Η Θεσσαλονίκη των απόντων: Αναβιώνοντας το παρελθόν 2ο μέρος

Page 1

2ο μέρος

Η Θεσσαλονίκη των απόντων: Αναβιώνοντας το παρελθόν

Κάζα Μπιάνκα Κεφάλαιο ΙV www.thinglink.com

Είμαι ο Ισαάκ Λάμπρου. Είμαι είκοσι ετών, εβραίος στο θρήσκευμα και δουλεύω ως κηπουρός στην έπαυλη Κάζα Μπιάνκα. Οι κύριοί μου, μου έχουν παραχωρήσει ένα δωμάτιο στην έπαυλη, ως μέλος του προσωπικού τους, για να κοιμάμαι διότι εργάζομαι αρκετές ώρες την ημέρα. Κουρεύω το γκαζόν, φυτεύω όμορφες, χρωματιστές τουλίπες, ποτίζω τα λουλούδια και φέρνω τα ώριμα

λαχανικά και φρούτα στο μαγειρείο. Πολλές φορές μάλιστα, βγαίνω στην αγορά για να ψωνίσω τα απαραίτητα για το σπίτι. Απ’ ότι βλέπετε είμαι υπάλληλος πολύ-εργαλείο.

Τα αφεντικά μου τα σέβομαι απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Δε λέω, είναι ευγενέστατοι μαζί μου και πάντα χαμογελαστοί με καλημερίζουν λέγοντας: «Καλημέρα, Ισαάκ! Δε μου κόβεις λίγα από αυτά τα σταφύλια να γλυκαθούμε;». Ποτέ δε με κακολογούνε και με εμπιστεύονται στη δουλειά μου. Επίσης, μου δίνουν και καλό μισθό μαζί με την στέγαση

πολύ κοντά. Πολλές φορές αν με πετύχει στον κήπο μου πιάνει συζήτηση για τα πολιτικά, τον έρωτα, τις δουλειές και πολλά άλλα. Εγώ ευχαρίστως ανταποκρίνομαι με την κατάλληλη, εννοείται, ευγένεια, αν και ο ίδιος δεν πολύ ενδιαφέρεται για αυτό.

Το κρυφό μου μυστικό είναι πως έχω μια κρυφή αδυναμία στη Νίνα. Είναι πανέμορφη. Το χαμόγελό της με αιχμαλωτίζει κάθε μέρα. Εννοείται πως δεν αντιστέκομαι και της φέρνω στο δωμάτιό της μία κόκκινη τουλίπα. Είναι λίγο ντροπαλή βέβαια και δεν πολυμιλάει αλλά ξέρω σίγουρα πως είναι τα αγαπημένα της λουλούδια μόνο από

και το φαγητό. Έχουν και έναν γιο το Πιέρ και δύο όμορφες κόρες την Αλίνε και την Νίνα. Με τον Πιέρ μπορώ να πω πως είμαστε
τον τρόπο που τα κοιτάζει. Δυστυχώς γνωρίζω πως όλο αυτό είναι και θα παραμείνει ένα παραμύθι στο μυαλό μου, αλλά εξακολουθεί να με χαροποιεί τη βλέπω κάθε πρωί που περνάει.

Την Αλίνε την συμπαθώ επίσης ιδιαιτέρως. Με τον καιρό, συμπληρώνω ολοένα και περισσότερα κομμάτια του πάζλ σχετικά με την ερωτική υπόθεσή

της με τον έφεδρο ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού, Σπύρο Αλιμπέρτη.

Έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως η Αλίνε θα τον παντρευτεί και ο μόνος τρόπος είναι να βαπτιστεί χριστιανή. Εγώ όμως δε θα την ξεμπροστιάσω.

Είμαι τίμιος άνθρωπος και στο κάτω κάτω δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν η θεωρία μου είναι σωστή. Αν μάλιστα χρειαστεί ποτέ βοήθεια, ευχαρίστως να της την προσφέρω.

Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου είναι καλλιτεχνικό. Τα βράδια, στον ελεύθερό μου χρόνο ζωγραφίζω τη βίλα και τον υπέροχο κήπο που τη στολίζει, δική μου δημιουργία αυτή. Μια φορά, κατά τύχη καθόταν και η Νίνα έξω στην βεράντα και διάβαζε ένα βιβλίο. Φυσικά και με ενέπνευσε και από τότε είναι ο ωραιότερος από όλους μου τους πίνακες. Επίσης, μου αρέσει να γράφω ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Το ημερολόγιό μου έχει γεμίσει. Και τώρα σας αφηγούμαι μία από αυτές. Ναι, από τότε τις έχω κρατήσει.

Αχ… Τι ωραία χρόνια που ήταν

τότε. Δεν είχα καμιά άλλη έγνοια

παρά μόνο τη δουλειά. Ακόμα

θυμάμαι καθαρά κάθε γωνιά του

σπιτιού. Τα ξύλινα, καλογυαλισμένα, φρέσκα πατώματα, τα στρογγυλά

παράθυρα, οι ψηλοί τοίχοι, οι

μυρωδιές των νόστιμων φαγητών που

πλημμύριζαν στους μακριούς

διαδρόμους…

Κάθε φορά που επισκεπτόμουν την

οικογένειά μου, μετά από καιρό, τους

αφηγούμουν όλες αυτές τις ιστορίες και τους

έλεγα «Μακάρι να μπορούσατε να έρθετε να

θαυμάσετε την έπαυλη και να την μελετήσετε κι

από μέσα κι από έξω». Πάντα για τη μαμά μου

αυτή η βίλα φάνταζε βασίλειο και ήταν

ευτυχισμένη που ο γιος της, εγώ δηλαδή, είχε βρει μια αξιόλογη εργασία που του παρείχε ψυχική

ικανοποίηση. Ξέρετε κατάγομαι από φτωχή

οικογένεια. Ο πατέρας μου, Ηλίας, δούλευε πάνω

από οχτώ ώρες στα εργοστάσια και γυρνούσε

κάθε βράδυ πολύ εξαντλημένος, πονούσε η ψυχή

μου όταν τύχαινε να τον δω. Η μαμά μου ήταν σκληρά εργαζόμενη μητέρα, έτσι ώστε να μη μου λείψει τίποτα και συγχρόνως ήταν καθαρίστρια σε ένα καφέ, άθλιες οι συνθήκες εργασίας εκεί.

να φτάσω τον απώτερο σκοπό μου, να συντηρώ την οικογένειά μου, χωρίς οι γονείς μου να

καταπονούνται τόσο.

Θα σας πω λοιπόν πως οι τουλίπες ήταν τα αγαπημένα λουλούδια, εκτός της Νίνας και της μαμάς μου. Γι’ αυτό τις φυτεύω συνέχεια, για να μου τη θυμίζουν.

Όλα όμως άλλαξαν το 1939. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήμουν έντρομος. Βέβαια

νύχτα, τελείωνα τις δουλειές στον κήπο και θα πήγαινα στο δωμάτιό μου να ξεκουραστώ. Έκλεισα την πόρτα και κρέμασα το κόκκινο αδιάβροχό μου και φόρεσα τις πιτζάμες μου. Πλάγιασα στο ζεστό μου κρεβάτι και

έμεινα να κοιτάω το μικρό μου γραφείο. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ώσπου τινάχτηκα και κάθισα στην καρέκλα. Άνοιξα το τετράδιό μου,

Αποφάσισα λοιπόν να κάνω τη διαφορά. Έμαθα μια τέχνη, αυτή της κηπουρικής και εκείνη την περίοδο η τύχη μου χαμογέλασε. Βρήκα αμέσως δουλειά στην Κάζα Μπιάνκα, εντελώς τυχαία από μια ανακοίνωση κολλημένη στα κάγκελά της που έγραφε «ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΚΗΠΟΥΡΟΣ». Κατάφερα, επομένως
στις αρχές του τραγικού πολέμου δε γνώριζα όσα θα καθόριζαν τη μοίρα των εβραίων. Αλλά από μικρό παιδί με φόβιζε η ιδέα του πολέμου, οι αποκρουστικές εικόνες του και η θλίψη του. Θυμάμαι να κάθομαι στο μαγειρείο με το υπόλοιπο προσωπικό και να ακούμε ραδιόφωνο, μήπως και μαθαίναμε περισσότερες πληροφορίες για τα γεγονότα. Μάλιστα μια βροχερή
και άρχισα να γράφω ένα γράμμα στην οικογένειά μου. Πρώτη φορά
πολύ την ανάγκη να τους
πλάι
έσκισα μια σελίδα
ένιωθα τόσο
δω, πώς να το εξηγήσω, είχα την αίσθηση της ασφάλειας μόνο
τους.

Το γράμμα

12/01/1939

Μπαμπά, μαμά, Εγώ είμαι ο αγαπημένος σας Ισαάκ! Πώς είστε; Είστε ασφαλείς στο σπίτι; Από βδομάδα θα σας στείλω κάποια χρήματα από τον μισθό μου. Σας γράφω για να μην ανησυχείτε. Είμαι καλά εδώ, όμως φοβάμαι αρκετά για τον πόλεμο. Οι επιθέσεις

αυξάνουν όπως και ο κίνδυνος. Ακούω

καθημερινά το ραδιόφωνο αν και δεν το θέλω πραγματικά. Αχ να ήσασταν εδώ μαζί μου, σας χρειάζομαι. Μακάρι όλα να πάνε καλά και να λήξει σύντομα αυτή η καταστροφή. Γράψτε μου όσο πιο σύντομα γίνεται! Σας αγαπώ πολύ, Ισαάκ.

Που να ήξερα πως η καταστροφή αυτή μόλις είχε αρχίσει και με περίμεναν πολύ χειρότερα…

Σήμερα είναι Παρασκευή. Μου αρέσουν οι Παρασκευές, είναι ο επίλογος της εβδομάδας. Όλοι είναι μαζεμένοι γύρω από το ραδιόφωνο πάλι. Όλοι της εξουσίας είναι πολλά υποσχόμενοι. Τι κουραστικό! Τώρα θα πάω στο μαγαζί της κυρίας Μαρίας να πάρω νέα φτυάρια γιατί τα παλιά έχουν χαλάσει. Με το που βγαίνω από την πόρτα με παρασέρνει ένας ψυχρός αέρας. Απεχθάνομαι τον αέρα. Μου καταστρέφει και τα λουλούδια.

-Καλημέρα, κυρία Μαρία!

-Γεια σου Ισαάκ! Προς τι η επίσκεψή σου σήμερα;

-Μου χάλασαν που λες τα μικρά μου φτυάρια. Μπορείς να μου φέρεις δύο καινούρια;

-Βεβαίως αγόρι μου. Ορίστε.

-Τι οφείλω;

-Για σένα 2 δραχμές.

-Αχ σας ευχαριστώ κυρία Μαρία. Ορίστε.

-Πριν φύγεις μη ξεχάσεις το παστέλι που σου αγόρασα. Και μη ξεχάσεις αύριο πέρασε ξανά από δω να σε κεράσω καφέ.

-Μην ανησυχείτε κυρία Μαρία, πως θα μπορούσα άλλωστε να το ξεχάσω.

«Τελείωσα και με αυτήν την υποχρέωση», σκέφτηκα και κάθισα στο γραφείο μου. Έσκισα μια σελίδα από το τετράδιό

Αφού τακτοποίησα το γραφείο μου, ξαναπήγα στον κήπο να συνεχίσω τη δουλειά. Μάζεψα ωραία, κόκκινα μήλα και τα πήγα στο μαγειρείο να φτιάξουν μηλόπιτα. Η Ζωή, η αρχιμαγείρισσα μου

είπε να μείνω στην κουζίνα να φτιάξουμε

όλοι μαζί την πίτα. Εγώ προφανώς και

δέχτηκα και έτσι αρχίσαμε να φτιάχνουμε

τη ζύμη και να κόβουμε τα μήλα. Τι ωραία

εμπειρία! Οι μυρωδιές ξεπηδούσαν από

κάθε λογής γωνιά και άρχισα να πεινάω.

Οι οδηγίες της Ζωής ηχούσαν στον χώρο και οι μάγειρες τις ακολουθούσαν πιστά.

μου και άρχισα να ζωγραφίζω την κυρία Μαρία. Είχε πολύ χαρακτηριστικό πρόσωπο. Είχε μεγάλα μελί μάτια, γαμψή μύτη και ροδοκόκκινα χείλη. Ήμουν περήφανος για αυτή μου τη ζωγραφιά. Θα της τη χαρίσω αύριο.

Επιτέλους ήρθε η ώρα να

βάλουμε τις μηλόπιτες στον

φούρνο. Εγώ έφυγα και πήγα να

κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Όταν

τελείωσα έφαγα λίγη μηλόπιτα.

Ήταν καταπληκτική! Έπρεπε

να μοιραστώ οπωσδήποτε αυτή

τη μέρα με τους γονείς μου.

Έτσι λοιπόν άρχισα να γράφω

ένα ακόμα γράμμα.

14/01/1939

Μπαμπά, μαμά

Ο πόλεμος συνεχίζεται, αλλά εγώ παραμένω

αισιόδοξος. Σήμερα φτιάξαμε μια μηλόπιτα… να

γλύφετε τα δάχτυλά σας! Πέρασα πολύ όμορφα. Σας έχω ετοιμάσει και μια ζωγραφιά. Ανυπομονώ να τη δείτε! Μακάρι να μπορούσα να σας φέρω και τουλίπες, για σένα κυρίως μαμά, αλλά θα μαραθούν. Μου λείπετε. Πώς περνάτε; Γράψτε μου το συντομότερο δυνατό!

Με αγάπη, Ισαάκ.

Μαμά, μπαμπά,

Έλαβα το γράμμα σας με μεγάλη χαρά, όμως σας πληροφορώ πως τα πράγματα εδώ δεν προχωράνε αισιόδοξα. Έχω ένα

προαίσθημα πως η κατάσταση θα χειροτερέψει. Έχω αποταμιεύσει αρκετά

χρήματα και έχω μαζέψει στα πράγματά μου, γιατί αύριο πρωί φεύγω για την Ισπανία. Θα

πάω να ζήσω στη Μαδρίτη, είναι μαγευτικά

εκεί από όσο έχω ακούσει. Έχω μιλήσει ήδη στα

αφεντικά μου και μπορώ να πω πως

λυπήθηκαν που θα αναγκαστούν να με

αποχωριστούν. Αύριο πριν φύγω από την πόλη

θα πάω να δώσω στην κυρία Μαρία το πορτρέτο της. Αυτή κι αν δεν καταδέχεται να με αποχωριστεί. Της έχω υποσχεθεί να της στέλνω γράμματα όπως στέλνω σε εσάς. Πείτε μου τα νέα σας.

Με πολύ αγάπη,

Ισαάκ

29/09/1939
Η σκληρότητα του πολέμου

Κάθομαι ώρες στο κρεβάτι μου και συλλογίζομαι. Σαν υπνωτισμένος κοιτάζω το ταβάνι χωρίς να κλείνω τα μάτια μου. Μα αυτά υγραίνονται και όταν τα σφίγγω ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου. Το δωμάτιό μου είναι πλέον άδειο και σκοτεινό. Και η Νίνα; Η Νίνα θα μου λείψει. Δε θα την ξεχάσω ποτέ. Τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια της, τα μακριά μαλλιά της, το πλατύ χαμόγελό της και τα κοκκινωπά της μάγουλα…

Όμως το έχω πάρει απόφαση. Αύριο πρωί φεύγω. Αυτός ο πόλεμος με τρομάζει όσο τίποτα άλλο. Ήσυχη που είναι η νύχτα όταν δεν κοιμάσαι. Να διαβάσω μήπως κανένα βιβλίο μπας και ξεχαστώ; Μάλλον ναι.

Ξαφνικά μια φωτεινή ηλιαχτίδα με τυφλώνει. Μου έρχεται η μυρωδιά κόλλας. Ήταν το βιβλίο μου. Χθες το βράδυ με πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα με το βιβλίο στο πρόσωπο. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και αφού ετοιμάστηκα άρπαξα τα πράγματά μου και κατέβηκα για μια τελευταία φορά τις επιβλητικές αυτές σκάλες που κοσμούσαν τη βίλα. Καλημέρισα και αποχαιρέτησα το υπόλοιπο προσωπικό και τα αφεντικά μου και βγήκα στον πολύχρωμο κήπο, που τόσο καιρό φρόντιζα. Έξω στεκόταν η Νίνα και αγνάντευε τη θέα. Την πλησίασα και σαν

αποχαιρετιστήριο δώρο της πρόσφερα μια κόκκινη τουλίπα. Καθώς απομακρυνόμουν άσκουσα τη φωνή της να μου λέει «Αντίο». Εγώ, έστρεψα το βλέμμα μου προς το μέρος της και τη χαιρέτησα ίσως και για τελευταία φορά. “

Η ζωή στην Ισπανία είναι πιο

ήσυχη. Έχω βρει δουλειά πάλι ως

κηπουρός. Είμαι υπάλληλος μιας

εταιρίας κηπουρικής και πολλές φορές

με καλούν σε διάφορες μικροδουλειές.

Κατοικώ σε ένα μικρό διαμέρισμα σε

μια φτωχή περιοχή. Αλλά δε με

πειράζει, αρκεί να ζω ειρηνικά.

Ανησυχώ βέβαια γιατί εδώ και καιρό

δεν έχω λάβει απαντητικό γράμμα από

τους γονείς μου. Τι να συνέβη άραγε;

«Μάλλον δε θα τους έφτασε το γράμμα

μου», αυτό σκεφτόμουν και θέλησα να

πιστεύω το καλύτερο δυνατό σενάριο.

Με το πέρασμα του καιρού είχα αρχίσει

να ζω στη δικιά μου πραγματικότητα,

στον δικό μου κόσμο. Παρόλο που

ζούσα πλέον μακριά είχα ως

αναμετάδοση των γεγονότων στη

Θεσσαλονίκη την κυρία Μαρία, η οποία

μου έστελνε διαρκώς γράμματα.

Φαίνεται μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία.

σου. Τώρα που δεν έρχεσαι στο μαγαζί δεν έχω με ποιον να μιλάω

και σε ποιον να δίνω παστέλια. Γλυκιά ζωή σου εύχομαι

και

στην Ευρώπη. Θα έρθει η μέρα που θα πατήσουν το πόδι τους και στη χώρα

αυτό στο υπογράφω.

σαν

παραμύθι που το διαβάζεις πριν σε πάρει ο ύπνος. Μέσα από αυτά νιώθω μια επαφή

με την πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη. Τον τόπο στον οποίο ζούσα και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω. Μήπως είμαι δειλός και φοβάμαι να αντιμετωπίσω τη μοχθηρότητα του

πολέμου; Μήπως άφησα την πόλη μου χωρίς ασπίδα, απροστάτευτη και μόνη; Κι αν οι

Γερμανοί πατήσουν σ’ αυτή όπως είπε η κυρία Μαρία; Αν την πληγώσουν; Εγώ δε θα είμαι εκεί για να την υπερασπιστώ, να στηρίξω τους ανθρώπους που αγαπώ. Αυτά σκεφτόμουν και δε μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια. Όταν έπιανα το πινέλο για να ζωγραφίσω

05/03/1940 Ισαάκ, Πώς πάει η ζωή εκεί στη Μαδρίτη; Ελπίζω να βρήκες μια καλή δουλειά, αφού κατέχεις και το ταλέντο. Κρέμασα στον τοίχο του σαλονιού μου το πορτρέτο που μου ζωγράφισες, το αγάπησα πολύ. Ξέρεις μου θυμίζει εσένα κάθε φορά που το κοιτάζω. Μου έχει λείψει το όμορφο χαμόγελό
να έχεις σαν κι αυτά. Δυστυχώς αγόρι μου οι ταραχές του πολέμου συνεχίζονται. Οι Γερμανοί προχωρούν ολοένα
περισσότερο
μας,
Αλλά να μη σε ζαλίζω με αυτά. Ξέρω πόσο απεχθάνεσαι τον πόλεμο και καλά κάνεις παιδί μου. Να μου απαντήσεις το συντομότερο δυνατό. Με αγάπη, Η κυρία Μαρία. Τα γράμματα της κυρίας Μαρίας μου φτιάχνουν πάντα τη διάθεση. Είναι
Νίνα, το λιμάνι
Θεσσαλονίκης και το δωματιάκι μου στη βίλα. Τι να κάνουν άραγε τα αφεντικά μου τώρα; Δύσκολοι καιροί. Αν μπορούσα να ξαναγεννηθώ σε άλλη εποχή θα το έκανα. «Μα η ζωή δεν αλλάζει κοίταξε να συνηθίσεις τη δικιά σου!», έλεγα αυστηρά στον εαυτό μου και πείσμωνα.
σκεφτόμουν μονίμως τη
της

Είχε περάσει ένας χρόνος και είχα εξοικειωθεί πλέον στη Μαδρίτη. Αυτό που με

φόβιζε όμως ήταν η απουσία

Το άρπαξα, ευχαρίστησα τη

γυναίκα και κλειδώθηκα πάλι

στο σαλόνι μου. Το έσκισα

άγαρμπα και ξεπρόβαλλε το

γράμμα από τον φάκελο. Το

όνομα Μαρία δε μπόρεσε να

διαφύγει από το μάτι μου. Πήρα

μια βαθιά ανάσα απογοήτευσης

αλλά και χαράς που είχα

κάποιον να μιλάω και άρχισα να

διαβάζω φωναχτά το γράμμα.

γραμμάτων των γονιών μου. Τι να τους συνέβη; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μου είχε γίνει εμμονή. Ξαφνικά, καθώς ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου, ακούω έναν χτύπο στην πόρτα του σπιτιού μου. Ήταν η καθαρίστρια που μου έφερνε τα γράμματα της κυρίας Μαρίας. Ήξερα πως αυτό που κρατούσε τώρα ήταν ένα από αυτά, αλλά προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως ήταν των γονιών μου.

Ισαάκ, Άσχημα τα νέα, πολύ άσχημα! Οι Γερμανοί λέρωσαν τους δρόμους μας με τις λασπωμένες μπότες τους! Εισέβαλαν στη χώρα. Σα δε μας έφταναν οι μακαρονάδες οι Ιταλοί, tώρα έχουμε τα πραγματικά θηρία. Τι σφοδρότητες και αγριότητες. Μας σκίζουν με νύχια και με δόντια. Πυροβολούν αθώους πολίτες και επαναστάτες και η πείνα είναι ανυπόφορη. Καταφέρνουμε να κλέβουμε κάτι καρβέλια από τα φορτηγά, αλλά μιλάμε για μεγάλο ρίσκο. Αγόρι μου, μπορεί να σε στεναχωρήσουν αυτά που θα σου πω αλλά πρέπει να τα ξέρεις. Οι Φερνάντεζ κατέφυγαν στην Ιταλία και τους σκότωσαν οι άνδρες της S.S. Όλοι είμαστε περίλυποι. Τώρα στη βίλα κατοικεί

αυτά τα γουρούνια από εδώ. Ξέρεις είναι δύσκολο να σου στέλνω πια γράμματα. Μην ανησυχήσεις λοιπόν.

Με αγάπη, Η κυρία Μαρία.

Κοίταζα ξανά και ξανά το γράμμα. Μα δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν… Και οι

γονείς μου; Που να τους

09/08/1941
ο Ιταλός πρόξενος, δε ξέρω όμως τι θα απογίνει στο μέλλον. Ισαάκ, πρόσεξε πολύ καλά τώρα αυτό που θα σου πως, αλλά μην ταραχθείς αγόρι μου. Οι Γερμανοί… παίρνουν τους Εβραίους της πόλης και δε ξέρω που τους πάνε, πάντως δεν έχω καλό προαίσθημα για αυτό. Καλά που έφυγες. Η πόλη τώρα φαντάζει έρημη, σιωπηλή, σημαδεμένη. Αχ! παιδί μου που να ‘ξερες και εσύ τι συμφορές μας βρήκαν. Άντε να κάνουν κάτι οι Μεγάλες Δυνάμεις μπας και ξεκουμπιστούν
πήγαν άραγε; Αφού μαζεύουν τους Εβραίους της Ελλάδας κάπου θα τους πάνε, αλλά πού; Γιατί η ζωή μου έχει τόσες καταιγίδες; Τα αφεντικά μου είναι νεκρά, οι γονείς μου αγνοούνται και η πόλη μου πνίγεται. Πώς θα ζήσω με αυτές τις σκέψεις; «Δειλέ!», μουρμούριζα ξανά και ξανά και όσο πήγαινε η φωνή μου ανέβαζε την έντασή της.

Ισαάκ, Τελείωσε ο πόλεμος! Απελευθερώθηκε η πόλη μας από τους Γερμανούς! Ζούμε πλέον ειρηνικά. Το πλήθος ζητωκραυγάζει στους δρόμους. Βέβαια τιμούμε με θλίψη και τους νεκρούς μας αλλά και με χαρά τους ήρωες του πολέμου. Η Αλίνε και ο σύζυγός της ζουν ακόμα στη βίλα. Ίσως να θελήσεις να γυρίσεις πίσω σε εμάς. Ισαάκ μου, ξέρεις οι επιζώντες εβραίοι γύρισαν στην πόλη. Αυτά τα καθάρματα οι ναζιστές τους έστειλαν στο Άουσβιτς, σε έναν τόπο μαρτυρίου. Πίσω δε γύρισαν παρά ελάχιστοι. Οι γονείς σου… οι γονείς σου από όσο άκουσα δε γύρισαν. Δε θέλω να πιστεύω πως σκοτώθηκαν, αλλά αγόρι μου εμείς θα είμαστε πάντα εδώ για σένα. Αν θελήσεις είσαι ευπρόσδεκτος εδώ. Μπορώ να σε φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Είμαι και εγώ μόνη μου, μιας και ο γιός μου έχει φύγει

10/08/1945
εδώ
πως
Με
Η
και χρόνια στο εξωτερικό. Ελπίζω να μάθεις για την τύχη των γονιών σου. Περιμένω
και πως τα νέα σου.
αγάπη,
κυρία Μαρία. Θεσσαλονίκη μου

μου σφίγγεται κάθε φορά που το σκέφτομαι. Έχω σημαδευτεί. Έπρεπε να ήμουν εκεί να τους σώσω. Κάτι να κάνω. Μα ο χρόνος δε γυρνά πίσω, πρέπει

να συνεχίσω να ζω ως έχει. Άλλωστε στη Θεσσαλονίκη έχω την κυρία Μαρία, τους

στην κυρία Μαρία. 15/11/1945 Κυρία Μαρία, Το πήρα απόφαση, θα έρθω στη Θεσσαλονίκη! Δε γίνεται άλλο να είμαι μακριά

από ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου, την πόλη μου. Ίσως να ξεπεράσω κάπως

τον χαμό των γονιών μου, αν βρίσκομαι εκεί. Να αναπληρώσω το κενό με νέες αναμνήσεις και εμπειρίες. Την επόμενη εβδομάδα θα έρθω. Θα σας πω και όλα μου τα νέα για τη ζωή στη Μαδρίτη. Σας ευχαριστώ για όλα. Με αγάπη, Ισαάκ.

Δε χρειάστηκα να μάθω από το γράμμα της κυρίας Μαρίας για τους γονείς μου. Έμαθα από γνωστούς πως δε μπόρεσαν να επιβιώσουν στις κακουχίες του Άουσβιτς. Ευτυχώς πέθαναν από τις αρρώστιες και όχι από τη βία των ναζιστών. Εδώ και μήνες προσπαθώ να ξεπεράσω αυτήν την πελώρια απώλεια. Η καρδιά
παλιούς συναδέλφους μου και άλλους γνωστούς. Είναι η δεύτερη οικογένειά μου. Αυτό είναι! Πρέπει να γυρίσω
Πίσω στον τόπο μου. Και με αυτή μου την απόφαση, άρπαξα ένα μολύβι και ένα χαρτί και άρχισα να γράφω
στη Θεσσαλονίκη.

Το πρωί επισκέφτηκα τους συναδέλφους μου και την Αλίνε στη βίλα για να της μεταδώσω τα συλλυπητήρια μου. Τα πράγματα δεν είναι και πολύ αλλιώτικα. Η βίλα έχει αλλάξει πολύ λίγο. Πιο πολύ έχει φύγει η ζωηρότητα από πάνω της. Σαν να εκπέμπει τη θλίψη των ταραγμένων χρόνων του πολέμου. Όπως και να ΄χει θα πρέπει να βρω αλλού δουλειά τώρα.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια άλλαζε και η Κάζα Μπιάνκα μαζί. Το 1964 μέχρι το 1967 λειτουργούσε ως ιδιωτικό δημοτικό σχολείο. Θυμάμαι

Είναι βράδυ και είμαι κουρασμένος από το ταξίδι. Γύρω στις δέκα έφτασα στο σπίτι της κυρίας Μαρίας, η οποία με υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Μου έστρωσε ένα κρεβάτι και μου ζέστανε λίγο ρύζι για να φάω και να κοιμηθώ. Μπορώ να πω πως είμαι πολύ ευτυχισμένος που γύρισα.
καλά αυτήν την ημερομηνία καθώς απεβίωσαν ο Σπύρος και η Αλίνε και έναν χρόνο μετά πέθανε και η κυρία Μαρία,
Παράλληλα
τη Μαρία, έτσι την ονομάσαμε για χάρη της κυρίας Μαρίας και τον Ιωσήφ, το όνομα του πατέρα μου. Ζούμε φιλήσυχα σε ένα σπίτι κοντά στην παραλία. Η σύζυγός μου είναι δασκάλα και εγώ δουλεύω πάλι ως κηπουρός σε μια επιχείρηση.
άλλη μια πληγή στην καρδιά μου!
παντρεύτηκα την Ιωάννα, μια κοπέλα που γνώρισα και κάναμε δύο παιδιά,

εξαφανίσουν! Δεν έχουν ζήσει τις αναμνήσεις που έχω εγώ εκεί για αυτό. Ευτυχώς, όμως, ακόμα ζει και βασιλεύει Φέτος έγινα 72. Μεγάλωσα και εγώ. Το 1990 ύστερα από πολλές περιπέτειες η

Casa Bianca περιήλθε στον Δήμο Θεσσαλονίκης ο οποίος και προχώρησε σε υποδειγματικές προσπάθειες αναστύλωσης και εκτεταμένες επεμβάσεις. Πλέον στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη.

Σε μια εκδήλωση που οργανώθηκε, τόλμησα να πάω με την οικογένειά μου στη Βίλα να τη δω ίσως και για μια ακόμα φορά. Με το που πάτησα το πόδι μου στην αυλή, μπορούσα να διακρίνω τον εαυτό μου να φυτεύει τις πολύχρωμες τουλίπες. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Έπειτα προχωρήσαμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Οι πλατιές σκάλες, το όμορφο πάτωμα, οι ψιλοί τοίχοι. Κάθε δωμάτιο και μια ανάμνηση. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και τις κόλλησα δίπλα σε αυτές της βίλας παλιά, για να τις θυμάμαι. Μάλιστα με είχαν καλέσει και σε ομιλίες για να περιγράψω

τις εμπειρίες μου στην εποχή του ολοκαυτώματος και για να τιμήσω τους γονείς

μου μαζί με τα υπόλοιπα θύματα.

Αν και έζησα τόσες στεναχώριες νιώθω πως η ζωή μου πια είναι ολοκληρωμένη.

Οι νέες χαρές μπάλωσαν το κενό των απωλειών. Είμαι περήφανος για τον εαυτό

μου και δε θα άλλαζα ποτέ τη ζωή μου τελικά.

Είμαι 58 χρονών τώρα. Η Θεσσαλονίκη έχει αλλάξει πολύ. Μαζί της οι άνθρωποι, τα κτίρια και η βίλα Μπιάνκα. Η βίλα έχει παραμεληθεί πολύ. Πέρυσι το 1976 η βίλα χαρακτηρίστηκε διατηρητέο και έγιναν πολλές προσπάθειες για να εμποδίσουν την κατεδάφισή του. Πώς είναι δυνατόν να θέλουν να το
Πολύμου Ελένη
3ο Σώμα Σρατού Κεφάλαιο V www.thinglink.com

πάω να πάρω το τραμ από τη Τσιμισκή και πάντα τυχαίνει να βλέπω και έναν γνωστό μου ή κάποιον που, σαν κι εμένα, έχει τελειώσει με τις δουλειές του και τον αναγνωρίζω. Είναι αξιοθαύμαστο το ποσό καλά θυμάμαι τα πρόσωπα αγνώστων ακόμα κι

Κάθε μέρα κάνω αυτόν τον δρόμο και ακόμα να τον συνηθίσω, κάθε μέρα μου φαίνεται ακόμα και πιο μεγάλος. Άρχισε ξανά η σχολή, ευτυχώς, μπορώ πλέον να ξεφεύγω από το σπίτι. Είναι πολύ δύσκολο για μια κοπέλα σαν κι εμένα, να έχει τη δυνατότητα να σπουδάσει, όχι επειδή δεν υπάρχουν μέσα, αλλά επειδή η μαμά με θέλει δίπλα της να τη βοηθάω με το σπίτι, να καθαρίζω, να πλένω, να μαγειρεύω, μέχρι και να βρω άνδρα. Ωστόσο, εμένα η καρδιά μου θέλει άλλα, θέλω να φύγω όσο πιο μακριά μπορώ από εδώ, να σπουδάσω, να μορφωθώ, να γίνω η καλύτερη στη δουλειά μου και μετά να βρω και έναν καλό άντρα και να αξιωθούμε να κάνουμε παιδιά. Το
δική μου πόλη, τη Θεσσαλονίκη, είναι ακόμα καλύτερο. Ένα από τα πράγματα που αγαπώ στην πόλη μου είναι τα σπίτια, τα διάφορα μικρομάγαζα σε κάθε γωνιά, οι μυρωδιές που ανασαίνεις τους δρόμους της, αλλά και οι διάφορες βίλες των πλουσίων που έχουν τη δική τους χάρη και προσθέτουν μια αριστοκρατική νότα στην πόλη! Την αγαπώ αυτή την πόλη! Θέλω να μάθω τα πάντα γι’ αυτή! Και αυτό που είναι ακόμα πιο ξεχωριστό είναι οι άνθρωποι της, ό,τι κι αν γίνει θα σου πουν ένα καλημέρα ή θα σου χαμογελάσουν, ένα χαμόγελο με το οποίο χαίρεται η ψυχή. Κάθε μέρα μετά τη σχολή,
αν τους έχω δει μια μόνο φορά. Το πιο περίεργο από όλα που έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό είναι πως ένας συγκεκριμένος νεαρός μου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον, περιμένουμε σχεδόν κάθε μέρα το ίδιο τράμ, αλλά εκείνος κατεβαίνει πιο νωρίς από μένα.
καλό του να είσαι φοιτητής είναι ότι μπορείς να περιπλανιέσαι όπου, σχεδόν, θέλεις και ειδικά, όταν ζεις στη

το 1946… Ήταν

ικανός στρατιώτης και λάτρευε την πατρίδα του. Ο αδελφός μου ο Γρηγόρης,

ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου, με έκανε να γελάω, ακόμη και όταν δεν είχα τη δύναμη, με βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού παρόλο που ήταν άντρας, μου μάθαινε συνέχεια νέα πράγματα, πηγαίναμε βόλτες για ώρες. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος!

Όσο ήταν στον πόλεμο μας έστελνε, όποτε μπορούσε, γράμματα με τα νέα του και ό,τι μπορούσε να μας πει για την κατάσταση στο πεδίο(???)

Δεν μου έχει ξανά τύχει να θέλω κοιτάζω επίμονα κάποιον. Περίεργο συναίσθημα... Δεν θα έπρεπε, όμως, γιατί είναι ντυμένος με τη στρατιωτική στολή, αλλά δεν μπορώ να κάνω τον εαυτό του να σταματήσει να τον χαζεύει. Κάθε φορά που βλέπω κάποιον νεαρό στρατιωτικό, μου θυμίζει τον αδελφό μου και όλες τις υπέροχες αναμνήσεις που είχαμε μαζί… Ο αδελφός μου, μόλις 19 ετών, πολέμησε, δυστυχώς… στον εμφύλιο,
Έναν χρόνο αφότου είχε αρχίσει ο πόλεμος, ενημερωθήκαμε ότι…. δυστυχώς δεν τα κατάφερε, τον είχε πετύχει μία σφαίρα στο κεφάλι. Αυτό που ξέρω στα σίγουρα είναι ότι πολέμησε με περηφάνεια για έναν σκοπό!
μάχης.

φορά που τον βλέπω το

μου κάνει τούμπες και νιώθω

περίεργο σφίξιμο στο στήθος. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω, τον έχω

μια δυο φορές να με κοιτάει...

να είχα κάτι στο πρόσωπο μου,

και πάλι είναι ωραίο το αίσθημα να

προσέχει κάποιος άντρας.

Είναι ψηλός σαν κυπαρίσσι και

μελαχρινός και κρατάει πάντα στα

χέρια του έναν μαύρο χαρτοφύλακα.

Είναι απλά πανέμορφος, ή

τουλάχιστον για μένα. Τέτοιες ώρες

είναι που εύχομαι να ήμουν σαν όλες

τις κοπέλες, ντυμένες με αυτές τις

πολύχρωμες φούστες και φορέματα

που όταν στριφογυρίζεις κινούνται

μαζί σου, αντί αυτές τις μακριές καφέ

ή γκρί ή μαύρες φούστες που μου έχει

ράψει η μητέρα. Ίσως τότε να με

πρόσεχε...

Κάθε
στομάχι
ένα
πιάσει
αλλά
σε
Πιθανόν

Νομίζω θα το προλάβω…

Σταματάει στη στάση…

Είμαι τόσο κοντά…

Αρχίζουν να κλείνουν οι πόρτες…

Δεν έχω ανάσα…

Βάζω το πόδι μου για να ανέβω και ξαφνικά κάποιος πέφτει πάνω μου…

Περιμένω τον πόνο από την πτώση, αλλά αυτή ποτέ δεν ήρθε… Κάποιος με κρατάει

γερά από τη μέση.

Σήμερα δε μπορούσε να πάει χειρότερα… Αρχικά, άργησα για το πρώτο μάθημα της μέρας στο πανεπιστήμιο και όταν πήγα να μπω στην αίθουσα ο καθηγητής άρχισε να μου φωνάζει και να μου λέει πως είμαι τυχερή που μπορώ κα είμαι στη σχολή και παρακολουθώ το μάθημά του και θα μπορούσε να με πετάξει έξω και άλλη φόρα να είμαι νωρίτερα στο μάθημα… Θεέ μου κάτι νεύρα και το αστείο τη κατάστασης δεν ήμουν η μόνη, ήταν και άλλα δυο αγόρια, αλλά φυσικά εγώ ήμουν αυτή που έπρεπε να “φάω” την κατσάδα. Μας κράτησε λίγο παραπάνω σήμερα και αυτή τη στιγμή τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ να προλάβω το τραμ, να πάω πρώτη στη στάση, καθώς βρίσκεται σχεδόν από πίσω μου. Έτσι και το χάσω, θα πρέπει να περιμένω μία ώρα για το επόμενο και σήμερα δεν είναι μέρα για καθυστερήσεις.
Κοντεύω…

“Είστε καλά;” ακούω μια ανδρική φωνή να λέει. Ανοίγω σιγά-σιγά τα μάτια και το μόνο που μπορώ να δω είναι

πράσινα υπέροχα μάτι να με κοιτάζουν… Ο έντονος τρόπος που με κοιτούσε,

“Σας ευχαριστώ πολύ που με

πιάσατε”, μετά από αυτό μπόρεσα να εστιάσω και στο υπόλοιπο πρόσωπο…

ήταν ο στρατιωτικός μου. Τι αστείο να

συναντιόμαστε με αυτόν τον τρόπο.

Από κοντά είναι πιο γοητευτικός και

φοράει γυαλιά, δεν τον έχω ξανά δει να τα φοράει.

Θεέ μου, θα με περνάει για

τρελή… Είμαι ακόμα στην αγκαλιά

του…

Μυρίζει υπέροχα!

έκανε την καρδία μου να θέλει να βγει από το στήθος μου κα τα πόδια μου να τρέμουν, με κοιτούσε σαν να ήμουν κάτι εύθραυστο και ξεχωριστό… Οι πόρτες του τραμ είχαν ανοίξει και περίμεναν εμάς να μπούμε μέσα… Ακόμα να του απαντήσω.
κάτι γνώριμα

“Σας ευχαριστώ” ξανά λέω, αλλά χαμηλόφωνα για να μην τραβήξω κι άλλα βλέμματα πάνω μας.

“Είστε καλά; Χτυπήσατε;” ρωτάει το ωραίο πρόσωπο χωρίς όνομα.

“Μια χαρά… χάρη σε εσάς!” Του είπα χαμογελώντας.

Μου χαμογέλασε πίσω.

Η καρδία μου φτερουγίζει.

Μήπως νιώθει το πόσο γρήγορα χτυπάει η καρδία μου, όταν με κοιτάει;

Πήγε κάτι να πει, αλλά ο οδηγός κάνει ένα απότομο φρενάρισμα… Αφέθηκα από την αγκαλιά του… και βρέθηκε ελαφρώς μακριά του, αλλά τόσο ώστε να μην

εκεί… Να κοιταζόμαστε, κάθε τόσο…

να
Μείναμε
μπορούμε
μιλήσουμε. Κανείς μας δεν έκανε κίνηση προς το μέρος του άλλου.

Ήρθε η στάση μου, επιτέλους. Άλλες μέρες απολαμβάνω τη διαδρομή, κοιτάζω

έξω από το παράθυρο τους ανθρώπους που περνάνε, που νομίζουν ότι κανείς δεν τους βλέπει και ανταλλάσσουν φιλία με την σύντροφό τους και άλλους που κλαίνε ή

γελάνε. Μα υπάρχουν και μέρες που τίποτα από αυτά δεν με ενδιαφέρει, η μόνη μου

σκέψη είναι να πάω σπίτι και να ξεκουραστώ, να διαβάσω και να κοιμηθώ… να είμαι μόνη… να ησυχάσω από τους θορύβους της ημέρας.

Ρίχνω μια τελευταία

Βάζω τα χέρια στις τσέπες του

παλτού μου και αρχίζω τον γνωστό δρόμο

για το σπίτι. Τουλάχιστον έχει καλή μέρα

και δεν χρειάζεται να τρέχω για να μην

γίνω χάλια από την βροχή.

Κάτι υπάρχει στην τσέπη μου. Δεν

ήταν πριν εκεί.

Ένα χαρτάκι; Κανά παλιό εισιτήριο

που ξέχασα να πετάξω;

και βρίσκω δύο πράσινα μάτι να με κοιτάνε ήδη… Αχ αυτά τα μάτια! Μου τα λέει η μαμά, αλλά εγώ δεν την πιστεύω. “Αν ποτέ ερωτευθείς, ερωτεύσου τα μάτια του άλλου, γιατί αυτά είναι που σου δείχνουν τον δρόμο προς την καρδιά και προς την αλήθεια.”. Πάντα αυτό μου λέει. “Έτσι”, λέει, “ερωτεύθηκα τον πατέρα σου… Αχ! αυτά τα μάτια του… μπορείς να δεις τα πάντα μέσα από αυτά”! “
ματιά πριν κατέβω

λάθος είμαι… Είναι ένα σημείωμα. Γράφει: «Είσαι στο τραμ μου κάθε μέρα

ποτέ δεν βρίσκω το κουράγιο να σε

έτσι ήταν ο μόνος τρόπος να το κάνω. Συνάντησε με έξω από το Γ’ σώμα στρατού, αύριο στις 16:00».

Ποιος το έγραψε;

Τι κάνω τώρα;

Η μαμά θα φρίξει αν το μάθει…

Δεν θα το μάθει!!

Δεν θα πάω. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω ποιος είναι, μπορεί να είναι κάτι επικίνδυνο, κάποιος να θέλει να με βλάψει… Κάνεις δεν ξέρει. Καλύτερα να μείνω με την περιέργεια, παρά η μητέρα μου να χάσει και τα δύο της παιδιά…

Πόσο
και
ρωτήσω,

Δεν το πιστεύω ότι τελικά θα πάω.

Η ώρα είναι 15:48.

Είμαι στον δρόμο, να συναντήσω έναν άγνωστο που μου άφησε ένα

σημείωμα στο παλτό μου. Ό,τι ακριβώς συμβουλεύουν οι μάνες τα κορίτσια να μην κάνουν.

Έχω λίγο άγχος, αλλά και ενθουσιασμό γιατί έχω μία μικρή, ίσως μη ρεαλιστική, ιδέα για το ποιός θα είναι.

Κοντεύω.

15:58

Είμαι ακριβώς από έξω από το 3o Σώμα… Δεν βλέπω κάποιο πρόσωπο που να αναγνωρίζω.

Τι κάνω; Δεν θα έπρεπε καν να

είμαι εδώ, αλλά στο σπίτι με τη μαμά να

κεντήσουμε κάτι τραπεζομάντηλα kai ήθελε τη βοήθεια μου…

15:54

Είναι

κτήριο, απ’ όσο βλέπω.

ωραία αρχιτεκτονική έξω… φαντάζομαι πως θα είναι από μέσα . Πόσο υπέροχο να μπορεί κανείς να μπει!

«Καλησπέρα! Ακούω μία φωνή πίσω μου!

Με κοιτάει.

Τον κοιτάω.

Αυτά τα γνώριμα πράσινα μάτια!!

Με πλησιάζουν.

Νομίζω θα πέσω κάτω. Τι ντροπή να με δει τα πέφτω κάτω για άλλη μια φόρα σε

λιγότερο από 24 ώρες!

16:00 Κοιτάζω γύρω
ξέρω πως, αλλά δεν έχει τύχει ποτέ να βρεθώ μπροστά στο Γ’ Σώμα
μου. Δεν
Στρατού.
ένα υπέροχο και επιβλητικό
Αν έχει τόσο

Καταλήξαμε να καθόμαστε σε ένα ωραίο καφενείο λίγο παρακάτω από το Γ’

Σώμα Στρατού. Είναι λίγο περίεργο που κάθομαι εδώ μαζί του.

«Με τι ασχολείσαι;», με ρωτάει.

«Βασικά είμαι φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και βρίσκομαι στο 2ο έτος! Εσύ;»

«Μπράβο! Το βρίσκω πολύ σημαντικό μια νέα, όπως εσύ, να φροντίζει για τη μόρφωση και το μέλλον της και ειδικά στην εποχή που ζούμε. Εγώ, όπως θα έχεις

καταλάβει, είμαι στρατιωτικός και με έχουν μεταθέσει στο Γ’ σώμα και γι’ αυτό πρότεινα να βρεθούμε εδώ»

«Συμφωνώ πως και οι γυναίκες πλέον δικαιούνται να μορφώνονται, ώστε ένα έχουν καλύτερο μέλλον, είπα κάπως

αμήχανα. Εσύ, πόσο καιρό υπηρετείς εκεί;»

«Έχει τουλάχιστον 2 χρόνια… νομίζω» είπε

με ένα μικρό γελάκι στο τέλος, που φώτισε

όλο του το πρόσω

«Τι ωραία!» του είπα.

« Πραγματικά είναι ωραία, γιατί το κτήριο έχει τρομερή ιστορία» μου αποκρίθηκε, γεμίζοντάς με απορίες.

«Τι εννοείς;» τον ρωτάω με ενθουσιασμό «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι ο

αρχιτέκτονας του είναι ο Βιταλιάνο Ποζέλι »

«Πολύ σωστά! Οι πρώτες εγκαταστάσεις έγιναν το 1830. Γύρω στο 1900-0 χτίστηκε το κτήριο που βλέπεις τώρα, καθώς υπήρχε ανάγκη για καλύτερες

εγκαταστάσεις, αλλά και για να στεγάσει των κοιτώνα του τουρκικού στρατώνα.»

«Μα, από το ’12 δεν ανήκει πλέον στον Ελληνικό Στρατό;» τον ξανά ρωτάω

«Φυσικά! Το 1916 χρησιμοποιήθηκε ως διοικητήριο από την τότε κυβέρνηση του Βενιζέλου.» συνέχισε, επιβεβαιώνοντας κάτι λίγα που είχα διαβάσει στην βιβλιοθήκη.

«Εσύ πως ξέρεις για το κτήριο;» με ρωτάει, όλος περιέργεια.

«Να… πολλές φορές, όταν βαριέμαι ή δεν έχω κάτι να κάνω, πηγαίνω σε μια

βιβλιοθήκη κοντά στην περιοχή μου και διαβάζω διάφορα ιστορικά βιβλία ή

βιβλία που αφορούν την αρχιτεκτονική και έτυχε μέσα σε όλα να διαβάσω και

για το συγκεκριμένο. «Δες που τελικά οι λίγες πληροφορίες έγιναν και θέμα

συζήτησης», του είπα γελώντας.

Μετά από αυτό που του είπα αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε.

Νομίζω μας άκουσε

αυτό.

«Θεέ μου, πονάει η κοιλιά μου» είπε σιγογελώντας ακόμα.

«Κι εμένα!»

«Τι θα παραγγείλετε;» μας διέκοψε μια γλυκιά γυναικεία φωνή, η οποία άνηκε σε μια μεγαλύτερης ηλικίας κυρία.

«Ένα μονό ελληνικό, χωρία ζάχαρη ή γάλα, σας παρακαλώ», της είπε ο Ανδρέας.

«Το ίδιο, αλλά με μια κουταλιά ζάχαρη.» της αποκρίθηκα. «Σας ευχαριστούμε».

Αφού έφυγε, ο Ανρέας κι εγώ συνεχίσαμε την συζήτηση, χωρίς άλλη διακοπή.

Ήμασταν σε αυτό το καφενείο μέχρι που ο ήλιος άρχισε να δύει… Και τι δεν

είπαμε!

Ανυπομονώ για την επόμενη Τετάρτη! Θα βρεθούμε ξανά την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο!

όλο το μαγαζί, αλλά ποιος νοιάζεται; Νιώθω χαρούμενη αυτή τη στιγμή, εδώ μαζί του και κανείς δεν μπορεί να μου αλλάξει

Και

οι μήνες περνούσαν…

Φεβρουάριος

Απρίλιος

Μάιος

Ιούνιος

Ιούλιος

Αύγουστος

Και οι συναντήσεις μας συνεχίζονταν και κάποιες φόρες βρισκόμασταν και δύο

φορές την ίδια εβδομάδα.

Κι εγώ άρχισα να τον ερωτεύομαι… Το

χαμόγελό του, αυτά τα υπέροχα πράσινα

μάτια που κοιτούσαν μόνο εμένα, τη στολή

που τη συνήθισα και δεν τη φοβάμαι πλέον, το γεγονός ότι με υποστηρίζει στις σπουδές

μου και χαίρεται με τις επιτυχίες μου και με βοηθάει όταν έχω δυσκολίες, μπορώ να του πω αυτό που με προβληματίζει και να με ακούσει, όπως κι εκείνος σε μένα.

«Ώστε έτσι, γιαγιά;» πετάχτηκε ξαφνικά η εγγονή μου, διακόπτοντάς με «Έτσι γνωρίστηκες με τον παππού; Σε ζηλεύωωω!»

«Μα παιδί μου, έχε υπομονή… όταν έρθει η ώρα σου θα σε πλησιάσει κι εσένα ένας όμορφος νεαρός που θα θες να κοιτάς για ώρες»

«Ξέρειςς κάτι, γιαγιά; Νομίζω τώρα μπορώ να σου δείξω κι εγώ το αγαπημένο μου μέρος! Εκεί συναντώ τον δικό μου Ανδρέα, αλλά, σςςςς είναι μυστικό»!!!!

Τσιραγγέλου Σοφία

Επιλογικά

Μέσα από τα διηγήματά μας καταφέραμε να ανακτήσουμε την αίγλη του παρελθόντος, να αναστήσουμε τις παλιές εποχές μέσα από κτίρια σύμβολα και λαμπερά αρχοντικά της πόλης, το “βήμα” των οποίων έχει αφήσει ίχνη που διαχρονικά μας συγκινούν. Παραβιάσαμε την ιδιωτικότητά τους, “ξεκλειδώσαμε” τις κλειστές πόρτες και τα σφραγισμένα τους παράθυρα και αφουγκραστήκαμε τις ιστορίες που είναι κρυμμένες πίσω από αυτά. Το Γ΄ Σώμα Στρατού με την επιβλητική του ατμόσφαιρα και τη μνημειώδη παρουσία του μαγνητίζει το βλέμμα, αναβιώνει τον πολεμικό παλμό και την περηφάνια μιας άλλης εποχής, φέρνοντας στο προσκήνιο τις ιστορίες, τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις των παρελθόντων χρόνων. Οι βίλες Αχμέτ Καπαντζή, Αλλατίνι, και Μπιάνκα, με την αρχοντιά τους και την εκλεπτυσμένη παρουσία τους σφραγίζουν το χρόνο, αντικατοπτρίζουν την επιβλητική παρουσία των μεγαλοαστών και των προσωπικοτήτων της πολυπολιτισμικής ελίτ της εποχής, ενώ προσθέτουν στο σύγχρονο παρόν ρομαντικές

και προσδίδει μία αισθητική αίγλη. Οι τοίχοι του “συνομιλούν”

σε αυτήν την ατέλειωτη μονομαχία με την παρακμή και την επανεκκίνηση, δύο κτίρια που αποκαλύπτουν την εξέλιξη της πόλης μέσα από την αρχιτεκτονική τους εξέλιξη.

Η ιστορική αρχιτεκτονική που διακρίνει τα κτίρια της περιοχής, είναι μάρτυρες ενός παρελθόντος

πλούσιου σε συναισθήματα και γεγονότα. Ένα μωσαϊκό αρχιτεκτονικών που ταυτίζεται με την ταυτότητα της πόλης μας. Η έρευνά μας μάς επέτρεψε να ακούσουμε την αληθινή φωνή τους, να

αντλήσουμε από τις τοιχογραφίες και τα ανάγλυφα την ένταση της εποχής, τις ροές των ανθρώπων

και τις συναισθηματικές τους στιγμές.

Καθώς κλείνουμε αυτό το ebook γεμάτο με διηγήματα, αφηγήσεις που γεννήθηκαν από την ιστορία

και τη φαντασία, εμείς οι αφηγητές του παρελθόντος, σας καλούμε να συνεχίσετε αυτή την ανακάλυψη. Ας αφήσουμε τις εικόνες αυτών των κτιρίων να μας επηρεάζουν, να μας παρασύρουν στον κόσμο τους και να εμπνέουν τη δημιουργικότητά μας. Ας συνεχίσουμε

ανατολίτικες πινελιές μέσα από τις ιστορίες αγάπης που φιλοξενήθηκαν σ’ αυτά. Το κτίριο Μορντώχ,
εκλεκτικιστική
παρελθόντος
με τον πόλεμο και τις σκληρές εποχές, ενώ η σχολή Λεών Γκατένιο προκαλεί εκθαμβωτικές ανατροπές στον χρόνο,
με την
του αρχιτεκτονική, αναγεννά τις εικόνες του
να ακούμε τα ψιθυρίσματά τους, να ανακαλύπτουμε τα μυστικά που κρύβονται μεταξύ των τοίχων και να αφηγούμαστε τις δικές μας ιστορίες γύρω από αυτήν την πολύτιμη κληρονομιά. Έτσι, η παρουσία μας θα συνυπάρχει με το παρελθόν, δημιουργώντας μια αιώνια γέφυρα ανάμεσα στις εποχές και στις ιστορίες που διατρέχουν αυτό το κομμάτι της πόλης μας.

ΤΕΛΟΣ

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.