Ευλάμπιος το Λαμπιόνι

Page 1

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj παραμυθάς κατά συρροήν klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz Ευλάμπιος το Λαμπιόνι xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert λκοθξyuiύασφdfghjklzxcvbnmqwerty uiopaβsdfghjklzxcεrυtγγyεuνiιoαpas dfghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuio pasdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθ eξτσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzx cvασδφbnγμ,mqwertyuiopasdfgασργ κοϊτbnmqwertyσδφγuiopasσδφγdfg hjklzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκσλ πpasdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγ αεορlzxcvbnmqwertyuiopasdfghjkαε 26/11/2013

αναπνευστήρας


Περιεχόμενα 1: Δύο σπάνια για το άλμπουμ (Μαρίζα Βέκιου) ..................................... 3 2: Η τεράστια παιχνιδούπολη (Χριστιάννα Κανδυλιώτη) ......................... 5 3: Το τέλος της αθωότητας… (Χρύσα Κούνου) ......................................... 7 4: Η Εύα, το παγκάκι και η Πόρτα του Αλλού (Βασιλική Ταβλά) .............. 9 5: Φέρτε μου ένα διαστημόπλοιο (Άγγελος Μαρίνης)........................... 11 6: Ηφαίστειο! (Γ. Ξενικουδάκης) ............................................................ 13 7: Η υπόσχεση (Γιώτα Νταλιάνη) ........................................................... 15 8: Η αντάμωση (Μαρία Νίκα) ................................................................ 17 9: Χνάρια (Αλέξανδρος Λιαμπότης) ....................................................... 19 10: Τέλος δίχως τέλος (Γεράσιμος Μπόγρης) ........................................ 21


1: Δύο σπάνια για το άλμπουμ (Μαρίζα Βέκιου) Με λένε Ευλάμπιο αλλά οι φίλοι με φωνάζουν Λαμπιόνι. Το ένα χειρότερο από το άλλο… Για το βαφτιστικό φταίει η συγχωρεμένη η γιαγιά η Ευλαμπία και η αδυναμία που της είχε ο πατέρας μου-αθάνατη ελληνική οικογένεια! Για το παρατσούκλι, νονός είναι ο Τάκης, παιδικός φίλος από την γειτονιά. Ανάθεμα στον Ρούντολφ το ελαφάκι με την μύτη λαμπιόνι-το τι καζούρα έτρωγα κάθε Χριστούγεννα, δεν περιγράφεται! Οι πιο προχωρημένοι συμμαθητές ξετρύπωσαν κι ένα τραγούδι για μια Ευλαμπία και ο χαβαλές συνεχιζόταν και μετά τις γιορτές. Στην αρχή γινόμουν τούρκος από τα νεύρα μου, έσφιγγα τις γροθιές μου και σκεφτόμουν ότι όταν μεγαλώσω θα αλλάξω αυτό το χαζό όνομα. Αλλά ήμουν κομματάκι φοβιτσιάρης κι έτσι καθόμουν σαν την κότα σε μια γωνιά και φανταζόμουν ότι έσπαγα τα μούτρα του Τάκη που έκανε τον έξυπνο! Στο παιδικό μου μυαλουδάκι στριμώχνονταν δυο κόσμοι κι εγώ πάλευα να τους βολέψω και στους δύο: πρώτος να είμαι στην τάξη αλλά πρώτος και στην αλάνα, επιμελής και αλητάκος. Κατάφερνα συνήθως κάτι ενδιάμεσο και δεν ήταν λίγες οι φορές που έβρισκα τον μπελά μου είτε από τους δασκάλους είτε από τους πιο μάγκες συμμαθητές μου. Εκείνο το καλοκαίρι δεν θα το ξεχάσω ποτέ γιατί είχα τελειώσει με Α την τάξη και ο παππούς μου πήρε το πρώτο μου ποδήλατο! Η χαρά μου μεγάλη όχι τόσο για το ποδήλατο, γιατί ψιλοφοβόμουν, αλλά γιατί όλη η παρέα με κοίταζε πια με άλλο μάτι, είχα ανέβει κατηγορία με το δίκυκλο! Ο Τάκης πια με έλεγε το Λαμπιόνι με το τιμόνι, ο Γιάννης μου το ζήταγε ολοένα για βόλτες κ εγώ επειδή είχα πονηρέψει του το έδινα αλλά με αντάλλαγμα, «μεγάλης αξίας»: έξτρα αυτοκόλλητα για το άλμπουμ με παίχτες του Μουντιάλ που συμπληρώναμε . Είχαμε χαλάσει όλο μας το χαρτζιλίκι σ’ αυτά τα μαγικά φακελάκια με τα αυτοκόλλητα. Το άλμπουμ για ευκολία το είχαμε συνεταιρικά εμείς οι 3 μαζί με τον αδερφό του Τάκη, τον Κωνσταντή, που αν και πιο μικρός από μας, ήταν μεγάλο λαμόγιο. Το στοίχημα εκείνου του καλοκαιριού με την παρέα της πάνω γειτονιάς ήταν ένα: όποια γειτονιά κατάφερνε να συμπληρώσει πρώτη το άλμπουμ και να πάρει το δώρο, που ήταν μια επαγγελματική μπάλα, θα μπορούσε να παίζει για όλο το καλοκαίρι στο καλό γήπεδο με το μαλακό χώμα και τα ξύλινα δοκάρια. Μεγάλο το δέλεαρ και το άλμπουμ γέμιζε, αλλά μας έλειπαν 2 σπάνια: το 314 με τον Ιταλό Ρομπέρτο Μπάτζιο και το 316 με τον αργεντινό Γκαμπριέλ Μπατιστούτα. Μάταια πηγαίναμε στο ψιλικατζίδικο του κυρ-Θανάση και ανακατεύαμε το κουτάκι με τα φακελάκια μπας και βρούμε το τυχερό! Τζίφος, όλο τα ίδια κ τα ίδια, διπλά και τρίδιπλα! Έπρεπε κάτι να κάνουμε, να προλάβουμε την πάνω γειτονιά. Αυτοί οι τυχεράκηδες είχαν πρόσβαση σε πιο πολλά περίπτερα κι έτσι υπήρχε κίνδυνος να το συμπληρώσουν πρώτοι. Την λύση μας έδωσε ο Κωνσταντής ο πονηρός: να μπούμε κρυφά στου κυρ-Θανάση το μεσημέρι που παίρνει τον υπνάκο του πάνω στην καρέκλα και να πάρουμε ολόκληρο το κουτί με τα φακελάκια! «Μα αυτό είναι κλεψιά ρε παιδιά», είπα εγώ ο δειλός, άσε που άμα ξυπνήσει και μας πιάσει στα πράσα, την βάψαμε!.Η ιδέα όμως ενθουσίασε τους άλλους 3 κι έτσι πέρασε παμψηφεί. Ο Τάκης μας οργάνωσε, τσιλιαδόροι 3 και ο μικρότερος θα μπούκαρε στο μαγαζί. Κι εγώ από την μια να καρδιοχτυπώ αλλά να μην τολμώ να το


μαρτυρήσω! Διαλέξαμε την Κυριακή για να μπουκάρουμε μια και όλοι έλειπαν για μπάνιο και η γειτονιά μας ήταν ήρεμη. Κατά τις 3 βρεθήκαμε και χωρίς πολλά λόγια, πήραμε τις θέσεις μας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, σκεφτόμουν καθώς περίμενα στην πάνω γωνιά το συνθηματικό σφύριγμα του Τάκη, που δεν έλεγε να ακουστεί. Μου φάνηκαν αιώνες εκείνα τα λεπτά μέχρι να δω τον Κωνσταντή να τρέχει με το μαγικό κουτάκι στο χέρι. Δεν πρόλαβα όμως να χαρώ γιατί ξοπίσω του είδα και τον κυρ-Θανάση λαχανιασμένο και έξαλλο. Την πατήσαμε.


2: Η τεράστια παιχνιδούπολη (Χριστιάννα Κανδυλιώτη) Αρχίσαμε να τρέχουμε όλοι μαζί, μπροστά εμείς, ο κυρ Θανάσης από πίσω. Πρώτος ήμουν εγώ σαν ο πιο γρήγορος. Τους οδηγούσα μέσα από στενά, μήπως και μπερδέψουμε τον κυρ Θανάση. Εκείνος, όμως, απτόητος. Βρε αντοχή που την είχε! Τρέχαμε, τρέχαμε... και ξαφνικά εκεί που είμαι έτοιμος να πηδήξω πάνω από το παγκάκι, ακούω τον Κωνσταντή να τσιρίζει. Τον είχε προλάβει ο κυρ Θανάσης! Γυρίζω να κοιτάξω, αλλά είχα ξεχάσει το παγκάκι! Έτσι κουτρουβάλησα, αρκετά άτσαλα μπορώ να πω. Έμεινα πεσμένος αρκετή ώρα, μέχρι που έπεσε απόλυτη σιγή κι άνοιξα τα μάτια μου. Έκπληξη! Δε βρισκόμουν στο χωριό, αλλά σε μια τεράστια παιχνιδούπολη! Γύρω μου υπήρχαν παιχνίδια Λούνα-Παρκ. Μπορούσα να δω τα συγκρουόμενα, τη σκοποβολή, τη μπαλαρίνα, το φωτεινό μύλο, ακόμη και τις βαρκούλες που όταν ανεβαίνω, είναι απόλαυση! Γυρίζω το βλέμμα μου και τι να δω! Αυτό το μέρος δεν είχε μόνο παιχνίδια. Ακριβώς πίσω από τον τροχό δύναμης υπήρχε ένα κιόσκι με ζαχαρωτά. Έτρεξα προς τα κει κι είδα ότι δίπλα είχε άλλο με καραμέλες κι άλλο με σοκολάτες κάθε είδους και πιο δίπλα άλλο με γλειφιτζούρια. Είχε τα πάντα. Τα κοκοράκια, αυτά με το καραμελωμένο μήλο, ακόμη και μαλλί της γριάς. Αυτό το μέρος είναι παραδεισένιο. Το όνειρο κάθε παιδιού. Με τσίμπησα, για να δω αν κοιμάμαι. Πόνεσα, οπότε συλλογίστηκα πως είμαι ξύπνιος! Αυτή η παιχνιδούπολη ήταν πιο ωραία από τη Χώρα του Ποτέ. Κι από τη χώρα των θαυμάτων. Τα είχε όλα! Μα πώς βρέθηκα εγώ εκεί; Και πού ήταν ο Κωνσταντής κι οι υπόλοιποι; Όλοι τους θα ήταν χαμένοι μέσα στα παιχνίδια. Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα. Θα εξερευνούσα καλύτερα αυτόν τον μαγικό τόπο και παράλληλα θα έψαχνα τους φίλους μου. Κοντοστάθηκα, γύρισα το βλέμμα μου 360 μοίρες και μετά από σκέψη, αποφάσισα να ξεκινήσω την περιπλάνησή μου από τα δεξιά, δηλαδή από το τρενάκι! Ήταν το μεγαλύτερο τρενάκι που είχα δει στη ζωή μου. Και τι δεν είχε! Απότομες στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες. Πέρναγε μέσα από τούνελ και μόλις έβγαινε, πέρναγε κάτω από έναν καταρράκτη. Ήθελα ν’ ανέβω εκεί! Έψαξα βαθιά στις τσέπες μου και βρήκα είκοσι δραχμές στη μία, δεκατρείς στην άλλη. Το αντίτιμο για δύο παγωτά. Λες να έφταναν; Πλησίασα στο κιόσκι με τον ελεγκτή. Ήταν ένας συμπαθητικός κύριος με μεγάλο μουστάκι και φαλάκρα. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, για να με δει. «Γεια σας. Θα ήθελα να ανέβω στο τρενάκι. Πόσο έχει;» «Γεια σου» μου αποκρίνεται. «Αυτό δεν είναι μόνο τρενάκι. Έχει την ιδιότητα να βλέπεις και στιγμές από τη ζωή σου. Πολλοί δεν το προτιμούν, γιατί θέλουν να ξεχάσουν. Εσύ;» Γούρλωσα τα μάτια μου και ψιθύρισα ένα ουάου! Αστραπιαία σκέφτηκα πως δεν ήθελα να ξεχάσω κάτι. Απεναντίας! Ήθελα πολύ να ξαναβρεθώ σε αγαπημένα μέρη και να ξαναπαίξω με φίλους και να ξαναφάω γλυκά! Με τη μία, λοιπόν, είπα στον κύριο «θέλω ν’ ανέβω» και του άφησα τις τριαντατρείς δραχμές μου. «Ωραία» μου λέει. «Δε στοιχίζει τίποτα. Πάρε πίσω τα χρήματά σου κι ακολούθησέ με».


Περιττό να περιγράψω τη χαρά μου. Ο κύριος με σήκωσε και με έβαλε μέσα στο βαγόνι. Με έδεσε σφιχτά και μου ευχήθηκε «καλή διαδρομή». Το τρενάκι έφυγε σφαίρα. Η ταχύτητα ήταν πολύ μεγάλη. Και πριν προλάβω να σκεφτώ οτιδήποτε, να σου ο παππούς μου να με κρατά αγκαλιά βρέφος. Τη θυμάμαι αυτή τη στιγμή, από φωτογραφία φυσικά. Να ‘μαι, εδώ μπουσουλάω κι η μαμά με τον μπαμπά χειροκροτούν. Η πρώτη μέρα στο σχολείο. Χα, χα. Σαν ταινία ήταν. Εδώ είναι οι διακοπές στην Ικαρία. Όντως, έβλεπα στιγμές της ζωής μου. Κι εδώ από το ρεσιτάλ κιθάρας που έπαιξα πρώτη φορά μπροστά σε κόσμο. Αμάν! Εδώ τρώμε με τον Κωνσταντή κρυφά μερέντα. Κι αυτό εδώ τι είναι; Αααα, εγώ πεσμένος δίπλα στο παγκάκι. Όταν μας κυνηγούσε ο κυρ Θανάσης. Αυτό το είχα ξεχάσει. Όλοι αυτοί τι γυρεύουν από πάνω μου; Κι αυτό τι είναι; Αίμα; Και γιατί, ενώ μου μιλάνε, εγώ δε σηκώνομαι; Μα τι λέει αυτός; «Ο μικρός είναι νεκρός!». Ποιος; Εγώ; Πέθανα!


3: Το τέλος της αθωότητας… (Χρύσα Κούνου) …Πέθανα; Όχι! Φώναζα μέσα μου όχι, όσο πιο δυνατά μπορούσα αλλά κανείς δε με άκουγε! «Είναι νεκρός, είναι νεκρός!». Μόνο αυτό ακουγόταν… Όταν άνοιξα τα μάτια είδα από πάνω μου τον κυρ-Θανάση που είχε -προς το παρόνελευθερώσει τον Κωνσταντή. Με είχε πάρει στην αγκαλιά του και με είχε φέρει τρέχοντας στο ιατρείο. Κοιτιόμαστε κατάματα όταν πρόλαβε πρώτος και μου είπε «Φτηνά τη γλίτωσες μικρέ!», κι εγώ με μάτια που έλαμπαν και σταθερή φωνή «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» και ξανάκλεισα τα μάτια μου. Όσο εγώ «ονειρευόμουν» την παιχνιδούπολή μου, κάποιος είχε ήδη ειδοποιήσει τον πατέρα μου και τώρα είχε φτάσει στο ιατρείο. Ο κυρ-Θανάσης βγήκε στην αυλή και μιλούσε μαζί του όσο ο γιατρός έριχνε στο γόνατό μου οξυζενέ, ιώδιο και το έδενε με μια γάζα. Όχι, δεν ένιωθα ντροπή και τύψεις. Αυτό που είχα μέσα μου ήταν θυμός… Θυμός για τον κόσμο των μεγάλων! Αργότερα ο πατέρας μπήκε στο ιατρείο και μ’ ένα του νεύμα σηκώθηκα για να πάμε σπίτι. Μου είπε μόνο «Θα τα πούμε σπίτι…». Ήξερα τι θα επακολουθούσε… Αρκετές ξυλιές, το ποδήλατο θα κλειδωνόταν στην αποθήκη μέχρι νεωτέρας και εγώ στο σπίτι -χωρίς να δω τους φίλους μου- για τουλάχιστον μια βδομάδα. Δεν έπεσα έξω. Μπαίνοντας στο σπίτι άρχισε να μου φωνάζει, όμως εγώ δεν αντέδρασα ούτε στιγμή! Δεν είπα ούτε μια λέξη! Ενώ ο πατέρας συνέχιζε να λέει τα δικά του, τον διέκοψε ο ήχος από το κουδούνι μας. Άνοιξε την πόρτα και μπροστά του ήταν αλαφιασμένη η κυρά-Μαρίκα. «Τρέξε αστυνόμε, το μαγαζί του κυρ-Θανάση!», «Ξέρω… Ξέρω…» απάντησε εκείνος. «Μα όχι, όχι τα παιδιά… το μαγαζί είναι διαλυμένο… κάποιος έσπασε τα πάντα… Τρέξε σου λέω!!!». Ο πατέρας φόρεσε το καπέλο του και έφυγαν τρέχοντας… Προς το παρόν με είχε ξεχάσει. Πήγα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου αγκαλιά με το άλμπουμ και το κοιτούσα… Απλώς το κοιτούσα… Δυο μέρες αργότερα ο πατέρας με ξύπνησε πρωί-πρωί για να πάμε στο μαγαζί και να ζητήσω συγγνώμη. Καθόλου δεν το ήθελα μα ίσως ήταν η μεγάλη ευκαιρία για μένα. Με έσπρωξε προς το εσωτερικό του μαγαζιού ενώ ήδη είχε δει τον κυρ-Θανάση στο βάθος… Εκείνος μας δέχτηκε μάλλον εγκάρδια και με ύφος σαν του πατέρα άρχισε τις συμβουλές… «Ξέρεις Λάμπη μου, έμαθα πως ο πατέρας σου σε τιμώρησε αυστηρά για ότι έγινε. Θα πρέπει να ξέρεις όμως όλη την αλήθεια γι’ αυτήν την ιστορία. Τα άλμπουμ αυτά παιδί μου, ποτέ δε γεμίζουν… Καταλαβαίνεις; Τα δύο αυτοκόλλητα που σας απομένουν για να γεμίσει δε θα βρεθούν ποτέ…». Η φωνή του έτρεμε… σα να φοβόταν πως μου γκρεμίζει ό,τι πιο στέρεο υπήρχε μέσα μου… και έτσι ήταν! Γι’ αυτό όμως είχε φροντίσει η κυρά-Μαρίκα, ένα απόγευμα της προηγούμενης βδομάδας όταν είδε εμάς και τα παιδιά του πάνω μαχαλά να συγκρίνουμε τα άλμπουμ μας για να δούμε ποιος είναι πιο κοντά στη νίκη. Μια φράση είπε μόνο και ήταν αρκετή… «Δύο σπάνια για το άλμπουμ, που απλώς δεν υπάρχουν!». Κατέρρευσε μέσα μας ό,τι πιο αγνό… ό,τι πιο


αθώο… και έτσι πήραμε τη μεγάλη απόφαση! Ο κυρ-Θανάσης έπρεπε να πληρώσει και στη συνέχεια και τα υπόλοιπα παντοπωλεία και περίπτερα του χωριού. Μια εικονική κλεψιά για μια αυστηρή τιμωρία στους μεγάλους! Το σχέδιο ήταν καλά στημένο και το μόνο που απέμενε ήταν να βρω κάτι να σκέφτομαι ώστε να μη γελάω την ώρα της υποτιθέμενης λιποθυμίας. Ο αρχηγός του απάνω μαχαλά έριξε την καλύτερη ιδέα, «Παιχνίδια! Να σκέφτεσαι παιχνίδια!». Έτσι και έγινε! Όσο προσποιούμουν τον λιπόθυμο και τα παιδιά του πάνω μαχαλά έκαναν κομμάτια το μαγαζί του κυρ-Θανάση με όσους δικούς μας κατάφεραν να γυρίσουν εκεί… σκεφτόμουν μια τεράστια παιχνιδούπολη. «Όλα αυτά παιδί μου…» συνέχιζε ο κυρ-Θανάσης «γίνονται για το κέρδος. Μόνο για το κέρδος και…» τον διέκοψα λέγοντας «Συγγνώμη (απλώς για να ακουστεί η λέξη) αλλά δεν είμαστε χαϊβάνια… παιδιά είμαστε!!!», αυτή μου η ατάκα ήταν και το σύνθημα για να ξεσπάσουν τα παιδιά του πάνω και κάτω μαχαλά που είχαν από ώρα μαζευτεί απ’ έξω. «Κυρ-Θανάση, κυρ-Θανάση, νόμιζες τον είχες πιάσει… μα όταν τρέχει το Λαμπιόνι, πίσω του αφήνει σκόνη! Όταν τα παιδιά τρομάζουν… τους μεγάλους ξεμπροστιάζουν!!!» Ο πατέρας μου έφυγε χωρίς να πει λέξη σα να θυμήθηκε και εκείνος ξαφνικά τα δικά του μισοτελειωμένα άλμπουμ, εμείς πανηγυρίζαμε την πρώτη μας νίκη και ο κυρ-Θανάσης αποσβολωμένος κατευθυνόταν προς το σπίτι του. Μπήκε στο δωμάτιό του, έκλεισε την πόρτα κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε το μεγάλο συρτάρι, εκεί που πάντα φύλαγε το άλμπουμ. Το δικό του άλμπουμ…


4: Η Εύα, το παγκάκι και η Πόρτα του Αλλού (Βασιλική Ταβλά) Ήταν και πάλι καλοκαίρι, 3 χρόνια αργότερα από εκείνο το άτυχο συμβάν. Ήμασταν πια πολύ μεγαλύτεροι, είχαμε κιόλας τελειώσει τη δευτέρα γυμνασίου. Όταν θα επιστρέφαμε μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, θα ήμασταν οι «τελειόφοιτοι», οι «μεγάλοι» του σχολείου, οι «έμπειροι» – κυκλοφορούσαμε ήδη με άλλο ύφος στη γειτονιά. Το σχολείο είχε κλείσει μόλις την προηγούμενη μέρα και περιμέναμε με ανυπομονησία το καθιερωμένο καλοκαιρινό πάρτι της Εύας. Η Εύα ήταν η αδερφή της Αθηνάς. Αυτές οι δυο, αν και δίδυμες, ήταν η μέρα με τη νύχτα. Η Αθηνά ήταν το αγοροκόριτσο της περιοχής. Την παραδεχόμασταν στην παρέα όλοι. Ακόμα και ο Τάκης. Πολλές φορές μας είχε ξελασπώσει από τις σκανταλιές μας στις οποίες συμμετείχε σαν πραγματικό αγόρι. Ομολογώ ότι διέφερε πολύ απ’ όλα τ’ άλλα κορίτσια. Και ήταν για ‘μας ισότιμο μέλος της παρέας, της είχαμε εμπιστοσύνη. Η Εύα ήταν πάντα όλο «κορδέλες» και «φούμαρα» και πολύ ξινή μαζί μας. Δεν έκανε ποτέ παρέα με την Αθηνά και όλο μας κορόιδευε με τις φίλες της που κι εκείνες παλιά μάζευαν αυτοκόλλητα για το δικό τους άλμπουμ: το Σάρα Κέη. Το πάρτι της όμως στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, σηματοδοτούσε την έναρξη του καλοκαιριού και ήταν πάντα καλεσμένοι όλοι. Ήταν δεδομένο ότι θα πηγαίναμε σύσσωμοι στην παρέα – ακόμα κι ο μικρότερός μας Κωνσταντής. Ήμουν έτοιμος νωρίτερα από την ώρα που ο Τάκης και οι άλλοι θα περνούσαν απ’ το σπίτι να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για το πάρτι. Και είχα βγει για μια «βόλτα στο παγκάκι». Ποτέ δεν είχα ξεχάσει εκείνη την εμπειρία μου με το κυνηγητό απ’ τον κυρ Θανάση, το κουτρουβάλιασμα πάνω στο παγκάκι και τα επακόλουθα. Και παρόλο που αργότερα αποκαλύφθηκε ότι το σπάσιμο των μαγαζιών είχε υποκινηθεί από έναν ξάδερφο ενός από την παρέα της πάνω γειτονιάς, πολύ μεγαλύτερό μας, που είχε πορώσει τα παιδιά για μια «εκδίκηση» που ούτε μας εξέφραζε αλλά ούτε και μας ικανοποίησε ιδιαίτερα τελικά, για μένα προσωπικά, το παγκάκι αυτό ήταν ξεχωριστό – σχεδόν μαγικό: Μου είχε κολλήσει στο μυαλό ότι χωρίς το παγκάκι αυτό δεν θα σκεφτόμουν ποτέ το ταξίδι στην Παιχνιδούπολη. Ότι η Παιχνιδούπολη με το τρενάκι των παρελθόντων στιγμών της ζωής, αυτό το Αλλού που επισκέφτηκα με τη φαντασία μου, ήταν πραγματικό. Και ότι το παγκάκι ήταν η Πόρτα του, η Πόρτα του Αλλού… Φυσικά, ήμουν μεγάλος πια για παιχνίδια, λούνα παρκ και ποδήλατα, μα και οι συζητήσεις μας στην παρέα είχαν ήδη αλλάξει. Οι μηχανές, τα γκάζια, οι μεταγραφές των ποδοσφαιρικών ομάδων και τα κορίτσια, ήταν το μοναδικό μας ενδιαφέρον. Αχ, αυτά τα κορίτσια! Γρίφος άλυτος! Αυτοτελή επεισόδια μιας ιστορίας χωρίς τέλος! Ενθουσιασμοί και απογοητεύσεις, καζούρες «εσωτερικής κατανάλωσης» (αυστηρά μόνο εντός παρέας κολλητών), σχέδια «κατάκτησης στόχου» με ευφάνταστες προτάσεις από τους κολλητούς, αλλά κι αυτό το περίεργο συναίσθημα φουντώματος και αδυναμίας μπροστά στο «στόχο»…


Είχα φτάσει στο παγκάκι. Κοντοστάθηκα και το περιεργάστηκα για λίγο. Ήταν πάντα σαν ολοκαίνουργιο. Όλα τα υπόλοιπα τριγύρω, με κουτσουλιές, σκοροφαγωμένα, χαραγμένα και ξεθωριασμένα. Αυτό, καταπράσινο, πεντακάθαρο, λείο και φωτεινό. «Για να δούμε…» μονολόγησα καθώς καθόμουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που «κατέφευγα» στο παγκάκι. Κάθε φορά που κάτι με προβλημάτιζε, που κάτι μου θόλωνε την κρίση και δεν έβρισκα μια λύση-διέξοδο, ακόμα και μετά τις όποιες προτάσεις των κολλητών, πήγαινα για μια «βόλτα στο παγκάκι». Καθόμουν εκεί και σκεφτόμουν το πρόβλημά μου. Και ως δια μαγείας, βρισκόμουν σ’ ένα κόσμο όπου όλες μου οι σκέψεις γίνονταν ταινίες, εικόνες πραγματικές με χρώματα, μυρωδιές και ήχους, που περνούσαν από μπροστά μου και υπήρχαν γύρω μου με μένα πρωταγωνιστή και θεατή ταυτόχρονα. Εκείνου του απογεύματος το θέμα ήταν η Εύα. Αυτό το κορίτσι, αυτό το σπαστικό κορίτσι με τη σνομπ έκφραση στο πρόσωπο και το πηγούνι μονίμως ψηλά, με το βλέμμα αφ’ υψηλού και το αμυδρό ειρωνικό χαμόγελο, μου είχε καρφωθεί στο μυαλό και ήταν η αιτία για απίστευτους καυγάδες μέσα μου, όπου ο ένας μου εαυτός την έβρισκε απωθητική κι εριστική και ο άλλος άκρως γοητευτική. «Πως τον είπαμε αυτόν;! Λαμπιόνι;! Χαχαχα!» είχε πει τη φορά που με σύστησε η αδερφή της πριν 2 χρόνια. Η Αθηνά δε με έλεγε ποτέ Λαμπιόνι. Το είχε ακούσει από τους άλλους όταν έκανε πως δε μας έβλεπε καθώς περνούσε με την παρέα της από δίπλα μας στην πλατεία δήθεν τυχαία. «Εύα, μας πιάνεις μια κονσέρβα;!» φαντάστηκα να της λέω στο πάρτι και όλοι να γελάνε με το πετυχημένο μου. Αλλά έτσι θα άνοιγα πόλεμο. Μπα, κακή ιδέα… Και τότε, η Εύα βρέθηκε μπροστά μου. Κι εγώ παρέλυσα. «Τι έγινε μικρέ; Εδώ θα τη βγάλεις; Το πάρτι έχει αρχίσει, μόνο εσύ λείπεις.» μου είπε κοφτά. Σηκώθηκα απ’ το παγκάκι μπροστά της. Την περνούσα στο ύψος. Ξαφνικά μου φάνηκε απροστάτευτη. Δεν την φοβόμουν πια.


5: Φέρτε μου ένα διαστημόπλοιο (Άγγελος Μαρίνης) Μικρό είναι το μάτι σου, σκέφτηκα να της πω και να της δώσω και μια σφαλιάρα να δει το στρασάκι που είχε κρεμασμένο στην μύτη της να ίπταται στον νυχτερινό ουρανό. Αλλά δεν ήμουν ούτε βίαιος ούτε τόσο αφελής. Αφού την έκανα κέφι γιατί να την χτυπούσα; Δεν θα ωφελούσε πουθενά. Ο στόχος μου ήταν να την κατακτήσω χρησιμοποιώντας ακόμα και τον πιο ύπουλο τρόπο. Έτσι, χωρίς να χάσω χρόνο, κοίταξα το τσίλικο ηλεκτρονικό μου ρολόι και άρχισα να της ξεφουρνίζω το παραμύθι, προσποιούμενος τον μελαγχολικό. «Λίγες ώρες μείνανε Εύα και δεν θέλω να της περάσω σε ένα βαρετό πάρτι. Δεν με χωράει η γη, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τελειώνει ο πλανήτης μας σήμερα αλλά ο περισσότερος κόσμος είναι στον κόσμο του. Πλησιάζει! Σε λίγο, θα σκάσει πάνω στα κεφάλια μας, ένας τεράστιος πλανήτης, τριπλάσιος σε όγκο από την γη. Οι επιστήμονες τον έχουν ονομάσει Τουλούμπιο γιατί έχει σχήμα που μοιάζει με τουλούμπα, γευστικά λογικά θα διαφέρει». «Και εσύ πώς το έμαθες;» αναρωτήθηκε η Εύα. Στο πρόσωπο της διέκρινα ίχνος φόβου. Ήμουν σε καλό δρόμο, οπότε συνέχισα. «Επιλέχθηκα ύστερα από κλήρωση να σωθώ εγώ και μερικοί άλλοι από την περιοχή μας. Στην κλήρωση συμμετείχαν μόνο νεαρά άτομα με μεγάλο δείκτη ευφυΐας. Έχω περιθώριο 2 ωρών για να μεταβώ σε ένα αγρόκτημα λίγο πιο έξω από την πόλη, όπου θα προσγειωθεί ένα διαστημόπλοιο το οποίο θα μας απομακρύνει από την γη. Αλλά είμαι πολύ προβληματισμένος. Έχω δικαίωμα να πάρω κάποιον μαζί μου και δεν μπορώ να διαλέξω. Μάλλον θα φύγω μόνος, θα ταξιδεύω στο σύμπαν σαν την καλαμιά στον γαλαξία. Θα κοιτάω την γη να εκρήγνυται και δεν θα έχω έναν ώμο να κλάψω, ένα χέρι να μου δώσει ένα χαρτομάντιλο να σκουπίσω τις μύξες μου. Άπονη ζωή με πέταξες στο σύμπαν μονάχο». Έσκυψα, κάνοντας τον απαρηγόρητο, να ακουμπήσω το έδαφος. Τόσο καλό θέατρο έπαιζα που είχα καταφέρει να πείσω ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό πως θα μου έλειπε η γη. Καλός πλανήτης ήταν αν το καλοσκεφτείς. Είχε μερικά άγρια ζώα και ανθρώπους αλλά σε γενικές γραμμές, χαβαλέ είχε. Σχολείο, πλάκες, φίλους, βιντεογκειμς και παραμύθια σε κορίτσια. Εκεί γονατιστός, είχα στερέψει από φαντασία και ήθελα να σκάσω στα γέλια, αλλά το σύμπαν με βοήθησε στον πόλεμο μου να κατακτήσω την Εύα. Έβαλε την μάνα μου να πάρει τηλέφωνο στο κινητό μου. Απάντησα. «Όβερ. Λαμβάνω! Αναμένω οδηγίες! Τι; Άλλαξε η ώρα αναχώρησης; Σε πόση ώρα αναχωρούμε; Σε μια ώρα; Δυστυχώς δεν βρήκα δεύτερο άτομο. Θα έρθω μόνος όσο πιο γρήγορα μπορώ! Δεν μπορείς να παρκάρεις για λίγο το διαστημόπλοιο στο χωράφι αν αργήσω; Πώς κάνεις έτσι; Καλά ντε! Μην φωνάζεις! Δεν θα αργήσω! Δεν χάνεται δα και ο κόσμος! Αντίο!». Έκλεισα το τηλέφωνο ακούγοντας στο βάθος την μάνα μου να ουρλιάζει. Κατόπιν έμαθα πως στο τσακ το είχε γλιτώσει το εγκεφαλικό εκείνο το βράδυ. Φυσικά εγώ δεν την γλίτωσα την τιμωρία. «Θα έρθω εγώ μαζί σου Λαμπιόνι. Πάρε με κοντά σου, σώσε με από την καταστροφή!». Απίστευτο και όμως αληθινό. Η Εύα είχε ψαρώσει και εγώ είχα πάρει κουράγιο.


«Το ήξερα Εύα πως εσύ ήσουν η εκλεκτή! Δεν είναι τυχαίο το όνομα σου. Θα κινήσουμε για άλλους πλανήτες να βρούμε τον δικό μας παράδεισο. Θα έχει και πολλά μήλα αλλά και ηλεκτρονικές συσκευές με σήμα το δαγκωμένο μήλο για όλους τους ανθρώπους. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο! Τρέξε!» Χεράκι χεράκι αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα από τα στενά της πόλης. Η Εύα είχε μπει για τα καλά στο παιχνίδι μου. Δεν ήθελε να αφήσει τους κατοίκους της πόλης να κοιμούνται τις τελευταίες τους ώρες. Χτύπαγε τα κουδούνια και φώναζε «Ξυπνάτε! Το τέλος του κόσμου έρχεται!». Πανικόβλητοι εκείνοι κατέβαιναν με τις σωβρακοφανέλες στους δρόμους για να δουν τι γινόταν αλλά μέχρι να βγάλουν άκρη εμείς είχαμε γίνει ήδη καπνός. Ξανάμπαιναν στα σπίτια τους και συνέχιζαν το ροχαλητό τους. Οδήγησα την Εύα στην αγροτική περιοχή. Κοντοσταθήκαμε λαχανιασμένοι να πάρουμε μια ανάσα. Της ζήτησα να κλείσει τα μάτια να μην την τυφλώσουν τα φώτα του διαστημόπλοιου το οποίο, και καλά θα προσγειωνόταν σε λίγα λεπτά για να μας παραλάβει. Έκλεισε τα μάτια, σφίγγοντας με δύναμη τα βλέφαρα της. Τα φώτα ποτέ δεν ήρθαν, παρέμενε μοναχικό το σεληνόφως να πέφτει πάνω στο πρόσωπο της. Τα τρεμάμενα χείλη της περίμεναν τα δικά μου, ήμουν σίγουρος. Την φίλησα και τότε ξαφνικά είδα αστράκια. Έφαγα μια σκαμπίλα που ήταν όλη δικιά μου. «Είχα καταλάβει από την αρχή το ανόητο κόλπο σου, αλλά ήθελα να δω που θα κατέληγες» μου είπε έξαλλη. Κατακοκκίνισα από ντροπή, έψαχνα διαστημόπλοιο ή έστω και αερόστατο να εξαφανιστώ από προσώπου γης αλλά τότε με φίλησε εκείνη! Το φιλί μας έσβησε τον θυμό της και την αμηχανία μου και ως δια μαγείας ο κόσμος χάθηκε από μπροστά μας!


6: Ηφαίστειο! (Γ. Ξενικουδάκης) «Μην το κάνεις αυτό σου έχω πει. Φοβάμαι!». Η φωνή της Εύας κουδούνισε μέσα στα αυτιά μου και παραλίγο να πέσω. Το παγκάκι πάνω στην πλάτη του οποίου ισορροπούσα βρισκόταν στον παραλιακό δρόμο που ενώνει το Καμάρι με τα Φηρά στη Σαντορίνη και ήταν σαν ένα ξύλινο μπαλκόνι με θεά στην καλδέρα, ακριβώς πάνω από τον γκρεμό. Από τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε τετ α τετ σε ένα άλλο παγκάκι, χρόνια πριν, λίγο πριν το πάρτι, ένιωθα πως η ζωή μου ισορροπούσε μεταξύ της ασφάλειας μαζί της και της περιπέτειας με το άγνωστο. Ίσως η ανάγκη να αναπαράγω αυτή την αίσθηση του μετεωρισμού ήταν η αιτία που όποτε συναντούσα παρόμοιο παγκάκι έκανα για λίγο τον ακροβάτη πράγμα που την εκνεύριζε εμφανώς. Η Σαντορίνη σαν πρώτος προορισμός για διακοπές μετά το τέλος του σχολείου ήταν ιδανικός για τα ζευγαράκια σαν κι εμάς. Οι «μπάκουροι» προτιμούσαν συνήθως την Πάρο, η οποία στο μυαλό τους επεφύλασσε μαγικές συναισθηματικές περιπέτειες. Εμένα όμως το μυαλό μου ήταν σε άλλα πράγματα. Παράλληλα με το διάβασμα για τις πανελλήνιες και για να ξεκουράζομαι από αυτό, άρχισα να τρέφω ένα μεγάλο ενδιαφέρον για θέματα που άπτονταν της μεταφυσικής, των παράλληλων συμπάντων και της ζωής έξω από τον πλανήτη μας. Τη φλόγα του ενδιαφέροντός μου αυτού έθρεφαν οι αναμνήσεις μου από την σχεδόν μεταθανάτια εμπειρία που είχα ως παιδί. «Σε λίγο φεύγει το καραβάκι για το ηφαίστειο μωρό μου και θα το χάσουμε, άντε πάμε!». Δεν είχα μπορέσει να της αρνηθώ την εκδρομή στον κρατήρα του Ηφαιστείου της Θήρας αν και στο μυαλό μου την είχα συνδυάσει με μεγάλη ταλαιπωρία. Σε είκοσι λεπτά ακριβώς φτάσαμε με τη μηχανή στο παλιό λιμανάκι από όπου έφευγε το πλοιάριο για το ηφαίστειο. Ιδρωμένοι τουρίστες, υστερικές μαμάδες που κυνηγούσαν τα παιδιά τους με τα γνωστά τάπερ, καθώς και δυο τρεις λαδωμένοι τριχωτοί τύποι με όλη τη Χαβάη αποτυπωμένη πάνω στις βερμούδες τους που δεν θελαν να χάσουν την ευκαιρία να παίξουν ρακέτες πάνω στην στερεοποιημένη λάβα συνιστούσαν την εκδρομική μας παρέα. Η διάθεσή μου δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη. Το σκηνικό που αντικρίσαμε όταν φτάσαμε δεν τη βελτίωσε καθόλου. Ένα κατάμαυρο μικρό νησάκι το οποίο χτυπούσε ο ήλιος ανηλεώς και του οποίου το μοναδικό αξιοθέατο ήταν κάποιοι μικροί πίδακες από θειάφι που ξεπετάγονταν εδώ και εκεί. Όπως μας ενημέρωσε ο ξεναγός το ηφαίστειο της Θήρας είναι ακόμη ενεργό καθώς έχουν καταγραφεί εκρήξεις του κατά τους ιστορικούς χρόνους. Μια τέτοια έκρηξη ευχόμουν να γίνει και τώρα και να με γλιτώσει. Στα πρώτα δέκα λεπτά της ξενάγησής μας αισθάνθηκα μια περίεργη ζάλη. «Εύα στάσου λίγο, πρέπει να πάρω μια ανάσα, θα τους προλάβουμε μετά…». Και τότε ήρθε η λάμψη…. Ένα έντονο γαλάζιο φως έλουσε το σκηνικό τριγύρω, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι, μαζί και η Εύα πάγωσαν σαν στιγμιότυπο από το παιχνίδι «αγαλματάκια ακούνητα» που παίζαμε μικροί. Μόνο μια φιγούρα φάνηκε να κινείται πλησιάζοντάς με από το βάθος. «Λάμπη με θυμάσαι;». Έβαλα το χέρι στο μέτωπο για να κρύψω τη γαλάζια αντηλιά που με εμπόδιζε να δω τα χαρακτηριστικά του περίεργου ξένου. Από το ντύσιμό του δεν θα τον γνώριζα ποτέ. Η


φωνή του όμως ήταν χαραγμένη στο μυαλό μου. Ήταν ο κύριος που πούλαγε τα εισιτήρια για το τρενάκι των αναμνήσεων που είχα συναντήσει στο «όνειρό μου» μετά το ατύχημα μικρός. Δεν ήταν πια ντυμένος με τη στολή του υπαλλήλου του Λούνα Παρκ. Φορούσε μια περίεργη ασημένια αμφίεση που λαμποκοπούσε στον γαλάζιο Ήλιο. «Λάμπη χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Περίμενα χρόνια για να εμφανιστείς εδώ σ’ αυτό το συμπαντικό ραντεβού. Η επιστροφή σου από το θάνατο, οι μεταφυσικές σου εμπειρίες, ακόμα και η ιστορία που σκαρφίστηκες για να έρθεις κοντά με την Εύα δεν είναι τυχαία γεγονότα. Έχεις επιλεγεί από το ανώτατο συμβούλιο του Γαλαξία μας, μαζί με εννέα ακόμη κατοίκους του Πλανήτη σου για να μεταφέρεις στους ανθρώπους μέρος της γνώσης που έχουμε συγκεντρώσει μέσα από χιλιετηρίδες ώστε να τους βοηθήσεις να αλλάξουν πορεία και να αποφύγουν την καταστροφή τους που οι ίδιοι έχουν προδιαγράψει.» Στάθηκα αποσβολωμένος. «Είναι δυνατόν; Εγώ;». Μου απάντησε σα να διάβασε τη σκέψη μου: «Είσαι ένας απλός άνθρωπος με ανοιχτή καρδιά και μυαλό που είναι δεκτικό στις γνώσεις. Έχεις όμως και άλλες δυνάμεις που θα ανακαλύψεις στη συνέχεια της ζωής σου. Θα επικοινωνήσουμε ξανά μαζί σου. Εις το επανιδείν». Τα πάντα επανήλθαν σε κίνηση ενώ ο άγνωστος εξαφανίστηκε. «Μωρό μου είσαι καλά;» ρώτησε η Εύα. «Λιποθύμησες και τρόμαξα πολύ». «Εγώ να δεις» σκέφτηκα από μέσα μου, «εγώ να δεις».


7: Η υπόσχεση (Γιώτα Νταλιάνη) Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που παραδέχτηκε το φόβο του. Εκεί, κάτω απ’ τον ανελέητο ήλιο, πάνω στο σβησμένο ηφαίστειο, άναψε σαν φάρος μέσα του ο πόθος να νικήσει το φόβο του και να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μάνα του πριν φύγει. «Να πας να βρεις τον παππού. Μου υπόσχεσαι πως θα πας;» «Θα πάω!» της είχε πει. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του τα περνούσε στο χωριό, στο σπίτι του παππού. Στο χωριό που ο ήλιος έδυε νωρίς ακόμα και το καλοκαίρι. Στο χωριό που όταν φύσαγε ο νοτιάς έβλεπε την τρομερή μορφή του στον ουρανό και φανταζόταν πως τα σύννεφα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φύγουν μακριά γι’ αυτό έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Στο χωριό που η σιωπή το μεσημέρι ήταν πιο τρομακτική από ότι το βράδυ. Στο χωριό που όταν κοιμόταν στην ταράτσα κάτω από τ’ αστέρια νόμιζε πως αν άπλωνε το χέρι θα τα ‘πιανε. Στο χωριό που η κορομηλιά της αυλής ήταν γι’ αυτόν η γιαγιά του, στοργική να τον δέχεται στα κλαδιά της, να τον ταΐζει τους γλυκούς καρπούς της, να του ψιθυρίζει παραμύθια με το θρόισμα των φύλλων της. Στο χωριό που η παιδική του φαντασία μεγέθυνε όλα όσα έβλεπε αλλά κι όλα όσα δεν έβλεπε. Στο χωριό του παππού. Όλες οι μνήμες που στοίχειωναν για χρόνια τα όνειρά του αναβόσβηναν καθώς βγήκε απ’ την εθνική οδό στον επαρχιακό δρόμο που είχε τριάντα χρόνια να διασχίσει. Παραδομένος στη δίνη της πόλης τόσα χρόνια είχε χάσει την αίσθηση του καθαρού αέρα. Παραδομένος στη δαγκάνα του φόβου τόσα χρόνια είχε χάσει την αίσθηση της απλότητας. Έσβησε τη μηχανή στην άκρη του χωριού, στο τέλος του δρόμου, μπροστά σ’ ένα μικρό σπιτάκι με πέτρινη αυλή. Δεν ήταν ούτε πέντε το απόγευμα κι ο ήλιος είχε σχεδόν κρυφτεί πίσω απ’ το βουνό ακριβώς πάνω απ’ το χωριό. Φθινοπώριαζε. Ήρθε λοιπόν! Ήταν στ’ αλήθεια εδώ! Στον τόπο που τόσα χρόνια καταχώνιαζε στο βαθύτερο σκοτάδι της ψυχής του! Κοίταξε τριγύρω να βρει κάποιον. Είδε από μακριά μια φιγούρα να ‘ρχεται προς το μέρος του από ένα μονοπάτι σύριζα στο βουνό. Όσο πλησίαζε η φιγούρα διέκρινε μια γυναίκα φορτωμένη μ’ ένα δεμάτι από θάμνους. Ήρθε κοντά του. Ήταν μια γυναίκα από κείνες τις παλιές γυναίκες που σπάνια συναντά κανείς πια. Δεν του μίλησε, δεν τον κοίταξε καν. Άφησε στη γη ένα δεμάτι τρυφερά πουρνάρια και γύρισε το κεφάλι της προς το βουνό. «Θα ‘χουμε αέρα αύριο» είπε. Την κοίταζε έκπληκτος, μαγεμένος. Το πρόσωπό της είχε μια παράξενη δροσιά σχεδόν εφηβική, σε αντίθεση με το σκυφτό γέρικο κορμί της. Καθώς το φως λιγόστευε πέρασε ξυστά από τα χείλη της μια ζεστή ανταύγεια από κόκκινο. Χαμογέλασε ντροπαλά, σαν κοριτσόπουλο. Τα μάτια της είχαν τη λάμψη του ήλιου μέσα τους, τη γυαλάδα του, αρυτίδωτα, γεμάτα αθωότητα! Τα χέρια της ήταν τρύπια από τ’ αγκάθια που έκοβε κάθε μέρα για να ταΐσει τα ζωντανά της. Του τα έδειξε: «Καμιά χαρά δε στέκεται σε τρύπια χέρια» είπε σα να μιλούσε στον εαυτό της. Η φωνή της ήταν βαθιά από τα χρόνια και συνάμα φρέσκια και καθαρή, ίσως απ’ τον αέρα του χωριού, ίσως απ’ τη λιγοστή χρήση της, ποιος ξέρει; Ξαφνικά κάρφωσε τα μάτια της πάνω του: «ψάχνεις;» είπε «έχεις τα μάτια του,


το σπίτι που γυρεύεις είναι στην άλλη άκρη...». Έπειτα σήκωσε τα αγκάθια της και μπήκε στην αυλή της χωρίς να πει τίποτ’ άλλο, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Στεκόταν εκεί, αποσβολωμένος, χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Τα χαμογελαστά εφηβικά της μάτια, τα τρύπια της χέρια, ήταν σφηνωμένα στην ψυχή του καθώς καβάλησε τη μηχανή για την άλλη άκρη... Στο μυαλό του χοροπήδαγε η φράση «έχεις τα μάτια του» καθώς έφτανε στην άλλη άκρη του χωριού. Τριάντα χρόνια του πήρε να φτάσει ως εδώ. Η αυλή, τα σκαλοπάτια, το φωτισμένο σπίτι, γεμάτα ουλές και ρυτίδες απ’ τα χρόνια όμως ίδια. Πάτησε το τσιγάρο του στο χώμα ποδοπατώντας ταυτόχρονα το φόβο, το χρόνο, την απόσταση και μπήκε στην αυλή.


8: Η αντάμωση (Μαρία Νίκα) Όλα έμοιαζαν τόσο ξένα αλλά και παράλληλα τόσο οικεία, σκέφτηκε. Ανέβηκε με δυσκολία τα λιγοστά σκαλιά της τσιμεντένιας σκάλας και κοντοστάθηκε στην πόρτα. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει το πέπλο του σε όλο το χωριό, ενώ λιγοστό φως προερχόταν από τα κεριά των γειτονικών σπιτιών. Και τότε το είδε, ένα σημάδι χαραγμένο στην πόρτα που ξύπνησε αμέσως όλα εκείνα που ο ίδιος πολύ καλά είχε κρύψει βαθιά μέσα του τόσα χρόνια. «Είναι δυνατόν να πονάω ακόμα;», αναρωτήθηκε φωναχτά μέσα στην νύχτα. «Και όμως είναι» του απάντησε εκείνος. Γύρισε απότομα προς το μέρος που άκουσε τη φωνή και είδε τη φιγούρα του παππού του να πλησιάζει. Ήθελε τόσο πολύ να τρέξει στην αγκαλιά του, στο καταφύγιό του, όπως όταν έκανε σκανταλιές και τον τιμωρούσε ο πατέρας του, όμως συγκρατήθηκε. «Άλλωστε έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε», αναλογίστηκε από μέσα του αυτή την φορά. «Πάμε μέσα», του είπε διακόπτοντας τις σκέψεις του ο παππούς. «Ξέχασες, μου φαίνεται, πόσο κρύο κάνει στο χωριό». Μπήκε μέσα στο σπίτι των καλοκαιρινών του διακοπών και συνειδητοποίησε πως τίποτα δεν είχε αλλάξει, όλα ήταν όπως τότε που ερχόταν μικρός, μέχρι και εκείνος ένιωσε έστω και για μια στιγμή πιο ελεύθερος, ξέγνοιαστος και ευτυχισμένος. «Ανασκουμπώσου» μουρμούρισε επιτακτικά, «δεν είναι εδώ το τρενάκι της Παιχνιδούπολης». «Έλα να καθίσουμε παιδί μου, έλα εδώ» είπε ο παππούς και πιάνοντάς τον από το μπράτσο τον έβαλε να κάτσουν αντικριστά όπως τότε που του μιλούσε για τις ιστορίες όταν ήταν και εκείνος μικρός και γελάγανε με τις δικές του σκανταλιές ή, ακόμα χειρότερα, σχεδιάζανε μαζί μερικές! «Λάμπη παιδί μου, γιατί άργησες τόσο πολύ;», ξεκίνησε την κουβέντα ο κυρΑρίστος, ενώ η θλίψη ήταν διάχυτη στο πρόσωπό του. «Παππού, είναι βαριά η ρετσινιά του φονιά», αποκρίθηκε ασυναίσθητα σηκώνοντας το πρόσωπό του. Μόνο που δεν μπόρεσε να πει τίποτα άλλο καθώς λυγμοί που ήταν φωλιασμένοι μέσα του χρόνια τώρα βρήκαν την ευκαιρία να βγουν στην επιφάνεια και να τον κατασπαράξουν. Δεν θυμάται πόσα χρόνια είχε να κλάψει έτσι, ίσως από τότε που είχε χτυπήσει σε εκείνο το παγκάκι που του σημάδεψε τη ζωή. Επίσης, δεν θυμάται από πότε είχε να αφήσει έτσι εκτεθειμένη την ψυχή του, ίσως πάλι από τότε που τα λέγανε με το παγκάκι και του εκμυστηρευόταν τα σχέδια, τα όνειρα αλλά και τους φόβους του. Εκείνη τη νύχτα όμως, τα είπε όλα στον παππού του. Για τη μοιραία νύχτα του τροχαίου που σκοτώθηκαν ο Τάκης και η Αθηνά λίγους μήνες μετά τον αρραβώνα τους, για το νοσοκομείο, τη σύλληψή του, την ανάκριση και τη 18μηνη προφυλάκιση, τη δίκη και τελικά την αθώωσή του. Του είπε ακόμα και για εκείνη, την Εύα, που καθόταν πάντα απέναντί του κοιτάζοντας τον με εκείνο το βλέμμα που φανέρωνε ότι τον είχε πρώτα εκείνη, πριν από όλους, καταδικάσει. Και μετά από όλα αυτά γέλασε, γέλασε τόσο πολύ που πάλι δεν μπορεί να θυμηθεί πότε και αν είχε ξαναγελάσει έτσι στη ζωή του. Και μετά ξαφνικά μαράζωσε, ένιωσε τα πόδια του να μην τον βαστάνε, τα μάτια του να κλείνουν και έτσι σηκώθηκε και μηχανικά πήρε τον δρόμο για το υπνοδωμάτιό του. Ο παππούς πάντα δίπλα του, βράχος, του κρατούσε το


χέρι, τον έβαλε στο κρεβάτι των παιδικών του χρόνων, τον σκέπασε και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Μέσα στην ραθυμία του μπόρεσε να διακρίνει το ποδήλατό του καθώς και το πηλίκιο του αείμνηστου του πατέρα του. «Κοιμήσου παιδί μου» του είπε εκείνος, «Παππού, αυτό σου ανήκει», απάντησε και με δυσκολία έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό άσπρο κουτάκι με το δαχτυλίδι της γιαγιάς Ευλαμπίας, αυτό που του είχε δώσει εκείνος με την ευχή να το δώσει μια μέρα στην Εύα. «Θα με αφήσεις όμως να κοιμηθώ μαζί του άλλη μία φορά;» ρώτησε και ξαφνικά η φωνή του έγινε ίδια με τη φωνή του μικρού Λιαμπιόνι που τόσο προσπαθούσε να απαρνηθεί όταν ήταν μικρός, όπως ακριβώς και αυτό το ανόητο παρατσούκλι. «Ναι παιδί μου», απάντησε εκείνος με δάκρυα στα μάτια, ακουμπώντας το με προσοχή στο κομοδίνο, δίπλα ακριβώς από το περιβόητο άλμπουμ. Ένα επίμονο και συνεχές χτύπημα στην πόρτα τον ξύπνησε από τον λήθαργο που είχε πέσει. Σηκώθηκε με δυσκολία, σύρθηκε στην πόρτα και την άνοιξε, μη μπορώντας να συγκρατήσει το χασμουρητό του. «Καλημέρα σας κύριε, σας ξύπνησα; Συγνώμη! Είναι ο παππούλης μου εδώ; Παππούλη, παππουλίνο που είσαι, με ξέχασες;», φώναζε επίμονα καθώς τον παραμερούσε υποτιμητικά και έμπαινε σαν σίφουνας μέσα στο σπίτι του ένα, 4χρονο θαρρείς, κοριτσάκι.


9: Χνάρια (Αλέξανδρος Λιαμπότης) Ξύπνησε ο παππούς κι ώσπου να φτάσει στην κεντρική πόρτα, το περπάτημά του δονούσε σαν εγκέλαδος. Αγκάλιασε τη μικρή Άννα και της είπε: «Καιρό έχεις να έρθεις πουλάκι μου, ποιος σε έφερε; H μαμά ή ο μπαμπάς»; «Είναι στο αυτοκίνητο απ’ έξω η μαμά, με έφερε για λίγο», ξεστόμισε η Αννούλα κι απ’ την περιέργειά του να δικαιολογήσει την παράξενη συμπεριφορά εγγονής και παππού ο Λάμπης βγήκε αμέσως έξω. Όταν αντίκρισε το πρόσωπο της γυναίκας πίσω από τα μισοθολωμένα τζάμια του αυτοκινήτου ξέσπασε σε δάκρυα. Η Άννα ρώτησε: «Κύριε, γιατί κλαίτε»; «Έλα εδώ παιδί μου», λέει. Την αγκαλιάζει και τη ρωτάει ποιος είναι ο μπαμπάς της. Εκεί ξαφνικά ένα χτύπημα της πόρτας του αυτοκινήτου και μια γυναίκα τρελαμένη από εκδίκηση σωπαίνει τους πάντες... «Πατέρας της είναι ο Κώστας, ένα άτομο ηθικό που αξίζει να είναι ο πατέρας της». Παίρνει το παιδί από την αγκαλιά του Λάμπη και φεύγοντας λέει στον παππού «ΚυρΑρίστο αν θέλεις να βλέπεις την Άννα, καλύτερα να είσαι μόνος σου». Με αμετάκλητο ύφος εκείνος απαντά «Είναι και τα δύο αυτά αγγελούδια εγγόνια μου, όποια στιγμή μου χτυπήσουν την πόρτα, θα είναι ευπρόσδεκτα και θα έχουν την αγάπη μου, Εύα». Αμέσως μετά, όλοι ησύχασαν, η Εύα πήρε την μικρούλα κι έφυγαν ενώ ο παππούς πήρε απ’ το χέρι τον συναισθηματικά πλέον τελειωμένο Λάμπη και μπήκαν στο σπίτι. «Λάμπη παιδί μου, κάτσε» του είπε ο παππούς κι αυτός αμέσως κάθισε ζητώντας του εξηγήσεις, καθώς ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να του τις δώσει. «Λάμπη η Άννα είναι δικό σου παιδί αλλά έχει γνωρίσει άλλον για πατέρα της». «Μα πώς, αφού δεν...» «Ξέρω, ξέρω. Όταν μπήκες στη φυλακή η Εύα ήταν ήδη τεσσάρων μηνών έγκυος». Ο Λάμπης σώπασε για τα καλά και η επόμενη μέρα δεν τον βρήκε στο χωριό αλλά στο παγκάκι, το παγκάκι που ήταν η παρηγοριά και ο συλλογισμός του για ό,τι πρόβλημα κι αν είχε. Σκεφτόταν τις περιπέτειές του από παιδί, ειδικά την Εύα. Πώς αντάμωσαν, τις διακοπές τους στην Σαντορίνη, τις σπουδές τους, μέχρι και το ατύχημα που άλλαξε όλη τους τη ζωή. Το μόνο πράγμα που του είχε μείνει να κάνει για ένα καλύτερο αύριο ήταν να φύγει στην ξενιτιά, το οποίο και έκανε. Άλλη μία γκρίζα πόλη είχε μπροστά του σαν αυτήν που κατοικούσε, με τη διαφορά ότι πλέον ασκούσε το επάγγελμά του. Με το που ξενιτεύτηκε πόρτες ανοίχτηκαν μπροστά του, τις άνοιξε με δύναμη και πέτυχε. Όσο περνούσε ο καιρός γνώριζε κόσμο, ώσπου μια μέρα τον χτύπησε έρωτας βαρύς. Ήταν η Κατρίν! Πανέμορφη γυναίκα και για εκείνον ήταν η ελευθερία στις δύσκολες στιγμές που είχε περάσει. Ζήσανε μαζί για περίπου δέκα χρόνια αγαπημένοι και ευτυχισμένοι ώσπου το δράμα του Λάμπη δεν είχε τελειωμό. Ανακάλυψαν στη δουλεία του το μαύρο ποινικό του μητρώο κι έτσι απολύθηκε. Δεν μπόρεσε να βρει άλλη δουλειά και το χειρότερο, δεν μπόρεσε να αποδεχτεί η Κατρίν ότι ήταν αθώος. Ο άμοιρος Λάμπης έκανε τα πάντα να εξηγήσει σε εργοδότες και υπαλλήλους για το ατύχημα και ότι η φυλάκισή του ήταν άδικη. Οι εργοδότες του ήταν κατηγορηματικοί, ίσως λόγω της δουλειάς, επειδή, η συναναστροφή με τον κόσμο ήταν ασταμάτητη. Ο Λάμπης εργαζόταν σε μία αλυσίδα πεντάστερων ξενοδοχείων και σε μία επαγγελματική συνάντηση είχε γνωρίσει την Κατρίν, τη σκληρή Κατρίν, όπως τελικά αποδείχτηκε...


Όλα αυτά τον γύρισαν ξανά πίσω και μόνο. Είχε κουραστεί από αυτήν την αδικία και ήθελε επιτέλους να ξαποστάσει απ’ όλους κι απ’ όλα. Πήγε να βρει τον παππού όμως αντίκρισε πάλι την φιγούρα της γυναίκας που είχε συναντήσει πριν αρκετά χρόνια τότε που είχε δώσει την υπόσχεση να βρει τον παππού. Με τα ίδια τρύπια χέρια που είχε από τα αγκάθια τότε, του έδειξε τον δρόμο, τούτη τη φορά για το νεκροταφείο και του είπε «Ήσουν η αδυναμία του, δεν σταματούσε να μιλά για τον Λάμπη του, επίσης, μου είπε να σου μεταφέρω, αν ποτέ ανταμώσουμε, ότι την τελευταία φορά που χτύπησε η πόρτα του σπιτιού του, ήταν μια Άννα... εσένα αναζητούσε...»


10: Τέλος δίχως τέλος (Γεράσιμος Μπόγρης) Ένα αεράκι ξεκινούσε απ’ τη Φολέγανδρο και έσβηνε στο στέρνο του Λάμπη προτού πάρει τον δρόμο για την Ανάφη. Στο ύψωμα αυτό της άγονης γης ο λόγος της γιαγιάς γονιμοποιούσε την περιέργειά του. Ένας βαρύς βρυχηθμός πετάχτηκε αργά από μέσα του. «Πέθανε ο παππούς χωρίς να ξέρω τίποτα», «και η Άννα; Η Άννα;» σκέφτηκε και ανηφόρισε προς τον λόφο που βρίσκεται το νεκροταφείο. Ο υγρός ουρανός έσβηνε πάνω στα μνήματα ενώ το φιδίσιο σχήμα του δρόμου φαινόταν να λικνίζεται καθώς ο Λάμπης πατούσε το πλακόστρωτο. Με το χέρι του έσπρωξε τη μαύρη πόρτα. Αυτή κι αν είναι Πόρτα του Αλλού, σκέφτηκε και έκανε το πρώτο διστακτικό βήμα του. Μετά τη φυλακή τίποτα δεν τον φόβιζε. Ούτε ο θάνατος. Άλλωστε έκανε κουπί δίπλα του κάποιες φορές προτού τα σκαμπίλια της Εύας τον επαναφέρουν. Η ψυχή του είχε δεκάδες χαρακιές που σχημάτιζαν ένα ραγισμένο λαμπιόνι. Λίγο πιο πέρα κόσμος μαυροντυμένος έστεκε χωρίς έκφραση γύρω απ’ έναν τάφο. Δεν ήταν η περιέργεια αλλά η σιγουριά που τον έκανε να βαδίσει προς το μέρος τους. Τα βήματά του ήταν σταθερά. Όχι όμως το βλέμμα του. «Αθηνά», «Τάκης», «Μαρίκα», «Θανάσης». Τα χαραγμένα ονόματα στους λευκούς γρανίτες τον έκαναν να οπισθοχωρήσει. «Δεν μπορεί», μονολόγησε, «την αντέχω τη ρακή· δεν με χτυπάει εμένα! Ανάθεμά σε Κωνσταντή! Ακάθαρτη ρακή με σέρβιρες. Σαν τα βρωμόχερά σου που έχωνες στη μερέντα, καργιόλη». Τα λόγια του δεν συγκίνησαν κανέναν όσο ο ήχος απ’ τα παπούτσιά του πάνω σε χρωματιστά χαρτιά που ανέμιζαν στο κακοχυμένο τσιμέντο. Ένα παιδάκι ξεχώρισε απ’ το πλήθος. «Πατάτε το άλμπουμ μου, κύριε!» του απεύθυνε. Τα μάτια του γούρλωσαν όπως ανοίγει το λάδι το νερό ενώ ένιωθε φλεγματικό το βλέμμα του πλήθους. «Καλωσόρισες Λάμπη» είπε η Χρύσα αφού σκούντηξε με νόημα τη Μαρίζα. Ο Άγγελος κατέβασε τα μαύρα γυαλιά του και με κοίλα τα χείλη κούνησε κάθετα το κεφάλι του. «Εσείς εδώ;» απόρησε ο Λάμπης κοιτώντας τους σκηνοθέτες του. «Φέραμε στον παππού σου την κιθάρα σου» του γνώρισε η Χριστιάνα ενώ αδιάφορα περιεργαζόταν τις χορδές της ο Γιώργος. «Η ζωή σου είναι σαν μια ταινία, αλλά οι ταινίες είναι ένα ψέμα. Το μόνο ψέμα είναι αυτό που είπες στην Εύα για να τη ρίξεις, Λάμπη», είπε αυστηρά η Βασιλική και συμπλήρωσε «ίσως είπες ψέματα και για τους τάφους που έχτισες πίσω σου», ενώ ο Αλέξανδρος κινήθηκε απειλητικά κατά πάνω του «τους είδες Λάμπη· δεν τους είδες;!;». Ο Λάμπης σκόνταψε απ’ την ένταση πιο κοντά στον τάφο του παππού του. Μια ανθρώπινη σκιά σκυμμένη ακουμπούσε μια ασπρόμαυρη ανθοδέσμη, ενώ το καντήλι έδινε έναν ηφαιστειακό φωτισμό στον σταυρό που κυρίευε το βλέμμα. Η μορφή είχε τα μαλλιά της… «Κατρίν;!; Δεν μπορεί διάολε!». Πήγε κοντά της σχεδόν προσβεβλημένος και την έπιασε άγαρμπα απ’ το σφριγηλό της μπράτσο. Το αεράκι επέστρεψε απ’ την Ανάφη φέρνοντας τους πόνους των ψαράδων και ταρακούνησε τα τζαμάκια που κλείνουν τα παραμελημένα καντήλια και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Το τζαμάκι του παππού του. Η φωτογραφία του. Ο γέρος πάνω σε ένα τρενάκι να γελά χορταστικά δείχνοντας την… Εύα. «Μα τόσο ζωντανή φωτογραφία»


σκέφτηκε προτού νεκρώσει, προτού ένα τρέμουλο τρέξει στη ραχοκοκαλιά του. Δεν κρατούσε την Εύα. Ο γέρος έδειχνε με το χέρι του κάπου. Κι η Εύα; Γύρισε το πρόσωπό της αργά ενώ τα χείλη της λικνίστηκαν όπως ακατάληπτα λικνίζονται τα στάχια του χωραφιού που πρωτοφιλήκαν και σχημάτισαν ένα αμήχανο χαμόγελο. «Ξέρεις;» ρώτησε, δίχως αίμα να κυλάει στους κροτάφους του, ο Λάμπης. Η Μαρία πέταξε στο φρέσκο μάρμαρο ένα φάκελο. «Η πραγματογνωμοσύνη της Τροχαίας» είπε μονοκόμματα με ύφος δικαστή ενώ ο Δήμος κρατούσε με δυσκολία το τσουλούφι του. «Δεν μπορούσα να το αντέξω, Λάμπη. Ούτε τώρα ξέρω αν το αντέχω.». «Τουλάχιστον ξέρεις; Ε;» ρώτησε με αγωνία εκείνος για να λάβει μια ανακουφιστική απάντηση από την Εύα. «Και τώρα;» ξαναρώτησε. «Και τώρα φύγε! Είναι θρύψαλα όλα.» τον αποστόμωσε η κοπέλα μεταμορφωμένη πάλι σε εκείνη την απόμακρη και στριφνή κοπέλα. «Την εκπλήρωσες την υπόσχεσή σου. Φύγε!». Έτσι έκλεισε η Εύα τα τελευταία της λόγια προς τον Λάμπη καθώς όλο το σκοτεινό πλήθος έδειχνε τη βαριά πόρτα του νεκροταφείου. Μονάχα η Γιώτα του έδειχνε αυτό που έδειχνε κι ο παππούς στη φωτογραφία. Το ποδήλατό του. Αυτό που του δώρισε λίγο πριν τα γεγονότα με τον κυρ-Θανάση. Δίχως άλλο δεν άντεξαν τα μηλίγγιά του τον πόνο. Σαν λάβα ξεχείλιζαν οι σταγόνες γύρω απ’ τις χαμένες κόρες των ματιών του. Άδραξε το ποδήλατο, το έστησε με μια απότομη κίνηση και με επιδεξιότητα που θα ζήλευε κι ο Γιάννης ορθοπετάλισε προς την έξοδο. Η πορεία της ζωής του έμοιαζε σαν τον δρόμο που πήρε. Ένας κατήφορος. Τα δάκρυά του έφευγαν από τα μάγουλά του για να ποτίσουν τα βάτα στις άκριες του πλακόστρωτου. Σαν γραμμές περίτεχνου σκίτσου προσπέρασε τη γιαγιά με τα αγκάθια που δεν έλεγε ποτέ να φθάσει στο προορισμό της. Οι ρόδες κύκλωναν τον άξονα με μεγάλη ταχύτητα. Ο Λάμπης δεν νοιαζόταν. Ώσπου στο τέλος του δρόμου βρισκόταν ένα παγκάκι. «Ω Θεέ μου!» ψέλλισε ο Λάμπης και έκλεισε τα μάτια προτού ξανασυγκρουστεί με τη Μοίρα του. Δυο μέτρα πριν τις χαραγμένες καρδιές και τα αναμνηστικά φιλίας που κοσμούσαν το παγκάκι, βρέθηκε ένα μάτσο περιοδικά. Έγραφαν «αναπνευστήρας». Τα ροδοπάτησε και το ποδήλατο σάλταρε στον αναποφάσιστο ουρανό. Το παγκάκι βρέθηκε από κάτω του. Το ποδήλατο βρέθηκε πάνω απ’ το παγκάκι. Ο Λάμπης πάνω στο ποδήλατό του… Ο Γεράσιμος τον κοίταξε απ’ το καφενείο του Κωνσταντή και γύρισε γρήγορα προτού δει την εξέλιξη του Λάμπη, για να δει την τηλεόραση. «Τα κάλαντα στον πρωθυπουργό τραγούδησε η παιδική χορωδία των Θεσπιών, με τον κ. Σαμαρά να εύχεται για το 2014 ανάπτυξη και επενδύσεις»…


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.