2ο μέρος

Η Θεσσαλονίκη των απόντων: Αναβιώνοντας το παρελθόν


Είμαι ο Ισαάκ Λάμπρου. Είμαι είκοσι ετών, εβραίος στο θρήσκευμα και δουλεύω ως κηπουρός στην έπαυλη Κάζα Μπιάνκα. Οι κύριοί μου, μου έχουν παραχωρήσει ένα δωμάτιο στην έπαυλη, ως μέλος του προσωπικού τους, για να κοιμάμαι διότι εργάζομαι αρκετές ώρες την ημέρα. Κουρεύω το γκαζόν, φυτεύω όμορφες, χρωματιστές τουλίπες, ποτίζω τα λουλούδια και φέρνω τα ώριμα
λαχανικά και φρούτα στο μαγειρείο. Πολλές φορές μάλιστα, βγαίνω στην αγορά για να ψωνίσω τα απαραίτητα για το σπίτι. Απ’ ότι βλέπετε είμαι υπάλληλος πολύ-εργαλείο.
Τα αφεντικά μου τα σέβομαι απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Δε λέω, είναι ευγενέστατοι μαζί μου και πάντα χαμογελαστοί με καλημερίζουν λέγοντας: «Καλημέρα, Ισαάκ! Δε μου κόβεις λίγα από αυτά τα σταφύλια να γλυκαθούμε;». Ποτέ δε με κακολογούνε και με εμπιστεύονται στη δουλειά μου. Επίσης, μου δίνουν και καλό μισθό μαζί με την στέγαση
πολύ κοντά. Πολλές φορές αν με πετύχει στον κήπο μου πιάνει συζήτηση για τα πολιτικά, τον έρωτα, τις δουλειές και πολλά άλλα. Εγώ ευχαρίστως ανταποκρίνομαι με την κατάλληλη, εννοείται, ευγένεια, αν και ο ίδιος δεν πολύ ενδιαφέρεται για αυτό.
Το κρυφό μου μυστικό είναι πως έχω μια κρυφή αδυναμία στη Νίνα. Είναι πανέμορφη. Το χαμόγελό της με αιχμαλωτίζει κάθε μέρα. Εννοείται πως δεν αντιστέκομαι και της φέρνω στο δωμάτιό της μία κόκκινη τουλίπα. Είναι λίγο ντροπαλή βέβαια και δεν πολυμιλάει αλλά ξέρω σίγουρα πως είναι τα αγαπημένα της λουλούδια μόνο από
Την Αλίνε την συμπαθώ επίσης ιδιαιτέρως. Με τον καιρό, συμπληρώνω ολοένα και περισσότερα κομμάτια του πάζλ σχετικά με την ερωτική υπόθεσή

της με τον έφεδρο ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού, Σπύρο Αλιμπέρτη.
Έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως η Αλίνε θα τον παντρευτεί και ο μόνος τρόπος είναι να βαπτιστεί χριστιανή. Εγώ όμως δε θα την ξεμπροστιάσω.
Είμαι τίμιος άνθρωπος και στο κάτω κάτω δεν είμαι ακόμα σίγουρος αν η θεωρία μου είναι σωστή. Αν μάλιστα χρειαστεί ποτέ βοήθεια, ευχαρίστως να της την προσφέρω.
Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου είναι καλλιτεχνικό. Τα βράδια, στον ελεύθερό μου χρόνο ζωγραφίζω τη βίλα και τον υπέροχο κήπο που τη στολίζει, δική μου δημιουργία αυτή. Μια φορά, κατά τύχη καθόταν και η Νίνα έξω στην βεράντα και διάβαζε ένα βιβλίο. Φυσικά και με ενέπνευσε και από τότε είναι ο ωραιότερος από όλους μου τους πίνακες. Επίσης, μου αρέσει να γράφω ιστορίες. Πολλές ιστορίες. Το ημερολόγιό μου έχει γεμίσει. Και τώρα σας αφηγούμαι μία από αυτές. Ναι, από τότε τις έχω κρατήσει.
Αχ… Τι ωραία χρόνια που ήταν
τότε. Δεν είχα καμιά άλλη έγνοια
παρά μόνο τη δουλειά. Ακόμα
θυμάμαι καθαρά κάθε γωνιά του
σπιτιού. Τα ξύλινα, καλογυαλισμένα, φρέσκα πατώματα, τα στρογγυλά

παράθυρα, οι ψηλοί τοίχοι, οι
μυρωδιές των νόστιμων φαγητών που
πλημμύριζαν στους μακριούς
διαδρόμους…
Κάθε φορά που επισκεπτόμουν την
οικογένειά μου, μετά από καιρό, τους

αφηγούμουν όλες αυτές τις ιστορίες και τους
έλεγα «Μακάρι να μπορούσατε να έρθετε να
θαυμάσετε την έπαυλη και να την μελετήσετε κι
από μέσα κι από έξω». Πάντα για τη μαμά μου
αυτή η βίλα φάνταζε βασίλειο και ήταν
ευτυχισμένη που ο γιος της, εγώ δηλαδή, είχε βρει μια αξιόλογη εργασία που του παρείχε ψυχική
ικανοποίηση. Ξέρετε κατάγομαι από φτωχή
οικογένεια. Ο πατέρας μου, Ηλίας, δούλευε πάνω
από οχτώ ώρες στα εργοστάσια και γυρνούσε
κάθε βράδυ πολύ εξαντλημένος, πονούσε η ψυχή
να φτάσω τον απώτερο σκοπό μου, να συντηρώ την οικογένειά μου, χωρίς οι γονείς μου να
καταπονούνται τόσο.
Θα σας πω λοιπόν πως οι τουλίπες ήταν τα αγαπημένα λουλούδια, εκτός της Νίνας και της μαμάς μου. Γι’ αυτό τις φυτεύω συνέχεια, για να μου τη θυμίζουν.
Όλα όμως άλλαξαν το 1939. Όταν ξέσπασε ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήμουν έντρομος. Βέβαια
νύχτα, τελείωνα τις δουλειές στον κήπο και θα πήγαινα στο δωμάτιό μου να ξεκουραστώ. Έκλεισα την πόρτα και κρέμασα το κόκκινο αδιάβροχό μου και φόρεσα τις πιτζάμες μου. Πλάγιασα στο ζεστό μου κρεβάτι και
έμεινα να κοιτάω το μικρό μου γραφείο. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ώσπου τινάχτηκα και κάθισα στην καρέκλα. Άνοιξα το τετράδιό μου,
Το γράμμα
12/01/1939
Μπαμπά, μαμά, Εγώ είμαι ο αγαπημένος σας Ισαάκ! Πώς είστε; Είστε ασφαλείς στο σπίτι; Από βδομάδα θα σας στείλω κάποια χρήματα από τον μισθό μου. Σας γράφω για να μην ανησυχείτε. Είμαι καλά εδώ, όμως φοβάμαι αρκετά για τον πόλεμο. Οι επιθέσεις
αυξάνουν όπως και ο κίνδυνος. Ακούω

Που να ήξερα πως η καταστροφή αυτή μόλις είχε αρχίσει και με περίμεναν πολύ χειρότερα…
Σήμερα είναι Παρασκευή. Μου αρέσουν οι Παρασκευές, είναι ο επίλογος της εβδομάδας. Όλοι είναι μαζεμένοι γύρω από το ραδιόφωνο πάλι. Όλοι της εξουσίας είναι πολλά υποσχόμενοι. Τι κουραστικό! Τώρα θα πάω στο μαγαζί της κυρίας Μαρίας να πάρω νέα φτυάρια γιατί τα παλιά έχουν χαλάσει. Με το που βγαίνω από την πόρτα με παρασέρνει ένας ψυχρός αέρας. Απεχθάνομαι τον αέρα. Μου καταστρέφει και τα λουλούδια.

-Καλημέρα, κυρία Μαρία!
-Γεια σου Ισαάκ! Προς τι η επίσκεψή σου σήμερα;
-Μου χάλασαν που λες τα μικρά μου φτυάρια. Μπορείς να μου φέρεις δύο καινούρια;
-Βεβαίως αγόρι μου. Ορίστε.
-Τι οφείλω;
-Για σένα 2 δραχμές.
-Αχ σας ευχαριστώ κυρία Μαρία. Ορίστε.
-Πριν φύγεις μη ξεχάσεις το παστέλι που σου αγόρασα. Και μη ξεχάσεις αύριο πέρασε ξανά από δω να σε κεράσω καφέ.
-Μην ανησυχείτε κυρία Μαρία, πως θα μπορούσα άλλωστε να το ξεχάσω.
«Τελείωσα και με αυτήν την υποχρέωση», σκέφτηκα και κάθισα στο γραφείο μου. Έσκισα μια σελίδα από το τετράδιό
Αφού τακτοποίησα το γραφείο μου, ξαναπήγα στον κήπο να συνεχίσω τη δουλειά. Μάζεψα ωραία, κόκκινα μήλα και τα πήγα στο μαγειρείο να φτιάξουν μηλόπιτα. Η Ζωή, η αρχιμαγείρισσα μου
είπε να μείνω στην κουζίνα να φτιάξουμε
όλοι μαζί την πίτα. Εγώ προφανώς και
δέχτηκα και έτσι αρχίσαμε να φτιάχνουμε
τη ζύμη και να κόβουμε τα μήλα. Τι ωραία
εμπειρία! Οι μυρωδιές ξεπηδούσαν από
κάθε λογής γωνιά και άρχισα να πεινάω.
Οι οδηγίες της Ζωής ηχούσαν στον χώρο και οι μάγειρες τις ακολουθούσαν πιστά.

Επιτέλους ήρθε η ώρα να
βάλουμε τις μηλόπιτες στον
φούρνο. Εγώ έφυγα και πήγα να
κάνω ένα ζεστό μπάνιο. Όταν
τελείωσα έφαγα λίγη μηλόπιτα.
Ήταν καταπληκτική! Έπρεπε
να μοιραστώ οπωσδήποτε αυτή
τη μέρα με τους γονείς μου.
Έτσι λοιπόν άρχισα να γράφω
ένα ακόμα γράμμα.
14/01/1939
Μπαμπά, μαμά


Ο πόλεμος συνεχίζεται, αλλά εγώ παραμένω
αισιόδοξος. Σήμερα φτιάξαμε μια μηλόπιτα… να
γλύφετε τα δάχτυλά σας! Πέρασα πολύ όμορφα. Σας έχω ετοιμάσει και μια ζωγραφιά. Ανυπομονώ να τη δείτε! Μακάρι να μπορούσα να σας φέρω και τουλίπες, για σένα κυρίως μαμά, αλλά θα μαραθούν. Μου λείπετε. Πώς περνάτε; Γράψτε μου το συντομότερο δυνατό!
Με αγάπη, Ισαάκ.
Μαμά, μπαμπά,
Έλαβα το γράμμα σας με μεγάλη χαρά, όμως σας πληροφορώ πως τα πράγματα εδώ δεν προχωράνε αισιόδοξα. Έχω ένα
προαίσθημα πως η κατάσταση θα χειροτερέψει. Έχω αποταμιεύσει αρκετά
χρήματα και έχω μαζέψει στα πράγματά μου, γιατί αύριο πρωί φεύγω για την Ισπανία. Θα
πάω να ζήσω στη Μαδρίτη, είναι μαγευτικά
εκεί από όσο έχω ακούσει. Έχω μιλήσει ήδη στα
αφεντικά μου και μπορώ να πω πως
λυπήθηκαν που θα αναγκαστούν να με
αποχωριστούν. Αύριο πριν φύγω από την πόλη
θα πάω να δώσω στην κυρία Μαρία το πορτρέτο της. Αυτή κι αν δεν καταδέχεται να με αποχωριστεί. Της έχω υποσχεθεί να της στέλνω γράμματα όπως στέλνω σε εσάς. Πείτε μου τα νέα σας.

Με πολύ αγάπη,
Ισαάκ
Η σκληρότητα του πολέμου
Κάθομαι ώρες στο κρεβάτι μου και συλλογίζομαι. Σαν υπνωτισμένος κοιτάζω το ταβάνι χωρίς να κλείνω τα μάτια μου. Μα αυτά υγραίνονται και όταν τα σφίγγω ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό μου. Το δωμάτιό μου είναι πλέον άδειο και σκοτεινό. Και η Νίνα; Η Νίνα θα μου λείψει. Δε θα την ξεχάσω ποτέ. Τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια της, τα μακριά μαλλιά της, το πλατύ χαμόγελό της και τα κοκκινωπά της μάγουλα…
Όμως το έχω πάρει απόφαση. Αύριο πρωί φεύγω. Αυτός ο πόλεμος με τρομάζει όσο τίποτα άλλο. Ήσυχη που είναι η νύχτα όταν δεν κοιμάσαι. Να διαβάσω μήπως κανένα βιβλίο μπας και ξεχαστώ; Μάλλον ναι.
Ξαφνικά μια φωτεινή ηλιαχτίδα με τυφλώνει. Μου έρχεται η μυρωδιά κόλλας. Ήταν το βιβλίο μου. Χθες το βράδυ με πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκα με το βιβλίο στο πρόσωπο. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και αφού ετοιμάστηκα άρπαξα τα πράγματά μου και κατέβηκα για μια τελευταία φορά τις επιβλητικές αυτές σκάλες που κοσμούσαν τη βίλα. Καλημέρισα και αποχαιρέτησα το υπόλοιπο προσωπικό και τα αφεντικά μου και βγήκα στον πολύχρωμο κήπο, που τόσο καιρό φρόντιζα. Έξω στεκόταν η Νίνα και αγνάντευε τη θέα. Την πλησίασα και σαν

Η ζωή στην Ισπανία είναι πιο
ήσυχη. Έχω βρει δουλειά πάλι ως
κηπουρός. Είμαι υπάλληλος μιας
εταιρίας κηπουρικής και πολλές φορές
με καλούν σε διάφορες μικροδουλειές.
Κατοικώ σε ένα μικρό διαμέρισμα σε
μια φτωχή περιοχή. Αλλά δε με
πειράζει, αρκεί να ζω ειρηνικά.
Ανησυχώ βέβαια γιατί εδώ και καιρό
δεν έχω λάβει απαντητικό γράμμα από
τους γονείς μου. Τι να συνέβη άραγε;
«Μάλλον δε θα τους έφτασε το γράμμα
μου», αυτό σκεφτόμουν και θέλησα να
πιστεύω το καλύτερο δυνατό σενάριο.
Με το πέρασμα του καιρού είχα αρχίσει
να ζω στη δικιά μου πραγματικότητα,
στον δικό μου κόσμο. Παρόλο που
ζούσα πλέον μακριά είχα ως
αναμετάδοση των γεγονότων στη

Θεσσαλονίκη την κυρία Μαρία, η οποία

μου έστελνε διαρκώς γράμματα.
Φαίνεται μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
σου. Τώρα που δεν έρχεσαι στο μαγαζί δεν έχω με ποιον να μιλάω
και σε ποιον να δίνω παστέλια. Γλυκιά ζωή σου εύχομαι
και
στην Ευρώπη. Θα έρθει η μέρα που θα πατήσουν το πόδι τους και στη χώρα
αυτό στο υπογράφω.
σαν
παραμύθι που το διαβάζεις πριν σε πάρει ο ύπνος. Μέσα από αυτά νιώθω μια επαφή
με την πόλη μου, τη Θεσσαλονίκη. Τον τόπο στον οποίο ζούσα και αναγκάστηκα να εγκαταλείψω. Μήπως είμαι δειλός και φοβάμαι να αντιμετωπίσω τη μοχθηρότητα του
πολέμου; Μήπως άφησα την πόλη μου χωρίς ασπίδα, απροστάτευτη και μόνη; Κι αν οι
Γερμανοί πατήσουν σ’ αυτή όπως είπε η κυρία Μαρία; Αν την πληγώσουν; Εγώ δε θα είμαι εκεί για να την υπερασπιστώ, να στηρίξω τους ανθρώπους που αγαπώ. Αυτά σκεφτόμουν και δε μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια. Όταν έπιανα το πινέλο για να ζωγραφίσω
Είχε περάσει ένας χρόνος και είχα εξοικειωθεί πλέον στη Μαδρίτη. Αυτό που με
φόβιζε όμως ήταν η απουσία
Το άρπαξα, ευχαρίστησα τη
γυναίκα και κλειδώθηκα πάλι
στο σαλόνι μου. Το έσκισα
άγαρμπα και ξεπρόβαλλε το
γράμμα από τον φάκελο. Το
όνομα Μαρία δε μπόρεσε να
διαφύγει από το μάτι μου. Πήρα
μια βαθιά ανάσα απογοήτευσης
αλλά και χαράς που είχα

κάποιον να μιλάω και άρχισα να
διαβάζω φωναχτά το γράμμα.
Ισαάκ, Άσχημα τα νέα, πολύ άσχημα! Οι Γερμανοί λέρωσαν τους δρόμους μας με τις λασπωμένες μπότες τους! Εισέβαλαν στη χώρα. Σα δε μας έφταναν οι μακαρονάδες οι Ιταλοί, tώρα έχουμε τα πραγματικά θηρία. Τι σφοδρότητες και αγριότητες. Μας σκίζουν με νύχια και με δόντια. Πυροβολούν αθώους πολίτες και επαναστάτες και η πείνα είναι ανυπόφορη. Καταφέρνουμε να κλέβουμε κάτι καρβέλια από τα φορτηγά, αλλά μιλάμε για μεγάλο ρίσκο. Αγόρι μου, μπορεί να σε στεναχωρήσουν αυτά που θα σου πω αλλά πρέπει να τα ξέρεις. Οι Φερνάντεζ κατέφυγαν στην Ιταλία και τους σκότωσαν οι άνδρες της S.S. Όλοι είμαστε περίλυποι. Τώρα στη βίλα κατοικεί
αυτά τα γουρούνια από εδώ. Ξέρεις είναι δύσκολο να σου στέλνω πια γράμματα. Μην ανησυχήσεις λοιπόν.
Με αγάπη, Η κυρία Μαρία.
Κοίταζα ξανά και ξανά το γράμμα. Μα δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν… Και οι
γονείς μου; Που να τους
Ισαάκ, Τελείωσε ο πόλεμος! Απελευθερώθηκε η πόλη μας από τους Γερμανούς! Ζούμε πλέον ειρηνικά. Το πλήθος ζητωκραυγάζει στους δρόμους. Βέβαια τιμούμε με θλίψη και τους νεκρούς μας αλλά και με χαρά τους ήρωες του πολέμου. Η Αλίνε και ο σύζυγός της ζουν ακόμα στη βίλα. Ίσως να θελήσεις να γυρίσεις πίσω σε εμάς. Ισαάκ μου, ξέρεις οι επιζώντες εβραίοι γύρισαν στην πόλη. Αυτά τα καθάρματα οι ναζιστές τους έστειλαν στο Άουσβιτς, σε έναν τόπο μαρτυρίου. Πίσω δε γύρισαν παρά ελάχιστοι. Οι γονείς σου… οι γονείς σου από όσο άκουσα δε γύρισαν. Δε θέλω να πιστεύω πως σκοτώθηκαν, αλλά αγόρι μου εμείς θα είμαστε πάντα εδώ για σένα. Αν θελήσεις είσαι ευπρόσδεκτος εδώ. Μπορώ να σε φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Είμαι και εγώ μόνη μου, μιας και ο γιός μου έχει φύγει

μου σφίγγεται κάθε φορά που το σκέφτομαι. Έχω σημαδευτεί. Έπρεπε να ήμουν εκεί να τους σώσω. Κάτι να κάνω. Μα ο χρόνος δε γυρνά πίσω, πρέπει
να συνεχίσω να ζω ως έχει. Άλλωστε στη Θεσσαλονίκη έχω την κυρία Μαρία, τους
στην κυρία Μαρία. 15/11/1945 Κυρία Μαρία, Το πήρα απόφαση, θα έρθω στη Θεσσαλονίκη! Δε γίνεται άλλο να είμαι μακριά
από ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς μου, την πόλη μου. Ίσως να ξεπεράσω κάπως
τον χαμό των γονιών μου, αν βρίσκομαι εκεί. Να αναπληρώσω το κενό με νέες αναμνήσεις και εμπειρίες. Την επόμενη εβδομάδα θα έρθω. Θα σας πω και όλα μου τα νέα για τη ζωή στη Μαδρίτη. Σας ευχαριστώ για όλα. Με αγάπη, Ισαάκ.
Το πρωί επισκέφτηκα τους συναδέλφους μου και την Αλίνε στη βίλα για να της μεταδώσω τα συλλυπητήρια μου. Τα πράγματα δεν είναι και πολύ αλλιώτικα. Η βίλα έχει αλλάξει πολύ λίγο. Πιο πολύ έχει φύγει η ζωηρότητα από πάνω της. Σαν να εκπέμπει τη θλίψη των ταραγμένων χρόνων του πολέμου. Όπως και να ΄χει θα πρέπει να βρω αλλού δουλειά τώρα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια άλλαζε και η Κάζα Μπιάνκα μαζί. Το 1964 μέχρι το 1967 λειτουργούσε ως ιδιωτικό δημοτικό σχολείο. Θυμάμαι

εξαφανίσουν! Δεν έχουν ζήσει τις αναμνήσεις που έχω εγώ εκεί για αυτό. Ευτυχώς, όμως, ακόμα ζει και βασιλεύει Φέτος έγινα 72. Μεγάλωσα και εγώ. Το 1990 ύστερα από πολλές περιπέτειες η
Casa Bianca περιήλθε στον Δήμο Θεσσαλονίκης ο οποίος και προχώρησε σε υποδειγματικές προσπάθειες αναστύλωσης και εκτεταμένες επεμβάσεις. Πλέον στεγάζει τη Δημοτική Πινακοθήκη.
Σε μια εκδήλωση που οργανώθηκε, τόλμησα να πάω με την οικογένειά μου στη Βίλα να τη δω ίσως και για μια ακόμα φορά. Με το που πάτησα το πόδι μου στην αυλή, μπορούσα να διακρίνω τον εαυτό μου να φυτεύει τις πολύχρωμες τουλίπες. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Έπειτα προχωρήσαμε στο εσωτερικό του σπιτιού. Οι πλατιές σκάλες, το όμορφο πάτωμα, οι ψιλοί τοίχοι. Κάθε δωμάτιο και μια ανάμνηση. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες και τις κόλλησα δίπλα σε αυτές της βίλας παλιά, για να τις θυμάμαι. Μάλιστα με είχαν καλέσει και σε ομιλίες για να περιγράψω
τις εμπειρίες μου στην εποχή του ολοκαυτώματος και για να τιμήσω τους γονείς
μου μαζί με τα υπόλοιπα θύματα.
Αν και έζησα τόσες στεναχώριες νιώθω πως η ζωή μου πια είναι ολοκληρωμένη.
Οι νέες χαρές μπάλωσαν το κενό των απωλειών. Είμαι περήφανος για τον εαυτό
μου και δε θα άλλαζα ποτέ τη ζωή μου τελικά.





πάω να πάρω το τραμ από τη Τσιμισκή και πάντα τυχαίνει να βλέπω και έναν γνωστό μου ή κάποιον που, σαν κι εμένα, έχει τελειώσει με τις δουλειές του και τον αναγνωρίζω. Είναι αξιοθαύμαστο το ποσό καλά θυμάμαι τα πρόσωπα αγνώστων ακόμα κι
το 1946… Ήταν

ικανός στρατιώτης και λάτρευε την πατρίδα του. Ο αδελφός μου ο Γρηγόρης,
ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους της ζωής μου, με έκανε να γελάω, ακόμη και όταν δεν είχα τη δύναμη, με βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού παρόλο που ήταν άντρας, μου μάθαινε συνέχεια νέα πράγματα, πηγαίναμε βόλτες για ώρες. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος!
Όσο ήταν στον πόλεμο μας έστελνε, όποτε μπορούσε, γράμματα με τα νέα του και ό,τι μπορούσε να μας πει για την κατάσταση στο πεδίο(???)
φορά που τον βλέπω το
μου κάνει τούμπες και νιώθω
περίεργο σφίξιμο στο στήθος. Ωστόσο, δεν μπορώ να πω, τον έχω
μια δυο φορές να με κοιτάει...
να είχα κάτι στο πρόσωπο μου,
και πάλι είναι ωραίο το αίσθημα να
προσέχει κάποιος άντρας.
Είναι ψηλός σαν κυπαρίσσι και
μελαχρινός και κρατάει πάντα στα
χέρια του έναν μαύρο χαρτοφύλακα.
Είναι απλά πανέμορφος, ή
τουλάχιστον για μένα. Τέτοιες ώρες

είναι που εύχομαι να ήμουν σαν όλες
τις κοπέλες, ντυμένες με αυτές τις
πολύχρωμες φούστες και φορέματα
που όταν στριφογυρίζεις κινούνται
μαζί σου, αντί αυτές τις μακριές καφέ
ή γκρί ή μαύρες φούστες που μου έχει

ράψει η μητέρα. Ίσως τότε να με
πρόσεχε...
Νομίζω θα το προλάβω…
Σταματάει στη στάση…
Είμαι τόσο κοντά…
Αρχίζουν να κλείνουν οι πόρτες…
Δεν έχω ανάσα…
Βάζω το πόδι μου για να ανέβω και ξαφνικά κάποιος πέφτει πάνω μου…
Περιμένω τον πόνο από την πτώση, αλλά αυτή ποτέ δεν ήρθε… Κάποιος με κρατάει
γερά από τη μέση.
“Είστε καλά;” ακούω μια ανδρική φωνή να λέει. Ανοίγω σιγά-σιγά τα μάτια και το μόνο που μπορώ να δω είναι

πράσινα υπέροχα μάτι να με κοιτάζουν… Ο έντονος τρόπος που με κοιτούσε,
“Σας ευχαριστώ πολύ που με
πιάσατε”, μετά από αυτό μπόρεσα να εστιάσω και στο υπόλοιπο πρόσωπο…
ήταν ο στρατιωτικός μου. Τι αστείο να
συναντιόμαστε με αυτόν τον τρόπο.
Από κοντά είναι πιο γοητευτικός και
φοράει γυαλιά, δεν τον έχω ξανά δει να τα φοράει.
Θεέ μου, θα με περνάει για
τρελή… Είμαι ακόμα στην αγκαλιά
του…
Μυρίζει υπέροχα!
“Σας ευχαριστώ” ξανά λέω, αλλά χαμηλόφωνα για να μην τραβήξω κι άλλα βλέμματα πάνω μας.

“Είστε καλά; Χτυπήσατε;” ρωτάει το ωραίο πρόσωπο χωρίς όνομα.
“Μια χαρά… χάρη σε εσάς!” Του είπα χαμογελώντας.
Μου χαμογέλασε πίσω.
Η καρδία μου φτερουγίζει.
Μήπως νιώθει το πόσο γρήγορα χτυπάει η καρδία μου, όταν με κοιτάει;
Πήγε κάτι να πει, αλλά ο οδηγός κάνει ένα απότομο φρενάρισμα… Αφέθηκα από την αγκαλιά του… και βρέθηκε ελαφρώς μακριά του, αλλά τόσο ώστε να μην
εκεί… Να κοιταζόμαστε, κάθε τόσο…
Ήρθε η στάση μου, επιτέλους. Άλλες μέρες απολαμβάνω τη διαδρομή, κοιτάζω
έξω από το παράθυρο τους ανθρώπους που περνάνε, που νομίζουν ότι κανείς δεν τους βλέπει και ανταλλάσσουν φιλία με την σύντροφό τους και άλλους που κλαίνε ή
γελάνε. Μα υπάρχουν και μέρες που τίποτα από αυτά δεν με ενδιαφέρει, η μόνη μου

σκέψη είναι να πάω σπίτι και να ξεκουραστώ, να διαβάσω και να κοιμηθώ… να είμαι μόνη… να ησυχάσω από τους θορύβους της ημέρας.
Ρίχνω μια τελευταία
Βάζω τα χέρια στις τσέπες του
παλτού μου και αρχίζω τον γνωστό δρόμο
για το σπίτι. Τουλάχιστον έχει καλή μέρα
και δεν χρειάζεται να τρέχω για να μην
γίνω χάλια από την βροχή.
Κάτι υπάρχει στην τσέπη μου. Δεν
ήταν πριν εκεί.
Ένα χαρτάκι; Κανά παλιό εισιτήριο
που ξέχασα να πετάξω;
λάθος είμαι… Είναι ένα σημείωμα. Γράφει: «Είσαι στο τραμ μου κάθε μέρα
ποτέ δεν βρίσκω το κουράγιο να σε
έτσι ήταν ο μόνος τρόπος να το κάνω. Συνάντησε με έξω από το Γ’ σώμα στρατού, αύριο στις 16:00».
Ποιος το έγραψε;
Τι κάνω τώρα;
Η μαμά θα φρίξει αν το μάθει…
Δεν θα το μάθει!!
Δεν θα πάω. Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω ποιος είναι, μπορεί να είναι κάτι επικίνδυνο, κάποιος να θέλει να με βλάψει… Κάνεις δεν ξέρει. Καλύτερα να μείνω με την περιέργεια, παρά η μητέρα μου να χάσει και τα δύο της παιδιά…


Δεν το πιστεύω ότι τελικά θα πάω.
Η ώρα είναι 15:48.
Είμαι στον δρόμο, να συναντήσω έναν άγνωστο που μου άφησε ένα
σημείωμα στο παλτό μου. Ό,τι ακριβώς συμβουλεύουν οι μάνες τα κορίτσια να μην κάνουν.
Έχω λίγο άγχος, αλλά και ενθουσιασμό γιατί έχω μία μικρή, ίσως μη ρεαλιστική, ιδέα για το ποιός θα είναι.
Κοντεύω.
15:58
Είμαι ακριβώς από έξω από το 3o Σώμα… Δεν βλέπω κάποιο πρόσωπο που να αναγνωρίζω.
Τι κάνω; Δεν θα έπρεπε καν να
είμαι εδώ, αλλά στο σπίτι με τη μαμά να
κεντήσουμε κάτι τραπεζομάντηλα kai ήθελε τη βοήθεια μου…

Είναι
κτήριο, απ’ όσο βλέπω.
ωραία αρχιτεκτονική έξω… φαντάζομαι πως θα είναι από μέσα . Πόσο υπέροχο να μπορεί κανείς να μπει!
«Καλησπέρα! Ακούω μία φωνή πίσω μου!
Με κοιτάει.
Τον κοιτάω.
Αυτά τα γνώριμα πράσινα μάτια!!
Με πλησιάζουν.
Νομίζω θα πέσω κάτω. Τι ντροπή να με δει τα πέφτω κάτω για άλλη μια φόρα σε
λιγότερο από 24 ώρες!

Καταλήξαμε να καθόμαστε σε ένα ωραίο καφενείο λίγο παρακάτω από το Γ’
Σώμα Στρατού. Είναι λίγο περίεργο που κάθομαι εδώ μαζί του.
«Με τι ασχολείσαι;», με ρωτάει.

«Βασικά είμαι φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και βρίσκομαι στο 2ο έτος! Εσύ;»
«Μπράβο! Το βρίσκω πολύ σημαντικό μια νέα, όπως εσύ, να φροντίζει για τη μόρφωση και το μέλλον της και ειδικά στην εποχή που ζούμε. Εγώ, όπως θα έχεις
καταλάβει, είμαι στρατιωτικός και με έχουν μεταθέσει στο Γ’ σώμα και γι’ αυτό πρότεινα να βρεθούμε εδώ»
«Συμφωνώ πως και οι γυναίκες πλέον δικαιούνται να μορφώνονται, ώστε ένα έχουν καλύτερο μέλλον, είπα κάπως
αμήχανα. Εσύ, πόσο καιρό υπηρετείς εκεί;»
«Έχει τουλάχιστον 2 χρόνια… νομίζω» είπε
με ένα μικρό γελάκι στο τέλος, που φώτισε
όλο του το πρόσω
«Τι ωραία!» του είπα.
« Πραγματικά είναι ωραία, γιατί το κτήριο έχει τρομερή ιστορία» μου αποκρίθηκε, γεμίζοντάς με απορίες.
«Τι εννοείς;» τον ρωτάω με ενθουσιασμό «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι ο
αρχιτέκτονας του είναι ο Βιταλιάνο Ποζέλι »
«Πολύ σωστά! Οι πρώτες εγκαταστάσεις έγιναν το 1830. Γύρω στο 1900-0 χτίστηκε το κτήριο που βλέπεις τώρα, καθώς υπήρχε ανάγκη για καλύτερες
εγκαταστάσεις, αλλά και για να στεγάσει των κοιτώνα του τουρκικού στρατώνα.»
«Μα, από το ’12 δεν ανήκει πλέον στον Ελληνικό Στρατό;» τον ξανά ρωτάω
«Φυσικά! Το 1916 χρησιμοποιήθηκε ως διοικητήριο από την τότε κυβέρνηση του Βενιζέλου.» συνέχισε, επιβεβαιώνοντας κάτι λίγα που είχα διαβάσει στην βιβλιοθήκη.
«Εσύ πως ξέρεις για το κτήριο;» με ρωτάει, όλος περιέργεια.

«Να… πολλές φορές, όταν βαριέμαι ή δεν έχω κάτι να κάνω, πηγαίνω σε μια
βιβλιοθήκη κοντά στην περιοχή μου και διαβάζω διάφορα ιστορικά βιβλία ή
βιβλία που αφορούν την αρχιτεκτονική και έτυχε μέσα σε όλα να διαβάσω και
για το συγκεκριμένο. «Δες που τελικά οι λίγες πληροφορίες έγιναν και θέμα
συζήτησης», του είπα γελώντας.
Μετά από αυτό που του είπα αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε.
Νομίζω μας άκουσε
αυτό.
«Θεέ μου, πονάει η κοιλιά μου» είπε σιγογελώντας ακόμα.
«Κι εμένα!»
«Τι θα παραγγείλετε;» μας διέκοψε μια γλυκιά γυναικεία φωνή, η οποία άνηκε σε μια μεγαλύτερης ηλικίας κυρία.
«Ένα μονό ελληνικό, χωρία ζάχαρη ή γάλα, σας παρακαλώ», της είπε ο Ανδρέας.
«Το ίδιο, αλλά με μια κουταλιά ζάχαρη.» της αποκρίθηκα. «Σας ευχαριστούμε».
Αφού έφυγε, ο Ανρέας κι εγώ συνεχίσαμε την συζήτηση, χωρίς άλλη διακοπή.
Ήμασταν σε αυτό το καφενείο μέχρι που ο ήλιος άρχισε να δύει… Και τι δεν
είπαμε!
Ανυπομονώ για την επόμενη Τετάρτη! Θα βρεθούμε ξανά την ίδια ώρα, στο ίδιο σημείο!
Και
