Εκδόσεις «άλφα πι»
Ομάδα φίλων της ποίησης στη Χίο Σείστρο
Σχέδιο εξωφύλλου: Δήμητρα Σκανδάλη
Calligram οπιισθοφύλλου: Δήμητρα Σκανδάλη Επιμέλεια: Γιάννης Βούλγαρης
Ηλεκτρονική σχεδίαση: Αρετή Παληού Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: Εκδόσεις «άλφα πι»
Copyright έκδοσης © 2022: Ομάδα φίλων της ποίησης στη Χίο, Εκδόσεις «άλφα πι»
TEYXOΣ 10
ISSN 2732-6101
H πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής. Eπισημαίνεται πάντως ότι κατά τον N. 2387/20, όπως έχει τροποποιηθεί με τον N. 2121/93 και ισχύει σήμερα, και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Bέρνης, που έχει κυρωθεί με τον N. 100/1975, απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η απο θήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, 22710 21550, εσωτ. 210 e-mail: papyros@chiospapyros.gr Εκδοτική παραγωγή: www.alfapibooks.gr Εκδοτικό: Ροδοκανάκη 7, Χίος 82131, τ.: 22710 41287, f.: 22710 26688 Τυπογραφείο: Λευκωνιά Κοντάρι, Χίος 82100, τ.: 22710 82846 E-mail: info@alfapiprint.gr : alfapi.prints : Εκδόσεις ΑΛΦΑ ΠΙ
τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετά φραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη. Οµάδα φίλων της ποίησης στη Χίο e-mail: seistroxios@gmail.com Τόπος συνάντησης: Βιβλιοπωλείο «Πάπυρος» Απλωταριάς 42, Χίος 82131 Τηλ.:
Οπισθόφυλλο: ----------------------------
Τραγούδια των πολλών άσημων τροβαδούρων αθέατα αηδόνια στο σκοτάδι
αφώτιστα πουλιά οι στεναγμοί που μουσική πλάθουν για λίγους γειτονικούς και άμουσους συντρόφους όπως ασήμαντοι δάσκαλοι διδάσκουν τ’ αναλφάβητα παιδιά. Μουλιάζει η μελωδία τους σκληρούς βόλους της άγνοιας και πεντάγραμμα χαράζει κι όλα φωτίζονται σιγά κι αρμονικά
ΚΏΣΤΑΣ ΑΜΠΑΝΟΎΔΗΣ Λυρικά - Μικρές κι ανώνυμες ζωές Δάκρυα άφθονα χυμένα στο χαρτί αόρατο λευκό μελάνι της πορείας του κόσμου. Δάκρυα κρυστάλλινα χυμένα στο χώμα σταγόνες γόνιμης βροχής κάθε ψυχής. Δάκρυα ματωμένα στη μνήμη της καρδιάς ανώνυμα μαρτυρολόγια της μικρής ζωής.
όταν το φως τ’ ανέσπερο στις νότες στάζει σαν ανοιξιάτικη βροχή, σαν πρωτοβρόχι πάνω στα διψασμένα φύλλα της ψυχής τους όταν οι Άνεμοι τους σιγοντάρουν σε συναυλίες μυστικές νέας ζωής των ταπεινών και εκλεκτών μυσταγωγία σαν προσευχή πανάκριβη στον πλάστη ύμνος της Φύσης, του Ανθρώπου, της Ζωής.
Αυτό το «Τρώας αιδέομαι»...
- η πιο φριχτή κατάρα
άσβεστη κι αμετάκλητη που ολοταχώς στον Τάρταρο σε πάει
βρόχος που κόβει τη μιλιά βαρίδι ασήκωτο, και γι’ Άτλαντες ακόμα...
Αυτή η φράση η τρομερή, Προκρούστειο ρούχο για να σε «μεγαλώσουν», με το στανιό κατάσαρκα για να σου το φορέσουν
να μάθεις μόνος σου να λες: «Πρέπει αντάξιος να φανώ!» «Εσύ» το στήριγμα, «Εσύ» το αποκούμπι, «Εσύ» η ελπίδα
για μάζες αποχαυνωμένες, που μια ζωή Μεσσίες γυρεύουνε για να φορτώσουν την ευθύνη τους στον κόκκοραόσο πιο μακριά απ’ το κουφάρι τους το κούφιο... Αυτό σ’ οδήγησε ως εδώ: να τρέχεις
6 ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΕΖΙΡΗΣ Όταν οι Έκτορες ψυχορραγούν
πελιδνός, άσπρος σαν το πανί, με του θάνατου το ρόγχο και τα πόδια σου στην πλάτη κρυφτούλι παίζοντας μ’ αυτόν που μόνο το αίμα γεύεται ως τροφή και μήτε έλεος μήτε ανθρώπινη λαλιά ποτέ του αξιώθηκε: μονάχα των θνητών μια φτέρνα - της Τύχης αφανές ατύχημακάτι σε έμψυχο ον απάνω του θυμίζει για να καυχάται στους Θεούς πως «δίκαια» στέκεται μπροστά σου, πως στα ίσα τάχα πολεμάτε...
7 Αυτό το «τι θα πει ο κόσμος», του Χάρου άχαρη μυλόπετρα, αλάργα απ’ την αγκάλη της σ’ απόδιωξε, που πάσχιζε η άμοιρη στα τείχη να σε κλείσειμακριά κι από το κλάμα του παιδιού σου, που σα να γνώριζε όσα βρέφος δε δύναται να ξέρει, τα κλάματα έμπηγε θωρώντας σε με περικεφαλαίες: γιατί πατέρα δίπλα του ήθελε - κι όχι έναν ήρωα με το ζόρι, κάποιον που στην ορφάνια και τη συντριβή θα τον τυλίξει. Του κάκου τώρα δρασκελάς μακριά απ’ το ριζικό σου… Κι απ’ όλα το πιο ασήκωτο είναι το πως γνωρίζεις ότι τα ίδια θα έκανες και πάλι, αν ξαναζούσες. Γιατί ποιανού η Φωνή τάχα δε σχηματίσθη ποιανού λοιπόν το Πρόσωπο δε συναρμολογήθη από τα «Πρέπει» που διαρκώς στις πλάτες μας φορτώνουν όσοι για μας ορίσανε πως είμαστε Γομάρια;
8 ΑΡΓ Ύ Ρ Ώ ΑΞΙ Ώ ΤΗ Λούκι απορροής Ο θυμός σου αυγουστιάτικη θύελλα σύννεφα συνοφρύωση ψιχάλα στο μέτωπο μαζεύαμε ομπρέλες ψάθες φουσκωτά ακυρώναμε συναυλίες εκδρομές αλλάζαμε εισιτήρια ερχόταν με τη βία το φθινόπωρο τεντωμένα τα χέρια σου υγρασία αποπνιχτική λέξεις μελάνι αχινού αγκάθια έπειτα ανοίγανε οι ουρανοί σα γέννα και μέναμε καταμεσής των διακοπών κοκκαλωμένοι όπως αυτί που ακούει κάποιο μυστικό μα κάπως πρόωρα ή λαθραία όπως κάνει πάντα το νερό καθώς παίρνει μακριά την παιδική μας αθωότητα μαζί με την ξέγνοιαστη θερινή σου όψη.
Καιροί πολέμου
Σ τους δρόμους εκείνης
της μεγάλης πόλης
τον μήνα μιας γιορτής
ακολουθώ ανθρώπους
που έχουν ίσκιους ψηλούς,
βήμα νωχελικό.
Ίσως γιατί στο διάβα τους
χαράζονται υποσχέσεις
για βόλτες κάτω
απ’ τον ξεχασμένο ήλιο
και στις αλάνες των Θεών.
Ακολουθώ ποδήλατα
που τρέχουν να προλάβουν
ό,τι απέμεινε απ’ τους χωμάτινους
τους δρόμους με τα τσέρκια
και τ’ ασπρισμένα, στην πρώτη καλημέρα
του Θεού, σπιτάκια
πάνω απ’ τη θάλασσα.
Το φευγαλέο βλέμμα
ακολουθώ του κοριτσιού που κυνηγάει με πείσμα ένα μπαλόνι κόκκινο καθώς απομακρύνεται σε λάθος άνεμο σε κόντρα κύμα.
Ακολουθώ, ακολουθώ σε πόλη φλύαρη μα και βουβή, εγώ.
Σε χρόνο μιας σιωπής τον μήνα μιας γιορτής.
9 ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΓΕ Ώ ΡΓΟ Ύ ΛΗ
10 ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΡΑΤΕΙΝΟΣ Στο ίδιο τοπίο Του τοπίου την παλιά όψη αυτήν που πρωτογράφτηκε στο νου θα αγαπά η μνήμη Μονή ζυγαριά Κατακαλόκαιρο Ο Γιάννης Βαγιανός, μανάβης πλανόδιος σε μια μονή ζυγαριά ζυγίζει μελιτζάνες και ζαρζαβάτια ολόδροσα τ’ αδειάζει στην ποδιά της μάνας δεκάρικο χάρτινο, κιτρινόχρωμο χέρια αλλάζει το μελί άλογο ανήσυχα διώχνει τις μύγες με την ουρά του παιδικός νους παρακολουθεί παράμερα καταγράφει
Solstitio
Μεσοκαλόκαιρο...
Ένα γλυκό μελτέμι παρασύρει καράβια, ανθρώπους, νησιά.
Και ξάφνου...
Το χαμόγελο
φτερουγίζει ταχέως, καθώς ο ζόφος μπουσουλάει -βραδέως.
Κι ο νους που όλο τρέχει, αναρωτιέται με πόσους παλμούς καρδιακούς σφύζει η ευτυχία.
11 ΜΑΡΙΑ Θ Ώ ΜΑΔΗ
Ο
Τα γράμματα, που κρύβεις στο συρτάρι, συντρόφευαν του πλοίου το μαξιλάρι. Δωράκι, ρολογάκι που κτυπούσε, μα ο χρόνος στο καράβι δεν περνούσε. Σας πήρα κ’ άκουσα το Κυριακάκι, δε μ’ άκουγε, «μπαμπά, πάρε μας σε λιγάκι». Κ’ είδα φωτογραφία το Μαράκι, ξεμπάρκαρα και τό’ βρα πια παιδάκι. Χάνουμε τη ζωή μας και τί ζούμε;
Όλα στη φαντασία μας πρωτού να κοιμηθούμε. Στέλνω φιλιά στο σπίτι μας, στον Πάτο, στου Άϊ Νικόλα. Θα’ ρθώ, να τα ξεχάσουμε όλα!
12 ΜΑΡΟ Ύ ΚΛΙ Ώ ΖΑΝΝΙΚΟ Ύ
Αφανής Ναύτης
Δεν περιμένει τίποτα
Οι αυταπάτες του έχουν ξοδευτεί
Σε φτηνούς πάγκους παραθαλάσσιους
Έχει σκιές που τον φοβίζουν
Έχει νύχτες που δεν κοιμάται Όμως
Σε μια συνύπαρξη μυστική
Ύπερβαίνει τις στιγμές
Κι απλώνεται στο χρόνο
Ο Αύγουστος
Δεν μπορεί να χειριστεί τις λέξεις Αγαπάει τις μεγάλες σιωπές
Έχει καταλάβει
Ότι δεν μπορεί να έχει Παρά μόνο να είναι
Κι ακόμα πόσο μικρό είναι αυτό που είναι και πόσο εύκολα μπορεί να το χάσει Γι’ αυτό αποφεύγει τις ξαφνικές τρικυμίες
13 Κ Ώ ΣΤΑΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ Αύγουστος Ο Αύγουστος
τις απρόοπτες αποφάσεις τους αιφνίδιους ανέμους Ο Αύγουστος Είναι κατά βάθος μια ακόμα αποχώρηση Του μέλλεται να γίνει Μια ακόμα μνήμη σε ένα τείχος τυφλότητας Που μας περιζώνει.
Το κύμα φούσκωσε και πέφτει μανιασμένο στο πλοίο με αφρούς και το ραντίζει
και τα πανιά τ’ ο άνεμος ξεσκίζει. Μονάχος σου τη νύχτα πώς περνάς!
Το ‘χει το τσούρμο τ’ από πάντα ξεχασμένο μέσα στο πέλαγο μονάχο να γυρίζει
το δρόμο τ’ η φουρτούνα να ορίζει
στο χάροντα το δάκρυ να κερνάς
14 ΓΙ Ώ ΡΓΟΣ ΖΗΣΙΜΟΠΟ Ύ ΛΟΣ Αντιστροφή Το καραβόσκυλο γαβγίζει θυμωμένο από την πλώρη στο σιφόνι που μουγκρίζει και κάνει το τραμπάκουλο να τρίζει, και σένανε στ’ αμπάρι να ξερνάς.
πάνω
15 ΜΑΡΙΑ ΚΛΕΙΔΑ Έκσταση Αφουγκράσου λόγια πουλιά στον αχανή ορίζοντα λόγια πουλιά λευτερωμένα απ’ τα δεσμά του χρόνου του επίγειου εξαγνισμένα από τον πόνο και τη μνήμη των πραγμάτων σμήνος λευκά περιστέρια στον αχανή ορίζοντα Γίνε κι εσύ πουλί που αναζητά τ’ άφατο φως Σαν να φτερουγά η ψυχή την ύστατη στιγμή στο υπερκόσμιο…
ΑΝΤ Ώ ΝΗΣ ΛΑΡΔΑΣ
Οι τρυφερές οι λέξεις δεν μπορούν
να μας διασώσουν απ’ τη θλίψη. Όσα τραγούδια χτίζουμε μ’ αυτές μονάχα λίγες μέρες επιβιώνουν
κι ύστερα χάνονται στην άβυσσο της λήθης. Οι άλλες οι φτιαγμένες από σίδερο
τσακίζουν δροσερά χορτάρια αυταπάτης πληγές ανοίγουν στα πλευρά μας δεμένες στην ουρά μας μια ζωή
βροντολογούν ξοπίσω μας και τρέχουμε ατελείωτα χιλιόμετρα πεζότητας κι όλο μας σπρώχνει ο ήχος κι ο ρυθμός
κατακόβουν αμίλητους στη δύση. Οι ποιητές αγγελιοφόροι αισθημάτων μάταια ψάχνουν τις διευθύνσεις μας στις πόρτες μας ν’ αφήσουν τα μεσάνυχτα ποιήματα ιαματικά λύπες για να ξεπλένουμε και δακρυσμένα όνειρα.
16
Λέξεις
Τους φίλους βλέπω στα όνειρα
πριν φύγει το σκοτάδι
είναι χλωμοί κι αγέλαστοι
σαν ξύλινα σπαθιά.
Ο χρόνος άκαμπτος , σκληρός
σαυτόν που τολμά και φεύγει, σκιές γύρω μετέωρες
χωρίς καμμιά μιλιά.
Όλα ξερά και άχρωμα σαν ξέπνοες αναμνήσεις
ψάχνουν να βρουν μια όαση πέρα απ’ το χθες , πριν το μετά.
17 Φ Ώ ΤΗΣ ΜΑ Ύ ΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Συνάντηση στο Χρόνο
τώρα στο πέλαγος μέσα βαθιά σαν κολυμπώ εκεί που η ακτή μοιάζει με γραμμή γρήγορα να γυρίσω πίσω θέλω στις ομιλίες, τη φασαρία, τα γέλια τους φαίνεται πώς τελικά στα κύματα βρήκα τη φωνή μου.
18 ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΟ Ύ ΔΗΣ Καλοκαίρι Ά λλο ένα καλοκαίρι που παλεύω να ξεφύγω από τη βοή του κόσμου κι ας ήταν τα δικά μου κλάματα που ξεσήκωναν τους γύρω όταν μικρό παιδί αρνιόμουν πεισματικά να μπω τη φοβόμουν τη θάλασσα δεν την ήθελα
Φτερά
Με άφησαν όλοι μόνη μου, για να τα καταφέρω
να ψάξω για νέα φτερά
γιατί εκείνα που είχα
και τα κτυπούσε ο άνεμος, και τα έβρεχαν οι μπόρες, και που στα χιόνια πάγωναν
κι έλιωναν στην ζέστη
ξεσκίστηκαν, εχάλασαν διόρθωση δεν παίρνουν.
Όταν τα είδα στα άχρηστα παράπονο και θλίψη
και γονατίζω ταπεινά
να τα αποχαιρετίσω.
Οι θύμησες, κι οι μνήμες τους συγκίνηση και δάκρυα. Την μοίρα τους ξέρω καλά: είναι η φθορά του χρόνου. Έτσι μεταμορφώθηκαν κι έγιναν παρελθόν μου,
19 ΜΑΡΙΑ ΜΠΡΙΛΗ - ΚΑΛΟ Ύ ΤΑ
έγιναν οι αναμνήσεις μου για να με συντροφεύουν, κι εγώ για τις αλήθειες τους θα δείχνω τα σημάδια, απ’ της Αγάπης της ουλές, τις μάχες τις χαμένες Θεωρώντας έτσι πως τιμώ εκείνα τα φτερά μου.
20 ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΧΟ Ύ ΝΔΑΚΗΣ Μιλήσαμε για τις παραθαλάσσιες μοναξιές που κοιμούνται ανέ μελα κάτω από ψάθινα καπέλα μιας χρήσης και ομπρέλες με δια φημιστικά παγωτών. Μιλήσαμε ανώριμα για τους ακτιβισμούς που γεμίζουν την θλίψη μας, κι ύστερα είπαμε για αχινούς και ροζ Κοράλια που τσαλα βουτούνε πάνω στην ακριβή θορριά μας, για αναστεναγμούς που χάνονται στα βάθη αλλά και σε μια κουταλιά νερού, που αρμενί ζουν ανάμεσα σε ένα ψυχαναγκασμό και μια μανία που απορροφά την αρμύρα σα να θέλει να ξεδιψάσει την ορμή του πάνω σε ηλιο καμένα κορμιά, που απλώνονται σε αμμουδερές παραλίες, σαν ρούχα από πρωινή μπουγάδα σε κάποια εργατική πολυκατοικία των Γαλλικών προαστίων. Συντριβάνια χαράς μας γέμισε η αλλοιωμένη ομορφιά του τύπου με τα σκαλισμένα χέρια που ανηφόρισε τα σκαλοπάτια της αλή θεια μας, ύστερα ανεμίσαμε το λάβαρο της ελευθερίας που μας στερήθηκε αλλά δεν κλάψαμε για την απώλεια του. Είπαμε είναι σύνηθες να συμβαίνει!
τις πλησιάζω δεν τις αγγίζω
μην τις ξεθωριάσω.
Περνώ ανάμεσά τους βελούδινα βήματα
προσέχω
μην τις συνθλίψω.
Τις παρατηρώ να ερωτοτροπούν
και να λάμπουν ανταγωνιστικά
άλλες σμίγουν
κι άλλες αλληλοσπαράζονται.
Πυγολαμπίδες σε θεοσκότεινη γη οι αναμνήσεις
τρέχω στη μέρα μου να τη διανύσω
μα θα γυρίσω
σαν σκοτεινιάσει και φωτίσουν πάλι.
21 ΚΑΙΤΗ ΣΑΡΡΗ Πυγολαμπίδες Πυγολαμπίδες σε θεοσκότεινη γη οι αναμνήσεις σηματοδοτούν τις νύχτες μου καθοδηγούν τα βήματά μου
μα
φοβάμαι
με
Αγαπήθηκα απ’ τον ήλιο και τίποτα άλλο να ζητήσω πια δε θα ‘θελα Τα δάχτυλά μου χώνω σε βότσαλα ζεστά. Μια πλησμονή και μια ολοκλήρωση τώρα που πια άυλη νιώθω
Αφήνονται εδώ σε καλά χέρια, πλάι σε ψηλά βουνά και κάτω απ’ τα μαστίχια που ‘σκυψαν να φιλήσουνε το χώμα Κι απ’ την καρδιά μου ανθίζουν τώρα γιαπωνέζικα τριαντάφυλλα της άμμου και πέτρες φορτισμένες φεγγαρόφωτο.
22 ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΗ Βόρεια βορειοανατολικά Βόρεια βορειοανατολικά ταξίδεψα να ακούσω τα πουλιά Στους κόλπους του νησιού μου θέριεψε η ψυχή μου Στα στάχυα τα χρυσά της θάλασσας τα μάτια μου άφησα Γδούπος το σώμα ρίχτηκε σαν πέτρα από τον βράχο Η καρδιά μου ζωντανή εδώ, η νόησή μου ρίζωσε και βλάστησε μ’ αυτούς εδώ τους θάμνους
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
Νιώθω πως κάποιοι άνθρωποι τελικά
Είναι πλάσματα ζαλισμένα και μικρά
Δεν βλέπουν την αξία τους.
Αγωνίζονται μάταια να πάνε μπροστά
Κολλημένοι στη λάσπη για τα καλά Εμμένουν στη μανία τους.
Χάνουν τον εαυτό τους στο κενό Πίσω από φούσκες στον ουρανό Σκορπούν τη φαντασία τους.
Κι ενώ η χαρμονή πλέει παντού
Η θλίψη γελάει ως πασπαρτού
Θρέφει την αφασία τους.
Παίζουν με τις ζωές των ευπαθών Σκίζουν τις σάρκες των ταπεινών Κοσμούν την αηδία τους. Γεμίζουν τις τσέπες με χρυσό Φορούν πουκάμισο λευκό
Να πάνε στην κηδεία τους.
Κι αν εύχομαι να δουν το φως Φοβάμαι πως πλανώμαι οικτρώς Δύσκολα αλλάζουν την πορεία τους.
23
ΣΟ Ύ ΤΟ Ύ Τελικά
Η άμυνα της νήσου
Τι όμορφα σαν βόμβες
πέφτουν τα δάκρυά σου
το σώμα του νησιού
κατάχλομο φαντάσου
γυμνό να αιμορραγεί
να σκάβεται το χώμα
στο κόκκινό σου στόμα
ν’ αλέθεται η γη.
Τι όμορφες ρυτίδες
σα χάδια ιδανικά
μες τον καθρέφτη είδες
τα βομβαρδιστικά
ξερές σφηκοφωλιές
κρυμμένες μες τις βάρκες
στην παραλία νάρκες
και ιστορίες παλιές.
Τι όμορφοι κι εμείς
απ’ το εβδομήντα τόσο
μια ιστορία σκόρπια
που δεν μπορώ να ενώσω
οι φλέβες στους κροτάφους
παλιά πολυβολεία υγρά φιλιά γελοία που θα θαφτούν σε τάφους.
Έτσι όλα επιτάσσονται στο θάνατό μας για το καλό μας κι ανταλλάσσονται:
Οι χτύποι στην καρδιά μου μία χούφτα άμμου η άμυνα της νήσου για την ηδονή σου.
24 ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΤΣΑΡΔΑΚΑΣ
μπροστά
όλα
πωλούνται
για
κι
η αιτία των παύσεων
ο ρυθμός του σύμπαντος ένας βλαστός που οδεύει προς τον ουρανό το μυστικό η αιώνια αποκάλυψη των ανθών
η νύχτα απλώνεται μπροστά σου πειθήνια απελευθερωμένος από τη σκιά δε φοβάσαι πια
χωρίς ανάγκη για κυριαρχία δέχεσαι το χώρο τα δέντρα, τους δρόμους ο κόσμος περνάει από μέσα σου σαν ελικοειδής κυματισμός προσχωρεί μαλακά στο σώμα διαχέεται κρατώντας λίγο από την πρώτη ύλη του κόσμου εσύ πιο λίγος από πριν πληθαίνεις τον αέρα
στην πλάτη σου φυτρώνουν λάμψεις στα μαλλιά σου αστέρια ένα μεγάλο κοράλι στέκεται ανάμεσα στα μάτια σου γεννάει μαργαριτάρια κι αλμυρό νερό η θάλασσα σε κοιτάζει κατάματα εσύ, δεν είσαι πια εσύ ο κόσμος δεν είναι πια ο κόσμος ο ρυθμός του σύμπαντος ένας βλαστός που οδεύει προς τον ουρανό.
25 ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΑΦ Το τέμπο του σαμάνου Εσύ,
Δεν ξημερώνει, απλώς αλλάζει θέσεις η Γη σε σχέση με τον Ήλιο. Περιφερόμαστε μάζες με περιεχόμενα άγνωστα δώρα Ανεξερεύνητα και γέρικα τα νιάτα μας Απο φόβο αδιαφορία και άγνοια Στο δρόμο για την άνοια.
26 ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΠΠΟ Ύ Μια σκονισμένη ακτίνα φωτός στο σπίτι το αφημένο, το ασυ ντήρητο Συνηθίζαμε να το ζούμε γονατιστοί Κλείναμε τα μάτια μας σφιχτά μη τυφλωθούμε Ψηλαφούσαμε το περιβάλλον χοντρικά, μη σκοτωθούμε Αποφεύγαμε να περπατήσουμε να μη σκοντάψουμε Αποφεύγαμε να κολυμπήσουμε να μην πνιγούμε Αποφύγαμε και να πετάξουμε, προφανώς Στιγμές τα γέλια μας μας έζωσαν απ’ τη ζωή Παρηγοριά να συνεχίσουμε και να την αρνηθούμε Αναθαρρούσαμε σκυφτοί κουμπώνοντας το πανωφόρι της άρνησή μας αιώνες τώρα
Φως βεγγαλικό πορφυρώνει τις φτερούγες του ορίζοντα.
*
Χορός του ήλιου στον αφρό του μελτεμιού κι έλαμψ’ ο κόσμος.
*
Φλόγα τ’ αγέρι στην ολόγυμνη σάρκα
του καλοκαιριού.
*
Κύμα, που ήρθες διάφανο σαν τη φθορά να με σκεπάσεις!
*
Φεγγάρι γλαυκό, όστρακο ολάνοιχτο, μαργαριτάρι.
*
Θ’ ακούσω πάλι την ηχώ των αστεριών στη ζεστή νύχτα.
*
Αναδύεται εύσαρκη η θύμηση
απ’ τ’ αγιόκλημα.
*
Και για τ’ όνειρο
τζιτζίκια και βότσαλα στο προσκεφάλι.
27 ΑΡΓ Ύ Ρ Ώ Ψ Ώ ΡΑ - ΘΕΟΔ Ώ ΡΑΤΟ Ύ Του καλοκαιριού και του Αιγαίου (Χαϊκού)
Δυνάμωσαν οι άνεμοι στο δρόμο μας
Ένταση στα κύματα της θάλασσας
Πόσο έκλαψαν τα μάτια από φόβο
Τα χέρια έτρεμαν ικετεύοντας το Θεό
Δεν ξεχνάμε τον πόνο των κυμάτων
Η ανάμνηση του φόβου δεν ξεχνιέται
Τα μάτια έκλαιγαν με λυγμό
Ο πόνος έτρεμε από ανατριχίλα
Προχώρησαν τα πελάγη μπροστά
Στην γη της Ελλάδας με ασφάλεια
Τα παιδιά έκλαψαν από χαρά Χαρά της ελπίδας δεν ξεχνιέται
Πόσο έχτισα τις ελπίδες μέσα στον πόνο Στην γη της Ελλάδας μέσα στη λαχτάρα
Πορευτήκαμε προς Το καμπ της ΒΙΑΛ βιαστικά Είμαι ένας πρόσφυγας περαστικός Προς την μοίρα για καλύτερη ζωή Έτρεμαν τα
28 DAHESH ABU HADAYED, ΠΑΛΑΙΣΤ Ι ΝΗ Στιγμή πόνου, ευκαιρία ελπίδας
αισθήματα από λύπη Μα τα χείλη χαμογέλασαν Δεν θα μετανιώσω για το φόβο που με συνόδευσε Στην ελπίδα της Ελλάδας και στη δίψα της Με κάλεσαν η λαχτάρα και η αγάπη Από το λαό της Ελλάδας αυξήθηκε Γέμισε η ζωή από ανυπομονησία Η στιγμή πόνου και οδύνης εξαφανίστηκε Μεγάλωσε η αγάπη μου για τη γη σας
Ήταν ανέλπιστο όνειρο Πρόσφυγας εδώ, πρόσφυγας και στην χώρα μου Πρόσφυγες και οι γονείς και οι παππούδες μου Αυξήθηκε η αγάπη μου για μια γη Δεν ξεχνάνε ποτέ τα έθνη Μας αγκάλιασαν τα έθνη
Με την συνοδεία της Αρμοστείας των Ηνωμενων Εθνών Αγάπη του Θεού, αγάπη της ειρήνης Αγάπη των Ηνωμενων Εθνών δεν ξεχνιέται ποτέ Τέλος αλλά όχι ασήμαντο, Ευχαριστώ κάθε άτομο που αγκάλιασε έναν πρόσφυγα στην αναζήτηση της χαράς και της ελπίδας.
29
Ζωές τσακισμένες, χωρίς καμιάν ελπίδα
Δεν ξέρουν ποιον να εμπιστευτούν Μια ζωή άθλια κι η μισαλλοδοξία
Γιατί ο Θεός δεν κάνει κάτι
Δεν την βλέπει, τόση μιζέρια; Φωνάζω, ουρλιάζω, σε σένα μιλάω τόση δυστυχία με εξαγριώνει Άνθρωποι που σκοτώνουν τον πλησίον Άνθρωποι που υποφέρουν, που λιμοκτονούν Άλλον κόσμο είχαν ονειρευτεί Μισήθηκαν απ’ τη στιγμή της γέννησής τους. Ώ, μην ξεχνάμε ότι είμαστε όλοι πρόσφυγες σε αυτή τη ζωή.
30 IBRAHIMA SOULEYMANE CAMARA, ΓΟ Ύ ΙΝ Ε Α Ποίημα για τους πρόσφυγες όλου του κόσμου Γράφω. Ακούω φωνές, φωνές μες στο μυαλό μου Φωνές που κραυγάζουν και καλούν σε βοήθεια Ανθρώπους που δεν τους γνωρίζω, που ποτέ μου δεν τους είδα Ανθρώπους που περπατούν ξυπόλυτοι Νιώθω αυτά τα δάκρυα, τα δάκρυα των βασάνων
31 «Ποιήματα που δημιουργήθηκαν μετά από συναντήσεις της συν-φω νίας φίλων της ποίησης «Σείστρο» με πρόσφυγες στη Χίο, τα οποία αναγνώστηκαν δημόσια στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Ύπατη Αρ μοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες για την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων, στις 20 Ιουνίου 2022 στον Δημοτικό Κήπο Χίου, σε συνεργασία με τοπικούς φορείς και οργανώσεις»
ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΣΕΙΣΤΡΟ» ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΧΙΟ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗ ΧΙΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΛΦΑ ΠΙ» ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 2022 ΣΕ 600 ΑNΤIΤYΠΑ ΣΕ XΑPΤI ΣΑΜΟΥΑ CREAM 100 ΓΡ.