Η Θεσσαλονίκη των απόντων: Αναβιώνοντας το παρελθόν


Εισαγωγικά
Βασιλίσσης Όλγας - Λεωφόρος Στρατού. Η νέα πλευρά της Θεσσαλονίκης, που επεκτείνεται ανατολικά στα τέλη του 19ου αιώνα, για να δημιουργηθούν εκεί οι νέες συνοικίες, όπου θα κατοικήσουν οι μεγαλοαστοί, η πολυπολιτισμική ελίτ της εποχής. Η Συνοικία των εξοχών. Πύργοι της αριστοκρατίας
γνωστά και ορισμένα, εμφανώς λιγότερο συντηρημένα, αντιστέκονται με πείσμα στην αδιαφορία ή και στην εγκατάλειψη, σιωπηλές συνέχειες(;) της ιστορίας της περιοχής, προσπαθούν επίμονα να μας θυμίζουν ότι αποτελούν ψηφίδες, συχνά απροσδόκητα σημαντικές, για τη στοιχειοθέτηση της φυσιογνωμίας της περιοχής. Κτίρια με ιστορία και με αρχιτεκτονική που αδιαμφισβήτητα εντυπωσιάζει και σήμερα, αποτέλεσαν το ερέθισμα για να εξερευνήσουμε το παρελθόν τους, να «ακούσουμε» όσα έχουν να μας πουν, συναισθήματα, λάθη, πόλεμοι, ιστορία, ενεργοποιώντας τη φαντασία και τη δημιουργική μας έμπνευση, για να δημιουργήσουμε τελικά τις δικές μας ιστορίες γύρω από αυτά, έτσι όπως τις εμπνευστήκαμε μέσα από αυτή μας τη διαδρομή στο παρελθόν.



Καλησπέρα κύριε Μακλαβόπουλε,
Σας αποστέλλω αυτό το μήνυμα για να υποβάλω την αίτηση μου για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα «Η Θεσσαλονίκη στο χτες». Ακολουθεί το σύντομο βιογραφικό που ζητήσατε.
Ονομάζομαι Φωτεινή Αγγελοπούλου και είμαι 22 ετών. Σπουδάσω στη σχολή αρχιτεκτονικής του Α.Π.Θ..
δεν έχω ασχοληθεί ακριβώς… Βλέπω πολλές ταινίες, αλλά ως εκεί. Δεν μετράει σαν κινηματογραφικές γνώσεις αυτό, ε; Μάλλον όχι, Ούτε κιθάρα ξέρω να παίζω. Ο αδελφός μου έπαιζε στο παρελθόν
και νομίζω πως ξέρω να παίζω επειδή τον έβλεπα όταν εξασκούσε κάποια μουσικά κομμάτια. Πιάνο μπορώ να παίξω, αλλά όχι καλά. Η τελευταία φορά που ακούμπησα πλήκτρα ενός πιάνου πάει πολύ πίσω, πάνω από 5 χρόνια. Για τις ξένες γλώσσες δεν ήμουν και πολύ ειλικρινής. Δεν είπα ότι έχω πτυχίο, βέβαια, άρα δεν είπα ψέματα. Όντως γνωρίζω κάτι γερμανικά –τα χρώματα, τι περιέχει η κασετίνα μου-, και ιταλικά –είδα μια σειρά η οποία ήταν 7 σεζόν και στα ιταλικά. Δεν γίνεται να μην έχω αποκομίσει καθόλου λεξιλόγιο από αυτήν-.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν έπρεπε να στείλω το βιογραφικό μου με τόσα αθώα ψεματάκια. Θέλω πολύ να συμμετάσχω σε αυτό το πρόγραμμα, το έχω βάλει στο μάτι εδώ και καιρό, και μόλις άνοιξαν οι αιτήσεις δεν έχασα χρόνο και έστειλα κατευθείαν την αίτησή μου. Μου αρέσει πολύ το θέμα του προγράμματος, «Η Θεσσαλονίκη στο χτες», πρόκειται για τη συλλογή διάφορων πληροφοριών για το παρελθόν της πόλης. Κυρίως θέμα είναι τα εβραϊκά κτήρια που κρύβονται σε κάθε γωνιά της Θεσσαλονίκης.

Ζω στη Θεσσαλονίκη από μικρό παιδί. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα
και πιστεύω πως είναι σημαντικό να γνωρίζω πράγματα για την ίδια μου την
πόλη. Κατοικώ σε ένα μικρό διαμέρισμα με τη συγκάτοικό και καλύτερή μου φίλη, την Ελευθερία, και τον σκύλο μου, Φλούφλη. Το διαμέρισμα βρίσκεται σε μία πολύ κακοχτισμένη και παρατημένη πολυκατοικία στην Αγίου Δημητρίου. Μου αρέσει, όμως, εδώ. Σε αυτή την πόλη έχω ζήσει όλη μου τη ζωή, νιώθω μια άνεση.
πότε περνάει το λεωφορείο το πρωί και που έχει το καλύτερο φαστφουντάδικο στο κέντρο.
Εκείνη, κιόλας, την μέρα υποσχέθηκα πως δεν θα ήμουν μια τουρίστρια στο ίδιο
μου το σπίτι, πως θα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να μάθω βασικά πράγματα
για την πόλη μου. Από τότε ψάχνω προγράμματα, σεμινάρια και ομιλίες που
αφορούν αυτό το θέμα. Έμαθα πολλά αυτό το διάστημα, έχω μάθει τη βασική ιστορία
των «βασικών» μνημείων της Θεσσαλονίκης και έχω επισκεφτεί κάποια μουσεία. Μόλις διάβασα το άρθρο για το πρόγραμμα «Η Θεσσαλονίκη στο χτες» ήξερα πως έπρεπε οπωσδήποτε να δηλώσω συμμετοχή,
Με όλα αυτά, έχω μείνει αρκετά πίσω στην εξεταστική και κάποια μαθήματα
πρέπει να δώσω τον Ιανουάριο έχουν ξεχαστεί. Ίσως πρέπει να σταματήσω να παθιάζομαι με πράγματα που με αποσυντονίζουν από τον στόχο μου, να τελειώσω τη σχολή. «Σε βλέπω νευρική. Τι έχεις;» είπε η Ελευθερία μπαίνοντας στην κουζίνα
για να φτιάξει στον εαυτό της έναν καφέ. Είχε μόλις ξυπνήσει και το μαλλί της ήταν ένα χάλι, το πρόσωπό της ακόμα φουσκωμένο από τον ύπνο και οι παντόφλες, με σχέδιο μονόκερου, ανάποδα. «Που να σου τα λέω. Βρήκα άλλο ένα πρόγραμμα που
λέγεται «Η Θεσσαλονίκη στο χτες» και αφορά τα εβραϊκά κτήρια που έχουμε στην πόλη μας. Θα σοκαριστείς αν διαβάσεις τη λίστα με όλα τα κτήρια εδώ στο κέντρο που παλιά ήταν εβραϊκές κατοικίες. Έχω εκτυπώσει τη λίστα, είναι ακουμπισμένη στο κομοδίνο μου δίπλα στο κρεβάτι μου αν θες να τη δεις. Φυσικά και δήλωσα συμμετοχή. Μόλις έστειλα το βιογραφικό μου για την ακρίβεια. Είπα μερικά ψεματάκια, βέβαια. Ελπίζω να μην πειράζει τόσο πολύ, απλά ήθελα να τους εντυπωσιάσω για να με δεχτούν!


Και που λες, εκεί που σκεφτόμουν για τα
κτήρια και τα προγράμματα στα οποία
συμμετάσχω θυμήθηκα τη σχολή και πόσο
πίσω έχω μείνει στα μαθήματα
«Όλα με ένα μέτρο» είπε και πήρε
την κούπα από την καφετιέρα. «Ο
Φλούφλης πρέπει να βγει βόλτα, θα τον
βγάλεις εσύ; Πρέπει να συναντηθώ με
τον Αντώνη για την εργασία που μας
έβαλε να κάνουμε ο… εκείνος ο
καθηγητής, δεν θυμάμαι πως τον λένε»,

«Ναι θα τον βγάλω εγώ, μην ανησυχείς.
Ίσως αυτή είναι η ευκαιρία που έψαχνα
για να καθαρίσω το μυαλό μου από όλες αυτές τις σκέψεις που με
σκοτώνουν» της απάντησα. Έκλεισα το λάπτοπ μου και σηκώθηκα για να βρω, το κάπου χαμένο, λουρί του Φλούφλη.

Περπατάω στους δρόμους της πόλης και η αίσθηση είναι διαφορετική. Αλλάζει η εποχή, πάει καιρός από τότε που μπήκε ο χειμώνας και κάνει ψωφόκρυο. Είναι μαγικό το πόσες πηγές υπάρχουν και πόσα πράγματα μπορεί να μάθει κάποιος για την πόλη του. Περπατάω και νιώθω ότι ξέρω που πατάω, ξέρω τι βρίσκεται γύρω μου.

Είναι περίεργο που έχω τέτοια ενδιαφέροντα. Όταν είμαι μόνη στο σπίτι, είναι πολλές οι φορές που κάθομαι και λέω στον Φλούφλη ό,τι ξέρω για την πόλη και του
δείχνω και φωτογραφίες. Πρέπει να με προσκαλέσουν σε ομιλίες, έχω γίνει ειδική σε αυτό. Θα μπορούσα άνετα να παρουσιάσω ένα TEDtalk για την Θεσσαλονίκη, τα μνημεία της και πόσο τραγικοί έχουμε καταντήσει εμείς οι πολίτες που δεν γνωρίζουμε τίποτα για τα μέρη που συναντάμε καθημερινά. Μήπως να στείλω αίτηση και για αυτό; Φωτεινή, φτάνει. Σε λίγο δεν θα έχεις χρόνο ούτε να ανασάνεις.
Πάνε δύο εβδομάδες από τότε που υπέβαλλα την αίτησή μου και δεν έχω λάβει καμία απάντηση. Ίσως αυτό να είναι το σημάδι μου να σταματήσω τις άσκοπες
έρευνες και να ασχοληθώ στην
την αίθουσα. Καταστράφηκα. Θα με πάρει τηλέφωνο η μαμά για να μάθει πως τα πήγα… και… τι
θα της απαντήσω; «Εμ… κοίτα, μαμά, δεν είναι αυτό που νομίζεις! Απλά δεν έχω ισορροπήσει αρκετά καλά το πρόγραμμά μου, αυτό μόνο! Σου υπόσχομαι
Πιάνω γρήγορα το κινητό μου και
πληκτρολογώ το νούμερο της Ελευθερίας.
Βάζω το κινητό στο αυτί μου και περιμένω να ακουστούν 2-3 χτύποι. Ακούω τη φωνή
της από την άλλη γραμμή. «Πες το
γρήγορα γιατί αυτή τη στιγμή έχω φτάσει

σε κρίσιμο σημείο στην εργασία μου και
δεν πρέπει να αφήσω τίποτα να με
αποσυντονίσει!» μου είπε γρήγορα.
«Πρέπει να με βοηθήσεις να βρω μια
δικαιολογία να πω στη μαμά μου όταν θα της παρουσιάζω τα τραγικά αποτελέσματα
της εξεταστικής» είπα και έπεσα με την πλάτη στον καναπέ. «Φίφη, απλά άνοιξε το τετράδιο μας και πήγαινε στη σελίδα με τις δικαιολογίες που έχουμε ήδη σκαρφιστεί», «Ναι… το μόνο πρόβλημα είναι ότι τις έχω χρησιμοποιήσει όλες… και… δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα καινούριο. Αλλά να μην σε απασχολώ, θα τα πούμε όταν έρθεις σπίτι, οκ;» είπα και την άκουσα να μουρμουρίζει.

Πριν λίγο μου ήρθε ένα για κάτι στη Θεσσαλονίκη. Θα σου το προωθήσω, αλλά πρόσεχε καλά γιατί την επόμενη φορά θα ακυρώσω τη συμμετοχή. Ίσως έτσι να μη χρειάζεται να σκεφτόμαστε δικαιολογίες για τη μαμά σου. Τσάο, σ’ αγαπώ!» είπε, το έκλεισε και εγώ έμεινα από την άλλη άκρη με ανοιχτό το στόμα.
Γιατί είμαι τόσο σοκαρισμένη; Γιατί με δέχτηκαν παρά τα ψεματάκια που είπα; Γιατί πάλι
δεν θα μπορέσω να συγκεντρωθώ στην εξεταστική μου; Ή γιατί μου την είπε η άλλη; Αχ, τι θα κάνω. Για να λέμε την αλήθεια, αυτή η περίοδος εξεταστικής δεν θα πήγαινε καλά ούτως ή άλλως…
Οπότε, ίσως να αφιέρωνα τον χρόνο μου στο πρόγραμμα και όχι στο άσκοπο διάβασμα που θα με οδηγούσε στα ίδια αποτελέσματα με αυτά του προηγούμενου εξαμήνου. Τέλεια. Μαμά, συγγνώμη, αλλά αυτό δεν μπορώ να το αφήσω.
Λίγο πριν τερματίσω την
κλήση ακούω πάλι τη φωνή της, «Επίσης, σου έχω πει άπειρες φορές να σταματήσεις να

χρησιμοποιείς το λάπτοπ μου για να δηλώνεις συμμετοχή σε προγράμματα. Ξεχνάς να
αλλάξεις το mail και όλα έρχονται σε εμένα.

Είμαι τόσο ενθουσιασμένη! Το
mail δεν έγραφε και πολλά
πράγματα, μόνο ότι θα κάνουμε την
πρώτη μας συνάντηση σε τρεις μέρες
και ότι ο καθένας θα πρέπει να έχει
μαζέψει μερικές πληροφορίες για το

μέρος που του έχει ανατεθεί.
Ένα πανέμορφο μέρος. Ένα
μέρος που έχει μείνει πίσω, αλλά
συνεχίζει να προχωράει μπροστά.
Ένα μέρος που έχει στάμπα την
ιστορία μας. Το μέρος όπου το ρολόι
της Θεσσαλονίκης σταμάτησε
ακριβώς τη στιγμή του σεισμού. Η
Στοά Μαλακοπή. Δεν θα μπορούσα
να είμαι πιο ικανοποιημένη με το
κομμάτι του προγράμματος που έχω αναλάβει. Ξεκινάω αμέσως την
έρευνά μου!
«Θα ήθελα να γράψετε το πολύ δύο σελίδες για το μνημείο που έχετε αναλάβει. Είναι επιθυμητό να εμπλουτίσετε το αρχείο σας με φωτογραφίες που έχετε τραβήξει εσείς οι ίδιοι. Μέχρι την επόμενη Πέμπτη είναι καλά. Στείλτε το αρχείο σας στο e-mail που σας έχω στείλει στο chat», είπε ο υπεύθυνος, «Απορίες; Κανένας; Ωραία, νομίζω πως μπορούμε να λήξουμε τη συνάντηση εδώ», συνέχισε και κάποια μικρόφωνα άνοιξαν για να αποχαιρετήσουν. Πριν προλάβω να ανοίξω το μικρόφωνο, ο υπεύθυνος είχε κλείσει το meeting.

Άνοιξα το τετράδιο μου και άνοιξα μια νέα σελίδα στο Google για να αναζητήσω πληροφορίες για τη στοα Μαλακοπή. Μόλις δύο λεπτά στην έρευνα μου και έχω ήδη μάθει πως η Στοά Μαλακοπή ανήκε στην οικογένεια Αλλατίνι, αποτελούσε τράπεζα και υπήρχαν και κάποια καταστήματα.
Δεν γίνεται
O Vitaliano Posseli γεννήθηκε στη Σικελία

και σπούδασε αρχιτεκτονική στη Ρώμη. Είναι

επίσης γνωστός επειδή ήταν ο αρχιτέκτονας
της βίλας Αλλατίνι, αλλά το πιο σημαντικό του
έργο είναι ένα άλλο αξιοθαύμαστο μνημείο, το Γενί Τζαμί. Αν δεν καιγόμουν να τελειώσω την
εργασία τώρα που το μυαλό μου έχει πάρει
φωτιά, θα καθόμουν να μάθω για το Γενί
Τζαμί, και μετά θα οδηγούμουν σε κάτι άλλο,
και μετά σε κάτι άλλο, και μετά σε κάτι άλλο και πάει λέγοντας.
Το 1917, τη χρονιά της μεγάλης πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης, η τα στοά Μαλακοπής
υπήρξε "θύμα αυτής. Λέει εδώ πως έχουν μείνει ακόμα σημάδια στο θησαυροφυλάκιο του υπογείου. Αυτό πρέπει να πάω να το δύο από κοντά αν επιτρέπεται.
Αργότερα, έπαψε να στεγάζει την
τράπεζα και εκεί εγκατέστησαν τα
καταστήματά τους κάποιοι επαγγελματίες. Αν ζούσα τότε θα έκανα το ίδιο. Βασικά αν ζούσα τότε και είχα γεννηθεί άνδρας θα έκανα το ίδιο, σαν γυναίκα θα έπρεπε να μένω σπίτι για τις
δουλειές και τα παιδιά. Ήρθαν, όμως, οι
Γερμανοί, το κατέλαβαν και όλοι οι επτά
επιχειρηματίες αναγκάστηκαν να κλείσουν τα
καταστήματά τους.
Έφυγαν οι Γερμανοί και κάπου το 1980-1954 φιλοξένησε την Τράπεζα
της Χίου, μέχρι που την αγόρασε η οικογένεια Βορεοπούλου στην οποία
ανήκει μέχρι και σήμερα. Τότε το μέρος αυτό απέκτησε την ονομασία Στοά
Μαλακοπή, επειδή η οικογένεια είχε καταγωγή από εκεί.
20 Ιουνίου 1978, ώρα 11.06 μμ. Ο σεισμός στη Θεσσαλονίκη τράνταξε τόσο πολύ το κτίριο που το ρολόι σταμάτησε. Δεν το έχουν επιδιορθώσει διότι η πόρτα προς το ρολόι έχει σφηνώσει. Καλύτερα έτσι μπορούμε να θυμόμαστε. Εξάλλου, το μνημείο είναι πιο ενδιαφέρον τώρα που έχει στάμπα κάτι που το στιγμάτισε στο παρελθόν. Πόσο πιο αδιάφορο θα ήταν αν το ρολόι επισκευάζονταν...
Νομίζω από πληροφορίες είμαι σε ένα ικανοποιητικό στάδιο. Μένει απλά να τα ενώσω σε ένα κείμενο - το πιο βαρετό σημείο της διαδικασίας και να πάω στη Στοά Μαλακοπή για να βγάλω φωτογραφίες.








Ήταν 4 τα ξημερώματα. Το κινητό μου χτυπούσε επίμονα. Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα; Χωρίς να έχω ξυπνήσει τελείως, απάντησα “Hello. Who’s there?” μια βραχνή
γυναικεία φωνή ακούστηκε από το ακουστικό “Αλέξη, η θεία Καίτη είμαι. Τι κάνεις;” Συνέχισε να μου μιλάει χωρίς να περιμένει απάντηση, όμως η ώρα, το ξαφνικό ξύπνημα και τα ελληνικά ήταν ένας συνδυασμός που δεν μου επέτρεπε
να επεξεργαστώ γρήγορα τις πληροφορίες. Κατάφερα να “ξυπνήσω” μόνο όταν άκουσα αυτή την τρομερή λέξη:
-Πέθανε...
-Τι; Ποιος πέθανε;
-Ο παππούς σου, ο Αλέξης. Κοιμήθηκε σήμερα το πρωί. Μερικές βδομάδες πριν κλείσει τα 80.
Ο παππούς Αλέξης ήταν σπουδαίος άνθρωπος γεμάτος γνώσεις, εμπειρίες και τις πιο απίστευτες ιστορίες. Για μένα, πάντα ήταν η γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Πάντα είχε μια ιστορία να μας πει. Για τον πόλεμο, την Χούντα, την οικογένειά μας ακόμα και για τα παιδικά του χρόνια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη κι έτσι γνώριζε τα πάντα για την πόλη μας. Αυτά που εμείς μαθαίνουμε στην ιστορία, ο παππούς μου τα έζησε.
Και τώρα, είναι νεκρός. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Είναι αλήθεια; Μήπως
ονειρεύομαι; Ναι. Ήταν μεγάλος. Αλλά δεν ήταν άρρωστος. Γιατί να φύγει έτσι
ξαφνικά; Δεν πρόλαβα να τον χαιρετήσω, πάνε μήνες ίσως και χρόνος από την τελευταία φορά που τον είδα.
Οι σκέψεις μου με αποσυντόνισαν τελείως και σχεδόν ξέχασα την θεία
Καίτη στο τηλέφωνο.
“Αλέξη; Αλέξη μ ’ακούς;” φώναξε και με επανέφερε στην
πραγματικότητα. “Ναι θεία. Πες μου”
Μιλήσαμε για λίγα ακόμη λεπτά. Μου είπε τις λεπτομέρειες και με
ενημέρωσε για την κηδεία. Χωρίς δεύτερη

Μέσα σε λίγες ώρες ήμουν στο αεροδρόμιο έτοιμος για επιβίβαση. Ήμουν κουρασμένος και άυπνος, αλλά κυρίως

σοκαρισμένος. Ακόμα δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Πέθανε…
Οι σκέψεις μου με κυρίευαν τις πρώτες ώρες του ταξιδιού, όμως η κούραση υπερίσχυσε και κατάφερα να κοιμηθώ.
συγκρατήσει τα δάκρυα της. Ήταν συντετριμμένη από τον θάνατο του πατέρα της.
Πάντα οι ιστορίες του είχαν μια χαρούμενη χρειά. Μια νότα αισιοδοξίας.
Ξημέρωσε. Η μέρα της κηδείας είχε φτάσει. Σηκωθήκαμε και ντυθήκαμε σιωπηλά. Μέχρι να φτάσουμε στην εκκλησία δεν ανταλλάξαμε κουβέντα.
Εκεί συναντήσαμε φίλους και συγγενείς. Ο θάνατος του παππού ήταν η αφορμή να συγκεντρωθεί όλη η οικογένεια μαζί. Ένα τόσο θλιβερό γεγονός, μας
επανένωσε και μας γέμισε χαρά. Πόσο ειρωνικό…
«Αλέξη! Αλέξη!» Η δυνατή φωνή της θείας Καίτης έσπασε την ηρεμία.
Σχεδόν τρέχοντας με πλησίασε, με αγκάλιασε και με φίλησε. «Πάει τόσος
καιρός» είπε με παράπονο. Δίκιο είχε. Δύο ολόκληρα χρόνια έχω να την δω. Από το 2019 που έφυγα για την Νέα Ζηλανδία, οι επισκέψεις μου στην Ελλάδα έγιναν όλο και πιο σπάνιες.
Την θεία Καίτη ακολούθησαν κι άλλοι συγγενείς. Ανάμεσα στο πλήθος, ξεχώρισα
Η κηδεία είχε πολύ κόσμο. Εξάλλου, ο παππούς Αλέξης ήταν αγαπητός σε όλους. Ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε. Από την μια λύπη για τον θάνατό του και στεναχώρια που φεύγει από κοντά μας. Από την άλλη όμως, ένιωθα μια γαλήνια χαρά. Χαρά γιατί έζησε μια υπέροχη, γεμάτη ζωή και
Όταν σηκωθήκαμε
πήγα προς τα έξω, αλλά με
φώναξε πίσω: «Αλέξη, ξέχασα να σου πω. Ο

παππούς σου έχει αφήσει
κάτι για ‘σένα. Έχει καιρό που το ξεχώρισε και μου είπε όταν έρθει η ώρα να στο δώσω».
τα χρόνια της ζωής τους.
Δυσκολευτήκαμε κι οι δύο να
τα δάκρυα μας. Η γιαγιά κατέβασε από το δωμάτιό της ένα ξύλινο κουτί. Φαινόταν παλιό, πολύ παλιό. «Δεν ξέρω τι έχει μέσα, δεν το άνοιξα, μου είπε ότι είναι για τον μονάκριβο εγγονό του» Μου το έδωσε και πήγε να χαιρετήσει κάποιους
Δεν μπορούσα να φανταστώ. Πήγα στο παιδικό δωμάτιο κι έκλεισα την πόρτα.
Στην αρχή ήμουν διστακτικός, όμως τελικά το άνοιξα. Το κουτί ήταν γεμάτο παλιά, κιτρινισμένα χαρτιά. Τα κοίταξα πιο προσεκτικά και παρατήρησα ότι είναι γραμμένα. Σε μια γωνία του κουτιού, είχε ένα πολύ μικρό χαρτάκι που έγραφε με κεφαλαία «Για το σχολείο μου». Έπιασα μια σελίδα και ξεκίνησα να διαβάζω. Οι ώρες πέρασαν κι εγώ διάβαζα μέχρι που αποκοιμήθηκα αγκαλιά με το νέο μου κουτί.

Ξύπνησα αργα. 12 το
μεσημέρι. Ο παππούς μου και οι
ιστορίες του τριγυρνούσαν στο
μυαλό μου όλο το βράδυ. Το κλίμα
στο σπίτι ήταν βαρύ κι ένιωσα την
ανάγκη να βγω έξω. Να
περπατήσω, να δω την πόλη μου
που κοντεύω να την ξεχάσω.
Ντύθηκα και κατέβηκα στο σαλόνι.
συγκρατήσουμε
Το σπίτι μας ήταν κοντά στο
Ιπποκράτειο. Ξεκίνησα να κατηφορίζω τη Μιαούλη για να βγω στην παραλία.

Είχα δει μερικές φωτογραφίες του μέσα στο κουτί με τα γράμματα κι εξάλλου, έγραφε ακριβώς πού βρισκόταν.

Ήταν ένα πολύ όμορφο κτήριο. Διόροφο με μεγάλα εντυπωσιακά παράθυρα. Το
παρατήρησα πολύ προσεκτικά και θυμήθηκα ό,τι είχα διαβάσει χθες. Ήταν σαν
να τα βλέπω μπροστά μου:
Φωνές και γέλια γεμίζουν την αυλή του σχολείου, του Λέων Γκατένιο.
Τα αγόρια παίζουν μπάλα, με μια μπάλα φτιαγμένη από τα φανελάκια και τις κάλτσες τους.
Όλοι φαίνονται τόσο χαρούμενοι. Σαν από άλλη εποχή. Σαν να μην γίνεται πόλεμος.
Μόνο οι δάσκαλοι στέκονται σοβαροί. Χαζεύουν τα παιδιά και το μυαλό τους ταξιδεύει.
Υπολογίζουν. Θα μπορέσουν να αγοράσουν λάδι; Το ψωμί θα φτάσει για την οικογένεια;

Αναρωτιούνται. Τι άλλο τους περιμένει;
Κανείς δεν ασχολείται με τα μαθήματα. Κανείς δεν ανησυχεί αν θα προλάβει να παραδώσει το νέο κεφάλαιο ή όχι. Έχουν πλέον πιο σημαντικά προβλήματα, όπως το να παραμείνουν ζωντανοί.
Θέλησα να μπω μέσα. Η είσοδος ήταν από το πλάι αλλά το σχολείο φαινόταν κλειστό. Πλησίασα και έσπρωξα την καγκελόπορτα που τελικά δεν ήταν κλειδωμένη κι έτσι βρέθηκα στην αυλή του σχολείου του παππού μου. Μια μικρή, αλλά όμορφη αυλή γεμάτη δέντρα και πράσινο. Σαν μια μικρή εξοχή μέσα στο γκρι της πόλης. Στα δεξιά μου υψωνόταν το σχολείο κι ήταν ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Περιπλανιόμουν στους διαδρόμους και παρατηρούσα τους τείχους, τις αίθουσες, τις πόρτες. Όλα φαινόταν διαφορετικά. Οι πόρτες ήταν ξύλινες και πολύ μεγάλες. Πίσω τους κρύβαν εντυπωσιακές αίθουσες. Ψηλοτάβανες, φωτεινές, ευρύχωρες. Τα θρανία, σαν εκείνα

Εκεί τους υποδέχεται ο δάσκαλός
τους αλλά και ο διευθυντής.
Ο Ζακ φοβάται τον διευθυντή, γιατί πάντα φένρει προβλήματα και κακές ειδήσεις. Ο Αλέξης, είναι πιο ήρεμος. Δεν ξέρει. Άλλωστε, είναι Έλληνας, όχι Εβραίος.
-Είμαστε όλοι εδώ; Ρωτάει ο διευθυντής κι ετοιμάζεται να
ανακοινώσει το νέο.
Ωραία λοιπόν. Παιδιά, από σήμερα θα γίνουν κάποιες αλλαγές στα τμήματα. Όσοι ακούσετε το όνομά σας έρχεστε μαζί μου. Οι υπόλοιποι θα συνεχίσετε κανονικά σ’αυτή την τάξη. Ναρ, Αλμπέρτο, Ισαάκ, Φίλιπ…

Ο δάσκαλος προσπαθεί να παραμείνει σοβαρός και ανέκφραστος, όμως καταλαβαίνει τον διαχωρισμό. Καταλαβαίνει ότι φεύγουν οι Εβραίοι. Φοβάται. Μπορεί να είναι σκληρός, αλλά αγαπάει τους μαθητές του. Θα τους ξαναδεί;

Αλήθεια θα τους αλλάξουν απλώς τάξη ή όλο αυτό είναι μια δικαιολογία για να αποφύγουν την αναστάτωση και να κρύψουν την αλήθεια; Μάλλον το δεύτερο.
Θέλει να κρατήσει τα αγόρια. Να τους δει να μεγαλώνουν. Να αγαπούν. Να
είναι ελεύθεροι. Να είναι χαρούμενοι. Θέλει να τους δει να ζουν. Αν δεν ήταν αυτή η θέση του, αμά δεν κινδύνευε η ζωή του με οποιαδήποτε κίνηση που
απέχει από το τυπικό, θα τους αγκάλιαζε. Θα τους έσφιγγε όλους στην αγκαλιά του και δεν θα τους άφηνε. Όχι δεν θέλει να τους αφήσει. Δεν θέλει να τους χάσει.
σας». Ο Ζακ ανταποδίδει το χαμόγελο αλλά δεν αντιμετωπίζει τόσο εύθυμα την κατάσταση. Καταλαβαίνει ότι δεν είναι μια τυχαία επιλογή μαθητών. Φοβάται
πολύ για το τι θα ακολουθήσει. Μακάρι να μπορούσε να παγώσει τον χρόνο.
Δεν θέλει να ζήσει την συνέχεια, γιατί κάτι μέσα του λέει ότι δεν θα‘χει ευχάριστο τέλος αυτή η ιστορία.
-Μπορείτε να συνεχίσετε το μάθημά σας. Παιδιά, ακολοθήστε με.
Η φωνή του διευθυντή δεν είναι πια τόσο διαπεραστική. Είναι σκεπτικός και θλιμμένος.
Αυτή ήταν μια από τις τελευταίες
ιστορίες του παππού μου για το σχολείο.
Γράφει χαρακτηριστικά:
Από όταν αλλάξαμε τμήματα ο Ζακ
δεν ξαναήρθε στην αλάνα. Ούτε κανένας
άλλος από την παρέα. Οι γονείς μου σήμερα συζητούσαν για τους Εβραίους.
Είπαν πως θα τους διώξουν. Γιατί να τους
διώξουν; Κι ο Ζακ είναι Εβραίος. Λες να φύγει; Λες να πάει να ζήσει στην Ιταλία; Πάντα ήθελε να πάει στην Ιταλία. Ελπίζω να τα καταφέρει, αν και θα μου λείψει. Είναι ο καλύτερός μου φίλος.

Η τελευταία σελίδα στο κουτί έλεγε:
10 Μαρτίου 1943
Ακόμα δεν έχω νέα από τον Ζακ. Η μαμά μου είπε αφού δεν ξέρω τι κάνει, να φανταστώ μια δική μου πραγματικότητα. Εγώ δεν θέλω να φανταστώ. Θέλω να ξέρω. Να ξέρω την αλήθεια. Γιατί έφυγε; Πού πήγε; Είναι καλά;
Σήμερα μας έδιωξαν πιο νωρίς από το σχολείο. Είπαν ότι δεν θα ξαναπάμε για φέτος. Γιατί; Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Δεν καταλαβαίνω. Γιατί κανείς δεν μου εξηγεί; Δεν είμαι μωρό. Είμαι 8 χρονών! Θέλω να ξέρω! Πρέπει να ξέρω!
Θα μπορούσα να μείνω ώρες σ’αυτό το κτήριο. Να εξερευνήσω κάθε γωνία του. Να μάθω όσα περισσότερα για την ιστορία του. Όμως στο κινητό μου είχα
ήδη πέντε αναπάντητες από την Ευαγγελία. Με περίμενε εδώ και ώρα γιατί θα βρισκόμασταν για καφέ.
-Έλα Ευαγγελία, συγγνώμη ρε συ, χάζευα στα στενά και τους δρόμους και ξεχάστηκα.
-Δεν πειράζει βρε Αλέξη. Άντε θα ΄ρθεις τώρα; Είμαι παραλία. Είναι κι η




Είναι βράδυ, όχι πολύ αργά, όμως, αφού δεν είναι ακόμα ώρα να κοιμηθώ. Από όσο έχω καταλάβει, οι κύριοι, ετοιμάζουν μια εκδήλωση και η μαμά θα δουλέψει περισσότερο από όσο συνήθως. Δεν φαίνεται να της αρέσει…
Πανικόβλητη και κουρασμένη ετοιμάζει τα εδέσματα για τους επισκέπτες, μαζί με την Ιωάννα. Είναι αρκετά απασχολημένη… Αυτή είναι μια πολύ καλή
λέει ψιθυρίζοντας και με ένα χαμόγελο με αφήνει να συνεχίσω.
Τώρα κατευθύνομαι προς την είσοδο του σπιτιού. Γύρω μου το σπίτι είναι τόσο μεγάλο που μοιάζει ζωντανό! Σχεδόν μπορώ να νιώσω και να ακούσω το ξύλινο πάτωμα να αναπνέει… Ζωή και μυστήριο γεμίζουν τον άδειο χώρο.
«Πρέπει να βιαστώ… Σε λίγο θα είναι όλοι εδώ.» ακούω μια φωνή να λέει και αμέσως κρύβομαι κάτω από την σκάλα! Η κόρη της οικογένειας… «οοο»! Το φόρεμα που φοράει είναι πολύ όμορφο» σκέφτομαι και κοιτάω τα δικά μου ρούχα και ντρέπομαι. Υποτίθεται πως σήμερα φοράω τα καλά μου, σε περίπτωση που με δει κάποιος. Ανεβαίνει την σκάλα και πάλι χωρίς να με παρατηρήσει, ευτυχώς. Ώρα να συνεχίσω την «περιπέτειά» μου στο σπίτι. Η ώρα πέρασε ευχάριστα και πλέον χαρούμενος από την εξερεύνηση γυρνάω στην κουζίνα. Βλέπω την μαμά να καθαρίζει τον πάγκο της κουζίνας. Η Γιαννούλα μόλις έβγαζε την ποδιά της. Όταν με είδε χαμογέλασε και η κούραση έφυγε από το πρόσωπό της.
-Τελικά τι έγινε ; με ρώτησε με ανυπομονησία.

- Παραλίγο να με δει η κόρη της οικογένειας αλλά ευτυχώς ήταν πολύ ανήσυχη με τις ετοιμασίες και δεν με παρατήρησε. Ανέβηκε την μεγάλη μεταλλική σκάλα και μπόρεσα να συνεχίσω.
-Είδες τι φορούσε; Φόρεμα μήπως; Ήταν όμορφο;
-Φορούσε φόρεμα ναι. Ήταν πολύ όμορφο… δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω και άρχισε τις ερωτήσεις.
-Τι χρώμα ήταν; Μήπως είδες το ύφασμα; Είχε δαντέλα;
-Χρώμα… ήταν ροζ και είχε και λίγο μαύρο σε κάποια σημεία.
Σταμάτησα για λίγο και προσπάθησα να θυμηθώ το φόρεμα. Είχε δαντέλα
ναι, στόλιζε τα μανίκια της. Το ύφασμα δεν ξέρω πως λέγεται αλλά φαινόταν
πολύ απαλό. Επίσης η μέση της φαινόταν πάρα πολύ λεπτή!
-Κοσμήματα φορούσε;
-Νομίζω πως ναι. Είχε ένα κολιέ με πέρλες, γυάλιζαν όσο το φως έπεφτε πάνω τους.
Με κοίταξε με μελαγχολία. Προσπάθησα
να την παρηγορήσω, αποτυχημένα μάλλον.
-Θα σου πήγαινε πολύ αυτό το φόρεμα Γιαννούλα… της είπα. Νομίζω πως βούρκωσε αλλά για να μην φανεί με αγκάλιασε και έπειτα
σηκώθηκε αργά και φώναξε την μαμά.


-Χμμ κορσές… μουρμούρισε η Γιαννούλα.
-Α! Είχε και δύο όμορφους μεγάλους φιόγκους. Αναρωτιέμαι
πόση ώρα της πήρε να τους δέσει. Με
το που το είπα αυτό άρχισε να γελάει, όταν ησύχασε συνέχυσε τις ερωτήσεις.
ωραία που όλοι θα θέλουν τους πίνακές μου. Οι σκέψεις μου χάνονται σε χρώματα και εικόνες μέχρι που ακούω την φωνή της μαμάς.
-Θα είσαι ήρεμος τώρα και δεν θα βγεις από την κουζίνα εκτός αν συμβεί κάτι. Θέλω να είσαι φρόνιμος, τουλάχιστον για απόψε. Μπορείς; Με κοίταξε με τα μελιά της μάτια.
- Εντάξει μαμά. Είπα, και το εννοούσα, εξάλλου είχα
Τις σόμπες… Οι δύο πορσελιν… πορσλ… πορσελάνινες –κάπως έτσι τέλος πάντων- σόμπες ήταν σχεδόν πάντα ζεστές. Ήταν πολύ παράξενες και όταν ήμουν μικρός τις φοβόμουν. Τώρα όμως δεν τις φοβάμαι, αλήθεια δεν με τρομάζει ο ήχος του
ξύλου που καίγεται… Εντάξει ίσως λίγο. Αλλά αν δεν είμαι κοντά δεν το ακούω, εξάλλου μέσα σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι δύσκολα νa ξεχωρίσω όλους τους περίεργους ήχους, ακόμα και μέσα στην ησυχία της νύχτας.
Η χθεσινή νύχτα ήταν παράξενη.
Είναι πρωί, πολύ νωρίς όμως... Η
Γιαννούλα δεν έχει ξυπνήσει ακόμα.
Φαίνεται πως χθες κοιμήθηκε όσο
έγραφε. Την θυμάμαι να γράφει κάθε
βράδυ σε ένα τετράδιο, παλιό αλλά
όμορφο, από όταν ήμουν πολύ μικρός.
Τότε το έβλεπα συχνά αλλά πλέον που
μεγάλωσα και καταλαβαίνω τι βλέπω, νομίζω πως το κρύβει ακόμα και από εμένα. Η περιέργεια μου είναι πολύ
μεγάλη για να αντισταθώ τώρα στο να το πάρω κρυφά από τα χέρια της. Πήρα
ένα βιβλίο και το έβαλα στην θέση του,
δεν ήθελα να ξυπνήσει. Διάβασα την
τελευταία πρόταση " καληνύχτα
ημερολόγιο μου____... Μια γραμμή ακολουθούσε, μάλλον θα την

ζωγράφισε κατά λάθος όταν αποκοιμήθηκε.
Γυρνάω στις πρώτες σελίδες, ίσως να γράφει κάτι για τα κλειστά δωμάτια του σπιτιού ή... Για τον πύργο ! Ενθουσιασμένος προσπαθώ να διαβάσω, χαίρομαι που καταλαβαίνω.
Το ημερολόγιο
Αγαπητό μου ημερολόγιο, σήμερα έχουμε δουλειά στην κουζίνα, έρχεται ο αδερφός του κυρίου δηλαδή και πρέπει όλα να είναι έτοιμα. Βγήκα στον κήπο για λίγο πριν αρχίσει η δουλειά, ο ήλιος ανέτειλε και οι φωτεινές ακτίνες του ήλιου συνοδευόμενες από ένα αεράκι σκέπασαν το πρόσωπο μου. Άνοιξα τα μάτια μου όταν άκουσα το κουδούνι ενός ποδηλάτου να χτυπά! Ε πια! Λίγη γαλήνη θέλω τόσα πολλά ζητάω ;! μου χάλασε την πιο ήσυχη και ευχάριστη ώρα! Μπήκα στο σπίτι και ανέβηκα στην σοφίτα. Ξέρεις τι, μπορώ και εγώ να κάνω κάποια πράγματα εκεί σε μια γωνιά βασικά . Έχω αφήσει το βαλιτσάκι μου με τις ζωγραφιές και τα υλικά μου, το φως από το μικρό παράθυρο είναι αρκετό για να ζωγραφίσω… ξέρω θα χαλάσουν τα μάτια μου (έτσι λέει η μαμά τουλάχιστον). Κάθισα εκεί για λίγη ώρα και ζωγράφισα το τοπίο του σκονισμένου δωματίου προσπάθησα να αποτυπώσω κάθε λεπτομέρεια. Μετά κατέβηκα κάτω και τρέχοντας προς την κουζίνα. Το μάτι μου έπεσε στην πιο όμορφη κάμαρα του σπιτιού, αχ να ήταν το δικό μου δωμάτιο...!! κάποια στιγμή θα έχω και εγώ αυτή την "πολυτέλεια". Ήταν ευρύχωρο, βαμμένο με ανοιχτό απαλό γαλάζιο. Το κρεβάτι ήταν διπλό και το πάπλωμά που το σκέπαζε φαινόταν απαλό και αφράτο…

… Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και το μάτι μου έπεσε στο υπέροχο άσπρο ταβάνι με τις σκαλιστές γωνίες. Η κυρία με είδε και μου ζήτησε, με ευγενικό τρόπο, να κατέβω στην κουζίνα και να πω στην μητέρα μου να ξεκινήσουμε
άλλο το κλίμα εκεί μέσα, και πήγα στην κάμαρά μας. Δεν είναι τόσο όμορφο όσο της κυρίας
αλλά έχει ωραία θέα. Το παράθυρό
Οι πληροφορίες ήταν αρκετές και
άρχισα να φτιάχνω ένα σχέδιο για να βρεθώ στο δωμάτιο της κυρίας. Ήθελα να
δω από κοντά το φανταστικό αυτό
δωμάτιο. Το απόγευμα θα έφευγαν για μια ακόμα δεξίωση, και σκέφτομαι πως και εγώ
θα ήθελα να πηγαίνω σε δεξιώσεις κάθε

μέρα. Ωραία περνάνε οι πλούσιοι!! Τέλος
πάντων, εκείνη ήταν η ώρα να εισβάλω
χωρίς να με καταλάβει κανένας! Όλη η
μέρα ήταν πολύ αργή, δεν περνούσε με
τίποτα, τώρα όμως ήρθε η ώρα!
Ενθουσιασμένος και με αγωνία μόλις είδα
τους κύριους να φεύγουν πετάχτηκα και έτρεξα στον διάδρομο. Εδώ πρέπει να
είναι... Σκέφτηκα και έσπρωξα την πόρτα
που έβγαλε έναν ήχο. Παγώνω! Κοιτάω το ταβάνι και αφού βεβαιώνομαι ότι δεν με άκουσε κανένας πατάω το πόδι μου στο δωμάτιο. Όμορφο δεν λέω... Όπως ακριβώς το έχει περιγράψει η Γιαννούλα.
Αγαπητό μου ημερολόγιο, σήμερα ήταν άλλη
μια μέρα εξερεύνησης ! Αυτό το σπίτι έχει τελικά
πολλά μυστικά ! Σήμερα ήμουν υπεύθυνη για την καθαριότητα του σπιτιού και μου δόθηκε η ευκαιρία
να καθαρίσω το δωμάτιο της κόρης της οικογένειας.
Άλλο ένα εντυπωσιακό δωμάτιο. Το χρώμα παρόμοιο με το δωμάτιο της μητέρας της και το κρεβάτι το ίδιο
άνετο και ελκυστικό. Τα άσπρα σεντόνια που το σκέπαζαν ταίριαζαν με τις κουρτίνες που τις
διαπερνούσαν οι ακτίνες του ήλιου και φώτιζαν κάθε γωνιά του δωματίου
Ο καιρός περνούσε και
συνέχιζα να ανακαλύπτω
"κρυφές γωνιές" όπως τις έλεγε
η αδερφή μου τους σπιτιού.
Ενθουσιασμένος που
ανακάλυπτα κάθε φορά κάτι
καινούργιο, σιγά σιγά άρχισα
και εγώ, όπως και εκείνη, να
ζωγραφίζω κομμάτια του
σπιτιού και να τα αποτυπώνω
στο χαρτί όσο καλύτερα
μπορούσα, ελπίζοντας να μην
καταλάβει πως από το τετράδιό
της με τα λευκά φύλλα, έλειπαν

κάποιες σελίδες.

Αχ ημερολόγιό μου η ομορφιά των πραγμάτων με συνεπήρε και ίσως έκανα κάτι "παράνομο" αλλά μην το πεις πουθενά... Όσο σκούπιζα το δωμάτιο, η σκούπα μου χτύπησε σε κάτι κάτω από το τακτοποιημένο κρεβάτι. Κοίταξα γύρω μου κάπως ενοχικά και έσκυψα... Ένα μπαούλο! Ξύλινο και σκαλισμένο με λουλούδια που έμοιαζαν με
αληθινά! Χάιδεψα το χρυσό κούμπωμα που έκλεινε το μπαούλο. Ήταν τόσο λαμπερό
που έβλεπα την αντανάκλαση μου!
Το άνοιξα... Κοσμήματα πολλά
όμορφα κοσμήματα! Ένιωθα σαν
πειρατής που είχε βρει μόλις τον
κρυμμένο θησαυρό που αναζητούσε
καιρό! Και τότε η αλήθεια είναι
ημερολόγιο μου πως μπήκα σε άσχημες
σκέψεις... Αφού ήταν αμέτρητα δεν θα

καταλάβαινε αν κάποιο έλειπε... Μην με
παρεξηγήσεις, όλη μου την ζωή ήμουν
φτωχή και ο πλούτος με μάγεψε... Ήρθε
η μαμά από την κουζίνα, πρέπει να σε
κρύψω πριν σε δει. Αντίο για σήμερα
ημερολόγιο μου.
Μα τι ..;; Η Γιαννούλα είχε άραγε κλέψει από την κόρη της οικογένειας...;;; Δεν είναι δυνατόν σκέφτομαι και κλείνω ταραγμένος το ημερολόγιο. Προσπάθησα όμως να μείνω συγκεντρωμένος στην αποστολή μου ! Περπατώντας πλέον ήσυχα, ανέβηκα την σκαλιστή ξύλινη σκάλα χαϊδεύοντας την (αυτό που στηρίζεσαι όταν ανεβαίνεις μια σκάλα) και σκεφτόμουν αυτά που διάβασα. Έφτασα στο δωμάτιο και βρήκα την πόρτα ανοιχτή, το δωμάτιο όμως προς έκπληξή μου δεν ήταν άδειο!

-Γεια σου. Άκουσα μια απαλή φωνή να μου μιλάει και τρομαγμένος σήκωσα το κεφάλι μου. Η κόρη της οικογένειας ήταν εκεί. Μα φυσικά δωμάτιό της ήταν.
-Χάθηκες; Ψάχνεις την μαμά σου; Με ξαναρώτησε αλλά εγώ την κοιτούσα αμίλητος, όπως κοιτούσα την μαμά όταν με έπιανε να κάνω σκανδαλιά.
-Έλα μην φοβάσαι. Κάτσε εδώ και θα φωνάξω την μαμά σου. Ωχ… Δεν πρέπει να καταλάβει η μαμά ότι τριγυρνάω στο σπίτι. Υποτίθεται πως ακόμα κοιμόμουν. Η κόρη, έγειρε την πόρτα και έμεινα μόνος στο δωμάτιο. Αγχωμένος, ήξερα ότι είχα μπλέξει και ότι θα με μάλωνε η μαμά αλλά τουλάχιστον πρόλαβα να δω το δωμάτιο.
Ακούω βήματα, μπαίνει μέσα η Γιαννούλα! Ανακουφίζομαι, αλλά το
βλέμμα της με τρομάζει. Βλέπει το τετράδιό της στα χέρια μου. Το είχα ξεχάσει! Θυμωμένη με αρπάζει από το
χέρι και ζητάει συγγνώμη στην κόρη της οικογένειας, εκείνη την καθησύχασε και της είπε πως δεν πειράζει, εξάλλου είμαι μικρός και δεν ήθελα να κάνω κάτι κακό. Η Γιαννούλα χαμογελάει προσπαθώντας να κρύψει
τον θυμό και την ντροπή για εμένα. Μόλις φτάσαμε στο δωμάτιο μου είπε
να μείνω εδώ για την υπόλοιπη μέρα
και να μην της ξαναμιλήσω. Φεύγει…


Είμαι πάλι μόνος… Κλαίω, ελπίζοντας
πως δεν θα με ακούσει κανένας, και η
ώρα περνάει. Μα που πήγε; Γιατί δεν
έρχεται πίσω; Δεν έχει κάποια δουλειά
σήμερα… Κλείνω τα μάτια μου και
θυμάμαι ένα απόσπασμα από το
ημερολόγιό της.
οπότε ακόμα και τα παράθυρα είναι καλυμμένα από φύλλα… Αυτό ήταν! Η Γιαννούλα ήταν στον
όσες δυνάμεις μου απέμειναν και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Βγήκα από το δωμάτιο και πήγα προ
κουζίνα. Η μαμά δούλευε. Κοίταξα την μεγάλη πόρτα της εισόδου…
μάλλον θα δούλευε στην πίσω πλευρά. Τρέχω , σαν λαγός, στον πύργο. Καταφέρνω να μπω από ένα χαμηλό ανοιχτό παράθυρο, μάλλον και η Γιαννούλα από
μπορώ για να την ακούσω. Ο πέτρινος πύργος φαίνεται τρομακτικός όμως συνεχίζω να αναζητώ την αδερφή μου, το πάτωμα τρίζει! Εκεί πρέπει να είναι ψιθυρίζω και μπαίνω σε ένα δωμάτιο με μισάνοιχτη πόρτα.
-Με βρήκες… είπε η αδερφή μου. Η φωνή της δεν ήταν θυμωμένη πια και το βλέμμα της είχε ηρεμήσει. Ζωγράφιζε. Σκύβω και βλέπω το χαρτί.
-Τι όμορφο… είπα
-Ευχαριστώ… όπως βλέπεις είναι το τελευταίο φύλλο γιατί κάποιος χρησιμοποίησε όλα τα άλλα. Έσκυψα το κεφάλι μου… Δεν πειράζει οι ζωγραφιές σου είναι ωραίες και θα της έχω εδώ με τις δικές μου να θυμόμαστε το σπίτι τώρα που φεύγουμε…
-ΤΙ;;;;;! Το μυαλό μου γέμισε με ερωτήσεις. Πού πάμε; Γιατί φεύγουμε; Η Γιαννούλα με πρόλαβε.
-Μην φοβάσαι, δεν μας διώχνουν, απλά η μαμά βρήκε δουλειά κάπου αλλού. Λέει πως θα είναι καλύτερα και για εμάς… Αλλά θα μου λείψει αυτό το σπίτι… Είσαι τυχερός που πρόλαβες να το γνωρίσεις και εσύ.
ξεχάσω ποτέ. Μπορεί η οικογένειά μου να
ήταν φτωχή και να παρέμεινε φτωχή αλλά οι αναμνήσεις μου, οι περιπέτειες όπως

έλεγα και η συντροφιά της Γιαννούλας ήταν ό,τι πραγματικά χρειαζόμουν για να ζήσω χαρούμενος και ξέγνοιαστος από τις δυσκολίες τις εποχής. Όσο το κοιτάω
συγκρίνω με τις παιδικές μου ζωγραφιές διαπιστώνω το μεγαλείο του.
Στέκομαι τώρα έξω από αυτό και το κοιτάω από μακριά, αισθάνομαι πως βλέπω την Γιαννούλα να κάθεται κοντά στο παράθυρο της σοφίτας και να ζωγραφίζει. Στον
πίνακα που ζωγραφίζω, τώρα, λέω να προσθέσω την φιγούρα της να φαίνεται
αμυδρά πίσω από το θολό τζάμι. Ένα απαλό αεράκι, κούνησε την


