Κωνσταντινούπολη

Page 1

Η Κωνσταντινούπολη, (Ιστανμπούλ ,İstanbul) είναι η μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, αποτελώντας το οικονομικό, πολιτιστικό και ιστορικό κέντρο της χώρας. Με πληθυσμό 14,38 εκατομμύρια κατοίκους, η πόλη αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αστικούς οικισμούς στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή καθώς είναι και μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη. Διατήρησε την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Αποτελεί τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία. Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που περιλαμβάνουν την παλιά Κωνσταντινούπολη, την περιοχή του Μπέηογλου με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι μαζί με άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.


Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για περισσότερο από χίλια χρόνια. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Στα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης ανήκουν η Αγία Σοφία, το Επταπύργιο και τα βυζαντινά τείχη, ο ναός και η πηγή της Ζωοδόχου Πηγής, το κτίριο του Πατριαρχείο, το Φανάρι ,καθώς και το ανάκτορο Τοπ Καπί, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ (Μπλε τζαμί).


Ονομασίες Η πόλη ονομαζόταν από την ίδρυσή της το 658 π.Χ. έως και το 330 μ.Χ. Βυζάντιο. Το 196 μ.Χ. και για σύντομο χρονικό διάστημα, έλαβε επίσης την ονομασία Augusta Antonina από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, προς τιμή του γιου του Αντωνίου. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, στα εγκαίνιά της το 330, την μετονόμασε Νέα Ρώμη, όνομα που όμως δεν επικράτησε, καθώς η πόλη έγινε γρήγορα γνωστή ως Κωνσταντινούπολη (πόλη του Κωνσταντίνου), από το όνομα του ιδρυτή της. Άλλες ονομασίες που της αποδόθηκαν είναι «Βασιλεύουσα», «Βασιλίς των πόλεων», «Μεγαλόπολις» και «Επτάλοφος», ενώ αναφορά γίνεται και στο όνομα «Ανθούσα» [Florentia]. Κωνσταντινούπολη ήταν η ονομασία μέχρι το 1923. Η διεθνής ονομασία της πόλης σήμερα είναι Ιστάνμπουλ, όπως μετονομάστηκε επίσημα από την Τουρκική Δημοκρατία στις 28 Μαρτίου του 1930. Η ετυμολογία του όρου δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Περισσότερο αποδεκτή είναι η άποψη πως προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «εις την πόλη». Η ονομασία Ιστάνμπουλ, μαζί με τις παραλλαγές Ιστινμπόλ ή Ιστανμπόλ χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο του σουλτανάτου των Σελτζούκων. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο όρος Ισταμπούλ πηγάζει από τη λέξη Ισλαμπούλ, δηλαδή πόλη του Ισλάμ, αν και αυτή η υπόθεση φαίνεται να προσκρούει στο γεγονός της χρήσης του ονόματος πριν ακόμα γίνει πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το ελαφρά παραλλαγμένο όνομα Ισλαμπόλ που μεταφράζεται ως «εκεί που το Ισλάμ αφθονεί», φαίνεται πως δόθηκε στην πόλη από τον Μωάμεθ Β' και συναντάται σε έγγραφα του 15ου αιώνα, καθώς και σε φιρμάνι του 1760 — που τελικά δεν εφαρμόστηκε — σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί επίσημο όνομα της πόλης. Η ονομασία Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε παράλληλη χρήση, κυρίως σε επίσημα οθωμανικά έγγραφα, λογοτεχνικά έργα, αλλά και νομισματικές κοπές. Ήταν σε χρήση περισσότερο σε κύκλους λογίων, ενώ στην καθημερινή επικοινωνία κυριαρχούσαν διάφορες παραλλαγές της ονομασίας Ιστανμπούλ. Υπάρχει μάλιστα και αμερικανικό τραγούδι που είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία, σχετικό με τη διαμάχη, το "Istambul-Constantinopolis"


Κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβαση των Μηδικών Πολέμων, το Βυζάντιο καταλήφθηκε από το νικητή των Πλαταιών Παυσανία, o οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε διοικητής της πόλης πριν εκδιωχθεί από τους Αθηναίους. Το Βυζάντιο υπήρξε μέλος της Δηλιακής συμμαχίας, ενώ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-405 π.Χ.) τάχθηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Το 411 π.Χ. αποστάτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, ο οποίος προφασίστηκε την ανάγκη να εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο. Πολιορκήθηκε εκ νέου το 409 π.Χ. από τους Αθηναίους, με επικεφαλής τον Αλκιβιάδη και, όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους, οι οποίοι, τελικά, μετά από μάχη εντός των τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα του Αλκιβιάδη στους Αιγός Ποταμούς οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Παράλληλα, οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν, αποκτώντας όμως αργότερα τιμητικά την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. H σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περίπου το 390 π.Χ., όταν ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής. Κατά την περίοδο της εξάπλωσης του Φιλίππου Β', το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Μακεδόνα βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη, το 341 π.Χ., μετά από άρνηση των Βυζαντίων να στραφούν εναντίον της Αθήνας. Οι κάτοικοι της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Εκάτης, όπως μαρτυρείται από άγαλμα που έστησαν προς τιμή της, αλλά και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής. Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντιακά νομίσματα έγινε σύμβολο της πόλεως, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί έως σήμερα με την υιοθέτησή της στη σημαία της τουρκικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο υποστηρίχθηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ακόμα ελληνικές πόλεις που συντάχθηκαν μαζί τους. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε ένα προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου προς τον Δούναβη, τον υποστήριξε στέλνοντας πλοία. Μετά τον θάνατό του οι Βυζάντιοι, αν και αρχικά υποστήριζαν τον Αντίγονο Α', τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη του με τον Κάσανδρο και τον Λυσίμαχο. Tο 279 π.Χ., η πόλη αναγκάστηκε να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου.


Σημαντική επέκταση της πόλης δρομολογήθηκε επί της αυτοκρατορίας του Θεοδόσιου Β' και υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ο οποίος καθ' υπερβολή μπορεί να χαρακτηριστεί και δεύτερος ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης. Το δυτικό τμήμα της πρωτεύουσας προωθήθηκε σε απόσταση ενός ρωμαϊκού μιλίου, ενώ συνολικά η εντός των τειχών έκτασή της διπλασιάστηκε. Η ασφάλειά της ενισχύθηκε με μεσοπύργια που χτίστηκαν κατά μήκος των θαλάσσιων μετώπων, ενώ παράλληλα υιοθετήθηκε ένα καινοτόμο σχέδιο για τα χερσαία τείχη, γνωστά σήμερα ως Θεοδοσιανά. Κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α‘, η μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της, με πληθυσμό που έφτανε περίπου τους 500.000 κατοίκους και συνιστούσε ένα μωσαϊκό κοινοτήτων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την περίοδο επιχειρήθηκε μια νέα αναδιοργάνωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας, όπως άλλωστε απαιτούσαν οι συνθήκες, με δεδομένες τις εκτεταμένες καταστροφές που επέφεραν η πυρκαγιά του 532 και τα γεγονότα της στάσης του Νίκα. Στο νέο πολεοδομικό πρόγραμμα περιλαμβάνονταν ο επαναπροσδιορισμός των θέσεων και των έργων που παρουσίαζαν το πρόσωπο της εξουσίας και η αποτύπωση αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που αναδείκνυαν την πόλη ως χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης. Ξεχωριστή συνεισφορά του Ιουστινιανού A' υπήρξε η ανέγερση αρκετών μοναστηριών και εκκλησιών, με πιο επιβλητική εκείνη της Αγίας Σοφίας. Το 542 στην πόλη εξαπλώθηκε η νόσος της πανώλης που προκάλεσε τον θάνατο των 3/5 του πληθυσμού και σηματοδότησε μια περίοδο παρακμής της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος από τον 7ο μέχρι τον 9ο αιώνα υπήρξε μια κρίσιμη φάση στην ιστορία της πόλης, κατά την οποία πολιορκήθηκε από Πέρσες και Αβάρους, Άραβες, Βούλγαρους, Ρώσους και Πετσενέγους , αντιμετωπίζοντας επίσης επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις.


Στην Κωνσταντινούπολη εδρεύουν ορισμένα από τα κορυφαία ιδρύματα ανώτατης και μέσης εκπαίδευσης της Τουρκίας, δημόσια και ιδιωτικά. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, με έτος ίδρυσης το 1453, είναι το παλαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Τουρκίας και ένα από τα παλαιότερα στον κόσμο, ενώ υπήρξε και το μοναδικό κέντρο ανώτερης εκπαίδευσης κατά τη θεμελίωση της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Φημισμένο είναι επίσης το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης, προσανατολισμένο στις πολυτεχνικές επιστήμες. Άλλα επιφανή δημόσια πανεπιστήμια είναι το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, η Σχολή Καλών Τεχνών Μιμάρ Σινάν, το Τεχνικό Πανεπιστήμιο Γιλντίζ και το Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Στην πλειοψηφία των ιδιωτικών σχολείων μέσης εκπαίδευσης και πανεπιστημίων, η διδασκαλία γίνεται στην αγγλική, γαλλική ή γερμανική γλώσσα. Επιφανή ιδρύματα της μέσης εκπαίδευσης είναι το δημόσιο Λύκειο Γαλατασαράι, που ιδρύθηκε το 1481 και αποτελεί τον δεύτερο αρχαιότερο εκπαιδευτικό θεσμό της χώρας, το διεθνώς αναγνωρισμένο δημόσιο λύκειο Ισταμπούλ Ερκέκ, καθώς και το ιδιωτικό κολέγιο Ρόμπερτ. Στην πόλη εδρεύει επίσης η στρατιωτική σχολή Κουλελί.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.