ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι

Page 1

ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ

Μάθημα:

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Ι – Βασικές Έννοιες & Θεωρήσεις / 5ο Εξάμηνο

Διδάσκων:

Ειρήνη Φαφαλιού

Ακαδ. Έτος: 2010 – 2011


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1. Εισαγωγή

3

2. Τι είναι Επιχειρηματικότητα

7

3. Τι είναι Επιχειρηματίας

8

4. Ο Επιχειρηματίας γεννιέται ή γίνεται

10

5. Θεωρίες της επιχειρηματικότητας

12

5.1. Οι προσεγγίσεις των οικονομικών θεωριών

12

5.2. Οι προσεγγίσεις των ψυχολογικών γνωρισμάτων

15

5.3. Οι προσεγγίσεις της συμπεριφοράς και των κοινωνικών χαρακτηριστικών

17

5.4. Οι τρέχουσες θεωρίες της Επιχειρηματικότητας

18

6. Η Επιχειρηματικότητα στην Οικονομική θεωρία

21

7. Τύποι Επιχειρηματικότητας

27

7.1. Ενδοεπιχειρηματικότητα και Ενδοεπιχειρηματίας

27

7.2. Γυναικεία Επιχειρηματικότητα

30

7.3. Επιχειρηματικότητα «Ανάγκης» και Επιχειρηματικότητα «Ευκαιρίας»

31

8. Εμπειρικά στοιχεία για την Επιχειρηματικότητα 8.1. Η Ελληνική Επιχειρηματικότητα εντός και εκτός συνόρων Βιβλιογραφία

2

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

33 34 40


«Η επιτυχία είναι θέμα νοοτροπίας ενώ η αποτυχία είναι μόνο θέμα στιγμής» 1. Εισαγωγή Σύμφωνα με στοιχεία διεθνών οργανισμών, κάθε χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, ορμώμενα είτε από βιοποριστικές ανάγκες είτε από την επιθυμία για εκμετάλλευση των νέων ευκαιριών που προσφέρει το εξωτερικό περιβάλλον, ξεκινούν νέες επιχειρήσεις. Όλοι αυτά τα άτομα θεωρούνται «επιχειρηματίες» και διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη των περισσότερων χωρών. Η δημιουργία νέων επιχειρήσεων από μεμονωμένα άτομα, αλλά και η δημιουργία νέων τομέων της οικονομίας, νέων κλάδων ή και προϊόντων και υπηρεσιών από στελέχη εδραιωμένων επιχειρήσεων, αυξάνουν την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα των εθνικών οικονομιών διεθνώς και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας (GEM, 2009). Πράγματι, οι νέες και μικρές επιχειρήσεις παρουσιάζονται στις μέρες μας ως πρωταθλητές στη δημιουργία θέσεων εργασίας και υπερτερούν έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χώρες που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη αύξηση στα ποσοστά επιχειρηματικής δραστηριότητας τείνουν να παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη μείωση των ποσοστών ανεργίας. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, 350.000 ταχέως αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις δημιούργησαν το 60% όλων των νέων θέσεων εργασίας, στο διάστημα 1993 και 1996. Το γεγονός της συμβολής της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην απασχόληση αποκτά ιδιαίτερη αξία για την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής των περισσοτέρων χωρών εάν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη μας ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν περίπου 25 εκατομμύρια επιχειρήσεις. Σύμφωνα με πρόσφατες στατιστικές, από αυτές περίπου το 95% έως 99% είναι μικρές επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις αυτές αναλογεί περίπου το 60% του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας και συμβάλλουν σημαντικά στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περίπου 25 εκατομμύρια Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜΜΕ) προσφέρουν πάνω από τα δύο τρίτα του συνόλου θέσεων απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι οι Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

3


ΜΜΕ απασχολούν πάνω από 100 εκατομμύρια άτομα. Στις πιο δυναμικές ΜΜΕ αντιστοιχεί περίπου το 80% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται (Erkki Liikanen, 2004). Στην Ελλάδα, δραστηριοποιούνται περίπου 820.000 επιχειρήσεις από τις οποίες οι 796.500 είναι πολύ μικρές, οι 21.000 είναι μικρές και μόνον οι 2.500 είναι μεσαίες. Ιδιαίτερα, λοιπόν, σε οικονομίες, όπως η Ελληνική, που κυριαρχούνται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα και επηρεάζει κρίσιμες οικονομικές παραμέτρους, όπως την παραγωγή, την απασχόληση, την ανταγωνιστικότητα και την ισόρροπη ανάπτυξη. Συγχρόνως όμως, η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει άμεσο αντίκτυπο και στην ποιότητα της ζωής των πολιτών καθώς και στην ισότητα των ευκαιριών που τους παρέχονται. Αν κάποιος ρωτήσει τους νέους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, γιατί αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν στον επιχειρηματικό τομέα, συνήθως, θα σας απαντήσουν: «επειδή

θέλω να είμαι αφεντικό του εαυτού μου!». Κάποιοι άλλοι, μπορεί να προσθέσουν: «επειδή θέλω να κερδίσω περισσότερα χρήματα και να είμαι οικονομικά ανεξάρτητος /η!» ή «επειδή θέλω να εκμεταλλευθώ τις ευκαιρίες του περιβάλλοντος». Οποιεσδήποτε, όμως, κι αν είναι οι επιδιώξεις και οι στόχοι ενός νέου επιχειρηματία, δεν υπάρχει ούτε ένας από αυτούς, που θα σας πει: «επειδή θέλω να πάω για πτώχευση!» Ωστόσο, δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική! Κάθε χρόνο, δημιουργούνται μεν πολλές νέες επιχειρήσεις, αλλά κλείνουν και πολλές, με αποτέλεσμα χιλιάδες άτομα να μένουν άνεργοι. Διάφορες στατιστικές μελέτες δείχνουν ότι περίπου το 80% των νεοσύστατων επιχειρήσεων αποτυγχάνουν κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες για χιλιάδες οικογένειες επιχειρηματιών, οι οποίοι θυσιάζουν «ό, τι έχουν και δεν έχουν» προκειμένου να ξεκινήσουν μια δική τους επιχείρηση. Επίσης, αν κάποιος ρωτήσει τα στελέχη, που εργάζονται σε μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις, γιατί αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για νέες ιδέες, νέα προϊόντα κ.ά., οι περισσότεροι θα σας απαντήσουν: «επειδή μου αρέσει να εκμεταλλεύομαι τις νέες ευκαιρίες της αγοράς» ή «επειδή θέλω να κάνω τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο». Κάποιοι άλλοι, ίσως σας πουν: «επειδή θέλω να αναγνωρισθούν οι ιδέες και οι κόποι μου». Κανένας δεν θα σας απαντήσει: «επειδή θέλω να σκοτώσω την ιδέα ή το project μου» ή «επειδή θέλω να

4

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


απογοητευτώ». Ωστόσο, σύμφωνα με τεκμηριωμένες μελέτες, από τις 5.000 νέες ιδέες, που μπορεί να προτείνουν τα εταιρικά στελέχη μιας εδραιωμένης επιχείρησης για εκμετάλλευση στην αγορά, μόνον μερικές δεκάδες από αυτές καταλήγουν να διατυπωθούν σε επιχειρηματικά σχέδια και, τελικά, μία ή δύο καταφέρνουν να εμπορευματοποιηθούν και να εισαχθούν στην αγορά. Οι υπόλοιπες δεν καταφέρνουν να περάσουν τα εταιρικά στάδια της αξιολόγησης των ιδεών. Έτσι, αν επιθυμείτε να ακολουθήσετε τα δικά σας επιχειρηματικά βήματα, είτε μέσα από τη δημιουργία της δικής σας επιχείρηση είτε ως στελέχη μιας επιχείρησης που ανήκει σε άλλους, θα πρέπει να γνωρίζετε ότι το «επιχειρείν» έχει και το τίμημά του, το οποίο μάλιστα μπορεί, κατά περίπτωση, να αποβεί και αρκετά «ακριβό». Είστε διατεθειμένοι να «πληρώσετε» αυτό το τίμημα; Εάν ναι, τότε θα πρέπει να γνωρίζετε, επίσης, ότι οι επιχειρηματίες και τα εταιρικά στελέχη που δρουν βάσει της επιχειρηματικής λογικής και νοοτροπίας, είναι κυρίως άτομα που ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που έχουν ως κυρίαρχο σύνθημά τους το «μπορώ, άρα πράττω». Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν ανήκετε στην κατηγορία των ατόμων του «δεν μπορώ», τότε καλύτερα να ξανασκεφτείτε την εργασιακή σας σταδιοδρομία. Επίσης, όπως ίσως γνωρίζετε, μέχρι πρόσφατα, η πλειοψηφία των ατόμων που ίδρυσαν νέες επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύτηκαν ευκαιρίες και ξεκίνησαν νέα εταιρικά εγχειρήματα, δεν διέθεταν απαραίτητα τυπική εκπαίδευση στην οργάνωση και διοίκηση των επιχειρήσεων. Αντίθετα, η πλειοψηφία των ατόμων, που είχαν αντίστοιχη εκπαίδευση στη διοίκηση των επιχειρήσεων, δεν γινόντουσαν επιχειρηματίες ή δεν δρούσαν με επιχειρηματικό τρόπο! Είναι προφανές ότι αυτό που επιδιώκουμε με αυτήν τη σειρά των συνοπτικών εγχειριδίων για την επιχειρηματικότητα, είναι, σε συνεργασία μαζί σας, να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση και να αισθανθείτε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για τις γνώσεις σας σχετικά με το «επιχειρείν». Σήμερα, είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι «επιχειρηματίας γίνεσαι, δεν γεννιέσαι», δηλαδή η επιχειρηματικότητα και οι απαιτούμενες δεξιότητες για άσκησή της μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μάθησης. Άρα, ο ρόλος της εκπαίδευσης του επιχειρηματία και του επιχειρηματικού στελέχους, όπως και της ευρύτερης καλλιέργειάς τους, είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ο επιχειρηματίας και τα εταιρικά στελέχη μπορούν να καλλιεργήσουν τον τρόπο που σκέφτονται και λειτουργούν μέσω της ανάπτυξης των προσωπικών τους δεξιοτήτων, της εκμάθησης και εφαρμογής δεξιοτήτων διοίκησης και

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

5


λήψης αποφάσεων, της πρόσβασης σε εξειδικευμένη γνώση κατά βιομηχανικό κλάδο, της κατανόησης της χρήσης των υποστηρικτικών επιχειρηματικών δικτύων, της ανάπτυξης επαφών με άλλους επιχειρηματίες και της εκμάθησης από αυτούς. Είστε διατεθειμένοι να δεχθείτε αυτήν την πρόκληση; Πριν, λοιπόν, ξεκινήσετε το επιχειρηματικό σας ταξίδι, πιστεύουμε ότι θα πρέπει να εξοικειωθείτε με το βασικό θεωρητικό υπόβαθρο της επιχειρηματικότητας και τις βασικές αρχές του «επιχειρείν» για να δομήσετε με επιτυχία το επιχειρηματικό σας εγχείρημα. Σ’ αυτή την προσπάθεια, θα μας βοηθήσει, κατ’ αρχήν, η αποσαφήνιση της έννοιας της επιχειρηματικότητας προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο.

6

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


2. Τί είναι Επιχειρηματικότητα; Η επιχειρηματικότητα είναι μια πολυδιάστατη, δυναμική και εξελισσόμενη έννοια που, αν και πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια, εντούτοις στερείται ένας γενικά αποδεκτού ορισμού σε διεθνές επίπεδο (OECD, 1998). Οι διάφοροι ορισμοί που χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε όρους όπως «ιδιοκτήτης», «μάνατζερ», «αυτοαπασχολούμενος», «εργοδότης», αλλά η έννοια του κάθε όρου διαφοροποιείται κατά τη χρήση της από χώρα σε χώρα και μεταξύ των διαφόρων ερευνητικών προσπαθειών (UNECE,

2004).

Ο

επικρατέστερος

ορισμός

στις

μέρες

μας,

περιγράφει

την

επιχειρηματικότητα ως «νοοτροπία» και τρόπο δημιουργίας και ανάπτυξης μιας οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο ενός νέου ή υφιστάμενου οργανισμού, μέσω του συνδυασμού της ανάληψης λελογισμένου ρίσκου, δημιουργικότητας και καινοτομίας με τη χρηστή διαχείριση (Audretsch, 2002). Ουσιαστικά, πρόκειται για τη δραστηριότητα και την ικανότητα που έχει ένα άτομο, μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ενός οργανισμού, να αναγνωρίζει τις ευκαιρίες και να τις εκμεταλλεύεται με αποτελεσματικό τρόπο ώστε να επιτυγχάνει προστιθέμενη αξία ή να έχει οικονομικό όφελος. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη της διαδικασίας άσκησης διοίκησης και ηγεσίας, που διαφέρει από την παραδοσιακή καθημερινή διαχείριση μιας επιχείρησης και απαιτεί ικανότητες για στρατηγικό όραμα, δημιουργικότητα και καινοτομική προσαρμογή σε όλες τις φάσεις του επιχειρηματικού κύκλου ζωής.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

7


3. Τί είναι Επιχειρηματίας; Στη λογική της κοινή γνώμης, η ιδιότητα του επιχειρηματία συχνά συνδέεται με την ίδρυση μιας επιχείρησης, αλλά στην πραγματικότητα η υιοθέτηση μιας τέτοιας ερμηνείας αδικεί τον όρο «επιχειρηματίας», που έχει μια πλούσια ιστορία. Βασικά, ο όρος «επιχειρηματίας» (“entrepreneur”) προέρχεται από τη γαλλική οικονομία και πρωτοεμφανίστηκε τον 17ο και 18ο αιώνα. Στα γαλλικά, η λέξη “entrepreneur” σημαίνει κάποιο άτομο που «αναλαμβάνει την υποχρέωση» να φέρει εις πέρας ένα σημαντικό έργο ή δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, την εποχή εκείνη ο όρος χρησιμοποιείτο κυρίως για τον προσδιορισμό ατόμων που είχαν τάση για περιπέτεια και τα οποία ενίσχυαν την οικονομική πρόοδο με την εξεύρεση νέων και καλύτερων τρόπων επίτευξης των πραγμάτων. Ο Γάλλος οικονομολόγος, που πιο συχνά πιστώνεται με αυτήν τη συγκεκριμένη έννοια του επιχειρηματία, είναι ο Jean Baptiste Say. Γράφοντας στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Say, όρισε τον επιχειρηματία ως εξής: «Ο επιχειρηματίας μετατοπίζει τους οικονομικούς πόρους από

έναν

τομέα

χαμηλότερης

παραγωγικότητας

σε

έναν

τομέα

υψηλότερης

παραγωγικότητας και μεγαλύτερης απόδοσης.» Στην ουσία, ο Say υποστήριξε ότι οι επιχειρηματίες δημιουργούν αξία (Say, 1816, σελ. 28–29). Στον 20ο αιώνα, ο οικονομολόγος, που συνδέθηκε περισσότερο με τον όρο, ήταν ο Joseph Schumpeter. Ο Schumpeter περιέγραψε τους επιχειρηματίες ως καινοτόμους που καθοδηγούν τη διαδικασία του καπιταλισμού, την οποία χαρακτήρισε ως «δημιουργική καταστροφή». Σύμφωνα με τα κείμενά του, «ο ρόλος των επιχειρηματιών είναι η μεταρρύθμιση ή η αναδιοργάνωση του τρόπου παραγωγής». Το στόχο αυτόν μπορεί να το πετύχουν οι επιχειρηματίες με πολλούς τρόπους: με την εμπορική εκμετάλλευση μιας εφεύρεσης ή, γενικότερα, με την εκμετάλλευση μιας νέας τεχνολογικής εξέλιξης προκειμένου να παράγουν ένα νέο αγαθό ή με την παραγωγή ενός παλαιού με ένα νέο τρόπο, με τη δημιουργία μιας νέας πηγής προμήθειας των υλικών ή ενός νέου τρόπου διάθεσης των προϊόντων, με την αναδιοργάνωση ενός κλάδου ή μιας αγοράς και ούτω καθεξής. Οι επιχειρηματίες, κατά τον Schumpeter, είναι οι παράγοντες της αλλαγής στην οικονομία. Με το να εξυπηρετούν νέες αγορές ή δημιουργώντας νέους τρόπους παραγωγικών διαδικασιών, ωθούν την οικονομία προς τα εμπρός. Είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους επιχειρηματίες που ο Say και ο Schumpeter είχαν στο 8

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


μυαλό τους, εξυπηρετούν το ρόλο τους ιδρύοντας νέες, κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, αλλά, στην

πράξη,

η

ίδρυση

μιας

επιχείρησης

δεν

αποτελεί

την

πεμπτουσία

της

επιχειρηματικότητας. Αν και πολλοί οικονομολόγοι μπορεί να έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο με διαφορετικές αποχρώσεις, η παράδοση των Say–Schumpeter, που προσδιορίζει τους επιχειρηματίες ως καταλύτες και καινοτόμους οι οποίοι βρίσκονται πίσω από την οικονομική πρόοδο, έχει χρησιμεύσει ως βάση για τη σύγχρονη χρήση της έννοιας αυτής. Σήμερα, ο επιχειρηματίας θεωρείται ως ένα άτομο που αναλαμβάνει και εκμεταλλεύεται ένα νέο εγχείρημα ή μια νέα επιχείρηση και, συγχρόνως, αναλαμβάνει κάποια υποχρέωση λογοδοσίας για τους εγγενείς κινδύνους. Στο πλαίσιο της δημιουργίας κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, η έννοια του επιχειρηματία είναι συχνά συνώνυμη με τον ιδρυτή τους. Συνήθως, ο όρος επιχειρηματίας ισχύει και για κάποιον που δημιουργεί μια νέα οντότητα προκειμένου να προσφέρει ένα νέο ή ήδη υπάρχον προϊόν ή υπηρεσία σε μια νέα ή υπάρχουσα αγορά, είτε πρόκειται για κερδοσκοπικό ή μη κερδοσκοπικό εγχείρημα. Ο επιχειρηματίας αξιολογεί τις ευκαιρίες στην αγορά και είναι πρόθυμος να αποδεχθεί ένα υψηλό επίπεδο προσωπικού, επαγγελματικού ή οικονομικού κινδύνου προκειμένου να εκμεταλλευθεί αυτή την ευκαιρία και να βοηθήσει την εταιρεία του να έχει βιώσιμη ανάπτυξη. Από τα παραπάνω, γίνεται εμφανές ότι οι επιχειρηματίες αποτελούν μια ανομοιογενή ομάδα και μπορεί να προέρχονται από διαφορετικούς κοινωνικούς και επαγγελματικούς χώρους. Ωστόσο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του επιχειρηματία και της επιχειρηματικής του συμπεριφοράς, όπως, για παράδειγμα, η ετοιμότητα για ανάληψη ρίσκου, η επιθυμία για ανεξαρτησία και αυτοπραγμάτωση, η δημιουργικότητα και η καινοτομική αντίληψη πραγμάτων και καταστάσεων.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

9


4. Ο επιχειρηματίας γεννιέται ή γίνεται; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις της επιχειρηματικότητας, που εξετάζονται αναλυτικά σε επόμενη ενότητα και βασίζονται στα προσωπικά χαρακτηριστικά του επιχειρηματία, μας βοηθούν στην ερμηνεία των διαφόρων διαστάσεων της επιχειρηματικότητας. Ωστόσο, ο αριθμός των χαρακτηριστικών που συνδέονται με τον επιχειρηματία, είναι κατά βάση τόσο μεγάλος που, συχνά, προκαλεί τρόμο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Gartner (1988): «Το «ψυχολογικό προφίλ» του επιχειρηματία, το οποίο προκύπτει από όλες αυτές τις μελέτες, απεικονίζει ένα άτομο σχετικά μεγάλης ηλικίας, με μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, ενώ κάποιος που διαθέτει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα θα πρέπει να είναι και ένα είδος ανθρώπου για όλες τις δουλειές» (σελ. 21). Το βασικό ζήτημα που προκύπτει από τις διάφορες προσεγγίσεις της επιχειρηματικότητας και του επιχειρηματία έχει σχέση με το δίλημμα «εάν οι επιχειρηματίες γεννιούνται ή γίνονται», δηλαδή αν πρόκειται για μια φυσική τάση προς επιχειρηματική συμπεριφορά ή αν οι επιχειρηματικές δεξιότητες, ικανότητες και συμπεριφορές μπορεί να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν μέσα από την εμπειρία, την εκπαίδευση, την κατάρτιση κλπ. Σήμερα, έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η άποψη που ισχυρίζεται ότι οι επιχειρηματίες έχουν «γεννηθεί» με ορισμένα εγγενή χαρακτηριστικά που τους προδιαθέτουν για την επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ότι οι άνθρωποι δεν είναι απαραιτήτως γεννημένοι για να γίνουν επιχειρηματίες. Προφανώς, υπάρχουν κάποια άτομα που από τη φύση τους είναι περισσότερο επιχειρηματικά από κάποια άλλα, αλλά στις μέρες μας αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν πολλές και περίπλοκες επιδράσεις

στην

τάση

του

ατόμου

να

συμπεριφέρεται

επιχειρηματικά.

Έτσι, οι περισσότεροι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα να γίνει κάποιος επιχειρηματίας σχετίζεται εν μέρει με τα σύμφυτα, γενετικά, χαρακτηριστικά του, αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν επίσης να διαμορφωθούν και να αναπτυχθούν μέσα από την εμπειρία και με την πάροδο του χρόνου. Αυτό που προκύπτει, τελικά, είναι ότι η επιχειρηματική προσωπικότητα εμπεριέχει μια εγγενή συνιστώσα και μια συνιστώσα του περιβάλλοντος. Σήμερα, επίσης, επικρατεί η άποψη ότι προγενέστερες επιρροές, όπως η ηλικία, τα 10

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


προσωπικά βιώματα, η εκπαίδευση, οι εμπειρίες σε επιχειρήσεις και ο επηρεασμός από την οικογένεια μπορούν να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά του επιχειρηματία. Ακόμη, η κουλτούρα της κοινωνίας και το κοινωνικό περιβάλλον έχουν επίπτωση στην ικανότητα του ατόμου να συμπεριφέρεται με επιχειρηματικό τρόπο. Τέλος, η κατάσταση στην οποίαν βρίσκεται ο επιχειρηματίας μπορεί επίσης να διαμορφώσει τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά του. Συνοψίζοντας, αν αποδεχτούμε τον ορισμό του Timmons (1999, σελ. 219) ότι:

«[Επιχειρηματικότητα είναι] η αναζήτηση της ευκαιρίας, ανεξάρτητα από τους πόρους που κάποιος έχει στη διάθεσή του», τότε αυτό που φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι τα χαρακτηριστικά του επιχειρηματία, αλλά το τι «πράττουν» οι επιχειρηματίες.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

11


5. Θεωρίες της επιχειρηματικότητας Ιστορικά, διάφοροι συγγραφείς, από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, όπως τα οικονομικά, την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, την ανθρωπογεωγραφία, την ανθρωπολογία κ.ά., έχουν αναπτύξει εναλλακτικές θεωρητικές προσεγγίσεις σχετικά με την επιχειρηματικότητα. Οι προσεγγίσεις αυτές, που μας βοηθούν στο να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαστάσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις ομάδες:

οικονομικές, ψυχολογικές και κοινωνιολογικές. Οι οικονομικές προσεγγίσεις δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στον «ρόλο του επιχειρηματία στην οικονομική ανάπτυξη». Η προσέγγιση των ψυχολογικών γνωρισμάτων επικεντρώνεται στα «χαρακτηριστικά της προσωπικότητας» του επιχειρηματία και εξετάζει τα κίνητρα που ωθούν ένα άτομο να αποφασίσει να ξεκινήσει ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα. Τέλος, οι προσεγγίσεις της συμπεριφοράς και των κοινωνικών χαρακτηριστικών μελετούν την «επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος» στην επιχειρηματικότητα. Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις κατηγοριοποιούνται ανάλογα με το κριτήριο που χρησιμοποιείται για τη διατύπωση του ορισμού της επιχειρηματικότητας. Τα πιο συνηθισμένα κριτήρια είναι ο «επιχειρηματίας», δηλαδή

το

υποκείμενο

που

δραστηριοποιείται

στην

αγορά,

η

«επιχειρηματική

συμπεριφορά» και, τέλος, η «επιχειρηματική διαδικασία» και ο «συνδυασμός του επιχειρηματία και της συμπεριφοράς του», δηλαδή η «επιχειρηματικότητα».

5.1 Οι Προσεγγίσεις των Οικονομικών Θεωριών Ειδικότερα, σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, ο επιχειρηματίας: •

Είναι οργανωτής των συντελεστών παραγωγής –Say, Cantillon (1734)

Έχει ικανότητα να διακρίνει τις ευκαιρίες –Kirzner (1973)

Είναι καινοτόμος και παράγοντας αλλαγής –Schumpeter (1934, 1342)

Αναλαμβάνει κινδύνους –Knight (1971)

Οργανώνει τους πόρους –Casson (2003)

12

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


Έχει δημιουργικότητα –Shackle (1979)

Όπως θα δούμε πιο αναλυτικά και σε επόμενη ενότητα, η συνεισφορά των οικονομολόγων που θεωρούν ότι ο επιχειρηματίας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία, έχει σχετικά πρόσφατα αναγνωριστεί. Στις πιο σύγχρονες θεωρίες της επιχειρηματικότητας, κεντρικό ρόλο κατέχουν οι εκπρόσωποι της Αυστριακής σχολής. Η Αυστριακή Σχολή περιλαμβάνει διάφορες απόψεις, αλλά η ειδοποιός διαφορά της από τους νεοκλασικούς οικονομολόγους είναι ότι θεωρεί τον επιχειρηματία κρίσιμο παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και καταλύτη για τη δυναμική αλλαγή σε μια οικονομία. Οι Herbert και Link (1988) έχουν εντοπίσει την ύπαρξη τριών διαφορετικών οικονομικών σχολών στην οικονομική βιβλιογραφία της επιχειρηματικότητας. Οι τρεις αυτές σχολές είναι γνωστές ως η γερμανική σχολή, με βάση τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν από τον von Thuenen και τον Schumpeter, η σχολή του Σικάγο, που βασίζεται στις θεωρίες του Knight και του Schultz και, τέλος, η Αυστριακή σχολή, που βασίζεται στις θεωρίες των von Mises, Kirzner και Shackle. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι οι σχολές που επικράτησαν μεταξύ αυτών που χρησιμοποιούν την έννοια του επιχειρηματία στη διατύπωση του ορισμού της επιχειρηματικότητας, είναι η σχολή του Kirzner και του Schumpeter. Ειδικότερα, ο Kirzner (1973) τονίζει ότι ο επιχειρηματίας είναι: •

Άτομο που βρίσκεται σε ετοιμότητα για να εντοπίσει επικερδείς ευκαιρίες συναλλαγής.

Δρα ως μεσάζων που διευκολύνει τη συναλλαγή.

Διαθέτει

πρόσθετη

γνώση

που

του

επιτρέπει

να

αναγνωρίζει

και

να

εκμεταλλεύεται μια ευκαιρία, κάτι που μπορεί να αποτελεί μια δημιουργική ανακάλυψη. Οι κυριότερες επιδράσεις των απόψεων του Kirzner είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να είναι επιχειρηματίας, δεν υπάρχουν όρια στην αντίληψη του ατόμου, αυτό που έχει σημασία είναι ο εντοπισμός της ευκαιρίας, η ανταγωνιστική απειλή μπορεί να αναδυθεί από οποιονδήποτε και οι «εκτός των τειχών» σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν γρηγορότερα να αναγνωρίζουν τις ευκαιρίες, οι ευκαιρίες εμφανίζονται σε κάθε επίπεδο, μια επιτυχημένη οικονομία χρειάζεται πολλούς επιχειρηματίες.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

13


Ενώ, όπως είδαμε, ο Kirzner τονίζει το ρόλο του επιχειρηματία στην αναζήτηση ευκαιριών, ο Schumpeter δίνει έμφαση στην καινοτομική δράση του επιχειρηματία. Συγκεκριμένα, ο Schumpeter θεωρεί ότι ο επιχειρηματίας: •

Είναι ένα ξεχωριστό άτομο που φέρνει την αλλαγή.

Είναι καινοτόμος – αλλά μπορεί να είναι δύσκολο να ιδρύσει μια νέα, καινοτόμο, μικρή επιχείρηση.

Ασχολείται με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και διαδικασιών

Η επιχειρηματικότητα είναι πρόσκαιρη, καθώς η τεχνολογική πρόοδος και αλλαγή μπορεί να αναπτυχθούν από ομάδες που εργάζονται σε μεγάλους οργανισμούς.

Η μικρή επιχείρηση υστερεί στους τομείς της έρευνας και της ανάπτυξης (Ε&Α). Η Ε&Α είναι ακριβή και χρονοβόρα, ενώ όσοι εργάζονται σε ομάδες εντός μεγάλων επιχειρήσεων, μπορούν να βοηθηθούν από ιδέες των συναδέλφων τους.

Είναι οι δημιουργοί της αλλαγής: επιφέρουν την αλλαγή

Έχουν «όραμα», ανάγκη να αγωνιστούν για να αποδείξουν ποιοι είναι, αισθάνονται τη χαρά της δημιουργίας και της διεκπεραίωσης.

Η Σουμπετεριανή σχολή είχε το μεγαλύτερο αντίκτυπο στη σύγχρονη βιβλιογραφία της επιχειρηματικότητας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα που προκύπτει από τον Schumpeter είναι ότι η επιχειρηματικότητα θεωρείται ως ένα φαινόμενο ανισορροπίας παρά ως δύναμη εξισορρόπησης μιας οικονομίας. Το 1934, στο κλασικό του έργο, Theorie der Wirtschaftlichen Entwicklungen (Θεωρία της Οικονομικής Ανάπτυξης), ο Schumpeter προτείνει τη θεωρία της «δημιουργικής καταστροφής». Σύμφωνα με αυτήν, οι νέες εταιρείες με επιχειρηματικό πνεύμα εκτοπίζουν τις λιγότερο καινοτόμες, εδραιωμένες επιχειρήσεις και, τελικά, κινητοποιούν δυνάμεις για εντονότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης. Ακόμη και στο κλασικό του έργο, που έγραψε το 1942 (Καπιταλισμός και Δημοκρατία), ο Schumpter (σ. 13) εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι οι εδραιωμένες, μεγάλες εταιρείες τείνουν να αντιστέκονται στις αλλαγές και, έτσι, αναγκάζουν τους επιχειρηματίες να ξεκινήσουν νέες επιχειρήσεις, προκειμένου να ασκήσουν την καινοτόμο δραστηριότητα: «Ο ρόλος των επιχειρηματιών είναι η

14

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


αναδιάρθρωση ή η ριζική αλλαγή του τρόπου διεξαγωγής της παραγωγής με την εμπορική αξιοποίηση μιας εφεύρεσης, ή, γενικότερα, μιας νέας τεχνολογικής δυνατότητας να παράγει ένα νέο προϊόν ή να παράγει ένα παλιό με έναν νέο τρόπο... Για να επιτευχθούν όλα αυτά τα νέα πράγματα είναι δύσκολο και αποτελούν μια ξεχωριστή οικονομική λειτουργία, πρώτον, διότι βρίσκονται έξω από τις συνήθεις δράσεις οι οποίες είναι κατανοητές σε όλους και, δεύτερον, επειδή το περιβάλλον αντιστέκεται με πολλούς τρόπους.» Συνεπώς, σύμφωνα με τις απόψεις του Schumpeter, ο επιχειρηματίας: •

Είναι ένας ξεχωριστό άτομο, με ριζοσπαστικό τρόπο σκέψης.

Μπορεί

να

αντιμετωπίσει

δυσκολίες

στην

εξασφάλιση

υποστήριξης

και

χρηματοδότησης, καθώς οι υπόλοιποι δεν κατανοούν τον τρόπο σκέψης του. •

Επιφέρει δημιουργική καταστροφή – το νέο πλαίσιο καθιστά το παλιό ακατάλληλο.

5.2 Οι Προσεγγίσεις των Ψυχολογικών Γνωρισμάτων Σύμφωνα με την προσέγγιση των ψυχολογικών γνωρισμάτων, ο ιδεατός τύπος του επιχειρηματία παρακινείται από την ανάγκη για επιτεύγματα (McClelland, 1961), έχει αυτοπεποίθηση στις ικανότητές του να ξεκινήσει και να ολοκληρώσει ένα εγχείρημα και διακρίνεται από υψηλό βαθμό εσωτερικού ελέγχου (Brockhaus, 1982). Σύμφωνα με τον Brockhaus (1982), οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες έχουν υψηλότερο βαθμό εσωτερικού ελέγχου από τους μη-επιτυχημένους. Επίσης, οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες πιστεύουν ότι μπορούν και πρέπει να έχουν τον έλεγχο της μοίρας τους. Η ανάγκη για επιτεύγματα (επιτυχία) μπορεί να συνοδεύεται από την τάση του επιχειρηματία να αναλαμβάνει υπολογίσιμους κινδύνους (Meredith 1969), την ανάγκη αυτονομίας (Walker), την ανοχή στην αμφιβολία (Schere, 1982), την τάση για δημιουργικότητα και καινοτομία (McMullan και Long, 1990). Τέλος, η προσέγγιση των ψυχολογικών

γνωρισμάτων

εξετάζει

τους

επιχειρηματίες

και

ως

αποκλίνουσες

προσωπικότητες (Kets de Vries, 1977). Η προσθετική αξία των ψυχολογικών προσεγγίσεων μπορεί να περιγραφτεί συνοπτικά ως

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

15


εξής: •

Προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες της προσωπικότητας.

Ισχυρίζεται ότι οι επιχειρηματίες διαθέτουν έμφυτες ικανότητες που τους διακρίνουν από τα υπόλοιπα άτομα.

Θεωρεί ότι ο αριθμός των «εν δυνάμει» επιχειρηματιών είναι περιορισμένος, επομένως δεν έχουν σημαντικά αποτελέσματα οι άμεσες παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιδέα ενός περιορισμένου αριθμού «εν δυνάμει» επιχειρηματιών έχει δεχτεί έντονη κριτική. Επίσης, πολλές από τις ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες που αποδίδονται στους επιχειρηματίες θα μπορούσαν να αποδοθούν και στους επιτυχημένους μάνατζερ. Ο Timmons (1999) ισχυρίζεται ότι τα χαρακτηριστικά του επιχειρηματία μπορεί να είναι επίκτητα ή έμφυτα. Ως επίκτητα θεωρούνται: η ανάγκη για επιτεύγματα, ο βαθμός εσωτερικού ελέγχου και η ανάληψη ευθυνών, ενώ ως έμφυτα: η έντονη ενεργητικότητα, η συναισθηματική σταθερότητα, η αντιληπτική ικανότητα, το όραμα, η ικανότητα να εμπνέει τους άλλους. Οι διάφορες ψυχολογικές προσεγγίσεις δέχθηκαν επίσης κριτικές μεταξύ των οποίων οι κυριότερες θεωρούνται αυτές που διατυπώθηκαν από τους Chell et al (1991) και Delmar (2000). Συγκεκριμένα, οι μελετητές αυτοί ισχυρίστηκαν ότι: •

Δεν είναι ορθό να αναζητάμε ένα μονάχα σημαντικό γνώρισμα.

Αγνοούνται οι παράγοντες του περιβάλλοντος.

Η προσέγγιση βασίζεται στη στατική ανάλυση (η επιχειρηματικότητα είναι μια δυναμική διαδικασία).

Αγνοείται ο ρόλος της μάθησης, της προετοιμασίας και της διορατικότητας

16

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


5.3 Οι Προσεγγίσεις της συμπεριφοράς και των κοινωνικών χαρακτηριστικών Οι θεωρίες τις συμπεριφοράς και των κοινωνικών χαρακτηριστικών αναδεικνύουν το ρόλο και τη σπουδαιότητα που διαδραματίζουν το περιβάλλον και η κουλτούρα στην επιχειρηματική συμπεριφορά και επίδοση. Με άλλα λόγια, οι συγκεκριμένες προσεγγίσεις απομακρύνονται λίγο από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του επιχειρηματία και ασχολούνται περισσότερο με την επιχειρηματική διαδικασία. Ο βασικός ισχυρισμός αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι ο ρόλος και οι αποφάσεις του επιχειρηματία επηρεάζονται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος εντός του οποίου εκδηλώνονται. Σημαντικό ρόλο και βοήθεια στη θεώρηση αυτή, διαδραματίζουν η Κοινωνιολογία και η Ανθρωπολογία. Ειδικότερα,

η

Κοινωνιολογία

δίνει

ιδιαίτερη

προσοχή

σε

διάφορα

δημογραφικά

χαρακτηριστικά των επίδοξων επιχειρηματιών, όπως στον τόπο καταγωγής τους, στις θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες, στο ρόλο της οικογένειας και στο εκπαιδευτικό υπόβαθρο, ενώ αναγνωρίζει ότι ορισμένες κοινωνικές ομάδες περιθωριοποιούνται. Σημαντικός θεωρείται και ο ρόλος που διαδραματίζουν τα διεπιχειρησιακά δίκτυα στην επίτευξη επιτυχίας των νεοεισερχόμενων επιχειρήσεων.

5.3.1 Οι Προσεγγίσεις της συμπεριφοράς και κοινωνικών χαρακτηριστικών Οι προσεγγίσεις αυτές εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στα διαφορετικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας λόγω διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών ή λόγω εθνοτικών διαφορετικών χαρακτηριστικών. •

Φύλο,

γυναικεία

επιχειρηματικότητα

Επιχειρηματικότητα

εθνοτικών

μειονοτήτων –Carter et al (2001), Ram and Jones (2002).

5.3.2 Το υπόδειγμα της κοινωνικής περιθωριοποίησης Σύμφωνα με το υπόδειγμα της κοινωνικής περιθωριοποίησης: •

Αυτοί οι οποίοι αντιλαμβάνονται μια αναντιστοιχία ανάμεσα στα ατομικά τους χαρακτηριστικά και την απασχόλησή τους θα έχουν ισχυρό κίνητρο να αλλάξουν ή να αναδιαρθρώσουν τις συνθήκες απασχόλησής τους. Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

17


Η αυτο-απασχόληση ίσως να οδηγήσει σε μια καλύτερη αντιστοιχία, π.χ. για άτομα ‘υποδείγματα’

Πολιτικοί και θρησκευτικοί πρόσφυγες, π.χ. οι αιτούντες άσυλο.

Εθνοτικές μειονότητες μεταναστών.

Πλεονάζον εργατικό δυναμικό.

Οικιακές μετατοπίσεις: γυναίκες που αφήνουν την εργασία τους για να κάνουν οικογένεια.

5.3.3 Περιορισμοί της κοινωνικής περιθωριοποίησης •

Οι φυγόκεντρες δυνάμεις δεν είναι από μόνες τους αρκετές για να ωθήσουν κάποιον να ξεκινήσει μια επιχείρηση.

Η θεωρία δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί τα ποσοστά συμμετοχής στην επιχειρηματικότητα

διαφέρουν

μεταξύ

περιοχών,

φύλων

και

εθνοτικών

μειονοτήτων. •

Χαρακτηριστικά του πληθυσμού – είναι κάποια άτομα πιο «επιχειρηματικά»; Για παράδειγμα, το υψηλό ποσοστό εκκινήσεων και επιτυχημένων επιχειρήσεων στη νοτιοανατολική Αγγλία.

Το περιβάλλον και οι υποδομές έχουν μεγάλη σημασία, π.χ. τα αποτελεσματικά δίκτυα συνεισφέρουν στην επιχειρηματική συμπεριφορά και επιτυχία.

5.4 Οι τρέχουσες θεωρίες της Επιχειρηματικότητας Οι σύγχρονοι συγγραφείς της διοίκησης των επιχειρήσεων έχουν παρουσιάσει ένα ευρύ φάσμα θεωριών που σχετίζονται με την επιχειρηματικότητα. Πολλοί από τους κορυφαίους ακαδημαϊκούς παραμένουν πιστοί στην παράδοση των Say–Schumpeter, προσφέροντας παράλληλα διάφορες παραλλαγές στο θέμα. Για παράδειγμα, ο Peter Drucker (1980), στην προσπάθειά του να εντοπίσει το στοιχείο εκείνο που αποτελεί το ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό γνώρισμα για τους επιχειρηματίες, ξεκινά μεν με τον ορισμό του Say, αλλά τον εμπλουτίζει

18

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


με επικέντρωση στην «ευκαιρία». Ο Drucker δεν απαιτεί την ύπαρξη των επιχειρηματιών προκειμένου να προκληθεί η αλλαγή, αλλά τους θεωρεί ως μέσα αξιοποίησης των ευκαιριών που δημιουργεί η αλλαγή από μόνη της (στην τεχνολογία, στις προτιμήσεις των καταναλωτών, στα κοινωνικά πρότυπα κλπ.). Αναφέρει χαρακτηριστικά, «[το στοιχείο] αυτό καθορίζει τον επιχειρηματία και την επιχειρηματικότητα, ο επιχειρηματίας πάντα ψάχνει για την αλλαγή, ανταποκρίνεται σε αυτήν και την εκμεταλλεύεται ως μια ευκαιρία.» Η έννοια της «ευκαιρίας» έχει καταστεί κεντρικής σημασίας σε πολλούς σύγχρονους ορισμούς της επιχειρηματικότητας. Είναι ο τρόπος με τον οποίον οι σημερινοί θεωρητικοί μελετητές του μάνατζμεντ αντιλαμβάνονται την έννοια του Say, σχετικά με τη μετατόπιση των πόρων σε τομείς ανώτερης απόδοσης. Μια ευκαιρία, επομένως, σημαίνει μια ευκαιρία για να δημιουργήσουμε, με αυτόν τον τρόπο, αξία. Οι επιχειρηματίες έχουν μια νοοτροπία / έναν τρόπο σκέψης (mind-set) ώστε βλέπουν περισσότερο τις δυνατότητες που δημιουργούνται από την αλλαγή παρά τα προβλήματα που απορρέουν από αυτήν. Για τον Drucker, η εκκίνηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής συνθήκη για την κατανόηση της έννοιας της επιχειρηματικότητας. Ρητά αναφέρει ότι «κάθε νέα μικρή επιχείρηση δεν είναι επιχειρηματική ούτε αντιπροσωπεύει την επιχειρηματικότητα [το επιχειρηματικό πνεύμα]». Συγκεκριμένα, για να τονίσει το επιχείρημά του, παραθέτει το παράδειγμα ενός «έγγαμου ζευγαριού οι οποίοι ανοίγουν ένα ακόμα κατάστημα delicatessen ή ένα ακόμα μεξικάνικο εστιατόριο σε κάποιο αμερικανικό προάστιο.» Σύμφωνα με τον Drucker, δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερα καινοτόμο ή προσανατολισμένο στην αλλαγή, σε αυτού του τύπου το εγχείρημα. Το ίδιο θα ίσχυε και στην περίπτωση των νέων μη-κερδοσκοπικών οργανισμών. Με αυτό το επιχείρημα, ο Drucker επιθυμεί να τονίσει ότι κάθε νέα οργάνωση δεν είναι απαραίτητα επιχειρηματική. Ο Drucker καθιστά επίσης σαφές ότι η επιχειρηματικότητα δεν προϋποθέτει απαραίτητα το κίνητρο του κέρδους. Στην αρχή του βιβλίου του για την Καινοτομία και την Επιχειρηματικότητα, ο Drucker υποστηρίζει: «Δεν θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερο κείμενο για να γραφτεί η Ιστορία της Επιχειρηματικότητας από τη δημιουργία του σύγχρονου πανεπιστημίου, και, ειδικά, του σύγχρονου αμερικανικού πανεπιστημίου.» Εξηγεί, στη συνέχεια, πόσο σημαντική καινοτομία υπήρξε η δημιουργία του αμερικανικού πανεπιστημίου για την εποχή του. Στη συνέχεια, στο βιβλίο του, αφιερώνει ένα κεφάλαιο για την επιχειρηματικότητα στους φορείς του δημοσίου. Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

19


Ο Howard Stevenson (1988), ένας επίσης κορυφαίος θεωρητικός της επιχειρηματικότητας στο Harvard Business School, πρόσθεσε το στοιχείο της επινοητικότητας στον ορισμό της προσανατολισμένης στην ευκαιρία επιχειρηματικότητας, το οποίο βασίζεται σε έρευνες που διεξήγε ο ίδιος προκειμένου να καθορίσει αυτό που διακρίνει την άσκηση της επιχειρηματικής διοίκησης (entrepreneurial management) από τις πιο κοινές μορφές της «διοικητικής» διαχείρισης (“administrative” management). Μετά τον εντοπισμό των διαφορετικών διαστάσεων των δύο ορισμών, ο Stevenson προτείνει τον εξής ορισμό ως το κεντρικό στοιχείο άσκησης του επιχειρηματικού μάνατζμεντ, «η επιδίωξη της ευκαιρίας ανεξάρτητα από τους πόρους που επί του παρόντος κάποιος ελέγχει». Ο Stevenson βρήκε ότι οι επιχειρηματίες όχι μόνον αναγνωρίζουν και επιδιώκουν τις ευκαιρίες που διαφεύγουν από τα απλά διοικητικά στελέχη, αλλά ότι οι επιχειρηματίες δεν επιτρέπουν στις προσωπικές τους δυνατότητες για χρηματοδότηση πόρων να περιορίσουν τις επιλογές τους. Για να δανειστούμε μια έκφραση από την Elizabeth Barrett Browning, «η εμβέλεια των επιχειρηματικών στελεχών διοίκησης φθάνει και ξεπερνά τον έλεγχο των πόρων που βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία τους». Οι επιχειρηματίες χρησιμοποιούν και κινητοποιούν τους πόρους των άλλων για την επίτευξη των επιχειρηματικών τους στόχων. Αντίθετα, τα απλά - διαχειριστικού τύπου- στελέχη επιτρέπουν στους πόρους που διαθέτουν και τις περιγραφές των θέσεων εργασίας τους, να περιορίσουν τα οράματα και τις πράξεις τους. Έτσι, για άλλη μια φορά βλέπουμε ότι έχουμε ένα ορισμό της επιχειρηματικότητας που δεν περιορίζεται στις νέες επιχειρήσεις (startups).

20

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


6. Η Επιχειρηματικότητα στην Οικονομική θεωρία Όπως ίσως έγινε φανερό από τα παραπάνω, η θεωρία της επιχειρηματικότητας αποτελεί έναν από τους πιο αδύναμους κρίκους της οικονομικής θεωρίας. Παρά την εκτεταμένη και ποικίλη βιβλιογραφία, η επιχειρηματικότητα και η προσωπικότητα του επιχειρηματία παραμένουν φαινόμενα που δεν είναι απόλυτα κατανοητά από τους οικονομολόγους (Hebert και Link 1988, σελ. xvii; Baumol 1993, σελ. 2). Ένα μεγάλο τμήμα της μικροοικονομικής θεωρίας και της βιομηχανικής οργάνωσης, παραλείπουν παντελώς μνεία στην επιχειρηματικότητα, διότι τα νεοκλασικά οικονομικά θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο (Hebert και Link 1988, σελ. 156-57; Baumol 1993, σελ. 14). Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύ λίγα νεοκλασικά κείμενα δίνουν κάποιον ορισμό της επιχειρηματικότητας. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ο ορισμός αυτός, συνήθως, περιορίζεται στην περιγραφή της επιχειρηματικότητας ως παράγοντα της παραγωγής, στη σύνδεσής της με την ανάληψη κινδύνου και την καινοτομία και στις δεσμεύσεις της επιχειρηματικής αποζημίωσης με την αβεβαιότητα και τα κέρδη. Το ίδιο συμβαίνει και με τον ορισμό του επιχειρηματία, ο οποίος στην οικονομική βιβλιογραφία αποδίδεται σχεδόν πάντα περιγραφικά. Σύμφωνα με τους Hebert και Link (1988, σελ. 45-46), ως επιχειρηματίας αρχικά οριζόταν κάποιος που ανελάμβανε ένα εγχείρημα, και, στη συνέχεια, κατέληξε η έννοια να είναι συνώνυμη με κάποιον που γινόταν έμπορος, εργοδότης, ή μάνατζερ. Σε έναν πιο χαλαρό ορισμό, η οικονομική βιβλιογραφία συνδέει την έννοια του επιχειρηματία με τον αυτο-απασχολούμενο. Αρκετοί κοινωνικοί τομείς της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της ιστορίας και των πολιτικών επιστημών, έχουν αναπτύξει διάφορους περιγραφικούς ορισμούς της επιχειρηματικότητας (Casson 2003, σελ. 9). Ωστόσο, οι περισσότεροι περιγραφικοί ορισμοί είναι είτε συμπληρωματικοί είτε αντιφατικοί μεταξύ τους και χαρακτηρίζονται από έλλειψη εμπειρικών δεδομένων. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι σχεδόν όλα όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν για την επιχειρηματικότητα, έχουν ήδη λεχθεί σε κάποια στιγμή από κάποιον άλλον, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Με αυτά τα δεδομένα, η ανάπτυξη μιας «νέας» θεωρίας συνίσταται σε μεγάλο βαθμό στο Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

21


συνδυασμό των υφιστάμενων ιδεών με νέους τρόπους, γεγονός που αποτελεί μια επιχειρηματική άσκηση από μόνη της. Το αποτέλεσμα είναι «η έλλειψη της οποιασδήποτε μοναδικής έννοιας του ποιος είναι ακριβώς ο επιχειρηματίας και τί είναι αυτό που κάνει και τον καθιστά ζωτικής σημασίας για την οικονομική διαδικασία... Η έννοια του επιχειρηματία δεν μπορεί να αποδεχθεί κανένα μοναδικό και ενιαίο ορισμό της οικονομικής βιβλιογραφίας ή άλλων συναφών επιστημονικών κλάδων της. Κατά συνέπεια, η οικονομική θεωρία και η πολιτική επιστήμη που ασχολούνται με την επιχειρηματικότητα, είναι βέβαιο ότι θα είναι διφορούμενες/ αντιφατικές (Hebert και Link 1988, σελ. xvii, xiii). Για πολλούς οικονομολόγους, όπως και για άλλους επιστήμονες, μια ρεαλιστική περιγραφή ενός επιχειρηματία θα είχε ως εξής: αυτός που είναι «ταυτόχρονα το προϊόν και ο φορέας της ιστορικής διαδικασίας, ταυτόχρονα ο εκπρόσωπος και ο δημιουργός των κοινωνικών δυνάμεων που μεταβάλλουν τον κόσμο και τις σκέψεις του ανθρώπου». Με λίγα λόγια, ο επιχειρηματίας θεωρείται καινοτόμος, δηλαδή κάποιος που αλλάζει τους συντελεστές παραγωγής για να δημιουργήσει κάτι νέο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, τεκμηριωμένα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο αριθμός των ατόμων αυτών είναι πολύ μικρός και ότι αντικατοπτρίζουν τις «γενικές δυνάμεις που ενεργούν στην οικονομία» (Folsom 2003, σελ. 3). Ο επιχειρηματίας θεωρείται σήμερα ως μια ήπια ηρωική φιγούρα, παρά το γεγονός ότι είναι «στιγματισμένος» (μαζί με τις εμπορικές του επιδιώξεις) από την κλασσική αρχαιότητα μέχρι πιο πρόσφατα. Ο επιχειρηματίας εξυπηρετεί στις μέρες μας τα συμφέροντα των καταναλωτών με την εξέταση των πραγμάτων ως έχουν και αναγνωρίζοντας επικερδείς τρόπους για να τους αλλάξει προς το καλύτερο (von Mises [1949] 1996, σελ. 336-38). Έχει αναγνωριστεί ως το άτομο που δημιουργεί τον πλούτο της κοινωνίας και ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη (Schumpeter 1934; Leibenstein 1978; Baumol 1993). Για όλη αυτήν την προσπάθεια, θεωρείται ότι ανταμείβεται από την οικονομική αξία που δημιουργούν οι προσπάθειές του. Η συμβατική θεωρία της επιχειρηματικότητας, σε όλες τις παραλλαγές της, σχεδόν καθολικά περιορίζει το ρόλο του επιχειρηματία σε δραστηριότητες εντός της επιχείρησης, αν και, περιστασιακά, οι οικονομολόγοι παραδέχονται ότι η επιχειρηματική συμπεριφορά εκδηλώνεται και σε άλλους χώρους, όπως για παράδειγμα στο δημόσιο τομέα. Λίγες

22

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


εναλλακτικές έννοιες, εκτός από τις γενικευμένες έννοιες της «πολιτικής διαβούλευσης» και του «προσωπικού συμφέροντος», προέκυψαν για να καλύψουν το κενό αυτό. Η κατάσταση αυτή είναι ατυχής για δύο λόγους. Πρώτον, η οικονομική σκέψη, η σχετική με την επιχειρηματικότητα, ομαδοποιείται σε κατηγορίες με αυθαίρετα περιγραφικά όρια, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται θεωρίες της βιομηχανικής οργάνωσης, των θεσμικών αλλαγών, των οικονομικών εξελίξεων, των πολιτικών διαβουλεύσεων, και της ανθρώπινης δράσης, δημιουργώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μια κατάσταση όπου «[ο] συνεχής κατακερματισμός της γνώσης και το χάος που προκύπτει για τη γνώση, να μην αποτελούν αντανακλάσεις του πραγματικού κόσμου, αλλά κατασκευάσματα των ακαδημαϊκών» (Wilson 1998, σελ.8). Δεύτερον, μια συνολική θεωρία της επιχειρηματικότητας βρίσκεται εντός του πεδίο εφαρμογής της οικονομικής σκέψης. Η Θεωρία της επιχειρηματικότητας, στο μεγαλύτερό της τμήμα, αποτελείται από περιγραφικές δηλώσεις σχετικά με «ενδεικτικά» χαρακτηριστικά (τι είναι ο επιχειρηματίας)οριοθετώντας τον επιχειρηματία «σε όρους του ιδιοκτησιακού του καθεστώτος, των συμβολαιακών του σχέσεων με άλλους, της θέσης του στην κοινωνία, και ούτω καθεξής» και για «την επιχειρηματική λειτουργία» (τι κάνει ο επιχειρηματίας ), απεικονίζοντάς τον με τη μορφή «κάποιου που ειδικεύεται στην ανάληψη κριτικών αποφάσεων σχετικά με το συντονισμό των πόρων που βρίσκονται σε σπανιότητα» (Casson 2003, σελ. 19-20). Η αδυναμία της θεωρίας να εξηγήσει την επιχειρηματικότητα εμπειρικά, αποτελεί συνέπεια των πλήρως απλοποιημένων παραδοχών που υπάρχουν στα νεοκλασικά οικονομικά, ιδιαίτερα στο μοντέλο του τέλειου ανταγωνισμού και της στατικής ισορροπίας της αγοράς, η οποία θεωρεί ότι υπάρχει δωρεάν και πλήρης πληροφόρηση για τις αγορές, τις παραγωγικές διαδικασίες, και ούτω καθεξής. Αυτές οι υποθέσεις, που περιορίζουν την οικονομική διαδικασία σε μηχανιστικές λειτουργίες, παραβλέπουν την ανάγκη για εξειδικευμένα άτομα προκειμένου να εκτελέσουν τις λειτουργίες της «αποκάλυψης», του συντονισμού, της προώθησης και της ανάληψης κινδύνου που στα νεοκλασικά οικονομικά θεωρούνται δεδομένα. «Η ιστορία της οικονομικής θεωρίας αποδεικνύει σαφώς ότι ο επιχειρηματίας είχε απαξιωθεί από τα οικονομικά όταν η οικονομική επιστήμη προσπάθησε να μιμηθεί τις φυσικές επιστήμες με την ενσωμάτωση των μαθηματικών μεθόδων... Έτσι, επειδή δεν υπήρχε τότε, και δεν υπάρχει και σήμερα, ένα ικανοποιητικό μαθηματικό μοντέλο να ασχοληθεί με τη δυναμική της οικονομικής ζωής, η οικονομική ανάλυση

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

23


σταδιακά υποχώρησε κάτω από την πίεση της συγκριτικής στατικής, και ο επιχειρηματίας έλαβε έναν απλώς παθητικό, ακόμη και άχρηστο, ρόλο... Μπορούμε να θυσιάσουμε το ρεαλισμό, από τη μία πλευρά, για να κερδίσουμε ακρίβεια των προβλέψεων, ή μπορούμε να παραιτηθούμε από την ακρίβεια για να αποκτήσουμε ρεαλισμό. Η επιλογή που κάνουμε καθορίζει τη θέση του επιχειρηματία στην οικονομική θεωρία» (Hebert και Link 1988, σελ. 158-59). Σε αυτό το πλαίσιο συνθηκών, η επονομαζόμενη «υποκειμενική» Αυστριακή Σχολή των Οικονομικών, η οποία είναι και η μόνη που αναγνώριζε τον επιχειρηματικό ρόλο μέσα στην οικονομική διαδικασία, μας παρέχει το ρεαλισμό, ενώ η «θετικιστική» σχολή, η οποία αντλεί «γενικεύσεις για το οικονομικό φαινόμενο που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν τις συνέπειες των αλλαγών σε διάφορες περιστάσεις» (Friedman 1953, σελ. 39), συμβάλλει στην ακρίβεια. Αντίθετα, ο οικονομολόγος William Baumol καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «το σώμα της οικονομικής θεωρίας, όπως έχει εξελιχθεί, δεν παρέχει καμία διαβεβαίωση ότι θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά η περιγραφή και η ανάλυση της επιχειρηματικής λειτουργίας. Τα θεμέλια της οικονομικής θεωρίας έχουν συσταθεί για τη μεγιστοποίηση και την ελαχιστοποίηση, και ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος

η

οικονομική

θεωρία

δεν

μπορεί

να

παράσχει

μια

ανάλυση

της

επιχειρηματικότητας» (1993, σελ. 14). Η οικονομική θεωρία, εγγενώς, θεωρεί τα επιχειρηματικά άτομα ως ιδιοτελείς οικονομικούς παράγοντες (φορείς που ενδιαφέρονται για το ατομικό τους συμφέρον), αντλώντας στοιχεία από την ίδια δεξαμενή παραδοχών, όπως ο Adam Smith. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η υπόθεση ότι οι επιχειρηματίες έχουν ως κίνητρο τη φιλανθρωπία ή τον αλτρουισμό. Επιπλέον, ούτε τα οικονομικά (βλ. Becker 1976) ούτε η κοινωνιοβιολογία (Βλ. Wilson 1978) προσφέρουν μια θεωρία σχετικά με τα κίνητρα που δεν σχετίζονται, κατά κάποιο τρόπο, με το προσωπικό συμφέρον. Ως εκ τούτου, τα οικονομικά ξεκινούσαν εμμέσως από την παραδοχή ότι οι επιχειρηματίες μεγιστοποιούν κάποια υποκειμενική συνάρτηση χρησιμότητας στην οποία ο χρηματικός πλούτος και το εισόδημα (οι στόχοι που πιο συχνά συνδέονται με την επιχειρηματικότητα), αποτελούν άλλες δύο από τις πολλές ανόμοιες μεταβλητές. Εναλλακτικές μεταβλητές χρησιμότητας περιελάμβαναν τα επονομαζόμενα άυλα στοιχεία, όπως το κοινωνικό καθεστώς του επιχειρηματία και τις ιδεολογικές του

24

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


προτιμήσεις. Ο οικονομολόγος Ronald Coase εξέφρασε τη δυσαρέσκειά των οικονομολόγων σχετικά με τη χρήση της χρησιμότητας per se ως τη βασική κινητήρια δύναμη του επιχειρηματία, υποστηρίζοντας ότι «τελικά, το έργο των κοινωνιοβιολόγων (και οι επικριτές τους) θα μας επιτρέψει να δημιουργήσουμε μια εικόνα της ανθρώπινης φύσης με τόση λεπτομέρεια, που μπορεί

να

αντλήσουμε

το

σύνολο

των

παραδοχών

στις

οποίες

βασίζονται

οι

οικονομολόγοι» (1988, σελ. 4). Η πρωτοποριακή εργασία του βιολόγου Edward Wilson (1978) και σοβαρές μελέτες από άλλους κοινωνιοβιολόγους και ψυχολόγους της εξελικτικής θεωρίας, οδήγησαν ορισμένους οικονομολόγους στο συμπέρασμα ότι η ιδέα της

χρησιμότητας πηγάζει από τις ενδογενείς βιολογικές αξίες της επιβίωσης και αναπαραγωγής (βλέπε, για παράδειγμα, Frank, 1985; Rubin, 2002). Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να βρει εφαρμογή και στην περίπτωση της επιχειρηματικότητας. Ο οικονομολόγος της Αυστριακή Σχολής Ludwig von Mises, συνόψισε τα οικονομικά θεμέλια της θεωρίας της επιχειρηματικότητας. Ξεκίνησε από την εξέταση της σύγχυσης που προκαλείτο από τις πολλές, διαφορετικές προσεγγίσεις που περιγράφουν την επιχειρηματικότητα και τον επιχειρηματία ([1949] 1996, σελ. 61), εντοπίζοντας τις πηγές του στις διαφορετικές ερμηνείες που οι ιστορικοί και οι οικονομολόγοι έχουν προσδώσει στην έννοια. Ο von Mises πολέμησε τις προσπάθειες αυτών που υποστήριζαν ότι πρέπει να αποδοθούν

διακριτές

δραστηριότητες

σε

συγκεκριμένους

τάξεις

των

ατόμων,

διευκρινίζοντας ότι: «Οι επιχειρηματίες... της οικονομικής θεωρίας δεν είναι πραγματικοί άνδρες, έτσι όπως τους συναντά κάποιος στη ζωή και την ιστορία. Αποτελούν την ενσάρκωση διακριτών λειτουργιών

της

αγοράς...

Αυτές

οι

λειτουργίες

δεν

αποτελούν

ένα

ιδιαίτερο

χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας ειδικής ομάδας ή κατηγορίας ανδρών, αλλά είναι εγγενείς σε κάθε δράση και επιβαρύνουν κάθε δρων άτομο. Η ενσωμάτωση αυτών των λειτουργιών σε μια φανταστικό φιγούρα ατόμου, οδηγεί σε ένα μεθοδολογικό αυτοσχεδιασμό» (251 - 53, σελ. 327). Ο Mises θεωρεί ότι η αβεβαιότητα και η κερδοσκοπία είναι σύμφυτες σε κάθε ενέργεια. Ακόμη, ο Mises διακρίνει τους επιχειρηματίες από τα διευθυντικά στελέχη: «Η ψευδαίσθηση ότι το μάνατζμεντ είναι το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και ότι η διοίκηση είναι ένα τέλειο υποκατάστατο για την επιχειρηματικότητα είναι η φυσική Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

25


συνέπεια της εσφαλμένης ερμηνείας της κατάστασης των εταιρειών» ([1949] 1996, σελ. 306). Κατά την άποψη του Mises, «[η] διευθυντική λειτουργία είναι πάντοτε υποχείρια της επιχειρηματικής λειτουργίας.» Από τη σύντομη επισκόπηση της οικονομικής θεωρίας σχετικά με την επιχειρηματικότητα, προκύπτει ότι η επιχειρηματικότητα, η οποία ορίζεται -με ευρεία έννοια- ως η επιτυχημένη δημιουργία και εξασφάλιση οικονομικών προσόδων σε αντιστάθμιση της αβεβαιότητας και της σπανιότητας των συντελεστών παραγωγής, δίνει τη δυνατότητα σε ταλαντούχους ανθρώπους να λάβουν ανταμοιβές που υπερβαίνουν το επίπεδο ισορροπίας του τέλειου ανταγωνισμού και, έτσι, να ζουν καλύτερα από τους άλλους. Όλοι οι επιχειρηματίες υπό την έννοια αυτή, όπως περιγράφει και ο Mises, εκτελούν επιχειρηματικές λειτουργίες σαν να αναζητούν να διασφαλίσουν υπέρ κανονικές οικονομικές αποδόσεις για το προσωπικό τους κεφάλαιο, κάθε μορφής. Θα ανταγωνίζονται στη ζωή, όπως στην επιχείρηση για το Knightian κέρδος, που ορίστηκε με ευρεία έννοια για να συμπεριλάβει τις ανταμοιβές που είναι χρηματικές και μη-χρηματικές, υλικές και άυλες.

26

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


7. Τύποι Επιχειρηματικότητας Υπάρχουν διάφορες μορφές και τύποι επιχειρηματικότητας. Μεταξύ αυτών, οι πιο γνωστές είναι:

η

«ενδοεπιχειρηματικότητα»

«εταιρική

επιχειρηματικότητα»),

η

επιχειρηματικότητα «ανάγκης» και «ευκαιρίας», η «επιχειρηματικότητα γυναικών και νέων», η «επιχειρηματικότητα εθνοτήτων», η «επιχειρηματικότητα του δημόσιου τομέα», η «επιχειρηματικότητα

των

επιχειρηματικότητα»,

η

εκκολαπτόμενων «ακαδημαϊκή

επιχειρηματιών»,

η

επιχειρηματικότητα»,

«καινοτομική η

«πράσινη

επιχειρηματικότητα», η «κοινωνική επιχειρηματικότητα», η «αγροτική επιχειρηματικότητα». Οι τρεις τελευταίες μορφές επιχειρηματικότητας αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο μελέτης και,

μαζί

με

τις

οικογενειακές

επιχειρήσεις,

εξετάζονται

διεξοδικά

σε

ειδικά,

συμπληρωματικά του παρόντος, εγχειρίδια. Στην παρούσα ενότητα, θα ασχοληθούμε συνοπτικά με την ενδοεπιχειρηματικότητα, την επιχειρηματικότητα ανάγκης και ευκαιρίας και την επιχειρηματικότητα γυναικών.

7.1

Ενδοεπιχειρηματικότητα και Ενδοεπιχειρηματίας

Παρόλο που η έννοια της εταιρικής επιχειρηματικότητας (ή ενδοεπιχειρηματικότητας) είναι γνωστή περίπου τα τελευταία είκοσι χρόνια, ωστόσο δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί ένας κοινά αποδεκτός, διεθνής ορισμός. Η εταιρική επιχειρηματικότητα (intrapreneurship) σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ερευνητές. Παραδείγματα της χρήσης των όρων: •

Ανάπτυξη ενός «συνολικού» επιχειρηματικού κλίματος

Ενδοεταιρικό «επιχειρείν» (intra-corporate venturing)

Δημιουργία κινήτρων για τους εργαζόμενους σε έναν οργανισμό

Εξορθολογισμός της επιχείρησης (για λεπτομερέστερη συζήτηση επί του θέματος, βλ. Carter & Jones-Evans, 2000).

Σε γενικές γραμμές, ο όρος «εταιρική επιχειρηματικότητα» αναφέρεται στην ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών ιδεών και ευκαιριών, στο πλαίσιο των μεγάλων και εδραιωμένων

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

27


εταιρειών. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις σχολές σκέψης, η κάθε μία με τις δικές της υποθέσεις και στόχους. Οι τέσσερις βασικές σχολές είναι οι εξής:

η

σχολή

της

«δημιουργίας

νέων

επιχειρηματικών

δραστηριοτήτων»,

η

«ενδοεταιρική» σχολή, η σχολή του «επιχειρηματικού μετασχηματισμού» και η σχολή της «εσωτερικοποίησης της αγοράς». Ο όρος «ενδοεπιχειρηματίας» (intrapreneur) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Norman Macrae, σε ένα άρθρο του στον Economist (Χριστουγεννιάτικη Έκδοση 1976). Ο όρος αναφέρεται στους μάνατζερ, στους επαγγελματίες και τους βιοτέχνες που οργανώνουν μικρές επιχειρηματικές δραστηριότητες εντός παλαιών και υφιστάμενων επιχειρήσεων. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο Pinchot ήταν αυτός που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο. Ο Pinchot αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο ενδοεπιχειρηματίας (intrapreneur) είναι ένας επιχειρηματίας (entrepreneur) εντός ενός ήδη υφιστάμενου/ εγκαθιδρυμένου οργανισμού». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την τάση για επιχειρηματικότητα (entrepreneurism) εντός ενός μεγάλου οργανισμού και όχι για να δηλώσει τη δημιουργία μικρών επιχειρήσεων εντός ενός μεγάλου οργανισμού. Σύμφωνα με τον Gibb (1988), ο ενδοεπιχειρηματίας είναι ο εργαζόμενος σε ένα μεγάλο οργανισμό που διαθέτει τα επιχειρηματικά προσόντα του κινήτρου, της δημιουργικότητας, του οράματος και της φιλοδοξίας. Ο Gibb δηλώνει ακόμα ότι αυτοί οι ενδοεπιχειρηματίες διαφέρουν από τους μεμονωμένους επιχειρηματίες, καθώς επιθυμούν τη διατήρηση της ασφάλειας που παρέχει ένας μεγάλος οργανισμός. Ένας ικανός αριθμός συγγραφέων ορίζει διαφορετικά τον ενδοεπιχειρηματία [Βλ., για παράδειγμα, Sharma and Chrisman (1999)]. Οι ενδοεπιχειρηματίες, συνήθως, διαθέτουν τα ακόλουθα κοινά χαρακτηριστικά με τους επιχειρηματίες: -Ικανότητα δουλειάς εν μέσω κρίσεων -Ικανότητα πρόβλεψης αλλαγών -Ικανότητα ενορατικών αλμάτων -Υψηλά επίπεδα ενέργειας -Δημιουργικότητα στη λύση προβλημάτων

28

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


-Υποκινούνται από δράση Ωστόσο,

οι

ενδοεπιχειρηματίες

συγχρόνως

διαφέρουν

από

τους

μεμονωμένους

επιχειρηματίες ως προς τις επιδιώξεις τους: - Επιζητούν λιγότερο περιοριστικό, αλλά υποστηρικτικό περιβάλλον - Επιζητούν αναγνώριση - Θέλουν οι ιδέες τους να είναι όχημα ανάπτυξης - Θέλουν ασφάλεια (μισθοδοσία, σύνταξη κλπ). Επίσης, οι ενδοεπιχειρηματίες και οι μεμονωμένοι επιχειρηματίες έχουν από κοινού:. - Όραμα & Ευελιξία - Υποκινούνται από τη δράση - Είναι αφοσιωμένοι - Έχουν επιμονή / υπερπηδούν την αποτυχία - Αποφασίζουν μόνοι τους στόχους που θέτουν (Πηγή: Pinchot, 1986) Οι ενδοεπιχειρηματίες χρειάζονται επιπλέον: - Ικανότητα για πολλαπλούς ρόλους - Κατανόηση του περιβάλλοντος - Ενθάρρυνση ανοιχτών συζητήσεων - Να είναι ικανοί να δημιουργούν επιλογές στο management - Να χτίζουν συνασπισμούς υποστηρικτών.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

29


7.2. Γυναικεία επιχειρηματικότητα Σύμφωνα με στοιχεία του Global Entrepreneurship Monitor (GEM), «Ίσως δεν υπάρχει σημαντικότερη πρωτοβουλία που να μπορεί να αναλάβει μια χώρα για να επιταχύνει τους ρυθμούς της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, από το να ενθαρρύνει τις γυναίκες να συμμετέχουν» GEM (2001). Σε όλο τον κόσμο, η γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι τα τελευταία χρόνια ένα ανερχόμενο φαινόμενο. Η μεγάλη ποικιλία επιχειρήσεων που αναπτύσσουν οι γυναίκες συμβάλλει στη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα των τοπικών οικονομιών και αναδεικνύει ένα νέο ρόλο για τις γυναίκες στο μεταβαλλόμενο με ταχείς ρυθμούς σήμερα οικονομικό περιβάλλον. Ειδικά, τα τελευταία 30 χρόνια, έχει γίνει μια επανάσταση στον κόσμο της εργασίας. Στην Ευρώπη συγκεκριμένα, το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης ξεπερνά το 50% και οι αποφάσεις του συμβουλίου της Λισσαβόνας συνηγορούν υπέρ της αύξησης της γυναικείας απασχόλησης ώστε να ξεπεράσει το 60%. Με στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α. προκύπτει ότι τη δεκαετία του 1970, οι γυναίκες επιχειρηματίες, στις χώρες μέλη του, αποτελούσαν το ¼ των επιχειρηματιών, το μερίδιο αυτό όμως αυξήθηκε στο 1/3 περίπου, ως το τέλος της δεκαετίας του 1990. Στην Ελλάδα, με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού για το 2006, οι γυναίκες επιχειρηματίες αντιπροσωπεύουν το 28% του συνόλου των επιχειρηματιών, σημειώνοντας μια αισθητή αύξηση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από την αρχή της δεκαετίας (25% το 2000, αύξηση κατά 34.200 άτομα). Με βάση τα στοιχεία της ίδιας έρευνας, το 2006 μία στις πέντε εργαζόμενες γυναίκες καταγραφόταν ως εργοδότρια ή εργαζόμενη για δικό της λογαριασμό

(21,1%).

Αποτελέσματα

του

Παγκόσμιου

Παρατηρητηρίου

Επιχειρηματικότητας (GEM), το οποίο χρησιμοποιεί τη δική του μεθοδολογία στην καταγραφή των επιχειρηματιών, δείχνουν ότι στην Ελλάδα οι γυναίκες επιχειρηματίες αντιπροσωπεύουν μόλις το 11,8% του εργατικού δυναμικού των γυναικών ηλικίας 18-64 ετών, ένα ποσοστό πολύ χαμηλά στη σειρά των 43 χωρών που περιλαμβάνονται στην έρευνα. Παρατηρείται λοιπόν ότι το 61,1% των γυναικείων επιχειρήσεων ιδρύθηκαν τα τελευταία 10 χρόνια. Οι περισσότερες γυναίκες επιχειρηματίες δηλώνουν ότι για την ίδρυση της επιχείρησής τους χρησιμοποίησαν δικά τους κεφάλαια (66,8%) ή δανείστηκαν 30

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


χρήματα από το οικογενειακό τους περιβάλλον (33,6%). Επίσης δηλώνουν ότι τα κέρδη τους είναι κάτω του μετρίου, δηλαδή περίπου στο 2,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις διάφορες έρευνες του GEM, που δημιουργήθηκε το 1997 με σκοπό τη συλλογή συγκριτικών διεθνών στοιχείων σε σχέση με την επιχειρηματικότητα, έχει τεκμηριωθεί ότι οι διαφορές ανάμεσα στην επιχειρηματική δραστηριότητα ανδρών και γυναικών είναι μικρότερες στις αναπτυσσόμενες από ό,τι στις αναπτυγμένες χώρες.

7.3 Επιχειρηματικότητα «Ανάγκης» και Επιχειρηματικότητα «Ευκαιρίας» Η διάκριση ανάμεσα στην επιχειρηματικότητα «ανάγκης» και «ευκαιρίας» αποτελεί επίσης μία από τις σημαντικότερες εννοιολογικές διαστάσεις του ερευνητικού προγράμματος του GEM. Η διάκριση αυτή βασίζεται στο κίνητρο του νέου επίδοξου επιχειρηματία που τον ωθεί στην εκμετάλλευση μιας επιχειρηματικής ευκαιρίας που αναγνώρισε στο περιβάλλον και στην αγορά στην οποία κινείται, ή κατά πόσο οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη επιλογή για λόγους ανάγκης. Συνήθως, στους «επιχειρηματίες ανάγκης» συμπεριλαμβάνονται άτομα, όπως για παράδειγμα οι αυτοαπασχολούμενοι ή οι μικροί επιχειρηματίες, που κυρίως επιδιώκουν την εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς επιβίωσης και όχι τόσο την ανάπτυξη, μέσω εκμετάλλευσης καινοτομικών ευκαιριών. Σε γενικές γραμμές, θεωρείται ότι η επιχειρηματικότητα ανάγκης αναπτύσσεται σε περιόδους ανεργίας και χαμηλών οικονομικών επιδόσεων και καλύπτει την αδυναμία εύρεσης μισθωτής απασχόλησης. Αντίθετα, οι «επιχειρηματίες ευκαιρίας», όπως για παράδειγμα οι μικρές καινοτομικές επιχειρήσεις υψηλών προδιαγραφών και ικανοτήτων, ωθούνται στην επιχειρηματική διαδικασία λόγω υψηλών προσδοκιών ανάπτυξης και στοχεύουν κυρίως σε υψηλή προστιθέμενη αξία. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυριαρχεί η τάση να ενισχύονται οι επιχειρηματίες ευκαιρίας, λόγω κυρίως των ικανοτήτων που έχουν να δημιουργούν υψηλές προοπτικές θέσεων εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία διαδοχικών εκθέσεων του GEM, το κίνητρο της επιχειρηματικότητας ανάγκης είναι ισχυρότερο στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου οι δυνατότητες εύρεσης ικανοποιητικής απασχόλησης με μισθωτή σχέση είναι γενικά δυσκολότερες. Επομένως, το οικονομικό περιβάλλον (επίπεδο ανάπτυξης, θεσμοί, νομική προστασία, χρηματοπιστωτικό σύστημα κλπ.) αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

31


παράγοντα της μορφής της επιχειρηματικότητας που θα εκδηλωθεί σε μία γεωγραφική περιοχή. Το πρόβλημα της ελληνικής επιχειρηματικότητας φαίνεται να εντοπίζεται στο ότι έχουμε πολύ υψηλά ποσοστά επιχειρηματικότητας ανάγκης και πολύ χαμηλά επιχειρηματικότητας ευκαιρίας (ΙΟΒΕ1, 2009).

1

Το ΙΟΒΕ είναι ο εθνικός φορέας που έχει αναλάβει την πραγματοποίηση και σύνταξη ετήσιων μελετών για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, για λογαριασμό και στο πλαίσιο του Προγράμματος του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικότητας (GEM). Ειδικότερα, στις μελέτες αυτές μετράται το επίπεδο της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, καταγράφονται διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και γίνονται προτάσεις πολιτικών που ενισχύουν τα εθνικά επίπεδα επιχειρηματικότητας.

32

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


8. Εμπειρικά Στοιχεία για την Επιχειρηματικότητα Όπως είδαμε από τα παραπάνω, η επιχειρηματικότητα μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιονδήποτε τομέα και είδος επιχείρησης. Εφαρμόζεται στους αυτοαπασχολούμενους και στις επιχειρήσεις οποιουδήποτε μεγέθους, σε όλες τις φάσεις του κύκλου ζωής μιας επιχείρησης, από τη φάση εκκίνησης έως την ανάπτυξη, τη μεταβίβαση, την παύση λειτουργίας ή την επανέναρξη της λειτουργίας της. Η επιχειρηματικότητα αφορά τις επιχειρήσεις όλων των κλάδων, τεχνολογικών ή παραδοσιακών, τις μικρές και τις μεγάλες επιχειρήσεις,

ανεξαρτήτως

ιδιοκτησιακού

καθεστώτος:

οικογενειακές

επιχειρήσεις,

επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο, επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας ή μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, που συχνά πραγματοποιούν σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες. Η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας ως στρατηγικός στόχος που διατυπώθηκε στη Συνθήκη της Λισσαβόνας το 2000 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε από την Πράσινη Βίβλο για

την

Επιχειρηματικότητα

το

2003

και

την

Ευρωπαϊκή

Ατζέντα

για

την

Επιχειρηματικότητα το 2004 συνεχίζει να αποτελεί ζητούμενο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εχέγγυο καινοτομίας, οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, αύξησης της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης (GEM, 2007). Το επιχείρημα που επικρατεί είναι ότι η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας σε όλα τα επίπεδα, από την παροχή οικονομικών κινήτρων για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων μέχρι την καλλιέργεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας ως νοοτροπίας και ως επαγγελματικής επιλογής, ενεργοποιεί ένα μηχανισμό που παράγει ανάπτυξη . Σύμφωνα με έρευνα του Global Entrepreneurship Monitor (GEM, 2007), το 7% των νέων επιχειρηματιών δημιουργούν μία σημαντική νέα εξειδικευμένη αγορά ή οικονομικό τομέα εάν η επιχείρησή τους είναι επιτυχής, ενώ το 70% των νέων επιχειρήσεων παρέχουν προϊόντα ή υπηρεσίες σε υφιστάμενες αγορές στις οποίες υπάρχει ήδη σημαντικός ανταγωνισμός και στις οποίες διατίθεται ήδη για περισσότερο από ένα έτος η βασική τεχνολογία.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

33


8.1 Η Ελληνική Επιχειρηματικότητα Εντός και Εκτός Συνόρων Σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ, 2009) για την Επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα (2008-2009), οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ελληνική επιχειρηματικότητα φαίνεται να είναι ηπιότερες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συνοπτικά, η έρευνα της περιόδου 2008-2009 αποκαλύπτει ότι: ¾ 1,5 εκατ. άτομα αναπτύσσουν κάποιου τύπου επιχειρηματική δράση. ¾ 670.000 άτομα βρίσκονται στα αρχικά στάδια επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αυτή η επίδοση είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί για την Ελλάδα στις έρευνες του GEM. ¾ Κατά το 2008, το 12,1% των Ελλήνων ανδρών ηλικίας 18-64 ετών βρισκόταν στη φάση έναρξης ενός νέου εγχειρήματος, και το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες έφτασε το 7,7%. Και οι δύο δείκτες έχουν ενισχυθεί σημαντικά σε σχέση με το 2007, αλλά η αύξηση στις γυναίκες είναι εντονότερη, με αποτέλεσμα σχεδόν το 40% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων να είναι γυναίκες, έναντι περίπου 30% την προηγούμενη διετία. Όμως, αυτή η ποσοτική βελτίωση δε συνοδεύεται από βελτίωση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας, αλλά αντίθετα από επιδείνωση. Ειδικότερα: ¾ Το 35% των επιχειρηματικών προσπαθειών (έναντι 13% το 2007) στράφηκαν στην επιχειρηματική δράση λόγω έλλειψης άλλων δυνατοτήτων απασχόλησης, δηλαδή από ανάγκη. ¾ Την ίδια στιγμή, περί τα 220.000 άτομα διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα μέσα στο 2008. ¾ Η μέση ηλικία του νέου - επίδοξου επιχειρηματία στην Ελλάδα είναι περίπου 38 έτη (36

το

2007),

καθώς

τριπλασιάζεται

του

ποσοστό

των

νέων/επίδοξων

επιχειρηματιών ηλικίας άνω των 55 ετών, οι περισσότεροι από τους οποίους στρέφονται στην επιχειρηματικότητα από ανάγκη. Όπως φαίνεται και στον Πίνακα 1, που ακολουθεί, για την πενταετία 2004-2008, οι βασικοί

34

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


δείκτες επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, παρουσιάζουν μια εμφανή βελτίωση. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ (2009) τα στοιχεία για το 2008-2009 είναι τα υψηλότερα που έχουν καταγραφεί για την Ελλάδα. Μετά από την έντονη πτώση που είχε σημειωθεί το 2007, ο δείκτης συνολικής επιχειρηματικότητας φθάνει το 22%. Η επίδοση αυτή είναι η υψηλότερη για το ίδιο έτος στην Ε.Ε., όμως θα πρέπει να σημειωθεί πως γενικά υψηλές επιδόσεις στο δείκτη αυτόν έχουν χώρες που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα, με την επίδοσή της στην επιχειρηματικότητα «αρχικών σταδίων» κατατάσσεται στη 19η θέση (ανάμεσα σε 43 χώρες), όμως στην ΕΕ βρίσκεται στην 3η θέση, πίσω ακόμη και από το ΠΓΔΜ και την Ισλανδία. Πίνακας 1: Εξέλιξη Βασικών Δεικτών Επιχειρηματικότητας (2004-2008) (%πληθυσμού ηλικίας 18-64)

Πηγή: “Η επιχειρηματικότητα στα όρια της κρίσης-Η έρευνα του GEM 2008-2009”, IOBE (2009), σελ. 34.

8.1.1 Επιχειρηματικότητα Ανάγκης –Ευκαιρίας Μια βασική διάκριση που γίνεται στην ανάλυση της «επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων» που εκδηλώνεται σε μια χώρα, είναι η διάκριση μεταξύ της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας

και

της

επιχειρηματικότητας

ανάγκης.

Η

σημαντική

άνοδος

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

35

της


επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων για το 2008-2009 είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν αντίστοιχα τα ποσοστά του πληθυσμού που εντάσσονται και στις δύο αυτές κατηγορίες (βλ. Πίνακα 2). Πίνακας 2: Επιχειρηματικότητα Ευκαιρίας και Ανάγκης (2008-2009) (% επιχειρηματιών αρχικών σταδίων ανά τύπο οικονομία ή / και χώρα)

Πηγή: “Η επιχειρηματικότητα στα όρια της κρίσης-Η έρευνα του GEM 2008-2009”, IOBE (2009), σελ. 49. Έτσι, το 2008 -2009 το 6,7% του πληθυσμού δηλώνει ότι είναι επιχειρηματίας ευκαιρίας όταν το αντίστοιχο ποσοστό για την προηγούμενη χρονιά ήταν μόλις 4,5%. Μάλιστα, η επίδοση της Ελλάδας στην επιχειρηματικότητα ευκαιρίας είναι η 4η υψηλότερη ανάμεσα στις χώρες καινοτομίας 2 , πίσω από τις ΗΠΑ, Νορβηγία και Ισλανδία. Αντίστοιχα όμως υψηλή είναι η θέση της Ελλάδας και στο ποσοστό του πληθυσμού που ξεκινά την επιχειρηματική του δραστηριότητα λόγω ανάγκης, καθώς η Ελλάδα κατατάσσεται 2η μετά την Κορέα, με επίδοση που ξεπερνά οριακά ακόμα και το μέσο όρο των χωρών του GEM (3% έναντι 2,9%). Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα, το 2008-2009 το 35% των νέων/ επίδοξων επιχειρηματιών δηλώνει ως κύριο κίνητρο της επιχειρηματικής του δραστηριοποίησης την ανάγκη, έναντι μόλις 13% την προηγούμενη χρονιά.

2

Οι εξεταζόμενες χώρες διακρίνονται σε οικονομίες που βασίζονται α) Χώρες Α: στο χαμηλό κόστος συντελεστών, β) Χώρες Β: στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και γ) Χώρες Γ: στην καινοτομία.

36

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


8.1.2 Γυναικεία Επιχειρηματικότητα Κοινό τόπο όλων των ερευνών, που έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του GEM, είναι το χάσμα μεταξύ ανδρών - γυναικών στην εκδήλωση επιχειρηματικότητας. Το χάσμα αυτό διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα και φαίνεται να είναι μεγαλύτερο στις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες (βλ. Πίνακα 3). Πίνακας 3: Επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων βάση το φύλο (2008-2009) (% ατόμων ηλικίας 18-64)

Πηγή: “Η επιχειρηματικότητα στα όρια της κρίσης-Η έρευνα του GEM 2008-2009”, IOBE (2009), σελ. 72. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα 3, στην Ελλάδα, το 2008-2009 το 12,1% των ανδρών ηλικίας 18-64 βρίσκονται στη φάση έναρξης ενός νέου εγχειρήματος και, αντίστοιχα, το 7,7% των γυναικών. Και οι δύο δείκτες έχουν ενισχυθεί σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος, λόγω της γενικότερης ανόδου της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων. Η αύξηση όμως στις γυναίκες το 2008-2009, είναι μεγαλύτερη, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα σχεδόν το 40% πλέον των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων να είναι γυναίκες, έναντι περίπου 30% την προηγούμενη διετία. Σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες,

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

37


η Ελλάδα κερδίζει αρκετές θέσεις στη σχετική ευρωπαϊκή κατάταξη, λόγω της γενικότερης αύξησης της επιχειρηματικότητας και υπερτερεί των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, αλλά και παγκόσμιων μέσων όρων (χώρες καινοτομίας 32,8%, ευρωπαϊκές χώρες 32,5%, σύνολο GΕΜ 35,4%). Στον Πίνακα 4, το μερίδιο της γυναικείας επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων αποδίδεται ως ποσοστό του συνολικού δείκτη επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων, συγκριτικά με κάθε χώρα. Είναι εμφανές ότι τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από σταθερή βελτίωση και δεν επηρεάζονται από την αυξομείωση του ποσοστού των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων γενικά. Πίνακας 4: Εξέλιξη γυναικείας επιχειρηματικής δραστηριότητας αρχικών σταδίων σε σχέση με τη συνολική επιχειρηματική δραστηριότητα αρχικών σταδίων (2006-2008) (% συμμετοχής στο σύνολο)

Πηγή: “Η επιχειρηματικότητα στα όρια της κρίσης-Η έρευνα του GEM 2008-2009”, IOBE (2009), σελ. 74

38

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


8.1.3 Νεανική επιχειρηματικότητα Η αύξηση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων στην Ελλάδα το 2008-2009, οδήγησε σε διεύρυνση του ποσοστού του πληθυσμού που εισήλθε στον επιχειρηματικό στίβο. Μάλιστα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 5 που ακολουθεί, τα ποσοστά συμμετοχής των Ελλήνων στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων ξεπερνούν τους αντίστοιχους μέσους όρους των ευρωπαϊκών και καινοτόμων χωρών για όλα τα ηλικιακά κλιμάκια. Πίνακας 5: Ποσοστό ατόμων ανά ηλικιακό κλιμάκιο που συμμετέχουν στην επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων το 2008-2009

Πηγή: “Η επιχειρηματικότητα στα όρια της κρίσης-Η έρευνα του GEM 2008-2009”, IOBE (2009), σελ. 79 Ειδικότερα, το 18% των ατόμων 25-34 ετών δηλώνει επιχειρηματίας αρχικών σταδίων. Τα συγκεκριμένο ποσοστό είναι το υψηλότερο για αυτή την ηλικιακή ομάδα στις χώρες καινοτομίας. Ταυτόχρονα, το ποσοστό των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων που ανήκουν στο ηλικιακό κλιμάκιο 18-34, συνεχίζει να διευρύνεται καθώς, το 2008-2009, οι μισοί από τους νέους / επίδοξους επιχειρηματίες ανήκουν σε αυτό το ηλικιακό κλιμάκιο (42% το 2007-2008 και 39% το 2006-2007).

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

39


Βιβλιογραφία (ξενόγλωσση) Audretsch, D. B. (2002), Entrepreneurship: A Survey of the Literature, prepared for the European Commission, Enterprise Directorate. Autio E. GEM (2007): Global Report on High-Growth Entrepreneurship 2007 Baumol, W. (1993), Entrepreneurship, Management, and the Structure of Payoffs, Cambridge, Mass.: MIT Press. Becker, G. (1976), The Economic Approach to Human Behaviour. Chicago: University of Chicago Press. Brockhaus, R. H. (1980), Risk taking propensity of the entrepreneur, Academy of

Management Journal, 23(3), 509-520. Brockhaus, R. H. (1982), The psychology of the entrepreneur, in Encyclopedia of

Entrepreneurship, C. A. Kent, D. L. Sexton, and K. H. Vesper, eds., Englewood Cliffs, N.J.: Prentice Hall. Cantillon, R. (1732), Essay on the nature of general commerce. (Translated by Henry Higgs), London: MacMillan. Carter, S. and Jones-Evans, D. (eds) (2000), Enterprise and Small Business: Principles,

Practice and Policy, Financial Times/ Prentice Hall. Carter, S., Anderson, S. and Shaw, E. (2001), Women’s Business Ownership: A Review of

the Academic, Popular and Internet Literature, Small Business Service, London. Casson, M. (2003), The Entrepreneur: An Economic Theory. 2d ed. Cheltenham, U.K.: Edward Elgar. Chell, E., Haworth, J. and Brearley, S. (1991), The Entrepreneurial personality, Concepts,

Cases, and Categories, Routledge, London. Coase, R. (1988), The Firm, the Market, and the Law. Chicago: University of Chicago Press. Delmar, F. (2000) “The Psychology of the Entrepreneur”, in Carter, S. and Jones-Evans, D. (Eds), Enterprise and Small Business: Principles, Practice and Policy, Financial Times/ Prentice Hall, London.

40

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


Drucker, P. (1980), Managing in Turbulent Times, London: Heinemann. Folsom, B. (2003), Urban Capitalists: Entrepreneurs and City Growth in Pennsylvania’s

Lakawanna and Lehigh Regions, 1800–1920, Scranton, Penn.: University of Scranton Press. Frank, R. (1985), Choosing the Right Pond: Human Behaviour and the Quest for Status, New York: Oxford University Press. Friedman, M. (1953), The Methodology of Positive Economics, in Essays in Positive

Economics, edited by Milton Friedman, 3–43, Chicago: University of Chicago Press. Gartner, W.B. (1988), “Who is an entrepreneur?” is the wrong question. American Journal

of Small Business, 12(4), 11-32. GEM (2009), 2009 Global Report, Babson. Available at: http://www.gemconsortium.org/download/1291222668979/GEM%202009%20Global%20 Report%20Rev%20140410.pdf Gibb, A. A., and Ritchie, J. (1982), Understanding the process of starting small businesses,

European Small Business Journal, 1(1), 26-45. Hebert, R. and Link, A. (1988), The Entrepreneur: Mainstream Views and Radical Critiques, 2d ed, New York: Praeger. Kets de Vries, M. (1977) “The Entrepreneurial Personality: A person at the Crossroads”,

Journal of management Studies, 14, 1, 34-57. Kirzner, I. (1973), Competition and Entrepreneurship, Chicago: University of Chicago Press. Knight, F. [1921] (1971), Risk, Uncertainty, and Profit, Chicago: University of Chicago Press. Leibenstein, H. (1978), General X-Efficiency Theory and Economic Development, New York: Oxford University Press. McClelland, D.C. (1961), The achieving Society, Van Nostrand, New Jersey. McMullan, W.E. and Long, W.A. (1990), Developing new ventures: The entrepreneurial

option, Orlando, FL: Harcourt Brace Jovanovich.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

41


Meredith, G. (1962), “Methodological considerations in the study of human anticipations”, in Carter, C., Meredith, G. and Shackle, G. (eds), Uncertainty and Business Decisions, Liverpool University Press, Liverpool. OECD (1998), Fostering Entrepreneurship, ISBN Number: 9264163719, Publication Date: 26 October, OECD, Paris. Available at: 1998http://www.oecd.org/document/48/0,3343,en_2649_34417_32056028_1_1_1_1,00.h tml. Pinchot, G. (1986), Intrapreneuring, NY: Harper & Row. Ram, M. and Jones, T. (1998), Ethnic Minorities in Business, Small Business Research Trust, Milton Keynes. Rubin, P. (2002), Darwinian Politics: The Evolutionary Origin of Freedom, New Brunswick, N.J.: Rutgers University Press. Shackle, G. (1984), Imagination and the Nature of Choice, Edinburgh University Press, Edinburgh. Schere, J. L. (1982), Tolerance of ambiguity as a discriminating variable between entrepreneurs and managers. Proceedings of the National Academy of Management, 404408. Schumpeter, J. A. (1934), The Theory of Economic Development, Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Schumpeter, J. A. (1942), Capitalism, Socialism, and Democracy, New York: Harper and Brothers. Sharma, P. and J. J. Chrisman (1999), 'Toward a reconciliation of the definitional issues in the field of corporate entrepreneurship'. Entrepreneurship Theory and Practice, 23(3), 11-

27, ΑΒΙ/INFORM Global database. Stevenson, H. H., and Sahlman, W. A. (1989), The entrepreneurial process, in Small

Business and Entrepreneurship, P. Burns and J. Dewhurst, eds., Basingstoke: Macmillan. Timmons, J. A. (1999), Entrepreneurship for the 21st Century, Boston: Irwin/McGraw-Hill. von Mises, L. (1944), Bureaucracy, New Haven, Conn.: Yale University Press. 42

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011


von Mises, L. [1949] (1996), Human Action: A Treatise on Economics (4d ed.), Irvingtonon-Hudson, N.Y.: Foundation for Economic Education. United Nations Economic Commission for Europe (UNICE) (2004) 2003-2004 Annual Report Available at: http://unece.org/oes/nutshell/2003-2004/technical_cooperation.htm Wilson, E. (1978), On Human Nature, Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Wilson, E. (1998), Consilience: The Unity of Knowledge, New York: Vintage Books.

Βιβλιογραφία (ελληνική) ΙΟΒΕ (2009),“Η επιχειρηματικότητα στα όρια της κρίσης - Η έρευνα του GEM 2008-2009”, Αθήνα.

Επιχειρηματικότητα Ι, Φαφαλιού Ειρήνη ● 2011

43


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.