Τσίλογλου υπηρέτησα την πατρίδα (pdf)

Page 1

Λευτέρης Τσίλογλου Υπηρέτησα την πατρίδα (μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό)

Αθήνα 2017

1


2


Πρόλογος Δεν έχω καμιά, μα καμιά, αντίρρηση για την αυτονόητη υποχρέωση κάθε νέου Έλληνα πολίτη να υπηρετήσει την πατρίδα του. Δηλαδή να κάνει τη στρατιωτική του εκπαίδευση, να πάρει τις αναγκαίες γνώσεις χειρισμού των όπλων, να ζήσει σε συνθήκες τήρησης κανόνων πειθαρχίας και ομαδικής ζωής. Εννοείται ότι όλα συνοδεύονται με την εσωτερική ευχή μου αυτά ποτέ να μην χρειαστούν στο μέλλον. Αν όμως, κακιά τη μοίρα, χρειαστούν σε κάποια φάση; Τότε τι γίνεται; Βλέπεις είμαστε σε τέτοια γεωπολιτική θέση, που πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη κι ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό μας λέει η μελέτη της ιστορίας μας. Επιπλέον προσθέτω το γεγονός ότι πολλές φορές η εμπλοκή μας σε μια σύρραξη, δεν ήταν καθόλου στις επιλογές μας, αλλά εκ των πραγμάτων έγινε αναπόφευκτη. Είναι ουτοπικό να θεωρεί κάποιος ότι οι καλές προθέσεις και οι φιλειρηνικές διακηρύξεις και η αυτονόητη διάθεση του απλού πολίτη για διαρκή ειρήνη είναι ο αναγκαίος και ικανός όρος για να αποτραπούν οι συρράξεις, αλλά και οι εμφύλιοι σπαραγμοί. Μια σύντομη ανάγνωση της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου πάνω στη Γη επαληθεύει του λόγου το αληθές. Αυτό, το πλέον προωθημένο πλάσμα στη Γη, που ονομάζεται άνθρωπος μαζί με τα ευάριθμα προτερήματα που το έκαναν κυρίαρχο στη φύση μεταφέρει από τη γέννηση του μια σειρά ελαττωμάτων, όπως η πλεονεξία, η αρπακτικότητα, η απληστία και τόσα άλλα που έχουν καταγραφεί στην διάρκεια της παρουσίας του πάνω στη Γη. Τα εκατομμύρια των θυμάτων από την ατέλειωτη αλυσίδα πολέμων είναι η ατράνταχτη απόδειξη του παραπάνω συλλογισμού. Εννοείται όμως ότι η θετική διάθεσή σου να υπηρετήσεις την πατρίδα θα βρει τον αντίστοιχο σεβασμό από τη στρατιωτική ιεραρχία, την ηγεσία δηλαδή του κλάδου. Αυτή θα 3


αντιμετωπίσει, χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς όλα τα παιδιά του Έθνους, όταν έρθει η σειρά τους να καταταγούν στο στράτευμα. Δυστυχώς τα πράγματα στην εποχή μου δεν ήταν καθόλου έτσι. Στις περασμένες δεκαετίες, τουλάχιστον σ’ αυτές που εγώ ντύθηκα στο χακί, τα πράγματα ήταν αντίθετα, εντελώς διαφορετικά. Η ηγεσία του στρατεύματος έκανε αφάνταστες διακρίσεις σε βάρος μιας κατηγορίας παιδιών που εμφορούνταν από την αριστερή ιδεολογία και χωρίς κανένα συγκρατημό ή ηθική αναστολή τα ποδοπατούσε. Ξεχάστηκε το γεγονός ότι ο Στρατός είναι εθνικός θεσμός εντεταλμένος όταν χρειαστεί να είναι σε θέση να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της χώρας. Αντίθετα έγινε ο άκριτος υπερασπιστής μιας μερίδας που βγήκε νικήτρια από την εμφύλια διαμάχη. Τους «αντιπάλους» τους καταδίωξε με λύσσα, τους στέρησε από αυτονόητα δικαιώματα και το χειρότερο αμφισβήτησε a priori την αγάπη τους για την πατρίδα. Μονοπώλησε το είδος και χαρακτήρισε τους έχοντες διάφορη ιδεολογία ως πράκτορες του εχθρού, Βούλγαρους, συμμορίτες και τόσα άλλα. Για αυτό το έγκλημα δε ζήτησε ποτέ συγνώμη. Όχι ως άτομα – αυτό λίγο μ’ ενδιαφέρει - αλλά ως συλλογικός θεσμός. Πότε αλήθεια ζήτησε συγνώμη για την επάρατη δικτατορία που επέβαλλε το 1967 στη χώρα; Με ποιο δικαίωμα με φιλοδώρησε με απολυτήριο στο οποίο αναγράφεται διαγωγή ΚΑΚΗ, όταν στη διάρκεια των 26 μηνών θητείας μου ( 24+2 ) στο στρατό το μόνο μου παράπτωμα ήταν η ανυποχώρητη εμμονή μου να αρνούμαι να καταδικάσω μια ιδεολογία την οποία τότε πίστευα ως σωστή; Άνθρωποι μικρόνοες και πολλές φορές παραδόπιστοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι σε κάποιους άλλους ανθρώπους η αξιοπρέπεια είναι πολύ πιο πάνω από εκφοβισμούς, τιμωρίες και ό,τι άλλο περνούσε από την ελλειπτική γκλάβα τους…

4


Η ψυχολογική προετοιμασία Το 1965 ήμουν σε αδιέξοδο. Ενώ το 1961 άρχισα τις σπουδές με δύναμη και αποφασιστικότητα, που φάνηκε ανάγλυφα στις εξετάσεις του πρώτου και δεύτερου έτους με τα επιτυχή αποτελέσματα στις τμηματικές εξετάσεις, στη συνέχεια η απασχόληση μου με τα συνδικαλιστικά φοιτητικά δρώμενα και αργότερα η ένταξη μου σε πολιτική οργάνωση μετέβαλαν τα δεδομένα προς το χειρότερο. Στα δυο πρώτα χρόνια των σπουδών μου δεν υπήρχε ακόμα ο θεσμός της μεταφοράς των μαθημάτων που καθιερώθηκε την επόμενη χρονιά κι έτσι αν δεν περνούσα όλα τα μαθήματα θα έχανα ολόκληρο το έτος και μάλιστα χωρίς κατοχύρωση των μαθημάτων που θα είχα προβιβάσιμο βαθμό. Ευτυχώς δεν ένιωσα κι αυτήν την άσχημη εμπειρία της αποτυχίας. Πρέπει εξ αρχής να το ομολογήσω Δεν διέθετα την ωριμότητα και την εμπειρία να ισομοιράζω το χρόνο μου ανάμεσα στις νέες ασχολίες και στις υποχρεώσεις μου ως φοιτητού. Ίσως, αυτό να είναι μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα μου, πράγμα που επαληθεύτηκε και σε μεταγενέστερες φάσεις της ζωής μου. Όταν κάτι με ενθουσιάσει δίνομαι ολόκληρος χωρίς αναστολές κι αμφιβολίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα παράτησα. Είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά μου στο τρίτο έτος. Τα μαθήματα του έτους ήταν οκτώ και στην περίοδο του Ιουνίου, λόγω άλλων «υποχρεώσεων», δεν έδωσα κανένα μάθημα. Έτσι στην περίοδο του Οκτωβρίου έπρεπε να κάνω επιλογή. Κάθισα όλο τον Σεπτέμβριο και διάβασα ασταμάτητα μόνο τα έξη από τα οκτώ διακινδυνεύοντας πως αν χάσω ένα να παραμείνω στο

5


ίδιο έτος. Τώρα στο τρίτο έτος μπορούσα να τα μεταφέρω στο επόμενο τα δυο. Σε συνθήκες οικονομικών στερήσεων πέτυχα τους στόχους και πέρασα στο τέταρτο έτος. Από εκεί και πέρα αυξήθηκαν οι πολιτικές και συνδικαλιστικές μου υποχρεώσεις. Κεντρικό συμβούλιο της νεολαίας Λαμπράκη, 5ο πανσπουδαστικό συνέδριο, εκλογή μου ως γενικού γραμματέα της ΕΦΕΕ. Όλα αυτά δεν μου άφηναν χρόνο για την παρακολούθηση των μαθημάτων. Εκ των πραγμάτων άλλαξα χώρους, γνωριμίες και υπήρξε μια απομάκρυνση από τους συμφοιτητές του έτους μου, που με βάση το τότε ισχύον σύστημα αυτοί ήταν που επιβεβαίωσαν με την ψήφο τους την εκλογή μου την επόμενη χρονιά. Οι συνέπειες ήταν αναπόφευκτες. Άρχισε να δημιουργείται ένα χάσμα μ’ αυτούς που μεγάλωνε προϊόντος του χρόνου, με ευθύνη δική μου φυσικά, εξαιτίας και της ντροπής που ένιωθα απέναντί τους, ενώ σε μένα άρχισαν να σωρεύονται εκκρεμότητες σε παρουσίες, κυρίως σε εργαστήρια. Βλέπεις το Φυσικό τμήμα είχε πολλές υποχρεώσεις και δεν μπορούσες εσύ να τις αγνοείς με την απουσία σου. Από τους φίλους και ψηφοφόρους μου αυτό ερμηνεύτηκε ότι πια κινούμαι σε άλλους «υψηλότερους κύκλους» και δεν έδινα πια σημασία στο έτος μου. Ότι τα μυαλά μου πήραν αέρα και δεν τους έδινα πια σημασία, όπως παλαιότερα. Έτσι είναι. Δεν γίνεται να είναι όλα δικά σου. Και το σκυλί να είναι χορτάτο και το καρβέλι να παραμένει ολόκληρο. Η θητεία μου στην ΕΦΕΕ δεν ήταν και από τις πιο επιτυχημένες. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο σε προσωπικές μου αδυναμίες, αλλά είχε κυρίως σχέση με την αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων μετά τη σαρωτική νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές του 1964. Πρέπει να το πούμε καθαρά και ξάστερα. Από το 4ο και 5ο φοιτητικά συνέδρια 6


αναδείχθηκαν κεντρικά συμβούλια όπου επικρατούσε κατά κράτος η παράταξη της Αριστεράς. Αυτό έχει πολλές ερμηνείες. Πρώτον στις φοιτητικές εκλογές λάβαινε μέρος ένα μόνο ποσοστό των εγγεγραμμένων στους καταλόγους φοιτητών, Κατά κριτήριο ο αριστερός ήταν παρών. Δεύτερον οι αριστεροί συνδικαλιστές έδιναν μάχες στα ακανθώδη κι άλυτα μέχρι τότε φοιτητικά προβλήματα και είχαν αντίστοιχες επιτυχίες. Αυτός ο ακτιβισμός αναγνωριζόταν από ευρύτερο κύκλο νέων, που αυτά τα προβλήματα τους αφορούσαν προσωπικά. Τρίτον ήταν οι πολυπληθείς αντιπροσωπίες από φοιτητικούς συλλόγους του εξωτερικού εκεί που οι δυο προηγούμενοι λόγοι ήταν πιο χρωματισμένοι. Τέταρτον ο αγώνας ενάντια στη φασιστική ΕΚΟΦ λειτουργούσε συσπειρωτικά για όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις μέχρι τη στιγμή που ξύπνησε η κεντρώα παράταξη, που όντας τώρα εξουσία, διεκδικούσε με δύναμη και απαίτηση να εκφραστεί με την πρέπουσα αναλογία και η παρουσία της στη φοιτητική ηγεσία. Αφορμή βρήκε στην πρόχειρη δική μας πρωτοβουλία να εξασφαλίσουμε τη νομική αναγνώριση του καταστατικού της ΕΦΕΕ. Κάτι που θεωρητικά ήταν λογικά ερμηνεύσιμο. Ενώ η πρόθεση ήταν σωστή η χρονική συγκυρία πλήρως αποτυχημένη. Το πανίσχυρο εκδοτικό συγκρότημα Λαμπράκη άρχισε έναν στοχευμένο και λυσσαλέο αγώνα ενάντια στην ΕΦΕΕ, στηριζόμενη σε επουσιώδη θέματα και τυπικές παραλείψεις. Όταν ήρθε η ώρα του απολογισμού στο 6ο συνέδριο ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε πλήρως ανατραπεί. Ο ανάποδος τώρα φανατισμός έφτασε μέχρι την καταψήφιση των πεπραγμένων του απερχόμενου Κεντρικού Συμβουλίου. Στάση που ήταν κατάφωρα άδικη, υποτιμούσε τους αγώνες που είχαν

7


γίνει αυτό το διάστημα και εμπεριείχε το στοιχείο της εκδίκησης. Η αλήθεια να λέγεται. Έπρεπε έγκαιρα η πλειοψηφούσα αριστερά να μοιράσει την εξουσία με τις άλλες δημοκρατικές δυνάμεις και να καλλιεργήσει τους δεσμούς συμμαχίας και ενότητας σαν γενική αρχή, αλλά και ενόψει των εξελίξεων που διαφαίνονταν στα επόμενα χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση των υποχρεώσεών μου στην ΕΦΕΕ υπήρξε ένα κενό μέσα μου. Το ερώτημα έμπαινε από μόνο του: Και τώρα τι γίνεται; Εκ των υστέρων η σωστή απάντηση είναι μπροστά στα μάτια μου. Έπρεπε να επιστρέψω στη σχολή μου και να δώσω τη μάχη κάλυψης των κενών που είχαν δημιουργηθεί. Να τελειώσω τις σπουδές μου και μετά βλέπουμε. Όμως δεν έκανα αυτή την επιλογή. Ίσως αν το έκανα η ζωή μου, με βάση τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη συνέχεια, να κυλούσε διαφορετικά. Όμως με υποθέσεις δεν γράφεται η ιστορία. Αυτή, αμείλικτη καταγράφει τα συμβάντα. Το προεδρείο της Νεολαίας Λαμπράκη, τότε, μου ανέθεσε την παρακολούθηση των οργανώσεων της Θεσσαλίας. Μάζεψα το λιτό μου νοικοκυριό κι εγκαταστάθηκα στο Βόλο, χωρίς να έχω τη συνείδηση των πραγμάτων. Υπήρχαν μια σειρά μειονεκτήματα που σιγά-σιγά θα τα αφομοίωνα. Πρώτον δεν είχα καθόλου εμπειρία καθοδηγητικής κι οργανωτικής κομματικής δουλειάς. Όλα τα προηγούμενα χρόνια ήμουν υπεύθυνος μαζικής δραστηριότητας, λόγω και της συνδικαλιστικής μου ιδιότητας, ακόμα πριν οργανωθώ στη νεολαία. Προσπάθησα φιλότιμα να ανταποκριθώ στα νέα μου καθήκοντα. Είχα όμως μια σειρά μειονεκτήματα εκείνη την εποχή. Πρώτον δεν υπήρχε μεταφορικό μέσο και χρήματα για τις μετακινήσεις. Παρ’ όλα αυτά με το τρένο ή το λεωφορείο των 8


ΚΤΕΛ επισκέφτηκα πολλές φορές τις πρωτεύουσες των νομών και κάποια από τα κεφαλοχώρια της περιοχής. Για τις αναγκαίες διανυκτερεύσεις στηριζόμουν στην φιλοξενία τοπικών στελεχών της νεολαίας. Πρέπει, στη θέση αυτή, να υπενθυμίσω τις σκληρές συνθήκες της εποχής και την αστυνομία να παρακολουθεί κάθε μας κίνηση σου και τις απόπειρες άμεσου εκφοβισμού που συνεχώς αντιμετωπίζαμε. Είναι προφανές ότι στη δική μου περιοχή - του Βόλου - η δραστηριότητα ήταν πιο έντονη με το άνοιγμα νέων γραφείων, με την έκδοση τριών ή τεσσάρων αντιτύπων εφημερίδας τοίχου, με συγκέντρωση της νεολαίας στη Νέα Ιωνία κ.ά. Κάνοντας μια συνόψιση της απόδοσής μου μπορώ να πω πως κουτσά-στραβά ανταποκρίθηκα στις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που μου είχαν ανατεθεί. Όμως το αδιέξοδο μέσα μου μεγάλωνε και το ερώτημα τι θα κάνω στη ζωή μου με τις εκκρεμότητες που υπήρχαν έγινε σφικτός κλοιός στη σκέψη μου. Κάποια στιγμή κατέληξα σε μια απόφαση. Θα πάω στρατιώτης να τελειώσω με αυτήν την υποχρέωση. Είχα όλες τις πληροφορίες για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζα, τα δυο επόμενα χρόνια, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Στα κεντρικά γραφεία έφτασε αυτή η είδηση και ο γραμματέας Τάκης Μπενάς με πήρε τηλέφωνο κι αυστηρά μου είπε να κατέβω στην Αθήνα. Προσπάθησα να το αποφύγω με τη δικαιολογία ότι δεν έχω λεφτά για τα εισιτήρια, κάτι που ήταν κι αλήθεια. Μου είπε ‘θα τα πληρώσουμε εμείς’. Έτσι αναγκαστικά κατέβηκα κάτω, αλλά η προσπάθειά τους να με μεταπείσουν πήγε στράφι. Η απόφαση μέσα μου είχε κλειδώσει. Τον Ιανουάριο του 1966 η περιπέτεια άρχιζε.

9


Κατάταξη στο κέντρο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου Στην Κόρινθο έφτασα στις 24 Ιανουαρίου 1966 και μπήκα στο στρατόπεδο με σφιγμένη την καρδιά και με πελώρια ερωτήματα τι θα γίνει στη συνέχεια. Μια αχτίνα αισιοδοξίας ήταν το γεγονός πως εκεί συνάντησα συντρόφους των φοιτητικών χρόνων και αυτό είναι πάντα ένα ψυχολογικό στήριγμα ό,τι και να πεις. Άρχισε το θέατρο του παραλόγου. Γυμνοί μέσα σε έναν τεράστιο στεγασμένο χώρο για τις ιατρικές εξετάσεις. Μια εικόνα τραγική. Μια σειρά νέοι με πραγματικούς και άλλοι με προσχηματικούς λόγους να δίνουν τη μάχη να πάρουν το χαρτί της προσωρινής ή οριστικής αναβολής. Παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα, με σεξουαλικές ιδιαιτερότητες και ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου. Η επόμενη φάση ήταν η πιο πιεστική και δείγμα μιας εποχής που ελπίζω να πέρασε ανεπιστρεπτί. Έτσι όπως ήμασταν γυμνοί μας μοίρασαν ένα μεγάλο χαρτί με μια σειρά ερωτήσεων. Πέρα από τις αρχικές που αναφέρονταν στα προσωπικά στοιχεία η υπόλοιπη λίστα αφορούσε ηλίθιες και κακότροπες πολιτικής φύσεως ερωτήσεις, που προφανώς δεν μπορούσαν να απαντηθούν από μένα. Ήταν η πρώτη προσπάθεια εξανδραποδισμού της προσωπικότητας μου. Έγραψα μόνο το ονοματεπώνυμο και τον υπόλοιπο χώρο με τις πολυάριθμες ερωτήσεις τον διέγραψα μ’ ένα τεράστιο Χ.

10


Όταν έφτασε η σειρά μου να το παραδώσω άρχισαν τα όργανα. Σε δυο συνεχόμενα τραπέζια ήταν τρεις αξιωματικοί, που παραλάμβαναν τα συμπληρωμένα χαρτιά και επί τόπου έκαναν τον πρώτο έλεγχο. Στο πρώτο τραπέζι δυο λοχαγοί και στο διπλανό ένας αντισυνταγματάρχης. Όταν ο πρώτος λοχαγός πήρε στα χέρια του το χαρτί και του έριξε μια ματιά πετάχτηκε όρθιος και με μια αγριοφωνάρα, επίτηδες να ακουστεί από τους πάντες, μου είπε: - Μασόνος είσαι παιδί μου; Κάτσε αμέσως στην καρέκλα και συμπλήρωσε τις ερωτήσεις! Εγώ σε αφάνταστη δύστυχη θέση, μόνος ενώ γύρω μου εκατοντάδες άλλων, επίσης γυμνοί σαν και μένα, να περιμένουν τη σειρά τους. Παραμένοντας όρθιος του απάντησα: - Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα! - Κάτσε ρε τσόγλανε κάτω και γράψε μην αρχίσουν τα όργανα από την πρώτη μέρα! Σταθερά επανέλαβα: - Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα! Ο διπλανός λοχαγός πιο ήρεμος με συμβούλεψε με μελιστάλακτη φωνή: - Συμπλήρωσέ τα παιδί μου, να μην μπλέξεις... Για πρώτη φορά γνώριζα την τακτική του δίδυμου στην ανάκριση. Ο κακός κι ο κακός. Στο μέλλον θα έβλεπα το ίδιο φαινόμενο κάτω από χειρότερες συνθήκες - Ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα! επανέλαβα σταθερά - Όχι ρε κωλόπαιδο! Δεν θα τη γλυτώσεις έτσι. Γράψε επάνω αν είσαι άντρας: Αρνούμαι να απαντήσω! Το έγραψα. - Υπόγραψέ το! Το υπέγραψα. - Παράδωσε το στον αντισυνταγματάρχη! Αυτός μου είπε: - Δεν θα περάσεις καλά, νεαρέ! 11


Με κατατάξανε στον πρώτο λόχο με υπεύθυνο λοχαγό τον Πατσόγιαννη. Στον ίδιο λόχο ήταν μια σειρά γνωστοί μου. Αναφέρω μερικούς από αυτούς που θυμάμαι. Βλέπεις, από τότε πέρασαν 51 χρόνια. Έτσι στο λόχο ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, τον οποίο γνώριζα ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια με την κοινή απασχόλησή μας στα συνδικαλιστικά. Στο βιβλίο μου Κι όμως ήταν όμορφα περιγράφω μια ακόμα όμορφη συνάντηση μας στην Αλεξανδρούπολη λίγο πριν την δικτατορία και τις περιπέτειες που επακολούθησαν. Ο αρχιτέκτονας Βασίλης Ζεβελάκης από το Ηράκλειο, γνωστός από τη νεολαία Λαμπράκη κι αδελφός του, επίσης φίλου μου, Γιώργου Ζεβελάκη. Ο πολιτικός μηχανικός Σίφης Καμάρης, που χάσαμε νωρίς. Ο ηθοποιός του Ελεύθερου Θεάτρου Γιώργος Σαμπάνης, που κι αυτός χάθηκε πρόωρα, αλλά μετά επιτυχημένη καριέρα στο θέατρο. Ο μαέστρος Βύρων Φιδετζής, που γνώρισα εκεί στην Κόρινθο, αλλά που γνώριζα από τα φοιτητικά συνέδρια τον αδελφό του. Ο γιατρός Αντώνης Κοντόπουλος από τη νεολαία Λαμπράκη κι άλλους που ας με συγχωρήσουν που δεν τους αναφέρω ή δεν τους θυμάμαι μετά τόσα χρόνια. Έτσι από την έναρξη της στρατιωτικής μου θητείας ήμουν σημαδεμένος κι ήξερα τι θα περάσω τα επόμενα δυο χρόνια, που πιθανόν θα γινόταν περισσότερα. Εξ αρχής θα το πω: Όλο το διάστημα της θητείας μου το πέρασα σε διαρκή επιφυλακή με συνεχή την αγωνία, προσέχοντας μην πέσω σε παγίδες, μην 12


δώσω αφορμές για τιμωρίες. Ήμουν τύπος και υπογραμμός στις υποχρεώσεις μου, την ατομική καθαριότητα κι ό,τι άλλο μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για κάτι τέτοιο. Εκεί που έμεινα ανυποχώρητος, που δεν υποχώρησα ούτε ρούπι, ήταν να μείνω σταθερός στα πολιτικά μου πιστεύω. Δογματικά σταθερός, πείσμων έως υπερβολής με σταθερή γραμμή από την πρώτη ως την τελευταία μέρα. Δεν ήταν εύκολο κάτι τέτοιο, ούτε και ευχάριστο. Η γραμμή ήταν: Δεν ανοίγω πολιτικές συζητήσεις, δεν μετέχω σε τέτοιες, απαντάω μονότονα στις προκλητικές ερωτήσεις που συχνά απευθύνονταν σε μένα από αξιωματικούς με την μονότονη απάντηση: Δεν ξέρω! Δεν ξέρω! Λόγω αδράνειας μπορεί να έδωσα αυτήν την απάντηση και σε ουδέτερες ερωτήσεις όπως «από πού είσαι;» και «ποιό είναι τ’ όνομα σου». Σαν το διάκο με το κυρ ελέησον. Η σταθερή αυτή στάση με προστάτευσε από επιπλέον μπερδέματα, που θα μπορούσαν να προστεθούν σ’ αυτά που δυστυχώς δεν απέφυγα! Στην πρώτη έξοδο μου στην πόλη της Κορίνθου με τη δίωρη, ως παρέα είχα τον Αλέκο Παναγούλη. Θυμάμαι την αρνητική εντύπωση που έχει μείνει μέσα μου - και δεν θα διστάσω να το πω - για την αγοραία συμπεριφορά της τοπικής κοινωνίας, που αντιμετώπιζε στους στρατιώτες με ιδιαίτερη εκμετάλλευση στις τιμές, την ποιότητα των αγαθών και τη υποτιμητική τους συμπεριφορά. Καθίσαμε σ’ ένα από τα κεντρικά καφενεία της πόλης και ήπιαμε δυο καραφάκια ούζο με δείγμα «μεζέ». Καμιά 13


σχέση με τα τσιπουράδικα της ιδιαίτερης πατρίδας μου, το Βόλο. Εγώ ανήσυχος κοίταζα συνεχώς το ρολόι μου για να επιστρέψω έγκαιρα στο στρατόπεδο. Παρά τις εκκλήσεις μου να φύγουμε εγκαίρως ο Αλέκος παρέμενε άνετος. Έτσι αναγκάστηκα να τον αφήσω και να φύγω μόνος μου. Ευτυχώς, ήμουν πίσω στην ώρα μου. Μέχρι το σιωπητήριο ο Αλέκος δεν είχε εμφανιστεί. Έπεσα στο κρεβάτι αλλά με την ανησυχία ζωντανή μέσα μου. Γύρω στις δώδεκα τη νύχτα όλοι στο θάλαμο ξυπνήσαμε από έντονους θορύβους, σπάσιμο τζαμιών και δυνατές φωνές. Ο Αλέκος γύρισε πίσω αλλά είχε καταναλώσει κι άλλα ποτά και ήταν εκτός ελέγχου. Έσπαζε όλα τα τζάμια του λόχου και χρειάστηκαν τρεις-τέσσερις άλλοι να τον κάνουν ζάφτι. Στην πρωινή αναφορά ήμουν σίγουρος ότι τα νυχτερινά γεγονότα θα ήταν το κύριο θέμα. Έπεσα από τα σύννεφα όταν δεν έγινε καμιά συζήτηση για το θέμα. Μετά από δυο μέρες μου το εξήγησε ο ίδιος ο Αλέκος. Προερχόμενος από στρατιωτική οικογένεια - πατέρας κι αδελφός - ήταν οικογενειακός φίλος με τον διοικητή του στρατοπέδου και το θέμα σκεπάστηκε με την πληρωμή των ζημιών που υπήρξαν. Από τις πρώτες μέρες φάνηκε η αντιμετώπιση που θα είχαμε στο στρατό. Σε λίγες μέρες μας έβγαλαν στην αναφορά- εμένα, τον Βασίλη και τον Αντώνη αν θυμάμαι καλά. Η κατηγορία; - Γιατί ήρθατε σε επαφή με ύποπτους πολίτες μέσω του τοίχου; Τι να απαντήσεις σε τέτοια κατασκευασμένη και εξωφρενική κατηγορία. Μείναμε αμίλητοι. Ο λοχαγός συνέχισε με απειλές ότι θα κόψει τα πόδια σε όσους τολμήσουν να κάνουν δολιοφθορά στο στράτευμα: - Να το βάλετε καλά στο μυαλό σας. Δεν θα περάσουν τα σχέδια των κομμουνιστών. Έχουν το νου τους οι φύλακες! 14


κι άλλα τέτοια φληναφήματα. Ήταν μια κακόγουστη θεατρική παράσταση, παιγμένη από έναν ανεκδιήγητο παλιάτσο με έναν και μόνο σκοπό. Να σφίξουν, κατά την αντίληψή τους, τα λουριά στους «εχθρούς της πατρίδας»! Στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας αυτό ήταν που περισσότερο με πλήγωνε. Η αμφισβήτηση από νάνους, ημιμαθείς και αρκετούς παραδόπιστους, της αγάπης μου για την πατρίδα τον τόπο που με γέννησε και μ’ ανάθρεψε. Το τραγικότερο βρισκόταν στο γεγονός ότι όλες αυτές οι χονδροειδείς προκλήσεις έμεναν αναπάντητες, με βάση τη γενική γραμμή αποχής από κάθε τέτοιου είδους συζήτηση. Σήμερα, μετά τόσα χρόνια, αναρωτιέμαι αν θ’ άξιζε κι αυτό τον κόπο να πείσω τα εκ γενετής βλήματα ότι: - Όχι ηλίθιε, εγώ είμαι Έλληνας και το γεγονός ότι είσαι και εσύ μόνο αισθήματα ντροπής μου δημιουργεί. Η παραμονή στην Κόρινθο περιλάμβανε τη βασική εκπαίδευση, μαθήματα για το αμερικανικής κατασκευής και προελεύσεως όπλο Μ1, τις πρώτες δοκιμαστικές βολές, που εγώ φρόντισα να πάνε στο άγνωστο, ασκήσεις παρελάσεων και τα γνωστά μαθήματα ηθικής διαπαιδαγώγησης και την πορεία με πλήρη εξάρτηση στα Εξαμίλια, που η εκπαίδευση την χαρακτήριζε σαν δοκιμασία, αλλά εμένα που μ’ άρεσε από

15


πάντα το περπάτημα, ήταν μια όμορφη - μέσα στην γενική ασχήμια - εμπειρία. Για τη μεγάλη πλειοψηφία το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιαζόταν στην επιλογή των εφέδρων ανθυπολοχαγών, κάτι που εμένα και κάποιους άλλους γνωστούς και μη εξαιρετέους, τους άφηνε εκ των πραγμάτων πλήρως αδιάφορους. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή του συνωστισμού στην είσοδο του λόχου όταν κυκλοφόρησε η είδηση ότι ήρθαν τα αποτελέσματα. Κάποια στιγμή βγήκε στο παράθυρο ο λοχαγός με το χαρτί στο χέρι για να τα ανακοινώσει. Το μάτι του μας είδε να την έχουμε - δυο-τρεις - αράξει στο απέναντι δέντρο άνετοι κι αδιάφοροι. Όταν είδε την εικόνα του φάνηκε παράξενο: - Εσάς δεν σας ενδιαφέρει; Όταν πρόσεξε καλύτερα τη σύνθεση της παρέας, είπε: - Ά! Εσείς είστε; Καλά κάνετε! Μείνετε εκεί που κάθεστε! Χαρούμενες ιαχές από τους επιλεχθέντες και σύντομα όλοι οι ΥΕΑ (υποψήφιοι έφεδροι αξιωματικοί) έφυγαν για την αντίστοιχη μονάδα τους. Έμειναν εμείς, τα ρετάλια, που σύντομα ενημερώθηκαν για την ειδικότητά τους και την μονάδα που θα μετατεθούν. Εγώ είχα τη μέγιστη των τιμών: Σκαπανέαςπυροβολητής και χαρτί πορείας για τη Θήβα.

16


Μετάθεση στη Θήβα Στη Θήβα έμεινα λίγο. Εκεί είναι η βάση του πυροβολικού και από εκεί θα γινόταν η οριστική μου τακτοποίηση σε μονάδα. Δεν θυμάμαι κάτι αξιόλογο. Μαθήματα για τα πυροβόλα από λοχίες που είχαν μάθει το ποίημά τους και το επαναλάμβαναν από στήθους λες και απάγγειλαν την συμπυκνωμένη ανθρώπινη σοφία. Αλίμονο αν λοξοδρομούσες! Το πυροβόλο ζυγίζει 16 τόνους κι ένας από τους εκπαιδευόμενους στην ερώτηση που του έγινε απάντησε 16.000 κιλά. Ο λοχίαςεκπαιδευτής πετάχτηκε τρομαγμένος από τη θέση του και του είπε: Σιγά ρε μαλακισμένο, μη ζυγίζει όσο η Γη! Να έχουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε πάνω από πενήντα χρόνια πίσω, τηλεόραση δεν υπάρχει, το ποσοστό του αναλφαβητισμού είναι ακόμα διψήφιο, οι εξ αναβολής περιορισμένοι στα δάκτυλα και τα βιβλία περιορισμένα. Στο στρατό συνάντησα παιδιά με τις μόνες εμπειρίες τους, ό,τι έζησαν στο χωριό τους κι ό,τι άκουσαν απ’ τις διηγήσεις των μεγαλύτερων. Να μην ξέρουν να γράψουν το όνομά τους, να μην έχουν δει στη ζωή τους θάλασσα, αλλά πολλές φορές να λάμπουν από αγνότητα και μπέσα που ο πολιτισμός τα εξαφάνισε. Εκείνο που μου έμεινε από αυτές τις μέρες είναι το γεγονός ότι μια μέρα που είχα δίωρη έξοδο ήρθε στη Θήβα η Ντόρα και περάσαμε το δίωρο όμορφα στην ύπαιθρό της πόλης. Η δική μου μετάθεση ήταν έξω από την Αλεξανδρούπολη, στο στρατόπεδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πιο ειδικότερα στην 154 ΜΜΠ (Μοίρα Μέσου Πυροβολικού) Από τη Θήβα στην Αλεξανδρούπολη με φύλλο πορείας πήραμε το τρένο, εφοδιασμένοι με τρόφιμα δυο ημερών, δηλαδή μια ολόκληρη κουραμάνα και μια μεγάλη κονσέρβα 17


διατηρημένου κρέατος. Όσο κι αν σήμερα φαίνεται υπερβολικό ο μουτζούρης για να μας φτάσει από τη Θήβα στην ακριτική Αλεξανδρούπολη έκανε δυο ολόκληρες μέρες!

18


Ένας χρόνος και κάτι στην Αλεξανδρούπολη Πρώτη φορά στη ζωή μου ταξίδευα πέρα από τη Θεσσαλονίκη κι έφτανα στο άκρο της Δυτικής Θράκης. Δεν νομίζω ότι είδα τίποτα το ιδιαίτερο μέσα από το τρένο, αλλά με τις πολύωρες στάσεις σε ενδιάμεσους σταθμούς μου δόθηκαν μικρές ευκαιρίες να δω τοπία, να μιλήσω με άγνωστους ανθρώπους να πάρω με ένα λόγο μια μικρή μυρωδιά του νέου τόπου. Άλλη ατμόσφαιρα από τους «περπατημένους» Κορίνθιους. Όταν έφτασα στη μονάδα έπεσα σε έναν «καλόβολο» λοχαγό που μόλις με είδε μου είπε, λες και μου χάριζε ένα ουρί του παραδείσου. Το ποιον μου, φαίνεται είχε προηγηθεί της αυτοπρόσωπης παρουσίας μου: - Μη στεναχωριέσαι καθόλου. Εγώ, εδώ μπορώ να σε αποχαρακτηρίσω και να καθαρίσω πλήρως το φάκελό σου. Έχεις την ευκαιρία να μπεις ολοκάθαρος στην Εθνική οικογένεια. Είναι αλήθεια ότι με το γλυκερό του ύφος με αιφνιδίασε λίγο, αλλά σύντομα έπρεπε να κόψω το βήχα του και να ξέρει με ποιον είχε να κάνει: - Δεν νομίζω ότι χρειάζομαι να καθαρίσω κάτι! Εδώ στην πόλη της Αλεξανδρούπολης έζησα δύσκολες στιγμές, αλλά έχω και μια σειρά ωραίες αναμνήσεις, γνώρισα κι έκανα νέους φίλους. Ενδεικτικά αναφέρω τον Σταύρο Σταφυλάκη. Με το Σταύρο δεν γνωριζόμασταν πριν, αλλά διαβατήριο να ξανοιχτούμε μεταξύ μας ήταν οι κοινοί φίλοι που είχαμε από το Ηράκλειο. Μετά από χρόνια - και μέσω του facebook - ξαναβρήκαμε επαφή και χαίρομαι ότι παρά την πολύχρονη διακοπή της επαφής μεταξύ μας υπάρχει μια

19


ξεχωριστή σύμπτωση σε πολλά θέματα της πολιτικής, εθνικής και κοινωνικής συγκυρίας. Άλλος φίλος είναι ο δικηγόρος Φάνης Αρχιμανδρίτης που ήταν προστάτης οικογένειας και απολύθηκε σύντομα. Με το Φάνη ήμασταν και συμπατριώτες από το Βόλο. Παρά το γεγονός ότι τα υπόλοιπα χρόνια συναντιόμασταν συχνά στους δρόμους του κέντρου της Αθήνας που εγώ κυκλοφορούσα κι αυτός είχε το δικηγορικό του γραφείο κι ανταλλάσσαμε τους τυπικούς χαιρετισμούς, δεν συνεχίσαμε να κάνουμε παρέα. Αυτός ήταν στο ένα είναι το κόμμα κι εγώ πατενταρισμένος ρεβιζιονιστής. Τι σημασία έχουν αυτά με το σημερινό βλέμμα, αλλά κάθε εποχή έχει τους δικούς της φανατισμούς και τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ο τέταρτος της παρέας Πόντιος, ωραίος Θεσσαλονικιός είχε μαζί με τα αδέλφια του εμπορική επιχείρηση που στα επόμενα χρόνια πήγε πολύ καλά. Είναι ο Γιώργος Σαραφίδης με τον οποίο συναντηθήκαμε μετά μόνο μια φορά στην Αθήνα σε ταβέρνα μαζί με τον Φάνη. Στην Αλεξανδρούπολη κάναμε καλή παρέα και μάλιστα γίναμε αφορμή μιας νέας απαγόρευσης. Μια φορά που είχαμε κοινή έξοδο στην πόλη πήγαμε για φαγητό στο καλύτερο εστιατόριο- ξενοδοχείο της πόλης που σύχναζαν κι οι αξιωματικοί. Όταν μας πήρε το μάτι ενός δικού μας αξιωματικού, του κακοφάνηκε. Το επόμενο πρωινό 20


ανακοινώθηκε στην μονάδα ότι απαγορεύεται στους απλούς στρατιώτες να πηγαίνουν σε αυτό το εστιατόριο. Σε διάφορες ευκαιρίες έγραψα διάφορα επεισόδια αυτής της περιόδου. Κάποια από αυτά έχουν ήδη δημοσιευθεί κι άλλα όχι, αλλά εδώ κάνοντας μια συγκέντρωση τους, τα εμφανίζω σε μια απόπειρα κάποιας αναβίωσης της στρατιωτικής μου θητείας. Ίσως δεν έχει πρακτική αξία να αναφερθώ αναλυτικά στην καθημερινή ζωή. Όμως για μένα που είχα μόνο την εμπειρία της ζωής στην πόλη η στρατιωτική μου θητεία, πέρα από τα στραβά κι ανάποδα, πέρα από τα παράλογα που περιλαμβάνει η στρατιωτική ζωή, ήταν ένα χρήσιμο κι αναγκαίο μάθημα. Με την πάροδο του χρόνου αυτό θεωρώ το κυριότερο που θέλω να υπογραμμίσω.

Αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν! Στο στρατό πήγα με «γραμμή». Δυστυχώς! Οι συνθήκες της εποχής με ανάγκασαν να πάρω στοιχειώδη μέτρα προφύλαξης για τη σωματική και πνευματική μου ακεραιότητα. Για ένα αυτονόητο και – γιατί όχι; – ιερό καθήκον: Να υπηρετήσω την πατρίδα. Όμως ο στρατός τότε είχε αναλάβει με προθυμία αλλότρια καθήκοντα. Να χωρίσει τα παιδιά της πατρίδας μας σε κατηγορίες, και κάποιους, χωρίς ντροπή κι αναστολές, να τους ποδοπατά. Η «γραμμή» ήταν: Δεν απαντάμε σε πολιτικές ερωτήσεις. Λέμε δεν ξέρω. Δεν ανοίγουμε συζητήσεις. Τη γραμμή αυτήν την ακολούθησα με μονολιθική συνέπεια, με επιμονή και πίστη. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Τύφλα να ’χει το τραμ!

21


Το 26μηνο στρατιωτικό ήταν για μένα μια κόλαση. Όλα τα υπέμενα αγόγγυστα με την ελπίδα ότι κάποτε θα τελειώσουν. Εκείνο που με συνέθλιβε και μ’ έκανε κουρέλι και που συγχρόνως με εξόργιζε, ήταν η αμφισβήτηση – από ανθρώπους νάνους και παραδόπιστους – της αγάπης μου για την πατρίδα, τον τόπο που μεγάλωσα κι έγινα ένα με το χώμα και την ιστορία του. Αλλά τι να κάνω; Πώς να αντιδράσω, σε ποια αυτιά ν’ αποταθώ; Αν άνοιγα συζήτηση δε θα την έβγαζα καθαρή! Η περίοδος αυτή έχει πολλά επεισόδια. Εδώ θέλω ν’ αφηγηθώ ένα από αυτά: Υπηρετούσα στην Αλεξανδρούπολη το 1966 ως σκαπανέας-πυροβολητής σε μια μονάδα λίγο έξω από την πόλη. Κάποια μέρα ήρθε μια διαταγή από το Γ.Ε.Σ.: Οι «μορφωμένοι» φαντάροι να βγάλουν μια ομιλία μπροστά σ’ όλη τη μονάδα. Τα κριτήρια της εποχής περιλάμβαναν αυτούς που είχαν τελειώσει το γυμνάσιο. Την ώρα της εθνικής ηθικής διαπαιδαγώγησης (Η.Ε.Δ.), ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός μας μίλησε για το παιδομάζωμα. Στην πραγματικότητα, διάβασε ένα δισέλιδο, προετοιμασμένο από την αρμόδια υπηρεσία κείμενο. Ο λοχαγός του Α2 προσπάθησε ν’ ανοίξει τη συζήτηση πάνω στο θέμα. Του κάκου όμως. Καμιά ανταπόκριση από το ακροατήριο. Μια μέρα ο λοχίας του λόχου μας, μου λέει: - Σε θέλει ο λοχαγός! Άρχισαν τα όργανα, είπα μέσα μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Το σενάριο ήταν γνωστό. Μόλις μπήκα στο γραφείο του, χωρίς προλόγους και εισαγωγές μου λέει: - Λευτέρη, θα μιλήσεις με θέμα το «προαιώνιο όνειρο των Σλάβων να πλύνουν τα βρώμικα πόδια τους στο γαλάζιο μας Αιγαίο. - Είμαι ένας απλός φαντάρος χωρίς ειδικότητα.

22


- Ναι! αλλά είσαι μαθηματικός! Δεν τον διόρθωσα ότι σπούδασα Φυσική. Απλώς, σφράγισα το στόμα μου με βουλοκέρι... Αρκετή ώρα άκουγα το κήρυγμά του με την κατάληξη: - Κρίμα, παιδί μου! Εσύ θα φας το κεφάλι σου! Το κατοπινά χρόνια έδειξαν πως είχε λίγο δίκιο αλλά αυτός ήταν πολύ μικρός για να του δίνει κανείς σημασία. Οι ομιλίες συνεχίστηκαν με θέματα ποικίλου ενδιαφέροντος. Κάθε φορά ο Α2 που διηύθυνε τη συζήτηση έλεγε: - Εσύ τι λες, Λευτέρη; - Δεν ξέρω. Εγώ το βιολί μου, σα διάκος με το Κυρ Ελέησον. Μια συνεχής πίεση αψυχολόγητη που είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Όμως με κρατούσε σε διαρκή επιφυλακή και δε μ’ άφηνε στιγμή να ησυχάσω. Έφτασα να βλέπω στον ύπνο μου εφιάλτες. Ο διπλανός μου στο κρεβάτι, μου έλεγε ένα πρωί: - Τη νύχτα φώναζες: Δεν ξέρω, δεν ξέρω... Ο λοχαγός με κάλεσε πάλι: - Θα μιλήσεις για την προδοτική γραμμή του Κ.Κ.Ε. στη Μικρασιατική εκστρατεία. Σου είναι φαντάζομαι γνωστό. Κάλεσε τους στρατιώτες να πετάξουν τα όπλα! Άλλωστε κι εσύ προσφυγικής καταγωγής είσαι. Επιτέλους, έμαθα ο κακόμοιρος την αιτία της ήττας και της εθνικής μας τραγωδίας. Μια ανακοίνωση–στερεότυπο ενός κόμματος που ήταν στα σπάργανά του κατόρθωσε να πείσει τους φαντάρους να μην πολεμήσουν. Είναι ζήτημα όμως αν έστω ένας από αυτούς έμαθε εκείνη την εποχή αυτήν την ανακοίνωση. Εγώ την ίδια σιωπή. Μετά από κάνα δυο επαναλήψεις είχε τη φαεινή ιδέα: Θα μιλήσεις για το αντικείμενό σου! Τις μαθηματικές εξισώσεις! Τι μου ήρθε; Του απάντησα με θράσος: - Τότε θα πληρώνομαι ακριβά! 23


- Αύριο θα βγεις στην πρωινή αναφορά! - Γιατί; - Αυτό που σου λέω! Την άλλη μέρα το πρωί ξυρισμένος, γυαλισμένος, στήθηκα στην αναφορά. - Στρατιώτης Τσίλογλου Ελευθέριος σκαπανέας-πυροβολητής, λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω ότι... Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής της μοίρας με σταμάτησε... - Για ποιο λόγο βγαίνεις στην αναφορά; - Δεν ξέρω! Ο λοχαγός... - Καλά! Καλά! Απάντησε στην ερώτηση: ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος; - Δεν ξέρω. - Άκου, στρατιώτη, κι άνοιξε καλά τ’ αυτιά σου! Ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος είναι ο κομμουνισμός! Τ’ άκουσες; - Ναι. - Ποιος είναι λοιπόν; - Δεν ξέρω. Ψυχρός, αμίλητος, χωρίς φανερή αντίδραση, απευθύνεται σ’ όλη τη μοίρα που ήταν παραταγμένη πίσω μου. - Ποιός είναι, παιδιά, ο μεγαλύτερος εχθρός; Ακούω πίσω μου μια ομαδική κραυγή: - Ο κουμμουνισμόοοος! - Τ’ άκουσες; - Ναι! - Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος; - Δεν ξέρω. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε. Τότε ένα λαμπάκι άναψε μέσα μου. Θυμήθηκα τι έγραφε το ατομικό βιβλιάριο του στρατιώτη - Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της Ελλάδος; - Το βιβλιαράκι που μας δώσατε, λέει η ελονοσία!

24


Άστραψε και βρόντηξε. Το πρόσωπό του έγινε σαν παπαρούνα. Θα πάθει αποπληξία είπα από μέσα μου και θα έχουμε άλλα ντράβαλα! - Πάρτε τον από μπροστά μου! Είκοσι μέρες αυστηρά!! Ένας μόνιμος κι ένας έφεδρος λοχίας με πήγαν σηκωτό στο διπλανό πειθαρχείο. Την ποινή την υπηρέτησα πλήρως με όλους τους προβλεπόμενους όρους. Μια μέρα φαΐ, μια μέρα νηστεία. Στέρηση συσσιτίου. Όπως υπηρέτησα και την αντίστοιχη παράταση της θητείας μου. Το βιβλιάριο, που δεν θυμάμαι πώς, βρίσκεται ακόμα στα χέρια μου, γράφει στις σελίδες των ποινών: ... είκοσιν ημέρας αυστηρά φυλάκισις, διότι δεν εγνώριζεν αντικείμενον πολλάκις διδαχθέν!... Στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να με απομονώσουν από τον κορμό των άλλων φαντάρων. Όμως ποτέ δεν το κατόρθωσαν. Εγώ, σ’ αυτές τις συνθήκες, ήμουν μέσα σ’ όλα. Βασικός παίχτης της ποδοσφαιρικής ομάδας που φτιάχτηκε εκ των ενόντων, πρωτεργάτης στο τραγούδι τις ελεύθερες ώρες, κύριος προμηθευτής πικάντικων ανέκδοτων που στο στρατό είναι περιζήτητα. Συγχρόνως, για πολλούς ήμουν ο γραφιάς τους. Αλήθεια, πόσων και πόσων μυστικών – ακόμα και τραγικών – δεν έγινα κοινωνός γράφοντας δεκάδες προσωπικά γράμματα! Εγώ, που ο λοχαγός με χαρακτήριζε μίασμα, σκουλήκι, πράκτορα, Εαμοβούλγαρο κι ότι άλλο ήξερε να πει. Δεν τους πέρασε η απομόνωση! Μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής και τον ψυχροπολεμικό διαχωρισμό του κόσμου σε στρατόπεδα επιρροής, ο στρατός παραμελούσε το βασικό του στόχο και έκανε φοβερές διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά του, που ήρθαν να υπηρετήσουν την πατρίδα. Κάποια από αυτά χωρίς δισταγμό τα ποδοπατούσε. Δυστυχώς, γι’ αυτό το ρόλο βρέθηκαν πρόθυμοι 25


βαθμοφόροι που πολλές φορές υπερέβαιναν και τις εντολές. Όμως η ζωή μου έδειξε – ιδιαίτερα και στις μετέπειτα περιπέτειες που είχα – το εξής: Κάτω από τις οποιεσδήποτε συνθήκες καταναγκασμού και τρόμου, πάντοτε βρίσκεται ένας ή περισσότεροι που θα σου φερθούν ανθρώπινα και θα γίνουν το ψυχολογικό στήριγμά σου. Όχι απαραίτητα από κοινές ιδεολογικές αφετηρίες, αλλά από την ανθρώπινη αλληλεγγύη που γεμίζει πολλές καρδιές και αντιδρούν στην αδικία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Ο φανατισμός, οι ακρότητες, τα αναγκαστικά μέτρα από οποιαδήποτε αφετηρία κι αν πηγάζουν δεν έγραψαν ιστορία. Το πολύ να προκάλεσαν προσωρινά πισωγυρίσματα ή κάποιες καθυστερήσεις. Σε τελική ανάλυση όμως η κοινωνία προχωράει με τους δικούς της ρυθμούς. Εκείνη την εποχή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η προσωπική μου ιδιοσυγκρασία με όπλισαν με ένα γαϊδουρινό πείσμα. Αυτή ήταν η μόνη διέξοδος. Να στυλώσω τα πόδια και να μην κάνω ρούπι πίσω! Αργότερα, μόνος μου, με την ηρεμία που δίνει η απομόνωση, με εσωτερικές διεργασίες, απάλυνα τη συμπεριφορά μου κι έγινα έλλογος άνθρωπος. Όμως εγκαίρως, πριν ακόμα η πλημμύρα των αντικειμενικών εξελίξεων κάνουν αυτονόητη αυτή την αλλαγή. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ολοκλήρωσα τη θητεία μου, μαζί και τις μέρες των πρόσθετων φυλακίσεων, με κάλεσε ο τότε διοικητής μου στην Πρέβεζα και μου έδωσε το απολυτήριο: - Άντε! Καλά μυαλά! Κοιτάζοντας το χαρτί στα πεταχτά, το μάτι μου πέφτει στη σειρά ΔΙΑΓΩΓΗ: ΚΑΚΗ. - Γιατί; Έκανα κανένα έγκλημα; - Άντε φύγε, παιδί μου. Δε λες κι ευχαριστώ που σε αφήνουμε να πας σπίτι σου! Πού να το δείξω και ποιος θα με καταλάβει; Στην επιστράτευση του ’74 το χρώμα του απολυτηρίου μου δε 26


κλήθηκε στα όπλα. Ευτυχώς γλύτωσα από αυτήν την άσκοπη περιπέτεια. Αργότερα μου άλλαξαν το απολυτήριο. Στο καινούργιο, στη θέση της διαγωγής ήταν κενό. - Α! Ωραία, είπα μέσα μου. Ξεπλύθηκε η ντροπή! Παρατηρώντας όμως καλύτερα, είδα μια νέα πισώπλατη μαχαιριά... «Εις περίπτωσιν επιστρατεύσεως να παρουσιαστεί εις το πλησιέστερον Αστυνομικόν Τμήμα»! Χριστέ μου! Ευτυχώς δε χρειάστηκε. Ξεπέρασα πια τις χρήσιμες ηλικίες του στρατού. Φαντάζεστε την αμηχανία τη δική

μου και των αρμοδίων αρχών αν εμφανιζόμουν φάντης μπαστούνι ενώπιον τους; - Τι να κάνουμε με αυτήν την περίπτωση; Σήμερα βρίσκεται ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι στο σπίτι. Χρόνια έχω να το δω μπροστά μου. Όλα όσα πέρασα μπορεί να τα ξεχάσω, να τα δικαιολογήσω σαν φαινόμενα των περιπετειών που έζησε η χώρα μας. Ας πάει το παλιάμπελο! Τι νόημα άλλωστε έχει να το κρατάει κάποιος μανιάτικο; Εκείνον όμως που δεν μπορώ να ξεχάσω είναι ο παραδόπιστος λοχαγός μου. Αυτός που αμφισβητούσε τα ιερά και όσια της 27


ύπαρξης μου. Την αγάπη και την αφοσίωση για τον τόπο που γεννήθηκα. Την πατρίδα μου! Το χειρότερο όλων: Ήταν και ποντιακής καταγωγής.

Το «βρώμικο» αίμα Στο στρατό μου συνέβη το εξής περιστατικό. Δείχνει ανάγλυφα πως η μισαλλοδοξία κι ο φανατισμός, μπορούν να φτάσουν τον άνθρωπο να χάσει τα κύρια χαρακτηριστικά που τον ξεχωρίζουν σαν ένα ιδιαίτερο πλάσμα μέσα στη φύση. Είναι όμορφο μέρος η πόλη της Αλεξανδρούπολης. Έμεινα εκεί, πάνω από ένα χρόνο, όμως δε πρόφτασα δυστυχώς να τη γνωρίσω, στις περιορισμένες εξόδους, ευκαιρίες που σου παρουσιάζονται στη στρατιωτική ζωή. Η πόλη τότε είχε καταληφθεί από στρατιώτες. Έμπαινες στην αίθουσα του κινηματογράφου και από τα εκατό άτομα, οι εξήντα τουλάχιστον ήταν φαντάροι. Μόνο μια φορά μπήκα στα ενδότερα της πόλης όταν ο ντόπιος στρατιώτης και καλός μου φίλος Σάκης, με πήγε στην τούρκικη συνοικία και γνώρισα από μέσα ένα τούρκικο σπίτι. Μια άλλη φορά θα σας πω αυτήν την ιστορία, μα ο Σάκης, ένας πελώριος Πατούχας με καρδιά αθώου παιδιού, ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση από πολλές πλευρές. Μια από αυτές ήταν πως μου μετέφερε, καθημερινά σχεδόν, τους τίτλους κάποιων εφημερίδων. Έπιαναν τα χέρια του και τέτοιοι φαντάροι είναι χρυσάφι σε μια μονάδα. Υδραυλικός, ηλεκτρολόγος, ξυλουργός και ότι άλλο ήταν αναγκαίο. Έτσι κάθε βράδυ είχε άδεια να πηγαίνει στο σπίτι του και είχε το ελεύθερο στο μαγειρείο για όσο φαγητό ήθελε. Και ήθελε πολύ!

28


Το στρατόπεδο του Μ. Αλεξάνδρου ήταν τότε, έξω από την πόλη και στο χωματόδρομο μπροστά του υπήρχε αρκετή κίνηση. Στρατιωτικά οχήματα κυρίως. Ένα πρωινό μετά την αναφορά κι όταν άρχιζε το συνηθισμένο πρόγραμμα σήμανε συναγερμός. Στον εξωτερικό δρόμο συνέβη ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα με ένα σοβαρά τραυματισμένο στρατιώτη. Μέσα στο απέραντο στρατόπεδο υπήρχε μια μονάδα κινητού νοσοκομείου, που ήταν καλά εξοπλισμένη. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε εκεί και έπεσαν πάνω του οι στρατιωτικοί γιατροί. Σε

λίγο έγινε έκτακτη συγκέντρωση της μονάδας και ο διοικητής ανήσυχος κι αλαφιασμένος μας λέει: Ποιοι από σας έχουν αίμα ομάδας Α2; Την ομάδα αίματος την έγραφε για όλους μας το ατομικό βιβλιάριο του καθενός. Σηκώθηκαν μερικά χέρια. - Ποιοι μπορούν να δώσουν αίμα; Βγήκαμε μπροστά εγώ κι ο γραφέας στο υπασπιστήριο. Μας πήγαν αμέσως στο χειρουργείο. Δύο νοσοκόμοι άρχισαν να παίρνουν αίμα, Στο διπλανό χώρο, αντίσκηνα ήταν, οι γιατροί έδιναν τη μάχη τους. Πήραν από τον καθένα μας δύο μπουκάλες!

29


Τι ήταν αυτό τότε; Τίποτα! Το κάναμε εθελοντικά με όλη μας τη καρδιά και το χαρήκαμε γιατί εκεί – επιτόπου - αυτό το αίμα θα έμπαινε στον τραυματία που αιμορραγούσε και έδινε τη μάχη να κρατηθεί στη ζωή. Έτσι κι έγινε. Ο φαντάρος, από άλλη μονάδα - δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομά του- την έβγαλε καθαρή. Εμάς μας τάισαν καλά και πήραμε δύο μέρες «ελεύθεροι υπηρεσίας». Πέρασαν μέρες και το περιστατικό ξεχάστηκε. Μια μέρα ο συνέταιρος στο αίμα έρχεται χαρούμενος και μου λέει: - Ήρθε και για τους δυο μας τιμητική άδεια από τη μεραρχία. Δεκαπέντε μέρες! Απλώς εκεί ο γιατρός-αξιωματικός κράτησε τα ονόματα μας κι έστειλε αναφορά στους ανώτερους. - Ωραία, είπα. Θα κατέβω επιτέλους στο Βόλο! Το είπα σε δύο-τρεις δικούς μου. Όμως σε δύο μέρες ξανάρχεται ο γραφέας και έντρομος μου λέει: - Λευτέρη, μη με κάψεις! Δε σου είπα κουβέντα. Πέρασαν μερικές ημέρες κι αυτός πήρε την άδεια. Για μένα τσιμουδιά. Όμως το αίμα του μιάσματος έκανε την ίδια δουλειά με το αίμα του γραφέα. Τότε πληγώθηκα, πληγώθηκα βαθιά! Τόσο που ορκίστηκα: - Δεν ξαναδίνω αίμα με τίποτα! Η ζωή όμως στη συνέχεια μ’ ανάγκασε πολλές φορές να παραβώ τον όρκο μου για συγγενείς και φίλους. Μέσα μου όμως παραμένει ακόμα η πίκρα. Στο περιστατικό αυτό βλέπεις, πως οι διαιρέσεις σε μια χώρα μπορούν να φτάσουν τους ανθρώπους σε ακρότητες. Ας μας γίνει, αυτό, ένα μάθημα.

30


Ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα… Τα επεισόδια που συνέβησαν στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας είναι πολυάριθμα και στο πρώτο βιογραφικό μου βιβλίο περιγράφω μερικά από αυτά. Όμως υπάρχουν κι άλλα συμβάντα, που θα άξιζε να αναφερθούν, όχι γιατί ο γράφων έχει την πρόθεση να δημιουργήσει κλίμα διχασμού και να χαρακτηρίσει αρνητικά κάποιο τμήμα του πληθυσμού ή και κάποιο θεσμό της πατρίδας μας. Το αντίθετο! Μοναδική μου πρόθεση είναι να γίνουν αφορμές φρονηματισμού για το μέλλον. Ευχή μου είναι να γίνουν παραδείγματα ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα μισαλλοδοξίας και υπέρβασης. Οι πιο δύσκολες στιγμές που έζησα στη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας ήταν εκείνες που κάποιοι βαθμοφόροι εφάρμοζαν, χωρίς ντροπή κι αναστολές, την επάρατη αρχή της συλλογικής ευθύνης. Εξαιτίας της δικής σου στάσης, που για αρκετούς - πράγμα φυσικό κι αναμενόμενο δεν ήταν και εύκολα εξηγήσιμη και το πείσμα μου να παραμείνω χωρίς εκπτώσεις, συνεπής στις δικές μου θέσεις δεν ήταν φυσικά απ’ όλους κατανοητό, το καψώνι που γινόταν συμπεριλάμβανε όλους τους άνδρες της πυροβολαρχίας ενώ «αίτιο και φταίχτης» ήμουν μόνο εγώ. Θυμάμαι το εξής χαρακτηριστικό επεισόδιο. Ήμουν στην Αλεξανδρούπολη και ήταν παραμονές της 25ης Μαρτίου του 1967. Λιγότερο από ένα μήνα πριν την κατάλυση των θεσμών της δημοκρατίας από τους επίορκους συνταγματάρχες. Λόγω της εθνικής επετείου ένας ουλαμός της μονάδας μου θα λάβαινε μέρος στην πεζή παρέλαση που θα γινόταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Μέσα στο μεγάλο κι άνετο χώρο του 31


στρατοπέδου γινόντανε εντατικές πρόβες στο βάδην. Καλός και συγχρονισμένος βηματισμός, προτεταμένα στήθη, απόλυτη στοίχιση κι όλα τ’ απαιτούμενα για αξιοπρεπή εμφάνιση. Στις παρελάσεις, πέρα από τις προφανείς σκοπιμότητες, που υπάρχουν για τη διεξαγωγή τους υπάρχει και μια ακόμα συνιστώσα. Οι βαθμοφόροι της μονάδας βαθμολογούνται από τους ανώτατους επικεφαλής αξιωματικούς κι είναι εμφανής η αγωνία τους να έχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σίγουρα στη σημερινή φάση που διανύουμε, τέτοιες αγωνίες ίσως να μην υπάρχουν, μέσα και στο γενικό κλίμα των εκπτώσεων που εμφανίστηκαν σε κάθε τομέα της δημόσιας ζωής μας. Μέσα στον ουλαμό είχαν επιλέξει και μένα, πράγμα όχι συνηθισμένο. Επειδή δεν υπήρχε μουσική να δίνει ρυθμό στο βηματισμό μας έβαζε να τραγουδάμε τα γνωστά εμβατήρια. Κάποια από αυτά ήταν ανυπόφορά και διχαστικά. Ιδιαίτερα σε μένα που είχα την απολυτότητα της εποχής, ως κύριο στοιχείο των αντιδράσεων μου. Το συμβάν έγινε μπροστά στο παράπηγμα της πυροβολαρχίας μετά από αρκετή ώρα πεζοπορίας, ενώ πλησίαζε και η ώρα του μεσημβρινού συσσιτίου. Συνεχίζοντας με βήμα σημειωτόν ο ουλαμός τραγουδούσε το «εμπνευσμένων στίχων» εμβατήριο: Ο στρατός μας που πήγε στην Κορέα, 32


πολεμούσε για τα ιδανικά Είχε βάψει τους κίτρινους στο αίμα, δείχνοντάς τους τι θα πει ελευτεριά.. Ο λοχαγός της πυροβολαρχίας μας έδινε το ρυθμό και κάποια στιγμή που με πήρε το μάτι του ήρθε κοντά μου: - Δεν ακούω, Λευτέρη τη φωνή σου! Προς απόδειξη του ισχυρισμού του έβαλε τ’ αυτί του μπροστά στο στόμα μου. Πράγμα περιττό αφού το στόμα μου ήταν σφραγισμένο. Απλώς ήθελε να δακτυλοδείξει τον ένοχο. Τότε μ’ έφερε στην πιο δύσκολή στιγμή της στρατιωτικής μου καριέρας λέγοντας δυνατά σ’ όλους: - Το σημειωτόν θα συνεχιστεί μέχρις ότου ο κύριος Κόμης ανοίξει το στόμα του και τραγουδήσει! Ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Τόσο άσχημα ένιωσα. Όμως το στόμα παρέμενε ερμητικά κλειστό. Άρχισαν οι διαμαρτυρίες από συναδέλφους. Όχι προς το λοχαγό, αλλά προς τα μένα - Άντε ρε Λευτέρη. Τραγούδησε να πάμε για φαγητό! Τι να πεις σε τέτοια περίπτωση; Όμως παρά τις απειλές ότι θα μείνουμε εκεί για πάντα, το καψώνι σε λίγα λεφτά σταμάτησε, γιατί κι οι δικές του υποχρεώσεις τον ανάγκασαν να φύγει εκτός στρατοπέδου. Ευτυχώς, γιατί ποτέ δεν ξέρεις μέχρι που μπορεί να φτάσει ένας ξένος απ’ αυτά, που δεν τα καταλαβαίνει τη δική σου στάση και είναι συγχρόνως πεινασμένος. Όμως η ζωή είναι παράξενη και οι συμπτώσεις που μπορεί να σου συμβούν απίθανες. Μετά από είκοσι χρόνια είχα έναν μαθητή μέσα στους χιλιάδες που περάσανε, στο φροντιστήριο. Ένα συμπαθητικό και φιλότιμο παιδί. Το επώνυμο κάτι μου θύμιζε, αλλά δεν έκανα τους κατάλληλους συνδυασμούς. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στην ημέρα της ενημέρωσης των γονέων. Πατέρας του 33


μαθητή μου ήταν ο λοχαγός. Και οι δυο θυμηθήκαμε την παλαιά μας συνάντηση, αλλά δεν ειπώθηκε εκατέρωθεν κουβέντα. Άλλωστε μπροστά μας ήταν το αθώο κι άμοιρο ευθυνών παιδί του, αλλά και εγώ είχα λειάνει αρκετά την παλαιά μου απολυτότητα. Χάρηκα που ο γιος του πήγε τελικά καλά στις εξετάσεις, αλλά τον μπαμπά δεν τον ξαναείδα!

Απόσπασμα από το «Πως πέθανε το παρελθόν μου» …Το πραξικόπημα με βρήκε στην Αλεξανδρούπολη με όλες τις συνέπειες, που φαντάζεστε. Δεν θέλω να κάνω τον έξυπνο. Αλλά απομονωμένος πάνω από έναν χρόνο εκεί ψηλά στην άκρη της Ελλάδας, χωρίς άδειες, με μια μικρή και προσεκτική αλληλογραφία με δυο-τρία άτομα, έζησα το στρατοκρατικό κλίμα και μύρισα τη διάχυτη επιθυμία πολλών να λύσουν το γόρδιο δεσμό με δραστικό τρόπο. Πολλές φορές ακουστήκαν λόγια που υπέκρυπταν τέτοιου είδους προθέσεις σε αναφορές, σε μαθήματα ηθικής διαπαιδαγώγησης. Τις επόμενες μέρες οι λύκοι, που τους είχα συνεχώς σκιά πίσω μου εκείνα τα χρόνια στο Βόλο, παρουσιάστηκαν φουριόζοι και απειλητικοί στο σπίτι. Ας αποφύγω την αναφορά ονομάτων! Δε φταίνε καθόλου οι απόγονοί τους το διασυρμό, Ζητούσαν τα χαρτιά μου, να βρουν ονόματα, καταλόγους, να στείλουν κι άλλο κόσμο μέσα. Για τυχαίους λόγους η Μάνα είχε διαλύσει το δικό της σπιτικό και είχε πάει στο σπίτι της κόρης της. Ο Πατέρας είχε μείνει ανήμπορος στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να τον κουμαντάρει μόνη της. Ας είναι καλά η αδερφούλα μας η Βαγγελίτσα.

34


Γηροκόμησε τους γονείς μας τραβώντας του Χριστού τα πάθη, έχοντας συγχρόνως άρρωστο και τον δικό της άντρα, που έμπαινε κι έβγαινε στα νοσοκομεία. Ό,τι δεν χώρεσε στο σπίτι της Βαγγελιώς, τα λίγα έπιπλα κι άλλα μικροπράγματα τα πήγε σ’ ένα δωμάτιο της θείας Μαρίας με ένα συμβολικό νοίκι. Μαζί ήταν και τα προσωπικά μου πράγματα. Όλα αυτά σε ανύποπτο χρόνο, το 1966, ενώ εγώ υπηρετούσα τη θητεία μου. Η Μάνα δεν είπε τίποτα. Ξεσήκωσαν τα πάντα. Λυσσασμένοι δεν σεβάστηκαν τον κατάκοιτο Πατέρα. Δύο εύσωμα γαϊδούρια σήκωσαν το στρώμα για να βρουν από κάτω τα μεγάλα μυστικά. Έφυγαν τότε άπρακτοι. Ο Θεός ας τους συγχωρήσει. Δεν εφάρμοζαν απλώς εντολές. Υπερέβαλαν, απολαμβάνοντας τη μικροεξουσία τους κι αυτό είναι το έγκλημά τους. Αργότερα ήρθαν οι νέες περιπέτειες. Είχα πέσει στα χέρια της Ασφάλειας και ήμουν στη Μπουμπουλίνας. Σε λίγο θα πήγαινα στου Αβέρωφ. Ο Πατέρας είχε στο μεταξύ πεθάνει. Νέα επίσκεψη στο σπίτι. Τώρα οι απειλές ήταν σαφείς. - Δε θα ξαναδείς το γιό σου. Πες μας πού τα έχεις κρύψει. Τι να κάνει η καημένη η Μάνα. Άμαθη στα τερτίπια της Ασφάλειας δεν άντεξε στις απειλές, φοβήθηκε για το μικρό της γιο και τους πήγε στο δωμάτιο της θείας. Εκεί μάζεψαν τα πάντα. Για να τα μεταφέρουν στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο τα έβαλαν σε δύο τραπεζομάντιλα και τα πήγαν στην Ασφάλεια. Δεν τα ξανάδα έκτοτε. Όμως τι φαντάζεσαι πως ήταν; Λίγα γράμματα που είχα ανταλλάξει τα προηγούμενα χρόνια με φίλους και κορίτσια. Λίγα βιβλία, μπροσούρες της Δ.Ν.

35


Λαμπράκη κι όλο το άλλο φοιτητικό υλικό. Κανένα πράμα μυστικό! Τι ήταν άλλωστε τότε μυστικό, όταν χιλιάδες πληρωμένα μάτια παρακολουθούσαν την κάθε κίνησή μας; Ευτυχώς, λίγους μήνες πριν πιαστώ είχα σώσει το καλούπι της επίσημης σφραγίδας της Ε.Φ.Ε.Ε. Ο γνωστός ρόμβος. Συνεννοήθηκα με το φίλο μου τον Τριαντάφυλλο Σκαλίδη και τον είχε φέρει από το Βόλο στην Αθήνα. Μ’ αυτό το καλούπι σφράγισα την ανακοίνωση-καταγγελία της Ε.Φ.Ε.Ε. από την παρανομία που στάλθηκε και στο εξωτερικό. Κάποιοι μυημένοι, βλέποντας τη σφραγίδα ίσως να υποπτεύθηκαν την πηγή της. Σιγά τα μυστικά! Λίγες φωτογραφίες. Δεν υπήρχαν και πολλές, γιατί κάποιες ήταν αλλού. Παιδικές φωτογραφίες δεν υπήρχαν άλλωστε. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στα προσωπικά ενθυμήματα που άρπαξαν ήταν και μια σειρά από έγχρωμες εικονίτσες, που μας έδιναν στο κατηχητικό όπου από κάτω ήταν γραμμένο το ρητό και το ηθικό δίδαγμα της εβδομάδας! Όλα χάθηκαν. Χάθηκαν οριστικά! Στη μεταπολίτευση κάποιοι αναζήτησαν τα δικά τους και κάποιοι κάτι πέτυχαν. Εγώ δεν ήθελα να τους πλησιάσω με τίποτα. Μέσα μου ακόμα υπήρχε συσσωρευμένος αρκετός θυμός. Χρειάστηκε μακρύς χρόνος για να μου περάσει. Ίσως κάηκαν, ίσως πετάχτηκαν στα σκουπίδια. Δεν ξέρω τίποτα. Η Μάνα μου δεν καταλάβαινε τη δική μου πλευρά. Εκείνη είχε το δικό της καημό! Έλεγε και ξαναέλεγε η καλή μου: - Αχ! Πάνε τα τραπεζομάντιλα!

36


Πάσχα του 1967 Κανονικά έπρεπε να είμαι ευτυχής. Μπροστά μου είχα ελεύθερο ένα ολόκληρο διήμερο. Για έναν χρόνο, που ήμουν φαντάρος στον Έβρο, αυτό ήταν πρωτόφαντο. Τόσο καιρό βίωνα την αποκοπή από την οικογένεια, τους φίλους, το Βόλο, την Αθήνα. Υπηρετούσα ως σκαπανέας - πυροβολητής στην 154 ΜΜΠ που έδρευε στο στρατόπεδο Μεγάλου Αλεξάνδρου, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη. Η Μοίρα είχε φύγει πρωί- πρωί για τις Σάππες, ένα χωριό στο γειτονικό νομό Ροδόπης να κάνει ασκήσεις βολής. Θα γύριζε πίσω, με βάση τον προγραμματισμό, το Σάββατο το απόγευμα. Εμένα δε με πήραν μαζί τους. Με άφησαν πίσω μαζί με τους βοηθητικούς, δυο- τρεις αρρώστους ελεύθερους υπηρεσίας κι έναν αξιωματικό. Να μη μάθω τα μυστικά της άσκησης; Μάλλον όχι. Απλώς ήθελαν να επαναληφθεί για μια ακόμη φορά πως ήμουν ένα απόβλητο, ένα μίασμα, ένας επικίνδυνος εαμοβούλγαρος που κάθε φρόνιμος φαντάρος πρέπει να αποφεύγει μετά βδελυγμίας. Όμως αυτό δεν τους πέρασε ποτέ. Παρά τις φιλότιμες, προσπάθειες του λοχαγού του Α2 Χασαπίδη. Αυτός είχε όπλο τον εκφοβισμό και την τιμωρία. Εγώ όμως είχα τη συνεχή ανθρώπινη προσέγγιση των πάντων. Ήμουν για καιρό πιεσμένος και σε συνεχή συναγερμό. Κάποια στιγμή καταμέτρησα 54 συνεχείς μέρες όπου ήμουν σκοπός γερμανικό νούμερο , δηλαδή 2-4 την νύχτα , ώστε να μη μπορείς να κοιμηθείς ούτε μια νύχτα συνεχώς. Ενώ στις διπλανές μονάδες το μάθημα της Εθνικής και Ηθικής Διαπαιδαγώγησης γινόταν δυο φορές την εβδομάδα στη δική μου γινόταν καθημερινά, πλην Κυριακής. Κάθε φορά

37


προσωπικές προκλήσεις, συνεχείς ερωτήσεις, προκλητικές και ύπουλες. Αλλά εγώ, μονολιθικός, απαντούσα μονότονα με τη σιωπή ή «δε ξέρω» ακόμα και σε προφανείς ερωτήσεις. Με είχε κυριεύσει το σύνδρομο της στέρησης. Στέρηση από φίλους, στέρηση από ειδήσεις, εφημερίδες, συνεδριάσεις, διαδηλώσεις. Στέρηση από γυναίκα. Τα τελευταία χρόνια, πριν βάλω το χακί, είχα μια έντονη φοιτητική ζωή. Τώρα δεν έπρεπε να δώσω αφορμή. Ούτε κιχ πολιτικό. Άρνηση συμμετοχής. Ακόμα και κει που έβλεπα συμπάθεια, κρατούσα τις σχέσεις σ’ ένα επίπεδο. Όχι πολλά. Άνοιγμα μόνο στο ποδόσφαιρο και το τραγούδι. Για τις γυναίκες ανώνυμες γενικές συζητήσεις. Κυρίαρχοι ήρωες μου, η ΑΕΚ κι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αναλογιζόμενος, σήμερα, τα γεγονότα που διαδραματίζονταν, τις προκλήσεις, τις αναφορές, τη συνεχή αγωνία μου να έχω καθαρό τον εαυτό μου, τακτοποιημένο το κρεβάτι και όλο τον εξοπλισμό, βάζω το ερώτημα, πού εύρισκα αυτό το απόθεμα υπομονής και εγκαρτέρησης να αντέχω την κάθε μέρα που ξημέρωνε; Πού είχα βρει αυτή τη χρυσή φλέβα σε πείσμα και εμμονή; Σήμερα δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου. Δεν ξέρω. Ίσως γιατί μεγάλωσα. Ίσως γιατί δεν υπάρχουν οι προκλήσεις, που τότε μου τα ξύπνησαν. Μάλλον γιατί άλλαξαν ραγδαία οι εξωτερικές συνθήκες. Η Πέμπτη ήταν μια συννεφιασμένη μέρα. Κανονικά θα έπρεπε ο αξιωματικός υπηρεσίας να με απασχολήσει με κάτι . Αλλά ευκαιρία βρήκε κι αυτός την άραξε στο διοικητήριο και με άφησε ελεύθερο και ήσυχο. Έτσι άρχισα τις βόλτες μέσα στο στρατόπεδο. Έφτασα στην Πύλη και είπα την καλημέρα μου στον αλφαμίτη. Πήγα στο γραφείο κινήσεως, που βρισκόταν σε ένα απόμερο μικρό κτίσμα.

38


Εκεί για ένα φεγγάρι με αγκαζάρισαν ως γραφιά. Πήγα στο πειθαρχείο, όπου λίγο καιρό πριν πέρασα ένα εικοσαήμερο αυστηρής απομόνωσης. Στο στρατόπεδο υπήρχε μια άλλη ολιγάριθμη μονάδα εφοδιασμού και μεταφορών. Δίπλα μας ήταν η 22 ΕΜΑ, μια μονάδα τεθωρακισμένων. Έτσι συχνάπυκνά περνούσαν σε φάλαγγες από μπροστά μας για τις προβλεπόμενες ασκήσεις. Το μεσημέρι το συσσίτιο, ένας καφές στο ΚΨΜ, μερικά γεια χαρά με ανθρώπους που συνάντησα και τίποτα παραπέρα. Όμως, το αισθανόμουν. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση και σκοτεινιά. Εδώ και καιρό, ήταν κραυγαλέα και υποτιμητική η στάση των αξιωματικών στα μαθήματα, στις ομιλίες , στις αναφορές για τους ξεφτιλισμένους, τους απατεώνες, τους καταχραστές πολιτικούς Κανένας σεβασμός στην ιεραρχία, κυρίαρχο στοιχείο στη δομή του στρατού. Βράδιασε και η ανησυχία μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Όταν βγήκα πρωί-πρωί από το παράπηγμα που ήταν για μας ο θάλαμος είδα την ανησυχία διάχυτη . Στη Πύλη διπλοσκοπιά κι ένα άρμα μπροστά της με τους στρατιώτες οπλισμένους και με στολή εκστρατείας. Σε λίγο μου ψιθυρίστηκε η τραγική είδηση: - Έγινε κίνημα, ο στρατός ανέλαβε την εξουσία! Μου κόπηκαν τα γόνατα. Αυτό μου έλειπε τώρα. Αποκομμένος από παντού, μόνος κι έρημος, θα μ’ εξαφανίσουν χωρίς να πάρει κανένας χαμπάρι. Τότε βγήκε από μέσα μου μια ανεξήγητη ξεγνοιασιά: -

Ό,τι ήθελε να έρθει, καλώς το!

Σκέφτομαι σήμερα αυτήν την αντίδραση κι αναρωτιέμαι. Ήταν κάτι φυσικό αυτό; Ποτέ δε θα το μάθω.

39


Μας συγκέντρωσε ο αξιωματικός στη θέση της πρωινής αναφοράς και είπε: - Μη βγάλετε τσιμουδιά, ούτε κιχ. Σε λίγο η μονάδα γυρίζει πίσω, τότε θα τα πούμε όλα. Πράγματι σε λίγη ώρα το τζιπ, τα Ντόιτς , τα ΡΕΟ γεμάτα φαντάρους και τα πυροβόλα των 155 χιλιοστών μπήκαν γρήγορα-γρήγορα στον όρχο. Σε λίγο ακούστηκε η σάλπιγγα για γενικό προσκλητήριο. Εκεί μίλησε ο διοικητής της μοίρας αντισυνταγματάρχης Παπαβασιλείου. Έβγαλε ένα σύντομο λογύδριο. Η εντύπωση που μου άφησε ήταν: Να κρατήσουμε την ενότητα μέσα στο στράτευμα, για να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό που είναι ο ντόπιος και ο διεθνής κομμουνισμός. Αυτός που ήταν έτοιμος να υποδουλώσει τη χώρα. Ευτυχώς όμως οι φύλακες γρηγορούν. Θα πάτε ήσυχα στους θαλάμους σας. Εκεί θα πάρετε εντολές. Αυτό κάναμε. Στις ερωτηματικές ματιές φίλων και συστρατιωτών απαντούσα με τη σιωπή. Δεν πέρασε πολύ ώρα. Ένας μονιμάς λοχίας ήρθε κατευθείαν σε μένα: - Γιατί έλειπες από το προσκλητήριο; Κατάλαβα. Πήρα μια κουβέρτα υπό μάλης και τον ακολούθησα χωρίς λόγια και αντιρρήσεις. Σε μικρή απόσταση ήταν το πειθαρχείο. Ήξερα καλά την εσωτερική του τοπογραφία γιατί πριν λίγο καιρό είχα περάσει εκεί μέσα ένα εικοσαήμερο. Ήταν ένας διάδρομος με δυο μικρά κελιά στην πάνω πλευρά και στο βάθος ένας θάλαμος. Με έβαλαν στο θάλαμο και κλείδωσαν πίσω τους. Κάθισα σε μια γωνιά με την αίσθηση ότι χίλια αόρατα μάτια με επιτηρούν. Δεν πέρασε πολύ ώρα, νάσου κι ο δεύτερος, ο μικρός αδελφός του Λαρισαίου πρωταθλητή στο βάδην Μποντικούλη. Με ρώτησε με τα μάτια και του απάντησα με το δείκτη στο στόμα:

40


- Σιωπή! Σε μια ώρα γίναμε πέντε. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους, μόνο ένα καλό παιδί από τη Δράμα που είπε: - Έλα μωρέ, τι θα μας κάνουν; Το πολύ-πολύ θα μας στείλουν στην εξορία! Δεν ξέρω τι εντύπωση έκανε στους άλλους, αλλά σε μένα ακούστηκε σα γλυκολαλιά, μάννα εξ ουρανού. Θα βρεθώ με φίλους. Μακάρι θεέ μου, σκέφτηκα, μακάρι! Την πρώτη νύχτα τη βγάλαμε έτσι. Ο καθένας κούρνιασε αμίλητος και σκεφτικός στη δική του γωνιά. Το πρωί το στρατόπεδο ζωντάνεψε. Ο χώρος αναφοράς ήταν δίπλα. Εικόνα δεν είχαμε, μόνο συγκεχυμένοι ήχοι έφταναν στα αυτιά μας. Μια ώρα μετά ήρθαν και πήραν τον πρώτο. Εκ των υστέρων έμαθα ότι έκανε μια δήλωση αποκήρυξης του κομμουνισμού και γύρισε στη θέση του. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο μόνος που γύρισε πίσω ήταν ο Μποντικούλης . - Μου ζήτησαν δήλωση και είπα δεν υπογράφω τίποτε! Με μένα ασχολήθηκαν μετά το βραδινό σιωπητήριο. Οι συνοδοί ήταν δύο και με πήγαιναν προς την αποθήκη του λόχου διοίκησης. Στο στρατόπεδο κυκλοφορούσαν περίπολοι για τους αόρατους εχθρούς με εντολή: Πυροβολούμε όποιον δεν υπακούει στην εντολή: Αλτ! Όταν η περίπολος μας σταμάτησε οι συνοδοί έκαναν την πάπια. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης λειτούργησε αμέσως: - Ο Λευτέρης είμαι παιδιά! Όταν φτάσαμε στην αποθήκη με παρέλαβε ο Χασαπίδης: Λευτεράκη, τελείωσαν τα ψέματα. Κανόνισε την πορεία σου. Θα μεταχθείς στην Καβάλα και από κει εξορία στο νησί!

41


Δεν του έδειξα τη χαρά μου. Παρέμεινα όρθιος και αμίλητος. Σε λίγη ώρα ο λοχαγός αποχώρησε. Έμεινε ο μόνιμος λοχίας. Αυτός γέμισε το αυτόματό του και άρχισε να το περιφέρει με άξονα εμένα. Αμίλητος, χωρίς να λέει τίποτα αλλά οι κινήσεις του να υποδηλώνουν την πρόθεση του. Και τότε συνέβη το εξής παράξενο. Σαν να βγήκα από το σώμα μου και να ταξίδεψα σε μια θάλασσα αναμνήσεων και επιθυμιών. Όλα όμως αμορφοποίητα και συγκεχυμένα. Όταν ξαναγύρισα πίσω στο σώμα μου και ανέκτησα τις αισθήσεις μου ήμουν ξαπλωμένος σε μια γωνιά του πειθαρχείου. Ο Μποντικούλης μου είπε αργότερα: - Σε έφεραν σηκωτό οι ίδιοι! Τι έγινε, τι συνέβη δε μπόρεσα να μάθω. Ίσως λιποθύμησα. Ένας ψυχολόγος- ψυχίατρος μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο. Αυτή η ασυνειδησία μ’ έσωσε από μια αγωνία ζωντανή και πελώρια Τώρα είχαμε μείνει δύο. Μας χώρισαν στα ατομικά κελιά. Ξημέρωνε Δευτέρα, η βδομάδα των Παθών. Την Κυριακή θα ήταν το Πάσχα. Ακούσαμε ομιλίες και κινήσεις. Άρχισαν στο θάλαμο να φέρνουν άλλους από γειτονικά στρατόπεδα. Ένα βράδυ αργά, ίσως Μεγάλη Τετάρτη, έκανα αυτό που μόνο μπορούσα. Αναπολούσα καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Ξαφνικά ανατρίχιασα μέχρι το μεδούλι ακούγοντας ένα βυζαντινό ύμνο τραγουδημένο υπέροχα από το θάλαμο. Ήταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ο πατέρας του ανώτερος υπάλληλος στο υπουργείο Β. Ελλάδος. Με την αθωότητα του καθαρού ανθρώπου, με την αυθόρμητη αντίδραση στη βία, δήλωσε στον διοικητή του: - Εγώ, δεν πυροβολώ το ανώνυμο πλήθος! Τον μπουζουριάσαν. Τι απέγινε, δεν ξέρω, γιατί όταν έφυγα στα μέσα του Μαΐου, αυτός ήταν ακόμα εκεί. Κυκλοφορούσε 42


στο διάδρομο ελεύθερα και ερχόταν στο πορτάκι του κελιού μου για παρέα και συζήτηση. Αλαφροΐσκιωτος, Έλληνας Χριστιανός, τον θυμάμαι με νοσταλγία και αγάπη. Στο κελί είχα την Καινή Διαθήκη και την διάβαζα επισταμένως, σημειώνοντας ό,τι μου έκανε εντύπωση. Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί μπήκε στο πειθαρχείο ο στρατιωτικός παπάς, φορώντας το πετραχήλι κρατώντας, με ύφος δέκα καρδιναλίων, το Άγιο Δισκοπότηρο. Πήγε σ’ όλους αρχίζοντας από το θάλαμο κάνοντας και την κατήχηση. Εγώ στο κελί τον άκουγα κι άρχισα να βράζω. Αυτός με τον τραγικό συμβολισμό της μετάληψης τούμπαρε τον Μποντικούλη. Έβαλε μια υπογραφή στη δήλωση ότι δε θα ασχοληθεί ξανά με πολιτικές οργανώσεις. Όταν ήρθε σε μένα ήμουν πια εκτός εαυτού. Ήταν εύσωμος με μια κοιλιά σαν να κυοφορεί δέκα κουτάβια, μαζί με το γνωστό μελιστάλακτο ύφος: Έλα Λευτέρη να κοινωνήσεις! Αυτό ήταν. Πετάχτηκα από το κρεβάτι. Του έδωσα μια σπρωξιά και το Δισκοπότηρο έσκασε κάτω αδειάζοντας το περιεχόμενο του στο βρώμικο έδαφος. - Φύγε από δω σιχαμένε! Δε σέβεσαι το σχήμα σου! Αναψοκοκκινισμένος έκανε μεταβολή λέγοντας: - Αμετανόητος! Είσαι παιδί του Σατανά! Δεν ξέρω τι ανάφερε στους αξιωματικούς. Ίσως από ντροπή να το έκρυψε. Τον γνώριζα από τα μαθήματα που μας έκανε τους προηγούμενους μήνες. Παρίστανε τον προοδευτικό. Όλο σεξουαλικά υπονοούμενα και τα παραπλήσια: - Επιτρέπεται λίγη μαλακία! Μη το παρακάνετε όμως! Μερικά χαζοχαρούμενα έλεγαν: - Είδες ο παπάς; Προχωρημένος! Τη μέρα του Πάσχα, που συνέπεσε με την Πρωτομαγιά, το στρατόπεδο σύμφωνα με το πάγιο έθιμο άνοιξε τις πύλες του

43


να δεχθεί το Λαό. Σούβλες αρνιά κι όλα τα άλλα πασχαλιάτικα καλούδια. Ένας φωτογράφος γύριζε μέσα στο στρατόπεδο αναζητώντας πελάτες. Εγώ, ανεβασμένος στο ξύλινο κρεβάτι και κρατώντας τα σιδερένια κάγκελα του μικρού παράθυρου κάποια στιγμή τον παίρνει το μάτι μου. Αισιοδοξία ο δικός σου!! Τον φωνάζω και του εξηγώ: - Βγάλε μου μια φωτογραφία. Όταν τις φέρεις στους άλλους φέρε και τη δική μου Θα πληρωθείς κανονικά. Δε θα το πιστέψεις, αυτή τη φωτογραφία την έχω και σήμερα, για να θυμίζει αυτή τη σημαδιακή μέρα. Ένα πρόσωπο με σπασμένο χαμόγελο πίσω από τη σιδεριά! Η έκπληξη ήρθε προς το μεσημέρι, όταν ήρθαν να με πάρουν για το πασχαλινό τραπέζι. Τελικά πάντα υπάρχει ελπίδα. Ο άνθρωπος δεν είναι ζώο. Ίσως κάποια στιγμή να το παριστάνει. Να σας πω ένα μυστικό; Η δική μου μερίδα από το ψητό αρνί ήταν η πιο πλούσια και περιποιημένη. Λίγο κρασί, λίγο τραγούδι αλλά μετά.. επιστροφή στο κελί. Αργότερα έμαθα το εξής. Ήρθε από πάνω διαταγή: Όλοι οι χαρακτηρισμένοι φαντάροι να αλλάξουν περιβάλλον. Έτσι κάποια στιγμή από το υπασπιστήριο μου είπαν: - Μετατίθεσαι στην Πρέβεζα. Στην 147 ΜΜΠ. Φεύγεις σε μία ώρα! 44


- Να μαζέψω τα πράγματά μου, είπα. - Όλα έτοιμα, ο σάκος με τα πράγματά σου είναι στην Πύλη. Δε μπόρεσα να δω και να χαιρετήσω κανέναν. Με πήραν με το τζιπ και με πήγαν στο σταθμό. Συνοδεία στο τρένο μέχρι τη Θεσσαλονίκη ήταν ο λοχίας που ρύθμιζε τις σκοπιές Όπως ήδη το ανάφερα με είχε περί πολλού. Αμηχανία σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Φοβόταν ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη. Κάποια στιγμή του το πέταξα - Είχα εντολές! Μου απάντησε. Εσύ αν με δεις στην Αθήνα θα μου σπάσεις το κεφάλι με πέτρα! Ετοιμόλογος του απάντησα: - Τι μου φταίει η πέτρα; Δεν ξέρω τι κατάλαβε. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη και χωρίσαμε οριστικά. Εγώ έπρεπε να πάω στα λεωφορεία των Ιωαννίνων. Τότε μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα: - Να το σκάσω ή όχι; Μια κουβέντα είναι αυτή. Πού να πάω όμως; Δεν υπήρχε προορισμός. Δεν είχα καμιά πληροφόρηση. Τι γίνεται στο Βόλο, τι κάνουν οι φίλοι μου στην Αθήνα; Πού βρίσκονται, είναι ελεύθεροι ή όχι; Μήπως θα έβαζα δικούς μου ανθρώπους σε περιπέτειες; Μόνο εικασίες μπορούσα να κάνω. Έτσι υπέκυψα στη μοίρα μου. Κάποια στιγμή έφτασα στην Πρέβεζα. Το ραπόρτο για το ποιόν μου είχε ήδη φτάσει .Όμως οι συνθήκες ήταν τώρα διαφορετικές. Η νέα γραμμή ήταν: Μην ανοίγουμε μέσα στη μονάδα εσωτερικά μέτωπα. Για τον νέο μου διοικητή ήμουν μία συνεχής έγνοια μέχρι τη μέρα που, από κει, πήρα το απολυτήριο.

45


Το γράμμα Την εποχή που υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, ο αναλφαβητισμός ήταν ακόμα στις δόξες του. Για μια σειρά νέα Ελληνόπουλα το στρατιωτικό ήταν η πρώτη, μέχρι τότε, ευκαιρία να ξεφύγουν από το στενό περιβάλλον του χωριού τους, να γνωρίσουν νέους τόπους, νέους ανθρώπους και να συμμετέχουν σε πρωτόγνωρες γι’ αυτούς εμπειρίες. Είχα την «τύχη» να προλάβω τέτοιες περιπτώσεις ανθρώπων, που οι μόνες γνώσεις τους ήταν ο περιορισμένος χώρος του χωριού, μαζί με τη σκληρότητα, τις υποχρεώσεις και τα βάσανα της αγροτικής ζωής. Ήταν μια καλή ευκαιρία να προσγειωθώ στην πραγματικότητα της ζωής της υπαίθρου μετά τη ρομαντική εικόνα που σου σερβίρουν κάποια κείμενα και την έντονη ζωή της πρωτεύουσας που είχα ζήσει. Όλα αυτά σήμερα άλλαξαν. Ο αστικός πολιτισμός βίασε τις απομονωμένες κοινωνίες, κούρσεψε τα ειδικά χαρακτηριστικά τους και μετέφερε τις στρεβλώσεις του δυστυχώς με το χειρότερο τρόπο σε κάθε γωνιά της χώρας. Δυο ήταν οι κύριες αφορμές για τις ραγδαίες αυτές εξελίξεις. Πρώτον το άνοιγμα των δρόμων και η εξέλιξη των μέσων μεταφοράς και εύκολης επικοινωνίας με τα αστικά κέντρα και δεύτερο, η τηλεόραση που ισοπέδωσε τις περισσότερες διαφορές και επέβαλε τη χοντροκομμένη ομοιομορφία στη χειρότερη κιόλας εκδοχή, αφού η έλλειψη προηγούμενης κουλτούρας ήταν η αφορμή να μην υπάρξουν ουσιαστικές αντιστάσεις σ’ αυτή την επιθετική επιδρομή. Η ιστορία που θα διηγηθώ αναφέρεται σε ένα αγνό αγροτόπαιδο του βουνού, που με το στρατό βγήκε για πρώτη φορά από το χωριό του, οι μνήμες του ήταν μόνο οι 46


καθημερινές κι ατέλειωτες εργασίες με τα ζώα. Η κτηνοτροφία είναι μια ολοήμερη σκλαβιά, η συνεχής έγνοια για τα ζώα, οι ατέλειωτες ώρες πάνω στα βουνά, κοντά στην άγρια φύση. Οι οικογενειακές δυσκολίες, η απομόνωση, οι ανάγκες να εξυπηρετηθούν τα ζώα δεν του άφησαν χρόνο να πάει σχολείο, να μάθει να διαβάζει και να γράφει. Η δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση ήταν ακόμα στα χαρτιά. Εγώ ήμουν ο «μορφωμένος» γι’ αυτόν και σε μένα απευθύνθηκε όταν χρειάστηκε να στείλει κάπου τα μαντάτα του. Αυτό, παρά το γεγονός ότι ήταν αυτήκοος μάρτυρας και παρών στις συνεχείς επιθέσεις, που αντιμετώπιζα από τους αξιωματικούς της μονάδας και στην προτροπή τους να με αποφεύγουν, ως επικίνδυνο κι αντεθνικό στοιχείο. Ίσως αυτές να αποτέλεσαν αντίθετα το κύριο κίνητρο να δείξει την εμπιστοσύνη σε μένα κι όχι σε κάποιους άλλους που επίσης γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση. Λευτέρη θέλω να μου γράψεις ένα γράμμα να στείλω στη μάνα μου. Σου έχω εμπιστοσύνη ότι θα μείνει το θέμα μεταξύ μας. Ένας είναι ο όρος μου. Θα γράψεις ό,τι σου πω κι όπως τα πω. Εντάξει; - Έγινε Μήτσο! Δε θυμάμαι τα ακριβή λόγια που μου είπε αλλά το ζουμί τους ήταν περίπου το εξής: Μάνα, Πήρα τα νέα με το γράμμα σου. Μη μου ζητάς να κλάψω για τον γέρο. Αρκετά μας βασάνισε. Τώρα θα καλυτερέψει η ζωή σου, χωρίς τον βάρβαρο. Κάτι άλλο με βασανίζει και με κάνει να φοβάμαι. Μην τυχόν ο προκομμένος γιος σου κι αδελφός μου κάνει τη χοντράδα του και ξεπουλήσει τα ζώα. Να 47


του το πεις. Αν κάνει κάτι τέτοιο σε δυο μήνες που απολύομαι και γυρίσω στο χωριό θα του κόψω τα χέρια! Θα του βγάλω τα μάτια και θα τον ξεκοιλιάσω. Εσύ ξέρεις ότι αυτά δεν είναι λόγια του αέρα. Θα μείνεις έτσι μ’ έναν γιο κι αυτόν στη φυλακή! Αν δεις τη Φωτεινούλα, πες της ότι γυρίζω σε δυο μήνες. Ο γιος σου Μήτσος. Μη μείνετε με τη ψευδαίσθηση ότι αυτά ήταν μόνο λόγια. Ο Μήτσος ήταν άνθρωπος με μπέσα, καθαρός, χωρίς να έχει χαλάσει από τα ψεύτικα προσωπεία που στολίζει ο πολιτισμός τους ανθρώπους. Στη συνέχεια μου εξήγησε τα πράγματα: Κι η μάνα δεν μπορεί να το διαβάσει. Αλλά ξέρω ότι θα πάει στον παπά. Του έχει εμπιστοσύνη γιατί είναι από το σόι της. Ο αδελφός μου, Λευτέρη, είναι ένα αρπακτικό! Κι η μάνα η κακομοίρα είναι στη μέση ανάμεσά μας. Αν θα μπορούσε αυτός θα τα πούλαγε όλα. Ζώα, χωράφια, περβόλι και θα το έσκαγε με τα λεφτά, χωρίς να σκεφτεί κανέναν. Προς το παρόν όμως μόνο τα ζώα μπορεί να τα σκοτώσει στον πρώτο αγοραστή. Τα λεφτά που θα πάρει δεν τον σώζουν, αλλά η ζημιά που θα πάθουμε θα είναι μεγάλη. Όλα ξεκινάν από τη Φωτεινούλα, μια γειτονοπούλα μας. Η καλή μου διάλεξε εμένα να παντρευτεί κι αυτός πάει να σκάσει από τη ζήλεια του. Δεν τον χωράει ο τόπος, λες και το χωριό δεν έχει άλλα κορίτσια. Ο πατέρας μας ήταν ένας τύραννος για όλους μας αλλά κυρίως για τη μάνα μας. Της έκανε τη ζωή αβίωτη και την χτυπούσε κιόλας. Λίγο πριν έρθω στο στρατό του είπα. Θα σε σκοτώσω αν μάθω ότι άπλωσες χέρι πάνω της. Ευτυχώς το πιοτό και οι άλλες ασωτίες έλυσαν το πρόβλημα και τον έστειλαν πρόωρα στο χώμα. 48


Πράγματι, σε δυο μήνες έφυγε παίρνοντας στο χέρι το πολυπόθητο απολυτήριο. Βλέπεις ήταν παλαιοσειρά και είχε καταταγεί στο στρατό πριν από μένα, χωρίς όμως να είναι μεγαλύτερος. Απλώς δεν είχε πάρει αναβολή και δεν είχε πρόσθετες μέρες από φυλακίσεις. Ήρθε να με αποχαιρετήσει: - Λευτέρη, σ’ ευχαριστώ. Καλό απολυτήριο και σε σένα! - Μήτσο, θα ήθελα να έχω τα νέα σου! Πώς; Να σου γράψω, δεν ξέρω γράμματα και στο χωριό δεν έχω άνθρωπο εμπιστοσύνης. Ένας τρόπος υπάρχει. Να έρθεις εσύ στο χωριό. Θα ήταν μεγάλη χαρά για μένα. Μη φοβάσαι εκεί τίποτα. Θα καθαρίσω εγώ για όλα!

Ο αθλητισμός ενώνει Στη μεραρχία του Έβρου υπήρχε υπεύθυνος αξιωματικός αθλητικών εκδηλώσεων. Αυτός οργάνωνε εσωτερικά πρωταθλήματα στις διάφορες μονάδες κι άλλες αθλητικές εκδηλώσεις. Θα σας αφηγηθώ δυο σχετικά περιστατικά. Ήμουν βασικό μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας στη μονάδα μου. Εκλέκτορας και αρχηγός ήταν ο αδερφός ενός γνωστού παίκτη του Εθνικού Πειραιώς. Καλός μπαλαδόρος αυτός, είχε την άποψη, ότι είμαι χρήσιμος στην ομάδα. Σ’ έναν αγώνα με την μονάδα του Σ.Ε.Μ. (εφοδιασμός και μεταφορές) στο στρατόπεδο του Μ. Αλεξάνδρου τα πράγματα δυσκόλεψαν για μας. Ενώ ήταν ολιγάριθμη μονάδα είχε καλή ομάδα κι ο αγώνας προμηνυόταν ντέρμπι. Παρά τις εκατέρωθεν προσπάθειες στο 1ο ημίχρονο τα δίχτυα παρέμειναν ανέπαφα. Στην εξέδρα κυριαρχούσαμε γιατί η

49


δύναμή μας σε άντρες ήταν υπερδιπλάσια των Σ.Ε.Μ. Φίλαθλος φανατικός και προφανώς υποστηρικτής μας ήταν ο λοχαγός του Α2 με τον οποίο είχα μέχρι τώρα πολλά ντράβαλα. Στο ημίχρονο εμψύχωσε τους παίκτες: - Πάνω τους παιδιά! Να τους τσακίσουμε!! Άρχισε το 2ο ημίχρονο και σε μια στιγμή αδράνειας μας κόλλησαν το γκολάκι. Παγωμάρα στους οπαδούς μας. Γκολ αυτοί; Σέντρα εμείς! Ο αρχηγός στο επόμενο δίλεπτο, μετά από ντρίπλες και κολπάκια, μπήκε με την μπάλα στα δίχτυα. Ανακούφιση! Διαιτητής ήταν ένας έφεδρος από τα διπλανά τεθωρακισμένα, που ήταν παρατηρητικός κι ακριβοδίκαιος. Ο αγώνας συνεχίστηκε αμφίρροπος και πήγαινε για ισοπαλία. Όμως λίγο πριν το τελικό σφύριγμα, το φάρδος μου; ο καλός Θεούλης; δεν ξέρω! Με ένα αριστερό σουτάκι έστειλα τη μπάλα στο Γάμα! Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι δικοί μας μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και με σήκωσαν στα χέρια. Ένας από αυτούς ήταν κι ο λοχαγός. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν τα βλέμματά μας. Τότε συνειδητοποίησε την κατάσταση. Γύρισε σαν αστραπή το κεφάλι αριστερά-δεξιά κι αμέσως απομακρύνθηκε ψιθυρίζοντας: - Τι κάνω ο μαλάκας; Εγώ όμως ήμουν ευτυχισμένος γιατί είδα να επαληθεύεται η ρήση ότι «ο αθλητισμός ενώνει τους ανθρώπους». Οι προκαταλήψεις, δυστυχώς, τους χωρίζουν. Μια άλλη φορά στην πρωινή αναφορά μας ενημερώνουν ότι την άλλη Δευτέρα θα γίνει ανώμαλος δρόμος ΜάκρηΣτρατόπεδο, περίπου δέκα χιλιόμετρα, με πλήρη εξάρτηση. Το

50


σακίδιο, τα άρβυλα και το τουφέκι Μ1. Όσοι ενδιαφέρονται να το δηλώσουν στον επιλοχία. Ήμουν από τους πρώτους. Με κοίταξε καλά-καλά: - Θ’ αντέξεις γέρο; Με τα κριτήρια του στρατού και της εποχής ήμουν μεγάλος αφού είχα πάρει αναβολή λόγω σπουδών. - Μη σε νοιάζει. Πράγματι, τη Δευτέρα το πρωί, ένα δικό μας Ντόϊτς, μας πήγε στη Μάκρη. Ήμασταν καμιά δεκαριά! Εκεί ήταν κι άλλοι από άλλες μονάδες. Ίσως πάνω από εκατό. Ο επικεφαλής αξιωματικός μας εξήγησε. Αυτός θα πηγαίνει μπροστά με το τζιπ και πίσω μας θα υπάρχει ένα μεγάλο ΡΕΟ να μαζεύει τραυματίες ή όλους που θα εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Δόθηκε η εκκίνηση. Ξεκινήσαμε. Οι περισσότεροι φουριόζοι έφυγαν με φόρα και πέρασαν μπροστά. Εγώ ακολούθησα συντηρητική τακτική. Σιγά-σιγά με σταθερό ρυθμό! Σε λίγο άρχισαν οι εγκαταλείψεις. Το τζιπ και οι προπορευόμενοι χάθηκαν από τα μάτια μου αλλά εμένα με γέμιζε το ολυμπιακό ιδεώδες του Κουμπερτέν: - Σημασία δεν έχει η νίκη! Σημασία έχει η συμμετοχή! Κάπου μετά τη μέση άκουσα πίσω μου φωνές. Με πλησίαζε το ΡΕΟ με αρκετούς φαντάρους στην καρότσα. Ένας δικός μας φώναξε: - Παράτα τα, ρε Λευτέρη. Να πάμε για φαγητό! Εγώ όμως πεισμωμένο μουλάρι! Τ’ άρβυλά μου ήταν παλαιά και χιλιομεταχειρισμένα. Ένιωθα τα καρφιά να με πληγώνουν. Όμως τίποτα. Ακολουθούσα το σταθερό ρυθμό της χελώνας

51


μόνο, που οι λαγοί, φαντάζομαι εδώ, θα είχαν πια φτάσει στο τέρμα! Ο ανθυπολοχαγός, που καθόταν δίπλα στον οδηγό του ΡΕΟ κάποια στιγμή δεν άντεξε: - Άντε φαντάρε, αρκετά. Παράτα τα πια! Εγώ έκανα τον κουφό. Κάποτε έφτασα στη στροφή για να μπω στο στρατόπεδο. Εκεί ήταν σταματημένο το τζιπ με τον οδηγό και τον υπεύθυνο αξιωματικό. Ξεκούμπωτο με το πηλήκιο στο χέρι. Όταν έφτασα κοντά του μ’ απηυδισμένο ύφος μου είπε εκείνο το υπέροχο, που όποτε το θυμάμαι γεμίζει η καρδούλα μου από ευχαρίστηση: - Άντε ρε Ζάτοπεκ! Μας έσκασες! Έφτασα στον τερματισμό κι έκοψα τελευταίος και καταϊδρωμένος το νοητό νήμα! Περίμενα να με κατσαδιάσουν! Αλλά δεν έγινε τίποτε. Οι φαντάροι σεβάστηκαν τα «γηρατειά» μου. Οι αξιωματικοί κουβέντα. Ήμουν άλλωστε ο μόνος φαντάρος της δικής μας μονάδας που τερμάτισε. Όταν έβγαλα τις αρβύλες κατάλαβα γιατί πόναγα. Οι μάλλινες και τρυπημένες κάλτσες ήταν καταματωμένες, οι πατούσες και κυρίως οι φτέρνες ήταν κόσκινο. Όμως, μπρος τα κάλλη τι είναι ο πόνος; Ένιωθα γεμάτος και δικαιωμένος. Άσε που ο γιατρός της μονάδας μ’ έβγαλε τρεις μέρες ελεύθερο υπηρεσίας. Λίγο ήταν αυτό; Γλίτωσα τρία γερμανικά νούμερα σκοπιά και τρεις εθνικές ηθικές διαπαιδαγωγήσεις. Βραβείο όμως για τον τελευταίο δεν προβλέπανε, δυστυχώς, οι κανονισμοί!

52


Η σκοπιά Ήμουν σκοπός στην αριστερή πλευρά του στρατοπέδου. Στην κεντρική πύλη βέβαια ήταν τοποθετημένοι άτομα αυξημένης εμπιστοσύνης με «καθαρό» φάκελο και προσεγμένες στολές: Οι αλφαμίτες. Υπηρετούσα εδώ κι αρκετούς μήνες τη θητεία μου σ’ αυτήν την ακριτική πόλη. Το στρατόπεδο τώρα ήταν σχεδόν άδειο Οι περισσότεροι φαντάροι με δίωρη άδεια είχαν έξοδο. Κάποιοι με την κανονική άδεια ήταν στα σπίτια τους. Κυριακή απόγευμα. Οι αξιωματικοί στις οικογένειές τους, εκτός από αυτόν που του έλαχε η μοίρα να είναι υπηρεσία. Από τους φαντάρους, λίγοι κλεισμένοι μέσα για τις απαιτούμενες βάρδιες στις σκοπιές γύρω από το στρατόπεδο και λίγοι που βρέθηκαν αυτή τη μέρα ελεύθεροι υπηρεσίας και τελικά κοπροσκυλιάζανε αριστερά και δεξιά μέσα στον έρημο χώρο του στρατοπέδου. Έπρεπε να είμαι σε συναγερμό. Προσεκτικός και αυστηρός σε όποιον πλησιάζει, να τον σταματήσω έγκαιρα και να κάνω όλη την προβλεπόμενη τελετουργία. Δεν ήταν πολύ να μου την έχουν στημένη! Όχι βέβαια! Όρθιος με το όπλο παραπόδα έπρεπε να κοιτάζω συνεχώς γύρω μου και να αφουγκράζομαι κάθε ασυνήθιστο ήχο. Ηλίθια πολιτική φόβου απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς, αλλά ο στρατός έχει τη δική του λογική. Μη ζητάς λογικές εξηγήσεις για μια σειρά συμπεριφορές. Είναι μάταιος κόπος. Μπροστά ήταν ο δρόμος. Περαντζάδα για τους πολίτες, αλλά σε κάποια απόσταση. Όλοι σχεδόν οι περαστικοί γυρνούσαν το κεφάλι τους προς τα μένα. Καμιά άλλη αντίδραση. Άγνωστες οι σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό τους. Ίσως αδιάφορες. Πιθανόν αρνητικές. Δεν ήταν δα οι στρατιωτικοί αυτήν την εποχή και οι αγαπημένοι του λαού. Η κυρίαρχη σκέψη στο μυαλό του ήταν: Πότε θα περάσουν οι 53


ώρες που ήταν η βάρδια μου στη σκοπιά, να πάω να τεντώσω το κορμί μου στο κρεβάτι. Η επόμενη μέρα προβλεπόταν κι αυτή κουραστική. Είχε ήδη περάσει η ώρα και σε λίγο θα άρχιζαν να επιστρέφουν οι εξοδούχοι. Τότε ήταν που την αντιλήφθηκα για πρώτη φορά. Είχε σταματήσει ακριβώς απέναντί μου και με κοίταζε συνέχεια. Ένιωσα ταραχή και αμηχανία,αλλά δεν μου επιτρεπόταν να της μιλήσω. Το παράξενο ήταν ότι ούτε κι αυτή έπαιρνε κάποια πρωτοβουλία. Εκεί, σχεδόν ακίνητη, σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων, να μην ξεχνά καθόλου την προσήλωσή της. Ήταν νέα. Πλησίαζε ίσως τα είκοσι. Φόραγε μια φούστα στενή και μια μπλούζα στο σιέλ. Τα μαλλιά της καστανά και μακριά. Ίσως και τα μάτια της, αλλά δεν υπήρχε αρκετό φως, για μια καθαρή εικόνα. Η γενική εντύπωση ήταν: Ένα συμπαθητικό νέο κορίτσι Το βλέμμα της είχε κάτι το παρακλητικό κι ήταν ολόκληρη προσηλωμένη σ’ εμένα. Προσπάθησα να την αγνοήσω, μα εκείνη είχε το ανυποχώρητο πείσμα, που δίνει η απόγνωση. Κάποια στιγμή μου μίλησε. Την άκουσα να λέει: - Φαντάρε! Ε, φαντάρε μ’ ακούς; Σε σένα μιλάω. Πότε απολύεσαι; Δε μπορούσα να κάνω τον αδιάφορο. Μήπως ήταν γνωστή μου; Όχι! δεν μου θύμιζε τίποτα. Άλλωστε εδώ στου διαόλου τη μάνα, που υπηρετούσα τη θητεία του, δεν ήξερα κανέναν.Μόνο έναν ντόπιο φαντάρο, καλό φίλο, και κάτι άλλες ουδέτερες και τυπικές γνωριμίες στις λίγες ώρες που είχα κυκλοφορήσει στην πόλη. Αυτή όμως επέμενε και μάλιστα φορτικά: - Πότε φεύγεις, πότε; Πότε παίρνεις το απολυτήριο; Δε γινόταν να παριστάνω τον μουγκό, έπρεπε να απαντήσω: Μη με ενοχλείς, δεν επιτρέπεται να μιλάμε σε πολίτες. Από στιγμή σε στιγμή θα περάσει η περίπολος. Μη σε δει εδώ κοντά μου. Θα βρω τον μπελά μου, κοπέλα! 54


- Πες μου όμως, πότε φεύγεις; Δε γινόταν έπρεπε κάτι να της πω κάτι Αλλιώς δεν θα ξέπλεκα μαζί της: - Σε μερικούς μήνες... - Σε παρακαλώ, σε ικετεύω, πάρε με μαζί σου! Πάρε με μαζί σου, δε θα σου γίνω βάρος, βοήθα με να ξεφύγω από δω, δεν αντέχω άλλο! - Τι λες κορίτσι μου, είσαι με τα καλά σου! - Πάρε με μαζί σου, δεν αντέχω άλλο! Θα πέσω στη θάλασσα και θα πνιγώ. Στο λέω να το ξέρεις! - Φύγε κορίτσι μου δε γίνονται αυτά! Έρχεται η περίπολος! Έτσι με όλη την αγωνία του, με τα παρακαλετά γλίτωσα από το στρίμωγμα της. Με έναν μαγικό τρόπο αίφνης εξαφανίστηκε. Σε λίγο πέρασε η περίπολος και έγινε όλη η προβλεπόμενη διαδικασία. Σε λίγη ώρα, άρχισαν να επιστρέφουν οι φαντάροι από την έξοδό τους και το «επεισόδιο» δεν έγινε γνωστό σε κανέναν. Ξεχάστηκε. Ακόμα κι από μένα. Μια μέρα ο ντόπιος φίλος του, σε μια στιγμή, του είπε: - Τα έμαθες; Χθες το βράδυ η θάλασσα ξέβρασε ένα πτώμα. Ήταν ένα κορίτσι που καθόταν κοντά στο σπίτι μου. Όλοι λένε πως πνίγηκε ενώ κολυμπούσε. Άλλοι, ότι αυτοκτόνησε. Δεν τόλμησα να ρωτήσω τίποτα. Πως ήταν το κορίτσι, τι χαρακτηριστικά είχε. Δεν είπα κουβέντα. Όλα τα παράχωσα σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού μου. Μετά ήρθε η περιπέτεια της χούντας και η μετάθεσή μου στην Πρέβεζα. Η απορία με ταλανίζει ακόμα και σήμερα.

55


Η 19η Νοεμβρίου Σε μερικά πράγματα ο άνθρωπος είναι προληπτικός. Ο φόβος του θανάτου, άγνωστα στοιχεία κρυμμένα σε απρόσιτες γωνιές του μυαλού, τον διαφεντεύουν και κάποιες φορές νικάνε την απλή λογική, την άλλη τάση του για την αποδεικτική μέθοδο. Το έχουμε ακούσει, το έχουμε διαβάσει, το βλέπουμε συνεχώς στη ζωή. Η μαύρη γάτα, ο αριθμός 13, το κακό συναπάντημα! Ένα παλαιό τραγούδι ακούμε τη μεγάλη Βέμπο να λέει: Ο μήνας έχει δεκατρείς καταραμένη μέρα δε θέλω ν’ ανταμώσω άνθρωπο ούτε για καλημέρα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σ’ εμένα. Έναν άνθρωπο με θετικές σπουδές, «ψυχρό αναλυτή» των φαινόμενων της φύσης και της κοινωνίας, στον οποίο όμως, πίσω από αυτήν την εξωτερική κρούστα, κρύβεται ένα άτομο ευάλωτο σε κάθε είδους επιρροές. Ελπίζω το ίδιο να συμβαίνει στους περισσότερους. Το λέω για να πάρω κουράγιο. Εγώ είμαι κολλημένος με μια ημερομηνία μαύρη και άραχνη: 19 Νοεμβρίου Κάθε φορά που έρχεται νιώθω μέσα μου ένα σφίξιμο. Με κυριαρχεί ένα καρδιοχτύπι, ένας υπόκωφος φόβος: Από κάπου θα μου έρθει μια κεραμίδα, κάτι κακό θα συμβεί. Προσέχω τις λακκούβες, τα αυτοκίνητα, το κάθε τι γύρω μου. Όταν εκείνη τη μέρα χτυπάει το τηλέφωνο αυθόρμητα λέω μέσα μου: - Να ‘το! Αυτό είναι! Δύο απανωτά τραγικά συμβάντα στη ζωή μου έγιναν στις 19 Νοεμβρίου και μέσα μου αυτή η ημερομηνία συνδέθηκε, χωρίς

56


καθόλου να το επιδιώξω, με το κακό. Ξέρω ότι όλα αυτά είναι βλακείες, είναι απλοϊκές προλήψεις, αλλά έλα εσύ ,φίλε μου, να πείσεις τον άλλο Λευτέρη, που πίσω από χίλια αδιαφανή πέπλα, κρύβεται μέσα μου. Στις 19 Νοεμβρίου του 1967 πέθανε ο Πατέρας! Στη μονάδα της Πρέβεζας, όπου υπηρετούσα εκείνη την εποχή τη στρατιωτική μου θητεία, ήρθε το τηλεγράφημα. Ο αντισυνταγματάρχης διοικητής, ένας ανασφαλής και πνιγμένος στις ευθύνες του Επτανήσιος, μου το κοινοποίησε ευγενικά στο γραφείο του: - Θα σου δώσω τρεις μέρες άδεια να πας στην κηδεία. Εγώ, με το θυμό που είχα μαζέψει από όλη την προηγούμενη πίεση στο στρατό του, το είπα ρητά και κατηγορηματικά: - Είμαι είκοσι δύο μήνες φαντάρος. Θέλω την κανονική μου άδεια! Πότε θα την πάρω; Όταν απολυθώ; Τη δικαιούμαι! Εκείνη την εποχή βέβαια το «δικαιούμαι» ήταν ασαφές και ακαθόριστο. - Δεν μπορώ Τσίλογλου! Έχω ευθύνες! - Εγώ πάντως στο λέω, δε γυρίζω πίσω, να το ξέρεις! Απ’ ό,τι κατάλαβα πήρε τηλέφωνο στη Μεραρχία στα Γιάννενα να πάρει έγκριση κι ενώ ετοίμαζα τα πράγματά μου να φύγω, ήρθε γεμάτος χαρά και μου το ανακοίνωσε: - Λευτέρη εγκρίθηκε. Θα πάρεις την κανονική σου! Αυτό το ερμήνευσα σαν την τελευταία – έμμεση– προσφορά του βασανισμένου Πατέρα στο γιό του λίγο πριν τον σκεπάσει για πάντα το χώμα. Έστειλα τηλεγράφημα στο Βόλο να με περιμένουν. Με το λεωφορείο της γραμμής φτάνω στα Γιάννενα αλλά δυστυχώς το δρομολόγιο για τα Τρίκαλα και Λάρισα είχε φύγει και το

57


επόμενο ήταν την άλλη μέρα. Τότε πήρα μια πρωτοβουλία ασυνήθιστη για το συγκρατημένο και ντροπαλό μου χαρακτήρα. Έπεισα έναν ντόπιο ταξιτζή, χωρίς να έχω στην τσέπη μου τα αντίστοιχα κόμιστρα να με πάει στο Βόλο. Του εξήγησα ότι έχω να θάψω τον πατέρα μου. Τελικά δέχτηκε ο άνθρωπος και μέσα μου είπα πως τα λεφτά θα τα έβρισκα εκεί. Μετά από ένα δύσκολο ταξίδι μέσα από την αφιλόξενη διάβαση της Κατάρας, φτάσαμε τελικά στο Βόλο. Ο μεγάλος μου αδερφός τακτοποίησε με το παραπάνω την υποχρέωση στον ταξιτζή. Εκεί όλα ήταν έτοιμα. Σε λίγο κάναμε το πρέπον. Θυμάμαι μια σκηνή στο νεκροταφείο όταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με πλησίασε και μου είπε: - Λευτέρη, στην αρχή ήμασταν 45 Αξαρλήδες στη Νέα Ιωνία. Τώρα μείναμε έξι. Εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου δεν λειτουργούσε. Αργότερα κατάλαβα την πίκρα και τον πόνο των λόγων του. Αναφερόταν στους συμπατριώτες του από το Αξάρ της Μ. Ασίας. Σήμερα δεν υπάρχει κανένας. Τώρα είχα μπροστά μου έναν ολόκληρο μήνα ελεύθερο. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά για μένα στην ιδιαίτερή μου πατρίδα, όπου ήμουν δακτυλοδεικτούμενος. Μια σειρά γνωστοί έλειπαν ενώ άλλοι, σοφά ποιούντες, με απέφευγαν. Έπαιρνα λοιπόν το λεωφορείο Νέα Ιωνία–Άναυρος και κατέβαινα στο τέρμα. Εκεί, δίπλα στη θάλασσα, έκανα μοναχικούς περιπάτους Γορίτσα–Μουσείο. Συχνά αντιλαμβανόμουν μια σκιά πίσω μου. Είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με το αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς μου. Δεν είδα άνθρωπο. Διάβασα ή ξαναδιάβασα κάποια βιβλία που βρέθηκαν στο σπίτι και μια φορά με τον αδερφό μου τον Γιάννη

58


είδα μια ταινία στον κινηματογράφο. Αυτές ήταν όλες οι «κοινωνικές μου συναναστροφές». Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, με συμπληρωμένους 23 μήνες θητείας γύρισα πίσω στην Πρέβεζα Ενδιάμεσα είχε γίνει και το «κίνημα» του βασιλιά. Πίσω μου, με την κανονική διαδικασία ακολούθησε η «έκθεση» του διοικητή του αστυνομικού τμήματος - Παϊζάνος το όνομά του, αδελφός του Θωμά - που τόσο μ’ αγαπούσε. Σε λίγες μέρες στην αναφορά έπεσε για μια ακόμα φορά μια: - Εικοσαήμερος αυστηρά φυλάκισις! - Γιατί, κύριε Διοικητά! Υποχρεώνομαι από την έκθεση, που ήρθε: Στη διάρκεια της αδείας του ήρθε σε επαφή με επικίνδυνους κομμουνιστές! Χοντρό ψέμα! Γιατί και να ήθελα, πού θα τους έβρισκα αφού τους είχαν μαζέψει; Ευτυχώς, σ’ αυτήν τη μονάδα δεν υπήρχε, όπως στην Αλεξανδρούπολη, πειθαρχείο. Όμως την υπηρέτησα κι αυτήν μέχρι τελευταίας σταλαγματιάς. Από την Πρέβεζα πήρα απολυτήριο. Το δεύτερο τραγικό συμβάν είναι η σύλληψή μου από την Ασφάλεια και οι 52 τραγικές μέρες στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας. Δεν επεκτείνομαι γιατί το συμβάν δεν αφορά τη στρατιωτική μου θητεία και το περιγράφω αλλαχού.

59


Η Μπέτι Οι συζητήσεις για τις γυναίκες και το σεξ ήταν στο στρατό στην ημερήσια διάταξη. Αρσενικά όλοι, πάνω στα ντουζένια τους, απομονωμένοι στην ακριτική πόλη, μακριά απ’ τα σπίτια τους, με περιορισμένες εξόδους, με σπάνιες έως καθόλου άδειες, με ανύπαρκτες υλικές δυνατότητες αφήνονταν στα όνειρα, τις αναμνήσεις και στις προσμονές του μέλλοντος. Αυτό το κλίμα δημιουργούσε την τάση για πικάντικες ιστορίες, για σόκιν ανέκδοτα. Στις ελεύθερες ώρες άρχιζε ο καθένας να διηγείται πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες, διανθισμένες με ανατομικές λεπτομέρειες, λάγνα λόγια κι ό,τι άλλο περνούσε από τη φαντασία του. Ο καθένας έκανε τον περπατημένο. Φιγούρα και ξερό ψωμί. Στην πόλη ή το χωριό του τον περιμένει μια όμορφη ύπαρξη με αδημονία, πίστη και ανοιχτή αγκαλιά. Οι περισσότεροι δεν είχαν οικογενειακό έμβασμα και οι συντριπτικά λιγότεροι είχαν τακτική επιταγή από το σπίτι. Η Μάνα, συνηθισμένη από τα φοιτητικά χρόνια έστελνε σχεδόν τη μισή σύνταξη στον κανακάρη της. Ήμουν από τους ευνοημένους στον τομέα αυτό. Πολλά παιδιά την έβγαζαν με το μηνιαίο μισθό του φαντάρου. Τότε αυτός ανερχόταν στο «σεβαστό» ποσό των 52 δραχμών. Δηλαδή 10 πακέτα «Εκλεκτά Αγρινίου» το μήνα. Αυτά και το φαγητό στο καζάνι. Τρεις φορές τη βδομάδα πατάτες μπλουμ και τρεις φορές φασουλάδα σούπα, έστω κι αν έξω έσκαγε ο τζίτζικας. Όμως το φαγητό κατέβαινε σαν να ήταν

60


μάννα εξ ουρανού. Ιδιαίτερα μετά από άσκηση ή πορεία, δεν ήταν σπάνιο να σχηματίζεται ουρά για μαρμίτα1 στο τέλος. Πολλά παιδιά από μακρινά κι απομονωμένα χωριά ήταν «λευκό χαρτί». Πρώτη φορά έβγαιναν από τα όρια του χωριού με τη στράτευση. Δεν είχαν αυτονόητες εμπειρίες όπως, για παράδειγμα, πώς είναι η θάλασσα. Κρατούσαν όμως την αγνότητα και τη μπέσα της ελληνικής υπαίθρου. Η τηλεόραση δεν είχε φέρει στο χωριό τον άκρατο κοσμοπολιτισμό, δεν είχε κουρσέψει ακόμη τα πάντα. Τα βράδια τα κρεβάτια αναστέναζαν, η νυχτερινή βάρδια στη σκοπιά, οι υπαίθριοι καμπινέδες ήταν οι χώροι που έκρυβαν τους υπόκωφους αναστεναγμούς της άταιρης ικανοποίησης. Ήμασταν αρκετά μακριά από τον πολιτισμό. Στη μονάδα είχα διάφορες παρέες. Με διαφορετικούς τομείς ενδιαφερόντων. Δύο Καλαματιανοί, καλά παιδιά, μου είχαν ψήσει το ψάρι στα χείλη. - Πάμε ρε Λευτέρη! Είναι καινούργια και καλή! Πληρωμένος έρωτας! Όλο το απέφευγα. Υπεκφυγές, δικαιολογίες αλλά κάποτε έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Φοβήθηκα μην αρχίσουν άλλοι συνειρμοί: - Λες ρε!... Μήπως είναι απ’ τους άλλους; Άντε να πείσεις μετά ότι δεν είσαι ελέφαντας. Κάποια φορά συνέπεσαν οι έξοδοί μας και τραβήξαμε κάτω στη πόλη, ντουγρού για το λιμάνι. Εγώ ένιωθα ότι πάω για εγχείρηση. Ανεβήκαμε τα σκαλιά του «σπιτιού». Στο σαλόνι ευτυχώς δεν ήταν άλλοι. Μπήκε μέσα ο πρώτος. Τον ξεπέταξε σ’ ένα δεκάλεπτο. Μπήκε ο δεύτερος, μια από τα ίδια. Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. 1

περίσσευμα 61


- Κουράγιο, Λευτέρη!, είπα μέσα μου. Μπήκα στη μισοσκότεινη κρεβατοκάμαρα. Ένα διπλό κρεβάτι, ένα μικρό κομοδίνο, δίπλα του μια μονή ντουλάπα, μια καρέκλα κοντά στην πόρτα και δύο κάδρα στον τοίχο. Δεν θυμάμαι τι ήταν. Το κορίτσι βγήκε από τη διπλανή τουαλέτα και με βαριεστημένη φωνή είπε: - Έλα να τελειώνουμε! Μια αστραπή λες και φώτισε το δωμάτιο, ένας σεισμός τα αναποδογύρισε όλα. Η φωνή μ’ έκανε να προσέξω το πρόσωπο. Έμεινα άγαλμα! Το ίδιο και εκείνη η κακομοίρα. Μείναμε για λίγο ακίνητοι λες και μαρμάρωσε όλη η πλάση. Απέναντι μου είχα μια από τις συντρόφισσες των παιδικών μου χρόνων. Ένα ατίθασο κορίτσι που ήθελε να είναι μέσα σ’ όλα. Αυτή μίλησε πρώτη. - Τώρα με λένε Μπέτι! Δεν είχα τι να πω. Ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Άρχισε η εξομολόγηση. Η ίδια τραγική ιστορία, τα συνήθη περιστατικά. Τι τράβηξε για να γλιτώσει την «προστασία» από τον άνθρωπο που την έβγαλε στο κλαρί. Και άλλα παρόμοια. - Θα ξεφύγω, Λευτέρη! Στο υπόσχομαι! Έχω μαζέψει κάποια λεφτά και παίρνω ένα νοίκι από τη Θεσσαλονίκη. Τι να της πω; Ήταν ένα δικό μας παιδί, ένα παιδί της γειτονιάς μας. - Μακάρι! - Έλα τώρα, αφού ήρθες. Δε θέλω λεφτά από σένα Εγώ ήμουν πτώμα. Αρνήθηκα. Δεν επέμεινε κι αυτή. - Έλα όποτε θέλεις. Κι αν χρειαστείς λεφτά μπορώ να σου δανείσω!

62


Έφυγα με την ουρά στα σκέλια. Οι άλλοι δύο με περίμεναν έξω από το σπίτι. - Άντε, ρε γέρο! Τι έκανες μια ώρα μέσα; Τι να πω; - Ωραία ήταν! Ανέβηκα στην εκτίμησή τους. Από τότε έχουν περάσει πενήντα χρόνια. Αυτό το κορίτσι ζει ή πέθανε; Δεν ξέρω. Δεν συναντηθήκαμε ξανά, ούτε άκουσα κανένα νέο της. Τώρα, στη δύση της ζωής, καταγράφω απλώς το περιστατικό. Εύχομαι να ζει και να πραγμάτωσε τα σχέδιά της. Εγώ θέλω να τη θυμάμαι σαν εκείνο το ανυπότακτο αγοροκόριτσο των παιδικών παιχνιδιών μας...

63


Ο τελευταίος σταθμός, η Πρέβεζα Αμέσως μετά τη δικτατορία από τη Χούντα εκδόθηκε η εντολή όλοι οι χαρακτηρισμένοι εξαιτίας πολιτικών λόγων φαντάροι, πρέπει να αλλάξουν περιβάλλον. Η επίσημη εξήγηση ήταν να σπάσουν τα παράνομα δίκτυα των αριστερών, αλλά και υπογείως να αναβιώσει για μια ακόμα φορά η μόνιμη πολιτική των εκφοβισμών τους. Μετά τη Χούντα άλλαξε κατ’ εμέ η τακτική στο εσωτερικό του στρατεύματος. Μειώθηκαν οι εσωτερικές επιθέσεις γιατί ζητούσαν εσωτερική ενότητα, αφού και εξ αιτίας του φόβου οι προοδευτικοί φαντάροι είχαν εκ των πραγμάτων μαζευτεί και αρκετοί δεν άντεξαν φυσικά στις ατομικές πιέσεις και υπόγραψαν δηλώσεις αποκήρυξης. Αυτό επιδρούσε ψυχολογικά αρνητικά πάνω τους με αναπόφευκτη συνέπεια την αυτοαπομόνωσή τους. Η δική μου μετάθεση καθυστέρησε γιατί, όντας δογματικός και πείσμων εκείνη την εποχή, αρνούμουν την τζίφρα και όλο αυτό το διάστημα κρατιόμουν στο πειθαρχείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε κάποιο από τα προηγούμενα κομμάτια περιγράφω πως έγινε η μετάθεση μου από την 154 ΜΜΠ της Αλεξανδρούπολης στην 133 ΜΜΠ της Πρέβεζας. Εκεί η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική κυρίως από τη συμπεριφορά

64


του αντισυνταγματάρχη διοικητή της, που ήταν ένας καλόβολος αλλά στο έπακρο φοβισμένος Επτανήσιος. Όμως ο λοχαγός του Α2 ήταν άξιος της θέσης του. Την επόμενη μέρα από την άφιξη μου με κάλεσε στο γραφείο κι έκανε το εξής κόλπο. Μόλις μπήκα μέσα σηκώθηκε από τη θέση του, μου πάσαρε ένα χαρτί και μου είπε αυστηρά: - Διάβασέ το προσεκτικά και υπόγραψέ το! Αμέσως, πριν προλάβω να αντιδράσω, άνοιξε την πόρτα και μ’ άφησε μόνο. Τώρα ήμουν αρκετά έμπειρος κι η αγωνία ελεγχόμενη. Του έριξα μια ματιά και είδα ότι ήταν η πιο soft μορφή της δήλωσης… «Δεν θα ασχοληθώ στο μέλλον με πολιτικές

δραστηριότητες…». Την είχα υπόψη μου γιατί μου είχε ξανά προταθεί. Σ’ αυτά ήμουν απόλυτος γιατί ήξερα ότι με ένα βήμα υποχώρησης στη συνέχεια θα σε λιανίσουν. Έτσι περίμενα να επιστρέψει, πλην ματαίως. Κάποια στιγμή δεν άντεξα άλλο να περιμένω, από την αναμονή η φούσκα μου πήγαινε να σπάσει. Άνοιξα την πόρτα και τότε φάντης μπαστούνι να κι ο λοχαγός: - Ε! πού πας; - Θα κατουρηθώ πάνω μου κυρ λοχαγέ Μέχρι να τελειώσω εκείνος είχε ελέγξει τα χαρτί κι είδε το μάταιο της αναμονής

65


- Τσίλογλου, μυαλό δεν θα βάλεις έ; Σε κάτι τέτοια απάντηση δεν υπάρχει. Σύντομα προσαρμόστηκα στο νέο περιβάλλον, βρήκα ανθρώπους να λέω καμιά κουβέντα. Ένα καλό παιδί από τη Σούρπη, ο Θερμός από την περιοχή της Πρέβεζας, ο Βασίλης Γιαννόπουλος από τους Λαμπράκηδες και ο πιο ευρύτερα γνωστός, ηθοποιός, ο αγαπητός Ηλίας Λογοθέτης. Μαζί του πέρασα πολλές ώρες με ευχάριστες συζητήσεις και το πολύπλευρο ταλέντο του ήταν για μένα μια παρηγοριά. Τραγούδια, ιστορίες, ανέκδοτα κι ότι μπορείς να φανταστείς. Κι εγώ εκείνη την εποχή είχα την ικανότητα να κερδίζω την προσοχή ενός καλοπροαίρετου ανθρώπου κι αυτή μου η ικανότητα με προφύλαξε από τον κίνδυνο της απομόνωσης, που επεδίωξαν να μου επιβάλλουν. Στην μονάδα της Πρέβεζας πήρα μέρος σε άσκηση βολής κάπου προς τα βόρεια. Δεν θυμάμαι ακριβώς πού, αλλά το αναφέρω για τον εξής λόγο. Εκεί μου ανατέθηκε το καθήκον να δημιουργήσω έναν ορατό στόχο στο απέναντι βουνό από την πεδιάδα που είχαμε πρόχειρα στρατοπεδεύσει. Με έναν άλλο στρατιώτη εφοδιαστήκαμε μ’ έναν κουβά ασβέστη και ξεκινήσαμε να φτάσουμε εκεί που περίπου μας υπέδειξαν. Την απόσταση την έκρινα βιαστικά ένα με ενάμιση χιλιόμετρο. Έπεσα πολύ έξω γιατί στην πραγματικότητα έπρεπε ν’ ανεβούμε 66


και να κατέβουμε χαράδρες και πλαγιές. Η άσκηση θα γινόταν το πρωί της επόμενης μέρας. Ο σύντροφός μου στο καθήκον από μια στιγμή και μετά παραιτήθηκε και μου το είπε καθαρά: - Λευτέρη δεν αντέχω άλλο. Θα κάτσω εδώ κι ας πνιγούν… Εγώ δεν είχα αυτή την πολυτέλεια. Έπρεπε να ολοκληρώσω την αποστολή γιατί το να κατηγορηθείς για σαμποτάζ, δεν ήταν απίθανο. Πήρα τον κουβά και συνέχισα. Κάποια στιγμή έφτασα στο μέρος κι άρχισα να μαζεύω τις πέτρες που υπήρχαν γύρο από το σημείο. Σε αυτή τη συγκέντρωση κάπου γλίστρησα και κουτρουβαλιάστηκα σε μια χαράδρα. Όταν με κόπο σηκώθηκα κατάλαβα ότι είχα στραμπουλίξει το πόδι μου. Με μεγάλη προσπάθεια επέστρεψα στο σημείο και ασβέστωσα τις πέτρες να φαίνονται από μακριά. Επέστρεψα με αρκετή χρονική καθυστέρηση, ενώ ο σύντροφός μου είχε γυρίσει από ώρα λέγοντας ότι δεν μπόρεσε να φτάσει στο στόχο! Ευτυχώς την επόμενη ώρα ο υπεύθυνος της άσκησης βολής μου είπε ότι έκανα καλή δουλειά. Χρειάστηκαν μέρες να μου περάσουν οι πόνοι. Στην Πρέβεζα υπήρχε ο στρατιώτης-μάστορας σαν τον Σάκη της Αλεξανδρούπολης. Τον έλεγαν Τάκη κι ήταν από τη Δάφνη της Αθήνας. Πελώριος, δυνατός ήταν ικανός για κάθε έργο. Είχε τις πληροφορίες για μένα και με εξυπηρέτησε πολλαπλώς, Του ανατέθηκε να φτιάξει ένα πεδίο σκοποβολής σε έναν άδειο χώρο δίπλα στη θάλασσα αμέσως έξω απ’ την πόλη. Ζήτησε βοηθό και ο διοικητής τον είχε στο όπα-όπα, αφού τους είχε 67


όλους εξυπηρετήσει δεν του χαλούσε χατίρι. Αυτός ζήτησε εμένα. Εκεί υπήρξε ένα κόμπιασμα, αλλά επιμένοντας το πέτυχε. Για μέρες κάθε πρωί ένα Ντόιτς μας πήγαινε στη θέση και μας έπαιρνε το ηλιοβασίλεμα. Είχαμε προμηθευτεί το μεσημεριανό μας φαγητό. Ο Τάκης έβγαζε δεκαπλάσια δουλειά από μένα. Εκείνο που αξίζει να αναφερθεί είναι πως ο Τάκης διέθετε ένα καλό τρανζίστορ κι εγώ χωμένος στην τάφρο, που εμείς ανοίξαμε και συνεχώς διευρύναμε, προσπαθούσα να «πιάσω» ξένους σταθμούς. Φωνή της Αλήθειας, BBC και ό,τι άλλο μπορούσα. Ας είναι καλά ο Τάκης! Δυστυχώς ποτέ δεν συναντήθηκα ξανά μαζί του ούτε έχω καμιά πληροφορία για την πορεία του. Πριν λίγο καιρό με μεγάλη χαρά τον άκουσα πάλι στο τηλέφωνο, που κάπου το βρήκε. Το ίδιο ζωντανός και δημιουργικός Στη Πρέβεζα έκανα και παρέλαση με τη μονάδα και έχω και φωτογραφία του συμβάντος. Εκεί μου ήρθε η πληροφορία για το χαμό του πατέρα μου και σε προηγούμενο κείμενο (19 Νοεμβρίου) περιγράφω αναλυτικά το γεγονός. Όταν επέστρεψα στην Πρέβεζα φιλοδωρήθηκα και με εικοσαήμερη φυλάκιση, άδικη και εκδικητική. Όταν συμπληρώθηκε η θητεία μου έπρεπε να υπηρετήσω και τις μέρες της φυλάκισης, που μου είχαν αναίτια επιβληθεί για πολιτικούς και μόνο λόγους. Για τον διοικητή της μονάδας ήμουν πρόβλημα που ήθελε με κάθε θυσία να απαλλαγεί. 68


Πράγματι τον Φεβρουάριο και τον μισό Μάρτιο με έστειλε στην οικονομική υπηρεσία του στρατού που έδρευε στα Γιάννενα. Εκεί ως θεατής είδα την παρέλαση τη μέρα της απελευθέρωσης της πόλης. Επέστρεψα στην Πρέβεζα να πάρω το απολυτήριο. Εκεί είδα τη διαγωγή στο απολυτήριο και εξέφρασα την απορία μου. Μου απάντησε αποστομωτικά - Να είσαι ευχαριστημένος, που σ’ αφήνουμε να πας σπίτι!

69


Επίμετρο Από τη μέρα που απολύθηκα από φαντάρος έχουν περάσει σχεδόν μισός αιώνας. Κι όμως η πίκρα παραμένει ακέραια μέσα μου. Κι αυτό για πολλούς λόγους πέρα από την φυσική αντιπάθεια εξαιτίας της προσωπικής μου αντιμετώπισης εκ μέρους της ιεραρχίας του στρατού. Ένας από τους λόγους είναι ο άσκοπος χρόνος που δαπανάται χωρίς να σου προσφέρεται τίποτα χρήσιμο. Βεβαίως σήμερα αλλάξανε πολλά από τις συνθήκες της δικής μου εποχής. Πρώτον η διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Τι αλήθεια κέρδιζε ο στρατός όταν σε κράταγε άσκοπα δυο και περισσότερα χρόνια εξουδετερωμένο, εκτός της ζωής σε κρίσιμα χρόνια της νεανικής σου ηλικίας; Δεύτερον εξέλιπε – ελπίζω - η οργανωμένη προσπάθεια να βιάσουν την προσωπικότητα εκείνων που δεν ακολουθούσαν την κυρίαρχη αντίληψη που ταίριαζε στους στρατιωτικούς. Από παλαιά με απωθεί η εκμετάλλευση του πατριωτισμού από μικρούς, μικρόνοες και επαγγελματίες πατριώτες, που μετατρέπουν τη εθνικοφροσύνη σε εμπορεύσιμο είδος και το πλασάρουν στην αγορά. Ένα μεγάλο ερώτημα υπάρχει πώς στη διάρκεια της θητείας του νέου Έλληνα μπορεί να δίνεται η ευκαιρία στον νέο κοινωνικής προσφοράς και η εξάσκηση στην πράξη της αντίληψης για αλληλεγγύη και εκμάθηση χρήσιμων γνώσεων για την ζωή του αργότερα, μετά την απόλυσή του στην ατομική και συλλογική ζωή στον τόπο του. Τότε θα αποκτά πιο χαρακτηριστικό νόημα ο χρόνος της ζωής κάθε νέου που δαπανάται κατά τη διάρκεια της στράτευσης του.

70


Υπηρέτησα την πατρίδα (μνήμες και σκηνές από τη θητεία μου στο στρατό Με το προηγούμενο κομμάτι ολοκληρώθηκε η διήγησή μου που περιγράφει αναμνήσεις και σκηνές από το στρατό. Θέλω να κάνω μια διευκρίνηση. Θα μπορούσα να προσθέσω και άλλα επεισόδια και πλευρές της στρατιωτική μου ζωής. Όμως από την αρχή η στόχευσή μου ήταν να αναδείξω μια κυρίως διάσταση. Την άδικη και απάνθρωπη συμπεριφορά ενός εθνικού θεσμού σε βάρος μιας μερίδας νέων, που αποτελούσαν ένα τμήμα του ελληνικού λαού. Δε ζητώ καταλογισμό ποινικών ευθυνών σε μια χώρα βαθιά πληγωμένη, από διχαστικές συμπεριφορές. Εκείνο που μόνο θέλω είναι μια παραδοχή της αδικίας και μια: Ε Ι Λ Ι Κ Ρ Ι Ν Η ... Σ Υ Γ Ν Ω Μ Η στα θύματα αυτής της συμπεριφοράς. Για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα της αληθείας δεν είναι και η πρώτη φορά που ο στρατός μας εκτρέπεται από το κύριο καθήκον του, που είναι η υπεράσπιση των συνόρων και η εκπαίδευση των νέων στη χρήση των όπλων. Δόξα τω θεώ, για δεκαετίες δεν υπήρξε πολεμική σύρραξη και γενιές αξιωματικών μπήκαν και βγήκαν από το στράτευμα, χωρίς να γνωρίσουν ή να ασκήσουν στην πράξη τις γνώσεις τους Αυτό που πραγματικά μ’ ενοχλεί είναι η εμπορευματοποίηση του Εθνικισμού και η προσπάθεια μονοπώλησης της αγάπης για την πατρίδα. Δέχομαι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των επαγγελματιών του κλάδου ξεκίνησε με βασικό κίνητρο την αγάπη προς την πατρίδα. Ίσως όμως κάποιους τους προσέλκυσε η εξουσία και η δύναμη που δίνει η κατοχή των όπλων. Αυτοί είναι εν δυνάμει κίνδυνος για τη δημοκρατία. Προσωπικά ξεκινώ με την παραδοχή ότι όλοι ή σχεδόν όλοι δονούνται από το όμορφο αίσθημα της αγάπης προς την πατρίδα και στην

71


περίπτωση σοβαρών κινδύνων για την ακεραιότητά της, αυτή η αγάπη θα γίνει η συνεκτική ουσία που θα ενώσει όλους σε μια γροθιά Το κείμενο των αναμνήσεων ζητά τον εκδότη του. Μπορεί να γίνει ένα μικρό αλλά ενδιαφέρον βιβλίο. Από την πλευρά μου δηλώνω ότι είναι ελεύθερο προς αξιοποίηση. Η μόνη μου απαίτηση ο σεβασμός στο περιεχόμενο και ένας μικρός αριθμός αντιτύπων. Ο ίδιος όρος ισχύει και για τις άλλες έτοιμες δουλειές που έχω στο αρχείο μου

72


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.