κραυγές και γέλωτες

Page 1

ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος ΆπΆντΆ

Σωτήρης Ντανοβασίλης

κραυγές και γέλωτες

Διηγήματα – Ποιήματα

2η έκδοση

– ΑΘΗΝΑ 2024 –

Τι Τλος Κραυγές και γέλωτες

ς υγγρΑ φέ Α ς ςωτήρης Ντανοβασίλης email: ntanas8@gmail.com

έ πιm έ λ έ ι Α - Διορθω ς η Όλγα παλαμήδη

Layout - Design myrtilo, λένα παντοπούλου

Copyright© 2021

ςωτήρης Ντανοβασίλης

π ρ ωΤ η έΚΔο ς η Αθήνα, ιούνιος 2021

Δ έυ Τ έρη έΚΔο ς η Αθήνα, φεβρουάριος 2024

is B n 978-618-205-110-8

ΚέΝΤριΚη ΔιΑθέςη Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | Τηλ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

κραυγές και γέλωτες
Περιεχόμενα

στη Βενετία....................85

Σημείο μηδέν .............................87

ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ...89

φυλακισμένος......

— 4 —
Προλόγου ........................... 7 H ρώγα ......................................... 7 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ............................. 9 Η ελίτσα ..................................... 11
O Άρης .......................................24 Το καλσόν.................................. 31 Αλί Αχμπάρ ............................... 33 Το κέρασμα ............................... 37 Αδελφή Δαμασκηνή .................39 Πρασινοσκουφίτσα ................. 46
....................... 51 Το φεγγαροδρόμι .....................62 Πιανίστας μποξέρ ..................... 70 Άλλοι κόσμοι ............................73 H φωτογραφία ..........................77 Ένας θάνατος ............................ 81 Ο ζητιάνος .................................83
Αντί
Ακουέριας ..................................20
Παιχνιδόκοσμος
Γάμος
Κρεμασμένη .............................. 91 Το στοίχημα ..............................93 Η Μαριγούλα .......................... 105
119 Το άρωμα .................................122 Η μπλε πεταλούδα ................ 124 Το δόντι .................................. 126 Ο Ινδιάνος .............................. 128 Ελεύθερος
133 Μια ληστεία ............................139 Προς Μίλτους ......................... 145 Οι Μάσκες ............................... 147 Διατίθεται ................................ 149 Περί ποιήσεως Α΄ ....................150 Περί ποιήσεως Β΄ ................... 151 Περί πεζογραφίας ................... 153 Το πτώμα ................................. 155 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ........................... 157 Τα πουλιά ................................. 159 Σεληνόφως ..............................160 Φωτάκια................................... 161 Διάθλαση ................................. 163 Σταγών .....................................164 Χελιδόνια ................................. 165 Να ’ρχεσαι ................................166 Σαν ένας .................................. 167 Έρχεται! ................................... 169 Δωρεά ....................................... 170
Δεισιδαιμονίες.........................
— 5 — Συντεταγμένες ........................ 172 Βαγόνια .................................... 173 Πορτοκάλι ............................... 174 Τα δέντρα ................................ 175 Σκάκι ........................................ 176 Άσε με ......................................177 Ξένο σώμα ............................... 178 Μοχάμεντ ................................ 179 Κιλελέρ ....................................180 Λατινο-Αμερική ...................... 181 Γιουγκοσλαβία ........................ 182 Φωνή ........................................ 183 Μεταμόρφωση ........................184 Το κερί...................................... 185 Η τρίχα .....................................186 Το καδράκι ..............................188 Η διαφορά ............................... 189 Το δάκρυ ..................................190 Απλώς ...................................... 191 Ανατολή ...................................192 Το φέγγος ................................193 Αφή ...........................................194 Το φλιτζάνι ..............................195 Αιγαίο .......................................196 Τα αποδημητικά......................199 Πάρ’ το σαν... .......................... 200 Τα σπίτια ..................................201 Όταν οι... ................................. 202 Νερό ........................................ 203 ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ... 205 Καρδίτσα ................................ 207 Το Μπουρανί ........................... 210 Παραμιλάμε ............................ 213 Η επανάσταση των αμνών .... 214 7ος............................................. 216 Εύα ............................................ 217 Καθρέφτης............................... 218 Καζανάκι ................................. 220 Μόνο για άντρες.....................221 Παλιάτσος .............................. 223 Το δισάκι ................................. 224 Καλημέρα ............................... 225 Παρατεταμένη παρακμιακότητα.................... 226 Το ταξίδι μου ...........................227 Κι έπειτα ................................. 238 Ίσως ......................................... 242 Κλαψερά ................................. 243 Κραυγές και γέλωτες... ........ 244 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ .. 245 Το περιγιάλι ........................... 247 Θα τον σκοτώσω .................. 249 Το μικρό σπίτι στο λιβάδι ..... 251 Ωχ .............................................252 Γενικώς .................................... 254 Παράκρουση ...........................255
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Η

ελίτσα

Επιτέλους ελεύθερη, έξω, στον ήλιο, στη βροχή, στον αέρα, μακριά από τη στριμούρα, τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα και την κλεισούρα του θερμοκηπίου, σε μια πλαγιά σε χαμηλό λοφάκι, με λιόδεντρα τριγύρω, τη θάλασσα δίπλα μου, το Πήλιο απέναντι, και τον ήλιο κάθε πρωί να προβάλ-

λει πάνω μου και να με θρέφει όλη μέρα με τις ακτίνες του,

να απλώσω γρήγορα τις ρίζες μου στο πλούσιο χώμα και τα

κλαδιά κάθε χρόνο να φουντώνουν και να λυγίζουν απ’ τις

ελιές, για να ’χει να πορεύεται ο κόσμος με τους καρπούς

μου και το λαδάκι μου... Ονειρεύομαι πώς θα είναι η κατοι-

κία μου καθώς με μεταφέρουν πάνω στο φορτηγό.

Καθότι όμως δύσκολοι οι καιροί, οι άνθρωποι κακοί, η

φύση υποφέρει και ποτέ κανείς δεν ξέρει το αύριο τι θα του

φέρει. Κι επειδή εντάξει, δεν λέω, ξεχώριζα καθώς ήμουν η

πιο όμορφη ανάμεσά τους, η πιο ψηλή, η πιο λυγερή με ίσιο

το κορμί, τα μαλλάκια μου... συγγνώμη, τα κλαδάκια μου

απλωμένα όμορφα και φουντωτά γύρω γύρω σαν παιδι-

κή πράσινη ομπρελίτσα, με ξεχώρισαν και με φύτεψαν σαν

καλλωπιστικό σε ζαρντινιέρα, στον κεντρικό σταθμό των

τρένων!

Δεν άντεχα. Μαράζωνα. Τα φύλλα μου πέφταν και τα

κλαδάκια ξηραίνονταν εκεί μέσα δίχως ήλιο, με τα τρένα

να περνούν και να σφυρίζουν, και τους επιβάτες με φωνές

και φασαρία να μου πετούν τα αποτσίγαρά τους. Παρέα συ-

νέχεια με κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε φιστικιάς φιστίκι –

χωρίς να στραγγίσω καθόλου από σοφία, που την έχω σαν

— 11 —

Το καλσόν

Μαύρο το χρώμα του! Και βέβαια μαύρο... Τι άλλο θα μπορούσε να ’ταν, όταν ντύνεις αλάβαστρον; Και αφού λευκή πάλλευκη η επιδερμίδα, που της δίνει μια μυστηριακή απόχρωση του ασπρόμαυρου, κυρίως στα πιο σκοτεινά σημεία.

Διαφανές, λες και είναι ένα με το δέρμα της, δεν σου κρύβει τίποτα! Ακόμα κι εκείνο το κοκκινωπό σπυράκι πάνω

απ’ το γόνα εσωτερικά, σου το δείχνει ξεκάθαρα μέσα από το σκίσιμο της στενής φούστας, όταν τα ανοίγει, για κάποια από τις αγαπημένες μου φιγούρες.

Κι εκείνη η ελαφριά γυαλάδα, σαν ανοιγοκλείνουν σκερτσόζικα στον αέρα και πέφτει πάνω τους η δέσμη, πώς τα κάνει κι αστράφτουν και με τυφλώνουν! Και πόσα αστράκια με κάνουν να βλέπω από την αντανάκλαση και παθαίνω βαριά αντράλα!

Και το γοβάκι; Ταπεινό γλαστράκι στο ποδαράκι! Γαριφαλάκι εγώ μυρίζω από την ύφανση!

Και λεπτό, πολύ λεπτό πρέπει να ’ναι, γιατί σου δίνει την αίσθηση ότι δεν φοράει κατιτί παραπάνω απ’ το δέρμα· απλώς η επιδερμίδα.

Και το πιστεύω πλέον ακράδαντα, το πήρα απόφαση. Τη νιώθω εξάλλου στο πετσί μου, στην ύφανσή μου, όπως όταν στη φιγούρα εκείνη του αργεντίνικου, που σαν συνουσιαζόμενα φίδια τα δύο πόδια κουλουριάζονται... που, κρίμα... μόνον εδώ κάτω, στους αστραγάλους, αγγίζω και αγγίζομαι, συστέλλομαι και διαστέλλομαι, μου ανεβαίνει η τρίχα των νημάτων μου από την έξαψη, χάνω την ελαστικότητά

— 31 —

Πρασινοσκουφίτσα

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ μακριά, όπως εκείνο τον πολύ παλιό καιρό όπου οι λύκοι ήταν τέρατα και η κοιλιά τους χωρούσε τουλάχιστον δυο ανθρώπους... Μιλάω

για πιο αργά, μετά Χριστόν και προ Κορονοϊού, τη μεγάλη εκείνη πανδημία που σχεδόν αφάνισε το ανθρώπινο είδος, εκτός εκείνων που κατέφυγαν στα Όρη και στον Άρη... Τότε που οι λύκοι ήταν σαν τους σκύλους και δάγκωναν απλώς. Αλλά και πάλι, και τότε τα πράγματα δεν ήτανε καλύτερα ούτε διαφορετικότερα – οπωσδήποτε χειρότερα και κάπως μυστήρια.

Σε πλαγιά ψηλού βουνού, σε ξέφωτο καταπράσινο λιβαδάκι, με πυκνό χορταράκι σαν φλοκάτη στρωμένη παντού

ως τα ψηλά δέντρα που το περιτριγυρίζουν, με ρυάκι να

κυλά γάργαρο κελαηδιστό νερό μέσα απ’ την αυλίτσα της

γέρικης καλυβίτσας, που τώρα έχει για σκεπή και τοίχους

τις φυλλωσιές και τα πυκνά κλαδιά των γύρω δέντρων, σαν να προστατεύουν και σφιχταγκαλιάζουν όλο τον χώρο, και με γειτόνους όλα τα πουλιά και τα ζώα του δάσους που

έχουν τις φωλιές τους στα κλαδιά και στους κορμούς των

δέντρων... Είναι το μέρος όπου ζει χρόνια και χρόνια, αιώνες και αιώνες τώρα, η Πρασινοσκουφίτσα μας –το αιώνιο κοριτσάκι, το αγοροκόριτσο του δάσους– με τη σοφή γιαγιά της, ίδια κι απαράλλαχτη όπως τότε... Που ξαναγεννήθηκαν με καισαρική, την εποχή των μεγάλων σαρκοβόρων, με διαφορετικό σκουφάκι... Από χόρτα που φυτρώνουν σαν

ματόκλαδα στις άκρες στο ρυάκι, της έπλεξε η γιαγιά της

— 46 —

H φωτογραφία

Πάνε τώρα δύο ολόκληρα μερόνυχτα που δεν έπαψα να την

κοιτώ και να την ξανακοιτώ, ν’ αναπολώ, να θυμάμαι και να ξαναθυμάμαι σαν χθες τη φωτογραφία εκείνη, της ημέρας εκείνης.

Ήταν ημέρα Τρίτη που μ’ επισκέφθηκε καταχαρούμενη η αγαπημένη μου ανιψιά, η Έλλη, της αδελφής μου της Χαρίκλειας η κόρη, με τον αρραβωνιαστικό της τον Νέστορα, που την αγαπούσα και τη δασκάλευα σαν παιδί μου και συνεχίζει να με επισκέπτεται τακτικά· η μόνη εξάλλου.

«Θείε, θείε, θειούλη μου, το δώσαμε το σπίτι, επιτέλους, αντιπαροχή και θα πάρουμε τρία μεγάλα διαμερίσματα!»

«Αλήθεια; Πότε;» τη ρωτώ, διότι κατά βάθος δεν ήθελα να δώσουμε κείνο το πανέμορφο πέτρινο παλιό πατρικό μας με τις τόσες αναμνήσεις για τρία κουτιά διαμερισματένια... Τι να ’κανα κι εγώ! Πέτρωσα την καρδιά μου, πήρα κι ένα μειδίαμα. «Ξεκινούν καινούργια ζωή, παντρεύονται.

Πού θα στεγαστούν;» διερωτήθηκα... και συμφώνησα.

Φεύγοντας ο Νέστορας, μ’ άφησε και μια μεγάλη παλιά

τσάντα, που μετά θυμήθηκα ότι ήταν της αδελφής μου από το Γυμνάσιο.

«Μαζεύοντας τα πράγματα από το σπίτι πριν φύγουμε, βρήκα στην αποθήκη κι αυτή την τσάντα με διάφορα τετράδια, μολύβια, πένες, φωτογραφίες, κασετίνες, και είπα να μην την πετάξω μαζί με τ’ άλλα παλιοπράγματα», μου είπε χαιρετώντας με.

Μια παλιά τσάντα σχολική... Ανοίγοντάς τη, ψάχνοντάς

— 77 —
ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Κρεμασμένη

Αααχ... Ααααχ... Τι να πω και τι να κάνω τώρα... Τι να θυμηθώ και τι να λησμονήσω έτσι όπως την κοιτώ! Τι να πιάσω, τι ν’ αφήσω και τι να ’μολογήσω... Που από πουρνό πουρνό που σηκωνόμουν και την έπιανα για να πάω για κατούρημα, μέχρι το σούρουπο που γύρναγα να πλαγιάσω, δεν την άφηνα καθόλου σε ησυχία την καημένη...

Σάμπως ήταν μια και δυο μονάχα; Ολόκληρη αγέλη είχα· μία μία να τις ξεβγάζω, μία μία να τις βάζω μέσα...

Όλη μέρα ήμουν καταπάνω και πρόσεχα μην ξεστρατίσει καμία, μη χαθούν, μην κλεφτούν... Αλλά αυτή όμως πάντα λεβέντισσα. Όρθια, σκληρή και αμείλικτη, κρανίσια, με βοηθούσε αποτελεσματικά να τις κρατάω στον ίσιο δρόμο

και να βαράω στα καπούλια αν καμία μού έκανε τη ζόρικη. Τους είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος όταν τη σήκωνα

και την κουνούσα απειλητικά στον αέρα... Χρόνια και ζαμάνια, από τότε που τα παράτησα και δεν άφηνα κορφή για

κορφή, λαγκάδια και πλαγιές, ποτέ δεν με απογοήτεψε. Μ’ έβγαζε πάντα ασπροπρόσωπο και κορδωνόμουν σαν γύφτικο σκεπάρνι.

Στα κακοτράχαλα μονοπάτια της ζωής μου, στις δύσκολες ανηφοριές και κατηφοριές που έβρισκα μπροστά μου, πάντα σ’ αυτή στηριζόμουν και με βοηθούσε να προχωρήσω. Ακόμα κι όταν κατακουρασμένος και καταϊδρωμένος άραζα σε κάνα βραχάκι να ξαποστάσω, με τον Γκέκα πάντα δίπλα μου να ξύνεται πάνω της, σ’ αυτήν απάνω ακουμπούσα κι έπαιρνα κουράγιο και δύναμη να σηκωθώ.

— 91 —

Το στοίχημα

Στενή! Πολύ στενή, ρε γαμώτο! Πάρα πολύ στενή και σφιχτή, δεν μπαίνει καθόλου. Προσπαθώ ξανά και ξανά, φιλότιμα και δυνατά, αλλά αδύνατον, δεν χωράει με τίποτα. Δοκιμάζω πρώτα να βάλω το κεφάλι, μάταια· σφηνώνει και δεν προχωράει. Τη βγάζω, την ξαναβάζω... πολλές φορές. Μπαίνει λίγο στην αρχή και μετά φρακάρει. Μπα! Προσπαθώ μετά με το δεξί, τίποτα. Το αριστερό, ούτε. Τι γίνεται; Η ώρα περνάει. Αρχίζω και αγχώνομαι. Θα σκάσω. Ο ιδρώτας

ποτάμι, η ζέστη στην καυτή άμμο ανυπόφορη. Ο τζίτζικας

στο αλμυρίκι πάνω απ’ το κεφάλι μου, που άραξα από κάτω, μου τη δίνει στα μηνίγγια και κάποιοι παραπέρα, αδιάκριτοι και ειρωνικοί, χαχανίζουν προκλητικά.

«Να βοηθήσω;» ακούγεται ξαφνικά μια φωνή από κάποιον παρακείμενο λουόμενο.

«Πωπώ, ξεφτίλααα, ρεζίλι έγινα! Άσε μας, ρε άνθρωπε. Δεν μας παρατάς κι εσύ... Έχω τις σκοτούρες μου, έχω κι εσένα από πάνω. Έχε χάρη, ρε μπαγάσα, που έχω βάλει στοίχημα και βιάζομαι να προλάβω, αλλιώς θα σου ’λεγα εγώ. Άντε, μη βγάλω το βλάχικό μου και το μαγκιόρικο, και δεν θα ξέρεις κατά πού να κάνεις. Γιατί εμείς οι ορεινοί, καίτοι σπουδαγμένοι, δεν τη χαρίζουμε σε κανέναν».

Δεν θυμάμαι αν του τα είπα από μέσα μου ή φωναχτά, αλλά μάλλον από μέσα μου, διότι ο τύπος με πλησιάζει κι άλλο. Εντάξει, είμαι λίγο αδέξιος σαν πρωτάρης, αλλά δεν

δικαιολογείται... Την είχα δοκιμάσει, εξάλλου, και μου πήγαινε και πολύ ωραία!

— 93 —

Η Μαριγούλα

Αχ! Μαριγούλα, Μαριγώ!

— Δεν παίζεσαι, θα μας τρελάνεις, ρε μάνα, μα τον Θεό!

— Σύνελθε επιτέλους, σε παρακαλώ.

— Άκουσέ με...

— Κρίμα, κρίμα! Γιατί μας το κάνεις αυτό;

— Τι θέλεις, τέλος πάντων; Απορώ!

Δεν είσαι δα και τόσο δα μικρούλα, κι ας σε λέμε Μαριγούλα.

Σαν δεν ντρέπεσαι, ογδόντα δύο χρονώ.

— Έλα τώρα, κόφ’ το. Αρκετά μας τα ’πρηξες.

— Σκέψου, σκέψου λίγο, ρε γιαγιούλα...

— Λυπήσου μας, τι ψυχή θα παραδώσεις στον Θεό;

— Όχι. Όχι. Όχι... που να βγάλτε όλοι τον σκασμό!

Κόρη: Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, ποιος σε φροντίζει, ποιος σε ταΐζει, ποιος τα φάρμακα σου δίνει; Κάθε μέρα, κάθε νύχτα, όλα αυτά τα χρόνια, ποιον έχεις δίπλα να σε

βοηθά, ακόμα και να σε στηρίζει, τώρα που είσαι εντελώς

ανήμπορη; Σου ζήτησα ποτέ να κάνεις κάτι χωρίς τη θέλησή

σου; Σου έφερα ποτέ αντίρρηση σε ό,τι μου ζητούσες; Αφού

ξέρεις, σε όλα σχεδόν συμφωνούσα μαζί σου· για τους παπάδες και την εκκλησία, ακόμα και στα πολιτικά, που θυμάσαι, νομίζω, πως σαν φοιτήτρια, αλλά και μετά, ήμουνα

πρώτη στους αγώνες και στις διαδηλώσεις, και πάντα άκουγα τους ινστρούχτορες και βοηθούσα το Κόμμα, και ήξερα απέξω κι ανακατωτά όλα τα τσιτάτα του Μαρξ και του

— 105 —

Το πτώμα

«Εμπρός... Εμπρός... Ακούτε; Το 100 εκεί; Τρέξτε. Τρέξτε, ένα πτώμα! Ένα πτώμα... πτώμα στην... »

«Σας άκουσα, κύριε, σας άκουσα! Περιμένετε. Πώς κάνετε έτσι; Βλέπετε, μιλάω στην άλλη γραμμή!...

»Ησυχία, ρε παιδιά. Μιλάω στο τηλέφωνο, πιο σιγά. Με

ζαλίσατε απ’ το πρωί με τα ποδοσφαιρικά σας. Δεν βλέπετε; Δουλεύω...

»Ορίστε, κύριε, σας ακούω τώρα, τι θέλετε; Μ’ ακούτε; Σε σας μιλάω με το πτώμα... Έκλεισε!»

«Εμπρός... Εμπρός... Το 300 εκεί;»

«... Ναι».

«Παίρνω στο 200 και είναι απασχολημένο. Πρόκειται για ένα πτώμα που...»

«Στο 200, κύριε, το 200 είναι αρμόδιο».

«Μιλάω για πτώμα, για νεκρό, άνθρωπέ μου! Δεν καταλαβαίνετε... Το ’κλεισε!»

«Εμπρός... Εμπρός... Εμπρός... Το 400 εκεί;»

«... Ναι».

«Επιτέλους. Σας παρακαλώ, κύριέ μου, ακούστε με, ένα πτώμα...»

«Ξέρετε πού πήρατε; Εδώ είναι υπουργείο, κύριε».

«Το ξέρω. Το ξέρω!... Το ’κλεισε!»

«Εμπρός... Εμπρός... Εμπρός... Εμπρός. Ο υπουργός εκεί;»

«Ο υπουργός είναι σε σύσκεψη. Θ’ αργήσει. Είμαι ο

— 155 —
ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Χελιδόνια

Ήρθαν κάποια χελιδόνια

Καταμεσής στα χιόνια, Τρύπωσαν ωσάν ριπές

Μέσ’ απ’ τις ρωγμές,

Σπαθίσαν στον αέρα

Φορές αρκετές,

Και κουρνιάσαν πάνω μου στις πλάτες, Κατά πλάτος ως τις παλάμες· μαύρες.

Μετά, πετάξαμε μαζί,

Σπαθίσαμε μαζί,

Όλοι σαν ένας,

Όλα τα κυβικά της κάμαρης

Την έξοδο να βρούμε,

Αλλά οι ρωγμές μικρές.

Έκτοτε,

Από αυτές κοιτώντας,

Πετώ-υπερβατώ,

Από γη σε ουρανό,

Αποδημητικά,

Τ’ άσπρα τείχη κουβαλώντας...

Σε άσπρο-μαύρο φόντο, Σε άσπρο-μαύρο βρόντο...

Τοίχοι-πάτωμα-νταβάνι.

Προσομοίωσις;

Κεκτημένη ταχύτης;

Βεβαρημένη βαρύτης; Ισόβια καταδίκη.

Επίγεια διαθήκη:

Να γίνει ο σεισμός.

— 165 — ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Δωρεά

Χέρι-μαχαίρι!

κρεουργώ·

κρεατούρες καρικατούρες,

για μπορντούρες·

σε φρέσκα κρεματόρια, στα κάγκελα κρεμάω...

Δωρεά στον Μεγάλο Αδόλφο.

Χέρι-δρεπάνι!

για κάθε κεφάλι

που τολμήσει σηκωθεί·

θα πλέξω στεφάνι

ματωμένων τριαντάφυλλων, στον λαιμό του Στάλιν...

Δωρεά στον Μαρξ.

Χέρι-ξίφος!

για καθάριο πλήθος,

για χωρίς άλλους θεούς

διαβόλους και τριβόλους·

για τον σταυρό με το στανιό...

Δωρεά στους σταυροφόρους.

Χέρι-τσεκούρι!

να καεί το πελεκούδι

απ’ το τελευταίο δέντρο που κοπεί·

πουλί έρημο, κουρνιασμένο, σαν σε κλαδί επάνω...

Δωρεά στον Πούλιτσερ.

— 170 — ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κιλελέρ

Ποτάμι θολό, κίτρινοι κάμποι, καταμεσής στον κορνιαχτό, ο ένας προσπαθεί να τραγουδάει,

γλυκά να τον κοιτάξει δεν μπόρεσε, χάνονται μες στο λιοπύρι λάσπη μασώντας από ιδρώτα.

Δρεπάνι στο χέρι – αγάπη στο χέρι.

Δρεπάνι στο χέρι – μίσος στο χέρι.

Το στάχυ γίνεται ψωμί.

Ψίχουλα στο διάβα το βαρύ, πουλί έρημο χάσκει χωρίς λαλιά, σαν ψαχούλεψε το χέρι για ψωμί.

Πανώριο, εξαντλημένο, δυναμικό

ιτιάς κλαδί, ξεπέζεψε, σύρθηκε ξοπίσω.

Πράσινος ίσκιος μοναχικός,

απ’ τις γραμμές τα τρένα πιο πέρα, κατάχαμα θ’ ακουμπήσουν από κάτω σου.

Όχι για έρωτα.

— 180 — ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Αιγαίο

Με το έβγα του ήλιου

κι ως ήθελεν ο χρησμός, σημάδια πρώτα, φοβερά στην όψη, πλατάγιζαν στο βάθος του Πελάου.

Τη μέρα κείνη, κατά θέλημα θεών και κατά γραφών·

σημάδια πρώτα, παράξενα στην όψη, αντάριαζαν στο βάθος του Πελάου...

Του Πελάου κείνου, που κινάει-ξεκινάει με τους βοριάδες-τους βοριάδες,

από Μακεδονίας και Θράκης τις οροσειρές...

σύρει-παρασύρει και τραβάει

Θάσο, Χαλκιδική και Δαρδανέλλια...

Κυλάει – αγριεύει – κατεβαίνει, ποτάμια, ανάμεσα σε νησιά και βράχια...

και φτάνει – σβήνει – χάνεται, στης Αφρικής τις αμμουδερές ερήμους. Στεριά, το Θρακικό όλο και το βόρειο Αιγαίο!

Νοτιάδες-νοτιάδες έπειτα...

φυσούν-ωθούν τα ύδατα, τσουνάμια προς τα πάνω, ποτάμια ανηφορικά...

βόρεια-βόρεια προς τα βουνά, στις ανηφοριές-τις οροσειρές... Τραμπάλα-αιώρα, το Αιγαίο τώρα.

— 196 — ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Καρδίτσα

Καρδίτσα μου, κουκλίτσα μου, πανέμορφη Καραγκουνίτσα μου, του κάμπου εσύ νυφούλα

του μόχτου μελισσούλα...

αυτού που σι ξαπλουμένη, στσι βαμπακιές στα σπάρτια,

μι δίχους λίγου Πήλιου για μαξιλάρ’, κάνα Ληθαίου για δρουσάδ’, άιντι κι λίγου Ιγαίου να σι τραγ’δάει,

που σ’ τα πήραν ούλα οι γειτόν’,

κι τώρα καψιρή και μόν’,

κι μ’ ένα μόνο λιφκό σιντόν’...

ποιος άραγι θα σε σιμών’;

Έννοια σ’ όμως και πού θα πάει:

Θα σπάσ’ ου διάουλους του ποδάρ’...

Τόσ’ κι τόσοι

πιρνάν για Καλαμπάκα.

«Ούι! Αυτοί, γιε μ’, είν’ ούλoι ξέν’, κι πώς θα συνινουιέμ’;»

Στ’ αγγλουγκαραγκούνκα...

που μοιάζ’νε κιόλας,

κ’ όλα θα γέ’νει μέλ’...

πού ’νει κι λίγου βλαμέν’

ιδώ που τα λέμ’.

Έλα τώρα μην κλαις κι μη μαραζών’ς, κι μην του ρίχν’ς στο σουρουλόπ, κουτζάμ νταρντάνα ίσει...

Άντι σήκου, τουρλώσ’ κι καλουπώσ’,

κι στήσ’ στη δημουσιά...

— 207 — ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το Μπουρανί

Πήραν τον Πούλον, πήραν τον, Νύχτα χωρίς φεγγάρι, Τον Πολιούχον, τον λεβέντη μας

Της πόλης το καμάρι.

Που ’χει τα μούσκουλα χοντρά, Μήκος, Θεός φυλάξοι,

Ντούρο τον είχε διαρκώς,

Και όλοι, μη βρέξει και μη στάξει.

Κόσμος ερχόταν από παντού,

Πατείς με και πατώ σε,

Με δέος στέκονταν να τον κοιτούν

Και μέσα τους κρυφά, πολύ να λαχταρούν.

Ακίνητοι στέκονταν και μαγεμένοι,

Ώρες πολλές και φτιάχνονταν...

Κουβάρι γινόνταν καταγής,

Λες και συνουσιαζόταν μετ’ αυτής.

Όλοι σπρωχνότανε ν’ αγκαλιαστούν,

Σύννεφο το κολλητήρι,

Να ακουμπήσουν θέλανε, να ηδονιστούν, Να τον χαϊδέψουν, να φτιαχτούν, Να σκύψουν λίγο, να συγχωρεθούν.

Και οι χήρες και οι ζωντοχήρες

Ακόμα και οι παντρεμένες και οι στείρες· Μπας και γκαστρωθούν.

Και οι κουλάτοι και οι μαντολάτοι, Έστω απόξω απόξω, να λιγουρευτούν, Να ξεσπάσουν, να λεφτερωθούν.

Του κόσμου όλου οι κολασμένοι

Του πάθους σκυλιασμένοι...

— 210 — ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Παραμιλάμε

Παραμιλάμε παραμιλάμε, και όλο για παρά μιλάμε, και μόνο για παρά μιλάμε!

Για παρά στα καφενεία, για παρά στην εργασία, για παρά στην απεργία·

ακόμα δε και εις τα σχολεία, αλλά και εις την εκκλησία.

Φτάσαμε στο παρά πέντε,

για να μην πούμε στο και πέντε.

Παράς εδώ, παράς εκεί, πού είναι ο παράς;

Τόσος παράς!

Πού πήγε, ρε γαμώτο;

Γιατί όλοι κάνουμε μόκο;

Μίλα, ρεεε.

— Ο παραπάνω, ο παραπάνω.

Άπαπα, όχι εγώ...

Ο παρακάτω, ο παρακάτω!

— Τι λες, ρε, εγώ, ποτέ...

Ο λίγο πιο κάτω, ο λίγο πιο κάτω...

Από τον αφαλό πιο κάτω!

— Τσακώστε τον, τσακώστε τον.

— Γδάρτε τον, γδάρτε τον.

— Κρεμάστε τον, κρεμάστε τον ανάποδα.

— Ολόρθον, ολόρθον.

— Μαρτυριάρη!

— 213 — ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η επανάσταση των αμνών

— Σουβλιστό ή στον φούρνο, μαγειρευτό ή κοντοσούβλι, κοκορέτσι ή μαγειρίτσα...

δεν με πειράζει...

Καλή σας όρεξη και Χριστός Ανέστη! Χριστιανοί.

Κι αν το τομάρι μου γίνει τρία ζευγάρια παπούτσια

ή τέσσερα μποτάκια, και το μαλλί μου ζεστά πουλοβεράκια...

Με γεια σας και αληθώς Ανέστη!

Χριστιανοί ορθόδοξοι!

Κι αν και με τα κοκαλάκια μου

ταΐσετε και τα σκυλάκια σας...

χαλάλι μου –δεν θα τρίζουν και τα κόκαλά μου–

κι αιωνία μας η μνήμη.

Αλλά μια χάρη σας ζητώ...

Εσείς, ανθρώποι που σταυρώσατε Χριστό...

Που κατά συρροήν μας σφάζετε

ετούτον τον καιρό...

Τον καλό μου τον χασάπη,

με τ’ άντερά μου,

να κρεμάσετε,

με το στανιό...

και κάποια απ’ τα κομμάτια του

να κάντε κοκορέτσι.

Γιατί δεν είμαι εγώ απλός αμνός...

και ούτε του Θεούλη ο υιός...

αλλά ούτε και απολωλός!

Είμαι εγώ της προβατίνας Ντόλυς γιος.

Και ποτέ δεν συγχωρώ.

— Ααα, κακό αρνί που είσαι...

— 214 — ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Το ταξίδι μου

Ax! Ξύπνησα!

Αχ! Πώς χαίρομαι που είμαι

ένα τόσο δα μικρούλι Χάκι,

πλασματάκι του Θεού κι εγώ, κανέναν που δεν ενοχλώ, της προσοχής που διαφεύγω

–όχι πως είμαι ντροπαλός–

και δεν είμαι βάρος κανενός...

παρά μόνο της δικής μου,

της ωραίας, της γενναίας,

της μοναδικής μου Χούλας...

σαν αυτό των δέντρων και των λουλουδιών, των δασών των τροπικών

και των κήπων των υγρών...

και θα ταξιδεύω, θα ταξιδεύω

όλη μέρα κι όλη νύχτα,

όλη την Άνοιξη,

παρέα πάντα και για πάντα,

καβάλα με την κολλητή μου.

Αχ! Πώς ανυπομονώ και φέτος,

επιτέλους, να βγω από το χώμα,

να ξυπνήσω από τον ύπνο του χειμώνα, να σκαρφαλώσω στην κορφούλα...

για να δω το φρεσκοπράσινο των δέντρων, των λουλουδιών τα νέα χρώματα, ν’ ακούσω τα πουλιά και τα νερά που τρέχουν...

και τέλος να καλέσω την καλή μου, που θα ’χει πια κι αυτή ξυπνήσει, στη γνωστή λιμνούλα να βρεθούμε

— 227 — ΣΚΩΠΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τα καθ’ ημάς, καλώς ή κακώς κείμενα, της σήμερον, του αύριον και του χθες, σε σύντομη και γοργή γραφή, πεζά ή ποιητικά, με κραυγές και γέλωτες.

ISBN 978-618-205-110-8

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗλ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.