Στην αυγή της νέας χιλιετίας, τρεις ξεχωριστές γυναίκες, τρεις κόρες –Μαρίνα, Άννα και Εύα–, ανταμώνουν στην Υρία, τρανό Κυκλαδονήσι. Γνωστές-άγνωστες σε αχαρτογράφητα νερά, που όμως χωρούσαν η μία μέσα στην άλλη σαν κούκλες μπάμπουσκες.
Άλλοι πολλοί γύρω τους που πάσχιζαν να δείχνουν ουδέτεροι, σαν ανώνυμοι ζωγράφοι, με έντονες κοφτές πινελιές, είχαν ήδη παραμορφώσει τον πίνακα της ζωής τους χωρίς αυτές ποτέ να ερωτηθούν.
Και αυτό το καλοκαίρι, που περνά μέσα στην άπνοια και τη νηνεμία, ανάμεσά τους μπλεγμένη κι εγώ να φέρω την τρικυμία μου.
Μας ενώνουν πολλά… ένα ξεροκέφαλο χωριό, ένας ξαφνικός έρωτας, παλιές αγάπες και ναυαγισμένες καρδιές, ένα ξεχασμένο βιολί, μία αυτοκτονία, ένας φόνος. Υπάρχει, άραγε, κάτι να μας χωρίζει;
Όσο κι αν θα ’θελα να τρέξω πίσω από τον χρόνο σαν τρελή, να τον ξεγελάσω και να τα ξεκινήσω όλα από την αρχή, δυστυχώς αδυνατώ.
Εσείς έχετε υπομονή όμως. Όλα θα σας τα διηγηθώ, δίπλα στο κύμα… κι ας μη ζω πια!