ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Page 1

Στο κείμενο «Αλέξης Ζορμπάς» διαφαίνονται στοιχεία ρεαλισμού και υπαρξισμού Αρχικά η αναφορά του αφηγητή στο σκυλί που γαβγίζει και στο βόδι που αναστενάζει δηλώνει στοιχεία ρεαλισμού, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται σε απλά και καθημερινά πράγματα. Στοιχεία ρεαλισμού εντοπίζονται και στα σημεία όπου γίνονται εμφανή τα συναισθήματα των ηρώων. Από τη βαριά σιωπή που επικρατεί και την κούραση που αισθάνονται ο Ζορμπάς και το αφεντικό του μπορούμε να καταλάβουμε με ρεαλιστικό τρόπο την ψυχολογία των ηρώων, η οποία είναι πεσμένη μετά από τον θάνατο της μαντάμ Ορτάνς (αγαπημένης του Ζορμπά). Τα συναισθήματα των δύο ηρώων διαφαίνονται και παρακάτω όταν, αν και κουρασμένοι, δεν θέλανε να κοιμηθούνε, γιατί το θεωρούσανε ντροπή να καταφύγουν στον ύπνο μετά από τέτοια μέρα. Και πάλι εδώ η αναφορά στα συναισθήματα των ηρώων πλησιάζει το ρεαλισμού. Επιπλέον, στο κείμενο όπως αναφέραμε και παραπάνω, διαφαίνονται χαρακτηριστικά του υπαρξισμού. Αυτά γίνονται αντιληπτά στο σημείο όπου ο συγγραφέας παρομοιάζει τις ζωές των ανθρώπων με μικρά σκουληκάκια και τη γη με τα φύλλα ενός γιγάντιου δέντρου. Ακόμα η ερώτηση του Ζορμπά για την αιτία του θανάτου και η δήλωσή του ότι δεν τον φοβάται, φανερώνει επιρροή από τον υπαρξισμό.

ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ-ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ Χαρακτηριστικά τους Ρεαλισμός: • Παρουσίαση της πραγματικότητας αντικειμενικά, χωρίς εξιδανίκευση ή εξωραϊσμό, και τις περισσότερες φορές με κριτική διάθεση. • Περιγραφή ανθρώπινων τύπων συνηθισμένων και καθημερινών, χωρίς τίποτα το ηρωικό. • Προσπάθεια για αποκάλυψη της ψυχολογίας του ήρωα, κυρίως μέσω των πράξεών του, και για ερμηνεία της συμπεριφοράς του.


Υπαρξισμός: • Θεώρηση ότι η φιλοσοφία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. • Επίκεντρο ενδιαφέροντος του υπαρξισμού δεν ήταν πράγματα, ιδέες ή έννοιες αλλά ο άνθρωπος ως μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη.

Αλμπανοπούλου Μαρίνα Αντώνοφ Κωνσταντίνος


Η στάση των απλών ανθρώπων στα δημοτικά τραγούδια και η στάση του Ζορμπά απέναντι στον θάνατο

Οι απλοί άνθρωποι, στα δημοτικά τραγούδια, αν χάσουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο, θρηνούν για τον χαμό του, αγωνιούν για το δικό τους μέλλον χωρίς αυτό και φοράνε μαύρα σε ένδειξη πένθους. Θεωρούν ότι ο Χάρος χωρίζει μάνες από παιδιά, αδέρφια, αντρόγυνα, αλλά παίρνει και στρατιώτες ικανούς και άξιους που τους καμάρωνε όλος ο κόσμος. Η στάση του Ζορμπά όμως απέναντι στον θάνατο είναι διαφορετική. Δεν αντιμετωπίζει τον θάνατο με τον τρόπο που όλοι θα περίμεναν, δηλαδή να θρηνεί και οδύρεται για τον χαμό της αγαπημένης του. Ο Ζορμπάς πήρε τον παπαγάλο της Μαντάμ Ορτάνς, τον οποίο η ίδια λάτρευε, για να έχει κοντά του κάτι δικό της τώρα που έχασε εκείνη. Επιπλέον ο Ζορμπάς αντί να βυθιστεί στο πένθος και την θλίψη, επιλέγει να μάθει περισσότερα για τον θάνατο. Έτσι θέτει τα φιλοσοφικά του ερωτήματα στον συγγραφέα, ο οποίος είναι μορφωμένος και κοντινός του άνθρωπος. Αυτό που απασχολεί τον Ζορμπά είναι για ποιο λόγο πεθαίνουν οι άνθρωποι, αν μπορούν να αντισταθούν στο θάνατο και δείχνει την φανερή επιθυμία του να μην υποταχθεί στον θάνατο.

Χριστίνα Βελεντή Παναγιώτης Καπούλας

Τα «Δημοτικά τραγούδια» που συγκρίναμε με τον «Αλέξη Ζορμπά» είναι τα εξής:

ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΤΡΑΘΙΩΤΗ Όμορφο νιον εζύγωνεν ο Χάρος 'ς τη μαδάρα, μά 'τον ο νιος ογλήγορος κι' ο Χάρος κουρασμένος, και παίρν' ο νιος το ρίζωμα κι' ο Χάρος την πλαγιάδα. Πάνω σε πλάκαν έκατσεν ο Χάρος διπλοπόδης, κ' εσφύριζε κ' εφώναζεν ο Χάρος του στραθιώτη.


"Στραθιώτ', ανίμενε κ' εμέ, που θα σου παραγγείνω. -Χάροντα, κ' είντα μου βαστάς κ' εγώ να σ' ανιμένω; -Βαστώ σου ντάργα και σπαθί και κόκκινο λουρίσκο, βαστώ και τση γυναίκας σου ολόμαυρα να βάλη."

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ Ο Χάρος έκατσε ψηλά και τραγουδεί πανώρια, λέει τραγούδια τση χαράς και περισσοκαυκάται. "Για ιδέ σπίθιαν τα ρήμαξα κι' αυλαίς αράχνιασά τσοι, και αδέρφια που ξεχώρισα, πού σαν αγαπημένα, κ' οι στράταις καμαρώναν τα κι' ο κόσμος έτρεμέν τα. Χώρισα μάνναις 'πο παιδιά, παιδιά 'πού τσοι μαννάδες, εχώρισα κι' αντρόϋνα που σαν αγαπημένα."


Σύγκριση κειμένων: Αλέξης Ζορμπάς – Αντιγόνη (Δ΄ επεισόδιο) (η στάση τους στο θάνατο) Ο Ζορμπάς δε φοβάται το θάνατο λέει όμως πως δεν του αρέσει καθόλου. Νιώθει ότι δεν είναι ελεύθερος αλλά δεσμευμένος. Και αυτό επειδή πιστεύει πως είναι αδικία να πεθαίνει ο άνθρωπος όταν δεν το θέλει και να αφήνει τη μοίρα του στον χάρο. Από την άλλη, η Αντιγόνη ενώ στον πρόλογο του έργου δεν έδειχνε ενοχλημένη με το θάνατο, στο Δ΄ επεισόδιο θρηνεί και απορεί γιατί έφτασε σε αυτόν τόσο νέα. Παρ' όλη την τραγικότητα της κατάστασης η Αντιγόνη βλέπει θετικά το ότι θα βρεθεί κοντά στην αγαπημένη της οικογένεια. Και οι δύο ήρωες νιώθουν αδικημένοι από το θάνατο. Ο Ζορμπάς προβληματίζεται βαθιά, παρόλο που δηλώνει ότι δε φοβάται, η Αντιγόνη όμως θρηνεί φωναχτά καθώς οι φρουροί την οδηγούν στην τελευταία της κατοικία. Καλεάδης Ιωάννης Γεννετίδης Χρήστος

ΑΝΤΙΓΟΝΗ Ω τάφε μου, ω νυφιάτικό μου, ω αιώνια, βαθιά στη γη σκαμμένη κατοικιά μου, για σένα τώρα ξεκινώ να πάω προς τους δικούς μου, που ένα τόσο πλήθος έχει δεχτή απ' αυτούς η Περσεφόνη· στερνή τους τώρα εγώ και πολύ πιο άθλια πριν να 'ρθη ακόμα η ώρα μου πηγαίνω· μα όταν θα φτάσω βέβαιη θρέφω ελπίδα να με δεχτή ο πατέρας μου με αγάπη, με αγάπη και συ, μάννα μου, με αγάπη, και συ, αδερφέ μου πολυλατρεμένε· γιατί νεκρούς μ' αυτά μου εγώ τα χέρια


σας έλουσα, σας στόλισα και μ' όλα τα νεκρικά σάς τίμησα τα δώρα· και τώρα, για να θάψω, Πολυνείκη, το δικό σου κορμί, τέτοια παθαίνω· κι όμως δίκαια σε τίμησα, όπως κρίνουν όσοι έχουν γνώση, γιατί εγώ ποτέ μου μήτε παιδιών αν ήμουνα μητέρα, μητ' αν νεκρός ο άντρας μου εσεπόνταν, δε θα 'παιρνα πάνω μου τέτοιο αγώνα ενάντια στην απόφαση της χώρας. Και χάρη σε ποιο νόμο αυτό που λέω; Ο άντρας αν μου πεθάνη, θα μπορούσα κι άλλον να πάρω, και παιδί να κάμω απ' άλλον άντρα, αν θα 'χανα το πρώτο· μα μια που μόχουν μάννα και πατέρας στον Άδη κατεβή, δεν είναι τρόπος ποτέ να γεννηθή αδερφός για μένα· κι ενώ μ' αυτό το νόμο πάνω απ' όλους σ' έβαλα εγώ, μυριάκριβε αδερφέ μου, έγκλημα ο Κρέοντας έκρινε και τόλμη ανήκουστη την πράξη αυτή, και τώρα με παίρνει έτσι απ' τα χέρια και με σέρνει πριν τις χαρές του υμέναιου να γνωρίσω, πρι δω άντρα πλάι μου, πριν παιδιά αναστήσω, μα έτσι παρατημένη από τους φίλους, ζωντανή κατεβαίνω η μαυρομοίρα στων πεθαμένων τα λημέρια, ενώ ποιο νόμο των θεών έχω πατήση; και γιατί πρέπει πια η δυστυχισμένη να ελπίζω στους θεούς; ποιο σύμμαχό μου να κράξω, όταν με την ευσέβειά μου της ασεβείας την καταδίκη βρήκα; μ' αν περνούν στους θεούς αυτά για δίκια, πεθαίνοντας θα ομολογούσα τότε πως ένοχη πεθαίνω, αν όμως οι άλλοι έχουν την αμαρτία, ειθ' ας μην πάθουν πιο πολλ' απ' όσα έτσι άδικα μου κάνουν.


Σύγκριση κειμένων: Αλέξης Ζορμπάς – Αντιγόνη (Δ΄ επεισόδιο) (η στάση τους στο θάνατο) Η Αντιγόνη, στον πρόλογο του ομώνυμου έργου, εκδηλώνει την ψυχραιμία της και την αδιαφορία της απέναντι στον θάνατο. Αρχικά φαίνεται ότι έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και πιστεύει ότι στον κάτω κόσμο θα ξαναδεί τους αγαπημένους της. Στο Δ΄ επεισόδιο όμως πιστεύει ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά ακόμη στην ζωή της, οικογένεια και παιδιά, αλλά εκείνη θυσιάστηκε για να προσφέρει τις νεκρικές τιμές στον αδερφό της Πολυνείκη τις οποίες στέρησε ο Κρέοντας. Για χάρη του η Αντιγόνη εναντιώθηκε στους νόμους του Κρέοντα όχι όμως των θεών και τώρα θρηνεί και οδύρεται. Ο Ζορμπάς θέτει ερωτήματα στον συγγραφέα σχετικά με το μυστήριο του θανάτου. Ο ίδιος μέσα από αυτά τα ερωτήματα εκδηλώνει την περιέργεια και την ανησυχία του για το τι ακριβώς είναι ο θάνατος. Δηλώνει όμως ότι κάθε στιγμή κοιτάζει τον θάνατο και δεν τον φοβάται και ούτε λέει ότι του αρέσει ή ότι δεν του αρέσει απλά υποστηρίζει ότι είναι ελεύθερος να μην τον θέλει. Είναι φανερό ότι οι δύο ήρωες, Αντιγόνη και Ζορμπάς, αν και αγέρωχοι, εκδηλώνουν την ανησυχία και το φόβο τους για το θάνατο. Η στάση αυτή αποτελεί, διαχρονικά, κοινό τόπο στη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα. Δέσποινα Εμμανουηλίδου


Αλλαγή της φωνής του αφηγητή στο απόσπασμα «Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι… το πόδι του στις πέτρες» (σελίδα 159). Αφήγηση από έναν ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗ ΑΦΗΓΗΤΗ Ο Ζορμπάς και το αφεντικό ήταν κουρασμένοι όμως σε καμιά περίπτωση δεν ήθελαν να κοιμηθούνε. Δεν θέλανε να χάσουνε το φαρμάκι της ημέρας τούτης. Θεωρούσαν ότι ο ύπνος φαινόταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και έτσι ντρεπόντουσαν να κοιμηθούνε. Καθίσανε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε. Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τα 'βλεπε για πρώτη φορά. Μουρμούρισε τότε ο Ζορμπάς τι γίνεται εκεί πάνω. Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε. Και ρώτησε συγκινημένος μες την νύχτα αν ξέρει να του πει το αφεντικό τι πάει να πουν όλα αυτά, ποιος τα έκανε, γιατί τα έκανε και πάνω απ' όλα γιατί να πεθαίνουνε οι άνθρωποι. Τότε το αφεντικό αποκρίθηκε ντροπιασμένο ότι δεν ξέρει και δεν μπορεί να εξηγήσει. Αυτά τα λόγια του αφεντικού ξάφνιασαν τον Ζορμπά και αντέδρασε με γουρλωμένα μάτια. Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν ρώτησε το αφεντικό αν χόρευε και εκείνος του αποκρίθηκε πως δεν ξέρει χορό. Σώπασε λίγο εκείνη την ώρα ο Ζορμπάς και μετά από λίγο ξέσπασε απορώντας τι είναι τότε αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζει και ποιος ο λόγος να τα διαβάζει αφού δεν λένε τα πιο απαραίτητα. Εκείνος του αποκρίθηκε ότι λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάει. Τότε ο Ζορμπάς νευριασμένος είπε ότι δεν τον νοιάζει για την στεναχώρια των ανθρώπων χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Μαρία Εμμανουηλίδου Ειρήνη Αβραμίδου


Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η γλώσσα είναι επίσημη. Υπάρχουν όμως σημεία όπου ο Ζορμπάς διατυπώνει τις απορίες του και εκεί χρησιμοποιείται απλή, δημοτική γλώσσα, καθημερινή, όπως ταιριάζει σε έναν απλοϊκό άνθρωπο, όπως είναι ο Ζορμπάς, και όχι σε κάποιον μορφωμένο. Παράλληλα διαπιστώνεται η χρήση φράσεων της καθαρεύουσας (αναβρυτά, ετούτης, κιντύνου) καθώς και κάποιων ιδιωματισμών που ανήκουν στην κρητική διάλεκτο (Μισίρι, τζερτζεβατικά). Τέλος σε ένα μεγάλο μέρος η γλωσσική διατύπωση εκφράζει μεταθανάτιες αντιλήψεις, φιλοσοφικές απορίες και φόβο για το άγνωστο. Αυτό, κατά τη γνώμη μας, είναι και το πιο ενδιαφέρον σημείο του κειμένου και πρωτοποριακό για τη χυμώδη και παραστατική γλωσσική έκφραση. Βαλσαμίδης Φώτης Αλησιάνης Γιώργος


Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΖΟΡΜΠΑ ΖΟΡΜΠΑΣ: «Ξέρεις να μου πεις αφεντικό… Γιατί να πεθαίνουμε;» ΕΜΕΙΣ: Σε όλες τις ηπείρους και σε όλο τον κόσμο διατυπώνεται αγωνιωδώς το ερώτημα γιατί να πεθαίνει ο άνθρωπος. Το ίδιο ερώτημα που ανησυχεί εσένα προβληματίζει και εμάς. Αν δεν πεθαίναμε, στον πλανήτη μας θα επικρατούσε το αδιαχώρητο και δεν θα επαρκούσαν τα απαραίτητα αγαθά. Στο βιβλίο της Γένεσης διαβάζουμε την ιστορία της δημιουργίας και το πώς ο Θεός έπλασε τους πρώτους ανθρώπους, τον Αδάμ και την Εύα, στον κήπο της Εδέμ. Ο Θεός τοποθέτησε στο κέντρο του Παραδείσου το δέντρο της ζωής και στη συνέχεια το “δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού”. Προειδοποίησε τους πρωτόπλαστους να μην φάνε από τον καρπό του δεύτερου γιατί θα πεθάνουν. Άρα ο θάνατος είναι μια τιμωρία για τις αμαρτίες που κάνουμε στη ζωή μας, όπως η Εύα με τον Αδάμ τιμωρήθηκαν από το θεό και χάσανε τον παράδεισο. ZOΡΜΠΑΣ: Η αγαπημένη μου Ορτάνζ έκανε κάτι κακό και πέθανε; Ήταν σαν άγγελος... Γιατί; ΕΜΕΙΣ: Όλα στη ζωή μας έχουν αρχή, μέση και τέλος. Γι’ αυτό πεθαίνουμε. Το έχει αποφασίσει η μοίρα.

Βλαχοπούλου Αγγέλα Καμπουρίδου Αγγελική


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.