσµένα επάνω στο σώµα της και οι κοιλιακοί δακτύλιοι παραµένουν ακίνητοι: απαντάται επίσης στα Orthorrhapha (Dipt.) και στα Coleoptera: Staphylinidae και Coccinellidae obtuse, obtusus, αµβλύς, αντίθετον του οξύς (acute) obtuse - angulate, αµβλυγωνιώδης obtusilingues, αµβλύγλωσσες, οι µέλισσες (Hym. Apoidea) µε βραχείαν γλώσσα η οποία έχει αµβλύ ή δισχιδές άκρον occipital, ινιακός, που σχετίζεται µε το ινίον (occiput) ή το πίσω µέρος της κεφαλής occiput, ινίον, το οπίσθιον τµήµα του epicranium µεταξύ vertex και “neck” (λαιµού) occluded virions, έγκλειστα βιριόνια· στην παθολογία των ασπονδύλων: βιριόνια εγκλεισµένα σε κρύσταλλον ώστε να είναι ορατά στο µικροσκόπιο occlusor (muscle), εγκλειστικός µυς, αυτός που κλείνει µε σύσπασίν του την επικοινωνία µεταξύ spiracular atrium και της αντίστοιχης trachea occult, occultus, κρυπτός, αφανής, λανθάνων occult virus, λανθάνων ιός, ιδιάζουσα φάσις µολύνσεως από ιόν (virus) κατά την οποίαν τα βιριόνια του παθογόνου δεν ανιχνεύονται ocellae, οµµατίδια , ocelli και stemmata ocellar, οµµατιδιακός, του οµµατιδίου ocellate (spot), εφοδιασµένος µε οµµατίδια (ocelli) ocellus ( πλ.ocelli), οµµατίδιον· στα τέλεια έντοµα: απλός οφθαλµός ο οποίος απαντάται µόνος ή σε µικρές οµάδες ocellus coecus, τυφλός οφθαλµός, blind ocellus ocellus simplex, απλούς οφθαλµός, simple ocellus ochreus, ochraceous, ochraceus, ochreus, ωχρός, µε ανοιχτοκίτρινο χρώµα


380

Ochteroidea, Υπεροικογένεια των Nepomorpha : Heteroptera µε τις Οικογένειες: Ochteridae και Gelastocoridae octoon, όγδοον, ο VIII ( όγδοος) κοιλιακός δακτύλιος ocular, οφθαλµικός, των συνθέτων οφθαλµών ocular field = ophthalmotheca ocular fleck, οφθαλµικόν στίγµα· στα Amblycera και Ischnopera (Pthir.): µικρό έντονο µαύρο σηµάδι στους οφθαλµούς ocular lobes, οφθαλµικοί λοβοί (protocerebrum)· στα τέλεια των Chironomidae (Dipt.): genae ocular neuromere, οφθαλµικόν νευροµερές, το αρχέγονον κεφαλικό γάγγλιον από το οποίον προέρχεται ο οπτικός λοβός (optical lobe) του εγκεφάλου ocular region, οφθαλµική περιοχή (protocerebrum) ocular sclerite, οφθαλµικός σκληρίτης, στενός σκληρίτης που περιβάλλει τον σύνθετον οφθαλµό ocular segment· στην κεφαλήν του εντόµου: acron ocularium (πλ. ocularia),στις προνύµφες των Holometabola: η λίγο έως πολύ ανυψωµένη ή χρωµατισµένη περιοχή που φέρει τα stemmata oculocephalic, οφθαλµοκεφαλικός oculomalar space, οφθαλµογναθικόν διάστηµα, η περιοχή που χωρίζει την άνω γωνίαν του οφθαλµού από τον λοβό της γνάθου (mala mandibularis) oculus (πλ.oculi), οφθαλµός· στα έντοµα: ο σύνθετος οφθαλµός Odonata, Τάξις αρπακτικών Paleoptera (Insecta) που περιλαµβάνει Anisoptera και Zygoptera Odonatoptera, Odonatopterata, Υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει την Τάξιν Odonata και την εκλειπούσα Meganisoptera


381

odor trail, odour trail, οσµής ίχνος, χηµικόν ίχνος που αφήνει ένα έντοµο ώστε να ακολουθείται από τα άλλα π.χ.pheromone trail odorate, odoratus, odoriferous, αρωµατικός, ευώδης odoriferous gland, αρωµατοφόρος αδήν· στα Heteroptera (Hem.): µεταθωρακικός οσµηρός αδήν (scent gland) oedaeagus (oedagus, oedeagus, oedoeagus) (άγω = οδηγώ + αιδοίον), αιδοιαγός βλ. aedeagus oedymeroid (οίδος = πρήξιµο), οιδηµεροειδές· στα ♂ Tubulifera (Thys.): η διογκωµένη άπτερος µορφή των αγελαίων πολυµορφικών ειδών oenocyte, οινοκύτταρον, µεγάλο (συνήθως κίτρινο) εξωδερµικής προελεύσεως κύτταρον στις δύο πλευρές κάθε κοιλιακού δακτυλίου πιθανώς σχετιζόµενον µε την παραγωγή λιπιδίων στην επιδερµίδα oenocytlike cell, oenocytoid, οινοκυττοειδές κύτταρον, µη - φαγωτικόν (συνήθως σφαιρικό) κύτταρον στο «αίµα» του εντόµου µε πολύ οξεόφιλο κυτταρόπλασµα oeruginous,oeruginus, , κυανοπράσινον, το χρώµα του σκουριασµένου χαλκού βλ. aeruginose, aeruginous, aeruginus oesophageal bone, οισοφαγικόν οστούν· στα Psocoptera: πλάξ κάτω από το πρόσθιον τµήµα του οισοφάγου (oesophagus) oesophageal bulb, οισοφαγική βαλβίς, cibarial pump oesophageal commissures, οισοφαγικοί σύνδεσµοι, circumoesophageal connectives oesophageal diverticulum, οισοφαγικόν εγκόλπωµα, crop oesophageal ganglion, οισοφαγικόν γάγγλιον, hypocerebral ganglion ή corpus cardiacum oesophageal invagination, οισοφαγική εγκόλπωσις, stomodeal valvae oesophageal sclerite, οισοφαγικός σκληρίτης· στα Amblicera και Ischnoptera (Phthir.):


382

µία πολύ ανεπτυγµένη πάχυνσις του χιτινώδους εσωτερικού του άνω τµήµατος του οισοφάγου oesophageal sympathetic nervous system, οισοφαγικόν νευρικόν σύστηµα, stomatogastric nervous system oesophageal valvae, stomodeal valvae oesophagus, οισοφάγος, το τµήµα του πεπτικού σωλήνος µεταξύ mouth και crop Oestroidea,Υπεροικογένεια των Schizophora της Ανθυποτάξεως Muscomorpha (Dipt. Brachyptera) µε τις Οικογένειες Oestridae, Rhinophoridae, Calliphoridae, Sarcophagidae και Tachinidae oil glands· στα ακάρεα Sarcoptiformes: lateral opisthononotal glands olecranon (πλ.olecrana)· στα ♂ Lepidoptera: κυκλική προεξοχή που σκεπάζει το coecum penis olphaction, όσφρησις, η αντίληψις χηµικών ουσιών σε αέριον µορφήν και σχετικώς µικρές συγκεντρώσεις βλ.chemoreception και contact chemoreception olphactory, οσφρητικός olfactory cone, οσφρητικός κώνος, basiconic peg olfactory lobes, οσφρητικοί λοβοί, antennal lobes του deutocerebrum olfactory pit, οσφρητικόν κοίλωµα, sensory pit Oligentoma = Oligoentoma = Collembola oligogenic, ολιγογονιδιακός, προσδιοριζόµενος από λίγα µόνο γονίδια (genes) oligogyny, ολιγογυνία, µε 2 µόνο λειτουργικές βασίλισσες στην αποικία µελισσών oligo(sy)lectic, ολιγοσυλλεκτικός, µέλισσες που συλλέγουν γύριν από λίγα είδη ανθέων βλ.monolectic και polylectic Oligoneoptera = Holometabola oligonephrous, ολιγονεφρικός, µε ολίγα Μαλπιγιανά σωληνάρια (Malpigian tubules)


383

Oligoneura, Οµάς των Diptera που περιλαµβάνει τα Brachycera και τα περισσότερα Nematocera βλ. Polyneura Oligoneuroidea, προτεινόµενη Υπεροικ. για την Οικογ. Oligoneuridae (Eph.) η οποία γενικώς περιλαµβάνεται στα Heptagenioidea oligoneurous, ολιγόνευρος, µε λίγα νεύρα στις πτέρυγες π.χ.Cecidomyiidae (Dipt.) oligophagous, ολιγοφάγος, µε περιορισµένο φάσµα φυτικής τροφής περιοριζόµενο ακόµη και σε ένα γένος φυτών βλ.monophagous και polyphagous oligopneustic respiratory system, ολιγοπνευστικόν νευρικόν σύστηµα, αναπνευστικόν σύστηµα µε λειτουργικά 1 ή 2 αναπνευστικά στίγµατα (spiracles) σε κάθε πλευρά του σώµατος περιλαµβάνει δε: amphipneustic, metapneustic και propneustic αναπνευστικά συστήµατα βλ.apneustic και polypneystic respiratory systems oligopod larva, ολιγόποδος προνύµφη, προνύµφη εντόµου µε καλώς ανεπτυγµένους θωρακικούς πόδες αλλά χωρίς κοιλιακούς ψευδόποδες (prolegs) καλώς ανεπτυγµένη κεφαλήν και στοµατικά εξαρτήµατα όµοια µε του τελείου π.χ.campodeiform, elateriform και scarabeiform larva βλ.apodous και polypod larva oligopod phase, ολιγόποδος φάσις· στο έµβρυον του εντόµου: φάσις που σηµαίνει προχωρηµένη κατάστασιν αναπτύξεως oligotrophic = oligophagous olistheter, ολισθητήρ · στα τέλεια Hymenoptera και σε άλλες Τάξεις:ολισθαίνων σύνδεσµος µεταξύ των γοναποφύσεων VIII και IX κατά µήκος του κοιλιακού κλάδου (ventral ramus) που προσαρµόζεται σε µίαν αύλακα (aulax) στον νωτιαίον κλάδον (dorsal ramus) της αντιστοίχου γοναποφύσεως VIII olivaceous, olivaceus, ελαιόχρους, κιτρινοπράσινος Omaloptera = Pupipara (Dipt.) ommateum, σύνθετος οφθαλµός, compound eye ommatidial, οµµατιδιακός, του οµµατιδίου (ommatidium) ommatidium (πλ.ommatidia), οµµατίδιον, ένα από τα οπτικά στοιχεία του συνθέτου οφθαλµού


384

omnivorus, παµφάγος, τρεφόµενος µε ζωικές και φυτικές τροφές omphalian type, οµφάλιος τύπος (µορφή)· στα τέλεια Heteroptera: κατασκευή στον µεταθωρακικόν οσµηρόν αδένα (metathoracic scent gland) µε συνήθως ένα άνοιγµα στο metasternum βλ.diastomian type omphalium, οµφάλιον· στα τέλεια Heteroptera: εξέχον µεταστερνικόν άνοιγµα του omphalian type metathoracic scent gland Oncopoda, προτεινοµένη Οµάς για τα Onychophora, Tardigrada και Pentastomida onyches, όνυχες (νύχια), pretarsal claws onychii, τύλοι, προσκεφάλια πέλµατος, pulvilli onychium (πλ. onychia), ονύχιον (νυχάκι), κάθε ονυχοειδής ή τυλοειδής κατασκευή στον pretarsus των εντόµων βλ.arolium, pretarsal claw, empodium, pulvilus ooblast, ωοβλάστης (germ cell) oocyte, ωοκύτταρον, το διαφοροποιηθέν από ωογόνιον (oogonium) στον ωοφόρο σωλήνα κύτταρο βλ.egg oogenesis, ωογένεσις, ο σχηµατισµός των πολικών σωµατίων (polar bodies) στο ωόν oogenesis flight syndrome, πτητικόν σύνδροµον ωογενέσεως, σύνδροµον φυσιολογίας και συµπεριφοράς συνυφασµένο µε τον χρονισµό (timing) της αναπαραγωγικής στρατηγικής όπου η µετανάστευση γίνεται προ της αναπτύξεως των ωών oogonium (πλ. oogonia), ωογόνιον –ια, το πρώτο στάδιον διαφοροποιήσεως ενός ωοκυττάρου µέσα στην βλαστική ζώνη (germarium) από ένα ♀ γαµετογόνον (βλαστικό) κύτταρον βλ.oocyte oolema, ωόληµµα, λεκιθική µεµβράνη, vitelline membrane oophagy, ωοφαγία· στα κοινωνικά έντοµα: η κατανάλωσις από τα άτοµα µίας αποικίας των ίδιων των ωών τους (egg cannibalism) ooporus (ωόν + πόρος = άνοιγµα), ωοπόρος · στα Ditrysia (Lep.): το άνοιγµα στα genitalia από το οποίο βγαίνουν τα ωά


385

ootaxonomy, ωοταξινόµησις, συστηµατική ταξινόµησις βάσει των ωών ootheca (πλ. oothecae), ωοθήκη, µάζα ωών περικλειοµένη σε υλικόν προερχόµενο συνήθως από εκκρίσεις των ♀ βοηθητικών αδένων βλ.egg case και egg pod Oothecaria = Blattaria + Mantodea βλ. Dictyoptera opacus, opaque, αδιαφανής, θολός opalescent, ιριδίζων, iridescent opaline, opalinus, µε το χρώµα του οπαλίου (opal) βλ.iridescent open cell, ανοικτόν κελίον (κύτταρον πτέρυγος), κελλίον που φθάνει µέχρι το περιθώριον της πτέρυγος βλ.closed cell open clavus· στα τέλεια Fulguroidea (Hem. Auchenorryncha): όταν η claval suture σβήνει ή φθάνει µέχρι το περιθώριον της πτέρυγος αρκετά πέραν του clavus open coxal cavity, ανοικτή κοιλιακή κοιλότης· στα τέλεια Coleoptera: ισχιακή κοιλότης περιοριζόµενη οπισθίως από σκληρίτην του εποµένου τµήµατος (segment) ή εκείνη που άπτεται ενός ή περισσότερων στερνιτών βλ.closed coxal cavity operarius, εργάτης, εργαζόµενος· στα κοινωνικά Hymenoptera: worker opercula anni· στα ♀ Sphingidae ( Lep.): papillae anales operculiform, µε τη µορφή πώµατος (operculum) operculum ( πλ.opercula), κάλυµµα, σκέπασµα, καπάκι, βαλβιδοειδές άνοιγµα· στα ωά των Phasmida, Embiidina, Phthiraptera και πολλά Heteroptera (Hem.): egg cup· στα ♂ Phasmida: poculum· στα ♀ Phasmida: ventral covering of genital chamber· στα Aleyrodidae (Hem.: Sternorryncha): το κάλυµα επάνω από την ligula· στα ♀ Coccoidea (Hem.: Sternorryncha): οι anal plates µαζί ή µία χωριστά· στα Cicadidae (Hem. Auchenorryncha): προεκβολή από τον θώρακα κοιλιακώς που περικλείει κοιλότητα η οποία περιέχει το tympanum· στα Cicadidae (Hem. Auchenorryncha): προσθία επέκτασις του metathoracic epimeron που καλύπτει το tymbal


386

operculum genitalis, γεννητικόν κάλυµα· στα ♂ Hymenoptera: οι VIII και IX κοιλιακοί στερνίτες ophionome (όφις + νοµή), οφιονοµή, ευθεία ή οφιοειδής προνυµφική στοά ophiphysonome (όφις + φυσώ + νοµή), προνυµφική στοά οφιοειδής µε διογκώσεις ophistigmatonome (όφις + στίγµατα + νοµή), στοά προνύµφης µε κηλίδες στην τροχιά ophthalmic, οφθαλµικός, σχετικός µε τον σύνθετον οφθαλµό βλ.macrophthalmic και microphthalmic ophthalmotheca, οφθαλµοθήκη, τµήµα της επιδερµίδος που σκεπάζει τον σύνθετον οφθαλµό (compound eye) Opilioacarida, Τάξις parasitiform ακάρεων που µοιάζουν µε Opilionidae opisthogenital shield, οπισθογεννητικός θυρεός (genitiventral shield)· στα Mesostigmata ακάρεα: θυρεός του epigynium που εκτείνεται προς τα πίσω άνωθεν της κοιλιακής περιοχής αλλά διαχωρίζεται από το anal shield opisthognathic shield, οπισθογναθικός θυρεός· στα ακάρεα Mesostigmata: θυρεός που καλύπτει όλο το venter όπισθεν των ΙV ποδών µαζί µε την εδρική περιοχή opisthognathous, οπισθόγναθος, τύπος στοµατικών εξαρτηµάτων όπου ο άξων του σώµατος σχηµατίζει οξείαν γωνία µε τον άξονα της κεφαλής οπότε τα στοµατικά εξαρτήµατα έχουν οπισθοκοιλιακήν κατεύθυνσιν π.χ.Auchenorryhncha και Sternorryhncha (Hem.) opisthogonia (οπισθία + γωνία), εδρική γωνία (anal angle) στην οπίσθια πτέρυγα opisthomeres, οπισθοµερή· στα Dermaptera: οι 3 πλάκες (pygidium - metapygidium telson) στο άκρον της κοιλίας ανάµεσα στη βάση του forceps opisthonotal shield· στα ακάρεα Mesostigmata: ο οπίσθιος θυρεός µε διηρηµένα dorsal shields opisthophallic sclerite, οπισθοφαλλικός σκληρίτης· στα ♂ Dixidae και σε µερικά Culicidae ( Dipt.): υποστηρικτικός σκληρίτης σε κάθε πλευρά του opisthophallus opisthophallus, οπισθοφαλλός· στα ♂ Dixidae και σε µερικά Culicidae (Dipt.): διαγώνιον λοβοειδές στοιχείον του phallosome µεταξύ του phallus και του proctiger


387

Opisthoptera, Opisthopterata, Οµάς η οποία περιλαµβάνει τα Ephemeroptera και τα Neoptera (Insecta) opisthosoma (= abdomen)· στα Arachnidia: το οπίσθιον τµήµα του σώµατος συνήθως µη ορατό στα ακάρεα λόγω της συµπτύξεώς του µε τµήµα του prosoma για να σχηµατίσει το idiosoma opponentes, προεκτάσεις· στα ♂ Blattopteroidea: apophyses optic, οπτικός, σχετικός µε την όρασιν optic centers, οπτικά κέντρα, κέντρα του εγκεφάλου για τον σύνθετον οφθαλµό στους οπτικούς λοβούς (optic lobes) optic disc, οπτικός δίσκος· 1 στις προνύµφες των Muscidae (Dipt.): δισκοειδής πάχυνσις σε κάθε τµήµα του εγκεφάλου, 2 ιστοβλάστης (histoblast) που αναπτύσσεται σε σύνθετον οφθαλµό optic ganglia, οπτικά γάγγλια , optic lobes optic lobes, οπτικοί λοβοί, οι πλάγιοι λοβοί του protocerebrum στους οποίους επικεντρώνονται τα νεύρα των συνθέτων οφθαλµών optic segment, οπτικόν τµήµα (εγκεφάλου), protοcerebral segment (κεφαλής) optic tract = optic lobes optikon = medulla interna oral, στοµατικός, σχετικός µε το στόµα (mouth) oral cavity, στοµατική κοιλότης (buccal cavity) oral fossa, στοµατική αύλαξ· στα Ischnoptera (Phthir.): αύλαξ έµπροσθεν των άνω γνάθων (mandibles)· στα τέλεια των Hymenoptera: preoral cavity oral hooks, στοµατικά άγκιστρα· στις προνύµφες των Diptera: mouth hooks oral pocket, στοµατικός θύλαξ· στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): atrium oral segment, το τµήµα ή ο δακτύλιος που φέρει το στόµα (mouth)


388

oral processus, στοµατική προβολή· στα ♂ τέλεια Lepidoptera: apophyses posteriors orbicula, τροχίσκος· στα τέλεια Hymenoptera: µικρού µεγέθους σκληρίτης στη βάση του arolium από νωτιαίαν άποψιν του pretarsus orbicular (orbicularis, orbiculate, orbiculatus) (orbis = σφαίρα, κύκλος), σφαιροειδής, τροχιοειδής orbit, κόγχη (κοίλωµα οφθαλµού), φανταστικόν όριο γύρω από τον σύνθετον οφθαλµό βλ.ocular sclerite· στα τέλεια Diptera: frontoorbital plate order, Τάξις, υποδιαίρεσις της Κλάσεως (class) ή Υποκλάσεως (subclass) που περιλαµβάνει τις σχετικές Υποοικ. (subfamilies) και Οικογ. (families) ordinary crossvein· στα τέλεια των Diptera: radial - medial crossvein oreillets, ωτίδια· στα ♂ Odonata: προεκβολές (σε σχήµα ανθρώπινου αυτιού) του II κοιλιακού δακτυλίου σε κάθε πλευρά της fenestra και οι οποίες αποτελούν την συνηθέστερη µορφή των dirigones organogenesis, organogeny, οργανογένεσις· στο έµβρυον του εντόµου: η ανάπτυξις των οργάνων oribatid (όρος + βαίνω)· στα ακάρεα: µέλος της Υποτάξεως Oribatida (Cryptostigmata: Oribatei) Oribatei, παλαιά ονοµασία για την παραφυλετικήν θεώρησιν των Oribatida Oribatida, από µονοφυλετικής απόψεως η Υποτάξις των ακάρεων Sarcoptiformes µε τα παραδοσιακά Oribatidae και τα Astigmatina βλ.Cryptostigmata orientation, προσανατολισµός, η αίσθησις της κατευθύνσεως orientation flight, πτήσις προσανατολισµού· στις σφήκες και τις µέλισσες (Hym. Aculeata): η πτήσις κατά την οποίαν µαθαίνουν την θέση της φωλιάς τους orifice, άνοιγµα, στόµιον· στα ♂ Geometridae (Lep.): άνοιγµα του aedoeagus στη συνένωσή του µε την vesica· στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): άνοιγµα του σιελοφόρου αγωγού (salivary duct) προς την labial lonchus orificial canal· στα Heteroptera (Hem.): ostiolar canal


389

orificium, στόµιον, το εδρικόν ή το γεννητικόν άνοιγµα· στα ♂ Lepidoptera: το ακραίον άνοιγµα του aedoeagus βλ.orifice origin, προέλευσις· στους µύες (muscles): η προσκόλλησή τους σε σταθερή βάση orphan colony, ορφανή αποικία· στα κοινωνικά έντοµα: αποικία που έχει χάσει τα αναπαραγωγικά άτοµά της orphan nest, ορφανή φωλεά, φωληά κοινωνικών εντόµων µε ζωντανά νεογνά αλλά χωρίς τέλεια άτοµα Orthandria, Οµάς που περιλαµβάνει τα Symphyta (χωρίς τα Tenthredinoidea ) και τα Αpocrita των Hymenoptera βλ.Strophandria orthandrous copulation, όρθρανδρος σύζευξις· στα ♂ Symphyta (πλήν των Tenthredinoidea): σύζευξις κατά την οποίαν τα genitalia δεν περιστρέφονται αλλά το ♂ πρέπει να ιππεύσει το ♀ και να κάµψει την κοιλία του κάτω από αυτήν του ♀ βλ. strophandrous copulation Orthezoidea = Archaeococcoidea orthognathous = hypognathous orthokineses, ορθοκίνησις, η αντίδρασις εντόµου προς ένα ερέθισµα όπου υπάρχει σχέσις µεταξύ εντάσεως του ερεθίσµατος και βαθµού ανταποκρίσεως σε αυτό Orthomyaria = Plagioptera Orthoptera, Τάξις γναθωτών (mandibulate) εξωπτερυγωτών (exopterygota) εντόµων Neoptera (Insecta) µε τις Υποτάξεις: Caelifera και Ensifera Orthopterida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει Phasmida και Orthoptera βλ. Orthopteroidea Orthopterodida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει Grylliformida και Battiformida orthopteroid, ορθοπτεροειδής, όµοιος µέλους των Orthoptera στην µορφή ή τους


390

χαρακτήρες orthopteroid orders, Τάξεις ορθοπτεροειδών, στις οποίες περιλαµβάνονται οι υφιστάµενες: Orthoptera, Grylloblattodea, Dermaptera, Plecoptera, Phasmida και Embidiina και οι εκλειπούσες: Protelytroptera, Protoblattodea, Paraplecoptera και Protorthoptera βλ.Orthopterida και Orthopterodida Orthopteroidea = Orthopterida = Orthopterodida Orthopteromorpha = Polyneoptera Orthorrhapha, υποδιαίρεσις της Υποτάξεως Brachyptera (Dipt.) µε τις Υπεροικογένειες: Tabanoidea, Asiloidea και Embidoidea βλ.orthorrhapha Brachycera orthorrhaphous (ορθός = κάθετος + ραφή), ορθόρραφος · αναφέρεται στο σχήµατος Τ άνοιγµα που αφήνει στο τελευταίο προνυµφικόν έκδυµα η νύµφη ή το τέλειον orthorrhaphous Brachyptera, µέλη των Brachyptera (Dipt.) στα οποία η νύµφη (pupa) ή το τέλειον βγαίνει από το τελευταίο προνυµφικόν έκδυµα αφήνοντας πίσω του ένα άνοιγµα σχήµατος Τ orthosomatic larva, ορθοσωµατική προνύµφη, προνύµφη µε τις κοιλιακή και νωτιαία επιφάνειες του σώµατος επίπεδες και συνήθως σχεδόν παράλληλες µεταξύ τους Orussoidea, Υπεροικογένεια των Symphyta (Hym.) µε την Οικογένεια Orussidae σχετιζόµενη µε τα Siricoidea Orussomorpha, Ανθυποτάξις για την σύµφυτον Οικογένεια Orussidae ( Hym.) που τοποθετείται στα Apocrita ortus tergi X, απαρχή του Χ τεργίτη· στα ♀ Lepidoptera: uncus os (πλ.ora), στόµα Osborne membrane, µεµβράνη του Osborne· στο προνυµφικόν έκδυµα των Lepidoptera: το τεντωµένο τµήµα της µεµβράνης γύρω από το rectum και των anal prolegs osmeterium (πλ. osmeteria), οσµητήριον· σε προνύµφες µερικών Papilionidae (Lep.): σαρκώδης σωληνοειδής αναστρεφόµενη προεξοχή που παράγει διαπεραστικήν οσµή η οποία εκτοξεύεται µε την πίεσιν της αιµολέµφου µέσω σχισµής του


391

προθωρακικού τµήµατος · στα τέλεια των Sepsidae (Dipt.): εξειδικευµένη περιοχή στην οπισθίαν κνήµην (hind tibia) που παράγει οσµήν osmoregulation, ωσµωρρύθµισις, η διατήρησις της υδατικής ισορροπίας Osmyloidea, Υπεροικογένεια των Planipennia µε τις Οικογένειες: Osmylidae, Ithonidae, Polystoechotidae και Neurorthidae osseus, οστέινος, οστεώδης, οστικός ossicle, οστάριον, µικρός κόνδυλος από χιτίνην που µοιάζει µε οστούν ossicula = axillary plates ostial, που αναφέρεται ή ανήκει στο ostium ostiole(s), οστιόλη, µικρό άνοιγµα· στα Heteroptera (Hem.): εξωτερικόν άνοιγµα του µεταθωρακικού οσµηρού αδένος ( metathoracic scent gland )· στα Pseudococcidae και Putoidae (Hem. Sternorryncha: Coccoidea): µικρές εγκολπώσεις του δέρµατος στον προθώρακα και το VII κοιλιακόν τµήµα ostium (πλ. ostia), στόµιον, άνοιγµα, οπή, 1 σχισµοειδές άνοιγµα της καρδίας (heart) µέσω του οποίου η αιµολέµφος (haemolymph) ρέει προς την καρδία από τον περικαρδιακόν κόλπο (pericardial sinus), 2 στα ♀ Coleoptera: νωτιαίως άνοιγµα στο άκρον του πέους (penis) µέσα από το οποίον αναστρέφεται ο εσωτερικός σάκκος κατά την σύζευξιν, 3 στα ♀ Lepidoptera: ostium bursae ostium bursae, στόµιον του θύλακος οχείας (bursa copulatrix) περιστοιχιζόµενον από τιςσκληρύνσεις του sterigma · στα ♀ Siphonaptera: το άνοιγµα του ductus bursae προς τον κόλπο (vagina) Otitoidea = Tephritoidea outer epicuticula, εξωδερµίς, εξωτερική επιδερµίς, η µεσαία από τις τρείς στιβάδες της επιδερµίδας (cuticula) µε την εσωτερικήν (inner epicuticula) ακριβώς κάτωθεν της (βλ. επίσης inner epicuticula, superficial layer) outer genital chamber, εξωτερικός γεννητικός προθάλαµος· στα ♀ Isoptera: outer vestibulum· στα ♂ Delphacidae: χώρος πίσω από το genital phragm outer lobe, εξωτερικός λοβός (της κάτω γνάθου), galea


392

oval, ovaliform, ωοειδές ή ελλειψοειδές ovarial, ovarian, ωοθηκικός, της ωοθήκης ovarial ligament, ωοθηκικός σύνδεσµος, συνδετικόν νήµα το οποίον συνάπτει τα τελικά νηµάτια (terminal filaments) µίας ωοθήκης στο νωτιαίον διάφραγµα (dorsal diaphragm) ή στο τοίχωµα του σώµατος ovarial sack· στα ♀ Orthoptera: corpus bursae ovarian tube = ovarian tubule = ovariole ovariole, ωοφόρος σωλήνας, ένας από τους αρκετούς που που αποτελούν την ωοθήκη και όπου συντελείται η ωογέννεσις (oogenesis) και η παραγωγή ωαρίων (ova, eggs) αποτελείται δε από τη βλαστικήν ζώνη (germarium), την λεκιθικήν ζώνη (vitellarium) και τον µίσχο (pedicel) οvary (πλ. ovaries), ωοθήκη, µία από το ζεύγος των γονάδων του ♀ συνήθως µε αρκετούς ωοφόρους σωλήνες (ovarian tubes, ovarioles) ovate, ovatus, ωοειδής (µε το φαρδύ άκρον προς τα κάτω) βλ.obovate overwinter, διαχειµάζω, διαβιώ σε χειµέριες ή ψυχρές κλιµατικές συνθήκες και όχι πάντα σε κατάστασιν ληθάργου (dormancy) overwintering, διαχείµασις ovicauda· στα ♀ Diptera: oviscapt oviduct, oviductus· στα ♀ έντοµα: αγωγός ή αγωγοί που οδηγούν από τις ωοθήκες (ovaries) στον κόλπο (vagina)· στα ♀ Siphonaptera: ο αγωγός που οδηγεί από τις ωοθήκες (ovaries) στο τέλος του κόλπου (vagina) oviductus communis, κοινός ωαγωγός (common oviduct)· στα ♀ έντοµα: το άζυγον µεσοδερµικόν τµήµα του ωαγωγού (oviduct) που προκύπτει από την συνένωσιν των 2 πλευρικών ωαγωγών (oviductus laterales) oviductus simplex, απλός (κοινός) ωαγωγός (oviductus communis) oviform = ovate ovigerous (ovum + gero = φέρω, κοµίζω), ωοφόρος π.χ. που φέρει το γονιµοποιηµένο ♀ oviparous, ωοτόκος βλ.ovoviviparous και viviparous


393

ovipore, oviporus, ωοπόρος, άνοιγµα ωοτοκίας· στα ♀ έντοµα: gonopore, ostium gonopore· στα ♀ Lepidoptera: ostium oviductus oviposit, εναποθέτω ωά, συνήθως µε την βοήθειαν ωοθέτου (ovipositor) ή ωοσκάπτου (oviscapt) oviposition, η εναπόθεσις ωών ovipositor, oviposition tube, ωοθέτης, το όργανο µε το οποίον τα ♀ έντοµα αποθέτουν τα ωά τους, επιµήκυνσις ή τροποποίησις των οπισθίων (τελευταίων) κοιλιακών δακτυλίων όπως: ωοσκάπτης (oviscapt), τέρετρον, γοναποφύσεις (gonapophyses) βλ.επίσης: appendicular ovipositor, substitutional ovipositor ovipositor lobes, λοβοί ωοθέτου· στα ♀ Lepidoptera: papillae anales ovipositores anteriores, πρόσθιοι ωοθέται· στα ♀ Heteroptera (Hem.): gonapophyses of abdominal segment VIII ovipositores posteriores, οπίσθιοι ωοθέται· στα ♀ Heteroptera (Hem.): gonapophyses of abdominal segment VII oviscapt, ωοσκάπτης· σε µερικά ♀ έντοµα π.χ. Trichoptera (Annulipalpia) και Diptera: ωοθέτης µη ανάλογος εκείνου των Orthoptera και ο οποίος συνίσταται από επιµήκυνσιν ή τροποποίησιν των τελευταίων κοιλιακών τµηµάτων του σώµατος ovivalvula, ωοβαλβίς·στα ♀ Ephemeroptera, Plecoptera και Heteroptera (Hem.): subgenital plate ovoid = ovoidal = ovate ovotestis, ωοθηκόρχις, γονάς (gonad) των ερµαφροδίτων εντόµων µε ωοθηκικόν (ovarial) και ορχικόν (testicular) τµήµα ovoviviparity, ωοζωοτοκία, ζωοτοκία (viviparity) κατά την οποίαν η εκκόλαψις γίνεται πριν η ατελής µορφή εγκαταλείψει τη µητέρα οπότε η διατροφή του εµβρύου έχει ήδη πραγµατοποιηθεί µέσω του ωού βλ.oviparity και viviparity ovoviviparous, ωοζωοτόκος, που εµφανίζει ovoviviparity ovulation, ωοθυλακιορρηξία, το πέρασµα του ωοκυττάρου (oocyte) στον ωαγωγόν


394

(oviduct) ovum (πλ. ova), ωόν


395 P pabulum, νοµή, τροφή paddle, µαξιλαράκι· στα υδρόβια Heteroptera (Hem.): τα πεπλατυσµένα άρθρα των oπισθίων ταρσών (hind tarsi) paedogenesis, παιδογένεσις, η αναπαραγωγή από ανώριµα (ατελή) άτοµα paedomorphous = neotenic paedoparthenogenetic, παιδοπαρθενογενετικός, ο αναπαραγόµενος µε παιδογένεσιν και µε παρθενογένεσιν pagina, σελίς (σελίδα), λεπτό φύλλο, η επιφάνεια πτέρυγος· στα Orthoptera: η εξωτερική πεπλατυσµένη επιφάνεια των οπισθίων µηρών (hind femora) pagina inferior, η κάτω επιφάνεια µίας πτέρυγος pagina superior, η άνω επιφάνεια µίας πτέρυγος pairing, στα Isoptera: η συνεργασία (όχι σύζευξις) ενός ♀ µε ένα ♂ µετά την dispersal flight και προ της επιλογής φωλεάς κατά την οποίαν λαµβάνει χώραν πτώσις των πτερύγων και έκτοτε το ♂ ακολουθεί το ♀ pala (πλ. palae), «κουτάλα»· στα Corixoidea (Hem.: Heteroptera): ο τροποποιηµένος σε κροσσωτή «κουτάλα» ταρσός των προσθίων ποδιών για την λήψη λεπτόκοκκης τροφής Paleolepidoptera, η Οικογένεια Eriocraniidae των Lepidoptera Paleoptilota = Paleoptera Palaephatoidea, Υπεροικογένεια των Heteroneura (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Palaephatidae palatal bar, υπερώιος (επιφαρυγκική) ράβδος· στις προνύµφες των Nematocera (Dipt.): epipharyngeal bar palate, palatum, υπερώα, ουρανίσκος, υποφάρυγξ, οι στοµατικές επιφάνειες των labrum και clypeus· στις προνύµφες των Diptera: epipharynx βλ. labropalatum και clypeopalatum paleoentomology, παλαιοεντοµολογία, η επιστήµη που ασχολείται µε τα απολιθωµένα έντοµα Paleoptera, υποδιαίρεσις της Κλάσεως Insecta που περιλαµβάνει τις υπάρχουσες Τάξεις: Ephemeroptera και Odonata αλλά και τις εκλειπούσες: Meganisoptera, Megasecoptera, Paleodictyoptera και Archodonata βλ.Neoptera palidia (εν. palidium), σκολοπίδια, ακανθίδια· στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): οµάδα ακανθών (pali) διευθετηµένων σε µίαν ή περισσότερες σειρές κοιλιακώς ως προς την εδρικήν σχισµή (anal slit)


396 palingenesis, παλιγγενεσία· κατά την ανάπτυξιν ενός οργανισµού: η φάσις η οποία επαναλαµβάνει το εξελικτικόν ιστορικόν της Οµάδος στην οποία ανήκει βλ. cenogenesis Palingenioidea, Υπεροικογένεια των Ephemeroptera για τις Οικογένειες Palingeriidae και Behningiidae οι οποίες γενικώς τοποθετούνται στα Ephemeroidea palisade, δρυφακτοειδής (περιοχή)· σε οµµατίδιον προσαρµοσµένο στο σκότος: η διαυγής περιοχή γύρω από το ραβδίον (rhabdom) pallescent, ωχρός ή ανοιχτόχρωµος pallial plates, ιµµατιδιακαί πλάκες· στα ♀ Tetrigidae (Orth.): 2 επιµήκεις σκληρίτες οι οποίοι αντικαθιστούν το pallium palid, palidus, ωχρός palliolum (πλ. palliola) · στα ♀ Siphonaptera: end chamber pallium (πλ. pallia), στα ♀ Caelifera (Orth.): µεµβράνη από το ελεύθερον περιθώριο της subgenital plate που καλύπτει τον αποσυρµένον φαλλόν (phallus) Pallopteroidea = Opomyzoidea palm, palma, παλάµη· στα Corixidae (Hem. Heteroptera): η συνήθως κροσσωτή περιοχή της pala µεταξύ της άνω και της κάτω σειράς των palmar hairs µερικές φορές εφοδιασµένη µε stridulatory pegs palmar hairs, στα Corixidae (Hem. Heteroptera): µία σειρά µακρών τριχών στο κάτω περιθώριον της pala και µία από πιο κοντές κατά µήκος του άνω περιθωρίου της palmate (palmated, palmatus), παλαµοειδής µε δακτυλοειδείς προεκτάσεις palmula = pulvillus palp = palpus· στα Arachnidia: pedipalp palp formula, προσακτριδικός τύπος· στα τέλεια Hymenoptera: 2 αριθµοί εκ των οποίων ο πρώτος συµβολίζει τα τµήµατα της γναθικής και ο δεύτερος τα τµήµατα της χειλικής προσακτρίδος palpal, προσακτριδικός, των προσακτρίδων palparium, το µεµβρανώδες υπόβαθρον στο οποίον προσαρµόζονται οι χειλικές προσακτρίδες (labial palpi) palpifer (palpiger, palpiferous, palpigerous), τµήµα του σώµατος (συνήθως σκληρίτης) το οποίο φέρει palpi palpiform, palplike, προσακτριδοειδής palplike appendages· στα ♀ Aculeata (Lep.): gonostyli


397 palplike process· στα ♀ Nepidae (Hem.: Heteroptera): gonoplac palposoma· στα ακάρεα: το περιορισµένο gnathosoma της ετεροµορφικής δευτερονύµφης (hypopus) των Astigmata palpus (πλ. palpi), προσακτρίς -δες, απτικές (tactile) συνήθως αρθρωτές κατασκευές οι οποίες φέρονται είτε στις κάτω γνάθους (maxillary palpi) είτε στο κάτω χείλος (labial palpi): συνήθως βραχείες, εύκαµπτες µε 3-4 άρθρα· στα ♀ Hymenoptera: gonoplac βλ. maxillary palpus και labial palpus palptarsal apotele (palp apotele, palptarsal claw) · στα ακάρεα: το πιο ακραίον τµήµα της (pedi)palp: απόν στα Acariformes, ονυχοειδές στα Opilioacarida και περονοειδές στα Mesostigmata paludicolus, ελόβιος (βαλτόβιος), αυτός που ζεί ή συχνάζει σε βάλτους palus (πλ. pali), σκόλοψ, ευθύ οξύληκτον αγκάθι· στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): συστατικόν του palidium συνήθως κεκαµµένο µε τα άκρα κατευθυνόµενα προς την septula panduriform, πανδουροειδής, µε το σχήµα του αρχαίου ελληνικού µουσικού οργάνου πανδουρίς (πρόγονος του µπουζουκιού) Panheteroptera, Υποδιαίρεσις των Heteroptera µε τις Ανθυποτάξεις Leptopodomorpha, Nepomorpha, Cimicomorpha και Pentatomomorpha βλ. Euheteroptera και Neoheteroptera Panisoptera = Zoraptera Panmecoptera = Panorpoidea Panneuroptera, Οµάς που περιλαµβάνει τα Neuropteroidea, Coleoptera, Strepsiptera και Hymenoptera pannicular· στα ♀ Geometridae (Lep.): corpus bursae του οποίου το εσωτερικόν καλύπτεται µόνον εν µέρει από άκανθες (spines) panoistic egg tube, panoistic ovariole, · στα Diplura, Archeognatha, Zygentoma, Odonata, Plecoptera, Orthoptera, Phasmida, Isoptera και Siphonaptera: πανωϊστικός ωοφόρος σωλήν χωρίς εξειδικευµένους τροφοκύτες βλ. επίσης nurse cells, trophocytes) meroistic, polytrophic, telotrophic ovariole) Panorpate = Mecoptera Panorpoidea, υποθετική µονοφυλετική Οµάς ενδοπτερυγωτών (endopterygotic) που περιλαµβάνει τις Τάξεις Mecoptera, Diptera, Siphonaptera, Trichoptera και Lepidoptera Panorthoptera = Orthopterodida Panota, Υποτάξις των Ephemeroptera µε τις Υπεροικογενειες Ephemerelloidea και Caenoidea


398 Panprotura = Ellipura Pandaphaga, Οµάς προτεινοµένη για τις Υποτάξεις: Adephaga, Polyphaga και Myxophaga (Col.) pantherine, πανθέρινος, µε κηλίδες όπως ο πάνθηρ (λεοπάρδαλη) pantophagous = omnivorus Papilionoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τα Papilionidae και σχετικές Οικογένειες papilla (πλ. papillae), θηλή, µικρή µαλακή προεξοχή (βλ.επίσης acinus, pustula) papilla genitalis, γεννητική θηλή· στα Diplura και τα ♂ Colembola: papilla που φέρει το genital opening papillae (εν. papilla) · στα ♀ Phoenicoccidae (Hem.: Sternorryncha): ακανόνιστες δερµικές προεξοχές του σώµατος · στα ♂ Coleoptera: parameres papillae anales, εδρικαί θηλαί· στα ♂ Lepidoptera: ζεύγος µαλακών ωοειδών ή νεφροειδών λοβών στο πίσω µέρος των IX και Χ κοιλιακών δακτυλίων papillae genitales, γεννητικαί θηλαί· στα ♂ Lepidoptera: µεµβρανώδεις ζυγοί λοβοί εκατέρωθεν του ostium oviductus papillate (papillatus, papillose, papillous, papillosus), θηλώδης βλ. επίσης acinosus, granulosus papus, πτίλον, λεπτό χνούδι papyraceous, περγαµηνοειδής, σαν πάπυρος paraanal plates· στα ♂ Plecoptera: paragenital plates parabiosis, παραβίωσις· στα Formicidae (Hym.): η χρησιµοποίησις της ίδιας φωληάς και µερικές φορές των ιδίων ιχνών οσµής (odor trails) από αποικίες διαφορετικών ειδών τα οποία όµως κρατούν τα νεογνά τους χωριστά paracephalic suture = epicranial arm paracercus· στα Ephemeroptera: filum terminale paraclypeal lobe·στα Heteroptera (Hem.): mandibular plate paraclypeal phragma· στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): tentorial phragmata· στις προνύµφες των Muscomorpha (Dipt.): tentoropharyngeal sclerite Paracoleoptera = Archicoleoptera paracoxal suture· στα τέλεια Culicidae (Dipt.): η κεκλιµένη γραµµή που χωρίζει την mesotrochantin από το mesokatepisternum parademe = phragma


399 paradactyli (= pretarsal opercula) · στα Mesostigmata ακάρεα: ζεύγος πλευρικών κατασκευών µε αραιάν οδόντωσιν parafrontal plates· στα τέλεια Diptera: fronto-orbital plates parafrontalia, parafrontals· στα τέλεια Diptera: τα τµήµατα του προσώπου (face) µεταξύ facial ridges και οφθαλµών βλ. fronto-orbital areas paragenital plate· στα ♀ Isoptera: abdominal sternum VIII paragenital plates ·στα ♂ Plecoptera: πλαγιοβασικές πλάκες του supraanal lobe paraglossa, (πλ.paraglossae),παραγλώσσα, ζυγή χειλική κατασκευή στο άκρον του prementum κειµένη εκατέρωθεν της γλωσσίδας (glossa, tongue) και αντιστοιχούσα µε τον έξω λοβόν (galea) της κάτω γνάθου (maxilla)· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): paraligula βλ.επίσης glossa parallel mandibles = mouth hooks paralobi· στα ♂ Muscomorpha (Dipt.): surstyli Paramecoptera, εκλειπούσα Υποτάξις των Mecoptera paramentum· σε προνύµφες Coleoptera: ζυγό και συνήθως επίµηκες σκλήρωµα σε κάθε πλευρά του mentum paramera = parameres paramere(s), παραµέρη ή παραµερή, ζεύγος λοβών παραπλεύρως του φαλλού (penis) που µαζί του αποτελούν τον αιδoιαγόν (aedeagus) µε πολλές παραλλαγές στις διάφορες κατηγορίες εντόµων paramere bases· στα ♂ Orthoptera: laminae phalli paramere sac· στα ♂ Tetigoniidae (Orth.): titilator cavity paramerophore, παραµεροφόρος· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): inferior volsella paramerum· στα ♂ Heteroptera (Hem.): paramere paranal, παραεδρικός, παραπλεύρως ή πλησίον της έδρας (anus) paranal (adanal) setae, παραεδρικαί τρίχες· στα Mesostigmata ακάρεα: το ζεύγος τριχών πλαγίως του anal opening parandrium (πλ. parandria) · στα ♂ Heteroptera (Hem.): ένα από τα ζεύγη διαστολής του εξωτερικού τοιχώµατος του pygophore parandrite = paramere Paraneoptera, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει τα Acercaria και την Τάξη Zoraptera


400 Paraneuroptera = Odonata paranotal expansions = paranotal lobes paranotal suture, παρανωτιαία ραφή· στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): lateral parapsidal suture paranotum (πλ. paranota), πλάγιες επεκτάσεις της νωτιαίας θωρακικής περιοχής · σε µερικά Heteroptera (Hem.): οι πεπλατυσµένες ή ελασµατοειδείς πλευρές του pronotum βλ. paranotal lobes paraoesophageal commissure, παραοισοφαγικός σύνδεσµος, circumoesophageal connective parapenial lobe, parapenis· στα ♂ Hymenoptera: νωτιαίος εσωτερικός λοβός του gonocoxite που συχνά προεκτείνεται µέχρις επάνω από τον aedeagus paraphallic lobes, παραφαλλικοί λοβοί· στα ♂ Diptera: parameres paraphallus (πλ. paraphalli) · στα ♂ Diptera: σκληρύνσεις του distiphallus· στα ♂ Blatteropteroidea: hypophallus parapharynx, salivarium paraphyletic, παραφυλετικός, συστηµατική Οµάς (grade, group) προερχοµένη από κοινόν πρόγονο αλλά δεν περιλαµβάνει όλους τους απογόνους και αναγνωρίζεται απο την ύπαρξιν κοινών πρωτογενών (αρχέγονων, primitive) χαρακτήρων paraphyses (εν. paraphysis), παραφύσεις· στα ♂ έντοµα: parameres· στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): λεπτές σκληρύνσεις στα κενά µεταξύ των pygidial lobes και του dorsal margin Paraplecoptera, εκλειπούσα Τάξις ορθοπτεροειδών εντόµων (Insecta: Neoptera) parapleuron (πλ. parapleura), παράπλευρον· σε µερικά τέλεια Coleoptera: το αδιαίρετον θωρακικόν pleuron σε κάθε πλευρά του sternum parapodal shield (sclerite)· στα ακάρεα Mesostigmata: στενός σκληρίτης (θυρεός) οπισθίως του coxa IV parapodia (πλ. parapodium) · στις προνύµφες των Diptera: prolegs parapod(s)·στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): σαρκώδεις κοιλιακές προεξοχές χωρίς άρθρωσιν στον προθώρακα (anterior parapods) και στον τελευταίο κοιλιακόν δακτύλιο (posterior parapods) µε όνυχα (claw) στο άκρον βλ. parapodia parapodial plates· στα Isoptera και τα τέλεια Diptera: paraprocts paraproct(s), συνήθως ζεύγη σκληρύνσεων, πλακών ή λοβών παραπλεύρως ή εκατέρωθεν της έδρας (anus)


401 parapsides (εν. parapsis) · στα τέλεια των Mecoptera και σε πολλά Symphyta (Hym.): τα πλευρικά τµήµατα του mesoscutum που χωρίζονται από αύλακες (notauli) βλ.median mesoscutal lobe parapteron (πλ. paraptera), basalare· στα τέλεια Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): 6 µικροί σκληρίτες πλευρικώς επί των proscutum, mesoscutum και metascutum· στα τέλεια Hymenoptera και Lepidiptera: tegula parascrobal area· σε πολλά τέλεια των Chalcididae (Hym.): υπερυψωµένη πλευρική περιοχή πλησίον των antennal scrobes parascutal area = alar area parascutelum, περιοχή εκατέρωθεν του scutellum Parasita = Anoplura parasite, παράσιτον, οργανισµός που ζεί επάνω ή µέσα σε άλλον (ξενιστής, hoste) από τον οποίον απολαµβάνει καταφύγιο, τροφήν κ.ά. απαραίτητα βλ. ectoparasite, endoparasite και parasitoid parasitic, παρασιτικός parasitine· στα ακάρεα: µέλος των Parasitidae (Mesostigmata: Monogynaspida) parasitism, παρασιτισµός, συµβίωσις (symbiosis) κατά την οποίαν άτοµα ενός είδους (parasite) επιβιώνουν καταναλώνοντας άτοµα άλλου είδους (host) συνήθως χωρίς απαραιτήτως να τα θανατώνουν parasitize, παρασιτίζω, προσβάλλω ως παράσιτον parasitoid, παρασιτοειδές, εσωτερικόν ή εξωτερικόν παράσιτο (π.χ. πολλά Hymenoptera και Tachinidae (Dipt.) το οποίον θανατώνει αργά τον ξενιστή προς το τέλος της αναπτύξεως της προνύµφης του παρασίτου βλ. idiobiont και koinobiont parasocial, παρακοινωνική, presocial κατάστασις κατά την οποίαν τα άτοµα καλούνται να εκδηλώσουν ένα ή δύο από τα εξής χαρακτηριστικά: συνεργασία στη φροντίδα των νεαρών, καταµερισµόν αναπαραγωγικής διεργασίας ή επικάλυψιν γενεών των σταδίων τα οποία συµβάλλουν στις εργασίες µέσα στην αποικία parasternites· στα Heteroptera (Hem.): laterosternites parastigma, pterostigma· στις πτέρυγες τελείων µερικών Chalcididae (Hym.): διαπλάτυνση στη συνένωση των submarginal και marginal νεύρων parastylos· στα ♀ Psocoptera: valvae ventrales parategula· στα τέλεια των Eumeninae (Hym.: Vespidae): οπισθοπλευρική προεξοχή του mesoscutum paratergite(s), παρατεργίτης βλ. laterotergite


402 Paratrichoptera, εκλειπούσα Υποτάξις των Mecoptera paratype, παράτυπος, κάθε δείγµα σειράς τύπων (type series) διαφορετικό από τον holotype parcidentate, µε λίγα δόντια parental investment, γονική επένδυσις, σειρά συµπεριφορών που αυξάνει τις πιθανότητες των απογόνων για επιβίωσιν και αναπαραγωγήν χάρη στην ικανότητα των γονέων να παράξουν επιπλέον απογόνους parietalia, οι νωτιαίοι σκληρίτες της κεφαλής µεταξύ frontal και occipital περιοχών parietals, βρεγµατικά, οι πλευρικές περιοχές του cranium µεταξύ frontal και occipital περιοχών οι οποίες διαχωρίζονται άνω από την coronal suture και κάθε µία φέρει µίαν antenna, έναν από τους lateral ocelli και έναν σύνθετον οφθαλµό (compound eye) parietes, 1 τοιχώµατα, τα κάθετα τοιχώµατα µίας κυψέλης µελισσών, 2 τα εσωτερικά τοιχώµατα κάθε σωµατικής κοιλότητος parous, γόνιµον, παραγωγικόν, ♀ που εναποθέτει έστω και ένα ωόν βλ. nulliparous partes oris, µέρη στόµατος, στοµατικά εξαρτήµατα parthenogenesis, παρθενογένεσις, η ανάπτυξις του ωού χωρίς γονιµοποίησιν βλ. amphitoky, apomictic parthenogenesis, arrhenotoky, automictic parthenogenesis parthenogenetic, παρθενογενετικός, αναπαραγόµενος χωρίς σύζευξιν ή γονιµοποίησιν ωών partite, partitus, διηρηµένος π.χ.οι οφθαλµοί των Gyrinidae (Col.) parturition, τοκετός, η περίοδος κατά την οποία το ♀ γεννά ωά µετά από κυοφορίαν paryptera (parus, parvus = βραχύς + πτερόν), µικρές πτέρυγες · στα Psyllidae (Hem.: Sternorryncha): σωληνοειδείς, ωοειδείς ή κυκλικοί σκληρίτες µερικές φορές σαν επίπεδες τετράγωνες πλάκες patagium (πλ. patagia), παταγείον ή πατάγιον (paranotum)· στα τέλεια των Lepidoptera: ζυγές αρθρωτές νωτιαίες πλακες του prothorax patch, κηλίς (µπάλωµα) του σώµατος ή πτερύγων από χρώµα, τρίχες ή λέπια patella (πλ. patellae), λεκανίδιον (πιατέλλα)· στα ♂ Dytiscidae (Col.): τα πεπλατυσµένα 3 βασικά άρθρα του foretarsus· στα Chelicerata: τµήµα ποδιού µεταξύ femur (meropodite) και tibia (carpopodite) patellariae· στα ♂ Dytiscidae (Col.): µυζυτήρες (suckers) στην κάτω πλευράν της patella pathogen, παθογόνον, κάθε µικροοργανισµός ή προϊόν του που προκαλεί ασθένειαν patrocinium· στα Mesostigmata ακάρεα: µικρή οξεία κατασκευή (style) πλησίον του labrum (paralabral) π.χ. στα Macrochelidae


403 patterned aggressive signal = rivalry sound patulose (patulosus, patulous, patulus), ευρύς, ανοικτός paunch, θύλακος, σάκκος, εξάρτηµα του πεπτικού σωλήνος µε µορφήν σάκκου. στα Isoptera το διογκωµένο δεύτερον ή τρίτον τµήµα του οπισθίου εντέρου που περιέχει συµβιωτικά πρωτόζωα· σε µερικά Phthiraptera: σακκοειδές εξάρτηµα του πεπτικού σωλήνος Paurometabola, εξωπτερυγωτά έντοµα π.χ. Orthoptera, Blattaria, Dermaptera και Hemiptera αλλά όχι και τα Odonata, Ephemeroptera και Plecoptera paurometabolous (παύρος = πτωχός, ολίγος), ολιγοµετάβολος, µε ατελή (incomplete) µεταµόρφωσιν στην οποίαν οι αλλαγές είναι αργές και αφανείς βλ. ametabolous, hemimetabolous, heterometabolous και holometabolous Pavan’s gland, αδήν του Pavan· στα µυρµήγκια (Hym.: Formicidae): αδένας που εκβάλλει στην κάτω επιφάνειαν της κοιλίας επάνω στον VI στερνίτη και παράγει φεροµόνην κατευθύνσεως (trail pheromone) pavillions, καταφύγια ή κελλία κατασκευαζόµενα από µυρµήγκια (Hym.: Formicidae) και γίνονται άσυλον για αφίδες (Hem.: Sternorryncha) Pawlowsky’s gland, αδήν του Pawlowsky· στο Pediculus (Phthir.: Anoplura: Pediculidae): ζεύγος αδένων που εκβάλλουν στον stylet sac peacock mite ή ornate spider mite, µέλος της Οικογ. Tuckerleridae των ακάρεων Prostigmata pecten (πέκτος = κτένιον), κτένι, κτένα, κάθε κτενοειδής κατασκευή ή όργανον· σε µερικά Lepidoptera: cubital pecten ή κτένιον από σκληρά τριχοειδή λέπια στον scapus της κεραίας· στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): τα κτενοειδή δόντια στο πλευροκοιλιακόν τµήµα του respiratory siphon· στα τέλεια των Hymenoptera: σκληρές εσωστρεφείς τρίχες στη βάση των maxilla και labium· στις γυρεοσυλλεκτικές µέλισσες (Hym.: Apoidea): οι σειρές ακανθών στους ταρσούς (tarsi)· στα υπόγεια Hymenoptera π.χ.Sphecoidea, Pompilioidea, Scolioidea: σειρά ειδικών µακρών πεπλατυσµένων σµηρίγγων (bristles) στο πλευρικό περιθώριον του foretarsus βλ. pectinate pectina (πλ. pectinae) · στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhncha): µία από τις κροσσωτές πλάκες του pygidium pectinate (pectinated, pectinatus), κτενοειδής, (συνήθως για κεραίες ή όνυχες) βλ. bipectinate και serrate pectines, δύο κινητές προεξοχές κάτω από τους οπίσθιους πόδες (hind legs) προσηλωµένες στο metasternum· στα ♂ και ♀ genitalia: σειρές οξυλήκτων κτενοειδών «δοντιών» στις gonapophyses· στα Protura: οι οδοντωτές παρυφές των κοιλιακών laterotergites ειδικώς στα VI και VII κοιλιακά τµήµατα


404 pectinifer, κτενιφόρος· στα ♂ Lepidoptera: κτένι από τρίχες ή αισθητήρες στην valva µερικών Nepticuloidea και Incurvarioidea pectiniform = pectinate pedal, ποδικός, του ποδός pedes, πόδες ή ψευδόποδες pedicel, pedicellus (πλ. pedicelli), µίσχος, ποδίσκος, στέλεχος (κοτσάνι) 1 λεπτόν υποστήριγµα ενός οργάνου ή κατασκευής 2 λεπτός αγωγός που συνδέει τον ωοφόρον σωλήνα (ovariole) µε τον 3

ωαγωγόν (oviduct) το δεύτερον τµήµα της κεραίας (antenna) που φέρει το µαστίγιον 4

(flagellum) µερικές φορές, ο µίσχος (petiole) των Apocrita, Hymenoptera ή του αλτήρος (halter) στα Diptera pedicellate, µισχωτός, στηριζόµενος σε µίσχον βλ. petiolate και pedunculate pedicle, στα ♂ Reduviidae (Hem.: Heteroptera): το κυρίως phallosoma υποστηριζόµενον από επιµήκυνσιν των basal plates (ligamentary processes) pedipalp, pedipalpus, (πλ. pedipalps, pedipalpi), ποδοπροσακτρίδες· στα Arachnida: δεύτερον ζεύγος εξαρτηµάτων στον κεφαλοθώρακα (cephalothorax) που αντιστοιχεί στις γνάθους των εντόµων pedogenesis = paedogenesis pedotheca (πλ. pedothecae), ποδοθήκη· στην κεκαλυµµένη νύµφη (pupa obtecta) των Nematocera και των περισσοτέρων Orthorrapha: Brachyptera (Dipt.): νυµφικόν κάλυµµα που σκεπάζει πόδια peduncle, pedunculus (πλ. pedunculi), µίσχος, στέλεχος (κοτσάνι), κάθε µισχοειδής κατασκευή που στηρίζει όργανον ή κατασκευή· στα Auchenorryncha (Hem.): 1 το στέλεχος (scapus) της κεραίας 2 το στήριγµα του corpora του εγκεφάλου· στα Formicidae (Hym.): το στέλεχος του petiole peduncular, του pedunculus pedunculate (pedunculated, pedunculatus), έµµισχος, µισχωτός, επάνω σε στέλεχος ή µίσχον pedunculated body = corpora pedunculata peg, καρφίον, µικρή αµβλεία προεξοχή peglike larva, προνύµφη κωνικού σχήµατος pellicle, pellicula, µεµβράνη, υµένιον· στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): εκδύµατα της προνύµφης προσκολληµένα στο puparium pellucid (pelucidate, pellucidus), διαφανής


405 Peloridioidea, η µοναδική Υπεροικογένεια των Coleorrhyncha (Hem.) µε µόνη την Οικογένεια Peloridiidae pelottae = arolia pelta (πλ.) peltae, (πέλτη= µικρά ασπίς, βλ.πελταστής) · στα Tubulifera (Thys.): το µικρό ασπιδοειδές tergum του πρώτου κοιλιακού τµήµατος· σε µερικά ♂ Ascalaphidae (Plan.): ασπιδoειδής, ωοειδής ή επιµήκης κατασκευή µε αισθητήριες τρίχες µεταξύ των άκρων των parameres peltate, peltatus, ασπιδοειδής penal, του πέους (penial) penal claspers· στα ♂ Proctotrupidae (Hym.): πλευρικαί κροσσωτές προεξοχές των genitalia pencil, µικρή επιµήκης δέσµη τριχών· στα τέλεια των Diptera: δέσµη αισθητηρίων τριχών στο µαστίγιον (flagellum) της κεραίας βλ. hair pencil, plumose antenna, και vertcillate antenna pendent, pendulous, pendulus, µετέωρος, εκκρεµής, κρεµάµενος penes, πλ. του penis penial = penal penial bar(s)· στα ♂ Ephemeroptera: ένας ή δύο βραχίονες που στηρίζουν τα 2 penes penial basal arm = penial bar penial basal plate·στα ♂ Ephemeroptera: penial bar penial bulb· στα ♂ Psocoptera: endophallus penial theca·στα ♂ Heteroptera (Hem.): phallotheca penicillus (πλ. penicilli), δέσµη τριχών, πινέλο βλ. pencil peniculi (εν. peniculus) · στα ♂ Noctuidae (Lep.): ζεύγος τριχωτών λοβοειδών προεξοχών του tegument πλησίον της valve penis (πλ. penes), πέος, το εισδύον όργανο του ♂ εντόµου· στα Protura: phallus ή styli· στα Diplura: δίλοβος ή τρίλοβος κατασκευή γύρω από τον gonopore που διαιρείται σε phallobase και aedeagus· στα Archaeognatha και Zygentoma: άζυγον όργανον µεταφοράς σπέρµατος· στα Ephemeroptera : δίλοβον ή συνεπτυγµένο συζευκτικόν όργανον µεταξύ των genostyles (penis bipartitus)· στα Odonata: prophallus· στα Blattopteroidea: left epiphallus και phallus ή apophysis ή hypophallus· στα Plecoptera: εξέχον τµήµα της γεννητικής κοιλότητος τροποποιηµένοn για σύζευξιν (supraanal lobe)· στα Orthoptera: phallus· στα Dermaptera: distal lobe· στα Psocoptera: endophallus· στα Phthiraptera: σκληρυµένη σωληνοειδής προεξοχή που σχηµατίζεται από το τοίχωµα του endophallus γύρω από τον gonopore· στα Thysanoptera: aedeagus + parameres· στα Auchenorryncha (Hem.):


406 phallus ή aedeagus· στα Heteroptera: phallus ή phallosoma· στα Coleoptera: το άζυγον τµήµα της συζευκτικής συσκευής µε το ακραίον τµήµα και το άνοιγµα του ductus ejaculatorius ή (στα Coccinellidae): basal lobe· στα Strepsiptera: εξέχον στυλέτο στον aedeagus που περνά µέσα από το hook· στα Neuropteroidea: εισδύον όργανον του aedeagus πολύ συχνά µεµβρανώδες· στα Mantispidae (Plan.): penisfilum· στα Mecoptera: εισδύον όργανο του aedeagus· στα Trichoptera: phallus· στα Lepidoptera: aedeagus ή vesica· στα Diptera: aedeagus· στα Chironomidae: endophallus· στα Siphonaptera: σωλήν που περιβάλλεται από τον endophallus και διασχίζεται από ejaculatory duct, phallosome, tubus interior, aedeagus ή endophallus· στα Hymenoptera: το µεσαίον άζυγο τµήµα των genitalia που καταλήγει στο phallotrema, aedeagus· στo Apis: endophallus ή στα Apoidea: µεσαίον υπόλειµµα του aedeagus penis lobes, στα ♂ Odonata: flagella· στα Ephemeroptera: penis·στα Dermaptera: distal lobes· στα ♂ νεαρά Heteroptera: λοβοί από τους οποίους προκύπτουν τα parameres και ο phallus· στα τέλεια Heteroptera: lateral και median penis lobes penis rods, φαλλικαί ράβδοι· στα ♂ Siphonaptera: virga penis· στα ♂ Hymenoptera: parameres penis sclerite(s)· στα ♂ Neuropteroidea: parameres· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): phallapodeme penis sheath, η στιβάς ή µεµβράνη που περιβάλλει το πέος του εντόµου (aedeagal sheath) penis valves, φαλλικαί βαλβίδες· στα Protura: side plates, στα Ephemeroptera: penis· στα Mecoptera: ventral parameres·στα Chironomidae (Dipt.): phallapodeme· στα Diptera και Hymenoptera: parameres· στα Zoraptera: clasping organs· στα Neuroptera και Hymenoptera: parameres (penisvalvae) pennaceous (pennaceus, pennate, pennatus), πτερωτός penniform, πτεροειδής, πτερόµορφος Pentamera = Coleoptera µε όλους τους ταρσούς (tarsi) πενταµερείς (µε πέντε) tarsomeres pentamerous, ταρσοί µε 5 tarsomeres έκαστος Pentatomoidea Υπεροικ. των Pentatomomorpha (Hem. Heteroptera) που περιλαµβάνει τις Οικογ.: Urostylidae, Cydnidae, Acanthosomatidae, Pentatomidae, Phloeidae, Plataspidae, Scuteleridae, Tessaratomidae κ.ά. Pentatomomorpha, Ανθυποτάξις των Heteroptera µε τις Υπεροικ.: Pentatomoidea, Coreoidea, Idiostoloidea, Lygaeoidea, Pyrrhocoroidea, Piesmatoidea και Aradoidea penultimate sternite, προτελευταίος στερνίτης· στα Dermaptera: ο τελευταίος ορατός κοιλιακός στερνίτης (στα ♂ sternum X, στα ♀ sternum VIII) penunci (πλ. penuncus) · στα ♀ Mecoptera: dorsal valves· στο ♂ Nymphes (Neuroptera: Nymphidae): hypostylus· στο Rhaphidia (Rhaphidioptera: Rhaphidiidae): parameres percipient, αντιληπτός, αισθητός


407 percolate, διηθίζω, διυλίζω percussion knob, κρουστικός όζος· σε µερικά ♂ Plecoptera (Perlidae): hammer perennial colony, πολυετής αποικία· στα κοινωνικά Hymenoptera: αποικία που διαρκεί περισσότερο από ένα έτος perfect insect = adult perforate mandible, διάτρητη γνάθος, γνάθος που διατρέχεται από blood channel pergameneous (pergamentaceous), περγαµηνοειδής (λεπτός και µερικώς διαφανής) periadenian type, περιαδενικός τύπος· στα Heteroptera (Hem.): omphalian ή diastomian τύπος µεταθωρακικών οσµηρών αδένων (metathoracic scent glands) µε τα αδενικά κύτταρα οµοιοµόρφως κατανεµηµένα κατά ζυγά ή άζυγα συστατικά χωρίς διαφοροποίησιν του οσµηρού αποθέµατος perianal pad, περιεδρικόν «µαξιλάράκι»· στις προνύµφες των Diptera: ευδιάκριτος µαξιλαροειδής κατασκευή που περιβάλλει την εδρική σχισµήν (anal cleft) periandrial fold, πτυχή του περιανδρίου· στα Muscomorpha (Dipt.): πτύχωσις του σωµατικού περιβλήµατος µεταξύ των πλευρών του periandrion και της βάσεως του aedeagus periandrium (πλ. periandria) · στα ♂ Auchenorrhyncha (Dipt.): βολβοειδής ανάπτυξις της τµηµατικής (segmental) µεµβράνης γύρω από την βάση του aedeagus (theca)· στα Muscomorpha (Dipt.): γεννητικός σκληρίτης σχηµατισµένος από αναπτυξιν και σύµπτυξιν των basimeres (gonocoxites) νωτιαίως periatrial sclerites· στα ♀ Culicidae (Dipt.): πλάκες προ και µετά το atrium pericardial cavity = pericardial sinus pericardial cell(s), περικαρδιακά κύτταρα (nephrocytes) επί της επιφανείας της καρδίας (heart) pericardial chamber = pericardial sinus pericardial cord· στα Protura: επίµηκες αυλακοειδές νήµα στη θέση του νωτιαίου παλλοµένου αγγείου (dorsal pulsatory vessel) pericardial diaphragm = dorsal diaphragm perigynium (πλ. perigynia), περιγύνιον· στα ♀ Protura: το βασικόν τµήµα του γεννητικού οπλισµού µε τα basal apodemes periintestinal = perivisceral perikaryon (πλ. perikarya), το κυτταρικόν σώµα νευρικού κυττάρου (nerve cell) perilemma, περίληµµα, η µεσοδερµική θήκη που περικαλύπτει τον εγκέφαλο και την ventral nerve cord και αποτελείται από το perineurium και την neural lamella


408 perineum στα ♀ Lepidoptera: τµήµα του tubus analis που σχηµατιζει τοίχωµα µεταξύ anal opening και ostium oviductus perinephric membrane, περινεφρική µεµβράνη, ηµιπερατή µεµβράνη που περικαλύπτει τα (κρυπτονεφρικά) Μαλπιγιανά σωληνάρια (Malpigian tubules) perneural, περινευρικός, γύρω από ένα νεύρο perineural sinus, περινευρική κοιλότης, το κοιλιακόν (ventral) τµήµα της αιµοκοιλότητος (haemocel) που περιέχει τα νευρικά σχοινία (nerve cords) και διακόπτεται απο την περισπλαχνικήν κοιλότητα (perivisceral sinus) µε το κοιλιακόν διάφραγµα (ventral diaphragm) periphallic organs, περιφαλλικά όργανα· στα ♂ έντοµα: κατασκευές γύρω από τον φαλλόν κινητές ή σταθερές για συγκράτησιν ή σύσφιξιν του ♀ periphallus (πλ. periphalli), περίφαλλος· στα ♂ Protura: το βασικόν τµήµα του squama genitalis που διαιρείται σε basiperiphallus και acroperiphallus peripheral nervous system, περιφεριακόν νευρικόν σύστηµα, πολύ λεπτό δίκτυο ή πλέγµα (plexus) νευρικών ινών (nerve fibers) και πολυπολικών νευρικών κυττάρων κάτω απο την επιδερµίδα (epidermis) που συνδέονται µε αισθητήρια (sensilla) peripneustic respiratory system, περιπνευστικόν αναπνευστικόν Σύστηµα, πολυπνευστικόν αναπνευστικό Σύστηµα µε 9 λειτουργικά ζεύγη στιγµάτων (ένα µεσοθωρακικό και 8 κοιλιακά) periproct = telson peristethium, περιστήθιον, mesosternum peritoneal envelope = peritoneal membrane = peritoneum peritoneal seath, 1 το κάλυµα της ωοθήκης του εντόµου 2 η εξωτερική επένδυσις του όρχεως (testicle) που περιέχει όλους τους σπερµατοφόρους σωλήνες sperm tubes βλ. scrotum peritoneum, περιτόνεον, στιβάς συνδετικού ιστού που καλύπτει κατά το µεγαλύτερο µέρος τον πεπτικό σωλήνα peritracheal, περιτραχειακός, γύρω από τραχείαν peritreme, περίτρηµα, χιτινισµένη πλάκα γύρω από άνοιγµα του σώµατος, π.χ. στα αναπνευστικά στίγµατα (spiracles)· στα ακάρεα: αύλαξ ή « λούκι » επί της επιφανείας που συνδέει µε stigmatal opening· στα Mesostigmata ακάρεα: πλαγίως και άνωθεν των coxae ενώ στα Prostigmata: στο πρόσθιον περιθώριον του idiosoma peritrophic membrane, περιτροφική µεµβράνη· σε µερικά έντοµα: λεπτή στρώσις απο πρωτείνη και χιτίνη η οποία προστατεύει τα τοιχώµατα του στοµάχου απο σκληρές τροφές και ή εκκρίνεται ως κολλώδες υγρόν απο το πρόσθιον τµήµα του στοµάχου (midgut) ή δηµιουργείται µε αποφολίδωσιν της εσωτερικής επιφανείας (delamination) του στοµάχου


409 perivisceral sinus, περισπλαχνική κοιλότητης, το κεντρικό διαµέρισµα (θάλαµος του σώµατος µεταξύ του κοιλιακού (ventral) και του νωτιαίου (dorsal) διαφράγµατος Perlaria = Plecoptera permanent social parasitism = social parasitism peronea, περόνη· στα έντοµα: clasper peroral, per os, από στόµατος Perissoptera, απολιθωµένα έντοµα µε 4 πτέρυγες (µάλλον Υποτάξις των Diptera) personate, personatus, µε προσωπείον (µασκοφόρος), µεταµφιεσµένος perula (πλ. perulae) (πήρα = pera = σάκκος), σακκίδιον· στα ♀ Siphonaptera: διαπλάτυνσις του άκρου της bursa copulatrix µέσα στην οποίαν εφαρµόζει µία από τις penis rods pes (πούς, ποδός, πλ. pedes ), πόδι, ταρσός pest management, ο έλεγχος του πληθυσµού των εντόµων - εχθρών (pest population) µέσω προγράµµατος που επιλέγει και χρησιµοποιεί τις διαθέσιµες µεθόδους ώστε να αποφεύγεται οικονοµική ζηµία και να ελαχιστοποιούνται τυχόν αντίξοες επιδράσεις στο οικοσύστηµα βλ. integrated pest management pesticide, εντοµοκτόνον, µυκητοκτόνον ή ζιζανιοκτόνον, χηµική ουσία που χρησιµοποιείται για την θανάτωσιν ή τον έλεγχον ζωικών ή φυτικών οργανισµών pest resurgence, έξαρσις (διόγκωσις) προσβολής, η ταχεία αριθµητική αύξησις ενός εχθρού, οφειλοµένη είτε σε αναστολήν των µέτρων αντιµετωπίσεως είτε σε ανάπτυξιν ανθεκτικότητος (resistance) η/και σε εξάλειψιν των φυσικών εχθρών (natural control) Petanoptera = Mecopteroidea Petiolata = Apocrita petiole, petiolus, µίσχος, στα Apocrita (Aculeata): Hymenoptera, στενό τµήµα (δακτύλιος) πριν απο την γαστέρα (gaster), ο 2ος κοιλιακός δακτύλιος πίσω απο το propodeum, σε µερικά Diptera ο στενός δακτύλιος µεταξύ θώρακος και κοιλίας. στα Formicidae (Hym.): το πρώτον από τα δύο τµήµατα του ποδίσκου (pedicel) petiolule, µικρός µίσχος phaeism (φαιός = γκρίζος), φαιϊσµός · στις πτέρυγες των τελείων Lepidoptera: περιορισµένης εκτάσεως σκουρότητα phagocyte, φαγοκύτταρον, phagocytic haemocyte βλ. granular hemocyte και plasmatocyte


410 phagocytosis, φαγοκυττάρωσις, κυτταροπλασµική κάλυψις µικροοργανισµού από κύτταρον (συνήθως από phagocyte) phagostimulant, φαγοδιεγερτικόν, χηµικόν διεγερτικόν της τροφικής δραστηριότητος Phalaenae, τα περισσότερα ετερόκερα (heterocerous) Lepidoptera· ειδικότερα τα Geometridae phalaenophily, η επικονίασις ανθέων από µικρολεπιδόπτερα (moths) phalanx (πλ. phalanges), φάλαγξ, 1 tarsomere, 2 ταξινοµική κατηγορία όµοια της φυλής (tribe) phallandrium, φαλλάνδριον· στο ♂ Phallopirates (Het.: Enicocephalidae) εµφανές βολβοειδές συζευκτικόν όργανον phallapodeme· στα ♂ Diptera: ραβδοειδές εξάρτηµα στη βάση του εισδύοντος οργάνου (intromittent organ / phallus) · στα ♂ Chironomidae (Dipt.): paramere phallic, φαλλικός, του φαλλού phallite, phallites· στα ♂ Siphonaptera: hamuli, λοβοί του aedeagus phallobase, phallobasis, φαλλοβάσις· στα ♂ εξωτερικά γεννητικά όργανα (genitalia): το υποστήριγµα του φαλλού (phallus, aedeagus), άλλοτε ως βάσις, άλλοτε ως θήκη και ενίοτε ως βασικοί φαλλικοί σκληρίτες στο τοίχωµα της γεννητικής κοιλότητος. στα ♂ Heteroptera (Hemiptera): phallosoma phallomere(s), φαλλοµέρη· συνήθως στα ♂ Blatteropteroidea και Grylloblattodea: γεννητικοί λοβοί στα πλάγια του γονοπόρου (gonopore) όταν δεν ενώνονται µε τον φαλλόν (phallus) phallophore, φαλλοφόρος· στα ♂ Diptera: basiphallus phallosoma (πλ. phallosomata) · στα ♂ Heteroptera (Hem.): το εγγύτερον στο σώµα τµήµα του phallus· στα ♂ Reduviidae (Hem.: Heteroptera): το κυρίως phallosoma υποστηριζόµενον από επιµήκυνσιν των basal plates· στα ♂ Pentatomomorpha (Hem.:Heteroptera): phallotheca·στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): theca phallotheca, φαλλοθήκη. στα ♂ έντοµα: πτυχή ή σωληνοειδής προέκτασις της phallobase που εσωκλείει ολόκληρον ή µέρος του aedeagus phallotrema, φαλλοτρήµα· στα ♂ έντοµα: άνοιγµα στο άκρον του endophallus συνήθως στο τέλος του aedeagus· στα ♂ Diptera: gonopore phallus, φαλλός (βλ. pennis, aedeagus) pharate, εγκλεισµένος, συνεσφιγµένος pharate instar, στάδιον αναπτύξεως εντόµου κατά το οποίον το εξώδερµα (cuticula) έχει αρχίσει να διαχωρίζεται από την υποδερµίδα (hypodermis) αλλά δεν έχει ακόµη αποβληθεί π.χ.η συνεσφιγµένη νύµφη (pupa coarctata)


411 pharyngeal duct, φαρυγγικός αγωγός: στα Hemiptera: cibarium pharyngeal ganglion = corpus cardiacum pharyngeal gland = hypopharyngeal gland pharynx, το τµήµα του προσθίου εντέρου (foregut) µεταξύ της στοµατικής κοιλότητος (buccal cavity) και του oesophagus: αποτελεί σοβαρόν ταξινοµικόν χαρακτήρα για τα ακάρεα Tarsonemidae pharynx supports, φαρυγγικά στηρίγµατα· στις προνύµφες των Diptera: tentorial phragmata phase gregaria. στις κεντροµορφικές ακρίδες: αγελαία φάσις (gregarious phase) phase solitaria· στις κεντροµορφικές ακρίδες: µονήρης φάσις, solitary phase Phasmatidea, Ανθυποτάξις των Phasmida µε τις Υπεροικογένειες Necroscioidea και Phasmatoidea Phasmatodea, Υποτάξις των Phasmida µε τις Ανθυποτάξεις Baciloidea και Phasmatidea Phasmatoidea, Υπεροικογένεια των Phasmatidea µε τις Οικογένειες Bacteriidae και Phasmatidae Phasmatoptera = Phasmida = Phasmodea = Phasmoidea) Phasmida, Τάξις γναθωτών φυτοφάγων εξωπτερυγωτών ορθοπτεροειδών εντόµων (Neoptera: Insecta) phenetic, φαινετικός, φαινολογικός, ταξινοµικόν σύστηµα το οποίον στηρίζεται στην φαινετικήν ανάλυσιν phenetic analysis, φαινετική ταξινοµική ανάλυσις η οποία στηρίζεται στην οµαδοποίησιν βάσει γενικών οµοιοτήτων βλ. numerical phenetic pheromone = pheromone pheromone (φέρω +οµού), φεροµόνη, ουσία χηµικής επικοινωνίας µεταξύ ειδών, χηµική πτητική ουσία που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες και εκλυόµενη από ένα άτοµον προκαλεί εξειδικευµένην αντίδρασιν σε άτοµα κυρίως του ίδιου είδους π.χ.τα ελκυστικά φύλλου (sex pheromones) phial, phiala, φιάλη, φαρδύ αγγείον, µικρός σάκκος που υποδέχεται υγρό µε σκοπόν την αύξηση του βάρους της πτέρυγος phloeophagous, φλοιοφάγος, τρέφεται µε τους ιστούς του φλοιώµατος φυτών phobotaxis (φόβος + ταξία), φοβοτακτισµός, αντανακλαστική αντίδρασις κατά την οποίαν το έντοµο κινείται αντίθετα από ένα εχθρικόν ερέθισµα phonotaxis (φωνή + ταξία), φωνοτακτισµός, ευθεία κινητική αντίδρασις σε ήχους phoresis = phoresy


412 phoresy, φόρησις, 1 µορφή σχέσεως κατά την οποίαν ένας οργανισµός φέρεται επάνω στο σώµα άλλου αλλά δεν τρέφεται από τον δεύτερο 2 συµβιωτική σχέσις στην οποίαν ένας οργανισµός συνεταιρίζεται ένα άλλο είδος για να επιτύχει µεταφοράν του phoretic copulation, φορητική σύζευξις· σε πολλά Hymenoptera: σύζευξις κατά την οποία το πτερωτό ♂ µεταφέρει επί αρκετό χρονικό διάστηµα το ♀ Phoroidea, Υπεροικ. της Σειράς Aschiza των Cyclorrhapha (Dipt.:Brachyptera) µε τις Οικογ. Phoridae, Platypezidae και Sciadopteridae phosphorescence, φωσφορισµός· στα έντοµα: bioluminenscence photocyte, φωτοκύτταρον, κύτταρον οργάνου που παράγει φως (light- producing organ) photofobotaxis, αρνητική phototaxis photoperiod, φωτοπερίοδος, η διάρκεια της ηµέρας (του φωτός) σε ώρες κατά την διάρκεια του 24ωρου photoperiodism, φωτοπεριοδικότης, η αντίδρασις ενός οργανισµού σε περιοδικές (συχνά ρυθµικές) αλλαγές είτε της εντάσεως του φωτός είτε της διαρκείας της ηµέρας photophilus, φωτόφιλος photophobic, φωτόφοβος, που αποφεύγει το φως βλ. lucifugus photoreceptor, φωτοϋποδοχεύς, αισθητήριον όργανον που ανταποκρίνεται στο φως phototaxis, φωτοτακτισµός· στα ζώα: προσανατολισµός και κίνησις προς το φως βλ. negative phototaxis και positive phototaxis phototonus, φωτοτόνος, µυϊκός τόνος ο οποίος επηρεάζεται από την παρουσίαν ή την απουσίαν φωτός phototropism, φωτοτροπισµός· στα φυτά: η αντίδρασις στο φως (θετική ή αρνητική) βλ. phototaxis phragma (πλ. phragmata), 1 φράγµα, χώρισµα, µεµβράνη ή άλλη κατασκευή συνήθως στον θώρακα (thorax) η οποία διαιρεί τµήµατα ή πλάκες, 2 δισκοειδή αποδέµατα (apodemes) της προσθιοπλευρικής ραφής (antecostal suture) των θωρακικών τµηµάτων που στηρίζουν τους επιµήκεις µύες πτήσεως (longitudinal flight muscles) phragmosis (φράσσω, φράξιµον, φραγή), φραγµός, η συνήθεια ορισµένων εντόµων (και άλλων ζώων) να κλείνουν (φράσσουν) την είσοδο στοάς ή φωληάς µε µέρος του σώµατος τους π.χ.οπλίτες των µυρµηγκιών και τερµιτών phragmotic head, φρακτική (κολοβωµένη σε σχήµα πώµατος) κεφαλή των οπλιτών στους τερµίτες (Isoptera) και άλλα έντοµα µε σκοπό να φράζουν την είσοδο της φωληάς τους Phthiraptera, Τάξις απτέρων νωτοκοιλιακώς πεπλατυσµένων εξωπτερυγωτών εντόµων µε τις Υποτάξεις: Amblycera, Ischnoptera, Rhynchophthirina και Anoplura


413 phthiriasis, φθειρίασις, νοσηρή κατάστασις του ανθρωπίνου δέρµατος που προκαλείται από µυζυτικήν φθείρα (ψείρα) των Phthiraptera: Anoplura phthisaner (φθίσις = παρακµή + ανήρ = άρρεν), οι εργάτες (♂) των µηρµυγκιών (Hymenoptera: Formicidae) που έχουν υποστεί από το στάδιο της νύµφης αποµύζησιν χυµών από προνύµφην παρασιτικού Υµενοπτέρου και έµειναν ατροφικοί χωρίς να γίνονται τέλεια (phthisergates) phthisogyne (φθίσις = παρακµή + γυνή = θήλυ), µορφή των µηρµυγκιών (Hymenoptera: Formicidae) που έχουν υποστεί από το στάδιον µίας ♀ νύµφης αποµύζησιν χυµών από προνύµφην παρασιτικού Υµενοπτέρου όπως οι phthisergates phyla, πλ.του phylum phyletic evolution, φυλετική εξέλιξις, anagenesis phylliform, µε τη µορφή φύλλου Phyllioidea· στα Phasmida: Υπεροικογένεια των Bacillidea µε την Οικογένεια Phyllidae (έντοµα φύλλα) phyllonome (φύλλον + νοµή), προνύµφη που νέµεται (τρέφεται από) τα φύλλα ή µίσχους phyllophagous, φυλλοφάγος βλ. herbivorous και phytophagous Phylloptera = Phasmida Phylloxeroidea, Υπεροικογένεια για τα Phylloxeridae και τα Adelgidae που γενικώς τοποθετούνται στα Aphidoidea phylogeny (επιθ. phylogenetic), φυλογενετική, η εξελικτική πορεία µιας οµάδος οργανισµών phylum (πλ. phyla), Φύλον, µία από τις µεγαλύτερες υποδιαιρέσεις του Ζωικού Βασιλείου π.χ. phylum Arthropoda physergate, ογκώδης εργάτης µηρµυγκιών (Hymenoptera: Formicidae) ικανός και για παραγωγήν ωών physical gill, φυσικόν βράγχιον· στα υδρόβια έντοµα: φυσσαλίς ή λεπτό στρώµα αέρα που δρα ως βράγχιον (gill) physiology, φυσιολογία, η επιστήµη ή η µελέτη της λειτουργίας των διαφόρων συστηµάτων, κατασκευών, οργάνων ή οργανισµών physogastry, φυσογαστρία, κοιλία διογκωµένη σε υπερβολικόν βαθµό οφειλοµένη σε υπερτροφίαν των fat bodies ή και των ωοθηκών (ovaries) π.χ. ♀ τερµίτες· στα ακάρεα: διόγκωσις του opisthosoma για την «φιλοξενία» ωών και νεογνών κυρίως σε Heterostigmata (Pyemotidae, Pygmephoridae και Podapolipidae) Physopoda = Thysanoptera


414 Phytophaga = Chrysomeloidea phytophage, phytophagous, φυτοφάγος, ο τρεφόµενος µε φυτικούς ιστούς phytophagy, φυτοφαγία, η ιδιότης οργανισµών να τρέφονται µε φυτικούς ιστούς Phytophthira = Aphidoidea phytosarcophagous, ο τρεφόµενος µε νεκρές ή σηπόµενες φυτικές ύλες phytosuccivorous, ο µυζών φυτικούς χυµούς pi group· οµάς τριχών π· στις προνύµφες των Lepidoptera: οµάδα τριχών κάτωθεν της κοιλίας piceus, µέλας (µαύρος) pick· στα Psocoptera: lacinia piercing-sucking, νύσσων - µυζητικός· στα Hemiptera, Anoplura κ.ά.: τύπος στοµατικών εξαρτηµάτων όπου άνω και κάτω γνάθοι έχουν µετατραπεί σε στυλέτα ώστε να διατρυπούν τους ιστούς και να µυζούν τους χυµούς Piesmatoidea, Υπεροικογένεια των Hemiptera µε την Οικογένεια Piesmatidae Piezata = Hymenoptera pigment, χρώµα, βαφή pigment cell· στον σύνθετον οφθαλµό του εντόµου: primary και secondary pigment cell pigmented, χρωµατιστός, (συνήθως µε ζωηρότερα χρώµατα) pigment layer, στιβάς από primary pigment cells που σχηµατίζουν την iris pila (πλ. pilae) ceroris, αδενική άκανθα· στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha): gland spine pilae cornulae basis· στο ♂ Zygaena (Lep.: Zygaenidae): άκανθες στη βάση της cornula του aedeagus pile, χνούδι, τρίχες λεπτές βραχείες και ορθωµένες που προσδίδουν στην επιφάνεια εµφάνισιν βελούδου pileus· στα Heteroptera (Hem.): anal tube pilifer (s)· σε µερικά τέλεια των Trichoptera: δακτυλοειδείς προεξοχές επάνω στη βάση της maxillary palp που φέρουν αισθητήριες τρίχες· στις νύµφες και τα τέλεια των Lepidoptera: πλευρικές προεκβολές σε κάθε πλευράν του labrum piliferous, τριχοφόρος (piligerous) piliform, τριχόµορφος, σαν τρίχα


415 pilose (pilous, pilosus), τριχωτός pilosity, τριχοφυία pilus dentilis· στα ακάρεα: τριχοειδές ή µεµβρανώδες αισθητήριον όργανον πλευροκοιλιακώς του fixed digit των chelicerae µερικών Mesostigmata pinaculum (πλ. pinacula) ·στις προνύµφες των Lepidoptera: µικρή επίπεδη χιτινισµένη επιφάνεια που φέρει από 1 έως 4 τρίχες (setae) pincers, λαβίδες, claspers ή gonopods των ♂ εντόµων για την συγκράτησιν των ♀ κατά την σύζευξιν· στα Dermaptera: αµυντικοί κέρκοι (cerci) pinguis, παχύς, λιπαρός βλ. physogastric pinna (πλ. pinae), πτερόν, πτίλον· στα Orthoptera: µία από τις πλάγιες ράχεις επί της µεσαίας γραµµής των οπισθίων µηρών (posterior femora) pinnate, pinnatus, µε πτερά ή πτίλα pit, βοθρίον, βαθούλωµα στην χιτινισµένη επιφάνειαν του σώµατος pitchy = piceus placoid, πλακοειδής Plagioptera, Οµάς πτερυγωτών εντόµων µε την υπάρχουσαν Τάξιν Odonata και τiς εκλειπούσες Paleodyctyoptera, Megasecoptera και Meganisoptera planate, planatus, επίπεδος planidium, πλανίδιον· σε παρασιτικά Diptera και Hymenoptera µε υπερµεταµόρφωσιν: η ελεύθερη πεπλατυσµένη προνύµφη πρώτου σταδίου planipennate, µε επίπεδες πτέρυγες Planipennia, Τάξις ενδοπτερυγωτών Neoptera µε τις Υπεροικ. Myrmeleontoidea, Mantispoidea, Hemerobiioidea, Coniopterygoidea και Osmyloidea Planoneoptera, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει Plecoptera, Zoraptera, Acercaria και Holometabola plant louse, φυτόφθειρα, µέλος των Aphidoidea ή των Psylloidea plant resistance, φυτική ανθεκτικότης (αντίστασις), σειρά µηχανισµών χάρη στους οποίους τα φυτά ανθίστανται (αντιστέκονται) στις προσβολές απο έντοµα, µύκητες κ.λπ. (βλ. επίσης antixenosis, tolerance) planta (πλ. plantae), πέλµα -ατα planthopper, µέλος της Υπεροικογ. Fulgoroidea (Hem.: Auchenorrhyncha)


416 plantula, euplantula ή pulvilus βλ. arolium plasma, πλάσµα, το υδατικό συστατικό της αιµολέµφου (haemolymph) plate, πλαξ (πλάκα), δίσκος, κάθε ευρεία πεπλατυσµένη επιφάνεια· στα Diaspididae (Hem.: Sternorrhyncha: Coccoidea): µία από τις προεκτάσεις του pygidium· στα ♂ Cicadelloidea (Hem.: Auchenorrhyncha): genital plate platelet, πλακίδιον, µικρός δίσκος ή σκληρίτης σε µιαν µεµβράνη Platyoptera = (Isoptera + Psocoptera + Embiidina) Platypezoidea, Υπεροικογ. των Aschiza (Μuscomorpha, Dipt.: Brachycera) µε τις Οικογ. Platypezidae και Phoridae βλ. Phoroidea platytracheae· σε µερικά ακάρεα Oribatidae: πορώδεις εγκολπώσεις της cuticula Plecoptera, Τάξις γναθωτών εξωπτερυγωτών εντόµων µε µεµβρανώδεις πτέρυγες και υδρόβιες νύµφες Plecopterida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς µε τις πρόσφατες Τάξεις: Embiidina και Plecoptera και την εκλειπούσα Τάξιν Paraplecoptera βλ. Plecopteroidea pleometrosis, πλειοµέτρωσις, η ίδρυσις µιας αποικίας κοινωνικών εντόµων από περισσότερες των δύο βασιλισσών π.χ.στα Formicidae (Hymenoptera) plesiobiosis (πλησίον + βίος) · στα Formicidae (Hym.): όταν οι φωληές (δύο ή περισσότερες) βρίσκονται πολύ κοντά η µία µε την άλλη plethosphragis (πλήθος + σφραγίς) · στα Leridoptera: όταν σχηµατίζεται δεύτερη sphragis σε ♀ που ήδη φέρει sphragis από προηγουµένην σύζευξιν pleura, πλ.του pleuron pleural, πλευρικός, αναφέρετα στα pleura ή στους πλευρικούς σωµατικούς σκληρίτες βλ. lateral pleural coxal process, πλευρική ισχιακή προεξοχή βλ. coxifer pleural ridge, πλευρική ράχις, η εσωτερική ράχις η οποία διαιρεί τον πτεροθώρακα (pterothorax) σε πρόσθιον (episternum) και (epimeron) οπίσθιον pleural sulcus, pleural suture, εξωτερική αύλαξ της pleural ridge που χωρίζει το episternum από το epimeron pleural wing process, πλευρική πτερυγική προεξοχή, το προεξέχον περιθώριον του πλευρού (pleuron) στο άνω άκρον της πλευρικής ράχεως (pleural ridge) που λειτουργεί ως υποστήριγµα (fulcrum) της πτέρυγος κατά την πτήσιν


417 pleuron (πλ. pleura), πλευρόν, 1 η σκληρυµένη πλαγία περιοχή του θώρακος στα πτερυγωτά (Pterygota) έντοµα, επάνω, εµπρός και πίσω από τα ισχία (coxae) των ποδών 2 η πλευρική περιοχή κάθε τµήµατος του σώµατος κυρίως των θωρακικών τµηµάτων pleuron (πλ. pleura), πλευρόν, -ά, 1 στον θώρακα των πτερυγωτών εντόµων: σκληρύνσεις εµπρός πίσω και επάνω από το ισχίον (coxa), pleurosternum = coxosternum pleurostoma, η περιοχή της subgena άνωθεν της mandible pleurotergite, σκληρίτης µε pleural και tergal στοιχεία· στα τέλεια Diptera: laterotergite pleurum = pleuron plexus, πλέγµα (αγγείων ή νεύρων) plica, πτυχή ή πτύχωσις (ζαρωµατιά) plicate, plicatus, πτυχωτός βλ. explicate, striate plications, πτυχώσεις· στα ακάρεα: οι στενές ανορθωµένες γραµµώσεις (που µοιάζουν µε δακτυλικά αποτυπώµατα) στην cuticula του σώµατος Plicipennia = Trichoptera Pliconeoptera = Orthopterodida plumate = plumatus = plumose plumbeus, µολυβδόχρους (γκρι-µπλε) plumiform = plumose plumose = plumosus, πτεροειδής plumules, µικρά πτερά, πτίλα· στα ♂ Lepidoptera: εξειδικευµένα androconia pluri-, πολυ- (πρόθεµα) plurichaetosis, πολυχαίτωσις· σε µερικά Collembola: η παρουσία τριχών επί πλέον αυτών που αποτελούν το βασικόν σχέδιον pneumatisation, αέρωσις, η αντικατάστασις (στο τραχειακόν σύστηµα) του υγρού από αέριο αµέσως µετά την έκδυσιν και στο έντοµο - έµβρυο pocket, θύλακος, κοιλότητα pockets· στα Aleyrodidae (Hem. Sternorrhyncha): ζεύγος εγκολπώσεων από το υποµεσαίον τµήµα της εβδόµης abdominal suture


418 poculum, ποτήριον, κύπελον· στα ♀ Phasmida: subgenital plate αποτελούµενον από το ΙΧ abdominal sternum podeon, podeum, πόδιον, ποδίσκος· στα τέλεια Hymenoptera: petiole podical plates, paraprocts· στα ♀ Plecoptera: subanal plates podite, ποδίτης, τµήµα άκρου (π.χ. πόδια, προσακτρίδες) εντόµου ή άλλου αρθροπόδου µε ανεξάρτητον µυικόν σύστηµα podocephalic canals, ποδοκεφαλικοί αγωγοί· στα Αcariformes ακάρεα: ζεύγος αυλακώσεων ή σωληνοειδών αγωγών µεταξύ των chelicerae που συγχέονται µε tracheae podomere, ποδοµερές βλ. podite podonotal shield, ποδονωτιαίος θυρεός· στα Mesostigmata ακάρεα: ο πρόσθιος θυρεός µε διηρηµένους dorsal shields podosoma· στα ακάρεα: περιοχή του idiosoma που φέρει τους πόδες (body segments III – VI) · στα Acariformes η περιοχή αυτή περιορίζεται και περιλαµβάνει µόνον τις βάσεις των ποδών podospermy ή porospermy· στα ακάρεα: συστηµα µεταφοράς σπέρµατος όπου ο spermatophore οδηγεί σε δευτερεύον άνοιγµα· στα Dermanisine: Mesostigmata ο σπερµατικός πόρος (solenostome) βρίσκεται συνήθως στις βάσεις των ποδών III- IV podotheca, ποδοθήκη, το τµήµα της νύµφης (pupa) που καλύπτει τους πόδες του µελλοντικού τελείου εντόµου Poduroidea, Υπεροικογένεια των Arthropleona (Colembolla) µε τις Οικογένειες Poduridae και Onychiuridae poecilandry, ποικιλανδρία, µε περισσότερες από µία µορφές αρρένων (♂) poecilogeny, ποικιλογέννεσις· σε µερικά Diptera: τύπος προνυµφικού πολυµορφισµού όπου υπάρχουν περισσότερες από µιαν µορφές από τις οποίες µερικές είναι paedogenetic και άλλες αναπτύσσονται κανονικά σε έµφυλα (sexual) πτερωτά τέλεια άτοµα poecilogony, ποικιλογονία, η συνύπαρξις δύο ή περισσοτέρων προνυµφικών µορφών του ιδίου φύλου βλ. poecilogeny poecilogyny, ποικιλογυνία, µε περισσότερες από µία µορφές θηλέων (♀) poiser(s), ισορροπιστής· στα τέλεια Diptera: halters poison, δηλητήριον (venom) poison gland(s), αδήν δηλητηρίου, βοηθητικός αδένας ο οποίος παράγει δηλητήριο όπως στο κεντρί των ♀ Aculeata (Hymenoptera) polex = pygidium


419 politus, γυαλιστερός, λείος και λάµπων βλ. glabrous, micans, nitid pollen basket, γυρεόσακκος, κοίλωµα στην οπίσθιαν κνήµην των µελισσών (Hym. Apidae) για την συλλογή γύρεως pollen brush = scopa pollen comb, κτένι γύρεως· στα τέλεια των µελισσών (Hym.: Apoidea): scope, antenna cleaner ή pecten on hind tarsus pollenophagous, γυρεοφάγος pollination (παλλύνω = σκονίζω, επικονιάζω), επικονίασις, η µεταφορά γύρεως (pollen) απο τα ♂ στα ♀ µέρη του άνθους των φυτών βλ. cross-pollination και self-pollination polster· στα ♀ Auchenorrhyncha (Hem.): η κοιλιακή επιφάνεια του pygopher polyandry, πολυανδρία, η κατάστασις στην οποίαν ένα ♀ έχει πολλά ♂ προς σύζευξιν polycalic, φωλιά υπόγειων τερµιτών (Isoptera) µε πολλές calies polydomous, µε πολλά δώµατα, κοινωνικά έντοµα (π.χ. µηρµήγκια) µε πολλές κατοικίες (φωλιές) polyethism, ο καταµερισµός εργασίας µεταξύ των µελών µίας αποικίας polygenic, πολυγενής, χαρακτήρας κοινός σε πολλά γένη polygyny, πολυγυνία, η συνύπαρξις στην ίδια αποικία άνω του ενός ωοτοκούντων ♀ βλ. primary και secondary polygyny poly(sy)lectic, πολύ(συ)λλεκτικός, µέλισσες που συλλέγουν µέλι από διάφορα είδη ανθέων βλ. monolectic και oligolectic polymorphism, πολυµορφισµός, η κατάστασις στην οποίαν υπάρχουν πολλές µορφές του ιδίου σταδίου Pollyneoptera, υποθετική µονοφυλετική Οµάς των εξωπτερυγωτών Neoptera µε τις υπάρχουσες Τάξεις Plecoptera, Embiidina, Blattaria, Isoptera, Dermaptera, Orthoptera, Zoraptera και Phasmida καθώς και τις εκλειπούσες Paraplecoptera, Protorthoptera, Caloneurodea, Glosselytrodea, Ptotelytroptera και Protoblattodea Polyneopterata = Polyneoptera Polyneura, Οµάς των Diptera µε τις Οικογ.Tipulidae, Trichoceridae, Cylindrotomidae και Limnobiidae βλ.Tipulomorpha Polyphaga, Υποτάξις των Coleoptera που περιλαµβάνει τις Υπεροικ.: Staphylinoidea, Hydrophiloidea, Eucinetoidea, Dascilloidea, Scarabeoidea, Byrrhoidea, Buprestoidea, Dryopoidea, Elateroidea, Cantharoidea, Cucujoidea, Dermestoidea, Bostrychoidea, Lymexyloidea, Cleroidea, Tenebroinoidea και Crysomeloidea


420 Polyphagoidea, Υπεροικ. των Blattaria µε την Οικογ. Polyphagidae polyphagous, πολυφάγος, ο τρεφόµενος µε πολλά είδη τροφής, ο τρεφόµενος µε ποικιλίαν τροφών ή παρασιτών πολλούς ξενιστές αλλά δεν είναι εντελώς παµφάγος (omnivorous) polyphenism, πολυφαινισµός, διαφοροποιήσεις χαρακτηριστικών περιβαλλοντικής προελεύσεως µεταξύ διαδοχικών γενεών polyphyletic, πολυφυλετικός, σύνθετον taxon του οποίου τα µέλη προέρχονται από 2 ή περισσότερες πηγές προγόνων βλ. monophyletic και paraphyletic polyploid, πολυπλοειδής, µε επιπλέον σειρές οµολόγων χρωµατοσωµάτων (άνω των 2) του απλοειδούς (ν) αριθµού βλ. haploid, diploid polypneustic respiratory system, πολυπνευστικόν αναπνευστικόν σύστηµα, µε 8 τουλάχιστον λειτουργικά ζεύγη αναπνευστικών στιγµάτων, όπως hemipneustic, holopneustic και peripneustic resp syst. βλ.apneustic και oligopneustic resp. syst. polypod larva, πολύπους προνύµφη (caterpillar), προνύµφη των Lepidoptera µερικών Mecoptera και Tenthredinidae (Hym.) µε κοιλιακούς ψευδόποδες (prolegs) εκτός των θωρακικών ποδών βλ. apodous και oligopod larva polypodeiform larva, πολυποδοειδής προνύµφη, ενδοφάγος προνύµφη (κυλινδρική µε δακτυλίους) πολλών Proctotrupoidea και Cynipoidea (Hym.) µε ζυγές σαρκώδεις ισοµήκεις προεξοχές σε αρκετά από τα θωρακικά και κοιλιακά τµήµατα του σώµατος polyspermy, πολυσπερµία, η είσοδος περισσοτέρων του ενός σπερµατοζωαρίων σε ένα ωάριον (ovum) polythalamous gall, πολυθάλαµος κηκίς, κηκίδα που περιέχει (σε χωριστά διαµερίσµατα) πολλές αναπτυσσόµενες προνύµφες βλ. monothalamous gall polytrophic, πολυτροφικός, µε πολλούς τροφοκύτες (trophocytes) polytrophic ovariole, πολυτροφικός, ωοφόρος σωλήν µε τροφοκύτες σε εναλλαγήν µε ωοκύτες (ovocytes) βλ.επίσης: panoistic, meroistic, telotrophic ovariole Pompiloidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Apocrita (Hym.) µε τις Οικογ. Pompiliidae και Rhopalosomatidae pons (πλ. pontes), γέφυρα· στα ♂ Pyralidae (Lep.): δευτερεύουσα σκληροποιηµένη ταινία κατά µήκος του fultura superior ponticulus (πλ. ponticuli), µικρή γέφυρα· στα ♂ Caelifera (Orth.): η γέφυρα που ενώνει τις dorsal aedeagal valves population, πληθυσµός, σύνολον ατόµων του ιδίου είδους σε πλαίσιον που ορίζεται και περιορίζεται από τον χρόνο και τον χώρο


421 porcate, porcatus, µε πολλές παράλληλες κατά µήκος βαθιές και φαρδιές αυλακώσεις (sulci) βλ. canaliculated, carinate, costate, cristate, striate, sulcate pore, porus, πόρος, µικρό κυκλικόν άνοιγµα στην επιφάνεια του εξωσκελετού, puncture· στα τέλεια των Chironomidae (Dipt.): orifice poriferous (porous, porose), πορώδης porous plate· στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.): plastron plate porrect, εκτεινόµενον οριζοντίως εµπρός positive phototaxis, θετικός φωτοτακτισµός, κίνησις προς φωτεινήν πηγήν βλ. negative phototaxis postabdomen, οπισθοκοιλία, τα τροποποιηµένα λεπτά οπίσθια κοιλιακά τµήµατα περιλαµβανοµένων και των genital segments postanal seta, οπισθοεδρική θρίξ· στα Mesostigmata ακάρεα: η άζυγος µέση τρίχα όπισθεν του anal opening postannellus· στα τέλεια Hymenoptera: το 4ο άρθρον της κεραίας και το 2ο του µαστιγίου της (flagellum) postapophysis· στα ♀ Lepidoptera: apophyses posteriors postatrial sclerite· στα ♀ Culicidae (Dipt.): το οπίσθιον τµήµα του ΙΧ κοιλιακού δακτυλίου που πλαισιώνει το atrium από το πίσω µέρος postcerebral, µετεγκεφαλικός, πίσω από το cerebrum postclypeus, µετεπιστόµιον, το οπίσθιον ή άνω µέρος του clypeus όταν υπάρχει κάποια διαχωριστική γραµµή· στα τέλεια των Odonata: το ανώτερον από τα δύο µέρη στα οποία διαιρείται το clypeus βλ. anteclypeus postcornu (πλ. postcornua) · στα ♂ Orthopthera: lophus postcoxal, µεταϊσχιακός, µετά ή πίσω από το coxa postcranial, µετακρανιακός· στα τέλεια των Diptera: ολόκληρη η οπισθία επιφάνεια του cranium postcubital crossveins· στα τέλεια των Odonata: postnodal crossveins postcubitus, µεταωλενικόν, συνήθως το 6ο νεύρο της πτέρυγος που ενώνεται µε την cubitus βλ. cubitus posterior postembryonic, µετεµβρυϊκός, κάθε στάδιον του βιολογικού κύκλου µετά το ωόν και την ανάπτυξιν του εµβρύου posterior, οπίσθιος, προς τα οπίσω αντ. anterior posterior apophysis· στα ♀ Orthoptera: intervalular apodeme


422 posterior apophyses· στα ♀ Lepidoptera: apophyses posteriors posterior appendages· στα ♂ Aleyrodidae (Hem. Sternorrhyncha): claspers posterior clypeus = postclypeus posterior cubitus = cubitus posterior posterior edge = anal margin (πτέρυγος) posterior foramen = occipital foramen· στα ♂ Heteroptera (Hem.): pygophoral opening posterior gonapophyses· στα ♂ Orthoptera: second gonapophyses· στα ♀ Heteroptera (Hem.): gonapophyses του ΙΧ κοιλιακού τµήµατος· στα ♂ Diptera: postgonites posterior gonopods· στα ♀ Psocoptera: valvae dorsales posterior intestine = rectum posterior margin = anal margin (πτέρυγος) posterior mesenteron rudiment, στοιχείον οπισθίου εντέρου· στο έµβρυον του εντόµου: η οπισθία οµάς κυττάρων - υπολειµάτων του κοιλιακού ενδοδέρµατος (ventral endoderm) τα οποία αναγενούν το mesenteron posterior parameres· στα ♂ Diptera: postgonites posterior parapods· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): parapods του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου posterior pronotum· στα τέλεια των Diptera: postpronotum posterior respiratory process· στις προνύµφες των Syrphidae (Dipt.): αναπνευστικόν όργανον στο οπίσθιον µέρος του σώµατος posterior spiracles, το έσχατον ζεύγος αναπνευστικών στιγµάτων· στις προνύµφες των Diptera: το τελευταίο (8ον) ζεύγος κοιλιακών αναπνευστικών στιγµάτων· στις προνύµφες των Syrphidae (Dipt.): αναπνευστικά ανοίγµατα επάνω σε κάθε posterior spiracular plate posterior spiracular plate· στις προνύµφες των Syrphidae (Dipt.): το πεπλατυσµένο ή ελαφρώς στρογγυλεµένο άκρον κάθε σωληνίσκου ο οποίος φέρει spiracular plate posterior thoracic spiracle· στα τέλεια και τις προνύµφες των Diptera: metathoracic spiracles posterior wing root· στα τέλεια Cydnidae (Dipt.): παχυµένη γραµµή στη βάση της πτέρυγος από όπου ξεκινούν τα νεύρα media, cubitus και anal posterior wings, οπίσθιον ζεύγος πτερύγων, hind wings posterolateral, οπισθοπλευρικός


423 postfeeding larva, µετατροφική προνύµφη· στα Diptera: ώριµη προνύµφη η οποία δεν τρέφεται πλέον αλλά υφίσταται αλλαγές φυσιολογίας και συµπεριφοράς χωρίς όµως να αποτελεί ξεχωριστό στάδιο postgena (πλ. postgenae), οπισθία παρειά, το πλευρικόν τµήµα της ινιακής αψίδος (occipital arch) πίσω από την ινιακήν ραφήν (occipital suture) βλ.subgena, hypostoma postgenital plate, οπισθία γεννητική πλαξ· στα ♀ Οdonata: δευτερογενής σκλήρυνσις σε διατµηµατική περιοχή (intresegmental region) πίσω από τον gonopore· στα ♂ Taeniopterygidae (Plec.): ο προτεταµένος ΙΧ κοιλιακός στερνίτης· στα ♀ Culicidae (Dipt.): οι Χ και ΙΧ κοιλιακοί στερνίτες ως πλάκες πίσω από το genital opening· στα ♀ Chironomidae (Dipt.): µία συνήθως ασθενώς ανεπτυγµένη οπισθοκοιλιακή πλάξ στα genitalia µεταξύ των βάσεων των κέρκων postgenital segment, οπίσθιον γεννητικόν τµήµα, κάθε κοιλιακόν τµήµα πίσω από τα genitalia. στα τέλεια Diptera: κοιλιακόν τµήµα πίσω από το κύριον genital opening posticus, οπίσθιος postlabial area, µεταχειλική περιοχή, postmentum postmandibular, µεταγναθικός, µετά ή πίσω από την mandibula postmentum, µετασιαγώνιον, τµήµα της βάσεως του κάτω χείλους πλησίον του prementum postnotals, στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): τρίχες (setae) του postnotum postnotum, το οπίσθιον µέρος του πτεροθωρακικού νώτου που φέρει τα φράγµατα (phragmata) τα οποία στηρίζουν επιµήκεις µύες (longitudinal muscles) · στα τέλεια Diptera: ο νωτιαίος σκληρίτης κάτω και πίσω απο το scutellum του µεσοθώρακος βλ. subscutellum postocciput, µεταϊνίον, το απώτερον οπίσθιο χείλος του κρανίου πίσω από την µεταϊνιακήν ραφήν postocular gland· στα ακάρεα Labidostommatidae (Prostigmata): µεγάλη πλευρική φλύκταινα (pustule) αµέσως όπισθεν του ocellus βλ. pustule postoesophageal commissure, ο σύνδεσµος που ενώνει τους λοβούς του τριτεγκεφάλου (tritocerebral lobes) και περνά αµέσως πίσω από τον οισοφάγο (oesophagus) postoral segment = gnathal segment postparapteron = subalare postpectus, µετάστερνον, η κάτω επιφάνεια του metathorax· στα Hymenoptera: sternum + pleuron postpedes, οπίσθιοι πόδες (metathoracic legs ή anal prolegs) postpetiole, οπίσθιος µίσχος· στα µηρµύγκια (Hym.: Formicidae): το δεύτερον (όταν υπάρχουν 2) τµήµα του pedicel που είναι ο ΙΙΙ κοιλιακός δακτύλιος


424 postpleuron = epimeron postpronotum, το οπίσθιον τµήµα του pronotum· στα τέλεια Nematocera (Dipt.) π.χ. Tipoulidae και Chironomidae: η πλευρική περιοχή του pronotum πίσω από το antepronotum που ενώνεται νωτιαίως µε το scutum και κοιλιακώς µε την µεσοπλευρικήν περιοχή (mesopleural area) · στα ανώτερα Diptera: postpronotal lobe postretinal, ο χιτών που βρίσκεται πίσω από τον αµφιβληστροειδή χιτώνα (retina) του οφθαλµού postscutellun· στα τέλεια των Diptera: postnotum ή subscutellum· στα τέλεια των Hymenoptera: dorsellum postscutum· στα τέλεα Trichoptera: η µικρή πλάκα πίσω από το scutellum του µεσοθώρακος (postscutellum) βλ.postnotum postspiracular, η περιοχή πίσω από αναπνευστικόν στίγµα (spiracle) post-tarsus, το τελευταίον τµήµα του ποδός που µπορεί να αποτελείται ακόµη και απο έναν απλόν όνυχα βλ. pretarsus postvaginal plate· στα ♀ Lepidoptera: lamella postvaginalis postvaginal sclerites· στα ♀ Acridoidea (Orthoptera): σκληρυµένες περιοχές του δαπέδου του chamber του vagina postvertex, η οπισθία κορυφή του άκρου της κεφαλής (vertex) όταν χωρίζεται (από την σύµπτυξιν των συνθέτων οφθαλµών) σε 2 µέρη pouch, θύλακος, µεγάλος σάκκος poultry mite, µέλος των Dermanyssoidea (Mesostigmata) ακάρεα παρασιτικών στα πτηνά π.χ. Dermanyssus, Ornithonyssus κ.ά. prassinous, prassinus, πράσινος της χλόης, ανοικτοπράσινος προς κίτρινος praying mandid, το «αλογάκι της Παναγίας», µέλος της Τάξεως Mantodea proadaptation, προπροσαρµογή, προϋπάρχον πρότυπον συµπεριφοράς που γίνεται σηµείον αναφοράς για µια νέα προσαρµογή prealar, έµπροσθεν της ala (πτέρυγος) prealar bridge, προέκτασις του πλευρικού τµήµατος του prescutum έµπροσθεν της πτέρυγος που ενώνει το notum µε το episternum prealaralia, prealare βλ. prealar bridge preapical, προκορυφαίος, πριν και κοντά στο apex (απώτερο σηµείο) µιας κατασκευής, οργάνου κ.ά. preatrium· στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): το κοιλιακόν τµήµα της κυψελίδος (socle)


425 preaxial, έµπροσθεν του άξονος (axis) prebalancer = prehalter preclavus = remigium preclypeus, anteclypeus· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): labral sternites precocious stages, πρόωρα στάδια, όλα τα στάδια αναπτύξεως από το γονιµοποιηµένο ωόν µέχρι την νύµφη (pupa) precorneals (cornu = κέρας) · στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.): 3 συνήθως τρίχες έµπροσθεν του θωρακικού κέρατος (thoracic horn) precostal area· στα τέλεια Fulgoroidea (Hem.: Auchenorrhyncha): η περιοχή µεταξύ του νεύρου (πτέρυγος) costa και της costal margin precoxa· στα Collembola: subcoxa precoxal bridge, προϊσχιακή γέφυρα, το προϊσχιακόν τµήµα του pleuron anterior προς τον trochantin precoxale = precoxal bridge predacious (predaceous, predatory), αρπακτικός, θηρευτής (κυνηγός), που τρέφεται ή επιτίθεται σε ζών θήραµα (prey) predator βλ. predatory και predaceous

predisposing factors, προδιαθετικοί παράγοντες, παράγοντες που µε τη δράση τους καθιστούν έναν οργανισµό επιδεκτικόν σε ορισµένην ασθένεια βλ.secondary etiologic factors preepiproct, προεπίπρωκτος· στα ♂ Mecoptera: epiandrium prefemur = ischiopodite prefrons, προµετωπίς· στα Psocoptera: postclypeus pregenicular, προγονατιαίος, ο πλησίον του γονάτου (gena)· στα Orthoptera: το τµήµα του µηρού πλησίον του γονάτου pregenicular annulus, προγονατιαίος δακτύλιος· στα Orthoptera: έγχρωµος δακτύλιος πλησίον του γονάτου (gena) των οπισθίων µηρών (femora) pregenital segments, προγεννητικοί δακτύλιοι, οι κοιλιακοί δακτύλιοι πριν από τους γεννητικούς (genital) pregonites, προγονίται· σε µερικά Muscomorpha (Dipt.): ζεύγος λοβών πλησίον της βάσεως του aedeagus βλ. gonopods


426 pregula, πρόσθιο τµήµα της gular plate που βρίσκεται έµπροσθεν µίας median gular suture βλ. submentum prehalter, µεµβρανώδες λέπιον έµπροσθεν του αλτήρος (halter) στα Diptera· στα τέλεια Psychopteridae (Dipt.): ιδιάζον εξάρτηµα που πηγάζει από τη βάση του halter prehensile, συλληπτικός, προσαρµοσµένος για αρπαγήν και συγκράτησιν (grasping) prehensor· στα ♀ Scirtidae (Col.): προεκβολή που πηγάζει από το κοιλιακόν τµήµα του κόλπου (vagina) και λειτουργεί ως συσκευή συζεύξεως (copulatory apparatus) prehensores· στα ♂ Lepidoptera: valvae preimaginal, φάσεις ή στάδια πριν από το τέλειον (imago) άρα ατελή (imperfect) preimago, η τελευταία φάσις του νυµφικού σταδίου όταν τα χαρακτηριστικά του σχηµατισµένου τελείου φαίνονται µέσα από το νυµφικόν κάλυµα (pupal covering) βλ. pharate instar και subimago prelabium, το ακραίον τµήµα του κάτω χείλους (labium) που περιλαµβάνει prementum, ligula και την προσακτρίδα (palp) prelabrum· στα τέλεια Diptera: clypeus ή anteclypeus prelarva (prolarva, deutovum), το πρώτο ενδιάµεσον στάδιο του βιολογικού κύκλου των ακάρεων, εξάποδον ή άποδον, µε ατελή ανάπτυξιν, συνήθως ανενεργόν και χωρίς λειτουργικά στοµατικά εξαρτήµατα που συχνά παραµένει µέσα στο ωόν ή εξέχει λίγο από αυτό premandibular, ο έµπροσθεν της mandible premental, ο ανήκων ή αφορών εις το prementum prementum, προσιαγώνιον, 1 εξάρτηµα ή περιοχή του κάτω χείλους το οποίον συνήθως φέρει τους προσακτριδοφόρους (palpigers ή palpifers), τις χειλικές προσακτρίδες (labial palps, labial stipites), γλωσσίδες, γλώσσες (glossae) και παραγλώσσες (paraglossae), 2 η περιοχή του στύπου (stipes) στο άνω χείλος (labium) που έχει τους µύες των προσακτρίδων και των λοβών της ligula (ligular lobes) και παρεµβάλλει τους κρανιακούς µύες του labium preocular, προοφθαλµικός, έµπροσθεν των οφθαλµών preoral cavity, προστοµατική κοιλότης, το διάστηµα το οποίον περικλείεται από το labrum και τα στοµατικά εξαρτήµατα βλ. cibarium και salivarium prepharynx, προφάρυγξ, preoral cavity prepupa· στα Thysanoptera και τα ♂ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): propupa· στα Holometabola: η ενεργός αλλά µη τρεφοµένη προνύµφη τελευταίου σταδίου που προέρχεται από pharate pupa βλ. pharate instar


427 preputium, ακροποσθία, το εξωτερικόν µεµβρανώδες περίβληµα του πέους (penis), και (αναλόγως Τάξεως): penis sheath, vesica, juxta, basal ring prerectal, πρίν από το ορθόν έντερον (rectum) prescutellum·σε µερικά τέλεια των Diptera: µία στενή ράχις πριν από το scutellum prescutum, η προσθία περιοχή του mesonotum ή του metanotum έµπροσθεν του scutum· στα τέλεια των Diptera: presutural area· στα τέλεια Hymenoptera: median mesoscutal lobe presoldier, προοπλίτης· στα Isoptera: ενδιάµεσον στάδιον αναπτύξεως µεταξύ προνύµφης, ψευδεργάτη ή νύµφης και του τελικού ωρίµου οπλίτη (soldier) prespiracular area, προστιγµατική περιοχή· στα τέλεια Culicidae (Dipt.): περιορισµένη περιοχή του anterior mesanepisterum ακριβώς έµπροσθεν του µεσοθωρακικού αναπνευστικού στίγµατος (spiracle) που χωρίζεται από το postpronotum από ισχυρή ράχιν (ridge) presternum, πρόστερνον, στενή προσθία περιοχή του sternum η οποία χωρίζεται από το basisternum µε υποπεριθωριακήν ραφήν (submarginal suture) του eusternum βλ. acrosternite prestigma· (πρόστιγµα), σε µερικά τέλεια Braconidae και Bethylidae (Hym.): πρόσθετη διαπλάτυνσις του πτεροστίγµατος (pterostigma)· στα τέλεια των Vespidae (Hym.): επέκτασις του κερκιδικού τοµέως (radial sector) προς το πτερόστιγµα presutural area· στα τέλεια των Diptera: το πρόσθιον τµήµα του scutum που χωρίζεται από την prosutural area µε διαγώνιον ραφήν pretarsal bladder, προταρσική κύστις· στα Thysanoptera: αναστρεφόµενος σάκκος στο άκρον του ταρσού (tarsus) που χρησιµεύει για προσκόλλησιν σε διάφορες επιφάνειες pretarsal claw, προταρσικός όνυξ, συνήθως ζεύγος ονύχων στο άκρον των ποδών pretarsus (πλ. pretarsi), προταρσός (επίσης post-tarsus), το τελευταίο (ακραίον) τµήµα του ποδιού βλ.dactylopodite prey, θήραµα, το ζώο (ή ζώα) που δέχονται επίθεσιν και κατατρώγονται απο άλλο αρπακτικό ζώο θηρευτή (predator) primary pigment cells, πρωτογενή κερατογόνα χρωµοκύτταρα τα οποία βρίσκονται εκτός των Semper cells και του κρυσταλλικού κώνου (crystalline cone) του οµµατιδίου (ommatidium) primary polygyny, πρωτογενής πολυγυνία (polygyny), όταν σε µίαν αποικία κοινωνικών εντόµων υπάρχουν εξ’αρχής πολλές (περισσότερες των 2) βασίλισσες primary reproductive, πρωτογενές αναπαραγωγικόν· στα Isoptera (termites): ιδρυτικά ♂ και ♀ αποικίας προερχοµένης κατ’ ευθείαν από πτερωτά τέλεια άτοµα primary royal pair, πρωτογενές βασιλικόν ζεύγος· στα Isoptera: ο βασιλεύς (♂) και η βασίλισσα (♀) της αποικίας


428 primary segmentation, πρωτογενής κατάτµησις, ο εµβρυϊκός τύπος κατατµήσεως που απαντάται σε όλα τα Arthropoda µε µαλακό σώµα και στους δακτυλιοσκώληκες (Annelida) primer pheromone, πρωτοταγής φεροµόνη, φεροµόνη η οποία δρα κατά τρόπον ώστε να αλλοιώσει την φυσιολογία του ενδοκρινικού και του αναπαραγωγικού συστήµατος του ζώου - δέκτη και να το επαναπρογραµµατίσει για ένα άλλο αλλοιωµένο πρότυπον ανταποκρίσεως σε ανάλογα ερεθίσµατα primitive, αρχικός, πρωτόγονος, αρχέγονος, ο πλησιέστερος σε κάποιον (υποθετικόν) πρόγονον primitive streak, αρχέγονος σειρά· στο έµβρυον των εντόµων: germ band principal copulatory process (sclerite)· στα ♂ Grylloblattodea: µεγάλος σκληρίτης επί του δεξιού phallomere principal salivary gland, κύριος σιελογόνος αδήν· στα Heteroptera (Hem.): ο µεγαλύτερος αδήν του ζυγού σιελογόνου συστήµατος µε 2 ή περισσοτέρους λοβούς σε συνεργασίαν µε βοηθητικόν (accessory) σιελογόνον αδένα priodont (prior = πρωτοφυής + οδούς = δόντι), τύπος των Lucanidae (Col.) µε τις µικρότερες γνάθους βλ. teleodont, mesodont και amphiodont prismatic, πρισµατικός, µε το σχήµα ή και εναλλαγήν χρωµάτων οµοίων του πρίσµατος (prism) proala, προσθία πτέρυξ (forewing) proboscis, προβοσκίς, κάθε προέκτασις του στόµατος όπως η γλώσσα των Lepidoptera, το στόµα των Diptera, το ρύγχος των Hemiptera κλπ. procephalon, προκεφαλικόν, το τµήµα της κεφαλής στο έµβρυον του εντόµου το οποίον σχηµατίζεται από συνένωσιν των 3 πρώτων αρχεγόνων τµηµάτων process, προεκβολή, η επιµήκυνσις επιφανείας, περιθωρίου ή εξαρτήµατος processus terminalis· σε µερικά Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): unguis· στα Neuropteroidea: απώτερη προεκβολή του hypandrium proclinate, επικλινής, όπως π.χ. οι τρίχες και οι σµήριγγες των τελείων Diptera procoxa, το ισχίον (coxa) των προσθίων ποδών (forecoxa) proctifer· στα Coleoptera: proctiger (πρωκτοφόρος) proctiger, ο περιορισµένος Χ κοιλιακός δακτύλιος που φέρει τον πρωκτόν βλ. anal tube, anal segment κ.ά. proctodeal, που ανήκει ή αναφέρεται στο proctodeum proctodeal trophallaxis, τροφάλλαξις µε προϊόντα της έδρας (πρωκτού)


429 proctodeum, πρωκτόδαιον, το οπίσθιον µέρος του πεπτικού σωλήνος απο το τέλος του στοµάχου (midgut) µέχρι την έδρα (anus), hind gut Proctotrupoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) που περιλαµβάνει και την Οικογ. Proctotrupidae βλ. Ceraphronoidea procumbent, πρηνής, ξαπλωµένος, κατακείµενος procuticula, προδερµίδα, η πιο παχειά στιβάς της επιδερµίδος (cuticula) η οποία περιλαµβάνει την εξωτερικήν (outer) και την εσωτερικήν (inner endocuticula) βλ. exocuticula, mesocuticula και endocuticula prodorsal shield, θυρεός στην πρόσθια νωτιαίαν επιφάνεια του σώµατος των Acariformes ακάρεων postdorsum· στα ακάρεα: η νωτιαία επιφάνεια του propodosoma produced, προτεταµένος, προβεβληµένος proecdysis, προέκδυσις, η περίοδος προετοιµασίας προς έκδυσιν (mould) progenital valves· στα ακάρεα: οι genital valves των Acariformes proeminent, προεξέχων, προβάλλων proepimeron, επίµερον του prothorax proepisternum, επίστερνον του prothorax profemur, µηρός (femur) του προσθίου ποδός, forefemur progenital plate, προγεννητική πλαξ· στα ♂ Diptera: µέρος του hypandrium prognathous, πρόγναθος, έντοµα µε οριζόντιον (ως προς τον σωµατικόν άξονα) κεφαλήν οπότε τα στοµατικά εξαρτήµατα κατευθύνονται προς τα εµπρός prolarva = prelarva prolegs, ψευδόποδες, ζυγά εξαρτήµατα που χρησιµεύουν ως πόδες, σαρκώδη κοιλιακά "πόδια" χωρίς άρθρωσιν στις κάµ(πι)ες των Lepidoptera και ορισµένων Hymenoptera (Tenthredinidae)· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): parapods proliferation, ταχεία ανάπτυξις και πολλαπλασιασµός κυττάρων proloma, η costal margin της οπισθίας πτέρυγος prominence, προεξοχή, protuberance prominent, προεξέχων, ευδιάκριτος promuscis = proboscis prone, πρηνής, επικλινής, ρέπων


430 prong, λεπτή σκληρυµένη αιχµηρή προεξοχή, περόνη pronotum, πρόνωτο, το άνω και ραχιαίον µέρος του prothorax που στα Coleoptera καλύπτει όλη την άνω επιφάνεια του θώρακος βλ.antepronotum και postpronotum pronymph, η νεοεκκολαφθείσα νύµφη των Odonata, Orthoptera, Blattaria, Mantodea και των Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha) propedes, προθωρακικοί πόδες· στις προνύµφες: prolegs Prophalangopsoidea, Υπεροικ. των Ensifera (Orthoptera) µε την Οικογ. Prophalangopsidae η οποία µερικές φορές περιλαµβάνεται στα Tettigonoidea prophallus, το «πέος» (penis) των βοηθητικών genitalia τοποθετηµένο στο άνοιγµα (fenestra) µεταξύ των hamuli και δεν είναι ορατόν κατά την ανάπαυσιν propodeum, στα τέλεια Apocrita (Hymenoptera) ο πρώτος κοιλιακός δακτύλιος ο oποίος αποτελεί µέρος του alitrunk (βλ. mesosoma) propodite, προποδίτης (tarsus) propodosoma· στα ακάρεα: η υποδιαίρεσις του podosoma που φέρει τους πόδες Ι-ΙΙ propupa· στα Thyssanoptera και τα ♂ Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): το πρώτον από τα 2 ή 3 ληθαργούντα ενδιάµεσα στάδια (instars) βλ. prepupa, pupa και semipupa propygidium, προπυγίδιον· στα Coleoptera µε βραχέα έλυτρα: το προτελευταίο κοιλιακόν tergum (VII) πριν από το pygidium propygium = hypopygium proscutum, το scutum του pronotum proscutellum, το scutellum του pronotum prosoma, πρόσωµα, το πρόσθιον µέρος του σώµατος (κεφαλή ή κεφαλοθώραξ) · στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha) και τα Arachnidia: cephalothorax συνήθως µη εµφανής στα ακάρεα Prosopistomatoidea = Baetiscoidea prostate glands, προστατικοί αδένες· στα ♂ Ensifera (Orthoptera): ejaculatory vesicles Prostigmata, Υποτάξις των ακάρεων Acariformes µε ζεύγος stigmatal openings στο πρόσθιον µέρος του σώµατος και µε τα περισσότερα είδη της φυτοπαρασιτικά π.χ. Tetranychidae, Tenuipalpidae, Tuckerellidae, Penthaleidae, Eriophyidae prosternum, πρόστερνον, το προθωρακικόν sternum (eusternum του prothorax + spinasternum) prostethium, προστήθιον (prosternum)


431 prostheca, προσθήκη, γναθικός σκληρίτης αρθρωµένος στον basalis και ισοδύναµος µε την lacinia της maxilla βλ. lacinia mobilis prostigma· στα τέλεια Hymenoptera: pterostigma prostomum· στο Pediculus (Phithr.: Anoplura: Pediculidae): στοµατικός κώνος (mouth cone) protandry, πρωτανδρία, η εποχική εµφάνισις των ♂ πριν από τα ♀ Protanisoptera, εκλειπούσα Υποτάξις των Odonata protarsus, ταρσός προσθίων ποδών (foretarsus) protective mimicry, προστατευτικός µιµιτισµός βλ. mimicry protelum (προ - τέλους), προτελευταίον, το ΧΙ κοιλιακόν τµήµα του σώµατος protentomon, προτέντοµον, οργανισµός υποτιθέµενος ως αρχέτυπον ή πρόγονος τύπος των πτερωτών εντόµων protergite = prescutum protergum, προθωρακικόν tergum proterosoma· στα Acariformes ακάρεα: το µέρος του σώµατος προ της sejugal suture συµπληρωµατικόν του hysterosoma prothoracic, προθωρακικός glands, προθωρακικοί αδένες, ζεύγος ενδοκρινών αδένων όπισθεν της κεφαλής ή στον θώρακα οι οποίοι παράγουν την ορµόνην εκδύσεως ecdysone prothoracic hormone, προθωρακική ορµόνη (ecdysone) prothoracic legs, προθωρακικοί πόδες (forelegs) prothoracic spiracle, προθωρακικόν τρήµα ή στίγµα (αναπνευστικό). στα τέλεια και τις προνύµφες των Diptera: anterior spiracles prothoracicotrophic hormone, προθωρακικοτροφική ορµόνη, νευροπεπτιδική ορµόνη που εκκρίνεται από νευροεκκριτικά κύτταρα (neurosecretory cells) του πρωτεγκεφάλου (protocerebrum) και ενεργοποιεί τον προθωρακικόν αδένα (prothoracic gland) ώστε να παραχθεί η εκδυσόνη (ecdysone) για την έκδυσιν και µεταµόρφωσιν (µεσολαβούντων των corpora cardiaca) prothorax, προθώραξ, το πρώτο από τα τρία µέρη του θώρακος (pro-, meso-, metathorax) protibia, κνήµη εµπροσθίου ζεύγους ποδών, foretibia protocephalic, πρωτοκεφαλικός, ο ανήκων ή αναφερόµενος στο protocephalon (κεφαλή το εµβρύου στα έντοµα)


432 protocerebral lobes, πρωτεγκεφαλικοί λοβοί, ζεύγος λοβών του protocerebrum οι οποίοι φέρουν τα corpora pedunculata protocerebrum, πρωτεγκέφαλος, το πρόσθιον τµήµα του εγκεφάλου των Arthropoda που βρίσκεται έµπροσθεν ή νωτιαίως του deutocerebrum τα γάγγλια του οποίου περιλαµβάνουν το οπτικόν και συνδετικά κέντρα protocranium, το οπίσθιον τµήµα του epicranium, µερικές φορές το occiput Protodonata = Meganisoptera protogyne· στα ακάρεα Eriophyoidea: η κανονικώς τρεφοµένη µορφή σε αντίθεσιν προς την διαχειµάζουσαν ή διαθερίζουσαν (deutogyne) protogyny, πρωτογυνία, η εποχική εµφάνισις των ♀ πριν από τα ♂ protonymph, πρωτονύµφη· στα ακάρεα: το πρώτο νυµφικό ή ενδιάµεσο στάδιο που συνήθως είναι οκτάποδον (µε 4 ζεύγη ποδών όπως τα τέλεια) protoloma = costal margin protopod phase, πρωτόποδος φάσις· στο έµβρυον των εντόµων: φάσις ατελούς µεταµερισµού µε την κοιλίαν και τα σωµατικά εξαρτήµατα στοιχειώδη protothorax = prothorax protracted, protractus, προελκόµενος, εξελκόµενος, τραβηγµένος προς τα έξω protracted head, (αντ. retracted head) protracted mouthparts, (αντ. retracted mouthparts) π.χ. προνύµφες των Cleridae και Cantharidae (Col.) protractile, εκτατός βλ. excertile και protrusible protractor muscle, εξέλκων (εκτατικός) µυς, αυτός ο οποίος εκτείνει ή επιµηκύνει κατασκευήν ή όργανον π.χ. το κεντρί της µέλισσας protuberance, απόφυσις, προεξοχή από την επιφάνεια βλ. prominence proventriculus, προκοιλίδιον, προγαστρίδιον, προκοιλιακόν τµήµα· στα έντοµα που τρέφονται µε στερεάν τροφήν: το οπίσθιον µέρος του προλόβου που συχνά είναι εφοδιασµένο µε σκληρές πλάκες και ισχυρούς κυκλικούς µύες βλ.gizzard provisional mandibles, προσωρινές γνάθοι· σε µερικά Coleoptera: τµήµατα γνάθων της νύµφης που χρησιµοποιούνται για να «κόψουν» το κουκούλι (cocoon) για την έξοδο του τελείου εντόµου (imago) proximal, εγγύτερος, ο πλησιέστερος προς το κέντρον του σώµατος ή µιάς κατασκευής (αντ. distal)


433 proximal spur, εγγύτερη (προς το σώµα του εντόµου) άκανθα · στα ♂ Siphonaptera: σκληρυµένη άκανθα στο aedeagal pouch που ενώνεται προς τα οπίσω µε τον εδρικόν στερνίτη (anal sternite) pruinescence, πάχνωσις (πάχνη), κηρώδης εξάνθησις η οποία καλύπτει το σώµα ορισµένων εντόµων π.χ. τα τέλεια των Odonata pruinose (pruinosus, pruinus), παχνώδης, ο καλυπτόµενος από λεπτή σκόνη ή πάχνη βλ. farinaceous, polinose, pulverulent prunosus, µε χρώµα δαµασκηνί (µπλέ - κόκκινο) psammarotrum (ψάµµος = άµµος + άροτρον) · στα

Ithonidae (Plan.): gonapophyses laterales

psammophilus (ψάµµος = άµµος + φίλος), ψαµµόφιλος, αυτός που προτιµά αµµώδεις περιοχές βλ. ammophilus psammophore (ψάµµος = άµµος + φέρω), ψαµµοφόρος· στα τέλεια Formicidae και Vespidae (Hym.): µία οµάδα ammohaetae στην κάτω πλευρά της κεφαλής pselaphotheca (ψηλαφώ = palpo + θήκη), ψηλαφοθήκη, το µέρος της νύµφης που καλύπτει τις προσακτρίδες (palpi) pseudapophyses, ψευδαποφύσεις· στα ♀ Arrhenophanidae και Tineoidea (Lep.): ζυγές σκληρυµένες αποφύσεις στην κοιλιακήν επιφάνεια των ενωµένων ΙΧ και Χ κοιλιακών δακτυλίων pseudergate, ψευδεργάτης, κάστα (caste) στους κατώτερους τερµίτες (Isoptera) µε άτοµα τα οποία έχουν οπισθοδροµήσει από νυµφικά στάδια αφαιρώντας τα wing buds αλλά είναι ικανά να αναπτυχθούν ως άλλη κάστα µε περαιτέρω εκδύσεις pseudimago = subimago pseydocardia = dorsal vessel pseudochrysalis = semipupa pseudocoel, pseudocoelom, ψευδοκοίλωµα, ψευδοοπή, µία οπή που δεν σχηµατίζει σωλήνα pseudocone eyes, ψευδοκωνικοί οφθαλµοί, σύνθετοι οφθαλµοί µε pseudoconic ommatidia pseudocrop, ψευδοπρόλοβος· στα Hemiptera: διαπλάτυνσις της προσθίας περιοχής του midgut pseudogamy, ψευδογαµία, παρθενεγενετική ανάπτυξις του ωαρίου µετά την εισδοχή του άρρενος γαµέτη (♂ gamete) στην egg membrane pseudogyna, pseudogyne, ψευδογυνή· στα µηρµύγκια (Hymenoptera: Formicidae): άπτερον ♀ άτοµο που συνδυάζει το µέγεθος και την κοιλίαν (gaster) ενός εργάτη (worker) µε τους θωρακικούς χαρακτήρες της βασίλισσας (queen)


434 pseudonest, ψευδοφωλεά· στο Bombus (Hym.: Apidae): συσσωρευµένο «οικοδοµικό υλικό» γύρω από την είσοδο της φωληάς όπου συνήθως στεγάζονται εργάτες (workers) Pseudoneuroptera, παλαιά ονοµασία για Neuroptera µε ατελή µεταµόρφωσιν όπου περιλαµβάνονται τα: Ephemeroptera, Odonata, Plecoptera, Isoptera και Psocoptera pseudonotum = postnotum pseudonymph = semipupa pseudopenis, ψευδοπέος· στα ♂ Blattopteroidea: pseudophallus· στα ♂ Anoplura: mesomeral arch pseudophallic organs, ψευδοφαλλικά όργανα· στα ♂ άτοµα: εµβρυολογικώς οµογενής ενότης διαφορετική των euphallic organs που προέρχεται από εκβλαστήσεις των κοιλιακών στερνιτών ΙΧ και VIII και βρίσκεται άνωθεν των penis lobes της προνύµφης pseudophallus· στα ♂ Blattopteroidea: κοιλιακή προεξοχή του αριστερού epiphallus pseudopod, pseudopodium (πλ. pseudopodia) · στις προνύµφες των Diptera: proleg pseudopositor = oviscapt Pseudoptera = Coccoidea pseudopupa· στα Coleoptera: προνύµφη σε ηρεµούσα συνεσφιγµένη κατάσταση η οποία προηγείται ενδιαµέσων προνυµφικών σταδίων ακολουθουµένων από την πραγµατική pupa βλ. subnymph pseudorhaphe, ψευδορραφή· στις προνύµφες των Chironomidae (Dipt.): median suture pseudorutellum, το rutellum των ακάρεων Astigmatina pseudosematic = pseudoaposematic pseudosessile, ψευδοάµισχος. µερικά Aculeata (Hym.): έχουν την κοιλίαν τόσο πλησίον του θώρακα ώστε φαίνονται άµισχα (sessile) pseudosetae, ψευδοτρίχες· σε τέλεια µερικών Οικογ. Siphonaptera: λεπτές σµηριγγοειδείς άκανθες που βγαίνουν κάτω από το mesonotal collar pseudosoldier· στα Isoptera: presoldier pseudospermathecae, ψευδοσπερµατοθήκαι· στα ♀ Cimicomorpha (Hem.: Heteroptera): ένα ή 2 σακκοειδή εγκολπώµατα στους γεννητικούς αγωγούς (vagina, common oviduct, lateral oviducts) που υποκαθιστούν µίαν απούσα ή αχρηστευµένην spermatheca pseudospiracle, ψευδοστίγµα, ψευδές αναπνευστικόν στίγµα που απαντάται στα Nepidae (Hem.: Heteroptera) και στο Gryllotalpa (Orth.: Gryllotalpidae)


435 pseudosternite· στα ♂ Rhaphidiophoridae (Orth.: Ensifera): σκληρίτης µεταξύ των paraprocts και των dorsal phallic lobes· στα ♂ Caelifera (Orthoptera): epiphallus· στα ♂ Grylloidea (Orth.): pseudepiphallus pseudosternogynum· στα ακάρεα Trigynaspida (Mesostigmata): προγεννητικός θυρεός χωρίς πόρους (lyrifissures) βλ. sternogynum pseudostylus· στα ♀ Naucoridae, Notonectidae και Nepidae (Hem.: Heteroptera): gonoplac· στα ♀ Ithonidae (Plan.): ισχυρώς σκληροποιηµένη προεξοχή από το κατώτερον περιθώριον κάθε gonapophysis lateralis pseudosymphile, ψευδοσύµφιλον· στα κοινωνικά έντοµα: αρπακτικόν ή παράσιτον το οποίον τρέφεται µε τις τροφαλλακτικές εκκρίσεις (trophallactic secretions) της προνύµφης - ξενιστή pseudovum, ψευδοωόν, το βλαστικό κύτταρον (germ cell) που παράγεται από παρθενογενετικόν ♀ Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha) βλ.gametogenetic egg pseudoworker· στα Isoptera: pseudergate Psocatropetae, Οµάς της Υποτάξεως Trogiomorpha (Psocoptera) που περιλαµβάνει τις Οικογ. : Psyllipsoocidae και Prionoglaridae Psocetae, Οµάς της Υποτάξεως Psocomorpha (Psocoptera) µε τις Οικογ. : Psocidae, Psilopsocidae, Myopsocidae και Thyrsophoridae psocid, µέλος της Τάξεως Psocoptera ή της Οικογ. Psocidae (Psocoptera) Psocida = Psocoptera Psocodea, Οµάς εξωπτερυγωτών εντόµων µε τις Τάξεις: Psocoptera και Phthiraptera Psocodida = Psocoidea = Psocodea Psocomorpha, Υποτάξις των Psocoptera που περιλαµβάνει τις Οµάδες: Epipsocetae, Homilopsocidea, Caecilietae και Psocetae Psocoptera, Τάξις µικροσκοπικών εξωπτερυγωτών εντόµων µε µεγάλη κινητή κεφαλή, νηµατοειδείς κεραίες, ασυµµετρικές γνάθους και ολιγόνευρες µεµβρανώδεις πτέρυγες Psocopteroidea = Psocodea Psychodoidea, Υπεροικογ. των Psychodomorpha (Dipt. : Nematocera) µε µόνη την Οικογ. Psychodidae Psychodomorpha, υποδιαίρεσις της Υποτάξεως Nematocera (Dipt.) µε τις Οικογ. Psychodidae και Tanyderidae ή κατ’ άλλους Ανθυποτάξις της Υποτάξεως Nematocera (Dipt.) µε τις Υπεροικ.: Psychodoidea, Trichoceroidea, Anisopodoidea και Scatopsoidea psychogenesis, ψυχογένεσις, η γένεσις και ανάπτυξις κοινωνικών ενστίκτων και συνηθειών στα έντοµα


436 psychophily (ψυχή = πεταλούδα + φίλος), ψυχοφιλία, όταν η επικονίασις των ανθέων γίνεται µε τέλεια των Lepidoptera Psylloidea, Υπεροικ. των Sternorrhyncha (Hem.) µε µόνη την Οικογ. Psyllidae Psyllomorpha, Ανθυποτάξις της Υποτάξεως Sternorrhyncha (Hem.) µε τις Υπεροικ. Psylloidea και Aleyrodoidea pteralia, µικροί σκληρίτες στη βάση της πτέρυγος οι οποίοι ολοκληρώνουν την άρθρωσιν µαζί µε την humeral plate και τους axillary sclerites pterergate, πτερεργάτης, ειδική µορφή µηρµυγκιού - εργάτη (Hym.: Formicidae) µε υποτυπώδεις πτέρυγες pteropega (πτερόν + πηγή), θύλακoς ή κοιλότητα µέσα στην οποίαν εισχωρούν οι πτέρυγες Pterophoroidea, Υπεροικ. των Dytrisia (Lep.) µε την Οικογ. Pterophoridae pteropleuron· κυρίως στα τέλεια Diptera: anepimeron του µεσοθώρακα pterostigma, πτερόστιγµα· στις πρόσθιες και οπίσθιες πτέρυγες των Odonata και Mecoptera και τις πρόσθιες πολλών Hymenoptera, Psocoptera και Diptera: χρωµατισµένο σηµείον ή κύτταρον (cell) στο πρόσθιο περιθώριον της πτέρυγος (π.χ. ∆άκος ελιάς) pterotheca, πτεροθήκη, το τµήµα του νυµφικού δέρµατος το οποίον καλύπτει τις αναπτυσσόµενες πτέρυγες pterothorax, πτεροθώραξ· στα πτερυγωτά (Pterygota) έντοµα: τα διευρυµένα 2ο (mesothorax) και 3ο (metathorax) θωρακικά τµήµατα που φέρουν τις πτέρυγες pterygium, πτερύγιον, µικρός λοβός στη βάση της οπισθίας πτέρυγος (π.χ. Lepidoptera) ή πτεροειδής λοβός σε άλλο µέρος του σώµατος pterygodes = tegulae pterygoid, πτερυγοειδής pterygostium (πλ. pterygostia), νεύρον πτέρυγος Pterygota, Υποτάξις των Insecta µε πτερωτά και δευτερευόντως άπτερα χερσαία ή υδρόβια έντοµα pterygote, πτερυγωτός, µέλος των Pterygota ptilinum ·στα τέλεια Schizophora (Dipt.): αναστρεφόµενος σάκκος ο οποίος µπορεί να σχίσει το σκέπασµα του puparium και να επιτρέψει την έξοδον του τελείου εντόµου (adult) ptychoidy, πτυχοειδία, η ικανότης µερικών ακάρεων Oribatida να αποσύρουν τους πόδες τους µεταξύ δύο σωµατικών περιοχών και να παίρνουν την µορφήν σπόρου βλ. dichoidy ptychonome, (πτυχή + νοµή = τροφή) πτυχονοµή, στοά διατροφής προνύµφης όπου η επιδερµίδα του φύλλου δηµιουργεί αναδιπλώσεις (πτυχές)


437 Ptychopteroidea, Υπεροικ. των Ptychopteromorpha (Dipt.) µε µόνη την Οικογ. Ptychopteridae Ptychopteromorpha, Ανθυποτάξις των Nematocera (Dipt.) µε την Υπεροικ. Ptychopteroidea pubes, pubescens, χνόωσις pubescent, χνοώδης, σκεπασµένος µε χνούδι Pulicoidea, Υπεροικ. των Siphonaptera µε τις Οικογ. Pulicidae και Tungidae pulmonarium (πλ. pulmonaria), πνευµονάριον, ο µεµβρανώδης σύνδεσµος µεταξύ των abdominal terga και sterna pulmonary space = pulmonarium pulsatile, παλλόµενος pulsatile organs, παλλόµενα όργανα, µικρές µυϊκές µεµβράνες που συνδέονται µε το hemocoel και διατηρούν την κυκλοφορίαν της αιµολέµφου προς τα εξαρτήµατα του σώµατος pulsating membranes = pulsatile organs pulsatory, παλµικός, σχετικός µε τους παλµούς της καρδίας pulse, σφυγµός, σφύξις (καρδίας) pulverulent, pulverulentus, σκονισµένος, σκεπασµένος µε πολύ µικρά (σαν πούδρα) λέπια βλ.farinaceous, farinose, pollinose, pruinose και squamose pulvillus (πλ. pulvilli), µικρά προσκεφάλια, προσκολλητικοί λοβοί σε µερικά ταρσοµερή (tarsomeres) των ποδών (euplantula)· στα Mesostigmata ακάρεα: µεµβρανώδης µαξιλαροειδής κατασκευή στους όνυχες (claws) του ακροταρσίου (acrotarsus) punch and suck mouthparts· στα Thyssanoptera: ξέωντα - µυζητικά στοµατικά εξαρτήµατα (µόρια) punctate, διάστικτος, µε λεπτά εντυπώµατα ή τρυπούλες βλ.foveate, foveolate, impunctate, puncticulate, punctulate puncture, κέντησις, τρύπηµα, µικρό εντύπωµα στον εξωσκελετό σαν από βελόνα, porus)

πόρος (pore,

puniceus, (Punica = ροδιά), µε χρώµα ροδί (ανοιχτό κόκκινο µε βιολετί χροιά), φοινικοβαφής pupa, νύµφη, η ενδιάµεσος µορφή (στάδιο) µεταξύ προνύµφης (larva) και τελείου (adult) στα Holometabola κυρίως έντοµα (συνήθως αδρανής) βλ. prepupa, propupa, pupiform larva και semipupa pupa adectica = adecticous pupa pupa adheraena, νύµφη προσηρτηµένη (ανηρτηµένη), κρεµασµένη καθέτως µε την κεφαλήν προς τα κάτω


438 pupa angularis, νύµφη γωνιώδης, µε πυραµιδοειδή προεξοχή ή αιχµήν στο πίσω µέρος της pupa coarctata = coarctate pupa = nympha inclusa pupa conica, νύµφη κωνική, µε κωνικόν σχήµα pupa contigua, νύµφη εφαπτοµένη, σε όρθια θέση στηριζόµενη σε κάθετον αντικείµενο µε ένα είδος ζώνης ή µετάξινο νήµα (alligata) διά µέσου του thorax pupa custodiata = guarded pupa pupa dectica = decticοus pupa pupa dermata, νύµφη δερµική, η οποία διατηρεί το προνυµφικόν δέρµα ενώ δεν είναι ορατά τα µελλοντικά µέλη ή εξαρτήµατα pupa exarata = exarate pupa pupa folliculate, νύµφη ενθυλακοµένη (έγκλειστος), µέσα σε θήκη ή κουκούλι pupa incompleta, νύµφη ατελής· σε µερικά Lepidoptera: όπου τα εξαρτήµατα είναι συχνά ελεύθερα και περισσότερα από 3 κοιλιακά τµήµατα είναι κινητά pupa larvata = masked pupa pupa libera, νύµφη ελευθέρα· σε µερικά Lepidoptera: exarate pupa, µε τα περισσότερα τµήµατα ελεύθερα και συνεπώς η πιό κινητική από τις άλλες pupae pupa nuda, νύµφη γυµνή, ελεύθερη από κάθε πρόσφυσιν pupa obtecta = obtect pupa pupa subterranea, νύµφη υπόγειος, χωµένη κάτω από το έδαφος κατά την µεταµόρφωση puparium (πλ. puparia) · σε µερικά Diptera: θήκη απο δέρµα προνύµφης µέσα στο οποίον διαµένει η νύµφη pupate, νυµφώνοµαι, µετατρέποµαι σε νύµφην (pupa) pupation, νύµφωση, η µετατροπή της προνύµφης (larva) σε νύµφην (pupa) pupation hormones, ορµόνες νυµφώσεως, αυτές που ελέγχουν την νύµφωσιν (pupation) περιλαµβανοµένης και της juvenile hormone pupiferous, νυµφοτόκος π.χ. αφίδες (Hem.: Sternorrhyncha: Aphididae) οι οποίες παράγουν έµφυλα (sexed) άτοµα pupiform larva, νυµφόµορφος προνύµφη· στα Phylloxeridae (Hem. Sternorrhyncha): η άµισχος µη τρεφοµένη ατελής µορφή των sexuales βλ. prepupa pupigenous = pupiparous


439 pupigerous, νυµφοφόρος π.χ. τα Muscomorpha (Dipt.) τα οποία σχηµατίζουν προνυµφικόν puparium που περιβάλλει την νύµφη βλ. coarctate pupa pupil, papilla, κόρη (οφθαλµού), το µαύρο σηµείον ενός ocellate spot ή ommatidium Pupipara, Σειρά των Diptera στην Υπεροικ. Muscoidea µε τις Οικογ. : Glossinidae, Hippoboscidae, Nycteribiidae και Streblidae pupiparous, νυµφοτόκος, έντοµον που γεννά προνύµφες έτοιµες να νυµφωθούν pupivorous, νυµφοβόρος, τρεφόµενος µε νύµφες (κυρίως τα Hymenoptera) purpureal (purpureous, purpureus), πορφυρούς postulate (pustulose, pustulous), φλυκταινώδης, σκεπασµένος µε µικρά φλυκταινοειδή εξογκώµατα µικρότερα των papillae και χωρίς τελικόν πόρο βλ. acinose, colliculate και papillate pustula (πλ. pustulae), pustul(s), φλύκταινα, εξόγκωµα µεγαλύτερο της θηλής (papilla)· στα ακάρεα: postocular gland pustulate, pustulatus, φλυκταινώδης βλ.επίσης acinose, papillate pygidial shield, πυγιδιακός θυρεός· στα Mesostigmata ακάρεα: θυρεός στο οπίσθιον άκρον του idiosoma pygidium (πλ.pygidia), πυγίδιον, ο τεργίτης (ραχιαίος σκληρίτης) του τελευταίου κοιλιακού δακτυλίου pygopher, pygophore, πυγοφόρος, συνήθως στα Heteroptera (Hemiptera) συγχωνευµένα µέρη του ΙΧ κοιλιακού δακτυλίου που περικλείουν τον εδρικόν σωλήνα (anal tube)


440

Q quadrangle, quadrilateral (κύτταρον πτέρυγος) quadrangular, µε 4 γωνίες, τετράγωνος quadrate, quadrate, τετράγωνος quadrate plates, τετραγωνικαί πλάκες· στα Hymenoptera: οι hemitergites quadrigynaspine, quadrigynaspid, αντιπρόσωπος των ακάρεων Holothyrida και µερικών Trigynaspida (Mesostigmata) µε 4 genital shields στα τέλεια quadrilateral cell, τετράπλευρον κύτταρον· στα τέλεια Zygoptera (Odonata): τετράπλευρον δισκοειδές κύτταρον πτέρυγος quadrilateral plate, τετράπλευρος πλαξ· στα Diptera: τµήµα του hypandrium quadrimaculate, quadrimaculatus, µε 4 κηλίδες ή στίγµατα quasisocial, ψευδοκοινωνικός, καθεστώς όπου µέλη της αυτής γενεάς µίας οµάδος εντόµων χρησιµοποιούν την ίδια φωληά και συµµετέχουν στη φροντίδα των νεογνών queen, βασίλισσα, µέλος αναπαραγωγικής κάστας semisocial ή eusocial είδους· στα Isoptera: γονιµοποιηµένο, αποπτερυγωµένο τέλειο ή πρωτεύον αναπαραγωγικό (primary reproductive) σε εγκατεστηµένη αποικία queen cell, βασιλικόν κελλίον· στις µέλισσες (Hym. Apidae): το κελλί της βασίλισσας queen control, έλεγχος βασιλισσών, η αναχαιτιστική επίδρασις της βασίλισσας στις αναπαραγωγικές δραστηριότητες των εργατών (workers) και των άλλων αναπαραγωγικών queen substance, ουσία βασιλίσσης, οι φεροµόνες της βασίλισσας των µελισσών µε τις οποίες ελκύει συνεχώς τους εργάτες (workers) και ρυθµίζει τις αναπαραγωγικές δραστηριότητές τους quiescence, καθεστώς ηρεµίας ή ακινησίας (λανθάνουσα κατάστασις), παροδική επιβράδυνσις του µεταβολισµού όπως στον διαθερισµό (aestivation) ή την διαχείµαση ( hibernation) προκαλούµενη από δυσµενείς συνθήκες θερµοκρασίας,


441

υγρασίας ή άλλες, από έλλειψιν βιταµινών ή άλλων θρεπτικών συστατικών, από ελλειπή έκκρισιν ή διαταραχή της ισορροπίας ορισµένων ορµονών βλ.diapause quinquedentate, µε 5 οδόντες quinquelocular pores, πεντατοπικοί πόροι· στις νύµφες και τα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): σωµατικοί πόροι µε 5 ανοίγµατα βλ.multilocular pores


442

R

race, φυλή, υποδιαίρεσις του είδους (species) µε κληρονοµούµενα χαρακτηριστικά αντιπροσωπευόµενη από κάποιον αριθµό ατόµων βλ.ecological race (υπάρχει επίσης: morphological, chromosomical, physiological και ethological race αναλόγως των ερεθισµάτων που τις προκαλούν racemose (racemosus, racemous), πλήρης ραγών, βοτρυώδης rachis, ράχις, ο κύριος άξων (στέλεχος) αντεννικής αρθρώσεως στον οποίον εµβάλλονται πλευρικές άκανθες ή άλλες προεξοχές· στα Collembola: το κυρίως σώµα του mucron από το οποίο « πηγάζουν» τα lamellae· στις προνύµφες των Lepidoptera: τρόπις (καρίνα) ή ράχις που χωρίζει (στη βάση του) τον µεταξοαγωγό βλ.rhachis radial, 1 ακτινωτός 2 ο αναφερόµενος στο νεύρον radius (κερκιδικόν) της πτέρυγος radial area, κερκιδική περιοχή, η µεταξύ των πτερυγικών νεύρων subcosta και radius radial cell· στα τέλεια Hymenoptera: marginal cell, κύτταρον πτέρυγος πλαισιωµένο έµπροσθεν από διακλάδωσιν του radial vein radial crossvein (R), κερκιδικόν εγκάρσιον νεύρο πτέρυγος, εγκάρσιον νεύρο που ενώνει το first radial vein (R1) αµέσως πίσω του µε την διακλάδωσιν του radius radial vein radius, ή µία διακλάδωσις του radius νεύρου πτέρυγος radiate (radiated, radiate), ακτινωτός, ακτινοβολών radiate veins anal veins radicicolus (radix –icis ρίζα colo = νέµοµαι), ο τρεφόµενος µε ρίζες radicle, radicula, ριζίδιον, η στενούµενη βάση του αντεννικού scapus radicola (πλ. radicole), οι κηκίδες (φύµατα) που σχηµατίζουν στις ρίζες τα ριζόβια phylloxeridae


443

radius (R), κερκιδικόν νεύρον πτέρυγος, το τρίτο οριζόντιο νεύρο στο πίσω µέρος του subcosta (sc) που ξεκινά από τη βάση της πτέρυγος και διαιρείται σε όχι περισσότερους των 5 κλάδων radix (πλ. radices), ρίζα (βάσις) της πτέρυγος· στα τέλεια Hymenoptera: το βασικόν τµήµα του gonopod radula, κνήστρον, ξέστρον (ροκάνι)· στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): raster ramification, διακλάδωσις ramose, ramous, ramosus, πολυσχιδής, πολύκλαδος rapacious, αρπακτικός βλ.predacious Raphidida (Raphidiodea, Raphidioidea, Raphidioptera) Tάξις γναθωτών ενδοπτερυγωτών εντόµων µε τις Oικογ. Rhaphidiidae και Inocelidaeraphignathina, raphignathae, σειρά των ακάρεων Prostigmata που περιλαµβάνει τα Stigmaeidea, τα Cheyletoidea και τα Tetranychoidearaptoria mantodea raptorial, raptorius, αρπακτικός, συλληπτικός π.χ.οι πρόσθιοι πόδες των εντόµων Mantodea ή οι pedipalps των ακάρεων Cunaxidae rasorial, ξέων, ξυριστικός rasp, λίµα, ράσπα, ανώµαλη επιφάνεια η οποία τριβόµενη σε άλλην επιφάνεια παράγει ήχον βλ.file και rasper rasping - sucking mouthparts, punch and suck mouthparts raster, rastrum (πλ.rastri), λίαστρον, ξέστρον· στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): σύµπλεγµα από περιοχές γυµνές ή µε τρίχες ή άκανθες στην κοιλιακήν επιφάνεια του τελευταίου τµήµατος έµπροσθεν της έδρας (anus) rastrate, rastratus, µε επιµήκεις αµυχές, γρατσουνισµένος βλ.aciculate, scarified rational behaviour, ορθολογική συµπεριφορά, όταν οι ενέργειες του ατόµου επηρεάζονται από την µνήµην προηγουµένων εµπειριών reactor glands, εξωκρινείς (συνήθως διθάλαµοι) αδένες στους οποίους οι πρόδροµες χηµικές ενώσεις αναµιγνύονται µόνον κατά την εκκένωσιν τους από το σώµα όπως στα Carabidae βλ.pygidial glands receptaculum, υποδοχεύς· στα Nepiculidae και Gracillariidae (Lep.): bursa copulatrix


444

receptaculum seminis, υποδοχεύς σπέρµατος· στα έντοµα: σπερµατοθήκη (spermatheca), επίσης: bulla seminalis, bursa copulatrix receptor, δέκτης (ερεθισµάτων), αισθητήριον όργανον βλ.sensillum recessus, κόλπωµα· στα Siphonaptera: τυφλός θύλαξ του perula reclinate, reclinatus, ανακλινόµενος, πλαγιασµένος προς τα πίσω και άνω π.χ. οι σµήριγγες των τέλειων Diptera recruitment trail, ίχνος (οσµής) συναθροίσεως· στα κοινωνικά έντοµα: οσµηρό ίχνος που αφήνει ένας προποµπός εργάτης ώστε να συναθροιστούν τα µέλη της αποικίας για διαφόρους σκοπούς rectal, του ορθού εντέρου (rectum) rectal wax pores· στα Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): κηρογόνοι πόροι του rectum rectum, ορθόν έντερον, το οπίσθιον τµήµα του hind gut χρήσιµο για την επαναρρόφησιν (από τα ούρα) του ύδατος αλάτων και αµινοξέων, την συγκέντρωσιν περιττωµατικού υλικού και (στα υδρόβια έντοµα) την ανταλλαγήν αερίωνrecumbent, κατακεκλιµένος, πλαγιασµένος προς τα κάτω recurved, ανακυρτωµένος, κυρτός προς τα οπίσω ή κάτω (γαµψός)recurved hooks, ανακυρτωµένα άγγιστρα· στα Lycaenidae (Lep.): falces (εν. falx) recurved spine, ανακυρτωµένη άκανθα· στα Lepidoptera: uncus red mite, κοινή ονοµασία για πολλά είδη ακάρεων µε ερυθράν (κόκκινη) επιδερµίδα από το περιεχόµενο καροτένιον όπως τα Prostigmata: Tetranychoidea ή λόγω του ότι τρέφονται µε αίµα όπως τα Mesostigmata: Dermanyssidae red spider mites, τα ακάρεα Prostigmata: Tetranychoidea reduced, reductus, µειωµένος, περιορισµένος reduction, ελάττωσις του µεγέθους µερών του σώµατος εντόµου σε σύγκρισιν µε το φυσιολογικό βλ.meiosis Reduvioidea, Yπεροικ. των Cimicomorpha (Heteroptera) µε τις Oικογ. Reduviidae και Pachynomidae reflective (reflector) layer· 1 στον οφθαλµό: στιβάς ανακλάσεως (αντικατοπτρισµού)· 2 στα light producing organs: tapetum, στιβάς κυττάρων µε


445

κρυστάλλους της ουρικής οµάδος (urates) η οποία αντανακλά το φως πάλιν προς τα έξω reflex bleeding, αντανακλαστική αιµορραγία, µία αµυντικής φύσεως ικανότης ορισµένων εντόµων να βγάζουν « αίµα » κυρίως από σηµεία των intersegmental membranes refracted, refractus, σπασµένος, τσακισµένος regeneration, αναγέννησις, η αναπαραγωγή απωλεσθέντος µέρους µοριακού, κυτταρικού υλικού ή οργάνου του σώµατος π.χ. στις νύµφες των Phasmida regenerative cells, αναγεννητικά κύτταρα, τα κύτταρα τα οποία αντικαθιστούν τα κύτταρα του επιθηλίου του µεσεντέρου (midgut) regenerative crypts, αναγεννητικαί κρύπται, εγκολπώµατα ή θύλακοι του τοιχώµατος του στοµάχου (midgut) τα οποία περιέχουν τα κύτταρα nidi regurgitatation, εξέµεσις, εθελουσία επαναφορά περιεχοµένου του στοµάχου ( πεφθέντος ή µη) προς το σώµα reinfection, αναλοίµωξις, αναµόλυνσις, δεύτερη λοίµωξη από το ίδιο παθογόνο µετά από ανάρρωσιν ή κατά τη διάρκειαν της πρωτογενούς µολύνσεως βλ.secondary infection και superinfection releaser pheromone, εκλυτική φεροµόνη, φεροµόνη που διεγείρει άµεσον αντίδρασιν συµπεριφοράς µε αποκλειστικήν µεσολάβησιν του N.Σ. relicit eggs, ατυχήσαντα ωά, ωά εντός του τα οποία ανεπτύχθησαν αλλά απέτυχαν να εναποτεθούν και µπορεί (µερικώς ή ολικώς) να επαναπορροφηθούν remiform (remus = κώπη), µε το σχήµα της κώπης (κουπιού) remigial, του ή αναφερόµενος στο remigium remigium, κώπη (πτέρυγος), το πρόσθιον άκαµπτο τµήµα της πτέρυγος το οποίον επηρεάζεται αµέσως από τους κινητικούς µύες της πτέρυγος renal cell, nephrocyte reniform, νεφροειδής, σε σχήµα νεφρού repellent, απωθητικός, ουσία η οποία προκαλεί αντίδρασιν αποφυγής (απώθησιν)


446

replete, γέµων, πλήρης, µυρµήγκι – εργάτης (worker- ant) µε πολύ διογκωµένη κοιλίαν το οποίο χρησιµοποιείται από το υπόλοιπον της αποικίας ως ζωντανό απόθεµα µέλιτος repugnatorial, αποκρουστικός, απωθητικός µέχρις αποστροφής resilient, ελαστικός resistance, ανθεκτικότης, ικανότης ή δυνατότης ενός οργανισµού να αντιστέκεται σε δυσµενείς καταστάσεις όπως: τοξικές χηµικές ουσίες, παθογόνα µικρόβια κ.ά. λόγω γενετικής επιλογής resorption, επαναρρόφησις respiration, αναπνοή, 1 οξειδωτικές αντιδράσεις στον κυτταρικόν µεταβολισµόν µε επακόλουθο την αποικοδόµησιν των συστατικών της τροφής και την χρησιµοποίησιν του µοριακού οξυγόνου ως τον τελικόν αποδέκτη του υδρογόνου 2 αναπνοή µέσω αναπνευστικών στιγµάτων (spiracles) τα οποία οδηγούν µέσα σε τραχείες (tracheae) και τραχειόλια (tracheoles) 3 στα υδρόβια έντοµα: η ανταλλαγή αερίων µέσω τµηµάτων της cuticula µε λεπτόν τοίχωµα respiratoria, αναπνευστήρια· στις προνύµφες ορισµένων Diptera: polypneystic lobes respiratory system, αναπνευστικόν σύστηµα, το σύνολον των ανατοµικών προσαρµογών οι οποίες αποβλέπουν στην διευκόλυνσιν της διαδικασίας της αναπνοής βλ.gills, plastron, spiracles, tracheae και tracheoles restraining tendons, αναστολείς τένοντες· στα Thysanoptera: ζεύγος ελαστικών νηµάτων στις κνήµες (tibiae) που αναχαιτίζουν τη δράση του προταρσικού καθελκτήρος (depressor) µυός και προκαλούν την έξοδο των pretarsal bladders (arolia) reticular (reticulate, reticulated, reticulatus), δικτυωτός, πλεγµατοειδής retinaculum, δίκτυον, κάθε δικτυοειδής κατασκευή π.χ. τα επιµήκη και ακτινωτά νήµατα των µυών του εντόµου retina, αµφιβληστροειδής, το τµήµα του οφθαλµού επάνω στο οποίον σχηµατίζεται η εικόνα


447

retinacula (εν. retinaculum), δεσµά, εµπόδια· στα Diptera: τρίχες µε αµβλύ άκρον στους κέρκους (cerci)· στα τέλεια των Psychodidae (Dipt.): tenacula· στα Collembolla: tenaculum·στα Phthiraptera: κτενοειδείς σκληρύνσεις στο τοίχωµα του genital sac (retinacular comb), στα Hymenoptera: κινητά κερατοειδή λέπια που « φρενάρουν» τις βελόνες του κεντριού· στα Coleoptera: οδοντοειδής επιµήκυνσις της εσωτερικής επιφανείας της mandible·στα Hymenoptera: µικροί αγκιστροειδείς κροσσοί στο άνω περιθώριον της προσθίας πτέρυγος για την ένωσή της µε την οπισθίαν κατά την πτήσιν στα Lepidoptera: κατασκευή (από σκληρές τρίχες ή λέπια) κάτω από την πρόσθια πτέρυγα η οποία υποδέχεται το frenulum κατά την πτήσιν (hamus) retinal, του αµφιβληστροειδούς (retina) retinal rod, rhabdom retinophora, retinula retinula, µερικά retinula cells του οµµατιδίου (ommatidium) retinula cells, αισθητήρια κύτταρα του ommatidium, του ocellus ή του stemma που σχηµατίζουν ένα εσωτερικό rhabdom και διαθέτουν έναν νευρικόν άξονα το καθένα ο οποίος περνά πίσω από τον οφθαλµό και µέσα στον οπτικόν λοβόν (optic lobe) retracted, retractus, αποσυρόµενος, περιστελλόµενος, συσπειρωµένος retracted head, αποσυρόµενη κεφαλή, όλη η κεφαλή και τα στοµατικά εξαρτήµατα βυθισµένα στον prothorax (αντ.protracted head) retracted mouthparts, αποσυρόµενα στοµατικά µόρια · στις προνύµφες των περισσοτέρων Coleoptera, (αντ.protracted mouthparts) retractor muscle, επισπαστήρ µυς, αυτός ο οποίος αποσύρει ή περιστέλλει ένα εξάρτηµα του σώµατος retrocerebral endocrine system, οπισθεγκεφαλικόν ενδοκρινικό σύστηµα, τα: corpora allata, corpora cardiaca και ventral gland µαζί retrogressive evolution, ανάδροµος εξέλιξις, εξελικτική προσαρµογή που αποβλέπει στην απλοποίηση ενός οργανισµού συνήθως µέσω της ολικής ή µερικής απωλείας ενός ή περισσοτέρων µελών ή εξαρτηµάτων του σώµατος π.χ. πτερύγων


448

retromorphosis, ανάδροµος µεταµόρφωσις, οντογενετική αναστροφή από την παράγωγη κατάστασιν της προνύµφης στην αρχική δοµή του τελείου εντόµου rhabdom, ράβδωµα, η κεντρική ζώνη της retinula αποτελουµένη από rhabdomeres και είναι τόπος φωτοϋποδοχής (photoreception) rhabdopoda, ραβδοπόδια· στα έντοµα: claspers rhachis (πλ. rhaches ή rhachies) βλ.rachis rheotaxis (ρέω + ταξία), ρεοτακτισµός, ρεοταξία, όταν υδρόβιο έντοµο κινείται σε ορισµένη κατεύθυνση σε σχέση µε το ρεύµα του ύδατος βλ.rheotropism rheotropism, ρεοτροπισµός, κινητικόν ένστικτον προσανατολισµού σε σχέση µε την κατεύθυνση (ρεύµα) του ύδατος βλ.rheotaxis rhinarium (πλ. rhinaria), ρινάριον· στα τέλεια Odonata: anteclypeus· στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): primary sensorium· στα τέλεια Chalcidoidea (Hym.): multiporous plate sensillum Rhipiceceroidea, Yπεροικ. των Elateriformia (Col.: Polyphaga) µε τις Oικογ. Rhipiceridae και Callirhipidae Rhipiptera, Strepsiptera rho group, οµάς τριχών ρ· στις προνύµφες των Lepidoptera: stemmal group Rhopalocera, Ditrysia (Lep.) µε τις Yπεροικογένειες Hesperioidea και Papilionoidea και µερικές φορές τα ηµερόβια Hedyloidea, Rhophoteira, Siphonaptera Rhyacophiloidea, Yπεροικ. των Spicipalpia (Trich. Annulipalpia) Rhynchophora, Curculionoidea (Col.) µε τις Oικογ. Rhyacophilidae και Hydrobiosidae Rhynchota, Hemiptera rhynchus, ρύγχος (proboscis) Rhynchophthirina, Yποτάξις των Phthiraptera µε µόνη Oικογ. την Haematomyzidae Rhypophagus (ρύπος + φαγείν), ο τρεφόµενος µε ρύπους (ακαθαρσίες) rhythm, ρυθµός, περιοδικές κανονικές αλλαγές rhythms circadian rhythms ridge, ράχις· στα Heteroptera (Hem.): median groove ή το κυρτό νωτιαίον περιθώριο του paramere


449

rigid, rigidus, στερεός, άκαµπτος rigor, στερεότης, ακαµψία rigor mortis, νεκρική ακαµψία, η ακαµψία των µυών µετά θάνατον rima (πλ. rimae), ρήγµα, σχισµή· στις προνύµφες των Diptera: περιθωριακή υποστηρικτική σκλήρυνσις σε επίµηκες spiracular opening rimose, rimosus, ramous, ρηγµατώδης, µε σχισµές και ρηγµατώσεις όπως οι κορµοί πολλών δένδρων ring, δακτύλιος· σε Naucoridae (Hem.: Heteroptera): ring sclerites· στα Coleoptera: tegmen ring sclerites, δακτυλιοειδείς σκληρίται· σε µερικά Lygaeidae (Hem.: Heteroptera): cricoid sclerite· σε µερικά Heteroptera: ζυγές ή άζυγες δακτυλιοειδείς σκληρύνσεις γύρω από τους ringed glands του vagina ή του vaginal pouch ring wall, τοίχωµα δακτυλίου· στα Lepidoptera: annellus ringed glands, δακτυλιωµένοι αδένες· σε µερικά Heteroptera: ζυγοί ή άζυγοι αδένες νωτιαίως ή κοιλιακώς του vagina ή του vaginal pouch δακτυλιωµένοι από ring sclerites

rivalry sound, ανταγωνιστικός ήχος, επαναλαµβανόµενο επιθετικόν σήµα (signal) το οποίον µεσολαβεί σε ανταγωνιστικές (conspecific) αλληλεπιδράσεις π.χ. Coleoptera: Scolytidae rivose, (rivosus, rivous), µε κολποειδείς αυλακώσεις προς διάφορες κατευθύνσεις roach, κατσαρίδα βλ.cockroach robust, εύρωστος, παχυµένος rod, ραβδίον, στρογγυλή ράβδος· στα Coleoptera: spicules· στα Coleoptera: spiculum ventrale· στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): ένα από τα εξειδικευµένα spicules που περιλαµβάνουν τoυς cibarial teeth rod of the eye, ραβδίον οφθαλµού (rhabdom) root, ρίζα· στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): στηρικτική ράχις (ridge) ή κώνος (cone) από την επίπεδη κοιλιακήν επιφάνεια του cibarium


450

Rophoteira, Siphonaptera rostral, αναφερόµενος ή προσαρτηµένος στο rostrum rostral filaments, νηµάτια ρύγχους· στα Coccoidea (Hem. Sternorrhyncha): mandibular και maxillary stylets rostral gutter· στα ακάρεα Eriophyoidea: η θήκη των chelicerae rostral groove, αύλαξ ρύγχους· στα Heteroptera (Hem.): labial groove rostralis (πλ. rostrale)· στα Hemiptera: mandibular και maxillary stylets rostral tectum· στα ακάρεα Acariformes: προσθιονωτιαίον σκέπαστρον που φθάνει µέχρι τουλάχιστον τη βάση των chelicerae και συχνά σκεπάζει σχεδόν ολόκληρο το capitulum βλ. naso rostrate rostratus, ραµφώδης, ρυγχοφόρος, αυτό που φέρει rostrum rostrulum, η proboscis των Siphonaptera (ψύλλοι) rostrum (πλ. rostra), ρύγχος (στα έντοµα), ράµφος (στα πτηνά), προέκτασις ή άκαµπτη επέκτασις της κεφαλής µε τα στοµατικά εξαρτήµατα στο άκρον π.χ. τα τέλεια των Curculionidae (Col.)· στα ακάρεα: Oribatida, το προσθιονωτιαίον τµήµα του idiosoma µέχρις άνωθεν των βάσεων των chelicerae, στα Prostigmata: Cheiletoidea: το subcapitulum ή gnathosomal capsule και στα Eriophyoidea: το capitulum βλ.snout, beak, naso rotator, o περιστρέφων rotatory coxae, περιστρεφόµενα ισχία· στα Heteroptera (Hem.): οπίσθια ισχία σχεδόν σφαιρικά µε ανάλογη άρθρωση (articulation) ιδίως στα taxa των Trochlalopoda rotula, τροχίσκος, µικρό κυκλικόν τµήµα συνήθως στις αρθρώσεις των κεραιών και των προσακτρίδων (palpi) rotule, trochantin rotundate (rotundatus, rotundus), κυκλοτερής, στρογγυλός round spot, orbicular spot royal cell, βασιλικόν κελλίον· στις µέλισσες (Hym.: Apidae): το ευρύχωρο κέρινο κελλί που κατασκευάζουν οι εργάτιδες µέλισσες (worker bees) ώστε να αναθρέψουν βασιλικές προνύµφες


451

royal chamber, βασιλικός θάλαµος 1 στα Isoptera (τερµίτες): ο χώρος ο προοριζόµενος για το βασιλικόν ζεύγος 2 στα Hym.: Formicidae: ο χώρος ο προοριζόµενος για την βασίλισσα µίας αποικίας µυρµηγκιών royal jelly, βασιλικός πολτός· στα Apidae (Hym.): το υλικό µε το οποίον στα royal cells εφοδιάζουν οι εργάτριες µέλισσες τις προνύµφες και το οποίον είναι απαραίτητο για την µετατροπή των προνυµφών σε βασίλισσες βλ.worker jelly royal pair, royalties, βασιλικόν ζεύγος, τα σεξουαλικώς ενεργά και των κοινωνικών εντόµων rs , radial sector, κερκιδικός τοµεύς της πτέρυγος rudiment, στοιχείον, αρχή, υποτυπώδες όργανον (σώµατος), το ξεκίνηµα κάθε κατασκευής ή τµήµατος πριν από την ανάπτυξίν του rudimentary, στοιχειώδης, υποτυπώδης βλ.embryonic rufous, rufus, ερυθρός, ερυθρωπός ruga (πλ. rugae), ρυτίς (ρυτίδα), πτυχή rugae (of spermatheca)· στα Siphonaptera: strigillae rugose rugosus, rugus, ρυτιδωµένος rugula (πλ. rugulae), µικρή ρυτίδα rumulae (εν.rumula), θηλίδια, σαρκώδεις θηλοειδείς προεξοχές στο σώµα προνυµφών ruptor ovi, egg burster rust mites, ακάρεα Eriophyoidea, πλάνητες µορφές που προκαλούν πυρρόν (σκωριώδη) χρωµατισµόν στα φύλλα των φυτών rutellum ( πλ.rutella), µικρόν πτύον (φτυάρι)· στα ακάρεα Sarcoptiformes: οι υπερτροφικές τρίχες επί του hypostoma στα Astigmata: pseudorutellum (δεν πρέπει να συγχέεται µε το corniculus)


452

S sabulose, sabulosus, αµµώδης, µε την υφή της χονδρής άµµου sac, σάκκος, θύλακος, µικρή κύστις ή κυστοειδές αγγείον ή κατασκευή· στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): ο βαµβακώδης « φάκελος » που εκκρίνουν ορισµένα είδη· στα ♀ Lepidoptera: corpus bursae sacciform larva, σακκόµορφος (σακκοειδής) προνύµφη· σε µερικά Dryinidae, Mymaridae και Trichogrammatidae (Hym.): ωοειδής προνύµφη χωρίς ευκρινή κατάτµησιν (segmentation) και τρίχες (setae) saccoid (saccular, sacculated), σακκοειδής saccular type (of genitalia)· στα ♀ Coleoptera: genitalia δίχως χωριστή bursa copulatrix saccule· στα ακάρεα: εγκολπούµενα πορώδη όργανα που εκβάλλουν (µε µικρόν πόρον)στην επιφάνεια sacculus (πλ.sacculi), σακκίδιον, κυστίδιον· στα ♂ Noctuidae και άλλα Lepidoptera: περιοχή της valve (µερικές φορές αποµονωµένη από την υπόλοιπη) επί της οποίας υπάρχουν διάφορες προεξοχές (saccus) saccus (πλ.sacci), σάκκος· στα ♂ Lepidoptera: µεσοκοιλιακή, εσωτερική εγκόλπωσις του vinculum saccus gynatrialis (γυνή =♀+ αίθριον = κόλπος)· στα ♀ Heteroptera ( Hem.): vaginal pouch saccus seminalis, σπερµατικός σάκκος· στα ♀ Tingidae (Hem.: Heteroptera): pseudospermathecae sac of spermatheca· στα ♀ Siphonaptera: bulga saddle, εφίππιον, σέλα· στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): σκληρίτης καλύπτων τη νωτιαία επιφάνεια του ΙΧ κοιλιακού τµήµατος το οποίον φέρει την έδρα (anus) saggita (πλ.saggitae), βέλος· στα ♂ Hymenoptera: digitus ή volsella (paramere) saggital, οβελιαίος, επιµήκης sagum (πλ.saga), σαγός, µανδύας· σε µερικά Lycaenidae (Lep.): ζυγές µεµβρανοειδείς κατασκευές που περιβάλλουν τον aedeagus νωτιαίως και µεταξύ των βραχιόνων της furca saliva, σίαλον, σίελος (σάλιο), έκκρισις των salivary glands η οποία χρησιµεύει στο να « λιπαίνει » τα στοµατικά εξαρτήµατα και µε τα ένζυµα που περιέχει να ξεκινά την πέψιν των τροφών


453 salivarium, τµήµα της προστοµατικής κοιλότητος (preoral cavity) όπισθεν του hypopharynx και µεταξύ αυτού και του labium όπου εκβάλλει ο salivary duct salivary canal, διώρυξ (αγωγός) σιέλου· στα Hemiptera: ο οπίσθιος από τους 2 αγωγούς που σχηµατίζονται από τα maxillary stylets µέσω των οποίων διέρχεται ο σίελος· στα τέλεια των Culicidae (Dipt.): ο αγωγός ο οποίος επεκτείνεται στο µήκος του hypopharynx και µέσα από τον οποίο διέρχεται ο σίελος βλ.salivary duct salivary duct, σιελογόνος αγωγός, αγωγός των labial glands που εκβάλλει στη βάσιν του hypopharynx βλ.salivary canal salivary gland, σιελογόνος αδήν, αδένας που παράγει saliva και συνήθως αντιστοιχεί στον labial gland ενώ στις προνύµφες των Lepidoptera στους mandibular glands salivary pump, αντλία σιέλου· στα έντοµα που τρέφονται µε ρευστή τροφή (π.χ. Diptera και Hemiptera): salivarium τροποποιηµένο σε αντλία που αναρροφά τη ρευστή τροφή προς το lumen salivary styli (stylets)· στα Mesostigmata ακάρεα: σωληνοειδείς εξωτερικοί αγωγοί που προστατεύονται από corniculi salivary syringe = salivary pump salivia (πλ. saliviae) = lingual sclerite salivos, το στόµιον του salivary gland Saltatoria = Orthoptera + Siphonaptera saltatorial, saltatory, πηδητικός, προσαρµοσµένος για να πραγµατοποιεί άλµατα (οπίσθιοι πόδες) saltatorial appendage, πηδητικόν εξάρτηµα· στα Collembola: furcula sand basket, κάλαθος άµµου· στα τέλεια Aculeata (Hym.): psammophore Sandaliomorpha = Corixoidea sanguine, (sanguine(o)us, sanguinolentus), αιµατώδης, µε σκούρο-κόκκινο χρώµα sanguinivorous, αιµ(ατ)οβόρος, ο τρεφόµενος µε αίµα saprobiotic, σαπρόβιος, αυτός που ζεί µέσα ή ανάµεσα σε σηπόµενην οργανική ύλη saprophagous, σαπροφάγος, ο τρεφόµενος µε αποσυντιθέµενα ζώα (necrophagous, scavenger) ή φυτά (phytosaprophagous) βλ.detritivorous, necrophagous και phytosaprophagous sarcolemma, σαρκείληµµα, θήκη ή γραµµωτή µυϊκή ίνα αποτελούµενη από το plasma συν την basement membrane του κυττάρου sarcolysis, σαρκόλυσις, η αποδόµησις των µυών βλ.histolysis


454 sarcophagous, σαρκοφάγος, ο τρεφόµενος µε σάρκες ζώων sarcoplasm, σαρκόπλασµα, πρωτόπλασµα της µυϊκής ίνας που περιέχει τα µυϊκά ινίδια (myofibrils) sarothrum, σάρωθρον (σκούπα)· στα τέλεια Apoidea (Hym.): ο basitarsus του οπισθίου ποδός saw fly, µέλος της Υποτάξεως Symphyta (Hym.) saxicolous (saxum = λίθος, πέτρα), λιθόβιος, αυτός που ζεί σε πέτρες, τοίχους κ.λπ. scabellum, υποπόδιον, υπόβαθρον· στα τέλεια των Diptera: η βάσις του halter· στα ακάρεα Uropodina: πλατειά (σαν εξέδρα) κατασκευή στην εσωτερική πλευρά του vertex που υποδέχεται τους αποσυρόµενους πόδες Ι scaber (scabrosus, scabrous), τραχύς, µε ανώµαλην επιφάνεια scalariform, κλιµακοειδής, κλιµακωτός, µικρά νεύρα πτέρυγος ανάµεσα σε 2 επιµήκη νεύρα τοποθετηµένα κανονικά όπως οι βαθµίδες κλίµακος scales, λέπια, φαρδιές µονοκύτταρες εκφύσεις του εξωσκελετού µε διαφορετικές µορφές, πιθανώς τροποποιηµένες τρίχες· στις πτέρυγες των Lepidoptera: λέπια που αλληλεπικαλυπτόµενα επενδύουν τις πτέρυγες scale insect, µέλος της Υπεροικ. Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha) scale-like, λεπιοειδής scale-tuft, φούντα (θύσανος) από λέπια scalps· στα ακάρεα Oribatida: τµήµατα νωτοκοιλιακών εκδυµάτων (exuviae) που παραµένουν στο σώµα µετά την έκδυσιν scape, scapus, σκήπος ή σκάπος, το πρώτο ή βασικόν άρθρον της κεραίας το οποίον συνήθως είναι αρκετά επίµηκες scansorial, αναρριχητικός, συνήθως αφορά σε πόδες των Anoplura (Phthir.) ικανούς προς αναρρίχησιν σε τρίχες scansorial warts, αναρριχητικαί φλύκταινες, ampullae scape, scapus, στύλος, στέλεχος, το πρώτο ή βασικόν τµήµα της κεραίας (antenna) scaphiform, σκαφοειδής, µε το σχήµα βάρκας scaphium, σκαφίον· στα ♂ Lepidoptera: το σκληροποιηµένο νωτιαίον τµήµα του tuba analis· στα ♂ Lepidoptera: gnathos scapula (πλ. scapulae), ώµος, ωµοπλάτη· στα τέλεια Lepidoptera: tegula, patagia ή axillae· στα τέλεια Hymenoptera: parapsis ή lateral piece of mesonotum· στα Heteroptera (Hem.): pterygodes


455 scapular, της ωµοπλάτης scapular area, το πλησιέστερο προς τον «ώµο» του εντόµου τµήµα της πτέρυγος· στα Orthoptera: radial area scapular piece = episternum scapular shield· στα Isoptera: wing scale scapular vein· στα Orthoptera: το κερκιδικόν νεύρο πτέρυγος (radius) scarabaeiform larva, σκαραβαιοειδής προνύµφη, προνύµφη ολιγόποδος µε κυρτή σαρκώδη κοιλίαν και µειωµένην κινητικότητα Scarabaeiformia, Οµάς στην Υποτάξη Polyphaga (Col.) µε τις Υπεροικογ. Scarabaeoidea και Dascilloidea scarabaeoid, σκαραβαιοειδής, µε την µορφή του σκαραβαίου, µέλος των Scarabaeoidea (Col.) Scarabaeoidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) που περιλαµβάνει και την Οικογ. Scarabaeidae scarified, σκαριφισµένος, γρατσουνισµένος, χαραγµένος βλ.aciculate και rastrate scatophagous = coprophagous Scatopsoidea, Υπεροικ. των Psychodomorpha (Dipt.: Nematocera) µε τις Οικογ. Scatopsidae και Synneuridae scavenger, o τρεφόµενος µε νεκρά ζώα (νεκροφάγος) ή φυτά ή µε αποσυντιθέµενες ύλες ( σαπροφάγος) ή και µε ζωϊκά απόβλητα (κοπροφάγος) scent brush, αισθητήριος ψήκτρα· στα τέλεια Lepidoptera: hair pencil scent glands, οσµηροί αδένες, εξωκρινείς αδένες οι οποίοι παράγουν είτε φεροµόνες (pheromones) είτε αµυντικά εκκρίµατα π.χ. σε µερικά ♂ Blattaria: tergal glands· στα Ηeteroptera (Hem.): αδένες διαφόρων τύπων στις νύµφες και τα τέλεια που παράγουν φεροµόνες, αλλοµόνες, δηλητήρια ή αποκρουστικές (δύσοσµες) ουσίες· στα τέλεια των Lepidoptera: φεροµονικοί αδένες στην κοιλίαν, τους πόδες ή τις πτέρυγες βλ. androconia και hair pencils, επίσης defence glands scent pores· στα Heteroptera (Hem.): ostioles scent-scales, ανδροκόνια· στις πτέρυγες των ♂ Lepidoptera και Trichoptera: λέπια ειδικής µορφής εξειδικευµένα στην όσφρησιν βλ.androconia scent trail of pheromone, οσµητικόν ίχνος φεροµόνης scent tuft = hair pencil Schistonota, Υποτάξις των Ephemeroptera µε τις Υπεροικ. Baetoidea, Heptagenoidea, Leptophleboidea και Ephemeroidea


456 Schizodactyloidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Ensifera (Orthoptera) µε την Οικογ. Schizodactylidae schizogastry (σχίζω + γαστήρ)· στα ακάρεα Rarasitengona: η σχάσις της cuticula ώστε να σχηµατισθεί προσωρινό άνοιγµα για αποποµπή των αζωτούχων περιττωµάτων (γουανίνη) Schizophora, σειρά Υπεροικ. των Muscomorpha (Dipt.) βλ.Aschiza Sciaroidea, Υπεροικ. των Bibionomorpha (Nematocera: Dipt.) µε τις Οικογ. Sciaridae, Mycetophilidae και Cecidomyiidae Sciomyzoidea, Υπεροικ. της Σειράς Schizophora των Muscomorpha (Dipt. : Brachycera) µε τις Οικογ. Sciomyzidae, Coelopidae, Dryomyzidae, Rhopalomeridae και Sepsidae scissorial area (σχισµή, σχιστός), διχαλωτή περιοχή, η µέση περιοχή µεταξύ των οδόντων (dentes) και της mola sclerite, σκληρίτης, σκληρηµένο ή χιτινισµένο τµήµα (συνήθως επιφάνεια /πλάκα του εξωσκελετού ή των παραγώγων του στα τοιχώµατα του σώµατος) οριζόµενο από ραφές ή µεµβράνη scleritisation, sclerotisation, σκλήρυνσις, ο σχηµατισµός ενός σκληρίτη sclerotic, sclerotized, σκληρωτικός, σκληροποιηµένος sclerotin, σκληρωτίνη, αδιάβροχη αζωτούχος ουσία η οποία βρίσκεται µαζί µε την χιτίνη (chitine) από την οποία σχηµατίζονται τα σκληρά µέρη του σκελετού· στα Dictyoptera: πρωτεΐνη η οποία λαµβάνει µέρος στη σύνθεσιν της ωοθήκης scoleciasis ( σκώληξ ), σκωληκίασις, επιδροµή προνυµφών Lepidoptera στον άνθρωπο Scolioidea, Υπεροικ. των Aculeata (Hym.) µε την Οικογ. Scoliidae scolopale (πλ. scolopalia), θήκη ή µικρή κάψουλα που περικλείει (ενθυλακώνει) τον δενδρίτη (dendrite) αισθητηρίου κυττάρου (sensory cell) συνήθως ενός mecanoreceptor scolophore, scolopophore, διπολικόν νευρικόν κύτταρον συνέχεια ενός νήµατος του chordotonal nerve (chordotonal organ) scolopidium (πλ.scolopidia), σκολοπίδιον, 3κύτταρη υποµονάς του chordotonal organ scolopophorous organ = chordotonal organ scolopophorous sensillium = scolopidium scolops (πλ. scolopes), (σκόλοψ = πάσσαλος) βλ.scolopale scolytoid larva, σαρκώδης προνύµφη όπως αυτή των Scolytidae (Col.) βλ.apodous larva και grub


457 scope (πλ. scopae), σάρωθρον (σκούπα), είδος ψήκτρας· στα ♂ Lepidoptera: κροσσός από πυκνά επιµήκη λέπια κατά µήκος του οπισθίου περιθωρίου του VIII κοιλιακού δακτυλίου· στα ♂ Symphyta (Hym.): διογκωµένο, «περιλαίµιον» (συχνά τριχωτό) κατά µήκος του gonostylus· στις µέλισσες (Hym.: Apoidea): πυκνές τρίχες που καλύπτουν τις οπίσθιες κνήµες (hind tibiae) βλ.ventral scope scopula (πλ. scopulae), µικρή σκούπα, µικρή πυκνή συστάδα τριχών scopulipedes (scopula + pedes = πόδια), οι µέλισσες (Hym.: Apoidea) µε γυρεοσυλλεκτικούς ταρσούς(tarsi) scorpionfly, µέλος της Τάξεως Mecoptera κυρίως των Panorpidae και Panorpodidae βλ.hangingfly scraper, ανώµαλη επιφάνεια η οποία τρίβεται επάνω στην λίµα (file) ενός οργάνου παραγωγής τριγµού (stridulatory organ) για την παραγωγήν στριγκού ήχου (τριγµού) scrobe, αύλαξ ή βοθρίον, αύλαξ υποδοχής ή προστασίας ενός εξαρτήµατος π.χ. mandibular scrobe · στα τέλεια των Curculionidea (Col.): ζεύγος αυλάκων σε κάθε πλευράν του rostrum όπου αναπαύονται οι κεραίες· σε πολλά Chalcididae (Hym.): κοίλωµα σχηµατισµένον από τους ενωµένους antennal scrobes βλ.episternal scrobe scrobiculate, βοθριωτός, σκεπασµένος µε οµοιοµόρφους λακκίσκους διαφόρων σχηµάτων βλ. fossulate και exsculpate scrotum, όσχεον (peritoneal sheath) scutacarid, µέλος της Οικογ. των ακάρεων Scutacaridae (Prostigmata) βλ.turtle mite scute(s), scuta, ασπίδες, οι σκληρυµένες πλάκες στα σωµατικά τµήµατα (segments) των προνυµφών scutelar, ο αναφερόµενος ή ανήκων στο scutum scutellum (πλ.scutella), ασπίδιον, κάθε µικρή ασπιδοειδής πλάξ, το οπίσθιον τµήµα στο νώτο (notum) του µεσο - και µεταθώρακος· στα Heteroptera: το τριγωνικόν τµήµα του µεσοθώρακος που βρίσκεται συνήθως µεταξύ των βάσεων των ηµιελύτρων αλλά σε µερικές οµάδες ειδών τα σκεπάζει µερικώς ή ολικώς· στα τέλεια των Coleoptera: το τριγωνικόν τµήµα στην βάσιν και µεταξύ των ελύτρων· στα τέλεια των Diptera: mesoscutellum scutum, ασπίς, επιθωράκιον, κάθε ασπιδοειδής πλάξ , 1 ο δεύτερος νωτιαίος σκληρίτης του meso- και meta-thorax, 2 στα τέλεια των Lepidoptera οι λεπιοειδείς άκανθες του κοιλιακού (κάτω) σκληρίτη του προταρσού (unguitractor plate)· στα Ixodida: podonotal shield


458 seasonal dimorphism, εποχικός διµορφισµός· στα έντοµα µε δύο γενεές τον χρόνο (bivoltine): διαφορές στο µέγεθος, σχήµα και χρώµα µεταξύ των ατόµων ανοιξιάτικης και φθινοπωρινής γενεάς ή των εκκολαφθέντων κατά την ξηρή ή την υγρή εποχή sebaceous, sebific, λιπώδης, σµηγµατώδης sebaceous glands, σµηγµατογόνοι αδένες, αδένες που εκκρίνουν λιπώδες υλικό (σµήγµα) second antennal segment, δεύτερον αντεννικόν τµήµα (intercalary head segment) second pair of hamules· στα ♂ Odonata: hamuli posteriors second phragma, (phragma του mesopostnotum) που χρησιµεύει ως σηµείον προσαρτήσεως των longitudinal flight muscles second segment of penis· στα ♂ Odonata: stem ή body του penis second spiracle = metathoracic spiracle second trochanter = ischiopodite secondary cuticula = endocuticula secondary gonopore· στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): phalotreme· στα ♂ Heteroptera (Hem.): το άνοιγµα του ductus seminis στο άκρον του phallus secondary infection, δευτερεύουσα µόλυνσις, όταν ένα ήδη µολυσµένον άτοµο µολυνθεί από άλλου είδους παθογόνον οργανισµό ή ιόν (virus) secondary iris cells = secondary pigment cells secondary parasite, δευτερεύον παράσιτον, παράσιτο που εγκαθίσταται µέσα ή επάνω σε ξενιστήν ο οποίος ήδη παρασιτεί (είναι παράσιτον) secondary polygyny, δευτερεύουσα πολυγυνία· σε αποικία κοινωνικών εντόµων : όταν προστίθενται συµπληρωµατικές βασίλισσες µετά την ίδρυσιν της αποικίας secondary segment, τµήµα σώµατος που προκύπτει από εµφανή κατάτµησιν (segmentation) µε περαιτέρω υποδιαίρεσιν πρωταρχικού σκληρίτη secondary segmentation, δευτερεύουσα κατάτµησις, κάθε µορφή σωµατικού µεταµερισµού που δεν συµφωνεί µε τον εµβρυϊκόν µεταµερισµόν secondary sexual characters, δευτερεύοντες γενετήσιοι χαρακτήρες, χαρακτήρες οι οποίοι διακρίνουν τα 2 φύλα αλλά δεν λαµβάνουν µέρος στην αναπαραγωγήν βλ.sexual dimorphism secretion, έκκρισις, κάθε ουσία η οποία παράγεται από αδένα (gland) secretory, εκκριτικός


459 sedentary, µονίµως εγκατεστηµένος κάπου, ανενεργός segmacoria = intersegmental membrane segment, µεταµερές, τµήµα σώµατος (somite) ή εξαρτήµατος αλλά και υποδιαιρέσεων του flagellum της κεραίας, του ταρσού ή του κάτω χείλους (labium) βλ.antennomere, article, flagellomere, podite, subsegment και tarsomere segmental membrane· στα ♂ Heteroptera (Hem.): diaphragm segmentation, κατάτµησις, τµηµατοποίησις, µεταµερισµός, κατά µήκος υποδιαίρεσις του σώµατος σε λειτουργικές µονάδες βλ.primary και secondary segmentation·στην εµβρυϊκήν αναπτυξη: cleavage segmented, αποτελούµενος από segments (τµήµατα – δακτυλίους) sejugal suture· στα ακάρεα Acariformes: η ραφή που διαιρεί τo idiosoma µεταξύ των ποδών ΙΙ-ΙΙΙ sematophore = spermatophore semen, σπερµατικό υγρόν, υγρό παραγόµενον από τους βοηθητικούς αδένες του ♂ και περιέχει το σπέρµα (sperm) semicomplete metamorphosis = incomplete metamorphosis seminal, σπερµατικός, ότι έχει σχέσιν µε την παραγωγή, αποθήκευσην ή την µεταφορά του σπερµατικού υγρού (semen) seminal canal, σπερµατικός αγωγός· στα ♀ Coleoptera: αγωγός που ενώνει την spermatheca µε το ενδότερον τµήµα του vagina seminal capsule, σπερµατική κάψα· στα ♀ Heteroptera (Hem.): capsula seminalis· στα ♀ Chironomidae (Dipt.): spermathecal capsule seminal chamber, σπερµατικός θάλαµος· στα ♂ Heteroptera (Hem.): ejaculatory reservoir seminal duct, σπερµατικός αγωγός· στα ♂ Odonata: διπλό άνοιγµα στην προσθίαν επιφάνεια του τρίτου τµήµατος του penis για την υποδοχή και µεταφοράν σπέρµατος (semen)· στα ♂ Heteroptera (Hem.): ductus seminis· στα ♂ Coleoptera: vasa deferentia·στα ♀ Coleoptera: seminal canal· στα ♀ Lepidoptera: ductus seminalis seminal fluid, σπερµατικόν υγρόν, υγρό που παράγεται από τους ♂ βοηθητικούς αδένες και το οποίον περιέχει το σπέρµα (sperm) seminal receptacle, υποδοχεύς σπέρµατος· στα ♀ Coreidae (Hem.: Heteroptera): spermatheca seminal vesicle, σπερµατοδόχος κύστις, στα ♂ έντοµα: vesicula seminalis·στα ♂ Odonata: vesicula spermalis


460 semiochemicals, σηµειοχηµικά, χηµικές ουσίες που παράγονται από έναν οργανισµό και διεγείρουν αντίδρασιν σε κάποιον άλλον οργανισµό semipupa, ηµινύµφη· κατά την hypermetamorphosis : το προνυµφικόν στάδιον που προηγείται της νυµφώσεως και παρεµβάλλεται µεταξύ της ενεργής προνύµφης και της γνησίας νύµφης βλ.prepupa semisocial, ηµικοινωνικός, καθεστώς ή οµάς ατόµων όπου µέρος των µελών της ίδιας γενεάς συνεργάζονται στην ανατροφή των νεογνών και τον καταµερισµόν εργασίας semispecies, υµιείδος, πληθυσµοί οι οποίοι έχουν αποκτήσει µερικές (όχι όλες) τις ιδιότητες του είδους και αποτελούν «συνοριακές» περιπτώσεις µεταξύ είδους και υποείδους Semper cells, κύτταρα του Semper, κύτταρα όπισθεν του κερατοειδούς χιτώνος (cornea) ενός οµµατιδίου (ommatidium) τα οποία παράγουν crystalline cone ή pseudocone senescence (senescο = γηράσκω), γήρανσις sense cell, το neurocyte ενός αισθητηρίου νευρικού κυττάρου sensilial plate· στα Siphonaptera: ο σκληρίτης που φέρει το sensilium sensilium· στα τέλεια των Siphonaptera: όργανον ειδικής κατασκευής µε αισθητήρια βοθρία (sensory pits) στη θέση του Χ κοιλιακού τεργίτη (abdominal tergum X) sensillum (πλ. sensilla), άζυγον αισθητήριον όργανο ή µία από τις δοµικές µονάδες ενός συνθέτου αισθητηρίου οργάνου βλ.chemoreceptor και mechanoreceptor· στα ακάρεα Acariformes: bothridial seta sensillum scolo(po)phorum = chordotonal organ sensoria· στα Aphidoidea (Hem.: Sternorrhyncha): κυκλικά ανοίγµατα στις κεραίες ή τους πόδες σκεπασµένα µε µεµβράνην sensory, αισθητήριος sensory nerve cell, αισθητήριον νευρικόν κύτταρον sensory hair = trichoid sensillum sensory neuron, αισθητήριος νευρών, sensory nerve cell sensory nervous system, ασθητήριον νευρικό σύστηµα, εκείνο που µεταφέρει εξωτερικά ερεθίσµατα στο κινητικόν (motor) σύστηµα septula (πλ.septulae), µικρό septum septum (πλ.septa), διάφραγµα, διαχωριστική µεµβράνη· στα ♂ Heteroptera (Hem.): η µεµβράνη που κλείνει το basal foramen


461 sericate (sericatus, sericeous, sericeus), µετάξινος sericin, υδροδιαλυτή ζελατινώδης πρωτεΐνη που αποτελεί το εξωτερικόν τµήµα της ίνας του µεταξιού sericos· στις προνύµφες των Hymenoptera: το άνοιγµα του αγωγού των silk glands sericterium (πλ. sericteria)· στις κάµπιες (caterpillars) των Lepidoptera: µεταξογόνος labial gland serific glands, µεταξογόνοι αδένες, silk glands serosa, ορογόνος υµήν, η εξωτερική υµενώδης (µεµβρανώδης) στιβάς προερχοµένη από το blastoderm και περιβάλλει την λέκιθον (yolk) του ωού serrate, serratus, πριονωτός Serricornia = Coleoptera µε οδοντωτές ή πριονωτές κεραίες serum, το plasma της αιµολέµφου (hemolymph) Sesioidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. Braconidae, Sesiidae και Choreutidae που άλλοτε ανήκε στα Yponomeutoidea sessile, εδραίος, άµισχος, στερεωµένος χωρίς δυνατότητα µετακινήσεως· στα Symphyta (Hym.): µε την κοιλίαν ευρέως ενωµένη µε τον θώρακα Sessiliventres, Hymenoptera χωρίς στενή σύσφιξιν µεταξύ θώρακος και κοιλίας, Symphyta seta (πλ.setae), τρίχα, σµήριγγα, σκληρυµένη τριχοειδής προέκτασις της cuticula που προέρχεται από ένα τριχοειδές κύτταρον (trichogen cell) µε µικρόν επιδερµικόν δακτύλιο στη βάση της (macrotrichium, hair) setate (setiferous, setosus), ο φέρων τρίχα ή σµήριγγα setule· στα ακάρεα: µικρή τριχόµορφος προεκβολή της cuticula συνήθως στα pretarsal empodia ή claws sex, φύλον, η φυσική διαφορά µεταξύ άρρενος και θήλεως που γράφονται µε τις ενδείξεις: Άρης (♂) και Αφροδίτη (♀) βλ.neuter sex attractants, ελκυστικά φύλου, ουσίες παραγόµενες συνήθως από ♀ άτοµα για να ελκύσουν ♂ sex chromosome, φυλετικόν χρωµόσωµα, εκείνο που δεν απαντάται µε τον ίδιον αριθµό και δοµήν και στα 2 φύλα π.χ. το Χ chromosome ή το Υ chromosome sex hormone, ορµόνη παραγοµένη από τις γονάδες (gonads)


462 sex pheromone, φεροµόνη που χρησιµεύει ως sex attractant sexual dimorphism, φυλετικός διµορφισµός, η φαινοτυπική διαφορά (στην µορφή, µέγεθος, χρώµα) µεταξύ των 2 φύλων επίσης: εποχικός, τυχαίος, γεωγραφικός sexual reproduction, εγγενής αναπαραγωγή (πολαπλασιασµός), αναπαραγωγή η οποία προκύπτει σε διπλοειδές ζυγωτόν (zygote) µε ένα µητρικόν και ένα πατρικόν chromosome set βλ.parthenogenesis sexuales· στα Aphidoidea και τα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): τα εγγενώς αναπαραγόµενα µακρόπτερα (macropterous), βραχύπτερα (brachypterous) και άπτερα (apterous) ♂, ή τα ωοτόκα άπτερα ♀ sexupara ( πλ. sexuparae)· στα Aphididae (Hem.: Sternorryncha): πτερωτό παρθενογενετικόν ♀ το οποίον παράγει ♂ και ωοτόκα ♀ shaft, στέλεχος, ράβδος· στα ♂ Plecoptera: penial shaft shaft of antenna = flagellum shaft of sting, στέλεχος του κέντρου (κεντρίου)· στα ♀ Hymenoptera: stylet sheath, κάλυµα, θήκη, έλυτρον, κατασκευή που περικλείει άλλες· στα ♂ Lepidoptera: diaphragma· στα ♀ Hymenoptera: second gonocoxa shield, ασπίς, προστατευτικόν κάλυµµα, σκληροποιηµένη πλάξ καλύπτουσα το µεγαλύτερο νωτιαίον τµήµα ενός segment του σώµατος shivering, φρικίασις, τρέµουλο· σε µερικά έντοµα: η « προθέρµανση » του θώρακα πριν από την πτήση µε πολλά πρότυπα (patterns) δραστηριοποιήσεως των πτητικών µυών (flight muscles) shoulder, “ώµος”, γενικώς αναφέρεται σε κάθε αµβλεία γωνίαν του σώµατος π.χ. των πτερύγων, στα τέλεια Lepidoptera: οι πρόσθιες γωνίες του θώρακος· στα Coleoptera: humerus των ελύτρων·στα Heteroptera: του προθώρακος· στα Orthoptera: του πρόνωτου κ.α. Sialida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει τα Megaloptera και τα Planipennia sialisterium, σιαλιστήριον, salivary gland Sialoidea = Megaloptera = Sialida sibling species, cryptic species sickle, δρέπανον· στα ♂ Lepidoptera: uncus sicula·στα ♂ Lepidoptera: uncus ή tegument + uncus side lobes, πλευρικοί λοβοί· στα ♂ Lepidoptera: ζυγοί βραχίονες της gnathos


463 sigilla· στα ακάρεα: παρενθέσεις επιδερµικών µυών σε διάφορα σχήµατα γραµµώσεων (scars) ελειψοειδείς, ακανόνιστες ή συχνά σε δέσµες sigillotaxy, η χρησιµοποίησις των sigilla ως ταξινοµικών χαρακτήρων sigma (πλ.sigmata)· στα ♀ Culicidae (Dipt.): τµήµατα του preatrial sclerite σε κάθε πλευρά της insula· στα Diptera: το δίκρανον του tentorium sigma setae· στις προνύµφες των Lepidoptera: κοιλιακή οµάς τριχών sigmoid, sigmoidal, σιγµοειδής, στο σχήµα του ελληνικού ( ς ) ή του λατινικού S signum (πλ. signa), σκληρές ακανθοειδείς αποφύσεις (π.χ. signum bursae στα Lepidoptera) silk, µέταξα (µετάξι), νηµατοειδής σκληρυµένη πρωτεΐνη η οποία παράγεται από τους χειλικούς αδένες προνυµφών των: Leridoptera, Trichoptera, Siphonaptera και µερικών Hymenoptera µε κύριον σκοπό την κατασκευή βοµβυκίων ( cocoons) για τις νύµφες ή τα ωά τους silk glands, σηρογόνοι (µεταξογόνοι) αδένες, αυτοί που εκκρίνουν ουσίες οι οποίες σκληρύνονται στη επαφή µε τον αέρα και µετατρέπονται σε µετάξι (silk) silky, µεταξωτός, µετάξινος silverfish, µέλος της Τάξεως Zygentoma π.χ. Lepismatidae silvicolous (silva = δάσος, δρυµός), δασόβιος simple eye, απλούς οφθαλµός· στα τέλεια έντοµα: ocellus simple ocellus, ένα ocellate spot µε iris και pupil sinistrad, προς τα αριστερά sinuate, sinuated, sinuatus, sinuous, ελικοειδώς ή κυµµατοειδώς θολωτός, κοίλος, κυρτωµένος πρώτα προς µία κατεύθυνση και κατόπιν προς άλλην (επί χείλους ή περιθωρίου) sinus, κόλπος, κοιλότης, εγκόλπωσις sipho· στα ♂ Coccinellidae (Col.): penis siphon, σίφων, σιφώνιο, κάθε κυλινδρική εξωτερική προεξοχή ή κατασκευή του σώµατος π.χ. proboscis· σε µερικές προνύµφες των Nematocera (Dipt.): respiratory siphon Siphonaptera, Τάξις εκτοπαρασίτων πτηνών και θηλαστικών µε νύσσοντα - µυζητικά στοµατικά εξαρτήµατα βλ.fleas (ψύλλοι) siphonet· στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): cornicle


464 siphoning mouthparts, σιφωνίζοντα ( αντλητικά) στοµατικά εξαρτήµαταµε τα οποία τα υγρά αναρροφώνται χωρίς νήγµα · στα τέλεια Lepidoptera: proboscis βλ.sucking mouthparts Siphonophora = Coccinellidae siphuncle, siphunculus· στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): cornicle Siphunculata = Anoplura (Phthiraptera) Siricoidea, Υπεροικ. των Symphyta (Hym.) µε τις Οικογ. Siricidae, Orussidae, Xiphydriinae και Anaxyelidae sistentes (εν. sistens)·στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): aliencolae sister group, αδελφή Οµάς, η πλησιέστερη συγγενής προς µίαν άλλη µονοφυλετικήν Οµάδα sitophore sclerite· στα Psocoptera και σε µερικά Phthiraptera: cibarial sclerite skeletal, σκελετικός, που αφορά στον exoskeleton skeleton, exoskeleton skipper, µέλος των Hesperioidea(Lep.) ή η αναπηδούσα προνύµφη των Piophilidae (Dipt.) skototaxis (σκότος + ταξία), σκοτόταξις, σκοτοτακτισµός, αντανακλαστική αντίδρασις κατά την οποίαν το έντοµον κατευθύνεται προς το σκοτεινότερο σηµείον του χώρου slavery = dulosis slough, απορρίπτω δέρµα, αποδερµατώνω slug caterpillar, ή limaciform larva των Limacolidae (Lep.) small intestine = ileum smell, όσφρησις, olphaction snakefly, µέλος των Raphidioptera snout, ρύγχος, προέκτασις ή επιµήκυνσις της κεφαλής προς τα εµπρός · στα τέλεια Curculionidea (Col.): rostrum snout mite, κάθε άκαρι µε καλώς ανεπτυγµένο και προεξέχον gnathosoma· συνήθως τα Bdelloidea Bdellidae και Cunaxidae (Prostigmata) social, κοινωνικός, αυτός που ζεί σε λίγο έως πολύ οργανωµένες κοινότητες ή συγκεντρώσεις ατόµων π.χ. ορισµένα Hymenoptera social homeostasis, κοινωνικη οµοιόστασις, η διατήρησις σε σταθερά επίπεδα µίας κοινωνίας είτε µε τον έλεγχον του µικροκλίµατος της φωλιάς είτε µε την ρύθµισιν της


465 πληθυσµιακής πυκνότητος, της συµπεριφοράς ή της φυσιολογίας όλων των µελών της κοινωνίας αυτής βλ.και insectistasis social parasite = symphile social parasitism, κοινωνικός παρασιτισµός, η συνύπαρξις στην ίδια φωληά 2 ειδών κοινωνικών εντόµων εκ των οποίων το ένα εξαρτάται παρασιτικώς από το άλλο βλ. inquilinism social symbiosis = social parasitism social wasps, κοινωνικαί σφήκες, eusocial µέλη της Οικογ. Vespidae (Hym.) society, κοινωνία, οµάς ατόµων του ιδίου είδους συνεργατικώς οργανωµένων και µε αµοιβαίαν επικοινωνία µεταξύ τους socii (εν. socius), κοινός, ακόλουθος (ως εξάρτηµα)· στα Trichoptera και τα Lepidoptera: πλευρικαί προεξοχές του Χ δακτυλίου· στα ♂ Trichoptera: superior appendages· στα ♂ genitalia των Lepidoptera: ζεύγος λεπτών προεκτάσεων του οπισθίου περιθωρίου του tegmen που φθάνουν έως τον anus socioli (εν. sociolus)· στα ♂ Lepidoptera: προεκβολές των socii sociotomy, διάσπασις αποικίας· στους τερµίτες Isoptera: colony fission socius, ακόλουθος αποικία, αποικία σε περιορισµένον χώρο αποτελουµένη από άτοµα συγγενούς (polygenic) είδους, διαφορετικά εκείνων των γειτονικών χώρων socket, υποδοχεύς, κοίλωµα· στα τέλεια των Lepidoptera: φατνίον ή κοίλωµα (alveolus) λεπίου ( scale) socle, κυψελίς· στα Auchenorrhyncha (Hem.): το διογκωµένο βασικόν τµήµα του aedeagus· στα τέλεια των Lepidoptera: κυψελίς ( alveolus) λεπίου ή trichoid sensillum soil mite, κάθε άκαρι που ζει σε εδαφικά υπολείµµατα ή υποσυστήµατα αποσυνθέσεως soldier, οπλίτης, µέλος υποκάστας των εργατών (workers) ειδικευµένο στην άµυνα· στους τερµίτες (Isoptera): µη σεξουαλικώς ανεπτυγµένη µορφή (form) µε ογκώδη κεφαλήν και γνάθους κατάλληλες για την άµυνα της αποικίας· στα Pemphigidae (Aphidoidea): επιθετικές ατελείς µορφές που «δαγκώνουν» µε τα στυλέτα τους· σε µερικά µυρµήγκια (Hym.:Formicidae): major worker soldier nymph·στα Isoptera: presoldier solea, υπόδηµα, η κάτω επιφάνεια του ταρσού (tarsus) και των pulvili solenidion (πλ. solenidia)· στα ακάρεα: κοίλη (οπτικώς ανενεργή) χρωµοαισθητήριoς seta στα µέλη του σώµατος των Acariformes


466 solenophage (σωλήν + φαγείν), αιµοµυζητικόν έντοµο που αντλεί αίµα κατευθείαν από αιµοφόρα αγγεία βλ.telmophage solenostome· στα ακάρεα: το εξωτερικόν άνοιγµα ενός αδένα ή παρόµοιας εσωτερικής κατασκευής ή οργάνου π.χ. sperm pore των sperm access systems solitary, µονήρης, που απαντάται µόνος ή σε ζεύγη (όχι σε αποικίες) solitary bee, κάθε ♀ «µέλισσα» που κατασκευάζει την δική της φωλιά χωρίς την συνεργασίαν άλλων και όπου δεν υπάρχει βασίλισσα και κάστες εργατών (worker castes) π.χ. Andrenidae και Ηalictidae (mining bees), Xylocopidae (carpenter bees) και Nomadidae (cuckoo bees) solitary wasps, «σφήκες» (Hym. Apocrita) που δεν ζουν σε αποικίες π.χ.Vespidae, Pompiliidae, Sphecidae solum (πλ.sola), πέλµα, δάπεδον· στα ♂ Siphonaptera: µικρός σκληρίτης µεταξύ των 2 deflexi capsulae όπου προσαρµόζεται η virga dorsalis soma (πλ.somata), σώµα ζώου (πλην των germ cells) somatic cells, σωµατικά κύτταρα, τα µε 2ν χρωµοσώµατα (τα germ cells έχουν ν) somatome = metamere somite, σωµίτης, τµήµα του σώµατος τελείου εντόµου· στο έµβρυο: metamere song, στερεότυποι ήχοι που χρησιµεύουν στην ενδοειδικήν (intraspesific) επικοινωνία sonifaction, η παραγωγή ήχου βλ. sound - producing mechanisms sound- producing mechanisms, µηχανισµοί παραγωγής ήχου· στα έντοµα: 1. τερέτισµα (stridulation), 2. δονήσεις ειδικών µεµβρανών (tymbals), 3. κτύπηµα µέρους του σώµατος στο υπόστρωµα, 4. µε βίαιη εξαγωγή αέρα ή υγρού από άνοιγµα του σώµατος, 5. βόµβος παραγόµενος από δονήσεις των πτερύγων ή άλλων µερών του σώµατος, 6. ήχοι παραγόµενοι από δραστηριότητες του εντόµου όπως η κατανάλωση τροφής και ή κίνησις spado (σπάδων = ευνούχος)· στις µέλισσες και τα µυρµήγκια: worker sparse, sparsus, διασκορπισµένος βλ.conflected και dispersed spatha (πλ. spathae), spathe, σπάθη, φαρδιά λεπίδα· στα ♂ Tipulidae (Dipt.): ejaculator apodeme· στα ♂ Hymenoptera: parameres spathulate, spatulate, σπαθοειδής, µε το σχήµα φαρδιάς λεπίδος (σπάτουλας)


467 spatial orientation, χωρικός προσανατολισµός, αυτοελεγχόµενη διατήρησις ή αλλαγή στο σώµα ενός οργανισµού σχετική µε τον περιβάλλοντα χώρο spatula· στα Cecidomyiidae(Dipt.): sternal spatula ή spatula sternale speciation, ειδοπλασία, ειδογένεσις, 1 η διάσπασις µίας φυλετικής γραµµής, 2 η πρόκλησις ασυνεχείας µεταξύ πληθυσµών οφειλοµένη στην ανάπτυξιν µηχανισµών αναπαραγωγικής αποµονώσεως βλ.allopatric και sympatric speciation species, είδος, είδη, 1 σύνολον ατόµων οµοίων στην εµφάνιση και κατασκευή τα οποία αναπαραγόµενα µεταξύ τους δίνουν απογόνους που µοιάζουν µεταξύ τους και µε τους γονείς τους, περιλαµβάνοντας όλες τις ποικιλίες (varieties) και φυλές (races) 2 η αµέσως εποµένη βαθµίς κάτω από το γένος (genus) η οποία και αποτελεί την βασική βαθµίδα στην ζωολογικήν Ταξινόµησιν βλ.subspecies specific character, ειδικός χαρακτήρ, χαρακτήρας ή κατασκευή κοινή σε όλα τα άτοµα ενός είδους βάσει της οποίας διακρίνονται από άτοµα άλλου είδους specimen, δείγµα, απλό παράδειγµα του οτιδήποτε, ένα έντοµο οποιουδήποτε είδους ή µέρος αυτού speciogenesis = speciation specular membrane, κατοπτρική µεµβράνη· στα Cicadidae (Hem.: Auchenorrhyncha): tympanum ή tymbal speculum, κάτοπτρον, διαφανής περιοχή ή σηµείον στις πτέρυγες µερικών Lepidoptera· σε πολλά τέλεια Chalcididae (Hym.): γυµνή (άτριχη) περιοχή της πτερυγικής µεµβράνης από το parastigma πλαγίως µέχρι το οπίσθιον περιθώριον της πτέρυγος sperm, σπέρµα, ο ώριµος απλοειδής ♂ γαµέτης, προερχόµενος από σπερµατίδιον (spermatid), νηµατοειδούς συνήθως µορφής, µε κεφαλήν και ουρά sperm access system· στα ♀ ακάρεα: σύνθετον δευτερεύον σύστηµα µεταφοράς σπέρµατος π.χ.στα Mesostigmata: Dermanyssine είναι γνωστοί 2 τύποι: laelapid και phytoseid spermadactyl = spermatodactyl spermatodactyl, ο sperm finger στα chelicerae των ♂ dermanyssine Mesostigmata ακάρεα που χρησιµεύει για τη µεταφορά σπέρµατος στο δευτερεύον sperm transfer system του ♀ sperm duct, σπερµατικός αγωγός· στα ♂ Diptera: ejaculatory duct sperm pump, σπερµατική αντλία· στα ♂ Psylidae και Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): sperm reservoir, δεξαµενή σπέρµατος· στα ♂ Heteroptera (Hem.): ejaculatory reservoir· στο ♀ Cimex (Heteroptera: Cimicidae): conceptaculum seminis


468 sperm sac, σπερµατικός σάκκος· στο ♂ Blattella (Blattaria: Blattelidae): σάκκος µε σπερµατοζωάρια µέσα στον spermatophore· στα ♂ Odonata: διαπλάτυνσις του κοινού σπερµαταγωγού όπου το sperm αποθηκεύεται πριν µεταφερθεί στα accessory genitalia· στα ♂ Diptera: σάκκος στην βάση του aedeagus µε ρόλο sperm pump sperm tube, σπερµατικός σωλήν (testis follicle) spermapore, σπερµατικός πόρος· στα ♀ Psocoptera: πόρος (άνοιγµα) του ductus spermathecae στο IΧ κοιλιακόν sternum spermatheca ( πλ.spermathecae), σπερµατοθήκη· στα θήλεα έντοµα: ο υποδοχέας του σπέρµατος κατά την σύζευξιν· στα Heteroptera: receptaculum seminis spermathecal capsule, κάψα σπερµατοθήκης· στα ♀ Diptera: µία τις 1-3 δεξαµενές που εκβάλλουν στο εσωτερικό άκρον των spermathecal ducts spermathecal duct, αγωγός σπερµατοθήκης· στα ♀ έντοµα: σπερµατικός αγωγός, σωλήνας (ductus spermathecae)· στα ♀ Heteroptera (Hem.): ductus receptaculi spermathecal furrow, αύλαξ σπερµατοθήκης· στα ♀ Isoptera: spermatic groove spermathecal gland, αδήν σπερµατοθήκης, ειδικός αδένας που εκβάλλει στον spermathecal duct· στα ♀ Lepidoptera: glandula receptaculi spermathecal macula (πλ. maculae), κηλίς ή στίγµα σε σπερµατοθήκη spermatic groove, σπερµατική ράβδωσις· στα ♀ Isoptera: ράβδωσις ή αύλαξ στo µέσον της οροφής του vestibulum spermatid, σπερµατίς, σπερµάτιον, απλοειδές παράγωγον της 2ας µειωτικής διαιρέσεως δευτερογενούς σπερµατοκυττάρου (secondary spermatocyte), το οποίον αργότερα µετασχηµατίζεται σε σπέρµα (sperm) spermatocyte, σπερµατοκύτταρον, διπλοειδές κύτταρον που προέρχεται από spermatogonium (το πρωτεύον µε mitosis ενώ το δευτερεύον από την πρώτη µειωτικήν διαίρεση του πρωτογενούς) spermatogenesis, σπερµατογένεσις, η εξέλιξις των spermatogonia σε sperm βλ.spermiogenesis spermatogonia (εν. spermatogonium), απόγονοι των ♂ germ cells που βρίσκονται στο germarium του σπερµατοφόρου σωλήνος και οι οποίοι παράγουν spermatocytes spermatophore, σπερµατοφόρος (σωλήν ή κάψα), µερικές φορές µε µίσχον, που περιέχει sperm προς µεταφοράν στο ♀, είτε εµέσως ( Collembola, Diplura, Archaeognatha, Zygentoma ) είτε αµέσως (Orthoptera, Coleptera, Megaloptera, Rhaphidioptera, Planipennia, Lepidoptera)· στα ♂ Mesostigmata ακάρεα: ασκοειδείς κατασκευές επί των chelicerae


469 spermatophragma· στα τέλεια Lepidoptera: sphragis spermatotheca = spermatheca spermatozoon (πλ.spermatozoa), σπερµατοζωάριον (sperm) spermiogenesis, σπερµιογένεσις, ο µετασχηµατισµός των σπερµατίδων (spermatids) σε σπερµατοζωάριον (sperm) spermophagous (σπέρµατα + φαγείν), ο τρεφόµενος µε σπόρους ή µε τους φλοιούς τους Sphaeriiformia, Οµάς των Myxophaga (Col.) µε µόνη την Υπεροικ, Sphaerioidea Sphaeroceroidea, Υπεροικ. των Acalyptratae (Dipt.) µε τις Οικογ. : Sphaeroceridae, Heleomyzidae, Trixoscelidae, Chyromyidae, Tethinidae και Rhinotoridae Sphecoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) µε µόνη την Οικογ. Sphecidae spherocyte = spherule cell spherular cells = spherule cells spherule cells, σφαιροειδή κύτταρα· στα Coleoptera, Lepidoptera και Diptera: σφαιρικά ή ωοειδή αιµοκύτταρα που συµµετέχουν στον σχηµατισµό του λιπώδους ιστού (fat body) και στον ενδιάµεσο µεταβολισµό sphincter, σφιγκτήρ (µυς), µυς ο οποίος κλείνει ή συσφίγγει ένα άνοιγµα Sphingoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Sphingidae sphingophily σφιγκοφιλία, η επικονίασις ανθέων από Sphingidae sphragis (πλ. sphagides), σφραγίς· στα Lepidoptera: εξωτερική κατασκευή του ♂ η οποία προσκολλάται στην κοιλίαν του ♀ και εµποδίζει (σφραγίζει) επόµενες συζεύξεις του βλ.mating plug spicula (πλ. spiculae), αιχµή, εγκεντρίς· στα ♀ Hymenoptera: sting (κεντρί) ή ovipositor ή first gonapophyses βλ.spicule spicule(s), spiculum (a), ακίς, άκανθα· στα ♂ Coleoptera: ένα ή 2 σκληρυµένα σωµάτια προσαρτηµένα µε µεµβράνες έξω από τον genital tube· στα ♂ Hymenoptera: απόδεµα (apodeme) έµπροσθεν και στο µέσον του ΙΧ κοιλιακού στερνιτη spiculum gastrale, γαστρική άκανθα· στα ♂ Coleoptera: spicules· στα ♂ Lepidoptera: saccus spiculum ventrale, · στα ♀ Coleoptera: ενδοσκελετικός ραβδοειδής σκληρίτης που χρησιµεύει ως στήριγµα του ωοθέτη (ovipositor) spider mite, άκαρι της Οικογ. Tetranychidae (Mesostigmata)


470 spina (πλ.spinae), spine, άκανθα, σµήριγγα, πολυκύτταρη αιχµηρή προεξοχή της cuticula χωρίς άρθρωσιν· στα τέλεια Siphonaptera: ctenidial spine βλ.seta και spur spinate, ακανθοειδής, αιχµηρός spindle cell = plasmatocyte spindle - shaped, ατρακτοειδής (fusiform) spine of aedeagal lobe· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): median volsella ή endomere spine of penis cavity· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): virga spinelike, µε µορφή άκανθας, σαν αγκάθι spines of aedeagus· στα ♂ Mecoptera: dorsal lobes spiniferous, ακανθοφόρος, που φέρει ή είναι σκεπασµένος µε άκανθες spinneret, µεταξογόνος θηλή, µικρό σωληνοειδές εξάρτηµα µέσα από το οποίον βγαίνουν τα µετάξινα νήµατα αρκετών προνυµφών εντόµων (ή αραχνών) και που βρίσκεται συνήθως στο κάτω χείλος (labium) ή στο οπίσθιον µέρος του σώµατος της προνύµφης· στα ακάρεα Tetranychidae (Mesostigmata): αµβλεία τριχοειδής κατασκευή στον palp tarsus spinning bristle· στα Embidiina: silk ejector spinning glands, νηµατοποιητικοί αδένες· στα Psocoptera: αδένες που εκκρίνουν την κολλώδη ουσία η οποία µετατρέπεται σε µετάξι (silk) spinose (spinosus, spinus), ακανθώδης, εφοδιασµένος µε µάλλον επιµήκεις άκανθες βλ. echinate και spinulate spinula (πλ.spinulae), spinule spinulate, µε πολλές spinulae spinule, µικρή ακανθώδης τρίχα βλ.macrotrichium spinus, · στα Diptera: epiphallus spira, σπείρα, σπείραµα· σε µερικά Cynipidae (Hym.): σπειροειδής προβοσκίς (coiled ovipositor) spiracle(s), αναπνευστικόν τρήµα ή στίγµα (stigma), εξωτερικόν άνοιγµα του τραχειακού αναπνευστικού συστήµατος (tracheal system) spiracular atrium, τρηµατικός θάλαµος (αίθριον), το βοθριοειδές ή σωληνοειδές εξωτερικόν µέρος του spiracle spiracular frame = peritreme


471 spiracular muscles, τρηµατικοί µύες, οι µύες που συνδέονται µε κάθε spiracle, συνήθως ένας dilator και ένας occlusor spiracular trachea, τρηµατική τραχεία, µικρή µη διακλαδιζοµένη τραχεία που ξεκινά από spiracle spiral tongue, σπειροειδής γλώσσα· στα τέλεια Lepidoptera: proboscis spiragnath, spiritrompe· στα τέλεια Lepidoptera: proboscis spittlebug, µέλος των Cercopoidea (Hem.: Auchenorrhyncha) splachnic, σπλαχνικός, σχετικός µε τα σπλάχνα (visceral) splenic organ, σπληνικόν όργανον, phagocytic organ spoil = exuviae sponging mouthparts, σπογγώδη στοµατικά εξαρτήµατα, εκείνα τα οποία στερούνται στυλέτων (stylets) και αναρροφούν υγρά µε ευρείαν labella· στα ανώτερα Diptera: proboscis spontaneous discharge, αυθόρµητος ( νευρική) εκκένωσις, η παραγωγή ώσεως σε νευρικόν άξονα (nerve axon) χωρίς αισθητήριον ερέθισµα spoonshaped mucro, κοχλιαριοειδές mucro· στα Collembola: mucro µε κοιλότητα στο νώτο (σαν κουτάλι) sporotheca, σπορ(ι)οθήκη· στα ακάρεα Heterοstigmatina: συνήθως ζυγή αναστρεφοµένη σακκοειδής κατασκευή προς µεταφοράν σπορίων µυκήτων sporogony phase, φάσις σποριογονίας, η φάσις του βιολογικού κύκλου του Plasmodium (πρωτόζωον της ελονοσίας) µέσα στον οργανισµό του κουνουπιού sporozoite(s), σποριοζωίτης, το προϊόν της σποριογονίας (sporogony) κατά την αγενή αναπαραγωγή του Plasmodium που αποθηκεύεται στον σιελογόνο αδένα (salivary gland) του κουνουπιού και περνά στο σπονδυλωτό - ξενιστή µέσω της θρέψεως του κουνουπιού spot, µικρή κηλίδα, ευρύ σηµείον spring, ελατήριον· στα Collembola: furcula springs of penis· στα Siphonaptera: virga penis springtail, µέλος της Τάξεως Collembola spur(s), κέντρον (σπηρούνι), παχύ χιτινώδες εξάρτηµα ή άκανθα συνδεόµενο µε το σωµατικόν περίβληµα µε άρθρωσιν, συνήθως στην κνήµη (tibia) βλ.tibial spurs squama (πλ. squamae), λέπιον, λεπιοειδής κατασκευή· στα τέλεια των Odonata: palpiger βλ.lamella


472 squamate (squamose, squamosus), λεπιδώδης, λεπιδωτός squamula · στα Diptera: calypter· στα ♀ Psocoptera: valvae externae βλ.tegula stabbers, διατρητήρες· στα Anoplura (Phthir.): styllets των στοµατικών εξαρτηµάτων stadium (πλ.stadia), ηλικία, το µεσοδιάστηµα µεταξύ δύο εκδύσεων (moults) βλ.instar stage, στάδιον βιολογικού κύκλου εντόµου ή ακάρεως, ευδιάκριτη µορφή αναπτύξεως π.χ. ωόν, προνύµφη, νύµφη, τέλειον βλ.life stage stalk, στέλεχος π.χ. pedicel της κεραίας stalked bodies = corpora pedunculata Staphyliniformia, Οµάς των Coleoptera µε τις Υπεροικ. : Staphylinoidea, Hydrophiloidea και Hysteroidea Staphylinoidea, Υπεροικ. των Staphyliniformia µε τη Οικογ. Staphylinidae κ.α. stase, στάσις· στα ακάρεα: µία από τις διαδοχικές µορφολογικώς διακριτές µορφές κατά την ανάπτυξιν του οργανισµού ισοδύναµη µε ενδιάµεσο στάδιον (instar) statary phase, στάσιµος φάσις· στα Hym.: Formicidae: η περίοδος της ζωής τους κατά την οποίαν (ενώ η βασίλισσα γεννά ωά) η αποικία είναι σχετικώς ήρεµη και δεν µετακινείται static, στάσιµος, παθητικός stegasime (στεγάσιµος), ακάρεα µε τις chelicerae προστατευόµενες νωτιαίως από dorsal rectum (αντ.astegasime) stellate, αστεροειδής, µε το σχήµα και την µορφήν αστέρος (άστρου) stemma (πλ.stemmata), απλοί οφθαλµοί από συνήθως κυκλικές, πλευρικές οµάδες οφθαλµών σε προνύµφες Holometabola εντόµων ή µικρά εξογκώµατα επί των κεραιών stenazygos· στα ♂ Coleoptera: το κυλινδρικό µη διαπλατυσµένο τµήµα του άζυγου ductus ejaculatorius stenogamous, στενόγαµος, ο ικανός να συζευχθεί σε µικρούς χώρους π.χ. κλωβούς χωρίς swarming flight των ♂ βλ.eurygamous stenogamy, το αντίθετον του eurygamy stenoxenic, - ous (στενός + ξενιστής), που χρησιµοποιεί στενό φάσµα ξενιστών ή ενδιαιτηµάτων Stephanoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) µε µόνη την Οικογ. Stephanidae stercoricolous, κοπρόβιος, που ζει σε κοπριές βλ.coprophagous


473 stereokinesis, στερεοκίνησις, όταν οι αντανακλαστικές αντιδράσεις του εντόµου προκαλούνται από την δράσιν ερεθισµάτων αφής π.χ. όταν ένα έντοµο ακινητοποιείται µε την επαφή του µε στερεή ή ανώµαλην επιφάνεια βλ.thigmotaxis stereotropism, αρνητικός θιγµοτακτισµός, αποφυγή επαφής βλ.negative thigmotropism sterigma (πλ. sterigmata), στήριγµα· στα ♀ Lepidoptera: το σύµπλεγµα των σκληρυµένων κατασκευών που περιβάλλουν το ostium bursae όπως: lamella antevaginalis και lamella postvaginalis sterile, στείρος, ανίκανος προςγονιµοποίησιν sterna, πληθυντικός του sternum sternal, στερνικός, που αφορά στο sternum sternaulus ( στέρνον + αυλός )· σε µερικά τέλεια Ichneumonoidea (Hym.): αύλαξ εκατέρωθεν του sternopleuron sternellum, ο δεύτερος σκληρίτης του κοιλιακού µέρους κάθε θωρακικού τµήµατος sternite, στερνίτης, τµήµα της κάτω (κοιλιακής) επιφανείας του σώµατος του εντόµου, κοιλιακόν τόξον, κοιλιακός τεργίτης sternogenital ( sternitogenital) shield· στα ♂ Mesostigmata ακάρεα: θυρεός που καλύπτει την intercoxal region και φέρει το genital opening sternogynal (ή sternogynial) shield ή sternogynum · στα ♀ ακάρεα Trigynaspida (Mesostigmata): προγεννητικός θυρεός µε ζεύγος πόρων (lyrifissures) βλ.pseudosternogynum sternopleural suture· στα τέλεια των Diptera: anapleural suture sternopleuron = katepisternum του mesothorax stigmatal, stigmatic, στιγµατικός, του στίγµατος βλ.spiracular stigmatal-tracheal system· στα ακάρεα Heterostigmatina: η φυλετικώς διµορφική αναπνευστικη λειτουργία όπου τα heterostigmata είναι παρόντα στα ♀ και απόντα στα ♂ stilt prolegs, στερεωτικοί ψευδόποδες, ασυνήθιστα µακρείς ψευδόποδες που ανασηκώνουν την προνύµφη κατά το βάδισµα stimulus (πλ.stimuli),ερέθισµα, κάθε εξωτερική ή εσωτερική δύναµις ή κατάστασις που διαταράσσει ή ενοχλεί τον οργανισµό και τείνει να προκαλέσει αντίδρασιν sting, εγκεντρίς (κεντρί)· στα ♀ Aculeata (Hym.), τροποποιηµένος ωοθέτης (ovipositor) για άµυνα ή επίθεσιν stinging Hymenoptera, κεντροφόρα Υµενόπτερα βλ.Aculeata


474 stingless bee, µη κεντροφόρος «µέλισσα» της Οικογ. Meliponinae (Hym.: Apidae) stipes (πλ.stipites), στύπος (στέλεχος), βασικός σκληρίτης της κάτω γνάθου (maxilla) πλησιέστερα παρακείµενος στον γόµφο (cardo) ο οποίος φέρει τον εξωτερικό (galea, lobus externus) και εσωτερικό λοβό (lacinia, lobus internus) καθώς και την γναθικήν προσακτρίδα (maxillary palpus). στα ♂ Protura: βασικόν άζυγον τµήµα του φαλλού (phallus) στο οποίον αρθρούται το ζεύγος των στύλων (styli) stipital, ο αναφερόµενος στο stipes stipula (πλ.stipulae) = prementum stoma (πλ.stomata) = spiracle stomach = midgut stomachic ganglion = hypocerebral ganglion stomatogastric nervous system, στοµατογαστρικόν νευρικόν σύστηµα, γάγγλια και σχετικά νεύρα του προσθίου (foregut) και του µέσου (midgut) εντέρου όπου περιλαµβάνονται τα: frontal ganglion, hypocerebral ganglion και τα ingluvial ganglia stomatotheca, στοµατοθήκη, το τµήµα της pupa που καλύπτει τις στοµατικές κατασκευές stomodaeum (stomatodeum, stomodeum)· στο έµβρυον: η προσθία εξωδερµική εγκόλπωσις του αναπτυσσοµένου προσθίου εντέρου του πεπτικού σωλήνος (foregut) stomodeal nervous system (stomatogastric, stomogastric n.s.), γάγγλια και σχετικά νεύρα που νευρώνουν το πρόσθιον και µέσον έντερον και περιλαµβάνουν το frontal, hypocerebral και ingluvial γάγγλια stomodeal trophallaxis = trophallaxis από στόµατος stonefly, µέλος της Τάξεως Plecoptera strain, κλώνος, ενδοειδική οµάς οργανισµών µε χαρακτηριστικές ιδιότητες strangulated, περιεσφιγµένος, στραγγαλισµένος stratified, στρωµατωµένος, διατεταγµένος σε στιβάδες Stratiomyoidea, Υπεροικ. των Tabanomorpha (Dipt.) και µε τις Οικογ. : Stratiomyidae, Xylomyidae και Xylophagidae straw - itch mite, άκαρι µέλος του γένους Pyemotes (Prostigmata: Pyemotidae) Strepsiptera, Τάξις ενδοπτερυγωτών εντόµων (Neoptera: Insecta) stress, έντασις, πίεσις, καταπόνησις (ενός οργανισµού)


475 stria (πλ. striae), γράµµωσις, αυλάκωσις· στα Coleoptera: επιµήκεις αυλακώσεις (συνήθως µε στίξιν) από τη βάση µέχρι το άκρον (apex) των ελύτρων striate, striated, striatus, µε ραβδώσεις ή αυλακώσεις βλ.strigate, striolate, sulcate, canaliculated stridulatory organ, όργανον παραγωγής τριγµού (στριγκού ήχου) stridulation, η παραγωγή τριγµού, συριγµού ή στριγκού ήχου, µε την τριβήν µιας επιφανείας ή κατασκευής (file), επι µιας άλλης καταλλήλως τραχυµένης, µε ανώµαλην επιφάνεια (scraper) stridulum, ρίνη (λίµα)· στα Orthoptera: file· στα Acridoidea: στους οπισθίους µηρούς, την κοιλία ή τις πρόσθιες πτέρυγες striga (βλ.strigae), λεπτή, εγκαρσία γραµµή ή ράβδωσις, επίπεδη ή εντυπωµένη strigate, χαρακωµένος βλ.hatched, stridulated strigula, λεπτή βραχεία εγκαρσία γραµµή strigil (strigile, strigilis) (στλεγγίς = ξέστρον), καθαριστής κεραιών βλ.scraper strigilation, απόλειξις (καθαρισµός µε την γλώσσα) των εκκρίσεων από το σώµα ενός άλλου ζώου π.χ. από myrmecophiles ή termitophiles strigulated = strigate striolate, striolatus, µε πολλές παράλληλες λεπτές γραµµές ή αυλακώσεις βλ.strigulate Strophandria = Tenthredinoidea strophandrous (στροφή + ανήρ) copulation, στρόφανδρος σύζευξις· στα ♂ Tenthredinoidea και µερικά Xyelidae: τα genitalia στρέφονται κατά 1800 επιτρέποντας καλύτερη διείσδυσιν στο ♀ βλ.orthandrous copulation strophe, στροφή, στρέψις· στα ♂ των ανωτέρων Diptera: σπειροειδής έλιξις των τµηµάτων του postabdomen για προστασία τους κατά την ανάπαυσιν style (s), στύλος (οι)· στα ♀ Coleoptera: styli· στα ♀ Odonata: ζυγές ή άζυγες apophyses ή apodemata του penis ή του tegmen· στα τέλεια των Diptera: stylus styled valves· στα ♂ Diptera: gonopods stylet (πλ.stylets), στυλέτο, βελονοειδής απόφυσις, στα ♀ Aculeata Hymenoptera το συνενωµένον τµήµα των δευτέρων γοναποφύσεων (gonapophyses) βλ.sting· στα Thysanoptera, Hemiptera, Anoplura (Phthir.) και µερικά Diptera: ένα ή περισσότερα στοµατικά εξαρτήµατα τροποποιηµένα για νύξιν, µύζησιν ή µύζησιν και αναρρόφησιν υγρών· στα ♀ Coleoptera: styli· στα ακάρεα: mouthpart


476 stylet sheath, θήκη στυλέτου· στα ακάρεα: η µεσοπρόσθια προεκβολή του capitulum που σχηµατίζει «λούκι» µε τοµή σχήµατος U το οποίον περικλείει τα 7-8 stylets (mouthparts) των Eriophyoidea styliger· στα ♂ Ephemeroptera: συνενωµένοι coxites του forceps στον ΙΧ κοιλιακόν στερνίτη· στα Isoptera: η κατασκευή επί της οποίας φέρονται οι styli styloconic sensilium, επιδερµικόν όργανον οσφρήσεως αποτελούµενον από ένα ή περισσότερα basiconic pegs επάνω σε style ή cone stylophore, στυλοφόρος· στα ακάρεα Raphignathae (Prostigmata) και τα Tetranychoidea: οι συνενωµένες βάσεις των chelicerae που φέρουν movable digits· στα παρασιτικά ακάρεα Cheyletoidea και Myobiidae: συνενωµένος µε το subcapitulum σχηµατίζει gnathosomal capsule stylostome· στους κρότωνες (Trombiculoidea) και τις προνύµφες των ακάρεων Hydracarina: διακλαδούµενη κατασκευή που προωθείται στο δέρµα του ξενιστή για την διατροφή τους stylus (πλ. styli), στύλοι, µικρά αιχµηρά χωρίς άρθρωσιν εξαρτήµατα στα κοιλιακά τµήµατα των Apterygota, οµόλογα των ψευδοπόδων (prolegs)· στα ♂ Ephemeroptera: genostyles· στα ♀ Odonata: styles· στα ♀ Blattopteroidea: apophyses internae· στα ♂ Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): penis sheath· στα ♂ Heteroptera (Hem.): parameres· στα τέλεια των Diptera: arista (της κεραίας)· στα ♂ Diptera: dististylus· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): gonostylus· στα ♂ Hymenoptera: genostylus subalar, υποµασχάλιος, υποπτερυγικός, κάτω από τις πτέρυγες subalar muscles, µύες που ξεκινούν από το ισχίον (coxa) και το epimeron ενός πτερυγοφόρου τµήµατος και παρεµβάλλονται στον subalare subalare, επιπλευρίτης του επίµερον (epimeral epipleurite) κάτω από το pleural wing process όπου παρεµβάλλεται ο οπίσθιος πλευρικός µυς της πτέρυγος subanal, υποεδρικός, κοίµενος κοιλιακώς της έδρας (anus) subanale (πλ. subanalia)· στα τέλεια των Mecoptera και τα ♀ Neuropteroidea: ο ΧΙ κοιλιακός στερνίτης που καλύπτει την έδρα (anus) από κάτω subapical, υποακραίος, λίγο πριν από το άκρον (apex) subcapitular plate· στα ακάρεα: απόδεµα που στηρίζει κοιλιακώς τα chelicerae και όπου προσάπτονται οι µύες του labrum subcapitulum ή infracapitulum· στα ακάρεα: η κοιλιακή επιφάνεια του capitulum subcheliceral plate· στα ακάρεα: η εσωτερική σκληρυµένη πλάξ επί της οποίας «αναπαύονται» τα chelicerae


477 subclass, Υποκλάσις, η µεγαλύτερη υποδιαίρεσις της Κλάσεως (class) που περιέχει οµάδα σχετικών Τάξεων (orders) subclypeal tube, υποεπιστοµιακός σωλήν· σε µερικά Diptera: cibarium subcosta, υποπλευρικόν νεύρον, το δεύτερο κύριον κατά µήκος νεύρον της πτέρυγος κάτω από το ανώτερο πλευρικόν (costa) και το οποίον αρθρώνεται στη βάση του µε τον πρώτο axillary sclerite subcostal sclerite, υποπλευρικός σληρίτης· στα τέλεια των Diptera: ο σκληρίτης που ενώνει την subcosta µε τον πρώτον axillary sclerite subcoxa, το εγγύτερον (στο σώµα του εντόµου) τµήµα της βάσεως του ποδός όταν διαφοροποιείται ή αποχωρίζεται από το ισχίον (coxa)· στα Archaeognatha και τα Zygentoma: coxites subcranial cavity, υποκρανιακή κοιλότης· στα τέλεια των Diptera: κοιλιακή (ventral) κοιλότης του cranium από την οποίαν εξέχουν τα στοµατικά εξαρτήµατα subcutaneous, υποδόριος, κάτω ή πίσω από το integument subcuticle = endocuticle subdorsal, υπονωτιαίος, κάτωθεν του νώτου (dorsum) και άνωθεν των spiracles subdorsal ridge· στα Limacodidae (Lep.): µία ανυψωµένη γραµµή (ridge) κατά µήκος της σειράς των κοιλιακών tubercles subesophagial ganglion = suboesophageal ganglion subfamily (πλ. subfamilies), Υποοικογένεια, η µεγαλύτερη υποδιαίρεσις της Οικογενείας (family) που περιλαµβάνει οµάδα σχετικών Φυλών (tribes) και γενών (genera) ενώ η ονοµασίες της έχουν κατάληξιν “-inae” subgenal, ο κείµενος κάτωθεν της παρειάς (gena) subgenital, ο κείµενος κάτωθεν των genitalia subgenital plate· στα τέλεια έντοµα: χιτινώδης πλάξ κάτωθεν των genitalia subgenus (πλ.subgenera), 1 υπογένος, η µεγαλύτερη υποδιαίρεσις του γένους (genus) 2 ένα taxon στην βαθµίδα του υπογένους subgenual organ, υποκνήµιον όργανον, χορδοτονικόν ακουστικόν όργανον στη µηροκνηµιαία άρθρωση (femorotibial joint, genu) ευαίσθητο στις δονήσεις του υποστρώµατος subimago (πλ.subimagoes, subimagines), ψευδοτέλειον, υποώριµον έντοµο· στα Ephemeroptera: το πτερυγωτό στάδιον της προτελευταίας (πριν από το τέλειον) εκδύσεως


478 subintegumental scolo(po)phore, αισθητήριον όργανον του οποίου οι νευρικές απολήξεις είναι ελεύθερες µέσα στην σωµατική κοιλότητα sublabrum = epipharynx sublamina· στα ♂ Blattopeteroidea: hypophallus sublateral, υποπλεύριος, ακριβώς κάτωθεν του πλευρικού περιθωρίου του σώµατος του εντόµου sublingual, υπογλώσσιος, ο κείµενος κάτωθεν της lingua (glossa, tongue) sublingual gland, υπογλώσσιος αδήν· στις µέλισσες (Hym.: Apidae): ventral pharyngeal gland submental, ο αναφερόµενος στο submentum submentum, υποσιαγώνιον, η πλησιέστερη (στο σώµα) διαίρεσις του postmentum µε την οποίαν το κάτω χείλος (labium) συνδεέται µε την κεφαλήν βλ.mentum subnymph, υπονύµφη, το ηρεµούν ή νυµφικόν στάδιον (pupal stage) των ♀ Coccoidea (Hem.: Sternorryncha) βλ.pseudopupa subocular, υποφθάλµιος, ο κείµενος όπισθεν ή κάτωθεν του οφθαλµού suboesophageal, υποοισοφαγικός, ο κείµενος όπισθεν ή κάτωθεν του oesophagus suboesophageal ganglion, υποοισοφαγικόν γάγγλιον, γαγγλιακό κέντρο της κεφαλής κάτω από τον oesophagus αποτελούµενο από τα γάγγλια των mandibular, maxillary και labial τµηµάτων suborder, Υποτάξις, η µεγαλύτερη υποδιαίρεσις µίας Τάξεως (order) η οποία περιλαµβάνει οµάδα σχετικών Υπεροικογενειών (superfamilies) ή Οικογενειών (families) subphylum, Υποφύλον, η µεγαλύτερη υποδιαίρεσις του Φύλου (phylum) η οποία περιλαµβάνει οµάδα σχετικών Κλάσεων (classes) subscutellum, υποασπίδιον, στα τέλεια Diptera (Tachinidae) κυρτή, διαγώνιος ράχις ή λοβός του µεσοτεργίτη (mediotergite) subsegment, υποτµήµα (σώµατος)· σε ποδίτη (podite): δευτερεύουσα διαίρεσις τµήµατος (segment) σε 2 ή περισσότερα (χωρίς µύες) τµήµατα βλ.antennomere, flagellomere, tarsomere subserrate = denticulate subsocial, υποκοινωνικός, καθεστώς ή οµάς εντόµων όπου τα τέλεια φροντίζουν τις νύµφες ή τις προνύµφες τους µόνον επί µικρό χρονικόν διάστηµα βλ.presocial


479 subspecies, υποείδος, 1 ένα γεωγραφικώς οριζόµενον άθροισµα τοπικών πληθυσµών διαφορετικό από παρόµοιες υποδιαιρέσεις ενός είδους (species), 2 η κατώτερη βαθµίδα του Κώδικος (ICZN), 3 ένα taxon της βαθµίδος subspecies ( ssp. ή sspp.) subspecific name, υποειδική ονοµασία, το τρίτο όνοµα σε ένα τριώνυµον (trinominal nomenclature) subterminal, προτελευταίος, κάτω από το ακραίον µέρος ή λίγο πριν από το άκρον subterranean, υπόγειος, αυτός που ζει κάτω από την επιφάνειαν του εδάφους subtile, subtilis, λεπτός, ισχνός subtribe, Υποφυλή, βαθµίδα κάτω από την Φυλή (tribe) Subulicornia = Odonata + Ephemeroptera subvaginal plate, υποκολπική πλαξ· στα ♀ Auchenorrhyncha (Hem.): σκληρίτης µεταξύ του pregenital στερνίτη και του εξωτερικού ανοίγµατος του κόλπου (vagina) succinctus (πλ.succinct), περιεζωσµένος, τυλιγµένος π.χ. οι χρυσαλλίδες των Lepidoptera οι οποίες συγκρατούνται µε µετάξινο νήµα γύρω από το σώµα τους βλ.girdle και suspense succursal nest, επικουρική φωλεά, φωληά κοινωνικών εντόµων όπου δεν εκτρέφονται νεοσσοί αλλά εκεί αναπαύονται ή κρύβονται οι εργάτες (workers) που την έκτισαν sucker, µυζητήρ, βεντούζα, ειδικός δίσκος µέσω του οποίου ορισµένα υδρόβια έντοµα προσκολλώνται σε επιφάνειες· στις προνύµφες των Blephariceridae (Dipt.): ζέυγη κοιλιακών suckers· σε ♂ Dytiscidae (Col): δίσκοι στα tarsomeres 1-3 των προσθίων ποδών βλ.suction disc sucking insects, µυζητικά έντοµα, εκείνα τα οποία µυζούν την τροφή τους σε υγρή µορφή (αίµα, νέκταρ, φυτικούς χυµούς κ.λ.π.) sucking louse, φθείρ (ψείρα), µέλος της Υποτάξεως Anoplura (Phthir.) sucking mouthparts, µυζητικά στοµατικά εξαρτήµατα, προσαρµοσµένα για αποµύζησιν υγρών suction disc, µυζητικός δίσκος· σε προνύµφες µερικών Neuropteroidea: 1-2 βεντουζοειδείς κατασκευές στο άκρον της κοιλίας· σε προνύµφες Blepharidaceae και Psychodinae (Dipt.: Psychodidae): sucker Suctoria = Siphonaptera suctorial, µυζητικός sulcate (sulcated, sulcatus), µε βαθειές αυλακώσεις ή χαραγές βλ.canaliculated και porcate sulcus (πλ. sulci), βαθειά αυλάκωσις, ραφή µε λειτουργικόν χαρακτήρα βλ.suture superclass, Υπερκλάσις, άθροισµα 2 ή περισσοτέρων Κλάσεων (classes)


480 superdevelopment = hypermetamorphosis superfamily, Υπεροικογένεια, άθροισµα στενώς συγγενικών Οικογενειών ( families) µε την κατάληξιν “ –oidea” superficial layer, επιφανειακή στιβάς, η εξωτερική από τις τρεις στιβάδες της επιδερµίδος η οποία συνήθως φέρει επικάλυψιν (στιβάδα) από λιπίδια ή κερί, µε τις εξωτερική (outer) και εσωτερική (inner) επιδερµίδα κάτω από αυτήν βλ.inner epicuticula και outer epicuticula) superinfection, υπερµόλυνσις, νέα µόλυνσις προστιθεµένη σε ιδίαν που ήδη υπάρχει βλ.reinfection και secondary infection superior, άνω (τοπικώς), ανώτερος superior appendages· στα ♂ Zygoptera (Od.): cerci· στα ♂ Plecoptera: subanal plates· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): superior volsella superior process(es)· στα ♀ Aleyrodiidae (Hem.): dorsal gonapophysis· στα ♂ Heteroptera (Hem): στα ♂ Lepidoptera: uncus superior valvulae, άνω µικραί βαλβίδες· στα ♀ Phasmida: εκφύσεις του coxopodite στον ΙΧ κοιλιακόν δακτύλιο superior volsella, άνω λαβίς· στα τέλεια Chironomidae (Dipt.): εξάρτηµα του ♂ ΙΧ gonocoxite βλ.endomere και volsella superior wings, πρόσθιες πτέρυγες (forewings) superlingual segment, το πέµπτον τµήµα της κεφαλής µεταξύ του maxillary και του mandibular τµήµατος superorder, Υπερτάξις, αποτελούµενη από συγγενείς Τάξεις (orders) superparasitism, υπερπαρασιτισµός, όταν πολλά άτοµα του ιδίου είδους προσπαθούν να αναπτυχθούν σε έναν ξενιστή (hoste) σε αριθµό µεγαλύτερον εκείνου που είναι ικανός να θρέψει βλ.multiparasitism supersedure, αντικατάστασις, αχρήστευσις· στις µέλισσες (Hymenoptera: Apidae): η αντικατάστασις της γηρασµένης ή ασθενούσης βασίλισσας (queen) µε άλλην, διαδικασία που ακολουθείται σε περιπτώσεις σµηνουργίας (swarming) superspecies, υπερείδος, µονοφυλετική οµάς αποτελούµενη από αλλοπατρικά (allopatric) είδη βλ.semispecies supplementary reproductive, συµπληρωµατικόν αναπαραγωγικόν, · στα Isoptera: άτοµο (nymphoid ή ergatoid) που γίνεται λειτουργικό αναπαραγωγικό στην ίδια του την αποικία και συνήθως αντικαθιστά ένα primary reproductive supporting plate· στα ♀ Hymenoptera: gonangulum


481 supraalar, υπερπτερυγικός, o κείµενος άνωθεν της πτέρυγος supraalar area, υπερπτερυγική περιοχή· στα τέλεια Diptera: το πλευρικόν περιθώριον του scutum αµέσως άνωθεν του σηµείου συνδέσεως µε την πτέρυγα supraanal, υπερεδρικός, ο κείµενος άνωθεν της έδρας (anus) supraanal hook, υπερεδρικόν άγγιστρον· στα ♂ Lepidoptera: uncus supraanal lobe, υπερεδρικός λοβός· στα τέλεια Plecoptera: epiproct supraanal plate, υπερεδρική πλαξ· στα Ephemeroptera, Isoptera, Grylloblattodea και ♂ Plecoptera: epiproct· στα ♂ Psyllidae (Hem. Sternorrhyncha): proctiger· στα ♂ Diptera: dorsal plate of proctiger supraanal process, υπερεδρική προεκβολή· στα ♂ Plecoptera: supraanal lobe supraanale· σε τέλεια των Neuropteroidea: η πλάξ η οποία σκεπάζει την έδρα (anus)· στα τέλεια των Mecoptera: ο ΧΙ κοιλιακός τεργίτης που σκεπάζει την έδρα (anus) supracerebral glands, υπερεγκεφαλικοί αδένες· στις µέλισσες (Hym.: Apoidea): ζεύγος σιελογόνων αδένων άνωθεν του supraoesophageal ganglion supraclypeal area, υπερεπιστοµική περιοχή· στα τέλεια των Hymenoptera: η περιοχή της κεφαλής µεταξύ antennal sockets και επιστοµίου (clypeus) supraclypeus = postclypeus supraepimeron = anepimeron supraoesophageal ganglion, υπεροισοφαγικόν γάγγλιον, ο εγκέφαλος του εντόµου βλ.brain supraorbital, υπερκόγχιος, ο κείµενος άνωθεν της κόγχης του οφθαλµού supraspiracular = suprastigmatal suprastigmatal, ο κείµενος άνωθεν των αναπνευστικών τρηµάτων (spiracles ή stigmata) supratympanal organ = subgenual organ suspense = succinct suspensory muscles = dilator muscles sustentors , υποστηρίγµατα, οι 2 οπίσθιες προεκβολές στο σώµα των χρυσαλίδων των Lepidoptera sutural, ο αναφερόµενος ή ανήκων στην suture suture, ραφή, ράµµα, εντυπωµένη γραµµή ή αβαθής αύλαξ που ορίζει την ένωσιν 2 διακριτών πλακών του εξωσκελετού όπως στα έλυτρα κ. ά. βλ.sulcus


482 swarm, σµήνος, συγκέντρωσις αριθµού ατόµων, συνήθως για αναπαραγωγικόν σκοπόν swarming, σµηνουργία· στις µέλισσες, µυρµήγκια, πολλά Νηµατόκερα Diptera και Enicocephalidae: Heteroptera: µαζική έξοδος, συνήθως πτερωτών αναπαραγωγικών ατόµων προς δηµιουργίαν νέας αποικίας ή/και σύζευξιν swimming hairs, κολυµβητικές τρίχες, σειρά µακρών τριχών στα πόδια υδροβίων εντόµων υποβοηθητικές στην κολύµβησιν· στις νύµφες των Chironomidae (Dipt.): fringe swimming paddles· στις νύµφες των Culicidae (Dipt.): anal pads sylvan = silvicolus symbiosis, συµβίωσις, η στενή (σχετικώς παρατεταµένη και εξαρτηµένη) σχέσις ατόµων ενός είδους µε εκείνα άλλου είδους symbiotic (symbiont, symbiote), συµβιωτικός, οργανισµός σε στενή σχέση ή επαφή (symbiosis) µε άλλο είδος symmetrical, συµµετρικός, εξ΄ ίσου ανεπτυγµένος και στις δύο πλευρές του σώµατος ικανός να διαιρεθεί σε δύο όµοια ηµίση από µίαν κατά µήκος γραµµή ή επίπεδο αντ.assymetrical symmetry, συµµετρία, οριστική σωµατική οργάνωσις κατά την οποίαν το σώµα διαιρείται σε όµοια ηµίση ή ακτίνες από µια διαχωριστική γραµµή ή επίπεδο π.χ.bilateral symmetry sympathetic nervous system = stomatogastric nervous system sympatric, είδος που µετέχει σε sympatry αντ. allopatric sympatry, συµπατρία, η παρουσία 2 ή περισσοτέρων πληθυσµών στην ίδια περιοχήν symphile, σύµφιλος ( οργανισµός ), ένα symbiont έντοµο που γίνεται εν µέρει δεκτό σε άλλη αποικία (colony) µε φιλικές διαθέσεις και περιποίησιν βλ.inquiline, myrmecoxene symphily, συµφιλία, η φιλική σχέσις που αναπτύσσεται σε φωλιές µυρµήγκων (Hym.: Formicidae) µεταξύ φιλοξενουµένων και πραγµατικών ενοίκων βλ.metochy και synecthry Symphiogastra = Heterogastra Symphypleona, Υποτάξις των Collembola µε µόνη την Οικογ. Sminthuridae symphysis, συνένωσις 2 σκληριτών µε µαλακήν µεµβράνη που επιτρέπει περιορισµένην κίνηση Symphyta, Υποτάξις των Hymenoptera µε τις Υπεροικογ. Xyeloidea, Mealodontoidea, Tenthreddinoidea, Siricoidea, Oryssoidea και Ceproidea symplessiomorphy ( συν + πλησίον + µορφή), όταν 2 ή περισσότεροι συναφείς χαρακτήρες απαντώνται σε αρκετά είδη βλ.synapomorphy


483 synanthropic, συνανθρωπικός, οργανισµός ο οποίος εµπλέκεται κατά διαφόρους τρόπους µε την ζωή , την τροφή και την κατοικίαν των ανθρώπων synapomorphies, παράγωγοι χαρακτήρες (apomorphies) κληροδοτούµενοι από τον ίδιον πρόγονο σε αρκετά είδη βλ.symplessiomorphy Synaptera = Apterygota synarthrosis, συνάρθρωσις, άρθρωσις (articulation) που δεν επιτρέπει κίνησιν synciput, το τµήµα του vertex µεταξύ των οφθαλµών (eyes) syndesis, σύνδεσις, η ένωσις των 2 µερών µίας αρθρώσεως (articulation) µε µεµβράνην, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται αξιοσηµείωτη ευχέρεια κινήσεως syndiacony (συν + διακονώ = υπηρετώ), συνδιακονία, η σχέσις µεταξύ ζωϊκού (π.χ. µυρµηγκιών) και φυτικού (π.χ. µυκήτων) οργανισµού κατά την οποίαν επωφελούνται αµφότεροι synechthry (συν + εχθρός), η συγκατοίκησις άλλων εντόµων σε φωληά µυρµηγκιών παρά την προσπάθεια των δευτέρων να καταστρέψουν τα πρώτα synoecy, inquilism synoekete = inquilines synsternite, σε πολλά τέλεια Apocrita (Hym.): συνενωµένοι sternites syntergites, σε πολλά τέλεια Apocrita (Hym.): συνενωµένοι tergites syntype, σύντυπος, κάθε δείγµα σειράς τύπων για το οποίον δεν έχει ορισθεί ούτε lectotype ούτε holotype syringe, σύριγξ (σύριγγα)· στα Hemiptera: salivary pump systole, συστολή, η σύσφιξις του νωτιαίου αγγείου (dorsal vessel) η οποία στέλνει το αίµα προς την αορτήν (aorta) βλ.diastole


484

T Tabaniformia = Tabanomorpha Tabanoidea, Υπεροικ. των Orthorrhapha (Dipt.: Brachycera) µε τις Οικογ. Tabanidae, Rhagionidae, Athericidae και Pelecorrhynchidae Tabanomorpha, Ανθυποτάξις της Υποτάξεως Brachyptera (Dipt.) που περιλαµβάνει τις Υπεροικ.: Tabanoidea και Stratiomyoidea tachygenesis, ταχυγένεσις, η βράχυνσις της περιόδου αναπτύξεως των ατελών σταδίων ενός εντόµου η οποία συνεπάγεται αρκετά ενδιάµεσα στάδια (instars) tactile, απτικός, σχετικός µε την αίσθησιν της αφής tactile papilla, απτική θηλή, εξάρτηµα της κεραίας (antenna) tactile receptor, υποδοχεύς αφής, mecanoreceptor tactile sense, η αίσθησις της αφής (mecanoreception) tactile sensillum = trichoid sensillum = mechanoreceptor taenidium (πλ.taenidia), σπειροειδής πάχυνσις της tunica intima κατά µήκος των τραχειών τις οποίες και στηρίζει tagma (πλ. tagmata), τα κύρια τµήµατα του σώµατος του εντόµου (κεφαλή, θώραξ, κοιλία) tagmosis, τάγµωσις, η οργάνωσις του σώµατος σε κύρια τµήµατα (tagmata) tail, ουρά, επίµηκες τελικόν τµήµα του σώµατος· στα Aphididae (Hem.: Sternorrhyncha): cauda· σε µερικά τέλεια των Lepidoptera και Neuropteroidea: επιµυκησµένη προέκτασις της οπισθίας πτέρυγος tail of spermatheca· στα ♀ Siphonaptera: hilla (εντερίδιον) talus, τάλως, αστράγαλος, το άκρον της κνήµης (tibia) όπου προσαρµόζεται ο ταρσός (tarsus) tanning, σκληροποίησις (sclerotization)


485 Tanyderoidea, Υπεροικ. των Tipulomorpha (Dipt.: Nematocera): µε την Οικογ. Tanyderidae Tanypezoidea = Diopsoidea tapetum, µικρός τάπης (τάπητας ) · στα έντοµα και τα ακάρεα π.χ. Opilioacarida: στρώσις (στιβάς) από τραχείες όπισθεν του ommatidium η οποία αντανακλά το φως tarsal, ταρσικός, ο ανήκων ή αναφερόµενος στον ταρσόν tarsal apotele· στα ακάρεα: τα πιο ακραία τµήµατα ποδών ή προσακτρίδων όπου φέρονται claws και empodium βλ.pretarsus tarsal claw, ταρσικός όνυξ (pretarsal claw) tarsal formula, ταρσικός τύπος, ο αριθµός των tarsomeres στους ταρσούς των προσθίων, µέσων και οπισθίων ποδών tarsal lobes = euplantulae tarsal segment = tarsomere tarsite = tarsomere tarsomere, ταρσοµερές, υποδιαίρεσις (τµήµα) του ταρσού (tarsus) tarsonemid, άκαρι της Οικογ. Tarsonemidae π.χ. Acarapis, Tarsonemus, Polyphagotarsonemus, Phytonemus Tarsonemina, σειρά των ακάρεων Prostigmata µε τα Tarsonemidae και άλλα στενώς συγγενή είδη των Ηeterostigmata tarsule = tarsulus = pretarsus tarsus (πλ. tarsi), ταρσός, το ακραίον τµήµα του ποδός που προσαρµόζεται στην κνήµη (tibia) φέρει τον προταρσόν (pretarsus) και αποτελείται από ένα έως 5 ταρσοµερή (tarsomeres) taste, γεύσις, χηµειοϋποδοχή (chemoreception) κατά την οποίαν τα χηµικά στοιχεία λαµβάνονται σε υγρή µορφή και σχετικώς υψηλές συγκεντρώσεις βλ.olfaction taste cup = coeloconic sensillum taste organ, όργανον γεύσεως βλ.chemoreceptor taster, δοκιµαστήρ δηλ. προσακτρίς (palpus) ή κεραία (antenna) taxis (τάσσοµαι), ταξία, τακτισµός, η κίνησις προς ή µακράν ερεθίσµατος (επί ζωικών οργανισµών οι οποίοι µπορούν και µετακινούνται) βλ.tropism taxon (πλ. taxa), κάθε ταξινοµική µονάς π.χ. είδος, γένος, Οικογένεια, υπογένος κλπ.


486 taxonomic character, ταξινοµικός χαρακτήρ (χαρακτηριστικόν), κάθε ιδιότης µέλους ενός taxon η οποία µπορεί να διαφέρει µέλους άλλης οµάδος taxonomic unit = taxon taxonomy, Ταξινοµία, Ταξινόµησις, Συστηµατική, η διευθέτησις των ειδών και των οµάδων των οργανισµών σε σύστηµα το οποίον αναδεικνύει τις σχέσεις µεταξύ τους και τη θέση τους στη φυσικήν ταξινόµησιν tectum (πλ. tecta), στέγη, σκέπαστρον· στα ακάρεα Mesostigmata: το κύριον νωτιαίον χείλος της βάσεως του capitulum, επίσης: gnathotectum ή epistome ή tectum capituli tegmen (πλ.tegmena), κάλυµµα, σκέπαστρον· στα Blattaria, Mantodea, Orthoptera και µερικά Auchenorrhyncha (Dipt.): η σκληρυµένη δερµατώδης ή κερατώδης προσθία πτέρυξ· στα Heteroptera (Hem.): η προσθία πτέρυξ η οποία είναι περγαµηνώδης στη βάση της και η υπόλοιπη µεµβρανώδης (hemelytron)· στα ♂ Coleoptera: ο σκληρίτης στη βάση του penis· στα ♂ Lepidoptera: tegumen· στα ♂ Tabanoidea (Dipt.): aedeagal sheath· στα ακάρεα Prostigmata: gnathosomal capsule tegula (πλ. tegulae), καλυπτήρ, κέραµος (κεραµίδι)· κυρίως στα Lepidoptera αλλά και στα Hymenoptera και Diptera: σκληρίτης στην απώτερη βάση του πλευρικού νεύρου (costa) της προσθίας πτέρυγος (forewing) ο οποίος είναι αρκετά φαρδύς ώστε να υπερκαλύπτει τη βάση της πτέρυγος tegumen (πλ. tegumina), σκέπαστρον (συνήθως αψιδοειδές), τεργίτης στο οπίσθιον µέρος του σώµατος κυρίως στα ♂ Lepidoptera tegument = integument teleodont (τέλειος + οδούς = δόντι), τύπος των Lucanidae (Col.) που διαθέτει τις µεγαλύτερες γνάθους (mandibules) βλ. amphiodont, mesodont και priodont telmophage (τέλµα + φαγείν), τελµ(ατ)οφάγος, αιµοµυζητικόν έντοµο που λαµβάνει αίµα από «λίµνη» αίµατος που έχει προκαλέσει µε τα στοµατικά εξαρτήµατά του βλ.solenophage telofilum· στα Thysanura και τα Ephemeroptera: filum terminale telomere(s), τελοµερές· στα ♂ έντοµα: το ακραίον τµήµα του paramere· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): gonostylus βλ.harpago Telomerida, υποθετική µονοφυλετική Οµάς που περιλαµβάνει τα: Hymenoptera, Neuropteroidea και Panorpoidea telosome· στα ακάρεα Eriophyoidea: η φανταστική οπισθία περιοχή του opisthosoma που αποτελείται από τον anal lobe και 3-8 annuli βλ.thanosome telotrophic egg tube = telotrophic ovariole


487 telotrophic ovariole, τελοτροφικός (ακροτροφικός) ωοφόρος σωλήν στα (Hemiptera) και σε πολλά Polyphaga (Col.) µε τα τροφοκύτταρα (trophocytes, nurse cells) στη βλαστική ζώνη (germarium) τα οποία συνδέονται µε κάθε ένα από τα αναπτυσσόµενα ωοκύτταρα µέσω πρωτοπλασµατικής τροφικής χορδής (σωλήνα) βλ. acrotrophic-, panoistic-, meroistic-, polytrophic-, meroistic- και panoistic ovariole telson, τελικόν, το τελευταίο σωµατικόν τµήµα των Arthropoda το οποίον φέρει την έδρα (anus) temones (εν. temo, -onis), ♂ στα Coleoptera: ζυγές αποφύσεις του penis ή του tegmen temple, κρόταφος, το πίσω µέρος της κεφαλής άνω και πίσω από τους συνθέτους οφθαλµούς· σε µερικά Odonata οπισθοφθαλµικός λοβός (postocular lobe)· στα τέλεια Hymenoptera το ανώτερον τµήµα της παρειάς (gena) temporal, κροταφικός temporary polyethism = age polyethism temporary social parasitism, προσωρινός κοινωνικός παρασιτισµός, όταν η βασίλισσα ενός κοινωνικού είδους εισβάλλει στη φωληά άλλου είδους, θανατώνει ή καθιστά άγονη την εκεί βασίλισσα και καταλαµβάνει τη θέση της tenacula· στα ♂ Diptera: retinacula teneculum, δεσµός· στα Collembola: οργανίδιον µε 2 διιστάµενες περόνες (prongs) που χρησιµεύει για την συγκράτησιν της furcula tendon, τένων, λεπτή χιτινώδης πλάξ, ταινία ή κυπελλοειδές κατασκεύασµα στο οποίον προσαρµόζονται µύες οι οποίοι κινούν εξαρτήµατα του σώµατος Τenebrionoidea, Υπεροικ. των Polyphaga (Col.) µε τις Οικογ. Tenebrionidae, Mycetophagidae, Ciidae, Melandriidae, Mordellidae, Rhipophoridae, Meloidae κ.ά. tenent, κρατητήρ, εξάρτηµα που συγκρατεί, συνδέει ή συσφίγγει· στα ακάρεα Acariformes: τριχοειδείς προεκβολές στα claws ή το empodium· στα Oribatida: modified setae teneral, απαλός, µαλακός, νεαρός, η κατάστασις στην οποία βρίσκεται το σώµα του νεοεµφανιζοµένου τελείου εντόµου (ατελώς χιτινισµένο και χωρίς έντονον χρωµατισµό) tensor, τανυστήρ, µυς ο οποίος τανύει (τεντώνει) µίαν µεµβράνην Tenthredinoidea, Υπεροικ. των Symphyta (Hym.) µε τις Οικογ. Tenthredinidae, Parsidae, Agridae, Blasticotomidae, Cimbicidae και Diprionidae tentorium, σκηνίδιον, ο ενδοσκελετός (endoskeleton) της κεφαλής που χρησιµεύει ως στήριγµα και τόπος συνδέσεως µυών Tephritoidea, Υπεροικ. των Schizomorpha (Muscomorpha:Dipt.) µε την Οικογ. Tephritidae κ. ά. teratogyne (τέρας + γυνή)· στα Formicidae (Hym.): παρεκκλίνων τύπος ♀ µέσα σε µίαν αποικίαν


488 terebra (πλ.terebrae), τέρετρον, τρύπανον· στα ♀ Terebrantia (Thys.): ovipositor· στα ♀ Psocoptera: lamina subgenitalis· στα ♀ Tenthredinidae (Hym.): πριονοειδής ωοθέτης (ovipositor) terebrant Hymenoptera, µέλη των Apocrita (Hym.) τα οποία διαθέτουν διατρητικόν ωοθέτην αντί κεντρίου Terebrantia, Υποτάξις των Thysanoptera µε τις Oικογ.: Thripidae, Aelothripidae, Melothripidae, Heterothripidae, Adiheterothripidae, Fauriellidae και Uzelothripidae tergal, τεργιτικός, που ανήκει στο tergum βλ.dorsal tergite, τεργίτης, νωτιαίος σκληρίτης βλ.notum και tergum tergosternum· στα ♂ Diptera: hypandrium tergum (πλ. terga), η άνω ή ραχιαία επιφάνεια κάθε σωµατικού τµήµατος ή δακτυλίου αποτελουµένου από έναν ή περισσότερους σκληρίτες, ο µεγάλος σκληρίτης στην ραχιαίαν επιφάνεια σωµατικού τµήµατος ή δακτυλίου βλ.notum και tergite termen, τέρµα, όριον, π.χ. το ακραίον περιθώριον της πτέρυγος terminal, ακραίος, στο άκρον ή στην κορυφήν αντ.basal terminal filament(s), ακραίον (τελικόν) νηµάτιων, το κυτταρικό τελικό νηµάτιο του ωοφόρου σωλήνος (ovariole) terminalia, τα τελευταία κοιλιακά τµήµατα τροποποιηµένα σε genital segments termitarium, τερµιτάριον, η φυσική ή τεχνητή φωληά µίας αποικίας τερµιτών (termites) termite, τερµίτης, µέλος της Τάξεως Isoptera termitophile, τερµιτόφιλος, άλλης Τάξεως έντοµα φιλοξενούµενα στην φωληά τερµιτών terrestrial, χερσαίος, που ζει στην ξηρά αντ. aquatic tertiary reproductive· στους τερµίτες (Isoptera): ergatoid reproductive testaceous, testaceus, 1 οστράκινος, µε σκληρόν κάλυµµα 2 µε χρώµα καστανοκίτρινον testicular, ορχικός, των όρχεων (testes) testis (πλ.testes), όρχις, οι συνήθως ζυγές ♂ γονάδες αποτελούµενες από έναν αριθµό testis follicles testis follicles, σπερµατοφόροι σωλήνες, κυλινδροειδείς κατασκευές εντός των όρχεων (testes) όπου λαµβάνει χώραν η σπερµατογένεσις testudinate, testudinatus, (testudo = χελώνη), σαν το όστρακο της χελώνας (στεγοειδής, αψιδοειδής)


489 Tetramera, Coleoptera µε 4 ταρσοµερή (tarsomeres) σε κάθε ταρσόν (tarsus) Tetrastigmata, παλαιά ονοµασία των ακάρεων Holothyrida Tetrigoidea, Υπεροικ. των Caelifera (Orth.) µε µόνη την Οικογ. Tetrigidae Tettigonioidea, Υπεροικ. των Ensifera (Orth.) µε τις Οικογ. Tettigoniidae και Prophalangopsidae Thaumastocoridea, Υπεροικ. των Cimicimorpha (Hem.: Heteroptera) µε µόνη την Οικογ. Thaumastocoridae thamnophilus, θαµνόφιλος, που ζει σε λόχµες ή πυκνούς θάµνους thanatose, thanatosis, θανάτωσις, η κατάστασις κατά την οποίαν το έντοµο όταν ενοχληθεί προσποιείται το νεκρό παραµένοντας (επί ένα χρονικόν διάστηµα) ακίνητο thanosome· στα ακάρεα Eriophyoidea: φανταστική περιοχή του opisthosoma χωρίς anal lobe και τους τελευταίους 3-8 annuli βλ.telosome Thaumastocoridea, Υποοικ. των Cimicomorpha (Hem.: Heteroptera) µε µόνη την Οικογ. Thaumastocoridae theca, θήκη, κάθε προστατευτική θήκη ή κάλυµµα thelytoky, θηλυτοκία,1 παρθενογένεσις κατά την οποίαν παράγονται µόνον ♀, 2 η παραγωγή ♀ από αγονιµοποίητα ωάρια thermometabolism, θερµοµεταβολισµός, η εξάρτησις της µεταβολικής λειτουργίας ενός οργανισµού από την θερµοκρασίαν thermotropism, θερµοτροπισµός, η αντίδρασις ενός οργανισµού στις αλλαγές της θερµοκρασίας thigh, µηρός (femur) thigmotactic, θιγµοτακτικός (στερεοτακτικός), εκείνος που αρέσκεται στο να ζει πολύ κοντά ή να εφάπτεται µε τα άλλα άτοµα ή µε αντικείµενα thigmotaxis, θιγµοταξία, θιγµοτακτισµός (στερεοτακτισµός), κινητική αντίδρασις προκαλουµένη από απτικόν ερέθισµα το οποίον αναγκάζει πολλά έντοµα να µένουν σε επαφήν µε επιφάνειες π.χ. ρωγµές ή σχισµές βλ.stereokinesis third clasper· στα ♂ Chironomidae: superior volsella third valves· στα ♀ Isoptera: dorsal valves thoracic, θωρακικός, που ανήκει ή αφορά στον θώρακα


490 thoracic ganglia, θωρακικά γάγγλια, τα 3 πρώτα γάγγλια της κοιλιακής νευρικής αλύσου (ventral nerve cord) όπισθεν του suboesophageal ganglion τοποθετηµένα από ένα σε κάθε θωρακικό τµήµα (thoracic segment) και τα οποία ελέγχουν τα όργανα κινήσεως thoracic leg, θωρακικός πους (πόδι), αρθρωµένο κινητικόν εξάρτηµα των προνυµφών διακρινόµενο των κοιλιακών ποδών (prolegs) thoracic notum (πλ.nota), θωρακικόν νώτον, νωτιαίο τµήµα του θώρακος thoracic salivary gland, θωρακικός σιελογόνος αδήν· στη µέλισσα (Hym.: Apidae): labial gland thorax, θώραξ, το 20 (µεσαίο) κύριον µέρος (tagma) του σώµατος των εντόµων µεταξύ της κεφαλής (head) και της κοιλίας (abdomen) το οποίον αποτελείται από τα:prothorax, mesothorax και metathorax thrips, θριψ (θρίπας), µέλος της Τάξεως Thysanoptera Thyridoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Thyrididae thyroid, θυροειδής· στα τέλεια των Diptera: προεξοχή του οπισθίου τοιχώµατος του haustellum Thysanoptera, Τάξις εξωπτερυγώτων εντόµων µικρού µεγέθους µε ασύµµετρα ξέοντα στοµατικά εξαρτήµατα και θυσανώδεις πτέρυγες (όταν υπάρχουν) Thysanopterida = Thysanopteroidea = Thysanoptera Thysanura = Zygentoma tibia, κνήµη, το 40 τµήµα του ποδός µεταξύ µηρού (femur) και ταρσού (tarsus) tibial spurs, κνηµιαία κέντρα, προεξοχές που βρίσκονται συχνά στο άκρον της κνήµης βλ. comb tick, κρότων (τσιµπούρι), µέλος της Υποτάξεως Ixodida (Acari) µε τις Οικογ. Ixodidae και Argasidae timbal, · στα Cicadidae (Hem.: Auchenorrhyncha): η οστρακόµορφος µεµβρανώδης επιφάνεια στη βάση της κοιλίας στο τέλειον έντοµο που χρησιµεύει στην παραγωγήν ήχου βλ.επίσης tympanum Tineoidea, η πιο πρωτόγονη Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. Arrhenophanidae, Eriocottidae, Psychidae και Tineidae Tingoidea, Υπεροικ. των Cimicomorpha (Heteroptera:Hem.) µε µόνη την Οικογ. Tingidae tip, το απώτερον ακρον βλ.apex Tiphioidea, Υπεροικ. των Aculeata (Hym.) µε τις Οικογ. Tiphiidae, Sapygidae, Mutillidae, Sierolomorphidae και Bradynobaenidae Tipuloidea, Υπεροικ. των Nematocera (Dipt.) µε τις Οικογ. Tipulidae και Trichoceridae


491 Tipulomorpha ή Polyneura, Υποδιαίρεσις των Nematocera (Dipt.) µε τις Οικογ.: Tipulidae, Ptychopteridae και Trichoceridae ή Ανθυποτάξις των Nematocera (Dipt.) µε τα: Tanyderoidea (Tanyderidae) και Tipuloidea (Tipulidae) Tischerioidea, Υπεροικ. των Heteroneura (Lep.) µε µόνη την Οικογ. Tischeriidae titillator(s), γαργαλίδες, άκανθες, πλακίδια ή λεπτές προεξοχές στο απώτερο άκρον του aedeagus· στα ♂ Ephemeroptera: penial spines· στα ♂ Caelifera (Orth.): epiphallus·στα ♂ Mecoptera και Trichoptera: parameres tocospermy· στα ακάρεα: σύστηµα µεταφοράς σπέρµατος κατά το οποίον ο spermatophore του ♂ αποτίθεται κατ’ ευθείαν στο genital opening του ♀ tomentose, tomentosus, γναφαλώδης, σκεπασµένος µε tomentum tomentum, γνάφαλον, µεταξώδες χνούδι tongue, γλωσσίς, συνήθως η συνεστραµµένη προβοσκίς των Lepidoptera (proboscis), το αναρροφητικόν όργανον των Diptera, το λείχον όργανον των Hymenoptera (ligula) και ενίοτε ο υποφάρυγξ (hypopharynx) άλλων εντόµων tonotrorism, τονοτροπισµός, η αντίδρασις στους ήχους tone, τόνος (µυϊκός), η κατάστασις των µυών που παραµένουν σε µερική συστολή ώστε το έντοµο να διατηρεί την στάσιν του tortoise mite, µέλος των ακάρεων Uropodoidea (Mesostigmata) µε κοιλώµατα στο σώµα τους (podofossae) στα οποία αποσύρονται οι πόδες και ή κεφαλή βλ.turtle mite Tortricoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε την Οικογ. Tortricidae torulus (πλ. toruli), ογκίδιον ή θήκη στη βάση της κεραίας (antennal socket) torus, τύλος, όγκωµα, εξόγκωµα touch, αφή (mecanoreception) trabeculum (πλ.trabecula), δοκίδες, ινώδεις δοκίδες, λοβοειδείς µάζες στο protocerebrum από τις οποίες εκφύονται τα στελέχη (stalks) που φέρουν τα mushroom bodies· σε µερικά Phthiraptera: ζυγό κινητόν εξάρτηµα έµπροσθεν των antennae trachea (πλ.tracheae), τραχείες, εξωδερµικής προελεύσεως (χιτίνινοι) αεραγωγοί µε σπειροειδείς δακτυλίους (µέρος του αναπνευστικού συστήµατος) tracheal capillary = trachiole


492 tracheal gills, τραχειακά βράγχια· στα υδρόβια έντοµα: πεπλατυσµένες ή νηµατοειδείς προεξοχές µε λεπτό εξώδερµα και δίκτυο τραχεολών (tracheoles) µέσω των οποίων απορροφάται το οξυγόνο από το νερό βλ. επίσης caudal gills, rectal gills tracheal mite, το άκαρι Acarapis woody (Tarsonemidae) που παρασιτεί τις τραχείες των µελισσών tracheal respiration, τραχειακή αναπνοή (αναπνοή µέσω τραχειών) tracheal system, τραχειακόν (αναπνευστικόν) σύστηµα, το αποτελούµενον από τραχείες και τραχειόλες (tracheoles) Tracheata ή Atelocerata =Αrthropoda που διαθέτουν tracheae δηλ.τα: Arachnida, Onychophora, Hexapoda και Myriapoda tracheole (s), τραχειόλιον -ια, τριχοειδείς διακλαδώσεις των tracheae µε µεγαλύτερη ανάπτυξη στις προνύµφες trail parasitism = trophic parasitism trail pheromone, ιχνοφεροµόνη, ουσία η οποία αφήνεται ως ίχνος από ένα ζώο ώστε να ακολουθείται από άλλα άτοµα του ιδίου είδους π.χ. τερµίτες ή µυρµήγκια translucent, ηµιδιαφανής transpiration, διαπνοή, η αποβολή υγρών υπό µορφήν αερίου (ατµού) transtilla -ae, διαδοκίς (σταυροειδής δοκός), ζυγόν· στα ♂ Geometridae κ.ά. Lepidoptera: σκληροποιηµένη κατασκευή στο νωτιαίον τµήµα του diaphragma, gnathos ή peniculi transverse, transversus, εγκάρσιος transverse vein = crossvein traumatic insemination, τραυµατική σπερµατέγχυσις· σε πολλά Cimicoidea και µερικά Nabidae (Hem.:Heteroptera): ο τραυµατισµός από τον phallus (♂) του τοιχώµατος των εσωτερικών ♀ genitalia κατά την σύζευξιν και η εναπόθεσις του σπέρµατος (sperm) έξωθεν της συνήθους αναπαραγωγικής οδού treehopper, µέλος της Οικογ. Membracidae (Hem.: Aychenorrhyncha) triad, τριάς, η διευθέτηση σε τριάδες των νεύρων πτέρυγος (wing veins) tribe, Φυλή, υποδιαίρεσις της Υποοικ. που περιλαµβάνει οµάδα γενών (genera) και της οποίας η ονοµασία έχει την κατάληξιν “-ini ” tricerores, τρικήρορες· στo Pseudococcus (Hem.: Coccoidea: Pseudococcidae): trilocular pores trichobothrium (πλ. trichobothria), τριχοβόθριον, λεπτή αισθητήριος τρίχα φεροµένη επί κυπελλοειδούς βάσεως (βοθρίου)· στα ακάρεα: bothridial sensillum trichogen cell, trichogenous cell, τριχογόνον κύτταρον


493 trichoid sensillum, τριχοειδές αισθητήριον, τριχοειδής προεξοχή της cuticula αρθρωµένη στο σωµατικόν τοίχωµα µε µεµβρανώδη θήκην (alveolus) και η οποία λειτουργεί ως mechanoreceptor ή και λιγότερο συχνά ως chemoreceptor trichoidy, τριχοειδία, όταν σε ακάρεα (Acariformes) το σώµα διαιρείται σε 3 περιοχές µε προτερο υστεροσωµατικήν και ποδο - οπισθοσωµατικήν άρθρωσιν βλ. dichoidy, ptychoidy Trichopora, µέλη των Heteroptera (Hem.) τα οποία φέρουν trichobothria στoυς προγεννητικούς κοιλιακούς στερνίτες (pregenital abdominal sterna) trichophore, τριχοφόρος, κυλινδρική εσωτερική κοιλότης της cuticula κάτω από τη βάση µίας seta trichopore, τριχοπόρος, άνοιγµα της cuticula κάτω από µίαν seta από το οποίον διέρχεται η τριχοποιητική προεκβολή ενός trichogen cell Trichoptera, Τάξις ενδοπτερυγωτών ολοµεταβόλων εντόµων µε σώµα και πτέρυγες σκεπασµένα µε τρίχες και µε προνύµφες γενικώς υδρόβιες Trichopterida = Amphiesmenoptera Tridactyloidea, Υπεροικ. της Υποτάξεως Caelifera (Orth.) µε τις Οικογ. Tridactylidae και Cylindrachetidae Trigonaloidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) µε µόνη την Οικογ. Trigonalidae trigynaspine, αντιπρόσωπος της Υποτάξεως Trigynaspida (Mesostigmata) ακάρεα µε 3 genital shields στο τέλειον ♀ trilocular pores, τριτοπικοί πόροι· στις νύµφες και τα ♀ των Coccoidea (Hem.: Heteroptera): πόροι µε 3 ανοίγµατα βλ. bilocular pore και multilocular pore Trimera, Psocoptera και Coleoptera τα οποία έχουν ταρσούς µε µόνον 3 τµήµατα trinomen, τριώνυµον, ο συνδυασµός 3 ονοµάτων ( γένους, είδους, υποείδους) που αποτελούν την ονοµασίαν ενός υποείδους trinomial, trinominal name, τριώνυµος ονοµασία tritocerebrum, τριτεγκέφαλος, το τρίτον (οπίσθιον ή οπισθοκοιλιακόν) ζεύγος λοβών του εγκεφάλου τα γάγγλια του οποίου χειρίζονται τα νευρικά σήµατα που προέρχονται από το σώµα του εντόµου tritonymph, τριτονύµφη, η νύµφη τρίτου σταδίου· στα Opilioacarida, Holothyrida, Argasida και πολλά Acariformes ακάρεα: το τρίτο και τελικό νυµφικόν ή ενδιάµεσον στάδιον Tritopolyphaga, Οµάς των Coleoptera που περιλαµβάνει τα Bostrychiformia και τα Cucujiformia tritosternum· στα ακάρεα Mesotigmata: το sternum του τρίτου σωµατικού τµήµατος trivial name = vernacular name trivoltine, ο έχων τρείς γενεές ανά έτος ή εποχήν


494 trochantellus, µικρός τροχαντήρ· σε µερικά τέλεια των Apocrita (Hym.): το εγγύτερον στο σώµα άκρον του µηρού (femur) που φαίνεται ως 20 τµήµα του trochanter trochanter, τροχαντήρ, τµήµα του ποδός (συνήθως µικρού µεγέθους) µεταξύ ισχίου (coxa)και µηρού (femur) trochantin· σε µερικά έντοµα: 1 ελεύθερο σκληροποιηµένο υπόλειµµα του ισχιοπλευρίτη στη βάση του ποδός που προσφέρει ένα 20 σηµείον αρθρώσεως µε το ισχίον (coxa), 2 κάθε µικρός σκληρίτης που παρεµβάλλεται µεταξύ δύο άλλων (ανεξαρτήτως θέσεως στο σώµα) trochus, τροχός, τροχίσκος, κάθε µικρό τµήµα που παρεµβάλλεται µεταξύ 2 κανονικών τµηµάτων αρθρωµένης κατασκευής ή µέρους του σώµατος Troctomorpha, Υποτάξις των Psocoptera που περιλαµβάνει: Nanopsocetae και Amphientometae Trogiomorpha, Υποτάξις των Psocoptera που περιλαµβάνει Atropetae και Psocatropetae troglophile (τρώγλη = σπηλιά + φίλος), τρωγλόφιλος, µε προαιρετική προτίµηση να ζει σε σπηλιές troglobiont, troglodytic, τρωγλοδύτης, ζει αποκλειστικώς κάτω από το έδαφος, συνήθως σε σπηλιές ή κοιλότητες trofallaxis, τροφάλλαξις· στα κοινωνικά έντοµα: η ανταλλαγή τροφικού υλικού µεταξύ των µελών της αποικίας και των φιλοξενουµένων οργανισµών trombidiosis, δερµατίτις προκαλούµενη από νύγµατα προνυµφών των ακάρεων Trombiculidae (Prostigmata) trophy, τροφοί, τα στοµατικά εξαρτήµατα (mouthparts) trophic, τροφικός trophic parasitism, τροφικός παρασιτισµός, η εισβολή ενός είδους στην κοινωνία ενός άλλου για να τρέφεται trophic symbiosis = trophobiosis trophobiosis, τροφοβίωσις, η περίπτωσις των µυρµηγκιών (Hym.: Formicidae) τα οποία παίρνουν τις µελιτώδεις εκκρίσεις κυρίως των κοκκοειδών και των αφίδων (Hem.) ανταποδίδοντας προστασίαν trophocytes, τροφοκύτταρα, εκείνα που επεξεργάζονται θρεπτικά υλικά και λειτουργούν ως τροφοί (θρεπτικά κύτταρα) είτε σε ωοφόρους σωλήνες των ♀ είτε σε σπερµατοφόρους σωλήνες των ♂ βλ.nurse cells trophogenesis, τροφογένεσις, η προέλευσις κάστας (caste) µε διαφορετικά χαρακτηριστικά λόγω διαφοροποιηµένης διατροφής κατά τα ατελή στάδια tropical fowl mite, το άκαρι Ornithonyssus bursa (Mesostigmata: Dermanyssoidea: Macronyssidae) tropical rat mite, το άκαρι Ornithonyssus bacoti (Mesostigmata: Dermanyssoidea: Macronyssidae)


495 tropism (τρέποµαι = στρέφοµαι), τροπισµός, στατικός προσανατολισµός (θετικός ή αρνητικός) ως προς ένα ερέθισµα αναφερόµενος πρωτίστως σε φυτά τα οποία δεν µετακινούνται (ριζωµένα) βλ.taxis tropotaxis, τροποτάξις, αντίδρασις κατά την οποίαν το έντοµο στρέφεται και συγχρόνως κινείται ως προς κάποιο ερέθισµα (συνδυασµός tropism και taxis) truncate, truncatus, κολοβωµένος, µε το άκρον αµβλύ ή κοµµένο απότοµα truncus = trunk trunk, κορµός· στα Collembola: thorax + abdomen· στα Aculeata (Hym.): alitrunc tuba analis, (πλ. tubae anales), εδρικός σωλήν· στα Auchenorrhyncha (Hem.): anal tube· στα Lepidoptera: το οπίσθιον τµήµα του πεπτικού σωλήνος που περικλείεται από genitalia και καταλήγει στην έδραν (anus) tubecase, σωληνοειδής θήκη, συνήθως φορητή, µέσα στην οποίαν διαµένουν προνύµφες ή νύµφες υδροβίων εντόµων tubercle, φυµάτιο, εξόγκωµα tuberculate, καλυµµένος από στρογγυλεµένον λοβόν (tubercle) tuberculus (πλ. tuberculi), tubercle· στα ♀ Culicidae (Dipt.): µία ή περισσότερες µικρές κοµβιοειδείς κατασκεύες επί της insula tuberiferous, o φέρων tubercles tubular, σωληνοειδής tubular spinnerets· στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): dorsal pores tubular type (of genitalia)· στα ♀ Coleoptera: genitalia µε χωριστή bursa copulatrix tubuli, σωληνάρια· στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): dorsal pores tubulus· στα ♀ Lepidoptera: σωληνοειδής τηλεσκοπικός ωοθέτης (ovipositor)· στα ♀ Diptera: τα λεπτά ευλύγιστα κοιλιακά τµήµατα που σχηµατίζουν τον ovipositor βλ.oviscapt και ovipositor tuft, θύσανος, συστάς (συστάδα) σχεδόν παραλλήλων τριχών οι οποίες φύονται από δεδοµένην περιοχήν (verruca) tumulus, τύµβος, γεώλοφος, ο σωρός από µαλακό χώµα γύρω από νέα είσοδο εντόµου στο έδαφος tunica externa· στα ♂ Diptera: το εξωτερικόν περιτύλιγµα του σακκοειδούς όρχεως (testis) tunica interna· στα ♂ Diptera: το εσωτερικόν περιτύλιγµα του σακκοειδούς όρχεως (testis) turbinate, turbinatus, κωνικός, µε διαφοροποιηµένη κορυφήν


496 turbinate eye, κωνικός οφθαλµός· στα ♂ Ephemeroptera: το άνω µέρος του διχασµένου συνθέτου οφθαλµού (ανυψωµένο σε ευρύ µίσχον) που φέρει νωτιαίως τα οµµατίδια turtle mite, άκαρι µέλος της Οικογ. Scutacaridae: Mesostigmata βλ.tortoise mite tydeid mite, άκαρι µέλος της Οικογ. Tydeidae (Prostigmata: Eupodina) tylus (πλ.tyli), τύλος (κάλος), τύλωµα· σε ♀ έντοµα: second gonapophysis ή gonoplac tymbal, τύµπανον, τεταµένη ελαστική µεµβράνη ικανή να παράγει ήχον όταν καµφθεί tympanal organ, τυµπανικόν ακουστικόν όργανον ευαίσθητο σε δονήσεις· στις πρόσθιες κνήµες των Grylloidea και Tettigonoidea (Orth.)· στον mesothorax µερικών Nepomorpha (Hem.)· στον metathorax των Noctuidae (Lep.) και στον πρώτον κοιλιακόν στερνίτη των Acrididae (Orth.) των Cicadidae κ. ά. Auchenorrhyncha (Hem.) καθώς και σε αρκετές Οικογ. των Lepidoptera tympanum = tympanal organ = tympanic membrane type specimen, τυπικόν δείγµα (holotype, lectotype ή neotype) κάθε syntype της σειράς τύπων

U U- shaped rod· στις προνύµφες των Culicidae (Dipt.): το παχυµένο σε σχήµα U χείλος της mandible ulna, ωλένη, αγκών ulnar vein, ωλενικόν (πηχιαίον) νεύρο πτέρυγος· στα Auchenorrhyncha (Hem.) και στα Orthoptera: cubitus anterior (CuA) ulona (ούλον –α), τα σαρκώδη στοµατικά εξαρτήµατα των Orthoptera Ulonata = Orthoptera umbilicate, umbilicatus, οµφαλοειδής umbilicus, οµφαλός, οµφαλοειδές εντύπωµα umbrella organ = campaniform sensillium unarmed, άοπλος, χωρίς κεντρί, άκανθες ή άλλον εξοπλισµό unci (πλ.uncus)· στα ♂ Odonata: hammuli βλ.uncus uncinate, uncinatus, αγγιστροειδής, αγκυλωτός π.χ. uncinate spine uncus (πλ.unci), άγγιστρον, αγκυλωτή αιχµή undate (undatus, undulates), κυµατοειδής


497 unguinals· στα ακάρεα Acariformes: το πιό ακραίον ζεύγος setae επί των ταρσών στη βάση του ambulacrum unguis (πλ.ungues), όνυξ, ονυχοειδής κατασκευή unguitractor (muscle) = pretarsal depressor (muscle) unguitractor plate, ο κοιλιακός (κάτω) σκληρίτης του προταρσού (pretarsus) unidentate, µονόδους, µε µόνον έναν οδόντα uniforous spiracle, µονόπορον (µε ένα άνοιγµα) αναπνευστικόν τρήµα uniplicate, µε µόνο µία πτυχή (plica) unisexual, µονογενής, µονοφυλετικός βλ.bisexual univoltine, έντοµο µε µία γενεά το έτος βλ.bivoltine και multivoltine upper, άνω, ανώτερος upper anal appendage· στα ♂ Bittacidae (Mec.): epiandriun upstanding, στητός, όρθιος, ανασηκωµένος Uranioidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε την Οικογ. Uranidae ureter, ουρητήρ, το στέλεχος που ενώνει τα Malpigian tubules µε τον πεπτικόν σωλήνα urinary vessels, ουροποιητικά αγγεία (Malpigian tubules) urite, ουρίτης, στερνίτης της « ουράς» uromere, ουροµερές (abdominal segment) uropod, ουροπόδιον, κάθε κοιλιακόν εξάρτηµα π. χ. proleg uropore· στα ακάρεα: anus uropygium, ουροπύγιον (oviscapt) urosome, ουρόσωµα (abdomen) urosternite, ουροστερνίτης, το στερνικόν τµήµα ενός uromere (abdominal sternite) urtergite, ουροτεργίτης, το νωτιαίον τµήµα ενός uromere, abdominal tergite urticating hairs, κνιστικαί τρίχες· σε µερικές κάµπ(ι)ες των Lepidoptera και σε τέλεια έντοµα: τρίχες ή σµήριγγες που επικοινωνούν µε τοξικούς αδένες ή που προκαλούν µηχανικόν ερεθισµόν (urtication)σε άλλα ζώα urtication, κνίδωσις, ο ερεθισµός του δέρµατος που προκαλείται από κνιστικές τρίχες ή άλλες αιτίες


498 uterus, µήτρα· στα ♀ έντοµα: ο κοινός ωαγωγός (oviductus communis) utriculus, ασκίδιον· στα ♀ Lepidoptera: σακκοειδής δεξαµενή της spermatheca


499 V vagina, κόλπος, κολεός· στα ♀ έντοµα: σωληνοειδής κατασκευή από την συνένωσιν των ωαγωγών (oviductus communis) µε άνοιγµα προς τα έξω ώστε να επιτρέπει την διέλευσιν των ωών προς τον ωοθέτη (ovipositor) και την υποδοχή του πέους (penis) κατά τη σύζευξιν βλ.vulva vaginal aperture· στα ♀ Lepidoptera: ostium bursae vaginal armature· στα ♀ Lepidoptera: sterigma vaginal sclerites· στα ακάρεα Mesostigmata: ζεύγος εσωτερικών σκληριτών στην genital region Vaginata = Coleoptera vaginula· στα ♀ Hymenoptera: gonoplac vagus nervous system = stomatogastric nervous system valva (πλ.valvae) βαλβίδα, πώµα ή βαλβιδοειδές κάλυµµα στο στόµιον ενός ανοίγµατος το οποίο ανοίγει προς τη µίαν κατεύθυνσιν και κλείνει προς την άλλην· στα ♂ Trichoptera: inferior appendages· στα ♂ Lepidoptera: clasping organs· στα ♀ Thysanoptera: blades of ovipositor· στα ♀ Lepidoptera: navicula ή papillae anales valve (s), βαλβίς, θυρίς, δικλείδα· στα τέλεια των Hymenoptera: valvula of maxilla · στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): anal plate· στα ♂ Zoraptera: clasping organs· στα ♂ Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhynha): claspers· στα ♂ Coleoptera: parameres· στα ♂ Auchenorrhyncha (Hem.): genital valves· στα ♂ Lepidoptera: valvae· στα ♀ Odonata: lateral gonapophyses· στα ♀ Orthoptera: valvulae· στα ♀ Phasmida: gonapophyses· στα ♀ Lepidoptera: papillae anales· στα ♀ Chironomidae (Dipt.): gonapophysis VIII valvula (πλ.valvulae), βαλβίδιον, µικρή βαλβίς ή βαλβιδοειδής προεκβολή π.χ. στα ♂ Lepidoptera: sacculus· στα ♀ Lepidoptera: papillae anales· στα ♀ Phasmida: gonapophyses· στα ♀ Psocoptera: valvae dorsales· στα ♀ Hymenoptera: gonapophyses βλ.paraproct valvular process· στα Odonata: style vannal area = anal area vannal region, ο clavus της πτέρυγος vannus, λίκνον, βενταλιοειδής επέκτασις του clavus της οπισθίας πτέρυγος η οποία χωρίζεται από το remigium µε την claval furrow variation, παραλλαγή, διαφορά εκδηλούµενη από άτοµα µέσα στο ίδιον είδος βλ.continuous variation, discontinuous variation, polymorphism variegate (variegated, variegatus) , ποικιλόχρωµος µε αόριστα σχέδια


500 varietas, ποικιλία (var.), γενικός όρος που αφορά σε µεµονωµένο άτοµο ή µικρόν τοπικόν πληθυσµόν ο οποίος διαφέρει από τους άλλους biotypes του ιδίου πληθυσµού αλλά χωρίς γεωγραφικήν τοποθέτησιν βλ.phenotype, morphe κ.ά. vas (πλ.vasa), αγγείον, αγωγός vas ejaculatorium· στα ♂ Lepidoptera: ductus ejaculatorius vas deference, (πλ. vasa deferentia), σπερµαταγωγός· στα ♂ άτοµα: οι ζυγοί µεσοδερµικοί αγωγοί που µεταφέρουν το σπέρµα από τους όρχεις (testes) και εκβάλλουν στον εξωδερµικόν εκσπερµατικόν αγωγόν (ductus ejaculatorius) vas efferens (πλ.vasa efferentia), εκφορητικός αγωγός· στα ♂ άτοµα: αγωγοί που οδηγούν από τους σπερµατοφόρους σωλήνες των όρχεων στους σπερµαταγωγούς ( vasa deferentia) vascular, αγγειακός, σχετικός µε αγγεία και αγωγούς vector, φορέας παθογόνων, ενδιάµεσος ξενιστής παθογόνων µικροοργανισµών για τα µέλη άλλου είδους vein(s), νεύρα πτερύγων, σκληροποιηµένες σωληνοειδείς κατασκευές οι οποίες υποστηρίζουν την µεµβράνην της πτέρυγος βλ.venation veinlet, νευρίδιον, κάθε µικρό νεύρον που οδηγεί από ένα κύριον κατά µήκος νεύρον στο περιθώριο της πτέρυγος (κυρίως στην οπίσθιαν περιοχή) βλ.accessory vein, crossvein, intercalary vein και intercostula velvet mite, νύµφη ή τέλειον άτοµον µέλους χερσαίων ακάρεων Parasitengona (Prostigmata) που τρέφεται µε µικροαρθρόποδα και ωά τους vena, νεύρον (vein) venation, νεύρωσις, το σύνολο των νεύρων µιας πτέρυγος (neuration) venom, δηλητήριον, τοξικόν υγρό που εισάγεται στο θήραµα ή στον εχθρό και το οποίον προκαλεί θάνατον, παράλυσιν ή αίσθηµα πόνου venom gands = poison glands venter, κοιλιακή χώρα, η όλη κοιλιακή (κάτω) πλευρά ενός ζώου ventral, κοιλιακός, της κάτω επιφανείας του σώµατος ventral plate, κοιλιακή πλαξ· στα ακάρεα Brachypylina (Oribatida): σκληρυµένη πλάξ που καλύπτει την κοιλιακήν επιφάνεια του opisthosoma ventral prolegs, κοιλιακοί ψευδόποδες· στις προνύµφες των Holometabola έντοµα: οι ψευδόποδες (prolegs) όλων των κοιλιακών δακτυλίων πλην του τελευταίου οι οποίοι ονοµάζονται anal prolegs ventral scale, κοιλιακόν λέπιον· στα Diaspididae (Hem.: Coccoidea): η παραγοµένη από το έντοµον λεπτή κηρώδης στιβάς µεταξύ της venter του και του φυτού - ξενιστή


501 ventral trachea, τραχεία κοιλιακού δακτυλίου ventral tracheal trunk, κοιλιακός τραχειακός κορµός, ο επιµήκης τραχειακός κορµός ο οποίος ενώνει την σειρά των ventral tracheae ventral valves, κοιλιακαί βαλβίδες· στα ♀ έντοµα: first gonapophyses· στα ♂ Mecoptera: parameres· στα ♀ Ephemeroptera:· στα ♀ Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha): lateral valves· στα ♀ Psyllidae (Hem.: Sternorrhyncha): ventral plate ventrianal shield· στα Mesostigmata ακάρεα: κοιλιακός θυρεός που φέρει το anal opening, τις circum anal setae και ένα ή περισσότερα ζεύγη lyrifissures ventricle, κοιλότης, καρδιακή κοιλία ventriculus, κοιλίδιον, γαστρίδιον, στόµαχος (midgut) venula (πλ.venulae), µικρή vena venule, διακλάδωσις ενός κυρίου επιµήκους νεύρου (vein) της πτέρυγος (crossvein) Vericloacia = Annulipalpia vermicular (vermiculate, vermiculatus), σκωληκοειδής vermicule, µικρός σκώληξ βλ.maggot vermiculus·στα ♂ Lepidoptera: τµήµα της harpe vernacular name, η κοινή ονοµασία ενός οργανισµού βλ.scientific name vericule, vericulus, οβελίσκος, πυκνός θύσανος ανορθωµένων τριχών verruca (πλ.verrucae), µυρµήκιον (κρεατοελιά), εκβλάστησις κυλινδρική και κολοβωµένη φέρουσα συνήθως θύσανον τριχών π.χ. στις προνύµφες των Lepidoptera versicolor, versicolorous, πολύχρωµος, µεταβλητός χρωµατισµός Verson’s cell ή Versonian cell, κύτταρον του Verson· στα ♂ έντοµα: apical cell του testis follicle Verson’s glands, αδένες του Verson· στις προνύµφες των Lepidoptera: moulting glands vertex, βρέγµα (κεφαλής), το µεταξύ των οφθαλµών τµήµα ( frons + occiput ) vertexal, βρεγµατικός ( επάνω, κοντά ή προς το vertex ) vertical margin· στα τέλεια των Diptera: το όριον µεταξύ frons και occiput verticil, µία από τις σπειροειδώς διατεταγµένες λεπτές ευαίσθητες τρίχες στα flagellomeres µίας κεραίας (antenna) ή από περιοχήν τµήµατος ποδός στα ακάρεα verticiliform antenna· στα Cecidοmyidae και Tipulidae (Dipt.): κεραία όπου στα flagellomeres υπάρχουν κύκλοι µε λεπτές ευαίσθητες τρίχες (verticils)


502 vesica (πλ.vesicae), το µεµβρανώδες ακραίον τµήµα του aedeagus· στα ♂ έντοµα: ειδικώς ανεπτυγµένος endophallus· στα ♂ Diptera: ejaculator, hypophallus ή sperm sac vesica seminalis· στα ♂ Lepidoptera: διαπλάτυνσις του ductus ejaculatorius ή του vas deferens στην συνένωσιν µε τον αγωγό των βοηθητικών αδένων ( glandulae accessoriae) vesicle, κυστίδιον, φλύκταινα µερικές φορές εκτατή βλ.eversible vesicle· στα ακάρεα Mesostigmata (Phytoseiidae, Blattisociidae και Otopheidomenidae): σακκοειδής κατασκευή υποστηριζόµενη από τον calyx όπου διαφαίνονται οι endospermatophores vesicula (πλ. vesiculae), µικρά κύστις· στα ♂ Diptera: ejaculator vesicula seminalis· στα ♂ έντοµα: ζυγή κυστοειδής διαπλάτυνσις των vasa deferentia προς αποθήκευσιν σπέρµατος vesicula spermalis· στα ♂ Odonata: φιαλοειδής κυστική διαπλάτυνσις για την υποδοχή των spermatophores vesparium, φυσική ή τεχνητή φωληά µίας αποικίας Vespinae (Hym.: Vespidae) βλ. termitarium Vespoidea, Υπεροικ. των Apocrita (Hym.) η οποία περιλαµβάνει την Οικογ. Vespidae vespophiles· σε φωληές Vespidae (Hym.: Apocrita): inquilines vestibule, αίθουσα ( atrium = αίθριον ), εγκολπωµατική κοιλότης, προθάλαµος vestibulum vaginae· στα ♀ Siphonaptera: εγκόλπωµα στο νώτον του vagina όπισθεν του ostium bursae vestigial, ατροφικός, υποτυπώδης, µη λειτουργικός vestiture, vesture, περιβολή, ενδυµασία, το σύνολον των εξωδερµικών προεκβολών στην επιφάνεια του σώµατος π.χ. setae, scales, spicules κ.ά. vibratile, δονητικός, παλλόµενος villose, villosus, τριχωτός, καλυµµένος µε πυκνές µαλακές θυσανώδεις τρίχες villus (πλ.villi), µικρή λεπτή τρίχα vinculum, δεσµός· στα ♂ Lepidoptera: η ισχιοστερνική πλάξ σε σχήµα U του ΙΧ κοιλιακού στερνίτη (abdominal sternite) του οποίου τα άκρα αρθρώνονται µε το tegument και τις harpes· στα ♂ Calliphoridae: hypandrium virga (πλ.virgae), βέργα, ράβδος· στα ♂ έντοµα: ακραία φαλλική άκανθα εκφυοµένη συνήθως από τον endophallus virga penis· στα ♂ Siphonaptera: συνήθως ζυγή ράβδος κάτωθεν του penis virga ventralis· στα ♂ Siphonaptera: επίµηκες υποστήριγµα στο κοιλιακόν τοίχωµα του endophallus viridescens, υποπράσινος


503 viridis, πράσινος viscera, σπλάχνα visceral, σπλαχνικός, που αναφέρεται ή συνδέεται µε τα σπλάχνα (viscera) visceral muscle, σπλαχνικός µυς, αυτός που κινεί τα σπλάχνα (viscera) και συνήθως δεν συνδέεται µε το σωµατικό τοίχωµα (body wall) visceral nervous system = stomatogastric nervous system visceral segment = pregenital segment visceral trachea, σπλαχνική τραχεία, τραχεία που ξεκινά από αναπνευστικόν τρήµα (spiracle) και διακλαδίζεται στον πεπτικόν σωλήνα (alimentary canal), τον λιπώδη ιστόν (fat tissue) και τα αναπαραγωγικά όργανα visceral tracheal trunk, σπλαχνικός τραχειακός κορµός, επιµήκης τραχειακός κορµός στενώς συνδεδεµένος µε τον πεπτικόν σωλήνα (alimentary canal) viscous, παχύρευστος, ιξώδης, κολλώδης vision, όρασις visual organ = crystalline body vitellarium, λεκιθική ζώνη (τµήµα) του ωοφόρου σωλήνος (ovariole) όπου αναπτύσσονται τα ωοκύτταρα (oocytes) καθώς εναποθηκεύεται σ’αυτά λέκιθος (vitellus, yolk) vitelline membrane, η εξωτερική στιβάς του oocyte που περιβάλλει την λέκιθον (yolk) vitellogenesis, λεκιθογένεσις, η εναπόθεσις λεκίθου (yolk) στο oocyte vitellophage, λεκιθοφάγος, ενδοδερµικά κύτταρα τα οποία µετέχουν στην διάσπασιν της λεκίθου (yolk) σε όλα τα στάδια αναπτύξεως και αργότερα στην κατασκευήν του επιθηλίου του στοµάχου (midgut epithelium) vitellus, λέκιθος, θρεπτική ουσία του ωού αποτελούµενη απο πρωτεϊνες ή λιπίδια και διαφοροποιούµενη από το κυτταρικόν τµήµα (επίσης: yolk) vitreous, vitreus, υαλώδης, διαφανής vitreous body, υαλώδες σώµα (οφθαλµού) βλ. crystalline cone, corneagen cells vitreous layer = corneagen layer vitta (πλ.vittae), φαρδιά επιµήκης ταινία vittatus, µε ταινίες


504 viviparity, ζωοτοκία, 1 όταν γεννώνται ζώντα νεαρά άτοµα αντί ωών 2 η κατακράτησις του εµβρύου µέσα στο ♀ όπου αυτό τρέφεται από τον γονέα και όχι από την λέκιθον (vitelus) viviparous, ζωοτόκος vocal cords, φωνητικαί χορδαί, σπειροειδή ηχητικά όργανα στον θώρακα των τελείων Diptera volant, ιπτάµενος ή ικανός για πτήσιν volatile, πτητικός, ευκόλως εξατµιζόµενος volsella (πλ.volsellae), λαβίδες · στα ♂ Hymenoptera: ζυγά γεννητικά εξαρτήµατα, τα parameres της phallobase vulva (πλ.vulvae), αιδοίον, εξωτερικόν άνοιγµα του γεννητικού θαλάµου (genital chamber) ή του κόλπου (vagina)· ενίοτε (στα Lepidoptera): ο ίδιος ο κόλπος vulvar scales, αιδοιακά λέπια· στα ♀ Odonata: lateral gonapophyses


505 W

waist, µέση σώµατος, σύσφιξις· στα µηρµύγκια (Hym.: Formicidae): ο pedicel της κοιλίας walking leaf, walking stick, µέλος της Τάξεως Phylloidea (Phasmida) wall, τοίχωµα, οι στηρικτικές πλευρές ενός οργάνου ή κατασκευής, τα όρια ενός κυττάρου ή κοιλότητος wandering phase, φάσις αναζητήσεως· στα Diptera: προνύµφη η οποία «µεταναστεύει» από το απόθεµα τροφής σε ασφαλή θέση για νύµφωση (pupation) warning coloration, προειδοποιητικός χρωµατισµός, χρώµατα ή σηµάδια µε τα οποία τα έντοµα γίνονται απωθητικά ή δυσάρεστα στους εχθρούς τους π.χ. στα πτηνά wasp, σφήκα, γενική ονοµασία αναφερόµενη στα Aculeata (Hym.) εκτός των Formicidae και Apoidea, αλλά και σε άλλα µέλη των Apocrita water bear, µέλος της Τάξεως των Tardigrada (Insecta) water bug, µέλος των Nepomorpha (Hem.: Heteroptera) water mite, άκαρι µέλος της Οικογ. Hydrachnellidae (Hydrachnoidea: Prostigmata: Parasitengona) wax, κηρός (κερί), σύνθετον µείγµα λιπιδίων που σχηµατίζει αδιάβροχο στρώµα στην επιφάνεια της cuticula· στα Hem.: Sternorrhyncha π.χ. Coccoidea: προστατευτικό κάλυµµα (scale)· στις µέλισσες (Hym.: Apoidea): κατασκευαστικό υλικό της κηρήθρας (honeycomb) wax cutters, κηροκόπται· στις µέλισσες (Hym.: Apidae): λαβιδοειδείς κατασκευές στους οπισθίους πόδες wax glands, κηρογόνοι αδένες wax pore, κηροπόρος· στα Coccoidea (Hem.: Sternorrhyncha): επιδερµικός πόρος µέσω του οποίου εκκρίνεται ο κηρός western predatory mite, το αρπακτικόν άκαρι Galendromus (Metaseiulus, Typhlodromus) occidentalis (Phytoseidae :Mesostigmata) wet-wood termites, τερµίτες υγρού ξύλου web spinner, µέλος της Τάξεως των Embidiina (Insecta) whistle, σφυρίκτρα· στο Acherontia (Lep.: Sphingidae): ηχητική κατασκευή στη βάση της proboscis που (όταν περάσει από µέσα της ρεύµα αέρος) παράγει υψηλόν ήχον white soldier· στoυς τερµίτες (Isoptera): presoldier


506 whitefly, µέλος της Οικογ. Aleyrodidae (Hem.: Sternorrhyncha) wings, πτέρυγες, ζυγά συνήθως µεµβρανώδη εξαρτήµατα υποστηριζόµενα από νευρώσεις, εκφυόµενα από τον µεσοθώρακα ή µεταθώρακα και τα οποία χρησιµοποιούνται για την πτήσιν των εντόµων βλ.elytra, hemelytra, tegmen κ.ά. wing base, βάσις πτέρυγος, το εγγύτερον στο σώµα του εντόµου τµήµα της πτέρυγος που περιλαµβάνει τους humeral και axillary sclerites wing brush· ψύκτρα πτέρυγος· στα τέλεια των Chironomidae (Dipt.): scopula alaris wing case, θήκη πτέρυγος· στα ηµιµετάβολα (hemimetabolous) έντοµα: wing pad· στα τέλεια των Coleoptera: elytron· στα Blattaria, Mantodea και Orthoptera: tegmen wing cell, κύτταρον πτέρυγος, κάθε περιοχή της πτέρυγος που περιβάλλεται ή βρίσκεται µεταξύ των νεύρων βλ.closed cell και open cell wing - coupling mechanism = wing - locking mechanism wing cover, κάλυµα πτέρυγος· στα Coleoptera: elytron· στα Hemiptera: hemelytron· στα Blattaria και Orthoptera: tegmen wing fringe, κροσσός πτέρυγος, µία ή περισσότερες σειρές τριχών που εκτείνονται πέραν του περιθωρίου της πτέρυγος π.χ. Tineidae (Lep.) wingless, άπτερος βλ.apterous wing - locking mechanism, µηχανισµός «κλειδώµατος» των πτερύγων· στα τέλεια των πτερυγωτών εντόµων: ο τρόπος µε τον οποίον οι πρόσθιες και οι οπίσθιες πτέρυγες συνδέονται κατά την πτήσιν (βλ.frenulum) ή κατά την ανάπαυσιν π.χ. microtrichia στο metascutum wing muscles of the heart, πτερυγοειδείς µύες της καρδίας (aliform muscles) wing pads, πτερυγικές θήκες (wing seaths),οι έγκλειστες µη ανεπτυγµένες πτέρυγες στις νύµφες των Ηemimetabola έντοµα που φαίνονται σαν δύο πεπλατυσµένες πλευρικές κατασκευές πίσω από τον θώρακα wing sheaths = wing pads wings of the heart = aliform muscles winter cocoon = hibernaculum wireworm, η εδαφόβιος προνύµφη των Elateridae (Col.) βλ. elateriform larva wood- borer = xylophagous woodworm, ξυλοφάγος προνύµφη των Anobiidae (Col.) worker, εργάτης, µη αναπαραγωγική κάστα κοινωνικών εντόµων· στα Termitidae (Isopt.): µε περιωρισµένον προθώρακα, οφθαλµούς και genitalia, χωρίς wing buds· στα κοινωνικά


507 Hymenoptera: ♀ µε καθόλου ή µειωµένην ωοτοκίαν και τα οποία ασχολούνται µε: το χτίσιµο της φωληάς, την αναζήτησιν τροφής, την περιποίησιν των νεογνών και την άµυνα της αποικίας βλ.gamergate worker jelly, γέλη εργάτου· στις µέλισσες (Hym.: Apoidea): υλικό που εκκρίνεται και εφοδιάζεται από εργάτες σε προνύµφες ώστε αυτές να αναπτυχθούν αργότερα σε εργάτες (workers)


508 X x organ· στα Heteroptera (Hem.): epipharyngeal sense organ x seta· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): κοιλιακή seta στον apical lobe του gonostylus xenobiosis, ξενοβίωσις, η σχέσις κατά την οποίαν ένα είδος µυρµηγκιού (Hym. Formicidae) ζει στη φωληά άλλου είδους παίρνει τροφή από αυτά συνήθως µε εξέµεσιν (regurgitation) αλλά κρατά τα νεογνά του χωριστά xerophilus (ξηρός + φίλος), ξηρόφιλος, εκείνος που προτιµά ξηρές τοποθεσίες xerothermic fauna, ξηροθερµική πανίς, πανίδα που απαντάται σε ζεστές και ξηρές περιοχές µε ανάλογες συνθήκες xiphos (xiphus ή xyphus), ξίφος· σε µερικά έντοµα και σε πολλά (Heteroptera: Hem.): ακανθοειδής τριγωνική προεκβολή στο prosternum ή το metasternum Xyeloidea, Υπεροικ. των Symphyta (Hym.) µε µόνη την Οικογ. Xyelidae xylan, κολλώδης πολυσακχαρίτης του ξυλώδους ιστού δένδρων ο οποίος (µετά από υδρόλυσιν) παράγει ξυλόζην (xylose) και χρησιµοποιείται ως συντηρητικόν ξύλου και απωθητικόν ξυλοφάγων (xylophagous) εντόµων και µυκήτων xylene = xylose xylophagous, ξυλοφάγος βλ.wood-feeding, wood boring xylose, ξυλόζη, ξυλοσάκχαρον (πεντόζη) παραγόµενον από το xylan


509 Y y - organ· στα Heteroptera (Hem.): epipharyngeal sense organ y - seta· στα ♂ Chironomidae (Dipt.): νωτιαία seta στον apical lobe του gonostylus yaw, εκτροπή· σε ιπτάµενα ή νηκτικά έντοµα: η περιστροφή γύρω από κάθετον άξονα yellowjackets· στις Η.Π.Α.: τα µέλη του είδους Vespula (Hym.: Aculeata) yolk, λέκιθος, το θρεπτικό υλικό του ωού που αποτελείται από πρωτεΐνες ή λιπίδια βλ.vitellus yolk cells = vitellophages yolk cleavage, λεκιθική αυλάκωσις, η διαίρεσις της λεκίθου (yolk) σε µάζες που περιέχουν από έναν έως περισσότερους cleavage nuclei Yponomeutoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Col.) που περιλαµβάνει Οικογ. όπως: Acrolepiidae, Argyressthiidae, Lyonetidae, Ochsenheimeridae, Plutellidae, Yponomeutidae κ.ά.


510 Ζ zerconine, άκαρι αντιπρόσωπος των Zerconoidea (Mesostigmata: Monogynaspida: Epicriiae) Ζeugloptera, η πιο πρωτόγονη Υποτάξις των Lepidoptera µε µόνη την Υπεροικ. Micropterygoidea zona, zone, ζώνη· στα ♂ Lepidoptera: γραµµή γύρω από τoν aedoeagus στο σηµείον όπου προσαρµόζεται η manica zone of growth, ζώνη αναπτύξεως· στους σπερµατοφόρους σωλήνες (testis follicles): η περιοχή µεταξύ germarium και zone of maturation όπου τα πρωτογενή spermatogonia (που βρίσκονται µέσα σε κύστιν) διαιρούνται και αυξάνουν σε µέγεθος για να σχηµατίσουν spermatocytes zone of maturation, ζώνη ωριµάσεως· στους σπερµατοφόρους σωλήνες (testis follicles): η περιοχή µεταξύ zone of growth και zone of transformation όπου κάθε spermatocyte (αφού υποστεί 2 µειωτικές διαιρέσεις) παράγει σπερµατίδες (spermatids) zone of transformation, ζώνη µετατροπής στους σπερµατοφόρους σωλήνες (testis follicles): η περιοχή η οποία ακολουθεί την zone of maturation, όπου οι spermatids αναπτύσσονται σε σπερµατοζωάρια (spermatozoa), διαδικασία γνωστή ως spermiogenesis zonite (zoonite, zoonule), ζωνίτης βλ.arthromere ή somite zoocecidium, ζωοκηκίς, κηκίδα που δηµιουργείται σε ζων φυτό από ασπόνδυλο ζώο βλ.gall zoophagous, ζωοφάγος, ο τρεφόµενος µε ζώα βλ.necrophagous, predaceous, sarcophagous zoophilous, ζωόφιλα, φυτά προσαρµοσµένα σε επικονίασιν (pollination) µέσω ζώων zoosuccivorous, ζωοµυζητικά, έντοµα τα οποία µυζούν το αίµα ή τα σωµατικά υγρά ζώων π.χ. Tabanidae (Dipt.): βλ.hematophagous Zoraptera, Zorapterida: Τάξις των Blattopteroida µε είδη ολιγοµετάβολα µικρού µεγέθους (2 χιλ.) µε κοµβολογοειδείς κεραίες θρυπτικές γνάθους και δίαρθρους ταρσούς Zygaenoidea, Υπεροικ. των Ditrysia (Lep.) µε τις Οικογ. Limacodidae, Megalopygidae, Dalceridae, Cyclotornidae, Epipyropidae και Zygaenidae


511 Zygaentoma, Tάξις απτέρων εντόµων µε τις Οικογ.: Lepidotrichidae, Maindroniidae, Nicoletiidae και Lepismatidae zygoma, ράβδος, το µεσαίον τµήµα του phallotreme στο ♂ αναπαραγωγικόν όργανον των Acrididae (Orth.) zygomatic adductors, ζυγωµατικοί προσαγωγοί, 2 µυϊκές δέσµες µεταξύ των γνάθων Zygoptera, Υποτάξις των Odonata όπου περιλαµβάνονται έντοµα µε πρόσθιες και οπίσθιες πτέρυγες ίδίου σχήµατος πλάτους και νευρώσεων βλ. Anisoptera και Anisozygoptera zygopterous penis· στα ♂ Zygoptera (Odonata): όργανον µεταφοράς σπέρµατος (spermatophore) του ΙΙ κοιλιακού δακτυλίου zygos, ζυγός, ζεύγος· στα ♂ Coleoptera: ζυγά εσωτερικά genitalia όπως: 2 testes, 2 seminal ducts, 2 accessory glands zygote, ζυγώτης, ζυγωτόν, το γονιµοποιηµένο ωόν ή ο πυρήνας του (µε 2ν χρωµοσώµατα) zygun (πλ.zyga), ζυγός· στις προνύµφες των Scarabaeoidea (Col.): σκλήρωµα σε σχήµα κυρτού σταυρού (ζυγός), τo οποίο σχηµατίζει το πρόσθιον περιθώριο του haptomerum αλλά συχνά διαπλατύνεται και φέρει τα heli και sensilla

ΤΕΛΟΣ και τω Θεώ δόξα


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.