


Ζυθοπωλείο – Brasserie “Αλάμπρα”






Καφεζυθοπωλείο-Καζίνο-Θέατρο “Εδέμ”








31 Αυγούστου 1922
Η τραγική επέτειος του εμπρησμού της Σμύρνης.
«Με τον όρο καταστροφή της Σμύρνης ή αλλιώς Μεγάλη Πυρκαγιά
της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού
και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τον κεμαλικό στρατό, καθώς και η πυρπόληση της πόλης, που συνέβησαν τον
Σεπτέμβριο του 1922. Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά

την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού
τμήματος από τη Μικρά Ασία και μετά την είσοδο του τουρκικού
στρατού, του ιδίου του Μουσταφά Κεμάλ και των ατάκτων του στην
πόλη. Η φωτιά εκδηλώθηκε αρχικά στην αρμενική συνοικία και συγκεκριμένα από την ανατίναξη της Αρμενικής Εκκλησίας του
Αγίου Νικολάου, όπου είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα και πολιορκούντο από τους Τούρκους.»
«Την πολιορκία την έσπασε με το ασκέρι του ο Έλληνας
καπετάνιος Σιδερής (Ισίδωρος) Πανταζόπουλος, που επί πολλά
έτη πολεμούσε τους άτακτους Τσέτες ληστές στα γύρω βουνά.
Οι Έλληνες μπήκαν μέσα στην εκκλησία και έδωσαν νερό και
τρόφιμα στους
πολιορκημένους, όμως, οι πολυπληθέστεροι
Τούρκοι γρήγορα
ανασυντάχθηκαν
και παίρνοντας
πυρίτιδα από γειτονική
πυριταδαποθήκη, περικύκλωσαν
και πάλι την εκκλησία και την ανατίναξαν. Με τη βοήθεια του ευνοϊκού για τους Τούρκους
ανέμου (που έπνεε αντίθετα από την τουρκική συνοικία) και

της βενζίνης με την οποία οι Τούρκοι ράντιζαν τα σπίτια, η
φωτιά κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική
και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου
έως τις 4 Σεπτεμβρίου .
Σήμερα η επέτειος αυτή στην πραγματικότητα είναι η 13η
Σεπτεμβρίου, καθώς την επόμενη χρονιά εισήχθη στην
Ελλάδα το νέο ημερολόγιο.»
ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
"Η καταστροφή της Σμύρνης”
- Φωτιά!
- Φωτιά!
- Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό χοροπηδηχτές.
- Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.
- Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
- Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιο
συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους... Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα
σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο.
Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους
βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.
- Σφαγή! Σφαγή!
- Παναγιά, βόηθα!
- Προφτάστε!
- Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο
ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να
μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω
φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της
πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
- Μας σφάζουνε!
- Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι
πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να
ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και
ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά, ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων.
Το βράδι το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά.
Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια
πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε
ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του
Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε
πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε
ζωντανούς τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε.
Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε
μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες
και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Άη Κωνσταντίνο και το Τάραγατς
ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά
όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. ... Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων.
Εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας!
Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει
πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε
στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος
ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο. Ο τρόμος έχει το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά ...
Τι κάνουν λοιπόν οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με
τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ!
Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και
τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα
στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και
τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των
πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του
κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια μόνο μια κανονιά, μια
διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα
στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κ η εντολή δε δόθηκε.
(Ματωμένα χώμτα, σσ. 288-9)
Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ χαιρέτα μου τη γη όπου μας
γέννησε, Σελάμ σοϊλέ... Ας μη μας κρατάει κάκια που την
ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα
στους αίτιους! (σ. 313)
πόλη τυλίχτηκε στις φλόγες στις 13 Σεπτεμβρίου, 19 συνολικά πλοία μπήκαν στη Σμύρνη να σώσουν τον κόσμο. Συνολικά 300.000 πρόσφυγες πέρασαν στην Ελλάδα.Οι εμπρησμοί κατέστρεψαν τα 3/5 της έκτασης της Σμύρνης αφήνοντας άθικτη την τουρκική συνοικία.»
«Όταν η

«Οι γονείς μου κατοικούσαν στη Σμύρνη και ωνομάζοντο Ανδρομάχη και Κωνσταντίνος Χατζημάρκου. Ο πατέρας μου είχε ξενοδοχείο ύπνου, καφενείο και ηλεκτροκίνητο καφετριβείο “η Μόκα” στην προκυμαία της Σμύρνης...»

«Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού
πληθυσμού, Ελλήνων και Αρμενίων, προς τη μικρασιατική
ακτή, που -κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού
Πατριαρχείου- έφτανε τις 250.000, άρχισε μετά την ήττα του
ελληνικού στρατού και την κατάρρευση του Μετώπου στα
μέσα Αυγούστου του 1922.»

«Οι μαρτυρίες για όσα συνέβησαν στην πόλη πριν την πλήρη
εκκένωση της είναι ανατριχιαστικές. Οι Αρμένιοι και οι
Έλληνες άντρες από 15 μέχρι και 45 ετών οδηγήθηκαν στα
τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού) που βρήκαν τραγικό

θάνατο από την εξουθενωτική εργασία και τις ταλαιπωρίες.
Περίπου 160.000 άντρες δεν γύρισαν ποτέ.»

Μια συγκλονιστική ιστορία από τη Σμύρνη
«...Όταν πέθανε η Σμυρνιά γιαγιά της ήταν 96 ετών, πλήρης
ημερών και έχοντας ζήσει μια δύσκολη ζωή. Μέχρι την ημέρα
της κηδείας η Κατερίνα Καραγκούνη, 18 ετών τότε, δεν είχε

αντιληφθεί πως το όνομα της γιαγιάς της ήταν Άννα και όχι
«νενέ» όπως είχε μάθει να την φωνάζει...»
«Δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομά της, όλοι τη φωνάζαν νενέ,
που θα πει στα σμυρναίικα γιαγιά, και εγώ νόμιζα ότι έτσι τη λένε. Έμαθα το όνομά της… τη μέρα της κηδείας της. Αυτά
έζησε η γιαγιά η Νενέ –όπως τη φώναζα εγώ– η νενέ η Άννα…!»
Η νενέ, η Άννα…
«… η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού χτύπησε πένθιμα…
Η γιαγιά μου, η νενέ, όπως τη φώναζαν στη Σμύρνη, έφυγε για
την γειτονιά των αγγέλων χαράματα τούτο το πρωινό.
«...Χρειάστηκε να περάσουν τόσα χρόνια και μόλις σήμερα,
στο τέλος της ζωής της έμαθα ότι το πραγματικό της όνομα
ήταν Άννα…»
«...Η Άννα, η γιαγιά μου ήταν από τη Σμύρνη...»
«Σε αυτήν την εικόνα μπορούμε να διακρίνουμε τους Έλληνες
της Μικράς Ασίας, να καταφεύγουν στην προβλήτα-λιμάνι,
για να σωθούν τόσο από τις φωτιές όσο και από τους
Τούρκους-Κεμαλιστές. Οι Έλληνες προσπαθούν μέσα στην
όλη κατάσταση και ένα ασφαλές μέσο, για να σωθούν, ενώ
από πίσω τους, βλέπουμε Τούρκους ιππείς να τους
καταδιώκουν και κτίρια , που πολύ πιθανότατα να ήταν
σπίτια, μαγαζιά και γενικότερα περιουσίες, να φλέγονται. Με
άλλα λόγια, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, είχαν δύο εχθρούς να αντιμετωπίσουν ταυτόχρονα. Ο ένας ήταν η φωτιά, που σάρωνε ό,τι έβρισκε. Από σπίτια, ιδιοκτησίες, εκκλησίες, σχολεία, μαγαζιά, σε ανθρώπους, οικογένειες, παιδιά, γυναίκες, άντρες, ζώα. Ο δεύτερος εχθρός ήταν φυσικά οι Τούρκοι, που απάνθρωπα δίωκαν τους ανυπεράσπιστους και άοπλους Έλληνες, που έτρεχαν για την ζωή τους.»

Έρνεστ Χέμινγουει
«Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους [από τους πόνους της γέννας]. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά... Δεν
ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο
Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε
να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς τη Μακεδονία».

Γιώργος Σεφέρης: Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ‘ναι τα χρόνια

δίσεχτα,πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός
βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το
κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια. Μη μου
μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό μήτε για τη
μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την
ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως
έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.»
«Μετά την κατάληψη της Σμύρνης από τους κεμαλικούς, Έλληνες πρόσφυγες αναζητούν με αγωνία μέσο σωτηρίας.
Πίσω τους διακρίνονται Τούρκοι ιππείς και πυρπολημένα κτίρια.»
Ηλίας Βενέζης: Περπατά και μετρά: Δυo κεφάλια…
«...Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μια μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγιες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λεν «Κιρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτή τη

χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα
χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη Σμύρνη κι απ’ τη Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής.
Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το νερό της χαράδρας που
κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω. Έτσι
φτάξανε ίσαμε το δρόμο, στις ράγιες. Ο Ντελλάρα σα θα
‘ρχόταν θα φούμερνε ένα πούρο. Μες στο «βαγκόν-λι». Θα
κοίταζε απ’ το παραθυράκι όξω και θ’ αποθαύμαζε το τοπίον.
Εκεί, άξαφνα, μπορούσε να προσέξει τα κουφάρια.
Κεραμιδαριό η έκσταση! Λοιπόν η δουλειά μας όλη τη μέρα
ήταν να σπρώξουμε τα κουφάρια, που ατάχτησαν, προς τα
μέσα. Να μη φαίνουνται.Στην αρχή μας έκανε κακό να τα

πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να τα
κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι κάναν κι αστεία .– Τι βαστάς; ρωτούσε ένας.Ο άλλος κοιτάζει την αγκαλιά του. Περπατά και μετρά: –Δυo κεφάλια. Πέντε καλάμια. Έξι χτένια. -Αρσενικοί, για θηλυκοί ; – Σαν αρσενικοί μοιάζουν .– Δεν ψούνισες καλά, σύντροφε!– Γιατί; Ο άλλος δείχνει θριαμβευτικά τη δική του αγκαλιά: – Κοίτα δω! Μια λεκάνη, δυο λεκάνες, τρεις λεκάνες! Και μοιάζει όλο γυναικείο πράμα….» Η Φιλιώ Χαιδεμένου πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία και ιδρύτρια του Λαογραφικού Μικρασιατικού Μουσείου στο Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας είχε πει:
«Όλη νύχτα ράβαμε σημαίες. Θέλαμε τους Έλληνες να τους
ντύσουμε να τους βάλουμε στα σπίτια μας.
Οι μικρασιάτες τους υποδέχτηκαν σαν Βυζαντινούς αυτοκράτορες.
Με αγκαλιές, λουλούδια και γλυκά τους υποδέχτηκαν.
Οι γυναίκες είχαν βγάλει τα στεφάνια τους και στεφάνωναν τους
ναύτες. Αυτή η χαρά που αισθανθήκαμε δεν λέγεται με λόγια.
Τα δικά μας παιδιά πήγαιναν εθελοντές. Τρία χρόνια περάσαμε με τους Έλληνες»
«Η ιστορική έρευνα έχει αποδείξει ότι ο εμπρησμός της
Σμύρνης ήταν αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδίου των
Τούρκων, ωστόσο κάποιοι ανιστόρητοι υποστηρίζουν ότι την
έβαλαν φεύγοντας οι Έλληνες.
Αρκετοί την αποδίδουν σε ατύχημα, ενώ έχει ερευνηθεί ακόμα
και η κατεύθυνση του αέρα, στην προσπάθεια να απαντηθεί

το εύλογο ερώτημα, πώς κατάφεραν οι μουσουλμανικές
συνοικίες, να βγουν αλώβητες από την καταστροφή.
Η φωτιά, που ξέσπασε στην αρμένικη συνοικία,
ονομάστηκε
από πολλούς Τούρκους απλώς «πυρκαγιά», ενώ στην ουσία
ήταν ο εμπρησμός μιας εθνότητας.
Την ώρα που η φωτιά κατέστρεφε σπίτια και περιουσίες, οι
Τούρκοι σκότωναν, κακοποιούσαν και εξευτέλιζαν με κάθε
τρόπο τους Έλληνες.
Όσοι κατάφερναν να γλιτώσουν από τα χέρια των διωκτών,
έτρεχαν στο λιμάνι κι εγκατέλειπαν την πόλη. Πολλοί έπεφταν
ακόμα και στη θάλασσα για να σωθούν. Ο απολογισμός ήταν τραγικός.
Στην καταστροφή σημαντικός ήταν και ο ρόλος των
συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίες έμειναν προκλητικά
αμέτοχες. Φυσικά υπήρξαν και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, υπήρξε ένας Αμερικανός που πλήρωσε από την τσέπη του για να εξασφαλίσει τις ζωές των προσφύγων.»
«Όταν έγινε η οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού από το
μικρασιατικό μέτωπο, εμείς δεν ξαφνιαστήκαμε σαν κι όλο τον
κόσμο. Μας το ΄γραφε ο αδερφός μου. Θέλαμε να
παντρέψουμε την αδερφή μας και του ΄γραφε η μάνα μας
πως λογάριαζε να της αγοράσει ένα σπίτι και του ζήταε τη

γνώμη του· και αυτός της έγραφε: “Μην αποφασίζεις τίποτα
μητέρα, η κατάσταση δεν είναι καλή, νομίζω ότι θα διαλυθεί
το μέτωπο.»
«Η μικρασιατική εκστρατεία και οι άμεσες και έμμεσες συνέπειές
της έγιναν η αιτία για μια πλούσια βιβλιογραφική παραγωγή.
Μερικά από τα έργα αυτά μπορούν να θεωρηθούν πλέον κλασικά.

Λόγω της μεγάλης διεθνούς σημασίας της η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης αρκετών ξένων
επιστημόνων. Η διεθνής βιβλιογραφική παραγωγή καλύπτει μεγάλο εύρος θεμάτων.»
“...Κλαίγαμε και οι δυο .
Είχαμε βουτήξει το πρόσωπό μας στη σημαία και κλαίγαμε ....
Να, όπως βουτάς το δάχτυλο που έχεις τη χιονίστρα στο
κουτάκι με το λάδι.
Μην κλαις πάνω στο σταυρό
κόρη μου, δεν κάνει.
Δεν κλαίω στο σταυρό μάνα, στη θάλασσα κλαίω.
Δεν παθαίνει τίποτα η θάλασσα
Παθαίνει παιδί μου, πώς δεν παθαίνει.
Η θάλασσα πρέπει να είναι αλμυρή
και συ με τα δάκρυα σου την πικραίνεις.

Μη μου ραγίζεις άλλο την καρδιά.
Έχεις δίκιο μανούλα μου, αλλά εγώ κουβεντιάζω μαζί της. Και
ξέρεις τι μου λέει;
Μου λέει αν θες να κρατηθείς ζωντανή
να μην ξεχνάς.
Μην ξεχνάς, είναι αμαρτία να ξεχνάς”…
Απόσπασμα από το θεατρικό έργο “Αγγέλα Παπάζογλου”





«Θεώρησα ότι ήταν
αναγκαίο να ειπωθεί
καθαρά, στον
αγγλόφωνο κόσμο
τουλάχιστον, τι σήμαινε
για εκατοντάδες
χιλιάδες ανθρώπους
εκείνο το οποίο κατ
ευφημισμόν
αποκαλείται
“ρεαλιστική πολιτική”, που πληρώθηκε με
αίμα, δάκρυα, εξανδραποδισμό και

στρατιές προσφύγων. Οι
Άγγλοι θα έπρεπε να
αισθάνονται ντροπή για
αυτό, όσον αφορά
τουλάχιστον το μέρος
της ευθύνης που τους
αναλογεί». "
Giles MiltonΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ Η ελεγεία του πόνου στο «Νούμερο 31328»
«Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της
Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να
μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για
τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική
γη…
Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου

έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:
– Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;
– Να ξεχάσω! είπα απλά.
– Πρέπει να τα γράψεις όλα.
– Ολα; ρώτησα με αγωνία.
– Ολα».
Ernest Hemingway: “Στην προκυμαία της Σμύρνης”
«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε...Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην
κάνουμε τίποτα... Το παράξενο ήταν, είπε [ο υποτιθέμενος
αξιωματούχος του αμερικάνικου πολεμικού που διηγείται την ιστορία], πώς ούρλιαζαν κάθε νύχτα τα μεσάνυχτα. Δεν ξέρω
γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Ήμασταν στο λιμάνι κι αυτές
στην προκυμαία και τα μεσάνυχτα άρχιζαν να ουρλιάζουν.
Στρέφαμε πάνω τους τους προβολείς και κι αυτές τότε σταματούσαν. ...».
Ο Χεμινγουέι ως πολεμικός ανταποκριτής είναι πιο σαφής.
Ξέρει ότι 1.250.000 Έλληνες διώχτηκαν από τα σπίτια τους
με την ανταλλαγή των πληθυσμών: «Ό,τι και να πει κανείς για
το πρόβλημα των προσφύγων στην Ελλάδα δεν πρόκειται να
είναι υπερβολή. Ένα φτωχό κράτος με μόλις 4 εκατομμύρια
πληθυσμό πρέπει να φροντίσει για άλλο ένα τρίτο των κατοίκων. Και τα σπίτια που άφησαν οι Μουσουλμάνοι που έφυγαν δεν επαρκούν σε τίποτα, χώρια η διαφορά στο επίπεδο κουλτούρας που είχαν συνηθίσει οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη».
Από την περιφέρεια Σμύρνης
«Ένα κομμένο χέρι»
Aλέξης Αλεξίου
«Όλος αυτός ο κόσμος, ο χιλιάδες κόσμος, προχωρούσε προς
το Κορδελιό, γιατί διαδίδονταν πως στο Κορδελιό αράζουν
διάφορα βαποράκια και σώνουν τον κόσμο. Κατά το
απογευματάκι φτάξαμε στο Μπαργιακλί που κι αυτό είχε
εκκενωθεί από τους κατοίκους του. Οι δρόμοι και η πλατεία
του χωριού με τα πλατάνια ήταν γεμάτα από κόσμο, που
κάθισε να ξαποστάσει. Ο πατέρας μου βρήκε ένα ωραίο άδειο
σπίτι και πήγαμε εκεί μαζί με άλλους να περάσουμε τη νύχτα.
Αφού μας άφησε, βγήκε όξω να ζητιανέψει τρόφιμα· θυμούμαι
που μας έφερε σατσόπιτες που του ΄δωσαν άλλοι χριστιανοί.
Φαίνεται πως κάπου βρήκαν λίγο αλεύρι, κάναν όπως- όπως
λίγο ζυμάρι και το ψήσαν απάνω σε λαμαρίνα με κουκουνάρες που πέφταν από τα πεύκα.
Νερά είχε τρεχούμενα. Οταν έπεσε η νύχτα, ήθελα να πάω
κάπου, πριν να κοιμηθούμε. Ολα γύρω πίσσα, σκοτάδι, μέσα κι όξω. Ανάβαμε σπίρτα κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει το αποχωρητήριο· στο ίδιο πάτωμα που μέναμε δεν υπήρχε·
βρήκαμε μια σκάλα. Ανάβει κι άλλο σπίρτο στο σκοτάδι, βρήκε το αποχωρητήριο και με φώναξε να πάω. Ξεκινώ να
πάω εγώ εκεί που έβλεπα τη φλόγα του σπίρτου. Το σπίρτο
έσβησε, αλλά συγχρόνως σκουντούφλησα σε κάτι μαλακό·
μπάζω τις φωνές. Ο πατέρας μου άναψε κι άλλο σπίρτο και
προχωρούσε προς εμένα. Στο τρεμάμενο φως του σπίρτου
είδαμε με φρίκη ότι είχα σκουντουφλήσει σ΄ ένα κομμένο
χέρι και λίγο πάρα κάτω είδα φευγαλέα ένα πτώμα γυναικείο.
Είχε γίνει μέσα εκεί μακελειό. Ο πατέρας μού είπε να μην πω
τίποτα απ΄ αυτά που είδαμε στη μητέρα».
Bιβλιογραφία- Πηγές
Το Αρχείο της ΕΡΤ
Αφιέρωμα του Αρχείου Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Φωτόδεντρο
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Εφημερίδων και Περιοδικού Τύπου της
Εθνικής Βιβλιοθήκης
Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
Ιστολόγιο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Ιστολόγιο DIALOGOS
Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας
Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης & Ηλεκτρονικού περιεχομένου
Γνωρίζοντας την Ιστορία μας – Μικρασιατική Καταςτροφή
Ένωση Προφορικής Ιστορίας
Σμύρνη 1922
Πλατφόρμα ΑΙΣΩΠΟΣ
Διαδικτυακό Φωτογραφικό Υλικό